Quantcast
Channel: ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live

ΑΦΜ στα δικόγραφα - αναγραφή αυτών σύμφωνα με τα άρθρα 117, 118 και 119 ΚΠολΔ

$
0
0

Έννομο συμφέρον για την άσκηση ανακοπής. Ανακοπή κατά της εκτέλεσης. Παράβολα ένδικων μέσων .ΑΠ Απόφαση 206 / 2015 

ΑΦΜ στα δικόγραφα - αναγραφή αυτών σύμφωνα με τα άρθρα 117, 118 και 119 ΚΠολΔ


Με την εφαρμογή του νέου κώδικα πολιτικής δικονομίας δημιουργήθηκαν πολλά θέματα και προβλήματα με τις νέες διατάξεις σε πολλά άρθρα.

Ένα θέμα που απασχολεί έντονα είναι στα άρθρα Άρθρ. 117, 118 και 119 ΚΠολΔ όπου με το άρθρο αυτό, διαφαίνεται και καθίσταται υποχρεωτική η αναγραφή σε κάθε δικόγραφο...

που υποβάλλεται σε δικαστήριο ή επιδίδεται σε διάδικο, του αριθµού φορολογικού µητρώου  ΑΦΜ του υποβάλλοντος ή επιδίδοντος δικόγραφο διαδίκου.

Για το θέμα αυτό έχουμε ήδη αποφάσεις που έκριναν σχετικά το ζήτημα, μία από αυτές είναι η ⬇
17/2016 ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ όπου έκρινε ότι :
"Περαιτέρω, η παράλειψη αναγραφής στο δικόγραφο της ανακοπής, των στοιχείων που ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 118 ΚΠολΔ (όπως αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το ν. 4335/2015), ήτοι ΑΦΜ και Δ.Ο.Υ ανακόπτοντος καθώς και διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του πληρεξουσίου δικηγόρου, δεν επιφέρει ακυρότητα του δικογράφου, εφόσον στην ως άνω διάταξη, δεν ορίζεται καμία δικονομική συνέπεια σε περίπτωση μη αναγραφής των ανωτέρω στοιχείων, τα οποία δύνανται να συμπληρωθούν εκ των υστέρων, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού ισχυρισμού του καθου. Επομένως, πρέπει η ανακοπή να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν."




Είχαμε όμως μία αντίθετη και συγκεκριμένα την 4209/2016από το ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) όπου έκρινε ότι :


"Από τον συνδυασμό των άρθρων 111, 118 αρ. 3, 119, 216 παρ. 2, 688 παρ. και 692 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι για τήρηση της για κάθε αίτηση δικαστικής προστασίας εγγράφου προδικασίας, με ποινή απαράδεκτου, απαιτείται να αναγράφονται τα σε αυτά οριζόμενα, δηλαδή το Δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται, το ονοματεπώνυμο και την κατοικία του αιτούντος και του καθ’ ου η αίτηση, καθώς και τον αριθμό φορολογικού μητρώου του διαδίκου που επιδίδει ή υποβάλλει το δικόγραφο (όπως το άρθρο 118 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 - ΦΕΚ Α΄87/23.7.2015. Έναρξη ισχύος από 1.1.2016 - άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν. 4335/2015). Όταν στο δικόγραφο της αίτησης δεν περιλαμβάνονται όλα τα παραπάνω στοιχεία ή περιέχονται αυτά ασαφώς ή ελλειπώς, τότε η αίτηση απορρίπτεται ως αόριστη. Τούτο ερευνάται αυτεπάγγελτα από τον Δικαστή, γιατί ανάγεται στην προδικασία και δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με το γραπτό σημείωμα, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων (βλέπε Τζίφρα, Ασφαλιστικά μέτρα, σελ. 24, Α.Π. 915/80 ΝοΒ 29. 296)"


Ως προς το θέμα του ΑΦΜ και η αναγραφή του στα δικόγραφα θα θέσω υπόψιν στους συναδέλφους Νομικούς τα εξής : ⧫

 ➲ Αποτελεί σύμφωνα με το  άρθρο 2 του ν. 2472/1997,δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα εφόσον αφορά φυσικό πρόσωπο, συνιστά δε και στοιχείο του φορολογικού απορρήτου,  δείτε και την υπ’ αριθµ. 1/2011γνωµοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα.


➲την άποψη περί προσωπικών δεδομένων έχει και ο Πέτρος Αλικάκος Πρωτοδίκης, Δρ.Ν.στην ανάλυση του όπως αυτή έχει αναρτηθεί αυτή στην ιστοσελίδα την ΕΝΔΕ με θέμα : 

από την μελέτη της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής σελίδα 11όπου αναφέρει ότι :"Α.2. Επί του άρθρου πρώτου παρ. 2 (άρθρο 118 ΚΠολΔ) Με την προτεινόµενη διάταξη καθίσταται υποχρεωτική η αναγραφή σε κάθε δικόγραφο που υποβάλλεται σε δικαστήριο ή επιδίδεται σε διάδικο, του αριθµού φορολογικού µητρώου (στο εξής, ΑΦΜ) του υποβάλλοντος ή επιδίδοντος δικόγραφο διαδίκου. Συµφώνως προς την Αιτιολογική Έκθεση που συνοδεύει το υπό ψήφιση νοµοσχέδιο, «[σ]κοπός της ρύθµισης αυτής είναι η ακριβής και επαρκής ταυτοποίησή τους [των διαδίκων], ώστε να εξασφαλίζεται η ασφάλεια και η τυπικότητα της διαδικασίας και να διευκολύνεται η πραγµάτωση της αξίωσης του ενάγοντος και γενικότερα η ορθή απονοµή της δικαιοσύνης. Ο ΑΦΜ εί- ναι µοναδικός για κάθε φυσικό και νοµικό πρόσωπο και δεν αλλάζει και ως εκ τούτου το πρόσωπο αυτό προσδιορίζεται µε ασφάλεια (…). Τέλος, (…) οι αρµόδιες Δ.Ο.Υ. θα µπορούν να προσδιορίζουν µε µεγαλύτερη ευκολία τους πλειστηριασµούς, στους οποίους πρέπει να αναγγέλλονται» (σελ. 10). Ο ΑΦΜ αποτελεί, κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 2472/1997, δεδοµένο προσωπικού χαρακτήρα του υποκειµένου, εφόσον αφορά φυσικό πρόσωπο, συνιστά δε και στοιχείο του λεγόµενου φορολογικού απορρήτου, θεσµού που, µεταξύ άλλων, στοχεύει στην προστασία του συµφέροντος των φορολογουµένων (βλ. και υπ’ αριθµ. 1/2011 γνωµοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα). Εν προκειµένω, η υποχρέωση αναγραφής ανεξαιρέτως σε κάθε δικόγραφο είτε αυτό συνδέεται προς διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, είτε όχι – του ΑΦΜ του υποβάλλοντος ή επιδίδοντος δικόγραφο διαδίκου δηµιουργεί προβληµατισµό εν σχέσει προς το αναγκαίο µέτρο και τα κριτήρια συγκερασµού υπό το φως της αρχής της αναλογικότητας µεταξύ του δηµόσιου συµφέροντος, όπως αυτό εξειδικεύεται κατά τα ως άνω στην Αιτιολογική Έκθεση, και της επιταγής για κατοχύρωση του θεµελιώδους δικαιώµατος του ατόµου στην προστασία των δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, συµφώνως προς τα οριζόµενα στις διατάξεις υπέρτερης τυπικής ισχύος των άρθρων 9Α του Συντάγµατος, 8 της ΕΣΔΑ, 8 του Χάρτη Θεµελιωδών Δικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Σύµβασης 108 (1981) του Συµβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ατόµων από την αυτοµατοποιηµένη επεξεργασία προσωπικών δεδοµένων, η οποία κυρώθηκε µε τον ν. 2068/1992 (ΦΕΚ Α΄ 118) και τέθηκε σε ισχύ ως προς την Ελλάδα την 1.12.1995 µε την Ανακοίνωση Υπ. Εξωτερικών Φ.0546/4173 (ΦΕΚ Α΄ 207/1995), καθώς και της Οδηγίας 95/46/ΕΚ. Επισηµαίνεται, τέλος, ότι η δυνατότητα άµεσης πρόσβασης τρίτων προσώπων, και δη αντιδίκων, «σε φορολογικά δεδοµένα µπορεί να επηρεάζει αθεµίτως τις συναλλακτικές σχέσεις, διότι θα είναι δυνατό να εξυπηρετούνται σκοποί ξένοι προς εκείνους, για τους οποίους τα δεδοµένα αυτά έχουν συλλεγεί από τις αρµόδιες φορολογικές αρχές (…), ενέχει [δε] και σοβαρούς κινδύνους εγκληµατικών ενεργειών (…) σε βάρος µερίδας, τουλάχιστον, των φορολογουµένων», και «ενέχει (…) τον κίνδυνο (…) τα φορολογικά δεδοµένα τους να τύχουν επεξεργασίας για σκοπούς, που επηρεάζουν άµεσα την ατοµική ελευθερία συµµετοχής τους στην κοινωνική και οικονοµική ζωή της χώρας» (1/2011 γνωµοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα).

Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές, ότι η αναγραφή του ΑΦΜ δεν μπορεί αλλά και δεν είναι νομικά αποδεκτό να αποτελεί λόγω ακυρότητας δικογράφου, εφόσον από τα στοιχεία αυτού (δικογράφου) προκύπτει με σαφήνεια,  η ακριβής και επαρκής ταυτοποίησή των διαδίκων. Ως εκ τούτου παρέλκει η οποιαδήποτε άλλη ανάλυση. 
Ο Σκοπός του δικαίου δεν είναι η αρνησιδικία, αλλά η απονομή δικαιοσύνης, η δίκαια δίκη και η υπεράσπιση και διεκδίκηση των συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών.
ΠΗΓΗ: http://www.helleniclawyer.eu/

Ελληνικό Δημόσιο, τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. Χρησικτησία.ΑΠ Αριθμός Αποφ 148/2016

Next: ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΑΠΟΦ 223/2016 Άσκηση αίτησης αναστολής εκτελέσεως κατασχετηρίων στα χέρια τρίτου στα πλαίσια άσκησης ανακοπής κατά επιταγής προς πληρωμή μετά την 01-01-2016 κατά την διάταξη του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Μη νόμιμη η άσκηση της αίτησης αναστολής του άρθρου 937 παρ. 1 εδ β του νέου ΚΠολΔ καθόσον δεν προβλέπεται με τις διατάξεις του νέου ΚΠολΔ όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015 κατά της διαδικασίας της έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης επί χρηματικών απαιτήσεων αίτηση αναστολής σε περίπτωση κατάθεσης ανακοπής κατά της εκτέλεσης (933 ΚΠολΔ)
$
0
0
Πλημμελειοδικείο Κατερίνης: Η αυτόφωρη διαδικασία για χρέη προς το Δημόσιο είναι αντισυνταγματική 
Ελληνικό Δημόσιο, τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. Χρησικτησία.
Απόφαση 148 / 2016    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 148/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'Πολιτικό Τμήμα..

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Νικήτα Χριστόπουλο και Πέτρο Σαλίχο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 13 Ιανουαρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Παναγιώτη Αθανασούλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ'άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Του αναιρεσίβλητου: Ι. Μ. του Π. κατοίκου ... , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ιωάννη Γκούβα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-3-2013 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:1131/2014 του ιδίου Δικαστηρίου και 388/2015 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον, με την από 3-6-2015 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη, ανέγνωσε την από 29-12-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγείται την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.13 και ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου, αναφορικά με το ρυθμιζόμενο στη διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔικ βάρος της αποδείξεως, σύμφωνα με την οποία (διάταξη) κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Το βάρος της αποδείξεως διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει τον διάδικο στον οποίο το δικαστήριο με παρεμπίπτουσα, περί αποδείξεως απόφαση, θα επιβάλλει την ευθύνη προσκομιδής των αποδεικτικών μέσων, προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό απόδειξης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων. Το πεδίο εφαρμογής του υποκειμενικού βάρους απόδειξης έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την κατάργηση της προδικαστικής αποφάσεως. Το αντικειμενικό βάρος προσδιορίζει τον διάδικο που φέρει τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή, ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων επέλευσης της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού, του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννησης της επίδικης έννομης συνέπειας, διαδίκου, στοιχειοθετεί τον παρόντα λόγο αναίρεσης. Ειδικότερα εσφαλμένη επιβολή του αντικειμενικού βάρους υπάρχει όταν το δικαστήριο από τις προσαχθείσες αποδείξεις δεν σχηματίζει την δικανική πεποίθηση που απαιτεί ο νόμος για την παραδοχή ορισμένου αιτήματος, δηλαδή αμφιβάλλει για την ουσιαστική βασιμότητα κάποιου ισχυρισμού, που κατά νόμο θεμελιώνει το αίτημα της αγωγής, ενστάσεως κλπ και που οφείλει να αποδείξει ο υποβαλών το αίτημα διάδικος, οπότε το δικαστήριο θα έπρεπε να απορρίψει το σχετικό αίτημα. Εάν δεν το απορρίψει υποπίπτει στη νομική πλημμέλεια της ανωτέρω διατάξεως. Εξάλλου από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο της 21.1/3.2.1830 "περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος" (ιδίως στο άρθρο 5 αυτού) και στα ερμηνευτικά αυτού Πρωτόκολλα της 4/16.6.1830 και της 19.6/1.7.1830 σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6/9.7.1832 Συνθήκης της Κων/λεως "περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος"και τις διατάξεις του άρθρου 16 του νόμου της 26.6/10.7.1837 "περί διακρίσεως κτημάτων"προκύπτει, ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Δημοσίου, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους (αναχωρήσαντες) Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους, έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου, περί διακρίσεως κτημάτων, όχι όμως και τα όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και ακολούθως κατέχονταν από 'Ελληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό τίτλο. Ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6/9.7.1832 Συνθήκη της Κων/λεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών αρχών, ενώ, εξάλλου, κατά, τη διάρκεια της τρίτης Τούρκικης κυριαρχίας στην Αττική (δηλαδή από 25.5.1827 έως 31.3.1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο κυρίαρχος Σουλτάνος είχε εκδώσει θέσπισμα με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους (Οθωμανούς και 'Ελληνες) την κυριότητα των ήδη κατεχομένων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα αναγνωρίστηκαν ακολούθως με το από 21.1/3.2.1830 Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας της Ελλάδος και με την πιο πάνω Συνθήκη της Κων/λεως (ΑΠ 1354/2013). Εξ ετέρου κατά τα άρθρα 1,2 και 3 του ΒΔ της 17/29.11.1836 "περί ιδιωτικών δασών"αναγνωρίζεται η κυριότητα του Δημοσίου επί κάθε έκτασης που αποτελεί, πριν την έναρξη της ισχύος του, δάσος, εξαιρέσει μόνον εκείνων των δασικών εκτάσεων για τις οποίες υφίσταται έγγραφη απόδειξη Τουρκικής Αρχής, ότι πριν την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες, όπως και εκείνων οι οποίες ανήκαν σε ιδιωτικά χωρία και, υπό την προϋπόθεση, ότι σε αμφότερες τις περιπτώσεις, υποβλήθηκαν στην επί των Οικονομικών Γραμματεία προς αναγνώριση οι σχετικοί περί ιδιοκτησίας τίτλοι, εντός της από το άρθρο 3 οριζόμενης ανατρεπτικής προθεσμίας ενός έτους από τη δημοσίευσή του (29.11.1836). Με τις διατάξεις αυτές, θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, τεκμήριο κυριότητας, σε όλα τα δάση, που υπήρχαν πριν την ισχύ του ως άνω διατάγματος, στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεν αναγνωρίστηκε νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες. Προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικουμένου ακινήτου ως δάσους κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παραπάνω διατάγματος. Οι από τις παραπάνω διατάξεις ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, που προβάλλονται από αυτό προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αναγνωριστικής (ή διεκδικητικής) αγωγής κυριότητας ακινήτου, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος και όχι αιτιολογημένη άρνηση μιας τέτοιας αγωγής. Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση των ισχυρισμών (ενστάσεων) αυτών, πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο και για το λόγο αυτό τις συνέπειες της αμφιβολίας του δικαστηρίου περί της βασιμότητας των ισχυρισμών αυτών τις φέρει το ενιστάμενο Δημόσιο και όχι ο ενάγων. Κατά συνέπεια εάν δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη κυριότητας ή άλλου δικαιώματος του Δημοσίου η αγωγή δεν θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη (ΑΠ 847/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια της εσφαλμένης επιβολής του αντικειμενικού βάρους της αποδείξεως, ως προς τους προταθέντες από το αναιρεσείον-εναγόμενο Δημόσιο ισχυρισμούς α) περί αποκτήσεως από αυτό της κυριότητας του επιδίκου με τη Συνθήκη της Κων/λεως και τα Πρωτόκολλα του Λονδίνου και β) κατά τις διατάξεις του από 17/29.11.1836 ΒΔ. 'Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο αφενός μεν έκρινε ότι οι επίμαχοι ισχυρισμοί συνιστούν ενστάσεις (φύλλο 4β) αφετέρου τους έκρινε αναπόδεικτους, για τους εκτιθέμενους στην προσβαλλομένη λόγους (βλ. παρακάτω το κείμενο της απόφασης).
'Ετσι που έκρινε το Εφετείο, που κατά το κεφάλαιο αυτό επικύρωσε, μετά από αντικατάσταση και συμπλήρωση των οικείων αιτιολογιών (άρθρ. 534 ΚΠολΔικ), την πρωτόδικη απόφαση, δεν υπέπεσε στη νομική πλημμέλεια της εσφαλμένης επιβολής του αντικειμενικού βάρους της αποδείξεως, καθόσον τις συνέπειες του μη σχηματισμού πλήρους δικανικής πεποιθήσεως του επικαλουμένου γεγονότος ότι το επίδικο ήταν δημόσιο κτήμα, τις έφερε το ενιστάμενο-αναιρεσείον και όχι ο αναιρεσίβλητος-ενάγων. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή σύμφωνα με τις διατάξεις των ν.8 παρ. 1 κωδ. (7.32), ν.9 παρ.1 πανδ. (50.14) ν.76 παρ. 1 πανδ. (18.1) και ν.7 παρ. 3 πανδ. (23.3) του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, που ίσχυε από τον Αστικό Κώδικα (δηλαδή πριν τις 23.2.1946), μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ'αυτού, με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, σε χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει, να συνυπολογίσει στο δικό του χρόνο νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21.6/3.7.1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων", συνάγεται ότι έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν και σε δημόσια κτήματα, όπως είναι και τα δάση, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915, όπως τούτο προκύπτει, αφενός από τις διατάξεις του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου", που εκδόθηκαν με βάση αυτόν και αφετέρου του άρθρου 21 του ΝΔ της 22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης". Πλην όμως προϋπόθεση της συμπληρώσεως της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του, μέχρι τις 11.9.1915, για κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα. Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.9.1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις. Εξ ετέρου κατά το άρθρο 1045 ΑΚ για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί μία συνεχή εικοσαετία. Νομέας κατά το άρθρο 974 του ίδιου κώδικα είναι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο ακίνητο, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Περί της συνδρομής ή όχι των προαναφερόμενων στοιχείων κρίνει το δικαστήριο, κατά την κοινή αντίληψη, με βάση τα συγκεκριμένα, σε κάθε περίπτωση, περιστατικά. Ο διάδικος που προβάλλει χρησικτησία, πρέπει να επικαλεσθεί τη νομή και να καθορίσει συνάμα τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Τέτοιες δε πράξεις είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η οριοθέτηση, η περιμάνδρωση, η περιτοίχηση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του κ.α. χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ. παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 20/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ'αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ'ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως προς την αποτελούσα αντικείμενο της αναιρέσεως αναγνωριστική κυριότητας αγωγή του αναιρεσιβλήτου-ενάγοντος από κληρονομική διαδοχή του πατέρα του και κατά τη βάση που αυτός (πατέρας του) είχε καταστεί κύριος, με έκτακτη χρησικτησία, κατά τις διατάξεις του ΑΚ, καθόσον οι λοιπές βάσεις της αγωγής περί αποκτήσεως της κυριότητας από τον πατέρα του ενάγοντα παραγώγως και με τακτική χρησικτησία, είχαν απορριφθεί με την πρωτόδικη απόφαση ως αόριστες και δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο της εκδικασθείσας από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφέσεως, που ασκήθηκε μόνο από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο και κατά το μέρος που αυτό ηττήθηκε. "Τα επίδικα ακίνητα (αγροτεμάχια) βρίσκονται εκτός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου πόλεως στη θέση "... "ή "... "στην ... , στην κτηματική περιφέρειας της Δημοτικής Κοινότητας Αρτέμιδος, του Δήμου Σπάτων - Αρτέμιδος (παλαιότερα Δήμου Σπάτων). Ειδικότερα πρόκειται για: 1) ένα αγροτεμάχιο εμβαδού 518,51 τ.μ., το οποίο φέρει ΚΑΕΚ ... του Κτηματολογικού Γραφείου Σπάτων. Το εν λόγω αγροτεμάχιο εμφαίνεται υπό τα στοιχεία ένα Άλφα Κεφαλαίο [1Α] και ένα Βήτα Κεφαλαίο [1B] και περιμετρικά υπό τα αλφαβητικά στοιχεία α-β-ρ-ρ1-σ1-σ-α στο από 11-7-1973 σχεδιάγραμμα του μηχανικού Ι. Μ. , το οποίο προσαρτάται στο ... /1973 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Ευγενίου Κωστόπουλου, και συνορεύει κατά το άνω σχεδιάγραμμα βόρεια επί πλευράς μήκους 38,35 μ. με ιδιοκτησία Θ. Σ. , ανατολικά επί προσώπου μήκους 13,66 μ. με ιδιωτική οδό πλάτους 6,00 μ. (νυν οδός Μ. ), νότια επί πλευράς μήκους 38,45 μ. με ιδιοκτησία Α. Α. συζ. Ι. Β. (Β. ) και δυτικά επί πλευράς μήκους 13,30 μ. με ιδιοκτησίες Μ. Σ. και Π. Τ. (πρόκειται για το υπ'αριθμό 2 αμέσως κατωτέρω αγροτεμάχιο). 2) ένα αγροτεμάχιο εμβαδού 268,74 τ.μ. το οποίο φέρει ΚΑΕΚ ... του Κτηματολογικού Γραφείου Σπάτων. Το εν λόγω αγροτεμάχιο εμφαίνεται υπό στοιχεία δύο άλφα [2α] και ένα άλφα [1α] και περιμετρικά υπό τα αλφαβητικά στοιχεία β1-β-υ-α-α1-φ-β1 στο από 6-7-1973 σχεδιάγραμμα του μηχανικού Ι. Μ. , το οποίο προσαρτάται στην ... /1974 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών Ευγενίου Κωστόπουλου και συνορεύει βόρεια επί πλευράς μήκους 21,35 μ. με ιδιοκτησία κληρονόμων Α. , ανατολικά επί πλευράς μήκους 13,10 μ. με το προπεριγραφόμενο υπ'αριθμό 1) αγροτεμάχιο, νότια επί πλευράς μήκους 20,00 μ. με ιδιοκτησία κληρονόμων Α. και δυτικά επί πλευράς μήκους 13,00 μ. με ιδιοκτησίες Μ. Σ. και Π. Τ. . Ο πατέρας του εφεσίβλητου Π. Μ. του Ι. και της Π. αγόρασε: α) το υπ'αριθ. 1) ακίνητο ως δύο επιμέρους αγροτεμάχια (το υπό στοιχεία 1Α εμβαδού 261,06 τ.μ. και το υπό στοιχεία 1B εμβαδού 257,45 τ.μ.) δυνάμει του ... /7-8-1973 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Γεώργιου Ευγενίου Κωστόπουλου από τους Π. Τ. του Α. (το υπό στοιχεία 1Α] ακίνητο) και Ν. Α. του Γ. (το υπό στοιχεία 1B] ακίνητο) [το συμβόλαιο μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σπάτων στον τόμο …και αριθμό …] και b) το υπ'αριθ. 2) ακίνητο επίσης ως δύο επιμέρους αγροτεμάχια (το υπό στοιχεία 2α εμβαδού 136,56 τ.μ. και το υπό στοιχεία 1α εμβαδού 132,18 τ.μ.) δυνάμει του ... /28-3-1974 συμβολαίου του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Ευγενίου Κωστόπουλου από τους Π. Τ. του Α. (το υπό στοιχεία 2α] ακίνητο) και Μ. χήρα Β. Σ. , το γένος Α. και Α. Τ. (το υπό στοιχεία 1α] ακίνητο) [το συμβόλαιο μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σπάτων στον τόμο … και αριθμό …]. Από την αγορά εκάστου ακινήτου (1973 και 1974 αντίστοιχα) έως το θάνατό του στις 10-1-2008 ο πατέρας του εφεσίβλητου Π. Μ. ασκούσε συνεχώς στα ανωτέρω γεωτεμάχια, χωρίς να ενοχληθεί από κανένα, με διάνοια κυρίου, εμφανείς υλικές διακατοχικές πράξεις νομής, ήτοι επισκεπτόταν και επόπτευε αυτά τακτικά, αποψίλωνε τη δημιουργούμενη αυτοφυή βλάστηση, οριοθετούσε με συρματόπλεγμα, είχε κατασκευάσει και διατηρούσε πόρτα για την είσοδο στα επίδικα από την οδό Μ. , ενώ επιπροσθέτως διατηρούσε αναρτημένη πινακίδα όπου αναγραφόταν το όνομά του ως ιδιοκτήτη των επίδικων. Με τον τρόπο αυτό ο ανωτέρω πατέρας του εφεσίβλητου κατέστη κύριος των επίδικων με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας ήδη από τα έτη 1993 και 1994 αντίστοιχα επί ενός εκάστου των ακινήτων και συνεπώς είχε την ιδιότητα του κυρίου αυτών κατά την 27-4-2006, ημερομηνία έναρξης του κτηματολογίου για την περιοχή (369/2/4-4-2006 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του ΟΚΧΕ). Δεν αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα των συνιστώντων τους τρίτο, τέταρτο και πέμπτο λόγους έφεσης ενστάσεων του εκκαλούντος (εναγόμενου) ότι το επίδικο περιήλθε στην κυριότητά του: α) ως δάσος και δεν χώρησε υποβολή στην επί των Οικονομικών Γραμματεία προς αναγνώριση των σχετικών περί ιδιοκτησίας τίτλων εντός ανατρεπτικής προθεσμίας (β.δ της 17/29-11-1836 "Περί ιδιωτικών δασών"), αλλιώς β) δυνάμει της από 9-7-1832 συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και των από 3-2- 1830, 4/16-6-1830 και 19-6/1-7-1830 πρωτοκόλλων του Λονδίνου, αλλιώς γ) ως βοσκότοπος ή λιβάδι δυνάμει του β.δ. 3/15-12-1833, αλλιώς δ) ως αδέσποτο (άρθρο 16 β.δ. από 10-7-1837), αλλιώς ε) με τακτική χρησικτησία, αλλιώς στ) με έκτακτη χρησικτησία. Ειδικότερα πρωτίστως το εκκαλούν δεν προσκομίζει μετ'επικλήσεως κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι τα επίδικα ανήκαν στο Τουρκικό Δημόσιο ή σε Τούρκους υπηκόους που εγκατέλειψαν την επικράτεια κατά την επανάσταση και δεν διατήρησαν τις ιδιοκτησίες τους, ούτε επανέκαμψαν στην Ελλάδα, ή δημεύτηκαν, ούτε ότι ήταν βοσκότοπος ή λιβάδια ή αδέσποτα, ούτε ότι τα νεμήθηκε με τα προσόντα της τακτικής ή της έκτακτης χρησικτησίας. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ο βασικός ισχυρισμός του εκκαλούντος (εναγόμενου) Ελληνικού Δημοσίου ότι τα επίδικα ήταν δάσος και κατ'ακολουθίαν τεκμαίρεται ότι το ίδιο είναι κύριος αυτών. Αντίθετα από την προσκομιζόμενη από τον εφεσίβλητο από Ιουλίου 2008 τεχνική έκθεση του δασολόγου Α. Π. , ο οποίος προέβη σε φωτοερμηνεία βάσει αεροφωτογραφιών των ετών 1945, 1960 και 1988, προκύπτει ότι δεν υφίσταται δασική βλάστηση επί των επιδίκων που να τους προσδίδει δασικό χαρακτήρα. Η ανάπτυξη αραιής βλάστησης με τη μορφή πουρναριών στο ακίνητο εμβαδού 268,74 τ.μ. που φέρει ΚΑΕΚ ... του Κτηματολογικού Γραφείου Σπάτων, η οποία φαίνεται να έλαβε χώρα μετά το έτος 1960, δεδομένου ότι δεν απεικονίζεται στις αεροφωτογραφίες των ετών 1945 και 1960, δεν ασκεί έννομη επιρροή και δεν δημιουργεί τεκμήριο κυριότητας υπέρ του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, καθόσον σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη (ανωτέρω υπό στοιχείο IV), προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικούμενου ακινήτου ως δάσους κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του β.δ της 17/29-11-1836 "Περί ιδιωτικών δασών", ιδιότητα όμως που δεν απέδειξε το ενιστάμενο εκκαλούν εναγόμενο. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το από 13-12-2011 με αριθ. πρωτ. 3990 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Ανατολικής Αττικής σύμφωνα με το οποίο τα επίδικα ακίνητα: a) εμπίπτουν σε ευρύτερες δασικές εκτάσεις εμβαδών 591.122,20 τ.μ. και 4.562,30 τ.μ. βάσει των αεροφωτογραφιών 1945 και 1998 (στην πρώτη περίπτωση των 591.122,20 τ.μ.) και 1945 (στη δεύτερη περίπτωση των 4.562,30 τ.μ.) και δηλώθηκαν ως δασική έκταση στο Γραφείο Κτηματολογίου Ο.Τ.Α. Αρτέμιδος, b) περιλαμβάνονται στον προσωρινό κτηματικό χάρτη και τον προσωρινό κτηματολογικό πίνακα που συντάχθηκαν σύμφωνα με το ν. 248/1976 και αναρτήθηκαν στις 9-9-1985, εμπίπτουν δε σε έκταση που αναφέρεται ως δημόσια δασική έκταση. Το εκκαλούν δεν προσκομίζει αεροφωτογραφίες προγενέστερες του έτους 1998 συνοδευόμενες από σχετική έκθεση διαχρονικής φωτοερμηνείας, ενώ από τον προσωρινό κτηματικό χάρτη και τον προσωρινό κτηματολογικό πίνακα του ν. 248/1976 δεν προκύπτει δέσμευση ως προς τα εμπράγματα δικαιώματα επί των εκτάσεων. Επιπροσθέτως πρέπει να επισημανθεί ότι σε δίκη επί διεκδικητικής αγωγής μεταξύ της τρίτης Α. - Κ. συζ. Ι. Β. (Β. ) ως ενάγουσας [πρόκειται για την ιδιοκτήτρια όμορου ακινήτου προς νότο με το επίδικο υπ'αριθ. 1 ακίνητο] και του νυν εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου ως εναγόμενου κρίθηκε με την 16223/1988 απόφαση του Εφετείου Αθηνών που έκανε δεκτή την αγωγή (αναίρεση του εκκαλούντος κατά της εφετειακής απόφασης απορρίφθηκε με την 2005/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου) ότι δεν συνορεύει με δασική έκταση η ευρύτερη έκταση 29.250 τ.μ., τμήμα της οποίας αποτελούν οι νυν επίδικες εκτάσεις και η τότε επίδικη έκταση (δεδομένου ότι απώτερος κοινός δικαιοπάροχος της τότε ενάγουσας και του νυν εφεσίβλητου είναι ο παππούς αυτής Π. Α. που κατέστη κύριος των 29.250 τ.μ. από πλειστηριασμό σε βάρος του Μ. Μ. δυνάμει της ... /1894 κατακυρωτικής έκθεσης και της ... /1894 περίληψης αυτής του συμβολαιογράφου Αθηνών Παναγιώτη Παπαδιαμαντόπουλου, η οποία μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κορωπίου στον τόμο …και αριθμό …). Με την ίδια εφετειακή απόφαση απορρίφθηκαν ως αναπόδεικτοι οι ισχυρισμοί του νυν εκκαλούντος ότι η επίδικη τότε έκταση ήταν δασική ή λιβάδι ή βοσκότοπος ή αδέσποτο ή ότι ανήκε στο Τουρκικό Δημόσιο ή σε Τούρκους υπηκόους που εγκατέλειψαν την επικράτεια και δεν επανήλθαν αλλά διατήρησαν τις ιδιοκτησίες τους, ή ότι καταλήφθηκε απ'αυτό με δικαίωμα πολέμου ή ότι χρησιδέσποσε αυτό. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, μετά από συμπλήρωση και αντικατάσταση των αιτιολογιών (άρθρ. 534 ΚΠολΔικ.), επικύρωσε κατά το εκκληθέν μέρος της την πρωτόδικη απόφαση και δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την αποτελούσα αντικείμενο της αναίρεσης αναγνωριστική κυριότητας αγωγή του αναιρεσιβλήτου και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής, στα κτηματολογικά βιβλία ως εκ διαθήκης κληρονόμων του πατέρα του, που είχε καταστεί κύριος των επιδίκων ακινήτων με έκτακτη κατά τις διατάξεις του ΑΚ χρησικτησία, καθόσον αυτός από τα έτη 1973 και 1974 αντίστοιχα, που απέκτησε λόγω αγοράς τη νομή του καθενός από τα δύο ένδικα ακίνητα, τα νεμήθηκε επί εικοσαετία, ασκώντας τις προσιδιάζουσες στη φύση τους πράξεις νομής και έτσι κατέστη κύριος αυτών από τα έτη 1993 και 1994, αντίστοιχα, με έκτακτη χρησικτησία. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις περί έκτακτης χρησικτησίας διατάξεις του Αστικού Κώδικα (1045 και 974 ΑΚ), αφού υπό τα ως άνω, ανελέγκτως, γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Οι επικαλούμενες παραβιάσεις των αναφερομένων στην αρχή της παρούσας αποφάσεως πρωτοκόλλων του Λονδίνου και της Συνθήκης της Κων/λεως, καθώς και των περί εκτάκτου χρησικτησίας διατάξεων του προϊσχύσαντος, του Αστικού Κώδικα, ΒΡΔ, για το μέχρι τις 11.9.1915 διάστημα, στηρίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι έγινε δεκτό ότι τα ένδικα ακίνητα περιήλθαν στην κυριότητα του αναιρεσιβλήτου με τις προϋποθέσεις των εν λόγω πρωτοκόλλων και Συνθήκης, καθώς και ότι τα επίδικα ήταν δημόσια κτήματα και δεκτικά έκτακτης χρησικτησίας μέχρι τις 11.9.1915 ενώ τούτο όπως έχει ήδη αναφερθεί δεν συμβαίνει, καθόσον αντικείμενο της ένδικης διαφοράς αποτελούσε η απόκτηση της κυριότητας των ενδίκων ακινήτων από τον δικαιοπάροχο του ενάγοντα πατέρα του με έκτακτη χρησικτησία, κατά τις διατάξεις του ΑΚ και μόνο, καθόσον οι λοιπές βάσεις της αγωγής περί αποκτήσεως από τον εν λόγω δικαιοπάροχο της κυριότητας του ακινήτου παραγώγως και πρωτοτύπως με αναδρομή στις διατάξεις του ΒΡΔ και πρωτοτύπως με τακτική χρησικτησία, κατά τις διατάξεις του ΑΚ, απορρίφθηκαν με την πρωτόδικη απόφαση, ως αόριστες και δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της εφέσεως, που ασκήθηκε από το Δημόσιο και κατά το προαναφερθέν μέρος που αυτό ηττήθηκε. Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα και από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πρώτος λόγος, καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του (άρθρο 183 και 176 ΚΠολΔικ) πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν.3693/1997, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του Εισ. Ν ΚΠολΔικ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ'αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β 11/20-1-1993), που εκδόθηκε κατ'εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν.1738/1987.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 3 Ιουνίου 2015 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου κατά του Ι. Μ. του Π. , για αναίρεση της υπ'αριθμ. 388/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Φεβρουαρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Φεβρουαρίου 2016.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΑΠΟΦ 223/2016 Άσκηση αίτησης αναστολής εκτελέσεως κατασχετηρίων στα χέρια τρίτου στα πλαίσια άσκησης ανακοπής κατά επιταγής προς πληρωμή μετά την 01-01-2016 κατά την διάταξη του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Μη νόμιμη η άσκηση της αίτησης αναστολής του άρθρου 937 παρ. 1 εδ β του νέου ΚΠολΔ καθόσον δεν προβλέπεται με τις διατάξεις του νέου ΚΠολΔ όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015 κατά της διαδικασίας της έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης επί χρηματικών απαιτήσεων αίτηση αναστολής σε περίπτωση κατάθεσης ανακοπής κατά της εκτέλεσης (933 ΚΠολΔ)

Next: Μονομελές πρωτοδικείο Λαμίας Απόφ. 124/2016 Άσκηση εφέσεως κατά αποφάσεως του Ειρηνοδικείου η οποία είχε εισαχθεί να δικαστεί εσφαλμένως κατά την τακτική διαδικασία ενώ θα έπρεπε να έχει εισαχθεί να συζητηθεί με την διαδικασία μικροδιαφορών. Απαράδεκτη η άσκηση εφέσεως διότι έχει ασκηθεί κατά αποφάσεως μικροδιαφορών ακόμη και αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δίκασε την αγωγή με την τακτική διαδικασία. Αντικείμενο της διαφοράς κάτω του ποσού των Ευρώ πέντε χιλιάδων (5.000,00€). Η μόνη περίπτωση κατά την οποία θα επιτρέπονταν η προσβολή της πρωτόδικης αποφάσεως με το ένδικο μέσο της εφέσεως θα ήταν εάν η προσήκουσα διαδικασία που έπρεπε κατά νόμο να τηρηθεί πρωτοδίκως ήταν η τακτική διαδικασία και εσφαλμένα δεν εφαρμόστηκε. Δηλαδή αν η απόφαση είχε εκδοθεί κατ'εσφαλμένη διαδικασία όπερ και εδώ δεν συντρέχει. Απορρίπτει την έφεση
$
0
0
ΑΦΜ στα δικόγραφα - αναγραφή αυτών σύμφωνα με τα άρθρα 117, 118 και 119 ΚΠολΔ
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
ΑΠΟΦ 223/2016
Άσκηση αίτησης αναστολής εκτελέσεως κατασχετηρίων στα χέρια τρίτου στα πλαίσια άσκησης ανακοπής κατά επιταγής προς πληρωμή ..
μετά την 01-01-2016 κατά την διάταξη του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Μη νόμιμη η άσκηση της αίτησης αναστολής του άρθρου 937 παρ. 1 εδ β του νέου ΚΠολΔ καθόσον δεν προβλέπεται με τις διατάξεις του νέου ΚΠολΔ όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015 κατά της διαδικασίας της έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης επί χρηματικών απαιτήσεων αίτηση αναστολής σε περίπτωση κατάθεσης ανακοπής κατά της εκτέλεσης (933 ΚΠολΔ). Η ασκηθείσα ανακοπή αφορά την ακύρωση της εκτελεστικής διαδικασίας. Η ένδικη αίτηση αναστολής δεν αναφέρεται στην ασκηθείσα ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής για την οποία θα ήταν νόμιμη, η άσκησή της  καθόσον με την διάταξη του άρθρου 632 περ. 3 ΚΠολΔ μπορεί κατά την διαδικασία των άρθρων 686επ να χορηγηθεί από το Δικαστήριο που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής αναστολή με ή χωρίς εγγύηση ώσπου να εκδοθεί οριστική απόφαση για την ασκηθείσα ανακοπή. Απορρίπτει ως μη νόμιμη την αίτηση αναστολής. Συμψηφίζει την δικαστική δαπάνη, επειδή η ερμηνεία των διατάξεων που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (179 ΚΠολΔ).
Προσοχή : Η ανωτέρω απόφαση αφορά εφαρμογή διατάξεων του νέου ΚΠολΔ και είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ως προς το νομικό της συλλογισμό, επιλύοντας το ερώτημα αν είναι δυνατή η άσκηση αίτησης αναστολής κατά την 937 παρ.1 εδ.β ΚΠολΔ επί έμμεσης αναγκαστικής εκτελέσεως πχ. κατάσχεση στα χέρια τρίτου τραπεζικών λογαριασμών όταν έχει ασκηθεί ανακοπή για την ακύρωση διαταγής πληρωμής με την 933 και όχι με την 632 παρ. 3 ΚΠολΔ.    

ΑΠΟΦΑΣΗ 223/2016
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ   από   την   Δικαστή   Σοφία   -   Αλεξάνδρα   Ζήκου,   Πρόεδρο
Πρωτοδικών, που ορίσθηκε κατόπιν νόμιμης κλήρωσης.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ   δημόσια   στο   ακροατήριο   του   στις   6   Οκτωβρίου   2016,   χωρίς   τη
σύμπραξη γραμματέα, για να δικάσει την αίτηση με αριθμό κατάθεσης ...-7-2016 και
αντικείμενο την αναστολή αναγκαστική εκτέλεσης μεταξύ:
ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ : 1) Ετερόρρυθμης Εταιρίας με την επωνυμία «...», έδρα στο ...
Φθιώτιδας, με ΑΦΜ ... ΔΟΥ ... και Αριθμό Μητρώου ΓΕΜΗ ..., όπως νόμιμα εκπροσωπείται,
2) ... του... και της ... με ΑΦΜ ..., 3) ... συζύγου ... το γένος   ., με ΑΦΜ ..., 4) ...
συζύγου ... το γένος ...,  με ΑΦΜ ..., κατοίκων Λαμίας, οδός ... αριθμός , 5)... του ... και
της ..., κατοίκου ... Λαμίας με ΑΦΜ ..., και 6) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «... -
ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, διακριτικό τίτλο ..., έδρα στο Καρπενήσι Ευρυτανίας με ΑΦΜ ...,
τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος ....

ΔΣ
Λαμίας )
ΤΟΥ ΚΑΘ'ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: ... του Αθανασίου, κατοίκου Λαμίας, οδός ..., με ΑΦΜ ...,
τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος ...

