Quantcast
Channel: ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live

Απόκτηση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία.- Αριθμός 1601/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

$
0
0

Κοινό κληρονομιαίο ακίνητο. Χρησικτησία μεταξύ συγκληρονόμων. - Αριθμός 1526/2006  ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

- Απόκτηση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Τι πρέπει να επικαλεστεί ο ενάγων και πότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Αναίρεση λόγω παραβίασης ουσιαστικού κανόνα καθώς και λόγω έλλειψης νόμιμης βάσης. Βίαιη διακοπή της δίκης λόγω..
θανάτου του διαδίκου. Πότε επέρχεται και πότε η απόφαση είναι υποστατή και προσβλητή με αναίρεση. Αναίρεση που απευθύνεται κατά αποβιώσαντος.
- Για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με το άρθρο 1045 ΑΚ, αρκεί η επί 20ετία νομή του πράγματος, δηλαδή η με διάνοια κυρίου φυσική εξουσίαση του πράγματος (άρθρο 974 ΑΚ). Ο ενάγων που προβάλει την χρησικτησία, ως τρόπο κτήσεως της κυριότητας του ακινήτου, πρέπει να επικαλεσθεί τη νομή αυτού και εν ανάγκη και τη νομή του δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 ΑΚ), καθορίζοντας ταυτόχρονα και τις μερικότερες εμφανείς, υλικές διακατοχικές πράξεις στο ακίνητο από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το ακίνητο ως κύριος. Επί αναγνωριστικής δε της κυριότητας ακινήτου αγωγής, η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, με την οποία αναγνωρίζεται, ότι ο ενάγων έγινε κύριος του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατά το άρθρο 1045 του Αστικού Κώδικα, γιατί νεμήθηκε αυτό με διάνοια κύριου επί είκοσι τουλάχιστον έτη, στερείται νόμιμης βάσεως, εάν δεν αναφέρονται στο αιτιολογικό της συγκεκριμένες πράξεις νομής αυτού ή του αντιπροσώπου του επί του επιδίκου ακινήτου, ώστε να κριθεί εάν αυτές είναι ικανές να προσπορίσουν στον ενάγοντα την κυριότητα του ακινήτου αυτού με έκτακτη χρησικτησία. 
- Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσης έννομης συνέπειας ή την άρνησή της. 
- Kατά την έννοια του αριθ. 19 του ιδίου άρθρου, ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία, που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νομίμου βάσεως, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. 
- Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 62, 73, 286 επ. και 313 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κάποιος διάδικος αποβιώσει κατά την διάρκεια της δίκης και μέχρι το τέλος της προφορικής συζητήσεως μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση και εφόσον τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώσεις, μεταξύ των οποίων είναι και εκείνη της γνωστοποιήσεως του θανάτου στον αντίδικο του αποβιώσαντος, επέρχεται διακοπή της δίκης και όλες οι διαδικαστικές πράξεις που επιχειρούνται μέχρι την νόμιμη επανάληψη της διαδικασίας λογίζονται άκυρες. Αν δεν γίνει η γνωστοποίηση του θανάτου δεν επέρχεται διακοπή της δίκης η δε απόφαση που εκδίδεται είναι υποστατή και μπορεί να προσβληθεί με το ένδικο μέσο της αναιρέσεως. Σε περίπτωση που ο διάδικος αποβιώσει μετά το πέρας της προφορικής συζητήσεως μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση ή πολύ περισσότερο μετά την έκδοση της τελευταίας, όταν δηλαδή δεν υφίσταται πλέον εκκρεμής δικαστικός αγών, δεν υπάρχει στάδιο εφαρμογής των διατάξεων περί διακοπής της δίκης. Σε κάθε περίπτωση τα ένδικα μέσα που ασκούνται κατά της οριστικής αποφάσεως, άρα και η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απευθύνονται, σύμφωνα με το άρθρο 558 ΚΠολΔ κατά των καθολικών διαδοχών (κληρονόμων) του αποβιώσαντος, απευθυνόμενα δε κατ` αυτού είναι άκυρα, υπό την προϋπόθεση ότι ο αναιρεσείων διάδικος είχε λάβει γνώση του θανάτου του αντιδίκου του με οποιονδήποτε τρόπο, ώστε να διαπιστώσει τους κληρονόμους του και να απευθύνει κατ` αυτών την αναίρεση. Επομένως, η αναίρεση που απευθύνεται κατά αποβιώσαντος, χωρίς όμως να γνωρίζει τον θάνατο ο αναιρεσείων, δεν είναι άκυρη και η συζήτησή της χωρεί νομίμως με τους κληρονόμους του αποβιώσαντος, εάν αυτοί εμφανίζονται κατά την συζήτηση με την ιδιότητα αυτήν, στην θέση του αποβιώσαντος αναιρεσιβλήτου και προβάλλουν υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς (ΟλΑΠ 27/1987). 



Διατάξεις:
ΑΚ: 974, 1045, 1051
ΚΠολΔ: 62,73, 286 επ., 313, 558, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19
ΚΥΡΙΑΚΗ

Αριθμός 1601/2008 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 

Γ'Πολιτικό Τμήμα 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου), Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Χαράλαμπο Παπαηλιού και Ιωάννη Σίδερη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Μαΐου 2008, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: 

Του αναιρεσείοντος: Χ, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Στο σημείο αυτό ο πληρεξούσιος διικηγόρος Παναγιώτης Λυμπερόπουλος δήλωσε ότι ο αναιρεσείων απεβίωσε στις 20-4-2001 και κληρονομήθηκε από τους : Χ1 και Χ2, οι οποίοι συνεχίζουν την βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον (ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο) Παναγιώτη Λυμπερόπουλο και Χ3, ο οποίος δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. 

Των αναιρεσίβλητων: Ψ1, Ψ2, Ψ3, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αλέξανδρο Στριμπέρη και Ψ4, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Στο σημείο αυτό ο ανωτέρω πληρεξούσιος δικηγόρος δήλωσε ότι ο 4ος αναιρεσίβλητος απεβίωσε στις 27-10-1999 και κληρονομήθηκε από τους : Ψ5, Ψ6, και Ψ7, οι οποίοι συνεχίζουν την βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αλέξανδρο Στριμπέρη. 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-3-1993 αγωγή των αρχικών αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κοζάνης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 8/1999 του ίδιου Δικαστηρίου και 100/2000 του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 15-11-2000 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ιωάννης Σίδερης ανέγνωσε την από 12-5-2008 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 

Ι). Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 62,73, 286 επ. και 313 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κάποιος διάδικος αποβιώσει κατά την διάρκεια της δίκης και μέχρι το τέλος της προφορικής συζητήσεως μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση και εφόσον τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώσεις, μεταξύ των οποίων είναι και εκείνη της γνωστοποιήσεως του θανάτου στον αντίδικο του αποβιώσαντος, επέρχεται διακοπή της δίκης και όλες οι διαδικαστικές πράξεις που επιχειρούνται μέχρι την νόμιμη επανάληψη της διαδικασίας λογίζονται άκυρες. Αν δεν γίνει η γνωστοποίηση του θανάτου δεν επέρχεται διακοπή της δίκης η δε απόφαση που εκδίδεται είναι υποστατή και μπορεί να προσβληθεί με το ένδικο μέσο της αναιρέσεως. Σε περίπτωση που ο διάδικος αποβιώσει μετά το πέρας της προφορικής συζητήσεως μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση ή πολύ περισσότερο μετά την έκδοση της τελευταίας, όταν δηλαδή δεν υφίσταται πλέον εκκρεμής δικαστικός αγών, δεν υπάρχει στάδιο εφαρμογής των διατάξεων περί διακοπής της δίκης. Σε κάθε περίπτωση τα ένδικα μέσα που ασκούνται κατά της οριστικής αποφάσεως, άρα και η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απευθύνονται, σύμφωνα με το άρθρο 558 ΚΠολΔ κατά των καθολικών διαδοχών (κληρονόμων) του αποβιώσαντος, απευθυνόμενα δε κατ` αυτού είναι άκυρα, υπό την προϋπόθεση ότι ο αναιρεσείων διάδικος είχε λάβει γνώση του θανάτου του αντιδίκου του με οποιονδήποτε τρόπο, ώστε να διαπιστώσει τους κληρονόμους του και να απευθύνει κατ` αυτών την αναίρεση. Επομένως, η αναίρεση που απευθύνεται κατά αποβιώσαντος, χωρίς όμως να γνωρίζει τον θάνατο ο αναιρεσείων, δεν είναι άκυρη και η συζήτησή της χωρεί νομίμως με τους κληρονόμους του αποβιώσαντος, εάν αυτοί εμφανίζονται κατά την συζήτηση με την ιδιότητα αυτήν, στην θέση του αποβιώσαντος αναιρεσιβλήτου και προβάλλουν υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς. (Ολ. ΑΠ 27/1987). Στην προκειμένη περίπτωση κατά την συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, που κατατέθηκε στις 28.11.2000, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των αναιρεσιβλήτων δήλωσε, ότι ο τέταρτος απ'αυτούς απεβίωσε στις 27.10.1999 και κατέλιπε ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους του την σύζυγό του Ψ5 και τα τέκνα του Ψ6 και Ψ7, οι οποίοι δήλωσαν ότι παρίστανται και συνεχίζουν την δίκη. Ο θάνατος του ως άνω αναιρεσιβλήτου και οι συγγενικές σχέσεις που στηρίζουν την κληρονομική διαδοχή αποδεικνύονται από την προσκομιζόμενη οικεία ληξιαρχική πράξη θανάτου, το αντίστοιχο πιστοποιητικό οικογενειακής καταστάσεως, ως και το με αριθ. 33472/2008 πσκ του Γραμματέα πρωτοδικών Αθηνών περί μη δημοσιεύσεως διαθήκης του τετάρτου των αναιρεσιβλήτων, τα γεγονότα δε αυτά δεν αμφισβητούνται ειδικώς από τους ήδη αναιρεσείοντες (αρθρ. 261 Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτει, ότι ο κατά την 27.10.1999 θάνατος του τετάρτου αναιρεσίβλητου έλαβε χώρα κατά την διάρκεια της δευτεροβάθμιας δίκης ενώπιον του Εφετείου, ήτοι πριν από την προφορική συζήτηση της υποθέσεως (1.3.2000) μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη οριστική απόφαση, χωρίς να γίνει στην δίκη αυτήν γνωστοποίηση του θανάτου ώστε να επέλθει διακοπή της δίκης. Από κανένα όμως αποδεικτικό μέσο δεν προκύπτει, ότι ο αναιρεσείων, κατά την άσκηση αυτής, γνώριζε τον θάνατο αυτού, οι δε εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του τετάρτου αναιρεσιβλήτου παρίστανται νομίμως στην θέση του κληρονομηθέντος διαδίκου και δηλώνουν, ότι συνεχίζουν την δίκη και προβάλλουν υπεράσπιση επί της ουσίας της υποθέσεως. Επομένως, η αίτηση αυτή είναι έγκυρη και κατά το μέρος της που στρέφεται κατά προσώπου που είχε αποβιώσει πριν την άσκησή της και μπορεί να χωρήσει νομίμως η συζήτηση επί της αναιρέσεως. Εξάλλου ο αναιρεσείων Χ, όπως προκύπτει από την XXX ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξιάρχου Δήμου Ελίμειας, απεβίωσε στις 20.4.2001, ήτοι μετά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως. Όπως δε προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, ως και το XXX πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δήμου Ελιμείας, ο αναιρεσείων κατέλιπε, όπως συνομολογείται και από τους αναιρεσιβλήτους, μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τους Χ1, Χ2, και Χ3, οι δύο πρώτοι από τους οποίους γνωστοποίησαν δια του πληρεξουσίου των δικηγόρου το ως άνω γεγονός με δήλωσή τους, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά του παρόντος δικαστηρίου, ενώ, περαιτέρω, δήλωσαν ότι επαναλαμβάνουν τη διακοπείσα λόγω του θανάτου δίκη. Επίσης, όπως προκύπτει από την με αριθμό XXX έκθεση επιδόσεως του δικ. επιμελητού του Πρωτοδικείου Κοζάνης XXX, ακριβές αντίγραφο της από 15.11.2000 αιτήσεως, μετά της πράξεως ορισμού δικασίμου για την εκδίκαση της αναιρέσεως και κλήσεως προς παράσταση στη σημερινή δικάσιμο της 21.5.2008 επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, με επιμέλεια των αναιρεσιβλήτων, στον Χ3, ως εξ αδιαθέτου κληρόνομο του αναιρεσείοντος πατρός του, πλην όμως ο τελευταίος δεν εμφανίσθηκε κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης. Επομένως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία αυτού, σαν να ήταν και αυτός παρών. 
II). Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσης έννομης συνέπειας ή την άρνησή της. Εξάλλου, κατά την έννοια του αριθ. 19 του ιδίου άρθρου, ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία, που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νομίμου βάσεως, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Περαιτέρω για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με το άρθρο 1045 ΑΚ, αρκεί η επί 20ετία νομή του πράγματος, δηλαδή η με διάνοια κυρίου φυσική εξουσίαση του πράγματος (άρθρο 974 ΑΚ). Ο ενάγων που προβάλει την χρησικτησία, ως τρόπο κτήσεως της κυριότητας του ακινήτου, πρέπει να επικαλεσθεί τη νομή αυτού και εν ανάγκη και τη νομή του δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 ΑΚ), καθορίζοντας ταυτόχρονα και τις μερικότερες εμφανείς, υλικές διακατοχικές πράξεις στο ακίνητο από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το ακίνητο ως κύριος. Επί αναγνωριστικής δε της κυριότητας ακινήτου αγωγής, η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, με την οποία αναγνωρίζεται, ότι ο ενάγων έγινε κύριος του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατά το άρθρο 1045 του Αστικού Κώδικα, γιατί νεμήθηκε αυτό με διάνοια κύριου επί είκοσι τουλάχιστον έτη, στερείται νόμιμης βάσεως, εάν δεν αναφέρονται στο αιτιολογικό της συγκεκριμένες πράξεις νομής αυτού ή του αντιπροσώπου του επί του επιδίκου ακινήτου, ώστε να κριθεί εάν αυτές είναι ικανές να προσπορίσουν στον ενάγοντα την κυριότητα του ακινήτου αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Το επίδικο ακίνητο είναι οικόπεδο, εκτάσεως 1.000 τ.μ. περίπου, το οποίο βρίσκεται στον XXX. Στους δε διαδίκους περιήλθε εκ της εξ αδιαθέτου διαδοχής του πατέρα τους, ως και του θείου τους Ψ1, που απεβίωσαν τα έτη 1944 και 1956, αντιστοίχως, δοθέντος ότι οι κατέχουσες αρχικώς τα 4/10 του οικοπέδου θείες των διαδίκων Α, Ψ2 και Γ παραιτήθηκαν σιωπηρώς των δικαιωμάτων τους επί του επιδίκου, και συνεπώς, μετά τον θάνατο αυτών, η νομή, κατοχή και κυριότητα του περιήλθε, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, στους διαδίκους. Στις 18.8.1963 ο εναγόμενος επώλησε με ιδιωτικό συμφωνητικό στους αδελφούς Γ και Δ τμήμα 170 τ.μ. του αρχικού οικοπέδου των 1.000 τ.μ. Στις 5.9.1964, από κοινού με τον τέταρτο ενάγοντα, ο εναγόμενος επώλησε άλλα 170 τ.μ του ιδίου οικοπέδου στους αυτούς αγοραστές, χωρίς να εκφρασθεί οιαδήποτε αντίδρασις των λοιπών διαδίκων. Στη συνέχεια το έτος 1974, ο εναγόμενος με άδεια που του χορηγήθηκε από το Γραφείο Πολεοδομικών Εφαρμογών του Ν. Κοζάνης την 2.5.1974, ανήγειρε διώροφη οικοδομή, όπου και διαμένει, εντός τμήματος 140 τ.μ. και έτσι αυτός έλαβε για τον εαυτό του 140 τ.μ. πλέον των 255 (175+85) τ.μ, τα οποία επώλησε και συνολικώς έλαβε 395 τ.μ. του αρχικού οικοπέδου των 1.000 τ.μ., μεγαλυτέρα, δηλαδή, μερίδα από την δικαιουμένη εις αυτόν. Κατά το έτος 1991 οι ενάγοντες απεφάσισαν να ανεγείρουν στο εναπομείναν τμήμα οικοδομή τεσσάρων διαμερισμάτων, ένα για τον καθένα τους, ανέθεσαν δε την μελέτη για την έκδοση της αδείας οικοδομής στον υιό του μάρτυρος αποδείξεως, Ε, στον οποίο είχε ανατεθεί και από τον εναγόμενο η μελέτη για την έκδοση αδείας οικοδομής της ιδικής του οικίας στο οικοπεδικό τμήμα των 140 τ.μ. Η άδεια οικοδομής εξεδόθη την 24.10.1991 από την πολεοδομία της Νομαρχίας Κοζάνης, οι εργασίες, όμως, ανεγέρσεως της οικοδομής δεν προχώρησαν, εξ αιτίας της αντιδικίας μεταξύ των διαδίκων για το θέμα της κυριότητας του επιδίκου. Σύμφωνα δε με τις κρίσεις του αυτές το Εφετείο έκρινε, απορρίπτοντας την ένσταση ιδίας κυριότητας του εναγομένου, ότι κατά το έτος 1974 ο εναγόμενος προέβη, ως συγκύριος του επιδίκου σε άτυπη διανομή του, την οποία απεδέχθησαν οι ενάγοντες σιωπηρώς, καταστάντες συγκύριοι του διεκδικουμένου οικοπέδου, κατά ποσοστό 1/4 εξ'αδιαιρέτου ο καθένας τους, ως νεμόμενοι από κοινού αυτό για χρονικό διάστημα μείζον της εικοσαετίας.....". Ενόψει κυρίως των άνω παραδοχών του το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου εφαρμοστέες διατάξεις των άρθρων 974 και 1045 του Α.Κ., στέρησε δε την προσβαλλόμενη απόφασή του νόμιμης βάσης σε σχέση με τα άνω ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και υπέπεσε εκ τούτου στις από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔ πλημμέλειες, αφού δέχθηκε, ότι οι ενάγοντες απέκτησαν την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, η οποία, κατά την προσβαλλομένη απόφαση, αποτελεί τον μοναδικό τρόπο κτήσεως της κυριότητας των αναιρεσιβλήτων - εναγόντων επί του διεκδικουμένου αυτοτελούς τμήματος των 605 τ.μ του ενιαίου οικοπέδου των 1000 τ.μ., μολονότι δέχθηκε, ότι οι αναιρεσίβλητοι νεμήθηκαν ως αποκλειστικοί κύριοι (εξ ολοκλήρου) το επίδικο κατά το χρονικό διάστημα από του έτους 1974 και μέχρι του έτους 1991, ήτοι για χρονικό διάστημα μικρότερο της εικοσαετίας. Επί πλέον δεν εκτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση καμία συγκεκριμένη πράξη νομής των αναιρεσιβλήτων επί του επιδίκου ακινήτου, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, ώστε να κριθεί εάν, με τέτοιες πράξεις, μπορούσαν να γίνουν αυτοί συγκύριοι με έκτακτη χρησικτησία του ακινήτου αυτού. Τέλος, διέλαβε η προσβαλλόμενη απόφαση ασαφείς αιτιολογίες ως προς την απόρριψη της ενστάσεως ιδίας κυριότητας του αναιρεσείοντος, ιδίως ως προς το ζήτημα της καταρτίσεως ή μη άτυπης σύμβασης διανομής μεταξύ των διαδίκων και την συνεπεία αυτής δυνατότητα κτήσεως κυριότητας επί του διεκδικουμένου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, χωρίς να απαιτείται προηγουμένως γνωστοποίηση της βουλήσεως του αναιρεσείοντος να νέμεται το ακίνητο αυτό αποκλειστικά για δικό του λογαριασμό (Ολ. ΑΠ 485/82). Πρέπει, επομένως, οι σχετικοί πρώτος και δεύτερος, αντίστοιχα, λόγοι της αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται οι αμέσως πιο πάνω πλημμέλειες, να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, εφόσον είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

Αναιρεί την 100/2000 απόφαση του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. 

Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο πιο πάνω Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση. 

Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στη δικαστική δαπάνη των παρόντων αναιρεσειόντων, την οποία ορίζει σε χίλια τριακόσια (1.300) ευρώ. 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Ιουνίου 2008. 

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Ιουλίου 2008. 

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 


Αγωγή κυριότητας ακινήτου. Στοιχεία αγωγής. Έκτακτη χρησικτησία. Μη λήψη υπόψη πραγμάτων - Αριθμός 1695/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

$
0
0

Κοινό κληρονομιαίο ακίνητο. Χρησικτησία μεταξύ συγκληρονόμων. - Αριθμός 1526/2006  ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Αγωγή κυριότητας ακινήτου.
- Αγωγή κυριότητας ακινήτου. Στοιχεία αγωγής. Έκτακτη χρησικτησία. Μη λήψη υπόψη πραγμάτων.
- Κατ'άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα άλλα, πρέπει να περιέχει:
α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή... β) ακριβή περιγραφή το αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα επί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής, που στηρίζεται σε έκτακτη χρησικτησία, για την οποία απαιτείται κατά το άρθρο 1045 ΑΚ νομή του ακινήτου για μια εικοσαετία, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει σ'αυτή και τις υλικές πράξεις νομής πάνω στο ακίνητο, με τις οποίες φανερώνεται η βούλησή του να το έχει σαν δικό του, αλλιώς απορρίπτεται η αγωγή ως αόριστη.
- Κατά τον αριθμό 8 εδάφ. β'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, υπό την έννοια της άνω διατάξεως, είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης προτάσεώς τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως. Πράγμα, επομένως, είναι, υπό την έννοια αυτή, και ο λόγος εφέσεως που περιέχει παράπονο κατά της πρωτοβάθμιας κρίσεως (ΟλΑΠ 11/1996). 



Διατάξεις: 
ΑΚ: 1045,
ΚΠολΔ: 216, 

Αριθμός 1695/2008 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ'Πολιτικό Τμήμα 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου) Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο και Χαράλαμπο Παπαηλιού και Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Μαΐου 2008, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Χ, για τον εαυτό της και ως κληρονόμου της αποβιωσάσης μητρός της ΧΧ, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βαρσάμη ΓιοβανούδΑ με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ. 

Της αναιρεσίβλητης: Ψ, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Πλεύρη με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-11-1994 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 22/1998 προδικαστική, 21/2004 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3323/2004 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 12-12-2006 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Χαράλαμπος Παπαηλιού ανέγνωσε την από 19-4-2008 έκθεσή, του με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως για τους πρώτο και δεύτερο λόγους και να απορριφθεί για τους υπόλοιπους.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατ'άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα άλλα, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή... β) ακριβή περιγραφή το αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα επί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής, που στηρίζεται σε έκτακτη χρησικτησία, για την οποία απαιτείται κατά το άρθρο 1045 ΑΚ νομή του ακινήτου για μια εικοσαετία, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει σ'αυτή και τις υλικές πράξεις νομής πάνω στο ακίνητο, με τις οποίες φανερώνεται η βούλησή του να το έχει σαν δικό του, αλλιώς απορρίπτεται η αγωγή ως αόριστη. 
Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση της ένδικης αναγνωριστικής κυριότητας αγωγής, προκύπτει ότι σ'αυτή εκτίθετο από την αναιρεσίβλητη - ενάγουσα ότι νέμεται διανοία κυρίου ολόκληρο έναν αγρό, εκτάσεως 15.138 τ.μ., στη θέση "ΧΧΧ"της κτηματικής περιοχής της Κοινότητας ΧΧΧ από το 1944, που απεβίωσε η μητέρα της Α, που ήταν κυρία αυτού, μέχρι το 1991, που απεβίωσε και ο πατέρας της Β, μετά του οποίου ήσαν συγκληρονόμοι, κατά ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου αυτή και 1/4 ο πατέρας της, ως επίσης και έναν άλλο αγρό, της κυριότητας της μητέρας της, εκτάσεως 2000 τ.μ., στη θέση "ΧΧΧ", στην ίδια κτηματική περιοχή και επί του οποίου αγρού ήσαν με τον πατέρα της συγκληρονόμοι, κατά το ίδιο ως άνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου. Και ότι οι αρχικώς εναγόμενες από τις οποίες η πρώτη είναι θυγατέρα του πατέρα της από δεύτερο γάμο, η δε δεύτερη σύζυγός του από αυτόν τον γάμο και συγχρόνως και οι δύο κληρονόμοι αυτού από διαθήκη, αμφισβητούν την κυριότητα αυτής (αναιρεσίβλητης) επί των εν λόγω αγρών. Ζητούσε δε η αναιρεσίβλητη να αναγνωριστεί η αποκλειστική της κυριότητα επί του πρώτου αγρού και η συγκυριότητά της, κατά ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου επί του δεύτερου αγρού, ως γενόμενη κυρία με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Με αυτό το περιεχόμενο η αγωγή είναι αόριστη, διότι δεν προσδιορίζονταν σ'αυτή οι υλικές πράξεις νομής της αναιρεσίβλητης επί των επιδίκων αγρών, κατά το χρονικό διάστημα από 1944 έως 1991. Με την έφεσή τους, όπως προκύπτει από την επισκόπησή της, κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή, οι αρχικώς εναγόμενες παραπονούνταν κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, ότι δεν απέρριψε ως αόριστη την αγωγή για τον προαναφερόμενο λόγο. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε σιωπηρά τον λόγον αυτόν της εφέσεως. 'Ετσι, όμως που έπραξε το Εφετείο, παρά το νόμο δεν απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και ο από το άρθρο 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος. 
Κατά τον αριθμό 8 εδάφ. β'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, υπό την έννοια της άνω διατάξεως, είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης προτάσεώς τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως. Πράγμα, επομένως, είναι, υπό την έννοια αυτή, και ο λόγος εφέσεως που περιέχει παράπονο κατά της πρωτοβάθμιας κρίσεως (ΟλΑΠ 11/1996). 
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της ως άνω εφέσεως των αρχικώς εναγομένων κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, αυτές παραπονούνταν, ότι εσφαλμένα η αρχικώς εκδοθείσα 22/1998 προδικαστική απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου απέρριψε ως μη νόμιμη την προβληθείσα από αυτές ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της ενάγουσας. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δεν έλαβε υπόψη τον ως άνω λόγο εφέσεως, τον οποίο και δεν εξέτασε. 'Ετσι, όμως, που έπραξε το Εφετείο, παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 8 εδαφ. β'ΚΠολΔ και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος. 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

Αναιρεί την 3323/2004 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την απόφαση που αναιρέθηκε. Και 

Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2000) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2008.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 25 Σεπτεμβρίου 2008.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

Κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Ποια στοιχεία απαιτούνται και ποιά η έννοιά τους. Έννοια διάνοιας κυρίου. Διεκδικητική αγωγή - Αριθμός 1589/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

$
0
0

Κοινό κληρονομιαίο ακίνητο. Χρησικτησία μεταξύ συγκληρονόμων. - Αριθμός 1526/2006  ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία.
- Κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Ποια στοιχεία απαιτούνται και ποιά η έννοιά τους. Έννοια διάνοιας κυρίου. Διεκδικητική αγωγή- πότε ο ισχυρισμός του εναγομένου για..
κτήση κυριότητας του επίδικου ακινήτου από αυτόν αποτελεί ένσταση και πότε άρνηση. Μη λήψη υπόψη πραγμάτων που προτάθηκαν και το αντίστροφο. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση.
- Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του ακίνητο για μια εικοσαετία, γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Σύμφωνα, επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 974 του ίδιου κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία επί του πράγματος (κάτοχος) είναι νομέας αυτού, αν ασκεί τη φυσική εξουσία με διάνοια κυρίου. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι προς απόκτηση νομής επί πράγματος απαιτείται η συνδρομή δύο στοιχείων στο πρόσωπο του αποκτώντος, δηλαδή, η βούληση εξουσίασης αυτού με διάνοια κυρίου (animus domini) και η φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (corpus). Η ταυτόχρονη κατά κανόνα συνύπαρξη (με εξαίρεση την πλασματική κτήση της νομής) των δύο αυτών στοιχείων είναι δημιουργική του προστατευόμενου από το ισχύον δίκαιο δικαιώματος της νομής. Ειδικότερα, η διάνοια κυρίου συνίσταται στην πρόθεση του έχοντος αυτήν προσώπου για διαρκή, απεριόριστη και αποκλειστική εξουσίαση του πράγματος, όμοια ή ανάλογη με εκείνη που απορρέει από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας και που αναγνωρίζεται στο δικαιούχο αυτής. Η διάνοια κυρίου εκδηλώνεται με τη μεταχείριση του πράγματος με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να το μεταχειριστεί ο ιδιοκτήτης, χωρίς να απαιτείται απαραίτητα και να κατευθύνεται η πρόθεση του νομέα σε έννομη κτήση της κυριότητας ούτε και να έχει αυτός την πεποίθηση ότι έχει κυριότητα (opinio domini). Εκείνος, όμως, που εξουσιάζει το πράγμα για μια εικοσαετία γίνεται, κατά το άρθρο 1045 ΑΚ, κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, ανεξαρτήτως, όπως ειπώθηκε, αν είχε και την πεποίθηση ότι είχε κυριότητα. Αν λείπει το πνευματικό στοιχείο, υπάρχει μόνο κατοχή, η οποία, όμως, μόνη δεν μπορεί να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας με χρησικτησία. Μόνο κατοχή υπάρχει, όταν η σωματική εξουσία, ολική ή μερική, ασκείται κατά κανόνα, στο όνομα άλλου με βάση κάποια νόμιμη ή υποτιθέμενη ενοχική σχέση, όπως μίσθωση, παρακαταθήκη, χρησιδάνειο, μεσεγγύηση, εκούσια ή νόμιμη αντιπροσώπευση κ.ά. Περί της συνδρομής ή όχι των προαναφερόμενων στοιχείων κρίνει το δικαστήριο κατά την κοινή αντίληψη με βάση τα συγκεκριμένα περιστατικά σε κάθε περίπτωση. Ο διάδικος που προβάλλει τη χρησικτησία, πρέπει να επικαλεστεί τη νομή και να καθορίσει συνάμα και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το ακίνητο σαν δικό του. Για την έναρξη της 20ετίας δεν απαιτείται να γνωστοποιήσει σε κανένα ο χρησιδεσπόζων την πρόθεσή του να νέμεται το πράγμα για δικό του λογαριασμό, γιατί το στοιχείο αυτό είναι απαραίτητο μόνο μεταξύ του χρησιδεσπόζοντος και άλλων όταν υπάρχει νόμιμη σχέση κοινωνίας. 
- Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1033, 1045 ΑΚ και 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι ο κατά της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου προβαλλόμενος από τον εναγόμενο ισχυρισμός ότι απέκτησε αυτός την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, αποτελεί ένσταση μεν, αν η αγωγή στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσεως της κυριότητας ή και σε πρωτότυπο τρόπο, εφόσον, όμως, τα περιστατικά που προτείνονται, αληθινά υποτιθέμενα, προσπορίζουν στον προτείνοντα την κυριότητα και είναι μεταγενέστερα αυτών της αγωγής ή ο χρόνος της νομής που περιέχεται σ'αυτή είναι επαρκής για τη συμπλήρωση διπλής χρησικτησίας, άρνηση δε της αγωγής αν τα περιστατικά αυτά συμπίπτουν ή είναι προγενέστερα εκείνων που περιέχονται στην αγωγή. 
-Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στη έκβαση της δίκης. Πράγματα, υπό την έννοια της πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 25/2003, 12/2000 και 3/1997), όχι δε και εκείνοι που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής και αποτελούν άρνηση αυτής, ούτε και εκείνοι που δεν έχουν αυτοτέλεια και αποτελούν επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. (ΟλΑΠ 469/1984).



Διατάξεις:
ΑΚ: 974, 1033, 1045,
ΚΠολΔ: 262, 559 αριθ. 8,
ΚΥΡΙΑΚΗ

Αριθμός 1589/2008 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 

Γ'Πολιτικό Τμήμα 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου), Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Χαράλαμπο Παπαηλιού και Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αρεοπαγίτες. 

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Μαΐου 2008, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: 

Των αναιρεσειόντων-καλούντων: Χ1 και Χ2, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευστάθιο Στάππα. 

Των αναιρεσίβλητων-καθών η κλήση: Ψ1, ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Βασιλική Ζερβού, Ψ2, Ψ3, Ψ4, των 2, 3, 4 ως κληρονόμων της αναιρεσίβλητης και ήδη αποβιωσάσης ΨΨ, Ψ5, Ψ6, Ψ7, Ψ8 και Ψ9, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-10-1995 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σπάρτης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 261/1996 του ίδιου Δικαστηρίου και 332/2003 του Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 2-12-2003 αίτησή τους. 
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. 
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη ανέγνωσε την από 4-3-2005 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης. 
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του παραστάντος αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη. 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 

Μετά την άσκηση της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης και, ειδικότερα, την 1-3-2005, επήλθε στη Σπάρτη ο θάνατος της δεύτερης αναιρεσίβλητης ΨΨ, η οποία, με βάση την από 2-3-2003 ιδιόγραφη διαθήκη της, που δημοσιεύθηκε νόμιμα με τα με αριθμό 60/18-3-2005 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης, εγκατέστησε κληρονόμους της τους Ψ2, Ψ3 και Ψ4, εγγονό και ανηψιούς της, αντίστοιχα. Κατά τη δικάσιμο προς συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, που είχε οριστεί αρχικά στις 16-3-2005, επήλθε βίαιη διακοπή της δίκης λόγω του επισυμβάντος θανάτου της εν λόγω αναιρεσίβλητης. Ήδη οι αναιρεσείοντες, με την από 2.7.2007 κλήση τους, την οποία στρέφουν τόσο κατά των αρχικών αναιρεσιβλήτων (πρώτου, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης, έκτου και έβδομης απ'αυτούς), όσο και κατά των πιο πάνω κληρονόμων της δεύτερης αναιρεσίβλητης, δηλώνουν ότι επιθυμούν την επανάληψη της δίκης που διακόπηκε και τη συζήτηση της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης. Η εν λόγω κλήση συντάχθηκε μετά την πάροδο της τασσόμενης από το νόμο (άρθρα 292 ΚΠολΔ και 1847 § 1 εδαφ. α'ΑΚ) τετράμηνης προθεσμίας προς αποποίηση της κληρονομίας της θανούσας αναιρεσίβλητης από μέρους των κληρονόμων της, επέχει δε θέση πρόσκλησης των τελευταίων τρίτων προς επανάληψη της δίκης που διακόπηκε βίαια. Με τα δεδομένα αυτά, νόμιμα οι αναιρεσείοντες επισπεύδουν την επανάληψη της δίκης με πρόσκληση των καθολικών διαδόχων της θανούσης, η οποία δίκη νόμιμα, από τον παραπάνω λόγο, επαναλαμβάνεται αναγκαστικά στο πρόσωπο των καλουμένων, νομιμοποιουμένων για τη συνέχιση της δίκης στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 7-5-2008) μετά, δηλαδή, την παρέλευση τριάντα και πλέον ημερών από την κοινοποίηση σ'αυτούς της εν λόγω κλήσης (πρόσκλησης), που υλοποιήθηκε στις 29-2-2008. Από τις XXX'/29-2-2008, XXX'/29-2-2008, XXX'/29-2-2008, XXX'/21-2-2008, XXX'/21-2-2008, XXX'/25-2-2008, XXX'/229-2-2008 και XXX'/25-2-2008, αντίστοιχα, εκθέσεις επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Σπάρτης XXX, προκύπτει, ότι, κατόπιν έγγραφης παραγγελίας του πληρεξούσιου δικηγόρου των αναιρεσειόντων, που επισπεύδουν τη συζήτηση, ακριβές αντίγραφο της από 2-7-2007 κλήσης των τελευταίων προς συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς εμφάνιση κατά τη συζήτηση αυτή (της 7-5-2008) επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτη, έκτη, έβδομη, όγδοο και ένατη, αντίστοιχα, από τους καθ'ων, οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν κατά τη συζήτηση της εν λόγω αίτησης όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε υπέβαλαν έγγραφη δήλωση για παράστασή τους στο ακροατήριο, κατά τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 § 2 ΚΠολΔ, να προχωρήσει η υπόθεση παρά την απουσία των αμέσως πιο πάνω καθ'ων. 
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του ακίνητο για μια εικοσαετία, γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Σύμφωνα, επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 974 του ίδιου κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία επί του πράγματος (κάτοχος) είναι νομέας αυτού, αν ασκεί τη φυσική εξουσία με διάνοια κυρίου. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι προς απόκτηση νομής επί πράγματος απαιτείται η συνδρομή δύο στοιχείων στο πρόσωπο του αποκτώντος, δηλαδή, η βούληση εξουσίασης αυτού με διάνοια κυρίου (animus domini) και η φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (corpus). Η ταυτόχρονη κατά κανόνα συνύπαρξη (με εξαίρεση την πλασματική κτήση της νομής) των δύο αυτών στοιχείων είναι δημιουργική του προστατευόμενου από το ισχύον δίκαιο δικαιώματος της νομής. Ειδικότερα, η διάνοια κυρίου συνίσταται στην πρόθεση του έχοντος αυτήν προσώπου για διαρκή, απεριόριστη και αποκλειστική εξουσίαση του πράγματος, όμοια ή ανάλογη με εκείνη που απορρέει από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας και που αναγνωρίζεται στο δικαιούχο αυτής. Η διάνοια κυρίου εκδηλώνεται με τη μεταχείριση του πράγματος με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να το μεταχειριστεί ο ιδιοκτήτης, χωρίς να απαιτείται απαραίτητα και να κατευθύνεται η πρόθεση του νομέα σε έννομη κτήση της κυριότητας ούτε και να έχει αυτός την πεποίθηση ότι έχει κυριότητα (opinio domini). Εκείνος, όμως, που εξουσιάζει το πράγμα για μια εικοσαετία γίνεται, κατά το άρθρο 1045 ΑΚ, κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, ανεξαρτήτως, όπως ειπώθηκε, αν είχε και την πεποίθηση ότι είχε κυριότητα. Αν λείπει το πνευματικό στοιχείο, υπάρχει μόνο κατοχή, η οποία, όμως, μόνη δεν μπορεί να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας με χρησικτησία. Μόνο κατοχή υπάρχει, όταν η σωματική εξουσία, ολική ή μερική, ασκείται κατά κανόνα, στο όνομα άλλου με βάση κάποια νόμιμη ή υποτιθέμενη ενοχική σχέση, όπως μίσθωση, παρακαταθήκη, χρησιδάνειο, μεσεγγύηση, εκούσια ή νόμιμη αντιπροσώπευση κ.ά. Περί της συνδρομής ή όχι των προαναφερόμενων στοιχείων κρίνει το δικαστήριο κατά την κοινή αντίληψη με βάση τα συγκεκριμένα περιστατικά σε κάθε περίπτωση. Ο διάδικος που προβάλλει τη χρησικτησία, πρέπει να επικαλεστεί τη νομή και να καθορίσει συνάμα και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το ακίνητο σαν δικό του. Για την έναρξη της 20ετίας δεν απαιτείται να γνωστοποιήσει σε κανένα ο χρησιδεσπόζων την πρόθεσή του να νέμεται το πράγμα για δικό του λογαριασμό, γιατί το στοιχείο αυτό είναι απαραίτητο μόνο μεταξύ του χρησιδεσπόζοντος και άλλων όταν υπάρχει νόμιμη σχέση κοινωνίας. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1033, 1045 Α.Κ. και 262 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει, ότι ο κατά της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου προβαλλόμενος από τον εναγόμενο ισχυρισμός ότι απέκτησε αυτός την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, αποτελεί ένσταση μεν, αν η αγωγή στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσεως της κυριότητας ή και σε πρωτότυπο τρόπο, εφόσον, όμως, τα περιστατικά που προτείνονται, αληθινά υποτιθέμενα, προσπορίζουν στον προτείνοντα την κυριότητα και είναι μεταγενέστερα αυτών της αγωγής ή ο χρόνος της νομής που περιέχεται σ'αυτή είναι επαρκής για τη συμπλήρωση διπλής χρησικτησίας, άρνηση δε της αγωγής αν τα περιστατικά αυτά συμπίπτουν ή είναι προγενέστερα εκείνων που περιέχονται στην αγωγή. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στη έκβαση της δίκης. Πράγματα, υπό την έννοια της πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολομ. ΑΠ 25/2003, 12/2000 και 3/1997), όχι δε και εκείνοι που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής και αποτελούν άρνηση αυτής, ούτε και εκείνοι που δεν έχουν αυτοτέλεια και αποτελούν επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. (Ολομ. ΑΠ 469/1984). Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης προβάλλουν κατά της προσβαλλόμενης απόφασης αιτίαση από τον αριθμό 8 περίπτ. α'του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. και, ειδικότερα, ότι το Εφετείο δέχθηκε τη με τις πρωτόδικες προτάσεις προβαλλόμενη ένσταση της τρίτης από τους αρχικούς εναγομένους, Α, περί κτήσης συγκυριότητάς της στο με αριθμό 4 αναφερόμενο στην αγωγή ακίνητο κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου με πρωτότυπο τρόπο, δηλαδή, με έκτακτη χρησικτησία, ως (νόμιμη) και κατ'ουσίαν βάσιμη, ενώ ο εν λόγω αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβλήθηκε παραδεκτώς στο Εφετείο ως λόγος έφεσης με το εφετήριο των αρχικών εναγομένων. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της έφεσης των εν λόγω εναγομένων, - οι τέσσερις πρώτοι από τους οποίους πέθαναν ήδη κατά τη διάρκεια της δίκης στο Εφετείο και συνέχισαν την τελευταία οι καθολικοί τους διάδοχοι, καθώς και ο πέμπτος ατομικά και με την ιδιότητά του ως συγκληρονόμος των τριών πρώτων από τους θανόντες (εναγομένους), - δεν περιέχεται σ'αυτό, ούτε εν σπέρματι, λόγος πλήττων τη (νόμω ή ουσία) απόρριψη σιωπηρά του παραπάνω αυτοτελούς ισχυρισμού (ένστασης) της τρίτης εκκαλούσας από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Σε σχέση με το συγκεκριμένο ακίνητο το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: "Όσον αφορά το υπό στοιχείο (4) αναφερόμενο στην αγωγή ακίνητο, ήτοι το 1/3 εξ αδιαιρέτου οικοπέδου μετά της επ'αυτού διώροφης οικοδομής συνολικής έκτασης (οικοπέδου) 130 τ.μ. περίπου, εντός της πόλεως ... στην κεντρική πλατεία, που συνορεύει γύρωθεν με ακίνητα κληρονόμων Β, κληρονόμων Γ και Δ και κεντρική πλατεία της πόλεως ...: Αυτό περιήλθε στον κληρονομούμενο Ε κατά κυριότητα και κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου εν μέρει (τμήμα 80 περίπου τ.μ. προς την κεντρική πλατεία) από κληρονομιά εκ διαθήκης του πατέρα του ΣΤ, και δη δυνάμει της από 15-4-1949 ιδιόγραφης διαθήκης που δημοσιεύθηκε νόμιμα με το υπ'αριθ. πρακτικό δημοσίας συνεδριάσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών και εν μέρει (τμήμα 50 τ.μ. συνεχόμενο του πρώτου προς το αντίθετο της πλατείας μέρος) από αγορά παρά των συγκυρίων Β1, Β2 και Β3 δυνάμει του υπ'αριθ. XXX/XXX συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Μονεμβασίας Κων/νου Φουντούκη ως αναπληρωτή του Συμ/φου Μολάων Μιχαήλ Πετρέα, που νόμιμα μεταγράφηκε. Το πρώτο παραπάνω τμήμα του εν λόγω ακινήτου ο κληρονομούμενος κατείχε με διάνοια συγκυρίου και κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου από το χρόνο θανάτου του πατέρα του (1949) συνεπώς και μέχρι το Φεβρουάριο του 1970 ενεργώντας επ'αυτού τις διακατοχικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση του και ειδικότερα το εξουσίαζε και το επέβλεπε και ανήγειρε επ'αυτού μαζί με τους λοιπούς συγκυρίους αδέλφια του Ε1 και Ε2 διόροφη οικοδομή και έτσι είχε καταστεί κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Δεν αποδείχθηκε ότι τα πιο πάνω τμήματα του υπό στοιχείο (4) επιδίκου ακινήτου και συνεπώς ολόκληρο το ακίνητο αυτό κατείχε με διάνοια συγκυρίου ο κληρονομούμενος στη συνέχεια και δη από το Φεβρουάριο του 1970 έως το θάνατό του. Αντίθετα αποδείχθηκε, ότι από το Φεβρουάριο του 1970 το εξ αδιαιρέτου μερίδιό του (1/3) σε όλο το ακίνητο αυτό το μεταβίβασε άτυπα κατά ψιλή κυριότητα στην αδελφή του Α (τρίτη των αρχικών εναγομένων) και παρακράτησε την επικαρπία του εφ'όρου ζωής, όπως έκαναν και τα λοιπά αδέλφια του συγκύριοι (πρώτος και δεύτερος των αρχικών εναγομένων), διότι δεν την είχαν προικίσει όπως προέβλεπε η πιο πάνω διαθήκη του πατέρα τους, όταν παντρεύτηκε. Έκτοτε συνεχώς και μέχρι το θάνατο του κληρονομουμένου (6-12-1993) η Α κατείχε το εν λόγω ακίνητο κατά το πιο πάνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου (1/3) με διάνοια κυρίου ενεργώντας επ'αυτού όλες τις διακατοχικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση του δια του επικαρπωτού αδελφού της, ο οποίος το εξουσίαζε και το επέβλεπε, ανήγειρε για λογαριασμό της και με τα λοιπά παραπάνω αδέλφια του επ'αυτού διόροφη οικοδομή σε μέρος της οποίας, μετά από συμφωνία τους διέμενε ο ίδιος, σε άλλο τα λοιπά αδέλφια και κατά το υπόλοιπο την εκμίσθωνε σε τρίτους και καρπώνονταν τα μισθώματα κατά το 1/3. Έτσι η Α, κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου είχε καταστεί ψιλή κυρία του εν λόγω επιδίκου ακινήτου κατά το 1/3 ποσοστό εξ αδιαιρέτου με έκτακτη χρησικτησία και επειδή μετά το θάνατο ενώθηκε και η επικαρπία με την ψιλή κυριότητα πλήρης κυρία και κατέλυσε την κυριότητα του κληρονομουμένου, κατά τον ουσιαστικά βάσιμο σχετικό ισχυρισμό - ένσταση των αρχικά εναγομένων που προέβαλαν με τις πρωτόδικες έγγραφες προτάσεις τους, που πρέπει να γίνει δεκτός. Συνεπώς ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου του δεν ήταν συγκύριος του παραπάνω ακινήτου κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου και δεν μεταβιβάστηκε αυτό στους ενάγοντες κατά συγκυριότητα με την αποδοχή της κληρονομιάς και απορριπτέα ως κατ'ουσίαν αβάσιμη η αγωγή ως προς το ακίνητο αυτό". Επομένως, το Εφετείο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με το να λάβει υπόψη, με τις παραπάνω παραδοχές του, τον αυτοτελή καταλυτικό της αγωγής ισχυρισμό της αρχικής τρίτης εκκαλούσας- εφεσίβλητης- εναγομένης περί κτήσης συγκυριότητάς της στο υπό στοιχείο 4 μνημονευόμενο στην αγωγή ακίνητο κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου και, ακολούθως, με παραδοχή αυτού, μετά και την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, να απορρίψει ως και κατ'ουσίαν αβάσιμη την κρινόμενη διεκδικητική ακινήτων αγωγή όσον αφορά το προαναφερόμενο ακίνητο, παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν νόμιμα (και παραδεκτά, με σαφή και ορισμένο λόγο έφεσης) και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Υπέκυψε, δηλαδή, το Εφετείο στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 8 περίπτ. α'ΚΠολΔ κατά τον παραδεκτό πρώτο λόγο αναίρεσης, -αφού πρόκειται για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση σε συνδυασμό με το περιεχόμενο του εφετηρίου των αρχικών εναγομένων-, αλλά και βάσιμο, γι'αυτό και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την αμέσως πιο πάνω απορριπτική διάταξή της και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο όμως από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 580 § 3 ΚΠολΔ). 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

Αναιρεί την 332/2003 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου κατά την απορριπτική διάταξή της που αφορά το υπό στοιχεία 4 αναφερόμενο στην ένδικη διεκδικητική αγωγή ακίνητο. 

Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο, όμως, από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση. 

Καταδικάζει τον παρόντα αναιρεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ. 

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 4 Ιουνίου 2008. 

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Ιουλίου 2008. 

