Quantcast
Channel: ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live

ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ ΟΡΙΖΟΝΤΙΑΣ - ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ -Από τις διατάξεις των άρθρων 953, 954, 993, 1002, 1117 ΑΚ, 1, 14 του ν. 3741/1929, 1, 2 του ν. δ. 1024/1971, 1, 6 του ν. 1562/1985 και 480 Α` του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η έννομη σχέση της οριζόντιας ή (και) κάθετης ιδιοκτησίας μπορεί να συσταθεί μόνο με δικαιοπραξία (μονομερή εν ζωή δικαιοπραξία του κυρίου του ακινήτου, σύμβαση του κυρίου με τρίτο ή τρίτους, σύμβαση των συγκυρίων είτε μεταξύ τους είτε με τρίτο ή τρίτους, δωρεά αιτία θανάτου ή διαθήκη του κυρίου) ή με δικαστική απόφαση %). Σύσταση της εν λόγω έννομης σχέσεως με χρησικτησία (τακτική ή έκτακτη) δεν είναι δυνατή (642/2012, 1832/2014 ΑΠ ΑΠ 56/2011, ΑΠ 994/2008, ΑΠ 630/2006, ΑΠ 2037/1990, ΤΝΠ Νomos)ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ -Μον.Πρωτ. Θες/νικης 12148/2015 ΕΦΕΤΕΙΟ Τόπος: ΛΑΡΙΣΗΣ Αριθ. Απόφασης: 35 Ετος: 2014

Next: Κτήση κυριότητας επί τμήματος οικοπέδου με χρησικτησία (Άρειος Πάγος - Αριθμός απόφασης 56/2011) Περίληψη: Οριζόντια ιδιοκτησία. Δεν είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με χρησικτησία. Κατάτμηση οικοπέδου. Δυνατή η κτήση κυριότητας επί τμήματος οικοπέδου με χρησικτησία, έστω και αν αυτή επάγεται τη δημιουργία μη άρτιων οικοπέδων. Περίπτωση ανέγερσης σε οικόπεδο διόροφης οικοδομής, η οποία υπήχθη στις διατάξεις περί οριζόντιας ιδιοκτησίας με ποσοστά στο οικόπεδο και δεύτερης αυτοτελούς οικοδομής. Κρίνεται ότι πρόκειται για κατάτμηση του οικοπέδου από την οποία προέκυψαν δύο αυτοτελείς και διακεκριμένες ιδιοκτησίες και όχι για σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας. Εννοια διδαγμάτων κοινής πείρας. Απορρίπτει αναίρεση κατά της υπ΄ αριθμ. 382/2007 απόφασης Εφετείου Πατρών
Previous: ΑΠ 30/2019 - Εν προκειμένω, από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), προκύπτει, ότι με την 138/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης απορρίφθηκε η από 4-1-1999 αναγνωριστική αγωγή κληρονομικού δικαιώματος του αναιρεσείοντος κατά της αναιρεσίβλητης, έγινε δεκτή η από 14-4-1998 περί κλήρου αγωγή της αναιρεσίβλητης κατά του αναιρεσείοντος και υποχρεώθηκε ο τελευταίος να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη το ποσό
$
0
0
Από τις διατάξεις των άρθρων 953, 954, 993, 1002, 1117 ΑΚ, 1, 14 του ν. 3741/1929, 1, 2 του ν. δ. 1024/1971, 1, 6 του ν. 1562/1985 και 480 Α` του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η έννομη σχέση της οριζόντιας ή (και) κάθετης ιδιοκτησίας μπορεί να συσταθεί μόνο με δικαιοπραξία (μονομερή εν ζωή δικαιοπραξία του κυρίου του ακινήτου, σύμβαση του κυρίου με τρίτο ή τρίτους, σύμβαση των ...
συγκυρίων είτε μεταξύ τους είτε με τρίτο ή τρίτους, δωρεά αιτία θανάτου ή διαθήκη του κυρίου) ή με δικαστική απόφαση (σε δίκη διανομής κοινού ακινήτου ή μετά από αίτηση συγκυρίου ή συγκυρίων ακινήτου κατά ποσοστό τουλάχιστον 65%). Σύσταση της εν λόγω έννομης σχέσεως με χρησικτησία (τακτική ή έκτακτη) δεν είναι δυνατή (642/2012, 1832/2014 ΑΠ ΑΠ 56/2011, ΑΠ 994/2008, ΑΠ 630/2006, ΑΠ 2037/1990, ΤΝΠ Νomos).Και τούτο, διότι, πέραν του προβλεπόμενου ως άνω περιορισμένου κύκλου των τρόπων συστάσεως της, η επιτρεπόμενη κατ` άρθρο 993 ΑΚ νομή επί συστατικού μέρους πράγματος (ορόφου, διαμερίσματος κ. ά.) δεν μπορεί να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας του με χρησικτησία, άρα ούτε στη σύσταση οροφοκτησίας. Έτσι, χρησικτησία είναι δυνατή μόνον επί ήδη νομίμως συνεστημένης χωριστής κυριότητας επί ορόφου ή διαμερίσματος ορόφου ή επί αυτοτελών οικοδομημάτων σε ενιαίο οικόπεδο

+++++++++++++++++++++
Γενικά
Οι σχετικές διατάξεις που ρυθμίζουν τους τρόπους σύστασης οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας περιέχονται:
  • στο άρθρο 14 του ν. 3741/1929, το οποίο ορίζει ότι «η διά του παρόντος αναγνωριζομένη κατ'ορόφους ή διαμερίσματα τούτων διηρημένη ιδιοκτησία, χωρεί μόνον εφ'όσον υπάρξη περί αυτής ρητή συμφωνία ή πράξις τελευταίας βουλήσεως,
  • στο άρθρο 1002 Αστικού Κώδικα, το οποίο ορίζει ότι κυριότητα χωριστή σε όροφο οικοδομής ή σε διαμερίσματα ορόφου μπορεί να συσταθεί μόνο με δικαιοπραξία του κυρίου του όλου ακινήτου
  • στο άρθρο 2 του ν.δ. 1024/1971, το οποίο ορίζει ότι «διηρημένη ιδιοκτησία επί των περιπτώσεων, των προβλεπομένων υπό του ν. 3741/1929 «περί της ιδιοκτησίας κατ'ορόφους» ή του παρόντος, συνιστάται είτε διά δικαιοπραξίας εν ζωή ή αιτία θανάτου του κυρίου του οικοπέδου είτε διά συμβάσεως των τυχόν συγκυρίων αυτού»
  • στα άρθρα 480Α επ. του ΚΠολΔ και στα άρθρα 1 επ. του ν. 1562/1985, σύμφωνα με τα οποία είναι δυνατή η σύσταση οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας με δικαστική απόφαση, που μπορεί να εκδοθεί α) σε δίκη διανομής κοινού ακινήτου (ΚΠολΔ 480Α) και β) μετά από αίτηση συγκυρίου ή συγκυρίων τουλάχιστον κατά 65% ακινήτου (ν. 1562/1985 άρθρα 1 επ.).
Οι παραπάνω διατάξεις, κατά γενικά κρατούσα γνώμη, ισχύουν παράλληλα και καμμία από αυτές δεν έχει καταργήσει - ρητά ή σιωπηρά - την προγενέστερή της. Κατά συνέπεια η συστατική δικαιοπραξία οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας, στηριζόμενη στη βούληση του κυρίου ή των συγκυρίων του ακινήτου, μπορεί να είναι:
1.   Μονομερής εν ζωή δικαιοπραξία του (μοναδικού) κυρίου του ακινήτου.
2.   Σύμβαση του (μοναδικού) κυρίου του ακινήτου με τρίτο ή τρίτους.
3.   Σύμβαση των συγκυρίων του ακινήτου μεταξύ τους.
4.   Σύμβαση των συγκυρίων του ακινήτου με τρίτο ή με τρίτους.
5.   Διαθήκη (διάταξη τελευταίας βούλησης) του μοναδικού κυρίου του ακινήτου.
6.   Δωρεά αιτία θανάτου.
Σύσταση με μονομερή εν ζωή δικαιοπραξία (μοναδικού) κυρίου του ακινήτου
Πριν από την ισχύ του ν.δ. 1024/1971, η επικρατούσα άποψη στηριζόταν στη γραμματική διατύπωση του άρθρου 14 του ν. 3741/1929 και θεωρούσε ότι δεν ήταν δυνατή η σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, παρά μόνο με σύμβαση του κυρίου με εκείνον που αποκτούσε οριζόντια ιδιοκτησία, καθώς και με μονομερή αιτία θανάτου δικαιοπραξία. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι ενώ το άρθρο 1002 του Αστικού Κώδικα επέτρεψε τη σύσταση με μονομερή δικαιοπραξία του κυρίου του ακινήτου, η κρατούσα γνώμη συνέχισε να αποκλείει τη σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας με μονομερή εν ζωή δικαιοπραξία, που τελικά καθιερώθηκε χωρίς αμφισβητήσεις από το άρθρο 2 του ν.δ. 1024/1971. Στη μονομερή εν ζωή δικαιοπραξία συστάσεως οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας είναι χρήσιμο να σημειώσουμε τα εξής. Δικαιοπρακτών είναι ο μοναδικός κύριος του ακινήτου, που προβαίνει σε Δήλωση ενώπιον του συμβολαιογράφου ότι συνιστά στο λεπτομερώς περιγραφόμενο (κατ'είδος, θέση, έκταση, όρια, προέλευση....) ακίνητό του οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία. Κατά την γενικά κρατούσα, σε θεωρία και νομολογία, γνώμη, δεν απαιτείται η χρησιμοποίηση πανηγυρικών εκφράσεων, ούτε αναφορά στην ειδική νομοθεσία, αλλά πρέπει να προκύπτει με σαφήνεια η βούληση συστάσεως. Στην οριζόντια ιδιοκτησία η οικοδομή (ήδη κατασκευασμένη, κατασκευαζόμενη ή σχεδιαζόμενη) πρέπει να διαιρεθεί σε δύο τουλάχιστον μέρη (ορόφους ή διαμερίσματα ορόφων) και να συσταθούν δύο τουλάχιστον χωριστές οριζόντιες ιδιοκτησίες για να δημιουργηθεί η σχέση οριζόντιας ιδιοκτησίας. Στην κάθετη ιδιοκτησία πρέπει να υπάρχουν δύο τουλάχιστον αυτοτελή οικοδομήματα (ήδη κατασκευασμένα, κατασκευαζόμενα ή σχεδιαζόμενα) και να συσταθούν δύο τουλάχιστον διηρημένες ιδιοκτησίες για να δημιουργηθεί η σχέση κάθετης ιδιοκτησίας. Από την περιγραφή των διηρημένων ιδιοκτησιών πρέπει να προκύπτει η ταυτότητα κάθε οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας (σύμφωνα με το άρθρο 1196 του Αστικού Κώδικα η μεταγραφή είναι άκυρη αν δεν προκύπτει από τη πράξη που μεταγράφεται η ταυτότητα του ακινήτου). Η αναφορά σε σχεδιαγράμματα είναι σκόπιμη και γίνεται στην πράξη για την ακριβέστερη περιγραφή, είναι όμως απαραίτητη στην περίπτωση που το οικόπεδο δεν είναι ακόμη οικοδομημένο. Αναφορά του ποσοστού συγκυριότητας στο έδαφος και στα άλλα κοινά πράγματα δεν απαιτείται, είναι όμως σκόπιμη για να μη δημιουργούνται ανάμεσα στους συνιδιοκτήτες διαφορές από την ασάφεια των συμβολαιογραφικών εγγράφων. Δεν είναι απαραίτητο το ποσοστό συγκυριότητας να είναι ανάλογο προς την αξία των αντικειμένων της χωριστής κυριότητας. Αν όμως δεν ορισθεί το αναλογούν ποσοστό συγκυριότητας, αυτό θα αντιστοιχεί προς την αξία του ορόφου ή του διαμερίσματος ή της αυτοτελούς οικοδομής. Το σύνολο των ποσοστών πρέπει να καλύπτει το 100% του εδάφους και των κοινών. Ο κανονισμός της οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας δεν είναι απαραίτητο να περιέχεται στη συστατική πράξη, δεδομένου ότι μπορεί να συνταχθεί με ιδιαίτερη πράξη ή να μη συνταχθεί και να εφαρμόζονται οι σχετικές ρυθμίσεις του ν. 3741/1929. Η δικαιοπραξία αυτή θεωρείται αναιτιώδης. Σύμφωνα δε με τη γενική διάταξη του άρθρου 369 του Α.Κ., ως εμπράγματη δικαιοπραξία περί ακινήτου, πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και να μεταγραφεί (άρθρο 1192 Α.Κ.). Αλλά και σύμφωνα με το άρθρο 13 του ν. 3741/1929 κάθε σύμβαση, που κανονίζει ή μεταβάλλει τα αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις των ιδιοκτητών γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και καταχωρίζεται στο βιβλίο των μεταγραφών. Ο τύπος αυτός είναι συστατικός. Η κυριότητα στις αυτοτελείς διαιρεμένες ιδιοκτησίες αποκτάται με τη μεταγραφή. Το αρχικά ένα εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας στο ακίνητο μεταβάλλεται σε έννομη σχέση οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας ή σε όσες αντίστοιχα συνέστησε με τη μονομερή δικαιοπραξία του ο μοναδικός κύριος του ακινήτου.
Σύσταση με σύμβαση του (μοναδικού) κυρίου του ακινήτου με τρίτο ή τρίτους
Ο μοναδικός κύριος του ακινήτου συνάπτει σύμβαση με τρίτο ή τρίτους, με την οποία μεταβιβάζει σ'αυτούς ορόφους ή διαμερίσματα ορόφων της ήδη κατασκευασμένης, κατασκευαζόμενης ή σχεδιαζόμενης οικοδομής του κι έτσι δημιουργούνται οριζόντιες ιδιοκτησίες ή μεταβιβάζει σ'αυτούς μία ή περισσότερες (ήδη κατασκευασμένες, κατασκευαζόμενες ή σχεδιαζόμενες) αυτοτελείς οικοδομές στο ίδιο οικόπεδο κι έτσι δημιουργούνται κάθετες ιδιοκτησίες. Υποστηρίζεται η άποψη (Μ. Καλλιμόπουλος, Απ. Μπουρνιάς) ότι στη σύμβαση αυτή περιέρχονται δύο δικαοπραξίες α) η μονομερής δικαιοπραξία του μοναδικού κυρίου του ακινήτου, με την οποία συνιστώνται οριζόντιες ή κάθετες ιδιοκτησίες και β) η σύμβαση μεταξύ του κυρίου όλων των οριζόντιων ή κάθετων πλέον ιδιοκτησιών και του τρίτου ή των τρίτων, με την οποία μεταβιβάζονται σ'αυτούς οι συσταθείσες οριζόντιες ή κάθετες ιδιοκτησίες. Δηλαδή η σύμπραξη του τρίτου ή των τρίτων δεν απαιτείται για τη σύσταση, αλλά για την απόκτηση απ'αυτούς οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας. Κατά τον Ι. Σπυριδάκη η κρατούσα γνώμη δεν κάνει την διάκριση αυτή. Δηλαδή η σχέση δημιουργείται με τη μεταβίβαση στον τρίτο ή τους τρίτους οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας. Έχουμε συμβατική σύσταση οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας. Δηλαδή συγχρόνως με τη μεταβίβαση δημιουργείται και η μεταβιβαζόμενη οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία και βέβαια ό,τι δεν μεταβιβάζεται παραμένει στον μεταβιβάζοντα ως ιδιοκτησία του (οριζόντια ή κάθετη). Συμβαλλόμενοι είναι α) ο μοναδικός κύριος του ακινήτου, που μεταβιβάζει οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία και β) ο τρίτος ή οι τρίτοι που αποκτούν την οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία. Στην εν λόγω σύμβαση, που πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, πρέπει να γίνεται περιγραφή του οικοπέδου και των διηρημένων ιδιοκτησιών και να προκύπτει με σαφήνεια η βούληση συστάσεως. Για την αναφορά του ποσοστού συγκυριότητας στο έδαφος και στα άλλα κοινά πράγματα και για τον Κανονισμό ισχύουν τα αναφερόμενα παραπάνω (στη σύσταση με μονομερή εν ζωή δικαιοπραξία). Η σύμβαση αυτή είναι αιτιώδης και η αιτία πρέπει να αναφέρεται στη σύμβαση. Η μεταγραφή πρέπει να γίνει στις μερίδες όλων των μερών και η σύμβαση πρέπει να μεταγραφεί και ως σύσταση σχέσης οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας και ως σύμβαση μεταβίβασης της μεταβιβαζόμενης οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας. Είναι δυνατό να καταρτισθεί προσύμφωνο μεταβιβάσεως οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας, που κι αυτό πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου (166 ΑΚ). Ενδιαφέρουσα περίπτωση τρίτου, είναι η ανάθεση από τον κύριο του οικοπέδου σε εργολάβο της κατασκευής της πολυόροφης οικοδομής (στην οριζόντια ιδιοκτησία) ή των αυτοτελών οικοδομών (στην κάθετη ιδιοκτησία), με αντιπαροχή, θέμα για το οποίο θα γίνει ειδική εισήγηση. -
Σύσταση με σύμβαση των συγκυρίων του ακινήτου μεταξύ τους
Συμβαλλόμενοι είναι όλοι οι συγκύριοι του ακινήτου, στο οποίο είναι χτισμένη, κατασκευάζεται ή πρόκειται να κατασκευασθεί η οικοδομή (στην περίπτωση οριζόντιας ιδιοκτησίας) ή οι αυτοτελείς οικοδομές (στην περίπτωση της κάθετης ιδιοκτησίας), σύμφωνα με την γενικά κρατούσα γνώμη και ιδιαίτερα μετά το ν.δ. 1024/1971, στο άρθρο 2 του οποίου αναγράφεται «(...) είτε διά συμβάσεως των τυχόν συγκυρίων αυτού». Με συμβολαιογραφικό έγγραφο, που υπόκειται σε μεταγραφή σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, συμφωνούν «ρητά» τη σύσταση σχέσεως οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας. Δεν απαιτείται η χρησιμοποίηση πανηγυρικών εκφράσεων (Α.Π. 398/1974 ΝοΒ 22, σελ. 1381), πρέπει όμως να γίνεται περιγραφή του οικοπέδου και των διηρημένων ιδιοκτησιών και να προκύπτει με σαφήνεια η βούληση συστάσεως οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας. Αν δεν έγινε προσδιορισμός των ποσοστών της αναγκαστικής συγκυριότητας στο έδαφος και στα άλλα κοινά πράγματα, οι συμβαλλόμενοι έχουν τα αρχικά ποσοστά συγκυριότητας στο οικόπεδο, ως ποσοστά πλέον αναγκαστικής συγκυριότητας. Συνήθως οι συμβαλλόμενοι συγκύριοι προβαίνουν σε κατανομή των επί μέρους οριζόντιων ή κάθετων ιδιοκτησιών, που συνιστούν, μεταξύ τους, Κατά συνέπεια στη σύμβαση πρέπει να αναφέρεται και να περιγράφεται η οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία που περιέρχεται αποκλειστικά σε καθένα από τους συμβαλλομένους. Από την περιγραφή πρέπει να προκύπτει η ταυτότητα του ακινήτου (η εξατομίκευση των επί μέρους ιδιοκτησιών), διαφορετικά η σύσταση είναι άκυρη. Αλλά και σύμφωνα με το άρθρο 1196 του Α.Κ. αν δεν προκύπτει η ταυτότητα του ακινήτου η μεταγραφή είναι άκυρη. Στη σύσταση και κατανομή των επί μέρους οριζόντιων ή κάθετων ιδιοκτησιών μεταξύ των συμβαλλομένων, αρκεί η συμφωνία για τη σύσταση της σχέσεως και την κατανομή των αυτοτελών ιδιοκτησιών, χωρίς να απαιτούνται και μεταβιβάσεις ποσοστών συγκυριότητας όπως υποστηρίζεται κατά μία γνώμη (Καλλιμόπουλος). Δηλαδή έχουμε αλλοίωση του δικαιώματος της συγκυριότητας και μετατροπή του σε επί μέρους σχέσεις οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας. Είναι δυνατόν όμως οι συγκύριοι να συμφωνήσουν τη σύσταση οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου. Δηλαδή οι συνιστώμενες αυτοτελείς και ανεξάρτητες (οριζόντιες ή κάθετες) ιδιοκτησίες περιέρχονται στους συμβαλλομένους συγκυρίους κατά το αυτό ποσοστό εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας που είχαν αρχικά στο όλο ενιαίο ακίνητο. Δηλαδή έχουμε αλλοίωση του δικαιώματος της συγκυριότητας και μετατροπή σε επί μέρους οριζόντιες ή κάθετες ιδιοκτησίες, στις οποίες εξ αδιαιρέτου δικαιούχοι είναι οι αρχικοί συγκύριοι του ακινήτου. Για τον Κανονισμό ισχύουν τα αναφερόμενα παραπάνω. Η σύμβαση αυτή είναι αναιτιώδης. Αν περιέχει όμως και μεταβίβαση είναι αιτιώδης και η αιτία πρέπει να αναφέρεται στη σύμβαση.
Σύσταση με σύμβαση των συγκυρίων του ακινήτου με τρίτο ή με τρίτους
Και στην περίπτωση αυτή πρόκειται, κατά την κρατούσα γνώμη, για μία σύμβαση μεταβιβαστική - δημιουργική των οριζόντιων ή κάθετων ιδιοκτησιών, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα παραπάνω.
Σύσταση με διαθήκη (διάταξη τελευταίας βούλησης) του μοναδικού κυρίου του ακινήτου
Το άρθρο 14 του ν. 3741/1929 (.....πράξις τελευταίας βουλήσεως), το άρθρο 1012 του Α.Κ. (....δια δικαιοπραξίας του κυρίου του όλου ακινήτου) και το άρθρο 2 του ν.δ. 1024/1971 (......δικαιοπραξίας.....ή αιτία θανάτου του κυρίου του οικοπέδου......) καθιερώνουν την δυνατότητα στον κύριο ενός ακινήτου να συστήσει οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία και με διαθήκη. Ο τύπος και το κύρος της διαθήκης θα κριθούν με βάση τα οριζόμενα στο κληρονομικό δίκαιο. Όσα αναφέρονται παραπάνω σχετικά με τη σύσταση οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας με μονομερή εν ζωή δικαιοπραξία, ισχύουν και ως προς το περιεχόμενο της διαθήκης, ως συστατικής πράξης οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας. Η κτήση των κληρονομουμένων διαιρεμένων ιδιοκτησιών είναι γεγονός διάφορο από τη σύσταση οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας, που περιέχεται στη διαθήκη. Δεν έχει σημασία αν αυτοί, που εγκαθίστανται, ως κληρονόμοι, στη διαθήκη, αποποιηθούν ή ακυρωθεί με οποιοδήποτε τρόπο η μεταβίβαση σ'αυτούς και τελικά κληρονομήσουν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι. Εάν η διαθήκη είναι έγκυρη, η τυχόν αλλαγή στα πρόσωπα των κληρονόμων δεν θίγει το κύρος της σύστασης οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας. Η διαθήκη δεν μεταγράφεται. Μεταγράφεται η πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας ή το κληρονομητήριο σύμφωνα με τα άρθρα 1193 και 1195 του Α.Κ. Η επαγωγή της κληρονομίας επέρχεται από το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου. Η σύσταση οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας είναι έγκυρη από το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου. Η αποδοχή κληρονομίας πρέπει να είναι σαφέστερη από την διαθήκη ως προς την περιγραφή των κληρονομιαίων για να γίνεται σαφής η ταυτότητα των ακινήτων, κατά την αρχή της ατομικό τητας και να μην υπάρχει πρόβλημα στη μεταγραφή.
Σύσταση με δωρεά “αιτία θανάτου”
Σύμφωνα με το άρθρο 2032 Α.Κ., δωρεά αιτία θανάτου είναι η δωρεά που συμφωνήθηκε με την αναβλητική αίρεση της προαποβίωσης του δωρητή ή της σύγχρονης αποβίωσης και των δύο συμβαλλομένων, χωρίς στο μεταξύ να έχει την απόλαυση των δωρηθέντων ο δωρεοδόχος, ο οποίος θα έχει μετά το θάνατο του δωρητή. Για τη σύσταση της δωρεάς αυτής απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή. Η δωρεά «αιτία θανάτου» κατά την ορθότερη άποψη αποτελεί σύμβαση, γιατί καταρτίζεται με συμφωνία μεταξύ ζώντων. Θα γίνεται συνήθως με δωρητή τον μοναδικό κύριο του ακινήτου, χωρίς όμως να αποκλείεται και τέτοια σύσταση με δωρητές τους συγκυρίους του ακινήτου. Για τα ερμηνευτικά προβλήματα της βούλησης των δικαιοπρακτούντων (είτε πρόκειται για μονομερή δικαιοπραξία είτε πρόκειται για σύμβαση), αλλά και άλλα ζητήματα ερμηνείας της σχετικής δικαιοπραξίας εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του Α.Κ.
Σύσταση οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας με δικαστική απόφαση αυτούσιας διανομής
Με τον ΚΠολΔ και το ν. 1562/1985 διασπάσθηκε η αρχή της προαιρετικότητας και καθιερώθηκε δυνατότητα συστάσεως οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας και με δικαστική απόφαση. Εδώ έχουμε συνδυασμό δικαιοπρακτικής και δικαστικής ρύθμισης. Ο τρόπος αυτός σύστασης οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας εμφανίζεται στο πλαίσιο της δίκης διανομής ακινήτου και είναι περίπτωση αυτούσιας δικαστικής διανομής. Σύμφωνα με το άρθρο 480 Α του ΚΠολΔ (που προστέθηκε με το άρθρο 11 του ν. 1562/1985), κάθε συγκύριος οικοπέδου, στο οποίο υπάρχει οικοδομή έχει το δικαίωμα να ζητήσει την αυτούσια διανομή του, με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας κατ'ορόφους ή μέρη ορόφων. Το δικαστήριο αποφασίζει τη διανομή με τον τρόπο αυτό, αν είναι εφικτή και δεν αντιβαίνει στο συμφέρον των λοιπών συγκυρίων. Η απόφαση που διατάζει τη διανομή κατά τον τρόπο αυτό προσδιορίζει τα χωριστά μέρη της οικοδομής, που αναλογούν στις μερίδες των συγκυρίων και τα επιδικάζει σ'αυτούς. Αν με τη διανομή αυτή περιέρχονται σε κάποιο συγκύριο περισσότερες αυτοτελείς ιδιοκτησίες, η απόφαση καθορίζει το ποσοστό συγκυριότητας, που αναλογεί σε καθεμιά από τις ιδιοκτησίες αυτές. Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίαςσύμφωνα με το άρθρο 480Α παρ. 1 του ΚΠολΔ είναι: ύπαρξη κοινού οικοδομημένου οικοπέδου, δίκη για την αυτούσια διανομή του, αίτημα ενός ή περισσότερων συγκυρίων του οικοδομημένου οικοπέδου να γίνει αυτούσια διανομή με σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, να είναι εφικτή η αυτούσια διανομή με σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, να μην αντιβαίνει η αυτούσια διανομή με σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας στο συμφέρον των λοιπών συγκυρίων. Οι προϋποθέσεις σύστασης κάθετης ιδιοκτησίαςσύμφωνα με το άρθρο 480Α παρ. 2 του ΚΠολΔ και παρ. 1 εδ. α'μετά την τροποποίηση με το άρθρο 12 του ν. 2207/1994 είναι: ύπαρξη κοινού ακάλυπτου και οικοδομήσιμου οικοπέδου ή ύπαρξη οικοπέδου οικοδομημένου με δύο τουλάχιστον αυτοτελείς οικοδομές, δίκη για τη διανομή του, να είναι ανέφικτη ή ασύμφορη η αυτούσια διαίρεσή του, αίτημα ενός ή περισσοτέρων συγκυρίων του ακάλυπτου οικοπέδου να γίνει αυτούσια διανομή με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας, αίτημα ενός ή περισσότερων συγκυρίων του οικοδομημένου οικοπέδου να γίνει αυτούσια διανομή με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας, να είναι εφικτή η αυτούσια διανομή με σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας, να μην αντιβαίνει η αυτούσια διανομή με σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας στο συμφέρον των λοιπών συγκυρίων, μη αντίθεση προς τις υφιστάμενες πολεοδομικές διατάξεις. Η δικαστική απόφαση είναι διαπλαστική, διότι διαμορφώνει την έννομη σχέση της οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας και καταψηφιστική διότι επιδικάζει σε καθένα από τους περισσότερους συγκυρίους τα αναλογούντα σ'αυτόν χωριστά μέρη της οικοδομής ή του οικοπέδου. Σύμφωνα με το άρθρο 489 του ΚΠολΔ με τη διανομή κάθε κοινωνός γίνεται δικαιούχος του μέρους που περιήλθε σ'αυτόν. Για τη μεταβίβαση στους κοινωνούς της κυριότητας των διανεμομένων ακινήτων, για τη σύσταση της χωριστής ιδιοκτησίας, σύμφωνα με το άρθρο 480Α ΚΠολΔ, καθώς και για τη σύσταση υπέρ κοινωνού, τη μεταβίβαση σ'αυτόν ή την κατάργηση εμπραγμάτου δικαιώματος, απαιτείται μεταγραφή της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, που διατάζει την αυτούσια διανομή και σε περίπτωση κλήρωσης και της σχετικής έκθεσης. Από και με τη μεταγραφή της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης συνιστάται η σχέση οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας αντίστοιχα.
Σύσταση οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας από την πλειοψηφία του 65% με δικαστική απόφαση
Σύμφωνα με την αρχή της προαιρετικότητας, αν σε ακίνητο υπάρχει συγκυριότητα, απαιτείται συμφωνία όλων των συγκυρίων για τη σύσταση οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας σ'αυτό (και περί Κοινωνίας διατάξεις Α.Κ.). Επειδή στην πράξη εμφανίστηκαν αρκετές περιπτώσεις ασυμφωνίας των συγκυρίων ο ν. 1562/1985 (άρθρα 1-8) καθιέρωσε τη δυνατότητα συστάσεως οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας σε κοινό ακίνητο με συμφωνία της πλειοψηφίας του 65% των μερίδων. Το δικαστήριο με την απόφασή του παρέχει την άδεια οικοδομήσεως του κοινού ακινήτου κατά το σύστημα της αντιπαροχής (άρθρο 1 παρ. 1 εδ. α'), καθορίζει τους όρους της εργολαβικής σύμβασης, προσδιορίζει τον εργολάβο, ορίζει τους συγκυρίους που θα καταρτίσουν τις διάφορες συμβάσεις με τις οποίες συνιστάται η οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία κλπ (άρθρο 6 παρ. 1). Οι συγκύριοι (η πλειοψηφία του 65%) ζητούν την άδεια του δικαστηρίου (άρθρο 1 παρ. 1), υποβάλλουν στο δικαστήριο τα σχέδια των συμβάσεων και υπογράφουν (διά μέσου των οριζομένων από το δικαστήριο εκπροσώπων τους) τις απαραίτητες για τη σύσταση της οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας συμβάσεως. Οι συμβάσεις αυτές δεσμεύουν και τους λοιπούς συγκυρίους και ενεργούν και έναντί τους κατά το λόγο των μερίδων τους (άρθρο 6 παρ. 1 εδ. β'). Το περιεχόμενο της απόφασης περιγράφεται στο άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α'του ν. 1562. Η σύσταση της οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας ολοκληρώνεται με τη μεταγραφή των οικείων συστατικών πράξεων. Η δικαστική απόφαση απλώς επιτρέπει τη σύσταση και καθορίζει τους όρους των συστατικών πράξεων.
Μη επιτρεπόμενοι τρόποι συστάσεως
Οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία που έχει ήδη συσταθεί μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας, αναγκαστικού πλειστηριασμού και αναγκαστικής απαλλοτρίωσης.
1.   Η χρησικτησία: Η χρησικτησία αποτελεί τρόπο κτήσης κυριότητας σε ακίνητα σύμφωνα με τα άρθρα 1041 Α.Κ. (τακτική χρησικτησία) και 1045 Α.Κ. (έκτακτη χρησικτησία). Η κρατούσα γνώμη δεν δέχεται τη χρησικτησία δεν δέχεται τη χρησικτησία ως τρόπο σύστασης οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας, στηριζόμενη στην προαιρετικότητα του θεσμού, στην διατύπωση των σχετικών διατάξεων και στον θεμελιώδη κανόνα του άρθρου 953 του Α.Κ. σύμφωνα με τον οποίο το οικοδόμημα, ο όροφος ή το διαμέρισμα, αν δεν έχει καταρτισθεί νόμιμη σύσταση οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας, αποτελεί συστατικό του ακινήτου και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ιδιαίτερου εμπράγματου δικαιώματος. Και η νομολογία δεν δέχεται τη χρησικτησία, ως τρόπο σύστασης οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας.
2.   Ο αναγκαστικός πλειστηριασμός: Κατά την γενικά κρατούσα γνώμη δεν μπορεί να συσταθεί οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία με αναγκαστικό πλειστηριασμό, δεδομένου ότι ισχύει η αρχή της προαιρετικότητας του θεσμού και ο θεμελιώδης κανόνας του άρθρου 953 του Α.Κ. σύμφωνα με τον οποίο το οικοδόμημα, ο όροφος ή το διαμέρισμα, αν δεν έχει καταρτισθεί νόμιμη σύσταση οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας, αποτελεί συστατικό του ακινήτου και δεν μπορεί να κατασχεθεί αυτοτελώς, αλλά μόνο μαζί με το όλο ακίνητο.
3.   Η αναγκαστική απαλλοτρίωση: Κατά την κρατούσα γνώμη δεν μπορεί να συσταθεί οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία με αναγκαστική απαλλοτρίωση. Υποστηρίζεται όμως και η αντίθετη άποψη, που αναπτύσσει επιχειρήματα 1) ότι με αναγκαστική απαλλοτρίωση μπορεί όχι μόνο να αφαιρεθεί η κυριότητα, αλλά και συσταθεί εμπράγματο δικαίωμα και 2) ότι ο καθ'ού η απαλλοτρίωση δεν χάνει ολόκληρο το ακίνητό του. 
Τύχη κυρίως των υφισταμένων επί του οικοπέδου δικαιωμάτων
1.   Υποθήκης: Αν η υποθήκη βαρύνει ολόκληρο το ακίνητο (οικοδομημένο ή ακάλυπτο), εξακολουθεί και μετά τη σύσταση της οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας να έχει το ίδιο αντικείμενο όπως και αρχικά. Αν η υποθήκη βαρύνει μόνο ποσοστό συγκυριότητας εξ αδιαιρέτου τότε από τη σύσταση της οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας «περιορίζεται στα μέρη που περιήλθαν στον οφειλέτη....». Ο περιορισμός της υποθήκης σημειώνεται στο βιβλίο υποθηκών, μετά την τελεσιδικία της απόφασης που διατάζει την διανομή σύμφωνα με τα άρθρα 480, 480α και 486 του ΚΠολΔ (492 ΚΠολΔ).
2.   Επικαρπίας: Και στην επικαρπία βαρύνει ολόκληρο το ακίνητο (οικοδομημένο ή ακάλυπτο), εξακολουθεί και μετά τη σύσταση της οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας να έχει το ίδιο αντικείμενο όπως και αρχικά. Αν η επικαρπία βαρύνει μόνο ποσοστό συγκυριότητας εξ αδιαιρέτου τότε από τη σύσταση της οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας, που γίνεται με δικαστική απόφαση «αντικείμενο επικαρπίας γίνονται όσα περιήλθαν στον ψιλό κύριο» (493 ΚΠολΔ). Δεν υπάρχει ρητή νομοθετική πρόβλεψη στο εν λόγω άρθρο, για σημείωση της αλλοιώσεως αυτής στα βιβλία μεταγραφών.
3.   Κατασχέσεως: Αν η κατάσχεση καταλαμβάνει ολόκληρο το ακίνητο (οικοδομημένο ή ακάλυπτο), εξακολουθεί και μετά τη σύσταση της οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας να έχει το ίδιο αντικείμενο όπως και αρχικά. Αν η κατάσχεση (συντηρητική ή αναγκαστική) καταλαμβάνει μόνο ποσοστό συγκυριότητας εξ αδιαιρέτου, τότε από τη σύσταση της οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας, «περιορίζεται στο μέρος που περιήλθε στον καθ'ού η κατάσχεση» (494 ΚΠολΔ). Δεν υπάρχει ρητή νομοθετική πρόβλεψη στο εν λόγω άρθρο, για σημείωση της αλλοιώσεως αυτής στα βιβλία κατασχέσεων. Για την τύχη υποθήκης, επικαρπίας, κατασχέσεως και στην περίπτωση της σύστασης οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας από την πλειοψηφία του 65%, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 3 παρ.1, εδ.δ'του Νόμου 1562/1985 ισχύουν τα προαναφερόμενα.
(πηγή: https://kemioteko.gr)