ΔΣ
Λαμίας ).
ΚΑΤΑ   τη   συζήτηση   της   υπόθεσης,   που   έγινε   δημόσια   στο   ακροατήριο   του
Δικαστηρίου κατά την παραπάνω δικάσιμο κατόπιν αναβολών, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι
των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Το άρθρο 938, που προέβλεπε δυνατότητα αναστολής της εκτελέσεως λόγω άσκησης ανακοπής του άρθρου 933, κατόπιν σχετικής αιτήσεως, εκδικαζόμενης από το δικαστήριο της ανακοπής κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, καταργείται με τις νέες  τροποποιήσεις. Περαιτέρω, με το νέο άρθρο 937 παρ. 1 β εδ. 3 προβλέπεται ότι στις  περιπτώσεις άσκησης ένδικων μέσων κατά της απόφασης επί της ανακοπής, η άσκησή τους δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστήριο του ένδικου μέσου πλέον, μετά από αίτηση αυτού που το άσκησε, υποβαλλόμενη και αυτοτελώς, δικάζοντας με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, διατάξει την αναστολή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα  προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. Ειδικά, όταν ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού, η αίτηση αναστολής  είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00'το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού. Στην περίπτωση δε γ'της ίδιας  παραγράφου ορίζεται ότι, ειδικά στην περίπτωση άμεσης εκτέλεσης, το δικαστήριο της
ανακοπής μπορεί να διατάξει την αναστολή της κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα. Υπό το μέχρι σήμερα ισχύον δίκαιο, υπήρχε δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης από το
πρωτοβάθμιο δικαστήριο στο οποίο εκκρεμούσε η ανακοπή και μόνον μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επ'αυτής 10 (άρθ. 938 παρ. 4, όπως ισχύει σήμερα, δηλαδή πριν την
έναρξη ισχύος της τροποποίησης). Η άσκηση δε ένδικου μέσου κατά απόφασης απορριπτικής της ανακοπής δεν μπορούσε να δικαιολογήσει χορήγηση αναστολής. Ο λόγος
της σχετικής πρόβλεψης σαφώς έγκειτο στην ταχύτητα που πρέπει, ως ένα τουλάχιστον βαθμό, να διέπει τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως, βασική αρχή που, ευλόγως  και μετά από στάθμιση των εκατέρωθεν συμφερόντων, θεωρήθηκε ότι δεν επιτρέπει την  περαιτέρω καθυστέρηση της διαδικασίας της, όταν υπάρχει έστω και μία πρώτη οριστική κρίση της ανακοπής από δικαστήριο.Οι νέες διατάξεις  αλλάζουν σημαντικά το τοπίο στις δίκες περί αναστολής της εκτέλεσης και ο συνδυασμός τους οδηγεί στα ακόλουθα συμπεράσματα: Η άσκηση ανακοπής συνεχίζει να μην αναστέλλει την εκτελεστική διαδικασία, δεν παρέχεται όμως ούτε δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης κατόπιν σχετικής αιτήσεως λόγω της άσκησης ανακοπής του άρθρου 933 και εκκρεμότητάς της σε πρώτο βαθμό. Προδήλως ο νεότερος νομοθέτης θεώρησε ότι αυτό δεν είναι καν αναγκαίο, αφού με τις προθεσμίες που έθεσε για τη συζήτηση και την έκδοση απόφασης επί της ανακοπής σε συνδυασμό και με την προθεσμία που έθεσε για τη διενέργεια του πλειστηριασμού, ο οποίος δεν θα μπορεί να προσδιορισθεί πριν την παρέλευση επτά μηνών από την επιβολή της κατάσχεσης (νέο άρθρο 954 παρ. 2 ε και 993 παρ. 2), προσδοκά να  υπάρχει απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου επί της ανακοπής πριν την ημέρα του πλειστηριασμού. Εμπλοκή μπορεί να υπάρξει βεβαίως σε περίπτωση αναβολής της  συζήτησης της ανακοπής ή σε περίπτωση καθυστέρησης της έκδοσης της απόφασης επ'αυτής, πράγμα που πρέπει να λάβουν υπόψη τους οι εφαρμοστές του δικαίου.
Δυνατότητα αναστολής κατόπιν σχετικής αιτήσεως, εκδικαζόμενης κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, παρέχεται πλέον μόνον σε δεύτερο στάδιο και συγκεκριμένα όταν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της απόφασης που θα απορρίπτει την ανακοπή, οπότε και θα έχει πλησιάσει πλέον η ημέρα του πλειστηριασμού. Για αυτόν ακριβώς το λόγο τέθηκαν και προθεσμίες άσκησης της αίτησης αναστολής και έκδοσης της απόφασης από το δικαστήριο του ένδικου μέσου, όταν επίκειται πλειστηριασμός.  Αντιθέτως, επί άμεσης εκτέλεσης, οπότε και δεν τίθεται ζήτημα μακρινού προσδιορισμού πλειστηριασμού ή εκτέλεσης με άλλο χρονοβόρο τρόπο, παρέχεται δυνατότητα αναστολής από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αμέσως μετά την άσκηση της ανακοπής. Εξάλλου, στο άρθρο 1.9 του ν. 4335/2015 (Μεταβατικές διατάξεις), πέραν των επιμέρους ζητημάτων που αναφέρονται παραπάνω για τα οποία προβλέπεται ειδικό διαχρονικό δίκαιο (έναρξη ισχύος μετά την έκδοση πρ.δ/των), ορίζεται με γενική αφορώσα την εκτέλεση ρύθμιση ότι οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1η.1.2016. Ως κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή ή μη του νέου δικαίου θα πρέπει προδήλως να θεωρείται ο χρόνος επίδοσης της επιταγής προςεκτέλεση, που οδήγησε στη συνέχεια στην έναρξη της κύριας εκτελεστικής διαδικασίας δια της επιβολής κατασχέσεως επί χρηματικών απαιτήσεων ή δια της διενέργειας άμεσης εκτέλεσης και όχι τυχόν προηγούμενες επιταγές, οι οποίες επιδόθηκαν μεν, χωρίς όμως να αρχίσει η κύρια εκτελεστική διαδικασία εντός έτους από την επίδοσή τους, και στις οποίες δεν μπορεί κατ’ άρθρο 926 παρ. 2 να βασισθεί πλέον η έναρξή της. Αν, αντιθέτως, έχει γίνει ή θα γίνει εντός έτους έναρξη της κύριας εκτελεστικής διαδικασίας βάσει επιταγής που κοινοποιήθηκε πριν την 1η- 1-2016, θα τυγχάνει εφαρμογής το μέχρι τις 31-12-2015 ισχύον δίκαιο, ενώ η τυχόν επανακοινοποίηση της επιταγής μετά την 1 η-1-2016, προκειμένου αυτή να επιστηρίξει απλώς τη συνέχιση των υπολειπομένων πράξεων της κύριας εκτελεστικής διαδικασίας, δεν θα μεταβάλει το δίκαιο βάσει του οποίου αυτές θα διενεργούνται και θα κρίνονται. (Ευδοξία Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Ζητήματα από το δίκαιο αναγκαστικής εκτέλεσης μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015, ΕΣΔι - Σεμινάριο Δικαστικών  Λειτουργών της 1ης-12-2015). Περαιτέρω, για την ικανοποίηση των χρηματικών αξιώσεων του δανειστή επιτρέπεται κατ’ επιλογή, σωρευτικά ή και διαδοχικά η χρήση των εξής μέσων αναγκαστικής εκτέλεσης : 1) της κατάσχεσης, 2) της αναγκαστικής διαχείρισης και 3) της προσωπικής κράτησης, στο μέτρο που συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις του  νόμου (1047 - 1048 ΚΠολΔ). Παράλληλα, επιτρέπεται ως οιωνεί μέσο εκτέλεσης η χρήση του βεβαιωτικού όρκου. Το άρθρο 951 § 1 ΚΠολΔ αναφέρεται στις εξής ρυθμιζόμενες  διαδικασίες κατάσχεσης : 1) στην κατάσχεση της κινητής περιουσίας του οφειλέτη ( άρθρα 953 - 981 και 1017 - 1021 ΚΠολΔ), 2) στην κατάσχεση των ακινήτων του οφειλέτη ( άρθρα 992 - 1016 και 1017 - 1021 ΚΠολΔ), 3) στην κατάσχεση σε χέρια τρίτου ( άρθρα 982 - 991 ΚΠολΔ), και 4) στην κατάσχεση των ειδικών περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ( άρθρα 1022 - 1033 ΚΠολΔ). Τα παραπάνω μέσα εκτέλεσης δεν οδηγούν στην ικανοποίηση του δανειστή με την ενέργεια μίας και μόνης πράξης εκτέλεσης, αλλά μετά από σειρά ολόκληρη διαδικαστικών ενεργειών που οδηγούν τελικά στην αυτούσια ικανοποίησή του. Η αναγκαστική εκτέλεση είναι έμμεση (Φαλτσή, - Αναγκαστική Εκτέλεση,τομ. II, Ειδικό μέρος, § 53, II, 1, σελ. 86 - 89).
Με την κρινόμενη αίτησή τους οι αιτούντες εκθέτουν ότι ο καθ’ ου η αίτηση τους
επέδωσε   α)   την   από   ...-6-2016   επιταγή   προς   πληρωμή   με   αντίγραφο   του   πρώτου
εκτελεστού απογράφου της με αριθμό ...2016 διαταγής πληρωμής του Δικαστή αυτού του
Δικαστηρίου,   με   την   οποία   επιτάχθηκαν   να   καταβάλλουν   στον   καθ’   ου   η   αίτηση   σε
ολόκληρο οι τρεις πρώτοι αιτούντες και κατά το ποσοστό συμμετοχής τους στην πρώτη οι
λοιποί αιτούντες το συνολικό ποσό των 155.550 ευρώ με το νόμιμο τόκο όπως ειδικότερα
αναγράφεται   σ’   αυτή   (επιταγή   προς   πληρωμή),   και   β)   τα   από   ...-7-2016   έγγραφα
κατάσχεσης στα χέρια τρίτων, ανώνυμης τεχνικής εταιρίας με την επωνυμία «...» και
ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ Τράπεζα ΑΕ», με τα οποία επέβαλε
κατάσχεση στα χέρια των εταιριών αυτών μέχρι του ποσού των 162.361,26 ευρώ, και ότι
οι αιτούντες άσκησαν νόμιμα και εμπρόθεσμα την από ...- 7-2016 ανακοπή τους για τους
λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή. Ζητά, δε, η αιτούσα να ανασταλεί χωρίς την καταβολή
εγγύησης   η   εκτέλεση   α)   της   από   ...-6-2016   επιταγής   προς   πληρωμή   κάτω   από   το
αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό .../2016 διαταγής πληρωμής
του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, και β) των από ...-7-2016 εγγράφων κατάσχεσης στα
χέρια τρίτων, ανώνυμης τεχνικής εταιρίας με την επωνυμία «...» και ανώνυμης τραπεζικής
εταιρίας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ Τράπεζα ΑΕ», που επισπεύδεται σε βάρος τους, μέχρι να
εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της ανακοπής τους, για το λόγο ότι η τελευταία θα
ευδοκιμήσει, ενώ η εξακολούθηση της αναγκαστικής εκτέλεση σε βάρος τους, κατά τον
ενδιάμεσο   χρόνο,   θα   προκαλέσει   σ’   αυτούς   ανεπανόρθωτη   βλάβη.   Τέλος,   ζητούν   να
καταδικαστεί ο καθ’ ου η αίτηση στη δικαστική δαπάνη τους.
Με το περιεχόμενο αυτό η αίτηση παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί κατά τη
διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι καθ’ ύλη
και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 682 επ., 933 επ. ΚΠολΔ), είναι, όμως μη νόμιμη και πρέπει
να απορριφθεί, καθόσον, όπως αναλύεται στην ανωτέρω μείζονα, δεν προβλέπεται με τις
διατάξεις του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν 4335/2015, κατά τη διαδικασία της
έμμεσης   αναγκαστικής   εκτέλεσης   επί   χρηματικών   απαιτήσεων   αίτηση   αναστολής   σε
περίπτωση κατάθεσης ανακοπής κατά της εκτέλεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, από την
επισκόπηση του δικογράφου της κρινόμενης αίτησης και της συναπτόμενης ανακοπής
προκύπτει αβίαστα ότι η ανακοπή αφορά στην ακύρωση της εκτελεστικής διαδικασίας.
Προς   επίρρωση,   από   την   επισκόπηση   των   εγγράφων,   που   καταθέτουν   οι   αιτούντες,
προκύπτει ότι οι τελευταίοι έχουν καταθέσει στο Δικαστήριο αυτό, κατά τη διαδικασία των
περιουσιακών διαφορών, στις ...-7-2016, τη με αριθμό κατάθεσης .../2016 ανακοπή κατά
της ένδικης με αριθμό .../2016 διαταγής πληρωμής του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου με
αίτημα την ακύρωση της τελευταίας με τους δύο πανομοιότυπους λόγους με αυτούς της
ανακοπής εκτέλεσης. Ωστόσο, δεν προκύπτει από το περιεχόμενο αλλά και από το αίτημά
της ότι η κρινόμενη αίτηση αναστολής αναφέρεται στη συγκεκριμένη ως άνω ανακοπή
ακύρωσης διαταγής πληρωμής (με αριθμό κατάθεσης ...2016), για την οποία θα ήταν
νόμιμη, καθόσον με τη διάταξη του άρθρο 632 § 3 ΚΠολΔ μπορεί, κατά τη διαδικασία των
άρθρων 686 επ., να χορηγηθεί από το Δικαστήριο που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής
αναστολή με ή και χωρίς εγγύηση, ώσπου να εκδοθεί οριστική απόφαση για την ασκηθείσα
ανακοπή.   Κατ’   ακολουθία   των   ανωτέρω,   πρέπει   να   απορριφθεί   η   κρινόμενη   αίτηση
αναστολής, και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη των διαδίκων επειδή η ερμηνεία των
διατάξεων   που   εφαρμόστηκαν   ήταν   ιδιαίτερα   δυσχερής   (άρθρο   179   ΚΠολΔ),   όπως
ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ τη με αριθμό κατάθεσης ...Ασφ/.../2016 αίτηση αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ το σύνολο των δικαστικών εξόδων μεταξύ των διαδίκων. ΚΡΙΘΗΚΕ,
αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Λαμία, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια
συνεδρίασή του, στις 3 Νοεμβρίου 2016, απόντων των διαδίκων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Μονομελές πρωτοδικείο Λαμίας Απόφ. 124/2016 Άσκηση εφέσεως κατά αποφάσεως του Ειρηνοδικείου η οποία είχε εισαχθεί να δικαστεί εσφαλμένως κατά την τακτική διαδικασία ενώ θα έπρεπε να έχει εισαχθεί να συζητηθεί με την διαδικασία μικροδιαφορών. Απαράδεκτη η άσκηση εφέσεως διότι έχει ασκηθεί κατά αποφάσεως μικροδιαφορών ακόμη και αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δίκασε την αγωγή με την τακτική διαδικασία. Αντικείμενο της διαφοράς κάτω του ποσού των Ευρώ πέντε χιλιάδων (5.000,00€). Η μόνη περίπτωση κατά την οποία θα επιτρέπονταν η προσβολή της πρωτόδικης αποφάσεως με το ένδικο μέσο της εφέσεως θα ήταν εάν η προσήκουσα διαδικασία που έπρεπε κατά νόμο να τηρηθεί πρωτοδίκως ήταν η τακτική διαδικασία και εσφαλμένα δεν εφαρμόστηκε. Δηλαδή αν η απόφαση είχε εκδοθεί κατ'εσφαλμένη διαδικασία όπερ και εδώ δεν συντρέχει. Απορρίπτει την έφεση

Previous: ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΑΠΟΦ 223/2016 Άσκηση αίτησης αναστολής εκτελέσεως κατασχετηρίων στα χέρια τρίτου στα πλαίσια άσκησης ανακοπής κατά επιταγής προς πληρωμή μετά την 01-01-2016 κατά την διάταξη του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Μη νόμιμη η άσκηση της αίτησης αναστολής του άρθρου 937 παρ. 1 εδ β του νέου ΚΠολΔ καθόσον δεν προβλέπεται με τις διατάξεις του νέου ΚΠολΔ όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015 κατά της διαδικασίας της έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης επί χρηματικών απαιτήσεων αίτηση αναστολής σε περίπτωση κατάθεσης ανακοπής κατά της εκτέλεσης (933 ΚΠολΔ)
$
0
0
ΜΙΣΘΩΣΗ - Διαταγή απόδοσης μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων
Μονομελές πρωτοδικείο Λαμίας Απόφ. 124/2016
Άσκηση εφέσεως κατά αποφάσεως του Ειρηνοδικείου η οποία είχε εισαχθεί να δικαστεί εσφαλμένως κατά την τακτική διαδικασία ενώ θα έπρεπε να έχει εισαχθεί να συζητηθεί με την διαδικασία μικροδιαφορών. Απαράδεκτη η άσκηση εφέσεως διότι έχει ασκηθεί κατά αποφάσεως μικροδιαφορών..
ακόμη και αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δίκασε την αγωγή με την τακτική διαδικασία. Αντικείμενο της διαφοράς κάτω του ποσού των Ευρώ πέντε χιλιάδων (5.000,00€). Η μόνη περίπτωση κατά την οποία θα επιτρέπονταν η προσβολή της πρωτόδικης αποφάσεως με το ένδικο μέσο της εφέσεως θα ήταν εάν η προσήκουσα διαδικασία που έπρεπε κατά νόμο να τηρηθεί πρωτοδίκως ήταν η τακτική διαδικασία και εσφαλμένα δεν εφαρμόστηκε. Δηλαδή αν η απόφαση είχε εκδοθεί κατ'εσφαλμένη διαδικασία όπερ και εδώ δεν συντρέχει. Απορρίπτει την έφεση.
ΑΠΟΦΑΣΗ
 124/2016
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ   από  τη  Δικαστή  Καλλιόπη  Λαδιά,  Πρωτόδικη,  την οποία  όρισε ο
Πρόεδρος Πρωτοδικών Λαμίας και τη Γραμματέα Κωνσταντίνα Βαρλάμη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 26 Ιουνίου 2015 για να δικάσει, σε
δεύτερο βαθμό, την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ  ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ -  ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ:  ... του ...,  κατοίκου ...,  που παραστάθηκε
δυνάμει της από 25-06-2015 δήλωσης του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ δια του πληρεξουσίου
δικηγόρου του
Κωνσταντίνου Μπαρούτα
 , ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ - ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ... του ..., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια
του πληρεξουσίου δικηγόρου του Γεωργίου Νίκα , ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Ο  ενάγων
  και ήδη εφεσίβλητος με τη με αριθμό κατάθεσης ...-11-2012 αγωγή ενώπιον
του Ειρηνοδικείου Μακρακώμης, που στρεφόταν κατά του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος,
ζήτησε  να   γίνουν  δεκτά   όσα   αναφέρονται   σ'   αυτήν.  Το   πρωτοβάθμιο   δικαστήριο,   δικάζοντας
αντιμωλία   των   διαδίκων,   έκανε  δεκτή   την  αγωγή   με   τη   με  αριθμό   ...-12-2013   απόφασή   του,
εναντίον της οποίας ο εναγόμενος άσκησε τη με αριθμό κατάθεσης ...-02-2014 έφεση, για την
οποία με την υπ'αριθμ. ...-02-2014 πράξη προσδιορισμού ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με
δική   του   επίσπευση,   προσδιορίστηκε   ως   χρόνος   συζήτησης   η   28-11-2014,   οπότε   η   υπόθεση
αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της ...-04-2015 και εκ νέου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην
αρχή της παρούσας. Κατά τη μετ'αναβολή συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι
των διαδίκων ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά   τη   διάταξη   της   παρ.   1   του   άρθρου   466   του   ΚΠολΔ.,   όπως   τροποποιήθηκε   και
ισχύει μετά το άρθρο 42 παρ. 1 του Ν. 3994/2011, αν το αντικείμενο της διαφοράς υπάγεται στο
ειρηνοδικείο   και   αφορά   απαιτήσεις,   καθώς   και   δικαιώματα   επάνω   σε   κινητά   πράγματα   ή   τη
νομή τους και η αξία του δεν είναι μεγαλύτερη από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ, εφαρμόζονται
τα άρθρα 467 έως 472, τα οποία δεν καθιερώνουν ειδική διαδικασία, αλλά θεσπίζουν απλώς
ειδικές διατάξεις για μικροδιαφορές. Κατά τη διάταξη, δε, του άρθρου 591 παρ. 2 του ΚΠολΔ,
εάν η υπόθεση δεν υπάγεται στην διαδικασία στην οποία εισήχθη, το δικαστήριο αποφαίνεται
περί   τούτου   αυτεπαγγέλτως   και   διατάσσει   την   εκδίκαση   της   υπόθεσης   κατά   τη   διαδικασία
σύμφωνα   με   την   οποία   δικάζεται,   χωρίς   να   απαιτείται   παραπομπή   της   υπόθεσης   στην
προσήκουσα   διαδικασία,   εκτός   εάν   η  τήρηση   της   προσήκουσας   διαδικασίας   συνοδεύεται   και
από   αντίστοιχη   υπαγωγή   της   διαφοράς   σε   άλλο   δικαστήριο   ή   την   εφαρμογή   διαφορετικών
δικονομικών κανόνων, όπως η τήρηση προδικασίας που απαιτεί η διαδικασία κατά την οποία
πρέπει   να   εκδικασθεί   η   υπόθεση   και   απέχει   της   περαιτέρω   έρευνας   της   υπόθεσης   μέχρι   να
γίνουν   από   τους   διαδίκους   όσα   απαιτεί   η   προσήκουσα   διαδικασία   (ΕφΘεσ   422/2004   ΤΝΠ
ΝΟΜΟΣ,   ΕιρΡόδου   1/2007  ΤΝΠ   ΝΟΜΟΣ).   Περαιτέρω,   κατά   το   άρθρο   512   του  ΚΠολΔ,   οι
αποφάσεις   των   ειρηνοδικείων   σε   διαφορές   που   εκδικάζονται   κατά   τις   ειδικές   διατάξεις   των
άρθρων 466 έως 472 είναι ανέκκλητες, ενώ από τις παρ. 1 και 2 περ. α'του άρθρου 904 του
ΚΠολΔ προκύπτει ότι η αναγκαστική εκτέλεση μπορεί να γίνει, εκτός των λοιπών περιπτώσεων
που  προβλέπονται  στο άρθρο  αυτό,  και  βάσει τελεσίδικης  απόφασης  ελληνικού δικαστηρίου.
Τέτοια περίπτωση συνιστούν οι κατ'αντιμωλία εκδοθείσες αποφάσεις επί μικροδιαφορών, που
αποτελούν εκ γενετής τελεσίδικες αποφάσεις, αφού δεν υπόκεινται σε κανένα τακτικό ένδικο
μέσο   και   είναι   άμεσα   εκτελεστές   (ΕιρΧαν   5/2013   ΤΝΠ   ΝΟΜΟΣ,   ΕιρΡόδου   5/2014   ΤΝΠ
ΝΟΜΟΣ).   Εξάλλου,   το   επιτρεπτό   των   ενδίκων   μέσων,   που   διαφέρει   από   διαδικασία   σε
διαδικασία,   προσδιορίζεται  τόσο   από   τη   διαδικασία   κατά   την  οποία   πράγματι  εκδικάστηκε  η
υπόθεση και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, όσο και από εκείνη που έπρεπε κατά νόμο
να   τηρηθεί,   αλλά   εσφαλμένα  δεν  εφαρμόσθηκε.  Αυτό  ισχύει  και  στην  περίπτωση   που  ειδική
διάταξη νόμου δεν επιτρέπει την άσκηση ορισμένου ενδίκου μέσου κατά των αποφάσεων που
εκδίδονται κατά τη διαδικασία που προβλέπει αυτή, διότι είναι δίκαιο και επιεικές τα σφάλματα
του δικαστηρίου για  το  είδος  της  διαδικασίας που  πρέπει  να τηρηθεί κατά  την εκδίκαση της
υπόθεσης   να   μην   αποβαίνουν   σε   βάρος   των   διαδίκων   (ΟλΑΠ   5/1985   ΕλλΔνη   26,   440,  ΑΠ
452/2000  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 5371/2006  ΕλλΔνη  2007,  540). Στην  προκειμένη  περίπτωση, η
κρινόμενη έφεση του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος στρέφεται κατά της με αριθμό ...-12-
2013   οριστικής   απόφασης   του   Ειρηνοδικείου  Λαμίας,   που   εκδόθηκε,   αφού   έγινε   συζήτηση
αντιμωλία   των   διαδίκων,   κατά   τις   ειδικές   διατάξεις   των   μικροδιαφορών   επί   της   με   αριθμό
κατάθεσης ...-11-2012 αγωγής του ενάγοντος, που, όμως, είχε εισαχθεί για εκδίκαση ενώπιον
του παραπάνω δικαστηρίου (μετά τη συγχώνευση σ'αυτό του Ειρηνοδικείου Μακρακώμης προς
το οποίο η αγωγή αρχικώς απευθυνόταν] κατά την τακτική διαδικασία Ειδικότερα, με την ως
άνω   αγωγή   ο   ενάγων   ζητούσε   να   αναγνωρισθεί   αποκλειστικός   κύριος   των   αναλυτικά
περιγραφόμενων σ'αυτήν κινητών πραγμάτων (ειδών εξοπλισμού επιχείρησης κρεοπωλείου] και
να υποχρεωθεί ο εναγόμενος και όποιος άλλος έλκει εξ'αυτού δικαιώματα να του τα αποδώσει,
εκθέτοντας ότι τα διεκδικούμενα αυτά κινητά πράγματα περιήλθαν σ'αυτόν στις ...-01- 2011
δυνάμει   αγοράς   από   τον   εναγόμενο,   με   τον   οποίο   συνέταξε   και   σχετική   έγγραφη   σύμβαση
πώλησης,   αντί   συνολικού   τιμήματος   2.090   ευρώ   και   εν   συνεχεία,   μετά   τη   συντέλεση   της
σύμβασης πώλησης, παραχωρήθηκαν από τον ίδιο χωρίς αντάλλαγμα στον εναγόμενο πωλητή
δυνάμει   σύμβασης   χρησιδανείου   που   συνήφθη   μεταξύ   τους,   με   την   ειδικότερη   συμφωνία   ο
τελευταίος   να   του   τα   επιστρέφει   μόλις   εκείνος   του   τα   ζητήσει,   παράδοση   που   ο   αντίδικος
αρνήθηκε   παρά   τις   επανειλημμένες   οχλήσεις   του,   νεμόμενος   χωρίς   δικαίωμα   τα   εν   λόγω
πράγματα   έως   την   άσκηση   της   αγωγής.   Το   πρωτοβάθμιο   δικαστήριο,   με   την   εκκαλούμενη
απόφαση, έκρινε ότι με αυτό  το περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή, που αρμοδίως κατά τόπο
εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του (άρθρα 22 και 33 ΚΠολΔ], απαραδέκτως είχε εισαχθεί για
να   εκδικασθεί  κατά   την   τακτική   διαδικασία,   αφού  η   επίδικη   διαφορά   αφορά   σε  εμπράγματα
δικαιώματα   ή   τη   νομή   επί   κινητών   πραγμάτων,   η   αξία   των   οποίων   δεν   υπερβαίνει   το
προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 466 παρ. 1 του ΚΠολΔ ποσό των 5.000 ευρώ, με
συνέπεια η προσήκουσα διαδικασία να είναι αυτή των άρθρων 466 έως 472 του ΚΠολΔ. Έτσι,
κατ'εφαρμογή του άρθρου 591 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ορθώς βάσει των όσων διαλαμβάνονται στο
προηγηθέν   νομικό   μέρος   και   όχι   εσφαλμένα   όπως   παραπονείται   ο   εκκαλών   -   εναγόμενος,
διέταξε   αυτεπαγγέλτως   την   εκδίκαση   της   αγωγής   με   την   ως   άνω   προσήκουσα   διαδικασία,
έχοντας προς τούτο υλική αρμοδιότητα, έκρινε νόμιμη την αγωγή και την έκανε δεκτή και ως
ουσιαστικά   βάσιμη,   αναγνωρίζοντας   τον   ενάγοντα   κύριο   των   διεκδικούμενων   κινητών
πραγμάτων και  υποχρεώνοντας  τον  εναγόμενο  να   του τα  αποδώσει,   μετά  από  απόρριψη  των
ισχυρισμών του τελευταίου περί εικονικότητας της από ...-01-2011 υποσχετικής και εκποιητικής
ταυτόχρονα   δικαιοπραξίας.   Εφόσον,   δε,   ορθώς   το   πρωτοβάθμιο   δικαστήριο   εφάρμοσε   τις
διατάξεις   των   μικροδιαφορών   στην   κρινόμενη   υπόθεση,   επί   των   οποίων   αποκλείεται   ρητά   η
άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης (άρθρο 512 ΚΠολΔ], η κρινόμενη έφεση έχει ασκηθεί
κατά   μίας   κατ'   αντιμωλία   εκδοθείσας   απόφασης   επί   μικροδιαφορών,   ήτοι   κατά   ανέκκλητης
απόφασης, με συνέπεια αυτή να τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη (άρθρο 532 ΚΠολΔ], κατά
παραδοχή και της σχετικής ένστασης του εφεσίβλητου.
Ενδεικτικό   είναι   ότι   ο   εκκαλών,   στην   από   ...-06-2015   προσθήκη   -   αντίκρουση   του,
αντιφάσκει   περί   της   ορθής   ή   μη   εκδίκασης   της   υπόθεσης   σύμφωνα   με   τις   διατάξεις   των
μικροδιαφορών   από   το   πρωτοβάθμιο   δικαστήριο,   δεδομένου   ότι   στην   πρώτη   σελίδα   αυτής
(γραμμή 6) υποστηρίζει τη μία εκδοχή και στην τελευταία σειρά της ίδιας σελίδας την άλλη
εκδοχή.   Παρά   τα   όσα   αβάσιμα   διατείνεται,   πάντως,   ο   εκκαλών,   αληθές   είναι   ότι   η   μόνη
περίπτωση κατά την οποία θα επιτρεπόταν η προσβολή της πρωτόδικης απόφασης με το ένδικο
μέσο   της   έφεσης   θα   ήταν   εάν   η   προσήκουσα   διαδικασία   που   έπρεπε   κατά   νόμο   να   τηρηθεί
πρωτοδίκως ήταν η τακτική διαδικασία και εσφαλμένα δεν εφαρμόσθηκε, εάν δηλαδή η
απόφαση είχε εκδοθεί κατ'εσφαλμένη διαδικασία, όπερ εδώ δεν συντρέχει Κατ'ακολουθίαν των
ανωτέρω, η ασκηθείσα έφεση πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη λόγω του ανέκκλητου της
εκκαλούμενης απόφασης και να καταδικασθεί ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου
για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας λόγω της ήττας του, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου
αιτήματος του τελευταίου, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρα 176,183 και 191
παρ. 2 ΚΠολΔ). Τέλος, κατ'εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 495 παρ. 4 εδ. ε'του ΚΠολΔ,
πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου κατάθεσης της έφεσης,
ποσού 200 ευρώ, που καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα (ήτοι το υπ'αριθμ. .../2014 διπλότυπο
της Δ.0.Υ Λαμίας) λόγω της ήττας του.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση ως απαράδεκτη.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ   τον   εκκαλούντα   στην   πληρωμή   των   δικαστικών   εξόδων   του
εφεσίβλητου, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ   την   εισαγωγή   του   παραβόλου   κατάθεσης   της   έφεσης,   ποσού   διακοσίων
(200) ευρώ, που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα (με αριθμό .../2014) στο δημόσιο ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ,   αποφασίστηκε   και   δημοσιεύτηκε   στη   Λαμία   σε   έκτακτη   δημόσια
συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις
 26/8/
 2016.
              Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΣΙΘΙΟΥ ΑΠΟΦ.9/2016 Κατά την απόφαση η επιδίωξή για ρύθμιση των χρεών μπορεί να συνιστά καταστρατήγηση και καταχρηστική εφαρμογή των διατάξεων του νόμου σε βάρος των πιστωτών, αλλά και των συνεπών οφειλετών, που αποτελούν και τη συντριπτική πλειοψηφία

Previous: Μονομελές πρωτοδικείο Λαμίας Απόφ. 124/2016 Άσκηση εφέσεως κατά αποφάσεως του Ειρηνοδικείου η οποία είχε εισαχθεί να δικαστεί εσφαλμένως κατά την τακτική διαδικασία ενώ θα έπρεπε να έχει εισαχθεί να συζητηθεί με την διαδικασία μικροδιαφορών. Απαράδεκτη η άσκηση εφέσεως διότι έχει ασκηθεί κατά αποφάσεως μικροδιαφορών ακόμη και αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δίκασε την αγωγή με την τακτική διαδικασία. Αντικείμενο της διαφοράς κάτω του ποσού των Ευρώ πέντε χιλιάδων (5.000,00€). Η μόνη περίπτωση κατά την οποία θα επιτρέπονταν η προσβολή της πρωτόδικης αποφάσεως με το ένδικο μέσο της εφέσεως θα ήταν εάν η προσήκουσα διαδικασία που έπρεπε κατά νόμο να τηρηθεί πρωτοδίκως ήταν η τακτική διαδικασία και εσφαλμένα δεν εφαρμόστηκε. Δηλαδή αν η απόφαση είχε εκδοθεί κατ'εσφαλμένη διαδικασία όπερ και εδώ δεν συντρέχει. Απορρίπτει την έφεση
$
0
0
ΜΙΣΘΩΣΗ - Διαταγή απόδοσης μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων 
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΣΙΘΙΟΥ  ΑΠΟΦ.9/2016
Κατά την απόφαση η επιδίωξή για ρύθμιση των χρεών μπορεί να συνιστά   καταστρατήγηση και καταχρηστική εφαρμογή των διατάξεων του   νόμου σε βάρος των πιστωτών, αλλά και των συνεπών οφειλετών, που αποτελούν και τη συντριπτική πλειοψηφία..

 Αριθμ αποφ.     9 /2016
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΝΕΑΠΟΛΗΣ
Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας 

  Συγκροτήθηκε από τον Ειρηνοδίκη Αργύριο Κατσαμάνη και τηΓραμματέα  Ελένη Δακανάλη
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό, του την 14.12.2015 για ναδικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
  A ́ ΑΙΤΗΣΗ
ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΑ:
  ..., κατοίκου Αγίου Νικολάου, περιοχή ...,
Οδός  ...,  που  παραστάθηκε,    μετά  της   πληρεξουσίας  του  δικηγόρου

Της μετέχουσας στην δίκη Πιστώτριας
,   Κυπριακής Δημόσιας
Εταιρείας   Περιορισμένης   Ευθύνης   με   την   επωνυμία   «
MARFIN
POPULAR
PUBLIC
CO
LTD
” που εδρεύει στην Λευκωσία Κύπρου
(Λεωφ.   Λεμεσού   154)   και   έχει   εγκαταστήσει   Υποκατάστημα   στην
Ελλάδα (με την εμπορική επωνυμία «Μ
ARFIN
 ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ»
και   «
MARFIN
EGNATIA
BANK
»       ως   καθολικής   διαδόχου   της
ανώνυμης τραπεζικής  εταιρείας, με την επωνυμία «
MARFIN
 ΕΓΝΑΤΙΑ
ΤΡΑΠΕΖΑ   ΑΝΩΝΥΜΟΣ   ΕΤΑΙΡΙΑ»      κατόπιν   διασυνοριακής
συγχώνευσης   δι   απορροφήσεως   της   δεύτερης   από   την   πρώτη,   που
παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου

      B ́ ΑΙΤΗΣΗ 
       ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ:
  ... του ..., κατοίκου Αγίου Νικολάου   Νομού
Λασιθίου, ..., που παραστάθηκε δια της Της μετέχουσας στην δίκη Πιστώτριας
,   Κυπριακής Δημόσιας
Εταιρείας   Περιορισμένης   Ευθύνης   με   την   επωνυμία   «
MARFIN
POPULAR
PUBLIC
CO
LTD
” που εδρεύει στην Λευκωσία Κύπρου
(Λεωφ.   Λεμεσού   154)   και   έχει   εγκαταστήσει   Υποκατάστημα   στην
Ελλάδα (με την εμπορική επωνυμία «Μ
ARFIN
 ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ»
και   «
MARFIN
EGNATIA
BANK
”       ως   καθολικής   διαδόχου   της
ανώνυμης τραπεζικής  εταιρείας με την επωνυμία «
MARFIN
 ΕΓΝΑΤΙΑ
ΤΡΑΠΕΖΑ   ΑΝΩΝΥΜΟΣ   ΕΤΑΙΡΙΑ»      κατόπιν   διασυνοριακής
συγχώνευσης   δι   απορροφήσεως   της   δεύτερης   από   την   πρώτη,   που
παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της 
Της κυρίως παρεμβαίνουσας
 ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την
επωνυμία « ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ» που εδρεύει στην Αθήνα οδός
Αμερικής αριθμός 4, ως ειδικής διαδόχου, της εταιρίας με την επωνυμία
«
CYPRUS
POPULAR
BANK
PUBLIC
CO
LTD
»,   η   οποία
παραστάθηκε   δια   του   πληρεξουσίου   δικηγόρου   της,   Γεωργίου
Βεργετάκη.
     Ο αιτών της υπό Α ́ κρινόμενης αίτησης ζητά να γίνει δεκτή η από
18.2.2013  αίτησή   του  κατά     της   καθ’  ής   πιστώτριας   Τράπεζας  που
κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης
κατάθεσης   .../2013   προσδιορίστηκε   αρχικώς   για   την   δικάσιμο
της ....1.2014, και μετά από αναβολή για την δικάσιμο που αναφέρεται
στην αρχή της παρούσας, οπότε η υπόθεση αυτή εκφωνήθηκε νόμιμα με
τη σειρά του σχετικού πινακίου και συζητήθηκε.
       Η αιτούσα της υπό Β ́ κρινόμενης αίτησης ζητά να γίνει δεκτή η
από ....2.2013 αίτηση του κατά της καθ’ ής πιστώτριας Τράπεζας, που
κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης
κατάθεσης   .../2013   προσδιορίστηκε   αρχικώς   για   την   δικάσιμο
της ....1.2014, κατόπιν δε αναβολής για την δικάσιμο που αναφέρεται
συναλλακτική πρακτική, δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις, στις οποίες ο
οφειλέτης προκαλεί ο ίδιος τη μόνιμη αδυναμία. Ο νομοθέτης λαμβάνει
υπόψη του τέτοιες περιπτώσεις και προβλέπει με ρητή διάταξη ότι ένας
τέτοιος οφειλέτης δεν είναι άξιος να ενταχθεί στη ρύθμιση του νόμου. Η
νομοθετική ρύθμιση τάσσεται προς το συμφέρον των  πιστωτών. Τούτο
προκύπτει από τη ρύθμιση του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθ. 1
του   Ν.3869/2010   σύμφωνα   με   την   οποία   την   ύπαρξη   του   δόλου
επικαλείται και αποδεικνύει ο  πιστωτής. Το πρώτο θέμα που ανακύπτει
κατά την ερμηνεία της παρ. 1 του άρθ. 1 του άνω νόμου   είναι το
περιεχόμενο του δόλου, που είναι
  απαραίτητη προϋπόθεση, για την
υπαγωγή στις ευεργετικές ρυθμίσεις του νόμου, δηλ ο οφειλέτης να μην
έχει   περιέλθει   εκ   δόλου   σε   μόνιμη   αδυναμία   πληρωμής   των
ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών του, κατ ουσιώδη απόκλιση από το
πτωχευτικό δίκαιο των εμπόρων, η πτώχευση των οποίων κηρύσσεται
όταν συντρέχει αδυναμία πληρωμών, χωρίς να εξετάζεται ο λόγος για τον
οποίο ο έμπορος περιήλθε στην κατάσταση αυτή
.
 Ο Ν.3869/2010 θεωρεί
δεδομένη την έννοια του δόλου από τη   γενική θεωρία του αστικού
δικαίου. Ως δόλος νοείται η γνώση και η επιθυμία παραγωγής ενός
παρανόμου συνήθως αποτελέσματος (άμεσος δόλος). Ο δόλος δύναται
ωστόσο   να   είναι   και     ενδεχόμενος,   όταν   ο   πράτων   προβλέπει   το
παράνομο αποτέλεσμα, ως ενδεχόμενο και παρά ταύτα  το αποδέχεται. Η
έννοια του δόλου κατευθύνεται στην πρόκληση της μόνιμης αδυναμίας.
Δηλαδή  στα πλαίσια του Ν.3869/2010 ο οφειλέτης ενεργεί εκ δόλου και
υπό τις δύο άνω μορφές, όταν με   την εν γένει συμπεριφορά του είτε
αρχική (κατά την ανάληψη του χρέους) είτε επιγενόμενη (μετά   την
ανάληψη   του   χρέους)   συμβάλλει   αποφασιστικά   στην   πρόκληση   της
μόνιμης αδυναμίας   πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών χρεών
του.   Έτσι   πρέπει   να   νοηθεί   ο   δόλος   στα   πλαίσια     εφαρμογής   του
Ν.3869/2010.   Κατά   το   πρώτο   διάστημα   της   εφαρμογής   του   νόμου,
ΠΗΓΗ:http://www.nomorama-nt.gr/nomologia/

ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΣΤΙΚΗ - Αριθμός Απόφασης 155/2013 - ΤΟ ΕΦΕΤΕΊΟ ΚΡΗΤΗΣ - Αποζημίωση αρραβωνιαστικιάς αλλοδαπού σε θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα

$
0
0
ΜΙΣΘΩΣΗ - Διαταγή απόδοσης μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων
ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΣΤΙΚΗ - Αριθμός Απόφασης 155/2013 - ΤΟ ΕΦΕΤΕΊΟ ΚΡΗΤΗΣ - Αποζημίωση αρραβωνιαστικιάς αλλοδαπού σε θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα...

                                           

                Αριθμός Απόφασης 155/2013
                       ΤΟ ΕΦΕΤΕΊΟ ΚΡΗΤΗΣ

                 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές
Εμμανουήλ Βασιλάκη.Πρόεδρο Εφετών,Κων/να Αγγελάκη,
Εφέτη,Μαργαρίτα Νικάκη ,Εφέτη-Εισηγήτρια και τον  Γραμματέα Ηλία
Στεργιόπουλο.Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5.2.2013 για να δικάσει την ακόλουθη υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ-ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:1)Της εδρεύουσας στην...Κρήτης Ο.Ε με την επωνυμία ...,νομίμως εκπροσωπούμενης και 2) της στην Αθήνα εδρεύουσας 
Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρίας με την επωνυμία ... νομίμως εκπροσωπούμενης, που παραστάθηκαν δια του
πληρεξουσίου δικηγόρου τους....
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ - ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ:
1)..., κατοίκου ...,
2)..., κατοίκου ..., 3)..., κατοίκου ..., 4)..., κατοίκου ..., 5)..., κατοίκου ...,
6)..., κατοίκου ..., 7)..., κατοίκου ..., 8)..., κατοίκου ..., 9)..., κατοίκου ...,
10)..., κατοίκου ..., εκ των οποίων ο τρίτος παραστάθηκε μετά και
οι
λοιποί δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους
....
,
11)Της εδρεύουσας στις Στέρνες, ..., Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία
«...» και το διακριτικό τίτλο «... Α.Ε.», νομίμως εκπροσωπουμένης, και
12)Της εδρεύουσας στην Αθήνα Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρίας με την
επωνυμία «ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΝΩΣΙΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ»,
νομίμως εκπροσωπούμενης,οι οποίες δεν παραστάθηκαν.
Οι πρώτος έως δέκατη εφεσίβλητοι με την αριθ. .../5.2.2008 κύρια αγωγή,
που απηύθυναν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων, ζήτησαν να γίνουν
δεκτά όσα αναφέρονται σ'αυτή. Οι εναγόμενες, ήδη εκκαλούσες άσκησαν
στο ίδιο Δικαστήριο την .../23.9.2008 ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση
σε αναγκαστική παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή, η δε Ανώνυμη
Εταιρία με την επωνυμία «... Α.Ε.» άσκησε στο ίδιο Δικαστήριο
την .../11,5.2009 κύρια αγωγή. Το Δικαστήριο εκείνο, με την 61/2011
οριστική απόφασή του έκανε δεκτές εν μέρει τις κύριες αγωγές και
απέρριψε την παρεμπίπτουσα αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής οι
εναγόμενες των δύο κυρίων αγωγών και παρεμπιπτόντως ενάγουσες
άσκησαν στο Δικαστήριο που την εξέδωσε, απευθυνόμενη στο παρόν, την
ένδικη από 18.3.2011 και με αριθ. εκθ. Καταθ. .../24,3,2011 έφεσή τους,
αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος με αριθ.
εκθέσεως καταθέσεως .../14.4.2011. Για τη συζήτηση δε αυτής που
γράφτηκε νόμιμα με τη σειρά της στο σχετικό πινάκιο, ορίσθηκε δικάσιμος
η 20η.11.2012 και μετ'αναβολή αυτή που αναγράφεται στην αρχή της
παρούσας. Κατά την παραπάνω δικάσιμο ασκήθηκε αντέφεση από τους
πρώτο έως και ένατη εφεσιβλήτους και ήδη αντεκκαλούντες, δια των
προτάσεών τους.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση
εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι
δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και
αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
 ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της 61/2011 οριστικής απόφασης του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων, που εκδόθηκε αντιμωλία των
διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από
αυτοκίνητο και από τη σύμβαση ασφάλισης αυτού (άρθρο 681Α Κ.Πολ.Δ),
έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού η επίδοση της
εκκαλουμένης προς τη δεύτερη εκκαλούσα έλαβε χώρα στις 9.3.2011 (βλ.
την αριθ. .../9.3.2011 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο
Πρωτοδικείο Αθήνας Απόστολου Μωρόπουλου), ενώ δεν προκύπτει
επίδοση αυτής προς την πρώτη εκκαλούσα, η δε κατάθεση του
δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου έγινε στις
24.3.2011 (άρθρα 499, 518 παρ. 1 και 2 Κ.Πολ.Δ.).
Από τις διατάξεις των άρθρων 294, 295, 297 και 299 του Κ.Πολ.Δ.,
που εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα,
και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, προκύπτει ότι η παραίτηση
από το δικόγραφο του ενδίκου μέσου που έχει ασκηθεί, άρα και από το
δικόγραφο της έφεσης (άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ), μπορεί να γίνει χωρίς
τη συναίνεση του εφεσιβλήτου και με δήλωση που καταχωρίζεται στα
πρακτικά, προτού αρχίσει η προφορική συζήτηση της υπόθεσης, έχει δε ως
συνέπεια να θεωρείται πως δεν ασκήθηκε η έφεση και να καταργείται η
δίκη (βλ. ΑΠ Ολ 25/2005 ΕλλΔνη 46, 721, ΑΠ 633/2010, 51/2010 Νόμος,
ΕφΑΘ 233/2011 ΕφΑΔ 2011, 881). Για το κύρος της παραίτησης δεν είναι
αναγκαία η κλήτευση του εφεσιβλήτου, αφού αυτός, και αν τυχόν είχε
κληθεί και παρίστατο, δεν θα μπορούσε να αντιταχθεί σε αυτή, εφόσον
γίνεται πριν το δικαστήριο προχωρήσει στην έρευνα των λόγων της
έφεσης (ΑΠ 51/2010 ό.π.). Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, κατά την
αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, ο πληρεξούσιος
δικηγόρος των εκκαλουσών, με προφορική δήλωση ενώπιον του
ακροατηρίου που καταχωρίστηκε στα πρακτικά, πριν την έναρξη της
προφορικής συζήτησης, δήλωσε ότι οι εκκαλούσες παραιτούνται από το
δικόγραφο της έφεσης ως προς τη δέκατη εφεσίβλητη, .... Η παραίτησή
τους αυτή, για το κύρος της οποίας δεν είναι αναγκαία η κλήτευση της εν
λόγω εφεσίβλητης, είναι νομότυπη, και επήλθαν οι προαναφερθείσες
έννομες συνέπειες. Επομένως, η έφεση θεωρείται ως μη ασκηθείσα ως
προς την προαναφερόμενη εφεσίβλητη και πρέπει να κηρυχθεί
καταργημένη η μεταξύ των παραπάνω διαδίκων δίκη, ενώ δεν μπορεί να
τεθεί θέμα επιβολής δικαστικών εξόδων σε βάρος των παραιτουμένων
εκκαλουσών στα πλαίσια της παρούσας δίκης, αφού η εκκαθάρισή τους
γίνεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 679-681 Κ.Πολ.Δ., σύμφωνα με το
άρθρο 192 του ιδίου Κώδικα (βλ. σχετ. ΑΠ 1602/01 ΕλΔνη 43, 397, ΕφΛαρ
97/2011 ΤΝ Νόμος, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2008 παρ, 985-985β').
Από τη διάταξη του άρθρου 110 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. απορρέει η
θεμελιώδης δικονομική αρχή της ακρόασης όλων των διαδίκων. Η τήρηση
της αρχής αυτής επιβάλλει στο Δικαστήριο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως,
αν ο διάδικος που απουσιάζει κατά την επ'ακροατηρίου συζήτηση της
υπόθεσης, έχει κλητευθεί να παραστεί σ'αυτή νομοτύπως και
εμπροθέσμως και να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση, εφόσον
διαπιστώσει ότι δεν έγινε τέτοια κλήτευση ή ότι αυτή δεν έγινε
εμπροθέσμως και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις. Πριν από την πιο
πάνω έρευνα, όμως, πρέπει να προηγηθεί από το Δικαστήριο η διακρίβωση
για το ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, διότι, αν
επισπεύδων είναι ο απολειπόμενος διάδικος, τότε δεν απαιτείται κλήτευσή
του, ενώ αντιθέτως απαιτείται τέτοια κλήτευση, όταν τη συζήτηση
επισπεύδει ο παριστάμενος διάδικος. Σε περίπτωση αδυναμίας
διακρίβωσης του διαδίκου που επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται
απαράδεκτη, διότι λείπει η απαιτούμενη προδικασία, δηλαδή της κλήσης
προς συζήτηση (άρθρα 106, 110 παρ. 3, 111 παρ. 1, 217, 226 παρ. 1, 228,
498 Κ.Πολ.Δ., ΕφΘεσ 632/2009 ΕφΑΔ 2009, 720, ΕφΛαρ 68/2006 Δικογρ
2007, 374, ΕφΑΘ 1535/2001 ΑρχΝ 2001,563). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη
του άρθρου 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης
εφαρμόζονται, μεταξύ άλλων, και οι διατάξεις του άρθρου 271 Κ.Πολ.Δ.,
προϋπόθεση δε του παραδεκτού της συζήτησης της έφεσης, είναι, κατά
τους ορισμούς του άρθρου 271 Κ.Πολ.Δ., στο οποίο παραπέμπει η διάταξη
της παρ. 1 του άρθρου 524 Κ.Πολ.Δ., η έρευνα της νόμιμης κλήτευσης του
απολειπομένου εφεσιβλήτου ή της επίσπευσης της συζήτησης από τον
τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο, αλλιώς η συζήτηση είναι
απαράδεκτη. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρ. 226§4 εδ.β'και γ'
ΚΠολΔ, που έχουν εφαρμογή και στην κατ'έφεση δίκη (Κ.Πολ.Δ. 498), αν
η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει αμέσως μετά το τέλος της .