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

Αυτούσια διανομή ακινήτου. Διδάγματα κοινής πείρας. - Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 795, 798, 799, 800 και 1113 ΑΚ και 480 παρ. 1, 480Α παρ. 1 και 2 και 481 αρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, για να διατάξει την αυτούσια διανομή ακάλυπτου και οικοδομήσιμου οικοπέδου, πρέπει να είναι δυνατή η διαίρεσή του σε μέρη ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών - Αριθμός 975/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

$
0
0
Αυτούσια διανομή ακινήτου.
- Αυτούσια διανομή ακινήτου. Διδάγματα κοινής πείρας.
- Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 795, 798, 799, 800 και 1113 ΑΚ και 480 παρ. 1, 480Α παρ. 1 και 2 και 481 αρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, για να διατάξει την αυτούσια διανομή ακάλυπτου και οικοδομήσιμου οικοπέδου, πρέπει να είναι δυνατή η διαίρεσή του σε μέρη ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών, δίχως να μειώνεται η αξία του ή να κρίνεται εφικτή (ύστερα από αίτηση κοινωνού), χωρίς να αντιβαίνει στο συμφέρον των λοιπών συγκυρίων, η σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου στα οποία θα είναι δυνατή η ανέγερση χωριστών οικοδομημάτων σύμφωνα με τις πολεοδομικές διατάξεις. 
- Ρητά στο άρθρο 481 παρ. 1 ΚΠολΔ ορίζεται ότι το δικαστήριο, προκειμένου να αποφασίσει τον τρόπο με τον οποία θα γίνει η διανομή, δεν είναι υποχρεωμένο να διατάξει αποδείξεις περί του ότι η αυτούσια διανομή είναι ή δεν είναι προδήλως δυνατή και συμφέρουσα, η σχετική δε κρίση του, ως αναγόμενη σε πραγματικά περιστατικά, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη κατ'άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, εκτός αν συντρέχει περίπτωση παραβάσεως των διδαγμάτων της κοινής πείρας ή έλλειψη νομίμου βάσεως κατά το άρθρο 559 αριθμός 1 και 19 ΚΠολΔ.
- Κατά το άρθρο 559 αριθμ. 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποίησε ή παρέλειψε να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας για την ανεύρεση, με βάση αυτά, της αληθινής έννοιας κανόνα δικαίου ή για την υπαγωγή στον κανόνα αυτό των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς. Εξάλλου, ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται οι ορισμοί και οι αφηρημένες υποθετικές κρίσεις που αντλούνται από την παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας με τη βοήθεια των φυσικών επιστημών και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών. 



Διατάξεις: 
ΑΚ: 795, 798, 799, 800, 1113,
ΚΠολΔ: 480, 480Α, 481, 559 αριθ. 1, 

Αριθμός 975/2007 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 

Γ'Πολιτικό Τμήμα 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές:Βασίλειο Νικόπουλο, Αντιπρόεδρο, Γεώργιο Καπερώνη, Σταύρο Γαβαλά, Ιωάννη Ιωαννίδη και Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Αρεοπαγίτες. 

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Μαρτίου 2007, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: 

Της αναιρεσείουσας:Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Θ. ΚΑΙ Κ. Κ. ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑΙ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΑΙ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ"που εδρεύει στον Λιμένα Χερσονήσου και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Σαββόπουλο. 

Της αναιρεσίβλητης: ΧΧΧ, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Έλλη Ανδριανάκη. 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-11-2001 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσα που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 356/2003 του ίδιου Δικαστηρίου και 236/2005 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητά η αναιρεσείουσα με την από 22-6-2006 αίτησή της και των από 10-1-2007 προσθέτων λόγων. 
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Λεωνίδας Ζερβομπεάκος ανέγνωσε την από 26-2-2007 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 22-6-2006 αιτήσεως αναιρέσεως της 236/2005 απόφασης του Εφετείου Κρήτης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 

Ι. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 795, 798, 799, 800 και 1113 ΑΚ και 480 παρ.1, 480 Α παρ. 1 και 2 και 481 αρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, για να διατάξει την αυτούσια διανομή ακάλυπτου και οικοδομήσιμου οικοπέδου, πρέπει να είναι δυνατή η διαίρεσή του σε μέρη ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών, δίχως να μειώνεται η αξία του ή να κρίνεται εφικτή (ύστερα από αίτηση κοινωνού), χωρίς να αντιβαίνει στο συμφέρον των λοιπών συγκυρίων, η σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου στα οποία θα είναι δυνατή η ανέγερση χωριστών οικοδομημάτων σύμφωνα με τις πολεοδομικές διατάξεις. Εξάλλου, ρητά στο άρθρο 481 παρ. 1 ΚΠολΔ ορίζεται ότι το δικαστήριο, προκειμένου να αποφασίσει τον τρόπο με τον οποία θα γίνει η διανομή, δεν είναι υποχρεωμένο να διατάξει αποδείξεις περί του ότι η αυτούσια διανομή είναι ή δεν είναι προδήλως δυνατή και συμφέρουσα, η σχετική δε κρίση του, ως αναγόμενη σε πραγματικά περιστατικά, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη κατ'άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, εκτός αν συντρέχει περίπτωση παραβάσεως των διδαγμάτων της κοινής πείρας ή έλλειψη νομίμου βάσεως κατά το άρθρο 559 αριθμός 1 και 19 ΚΠολΔ. 
Εν προκειμένω, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως από αυτήν προκύπτει, δέχτηκε τα εξής: "Το επίδικο ακίνητο είναι οικόπεδο εμβαδού 191, 39 τ.μ., βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου ΧΧΧ εντός του σχεδίου πόλεως στη θέση "ΧΧΧ"και συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησία ..., νότια με το ρυμοτομούμενο μέρος του επιδίκου, βόρεια με ιδιοκτησία ΧΧΧ και δυτικά με την οδό ΧΧΧ Επί του ακινήτου αυτού η ενάγουσα τυγχάνει συγκύρια κατά ποσοστό 4/6 εξ αδιαιρέτου και η εναγομένη κατά ποσοστό 2/6 εξ αδιαιρέτου. Με βάση τους ισχύοντες στην περιοχή όρους δομήσεως η αυτούσια διανομή του επιδίκου σε δύο ανεξάρτητα και αυτοτελή τμήματα ανάλογα με τις μερίδες των διαδίκων είναι αδύνατη, αφού οδηγεί στη δημιουργία μη άρτιων και οικοδομήσιμων οικοπέδων, ενώ είναι εφικτή και δεν αντιβαίνει στο συμφέρον των διαδίκων η αυτούσια διανομή του επίδικου ακινήτου με σύσταση χωριστής (κάθετης) ιδιοκτησίας, κατά τις διατάξεις του Ν.Δ. 1024/1971, σε δύο διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου, ανάλογα με τα ποσοστά συγκυριότητας εκάστου, στα οποία είναι δυνατή η ανέγερση χωριστών οικοδομημάτων σύμφωνα με τις πολεοδομικές διατάξεις (άρθρο 480 Α παρ. 2 ΚΠολΔ). Η μόνη λύση που αντισταθμίζει τα εκατέρωθεν συμφέροντα των κοινωνών είναι να επιδικασθεί στην ενάγουσα, σύμφωνα με τα άρθρα 480 Α και 486 παρ. 2 του ΚΠολΔ το αναφερόμενο στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης τμήμα Α της λύσης 2 του Σχ.5, συνολικού εμβαδού 127, 59 τ.μ, που αποτυπώνεται με τα στοιχεία … στο τοπογραφικό διάγραμμα (Σχ. 5) του πραγματογνώμονα Τοπογράφου μηχανικού ΧΧΧ, που συνοδεύει την έκθεση Πραγματογνωμοσύνης και στην εναγομένη το τμήμα Β της λύσης 2 του Σχ. 5, συνολικού εμβαδού 63, 80 τ.μ. που αποτυπώνεται με τα στοιχεία ...... στο αυτό ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα. Το ποσοστό συγκυριότητας επί του ενιαίου οικοπέδου θα είναι ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου για την ενάγουσα και 1/3 εξ αδιαιρέτου για την εναγομένη. Το δομήσιμο τμήμα του Α τμήματος θα είναι 72, 19 τ.μ ενώ το δομήσιμο τμήμα του Β τμήματος θα είναι 36, 09 τ.μ. Ο συντελεστής δόμησης στην περιοχή είναι 2, 10 ενώ το ποσοστό κάλυψης 70% υποχρεωτικά δε η εξάντληση του συντελεστή δόμησης θα γίνει σε τέσσερις ορόφους. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι σύμφωνα με την παραπάνω λύση το ακίνητο Α που θα λάβει η ενάγουσα, εμβαδού 127, 59 τ.μ έχει αξία 73.364, 25 ευρώ με τιμή αγοραίας αξίας 500 ευρώ ανά τ.μ. (127, 59 Χ 500Χ 1, 15 ως γωνιαίο), ενώ το ακίνητο Β που θα λάβει η εναγομένη, εμβαδού 63, 80 τ.μ έχει αξία 31.900 ευρώ (63, 80 Χ 500). Η συνολική λοιπό αξία του ενιαίου ακινήτου είναι 105.264, 25 ευρώ (73.364, 25 + 31.900). Η αξία συνεπώς του τμήματος Α (βάσει του αναλογούντος ποσοστού συγκυριότητας) θα έπρεπε να είναι 35.088, 08 ευρώ (105.264, 25: 3), άρα προκύπτει ότι στο ακίνητο Β (εναγομένης), οφείλονται από το ακίνητο Α (ενάγουσας), 3.188, 08 ευρώ (35.088, 08 - 31.900). Για το λόγο αυτό πρέπει σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 481 του ΚΠολΔ, να υποχρεωθεί η ενάγουσα να πληρώσει στην εναγομένη την παραπάνω διαφορά των 3.188, 08 ευρώ και με την καταβολή αυτή εξισώνονται, με βάση το αναλογούν ποσοστό συγκυριότητας, τα δύο τμήματα. Όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω προκύπτουν με σαφήνεια από την προαναφερθείσα έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα που διόρισε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Ειδικότερα, καθόσον αφορά το εφικτό της αυτούσιας διανομής με σύσταση χωριστής (κάθετης) ιδιοκτησίας, ο παραπάνω πραγματογνώμονας αποφαίνεται ότι είναι εφικτή κατά τον προαναφερθέντα τρόπο, κρίνει όμως περαιτέρω ότι δεν είναι σκόπιμη, λόγω της ανάγκης αποζημίωσης, κατά τα άνω, του ενός συνιδιοκτήτη από τον άλλο και της ανάγκης κατασκευής χωριστού κλιμακοστασίου- ασανσέρ ελάχιστου εμβαδού 14, 90 τ.μ από κάθε συνιδιοκτήτη, γεγονός που περιορίζει τα οφέλη από τη μελλοντική δόμηση του ακινήτου. Όμως το γεγονός της ανάγκης αποζημίωσης ενός συνιδιοκτήτη από τον άλλο δεν αποτελεί λόγο αποκλεισμού της αυτούσιας κατά τα άνω διανομής με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας, αφού κάτι τέτοιο προβλέπεται από το νόμο κατά τα προεκτεθέντα, άλλωστε το ποσό αυτό της αποζημίωσης είναι αρκετά μικρό σε σχέση με την αξία του όλου ακινήτου. Καθόσον αφορά την ανάγκη δημιουργίας χωριστού κλιμακοστασίου πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό θίγει κυρίως την ιδιοκτησία που θα λάβει η εναγομένη, λόγω του μικρού εμβαδού αυτής, όμως παρά το γεγονός αυτό η εναγομένη τόσο με την έφεση όσο και με τις προτάσεις της, τόσο ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου όσο και ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου εμμένει στην αυτούσια διανομή με σύσταση χωριστής κάθετης ιδιοκτησίας, συμφωνώντας τόσο με την κατά τα άνω λύση που πρότεινε ο πραγματογνώμονας και δέχθηκε και το παρόν Δικαστήριο ως συμφέρουσα όσο και με την άλλη λύση (1), με γωνιαίο το δικό της τμήμα (εναγομένης) και συνεχόμενο αυτό της ενάγουσας, που πρότεινε ο ίδιος πραγματογνώμονας. Την αυτούσια διανομή του ως άνω ακινήτου, με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας, θεωρεί και ο Πολιτικός Μηχανικός ΧΧΧ τον οποίο διόρισε η εναγομένη, ως συμφερότερη λύση για αμφότερους του διαδίκους, από τον πλειστηριασμό του επικοίνου ακινήτου, τόσο στην από 30-11-2004 έκθεσή του, όσο και κατά την κατάθεσή του, ως μάρτυρα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Αντίθετα ο μάρτυρας της ενάγουσας που εξετάσθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, θεωρεί ως συμφερότερη λύση τον πλειστηριασμό, κυρίως λόγω του απαιτούμενου εμβαδού για κάθε κλιμακοστάσιο το οποίο όμως αναβιβάζει σε 18 τ.μ ενώ κατά τον πραγματογνώμονα αυτό είναι 14, 90 τ.μ. Πέραν των ανωτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι το επίκοινο ακίνητο βρίσκεται σε τουριστική προνομιούχο περιοχή με καταστήματα, γραφεία και ξενοδοχεία και είναι σημαντικότατης αξίας, και δεν υπάρχουν οικόπεδα ή τα υπάρχοντα είναι ελάχιστα προς πώληση στην περιοχή αυτή, συνεπώς είναι προς το συμφέρον των διαδίκων η κατά τα άνω αυτούσια διανομή του επικοίνου ώστε οι συγκύριοι αυτού να μη στερηθούν την ιδιοκτησία τους, την οποία μπορούν να εκμεταλλευτούν με την ανέγερση καταστημάτων στο ισόγειο και γραφείων ή μικρών διαμερισμάτων (για την εναγομένη διαμερισμάτων τύπου Studios) στους ορόφους". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχτηκε την αγωγή διανομής της αναιρεσείουσας και διέταξε, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος της αναιρεσίβλητης εναγομένης, την αυτούσια διανομή του επίδικου ακινήτου δια της επ'αυτού συστάσεως κάθετης ιδιοκτησίας. Κρίνοντας έτσι δεν παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία τις άνω ουσιαστικού περιεχομένου διατάξεις ούτε στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και σχετίζεται με την εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Και αυτό διότι, πράγματι, με τα πιο πάνω και με πλήρη αιτιολογία, γενόμενα δεκτά, η κατόπιν αιτήματος της εναγομένης διαταχθείσα αυτούσια, με σύσταση χωριστής (κάθετης) ιδιοκτησίας σε δύο διακεκριμένα μέρη του επίδικου οικοπέδου, διανομή τούτου είναι εφικτή και δεν αντιβαίνει στο συμφέρον της μόνης συγκύριας με την εναγομένη ενάγουσας, τούτου, δηλαδή του συμφέροντος της ενάγουσας, ουδόλως αναιρουμένου από την αναγκαιότητα, για την κατά τον προορισμό τους λειτουργική αυτοτέλεια των μελλουσών να ανεγερθούν χωριστών ιδιοκτησιών, της κατασκευής χωριστού κλιμακοστασίου- ανελκυστήρα για κάθε ιδιοκτησία, γι'αυτό και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, οι περί του εναντίον από τους αριθμ. 19 και 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος και δεύτερος κύριοι λόγοι αναίρεσης. Περαιτέρω, ο τρίτος από τους κυρίους λόγος αναίρεσης από τον αριθμ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της παράβασης του άρθρου 66 της με αριθμό 530992/28-9-1987 (ΦΕΚ 557 Β) απόφασης του Γενικού Γραμματέα του ΕΟΤ, διότι, ενώ σύμφωνα με την ως άνω απόφαση για να λειτουργήσει νόμιμα ξενοδοχείο επιπλωμένων διαμερισμάτων τύπου Studios απαιτείται τα δωμάτια να έχουν ελάχιστο συνολικό εμβαδό 33 τ.μ., η προσβαλλόμενη απόφαση διέταξε την ως άνω αυτούσια διανομή του επίδικου με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας επί των προαναφερθέντων μερών τούτου και ότι το εμβαδόν εκάστου ορόφου της χωριστής ιδιοκτησίας της αναιρεσίβλητης ανέρχεται σε 18, 09 τ.μ με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η νόμιμη λειτουργία ξενοδοχείου τύπου επιπλωμένων διαμερισμάτων στην χωριστή ιδιοκτησία της τελευταίας, είναι απορριπτέος, προεχόντως λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, διότι την ως άνω πλημμέλεια μπορεί στην προκειμένη περίπτωση (όπου η αυτούσια διανομή διατάχθηκε αφού τη ζήτησε η αναιρεσίβλητη και δεν αντιβαίνει στο συμφέρον της αναιρεσείουσας) να προβάλλει μόνο η αναιρεσίβλητη και όχι η αναιρεσείουσα. 
ΙΙ. Επειδή κατά το άρθρο 559 αριθμ. 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποίησε ή παρέλειψε να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας για την ανεύρεση, με βάση αυτά, της αληθινής έννοιας κανόνα δικαίου ή για την υπαγωγή στον κανόνα αυτό των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς. Εξάλλου, ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται οι ορισμοί και οι αφηρημένες υποθετικές κρίσεις που αντλούνται από την παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας με τη βοήθεια των φυσικών επιστημών και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών. 
Εν προκειμένω, ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα με τον μοναδικό πρόσθετο λόγο αναίρεσης από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1β΄ ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο παραβίασε με την προσβαλλόμενη απόφασή του τα διδάγματα της κοινής πείρας για την ερμηνεία των άρθρων 480 Α παρ. 2 και 484 παρ. 1 ΚΠολΔ και για την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις διατάξεις των εν λόγω άρθρων, με τα οποία διατάσσεται από το δικαστήριο η πώληση με πλειστηριασμό του κοινού οικοπέδου αν η αυτούσια διανομή του με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου είναι ανέφικτη ή ασύμφορη. Και τούτο διότι "η κοινή πείρα καταδεικνύει ότι η διαταχθείσα σύσταση καθέτου συνιδιοκτησίας είναι παντελώς ασύμφορη και για τους δύο διαδίκους διότι: α) λόγω της δημιουργίας δύο οικοδομών η σύσταση καθέτου ιδιοκτησίας θα συνεπάγεται την ανάγκη δημιουργίας επιπλέον ανελκυστήρα, κλιμακοστασίου και πλατύσκαλου εμβαδού 59, 60 τ.μ, τα οποία θα στερηθεί το ακίνητο, με απλό δε υπολογισμό και με βάση ότι η αξία του οικοπέδου είναι 500 ευρώ ανά τ.μ., προκύπτει συνολική απώλεια του ακινήτου (500 Χ 59, 60) 29.800 ευρώ, από τα οποία μου αναλογεί ποσοστό ζημίας (29.800 Χ 2/3) 19.866 ευρώ., β) η διανομή με σύσταση καθέτου συνιδιοκτησίας δημιουργεί ανάγκη αποζημίωσης του ενός συγκυρίου από τον άλλο, γ) με τη σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας δεν θα είναι δυνατή η αξιοποίηση του ως επιπλωμένα διαμερίσματα, όπως αναλυτικά εκθέτω στον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου, δ) το ακίνητο που βρίσκεται στη συμβολή των δύο οδών (το δυτικό) θα έχει μεγαλύτερη αξία από το άλλα (το ανατολικό), οπότε είναι ασύμφορη και αδύνατη και εκ του λόγου τούτου η διανομή αυτή χωρίς βλάβη του κοινωνού, ο οποίος θα λάβει την ανατολική ιδιοκτησία, ε) η κατάτμηση θα έχει ως αποτέλεσμα να οικοδομηθούν δύο μικρά κουτιά με προφανή αισθητική υποβάθμιση της ιδιοκτησίας και θα αποκλειστεί και η δυνατότητα συνένωσης με γειτονικό ακίνητο". Ο ως άνω λόγος αναιρέσεως, κατά μεν τα εκτιθέμενα υπό στοιχεία α΄, β΄, γ΄ και ε΄, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι σχετικά με την προϋπόθεση της μη αντίθεσης της, διαταχθείσας με αίτημα της συγκύριας αναιρεσίβλητης, αυτούσιας διανομής του ακάλυπτου κοινού οικοπέδου με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη αυτού προς το συμφέρον της συγκυρίας ενάγουσας, δεν υφίσταται δίδαγμα της κοινής πείρας με το ανωτέρω περιεχόμενο, κατά δε τα εκτιθέμενα υπό στοιχ. δ΄ πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, διότι, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, η ενάγουσα θα λάβει με την διαταχθείσα αυτούσια διανομή του επίδικου κοινού οικοπέδου το ευρισκόμενη στη συμβολή των οδών διακεκριμένο μέρος αυτού. 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

Απορρίπτει την από 22-6-2006 αίτηση και τον από 10-1-2007 πρόσθετο λόγο αναίρεσης της 236/2005 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. 

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε εξακόσια πενήντα (650) ευρώ. 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Απριλίου 2007. 

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στις 3 Μαΐου 2007. 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Κυριότητα ακινήτου. Χρησικτησία. Μη επαναφορά ισχυρισμών στο Εφετείο. Απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας. Πότε κρίνεται παραδεκτός ο σχετικός λόγος - Αριθμός 1604/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

$
0
0

Κοινό κληρονομιαίο ακίνητο. Χρησικτησία μεταξύ συγκληρονόμων. - Αριθμός 1526/2006  ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Κυριότητα ακινήτου.
- Κυριότητα ακινήτου. Χρησικτησία. Μη επαναφορά ισχυρισμών στο Εφετείο. Απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας. Πότε κρίνεται παραδεκτός ο σχετικός λόγος.

- Προϋπόθεση της κτήσης της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ είναι η άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και την όμοια νομή του δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 ΑΚ) εφόσον είχε γίνει, με νόμιμο τρόπο, καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού.
- Με βάση τις παραδοχές που κάνει στην αναιρεσιβαλόμενη το Εφετείο απέρριψε κατ'ουσία την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, με την οποία έγινε δεκτή η ερειδομένη επί εκτάκτου χρησικτησίας επικουρική βάση της ένδικης αγωγής του αναιρεσιβλήτου κατά της αναιρεσείουσας. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το πιο πάνω Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της κτήσεως από τον αναιρεσίβλητο της κυριότητας του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία και επομένως πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, ο περί του αντιθέτου από τον αριθ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τρίτος κύριος λόγος αναιρέσεως.
- Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο 'Αρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναιρέσεως.
Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος που είχαν προταθεί στον πρώτο βαθμό, αλλά δεν επαναφέρθηκαν στο Εφετείο και έτσι δεν κατέστησαν αντικείμενο της κατ'έφεση δίκης, δεν μπορούν να θεμελιώσουν λόγους αναίρεσης. 'Ετσι, αν ο αναιρεσείων είχε ηττηθεί στον πρώτο βαθμό, η νόμιμη επαναφορά των ισχυρισμών του στο Εφετείο, πριν από την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, μόνο με λόγο περιεχόμενο στο δικόγραφο της έφεσης ή σε δικόγραφο προσθέτων λόγων σύμφωνα με το άρθρο 520 ΚΠολΔ, μπορούσε να γίνει.



Διατάξεις: 
ΑΚ: 1045, 1051, 
ΚΠολΔ: 559 αριθ. 9, 559 αριθ. 19, 562, 

Αριθμός 1604/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ'Πολιτικό Τμήμα 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου), Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Χαράλαμπο Παπαηλιού και Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αρεοπαγίτες. 

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Μαΐου 2008, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Χ1, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Περικλή Καλαμπόκη.

Του αναιρεσίβλητου: Ψ1, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Κοντογιάννη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-11-1987 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σάμου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 159/1988 του ίδιου Δικαστηρίου και 189/1992 του Εφετείου Αιγαίου. Κατά της ανωτέρω εφετειακής απόφασης ασκήθηκε αίτηση αναίρεσης και εκδόθηκε η 620/1997 απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία αναίρεσε την απόφαση αυτή και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Αιγαίου. Το Εφετείο Αιγαίου εξέδωσε την 185/2001 απόφαση, την αναίρεση της οποίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 2-2-2002 αίτηση της και με τους από 27-3-2007 πρόσθετους λόγους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Λεωνίδας Ζερβομπεάκος ανέγνωσε την από 8-5-2007 έκθεσή του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου τούτου Αρεοπαγίτη Γεωργίου Καπερώνη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη των, από 2 Φεβρουαρίου 2002 αιτήσεως και από 27 Μαρτίου 2007 προσθέτων λόγων αναιρέσεως της 185/2001 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου (Μεταβατικής έδρας Σάμου). Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Επειδή, κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο 'Αρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναιρέσεως.
Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος που είχαν προταθεί στον πρώτο βαθμό, αλλά δεν επαναφέρθηκαν στο Εφετείο και έτσι δεν κατέστησαν αντικείμενο της κατ'έφεση δίκης, δεν μπορούν να θεμελιώσουν λόγους αναίρεσης. 'Ετσι, αν ο αναιρεσείων είχε ηττηθεί στον πρώτο βαθμό, η νόμιμη επαναφορά των ισχυρισμών του στο Εφετείο, πριν από την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, μόνο με λόγο περιεχόμενο στο δικόγραφο της έφεσης ή σε δικόγραφο προσθέτων λόγων σύμφωνα με το άρθρο 520 ΚΠολΔ, μπορούσε να γίνει.
Εν προκειμένω, με τον πρώτο λόγο του κυρίου δικογράφου της αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της παρά το νόμο μη κήρυξης της ένδικης διεκδικητικής ακινήτου αγωγής του αναιρεσίβλητου ως απαράδεκτης, λόγω αοριστίας του δικογράφου αυτής, ενώ με τον πρώτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης προσάπτει στην ίδια απόφαση την από τον αριθμό 8 περ. β'του ίδιου ως άνω άρθρου πλημμέλεια της μη λήψεως υπόψη της ενστάσεως ιδίας κυριότητας αυτής (αναιρεσείουσας) επί του επίδικου ακινήτου, κτηθείσας με τακτική, άλλως με έκτακτη χρησικτησία που προτάθηκε στο Εφετείο με αυτοτελή λόγο εφέσεως και είχε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Όμως, από την επισκόπηση του δικογράφου της εφέσεως της αναιρεσείουσας προκύπτει, ότι δεν διαλαμβάνονται σ'αυτό οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί περί αοριστίας της αγωγής και κτήσεως ιδίας κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και συνεπώς, δεδομένου ότι οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι από εκείνους, οι οποίοι κατ'εξαίρεση λαμβάνονται υπόψη και χωρίς να προταθούν στο δικαστήριο της ουσίας, πρέπει αμφότεροι οι παραπάνω λόγοι αναίρεσης να απορριφθούν ως απαράδεκτοι.
ΙΙ. Επειδή, με τον δεύτερο (κύριο) λόγο αναιρέσεως προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 9 περίπτ. α'του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της επιδίκασης αντικειμένου που δεν ζητήθηκε και ειδικότερα εδαφικής έκτασης, που δεν ζητήθηκε, αφού η ταυτότητα του ακινήτου, του οποίου κύριος αναγνωρίστηκε ο αναιρεσίβλητος με την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι διαφορετική από εκείνη του ακινήτου, που ο αναιρεσίβλητος ζήτησε με την ένδικη αγωγή του. Όπως, όμως, προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής και της προσβαλλόμενης απόφασης το ακίνητο, που επιδικάσθηκε στον αναιρεσίβλητο, ταυτίζεται απολύτως με το ακίνητο, το οποίο ζητήθηκε με την αγωγή, με την επισημείωση, ότι στην αγωγή, από προφανή παραδρομή, αναγράφηκε δύο φορές η λέξη "δυτικά", η δεύτερη, όμως, φορά της πιο πάνω λέξης αναφέρεται στο ανατολικό όριο του επίδικου ακινήτου.
Συνεπώς, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.
ΙΙΙ. Επειδή, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται μόνο, όταν το δικαστήριο μόρφωσε τη γνώμη του αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγο από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο φέρεται ως παραμορφωθέν και όχι όταν το συνεκτίμησε μαζί με τις άλλες αποδείξεις, χωρίς να εξαίρεται το έγγραφο ως προς το πόρισμα περί υπάρξεως ή μη του αποδεικτέου γεγονότος.
Εν προκειμένω, το Εφετείο, όπως από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, για να καταλήξει στην κρίση του, ότι το επίδικο ακίνητο δεν περιλαμβάνεται στους τίτλους ιδιοκτησίας των διαδίκων και των δικαιοπαρόχων τους και να απορρίψει περαιτέρω τόσο την κύρια βάση της ένδικης αγωγής του αναιρεσίβλητου, όσο και την ένσταση ιδίας κυριότητας της αναιρεσείουσας, που στηρίζονταν σε παράγωγο τρόπο κτήσεως της κυριότητας επί του επιδίκου, προέβη στην συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και του αναφερόμενου στον τέταρτο (κύριο) λόγο αναιρέσεως υπ'αριθ. ΧΧΧ συμβολαίου του συμβολαιογράφου Μαραθοκάμπου ΧΧΧ, χωρίς να εξαίρεται το εν λόγω έγγραφο αναφορικά με την ως άνω παραδοχή του Εφετείου. Επομένως, ο ως άνω λόγος αναιρέσεως για παραμόρφωση του περιεχομένου του ανωτέρω εγγράφου από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
IV. Επειδή, όπως συνάγεται από τα άρθρα 335, 338-340 και 346 ΚΠολΔ, το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για το αποδεικτικό πόρισμα, αναφορικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έχουν ανάγκη αποδείξεως, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς πάντως να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ'αυτά. Η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ'του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως. 
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο περιεχόμενο σ'αυτήν αποδεικτικό πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, "και τα έγγραφα, που οι διάδικοι προσκομίζουν είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικά τεκμήρια". Από τη γενική αυτή βεβαίωση, σε συνδυασμό με το όλο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, καθίσταται αναμφίβολο ότι, το Εφετείο, παρόλο που δεν το μνημονεύει ειδικώς και δεν το αξιολογεί χωριστά, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε και το εξειδικευόμενο στο αναιρετήριο έγγραφο, ήτοι το από ΧΧΧ τοπογραφικό διάγραμμα της αρχιτέκτονας - μηχανικού ΧΧΧ, το οποίο επικαλέστηκε και προσκόμισε η αναιρεσείουσα.
Συνεπώς, ο τέταρτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, που υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
V. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως, όταν στην ελάσσονα πρότασή της δεν αναφέρεται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ζητήματος και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε (ΟλΑΠ 1/1999). Εξ άλλου, προϋπόθεση της κτήσης της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ είναι η άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και την όμοια νομή του δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 ΑΚ) εφόσον είχε γίνει, με νόμιμο τρόπο, καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού.
Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν ανελέγκτως δεκτά τα ακόλουθα: Το επίδικο ακίνητο, που βρίσκεται στη θέση "ΧΧΧ"της περιφέρειας ΧΧΧ Σάμου, έχει έκταση 3,5 περίπου στρεμμάτων και είναι θαμνώδες μη καλλιεργήσιμο. Ο άμεσος δικαιοπάροχος του ενάγοντος ΧΧΧ από το έτος 1946 μέχρι το έτος 1973 ενεργούσε στο επίδικο με διάνοια κυρίου πράξεις νομής, που προσιδιάζουν στη φύση και τον σκοπό του, προβαίνοντας στη βόσκηση ζώων και σε εκθαμνώσεις, καθώς και στην εκμίσθωσή του σε τρίτους για βοσκή ζώων, μεταξύ των οποίων ήταν και ο μισθωτής - βοσκός ονόματι ΧΧΧ. Στη συνέχεια από το έτος 1973, οπότε η νομή του επιδίκου παραδόθηκε στον ενάγοντα, ο τελευταίος συνέχισε να ασκεί τις πράξεις νομής του δικαιοπαρόχου του δια του αντιπροσώπου του Γ1 με την εκμίσθωση του επιδίκου στον προαναφερόμενο βοσκό μέχρι το έτος 1984, οπότε, λόγω ασθενείας του ως άνω αντιπροσώπου του, παραχώρησε ο ίδιος στον ανωτέρω βοσκό το δικαίωμα βοσκής ζώων στο επίδικο, συνεχίζοντας έκτοτε συνεχώς και αδιαλείπτως την άσκηση πράξεων νομής με διάνοια κυρίου επ'αυτού. 'Ετσι, ο ενάγων προσμετρώντας στο δικό του χρόνο χρησικτησίας του επιδίκου από το έτος 1973 μέχρι του χρόνου άσκησης της ένδικης αγωγής (Φεβρουάριος 1988) τον χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του από το έτος 1946 μέχρι το έτος 1973 κατέστη κύριος αυτού με πρωτότυπο τρόπο και συγκεκριμένα ως ασκώντας πράξεις νομής με διάνοια κυρίου πέραν της εικοσαετίας. Η εναγομένη κατά το έτος 1985 έκτισε ορνιθώνα στο επίδικο με προφανή σκοπό να επεκτείνει την όμορη με το επίδικο ιδιοκτησία της, προσβάλλοντας κατ'αυτό τον τρόπο την κυριότητα του ενάγοντος επί του επιδίκου. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Εφετείο απέρριψε κατ'ουσία την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, με την οποία έγινε δεκτή η ερειδομένη επί εκτάκτου χρησικτησίας επικουρική βάση της ένδικης αγωγής του αναιρεσιβλήτου κατά της αναιρεσείουσας. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το πιο πάνω Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της κτήσεως από τον αναιρεσίβλητο της κυριότητας του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία και επομένως πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, ο περί του αντιθέτου από τον αριθ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τρίτος κύριος λόγος αναιρέσεως. Περαιτέρω, με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται κατά της προσβαλλόμενης απόφασης η από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση της ευθείας και εκ πλαγίου παραβίασης των άρθρων 211, 979, 1041, 1045 και 1051 του ΑΚ, που συνίσταται στο ότι "η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε την αγωγή του αντιδίκου κατά την επικουρική της βάση, δεχθείσα ότι ο ενάγων κατέστη κύριος του επιδίκου με έκτατη χρησικτησία, προσμετρώντας στο δικό του χρόνο χρησικτησίας το χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του, πλην όμως από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο Γ1 υπήρξε ποτέ αντιπρόσωπος του ενάγοντος, αντίθετα, όπως ο ίδιος καταθέτει.....". Η μομφή αυτή, υπό το πρόσχημα των ως άνω επικαλουμένων λόγων αναιρέσεως, πλήττει την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων από το δικαστήριο της ουσίας, η οποία δεν υπόκειται σε ακυρωτικό έλεγχο (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), γι'αυτό και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Τέλος, ο τρίτος πρόσθετος από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης λόγω αντιφατικών αιτιολογιών ως προς την από τον αναιρεσίβλητο κτήση της κυριότητας του επιδίκου με παράγωγο τρόπο, πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως ως ερειδόμενος επί αναληθούς προϋποθέσεως, διότι τέτοια παραδοχή δεν περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, αντίθετα μάλιστα, όπως από το περιεχόμενό της προκύπτει, με αυτή έγινε δεκτό, ότι ο ενάγων - αναιρεσίβλητος δεν κατέστη κύριος του επιδίκου με παράγωγο τρόπο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 2-2-2002 αίτηση της Χ1 για αναίρεση της 185/2001 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου (μεταβατική έδρα Σάμου), καθώς και τους από 27-3-2007 προσθέτους λόγους αυτής.

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2008.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Ιουλίου 2008.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ακυρότητα πώλησης ακινήτου. Αντίθεση στα χρηστά ήθη. Μη λήψη υπόψη πραγμάτων που προτάθηκαν. Δικαστικά τεκμήρια - Αριθμός 1187/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

$
0
0

Κοινό κληρονομιαίο ακίνητο. Χρησικτησία μεταξύ συγκληρονόμων. - Αριθμός 1526/2006  ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ακυρότητα πώλησης ακινήτου.
Ακυρότητα πώλησης ακινήτου. Αντίθεση στα χρηστά ήθη. Μη λήψη υπόψη πραγμάτων που προτάθηκαν. Δικαστικά τεκμήρια.

- Δεν είναι άκυρη, ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη κατ'άρθρ. 178 και 179 ΑΚ, σύμβαση μεταβίβασης ακινήτου αφού η δικαιοπάροχος των εναγομένων είχε πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα και δεν υπήρξε προφανής δυσαναλογία μεταξύ του τιμήματος που καταβλήθηκε και της αγοραίας αξίας του ακινήτου. 
- Κατά το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα υπό την έννοια της άνω διάταξης είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, του υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως. Πράγμα επομένως, υπό την έννοια αυτή, είναι και ο λόγος έφεσης που περιέχει παράπονο κατά της πρωτοβάθμιας κρίσης (ΟλΑΠ 11/1996 και 25/2003). Όμως ο από το άνω άρθρο λόγος αναιρέσεως δεν στοιχειοθετείται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη του προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1991 και 25/2003).
- Από τις διατάξεις των άρθρων 336 παρ. 3 και 339 ΚΠολΔ προκύπτει ότι δικαστικά τεκμήρια μπορούν να συναχθούν από οποιοδήποτε έγγραφο, επομένως και από δηλώσεις και βεβαιώσεις τρίτων, εκτός αν το δικαστήριο της ουσίας, κρίνοντας γι'αυτό ανελέγκτως, δεχθεί κατά πρόταση διαδίκου ή αυτεπεγγέλτως, ότι αυτές έχουν ληφθεί προς το σκοπό να χρησιμεύσουν ως μαρτυρίες στη δίκη για τα αποδεικτέα θέματα.



Διατάξεις: 
ΑΚ: 178, 179, 
ΚΠολΔ: 336, 339, 559 αριθ. 8, 

Αριθμός 1187/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ'Πολιτικό Τμήμα 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (κωλυομέ-νου του Αντιπροέδρου), Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Χαράλαμπο Παπαηλιού και Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αρεοπαγίτες. 

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 16 Απριλίου 2008, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσα: χ1 και ήδη διαμενούσης στο Λονδίνο, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Των αναιρεσίβλητων: 1. ΧΧΧ, 2. ΧΧΧ και 3. ΧΧΧ, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Λαγγουρέτο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-10-1991 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 423/2004 του ίδιου Δικαστηρίου και 496/2005 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 6-6-2005 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσίβλητοι όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Λεωνίδας Ζερβομπεάκος ανέγνωσε την από 30-4-2007 έκθεσή του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου τούτου, Αρεοπαγίτη Γεωργίου Καπερώνη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από τις συνδυαζόμενες διατάξεις των άρθρων 226 παρ. 4 εδ. β'και γ', 575 εδ. β'και 576 παρ. παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι αν η συζήτηση της υποθέσεως αναβληθεί με σημείωση στο πινάκιο, δεν απαιτείται κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη νέα (μετ'αναβολή) δικάσιμο και η αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο της δικασίμου αυτής ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, όταν ο διάδικος είχε κληθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα κατά τη δικάσιμο που είχε ορισθεί αρχικά για τη συζήτηση της υποθέσεως, κατά την οποία και έγινε η αναβολή της.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την ΧΧΧ έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά ΧΧΧ, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης από 6-6-2005 αίτησης αναίρεσης κατά της 496/2005 απόφασης του Εφετείου Αθηνών μετά της επ'αυτής υπάρχουσας πράξης του Προέδρου του Γ'τμήματος του Αρείου Πάγου περί ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτής για την δικάσιμο της 2 Μαΐου 2007, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας συνεδρίαση, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, κατόπιν παραγγελίας του πληρεξουσίου δικηγόρου των αναιρεσιβλήτων, στην αναιρεσείουσα, με την παραλαβή του ως άνω δικογράφου από τον δικηγόρο, που το έχει υπογράψει ως πληρεξούσιος αυτής (άρθρο 143 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Συνεπώς, εφόσον η αναιρεσείουισα δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το πινάκιο, ούτε υπέβαλε την κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ δήλωση, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως παρά την απουσία αυτής (άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Κατά το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα υπό την έννοια της άνω διάταξης είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, του υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως. Πράγμα επομένως, υπό την έννοια αυτή, είναι και ο λόγος έφεσης που περιέχει παράπονο κατά της πρωτοβάθμιας κρίσης (ΟλΑΠ 11/1996 και 25/2003). Όμως ο από το άνω άρθρο λόγος αναιρέσεως δεν στοιχειοθετείται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη του προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1991 και 25/2003). 
Στην προκειμένη περίπτωση, η ήδη αναιρεσείουσα με την ασκηθείσα παραδεκτώς κατά της πρωτόδικης απόφασης έφεσή της και συγκεκριμένα με τον τρίτο λόγο αυτής επρόβαλε ως παράπονα κατά της πρωτόδικης απόφασης α) ότι εστερείτο της απαιτούμενης για τη στήριξη του διατακτικού της αιτιολογίας και β) ότι έλαβε υπόψη και νόμιμα αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα τη δήλωση του πρακτορείου ταξιδίων ΧΧΧ. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο απέρριψε όλους τους λόγους εφέσεως, άρα και τον παραπάνω, ως αβάσιμους, συνακολούθως δε απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως από τον αριθ. 8 περ. β'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο διατυπώνεται η αιτίαση ότι το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη του τον άνω λόγο εφέσεως της αναιρεσείουσας, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.
ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 336 παρ. 3 και 339 ΚΠολΔ προκύπτει ότι δικαστικά τεκμήρια μπορούν να συναχθούν από οποιοδήποτε έγγραφο, επομένως και από δηλώσεις και βεβαιώσεις τρίτων, εκτός αν το δικαστήριο της ουσίας, κρίνοντας γι'αυτό ανελέγκτως, δεχθεί κατά πρόταση διαδίκου ή αυτεπεγγέλτως, ότι αυτές έχουν ληφθεί προς το σκοπό να χρησιμεύσουν ως μαρτυρίες στη δίκη για τα αποδεικτέα θέματα.
Εν προκειμένω, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 11 περ. α'του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της λήψης υπόψη αποδεικτικών μέσων που ο νόμος δεν επιτρέπει και ειδικότερα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να καταλήξει στην απορριπτική κρίση της ως προς την ένδικη αγωγή της αναιρεσείουσας περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας της αναφερομένης σ'αυτήν συμβάσεως, ως αντίθετης προς τα χρηστά ήθη, έλαβε υπόψη, πλην άλλων, α) την από ΧΧΧ βεβαίωση του πρακτορείου ταξιδίων "ΧΧΧ"και βΖ) την από ΧΧΧ κοινή επιστολή του συμβολαιογράφου ΧΧΧ και της δικηγόρου Γεωργίας Κύτρου, μολονότι τα έγγραφα αυτά περιείχαν δηλώσεις και βεβαιώσεις τρίτων προσώπων, σχετικές με το αντικείμενο της ένδικης αγωγής. Από το περιεχόμενο, όμως, της αποφάσεως δεν προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε ότι τα ως άνω έγγραφα, που συνεκτιμήθηκαν με τις μαρτυρικές καταθέσεις, δόθηκαν για να χρησιμοποιηθούν στη προκειμένη δίκη και ως εκ τούτου επιτρεπτώς ελήφθησαν υπόψη προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, γι'αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο ως άνω λόγος αναίρεσης.
IV. Κατά την έννοια της ΚΠολΔ 559 αριθ. 19, η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της ουσιαστικού δικαίου διατάξεως που εφαρμόσθηκε, η περί της μη συνδρομής τούτων, που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.
Εν προκειμένω, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του, τα ακόλουθα : "Δυνάμει της 3448/1986 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η ενάγουσα κηρύχθηκε θετό τέκνο της ΧΧΧ. Η τελευταία γεννήθηκε το 1913, απεβίωσε την 21-1-1990 στη Γλυφάδα Αττικής και άφησε μοναδική εκ διαθήκης κληρονόμο της την ενάγουσα, που αποδέχθηκε την κληρονομιά. Δυνάμει του ΧΧΧ συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αττικής Κοσμά Αλιβιζάτου η αποβιώσασα μεταβίβασε στον πρώτο και δεύτερη από τους εναγόμενους την επικαρπία κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου και στην τρίτη εναγόμενη την ψιλή κυριότητα του ακινήτου (οικοπέδου) που βρίσκεται στη θέση "ΧΧΧ" ..... του Δήμου Λαυρεωτικής, μέσα στα όρια του προϋφισταμένου του έτους 1923 οικισμού ΧΧΧ, εκτάσεως 1.138 τ.μ. με την επ'αυτού παλαιά ισόγεια οικία, επιφάνειας 64,71 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας 500/000 επί του ενιαίου οικοπέδου εκτάσεως 2.276 τ.μ. Στο συμβόλαιο αυτό αναγράφηκε ως συμφωνημένο τίμημα το ποσό του 1.000.000 δραχμών, το οποίο καταβλήθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τη 7-11-1989 η πωλήτρια υπέστη αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Συγκεκριμένα προσήλθε στα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου "ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ"για αδυναμία αριστερού άνω και κάτω άκρου και ταχυαρρυθμία, χωρίς να παρουσιάζει δυσαρθρία. Νοσηλεύτηκε μέχρι την 23-11-1989 και εξήλθε σε βελτίωση, αφού εξετάσθηκε από νευρολόγο και διαπιστώθηκε αριστερά υπολειμματική ημιπληγία συνεπεία ισχαιμικού εμφράκτου. Η νοσηλεία της συνεχίστηκε από 23-11-1989 στο Θεραπευτήριο "ΥΓΕΙΑ"με διάγνωση θρομβοεμβολικό αγγειακό επεισόδιο, πυραμιδική συνδρομή δεξιά, υπέρταση, κολπική μαρμαρυγή, ουρολοίμωξη και εξήλθε την 5-12-1989. Νοσηλεύτηκε εκ νέου στο ίδιο θεραπευτήριο από 6-1-1990 μέχρι 18-1-1990 και διαγνώσθηκε ότι πάσχει από αποφρακτική αρτηριοπάθεια κάτω άκρων, εμβολή αριστερής κνήμης- ακρωτηριασμό, πλήρη αρρυθμία (κολπική μαρμαρυγή) σακχαρώδη διαβήτη, αρτηριοσκληρυντική εγκεφαλοπάθεια. Μεταφέρθηκε σε θεραπευτήριο στη Γλυφάδα, όπου απεβίωσε την 21-1-1990. Για το προηγούμενο της νοσηλείας της χρονικό διάστημα και ειδικά κατά το χρόνο της κατάρτισης της σύμβασης μεταβίβασης της κυριότητας του ως άνω ακινήτου στους εναγόμενους δεν αποδείχθηκε ότι η πωλήτρια ήταν φιλάσθενη και με μειωμένες σωματικές και πνευματικές δυνάμεις. Συγκεκριμένα κατά την εισαγωγή της στο νοσοκομείο "ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ"αναφέρθηκε ότι έπασχε από υπέρταση και αρρυθμία υπό αγωγή. Έτερο ιατρικό πιστοποιητικό ή ιατρική βεβαίωση για την κατάσταση της υγείας της πριν να υποστεί το εγκεφαλικό επεισόδιο δεν προσκομίζεται, ενώ δεν είχε νοσηλευτεί σε νοσοκομείο κατά τα τελευταία δύο χρόνια. Ήταν ηλικιωμένη και για την εξυπηρέτησή της απασχολούσε τη μισθώτρια γ1 για να τη συνδράμει στις δουλειές, μαγείρεμα, πλύσιμο και άλλες οικιακές ασχολίες. Αντίθετα είχε συμμετάσχει σε εκδρομή στο εξωτερικό το Πάσχα του έτους 1989, το καλοκαίρι του ίδιου έτους επισκέφθηκε και παρέμεινε στην τροχοβίλα στο παραπάνω ακίνητο στα ΧΧΧ και ψήφισε στις εκλογές της 5-11-1989. Μάλιστα από τη προηγούμενη ημέρα προνόησε για να την εξυπηρετήσει ο σύζυγος της πρώτης μάρτυρα της ενάγουσας. Ο τελευταίος την πήγε στο εκλογικό τμήμα δύο φορές, επειδή αρχικά ξέχασε την ταυτότητα της και κατόπιν το εκλογικό της βιβλιάριο. Για τρίτη φορά πήγε το απόγευμα στο εκλογικό κέντρο με τη συνοδεία ετέρου προσώπου, οπότε και ψήφισε. Έτσι συνάγεται σαφώς ότι η κληρονομούμενη δεν ήταν κατάκοιτη, ούτε είχε μειωμένες σωματικές δυνάμεις- πέραν του απολύτως φυσικού λόγω της ηλικίας της- αφού δύο ημέρες πριν υποστεί το εγκεφαλικό επεισόδιο είχε τη σωματική δύναμη να επισκεφτεί τρεις φορές το εκλογικό κέντρο για να ψηφίσει. Περαιτέρω δεν προέκυψε ότι είχε μειωμένες πνευματικές δυνάμεις. Η κληρονομούμενη ήταν άτομο με πολλά ενδιαφέροντα. Νεότερη είχε ασχοληθεί με τον προσκοπισμό, το κυνήγι, ήταν ιππέας και κολυμβήτρια. Με το σύζυγό της, που είχε διατελέσει πρόεδρος της τότε κοινότητας ΧΧΧ, έκαναν συχνά ταξίδια στο εξωτερικό. Μετά το θάνατο του έτος 1973, ασχολήθηκε με τη διαχείριση της περιουσία της. Από το έτος 1974 μέχρι και το 1988 στη μερίδα της στο Υποθηκοφυλακείο Ηλιούπολης φέρονται μεταγραμμένες 27 πράξεις, κυρίως πωλήσεις διαμερισμάτων. Επίσης η ίδια ασχολιόταν με την εκμίσθωση των διαμερισμάτων της. Συγκεκριμένα ήταν κυρία έξι διαμερισμάτων (Α-1, Α-2, Α-3, Α-4 και Α-5 του πρώτου ορόφου και Β-1 του δευτέρου ορόφου) της πολυκατοικίας, που κείται στην ΧΧΧ Αττικής, οδός ΧΧΧ, δύο διαμερισμάτων (Α-1 και Β-1 ) της πολυκατοικίας που βρίσκεται στην ΧΧΧ Αττικής, οδός ΧΧΧ και μιας ανώγειας οικίας στην ΧΧΧ Αττικής, οδός ΧΧΧ, αποτελούμενης από δύο διαμερίσματα στο ισόγειο, ένα στον ανώγειο όροφο και έτερο υπέρ αυτού. Μέχρι να υποστεί το εγκεφαλικό επεισόδιο (7-11-1989) η ίδια είχε την επιμέλεια για την εκμίσθωση των παραπάνω διαμερισμάτων, εκτός αυτού, που διέμενε, καθώς και την είσπραξη των μισθωμάτων. Επίσης την 30-10-1989 η αποβιώσασα ανέλαβε η ίδια από τον κοινό τραπεζικό λογαριασμό, που διατηρούσε με την ενάγουσα, το ποσό των 500.000 δραχμών. Επίσης, δεν είχε απειρία ως προς τις συναλλαγές. Η ίδια είχε συμβληθεί σε 27 δικαιοπραξίες, που είναι μεταγραμμένες στο Υποθηκοφυλακείο Ηλιούπολης, κυρίως πωλήσεις διαμερισμάτων. Ήδη την 20-3-1988 μεταβίβασε το διαμέρισμα πέντε του πρώτου ορόφου της πολυκατοικίας που βρίσκεται στην -ΧΧΧ Αττικής- οδός ΧΧΧ στην γ1, που απασχολούσε για να την συνδράμει στις οικιακές ασχολίες. Ενώ το έτος 1985 είχε υποβάλλει σχετική ένσταση κατά του ρυμοτομικού σχεδίου της περιοχής ΧΧΧ, που ζημίωνε το ως άνω ακίνητο. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι από το έτος 1970 η ενάγουσα είχε εκμισθώσει την οικία, που βρίσκεται στο επίδικο ακίνητο, στους δύο πρώτους εναγόμενους. Η ίδια και μέχρι το έτος 1973 με το σύζυγο της, διέμεναν σε άλλη οικία εντός του ενιαίου οικοπέδου κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Το έτος 1977 εκμίσθωσε την ετέρα οικία στην οικογένεια Ε και η ίδια διέμενε σε ένα μικρό διαμέρισμα πάνω από αυτή. Τούτο εκμίσθωσε επίσης και από το έτος 1980 εγκατέστησε στο οικόπεδο τροχοβίλα, όπου και διέμενε κάθε καλοκαίρι. Με τους εναγόμενους και την οικογένεια Ε διατηρούσε φιλικές σχέσεις. Συνέτρωγαν και η αποβιώσασα είχε καλές σχέσεις και με τα μέλη της οικογένειας των και γνώριζε τους φίλους τους. Οι εναγόμενοι πολλές φορές την μετέφεραν στα ΧΧΧ και είναι αυτοί, που ειδοποίησαν την ενάγουσα, η οποία διέμενε μόνιμα στο Λονδίνο, για την ασθένεια της μητέρας της. Από το έτος 1987 συμφώνησαν για την αγορά του ακινήτου και κατέβαλαν στην αποβιώσασα το ποσό των 500.000 δραχμών και το καλοκαίρι του 1988 το ποσό των 500.000 δραχμών. Τέλος κατά την υπογραφή του συμβολαίου και ενώπιον του συμβολαιογράφου καταβλήθηκε το ποσό του 1.000.000 δραχμών. Την ίδια ημέρα και μετά την υπογραφή του συμβολαίου καταβλήθηκε στην πωλήτρια το ποσό των 3.500.000 δραχμών και η τελευταία παρέδωσε στους εναγόμενους παλαιά έγγραφα κλπ, που αφορούσαν το ακίνητο. Η αξία του ακινήτου εκτιμήθηκε από την εφορία στο ποσό των 7.200.000 δραχμών, που δεν αποδείχθηκε ότι απέχει από την τότε αγοραία αξία του ακινήτου. Επομένως ο σχετικός ισχυρισμός των εναγομένων για το επί πλέον τίμημα, που συμφωνήθηκε και καταβλήθηκε από 4.500.000 δραχμές πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η πωλήτρια, κατά το χρόνο της κατάρτισης της σύμβασης μεταβίβασης της κυριότητας στους εναγόμενους, δεν είχε μειωμένες τις σωματικές και πνευματικές της δυνάμεις, ούτε ήταν φιλάσθενη, δεν επέδειξε έλλειψη φροντίδας και εκτίμησης των πράξεών της, ούτε είχε απειρία για τις συναλλαγές. Επίσης δεν υπήρξε προφανής δυσαναλογία μεταξύ του τιμήματος που συμφωνήθηκε και καταβλήθηκε (5.500.000 δραχμές) και της αγοραίας αξίας του ακινήτου, που μεταβιβάστηκε στους εναγόμενους". Στη συνέχεια το ανωτέρω Δικαστήριο απέρριψε κατ'ουσία την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 423/2004 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία είχε απορρίψει, ως αβάσιμη κατ'ουσία, την ένδικη από 10-10-1991 αγωγή της αναιρεσείουσας περί κηρύξεως ως άκυρης, ως αντίθετης προς τα χρηστά ήθη κατ'άρθρ. 178 και 179 ΑΚ, της ως άνω συμβάσεως μεταβίβασης του επίδικου ακινήτου. Με αυτά, που δέχθηκε και έτσι, που έκρινε το Εφετείο διέλαβε, στην προσβαλλόμενη απόφασή του πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες και κατέληξε σε σαφές και πλήρες, επίσης, αποδεικτικό πόρισμα, όσον αφορά την κατάσταση της ψυχικής και σωματικής υγείας της δικαιοπαρόχου των εναγομένων, κατά τον χρόνο καταρτίσεως της ένδικης αγοροπωλησίας και την εν γένει εγκυρότητα της σχετικής δικαιοπραξίας και επομένως είναι απορριπτέος, και ως κατ'ουσία αβάσιμος ο περί του αντιθέτου από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τρίτος λόγος αναιρέσεως. Τέλος η προσβαλλόμενη με τον ίδιο λόγο αναιρέσεως αιτίαση από τον αριθ. 1 εδ. β του άρθρου 559 ΚΠολΔ για παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, που συνίσταται στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση "παρέλειψε να λάβει υπόψη στο γνωστό γεγονός, το προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και τα ιατρικά δεδομένα συνάδον ότι: "Οι κατά τον ανωτέρω χρόνο διαπιστωθείσες ασθένειες και παθήσεις της μητέρας μου, δεν δημιουργήθηκαν κατά το χρόνο της διαπίστωσής τους, κατά τον οποίο η εξ αυτών κατάσταση επέφερε ολοκληρωτική βλάβη της υγείας της, αλλά υφιστάμενες προηγουμένως επιβάρυναν την κατάστασή της, όπως η διαπιστωθείσα αποφρακτική αρτηριοπάθεια κάτω άκρων, ο σακχαρώδης διαβήτης και η αρτηριοσκληρυντική εγκαφαλοπάθεια, παθήσεις μη δημιουργούμενες όταν εμφανίζονται στην τελική και μη αναστρέψιμη κατάσταση, αλλά υφιστάμενες κατά το προηγούμενο διάστημα και παράγουσες τα επιβλαβή αποτελέσματα και έχουσες άμεση σχέση με τη λειτουργία του εγκεφάλου", πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι τα προαναφερόμενα δεν αποτελούν διδάγματα της κοινής πείρας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 6-6-2005 αίτηση αναιρέσεως της 496/2005 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Μαΐου 2008. Και 