Βασική Νομολογία για τη νομική φύση
της οριζόντιας ιδιοκτησίας

Όλγα Νασοπούλου
Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων σχεδόν των δικαστικών αποφάσεων που αφορούν σε θέματα οριζόντιας ιδιοκτησίας είναι ο προσδιορισμός της έννοιάς της, των δύο δηλαδή στοιχείων που την συναποτελούν (κυριότητα σε όροφο ή διαμέρισμα, συγκυριότητα στα κοινά μέρη του ακινήτου). Με αφετηρία τον προσδιορισμό αυτόν, προχωρούν έπειτα τα δικαστήρια και στην επίλυση των ειδικότερων ζητημάτων που ανακύπτουν στα πλαίσια της οροφοκτησίας.
Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκη 290/1993
Στην υπόθεση αυτή το δικαστήριο είχε να κρίνει αγωγή διανομής οικοπέδου, επί του οποίου είχε συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία κατά τις διατάξεις του ν. 3741/29 λόγω του ότι ο εναγόμενος δεν συναινούσε σε εκούσια διανομή. Το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ακολουθώντας την εξής συλλογιστική πορεία : σύμφωνα με τον ν. 3741/29, και συγκεκριμένα τις διατάξεις 9 § 1 και 2 § 3, η αναγκαστική συνιδιοκτησία στα κοινά μέρη μιας οικοδομής που διέπεται από το νόμο αυτό παύει να υπάρχει και χωρεί η αγωγή διανομής μόνον όταν η οικοδομή καταστραφεί ολικά ή κατά τα 3/4 της αξίας της ή και σε μικρότερη έκταση, εφόσον όμως (στην τελευταία περίπτωση) κανένας συνιδιοκτήτης δε θέλει την ανοικοδόμησή της. Εφόσον λοιπόν υφίσταται οροφοκτησία, δε χωρεί ούτε αγωγή διανομής της οροφοκτησίας γιατί δεν υπάρχει συγκυριότητα στους χωριστούς ορόφους, ούτε αγωγή διανομής του εδάφους, που ανήκει στην αναγκαστική συνιδιοκτησία. Η αναγκαστική φύση της κοινωνίας των συνιδιοκτητών επί του οικοπέδου δεν μπορεί να καταλυθεί παρά μόνο στην περίπτωση που προαναφέρθηκε και τη οποία δεν επικαλέστηκαν οι ενάγοντες.
Τελείως διαφορετικό ζήτημα είναι η σύσταση οροφοκτησίας με δικαστική απόφαση που εκδίδεται σε δίκη διανομής κοινού οικοπέδου, στο οποίο υπάρχει οικοδομή (Κ.Πολ.Δ. 480 Α, που προστέθηκε με το άρθρο ΙΙ του ν.1562/1985). Στην περίπτωση αυτή, την αυτούσια διανομή του κοινού οικοδομημένου ακινήτου με σύσταση οροφοκτησίας μπορεί να ζητήσει κάθε συγκύριος. Το δικαστήριο την αποφασίζει, εφόσον αυτή είναι εφικτή και δεν αντιβαίνει στο συμφέρον των λοιπών συγκυρίων.
Άρειος Πάγος 1234/1993
Με την απόφαση αυτή ο Αρειος Πάγος έκανε δεκτή την αναίρεση που είχε υποβληθεί ενώπιόν του, για λόγους οι οποίοι δεν εξετάζονται εδώ, και κράτησε τη υπόθεση, για να εξετάσει πάλι το περιεχόμενο της αγωγής. Στο σκεπτικό της απόφασης παρατηρείται οτι από τις διατάξεις των άρθρων 2 §§ 1, 3 και 5 ν. 3741/1929 «περί ιδιοκτησίας κατ'ορόφους», σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ, προκύπτει ότι, εφόσον υφίσταται χωριστή κυριότητα σε διαμέρισμα ορόφου, στον κύριο αυτού ανήκουν όλες οι εξουσίες που απορρέουν από την κυριότητα (ΑΚ 1000: «Ο κύριος του πράγματος μπορεί, εφόσον δεν προσκρούει στο νόμο ή σε δικαιώματα τρίτων, να το διαθέτει κατ'αρέσκειαν και να αποκλείει κάθε ενέργεια άλλου πάνω σ'αυτό»), μεταξύ των οποίων και εκείνη της μεταβολής ή προσθήκης στο διαμέρισμά του. Διευκρινίζει όμως το δικαστήριο ότι οι μεταβολές και οι προσθήκες αυτές είναι θεμιτές, μόνον εφόσον ο κύριος του διαμερίσματος δεν μεταβάλλει τον συνήθη προορισμό αυτού, δεν παραβλάπτει τη χρήση των άλλων ιδιοκτησιών και δεν μειώνει την ασφάλεια αυτών ή του οικοδομήματος εν γένει. Οι ίδιοι περιορισμοί ισχύουν και για τη χρήση των κοινών μερών, εκτός εάν υπάρχει ειδική συμφωνία μεταξύ όλων των συνιδιοκτητών που ορίζει διαφορετικά. Για παράδειγμα, η μετατροπή υπόγειου βοηθητικού χώρου από αποθήκη σε διαμέρισμα και η μίσθωσή του στη συνέχεια ως κατοικίας (ενέργεια, στην οποία είχε προβεί ο αναιρεσείων) προσκρούει στις νομοθετικές διατάξεις που αναφέρθηκαν, με την επιφύλαξη βέβαια της έλλειψης διαφορετικής συμφωνίας αλλά και της τήρησης ή μη, σε κάθε περίπτωση, των κανόνων του ΓΟΚ.
Συμπέρασμα: Ελλείψει διαφορετικού κανονισμού ή ειδικής κοινής συμφωνίας μεταξύ όλων των συνιδιοκτητών ο οροφοκτήτης έχει τα εξής δικαιώματα:
α) ως προς τα κοινά μέρη του ακινήτου : να κάνει ακώλυτη χρήση τους και να προβαίνει σε επισκευή τους, εφόσον δεν βλάπτει τα δικαιώματα των λοιπών οροφοκτητών και δε μεταβάλλει το συνήθη προορισμό των μερών αυτών.
β) ως προς το διαμέρισμα: όλα τα δικαιώματα του κυρίου (ΑΚ 1000), εφόσον δεν παραβλάπτει τη χρήση των άλλων οροφοκτητών ή δε μειώνει την ασφάλειά τους ή την ασφάλεια του οικοδομήματος (άρθρο 3 § 1 ν. 3741/1929).
Βλέπουμε λοιπόν ότι η κυριότητα στο πλαίσιο του καθεστώτος της οριζόντιας ιδιοκτησίας (όροφος ή διαμέρισμα) υποβάλλεται, πέραν αυτών του ΑΚ 1000, και σε πρόσθετους περιορισμούς (3741/1929), χωρίς τους οποίους η συνύπαρξη των οροφοκτητών σε μία (κοινή) οικοδομή θα απέβαινε πρακτικά εξαιρετικά δυσχερής, αν όχι και εντελώς αδύνατη.
Εφετείο Θεσσαλονίκης 89/1994
Στην απόφαση αυτή το εφετείο Θεσσαλονίκης ασχολήθηκε με θέματα κάθετης ιδιοκτησίας, οριζόντιας ιδιοκτησίας και συγκυριότητας. Από τα τρία αυτά ζητήματα δε θα μας απασχολήσει το πρώτο (κάθετη ιδιοκτησία), ενώ στο τρίτο (συγκυριότητα) θα αναφερθούμε συνοπτικά για να γίνουν καλύτερα αντιληπτές οι διαφορές ή ομοιότητες με το αντίστοιχο στοιχείο της οριζόντιας ιδιοκτησίας (αναγκαστική συγκυριότητα).
Οριζόντια ιδιοκτησία: Αρχικά το εφετείο αναφέρθηκε στους τρόπους σύστασης της οριζόντιας ιδιοκτησίας που είναι οι εξής : α) σύμβαση μεταξύ των τυχόν συγκυρίων του όλου ακινήτου, β) σύμβαση μεταξύ κυρίου (ή συγκυρίου) του όλου ακινήτου και του μέλλοντος οροφοκτήτη, γ) μονομερής δικαιοπραξία εν ζωή του κυρίου του όλου ακινήτου, δ) διαθήκη του κυρίου του όλου ακινήτου και ε) δικαστική απόφαση που εκδίδεται σε δίκη διανομής κοινού οικοπέδου, στο οποίο υπάρχει οικοδομή. Επιπρόσθετα το δικαστήριο επανέλαβε ότι σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας είναι δυνατή και για μέλλουσα να ανεγερθεί ή υπό ανέγερση οικοδομή (άρθρο 10 § 2 ν. 3741/1929). Στην τελευταία περίπτωση η μέλλουσα οικοδομή και τα διαμερίσματά της πρέπει να είναι αποτυπωμένα σε αρχιτεκτονικά σχέδια, τα οποία θα επισυναφθούν στη συστατική πράξη με κάθε δυνατή λεπτομέρεια (εμβαδό, διαστάσεις κ.λ.π.), γιατί διαφορετικά λείπει το στοιχείο της ειδικότητας. Στη συνέχεια της απόφασης το εφετείο προσδιόρισε την έννοια της οροφοκτησίας (αποκλειστική κυριότητα σε όροφο ή διαμέρισμα και συγκυριότητα στο κοινό οικόπεδο) και έπειτα απεφάνθη, βάσει αυτής, ότι: Ο συνιδιοκτήτης, όταν εκποιεί την οριζόντια ιδιοκτησία του, δεν μπορεί να μεταβιβάσει αποκλειστική κυριότητα σε συγκεκριμένο μέρος του κοινού οικοπέδου, αλλά το ποσοστό του εξ'αδιαιρέτου στο κοινό οικόπεδο. Ο περιορισμός αυτός ισχύει ωσότου μεταγενεστέρως αποσβεστεί το δικαίωμα κυριότητας κάποιου συνιδιοκτήτη και αποκτηθεί από άλλον, όπως λ.χ. με χρησικτησία, διότι είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με χρησικτησία σε διαιρετό τμήμα ακινήτου, στο οποίο έχει ήδη γίνει σύσταση οριζόντιας (ή κάθετης) ιδιοκτησίας (Α.Π.1184 ΝοΒ 33,225).
Συγκυριότητα: Αν δεν υπάρχει οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία, τόνισε το εφετείο, από το συνδυασμό των διατάξεων 1000, 1113, 1033, 369, 785, 789 και 799 ΑΚ, συνάγει ότι ο συγκύριος ακινήτου δεν μπορεί να διαθέσει την ιδανική μερίδα του σε συγκεκριμένο μέρος του κοινού πράγματος σε άλλον και έτσι να δημιουργήσει χωριστή κυριότητα σε αυτό το μέρος, εκτός αν το επιτρέπει προηγούμενη συμφωνία μεταξύ όλων των συγκυρίων ή σε περίπτωση δικαστικής διανομής.
Συμπεράσματα: και στις δύο περιπτώσεις (οριζόντια ιδιοκτησία και συγκυριότητα) υπάρχει συνιδιοκτησία στο οικόπεδο, η οποία αποτελεί κοινό στοιχείο των δύο εννοιών. Όμως, στο καθεστώς της οριζόντιας ιδιοκτησίας, παράλληλα με τη συγκυριότητα στο κοινό οικόπεδο, υπάρχει και αποκλειστική κυριότητα σε όροφο ή διαμέρισμα. Χωρίς την πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας η συγκυριότητα στο κοινό οικόπεδο θα επεκτεινόταν και στα κτίσματα, με όλους τους παρεπόμενους περιορισμούς, π.χ. δεν θα μπορούσε ένας συγκύριος να εκμισθώσει έναν όροφο ή διαμέρισμα χωρίς προηγούμενη συμφωνία με όλους τους συγκυρίους. Διαφορετικά είναι τα πράγματα στην οριζόντια ιδιοκτησία, ακριβώς επειδή υπάρχει αποκλειστική κυριότητα σε όροφο ή διαμέρισμα, επομένως και όλες οι εξουσίες που απορρέουν από αυτή (ΑΚ 1000), δίχως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και κάποιοι περιορισμοί από το ν. 3741/1929.
Άλλες συνέπειες από το ν. 3741/1929 - Ειδικότερα θέματα οριζόντιας ιδιοκτησίας
Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών 5410/1994
Την απόφαση αυτή απασχόλησαν δύο βασικά ζητήματα που ανακύπτουν στο πλαίσιο της οριζόντιας ιδιοκτησίας. Το πρώτο ζήτημα αφορά τη χρήση των κοινόχρηστων και κοινόκτητων πραγμάτων, επί των οποίων υφίσταται αναγκαστική συνιδιοκτησία. Οι ενάγοντες (κύριοι διαιρεμένης οριζόντιας ιδιοκτησίας του α'ορόφου στη συγκεκριμένη οικοδομή) ισχυρίστηκαν ότι κάποιοι από τους συνιδιοκτήτες είχαν μεταβάλει τη χρήση ενός κοινόχρηστου χώρου, δίχως προηγούμενη σχετική συμφωνία μεταξύ όλων ή ρήτρας στον κανονισμό. Επρόκειτο για έναν διακεκριμένο κοινόχρηστο χώρο, με το γενικόλογο χαρακτηρισμό «αίθουσα συγκεντρώσεων», προοριζόμενο για τις λειτουργικές ανάγκες των ενοίκων της οικοδομής, σύμφωνα με το άρθρο 7 § 1 εδ. βγ του ν.1577/85 (ΓΟΚ), τον οποίο ορισμένοι συνιδιοκτήτες χρησιμοποιούν διαρκώς και αποκλειστικώς (απέκλειαν δηλαδή τους ενάγοντες από τη χρήση του χώρου αυτού, ενώ παράλληλα επέτρεπαν τη χρήση του και σε τρίτους). Το δικαστήριο έκρινε ότι: από τις διατάξεις των άρθρων 2 § 1 και 3, 4 § 1, 5 § 1, καθώς και 13 του ν. 3741 /1929, ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 54 ΕνΑΚ, προκύπτει ότι ο ιδιοκτήτης καθενός ορόφου ή μέρους αυτού έχει όλα τα ανήκοντα στον κύριο δικαιώματα, όχι μόνο επί της χωριστής ιδιοκτησίας του, αλλά και επί των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων πραγμάτων, χώρων και εγκαταστάσεων της οικοδομής, δικαιούμενος ως συγκύριος, σε περίπτωση ανυπαρξίας ειδικής συμφωνίας, να κάνει προσήκουσα αυτών χρήση, χωρίς όμως να μεταβάλλει τον συνήθη προορισμό τους. Σε μία τέτοια περίπτωση, οι λοιποί συγκύριοι δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της προσβολής του δικαιώματός τους, ώστε να μπορούν και εκείνοι να χρησιμοποιούν στο ίδιο μέτρο τα κοινά πράγματα. Το δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι το πότε η συγκεκριμένη εκ μέρους διαμερισματούχου και οροφοκτήτη χρήση των κοινών του ακινήτου μερών τυγχάνει υπερμεγέθης, παρακωλύοντας έτσι τη χρήση των υπόλοιπων κοινωνών, κρίνεται και εκτιμάται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες της οροφοκτησίας και τις ανάγκες των επιμέρους διαιρετών ιδιοκτησιών, με γνώμονα πάντα τα αντικειμενικά αξιολογικά κριτήρια της καλής πίστης και των χρηστών ηθών.
Το δεύτερο ζήτημα με το οποίο ασχολήθηκε το μονομελές πρωτοδικείο ήταν η ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση σε δίκες που αφορούν την προσήκουσα χρήση των κοινών της οικοδομής μερών. Σε τέτοιες περιπτώσεις, απεφάνθη το δικαστήριο, ανακύπτει μεταξύ των συνιδιοκτητών ιδιωτική διαφορά από τη σχέση της οροφοκτησίας, η οποία αφορά την αδιαίρετη και αναγκαστική συνιδιοκτησία επί των τμημάτων της οροφοκτησίας και ειδικότερα: α) την ερμηνεία και εφαρμογή του ν. 3741/1929, σε συνδυασμό με τις ΑΚ 1002, 1117 (ενάσκηση δικαιωμάτων - εκπλήρωση υποχρεώσεων) και β) την εφαρμογή και ερμηνεία των τυχόν ειδικών ρυθμιστικών συμφωνιών και κανονισμού της οροφοκτησίας (άρθρο 4 § 1 και 13 του ν. 3741 /1929). Το σκεπτικό του δικαστηρίου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σε δικαστικές διενέξεις, αναφορικά με δικαιώματα και υποχρεώσεις εκ της οροφοκτησίας, και ειδικότερα εκ της αναγκαστικής συνδιοκτησίας στα κοινά μέρη, ενεργητικά ή παθητικά νομιμοποιούμενοι είναι όλοι οι συνιδιοκτήτες, ανεξάρτητα από την ταυτόχρονη ύπαρξη ενός μόνο ατόμου ως διαχειριστή.
Ο διαχειριστής της οικοδομής έχει το δικαίωμα να ενάγει και να ενάγεται, ως εκπρόσωπος της ένωσης συνιδιοκτητών, για τις διενέξεις που προκύπτουν από τη διαχείριση και μόνο της πολυκατοικίας. Όταν όμως τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν νομικά μια αγωγή, δεν αναφέρονται σε ιδιωτική συμπεριφορά των συνιδιοκτητών, σχετική με τη διαχείριση των κοινών, τότε νομιμοποιούμενος παθητικά (εναγόμενος) δεν είναι ο διαχειριστής αλλά οι συνιδιοκτήτες. Έτσι η αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, ακριβώς επειδή στρεφόταν κατά του διαχειριστή και μόνον.
Πρωτοδικείο Άρτας 26/1994
Στην απόφαση αυτή το πρωτοδικείο της Αρτας ασχολείται με το δικαίωμα επέκτασης της οικοδομής προς τα πάνω ή προς τα κάτω (άρθρο 8 § 1 ν. 3741/1929). Χωρίς να επεκταθούμε στις λεπτομέρειες και το όλο ιστορικό της απόφασης, το οποίο άπτεται και ζητημάτων που δεν ενδιαφέρουν εδώ, θα σταθούμε κυρίως στα σημεία που αναφέρονται στην έννοια της οριζόντιας ιδιοκτησίας.
Έχουμε ήδη αναφέρει ότι, στο καθεστώς της οριζόντιας ιδιοκτησίας, η κυριότητα στο έδαφος, τα θεμέλια, τους πρωτοτοίχους, τη στέγη και τα λοιπά «κοινά» πράγματα είναι αδιαίρετη, έχει δηλαδή τη μορφή της αναγκαστικής συνιδιοκτησίας. Μεταξύ των κοινών «πραγμάτων», τα οποία αποτελούν αντικείμενο αναγκαίας συνιδιοκτησίας, συγκαταλέγεται, κατά το άρθρο 8 § 1 του ν. 3741/1929 και το δικαίωμα της επέκτασης της οικοδομής προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Το δικαίωμα αυτό δεν έχει το χαρακτήρα εμπράγματου δικαιώματος, τονίζει το δικαστήριο. Αποτελεί απλώς εξουσία σε ιδιόμορφο εκμεταλλεύσιμο χώρο, η οποία μεταλλάσσεται σε εμπράγματο δικαίωμα με την πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης κατασκευής κτίσματος στο σχετικό χώρο.
Το δικαίωμα αυτό, έχοντας μάλιστα άμεση την καταγωγή του από το έδαφος, υπόκειται στον κανόνα αλληλεξάρτησης των δικαιωμάτων αποκλειστικής ιδιοκτησίας και αναγκαστικής συνιδιοκτησίας και, ειδικότερα, στον κανόνα της σχέσης κυρίου και παρεπομένου μεταξύ των δύο αυτών δικαιωμάτων. Αφενός λοιπόν το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να υφίσταται χωρίς να αντιστοιχούν σε αυτό ορισμένα ποσοστά συνιδιοκτησίας, αφετέρου δε το δικαίωμα οριζόντιας ιδιοκτησίας περιλαμβάνει κατ'αρχήν, μαζί με τα άλλα δικαιώματα της αναγκαίας συνιδιοκτησίας, και το δικαίωμα επέκτασης. Είναι τέλος δυνατή η μεταβίβαση του δικαιώματος αυτού (με σχετική συμφωνία όλων των συνιδιοκτητών που γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγράφεται) σε ένα συνιδιοκτήτη ή σε ορισμένους ή και σε τρίτον, με την εξής διάκριση: όταν η μεταβίβαση γίνεται προς συνιδιοκτήτη, αρκεί το ποσοστό συνιδιοκτησίας του επί των κοινών, χωρίς να απαιτείται να του μεταβιβαστούν και πρόσθετα ποσοστά. Αντίθετα, όταν η μεταβίβαση γίνεται σε τρίτον, τότε πρέπει να συνοδεύεται με μεταβίβαση των αντιστοίχων στους μελλοντικούς χώρους ποσοστών συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου.
Αρειος Πάγος 121/1993
Στην απόφαση αυτή ο Αρειος Πάγος ασχολήθηκε με τους συμβατικά δημιουργούμενους περιορισμούς των δικαιωμάτων των ιδιοκτητών οριζόντιων ιδιοκτησιών καθώς επίσης και με την απόκτηση ή απώλεια δικαιωμάτων στα κοινόχρηστα μέρη λόγω χρησικτησίας ή αχρησίας αντίστοιχα. Το δικαστήριο έκρινε ότι: από τις διατάξεις των άρθρων 1117 ΑΚ και 2 § 1, 4 § 1, 5 § 1α και 13 του ν. 3741/1929 «περί της ιδιοκτησίας κατ'ορόφους», ο οποίος κατ'άρθρο 54 ΕνΑΚ, εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, προκύπτει ότι οι ιδιοκτήτες οριζόντιων ιδιοκτησιών οικοδομής έχουν αναγκαστική συγκυριότητα και δικαίωμα συμμετοχής στη χρήση σε όλα τα ενδεικτικώς οριζόμενα κοινόχρηστα και κοινόκτητα μέρη και μπορούν, με ομόφωνη απόφασή τους (καταρτισμένη συμβολαιογραφικά και μεταγεγραμμένη) να ρυθμίσουν κατά διάφορο τρόπο το δικαίωμα χρήσηs καθενός επί των μερών αυτών. Ειδικότερα, μπορούν να συμφωνήσουν, κάποιος από τους ιδιοκτήτες οριζοντίων ιδιοκτησιών να έχει δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης επί των ως άνω μερών. Οι συμφωνίες αυτές επομένως περιορίζουν την επί των μερών τούτων αναγκαστική συγκυριότητα, από την οποία απορρέει και το δικαίωμα συμμετοχής στη χρήση τους. Πρόκειται για περιορισμούς που (άρθρο 13 § 3 του ν. 3741/1929) φέρουν χαρακτήρα δουλείας. Εντούτοις, δεν είναι δουλείες κατά την έννοια των ΑΚ 1118 επ., 1142 επ., 1188 επ., αλλά μόνο φέρουν το χαρακτήρα δουλείας, δεσμεύουν δηλαδή τους καθολικούς και ειδικούς διαδόχους των ιδιοκτητών των οριζόντιων ιδιοκτησιών και αντιτάσσονται κατά τρίτων.
Επιπρόσθετα, η ρύθμιση που εισάγεται με το ν. 3741/1929, εν σχέσει με την απόκτηση και κατάργηση ιδιαιτέρων δικαιωμάτων χρήσης επί των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων μερών, είναι ειδική και έχει υπαγορευθεί από την ιδιαιτερότητα του θεσμού της οροφοκτησίας. Επομένως, οι διατάξεις του ΑΚ που προβλέπουν τη σύσταση σε χρησικτησία και την κατάργηση με αχρησία των δουλειών δεν μπορούν να εφαρμοστούν (ευθέως ή αναλογικά) για τη σύσταση ή κατάργηση των ανωτέρω περιορισμών. Ειδικότερα, κανένας από τους ιδιοκτήτες οριζόντιας ιδιοκτησίας δεν μπορεί, με χρησικτησία, να αποκτήσει δικαίωμα αποκλειστικής ή μεγαλύτερης από τη μερίδα του, χρήσης, επί των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων μερών, ούτε να απωλέσει με αχρησία το δικαίωμα συμμετοχής του στην κοινή χρήση των ως άνω μερών. Η άποψη αυτή, την οποία υιοθετεί εδώ ο Αρειος Πάγος, εναρμονίζεται προς την ιδιαιτερότητα του θεσμού της οροφοκτησίας και προπαντός εξυπηρετεί την ανάγκη για τη δημιουργία σταθερότητας και ασφάλειας όσον αφορά στα δικαιώματα των ιδιοκτητών οριζόντιων ιδιοκτησιών στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη.
Εφετείο Αθηνών 6920/1991
Το πρώτο ζήτημα, με το οποίο ασχολείται η απόφαση αυτή αφορά στη σύσταση της οριζόντιας ιδιοκτησίας: σύμφωνα με τα άρθρα 1001, 1002 και 1117 του ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 2, 3, 5 επ., 10, 13 και 14 του ν. 3741/1929 συνάγεται ότι η σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας γίνεται με ρητή συμφωνία του κυρίου ή των συγκυρίων του όλου ακινήτου ή μεταξύ αυτών και εκείνου που αποκτά, η οποία πρέπει να υποβληθεί στο συμβολαιογραφικό τύπο και να μεταγραφεί.
Για το έγκυρο της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η χρήση πανηγυρικών εκφράσεων αλλά αρκεί η σαφής βούληση των συμβαλλομένων ότι υποβάλλουν το ακίνητό τους στη ρύθμιση του ν. 3741/1929 (ή απλώς στη νομοθεσία περί οροφοκτησίας). Τέτοια οριζόντια ιδιοκτησία δημιουργείται αυτομάτως και όταν ο κύριος ολόκληρου κτίσματος μεταβιβάζει αυτό σε άλλον και διατηρεί ο ίδιος το δικαίωμα να ανεγείρει με δαπάνες του όροφο σε αυτό ή μεταβιβάζει σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα ορόφους του κτίσματος. Είναι δε χωρίς ιδιαίτερη σημασία ότι αυτός που μεταβίβασε παρέλειψε να παρακρατήσει ανάλογο ποσοστό συγκυριότητας επί των κοινών μερών (εδάφους κ.λ.π.), γιατί μόλις συσταθεί εγκύρως η οριζόντια ιδιοκτησία, καθένας από τους συνιδιοκτήτες αποκτά συγχρόνως και αυτοδικαίως, (ΑΚ 1117 ή άρθρο 2 ν. 3741/1929), όχι μόνο αποκλειστική κυριότητα σε όροφο ή διαμέρισμα, αλλά και συγκυριότητα στα κοινά μέρη της όλης οικοδομής, μεταξύ των οποίων και στο έδαφος, επί του οποίου έχει οικοδομηθεί ανάλογα με την αξία του ορόφου (ή διαμερίσματος) σε σχέση με την αξία όλης της οικοδομής.
Το δεύτερο ζήτημα που απασχόλησε το δικαστήριο είναι η δυνατότητα ή μη της απόκτησης κυριότητας επί ορόφου ή δωματίου με χρησικτησία.
Σύμφωνα με την ΑΚ 1002 και το ν. 3741/1929, κρίνει το δικαστήριο, προκύπτει σαφώς ότι δεν μπορεί να αποκτηθεί κυριότητα με χρησικτησία σε τμήμα ή όροφο ή δωμάτιο της όλης οικοδομής, ακόμη και αν το τμήμα αυτό είναι προορισμένο για αυτοτελή χρήση ή εκμετάλλευση, εφόσον (το τμήμα) δεν αποτελεί οριζόντια ιδιοκτησία, νομίμως συσταθείσα. Τέλος από τα ΑΚ 953 και 954, προκύπτει ότι ο νόμος δεν αναγνωρίζει χωριστή κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα σε συστατικό μέρος ακινήτου, παρά μόνο χωριστή νομή σε τέτοιο συστατικό, η οποία όμως δεν μπορεί να οδηγήσει στην κτήση χωριστής κυριότητας με χρησικτησία.


Μον.Πρωτ. Θες/νικης 12148/2015.
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
(Τακτική Διαδικασία)
Συγκροτήθηκε από τον Δικαστή Μιχαήλ Ντόστα, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε Κτηματολογικός Δικαστής με την υπ’ αριθ. …/2014 απόφαση του Τpιμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης , και από τη Γραμματέα Ευανθία Ρόμπολου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 28 Μαϊου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1. … 2. … κατοίκων Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, εκ των οποίων ο πρώτος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δίκη γ όρου του Δημητρίου Τσαγκαλίδη (ΑΜ ΔΣΘ 2176) και η δεύτερη διά του ίδιου ως άνω πληρεξουσίου δικηγόρου.
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμι-vου από τον κατοικοεδρεύοντα στην Αθ11να Υπουργό Οικονομικών, που παραστάθηκε διά της δικαστικής πληρεξούσιας του ….
Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η με αριθ. εκθ. κατάθεσης …/5.2.2015 αγωγή τους, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως αναφέρεται ανωτέρω, οι δε πληρεξούσιοι τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αγωγή, όπως εκτιμάται από το Δικαστήριο, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της μητέρας τους …, που απεβίωσε το 2002, απέκτησαν κατά συγκυριότητα το περιγραφόμενο στην αγωγή διαμέρισμα μικτού εμβαδού 46 τ.μ. και με ποσοστό εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας στο κοινό οικόπεδο 46/1.000, που βρίσκεται στο υπερυψωμένο ισόγειο πολυκατοικίας χτισμένης σε οικόπεδο εμβαδού 359 τ.μ. επί της οδού … αριθ. στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης.
Ότι η μητέρα τους είχε καταστεί κυρία του διαμερίσματος λόγω έκτακτης χρησικτησίας, καθότι το νέμονταν ασκώντας αντίστοιχες διακατοχικές πράξεις (ιδίως χρησιμοποιώντας το ως κατοικία της) για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας και συγκεκριμένα από τις 13.4.1967, οπότε κατόπιν υπογραφής του υπ’ αριθ. …/1967 προσύμφωνου του τ. Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …. της παραδόθηκε από τον προηγούμενο νομέα…., μέχρι τον θάνατό της (7.3.2002).
Ότι ο προηγούμενος νομέας το είχε αποκτήσει κατά τον ίδιο τρόπο (με συμβολαιογραφικό προσύμφωνο και παράδοση της νομής του) από την εργολαβική εταιρεία, που είχε αναλάβει σε συμφωνία με τους αρχικούς οικοπεδούχους την αξιοποίηση του οικοπέδου με το σύστημα της αντιπαροχής.
Ότι λόγω της εκ μέρους τους παράλειψης να υποβάλουν σχετική δήλωση κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης δεν καταχωρήθηκε στις πρώτες εγγραφές το δικαίωμά τους επί της ανωτέρω οριζόντιας ιδιοκτησίας αλλά ούτε και η ίδια η οριζόντια ιδιοκτησία αλλά απλώς και μόνο το ποσοστό συγκυριότητάς της επί του κοινού οικοπέδου καταχωρίζεται με ΚΑΕΚ … μαζί με άλλα μη δηλωθέντα ποσοστά συγκυριότητα ως υπολειπόμενα ποσοστά του εν λόγω οικοπέδου αν κοντά σε γνωστό ιδιοκτήτη.
Ότι εκ του κατά τα ανωτέρω καταχωρηθέντος συνολικού ποσοστού συγκυριότητας (298,5/1.000 εξ αδιαιρέτου) ποσοστό 46/1.000 εξ αδιαιρέτου αντιστοιχεί στο διαμέρισμα των εναγόντων και ότι συνεπώς η σχετική καταχώριση είναι εσφαλμένη και έχουν έννομο συμφέρον να ζητήσουν τη διόρθωσή της. Λ.1ε βάση τα παραπάνω και όπως το δικόγραφο της αγωγής εκτιμάται από το Δικαστήριο οι ενάγοντες ζητούν να αναγνωριστούν ως συγκύριοι, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, του περιγραφόμενου στην αγωγή διαμερίσματος και να διαταχθεί η διόρθωση των ανακριβών πρώτων εγγραφών, ώστε να δημιουργηθεί νέο κτηματολογικό φύλλο με αντίστοιχο ΚΑΕΚ για το διαμέρισμά τους επί του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ …, όπου θα αποτυπώνεται το δικαίωμα συγκυριότητάς τους επί του διαμερίσματος και το ποσοστό εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτησίας του διαμερίσματος αυτού επί του κοινού οικοπέδου, το οποίο (ποσοστό) πρέπει να αφαιρεθεί από τα υπολειπόμενα ποσοστά συγκυριότητας, που έχουν περιληφθεί σε ιδιαίτερο κτηματολογικό φύλλο με ΚΑΕΚ ….
Με το ανωτέρω περιεχόμενο η αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλη και κατά τόπο εισάγεται για συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο (άρθρα 14 παρ.2, 29 παρ. 1 ΚΠολΔ και 6 παρ.2 του Ν 2664/1998) κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία και είναι νόμιμη ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 999, 1000, 1002, 1045, 1117 1710, 1813, 1846 του ΑΚ, 1 επ. του Ν 3741ί1929, 70 του ΚΠολΔ και 6 παρ.1 και 2 του Ν 2664/1998.
Πρέπει δε να σημειωθεί ότι για το νόμιμο της αγωγής απαιτείται η εκτίμηση του αιτήματός της μόνο ως αιτήματος αναγνώρισης κυριότητας επί του διαμερίσματος και συγκυριότητας επί του κοινού οικοπέδου βάσει των ποσοστών, που αναλογούν στο εν λόγω διαμέρισμα, καθότι μόνη η αναγνώριση ποσοστών συγκυριότητας στο κοινό οικόπεδο χωρίς ταυτόχρονη αναγνώριση χωριστής κυριότητας επί διαμερίσματος της οικοδομής θα αντέβαινε στο σύνολο των διατάξεων του Ν 3741/1929 αφού βάσει του νόμου αυτού (βλ. ιδίως άρθρα 1, 2, 5 και 1Οκαθώς και άρθρο ] 117 του ΑΚ) το δικαίωμα αναγκαστικής συγκυριότητας δεν είναι αυτοτελές α) συναρτάται αναπόσπαστα με το δικαίωμα χωριστής κυριότητας επί διαμερίσματος ή ορόφου (βλ. Ι. Σπυριδάκη, Δίκαιο οριζόντιας και κάθετης ιδιοκτησίας, εκδ. 1996, σ. 181, Κ. Βασιλείου, Οριζόντια ιδιοκτησία και κάθετη συνιδιοκτησία, εκδ. 2006, σ. 425 – 426).
Επομένως, πρέπει να εξεταστεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι:
α) ασκήθηκε εντός της νόμιμης προθεσμίας του άρθρου 6 παρ.2 του Ν 2664/1998,
β) η αγωγή καταχωρήθηκε νόμιμα στις 11.2.2015 στο οικείο κτηματολογικό φύλλο με αριθμό καταχώρισης … (βλ. το προσκομιζόμενο πιστοποιητικό του Κτηματολογικού Γραφείου Καλαμαριάς),
γ) έχει καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (βλ. τα υπ’ αριθ. …, …, …, …, … και … αγωγόσημα με επικολλημένα στην πίσω όψη τους τα ένσημα του Ταμείου Νομικών και του Τομέα Υγείας Δικηγόρων Θεσσαλονίκης του ΕΤΑΑ),
δ) προσκομίζονται αντίγραφο του κτηματολογικού φύλλου και απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος του ακινήτου, στο οποίο αφορά η διόρθωση (κατ’ άρθρο 6 παρ.3 στοιχ. ε’ του Ν 2664/1998) και
ε) προσκομίζονται κατ’ άρθρο 54Α παρ.5 του Ν 4174/2013 τα πιστοποιητικά των παρ. 1 και 3 του ως άνω άρθρου (ΕΝ.Φ.Ι.Α.).
Από την ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του μάρτυρα απόδειξης, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, και από τα έγγραφα, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι ενάγοντες, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Οι …, …, … και …. ήταν συγκύριοι (κατά ποσοστό 49,30% εξ αδιαιρέτου οι δύο πρώτοι και κατά ποσοστό 50,70% εξ αδιαιρέτου η τέταρτη ενώ ο τρίτος είχε δικαίωμα επικαρπίας επί του ποσοστού της τέταρτης) οικοπέδου εμβαδού 359 τ.μ. ευρισκόμενου στον προσφυγικό οικισμό ….. της Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης και ειδικότερα επί της οδού ….. Με το υπ’ αριθ. …/1965 προσύμφωνο και εργολαβικό συμβόλαιο του τ. Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …. ανέθεσαν την αξιοποίησή του οικοπέδου τους με το σύστημα της αντιπαροχής στην εργολαβική εταιρεία με την επωνυμία «….» συμφωνώντας να λάβουν ως αντιπαροχή διαμερίσματα, στα οποία θα αντιστοιχούσε ποσοστό συγκυριότητας 37,50% εξ αδιαιρέτου, ενώ καθ’ υπόδειξη της εργολαβικής εταιρείας θα πωλούνταν σε τρίτους διαμερίσματα, στα οποία θα αντιστοιχούσε συνολικό ποσοστό συγκυριότητας 62,50% εξ αδιαιρέτου.
Τη σύναψη του προσυμφώνου αυτού δεν ακολούθησε πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, όπου θα περιγράφονταν συνολικά τα διαμερίσματα της οικοδομ11ς καθώς και το ποσοστό συνιδιοκτησίας τους επί του κοινού οικοπέδου και των κοινοχρήστων χώρων, μολονότι τα στοιχεία αυτά είχαν συμφωνηθεί μεταξύ των οικοπεδούχων και της εργολαβικής εταιρείας, αλλά για την πώληση κάθε διαμερίσματος σε τρίτους συντάσσονταν πωλητήριο συμβόλαιο, όπου για πρώτη φορά συνίστατο αυτό ως οριζόντια ιδιοκτησία με καθορισμό και του ποσοστού συνιδιοκτησίας του στο κοινό οικόπεδο.
Έτσι από τα διαμερίσματα, που περιλαμβάνονταν στο εργολαβικό αντάλλαγμα, μεταβιβάστηκαν σε τρίτους με ταυτόχρονη σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας:
α) διαμέρισμα του υπερυψωμένου ισογείου με εμβαδόν 44 τ. μ. και ποσοστό εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτησίας …/1.000 με το υπ’ αριθ. …/1967 συμβόλαιο του τ. Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ….,
β) διαμέρισμα του πρώτου ορόφου εμβαδού 44 τ.μ. και με ποσοστό εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτησίας 40/1.000 με το υπ’ αριθ. …/1967 συμβόλαιο του ίδιου ως άνω Συμβολαιογράφου,
γ) διαμέρισμα του πρώτου ορόφου εμβαδού 55 τ.μ. και με ποσοστό εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτησίας …. εξ αδιαιρέτου με το υπ’ αριθ. …/1967 συμβόλαιο του ανωτέρω Συμβολαιογράφου,
δ) διαμέρισμα του υπερυψωμένου ισογείου εμβαδού 54 τ.μ. και με ποσοστό εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτησίας 60/1.000, το οποίο αγόρασε η μητέρα των εναγόντων …. με το υπ’ αριθ. …/1974 συμβόλαιο του τ. Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …. ενώ οι δικαωπάροχοί της το είχαν αποκτήσει με το νομίμως μεταγραφέν υπ’ αριθ. …/2.11.1966 συμβόλαιο του ίδιου ως άνω Συμβολαιογράφου και ε) διαμέρισμα του πρώτου ορόφου εμβαδού 90 τ.μ. με ποσοστό εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτησίας 100/1.000, που μεταβιβάστηκε σύμφωνα με το διατακτικό της υπ’ αριθ. …./1970 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
Επίσης, σύμφωνα με το υπ’ αριθ. …../1977 συμβόλαιο διανομής και σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας του τ. Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ….. μεταβιβάστηκαν στους αρχικούς οικοπεδούχους τα διαμερίσματα, που αντιστοίχησαν στην αντιπαροχή τους. Συγκεκριμένα, οι … και …. έλαβαν ένα διαμέρισμα του ημιυπόγειου ορόφου εμβαδού 38,50 τ.μ. και με ποσοστό συνιδιοκτησίας 50/1.000 εξ αδιαιρέτου και ένα διαμέρισμα του τρίτου ορόφου εμβαδού 88,50 τ.μ. και με ποσοστό συνιδιοκτησίας 130/1.000 εξ αδιαιρέτου ενώ η …. χήρα έλαβε τρία διαμερίσματα (ένα στον ημιυπόγειο όροφο εμβαδού 37,70 τ.μ. , ένα στον τρίτο όροφο εμβαδού 50 τ.μ. και ένα στον τρίτο όροφο εμβαδού 38,50 τ.μ. με συνολικό ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του κοινού οικοπέδου 187,50/1.000).
Ωστόσο, πέραν των ανωτέρω διαμερισμάτων στο από του έτους 1965 εργολαβικό συμβόλαιο προβλέφθηκε η ύπαρξη και άλλων διαμερισμάτων, για τα οποία είχε συμφωνηθεί μεταξύ οικοπεδούχων και εργολαβικής εταιρείας ότι θα περιλαμβάνονταν στο εργολαβικό αντάλλαγμα και είχε συμφωνηθεί επίσης και το ποσοστό συνιδιοκτησίας τους στο κοινό οικόπεδο και στους κοινόχρηστους χώρους χωρίς όμως η σχετική συμφωνία να περιβληθεί τον νόμιμο συμβολαιογραφικό τύπο και να υποβληθεί σε μεταγραφή. Μεταξύ των διαμερισμάτων αυτών ήταν και το επίδικο διαμέρισμα, ήτοι διαμέρισμα του υπερυψωμένου ισογείου με μικτό εμβαδόν 46 τ.μ. και ποσοστό εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτησίας στο κοινό οικόπεδο 46/1.000. με το υπ’ αριθ. …/3.1.1967 προσύμφωνο του τ. Συμβολαιογράφου … οι οικοπεδούχοι καθ’ υπόδειξη της εργολαβικής εταιρείας συμφώνησαν να μεταβιβάσουν το διαμέρισμα αυτό στον Κωνσταντίνο Κοντογούρη, στον οποίο παραδόθηκε η νομή του αμέσως μετά την κατάρτιση του προσυμφώνου.
Στη συνέχεια με το υπ’ αριθ. …/13.4.1967 προσύμφωνο του ίδιου Συμβολαιογράφου ο ανωτέρω συμφώνησε να πωλήσει το διαμέρισμα στη δικαιοπάροχο των εναγόντων … ενώ ταυτόχρονα με την κατάρτιση του προσυμφώνου αυτού παρέδωσε τη νομή του στην δεύτερη. Η … από τις 13.4.1967 μέχρι και τον θάνατό της, που επήλθε στις 7.3.2002, κατείχε αδιαλείπτως το ανωτέρω διαμέρισμα χρησιμοποιώντας το ως κατοικία της και θεωρώντας ότι αυτό είχε περιέλθει στην κυριότητά της, έστω και αν ουδέποτε καταρτίστηκε οριστικό συμβόλαιο για τη μεταβίβασή του σε αυτή.
Εξάλλου, με το υπ’ αριθ. …./25.10.1974 συμβόλαιο του τ. Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης στον τ. … με α.α. …., απέκτησε κατά κυριότητα τα και το διπλανό διαμέρισμα μικτού εμβαδού 54 τ.μ. και με ποσοστό εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτησίας στο κοινό οικόπεδο 60/1.000 και έκτοτε συνένωσε τα δύο διαμερίσματα σε ένα, που αποτελούσε και την κύρια κατοικία της. Δεδομένου δε ότι η δικαιοπάροχος των εναγόντων νέμονταν το επίδικο διαμέρισμα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας (από το 1967 μέχρι το 2002), έστω και αν ουδέποτε καταρτίστηκε οριστικό συμβόλαιο για τη μεταβίβασή του σε αυτή, απέκτησε την κυριότητά του με έκτακτη χρησικτησία.
Ειδικότερα, ήδη από το 1965 οι τότε οικοπεδούχοι και η εργολαβική εταρεiα κατήρτισαν εργολαβικό συμβόλαιο (το υπ’ αριθ. …/1965 του τ. Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης … ), με το οποίο συμφωνούσαν να υπαχθεί το οικόπεδό τους (εμβαδού 359 τ.μ.) στο καθεστώς της οριζόντιας συνιδιοκτησίας.
Έκτοτε, η εργολαβική εταιρεία πωλούσε τα διαμερίσματα, που περιέχονταν στο εργολαβικό αντάλλαγμα με οριστικά συμβόλαια με τα οποία συστήνονταν ταυτόχρονα για το κάθε επιμέρους διαμέρισμα οριζόντια ιδιοκτησία, ενώ οι οριζόντιες ιδιοκτησίες, που δόθηκαν στους οικοπεδούχους, συστήθηκαν με το νομίμως μεταγραφέν υπ’ αριθ. 523. …./27.5.1977 συμβόλαιο του τ. Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκηςης στον τ. … με α.α. …. Ωστόσο, για το επίδικο διαμέρισμα, μολονότι περιήλθε στη νομή της μητέρας των εναγόντων ήδη από το 1967 ουδέποτε καταρτίστηκε οριστικό συμβόλαιο μεταβίβασης, που να προβλέπει την αυτοτελή ύπαρξή του ως οριζόντιας ιδιοκτησίας.
Ήδη όμως από το 1965 (με την κατάρτιση του εργολαβικού συμβολαίου) προβλέφθηκε η ύπαρξή του ως αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας, έστω και αν ουδέποτε μεταγράφηκε σχετική συμβολαιογραφική πράξη, και ως τέτοια μεταβιβάστηκε ατύπως αρχικά στον …. και στη συνέχεια στην …. Για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι ετών η τελευταία νέμονταν το διαμέρισμα αυτό θεωρώντας, όπως και όλοι οι υπόλοιποι συνιδιοκτήτες της οικοδομής, ότι αυτό αποτελεί αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία με ποσοστό συγκυριότητας στο οικόπεδο και στα κοινά μέρη της οικοδομής 46/1.000 εξ αδιαιρέτου (δηλ. το ποσοστό, που αναφέρεται σχετικά τόσο στο υπ’ αριθ. …./1965 προσύμφωνο και εργολαβικό συμβόλαιο όσο και στα υπ’ αριθ. 1] …. και …./1967 συμβολαιογραφικά προσύμφωνα, που προαναφέρθηκαν).
Επί είκοσι και πλέον έτη από την εγκατάσταση της …. στο διαμέρισμα αυτό, το οποίο χρησιμοποιούσε ως κατοικία της, κανείς εκ των συνιδιοκτητών της οικοδομής ή τρίτος δεν αμφισβήτησε την υπόσταση του διαμερίσματος αυτού ως αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας, έστω και αν δεν υπήρξε καταγραφείσα συμβολαιογραφική πράξη για τη σύστασή της. Ως εκ τούτου πρέπει να γίνει δεκτό ότι ήδη από το 1987 υπήρξε για το διαμέρισμα αυτό σύστασή του ως οριζόντιας συνιδιοκτησίας με το ανωτέρω ποσοστό συγκυριότητας (46/1.000 εξ αδιαιρέτου) επί του κοινού οικοπέδου λόγω έκτακτης χρησικτησίας και περιέλευσή του για την ίδια αιτία στην κυριότητα της … (για το ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως η επιδικία), είναι δυνατή και η σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας με έκτακτη χρησικτησία και όχι μόνο η απόκτηση κυριότητας επί ήδη συνεστημένης οριζόντιας ιδιοκτησίας, ενόψει και των σκοπών που υπηρετεί ο θεσμός της έκτακτης χρησικτησίας, βλ. Απ. Γεωργιάδη, ΕμπρΔ, τ. Ι, εκδ. 1991, σ. 442 και 666, ΕφΑθ 4641/2004 ΕΔΠ 2005, 73).
Εξάλλου, με το να μην είναι δυνατή η αναγνώριση δικαιώματος χωριστής κυριότητας στο επίδικο διαμέρισμα, παρά το ότι αυτό το νέμεται ήδη από το 1967 η Ευαγγελία Μάλτα και ουδεμία αντίρρηση οι ενάγοντες κληρονόμοι της σχετικά με αυτό υπήρξε ποτέ, δεν θα υπηρετούνταν ούτε οι σκοποί του Εθνικού Κτηματολογίου, που είναι η εμπέδωση της ασφάλειας των συναλλαγών με την ασφαλή και ακριβή αποτύπωση των ιδιοκτησιακών σχέσεων επί ακινήτων, όπως αυτές έχουν στην πραγματικότητα (βλ. σχετικά Δημ. Αργυρίου, Το Δίκαιο του Κτηματολογίου, εκδ. 2008, σ. 4) ενώ 1) δη επισημάνθηκε ότι δεν είναι δυνατή η αναγνώριση ποσοστών εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας σε οικόπεδο, επί του οποίου υφίσταται οριζόντια συνιδιοκτησία, χωρίς την παράλληλη ύπαρξη κυριότητας σε χωρισττ1 ιδιοκτησία.
Συνεπώς, κατά το χρόνο θανάτου της (7.3.2002) η …. είχε καταστεί κυρία του εν λόγω διαμερίσματος με έκτακτη χρησικτησία και, ενόψει του ότι απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη, το διαμέρισμα περιήλθε κατ’ ισομοιρία στα τέκνα της και ήδη ενάγοντες, οι οποίοι και αποδέχτηκαν την κληρονομία, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …./28.7.2010 σχετική έκθεση της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης …..
Λόγω δε της αναδρομικής ισχύος της ανωτέρω πράξης αποδοχής κληρονομίας από το χρόνο θανάτου της Ευαγγελίας Μάλτα πρέπει να γίνει δεκτό ότι κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος των αρχικών κτηματολογικών γραφίων στην περιοχή της Καλαμαριάς (στις 14.7.2005) είχαν καταστεί συγκύριοι του διαμερίσματος, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, οι ενάγοντες ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της μητέρας τους.
Επομένως, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας ως προς την ερμηνεία των εφαρμοσθέντωv κανόνων δικαίου (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.|
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι κατά το χρόνο έναρξης ισχύος των αρχικών κτηματολογικών εγγραφών (στις 4.7.2005) οι ενάγοντες ήταν συγκύριοι, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, διαμερίσματος μικτού εμβαδού 46 τ.μ. και με ποσοστό συγκυριότητας στο κοινό οικόπεδο και στους κοινόχρηστους χώρους 46/1.000 εξ αδιαιρέτου, το οποίο βρίσκεται σε πολυώροφη οικοδομή επί της οδού …. στην Καλαμαριά και συγκεκριμένα στο υπερυψωμένο ισόγειο αυτής, βρίσκεται αριστερά για αυτόν που βλέπει την οικοδομή από την οδό …, έχει πρόσοψη επί της πλάγιας πρασιάς και της οπίσθιας και αποτελείται από ένα δωμάτιο, σαλόνι, χωλ κουζίνα και αποχωρητήριο) το οικόπεδο, στο οποίο έχει ανεγερθεί η ως άνω πολυώροφη οικοδομή, φέρει ΚΑΕΚ … και έχει εμβαδόν 359 τ.μ..
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη διόρθωση των ανακριβών εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Καλαμαριάς, ώστε:
1. να καταχωρηθεί το ανωτέρω περιγραφόμενο διαμέρισμα ως αυτοτελής οριζόντια ιδιοκτησία (με ιδιαίτερο κτηματολογικό φύλλο και ΚΑΕΚ), επί της οποίας θα φέρονται ως συγκύριοι, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, οι ενάγοντες με τίτλο κτήσης την υπ’ αριθ. …/28.7.2010 έκθεση αποδοχής κληρονομίας της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης …. και
2. να αποσπαστεί το ποσοστό εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας του διαμερίσματος των εναγόντων επί του κοινού ακινήτου (46/1.000) από το κτηματολογικό φύλλο των υπολειπόμενων ποσοστών αυτού (που έχουν λάβει ΚΑΕΚ …. και φέρονται ως ανήκοντα σε άγνωστο ιδιοκτήτη), τα οποία πρέπει να περιοριστούν σε 252,50/1.000 εξ αδιαιρέτου (298,50 – 46), ώστε το αφαιρεθέv ποσοστό να αποτυπώνεται αντιστοiχως στο κτηματολογικό φύλλο, που θα δημιουργηθεί για την οριζόντια ιδιοκτησία των εναγόντων.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στη Θεσσαλονίκη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων τους.
Δυνατή σύσταση οριζόντιας ή (και) κάθετης ιδιοκτησίας μόνο με δικαιοπραξία ή δικαστική απόφαση, όχι με χρησικτησία.

ΕΦΕΤΕΙΟ Τόπος: ΛΑΡΙΣΗΣ Αριθ. Απόφασης: 35 Ετος: 2014
Περίληψη Κυριότητα – Ακίνητο – Παράγωγη κτήση κυριότητας – Διεκδικητική αγωγή – Αοριστία – Οροφοκτησία – Χρησικτησία -. Για παράγωγη κτήση κυριότητας ακινήτου (με κληρονομική διαδοχή ή σύμβαση) πρέπει ο αποβιώσας ή μεταβιβάσας να ήταν κύριος. Επί αγωγής κυριότητας ακινήτου, στηριζόμενης σε παράγωγη κτήση, ανάγκη μνείας όσων περιστατικών απαιτούνται για τη μεταβίβαση της κυριότητας στον ενάγοντα, επί δε αμφισβήτησης κατά τη συζήτηση της κυριότητας του δικαιοπαρόχου, υποχρέωση ενάγοντος να επικαλεσθεί και αποδείξει αυτή, κατʼ επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής. Δυνατή σύσταση οριζόντιας ή (και) κάθετης ιδιοκτησίας μόνο με δικαιοπραξία ή δικαστική απόφαση, όχι με χρησικτησία. Η επιτρεπόμενη νομή επί συστατικού μέρους πράγματος (ορόφου, διαμερίσματος) δεν μπορεί να οδηγήσει σε κτήση κυριότητάς του με χρησικτησία, άρα ούτε σε σύσταση οροφοκτησίας.
Κείμενο Απόφασης 35/2014
Με την από 3-1-2012 κλήση του εκκαλούντος-εφεσιβλήτου Σ. Π. νόμιμα φέρονται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό κατά το άρθρο 581 ΚΠολΔ οι από 7-10-2007 και 7-12-2007 εφέσεις των διαδίκων κατά της 263/2007 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία επί της από 28-8-2001 αγωγής του ενάγοντος Σ. Π., μετά την έκδοση της 1272/2011 απόφασης του Αρείου Πάγου με την οποία αναιρέθηκε η 480/2009 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρεθείσα απόφαση.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1710§1, 1712, 1721, 1724, 1813, 1846, 1193, 1195, 1198, 1199 και 1033 ΑΚ, συνάγεται ότι η κυριότητα ακινήτου αποκτάται παραγώγως με κληρονομική μεν διαδοχή από το θάνατο του κληρονομουμένου, εφόσον ο κληρονόμος αποδεχθεί την κληρονομία με δημόσιο έγγραφο και μεταγράψει την περί αποδοχής δήλωσή του, με συμφωνία δε, μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά ότι μετατίθεται σε αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, η οποία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο που υποβάλλεται σε μεταγραφή. Για τη μεταβίβαση της κυριότητας με τους τρόπους αυτούς, προϋπόθεση είναι ο αποβιώσαντας ή εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της να ήταν κύριος του ακινήτου. Έτσι, στη διεκδικητική και αναγνωριστική ή αρνητική κυριότητας αγωγή ακινήτου, με την οποία ο ενάγων ζητεί την προστασία της κυριότητάς του επί ακινήτου, στηρίζεται σε κτήση της κυριότητας με παράγωγο τρόπο (σύμβαση, κληρονομική διαδοχή) πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής όσα περιστατικά απαιτούνται για τη μεταβίβαση του δικαιώματος της κυριότητας του επιδίκου στον ενάγοντα. Όταν όμως ο εναγόμενος με τις προτάσεις του κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής αμφισβητήσει την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος, ο τελευταίος πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει τα γεγονότα που στηρίζουν την κτήση του δικαιώματος στο πρόσωπό του, καταφεύγοντας, αν υπάρξει ανάγκη, σε πρωτότυπη κτήση, αν δε στηρίζεται σε χρησικτησία, πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής τα αναγκαία για την κτήση της κυριότητας με τον τρόπο αυτόν περιστατικά (Παπαδοπούλου Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου σελ. 363 επ., ΑΠ 999/2009 ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 953, 954, 993, 1002, 1117 ΑΚ, 1, 14 του ν. 3741/1929, 1, 2 του ν.δ. 1024/1971, 1, 6 του ν. 1562/1985 και 480 Αʼ του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η έννομη σχέση της οριζόντιας ή (και) κάθετης ιδιοκτησίας μπορεί να συσταθεί μόνο με δικαιοπραξία (μονομερή εν ζωή δικαιοπραξία του κυρίου του ακινήτου, σύμβαση του κυρίου με τρίτο ή τρίτους, σύμβαση των συγκυρίων είτε μεταξύ τους είτε με τρίτο ή τρίτους, δωρεά αιτία θανάτου ή διαθήκη του κυρίου) ή με δικαστική απόφαση (σε δίκη διανομής κοινού ακινήτου ή μετά από αίτηση συγκυρίου ή συγκυρίων ακινήτου κατά ποσοστό τουλάχιστον 65%). Σύσταση της εν λόγω έννομης σχέσεως με χρησικτησία (τακτική ή έκτακτη) δεν είναι δυνατή. Και τούτο, διότι, πέραν του προβλεπόμενου ως άνω περιορισμένου κύκλου των τρόπων συστάσεως της, η επιτρεπόμενη κατʼ άρθρο 993 ΑΚ νομή επί συστατικού μέρους πράγματος (ορόφου, διαμερίσματος κ.α.) δεν μπορεί να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας του με χρησικτησία, άρα ούτε στη σύσταση οροφοκτησίας (ΑΠ 642/2012 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση στην υπό κρίση αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση ο ενάγων εκθέτει ότι δυνάμει της …/3-10-1995 πράξης αποδοχής κληρονομίας της Συμβ/φου Ε.Κ.-Κ.. που έχει μεταγραφεί νόμιμα περιήλθε σε αυτόν κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου από κληρονομία του κατά την 15-12-1959 αποβιώσαντος πατέρα του Χ. Π., ο οποίος δεν κατέλιπε διαθήκη και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από αυτόν (ενάγοντα) τη μητέρα του Μ. Π. και τα αδέλφια του Τ. Π. και Β. Π., οι οποίοι και αποδέχθηκαν την εν λόγω κληρονομία με την ίδια ως άνω πράξη αποδοχής, το περιγραφόμενο λεπτομερώς στην αγωγή ακίνητο εμβαδού 1.909,37 τμ. που βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης Α. Β. και εμφαίνεται με τα στοιχεία 23.24.17.16.15.14.13.12.11.10.9.5.4.22.21.23 στο από του μηνός Αυγούστου 1995 τοπογραφικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού Κ.Μ.. Στις 24.6.1996 απεβίωσε στην Α. η ως άνω Μ.Χ.Π., η οποία δεν κατέλιπε διαθήκη και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τα τέκνα της και δη τον ενάγοντα και τους προαναφερθέντες Τ.Χ. Π. και Β. συζ. Θ.Π., οι οποίοι υπεισήλθαν στην κληρονομιαία περιουσία της, στην οποία περιλαμβάνεται και ποσοστό 1/4 ή 3/12 εξ αδιαιρέτου επί του ανωτέρω ακινήτου, κατά ποσοστό 1/3 ή 1/12 εξ αδιαιρέτου καθένας απ’ αυτούς, οι οποίοι και την αποδέχθηκαν δυνάμει της …/26.4.2000 πράξης αποδοχής κληρονομιάς της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου Ε. Κ.-Κ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Α.. Δυνάμει της …/26.4.2000 πράξης σύστασης διηρημένης ιδιοκτησίας επί οικοδομημάτων ανεγειρομένων επί ενιαίου οικοπέδου της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου Ε.Κ.Κ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Α., το ως άνω κληρονομιαίο ακίνητο υπήχθη από τους συγκυρίους του (ενάγοντος και τα αδέλφια του Τ. Χ. Π. και Β. συζ. Θ. Π.), στις διατάξεις του Ν.Δ. 1024/1971 «περί διηρημένης ιδιοκτησίας επί οικοδομημάτων ανεγειρομένων επί ενιαίου οικοπέδου» και στις διατάξεις του Ν. 3741/1929 «περί ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους» και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ, και συστήθηκαν δύο αυτοτελείς και ανεξάρτητες διηρημένες και διακεκριμένες ιδιοκτησίες, μία εκ των οποίων αποτελεί και η ευρισκόμενη στην νότια πλευρά του ως άνω ενιαίου οικοπέδου, η οποία, εμφαινόμενη στο ίδιο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού Κ. Μ. με τα στοιχεία 43.17.16.15.14. 13.12.11.10.9.5. 422.21.47.52.44.43, έχει εμβαδόν 1.071,10 τ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας σ’ αυτό (ενιαίο οικόπεδο) 560,97/1000, περιλαμβάνει δε μία ισόγεια οικία, εμβαδού 114,09 τ.μ. και συνορεύει ανατολικά, σε πλευρά μήκους 33,77 μ, με ιδιοκτησία του πρώτου εναγομένου, σε άλλη πλευρά μήκους 20,72 μ, με ιδιοκτησία της Α. Γ. και σε άλλη πλευρά, μήκους 1,00 μ. με ιδιοκτησία του Δ. Γ., δυτικά, σε πλευρά τεθλασμένη μήκους 19,96 μ. + 4,13 μ., με ιδιοκτησία του δεύτερου εναγομένου, σε άλλη πλευρά, μήκους 22,12 μ., με ιδιοκτησία του Α. Γ. και σε άλλη πλευρά, μήκους 6,95 μ. με την δημοτική οδό Α. Σ., βόρεια, σε πλευρά τεθλασμένη, μήκους 24,35 μ. + 9,64 μ. + 22,33 μ. με το δεύτερο (υπόλοιπο) τμήμα του ως άνω ενιαίου οικοπέδου και σε πλευρά, μήκους 1,36 μ. με ιδιοκτησία του Δ. Γ. και νότια σε πλευρά, μήκους 4,19 μ. με την δημοτική οδό Μ., σε άλλη πλευρά, μήκους 10,69 μ. με ιδιοκτησία του πρώτου εναγομένου, σε άλλη τεθλασμένη πλευρά, μήκους 7,57 μ. + 9,74 μ, με ιδιοκτησία του δευτέρου εναγομένου, σε άλλη πλευρά, μήκους 7,31 μ., με ιδιοκτησία του Σ. Χ. και σε άλλη πλευρά, μήκους 28,25 μ. με ιδιοκτησία Α.Γ., , ενώ δυνάμει των …/26-4-2000 και …/26-4-2000 πωλητηρίου και δωρητηρίου εν ζωή αντίστοιχα, συμβολαίων της συμβολαιογράφου Ε.Κ.-Κ., που μεταγράφηκαν νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Α., οι προαναφερόμενοι αδελφοί του ενάγοντος Τ. Π. και Β. Π.η μεταβίβασαν σε αυτόν λόγω πώλησης και λόγω δωρεάς αντίστοιχα, τα ιδανικά τους μερίδια επί του ως άνω τμήματος του προπεριγραφομένου ενιαίου ακινήτου το οποίο (τμήμα) περιήλθε έτσι εξολοκλήρου στον ενάγοντα ο οποίος και κατέστη κύριος αυτού με παράγωγο τρόπο. Περαιτέρω ο ενάγων εκθέτει στην αγωγή ότι επί της ως άνω αυτοτελούς και διακεκριμένης ιδιοκτησίας ασκεί από το έτος 1959 μέχρι την αγωγή (2001) συνεχώς πράξεις νομής ανεγείροντας και κατοικώντας την εντός αυτής οικία, χρησιμοποιώντας τους αποθηκευτικούς χώρους, περιποιούμενος την αυλή, τα δέντρα και φυτά κ.λ.π Οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής αμφισβήτησαν την κυριότητα του ως άνω δικαιοπαρόχου του ενάγοντος ισχυριζόμενοι ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα των ιδιοκτησιών τους και δη κατά το ήμισυ ανατολικό τμήμα του ακινήτου του πρώτου από αυτούς στο οποίο υφίσταται δουλεία διόδου υπέρ του ακινήτου του δευτέρου και κατά το ήμισυ δυτικό τμήμα του ακινήτου του δευτέρου από αυτούς, στο οποίο υφίσταται δουλεία διόδου υπέρ του ακινήτου του πρώτου, γενόμενοι κύριοι αυτών με έκτακτη χρησικτησία, αφού από τότε που αγόρασαν τις ως άνω ιδιοκτησίες τους (1975 και 1980 αντίστοιχα) αλλά και πριν από αυτούς οι δικαιοπάροχοί τους(από το 1935 και 1920 αντίστοιχα) ασκούσαν συνεχώς πράξεις νομής, άλλως (ισχυρίζονται) ότι από την πλέον των είκοσι ετών διέλευσή τους από το επίδικο με διάνοια δικαιούχου απέκτησαν δικαίωμα δουλείας διόδου με έκτακτη χρησικτησία. Ο ενάγων επικαλούμενος κατά τα εκτεθέντα παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας στο επίδικο, παρότι αμφισβητήθηκε κατά τα άνω από τους εναγομένους η κυριότητα του δικαιοπαρόχου του, πατέρα του και των λοιπών συγκληρονόμων του σε αυτό, δεν συμπλήρωσε με τις προτάσεις του την έλλειψη αυτή που υπάρχει στην αγωγή του, όπως θα έπρεπε σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, καθιστώντας έτσι αόριστη την αγωγή του κατά τη σχετική της βάση. Αλλά και ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί κτήσης κυριότητας στο επίδικο με πρωτότυπο τρόπο είναι μη νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κι αυτό διότι κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή το επίδικο αποτελεί τμήμα διηρημένης ιδιοκτησίας κατά την έννοια των διατάξεων του ν.δ. 1024/1971 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ, που συνεστήθη μεταξύ του ενάγοντος και των συγκληρονόμων του αδελφών του την 26-4-2000 με το …/26-4-2000 συμβόλαιο της Συμβ/φου Ε.Κ.-Κ. που έχει μεταγραφεί νόμιμα και επομένως κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας η νομή επʼ αυτού κατά τον προγενέστερο της νομικής σύστασης της διηρημένης ιδιοκτησίας χρόνο δεν μπορεί να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας με χρησικτησία.
Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε νόμιμη την αγωγή, εσφαλμένα ερμήνευσε το Νόμο. Πρέπει λοιπόν κατά παραδοχή των εφέσεων ως τυπικά και ουσιαστικά βασίμων, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο να απορριφθεί η αγωγή ως μη νόμιμη. Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας των κανόνων που εφαρμόσθηκαν (ΚΠολΔ 179).