ΠΗΓΗ:http://www.nomorama-nt.gr/nomologia/

ΔΑΣΙΚΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ - ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ - ΣτΕ 939/2016 Νόμιμη κήρυξη έκτασης ως αναδασωτέας

$
0
0
979/2015 ΕΙΡ ΑΘ - Εκούσια δικαιοδοσία. Αίτηση διορισμού επιτρόπου ανηλίκου τέκνου, προς εκπροσώπηση του σε δίκη προσβολής πατρότητας. Αποκλειστική αρμοδιότητα Ειρηνοδικείου υπέρ του οποίου.... 
ΣτΕ 939/2016 [Νόμιμη κήρυξη έκτασης ως
αναδασωτέας]
Περίληψη
-Η κήρυξη έκτασης ως αναδασωτέας από τη Διοίκηση, χωρίς να έχει τηρηθεί προηγουμένως η διαδικασία για το χαρακτηρισμό της, δεν έχει ως αποτέλεσμα να στερείται ο ενδιαφερόμενος από το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, διότι η διοικητική πράξη με την οποία κηρύσσεται ορισμένη έκταση ως αναδασωτέα, προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενώπιον του οποίου ο ενδιαφερόμενος μπορεί να αμφισβητήσει τις προϋποθέσεις κήρυξης της αναδάσωσης, μεταξύ των οποίων είναι και ο δασικός χαρακτήρας της έκτασης. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι η έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης παραβίασε το ειδικό δικαίωμα της προηγούμενης διοικητικής ακρόασης των αιτούντων στα πλαίσια της ενδικοφανούς διαδικασίας του άρθρου 14 του ν. 998/199.
-Η δυνατότητα κήρυξης απαλλοτριώσεως, για την πραγματοποίηση αναδασώσεως, ιδιωτικής εκτάσεως, η οποία δεν αποτελούσε κατά το χρόνο της αναδασώσεως δάσος ή δασική έκταση, δεν έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις αναδασώσεων λόγω καταστροφής της δασικής βλάστησης.
Πρόεδρος:
Αγγ. Θεοφιλοπούλου
Εισηγητής:
Μ. Τριπολιτσιώτη
Βασικές Σκέψεις
1.Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (1816174, 2501467/2005 γραμμάτια παραβόλου), ζητείται η ακύρωση της  2208/8.6.2005  απόφασης  του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας (Δ' 704). Με την απόφαση αυτή κηρύσσεται αναδασωτέα έκταση, εμβαδού 3.002 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «Πλατανιάς» στην περιφέρεια του Δ.Δ. Μεγάλου Χωριού Δήμου Ποταμιάς ν. Ευρυτανίας και στην οποία προβάλλουν δικαιώματα συγκυριότητας οι αιτούντες.
2.Επειδή, βάσει των διατάξεων της περίπτωσης ιδ'της παραγράφου 1 του άρθρου 1
του ν. 702/1977 (Α'  268),  όπως  η περίπτωση αυτή προστέθηκε με την παράγραφο 1
του άρθρου 47 του ν. 3900/2010 (Α' 213), η κρινομένη αίτηση ακυρώσεως, η οποία
ήταν εκκρεμής κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος του νόμου αυτού (01.01.2011)
και, επομένως, καταλαμβάνεται από τις ρυθμίσεις του (βλ. αντιστοίχως τα άρθρα 70
                                                1 / 5
Νόμος και Φύση
Αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία για το περιβάλλον και την αειφόρο ανάπτυξη
http://nomosphysis.org.gr
και 50 του ν. 3900/2010), υπάγεται πλέον στην αρμοδιότητα του διοικητικού
εφετείου, όμως, για λόγους οικονομίας της δίκης, εν όψει του χρόνου καταθέσεως της
αιτήσεως ακυρώσεως και δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο  5Α του ν. 702/1977,
όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 47 παρ. 3 του ν. 3900/2010, οι αποφάσεις που
εκδίδονται επί διαφορών σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί κηρύξεως
εκτάσεων ως αναδασωτέων υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της
Επικρατείας, συντρέχει, εν προκειμένω, κατά  την κρίση του Δικαστηρίου, νόμιμος
λόγος να κρατηθεί η υπόθεση, κατ'εφαρμογή του άρθρου 34 παρ. 1 του ν. 1968/1991
(Α' 150) και να εκδικασθεί από  το Συμβούλιο της Επικρατείας (βλ. ΣΕ  3911/2012,
940/2011 κ.ά.).
3.Επειδή, στο άρθρο 31 του π.δ. 18/1989 (Α' 8) ορίζονται τα εξής:«1. Αν πεθάνει ο
ιδιώτης που άσκησε το ένδικο μέσο ή διαλυθεί το νομικό πρόσωπο, η δίκη
καταργείται, εκτός αν έως τη συζήτηση οποιοσδήποτε που νομιμοποιείται ζητήσει τη
συνέχιση της δίκης με δήλωσή του που κατατίθεται στη Γραμματεία, ή και προφορικά
στο ακροατήριο. 2. .».
4.Επειδή, όπως προκύπτει από την εκδοθείσα από τη Ληξίαρχο του Δήμου Καρπενησίου
με αριθμό 33 ληξιαρχική πράξη θανάτου  του τόμου Γ του έτους 2009, η πρώτη
αιτούσα απεβίωσε στις 11.5.2009, δηλαδή μετά την άσκηση της κρινόμενης αίτησης
(5.9.2005). Κατά συνέπεια, η δίκη πρέπει ως προς αυτήν να κηρυχθεί καταργημένη,
σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 παρ. 1 του π.δ. 18/1989.
5.Επειδή, το άρθρο 117 παρ. 3 του Συντάγματος ορίζει ότι δημόσια ή ιδιωτικά δάση
και δασικές εκτάσεις, που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με
άλλον τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται δεν αποβάλλουν για τον λόγο αυτό τον
χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικώς αναδασωτέα
και αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 38 παρ.
1 του ν. 998/1979 (Α' 289), «Κηρύσσονται υποχρεωτικώς ως αναδασωτέα τα δάση και
αι δασικαί εκτάσεις, ανεξαρτήτως της ειδικωτέρας κατηγορίας αυτών ή της θέσεως
εις ην ευρίσκονται, εφ'όσον ταύτα καταστρέφονται ή αποψιλούνται συνεπεία
πυρκαϊάς ή παρανόμου υλοτομίας αυτών .», κατά το άρθρο 41 παρ. 1 δε του ίδιου
νόμου, «Η κήρυξις εκτάσεων ως αναδασωτέων ενεργείται δι'αποφάσεως του οικείου
νομάρχου [του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας δυνάμει του ν. 2503/1997 (Α'
107)], καθοριζούσης σαφώς τα όρια της εκτάσεως η οποία κηρύσσεται αναδασωτέα
και συνοδευομένης υποχρεωτικώς υπό σχεδιαγράμματος, το οποίον δημοσιεύεται εν
φωτοσμικρύνσει μετά της αποφάσεως εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Τέλος,
σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παραπάνω άρθρου 41, «Ειδικώς προκειμένου περί
κηρύξεως    εκτάσεων    ως    αναδασωτέων    ένεκα    μερικής    ή    ολικής
καταστροφής δάσους ή δασικής εκτάσεως εκ πυρκαϊάς ή άλλης αιτίας εκ των εν
άρθρω 38 παρ. 1 αναφερομένων, η κατά την παραγράφον 1 του παρόντος άρθρου
απόφασις . εκδίδεται μετά εισήγησιν της αρμοδίας δασικής υπηρεσίας, υποχρεωτικώς
                                                2 / 5
Νόμος και Φύση
Αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία για το περιβάλλον και την αειφόρο ανάπτυξη
http://nomosphysis.org.gr
εντός τριών μηνών [εντός δύο μηνών κατ'άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 2040/1992 (Α' 70)]
από της καταστολής της πυρκαϊάς ή της διαπιστώσεως της εξ άλλης αιτίας
καταστροφής. Δια της αποφάσεως ταύτης καθορίζονται και αι υποχρεώσεις της
δασικής υπηρεσίας δια την κατάρτισιν και εφαρμογήν ειδικού δια την προκειμένην
περίπτωσιν προγράμματος αναδασώσεως .». Κατά την έννοια  των διατάξεων αυτών,
κάθε αποψιλούμενη δασική έκταση, δημόσια ή ιδιωτική, κηρύσσεται υποχρεωτικώς
αναδασωτέα με μόνη την αντικειμενική διαπίστωση της συνδρομής των
προϋποθέσεων που προβλέπει η παραπάνω συνταγματική διάταξη. Η απόφαση της
αναδάσωσης πρέπει να αιτιολογείται πλήρως ως προς τον χαρακτηρισμό της έκτασης
ως δάσους ή δασικής έκτασης, καθώς και ως προς το πραγματικό γεγονός της
καταστροφής της δασικής βλάστησης, η αιτιολογία όμως αυτή μπορεί να
συμπληρώνεται και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου (ΣτΕ 5478/2012 κ.ά.).
6.Επειδή,  σε  αυτοψία  που  διενήργησε  στις  6.4.2005  στη  θέση «Πλατανιάς» στη
περιφέρεια του Δ.Δ. Μεγάλου Χωριού του Δήμου Ποταμιάς ν. Ευρυτανίας δασολόγος
του Δασαρχείου Καπερνησίου διαπιστώθηκε εκχέρσωση δασικής έκτασης, εμβαδού
3.002 τ.μ., στη δυτική όχθη του ποταμού Καρπενησιώτη. Σύμφωνα με τη σχετική
έκθεση αυτοψίας, μέσα στην έκταση υπάρχουν άτομα πλατάνου και ιτιάς, πρέμνα από
δεκαπέντε (15) άτομα ιτιάς μεγάλης ηλικίας, διαμέτρου 15 - 45 cm, τριάντα πέντε
(35) καρυδιές μέσης ηλικίας, διαμέτρου 3 - 35 cm, μια κυδωνιά νεαρής ηλικίας και
γεώτρηση με αντλιοστάσιο. Το ποσοστό δασοκάλυψης κατά το χρόνο διενέργειας της
αυτοψίας διαπιστώθηκε να είναι μικρότερο του 20%. Στην ίδια έκθεση αναφέρεται
ακόμη ότι από εξέταση  Α/Φ  προκύπτει  ότι  κατά  το  έτος   1945  η  εν  λόγω
έκταση αποτελούσε κοίτη του ποταμού Καρπενησιώτη και υπήρχαν λίγες ιτιές,
θαμνώδους μορφής, με ποσοστό κάλυψης περίπου 20%, ενώ  το  έτος 1960 στην
έκταση εμφανίζεται δασοκάλυψη άνω του 60% από την παραποτάμια βλάστηση (ιτιές
και πλατάνια), μετά δε το 1960 και σε άγνωστο χρονικό σημείο έγινε παράνομα
αλλαγή χρήσης της  έκτασης λόγω εκχέρσωσης και αυτή μεταβλήθηκε από δασική σε
δενδροκομική καλλιέργεια, με σκοπό την απόκτηση δικαιωμάτων νομής και
κυριότητας. Τέλος, σύμφωνα με την παραπάνω έκθεση, η επίδικη έκταση συνορεύει
βόρεια με βατή αγροτική οδό και με έκταση δασικού χαρακτήρα, η οποία αποτελεί το
όριο εξάπλωσης του ποταμού Καρπενησιώτη, νότια και ανατολικά με έκταση δασικού
χαρακτήρα, η οποία αποτελεί επίσης το όριο εξάπλωσης του ίδιου ποταμού και δυτικά
με αγροτική έκταση  των αιτούντων. Εξάλλου, στις ίδιες διαπιστώσεις κατέληξε ο
παραπάνω δασολόγος και με την από 7.3.2005 έκθεση αυτοψίας, που συνετάγη
κατόπιν αιτήματος των ήδη αιτούντων για έκδοση πράξης χαρακτηρισμού
μεγαλύτερης έκτασης, εμβαδού 6.278,41 τ.μ.. Ειδικότερα, στην εν λόγω έκθεση
αναφέρεται ότι το τμήμα 1 της έκτασης, εμβαδού 3.276,41 τ.μ., εμφαίνεται με
αγροτική μορφή στις Α/Φ των ετών 1945  και  1960,  την οποία διατηρεί μέχρι το
χρόνο της αυτοψίας, ενώ το επίδικο τμήμα 2, εμβαδού 3.002 τ.μ., στην μεν Α/Φ του
έτους 1945 αποτελεί κοίτη του ποταμού Καρπενησιώτη και στερείται δασικής
βλάστησης, εκτός από λίγες θαμνώδεις μορφές (ιτιές), στη δε Α/Φ του έτους 1960
                                                3 / 5
Νόμος και Φύση
Αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία για το περιβάλλον και την αειφόρο ανάπτυξη
http://nomosphysis.org.gr
εμφανίζεται με δασοκάλυψη πάνω από 60% από την παραποτάμια βλάστηση (ιτιές και
πλατάνια). Κατόπιν της έκθεσης αυτής εκδόθηκε η 909/7.3.2005 πράξη
χαρακτηρισμού του Δασάρχη Καρπενησίου, με την οποία το τμήμα 1 της έκτασης,
εμβαδού 3.276,41 τ.μ., χαρακτηρίσθηκε ως αγροτικό, ενώ για το επίδικο τμήμα,
εμβαδού 3.002 τ.μ., ο Δασάρχης αποφάνθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να
κηρυχθεί αναδασωτέο και, συνεπώς, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο πράξης
χαρακτηρισμού. Στη συνέχεια,   ύστερα   από   τη   1819/25.4.2005   πρόταση   του 
Δασάρχη Καρπενησίου, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του Γενικού Γραμματέα
Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας, με την οποία η επίδικη έκταση κηρύχθηκε
αναδασωτέα.
7.Επειδή, για την κήρυξη έκτασης που καταστράφηκε ή αποψιλώθηκε ως
αναδασωτέας δεν απαιτείται η προηγουμένη, βάσει των οριζομένων στο άρθρο 14 του
ν. 998/1979, επίλυση τυχόν αμφισβητήσεων ως προς τον χαρακτήρα της έκτασης
αυτής ως δασικής ή μη, διότι η διαδικασία κήρυξης ορισμένης έκτασης ως
αναδασωτέας, με την οποία αποσκοπείται η ανάκτηση του δασικού χαρακτήρα, τον
οποίο απώλεσε η έκταση για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται  στο άρθρο
117 παρ. 3 του Συντάγματος, είναι αυτοτελής και διακεκριμένη από την ενδικοφανή
διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 998/1979, η τήρηση της οποίας δεν αποτελεί
προϋπόθεση για την κήρυξη της αναδάσωσης (βλ. ΣτΕ 838/2002 7μελής, 3448/2007
7μελής κ.ά.). Εξ άλλου, η κήρυξη έκτασης ως αναδασωτέας από τη Διοίκηση, χωρίς
να έχει τηρηθεί προηγουμένως η διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 998/ 1979 για τον
χαρακτηρισμό της, δεν έχει ως αποτέλεσμα να στερείται ο ενδιαφερόμενος από το
κατά το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από
τα δικαστήρια, διότι η διοικητική πράξη με την οποία κηρύσσεται ορισμένη έκταση
ως αναδασωτέα, κατ'εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 117 § 3 του
Συντάγματος και 38 § 1 και 41 § 1 του ν. 998/1979, προσβάλλεται με αίτηση
ακυρώσεως ενώπιον  του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. ΣτΕ 7/1993), ενώπιον του
οποίου ο ενδιαφερόμενος μπορεί να αμφισβητήσει τις προϋποθέσεις κήρυξης της
αναδάσωσης, μεταξύ των οποίων είναι και ο δασικός χαρακτήρας της έκτασης.
Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο
προβάλλεται ότι η έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης παραβίασε το ειδικό δικαίωμα
της προηγούμενης  διοικητικής  ακρόασης των αιτούντων στα πλαίσια της
ενδικοφανούς διαδικασίας του άρθρου 14 του ν.998/1979, ενώ ο προβαλλόμενος
λόγος περί καταχρήσεως εξουσίας  πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμος, εφόσον
προϋποθέτει πράξη εκδιδόμενη κατά διακριτική ευχέρεια και όχι κατά δέσμια
αρμοδιότητα, όπως εν προκειμένω (βλ. ΣτΕ 2067/2004 κ.ά.).
8.Επειδή, με βάση τα προαναφερόμενα στοιχεία του φακέλου, και ιδίως τις εκθέσεις
αυτοψίας της 7.3.2005 και 6.4.2005, οι οποίες περιλαμβάνουν ερμηνεία Α/Φ των ετών
1945 και 1960, η κρίση της διοίκησης για το δασικό χαρακτήρα της έκτασης
αιτιολογείται  νομίμως, αφού προκύπτει τόσο το είδος όσο και το  ποσοστό  της
                                                4 / 5
Νόμος και Φύση
Αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία για το περιβάλλον και την αειφόρο ανάπτυξη
http://nomosphysis.org.gr
δασικής βλάστησης που κάλυπτε την έκταση πριν από την εκχέρσωσή της (ιτιές και
πλατάνια σε ποσοστό μεγαλύτερο του 60%), καθώς και το γεγονός ότι αυτή αποτελεί
τμήμα ευρύτερης δασικής εκτάσεως, εκτεινόμενης στα βόρεια, νότια και ανατολικά
όριά της.  Η αιτιολογία  αυτή,  η  οποία στηρίζεται στην επιτόπια έρευνα και τις
επιστημονικές παρατηρήσεις του αρμόδιου δασολόγου, στην ερμηνεία Α/Φ και στη
σύγκριση του επιδίκου με την όμορη, αγροτικής μορφής, έκταση, φερόμενης
κυριότητας των αιτούντων, δεν κλονίζεται από τα διαλαμβανόμενα στην 9/2008
απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ευρυτανίας, που εκδόθηκε επί  εφέσεως του
Δημοσίου κατά της 23/2006  αποφάσεως  του  Ειρηνοδικείου Ευρυτανίας σχετικής με
ανακοπή των αιτούντων κατά πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής τους από την
επίδικη έκταση, και στην οποία αναφέρεται ότι τη δεκαετία του 1960 το επίδικο
καλυπτόταν κατά το μεγαλύτερο μέρος του από φυτεία καρυδιάς και όχι από άγρια
ξυλώδη βλάστηση και ότι δεν παρουσιάζει διαφορά ως προς την μορφολογία του
εδάφους και τη δενδροκομική καλλιέργεια σε σχέση με την παρακείμενη ιδιοκτησία
των αιτούντων, προεχόντως διότι οι ανωτέρω διαπιστώσεις του πολιτικού
δικαστηρίου βασίζονται σε μαρτυρικές καταθέσεις και ένορκες βεβαιώσεις. Ενόψει
τούτων, ο λόγος ακυρώσεως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς
αιτιολογημένη διότι η επίδικη έκταση είχε ανέκαθεν αγροτικό χαρακτήρα πρέπει να
απορριφθεί ως αβάσιμος. Εξάλλου,  ως  αβάσιμος  πρέπει  να  απορριφθεί  και  ο
λόγος  ακυρώσεως κατά τον οποίον στην προσβαλλομένη πράξη δεν αναφέρεται, ούτε
από άλλα στοιχεία προκύπτει ότι η δασική βλάστηση της έκτασης συγκροτούσε
δασική οργανική ενότητα, διότι η ρητή αναφορά στα στοιχεία αυτά δεν είναι, πάντως,
αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αναδάσωσης (ΣτΕ
664/2010 κ.ά.).
9.Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι η Διοίκηση καταστρατήγησε τα δικαιώματα των
αιτούντων να ζητήσουν την απαλλοτρίωση της έκτασής τους έναντι καταβολής
αποζημίωσης σύμφωνα με τα άρθρα 17 του Συντάγματος και 43 του ν. 998/1979. Ο
λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, εφόσον δεν συντρέχουν εν προκειμένω,
οι προϋποθέσεις του τελευταίου αυτού άρθρου, σύμφωνα με το οποίο η δυνατότητα
κήρυξης απαλλοτριώσεως, για την πραγματοποίηση αναδασώσεως, ιδιωτικής
εκτάσεως, η οποία δεν αποτελούσε κατά το χρόνο της αναδασώσεως δάσος ή δασική
έκταση, δεν έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις αναδασώσεων, κατά τα άρθρα 117 παρ. 3
του Συντάγματος και 38 του ν. 998/1979, λόγω καταστροφής της δασικής
βλάστησης  (βλ.  ΣτΕ 2618/2001, πρβλ. ΣτΕ 2067/ 2004).
10.Επειδή, κατόπιν των παραπάνω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

ΔΑΣΙΚΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ - ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ - ΣτΕ 1441/2016: Διάνοιξη δημοτικής δασικής οδού

$
0
0

ΣτΕ 1441/2016: Διάνοιξη δημοτικής δασικής οδού

979/2015 ΕΙΡ ΑΘ - Εκούσια δικαιοδοσία. Αίτηση διορισμού επιτρόπου ανηλίκου τέκνου, προς εκπροσώπηση του σε δίκη προσβολής πατρότητας. Αποκλειστική αρμοδιότητα Ειρηνοδικείου υπέρ του οποίου....
Η προσβαλλόμενη έγκριση περιβαλλοντικών όρων δεν αιτιολογείται νομίμως.
Ειδικότερα, υπό την εκδοχή ότι αφορά την διάνοιξη «δασικής οδού» σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 998/1979, η αιτιολογία είναι πλημμελής διότι η κατασκευή του επίμαχου..
δρόμου δεν υπαγορεύεται από κάποιον από τους λόγους που κατά την παράγρ. 1 του άρθρου αυτού επιτρέπουν την κατασκευή δασικής οδού, όπως η προστασία και εκμετάλλευση του δάσους, η πρόσβαση προς «υφιστάμενες» τεχνικές εγκαταστάσεις, ή αισθητικά τοπία, η εκτέλεση και συντήρηση δασικών έργων και η μεταφορά δασικών προϊόντων, αλλά αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση τριών παρακείμενων ιδιοκτησιών και της μέλλουσας να ανεγερθεί στη μία από αυτές τουριστικής μονάδας της παρεμβαίνουσας εταιρείας, η οποία εξ άλλου εκπόνησε στη συνέχεια την ανωτέρω οριστική μελέτη και πρόκειται να κατασκευάσει με ευθύνη και δαπάνες της την επίμαχη οδό για λογαριασμό του Δήμου Γρεβενών.
Και ναι μεν στη σχετική έκθεση ελέγχου αναφέρεται ότι «Η κατασκευή του δρόμου αυτού θα εξυπηρετήσει και υλωρικές ανάγκες, όπως αντιπυρική προστασία του Δημοτικού Δάσους Γρεβενών (πρόληψη και καταστολή των δασικών πυρκαγιών), φύλαξη από λαθροϋλοτομίες και λαθροθηρία», οι λόγοι όμως αυτοί, ανεξαρτήτως αν μπορούν να παράσχουν έρεισμα εκ των υστέρων στην προσβαλλόμενη πράξη, πάντως παρίστανται όλως δευτερεύοντες εν σχέσει προς τον κύριο λόγο κατασκευής της οδού, ήτοι την εξυπηρέτηση ιδιωτικών αγροκτημάτων και της μη υφιστάμενης εισέτι τουριστικής μονάδας της παρεμβαίνουσας, και δεν επιστηρίζονται σε άλλα στοιχεία του φακέλου, ενώ ειδικά ως προς την «αντιπυρική προστασία» δεν προκύπτει ότι η διάνοιξη του επίμαχου δασικού δρόμου εντάσσεται σε ευρύτερο δίκτυο πυρασφάλειας της δασικής περιοχής, όπως απαιτείται από τις οικείες διατάξεις.
Υπό την εκδοχή δε ότι η προσβαλλόμενη πράξη αφορά τη διάνοιξη δημόσιας οδού διά μέσου δάσους σύμφωνα κατά το άρθρο 48 του ν. 998/1979, είναι επίσης μη νόμιμη. Και τούτο προεχόντως διότι, μετά την διαπιστωθείσα παράνομη αποψίλωση, η επίμαχη έκταση είναι αναδασωτέα κατά συνταγματική επιταγή και απαγορεύεται η διάθεσή της για άλλο σκοπό πριν την πραγματοποίηση της αναδασώσεως και την αναδημιουργία της καταστραφείσας δασικής βλαστήσεως, κατά τα εκτιθέμενα σε προηγούμενη σκέψη.
Πηγή: http://nomosphysis.org.gr

ΔΑΣΙΚΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ - ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ - ΣτΕ 1350/2016 [Πρόστιμο λόγω επέκτασης δραστηριότητας σε αναδασωτέα έκταση]

$
0
0
979/2015 ΕΙΡ ΑΘ - Εκούσια δικαιοδοσία. Αίτηση διορισμού επιτρόπου ανηλίκου τέκνου, προς εκπροσώπηση του σε δίκη προσβολής πατρότητας. Αποκλειστική αρμοδιότητα Ειρηνοδικείου υπέρ του οποίου....
ΣτΕ 1350/2016 [Πρόστιμο λόγω επέκτασης
δραστηριότητας σε αναδασωτέα έκταση]
Περίληψη
-Αν ασκηθεί προσφυγή κατά εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξεως ή
παραλείψεως, το πρωτοβάθμιο διοικητικό δικαστήριο ελέγχει την πράξη ή την
παράλειψη κατά τον νόμο και την ..

ουσία εντός των ορίων της προσφυγής, όπως αυτά
προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. Κατ’ εξαίρεση η πράξη ή η
παράλειψη, ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το ως άνω δικαστήριο για τους
αναφερόμενους στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 79 του Κώδικος
Διοικητικής Δικονομίας λόγους, στους οποίους δεν περιλαμβάνεται και, συνεπώς, δεν
ερευνάται, κατ’ αρχήν, αυτεπαγγέλτως η μη τήρηση του ουσιώδους τύπου της
προηγούμενης κλήσεως του ενδιαφερομένου σε ακρόαση, ο οποίος επιβάλλεται από
την διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του Συντάγματος. Εξ άλλου, το
δευτεροβάθμιο δικαστήριο ερευνά την υπόθεση εντός των ορίων των,
προβαλλομένων κατά της πρωτοβαθμίου αποφάσεως, αιτιάσεων, εξετάζει δε
αυτεπαγγέλτως μόνον τους λόγους, τους οποίους και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο
ώφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, αλλά δεν τους εξήτασε, καθώς και πλημμέλειες,
οι οποίες αφορούν την δικαιοδοσία, την αρμοδιότητα, την συγκρότηση και τη σύνθεση
του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.
-Το δικάσαν δικαστήριο δεν είχε την εξουσία να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως την μη
τήρηση του επιβαλλομένου από τις οικείες συνταγματικές διατάξεις ουσιώδους τύπου
της προηγούμενης κλήσεως του ενδιαφερομένου σε ακρόαση προ της εκδόσεως της
δυσμενούς για τον αναιρεσίβλητο διοικητικής πράξεως, χωρίς μάλιστα να βεβαιώσει,
θετικώς, ότι η μη τήρηση του τύπου αυτού προέκυπτε από την πράξη καταλογισμού
του προστίμου, απορριπτομένου του, περιλαμβανομένου στο υπόμνημα του
αναιρεσιβλήτου, περί του αντίθετου ισχυρισμού.
Πρόεδρος:
Χρ. Ράμμος
Εισηγητής:
Ρ. Γιαννουλάτου
Βασικές Σκέψεις
2.Επειδή, με την αίτηση αυτήν, η οποία συνοδεύεται από την 555/2008 εμπρόθεσμη
και θετική γνωμοδότηση του ΝΣΚ [άρθρο 12 του ν. 2298/1995 (Α' 62)  ως ίσχυε κατά
τον κρίσιμο χρόνο], ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της 3032/2007 αποφάσεως του
Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποίαν έγινε εν μέρει δεκτή έφεση του ήδη
αναιρεσείοντος Δημοσίου κατά της 6501/2006 αποφάσεως του Διοικητικού
                                                1 / 5
Νόμος και Φύση
Αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία για το περιβάλλον και την αειφόρο ανάπτυξη
http://nomosphysis.org.gr
Πρωτοδικείου Αθηνών και, εν συνεχεία, ακυρώθηκε η 1658/2002 πράξη του Δασάρχου
Μεγάρων. Με την πράξη αυτήν είχε καταλογισθεί  εις βάρος του αναιρεσιβλήτου
πρόστιμο 1.225.532 ευρώ, λόγω επεκτάσεως των λατομικών δραστηριοτήτων αυτού
εντός δασικής - αναδασωτέας εκτάσεως, εμβαδού 32 στρεμμάτων, στην θέση
«Ντόσκουρη-Βράχος» της περιφερείας του Δήμου Μεγαρέων Αττικής.
3.Επειδή, η παράγραφος 1  του  άρθρου  70  του  ν.  998/1979 (Α' 289), όπως
αντικατεστάθη με την παράγραφο 1 του άρθρου 29 του ν. 2081/1992 (Α' 154), ορίζει
ότι: «Όποιος εκχερσώνει, υλοτομεί αποψιλωτικά, ή καλλιεργεί έκταση δημόσια ή
ιδιωτική, που κηρύχθηκε αναδασωτέα, τιμωρείται με φυλάκιση... και χρηματική
ποινή... Επίσης επιβάλλεται διοικητική ποινή προστίμου με πράξη καταλογισμού του
Δασάρχη, αμέσως μετά τη βεβαίωση της παράβασης, το οποίο ισούται με το γινόμενο
που προκύπτει από τον αριθμό 500.000 επί το συντελεστή Μ της παραγράφου 5 του
άρθρου 16 του π.δ 437/1981, όπως κάθε φορά ισχύει, επί την έκταση που
καταστρέφεται σε στρέμματα. Το πρόστιμο εισπράττεται κατά τα ισχύοντα για την
είσπραξη Δημοσίων Εσόδων και αποδίδεται στο Κεντρικό Ταμείο Γεωργίας
Κτηνοτροφίας και Δασών, ως δαπάνη αποκατάστασης της δασικής βλάστησης που
καταστράφηκε...». Εξ   άλλου,   κατά   την   παράγραφο 2 του άρθρου 20 του
ισχύοντος Συντάγματος επιβάλλεται η αρχή της προηγουμένης ακροάσεως του
ενδιαφερομένου πολίτου, οσάκις λαμβάνονται από την Διοίκηση μέτρα εις βάρος των
δικαιωμάτων ή των συμφερόντων του. Η αρχή αυτή εφαρμόζεται όταν το διοικητικό
μέτρο συνδέεται, κατά την πρόβλεψη του νόμου, με υπαίτια συμπεριφορά του
προσώπου, εις βάρος του οποίου επιβάλλεται το μέτρο (ΣΕ 4508/2011, 3745/2007,
1647/2006 κ.ά.).
4.Επειδή, η προβλεπομένη από τις προπαρατεθείσες  διατάξεις του άρθρου 70 παρ.  1
του  ν.  998/1979 διοικητική  κύρωση  συνάπτεται αφ'ενός με το αντικειμενικό
γεγονός της αναδασώσεως ορισμένης εκτάσεως και αφ'ετέρου με την υποκειμενική
συμπεριφορά συγκεκριμένου προσώπου, στο οποίο αποδίδονται οι πράξεις της
εκχερσώσεως, της υλοτομίας ή της καλλιεργείας της αναδασωτέας εκτάσεως.
Συνεπώς, προ της επιβολής της διοικητικής ποινής του προστίμου, απαιτείται να
καλείται το πρόσωπο, στο οποίο αποδίδεται η παράνομη ενέργεια, προς παροχήν
εξηγήσεων. Η κλήση δε του ανωτέρω προσώπου σε ακρόαση αποτελεί ουσιώδη τύπο
της διαδικασίας εκδόσεως της πράξεως επιβολής του προστίμου [ΣΕ 4508/2011,
3745/2007, 1647/2006, 3244/2002 (7μ) κ.ά.].
5.Επειδή, στο άρθρο 79 παρ. 1 έως 3 του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος
εκυρώθη  με  το  άρθρο  πρώτο  του  ν.  2717/1999 (Α' 97), ορίζονται τα εξής: «1. Το
δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη κατά το νόμο και την
ουσία, μέσα στα όρια της προσφυγής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και
το αίτημά της. Κατ'εξαίρεση, ο κατά το νόμο έλεγχος της προσβαλλόμενης πράξης ή
παράλειψης, κατά περίπτωση, χωρεί και αυτεπαγγέλτως, εκτεινόμενος στο σύνολό
                                                2 / 5
Νόμος και Φύση
Αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία για το περιβάλλον και την αειφόρο ανάπτυξη
http://nomosphysis.org.gr
της, προκειμένου να διακριβωθεί: α) αν συντρέχουν οι λόγοι της περ. α'της παρ. 3 ή
β) αν η πράξη είναι πλημμελής κατά τη νόμιμη βάση της, ή γ) αν υπάρχει παράβαση
δεδικασμένου. 2. Αν η προσφυγή στρέφεται κατά ρητής πράξης, το δικαστήριο, κατά
την επίλυση της διαφοράς, είτε δέχεται την προσφυγή εν όλω ή εν μέρει και  ακυρώνει
ολικώς  ή  μερικώς  την  πράξη  ή  την  τροποποιεί,  είτε  απορρίπτει  την προσφυγή.
3. Το δικαστήριο ακυρώνει την πράξη και αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση για να
ενεργήσει τα νόμιμα: α) αν η πράξη έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο ή από
συλλογικό όργανο που δεν έχει νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση, ή β) αν συντρέχει
παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, που έχει ταχθεί για την έκδοση της
πράξης ή γ) αν η Διοίκηση δεν έχει ασκήσει τη διακριτική της εξουσία. 4. . 5. .».
Εξάλλου, στο άρθρο 97 του αυτού Κώδικος ορίζονται τα εξής: «1. Το δευτεροβάθμιο
δικαστήριο περιορίζεται να κρίνει την υπόθεση μέσα στα όρια των αιτιάσεων που
προβάλλονται κατά της πρωτόδικης απόφασης. Μέσα στα όρια αυτά, το δικαστήριο
εξετάζει και αυτεπαγγέλτως όσα το πρωτοβάθμιο έπρεπε να εξετάσει, σύμφωνα με τα
οριζόμενα στη δεύτερη περίοδο της παρ. 1 του άρθρου 79, αλλά δεν τα εξέτασε. 2. Η
έλλειψη δικαιοδοσίας, η αναρμοδιότητα και η μη νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση του
πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εξετάζεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και
αυτεπαγγέλτως».
6.Επειδή, όπως έχει κριθεί [ΣΕ 4508/2011 πρβλ. ΣΕ 3745/2007, 2960/2005, 3718/2003
(7μ)], κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων αν ασκηθεί προσφυγή κατά
εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξεως ή παραλείψεως, το πρωτοβάθμιο
διοικητικό δικαστήριο ελέγχει την πράξη ή την παράλειψη κατά τον νόμο και την
ουσία εντός των ορίων της προσφυγής, όπως αυτά προσδιορίζονται από τους λόγους
και το αίτημά της. Κατ'εξαίρεση η πράξη ή η παράλειψη, ελέγχεται αυτεπαγγέλτως
από το ως άνω δικαστήριο για τους αναφερόμενους στο τελευταίο εδάφιο της
παραγράφου 1 του άρθρου 79 του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας λόγους, στους
οποίους δεν περιλαμβάνεται και, συνεπώς, δεν ερευνάται, κατ'αρχήν, αυτεπαγγέλτως
η μη τήρηση του ουσιώδους τύπου της προηγουμένης κλήσεως του ενδιαφερομένου σε
ακρόαση, ο οποίος επιβάλλεται από την διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 20
του Συντάγματος. Εξ άλλου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ερευνά  την υπόθεση εντός
των ορίων των, προβαλλομένων κατά της πρωτοβαθμίου αποφάσεως, αιτιάσεων,
εξετάζει δε αυτεπαγγέλτως μόνον τους λόγους, τους οποίους και το πρωτοβάθμιο
δικαστήριο ώφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, αλλά δεν τους εξήτασε, καθώς και
τις μνημονευόμενες στην παράγραφο 2 του άρθρου 97 του ιδίου Κώδικος
πλημμέλειες,  οι οποίες αφορούν την δικαιοδοσία, την αρμοδιότητα, την συγκρότηση
και την σύνθεση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου.
7.Επειδή, όπως εκτίθεται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, με την 1658/2002 πράξη
του Δασάρχου Μεγάρων κατελογίσθη εις βάρος του ήδη αναιρεσιβλήτου πρόστιμο,
ύψους 1.225.532 ευρώ, λόγω επεκτάσεως των λατομικών του δραστηριοτήτων εντός
δασικής - αναδασωτέας εκτάσεως, εμβαδού 32 στρεμμάτων, στην θέση «Ντόσκουρη-
                                                3 / 5
Νόμος και Φύση
Αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία για το περιβάλλον και την αειφόρο ανάπτυξη
http://nomosphysis.org.gr
Βράχος» της περιφερείας του Δήμου Μεγαρέων Αττικής. Το Τριμελές Διοικητικό
Πρωτοδικείο Αθηνών, ενώπιον του οποίου προσέφυγε ο αναιρεσίβλητος κατά της ως
άνω πράξεως καταλογισμού του προστίμου,  με  την 6501/2006 απόφασή του,
ακύρωσε την πράξη αυτήν, με την αιτιολογία ότι, μετά την θέση σε ισχύ του,
εφαρμοζομένου και επί  των  εκκρεμών δικών, άρθρου 21 παρ. 4 του ν. 3208/2003, το
οποίο προβλέπει ως προϋπόθεση της επιβολής του, βάσει των διατάξεων  του
άρθρου  70 παρ. 1 του ν. 998/1979, προστίμου την έκδοση εις βάρος του παραβάτου
τελεσιδίκου, καταδικαστικής αποφάσεως, η πράξη αυτή είχε απολέσει το νόμιμο
έρεισμά της, δεδομένου ότι εις βάρος του ήδη αναιρεσιβλήτου δεν είχε εκδοθεί
τελεσίδικη, καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Με την έφεσή του κατά
της πρωτοβαθμίου αποφάσεως, το Δημόσιο προσέβαλε την ως άνω κρίση ως
πλημμελή, ο δε σχετικός ισχυρισμός έγινε δεκτός με την  αναιρεσιβαλλομένη
απόφαση  με  την  σκέψη  ότι, εφ'όσον στον ν. 3208/2003 "δεν περιλαμβάνεται
μεταβατικού χαρακτήρα ρύθμιση, που να καταλαμβάνει ρητώς τις εκκρεμείς δίκες,
η... διάταξη του άρθρου 21 παρ. 4 του εν λόγω νόμου καταλαμβάνει μόνον τα
πρόστιμα που επιβάλλονται μετά την έναρξη [της] ισχύος του (24.12.2003)"και,
συνεπώς, το Διοικητικό Πρωτοδικείο ώφειλε να κρίνει το κύρος της ενδίκου
καταλογιστικής πράξεως βάσει του ισχύοντος κατά την έκδοσή  της νομοθετικού
καθεστώτος. Εν συνεχεία, το Διοικητικό Εφετείο εχώρησε στην εξέταση της
προσφυγής και, αφού έλαβε υπ'όψιν του "ότι... από το σώμα της πράξης του Δασάρχη
Μεγάρων... και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει η τήρηση της
διαδικασίας ακρόασης κατά την έκδοσή της, εφ'όσον ο [αναιρεσίβλητος] δεν κλήθηκε
να υποβάλει τις απόψεις του και να παράσχει εξηγήσεις επί των παραβάσεων που του
αποδίδονται", έκρινε ότι η προσβληθείσα πράξη καταλογισμού ήτο πλημμελής κατά
την νόμιμη βάση της, διότι είχε εκδοθεί χωρίς να τηρηθεί ο, επιβαλλόμενος από το
άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος, ουσιώδης τύπος της προηγουμένης ακροάσεως
του αναιρεσιβλήτου, για τον λόγο δε αυτόν, τον οποίον το δικαστήριο εξήτασε
αυτεπαγγέλτως, κατ'εφαρμογήν του άρθρου 79 του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας,
ακύρωσε την εν λόγω πράξη. Η κρίση, όμως, αυτή της αναιρεσιβαλλομένης
αποφάσεως  δεν είναι νόμιμη, δεδομένου ότι, κατά τα γενόμενα δεκτά στην
προηγουμένη σκέψη, συμφώνως προς τις διατάξεις του ως άνω άρθρου 79 παρ. 1, το
δικάσαν δικαστήριο δεν είχε την  εξουσία  να  ερευνήσει  αυτεπαγγέλτως την μη
τήρηση του επιβαλλομένου από τις οικείες συνταγματικές διατάξεις ουσιώδους τύπου
της προηγουμένης κλήσεως του ενδιαφερομένου σε ακρόαση προ  της  εκδόσεως
της,  δυνάμει  του  άρθρου 70  παρ.  1  του ν. 998/1979 δυσμενούς για τον
αναιρεσίβλητο διοικητικής πράξεως, χωρίς μάλιστα να βεβαιώσει, θετικώς, ότι η μη
τήρηση του τύπου αυτού προέκυπτε από την πράξη καταλογισμού του προστίμου,
απορριπτομένου του, περιλαμβανομένου στο υπόμνημα του αναιρεσιβλήτου, περί του
αντιθέτου ισχυρισμού. Για τον λόγο συνεπώς αυτόν, βασίμως προβαλλόμενο, η
κρινομένη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση,
παρελκούσης ως αλυσιτελούς της ερεύνης του ετέρου λόγου αναιρέσεως, η δε
υπόθεση, η οποία χρήζει διευκρινίσεως κατά το πραγματικό αυτής, πρέπει να παραπεμφθεί στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών προς νέα νόμιμο κρίση.

ΔΑΣΙΚΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ - ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ - ΣτΕ 939/2016 [Νόμιμη κήρυξη έκτασης ως αναδασωτέας]

$
0
0
979/2015 ΕΙΡ ΑΘ - Εκούσια δικαιοδοσία. Αίτηση διορισμού επιτρόπου ανηλίκου τέκνου, προς εκπροσώπηση του σε δίκη προσβολής πατρότητας. Αποκλειστική αρμοδιότητα Ειρηνοδικείου υπέρ του οποίου....
ΣτΕ 939/2016 [Νόμιμη κήρυξη έκτασης ως
αναδασωτέας]
Περίληψη
-Η κήρυξη έκτασης ως αναδασωτέας από τη Διοίκηση, χωρίς να έχει τηρηθεί
προηγουμένως η διαδικασία για το χαρακτηρισμό της, δεν έχει ως ..