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Ιουνίου 2008.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Εικονικότητα πώλησης ακινήτου. Άνοια πωλητή. Έλλειψη νόμιμης βάσης. - Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 131 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το ν. 2447/1996, η δήλωση βούλησης είναι άκυρη, αν ...Αριθμός 1130/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

$
0
0

Κοινό κληρονομιαίο ακίνητο. Χρησικτησία μεταξύ συγκληρονόμων. - Αριθμός 1526/2006  ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Εικονικότητα πώλησης ακινήτου.
- Εικονικότητα πώλησης ακινήτου. Άνοια πωλητή. Έλλειψη νόμιμης βάσης. 
- Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 131 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το ν. 2447/1996, η δήλωση βούλησης είναι άκυρη, αν..
κατά το χρόνο που έγινε, το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή δεν είχε τη χρήση του λογικού επειδή έπασχε από πνευματική ασθένεια. Στέρηση της χρήσης του λογικού υπάρχει όταν αποκλείεται ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης με λογικούς υπολογισμούς και μπορεί να είναι παροδική ή διαρκής. 
- Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης ιδρύεται όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου στη συγκεκριμένη περίπτωση περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της διατάξεως που εφαρμόστηκε ή περί της μη συνδρομής τούτων, που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση στερείται αιτιολογιών ή έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 28/1997, ΟλΑΠ 30/1997).



Διατάξεις: 
ΑΚ: 131,
ΚΠολΔ: 559 αριθ. 19,

 Αριθμός 1130/2008 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ'Πολιτικό Τμήμα 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Φώσκολο, Αντιπρόεδρο, Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο και Χαράλαμπο Παπαηλιού, Αρεοπαγίτες. 

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 2 Απριλίου 2008, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειουσών: 1. ΧΧΧ, 2. ΧΧΧ και 3. ΧΧΧ, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ηλία Βασιλόπουλο.

Της αναιρεσίβλητης: ΧΧΧ, η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Γεωργάτο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-11-1996 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7244/1997 προδικαστική, 6020/2001 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 8695/2002, 5123/2006 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση των δύο τελευταίων αποφάσεων ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 6-12-2006 αίτησή τους. 
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Χαράλαμπος Παπαηλιού ανέγνωσε την από 17-3-2008 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 131 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το ν. 2447/1996, η δήλωση βούλησης είναι άκυρη, αν κατά το χρόνο που έγινε, το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή δεν είχε τη χρήση του λογικού επειδή έπασχε από πνευματική ασθένεια. Στέρηση της χρήσης του λογικού υπάρχει όταν αποκλείεται ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης με λογικούς υπολογισμούς και μπορεί να είναι παροδική ή διαρκής. Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης ιδρύεται όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου στη συγκεκριμένη περίπτωση περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της διατάξεως που εφαρμόστηκε ή περί της μη συνδρομής τούτων, που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση στερείται αιτιολογιών ή έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 28/1997, ΟλΑΠ 30/1997). 
Με τον πρώτο από το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι αυτή δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις 8-12-1992 απεβίωσε στην ΧΧΧ Αττικής ο Γ1, γεννηθείς το 1915, χωρίς να αφήσει διαθήκη και στερούμενος άλλων εγγυτέρων συγγενών, κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τα τέκνα της προαποβιώσασας αδελφής του ΧΧΧ και συγκεκριμένα από την ενάγουσα, την ΧΧΧ και τον ΧΧΧ κατά ποσοστό 4/24 εξ αδιαιρέτου από τον καθένα και από τα τέκνα της προαποβιώσασας, δεύτερης αδελφής του ΧΧΧ, ΧΧΧ, ΧΧΧ και ΧΧΧ, κατά ποσοστό 3/24 εξ αδιαιρέτου από το καθένα. Με το υπ'αριθμ. ΧΧΧ αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του Συμ/φου Αναβύσσου ΧΧΧ, που είχε μεταγραφεί νόμιμα, ο παραπάνω αποβιώσας φέρεται να μεταβιβάζει, λόγω πώλησης, στις εναγόμενες μητέρα και θυγατέρες, κοινώς αδιαιρέτως και κατ'ισομοιρίαν ένα κληροτεμάχιο εμβαδού 6.375,60 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "ΧΧΧ"της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας Παλαιάς Φώκαιας Αττικής και το οποίο εμφαίνεται στους κτηματολογικούς καταλόγους και τα σχετικά σχεδιαγράμματα της τοπογραφικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας με τον αριθμό ΧΧΧ της κατηγορίας Εψιλον (Ε) και συνορεύει βόρεια επί πλευράς μήκους μέτρων 69 με το υπ'αριθμ. ΧΧΧ κληροτεμάχιο της ίδιας κατηγορίας, νότια επί πλευράς μήκους 69 με το υπ'αριθμ. ΧΧΧ κληροτεμάχιο της ίδιας κατηγορίας, ανατολικά επί πλευράς μήκους 92,40 μ. με αγροτική οδό διανομής πλάτους 5 μέτρων και δυτικά επί πλευράς μήκους 92,40 μ. εν μέρει με το υπ'αριθμ. ΧΧΧ κληροτεμάχιο της ίδιας κατηγορίας και εν μέρει το υπ'αριθμ. ΧΧΧ κληροτεμάχιο της ίδιας κατηγορίας, είχε δε περιέλθει σε αυτόν από παραχώρηση του Ελληνικού Δημοσίου, δυνάμει του υπ'αριθμ. ΧΧΧ τίτλου κυριότητας του Υπουργείου Γεωργίας, που έχει μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κερατέας (τόμο 53, α.α. 66). Στο παραπάνω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο εμφανίζεται ως αιτία της μεταβίβασης του εν λόγω κληροτεμαχίου η πώληση του, αντί του τιμήματος των 12.000.000 δραχμών, τις οποίες, κατά δήλωση των συμβαλλομένων, που διαλαμβάνεται στο ως άνω συμβόλαιο, ο αγοραστής φέρεται να έλαβε από τις εναγόμενες τοις μετρητοίς, προκαταβολικώς και χωρίς την παρουσία του συντάξαντος του συμβολαίου Συμβολαιογράφου. Η αντικειμενική αξία του πωληθέντος ακινήτου κατά την αρμόδια ΔΟΥ ανερχόταν στα 28.000.000 δραχμές ενώ η αγοραία του αξία ξεπερνούσε τα 30.000.000 δρχ., αφού κι'αυτός ακόμη ο μάρτυρας των εναγομένων ΧΧΧ καταθέτει ότι την ίδια εποχή τα ακίνητα στην περιοχή επωλούντο από 5.000.000 έως 7.000.000 δρχ. το στρέμμα. Πάντως, όπως αποδεικνύεται, ο φερόμενος ως πωλητής Γ1, όχι μόνο την παραπάνω αγοραία αξία του πωληθέντος ακινήτου δεν έλαβε ως τίμημα, ούτε την κατά τη ΔΟΥ αντικειμενική του αξία, αλλά ούτε αυτό που αναφέρεται στο συμβόλαιο. Και τούτο διότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει ούτε συμφωνία για τίμημα, ούτε οποιαδήποτε χρηματική καταβολή εκ μέρους των εναγομένων προς το Γ1. Για το ζήτημα αυτό, που αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της πώλησης (ΑΚ 513), καμιά έγγραφη απόδειξη δεν προσκομίζεται από τις εναγόμενες για την καταβολή του φερομένου ως συμφωνηθέντος και καταβληθέντος τιμήματος, που είναι και το συνήθες στην αγορά συμβαίνον, ούτε επικαλούνται την παρουσία τρίτου προσώπου κατά την καταβολή και ούτε επικαλούνται (ούτε προσκομίζουν) αντίστοιχη με το φερόμενο ως καταβληθέν τίμημα των 12.000.000 δρχ. εκταμίευση από πιστωτικό ίδρυμα (τράπεζα κ.λ.π.), στοιχείο που θα συνηγορούσε υπέρ της καταβολής του τιμήματος, ενώ σε κανένα σημείο των προτάσεών τους δεν αφήνουν να υπονοηθεί ότι το τίμημα είτε δωρήθηκε, είτε αφέθηκε, είτε με άλλο τρόπο αποσβέστηκε. Εξάλλου, ο Γ1, άγαμος χωρίς παιδιά και σε προχωρημένη ηλικία, δεν είχε οικονομικές ανάγκες τέτοιες που για την αντιμετώπισή τους να απαιτείται να πωλήσει ακίνητό του, αφού, όπως αποδεικνύεται από το με επίκληση προσκομιζόμενο σε επικυρωμένη φωτοτυπία βιβλιάριο καταθέσεων των της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, είχε καταθέσεις ύψους 2.134.000 δρχ. που το ποσό αυτό μαζί με την σύνταξη (αγροτική) που λάμβανε αρκούσαν για την αντιμετώπιση των βιοποριστικών του αναγκών. Ενδεικτικό αυτού είναι το γεγονός ότι το παραπάνω ποσό ταμιευτηρίου (2.134.000) ήταν από το 1984, χωρίς να είχε χρειαστεί να κάνει οποιαδήποτε ανάληψη, ενώ δεν υπάρχει στο βιβλιάριο αυτό οποιουδήποτε ποσού κατάθεση πριν ή μετά την σύνταξη του παραπάνω συμβολαίου, που ενδεχομένως να προερχόταν από το φερόμενο ως καταβληθέν τίμημα. Ο ισχυρισμός δε των εναγομένων ότι ενδεχομένως ο Γ1, έχοντας εκδηλώσει προηγουμένως τέτοια πρόθεση, να διέθεσε το ληφθέν τίμημα σε δωρεές σε Εκκλησίες και ιδρύματα και για το οποίο (ενδεχόμενο) καταθέτουν σχετικά και οι επιμελεία τους εξετασθέντες μάρτυρες, στερείται οποιασδήποτε ουσιαστικής βασιμότητας. Αποδεικνύεται περαιτέρω ότι ο Γ1, που κατά το χρόνο σύνταξης του παραπάνω συμβολαίου διήγε το 77ο έτος της ηλικίας του, έμενε μόνος του σε ιδιόκτητο σπίτι στην ΧΧΧ και έπασχε, τα δύο τελευταία τουλάχιστον χρόνια της ζωής του, από σακχαρώδη διαβήτη, υπέρταση, αρτηριοσκλήρυνση, εγκεφαλοπάθειες (εγκεφαλικό επεισόδιο) και από οργανικό ψυχοσύνδρομο, εξαιτίας των οποίων είχε νοσηλευτεί στο Νοσοκομείο Βούλας από 20-1-1991 έως 25-1-91, από 20-8-91 έως 3-9-91 και για τελευταία φορά από 13-2-1992 έως 24-2-1992. Κατά το τελευταίο διάστημα, που η υγεία του είχε επιβαρυνθεί και δεν έβγαινε από το σπίτι του, τον επισκέπτονταν και τον φρόντιζαν η πρώτη εναγόμενη με το σύζυγό της ΧΧΧ, που κατοικούσαν κι αυτοί στην ΧΧΧ και διατηρούσαν παντοπωλείο ταβέρνα. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο καταλήγει στο ασφαλές συμπέρασμα ότι τα συμβληθέντα στο παραπάνω συμβόλαιο μέρη ήθελαν πράγματι τη μεταβίβαση του φερομένου ως πωληθέντος ακινήτου όχι όμως με αιτία την πώληση, αλλά με δωρεά. Έτσι, το συμβόλαιο αυτό της αγοραπωλησίας είναι άκυρο και εικονικό, όχι ως προς τη μεταβίβαση, αλλά ως προς την αιτία αυτής, ήτοι υπάρχει εν προκειμένω σχετική εικονικότης, καθόσον η σύμβαση πωλήσεως έγινε όχι σπουδαίως, αλλά μόνο κατά τα φαινόμενα, διότι υπήρχε σοβαρή συναλλακτική πρόθεση αμφοτέρων των συμβαλλομένων μερών για μεταβίβαση της κυριότητας του προαναφερθέντος ακινήτου όχι με αιτία την πώληση, αφού όπως προαναφέρθηκε, ούτε σχετική συμφωνία υπήρξε ούτε τίμημα συμφωνήθηκε, ούτε τα συμβαλλόμενα μέρη θέλησαν την καταβολή (τιμήματος), αλλά με αιτία τη δωρεά εν ζωή, την οποία και τα μέρη ήθελαν και συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την κατάρτισή της. Επέλεξαν δε τα συμβαλλόμενα μέρη ως αιτία μεταβίβασης του ακινήτου την πώληση, εν γνώσει βέβαια ότι οι αντίστοιχες δηλώσεις βούλησης έγιναν στα ψέματα, για λόγους προφανώς φορολογικούς, αφού η δωρεά και μάλιστα προς μη συγγενικά πρόσωπα, όπως εν προκειμένω, υπόκειται σε πολύ μεγαλύτερη φορολογία σε σχέση με την πώληση. Περαιτέρω και αναφορικά με την κατάσταση της υγείας του Γ1, τις ασθένειες από τις οποίες έπασχε και αν αυτές είχαν ή όχι συνέπειες και ποιές στην συνείδηση των πράξεων του ή στην χρήση του λογικού του κατά τον κρίσιμο χρόνο της υπογραφής του ανωτέρω συμβολαίου, από τα με επίκληση προσκομιζόμενα πιστοποιητικά νοσηλείας του Νοσοκομείου Ασκληπιείου Βούλας και συγκεκριμένα: 1) το από ΧΧΧ ενημερωτικό σημείωμα νοσηλευθέντος, 2) το από ΧΧΧ όμοιο σημείωμα, 3) το υπ'αριθμ. πρωτ. ΧΧΧ πιστοποιητικό νοσηλείας, 4) το από ΧΧΧ δελτίο εισαγωγής ασθενούς, 5) την από ΧΧΧ έκθεση συμπερασμάτων ψυχιατρικής αξιολόγησης, 6) το φύλλο νοσηλείας με ημερομηνία εισόδου ΧΧΧ και εξόδου ΧΧΧ, 7) την από ΧΧΧ και ΧΧΧ νευρολογική εξέταση και ψυχιατρική εξέταση, αντίστοιχα, 8) το υπ'αριθμ. ΧΧΧ πιστοποιητικό νοσηλείας, 9) το υπ'αριθμ. ΧΧΧ πιστοποιητικό νοσηλείας και 10) την από ΧΧΧ συνταγολόγηση φαρμάκων, των εξωτερικών ιατρείων του νοσοκομείου, που αναφέρονται όλα στο Γ1 καθώς και την παραπάνω έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, αποδεικνύονται τα εξής: Ο Γ1, ο οποίος έπασχε από τις παραπάνω παθήσεις, δύο περίπου χρόνια πριν το θάνατό του, υπέστη αγγειακό επεισόδιο, το οποίο του προκάλεσε διαταραχή του λόγου (δυσαρθρία) και συγχυτική (του νου) κατάσταση και γι'αυτό νοσηλεύτηκε στο Ασκληπιείο Βούλας από 20-25/1/1991. Αυτή είναι η πρώτη καταγεγραμμένη νοσηλεία. Το συγκεκριμένο επεισόδιο οφείλεται σε απόφραξη αγγείου του εγκεφάλου και γι'αυτήν (την απόφραξη) ευθύνεται η όχι καλή κατάσταση των αγγείων του εγκεφάλου του (αρτηριοσκληρυντικά) που δεν προήλθε μόνο από την ηλικία του, αλλά και από τη συνυπάρχουσα πάθηση του σακχαρώδους διαβήτου, που συμβάλλει στην αποσάρθρωση και αρτηριοσκλήρυνση όχι μόνον των αγγείων του εγκεφάλου, αλλά και άλλων οργάνων. Η παραπάνω συμπτωματολογία (συμπτώματα ψυχοδιανοητικά) από την αρτηριοσκληρυντική εγκεφαλοπάθεια σημαίνει ότι η έναρξη της εγκεφαλοπάθειας αυτής χρονολογείται πολύ πριν το 1991. Από την στιγμή που, όπως προαναφέρθηκε, εκδηλώθηκαν, έστω και παροδικώς, συμπτώματα στον Γ1 από την ψυχοδιανοητική σφαίρα, σημαίνει και την έναρξη οργανικού ψυχοσυνδρόμου το οποίο κατά κανόνα εξελίσσεται επί τα χείρω και επί τω μονιμότερω. Από τον Αύγουστο του 1991 και κατά τη δεύτερη νοσηλεία του από 20-8-91 έως 3-9-91 άρχισαν οι θεράποντες ιατροί του νοσοκομείου να του χορηγούν το φάρμακο Νοοτρόπ για ανοϊκές εκδηλώσεις. Στο ενημερωτικό σημείωμα του νοσοκομείου για την νοσηλεία του αυτή δεν γίνεται άμεση αναφορά στην ψυχοδιανοητική κατάσταση Γ1 και η προσοχή εστιάζεται σε άλλες παθήσεις (απορρύθμιση σακχαρώδους διαβήτου, ουρολοίμωξη, οξέωση). Οι καταχωρήσεις περί της ψυχοδιανοητικής κατάστασης του αρρώστου στα ιατρικά έγγραφα του Ασκληπιείου Βούλας γίνονται πιο σαφείς και λεπτομερείς κατά την τρίτη νοσηλεία του Γ1 από 13-2-1992. Στο σχετικό φύλλο νοσηλείας, ο ιατρός, που τον παρέλαβε στα εξωτερικά ιατρεία, σημειώνει μεταξύ άλλων, ότι "προσήλθε στα εξωτερικά ιατρεία σε ανοϊκή κατάσταση". Η διαπίστωση αυτή της ανοϊκής κατάστασης επαναλαμβάνεται και στο ενημερωτικό σημείωμα, που χορηγήθηκε στον ασθενή (Γ1) κατά την έξοδο του (24-2-92) και στο οποίο εμπεριέχονται ως κύριες διαγνώσεις η αρτηριοσκληρυντική εγκεφαλοπάθεια και ο σακχαρώδης διαβήτης, ενώ στα συσταθέντα, για συνέχιση της αγωγής οίκοι, φάρμακα, εκτός του Νοοτρόπ (για την άνοια) περιλαμβάνεται και το Madopaz για συμπτώματα της ασθένειας Πάρκινσον, ενώ προστίθεται και το φάρμακο (σε μικρή δόση) Melletil, που είναι κατασταλτικό για την αντιμετώπιση ανησυχιών ή διεγέρσεως και αϋπνιών του αρρώστου. Εκτός αυτών, στα παραπάνω ΧΧΧ και ΧΧΧ δύο πιστοποιητικά νοσηλείας του παραπάνω νοσοκομείου, που εκδόθηκαν με αίτηση της ενάγουσας και υπογράφονται από τον Αναπληρωτή Διευθυντή του ψυχιατρικού τμήματος ΧΧΧ το πρώτο και από τον Δ/ντή της παθολογικής κλινικής ΧΧΧ το δεύτερο, περιέχονται οι διαπιστώσεις, στο πρώτο, ότι ο Γ1 "δεν ήταν σε θέση να παίρνει σημαντικές αποφάσεις που αφορούν με ασφάλεια το συμφέρον του, όπως διαχείριση πολλών χρημάτων, μεταβίβαση ακινήτων όπως πριν την πάθηση"και στο δεύτερο ότι "ο ασθενής παρουσιάζει διαταραχές μνήμης και προσανατολισμού καθώς και συγχυτικοδιεγερτικές καταστάσεις λόγω της αρτηριοσκληρυντικής εγκεφαλοπάθειας και του οργανικού ψυχοσυνδρόμου". Από βιβλιογραφικής δε άποψης, σύμφωνα με το Μ. Στριγγάρη: "Ψυχιατροδικαστική", από την στιγμή που διαπιστωθεί ανοϊκή διεργασία σε κάποιο άτομο, τότε, ανεξαρτήτως βαθμού άνοιας, όχι μόνο για το χρόνο διαπίστωσης της άνοιας, αλλά και λίγους μήνες πριν από τον χρόνο αυτό η ικανότητα του αρρώστου για καταλογισμό των πράξεων του ασθενούς αμφισβητείται. Η παραπάνω διαπιστωμένη κατάσταση του Γ1 27 ημέρες μετά την σύνταξη του προαναφερόμενου στις ΧΧΧ συμβολαίου είναι τόσο προχωρημένη ώστε να είναι απίθανο αυτός να ήταν διαυγής, με ακέραιες τις πνευματικές (ψυχοδιανοητικές) λειτουργίες, μεταξύ των οποίων και η βούληση κατά την ως άνω κρίσιμη ημεροχρονολογία και δεν μπορούσε να αντιληφθεί τη σημασία κατά το περιεχόμενο και την ουσία της υποκρυπτόμενης στο παραπάνω συμβόλαιο δωρεάς του ακινήτου του προς τις εναγόμενες. Τέλος, δεν μπορεί να γίνει λόγος περί φωτεινών διαλειμμάτων, διότι, εκτός του ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο Γ1 είχε τέτοια φωτεινά διαλείμματα κατά την κρίσιμη ημερομηνία υπογραφής του συμβολαίου, και αν ακόμη υπήρξαν δεν μπορεί να θεωρηθούν ως πλήρως φωτεινά για να ανακτήσει αυτός τη δικαιοπρακτική του ικανότητα, όταν μάλιστα στην περίπτωση του Γ1 η συσκότιση της συνείδησης και η εν γένει έκπτωση των νοητικών λειτουργιών του απορρέουν από μόνιμη οργανική εγκεφαλική βλάβη. Η παραπάνω διαπιστωμένη κατά επιστημονικό τρόπο νοητική κατάσταση του Γ1 δεν μπορεί να αναιρεθεί και μάλιστα σοβαρώς και σπουδαίως από τις αντίθετες καταθέσεις των μαρτύρων των εναγομένων, που τον παρουσιάζουν υγιή κατά τον κρίσιμο χρόνο (Ιανουάριο 2002), να εξέρχεται του σπιτιού, να συμμετέχει σε γεύματα και να παίζει τάβλι στο καφενείο, οι οποίες και δεν κρίνονται πειστικές. Αντίθετα, οι μάρτυρες της ενάγουσας βεβαιώνουν ότι ο Γ1 είχε υποστεί εγκεφαλικό και, τον τελευταίο χρόνο πριν το θάνατό του, δεν έβγαινε έξω από το σπίτι. Τούτο ενισχύεται και από το γεγονός ότι το παραπάνω συμβόλαιο δεν συντάχθηκε στο γραφείο του Συμ/φου ΧΧΧ στην Ανάβυσσο, αλλά στο σπίτι του Γ1. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, λόγω της έκπτωσης των νοητικών λειτουργιών του Γ1, η δήλωση αυτού, κατά την σύνταξη του παραπάνω συμβολαίου της καλυπτόμενης υπό την πώληση δωρεάς προς τις εναγόμενες του αναφερομένου σ'αυτό ακινήτου, ήταν άκυρη, κατά δε νομική και ουσιαστική αναγκαιότητα (ήταν άκυρη) και η συνομολογηθείσα με το συμβόλαιο αυτό υποκρυπτόμενη δωρεά. Μετά από αυτά και εν συνέχεια της υπ'αριθμ. 8695/2002 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, η ένδικη αγωγή θα πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ'ουσία βάσιμη κατά την κύρια βάση της και να αναγνωριστεί ότι η δια του υπ'αριθμ. ΧΧΧ συμβολαίου του Συμ/φου Αναβύσσου ΧΧΧ, νομίμως μεταγραφέντος, γενομένη πώληση του αναφερομένου ακινήτου (κληροτεμαχίου) δεν έγινε στα σοβαρά, παρά μόνο φαινομενικά και είναι άκυρη ως εικονική και ότι υπό την εικονική αυτή δικαιοπραξία καλύπτεται δωρεά η οποία είναι κι'αυτή άκυρη". Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο περιέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες σε ζήτημα που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διότι ενώ δέχεται ότι ο αποβιώσας Γ1 κατά το χρόνο συντάξεως του ΧΧΧ πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αναβύσσου ΧΧΧ στερούνταν της χρήσεως του λογικού ως πάσχων από άνοια, περαιτέρω δέχεται αντιφατικώς ότι η μεν σύμβαση πώλησης είναι άκυρη ως εικονική, διότι δεν είχε συμφωνηθεί τίμημα, δηλ. ότι ο αποβιώσας είχε ως προς την σύμβαση αυτή, τη δυνατότητα να προσδιορίζει ελεύθερα τη βούλησή του με λογικούς υπολογισμούς, το δε, ως προς την υποκρυπτόμενη υπό την πώληση δωρεά, ότι αυτή είναι άκυρη, διότι αυτός στερούνταν της χρήσεως του λογικού επειδή έπασχε από πνευματική ασθένεια. Επομένως ο ως άνω λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος. Μετά ταύτα, πρέπει να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 5123/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.

Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την απόφαση που αναιρέθηκε. Και 

Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειουσών, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2000) ευρώ. 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2008. Και 

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Μαίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

Προϋποθέσεις κτήσης κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία για το χρόνο πριν από την εισαγωγή του ΑΚ. Κυριότητα επί δημοσίων κτημάτων.-Αριθμός 980/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

$
0
0

Κοινό κληρονομιαίο ακίνητο. Χρησικτησία μεταξύ συγκληρονόμων. - Αριθμός 1526/2006  ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Προϋποθέσεις κτήσης κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία για το χρόνο πριν από την εισαγωγή του ΑΚ.
- Προϋποθέσεις κτήσης κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία για το χρόνο πριν από την εισαγωγή του ΑΚ. Κυριότητα επί δημοσίων κτημάτων.

- Κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Βασ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Παν.δ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι οποίες, κατά το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για τον πριν από την εισαγωγή του ΑΚ χρόνο, μπορούσε να αποκτηθεί κυριότητα επί ακινήτου και με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν ασκήσεως επ'αυτού νομής διανοία κυρίου με καλή πίστη επί συνεχή τριακονταετία, εκείνος δε που χρησιδέσποζε μπορούσε να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο όμοιας νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21.6/3-7-1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων", συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν, και σε δημόσια κτήματα, ανεξαρτήτως της μορφολογίας τους, εφόσον η τριακονταετής νομή τους είχε συμπληρωθεί μέχρι και τις 11-9-1915, όπως αυτό, προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του Ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου"που εκδόθηκαν με βάση αυτό το νόμο και αφετέρου του άρθρου 21 του ΝΔ της 22.4/16-5-1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης", με τις οποίες έγινε αναστολή κάθε παραγραφής ή δικαστικής προθεσμίας σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε η οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, επομένως και η χρησικτησία τρίτων πάνω σ'αυτά. Εξάλλου, όπως συνάγεται από τους Ν. 20 παρ. 12 πανδ. (5.3), Ν. 25 πανδ. (24.1), Ν. 27 πανδ. (18.1), Ν. 10, 13 παρ. 1, 17, 48 πανδ. (41.3), Ν. 5 πανδ. (41.7), Ν. 3 πανδ (41.10), Ν. 7 παρ. 6 πανδ. (41.4), Ν. 109 πανδ. (50.16) καλή πίστη αποτελεί η ειλικρινής πεποίθηση του νομέα ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ'ουσίαν το δικαίωμα του κυρίου. 



Διατάξεις:
ΕισΝΑΚ: 51
Νόμοι: 224/1926 άρθ. 21, ΔΞΗ/1912
ΚΥΡΙΑΚΗ

Αριθμός 980/2008 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 

Γ'Πολιτικό Τμήμα 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Φώσκολο, Αντιπρόεδρο, Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο και Χαράλαμπο Παπαηλιού, Αρεοπαγίτες. 

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 19 Μαρτίου 2008, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: 

Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών που εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο του Παπαγιώτη Αθανασούλη Πάρεδρο Ν.Σ.Κ. με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. 

Της αναιρεσίβλητης: XXX, η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Παπαχαραλάμπους.

Η ένδικη διαφορά άρχισε: α) με την από 22-9-1999 αγωγή, β) με την από 4-1-2000 ανακοίνωση δίκης του ήδη αναιρεσείοντος και την από 16-3-2000 πρόσθετη παρέμβαση του Δήμου ΧΧΧ Αττικής, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 9529/2001 προδικαστική, 908/2004 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3256/2004 προδικαστική, 3125/2006 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείων με την από 28-9-2006 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Χαράλαμπος Παπαηλιού ανέγνωσε την από 28-2-2008 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 