++++++++++++++++++++++++++
Βασική Νομολογία για τη νομική φύση
της οριζόντιας ιδιοκτησίας

Όλγα Νασοπούλου
Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων σχεδόν των δικαστικών αποφάσεων που αφορούν σε θέματα οριζόντιας ιδιοκτησίας είναι ο προσδιορισμός της έννοιάς της, των δύο δηλαδή στοιχείων που την συναποτελούν (κυριότητα σε όροφο ή διαμέρισμα, συγκυριότητα στα κοινά μέρη του ακινήτου). Με αφετηρία τον προσδιορισμό αυτόν, προχωρούν έπειτα τα δικαστήρια και στην επίλυση των ειδικότερων ζητημάτων που ανακύπτουν στα πλαίσια της οροφοκτησίας.
Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκη 290/1993
Στην υπόθεση αυτή το δικαστήριο είχε να κρίνει αγωγή διανομής οικοπέδου, επί του οποίου είχε συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία κατά τις διατάξεις του ν. 3741/29 λόγω του ότι ο εναγόμενος δεν συναινούσε σε εκούσια διανομή. Το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ακολουθώντας την εξής συλλογιστική πορεία : σύμφωνα με τον ν. 3741/29, και συγκεκριμένα τις διατάξεις 9 § 1 και 2 § 3, η αναγκαστική συνιδιοκτησία στα κοινά μέρη μιας οικοδομής που διέπεται από το νόμο αυτό παύει να υπάρχει και χωρεί η αγωγή διανομής μόνον όταν η οικοδομή καταστραφεί ολικά ή κατά τα 3/4 της αξίας της ή και σε μικρότερη έκταση, εφόσον όμως (στην τελευταία περίπτωση) κανένας συνιδιοκτήτης δε θέλει την ανοικοδόμησή της. Εφόσον λοιπόν υφίσταται οροφοκτησία, δε χωρεί ούτε αγωγή διανομής της οροφοκτησίας γιατί δεν υπάρχει συγκυριότητα στους χωριστούς ορόφους, ούτε αγωγή διανομής του εδάφους, που ανήκει στην αναγκαστική συνιδιοκτησία. Η αναγκαστική φύση της κοινωνίας των συνιδιοκτητών επί του οικοπέδου δεν μπορεί να καταλυθεί παρά μόνο στην περίπτωση που προαναφέρθηκε και τη οποία δεν επικαλέστηκαν οι ενάγοντες.
Τελείως διαφορετικό ζήτημα είναι η σύσταση οροφοκτησίας με δικαστική απόφαση που εκδίδεται σε δίκη διανομής κοινού οικοπέδου, στο οποίο υπάρχει οικοδομή (Κ.Πολ.Δ. 480 Α, που προστέθηκε με το άρθρο ΙΙ του ν.1562/1985). Στην περίπτωση αυτή, την αυτούσια διανομή του κοινού οικοδομημένου ακινήτου με σύσταση οροφοκτησίας μπορεί να ζητήσει κάθε συγκύριος. Το δικαστήριο την αποφασίζει, εφόσον αυτή είναι εφικτή και δεν αντιβαίνει στο συμφέρον των λοιπών συγκυρίων.
Άρειος Πάγος 1234/1993
Με την απόφαση αυτή ο Αρειος Πάγος έκανε δεκτή την αναίρεση που είχε υποβληθεί ενώπιόν του, για λόγους οι οποίοι δεν εξετάζονται εδώ, και κράτησε τη υπόθεση, για να εξετάσει πάλι το περιεχόμενο της αγωγής. Στο σκεπτικό της απόφασης παρατηρείται οτι από τις διατάξεις των άρθρων 2 §§ 1, 3 και 5 ν. 3741/1929 «περί ιδιοκτησίας κατ'ορόφους», σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ, προκύπτει ότι, εφόσον υφίσταται χωριστή κυριότητα σε διαμέρισμα ορόφου, στον κύριο αυτού ανήκουν όλες οι εξουσίες που απορρέουν από την κυριότητα (ΑΚ 1000: «Ο κύριος του πράγματος μπορεί, εφόσον δεν προσκρούει στο νόμο ή σε δικαιώματα τρίτων, να το διαθέτει κατ'αρέσκειαν και να αποκλείει κάθε ενέργεια άλλου πάνω σ'αυτό»), μεταξύ των οποίων και εκείνη της μεταβολής ή προσθήκης στο διαμέρισμά του. Διευκρινίζει όμως το δικαστήριο ότι οι μεταβολές και οι προσθήκες αυτές είναι θεμιτές, μόνον εφόσον ο κύριος του διαμερίσματος δεν μεταβάλλει τον συνήθη προορισμό αυτού, δεν παραβλάπτει τη χρήση των άλλων ιδιοκτησιών και δεν μειώνει την ασφάλεια αυτών ή του οικοδομήματος εν γένει. Οι ίδιοι περιορισμοί ισχύουν και για τη χρήση των κοινών μερών, εκτός εάν υπάρχει ειδική συμφωνία μεταξύ όλων των συνιδιοκτητών που ορίζει διαφορετικά. Για παράδειγμα, η μετατροπή υπόγειου βοηθητικού χώρου από αποθήκη σε διαμέρισμα και η μίσθωσή του στη συνέχεια ως κατοικίας (ενέργεια, στην οποία είχε προβεί ο αναιρεσείων) προσκρούει στις νομοθετικές διατάξεις που αναφέρθηκαν, με την επιφύλαξη βέβαια της έλλειψης διαφορετικής συμφωνίας αλλά και της τήρησης ή μη, σε κάθε περίπτωση, των κανόνων του ΓΟΚ.
Συμπέρασμα: Ελλείψει διαφορετικού κανονισμού ή ειδικής κοινής συμφωνίας μεταξύ όλων των συνιδιοκτητών ο οροφοκτήτης έχει τα εξής δικαιώματα:
α) ως προς τα κοινά μέρη του ακινήτου : να κάνει ακώλυτη χρήση τους και να προβαίνει σε επισκευή τους, εφόσον δεν βλάπτει τα δικαιώματα των λοιπών οροφοκτητών και δε μεταβάλλει το συνήθη προορισμό των μερών αυτών.
β) ως προς το διαμέρισμα: όλα τα δικαιώματα του κυρίου (ΑΚ 1000), εφόσον δεν παραβλάπτει τη χρήση των άλλων οροφοκτητών ή δε μειώνει την ασφάλειά τους ή την ασφάλεια του οικοδομήματος (άρθρο 3 § 1 ν. 3741/1929).
Βλέπουμε λοιπόν ότι η κυριότητα στο πλαίσιο του καθεστώτος της οριζόντιας ιδιοκτησίας (όροφος ή διαμέρισμα) υποβάλλεται, πέραν αυτών του ΑΚ 1000, και σε πρόσθετους περιορισμούς (3741/1929), χωρίς τους οποίους η συνύπαρξη των οροφοκτητών σε μία (κοινή) οικοδομή θα απέβαινε πρακτικά εξαιρετικά δυσχερής, αν όχι και εντελώς αδύνατη.
Εφετείο Θεσσαλονίκης 89/1994
Στην απόφαση αυτή το εφετείο Θεσσαλονίκης ασχολήθηκε με θέματα κάθετης ιδιοκτησίας, οριζόντιας ιδιοκτησίας και συγκυριότητας. Από τα τρία αυτά ζητήματα δε θα μας απασχολήσει το πρώτο (κάθετη ιδιοκτησία), ενώ στο τρίτο (συγκυριότητα) θα αναφερθούμε συνοπτικά για να γίνουν καλύτερα αντιληπτές οι διαφορές ή ομοιότητες με το αντίστοιχο στοιχείο της οριζόντιας ιδιοκτησίας (αναγκαστική συγκυριότητα).
Οριζόντια ιδιοκτησία: Αρχικά το εφετείο αναφέρθηκε στους τρόπους σύστασης της οριζόντιας ιδιοκτησίας που είναι οι εξής : α) σύμβαση μεταξύ των τυχόν συγκυρίων του όλου ακινήτου, β) σύμβαση μεταξύ κυρίου (ή συγκυρίου) του όλου ακινήτου και του μέλλοντος οροφοκτήτη, γ) μονομερής δικαιοπραξία εν ζωή του κυρίου του όλου ακινήτου, δ) διαθήκη του κυρίου του όλου ακινήτου και ε) δικαστική απόφαση που εκδίδεται σε δίκη διανομής κοινού οικοπέδου, στο οποίο υπάρχει οικοδομή. Επιπρόσθετα το δικαστήριο επανέλαβε ότι σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας είναι δυνατή και για μέλλουσα να ανεγερθεί ή υπό ανέγερση οικοδομή (άρθρο 10 § 2 ν. 3741/1929). Στην τελευταία περίπτωση η μέλλουσα οικοδομή και τα διαμερίσματά της πρέπει να είναι αποτυπωμένα σε αρχιτεκτονικά σχέδια, τα οποία θα επισυναφθούν στη συστατική πράξη με κάθε δυνατή λεπτομέρεια (εμβαδό, διαστάσεις κ.λ.π.), γιατί διαφορετικά λείπει το στοιχείο της ειδικότητας. Στη συνέχεια της απόφασης το εφετείο προσδιόρισε την έννοια της οροφοκτησίας (αποκλειστική κυριότητα σε όροφο ή διαμέρισμα και συγκυριότητα στο κοινό οικόπεδο) και έπειτα απεφάνθη, βάσει αυτής, ότι: Ο συνιδιοκτήτης, όταν εκποιεί την οριζόντια ιδιοκτησία του, δεν μπορεί να μεταβιβάσει αποκλειστική κυριότητα σε συγκεκριμένο μέρος του κοινού οικοπέδου, αλλά το ποσοστό του εξ'αδιαιρέτου στο κοινό οικόπεδο. Ο περιορισμός αυτός ισχύει ωσότου μεταγενεστέρως αποσβεστεί το δικαίωμα κυριότητας κάποιου συνιδιοκτήτη και αποκτηθεί από άλλον, όπως λ.χ. με χρησικτησία, διότι είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με χρησικτησία σε διαιρετό τμήμα ακινήτου, στο οποίο έχει ήδη γίνει σύσταση οριζόντιας (ή κάθετης) ιδιοκτησίας (Α.Π.1184 ΝοΒ 33,225).
Συγκυριότητα:Αν δεν υπάρχει οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία, τόνισε το εφετείο, από το συνδυασμό των διατάξεων 1000, 1113, 1033, 369, 785, 789 και 799 ΑΚ, συνάγει ότι ο συγκύριος ακινήτου δεν μπορεί να διαθέσει την ιδανική μερίδα του σε συγκεκριμένο μέρος του κοινού πράγματος σε άλλον και έτσι να δημιουργήσει χωριστή κυριότητα σε αυτό το μέρος, εκτός αν το επιτρέπει προηγούμενη συμφωνία μεταξύ όλων των συγκυρίων ή σε περίπτωση δικαστικής διανομής.
Συμπεράσματα: και στις δύο περιπτώσεις (οριζόντια ιδιοκτησία και συγκυριότητα) υπάρχει συνιδιοκτησία στο οικόπεδο, η οποία αποτελεί κοινό στοιχείο των δύο εννοιών. Όμως, στο καθεστώς της οριζόντιας ιδιοκτησίας, παράλληλα με τη συγκυριότητα στο κοινό οικόπεδο, υπάρχει και αποκλειστική κυριότητα σε όροφο ή διαμέρισμα. Χωρίς την πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας η συγκυριότητα στο κοινό οικόπεδο θα επεκτεινόταν και στα κτίσματα, με όλους τους παρεπόμενους περιορισμούς, π.χ. δεν θα μπορούσε ένας συγκύριος να εκμισθώσει έναν όροφο ή διαμέρισμα χωρίς προηγούμενη συμφωνία με όλους τους συγκυρίους. Διαφορετικά είναι τα πράγματα στην οριζόντια ιδιοκτησία, ακριβώς επειδή υπάρχει αποκλειστική κυριότητα σε όροφο ή διαμέρισμα, επομένως και όλες οι εξουσίες που απορρέουν από αυτή (ΑΚ 1000), δίχως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και κάποιοι περιορισμοί από το ν. 3741/1929.
Άλλες συνέπειες από το ν. 3741/1929 - Ειδικότερα θέματα οριζόντιας ιδιοκτησίας
Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών 5410/1994
Την απόφαση αυτή απασχόλησαν δύο βασικά ζητήματα που ανακύπτουν στο πλαίσιο της οριζόντιας ιδιοκτησίας. Το πρώτο ζήτημα αφορά τη χρήση των κοινόχρηστων και κοινόκτητων πραγμάτων, επί των οποίων υφίσταται αναγκαστική συνιδιοκτησία. Οι ενάγοντες (κύριοι διαιρεμένης οριζόντιας ιδιοκτησίας του α'ορόφου στη συγκεκριμένη οικοδομή) ισχυρίστηκαν ότι κάποιοι από τους συνιδιοκτήτες είχαν μεταβάλει τη χρήση ενός κοινόχρηστου χώρου, δίχως προηγούμενη σχετική συμφωνία μεταξύ όλων ή ρήτρας στον κανονισμό. Επρόκειτο για έναν διακεκριμένο κοινόχρηστο χώρο, με το γενικόλογο χαρακτηρισμό «αίθουσα συγκεντρώσεων», προοριζόμενο για τις λειτουργικές ανάγκες των ενοίκων της οικοδομής, σύμφωνα με το άρθρο 7 § 1 εδ. βγ του ν.1577/85 (ΓΟΚ), τον οποίο ορισμένοι συνιδιοκτήτες χρησιμοποιούν διαρκώς και αποκλειστικώς (απέκλειαν δηλαδή τους ενάγοντες από τη χρήση του χώρου αυτού, ενώ παράλληλα επέτρεπαν τη χρήση του και σε τρίτους). Το δικαστήριο έκρινε ότι: από τις διατάξεις των άρθρων 2 § 1 και 3, 4 § 1, 5 § 1, καθώς και 13 του ν. 3741 /1929, ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 54 ΕνΑΚ, προκύπτει ότι ο ιδιοκτήτης καθενός ορόφου ή μέρους αυτού έχει όλα τα ανήκοντα στον κύριο δικαιώματα, όχι μόνο επί της χωριστής ιδιοκτησίας του, αλλά και επί των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων πραγμάτων, χώρων και εγκαταστάσεων της οικοδομής, δικαιούμενος ως συγκύριος, σε περίπτωση ανυπαρξίας ειδικής συμφωνίας, να κάνει προσήκουσα αυτών χρήση, χωρίς όμως να μεταβάλλει τον συνήθη προορισμό τους. Σε μία τέτοια περίπτωση, οι λοιποί συγκύριοι δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της προσβολής του δικαιώματός τους, ώστε να μπορούν και εκείνοι να χρησιμοποιούν στο ίδιο μέτρο τα κοινά πράγματα. Το δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι το πότε η συγκεκριμένη εκ μέρους διαμερισματούχου και οροφοκτήτη χρήση των κοινών του ακινήτου μερών τυγχάνει υπερμεγέθης, παρακωλύοντας έτσι τη χρήση των υπόλοιπων κοινωνών, κρίνεται και εκτιμάται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες της οροφοκτησίας και τις ανάγκες των επιμέρους διαιρετών ιδιοκτησιών, με γνώμονα πάντα τα αντικειμενικά αξιολογικά κριτήρια της καλής πίστης και των χρηστών ηθών.
Το δεύτερο ζήτημα με το οποίο ασχολήθηκε το μονομελές πρωτοδικείο ήταν η ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση σε δίκες που αφορούν την προσήκουσα χρήση των κοινών της οικοδομής μερών. Σε τέτοιες περιπτώσεις, απεφάνθη το δικαστήριο, ανακύπτει μεταξύ των συνιδιοκτητών ιδιωτική διαφορά από τη σχέση της οροφοκτησίας, η οποία αφορά την αδιαίρετη και αναγκαστική συνιδιοκτησία επί των τμημάτων της οροφοκτησίας και ειδικότερα: α) την ερμηνεία και εφαρμογή του ν. 3741/1929, σε συνδυασμό με τις ΑΚ 1002, 1117 (ενάσκηση δικαιωμάτων - εκπλήρωση υποχρεώσεων) και β) την εφαρμογή και ερμηνεία των τυχόν ειδικών ρυθμιστικών συμφωνιών και κανονισμού της οροφοκτησίας (άρθρο 4 § 1 και 13 του ν. 3741 /1929). Το σκεπτικό του δικαστηρίου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σε δικαστικές διενέξεις, αναφορικά με δικαιώματα και υποχρεώσεις εκ της οροφοκτησίας, και ειδικότερα εκ της αναγκαστικής συνδιοκτησίας στα κοινά μέρη, ενεργητικά ή παθητικά νομιμοποιούμενοι είναι όλοι οι συνιδιοκτήτες, ανεξάρτητα από την ταυτόχρονη ύπαρξη ενός μόνο ατόμου ως διαχειριστή.
Ο διαχειριστής της οικοδομής έχει το δικαίωμα να ενάγει και να ενάγεται, ως εκπρόσωπος της ένωσης συνιδιοκτητών, για τις διενέξεις που προκύπτουν από τη διαχείριση και μόνο της πολυκατοικίας. Όταν όμως τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν νομικά μια αγωγή, δεν αναφέρονται σε ιδιωτική συμπεριφορά των συνιδιοκτητών, σχετική με τη διαχείριση των κοινών, τότε νομιμοποιούμενος παθητικά (εναγόμενος) δεν είναι ο διαχειριστής αλλά οι συνιδιοκτήτες. Έτσι η αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, ακριβώς επειδή στρεφόταν κατά του διαχειριστή και μόνον.
Πρωτοδικείο Άρτας 26/1994
Στην απόφαση αυτή το πρωτοδικείο της Αρτας ασχολείται με το δικαίωμα επέκτασης της οικοδομής προς τα πάνω ή προς τα κάτω (άρθρο 8 § 1 ν. 3741/1929). Χωρίς να επεκταθούμε στις λεπτομέρειες και το όλο ιστορικό της απόφασης, το οποίο άπτεται και ζητημάτων που δεν ενδιαφέρουν εδώ, θα σταθούμε κυρίως στα σημεία που αναφέρονται στην έννοια της οριζόντιας ιδιοκτησίας.
Έχουμε ήδη αναφέρει ότι, στο καθεστώς της οριζόντιας ιδιοκτησίας, η κυριότητα στο έδαφος, τα θεμέλια, τους πρωτοτοίχους, τη στέγη και τα λοιπά «κοινά» πράγματα είναι αδιαίρετη, έχει δηλαδή τη μορφή της αναγκαστικής συνιδιοκτησίας. Μεταξύ των κοινών «πραγμάτων», τα οποία αποτελούν αντικείμενο αναγκαίας συνιδιοκτησίας, συγκαταλέγεται, κατά το άρθρο 8 § 1 του ν. 3741/1929 και το δικαίωμα της επέκτασης της οικοδομής προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Το δικαίωμα αυτό δεν έχει το χαρακτήρα εμπράγματου δικαιώματος, τονίζει το δικαστήριο. Αποτελεί απλώς εξουσία σε ιδιόμορφο εκμεταλλεύσιμο χώρο, η οποία μεταλλάσσεται σε εμπράγματο δικαίωμα με την πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης κατασκευής κτίσματος στο σχετικό χώρο.
Το δικαίωμα αυτό, έχοντας μάλιστα άμεση την καταγωγή του από το έδαφος, υπόκειται στον κανόνα αλληλεξάρτησης των δικαιωμάτων αποκλειστικής ιδιοκτησίας και αναγκαστικής συνιδιοκτησίας και, ειδικότερα, στον κανόνα της σχέσης κυρίου και παρεπομένου μεταξύ των δύο αυτών δικαιωμάτων. Αφενός λοιπόν το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να υφίσταται χωρίς να αντιστοιχούν σε αυτό ορισμένα ποσοστά συνιδιοκτησίας, αφετέρου δε το δικαίωμα οριζόντιας ιδιοκτησίας περιλαμβάνει κατ'αρχήν, μαζί με τα άλλα δικαιώματα της αναγκαίας συνιδιοκτησίας, και το δικαίωμα επέκτασης. Είναι τέλος δυνατή η μεταβίβαση του δικαιώματος αυτού (με σχετική συμφωνία όλων των συνιδιοκτητών που γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγράφεται) σε ένα συνιδιοκτήτη ή σε ορισμένους ή και σε τρίτον, με την εξής διάκριση: όταν η μεταβίβαση γίνεται προς συνιδιοκτήτη, αρκεί το ποσοστό συνιδιοκτησίας του επί των κοινών, χωρίς να απαιτείται να του μεταβιβαστούν και πρόσθετα ποσοστά. Αντίθετα, όταν η μεταβίβαση γίνεται σε τρίτον, τότε πρέπει να συνοδεύεται με μεταβίβαση των αντιστοίχων στους μελλοντικούς χώρους ποσοστών συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου.
Αρειος Πάγος 121/1993
Στην απόφαση αυτή ο Αρειος Πάγος ασχολήθηκε με τους συμβατικά δημιουργούμενους περιορισμούς των δικαιωμάτων των ιδιοκτητών οριζόντιων ιδιοκτησιών καθώς επίσης και με την απόκτηση ή απώλεια δικαιωμάτων στα κοινόχρηστα μέρη λόγω χρησικτησίας ή αχρησίας αντίστοιχα. Το δικαστήριο έκρινε ότι: από τις διατάξεις των άρθρων 1117 ΑΚ και 2 § 1, 4 § 1, 5 § 1α και 13 του ν. 3741/1929 «περί της ιδιοκτησίας κατ'ορόφους», ο οποίος κατ'άρθρο 54 ΕνΑΚ, εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, προκύπτει ότι οι ιδιοκτήτες οριζόντιων ιδιοκτησιών οικοδομής έχουν αναγκαστική συγκυριότητα και δικαίωμα συμμετοχής στη χρήση σε όλα τα ενδεικτικώς οριζόμενα κοινόχρηστα και κοινόκτητα μέρη και μπορούν, με ομόφωνη απόφασή τους (καταρτισμένη συμβολαιογραφικά και μεταγεγραμμένη) να ρυθμίσουν κατά διάφορο τρόπο το δικαίωμα χρήσηs καθενός επί των μερών αυτών. Ειδικότερα, μπορούν να συμφωνήσουν, κάποιος από τους ιδιοκτήτες οριζοντίων ιδιοκτησιών να έχει δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης επί των ως άνω μερών. Οι συμφωνίες αυτές επομένως περιορίζουν την επί των μερών τούτων αναγκαστική συγκυριότητα, από την οποία απορρέει και το δικαίωμα συμμετοχής στη χρήση τους. Πρόκειται για περιορισμούς που (άρθρο 13 § 3 του ν. 3741/1929) φέρουν χαρακτήρα δουλείας. Εντούτοις, δεν είναι δουλείες κατά την έννοια των ΑΚ 1118 επ., 1142 επ., 1188 επ., αλλά μόνο φέρουν το χαρακτήρα δουλείας, δεσμεύουν δηλαδή τους καθολικούς και ειδικούς διαδόχους των ιδιοκτητών των οριζόντιων ιδιοκτησιών και αντιτάσσονται κατά τρίτων.
Επιπρόσθετα, η ρύθμιση που εισάγεται με το ν. 3741/1929, εν σχέσει με την απόκτηση και κατάργηση ιδιαιτέρων δικαιωμάτων χρήσης επί των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων μερών, είναι ειδική και έχει υπαγορευθεί από την ιδιαιτερότητα του θεσμού της οροφοκτησίας. Επομένως, οι διατάξεις του ΑΚ που προβλέπουν τη σύσταση σε χρησικτησία και την κατάργηση με αχρησία των δουλειών δεν μπορούν να εφαρμοστούν (ευθέως ή αναλογικά) για τη σύσταση ή κατάργηση των ανωτέρω περιορισμών. Ειδικότερα, κανένας από τους ιδιοκτήτες οριζόντιας ιδιοκτησίας δεν μπορεί, με χρησικτησία, να αποκτήσει δικαίωμα αποκλειστικής ή μεγαλύτερης από τη μερίδα του, χρήσης, επί των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων μερών, ούτε να απωλέσει με αχρησία το δικαίωμα συμμετοχής του στην κοινή χρήση των ως άνω μερών. Η άποψη αυτή, την οποία υιοθετεί εδώ ο Αρειος Πάγος, εναρμονίζεται προς την ιδιαιτερότητα του θεσμού της οροφοκτησίας και προπαντός εξυπηρετεί την ανάγκη για τη δημιουργία σταθερότητας και ασφάλειας όσον αφορά στα δικαιώματα των ιδιοκτητών οριζόντιων ιδιοκτησιών στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη.
Εφετείο Αθηνών 6920/1991
Το πρώτο ζήτημα, με το οποίο ασχολείται η απόφαση αυτή αφορά στη σύσταση της οριζόντιας ιδιοκτησίας: σύμφωνα με τα άρθρα 1001, 1002 και 1117 του ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 2, 3, 5 επ., 10, 13 και 14 του ν. 3741/1929 συνάγεται ότι η σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας γίνεται με ρητή συμφωνία του κυρίου ή των συγκυρίων του όλου ακινήτου ή μεταξύ αυτών και εκείνου που αποκτά, η οποία πρέπει να υποβληθεί στο συμβολαιογραφικό τύπο και να μεταγραφεί.
Για το έγκυρο της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η χρήση πανηγυρικών εκφράσεων αλλά αρκεί η σαφής βούληση των συμβαλλομένων ότι υποβάλλουν το ακίνητό τους στη ρύθμιση του ν. 3741/1929 (ή απλώς στη νομοθεσία περί οροφοκτησίας). Τέτοια οριζόντια ιδιοκτησία δημιουργείται αυτομάτως και όταν ο κύριος ολόκληρου κτίσματος μεταβιβάζει αυτό σε άλλον και διατηρεί ο ίδιος το δικαίωμα να ανεγείρει με δαπάνες του όροφο σε αυτό ή μεταβιβάζει σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα ορόφους του κτίσματος. Είναι δε χωρίς ιδιαίτερη σημασία ότι αυτός που μεταβίβασε παρέλειψε να παρακρατήσει ανάλογο ποσοστό συγκυριότητας επί των κοινών μερών (εδάφους κ.λ.π.), γιατί μόλις συσταθεί εγκύρως η οριζόντια ιδιοκτησία, καθένας από τους συνιδιοκτήτες αποκτά συγχρόνως και αυτοδικαίως, (ΑΚ 1117 ή άρθρο 2 ν. 3741/1929), όχι μόνο αποκλειστική κυριότητα σε όροφο ή διαμέρισμα, αλλά και συγκυριότητα στα κοινά μέρη της όλης οικοδομής, μεταξύ των οποίων και στο έδαφος, επί του οποίου έχει οικοδομηθεί ανάλογα με την αξία του ορόφου (ή διαμερίσματος) σε σχέση με την αξία όλης της οικοδομής.
Το δεύτερο ζήτημα που απασχόλησε το δικαστήριο είναι η δυνατότητα ή μη της απόκτησης κυριότητας επί ορόφου ή δωματίου με χρησικτησία.
Σύμφωνα με την ΑΚ 1002 και το ν. 3741/1929, κρίνει το δικαστήριο, προκύπτει σαφώς ότι δεν μπορεί να αποκτηθεί κυριότητα με χρησικτησία σε τμήμα ή όροφο ή δωμάτιο της όλης οικοδομής, ακόμη και αν το τμήμα αυτό είναι προορισμένο για αυτοτελή χρήση ή εκμετάλλευση, εφόσον (το τμήμα) δεν αποτελεί οριζόντια ιδιοκτησία, νομίμως συσταθείσα. Τέλος από τα ΑΚ 953 και 954, προκύπτει ότι ο νόμος δεν αναγνωρίζει χωριστή κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα σε συστατικό μέρος ακινήτου, παρά μόνο χωριστή νομή σε τέτοιο συστατικό, η οποία όμως δεν μπορεί να οδηγήσει στην κτήση χωριστής κυριότητας με χρησικτησία.

Κτήση κυριότητας επί τμήματος οικοπέδου με χρησικτησία (Άρειος Πάγος - Αριθμός απόφασης 56/2011) Περίληψη: Οριζόντια ιδιοκτησία. Δεν είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με χρησικτησία. Κατάτμηση οικοπέδου. Δυνατή η κτήση κυριότητας επί τμήματος οικοπέδου με χρησικτησία, έστω και αν αυτή επάγεται τη δημιουργία μη άρτιων οικοπέδων. Περίπτωση ανέγερσης σε οικόπεδο διόροφης οικοδομής, η οποία υπήχθη στις διατάξεις περί οριζόντιας ιδιοκτησίας με ποσοστά στο οικόπεδο και δεύτερης αυτοτελούς οικοδομής. Κρίνεται ότι πρόκειται για κατάτμηση του οικοπέδου από την οποία προέκυψαν δύο αυτοτελείς και διακεκριμένες ιδιοκτησίες και όχι για σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας. Εννοια διδαγμάτων κοινής πείρας. Απορρίπτει αναίρεση κατά της υπ΄ αριθμ. 382/2007 απόφασης Εφετείου Πατρών

Previous: ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ ΟΡΙΖΟΝΤΙΑΣ - ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ -Από τις διατάξεις των άρθρων 953, 954, 993, 1002, 1117 ΑΚ, 1, 14 του ν. 3741/1929, 1, 2 του ν. δ. 1024/1971, 1, 6 του ν. 1562/1985 και 480 Α` του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η έννομη σχέση της οριζόντιας ή (και) κάθετης ιδιοκτησίας μπορεί να συσταθεί μόνο με δικαιοπραξία (μονομερή εν ζωή δικαιοπραξία του κυρίου του ακινήτου, σύμβαση του κυρίου με τρίτο ή τρίτους, σύμβαση των συγκυρίων είτε μεταξύ τους είτε με τρίτο ή τρίτους, δωρεά αιτία θανάτου ή διαθήκη του κυρίου) ή με δικαστική απόφαση %). Σύσταση της εν λόγω έννομης σχέσεως με χρησικτησία (τακτική ή έκτακτη) δεν είναι δυνατή (642/2012, 1832/2014 ΑΠ ΑΠ 56/2011, ΑΠ 994/2008, ΑΠ 630/2006, ΑΠ 2037/1990, ΤΝΠ Νomos)ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ -Μον.Πρωτ. Θες/νικης 12148/2015 ΕΦΕΤΕΙΟ Τόπος: ΛΑΡΙΣΗΣ Αριθ. Απόφασης: 35 Ετος: 2014
$
0
0

Κτήση κυριότητας επί τμήματος οικοπέδου με χρησικτησία (Άρειος Πάγος - Αριθμός απόφασης 56/2011)

Περίληψη: Οριζόντια ιδιοκτησία. Δεν είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με χρησικτησία. Κατάτμηση οικοπέδου. Δυνατή η κτήση κυριότητας επί τμήματος οικοπέδου ...
με χρησικτησία, έστω και αν αυτή επάγεται τη δημιουργία μη άρτιων οικοπέδων. Περίπτωση ανέγερσης σε οικόπεδο διόροφης οικοδομής, η οποία υπήχθη στις διατάξεις περί οριζόντιας ιδιοκτησίας με ποσοστά στο οικόπεδο και δεύτερης αυτοτελούς οικοδομής. Κρίνεται ότι πρόκειται για κατάτμηση του οικοπέδου από την οποία προέκυψαν δύο αυτοτελείς και διακεκριμένες ιδιοκτησίες και όχι για σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας. Εννοια διδαγμάτων κοινής πείρας. Απορρίπτει αναίρεση κατά της υπ΄ αριθμ. 382/2007 απόφασης Εφετείου Πατρών.
[…] Κατά το άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο. εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Οι γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που το δικαστήριο της ουσίας, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, διαπιστώνει ότι υφίσταται κενό στη σύμβαση ή ότι γεννιέται αμφιβολία για την έννοια των δηλώσεων βουλήσεως. Παραβιάζονται δε οι κανόνες αυτοί όταν το δικαστήριο, παρά τη διαπίστωση, έστω και έμμεσα, κενού ή αμφιβολίας σχετικά με την έννοια της δηλώσεως βουλήσεως, παραλείπει να προσφύγει σ` αυτούς, για τη διαπίστωση της αληθινής έννοιας των δηλώσεων ή να παραθέσει στην απόφαση του τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους ή προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους. Περαιτέρω κατά τον αριθ. 19 του αρθ. 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ελλειψη δε ή ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα της αιτιολογίας, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής υπάρχει όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε. (Ολ ΑΠ 26/2004). Περαιτέρω από τα άρθρα 953, 954, 1001, 1002, 1117, 1033, 1013, 1194, 1198 ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 2, 3, 5 έως 7, 10, 13 και 14 του ν. 3741/1929, διατηρηθέντος εν ισχύι με το άρθρο 54 του ΕισΝΑΚ, καθώς και εκείνες των άρθρων 2 § 3 του Δ/τος της 31/10/1856 και 2 του Δ/τος της 5.11.1914, συνάγεται ότι σύσταση ή μεταβίβαση χωριστής ιδιοκτησίας κατ` ορόφους ή διαμέρισμα, μπορεί να γίνει μόνο με ρητή σύμβαση του κυρίου ή των κυρίων του όλου ακινήτου, για την οποία δεν απαιτείται χρήση πανηγυρικών εκφράσεων, περιβαλλόμενη τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και υποκείμενη σε μεταγραφή, ή με διάταξη τελευταίας βουλήσεως. Με την σύμβαση αυτήν ο προς ον η μεταβίβαση αποκτά αυτοδικαίως εκ του νόμου ιδιαίτερα αυτοτελές δικαίωμα επί του ορόφου και συγκυριότητα επί των κοινών μερών της όλης οικοδομής, μεταξύ των οποίων και το έδαφος επί του οποίου αυτή έχει οικοδομηθεί, κατά το ιδανικό μερίδιο που του έχει μεταβιβασθεί, εάν δε τούτο δεν έχει καθορισθεί από τα μέρη ή με την διάταξη τελευταίας βουλήσεως, προσδιορίζεται από το δικαστήριο κατά την αναλογία της αξίας του ορόφου ή του διαμερίσματος στο οποίο αντιστοιχεί. Η τέτοια χωριστή ιδιοκτησία δημιουργείται αυτομάτως και όταν ο ιδιοκτήτης ολόκληρης οικίας εκποιεί ορόφους ή διαμερίσματα, αφού συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος, χωρίς να απαιτείται κατάρτιση ιδιαίτερης συμβάσεως γι` αυτήν και μεταγραφής, ούτε και διπλή μεταγραφή, αφού δεν πρόκειται περί δυο διαφορετικών συμβάσεων περιεχομένων στο ίδιο έγγραφο ώστε να απαιτείται ιδιαίτερη μεταγραφή της κάθε μιας δουλείας. Εξ άλλου, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 953 και 954 ΑΚ, συνάγεται ότι χωριστή κυριότητα επί ορόφου ή διαμερίσματος συνιστάται μόνο με δικαιοπραξία του κυρίου ή των συγκυρίων του όλου ακινήτου, δηλαδή είτε με σύμβαση μεταξύ αυτών ή με σύμβαση μεταξύ του κυρίου και του αποκτώντος, είτε και με διάταξη τελευταίας βουλήσεως, όχι όμως και με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, με την οποία μπορεί απλώς να αποσβεσθεί το επί αυτοτελούς διαμερίσματος ή ορόφου συσταθέν ως άνω δικαίωμα κυριότητος και να αποκτηθεί τούτο από άλλον. Τέλος, κατά με την § 1 του άρθρου 2 του ν.δ. 690/1948, η οποία καταργήθηκε με το άρθρο 3 § 1 του αν.ν. 625/1968 και επαναφέρθηκε σε ισχύ με το άρθρο 6 § 1 του ν. 651/1977: "απαγορεύεται η μεταβίβαση της κυριότητος οικοπέδων επαγόμενη την δημιουργία οικοπέδων μη αρτίων, είτε κατά το ελάχιστον εμβαδόν, είτε κατά το ελάχιστον πρόσωπον ή βάθος", κατά δε την § 3 του ιδίου άρθρου, "πάσα δικαιοπραξία εν ζωή ή αιτία θανάτου, έχουσα αντικείμενον απαγορευμένην κατά τας προηγουμένας παραγράφους μεταβίβασιν κυριότητας, είναι αυτοδικαίως και εξ υπαρχής απολύτως άκυρος". Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις προκύπτει ότι μόνο η δικαιοπραξία με την οποία μεταβιβάζεται οικόπεδο και εξαιτίας της οποίας δημιουργούνται μη άρτια οικόπεδα είναι άκυρος. Συνεπώς δεν αποκλείεται από τις διατάξεις αυτές η απόκτηση από τρίτο της κυριότητας τμήματος οικοπέδου με χρησικτησία, έστω και αν αυτή επάγεται τη δημιουργία οικοπέδων μη αρτίων, αφού στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για μεταβίβαση με δικαιοπραξία (Ολ. ΑΠ 606/1976). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης το εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο Π. Κ. , πατέρας των διαδίκων και απώτερος δικαιοπάροχος τους, απέκτησε την κυριότητα ενός οικοπέδου με την υπάρχουσα σ` αυτό παλαιά οικία, επιφάνειας 300 τμ περίπου, που βρίσκεται στην οδό ... αριθμ. .. , της πόλης των ..., με βάση το ... /1955 συμβόλαιο, του συμβολαιογράφου Πατρών Φ. Κουτσοκώστα, που μεταγράφηκε νόμιμα, λόγω αγοράς από τους προηγούμενους, αληθείς κυρίους αυτού, πωλητές. Το 1964, αφού κατεδάφισε την οικία και εφοδιάσθηκε με οικοδομική άδεια, που εκδόθηκε από το Γραφείο Πολεοδομίας της Δ/νσης Τ.Υ.Ν. Αχαΐας, ανήγειρε στη νοτιοδυτική πλευρά του οικοπέδου, που προαναφέρθηκε, νέα διώροφη οικοδομή, ο κάθε όροφος της οποίας (ισόγειο και πρώτος όροφος) αποτελείται από δύο διαμερίσματα. Η οικοδομή αυτή, εφάπτεται σε όλο το μήκος της δυτικής της πλευράς με την οδό ... , στην οποία διαθέτουν είσοδο όλα τα διαμερίσματα αυτής και επί της οποίας φέρει τον αριθμό .. . Το 1966 ο πατέρας των διαδίκων, ανήγειρε, χωρίς οικοδομική άδεια, στο ανατολικό τμήμα του ίδιου οικοπέδου άλλη ισόγεια οικοδομή, αυτοτελή και μη εφαπτόμενη με την πρώτη η οποία επικοινωνεί με την οδό ... , επί της οποίας φέρει τον αριθμό .. , με ακάλυπτο τμήμα αυτού (οικοπέδου), μήκους 15 μ και πλάτους 3 μ, που βρίσκεται βόρεια και δυτικά της διώροφης οικοδομής, με το βόρειο τοίχο της οποίας και εφάπτεται. Με το ... /1967 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πατρών Γ. Αγγελόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο προαναφερόμενος πατέρας μεταβίβασε, λόγω προίκας, υπέρ της πρώτης των εναγουσών, θυγατέρας του και του συζύγου της, το Α1 διαμέρισμα του πρώτου ορόφου της διώροφης οικοδομής, όπως αναφέρεται στο συμβόλαιο αυτό και αποτυπωνόταν σε σχεδιάγραμμα, που συνόδευε τούτο. Παράλληλα με το ίδιο συμβόλαιο ο προικοδότης, με μονομερή δήλωση (ΑΚ 1002) υπήγαγε τις δύο οικοδομές και το οικόπεδο στις διατάξεις του Ν. 3741/29 "περί της κατ` ορόφους οριζοντίου ιδιοκτησίας"και καθόρισε ότι το παραπάνω διαμέρισμα, που περιήλθε έτσι στην αποκλειστική κυριότητα των προικοληπτών, έχει ποσοστό συγκυριότητας εξ αδιαιρέτου επί του μείζονος οικοπέδου 20/100. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο πατέρας των διαδίκων με το ... /1968 συμβόλαιο του ίδιου παραπάνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε λόγω προίκας στη δεύτερη εναγομένη θυγατέρα του και στο σύζυγο της το Α4 διαμέρισμα του ισογείου ορόφου της διώροφης οικοδομής και καθόρισε το εξ αδιαιρέτου ποσοστό συγκυριότητας αυτού σε 25/100 επί του τμήματος του μείζονος οικοπέδου, το οποίο καταλαμβάνει η διώροφη οικοδομή, με την αυλή του, που βρίσκεται ανατολικά αυτής. Στο συμβολαιογραφικό αυτό έγγραφο, γίνεται ρητή αναφορά του πρώτου παραπάνω συμβολαίου, σύστασης της οροφοκτησίας "ότι ολόκληρον το οικόπεδον μετά των επ` αυτού δύο κτισμάτων θα διέπεται εφεξής υπό των διατάξεων του Ν. 3741/29 ...". Ακολούθως με το ... /6-2-1965 συμβόλαιο του ίδιου συμβολαιογράφου, του μεταγράφηκε νόμιμα, ο πατέρας των διαδίκων μεταβίβασε λόγω προίκας στην πρώτη εναγομένη- αντενάγουσα και στο σύζυγο της, την ισόγεια οικοδομή, που όπως ήδη έχει αναφερθεί ανήγειρε, χωρίς οικοδομική άδεια, στην ανατολική πλευρά του οικοπέδου "μετά του οικοπέδου της και μετά της προς δυσμάς εισόδου, μήκους 15 μ και πλάτους 3 μ.", χωρίς στο συμβόλαιο αυτό να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε σύσταση οροφοκτησίας και καθορισμός ποσοστού συγκυριότητας της προικώας, οικοδομής στο οικόπεδο. Με το .... /13-8-1969 συμβόλαιο του ίδιου συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο παραπάνω προικοδότης, μεταβίβασε στη δεύτερη ενάγουσα και στο σύζυγο της, λόγω προίκας, το Α3 διαμέρισμα του πρώτου ορόφου της διώροφης οικοδομής και καθόρισε το εξ αδιαιρέτου ποσοστό συγκυριότητας αυτού σε 25/100 επί του τμήματος του μείζονος οικοπέδου, το οποίο καταλαμβάνει η διώροφη οικοδομή "και επί των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων πραγμάτων, χώρων και εγκαταστάσεων της οικοδομής ταύτης ...". Σ` αυτό το συμβολαιογραφικό έγγραφο αναγράφεται ότι η διώροφη οικοδομή, με το οικόπεδο, που αυτή καταλαμβάνει υπήχθη, με το .... /68 συμβόλαιο του ίδιου συμβολαιογράφου που προαναφέρθηκε (με το οποίο όμως μεταβιβάσθηκε λόγω προίκας στη δεύτερη εναγομένη το Α4 διαμέρισμα της διώροφης οικοδομής) στις διατάξεις του Ν 3741/29 "των τεσσάρων διαμερισμάτων ταύτης αποτελούντων ούτω, κεχωριστών έκαστον και αυτοτελή ιδιοκτησία με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου, όπερ καταλαμβάνει αύτη (η οικοδομή) 25/00 αδιαιρέτως ...". Τέλος με το ... /1976 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πατρών Χρ. Αργύρη, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο ίδιος προικοδότης μεταβίβασε λόγω προίκας στην τρίτη ενάγουσα και το σύζυγο της, το Α2 διαμέρισμα του ισογείου ορόφου της διώροφης οικοδομής και καθόρισε το εξ αδιαιρέτου ποσοστό συγκυριότητας αυτού σε 30/100 επί του μείζονος οικοπέδου. Περαιτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι με το τρίτο από τα προαναφερόμενα συμβόλαια, με το οποίο μεταβιβάσθηκε το προικώο ακίνητο, δηλαδή η αυτοτελής ισόγεια οικοδομή, στην εναγομένη - αντενάγουσα, ο προικοδότης περιγράφει με λεπτομέρεια τις διαστάσεις και τα όρια της λωρίδας του μείζονος οικοπέδου, η οποία με την ισόγεια οικοδομή μεταβιβάσθηκε σ` αυτήν. Ειδικότερα αναφέρεται στο συμβόλαιο αυτό ότι η είσοδος αυτή, που εκτείνεται δυτικά της ισόγειας οικίας και μέχρι να φθάσει στην οδό ... , συνορεύει βόρεια με δασύλειο, ανατολικά με την αυλή της ίδιας οικίας, δυτικά με την οδό ... και νότια με τη διώροφη οικοδομή. Στο ίδιο επίσης συμβόλαιο αναφέρεται ότι την είσοδο αυτή μπορούν να χρησιμοποιούν ο ίδιος και η θυγατέρα του Ε. (τρίτη των εναγουσών), εφόσον όμως ιδιοχρησιμοποιούν το ισόγειο διαμέρισμα της διώροφης οικοδομής, που βρίσκεται νότια αυτής της εισόδου. Σύμφωνα με τα δεδομένα αυτά η διατύπωση της βούλησης του προικοδότη, που περιέχεται στο πρώτο από τα παραπάνω συμβόλαια (... /1967) περί σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας στο οικόπεδο και στις δύο οικοδομές, καταλείπει έμμεσα αμφιβολίες ως προς το αληθές νόημα αυτής δηλαδή κατά πόσον ο τελευταίος ήθελε να συστήσει οροφοκτησία σε όλο το οικόπεδο ή μόνο στο οικοδομημένο τμήμα αυτού, που αφορά στη διώροφη οικοδομή, ως προς το οποίο άλλωστε (νόημα) ερίζουν οι διάδικοι. Και τούτο ειδικότερα ενόψει του ότι 1) με το ίδιο συμβόλαιο μεταβιβάζεται διαμέρισμα της διώροφης, οικοδομής και καθορίζεται ποσοστό συγκυριότητας των προικοληπτών στο μείζον ακίνητο, 2) με το μεταγενέστερο του παραπάνω συμβολαίου (... /68) γίνεται μεταβίβαση της κυριότητας διαμερίσματος της διώροφης οικοδομής και καθορίζεται ποσοστό εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας των προικοληπτών στο οικόπεδο, που καταλαμβάνει η οικοδομή 3) στο μεταγενέστερο τούτου συμβόλαιο (... /69) μεταβιβάζεται η κυριότητα της ισόγειας οικοδομής και τμήματος του οικοπέδου, που δεν έχει οικοδομηθεί, αυτοτελώς, ως ακίνητο που έχει περιγραφική ατομικότητα και λειτουργική ανεξαρτησία; χωρίς να γίνεται αναφορά σε οροφοκτησία, αποκλείονται δε και από τη χρήση της εδαφικής λωρίδας του ακάλυπτου οικοπέδου που κατά κυριότητα μεταβιβάσθηκε με την οικοδομή, οι ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων της διώροφης οικοδομής πλην του ίδιου και της θυγατέρας του, όπως προαναφέρθηκε, 4) με το μεταγενέστερο τούτου συμβόλαιο (... /69) μεταβιβάζεται διαμέρισμα της διώροφης οικοδομής και καθορίζεται ποσοστό συγκυριότητας των προικοληπτών στο οικόπεδο, που καταλαμβάνει η οικοδομή αυτή, γίνεται δε αναφορά ότι συστήθηκε οροφοκτησία στην ίδια οικοδομή και το οικόπεδο που αυτή καταλαμβάνει με το δεύτερο από τα προαναφερόμενα συμβόλαιο (.. /68), 5) στο τελευταίο δε προικοσυμβόλαιο (... /76) μεταβιβάζεται η κυριότητα διαμερίσματος της διώροφης οικοδομής και καθορίζεται ποσοστό εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας των προικοληπτών στο μείζον ακίνητο. Δεν θα πρέπει να παραληφθεί ακόμα και το γεγονός ότι η σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 14 του Ν. 3741/29, που ίσχυε κατά το χρόνο κατάρτισης των παραπάνω δικαιοπραξιών ήταν δυνατή μόνον επί του "αυτού οικοδομήματος"δηλαδή έθετε ως προϋπόθεση την ύπαρξη μιας κύριας οικοδομής ή μια ενιαία κύρια οικοδομή με τυχόν βοηθητικά άλλα κτίσματα π.χ. αποθήκη, πλυντήριο, γκαράζ και όχι επί αυτοτελών οικοδομημάτων για την οποία προβλέπει το Ν. Δ/γμα 1024/71 "περί διηρημένης ιδιοκτησίας επί οικοδομημάτων ανεγειρομένων επί ενιαίου οικοπέδου", που αναγνώρισε το θεσμό, της κάθετης οροφοκτησίας επί αυτοτελών οικοδομημάτων, που ανεγείρονται, σε ενιαίο οικόπεδο, που ανήκει, σε έναν ή πλείονες συνιδιοκτήτες. Στην παρούσα δε υπόθεση η ισόγεια οικοδομή, όπως ήδη έχει αναφερθεί, ήταν αυτοτελής και ανεξάρτητη από τη διώροφη, δεν αποτελούσε βοηθητικό χώρο αυτής, ούτε ανήκε κατά δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης σε ιδιοκτήτη οριζοντίου ιδιοκτησίας της διώροφης οικοδομής, ώστε να πρόκειται για σύσταση οροφοκτησίας στο μείζον οικόπεδο. Για την άρση της παραπάνω αμφιβολίας είναι αναγκαία η προσφυγή στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173, 200 ΑΚ, χωρίς προσήλωση στις λέξεις και όπως απαιτεί η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, ώστε να ανευρεθεί η αληθής βούληση του προικοδότη, δικαιοπαρόχου των διαδίκων. Σύμφωνα με τα δεδομένα αυτά με την βοήθεια των παραπάνω αρχών των ερμηνευτικών κανόνων, το δικαστήριο κρίνει ότι ο τελευταίος προέβη στη κατάτμηση του επιδίκου οικοπέδου και διαμόρφωσε δύο ανεξάρτητα μεταξύ τους τμήματα, έτσι ώστε καθένα τούτων με την υπάρχουσα σ` αυτό οικοδομή να αποτελέσει αυτοτελή και διακεκριμένη ιδιοκτησία, επιφάνειας η μεν πρώτη, που αφορά την ισόγεια οικοδομή και το συνεχόμενο δυτικά μέχρι την οδό ... ακάλυπτο τμήμα αυτής, 120 τ.μ., η δε δεύτερη, που αφορά, τη διώροφη οικοδομή, 180τ.μ. Περαιτέρω με τη δήλωση του στο πρώτο από τα παραπάνω συμβόλαια υπήγαγε στην οροφοκτησία μόνο τη διώροφη οικοδομή με το αντίστοιχο οικόπεδο αυτής, των 180 τ.μ., έτσι ώστε κάθε μια από τις τέσσερες θυγατέρες του να προικισθεί με ένα διαμέρισμα αυτής και η πέμπτη με την ισόγεια οικοδομή. Αυτός άλλωστε ήταν και ο ειδικός σκοπός της περιεχόμενης στον ίδιο τίτλο δήλωσης της βούλησης του. Σε διαφορετική περίπτωση θα αποκλειόταν η αντενάγουσα από οποιαδήποτε κυριότητα στο επίδικο ακίνητο, αφού με τα προικώα συμβόλαια, με τα οποία μεταβιβάσθηκαν τα διαμερίσματα της διώροφης οικοδομής και καθορίσθηκαν τα εξ αδιαιρέτου ποσοστά συγκυριότητας στο οικόπεδο, εξαντλήθηκαν (τα ποσοστά) μεταξύ των τεσσάρων αδελφών. Έτσι κάθε μία των εναγουσών κατέστη αποκλειστική κυρία του διαμερίσματος, που μεταβιβάσθηκε σ`αυτήν με τους προαναφερόμενους τίτλους και συγκυρία με το επίσης προαναφερόμενο ποσοστό εξ` αδιαιρέτου στο οικόπεδο και αυτή καταλαμβάνει και την αυλή του, επιφάνειας 180. τ.μ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εναγομένη - αντενάγουσα, από το 1969 που περιήλθε σ`αυτήν ως προίκα το ισόγειο ακίνητο με την αυλή του και τη δυτικά τούτου εκτεινόμενη εδαφική λωρίδα, κατείχε και εξουσίαζε τούτο, με τη θέληση να είναι κυρία αυτού, κατοικούσε στην οικία με την οικογένεια της, τη συντηρούσε και την επισκεύαζε, χρησιμοποιούσε την αυλή της, τοποθέτησε σ` αυτήν γλάστρες με φυτά, διερχόταν από την παραπάνω εδαφική λωρίδα, που αποτελούσε τη μοναδική επικοινωνία της οικίας της με την οδό ... , τοποθέτησε δε μεταλλική πόρτα, στην άκρη αυτής της διόδου όπου εφάπτεται με την ίδια οδό, συνέχεια μέχρι και το χρόνο που ασκήθηκε η αγωγή. Συνεπώς απέκτησε την κυριότητα του παραπάνω ακινήτου δηλαδή οικοπέδου, επιφάνειας 120 τμ, με την ισόγεια οικία που υπάρχει σ` αυτό, που συνορεύει ανατολικό με ακίνητο Β. Γ. , βόρεια με δασύλλιο, νότια κατά ένα μέρος επί πλευράς μήκους 4,80 μ. με ακίνητο Θ. Γ. και κατά το υπόλοιπο επί πλευράς μήκους 16 μ. με τη διώροφη οικοδομή και την αυλή της και δυτικά κατά ένα μέρος, επί πλευράς μήκους 3,5 μ. με την οδό ... , επί της οποίας φέρει τον αριθμό .. και κατά το υπόλοιπο, επί πλευράς 12 μ και με τη διώροφη οικοδομή και την αυλή της με έκτακτη χρησικτησία. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εναγομένη - αντενάγουσα είχε ασκήσει κατά της τρίτης των ήδη εναγουσών - αδελφής της και του συζύγου της, την από 26-7-1993 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, με την οποία ζήτησε να αναγνωρισθεί νομέας της παραπάνω εδαφικής λωρίδας, που όπως έχει αναφερθεί αποτελεί την είσοδο από την οδό ..... προς την οικία της, λόγω διατάραξης στην άσκηση του δικαιώματος αυτού από τους τελευταίους για πρώτη φορά το 1992. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 8/95 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, που δέχθηκε κατ1 ουσίαν την αγωγή, η οποία (απόφαση) έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη, μετά την απόρριψη της έφεσης που άσκησαν οι εναγόμενοι κατ` αυτής, με την 85/1997 απόφαση του δικαστηρίου τούτου και της αναίρεσης της τελευταίας με την 430/1998 απόφαση του Αρείου Πάγου. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι και αν ακόμη με την κατάτμηση του μείζονος οικοπέδου δημιουργήθηκαν κατά παράβαση του ισχύοντος κατά το χρόνο της υλικής πράξης της κατάτμησης αυτού άρθρου 2 παρ, 1 του Ν Δ/τος 690/1948, σύμφωνα με το οποίο"απαγορεύεται η μεταβίβασις της κυριότητας οικοπέδων επαγόμενη τη δημιουργία οικοπέδων μη αρτίων είτε κατά το ελάχιστο εμβαδόν είτε κατά το ελάχιστο πρόσωπο ή το βάθος", δύο μη άρτια οικόπεδα, δεν αποκλείεται η απόκτηση τμήματος οικοπέδου με έκτακτη χρησικτησία, έστω και αν αυτή επάγεται τη δημιουργία μη άρτιου οικοπέδου. Οι ενάγουσες με την έφεση προβάλλουν για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, τον ισχυρισμό περί ακυρότητας της μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας της κυριότητας του ισογείου ακινήτου από τον προικοδότη προς την αντενάγουσα - εναγομένη, με βάση το ...... /69 προαναφερόμενο προικοσυμβόλαιο, ως αντικείμενης στις διατάξεις των παραπάνω άρθρων 2 και 3 του Ν. 690/1948. Ο ισχυρισμός αυτός παραδεκτά μεν προτείνεται για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, ως λαμβανόμενος υπόψη αυτεπαγγέλτως κατά νόμο από το δικαστήριο, αφού αναφέρεται στη νομική αβασιμότητα της ανταγωγής, πλην όμως αλυσιτελώς, αφού με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε κατ` ουσίαν δεκτή η ανταγωγή ως προς την επικουρική βάση αυτής, τη θεμελιούμενη στην έκτακτη χρησικτησία και όχι στον παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας. Εξάλλου σε εσφαλμένη προϋπόθεση στηρίζεται ο λόγος της εφέσεως, με τον οποίο αποδίδεται σφάλμα στην εκκαλουμένη απόφαση, επειδή δέχθηκε για να στηρίξει το διατακτικό της σε σχέση με την ανταγωγή ότι συστήθηκε στο επίδικο μείζον ακίνητο κάθετη οροφοκτησία, ενώ με οριστική διάταξη της προδικαστικής απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, είχε απορριφθεί το επικουρικό αυτό αίτημα της ανταγωγής περί συστάσεως κάθετης οροφοκτησίας, καθ` όσον με την εκκαλουμένη έγινε δεκτό ότι ο προικοδότης δικαιοπάροχος των διαδίκων, προέβη σε κατάτμηση του οικοπέδου, από την οποία προέκυψαν δύο αυτοτελείς και διακεκριμένες, ανεξάρτητες ιδιοκτησίες και όχι στη σύσταση κάθετης οροφοκτησίας, έννοια εντελώς διαφορετική, όπως ήδη έχει αναφερθεί. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με ελλιπείς και εσφαλμένες κατά ένα μέρος αιτιολογίες, που συμπληρώνονται και αντικαθίστανται με τις διαλαμβανόμενες στην παρούσα απόφαση και δεδομένου ότι ήχθη σε ορθό διατακτικό (άρθρο 534 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί κατ` ουσίαν η έφεση με την οποία υποστηρίζονται τα αντίθετα. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, η οποία απέρριψε την αγωγή με την οποία οι ενάγουσες - αναιρεσείουσες ζητούσαν να αναγνωρισθούν ότι έχουν δικαίωμα αναγκαστικής συγκυριότητας κατά ποσοστά 20%, 25% και 30% εφ ολοκλήρου του ως άνω οικοπέδου και έγινε δεκτή η ανταγωγή με την οποία η αντενάγουσα αναιρεσίβλητη ζητούσε να αναγνωρισθεί το δικαίωμα της κυριότητάς της που απέκτησε με χρησικτησία επί τμήματος του επίδικου οικοπέδου ιτο τη μετά της επ` αυτού ισόγεια οικίας. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο περιέλαβε πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες και δεν παρεβίασε ευθέως η εκ πλαγίου τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις αφού ως προς τα κρίσιμα ζητήματα της ερμηνείας της συστατικής της οροφοκτησίας σύμβασης δέχθηκε κενό και ασάφεια (η δε κρίση αυτή είναι αναιρετικά ανέλεγκτη) και ακολούθως προέβη στην κατά τα ανωτέρω ερμηνεία της σύμβασης αυτής, δεχόμενο ότι η οροφοκτησία που συστήθηκε αφορούσε όχι το μείζον οικόπεδο των 300 τμ. Αλλά το τμήμα των 180 τμ. στο οποίο υπήρχε η διόροφη οικοδομή και έτσι δεν ήταν αναγκαία η σύμβαση του προικολήπτη συζύγου της πρώτης ενάγουσας-αναιρεσείουσας για τροποποίηση της συστατικής πράξης της οροφοκτησίας ώστε αυτή να περιοριστεί στο ως άνω τμήμα του ακινήτου των 180 τμ. και να κατατμήσει το μείζον ακίνητο σε δυο διακεκριμένα ακίνητα των 180 και 120 τμ. έκαστο, το δε τμήμα των 120 τμ. ως αυτοτελές και αυθύπαρκτο ακίνητο χωρίς να έχει υπαχθεί σε καθεστώς οριζόντιας ιδιοκτησίας αν και μη άρτιο χρησιδεσπόθηκε από την εναγομένη αναιρεσίβλητη αφού νεμήθηκε συνέχεια αυτό επί εικοσαετία. Επομένως οι περί του αντιθέτου πρώτος, δεύτερος, τέταρτος και πέμπτος λόγοι αναίρεσης από τους αριθ. 14 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Επειδή ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικά από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν. Κατά τη σαφή έννοια του αριθμού 1 παραγρ. 2 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η παραβίαση των διδαγμάτων αυτών ιδρύει λόγο αναιρέσεως μόνο εάν αυτά χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα από το δικαστήριο κατά την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ` αυτούς των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών. Ετσι αποκλείεται η αναίρεση για εσφαλμένη χρησιμοποίηση τους προς έμμεση απόδειξη ή προς εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν. Στην προκείμενη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αίτησης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της παραβιάσεως των διδαγμάτων της κοινής πείρας και ειδικότερα ότι το Εφετείο παραβίασε με την προσβαλλομένη απόφασή του τα διδάγματα της κοινής πείρας, για την ερμηνεία των άρθρων 173 Α.Κ. και 200 Α.Κ. 1, 2 παρ. 1, 4 παρ. 1,5 και 13 του Ν. 3741/1929 "περί της ιδιοκτησίας κατ` ορόφους"του άρθρου 1033 Α.Κ και για την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις διατάξεις των εν λόγω άρθρων. Και τούτο διότι ανεζήτησε την αληθινή βούληση του προικοδότη πατρός των αναιρεσειουσών όχι στο υπ` αριθ. .. /23-10-1967 προικοσυμβόλαιο-σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας (που προσδιορίζει το νομικό καθεστώς του όλου οικοπέδου) αλλά στα μεταγενέστερα τούτου αναφερόμενα συμβολαιογραφικά έγγραφα ή στοιχεία, τα οποία όμως είναι χωρίς οποιαδήποτε έννομη επιρροή, διότι μετά την μεταβίβαση εις την πρώτη από αυτές του υπό στοιχεία Α 1 διαμερίσματος με ποσοστό ιδιοκτησίας στο όλο εν γένει οικόπεδο, ο προικοδότης δεν μπορούσε να προβεί εις οιανδήποτε μεταβολή, χωρίς την σύμπραξη της πρώτης από αυτές, κατά τον γνωστό κανόνα ουδείς μετάγει πλέον του ούτινος έχει δικαιώματος". Μετά την σύνταξη και υπογραφή του ... /1967 προικοσυμβολαίου είναι αδιάφορη νομικά η βούληση του προικοδότη και ούτε θα μπορούσε να προβεί σε κατάτμησή του, όπως δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση. Ετέρωθεν παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την εφαρμογή των άνω διατάξεων 173 Α.Κ. και 200 Α.Κ. δεχόμενη ότι "... το Δικαστήριο κρίνει ότι ο τελευταίος προέβη στην κατάτμηση του επιδίκου οικοπέδου και διαμόρφωσε δύο ανεξάρτητα μεταξύ τους τμήματα, έτσι ώστε το καθένα τούτων με την υπάρχουσα σε αυτό οικοδομή να αποτελέσει αυτοτελή και διακεκριμένη ιδιοκτησία.."και παρακάτω "και αν ακόμη με την κατάτμηση του μείζονος οικοπέδου δημιουργήθηκαν κατά το χρόνο της υλικής πράξης της κατάτμησης άρθρου 2 παρ. 1 του Ν/Δ/τος 690/1948 ..."δεχόμενη έτσι ότι ο προικοδότης είχε βούληση και προέβη σε κατάτμηση του οικοπέδου, έστω και αν αυτό απαγορευόταν. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, αφού οι αναιρεσείουσες δεν αναφέρουν, σαφώς και ορισμένως, ποια είναι τα διδάγματα της κοινής πείρας που το Εφετείο χρησιμοποίησε ή παρέλειψε να χρησιμοποιήσει, κατά την ερμηνεία κανόνος δικαίου ή την υπαγωγή σ` αυτόν πραγματικών γεγονότων. Επειδή κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν η δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα"θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί, ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης και όχι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής κλπ. ή επιχειρήματα νομικά η πραγματικά τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Στην προκειμένη περίπτωση με τον έκτο λόγο της αίτησης προβάλλεται η αιτίαση από τον αρ.8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό των αναιρεσειουσών που πρότειναν προς αντίκρουση των ισχυρισμών της αναιρεσίβλητης ότι η ισόγεια οικοδομή κτίσθηκε στον ακάλυπτο χώρο της διόροφης οικοδομής. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος διότι ο ισχυρισμός αυτός δεν αποτελεί πράγμα κατά την προεκτεθείσα έννοια, αλλά άρνηση της ανταγωγής. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15-10-2007 αίτηση των Ά. χας Ν. Γ. κλπ, για αναίρεση της 382/2007 απόφασης του Εφετείου Πατρών. Και Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δυο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
πηγή: NOMOS