αποτέλεσμα να
στερείται ο ενδιαφερόμενος από το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από τα
δικαστήρια, διότι η διοικητική πράξη με την οποία κηρύσσεται ορισμένη έκταση ως
αναδασωτέα, προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της
Επικρατείας, ενώπιον του οποίου ο ενδιαφερόμενος μπορεί να αμφισβητήσει τις
προϋποθέσεις κήρυξης της αναδάσωσης, μεταξύ των οποίων είναι και ο δασικός
χαρακτήρας της έκτασης. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος
ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι η έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης
παραβίασε το ειδικό δικαίωμα της προηγούμενης διοικητικής ακρόασης των
αιτούντων στα πλαίσια της ενδικοφανούς διαδικασίας του άρθρου 14 του ν. 998/199.
-Η δυνατότητα κήρυξης απαλλοτριώσεως, για την πραγματοποίηση αναδασώσεως,
ιδιωτικής εκτάσεως, η οποία δεν αποτελούσε κατά το χρόνο της αναδασώσεως δάσος
ή δασική έκταση, δεν έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις αναδασώσεων λόγω
καταστροφής της δασικής βλάστησης.
Πρόεδρος:
Αγγ. Θεοφιλοπούλου
Εισηγητής:
Μ. Τριπολιτσιώτη

Βασικές Σκέψεις
1.Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το
νόμιμο παράβολο (1816174, 2501467/2005 γραμμάτια παραβόλου), ζητείται η
ακύρωση της  2208/8.6.2005  απόφασης  του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Στερεάς
Ελλάδας (Δ' 704). Με την απόφαση αυτή κηρύσσεται αναδασωτέα έκταση, εμβαδού
3.002 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «Πλατανιάς» στην περιφέρεια του Δ.Δ. Μεγάλου
Χωριού Δήμου Ποταμιάς ν. Ευρυτανίας και στην οποία προβάλλουν δικαιώματα
συγκυριότητας οι αιτούντες.
2.Επειδή, βάσει των διατάξεων της περίπτωσης ιδ'της παραγράφου 1 του άρθρου 1
του ν. 702/1977 (Α'  268),  όπως  η περίπτωση αυτή προστέθηκε με την παράγραφο 1
του άρθρου 47 του ν. 3900/2010 (Α' 213), η κρινομένη αίτηση ακυρώσεως, η οποία
ήταν εκκρεμής κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος του νόμου αυτού (01.01.2011)
και, επομένως, καταλαμβάνεται από τις ρυθμίσεις του (βλ. αντιστοίχως τα άρθρα 70
                                                1 / 5
Νόμος και Φύση
Αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία για το περιβάλλον και την αειφόρο ανάπτυξη
http://nomosphysis.org.gr
και 50 του ν. 3900/2010), υπάγεται πλέον στην αρμοδιότητα του διοικητικού
εφετείου, όμως, για λόγους οικονομίας της δίκης, εν όψει του χρόνου καταθέσεως της
αιτήσεως ακυρώσεως και δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο  5Α του ν. 702/1977,
όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 47 παρ. 3 του ν. 3900/2010, οι αποφάσεις που
εκδίδονται επί διαφορών σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί κηρύξεως
εκτάσεων ως αναδασωτέων υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της
Επικρατείας, συντρέχει, εν προκειμένω, κατά  την κρίση του Δικαστηρίου, νόμιμος
λόγος να κρατηθεί η υπόθεση, κατ'εφαρμογή του άρθρου 34 παρ. 1 του ν. 1968/1991
(Α' 150) και να εκδικασθεί από  το Συμβούλιο της Επικρατείας (βλ. ΣΕ  3911/2012,
940/2011 κ.ά.).
3.Επειδή, στο άρθρο 31 του π.δ. 18/1989 (Α' 8) ορίζονται τα εξής:«1. Αν πεθάνει ο
ιδιώτης που άσκησε το ένδικο μέσο ή διαλυθεί το νομικό πρόσωπο, η δίκη
καταργείται, εκτός αν έως τη συζήτηση οποιοσδήποτε που νομιμοποιείται ζητήσει τη
συνέχιση της δίκης με δήλωσή του που κατατίθεται στη Γραμματεία, ή και προφορικά
στο ακροατήριο. 2. .».
4.Επειδή, όπως προκύπτει από την εκδοθείσα από τη Ληξίαρχο του Δήμου Καρπενησίου
με αριθμό 33 ληξιαρχική πράξη θανάτου  του τόμου Γ του έτους 2009, η πρώτη
αιτούσα απεβίωσε στις 11.5.2009, δηλαδή μετά την άσκηση της κρινόμενης αίτησης
(5.9.2005). Κατά συνέπεια, η δίκη πρέπει ως προς αυτήν να κηρυχθεί καταργημένη,
σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 παρ. 1 του π.δ. 18/1989.
5.Επειδή, το άρθρο 117 παρ. 3 του Συντάγματος ορίζει ότι δημόσια ή ιδιωτικά δάση
και δασικές εκτάσεις, που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με
άλλον τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται δεν αποβάλλουν για τον λόγο αυτό τον
χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικώς αναδασωτέα
και αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 38 παρ.
1 του ν. 998/1979 (Α' 289), «Κηρύσσονται υποχρεωτικώς ως αναδασωτέα τα δάση και
αι δασικαί εκτάσεις, ανεξαρτήτως της ειδικωτέρας κατηγορίας αυτών ή της θέσεως
εις ην ευρίσκονται, εφ'όσον ταύτα καταστρέφονται ή αποψιλούνται συνεπεία
πυρκαϊάς ή παρανόμου υλοτομίας αυτών .», κατά το άρθρο 41 παρ. 1 δε του ίδιου
νόμου, «Η κήρυξις εκτάσεων ως αναδασωτέων ενεργείται δι'αποφάσεως του οικείου
νομάρχου [του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας δυνάμει του ν. 2503/1997 (Α'
107)], καθοριζούσης σαφώς τα όρια της εκτάσεως η οποία κηρύσσεται αναδασωτέα
και συνοδευομένης υποχρεωτικώς υπό σχεδιαγράμματος, το οποίον δημοσιεύεται εν
φωτοσμικρύνσει μετά της αποφάσεως εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Τέλος,
σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παραπάνω άρθρου 41, «Ειδικώς προκειμένου περί
κηρύξεως    εκτάσεων    ως    αναδασωτέων    ένεκα    μερικής    ή    ολικής
καταστροφής δάσους ή δασικής εκτάσεως εκ πυρκαϊάς ή άλλης αιτίας εκ των εν
άρθρω 38 παρ. 1 αναφερομένων, η κατά την παραγράφον 1 του παρόντος άρθρου
απόφασις . εκδίδεται μετά εισήγησιν της αρμοδίας δασικής υπηρεσίας, υποχρεωτικώς
                                                2 / 5
Νόμος και Φύση
Αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία για το περιβάλλον και την αειφόρο ανάπτυξη
http://nomosphysis.org.gr
εντός τριών μηνών [εντός δύο μηνών κατ'άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 2040/1992 (Α' 70)]
από της καταστολής της πυρκαϊάς ή της διαπιστώσεως της εξ άλλης αιτίας
καταστροφής. Δια της αποφάσεως ταύτης καθορίζονται και αι υποχρεώσεις της
δασικής υπηρεσίας δια την κατάρτισιν και εφαρμογήν ειδικού δια την προκειμένην
περίπτωσιν προγράμματος αναδασώσεως .». Κατά την έννοια  των διατάξεων αυτών,
κάθε αποψιλούμενη δασική έκταση, δημόσια ή ιδιωτική, κηρύσσεται υποχρεωτικώς
αναδασωτέα με μόνη την αντικειμενική διαπίστωση της συνδρομής των
προϋποθέσεων που προβλέπει η παραπάνω συνταγματική διάταξη. Η απόφαση της
αναδάσωσης πρέπει να αιτιολογείται πλήρως ως προς τον χαρακτηρισμό της έκτασης
ως δάσους ή δασικής έκτασης, καθώς και ως προς το πραγματικό γεγονός της
καταστροφής της δασικής βλάστησης, η αιτιολογία όμως αυτή μπορεί να
συμπληρώνεται και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου (ΣτΕ 5478/2012 κ.ά.).
6.Επειδή,  σε  αυτοψία  που  διενήργησε  στις  6.4.2005  στη  θέση «Πλατανιάς» στη
περιφέρεια του Δ.Δ. Μεγάλου Χωριού του Δήμου Ποταμιάς ν. Ευρυτανίας δασολόγος
του Δασαρχείου Καπερνησίου διαπιστώθηκε εκχέρσωση δασικής έκτασης, εμβαδού
3.002 τ.μ., στη δυτική όχθη του ποταμού Καρπενησιώτη. Σύμφωνα με τη σχετική
έκθεση αυτοψίας, μέσα στην έκταση υπάρχουν άτομα πλατάνου και ιτιάς, πρέμνα από
δεκαπέντε (15) άτομα ιτιάς μεγάλης ηλικίας, διαμέτρου 15 - 45 cm, τριάντα πέντε
(35) καρυδιές μέσης ηλικίας, διαμέτρου 3 - 35 cm, μια κυδωνιά νεαρής ηλικίας και
γεώτρηση με αντλιοστάσιο. Το ποσοστό δασοκάλυψης κατά το χρόνο διενέργειας της
αυτοψίας διαπιστώθηκε να είναι μικρότερο του 20%. Στην ίδια έκθεση αναφέρεται
ακόμη ότι από εξέταση  Α/Φ  προκύπτει  ότι  κατά  το  έτος   1945  η  εν  λόγω
έκταση αποτελούσε κοίτη του ποταμού Καρπενησιώτη και υπήρχαν λίγες ιτιές,
θαμνώδους μορφής, με ποσοστό κάλυψης περίπου 20%, ενώ  το  έτος 1960 στην
έκταση εμφανίζεται δασοκάλυψη άνω του 60% από την παραποτάμια βλάστηση (ιτιές
και πλατάνια), μετά δε το 1960 και σε άγνωστο χρονικό σημείο έγινε παράνομα
αλλαγή χρήσης της  έκτασης λόγω εκχέρσωσης και αυτή μεταβλήθηκε από δασική σε
δενδροκομική καλλιέργεια, με σκοπό την απόκτηση δικαιωμάτων νομής και
κυριότητας. Τέλος, σύμφωνα με την παραπάνω έκθεση, η επίδικη έκταση συνορεύει
βόρεια με βατή αγροτική οδό και με έκταση δασικού χαρακτήρα, η οποία αποτελεί το
όριο εξάπλωσης του ποταμού Καρπενησιώτη, νότια και ανατολικά με έκταση δασικού
χαρακτήρα, η οποία αποτελεί επίσης το όριο εξάπλωσης του ίδιου ποταμού και δυτικά
με αγροτική έκταση  των αιτούντων. Εξάλλου, στις ίδιες διαπιστώσεις κατέληξε ο
παραπάνω δασολόγος και με την από 7.3.2005 έκθεση αυτοψίας, που συνετάγη
κατόπιν αιτήματος των ήδη αιτούντων για έκδοση πράξης χαρακτηρισμού
μεγαλύτερης έκτασης, εμβαδού 6.278,41 τ.μ.. Ειδικότερα, στην εν λόγω έκθεση
αναφέρεται ότι το τμήμα 1 της έκτασης, εμβαδού 3.276,41 τ.μ., εμφαίνεται με
αγροτική μορφή στις Α/Φ των ετών 1945  και  1960,  την οποία διατηρεί μέχρι το
χρόνο της αυτοψίας, ενώ το επίδικο τμήμα 2, εμβαδού 3.002 τ.μ., στην μεν Α/Φ του
έτους 1945 αποτελεί κοίτη του ποταμού Καρπενησιώτη και στερείται δασικής
βλάστησης, εκτός από λίγες θαμνώδεις μορφές (ιτιές), στη δε Α/Φ του έτους 1960
                                                3 / 5
Νόμος και Φύση
Αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία για το περιβάλλον και την αειφόρο ανάπτυξη
http://nomosphysis.org.gr
εμφανίζεται με δασοκάλυψη πάνω από 60% από την παραποτάμια βλάστηση (ιτιές και
πλατάνια). Κατόπιν της έκθεσης αυτής εκδόθηκε η 909/7.3.2005 πράξη
χαρακτηρισμού του Δασάρχη Καρπενησίου, με την οποία το τμήμα 1 της έκτασης,
εμβαδού 3.276,41 τ.μ., χαρακτηρίσθηκε ως αγροτικό, ενώ για το επίδικο τμήμα,
εμβαδού 3.002 τ.μ., ο Δασάρχης αποφάνθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να
κηρυχθεί αναδασωτέο και, συνεπώς, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο πράξης
χαρακτηρισμού. Στη συνέχεια,   ύστερα   από   τη   1819/25.4.2005   πρόταση   του 
Δασάρχη Καρπενησίου, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του Γενικού Γραμματέα
Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας, με την οποία η επίδικη έκταση κηρύχθηκε
αναδασωτέα.
7.Επειδή, για την κήρυξη έκτασης που καταστράφηκε ή αποψιλώθηκε ως
αναδασωτέας δεν απαιτείται η προηγουμένη, βάσει των οριζομένων στο άρθρο 14 του
ν. 998/1979, επίλυση τυχόν αμφισβητήσεων ως προς τον χαρακτήρα της έκτασης
αυτής ως δασικής ή μη, διότι η διαδικασία κήρυξης ορισμένης έκτασης ως
αναδασωτέας, με την οποία αποσκοπείται η ανάκτηση του δασικού χαρακτήρα, τον
οποίο απώλεσε η έκταση για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται  στο άρθρο
117 παρ. 3 του Συντάγματος, είναι αυτοτελής και διακεκριμένη από την ενδικοφανή
διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 998/1979, η τήρηση της οποίας δεν αποτελεί
προϋπόθεση για την κήρυξη της αναδάσωσης (βλ. ΣτΕ 838/2002 7μελής, 3448/2007
7μελής κ.ά.). Εξ άλλου, η κήρυξη έκτασης ως αναδασωτέας από τη Διοίκηση, χωρίς
να έχει τηρηθεί προηγουμένως η διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 998/ 1979 για τον
χαρακτηρισμό της, δεν έχει ως αποτέλεσμα να στερείται ο ενδιαφερόμενος από το
κατά το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από
τα δικαστήρια, διότι η διοικητική πράξη με την οποία κηρύσσεται ορισμένη έκταση
ως αναδασωτέα, κατ'εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 117 § 3 του
Συντάγματος και 38 § 1 και 41 § 1 του ν. 998/1979, προσβάλλεται με αίτηση
ακυρώσεως ενώπιον  του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. ΣτΕ 7/1993), ενώπιον του
οποίου ο ενδιαφερόμενος μπορεί να αμφισβητήσει τις προϋποθέσεις κήρυξης της
αναδάσωσης, μεταξύ των οποίων είναι και ο δασικός χαρακτήρας της έκτασης.
Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο
προβάλλεται ότι η έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης παραβίασε το ειδικό δικαίωμα
της προηγούμενης  διοικητικής  ακρόασης των αιτούντων στα πλαίσια της
ενδικοφανούς διαδικασίας του άρθρου 14 του ν.998/1979, ενώ ο προβαλλόμενος
λόγος περί καταχρήσεως εξουσίας  πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμος, εφόσον
προϋποθέτει πράξη εκδιδόμενη κατά διακριτική ευχέρεια και όχι κατά δέσμια
αρμοδιότητα, όπως εν προκειμένω (βλ. ΣτΕ 2067/2004 κ.ά.).
8.Επειδή, με βάση τα προαναφερόμενα στοιχεία του φακέλου, και ιδίως τις εκθέσεις
αυτοψίας της 7.3.2005 και 6.4.2005, οι οποίες περιλαμβάνουν ερμηνεία Α/Φ των ετών
1945 και 1960, η κρίση της διοίκησης για το δασικό χαρακτήρα της έκτασης
αιτιολογείται  νομίμως, αφού προκύπτει τόσο το είδος όσο και το  ποσοστό  της
                                                4 / 5
Νόμος και Φύση
Αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία για το περιβάλλον και την αειφόρο ανάπτυξη
http://nomosphysis.org.gr
δασικής βλάστησης που κάλυπτε την έκταση πριν από την εκχέρσωσή της (ιτιές και
πλατάνια σε ποσοστό μεγαλύτερο του 60%), καθώς και το γεγονός ότι αυτή αποτελεί
τμήμα ευρύτερης δασικής εκτάσεως, εκτεινόμενης στα βόρεια, νότια και ανατολικά
όριά της.  Η αιτιολογία  αυτή,  η  οποία στηρίζεται στην επιτόπια έρευνα και τις
επιστημονικές παρατηρήσεις του αρμόδιου δασολόγου, στην ερμηνεία Α/Φ και στη
σύγκριση του επιδίκου με την όμορη, αγροτικής μορφής, έκταση, φερόμενης
κυριότητας των αιτούντων, δεν κλονίζεται από τα διαλαμβανόμενα στην 9/2008
απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ευρυτανίας, που εκδόθηκε επί  εφέσεως του
Δημοσίου κατά της 23/2006  αποφάσεως  του  Ειρηνοδικείου Ευρυτανίας σχετικής με
ανακοπή των αιτούντων κατά πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής τους από την
επίδικη έκταση, και στην οποία αναφέρεται ότι τη δεκαετία του 1960 το επίδικο
καλυπτόταν κατά το μεγαλύτερο μέρος του από φυτεία καρυδιάς και όχι από άγρια
ξυλώδη βλάστηση και ότι δεν παρουσιάζει διαφορά ως προς την μορφολογία του
εδάφους και τη δενδροκομική καλλιέργεια σε σχέση με την παρακείμενη ιδιοκτησία
των αιτούντων, προεχόντως διότι οι ανωτέρω διαπιστώσεις του πολιτικού
δικαστηρίου βασίζονται σε μαρτυρικές καταθέσεις και ένορκες βεβαιώσεις. Ενόψει
τούτων, ο λόγος ακυρώσεως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς
αιτιολογημένη διότι η επίδικη έκταση είχε ανέκαθεν αγροτικό χαρακτήρα πρέπει να
απορριφθεί ως αβάσιμος. Εξάλλου,  ως  αβάσιμος  πρέπει  να  απορριφθεί  και  ο
λόγος  ακυρώσεως κατά τον οποίον στην προσβαλλομένη πράξη δεν αναφέρεται, ούτε
από άλλα στοιχεία προκύπτει ότι η δασική βλάστηση της έκτασης συγκροτούσε
δασική οργανική ενότητα, διότι η ρητή αναφορά στα στοιχεία αυτά δεν είναι, πάντως,
αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αναδάσωσης (ΣτΕ
664/2010 κ.ά.).
9.Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι η Διοίκηση καταστρατήγησε τα δικαιώματα των
αιτούντων να ζητήσουν την απαλλοτρίωση της έκτασής τους έναντι καταβολής
αποζημίωσης σύμφωνα με τα άρθρα 17 του Συντάγματος και 43 του ν. 998/1979. Ο
λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, εφόσον δεν συντρέχουν εν προκειμένω,
οι προϋποθέσεις του τελευταίου αυτού άρθρου, σύμφωνα με το οποίο η δυνατότητα
κήρυξης απαλλοτριώσεως, για την πραγματοποίηση αναδασώσεως, ιδιωτικής
εκτάσεως, η οποία δεν αποτελούσε κατά το χρόνο της αναδασώσεως δάσος ή δασική
έκταση, δεν έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις αναδασώσεων, κατά τα άρθρα 117 παρ. 3
του Συντάγματος και 38 του ν. 998/1979, λόγω καταστροφής της δασικής
βλάστησης  (βλ.  ΣτΕ 2618/2001, πρβλ. ΣτΕ 2067/ 2004).
10.Επειδή, κατόπιν των παραπάνω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

ΔΑΣΙΚΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ - ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ - Αποδεικτική ισχύς Δασικών Χαρτών – Προϋποθέσεις χαρακτηρισμού χορτολιβαδικών εκτάσεων ως δασικών - υπ΄ αριθ. 202/2016 αποφάσεως του Γ΄ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου

$
0
0

979/2015 ΕΙΡ ΑΘ - Εκούσια δικαιοδοσία. Αίτηση διορισμού επιτρόπου ανηλίκου τέκνου, προς εκπροσώπηση του σε δίκη προσβολής πατρότητας. Αποκλειστική αρμοδιότητα Ειρηνοδικείου υπέρ του οποίου....
Αποδεικτική ισχύς Δασικών Χαρτών – Προϋποθέσεις χαρακτηρισμού χορτολιβαδικών εκτάσεων ως δασικών
-----

Μόνον οι οριστικοί δασικοί χάρτες, οι οποίοι προκύπτουν από την κύρωση από τον Γενικό Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας* των προσωρινών χαρτών, αφού πρώτα εξεταστούν οι αντιρρήσεις που τυχόν προβλήθηκαν μετά την ανάρτησή τους και συντελεστούν οι ανάλογες διορθώσεις, έχουν πλήρη αποδεικτική δύναμη ενώπιον κάθε διοικητικής ή δικαστικής αρχής. Μόνη η επίκληση και προσκόμιση εγγράφου της αρμόδιας Διεύθυνσης Δασών, το οποίο χαρακτηρίζει ορισμένη έκταση ως χορτολιβαδική – δασική εμφαινόμενο και προσαρτώμενο σε συνημμένο απόσπασμα Προσωρινού Δασικού Χάρτη, δεν αρκεί προς απόδειξη της κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου επί της εκτάσεως αυτής.
Προκειμένου να χαρακτηριστεί μία έκταση ως δασική δεν αρκεί να είναι χορτολιβαδική, αλλά πρέπει να περικλείεται και από δάση ή δασικές εκτάσεις ή να βρίσκεται πάνω από αυτές. Δεν εμπίπτει επομένως στην έννοια του δάσους ή της δασικής εκτάσεως χορτολιβαδική έκταση, η οποία συνιστώντας τμήμα ευρύτερης όμοιας εκτάσεως χορτολιβαδικής μορφής, ουδόλως γειτνιάζει με δασικές εκτάσεις ούτε συνδέεται με δασικά οικοσυστήματα, ώστε να προκύπτει ότι συγκροτεί με αυτά δασική οργανική ενότητα. Ομοίως δεν προκύπτει στην περίπτωση αυτή ότι πρόκειται για προστατευόμενα κατά τη δασική νομοθεσία διάκενα δασών και για αλπικές και ψευδαλπικές εκτάσεις, οι οποίες λόγω υψομέτρου και δυσμενών για την ανάπτυξη υψηλής ξυλώδους βλάστησης συνθηκών παραμένουν γυμνές.


Σύμφωνα με το σκεπτικό της υπ΄ αριθ. 202/2016 αποφάσεως του Γ΄ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου[1], δάσος είναι οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό στην επιφάνεια του εδάφους, τα οποία μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα αποτελούν, με την αμοιβαία αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδρασή τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασο-βιο-κοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει (και) όταν η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά. Επομένως, η οργανική ενότητα της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλάστησης (με τη συνύπαρξη της όλης δασογενούς χλωρίδας και της πανίδας) είναι εννοιολογικό στοιχείο κρίσιμα καθοριστικό του δάσους και της δασικής εκτάσεως και προσδίδει την ιδιαίτερη ταυτότητα του δασικού οικοσυστήματος.

Στην έννοια του δάσους ή της δασικής εκτάσεως γίνεται περαιτέρω δεκτό ότι περιλαμβάνονται και οι εντός αυτών οποιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις, χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλυτίες τους, ενώ δεν ασκεί επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής μιας έκτασης ότι ορισμένα τμήματά της κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση. Κατ΄ άρθρο 3 παρ. 7 του ν. 998/1979, γίνεται περαιτέρω δεκτό ότι οι δημόσιες μη εποικιστικές εκτάσεις των περ. β΄ και γ΄ της παρ. 6, που δεν παραδόθηκαν κατά τις διατάξεις του άρθρου 74 στις γεωργικές υπηρεσίες, εξακολουθούν να τελούν υπό τη διοίκηση και διαχείριση της δασικής υπηρεσίας

Το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν αποδεικνύεται εν προκειμένω ο δασικός χαρακτήρας της επίδικης εκτάσεως[2] απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του παρεμβαίνοντος Ελληνικού Δημοσίου ότι το ένδικο ακίνητο αποτελεί χορτολιβαδική και συνεπώς δασική έκταση, που του ανήκει ως διαδόχου του Οθωμανικού Κράτους.[3] Συγκεκριμένα έγινε δεκτό ότι το επίδικο ακίνητο, που βρίσκεται σε θέση  της κτηματικής περιοχής του Δήμου Αμυνταίου Περιφερειακής Ενότητας Φλώρινας της Περιφέρειας Δυτ. Μακεδονίας, έχει έκταση 21.426 τ.μ. και περιήλθε στην κυριότητα και νομή της αιτούσας (καθ΄ ης η παρέμβαση) ομόρρυθμης εταιρείας δυνάμει αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της 19.12.1979. Πωλητής στο συμβόλαιο αυτό ήταν ο αληθής κύριος του ακινήτου Δήμος Αμυνταίου, ο οποίος απέκτησε την κυριότητα και νομή της εν λόγω εκτάσεως κατ΄ άρθρο 12 του βασιλικού δ/τος της 17.4-31.7.1936 «Περί Κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον της Νομοθεσίας περί Δήμων και Κοινοτήτων» σε συνδυασμό με τον ν. ΔΝΖ/1912 «Περί συστάσεως Δήμων και Κοινοτήτων». Από το περιεχόμενο του συμβολαίου αυτού προκύπτει ότι ο Δήμος Αμυνταίου προέβη στην εκποίηση αυτή μετά από φανερή προφορική πλειοδοτική δημοπρασία, για την οποία καταρτίστηκε σχετικό Πρακτικό Φανεράς Δημοπρασίας Εκποιήσεως Δημοτικής Εκτάσεως, την 14.8.1979, που εν συνεχεία εγκρίθηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο Αμυνταίου και τη Νομαρχία Φλώρινας με σχετική από 18.9.1979 απόφασή της.

[πηγή: διαδίκτυο]

.

Στην προκειμένη περίπτωση το Ελληνικό Δημόσιο επιχειρεί να στηρίξει την κυριότητά του επί του επιδίκου ακινήτου στις προσκομιζόμενες αεροφωτογραφίες και τη φωτοερμηνεία τους, προσκομίζει δε το ένδικο από 9.1.2012 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Φλώρινας, το οποίο χαρακτηρίζει το επίδικο ακίνητο, όπως αυτό φαίνεται στο συνημμένο απόσπασμα του Προσωρινού Δασικού Χάρτη, ως έκταση χορτολιβαδική – δασική. Ωστόσο, κατά την ειδική πρόβλεψη του νόμου,[4] μόνον οι οριστικοί χάρτες, οι οποίοι προκύπτουν από την κύρωση από τον Γενικό Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας* των προσωρινών χαρτών, αφού πρώτα εξεταστούν οι αντιρρήσεις που προβλήθηκαν μετά την ανάρτησή τους και συντελεστούν οι ανάλογες διορθώσεις, έχουν πλήρη αποδεικτική ισχύ σε κάθε διοικητική ή δικαστική αρχή.

Περαιτέρω, σύμφωνα με αεροφωτογραφίες έτους 1945 και την προσκομιζόμενη φωτοερμηνεία αρμόδιου Δασολόγου, προέκυψε ότι το επίδικο ακίνητο αφορά χορτολιβαδική έκταση, καλυπτόμενη από ποώδη βλάστηση μικρού ύψους, αποτελώντας συνέχεια ευρύτερης βιοκοινότητας στην περιοχή. Εντός αυτής δεν εμφανίζονται ίχνη καλλιέργειας ή οποιασδήποτε άλλης μορφής ανθρωπογενούς επέμβασης (κτίσματα, πεζούλια κ.ά.), ενώ εμφανίζονται έντονα σημάδια διάβρωσης του εδάφους. Σύμφωνα δε με την ίδια φωτοερμηνεία των ορθοφωτοχαρτών ετών 1996 και 2008, η έκταση δεν εμφανίζει κανενός είδους βλάστηση καθώς διαφαίνονται σε όλο το μέγεθός της έντονες ανθρωπογενείς επεμβάσεις, διανοίξεις δρόμων, χωματουργικές εργασίες και κτίσματα. Σύμφωνα όμως και με όσα προαναφέρθηκαν, προκειμένου να χαρακτηριστεί μία έκταση ως δασική, δεν αρκεί να είναι χορτολιβαδική, αλλά πρέπει να περικλείεται και από δάση ή δασικές εκτάσεις ή να βρίσκεται πάνω από αυτές. Στις εν λόγω επισκοπήσεις αεροφωτογραφιών και ορθοφωτοχαρτών ωστόσο γίνεται αναφορά μόνο σε χορτολιβαδική έκταση ως τμήμα ευρύτερης όμοιας εκτάσεως χορτολιβαδικής μορφής, χωρίς γειτνίαση με δασικές εκτάσεις ή σύνδεση με δασικά οικοσυστήματα, ώστε να προκύπτει ότι συγκροτεί με αυτά δασική οργανική ενότητα. Συνεπώς δεν προκύπτει ότι πρόκειται για διάκενα δασών και για αλπικές και ψευδαλπικές εκτάσεις, οι οποίες λόγω υψομέτρου και δυσμενών για την ανάπτυξη υψηλής ξυλώδους βλάστησης συνθηκών, παραμένουν γυμνές, όπως ορίζουν οι σχετικές διατάξεις.

Άλλωστε και από την ένδικη από 30.6.1998 πράξη χαρακτηρισμού του Διευθυντή Δασών Φλώρινας προκύπτει ότι η εν λόγω έκταση είχε οριστεί ως χορτολιβαδική και δεν υπαγόταν στις προστατευτικές διατάξεις του ν. 998/1979, ομοίως δε σε σχετικό προσκομιζόμενο έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Φλώρινας, πιστοποιείται ότι έκταση 99.000 τ.μ., μέρος της οποίας είναι η επίδικη, δεν υπάγεται στις απαγορευτικές διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Εξ άλλου και το από 14.8.1979 Πρακτικό Φανεράς Δημοπρασίας Εκποιήσεως Δημοτικής Εκτάσεως 20.625 τ.μ., δυνάμει του οποίου δημοπρατήθηκε η επίμαχη έκταση και μεταβιβάστηκε στην αιτούσα εταιρεία, εγκρίθηκε όχι μόνο από το οικείο Δημοτικό Συμβούλιο, αλλά και από τη Νομαρχία Φλώρινας με σχετική από 18.9.1979 απόφασή της, γεγονός που αποδεικνύει ότι και η Κεντρική Διοίκηση ήταν ενήμερη για την επίμαχη αγοραπωλησία, την οποία ενέκρινε, αποδεχόμενη τον δημοτικό χαρακτήρα της έκτασης, τον οποίο έκτοτε και επί σειρά ετών ουδέποτε αμφισβήτησε.

[πηγή: https://gr.pinterest.com/%5D

.

* Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 3852/2010 νοείται ο Γενικός Γραμματέας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ενώ μετά την 11.05.2015 σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 28 του ν. 4325/2015 (Α΄47) νοείται ο Συντονιστής της Αποκεντρωμένης Διοίκησης.

___________________________________

[1] Βλ. ΑΠ 202/2016 σε: περιοδικό «Περιβάλλον & Δίκαιο» τ. 2/2016, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη. Η υπόθεση αφορούσε εκδίκαση αιτήσεως του ελληνικού Δημοσίου περί αναιρέσεως της υπ΄ αριθ. 32/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.

[2] Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως κρίνοντας ότι το Εφετείο δεν παρεξέκλινε της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής των εφαρμοστέων εν προκειμένω κανόνων ουσιαστικού δικαίου, παρά τα όσα αντιθέτως αβάσιμα ισχυρίζεται το αναιρεσείον ελληνικό Δημόσιο.

[3] Άρθρα 12 (§§ 1 και 4) και 13 (§ 7) του βασιλικού δ/τος της 17.4-31.7.1936 «Περί Κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον της Νομοθεσίας περί Δήμων και Κοινοτήτων», κατά τα οποία προβλέπεται η περιουσιακή εξέλιξη των ανέκαθεν αφεθεισών σε κοινή χρήση βοσκήσιμων (χορτολιβαδικών) εκτάσεων και η περιέλευσή τους ως περιουσιακού κεκτημένου υπέρ των κατοίκων των οργανωμένων κοινοτήτων από της συστάσεώς τους.

[4] Άρθρο 27 § 4 ν. 2664/1998.



ΠΗΓΗ: https://dasarxeio.com/2016/07/27/939-10/

ΔΑΣΙΚΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ - ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ - Γν. ΝΣΝ 404/2014 Χαρακτηρισμός εκτάσεων ως δασών ή δασικών εκτάσεων – Ισχύς, έκταση και προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων της παρ. 5 του άρθρου 3 του ν. 998/1979 και της παρ. 2 του άρθρου 13 του ν. 3889/2010. [Αποδοχή με την αριθ. 129478/4797/10-9-2015 (ΑΔΑ: 6ΚΖΒ465ΦΘΗ-Ν7Κ)

$
0
0
979/2015 ΕΙΡ ΑΘ - Εκούσια δικαιοδοσία. Αίτηση διορισμού επιτρόπου ανηλίκου τέκνου, προς εκπροσώπηση του σε δίκη προσβολής πατρότητας. Αποκλειστική αρμοδιότητα Ειρηνοδικείου υπέρ του οποίου....
Γν. ΝΣΝ 404/2014 Χαρακτηρισμός εκτάσεων ως δασών ή δασικών εκτάσεων – Ισχύς, έκταση και προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων της παρ. 5 του άρθρου 3 του ν. 998/1979 και της παρ. 2 του άρθρου..
13 του ν. 3889/2010. [Αποδοχή με την αριθ. 129478/4797/10-9-2015 (ΑΔΑ: 6ΚΖΒ465ΦΘΗ-Ν7Κ)

ΔΑΣΙΚΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ - ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ - ΣτΕ 4088/2014 Εξέλιξη της διαδικασίας χαρακτηρισμού έκτασης μετά την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από την έκδοση της πράξης χαρακτηρισμού

$
0
0
979/2015 ΕΙΡ ΑΘ - Εκούσια δικαιοδοσία. Αίτηση διορισμού επιτρόπου ανηλίκου τέκνου, προς εκπροσώπηση του σε δίκη προσβολής πατρότητας. Αποκλειστική αρμοδιότητα Ειρηνοδικείου υπέρ του οποίου....
ΣτΕ 4088/2014 Εξέλιξη της διαδικασίας χαρακτηρισμού έκτασης μετά την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από την έκδοση της πράξης χαρακτηρισμού....



==
ΣτΕ 4088/2014
[Εξέλιξη της διαδικασίας χαρακτηρισμού έκτασης μετά την παρέλευση μεγάλου χρονικού
διαστήματος από την έκδοση της πράξης χαρακτηρισμού]