Για την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο, τηρήθηκε η προδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 12 παρ. 2 του νόμου 2298/1995, όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 28 του ν. 2579/1998, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη 1722/2006 γνωμοδότηση του Ε'Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Βασ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Παν.δ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι οποίες, κατά το άρθρο 51 του Εις. ΝαΚ, έχουν εφαρμογή για τον πριν από την εισαγωγή του ΑΚ χρόνο, μπορούσε να αποκτηθεί κυριότητα επί ακινήτου και με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν ασκήσεως επ'αυτού νομής διανοία κυρίου με καλή πίστη επί συνεχή τριακονταετία, εκείνος δε που χρησιδέσποζε μπορούσε να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο όμοιας νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21.6/3-7-1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων", συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν, και σε δημόσια κτήματα, ανεξαρτήτως της μορφολογίας τους, εφόσον η τριακονταετής νομή τους είχε συμπληρωθεί μέχρι και τις 11-9-1915, όπως αυτό, προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου"που εκδόθηκαν με βάση αυτό το νόμο και αφετέρου του άρθρου 21 του ν. δ/τος της 22.4/16-5-1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης", με τις οποίες έγινε αναστολή κάθε παραγραφής ή δικαστικής προθεσμίας σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε η οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, επομένως και η χρησικτησία τρίτων πάνω σ'αυτά. Εξάλλου, όπως συνάγεται από τους ν. 20 παρ. 12 πανδ. (5.3), ν. 25 πανδ. (24.1), ν. 27 πανδ. (18.1), ν. 10, 13 παρ. 1, 17, 48 πανδ. (41.3), ν.5 πανδ. (41.7), ν. 3 πανδ (41.10), ν. 7 παρ. 6 πανδ. (41.4), ν. 109 πανδ. (50.16) καλή πίστη αποτελεί η ειλικρινής πεποίθηση του νομέα ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ'ουσίαν το δικαίωμα του κυρίου. Στην προκείμενη περίπτωση από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι αυτή δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "το επίδικο περιλαμβάνεται στην πολύ μεγαλύτερη έκταση γνωστή με την ονομασία «ΧΧΧ». Το κτήμα αυτό εκτεινόταν σε περιοχές, που ήδη καταλαμβάνονται από τους Δήμους ΧΧΧ, ΧΧΧ και ΧΧΧ Αττικής και συνόρευε "αρχικώς με γαίας της Μονής ΧΧΧ (αργότερα διαλυμένης Μονής ΧΧΧ) μέχρι της οδού ΧΧΧ και με κτήμα ΧΧΧ, μεσημβρινώς με γαίας του πρώην ιδιοκτήτη ΧΧΧ (αργότερα κτήμα ΧΧΧ), ανατολικώς με το όρος Υμηττός και δυτικώς με δημόσιον δρόμον", ο οποίος (δημόσιος δρόμος), όπως παραδέχεται με τις έγγραφες προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και το εκκαλούν, Ελληνικό Δημόσιο, βρίσκεται περίπου στην ίδια θέση της σημερινής λεωφόρου ΧΧΧ. Το επίδικο βρίσκεται ειδικότερα στη δυτική πλευρά του κτήματος αυτού, αφού, κατά τα παραπάνω αναφερόμενα, απέχει περί τα 100-150 μ. από τη λεωφόρο ΧΧΧ. Ολόκληρο το κτήμα αυτό μεταβιβάσθηκε, λόγω πωλήσεως, από τους οθωμανούς ιδιοκτήτες του, που έλαβε χώρα το 1830 και παραδόθηκε, στο Γ1 κατά ένα μέρος με γαίες δυόμισι ζευγαριών με τα υπ'αριθ. 315 και 316 χοτζέτια και στο Γ2 κατά το υπόλοιπο τμήμα με γαίες ενάμισι ζευγάρι μαζί με τα λοιπά στοιχεία αυτού (γεωργικά κτήματα, πύργο, αλωνόπεδα, μάνδρα μελισσών, φούρνο, πηγάδια, δένδρα) και με τις θερινές και χειμερινές βοσκές αυτού. Τα χοτζέτια αυτά αναγνωρίσθηκαν με τις υπ'αριθ. 58/14.3.1836, 59/14.3.1836 και 60/14.3.1836 αντίστοιχα αποφάσεις της επί των κατά την Αττική και Εύβοια Οθωμανικών Κτημάτων Επιτροπής, οι οποίες επικυρώθηκαν από τις Γραμματείες των Οικονομικών και των Εξωτερικών της Κυβερνήσεως και κηρύχθηκαν εκτελεστές, αφού από όλα τα στοιχεία κρίθηκε ότι το Δημόσιο δεν έχει δικαιώματα επί των μεταβιβαζομένων και αναγνωρίσθηκαν οι ανωτέρω ως νόμιμοι κύριοι του, κτήματος, κατά τα στα υποβληθέντα χοτζέτια ρητά σύνορά τους. Στη συνέχεια, ο προαναφερόμενος Γ2 με το υπ'αριθ. ΧΧΧ συμβόλαιο μεταβίβασε κατά κυριότητα, λόγω πωλήσεως, και παρέδωσε το άνω μερίδιο του επί του κτήματος στο ΧΧΧ και αυτός, αλλά και ο Γ1 με το υπ'αριθ. ΧΧΧ συμβόλαιο και το χωρίς αριθμό από ΧΧΧ συμβόλαιο, που επικυρώθηκαν από τη Δημογεροντία Αθηνών μεταβίβασαν κατά κυριότητα, λόγω πωλήσεως, και παρέδωσαν τα μερίδιά τους επί του κτήματος και κατ'ακολουθίαν ολόκληρο το "ΧΧΧ"στον ΧΧΧ. Αυτός με το υπ'αριθ. ΧΧΧ συμβόλαιο του δημοσίου μνήμονος Ναυπλίου ΧΧΧ, μεταβίβασε κατά κυριότητα, λόγω πωλήσεως, και παρέδωσε το κτήμα στον ΧΧΧ και αυτός με το υπ'αριθ. ΧΧΧ συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Κοσμά Κοκκίδη, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε κατά κυριότητα, λόγω πωλήσεως, και παρέδωσε το κτήμα στον Ζ1. Μετά το θάνατο του Ζ1, που έλαβε χώρα στις 18.8.1874, ολόκληρο το κτήμα περιήλθε στα πέντε παιδιά του, ήτοι στους Ζα, Ζβ, Ζγ (ανηλίκους) και Ζδ και Ζε (ενηλίκους) και κατά ποσοστό 1/5 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, ως μοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων αυτού. Αυτοί υπεισήλθαν και αναμείχθηκαν στην κληρονομιά με πρόθεση κληρονόμου και επιλήφθηκαν της νομής ολόκληρου του κτήματος και συγκεκριμένα οι μεν ενήλικες αυτοπροσώπως, οι δε ανήλικοι δια της επιτρόπου μητέρα τους, Ζ. Ο Ζε με το υπ'αριθ. ΧΧΧ συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Δημητρίου Ανδρουλάκη, που μεταγράφηκε νομίμως, μεταβίβασε κατά κυριότητα, λόγω πωλήσεως και παρέδωσε το περιελθόν σ'αυτόν 1/5 εξ αδιαιρέτου ποσοστό επί του παραπάνω κτήματος στη μητέρα του Ζ. Στη συνέχεια η Ζ και τα τέκνα της Ζα, Ζβ, Ζγ και Ζδ με το υπ'αριθ. ΧΧΧ συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Αντωνιάδου, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασαν κατά κυριότητα, λόγω πωλήσεως, και παρέδωσαν στην Β1 το ανήκον σε καθένα εξ αδιαιρέτου ποσοστό του κτήματος και κατ'ακολουθίαν ολόκληρο το κτήμα, αφού προηγουμένως είχαν προηγηθεί οι υπ'αριθ. 1033/1877 και 1292/1877 αποφάσεις του Πρωτοδικείου Αθηνών με τις οποίες επιτράπηκε η εκποίηση των μεριδίων των ανηλίκων ως άνω τέκνων-κληρονόμων του Ζ1 και επικυρώθηκαν τα υπ'αριθ. 77 και 92/1877 διασκέμματα των συγγενικών συμβουλίων ενώπιον του Ειρηνοδικείου της Νότιας Πλευράς των Αθηνών, που γνωμοδότησαν υπέρ της εκποιήσεως. Η Β1 με το υπ'αριθ. ΧΧΧ συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Θεοδώρου Τσάκωνα, που μεταγράφηκε νομίμως, μεταβίβασε κατά κυριότητα, λόγω δωρεάς, και παρέδωσε το κτήμα στα τρία τέκνα της, ΧΧΧ, ΧΧΧ και ΧΧΧ, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου στο καθένα. Οι τελευταίοι με το υπ'αριθ. ΧΧΧ συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ηλία Τσόκα, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασαν κατά κυριότητα, λόγω πωλήσεως και παρέδωσαν το κτήμα στο Ε1, εκτός από δύο τεμάχια αγρών εκτάσεως 38 στρεμμάτων και 22 στρεμμάτων, που είχαν πωληθεί προηγουμένως και συγκεκριμένα το πρώτο με το υπ'αριθ. ΧΧΧ συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Δημητρίου Κολιόντζη, που μεταγράφηκε νόμιμα, προς τον ΧΧΧ, που ενεργούσε ως εκπρόσωπος της εταιρείας "ΧΧΧ"και το δεύτερο με το υπ'αριθ. ΧΧΧ συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Θεοδώρου Τσάκωνα, που μεταγράφηκε νόμιμα, προς το ΧΧΧ. Μετά το θάνατο του Ε1, που έλαβε χώρα στις 10.11.1921, το κτήμα περιήλθε στη σύζυγό του ΧΧΧ και στις ανήλικες θυγατέρες του, ΧΧΧ και ΧΧΧ, ως μοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων του και κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου στην πρώτη και 3/8 εξ αδιαιρέτου σε καθεμία από τις δύο άλλες. Αυτές υπεισήλθαν και αναμείχθηκαν στην κληρονομιά με πρόθεση κληρονόμου και επιλήφθηκαν της νομής του κτήματος. Στη συνέχειία, αυτές με το υπ αριθ. ΧΧΧ συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Βασιλείου Λαχανά, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασαν κατά κυριότητα, λόγω πωλήσεως, και παρέδωσαν στον Δ1 σε εκτέλεση του από ΧΧΧ προσυμφώνου, που είχε καταρτισθεί μεταξύ αυτού και του δικαιοπαρόχου τους Ε1, το κτήμα, αφού είχαν προηγηθεί α) η υπ'αριθ. 78592/1922 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, που επέτρεψε την πώληση του κτήματος και β) η υπ'αριθ. 4251/1922 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία δόθηκε η άδεια στη μητέρα των ανηλίκων για την εκποίηση. Από την πώληση αυτή εξαιρέθηκαν και απέμειναν στην κυριότητα των πωλητριών δύο τμήματα α)το κατά τη δυτική πλευρά του κτήματος ναίδριο του ΧΧΧ μετά της γύρωθεν αυτού εκτάσεως 5 στρεμμάτων και β) έκταση 5 στρεμμάτων στη θέση "ΧΧΧ"βορείως του υπάρχοντος μαγαζιού και σε απόσταση 150 μ. από αυτό, με πρόσωπο επί της τότε οδού ΧΧΧ, η οποία, όπως έχει προαναφερθεί, βρίσκεται περίπου στην ίδια θέση, όπου και η σημερινή Λεωφόρος ΧΧΧ. Μετά το θάνατο του Δ1, που έλαβε χώρα στις 17-3-1929, το παραπάνω κτήμα, εκτός από το μέρος, που είχε πωληθεί τμηματικώς υπ'αυτού μέχρι του θανάτου του, διότι το οικοπεδοποίησε, κατόπιν αδειών του Υπουργείου Γεωργίας, και δημιουργήθηκε στην περιοχή, μετά την έκδοση σχετικών διαταγμάτων, η τότε κοινότητα ΧΧΧ, περιήλθε στη σύζυγό του, Δ2, και στο θετό γιό του αυτού και της συζύγου του Δ, ως μοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων του και κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου στην πρώτη και 3/4 εξ αδιαιρέτου στο δεύτερο. Αυτοί υπεισήλθαν και αναμείχθηκαν στην κληρονομία με πρόθεση κληρονόμου και επιλήφθηκαν της νομής του κτήματος. Στη συνέχεια, η Δ2 και ο Δ μέρος από την οικοπεδοποιηθείσα πλέον έκταση του κτήματος, είτε την πώλησαν, είτε την δώρησαν τμηματικώς σε διαφόρους τρίτους, όπως σε φυσικά πρόσωπα, νομικά πρόσωπα (εταιρείες) αλλά και στην τότε Κοινότητα ΧΧΧ για τη δημιουργία κοινοχρήστων χώρων, ενόψει της εντάξεώς της στο σχέδιο πόλεως αυτής. Τέλος, η Δ2 με το υπ'αριθ. ΧΧΧ συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ιωάννη Καρτσούνη, που μεταγράφηκε νομίμως, μεταβίβασε, κατά κυριότητα, λόγω πωλήσεως και παρέδωσε στον παραπάνω θετό γιο της Δ, το μερίδιό της επί του άνω κτήματος, όπως είχε διαμορφωθεί, μετά τις παραπάνω πωλήσεις, και αυτός, όπως έχει προαναφερθεί, το έτος 1958, το επίδικο οικόπεδο, που περιλαμβάνεται στο παραπάνω κτήμα και στην οικοπεδοποιηθείσα αυτού έκταση και βρίσκεται στη δυτική πλευρά αυτού, πλησίον της λεωφόρου ΧΧΧ, το πώλησε ατύπως και παρέδωσε τη νομή αυτού στην εφεσίβλητη. Ολόκληρο το παραπάνω "ΧΧΧ"και συνεπώς και το περιλαμβανόμενο σ'αυτό επίδικο ακίνητο, όλοι οι προαναφερόμενοι, άμεσος, απώτεροι και απώτατοι, δικαιοπάροχοι της εφεσίβλητης, το κατείχαν συνεχώς από του έτους 1830 μέχρι και το έτος 1958, συμπεριφερόμενοι ως κύριοι, με βάση τους αναφερομένους πιο πάνω κτητικούς τίτλους και έχοντας την άδολη και ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν την κυριότητα άλλου επί τούτου, ακόμη και του Ελληνικού Δημοσίου. Δηλαδή, αυτοί ενέμοντο αυτό καλοπίστως, ασκώντας τις προσιδιάζουσες στο χαρακτήρα και τη μορφολογία του διακατοχικές πράξεις και ειδικότερα το καλλιεργούσαν με αμπέλια, κτηνοτροφικά και δημητριακά φυτά, το χρησιμοποιούσαν για τη βόσκηση των ζώων τους, το εκμίσθωναν σε τρίτους για ανάλογες χρήσεις και τελευταία το οικοπεδοποίησαν και μεταβίβασαν τμήματά του σε τρίτους. Περαιτέρω, και η εφεσίβλητη, αφού απόκτησε τη νομή του επιδίκου ακινήτου δια παραδόσεως από τον προαναφερόμενο αληθινό κύριο αυτού, Δ, με την ως άνω άτυπη μεταβίβαση του, λόγω πωλήσεως, συνέχισε να νέμεται αυτό με διάνοια κυρίας από το έτος 1958 μέχρι και την άσκηση της αγωγής του εκκαλούντος, Ελληνικού Δημοσίου στις 5-10-1999, καθόσον ανήγειρε κατά τα αναλυτικώς παραπάνω αναφερόμενα, επ'αυτού διώροφη οικία και τη χρησιμοποιεί για κατοικία αυτής και της οικογενείας της. Η περιοχή, όπου βρίσκεται το περιλαμβανόμενο στο "ΧΧΧ"επίδικο οικόπεδο, όπως αποδεικνύεται από τους παραπάνω κτηματικούς τίτλους, αλλά και από τα μισθωτήρια συμβόλαια, που καταρτιζόταν μεταξύ των εκάστοτε κυρίων αυτού και τρίτων προς εκμετάλλευσή του (βλ. σχ. υπ'αριθ. ΧΧΧ μισθωτήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Κ. Κοκκίδου, το υπ'αριθ. ΧΧΧ μισθωτήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Γερασίμου Αφεντάκη και το υπ'αριθ. ΧΧΧ συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ηλία Τσοκά) ήταν πεδινή, αγροτική και δεκτική καλλιέργειας και δεν είχε το χαρακτήρα δάσους ή λιβαδιού. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι αυτό βρίσκεται πλησίον της θέσεως "ΧΧΧ", όπως έχει προαναφερθεί, που φέρει την ονομασία αυτή, λόγω του πηγαδιού, που υπήρχε και χρησιμοποιείτο προφανώς για άρδρευση των καλλιεργειών, αλλά και για ύδρευση, δεδομένου, επιπλέον, ότι στην ίδια περιοχή υπήρχε και μαγαζί, που μαρτυρεί την εγκατάσταση στο σημείο εκείνο των κατοίκων του κτήματος (επιστατών, κολλίγων, καλλιεργητών κλπ.). Σημειώνεται ότι το πηγάδι και το μαγαζί, που αναφέρονται σε πολλούς από τους παραπάνω κτητικούς τίτλους, συνέχισαν να υφίστανται, κατά τις καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν με την επιμέλεια της εφεσίβλητης, ΧΧΧ και ΧΧΧ, και έχουν αγοράσει και αυτές οικόπεδα περιλαμβανόμενα στο άνω κτήμα, κείμενα επί της οδού ΧΧΧ, κατά τις αρχές τις δεκαετίας του 1960. Το εκκαλούν, Ελληνικό Δημόσιο, όπως και παραπάνω έχει αναφερθεί, αναγνώριζε τα δικαιώματα κυριότητας των εκάστοτε ιδιοκτητών επί του "ΧΧΧ". Αμφισβήτηση προκλήθηκε αρχικά ως προς τη δασική έκταση, που βρίσκεται όμως στο ανατολικό όριο του κτήματος, στο όρος ΧΧΧ, όταν ο Δ ισχυρίσθηκε, ότι αυτό (κτήμα) φθάνει μέχρι την κορυφογραμμή του ΧΧΧ και ζήτησε από τον Υπουργό Γεωργίας την αναγνώριση των δικαιωμάτων του επ'αυτής της δασικής εκτάσεως, αλλά ο Υπουργός Γεωργίας, μετά γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Δασών με την υπ'αριθ. ΧΧΧ απόφασή του απέρριψε τις σχετικές αιτήσεις του. Σημειώνεται επιπλέον ότι με την υπ'αριθ. 4910/1977 απόφαση του δικαστηρίου τούτου με την ο. οποία απορρίφθηκε αγωγή του Δ κατά του οικοδομικού Συνεταιρισμού Υπαλλήλων Αστυνομίας Πόλεων, στο οποίο το Ελληνικό Δημόσιο είχε παραχωρήσει από την κατά τα παραπάνω διεκδικούμενη έκταση 220 στρέμματα για την αποκατάσταση των μελών του έγινε δεκτό ότι α) η διεκδικούμενη από τον Δ έκταση, που εκτείνεται επί των κλιτύων (πλαγιάς) τού ΧΧΧ, δεν περιλαμβάνεται στο "ΧΧΧ"β) το "ΧΧΧ"εκτείνεται, πέραν των υπωρειών (προπόδων) του ΧΧΧ, στο πεδινό έδαφος, έχει ρυμοτομηθεί, καταλαμβάνεται από το σχέδιο πόλεως ΧΧΧ Αττικής και έχει εκποιηθεί σε τρίτους ως οικόπεδα και γ) η έκταση του κτήματος αυτού δεν υπερέβαινε τα 520 στρέμματα. Στη συνέχεια, με βάση ιδίως και την τελευταία παραδοχή της παραπάνω αποφάσεως, υπήρξε αμφισβήτηση υπό του εκκαλούντος και ως προς τη συνολική έκταση του κτήματος και συγκεκριμένα, εάν αυτό έχει έκταση 12000 στρεμμάτων όπως ισχυριζόταν ο Δ και είχε αναγραφεί και στον τελευταίο από τους παραπάνω κτητικούς τίτλους με αριθμό ΧΧΧ, με τον οποίο απόκτησε από τον ΧΧΧ το μερίδιό της ή 320 ή 400 στρεμμάτων, που αντιστοιχεί στα 4 ζευγάρια, ανάλογα, αν πρόκειται περί ομαλού ή ανωμάλου εδάφους (80 ή 100 στρ. ανά ζευγάρι αντιστοίχως), που αναφέρεται στους αρχικούς τίτλους (χοτζέτια) ή σε κάθε περίπτωση 1000 στρεμμάτων, όπως ισχυριζόταν το εκκαλούν. Με βάση τα παραπάνω και την επίκληση ότι ο Δ και οι δικαιοπάροχοί του, Δ1 και Δ2, μεταβίβασαν προς τρίτους, μετά την οικοπεδοποίηση του κτήματος, οικόπεδα, συνολικής επιφανείας, πέραν των 5000 στρεμμάτων, που περιλαμβάνονται στους ήδη Δήμους ΧΧΧ και ΧΧΧ και ΧΧΧ, το εκκαλούν έκρινε με τα αρμόδια όργανά του, ότι οι ακάλυπτες οικοπεδικές εκτάσεις εντός του σχεδίου πόλεως των παραπάνω δήμων, τυγχάνουν της ιδιοκτησίας του και πρέπει να διεκδικηθούν. Οι αμφισβητήσεις όμως αυτές δεν επηρεάζουν το επίδικο ακίνητο, αφού αυτό κείται στη δυτική πλευρά του κτήματος, για την οποία ουδεμία αμφισβήτηση υπήρξε, ενόψει του ότι έχει ως όριο από την πλευρά αυτή τη λεωφόρο ΧΧΧ, που βρίσκεται περίπου στο ίδιο σημείο προς την "δημόσιαν οδόν", που όριζε το δυτικό όριο του άνω κτήματος, κατά τους κτητικούς τίτλους. Πάντως, με την υπ'αριθ. 7586/1999 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, που κατέστη αμετάκλητος κρίθηκε ότι το "ΧΧΧ", έχει έκταση 12000 στρεμμάτων και ότι δύο οικόπεδα κείμενα σε ΟΤ εφαπτόμενα της λεωφόρου ΧΧΧ στο ίδιο ύψος, όπου και το επίδικο, αλλά στην απέναντι πλευρά της, που υπάγεται στο ρυμοτομικό σχέδιο πόλεως του Δήμου ΧΧΧ Αττικής, περιλαμβάνονται στο παραπάνω κτήμα και αναγνωρίσθηκε κυρία αυτών έναντι του Ελληνικού Δημοσίου η ΧΧΧ, ως δικαιοδόχος, κατά τα αναλυτικώς αναφερόμενα, της οικογενείας Δ. Η καταγραφή του επίδικου ακινήτου ως δημοσίου κτήματος έλαβε χώρα, διότι το έτος 1984 οι κληρονόμοι του Δ υπέβαλαν, πλην άλλων, και στο Δήμο ΧΧΧ κατάσταση, στην οποία περιέλαβαν ακάλυπτους χώρους (οικοπεδικές εκτάσεις), ως ανήκοντες στην ιδιοκτησία τους, για την καταβολή φόρου ακαλύπτων χώρων και μεταξύ αυτών των οικοπεδικών εκτάσεων περιέλαβαν και το παραπάνω ακίνητο, προφανώς, διότι, λόγω μη συντάξεως συμβολαιογραφικού εγγράφου, δεν βρήκαν γι'αυτό σχετική εγγραφή στο αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο. Με αφορμή το γεγονός αυτό και το ότι το εκκαλούν θεωρούσε, κατά τα παραπάνω, ότι δεν είχε απομείνει στην κυριότητα του Δ οικοπεδική έκταση από το κτήμα, με την προαναφερθείσα υπ'αριθ. Γ' 1448/1424 πε'/11.1.1988 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά την παραδοχή της υπ'αριθ. ΧΧΧ γνωμοδοτήσεως του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων, διατάχθηκε ο αρμόδιος Οικονομικός Έφορος Δημοσίων Κτημάτων να προβεί στην καταγραφή ως δημοσίου κτήματος του άνω επιδίκου ακινήτου. Σημειώνεται επίσης ότι με την υπ'αριθ. Δ 3950/1246/19.9.1984 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μετά την υπ'αριθ. ΧΧΧ γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων είχε διαταχθεί να καταγραφούν ως δημόσια κτήματα και όλα τα υπόλοιπα οικόπεδα, που κατέχονταν στις 19.9.1984 από τους κληρονόμους Δ και βρίσκονται εκτός του "ΧΧΧ". Μερικά από τα οικόπεδα αυτά, που είχαν μεταβιβασθεί κατά κυριότητα από τον Δ σε τρίτους, διαγράφηκαν, όταν οι τελευταίοι προσκόμισαν τα σχετικά μεταβιβαστικά συμβολαιογραφικά έγγραφα, από τα οποία προέκυπτε ότι στις 19.9.1984 δεν κατέχονταν από τους κληρονόμους Δ. Το επίδικο όμως δεν διαγράφηκε, παρά τις παρεμβάσεις της εφεσίβλητης, με την αιτιολογία, ότι αυτή δεν προσκόμισε σχετικούς τίτλους. Το ότι το επίδικο ακίνητο περιλαμβάνεται στο "ΧΧΧ", πέραν των παραπάνω ενισχύεται και από το γεγονός ότι η περιοχή όπου αυτό κείται, φέρει την ονομασία "ΧΧΧ", που όπως καταθέτουν οι μάρτυρες, που εξετάσθηκαν με την επιμέλεια της εφεσίβλητης, δόθηκε προς τιμή του Δ1. Κατόπιν όλων των προαναφερομένων, δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο, κατά τους χρόνους υπογραφής των περί ανεξαρτησίας της Ελλάδας τριών πρωτοκόλλων και τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και στις 31.3.1833, που ολοκληρώθηκε η ενσωμάτωση της Αττικής στο Ελληνικό Κράτος, ανήκε στο Τουρκικό Δημόσιο, ούτε σε Οθωμανούς ιδιώτες, που το εγκατέλειψαν, κατά την αποχώρησή τους από την περιοχή της Αττικής και συνεπώς δεν περιήλθε αυτό στην κυριότητα του Ελληνικού δημοσίου ως καθολικού διαδόχου του Τουρκικού Δημοσίου ή διότι οι Οθωμανοί ιδιοκτήτες του το εγκατέλειψαν. Εξάλλου, δεν περιήλθε αυτό στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου ούτε με το δικαίωμα πολέμου, διότι, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση η Αττική δεν κατακτήθηκε από τις Ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις με τα όπλα, αλλά περιήλθε στην εδαφική κυριαρχία του Ελληνικού Κράτους στις 31.3.1833, κατ'εφαρμογή της από 27-6/9.7.1832 συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και ύστερα από σχετικές συμφωνίες μεταξύ ων Ελληνικών και Τουρκικών αρχών. Περαιτέρω, από όλα τα προμνημονευόμενα στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι, κατά την έναρξη ισχύος των ΒΔ της 3/15.12.1833 και της 17/29.11.1836 ή και μεταγενεστέρως, το επίδικο ή ακίνητο είχε το χαρακτήρα λιβαδιού ή βοσκοτόπου ή δάσους, κατά την έννοια του αρθρ. 1 του Ν. ΑΧΝ/1888 και των μετά από αυτόν εκδοθέντων, αφού αυτό περιλαμβανόταν στην πεδινή, αγροτική και δεκτική καλλιέργειας εδαφική έκταση του "ΧΧΧ"και συνεπώς δεν περιήλθε αυτό στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, λόγω του χαρακτήρα του ως δάσος αλλιώς ως λιβαδιού ή βοσκοτόπου κατά την έναρξη ισχύος των παραπάνω ΒΔ ή γιατί δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από τα διατάγματα αυτά διαδικασία για την αναγνώρισή του, αφού δεν απαιτείτο, καθόσον δεν είχε τέτοιο χαρακτήρα. Ούτε αποδείχθηκε ότι το Ελληνικό δημόσιο νεμήθηκε δια μέσου των οργάνων του το επίδικο ακίνητο με διάνοια κυρίου και καλή πίστη από την απελευθέρωση της Αττικής (31.3.1833) έως την άσκηση της ένδικης αγωγής (5.10.1999) και συνεπώς αυτό δεν περιήλθε στην κυριότητά του με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία. Ούτε, τέλος, αποδείχθηκε, ότι το επίδικο περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, διότι καταλήφθηκε ως αδέσποτη έκταση. Αντιθέτως από όλα τα παραπάνω αναλυτικά αναφερόμενα, αποδείχθηκε ότι η εφεσίβλητη έγινε κυρία του επιδίκου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Ακόμη και με την εκδοχή ότι το Ελληνικό Δημόσιο απέκτησε κυριότητα επί του επιδίκου κατά τους επικαλούμενους υπ'αυτού τρόπους, η κυριότητα της εφεσίβλητης ουδόλως επηρεάζεται, καθόσον και στην περίπτωση αυτή απωλέσθηκε η τυχόν κυριότητά του διότι, από το έτος 1830 μέχρι και της 11.9.1915 και σε κάθε περίπτωση από της 11.9.1885 μέχρι και της 11.9.1915, ήτοι επί 30 συνεχή έτη, οι απώτατοι δικαιοπάροχοι της εφεσίβλητης ενέμετο αυτό, όπως έχει προαναφερθεί, με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη και έτσι απέκτησαν κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία, η οποία δεν απαγορευόταν επί δημοσίων κτημάτων, εφόσον είχε συμπληρωθεί μέχρι την 11.9.1915. Περαιτέρω δε τη νομή αυτή, κατά τα παραπάνω τη συνέχισαν οι απώτεροι δικαιοπάροχοί της και ο άμεσος με τα ίδια προσόντα μέχρι και το έτος 1958 και στη συνέχεια αυτή με διάνοια κυρίου μέχρι και την άσκηση της αγωγής (5.10.1999). Κατ'ακολουθίαν, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που πρέπει να αντικατασταθεί με την παρούσα (αρθρ. 534 ΚΠολΔ) και απέρριψε την αγωγή του Ελληνικού Δημοσίου, με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί η κυριότητά του επί του παραπάνω ακινήτου και να του αποδοθεί, ως αβάσιμη κατ'ουσία, δεν έσφαλε κατ'αποτέλεσμα και ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει η υπό κρίση έφεση με την οποία υποστηρίζονται τα αντίθετα να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία". Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο περιέλαβε πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της άσκησης με καλή πίστη, με την προαναφερόμενη έννοια, και διάνοια κυρίου νομής από μέρους των απωτάτων, απωτέρων και αμέσου δικαιοπαρόχων της αναιρεσίβλητης επί του επιδίκου ακινήτου, ενώ, περαιτέρω, δεν παραβίασε τις ως άνω περί εκτάκτου χρησικτησίας διατάξεις του προϊσχύσαντος β.ρ.δ ως προς την απόκτηση κυριότητας τρίτου επί δημοσίου ακινήτου, αφού δέχθηκε ότι οι απώτεροι δικαιοπάροχοι της αναιρεσίβλητης νεμήθηκαν το επίδικο ακίνητο με καλή πίστη και διάνοια κυρίου από το 1830 έως και την 11-9-1915. Επομένως οι από το άρθρο 559 αριθμ. 19 και 1 Κ.Πολ.Δ πρώτος και δεύτερος αντίστοιχα λόγοι αναιρέσεως, που υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

Απορρίπτει την από 28-9-2006 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 3125/2006 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και 

Καταδικάζει το αναιρεσείον στα μειωμένα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Απριλίου 2008. Και 

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Μαΐου 2008. 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

Δεν είναι δυνατή η υπό τρίτου κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητο της κυριότητας του Δημοσίου που κείται στις Νέες Χώρες. -- Αριθμός 21/2007 Εφετείο Θεσσαλονίκης

$
0
0

Κοινό κληρονομιαίο ακίνητο. Χρησικτησία μεταξύ συγκληρονόμων. - Αριθμός 1526/2006  ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

- Δεν είναι δυνατή η υπό τρίτου κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητο της κυριότητας του Δημοσίου που κείται στις Νέες Χώρες. Απαλλοτρίωση...

- Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1248 και 1614 του οθωμανικού ΑΚ, που δεν αναγνώριζαν το Θεσμό της χρησικτησίας ως τρόπο κτήσης της κυριότητας σε ακίνητα, 1 και 2 του ν. 197/1914, που επέκτεινε την ισχύ της ελληνικής νομοθεσίας σε διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου που προέβλεπαν το Θεσμό της χρησικτησίας στις Νέες Χώρες, το ν.δ. της 22.4/16.5.1926, με το οποίο απαγορεύτηκε από 11.5.1915 και μετέπειτα οποιαδήποτε κτητική ή αποσβεστική παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα ακίνητα της κυριότητάς του και των άρθρων 2 και 4 ν. 1539/1938, που περιέχει όμοιες προς το άνω διάταγμα διατάξεις, σαφώς προκύπτει ότι δεν είναι δυνατή η υπό τρίτου κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητο της κυριότητας του Δημοσίου που κείται στις Νέες Χώρες (ΑΠ 787/2001 ΕλλΔνη 43.1372). 
- Το δικαστήριο, κατ'εφαρμογή των άνω διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 3 και 9 παρ. 1 ΕισΝΚΠολΔ, από την εισαγωγή του ΚΠολΔ αποφαίνεται για την κυριότητα των κατά το άρθρο 242 Αγροτικού Κώδικα Απαλλοτριώσεων κατά τη διαδικασία των άρθρων 740 επ. του Κώδικα αυτού (βλ. ΟλΑΠ 1049/75 ό.π., ΑΠ 1303/2000 ΕλλΔνη 43.793, ΑΠ 526/80 ό.π.). 
- Κατά το άρθρο 7 παρ. 1 εδ. δ'και 12 ν. 702/1977, οι διαφορές που έχουν ως αντικείμενο την ύπαρξη ή μη δικαιώματος που αναγνωρίζεται από διάταξη της αγροτικής και εποικιστικής νομοθεσίας υπάγονται ως διοικητικές διαφορές ουσίας κατόπιν ασκήσεως προσφυγής στην αρμοδιότητα των τριμελών διοικητικών πρωτοδικείων. 



Διατάξεις: 
ΕισΝΚΠολΔ: 3, 9, 
ΑγρΚωδ: 191, 242, 246, 
Νόμοι: 702/1977 άρθ. 7, 12, 
Σ: 17, 94, (Απόσπασμα)

Αριθμός 21/2007

Εφετείο Θεσσαλονίκης 

(...) Με την από 29.4.1999 προσφυγή του το Ελληνικό Δημόσιο ζήτησε την σύμφωνα με το άρθρο 246 του αγροτικού νόμου ακύρωση της αριθμ. 68/1998 απόφασης της επιτροπής απαλλοτριώσεων Χαλκιδικής, με την οποία ο καθού, μετά από αίτησή του, αναγνωρίστηκε κύριος των αναφερομένων τεμαχίων της κατά το έτος 1952 οριστικής διανομής του αγροκτήματος Πολυγύρου, που αντίθετης νόμιμα. Επί της προσφυγής αυτής εκδόθηκε η 120/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, η οποία, αφού έκρινε ότι πρόκειται για διαφορά που έχει ως αντικείμενο δικαίωμα που αναγνωρίζεται από τη διάταξη της αγροτικής νομοθεσίας, υπαγόμενη έτσι στην αρμοδιότητα των τριμελών διοικητικών πρωτοδικείων, απέρριψε την προσφυγή ελλείψει δικαιοδοσίας. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται το προσφεύγον Ελληνικό Δημόσιο με τους λόγους της εφέσεώς του, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό να γίνει δεκτή η προσφυγή. 
Σύμφωνα με το άρθρο 94 του Συντ: 1) Στο Συμβούλιο Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές όπως νόμος ορίζει, 2) στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας όπως νόμος ορίζει, 3) σε ειδικές περιπτώσεις μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια. Ως υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας νοείται κάθε υπόθεση που από το νόμο παραπέμφθηκε στην εκούσια δικαιοδοσία, αδιαφόρως αν έχει και το χαρακτηριστικό γνώρισμα της υπόθεσης εκουσίας δικαιοδοσίας (βλ. Ν. Νίκα, Πολιτική δικονομία Ι, 2003, σελ. 87 επ., Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ κάτω από άρθρο 1 σελ. 25 επ., Κεραμέα - Κονδύλη - Νίκα, Ερμ ΚΠολΔ κάτω από το άρθρο 1, σελ. 13). Στην ειδική διαδικασία υπάγονται κατ'αρχήν οι διαφορές που απαριθμούνται στα άρθρα 782-866 ΚΠολΔ. Αλλά και άλλες διατάξεις του ΚΠολΔ, του ΑΚ ή ειδικών νόμων παραπέμπουν στην εκδίκαση συγκεκριμένων υποθέσεων στη διαδικασία αυτή. Έτσι, αντικείμενο της ίδιας διαδικασίας αποτελούν και οι υποθέσεις εκείνες οι οποίες κατά παραπομπή νόμων υπάγονταν ήδη προ της εισαγωγής του ΚΠολΔ στην επ'αναφορά διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και ήδη στη διαδικασία των άρθρων 740 επ. του ίδιου κώδικα κατ'εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 3 και 9 παρ. 1 ΕισΝΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1049/75 ΝοΒ 1976.74, ΑΠ 526/80 ΝοΒ 1980.1997). Περαιτέρω κατά την παρ. 1 του άρθρου 242 του Αγροτικού Κώδικα (βλ. ν.δ. 29.10/6.12.1945) «Εάν, οιουδήποτε λόγου περιληφθούν ξένα τεμάχια εις την οριστικήν διαμονήν, αύτη παραμένει έγκυρος και απρόσβλητος, τα δε ξένα αυτά τεμάχια θεωρούνται ως απαλλοτριωθέντα λόγω δημόσιας ωφέλειας δυνάμει του άρθρου 17 του Συντάγματος, εκτός αν συντρέχει περίπτωσις εφαρμογής της επομένης παραγράφου. Μέχρι της καταβολής της αποζημιώσεως τα ξένα ταύτα τεμάχια θεωρούνται και ως εν νομίμω επιτάξει διατελούντα». Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, τα κατά την προηγούμενην παράγραφον τεμάχια αποτελούν ακέραιον τεμάχιον οριστικής διανομής ή τμήμα ενός μόνον τεμαχίου αυτής, αποδίδονται δι'αποφάσεως του υπουργού της Γεωργίας, μετά σύμφωνον γνώμην του Συμβουλίου Εποικισμού, αυτούσια στον πρώην κάτοχο αυτών, εφόσον ταύτα παρέμειναν αδιάθετα ή είναι δυνατή η παραχώρησις εις τον κληρούχον εις όν ταύτα έλαχον άλλων διαθεσίμων εκτάσεων ή εκτάσεων εκ των κατά τα άρθρα 31 εδ. δ'και ε'και 164 παρ. 1 κοινοχρήστων. Εξάλλου, κατά την παρ. 1 του άρθρου 246 του πιο πάνω κώδικα, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 27 παρ. 1 του ν. 3194/1955 «περί της κυριότητος των κατά το ν. 4857 και το άρθρο 242 του παρόντος απαλλοτριουμένων κτημάτων», αποφαίνεται επί τη αιτήσει των ενδιαφερομένων η αρμοδία επιτροπή απαλλοτριώσεων. Εντός τριμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως, τόσο το Δημόσιον όσο και οι ενδιαφερόμενοι δύνανται να προσφύγουν κατά της αποφάσεως αυτής στο αρμόδιον κατά τόπο πρωτοδικείο, το οποίο αποφαίνεται κατά την επ'αναφορά διαδικασία». Ήδη δε το δικαστήριο, κατ'εφαρμογή των άνω διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 3 και 9 παρ. 1 ΕισΝΚΠολΔ, από την εισαγωγή του ΚΠολΔ αποφαίνεται για την κυριότητα των κατά το άρθρο 242 Αγροτικού Κώδικα Απαλλοτριώσεων κατά τη διαδικασία των άρθρων 740 επ. του Κώδικα αυτού (βλ. ΟλΑΠ 1049/75 ό.π., ΑΠ 1303/2000 ΕλλΔνη 43.793, ΑΠ 526/80 ό.π.). Τέλος, κατά το άρθρο 7 παρ. 1 εδ. δ'και 12 ν. 702/1977, οι διαφορές που έχουν ως αντικείμενο την ύπαρξη ή μη δικαιώματος που αναγνωρίζεται από διάταξη της αγροτικής και εποικιστικής νομοθεσίας υπάγονται ως διοικητικές διαφορές ουσίας κατόπιν ασκήσεως προσφυγής στην αρμοδιότητα των τριμελών διοικητικών πρωτοδικείων. 
Στην προκείμενη περίπτωση, εφόσον πρόκειται κατά τα άνω για προσφυγή με την οποία ζητείται η ακύρωση αποφάσεως της επιτροπής απαλλοτριώσεων, η οποία αναγνώρισε την κυριότητα του καθού επί των περιγραφομένων τεμαχίων οριστικής διανομής κατ'εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 242 παρ. 1 και 246 παρ. 1 του Αγροτικού Κώδικα, κατά ρητή επιταγή του νόμου δικάζεται κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, υπαγόμενη έτσι, σύμφωνα με το άνω άρθρο του Συντάγματος, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, ανεξάρτητα από το χαρακτήρα αυτής, αν πρόκειται δηλαδή για διοικητική διαφορά ουσίας ή έχει το χαρακτήρα υπόθεσης εκούσιας δικαιοδοσίας. Επομένως η εκκαλούμενη απόφαση, που δέχτηκε τα αντίθετα και απέρριψε την προσφυγή ελλείψει δικαιοδοσίας, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει, κατά ουσιαστική παραδοχή του μοναδικού λόγου της εφέσεως του προσφεύγοντος να εξαφανισθεί, στη συνέχεια να κρατηθεί από το παρόν δικαστήριο και να ερευνηθεί κατ'ουσίαν η προσφυγή, σύμφωνα με το άρθρο 535 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρ. 591, 741 ΚΠολΔ), η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, εφόσον δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως επιτροπής απαλλοτριώσεως. 
Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων των άρθρων 242 και 246 του Αγροτικού Κώδικα, με εκείνη του άρθρου 6 ν. 478/1975 «περί αγροτικού κτηματολογίου, (άρθρ. 191 παρ. 5 Αγροτικού Κώδικα), που ορίζει ότι «η οριστική διανομή τερματίζεται άμα τη κυρώσει ταύτης δι'αποφάσεως του επί της γεωργίας υπουργού, δημοσιευμένης εις την εφημερίδα της κυβερνήσεως», προκύπτει ότι η θεσπιζόμενη από τα άνω άρθρα απαλλοτρίωση και επίταξη των ξένων τεμαχίων, περί της κυριότητος των οποίων αποφαίνεται η επιτροπή απαλλοτριώσεων, προϋπόθεση έχει περιέλευση αυτών στην οριστική διανομή, κυρωθείσα με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, τα δε ξένα τεμάχια δεν απαιτείται να έχουν διατεθεί κατά τη διανομή αυτή (βλ. ΑΠ 245/87 ΕλλΔνη 29.1356, ΑΠ 641/1983 ΕλλΔνη 24.1206, 260/1983 ΕλλΔνη 24.955). Ξένα τεμάχια είναι οι εκτάσεις που δεν έχουν περιληφθεί στην απαλλοτρίωση, είτε αυτές ανήκουν σε τρίτο είτε στον ιδιοκτήτη της εκτάσεως που απαλλοτριώθηκε (βλ. Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές εμπραγμάτου δικαίου). Εξάλλου η κατά τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 1 Αγρ. Κώδικα νόμιμος επίταξη των πλασματικά αναγκαστικώς απαλλοτριωθέντων ακινήτων, μέχρι της καταβολής της αποζημιώσεως συνιστά αναγκαστική δέσμευση μόνον της χρήσεως των ακινήτων αυτών μέχρι της συντελέσεως της απαλλοτριώσεως, και δεν συνεπάγεται εφ’ όσον χρόνο διαρκεί προσβολή του επί των ακινήτων δικαιώματος κυριότητος (βλ. ΑΠ 641/1983 ό.π., ΑΠ 245/87 ό.π.). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού Νόμου «περί γαιών» της 7 Ραμαζάν 1274, του οποίου οι διατάξεις ρυθμίζουν τα δικαιώματα ιδιωτικής φύσεως επ'αυτών, διατηρήθηκαν σε ισχύ στις Νέες Χώρες κατά το άρθρο 2 παρ. 4 του ν. 147/1914, η κυριότητα των αγρών που ήταν δημόσιες γαίες ανήκε στο Δημόσιο, η παραχώρηση δε στους ιδιώτες γινόταν με χορήγηση τίτλου (ταπίου), με το οποίο παρεχόταν σ'αυτούς δικαίωμα όχι κυριότητας αλλά διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ). Από δε το άρθρο 78 του ίδιου νόμου «περί γαιών», σε συνδυασμό με το άρθρο 8 των οδηγιών «περί εγγράφου ταπίου» της 7 Σαμπάν 1276, σαφώς προκύπτει ότι για την κτήση του δικαιώματος αυτού εξουσιάσεως αρκούσε μόνον η πραγματική κατάσταση της από τον εξουσιάζοντα επί δεκαετία και χωρίς δικαστική αμφισβήτηση κατοχής και καλλιέργειας των γαιών στις οποίες αυτό αναφέρεται, χωρίς να απαιτείται και η στο όνομα αυτού έκδοση τίτλου (ταπίου), το οποίο ήταν απλώς αποδεικτικό μέσο και όχι συστατικό στοιχείο. Την κτήση αυτή του δικαιώματος εξουσιάσεως με δεκαετή κατοχή αναγνώρισε και το αριθμ. 2468 διάταγμα της προσωρινής κυβερνήσεως Θεσσαλονίκης (άρθρ. 2), που αντίθετης με το ν. 1072/1917, και ο ν. 2052/1920 (άρθρο 50), εφόσον η δεκαετία είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 20.5.1917. 
Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 9, 24, 30, 68 και 71 του άνω νόμου περί γαιών, προκύπτει ότι το προαναφερθέν άρθρο 78 αυτού έχει εφαρμογή μόνο στις καλλιεργήσιμες γαίες και όχι στις λοιπές κατηγορίες δημοσίων γαιών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα δάση, ήτοι εκτάσεις που καλύπτονται από αυτοφυή, μη καρποφόρα ή καρποφόρα δένδρα, οι οποίες εξουσιάζονταν μόνο με έκδοση εγγράφου τίτλου ταπίου κατ’ εφαρμογή και των άρθρων 2 και 3 των οδηγιών της 23 Μουχαρέμ 1923 (=1875) «περί εξελέγξεως τίτλων δασών» (ΑΠ 315/2002 ΕλλΔνη 49.133, ΑΠ 523/2000 ΕλλΔνη 41.1311, Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Εμπ.Δ., έκδ. 1989, παρ. 244, αριθμ. 4, σελ. 562). Η κυριότητα όλων των άνω κατηγοριών δημοσίων γαιών με την απελευθέρωση των νέων χωρών κατά το 1912 περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο δικαιώματι πολέμου βάσει διεθνών συνθηκών (άρθρ. 60 της Συνθήκης της Λωζάνης, που αντίθετης με το άρθρ. 1 του ν.δ. της 28.8.1912), σε συνδυασμό με τα άρθρα 1, 7 και 27 της συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας που αντίθετης με το ν. 4793/1930 και της από 21.6.1924 απόφασης της μικτής επιτροπής ανταλλαγής πληθυσμών ή με τις διατάξεις του οθωμανικού νόμου περί γαιών που διατηρήθηκε σε ισχύ, όπως παραπάνω αναφέρεται. Περαιτέρω, ως προς τους καλλιεργούμενους αγρούς ορίστηκε με το άρθρο 49 του ν. 2052/1920 ότι εκείνος που έχει δικαίωμα εξουσιάσεως αποκτά δικαίωμα πλήρους και αμετάκλητης κυριότητας κατά τα 4/5 εξ αδιαιρέτου του κτήματος και το Δημόσιο αποκτά δικαίωμα συγκυριότητας και συνδιακατοχής κατά το υπόλοιπο 1/5 εξ αδιαιρέτου. Το δικαίωμα όμως αυτό του Ελληνικού Δημοσίου, δυνάμει των άρθρων 101-109 του διατάγματος της 11/12.11.1929, που εκδόθηκε κατόπιν εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 2 του ν. 2449/1929, όπως το εν λόγω διάταγμα τροποποιήθηκε με τα άρθρα 14, 18 και 19 του ν. 1540/1938, αυτοδικαίως και χωρίς εγγραφή στα βιβλία των μεταγραφών περιήλθε σ’ αυτούς που ήταν συνιδιοκτήτες κατά τα 4/5 κατά την έναρξη της ισχύος του διατάγματος αυτού (ΑΠ 315/2002 ΕλλΔνη 49.133, ΑΠ 523/2000 ό.π., ΑΠ 1303/2000 ΕλλΔνη 93.395, ΑΠ 446/1992 ΕλλΔνη 34.1343, ΑΠ 922/1983 ΕλλΔνη 31.1432, ΑΠ 909/1980 ΝοΒ 29.288). Τέλος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1248 και 1614 του οθωμανικού ΑΚ, που δεν αναγνώριζαν το Θεσμό της χρησικτησίας ως τρόπο κτήσης της κυριότητας σε ακίνητα, 1 και 2 του ν. 197/1914, που επέκτεινε την ισχύ της ελληνικής νομοθεσίας σε διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου που προέβλεπαν το Θεσμό της χρησικτησίας στις Νέες Χώρες, το ν.δ. της 22.4/16.5.1926, με το οποίο απαγορεύτηκε από 11.5.1915 και μετέπειτα οποιαδήποτε κτητική ή αποσβεστική παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα ακίνητα της κυριότητάς του και των άρθρων 2 και 4 ν. 1539/1938, που περιέχει όμοιες προς το άνω διάταγμα διατάξεις, σαφώς προκύπτει ότι δεν είναι δυνατή η υπό τρίτου κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητο της κυριότητας του Δημοσίου που κείται στις Νέες Χώρες (ΑΠ 787/2001 ΕλλΔνη 43.1372). 
Στην προκείμενη περίπτωση, από όλα τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και την εν γένει διαδικασία αποδείχτηκαν τα ακόλουθα: Με το αριθ. 20892/11.2.1987 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πολυγύρου Χ. Κ. που μεταγράφηκε νόμιμα, περιήλθε στον καθού, λόγω γονικής παροχής, από τον πατέρα του Κ.Μ., μεταξύ των άλλων και ένας ελαιώνας στη Θέση «Ντούρα» της κτηματικής περιφέρειας Πολυγύρου, εκτάσεως περίπου 50 στρεμμάτων, που συνορεύει ανατολικά και δυτικά με λάκκο, βόρεια με ιδιοκτησία κληρονόμων Κ. Κ. και Γ. Γ. και νότια με ιδιοκτησία I. Γ. Στην έκταση αυτή περιλαμβάνονται τα αριθμ. 463β και 468 τεμάχια, εκτάσεως 3.103 και 14.591 τ.μ. αντίστοιχα, της οριστικής διανομής έτους 1952 του αγροκτήματος Πολυγύρου Χαλκιδικής, που αντίθετης νόμιμα. Ειδικότερα: 1) Η έκταση των 3.103 τ.μ. του αριθ. 463β τεμαχίου αποτελεί τμήμα του αριθ. 463 κληροτεμαχίου εκτάσεως 58.437 τ.μ. που παραχωρήθηκε στον κληρούχο Γ. Γ. του Χ. Με την αριθ. 1192/62 απόφαση της επιτροπής απαλλοτριώσεων Χαλκιδικής και την αριθ. 3192/62 απόφαση του νομάρχη Χαλκιδικής κατατμήθηκε το ως άνω τεμάχιο στο αριθ. 463α τεμάχιο εκτάσεως 23.437 τ.μ., που παρέμεινε επ'ονόματι του κληρούχου και το 463β τεμάχιο, εκτάσεως 30.000 τ.μ. που κηρύχθηκε διαθέσιμο ως διεκδικούμενο από τους Μ.Κ. και Κ.Γ. (βλ. την αριθ. πρωτ. 31922/16.3.1976 απόφαση του Νομάρχη Χαλκιδικής και την αριθ. 18.6.1997 βεβαίωση του τμήματος τοπογραφικής νομαρχιακής αυτοδιοίκησης Χαλκιδικής), 2) Η έκταση των 14.541 τ.μ. του αριθ. 468 τεμαχίου της άνω διανομής αποτελεί τμήμα του τεμαχίου αυτού, συνολικού εμβαδού 56.063 τ.μ., που παραχωρήθηκε στον κληρούχο Τ. Χ. του Α., και το οποίο με την αριθ. Ε/25327/64 απόφαση του υπουργείου Γεωργίας χαρακτηρίστηκε ως διαθέσιμο, διεκδικούμενο από το Μ.Κ. Επομένως, εφόσον τα επίδικα ακίνητα περιλήφθηκαν στην οριστική διανομή του κτήματος Πολυγύρου, που αντίθετης νόμιμα, Θεωρούμενα έκτοτε ως απαλλοτριούμενα λόγω δημόσιας ωφέλειας και τελούντα σε νόμιμη επίταξη, αρμοδίως επελήφθη, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η επιτροπή απαλλοτριώσεων κατά τα άρθρα 242 και 246 του Αγροτικού Κώδικα επί του ζητήματος της κυριότητος αυτού και ο πρώτος λόγος της προσφυγής, κατά τον οποίο η επιτροπή απαλλοτριώσεων δεν έχει αρμοδιότητα να ερευνήσει την κυριότητα εκτάσεων που περιλήφθησαν σε κυρωθείσα οριστική διανομή, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι τα επίδικα ακίνητα ανήκαν στην κατηγορία δημοσίων γαιών, καθόσον είχαν το χαρακτήρα δασικής εκτάσεως. Τούτο προκύπτει από το αριθ. 1263/21.4.1999 έγγραφο της διεύθυνσης δασών Νομού Χαλκιδικής, καθώς και το αριθ. 87/713/15.4.1999 τοιούτο του τμήματος εποικισμού - αναδασμού της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης Χαλκιδικής, στα οποία αναφέρεται ότι τα ακίνητα αυτά αποτελούν τμήμα δασικής έκτασης που διατέθηκε με την αριθ. 75407/5.7.1939 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας για την αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και εκχερσώθηκαν παράνομα. Αλλά και στην αριθ. 31922/16.3.1976 πράξη του Νομάρχη Χαλκιδικής με Θέμα «Σημείωσις μεταβολών εις τα κτηματολογικά στοιχεία της εν έτει 1952 γενομένης οριστικής διανομής των γαιών αγροκτήματος Πολυγύρου», το αριθ. 463β τεμάχιο χαρακτηρίζεται ως δάσος. Συνεπώς περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου κατά την απελευθέρωση του έτους 1912 δικαιώματι πολέμου και βάσει του άρθρου 60 της Συνθήκης της Λωζάνης, σε συνδ. με το 4093 του ν. περί γαιών της 7 Ραμαζάν 1274, δοθέντος ότι δεν αποδείχθηκε ότι εξουσιαζόταν βάσει τίτλου ταπίου, αφού το καθού δεν επικαλείται, ούτε προσκομίζει τέτοιον τίτλο. Αλλά και αν ήθελε χαρακτηρισθούν δημόσια καλλιεργήσιμη γαία και πάλι περιήλθον στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου δικαιώματι πολέμου, καθόσον δεν προσκομίζεται κατά τα άνω τίτλος ταπίου, δυνάμει του οποίου να εξουσιαζόταν από τους δικαιοπαρόχους του καθού. Ούτε εξάλλου αποδείχθηκε συνεχής επί δεκαετία πριν από την 20.5.1917 εξουσίαση, αφού δεν προσκομίζεται κάποιο σχετικό προς τούτο έγγραφο, ούτε επιβεβαιώνεται τέτοια εξουσίαση από μαρτυρική κατάθεση. Εξάλλου, διηνεκές εξουσίαση επί δεκαετία πριν από την άνω ημερομηνία, σχετικά με το αριθ. 468 κληροτεμάχιο, δεν αποδεικνύεται ούτε από την 28/10.5.1954 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, με την οποία επί αντιδικίας του Μ.Κ. με το συνεταιρισμό αποκαταστάσεως ακτημόνων καλλιεργητών Πολυγύρου, ο πρώτος αναγνωρίστηκε νομέας αυτής, καθόσον στο σκεπτικό της απόφασης αυτής γίνεται δεκτό ότι το ακίνητο ήταν παλαιός αγρός καλλιεργούμενος από ελαιόδενδρα προ 35-40 ετών από τους δικαιοπαρόχους του Κ.Μ., πλην όμως το χρονικό αυτό διάστημα δεν καλύπτει δεκαετή πριν από την 20.5.1917 διηνεκή εξουσίαση. Επομένως ο ισχυρισμός του καθού, ότι οι δικαιοπάροχοί του εξουσίαζαν διηνεκώς τα επίδικα και μάλιστα όπως ορθά εκτιμάται, επί δεκαετία πριν από την 20.5.1917, ο οποίος συνιστά ένσταση καταλυτική του δικαιώματος του προσφεύγοντος, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ'ουσίαν. Εφόσον λοιπόν οι απώτεροι δικαιοπάροχοι του καθού δεν απέκτησαν κυριότητα κατά τα προδιαληφθέντα επί των επιδίκων, δεν απέκτησε τέτοια κυριότητα ούτε ο άμεσος δικαιοπάροχος αυτού Κ.Μ., που του μεταβίβασε αυτά λόγω γονικής παροχής και κατ'ακολουθίαν ούτε ο καθού, αλλά η περιελθούσα στο Ελληνικό Δημόσιο κυριότητα κατά τα άνω εξακολούθησε να υπάρχει. Τα επίδικα, ως δημόσια κτήματα κείμενα στις «Νέες Χώρες», δεν μπορούν να αποκτηθούν με έκτακτη χρησικτησία, δοθέντος ότι νομή έχει το Δημόσιο σ'αυτά και οι τυχόν διακατοχικές πράξεις από άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν μπορούν να ασκηθούν με διάνοια κυρίου. Τέλος, ο ισχυρισμός του καθού ότι απώλεσε το Δημόσιο την κυριότητα επί των επιδίκων, με τη διάθεση αυτών για την αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και την παραχώρησή τους προς διαχείριση στο τμήμα εποικισμού, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθόσον το Δημόσιο αποξενώνεται από την κυριότητα της έκτασης που παραχώρησε μόνον από την έκδοση του παραχωρητηρίου (βλ. ΑΠ 93/1998 ΕλλΔνη 39.813, Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, ό.π., σελ. 498). Επομένως η αριθ. 69/1998 απόφαση της επιτροπής απαλλοτριώσεων Χαλκιδικής, που αναγνώρισε το καθού κύριο των επιδίκων ακινήτων, έσφαλε και πρέπει, κατά παραδοχή του σχετικού δεύτερου λόγου της προσφυγής, να ακυρωθεί. (…)

Κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Συνυπολογισμός του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου. Αναίρεση λόγω έλλειψης νόμιμης βάσης.- Αριθμός 971/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

$
0
0

Κοινό κληρονομιαίο ακίνητο. Χρησικτησία μεταξύ συγκληρονόμων. - Αριθμός 1526/2006  ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία.
- Κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Συνυπολογισμός του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου. Αναίρεση λόγω έλλειψης νόμιμης βάσης. ..

- Kατά το άρθρο 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μία εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα(κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 ΑΚ). Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ'αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. 
- Κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν εφαρμόσθηκε ορθώς ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις που ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση αυτών και στην αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις (Ολ. ΑΠ 24/1992). 



Διατάξεις:
ΑΚ: 1045, 1051
ΚΠολΔ: 559 αριθ. 19
ΚΥΡΙΑΚΗ

Αριθμός 971/2008 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 

Γ'Πολιτικό Τμήμα 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Φώσκολο, Αντιπρόεδρο, Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο και Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αρεοπαγίτες. 

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Μαρτίου 2008, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: 

Των αναιρεσειόντων: 1. Χ1 και 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Μυλωνά ο οποίος ανακάλεσε την από 4-3-2008 δήλωσή του εκ του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ και παραστάθηκε αυτοπροσώπως. 