ΑΠΟΦΑΣΗ 203/2016 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ) - ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 3741/1929, προκύπτει ότι σύσταση ή μεταβίβαση χωριστής ιδιοκτησίας κατ` .... και ως συμβολαίου σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, κατά τα προαναφερόμενα. ... έγιναν κύριοι του επιδίκου διαμερίσματος, με έκτακτη χρησικτησία, ασκώντας σ' .

Previous: Κτήση κυριότητας επί τμήματος οικοπέδου με χρησικτησία (Άρειος Πάγος - Αριθμός απόφασης 56/2011) Περίληψη: Οριζόντια ιδιοκτησία. Δεν είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με χρησικτησία. Κατάτμηση οικοπέδου. Δυνατή η κτήση κυριότητας επί τμήματος οικοπέδου με χρησικτησία, έστω και αν αυτή επάγεται τη δημιουργία μη άρτιων οικοπέδων. Περίπτωση ανέγερσης σε οικόπεδο διόροφης οικοδομής, η οποία υπήχθη στις διατάξεις περί οριζόντιας ιδιοκτησίας με ποσοστά στο οικόπεδο και δεύτερης αυτοτελούς οικοδομής. Κρίνεται ότι πρόκειται για κατάτμηση του οικοπέδου από την οποία προέκυψαν δύο αυτοτελείς και διακεκριμένες ιδιοκτησίες και όχι για σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας. Εννοια διδαγμάτων κοινής πείρας. Απορρίπτει αναίρεση κατά της υπ΄ αριθμ. 382/2007 απόφασης Εφετείου Πατρών
$
0
0

3741/1929, προκύπτει ότι σύστασηή μεταβίβαση χωριστής ιδιοκτησίας κατ` .... και ως συμβολαίου σύστασης οριζόντιαςιδιοκτησίας, κατά τα προαναφερόμενα. ... έγιναν κύριοι του επιδίκου διαμερίσματος, με έκτακτη χρησικτησία, ασκώντας σ' ...


Απόφαση 203 / 2016    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 203/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Πέτρο Σαλίχο και Ιωάννη Φιοράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Δεκεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ε. Ξ. (Κ. κατά τον τίτλο κτήσης επί του επιδίκου ακινήτου) του Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Φώτιο Φωτόπουλο.
Των αναιρεσίβλητων:1) Σ. Μ. του Β., 2) Ι. συζ. Σ. Μ., το γένος Ν. Τ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο Βασιλική Κωσταβάρα με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-4-2012 αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4921/2014 του ιδίου Δικαστηρίου και 182/2015 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 13-3-2015 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ιωάννης Φιοράκης, ανέγνωσε την από 8-12-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγείται την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τα άρθρα 953, 954, 1001, 1002, 1117, 1033, 1194, 1198 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 2, 3, 5-7, 10, 13 και 14 του ν. 3741/1929, προκύπτει ότι σύσταση ή μεταβίβαση χωριστής ιδιοκτησίας κατ` ορόφους ή διαμερίσματα ορόφου μπορεί να γίνει μόνο με ρητή σύμβαση του κυρίου ή των κυρίων του όλου ακινήτου, για την οποία δεν απαιτείται χρήση πανηγυρικών εκφράσεων, περιβαλλόμενη τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και υποκείμενη σε μεταγραφή, ή με διάταξη τελευταίας βουλήσεως. Η χωριστή αυτή ιδιοκτησία δημιουργείται και αυτομάτως, στην περίπτωση που ο ιδιοκτήτης ολόκληρης οικίας εκποιεί ορόφους ή διαμερίσματα ορόφων, χωρίς να απαιτείται κατάρτιση ιδιαίτερης σύμβασης γι` αυτήν και (ιδιαίτερη) μεταγραφή ή διπλή μεταγραφή, αφού δεν πρόκειται για δύο διαφορετικές συμβάσεις που περιέχονται στο ίδιο έγγραφο, ώστε να απαιτείται ιδιαίτερη μεταγραφή της κάθε μιας (ΑΠ 740/2013, ΑΠ 1226/2003). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Τούτο συμβαίνει αν, για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή. Αν το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο που εξέτασε την ουσία της υπόθεσης δεν εφαρμόζει κανόνα δικαίου, του οποίου, υπό τις πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής. Τέλος, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έλλειψη νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ό λόγος αυτός αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν εφαρμόσθηκε ορθώς ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις που ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση αυτών και στην αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάργηση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (ΟλΑΠ 24/1992). Οι παραπάνω από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγοι είναι δυνατόν να φέρονται ότι πλήττουν την προσβαλλομένη απόφαση γιατί παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, να πλήττουν την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε οι λόγοι αναίρεσης θα απορριφθούν ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ διότι πλήττουν την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 160/2014, ΑΠ 609/2013, ΑΠ 1127/2013).
Εν προκειμένω, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε, μετ’ ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα: "....Δυνάμει του υπ’ αριθ. .../1966 συμβολαίου πώλησης του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Γεωργίου Βασιλάκη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης, ως συμβόλαιο πώλησης, στις 22-10-1966, περιήλθε στον Β. Μ. του Π., πατέρα του πρώτου των εναγόντων, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, ένα διαμέρισμα, εμβαδού 52 τ.μ. μικτών, περίπου, του δεύτερου ορόφου μιας πολυόροφης οικοδομής, που βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, επί της οδού ..., με πρόσοψη επί της οδού αυτής. Το ως άνω διαμέρισμα....φέρει εσωτερική αρίθμηση τέσσερα (4) και έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου και των λοιπών κοινοχρήστων και κοινοκτήτων, χώρων, μερών και εγκαταστάσεων της οικοδομής, 38/1000 εξ αδιαιρέτου. Η παραπάνω οικοδομή είναι κτισμένη σε οικόπεδο εμβαδού 369 τ.μ., το οποίο συνορεύει γύρω, κατά το ως άνω συμβόλαιο..... Η ως άνω πολυκατοικία ανοικοδομήθηκε σε οικόπεδο ιδιοκτησίας των Γ. Μ., Π. Π. και Δ. Π., το οποίο προήλθε από συνένωση οικοπέδων τους, με ανταλλαγή ιδανικών μεριδίων, δυνάμει του υπ’ αριθ. .../2-10-1964 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Γεωργίου Βασιλάκη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης, στον τόμο .... Μεταξύ των ως άνω οικοπεδούχων και της ομόρρυθμης εταιρίας "...", καταρτίστηκε το υπ’ αριθ. .../2-10-1964 προσύμφωνο και εργολαβικό συμβόλαιο του άνω συμβολαιογράφου, με σκοπό την ανέγερση επί του ως άνω οικοπέδου τους πολυόροφης οικοδομής, με παρακράτηση, από τους οικοπεδούχους, ποσοστού 450/1000 εξ αδιαιρέτου, του οικοπέδου, με τους αναλογούντες σ’ αυτό χώρους, από την οικοδομή που επρόκειτο να ανεγερθεί. Σημειωτέον ότι οι ως άνω οικοπεδούχοι, με την υπ’ αριθ. .../1964 πράξη του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Γεωργίου Βασιλάκη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης, ως διανομή, στον τόμο ... και ως σύσταση οριζοντίων ιδιοκτησιών, στον τόμο ..., είχαν προβεί στη σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, επί των διαμερισμάτων-αυτοτελών ιδιοκτησιών που αντιστοιχούσαν στην αντιπαροχή τους. Βέβαια, το επίδικο διαμέρισμα δεν αντιστοιχούσε στα ποσοστά που παρακράτησαν υπέρ αυτών οι οικοπεδούχοι, αλλά στην εργολάβο εταιρία, πλην όμως, πέραν του ότι η σύσταση των ως άνω οριζοντίων ιδιοκτησιών, είχε ως αποτέλεσμα την ένταξη ολόκληρης της οικοδομής στο νομικό καθεστώς της οριζόντιας ιδιοκτησίας, η πώληση του εν λόγω διαμερίσματος στον Β. Μ., δημιούργησε χωριστή, οριζόντια ιδιοκτησία, με μόνη τη μεταγραφή του υπ’ αριθ. .../1966 συμβολαίου πώλησης, χωρίς ν’ απαιτείται διπλή μεταγραφή αυτού, δηλαδή και ως συμβολαίου σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, κατά τα προαναφερόμενα. Σημειωτέον δε, ότι στο παραπάνω συμβόλαιο διατυπώθηκε, σαφώς, η βούληση των συμβαλλομένων περί υπαγωγής του επιδίκου διαμερίσματος στις διατάξεις του ν. 3741/1929, παρά το γεγονός ότι δεν απαιτούνταν ιδιαίτερη σύμβαση προς τούτο, κατά τα προεκτεθέντα, ενώ, ως εκ περισσού, το ίδιο συμβόλαιο μεταγράφηκε, ως σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης, στις 26-1-2012, στον τόμο .... Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο Β. Μ., τον Ιούνιο του έτους 1978, παραχώρησε το επίδικο διαμέρισμα, με άτυπη δωρεά, στους ενάγοντες (αναιρεσίβλητους), ενόψει του επικειμένου γάμου τους, εξ αδιαιρέτου και κατ’ ισομοιρία στον καθένα, έκτοτε δε οι ενάγοντες εγκαταστάθηκαν και διέμεναν σ’ αυτό. Στη συνέχεια, όμως, ο ως άνω δικαιοπάροχος των εναγόντων, δυνάμει του υπ’ αριθ. .../1980 συμβολαίου πώλησης του άλλοτε συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Παναγιώτη Τσαδήρα, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης, στον τόμο ..., μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα το επίδικο διαμέρισμα στη Χ. Κ., μητέρα της εναγόμενης (αναιρεσείουσας), η οποία ακολούθως, το μεταβίβασε, με δωρεά εν ζωή, κατά πλήρη, επίσης, κυριότητα, στην εναγόμενη, με το υπ’ αριθ. .../1981 συμβόλαιο του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, στον τόμο 1210 και αριθμό 146 των ως άνω βιβλίων. Ωστόσο, παρά την κατά τα άνω, μεταβίβαση του εν λόγω διαμερίσματος, οι εναγόμενοι εξακολούθησαν να διαμένουν σ’ αυτό, μαζί με τα τέκνα που απέκτησαν από το γάμο τους, προβαίνοντας σε εργασίες συντήρησής του, τόσο αναγκαίες όσο και επωφελείς, καθώς και στη σταδιακή ανακαίνιση αυτού, ήτοι ασκώντας σ’ αυτό τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής, συνεχώς και αδιαλείπτως, χωρίς καμία όχληση από την εναγόμενη. Η τελευταία δε, μόλις το έτος 2010, για πρώτη φορά, όχλησε τους ενάγοντες, διεκδικώντας το επίδικο διαμέρισμα. Βέβαια, η εναγόμενη αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή, ισχυριζόμενη ότι το επίδικο διαμέρισμα είχε παραχωρηθεί κατά χρήση στους ενάγοντες, τόσο από τη δικαιοπάροχό της, όσο και από την ίδια (εναγόμενη), πλην όμως ο εν λόγω ισχυρισμός δεν αποδείχθηκε. Ειδικότερα, σχετικά με το ζήτημα αυτό, ο μάρτυρας ανταπόδειξης, σύζυγος της εναγόμενης, κατέθεσε ότι το επίδικο διαμέρισμα πωλήθηκε από το Β. Μ. (δικαιοπάροχο των εναγόντων), στη μητέρα της εναγόμενης, λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αυτός αντιμετώπιζε, πλην όμως, παρέμειναν στη χρήση του οι ενάγοντες, κατόπιν επιθυμίας του παππού της εναγόμενης, την οποία σεβάστηκε τόσο η μητέρα της, όσο και η ίδια, όταν ενηλικιώθηκε, δεδομένου ότι αυτή (εναγόμενη), κατά την κτήση του διαμερίσματος ήταν μόλις δύο ετών. Μετά δε το θάνατο του παππού της εναγόμενης, που συνέβη το έτος 1997, η τελευταία, όντας πλέον ενήλικη, συνήνεσε στην εγγραφή υποθήκης, σε βάρος του επιδίκου ακινήτου, το έτος 1999, προκειμένου να ενισχύσει οικονομικά τον πατέρα της, η επιχείρηση του οποίου είχε πτωχεύσει, ήδη από τη δεκαετία του 1980. Μόλις δε, το έτος 2010, σύμφωνα με την κατάθεση του ίδιου μάρτυρα, οι ενάγοντες οχλήθηκαν από την εναγόμενη, όταν αυτός (μάρτυρας) τους επισκέφθηκε, "προκειμένου να συζητήσουν σχετικά με το επίδικο ακίνητο". Η ως άνω κατάθεση, όμως, δεν κρίνεται πειστική, διότι, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αν το επίδικο ακίνητο είχε παραχωρηθεί μόνο κατά χρήση στους ενάγοντες, η εναγόμενη, μετά το θάνατο του παππού της και αφότου διαπίστωσε τα οικονομικά προβλήματα του πατέρα της, θα είχε επιδιώξει την απόδοση του διαμερίσματος σ’ αυτή, ώστε να ενισχύσει οικονομικά τον τελευταίο. Αυτή, όμως, μέχρι το έτος 2010, δεν προέβη σε καμία απολύτως ενέργεια, δηλωτική της πρόθεσής της να διεκδικήσει το εν λόγω ακίνητο, η συναίνεσή της δε, στην εγγραφή υποθήκης σε βάρος του και μάλιστα, χωρίς να ενημερώσει σχετικά, τους ενάγοντες, δεν συνιστά έκφραση τέτοιας βούλησης. Με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα περιστατικά, οι ενάγοντες
έγιναν κύριοι του επιδίκου διαμερίσματος, με έκτακτη χρησικτησία, ασκώντας σ’ αυτό πράξεις νομής για χρονικό διάστημα πολύ μεγαλύτερο της εικοσαετίας". Με αυτά που δέχθηκε και έτσι όπως έκρινε το Εφετείο, που εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και, δεχόμενο την αγωγή των αναιρεσιβλήτων, τους αναγνώρισε συγκυρίους του επιδίκου διαμερίσματος κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου εκάτερο, αφενός δεν παραβίασε τις, ως άνω, ουσιαστικού δικαίου διατάξεις ευθέως ή εκ πλαγίου, εφόσον, για την εφαρμογή τους κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, αλλ’ ούτε και προσέδωσε σ’ αυτούς έννοια διαφορετική από την αληθινή, ενώ επίσης περιέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς το ουσιώδες ζήτημα τόσο του τρόπου σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας του επιδίκου διαμερίσματος, όσο και της επιδεκτικότητας προς χρησικτησία του τελευταίου, οι δε τ’ αντίθετα υποστηρίζοντες πρώτος από τον αριθμό 1 και τρίτος και τέταρτος από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι. Περαιτέρω οι ίδιοι λόγοι, κατά το μέρος που με αυτούς η αναιρεσείουσα προβάλλει αιτιάσεις για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, για τον συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων, καθώς και για την επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, είναι κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτοι, διότι, υπό την επίφαση της εκ πλαγίου παραβίασης των παραπάνω διατάξεων, πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και περί την αποδοχή πραγματικών περιστατικών, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρ. 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, που στόχο έχει τη διασφάλιση του συζητητικού συστήματος (άρθρ. 106 ΚΠολΔ), αλλά και την αρχή της ακρόασης των διαδίκων (άρθρ. 110 παρ. 2 ΚΠολΔ), ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο και εκτιμώντας προφανώς εσφαλμένα τα διαδικαστικά έγγραφα (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ) είτε έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 13/1995) είτε δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν επίσης ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 1225/2004), δηλαδή ισχυρισμοί που διαμόρφωσαν ή ανάλογα ήταν ικανοί να διαμορφώσουν το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (ΟλΑΠ 2/1998, ΑΠ 1072/2005), θα πρέπει δε, αν πρόκειται για ισχυρισμούς που δεν λήφθηκαν υπόψη, ενώ έπρεπε να ληφθούν, να προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 12/2000, ΟλΑΠ 2/2001) και μάλιστα από την ήδη αναιρεσείουσα. Ειδικότερα αν προσβάλλεται για τον παραπάνω λόγο απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, θα πρέπει ο ισχυρισμός που δεν αξιολογήθηκε, να είχε προταθεί παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά και να επαναφέρθηκε παραδεκτά (με λόγο έφεσης ή αναλόγως, κατά το άρθρ. 240 ΚΠολΔ, με τις προτάσεις) και στο δεύτερο βαθμό (ΑΠ 1011/1994) και να αναφέρεται αυτό στο αναιρετήριο (ΑΠ 760/2004), εκτός αν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρ. 562 παρ.2 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 43/1990) ή πρόκειται για ισχυρισμό που παραδεκτά κατά το άρθρ. 527 ΚΠολΔ προτάθηκε για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη, που επίσης πρέπει να διευκρινίζεται στο αναιρετήριο (ΑΠ 354/2011).
Εν προκειμένω, με τον δεύτερο αναιρετικό λόγο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, διότι δεν έλαβε υπόψη του "ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης"και δη: α) τους λόγους της μακροχρόνιας αδράνειάς της, σχετικά με τη διεκδίκηση του επιδίκου ακινήτου, β) τη διακοπή του χρόνου έκτακτης χρησικτησίας των αντιδίκων της επί του επιδίκου ακινήτου "με την εγγραφή του εμπραγμάτου βάρους (υποθήκης) υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου το έτος 1992"και "με τη μεταγραφή του δευτέρου εμπραγμάτου βάρους (προσημείωση υποθήκης) το έτος 1999 και της εγγραφής της κατάσχεσης του ακινήτου το έτος 2009", και γ) το γεγονός ότι "ο ίδιος ο "δωρητής"των εναγόντων προέβη δύο χρόνια μόλις μετά την "άτυπη δωρεά του εν ζωή", στην πώληση του επιδίκου στη μητέρα της (αναιρεσείουσας)". Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος καθόσον, ως προς τις υπό στοιχεία α και γ περιπτώσεις, αυτές δεν αποτελούν "πράγμα"υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλ’ η μεν πρώτη αρνητικό ισχυρισμό, η δε δεύτερη επιχείρημα, ενώ ως προς την υπό στοιχείο β περίπτωση, δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο αν ο ισχυρισμός αυτός της διακοπής, ο οποίος δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είχε προταθεί παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά και αν επαναφέρθηκε παραδεκτά, κατά τα προεκτεθέντα, στο δεύτερο βαθμό. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει ν’ απορριφθεί η αίτηση, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των παρισταμένων αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημά τους (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 13-3-2015 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθ. 182/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δυο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Φεβρουαρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 4 Μαρτίου 2016.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Τι αλλάζει με τον Νόμο 4540/2018 για τις άδειες διαμονής λόγω συμφώνου συμβίωσης Άδεια διαμονής λόγω συμφώνου συμβίωσης: Απαντήσεις στα κυριότερα ερωτήματα των ενδιαφερόμενων

$
0
0

Τι αλλάζει με τον Νόμο 4540/2018 για τις άδειες διαμονής λόγω συμφώνου συμβίωσης

        Ο προσφάτως φηφισθείς και δημοσιευθείς Νόμος 4540/2018 (ΦΕΚ Α΄ 91/22.05.2018) επιφέρει, μεταξύ άλλων, σημαντικές αλλαγές στις διατάξεις του Κώδικα Μετανάστευσης (Νόμος 4251/2014), στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και αλλαγές ..
ως προς τις άδειες διαμονής λόγω συμφώνου συμβίωσης, οι οποίες μέχρι πρότινος ρυθμίζονταν από την Κ.Υ.Α. 23443/2011 (για την ακολουθούμενη βάσει της Κ.Υ.Α διαδικασία βλ. εδώ).
        Ο νέος νόμος τροποποιεί το άρθρο 1 στοιχείο λε΄ του Ν. 4251/2014, ορίζοντας ότι στα «μέλη οικογένειας Έλληνα πολίτη» περιλαμβάνονται πλέον και «ο/η σύντροφος με τον/την οποίο/α ο/η Έλληνας πολίτης έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης εφόσον τούτο καταρτίστηκε στην Ελλάδα ή ενώπιον ελληνικής προξενικής αρχής». Σε ακολουθία λοιπόν της ένταξης των συντρόφων που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης με Έλληνα ή Ελληνίδα πολίτη στην έννοια των μελών οικογένειας Έλληνα πολίτη, με τον νέο νόμο τροποποιείται και το άρθρο 82 του Ν. 4251/2014 και ορίζεται ότι πλέον, όπως ακριβώς οι σύζυγοι Έλλνα πολίτη, έτσι και ο σύντροφος που έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης θα μπορεί να αιτηθεί από την αρμόδια Διεύθυνση Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Αποκεντρωμένης Διοίκησης την χορήγηση Δελτίου Διαμονής, εφόσον αποδεικνύει εγγράφως την οικογενειακή του σχέση με τον Έλληνα πολίτη.
        Με τον νέο νόμο, επομένως, εξισώνεται πλήρως και στο πλαίσιο του μεταναστευτικού δικαίου το σύμφωνο συμβίωσης με τον γάμο, αφού ο σύντροφος που έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης με Έλληνα πολίτη θα μπορεί να λαμβάνει Δελτίο Διαμονής, διάρκειας πέντε (5) ετών, όπως ακριβώς και ο σύζυγος Έλληνα πολίτη. Αντιθέτως, σύμφωνα με τα όσα ίσχυαν μέχρι σήμερα, το πρόσωπο που είχε συνάψει σύμφωνο συμβίωσης με Έλληνα πολίτη έπρεπε να καταθέσει αίτηση για χορήγηση άδειας διαμονής ενώπιον του Υπουργείου Εσωτερικών και η άδεια διαμονής που του χορηγούνταν είχε διάρκεια αρχικά για ένα (1) έτος και μετέπειτα για άλλα δύο (2) έτη, χωρίς να υφίσταται περαιτέρω δυνατότητα ανανέωσης της άδειας, παρά μόνο για κάποιον άλλον από τους λόγους που προβλέπονται στον Κώδικα Μετανάστευσης.
        Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο του νέου νόμου, ορίζεται ότι ο σύντροφος με σύμφωνο συμβίωσης έχει το δικαίωμα, όπως ακριβώς και ο σύζυγος, να λάβει προσωποπαγή άδεια διαμονής ακόμη και μετά την λύση του συμφώνου συμβίωσης, υπό την προϋπόθεση ότι το σύμφωνο συμβίωσης διήρκεσε τρία (3) τουλάχιστον έτη, εκ των οποίων το ένα (1) έτος στην Ελλάδα.
        Κατά τα λοιπά, πάντως, και υπό τον νέο νόμο, τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την χορήγηση άδειας διαμονής στον σύντροφο με σύμφωνο συμβίωσης εξακολουθούν να παραμένουν τα ίδια (βλ. ως προς τα δικαιολογητικάεδώ), με μοναδική διαφορά το γεγονός ότι πλέον η κατάθεση των σχετικών αιτήσεων θα γίνεται ενώπιον της αρμόδιας Διεύθυνσης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Αποκεντρωμένης Διοίκησης και όχι ενώπιον του Υπουργείου Εσωτερικών.
        Ως προς τις εκκρεμείς αιτήσεις, το άρθρο 18 του Ν. 4540/2018 ορίζει ότι από την ημερομηνία έναρξης ισχύος αυτού, καταργείται η υπ’ αριθμόν 23443/2011 Κ.Υ.Α, καθώς και ότι οι αιτήσεις για χορήγηση ή ανανέωση αδειών διαμονής που υποβλήθηκαν σύμφωνα με την εν λόγω Κ.Υ.Α και εκκρεμούν, εξακολουθούν να εξετάζονται από το Υπουργείο σύμφωνα με τις διατάξεις του νέου νόμου.
        Σημειώνεται ότι ο Νόμος 4540/2018 θα αρχίσει να ισχύει ως προς τα ανωτέρω θέματα από τις 22.08.2018.

*Το γραφείο μας διαθέτει μεγάλη εμπειρία σε πάσης φύσεως υποθέσεις δικαίου μετανάστευσης και αλλοδαπών (χορήγηση και ανανέωση αδειών διαμονής κάθε είδους, απελάσεις, αντιρρήσεις κατά διοικητικής κράτησης αλλοδαπού κ.ο.κ). Για περισσότερες πληροφορίες ή νομικές συμβουλές, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας στο τηλ. 2313079293 ή με email στο info@siopi-law.gr*


 Άδεια διαμονής λόγω συμφώνου συμβίωσης: Απαντήσεις στα κυριότερα ερωτήματα των ενδιαφερόμενων

        Ενόψει του ότι ολοένα και περισσότεροι εντολείς του γραφείου μας ενδιαφέρονται να αποκτήσουν άδεια νόμιμης διαμονής στην Ελλάδα λόγω σύναψης συμφώνου συμβίωσης, βάσει της Κ.Υ.Α 23343/2011, συγκεντρώσαμε τα κυριότερα ερωτήματα που μας απευθύνουν οι ενδιαφερόμενοι και σας παραθέτουμε τις απαντήσεις σε αυτά:

- Ποια είναι τα έγγραφα που χρειάζονται για να συναφθεί σύμφωνο συμβίωσης μεταξύ Έλληνα/-ίδας και αλλοδαπού/-ής;

        Το σύμφωνο συμβίωσης συνάπτεται μεταξύ των ενδιαφερόμενων ενώπιον Συμβολαιογράφου. Για την σύναψή του είναι απαραίτητη η αυτοπρόσωπη παρουσία των μερών (δεν είναι δηλαδή δυνατή η σύναψη μέσω πληρεξουσίου). Τα μέρη θα πρέπει να είναι εφοδιασμένα με τα απαιτούμενα εξατομικευτικά έγγραφα και, συγκεκριμένα, ο Έλληνας/-ίδα θα πρέπει να προσκομίσει ενώπιον του Συμβολαιογράφου την ταυτότητά του, ενώ ο/η αλλοδαπός/-ή θα πρέπει να είναι εφοδιασμένος αφενός με διαβατήριο σε ισχύ και αφετέρου με θεώρηση εισόδου (Visa) οποιουδήποτε τύπου ή να κατέχει άδεια διαμονής, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 27 του Ν. 4251/2014, «Κατά την κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων, στις οποίες συμβαλλόμενοι ή συμμετέχοντες καθ’ οιονδήποτε τρόπο είναι πολίτες τρίτων χωρών, που παρίστανται αυτοπροσώπως ή δηλώνουν κατοικία ή διαμονή στην ημεδαπή, οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να διαπιστώνουν ότι αυτοί έχουν θεώρηση εισόδου ή άδεια διαμονής ή βεβαίωση της παραγράφου 7 του άρθρου 8 και της παραγράφου 6 του άρθρου 9 και να προβούν σε σχετική μνεία στην πράξη τους».

-Ποιες είναι οι υποχρεώσεις των μερών μετά την σύναψη του συμφώνου συμβίωσης ενώπιον του Συμβολαιογράφου;

        Τα μέρη, αμέσως μετά την σύναψη του συμφώνου συμβίωσης, οφείλουν να καταθέσουν επικυρωμένο αντίγραφο αυτού στο Ληξιαρχείο του τόπου κατοικίας τους, ώστε αυτό να αποκτήσει ισχύ. Περαιτέρω, τα μέρη οφείλουν να γνωστοποιήσουν την σύναψη του συμφώνου συμβίωσης στην εφορία, ώστε εφεξής να υποβάλουν κοινή φορολογική δήλωση, αλλά και στο δημοτολόγιο στο οποίο υπάγεται ο/η Έλληνας/-ίδα.

- Πώς μπορώ να αποκτήσω άδεια νόμιμης διαμονής στην Ελλάδα μετά την σύναψη συμφώνου συμβίωσης;

        Ο/Η αλλοδαπός/-ή που συνάπτει σύμφωνο συμβίωσης με Έλληνα/-ίδα έχει το δικαίωμα να αιτηθεί την χορήγηση άδειας νόμιμης διαμονής στην Ελλάδα, σύμφωνα με την Κ.Υ.Α 23343/2011. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να καταθέσει, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω πληρεξουσίου, σχετική αίτηση στη Διεύθυνση Μεταναστευτικής Πολιτικής της Γενικής Γραμματείας Πληθυσμού και Κοινωνικής Συνοχής του Υπουργείου Εσωτερικών. Η συγκεκριμένη αίτηση θα πρέπει να κατατεθεί κατά το διάστημα που ο/η αλλοδαπός/-ή διαμένει νόμιμα στην Ελλάδα, δηλαδή κατά τον χρόνο ισχύος της θεώρησης εισόδου (Visa) που κατέχει. Σε περίπτωση που έχει παρέλθει η διάρκεια ισχύος της θεώρησης εισόδου (Visa), δεν είναι δυνατή η κατάθεση αίτησης για έκδοση άδειας διαμονής.
        Μαζί με την αίτηση, ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να καταθέσει μία σειρά από έγγραφα και συγκεκριμένα:
α) Επικυρωμένο αντίγραφο διαβατηρίου μετά της συνημμένης σε αυτό θεώρησης εισόδου (Visa), όπου η τελευταία απαιτείται,
β) Αντίγραφο της ταυτότητας του Έλληνα/-ίδας,
γ) Αντίγραφο του συμφώνου συμβίωσης και της ληξιαρχικής πράξης καταχώρησής του,
δ) Έγγραφα που αποδεικνύουν την κοινή διαμονή με τον/την Έλληνα/-ίδα (λ.χ. μισθωτήριο συμβόλαιο, συμβόλαιο κατοικίας, υπεύθυνες δηλώσεις, λογαριασμούς κοινής ωφέλειας κ.ο.κ),
ε) Αποδεικτικά πλήρους ασφαλιστικής κάλυψης ασθένειας (έγγραφα που αποδεικνύουν την ασφάλιση σε Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης ή ασφαλιστήριο υγείας σε ιδιωτική ασφαλιστική εταιρία, διάρκειας τουλάχιστον ενός έτους, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην Κ.Υ.Α 53821/2014),
στ) Λοιπά έγγραφα που αποδεικνύουν την σταθερή σχέση των μερών (λ.χ. έγγραφα που αποδεικνύουν ότι τα μέρη έχουν αναλάβει κοινές νομικές ή κοινωνικές δεσμεύσεις, φωτογραφίες από την κοινή συμβίωση κ.ο.κ),
ζ) Τέσσερις (4) φωτογραφίες, τύπου διαβατηρίου (και σε cd),
η) Παράβολο δημοσίου, ύψους 16,00 Ευρώ για την λήψη των βιομετρικών στοιχείων του/της αλλοδαπού/-ής,
θ) Επικυρωμένο αντίγραφο ληξιαρχικής πράξης γέννησης του/-ης αλλοδαπού/-ης με apostille, όπου αυτό απαιτείται.
        Με την κατάθεση της αίτησης και εφόσον δεν διαπιστωθούν τυπικές ελλείψεις, χορηγείται στον αλλοδαπό Δελτίο Προσωρινής Διαμονής («Μπλε Βεβαίωση»), δυνάμει του οποίου νομιμοποιείται να διαμένει στην Ελλάδα μέχρι να εκδοθεί η οριστική άδεια διαμονής.

- Ποια είναι η διάρκεια της άδειας διαμονής που χορηγείται βάσει συμφώνου συμβίωσης;

        Η άδεια διαμονής που χορηγείται βάσει της Κ.Υ.Α 23443/2011 έχει διάρκεια ενός (1) έτους και μπορεί να παραταθεί, εφόσον εξακολουθούν να συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, για δύο (2) ακόμη έτη.

- Η άδεια διαμονής βάσει συμφώνου συμβίωσης παρέχει στον/-ην αλλοδαπό/-ή το δικαίωμα να εργάζεται;

        Σύμφωνα με την Κ.Υ.Α 23443/2011, η άδεια διαμονής που χορηγείται λόγω συμφώνου συμβίωσης παρέχει στον αλλοδαπό το δικαίωμα να εργάζεται ως μισθωτός. Ειδικά για το πρώτο δωδεκάμηνο διάστημα διαμονής, από την χορήγηση της αρχικής άδειας διαμονής, το δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά εργασίας τελεί υπό την προϋπόθεση ύπαρξης κενών θέσεων εργασίας, ανά ειδικότητα, όπως αυτές έχουν καθοριστεί κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 3386/05.