Εάν έχει παρέλθει μακρό χρονικό διάστημα από την έκδοση της πράξης, το περιεχόμενό της ενδέχεται να μην
αντιστοιχεί προς την πραγματική κατάσταση που υφίσταται κατά την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας, με τις
οποίες επέρχονται πλήρως οι έννομες σ
υνέπειες της πράξης, στο διάστημα αυτό η πραγματική κατάσταση δεν αποκλείεται
να έχει μεταβληθεί με την αύξηση του ποσοστού δασοκάλυψης ορισμένης έκτασης ή με την ανάπτυξη δασικής βλάστησης
σε έκταση η οποία είχε στο παρελθόν μη δασικό χαρακτήρα και, ως εκ
τούτου, η έκταση να έχει αποκτήσει δασική μορφή
επιγενομένως, μετά δηλαδή από την έκδοση πράξης χαρακτηρισμού της ως μη δασικής. Αν παρέλθει μεγάλο χρονικό
διάστημα από την έκδοση της πράξης, με την οποία ορισμένη έκταση χαρακτηρίσθηκε ως μη δασική, δεν ε
ίναι πλέον
επιτρεπτή η ολοκλήρωση της διαδικασίας χαρακτηρισμού με την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας και η τυχόν
τήρηση των διατυπώσεων αυτών μετά την πάροδο του ευλόγου χρόνου δεν έχει ως αποτέλεσμα να επέρχονται οι έννομες
συνέπειες της πράξης έναν
τι άλλων αρχών ή τρίτων, ο δε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει την έκδοση νέας πράξης
χαρακτηρισμού.
Με  την  απόφαση  4197/2011 του  Συμβουλίου  της  Επικρατείας  έγινε δεκτό,  κατά  πλειοψηφία,  ότι  όταν  η  αρμόδια
πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια επιτροπή καλείται στα
πλαίσια της εν λόγω ενδικοφανούς διαδικασίας να κρίνει αντιρρήσεις
ή προσφυγή, αντίστοιχα, που ασκήθηκαν μετά την παρέλευση μακρού χρονικού διαστήματος από την έκδοση της πράξης
χαρακτηρισμού του Δασάρχη ή της απόφασης της πρωτοβάθμιας επιτροπής, χωρίς γι
α τις πράξεις αυτές να έχουν τηρηθεί,
με πρωτοβουλία του ενδιαφερόμενου ή τρίτου, οι προβλεπόμενες από τον νόμο διατυπώσεις δημοσιότητας, οι ως άνω
επιτροπές δεν έχουν πλέον εξουσία να κρίνουν σχετικά με τον δασικό χαρακτήρα της προς χαρακτηρι
σμό έκτασης.
Με την
ίδια απόφαση η υπόθεση παραπέμφθηκε στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος, προκειμένου να επιλυθεί οριστικώς το
προαναφερθέν νομικό ζήτημα.
Αν δεν τηρη
θούν οι διατυπώσεις δημοσιότητας της πράξης χαρακτηρισμού, η τελευταία δεσμεύει μόνον τον οικείο
Δα
σάρχη και τον ενδιαφερόμενο και όχι άλλες αρχές ή τρίτους, ως προς τους οποίους η πράξη αναπτύσσει τα έννομα
αποτελέσματά της από την ολοκλήρωση των διατυπώσεων δημοσιότητας. Εάν η δημοσιοποίηση κατά τους τύπους που
προβλέπονται στο νόμο της πράξης χαρακτη
ρισμού αφίσταται κατά πολύ του χρόνου της έκδοσής της, η γνωστοποίηση
καθ’ εαυτή της ολοκλήρωσης των διατυπώσεων δημοσιότητας της πράξης χαρακτηρισμού δεν κινεί την προθεσμία των
δύο μηνών για την άσκηση αντιρρήσεων κατά της πράξης, οι αντιρρήσεις δε εμπρο
θέσμως ασκούνται εντός ευλόγου, από
την ημερομηνία της γνωστοποίησης, χρόνου.
Δεδομένου ότι παραπέμφθηκε στην επταμελή σύνθεση με την 4197/2011 απόφαση του Τμήματος (σκέψη 7) νομικό
ζήτημα, το οποίο τίθεται και στην παρούσα υπόθεση, αλλά και λόγω της διαφο
ρετικής, εν μέρει, νομολογίας ως προς την
έναρξη της προθεσμίας για την άσκηση αντιρρήσεων σε περίπτωση παρέλευσης μεγάλου χρονικού διαστήματος από την
έκδοση της πράξης χαρακτηρι
σμού έως τη δημοσιοποίησή της, το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παρα
πεμφθεί
προς εκδίκαση στο Τμήμα υπό επταμελή σύνθεση
Βασικές σκέψεις
2.
Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση
της απόφασης 2/2006 (θέμα 2ο) της Β ́ δευτεροβάθμιας
Επιτροπής  Επιλύσεως  Δασικών  Αμφισβητήσεων  (εφεξής
Ε.Ε.Δ.Α.)
του Εφετείου Λαμίας, με την οποία, κατ’
αποδοχήν προσφυγής του Διευθυντή Δασών Ν. Φωκίδας,
ακυρώ   θηκε η υπ’ αριθμ. 39/2003 απόφαση της
πρωτοβάθμιας Ε.Ε.Δ.Α. Ν. Φωκίδας και χαρακτηρίσθηκε
ως  έκταση  δασικού  χαρακτήρα  κατά  την  έννοια  του
άρθρου 3 παρ.1 του ν.
998/1979, όπως τροποποιήθηκε
με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3208/2003, έκταση εμβαδού
1214,00  τ.μ.,  κειμένη  στη  θέση  «Δόκανο»,  στην
περιφέρεια του Δ.Δ. Επταλόφου του Δήμου Παρνασσού.
Με  την  απόφαση  της  πρωτοβάθμιας  Ε.Ε.Δ.Α.  είχαν
απορριφθεί  ως  εκπρόθεσμες  οι
αντιρρήσεις  του
Διευθυντή  Δασών  Φωκίδας  κατά  της  1834/23.4.1981
πράξης χαρακτηρισμού του Δασάρχη Άμφισσας.
3.
Επειδή,  η  κρινόμενη  αίτηση  φέρεται  προς  νέα
συζήτηση  μετά  την  έκδοση  της  υπ’  αριθμ.  2279/2011
προδικαστικής  απόφασης  του  Τμήματος,  με  την  οποία
διατάχθηκε η αποστολή του φακέλου της υπόθεσης και
ορίσθηκε νέα δικάσιμος της υπόθεσης.
4.
Επειδή,  με  έννομο  συμφέρον  ασκείται  η
κρινόμενη  αίτηση,  δεδομένου  ότι  οι  αιτούντες
επικαλούνται    εμπράγματα    δικαιώματα    στην
προαναφερθείσα έκταση. Εξάλλου, η υπό κρίσ
η  αίτηση
ασκήθηκε εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς.
5.
Επειδή, στο άρθρο 14 του ν. 998/1979 (Α ́ 289),
όπως  ίσχυε  κατά  τον  κρίσιμο  εν  προκειμένω  χρόνο
ορίζονται τα εξής: «1. Εάν δεν έχει καταρτισθή εισέτι
δασολόγιον, ο χαρακτηρισμός περιοχής τινός ή τμήμ
ατος
της επιφανείας της γης ως δάσους ή δασικής εκτάσεως
και ο καθορισμός των ορίων τούτων δια την εφαρμογήν
των  διατάξεων  του  παρόντος  νόμου,  ως  και  ο
προσδιορισμός  της  κατηγορίας  εις  ην  ανήκει  δάσος  ή
δασική  έκτασις  κατά  τας  εν  άρθρω  4  διακρίσεις,
ενεργείται  κατ’  αίτησιν  οιουδήποτε  έχοντος  έννομον
συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως διά πράξεως του κατά
τόπον αρμοδίου δασάρχου. 2. Η κατά την προηγουμένην
παράγραφον πράξις, ερειδομένη επί σχετικής εισηγήσεως
αρμοδίου  δασολόγου  και  των  τυχόν  υφισταμένων
στοιχείων
φωτογραφήσεως  και  χαρτογραφήσεως  της
περιοχής ή παντός ετέρου σχετικού στοιχείου, δέον να
είναι  προσηκόντως  ητιολογημένη,  δι’  αναφοράς  εις  την
μορφολογίαν του εδάφους, το είδος, την σύνθεσιν, την
έκτασιν της βλαστήσεως και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
αυτής
, τας τυχόν επελθούσας προσφάτους αλλοιώσεις ή
καταστροφάς ως και εις παν έτερον χρήσιμον στοιχείον
προς  χαρακτηρισμόν  της  εκτάσεως.  Η  πράξις  αύτη
κοινοποιείται  εις  τον  υποβαλόντα  την  σχετικήν  αίτησιν
ιδιώτην  ή  νομικόν  πρόσωπον  ή  δημοσίαν  υπηρεσίαν,
αποστέ
λλεται δε εις τον οικείον δήμον ή κοινότητα και
εκτίθεται επί ένα μήνα μερίμνη του δημάρχου ή του
προέδρου της κοινότητος εις το δημοτικόν ή κοινοτικόν
κατάστημα. Ανακοίνωσις περί της συντάξεως της ως άνω
πράξεως και της αποστολής αυτής εις τον οικείον δήμ
ον ή
κοινότητα,  μετά  περιλήψεως  του  περιεχομένου  της
δημοσιεύεται εις δύο τουλάχιστον τοπικάς εφημερίδας ή
εις μίαν τοπικήν και μίαν εφημερίδα των Αθηνών ή της
Θεσσαλονίκης. 3. Κατά της πράξεως του δασάρχου περί
ης   αι   προηγούμεναι   παράγραφοι,   επιτρέπονται
αντιρρήσεις  του  νομάρχου,  ως  και  παντός  έχοντος
έννομον συμφέρον φυσικού ή νομικού προσώπου, εντός
δύο μηνών από της κατά τα ανωτέρω προς αυτό
κοινοποιήσεως,  ή  εφ’  όσον  δεν  συντρέχει  περίπτωσις
κοινοποιήσεως,  από  της  τελευταίας  των  κατά  την
προηγουμένην πα
ράγραφον δημοσιεύσεων, ενώπιον της
κατά το άρθρον 10 παρ. 3 επιτροπής του νομού, εις ον
ευρίσκεται η υπό αμφισβήτησιν έκτασις ή το μεγαλύτερον
τμήμα αυτής. Η επιτροπή, ως και η δευτεροβάθμιος
τοιαύτη, λαμβάνουσα υπ’ όψιν τον σχετικόν φάκελλον και
τας  προτά
σεις  του  ενδιαφερομένου  ως  άνω  ιδιώτου,
νομικού προσώ
που ή δημοσίας υπηρεσίας, δυναμένη δε
και   να   διενεργήση   αυτοψίαν   προς   μόρφωσιν
ασφαλεστέρας  γνώμης  περί  της  υφισταμένης  εν  τη
περιοχή καταστάσεως, αποφαίνεται ητιολογημένως εντός
τριμήνου   προθεσμίας   από
της   υποβολής   των
αντιρρήσεων. 4 [...] 5. [...]».
6.
Επειδή, οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου
14  του  ν.  998/1979  θεσπίζουν  προσωρινά,  μέχρι  την
έγκριση του δασικού χάρτη, ειδική διοικητική διαδικασία
για τον χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δασικής ή μη, με
σκοπό την επίλυση του σχετικού ζητήματος κατά τρόπο
δεσμευτικό,  τόσο  για  την  Διοίκηση  όσο  και  για  τους
ενδιαφερομένους ιδιώτες. Οι κρίσεις των προβλεπόμενων
στις ανωτέρω διατάξεις οργάνων, κατά την άσκηση της
αρμοδιότητάς  τους  σε  οποιοδήποτε  στάδιο  της
διαδικασίας,  πρέπει  εν  όψει  των  συνεπειών  του
χαρακτηρισμού να είναι προσηκόντως αιτιολογημένες από
πλευράς,  ιδίως,  της  μορφολογίας  του  εδάφους,  του
είδους, της σύνθεσης, της πυκνότητας και των ιδιαίτερων
χαρακτηριστικών  της  βλάστησης,  η  αιτιολογία  δε  αυτή
μπορεί να προκύπτει και από τα λοιπά στοιχεία του
φακέλου.   Από   τις   διατάξεις   εξάλλου   αυτές,
ερμηνευόμενες  σε  συνδυασμό  με  τις  συνταγματικές
διατάξεις περί προστασίας των δασών (άρθρα 24 παρ. 1
και 117 παρ. 3), συνάγονται τα ακόλουθα: Η διαδικασία
χαρακτηρισ
μού  κινείται  είτε  αυτεπαγγέλτως  από  τον
αρμόδιο  δασάρχη  είτε  ύστερα  από  αίτηση  του
ενδιαφερόμενου ιδιώτη είτε ύστερα από παραπομπή του
ζητήματος από δημόσια αρχή. Σε κάθε περίπτωση, όμως,
ο δασάρχης υποχρεούται να ακολουθήσει τη διαδικασία
του νόμου και δε
ν έχει την ευχέρεια να διατυπώσει απλώς
προσωπική  αντίληψη  πληροφοριακού  χαρακτήρα.  Ο
δασάρχης  οφείλει,  δηλαδή,  να  εκδώσει  προσηκόντως
αιτιολογημένη  απόφαση  σύμφωνα  με  τα  κριτήρια  του
νόμου,  περαιτέρω  δε  υποχρεούται  να  κοινοποιήσει  την
απόφασή  του  στον  ιδι
ώτη ή στη δημόσια αρχή που
υπέβαλε  τη  σχετική  αίτηση  και  να  τηρήσει  τις
διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονται στο νόμο.
Η απόφασή του αυτή, ήδη από την έκδοσή της και την
αποστολή της στον ενδιαφερόμενο ιδιώτη ή τον οικείο
οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησ
ης, είναι δεσμευτική, ο δε
δασάρχης  δεν  δικαιούται  πλέον  να  επανέλθει  στην
υπόθεση και να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει, ακόμη και
για τυπικούς λόγους, την απόφασή του, η οποία στο εξής
υπόκειται  σε  ακύρωση  ή  μεταρρύθμιση  μόνο  από  τις
αρμόδιες επιτροπές κατ
ά τη θεσπιζόμενη από τον νόμο
ενδικοφανή  διαδικασία. Οι  έννομες  όμως  συνέπειες  της
ανωτέρω   απόφασης   ως   προς   τους   τρίτους
αναπτύσσονται,  σε  σχέση  με  τον  χαρακτηρισμό
ορισμένης έκτασης ως δασικής ή μη, μόνον εφόσον και
αφότου  τηρηθούν  όλες  οι  διατυπώσεις  δημ
οσιότητας,
οπότε γίνεται ευρύτερα γνωστή η απόφαση του δασάρχη
και καθίσταται δυνατή η αμφισβήτησή της ενώπιον των
αρμοδίων  Επιτροπών  (Σ.τ.Ε.  2756/1994  Ολομ.).
Περαιτέρω,  από  τις  ίδιες  ως  άνω  διατάξεις,  οι  οποίες,
όπως προεκτέθηκε, θεσπίζουν διαδικασία για
την έγκυρη
διαπίστωση ότι ορισμένη έκταση αποτελεί ή όχι δασικό
οικοσύ
στημα, μετά από εξέταση της μορφολογίας του
εδάφους, του είδους, της σύνθεσης και της πυκνότητας
της   φυομένης   βλάστησης,   των   ιδιαίτερων
χαρακτηριστικών  της  έκτασης,  των  τυχόν  επελθουσώ
ν
αλλοιώσεων ή καταστροφών της βλάστησης, καθώς και
κάθε άλλου χρήσιμου για τον χαρακτηρισμό της έκτασης
στοιχείου, μετά δηλαδή από εξέταση της κρίσιμης για τον
χαρακτηρισμό πραγματικής κατάστασης, συνάγεται ότι η
τήρηση   των   διατυπώσεων   δημοσιότητας   που
πρ
οβλέπονται στο νόμο και, σύμφωνα με τα ανωτέρω
εκτιθέμενα, έχουν ως συνέπεια να επέρχονται οι έννομες
συνέπειες  της  απόφασης  έναντι  των  τρίτων,  πρέπει  να
λαμβάνει χώρα επικαίρως, δηλαδή εντός ευλόγου χρόνου
από  την  έκδοση  της  πράξης  με  την  οποία  το  αρμόδιο
όργανο, ήτοι ο Δασάρχης και οι οικείες επιτροπές,
διαπιστώνει  εάν  μια  έκταση  αποτελεί  ή  όχι,  κατά  τον
χρόνο  άσκησης  της  αρμοδιότητάς  του,  δασικό
οικοσύστημα. Συνεπώς, μετά την ολοκλήρωση, κατά τα
ανωτέρω,  των  διατυπώσεων  δημοσιότητας,  η  πράξη
χαρακτηρισμο
ύ  ορισμένης  έκτασης  ως  μη  δασικής
δύναται  να  χρησιμοποιηθεί  ενώπιον  άλλης  δημόσιας
αρχής,  στην  οποία  ανακύπτει,  ως  προκριματικό,  το
ζήτημα  του  χαρακτήρα  της  έκτασης,  όπως  οι
πολεοδομικές  υπηρεσίες  προκειμένου  για  την  έκδοση
οικοδομικής  αδείας,  μόνον  εάν  εί
ναι  πρόσφατη,  διότι
άλλως,  εάν  δηλαδή  έχει  παρέλθει  μακρό  χρονικό
διάστημα  από  την  έκδοση  της  πράξης,  το  περιεχόμενό
της  ενδέχεται  να μην  αντιστοιχεί προς την πραγματική
κατάσταση  που  υφίσταται  κατά  την  τήρηση  των
διατυπώσεων  δημοσιότητας,  με  τις  οποίες  επ
έρχονται
πλήρως οι έννομες συνέπειες της πράξης, δεδομένου ότι
στο  διάστημα  αυτό  η  πραγματική  κατάσταση  δεν
αποκλείεται να έχει μεταβληθεί με την αύξηση του
ποσοστού  δασοκάλυψης  ορισμένης  έκτασης  ή  με  την
ανάπτυξη δασικής βλάστησης σε έκταση η οποία είχε σ
το
παρελθόν  μη  δασικό  χαρακτήρα  και,  ως  εκ  τούτου,  η
έκταση  να  έχει  αποκτήσει δασική  μορφή  επιγενομένως,
μετά δηλαδή από την έκδοση πράξης χαρακτηρισμού της
ως μη δασικής. Επομένως, αν παρέλθει μεγάλο χρονικό
διάστημα  από  την  έκδοση  της  πράξης,  με  την  οποί
α
ορισμένη έκταση χαρακτηρίσθηκε ως μη δασική, δεν είναι
πλέον  επιτρεπτή  η  ολοκλήρωση  της  διαδικασίας
χαρακτηρισμού  με  την  τήρηση  των  διατυπώσεων
δημοσιότητας  και  η  τυχόν  τήρηση  των  διατυπώσεων
αυτών μετά την πάροδο του ευλόγου χρόνου δεν έχει ως
αποτέλεσμ
α  να  επέρχονται  οι  έννομες  συνέπειες  της
πράξης  έναντι  άλλων  αρχών  ή  τρίτων,  ο  δε
ενδιαφερόμενος  δύναται  να  ζητήσει  την  έκδοση  νέας
πράξης χαρακτηρισμού κατά τις διατάξεις του άρθρου 14
του  ν.  998/1979.  Η  επάνοδος  του  δασάρχη  στην
περίπτωση  αυτή,  με  την  έκ
δοση  νέας  πράξης,  δεν
αποτελεί  ανεπίτρεπτη  ανάκληση  ή  τροποποίηση  της
προγενέστερης πράξης του, εφόσον η διαπίστωση για τον
δασικό ή μη χαρακτήρα της έκτασης δεν γίνεται με βάση
τα  πραγματικά  δεδομένα  του  χρόνου  έκδοσης  της
προγενέστερης πράξης χαρακτηρισμ
ού, αλλά με βάση την
υφιστάμενη  κατά  τον  χρόνο  υποβολής  του  νέου
αιτήματος  πραγματική  κατάσταση  (Σ.τ.Ε.  5390/2012
7μ.).
7.
Επειδή, εξάλλου, με την απόφαση 4197/2011 του
Συμβουλίου  της  Επικρατείας  έγινε  δεκτό,  κατά
πλειοψηφία,  ότι  όταν  η  αρμόδια  πρωτοβάθμια
ή
δευτεροβάθμια  επιτροπή  καλείται  στα  πλαίσια  της  εν
λόγω ενδικοφανούς διαδικασίας να κρίνει αντιρρήσεις ή
προσφυγή,  αντίστοιχα,  που  ασκήθηκαν  μετά  την
παρέλευση  μακρού  χρονικού  διαστήματος  από  την
έκδοση της πράξης χαρακτηρισμού του Δασάρχη ή της
απόφαση
ς  της  πρωτοβάθμιας  επιτροπής,  χωρίς  για  τις
πράξεις αυτές να έχουν τηρηθεί, με πρωτοβουλία του
ενδιαφερόμενου  ή  τρίτου,  οι  προβλεπόμενες  από  τον
νόμο διατυπώσεις δημοσιότητας, οι ως άνω επιτροπές δεν
έχουν πλέον εξουσία να κρίνουν σχετικά με τον δασικό
χαρ ακτήρα της προς χαρακτηρι
σμό έκτασης. Με την ίδια
απόφαση  η  υπόθεση  παραπέμφθηκε  στην  επταμελή
σύνθεση  του  Τμήματος,  προκειμένου  να  επιλυθεί
οριστικώς το προαναφερθέν νομικό ζήτημα.
8.
Επειδή, όπως εκτέθηκε σε προηγούμενη σκέψη,
σύμφωνα με τις διατάξεις τ
ου  ν.  998/1979,  οι  οποίες
ερμηνεύονται  παγίως,  ενόψει  και  της  συνταγματικής
προστασίας των δασών και των δασικών εκτάσεων της
Χώρας,  κατά  τρόπο  ώστε να  εναρμονίζεται  η  θεραπεία
του  δημοσίου  συμφέροντος  με  το  συμφέρον  των
ενδιαφερομένων  πολιτών,  αν  δεν  τηρη
θούν  οι
διατυπώσεις δημοσιότητας της πράξης χαρακτηρισμού, η
τελευταία  δεσμεύει  μόνον  τον  οικείο  Δασάρχη  και  τον
ενδιαφερόμενο και όχι άλλες αρχές ή τρίτους, ως προς
τους  οποίους  η  πράξη  αναπτύσσει  τα  έννομα
αποτελέσματά   της   από   την   ολοκλήρωση   των
διατυπώ
σεων  δημοσιότητας.  Εξάλλου,  κατά  τη  γνώμη
του  Τμήματος  υπό  την  παρούσα  σύνθεσή  του,  οι
προβλεπόμενες  στο  άρθρο  14  του  ν.  998/1979  προθε
-
σμίες  για  την  άσκηση  ενδικοφανών  προσφυγών
(αντιρρήσεων  κατά  της  πράξης  χαρακτηρισμού  ή
προσφυγής  κατά  της  απόφασης  της
πρωτο   βάθμιας
Ε.Ε.Δ.Α.), συνδέονται με την τήρηση των διατυπώσεων
δημοσιότητας  της  πράξης  χαρακτηρισμού  ή  της
απόφασης της  πρωτο
βάθμιας Ε.Ε.Δ.Α., αντιστοίχως, και
αποσκοπούν στην ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας
σε εύλογο χρόνο, αφενός, διότι η κρίση τ
ου αρμόδιου
οργάνου  της  Διοίκησης  αλλά  και  οι  αντιρρήσεις  ή  η
προσφυγή των ενδιαφερομένων στηρίζονται, κατ’ αρχήν,
στα στοιχεία του φακέλου, με βάση τα οποία εκδόθηκε η
πράξη  χαρακτηρισμού,  και  ιδίως  στα  πορί
σματα  της
έκθεσης  αυτοψίας  και  της  έκθεσης  φωτο
ερμηνείας
αεροφωτογραφιών  που  συντάσσονται  πριν  από  την
έκδοση της πράξης και, αφετέρου, διότι η σύντομη
ολοκλήρωση της διαδικασίας συμβάλλει στην προστασία
του  δημοσίου  συμφέροντος  και  των  δικαιωμάτων  των
πολιτών και ενισχύει την ασφάλεια δικαίου. Εάν, όμ
ως,
από  την  έκδοση  της  πράξης  χαρακτηρισμού  έως  την
τήρηση  των  διατυπώσεων  δημοσιότητας  παρέλθει
μεγάλο,  πέραν  του  ευλόγου,  χρονικό  διάστημα,  οι
διαπιστώσεις της πράξης χαρακτηρισμού για το είδος, τη
σύνθεση, την πυκνότητα της βλάστησης και τα κρίσιμα
εν  γ  ένει  στοιχεία  που  αναφέρονται,  κατ’  ανάγκη,  στον
χρόνο έκδοσης της πράξης χαρακτηρι
σμού, ενδέχεται να
έχουν πλήρως μεταβληθεί κατά τον χρόνο τήρησης των
διατυπώσεων  δημοσιότητας.  Στην  περίπτωση  αυτή,  αν,
δηλαδή,  παρά  τα  όσα  αναφέρονται  στη  σκέψη  6,  οι
δια τυπώσεις  δημοσιότητας  τηρηθούν  μετά  την  πάροδο
μεγάλου  χρονικού  διαστήματος  από  την  έκδοση  της
πράξης, το αρμόδιο διοικητικό όργανο, προκειμένου να
κρίνει αν πρέπει να ασκήσει αντιρρήσεις, με τις οποίες η
υπόθεση άγεται ενώπιον της οικείας Επιτροπής, προς
νέα
κατ’ ουσίαν κρίση, δεν μπορεί να στηριχθεί αποκλειστικώς
στα  έγγραφα  του  φακέλου  που  συνετάγησαν  κατά  το
απώτερο  παρελθόν,  αλλά  οφείλει  να  διαπιστώσει  τη
μορφή και τον χαρακτήρα της έκτασης με τη διενέργεια
νέας   αυτοψίας   ή   και   την   φωτοερμηνεία
αεροφωτο
γραφιών. Κατά συνέπεια, εάν η δημοσιοποίηση
κατά  τους  τύπους  που  προβλέπονται  στο  νόμο  της
πράξης χαρακτηρισμού αφίσταται κατά πολύ του χρόνου
της  έκδοσής  της,  η  γνωστοποίηση  καθ’  εαυτή  της
ολοκλήρωσης  των  διατυπώσεων  δημοσιότητας  της
πράξης χαρακτηρισμού
δεν κινεί την προθεσμία των δύο
μηνών για την άσκηση αντιρρήσεων κατά της πράξης, οι
αντιρρήσεις  δε  εμπροθέσμως  ασκούνται  εντός  ευλόγου,
από την ημερομηνία της γνωστοποίησης, χρόνου.
9.
Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου, στα οποία
περιλαμβάνεται και το 63808/2075/31.10.2011 έγγραφο
του Δασαρχείου Άμφισσας με το οποίο διαβιβάσθηκαν οι
απόψεις  της  Διοίκησης  στο  Συμβούλιο  της  Επικρα
τείας,
προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατόπιν αιτήσεως του Α. Λ.
για  τον  χαρακτηρισμό  έκτασης  εμβαδού  2.338  τ.μ.,
κειμένης  στη  θέση  «Δ
όκανο»,  στην  περιφέρεια  της
Κοινότητας  Επταλόφου  Ν.  Φωκίδας,  πραγματοποιήθηκε
αυτοψία  από  τον  Προϊστάμενο  του  Περιφερειακού  Δα
-
σικού  Γραφείου  Γραβιάς,  οι  διαπιστώσεις  της  οποίας
περιελήφθησαν  στο  υπ’  αριθμ.  421/17.4.1981  έγγραφό
του προς το Δασαρχείο Άμφισ
σας. Με βάση το έγγραφο
αυτό εκδόθηκε η 1834/23.4.1981 βεβαίωση του Δασάρχη
Άμφισσας,  σύμφωνα  με  την  οποία  η  προαναφερθείσα
έκταση,   όπως   αποτυπώνεται   στο   διορθωμένο
τοπογραφικό διάγραμμα (Μάρτιος 1981) του μηχανικού
Απ. Ζορμά, «...δεν είναι δασική, σύμφωνα μ
ε τις διατάξεις
του  άρθρου  3  του  ν.  998/79  ...  και  δεν  διαχειρίζεται
σήμερα από την υπηρεσία μας. Ειδικότερα χαρακτηρίζεται
ως χέρσος αγρός ...». Από τα στοιχεία του φακέλου δεν
προκύπτει αν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες στο άρθρο 14
του  ν.  998/1979  διατυπώσεις  δ
ημοσιότητας  για  την
ανωτέρω  «βεβαίωση»  του  Δασάρχη  Άμφισσας  κατά  το
διάστημα 1981 έως 1999. Εξάλλου, στο 1948/27.6.2001
έγγραφο  του  Δασάρχη  Άμφισσας  προς  τη  Διεύθυνση
Δασών Ν. Φωκίδας, αναφέρεται ότι, με αίτησή τους που
υποβλήθηκε στις 30.4.2001, δηλαδή με
τά την πάροδο 20
περίπου ετών από την έκδοση της 1834/1981 πράξης του
Δασάρχη  Άμφισσας,  οι  αιτούντες  ενημέρωσαν  το
Δασαρχείο  Άμφισσας  για  την  τήρηση  και  ολοκλήρωση
των  διατυπώσεων  δημοσιότητας  της  παραπάνω  πράξης
σε  δύο  τοπικές  εφημερίδες  (1.12.2000)  και  σ
τον  Δήμο
Παρνασσού  (22.2.2001)  καθώς  και  ότι  μετά  τη
γνωστοποίηση πραγματοποιήθηκε αυτοψία στην επίμαχη
έκταση  κατά  την  οποία  διαπιστώθηκε  ότι  τμήμα  της
έκτασης   εμφαινόμενο   στο   σχετικό   τοπογραφικό
διάγραμμα με στοιχεία Α
-
Θ
-
Ι
-
Κ
-
Λ
-
Μ
-
Α εμβαδού 1.124 τ.μ.
έχει
τη  μορφή  χέρσου  αγρού  με  ήπια  κλίση,  ενώ  το
υπόλοιπο τμήμα με στοιχεία Θ
-
Η
-
Ζ
-
Ε
-
Δ
-
Γ
-
Ν
-
Λ
-
Κ
-
Ι
-
Θ
εμβαδού 1.214 τ.μ. (2.338
-
1124=1.214) καλύπτεται από
δασική  βλάστηση  ελάτης  και  κέδρου  ή  από  βραχώδεις
εξάρσεις, έχει ισχυρή κλίση, είναι ανεπίδεκτο οιασδήποτε
μο ρφής  καλλιέργειας  κατά  το  παρελθόν  και  αποτελεί
συνέχεια  του  παρακείμενου  ελατοδάσους.  Κατόπιν
τούτου,  με  το  ίδιο  έγγραφο  ο  Δασάρχης  Άμφισσας
εισηγήθηκε  την  άσκηση  αντιρρήσεων  κατά  της
1834/1981  πράξης  χαρακτηρισμού  ως  προς  το  τμήμα
εμβαδού 1.214 τ.μ., οι
οποίες ασκήθηκαν στη συνέχεια
με το 654/29.6.2001 έγγραφο του Διευθυντή Δασών του
Ν. Φωκίδας. Οι αντιρ
ρήσεις πρωτοκολλήθηκαν στο βιβλίο
της πρωτοβάθμιας Ε.Ε.Δ.Α. στις 17 Ιουλίου 2001, από
παραδρομή,  όμως,  ως  ημερομηνία  πρωτοκόλλου  των
αντιρρήσεων  μνημονε
ύεται  σε  διάφορα  στοιχεία  του
φακέλου η 17η Ιουνίου 2001. Επακολούθησε η έκδοση
της  39/2003  απόφασης  της  πρωτοβάθμιας  Ε.Ε.Δ.Α.,  με
την  οποία  απορρίφθηκαν οι  αντιρρήσεις του Διευθυντή
Δασών Ν. Φωκίδας με την αιτιολογία ότι είχαν ασκηθεί
εκπροθέσμως, κατά τη
ς απόφασης δε αυτής ο παραπάνω
Διευθυντής   άσκησε   προσφυγή   ενώπιον   της
δευτεροβάθμιας Ε.Ε.Δ.Α. Η προσφυγή έγινε δεκτή με την
προσβαλλόμενη  εν  προκειμένω,  υπ’  αριθμ.  2/2006,
απόφαση της δευτεροβάθμιας Επιτροπής, με την οποία
κρίθηκε,  κατά  πλειοψηφία,  ότι  οι
αντιρρήσεις  του
Διευθυντή Δασών Φωκίδας είχαν ασκηθεί εμπροθέσμως,
ακυρώθηκε  μετά  ταύτα  η  απόφαση  39/2003  της
πρωτοβάθμιας Ε.Ε.Δ.Α. και η έκταση εμβαδού 1.214 τ.μ.
στην ανωτέρω θέση «Δόκανο» με τα στοιχεία Θ
-
Η
-
Ζ
-
Ε
-
Δ
-
Γ
-
Ν
-
Λ
-
Κ
-
Ι
-
Θ χαρακτηρίσθηκε ως δάσος της
παραγράφου
1 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, με την αιτιολογία ότι
«... η εν λόγω έκταση, τόσο από την εξέταση των Α/Φ
ετών  λήψης  1945  και  1970,  όσο  και  σήμερα  είναι
συνέχεια  του  ελατοδάσους  της  ευρύτερης  περιοχής,
ευρίσκεται σε αλληλεξάρτηση με αυτό και αποτε
λούν μια
οργανική ενότητα, έχει ισχυρή κλίση 40
-
50%, καλύπτεται
από  βλάστηση  κέδρων  θαμνώδους  μορφής  και
μεμονωμένων ατόμων ελάτης με ποσοστό κάλυψης κατά
μέσο  όρο  μεγαλύτερο  του  30%  και  δεν  φέρει  κανένα
τεκμήριο καλλιέργειας». Τέλος, ως προς το εμπρόθεσμο
ή
μη των αντιρρήσεων του Διευθυντή Δασών Ν. Φωκίδας
ενώπιον  της πρωτοβάθμιας Ε.Ε.Δ.Α.  στο προαναφερθέν
63808/2075/31.10.2011  έγγραφο  των  απόψεων  του
Δασαρχείου Άμφισσας εκτίθενται τα εξής: «... Επί του
εμπροθέσμου  ή  μη  της  υποβολής  της  προσφυγής
[αντιρρήσεω
ν] αναφέρουμε ότι η υπηρεσία μας
εισηγήθηκε   σαφώς   εμπρόθεσμα   (27.6.2001),   οι
αντιρρήσεις  του  Δ/ντή  υπογράφηκαν  εμπρόθεσμα
(29.6.2001  ημέρα  Παρασκευή)  και  κοινοποιήθηκαν  σε
εμάς   την   4.7.2001   (επόμενη   Τετάρτη,   λογική
καθυστέρηση  μεσολαβούντος  Σαββατοκύρια
κου).  Η
καθυστέρηση της πρωτοκόλλησης των αντιρρήσεων του
Δ/ντή στην Α ́ βαθμια ΕΕΔΑ (17.7.2001, εκ παραδρομής
αναφέρεται  ως  ημερ/νία  η  17.6.2001)  οφείλεται
προφανώς  στο  ότι  ο  Γραμματέας  της  Επιτροπής  ήταν
Προϊστάμενος  του  Δασονομείου  Ευπαλίου  και  δεν
βρίσκον
ταν καθημερινά στην έδρα της Γραμματείας της
ΕΕΔΑ ...».
10.
Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται
ότι  παρανόμως  η  Επιτροπή  έκρινε  εμπρόθεσμες  τις
αντιρρήσεις  του  Διευθυντή  Δασών  Φωκίδας  κατά  της
πράξης  χαρακτηρισμού,  ότι  οι  αντιρρήσεις  ασκήθηκαν
από το
Διευθυντή  Δασών  Φωκίδας  χωρίς  να  υφίσταται
σχετική εξουσιοδότηση του Γ.Γ. της Περιφέρειας, ότι με
μη νόμιμη και ανεπαρκή αιτιολογία δέχθηκε η Επιτροπή
ότι  το  τμήμα  της  ιδιοκτησίας  των  αιτούντων  εμβαδού
1.214 τ.μ. είναι δάσος, ότι η Επιτροπή παρά τον νόμο
δεν
έλαβε υπόψη της την προσκομισθείσα από τους αιτούντες
έκθεση  φωτοερμηνείας  και  το  περιεχόμενό  της,  ότι
παρανόμως η Επιτροπή δεν εξέτασε τους ισχυρισμούς με
τους οποίους είχε προβληθεί ότι η επίμαχη έκταση ήταν
ανέκαθεν αγροτική κατά τα οριζόμενα στο άρ
θρο 21 παρ.
2  του  ν.  3208/2003  και  ότι  η  προσβαλλομένη  είναι
ακυρωτέα διότι δεν ήταν επιτρεπτό να ανατραπεί μετά
από  20  έτη  η  1834/1981  πράξη  χαρακτηρισμού  του
Δασάρχη Άμφισσας, αφού αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα
να ανατρέπονται καταστάσεις στις οποίες στηρίχ
θηκαν οι
αιτούντες  με  καλή  πίστη  για  την  αγορά  της  επίμαχης
έκτασης.
11
.  Επειδή,  σύμφωνα  με  τα  όσα  εκτέθηκαν  στη
σκέψη  8  και  ανεξαρτήτως  των  αιτιολογιών  τις  οποίες
παρέθεσε η δευτεροβάθμια Ε.Ε.Δ.Α. στην προσβαλλόμενη
απόφασή  της  για  να  στηρίξει  την  κρίση  της  περί  του
εμπροθέσμου των αντιρρήσεων του Διευθυντή Δασών Ν.
Φωκίδας,
ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο
πλήσσεται η ως άνω κρίση της Επιτροπής, θα έπρεπε να
απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από τα
έγγραφα  1948/27.6.2001  και  63808/2075/31.10.2011
του  Δασαρχείου  Άμφισσας  που  προαναφέρθηκαν
(εισήγηση για την
άσκηση των αντιρρήσεων και έγγραφο
των  απόψεων  προς  το  Συμβούλιο  της  Επικρατείας,
αντιστοίχως) οι αιτούντες ενημέρωσαν το Δασαρχείο ότι
ολοκλήρωσαν  τις  διατυπώσεις  δημοσιότητας  της
1834/23.4.1981  πράξης  χαρακτηρισμού  στις  30.4.2001,
οι δε αντιρρήσεις του Δ
ιευθυντή Δασών Ν. Φωκίδας, που
κατατέθηκαν  στο  πρωτόκολλο  της  πρωτοβάθμιας
Ε.Ε.Δ.Α.  στις  17.7.2001,  ήτοι  εντός  ευλόγου  από  την
ανωτέρω   γνωστοποίηση   χρόνου,   είχαν   ασκηθεί
εμπροθέσμως. Ενόψει, όμως, όσων εκτέθηκαν στη σκέψη
6 και δεδομένου ότι παραπέμφθηκε σ
την  επταμελή
σύνθεση  με  την  4197/2011  απόφαση  του  Τμήματος
(σκέψη  7)  νομικό  ζήτημα,  το  οποίο  τίθεται  και  στην
παρούσα υπόθεση, αλλά και λόγω της διαφορετικής, εν
μέρει, νομολογίας ως προς την έναρξη της προθεσμίας
για την άσκηση αντιρρήσεων σε περίπτωση πα
ρέλευσης
μεγάλου  χρονικού  διαστήματος  από  την  έκδοση  της
πράξης χαρακτηρι
σμού έως τη δημοσιοποίησή της (πρβλ.
Σ.τ.Ε.  2976/2004,  πρβλ.  Σ.τ.Ε.  2453/2010  σκ.  6η),  το
Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παρα
πεμφθεί προς
εκδίκαση  στο Τμήμα  υπό  επταμελή  σύνθε
ση,  σύμφωνα
με την παράγραφο 5 του άρθρου 14 του π.δ. 18/1989
(Α ́ 8), να ορισθεί δικάσιμος η 7η Ιανουαρίου 2015 και
εισηγητής ο πάρεδρος Δ. Βασιλειάδης.
Πηγή:
Νόμος & Φύση
 

ΔΑΣΙΚΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ - ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ - ΣΤΕ 2275/2014 Κριτήρια υπαγωγής ιδιωτικών εκτάσεων στη δασική νομοθεσία – Αρμοδιότητα

ΔΑΣΙΚΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ - ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ - Διαδικασίες χαρακτηρισμού και κήρυξης αναδάσωσης Σύμφωνα με την απόφαση υπ΄ αριθ. 842/2014* του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, η απόφαση του δασάρχη και των οικείων Επιτροπών σχετικά με τον χαρακτήρα ορισμένης εκτάσεως ως δάσους ή δασικής, η οποία εκδίδεται με τη σύμπραξη του ενδιαφερομένου ιδιοκτήτη, πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη

$
0
0

 979/2015 ΕΙΡ ΑΘ - Εκούσια δικαιοδοσία. Αίτηση διορισμού επιτρόπου ανηλίκου τέκνου, προς εκπροσώπηση του σε δίκη προσβολής πατρότητας. Αποκλειστική αρμοδιότητα Ειρηνοδικείου υπέρ του οποίου....

Διαδικασίες χαρακτηρισμού και κήρυξης αναδάσωσης

Σύμφωνα με την απόφαση υπ΄ αριθ. 842/2014*του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, η απόφαση του δασάρχη και των οικείων Επιτροπών σχετικά με τον χαρακτήρα ορισμένης εκτάσεως ως ...
δάσους ή δασικής, η οποία εκδίδεται με τη σύμπραξη του ενδιαφερομένου ιδιοκτήτη, πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη με περιγραφή της μορφολογίας του εδάφους, του είδους, της συνθέσεως, της πυκνότητας και των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της βλαστήσεως, η αιτιολογία δε αυτή μπορεί να συμπληρώνεται και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου.
Κρίσιμη για τη συγκρότηση της έννοιας του δάσους και της δασικής εκτάσεως είναι η οργανική ενότητα της δασικής βλαστήσεως (δενδρώδους ή θαμνώδους), η οποία προσδίδει στην έκταση την ιδιαίτερή της ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος. Νομικώς η ενότητα αυτή δύναται να συνάγεται από τα χαρακτηριστικά της άγριας ξυλώδους βλαστήσεως, τα οποία περιγράφονται στα στοιχεία του φακέλου. Εφ΄ όσον υπάρχει η οργανική αυτή ενότητα, υφίσταται η αντικειμενική προϋπόθεση της έννοιας του δάσους ή της δασικής εκτάσεως, τεκμαίρεται δε ως αυτονόητη και αυταπόδεικτη η συνυπάρχουσα θεμελιώδης λειτουργία κάθε δασικού οικοσυστήματος, που συμβάλλει στην ισορροπία του φυσικού περιβάλλοντος.
Με την τήρηση της ενδικοφανούς διαδικασίας του άρθρου 14 ν. 998/1979 η πράξη χαρακτηρισμού και η απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων (ΕΕΔΑ) ενσωματώνονται στην απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής, η οποία κρίνει την υπόθεση στο σύνολό της κατά νόμον και κατ΄ ουσίαν, μη δικαιουμένη να την αναπέμψει στα προηγουμένως επιληφθέντα δασικά όργανα. Το άρθρο 14 παρ. 3 του ν. 998/1979 προβλέπει ευχέρεια και όχι υποχρέωση της Επιτροπής να διενεργήσει αυτοψία για τη διαμόρφωση της κρίσεώς της, συνεπώς αβασίμως προβάλλεται ότι μη νομίμως η Επιτροπή απεδέχθη εισήγηση μέλους της – δασολόγου χωρίς τη διενέργεια αυτοψίας.
Οι ΕΕΔΑ δεν καθίστανται αναρμόδιες ν΄ αποφανθούν επί των ασκουμένων ενώπιόν τους αντιρρήσεων ή προσφυγών εκ μόνου του ότι παρήλθε άπρακτο το κατ΄ άρθρο 14 παρ. 3 ν. 998/1979 τρίμηνο, αλλ΄ επιπροσθέτως απαιτείται χορήγηση βεβαιώσεως περί σιωπηράς απορρίψεως των αντιρρήσεων ή της προσφυγής εντός τριμήνου από την υποβολή σχετικής αιτήσεως ή η άπρακτη πάροδος και αυτού του τριμήνου, οπότε και μόνον οι ΕΕΔΑ καθίστανται αναρμόδιες να επιληφθούν των αντιρρήσεων ή προσφυγών.
Η ένδικη βεβαίωση του Διευθυντή Δασών, η οποία εξεδόθη υπό το καθεστώς του νδ 86/1969 (Δασικός Κώδικας), ο οποίος δεν εθέσπιζε ειδική διαδικασία χαρακτηρισμού εκτάσεων ως δασικών, έχει απλώς πληροφοριακό χαρακτήρα και ουδόλως εκώλυε τον χαρακτηρισμό της επίδικης εκτάσεως κατ΄ άρθρο 14 του ν. 998/1979 ούτε το περιεχόμενό της δέσμευε τον δασάρχη και τις αρμόδιες Επιτροπές του νόμου αυτού.
Οι διαδικασίες χαρακτηρισμού εκτάσεως ως δάσους ή δασικής και κηρύξεως εκτάσεως αναδασωτέας είναι διακεκριμένες μεταξύ τους. Εφ΄ όσον πριν περαιωθεί τυχόν αρξαμένη διαδικασία χαρακτηρισμού, η έκταση κηρυχθεί αναδασωτέα, δεν υπάρχει πλέον έδαφος χαρακτηρισμού της ως δάσους ή δασικής ή μη, αλλά τα δασικά όργανα, δεσμευόμενα από την πράξη αναδασώσεως, οφείλουν ν΄ απόσχουν από την έκδοση πράξεως χαρακτηρισμού ή να περιορισθούν απλώς στη διαπίστωση ότι η έκταση εκηρύχθη αναδασωτέα και ως εκ τούτου αποτελεί δασική έκταση κατ΄ άρθ. 3 παρ. 5 Ν 998/1979. 
ΠΗΓΗ: https://dasarxeio.com/2015/09/29/1114-4/

ΔΑΣΙΚΕΣ ΕΚΤΑΣΣΕΙΣ - ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ - Αρειος Πάγος 510/2012 Παράνομη εκχέρσωση αναδασωτέας ιδιωτικής έκτασης (άρ. 70 παρ. 1 Ν. 998/1979)

ΔΑΣΙΚΑ - ΑΝΑΔΑΣΩΣΗ - ΟΔΗΓΙΕΣ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ - ΚΑΙ Άρθρα 31, 34, 35, 40, 49 & 52 Ν.4280/2014 και η εφαρμογή τους

$
0
0


ΔΑΣΙΚΕΣ ΕΚΤΑΣΣΕΙΣ - ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ -  Αρειος Πάγος 510/2012 Παράνομη εκχέρσωση αναδασωτέας ιδιωτικής έκτασης (άρ. 70 παρ. 1 Ν. 998/1979)
Άρθρα 31, 34, 35, 40, 49 & 52 Ν.4280/2014 και η εφαρμογή τους
Άρθρο 31
Ψηφιακή βάση δεδομένων και όρια οικισμών (2)
2. Ανεξαρτήτως της διαδικασίας των προηγούμενων παραγράφων, για τις κανονιστικές πράξεις Νομαρχών, καθορισμού ορίων οικισμών, που για οποιονδήποτε λόγο δεν ..
δημοσιεύτηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τα σχετικά διαγράμματα, με απόφαση του αρμόδιου Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, επαναδημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως οι σχετικές πράξεις συνοδευόμενες από τα σχέδια που εγκρίθηκαν με την έκδοση γνωμοδότησης του αρμοδίου ΣΧΟΠ ή και του αρμοδίου Νομάρχη και υφίστανται στα αρχεία των δημοσίων υπηρεσιών. Τυχόν πράξεις δημοσίευσης σχεδίων που πληρούν τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου θεωρούνται νόμιμες και ισχυρές για κάθε συνέπεια.
Άρθρο 34
Διαδικασία χαρακτηρισμού(1)
      Το άρθρο 14 του ν. 998/1979, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
      «1. Μέχρι την ανάρτηση του δασικού χάρτη, ο χαρακτηρισμός μίας περιοχής ή τμήματος της επιφανείας της γης ως υπαγομένης ή μη στις περιπτώσεις του άρθρου 3 του παρόντος νόμου και ο καθορισμός των ορίων τούτων για την εφαρμογή των διατάξεων αυτού, όπως και ο προσδιορισμός της κατηγορίας στην οποία ανήκει κατά τις στο άρθρο 4 διακρίσεις, ενεργείται μετά από αίτηση οποιουδήποτε έχοντος έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως με πράξη του κατά τόπον αρμοδίου δασάρχη ή του Διευθυντή Δασών εάν στο νομό δεν υφίσταται Δασαρχείο.

Άρθρο 34
Διαδικασία χαρακτηρισμού(2)
2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο πράξη, εκδίδεται μετά από σχετική εισήγηση αρμόδιου δασολόγου και αιτιολογείται προσηκόντως με βάση τα τυχόν υφιστάμενα στοιχεία φωτογραφήσεως και χαρτογραφήσεως της περιοχής, με τη μορφολογία του εδάφους, το είδος, τη σύνθεση, την έκταση της βλαστήσεως και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής, τις τυχόν επελθούσες διαχρονικές αλλοιώσεις ή καταστροφές, καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο για το χαρακτηρισμό της εκτάσεως.
Άρθρο 34
Διαδικασία χαρακτηρισμού(3)
      3. Η πράξη αυτή επιδίδεται στον υποβάλλοντα τη σχετική αίτηση ιδιώτη ή νομικό πρόσωπο ή δημόσια υπηρεσία εντός δέκα (10) ημερών από την έκδοσή της με υπάλληλο της δασικής αρχής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 επ. του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και κοινοποιείται εντός της ίδιας προθεσμίας στον Γενικό Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, στην Κτηματική Υπηρεσία του Δημοσίου, στον αρμόδιο φορέα διαχείρισης του άρθρου 15 του ν. 2742/1999 (Α΄207), εφόσον υπάρχει, στον ΟΠΕΚΕΠΕ και στον οικείο δήμο, o οποίος την αναρτά επί ένα (1) μήνα στον πίνακα ανακοινώσεών του. Ανακοίνωση περί της σύνταξης της ως άνω πράξης και της αποστολής αυτής στον οικείο δήμο, με περίληψη του περιεχομένου της δημοσιεύεται σε δύο τουλάχιστον τοπικές εφημερίδες ή σε μία τοπική και μία εφημερίδα των Αθηνών ή της Θεσσαλονίκης. Η ως άνω πράξη μετά του συνημμένου τοπογραφικού διαγράμματος αναρτάται εντός της δεκαήμερης προθεσμίας του πρώτου εδαφίου της παρούσας σε ειδικά προς τούτο καταχωρισμένο δικτυακό τόπο. Με την ανάρτηση της απόφασης στον ειδικό αυτό δικτυακό τόπο, η οποία αντιστοιχεί με επιβαλλόμενη από το νόμο δημοσίευση, τεκμαίρεται η πλήρης γνώση για κάθε ενδιαφερόμενο τρίτο προκειμένου να ασκήσει οποιοδήποτε ένδικο μέσο.

Άρθρο 34
Διαδικασία χαρακτηρισμού(4α)
      4. Κατά της πράξης του δασάρχη επιτρέπονται αντιρρήσεις, ενώπιον της κατά το άρθρο 10 του παρόντος νόμου επιτροπής του νομού, στην οποία βρίσκεται η υπό αμφισβήτηση έκταση ή το μεγαλύτερο τμήμα αυτής, από τον Γενικό Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης ατελώς, όπως και από κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον κατόπιν καταβολής παραβόλου. Το ανωτέρω παράβολο κατατίθεται υπέρ του Πράσινου Ταμείου στον ειδικό κωδικό, Ειδικός Φορέας Δασών και διατίθεται κατά προτεραιότητα για την αποζημίωση των μελών της ανωτέρω Επιτροπής, διατιθεμένου του τυχόν υπολοίπου για τους σκοπούς του Πράσινου Ταμείου.
      Οι αντιρρήσεις ασκούνται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από της κατά τα ανωτέρω επιδόσεως και κοινοποιήσεως ή, σε κάθε άλλη περίπτωση, από την ανάρτηση.

Άρθρο 34
Διαδικασία χαρακτηρισμού(4β)
      Η Επιτροπή αποφαίνεται αιτιολογημένα εντός προθεσμίας ενός εξαμήνου από της υποβολής των αντιρρήσεων αφού λάβει υπόψη το σχετικό φάκελο και τις προτάσεις του ενδιαφερομένου ως άνω ιδιώτη, νομικού προσώπου ή δημοσίας υπηρεσίας. Για το σκοπό αυτόν μπορεί να διενεργήσει και αυτοψία προς μόρφωση ασφαλέστερης γνώμης, περί της υφισταμένης στην περιοχή κατάστασης. Εάν δεν εκδοθεί απόφαση εντός της ανωτέρω προθεσμίας, η οικεία Επιτροπή, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, οφείλει να χορηγήσει εντός διμήνου από την υποβολή της αίτησης αυτής, βεβαίωση περί της σιωπηρής απόρριψης των αντιρρήσεων, εκτός εάν αποφανθεί, εντός του ανωτέρω διμήνου από την υποβολή της αίτησης επί των εκκρεμών αντιρρήσεων. Η εξέταση των αντιρρήσεων στην περίπτωση αυτή γίνεται κατά προτεραιότητα. Μετά την άπρακτη πάροδο του διμήνου τεκμαίρεται σιωπηρή απόρριψη των αντιρρήσεων.
Άρθρο 34
Διαδικασία χαρακτηρισμού(5)

      5. Η απόφαση της Επιτροπής επί των αντιρρήσεων επιδίδεται, κοινοποιείται και αναρτάται στο δικτυακό τόπο κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου. Με την ανάρτηση αυτή, η οποία αντιστοιχεί με επιβαλλόμενη από το νόμο δημοσίευση, τεκμαίρεται η πλήρης γνώση για κάθε ενδιαφερόμενο τρίτο, προκειμένου να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως.
      6. Ο χαρακτηρισμός μίας έκτασης ως έχουσας δασικό χαρακτήρα ή μη, καθίσταται οριστικός και αμετάκλητος όταν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία υποβολής αντιρρήσεων ενώπιον της Επιτροπής ή αιτήσεως ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της Επιτροπής ή εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου επί της αιτήσεως ακυρώσεως. Περί της συνδρομής του οριστικού και αμετάκλητου χαρακτηρισμού της έκτασης, χορηγείται σχετικό πιστοποιητικό από τον οικείο δασάρχη, κατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον.
Άρθρο 34
Διαδικασία χαρακτηρισμού(6)
      7. Με την επιφύλαξη των προβλεπομένων στην παράγραφο 8β του παρόντος άρθρου, αν η έκταση έχει χαρακτηρισθεί ως μη έχουσα δασικό χαρακτήρα, η προθεσμία για την άσκηση αντιρρήσεων, η άσκηση αυτών, καθώς και η προθεσμία και η άσκηση ενδίκων μέσων κατά της αποφάσεως της Επιτροπής, αναστέλλουν αυτοδικαίως την εκτέλεση της πράξης.
      8. Ο δασάρχης κατά την άσκηση της αρμοδιότητας του παρόντος άρθρου, οφείλει να απόσχει του χαρακτηρισμού εάν για τη συγκεκριμένη έκταση έχει προηγηθεί η κήρυξη αυτής ως αναδασωτέας με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του άρθρου 67 του νόμου αυτού ή εάν διαπιστώσει αιτιολογημένα ότι μία έκταση, η οποία είχε κατά το παρελθόν δασικό χαρακτήρα, τον έχει απωλέσει για κάποιους από του λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 117 παρ. 3 του Συντάγματος και στο άρθρο 38 του παρόντος νόμου.
Άρθρο 34
Διαδικασία χαρακτηρισμού(6α)
      Εκτάσεις που περιλαμβάνονται εντός των ορίων ευρύτερων εκτάσεων που κηρύχθηκαν αναδασωτέες και εξαιρούνται της αναδάσωσης με λεκτική διατύπωση στις σχετικές περί κηρύξεως της αναδάσωσης αποφάσεις, χωρίς να έχουν αποτυπωθεί τα όριά τους στα τοπογραφικά διαγράμματα που συνοδεύουν τις ως άνω αποφάσεις, χαρακτηρίζονται χωρίς μερική άρση τους, εφόσον από το περιεχόμενο της πράξης τεκμηριώνεται ο διαχρονικός μη δασικός χαρακτήρας τους.
      8. α. Ο χαρακτήρας των εκτάσεων επί των οποίων σχεδιάζεται η ανάπτυξη μεγάλων επενδύσεων, ή η λειτουργία Επιχειρηματικών Πάρκων του ν. 3982/2011 ή τουριστικών εγκαταστάσεων ή η εγκατάσταση μεγάλων έργων υποδομής, μεταλλείων, λατομείων ως και σταθμών Α.Π.Ε. ή Σ.Η.Θ. με χρήση Α.Π.Ε., συμπεριλαμβανομένων των έργων σύνδεσης με το Σύστημα ή το Δίκτυο, εσωτερικής οδοποιίας και οδοποιίας πρόσβασης και

Άρθρο 34
Διαδικασία χαρακτηρισμού(6β)
      των λοιπών συνοδών έργων, καθώς και των εκτάσεων για τις οποίες απαιτείται πράξη χαρακτηρισμού για τη σύνταξη της έκθεσης που προβλέπεται στην περίπτωση ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 2882/2001, όπως ισχύει εξετάζεται, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος κατά απόλυτη προτεραιότητα, σε χρόνο που δεν υπερβαίνει τις σαράντα πέντε (45) ημέρες από την υποβολή της σχετικής αίτησης, ενώ οι κατά την παράγραφο 3 αντιρρήσεις στις ανωτέρω περιπτώσεις εισάγονται για εξέταση στην επιτροπή επιλύσεως δασικών αμφισβητήσεων του άρθρου 10 του παρόντοςνόμου στην πρώτη μετά την ημερομηνία υποβολής τους συνεδρίαση.
      β. Η πράξη χαρακτηρισμού, στις περιπτώσεις του ανωτέρω εδαφίου α΄, μετά τη νόμιμη δημοσιοποίησή της έχει το τεκμήριο νομιμότητας και εκτελείται, ακόμη και αν με αυτή η υπόψη έκταση έχει χαρακτηριστεί ως μη δασική.

Άρθρο 34
Διαδικασία χαρακτηρισμού(6γ)
      γ. Εφόσον η εγκατάσταση σταθμού Α.Π.Ε. ή Σ.Η.Θ.Υ.Α. με χρήση Α.Π.Ε. σχεδιάζεται σε έκταση που υπάγεται στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας και ως προς την κυριότητά της ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3208/2003 η άδεια εγκατάστασης του σταθμού εκδίδεται μόνο αν εξασφαλιστεί δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης ή μίσθωσης της έκτασης αυτής από τον ιδιοκτήτη της.
Άρθρο 34
Διαδικασία χαρακτηρισμού(7)
      9. Οι πράξεις του δασάρχη και οι αποφάσεις των Επιτροπών που εκδίδονται κατά τις προηγούμενες παραγράφους, με τις οποίες περιοχές ή τμήματά τους χαρακτηρίζονται ως δάση ή δασικές εκτάσεις, λαμβάνονται υποχρεωτικά υπόψη κατά την κατάρτιση του δασικού χάρτη και τη σύνταξη του δασολογίου της αντίστοιχης περιοχής.»

Άρθρο 34
Διαδικασία χαρακτηρισμού(8)
(ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ – ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ)
Παρ.3
·       Επίδοση της πράξης εντός 10 ημερών στον αιτούντα
·       Κοινοποίηση εντός 10 ημερών (Κτηματική, ΟΠΕΚΕΠΕ, Δήμο, τυχόν φορέα Διαχείρισης)
·       Ανάρτηση στο δικτυακό τόπο εντός 10 ημερών
Παρ.4 :
·       Αντιρρήσεις εντός 60 ημερών ατελώς απ'τον Γεν. Γραμματέα παράβολο από τρίτους
·       Εντός 6 μηνών συν 2 μήνες μετά από αίτηση του αιτούντα της πράξης αν δεν εξεταστεί απ'την Επιτροπή χορηγείται βεβαίωση σιωπηρής απόρριψης των αντιρρήσεων
Παρ. 8 εδάφ.2
·       Οι αποφάσεις κήρυξης που εξαιρούν λεκτικά εκτάσεις (π.χ. Γεωργικές) χαρακτηρίζονται χωρίς μερική ανάκληση εφόσον είναι ανέκαθεν μη δασικές (αντίθετο με την αριθμ. 534/2005 ατομική γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. που έγινε αποδεκτή με το αρ.3017/26-1-06 έγγραφο Γεν. Γραμματέα)
Άρθρο 35
Τροποποιήσεις των άρθρων 38 και 44
του Ν. 998/1979 (1)

1. Το πρώτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 38 του ν. 998/1979 αντικαθίσταται ως εξής:
      «1. Τα δάση και οι δασικές εκτάσεις, τα οποία καταστρέφονται ή αποψιλώνονται συνεπεία πυρκαϊάς ή παράνομης υλοτομίας ή άλλης αιτίας κηρύσσονται υποχρεωτικά ως αναδασωτέα ανεξαρτήτως της ειδικότερης κατηγορίας αυτών ή της θέσης στην οποία βρίσκονται, εκτός από το τμήμα τους, η εκχέρσωση του οποίου είχε εγκριθεί ήδη, πριν από την καταστροφή του από τις ανωτέρω αιτίες, για λόγο δημοσίου συμφέροντος με την έκδοση της οικείας νομικής πράξης.»
Άρθρο 35
Τροποποιήσεις των άρθρων 38 και 44
του Ν. 998/1979 (2)
2. Η παρ. 3 του άρθρου 44 του ν. 998/1979, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
      «3. Σε όλες τις λοιπές περιπτώσεις η απόφαση κήρυξης καταστραφέντος δάσους ή δασικής έκτασης ως αναδασωτέου αίρεται μετά την πραγματοποίηση της αναδάσωσης, η οποία συντελείται με την επαναφορά της καταστραφείσας δασικής βλάστησης στην έκταση με οικολογικά χαρακτηριστικά επαρκή για την υπαγωγή της στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, ανάλογα με τη μορφή (δάσος ή δασική έκταση) που είχε πριν την καταστροφή της, χωρίς να απαιτείται η πλήρης μορφολογική και οικολογική αποκατάσταση της έκτασης αυτής στο προ της καταστροφής της επίπεδο.»

Άρθρο 35
Τροποποιήσεις των άρθρων 38 και 44
του Ν. 998/1979 (3)
3. Η παρ. 4 του άρθρου 44 του ν. 998/1979 (Α΄ 289), όπως προστέθηκε με το άρθρο 36 του ν. 3698/2008 (Α΄ 198), αντικαθίσταται ως εξής:
      «4. Για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού, καθώς και όταν ανακαλείται ή τροποποιείται απόφαση κήρυξης έκτασης ως αναδασωτέας για οποιαδήποτε πραγματική ή νομική αιτία, απαιτείται απόφαση του Γενικού Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, η οποία εκδίδεται αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αίτησης οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μετά από εισήγηση, θετική ή αρνητική του αρμοδίου δασάρχη ή του Διευθυντή Δασών, εάν στο νομό δεν υφίσταται Δασαρχείο και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η ανωτέρω εισήγηση παρέχεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών (3) μηνών, η οποία αρχίζει από την υποβολή του σχετικού αιτήματος στον Γενικό Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης.»