Του αναιρεσίβλητου: XXX, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Τομαρά. 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-9-1998 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 98/2000 προδικαστική, 145/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 520/2006 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 15-1-2007 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Μιχαήλ Θεοχαρίδης ανέγνωσε την από 20-2-2008 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 

ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 1045 Α.Κ., εκείνος που έχει στη νομή του για μία εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα(κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 Α.Κ.). Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ'αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ.19 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν εφαρμόσθηκε ορθώς ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις που ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση , στάθμιση και αξιολόγηση αυτών και στην αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις (Ολ. ΑΠ 24/1992). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε με αυτήν ως αποδειχθέντα τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά : Κατά το έτος 1960 ο ενάγων αγόρασε ατύπως από τον Ζ1, αντί τιμήματος 17.000 δραχμών, το επίδικο αγροτικό ακίνητο, εμβαδού 15.459,25 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση "XXX"ή " XXX "ή "XXX"της κτηματικής περιφέρειας Συλλάμου της πρώην Κοινότητας XXX και ήδη του Δήμου Ηρακλείου. Από της εν λόγω αγοράς του ο ενάγων παρέλαβε στη νομή του το επίδικο ακίνητο και μετά την εξόφληση του τιμήματός του, το έτος 1961, άρχισε να το εκχερσώνει, ενόψει του ότι ήταν πετρώδες και χέρσο, φύτεψε δε αρχικά σ'ένα μικρό τμήμα αυτού, στο βόρειο μέρος του, φυτά αμπέλου, τύπου "σουλτανί". Κατά το ίδιο έτος προέβη σε εκχέρσωση και του υπολοίπου τμήματος της καλλιεργήσιμης έκτασης αυτού, χρησιμοποιώντας προς τούτο εργάτες και μηχανήματα, και ακόμη συνέλεξε τις πέτρες που προήλθαν από τη βαθειά άρωσή του και τις τοποθέτησε σε επιμήκεις στίχους ("τράφους"). Μέχρι το έτος 1964 ο ενάγων φύτεψε το εκχερσωθέν τμήμα του ακινήτου αυτού εν μέρει με φυτά αμπέλου, τύπου "σουλτανί", και εν μέρει με φυτά αμπέλου άλλων ποικιλιών, ενώ στο μη εκχερσωθέν τμήμα αυτού φύτεψε ελαιόδεντρα, αμυγδαλιές, αχλαδιές, συκιές, πεύκα και χαρουπιές. Μετά τις πρώτες αυτές καλλιεργητικές εργασίες, που έγιναν από τον ίδιο, ο ενάγων, λόγω του ότι ήταν κάτοικος Αθηνών και ως εκ τούτου αδυνατούσε να επιμελείται αυτοπροσώπως την καλλιέργεια του επιδίκου ακινήτου, ανέθεσε στον αδελφό του Γ1, που ήταν μόνιμος κάτοικος XXX και κατά κύριο επάγγελμα αγρότης, να καλλιεργεί αυτό για λογαριασμό του, έναντι ανταλλάγματος που συνίστατο στο μισό της παραγωγής του ("συμμισακά"). Ο Γ1 και πριν από την προαναφερόμενη άτυπη αγορά του επιδίκου, καλλιεργούσε την προς νότο αυτού ευρισκόμενη και συνεχόμενη με εκείνο αγροτική έκταση, εμβαδού 14 στρεμμάτων, που ανήκε στον πωλητή του επιδίκου Ζ1 και από την οποία ( έκταση ) απέκτησε αυτός ένα τμήμα 7 περίπου στρεμμάτων ως "συμμισάτορας", βάσει τοπικού εθίμου, κατά το οποίο ο "συμμισάτορας"αποκτούσε το μισό του ξένου ακινήτου ως αντάλλαγμα για τις εργασίες μετατροπής αυτού από χέρσο σε προσοδοφόρο, και ένα άλλο τμήμα 3,5 περίπου στρεμμάτων, με άτυπη αγορά. Ο Γ1 αποβίωσε στις 30-7-1997 και με την από XXX ιδιόγραφη διαθήκη του εγκατέστησε τους εναγόμενους ανεψιούς του, ως μοναδικούς κληρονόμους αυτού σε όλη την περιουσία του, χωρίς όμως να εξειδικεύσει στη διαθήκη τα κατ'ιδίαν περιουσιακά του στοιχεία. Μετά τη δημοσίευση και κήρυξη ως κυρίας της εν λόγω διαθήκης, με τα υπ'αριθμ. 257/1997 και 631/1997, αντίστοιχα, πρακτικά συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, οι εναγόμενοι, θεωρώντας ότι και το επίδικο ακίνητο ανήκε στην κληρονομιαία περιουσία του ως άνω δικαιοπαρόχου τους, το κατέλαβαν, αποβάλλοντας έτσι από τη νομή αυτού τον ενάγοντα, στον οποίο και αρνήθηκαν να το αποδώσουν παρά τις διαμαρτυρίες του. Σχετικά με το κρίσιμο ζήτημα, αν ο κληρονομηθείς από τους εναγομένους Γ1 καλλιεργούσε το επίδικο ακίνητο για λογαριασμό του ενάγοντος, όπως αυτός ισχυρίζεται στην αγωγή του, ή αν απέκτησε και το ακίνητο αυτό από τον πρώην ιδιοκτήτη του Ζ1, ως "συμμισάτορας", μαζί με την υπόλοιπη συνεχόμενη προς νότο έκταση, όπως διατείνονται οι εναγόμενοι, κατατέθηκε από τους μάρτυρες του ενάγοντος, στους οποίους το δικαστήριο δίδει μεγαλύτερη πίστη, ότι ο ενάγων, ο οποίος το έτος 1960 αγόρασε το επίδικο από τον Ζ1, αντί τιμήματος 17.000 δραχμών, ανέθεσε, λόγω οικονομικής ανάγκης του, στον αδελφό του Γ1 την καλλιέργεια του επιδίκου ακινήτου και με βάση τη μεταξύ τους συμφωνία ο καθένας απ'αυτούς λάμβανε το μισό του εισοδήματος που προερχόταν από την παραγωγή των προϊόντων του. Ότι ο ενάγων λάμβανε το μερίδιό του από τη σύζυγο του αδελφού του, όταν αυτή μετέβαινε στην Αθήνα για προσωπικούς λόγους ή από τον ίδιο τον αδελφό του. Ότι τις δαπάνες για την καλλιέργεια του επιδίκου τις κατέβαλλε ο ενάγων, τον οποίο αρκετοί κάτοικοι των XXX θεωρούσαν ως ιδιοκτήτη του επιδίκου. Ότι κατά τη συγκομιδή των καρπών ο Γ1 διευθετούσε τους δικούς του αγρούς χωριστά από τον αγρό του ενάγοντος αδελφού του, έτσι ώστε να διακρίνεται η παραγωγή από το καθένα. Ότι το έτος 1965 ο Γ1 υπέδειξε στη σύζυγο του ενάγοντος τα όρια του ακινήτου τους ( επιδίκου), ενώ κατά τα πρώτα, μετά την αγορά αυτού, έτη ο ενάγων και η σύζυγός του μετέβαιναν στην Κρήτη και βοηθούσαν στη συγκομιδή των σταφυλιών της αμπέλου και τέλος ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1990, λόγω καταστροφής της αμπέλου από φυλλοξήρα, οι δύο αδελφοί συμφώνησαν να λάβει ο Γ1 στο όνομά του, λόγω της ιδιότητάς του ως αγρότη, την οποία μόνον αυτός είχε, επιδότηση για επανακαλλιέργεια του επιδίκου με αμπέλια. Αντίθετα, από τους μάρτυρες των εναγομένων δεν κατατέθηκαν περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι ο Γ1 είτε απέκτησε τη νομή ή κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με οποιοδήποτε τρόπο από τον Ζ1, είτε ότι το καλλιεργούσε για δικό του αποκλειστικά λογαριασμό, τη δε πεποίθησή τους ότι αυτός ήταν νομέας του επιδίκου, όπως πράγματι ήταν των άλλων συνεχομένων ακινήτων, τη στηρίζουν στο γεγονός ότι μόνο αυτόν έβλεπαν να καλλιεργεί το επίδικο. Το περιστατικό, όμως, αυτό δεν αποδεικνύει την άσκηση φυσικής εξουσίας από τον Γ1, αφού τόσο οι μάρτυρες αυτοί, όσο και οι λοιποί κάτοικοι της περιοχής ΧΧΧ δεν ήταν αναγκαίο να είναι κοινωνοί του βουλητικού στοιχείου, δηλαδή να γνωρίζουν αν ο ίδιος ασκούσε πράξεις νομής στο επίδικο ή αν το κατείχε και το καλλιεργούσε για λογαριασμό του ενάγοντος αδελφού του. Άλλωστε, μεταξύ των δύο αδελφών υπήρχαν διαρκείς σχέσεις εμπιστοσύνης και έτσι δεν ήταν απαραίτητο να εξωτερικεύσουν αυτοί με πανηγυρικό τρόπο σε τρίτους τη βούλησή τους να καλλιεργεί το επίδικο ο Γ1 για λογαριασμό του πραγματικού νομέα αδελφού του. Ακόμη αποδείχθηκε ότι ο Γ1, λόγω της κακής ψυχολογικής κατάστασής του από το θάνατο της συζύγου του, που συνέβη το έτος 1993, αλλά και του προχωρημένου της ηλικίας του, δεν ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει την αναμπέλωση των αγρών, για την οποία είχε χρηματοδοτηθεί από το ειδικό πρόγραμμα του Υπουργείου Γεωργίας, και γι'αυτό, μετά από συμφωνία του με τον ενάγοντα, ανέθεσε την εκτέλεση των σχετικών εργασιών στους εναγόμενους, ανεψιούς αυτών, οι οποίοι ήταν κάτοχοι και χειριστές χωματουργικών μηχανημάτων. Για τις εργασίες δε αυτές, κατά το μέρος που αφορούσαν το επίδικο, κατέβαλε στους εναγομένους όλο το χρηματικό ποσό της χρηματοδότησης, που είχε λάβει για λογαριασμό του ενάγοντος από το πρόγραμμα της αναμπέλωσης. Το γεγονός ότι στη σχετική δήλωση που υπέβαλε στις αρμόδιες υπηρεσίες, για την υπαγωγή στο πιο πάνω πρόγραμμα, αναφέρεται ως ιδιοκτήτης του δηλωθέντος ακινήτου μόνο ο Γ1 και όχι και ο ενάγων, δεν αποδεικνύει ότι ο πρώτος ήταν κύριος ολόκληρης της έκτασης των 20 στρεμμάτων, που δηλώθηκε, καθόσον η δήλωση αυτή προδήλως έγινε λόγω της ιδιότητας εκείνου ως αγρότη και προς απόληψη της μέγιστης δυνατής χρηματοδότησης. Για τον ίδιο λόγο δεν είχε καταχωρηθεί ο ενάγων και στον οικείο Αγροτικό Συνεταιρισμό ως ιδιοκτήτης του επιδίκου ακινήτου και δεν εκδίδονταν στο όνομά του τα σχετικά με την καλλιέργεια αυτού έγγραφα (τιμολόγια κ.λ.π.). Η προς τα έξω εμφάνιση του Γ1 ως ιδιοκτήτη και του επιδίκου ακινήτου, ήταν επιλογή των δύο αδελφών, οι οποίοι εμπιστεύονταν ο ένας τον άλλο. Παρά ταύτα ο ενάγων, το έτος 1995, δηλαδή σε ανύποπτο χρόνο, στη σχετική δήλωσή του περί των ακινήτων που του ανήκαν, την οποία υπέβαλε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Ζωγράφου, περιέλαβε και το επίδικο ακίνητο, περιγράφοντας αυτό ως αγροτεμάχιο 22 στρεμμάτων, που βρίσκεται στην περιοχή XXX της Κοινότητας Βασιλειών. Το ίδιο έπραξε αυτός και κατά τα επόμενα έτη. Παράλληλα, ο αδελφός του Γ1 στην αντίστοιχη δήλωσή του για τα οικονομικά έτη 1995 και 1996 περιέλαβε ως ιδιοκτησία του, μεταξύ άλλων, και αγροτεμάχιο στη θέση "XXX" XXX, εμβαδού 18 στρεμμάτων, γεγονός από το οποίο προκύπτει ότι αυτός δεν θεωρούσε τον εαυτό του κύριο της όλης συνεχόμενης έκτασης των 26 στρεμμάτων. Η απόκλιση που παρατηρείται στις πιο πάνω φορολογικές δηλώσεις ως προς την έκταση των παραπάνω δύο ιδιοκτησιών, δικαιολογείται από την έλλειψη κτηματογράφησης στην ευρύτερη περιοχή. Με βάση όλα τα παραπάνω το Εφετείο δέχθηκε ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος κατέστη κύριος του επιδίκου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, καθόσον από το έτος 1960 και μέχρι το θάνατο του αδελφού του Γ1 στις 30-7-1997, δηλαδή επί μία τουλάχιστον συνεχή εικοσαετία, άσκησε στο επίδικο ακίνητο τη φυσική εξουσία, με διάνοια κυρίου, είτε αυτοπροσώπως, είτε, κατά το άρθρο 980 ΑΚ, μέσω του ως άνω αδελφού του. Κατόπιν δε των παραδοχών αυτών, το Εφετείο έκρινε βάσιμη την ένδικη αγωγή του αναιρεσιβλήτου περί διεκδικήσεως του επιδίκου ακινήτου και συνακόλουθα απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων εναγομένων κατά της πρωτόδικης απόφασης, που είχε κρίνει ομοίως. Με εκείνα που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, αφενός δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1045 και 974 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, αφετέρου δε δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού για το ουσιώδες ζήτημα της απόκτησης της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου από τον αναιρεσίβλητο ενάγοντα με τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας, διέλαβε σ'αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες , οι οποίες επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων αυτών του ΑΚ. Ειδικότερα, κατά τις σαφείς παραδοχές του Εφετείου, ο αναιρεσίβλητος ενάγων από το έτος 1960, που περιήλθε σ'αυτόν η νομή του επιδίκου ακινήτου, βάσει της άτυπης αγοράς από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη του, νεμόταν αυτό με διάνοια κυρίου, ασκώντας επ'αυτού τις προαναφερόμενες συγκεκριμένες πράξεις νομής, μέχρι μεν το έτος 1964 αυτοπροσώπως και μετά το έτος αυτό και μέχρι τις 30-7-1997 μέσω του αδελφού του Γ1, δηλαδή νεμήθηκε αυτό επί μία τουλάχιστον συνεχή εικοσαετία και συνεπώς συνέτρεχαν στο πρόσωπο αυτού όλες οι απαιτούμενες από τις πιο πάνω διατάξεις του ΑΚ προϋποθέσεις για την απόκτηση της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Εξάλλου, ανεπάρκεια των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης δεν υφίσταται από τη μη αναφορά σ'αυτήν των ενεργειών των αναιρεσειόντων, με τις οποίες αυτοί κατέλαβαν κατά το έτος 1997 το επίδικο ακίνητο, αφού ο τρόπος κατάληψης του επιδίκου από τον εναγόμενο δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης της περί διεκδικήσεως ακινήτου αγωγής. Επομένως και οι πέντε λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες προβάλλουν κατά της προσβαλλόμενης απόφασης αιτιάσεις από το άρθρο 559 αριθ.1 και 19 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι ότι το Εφετείο παραβίασε τις προπαρατιθέμενες διατάξεις των άρθρων 1045 και 974 ΑΚ και ότι σε σχέση με την εφαρμογή των διατάξεων αυτών στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, περιλαμβάνοντας σ'αυτήν ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

Απορρίπτει την από 15-1-2007 αίτηση των Χ1 και Χ2 για αναίρεση της υπ'αριθμ. 520/2006 απόφασης του Εφετείου Κρήτης. 

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ. 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Απριλίου 2008. Και 

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Μαΐου 2008. 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

Παράδοση της νομής ακινήτου πράγματος. Πλασματική παράδοση της νομής. Έρευνα περί νόμιμης κι εμπρόθεσμης κλήτευσης από τον Άρειο Πάγο. Αναίρεση για έλλειψη νόμιμης βάσης - Αριθμός 978/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

$
0
0

Κοινό κληρονομιαίο ακίνητο. Χρησικτησία μεταξύ συγκληρονόμων. - Αριθμός 1526/2006  ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

- Παράδοση της νομής ακινήτου πράγματος. Πλασματική παράδοση της νομής. Έρευνα περί νόμιμης κι εμπρόθεσμης κλήτευσης από τον Άρειο Πάγο. Αναίρεση για έλλειψη νόμιμης βάσης. ...

- Kατά τη διάταξη του άρθρου 976 ΑΚ, σε πράγμα που βρίσκεται στη νομή άλλου η νομή αποκτάται με παράδοση που γίνεται με τη βούληση του νομέα. Η συμφωνία όμως του έως τώρα νομέα μ’ εκείνον που αποκτά αρκεί για την κτήση της νομής όταν ο τελευταίος είναι σε θέση να ασκεί την εξουσία πάνω στο πράγμα.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 576 παρ. 2, 568 παρ. 1 και 498 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι ο 'Αρειος Πάγος οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως ο μη εμφανισθείς αντίδικος του επισπεύδοντος τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως και σε καταφατική περίπτωση να προχωρήσει στη συζήτηση παρά την απουσία του. 
- Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης ιδρύεται όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου στη συγκεκριμένη περίπτωση περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της διατάξεως που εφαρμόστηκε ή περί της μη συνδρομής τούτων, που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση στερείται αιτιολογιών ή έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ. ΑΠ 28/1997, Ολ. ΑΠ 30/1997).



Διατάξεις:
ΑΚ: 976
ΚΠολΔ: 498, 559 αριθ. 19, 568, 576


Αριθμός 978/2008 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 

Γ'Πολιτικό Τμήμα 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Φώσκολο, Αντιπρόεδρο, Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο και Χαράλαμπο Παπαηλιού, Αρεοπαγίτες. 

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 20 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: 

Των αναιρεσειόντων: 1. Χ1, ως κληρονόμου της Χ και 2. Χ2 δι'εαυτόν και ως κρληονόμου της Χ, οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τoυς Χρήστο Νικολαΐδη. 

Των αναιρεσίβλητων: 1. Ψ1, 2.Ψ2, 3. Ψ3 ως καθολικών διαδόχων του αποβιώσαντος Ψ και 4. Ψ4, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο. 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-10-2000 αγωγή της αρχικής διαδίκου Χ, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 398/2002 του ίδιου Δικαστηρίου και 72/2006 του Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 20-6-2006 αίτησή τους και με τους από 11-12-2007 πρόσθετους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσείοντες όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Χαράλαμπος Παπαηλιού ανέγνωσε την από 4-2-2008 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως κατά τον πρώτο κύριο λόγο και κατά τους πρόσθετους λόγους, όπως συμπληρώνονται με λόγο που προτείνεται από τον Εισηγητή, απορριφθεί δε κατά τους υπόλοιπους λόγους. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων αναιρέσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 

Από τις διατάξεις των άρθρων 576 παρ. 2, 568 παρ. 1 και 498 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι ο 'Αρειος Πάγος οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως ο μη εμφανισθείς αντίδικος του επισπεύδοντος τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως και σε καταφατική περίπτωση να προχωρήσει στη συζήτηση παρά την απουσία του. Στην προκείμενη περίπτωση από τις προσαγόμενες XXX, XXX, XXX, XXX εκθέσεις του δικαστικού επιμελητή Βόλου XXX, XXX, XXX, XXX εκθέσεις του δικαστικού επιμελητή Βόλου XXX και XXX έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή 'Εδεσσας XXX, αποδεικνύεται ότι μετά από έγγραφη παραγγελία του πληρεξουσίου δικηγόρου των αναιρεσειόντων, ακριβές αντίγραφο των κρινομένων αιτήσεως αναιρέσεως και του δικογράφου των προσθέτων λόγων αυτής, με τις πράξεις καταθέσεως και ορισμού δικασίμου και κλήσεως προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας αποφάσεως, επιδόθηκαν νομίμως και εμπροθέσμως στον καθένα από τους αναιρεσίβλητους. Επομένως, αφού αυτοί δεν εμφανίστηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκαν με οποιοδήποτε νόμιμο τρόπο κατά την προκείμενη δικάσιμο, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της αιτήσεως και των προσθέτων αυτής λόγων παρά την απουσία των, σαν να ήταν και αυτοί παρόντες. Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης ιδρύεται όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου στη συγκεκριμένη περίπτωση περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της διατάξεως που εφαρμόστηκε ή περί της μη συνδρομής τούτων, που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση στερείται αιτιολογιών ή έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ. ΑΠ 28/1997, Ολ ΑΠ 30/1997). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 976 ΑΚ, σε πράγμα που βρίσκεται στη νομή άλλου η νομή αποκτάται με παράδοση που γίνεται με τη βούληση του νομέα, Η συμφωνία όμως του έως τώρα νομέα μ’ εκείνον που αποκτά αρκεί για την κτήση της νομής όταν ο τελευταίος είναι σε θέση να ασκεί την εξουσία πάνω στο πράγμα. Στην προκείμενη περίπτωση με τους τέσσερες από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ πρόσθετους λόγους αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέλαβε ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι αυτή δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Το επίδικο είναι οικόπεδο εμβαδού 663 περίπου τετ. μέτρων, μετά της επ'αυτού διωρόφου, μεθ'υπογείου, οικίας και βρίσκεται στη θέση "XXX"του οικισμού XXX του ομωνύμου Δήμου του Νομού Ιωαννίνων. Κυρία του ακινήτου αυτού ήταν η Γ1, η οποία πέθανε, χωρίς διαθήκη, την 10-1-1971. Αυτή, πριν από το έτος 1960, είχε μεταβιβάσει και παραδώσει τη νομή του ακινήτου τούτου στα τρία τέκνα της Γα, ψ2 και Γβ, εξ αδιαιρέτου, κατ'ίσα μέρη. Περί το έτος 1960 ο εκ των ανωτέρω Γα, ο οποίος κατοικούσε μονίμως στο XXX και στερούνταν τότε κατιόντων, μεταβίβασε, με τη βούλησή του και παρέδωσε έκτοτε το εξ 1/3 ιδανικό μερίδιο της συννομής του επί του ανωτέρω ακινήτου, λόγω δωρεάς, στους εφεσιβλήτους-εναγομένους Ψα και ψ4, τέκνα του αδελφού του ψ2, εξ ημισείας, εξ αδιαιρέτου. Έκτοτε και, εν πάση περιπτώσει και μετά το θάνατο της ανωτέρω Γ1 την 10-1-1971, αλλά και το θάνατο του Γα την 27-9-1981 και μέχρι της ασκήσεως της, εφ'ης η εκκαλουμένη απόφαση ανωτέρω αγωγής (21-11-2000), οι εφεσίβλητοι είχαν το ανωτέρω ακίνητο και κατά το περιελθόν, κατά τα προαναφερθέντα, στον καθένα τους ιδανικό μερίδιο της επ'αυτού συννομής του Γα, στη συννομή και συγκατοχή τους και ασκούσαν επ'αυτού, σ'όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, μεγαλύτερο της εικοσαετίας, όλες τις σύμφωνες προς τη φύση και τον προορισμό του πράξεις νομής και κατοχής, με τη θέλησή τους να είναι συγκύριοι αυτού και κατά το προαναφερθέν καθένας του εξ 1/6 εξ αδιαιρέτου ιδανικό μερίδιο. Συγκεκριμένα, κατοικούσαν κατά τους θερινούς μήνες στην ανωτέρω οικία, ενώ φρόντιζαν, επισκεύαζαν και βελτίωναν αυτή, καταβάλλοντες τις σχετικές δαπάνες και έτσι κατέστησαν συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου και κατά το παραπάνω εξ 1/6 εξ αδιαιρέτου καθένας τους ποσοστό με έκτακτη χρησικτησία. Αντιθέτως, δεν αποδείχθηκε, ότι άσκησαν κάποια πράξη νομής και κατοχής στο επίδικο, με τη θέλησή τους να είναι συγκύριοι αυτού, τόσο ο ανωτέρω Γα από το έτος 1960 μέχρι και τον, κατά τα παραπάνω, θάνατό του, όσο και η υιοθετηθείσα απ'αυτόν το έτος 1962 Ζα, φυσικό τέκνο του Ζ1, μέχρι το έτος 1995, οπότε στερήθηκε της χρήσεως του λογικού της, αλλά και μέχρι το θάνατό της την 7-3-2000, όπως αβασίμως διατείνονται με την, εφ'ης η εκκαλουμένη απόφαση, ανωτέρω αγωγή τους οι εκκαλούντες-ενάγοντες, επικαλούμενοι άτυπη δωρεά του επιδίκου ακινήτου εκ μέρους του ανωτέρω Γα, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου, προς την ανωτέρω θετή κόρη του το έτος 1971 και έκτοτε νομή και κατοχή αυτής επί του εν λόγω ακινήτου κατά το ανωτέρω ποσοστό, με τη θέλησή της να είναι συγκυρία αυτού και, συνεπώς, συγκυριότητάς της επί του εν λόγω ακινήτου κατά το παραπάνω ποσοστό με έκτακτη χρησικτησία. Επομένως, εφόσον η ανωτέρω Ζα δεν ήταν, κατά το χρόνο του θανάτου της, συγκυρία του επιδίκου ακινήτου, κατά το προαναφερθέν εξ 1/3 εξ αδιαιρέτου ποσοστό, οι ενάγοντες-εκκαλούντες, αποδεχόμενοι, με νομίμως μεταγραφέν συμβολαιογραφικό έγγραφο, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτής, την κληρονομιά της, δεν κατέστησαν συγκύριοι του παραπάνω ακινήτου κατά το ανωτέρω εξ 1/3 εξ αδιαιρέτου ποσοστό συγκυριότητάς του, όπως αβασίμως διατείνονται με την, εφ'ης η εκκαλουμένη απόφαση, ανωτέρω αγωγή τους. Η κρίση ως προς τα πραγματικά αυτά περιστατικά στηρίζεται σ'όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα. Ειδικότερα, η κρίση για την, κατά τα παραπάνω, συννομή και συγκατοχή του επιδίκου κατά το προαναφερθέν εξ 1/3 εξ αδιαιρέτου ποσοστό εκ μέρους των εφεσίβλητων και τη μη συννομή και συγκατοχή τούτου κατά το εν λόγω ποσοστό εκ μέρους της προαναφερθείσης Ζα, στηρίζεται, πρωτίστως, στην κατάθεση του δευτέρου των ανωτέρω μαρτύρων, η οποία κρίνεται πειστικότερη της αντιθέτου, αναφορικά με τη μη συννομή της Ζα, καταθέσεως του πρώτου μάρτυρα. Και τούτο, διότι, σε αντίθεση με την κατάθεση του πρώτου μάρτυρα, η κατάθεση του δευτέρου μάρτυρα ενισχύεται: α) από τις προαναφερθείσες ένορκες βεβαιώσεις 3/2002, με την οποία ο XXX βεβαιοί, ότι την περίοδο 1990-1992 επισκεύασε τη στέγη της οικίας του επιδίκου οικοπέδου και πληρώθηκε από τον XXX (ένα των εφεσίβλητων), 6662/2001, με την οποία ο XXX βεβαιοί όλα τα ανωτέρω, ήτοι αφενός μεν τη χρήση, φροντίδα και επισκευή της ανωτέρω οικίας αποκλειστικά και μόνο από τους εφεσίβλητους, αφετέρου δε ότι η ανωτέρω Ζα όταν έρχονταν στην οικία αυτή, έπρατε τούτο ως επισκέπτρια του αδελφού της Ζβ, ενοικιαστή, κατά τις παραδοχές των διαδίκων, της εν λόγω οικίας και μόνο κατά τη διάρκεια της εκμισθώσεως της προς αυτόν και 2078/2001, με την οποία η XXX βεβαιεί όλα τα ανωτέρω και η οποία έχει ιδιαίτερη σημασία, καθ'όσον η εν λόγω βεβαιούσα είναι θυγατέρα του εκ των προαναφερθέντων αδελφών Γβ και, ως κληρονόμος αυτού, συγκυρία του επιδίκου κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου και, συνεπώς, λόγω της ιδιότητας της αυτής, έχει άμεση και προσωπική αντίληψη των όσων καταθέτει σχετικώς, ενώ από την αποδεικτική διαδικασία δεν προέκυψε, ότι είχε λόγο παραποιήσεως της αληθείας, κάτι το οποίο ούτε οι εκκαλούντες ισχυρίζονται, β) από το ότι από την αποδεικτική διαδικασία δεν προέκυψε, ούτε οι εκκαλούντες ισχυρίζονται, ότι ο ανωτέρω Γα είχε λόγο να δωρήσει ατύπως το έτος 1971 το προαναφερθέν ιδανικό μερίδιο στο επίδικο στην παραπάνω θετή κόρη του, δεδομένου ότι, αφού αυτός στερούνταν άλλων κατιόντων, οπωσδήποτε όλη η περιουσία του, άρα και το ανωτέρω ιδανικό μερίδιο, θα περιέρχονταν στην εν λόγω θυγατέρα του, έτσι ώστε η παραπάνω και μάλιστα άτυπη δωρεά να μην εξυπηρετεί κάποιο σκοπό, γ) από την XXX δήλωση της ανωτέρω Ζα στο συμβολαιογράφο Βόλου Δημήτριο Ματαρώνα, περί αποδοχής της κληρονομιάς του θανόντος πατρός της Γα, στην οποία, όμως, δεν περιέλαβε το επίδικο ακίνητο κατά το ανωτέρω ιδανικό μερίδιο, όπως οπωσδήποτε θα έπραττε, αν ο εν λόγω πατέρας της δεν είχε αποξενωθεί του ιδανικού αυτού μεριδίου συννομής του επί του επιδίκου με τον προεκτεθέντα τρόπο, ενόψει μάλιστα του ότι από της επικαλούμενης άτυπου προς αυτή δωρεάς το έτος 1971 και μέχρι ης ανωτέρω αποδοχής δεν είχε συμπληρωθεί εικοσαετία, ώστε να έχει αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου κατά το ανωτέρω ποσοστό με έκτακτη χρησικτησία, δ) πρωτίστως, όμως, η ανωτέρω κρίση ενισχύεται από την από XXX επιστολή της ανωτέρω Ζα προς τους εφεσίβλητους, με την οποία αυτή αναγνωρίζει όλα όσα προαναφέρθηκαν για δωρεά του ιδανικού μεριδίου συννομής του Γα προς τους εφεσίβλητους, τη νομή τούτων έκτοτε επί του εν λόγω ακινήτου κατά το ανωτέρω ποσοστό και τη μη άσκηση πράξεων νομής εκ μέρους της ιδίας επί του ακινήτου αυτού, καθώς επίσης και από την XXX ένορκη βεβαίωση της εν λόγω Ζα στη συμβολαιογράφο Βόλου Ελένη Αγορίτση, με την οποία επαναλαμβάνει το προεκτεθέν περιεχόμενο της παραπάνω επιστολής της. Ο ισχυρισμός των εκκαλούντων, ότι τα παραπάνω έγγραφα στερούνται αποδεικτικής αξίας, διότι κατά το χρόνο συντάξεώς τους η ανωτέρω Ζα στερούνταν της χρήσεως του λογικού της, είναι αβάσιμος, διότι εξ ουδενός στοιχείου της αποδεικτικής διαδικασίας απεδείχθη. Αντιθέτως, από την αποδεικτική διαδικασία προέκυψε, ότι η Ζα στερήθηκε της χρήσεως του λογικού της αργότερα και, συγκεκριμένα, από το έτος 1995 και μετέπειτα. Η σχετική κρίση στηρίζεται πρωτίστως: α) στην 32/1997 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, με την οποία η Ζα τέθηκε έκτοτε σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση, λόγω οργανικού ψυχοσυνδρόμου, κατά παραδοχή της από 20-8-1996 αιτήσεως της εκ των εκκαλούντων Χ, β) από τις από XXX και XXX "ιατρικές γνωματεύσεις"του Ασκληπιείου Άνω Βόλου, στις οποίες αναφέρεται, ότι η ανωτέρω Ζα νοσηλεύτηκε εκεί από 5-12-1995, πάσχουσα από οργανικό ψυχοσύνδρομο και γ) από την από XXX "ιατρική γνωμάτευση"του Κέντρου Ψυχικής Υγείας του Νοσοκομείου Βόλου, στην οποία αναφέρεται, ότι, εξετασθείσα η νοσηλευόμενη στην ψυχιατρική κλινική του Ασκληπιείου άνω Βόλου από το έτος 1995 Ζα, βρέθηκε πάσχουσα από ανία τύπου Αlzheimer υπό την έννοια ότι αν η Ζα στερούνταν κατά το χρόνο συντάξεως των ανωτέρω εγγράφων, ήτοι από το έτος 1991, της χρήσεως του λογικού της, όπως διατείνονται οι εκκαλούντες με τον ερευνούμενο ισχυρισμό τους, οπωσδήποτε η νοσηλεία αυτής δεν θα είχε αρχίσει, όπως από τα παραπάνω έγγραφα προκύπτει, από το έτος 1995, αλλά πολύ ενωρίτερα, ενώ ενωρίτερα και όχι το έτος 1996 θα είχε κινηθεί και η διαδικασία θέσεώς της υπό δικαστική συμπαράσταση. Κυρίως, όμως, η ανωτέρω κρίση στηρίζεται στην ίδια την, εφ'ης η εκκαλουμένη απόφαση, ανωτέρω αγωγή, στην οποία οι ενάγοντες-εκκαλούντες αναφέρουν σχετικώς ότι η Ζα ασθένησε κατά τα έτη 1992-1993 πάσχουσα έκτοτε από ψυχική διαταραχή και ειδικότερα από οργανικό ψυχοσύνδρομο και, συνεπώς, αυτή και κατά τις παραδοχές των ιδίων των εκκαλούντων, κατά το χρόνο συντάξεως της ανωτέρω επιστολής της τουλάχιστον, δεν στερούνταν της χρήσεως του λογικού της. Για τους παραπάνω λόγους δεν κρίνονται πειστικές και δεν μπορεί να συναχθεί, βάσει αυτών, αντίθετη κρίση ως προς το χρόνο ενάρξεως της ανωτέρω ασθενείας της Ζα οι προαναφερθείσες ένορκες βεβαιώσεις 76/2004 και 77/2004, με τις οποίες οι βεβαιούσες αναφέρουν ότι η Ζα νοσηλεύθηκε μεν το έτος 1995, πλην αυτή ήταν άρρωστη και παρουσίαζε τα παραπάνω συμπτώματα δέκα τουλάχιστον χρόνια πριν από την έναρξη της νοσηλείας της, πέραν του ότι δεν αναφέρεται, αλλά ούτε και από την αποδεικτική διαδικασία προέκυψε, ότι οι ανωτέρω ενόρκως βεβαιούσες είχαν λόγο να ενθυμούνται το έτος 2004, είκοσι δηλαδή χρόνια αργότερα, πότε νοσηλεύθηκε η Ζα και από πότε άρχισε η ασθένεια αυτής, ενώ δεν δίδεται κάποια εξήγηση γιατί η νοσηλεία της Ζα να αρχίσει το έτος 1995, αν και η ασθένειά της είχε εκδηλωθεί δέκα τουλάχιστον χρόνια ενωρίτερα. Περαιτέρω, η προαναφερθείσα κρίση περί του ότι η Ζα δεν άσκησε πράξεις συννομής και συγκατοχής στο επίδικο δεν αναιρείται από την παραπάνω 4/2002 ένορκη βεβαίωση, αφού ο XXX βεβαιοί μ'αυτή, όχι για το ανωτέρω γεγονός, αλλά ότι για τις αναφερόμενες εργασίες, τις οποίες εκτέλεσε στο επίδικο, πληρώθηκε από τους Ζβ, μισθωτή, κατά τα προεκτεθέντα, τμήματος της επί του επιδίκου οικίας και την αδελφή του Χ. Επίσης, η κρίση αυτή δεν αναιρείται από τα ιδιωτικά μισθωτήρια συμφωνητικά: α) από XXX, με το οποίο ο εκ των προαναφερθέντων τριών αδελφών Γβ εκμισθώνει, ως πληρεξούσιος της μητέρας του Χ, την επί του επιδίκου οικία στον Ζ1, β) από XXX, με το οποίο ο εκ των ανωτέρω αδελφών ψ2, πατέρας των εφεσίβλητων, εκμισθώνει τμήμα της ανωτέρω οικίας στον Ζβ "τη εγγράφω παραγγελία της μητρός του Χ..."και γ) από XXX, με το οποίο ο προαναφερθείς ψ2 εκμισθώνει τμήμα της ανωτέρω οικίας στον Ζβ "τη παραγγελία και των αδελφών αυτού Γα και Γβ, ως κληρονόμοι του πατρός τους Γ και της μητρός τους Γ1...". Και τούτο, διότι η μνεία στα συμφωνητικά αυτά, αμέσως ή εμμέσως και του Γα δεν αναιρεί την, κατά τα παραπάνω, άτυπη δωρεά του ιδανικού μεριδίου συννομής αυτού στο επίδικο, όπως αβασίμως διατείνονται οι εκκαλούντες, πρωτίστως, ενόψει του ατύπου της δωρεάς αυτής, πολύ δε περισσότερο δεν αποδεικνύει το προαναφερθέν, απαραίτητο για την κατ'ουσίαν παραδοχή της ανωτέρω αγωγής, γεγονός της συννομής και συγκατοχής του επιδίκου εκ μέρους της Ζα για χρονικό διάστημα είκοσι τουλάχιστον ετών από το έτος 1971. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεχθέν τα ανωτέρω, ήτοι ότι η Ζα, μη ασκήσασα πράξεις συννομής και συγκατοχής στο επίδικο, δεν είχε καταστεί με έκτακτη χρησικτησία και δεν ήταν κατά το χρόνο του θανάτου της κυρία αυτού, απόρριψαν εν συνεχεία την ανωτέρω αγωγή των εκκαλούντων περί αναγνωρίσεως της συγκυριότητας αυτών στο επίδικο κατά το αποδιδόμενο στην Ζα ιδανικό μερίδιο, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων αυτής, σωστά τις αποδείξεις εκτίμησε και το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε". Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και δη ενώ δέχεται ότι κυρία της επίδικης διώροφης οικίας ήταν η Γ1, η οποία πέθανε χωρίς διαθήκη, την 10-1-1971 και ότι πριν από το έτος 1960 είχε μεταβιβάσει και παραδώσει την εξ αδιαιρέτου νομή του ακινήτου τούτου στα τρία παιδιά της Γα, ψ2 και Γβ και, περαιτέρω, δέχεται ότι ο απώτερος δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων - εκκαλούντων Γα περί το έτος 1960 μεταβίβασε και παρέδωσε έκτοτε το ιδανικό του μερίδιο του 1/3 εξ αδιαιρέτου της συννομής του επί της επίδικης διωρόφου οικίας, λόγω δωρεάς, στους εφεσίβλητους - εναγομένους Ψα και Ψ4, τέκνα του αδελφού του Ψ2, στη συνέχεια αναφέρει ότι στις 1-9-1962 ο πατέρας των εφεσιβλήτων Ψ2 εκμισθώνει τμήμα της επίδικης οικίας στον Ζβ, κατόπιν εγγράφου παραγγελίας της μητρός του Χ και, περαιτέρω, ότι στις 5-5-1971, δηλ, μετά το θάνατό της Γ1, εκμισθώνει τμήμα της επίδικης οικίας στον ίδιο μισθωτή, κατόπιν παραγγελίας των αδελφών αυτού Γα και Γβ ως κληρονόμων του πατρός των Γ και της μητρός των Γ1, χωρίς να αιτιολογεί επαρκώς, γιατί, παρά τις ως άνω μεταβιβάσεις της νομής, εξακολούθησαν να εκμισθώνουν την επίδικη οικία, κατά μεν το έτος 1962, η προ του έτους 1960 κυρία και νομέας αυτής Γ1, κατά δε το έτος 1971, οι κληρονόμοι αυτής, μεταξύ των οποίων και οι υιός της Γα και όχι κατά το μερίδιο του τελευταίου οι εναγόμενοι. Επομένως, οι ως άνω από το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, στο σύνολό τους εκτιμώμενοι και συμπληρούμενοι, κατά τον ίδιο λόγο αναιρέσεως, από τον εισηγητή, κατ'άρθρο 562 παρ.4 ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι. Μετά ταύτα, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

Αναιρεί την 72/2006 απόφαση του Εφετείου Ιωαννίνων. 

Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την απόφαση που αναιρέθηκε. Και 

Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ. 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 1 Απριλίου 2008. Και 

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Μαΐου 2008. 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

Στην περίπτωση επαγγελματικής μίσθωσης η παραχώρηση χρήσης του μισθίου δεν αλλοιώνει υποκειμενικά τη μισθωτική σχέση, η οποία εξακολουθεί να λειτουργεί μεταξύ των αρχικά συμβληθέντων (εκμισθωτή και μισθωτή), η δε νομιμοποίηση για την άσκηση των δικαι..Αριθμός 51/2006 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ.

$
0
0

Κοινό κληρονομιαίο ακίνητο. Χρησικτησία μεταξύ συγκληρονόμων. - Αριθμός 1526/2006  ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Στην περίπτωση επαγγελματικής μίσθωσης η παραχώρηση χρήσης του μισθίου δεν αλλοιώνει υποκειμενικά τη μισθωτική σχέση, η οποία εξακολουθεί να λειτουργεί μεταξύ των αρχικά συμβληθέντων (εκμισθωτή και μισθωτή), η δε νομιμοποίηση για...
την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την αρχική (κύρια) σύμβαση μίσθωσης εξακολουθεί να υπάρχει μεταξύ τους. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 593 Α.Κ. και 11 του π.δ. 34/1995 συνάγεται ότι με συμφωνία των μερών της συμβάσεως μισθώσεως μπορεί να παραχωρηθεί η χρήση του μισθίου ακινήτου του από το μισθωτή σε τρίτο ή σε εταιρία που θα συσταθεί με συμμετοχή και του μισθωτή. Η παραχώρηση όμως αυτή της χρήσεως του μισθίου δεν αλλοιώνει υποκειμενικά τη μισθωτική σχέση, η οποία εξακολουθεί να λειτουργεί μεταξύ των αρχικά συμβληθέντων, δηλαδή του εκμισθωτή και του μισθωτή, η δε νομιμοποίηση για την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την αρχική κύρια σύμβαση της μισθώσεως εξακολουθεί να υπάρχει μεταξύ τους. Και στην περίπτωση ακόμη που ο εκμισθωτής έχει συμφωνήσει στην παραχώρηση της χρήσεως του μισθίου από το μισθωτή σε τρίτο πρόσωπο ή στην παραχώρηση της χρήσεως του μισθίου σε εταιρία στην οποία συμμετέχει ο μισθωτής η νέα δημιουργούμενη σχέση είναι παρεπομένη έναντι αυτού (εκμισθωτή) και εκείνος στον οποίο παραχωρήθηκε η χρήση δεν υπεισέρχεται στην σύμβαση της μισθώσεως. Εξάλλου ορίζει το άρθρο 516 παρ. 1 ΚΠολΔ ότι «δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή ενμέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοί τους, οι ειδικοί διάδοχοί τους, εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής και οι εισαγγελείς πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοι». Ως ειδικοί διάδοχοι νομιμοποιούμενοι στην άσκηση εφέσεως νοούνται τα πρόσωπα τα οποία απέκτησαν το επίδικο δικαίωμα. Επομένως ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο ψέγεται η απόφαση του Εφετείου για το λόγο ότι απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως για να είναι ορισμένος πρέπει να διαλαμβάνει κατά τρόπο συγκεκριμένο τη διάταξη ουσιαστικού δικαίου, με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της οποίας απορρίφθηκε η έφεση για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως του εκκαλούντος.

Αριθμός 51/2006

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 

Δ'Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κρητικό, Αντιπρόεδρο, Γεώργιο Βούλγαρη, Δημήτριο Κυριτσάκη, Αχιλλέα Νταφούλη και Ελένη Μαραμαθά, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Οκτωβρίου 2005, με την παρουσία και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ: 

Των αναιρεσειόντων: 1. Β.Μ., κατοίκου Μοσχάτου Αττικής και 2. ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ΧΧΧ, που εδρεύει στο Μοσχάτο και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ατομικής επιχείρησης «Β.Μ.» λόγω μετατροπής αυτής σε ανώνυμη εταιρεία, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ΧΧΧ, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευάγγελο Μπέη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26 Οκτωβρίου 2001 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3171/2002 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6890/2003 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 20 Νοεμβρίου 2003 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνον η αναιρεσίβλητη, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ελένη Μαραμαθά, ανάγνωσε την από 18 Δεκεμβρίου 2004 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη. 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Από το άρθρο 568 παρ. 4 εδ. α, β Κ.Πολ.Δ. κατά το οποίο ο επισπεύδων τη συζήτηση διάδικος επιδίδει κλήση τους άλλους διαδίκους και από το άρθρο 576 παρ. 1, 2 και 3 του ιδίου Κώδικα κατά το οποίο επί ερημοδικίας στην αναιρετική δίκη ερευνάται αν ο αιτών διάδικος επισπεύδει τη συζήτηση ή αν κλητεύθηκε από τον επισπεύδοντα αυτήν, συνάγεται, ότι αν τη συζήτηση επισπεύδει ο αναιρεσίβλητος οφείλει να κλητεύσει τον αναιρεσείοντα, σε καταφατική δε περίπτωση ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Εξ άλλου στην περίπτωση αναβολής της υποθέσεως από το πινάκιο εφαρμόζεται κατά το άρθρο 498 παρ. 2, 3 Κ.Πολ.Δ. και η διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 αυτού, κατά την οποία η αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο για τη μετ’αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, χωρίς να απαιτείται κλήση του διαδίκου που δεν έχει εμφανισθεί για τη μετ’αναβολή δικάσιμο, υπό την απαραίτητη όμως προϋπόθεση ότι η προηγούμενη κλήτευση ήταν νόμιμη και εμπρόθεσμη. 
Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσίβλητη επέσπευσε τη συζήτηση της υποθέσεως για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 23.09.05 (μετά από ματαίωση της 14.01.05) κατά την οποία κλήτευσε τους αναιρεσείοντες νόμιμα και εμπρόθεσμα (βλ. τις εκθέσεις επιδόσεως 4926, 4927/03.03.05 του αρμόδιου δικαστικού επιμελητού στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Στέφανου Δήμου). Η υπόθεση όμως αναβλήθηκε από το πινάκιο για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας αποφάσεως, κατά την οποία δεν παρέστησαν οι αναιρεσείοντες. Επομένως πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία τους. 
ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 593 Α.Κ. και 11 του π.δ. 34/1995 συνάγεται ότι με συμφωνία των μερών της συμβάσεως μισθώσεως μπορεί να παραχωρηθεί η χρήση του μισθίου ακινήτου του από το μισθωτή σε τρίτο ή σε εταιρία που θα συσταθεί με συμμετοχή και του μισθωτή. Η παραχώρηση όμως αυτή της χρήσεως του μισθίου δεν αλλοιώνει υποκειμενικά τη μισθωτική σχέση, η οποία εξακολουθεί να λειτουργεί μεταξύ των αρχικά συμβληθέντων, δηλαδή του εκμισθωτή και του μισθωτή, η δε νομιμοποίηση για την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την αρχική κύρια σύμβαση της μισθώσεως εξακολουθεί να υπάρχει μεταξύ τους. Και στην περίπτωση ακόμη που ο εκμισθωτής έχει συμφωνήσει στην παραχώρηση της χρήσεως του μισθίου από το μισθωτή σε τρίτο πρόσωπο ή στην παραχώρηση της χρήσεως του μισθίου σε εταιρία στην οποία συμμετέχει ο μισθωτής η νέα δημιουργούμενη σχέση είναι παρεπομένη έναντι αυτού (εκμισθωτή) και εκείνος στον οποίο παραχωρήθηκε η χρήση δεν υπεισέρχεται στην σύμβαση της μισθώσεως. Εξάλλου ο λόγος αναιρέσεως κατά τον οποίο όχι ορθά το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος δεν συνέτρεχε υπό τα εκτιθέμενα επαρκώς περιστατικά θεμελιωτικά της νομιμοποιήσεως περιστατικά ενεργητική ή παθητική νομιμοποίηση στηρίζεται στον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ενώ αν ο ενάγων (ή ο εναγόμενος στην ένστασή του) δεν επικαλείται στοιχεία νομιμοποιήσεως, σύμφωνα με το νόμο, η αγωγή ή η ένσταση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, γιατί δεν στηρίζεται στο νόμο και επομένως ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να στηρίζεται στον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Εξάλλου ορίζει το άρθρο 516 παρ. 1 ΚΠολΔ ότι «δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή ενμέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοί τους, οι ειδικοί διάδοχοί τους, εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής και οι εισαγγελείς πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοι». Ως ειδικοί διάδοχοι νομιμοποιούμενοι στην άσκηση εφέσεως νοούνται τα πρόσωπα τα οποία απέκτησαν το επίδικο δικαίωμα. Επομένως ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο ψέγεται η απόφαση του Εφετείου για το λόγο ότι απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως για να είναι ορισμένος πρέπει να διαλαμβάνει κατά τρόπο συγκεκριμένο τη διάταξη ουσιαστικού δικαίου, με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της οποίας απορρίφθηκε η έφεση για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως του εκκαλούντος. 
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως διατείνεται κατ’ εκτίμηση η δεύτερη αναιρεσείουσα εταιρία, ότι μετά την άσκηση της αγωγής από την αναιρεσίβλητη εταιρία κατέστη καθολική διάδοχος της ατομικής επιχειρήσεως του πρώτου αναιρεσείοντος Β. Μ. και ότι υπ’αυτή την ιδιότητα νομιμοποιείται σε άσκηση εφέσεως κατά της εκδοθείσας σε βάρος του ανωτέρω Β. Μ. πρωτόδικης αποφάσεως και ότι εσφαλμένως παρά το λόγο απορρίφθηκε από το Εφετείο η έφεσή της ως απαράδεκτη για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως σε άσκηση εφέσεως. Όμως για την πληρότητα του λόγου αυτού αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ θα έδει η δεύτερη αναιρεσείουσα να αναφέρει προεχόντως τη διάταξη ουσιαστικού δικαίου, με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της οποίας απορρίφθηκε η έφεσή της. Όμως στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως τέτοια αναφορά δεν γίνεται. Επομένως ο σχετικός πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι αόριστος και επομένως απαράδεκτος. Ο ίδιος δε άνω πρώτος λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος του που αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος εφόσον λόγω της άνω απορρίψεως η απόφαση δεν ερεύνησε κατ’ουσίαν την υπόθεση και δεν διατύπωσε αποδεικτικό πόρισμα. 
ΙΙΙ. Για να είναι ορισμένος ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθμός 1 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο με σαφήνεια 1) ο φερόμενος ως παραβιασθείς κανόνας ουσιαστικού δικαίου και μάλιστα ενάριθμα 2) οι πραγματικές διαπιστώσεις (παραδοχές της ελάσσονος προτάσεως του δικανικού συλλογισμού) που θεμελίωσαν την κρίση του δικαστηρίου για το βάσιμο ή μη της αγωγής ή του ισχυρισμού και η έννομη συνέπεια που βάσει αυτών καταγνώσθηκε και 3) το νομικό σφάλμα, δηλαδή που βρίσκεται η παραβίαση κατά την ερμηνεία ή εφαρμογή του κανόνα. 
Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται με το δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως και υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθμός 1 Κ.Πολ.Δ., ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση εσφαλμένα δέχθηκε έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεώς της και ούτω παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του Ν. 2190/1920 «Περί Ανωνύμων Εταιρειών», ως και του Ν. Δ/τος 1297/1972 «Περί μετατροπής Επιχειρήσεως σε Α.Ε.». Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, λόγω της αοριστίας του αφού δεν αναφέρονται ενάριθμα κατά τρόπο συγκεκριμένο οι παραβιασθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του Ν. 2190/1920 και του Ν. Δ/τος 1297/1972. 
IV. Κατά το άρθρο 332 Κ.Πολ.Δ. το δεδικασμένο λαμβάνεται μεν αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, όμως για να ιδρυθεί λόγος αναιρέσεως σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 16 ιδίου Κώδικα πρέπει να έχει προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας ισχυρισμός περί δεδικασμένου με λόγο εφέσεως ή με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων εφέσεως. Ο σχετικός ισχυρισμός περί δεδικασμένου δεν μπορεί να προβληθεί για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου και αυτό γιατί το δεδικασμένο δεν ανήκει στους κανόνες δημοσίας τάξεως, αφού οι διατάξεις που το καθιερώνουν έχουν τεθεί για την εξυπηρέτηση ιδιωτικού συμφέροντος και όχι άλλου ανώτερου κοινωνικού σκοπού. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως (πρώτο μέρος) αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 16 Κ.Πολ.Δ. και ειδικότερα ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση με το να δεχθεί ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο από την 5833/2001 απόφαση του ιδίου Εφετείου, παραβίασε την ως άνω διάταξη του άρθρου 554 αριθμός 16 Κ.Πολ.Δ. Ο λόγος αυτός είναι αόριστος και συνεπώς απαράδεκτος γιατί δεν αναφέρεται, ότι προτάθηκε το δεδικασμένο στο δικαστήριο της ουσίας, είτε με λόγο εφέσεως, είτε με πρόσθετο λόγο. 
V. Με το δεύτερο μέρος του τρίτου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως και το πρώτο μέρος του τετάρτου λόγου αποδίδεται η πλημμέλεια στην προσβαλλομένη απόφαση από το άρθρο 559 αριθμός 19 και 559 αριθμός 20 Κ.Πολ.Δ. για το λόγο ότι περιέχει αντιφατικές διατάξεις και αιτιολογίες. Α) 1) όσον αφορά τα μισθώματα των μηνών Μαΐου Αυγούστου 2001 και το μίσθωμα του μηνός Σεπτεμβρίου 2001 με το να δεχθεί ότι δεν υπάρχει δυστροπία καταβολής για τα πρώτα ενώ υπάρχει δυστροπία καταβολής για το μίσθωμα του Σεπτεμβρίου 2001 και 2) τις καταθέσεις των μαρτύρων με το να δεχθεί ότι δεν είναι πειστικές και την από 25.10.2001 εξώδικη δήλωση - διαμαρτυρία του πρώτου αναιρεσείοντος ότι είναι προσχηματική. Β) Και για το λόγο ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο της από 25.10.2001 εξώδικης διαμαρτυρίας του. Το Εφετείο όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Με την υπ'αριθμόν 5833/2002 απόφαση του Εφετείου κρίθηκε ότι η καθυστέρηση περί την καταβολή των μισθωμάτων των μηνών Μαρτίου - Απριλίου 2001 οφείλετο σε γεγονός για το οποίο ο εκκαλών δεν είχε ευθύνη. Περαιτέρω το Εφετείο δέχεται ότι στην άνω απόφαση του Εφετείου γίνεται μνεία ότι στις 13.8.2001 ο εκκαλών προσέφερε στην εκμισθώτρια όλα τα μέχρι τότε οφειλόμενα μισθώματα, αλλά αυτή αρνήθηκε να τα παραλάβει, δηλαδή κατέστη υπερήμερη. Τούτων ένεκα δέον να θεωρηθεί ότι και τα επίδικα μισθώματα των μηνών Μαΐου - Αυγούστου 2001 προσφέρθηκαν στην εφεσίβλητη προσηκόντως πλην αυτή αρνήθηκε να τα παραλάβει. Δεν αποδεικνύεται όμως ότι το ίδιο συνέβη και με το μίσθωμα του μηνός Σεπτεμβρίου 2001 που όπως προκύπτει από τα πρακτικά του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και την από 13.3.2002 απόδειξη του πληρεξουσίου Δικηγόρου της ενάγουσας καταβλήθηκε μαζί με τα λοιπά μισθώματα και τους τόκους κατά τη συζήτηση της αγωγής. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι μετά την 13.8.2001 προσέφερε στην ενάγουσα και το μίσθωμα Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους, αλλά αποκρούσθηκε καθώς και οι σχετικές καταθέσεις των μαρτύρων του δεν είναι πειστικές. Επίσης το Εφετείο δέχεται ότι η δήλωση που περιέχεται στην από 25.10.2001 εξώδικη διαμαρτυρία του, κατά την οποία «σε περίπτωση πάλι αρνήσεώς σας να παραλάβετε τα ως άνω οφειλόμενα τα ποσά, αυτά θα κατατεθούν στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων» είναι προσχηματική. Με βάση τις άνω παραδοχές το Εφετείο δέχθηκε ότι η μη καταβολή του μισθώματος του μηνός Σεπτεμβρίου 2001 οφείλεται σε δυστροπία του και απέρριψε την έφεσή του επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση. Με το να δεχθεί τα ως άνω το Εφετείο δεν περιέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες ως προς τα μισθώματα Μαΐου - Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 2001 και πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως ως αβάσιμος. Περαιτέρω απορριπτέος ως αβάσιμος ελέγχεται και ο από το άρθρο 559 αριθμός 20 Κ.Πολ.Δ. λόγος, αφού το δικαστήριο προέβη σε ορθή ανάγνωση της από 26.10.2001 εξωδίκου διαμαρτυρίας του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος πλην την εκτίμησε διαφορετικά από αυτόν. Τέλος απορριπτέος ως παντελώς αόριστος ελέγχεται και ο πέμπτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι πλημμέλειες από το άρθρο 559 αριθμός 1, 16, 17, 19 και 20 ως και του άρθρου 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., αφού ουδόλως καθορίζεται σε τι συνίσταται εκάστη τούτων. 
Κατ’ ακολουθίαν των παραπάνω η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και οι αναιρεσείοντες ως ηττώμενοι να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης.