- Ποια είναι η τύχη της άδειας διαμονής σε περίπτωση λύσης του συμφώνου συμβίωσης ή θανάτου του/-ης Έλληνα/-ίδας;

        Η λήξη της συμβίωσης, ο θάνατος του πολίτη της Ένωσης ή του Έλληνα ή η αναχώρηση του πολίτη της Ένωσης, κατά τη διάρκεια ισχύος της άδειας διαμονής, συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος διαμονής. Το δικαίωμα διαμονής των εν λόγω προσώπων διατηρείται σε προσωπική βάση, μόνο εφόσον αυτά διαμένουν στην Ελλάδα, ως σύντροφοι του πολίτη της Ένωσης ή του Έλληνα, για τρία τουλάχιστον έτη πριν τη λήξη της συμβίωσης ή το θάνατο του πολίτη της Ένωσης ή του Έλληνα, ή την αναχώρησή του από τη χώρα και πληρούν τις προϋποθέσεις ανανέωσης της άδειας διαμονής τους, βάσει των διατάξεων της μεταναστευτικής νομοθεσίας.
 https://www.siopi-law.gr

ΔΠρΑθ 1290/2018: Δεν απαιτείται για τη χορήγηση άδειας διαμονής δεκαετούς διάρκειας η συμπλήρωση ορισμένου αριθμού ενσήμων

Next: ΠΥΛΩΤΗ -ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΠρΑθ 255/2018 Αρνητική αγωγή - Χώροι στάθμευσης - Πυλωτή -. Υποχρέωση εναγομένων να παύσουν να σταθμεύουν τα οχήματά τους στις θέσεις στάθμευσης της πυλωτής και να παραλείπουν τη στάθμευση αυτών στο μέλλον. Χρηματική ποινή χιλίων (1.000) ευρώ και προσωπική κράτηση ενός (1) μηνός για κάθε παράβαση της απόφασης. Η απόφαση κηρύσσεται προσωρινώς εκτελεστή.- Αφορά στη χρήση των πιλοτών στις πολυκατοικίες και η απόφαση κρίνει ότι κάθε πιλοτή είναι κοινόχρηστος χώρος και μπορεί να τον εκμεταλλευτούν μόνον οι ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων και αφού πρώτα συμφωνήσουν μεταξύ τους. Δεν μπορούν να ενοικιαστούν και βεβαίως να πωληθούν σε τρίτους, απαγορεύεται η χρήση τους από άτομα που δεν είναι ιδιοκτήτες.
$
0
0

ΔΠρΑθ 1290/2018: Δεν απαιτείται για τη χορήγηση άδειας διαμονής δεκαετούς διάρκειας η συμπλήρωση ορισμένου αριθμού ενσήμων


3. Επειδή, στην παρ. 2 του άρθρου 91 του ν. 3386/2005 Είσοδος, διαμονή και κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελληνική ...
Επικράτεια» (Φ.Ε.Κ. Α’ 212), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παρ. 1 του άρθρου 18 του ν. 3536/2007 (Φ.Ε.Κ. Α’ 42) και το άρθρο 39 του ν. 3731/2008 (Φ.Ε.Κ. Α’ 263/23.02.2008), με το οποίο η άδεια διαμονής αόριστης διάρκειας μετονομάστηκε σε άδεια διαμονής διάρκειας δέκα (10) ετών με δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά εργασίας, ορίζεται ότι: «Υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος έχει άδεια διαμονής κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, εφόσον συμπληρώσει δεκαετή συνεχή νόμιμη διαμονή στη Χώρα, δικαιούται να λάβει άδεια διαμονής διάρκειας δέκα (10) ετών, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 10 του παρόντος, η οποία παρέχει δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά εργασίας. ... Η άδεια χορηγείται ύστερα από αίτηση του υπηκόου τρίτης χώρας και απόφαση του οργάνου που χορήγησε την τελευταία άδεια διαμονής και μπορεί να ανανεώνεται κατόπιν αίτησης του ενδιαφερομένου, για ισόχρονο διάστημα, εφόσον αποδεικνύει συνεχή διαμονή στην Ελλάδα, η διακοπή της οποίας δεν υπερβαίνει τα δύο (2) συναπτά έτη και διαθέτει πλήρη κάλυψη ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης. Για την ανανέωση της άδειας διαμονής της παρούσας οι υπήκοοι τρίτων χωρών δεν υπόκεινται στην καταβολή παραβόλου». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη χορήγηση άδειας διαμονής διάρκειας δέκα (10) ετών με δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά εργασίας απαιτείται ο αιτών αλλοδαπός, υπήκοος τρίτης χώρας, να έχει συμπληρώσει, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του ν. 3386/2005, δεκαετή συνεχή νόμιμη διαμονή στη Χώρα, χωρίς,εξάλλου, να τάσσεται ως προϋπόθεση,τόσο για τη χορήγηση όσο και για την ανανέωση της εν λόγω άδειας, η συμπλήρωση ορισμένου αριθμού ενσήμων. […]

6. Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, με την απευθυνόμενη προς τη Διοίκηση αίτηση ο αιτών ζήτησε να του ανανεωθεί η άδεια διαμονής αόριστης διάρκειας, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 91 του ν. 3386/2005, όπως ίσχυε. Ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας Αττικής εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απέρριψε την αίτηση του αιτούντος, για το λόγο ότι αυτός δεν απέδειξε ότι είχε συμπληρώσει τον απαιτούμενο αριθμό ενσήμων.Υπό το προαναφερόμενο, όμως, περιεχόμενο, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει νόμιμη αιτιολογίαως προς την απόρριψη της αιτήσεως,αφού η Διοίκηση, έχοντας εσφαλμένη αντίληψηπερί του υποβληθέντος με αυτή αιτήματος, ουδεμία εκφέρει κρίση ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την ικανοποίησή του, αλλά αποφαίνεται περί μη συνδρομής νόμιμης προϋπόθεσης άσχετης προς το επίμαχο αίτημα. Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει του ότι, κατά το άρθρο 95 παρ. 1 του Συντάγματος, στο πλαίσιο αιτήσεως ακυρώσεως διοικητικής πράξεως, ελέγχεται μόνο η νομιμότητα των ενεργειών της Διοίκησης ως προς τη διαδικασία έκδοσης και το περιεχόμενο αυτής (Σ.τ.Ε. 623/2013), η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, κατ’ αποδοχή του σχετικού λόγου ακυρώσεως ως βασίμου. Εξάλλου, μετά την ακύρωση της πράξης αυτής, το αίτημα του αιτούντος για χορήγηση σε αυτόν άδειας διαμονής δεκαετούς διάρκειας, καθίσταται εκ νέου εκκρεμές ενώπιον της Διοικήσεως, η οποία υποχρεούται να εκφέρει νομίμως αιτιολογημένη κρίση περί του αν ο αιτών αλλοδαπός δικαιούται ή όχι την αιτούμενη άδεια, εξετάζοντας προς τούτο τις προϋποθέσεις που τάσσει η παρ 2 του άρθρου 91 του ν. 3386/2005, όπως ίσχυε κατά το χρόνο υποβολής της 4595/24.6.2008 αίτησης. Παρέλκει δε ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών προβαλλόμενων λόγων.

ΠΥΛΩΤΗ -ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΠρΑθ 255/2018 Αρνητική αγωγή - Χώροι στάθμευσης - Πυλωτή -. Υποχρέωση εναγομένων να παύσουν να σταθμεύουν τα οχήματά τους στις θέσεις στάθμευσης της πυλωτής και να παραλείπουν τη στάθμευση αυτών στο μέλλον. Χρηματική ποινή χιλίων (1.000) ευρώ και προσωπική κράτηση ενός (1) μηνός για κάθε παράβαση της απόφασης. Η απόφαση κηρύσσεται προσωρινώς εκτελεστή.- Αφορά στη χρήση των πιλοτών στις πολυκατοικίες και η απόφαση κρίνει ότι κάθε πιλοτή είναι κοινόχρηστος χώρος και μπορεί να τον εκμεταλλευτούν μόνον οι ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων και αφού πρώτα συμφωνήσουν μεταξύ τους. Δεν μπορούν να ενοικιαστούν και βεβαίως να πωληθούν σε τρίτους, απαγορεύεται η χρήση τους από άτομα που δεν είναι ιδιοκτήτες.

Next: ΑΠ 1711/2018 - σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας του μισθωτού για ορισμένο ή αόριστο χρόνο με μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού και καταβολής αυτού, χωρίς ευθύνη του μισθωτού για την επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος και ακόμη όταν ο μισθωτός τελεί σε εξάρτηση από τον εργοδότη του, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και την επιμελή εκτέλεσή της και με την υποχρέωση του πρώτου να συμμορφώνεται στις αναγκαίες εντολές ή οδηγίες του εργοδότη.
$
0
0
ΠΕΡΙΛΗΨΗ - Αφορά στη χρήση των πιλοτών στις πολυκατοικίες και η απόφαση κρίνει ότι κάθε πιλοτή είναι κοινόχρηστος χώρος και μπορεί να τον εκμεταλλευτούν μόνον οι ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων και αφού πρώτα συμφωνήσουν μεταξύ τους. Δεν μπορούν να ενοικιαστούν και βεβαίως να πωληθούν σε τρίτους, απαγορεύεται η χρήση τους από άτομα που δεν είναι ιδιοκτήτες. ...



ΠΠρΑθ 255/2018

Αρνητική αγωγή - Χώροι στάθμευσης - Πυλωτή -.



Υποχρέωση εναγομένων να παύσουν να σταθμεύουν τα οχήματά τους στις θέσεις στάθμευσης της πυλωτής και να παραλείπουν τη στάθμευση αυτών στο μέλλον. Χρηματική ποινή χιλίων (1.000) ευρώ και προσωπική κράτηση ενός (1) μηνός για κάθε παράβαση της απόφασης. Η απόφαση κηρύσσεται προσωρινώς εκτελεστή.











ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ



ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 255/2018

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ





ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Βασιλική Μπάστα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ευτυχία Κατσά, Πρωτοδίκη - Εισηγήτρια, Αλεξάνδρα Καζάρα, Πρωτοδίκη και από τη Γραμματέα ΚατσουρούΒασιλική.



ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, στις 6 Ιουνίου 2017, για να δικάσει την αγωγή:



ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ..., κατοίκου Παλαιού Ψυχικού, η οποία κατέθεσε προτάσεις διά του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημήτρη Αβραάμ (A.M. Δ.Σ.Α. 013597) δυνάμει του από 20.04.2017 δικαστικού πληρεξουσίου και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.



ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) ..., κατοίκου Παλαιού Ψυχικού, 2) ..., κατοίκου Αθηνών, 3) ..., κατοίκου Αθηνών και 4) ..., κατοίκου Αθηνών, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις, οι μεν πρώτος και τέταρτη εξ αυτών δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους ...., οι δε δεύτερος και τρίτη δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους .... και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.



Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 16.01.2017 αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης 502353/2017 και Αριθμό Κατάθεσης Δικογράφου 240/2017, η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.



Η συζήτηση της υπόθεσης έγινε χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους (άρθρο 237§4 προτελ. εδ. ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το Ν. 4335/2015).





ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ





I. Κατά το άρθρο 1108 ΑΚ αν η κυριότητα προσβάλλεται με άλλον τρόπο εκτός από αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, ο κύριος δικαιούται να απαιτήσει από εκείνον που πρόσβαλε την κυριότητα του, να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αρνητική αγωγή ασκείται στην περίπτωση μερικής και όχι ολικής προσβολής της κυριότητας, όταν δηλαδή ο κύριος διαταράσσεται στη νομή του, που ασκεί επί του πράγματος και όχι όταν προσβάλλεται με άλλον τρόπο, όπως με την αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση προστατεύεται με τη διεκδικητική αγωγή κατ'αυτού που κατέχει το πράγμα. Βάση της αρνητικής αγωγής είναι η κυριότητα ή συγκυριότητα του ενάγοντος επί του πράγματος και η προσβολή αυτής με πράξεις διαταράξεως. Διατάραξη της κυριότητας αποτελεί κάθε έμπρακτη εναντίωση στο θετικό ή αποθετικό της κυριότητας περιεχόμενο όταν δηλαδή ο τρίτος ενεργεί στο πράγμα πράξεις, τις οποίες μόνον ο κύριος δικαιούται να ενεργήσει ή όταν εμποδίζει τον κύριο να ενεργήσει στο δικό του πράγμα. Γενικώς δε κάθε πράξη που αποτελεί διατάραξη της νομής, αποτελεί επέμβαση στην κυριότητα, η οποία δικαιολογεί έγερση της αρνητικής αγωγής ΑΠ 901/2015 Α Δημ. ΝΟΜΟΣ). Για το ορισμένο και την πληρότητα της πιο πάνα) αρνητικής της κυριότητας αγωγής απαιτείται να εκτίθενται συνοπτικά τα εξής στοιχεία: α) η κυριότητα του ενάγοντος πάνω στο πράγμα, β) η διατάραξη της κυριότητας του από τον εναγόμενο, γ) το παράνομο της διατάραξης, δ) αίτημα για άρση της προσβολής και παράλειψης της στο μέλλον. Ειδικότερα, πρέπει να εκτίθενται,  μεταξύ άλλων, τα περιστατικά που συνιστούν την παράνομη διατάραξη της κυριότητας του ενάγοντος, η οποία συνίσταται σε κάθε έμπρακτη εναντίωση στις εξουσίες που παρέχει ο νόμος στον κύριο, που δεν φτάνει, όμως, μέχρι την καθολική αποστέρηση της νομής αλλά έχει ως συνέπεια την παρεμπόδιση της ελεύθερης χρησιμοποίησης, εκμετάλλευσης και απόλαυσης του πράγματος ως προς τις παραπάνω εξουσίες ή ορισμένες από αυτές. Η διατάραξη είναι παράνομη, αν εκείνος που έκανε την προσβολή ενήργησε χωρίς δικαίωμα (ΑΠ 1106/2014 Α Δημ. ΝΟΜΟΣ). Ο κύριος που θίγεται, εκτός από την αρνητική αγωγή, αν υπάρχει ζημία, έχει και την αγωγή του άρθρου 914 ΑΚ (ΕφΛαρ 372/2012 Α Δημ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ενάγων επί αρνητικής αγωγής μπορεί να είναι όχι μόνον ο κύριος αλλά και ο κατά το άρθρο 1113 ΑΚ συγκύριος του ακινήτου, του οποίου η άσκηση της κυριότητας επηρεάζεται, εναγόμενος δε όποιος, με πράξη ή παράλειψη του επηρεάζει την άσκηση της κυριότητας του ενάγοντος (ΕφΠειρ264/2014 Α Δημ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ.1, 3 ν.3741/1929, 1002, 1108 και 1117 ΑΚ προκύπτει ότι επί της οριζόντιας ιδιοκτησίας κάθε συνιδιοκτήτης δικαιούται στην απόλυτη χρήση των κοινών πραγμάτων, καθώς και στη χρήση σύμφωνα με τον κανονισμό, σε περίπτωση δε που προσβάλλεται στη χρήση αυτή δικαιούται να ζητήσει την άρση της προσβολής και την παράλειψη αυτής στο μέλλον (ΑΠ 40/2012 Α'Δημ. ΝΟΜΟΣ). Αν δε η διατάραξη γίνεται με πράξεις που επαναλαμβάνονται περιοδικά, η κάθε μια αποτελεί χωριστή διαταρακτικήπράξη και επομένως μετά από κάθε τέτοια αρχίζει νέα παραγραφή (βλ. Εφ.Λαρ. 372/2012 ο.π.)





II. Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα εκθέτει ότι είναι κυρία των περιγραφόμενων σε αυτή οριζοντίων ιδιοκτησιών (διαμερίσματος και αποθήκης) πολυκατοικίας, κειμένης στη συμβολή των οδών ... και ... στην Αθήνα. Ότι η οικοδομή αυτή έχει υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ με την υπ'αριθμ. .../1978 πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της Συμβολαιογράφου Ελευσίνας ..., νομίμως μεταγεγραμμένης. Ότι σύμφωνα  με  την ανωτέρω  πράξη  η  πυλωτή  της πολυκατοικίας περιλαμβάνει τις υπό στοιχεία Ρ-3, Ρ-4, Ρ-5 και Ρ-6 ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες (θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων) εκ των οποίων οι δύο πρώτες έχουν επιφάνεια 15 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 1%ο εξ αδιαιρέτου η καθεμία, ενώ οι λοιπές έχουν επιφάνεια 17 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας 1%ο εξ αδιαιρέτου η καθεμία. Ότι με την υπ'αριθμ. .../1981 πράξη της ιδίας παραπάνω  Συμβολαιογράφου νομίμως μεταγεγραμμένηςμειώθηκε η επιφάνεια της υπό στοιχ. Ρ-3 στάθμευσης, αυξήθηκε ανάλογα η επιφάνεια της υπό στοιχ. Ρ-4 θέσης στάθμευσης και διαιρέθηκε η τελευταία σε δύο επιμέρους οριζόντιες ιδιοκτησίες (θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων) με τα στοιχεία Ρ-4α και Ρ-4β, οι οποίες έχουν επιφάνεια 11,50 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 0,50%ο εξ αδιαιρέτου η καθεμία. Ότι οι ανωτέρω υπό στοιχ. Ρ-5, Ρ-4α και Ρ-6 οριζόντιες ιδιοκτησίες περιήλθαν στους πρώτο, δεύτερο και τέταρτη των εναγομένων εξ αγοράς από τους οικοπεδούχους δυνάμει των υπ'αριθμ. ../1981, ../2009 και .../2009 συμβόλαια της Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., που έχει μεταγραφεί νόμιμα, εξ αγοράς από τον ..., στον οποίο είχε περιέλθει εξ αγοράς από τους οικοπεδούχους με το υπ'αριθμ. .../1981 συμβόλαιο, νομίμως μεταγεγραμμένο. Ότι η ανωτέρω συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία είναι άκυρη καθ'ο μέρος με αυτή ορίζεται ότι οι θέσεις στάθμευσης της πυλωτής αποτελούν αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες, διότι ο χώρος της πυλωτής ή ανοικτά τμήματα του χώρου αυτού δεν είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο διαιρεμένης ιδιοκτησίας και, συνεπώς, οι χώροι της πυλωτής ανήκουν στα κοινόκτηταμέρη της οικοδομής. Ότι, επιπλέον, οι ανωτέρα) συμβολαιογραφικές πράξεις δεν δύνανται να ισχύσουν κατά μετατροπή ως πράξεις παραχώρησης του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης των επιδίκων θέσεων στάθμευσης στους εναγομένους, διότι οι μεν τρεις πρώτοι εξ αυτών δεν έχουν στην κυριότητα τους άλλη οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα ή αποθήκη) στην ως άνω πολυκατοικία, ώστε να έχουν δικαίωμα χρήσης στις κοινόκτητεςθέσεις στάθμευσης, η δε τέταρτη έχει στην κυριότητα της μόνο την υπό στοιχ. Τ3 αποθήκη του υπογείου, που αποτελεί βοηθητικό χώρο, στον οποίο δεν μπορεί να παραχωρηθεί εγκύρως η αποκλειστική χρήση θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου της πυλωτής, εφόσον η ίδια η ενάγουσα, αν και ιδιοκτήτρια διαμερίσματος ορόφου στερείται θέσεως στάθμευσης αυτοκινήτου. Ότι με βάση τα ανωτέρω τυγχάνει άκυρη τόσο η υπ'αριθμ. .../1978 πράξη σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας καθώς και τα υπ'αριθμ. .../1981, .../1984, .../2009 και .../2009 συμβόλαια, με τα οποία μεταβιβάσθηκαν οι ανωτέρω θέσεις στάθμευσης στους εναγομένους, για το λόγο ότι δεν καθορίσθηκαν έγκυρα ως αντικείμενα διαιρεμένης ιδιοκτησίας, και ως εκ τούτου οι ανωτέρω θέσεις στάθμευσης είναι κοινόχρηστες. Περαιτέρω, εκθέτει ότι άπαντα τα ανωτέρω έχουν κριθεί με την υπ'αριθμ. 5510/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και εν συνεχεία κατόπιν ασκήσεως εφέσεων από τους εναγομένους με την υπ'αριθμ. 2332/2016 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία έχει καταστεί ήδη αμετάκλητη. Ότι, ωστόσο, οι 2ος, 3η και 4η των εναγομένων, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι στην αρχική αγωγή της επί της οποίας εκδόθηκαν οι ανωτέρω αποφάσεις δεν περιέλαβε αίτημα «να μην χρησιμοποιούν και να παραλείπουν στο μέλλον να χρησιμοποιούν τις ανωτέρω θέσεις στάθμευσης με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης για κάθε παράβαση] της εκδοθησόμενηςαπόφασης, εξακολουθούν παρανόμως να τις χρησιμοποιούν, ο δε πρώτος εξ αυτών ενδέχεται να επανεμφανισθεί λόγω της προηγούμενης συμπεριφοράς του, παρά το γεγονός ότι δεν εμφανίζεται στην επίδικη πυλωτή, καθ'όσον τυγχάνει κάτοικος Π. Ψυχικού. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, η ενάγουσα ζητεί με την κρινόμενη αγωγή της α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι και κάθε τρίτος που έλκει οιαδήποτε δικαιώματα από αυτούς να παύσει κάθε διατάραξη της συγκυριότητας της επί της ειδικότερα αναφερόμενης στην αγωγή για έκαστο εξ αυτών θέσης στάθμευσης και να παραλείπουν αυτή (την προσβολή) στο μέλλον, με απειλή χρηματικής ποινής δύο χιλιάδων ευρώ και προσωπική κράτηση τριών μηνών για κάθε παραβίαση της εκδοθησόμενηςαπόφασης, β) να υποχρεωθεί έκαστος των εναγομένων να της καταβάλει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5000) ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη η τελευταία από την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας της ως προς την ελεύθερη σύγχρησητων περιουσιακών της στοιχείων, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, γ) να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και δ) να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα.





III. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή, στην άσκηση της οποίας νομιμοποιείται ενεργητικά η ενάγουσα, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του δευτέρου και τρίτης των εναγομένων, με την ιδιότητα της συγκυρίας, σύμφωνα με όσα ήδη προεκτέθηκανστη μείζονα σκέψη της παρούσας, παραδεκτώςκαι αρμοδίως φέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 18 αρ. 1, 31 και 29 ΚΠολΔ), αφού το αντικείμενο της αρνητικής αγωγής δεν είναι δεκτικό χρηματικής αποτίμησης (ΕφΠατρ 256/2006, ΑχΝομ 2007.149, ΕφΔωδ 306/2004, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 1115/2000, ΕλλΔνη41. 797, 812), για να συζητηθεί κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία και είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων για το λόγο ότι δεν μνημονεύεται ειδικά η μεταγραφή του κανονισμού της πολυκατοικίας αλλά μόνο της σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας, καθ'όσον αυτή δεν είναι απαραίτητη όταν η αγωγή επιχειρείται να θεμελιωθεί σε διατάξεις αναγκαστικού δικαίου όπως εν προκειμένω. Είναι ωστόσο μη νόμιμη, καθ'ο μέρος στρέφεται κατά του πρώτου των εναγομένων, καθ'όσο, κατά τα εκτιθέμενα σε αυτή, ο τελευταίος δεν διενεργεί πράξεις διατάραξης της σύννομης της ενάγουσας. Κατά τα λοιπά είναι νόμιμη, θεμελιούμενηστις προδιαληφθείσεςδιατάξεις, καθώς και σ'αυτές των άρθρων 1 παρ. 5 εδ. τελ. του ν. 960/1979,1, 3 ,4, 5 και 13 του ν. 3741/1929, 22 παρ. 9, 32 παρ. 4, του ν.δ. 8/1973 όπως αντικαταστάθηκαν από τις παρ. 22 και 33 του άρθρου 1 του ν.δ. 205/1974, 1002, 1117, 1033, 1192, 1193, 1198, 174, 182, ΑΚ και 907, 908, 946 και 176 ΚΠολΔ, πλην α) του αιτήματος περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω της επικαλούμενης ηθικής βλάβης της ενάγουσας, το οποίο είναι απορριπτέο προεχόντωςως αόριστο, καθ'όσον δεν εκτίθεται για το ορισμένο αυτού πώς η επικαλούμενη διατάραξη προκάλεσε την ηθική της βλάβη, ιδίως λαμβανομένου υπ'όψιν ότι η τελευταία δεν επικαλείται ότι εξαιτίας αυτής δεν μπορούσε να σταθμεύσει το αυτοκίνητο της στην πυλωτής της πολυκατοικίας, καθώς και β) του αιτήματος να υποχρεωθεί κάθε τρίτος που έλκει δικαίωμα από τους εναγομένους να παύσει κάθε διατάραξη και να την παραλείπει στο μέλλον, το οποίο είναι απαράδεκτο λόγω αοριστίας για όσους δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο και την εκτελεστότητατης απόφασης κατ'άρθρα 325 περ. 2 και 3 και 919 περ. 1, ενώ, για όσους εμπίπτουν στα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου και της εκτελεστότηταςτης απόφασης, είναι άνευ αντικειμένου, αφού οι ανωτέρω διατάξεις διασφαλίζουν ότι η απόφαση, που ενδεχομένως θα εκδοθεί κατά της εναγομένης, θα εκτελεσθεί και κατά αυτών. Επομένως, ενόψει του ότι η αγωγή καταχωρήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου [βλ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα υπ'αριθ. 3139/16.02.2017 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Αθηνών περί εγγραφή της κρινόμενης αγωγής στα Βιβλία Διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου και το με αριθμ. Πρωτ. Δήλωσης ... αποδεικτικό υποβολής δήλωσης του ν. 2308/1995), πρέπει, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.





IV. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 321 ΚΠολΔόσες οριστικές αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση είναι τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασμένο. Δεδικασμένο παράγεται και όταν η τελεσίδικη δικαστική απόφαση είναι εσφαλμένη για οποιοδήποτε λόγο, ανατρέπεται δε μόνο με την εξαφάνιση της απόφασης μετά από επιτυχή άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως ή αναψηλαφήσεως. Από τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 322, 324 και 325 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η απόφαση που είναι τελεσίδικη, παράγει δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων της σχετικής δίκης, που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογικήσχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί, ήτοι λειτουργεί ως αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση, με συνέπεια η υποβαλλόμενη από κάποιον από τους διαδίκους νέα αίτηση για το αυτό ζήτημα να πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΑΠ 818/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1285/2001 ΑρχΝ 2002, 219). Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 321, 322 παρ. 1, 324, 325 και 330 ΚΠολΔ, σαφώς συνάγεται ότι οι οριστικές και τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων αποτελούν δεδικασμένο, το οποίο εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε και υπάρχει μεταξύ των ιδίων προσώπων που παραστάθηκαν, με την ίδια ιδιότητα, για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια νομική και ιστορική αιτία (ΑΠ 1687/2008 δημ. ΝΟΜΟΣ), καθώς και στις ενστάσεις που προτάθηκαν ή και σε εκείνες που δεν προτάθηκαν, ενώ μπορούσαν να προταθούν. Το δεδικασμένο λειτουργεί τόσο θετικά υπό την έννοια ότι το δικαστήριο της νέας δίκης, ενώπιον του οποίου ανακύπτει, είτε ως κύριο, είτε ως προδικαστικό ζήτημα το οριστικώς και τελεσιδίκως κριθέν δικαίωμα, οφείλει να θέσει ως, βάση της απόφασης του το δεδικασμένο, το οποίο παρήχθη από την οριστική και τελεσίδικη απόφαση, όσο και αρνητικά, υπό την έννοια ότι καθιστά απαράδεκτη τη νέα, περί του οριστικώς και τελεσιδίκως κριθέντος δικαιώματος, αγωγή (Δ. Κονδύλη "Το δεδικασμένο"παρ. 12 σελ. 118, 124, ΑΠ 613/2007 ΕλλΔνη 2008, 426. ΑΠ 1025/1993 ΕλλΔνη 35.1565). Το δεδικασμένο καλύπτει, ως ενιαίο όλο, ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, βάσει του οποίου αναγνωρίστηκε η επίδικη έννομη σχέση. Συγκεκριμένα, καλύπτει όχι μόνο το κριθέν δικαίωμα, δηλαδή την έννομη σχέση που τέθηκε υπό διάγνωση, αλλά και την ιστορική αιτία, η οποία έγινε δεκτή και συγκεκριμένα τα περιστατικά που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης, όπως και τη νομική αιτία, το νομικό δηλαδή χαρακτηρισμό, τον οποίο έδωσε το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά υπάγοντας τα στην οικεία διάταξη (ΑΠ 1019/1993 ΕλλΔνη 35, 1552, Κονδύλη οπ. παρ. 19, σελ. 222 επ.).





V. Από όλα τα νομίμως και με επίκληση προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα από όλα τα έγγραφα τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων είναι και οι υπ'αριθμ. 5510/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 2332/2016 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, από την υπ'αριθμ. 5446/06.04.2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, τις υπ'αριθμ. 746/27.04.2017 και 748/28.04.2017 προσκομιζόμενες μετ'επικλήσεως ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., οι οποίες ελήφθησαν κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των αντιδίκων (βλ. τις υπ'αριθμ. 7647Δ-7647650Δ/31.03.2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, ..., καθώς και την υπ'αριθμ. 8732 β/24.04.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών ..., αντίστοιχα), τις προσκομιζόμενες μετ'επικλήσεως φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αριθμ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται πλήρως τ'ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι κυρία δύο οριζοντίων ιδιοκτησιών πολυώροφης οικοδομής (πολυκατοικίας) που βρίσκεται στη συμβολή των οδών ... στη θέση Π στην Αθήνα. Ειδικότερα, δυνάμει του υπ'αριθμ. .../1983 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Ελευσίνας ..., νομίμως μεταγεγραμμένουστα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών (τόμος ... και αύξων αριθμός ...) απέκτησε στην πλήρη και αποκλειστική της κυριότητα εξ αγοράς από τους οικοπεδούχους α) την υπ'αριθμ. Ένα (1) οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα) του πρώτου υπέρ το ισόγειο ορόφου, εμβαδού 84 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας 112 χιλιοστά εξ αδιαιρέτου και β) την υπ'αριθμ. τέσσερα (4) οριζόντια ιδιοκτησία (αποθήκη) του υπογείου, εμβαδού 8 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας 2 χιλιοστά εξ αδιαιρέτου. Η ανωτέρω οικοδομή ανεγέρθηκε με το σύστημα της αντιπαροχής δυνάμει του υπ'αριθμ. .../1978 προσυμφώνου μεταβιβάσεως ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και εργολαβικού συμβολαίου της ιδίας ως άνω Συμβολαιογράφου, που καταρτίσθηκε μεταξύ της εργολήπτριας εταιρείας με την επωνυμία «... και Σία Ε.Ε.» και των οικοπεδούχων ... Η οικοδομή αυτή έχει κατασκευασθεί επί υποστηλωμάτων, αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο (υπόστυλο χώρο-πυλωτή), τέσσερις άνωθεν αυτού ορόφους και δώμα (ταράτσα) και έχει υπαχθεί στις διατάξεις των όρθρων 1002 και 1117 ΑΚ και του ν. 3741/1929 με την υπ'αριθμ. .../1978 πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της ιδίας ως άνω Συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένηςστα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών (τόμος ... και αύξων αριθμός ...). Με βάση την πράξη αυτή, η επίδικη οικοδομή περιλαμβάνει εννέα διαμερίσματα, ενώ η πυλωτή αυτής περιλαμβάνει τις υπό στοιχ. Ρ1, Ρ2, Ρ3, Ρ4, Ρ5, Ρ6, Ρ7, Ρ8 θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτου, οι οποίες ορίσθηκαν ως οριζόντιες ανεξάρτητες ιδιοκτησίες με τα αναφερόμενα για κάθε μια ποσοστά συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου. Από αυτές οι υπό στοιχ. Ρ3 και Ρ4 θέσεις στάθμευσης θα είχαν επιφάνεια 15 τ.μ., ενώ η υπό στοιχ. Ρ5 και Ρ6 θέσεις στάθμευσης θα είχαν επιφάνεια 17 τ.μ. με τα ανάλογα ποσοστοστάσυνιδιοκτησίας. Δυνάμει της υπ'αριθμ. .../1981  πράξη της ανωτέρω Συμβολαιογράφου που επίσης έχει μεταγραφεί νόμιμα (τόμος ... και αύξ. Αριθμός ...) τροποποιήθηκε η ανωτέρω συστατική της οροφοκτησίας πράξη ως προς τις υπό στοιχ. Ρ3 και Ρ4 θέσεις στάθμευσης και συγκεκριμένα μειώθηκε η επιφάνεια της υπό στοιχ. Ρ-3 θέσης στάθμευσης κατά 8 τ.μ. προς όφελος της υπό στοιχ. Ρ-4 θέσης και διαχωρίσθηκε η τελευταία σε δύο επιμέρους θέσεις με τα στοιχεία Ρ4α και Ρ4β, επιφανείας 11.50 τ. μ. Ακολούθως, οι οικοπεδούχοι με τη σύμπραξη τη εργολήπτριας ως εκ τρίτου συμβαλλόμενης μεταβίβασαν λόγω πωλήσεως α) με το υπ'αριθμ. .../1981 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Ελευσίνας ..., νομίμως μεταγεγραμμένου (τόμος ... και αύξων αριθμός ...) στο δεύτερο εναγόμενο την πλήρη κυριότητα της υπό στοιχ. Ρ4α θέσης στάθμευσης της πυλωτής, επιφανείας 11, 50 τ.μ., β) με το υπ'αριθμ. .../1984 συμβόλαιο της ανωτέρω Συμβολαιογράφου νομίμως μεταγεγραμμένου (τ. … και αύξ. αριθμ. … στην τρίτη εναγομένη την πλήρη κυριότητα της Ρ4-β θέσης στάθμευσης, επιφανείας 11,50 τ.μ. γ) με το υπ'αριθμ. .../2009 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., νομίμως μεταγεγραμμένου, (τόμος ... και αύξων αριθμός ...) στον πρώτο εναγόμενο (διαχειριστή και νόμιμο εκπρόσωπο της ως άνω εργολήπτριας εταιρείας η οποία εν το μεταξύ μετετράπη σε ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «... και Σία Ο.Ε.») την πλήρη κυριότητα της υπό στοιχ. Ρ-5 θέσης στάθμευσης της πυλωτής εμβαδού 17 τ.μ. και δ) με το υπ'αριθμ. .../2009 συμβόλαιο της αμέσως ανωτέρω Συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένου, μεταβίβασαν λόγω πωλήσεως στην τέταρτη εναγομένη την πλήρη κυριότητα της θέσης Ρ6 εμβαδού 17 τ.μ. καθώς και της υπ'αριθμ. 3 οριζόντιας ιδιοκτησίας (αποθήκης) του υπογείου, επιφανείας 8 τ.μ. Ήδη, με την υπ'αριθμ. 2332/2016 απόφαση του Εφετείου Αθηνών η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη η προμνησθείσαπράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας όπως αυτή τροποποιήθηκε, καθώς και η στη συνέχεια μεταβίβαση των θέσεων στάθμευσης στους εναγομένους, έχουν κριθεί άκυρες ως αντικείμενες στις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν στην έρευνα της νομικής βασιμότητας της κρινόμενης αγωγής, οι οποίες απαγορεύουν τη δημιουργία αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών στον εξ ορισμού ανοιχτό χώρο της πυλωτής. Το δε παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκανστην αμέσους ανωτέρω μείζονα σκέψη δεσμεύεται από τη θετική λειτουργία του απορρέοντος από την προμνησθείσααπόφαση δεδικασμένου. Επιπλέον, από την προμνησθείσααπόφαση δεσμεύεται το παρόν Δικαστήριο και ως προς την παραδοχή ότι δεν υφίσταται δυνατότητα να ισχύσουν οι ως άνω άκυρες συμβολαιογραφικές πράξεις μεταβίβασης ως πράξεις παραχώρησης αποκλειστικής χρήσης, καθ'όσον η προβληθείσακαι κατά την προηγούμενη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω απόφαση ένσταση, η οποία σημειωτέον ότι επαναπροβάλλεταιαπό τους εναγομένους, καθ'όσον σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 330 ΚΠολΔτο δεδικασμένο εκτείνεται και στις ενστάσεις που προτάθηκαν. Η δε εκ των υστέρων απόκτηση από την 4η εναγομένη της πλήρους κυριότητας της υπ'αριθμ. 2 οριζόντιας ιδιοκτησίας του υπέρ του ισογείου ορόφου της ένδικης πολυκατοικίας, δυνάμει της υπ'αριθμ. .../12.06.2017 δωρεάς εν ζωή της Συμβολαιογράφου Αθηνών ... ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί, καθ'όσον κρίσιμος χρόνος για τη μετατροπή της επίμαχης άκυρης δικαιοπραξίας τυγχάνει ο χρόνος κατάρτισης της, κατά τον οποίο δεν περιείχε αυτή της κατά μετατροπή έγκυρης, ως έχει ήδη αμετακλήτως κριθεί. Ομοίως, απορριπτέα, λόγω της δεσμευτικής λειτουργίας του δεδικασμένου είναι και η προβαλλόμενη από τους εναγομένους ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος από μέρους της ενάγουσας, καθ'όσον τα εκτιθέμενα σε αυτή πραγματικά περιστατικά ταυτίζονται με τα πραγματικά περιστατικά που επικαλέσθηκαν για τη θεμελίωση] της στην προηγούμενη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω αμετάκλητη απόφαση. Περαιτέρω, καθ'ο μέρος αφορά την προβαλλόμενη ένσταση παραγραφής του δικαιώματος της ενάγουσας που προβάλλουν οι δεύτερος και τρίτη των εναγομένων, με το αιτιολογικό ότι έχει παρέλθει από το έτος 1981 και 1984, κατά τα οποία απέκτησαν την κυριότητα των επίδικων θέσεων, αντίστοιχα, χρονικό διάστημα ανώτερο της εικοσαετίας, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθ'όσον σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκανστην αρχική μείζονα σκέψη, όταν η διατάραξη γίνεται με πράξεις που επαναλαμβάνονται περιοδικά η κάθε μια αποτελεί χωριστή διαταρακτικήπράξη και επομένως μετά από κάθε τέτοια αρχίζει νέα παραγραφή (βλ. Εφ.Λαρ. 372/2012 ο.π.) Τέλος, οι 2ος και 3η των εναγομένων ισχυρίζονται ότι η από μέρους τους χρήση των Ρ4α και Ρ4β θέσεων στάθμευσης είναι νόμιμη, καθ'όσον δυνάμει του υπ'αριθμ. 19/31.07.2017 Πρακτικού της Γενικής Συνέλευσης της ένδικης πολυκατοικίας αποφασίσθηκε η παραχώρηση των θέσεων αυτών σε αυτούς άνευ ανταλλάγματος μέχρις ότου ληφθεί μελλοντικά οριστική απόφαση επί του θέματος. Ο ανωτέρα) ισχυρισμός, ωστόσο, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, για το λόγο ότι τέτοια απόφαση είναι επίσης άκυρη κατ'άρθρον 174 ΑΚ, προεχόντωςγια το λόγο ότι, σύμφωνα με τις προεκτεθείσεςδιατάξεις αναγκαστικού δικαίου, δεν είναι δυνατόν να καταρτισθεί έγκυρη δικαιοπραξία με αντικείμενο την αποκλειστική χρήση των επίδικων θέσεων στάθμευσης της πυλωτής στους 2ο και 3η των εναγομένων, εφόσον αυτοί δεν έχουν στην κυριότητα τους αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία στην εν λόγω πολυκατοικία. Περαιτέρω, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι προσκομιζόμενες από την ενάγουσα φωτογραφίες, σε συνδυασμό και με την προσκομιζόμενη από την τελευταία ένορκη βεβαίωση, αλλά και όσα εμμέσως συνομολογούν οι 2ος, 3η και 4ος των εναγομένων, προβάλλοντας του προμνησθέντεςισχυρισμούς τους, αποδεικνύεται ότι οι τελευταίοι κάνουν χρήση των Ρ4α, Ρ4β και Ρ6 θέσεων στάθμευσης αντίστοιχα, παρά το γεγονός ότι ήδη έχει κριθεί αμετακλήτως ότι τα συμβόλαια δυνάμει των οποίων απέκτησαν την κυριότητα τους είναι άκυρα. Πρέπει, επομένως, με βάση τα ανωτέρω, να γίνει, καθ'ο μέρος κρίθηκε νόμιμη, δεκτή ως προς αυτούς η κρινόμενη αγωγή και να υποχρεωθούν με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να παύσουν να σταθμεύουν τα οχήματα τους επί των ακολούθων θέσεων στάθμευσης της πυλωτής της ένδικης πολυκατοικίας, καθώς και να παραλείπουν τη στάθμευση αυτών στο μέλλον και, συγκεκριμένα, α) ο δεύτερος εναγόμενος τα υπό στοιχ. ΖΥΤ-... και ΤΖΟ-... ΕΙΧ αυτοκίνητα ιδιοκτησίας του επί της υπό στοιχ. Ρ4-α θέσεως πάρκινγκ ισογείου πυλωτής, η οποία αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο επιφανείας 11.50 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο 0,5/000, β) η τρίτη των εναγομένων το υπό στοιχ. ΙΒΧ ... ΕΙΧ αυτοκίνητο της επί της υπό στοιχ. Γ-4 β θέσεως πάρκινγκ ισογείου πυλωτής, η οποία αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο, επιφανείας 11.5 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο 0,5/000, όπως αυτές αποτυπώνονται στην υπ'αριθμ. .../1981 τροποποίηση της αρχικής με αριθμό …/1978 συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας της Συμβολαιογράφου Ελευσίνας ..., γ) η τέταρτη των εναγομένων τα υπό στοιχ. ΙΒΖ-... ΕΙΧ και BOM-... ΕΙΧ αυτοκίνητα επί της υπό στοιχ. Ρ-6 θέσεως πάρκινγκ ισογείου- πυλωτής, η οποία αποτελείται από ενιαίο χώρο επιφανείας 17 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου 1/000. Επιπλέον, να απειληθεί καθ'ενός εκάστου εκ των 2ου, 3ης και 4ης των εναγομένων χρηματική ποινή χιλίων (1000) ευρώ και προσωπική κράτηση ενός (1) μηνός για κάθε παράβαση. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα του πρώτου εναγομένου λόγω της ήττας του (176 ΚΠολΔ), και οι 2ος, 3η και 4ος των εναγομένων στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, λόγω της ήττας τους, (176 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.





ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ





ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.



ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή καθ'ο μέρος στρέφεται κατά του πρώτου των εναγομένων.



ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα του πρώτου των

εναγομένων τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.



ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο,



ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την αγωγή.



ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους δεύτερο, τρίτη και τέταρτη των εναγομένων να παύσουν να σταθμεύουν τα οχήματα τους επί των ακολούθων θέσεων στάθμευσης της πυλωτής της ένδικης πολυκατοικίας και να παραλείπουν τη στάθμευση αυτών στο μέλλον και, συγκεκριμένα, α) ο δεύτερος εναγόμενος τα υπό στοιχ. ΖΥΤ-... και ΥΖΟ-... ΕΙΧ αυτοκίνητα ιδιοκτησίας του επί της υπό στοιχ. Ρ4-α θέσεως πάρκινγκ ισογείου πυλωτής, η οποία αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο επιφανείας 11.50 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο 0,5/000, β) η τρίτη των εναγομένων το υπό στοιχ. ΙΒΧ ... ΕΙΧ αυτοκίνητό της επί της υπό στοιχ. Ρ-4 β θέσεως πάρκινγκ ισογείου πυλωτής, η οποία αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο, επιφανείας 11.5 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας ες αδιαιρέτου στο οικόπεδο 0,5/000, όπως αυτές αποτυπώνονται στην υπ'αριθμ. .../1981 τροποποίηση της αρχικής με αριθμό …/1978 συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας της Συμβολαιογράφου Ελευσίνας ..., γ) η τέταρτη των εναγομένων τα υπό στοιχ. ΙΒΖ-... ΕΙΧ και ΒΟΜ-... ΕΙΧ αυτοκίνητα επί της υπό στοιχ. Ρ-6 θέσεως πάρκινγκ ισογείου- πυλωτής, η οποία αποτελείται από ενιαίο χώρο επιφανείας 17 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου 1/000.



ΑΠΕΙΛΕΙ σε βάρος των 2ου, 3ης και 4ης των εναγομένων χρηματική ποινή χιλίων (1000) ευρώ και προσωπική κράτησα] ενός (1) μηνός για κάθε παράβαση της παρούσας απόφασης.



ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή.



ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους 2ο, 3η και 4η των εναγομένων στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.



Κρίθηκε και αποφασίστηκε στις 05.01.2018.



Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                 Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22.01.2018, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι

δικηγόροι τους.


Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

+++++++++++++++++++++++

Πυλωτή
Με τον ν. 1221/71 (που αντικατέστησε τονν. 960/79) ΠΕΡΙ ΣΥΜΒΟΛΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΠΡΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΧΩΡΟΥ ΣΤΑΘΜΕΥΣΗΣ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΤΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ…καταργήθηκε για πρώτη φορά στο καθεστώς της οριζόντιας ιδιοκτησίας η δυνατότητα που υπήρχε ως τις 31/12/1980 να συστήνονται ελεύθερα χωριστές θέσεις στάθμευσης (με ποσοστό στο οικόπεδο) στον ελεύθερο χώρο της πυλωτής.
Ο παραπάνω νόμος ορίζει ρητά ότι : οι τυχόν δημιουργούμεναι θέσεις στο ισόγειο κτιρίων, όταν τούτο κατασκευάζεται επί pilotis, δεν δύναται να αποτελέσει διηρημένας ιδιοκτησίας.
Είναι νόμιμη η συμφωνία μεταξύ όλων των συγκυρίων του ακινήτου ότι συγκεκριμένη θέση στάθμευσης αυτοκινήτου στη πυλωτή θα ανήκει στην αποκλειστική χρήση του ιδιοκτήτη διαμερίσματος συγκυρίου αυτού ή των αρχικών οικοπεδούχων.