Άρθρο 35
Τροποποιήσεις των άρθρων 38 και 44
του Ν. 998/1979 (4)
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ – ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
Παρ.1
·       Εκχερσωμένες εκτάσεις με έγκριση για λόγω δημοσίου συμφέροντος με σχετική νομική πράξη πριν την πυρκαγιά δεν κηρύσσονται αναδασωτέες
Παρ.2
·       Αρση αναδάσωσης εκτός απ'τις προηγούμενες παραγράφους (1, 2 άρθρου 44 Ν.998/79) σε όλες τις λοιπές περιπτώσεις επιτρέπεται με την υπαγωγή της ως δάσους ή δασικής έκτασης μετά την αποκατάστασή της με μορφολογικά και οικολογικά στοιχεία
Παρ.3
·       Για την εφαρμογή του άρθ.44 ν.998/79 αλλά και για οποιαδήποτε άλλη πραγματική ή νομική αιτία απαιτείται απόφαση Γενικού Γραμματέα αυτεπάγγελτα ή κατόπιν αιτήσεως μετά από θετική ή αρνητική εισήγηση του Δασάρχη
Η εισήγηση παρέχεται εντός 3 μηνών μετά την υποβολή της αίτησης

Άρθρο 40
Προσθήκη άρθρου 67Α στο Ν. 998/1979 (1)
Μετά το άρθρο 67 του ν. 998/1979 προστίθεται άρθρο 67Α ως εξής:
«Άρθρο 67Α Απαγόρευση οικοδόμησης δασικών εν γένει εκτάσεων
1. Απαγορεύεται η ανέγερση οικοδομών, κτισμάτων και πάσης φύσεως εγκαταστάσεων ή κατασκευών οριστικής ή προσωρινής μορφής, καθώς και η καταπάτηση, εκχέρσωση και φύτευση μη δασικών φυτών εντός δασών, δασικών και αναδασωτέων εκτάσεων ή δημόσιων εκτάσεων των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, με την επιφύλαξη των επιτρεπτών επεμβάσεων που προβλέπονται στα άρθρα 46 έως 61 του έκτου κεφαλαίου.
2.α. Με την επιφύλαξη των προβλεπομένων στις περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 7, ανεγερθείσες ή ανεγειρόμενες οικοδομές, κτίσματα και πάσης φύσεως εγκαταστάσεις ή κατασκευές που βρίσκονται στις εκτάσεις της παραγράφου 1 κατεδαφίζονται υποχρεωτικά, τα δε μη δασικά φυτά απομακρύνονται, μετά από απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης και, σύμφωνα με τους όρους της περίπτωσης β΄ και των παραγράφων 3 έως 6.
β. Οι αποφάσεις κατεδάφισης − απομάκρυνσης που αφορούν σε περιοχές της παραγράφου 1, εκτελούνται από την αρμόδια υπηρεσία της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, με το συντονισμό, τη συνδρομή και την παρακολούθηση της Ειδικής Υπηρεσίας Επιθεώρησης και Κατεδάφισης Αυθαιρέτων (Ε.Υ.Ε.Κ.Α.), όπου αυτή απαιτείται.
Άρθρο 40
Προσθήκη άρθρου 67Α στο Ν. 998/1979 (2)
3α. Η απόφαση περί κατεδάφισης − απομάκρυνσης εκδίδεται μετά από κλήτευση προ πέντε πλήρων ημερών, του φερόμενου ως κυρίου ή νομέα ή κατόχου ή του εργολάβου της οικοδομής του κτίσματος ή της εγκατάστασης. Η κλήτευση αυτή ενεργείται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Αν τα παραπάνω πρόσωπα είναι άγνωστα ή άγνωστης διαμονής η κλήση τοιχοκολλάται στην είσοδο του κτίσματος.
β. Κατά της απόφασης του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης περί κατεδάφισης − απομάκρυνσης επιτρέπεται αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου της τοποθεσίας του ακινήτου εντός της εξηκονθήμερης προθεσμίας του άρθρου 46 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), η οποία αρχίζει από την κοινοποίηση της απόφασης στον αιτούντα ή από την τοιχοκόλλησή της στο κτίσμα.
Η προθεσμία και η άσκηση της αίτησης ακυρώσεως δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης.
Άρθρο 40
Προσθήκη άρθρου 67Α στο Ν. 998/1979 (3)
Δύναται όμως ο ενδιαφερόμενος να ζητήσει από το Διοικητικό Εφετείο την αναστολή της εκτελέσεως της αποφάσεως, εφόσον έχει ασκήσει αίτηση ακύρωσης.
Η αίτηση ακύρωσης και η αίτηση αναστολής εκτέλεσης επιδίδονται μαζί με την πράξη ορισμού δικασίμου και με επιμέλεια του αιτούντος στον εκδώσαντα την απόφαση κατεδάφισης − απομάκρυνσης Γενικό Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης και στον Υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής.
γ. Το Δημόσιο υποχρεούται να καταρτίσει και να αποστείλει στο δικαστήριο τον κατά το άρθρο 23 του π.δ. 18/1989 φάκελο. Στο φάκελο αυτό περιλαμβάνεται υποχρεωτικά βεβαίωση της αρμόδιας δασικής αρχής περί του χαρακτήρα της έκτασης επί της οποίας έχει συντελεσθεί η παράβαση, ως δάσους, δασικής, αναδασωτέας έκτασης ή δημόσιων εκτάσεων των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, ως και περί της καταστροφής της από πυρκαγιά, όπου συντρέχει τέτοια περίπτωση.
Άρθρο 40
Προσθήκη άρθρου 67Α στο Ν. 998/1979 (4)
Η αίτηση ακύρωσης συζητείται υποχρεωτικά εντός εξήντα (60) ημερών από την κατάθεσή της και η οριστική απόφαση εκδίδεται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη συζήτηση και σε κάθε περίπτωση εντός εβδομήντα πέντε (75) ημερών από την κατάθεση της αίτησης ακύρωσης. Η απόφαση κοινοποιείται με επιμέλεια της γραμματείας του δικαστηρίου εντός δέκα (10) ημερών από τη δημοσίευσή της στους διαδίκους, στον οικείο δασάρχη και στον Υπουργό Οικονομικών. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του π.δ. 18/1989.
4. Για την κατεδάφιση συντάσσεται πρωτόκολλο, στο οποίο αναφέρονται τα ευρεθέντα στο κατεδαφιζόμενο κινητά πράγματα, καθώς και το όνομα του διοριζομένου μεσεγγυούχου. Εάν εντός έξι (6) μηνών τα κινητά δεν διεκδικηθούν, περιέρχονται στην κυριότητα του Δημοσίου.
5. Από την κλήτευση και μέχρι την κατεδάφιση ο κύριος, ο νομέας ή ο κάτοχος υποχρεούνται εις ολόκληρον έκαστος, στην καταβολή ειδικής αποζημίωσης που
επιβάλλεται με πρωτόκολλα του οικείου δασάρχη, από τα οποία το πρώτο εκδίδεται και κοινοποιείται στους ανωτέρω υπόχρεους κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας εντός δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση στο δασάρχη της δικαστικής απόφασης της παραγράφου 3. Της υποχρέωσης αυτής απαλλάσσονται οι παραπάνω, προκειμένου περί οικοδομών, κτισμάτων και πάσης φύσεως εγκαταστάσεων, που βρίσκονται εντός των εκτάσεων της παραγράφου 1, εφόσον αυτά παραδοθούν οικειοθελώς στο Δημόσιο προς κατεδάφιση με τη σύνταξη από το δασάρχη πρωτοκόλλου παράδοσης και παραλαβής.
Κατά των πρωτοκόλλων επιβολής αποζημίωσης, τα οποία εκδίδονται ανά έτος μέχρι την κατεδάφιση ή την ως άνω οικειοθελή παράδοση, χωρεί αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου της τοποθεσίας του ακινήτου εντός της εξηκονθήμερης προθεσμίας της παρ. 1 του άρθρου 46 του π.δ. 18/1989, που αρχίζει από την κοινοποίησή τους.
Είναι απαράδεκτοι οι λόγοι ακυρώσεως κατά το μέρος που καλύπτονται από την απόφαση επί της αίτησης ακύρωσης κατά της πράξης του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης περί κατεδάφισης. Τα ποσοστά των αποζημιώσεων που καθίστανται οριστικά, είτε γιατί δεν ασκήθηκε αίτηση ακύρωσης είτε γιατί η ασκηθείσα απορρίφθηκε εν όλω ή εν μέρει, βεβαιώνονται στις αρμόδιες ΔΟΥ εισπράττονται κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ (ν.δ. 356/1974) και αποδίδονται ως έσοδο στον ειδικό Φορέα Δασών του Πράσινου Ταμείου. Το ύψος της αποζημίωσης ανά τετραγωνικό μέτρο κτίσματος και ανά ημέρα διατήρησης αυτού ορίζεται σε ένα ευρώ. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του π.δ. 18/1989.

Άρθρο 40
Προσθήκη άρθρου 67Α στο Ν. 998/1979 (5)
6. Πρωτόκολλα επιβολής ειδικής αποζημίωσης ανακαλούνται, εφόσον οι ενδιαφερόμενοι, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, προβούν στην κατεδάφιση των αυθαίρετων κτισμάτων που ανεγέρθηκαν σε εκτάσεις
της παραγράφου 1.
7α. Ειδικότερα η κατεδάφιση αυθαιρέτων κατασκευών που ανεγείρονται και η απομάκρυνση μη δασικών φυτών που φυτεύονται σε δάση και δασικές εκτάσεις μετά την κήρυξή τους ως αναδασωτέων λόγω καταστροφής τους από πυρκαγιά που έλαβε χώρα από το 2007 και εντεύθεν, χωρεί κατά τη διαδικασία των περιπτώσεων β΄ και γ΄. Για την απόδειξη του χρόνου ανέγερσης των κτισμάτων ως και του χρόνου φύτευσης των μη δασικών φυτών, γίνεται χρήση των αεροφωτογραφιών, βάσει των οποίων κηρύσσονται αναδασωτέες οι δασικές εκτάσεις.
Άρθρο 40
Προσθήκη άρθρου 67Α στο Ν. 998/1979 (6)
β. Για την κατεδάφιση, άλλως την απομάκρυνση στις περιπτώσεις της ανωτέρω παραγράφου, συντάσσονται «πρωτόκολλα κατεδάφισης − απομάκρυνσης» από τριμελείς επιτροπές που συνιστώνται και συγκροτούνται από τον Γενικό Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Οι επιτροπές αυτές είναι μη αμειβόμενες. Τα ανωτέρω πρωτόκολλα εκτελούνται παραχρήμα, ανεξάρτητα από το στάδιο στο οποίο βρίσκεται το ανεγειρόμενο κτίσμα, με μέριμνα της οικείας τριμελούς επιτροπής και με το συντονισμό, τη συνδρομή και την παρακολούθηση της Ε.Υ.Ε.Κ.Α., μη επιτρεπομένης οποιασδήποτε αιτήσεως ενώπιον της Διοίκησης ή δικαστηρίου, η οποία αποσκοπεί στην αναστολή της κατεδάφισης − απομάκρυνσης. Οι αστυνομικές αρχές οφείλουν να παράσχουν τη συνδρομή τους στην επιτροπή για την πραγματοποίηση της κατεδάφισης − απομάκρυνσης, εφόσον τους ζητηθεί. Ανάλογη υποχρέωση έχουν και οι λοιπές Κρατικές Αρχές, όπως και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου ή δεύτερου βαθμού, κυρίως με τη διάθεση μηχανικών μέσων και προσωπικού. Την επιτροπή μπορεί να συνδράμουν στο έργο της και οποιαδήποτε άλλα νομικά ή φυσικά πρόσωπα, με τη διάθεση των κατάλληλων μηχανικών μέσων και του προσωπικού, εφόσον προσφέρονται προς τούτο και η συνδρομή τους ήθελε κριθεί αναγκαία ή χρήσιμη από την επιτροπή. Τα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου τελούν υπό την εποπτεία της επιτροπής και ενεργούν, σύμφωνα με τις εντολές της.

Άρθρο 40
Προσθήκη άρθρου 67Α στο Ν. 998/1979 (7)
γ. Στο πρωτόκολλο περιγράφονται συνοπτικά τα χαρακτηριστικά και οι διαστάσεις του κτίσματος, το στάδιο στο οποίο βρίσκεται, το είδος του μη δασικού φυτού και αναφέρονται, εφόσον είναι γνωστά, τα στοιχεία των προσώπων που εμπλέκονται, με οποιονδήποτε τρόπο, στην ανέγερση του κτίσματος ή στη φύτευση του μη δασικού φυτού. Το πρωτόκολλο επιδίδεται στα πρόσωπα αυτά, αν βρίσκονται στο χώρο ανέγερσης του κτίσματος − φύτευσης του μη δασικού φυτού, άλλως στην κατοικία τους, αν η διεύθυνση τους είναι γνωστή, άλλως τοιχοκολλάται στο κτήριο του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού καταστήματος. Σε κάθε περίπτωση, συντάσσεται έκθεση επίδοσης, η οποία υπογράφεται από δικαστικό επιμελητή ή το δημόσιο όργανο που το επιδίδει και αυτόν στον οποίο αφορά ή τον Γραμματέα του οικείου δήμου ή κοινότητας αντίστοιχα. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 44 και επόμενα του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας».

Άρθρο 40
Προσθήκη άρθρου 67Α στο Ν. 998/1979 (8)
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ – ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
Παρ.3α, 3β
·       Πρόσκληση για κατεδάφιση 5 ημέρες προ της έκδοσης απόφασης κατεδάφισης (ήταν 2 ημέρες)
·       Κατά της απόφασης κατεδάφισης επιτρέπεται αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου (ήταν Διοικητικό Πρωτοδικείο)
·       Η άσκηση προσφυγής ήταν 5 ημέρες ενώ με τον παρόντα νόμο είναι 60 ημέρες. Το 60ήμερο είχε γνωστοποιηθεί με την αρ.118741/1353/12-4-2010 εγκύκλιο ΥΠΕΚΑ (Σ.τ.Ε 3029, 3030/2008)
Παρ.3γ
·       Υποχρεωτική βεβαίωση περί του δασικού χαρακτήρα η αναδασωτέου ή των περιπτώσεων α, β παρ.5 του άρθ.3 Ν.998/79 ως και περί της τυχόν καταστροφής από πυρκαγιά στον φάκελο για αντίκρουση στο Διοικητικό Εφετείο της απόφασης κατεδάφισης.
Παρ.5
·       Τα Π.Ε.Ε.Α εκδίδονται εντός 10 ημερών απ'την δικαστική απόφαση του Εφετείου εκτός αν παραδοθούν οικειοθελώς
·       Τα Π.Ε.Ε.Α που είναι οριστικά στέλνονται για είσπραξη στην Δ.Ο.Υ.
·       Το ύψος της αποζημίωσης ανά τ.μ. και ημέρα διατήρησης ορίζεται σε 1 ευρώ.
·       Στα Π.Ε.Ε.Α χωρεί προσφυγή στο Διοικητικό Εφετείο (ήταν Μονομελές Πρωτοδικείο) εντός 60 ημερών (ήταν 20 ημέρες)
Παρ.6
·       Τα Π.Ε.Ε.Α ανακαλούνται εντός 6 μηνών από τη δημοσίευση του Νόμου εφόσον κατεδαφιστούν
Άρθρο 49
Τροποποίηση διατάξεων του Ν. 4061/2012
1. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 4061/2012 (Α΄ 66) προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Επίσης οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται σε κτίρια, εγκαταστάσεις και υποδομές, που διαχειρίζονται και χρησιμοποιούν οι Δασικές Υπηρεσίες, όπως δασικά κτίρια, δασοφυλάκεια, πυροφυλάκεια, αποθήκες, υδατοδεξαμενές, φυτώρια, εργοστάσια ξυλείας, ιχθυογεννητικοί σταθμοί, ορειβατικά καταλύματα, ξύλινα λυόμενα οικήματα κ.λπ..»
2. Μετά την παρ. 16 του άρθρου 36 του ν. 4061/2012, όπως ισχύει, προστίθεται νέα παράγραφος 17 ως εξής: «17. Δεν υπάγονται στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας διαθέσιμα ή κοινόχρηστα ακίνητα δασικού χαρακτήρα που διατέθηκαν ως κληροτεμάχια και εκχερσώθηκαν για το λόγο αυτόν πριν την ισχύ του παρόντος νόμου, καθώς και εκτάσεις δασικού και χορτολιβαδικού χαρακτήρα της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως ισχύει, που περιελήφθησαν στον κτηματολογικό πίνακα κυρωμένου αναδασμού του άρθρου 15 του ν. 647/ 1977 (Α΄ 242) και έχουν αποδοθεί σε δικαιούχους. Διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας για την προστασία τους ανακαλούνται.»
Άρθρο 49
Τροποποίηση διατάξεων του Ν. 4061/2012
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ – ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
Παρ.2
·        Διαθέσιμα ή κοινόχρηστα ακίνητα δασικού χαρακτήρα που διατέθηκαν ως κληροτεμάχια και εκχερσώθηκαν πριν την ισχύ του Νόμου δεν υπάγονται στις διατάξεις της Δασικής Νομοθεσίας.
·       Απαιτείται πράξη χαρακτηρισμού με υπαγωγή της έκτασης σε χαρακτήρα μη υπαγόμενο στις διατάξεις της Δασικής Νομοθεσίας

Άρθρο 52
Μεταβατικές Διατάξεις
Παρ. 16. Κοιμητήρια υφιστάμενα, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, κατά την έννοια και τις προϋποθέσεις της Α5/2010 της από 19.4./10.5.1978 υπουργικής απόφασης (Β΄ 424), με τις απαραίτητες εγκαταστάσεις τους σε εκτάσεις δασικού χαρακτήρα θεωρούνται νομίμως υφιστάμενα. Τα όρια της έκτασης που καταλαμβάνουν αποτυπώνονται με μέριμνα του οικείου Δήμου και ελέγχονται από την αρμόδια Δασική Υπηρεσία. Για τη νομιμότητα αυτών εκδίδεται σχετική διαπιστωτική πράξη από τον Γενικό Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Τυχόν πράξεις της Διοίκησης για την προστασία των ανωτέρω εκτάσεων ανακαλούνται αυτοδίκαια.
      Η επέκταση των ανωτέρω νεκροταφείων επιτρέπεται, εφόσον από ειδική μελέτη προκύπτει η αδυναμία εξασφάλισης κατάλληλου για το σκοπό αυτόν άλλου χώρου και μετά από εκπόνηση περιβαλλοντικής μελέτης, μελέτης γεωλογικής καταλληλότητας και υδρογεωτεχνικής μελέτης.

Άρθρο 52
Μεταβατικές Διατάξεις
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ – ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
·       Κοιμητήρια υφιστάμενα σε δασικού χαρακτήρα εκτάσεις θεωρούνται νόμιμα μετά από διαπιστωτική πράξη του Γενικού Γραμματέα.
·       Οι διατάξεις του αρθ.11 του ν.4237/14 εξακολουθούν να ισχύουν για τις εκτάσεις με ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς (Π.Δ. Υμηττού και Πεντέλης)
·       Αναστολή των διοικητικών πράξεων προστασίας (Π.Δ.Α, Πρωτόκολλο κατεδάφισης κ.λπ.) μέχρι να εκδοθεί η διοικητική πράξη του Γενικού Γραμματέα.




Αθανάσιος Ρέππας/Δασολόγος/Δασάρχης Πεντέλης

ΣτΕ 2938/2014 Χαρακτηρισμός ως δασικής εκτάσεως εκτός σχεδίου - Ιδιοκτησία - Αρμοδιότητα - Σύνταγμα

Next: Επικαρπία και Ψιλή Κυριότητα - ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟΥ ΕΠΙΚΑΡΠΙΑΣ - Η επικαρπία στα ακίνητα (άρθρο 15 του Ν 2961/2001) - ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ - Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΣΤΟΝ ΨΙΛΟ ΚΥΡΙΟ (ΑΚ 1151).. Η μεταβίβαση του δικαιώματος ενάσκησης της επικαρπίας και η αλλαγή στο φορολογικό καθεστώς αυτής με το νόμο 3842/2010 Η επικαρπία είναι εμπράγματο δικαίωμα και αποτελεί μέρος της πλήρους κυριότητας. Το άλλο μέρος είναι η ψιλή κυριότητα που είναι και αυτή εμπράγματο δικαίωμα...ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΕΝΑΣΚΗΣΕΩΣ ΕΠΙΚΑΡΠΙΑΣ ΟΡΙΖΟΝΤΙΑΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΓΙΑ ΟΡΙΣΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ - Κατάσχεση &Πλειστηριασμός Επικαρπίας
$
0
0
ΔΑΣΙΚΕΣ ΕΚΤΑΣΣΕΙΣ - ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ -  Αρειος Πάγος 510/2012 Παράνομη εκχέρσωση αναδασωτέας ιδιωτικής έκτασης (άρ. 70 παρ. 1 Ν. 998/1979)
ΣτΕ 2938/2014 Χαρακτηρισμός ως δασικής εκτάσεως εκτός σχεδίου - Ιδιοκτησία - Αρμοδιότητα - Σύνταγμα
Το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να κρατήσει και να δικάσει κατ΄ ουσίαν υπόθεση, η οποία κατ΄ άρθ. 1 Ν 702/1977 υπάγεται στην..
αρμοδιότητα του διοικητικού Εφετείου, όταν για την υπόθεση αυτή επιτρέπεται άσκηση εφέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της αποφάσεως του διοικητικού Εφετείου. Η απόφαση του δασάρχη και των οικείων επιτροπών σχετικά με τον χαρακτήρα ορισμένης εκτάσεως ως δάσους ή δασικής, πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη, με την περιγραφή της μορφολογίας του εδάφους, του είδους, της συνθέσεως, της πυκνότητος και των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της βλαστήσεως, η αιτιολογία δε αυτή δύναται να συμπληρώνεται και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου. Η παρ. 3 του άρθ. 14 Ν 998/1979 παρέχει την ευχέρεια στην Επιτροπή να διενεργήσει αυτοψία για τη διαμόρφωση ασφαλέστερης κρίσεως περί της υφισταμένης καταστάσεως της εξεταζομένης εκτάσεως, δεν επιβάλλει όμως συμμετοχή του ενδιαφερομένου κατά τη διενέργεια της αυτοψίας ούτε τη σύνταξη ιδιαίτερης εκθέσεως αυτοψίας, το πόρισμα δε της αυτοψίας επιτρεπτώς ενσωματώνεται στην απόφαση της Επιτροπής, της οποίας η κρίση υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο ως προς την πληρότητα της αιτιολογίας. Ο χαρακτηρισμός ως δασικής εκτάσεως εκτός σχεδίου πόλεως, μη προοριζομένης για άλλη χρήση και ειδικότερα για δόμηση, δεν προσβάλλει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, εφ΄ όσον ο χαρακτηρισμός ανταποκρίνεται στον αληθή χαρακτήρα της εκτάσεως και δεν παρεμποδίζει την κατά προορισμόν χρήση της.
Πηγή : Περιβάλλον και Δίκαιο 2014/3

Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Θ. Αραβάνης, Σύμβουλος της Επικρατείας
Δικηγόροι: Ζ. Βισβάρδη, Χ. Διβάνη, Πάρεδρος ΝΣΚ

[…] 2. Επειδή με την …/30.7.1999 αίτηση του προς το Δασαρχείο Πολυγύρου ο πρώτος αιτών ζήτησε τον χαρακτηρισμό εκτάσεως εμβαδού 24.029,13 τ.μ. στη θέση Α δημοτικού διαμερίσματος Αγ. Νικολάου Δήμου Σιθωνίας Ν. Χαλκιδικής. Με την πράξη …/18.10.1999 του Δασάρχη Πολυγύρου χαρακτηρίσθηκαν: α) τμήμα εμβαδού 12.365,06 τ.μ. της ανωτέρω εκτάσεως ως μη δασική έκταση, β) τμήμα εμβαδού 1.048,5 τ.μ. ως δασική έκταση και γ) τμήμα εμβαδού 10.615,57 τ.μ. επίσης ως δασική έκταση. Αντιρρήσεις των ήδη αιτούντων, φερομένων ως συγκυρίων της όλης εκτάσεως, έγιναν εν μέρει δεκτές με την απόφαση …/15.9.2003 της πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων (ΕΕΔΑ) Ν. Χαλκιδικής, με την οποία το ανωτέρω τμήμα β΄ καθώς και έκταση εμβαδού 1.779,43 τ.μ. του τμήματος γ΄ χαρακτηρίσθηκαν ως μη δασικές εκτάσεις, ενώ η υπόλοιπη έκταση του τμήματος γ΄, εμβαδού 8.836,14 τ.μ., χαρακτηρίσθηκε ως δάσος κατ΄ άρθ. 3 παρ. 1 Ν 998/1979. Προσφυγή των αιτούντων κατά της ανωτέρω αποφάσεως απερρίφθη με την απόφαση …/11.8.2005 της δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων περιφέρειας Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία έκρινε ότι έκταση των 8.836,14 τ.μ. αποτελεί δάσος χαλεπίου πεύκης με υπόροφο βλάστηση αειφύλλων - πλατυφύλλων κατ΄ άρθ. 1 παρ. 1 και 3 εδάφ. ΙΙΙα Ν 3208/2003. Με την κρινομένη αίτηση ζητείται η ακύρωση της αποφάσεως της δευτεροβάθμιας Επιτροπής, της αποφάσεως της πρωτοβάθμιας Επιτροπής και της πράξεως χαρακτηρισμού.

3. […] [1] Εξ άλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθ. 34 Ν 1968/1991 (ΦΕΚ Α΄ 150), το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να κρατήσει και να δικάσει κατ΄ ουσίαν υπόθεση, η οποία υπάγεται, κατά το άρθ. 1 Ν 702/1977, στην αρμοδιότητα του διοικητικού Εφετείου, όταν για την υπόθεση αυτή επιτρέπεται η άσκηση εφέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της αποφάσεως του διοικητικού εφετείου (πρβλ. ΣτΕ Ολ 735/2008).

4. Επειδή κατά τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη, αρμόδιο για την εκδίκαση της κρινομένης αιτήσεως, η οποία εκκρεμούσε κατά την έναρξη ισχύος του Ν 3900/2010, κατέστη ήδη το διοικητικό Εφετείο, του οποίου η απόφαση υπόκειται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εν όψει όμως του χρόνου καταθέσεως της αιτήσεως, συντρέχει νόμιμος λόγος, συνιστάμενος στην οικονομία της δίκης, να διακρατηθεί και εκδικασθεί η υπόθεση από το Συμβούλιο της Επικρατείας, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθ. 34 παρ. 1 Ν 1968/1991 (ΣτΕ 972/ 2013, 940/2011 κ.ά.).

5. Επειδή η πράξη χαρακτηρισμού και η απόφαση της πρωτοβάθμιας Επιτροπής προσβάλλονται απαραδέκτως, διότι ενσωματώθηκαν, κατόπιν τηρήσεως της ενδικοφανούς διαδικασίας του άρθ. 14 Ν 998/1979, στην απόφαση της δευτεροβάθμιας ΕΕΔΑ, η οποία είναι η μόνη εκτελεστή και παραδεκτώς προσβαλλομένη (ΣτΕ 3572/2009, 355/2007 κ.ά.). […]

7. […] Από τις διατάξεις αυτές [2] προκύπτει ότι η απόφαση του δασάρχη και των οικείων επιτροπών σχετικά με τον χαρακτήρα ορισμένης εκτάσεως ως δάσους ή δασικής εκτάσεως ή μη, πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη, με την περιγραφή της μορφολογίας του εδάφους, του είδους, της συνθέσεως, της πυκνότητας και των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της βλαστήσεως, η αιτιολογία δε αυτή μπορεί να συμπληρώνεται και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου (ΣτΕ 3944/2009, 2959/2006, 2997/2003 κ.ά.).

8. Επειδή στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με την από 3.9.1999 έκθεση φωτοερμηνείας του δασολόγου του Δασαρχείου Πολυγύρου …, στην οποία ερείδεται η πράξη χαρακτηρισμού, η έκταση των 10.615,57 τ.μ., στην οποία εμπίπτει η επίδικη, συνορεύει βόρεια «με χωράφι των ενδιαφερομένων» [ήτοι των νυν αιτούντων], νότια με δημόσια δασική έκταση, ανατολικά με δημόσια δασική έκταση (βραχώδη έκταση, ενώ σε μικρή απόσταση υπάρχει θάλασσα) και δυτικά με δημόσια δασική έκταση και δρόμο πρόσβασης. Στις αεροφωτογραφίες των ετών 1945 και 1960 η εν λόγω έκταση είναι δημόσια δασική με αείφυλλα - πλατύφυλλα και διάσπαρτα πεύκα, στις α/φ του 1971 είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος της δάσος αειφύλλων - πλατυφύλλων, ενώ ένα τμήμα της εμβαδού 1.043,38 τ.μ. είναι χέρσο χωρίς βλάστηση, στις δε α/φ του 1993 η έκταση καλύπτεται κατά το πλείστον με αείφυλλα - πλατύφυλλα, ενώ το ανωτέρω τμήμα της είναι χέρσο με ένα ξύλινο σπίτι και δύο πεύκα. Στην ίδια έκθεση αναφέρεται ότι κατά τον χρόνο συντάξεώς της η επίμαχη έκταση έχει κυπαρίσσια, ρείκια και ελιές, διάσπαρτα πεύκα, βράχια (ιδίως Β-Α) και μία ξύλινη αποθήκη, εκτός από το προαναφερθέν τμήμα των 1.043,38 τ.μ. που είναι χέρσο με μια ξύλινη αποθήκη και δύο πεύκα και ότι η υπόλοιπη έκταση των 10.615 τ.μ. περιλαμβάνεται στο πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής …/6.10.1974 «το οποίο ισχύει μέχρι σήμερα». Η πρωτοβάθμια Επιτροπή με την απόφαση …/15.9.2003, χαρακτήρισε ως μη δασική έκταση τμήμα εμβαδού 1.779,43 τ.μ. της εκτάσεως των 10.615 τ.μ., έκρινε δε ότι η υπόλοιπη έκταση των 8.836,14 τ.μ. (επίδικη) είναι δάσος κατ΄ άρθ. 3 παρ. 1 και 4 παρ. 1 περ. δ΄ και ε΄ και 2 περ. β΄ και γ΄ Ν 998/1979. Ως προς την έκταση αυτή αναφέρεται ειδικότερα ότι στις αεροφωτογραφίες των ετών 1945, 1960, 1971 και 1993 καλυπτόταν με δασική βλάστηση αειφύλλων - πλατυφύλλων, όπως και σήμερα. Για την κρίση της η Επιτροπή έλαβε υπ΄ όψη, εκτός από την φωτοερμηνεία των ανωτέρω αεροφωτογραφιών, ορθοφωτοχάρτη έτους 1996, τις καταθέσεις των διαδίκων, όλα τα προσκομισθέντα έγγραφα, το από 9.7.2002 υπόμνημα των προσφυγόντων και αυτοψία που διενέργησε η επιτροπή παρουσία των διαδίκων. Τέλος, η προσβαλλομένη απόφαση …/23.5.2005 της δευτεροβάθμιας Επιτροπής, η οποία εκδόθηκε κατ΄ εκτίμηση όλων των εγγράφων και στοιχείων του φακέλου και μετά από αυτοψία που διενήργησαν τα μέλη της στις 11.3.2005, διαλαμβάνει ως προς την επίδικη έκταση τα εξής: «Η έκταση … καλύπτεται από δασική βλάστηση αειφύλλων - πλατυφύλλων, διάσπαρτα πεύκα και βράχια. Το ποσοστό συνολικά της βλάστησης είναι 70% ενώ ο ανόροφος αποτελείται από πεύκα σε ποσοστό άνω του 20%. Η ανωτέρω έκταση αποτελεί οργανική ενότητα με την παρακείμενη ευρύτερη έκταση και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθ. 1 παρ. 1 Ν 3208/2003 … είναι δάσος χαλεπίου πεύκης με υπόροφο αειφύλλων - πλατυφύλλων …». Περαιτέρω, η Επιτροπή απαντώντας σε σχετικό ισχυρισμό των αιτούντων, έκρινε ότι «οι υπ΄ αριθ. 188/1982 απόφαση του μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, 1142/1988 απόφαση του Εφετείου Θεσ/νίκης, 52/2000 απόφαση του πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, 1863/2001 απόφαση του Εφετείου Θεσ/νίκης και η 963/2003 απόφαση του Γ΄ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, είναι αποφάσεις που δεν έχουν διάδικο το Δημόσιο, αλλά είναι μεταξύ ιδιωτών. Από τα ανωτέρω Πολιτικά Δικαστήρια δεν ήταν αντικείμενο έρευνας ο χαρακτηρισμός της επίδικης έκτασης ως δασικής ή μη δασικής».

9. Επειδή η παρ. 3 του άρθ. 14 Ν 998/1979 παρέχει μεν την ευχέρεια στην Επιτροπή να διενεργήσει αυτοψία για τη διαμόρφωση ασφαλέστερης κρίσεως περί της «υφισταμένης καταστάσεως» της εξεταζομένης εκτάσεως, δεν επιβάλλει όμως τη συμμετοχή του ενδιαφερομένου κατά τη διενέργεια της αυτοψίας ούτε τη σύνταξη ιδιαίτερης εκθέσεως αυτοψίας, το πόρισμα δε της αυτοψίας επιτρεπτώς ενσωματώνεται στην απόφαση της Επιτροπής, της οποίας η κρίση, που στηρίζεται στο πόρισμα της τυχόν γενομένης αυτοψίας περί του δασικού ή μη χαρακτήρα της εκτάσεως, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο ως προς την πληρότητα της αιτιολογίας (ΣτΕ 2696/2007, 3891/2006, 2996/2003 κ.ά.). Επομένως ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση είναι πλημμελής, διότι ενώ αναφέρει ότι η Επιτροπή έλαβε υπ΄ όψη, μεταξύ άλλων και την από 11.3.2005 αυτοψία, που διενήργησαν τα μέλη αυτής, δεν αναφέρει τίποτα σχετικά με την κλήτευση των αιτούντων, η οποία δεν έλαβε χώρα, τη σύνταξη ιδιαίτερης εκθέσεως αυτοψίας, ούτε παραθέτει το πόρισμα της αυτοψίας και τις διαπιστώσεις της Επιτροπής, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

10. Επειδή με το εκτεθέν περιεχόμενο η προσβαλλομένη απόφαση αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς ως προς τον δασικό χαρακτήρα της επίδικης εκτάσεως διότι από την απόφαση αυτή και τα στοιχεία του φακέλου που προαναφέρθηκαν προκύπτει η ταυτότητα της επίδικης εκτάσεως και το είδος, η σύνθεση, η κάλυψη καθώς και τα χαρακτηριστικά της δασικής βλαστήσεως, δεν προκύπτει δε ότι αποτελεί προϊόν πλάνης περί τα πράγματα, ενώ εξ άλλου, όπως βεβαιώνει η Επιτροπή, για την έκδοσή της ελήφθησαν υπ΄ όψη και συνεκτιμήθηκαν όλα τα στοιχεία του φακέλου. Η ανωτέρω αιτιολογία δεν κλονίζεται από την Τεχνική Έκθεση Πραγματογνωμοσύνης του καθηγητή …, την οποία επικαλούνται οι αιτούντες, δεδομένου ότι στην έκθεση αυτή δεν αμφισβητείται ότι η επίδικη έκταση έφερε δασική βλάστηση τα έτη 1945, 1960 και 1993, αλλ΄ απλώς εκτιμάται ότι το ποσοστό δασοκάλυψης και το εμβαδόν της είναι μικρότερα ενώ δεν υπάρχει καμία αναφορά στο έτος 1971. Η έκθεση αυτή, η οποία βρίσκεται στον αποσταλέντα από τη Διοίκηση φάκελο, ελήφθη υπ΄ όψη με τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, από τη δευτεροβάθμια Επιτροπή, η οποία νομίμως απέδωσε μείζονα βαρύτητα στις εκθέσεις αυτοψίας και φωτοερμηνείας που προσκόμισε η δασική αρχή. Περαιτέρω, η αιτιολογία της προσβαλλομένης δεν κλονίζεται από τις αποφάσεις 188/1982 του μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, που επικυρώθηκε με την απόφαση 1142/ 1988 του Εφετείου Θεσσαλονίκης και την απόφαση 52/2000 του πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, που επικυρώθηκε με τις αποφάσεις 1863/2001 του Εφετείου Θεσσαλονίκης και 963/2003 του Αρείου Πάγου, οι οποίες εκδόθηκαν επί διεκδικητικών αγωγών μεταξύ των δικαιοπαρόχων των αιτούντων και τρίτων, διεκδικούντων τμήμα του μείζονος ακινήτου των 24 περίπου στρ., που φέρεται ότι ανήκει στους αιτούντες και στις οποίες η μείζων έκταση των 24 περίπου στρ. αναφέρεται ως «ενιαίος αγρός». Και τούτο, διότι κατά το Σύνταγμα οι αποφάσεις των πολιτικών Δικαστηρίων κρίνουν με δύναμη δεδικασμένου την ύπαρξη ή μη ιδιωτικών δικαιωμάτων και όχι τον χαρακτήρα μιας εκτάσεως ως δασικής ή μη, η κρίση περί του οποίου απόκειται στα αρμόδια όργανα της Διοικήσεως και σε περίπτωση αμφισβητήσεως, στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο (ΣτΕ 3875/2008). Τέλος, αναποδείκτως ισχυρίζονται οι αιτούντες ότι η επίδικη έκταση είναι γεωργική και εκαλλιεργείτο αδιαλείπτως, δεδομένου μάλιστα ότι η ανωτέρω ιδιωτική τεχνική έκθεση αναφέρει ότι τόσο κατά τις στις α/φ των ετών 1993 και 1996 όσο και κατά τον χρόνο συντάξεως της εκθέσεως (2005), ακόμη και εκτάσεις που είχαν παλαιότερα γεωργικό χαρακτήρα είναι χέρσες και καλύπτονται από χαμηλή φρυγανώδη βλάστηση. Συνεπώς όλοι οι λόγοι περί αναιτιολογήτου είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Εφ΄ όσον δε, κατά τα ανωτέρω, η προσβαλλομένη απόφαση είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη και δεν παρίσταται προϊόν πλάνης περί τα πράγματα, η περαιτέρω αμφισβήτηση της επάρκειας των αντίστοιχων τεχνικών κρίσεων και εκτιμήσεων της Επιτροπής εκφεύγει των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου.

11. Επειδή προβάλλεται ότι με τον επίδικο χαρακτηρισμό προσβάλλεται το δικαίωμα ιδιοκτησίας των αιτούντων, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθ. 17 Συντ. και το άρθ. 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που κυρώθηκε με το άρθ. πρώτο ΝΔ 53/1974 (ΦΕΚ Α΄ 256), διότι οι αιτούντες στερούνται, χωρίς αποζημίωση και χωρίς να υπάρχει λόγος δημοσίου συμφέροντος, από την ελεύθερη χρήση και κάρπωση της ιδιοκτησίας τους και από τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν, όπως αυτό της οικοδομήσεως. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι η κατά τις ανωτέρω διατάξεις προστασία της ιδιοκτησίας καλύπτει την ελεύθερη χρήση και κάρπωση του πράγματος κατά τον προορισμό του και επομένως, εν όψει και της συνταγματικής προστασίας των δασών, ο χαρακτηρισμός ως δασικής μιας εκτάσεως που ευρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως και δεν προορίζεται επομένως κατ΄ αρχήν, για άλλη χρήση και ειδικότερα για δόμηση, δεν προσβάλλει το δικαίωμα αυτό, εφ΄ όσον ο χαρακτηρισμός ανταποκρίνεται, κατά τα εκτεθέντα σε προηγουμένη σκέψη, στον αληθή χαρακτήρα της εκτάσεως και δεν παρεμποδίζει πάντως την κατά προορισμό χρήση της (ΣτΕ Ολ 2009/2003, 3739/2007 κ.ά.). […]

Απορρίπτει την αίτηση.

Επικαρπία και Ψιλή Κυριότητα - ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟΥ ΕΠΙΚΑΡΠΙΑΣ - Η επικαρπία στα ακίνητα (άρθρο 15 του Ν 2961/2001) - ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ - Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΣΤΟΝ ΨΙΛΟ ΚΥΡΙΟ (ΑΚ 1151).. Η μεταβίβαση του δικαιώματος ενάσκησης της επικαρπίας και η αλλαγή στο φορολογικό καθεστώς αυτής με το νόμο 3842/2010 Η επικαρπία είναι εμπράγματο δικαίωμα και αποτελεί μέρος της πλήρους κυριότητας. Το άλλο μέρος είναι η ψιλή κυριότητα που είναι και αυτή εμπράγματο δικαίωμα...ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΕΝΑΣΚΗΣΕΩΣ ΕΠΙΚΑΡΠΙΑΣ ΟΡΙΖΟΝΤΙΑΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΓΙΑ ΟΡΙΣΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ - Κατάσχεση &Πλειστηριασμός Επικαρπίας

$
0
0

ΣτΕ 2938/2014 Χαρακτηρισμός ως δασικής εκτάσεως εκτός σχεδίου - Ιδιοκτησία - Αρμοδιότητα - Σύνταγμα

Εισαγωγή

Η επικαρπία είναι εμπράγματο δικαίωμα και αποτελεί μέρος της πλήρους κυριότητας. Το άλλο μέρος είναι η ψιλή κυριότητα που είναι και αυτή εμπράγματο δικαίωμα...

Όποιος έχει το εμπράγματο δικαίωμα της πλήρους κυριότητας έχει απόλυτη εξουσία επί του ακινήτου. Η απόλυτη αυτή εξουσία του επιτρέπει να νέμεται και να εκμεταλλεύεται την ιδιοκτησία του άμεσα και καθολικά.
Η επικαρπία είναι μια προσωπική δουλεία. Στην επικαρπία ο επικαρπωτής μπορεί να χρησιμοποιεί και να καρπώνεται την ξένη ιδιοκτησία, η οποία ανήκει στον ψιλό κύριο. Πρέπει, όμως, να διατηρήσει την ουσία του, δηλαδή να μην αλλοιώνει το σχήμα, τη μορφή, το μέγεθος κ.λπ. του ακινήτου χωρίς να ευθύνεται για τη φυσιολογική του φθορά (ΑΚ 1158 ). Αν βρεθεί όμως, θησαυρός στο ακίνητο, δεν θα εχει δικαίωμα ο επικαρπωτής επ'αυτού. Ο θησαυρός αυτός (κατα το ήμισυ) ανήκει στον ψιλό κύριο (ΑΚ 1151 ).
Στην ψιλή κυριότητα ο ψιλός κύριος στερείται (δηλαδή έχει αποψιλωθεί) τα πλεονεκτήματα της επικαρπίας. Ο ψιλός κύριος δεν μπορεί να καρπωθεί, να χρησιμοποιήσει, να εκμεταλλευθεί το ακίνητο. Οι δυνατότητες αυτές έρχονται στον ψιλό κύριο όταν θα αποκτήσει και την επικαρπία του ακινήτου (με το θάνατο του επικαρπωτή ή με τη μεταβίβαση της επικαρπίας με άλλη χαριστική ή επαχθή αιτία), (άρθρα 1142 και 1143 του ΑΚ ).
Μπορούμε να διαχωρίσουμε την επικαρπία από την πλήρη κυριότητα. Στην περίπτωση αυτή η ψιλή κυριότητα παραμένει στον πρώην πλήρη κύριο ο οποίος, μετά τον διαχωρισμό, θα λέγεται «ψιλός κύριος». Η μεταβίβαση της επικαρπίας γίνεται πάντα με συμβολαιογραφική πράξη.

1.Είδη επικαρπίας

• Διαδοχική Επικαρπία
Είναι η επικαρπία που μεταβιβάζεται από τον ένα στον άλλο με εντολή του μεταβιβάζοντος ή με διαθήκη του θανόντος. Στην περίπτωση αυτή κάθε δικαιούχος υπόκειται σε φόρο, κατα τον χρόνο που η επικαρπία περιέρχεται σε αυτόν.
Η επικαρπία αυτή μπορεί να εχει προκαθορισθεί για ορισμένο χρόνο για τον καθένα από τους δικαιούχους, για παράδειγμα :
– από 2005 έως το 2010 η επικαρπία θα ανήκει στον Α
– από 2010 έως το 2015 η επικαρπία θα περιέλθει στον Β
– από 2015 έως το 2020 η επικαρπία θα περιέλθει στον Γ
– μετά το 2020 η επικαρπία θα περιέλθει στον ψιλό κύριο.
Επικαρπία ορισμένου χρόνου
Είναι η μεταβίβαση της επικαρπίας για ορισμένο χρόνο σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Στην περίπτωση αυτή η αξία της επικαρπίας ευρίσκεται ως ποσοστό της αξίας της πλήρους κυριότητος. Το ποσοστό αυτό θα είναι ίσο με το 1/20 για κάθε έτος διάρκειας της επικαρπίας. Μέρος του έτους λογίζεται ως ολόκληρο, ακέραιο έτος. Η αξία της επικαρπίας ορισμένου χρόνου δεν μπορεί να είναι ανώτερη από τα 8/10 (ή τα 16/20) της αξίας της πλήρους κυριότητος.
Επικαρπία αορίστου χρόνου (ή ισόβια)
Η επικαρπία αορίστου χρόνου μεταβιβάζεται με χαριστική πράξη (δηλαδή με δωρεά ή γονική παροχή), μπορεί όμως να μεταβιβαστεί και αιτία θανάτου.
Διαδοχική Ισόβιος Επικαρπία
Η επικαρπία αυτή συνιστάται αδιαίρετα υπέρ πολλών προσώπων και εξαρτάται από τη ζωή τους.
Στη διαδοχική επικαρπία κάθε δικαιούχος υπόκειται σε φόρο κατά τον χρόνο που η επικαρπία περιέρχεται σε αυτόν.
Το ποσοστό, για την ανεύρεση της αξίας της επικαρπίας ορίζεται κάθε φορά ανάλογα με την ηλικία του επικαρπωτή κατά τον χρόνο που περιέρχεται σε αυτόν η επικαρπία.
Όταν πεθαίνει κάποιος από τους επικαρπωτές και παύσει η επικαρπία του, τότε το ποσοστό για τον υπολογισμό της αξίας της επικαρπίας που θα μεταβιβασθεί στον επόμενο επικαρπωτή, όπως έχει ορισθεί, καθορίζεται με την ηλικία του μεγαλυτέρου από τους επικαρπωτές. Όταν πεθαίνει ο τελευταίος από τους επικαρπωτές, τότε το ποσοστό για τον υπολογισμό της αξίας της επικαρπίας που θα μεταβιβασθεί στον ψιλό κύριο, ορίζεται με την ηλικία του νεότερου από τους επικαρπωτές.
Ο φόρος θα υπολογίζεται στο ποσό που προκύπτει παραπάνω για κάθε δικαιούχο ανάλογα με τον βαθμό συγγενείας του με τον διαθέτη.

2. Σύσταση επικαρπίας - Επιβάρυνση με ασφάλιστρα πυρός και λειτουργικά έξοδα ακινήτου

• Πώς συνιστάται η επικαρπία
Η επικαρπία συνιστάται επί ολοκλήρου του ακινήτου (ή και κινητού) πράγματος αλλά και στην συγκυριότητα επί της ιδανικής του μερίδος (ΑΚ 1142,1143 ,1144).
Τρόπος σύστασης της επικαρπίας
Η επικαρπία συνίσταται με δικαιοπραξία εν ζωή ή αιτία θανάτου ή με χρησικτησία τακτική ή έκτακτη.
• Ποιος επιβαρύνεται με τα ασφάλιστρα πυρός του ακινήτου
Ο επικαρπωτής συνάπτει τη σύμβαση ασφαλίσεως επ'ονόματί του, αλλά υπέρ τρίτου, δηλαδή υπέρ του ψιλού κυρίου (ΑΚ 1154 ). Η σύμβαση αυτη θα διαρκέσει και θα καλύψει όλο το χρονικό διάστημα της επικαρπίας.
• Ποιος επιβαρύνεται με τα λειτουργικά έξοδα του ακινήτου
Κατά τη διάρκεια της επικαρπίας, για τα δημόσια βάρη του ακινήτου π.χ. δημοτικούς φόρους, τέλη καθαριότητας επιβαρύνεται ο επικαρπωτής. Έκτακτα έξοδα, όπως εισφορά για τη ρυμοτομία, για υπόνομο κ.λπ., επιβαρύνουν τον ψιλό κύριο.