Σε περίπτωση συνεκμίσθωσης, καθένας συνεκμισθωτής μπορεί, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 480 ΑΚ, να ασκήσει αυτοτελή αγωγή και να ζητήσει την αναπροσαρμογή του μισθώματος στο ποσοστό που αντιστοιχεί στην ιδανική του μερίδα πάνω στο κοινό μίσθιο ή μ.Αριθμός 1746/2006 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ.

$
0
0

Κοινό κληρονομιαίο ακίνητο. Χρησικτησία μεταξύ συγκληρονόμων. - Αριθμός 1526/2006  ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Σε περίπτωση συνεκμίσθωσης, καθένας συνεκμισθωτής μπορεί, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 480 ΑΚ, να ασκήσει αυτοτελή αγωγή και να ζητήσει την αναπροσαρμογή του μισθώματος στο ποσοστό που αντιστοιχεί στην ιδανική του μερίδα πάνω ..
στο κοινό μίσθιο ή μισθωτικό δικαίωμά του, αφού το δικαίωμα της αναπροσαρμογής, είναι διαιρετό κατά την κτήση ή την άσκησή του.

Διατάξεις:
ΑΚ: 371, 480, 789
ΚΠολΔ: 559 αριθ. 1
ΠΔ: 34/1995 αρθ. 7 

Αριθμός 1746/2006 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ'Πολιτικό Τμήμα 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κρητικό, Αντιπρόεδρο, Αχιλλέα Νταφούλη, Ελένη Μαραμαθά, Πλαστήρα Αναστασάκη και Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 6 Οκτωβρίου 2006, με την παρουσία και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων:XXX, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Παραμυθιώτη, χωρίς να καταθέσει προτάσεις.

Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΧΑΡΤΟΠΟΙΪΑ ΦΘΙΩΤΙΔΟΣ ΑΕΒΕ", που εδρεύει στο Μοσχάτο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1 Οκτωβρίου 2002 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1499/2003 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6080/2004 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 15 Νοεμβρίου 2004 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνον οι αναιρεσείοντες, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αχιλλέας Νταφούλης, ανέγνωσε την από 21 Σεπτεμβρίου 2006 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από την προσκομιζόμενη με επίκληση 7523β/8-2-2006 έκθεση του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Αλ. Πάπαρη, αποδεικνύεται, ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση στη σημερινή δικάσιμο επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην αναιρεσίβλητη. Αυτή όμως δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου με πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσε δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ.
Συνεπώς η συζήτηση πρέπει να προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ). 
ΙΙ. Σε περίπτωση συνεκμίσθωσης, καθένας συνεκμισθωτής μπορεί, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 480 ΑΚ, να ασκήσει αυτοτελή αγωγή και να ζητήσει την αναπροσαρμογή του μισθώματος στο ποσοστό που αντιστοιχεί στην ιδανική του μερίδα πάνω στο κοινό μίσθιο ή μισθωτικό δικαίωμά του, αφού το δικαίωμα της αναπροσαρμογής, είναι διαιρετό κατά την κτήση ή την άσκησή του. Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχτηκε τα ακόλουθα: Με την από 1-10-2002 αγωγή τους οι ενάγοντες (αναιρεσείοντες) ισχυρίστηκαν ότι είναι συγκύριοι εξ αδιαιρέτου, κατά ποσοστό 20% ο πρώτος και 10% η δεύτερη, του σ'αυτή μίσθιου ακινήτου, που εκμίσθωσαν κατά τα ανωτέρω ποσοστά, μαζί με άλλους συγκύριους, τμηματικά, με δύο αυτοτελείς συμβάσεις, στην εταιρεία με την επωνυμία "Βιομηχανία Χάρτου και Χαρτονίων ΕΠΕ", στη θέση της οποίας στη μισθωτική σχέση έχει υπεισέλθει η εναγόμενη (αναιρεσίβλητη), προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητάς της (παραγωγή και επεξεργασία χάρτου). Με τα από 15-9-1992 και 15-12-1992 ιδιωτικά συμφωνητικά συμφωνήθηκε, εκτός από άλλα, αναπροσαρμογή του μισθώματος των δύο μισθωθέντων τμημάτων του όλου ακινήτου, ανά πενταετία και διετία, αντίστοιχα, με κοινή συμφωνία των μερών και σε περίπτωση διαφωνίας από το μονομελές πρωτοδικείο Αθηνών. Το καταβαλλόμενο από 1-1-1998 ετήσιο μίσθωμα, που αντιστοιχεί το ποσοστό ετήσιου μισθώματος των ως άνω ιδανικών μεριδίων τους, ανερχόμενο σε 3.000.000 δραχμές για τον πρώτο και 1.500.000 δραχμές για τη δεύτερη, καθορίστηκε μονομερώς από την εναγόμενη, η οποία στη συνέχεια από το Νοέμβριο του 2001 αναπροσάρμοσε επίσης μονομερώς το αντιστοιχούν στα ιδανικά τους μερίδια ετήσιο μίσθωμα σε 3.081.000 και 1.540.000 δραχμές, ποσά τα οποία εισπράττουν αυτοί με επιφύλαξη, δεδομένου ότι απέκρουσαν τις μονομερείς αυτές αναπροσαρμογές. Με βάση το ιστορικό αυτό και την περαιτέρω επίκληση, αφενός ότι υπάρχει μεταξύ τους συμφωνία αναπροσαρμογής του μισθώματος "κατ'άλλον τρόπον"και αφετέρου ότι η μονομερής από την εναγόμενη αναπροσαρμογή του μισθώματος δεν έγινε κατά δικαία κρίση, ζήτησαν οι αναιρεσείοντες να αναπροσαρμοστεί (προσδιοριστεί) κατά το άρθρο 371 εδ. β ΑΚ το μίσθωμα και των δύο μισθώσεων για τα ιδανικά τους μερίδια στα αναφερόμενα στην αγωγή λεπτομερώς για τον καθένα ποσά. Με τέτοιο περιεχόμενο η αγωγή, έκρινε στη συνέχεια το Εφετείο, ήταν απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη, διότι οι ενάγοντες, όπως συνομολογούν, δεν διαθέτουν την πλειοψηφία των μεριδίων και επιπλέον δεν ζητούν την αναπροσαρμογή όλου του μισθώματος, αλλά μόνο του ποσοστού που ανήκει σ'αυτούς. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τις επικαλούμενες διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 480, 371 και 789 ΑΚ και 7 π.δ. 34/1995, επομένως υπέπεσε στην αποδιδόμενη πλημμέλεια από το εδάφιο 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. Συνακόλουθα είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, ώστε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Μετά απ'αυτά πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Εφετείο Αθηνών για περαιτέρω εκδίκασή της, διότι είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔικ.).

Για τους λόγους αυτούς 

Αναιρεί την 6080/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.

Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκασή της στο ίδιο Εφετείο Αθηνών, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Και - 

Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, που ορίζει σε επτακόσια είκοσι (720) ευρώ. 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Οκτωβρίου 2006. Και 

Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 3 Νοεμβρίου 2006.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Σε περίπτωση που η μίσθωση έχει διάρκεια (αρχική ή κατά παράταση) μεγαλύτερη των 16 ετών δεν οφείλεται αποζημίωση για άυλη εμπορική αξία, διότι ο μισθωτής με την παραμονή του στο μίσθιο επί 16 έτη και πλέον και την κατά το μεγαλο αυτό χρονικό διάστημ..Αριθμός 461/2006 Εφετείο Λάρισας

$
0
0

Κοινό κληρονομιαίο ακίνητο. Χρησικτησία μεταξύ συγκληρονόμων. - Αριθμός 1526/2006  ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Σε περίπτωση που η μίσθωση έχει διάρκεια (αρχική ή κατά παράταση) μεγαλύτερη των 16 ετών δεν οφείλεται αποζημίωση για άυλη εμπορική αξία, διότι ο μισθωτής με την παραμονή του στο μίσθιο επί 16 έτη και πλέον και την κατά το μεγαλο αυτό χρονικό διάστημα άσκηση..
και ανάπτυξη της εμπορικής δραστηριότητας του, θεωρείται ότι την καρπώθηκε.

Δώρα(Απόσπασμα)

Αριθμός 461/2006

Εφετείο Λάρισας

Πρόεδρος: Ζ. Βασιλόπουλος
Εισηγητής: Γ. Αποστολάκης, Εφέτης
Δικηγόροι: Ν. Χατζησταματίου, Σ. Παπακώστα

...3. Με τη διάταξη του άρθρου 7 §14 ν. 2741/ 1999 αντικαταστάθηκε το άρθρο 60 του π.δ. 34/1995 ως εξής "1. Σε περίπτωση απόδοσης του μισθίου λόγω λήξης της μίσθωσης σύμφωνα με τις §§ 10 ώς 14 του άρθρου 58 του παρόντος και σε κάθε περίπτωση λήξης της μίσθωσης λόγω συμπλήρωσης δωδεκαετίας, ο εκμισθωτής οφείλει στο μισθωτή για την αποκατάσταση της άυλης εμπορικής αξίας ποσό ίσο με το καταβαλλόμενο κατά το χρόνο της λήξης της μίσθωσης είκοσι τεσσάρων (24) μηνών. 
2. Ο εκμισθωτής υποχρεούται να καταβάλει την αποζημίωση του παρόντος άρθρου πριν την απόδοση του μισθίου, αλλιώς ο μισθωτής δικαιούται να αρνηθεί την απόδοση". Εξάλλου με τη διάταξη του άρθρου 7 §15 του ίδιου νόμου αντικαταστάθηκε το άρθρο 61 του π.δ. 34/1995 και ορίστηκε ότι δεν οφείλεται η εν λόγω αποζημίωση, πλην άλλων και "δ. Στις περιπτώσεις που η αγωγή απόδοσης του μισθίου για λήξη της μίσθωσης, που έχει επέλθει είτε σύμφωνα με τις §§ 10 ώς 14 του άρθρου 50 του παρόντος, είτε λόγω συμπλήρωσης δωδεκαετίας, ασκηθεί μετά παρέλευση εννέα (9) μηνών από αυτή τη λήξη της μίσθωσης. Μετά την άπρακτη πάροδο του εννεαμήνου η μίσθωση θεωρείται ότι έχει παραταθεί για τέσσερα (4) χρόνια, μετά δε τη λήξη της τετραετίας δεν οφείλονται τα ποσά του προηγούμενου άρθρου". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι στη ρύθμιση τους υπάγεται αναλογικά, διότι υπάρχει όμοια κατάσταση συμφερόντων μισθωτή και εκμισθωτή, και η περίπτωση των μισθώσεων με μεγαλύτερη μεν της 12ετίας συμβατική (αρχική ή κατά παράταση) διάρκεια, που λήγει μετά την έναρξη ισχύος του ν. 2741/ 1999 (28.9.99), η οποία όμως δεν υπερβαίνει τα 16 χρόνια. Αντιθέτως σε περίπτωση που η μίσθωση έχει διάρκεια (αρχική ή κατά παράταση) μεγαλύτερη των 16 ετών, οι εν λόγω διατάξεις δεν έχουν εφαρμογή και συνεπώς δεν οφείλεται αποζημίωση για άυλη εμπορική αξία, διότι ο μισθωτής με την παραμονή του στο μίσθιο επί 16 έτη και πλέον και την κατά το μεγαλο αυτό χρονικό διάστημα άσκηση και ανάπτυξη της εμπορικής δραστηριότητας του, θεωρείται ότι την καρπώθηκε. Πιο συγκεκριμένα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 61 περ. δ` π.δ. 34/1995, ερμηνευόμενη τελολογικά, ο νομοθέτης δεν θέλησε να διακρίνεται αν η (επιπλέον της ελάχιστης 12ετούς νόμιμης διάρκειας της μισθώσεως) τετραετία διανύεται ως συμβατικός ή ως τέτοιος της νόμιμης παρατάσεως χρόνος (ΕφΑθ 1124/2005 ΝοΒ 53 (2005) σελ. 1455 = ΕλλΔνη 46 (2005) σελ. 1141, ΕφΑθ 739/2005 Ελ/Δνη 46 (2005) σελ. 1143, 69/2004 ΕπΔικΠολ 2004 σελ. 355,1. Κατράς, Πανδέκτης Μισθώσεων και Οροφοκτησίας, 2002, σ. 288 και 296, αντίθετα Ι. Κωστόπουλος, ΕπΔικΠολ 2003 σελ. 295). 
Εν προκειμένω, ο εφεσίβλητος με την ανταγωγή του ισχυρίσθηκε ότι την 1.2.1983 είχε μισθώσει μαζί με τον Σ.Δ. από τη δικαιοπάροχο του αντεναγομένου την ένδικη επαγγελματική στένη, την απόδοση της οποίας ζητούσε ο τελευταίος με την αγωγή του. Ότι η μίσθωση μετά τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου 4 ετών παρατάθηκε συμβατικά με διαδοχικές συμφωνίες μέχρι 31.12.2000. Οτι κατά τη διάρκεια των παρατάσεων ο μεν αντενάγων κατέστη ο μόνος μισθωτής, ο δε αντεναγόμενος υπεισήλθε στη θέση του εκμισθωτή. Οτι με συμφωνία των διαδίκων ακολούθησε και άλλη παράταση της μίσθωσης μέχρι τις 31.12.2003 οπότε και έληξε και η μίσθωση έγινε αορίστου χρόνου. Οτι με βάση τα ανωτέρω δικαιούται, ενόψει του αγωγικού αιτήματος περί αποδόσεως της χρήσεως του μισθίου λόγω καταγγελίας, αποζημίωση κατά το άρθρο 60 π.δ. 34/ 1995 για την άυλη εμπορική αξία του μισθίου ίση με 24 μηνιαία μισθώματα δηλαδή 14.616 ευρώ. Για τους λόγους αυτούς ζήτησε την καταψήφιση του ανωτέρω ποσού. Σύμφωνα όμως με τα προαναφερόμενα, εφόσον η ένδικη μίσθωση είχε διάρκεια (αρχική και κατά παράταση) μεγαλύτερη των 16 ετών (1983-2003), η διάταξη του άρθρου 60 π.δ. 34/1995 δεν έχει εφαρμογή και συνεπώς δεν οφείλεται αποζημίωση για άυλη εμπορική αξία, διότι ο αντενάγων μισθωτής, με την παραμονή του στο μίσθιο επί 16 έτη και πλέον και την κατά το μεγαλο αυτό χρονικό διάστημα άσκηση και ανάπτυξη της εμπορικής δραστηριότητας του, θεωρείται ότι την καρπώθηκε. Επρεπε λοιπόν η ανταγωγή να απορριφθεί ως μη νόμιμη. Τα ίδια είπε και η εκκαλούμενη και απέρριψε την ανταγωγή ως μη νόμιμη. Επομένως ορθά εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε. Γι` αυτό η έφεση, με την οποία ο εκκαλών με το μοναδικό της λόγο ισχυρίζεται ότι η ορθή ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων είναι ότι σε κάθε περίπτωση που η μίσθωση διαρκεί πάνω από 12 έτη έστω και πάνω από 16 έτη καταβάλλεται η προαναφερόμενη άυλη αξία, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν στον εκκαλούντα, όπως ορίζεται στο διατακτικό, επειδή ηττάται (176, 183 ΚΠολΔ)...

Σε περίπτωση απόδοσης του μισθίου λόγω λήξης της μίσθωσης σύμφωνα με τις παραγράφους 10 έως 14 του άρθρου 58 του παρόντος και σε κάθε περίπτωση λήξης της μίσθωσης λόγω συμπλήρωσης δωδεκαετίας, ο εκμισθωτής οφείλει στο μισθωτή για την αποκατάσταση της.Αριθμός 1135/2004 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ .

$
0
0

Η συγκυριότητα των διαδίκων στο διανεμητέο ακίνητο ως βάση της αγωγής διανομής κοινού πράγματος - Αριθμός 1705/2008   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Σε περίπτωση απόδοσης του μισθίου λόγω λήξης της μίσθωσης σύμφωνα με τις παραγράφους 10 έως 14 του άρθρου 58 του παρόντος και σε κάθε περίπτωση λήξης της μίσθωσης λόγω συμπλήρωσης δωδεκαετίας, ο εκμισθωτής οφείλει στο μισθωτή για την ..
αποκατάσταση της άυλης εμπορικής αξίας ποσό ίσο με το καταβαλλόμενο κατά τον χρόνο της λήξης της μίσθωσης είκοσι τεσσάρων (24) μηνών. Από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 60 και τις παραγράφους 10-14 του άρθρου 58 του ΠΔ 34/95 προκύπτει ότι οι περιπτώσεις λήξης της μίσθωσης στις οποίες οφείλεται άϋλη εμπορικη αξία είναι όσες μισθώσεις λήξουν κατά τις εκεί διακρίσεις: α) λόγω συμπλήρωσης στη χρήση του μισθίου χρονικού διαστήματος 30 ή 20 ή 12 ετών, στο πρόσωπο του μισθωτή κατά την 31-8- 95, 31-8-96 και 31-9-97 αντιστοίχως, β) κατά την σύμβαση και τα άρθρα 5 του ίδιου ΠΔ/τος από 1-5-92 έως 3-8-97, γ) κατ΄εφαρμογή νεότερης συμφωνίας που έχει καταρτισθεί εγκύρως μέχρι 17-5-92. Και δ) σε κάθε περίπτωση που συμπληρώνεται δωδεκαετία. Ως προς την τελευταία αυτή περίπτωση πρέπει να λεχθούν τα εξής: Ο νόμος γενικώς διαλαμβάνει ότι οφείλεται στο μισθωτή αποζημίωση σε κάθε περίπτωση που συμπληρώνεται δωδεκαετία. Το δικαίωμα του μισθωτή δεν εξαρτάται από τον τρόπο συμπληρώσεως της δωδεκαετίας, δηλαδή αν στηρίζεται στη συμφωνία των μερών ή στον νόμο (με το άρθρο 5 του ΠΔ 34/95 ήδη η μίσθωση ισχύει για δώδεκα έτη και αν ακόμη έχει συμφωνηθεί για βραχύτερο ή αόριστο χρόνο), ούτε αν η λήξη της μίσθωσης επέρχεται μετά την 31-8-97. Θεμελιώνεται το σχετικό δικαίωμα του μισθωτή και όταν η λήξη της μισθώσεως βάσει της συμβάσεως μισθώσεως επέρχεται σε χρόνο μεταγενέστερο της 31-8-97, διότι τέτοια διάκριση δεν γίνεται στο νόμον, ο οποίος γενικώς διαλαμβάνει ότι οφείλεται στο μισθωτή αποζημίωση σε κάθε περίπτωση λήξεως της μίσθωσης λόγω συμπληρώσεως δωδεκαετίας. Εξ άλλου οι ρυθμίσεις του άρθρου 60 (και 61 εδάφ.δ) του ΠΔ 34/95, υπό την αντίθετη εκδοχή, θα ήταν ευχερώς καταστρατηγήσιμες, αφού για την απαλλαγή του εκμισθωτή (για καταβολή άϋλης εμπορικής αξίας) θα αρκούσε η συνομολόγηση συμβατικού χρόνου και κατά μίαν έστω ημέρα μείζονος της δωδεκαετίας.



Διατάξεις:
ΠΔ: 34/95 άρθ. 58, 60
Νόμοι: 2741/1999 άρθ. 7 (ΦΑΝΙΑ)

Αριθμός 1135/2004 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 

Δ'Πολιτικό Τμήμα 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Στυλιανό Πατεράκη, Αντιπρόεδρο, Νικόλαο Κασσαβέτη, Ανάργυρο Πλατή, Γεώργιο Βούλγαρη και Δημήτριο Κυριτσάκη, Αρεοπαγίτες. 

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 6 Φεβρουαρίου 2004, με την παρουσία και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ: 

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Ε. Π. ΑΕΒΕ», που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεμιστοκλή Κλουκίνα. 

Της αναιρεσιβλήτου: Ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «Μ. – Χ. Ο.Ε. οικοδομικές επιχειρήσεις», που εδρεύει στο Περιστέρι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Ανδρέου. 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18 Σεπτεμβρίου 2000 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3705/2001 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 9355/2002 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 20 Ιανουαρίου 2003 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Βούλγαρης, ανάγνωσε την από 8 Ιανουαρίου 2004 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 

Επειδή, στο άρθρο 60 του ΠΔ 34/95 «περί εμπορικών μισθώσεων» όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 14 του άρθρου 7 του Ν. 2741/99, ορίζεται ότι: Σε περίπτωση απόδοσης του μισθίου λόγω λήξης της μίσθωσης σύμφωνα με τις παραγράφους 10 έως 14 του άρθρου 58 του παρόντος και σε κάθε περίπτωση λήξης της μίσθωσης λόγω συμπλήρωσης δωδεκαετίας, ο εκμισθωτής οφείλει στο μισθωτή για την αποκατάσταση της άυλης εμπορικής αξίας ποσό ίσο με το καταβαλλόμενο κατά τον χρόνο της λήξης της μίσθωσης είκοσι τεσσάρων (24) μηνών. Από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 60 και τις παραγράφους 10-14 του άρθρου 58 του ΠΔ 34/95 προκύπτει ότι οι περιπτώσεις λήξης της μίσθωσης στις οποίες οφείλεται άϋλη εμπορικη αξία είναι όσες μισθώσεις λήξουν κατά τις εκεί διακρίσεις: α) λόγω συμπλήρωσης στη χρήση του μισθίου χρονικού διαστήματος 30 ή 20 ή 12 ετών, στο πρόσωπο του μισθωτή κατά την 31-8- 95, 31-8-96 και 31-9-97 αντιστοίχως, β) κατά την σύμβαση και τα άρθρα 5 του ίδιου ΠΔ/τος από 1-5-92 έως 3-8-97, γ) κατ΄εφαρμογή νεότερης συμφωνίας που έχει καταρτισθεί εγκύρως μέχρι 17-5-92. Και δ) σε κάθε περίπτωση που συμπληρώνεται δωδεκαετία. Ως προς την τελευταία αυτή περίπτωση πρέπει να λεχθούν τα εξής: Ο νόμος γενικώς διαλαμβάνει ότι οφείλεται στο μισθωτή αποζημίωση σε κάθε περίπτωση που συμπληρώνεται δωδεκαετία. Το δικαίωμα του μισθωτή δεν εξαρτάται από τον τρόπο συμπληρώσεως της δωδεκαετίας, δηλαδή αν στηρίζεται στη συμφωνία των μερών ή στον νόμο (με το άρθρο 5 του ΠΔ 34/95 ήδη η μίσθωση ισχύει για δώδεκα έτη και αν ακόμη έχει συμφωνηθεί για βραχύτερο ή αόριστο χρόνο), ούτε αν η λήξη της μίσθωσης επέρχεται μετά την 31-8-97. Θεμελιώνεται το σχετικό δικαίωμα του μισθωτή και όταν η λήξη της μισθώσεως βάσει της συμβάσεως μισθώσεως επέρχεται σε χρόνο μεταγενέστερο της 31-8-97, διότι τέτοια διάκριση δεν γίνεται στο νόμον, ο οποίος γενικώς διαλαμβάνει ότι οφείλεται στο μισθωτή αποζημίωση σε κάθε περίπτωση λήξεως της μίσθωσης λόγω συμπληρώσεως δωδεκαετίας. 'Αλλωστε και στις δύο περιπτώσεις είναι ίδια η κατάσταση των συμφερόντων του μισθωτή που δικαιολογεί το δικαίωμα αυτού για αποζημίωση από την προεκτεθείσα αιτία. Ούτε επίσης απέκλεισε ο νομοθέτης την υποχρέωση του εκμισθωτή να καταβάλει άϋλη εμπορική αξία στην περίπτωση λήξης της μίσθωσης λόγω συμπληρώσεώς της, χρόνου συμβατικής διάρκειας μείζονος της δωδεκαετίας. Και τούτο, επειδή διαφορετικά η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 π.δ. 34/1995, που επαναλήφθηκε αυτούσια και στο ν. 2741/1999 (άρθρο 7 παρ. 6) και προβλέπει την εφαρμογή όλων των διατάξεων του π.δ. 34/1995 –χωρίς καμία απολύτως επιφύλαξη ή διάκριση μεταξύ τους- και στις μισθώσεις με συμβατική διάρκεια μεγαλύτερη της δωδεκαετίας και στην οποία ορίζεται ότι «οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται και σε μισθώσεις που έχουν συμφωνηθεί για χρόνο μεγαλύτερο των δώδεκα (12) ετών», θα έχανε το σημαντικότερο πεδίο της εφαρμογής της. Πράγματι, αν η μίσθωση έληγε με τη συμπλήρωση της συμβατικής αυτής διάρκειας χωρίς να οφείλεται η άϋλη εμπορική αξία, τότε στις προαναφερόμενες μισθώσεις δεν θα εφαρμόζονταν όλες οι διατάξεις του π.δ., αποτέλεσμα που θα αναιρούσε τη νομοθετική επιταγή του άρθρου 5 παρ. 2 και θα καθιστούσε την υπέρ αυτού ερμηνεία contra legem, διότι, ο δικαιολογητικός λόγος καθιέρωσης της άϋλης εμπορικής αξίας, που είναι συνυφασμένος με τη μακρόχρονη άσκηση στο μίσθιο της προστατευόμενης δραστηριότητας και την εντεύθεν αύξηση της μισθωτικής του αξίας, συντρέχει κατά μείζονα λόγον όταν η διάρκεια της μίσθωσης υπερβαίνει την δωδεκαετία. Εξ άλλου οι ρυθμίσεις του άρθρου 60 (και 61 εδάφ.δ) του ΠΔ 34/95, υπό την αντίθετη εκδοχή, θα ήταν ευχερώς καταστρατηγήσιμες, αφού για την απαλλαγή του εκμισθωτή (για καταβολή άϋλης εμπορικής αξίας) θα αρκούσε η συνομολόγηση συμβατικού χρόνου και κατά μίαν έστω ημέρα μείζονος της δωδεκαετίας. 
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε κατά ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, τα εξής: Η αναιρεσίβλητη εταιρία με το από 1-12-1976 ιδιωτικό συμφωνητικό εκμίσθωσε στην εταιρία με την επωνυμία «Ε. Π. ΕΠΕ», εκ μετατροπής της οποίας προήλθε η αναιρεσείουσα, ένα κατάστημα αποτελούμενο από ισόγειο 310 τ.μ. υπόγειο 300 τμ πατάρι στο ισόγειο 100 τμ και αποθήκη 40 τμ, που βρίσκεται στην συμβολή της λεωφόρου Κηφισίας 104 και της οδού Μεγάλου Αλεξάνδρου στο Μαρούσι, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από τη μισθώτρια για τη στέγαση της επαγγελματικής της δραστηριότητας (κατάστημα πώλησης επίπλων, φωτιστικών, αντικών). Ότι η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε για εννέα χρόνια από 1/3/1977 έως 1/3/1986 αντί μηνιαίου μισθώματος 45.000 δρχ. το οποίο έπρεπε να προακαταβάλλεται το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα. Ότι η μίσθωση αυτή ως εμπορική υπήχθη στη ρύθμιση του ν.813/1978 και μετά τη λήξη του συμβατικού της χρόνου συνεχίσθηκε, παραταθείσα διαδοχικά αναγκαστικά με βάση τους επακολουθήσαντες αυτού νόμους. Κατά τη διάρκεια της αναγκαστικής ως άνω παράτασής της οι διάδικοι με το από 5-11-1991 ιδιωτικό συμφωνητικό συμφώνησαν: 1) την παράταση της υφισταμένης από το έτος 1976 μίσθωσης για εννέα χρόνια από 1-9-1991 και τη λήξη αυτής στις 31-8-2000 και 2) την αναπροσαρμογή του μηνιαίου μισθώματος από 1- 1-1993 κατά ποσοστό 15% επί του καταβαλλομένου στις 31- 12-1992 μισθώματος του 1.035.000 δρχ., ενώ κατά τα λοιπά εξακολούθησαν να ισχύουν οι όροι και οι συμφωνίες του από 1-12-1976 συμφωνητικού, πλην των όρων περί παρατάσεως. Με το ως άνω συμφωνητικό συνήφθη νεότερη συμφωνία περί οριστικής λύσης της μίσθωσης στις 31/8/2000. Με τη συμφωνία αυτή η μισθώτρια ήταν υποχρεωμένη να αποδώσει τη χρήση του μισθίου ακινήτου στην αναιρεσίβλητη λόγω λήξης κατά την πιο πάνω ημερομηνία της σύμβασης μίσθωσης, με βάση τη μεταγενέστερη από 5-11-1991 αντίθετη συμφωνία. Εν όψει των ως άνω παραδοχών της η προσβαλλομένη απέρριψε την έφεση της ήδη αναιρεσείουσας και επικύρωσε την εκκαλουμένη υπ'αριθ. 3705/2001 απόφαση του Μον.Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε η ανταγωγή της αναιρεσείουσας για επιδίκαση σε αυτή άϋλης εμπορικής αξίας. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 60 του ΠΔ 34/95, την οποία εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε, αφού με βάση τις παραδοχές της προσβαλλομένης έπρεπε να αναγνωρίσει, κατά την διαληφθείσα διάταξη, δικαίωμα αποζημιώσεως υπέρ της αναιρεσείουσας μισθώτριας, η οποία είχε συμπληρώσει χρόνο μεγαλύτερο της δωδεκαετίας συναποτελούμενο από τον τοιούτο των δώδεκα ετών μέχρι την 31-8-1997 και τον περαιτέρω συμβατικό χρόνον μέχρι 31-8-2000 κατά τον οποίο παρέμενε στο μίσθιο βάσει της ως άνω ωρισμένου χρόνου συμβάσεως μισθώσεως που συνήφθη πριν από την 1-5-1992, ευθύς μετά τη λήξη της οποίας ζητήθηκε με την αγωγή της αναιρεσίβλητης ή απόδοση του μισθίου ακινήτου. Συνεπώς πρέπει κατά παραδοχήν του μόνου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως από το άρθρο 559 παρ.1 ΚΠολΔ να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση του Εφετείου Αθηνών. 

Για τους λόγους αυτούς 

Αναιρεί την υπ'αριθμ. 9355/2002 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο που θα συντεθεί από άλλους δικαστές. Και 

Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, την οποία καθορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό (1100) ευρώ. 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Απριλίου 2004. 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο στις 27 Οκτωβρίου 2004. 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

Σε μισθώσεις για τη στέγαση δημοσίων υπηρεσιών αποκλείεται η σιωπηρή αναμίσθωση με την έννοια νέας μισθώσεως με τους ίδιους όρους και για αόριστο χρόνο, επιτρέπεται μόνο παράταση της μίσθωσης που έχει συμφωνηθεί για ορισμένο χρόνο...Αριθμός 534/2005 Εφετείο Λάρισας.

$
0
0

Η συγκυριότητα των διαδίκων στο διανεμητέο ακίνητο ως βάση της αγωγής διανομής κοινού πράγματος - Αριθμός 1705/2008   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Σε μισθώσεις για τη στέγαση δημοσίων υπηρεσιών αποκλείεται η σιωπηρή αναμίσθωση με την έννοια νέας μισθώσεως με τους ίδιους όρους και για αόριστο χρόνο, επιτρέπεται μόνο παράταση της μίσθωσης που έχει συμφωνηθεί για ορισμένο χρόνο. Η παράταση ..
γίνεται μόνο με δήλωση του Υπουργού Οικονομικών. Η χρησιμοποίηση του μισθίου από το Δημόσιο μετά τη λήξη της μίσθωσης θεωρείται ως σιωπηρή παράταση αυτής εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 611 ΑΚ, εφόσον δηλαδή ο εκμισθωτής γνωρίζει την εξακολούθηση της χρήσης και δεν εναντιώνεται σ'αυτή. Στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις ανήκουν οι αρμοδιότητες που αφορούν στη μίσθωση ακινήτων για τη στέγαση δημόσιων σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Η άσκηση από τους ενάγοντες του δικαιώματος τους να καταγγείλουν την ένδικη μίσθωση 23 έτη μετά την πάροδο του συμβατικού της χρόνου δεν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που διαγράφει το άρθρο 281 ΑΚ. Δώρα(Απόσπασμα)

Αριθμός 534/2005

Εφετείο Λάρισας

Πρόεδρος: Κ. Θεοδωροπούλου
Εισηγητής: Γ. Αποστολάκης, Εφέτης
Δικηγόροι: Α. Τρίγκας, Π. Παπαναστασίου, Κ. Χατζόπουλος 

...3. Από τις διατάξεις των άρθρων 28 και 29 του από 19.11.1932 π.δ. "περί στεγάσεως δημοσίων υπηρεσιών", οι οποίες διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 34 του ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι σε μισθώσεις για τη στέγαση δημοσίων υπηρεσιών αποκλείεται η σιωπηρή αναμίσθωση με την έννοια νέας μισθώσεως με τους ίδιους όρους και για αόριστο χρόνο, επιτρέπεται μόνο παράταση της μίσθωσης που έχει συμφωνηθεί για ορισμένο χρόνο. Η παράταση όμως γίνεται μόνο με δήλωση του Υπουργού Οικονομικών και αφού τηρηθούν οι διατυπώσεις και συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τάσσει η διάταξη του ανωτέρω άρθρου 29. Η χρησιμοποίηση του μισθίου από το Δημόσιο μετά τη λήξη της μίσθωσης θεωρείται ως σιωπηρή παράταση αυτής εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 611 ΑΚ, εφόσον δηλαδή ο εκμισθωτής γνωρίζει την εξακολούθηση της χρήσης και δεν εναντιώνεται σ` αυτή. Ως "εναντίωση"κατά την έννοια του νόμου νοείται η μονομερής δήλωση του εκμισθωτή, ότι δεν θέλει την εξακολούθηση της χρήσης του μισθίου, η οποία γνωστοποιείται στο μισθωτή Δημόσιο (ΑΠ 624/2000 Ελλ Δνη 42 (2001) σελ. 150, ΑΠ 574/1999 ΕλλΔνη 41 (2000) σελ. 122, ΑΠ 194/1995 ΕλλΔνη 38 (1997) σελ. 837). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 115 παρ. 2, 4 και 6 π.δ. 30/1996, με το οποίο κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις για τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, τα ανωτέρω ισχύουν ανάλογα και στην περίπτωση μισθώσεως ακινήτου από το νομικό πρόσωπο κάποιας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης για τη στέγαση υπηρεσίας από εκείνες που, άλλοτε δημόσιες, καταργήθηκαν και κατέστησαν υπηρεσίες των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων. Ετσι στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις μεταβιβάσθηκαν σύμφωνα με το ν. 2218/ 1994 οι αρμοδιότητες που αφορούν στη μίσθωση ακινήτων για τη στέγαση δημόσιων σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Τα ίδια ισχύουν και μετά την δημοσίευση του ν. 2817/2000, με το άρθρο 29 παρ. 1α του οποίου αναμεταβιβάσθηκαν στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων οι ανωτέρω αρμοδιότητες που είχαν μεταβιβασθεί στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις με το ν. 2218/1994, διότι με το π.δ. 161/2000 (που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 14 παρ. 29γ του ν. 2218/ 1994) επαναμεταβιβάσθηκαν στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις από 23.6.2000, οι αρμοδιότητες αυτές χωρίς ποτέ να ισχύσει η διάταξη του άρθρου 29 παρ. 1α του ν. 2817/2000, ούτε και κατά το μεσοδιάστημα (14.3.2000 έως 23.6.2000) που μεσολάβησε, δεδομένου ότι δεν υλοποιήθηκαν τα οριζόμενα στο νόμο ως προϋποθέσεις για να ισχύσει η διάταξη αυτή (ΑΠ 310/2003 ΝοΒ 2003 σελ. 1856, ΕφΑθ 92/2003 ΕλλΔνη 2003 σελ. 850, ΕφΠειρ 316/20001 ΕπιθΔικΠολ 2003 σελ. 352). 
Εν προκειμένω, από την κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (βλ. πρακτικά συνεδριάσεως αυτού) και τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Μετά από μειοδοτικό διαγωνισμό, καταρτίσθηκε εγγράφως την 1.4.1974 και 13.3.1976 σύμβαση μισθώσεως μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των Ι.Χ. και Ε.Κ. (πρώτης εφεσίβλητης), δυνάμει της οποίας οι τελευταίοι εκμίσθωσαν στο Δημόσιο ένα ακίνητο τους (οικόπεδο 2.500 τ.μ. με κτίσματα) στην οδό Φ. και Π. της πόλης των Τρικαλων για τη στέγαση δημόσιου εκπαιδευτηρίου και συγκεκριμένα για τη στέγαση του 6ου δημοτικού σχολείου Τρικαλων. Το μίσθωμα καθορίσθηκε σε 15.000 δρχ. το μήνα και προβλέφθηκε σταδιακά η αναπροσαρμονή του. Χρόνος λήξεως της μισθώσεως ορίσθηκε η 15.7.1980, πλην όμως το Δημόσιο συνέχισε να χρησιμοποιεί το μίσθιο και μετά την πάροδο του συμφωνημένου χρόνου χωρίς οι εκμισθωτές που γνώριζαν την εξακολούθηση της χρήσεως, αφού εισέπρατταν τα μισθώματα, να εναντιωθούν σ` αυτό. Σύμφωνα λοιπόν με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες, η μίσθωση παρατάθηκε σιωπηρά για αόριστο χρόνο, πράγμα που εξακολούθησε να ισχύει και μετά την ισχύ του ν. 2218/ 1994, με βάση τον οποίο οι αρμοδιότητες που αφορούν στη μίσθωση ακινήτων για τη στέγαση δημόσιων σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μεταβιβάσθηκαν στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις. Από τότε μισθωτής ήταν το νομικό πρόσωπο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Τρικαλων. Το 1990 ο συνεκμισθωτής Ι.Χ. μεταβίβασε το κατά 1/2 εξ αδιαιρέτου μερίδιο συγκυριότητας του επί του μισθίου στους 2ο, 3ο, 4ο και 5ο ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητους, οι οποίοι έκτοτε υπεισήλθαν αναλογα στη μισθωτική σχέση. Εντέλέι όλοι οι εκμισθωτές στις 16.12.2002 κατάγγειλαν τη μίσθωση επιδιώκοντας την απόδοση του μισθίου, πλην όμως απηύθυναν την καταγγελία όχι στο νομικό πρόσωπο της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, αλλά στα όργανα του Ελληνικού Δημοσίου και συγκεκριμένα στον Υπουργό Οικονομικών και στη (μη αυτοτελή υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας) Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Τρικαλων. Η καταγγελία αυτή δεν επέφερε το επιδιωκόμενο αποτέλέσμα της λύσεως της μισθώσεως, αφού δεν περιήλθε στο μισθωτή. Ωστόσο η μίσθωση σε κάθε περίπτωση είχε λήξει κατά τον χρόνο της συζητήσεως της υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού η ένδικη αγωγή, η άσκηση της οποίας ισχύει και ως καταγγελία (άρθρο 662 ΚΠολΔ), επιδόθηκε στην εναγομένη στις 4.9.2003 και η υπόθεση συζητήθηκε στις 21.1.2004, δηλαδή μετά την πάροδο της δεκαπενθήμερης προθεσμίας που ισχύει για το τέλος του ημερολογιακού μήνα καταγγελίας, όπως -προβλέπεται από το άρθρο 609 ΑΚ για τις μισθώσεις, στις οποίες το μίσθωμα έχει οριστεί κατά μήνα, όπως στην προκείμενη περίπτωση. Περαιτέρω, η άσκηση από τους ενάγοντες του δικαιώματος τους να καταγγείλουν την ένδικη μίσθωση 23 έτη μετά την πάροδο του συμβατικού της χρόνου δεν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που διαγράφει το άρθρο 281 ΑΚ, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εναγομένη. Η μη εναντίωση των εκμισθωτών στη συνέχιση κατά τα ανωτέρω της χρήσεως τη μόνη συνέπεια που είχε ήταν η σιωπηρά παράταση της μισθώσεως. Δεν ήταν ικανή, δεδομένου ότι δεν συνοδεύτηκε με κάποια αλλη συμπεριφορά των εκμισθωτών, να δημιουργήσει (στην αρχή στο Δημόσιο και στη συνέχεια στην εναγομένη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση) εύλογα την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσουν το δικαίωμα τους να αναζητήσουν την απόδοση του μισθίου. Γι` αυτό η ένσταση της εναγομένης περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος από τους ενάγοντες, την οποία πρότεινε στον πρώτο βαθμό και επαναφέρει παλι με το εφετήριό της, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. 
4. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η αγωγή έπρεπε να γίνει δεκτή και να διαταχθεί η απόδοση του ένδικου μισθίου στους ενάγοντες διότι η μίσθωση έληξε. Εφόσον τα ίδια είπε και η εκκαλούμενη απόφαση, έστω και με διαφορετικές αιτιολογίες, δεν έσφαλε κατ'αποτέλεσμα και πρέπει μόνο να αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της. Πρέπει λοιπόν η έφεση, με την οποία η εναγομένη παραπονείται αφ` ενός μεν για κακή εφαρμογή του νόμου αναφορικά με το κύρος της καταγγελίας, αφ'ετέρου δε για κακή εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με την απόρριψη της ενστάσεως από το άρθρο 281 ΑΚ, να απορριφθεί στο σύνολο της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί στην εκκαλούσα, όπως ορίζεται στο διατακτικό, επειδή ηττάται (176, 183 ΚΠολΔ)...