Η συμφωνία αυτή για την αποκλειστική χρήση του τμήματος ελευθέρου χώρου της πυλωτής είναι σαφώς επιτρεπτή, με το άρθρο 4 παρ. 1 ν. 3741/29, και αποτελεί περιορισμό της κυριότητος (ένα είδος ιδιόμορφης δουλείας) που προβλέπεται από το άρθρο 13 του ιδίου νόμου.
Την θέση αυτή δέχτηκε και ο Άρειος Πάγος, κυρίως με τις ΑΠ 5/91και 448/96αποφάσεις του.
Για τις πολυκατοικίες που είχαν πάρει άδεια οικοδομής πρίν την ισχύ του ν. 1221/81και δεν υπήρχε απαγόρευση στη δημιουργία θέσεων στάθμευσης στην πυλωτή με χιλιοστά με την υπ΄.αριθμ. 23/2000απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου λύνεται το θέμα διότι η δημιουργία διαιρετών ιδιοκτησιών στη πυλωτή της πολυκατοικίας, εφ όσον είναι ανοικτή είναι άκυρη, ακόμη και όταν η συστατική πράξη καταρτίστηκε πριν από τουςν. 1221/1981και 960/1978με την αιτιολογία ότι ο χώρος της πυλωτής ανήκε και τότε στα κοινόχρηστα και κοινόκτητα μέρη της οικοδομής πάνω στα οποία μπορούσε να παραχωρηθεί με την συστατική δικαιοπραξία ή
με συμφωνία όλων των συνιδιοκτητών δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης σε ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων της ίδιας οικοδομής.
Ο ελεύθερος χώρος της πυλωτής πρέπει να έχει επιφάνεια τουλάχιστον 50% της έκτασης του οικοπέδου που καταλαμβάνει η πολυκατοικία.
Άρα το υπόλοιπο 50% μπορεί να είναι περίκλειστος χώρος και μπορεί να αποτελέσει αυτοτελείς ιδιοκτησίες και μπορεί να επιτραπεί η μεταβίβασή τους και σε τρίτους, που δεν έχουν σχέση με το κτίριο.
Πυλωτή είναι ο ισόγειος χώρος του ανεγερθέντος επί υποστηλωμάτων οικοδομήματος, ο οποίος παραμένει κενός και ανοιχτός. Δεν επιτρέπεται η κατάργηση του κοινοχρήστου χαρακτήρα της και η μεταβίβασή της σε τρίτους κατά διαιρεμένες ιδιοκτησίες, γιατί αντιτίθεται στις ρυθμίσεις τουΝ 1221/81. ΜΠρΑθ 5865/94
Αν η πολυκατοικία έχει κατασκευασθεί με πυλωτή, η τελευταία δεν μπορεί να αποτελέσει διαιρεμένη ιδιοκτησία αλλά αποτελεί κοινόχρηστο χώρο, αν δεν έχει προβλεφθεί αλλιώς με κοινή συμφωνία των συνιδιοκτητών. ΑΠ 1349/88
Εφ΄όσον επιβάλλεται από τον κανονισμό η διατήρηση των κοινοχρήστων χώρων της πολυκατοικίας ελευθέρων, δεν επιτρέπεται να ληφθεί απόφαση από την πλειοψηφία των συνιδιοκτητών για την μεταβολή της κοινόχρηστης πυλωτής σε χώρο στάθμευσης.
Η διάταξη του ΓΟΚ, βάσει της οποίας επιτρέπεται η εν λόγω μεταβολή ή οι επιταγές του ν 960/79περί δημιουργίας χώρων στάθμευσης κλπ δεν αρκούν για να τροποποιηθεί η σχετική συμφωνία των μερών.
ΕφΑθ 5206/87 ,ΕφΑθ 9662/86 , ΑΠ Ολ 583/83
Όταν η οικοδομή ανεγείρεται επί πυλωτής δεν είναι δυνατή η δημιουργία θέσεων στάθμευσης με χαρακτήρα οριζόντιων ιδιοκτησιών, διότι πρέπει να παραμένει πάντα κοινόχρηστη. ΑΠ 233/2000
Μόνο παραχώρηση αποκλειστικής χρήσης στις εν λόγω θέσεις είναι δυνατή. ΑΠ 31/2001
Οι δε δημιουργούμενες θέσεις, πάντως, θα πρέπει να διατηρούνται ελεύθερες, χωρίς κατασκευές και διαχωριστικά περιφράγματα μεταξύ τους. ΑΠ 1222/2001
Οι συνιδιοκτήτες δικαιούνται να κάνουν απόλυτη χρήση της πυλωτής ή να την παραχωρήσουν σε κάποιον απ΄αυτούς κατ΄αποκλειστική χρήση αλλά όχι να την μεταβάλλουν σε κλειστό χώρο, αντίθετα στο προορισμό της προς αερισμό του κτιρίου. ΑΠ 922/98
Είναι άκυρη η συμφωνία ότι η αποκλειστική χρήση της πυλωτής θα ανήκει στην κατασκευάστρια εταιρία, άν δεν θα έχει την ιδιότητα της συνιδιοκτητρίας έστω και μιάς απο τις οριζόντιες ιδιοκτησίες της πολυκατοικίας. ΕφΠειρ 986/98 , ΕφΠατρ 88/82
Απαγορεύεται η κατασκευή διαχωριστικών των θέσεων στάθμευσης στην πυλωτή, επιτρεπομένης μόνο για λόγους ασφάλειας της εξωτερικής περίφραξης. ΣτΕ 4217/96
Ο χώρος της πυλωτής δεν αποβάλλει τον κοινόχρηστο χαρακτήρα του ακόμη και αν μετατραπεί μεταγενεστέρως κατόπιν αδείας της Πολεοδομίας σε κλειστό. ΑΠ 186/96
Είναι άκυρη η συμφωνία των συνιδιοκτητών για μεταβίβαση σε τρίτους της πυλωτής.ΜΠρΑθ 29601/95
Ο χώρος της πυλωτής είναι κοινόχρηστος, έστω και αν δεν αναφέρεται τούτο ρητώς στην πράξη συστάσεως της οριζόντιας ιδιοκτησίας. ΑΠ 1372/97
Παραχώρηση της πυλωτής κατ΄αποκλειστική χρήση επιτρέπεται φτάνει να γίνεται προς συνιδιοκτήτη της συγκεκριμένης οικοδομής. ΑΠ 619/99
Δεν μπορεί να συσταθεί διαιρεμένη ιδιοκτησία σε ανοιχτό χώρο οικοδομής, εκτός άν υπάρξει νόμιμη συμβατική πρόβλεψη για μελλοντική οικοδόμησή του.
Ο ισόγειος κενός χώρος της πυλωτής δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο χωριστής ιδιοκτησίας, καθώ εξ΄ορισμού ανοικτός και αναμφισβητήτως κοινόχρηστος.
Σε κλειστούς όμως χώρους επι τμημάτων της πυλωτής δημιουργούνται εγκύρως διαιρεμένες ιδιοκτησίες. ΑΠ 333/2002
Ενοποίηση θέσης στάθμευσης πυλωτής με ισόγειο δωμάτιο και η χρησιμοποίησή του ως κατοικία δεν επιτρέπεται, διότι απαγορεύεται η ενσωμάτωση των κοινοχρήστων μερών στην ιδιωτική κτήση και εξ αυτού μεταβολή του προορισμού του. ΑΠ 508/2000
Ο έχων την αποκλειστική χρήση θέσεως στάθμευσης στην πυλωτή δεν έχει το δικαίωμα παραχώρησής της σε τρίτο, μη συνιδιοκτήτη.ΕιρΠρεβ 204/94
Θα εξακολουθήσει δε να παραμένει δικαιούχος της μόνον όσο θα διατηρεί την ιδιότητά του ως κυρίου οριζόντιας ιδιοκτησίας στη πολυκατοικία.
Ο κατασκευαστής που είχε παρακρατήσει για λογαριασμό του το πιο πάνω δικαίωμα, με την συστατική πράξη της οροφοκτησίας, το χάνει από τη στιγμή που θα έχει πωλήσει και την τελευταία ιδιοκτησία του στην οικοδομή. ΕφΠατρ 88/92
Ο κοινόχρηστος χώρος της πυλωτής πρέπει να παραμένει πάντα ελεύθερος, εφ΄ όσον δεν υπάρχει διαφορετική πρόβλεψη στον κανονισμό, οπότε απαγορεύεται ακόμα και η προσωρινή κατάληψή του για τη στάθμευση κάποιου αυτοκινήτου. ΕφΑθ 3267/85
Όταν η πυλωτή αποτελεί οριζόντια ιδιοκτησία και ο ιδιοκτήτης της τη κλείσει με αυθαίρετα κατασκευάσματα που θα νομιμοποιήσει αργότερα η όλη κατασκευή του πρέπει να καθαιρεθεί, γιατί με τον τρόπο αυτό μεταβάλλεται η εξωτερική εμφάνιση της πολυκατοικίας εκτός του ότι επέρχεται και μείωση της ασφάλειας της οικοδομής από την περίφραξη που πραγματοποιήθηκε χωρίς άδεια της πολεοδομίας και κατά παράβαση των κανόνων της στατικής και δομικής. Εξ΄ άλλου, η νομιμοποίηση της κατασκευής αυτής, εκ των υστέρων, δεν θεμελιώνει ουσιαστικό δικαίωμα για την ενέργεια των οικοδομικών εργασιών που έγιναν, γιατί τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των οροφοκτητών ρυθμίζονται από την πράξη, συστάσεως οριζόντιας ιδιοκτησίας και τον κανονισμό, χωρίς να έχουν εφαρμογή και οι διατάξεις περί Σχεδίου Πόλεως.
ΑΠ Ολ 380/77 , ΕφΑθ 5017/75 , ΕφΑθ 774/75 , ΜΠρΠειρ 760/80
Ολόκληρος ο χώρος της πυλωτής ή και τα ανοιχτά τμήματά του δεν ηδύνατο να αποτελέσουν να αποτελέσουν αντικείμενο διαιρεμένης ιδιοκτησίας ακόμα και πρίν από την θέσπιση των διατάξεων τωννόμων 960/79και 1221/81, διότι ανέκαθεν ανήκαν στα κοινόχρηστα και κοινόκτητα μέρη της οικοδομής στα οποία μόνο δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης θα μπορούσε να παραχωρηθεί. ΑΠ Ολ 23/2000
Συμφωνία των συνιδιοκτητών για άρση της κοινοχρησίας της πυλωτής και μεταβίβασή της κατά κυριότητα υπό μορφή χωριστών ιδιοκτησιών σε τρίτους είναι άκυρη ως αντικειμένη σε πολεοδομική διάταξη αναγκαστικού δικαίου. άρθρο 174 ΑΚ
Η τυχόν ακύρως γενομένη μεταβίβαση χώρων της πυλωτής κατά κυριότητα μπορεί να λειτουργήσει κατά μετατροπή ως συμφωνία παραχωρήσεώς τους κατ΄ αποκλειστική χρήση, υπό τις προυποθέσεις του άρθρου 181 ΑΚ. ΜΠρΑθ 76/98
Πρό της ενάρξεως της ισχύος του Ν 1221/81επετρέπετο διά νομίμου συμφωνίας όλων των συνιδιοκτητών δημιουργία διαιρεμένης ιδιοκτησίας στον ισόγειο χώρο σταθμεύσεως αυτοκινήτων της πυλωτής των πολυκατοικιών. ΑΠ Ολ 583/83 , ΑΠ 222/83 , ΑΠ 868/83
Μετά την ημερομηνία εφαρμογής του Ν 1221/81 (5-10-81)οι δικαιοπραξίες που αφορούν τη δημιουργία θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων στο κοινόχρηστο χώρο της πυλωτής ως αυτοτελών ιδιοκτησιών είναι άκυρες – οι προ της ημερομηνίας αυτής συναφθείσες παραμένουν ισχυρές διότι οι διατάξεις του ανωτέρω νόμου δεν έχουν αναδρομική δύναμη. ΕφΑθ 2507/85 , ΕφΘεσ 3101/96
Θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων που δημιουργούνται σε χώρο του κοινού ακινήτου εκτός πυλωτής μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενα διαιρεμένης ιδιοκτησίας και να περικλείονται μάλιστα και με τοίχους. ΕφΑθ 776/97
Η πώληση του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης θέσης στάθμευσης σε πρόσωπο μη έχων την ιδιότητα του συνιδιοκτήτη είναι άκυρη ως ευθέως παράνομη. ΕφΠρεβ 204/94
Οι κλειστές θέσεις στάθμευσης της πυλωτής είναι δυνατόν να αποτελέσουν αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες. Οι θέσεις αυτές δεν βρίσκονται μέσα στον υποχρεωτικά ελέυθερο χώρο της πυλωτής με συνέπεια να μην υπάρχει παραβίαση του άρθρου 1 παρ. 5 του Ν. 1221/1981και Ν. 960/1979. Όπως είπαμε ο ελεύθερος χώρος της πυλωτής πρέπει να έχει επιφάνεια τουλάχιστον το 50% της έκτασης του οικοπέδου που καταλαμβάνει το κτίριο. Άρα το υπόλοιπο 50% μπορεί να είναι περίκλειστος χώρος.
(ΠΔ από 13/10/1987 & 98728/7722/1993απόφαση. ΥΠΕΧΩΔΕ).
Ο κλειστός χώρος του ισογείου της πυλωτής, ο ανεγειρόμενος με νόμιμη άδεια οικοδομής δεν επιτελεί το σκοπό της ανοικτής πυλωτής και αποχωρίζεται από αυτήν.
Όταν ο κανονισμός επιτρέπει την τοποθέτηση τεντών στις οριζόντιες ιδιοκτησίες της πολυκατοικίας, μετά από απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, λήψη τέτοιας απόφασης για την τοποθέτηση τεντών σε κοινόχρηστους χώρους, όπως θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων που παραχωρήθηκαν υπό μορφή δουλείας σε ορισμένους οροφοκτήτες, δεν είναι νόμιμη διότι αποτελεί απαγορευμένη μεταβολή επί κοινοχρήστων χώρων που μπορεί να γίνει μόνον κατόπιν τροποποιήσεως νομίμως του θέτοντος την εν λόγω γενική απαγόρευση κανονισμού. ΑΠ 1256/99
Με νέα απόφαση ο Άρειος Πάγος επικυρώνει απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης που έκρινε ότι πρέπει να κατεδαφιστούν δύο καταστήματα και μια περίφραξη που είχε κατασκευάσει σε πυλωτή πολυκατοικίας στην Σταυρούπολη ο οικοπεδούχος.
Όπως προκύπτει από την απόφαση, οι ένοικοι της πολυκατοικίας είχαν αποδεχθεί προ δεκαπενταετίας ο οικοπεδούχος να έχει την αποκλειστική χρήση πυλωτής παραχώρηση που το Ανώτατο Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι είναι νόμιμη (σ.σ όπως έχει κριθεί με σειρά αποφάσεων κατά τα τελευταία χρόνια μπορεί να παραχωρηθεί η χρήση της πυλωτής σε συνιδιοκτήτες μιάς πολυκατοικίας αλλά όχι η κυριότητα η οποία ακολουθεί αναλογικά την κυριότητα επί των διαμερισμάτων και δεν μεταβιβάζεται).
Ο οικοπεδούχος όμως κατασκεύασε δύο καταστήματα στον χώρο της πυλωτής τα οποία και ενοικίαζε για να αντιδράσουν οι υπόλοιποι συνιδιοκτήτες έστω και ύστερα από 15 χρόνια. Και το Εφετείο διέταξε την κατεδάφιση των καταστημάτων τονίζοντας ότι ναι μεν μπορεί να παραχωρηθεί η αποκλειστική χρήση της πυλωτής αλλά μια τέτοια συμφωνία δεν περιέχει και εξουσία άρσης ή μεταβολής του προορισμού της.
ΟΤΑΝ Ο ΕΡΓΟΛΑΒΟΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΜΙΑ ΟΡΙΖΟΝΤΙΑ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ, ΔΗΛΑΔΗ ΚΑΝΕΝΑ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΣΤΗ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑ, ΧΑΝΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΣΤΑΘΜΕΥΣΗΣ ΤΗΣ ΠΥΛΩΤΗΣ.
 

ΑΠ 1711/2018 - σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας του μισθωτού για ορισμένο ή αόριστο χρόνο με μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού και καταβολής αυτού, χωρίς ευθύνη του μισθωτού για την επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος και ακόμη όταν ο μισθωτός τελεί σε εξάρτηση από τον εργοδότη του, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και την επιμελή εκτέλεσή της και με την υποχρέωση του πρώτου να συμμορφώνεται στις αναγκαίες εντολές ή οδηγίες του εργοδότη.

Next: ΑΠ 1697/2018 - Κατά τη διάταξη του άρθρου 1400ΑΚ "αν ο γάμος λυθεί η ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμμία συμβολή.
Previous: ΠΥΛΩΤΗ -ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΠρΑθ 255/2018 Αρνητική αγωγή - Χώροι στάθμευσης - Πυλωτή -. Υποχρέωση εναγομένων να παύσουν να σταθμεύουν τα οχήματά τους στις θέσεις στάθμευσης της πυλωτής και να παραλείπουν τη στάθμευση αυτών στο μέλλον. Χρηματική ποινή χιλίων (1.000) ευρώ και προσωπική κράτηση ενός (1) μηνός για κάθε παράβαση της απόφασης. Η απόφαση κηρύσσεται προσωρινώς εκτελεστή.- Αφορά στη χρήση των πιλοτών στις πολυκατοικίες και η απόφαση κρίνει ότι κάθε πιλοτή είναι κοινόχρηστος χώρος και μπορεί να τον εκμεταλλευτούν μόνον οι ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων και αφού πρώτα συμφωνήσουν μεταξύ τους. Δεν μπορούν να ενοικιαστούν και βεβαίως να πωληθούν σε τρίτους, απαγορεύεται η χρήση τους από άτομα που δεν είναι ιδιοκτήτες.
$
0
0
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 του α.ν. 765/1943, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της...εργασίας του μισθωτού για ορισμένο ή αόριστο χρόνο με μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού και καταβολής αυτού, χωρίς ευθύνη του μισθωτού για την επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος και ακόμη όταν ο μισθωτός τελεί σε εξάρτηση από τον εργοδότη του, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και την επιμελή εκτέλεσή της και με την υποχρέωση του πρώτου να συμμορφώνεται στις αναγκαίες εντολές ή οδηγίες του εργοδότη. Εξ άλλου, σύμβαση μαθητείας είναι η σύμβαση, κατά την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταδώσει στον άλλο τις αναγκαίες εμπειρικές γνώσεις, για την άσκηση από τον τελευταίο ορισμένου επαγγέλματος ή ορισμένης τέχνης. Ειδικότερες μορφές της σύμβασης μαθητείας είναι η γνήσια σύμβαση μαθητείας και η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου. Στη γνήσια σύμβαση μαθητείας προέχον στοιχείο είναι η παροχή εκπαίδευσης στον μαθητευόμενο, η δε τυχόν παροχή εργασίας από αυτόν δεν γίνεται µε σκοπό εκτέλεσης παραγωγικού έργου, αλλά για τις ανάγκες της εκπαίδευσης και της εξοικείωσής του µε το αντικείμενο του επαγγέλματος ή της τέχνης του. Στη σύμβαση αυτή, για την οποία δεν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση και κατά την οποία ο μαθητευόμενος παρέχει εργασία για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις της σύμβασης εργασίας του ΑΚ, εφόσον συμβιβάζονται µε τη φύση και το σκοπό της σύμβασης αυτής, ενώ δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόμιμες αποδοχές, την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, την αποζημίωση απόλυσης κλπ, οι οποίες προϋποθέτουν παροχή εξαρτημένης εργασίας. Αντίθετα, στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου, η οποία υφίσταται όταν ο μαθητευόμενος μισθωτός παρέχει εργασία σε επιχείρηση ή εκμετάλλευση, επιδιώκοντας παράλληλα την απόκτηση γνώσεων ή ικανότητας σε ορισμένη ειδικότητα ή επάγγελμα, η εκμάθηση τέχνης εκ μέρους του επέρχεται ως αυτόματη συνέπεια της εφαρμογής της σύμβασης και εντός των πλαισίων της συνήθους λειτουργίας αυτής και δεν αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης υποχρέωσης του εργοδότη.
Συνεπώς, επί της συμβάσεως αυτής εφαρμόζονται τόσο οι γενικές, όσο και οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, εφόσον προέχων σκοπός είναι η παροχή εκ μέρους του μαθητευόμενου εργασίας, έναντι αμοιβής και παρεπόμενος σκοπός η εκμάθηση τέχνης ή επαγγέλματος, σύμφωνα µε τις οδηγίες και κατευθύνσεις του εργοδότη (ΑΠ 918/2017, ΑΠ 780/2017).

Αριθμός 1711/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Χριστόφορο Κοσμίδη, προεδρεύοντα αρεοπαγίτη, Μαρία Νικολακέα, Αρετή Παπαδιά, Αντιγόνη Καραΐσκου - Παλόγου και Σοφία Τζουμερκιώτη, αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 5η Δεκεμβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέα Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Των αναιρεσειουσών: 1) Κ. Δ. του Γ., 2) Α. Δ. του Χ., 3) Σ. Κ. του Χ., 4) Δ. Τ. του Κ., 5) Ζ. Ν. του Θ., 6) Π. Μ. του Ι., 7) Χ. Μ. του Α., 8) Ε. Β. του Σ. και 9) Ε. Σ. του Χ., κατοίκων ..., που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ευάγγελου Μπέη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Γενικό Νοσοκομείο Λιβαδειάς-Γενικό Νοσοκομείο Θηβών", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στη Λιβαδειά και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Νικολάου Γεωργούση, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-4-2011 αγωγή των ήδη αναιρεσειουσών, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 2703/2013 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 2995/2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 12-4-2017 αίτησή τους και τους από 12-10-2017 πρόσθετους λόγους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Εισηγήτρια ορίσθηκε η αρεοπαγίτης, Μαρία Νικολακέα.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αναιρεσίβλητου στα δικαστικά έξοδα.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.
Κατά τα άρθρα 94 παρ.1 και 104 ΚΠολΔ, οι διάδικοι στα πολιτικά δικαστήρια έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο. Για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν αποδεικνύεται κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που έγιναν προηγουμένως. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, με εκείνες των άρθρων 568 παρ.4 και 576 παρ.1 και παρ.3 ΚΠολΔ, όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ.3 προστέθηκε με το άρθρο 62 του ν. 4139/2013, συνάγεται ότι αν ενώπιον του Αρείου Πάγου δεν παρίσταται προσηκόντως ο διάδικος που φέρεται ότι επισπεύδει τη συζήτηση της υποθέσεως, ερευνάται αυτεπάγγελτα το κύρος της επίσπευσης εκ μέρους αυτού και από άποψη πληρεξουσιότητας. Σε περίπτωση, κατά την οποία δεν προκύπτει πληρεξουσιότητα του δικηγόρου που επισπεύδει τη συζήτηση για λογαριασμό του εν λόγω διάδικου, επέρχεται η ακυρότητα της επίσπευσης ως προς αυτόν και, συνακόλουθα, το απαράδεκτο της συζήτησης, εφ'όσον, βεβαίως, αυτός δεν έχει κλητευθεί ούτε από τον αντίδικό του ούτε από κάποιον από τους τυχόν ομοδίκους του για να παρασταθεί στη συζήτηση. Σε περίπτωση απλής ομοδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπόθεση χωρίζεται ως προς αυτόν και η γενομένη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως κηρύσσεται απαράδεκτη, προχωρεί, όμως, νομίμως ως προς όσους από τους λοιπούς διαδίκους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως. Στην προκείμενη περίπτωση, τη συζήτηση της υπό κρίση, από 12-4-2017 αιτήσεως αναιρέσεως και των πρόσθετων λόγων κατά της 2995/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, επισπεύδουν οι αναιρεσείουσες (βλ. τις .../12-9-2017 και .../31-10-2017 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Ευβοίας, Σ. Κ.), μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η όγδοη (8) Ε. Β. του Σ.. Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου, η εν λόγω φέρεται ότι παραστάθηκε όπως και οι υπόλοιπες. Εν όψει, όμως, του ότι ο δικηγόρος Ευάγγελος Μπέης, που φέρεται ότι έδωσε την παραγγελία προς επίσπευση της συζητήσεως και παραστάθηκε ως πληρεξούσιος όλων των αναιρεσειουσών, δεν αποδεικνύει πληρεξουσιότητα και εκ μέρους της ως άνω (βλ. το .../28-2-2017 πληρεξούσιο της συμ/φου Θηβών Αγγελικής Βλάχου, που αφορά μόνο στις υπόλοιπες) και, επί πλέον, δεν αποδεικνύεται κλήτευσή της ούτε από τους παριστάμενους ούτε από το αναιρεσίβλητο, πρέπει η υπόθεση να χωριστεί και η γενομένη συζήτηση να κηρυχθεί απαράδεκτη ως προς αυτήν, να προχωρήσει, όμως, η δίκη ως προς άπαντες τους λοιπούς διαδίκους, που μετέχουν νομίμως στη διαδικασία.
2.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 του α.ν. 765/1943, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας του μισθωτού για ορισμένο ή αόριστο χρόνο με μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού και καταβολής αυτού, χωρίς ευθύνη του μισθωτού για την επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος και ακόμη όταν ο μισθωτός τελεί σε εξάρτηση από τον εργοδότη του, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και την επιμελή εκτέλεσή της και με την υποχρέωση του πρώτου να συμμορφώνεται στις αναγκαίες εντολές ή οδηγίες του εργοδότη. Εξ άλλου, σύμβαση μαθητείας είναι η σύμβαση, κατά την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταδώσει στον άλλο τις αναγκαίες εμπειρικές γνώσεις, για την άσκηση από τον τελευταίο ορισμένου επαγγέλματος ή ορισμένης τέχνης. Ειδικότερες μορφές της σύμβασης μαθητείας είναι η γνήσια σύμβαση μαθητείας και η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου. Στη γνήσια σύμβαση μαθητείας προέχον στοιχείο είναι η παροχή εκπαίδευσης στον μαθητευόμενο, η δε τυχόν παροχή εργασίας από αυτόν δεν γίνεται µε σκοπό εκτέλεσης παραγωγικού έργου, αλλά για τις ανάγκες της εκπαίδευσης και της εξοικείωσής του µε το αντικείμενο του επαγγέλματος ή της τέχνης του. Στη σύμβαση αυτή, για την οποία δεν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση και κατά την οποία ο μαθητευόμενος παρέχει εργασία για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις της σύμβασης εργασίας του ΑΚ, εφόσον συμβιβάζονται µε τη φύση και το σκοπό της σύμβασης αυτής, ενώ δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόμιμες αποδοχές, την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, την αποζημίωση απόλυσης κλπ, οι οποίες προϋποθέτουν παροχή εξαρτημένης εργασίας. Αντίθετα, στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου, η οποία υφίσταται όταν ο μαθητευόμενος μισθωτός παρέχει εργασία σε επιχείρηση ή εκμετάλλευση, επιδιώκοντας παράλληλα την απόκτηση γνώσεων ή ικανότητας σε ορισμένη ειδικότητα ή επάγγελμα, η εκμάθηση τέχνης εκ μέρους του επέρχεται ως αυτόματη συνέπεια της εφαρμογής της σύμβασης και εντός των πλαισίων της συνήθους λειτουργίας αυτής και δεν αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης υποχρέωσης του εργοδότη.
Συνεπώς, επί της συμβάσεως αυτής εφαρμόζονται τόσο οι γενικές, όσο και οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, εφόσον προέχων σκοπός είναι η παροχή εκ μέρους του μαθητευόμενου εργασίας, έναντι αμοιβής και παρεπόμενος σκοπός η εκμάθηση τέχνης ή επαγγέλματος, σύμφωνα µε τις οδηγίες και κατευθύνσεις του εργοδότη (ΑΠ 918/2017, ΑΠ 780/2017).
3.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 103 παρ.8 του Συντάγματος, που ίσχυσαν από 17-4-2001 και προσέδωσαν συνταγματικό κύρος σε προηγηθείσες ρυθμίσεις του κοινού νομοθέτη (άρθρο 21 του ν. 2190/1994), το προσωπικό που προσλαμβάνεται από το Δημόσιο, τους ΟΤΑ ή από νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένης χρονικής διάρκειας (και κατά μείζονα λόγο με σύμβαση έργου), δεν είναι δυνατόν στη συνέχεια, χωρίς να υποβληθεί σε κάποια άλλη, νόμιμη διαδικασία, ούτε να εξακολουθήσει να υπηρετεί σε οργανική θέση δημοσίου δικαίου (να "μονιμοποιηθεί"), ούτε να αποκτήσει σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (κατά "μετατροπή"της αρχικής σύμβασης ορισμένου χρόνου). Αυτά ισχύουν ακόμη και αν το προσωπικό αυτό μόνο κατ'επίφαση είχε προσληφθεί για την κάλυψη απροβλέπτων και επειγουσών αναγκών (για την οποία και μόνο επιτρέπεται η κατάρτιση συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου), ενώ στην πραγματικότητα εξυπηρετούσε πάγιες και διαρκείς ανάγκες της υπηρεσίας του φορέα, από τον οποίο είχε προσληφθεί. Εξ άλλου, με το π.δ. 164/2004, που αφορά στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, εξειδικεύθηκαν οι συνθήκες, υπό τις οποίες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται διαδοχικές και χαρακτηρίζονται ως συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου, προς επίτευξη του στόχου της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, που είναι η αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Με το άρθρο 5 του εν λόγω διατάγματος απαγορεύθηκε κατ'αρχήν η κατάρτιση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, η οποία επιτρέπεται κατ'εξαίρεση στις αναφερόμενες εκεί περιπτώσεις και υπό τις στο άρθρο αυτό προϋποθέσεις. Με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 παρ.1 του ως άνω π.δ. 164/2004, που θεωρήθηκαν "συνταγματικώς ανεκτές", λόγω της χρονικά περιορισμένης ισχύος τους, προβλέφθηκε μοναδική εξαίρεση από την προαναφερόμενη απόλυτη απαγόρευση για περιπτώσεις απασχολουμένων στο Δημόσιο, στους ΟΤΑ ή σε νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, οι οποίες είχαν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του π.δ. 164/2004 και ήσαν ενεργείς κατά την έναρξη ισχύος του (19-7-2004), με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στις διατάξεις αυτές, μεταξύ των οποίων και η πραγματική εξυπηρέτηση παγίων και διαρκών αναγκών. Παρά ταύτα, στο άρθρο 2 παρ.2 του π.δ. 164/2004 ορίσθηκε ρητώς ότι το εν λόγω διάταγμα δεν εφαρμόζεται α) στις σχέσεις επαγγελματικής κατάρτισης και τη σύμβαση ή σχέση μαθητείας, β) στις συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης υποστηριζόμενου από τον ΟΑΕΔ και γ) στις συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης των άρθρων 20 έως 26 του ν. 2956/ 2001 (τα τελευταία καταργήθηκαν με το άρθρο 133 παρ.2 του ν. 4052/2012). Την ίδια εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της προβλέπει για τα προγράμματα αυτά και η 1999/70/ΕΚ Οδηγία στην παρ.2 της ρήτρας 2 του Παραρτήματος αυτής. Ειδικότερα, με το άρθρο 20 παρ.4 του ν. 2738/1999 είχε εισαχθεί συγκεκριμένη ρύθμιση και δη είχε προστεθεί ως περίπτωση κα'στο άρθρο 14 παρ.2 του ν. 2190/1994 επιπλέον εξαίρεση στο σύστημα προσλήψεων του νόμου αυτού [η εν λόγω εξαίρεση καταργήθηκε μετά την αντικατάσταση των παρ.1 και 2 του άρθρου 14 του ν. 2190/1994 με το άρθρο 1 του ν. 3812/2009 (ΦΕΚ Α' 234/28-12-2009), ήτοι σε μεταγενέστερο χρόνο που δεν καταλαμβάνει την ένδικη περίπτωση], η οποία αφορά στην πρόσληψη προσωπικού σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος απασχόλησης, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ, η οποία έχει συγκεκριμένο χρόνο διάρκειας. Ειδικότερα, ορίσθηκε ότι η πρόσληψη του προσωπικού που προσλαμβάνεται σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ, διενεργείται σύμφωνα με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια που καθορίζονται στα προγράμματα αυτά (ΑΠ 218/2017, ΑΠ 780/2017). Πράγμα που σημαίνει ότι οι συμβάσεις μαθητείας, ακόμη και αν κατά την εκτέλεσή τους παρέχεται εξαρτημένη εργασία που εξυπηρετεί πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα, στον οποίο τοποθετήθηκαν οι μαθητευόμενοι, δεν μπορούν ούτε κατ'εξαίρεση να χαρακτηρισθούν ως συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Σύμφωνα με την εξαίρεση και με τους ορισμούς του άρθρου 1 παρ.1 και 2 του ν. 3320/2005, που εκδόθηκε προς συμπλήρωση των μεταβατικού περιεχομένου διατάξεων του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004, οι εργαζόμενοι που πληρούν τις προϋποθέσεις αυτών, κατατάσσονται είτε σε υφιστάμενες κενές είτε σε προς τούτο συνιστώμενες νέες οργανικές θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ειδικότητας αντίστοιχης ή παρεμφερούς προς εκείνη, με την οποία είχαν προσληφθεί. Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ.4 του ν. 3320/2005, ορίσθηκε ότι "οι κατατασσόμενοι λαμβάνουν τις αποδοχές της θέσης τους από την ημερομηνία έκδοσης της πράξης κατάταξής τους". Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι για την παροχή εργασίας πριν από την κατάταξη, οι εργαζόμενοι αυτοί, ακόμη και αν στην πραγματικότητα προσέφεραν εξαρτημένη εργασία για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών (διότι, όπως αναφέρθηκε, αυτό συνιστά προϋπόθεση της κατάταξης), οφείλουν να περιορισθούν στις αποδοχές της σύμβασης, με την οποία προσλήφθηκαν (ΟλΑΠ 16/2017). Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της ισονομίας και της ίσης αμοιβής για την παροχή της ίδιας εργασίας (άρθρα 4 παρ.1 και 22 παρ.1 εδ. β'του Συντάγματος), διότι η εφαρμογή των αρχών αυτών προϋποθέτει εργαζόμενους της ίδιας κατηγορίας. Στις περιπτώσεις, όμως, που ρυθμίζονται από τις ως άνω διατάξεις, πρόκειται για εργαζόμενους που είχαν προσληφθεί με συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, χωρίς την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας για την πρόσληψη προσωπικού, είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή υπό τον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής (άρθρο 103 παρ.7 του Συντάγματος) και με γνώση του περιστατικού ότι, αντίθετα προς τα διαλαμβανόμενα στις ατομικές συμβάσεις, δεν επρόκειτο να καλύψουν πρόσκαιρες ή επείγουσες, αλλά πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα που τους προσέλαβε. Ως εκ τούτου, οι εργαζόμενοι αυτοί συνιστούν διακριτή κατηγορία από το λοιπό προσωπικό, είτε μόνιμο είτε με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, γεγονός που συνιστά αντικειμενική περίσταση (άρθρο 4 παρ.1 του π.δ. 164/ 2004) και δικαιολογεί τη διαφορετική μισθολογική μεταχείριση. Έτσι, καθ'όλο το χρονικό διάστημα που οι εργαζόμενοι αυτοί απασχολήθηκαν με άκυρη σύμβαση εργασίας, δεν δικαιούνται τις διαφορές των νομίμων αποδοχών του χρονικού αυτού διαστήματος ούτε με βάση την αρχή της ίσης μεταχείρισης (άρθρα 4 παρ.1 και 22 παρ.1 του Συντάγματος), ούτε με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΚ 904), καθόσον ο φορέας απασχόλησης δεν είχε τη δυνατότητα νόμιμης πρόσληψης άλλου εργαζόμενου στη θέση, στην οποία απασχόλησε ακύρως κάποιο συμβασιούχο (ΑΠ 110/2017). Κατά μείζονα λόγο αυτό ισχύει στις περιπτώσεις των συμβάσεων επαγγελματικής κατάρτισης ή μαθητείας. Παρά ταύτα, μετά την τυχόν παραδοχή ότι υπήρξε παροχή εξαρτημένης εργασίας, έστω και ακύρως, οι εργαζόμενοι αυτοί δικαιούνται ευθέως εκ του νόμου τις αποδοχές για δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και για επίδομα αδείας σύμφωνα με το καταβαλλόμενο ή, άλλως, το συμφωνημένο ημερομίσθιο (άρθρα 1 παρ.1 του ν. 1082/1980, 1 παρ.2 της 19040/ 1981 ΚΥΑ Οικονομικών και Εργασίας, 1 παρ.1 και 2 του α.ν. 539/1945 και 3 παρ.16 του ν. 4504/1966), διότι τις παροχές αυτές δικαιούνται όχι μόνο οι μισθωτοί, που απασχολούνται σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά ακόμη και όσοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με απλή σχέση εργασίας (ΑΠ 1052/2018, ΑΠ 1805/2017). Δικαιούνται, επίσης, κατά τη λήξη της σχέσης εργασίας, την αποζημίωση την οποία θα λάμβανε ο αντιστοίχως εργαζόμενος με σύμβαση αορίστου χρόνου (άρθρα 7 παρ.2 εδ. β'του π.δ. 164/2004 και 55 παρ.1, 2, 5 και 9 του ν. 410/1988). Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή.
4.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα εξής ουσιώδη: Ότι οι ενάγουσες και ήδη αναιρεσείουσες, κατά το έτος 2007, είχαν προσληφθεί από το ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Γενικό Νοσοκομείο Θηβών", το οποίο ακολούθως διασυνδέθηκε νομίμως με το ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Γενικό Νοσοκομείο Λιβαδειάς"και έκτοτε αποτέλεσαν το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο ΝΠΔΔ, στο πλαίσιο προγράμματος επιδοτούμενου από τον ΟΑΕΔ για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας ανέργων (stage), προκειμένου να απασχοληθούν στις υπηρεσίες του οι 1η, 2η, 3η, 5η, 6η και 7η ως διοικητικοί υπάλληλοι (ΔΕ), οι 4η και η 8η ως βοηθοί ιατρικών και βιολογικών εργαστηρίων (ΔΕ) και η 9η ως νοσηλεύτρια (ΔΕ). Ότι στο πλαίσιο του προγράμματος αυτού, οι ενάγουσες εργάσθηκαν στο ως άνω νοσοκομείο με δύο διαδοχικές 18μηνες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (πλην της ένατης, που είχε και μια προηγούμενη, 18μηνη σύμβαση από 8-8-2003 μέχρι 7-2-2005) κατά τα χρονικά διαστήματα που αναφέρονται ειδικότερα στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ότι, ειδικότερα, οι ενάγουσες πρόσφεραν εργασία η πρώτη στο γραφείο προσωπικού και στο τμήμα πρωτοκόλλου, η τρίτη στο γραφείο κίνησης ασθενών, στο λογιστήριο και στη γραμματεία εξωτερικών ιατρείων, η έβδομη ως κλητήρας και οι λοιπές σε άλλα τμήματα, όπως είχε καθορισθεί με τις συμβάσεις τους. Ότι, σύμφωνα με αυτές, η απασχόλησή τους απέβλεπε στην απόκτηση εργασιακής εμπειρίας στο αντικείμενο της απασχόλησης, θα έπρεπε να διαρκεί 7 ώρες ημερησίως από Δευτέρα έως Παρασκευή με μέγιστη διάρκεια 22 ημερών κάθε μήνα και θα αμειβόταν με 25 ευρώ ημερησίως (μικτά) για τις διπλωματούχους ΙΕΚ ή αποφοίτους ΤΕΛ, ΕΠΛ, ΤΕΕ β'κύκλου και Λυκείου Γενικής Εκπαίδευσης ή με 30 ευρώ ημερησίως (μικτά) για τις πτυχιούχους ΑΕΙ ή ΤΕΙ. Ότι οι ενάγουσες ουδέποτε απασχολήθηκαν ως μαθητευόμενες, αλλά πρόσφεραν εξαρτημένη εργασία με τους ίδιους ακριβώς όρους, όπως και οι μόνιμοι διοικητικοί υπάλληλοι του νοσοκομείου, με τους οποίους ασκούσαν τα ίδια καθήκοντα και τελούσαν υπό τις ίδιες, δεσμευτικές οδηγίες και εντολές των αρμοδίων προϊσταμένων, σχετικά με τον τόπο, τον τρόπο και το χρόνο παροχής των υπηρεσιών τους, υπαγόμενες και στον έλεγχο που γινόταν προς διαπίστωση της συμμόρφωσης αυτών. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το εφετείο έκρινε ότι από τη φύση και τον τρόπο εκτέλεσης των καθηκόντων εκάστης ενάγουσας, σε συνδυασμό με το ιδιαίτερα μεγάλο χρονικό διάστημα που διήρκεσε η άσκησή τους, καθίσταται εμφανές ότι η σχέση, που συνέδεε τις ενάγουσες με τον φορέα απασχόλησης, είχε τα χαρακτηριστικά όχι μαθητείας, αλλά εξαρτημένης εργασίας. Ότι οι επίμαχες συμβάσεις, έστω και εάν επιγράφονταν ως "μαθητείας", λειτούργησαν στην πραγματικότητα ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, πλην όμως άκυρης, λόγω μη τήρησης των διατυπώσεων του νόμου (άρθρο 103 του Συντάγματος και 21 του ν. 2190/1994), με συνέπεια να έχει δημιουργηθεί απλή σχέση εργασίας. Και ότι οι ενάγουσες, για τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα που απασχολήθηκαν στο νοσοκομείο, δικαιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού τη νόμιμη αμοιβή, που αυτό θα κατέβαλλε σε άλλον εργαζόμενο, με τα ίδια προσόντα και ικανότητες, απασχολούμενο με έγκυρη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και υπό τις ίδιες συνθήκες. Τέλος, έκρινε το εφετείο ότι, εκτός εκείνων των επιμέρους αξιώσεων εκάστης ενάγουσας οι οποίες ανάγονταν στο χρονικό διάστημα μέχρι την 31-12-2008 και είχαν υποπέσει στη διετή παραγραφή των άρθρων 48 παρ.1 και 3, 49 και 51 του ν.δ. 496/1974, οι ενάγουσες δικαιούνται για το υπόλοιπο μέρος του ένδικου χρονικού διαστήματος, αφ'ενός σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού τις διαφορές αποδοχών μεταξύ εκείνων που λάμβαναν οι μόνιμοι υπάλληλοι του εναγομένου και αυτών που έλαβε εκάστη ενάγουσα και αφ'ετέρου σύμφωνα με τις ευθέως εφαρμοζόμενες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τα επιδόματα εορτών και αδείας, καθώς και την αποζημίωση απολύσεως, συνολικού ποσού 19.417,70 ευρώ η πρώτη, 18.515,36 ευρώ η δεύτερη, 19.095,76 ευρώ η τρίτη, 18.467,61 ευρώ η τέταρτη, 22.711,31 ευρώ η πέμπτη, 17.479,51 ευρώ η έκτη, 20.22,71 ευρώ η έβδομη και 17.780,34 ευρώ η ένατη από αυτές. Γι'αυτό και, αφού έκανε δεκτή την έφεση του εκεί εκκαλούντος και ήδη αναιρεσίβλητου νοσοκομείου, εξαφάνισε την τότε εκκαλούμενη 2703/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δέχθηκε την ένδικη αγωγή ως προς την επικουρική βάση αυτής, αναγνώρισε ότι οι ενάγουσες συνδέονταν με το εναγόμενο με άκυρες σχέσεις εξαρτημένης εργασίας κατά τα χρονικά διαστήματα της απασχόλησης εκάστης και επιδίκασε τα ως άνω ποσά στην καθεμιά, για τις αντιστοίχως αναφερόμενες αιτίες, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
5.
Με την ανωτέρω κρίση το Εφετείο, κατά το μέρος που έκρινε μη νόμιμη την ένδικη αγωγή ως προς την κυρία βάση της, ήτοι να αναγνωρισθεί ότι οι ενάγουσες συνδέονταν εξ αρχής με το εναγόμενο με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, οι οποίες καταγγέλθηκαν ακύρως με συνέπεια το εναγόμενο να οφείλει, πλην των άλλων, αποδοχές υπερημερίας, ουδόλως παραβίασε τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 103 παρ.7 και 8 του Συντάγματος, 8 του ν. 2112/1920, 14 παρ.2 περ. κα'και 21 του ν. 2190/1994, 20 παρ.15 του ν. 2639/1998, 648 ΑΚ και του π.δ. 164/2004, καθόσον, υπό τα αναφερόμενα στην αγωγή περιστατικά, οι επίμαχες συμβάσεις είχαν συναφθεί κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 21 του ν. 2190/1994 και των άρθρων 3, 5, 6 και 7 του π.δ. 164/2004 και δεν μπορούσαν να μετατραπούν σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, διότι τούτο απαγορεύεται από το άρθρο 103 του Συντάγματος, ακόμα και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι οι ενάγουσες εξυπηρετούσαν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου. Επομένως, οι πρώτος, δεύτερος και τέταρτος λόγοι της αίτησης, καθώς και οι πρώτος, δεύτερος και τρίτος του δικογράφου των προσθέτων, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. Ο τρίτος λόγος της αίτησης από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται σφάλμα στην προσβαλλόμενη απόφαση, διότι παραβίασε την 2/ 7093/0022/2004 ΚΥΑ περί "επέκτασης των διατάξεων του ν. 3205/2003 στο προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου που απασχολείται στο Δημόσιο, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ", που εκδόθηκε κατ'εξουσιοδότηση του άρθρου 21 του ν. 3205/2003, είναι προεχόντως απαράδεκτος, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή στο προσωπικό, το οποίο χωρίς να υπάγεται ευθέως στις διατάξεις για το βαθμολόγιο και μισθολόγιο του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ, έχει με σχετική διάταξη νόμου βαθμολογική και μισθολογική αντιστοιχία με αυτό, όχι όμως και στο προσωπικό που απασχολείται με άκυρη σχέση εργασίας στα εν λόγω νομικά πρόσωπα, όπως οι ενάγουσες, οι οποίες δεν έχουν βαθμολογική ή μισθολογική αντιστοιχία με τους μονίμους υπαλλήλους του εναγομένου, σύμφωνα με κάποια διάταξη νόμου.
6.
Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 48 παρ.1 και 3, 49 και 51 του ν.δ. 496/1974 "Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου"συνάγεται ότι οι αξιώσεις των υπαλλήλων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από καθυστερούμενες αποδοχές ή απολαβές οποιασδήποτε φύσεως ή αποζημιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό, οι οποίες ορίζονται και οφείλονται απευθείας από το νόμο και των οποίων την πληρωμή αρνείται ή καθυστερεί το ΝΠΔΔ για οποιονδήποτε λόγο, σύμφωνα με την έννοια την οποία προσδίδουν τα όργανά του στο νόμο, από την οποία, όμως, άρνηση ή καθυστέρηση δεν παρακωλύεται η δικαστική επιδίωξη της αξίωσης, υπόκεινται σε διετή παραγραφή. Η παραγραφή αυτή αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη και διακόπτεται, μεταξύ άλλων, και με τη υποβολή προς το νομικό πρόσωπο αιτήσεως για πληρωμή της απαίτησης, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την έκδοση πράξεως επί της αιτήσεως από την αρχή που είναι αρμόδια για την αναγνώριση ή την πληρωμή της απαίτησης. Σε περίπτωση δε μη απαντήσεως, η παραγραφή αρχίζει μετά την πάροδο εξαμήνου από τη χρονολογία υποβολής της αίτησης. Κατά το άρθρο 52 του ως άνω νομοθετικού διατάγματος, η παραγραφή λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια. Η προβλεπόμενη από τις διατάξεις αυτές βραχυπρόθεσμη παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι μικρότερος από το χρόνο παραγραφής που ισχύει κατά το άρθρο 250 αρ.6 και αρ.17 ΑΚ, για τις παρόμοιες αξιώσεις των υπαλλήλων και εργατών των ιδιωτικών επιχειρήσεων, έχει θεσπισθεί για λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή του οποίου δικαιολογεί την εισαγωγή εξαιρέσεων και διακρίσεων και συγκεκριμένα, από την ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης των σχετικών αξιώσεων και των αντιστοίχων υποχρεώσεων των ΝΠΔΔ, που είναι απαραίτητη για την προστασία της περιουσίας και της οικονομικής κατάστασης αυτών, στην οποία συμβάλλουν οι αποδέκτες των υπηρεσιών τους ως φορολογούμενοι (πρβλ. ΟλΑΠ 38/2005).
Συνεπώς, οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται ούτε στην κατά το άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας ούτε στη διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, αφού η τελευταία εξασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα να δικάζεται η υπόθεση του δίκαια και αμερόληπτα, αλλά δεν απαγορεύει τη θέσπιση διαφορετικού χρόνου παραγραφής κατά κατηγορία αξιώσεων και δικαιούχων. Επίσης, η άνω διάταξη δεν είναι αντίθετη ούτε προς τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ, που επιβάλλουν το σεβασμό της περιουσίας του προσώπου, ενώ, εξάλλου, και από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.2 του ως άνω Πρωτοκόλλου συνάγεται ότι και αυτό αναγνωρίζει ευθέως το δικαίωμα κάθε Κράτους να θεσπίζει νόμους, εάν το κρίνει αναγκαίο, για τη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, επομένως και να θέτει νόμιμους περιορισμούς στην ικανοποίηση των αξιώσεων των πολιτών, όπως είναι η άσκηση αυτών εντός ορισμένου χρόνου προς διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, στην έννοια του οποίου εμπίπτει, κατά τα προεκτεθέντα, και η προστασία της περιουσίας των ΝΠΔΔ (ΟλΑΠ 2/2011, ΟλΑΠ 31/2007, ΑΠ 1052/2018). 7.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του και σε σχέση με το ζήτημα της παραγραφής, δέχθηκε ότι οι ένδικες αξιώσεις εκάστης ενάγουσας, που ανάγονται στο χρονικό διάστημα έως 31-12-2008, ενόψει του ότι η αγωγή επιδόθηκε στο εναγόμενο νοσοκομείο την 19-4-2011, έχουν υποπέσει στη διετή παραγραφή του άρθρου 48 του ν.δ. 496/1974. Κατόπιν αυτού, απέρριψε την επικουρική βάση της αγωγής, κατά το μέρος που ζητείται η απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε το εναγόμενο από την εργασία που είχαν προσφέρει οι ενάγουσες μέχρι την 31-12-2008, συμπεριλαμβανομένων και των αξιώσεων καταβολής επιδομάτων εορτών και αδείας του χρονικού αυτού διαστήματος, ως αβάσιμη στην ουσία της, λόγω παραγραφής. Με την κρίση ότι οι ένδικες αξιώσεις της ενάγουσας υπόκεινται σε διετή και όχι πενταετή παραγραφή, το Εφετείο δεν παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις ούτε τα άρθρα 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ και 1 παρ.1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής. Επομένως, ο πέμπτος λόγος της αίτησης, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Η περιλαμβανόμενη στον ίδιο λόγο αιτίαση περί παραβίασης της αρχής της εμπιστοσύνης του διοικούμενου είναι απαράδεκτη, διότι η αρχή αυτή αφορά στη διοικητική λειτουργία του Κράτους και δεν μπορεί να θεμελιωθεί στην επικαλούμενη μεταβολή της νομολογίας του ΕΔΔΑ επί των υποθέσεων Ζ. και Γ. κατά Ελλάδος (ΑΠ 780/2017).
8.
Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθούν οι αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2), μειωμένα κατά το μέτρο του άρθρου 22 παρ.1 του ν. 3693/ 1952 σε συνδυασμό με την ΥΑ 134423/8-12-1992 Δικαιοσύνης), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Χωρίζει την υπόθεση ως προς την όγδοη (8) αναιρεσείουσα Ε. Β. του Σ..
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς αυτήν.
Απορρίπτει την από 12-4-2017 αίτηση των εναγουσών περί αναιρέσεως της 2995/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. -Και
Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στην πληρωμή τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 7η Ιουνίου 2018.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 27η Δεκεμβρίου 2018.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 1697/2018 - Κατά τη διάταξη του άρθρου 1400ΑΚ "αν ο γάμος λυθεί η ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμμία συμβολή.

Next: ΑΠ 1693/2018 - Με τη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ, στην οποία ορίζεται ότι "Αν με σύμβαση μεταβιβάσθηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει", καθιερώνεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών, με την έννοια του άρθρου 477 ΑΚ, και δημιουργείται έτσι παθητική εις ολόκληρο ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από τους οποίους ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Επί μεταβίβασης μεμονωμένων αντικειμένων, πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής.
Previous: ΑΠ 1711/2018 - σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας του μισθωτού για ορισμένο ή αόριστο χρόνο με μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού και καταβολής αυτού, χωρίς ευθύνη του μισθωτού για την επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος και ακόμη όταν ο μισθωτός τελεί σε εξάρτηση από τον εργοδότη του, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και την επιμελή εκτέλεσή της και με την υποχρέωση του πρώτου να συμμορφώνεται στις αναγκαίες εντολές ή οδηγίες του εργοδότη.
$
0
0
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1400ΑΚ "αν ο γάμος λυθεί η ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμμία συμβολή. ...
Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων που διάρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια. Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομιά ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες".Από την άνω διάταξη συνάγεται, ότι προϋπόθεση γέννησης της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα του ενός συζύγου είναι η κατά τη διάρκεια του γάμου αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου. ΕΤΣΙ...