3. Φορολόγηση μεταβίβασης της επικαρπίας

Πώς φορολογείται το εισόδημα από την μεταβίβαση του δικαιώματος της επικαρπίας για ορισμένο χρόνο
Σε περίπτωση μεταβίβασης του δικαιώματος της επικαρπίας, φορολογείται ο πωλητής φυσικό ή νομικό πρόσωπο, όταν μεταβιβάζει την επικαρπία για ορισμένο χρόνο σε ημεδαπά ή αλλοδαπά νομικά πρόσωπα (άρθρο 21 παρ. 1 
περ. ε΄ Ν 2238/1994 ). Δεν αναφέρεται στο νόμο τι θα γίνει όταν η επικαρπία μεταβιβάζεται σε φυσικό πρόσωπο. Στην περίπτωση που φορολογείται ο μεταβιβάζων την επικαρπία για ορισμένο χρόνο, προκειμένου να γίνει αντιληπτό το θέμα της εφαρμοστέας βάσης υπολογισμού του φόρου ακολουθεί παράδειγμα:
Δεδομένα:
α. Χρονική διάρκεια της επικαρπίας
5 χρόνια
β. Αξία πλήρους κυριότητος του ακινήτου
150.000 €
γ. Συμφωνημένο αντάλλαγμα 5/20 χ 150.000 =
37.500 €
δ. Πραγματική αξία της επικαρπίας: 
8/10 της πλήρους κυριότητος χ 150.000 = 
(όπως προσδιορίζεται στο Ν 2961/2001 )

120.000 €
ε. το συμφωνημένο αντάλλαγμα δεν πρέπει να είναι μικρότερο από το 10% της πραγματικής αξίας της επικαρπίας (37.500 < 120.000)
Επομένως, το ετήσιο εισόδημα του μεταβιβάζοντος την επικαρπία για ορισμένο χρόνο ισούται με 120.000 / 5 = 24.000. Αυτό το εισόδημα θα δηλώνεται κάθε χρόνο και επί 5 συνεχή χρόνια.
• Η αξία της επικαρπίας
Η αξία της επικαρπίας που μεταβιβάζεται σε άλλο πρόσωπο εκτός του ψιλού κυρίου προσδιορίζεται ως ποσοστό επί της αξίας της πλήρους κυριότητος κατά το χρόνο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης.
Αφετηρία για τον υπολογισμό αυτόν είναι η ηλικία του επικαρπωτή. Όσο μεγαλύτερη είναι η ηλικία του επικαρπωτή, τόσο μικρότερη είναι η αξία της επικαρπίας.
Η αξία της επικαρπίας είναι ποσοστό της αξίας της πλήρους κυριότητος με βάση την ηλικία του επικαρπωτή. Τό ποσοστο αυτό ορίζεται:
– Στα 8/10 αν  ο επικαρπωτής δεν έχει υπερβεί το 20ό έτος της ηλικίας του.
– Στα 7/10 αν  ο επικαρπωτής έχει υπερβεί το 20ό ετος της ηλικίας του.
– Στα 6/10 αν  ο επικαρπωτής έχει υπερβεί το 30ό ετος της ηλικίας του.
– Στα 5/10 αν  ο επικαρπωτής έχει υπερβεί το 40ό ετος της ηλικίας του.
– Στα 4/10 αν  ο επικαρπωτής έχει υπερβεί το 50ό ετος της ηλικίας του.
– Στα 3/10 αν  ο επικαρπωτής έχει υπερβεί το 60ό ετος της ηλικίας του.
– Στα 2/10 αν  ο επικαρπωτής έχει υπερβεί το 70ό ετος της ηλικίας του.
– Στο 1/10 αν  ο επικαρπωτής έχει υπερβεί το 80ό ετος της ηλικίας του.
• Μεταβίβαση επικαρπίας στον ψιλό κύριο με παραίτηση ή με σύμβαση
Εάν ο ψιλός κύριος είχε υπαχθεί σε φόρο για την ψιλή κυριότητα, τότε φορολογείται η αξία της πλήρους κυριότητας. Από την αξία της πλήρους κυριότητας αφαιρείται η αξία του ποσοστού της ψιλής κυριότητας, το οποίο είχε υπαχθεί σε φόρο, όταν αποκτήθηκε η ψιλή κυριότητα.
• Η διάρκεια της επικαρπίας μπορεί να εξαρτάται από την ζωή τρίτου προσώπου
Στην περίπτωση αυτή για να βρεθεί το ποσοστό και η αξία της επικαρπίας λαμβάνεται υπόψη η μεγαλύτερη ηλικία μεταξύ του επικαρπωτή και του τρίτου προσώπου.
• Θάνατος επικαρπωτή
Αν ο επικαρπωτής πεθάνει και έχει καταβληθεί φόρος μεγαλύτερος από τον φόρο που θα κατεβάλλετο, εάν η επικαρπία ήταν ορισμένου χρόνου, τότε θα γίνει νέα εκκαθάριση (ως ορίζεται στο άρθρο 100 του Ν 2961/2001 ).
• Δικαίωμα παραίτησης αιτία θανάτου επικαρπωτή
Ο αιτία θανάτου επικαρπωτής έχει δικαίωμα να παραιτηθεί υπέρ του (αιτία θανάτου) ψιλού κυρίου μέσα σε 6 μήνες από την επαγωγή της κληρονομιάς. Στην περίπτωση αυτή δεν λαμβάνεται υπόψη η αξία της επικαρπίας για την επιβολή του φόρου. Ο ψιλός κύριος πρέπει να είναι το Δημόσιο, ο Δήμος, η Κοινότητα, Νομικό Πρόσωπο κοινωφελούς χαρακτήρα (άρθρο 1 ΑΝ 2039/1939 ). Η παραίτηση θα γίνει με μονομερή δήλωση ενώπιον συμβολαιογράφου και κοινοποιείται με απόδειξη στον ψιλό κύριο μεσα στην ίδια εξάμηνη προθεσμία.
• Μεταβίβαση του δικαιώματος ενάσκησης της επικαρπίας σε άλλο πρόσωπο εκτός του ψιλού κυρίου
Αρχικά, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους με την υπ'αρ. 323/2000 γνωμοδότησή του διατύπωσε την άποψη ότι είναι δυνατή η μεταβίβαση του δικαιώματος ενάσκησης της επικαρπίας από τον κύριο του ακινήτου σε τρίτο με οριστικό συμβόλαιο, χωρίς προηγούμενη σύσταση του εμπράγματου δικαιώματος της επικαρπίας με οριστικό συμβόλαιο ή ιδιωτικό συμφωνητικό. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να μεταβιβασθεί για οριμένο χρόνο π.χ. για 7 χρόνια. Μετά το πέρας της χρονικής αυτής περιόδου, το δικαίωμα της ενάσκησης της επικαρπίας επιστρέφει στον επικαρπωτή αυτοδικαίως. Τη γνωμοδότηση αυτή εκανε δεκτή ο Υφυπουργός Οικονομικών, με την υπ'αρ. 1061087/1284/Α0012/Πολ. 1277/23 .11.2000 εγκύκλιό του.
Στην μεταβίβαση του δικαιώματος ενάσκησης της επικαρπίας, έχουμε αυτοτελές ενοχικό δικαίωμα. Το ενοχικό δικαίωμα αυτό μπορεί να συμπίπτει με το περιεχόμενο της ίδιας της επικαρπίας, αλλά δεν επηρεάζεται από την έννοια της επικαρπίας.
• Η χρήση και η οίκηση
Όπως φορολογείται η μεταβίβαση της επικαρπίας, έτσι φορολογείται και η χρήση και η οίκηση.
Δεν φορολογείται όμως το ίδιο με τη μεταβίβαση της επικαρπίας και η χρήση από κοινου με τον κύριο ή η συνοίκηση με αυτόν. 

ΠΗΓΗ:http://epixeirisi.gr/actions/lemma/?item_id=4404529

 

επικαρπία και ψιλή κυριότητα

   Σήμερα θα πούμε λίγα λόγια, για το τι σημαίνει "επικαρπία", μία νομική έννοια, που οι περισσότεροι σίγουρα έχουν ακουστά και "πάει πακέτο"με την έννοια της "ψιλής κυριότητας" !
  Ξεκινάμε αντίστροφα, διότι εδώ υπάρχει σύγχυση : ψιλή και όχι ..ψηλή (ή υψηλή) κυριότητα, είναι η αποψιλωμένη κυριότητα-ιδιοκτησία, αυτή από την οποία, έχει αποχωριστεί η επικαρπία, είναι θέμα περιεχομένου και όχι ..ύψους.
   Η επικαρπία τώρα, είναι ένα περιορισμένο και μάλιστα προσωπικού χαρακτήρα, εμπράγματο δικαίωμα, το οποίο παρέχει στον επικαρπωτή, την εξουσία να χρησιμοποιεί και να "καρπώνεται"τα οφέλη, από ένα πράγμα, κινητό ή ακίνητο !
   Συνήθως συνιστάται σε ακίνητα, με το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, την περίπτωση των γονιών, που μεταβιβάζουν την (ψιλή πλέον) κυριότητα ακινήτου, στα παιδιά τους και κρατάνε την επικαρπία, για τον εαυτό τους, από φόβο, μήπως τους πετάξουν έξω, στα γεράματα...
   Ο επικαρπωτής αστικού ή εμπορικού ακινήτου (διαμέρισμα, γραφείο, μαγαζί), μπορεί να το χρησιμοποιεί ο ίδιος ή να το μισθώνει και να εισπράττει το μίσθωμα, ωστόσο, όπως είπαμε, επικαρπία, μπορεί να συσταθεί και σε κινητό πράγμα, όπως π.χ αυτοκίνητο (ταξί, φορτηγό, ι.χ), ακόμα και σε μετοχές (οπότε ο επικαρπωτής εισπράττει τα μερίσματα).
    Σε όλες τις περιπτώσεις, το κοινό στοιχείο, είναι πως ο επικαρπωτής, παίρνει τα οφέλη, από ένα πράγμα, που όμως δεν του ανήκει, κατά κυριότητα, ανήκει στον ψιλό κύριο και έτσι δεν μπορεί να κάνει ό,τι και ο κύριος π.χ να το πουλήσει (ο ψιλός κύριος, μπορεί μάλιστα να περιορίσει έτι περαιτέρω τις εξουσίες του επικαρπωτή, να ορίσει π.χ ότι θα παίρνει το μισό ενοίκιο, όχι όλο κ.ο.κ) !
    Η επικαρπία συνιστάταιμε συμφωνία, συνήθως εν ζωή, οπότε απαιτείται συμβολαιογραφική πράξη και μεταγραφή αυτής, αρμοδίως (υποθηκοφυλακείο, κτηματολόγιο), αν αφορά σε ακίνητο, είτε με διάταξη τελευταίας βουλήσεως (διαθήκη).
    Εδώ χρειάζεται προσοχή, διότι αν ο μακαρίτης έχει αφήσει σε κάποιους κληρονόμους, μόνο την επικαρπία και όχι πλήρη κυριότητα, μπορεί να θίγεται η νόμιμη μοίρα τους και να υπάρξει πρόβλημα !
     Η επικαρπία, όμως, μπορεί να αποκτηθεί ΚΑΙ με χρησικτησία, όπως ισχύει και με την κυριότητα : έτσι, αν κάποιος, μαζεύει επί 20 χρόνια τις ελιές, από ένα χωράφι, χωρίς εναντίωση, εκ μέρους του ιδιοκτήτη, μπορεί να επικαλεστεί απόκτηση επικαρπίας, με πρωτότυπο τρόπο.
     Το ΒΑΣΙΚΟ χαρακτηριστικό της επικαρπίας, είναι ότι, κατά κανόνα, λόγω του προσωπικού της χαρακτήρα (συνήθως, μεταξύ συζύγων ή συγγενών), είναι αμεταβίβαστη και παύει με το θάνατο του δικαιούχου (δεν κληρονομείται δηλαδή) και ΜΟΝΟ, αν έχει ρητά οριστεί, πως μπορεί να μεταβιβαστεί ή να κληρονομηθεί, ισχύει το αντίθετο !
     Ο προσωπικός της χαρακτήρας, ωστόσο, δεν συνεπάγεται ότι δεν μπορεί να κατασχεθεί, όπως ίσως νομίζουν κάποιοι : όπως όλα τα εμπράγματα δικαιώματα, μπορεί να κατασχεθεί και να βγει σε πλειστηριασμό..
     Εδώ όμως, χρειάζεται προσοχή τώρα, εκ μέρους του υπερθεματιστή, διότι αποκτάει το δικαίωμα, ως έχει, που σημαίνει ότι, αν δεν έχει συμφωνηθεί ως μεταβιβαστέα, η επικαρπία, ο αποκτών αυτήν σε πλειστηριασμό, θα την έχει, έως ότου πεθάνει ...ο προηγούμενος δικαιούχος-οφειλέτης, που την έχασε και μόνον αν είναι μεταβιβαστέα, θα την έχει, έως το δικό του θάνατο !
     Αυτά σε γενικές γραμμές, ο Νόμος, ρυθμίζει και αρκετά άλλα ζητήματα, όπως τι γίνεται, σε περίπτωση καταστροφής ή απαλλοτρίωσης του πράγματος, αν μπορεί και σε τι έκταση να κάνει παρεμβάσεις ο επικαρπωτής, στο πράγμα και ποια η τύχη τους, μετά τη λήξη της επικαρπίας, πότε παραγράφονται οι εκατέρωθεν αξιώσεις, μεταξύ επικαρπωτή και ψιλού κυρίου κλπ

 

 

Η μεταβίβαση του δικαιώματος ενάσκησης της επικαρπίας και η αλλαγή στο φορολογικό καθεστώς αυτής με το νόμο 3842/2010

Στο άρθρο 1166 ΑΚ αναφέρεται ότι «Η επικαρπία εφόσον δεν ορίστηκε διαφορετικά είναι αµεταβίβαστη. Η άσκησή της µπορεί να µεταβιβασθεί σε άλλον για χρόνο που δεν υπερβαίνει τη διάρκεια της επικαρπίας µε την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 1164».
Το δικαίωµα ασκήσεως της επικαρπίας (άρθρο 1166 Α.Κ.) γίνεται γενικά δεκτό ότι έχει ενοχικό και όχι εµπράγµατο χαρακτήρα, ενώ είναι δυνατόν ακόµη και η άκυρη σύσταση πραγµατικής ή προσωπικής δουλείας να θεωρηθεί κατά µετατροπή ως έγκυρη παραχώρηση της εξουσίας ασκήσεως της επικαρπίας µε ενοχική µόνο ενέργεια (βλ. Μπαλή ο.π. παρ. 173 , Γεωργιάδη- Σταθόπουλο, Κατ’ άρθρο ερµηνεία Α.Κ. άρθρο 1166, Α.Π.698/70, ΝοΒ 19, 176, Γνωµ. Ν.Σ.Κ. 323/2000). Η ρύθμιση της υπόψη διάταξης προς το αμεταβίβαστο της επικαρπίας υποδηλώνει το στενό σύνδεσμο του δικαιώματος αυτής με το πρόσωπο του δικαιοδόχου επικαρπωτή. Η απαγόρευση της μεταβίβασης υπαγορεύεται από το ότι η επικαρπία συνιστά το επαχθέστερο για την κυριότητα βάρος.
Η µεταβίβαση του δικαιώµατος της ενάσκησης επικαρπίας
Η διάταξη της παρ. 2, κατά τροποποίηση της άνω αρχής περί αμεταβίβαστης επικαρπίας, καθιστά επιτρεπτή τη μεταβίβαση της ενάσκησης της επικαρπίας, η οποία έχει ενοχική απλώς ενέργεια. Η παραχώρηση της άσκησης της επικαρπίας σε άλλον δεν μεταβάλλει το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος που εξακολουθεί να είναι ο επικαρπωτής και μόνο αυτός (Βαθρακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρο 1166, σελ. 71).
Μετά τη µεταβίβαση του δικαιώµατος άσκησης της επικαρπίας, δικαιούχος του εµπράγµατου δικαιώµατος της επικαρπίας εξακολουθεί να είναι ο µεταβιβάσας την άσκηση αυτής στον τρίτο ενώ ο τρίτος καθίσταται δικαιούχος µόνο του ενοχικού δικαιώµατος προς άσκηση αυτήςΈτσι από το δικαίωµα άσκησης επικαρπίας επί ακινήτου απορρέει η νοµιµοποίηση του ασκούντος τρίτου να εκµισθώνει το ακίνητο για δικό του λογαριασµό αλλά στο όνοµα του επικαρπωτή.
Αρχικά το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους με την υπ” αρ. 323/2000 γνωμοδότησή του διατύπωσε την άποψη ότιείναι δυνατή η μεταβίβαση του δικαιώματος ενάσκησης της επικαρπίας από τον κύριο του ακινήτου σε τρίτο με οριστικό συμβόλαιο, χωρίς προηγούμενη σύσταση του εμπράγματου δικαιώματος της επικαρπίας με οριστικό συμβόλαιο ή ιδιωτικό συμφωνητικό. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να μεταβιβασθεί για ορισμένο χρόνο π.χ. για 7 χρόνια. Μετά το πέρας της χρονικής αυτής περιόδου το δικαίωμα της ενάσκησης της επικαρπίας επιστρέφει στον επικαρπωτή αυτοδικαίως. Τη γνωμοδότηση αυτή έκανε δεκτή ο υφυπουργός Οικονομικών, με την υπ αρ. 1061087/1284/Α0012/ΠΟΛ.1277/23.11.2000 εγκύκλιό του.
Περαιτέρω σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 64/2001 Γνωμοδότηση του ΝΣΚ «Σε περίπτωση μεταβίβασης επί μισθωμένου ακινήτου α) του δικαιώματος της επικαρπίας, ο αποκτών καθίσταται δικαιούχος των μισθωμάτων από της μεταγραφής του οικείου συμβολαίου, β) του ενοχικού δικαιώματος της άσκησης της επικαρπίας, ο προς ον η μεταβίβαση καθίσταται δικαιούχος των μισθωμάτων από της κατάρτισης του συμβολαίου, πλην αντίθετης συμφωνίας και γ) ότι παρά τη μεταβίβαση ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ., δύναται να φορολογήσει τα μισθώματα στο όνομα του μεταβιβάζοντος, εφόσον αποδείξει κατά τα ανωτέρω την εικονικότητα της μεταβίβασης. Για τη µεταβίβαση δε του δικαιώµατος ενάσκησης της επικαρπίας δεν απαιτείται ιδιαίτερος τύπος αφού είναι σύµβαση µε ενοχική µόνο ενέργεια και δεν απαιτείται εποµένως εγγραφή της παραχωρήσεως στο βιβλίο µεταγραφών και κατασχέσεων».
Απόρροια των ανωτέρω ήταν, σε φορολογικό επίπεδο, σε περίπτωση μεταβίβασης του ενοχικού δικαιώματος ενάσκησης της επικαρπίας, σε φόρο να υπάγεται ο ενασκών το δικαίωμα της επικαρπίας. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 20 του ΚΦΕ οριζόταν ότι «Εισόδημα από ακίνητα είναι αυτό που προκύπτει κάθε οικονομικό ή κατά περίπτωση γεωργικό έτος, είτε από εκμίσθωση ή επίταξη ή έμμεσα από ιδιοκατοίκηση ή ιδιοχρησιμοποίηση ή από παραχώρηση της χρήσης σε τρίτο χωρίς αντάλλαγμα μιας ή περισσοτέρων οικοδομών είτε από εκμίσθωση γαιών. Το εισόδημα αυτό αποκτάται από κάθε πρόσωπο στο οποίο έχει νόμιμα μεταβιβασθεί με οριστικό συμβόλαιο ή έχει αποκτηθεί με δικαστική απόφαση, ή λόγω χρησικτησίας, το δικαίωμα πλήρους κυριότητας, ή νομής ή επικαρπίας ή οίκησης, καθώς και από πρόσωπο στο οποίο έχει μεταβιβαστεί με οριστικό συμβόλαιο το δικαίωμα ενάσκησης της επικαρπίας κατά περίπτωση».
Με βάση, λοιπόν, τις πιο πάνω διατάξεις, σε περίπτωση μεταβίβασης με οριστικό συμβόλαιο του δικαιώματος ενάσκησης της επικαρπίας, υπόχρεος σε φόρο ήταν το πρόσωπο στο οποίο είχε μεταβιβαστεί αυτό το δικαίωμα. Οι διατάξεις αυτές ίσχυσαν ως 31.17.2009.
Με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 8 του Ν. 3842/2010 επήλθαν αλλαγές στο φορολογικό καθεστώς της μεταβίβασης ενάσκησης της επικαρπίας διότι στη νέα διάταξη δεν υπάρχει η φράση «…καθώς και από πρόσωπο στο οποίο έχει μεταβιβασθεί με οριστικό συμβόλαιο το δικαίωμα ενάσκησης της επικαρπίας». Κατά συνέπεια, από την ισχύ (1.1.2010) της νέας διάταξης, στην περίπτωση που μεταβιβαστεί το δικαίωμα ενάσκησης της επικαρπίας ακινήτου υπόχρεος σε φόρο είναι ο επικαρπωτής.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον ως άνω Νόμο, καταργήθηκε η φορολογική απαλλαγή που αφορά τη μεταβίβαση του δικαιώματος ενάσκησης της επικαρπίας από χαριστική αιτία. Προέκυψε, έτσι, θέμα για την ακύρωση της μεταβίβασης του ενοχικού δικαιώματος της επικαρπίας και την επαναμεταβίβασή της ως εμπραγμάτου δικαιώματος.
Το ζήτημα αυτό έλυσε ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος Εφετείου Θεσσαλονίκης με το υπ’ αρ. πρωτ.: 660/29-7-2011 έγγραφό του, αποφαινόμενος τα παρακάτω: Δεδομένου ότι από τον παραπάνω νόμο δεν προκύπτει η υποχρέωση ακύρωσης του αρχικού συμβολαίου μεταβίβασης ενάσκησης της επικαρπίας και η επαναμεταβίβασή της, ως εμπραγμάτου δικαιώματος, αρκεί η τροποποίηση του αρχικού συμβολαίου ως προς το αντικείμενο της σύμβασης, δηλαδή της μεταβίβασης του δικαιώματος της επικαρπίας από ενοχικό δικαίωμα σε εμπράγματο. Εννοείται βέβαια ότι μπορεί εναλλακτικά (απλά αυτή δεν είναι η αποκλειστική οδός) να ακολουθηθεί η οδός της ακύρωσης της μεταβίβασης του δικαιώματος ενάσκησης της επικαρπίας και της συνακόλουθης επαναμεταβίβασής της επικαρπίας ως εμπραγμάτου δικαιώματος.

ΑΝΑΛΥΣΗ: Η επικαρπία στα ακίνητα

Τι πρέπει να ξέρετε για την επικαρπία. Σε ποιες κατηγορίες διαχωρίζεται, πώς συνιστάται, ποιος επιβαρύνεται με τα λειτουργικά έξοδα του ακινήτου κατά τη διάρκειά της
Του ΟΡΕΣΤΗ ΕΜΜ. ΣΕΪΜΕΝΗ Φοροτεχνικός - Σύμβουλος Οικοδομικών Επιχειρήσεων - Συγγραφέας
επικαρπία
H επικαρπία είναι εμπράγματο δικαίωμα και αποτελεί μέρος της ΠΛΗΡΟΥΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΟΣ. Το άλλο μέρος της πλήρους κυριότητος είναι η ΨΙΛΗ ΚΥΡΙΟΤΗΣ που είναι και αυτή εμπράγματο δικαίωμα
.
Οποιος έχει το εμπράγματο δικαίωμα της πλήρους κυριότητος υπάρχει απόλυτη εξουσία του προσώπου - κυρίου επί του ακινήτου. Η απόλυτη αυτή εξουσία τού επιτρέπει να νέμεται και να εκμεταλλεύεται την ιδιοκτησία του άμεσα και καθολικά.
Η επικαρπία είναι μια προσωπική δουλεία. Στην επικαρπία ο επικαρπωτής μπορεί να χρησιμοποιεί και να καρπώνεται την ξένη ιδιοκτησία, η οποία ανήκει στον ψιλό κύριο. Πρέπει όμως να διατηρήσει την ουσία του, δηλαδή να μην αλλοιώνει το σχήμα, τη μορφή, το μέγεθος κ.λπ. του ακινήτου. Δεν ευθύνεται όμως για τη φυσιολογική φθορά του ακινήτου (Α.Κ. 1158). Αν ανευρεθεί όμως θησαυρός στο ακίνητο δεν θα έχει δικαίωμα ο επικαρπωτής επ'αυτού. Ο θησαυρός αυτός (κατά το ήμισυ) ανήκει στον ψιλό κύριο (Α.Κ.1151).
Στην ψιλή κυριότητα ο ψιλός κύριος στερείται (δηλαδή έχει αποψιλωθεί) τα πλεονεκτήματα της επικαρπίας. Ο ψιλός κύριος δεν μπορεί να καρπωθεί, να χρησιμοποιήσει, να εκμεταλλευθεί το ακίνητο. Η δυνατότητες αυτές έρχονται στον ψιλό κύριο όταν θα αποκτήσει και την επικαρπία του ακινήτου (με τον θάνατο του επικαρπωτή ή με τη μεταβίβαση της επικαρπίας με άλλη χαριστική ή επαχθή αιτία). (Αρθρα 1142 και 1143 του Α.Κ.)
Μπορούμε να διαχωρίσουμε την επικαρπία από την πλήρη κυριότητα. Στην περίπτωση αυτή η ψιλή κυριότης παραμένει στον πρώην πλήρη κύριο, ο οποίος, μετά τον διαχωρισμό, θα λέγεται «ψιλός κύριος». Η μεταβίβαση της επικαρπίας γίνεται πάντα με συμβολαιογραφική πράξη.
Είδη επικαρπίας
Διαδοχική Επικαρπία
Είναι η επικαρπία που μεταβιβάζεται από τον ένα στον άλλο με εντολή του μεταβιβάζοντος ή με διαθήκη του θανόντος. Στην περίπτωση αυτή κάθε δικαιούχος υπόκειται σε φόρο, κατά τον χρόνο που η επικαρπία περιέρχεται σε αυτόν. Η επικαρπία αυτή μπορεί να έχει προκαθορισθεί για ορισμένο χρόνο για τον καθένα από τους δικαιούχους, παράδειγμα:
Από το 2005 ώς το 2010 η επικαρπία θα ανήκει στον Α
Από το 2010 ώς το 2015 η επικαρπία θα περιέλθει στον Β
Από το 2015 ώς το 2020 η επικαρπία θα περιέλθει στον Γ
Μετά το 2020 η επικαρπία θα περιέλθει στον ψιλό κύριο
Επικαρπία ορισμένου χρόνου
Είναι η μεταβίβαση της επικαρπίας για ορισμένο χρόνο σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Στην περίπτωση αυτή η αξία της επικαρπίας ευρίσκεται ως ποσοστό της αξίας της πλήρους κυριότητος. Το ποσοστό αυτό θα είναι ίσο με το 1/20 για κάθε έτος διαρκείας της επικαρπίας. Μέρος του έτους λογίζεται ως ολόκληρο, ακέραιο, έτος. Η αξία της επικαρπίας ορισμένου χρόνου δεν μπορεί να είναι ανώτερη από τα 8/10 (ή τα 16/20) της αξίας της πλήρους κυριότητος.
Επικαρπία Αορίστου Χρόνου (λέγεται και ισόβια)
Η επικαρπία αορίστου χρόνου μεταβιβάζεται είτε με χαριστική πράξη (δηλαδή με δωρεά ή γονική παροχή). Μεταβιβάζεται όμως και αιτία θανάτου.
Διαδοχική Ισόβιος Επικαρπία
Η επικαρπία αυτή συνιστάται αδιαίρετα υπέρ πολλών προσώπων και εξαρτάται από τη ζωή τους.
Στη διαδοχική επικαρπία κάθε δικαιούχος υπόκειται σε φόρο κατά το χρόνο που η επικαρπία περιέρχεται σε αυτόν. Το ποσοστό για την ανεύρεση της αξίας της επικαρπίας ορίζεται κάθε φορά ανάλογα με την ηλικία του επικαρπωτή, κατά το χρόνο που περιέρχεται σε αυτόν η επικαρπία. Οταν πεθαίνει κάποιος από τους επικαρπωτές και παύσει η επικαρπία του τότε το ποσοστό για τον υπολογισμό της αξίας της επικαρπίας που θα μεταβιβασθεί στον επόμενο επικαρπωτή, όπως έχει ορισθεί, καθορίζεται με την ηλικία του μεγαλυτέρου από τους επικαρπωτές. Οταν πεθαίνει ο τελευταίος από τους επικαρπωτές τότε το ποσοστό για τον υπολογισμό της αξίας της επικαρπίας που θα μεταβιβασθεί στον ψιλό κύριο, ορίζεται με την ηλικία του νεότερου από τους επικαρπωτές.
Ο φόρος θα υπολογίζεται στο ποσό που προκύπτει παραπάνω για κάθε δικαιούχο ανάλογα με τον βαθμό συγγενείας του με τον διαθέτη.
Πώς συνιστάται η επικαρπία
Η επικαρπία συνιστάται επί ολοκλήρου του ακινήτου (ή και κινητού) πράγματος αλλά και στη συγκυριότητα επί της ιδανικής του μερίδος. (Α.Κ. 1142,1143,1144)
Τρόπος σύστασης της επικαρπίας
Η επικαρπία συνιστάται με δικαιοπραξία εν ζωή ή αιτία θανάτου, ή με χρησικτησία, τακτική ή έκτακτη.
Ποιος επιβαρύνεται με τα ασφάλιστρα πυρός του ακινήτου
Ο επικαρπωτής συνάπτει τη σύμβαση ασφαλίσεως επ'ονόματί του, αλλά υπέρ τρίτου, δηλαδή υπέρ του ψιλού κυρίου (Α.Κ. 1154), η σύμβαση αυτή θα διαρκέσει και θα καλύψει όλο το χρονικό διάστημα της επικαρπίας.
Ποιος επιβαρύνεται με τα λειτουργικά έξοδα του ακινήτου
Κατά τη διάρκεια της επικαρπίας τα δημόσια βάρη του ακινήτου επιβαρύνεται ο επικαρπωτής: δημοτικοί φόροι, τέλη καθαριότητος, κ.λπ. Εκτακτα έξοδα όπως εισφορά για τη ρυμοτομία, για υπόνομο κ.λπ. επιβαρύνουν τον ψιλό κύριο.
Πώς φορολογείται το εισόδημα από τη μεταβίβαση του δικαιώματος της επικαρπίας για ορισμένο χρόνο
Φορολογείται ο πωλητής φυσικό ή νομικό πρόσωπο στην περίπτωση που μεταβιβάζει την επικαρπία για ορισμένο χρόνο σε ημεδαπά ή αλλοδαπά νομικά πρόσωπα. (Αρθρο 21 Ν. 2238 § 1 περίπτ. ε). Δεν αναφέρεται στον νόμο τι θα γίνει όταν η επικαρπία μεταβιβάζεται σε φυσικό πρόσωπο. Στην περίπτωση που φορολογείται ο μεταβιβάζων την επικαρπία για ορισμένο χρόνο ποια θα είναι η βάση υπολογισμού του φόρου. Για να γίνει αντιληπτό το θέμα αυτό θα δούμε ένα παράδειγμα:
Δεδομένα:
α.
Χρονική διάρκεια της επικαρπίας 5 χρόνια
β. Αξία πλήρους κυριότητος του ακινήτου 150.000 K
γ. Συμφωνημένο αντάλλαγμα 5/20 x 150.000 = 37.500
δ. Πραγματική αξία της επικαρπίας: 8/10 της πλήρους κυριότητος x 150.000 = 120.000 (όπως προσδιορίζεται στον Ν. 2961)
ε. Το συμφωνημένο αντάλλαγμα δεν πρέπει να είναι μικρότερο από το 10% της πραγματικής αξίας της επικαρπίας (37.500 <120 .000="" font="">120>
Επομένως, το ετήσιο εισόδημα του μεταβιβάζοντος την επικαρπία για ορισμένο χρόνο = 120.000 / 5 = 24.000 Αυτό το εισόδημα θα δηλώνει κάθε χρονιά και επί 5 συνεχή χρόνια.
Η φορολόγηση της επικαρπίας
Η αξία της επικαρπίας ΠΟΥ ΜΕΤΑΒΙΒΑΖΕΤΑΙ ΣΕ ΑΛΛΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΨΙΛΟΥ ΚΥΡΙΟΥ προσδιορίζεται ως ποσοστό επί της αξίας της πλήρους κυριότητος κατά το χρόνο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης.
Αφετηρία για τον υπολογισμό αυτόν είναι η ηλικία του επικαρπωτή. Οσο μεγαλύτερη είναι η ηλικία του επικαρπωτή, τόσο μικρότερη είναι η αξία της επικαρπίας. Η αξία της επικαρπίας είναι ποσοστό της αξίας της πλήρους κυριότητος με βάση την ηλικία του επικαρπωτή. Το ποσοστό αυτό ορίζεται:
Στα 8/10 αν ο επικαρπωτής δεν εχει υπερβεί το 20ό έτος της ηλικίας του.
Στα 7/10 αν ο επικαρπωτής έχει υπερβεί το 20ό ετος της ηλικίας του.
Στα 6/10 αν ο επικαρπωτής έχει υπερβεί το 30ό έτος της ηλικίας του.
Στα 5/10 αν ο επικαρπωτής έχει υπερβεί το 40ό έτος της ηλικίας του.
Στα 4/10 αν ο επικαρπωτής έχει υπερβεί το 50ό έτος της ηλικίας του.
Στα 3/10 αν ο επικαρπωτής έχει υπερβεί το 60ό έτος της ηλικίας του.
Στα 2/10 αν ο επικαρπωτής έχει υπερβεί το 70ό έτος της ηλικίας του.
Στο 1/10 αν ο επικαρπωτής έχει υπερβεί το 80ό έτος της ηλικίας του.
Μεταβίβαση επικαρπίας στον ψιλό κύριο με παραίτηση ή με σύμβαση
Εάν ο ψιλός κύριος είχε υπαχθεί σε φόρο για την ψιλή κυριότητα, τότε φορολογείται η αξία της πλήρους κυριότητος. Από την αξία της πλήρους κυριότητος αφαιρείται η αξία του ποσοστού της ψιλής κυριότητος το οποίο είχε υπαχθεί σε φόρο όταν απεκτήθη η ψιλή κυριότης.
Η διάρκεια της επικαρπίας μπορεί να εξαρτάται από τη ζωή τρίτου προσώπου
Στην περίπτωση αυτή για να βρεθεί το ποσοστό και η αξία της επικαρπίας λαμβάνεται υπόψη η μεγαλύτερη ηλικία μεταξύ του επικαρπωτή και του τρίτου προσώπου. Αν ο επικαρπωτής πεθάνει και έχει καταβληθεί φόρος μεγαλύτερος από τον φόρο που θα καταβαλλόταν εάν η επικαρπία ήταν ορισμένου χρόνου, τότε θα γίνει νέα εκκαθάριση. (Ως ορίζεται στο άρθρο 100 του ν. 2961)
Tο ευεργέτημα της επικαρπίας στην αντιπαροχή
Οταν ο επικαρπωτής γονέας πεθάνει, τότε η επικαρπία συναντά και συνενώνεται με την ψιλή κυριότητα. Η μεταβίβαση της επικαρπίας αιτία θανάτου του επικαρπωτή γονέα δεν φορολογείται. Αυτή η απαλλαγή από το φόρο είναι ένα κίνητρο για τη γονική παροχή και διευκολύνει τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς
Ο αιτία θανάτου επικαρπωτής έχει δικαίωμα να παραιτηθεί υπέρ του (αιτία θανάτου) ψιλού κυρίου μέσα σε 6 μήνες από την επαγωγή της κληρονομιάς. Στην περίπτωση αυτή δεν λαμβάνεται υπόψη η επιβολή του φόρου. Ο ψιλός κύριος πρέπει να είναι το Δημόσιο, ο Δήμος, η Κοινότητα, Νομικό Πρόσωπο κοινωφελούς χαρακτήρα. (Α.Ν. 2039/1939 άρθρο). Η παραίτηση θα γίνει με μονομερή δήλωση ενώπιον συμβολαιογράφου και κοινοποιείται με απόδειξη στον ψιλό κύριο μέσα στην ίδια εξάμηνη προθεσμία.
Η μεταβίβαση του δικαιώματος ενάσκησης της επικαρπίας σε άλλο πρόσωπο εκτός του ψιλού κυρίου
Αρχικά το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους με την υπ'αρ. 323/2000 γνωμοδότησή του διατύπωσε την άποψη ότι είναι δυνατή η μεταβίβαση του δικαιώματος ενάσκησης της επικαρπίας από τον κύριο του ακινήτου σε τρίτο με οριστικό συμβόλαιο, χωρίς προηγούμενη σύσταση του εμπράγματου δικαιώματος της επικαρπίας με οριστικό συμβόλαιο ή ιδιωτικό συμφωνητικό. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να μεταβιβασθεί για οριμένο χρόνο π.χ. για 7 χρόνια. Μετά το πέρας της χρονικής αυτής περιόδου το δικαίωμα της ενάσκησης της επικαρπίας επιστρέφει στον επικαρπωτή αυτοδικαίως.
Τη γνωμοδότηση αυτή έκανε δεκτή ο υφυπουργός Οικονομικών, με την υπ αρ. 1061087/1284/Α0012/ΠΟΛ.1277/23.11.2000 εγκύκλιό του
Στη μεταβίβαση του διαιώματος ενάσκησης της επικαρπίας, έχουμε αυτοτελές ενοχικό δικαίωμα. Το ενοχικό δικαίωμα αυτό μπορεί να συμπίπτει με το περιεχόμενο της ίδιας της επικαρπίας, αλλά δεν επηρεάζεται (το ενοχικό δικαίωμα) από την έννοια της επικαρπίας.
Η χρήση και η οίκηση
Οπως φορολογείται η μεταβίβαση της επικαρπίας έτσι φορολογείται και η ΧΡΗΣΗ και η ΟΙΚΗΣΗ. Δεν φορολογείται όμως το ίδιο με τη μεταβίβαση της επικαρπίας και η χρήση από κοινού με τον κύριο ή η συνοίκηση με αυτόν.
Πηγή: Καθημερινή

Κατάσχεση & Πλειστηριασμός Επικαρπίας

Ερωτήματα:
1. Είναι δυνατή η κατάσχεση επικαρπίας ακινήτου;
2. Επιτρέπεται ο αναγκαστικός πλειστηριασμός επικαρπίας;

Ερώτημα 1ο:
Η επικαρπία ακινήτου αποτελεί εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου. Κατά τη γενική διάταξη της 992§1 Κ.Πολ.Δ. τα εμπράγματα επί ακινήτων δικαιώματα μπορούν να κατασχεθούν, εφαρμοζομένης της διαδικασίας κατάσχεσης ακινήτων (ή κατά το ορθότερον της κυριότητας επ’ αυτών). Εντούτοις, το γεγονός ότι στην 1166 ΑΚ ορίζεται το καταρχήν αμεταβίβαστο της επικαρπίας αποτέλεσε την αιτία στήριξης της απόψεως ότι αυτή είναι και ακατάσχετη. 1
Επιχειρήματα υπέρ του ακατασχέτου της επικαρπίας είναι τα ακόλουθα:
1. Γενικώς τα δικαιώματα που δεν μπορούν να μεταβιβασθούν δεν μπορούν και να κατασχεθούν. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι η κατάσχεση συνήθως οδηγεί σε αναγκαστική εκποίηση του κατασχεθέντος, ήτοι σε μεταβίβαση αυτού. Επιτρεπομένης της κατάσχεσης θα ανατρεπόταν και η απαγόρευση μεταβίβασης, η οποία έχει προφανώς τεθεί από το νομοθέτη για κάποια εύλογη αιτία (πρωσοποπαγής χαρακτήρας δικαιώματος, δημόσιο συμφέρον, κ.λπ.). 2Πάντως, πιστός στη θεμελιώδη αρχή της ελευθερίας διάθεσης των ιδιωτικών δικαιωμάτων και της ελευθερίας των συμβάσεων ο νομοθέτης επέτρεψε στους συμβαλλομένους κατά τη σύσταση επικαρπίας να συμφωνήσουν ότι αυτή θα μπορεί να μεταβιβασθεί [1166§2 ΑΚ].
2. Ορίζοντας ο νομοθέτης ότι η επικαρπία δεν μεταβιβάζεται, απαγόρευσε και τη σύσταση οποιουδήποτε άλλου δικαιώματος επ’ αυτής. Ωστόσο, ρητώς επέτρεψε την εγγραφή υποθήκης επί επικαρπίας ακινήτου [1259 ΑΚ] και, επομένως, την αναγκαστική εκποίησή της. Το γεγονός ότι ορίσθηκε σαφώς και με ειδική διάταξη η εγγραφή υποθήκης (και άρα δυνατότητα αναγκαστικής εκποίησης στην περίπτωση αυτή) φανερώνει την επιθυμία του νομοθέτη να εισαγάγει μία και μοναδική εξαίρεση στη γενική απαγόρευση μεταβίβασης. Αν επιθυμούσε την κάμψη του κανόνα και σε άλλες περιπτώσεις, θα ακολουθούσε την ίδια τακτική διατύπωσης σαφών εξαιρέσεων.
Ωστόσο, η ανωτέρω άποψη έχει βρεθεί αντιμέτωπη με ισχυρό αντίλογο. Η θεωρία κατά κόρον 3και η νομολογία 4όλο και περισσότερο τάσσονται υπέρ της δυνατότητας κατάσχεσης και, κατ’ επέκταση, αναγκαστικής εκποίησης της επικαρπίας. Στη θέση αυτή φθάνουν βάσει των ακόλουθων επιχειρημάτων:
1. Ψιλή κυριότητα και επικαρπία είναι αυτοτελή δικαιώματα.
2. «Καμία διάταξη δεν θεσπίζει το ακατάσχετο του δικαιώματος [της επικαρπίας] όπως επί μισθού (664§3 ΑΚ) ή ισοβίου προσόδου (843§2)», ΕΑ 7899/1993, Ελλ Δνη 1997, 1893.
3. Η απαγόρευση μεταβίβασης της επικαρπίας αποτελεί κανόνα ενδοτικού δικαίου, που σκοπεί στην προστασία του ψιλού κυρίου. 5Είναι, λοιπόν, δυνατόν να συμφωνηθεί ότι η επικαρπία μπορεί να μεταβιβασθεί. Στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται ανάγκη προστασίας του ψιλού κυρίου από μία ενδεχόμενη αλλαγή του προσώπου του επικαρπωτού, αφού ο ίδιος ο ψιλός κύριος επιτρέποντας τη μεταβίβαση έδειξε πως δεν προσβλέπει σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Ατονεί, συνεπώς, το προστατευόμενο από την 1166 εδ. 2 ΑΚ στοιχείο της εμπιστοσύνης στη σχέση μεταξύ ψιλού κυρίου και επικαρπωτού. Κατ’ επέκταση δεν συντρέχει και λόγος απαγόρευσης της κατάσχεσης. Υποστηρίζεται, λοιπόν, ότι η επικαρπία μπορεί να κατασχεθεί τουλάχιστον στις περιπτώσεις όπου μπορεί και να μεταβιβασθεί. 6

4. Η 1259 ΑΚ επιτρέπει την εγγραφή υποθήκης επί επικαρπίας. Ως ελέχθη, αυτό συνεπάγεται και τη δυνατότητα αναγκαστικής εκποίησης. Αν, όμως, η επικαρπία μπορεί να εκπλειστηριασθεί από τον ενυπόθηκο δανειστή, ποιος ο λόγος να μην μπορεί να εκπλειστηριασθεί και από τους λοιπούς δανειστές του επικαρπωτού; 7Και στις δύο περιπτώσεις οι συνέπειες για τον ψιλό κύριο, υπέρ του οποίου έχει θεσπισθεί το αμεταβίβαστο, είναι ίδιες, καθώς το εμπράγματο δικαίωμα μεταβιβάζεται σε κάποιον τρίτο. Η αντίθετη άποψη εισάγει διάκριση μεταξύ των διαφόρων δανειστών του επικαρπωτού με μοναδικό κριτήριο το αν διαθέτουν τελεσίδικο απόφαση προς εγγραφή υποθήκης. 8
5. Ο εισηγητής του Η’ βιβλίου του Κ.Πολ.Δ «Περί Αναγκαστικής Εκτελέσεως (Εμμ. Μιχελάκης) υποστήριζε ότι «η υπό του ουσιαστικού δικαίου ρύθμισις της επικαρπίας και παραχωρήσεως είναι τοιαύτη, ώστε δεν αντίκειται προς αυτήν το δυνατόν της επιβολής κατασχέσεως προς ικανοποίησιν χρηματικών απαιτήσεων». 9Η δεχόμενη τη δυνατότητα κατάσχεσης άποψη φαίνεται παγιωμένη στη σκέψη της Αναθεωρητικής Επιτροπής του Κ.Πολ.Δ. κατά την αντίκρουση της θέσης τριών μελών της ότι η κατάσχεση των προσωπικών δουλειών πρέπει να γίνεται όχι κατά τη διαδικασία κατάσχεσης ακινήτων, αλλά κατά τη διαδικασία κατάσχεσης ειδικών περιουσιακών στοιχείων των 1022επ. Κ.Πολ.Δ. ή με την επιβολή αναγκαστικής διαχείρισης (1034επ. Κ.Πολ.Δ.). 10

Μία τρίτη, «συμβιβαστική» άποψη υποστηρίζει τη δυνατότητα κατάσχεσης της επικαρπίας είτε αυτή έχει συμφωνηθεί μεταβιβαστή είτε όχι. Μόνο που στη δεύτερη περίπτωση αντικείμενο κατάσχεσης και αναγκαστικής εκποίησης είναι μόνο η άσκηση της επικαρπίας. 11
Ουσιαστικά, δηλαδή, αναχωρώντας από το αμεταβίβαστο της επικαρπίας και μην επιθυμώντας να το διασπάσει, δέχεται η άποψη αυτή τη δυνατότητα αποχωρισμού από αυτήν της οικονομικής της αξίας, των εξουσιών δηλαδή χρήσης και κάρπωσης, δίχως, όμως, να απεκδύει τον επικαρπωτή από το εμπράγματο δικαίωμά του. Ο τελευταίος παραμένει δικαιούχος της επικαρπίας, μη δυνάμενος πλεόν να την ασκεί. Ο δε υπερθεματιστής γίνεται δικαιούχος του άρτι δημιουργηθέντος ενοχικού δικαιώματος της ασκήσεως της επικαρπίας.
Δημιουργώνται, όμως, τα ακόλουθα προβλήματα:
1. Ο επισπεύδων δανειστής προσβλέπει σε ικανοποίηση εκ του ισχυρότατου εμπραγμάτου δικαιώματος του οφειλέτη-επικαρπωτού, καταλήγει, όμως, στα χέρια του το κατά πολύ ασθενέστερο ενοχικό δικαίωμα της άσκηση της επικαρπίας.
2. Η θεωρία αυτή προσδίδει στην κατάσχεση χαρακτήρα δημιουργικό, αφού με την πραγματοποίησή της γεννάται ένα νέο δικαίωμα, εκείνο της άσκησης της επικαρπίας. Η κατάσχεση, όμως, οδηγεί μόνο σε μεταβίβαση ήδη υπαρχόντων δικαιωμάτων, και πουθενά στο νόμο δεν ορίζεται ή υπονοείται ότι μπορεί να αποτελέσει και αιτία παραγωγής νέων δικαιωμάτων. 12
3. Ο αποκτών την άσκηση μόνον της επικαρπίας υπερθεματιστής είναι ευάλωτος έναντι ενδεχόμενης δόλιας συμπεριφοράς του επικαρπωτού. Ο τελευταίος παραμένει δικαιούχος του εμπραγμάτου δικαιώματος και φέρει τις σχετικές υποχρεώσεις έναντι του ψιλού κυρίου (υποχρέωση ασφάλειας, επιμελούς χρήσης). 13Πιθανή διένεξη μεταξύ ψιλού κυρίου και επικαρπωτού θα έχει δυσμενείς συνέπειες και σε βάρος του υπερθεματιστού (το δικαίωμα του οποίου πηγάζει από εκείνο της επικαρπίας). 14

Περισσότερο βάσιμη είναι η συγγενής άποψη ότι η εκτέλεση σε βάρος επικαρπίας δεν χωρεί κατά τη διαδικασία κατάσχεσης και αναγκαστικού πλειστηριασμού πραγμάτων, αλλά κατά την διαδικασία κατάσχεσης ειδικών περιουσιακών στοιχείων (1022επ. Κ.Πολ.Δ.) και τη θέση του δικαιώματος υπό αναγκαστική διαχείριση. 15Η άποψη αυτή θεμελιώνεται στο γεγονός ότι η οικονομική αξία της επικαρπίας έγκειται στις σε αυτή περιεχόμενες εξουσίες χρήσης και κάρπωσης του πράγματος. Με την αναγκαστική διαχείριση οι εξουσίες αυτές ασκούνται πλέον προς ικανοποίηση της απαίτησης του επισπεύδοντος δανειστή. Η θέση αυτή οδηγεί σε ικανοποίηση του δανειστή του επικαρπωτού παρακάμπτοντας το σκόπελο της απαγόρευσης μεταβιβάσεως. Αν, μάλιστα, δεχθούμε ότι αντικείμενο της αναγκαστικής διαχείρισης είναι το ίδιο το εμπράγματο δικαίωμα και όχι απλά το ενοχικό της ασκήσεως της επικαρπίας, αποφεύγεται η ανεξήγητη νομικά δημιουργία νέου δικαιώματος εκ μόνης της κατασχέσεως. Αν και αρκετά πειστική η άποψη αυτή φαίνεται πως απεκρούσθη κατά τις νομοπαρασκευαστικές συζητήσεις επί του Κ.Πολ.Δ., παρά τη στήριξή της από τρία μέλη της επιτροπής. 16
Ανακεφαλαιώνοντας:
Ι. Η επικαρπία ακινήτου μπορεί να κατασχεθεί οπωσδήποτε από όποιον έχει εγγράψει υποθήκη επ’ αυτής (1259 ΑΚ).
ΙΙ. Δυνατή πρέπει να κριθεί και η κατάσχεση επικαρπίας της οποίας η μεταβίβαση επετράπη με σχετική συμφωνία κατά τη σύστασή της.
ΙΙΙ. Τείνει να κρατήσει η άποψη ότι και η αμεταβίβαστη επικαρπία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κατάσχεσης από οποιονδήποτε δανειστή του επικαρπωτού.