Προϋποθέσεις αποζημίωσης λόγω πρόωρης λύσης της μίσθωσης και αποζημίωση χρήσης...Αριθμός 377/2003 Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου

$
0
0

Κοινό κληρονομιαίο ακίνητο. Χρησικτησία μεταξύ συγκληρονόμων. - Αριθμός 1526/2006  ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Προϋποθέσεις αποζημίωσης λόγω πρόωρης λύσης της μίσθωσης και αποζημίωση χρήσης. Διαφορές των διατάξεων ΑΚ 601 και ΑΚ 597. Προσδιορισμός της αποζημίωσης λόγω πρόωρης λύσης στις εμπορικές μισθώσεις. Έκταση δεδικασμένου..
στις μισθωτικές διαφορές. ΒΟΥΛΑ- Κατά τα άρθρο 597 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., αν ο μισθωτής καθυστερεί το μίσθωμα ολικά ή μερικά ο εκμισθωτής δικαιούται να καταγγείλει τη μίσθωση τουλάχιστον πριν από ένα μήνα, αν πρόκειται για μίσθωση που η διάρκειά της συμφωνήθηκε για ένα χρόνο ή περισσότερο και πριν από δέκα ημέρες στις άλλες μισθώσεις. Δεν αποκλείεται αξίωση του εκμισθωτή για αποζημίωση εξαιτίας της πρόωρης λύσης της μίσθωσης.
Από τη διάταξη αυτή και ιδιαίτερα από το δεύτερο εδάφιό της προκύπτει ότι προϋποθέσεις της αποζημίωσης για την πρόωρη λύση της μίσθωσης είναι: α) έγκυρη σύμβαση μίσθωσης, β) λύση της μίσθωσης με καταγγελία κατ` άρθρο 597ΑΚ, αλλιώς η αγωγή είναι αβάσιμη, γ) πρόωρη λύση, δηλαδή η αποζημίωση για πρόωρη λύση ως αιτία έχει την παράβαση από μέρους του μισθωτή της υποχρέωσής του για ορισμένη διάρκεια της μισθωτικής σύμβασης με τον εξαναγκασμό του εκμισθωτή να την καταγγείλει, διότι δεν καταβάλλει το μίσθωμα.
Εμφανίζεται, επομένως, κυρίως στη μίσθωση ορισμένου χρόνου (608 παρ. 1 ΑΚ) που καταγγέλλεται πριν από τον συμβατικό χρόνο λήξης της και δ) υπαιτιότητα του μισθωτή ως προς την πρόωρη λύση, η οποία μεταφράζεται σε υπαιτιότητα σχετικά με την καθυστέρηση του μισθώματος, πρόκειται δηλαδή για νόθο αντικειμενική ευθύνη και επομένως ο εναγόμενος μπορεί να ισχυρισθεί και να αποδείξει γεγονός για το οποίο δεν φέρει ευθύνη σχετικά με την πρόωρη λύση της μίσθωσης (άρθρα 330,342 ΑΚ) και περαιτέρω να προτείνει την ένσταση συνυπαιτιότητας (άρθρο 300 Α.Κ.) του εκμισθωτή σε σχέση με την πρόκληση και την έκταση της ζημίας του. 
Ετσι, η ζημία του εκμισθωτή λόγω πρόωρης λύσης της ορισμένου χρόνου σύμβασης μίσθωσης συνίσταται στο διαφυγόν κέρδος, δηλαδή στο μίσθωμα ολοκλήρου του υπολοίπου χρόνου της μίσθωσης, οφειλόμενο για τον χρόνο μετά το τέλος της τυχόν παρακράτησης του μισθίου και εφεξής μέχρι να εκμισθωθεί τούτο (βλ. ΕΑ 4553/97 προσαγόμενη και Χ. Παπαδάκη "Αγωγές απόδοσης μισθίου"έκδ. 1990 αρ. 1452 επ. και τις εκεί παραπομπές). 
Εξάλλου, το άρθρο 601 ΑΚ ορίζει ότι ο μισθωτής για όσο χρόνο παρακρατεί το μίσθιο μετά τη λήξη της μίσθωσης οφείλει ως αποζημίωση το συμφωνημένο μίσθωμα, χωρίς αυτό να αποκλείει δικαίωμα του εκμισθωτή να απαιτήσει και άλλη περαιτέρω ζημία. Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι μόνες προϋποθέσεις για την απαίτηση της αποζημίωσης αυτής, που προέρχεται από ενδοσυμβατική αδικοπραξία, λόγω της παράλειψης του μισθωτή να εκπληρώσει, μόλις λήξει η μίσθωση, την υποχρέωσή του για απόδοση του μισθίου είναι η λήξη της μίσθωσης και η μετά ταύτα παράνομη παρακράτηση του μισθίου από το μισθωτή. Για την ύπαρξη της παραπάνω υποχρέωσης δεν ερευνάται -αφού τέτοια προϋπόθεση δεν τίθεται στο νόμο- ούτε αν υπέστη ο εκμισθωτής ζημία από την καθυστέρηση της απόδοσης, ούτε αν είχε αυτός ή ο μισθωτής δυνατότητα χρήσης του μισθίου κατά το χρόνο της καθυστέρησης (βλ. Α.Π. 1748/86 ΝοΒ 35, 1060, ΕΑ 4553/97 ό.π., Χ. Παπαδάκη ό.π. 1423-1426). 
Από τα προαναπτυχθέντα προκύπτει ότι: α) και οι δυο αποζημιώσεις, δηλ. του άρθρου 597 παρ. 1 εδ. β` και του 601 Α.Κ., προϋποθέτουν λύση-λήξη της μίσθωσης που αποτελεί το εναρκτήριο γεγονός κάθε μιας, αλλά έχουν άλλη αιτία. Η μεν αποζημίωση της ΑΚ 601 ως λόγο έχει την παρακράτηση του μισθίου, δηλαδή την αθέτηση της υποχρέωσης προς απόδοση (άρθρο 599 παρ.1 Α.Κ.), η δε για πρόωρη λύση της ΑΚ 597 παρ. 1 β Α.Κ. την αθέτηση της υποχρέωσης για ορισμένη διάρκεια, β) η κατ` αποκοπήν αποζημίωση της ΑΚ 601 οφείλεται ανεξάρτητα από υπαιτιότητα του μισθωτή (αντικειμενική ευθύνη), επομένως υπάρχει ευθύνη έστω και αν ο μισθωτής δεν είναι υπαίτιος για την παρακράτηση, ενώ τόσο για την περαιτέρω αποζημίωση της ΑΚ 601 όσο και για την αποζημίωση της ΑΚ 597 παρ. 1 β απαιτείται υπαιτιότητα και γ) χρονικά η μεν αποζημίωση της ΑΚ 601 οφείλεται για το χρονικό διάστημα της παρακράτησης, δηλαδή από την επομένη της λύσης-λήξης της μίσθωσης μέχρι την επιστροφή της κατοχής του μισθίου, ενώ η αποζημίωση για πρόωρη λύση έχει και αυτή το ίδιο εναρκτήριο χρονικό σημείο, υπερβαίνει όμως το καταληκτικό χρονικό σημείο εκείνης, αφού οφείλεται και για τον μετά την επιστροφή της κατοχής του μισθίου χρόνο, δηλαδή για ολόκληρο τον υπόλοιπο χρόνο της ορισμένης διάρκειας μίσθωσης (βλ. ΕΑ 4553/97 ό.π., Χ. Παπαδάκης ό.π. αρ. 1472 και εκεί παραπομπή). 
Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 7 παρ. 6 Ν. 2741/99 και 45 του ΠΔ 34/95 "περί εμπορικών μισθώσεων"συνάγεται ότι η εμπορική μίσθωση έχει καταστρωθεί εξαρχής ως σύμβαση ορισμένου χρόνου και δη δωδεκαετής. Σύμβαση μίσθωσης εμπορικής στην οποία ορίζεται χρόνος μικρότερος των 12 ετών είναι άκυρη κατά τον όρο αυτό και ισχύει για δώδεκα έτη (ΑΠ 1064/99 Ελ.Δ. 40,1652, Ε.Πειρ. 312/99 ΝοΒ 47,1312, ΕΑ 2408/94 Ελ.Δ. 35, 1713, Χ. Παπαδάκης "Σύστημα Εμπορικών Μισθώσεων"τόμος 1ος αρ. 177 και "Αγωγές απόδοσης μισθίου"έκδ. 1990 αρ. 1267), μη έχοντος εφαρμογή στην περίπτωση αυτή του άρθρου 608 παρ. 1 Α.Κ., κατά το οποίο η μίσθωση που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο λήγει μόλις περάσει αυτός ο χρόνος χωρίς να απαιτείται τίποτε άλλο. Ο μισθωτής δεν δικαιούται να εναντιωθεί στην εκ του νόμου επιμήκυνση της διάρκειας της σύμβασης, ούτε να παραιτηθεί μονομερώς της προστασίας του νόμου και να θεωρήσει ότι έληξε με την πάροδο του συμβατικού χρόνου, εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 43 ΠΔ 34/95 (ΑΠ 364/2000 Ελ.Δ. 41 ,428). 
Από τα παραπάνω έπεται ότι στην εμπορική μίσθωση, που είναι πάντα ορισμένου χρόνου, η αποζημίωση του άρθρου 597 παρ. 1 β ΑΚ θα υπολογισθεί στο νόμιμο χρόνο της 12ετούς διάρκειας και όχι στον τυχόν μικρότερο συμβατικό, διότι, εφόσον ως προς το θέμα αυτό δεσμεύονται και τα δυο συμβαλλόμενα μέρη και η μίσθωση λύεται πριν από τον χρόνο της αναγκαστικής διάρκειας, για τη ζημία του εκμισθωτή υφίσταται ο απαιτούμενος από τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 ΑΚ αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αντισυμβατικής συμπεριφοράς του μισθωτή εξαιτίας της οποίας επέρχεται πρόωρη λύση της μίσθωσης και της απ’ αυτήν ζημίας του εκμισθωτή (βλ. Χ. Παπαδάκης, "Σύστημα Εμπορ. Μισθώσεων"Τόμο 1ος σελ. 105 αρ. 183γ, Κων/νος Βαλμαντώνης σχόλιο στην ΕΑ 2249/1997 Ελ.Δ. 39, 1626). Η αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή η αποζημίωση του άρθρου 597 παρ. 1β Α.Κ., μπορεί να επεκταθεί μόνο μέχρι τον συμφωνηθέντα χρόνο διάρκειας της εμπορικής μίσθωσης, που έχει υποστηριχθεί από ορισμένες εφετειακές κυρίως αποφάσεις, όπως η προαναφερόμενη ΕΑ 2249/97, δεν βρίσκει έρεισμα στο νόμο, παραβλέπει τον αναγκαστικού δικαίου χαρακτήρα της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 1 ΠΔ 34/95 και μπορεί να οδηγήσει σε καταστρατήγηση ακόμη και αυτής της διάταξης του άρθρου 43 του ιδίου Π.Δ/τος, σύμφωνα με το οποίο ο μισθωτής μπορεί να καταγγείλει τη μίσθωση μετά την πάροδο δυο ετών από την έναρξή της με έγγραφη καταγγελία, που τα αποτελέσματά της επέρχονται μετά από έξι μήνες και με καταβολή στον εκμισθωτή τεσσάρων μισθωμάτων ως αποζημίωση, ιδίως στις μισθώσεις που η συμβατική τους διάρκεια είναι μικρότερη της διετίας. 
Κατά τη διάταξη του άρθρου 651 εδ. β` του Κ.Πολ.Δ. οι αποφάσεις για την παράδοση ή απόδοση της χρήσης του μισθίου αποτελούν δεδικασμένο μόνο ως προς το ζήτημα της παράδοσης ή απόδοσης της χρήσης του μισθίου που έχει κριθεί και όχι προς τα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτουν δυο τινά: α) ότι οι αποφάσεις για την παράδοση ή απόδοση της χρήσης του μισθίου αποτελούν δεδικασμένο μόνο ως προς το ζήτημα της παράδοσης ή απόδοσης της χρήσης του μισθίου και για τον λόγο για τον οποίο ζητήθηκε αυτή και όχι και για τα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως ως αποτελούντα αναγκαία προϋπόθεση του κυρίου ζητήματος και β) ότι οι αποφάσεις για κάθε άλλη μισθωτική διαφορά, που δικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 648 επ. του Κ.Πολ.Δ., δεν υπόκεινται σ` αυτόν τον περιορισμό, έστω και αν το ζήτημα που κρίθηκε θα ήταν προδικαστικό σε άλλη δίκη, εφ` όσον το δικαστήριο ήταν καθ` ύλην αρμόδιο για τα παρεμπίπτοντα αυτά ζητήματα. Τα παραπάνω ισχύουν και στην περίπτωση που στην ίδια απόφαση γίνονται δεκτές σωρευόμενες στο ίδιο δικόγραφο αγωγές για απόδοση της χρήσης του μισθίου και καταβολή μισθωμάτων. 
Εξάλλου κατά τις διατάξεις των άρθρων 322 παρ. 1 και 324 Κ.Πολ.Δ., δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ιδίων προσώπων με την ίδια ιδιότητα παρισταμένων μόνο για το δικαίωμα, δηλαδή τη συγκεκριμένη έννομη σχέση που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Το δεδικασμένο μπορεί να υπάρχει και μόνο ως προς το προδικαστικό ζήτημα της νέας δίκης. Κατά το άρθρο 330 Κ.Πολ.Δ. το δεδικασμένο εκτείνεται στις ενστάσεις που προτάθηκαν, καθώς και σ` εκείνες, που μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν. Από τις ενστάσεις που δεν προτάθηκαν εξαιρούνται εκείνες που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί και με κυρία αγωγή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι καλύπτονται από το δεδικασμένο όλες οι προταθείσες ενστάσεις, άσχετα από τη νομική τους θεμελίωση. Από εκείνες που δεν προτάθηκαν καλύπτονται: α) όλες οι ενστάσεις από το δικονομικό δίκαιο, β) όλες οι καταχρηστικές ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που στηρίζονται σε απλά πραγματικά περιστατικά και γ) όλες οι γνήσιες αυτοτελείς ή αυθαίρετες ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που, όπως και οι καταχρηστικές στηρίζονται σε απλό πραγματικό γεγονός, αλλά περαιτέρω στηρίζουν διαπλαστικό δικαίωμα του εναγομένου, ώστε να αποτελούν παράλληλα και ενστάσεις υπό ουσιαστική έννοια. Ολες αυτές οι ενστάσεις, είτε αφορούν τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, είτε αφορούν το κατ` ουσία βάσιμο της αγωγής, καλύπτονται από το δεδικασμένο. Καλύπτονται επίσης οι κατά του προδικαστικού ζητήματος ενστάσεις κατά την ίδια έκταση, είτε το προδικαστικό ζήτημα αφορά τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, είτε το επίδικο δικαίωμα (κύριο ζήτημα) και αδιάφορα εάν η ένσταση ανάγεται στην ύπαρξη της προδικαστικής έννομης σχέσης ή στην έκταση της εξ αυτής ευθύνης. Η μη προταθείσα καλύπτεται από το δεδικασμένο, εφόσον ήταν δυνατόν να προταθεί κατά τη διάρκεια προηγούμενης δίκης, εφόσον δηλαδή υπήρχαν έκτοτε όλα τα απαιτούμενα για τη θεμελίωσή της γεγονότα, έστω και αν ο διάδικος τα αγνοούσε υπαιτίως ή ανυπαιτίως (για όλα τα παραπάνω βλ. ΑΠ 1225/00 Ελ.Δ. 43, 142, ΑΠ 102/98 ΝοΒ 47, 43, ΑΠ 1017/01 ΝοΒ 50,1104, ΑΠ 1602/91 ΕΕΝ 58, 708, ΑΠ 541/87 ΝοΒ 36,1414, ΑΠ 31/81 ΝοΒ 29,1247, ΑΠ 918/76 ΝοΒ 25,350, Ε. Πατρών 790/ 96 Ελ.Δ. 39, 186, Χ. Παπαδάκης, Σύστημα Εμπορικών Μισθώσεων Τόμ 1ος έκδ. 3η αρ. 2371-2381)
(Απόσπασμα)

Αριθμός 377/2003

Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου

Δικαστής: Κλεονίκη Χίλιου, Πρωτοδίκης
Δικηγόροι: Β. Σπανουδάκης, Δ. Γάρος

… Κατά τα άρθρο 597 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., αν ο μισθωτής καθυστερεί το μίσθωμα ολικά ή μερικά ο εκμισθωτής δικαιούται να καταγγείλει τη μίσθωση τουλάχιστον πριν από ένα μήνα, αν πρόκειται για μίσθωση που η διάρκειά της συμφωνήθηκε για ένα χρόνο ή περισσότερο και πριν από δέκα ημέρες στις άλλες μισθώσεις. Δεν αποκλείεται αξίωση του εκμισθωτή για αποζημίωση εξαιτίας της πρόωρης λύσης της μίσθωσης. 
Από τη διάταξη αυτή και ιδιαίτερα από το δεύτερο εδάφιό της προκύπτει ότι προϋποθέσεις της αποζημίωσης για την πρόωρη λύση της μίσθωσης είναι: α) έγκυρη σύμβαση μίσθωσης, β) λύση της μίσθωσης με καταγγελία κατ` άρθρο 597ΑΚ, αλλιώς η αγωγή είναι αβάσιμη, γ) πρόωρη λύση, δηλαδή η αποζημίωση για πρόωρη λύση ως αιτία έχει την παράβαση από μέρους του μισθωτή της υποχρέωσής του για ορισμένη διάρκεια της μισθωτικής σύμβασης με τον εξαναγκασμό του εκμισθωτή να την καταγγείλει, διότι δεν καταβάλλει το μίσθωμα.
Εμφανίζεται, επομένως, κυρίως στη μίσθωση ορισμένου χρόνου (608 παρ. 1 ΑΚ) που καταγγέλλεται πριν από τον συμβατικό χρόνο λήξης της και δ) υπαιτιότητα του μισθωτή ως προς την πρόωρη λύση, η οποία μεταφράζεται σε υπαιτιότητα σχετικά με την καθυστέρηση του μισθώματος, πρόκειται δηλαδή για νόθο αντικειμενική ευθύνη και επομένως ο εναγόμενος μπορεί να ισχυρισθεί και να αποδείξει γεγονός για το οποίο δεν φέρει ευθύνη σχετικά με την πρόωρη λύση της μίσθωσης (άρθρα 330, 342 ΑΚ) και περαιτέρω να προτείνει την ένσταση συνυπαιτιότητας (άρθρο 300 Α.Κ.) του εκμισθωτή σε σχέση με την πρόκληση και την έκταση της ζημίας του. 
Ετσι, η ζημία του εκμισθωτή λόγω πρόωρης λύσης της ορισμένου χρόνου σύμβασης μίσθωσης συνίσταται στο διαφυγόν κέρδος, δηλαδή στο μίσθωμα ολοκλήρου του υπολοίπου χρόνου της μίσθωσης, οφειλόμενο για τον χρόνο μετά το τέλος της τυχόν παρακράτησης του μισθίου και εφεξής μέχρι να εκμισθωθεί τούτο (βλ. ΕΑ 4553/97 προσαγόμενη και Χ. Παπαδάκη "Αγωγές απόδοσης μισθίου"έκδ. 1990 αρ. 1452 επ. και τις εκεί παραπομπές). 
Εξάλλου, το άρθρο 601 ΑΚ ορίζει ότι ο μισθωτής για όσο χρόνο παρακρατεί το μίσθιο μετά τη λήξη της μίσθωσης οφείλει ως αποζημίωση το συμφωνημένο μίσθωμα, χωρίς αυτό να αποκλείει δικαίωμα του εκμισθωτή να απαιτήσει και άλλη περαιτέρω ζημία. Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι μόνες προϋποθέσεις για την απαίτηση της αποζημίωσης αυτής, που προέρχεται από ενδοσυμβατική αδικοπραξία, λόγω της παράλειψης του μισθωτή να εκπληρώσει, μόλις λήξει η μίσθωση, την υποχρέωσή του για απόδοση του μισθίου είναι η λήξη της μίσθωσης και η μετά ταύτα παράνομη παρακράτηση του μισθίου από το μισθωτή. Για την ύπαρξη της παραπάνω υποχρέωσης δεν ερευνάται -αφού τέτοια προϋπόθεση δεν τίθεται στο νόμο- ούτε αν υπέστη ο εκμισθωτής ζημία από την καθυστέρηση της απόδοσης, ούτε αν είχε αυτός ή ο μισθωτής δυνατότητα χρήσης του μισθίου κατά το χρόνο της καθυστέρησης (βλ. Α.Π. 1748/86 ΝοΒ 35, 1060, ΕΑ 4553/97 ό.π., Χ. Παπαδάκη ό.π. 1423-1426). 
Από τα προαναπτυχθέντα προκύπτει ότι: α) και οι δυο αποζημιώσεις, δηλ. του άρθρου 597 παρ. 1 εδ. β` και του 601 Α.Κ., προϋποθέτουν λύση-λήξη της μίσθωσης που αποτελεί το εναρκτήριο γεγονός κάθε μιας, αλλά έχουν άλλη αιτία. Η μεν αποζημίωση της ΑΚ 601 ως λόγο έχει την παρακράτηση του μισθίου, δηλαδή την αθέτηση της υποχρέωσης προς απόδοση (άρθρο 599 παρ.1 Α.Κ.), η δε για πρόωρη λύση της ΑΚ 597 παρ. 1 β Α.Κ. την αθέτηση της υποχρέωσης για ορισμένη διάρκεια, β) η κατ` αποκοπήν αποζημίωση της ΑΚ 601 οφείλεται ανεξάρτητα από υπαιτιότητα του μισθωτή (αντικειμενική ευθύνη), επομένως υπάρχει ευθύνη έστω και αν ο μισθωτής δεν είναι υπαίτιος για την παρακράτηση, ενώ τόσο για την περαιτέρω αποζημίωση της ΑΚ 601 όσο και για την αποζημίωση της ΑΚ 597 παρ. 1 β απαιτείται υπαιτιότητα και γ) χρονικά η μεν αποζημίωση της ΑΚ 601 οφείλεται για το χρονικό διάστημα της παρακράτησης, δηλαδή από την επομένη της λύσης-λήξης της μίσθωσης μέχρι την επιστροφή της κατοχής του μισθίου, ενώ η αποζημίωση για πρόωρη λύση έχει και αυτή το ίδιο εναρκτήριο χρονικό σημείο, υπερβαίνει όμως το καταληκτικό χρονικό σημείο εκείνης, αφού οφείλεται και για τον μετά την επιστροφή της κατοχής του μισθίου χρόνο, δηλαδή για ολόκληρο τον υπόλοιπο χρόνο της ορισμένης διάρκειας μίσθωσης (βλ. ΕΑ 4553/97 ό.π., Χ. Παπαδάκης ό.π. αρ. 1472 και εκεί παραπομπή). 
Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 7 παρ. 6 Ν. 2741/99 και 45 του ΠΔ 34/95 "περί εμπορικών μισθώσεων"συνάγεται ότι η εμπορική μίσθωση έχει καταστρωθεί εξαρχής ως σύμβαση ορισμένου χρόνου και δη δωδεκαετής. Σύμβαση μίσθωσης εμπορικής στην οποία ορίζεται χρόνος μικρότερος των 12 ετών είναι άκυρη κατά τον όρο αυτό και ισχύει για δώδεκα έτη (ΑΠ 1064/99 Ελ.Δ. 40,1652, Ε.Πειρ. 312/99 ΝοΒ 47,1312, ΕΑ 2408/94 Ελ.Δ. 35, 1713, Χ. Παπαδάκης "Σύστημα Εμπορικών Μισθώσεων"τόμος 1ος αρ. 177 και "Αγωγές απόδοσης μισθίου"έκδ. 1990 αρ. 1267), μη έχοντος εφαρμογή στην περίπτωση αυτή του άρθρου 608 παρ. 1 Α.Κ., κατά το οποίο η μίσθωση που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο λήγει μόλις περάσει αυτός ο χρόνος χωρίς να απαιτείται τίποτε άλλο. Ο μισθωτής δεν δικαιούται να εναντιωθεί στην εκ του νόμου επιμήκυνση της διάρκειας της σύμβασης, ούτε να παραιτηθεί μονομερώς της προστασίας του νόμου και να θεωρήσει ότι έληξε με την πάροδο του συμβατικού χρόνου, εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 43 ΠΔ 34/95 (ΑΠ 364/2000 Ελ.Δ. 41 ,428). 
Από τα παραπάνω έπεται ότι στην εμπορική μίσθωση, που είναι πάντα ορισμένου χρόνου, η αποζημίωση του άρθρου 597 παρ. 1 β ΑΚ θα υπολογισθεί στο νόμιμο χρόνο της 12ετούς διάρκειας και όχι στον τυχόν μικρότερο συμβατικό, διότι, εφόσον ως προς το θέμα αυτό δεσμεύονται και τα δυο συμβαλλόμενα μέρη και η μίσθωση λύεται πριν από τον χρόνο της αναγκαστικής διάρκειας, για τη ζημία του εκμισθωτή υφίσταται ο απαιτούμενος από τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 ΑΚ αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αντισυμβατικής συμπεριφοράς του μισθωτή εξαιτίας της οποίας επέρχεται πρόωρη λύση της μίσθωσης και της απ’ αυτήν ζημίας του εκμισθωτή (βλ. Χ. Παπαδάκης, "Σύστημα Εμπορ. Μισθώσεων"Τόμο 1ος σελ. 105 αρ. 183γ, Κων/νος Βαλμαντώνης σχόλιο στην ΕΑ 2249/1997 Ελ.Δ. 39, 1626). Η αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή η αποζημίωση του άρθρου 597 παρ. 1β Α.Κ., μπορεί να επεκταθεί μόνο μέχρι τον συμφωνηθέντα χρόνο διάρκειας της εμπορικής μίσθωσης, που έχει υποστηριχθεί από ορισμένες εφετειακές κυρίως αποφάσεις, όπως η προαναφερόμενη ΕΑ 2249/97, δεν βρίσκει έρεισμα στο νόμο, παραβλέπει τον αναγκαστικού δικαίου χαρακτήρα της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 1 ΠΔ 34/95 και μπορεί να οδηγήσει σε καταστρατήγηση ακόμη και αυτής της διάταξης του άρθρου 43 του ιδίου Π. Δ/τος, σύμφωνα με το οποίο ο μισθωτής μπορεί να καταγγείλει τη μίσθωση μετά την πάροδο δυο ετών από την έναρξή της με έγγραφη καταγγελία, που τα αποτελέσματά της επέρχονται μετά από έξι μήνες και με καταβολή στον εκμισθωτή τεσσάρων μισθωμάτων ως αποζημίωση, ιδίως στις μισθώσεις που η συμβατική τους διάρκεια είναι μικρότερη της διετίας. 
Με την αγωγή τους οι ενάγοντες εκθέτουν ότι με το από 21-11-2000 ιδιωτικό συμφωνητικό εκμίσθωσαν στην εναγομένη το ακίνητό τους, που περιγράφουν στην αγωγή, για εμπορική χρήση έναντι μηνιαίου μισθώματος 800.000 δρχ. Οτι η εναγομένη δεν κατέβαλε τα μισθώματα Φεβρουαρίου, Μαρτίου και Απριλίου 2001, γι` αυτό αυτοί με την από 10-4-2001 αγωγή τους κατήγγειλαν τη μίσθωση, η οποία ελύθηκε εξ αυτού του λόγου ένα μήνα μετά την επίδοση της αγωγής, με την υπ` αρ. δε 449/2001 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, που εκδόθηκε επί της αγωγής τους και έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη, επιδικάσθηκαν τα καθυστερούμενα μισθώματα και διετάχθη η απόδοση του μισθίου. Ζητούν δε, όπως παραδεκτά διευκρίνισαν στην αγωγή τους με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου τους, που έγινε στο ακροατήριο και καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους καταβάλει με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή 46.955 ΕΥΡΩ (16.000.000 δρχ.) με το νόμιμο τόκο, για μεν τον χρόνο από τη λύση της μίσθωσης (Μάιος 2001) μέχρι και 9-11-2001, που τους αποδόθηκε το μίσθιο με αναγκαστική εκτέλεση της προαναφερόμενης απόφασης, ως αποζημίωση χρήσης, για δε το μετέπειτα διάστημα μέχρι και Οκτώβριο του 2002 ως αποζημίωση για την πρόωρη λύση της μίσθωσης από υπαιτιότητα της εναγομένης, ισούμενη με τα μισθώματα που θα εισέπρατταν κατά πιθανότητα και τη συνήθη πορεία των πραγμάτων κατά το παραπάνω διάστημα κατά το οποίο θα ίσχυε κατά νόμο η μίσθωση. Η αγωγή αρμοδίως εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 647 επ. του Κ.Πολ.Δ. και είναι νόμιμη κατά τα προλεχθέντα στην μείζονα σκέψη στην οικεία θέση, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 601, 597 παρ. 1 εδ. β΄, 297, 298, 480, 346 ΑΚ, 48 παρ. 1 ΠΔ 34/95, 907 και 908 Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν, εφ` όσον έχει καταβληθεί και το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις υπέρ τρίτων νόμιμες προσαυξήσεις (βλ. τα 25356, 25355, 25334, 25353, 25352, 25349 αγωγόσημα με τα επικολλημένα ένσημα υπέρ ΤΝ και το 127/19-6-2003 γραμμάτιο είσπραξης του ΛΕΑΔΗ). 
Στο σημείο αυτό πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η αγωγή κατά τη βάση της για αποζημίωση χρήσης κατ'άρθρο 601 ΑΚ δεν είναι νόμιμη, διότι δεν αναφέρονται σ` αυτήν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις και ότι η διευκρίνιση που έγινε σχετικά με προφορική δήλωση στο ακροατήριο είναι απαράδεκτη, διότι οδηγεί σε ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής. Οι ισχυρισμοί της αυτοί δεν ευσταθούν και τούτο διότι: Οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ΑΚ 601 είναι, κατά τα προλεχθέντα, μόνο δυο, η λήξη της μίσθωσης και η παρακράτηση του μισθίου από το μισθωτή μετά το χρόνο λήξης, δηλ. η αθέτηση της υποχρέωσής του προς απόδοση. Τα στοιχεία αυτά αναφέρονται στην αγωγή επαρκώς, αφού διαλαμβάνεται σ` αυτήν ότι η μίσθωση έληξε με καταγγελία που ασκήθηκε με την από 10-4-2001 αγωγή για καθυστέρηση καταβολής μισθωμάτων, ότι με την υπ` αρ. 449/2001 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου διατάχθηκε η απόδοση του μισθίου, η οποία επιτεύχθηκε με την αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης στις 9-11-2001. Αλλ` ούτε και η προφορικά γενόμενη διευκρίνιση περί του ότι τα μισθώματα από Μάιο έως Νοέμβριο του 2001 ζητούνται ως αποζημίωση χρήσης κατ` άρθρο 601 Α.Κ., είναι απαράδεκτη, διότι δεν άγει σε ανεπίτρεπτη αναπλήρωση της νομικής αοριστίας της αγωγής, αφού, όπως αμέσως παραπάνω αναφέρεται, εκτίθενται σ` αυτήν επαρκώς τα περιστατικά που απαιτούνται κατά το νόμο για την παραγωγή του αγωγικού δικαιώματος για αποζημίωση χρήσης (βλ. Α.Π. 1363/97 Ελ.Δ. 33, 325). 
Ακόμη η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η αγωγή κατά τη βάση της του άρθρου 597 παρ.1 β Α.Κ., δεν είναι νόμιμη, διότι η συμβατική διάρκεια της μίσθωσης ήταν μέχρι 31-12-2001 και επομένως οι ενάγοντες δεν έχουν δικαίωμα να ζητούν αποζημίωση για πρόωρη λύση της μίσθωσης πέραν του χρονικού αυτού σημείου. Και ο ισχυρισμός τους όμως αυτός πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω. Αξίζει δε να σημειωθεί εδώ ότι μέχρι τον χρόνο για τον οποίο ζητείται με την αγωγή αποζημίωση για την πρόωρη λύση της μίσθωσης, δηλαδή μέχρι και Οκτώβριο του 2002, δεν είχε παρέλθει ούτε και η προβλεπόμενη στο άρθρο 43 ΠΔ 34/95 διετία από την έναρξη της μίσθωσης (22-11-00) μετά την οποία και μόνο θα εδικαιούτο η εναγομένη να καταγγείλει τη μίσθωση. 
Κατά τη διάταξη του άρθρου 651 εδ. β` του Κ.Πολ.Δ. οι αποφάσεις για την παράδοση ή απόδοση της χρήσης του μισθίου αποτελούν δεδικασμένο μόνο ως προς το ζήτημα της παράδοσης ή απόδοσης της χρήσης του μισθίου που έχει κριθεί και όχι προς τα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτουν δυο τινά: α) ότι οι αποφάσεις για την παράδοση ή απόδοση της χρήσης του μισθίου αποτελούν δεδικασμένο μόνο ως προς το ζήτημα της παράδοσης ή απόδοσης της χρήσης του μισθίου και για τον λόγο για τον οποίο ζητήθηκε αυτή και όχι και για τα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως ως αποτελούντα αναγκαία προϋπόθεση του κυρίου ζητήματος και β) ότι οι αποφάσεις για κάθε άλλη μισθωτική διαφορά, που δικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 648 επ. του Κ.Πολ.Δ., δεν υπόκεινται σ` αυτόν τον περιορισμό, έστω και αν το ζήτημα που κρίθηκε θα ήταν προδικαστικό σε άλλη δίκη, εφ` όσον το δικαστήριο ήταν καθ` ύλην αρμόδιο για τα παρεμπίπτοντα αυτά ζητήματα. Τα παραπάνω ισχύουν και στην περίπτωση που στην ίδια απόφαση γίνονται δεκτές σωρευόμενες στο ίδιο δικόγραφο αγωγές για απόδοση της χρήσης του μισθίου και καταβολή μισθωμάτων. 
Εξάλλου κατά τις διατάξεις των άρθρων 322 παρ. 1 και 324 Κ.Πολ.Δ., δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ιδίων προσώπων με την ίδια ιδιότητα παρισταμένων μόνο για το δικαίωμα, δηλαδή τη συγκεκριμένη έννομη σχέση που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Το δεδικασμένο μπορεί να υπάρχει και μόνο ως προς το προδικαστικό ζήτημα της νέας δίκης. Κατά το άρθρο 330 Κ.Πολ.Δ. το δεδικασμένο εκτείνεται στις ενστάσεις που προτάθηκαν, καθώς και σ` εκείνες, που μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν. Από τις ενστάσεις που δεν προτάθηκαν εξαιρούνται εκείνες που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί και με κυρία αγωγή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι καλύπτονται από το δεδικασμένο όλες οι προταθείσες ενστάσεις, άσχετα από τη νομική τους θεμελίωση. Από εκείνες που δεν προτάθηκαν καλύπτονται: α) όλες οι ενστάσεις από το δικονομικό δίκαιο, β) όλες οι καταχρηστικές ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που στηρίζονται σε απλά πραγματικά περιστατικά και γ) όλες οι γνήσιες αυτοτελείς ή αυθαίρετες ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που, όπως και οι καταχρηστικές στηρίζονται σε απλό πραγματικό γεγονός, αλλά περαιτέρω στηρίζουν διαπλαστικό δικαίωμα του εναγομένου, ώστε να αποτελούν παράλληλα και ενστάσεις υπό ουσιαστική έννοια. Ολες αυτές οι ενστάσεις, είτε αφορούν τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, είτε αφορούν το κατ` ουσία βάσιμο της αγωγής, καλύπτονται από το δεδικασμένο. Καλύπτονται επίσης οι κατά του προδικαστικού ζητήματος ενστάσεις κατά την ίδια έκταση, είτε το προδικαστικό ζήτημα αφορά τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, είτε το επίδικο δικαίωμα (κύριο ζήτημα) και αδιάφορα εάν η ένσταση ανάγεται στην ύπαρξη της προδικαστικής έννομης σχέσης ή στην έκταση της εξ αυτής ευθύνης. Η μη προταθείσα καλύπτεται από το δεδικασμένο, εφόσον ήταν δυνατόν να προταθεί κατά τη διάρκεια προηγούμενης δίκης, εφόσον δηλαδή υπήρχαν έκτοτε όλα τα απαιτούμενα για τη θεμελίωσή της γεγονότα, έστω και αν ο διάδικος τα αγνοούσε υπαιτίως ή ανυπαιτίως (για όλα τα παραπάνω βλ. ΑΠ 1225/00 Ελ.Δ. 43, 142, ΑΠ 102/98 ΝοΒ 47, 43, ΑΠ 1017/01 ΝοΒ 50,1104, ΑΠ 1602/91 ΕΕΝ 58, 708, ΑΠ 541/87 ΝοΒ 36,1414, ΑΠ 31/81 ΝοΒ 29,1247, ΑΠ 918/76 ΝοΒ 25,350, Ε. Πατρών 790/ 96 Ελ.Δ. 39, 186, Χ. Παπαδάκης, Σύστημα Εμπορικών Μισθώσεων Τόμ 1ος έκδ. 3η αρ. 2371-2381)... 

Προκειμένου περί αγωγής για απόδοση του μισθίου (ακινήτου) συνεπεία λήξεως της συμβάσεως μισθώσεως πρέπει να περιέχονται σ'αυτήν τα εξής στοιχεία: α)Έγκυρη εμπορική σύμβαση μισθώσεως, β)λήξη της μίσθωσης κατά νόμιμο τρόπο, γ)ενεργητική και παθητική..Αριθμός 705/2004 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

$
0
0

Κοινό κληρονομιαίο ακίνητο. Χρησικτησία μεταξύ συγκληρονόμων. - Αριθμός 1526/2006  ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Προκειμένου περί αγωγής για απόδοση του μισθίου (ακινήτου) συνεπεία λήξεως της συμβάσεως μισθώσεως πρέπει να περιέχονται σ'αυτήν τα εξής στοιχεία: α)Έγκυρη εμπορική σύμβαση μισθώσεως, β)λήξη της μίσθωσης κατά νόμιμο τρόπο, γ)ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση και δ)ορισμένο αίτημα. ..

Εάν την αγωγή αυτή ασκεί ο εν τω μεταξύ γενόμενος νέος κτήτορας, συνεπεία μεταβιβάσεως σ'αυτόν του μισθίου (ακινήτου) δυνάμει πράξεως εν ζωή (συμβάσεως) για την ενεργητική του νομιμοποίηση, πρέπει να αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής την οικεία μεταβιβαστική πράξη (συμβολαιογραφικό έγγραφο) και μεταγραφή αυτής χωρίς να απαιτείται να γίνεται επίκληση και κάποιου ιδιαίτερου τρόπου υπεισελεύσεως στη μισθωτική σχέση. 

Αριθμός 705/2004 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 

Δ'Πολιτικό Τμήμα 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Στυλιανό Πατεράκη, Αντιπρόεδρο, Νικόλαο Κασσαβέτη, Ανάργυρο Πλατή, Γεώργιο Βούλγαρη και Δημήτριο Κυριτσάκη, Αρεοπαγίτες. 

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 19 Μαρτίου 2004, με την παρουσία και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ: 

Του αναιρεσείοντος: Κ. Β., κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε με τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Δημήτριο Παπακωνσταντίνου και Ιωάννη Κωστόπουλο. 

Των αναιρεσιβλήτων: 1. Κ. Π., κατοίκου Αθηνών, ο οποίος δεν παραστάθηκε, 2. Θ. Ρ., κατοίκου XXX Αττικής και 3. Σ. συζ. Β. Κ., κατοίκου Αθηνών, οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευστράτιο Παραδιά. 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22 Φεβρουαρίου 2002 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. 

Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3030/2002 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3339/2003 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 7 Μαϊου 2003 αίτησή του και τους από 3 και 15 Δεκεμβρίου 2003 πρόσθετους λόγους αυτής. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όλοι πλην του 1ου αναιρεσιβλήτου, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Βούλγαρης, ανάγνωσε την από 23 Ιανουαρίου 2004 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων αυτής. Οι πληρεξούσιοι του αναιρεσείοντος ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και των πρόσθετων λόγων και ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 

Επειδή, όπως προκύπτει από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες υπ'αριθμ. 51445/12-11-2003 και 5145Γ/12-11-2003 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Κ. Μ. με επιμέλεια του αναιρεσείοντος επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στον πρώτον αναιρεσίβλητο Κ. Π. αντίγραφο της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως με την πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για την συζήτηση αυτής για την δικάσιμο της 6-2-2004 από το πινάκιο της οποίας αναβλήθηκε η υπόθεση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Εφόσον συνεπώς ο αναιρεσίβλητος αυτός δεν παραστάθηκε κατά την ανωτέρω δικάσιμο κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση από το πινάκιο στη σειρά της, πρέπει κατά το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ να προχωρήσει η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως παρά την απουσία αυτού. Επειδή στο άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ αναφέρεται ότι η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 και 117 πρέπει να περιέχει: α)σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β)ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ)ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα προκειμένου περί αγωγής για απόδοση του μισθίου (ακινήτου) συνεπεία λήξεως της συμβάσεως μισθώσεως πρέπει να περιέχονται σ'αυτήν τα εξής στοιχεία: α)Έγκυρη εμπορική σύμβαση μισθώσεως, β)λήξη της μίσθωσης κατά νόμιμο τρόπο, γ)ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση και δ)ορισμένο αίτημα. Εάν την αγωγή αυτή ασκεί ο εν τω μεταξύ γενόμενος νέος κτήτορας, συνεπεία μεταβιβάσεως σ'αυτόν του μισθίου (ακινήτου) δυνάμει πράξεως εν ζωή (συμβάσεως) για την ενεργητική του νομιμοποίηση, πρέπει να αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής την οικεία μεταβιβαστική πράξη (συμβολαιογραφικό έγγραφο) και μεταγραφή αυτής χωρίς να απαιτείται να γίνεται επίκληση και κάποιου ιδιαίτερου τρόπου υπεισελεύσεως στη μισθωτική σχέση, αφού η υπεισεύλεση αυτή γίνεται αυτοδικαίως και χωρίς τις διακρίσεις των άρθρων 614 και 615 ΑΚ, όπως τούτο προκύπτει από όλες τις διατάξεις του ΠΔ 34/95 αφού από καμμία από αυτές δεν καθιερώνεται ως λόγος λύσεως της συμβάσεως μισθώσεως η εκποίηση του μισθίου, ο δε τρίτος (νέος κύριος) υπεισέρχεται στη θέση του δικαιοπαρόχου του αποκτώντας όλα τα δικαιώματα και έχοντας όλες τις υποχρεώσεις του δικαιοπαρόχου του και η αρχική σύμβαση συνεχίζεται χωρίς να μεταβάλλεται κατά τα λοιπά το περιεχόμενο αυτής και χωρίς να αλλοιώνεται η ισχύς των συνομολογουμένων όρων της, δηλαδή πρόκειται για την ίδια και όχι για νέα μίσθωση. Εάν επίσης την άνω αγωγή ασκεί ο κληρονόμος του αρχικού εκμισθωτή δεν απαιτείται για την ενεργητική του νομιμοποίηση η αναφορά σ'αυτή (αγωγή) ότι μετέγραψε και την αποδοχή της κληρονομίας, διότι τούτο είναι απαραίτητο, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 1710, 1846 και 1193 ΑΚ, για την απόκτηση της κυριότητας του μισθίου, ενώ στην περίπτωση που ασκεί την άνω αγωγή ο κληρονόμος του εκμισθωτή αρκεί να αναφέρεται στην αγωγή ότι αυτός αποδέχθηκε την κληρονομίαν του αποβιώσαντος εκμισθωτή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της από 22-2-2002 αγωγής των, το οποίο παραδεκτώς επισκοπείται κατά το άρθρο 561§2 ΚΠολΔ, οι αναιρεσίβλητοι επικαλέστηκαν τα εξής: Ότι δυνάμει του από 8-9-1969 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως που καταρτίσθηκε στην Αθήνα μεταξύ αφ'ενός των αρχικών ιδιοκτητών και απωτέρων δικαιοπαρόχων των εναγόντων Π. Ρ. του Θ. Ι. Ρ. του Θ. ως εκμισθωτών και αφετέρου από τον εναγόμενον ως μισθωτή, εκμισθώθηκε σ'αυτόν το υπό στοιχεία ΙΑ ισόγειο κατάστημα εμβαδού 17, 46 τμ περίπου με υπόγεια αποθήκη 17,15 τ.μ. περίπου και πατάρι, που βρίσκεται στην Αθήνα, στην οδό Πανεπιστημίου44 και γωνία στη στοά προς Χ. Τ. Ότι το μίσθιο συμφωνήθηκε να χρησιμοποιηθεί από τον μισθωτή ως χρυσοχοείο και κατάστημα πωλήσεως ρολογιών, κοσμημάτων και συναφών ειδών. Ότι η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε τετραετής με ημερομηνία έναρξης 9-9-1969, λήξης 30-9-1973 και αρχικό μηνιαίο μίσθωμα ποσό δρχ 20.000 πλέον του μισού του τέλους χαρτοσήμου, ποσοστού 1,8%. Η παραπάνω μίσθωση παρατάθηκε από το νόμο, αλλά και συμβατικά με τα από 25-9-1976, 1-12-1979, 4-10-1982, 29-10-1991, 2-12-1994 ιδιωτικά συμφωνητικά παράτασης μίσθωσης και για τελευταία φορά με το από 10-10-2000 ιδιωτικό συμφωνητικό στο οποίο για πρώτη φορά συμβλήθηκαν ως εκμισθωτές οι ενάγοντες και στο οποίο ορίσθηκε ημερομηνία λήξης της μίσθωσης η 30-9-2001. Ότι με το με αριθμό 10578.1978 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Τ. νόμιμα μεταγεγραμμένου η δικαιοπάροχος των εναγόντων Α. Ρ. αγόρασε από τον ένα εκ των αρχικών συγκυρίων και εκμισθωτών Ι. Ρ. την ψιλή κυριότητα που αντιστοιχούσε στο ποσοστό του ½ επί του μισθίου καταστήματος, ενώ αυτός παρακράτησε για τον εαυτό του και εφόρου ζωής του το δικαίωμα επικαρπίας. Ότι στις 15-11-1992 ο παραπάνω επικαρπωτής Ι. Ρ. απεβίωσε με αποτέλεσμα το δικαίωμα επικαρπίας του να συνενωθεί με την ψιλή κυριότητα της Α. Ρ., η οποία έτσι κατέστη πλήρης κυρία, νομέας και κάτοχος του ½ εξ αδιαιρέτου του μισθίου. Ότι στη συνέχεια με το με αριθμό 14924/1993 συμβόλαιο γονικής παροχής της Συμβ/φου Αθηνών Τ. νόμιμα μετεγεγραμμένου, ο δεύτερος εκ των αρχικών εκμισθωτών και συνιδιοκτητών Π. Ρ. παραχώρησε την ψιλή κυριότητα του ποσοστού του ½ εξ αδιαιρέτου του μισθίου στην κόρη του και δικαιοπάροχο των εναγόντων Α. Ρ. με αποτέλεσμα αυτή να αποκτήσει το σύνολο της ψιλής κυριότητας επί του μισθίου, παρακρατώντας αυτός εφόρου ζωής του και μετά το θάνατό του, εφόρου ζωής της συζύγου του το δικαίωμα της επικαρπίας. Ότι η σύζυγός του και μητέρα της Α. Ρ. ουδέποτε αποδέχθηκε την πρόταση αυτή δωρεάς αιτία θανάτου του εν λόγω ποσοστού επικαρπίας, με αποτέλεσμα μετά το θάνατο του Π. Ρ. στις 17-12-1995, το ποσοστό του ½ επί της επικαρπίας του μισθίου, να συνενωθεί με την ψιλή κυριότητα της Α. Ρ., ώστε αυτή να καταστεί πλήρης κυρία, νομέας και κάτοχος ολοκλήρου του μισθίου. Ότι στις 15-4-1999 η δικαιοπάροχος των εναγόντων Α. Ρ., σύζυγος του πρώτου και αδελφή των δύο επομένων απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη και σύμφωνα με τους κανόνες της εξ αδιαθέτου διαδοχής κληρονομήθηκε κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου από τον πρώτο των εναγόντων Κ. Π., την μητέρα της και τα αδέλφια της δεύτερο και τρίτο εναγομένων, οι οποίοι και απεδέχθησαν την κληρονομία της. Ότι η μητέρα και κληρονόμος της Α. Ρ., Κ. Ρ., αποποιήθηκε το μερίδιό της με αποτέλεσμα να υπεισέλθουν στο κληρονομικό μερίδιο της Κ. Ρ. οι δύο τελευταίοι των εναγόντων κατ'ισομοιρία στο μερίδιό της επί της κληρονομίας και συγκεκριμένα σε ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ο καθένας. Ότι συνεπεία των ανωτέρω διαδοχών αποκλειστικη κύριοι, νομείς και κάτοιχοι του μισθίου είναι οι ενάγοντες και δη: α) ο πρώτος Κ. Π. κατά ποσοστό 2/4 εξ αδιαιρέτου β) ο δεύτερος Θ. Ρ. κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου και γ) η τρίτη Σ. Κ. κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου. Ότι ο μισθωτής αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα και αυτή την τελευταία μεταβολή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς του μισθίου καταβάλλοντας έκτοτε στους ενάγοντες το μηνιαίο μίσθωμα κατά το ποσοστό που τους αναλογεί και καταρτίζοντας μαζί τους και την τελευταία από 10-10-2000 παράταση μίσθωσης με ημερομηνία λήξης την 30-9-2001. Ότι μετά από την παραπάνω καταληκτική ημερομηνία η μίσθωση τράπηκε σε αορίστου χρόνου χωρίς ουδέποτε στη συνέχεια να παραταθεί με νεότερο ιδιωτικό συμφωνητικό. Με βάση το εκτεθέν ιστορικό ζήτησαν την απόδοση του μισθίου ακινήτου λόγω λήξεως της συμβάσεως μισθώσεως. Με το ιστορικό αυτό και αίτημα η αγωγή περιέχει τα κατά το νόμο στοιχεία και συγκεκριμένα: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν νομικά την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής εκ μέρους των εναγόντων κατά του εναγομένου β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα στην αγωγή αναφέρεται, όπως εκ της επισκόπησης του περιεχομένου της προκύπτει: 1) η αρχική από 8-9-1969 σύμβαση μίσθωσης την οποία συνήψαν ως εκμισθωτές, οι δικαιοπάροχοι των αναιρεσιβλήτων Π. και Ι. Ρ. και ως μισθωτής ο αναιρεσείων, με την οποία εκμισθώθηκε στον αναιρεσείοντα, το επί της οδού Πανεπιστημίου 44 και Χ. Τ. ισόγειο κατάστημα, για να το χρησιμοποιήσει ως χρυσοχοείο - για τέσσερα έτη - αντί του σ'αυτή αναφερομένου μισθώματος. 2) Η αναγκαστική παράταση βάσει του νόμου και η με τα μνημονευθέντα στην αγωγή ιδιωτικά συμφωνητικά παράταση της μίσθωσης μέχρι την 30-9-2001, οπότε αυτή (μίσθωση) έληξε. 3) Οι επελθούσες μεταβολές στα πρόσωπα των αρχικών εκμισθωτών και των ενδιαμέσων τοιούτων βάσει καθολικών ή ειδικών διαδόχων. Και συγκεκριμένα: α) ότι στη θέση του αρχικού εκμισθωτή Ι. Ρ. υπεισήλθε η Α. Ρ., η οποία αγόρασε από εκείνον το ½ εξ αδιαιρέτου κατά (ψιλή) κυριότητα του επιδίκου μισθίου δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ'αριθ. 10578/85 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Τ. Στην αγοράστρια αυτή περιήλθε η επικαρπία (άρα νομή και κατοχή) από του επισυμβάντος την 15-11-1992 θανάτου του δικαιοπαρόχου της. β) Στην δικαιοπάροχο αυτή των εναγόντων από τον πατέρα της Παν. Ρ. περιήλθε το ½ εξ αδιαιρέτου του επιδίκου μισθίου κατά ψιλή κυριότητα με το νομίμως μεταγραφέν υπ'αριθ. 14924/1993 συμβόλαιο γονικής παροχής της αυτής ως άνω συμβολαιογράφου και από του θανάτου του πατρός της περιήλθε η επικαρπία (άρα νομή και κατοχή) του επιδίκου μισθίου, ήτοι από 17-12-1995. Από του χρόνου τούτου η Α. Ρ. σύζυγος του πρώτου ενάγοντος και αδελφή των δύο λοιπών εναγόντων καθίσταται αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος του επιδίκου μισθίου μέχρι του επισυμβάντος της 15-4-1999 θανάτου της. γ) Ότι στην θέση της Α. Ρ. ως εκμισθώτριας μετά το θάνατό της, ως μη εχούσης τέκνα, υπεισήλθαν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της, ήτοι ο σύζυγός της (πρώτος ενάγων) και οι αδελφοί αυτής (δεύτερος και τρίτος ενάγων) κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσοστά. Αναφέρεται επίσης στην αγωγή ότι η μητέρα της Α. Ρ., αποποιήθηκε την κληρονομιά αυτής και έτσι το αντίστοιχο ποσοστό περιήλθε στους δεύτερο και τρίτο των εναγόντων. και δ) Από την εκτίμηση του όλου περιεχομένου της αγωγής προκύπτει ότι οι ενδιάμεσες μισθωτικές παρατάσεις όπως αναφέρονται σ'αυτή (αγωγή) συνήφθησαν από τους ανωτέρω - όπως αναλυτικώς μνημονεύθηκε ειδικούς - καθολικούς διαδόχους των αρχικών εκμισθωτών οι οποίοι είχαν καταστεί τοιούτοι κατά τον αντίστοιχο χρόνο που ελάμβανε χώρα η σχετική συμφωνία παράτασης. Εν όψει των ήδη εκτεθέντων η αγωγή ήταν ωρισμένη και περιελάμβανε τα απαιτούμενα από τις ως άνω διατάξεις στοιχεία. Για δε την πληρότητα αυτής δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρεται σ'αυτήν: α) πως έγινε η αποποίηση της κληρονομίας της Α. Ρ. εκ μέρους της μητρός της Κ. Ρ., αφού σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1856 ΑΚ αν ο κληρονόμος αποποιηθεί την κληρονομία η επαγωγή θεωρείται ότι δεν έγινε προς εκείνον που αποποιήθηκε και η κληρονομία επάγεται σε αυτόν που θα κληθεί αν εκείνος που αποποιήθηκε ζούσε κατά τον θάνατο του κληρονομουμένου. Έτσι αφού στην αγωγή, αναφέρεται ότι η Κ. Ρ. (μητέρα της Α. Ρ. ) αποποιήθηκε την κληρονομία, η επαγωγή της κληρονομίας της Α. Ρ. θεωρείται ότι δεν έγινε προς αυτήν (Κ. Ρ. ) και η εν λόγω κληρονομία, όπως αναφέρεται στην αγωγή, επήχθη στους ενάγοντες, δηλαδή τον άνδρα της Α. Ρ. (Κ. Π. ) και τα αδέλφια της Θ. Ρ. και Σ. Κ. β) Επίσης δεν ήταν αναγκαίο, κατά τη ήδη εκτεθέντα, να αναφέρεται ότι οι κληρονόμοι της Α. Ρ. (μη εχούσης κατιόντες) δηλαδή ο σύζυγός της (πρώτος αναιρεσιβλήτων) και οι αδελφοί της (δεύτερος και τρίτη των αναιρεσιβλήτων) μετέγραψαν την αποδοχή της κληρονομίας της εκμισθώτριας (Α. Ρ. ), διότι αρκούσε μόνον το στοιχείο της αποδοχής της κληρονομίας της εκμισθώτριας κατά τα ήδη εκτεθέντα. Κατ'ακολουθίαν τούτων οι πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως και του υπό στοιχείου Α των προσθέτων από 15-12-03 λόγων με τους οποίους όπως ορθώς εκτιμώνται προβάλλονται αιτιάσεις κατά της προσβαλλομένης από το άρθρο 558 §14 ΚΠολΔ για το ότι το Εφετείο παρά τον νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο ήτοι δεν απέρριψε την αγωγή λόγω αοριστίας, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Επειδή με το άρθρο 281 ΑΚ ορίζεται ότι: «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίσουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Ολ ΑΠ 62/1990, 17/1995). Στην περίπτωση ειδικότερα που η αδράνεια ασκήσεως του δικαιώματος συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις που συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος μεταβάλλοντας τη στάση του, επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που ήδη έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί, δεν είναι απαραίτητο να παρακαλούνται αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αλλ'αρκεί να επέρχονται δυσμενείς απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεις. Η άσκηση του δικαιώματος σ'αυτήν την περίπτωση μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη. Εξάλλου ο αποκτών συμβατικώς την κυριότητα ακινήτου αναδέχεται το δικαίωμα στην κατάσταση που βρισκόταν κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως συνεπώς και με το βάρος των ενστάσεων που θα μπορούσαν να προταθούν κατ'αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το παραδεκτώς κατά το άρθρο 561 §2 ΚΠολΔ επισκοπούμενο δικόγραφο των προτάσεων τις οποίες ο αναιρεσείων κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προέβαλε τον ισχυρισμόν περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής εκ μέρους των ήδη αναιρεσιβλήτων, τον οποίον και επανέφερε παραδεκτώς με το δικόγραφο της από 11-9-2002 εφέσεως, την οποίαν άσκησε κατά της εκκαλουμένης υπ'αριθμ. 3030/2002 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου. Ο αναιρεσείων, επικαλέσθηκε προς στήριξη του μνησθέντος ισχυρισμού του τα εξής: Ότι οι αναιρεσίβλητοι και οι δικαιοπάροχοί τους Π. και Ι. Ρ. και Α. Ρ. σε όλες τις επί μέρους ανανεώσεις της συναφθείσης αρχικώς από 8-9-1969 συμβάσεως μισθώσεως του αναφερομένου στην αγωγή μισθίου ακινήτου (κατάστημα με αποθήκη και πατάρι στη Πανεπιστημίου 44 και Χαριλ. Τ. ), ήτοι στις ανανεώσεις της 1-10-1979, 4-10-1982, 1-11-1985, 1-10-1988, 21-10-1991 και 2-12-1994, υπόσχονταν σ'αυτόν (αναιρεσείοντα-μισθωτή) ότι δεν πρόκειται να ζητήσουν την αποβολή του εκ του μισθίου ακινήτου μέχρι το έτος 2006, οπότε αυτός θα συνταξιοδοτείτο. Ότι εν όψει της τοιαύτης υποχρεώσεως των εκμισθωτών (εναγόντων και μνησθέντων δικαιοπαρόχων τους): 1) κατέβαλε σ'αυτούς κατά τις ως άνω ημερομηνίες την 1-10-1979 δραχ. 140.000, την 4-10-1982, δραχ. 200.000, την 1-11-1985 δρχ. 240.000, την 1-10-1988 δραχ. 300.000, την 21-10-1991 δραχ. 1.260.000 και, την 2-12-1994 δραχ. 3.600.000, ποσά τα οποία ζητούσαν απ'αυτόν (αναιρεσείοντα) οι ανωτέρω και κατά τις αντίστοιχες ημερομηνίες εκμισθωτές, για «αέρα» του καταστήματος και τα οποία δεν επέστρεψαν ποτέ σ'αυτόν. 2) προέβη σε εκποίηση τεσσάρων διαμερισμάτων, ιδιοκτησίας αυτού και της συζύγου του, δυο το έτος 1987 με τα υπ'αριθμ. 17414 και 4920 του Συμ/φου Ζ. και το δεύτερο του Συμ/φου Σ., το τρίτο με το υπ'αριθμ. 8 συμβόλαιο της συμβ/φου Μ. Π. και το τέταρτο το έτος 1999 με το υπ'αριθμ. 11.362 συμβόλαιο της συμβ/φου Κ., αντί συνολικού τιμήματος 55.000.000 δραχ. και με τα χρήματα αυτά ανακαίνισε το μίσθιο κατάστημα. Στη συνέχεια προέβη: 1) σε επένδυση της εξωτερικής πρόσοψης του καταστήματος με γρανίτες, μετέτρεψε τις βιτρίνες σε περίτεχνες μαρμάρινες κατασκευές και 2) επένδυσε τους εσωτερικούς τοίχους του μισθίου με μάρμαρο και ύφασμα και αντικατέστησε τα πατώματα, τις εσωτερικές βιτρίνες, τον φωτισμό και τον κλιματισμό του μισθίου καταστήματος. Και ότι παρά τις ως άνω επανειλημμένες διαβεβαιώσεις των εναγόντων και των δικαιοπαρόχων τους, ότι δεν θα ζητήσουν απ'αυτόν την αποδοχή του μισθίου μέχρι και 2006 (χρόνο συνταξιοδότησής του) και παρά τα υπέρογκα ποσά που τους κατέβαλε και εδαπάνησε στο μίσθιο εκποιήσας σημαντικήν περιουσίαν αυτού και της συζύγου του, οι ενάγοντες κατά τρόπον αντιβαίνοντα προφανώς την καλή πίστη και τον οικονομικόν και κοινωνικόν σκοπόν του δικαιώματος άσκησαν κατ'αυτού την κρινόμενη αγωγή (περί αποδόσεως του μισθίου λόγω λήξεως της μισθώσεως). Ο ανωτέρω ισχυρισμός του αναιρεσείοντος (εναγομένου) με το εκτεθέν περιεχόμενόν του, ήταν νόμιμος και περιελάμβανε όλα τα απαιτούμενα περιστατικά για την θεμελίωσή του στο άρθρο 281 ΑΚ. Συνεπώς το Εφετείο, το οποίο με βάση τα ως άνω περιστατικά, τα οποία δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, έκρινε ως μη νόμιμο τον ως άνω ισχυρισμό, έσφαλε γι'αυτό και πρέπει κατά παραδοχήν ως βασίμου του εβδόμου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως κατά το μέρος αυτού με το οποίο αποδίδεται αιτίαση από το άρθρο 559 §1 ΚΠολΔ να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