 Αριθμός 1697/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2 Πολιτικό Τμήμα


ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Αβροκόμη Θούα - Εισηγήτρια, Γεώργιο Αποστολάκη, Κυριάκο Οικονόμου και Αναστασία Περιστεράκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 24 Σεπτεμβρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Δ. Γ. του Ι., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Λογοθέτη. Του αναιρεσιβλήτου: Λ. Ε. του Δ., κατοίκου ...,ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ....., με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-11-2014 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 12260/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 1793/2017 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 19-9-2017 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1400ΑΚ "αν ο γάμος λυθεί η ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμμία συμβολή. Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων που διάρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια. Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομιά ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες".Από την άνω διάταξη συνάγεται, ότι προϋπόθεση γέννησης της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα του ενός συζύγου είναι η κατά τη διάρκεια του γάμου αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου. Ετσι, δεν αποτελεί απόκτημα με την προαναφερθείσα έννοια οτιδήποτε αποκτήθηκε από τον σύζυγο πριν από την τέλεση του γάμου, ή, κατά τη διάρκεια μεν αυτού, από αιτία όμως που προϋπήρχε,όπως αυτό συμβαίνει σε περίπτωση είσπραξης από το σύζυγο διαρκούντος του γάμου μιάς απαίτησης, η αιτία της οποίας είχε γεννηθεί πριν από την τέλεσή του. Ο δικαιολογητικός λόγος της προαναφερόμενης εξαίρεσης είναι ο ίδιος που αποκλείει τον υπολογισμό στα αποκτήματα των αποκτηθέντων από δωρεά, κληρονομιά ή κληροδοσία και συνίσταται στο ότι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει συμβολή του άλλου συζύγου. Εάν όμως ένα περιουσιακό στοιχείο που απέκτησε ο σύζυγος από προϋπάρχουσα του γάμου αιτία, αξιοποιήθηκε κατά τη διάρκεια αυτού, θεωρείται απόκτημα και εφόσον ο άλλος σύζυγος συνέβαλε στην εν λόγω αξιοποίηση, έχει, συντρεχουσών και των λοιπών προβλεπομένων από την προαναφερθείσα διάταξη προϋποθέσεων, αξίωση συμμέτοχης στην εκ μέρους της επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου. (σχ.ΑΠ2042/2013). Από την ίδια ως άνω διάταξη, λαμβανομένη υπόψη σε συνδυασμό με το άρθρο 216 του Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι στοιχεία για το ορισμένο της εξ αυτής αγωγής είναι 1) η λύση ή ακύρωση του γάμου ή κατ'ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, 2) η αύξηση της περιουσίας του ενός των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου και 3) η συμβολή του άλλου συζύγου στην αύξηση αυτή με οποιοδήποτε τρόπο.
Συνεπώς, για το ορισμένο της αγωγής αυτής, πρέπει να προσδιορίζονται στο δικόγραφο της. εκτός από τα, κατά τη διάταξη, κρίσιμα χρονικά σημεία, η πραγματική αυξητική διαφορά στην περιουσιακή κατάσταση του υποχρέου, που συνιστά το απόκτημα με την ευρύτερη έννοια του όρου (θετική ή αρνητική με την αποφυγή μειώσεως) και περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων που είναι δυνατόν να αποτιμηθούν, περαιτέρω δε η έκταση και το είδος της συμβολής του δικαιούχου στην αύξηση αυτή με οποιοδήποτε τρόπο. Ειδικότερα, για το στοιχείο της αύξησης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου, ώστε, από τη σύγκριση της περιουσιακής κατάστασης στο χρονικό σημείο της τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) με την υπάρχουσα στο χρονικό σημείο που γεννάται η αξίωση (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση. Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που τη διαφοροποιούν. αποτελεί βάση ένστασης. που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο. Ως αύξηση νοείται όχι μια συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υποχρέου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου και κατά το χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα σύμφωνα με τις προδιαληφθείσες διατάξεις. Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγομένης σε τιμές του χρόνου ασκήσεως της αγωγής, θα κριθεί αν υπάρχει περιουσιακή αύξηση του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Στη σχετική ανωγή είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται το είδος της συμβολής, η αξία της και ο αιτιώδης σύνδεσμος αυτής με την αύξηση της περιουσίας του υποχρέου. Η συμβολή δε του δικαιούχου στην αύξηση της περιουσίας του υποχρέου μπορεί να συνίσταται όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή αλλά και στην παροχή υπηρεσιών αποτιμωμένων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών οι οποίες παρέχονται στον συζυγικό οίκο. κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την κατά τα άρθρα 1389 και 1390 Α.Κ. υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών. Η χρηματική αποτίμηση των υπηρεσιών αυτών του δικαιούχου συζύγου, μπορεί να προκύπτει και από τη χρηματική αξία ενός υποθετικού εισοδήματος, που ο δικαιούχος θα αποκόμιζε αν, αντί για τις υπηρεσίες αυτές, ασκούσε ορισμένη επαγγελματική δραστηριότητα, στην οποία θα μπορούσε να επιδοθεί και την οποία θυσίασε για χάρη της οικογένειας. Είναι δε αναγκαία η χρηματική αποτίμηση στην αγωγή των υπηρεσιών αυτών μόνο κατά το μέρος που αυτές υπερβαίνουν το μέτρο το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες. Όταν όμως ζητείται η επιδίκαση του τεκμαιρομένου ποσοστού (1/3) των αποκτημάτων, ο ενάγων δικαιούται το ποσοστό τούτο από την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου χωρίς να χρειάζεται να επικαλεσθεί και αποδείξει οποιαδήποτε συμβολή του στην αύξηση αυτή, υπό την προϋπόθεση βεβαίως της επίκλησης και απόδειξης τέτοιας αύξησης της περιουσίας του ετέρου συζύγου (ΑΠ1357/2015). Περαιτέρω,από τη διάταξη του άρθρου 559αριθμ.1ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται,αν αυτός δεν εφαρμόστηκε,ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εφαρμόστηκε, ενώ δεν έπρεπε, όπως και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. 'Ετσι, η παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή σ'αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης (Ολ.ΑΠ 10/2011). Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, που στόχο έχει τη διασφάλιση του συζητητικού συστήματος (άρθρ. 106 ΚΠολΔ), αλλά και την αρχή της ακρόασης των διαδίκων (άρθρ. 110§2 ΚΠολΔ). ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο και εκτιμώντας προφανώς εσφαλμένα τα διαδικαστικά έγγραφα (άρθρ. 561 §2 ΚΠολΔ) είτε έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ ΑΠ 13/1995) είτε δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν επίσης ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Νοούνται δε ως πράγματα οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ ΑΠ 3/1997, ΑΠ 1530/2001, 1225/2004). δηλαδή οι ισχυρισμοί που κατά το νόμο διαμόρφωσαν ή ανάλογα ήταν ικανοί να διαμορφώσουν το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (Ολ ΑΠ 2/1989, ΑΠ 864/2003, 1072/2005).Ετσι, ο από το άρθρο 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωση της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν (ΑΠ 1935/2017, 339/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ'άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση του περιεχομένου της από 28-11-2014 ένδικης αγωγής της ήδη αναιρεσείουσας κατά του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου, με την οποία εδίωκε την αναγνώριση της πραγματικής άλλως της τεκμαρτής συμβολής της στην επελθούσα κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους επαύξησης της περιουσίας του, εκτίθεται, ότι ο αναίρεσίβλητος απέκτησε,κατά τη διάρκεια του γάμου τους, μεταξύ άλλων, και τρία περιγραφόμενα σε αυτή διαμερίσματα μη δομημένα και αποπερατωμένα,αλλά μέλλοντα να ανεγερθούν.ευρισκόμενα όλα στο•Δήμο ..., εμβαδού 67,70 τετρ.μέτρων, το πρώτο και 67,87 τετρ.μέτρων καθένα των δεύτερου και τρίτου. Οτι τα διαμερίσματα αυτά αποκτήθηκαν,στην ανωτέρω κατάσταση, μετά από κλήρωση μετοχών του "Αστικού Οικοδομικού Συνεταιρισμού Εργατοϋπαλλήλων Αστικών Συγκοινωνιών Θεσσαλονίκης συν.Π.Ε.", τις οποίες ο αναιρεσίβλητος ήδη κατείχε κατά τη σύναψη του γάμου τους, συνολικής αξίας 3.000.000 δραχμών. Ότι κατά τη διάρκεια του γάμου τους, με τη δική της συμβολή, συνιστάμενη, κατά τα εκτιθέμενα, σε καταβολές χρηματικών ποσών, αλλά και στην υπερβαίνουσα την υποχρέωση συνεισφοράς της στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, παροχή υπηρεσιών, (που αποτιμά χρηματικά) τα εν λόγω διαμερίσματα αποπερατώθηκαν και διαμορφώθηκαν, με αποτέλεσμα, κατά τον κρίσιμο χρόνο της συμπλήρωσης της τριετούς διάστασής τους,η αξία καθενός να ανέρχεται στο ποσό των 100.000 ευρώ,η οποία συμπίπτει και με αυτή της άσκησης της αγωγής. Ότι η πραγματική επαύξηση της περιουσίας του αναιρεσίβλητου (επί της οποίας ασκεί την αξίωση συμμετοχής της) από την απόκτηση των ανωτέρω ακινήτων ανέρχεται, κατά τον κρίσιμο χρόνο, στο ποσό των 80.000 ευρώ για καθένα, αφού από την αξία τους ύψους 100.000 ευρώ αφαιρεί το ποσό των 20.000 ευρώ, που, κατά τα εκτιθέμενα πάντα στην αγωγή, αντιστοιχεί στην επικαιροποιημένη κατά τον ίδιο χρόνο αξία των ανηκόντων στον αναιρεσίβλητο ήδη πριν τον γάμο τους και αντιστοιχούντων στην τότε αξία των κληρωθέντων(υπό την αρχική τους μορφή) διαμερισμάτων, προαναφερθέντων μετοχών. Υπό το ως άνω συνοπτικώς παρατιθέμενο περιεχόμενο της. η ένδικη ανωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, αφού περιέχει όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη νόμιμη θεμελίωση της αξίωσης της αναιρεσείουσας για τη συμμετοχή της στην αξιοποίηση των ανωτέρω αποκτηθέντων κατά τη διάρκεια του γάμου τους από τον αναιρεσίβλητο τριών διαμερισμάτων. Επομένως, το Εφετείο,που με την προσβαλλόμενη απόφαση, 1)απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή της αναιρεσείουσας, κατά την σχετική της αξίωση,κρίνοντας ότι τα επίμαχα διαμερίσματα δεν πρέπει να υπολογισθούν για την εξεύρεση της τελικής περιουσίας του αναιρεσίβλητου, γιατί αποκτήθηκαν μεν τυπικώς από αυτόν κατά τη διάρκεια του γάμου τους,πλην όμως από αιτία που προϋπήρχε αυτού, και συγκεκριμένα από την κλήρωση των συνεταιριστικών μεριδίων που ο τελευταίος είχε αποκτήσει πριν από το γάμο, με αποτέλεσμα να μην περιλαμβάνονται στα αποκτήματα, ούτε να καθίστανται τέτοια από τη διαφορά μεταξύ της πραγματικής τους αξίας κατά το χρόνο συμπλήρωσης της τριετούς διάστασης των συζύγων και αυτής που είχαν τα συνεταιριστικά μερίδια λόνω των επικρατουσών συνθηκών και 2) έκρινε, με επάλληλη αιτιολογία,ότι σε κάθε περίπτωση "ακόμη και αν ήθελε εκτιμηθεί ότι η επιδιωκόμενη με την αγωγή αξίωση συμμετοχής της ήδη αναιρεσείουσας στα αποκτήματα του συζύγου της διαρκούντος του γάμου τους, σε σχέση με τα ανωτέρω τρία διαμερίσματα, συνίσταται στη διαφορά μεταξύ της αξίας που θα είχαν αυτά κατασκευασμένα κατά τα προβλεπόμενα στην εργολαβική σύμβαση και αυτής που απέκτησαν εξαιτίας της συμβολής της",η αγωγή θα ήταν απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας σε σχέση με τα εν λόγω ακίνητα,διότι δεν εκτίθεται σε αυτή ποιό ακριβώς θεωρείται το ποσό της περιουσιακής επαύξησης του αναιρεσίβλητου, λόγω μη αναφοράς της αξίας τους, κατά τους κρίσιμους χρόνους ως εργολαβικών κατασκευών και ως βελτιωμένων κατασκευών, υπέπεσε στις προβαλλόμενες από την αναιρεσείουσα με τους δύο πρώτους λόγους της κρινόμενης αίτησης της, από το άρθρο 559 αριθμ.1 και 8 (και όχι και αριθμ.14) ΚπολΔ, πλημμέλειες. Ειδικότερα, έλαβε υπόψη γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή, ήτοι την αύξηση της αρχικής αξίας των συνεταιριστικών μεριδίων λόγω των επικρατουσών συνθηκών, άλλως, τη διενέργεια κατά τη διάρκεια του γάμου βελτιωμένων ενάντι των προβλεπομένων από τις εργολαβικές συμβάσεις κατασκευών, στις οποίες έγκειται η επαύξηση της περιουσίας του αναιρεσίβλητου, και δεν έλαβε υπόψη γεγονότα που εκτίθενται, ήτοι, ότι η αξία των αποκτηθέντων από τον αναιρεσίβλητο πριν το γάμο τους συνεταιριστικών μεριδίων, αντιστοιχούσε στην μέχρι του ποσού των 20.000 ευρώ αξία των αποκτηθέντων κατά τη διάρκεια αυτού, μη δομημένων και αποπερατωμένων διαμερισμάτων, ενώ αυτή των 80.000 ευρώ για καθένα, στην επι πλέον αξία, την οποία απέκτησαν με την κατά τη διάρκεια αυτού αξιοποίησή τους με τη δόμηση και αποπεράτωσή τους, για την οποία συνέβαλε και η ίδια η αναιρεσείουσα, και την οποία αξίωνε με την ένδικη αγωγή της. Αποτέλεσμα της ανωτέρω πλημμέλειας ήταν, το Εφετείο, σε σχέση με τα επίμαχα διαμερίσματα, αφενός μεν να προβεί με την προσβαλλόμενη απόφαση σε λανθασμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 1400 ΑΚ, η οποία ήταν εφαρμοστέα, κρίνοντας την αγωγή της αναιρεσείουσας, ως προς το σκέλος της επικαλούμενης επαύξησης της περιουσίας του αναιρεσίβλητου με τον συνυπολογισμό και αυτών, μη νόμιμη, αφετέρου δε, να θεωρήσει με επάλληλη σκέψη την αγωγή, ως προς το ίδιο σκέλος αόριστη. Επομένως,οι προαναφερθέντες λόγοι αναίρεσης είναι βάσιμοι.
Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, πρέπει να αναιρεθεί στο σύνολο της, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών αναιρετικών λόγων, λόγω της πλήρους αναιρετικής εμβέλειας των γενόμενων δεκτών,οι οποίοι πλήττουν το κύρος όλης της απόφασης και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλο δικαστή εκτός εκείνου που την εξέδωσε (αρθρ.580 παρ.3 ΚΠολΔ). Τέλος,πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην αναιρεσείουσα του κατατεθέντος παραβόλου (αρθρ.495 παρ.3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος, λόγω της ήττας του στα δικαστικά έξοδα αυτής (αρθρ.176, 183 ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 1793/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Παραπέμπει την υπόθεση,προς περαιτέρω εκδίκαση,στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλο δικαστή.
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην αναιρεσείουσα.
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 23 Οκτωβρίου 2018.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΚΑΙ ΗΔΗ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Δεκεμβρίου 2018.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 1693/2018 - Με τη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ, στην οποία ορίζεται ότι "Αν με σύμβαση μεταβιβάσθηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει", καθιερώνεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών, με την έννοια του άρθρου 477 ΑΚ, και δημιουργείται έτσι παθητική εις ολόκληρο ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από τους οποίους ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Επί μεταβίβασης μεμονωμένων αντικειμένων, πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής.

Next: ΑΠ 1691/2018 - Στο άρθρο 671 ΑΚ ορίζεται ότι "Η σύμβαση εργασίας που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο λογίζεται πως ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο, αν μετά τη λήξη του χρόνου της ο εργαζόμενος εξακολουθεί την εργασία χωρίς να εναντιώνεται ο εργοδότης", στο δε άρθρο 8 παρ.1 εδ. γ'του ν. 2112/1920 ορίζεται ότι "Οι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, εάν ο καθορισμός της διάρκειας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλά ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου". Οι ως άνω, όμως, διατάξεις δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση κατάρτισης αλλεπάλληλων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, όταν οι συμβάσεις αυτές δικαιολογούνται από κάποιο αντικειμενικό λόγο, όπως είναι και εκείνος κατά τον οποίο η σύναψη σύμβασης για ορισμένο χρόνο επιβάλλεται από διάταξη νόμου ή κανονιστική διάταξη
Previous: ΑΠ 1697/2018 - Κατά τη διάταξη του άρθρου 1400ΑΚ "αν ο γάμος λυθεί η ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμμία συμβολή.
$
0
0
Με τη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ, στην οποία ορίζεται ότι "Αν με σύμβαση μεταβιβάσθηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. ..
Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει", καθιερώνεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών, με την έννοια του άρθρου 477 ΑΚ, και δημιουργείται έτσι παθητική εις ολόκληρο ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από τους οποίους ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Επί μεταβίβασης μεμονωμένων αντικειμένων, πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής. Επιπλέον, ο αποκτών πρέπει να τελούσε εν γνώσει, ότι του μεταβιβάσθηκε η όλη περιουσία ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει και όταν, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, ο αποκτών γνώριζε την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί, ότι η περιουσία, που του μεταβιβάσθηκε, αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Αρκεί, επομένως, και η μεταβίβαση ενός περιουσιακού στοιχείου, εφόσον αυτό ήταν, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, το μοναδικό ή το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο του μεταβιβάζοντος (ΑΠ 961/2017, ΑΠ 1151/2014). Τα χρέη της μεταβιβαζόμενης περιουσίας μπορεί να είναι οποιασδήποτε φύσης, προερχόμενα είτε από σύμβαση είτε από αδικοπραξία, με εξαίρεση πάντως τα προσωποπαγή χρέη, αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος να υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης, ενώ δεν απαιτείται για τη δημιουργία ευθύνης του αποκτώντος να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών κατά τη μεταβίβαση, ούτε απαιτείται αυτά να είχαν μέχρι τότε αναγνωρισθεί δικαστικώς σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή (ΑΠ 1228/2014, ΑΠ 909/2010).

Αριθμός 1693/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1 Πολιτικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Μαρία Νικολακέα, προεδρεύουσα αρεοπαγίτη, Αρετή Παπαδιά, Αντιγόνη Καραΐσκου- Παλόγου, Σοφία Τζουμερκιώτη και Γεώργιο Δημάκη, αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 20η Μαρτίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέα Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ.
Του αναιρεσείοντος: Ε. Κ. του Ι., κατοίκου ..., που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννη Τόλη, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "..."και το διακριτικό τίτλο "...", όπως νόμιμα εκπροσωπείται, που εδρεύει στα ... και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξούσιας δικηγόρου Μαρίας Γούση- Γωνιοτάκη, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16-10-2014 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με αριθμό 4238/10-11-2014. Εκδόθηκαν η 1618/2015 απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως κατ'αυτής, η 2827/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 3-11-2017 και με αριθμό κατάθεσης 815/15-11-2017 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Εισηγήτρια ορίσθηκε η αρεοπαγίτης, Σοφία Τζουμερκιώτη.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αναιρεσίβλητης στα δικαστικά έξοδα.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.
Με τη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ, στην οποία ορίζεται ότι "Αν με σύμβαση μεταβιβάσθηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει", καθιερώνεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών, με την έννοια του άρθρου 477 ΑΚ, και δημιουργείται έτσι παθητική εις ολόκληρο ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από τους οποίους ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Επί μεταβίβασης μεμονωμένων αντικειμένων, πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής. Επιπλέον, ο αποκτών πρέπει να τελούσε εν γνώσει, ότι του μεταβιβάσθηκε η όλη περιουσία ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει και όταν, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, ο αποκτών γνώριζε την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί, ότι η περιουσία, που του μεταβιβάσθηκε, αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Αρκεί, επομένως, και η μεταβίβαση ενός περιουσιακού στοιχείου, εφόσον αυτό ήταν, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, το μοναδικό ή το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο του μεταβιβάζοντος (ΑΠ 961/2017, ΑΠ 1151/2014). Τα χρέη της μεταβιβαζόμενης περιουσίας μπορεί να είναι οποιασδήποτε φύσης, προερχόμενα είτε από σύμβαση είτε από αδικοπραξία, με εξαίρεση πάντως τα προσωποπαγή χρέη, αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος να υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης, ενώ δεν απαιτείται για τη δημιουργία ευθύνης του αποκτώντος να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών κατά τη μεταβίβαση, ούτε απαιτείται αυτά να είχαν μέχρι τότε αναγνωρισθεί δικαστικώς σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή (ΑΠ 1228/2014, ΑΠ 909/2010).
2. Κατά το άρθρο 1 περ. β'του ν. 383/1976 "περί διενέργειας εμπορευματικών μεταφορών δια φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως και άλλων τινών διατάξεων", όπως ίσχυε πριν την κατάργηση του νόμου αυτού με το άρθρο 15 του ν. 3887/2010, ως μεταφορικές επιχειρήσεις θεωρούνται α) οι κεκτημένες νομική προσωπικότητα εμπορικές εταιρίες, στις οποίες εισφέρεται η κυριότητα ή μόνο η χρήση φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως, β) η ιδιότυπη μεταφορική εταιρία που προβλέπεται στο άρθρο 3 του ίδιου νόμου και γ) οι ατομικές επιχειρήσεις, ως και οι εν κοινωνία δικαιώματος συνιδιοκτήτες φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως. Εξάλλου, με το άρθρο 3 παρ.1 του ίδιου νόμου, η σύσταση της ιδιότυπης μεταφορικής εταιρίας (ΙΜΕ), που διέπεται από τη σχετική περί εταιριών περιορισμένης ευθύνης νομοθεσία, επιτρέπεται υπό τις εκεί αναφερόμενες παρεκκλίσεις, μεταξύ των οποίων, α) το εταιρικό κεφάλαιο αποτελείται από εταιρικά μερίδια, καθένα των οποίων έχει αξία τουλάχιστον 1.000 δραχμών ανά τόνο μικτού βάρους συμμετέχοντος φορτηγού αυτοκινήτου, το οποίο καταβάλλεται τοις μετρητοίς κατά τη σύσταση της εταιρίας, β) κάθε εταίρος υποχρεούται να συνεισφέρει στην εταιρία, αφενός την άσκηση του δικαιώματος εκμετάλλευσης του φορτηγού αυτοκινήτου δια του οποίου συμμετέχει, καθ'όλη τη διάρκεια της εταιρικής σχέσης, δυνάμενος να παρακρατεί πάντα τα λοιπά επ'αυτού δικαιώματα και ιδίως την κυριότητα και νομή, αφετέρου δε τη διάθεση, κατ'αποκλειστικότητα, στην εταιρία και για το έργο αυτής του φορτηγού αυτοκινήτου σε κατάσταση πλήρους και αδιάλειπτης ετοιμότητας καθ'όλη τη διάρκεια της εταιρικής σχέσης. Περαιτέρω, με το άρθρο 3 παρ.1 και 2 του ν. 3887/2010 "οδικές εμπορευματικές μεταφορές" (ΦΕΚ Α' 174/30-9-2010), από την έναρξη ισχύος του οποίου καταργήθηκε ο προγενέστερος ν. 383/1976, προβλέπεται η σύσταση μεταφορικών εταιριών με τη μορφή ΑΕ ή ΕΠΕ, με σκοπό την εκτέλεση διεθνών, εθνικών, νομαρχιακών και ειδικών μεταφορών, για μία ή περισσότερες από τις κατηγορίες αυτές. Οι εν λόγω εταιρίες επιτρέπεται να συσταθούν με τους ακόλουθους τρόπους: α) με εισφορά της κυριότητας ΦΔΧ, στην περίπτωση δε αυτή κεφάλαιο της εταιρίας, εκτός από εκείνο που καταβάλλεται σε χρήμα, αποτελεί η αξία των εισφερόμενων οχημάτων, που έχουν ειδική άδεια κυκλοφορίας, καθώς και η άυλη υπεραξία των οικείων αδειών ΦΔΧ, β) με μίσθωση των ΦΔΧ, στην περίπτωση δε αυτή το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας καταβάλλεται σε χρήμα και δεν μπορεί να είναι μικρότερο από εκείνο που προβλέπεται ως ελάχιστο καταβαλλόμενο για τις ΑΕ και ΕΠΕ, γ) με εισφορά της κυριότητας των ΦΔΧ και μίσθωση άλλων, σύμφωνα με τα εδάφια α'και β'της παρ.2, δ) με ίδρυση επιχείρησης, σύμφωνα με την παρ.1, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται από αυτή τα κριτήρια πρόσβασης στο επάγγελμα του οδικού μεταφορέα, όπως καθορίζονται στο π.δ. 346/2001 και στον κανονισμό 1071/2009. Με την παρ.5 του ίδιου άρθρου ορίζεται, ότι επιτρέπεται η συγχώνευση μεταφορικών εταιριών, ανεξαρτήτως εάν αυτές λειτούργησαν πριν ή μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου (30-9-2010). Με τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 3887/2010, από την έναρξη ισχύος του οποίου καταργήθηκε ο προγενέστερος νόμος 383/1976, προβλέπεται η σύσταση μεταφορικών εταιριών με τη μορφή ΑΕ ή ΕΠΕ, με σκοπό την εκτέλεση μεταφορών, οι οποίες επιτρέπεται να συσταθούν με έναν από τους τρόπους που παρατίθενται ανωτέρω, ενώ επιτρέπεται και η συγχώνευση μεταφορικών εταιριών, ανεξαρτήτως εάν αυτές λειτούργησαν πριν ή μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. 3.
Ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α'ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου παραβιάζεται, εάν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αντίθετα, αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου (όταν προσδίδεται σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή) είτε ως κακή εφαρμογή (όταν γίνεται εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης), με αποτέλεσμα την κατάληξη σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ενστάσεων των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την αξιοποίηση των ουσιαστικών παραδοχών, ήτοι αποκλειστικά των πραγματικών περιστατικών που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 319/2017, ΑΠ 130/2016). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ, αναίρεση χωρεί αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ανεπάρκεια αιτιολογιών, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν δεν προκύπτουν από την απόφαση σαφώς και επαρκώς τα περιστατικά, που είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, ή όταν η απόφαση έχει ελλείψεις, όσον αφορά το νομικό χαρακτηρισμό των κρίσιμων περιστατικών που έγιναν δεκτά. Αντιφατικότητα αιτιολογιών υπάρχει, όταν εξαιτίας της δεν προκύπτει ποια πραγματικά περιστατικά δέχθηκε το δικαστήριο για να στηρίξει το διατακτικό, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί, αν σωστά εφάρμοσε το νόμο. Η αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια πρέπει να έχει σχέση με ουσιώδεις ισχυρισμούς και κεφάλαια παροχής έννομης προστασίας και επιθετικά ή αμυντικά μέσα και όχι με την επιχειρηματολογία των διαδίκων ή του δικαστηρίου, ούτε την εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή διατυπώνεται σαφώς (ΟλΑΠ 24/1992, ΑΠ 681/2014).
4.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (ΚΠολΔ 561 παρ.2), το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, εκτιμώντας όλα τα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα εξής ουσιώδη: Ότι το έτος 1992 είχε συσταθεί η μεταφορική εταιρία με την επωνυμία "..."και εταίρους τους Σ. Π., Σ. Κ. και Ε. Κ., η δε επωνυμία αυτής στη συνέχεια άλλαξε σε "... Ευθύνης ...". Ότι στην εταιρία εισφέρθηκαν κατά χρήση από τους εταίρους τα 24 οχήματα που αναφέρονται στο τροποποιημένο καταστατικό της 19-11-2004, οι δε εταίροι Σ. Π., Μ. Π. και Χ. Π. είχαν, αντίστοιχα, από 341, 224 και 117 εταιρικά μερίδια (ΦΕΚ 14232/30-11-2004, τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ), με αναλογία ποσοστών 50% ο πρώτος και 50% οι δύο άλλοι. Ότι το έτος 2006 το καταστατικό της εταιρίας τροποποιήθηκε και η επωνυμία της άλλαξε σε "... Ε. Π. ΕΠΕ ΙΜΕ" (ΦΕΚ 1124/10-2-2006, τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ). Ότι στις 6-4-2006, με νέα τροποποίηση του καταστατικού, αποφασίσθηκε από κοινού η είσοδος στην εταιρία, ως νέου εταίρου, του Α. Π., η μίσθωση οχημάτων τρίτων από την εταιρία, καθώς και η εισφορά χρήσης στην εταιρία νέων οχημάτων. Ότι ο νέος εταίρος Α. Π. θα εισέφερε κατά χρήση στην εταιρία οχήματα ιδιοκτησίας του. Ότι στο ίδιο καταστατικό αναφέρονται τα οχήματα που εκμισθώνονται και παραχωρούνται κατά χρήση στην εταιρία, τα οποία ανήκαν στους εταίρους ή σε τρίτους. Ότι τα εταιρικά μερίδια διαμορφώνονται σε 439 για τον Σ. Π., σε 244 για τον Μ. Π., σε 244 για τον Χ. Π. και σε 131 για τον Α. Π.. Ότι το έτος 2007, με νέα τροποποίηση του καταστατικού, εισήλθαν στην εταιρία νέα μέλη, οι Γ. Δ., Γ. Σ. και Ι. Τ., οι οποίοι εισέφεραν κατά χρήση τα ανήκοντα σε αυτούς κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή οχήματα, που αναφέρονται στο 24264/14-9-2007 συμφωνητικό της συμβολαιογράφου Χανίων Μ. Π.- Φ.. Ότι μετά το έτος 2007 δεν αποδείχθηκε άλλη τροποποίηση της ως άνω εταιρίας. Ότι το έτος 2013 συστήθηκε και καταχωρήθηκε στο μητρώο ανωνύμων εταιριών η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "..."και το διακριτικό τίτλο "..." (ΦΕΚ 7232/24-10-2013, τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ), με έδρα στα ... και με σκοπό τις οδικές μεταφορές και τις άλλες δραστηριότητες, που αναφέρονται στο καταστατικό της. Ότι ιδρυτής της ήταν ο Α. Π., ο οποίος στην ΙΜΕ είχε το μικρότερο μερίδιο σε σχέση με τους άλλους εταίρους. Ότι το έτος 2014 έγινε τροποποίηση του καταστατικού της εταιρίας ως προς την επωνυμία της σε "..."και ως προς το μετοχικό κεφάλαιο που ανήλθε σε 646.000 ευρώ, διαιρούμενο σε 6.460 μετοχές, ονομαστικής αξίας 100 ευρώ, εκ των οποίων έλαβαν ο Α. Π. 1.440, ο Χ. Π. 2.460 και ο Μ. Π.ς 2.560, με ποσοστά καθένας εξ αυτών, αντίστοιχα, 22,30%, 38,08% και 39,62% (ΦΕΚ 7821/28-7-2014). Ότι η εταιρία αυτή, σύμφωνα με το 17902/30-1-2014 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ηρακλείου Κρήτης Ι. Σ., προήλθε από τη συγχώνευση της εταιρίας "..."και των ατομικών επιχειρήσεων των Α. Π., Χ. Π. και Μ. Π., με απορρόφηση των ατομικών επιχειρήσεων των τελευταίων από την πρώτη, δηλαδή τη μονοπρόσωπη ανώνυμη εταιρία. Ότι της σύμβασης συγχώνευσης είχαν προηγηθεί οι από 27-11-2013, 11-12-2013 και 28-11-2013 εκθέσεις εκτίμησης της επιτροπής του άρθρου 9 του ν. 2190/1920 για τις ατομικές επιχειρήσεις των Μ., Α. και Χ. Π. και η από 18-12-2013 απόφαση της γενικής συνέλευσης της μονοπρόσωπης ανώνυμης εταιρίας (ΦΕΚ 7821/28-7-2014 και 13434/22-12-2014). Ότι με βάση τα πιο πάνω στοιχεία και στις δύο εταιρίες "... Ε. Π. ΕΠΕ ΙΜΕ"και "..."κοινοί μέτοχοι ήταν οι Α. Π., Μ. Π.ς και Χ. Π.. Ότι την 27-2-2014, δηλαδή μετά τη σύσταση της πιο πάνω ανώνυμης εταιρίας, με το 17960/27-2-2014 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ηρακλείου Κρήτης Ι. Σ., αποφασίσθηκε η λύση της ως άνω ιδιότυπης μεταφορικής εταιρίας, η θέση της υπό εκκαθάριση και ορίσθηκε εκκαθαριστής, με απόφαση όλων των εταίρων, ο Α. Π.. Ότι οι ως άνω τρεις εταίροι της (Μ., Χ. και Α. Π.), με το ίδιο συμφωνητικό, αποφάσισαν και εισέφεραν στην εταιρία "..."τα 61 αυτοκίνητα (δημόσιας χρήσης οχήματα φορτηγά, ελκυστήρες, επικαθήμενα), που αναφέρονται στο σχετικό συμφωνητικό. Ότι από αυτά, τα 33 αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης (επικαθήμενα, ελκυστήρες, φορτηγά) ήσαν αυτοκίνητα που είχαν εισφερθεί κατά χρήση στην εταιρία "... Ε. Π. ΕΠΕ ΙΜΕ" (τα με αριθμούς κυκλοφορίας ..), τα οποία οι ιδιοκτήτες τους στη συνέχεια εισέφεραν στη μονοπρόσωπη ΑΕ. Ότι κατά το χρόνο εκείνο, το εταιρικό κεφάλαιο της ΕΠΕ, που είχε σχηματισθεί από εισφορές των εταίρων σε μετρητά, όπως αναφέρεται στο σχετικό συμβολαιογραφικό έγγραφο, ανερχόταν σε 4.426,99 ευρώ, οι δε εταίροι Α. Π., Σ. Π.ς, Χ. Π. και Μ. Π.ς, είχαν, αντίστοιχα, 233, 465.5, 451 και 459 εταιρικά μερίδια. Ότι παράλληλα με την ΕΠΕ, ο Α. Π. διατηρούσε και ατομική επιχείρηση μεταφορών, της οποίας άρχισε η λειτουργία την 13-12-1999, όπως προκύπτει από τη σχετική βεβαίωση έναρξης εργασιών φυσικού προσώπου επιτηδευματία. Ότι με το ν. 3887/2010, η ισχύς του οποίου άρχισε την 30-9-2010 και από τότε, σύμφωνα με το άρθρο 15 αυτού, καταργήθηκε ο προγενέστερος ν. 383/1976, δόθηκε η δυνατότητα στις εταιρίες, που λειτουργούσαν με τη μορφή της ιδιότυπης μεταφορικής εταιρίας πριν την ισχύ του νέου νόμου, να ολοκληρώσουν τη διαδικασία μετατροπής τους μέσα σε τρία (3) έτη από την έναρξη ισχύος του (άρθρο 14 παρ.1 ν. 3887/2010), είτε με τη μορφή ΑΕ είτε με τη μορφή ΕΠΕ και με τη διαδικασία που ορίζεται στο νόμο αυτό. Ότι, με βάση το νέο νόμο, συστάθηκε η μονοπρόσωπη ΑΕ από τον Α. Π. και στη συνέχεια, από τον Οκτώβριο του 2013, η εναγομένη "...", κατόπιν συγχώνευσης της μονοπρόσωπης ΑΕ με τις ατομικές επιχειρήσεις των Α. Π., Χ. Π. και Μ. Π., όπως προαναφέρθηκε. Ότι στην εταιρία "..."είχαν εισφερθεί 61 αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης των Α., Χ. και Μ. Π.. Ότι από τα 61 αυτοκίνητα, τα 33 χρησιμοποιούσε η εταιρία "...", η οποία διέθετε προς χρήση 52 δημόσιας χρήσης αυτοκίνητα, εκ των οποίων τα 16 ανήκαν στον Σ. Π., μη εταίρο της. Ότι ήδη η εναγομένη συνεχίζει τη δραστηριότητα των οδικών μεταφορών με τη χρήση συναφούς επωνυμίας με την ΙΜΕ (το επώνυμο των μετόχων), έχοντας μετόχους τους ως άνω, πλην του Σ. Π., εκμεταλλευόμενη μεγάλο μέρος των φορτηγών αυτοκινήτων που διέθετε και η πρώτη, πλην όμως η ατομική επιχείρηση του Α. Π., ο οποίος ανέλαβε με την απορρόφηση των ατομικών επιχειρήσεων των αδελφών του την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα, προϋπήρχε. Ότι έτσι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η νέα εταιρία κτίσθηκε πάνω στη φήμη της παλαιάς, αφού οι αδελφοί Π. παράλληλα ασκούσαν και ατομικές επιχειρήσεις και ουσιαστικά όλες οι επιχειρήσεις, εταιρίες και ατομικές, εξυπηρετούσαν επιχειρηματικά συμφέροντα αρχικά του πατέρα και των αδελφών και στη συνέχεια των αδελφών Π. και τρίτων, καθόσον στις συναλλαγές γνωστότερο ήταν το όνομα "Π."παρά ο τύπος της επιχείρησης (ατομικής ή εταιρικής), υπό την οποία δραστηριοποιούνταν. Ότι αυτό συνάγεται και από το γεγονός ότι, μετά τη διάλυση της ΙΜΕ, παρότι δεν αποδείχθηκαν άλλες οφειλές αυτής προς τρίτους, δεν έγινε μετατροπή της εταιρίας σε ΑΕ ή ΕΠΕ, σύμφωνα με τις διατάξεις του νέου νόμου, αλλά σύσταση νέας εταιρίας, αρχικά της μονοπρόσωπης ΑΕ και στη συνέχεια της εναγομένης. Ότι στην ΙΜΕ ο Α. Π. είχε τα λιγότερα εταιρικά μερίδια (233) και τα περισσότερα όλων τα είχε ο Σ. Π.ς (465,5), ο οποίος δεν μετείχε στη νέα εταιρία. Ότι, αντίθετα, η μονοπρόσωπη ΑΕ συστάθηκε αρχικά από τον Α. Π. και στη συνέχεια απορρόφησε τις ατομικές επιχειρήσεις του ιδίου και των αδελφών του. Ότι, δηλαδή, η νέα εταιρία συστάθηκε από τους αδελφούς Π., ενώ στην ΙΜΕ τις περισσότερες μετοχές κατείχε ο πατέρας τους Σ. Π.ς. Ότι επιπλέον στην ΙΜΕ μετείχαν και τρίτα πρόσωπα, οι Γ. Δ., Γ. Σ. και Ι. Τ.. Ότι, επομένως, δεν αποδείχθηκε ότι τα σημαντικότερα περιουσιακά στοιχεία της ΙΜΕ μεταβιβάσθηκαν στη νέα εταιρία, ούτε αποδείχθηκε με συγκεκριμένα στοιχεία μεταβίβαση περιουσίας από την ΙΜΕ προς την εναγομένη. Ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3887/2010, οι μεταφορικές εταιρίες επιτρέπεται να συσταθούν α) με εισφορά της κυριότητας ΦΔΧ, οπότε στην περίπτωση αυτή κεφάλαιο της εταιρίας, εκτός από εκείνο που καταβάλλεται σε χρήμα, αποτελεί η αξία των εισφερομένων οχημάτων (ΦΔΧ, ρυμουλκούμενων ή ημιρυμουλκούμενων), που έχουν ειδική άδεια κυκλοφορίας, καθώς και η άυλη υπεραξία των οικείων αδειών ΦΔΧ, β) με μίσθωση των ΦΔΧ και, στην περίπτωση αυτή, το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας καταβάλλεται σε χρήμα και δεν μπορεί να είναι μικρότερο από εκείνο που προβλέπεται ως ελάχιστο καταβαλλόμενο για τις ΑΕ ή ΕΠΕ, οι δε συμβαλλόμενοι ιδιοκτήτες, που έχουν εκμισθώσει το όχημά τους, υποχρεούνται να διαθέτουν αυτό κατ'αποκλειστικότητα στην εταιρία και για το έργο αυτής έναντι μισθώματος, χωρίς οδηγό, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 91/1988, γ) με εισφορά της κυριότητας των ΦΔΧ και μίσθωση άλλων, δ) με ίδρυση επιχείρησης, σύμφωνα με την παρ.1, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται από αυτή τα κριτήρια πρόσβασης στο επάγγελμα του οδικού μεταφορέα, όπως καθορίζονται στο π.δ. 346/2001 και στον κανονισμό 1071/2009. Ότι, στην προκειμένη περίπτωση, δεν αποδείχθηκε μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων εκ μέρους της ΙΜΕ, ήτοι αυτοκινήτων κατά κυριότητα ή άλλων κεφαλαίων, η οποία βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της εκκαθάρισης, οι δε εργασίες της δεν έχουν περαιωθεί και διατηρεί απαιτήσεις κατά τρίτων, επιδιώκει δε ως διάδικος την ικανοποίησή τους, όπως προκύπτει από την έκδοση της 369/2014 διαταγής πληρωμής κατά της εταιρίας "...", ποσού 37.085,05 ευρώ. Ότι, συνεπώς, δεν αποδείχθηκε συγκεκριμένη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων της ΙΜΕ προς την εναγομένη, στοιχείο απαραίτητο για τον προσδιορισμό του ορίου της ευθύνης της και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί μεταβίβασης επιχείρησης, κατ'άρθρο 479 ΑΚ. Κατόπιν αυτών, το Εφετείο έκανε δεκτή την έφεση, κατά παραδοχή των λόγων που αναφέρονταν σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων, εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και είχε αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 38.160 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και αφού δίκασε εκ νέου την αγωγή, την απέρριψε ως ουσία αβάσιμη.
5. Με την κρίση αυτή, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δεν παραβίασε, με τη μη εφαρμογή της, την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ, την οποία ορθά ερμήνευσε, ενώ περιέλαβε στην απόφασή του σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς το κρίσιμο ζήτημα ότι δεν έγινε μεταβίβαση περιουσίας και δη αυτοκινήτων κατά κυριότητα ή άλλων σημαντικών περιουσιακών στοιχείων από την "ΙΜΕ"προς την εναγομένη, η οποία ιδρύθηκε δυνάμει του άρθρου 3 του ν. 3887/2010. Ειδικότερα, με σαφήνεια δέχεται ότι από τα αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης που διέθετε η εναγομένη εταιρία, τα τριάντα τρία (33) από αυτά ήταν αυτοκίνητα που οι ιδιοκτήτες τους τα είχαν εισφέρει (μόνο) κατά χρήση στην ιδιότυπη μεταφορική εταιρία και στη συνέχεια, με την αλλαγή του νομοθετικού καθεστώτος, οι ιδιοκτήτες τους τα εισέφεραν στη μονοπρόσωπη ΑΕ, η οποία συστήθηκε από τον Α. Π. και ακολούθως συστήθηκε η εναγομένη, κατόπιν συγχώνευσης της μονοπρόσωπης ΑΕ με τις ατομικές επιχειρήσεις των τριών αδελφών Π.. Κατά συνέπεια, τα ως άνω αυτοκίνητα η ιδιότυπη μεταφορική εταιρία δεν είχε τη δυνατότητα να τα μεταβιβάσει στην εναγομένη, αφού, σύμφωνα με τις παραδοχές, δεν ανήκαν σε αυτή κατά κυριότητα, αλλά είχε μόνο τη χρήση τους, η δε εισφορά αυτών από τους ιδιοκτήτες τους στη μονοπρόσωπη ΑΕ, η οποία συγχωνεύτηκε με τις ατομικές επιχειρήσεις και προήλθε η εναγομένη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μεταβίβαση περιουσίας εκ μέρους της "ΙΜΕ", η οποία, σύμφωνα με τις παραδοχές, βρίσκεται στο στάδιο της εκκαθάρισης, οι εργασίες της οποίας δεν έχουν ακόμη περαιωθεί. Προσέτι, με σαφήνεια δέχθηκε ότι η εναγομένη εταιρία δεν κτίσθηκε πάνω στη φήμη και την πελατεία της "ΙΜΕ", αφού οι αδελφοί Π. παράλληλα διατηρούσαν και ατομικές επιχειρήσεις, που δραστηριοποιούνταν στις οδικές μεταφορές, στις δε συναλλαγές γνωστότερο ήταν το όνομα "Π."παρά ο τύπος της επιχείρησης (ατομικής ή εταιρικής). Κατόπιν αυτών, στις διαλαμβανόμενες ανωτέρω παραδοχές ουδεμία αντιφατικότητα υπάρχει, αφού προκύπτουν με σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας για να στηρίξει το διατακτικό του και είναι εφικτός ο έλεγχος της σωστής εφαρμογής του νόμου. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της αίτησης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, συνιστάμενες σε ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση του άρθρου 479 ΑΚ, είναι αβάσιμοι.
6. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 3-11-2017 και με αριθμό κατάθεσης 815/15-11-2017 αίτηση για αναίρεση της 2827/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. -Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 5η Δεκεμβρίου 2018. -Και
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 21η Δεκεμβρίου 2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

ΑΠ 1691/2018 - Στο άρθρο 671 ΑΚ ορίζεται ότι "Η σύμβαση εργασίας που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο λογίζεται πως ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο, αν μετά τη λήξη του χρόνου της ο εργαζόμενος εξακολουθεί την εργασία χωρίς να εναντιώνεται ο εργοδότης", στο δε άρθρο 8 παρ.1 εδ. γ'του ν. 2112/1920 ορίζεται ότι "Οι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, εάν ο καθορισμός της διάρκειας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλά ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου". Οι ως άνω, όμως, διατάξεις δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση κατάρτισης αλλεπάλληλων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, όταν οι συμβάσεις αυτές δικαιολογούνται από κάποιο αντικειμενικό λόγο, όπως είναι και εκείνος κατά τον οποίο η σύναψη σύμβασης για ορισμένο χρόνο επιβάλλεται από διάταξη νόμου ή κανονιστική διάταξη

Next: ΑΠ 1687/2018 - Επειδή, από την διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, κατά την οποία, ο υπαιτίως ζημιώσας άλλον παρά τον νόμο υποχρεούται σε αποζημίωση, προκύπτει ότι η σχετική αγωγή θεμελιώνεται στην ζημιογόνο συμπεριφορά του εναγομένου και στην υπαιτιότητα αυτού, η οποία περιλαμβάνει τόσον τον δόλο όσον και την αμέλεια. Εξ άλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 εδ. α'ΚΠολΔ, αναίρεση συγχωρείται και εάν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπ'όψιν πράγματα μη προταθέντα
Previous: ΑΠ 1693/2018 - Με τη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ, στην οποία ορίζεται ότι "Αν με σύμβαση μεταβιβάσθηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει", καθιερώνεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών, με την έννοια του άρθρου 477 ΑΚ, και δημιουργείται έτσι παθητική εις ολόκληρο ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από τους οποίους ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Επί μεταβίβασης μεμονωμένων αντικειμένων, πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής.
$
0
0
Στο άρθρο 671 ΑΚ ορίζεται ότι "Η σύμβαση εργασίας που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο λογίζεται πως ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο, αν μετά τη λήξη του χρόνου της ο εργαζόμενος εξακολουθεί την εργασία χωρίς να εναντιώνεται ο εργοδότης", στο δε άρθρο 8 παρ.1 εδ. γ'του ν. 2112/1920 ορίζεται ότι "Οι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και..
επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, εάν ο καθορισμός της διάρκειας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλά ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου". Οι ως άνω, όμως, διατάξεις δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση κατάρτισης αλλεπάλληλων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, όταν οι συμβάσεις αυτές δικαιολογούνται από κάποιο αντικειμενικό λόγο, όπως είναι και εκείνος κατά τον οποίο η σύναψη σύμβασης για ορισμένο χρόνο επιβάλλεται από διάταξη νόμου ή κανονιστική διάταξη. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.2 του αναμορφωμένου Γενικού Κανονισμού Προσωπικού του ΟΤΕ (ΓΚΠ - ΟΤΕ), που τέθηκε σε ισχύ με την από 10-6-1999 Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (όρος 21 της εν λόγω ΕΣΣΕ- άρθρο 7 παρ.1 του ν. 1876/1990), "Ο Οργανισμός (ΟΤΕ) δύναται προς κάλυψη έκτακτων και πρόσκαιρων αναγκών να προσλαμβάνει έκτακτο προσωπικό, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά σύστημα, όρους, διαδικασία και προϋποθέσεις που καθορίζονται με απόφαση της Διοίκησης. Η σύμβαση εργασίας απαγορεύεται να παραταθεί ή να ανανεωθεί ή να μετατραπεί σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Το προσωπικό αυτό διέπεται αποκλειστικά από τη σύμβαση εργασίας του και από την εργατική νομοθεσία, χωρίς να υπάγεται στον παρόντα Κανονισμό".
Συνεπώς, εφόσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες πιο κάτω προϋποθέσεις, μετατροπή των κατά το άρθρο 2 παρ.2 του ήδη ισχύοντος ΓΚΠ - ΟΤΕ συναπτόμενων συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου δεν μπορεί να γίνει, οι δε προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 671 του ΑΚ και 8 παρ.1 εδ. γ'του ν. 2112/1920 δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση αυτή, αφού δεν μπορεί να γίνει λόγος για αδικαιολόγητο χαρακτηρισμό της σύμβασης, ως ορισμένης διάρκειας, του υποχρεωτικά, βάσει νόμου, προσληφθέντος για ορισμένο χρόνο μισθωτού, ακόμη και αν αυτός χρησιμοποιήθηκε για εκτέλεση εργασίας, που εξυπηρετεί πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη (ΑΠ 694/2013).