Ερώτημα 2ο:
Η απάντηση στο ερώτημα του αν είναι δυνατός ο αναγκαστικός πλειστηριασμός επικαρπίας ακινήτου εξαρτάται από την απάντηση που θα δοθεί στο αν είναι δυνατή η κατάσχεση του δικαιώματος αυτού. Όπου είναι επιτρεπτή η κατάσχεση θα είναι επιτρεπτή και η αναγκαστική εκποίηση. Ο δε υπερθεματιστής αποκτά την επικαρπία ως είχε όταν βρισκόταν στα χέρια του καθ’ ου η κατάσχεση επικαρπωτού [1005 Κ.Πολ.Δ., ΕΠειρ. 1175/1990 Δνη 1992/412]. Αποκτά, δηλαδή, το εμπράγματο δικαίωμα και όχι μόνο τη δυνατότητα άσκησής του [περί ης κατωτέρω]. Επίσης, αποκτά την επικαρπία για όσο χρονικό διάστημα θα μπορούσε αυτή να διατηρηθεί στο πρόσωπο του αρχικού επικαρπωτού. 17

Nίκος Καλαμίτσης

Ερωτήματα:
1. Είναι δυνατή η κατάσχεση επικαρπίας ακινήτου;
2. Επιτρέπεται ο αναγκαστικός πλειστηριασμός επικαρπίας;
Ερώτημα 1ο:
Η επικαρπία ακινήτου αποτελεί εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου. Κατά τη γενική διάταξη της 992§1 Κ.Πολ.Δ. τα εμπράγματα επί ακινήτων δικαιώματα μπορούν να κατασχεθούν, εφαρμοζομένης της διαδικασίας κατάσχεσης ακινήτων (ή κατά το ορθότερον της κυριότητας επ’ αυτών). Εντούτοις, το γεγονός ότι στην 1166 ΑΚ ορίζεται το καταρχήν αμεταβίβαστο της επικαρπίας αποτέλεσε την αιτία στήριξης της απόψεως ότι αυτή είναι και ακατάσχετη. 18
Επιχειρήματα υπέρ του ακατασχέτου της επικαρπίας είναι τα ακόλουθα:
1. Γενικώς τα δικαιώματα που δεν μπορούν να μεταβιβασθούν δεν μπορούν και να κατασχεθούν. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι η κατάσχεση συνήθως οδηγεί σε αναγκαστική εκποίηση του κατασχεθέντος, ήτοι σε μεταβίβαση αυτού. Επιτρεπομένης της κατάσχεσης θα ανατρεπόταν και η απαγόρευση μεταβίβασης, η οποία έχει προφανώς τεθεί από το νομοθέτη για κάποια εύλογη αιτία (πρωσοποπαγής χαρακτήρας δικαιώματος, δημόσιο συμφέρον, κ.λπ.). 19Πάντως, πιστός στη θεμελιώδη αρχή της ελευθερίας διάθεσης των ιδιωτικών δικαιωμάτων και της ελευθερίας των συμβάσεων ο νομοθέτης επέτρεψε στους συμβαλλομένους κατά τη σύσταση επικαρπίας να συμφωνήσουν ότι αυτή θα μπορεί να μεταβιβασθεί [1166§2 ΑΚ].
2. Ορίζοντας ο νομοθέτης ότι η επικαρπία δεν μεταβιβάζεται, απαγόρευσε και τη σύσταση οποιουδήποτε άλλου δικαιώματος επ’ αυτής. Ωστόσο, ρητώς επέτρεψε την εγγραφή υποθήκης επί επικαρπίας ακινήτου [1259 ΑΚ] και, επομένως, την αναγκαστική εκποίησή της. Το γεγονός ότι ορίσθηκε σαφώς και με ειδική διάταξη η εγγραφή υποθήκης (και άρα δυνατότητα αναγκαστικής εκποίησης στην περίπτωση αυτή) φανερώνει την επιθυμία του νομοθέτη να εισαγάγει μία και μοναδική εξαίρεση στη γενική απαγόρευση μεταβίβασης. Αν επιθυμούσε την κάμψη του κανόνα και σε άλλες περιπτώσεις, θα ακολουθούσε την ίδια τακτική διατύπωσης σαφών εξαιρέσεων.
Ωστόσο, η ανωτέρω άποψη έχει βρεθεί αντιμέτωπη με ισχυρό αντίλογο. Η θεωρία κατά κόρον 20και η νομολογία 21όλο και περισσότερο τάσσονται υπέρ της δυνατότητας κατάσχεσης και, κατ’ επέκταση, αναγκαστικής εκποίησης της επικαρπίας. Στη θέση αυτή φθάνουν βάσει των ακόλουθων επιχειρημάτων:
1. Ψιλή κυριότητα και επικαρπία είναι αυτοτελή δικαιώματα.
2. «Καμία διάταξη δεν θεσπίζει το ακατάσχετο του δικαιώματος [της επικαρπίας] όπως επί μισθού (664§3 ΑΚ) ή ισοβίου προσόδου (843§2)», ΕΑ 7899/1993, Ελλ Δνη 1997, 1893.
3. Η απαγόρευση μεταβίβασης της επικαρπίας αποτελεί κανόνα ενδοτικού δικαίου, που σκοπεί στην προστασία του ψιλού κυρίου. 22Είναι, λοιπόν, δυνατόν να συμφωνηθεί ότι η επικαρπία μπορεί να μεταβιβασθεί. Στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται ανάγκη προστασίας του ψιλού κυρίου από μία ενδεχόμενη αλλαγή του προσώπου του επικαρπωτού, αφού ο ίδιος ο ψιλός κύριος επιτρέποντας τη μεταβίβαση έδειξε πως δεν προσβλέπει σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Ατονεί, συνεπώς, το προστατευόμενο από την 1166 εδ. 2 ΑΚ στοιχείο της εμπιστοσύνης στη σχέση μεταξύ ψιλού κυρίου και επικαρπωτού. Κατ’ επέκταση δεν συντρέχει και λόγος απαγόρευσης της κατάσχεσης. Υποστηρίζεται, λοιπόν, ότι η επικαρπία μπορεί να κατασχεθεί τουλάχιστον στις περιπτώσεις όπου μπορεί και να μεταβιβασθεί. 23
4. Η 1259 ΑΚ επιτρέπει την εγγραφή υποθήκης επί επικαρπίας. Ως ελέχθη, αυτό συνεπάγεται και τη δυνατότητα αναγκαστικής εκποίησης. Αν, όμως, η επικαρπία μπορεί να εκπλειστηριασθεί από τον ενυπόθηκο δανειστή, ποιος ο λόγος να μην μπορεί να εκπλειστηριασθεί και από τους λοιπούς δανειστές του επικαρπωτού; 24Και στις δύο περιπτώσεις οι συνέπειες για τον ψιλό κύριο, υπέρ του οποίου έχει θεσπισθεί το αμεταβίβαστο, είναι ίδιες, καθώς το εμπράγματο δικαίωμα μεταβιβάζεται σε κάποιον τρίτο. Η αντίθετη άποψη εισάγει διάκριση μεταξύ των διαφόρων δανειστών του επικαρπωτού με μοναδικό κριτήριο το αν διαθέτουν τελεσίδικο απόφαση προς εγγραφή υποθήκης. 25
5. Ο εισηγητής του Η’ βιβλίου του Κ.Πολ.Δ «Περί Αναγκαστικής Εκτελέσεως (Εμμ. Μιχελάκης) υποστήριζε ότι «η υπό του ουσιαστικού δικαίου ρύθμισις της επικαρπίας και παραχωρήσεως είναι τοιαύτη, ώστε δεν αντίκειται προς αυτήν το δυνατόν της επιβολής κατασχέσεως προς ικανοποίησιν χρηματικών απαιτήσεων». 26Η δεχόμενη τη δυνατότητα κατάσχεσης άποψη φαίνεται παγιωμένη στη σκέψη της Αναθεωρητικής Επιτροπής του Κ.Πολ.Δ. κατά την αντίκρουση της θέσης τριών μελών της ότι η κατάσχεση των προσωπικών δουλειών πρέπει να γίνεται όχι κατά τη διαδικασία κατάσχεσης ακινήτων, αλλά κατά τη διαδικασία κατάσχεσης ειδικών περιουσιακών στοιχείων των 1022επ. Κ.Πολ.Δ. ή με την επιβολή αναγκαστικής διαχείρισης (1034επ. Κ.Πολ.Δ.). 27
Μία τρίτη, «συμβιβαστική» άποψη υποστηρίζει τη δυνατότητα κατάσχεσης της επικαρπίας είτε αυτή έχει συμφωνηθεί μεταβιβαστή είτε όχι. Μόνο που στη δεύτερη περίπτωση αντικείμενο κατάσχεσης και αναγκαστικής εκποίησης είναι μόνο η άσκηση της επικαρπίας. 28
Ουσιαστικά, δηλαδή, αναχωρώντας από το αμεταβίβαστο της επικαρπίας και μην επιθυμώντας να το διασπάσει, δέχεται η άποψη αυτή τη δυνατότητα αποχωρισμού από αυτήν της οικονομικής της αξίας, των εξουσιών δηλαδή χρήσης και κάρπωσης, δίχως, όμως, να απεκδύει τον επικαρπωτή από το εμπράγματο δικαίωμά του. Ο τελευταίος παραμένει δικαιούχος της επικαρπίας, μη δυνάμενος πλεόν να την ασκεί. Ο δε υπερθεματιστής γίνεται δικαιούχος του άρτι δημιουργηθέντος ενοχικού δικαιώματος της ασκήσεως της επικαρπίας.
Δημιουργώνται, όμως, τα ακόλουθα προβλήματα:
1. Ο επισπεύδων δανειστής προσβλέπει σε ικανοποίηση εκ του ισχυρότατου εμπραγμάτου δικαιώματος του οφειλέτη-επικαρπωτού, καταλήγει, όμως, στα χέρια του το κατά πολύ ασθενέστερο ενοχικό δικαίωμα της άσκηση της επικαρπίας.
2. Η θεωρία αυτή προσδίδει στην κατάσχεση χαρακτήρα δημιουργικό, αφού με την πραγματοποίησή της γεννάται ένα νέο δικαίωμα, εκείνο της άσκησης της επικαρπίας. Η κατάσχεση, όμως, οδηγεί μόνο σε μεταβίβαση ήδη υπαρχόντων δικαιωμάτων, και πουθενά στο νόμο δεν ορίζεται ή υπονοείται ότι μπορεί να αποτελέσει και αιτία παραγωγής νέων δικαιωμάτων. 29
3. Ο αποκτών την άσκηση μόνον της επικαρπίας υπερθεματιστής είναι ευάλωτος έναντι ενδεχόμενης δόλιας συμπεριφοράς του επικαρπωτού. Ο τελευταίος παραμένει δικαιούχος του εμπραγμάτου δικαιώματος και φέρει τις σχετικές υποχρεώσεις έναντι του ψιλού κυρίου (υποχρέωση ασφάλειας, επιμελούς χρήσης). 30Πιθανή διένεξη μεταξύ ψιλού κυρίου και επικαρπωτού θα έχει δυσμενείς συνέπειες και σε βάρος του υπερθεματιστού (το δικαίωμα του οποίου πηγάζει από εκείνο της επικαρπίας). 31
Περισσότερο βάσιμη είναι η συγγενής άποψη ότι η εκτέλεση σε βάρος επικαρπίας δεν χωρεί κατά τη διαδικασία κατάσχεσης και αναγκαστικού πλειστηριασμού πραγμάτων, αλλά κατά την διαδικασία κατάσχεσης ειδικών περιουσιακών στοιχείων (1022επ. Κ.Πολ.Δ.) και τη θέση του δικαιώματος υπό αναγκαστική διαχείριση. 32Η άποψη αυτή θεμελιώνεται στο γεγονός ότι η οικονομική αξία της επικαρπίας έγκειται στις σε αυτή περιεχόμενες εξουσίες χρήσης και κάρπωσης του πράγματος. Με την αναγκαστική διαχείριση οι εξουσίες αυτές ασκούνται πλέον προς ικανοποίηση της απαίτησης του επισπεύδοντος δανειστή. Η θέση αυτή οδηγεί σε ικανοποίηση του δανειστή του επικαρπωτού παρακάμπτοντας το σκόπελο της απαγόρευσης μεταβιβάσεως. Αν, μάλιστα, δεχθούμε ότι αντικείμενο της αναγκαστικής διαχείρισης είναι το ίδιο το εμπράγματο δικαίωμα και όχι απλά το ενοχικό της ασκήσεως της επικαρπίας, αποφεύγεται η ανεξήγητη νομικά δημιουργία νέου δικαιώματος εκ μόνης της κατασχέσεως. Αν και αρκετά πειστική η άποψη αυτή φαίνεται πως απεκρούσθη κατά τις νομοπαρασκευαστικές συζητήσεις επί του Κ.Πολ.Δ., παρά τη στήριξή της από τρία μέλη της επιτροπής. 33
Ανακεφαλαιώνοντας:
Ι. Η επικαρπία ακινήτου μπορεί να κατασχεθεί οπωσδήποτε από όποιον έχει εγγράψει υποθήκη επ’ αυτής (1259 ΑΚ).
ΙΙ. Δυνατή πρέπει να κριθεί και η κατάσχεση επικαρπίας της οποίας η μεταβίβαση επετράπη με σχετική συμφωνία κατά τη σύστασή της.
ΙΙΙ. Τείνει να κρατήσει η άποψη ότι και η αμεταβίβαστη επικαρπία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κατάσχεσης από οποιονδήποτε δανειστή του επικαρπωτού.
Ερώτημα 2ο:
Η απάντηση στο ερώτημα του αν είναι δυνατός ο αναγκαστικός πλειστηριασμός επικαρπίας ακινήτου εξαρτάται από την απάντηση που θα δοθεί στο αν είναι δυνατή η κατάσχεση του δικαιώματος αυτού. Όπου είναι επιτρεπτή η κατάσχεση θα είναι επιτρεπτή και η αναγκαστική εκποίηση. Ο δε υπερθεματιστής αποκτά την επικαρπία ως είχε όταν βρισκόταν στα χέρια του καθ’ ου η κατάσχεση επικαρπωτού [1005 Κ.Πολ.Δ., ΕΠειρ. 1175/1990 Δνη 1992/412]. Αποκτά, δηλαδή, το εμπράγματο δικαίωμα και όχι μόνο τη δυνατότητα άσκησής του [περί ης κατωτέρω]. Επίσης, αποκτά την επικαρπία για όσο χρονικό διάστημα θα μπορούσε αυτή να διατηρηθεί στο πρόσωπο του αρχικού επικαρπωτού. 34
Nίκος Καλαμίτσης last updated 17.07.2013
_____________________________
  1. Βλ. Βαθρακοκοίλη Βασιλείου, Αναλυτική Ερμηνεία Νομολογία Αστικού Κώδικα, Γ’ Έκδοση, Αθήνα 1994, τ. 2, σ. 1668, [όμως ο ίδιος στο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Αθήνα 1997, τ. 6, σ. 161επ., εκθέτει την αντίθετη άποψη), Ρούσσο σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, Εκδοτικός Οίκος Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήνα 1985, τ. 6, σ. 126, και ΠρΑθ. 14507/81 ΝοΒ 29, 1583, Γνμ ΕισΠρΜεσολ. 1/1974 Δνη 1975/531. Οι θιασώτες της άποψης αυτή δέχονται πάντως ότι το ενοχικό δικαίωμα της άσκησης της επικαρπίας μπορεί να κατασχεθεί (ως και τα περισσότερα ενοχικά δικαιώματα). [για την κατάσχεση του δικαιώματος άσκησης της επικαρπίας και τη διάκριση της από την κατάσχεση της ίδιας της επικαρπίας βλ. Μπρίνια Ιωάννη, Κατάσχεσις Επικαρπίας και Ψιλής Κυριότητος, στον Τόμο Προς Τιμήν Γ. Θ. Ράμμου, σ. 737επ., όπου και αποκρούεται η άποψη ότι ο υπερθεματιστής σε πλειστηριασμό της επικαρπίας αποκτά μόνο το ενοχικό δικαίωμα άσκησης αυτής και όχι το εμπράγματο της ίδιας επικαρπίας.] Τέλος, οι περισσότεροι συγγραφείς, αλλά και η νομολογία δέχονται ότι κατάσχεση της επικαρπίας χωρεί όταν με τη συστατική πράξη αυτής έχει συμφωνηθεί η δυνατότητα μεταβίβασης. Βλ. ΜΠΑθ. 20415/1997 ΝοΒ 2000, 64.
  2. Ειδικά στην περίπτωση της επικαρπίας η αιτία του ακατασχέτου αυτής είναι ο προσωποπαγής χαρακτήρας της. Το εμπράγματο αυτό δικαίωμα συνίσταται στον αποχωρισμό από την κυριότητα ευρύτατων εξουσιών. Πρόκειται, δηλαδή, για σημαντικό περιορισμό του δικαιώματος του κυρίου επί του πράγματος. Ο τελευταίος επιλέγει συνήθως να παραχωρήσει σε κάποιον άλλο την επικαρπία βάσει ορισμένης ιδιαίτερης σχέσης εύνοιας και εμπιστοσύνης που τους συνδέει. Προκειμένου να μην πληγεί η εμπιστοσύνη αυτή και να μην καταστεί ο περιορισμός της κυριότητος «βάναυσος» για τον ψιλό κύριο, εισήχθη η απαγόρεση μεταβιβάσεως της επικαρπίας από τον επικαρπωτή. Δυνατή είναι μόνο η μεταβίβαση της άσκησης της επικαρπίας για την οποία θα γίνει λόγος κατωτέρω. Βλ. Βαβούσκου Κωνσταντίνου, Εγχειρίδιον Εμπραγμάτου Δικαίου, Εκδοτικός Οίκος Αφοί Π. Σάκκουλα, δ’ έκδοση, Θεσσαλονίκη-Αθήνα 1972, σ. 268επ.
  3. Βλ. Βαθρακοκοίλη Βασιλείου, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Αθήνα 1997, τ. 6, σ. 161επ, Νικολόπουλου Γιώργου, Αναγαστική Εκτέλεση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή 2002, σ.188, Γέσιου-Φαλτση Πελαγία, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη/ Δίκαιο & Οικονομία Π. Ν. Σάκκουλας,, 2001, τ. 2 , σ. 244επ., Μπρίνιας Ι., ο.π. υπ. 2, σ. 736επ., Βαβούσκου Κ., ο.π. υπ. 3, σ. 269.
  4. Βλ. ΕΑ 7899/1993 ΕλλΔνη 1997, 1893, ΕΑ 7567/1991 Δνη 1993, 641, ΕΠειρ. 1175/1990 Δνη 1992, σ. 412. ΕΚερκ. 64/2001 NOMOS 307465, ΔΕΠειρ. 1392/1999 Δδίκη 1999/1193.
  5. Βλ. ΔΕΠειρ. 1392/1999 Δδίκη 1999/1193
  6. Θα μπορούσε κάποιος να προχωρήσει παραπέρα, εκφράζοντας την άποψη ότι και μόνο το γεγονός ότι η 1166 ΑΚ δεν είναι διάταξη αναγκαστικού δικαίου, φανερώνει την πρόθεση του νομοθέτη να απαγορεύσει τη δίχως τη συγκατάθεση του ψιλού κυρίου μεταβίβαση της επικαρπίας μόνο εκεί όπου δεν συντρέχει αποχρών λόγος μεταβίβασης. Τέτοιος λόγος, όμως συντρέχει επί αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση εννόμου συμφέροντος δανειστή του επικαρπωτού
  7. Βλ. ΕΑ 7899/1993, Ελλ Δνη 1997, 1893, ΕΠειρ. 1175/1990 Δνη 1992, σ. 412, Γέσιου-Φαλτσή Π., ο.π. υπ. 4, σ. 245.
  8. Βλ. Μπρίνια Ι, ο.π. υπ. 2, σ. 741
  9. Βλ. Μπρίνια Ιωάννη, Αναγκαστική Εκτέλεσις, β’ έκδοση, Αθήνα 1982, τ. 4, σ. 1514, Γέσιου-Φαλτσή Π., ο.π. υπ. 4, σ. 245επ. σημ. 18.
  10. Βλ. Μπρίνια Ι., ο.π. υπ. 10, σ. 1514, Γέσιου-Φαλτσή Π., ο.π. υπ. 4, σ. 245επ. σημ. 18. 
  11. EA 8358/1991 NoB 1992, 287, και Κεραμέως- Κονδύλη- Νίκα, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ., Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκα & Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα & Δίκαιο και Οικονομία/Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Κομοτηνή 2000, τ. 2, σ. 1930.
  12. Βλ. Μπρίνια Ι., ο.π. υπ. 2, σ. 739.
  13. Βλ. ο.π., σ. 739.
  14. Περαιτέρω, δόλια παραίτηση του επικαρπωτού θα οδηγούσε σε απόσβεση της επικαρπίας και άρα του δικαιώματος άσκησής της. Ακόμη και αν μία τέτοια παραίτηση κρινόταν άκυρη έναντι του κατασχόντος δανειστή (βλ. 997 Κ.Πολ.Δ.) ή γινόταν δεκτό πως ο ασκών πλεόν την επικαρπία υπερθεματιστής προστατεύεται από τις 1164, και 614επ. ΑΚ, οι προκαλούμενη αναστάτωση θα τους  επιβάρυνε αδικαιολογήτως (βλ. κατωτέρω)
  15. Βλ. ΕΑ 8358/1991 ΝοΒ 199, 287 και Κεραμέως- Κονδύλη- Νίκα, ο.π. υπ.12, τ. 2, σ. 1930.
  16. Βλ. Μπρίνια, ο.π. υπ. 10, σ. 737 υπ. 27, όπου παραθέτει τα υποστηριχθέντα από τους Αλ Βαμβέτσο, Γ. Μητσόπουλο και Θ. Λιβαθηνό: «η επικαρπία, [. . . ] είναι ακριβώς το δικαίωμα όπερ, ως εκ της φύσεώς του, δεν είναι δεκτικόν αποδοτικώς εν πλειστηριασμώ εκποιήσεως, μεταβληθησομένης εις καθαρόν παίγνιον (αφού ουδείς δύναται να γνωρίζει την διάρκειαν της ζωής του επικαρπωτού) και μόνον δι’ αναγκαστικής διαχειρίσεως δύναται να αγάγη εις ικανοποίησιν του δανειστού, χωρίς παράλογον ζημίαν του καθ’ ου η εκτέλεσις».
  17. Βλ. ΑΠ 280/2011 ΕφΑΔ 2011, 887 και ΧρΙΔ 2011, 590 και Δνη 2011, 763 – ΕφΑθ 820/2009 Δνη 2009/1476 και ΕφΑΔ 2010, 113. Όλα αυτά με την επιφύλαξη της αποδοχής της άποψης περί κατάσχεσης κατά τις 1022επ. Κ.Πολ.Δ..
  18. Βλ. Βαθρακοκοίλη Βασιλείου, Αναλυτική Ερμηνεία Νομολογία Αστικού Κώδικα, Γ’ Έκδοση, Αθήνα 1994, τ. 2, σ. 1668, [όμως ο ίδιος στο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Αθήνα 1997, τ. 6, σ. 161επ., εκθέτει την αντίθετη άποψη), Ρούσσο σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, Εκδοτικός Οίκος Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήνα 1985, τ. 6, σ. 126, και ΠρΑθ. 14507/81 ΝοΒ 29, 1583, Γνμ ΕισΠρΜεσολ. 1/1974 Δνη 1975/531. Οι θιασώτες της άποψης αυτή δέχονται πάντως ότι το ενοχικό δικαίωμα της άσκησης της επικαρπίας μπορεί να κατασχεθεί (ως και τα περισσότερα ενοχικά δικαιώματα). [για την κατάσχεση του δικαιώματος άσκησης της επικαρπίας και τη διάκριση της από την κατάσχεση της ίδιας της επικαρπίας βλ. Μπρίνια Ιωάννη, Κατάσχεσις Επικαρπίας και Ψιλής Κυριότητος, στον Τόμο Προς Τιμήν Γ. Θ. Ράμμου, σ. 737επ., όπου και αποκρούεται η άποψη ότι ο υπερθεματιστής σε πλειστηριασμό της επικαρπίας αποκτά μόνο το ενοχικό δικαίωμα άσκησης αυτής και όχι το εμπράγματο της ίδιας επικαρπίας.] Τέλος, οι περισσότεροι συγγραφείς, αλλά και η νομολογία δέχονται ότι κατάσχεση της επικαρπίας χωρεί όταν με τη συστατική πράξη αυτής έχει συμφωνηθεί η δυνατότητα μεταβίβασης. Βλ. ΜΠΑθ. 20415/1997 ΝοΒ 2000, 64.
  19. Ειδικά στην περίπτωση της επικαρπίας η αιτία του ακατασχέτου αυτής είναι ο προσωποπαγής χαρακτήρας της. Το εμπράγματο αυτό δικαίωμα συνίσταται στον αποχωρισμό από την κυριότητα ευρύτατων εξουσιών. Πρόκειται, δηλαδή, για σημαντικό περιορισμό του δικαιώματος του κυρίου επί του πράγματος. Ο τελευταίος επιλέγει συνήθως να παραχωρήσει σε κάποιον άλλο την επικαρπία βάσει ορισμένης ιδιαίτερης σχέσης εύνοιας και εμπιστοσύνης που τους συνδέει. Προκειμένου να μην πληγεί η εμπιστοσύνη αυτή και να μην καταστεί ο περιορισμός της κυριότητος «βάναυσος» για τον ψιλό κύριο, εισήχθη η απαγόρεση μεταβιβάσεως της επικαρπίας από τον επικαρπωτή. Δυνατή είναι μόνο η μεταβίβαση της άσκησης της επικαρπίας για την οποία θα γίνει λόγος κατωτέρω. Βλ. Βαβούσκου Κωνσταντίνου, Εγχειρίδιον Εμπραγμάτου Δικαίου, Εκδοτικός Οίκος Αφοί Π. Σάκκουλα, δ’ έκδοση, Θεσσαλονίκη-Αθήνα 1972, σ. 268επ.
  20. Βλ. Βαθρακοκοίλη Βασιλείου, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Αθήνα 1997, τ. 6, σ. 161επ, Νικολόπουλου Γιώργου, Αναγαστική Εκτέλεση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή 2002, σ.188, Γέσιου-Φαλτση Πελαγία, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη/ Δίκαιο & Οικονομία Π. Ν. Σάκκουλας,, 2001, τ. 2 , σ. 244επ., Μπρίνιας Ι., ο.π. υπ. 2, σ. 736επ., Βαβούσκου Κ., ο.π. υπ. 3, σ. 269.
  21. Βλ. ΕΑ 7899/1993 ΕλλΔνη 1997, 1893, ΕΑ 7567/1991 Δνη 1993, 641, ΕΠειρ. 1175/1990 Δνη 1992, σ. 412. ΕΚερκ. 64/2001 NOMOS 307465, ΔΕΠειρ. 1392/1999 Δδίκη 1999/1193.
  22. Βλ. ΔΕΠειρ. 1392/1999 Δδίκη 1999/1193
  23. Θα μπορούσε κάποιος να προχωρήσει παραπέρα, εκφράζοντας την άποψη ότι και μόνο το γεγονός ότι η 1166 ΑΚ δεν είναι διάταξη αναγκαστικού δικαίου, φανερώνει την πρόθεση του νομοθέτη να απαγορεύσει τη δίχως τη συγκατάθεση του ψιλού κυρίου μεταβίβαση της επικαρπίας μόνο εκεί όπου δεν συντρέχει αποχρών λόγος μεταβίβασης. Τέτοιος λόγος, όμως συντρέχει επί αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση εννόμου συμφέροντος δανειστή του επικαρπωτού
  24. Βλ. ΕΑ 7899/1993, Ελλ Δνη 1997, 1893, ΕΠειρ. 1175/1990 Δνη 1992, σ. 412, Γέσιου-Φαλτσή Π., ο.π. υπ. 4, σ. 245.
  25. Βλ. Μπρίνια Ι, ο.π. υπ. 2, σ. 741
  26. Βλ. Μπρίνια Ιωάννη, Αναγκαστική Εκτέλεσις, β’ έκδοση, Αθήνα 1982, τ. 4, σ. 1514, Γέσιου-Φαλτσή Π., ο.π. υπ. 4, σ. 245επ. σημ. 18.
  27. Βλ. Μπρίνια Ι., ο.π. υπ. 10, σ. 1514, Γέσιου-Φαλτσή Π., ο.π. υπ. 4, σ. 245επ. σημ. 18. 
  28. EA 8358/1991 NoB 1992, 287, και Κεραμέως- Κονδύλη- Νίκα, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ., Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκα & Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα & Δίκαιο και Οικονομία/Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Κομοτηνή 2000, τ. 2, σ. 1930.
  29. Βλ. Μπρίνια Ι., ο.π. υπ. 2, σ. 739.
  30. Βλ. ο.π., σ. 739.
  31. Περαιτέρω, δόλια παραίτηση του επικαρπωτού θα οδηγούσε σε απόσβεση της επικαρπίας και άρα του δικαιώματος άσκησής της. Ακόμη και αν μία τέτοια παραίτηση κρινόταν άκυρη έναντι του κατασχόντος δανειστή (βλ. 997 Κ.Πολ.Δ.) ή γινόταν δεκτό πως ο ασκών πλεόν την επικαρπία υπερθεματιστής προστατεύεται από τις 1164, και 614επ. ΑΚ, οι προκαλούμενη αναστάτωση θα τους  επιβάρυνε αδικαιολογήτως (βλ. κατωτέρω)
  32. Βλ. ΕΑ 8358/1991 ΝοΒ 199, 287 και Κεραμέως- Κονδύλη- Νίκα, ο.π. υπ.12, τ. 2, σ. 1930.
  33. Βλ. Μπρίνια, ο.π. υπ. 10, σ. 737 υπ. 27, όπου παραθέτει τα υποστηριχθέντα από τους Αλ Βαμβέτσο, Γ. Μητσόπουλο και Θ. Λιβαθηνό: «η επικαρπία, [. . . ] είναι ακριβώς το δικαίωμα όπερ, ως εκ της φύσεώς του, δεν είναι δεκτικόν αποδοτικώς εν πλειστηριασμώ εκποιήσεως, μεταβληθησομένης εις καθαρόν παίγνιον (αφού ουδείς δύναται να γνωρίζει την διάρκειαν της ζωής του επικαρπωτού) και μόνον δι’ αναγκαστικής διαχειρίσεως δύναται να αγάγη εις ικανοποίησιν του δανειστού, χωρίς παράλογον ζημίαν του καθ’ ου η εκτέλεσις».
  34. Βλ. ΑΠ 280/2011 ΕφΑΔ 2011, 887 και ΧρΙΔ 2011, 590 και Δνη 2011, 763 – ΕφΑθ 820/2009 Δνη 2009/1476 και ΕφΑΔ 2010, 113. Όλα αυτά με την επιφύλαξη της αποδοχής της άποψης περί κατάσχεσης κατά τις 1022επ. Κ.Πολ.Δ..

ΑΡΙΘΜΟΣ : …………….
ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΕΝΑΣΚΗΣΕΩΣ ΕΠΙΚΑΡΠΙΑΣ ΟΡΙΖΟΝΤΙΑΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΓΙΑ ΟΡΙΣΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ



Στ…………………… σήμερα,  στις ……… του μηνός ……………….. του έτους δύο χιλιάδες ……..  ημέρα ………………..,  στο γραφείο μου στην οδό …………………… σε μένα τ…..  συμβολαιογράφο και κάτοικο  ………………… , που εδρεύω ενταύθα, εμφανίστηκαν οι μη εξαιρούμενοι  από το νόμο : αφ’ ενός ο  ..............................................................................................................................................................................................................................................................................................................και αφετέρου ………………………………………………………………………………… ……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………...……………………………
οι οποίοι ζήτησαν να συνταχθεί το παρόν και δήλωσαν, συμφώνησαν και αποδέχθηκαν τα ακόλουθα :

Ο αφ ενός συμβαλλόμενος ……………………………………. δήλωσε ότι έχει στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του ένα διαμέρισμα του …… (  )  πάνω από το ισόγειο ορόφου πολυκατοικίας που ανεγέρθηκε σε οικόπεδο που βρίσκεται μέσα στο εγκεκριμένο σχέδιο του Δήμου ………………….. και στην οδό ……………………..αρ. …… , το οποίο έχει εμβαδόν μέτρα τετραγωνικά …………………………………(   τ.μ. ) .
Στη συνέχεια ο αφ’ ενός συμβαλλόμενος ………………………………. δήλωσε  ότι το ενοχικό δικαίωμα ενασκήσεως της επικαρπίας του παραπάνω περιγραφόμενου διαμερίσματος, μεταβιβάζει και παραδίνει προς την αφ’ ετέρου συμβαλλόμενη ……………………………… για χρονικό διάστημα ……….. (   )  ετών το οποίο αρχίζει από σήμερα ……………………………………………………......
και λήγει στις …………………………………………………………………………………
με όλα τα γενικά τα έπ’ αυτού δικαιώματα του και τις συναφείς αγωγές και ενστάσεις του ακόμη και εκείνες της προστασίας της νομής και της απόδοσης της χρήσης μισθωμένου ακινήτου, υποσχόμενος και εγγυώμενος την πιο πάνω οριζόντια ιδιοκτησία ελεύθερη και απαλλαγμένη από κάθε βάρος, χρέος, υποθήκη, προσημείωση, εκκίνηση από τρίτο πρόσωπο, απαίτηση από κληρονομιά ή άλλη αιτία, διεκδίκηση, κατάσχεση, μεσεγγύηση, φόρους, τέλη και εισφορές, δουλεία, ρυμοτομία, απαλλοτρίωση, προσκύρωση, ορθογωνισμό και αποζημίωση από τις αιτίες αυτές, αμφισβήτηση, διαφορά και κάθε άλλο νομικό ελάττωμα.
Δήλωσε ακόμη ο αφ’ ενός συμβαλλόμενος ότι αποξενώνεται από κάθε τίτλο και δικαίωμα σχετικό με την ενάσκηση του δικαιώματος της επικαρπίας στην πιο πάνω περιγραφόμενη ιδιοκτησία για χρονικό διάστημα …….. (   ) ετών και η προς την οποία η μεταβίβαση δικαιούται για το παραπάνω χρονικό διάστημα να έχει την άμεση χρήση, εκμετάλλευση και κάρπωση αυτής και να απολαμβάνει όλα τα εξ’ αυτής πάσης φύσεως ωφελήματα .
Η αφ’ ετέρου συμβαλλόμενη ……………………………………………………… δήλωσε ότι αποδέχεται την προς αυτήν μεταβίβαση και παραχώρηση του δικαιώματος της ενασκήσεως της επικαρπίας της παραπάνω περιγραφόμενης οριζόντιας ιδιοκτησίας και για χρονικό διάστημα …… (  ) ετών από σήμερα και ότι αποδέχεται όλα τα παραπάνω .
Σε βεβαίωση όλων των παραπάνω συντάχθηκε το παρόν εις διπλούν και υπογράφεται από τους συμβαλλόμενους , έλαβε δε καθένας απ’ αυτούς από ένα πρωτότυπο .

ΟΙ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΙ



 

ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ - Πότε θεωρείτε εισόδημα από εμπορική επιχείρηση το κέρδος από πώληση οικοδομών

Previous: Επικαρπία και Ψιλή Κυριότητα - ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟΥ ΕΠΙΚΑΡΠΙΑΣ - Η επικαρπία στα ακίνητα (άρθρο 15 του Ν 2961/2001) - ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ - Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΣΤΟΝ ΨΙΛΟ ΚΥΡΙΟ (ΑΚ 1151).. Η μεταβίβαση του δικαιώματος ενάσκησης της επικαρπίας και η αλλαγή στο φορολογικό καθεστώς αυτής με το νόμο 3842/2010 Η επικαρπία είναι εμπράγματο δικαίωμα και αποτελεί μέρος της πλήρους κυριότητας. Το άλλο μέρος είναι η ψιλή κυριότητα που είναι και αυτή εμπράγματο δικαίωμα...ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΕΝΑΣΚΗΣΕΩΣ ΕΠΙΚΑΡΠΙΑΣ ΟΡΙΖΟΝΤΙΑΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΓΙΑ ΟΡΙΣΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ - Κατάσχεση &Πλειστηριασμός Επικαρπίας
$
0
0

Επικαρπία και Ψιλή Κυριότητα - ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟΥ ΕΠΙΚΑΡΠΙΑΣ - Η επικαρπία στα ακίνητα (άρθρο 15 του Ν 2961/2001) - ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ - Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΣΤΟΝ ΨΙΛΟ ΚΥΡΙΟ (ΑΚ 1151).. Η μεταβίβαση του δικαιώματος ενάσκησης της επικαρπίας και η αλλαγή στο φορολογικό καθεστώς αυτής με το νόμο 3842/2010 Η επικαρπία είναι εμπράγματο δικαίωμα και αποτελεί μέρος της πλήρους κυριότητας. Το άλλο μέρος είναι η ψιλή κυριότητα που είναι και αυτή εμπράγματο δικαίωμα...ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΕΝΑΣΚΗΣΕΩΣ ΕΠΙΚΑΡΠΙΑΣ ΟΡΙΖΟΝΤΙΑΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΓΙΑ ΟΡΙΣΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ - Κατάσχεση & Πλειστηριασμός Επικαρπίας

Πότε θεωρείτε εισόδημα από εμπορική επιχείρηση το κέρδος από πώληση οικοδομών

---

Αποδοχή της με αρ. 532/2012 γνωμοδότησης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους σχετικά με την εφαρμογή διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του ΚΦΕ σε περιπτώσεις πωλήσεων ακινήτων που αποκτήθηκαν από επαχθή ή μη επαχθή αιτία.

Σας κοινοποιούμε για ενημέρωσή σας την 532/2012 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που έγινε δεκτή από τον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων.

Με την γνωμοδότηση αυτή έγινε δεκτό ότι, κατά την έννοια των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του ΚΦΕ εισόδημα από εμπορική επιχείρηση είναι αυτό που προκύπτει από την ανέγερση μεμονωμένης πολυόροφης οικοδομής επί ιδιοκτήτου οικοπέδου, εφόσον η ανέγερση δεν γίνεται προς τον σκοπό αξιοποιήσεως κεφαλαίου, αλλά προς τον σκοπό επιτεύξεως κέρδους από την μεταβίβαση των οριζόντιων ιδιοκτησιών της οικοδομής. Ο σκοπός αυτός δύναται να συναχθεί από συναφή προς την ανέγερση της οικοδομής περιστατικά, όπως το μέγεθος της οικοδομής, η ανέγερση της σε χρόνο που δεν απέχει πολύ από την απόκτηση του οικοπέδου, η πώληση των διαμερισμάτων κλπ., σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, η αναλογία μεταξύ των διαμερισμάτων που πωλήθηκαν και εκείνων που παρέμειναν στον ιδιοκτήτη, η διαφορά μεταξύ της αξίας κτήσεως και πωλήσεως. Η κρίση, όμως, περί της συνδρομής ή μη του ανωτέρω σκοπού ανάγεται στην αρμοδιότητα της φορολογικής αρχής, εκφέρεται κατά συγκεκριμένη περίπτωση και υπόκειται στον έλεγχο των αρμοδίων δικαστηρίων.

Επίσης, για τον χαρακτηρισμό του εισοδήματος που προκύπτει από την ανέγερση μεμονωμένης πολυώροφης οικοδομής επί οικοπέδου ως εισοδήματος από εμπορική επιχείρηση, ουδόλως ενδιαφέρει ο τρόπος κατά τον οποίο ο ιδιοκτήτης απέκτησε το συγκεκριμένο ακίνητο και ειδικότερα εάν περιήλθε σε αυτόν από δωρεά, κληρονομιά ή αγορά, ο δε χαρακτηρισμός αυτός δεν αναιρείται ούτε εκ του γεγονότος ότι η ανέγερση δεν πραγματοποιήθηκε από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη, αλλά με ανάθεση σε εργολάβο με το σύστημα της αντιπαροχής, ούτε εκ του γεγονότος ότι η ανέγερση της οικοδομής ή και η πώληση των διαμερισμάτων δεν έγιναν με τη συστηματική οργάνωση επιχειρήσεως αγοραπωλησίας ακινήτων, καθόσον, εμπορική επιχείρηση αποτελεί και η μεμονωμένη ή συμπτωματική πράξη, που αποβλέπει στην επίτευξη κέρδους.

Τέλος, η προϋπόθεση πωλήσεως μέσα σε δύο έτη από την απόκτηση του ακινήτου δεν έχει εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση, καθόσον αναφέρεται στην δεύτερη περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 28 και συγκεκριμένα στην πώληση εδαφικών εκτάσεων που βρίσκονται εκτός σχεδίου πόλεως και είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και όχι στην ανέγερση και μεταβίβαση οριζόντιων ιδιοκτησιών επί ιδιοκτήτου οικοπέδου, η οποία συνιστά μεμονωμένη πράξη αγοραπωλησίας ακινήτων και αποτελεί διαφορετική περίπτωση.


  Δείτε περισσότερα



ΠΟΛ.1047/11.3.2013 Αποδοχή της με αρ. 532/2012 γνωμοδότησης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους σχετικά με την εφαρμογή διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του ΚΦΕ σε περιπτώσεις πωλήσεων ακινήτων που αποκτήθηκαν από επαχθή ή μη επαχθή αιτία (Αποδοχή της με αρ. 532/2012 γνωμοδότησης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους σχετικά με την εφαρμογή διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του ΚΦΕ σε περιπτώσεις πωλήσεων ακινήτων που αποκτήθηκαν από επαχθή ή μη επαχθή αιτία) Κατηγορία: Φορολογία Εισοδήματος Αθήνα, 11 Μαρτίου 2013 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΤΜΗΜΑ Α'Ταχ. Δ/νση :Καρ. Σερβίας 10 Ταχ. Κώδικας: 10184 ΑΘΗΝΑ Πληροφορίες: Γ. Βαρνάκου Τηλέφωνο :210-3375314 FAX :210-3375001 ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ ΠΟΛ 1047 ΘΕΜΑ: Αποδοχή της με αρ. 532/2012 γνωμοδότησης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους σχετικά με την εφαρμογή διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του ΚΦΕ σε περιπτώσεις πωλήσεων ακινήτων που αποκτήθηκαν από επαχθή ή μη επαχθή αιτία. Σας κοινοποιούμε για ενημέρωσή σας την 532/2012 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που έγινε δεκτή από τον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων. Με την γνωμοδότηση αυτή έγινε δεκτό ότι, κατά την έννοια των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του ΚΦΕ εισόδημα από εμπορική επιχείρηση είναι αυτό που προκύπτει από την ανέγερση μεμονωμένης πολυόροφης οικοδομής επί ιδιοκτήτου οικοπέδου, εφόσον η ανέγερση δεν γίνεται προς τον σκοπό αξιοποιήσεως κεφαλαίου, αλλά προς τον σκοπό επιτεύξεως κέρδους από την μεταβίβαση των οριζόντιων ιδιοκτησιών της οικοδομής. Ο σκοπός αυτός δύναται να συναχθεί από συναφή προς την ανέγερση της οικοδομής περιστατικά, όπως το μέγεθος της οικοδομής, η ανέγερση της σε χρόνο που δεν απέχει πολύ από την απόκτηση του οικοπέδου, η πώληση των διαμερισμάτων κλπ., σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, η αναλογία μεταξύ των διαμερισμάτων που πωλήθηκαν και εκείνων που παρέμειναν στον ιδιοκτήτη, η διαφορά μεταξύ της αξίας κτήσεως και πωλήσεως. Η κρίση, όμως, περί της συνδρομής ή μη του ανωτέρω σκοπού ανάγεται στην αρμοδιότητα της φορολογικής αρχής, εκφέρεται κατά συγκεκριμένη περίπτωση και υπόκειται στον έλεγχο των αρμοδίων δικαστηρίων. Επίσης, για τον χαρακτηρισμό του εισοδήματος που προκύπτει από την ανέγερση μεμονωμένης πολυώροφης οικοδομής επί οικοπέδου ως εισοδήματος από εμπορική επιχείρηση, ουδόλως ενδιαφέρει ο τρόπος κατά τον οποίο ο ιδιοκτήτης απέκτησε το συγκεκριμένο ακίνητο και ειδικότερα εάν περιήλθε σε αυτόν από δωρεά, κληρονομιά ή αγορά, ο δε χαρακτηρισμός αυτός δεν αναιρείται ούτε εκ του γεγονότος ότι η ανέγερση δεν πραγματοποιήθηκε από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη, αλλά με ανάθεση σε εργολάβο με το σύστημα της αντιπαροχής, ούτε εκ του γεγονότος ότι η ανέγερση της οικοδομής ή και η πώληση των διαμερισμάτων δεν έγιναν με τη συστηματική οργάνωση επιχειρήσεως αγοραπωλησίας ακινήτων, καθόσον, εμπορική επιχείρηση αποτελεί και η μεμονωμένη ή συμπτωματική πράξη, που αποβλέπει στην επίτευξη κέρδους. Τέλος, η προϋπόθεση πωλήσεως μέσα σε δύο έτη από την απόκτηση του ακινήτου δεν έχει εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση, καθόσον αναφέρεται στην δεύτερη περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 28 και συγκεκριμένα στην πώληση εδαφικών εκτάσεων που βρίσκονται εκτός σχεδίου πόλεως και είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και όχι στην ανέγερση και μεταβίβαση οριζόντιων ιδιοκτησιών επί ιδιοκτήτου οικοπέδου, η οποία συνιστά μεμονωμένη πράξη αγοραπωλησίας ακινήτων και αποτελεί διαφορετική περίπτωση. Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΓΕΝΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΡΙΤΣΕΛΗΣ

Πηγή: http://www.taxheaven.gr

Viewing all 1850 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>