Αναιρεί την υπ'αριθμ. 3339/03 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. 

Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Αθηνών συντεθέμενο από άλλους δικαστές. Και 

Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στην δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποίαν ορίζει στο ποσόν των χιλίων τριακοσίων (1300) Ευρώ. 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Απριλίου 2004. 

Και Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 2 Ιουνίου 2004.

Ο υπομισθωτής, ο οποίος δεν συνδέεται με ενοχικό δεσμό με τον εκμισθωτή, δεν απολαμβάνει αυτοτελούς προστασίας έναντι αυτού και ότι ο εκμισθωτής, μετά τη λήξη της κύριας σύμβασης μίσθωσης με οποιοδήποτε τρόπο, μπορεί να απαιτήσει τη χρήση του μισθίου...Αριθμός 14/2004 Μονομελές Πρωτοδικείο Καλαμάτας

$
0
0

Κοινό κληρονομιαίο ακίνητο. Χρησικτησία μεταξύ συγκληρονόμων. - Αριθμός 1526/2006  ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ο υπομισθωτής, ο οποίος δεν συνδέεται με ενοχικό δεσμό με τον εκμισθωτή, δεν απολαμβάνει αυτοτελούς προστασίας έναντι αυτού και ότι ο εκμισθωτής, μετά τη λήξη της κύριας σύμβασης μίσθωσης με οποιοδήποτε τρόπο, μπορεί να απαιτήσει τη χρήση του..
μισθίου και από τον υπομισθωτή. Τα ίδια δε ισχύουν ανάλογα και στην περίπτωση της δεύτερης υπομίσθωσης μεταξύ του δευτέρου υπομισθωτή και του πρώτου υπεκμισθωτή.
Η άσκηση της αγωγής για απόδοση της χρήσης μισθίου ακινήτου, ισχύει ως καταγγελία της σύμβασης και στην περίπτωση κακής χρήσης του μισθίου, ακόμα και αν δεν περιέχεται στην αγωγή σχετική ρητή δήλωση. Από το συνδυασμό των σχετικών με την υπομίσθωση διατάξεων των άρθρων 593, 599 παρ. 2 και 604 παρ. 2 ΑΚ με εκείνες των άρθρων 1, 2, 5, 11 Π.Δ. 34/1995, προκύπτει ότι ο υπομισθωτής, ο οποίος δεν συνδέεται με ενοχικό δεσμό με τον εκμισθωτή, δεν απολαμβάνει αυτοτελούς προστασίας έναντι αυτού και ότι ο εκμισθωτής, μετά τη λήξη της κύριας σύμβασης μίσθωσης με οποιοδήποτε τρόπο, μπορεί να απαιτήσει τη χρήση του μισθίου και από τον υπομισθωτή. Τα ίδια δε ισχύουν ανάλογα και στην περίπτωση της δεύτερης υπομίσθωσης μεταξύ του δευτέρου υπομισθωτή και του πρώτου υπεκμισθωτή. Εξάλλου η άσκηση της αγωγής για απόδοση της χρήσης μισθίου ακινήτου, ισχύει ως καταγγελία της σύμβασης και στην περίπτωση κακής χρήσης του μισθίου (άρθρο 594 ΑΚ που εφαρμόζεται στις επαγγελματικές μισθώσεις) ακόμα και αν δεν περιέχεται στην αγωγή σχετική ρητή δήλωση.(Απόσπασμα)

Αριθμός 14/2004

Μονομελές Πρωτοδικείο Καλαμάτας

Δικαστής: Αντ. Αλαπάντας, Πρωτοδίκης
Δικηγόροι: Δημ. Καούνης, Παν. Μωράγιωργας, Γεώργ. Καμβύσης

...Επειδή από το συνδυασμό των σχετικών με την υπομίσθωση διατάξεων των άρθρων 593, 599 παρ. 2 και 604 παρ. 2 ΑΚ με εκείνες των άρθρων 1, 2, 5, 11 Π.Δ. 34/1995, προκύπτει ότι ο υπομισθωτής, ο οποίος δεν συνδέεται με ενοχικό δεσμό με τον εκμισθωτή, δεν απολαμβάνει αυτοτελούς προστασίας έναντι αυτού και ότι ο εκμισθωτής, μετά τη λήξη της κύριας σύμβασης μίσθωσης με οποιοδήποτε τρόπο, μπορεί να απαιτήσει τη χρήση του μισθίου και από τον υπομισθωτή (Ολ.ΑΠ 14/1992 ΕλλΔνη 1992,764). Τα ίδια δε ισχύουν ανάλογα και στην περίπτωση της δεύτερης υπομίσθωσης μεταξύ του δευτέρου υπομισθωτή και του πρώτου υπεκμισθωτή (ΕφΑθ 6008/1994, Αρμ. 1997,31). Εξάλλου η άσκηση της αγωγής για απόδοση της χρήσης μισθίου ακινήτου, ισχύει ως καταγγελία της σύμβασης και στην περίπτωση κακής χρήσης του μισθίου (άρθρο 594 ΑΚ που εφαρμόζεται στις επαγγελματικές μισθώσεις) ακόμα και αν δεν περιέχεται στην αγωγή σχετική ρητή δήλωση (άρθρο 662 ΚΠολΔ, Α.Π. 1254/2001, ΕλλΔνη 2002, 141). Με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι στις 1.1.1997 στην Καλαμάτα, σύναψε με τον πρώτο εναγόμενο σύμβαση μίσθωσης ενός ακινήτου της στην Καλαμάτα, για επαγγελματική χρήση, διαρκείας 9 ετών, ενώ η ίδια είχε μισθώσει προηγουμένως το ακίνητο αυτό από τον πατέρα της. Ότι ο πρώτος των εναγομένων προέβη, παρά τους όρους της σύμβασης, στη σύναψη μη επιτρεπόμενων υπομισθώσεων με τους λοιπούς εναγόμενους και για το λόγο αυτό κατήγγειλε (αυτή) στις 5.10.1999 την ως άνω σύμβαση μίσθωσης, λόγω κακής χρήσης. Ζητεί δε να διαταχθεί η απόδοση σε αυτήν του μισθίου με την αποβολή από αυτό των εναγομένων και κάθε άλλου που έλκει δικαιώματα από αυτούς και το κατέχει, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Με το περιεχόμενο αυτό, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο είναι καθ'ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 16 περ. 1, 29 ΚΠολΔ και 48 § 1 ΠΔ 34/1995), κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρα 647 έως 662 ΚΠολΔ). Είναι δε νόμιμη και στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 574, 594, 361 ΑΚ, 11 § 1, 44 Π.Δ. 34/1995, 76 § 1, 659, 907, 910 περ. 2 και 176 ΚΠολΔ. Πρέπει δε να εξετασθεί περαιτέρω και κατ'ουσίαν, δεδομένου ότι προσκομίζεται από την ενάγουσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 81 § 3 Ν. 2238/1994, το πιστοποιητικό με αρ. πρωτ. 7801/ 4.5.2004 της Δ.Ο.Υ. ΧΧΧ, περί δηλώσεως (από αυτήν) στην εφορία των μισθωμάτων των δύο τελευταίων ετών για το επίδικο μίσθιο.
Επειδή οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους, αρνούνται την αγωγή και προτείνουν παραδεκτώς (άρθρα 591 § 1, 269 § 1 και 262 § 1 ΚΠολΔ) την ένσταση καταχρηστικής άσκησης της αγωγής, διότι η εκμισθώτρια γνώριζε για τις υπομισθώσεις, χωρίς να διαμαρτυρηθεί, αλλά μετά από την παρέλευση τεσσάρων ετών (από τη σύναψη της επίδικης υπεκμίσθωσης) ζήτησε τη δικαστική λύση τους. Η ιστορική βάση όμως της ενστάσεως αυτής αναφορικά με τον οικονομικό αφανισμό των εναγομένων σε περίπτωση που η ένδικη αγωγή γίνει δεκτή, απαραδέκτως προτείνεται με την προσθήκη (άρθρα 269 § 1, 591 § 1 ΚΠολΔ). Η ένσταση αυτή (κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή) είναι νόμιμη και στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 116 ΚΠολΔ (αφού αφορά στην άσκηση της διαδικαστικής πράξης της αγωγής) και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω στην ουσία της. Εξάλλου, οι εναγόμενοι προτείνουν παραδεκτώς με τις προτάσεις τους (άρθρα 591 § 1, 269 § 1 και 262 § 1 ΚΠολΔ) την ένσταση ότι ο πατέρας της ενάγουσας (αρχικός εκμισθωτής και εκ τρίτου συμβαλλόμενος στην επίδικη σύμβαση υπεκμίσθωσης) είχε δώσει (έγγραφη) συναίνεση για τις περαιτέρω υπομισθώσεις, πράγμα που γνώριζε κατά τα ανωτέρω η ενάγουσα που είναι νόμιμη (άρθρο 236 ΑΚ) και πρέπει να εξετασθεί και κατ'ουσίαν.
Επειδή από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας και του πρώτου εναγομένου που το Δικαστήριο επέτρεψε προς συμπλήρωση των αποδεικτικών μέσων (άρθρα 591 § 1 και 415 § 1 ΚΠολΔ), οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, από την εκτίμηση των προσαγόμενων εγγράφων, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα (άρθρο 339 σε συνδυασμό με το άρθρο 395 ΚΠολΔ), για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (μεταξύ των οποίων και οι καταθέσεις των μαρτύρων στην προηγούμενη δίκη που περιέχονται στα υπ'αρ. 18/2002 πρακτικά του Δικαστηρίου αυτού), από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπ'όψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), από την εκτίμηση της υπ'αρ. 4585/15.3.2004 ένορκης βεβαίωσης της ΧΧΧ ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών Γεωργίας Θεοδωράκη που ελήφθη μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων (βλ. τις υπ'αρ. 7395, 7396, 7397 και 7398/12.3.2004 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Καλαμάτας ΧΧΧ, δεν λαμβάνεται υπ'όψη όμως η υπ'αρ. 8596/2001 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, διότι ελήφθη χωρίς κλήση των αντιδίκων-εναγομένων), από τις ομολογίες των διαδίκων στις προτάσεις τους (άρθρο 261 ΚΠολΔ) και από όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την από 16.9.1996 σύμβαση μισθώσεως οι ΧΧΧ και ΧΧΧ εκμίσθωσαν το επίδικο ακίνητό τους (το δυτικό τμήμα ενός αγροκτήματος, εκτάσεως 2.892,95 τ.μ. στη θέση «ΧΧΧ» ή «ΧΧΧ» της νέας εισόδου Καλαμάτας που εφάπτεται μεσημβρινώς με την Ε.Ο. Αθηνών - Καλαμάτας επί πλευράς 55 μέτρων και συνορεύει ανατολικώς επί πλευράς 48,50 μέτρων με το ανατολικό τμήμα του αγροτεμαχίου, βόρεια σε πλευρά μήκους 27,75 μέτρων με αγροτικό δρόμο πλάτους 4,5 μέτρων και δυτικά επί πλευράς 28,25 μέτρων με ιδιοκτησία ΧΧΧ και ΧΧΧ) για 12 έτη στην θυγατέρα τους ενάγουσα, με δικαίωμα υπεκμισθώσεως. Την 1η Ιανουαρίου 1997 στην Καλαμάτα, η ενάγουσα (και οι γονείς της ΧΧΧ και ΧΧΧ. ως τρίτοι συμβαλλόμενοι) υπεκμίσθωσε στον πρώτο εναγόμενο το ως άνω ακίνητο για 9 έτη (με δικαίωμα μονομερούς παρατάσεως για 3 έτη ακόμα από τον μισθωτή) έναντι μηνιαίου μισθώματος 140.000 δρχ. και με ετήσιο ποσοστό αναπροσαρμογής 6% (το καταβλητέο μίσθωμα σήμερα ανέρχεται στο ποσό των 617,50 ευρώ). Στη σύμβαση τέθηκε όρος που παρείχε στον πρώτο εναγόμενο το δικαίωμα να προβαίνει σε περαιτέρω (μία) μίσθωση του επιδίκου ακινήτου (...ως επίσης να προβαίνη εις περαιτέρω μίσθωσιν του μισθίου...), αφού προηγουμένως ενημερώσει γραπτώς τους αντισυμβαλλόμενους και τους χορηγήσει αντίγραφο του μισθωτηρίου. Κατόπιν, ο πρώτος εναγόμενος, για φορολογικούς λόγους, ήθελε να υπεκμισθώσει πρώτα το μίσθιο στη σύζυγό του (δεύτερη εναγόμενη) και αυτή με τη σειρά της να υπεκμισθώσει το μίσθιο στον ΧΧΧ (τρίτο εναγόμενο), ο οποίος και θα το λειτουργούσε ως συνεργείο αυτοκινήτων. Για το λόγο αυτό ανακοίνωσε την πρόθεσή του στον αρχικό εκμισθωτή, τρίτο συμβαλλόμενο στην ως άνω σύμβαση υπεκμίσθωσης, πατέρα της ενάγουσας, ΧΧΧ, ο οποίος συναίνεσε εγγράφως στις υπεκμισθώσεις αυτές (με την δεύτερη και τον τρίτο των εναγομένων, βλ. την από 3.4.1997 υπεύθυνη δήλωση του Ν. 1599/1986 του ΧΧΧ που απεβίωσε στις 12.10.1998), πράγμα που γνώριζε η ενάγουσα κόρη του. Ο πρώτος εναγόμενος, με βάση την ως άνω συναίνεση, υπεκμίσθωσε την 1.8.1997 το μίσθιο στη σύζυγό του Σ.Χ. για 9 έτη με δικαίωμα μονομερούς παρατάσεως για 3 έτη ακόμα από την μισθώτρια (στον 6ο όρο αναφέρεται ότι απαγορεύεται η υπομίσθωση σε τρίτο χωρίς τη συναίνεση του υπεκμισθωτή - πρώτου εναγομένου) και αυτή στις 10.8.1997 υπεκμίσθωσε τμήμα αυτού (450 τ.μ. και το κτήριο 225 τ.μ. που έκτισε ο πρώτος εναγόμενος επ'αυτού) στον ΧΧΧ με την ίδια διάρκεια (9+3 έτη), για επαγγελματική χρήση (συνεργείο-ηλεκτρολογείο αυτοκινήτων), με αρχικό μίσθωμα 215.000 δρχ. και ετήσια αναπροσαρμογή ποσοστού 5%. Κατόπιν όμως, η δεύτερη εναγόμενη, κατά παράβαση της ως άνω από 1.1.1997 σύμβασης υπεκμισθώσεως (και χωρίς να καλύπτεται από την ως άνω συναίνεση) και εν γνώσει του πρώτου εναγομένου συζύγου της, υπεκμίσθωσε τον Απρίλιο του 1999 το υπόλοιπο μίσθιο στον ΧΧΧ (τέταρτο των εναγομένων) που το λειτουργεί ως συνεργείο αυτοκινήτων και μάλιστα χωρίς να γνωστοποιήσει εγγράφως στην ενάγουσα το γεγονός αυτό και χωρίς να παραδώσει το σχετικό μισθωτήριο. Η ενάγουσα έλαβε γνώση της μη επιτρεπόμενης υπομισθώσεως (με τον τέταρτο των εναγομένων) τον Αύγουστο του 1999 (τότε επισκέφθηκε την Καλαμάτα για πρώτη φορά μετά την σύναψη της ως άνω σύμβασης υπεκμίσθωσης λόγω ασθένειας και θανάτου του πατέρα της) και διαμαρτυρήθηκε στον πρώτο εναγόμενο, ενώ στις 21.10.1999 κατήγγειλε εγγράφως την ως άνω από 1.1.1997 σύμβαση υπεκμίσθωσης με αυτόν (βλ. την υπ'αρ. 14110/21.10.1999 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Καλαμάτας ΧΧΧ). Την καταγγελία της αυτή όμως στήριζε στην κακή χρήση (άρθρο 594 ΑΚ) από τις υπομισθώσεις του πρώτου με τη δεύτερη εναγόμενη και της δεύτερης εναγόμενης με τον τρίτο εναγόμενο και δεν ανέφερε για την ως άνω μη επιτρεπόμενη υπομίσθωση της δεύτερης εναγόμενης με τον τρίτο εναγόμενο (ΧΧΧ) και συνεπώς, λόγω της ύπαρξης της συναίνεσης κατά τα ανωτέρω και της γνώσης της (ενάγουσας), η καταγγελία αυτή ήταν ανίσχυρη. Κατόπιν, η ενάγουσα άσκησε την από 3.5.2000 αγωγή της (που δεν στρεφόταν κατά του τρίτου εναγομένου), η οποία απορρίφθηκε ως αόριστη με την υπ'αρ. 18/2002 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, η οποία πάλι (λόγω του ότι δεν στρεφόταν κατά του τρίτου εναγομένου) δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ισχυρή καταγγελία της ως άνω σύμβασης υπεκμίσθωσης. Κατόπιν η ενάγουσα άσκησε την ένδικη αγωγή, την οποία στρέφει και κατά του ΧΧΧ (τέταρτου εναγόμενου), αναφέροντας ότι η υπομίσθωσή του με την δεύτερη εναγόμενη συνιστά κακή χρήση. Η ένδικη αγωγή συνιστά κατά το νόμο (άρθρο 662 ΚΠολΔ) καταγγελία της επίδικης σύμβασης (ενάγουσας και πρώτου εναγόμενου) κατά τα ανωτέρω, επομένως λύθηκε η σύμβαση αυτή στις 22.1.2003, με την επίδοση της στον πρώτο εναγόμενο-αντισυμβαλλόμενο (βλ. την υπ'αρ. 5903/22.1.2003 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Καλαμάτας ΧΧΧ) και μπορεί η ενάγουσα να απαιτήσει την απόδοση του μισθίου από τον πρώτο εναγόμενο και τους λοιπούς εναγόμενους - υπομισθωτές κατά τα ανωτέρω. Συνεπώς κατά τα προαναφερόμενα, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή, να διαταχθεί η απόδοση της χρήσης του μισθίου ακινήτου, να κηρυχθεί η απόφαση (υποχρεωτικώς) προσωρινώς εκτελεστή (άρθρο 910 περ. 2 ΚΠολΔ) και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, λόγω της ήττας τους στη δίκη αυτή (άρθρο 176 ΚΠολΔ)...

Ο εκμισθωτής έχει δικαίωμα να καταγγείλει αμέσως τη μίσθωση και συγχρόνως να ζητήσει αποζημίωση, αν ο μισθωτής, παρά τις διαμαρτυρίες του εκμισθωτή, δεν μεταχειρίζεται το μίσθιο με επιμέλεια και όπως συμφωνήθηκε ή δεν τηρεί τη συμπεριφορά που πρέπει..Αριθμός 1041/2006 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ .

$
0
0

Κοινό κληρονομιαίο ακίνητο. Χρησικτησία μεταξύ συγκληρονόμων. - Αριθμός 1526/2006  ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ο εκμισθωτής έχει δικαίωμα να καταγγείλει αμέσως τη μίσθωση και συγχρόνως να ζητήσει αποζημίωση, αν ο μισθωτής, παρά τις διαμαρτυρίες του εκμισθωτή, δεν μεταχειρίζεται το μίσθιο με επιμέλεια και όπως συμφωνήθηκε ή δεν τηρεί τη συμπεριφορά που ...
πρέπει απέναντι στους άλλους ενοίκους. Ο μισθωτής θεωρείται ότι μεταχειρίζεται το μίσθιο «όχι όπως συμφωνήθηκε» και όταν μεταχειρίζεται τούτο κατά τρόπο αντίθετο προς ρητό απαγορευτικό όρο της σύμβασης. Η προηγούμενη δε έγγραφη ή προφορική διαμαρτυρία του εκμισθωτή, μπορεί, ως μη υποκείμενη σε ορισμένο τύπο, να περιέχεται και στην προς απόδοση του μισθίου ασκηθείσα και ως καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης ισχύουσα αγωγή (άρθρο 662 ΚΠολΔ), οπότε η εμμονή του μισθωτή μέχρι την πρώτη επ'ακροατηρίου συζήτησή της στην απαγορευμένη ή αντισυμβατική χρήση του μισθίου, ιδρύει το παρεχόμενο στον εκμισθωτή δικαίωμα καταγγελίας της μίσθωσης.



Διατάξεις: 
ΑΚ: 361, 594
ΚΠολΔ: 522, 535, 536, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 11, 
ΠΔ: 34/1995 άρθ. 15, 

(ΦΑΝΙΑ)
Κατά τη διάταξη του άρθρου 594 ΑΚ, που εφαρμόζεται και στις εμπορικές μισθώσεις (άρθρο 15 π.δ. 34/1995), ο εκμισθωτής έχει δικαίωμα να καταγγείλει αμέσως τη μίσθωση και συγχρόνως να ζητήσει αποζημίωση, αν ο μισθωτής, παρά τις διαμαρτυρίες του εκμισθωτή, δεν μεταχειρίζεται το μίσθιο με επιμέλεια και όπως συμφωνήθηκε ή δεν τηρεί τη συμπεριφορά που πρέπει απέναντι στους άλλους ενοίκους. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το παρεχόμενο δικαίωμα στον εκμισθωτή προς άμεση καταγγελία της μισθωτικής σύμβασης, εξαρτάται από το ότι ο μισθωτής αφενός α) χρησιμοποιεί το μίσθιο, όχι με την επιμέλεια που απαιτούν οι συναλλαγές ή β) χρησιμοποιεί τούτο όχι όπως συμφωνήθηκε, με τους όρους της σύμβασης και αφετέρου εξακολουθεί να εμμένει στην κακή ή αντισυμβατική χρήση παρά τις διαμαρτυρίες του εκμισθωτή. Ειδικότερα ο μισθωτής θεωρείται ότι μεταχειρίζεται το μίσθιο «όχι όπως συμφωνήθηκε» και όταν μεταχειρίζεται τούτο κατά τρόπο αντίθετο προς ρητό απαγορευτικό όρο της σύμβασης. Η προηγούμενη δε έγγραφη ή προφορική διαμαρτυρία του εκμισθωτή, μπορεί, ως μη υποκείμενη σε ορισμένο τύπο, να περιέχεται και στην προς απόδοση του μισθίου ασκηθείσα και ως καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης ισχύουσα αγωγή (άρθρο 662 ΚΠολΔ), οπότε η εμμονή του μισθωτή μέχρι την πρώτη επ'ακροατηρίου συζήτησή της στην απαγορευμένη ή αντισυμβατική χρήση του μισθίου, ιδρύει το παρεχόμενο στον εκμισθωτή δικαίωμα καταγγελίας της μίσθωσης. 
Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη δε η ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα της αιτιολογίας, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε.

Αριθμός 1041/2006

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 

Δ'Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κρητικό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γ. Βούλγαρη, Δημήτριο Κυριτσάκη, Αχιλλέα Νταφούλη και Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Φεβρουαρίου 2006, με την παρουσία και της Γραμματέως Μ. Ψ., για να δικάσει μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Γ. Κ., κατοίκου Πατρών, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γ. Καρατζογιάννη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Της αναιρεσιβλήτου: Α. Μ., κατοίκου Πατρών, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φώτιο Λεπίδα.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19 Φεβρουαρίου 2001 αγωγή του αρχικού ενάγοντος και ήδη αποβιώσαντος Ν. Κ., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1033/2002 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 643/2004 οριστική του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 29 Νοεμβρίου 2004 αίτησή του και τους από 28 Δεκεμβρίου 2005 πρόσθετους λόγους αυτής.Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Α. Π.ανέγνωσε την από 27 Ιανουαρίου 2006 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων αυτής. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψή τους και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 594 ΑΚ, που εφαρμόζεται και στις εμπορικές μισθώσεις (άρθρο 15 π.δ. 34/1995), ο εκμισθωτής έχει δικαίωμα να καταγγείλει αμέσως τη μίσθωση και συγχρόνως να ζητήσει αποζημίωση, αν ο μισθωτής, παρά τις διαμαρτυρίες του εκμισθωτή, δεν μεταχειρίζεται το μίσθιο με επιμέλεια και όπως συμφωνήθηκε ή δεν τηρεί τη συμπεριφορά που πρέπει απέναντι στους άλλους ενοίκους. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το παρεχόμενο δικαίωμα στον εκμισθωτή προς άμεση καταγγελία της μισθωτικής σύμβασης, εξαρτάται από το ότι ο μισθωτής αφενός α) χρησιμοποιεί το μίσθιο, όχι με την επιμέλεια που απαιτούν οι συναλλαγές ή β) χρησιμοποιεί τούτο όχι όπως συμφωνήθηκε, με τους όρους της σύμβασης και αφετέρου εξακολουθεί να εμμένει στην κακή ή αντισυμβατική χρήση παρά τις διαμαρτυρίες του εκμισθωτή. Ειδικότερα ο μισθωτής θεωρείται ότι μεταχειρίζεται το μίσθιο «όχι όπως συμφωνήθηκε» και όταν μεταχειρίζεται τούτο κατά τρόπο αντίθετο προς ρητό απαγορευτικό όρο της σύμβασης. Η προηγούμενη δε έγγραφη ή προφορική διαμαρτυρία του εκμισθωτή, μπορεί, ως μη υποκείμενη σε ορισμένο τύπο, να περιέχεται και στην προς απόδοση του μισθίου ασκηθείσα και ως καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης ισχύουσα αγωγή (άρθρο 662 ΚΠολΔ), οπότε η εμμονή του μισθωτή μέχρι την πρώτη επ'ακροατηρίου συζήτησή της στην απαγορευμένη ή αντισυμβατική χρήση του μισθίου, ιδρύει το παρεχόμενο στον εκμισθωτή δικαίωμα καταγγελίας της μίσθωσης. 
Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη δε η ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα της αιτιολογίας, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε. 
Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Δυνάμει του από 10-4-2000 ιδιωτικού συμφωνητικού ο αρχικός ενάγων Ν. Κ. εκμίσθωσε στην εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη ένα ισόγειο κατάστημα επί της πλατείας ΧΧΧ στην Πάτρα, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως καφενείο-ουζερί ή καφετέρια. Η μίσθωση συμφωνήθηκε για χρονικό διάστημα έξι ετών και το μίσθωμα σε 150.000 δρχ. μηνιαίως προσαυξανόμενο κατά τα οριζόμενα στο συμφωνητικό. Το μίσθιο ευρίσκεται σε παλαιά διώροφη οικοδομή, που έχει ανεγερθεί κατά το έτος 1930 περίπου και στην οποία κατοικούσε ο εκμισθωτής και ήδη μετά τον θάνατό του διαμένει ο υιός του Γ. και ήδη αναιρεσείων που συνεχίζει τη δίκη, με τη μητέρα του. Ο εκμισθωτής άσκησε την από 19-2-2001 αγωγή (επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση) με την οποία κατήγγειλε τη μίσθωση για κακή χρήση του μισθίου και ειδικότερα, πλην των άλλων διότι παρά τις διαμαρτυρίες του δεν τοποθέτησε κατάλληλο απορροφητήρα και καπνοδόχο για τους καπνούς και τις αναθυμιάσεις που προκαλούνται από την παρασκευή διάφορων εδεσμάτων για την πελατεία του καταστήματος, ενώ τοποθέτησε στον ακάλυπτο χώρο μηχάνημα κλιματισμού με αποτέλεσμα να δημιουργούνται επιβλαβείς καταστάσεις και θέματα ασφαλείας για τον ίδιο και τους γείτονες. Περαιτέρω, όπως ελέχθη, το μίσθιο χρησιμοποιείτο ως καφενείο-ουζερί. Για την εύρυθμη λειτουργία του ήταν αναγκαία η παρασκευή εδεσμάτων (μεζέδες από τηγανητές πατάτες, κεφτεδάκια, κολοκυθάκια κ.ά.), καθώς και η χρησιμοποίηση κλιματιστικού. Για την αντιμετώπιση των αναθυμιάσεων και οσμών που δημιουργούνταν από την παρασκευή των εδεσμάτων η μισθώτρια τοποθέτησε κατασκεύασμα διοχέτευσης αυτών (φουγάρο) προς τον ακάλυπτο χώρο. Επίσης, στον ίδιο (ακάλυπτο) χώρο τοποθέτησε και τον κινητήρα για τη λειτουργία του κλιματιστικού. Από τις εκπομπές των οσμών προκαλούνταν ενοχλήσεις στους ενοίκους που διέμεναν πάνω από το μίσθιο, δηλαδή στον αναιρεσείοντα και τη μητέρα του, ομοίως δε και η τοποθέτηση του κινητήρα του κλιματιστικού δημιουργούσε θόρυβο αλλά και πρόβλημα ασφαλείας της οικοδομής, διότι μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως σκαλοπάτι πρόσβασης στο μπαλκόνι της οικίας του αναιρεσείοντος. Ο τελευταίος ζήτησε τη μετατόπιση τόσο του κλιματιστικού όσο και του κατασκευάσματος απορρόφησης των εκπομπών, χωρίς όμως και να συμφωνήσει ή έστω να υποδείξει άλλη κατάλληλη για τη χρήση τους θέση. Μόλις κοινοποιήθηκε η ένδικη αγωγή η αναιρεσίβλητη μισθώτρια απέστειλε την από 7-3-2001 εξώδικη δήλωση στον αρχικό ενάγοντα (επεδόθη την 12-3-2001) και αφού ισχυριζόταν ότι ο τελευταίος αντιδρούσε στην τοποθέτηση καπνοδόχου σε οποιοδήποτε δυνατό σημείο του μισθίου, τον καλούσε να της υποδείξει τα σημεία που συμφωνούσε να τοποθετηθεί η καπνοδόχος, καθώς και η συσκευή κλιματισμού. Στην πρόσκληση αυτή της μισθώτριας ο εκμισθωτής ουδεμία απάντηση έδωσε. Στη συνέχεια και πριν από τη συζήτηση της ένδικης αγωγής, που είχε ορισθεί για την 27-3-2001 (και που ανεβλήθη για την 25-9-2001), απεβίωσε ο αρχικός ενάγων Ν. Κ. και στη θέση του υπεισήλθε ο ήδη αναιρεσείων υιός του, που μέχρι τότε είχε την ψιλή κυριότητα του μισθίου. Ο τελευταίος απέστειλε την από 26-4-2001 εξώδικη δήλωση στη μισθώτρια (επεδόθη την 27-4-2001), με την οποία, αφού επαναλάμβανε όσα ιστορούνταν στην αγωγή, της γνωστοποιούσε ότι συνεχίζει τη δίκη και την καλούσε να καταβάλει σε αυτόν τα μισθώματα. Η μισθώτρια απέστειλε νέα εξώδικη δήλωση στον διάδοχο του εκμισθωτή (επεδόθη την 14-5-2001) και ζήτησε να της υποδείξει τα σημεία που συμφωνεί να τοποθετηθούν η καπνοδόχος και το κλιματιστικό αλλά αυτός δεν απάντησε. Από όσα έχουν εκτεθεί παραπάνω προκύπτει ότι η κατά τον τρόπο αυτό χρήση του μισθίου ήταν η συνήθης για καταστήματα του ίδιου τύπου και σύμφωνη με τη μισθωτική σύμβαση, συνεπαγόταν δε αναγκαίως τη χρησιμοποίηση συσκευών για το ψήσιμο εδεσμάτων και τον κλιματισμό του καταστήματος. Από τη χρησιμοποίηση των συσκευών αυτών ήταν αναπόφευκτη η εκπομπή οσμών, αναθυμιάσεων και θορύβων, που προκαλούσαν σχετικές ενοχλήσεις προς τους ενοίκους της οικοδομής. Ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος όμως περί της επικαλούμενης μη επιμελούς χρήσεως του μισθίου και ιδίως ότι η μισθώτρια επέμενε στην κακή χρήση παρά τις διαμαρτυρίες του δεν είναι βάσιμος. Η τελευταία αμέσως μόλις ασκήθηκε η ένδικη αγωγή ζήτησε εγγράφως από τον αρχικό ενάγοντα να συμφωνήσει σε κοινώς αποδεκτή λύση ως προς την τοποθέτηση της καπνοδόχου και του κλιματιστικού και το ίδιο επανέλαβε και μετά την επεισέλευση του ήδη αναιρεσείοντος στη δίκη, χωρίς όμως να λάβει οποιαδήποτε απάντηση, γεγονός που αποδεικνύει αφενός μεν ότι οι κατά τα άνω εγκαταστάσεις εκ μέρους της αναιρεσίβλητης ήταν οι τεχνικώς ενδεδειγμένες, επίσης δε, έλλειψη εμμονής της στην κακή χρήση μετά τις διαμαρτυρίες του εκμισθωτή και αφετέρου ότι δεν είναι βάσιμος ο ισχυρισμός του τελευταίου (που δεν συνεπικουρείται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία) ότι η μισθώτρια απέφυγε να εγκαταστήσει καπνοδόχο για να μην επιβαρυνθεί οικονομικά. Έτσι, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις κακής χρήσεως του μισθίου, δεν υφίστατο το παρεχόμενο για την αιτία αυτή στον εκμισθωτή δικαίωμα καταγγελίας της συμβάσεως μισθώσεως. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, κατά παραδοχή της έφεσης της εναγόμενης και ήδη αναιρεσίβλητης μισθώτριας εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που αποφάνθηκε αντιθέτως και απέρριψε κατ'ουσίαν την αγωγή απόδοσης της χρήσης του μισθίου του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος εκμισθωτή. Έτσι που έκρινε το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 594 ΑΚ και δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού διέλαβε σ'αυτή σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε. Επομένως οι δύο μοναδικοί λόγοι του κυρίως δικογράφου με τους οποίους αποδίδονται στο Εφετείο οι αιτιάσεις από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
ΙΙ.Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 και 536 παρ. 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όταν κατά παραδοχή ως βασίμου λόγου έφεσης εξαφανίσει την εκκληθείσα απόφαση, καθίσταται αρμόδιο να ερευνήσει όλα τα ζητήματα που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως προς οριστική διάγνωση της διαφοράς. Αν κρίνεται αγωγή που έχει περισσότερες βάσεις, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν περιορίζεται στις διατάξεις της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που πλήττονται με την έφεση αλλά εκτείνεται, χωρίς ειδικό παράπονο, κατ'εξαίρεση των απαγορευτικών διατάξεων των άρθρων 12 και 13 του ΚΠολΔ και στις βάσεις που δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση αλλά η αγωγή. Εξάλλου, ως πράγματα, η παράλειψη λήψης υπόψη των οποίων ιδρύει τον εκ του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης νοούνται και οι βάσεις της αγωγής. 
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο του, παραδεκτά ασκηθέντος, κατ΄άρθρο 569 παρ. 2 ΚΠολΔ, δικογράφου των προσθέτων, αποδίδει στο Εφετείο την από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ αιτίαση, ότι ενώ απέρριψε την αγωγή απόδοσης του μισθίου κατά την κύρια βάση της, αναγόμενη σε κακή χρήση αυτού (άρθρο 594 ΑΚ), δεν ερεύνησε αυτή κατά την επικουρική βάση της, αναγόμενη σε αντισυμβατική χρήση αυτού (άρθρο 361 ΑΚ). Με την κρινόμενη αγωγή, όπως παραδεκτά επισκοπείται (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), ο αναιρεσείων εκμισθωτής ζήτησε την κατ'άρθρο 594 ΑΚ απόδοση του μισθίου λόγω καταγγελίας της μίσθωσης για κακή χρήση αυτού και ειδικότερα διότι παρά τις διαμαρτυρίες του η αναιρεσίβλητη μισθώτρια δεν τοποθέτησε κατάλληλο απορροφητήρα και καπνοδόχο για τους καπνούς και τις αναθυμιάσεις που προκαλούνται από την παρασκευή διαφόρων εδεσμάτων για την πελατεία του καταστήματος ενώ παράλληλα τοποθέτησε στον ακάλυπτο χώρο μηχάνημα κλιματισμού με αποτέλεσμα να δημιουργούνται επιβλαβείς καταστάσεις και θέματα ασφάλειας για τον ίδιο και τους γείτονες. Η αγωγή αυτή και όσον αφορά το ως άνω περιεχόμενο έχει μία και μόνο βάση, στηριζόμενη στην, με τις προαναφερθείσες μορφές εμφανιζόμενη, διάταξη του άρθρου 594 ΑΚ, η οποία και αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας τόσο από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο όσο και από το Εφετείο και συνεπώς ο σχετικός λόγος αναίρεσης περί μη εξέτασης από το Εφετείο της επικουρικής βάσης της αγωγής είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. β'ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν. Για να είναι ορισμένος ο αναιρετικός αυτός λόγος, θα πρέπει στο αναιρετήριο να αναφέρεται α) ποιες είναι οι αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν και τις οποίες έλαβε υπόψη του το δικαστήριο της ουσίας β) ο ισχυρισμός για τον οποίο το δικαστήριο έλαβε υπόψη τις αποδείξεις και γ) η επίδραση που έχει αυτός στο διατακτικό της απόφασης. Επομένως ο δεύτερος λόγος αναίρεσης του δικογράφου των προσθέτων, με τον οποίο αποδίδεται στο Εφετείο η εκ του αριθμού 11 περ.β'του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση, ότι έλαβε υπόψη μη επικαλούμενο και προσκομιζόμενο αποδεικτικό μέσο και συγκεκριμένα την από 5-2-2003 αγωγή της αναιρεσίβλητης, είναι απορριπτέος, προεχόντως ως αόριστος, διότι ο αναιρεσείων δεν εκθέτει στον αναιρετήριο τον ισχυρισμό για τον οποίο έλαβε υπόψη το αποδεικτικό αυτό μέσο.
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ'ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, όπως είναι, σύμφωνα με το άρθρο 339 του ίδιου Κώδικα και η εξέταση των διαδίκων. Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης του δικογράφου των προσθέτων, προσάπτεται από τον αναιρεσείοντα στο Εφετείο η αιτίαση ότι δεν έλαβε υπόψη προς απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών του την, χωρίς όρκο, εξέτασή του στο ακροατήριο του πρωτόδικου δικαστηρίου και έτσι υπέπεσε στην πλημμέλεια του αναιρετικού λόγου του άρθρου559 αριθ. 11 περ. γ'ΚΠολΔ. Όπως, όμως, προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ως προς το αγωγικό αίτημα περί απόδοσης της χρήσης του μισθίου, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα «και τις διευκρινίσεις (αντί του ορθού χωρίς όρκο εξέταση) που παρέσχε ο ενάγων στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο». Συνεπώς ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατόπιν όλων αυτών, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, η οποία κατέθεσε και προτάσεις (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 29-11-2004 αίτηση του Γ. Κ. για αναίρεση της 643/2004 απόφασης του Εφετείου Πατρών.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε επτακόσια (770) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Απριλίου 2006.

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στις 24 Μαίου 2006.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>