  
Απόφαση 1691 / 2018    (ΣΤ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 1691/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1 Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Μαρία Νικολακέα, προεδρεύουσα αρεοπαγίτη, Αρετή Παπαδιά, Αντιγόνη Καραΐσκου- Παλόγου, Σοφία Τζουμερκιώτη και Γεώργιο Δημάκη, αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 20η Μαρτίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέα Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ.
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "...), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, που εδρεύει στο ... και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου ...., ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Α. Σ. του Ε., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου ..., η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7-12-2005 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με αριθμό 4973/9-12-2005. Εκδόθηκαν η 2759/2008 απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως κατ'αυτής, η 6434/2011 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 18-6-2013 και με αριθμό κατάθεσης 441/20-6-2013 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η εισηγήτρια αρεοπαγίτης, Σοφία Τζουμερκιώτη ανέγνωσε την από 30-10-2017 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης.
Η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της αναιρεσείουσας στα δικαστικά έξοδα.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.
Στο άρθρο 671 ΑΚ ορίζεται ότι "Η σύμβαση εργασίας που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο λογίζεται πως ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο, αν μετά τη λήξη του χρόνου της ο εργαζόμενος εξακολουθεί την εργασία χωρίς να εναντιώνεται ο εργοδότης", στο δε άρθρο 8 παρ.1 εδ. γ'του ν. 2112/1920 ορίζεται ότι "Οι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, εάν ο καθορισμός της διάρκειας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλά ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου". Οι ως άνω, όμως, διατάξεις δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση κατάρτισης αλλεπάλληλων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, όταν οι συμβάσεις αυτές δικαιολογούνται από κάποιο αντικειμενικό λόγο, όπως είναι και εκείνος κατά τον οποίο η σύναψη σύμβασης για ορισμένο χρόνο επιβάλλεται από διάταξη νόμου ή κανονιστική διάταξη. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.2 του αναμορφωμένου Γενικού Κανονισμού Προσωπικού του ΟΤΕ (ΓΚΠ - ΟΤΕ), που τέθηκε σε ισχύ με την από 10-6-1999 Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (όρος 21 της εν λόγω ΕΣΣΕ- άρθρο 7 παρ.1 του ν. 1876/1990), "Ο Οργανισμός (ΟΤΕ) δύναται προς κάλυψη έκτακτων και πρόσκαιρων αναγκών να προσλαμβάνει έκτακτο προσωπικό, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά σύστημα, όρους, διαδικασία και προϋποθέσεις που καθορίζονται με απόφαση της Διοίκησης. Η σύμβαση εργασίας απαγορεύεται να παραταθεί ή να ανανεωθεί ή να μετατραπεί σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Το προσωπικό αυτό διέπεται αποκλειστικά από τη σύμβαση εργασίας του και από την εργατική νομοθεσία, χωρίς να υπάγεται στον παρόντα Κανονισμό".
Συνεπώς, εφόσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες πιο κάτω προϋποθέσεις, μετατροπή των κατά το άρθρο 2 παρ.2 του ήδη ισχύοντος ΓΚΠ - ΟΤΕ συναπτόμενων συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου δεν μπορεί να γίνει, οι δε προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 671 του ΑΚ και 8 παρ.1 εδ. γ'του ν. 2112/1920 δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση αυτή, αφού δεν μπορεί να γίνει λόγος για αδικαιολόγητο χαρακτηρισμό της σύμβασης, ως ορισμένης διάρκειας, του υποχρεωτικά, βάσει νόμου, προσληφθέντος για ορισμένο χρόνο μισθωτού, ακόμη και αν αυτός χρησιμοποιήθηκε για εκτέλεση εργασίας, που εξυπηρετεί πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη (ΑΠ 694/2013).
2.
Η επακολουθήσασα Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την 10-7-1999 και της οποίας η ισχύς άρχισε την 10-7-2001, σύμφωνα με το άρθρο 2 αυτής, ειδικά δε για την Ελλάδα, που έκανε χρήση σχετικής επιφύλαξης, άρχισε μετά ένα έτος, δηλαδή την 10-7-2002, ενσωματώθηκε τελικά στην ελληνική έννομη τάξη, την 2-4-2003, με το π.δ. 81/2003 "Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου". Μέχρι τότε η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, δια της προσχηματικής επιλογής της σύμβασης ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν στην ημεδαπή έννομη τάξη με το άρθρο 8 παρ.3 του ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ και 25 παρ.1 και 3 του Συντάγματος, που εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα. Στο ως άνω π.δ. 81/2003, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το π.δ. 180/2004, ορίζονται, μεταξύ άλλων, και τα εξής: α) Στο άρθρο 2 παρ.1 "Με την επιφύλαξη των οριζόμενων στο άρθρο 2 παρ.1 του π.δ. 164/2004 (ΦΕΚ Α' 134), το παρόν προεδρικό διάταγμα εφαρμόζεται στους εργαζομένους με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίοι απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα, περιλαμβανομένων και των ανωνύμων εταιριών που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 164/2004, σύμφωνα με το άρθρο 3 περίπτωση γ'αυτού", με το οποίο (άρθρο 3 περ. γ') ορίζεται ότι ""Δημόσιος τομέας"νοείται ο οριοθετούμενος από τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ.1 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ Α' 101) ή από άλλες ειδικές διατάξεις, όπως εκάστοτε ισχύουν, αποκλειομένων σε κάθε περίπτωση από αυτόν των ανωνύμων εταιριών που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, οι οποίες υπάγονται στις ρυθμίσεις του π.δ. 81/2003". Τέτοια ανώνυμη εταιρία είναι και η αναιρεσείουσα (ΟΤΕ ΑΕ), η οποία, ως εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και μη εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 164/2004, υπάγεται στις ρυθμίσεις του π.δ. 81/2003. β) Στο άρθρο 5 "Η χωρίς περιορισμό ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου είναι επιτρεπτή, αν δικαιολογείται από έναν αντικειμενικό λόγο. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται ιδίως: Αν δικαιολογείται από τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα του εργοδότη ή της επιχείρησης, ή από ειδικούς λόγους ή ανάγκες, εφόσον τα στοιχεία αυτά προκύπτουν αμέσως ή εμμέσως από την οικεία σύμβαση, όπως η προσωρινή αναπλήρωση μισθωτού, η εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα, η προσωρινή σώρευση εργασίας, ή η ορισμένη διάρκεια βρίσκεται σε συνάρτηση με εκπαίδευση ή κατάρτιση, ή γίνεται με σκοπό τη διευκόλυνση μετάβασης του εργαζομένου σε συναφή απασχόληση ή γίνεται για την πραγματοποίηση συγκεκριμένου έργου ή προγράμματος ή συνδέεται με συγκεκριμένο γεγονός... (παρ.1). Σε περίπτωση που η χρονική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου υπερβαίνει συνολικά τα δύο (2) έτη, τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, με συνέπεια τη μετατροπή αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Αν στο χρονικό διάστημα των δύο (2) ετών ο αριθμός των ανανεώσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας υπερβαίνει τις τρεις (3), τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, με συνέπεια τη μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Το βάρος της ανταπόδειξης σε κάθε περίπτωση φέρει ο εργοδότης (παρ.3). "Διαδοχικές"θεωρούνται οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίζονται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζομένου, με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας και δεν μεσολαβεί μεταξύ τους χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των σαράντα πέντε (45) ημερών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι μη εργάσιμες ημέρες. Προκειμένου περί ομίλου επιχειρήσεων για την εφαρμογή του προηγουμένου εδαφίου στην έννοια του όρου "ίδιου εργοδότη"περιλαμβάνονται και οι επιχειρήσεις του ομίλου (παρ.4). Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε συμβάσεις ή ανανεώσεις συμβάσεων ή σχέσεις εργασίας που συνάπτονται μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος διατάγματος (παρ.5)". Και γ) Στο άρθρο 8Α παρ.1, "Στις διαδοχικές συμβάσεις που είναι ενεργείς ως την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος και έχουν συναφθεί με φορείς που ανήκαν ή ανήκουν στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός οριοθετείται από τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ.1 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ Α' 101) ή από άλλες ειδικές διατάξεις, όπως εκάστοτε ισχύουν και οι οποίοι, κατά την έναρξη ισχύος του π.δ. 164/2004 (ΦΕΚ Α' 134), ήταν εισηγμένοι στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών με τη μορφή ανώνυμης εταιρίας, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 11 του ως άνω π.δ. (164/2004)". Περαιτέρω, με το π.δ. 164/2004, που άρχισε να ισχύει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, την 19-7-2004, και αφορά τους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, εξειδικεύθηκαν οι συνθήκες, υπό τις οποίες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται διαδοχικές και χαρακτηρίζονται ως συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου, προς επίτευξη του στόχου της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, που είναι η αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Με το άρθρο 5 του εν λόγω π.δ. απαγορεύθηκε κατ'αρχήν η κατάρτιση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, η οποία επιτρέπεται κατ'εξαίρεση στις αναφερόμενες εκεί περιπτώσεις και υπό τις στο άρθρο αυτό προϋποθέσεις. Όμως, ενόψει του ότι οι παραπάνω διατάξεις του π.δ. 164/2004 άρχισαν να ισχύουν από την 19-7-2004, το διάταγμα αυτό έπρεπε να περιλάβει και ρυθμίσεις, που να εξασφαλίζουν οπωσδήποτε από 10-7-2002, που έληξε η προθεσμία προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην ως άνω Οδηγία, την προσαρμογή αυτή. Προστέθηκαν, λοιπόν, στο εν λόγω π.δ., οι μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 (που θεωρήθηκαν "συνταγματικώς ανεκτές", λόγω της χρονικά περιορισμένης ισχύος τους), για περιπτώσεις απασχολούμενων στο Δημόσιο ή σε νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, οι οποίες είχαν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του π.δ. 164/2004 και ήταν ενεργείς κατ'αυτήν (19-7-2004), με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο αυτό (ΟλΑΠ 16/2017). Ειδικότερα, οι μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004‚ το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, εφαρμόζεται αναλόγως, κατά το άρθρο 8Α του π.δ. 81/2003 (που προστέθηκε με το άρθρο 4 του π.δ. 180/2004) και επί της αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρίας, που είναι εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, ορίζουν τα εξής: "1. Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ.1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργείς έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης, κατά την παρ.1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση. β) Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου (α) να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση... γ) Το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον, το οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός. δ) Ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση. Οι διαδοχικές συμβάσεις μειωμένου ωραρίου εργασίας συνιστούν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, συμβάσεις αορίστου χρόνου μειωμένης απασχόλησης αντίστοιχης με την αναγραφόμενη στην αρχική σύμβαση... 5. Στις διατάξεις της παρ.1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις, οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος, λογιζόμενες ως ενεργείς διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση του εδ. α'της παρ.1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης...". Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι, όταν συντρέχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις που τίθενται από το άρθρο 11 του π.δ. 164/2004, που εφαρμόζεται αναλόγως, κατά το άρθρο 8Α του π.δ. 81/2003, και επί της αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρίας που είναι εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, τότε οι συναφθείσες με αυτή διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, μπορούν να χαρακτηρισθούν ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου.
3.
Ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α'ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου παραβιάζεται, εάν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αντίθετα, αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου (όταν προσδίδεται σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή) είτε ως κακή εφαρμογή (όταν γίνεται εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης), με αποτέλεσμα την κατάληξη σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ενστάσεων των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την αξιοποίηση των ουσιαστικών παραδοχών, ήτοι αποκλειστικά των πραγματικών περιστατικών που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 319/2017, ΑΠ 130/2016).
4.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (ΚΠολΔ 561 παρ.2), το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, εκτιμώντας όλα τα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, μεταξύ άλλων, τα εξής ουσιώδη: Ότι η ενάγουσα (ήδη αναιρεσίβλητη), την 8-5-2002, προσλήφθηκε από την εναγομένη εταιρία με την επωνυμία "Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος ΑΕ"με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, για το χρονικό διάστημα από 8-5-2002 έως 7-1-2003, προκειμένου να εργασθεί ως έκτακτη εργάτρια συνεχούς και πλήρους απασχόλησης στο ευρισκόμενο στην Αθήνα, επί της οδού Πατησίων αρ. 85, κατάστημά της, χωρίς να αποκλείεται η μετακίνησή της, κατόπιν υπηρεσιακής εντολής, σε άλλες περιοχές ή χώρους, για υπηρεσιακές ανάγκες. Ότι η σύμβαση αυτή ανανεώθηκε (παρατάθηκε) για άλλους οκτώ (8) μήνες, ήτοι έως 7-9-2003 και στη συνέχεια για έξι (6) ακόμη μήνες, ήτοι έως 7-3-2004. Ότι την 15-3-2004, δυνάμει νέας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, διάρκειας 18 μηνών, ήτοι από 15-3-2004 έως 14-9-2005, η ενάγουσα προσλήφθηκε από την εταιρία με την επωνυμία "...", η οποία είναι μέλος του ομίλου (θυγατρική) της εναγομένης, προκειμένου να εργασθεί ως εργάτρια υποστήριξης συνεργείων για νέες τηλεφωνικές συνδέσεις και μεταφορές τηλεφωνικών συνδέσεων. Ότι η κατάρτιση της τελευταίας αυτής σύμβασης, στην οποία φέρεται τυπικά ως εργοδότης η πιο πάνω εταιρία, έγινε χωρίς η τελευταία να θέσει για την πρόσληψη αυτή δικά της κριτήρια ή να κάνει σχετική έρευνα αγοράς (πρόσκληση, προκήρυξη, αγγελία κλπ) και με το αιτιολογικό ότι, δυνάμει σύμβασης που συνήψε με την εναγομένη, ανέλαβε ως ανάδοχος το έργο "Νέες τηλεφωνικές συνδέσεις και μεταφορές στην Αττική". Ότι δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα εργάσθηκε στο τελευταίο αυτό έργο της αναδόχου εταιρίας, υποκείμενη στο διευθυντικό της δικαίωμα, αλλά παρείχε τις υπηρεσίες της και πάλι στην εναγομένη, υποκείμενη στο διευθυντικό δικαίωμα της τελευταίας, παρέχοντας την εργασία της κατά τις ώρες που όριζε η εναγομένη. Ότι στην πραγματικότητα η ενάγουσα συνέχιζε να εργάζεται στους τόπους εργασίας της εναγομένης εταιρίας και παρείχε την εργασία της κάτω από τις οδηγίες και εντολές των προϊσταμένων και εκπροσώπων της εναγομένης και με το ίδιο καθημερινό και πλήρες ωράριο, με αποτέλεσμα πραγματικός εργοδότης να εξακολουθεί να είναι η εναγομένη εταιρία. Ότι κατά την υπογραφή της σύμβασης εργασίας μεταξύ της ενάγουσας και της θυγατρικής εταιρίας της εναγομένης, η αληθινή βούληση και των τριών μερών (ενάγουσας, εναγομένης και "...") ήταν η παραγωγή άλλου εννόμου αποτελέσματος που δεν δηλωνόταν, δηλαδή η κατά φαινόμενο προσληφθείσα από την εταιρία "..."ενάγουσα να παρέχει την εργασία της στην εναγομένη, η οποία ήταν και παρέμενε η αληθινή εργοδότρια αυτής, αφού η εργασία της ήταν απαραίτητη για την κάλυψη των παγίων αναγκών των υπηρεσιών της, η δε υπογραφή αυτής εκ μέρους της ενάγουσας δικαιολογείται από το φόβο της μη πρόσληψής της μετά την 7-3-2004 και τη συνακόλουθη μη δυνατότητα αυτής να επιβάλει στην εναγομένη τη σύναψη νέας σύμβασης εργασίας. Ότι η εικονικότητα της πρόσληψης αυτής ενισχύεται από το γεγονός ότι η ενάγουσα ουδέποτε απασχολήθηκε στη φερόμενη εργοδότριά της και ουδέποτε αυτή άσκησε οποιαδήποτε εποπτεία ή έλεγχο κατά την παροχή της εργασίας της, αλλά από την πρώτη ημέρα της πρόσληψής της μόνο η εναγομένη, ως άμεση εργοδότριά της, ασκούσε το διευθυντικό δικαίωμα επ'αυτής. Ότι, παρόλο που στις τρεις προαναφερόμενες διαδοχικές συμβάσεις, που η ενάγουσα είχε συνάψει απευθείας με την εναγομένη, φέρεται ότι προσλήφθηκε από την τελευταία ως έκτακτη εργάτρια, από το 424Δ/24-8-2003 έγγραφο της εναγομένης προκύπτει ότι η ενάγουσα απασχολήθηκε στη Διεύθυνση Τεχνικών Θεμάτων και Λειτουργιών Αττικής και από 1-9-2003 στη Διεύθυνση Επιχειρησιακών Πληροφοριακών Συστημάτων και παρείχε τις υπηρεσίες της στην εναγομένη ως διοικητικό προσωπικό και όχι ως εργάτρια. Ότι ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό που έδωσε η εναγομένη στην ένδικη σύμβαση εργασίας της ενάγουσας ως ορισμένου χρόνου, χωρίς τη δυνατότητα αυτής να αντιλέξει στο χαρακτηρισμό αυτό, από τη φύση και τη λειτουργία της εργασιακής αυτής σχέσης για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών και τεσσάρων (4) μηνών (από 8-5-2002 έως 14-9-2005), αναδεικνύεται η πραγματική υφή της σύμβασης, καθώς και η βούληση των μερών να υπάρχει και να λειτουργεί μεταξύ τους μία ενιαία σύμβαση εργασίας με τα χαρακτηριστικά της σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, για την κάλυψη παγίων, διαρκών, τακτικών και προβλέψιμων αναγκών των παραπάνω υπηρεσιών της εναγομένης, που ανταποκρίνονταν στις πραγματικές συνθήκες απασχόλησης αυτής, οι οποίες είναι ίδιες με αυτές του μονίμου προσωπικού της εναγομένης. Ότι με βάση τα ανωτέρω, η ενάγουσα, η οποία από την αρχική της σύμβαση παρείχε τις υπηρεσίες της, απασχολούμενη συνεχώς και αδιαλείπτως στις θέσεις που εξαρχής τοποθετήθηκε από την εναγομένη εταιρία και συνέχιζε να παρέχει αυτές και μετά την πρόσληψή της από τη φερόμενη (εικονική) εργοδότριά της, καλύπτοντας πάγιες, μόνιμες και διαρκείς ανάγκες της εναγομένης, εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 8Α του π.δ. 81/2003, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 4 του π.δ. 180/2004, εφόσον αυτή: α) συνυπολογιζόμενου και του χρόνου εργασίας της στην ως άνω εικονική εργοδότριά της (θυγατρική-μέλος του ομίλου της εναγομένης), είχε συμπληρώσει κατά την έναρξη ισχύος του τελευταίου διατάγματος (23-8-2004) χρόνο μεγαλύτερο των 24 μηνών, αφού προσλήφθηκε την 8-5-2002, β) η σύμβασή της ήταν ενεργής κατά τη δημοσίευση του π.δ. 180/2004, γ) απασχολήθηκε στην ίδια εργοδότρια, σύμφωνα με τις ανωτέρω παραδοχές, και δ) το αντικείμενο της εργασίας της αφορά σε δραστηριότητα που καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες της εναγομένης και δη στις υπηρεσίες αυτής, στις οποίες τοποθετήθηκε από την αρχική της πρόσληψη και η σύμβαση εργασίας της συνιστά σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία συνεχίζει να υφίσταται και μετά την πιο πάνω συμφωνημένη λήξη της. Κατόπιν αυτών, το Εφετείο απέρριψε την έφεση ως ουσία αβάσιμη, επικυρώνοντας έτσι την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία είχε αναγνωρισθεί ότι η σχέση εργασίας, που συνέδεε την ενάγουσα με την εναγομένη, ήταν αυτή της εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς και ότι η γενόμενη καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας ήταν άκυρη, υποχρεώνοντας την εναγομένη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της.
5.
Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε ότι η ενάγουσα συνδέεται με την εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, υπαγόμενη στις διατάξεις του άρθρου 8Α του π.δ. 81/2003, που προστέθηκε με το άρθρο 4 του π.δ. 180/2004, και του αναλογικά εφαρμοζόμενου άρθρου 11 του π.δ. 164/2004. Έτσι, όπως έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, ούτε παραβίασε, με τη μη εφαρμογή τους, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 8 παρ.3 του ν. 2112/1920 και του άρθρου 2 παρ.2 του ΓΚΠ-ΟΤΕ. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αίτησης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Επίσης, αβάσιμος είναι και ο πρώτος λόγος της αίτησης, κατά το πρώτο μέρος του, από το άρθρο 559 αρ.1 (και όχι από τον αρ.14) ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι παρά το νόμο δεν απέρριψε την αγωγή, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης. Περαιτέρω, δέχθηκε το Εφετείο ότι η ένδικη αγωγή ασκήθηκε εντός της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 6 παρ.1 του ν. 3198/1955, αφού από τη λύση της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας την 14-9-2005 μέχρι την επίδοση της ένδικης αγωγής, που έλαβε χώρα την 14-12-2005, δεν είχε συμπληρωθεί η παραπάνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία και συνακόλουθα η ένδικη αγωγή δεν ασκήθηκε εκπροθέσμως. Με την κρίση αυτή, το Εφετείο δεν παραβίασε την προαναφερθείσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 του ν. 3198/1955 και συνεπώς ο πρώτος λόγος της αίτησης, κατά το δεύτερο μέρος του, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 παρ.1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
6.
Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18-6-2013 και με αριθμό κατάθεσης 441/20-6-2013 αίτηση για αναίρεση της 6434/2011 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. -Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 5η Δεκεμβρίου 2018. -Και
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 21η Δεκεμβρίου 2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 1687/2018 - Επειδή, από την διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, κατά την οποία, ο υπαιτίως ζημιώσας άλλον παρά τον νόμο υποχρεούται σε αποζημίωση, προκύπτει ότι η σχετική αγωγή θεμελιώνεται στην ζημιογόνο συμπεριφορά του εναγομένου και στην υπαιτιότητα αυτού, η οποία περιλαμβάνει τόσον τον δόλο όσον και την αμέλεια. Εξ άλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 εδ. α'ΚΠολΔ, αναίρεση συγχωρείται και εάν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπ'όψιν πράγματα μη προταθέντα

Next: ΑΠ 1684/2018 - Με την οποία ο πρώτος, επικαλούμενος τη μεταξύ αυτού ως μισθωτή και του δεύτερου ως εκμισθωτή σύμβαση μίσθωσης αγροτεμαχίων και τη μεταγενέστερη μεταξύ τους συμφωνία περί είσπραξης από τον εναγόμενο για λογαριασμό του ενάγοντος της δικαιούμενης αποζημίωσης από τον ΕΛΓΑ των ζημιών που υπέστησαν οι καλλιέργειές του (ενάγοντος) στα παραπάνω ακίνητα, ζήτησε την επιδίκαση σ'αυτόν α) του ποσού της αποζημίωσης που εισέπραξε ο τελευταίος από τον ΕΛΓΑ για τις ζημίες από πλημμύρα που υπέστησαν οι καλλιέργειες του ενάγοντος στα παραπάνω ακίνητα, το οποίο δεν απέδωσε στον πρώτο, κατά παράβαση των μεταξύ τους συμφωνηθέντων
Previous: ΑΠ 1691/2018 - Στο άρθρο 671 ΑΚ ορίζεται ότι "Η σύμβαση εργασίας που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο λογίζεται πως ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο, αν μετά τη λήξη του χρόνου της ο εργαζόμενος εξακολουθεί την εργασία χωρίς να εναντιώνεται ο εργοδότης", στο δε άρθρο 8 παρ.1 εδ. γ'του ν. 2112/1920 ορίζεται ότι "Οι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, εάν ο καθορισμός της διάρκειας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλά ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου". Οι ως άνω, όμως, διατάξεις δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση κατάρτισης αλλεπάλληλων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, όταν οι συμβάσεις αυτές δικαιολογούνται από κάποιο αντικειμενικό λόγο, όπως είναι και εκείνος κατά τον οποίο η σύναψη σύμβασης για ορισμένο χρόνο επιβάλλεται από διάταξη νόμου ή κανονιστική διάταξη
$
0
0
Επειδή, από την διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, κατά την οποία, ο υπαιτίως ζημιώσας άλλον παρά τον νόμο υποχρεούται σε αποζημίωση, προκύπτει ότι η σχετική αγωγή θεμελιώνεται στην ζημιογόνο ...
συμπεριφορά του εναγομένου και στην υπαιτιότητα αυτού, η οποία περιλαμβάνει τόσον τον δόλο όσον και την αμέλεια. Εξ άλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 εδ. α'ΚΠολΔ, αναίρεση συγχωρείται και εάν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπ'όψιν πράγματα μη προταθέντα. Πράγματα κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως θεωρούνται οι ισχυρισμοί, οι οποίοι έχοντες αυτοτελή υπόσταση τείνουν στην θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ασκηθέντος ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος και στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως, αντενστάσεως ή λόγου εφέσεως. Επομένως, η λήψη υπ'όψιν από το δικαστήριο άλλης αγωγικής βάσεως από την προτεινομένη με την αγωγή ιδρύει βασίμως τον εν λόγω αναιρετικό λόγο, ως όταν επί αγωγής εξ αδικοπραξίας στηριζομένης στον δόλο το δικαστήριο δεχθεί την αγωγή με το σκεπτικό ότι συνέτρεχε αμέλεια του εναγομένου ή αντιστρόφως. Δεν ιδρύεται όμως ο εν λόγω λόγος αναιρέσεως, εάν το δικαστήριο επί αγωγής εξ αδικοπραξίας στηριζομένης στην αμέλεια δεχθεί συντρέξαντα επιπρόσθετα πραγματικά περιστατικά μη περιεχόμενα στην αγωγή εξειδικεύοντα περαιτέρω την αμελή συμπεριφορά, αφού η έννοια της αμελείας δύναται παραδεκτώς να συγκεκριμενοποιείται βάσει των περιστατικών, τα οποία προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία, έστω και εάν δεν συμπίπτουν πλήρως προς τα εκτιθέμενα στην αγωγή, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι δεν προσδίδεται ουσιωδώς διάφορο περιεχόμενο στην εκτιθεμένη στην αγωγή αμελή συμπεριφορά και δεν μεταβάλλεται κατ'αυτόν τον τρόπο η βάση της αγωγής.

Αριθμός 1687/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2'Πολιτικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αντιγόνη Καραΐσκου - Παλόγου και Λουκά Μόρφη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 24 Απριλίου 2018, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "..."και με διακριτικό τίτλο ".... Ε.Π.Ε."που εδρεύει στην ..., 2) Μ. Γ. του Ν., κατοίκου ..., 3) Χ. Ν., κατοίκου ... και 4) Π. Λ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ....., που δεν κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: ... (B...) Ν... του (D...) Φ... κατοίκου ... προσωρινά διαμένοντος στη .., ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29/6/2012 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου και την από 5/2/2013 προσεπίκληση - παρεμπίπτουσα αγωγή της μη διαδίκου στη δίκη αυτή ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "... Ο.Ε.", που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάσθηκαν με την προφορικά ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση της μη διαδίκου στη δίκης αυτή ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "... .A.E.". Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 11683/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 1393/2016 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσειόντες με την από 25/6/2017 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 108, 110 παρ. 2, 498 παρ. 1, 568 παρ. 1, 2, 4 και 576 παρ. 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, εάν κατά την συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως απολείπεται ο αντίδικος του επιμεληθέντος της συζητήσεως διαδίκου, εξετάζει ο Άρειος Πάγος εάν ο εν λόγω διάδικος έχει κλητευθεί νομίμως και εμπροθέσμως, οπότε, εάν προκύπτει νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση, προβαίνει στην συζήτηση εν απουσία αυτού.
Εν προκειμένω, από την υπ'αριθμόν 3405/6 Φεβρουαρίου 2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού του Εφετείου Θεσσαλονίκης Κ. Β. προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση από 25ης Ιουνίου 2017 αιτήσεως αναιρέσεως έχει νομίμως και εμπροθέσμως κατά τις διατάξεις των άρθρων 122 επ., 498, 499 και 568 ΚΠολΔ επιδοθεί επιμελεία των αναιρεσειόντων στον αναιρεσίβλητο, καλούμενο να παραστεί κατά την ορισθείσα στην αρχή της παρούσης αναφερομένη δικάσιμο. Κατά την εν λόγω δικάσιμο δεν ενεφανίσθη ο αναιρεσίβλητος, ούτε είχε κατατεθεί κατά τα άρθρα 573 παρ. 1 και 242 παρ. 2 ΚΠολΔ δήλωση ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση της υποθέσεως.
Συνεπώς η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να χωρήσει εν απουσία αυτού. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση διώκεται η αναίρεση της υπ'αριθμόν 1393/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης καθ'ο μέρος δι'αυτής έχει γίνει δεκτή η από 29ης Ιουνίου 2012 αγωγή του αναιρεσιβλήτου αφορώσα αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση εξ εργατικού ατυχήματος. Αρχικώς ο αναιρεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την εν λόγω αγωγή κατά της ομορρύθμου εταιρίας "... Ο.Ε.", των Α. Χ. και Σ. Τ., της πρώτης των αναιρεσειόντων εταιρίας περιωρισμένης ευθύνης "... Ε.Π.Ε."και των δευτέρου, τρίτου και τετάρτου των αναιρεσειόντων Μ. Γ., Χ. Δ. Ν. και Π. Λ. αντιστοίχως, ενώ η εταιρία "... Ο.Ε."άσκησε προσεπίκληση και παρεμπίπτουσα αγωγή κατά της ασφαλιστικής εταιρίας "... A.A.E.", η οποία άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ αυτής. Επί των εν λόγω συνεκδικασθεισών αγωγής, προσεπικλήσεως, παρεμπιπτούσης αγωγής και προσθέτου παρεμβάσεως εξεδόθη η υπ'αριθμόν 11683/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, δια της οποίας απερρίφθησαν η παρεμπίπτουσα αγωγή και η παρέμβαση και έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή του αναιρεσιβλήτου. Κατά της ως άνω αποφάσεως η εταιρία "... Ο.Ε."και οι Α. Χ. και Σ. Τ. άσκησαν την από 21ης Σεπτεμβρίου 2015 έφεση και οι αναιρεσείοντες την από 19ης Οκτωβρίου 2015 έφεση. Επί των συνεκδικασθεισών εν λόγω εφέσεων εξεδόθη η ως άνω απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία, εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων, κατά παραδοχή των εφέσεων, μετ'εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, παρεπέμφθησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης προς εκδίκαση η αγωγή του αναιρεσιβλήτου ως προς την εναγομένη εταιρία "... Ο.Ε."και τους εναγομένους Α. Χ. και Σ. Τ. και η παρεμπίπτουσα αγωγή αυτών κατά της ασφαλιστικής εταιρίας "... A.A.E."και απερρίφθη η πρόσθετη παρέμβαση, ενώ έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή του αναιρεσιβλήτου καθ'ο μέρος εστρέφετο κατά των αναιρεσειόντων, οι οποίοι εν συνεχεία άσκησαν την προαναφερομένη υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως. Η εν λόγω αίτηση έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 552, 553, 556, 558, 564 και 566 ΚπολΔ. Πρέπει, συνεπώς, κατά την διάταξη του άρθρου 577 παρ. 3 ιδίου Κώδικος να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.
Επειδή, από την διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, κατά την οποία, ο υπαιτίως ζημιώσας άλλον παρά τον νόμο υποχρεούται σε αποζημίωση, προκύπτει ότι η σχετική αγωγή θεμελιώνεται στην ζημιογόνο συμπεριφορά του εναγομένου και στην υπαιτιότητα αυτού, η οποία περιλαμβάνει τόσον τον δόλο όσον και την αμέλεια. Εξ άλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 εδ. α'ΚΠολΔ, αναίρεση συγχωρείται και εάν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπ'όψιν πράγματα μη προταθέντα. Πράγματα κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως θεωρούνται οι ισχυρισμοί, οι οποίοι έχοντες αυτοτελή υπόσταση τείνουν στην θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ασκηθέντος ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος και στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως, αντενστάσεως ή λόγου εφέσεως. Επομένως, η λήψη υπ'όψιν από το δικαστήριο άλλης αγωγικής βάσεως από την προτεινομένη με την αγωγή ιδρύει βασίμως τον εν λόγω αναιρετικό λόγο, ως όταν επί αγωγής εξ αδικοπραξίας στηριζομένης στον δόλο το δικαστήριο δεχθεί την αγωγή με το σκεπτικό ότι συνέτρεχε αμέλεια του εναγομένου ή αντιστρόφως. Δεν ιδρύεται όμως ο εν λόγω λόγος αναιρέσεως, εάν το δικαστήριο επί αγωγής εξ αδικοπραξίας στηριζομένης στην αμέλεια δεχθεί συντρέξαντα επιπρόσθετα πραγματικά περιστατικά μη περιεχόμενα στην αγωγή εξειδικεύοντα περαιτέρω την αμελή συμπεριφορά, αφού η έννοια της αμελείας δύναται παραδεκτώς να συγκεκριμενοποιείται βάσει των περιστατικών, τα οποία προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία, έστω και εάν δεν συμπίπτουν πλήρως προς τα εκτιθέμενα στην αγωγή, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι δεν προσδίδεται ουσιωδώς διάφορο περιεχόμενο στην εκτιθεμένη στην αγωγή αμελή συμπεριφορά και δεν μεταβάλλεται κατ'αυτόν τον τρόπο η βάση της αγωγής.
Εν προκειμένω, από την επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Μονομελές Εφετείο εδέχθη τα εξής: "Η Εταιρία Παροχής ... Α.Ε. (...) είχε αναθέσει στην πρώτη εναγομένη ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία " ... Ο.Ε."και το διακριτικό τίτλο "...", εργολαβικά, ως ανάδοχο, δυνάμει ετήσιας (για το έτος 2011) σύμβασης έργου, την εκτέλεση τμήματος του έργου εγκατάστασης δικτύου φυσικού αερίου στη Βόρεια Ελλάδα (...). Η πρώτη εναγομένη, με τη σειρά της, είχε αναθέσει, υπεργολαβικά, δυνάμει του από 16.08.2011 ιδιωτικού συμφωνητικού, στην τέταρτη εναγομένη, μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία " ... Ε.Π.Ε."με το διακριτικό τίτλο ".... Ε.Π.Ε." (ήδη 1η αναιρεσείουσα), η οποία εκπροσωπείται νόμιμα από τον πέμπτο των εναγομένων (ήδη 2ο αναιρεσείοντα), που είναι και ο διαχειριστής της, την εκτέλεση τμήματος του παραπάνω έργου που είχε αναλάβει (...) - η τέταρτη εναγομένη, χρησιμοποιούσε, ως εργαζομένους της, έχοντας προστήσει αυτούς στην υπηρεσία τους, τον έκτο εναγόμενο, Χ. Ν., (ήδη 3ο αναιρεσείοντα) στη θέση του εργοδηγού, επόπτη και υπεύθυνο των εργασιών και τον έβδομο εναγόμενο, Π. Λ. (ήδη 4ο αναιρεσείοντα) στη θέση του οδηγού, ενώ προσέλαβε, στις 06.09.2011, και τον ενάγοντα (ήδη αναιρεσίβλητο) με άτυπη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί ως ανειδίκευτος εργάτης στο ίδιο έργο, με ειδικότερα καθήκοντα τον οπτικό έλεγχο των σκαμμάτων εκσκαφής του δικτύου φυσικού αερίου και πιο συγκεκριμένα τον έλεγχο της τυχόν διέλευσης από την περιοχή του σκάμματος δικτύων κοινής ωφέλειας και ακολούθως την ενημέρωση του χειριστή του εκσκαπτικού μηχανήματος, αλλά και τον καθαρισμό όλης της περιοχής γύρω από το σκάμμα, ώστε να μπορέσουν στη συνέχεια οι τεχνίτες της εναγομένης να τοποθετήσουν τους αγωγούς φυσικού αερίου. Στις 19.12.2011 (...) ο εργοδηγός της εναγομένης και ήδη έκτος εναγόμενος Χ. Ν. επικοινώνησε τηλεφωνικώς με το συνεργείο, δίνοντας εντολή στον Π. Λ. και τον ενάγοντα να παραλάβουν έναν αγωγό, διαμέτρου φ63 (χιλιοστών) και μήκους 150 μέτρων, από το κινητό εργοτάξιο της εργολάβου εταιρίας ("...") στον ... και να τον μεταφέρουν σε άλλο εργοτάξιο της τέταρτης εναγομένης, στην περιοχή .... Κατά τις εντολές του εργοδηγού, ο αγωγός έπρεπε να μεταφερθεί από τους δύο εργαζομένους με το φορτηγό που οδηγούσε ο Π. Λ., μέσω μίας τροχήλατης ανέμης (εκτυλίχτριας) που θα τη συνέδεαν στο φορτηγό. Η εκτυλίχτρια αυτή είναι μία μεταλλική κατασκευή, φερόμενη σε ρυμουλκούμενο όχημα, στην οποία τυλίγεται σε κουλούρα εύκαμπτος πλαστικός σωλήνας πολυαιθυλενίου, μεγάλου μήκους, που χρησιμοποιείται για τη διέλευση φυσικού αερίου. Σε εκτέλεση των παραπάνω εντολών του εργοδηγού, ο Π. Λ. με τον ενάγοντα μετέβησαν με το φορτηγό, που διέθετε ανυψωτικό βραχίονα μεταφοράς (παπαγαλάκι) στο κινητό εργοτάξιο της "..."στον .... Εκεί τους ανέμενε ο αποθηκάριος της "..."Χ. Δ., τον οποίο είχε ενημερώσει τηλεφωνικώς ο εργοδηγός της "..."Ι. Δ. και του είχε υποδείξει τον αγωγό που θα μεταφερόταν. Πράγματι, ο αποθηκάριος υπέδειξε τον αγωγό, όμως η μεταφορά δεν μπορούσε να γίνει αμέσως, καθώς στην εκτυλίχτρια υπήρχε ήδη τυλιγμένος αγωγός άλλης διαμέτρου, και συγκεκριμένα διαμέτρου φ125 (χιλιοστών) και μήκους 150 μέτρων, τον οποίο έπρεπε να αφαιρέσουν ο Π. Λ. με τον ενάγοντα και στη συνέχεια να προσαρμόσουν στη θέση του τον αγωγό που έπρεπε να μεταφερθεί. Έτσι, ο Π. Λ. με τον ενάγοντα, αφού προέβησαν στη σύνδεση της εκτυλίχτριας (κοτσάρισμα) στο φορτηγό, προχώρησαν στην αναγκαία για την αντικατάσταση της κουλούρας του ευρισκόμενου στην εκτυλίχτρια αγωγού αφαίρεση του πλαϊνού μεταλλικού πλαισίου (ανέμη) αυτής. Για το σκοπό αυτό ο Π. Λ. ανέβηκε στη ρόδα του οχήματος που έφερε την εκτυλίχτρια και αφαίρεσε τις τρεις ασφάλειες που υπήρχαν εκεί, προκειμένου να συγκρατούν το πλαϊνό μεταλλικό πλαίσιο και στη συνέχεια ζήτησε από τον ενάγοντα, ο οποίος τη στιγμή εκείνη βρισκόταν μπροστά στην εκτυλίχτρια, πατώντας στο έδαφος, να τραβήξει με τα χέρια του την ανέμη, προκειμένου αυτή, μετά την απασφάλισή της, να μετακινηθεί και στη συνέχεια να την τοποθετήσει με τη βοήθεια του Π. Λ. στο έδαφος. Ο τρόπος αυτός ήταν επικίνδυνος, καθώς η ανέμη ήταν μεταλλική και είχε πολύ μεγάλο βάρος και όγκο και ο ενάγων δεν θα μπορούσε να τη συγκρατήσει μόνος του, ενώ υπήρχε κίνδυνος πτώσης και της κουλούρας του αγωγού που ζύγιζε 500 περίπου κιλά. Για το λόγο ακριβώς αυτό ο ενάγων ζήτησε από τον Π. Λ. να μην εκτελεστεί η εργασία με τον τρόπο που εκείνος του είχε υποδείξει, όμως ο Π. Λ. τον καθησύχασε, λέγοντάς του αυτή ήταν η πάγια πρακτική της εταιρίας για το είδος της συγκεκριμένης εργασίας, κάτι που όπως αποδείχθηκε πράγματι γινόταν με τον παραπάνω τρόπο, παρά τους κινδύνους που εγκυμονούσε, και μάλιστα με εντολή του πέμπτου εναγομένου (ως εκπροσώπου και διαχειριστή της τέταρτης) για λόγους εξοικονόμησης χρόνου, αλλά και εν γνώσει του έκτου εναγομένου (εργοδηγού της). Ο ενάγων αναγκάσθηκε να υπακούσει στις εντολές του Π. Λ., καθώς εκείνος μεν γνώριζε και εκτελούσε τις εντολές του εκπροσώπου της τέταρτης εναγομένης - πέμπτου εναγομένου και του εργοδηγού της έκτου εναγομένου ως προς τον τρόπο εκτέλεσης της συγκεκριμένης εργασίας, ενώ ο ίδιος (ενάγων) ήταν ανειδίκευτος εργάτης, αλλοδαπής (αλβανικής) καταγωγής, χωρίς καμία εμπειρία στη συγκεκριμένη εργασία, που, αντίθετα προς τον Π. Λ., την εκτελούσε για πρώτη φορά. Κατά την εκτέλεση όμως της εργασίας με τον παραπάνω (επικίνδυνο) τρόπο, η ανέμη μαζί με την κουλούρα του αγωγού, που άρχισε κι αυτή να κουνιέται, άρχισαν να γέρνουν, λόγω του μεγάλου βάρους τους, προς την πλευρά των δύο εργαζομένων και σχεδόν αμέσως έπεσαν στο έδαφος, παρά την προσπάθεια του Π. Λ. και του ενάγοντος να τις συγκρατήσουν. Ο Π. Λ.ς πρόλαβε να απομακρυνθεί, όμως ο ενάγων παγιδεύτηκε κάτω από την ανέμη και την κουλούρα του αγωγού, με αποτέλεσμα να χτυπηθεί αρχικά από την ανέμη στο πάνω μέρος του κεφαλιού του και να υποστεί κακώσεις και στη συνέχεια να καταπλακωθεί το δεξί του πόδι και από τα δύο (ανέμη και κουλούρα αγωγού) μέχρι το ύψος του μηρού. Το παραπάνω (εργατικό κατά την έννοια του νόμου) ατύχημα οφείλεται σε υπαιτιότητα των προστηθέντων υπαλλήλων και του αρμοδίου οργάνου της τέταρτης εναγομένης, επειδή από αμέλειά τους δεν έλαβαν και δεν τήρησαν τα προβλεπόμενα από το νόμο και ειδικότερα τις διατάξεις των άρθρων 85 παρ. 1 και 3 και 111 του π.δ. 1073/1981 σε συνδ. με το ν. 1396/1983, που ρυθμίζουν τις υποχρεώσεις λήψης και τήρησης των μέτρων ασφάλειας στις οικοδομές και λοιπά ιδιωτικά τεχνικά έργα, καθώς και των άρθρων 42 παρ. 1, δ περ. γ', δ'και στ', 8 περ. β'και δ', 47 παρ. 1 εδ. β'και 48 παρ. 1 και 3 του ν. 3850/2010, μέτρα ασφαλείας, αλλά και επειδή από έλλειψη της επιμέλειας και προσοχής που όφειλαν και μπορούσαν κατά τις περιστάσεις να καταβάλουν, δεν προέβλεψαν ότι κατά την εκτέλεση της εργασίας με τον προαναφερθέντα (επικίνδυνο) τρόπο και ειδικότερα ότι κατά την προσπάθεια αφαίρεσης της ανέμης και της κουλούρας του αγωγού χωρίς την προηγούμενη πρόσδεσή τους σε γερανό, μπορούσε να επέλθει η πτώση τους πάνω στον ενάγοντα και ο συνακόλουθος τραυματισμός του. Ειδικότερα, ο πέμπτος εναγόμενος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εργοδότριας του ενάγοντος τέταρτης εναγομένης, δεν έλαβε και δεν τήρησε τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας, που συνίσταντο: α) στην παρουσία, ανελλιπώς καθ'όλη τη διάρκεια της εργασίας αφαίρεσης της ανέμης, εκφόρτωσης του υπάρχοντος αγωγού και φόρτωσης του νέου, εκπροσώπου της για τη διαρκή επίβλεψη και επιμέλεια της εκτέλεσης των ως άνω εργασιών και το συντονισμό και καθοδήγηση του Π. Λ. και του ενάγοντος, β) στην πλήρη ενημέρωση του ενάγοντος για το βάρος της ανέμης και του αγωγού που επρόκειτο να αφαιρεθεί και για τους κινδύνους που εγκυμονούσε η ως άνω εργασία και μάλιστα κατά τρόπο κατανοητό για τον τελευταίο, δεδομένης και της αλλοδαπής καταγωγής του, γ) στην παροχή επαρκών πληροφοριών για την ορθή χρήση του εξοπλισμού που έπρεπε να χρησιμοποιηθεί κατά την εργασία και ειδικότερα για την ανάγκη χρήσης του μηχανισμού ανύψωσης (παπαγαλάκι) και μάλιστα πριν και όχι μετά την απασφάλιση της ανέμης, δηλαδή όχι μόνο για τη φόρτωση του νέου αγωγού στην εκτυλίχτρια αλλά και για την αφαίρεση της ανέμης και του ήδη υπάρχοντος εκεί αγωγού, δ) στην ανάθεση καθηκόντων στον ενάγοντα, αφενός χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ικανότητες του εν λόγω εργαζομένου σε θέματα ασφάλειας και υγείας, ενόψει του ότι ήταν ανειδίκευτος, δεν είχε καμία εμπειρία προς τούτο και εκτελούσε την ως άνω εργασία για πρώτη φορά και αφετέρου χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και εκπαίδευσή του, και χωρίς παροχή σ'αυτόν κατάλληλων οδηγιών για την εκτέλεση των εργασιών επ'ευκαιρία της μετάβασής του στο χώρο του εργοταξίου της πρώτης εναγομένης. Αλλά, ακόμη, και στο ότι έδωσε εντολή δια του προστηθέντος υπαλλήλου της εργοδότριας εταιρίας εβδόμου εναγομένου, να αφαιρεθεί η μεταλλική ανέμη και η κουλούρα του αγωγού, χωρίς τη χρήση του ειδικού ανυψωτικού μηχανήματος, προς εξοικονόμηση χρόνου. Οι παραλείψεις αυτές του πέμπτου εναγομένου, που έλαβαν χώρα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί, δημιουργούν εις ολόκληρον ευθύνη του ίδιου και της τέταρτης εναγομένης, της οποίας ήταν νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής, σύμφωνα με το άρθρο 71 του ΑΚ. Η τέταρτη εναγομένη ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον και με τους προστηθέντες από αυτήν εργαζομένους της, έκτο και έβδομο των εναγομένων, για τη ζημία που αυτοί παράνομα και υπαίτια προξένησαν στον ενάγοντα κατά την υπηρεσία τους, σύμφωνα με το άρθρο 922 του ΑΚ. Ειδικότερα, ο έκτος εναγόμενος, εργαζόμενος στην τέταρτη, με την ιδιότητα του εργοδηγού, επόπτη και υπεύθυνου των εργασιών του έργου, και προστηθείς από αυτήν, αφού ενεργούσε προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων της σύμφωνα με τις οδηγίες και υποδείξεις της, ευθύνεται διότι έδωσε εντολή στον ενάγοντα να συνοδεύσει τον οδηγό του φορτηγού Π. Λ., προκειμένου από κοινού να παραλάβουν την εκτυλίχτρια με τον υποδειχθέντα από αυτόν αγωγό, κατόπιν αφαίρεσης του ευρισκόμενου σ'αυτήν άλλου αγωγού, χωρίς προηγουμένως να επιστήσει την προσοχή του ενάγοντος, που επισκεπτόταν για πρώτη φορά το χώρο του κινητού εργοταξίου της πρώτης εναγομένης, έβλεπε για πρώτη φορά αντίστοιχο μηχάνημα (εκτυλίχτρια) και θα ενεργούσε για πρώτη φορά ανάλογη εργασία, στους κινδύνους που εγκυμονούσε η εργασία αυτή, χωρίς να τον ενημερώσει κατά τρόπο κατανοητό και κατάλληλο για τις ενέργειες στις οποίες έπρεπε να προβεί για να διεκπεραιωθεί η εργασία με ασφάλεια, χωρίς να τον εκπαιδεύσει προς τούτο, χωρίς να υποδείξει το σωστό τρόπο για την ασφαλή απομάκρυνση της ανέμης και της κουλούρας του αγωγού μέσω του ανυψωτικού μηχανήματος, κάτι που η τέταρτη εναγομένη δια του νομίμου εκπροσώπου της πέμπτου εναγομένου παρέλιπε εν γνώσει του έκτου εναγομένου για τους προαναφερθέντες λόγους εξοικονόμησης χρόνου, και τέλος, χωρίς να παρίσταται ο ίδιος αυτοπροσώπως κατά τη διάρκεια της εργασίας αυτής για την επίβλεψη και το συντονισμό των ενεργειών του Π. Λ. και του ενάγοντος. Και, τέλος, ο έβδομος εναγόμενος, εργαζόμενος στην τέταρτη, με την ιδιότητα του οδηγού φορτηγού, και προστηθείς από αυτήν, ευθύνεται διότι, ενώ ο ίδιος είχε εκτελέσει πολλές φορές στο παρελθόν την ίδια εργασία, παρέλειψε ως εμπειρότερος και αρχαιότερος υπάλληλος να παράσχει στον ενάγοντα τις δέουσες πληροφορίες αναφορικά με τους κινδύνους που υπήρχαν, κατά τρόπο κατανοητό γι'αυτόν, παρέλειψε να τον ενημερώσει για τη διαδικασία σταδιακής αφαίρεσης αρχικά των ασφαλειών, στη συνέχεια της μεταλλικής ανέμης και τελικά της κουλούρας του αγωγού, ώστε ο ενάγων σε κάθε στάδιο να γνωρίζει τι επρόκειτο να επακολουθήσει, και κυρίως παρέλειψε να κάνει χρήση του ανυψωτικού μηχανισμού πριν την αφαίρεση των ασφαλειών της ανέμης, προκειμένου να διεκπεραιωθεί η εργασία με ασφάλεια. Οι παραπάνω παραλείψεις των εναγομένων τελούν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας σε αιτιώδη συνάφεια με το ατύχημα, κατά το οποίο επήλθε ο τραυματισμός του ενάγοντος, διότι κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης ήταν επαρκώς ικανές (πρόσφορες) να επιφέρουν το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφεραν. (...) Οι παραπάνω παραδοχές προκύπτουν από τη συνολική εκτίμηση των αποδείξεων, ιδιαίτερη μνεία όμως πρέπει να γίνει, δεδομένου ότι οι καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων (και του εβδόμου που εξετάσθηκε χωρίς όρκο), όπως και οι θέσεις των ίδιων των διαδίκων, συγκρούονται μεταξύ τους, στην από 01.04.2012 έκθεση του Επιθεωρητή Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία, Π. Π., ο οποίος διενήργησε σχετική αυτοψία στον τόπο του ατυχήματος στις 23.12.2011, τέσσερις μόλις ημέρες μετά το ατύχημα, συνοδευόμενος από τον Επιθεωρητή Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία, Α. Τ., μετά την αναγγελία του ατυχήματος από την τέταρτη εναγόμενη, στην Επιθεώρηση Εργασίας και κατέληξε στα ταυτόσημα με τις παραπάνω παραδοχές της παρούσας αποφάσεως συμπεράσματά του, αφού έκανε αυτοψία στο χώρο και αφού συνομίλησε όχι μόνο με τον παθόντα, αλλά και με τους αυτόπτες μάρτυρες Χ. Δ. και Π. Λ., γεγονός που καθιστά, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου, μη αξιόπιστες τις μεταγενέστερες αντίθετες καταθέσεις των προαναφερθέντων, αλλά και των λοιπών μαρτύρων των εναγομένων (...)". Εν συνεχεία το Εφετείο δεχόμενο εν μέρει την αγωγή, μετ'εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, υποχρέωσε τους αναιρεσείοντες να καταβάλουν, έκαστος εις ολόκληρον, στον αναιρεσίβλητο ως χρηματική ικανοποίηση το ποσόν των 18000 ευρώ, το οποίο έκρινε εύλογο.
Με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως προσάπτεται η πλημμέλεια ότι το Εφετείο έλαβε παρά τον νόμο υπ'όψιν πράγματα μη προταθέντα, καθ'όσον αφ'ενός εδέχθη ότι ο τρίτος αναιρεσείων Χ. Ν. ετέλεσε την αδικοπραξία εις βάρος του αναιρεσιβλήτου εξ αμελείας, ενώ δια της αγωγής η υπαιτιότης αυτού είχε θεμελιωθεί επί του στοιχείου του δόλου, αφ'ετέρου εθεμελίωσε την υπαιτιότητα των αναιρεσειόντων επί των προπαρατεθέντων πραγματικών περιστατικών, τα οποία δεν είχε επικαλεσθεί με την αγωγή ο αναιρεσίβλητος. Στην αγωγή όμως, όπως προκύπτει από την επισκόπηση αυτής, περιέχονται πάντα τα περιστατικά, τα οποία κατά τα ανωτέρω εδέχθη ως αποδειχθέντα προς συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος το Μονομελές Εφετείο, και δη: στις σελίδες 17 και 18, ότι ο ως άνω Χ. Ν. ενήργησε με δόλο, άλλως με ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των ειδικών κανόνων ασφαλείας, στην σελίδα 6, ότι ο τέταρτος αναιρεσείων Π. Λ.ς και ο αναιρεσίβλητος, κατόπιν εντολής του τρίτου αναιρεσείοντος, επιχείρησαν να αφαιρέσουν από την εκτυλίχτρια την κουλούρα με τον υπάρχοντα αγωγό και να τοποθετήσουν άλλον αγωγό, ότι ο τέταρτος αναιρεσείων, αφού απασφάλισε το μεταλλικό πλαίσιο του εξοπλισμού (ανέμη), έδωσε εντολή στον αναιρεσίβλητο, παρά τις επιφυλάξεις αυτού λόγω του μεγάλου βάρους και του όγκου της ανέμης, να μετακινήσει αυτήν και να την τοποθετήσει στο έδαφος, στην σελίδα 7, ότι ο αναιρεσίβλητος δεν κατώρθωσε να συγκρατήσει την ανέμη, η οποία κατέπεσε επάνω του, με συνέπεια να τραυματισθεί, στις σελίδες δε 16, 17 και 18 γίνεται λεπτομερής αναφορά των στοιχείων των θεμελιούντων την υπαιτιότητα εκάστου των αναιρεσειόντων και δη ως προς τον δεύτερον αναιρεσείοντα Μ. Γ., διαχειριστή και νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης αναιρεσειούσης εταιρίας "... Ε.Π.Ε.", ότι παρέλειψε να λάβει ή να υποδείξει τα προσήκοντα μέτρα ασφαλείας προς εκτέλεση της συγκεκριμένης εργασίας και έδωσε εντολή να εκτελεσθεί η εργασία χωρίς την χρήση ανυψωτικού μηχανισμού αλλά και χωρίς να έχει προβεί σε οποιαδήποτε ενημέρωση και εκπαίδευση του προσωπικού και ιδίως του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος εστερείτο εμπειρίας, ως προς τον τρίτον αναιρεσείοντα, ότι έδωσε εντολή να εκτελέσει ο αναιρεσίβλητος την προαναφερομένη εργασία, παρ'ότι εγνώριζε ότι εστερείτο εμπειρίας, και ότι δεν παρέστη κατά την εκτέλεση της εργασίας αυτής, ώστε να επιβλέψει την τήρηση των μέτρων ασφαλείας και να δώσει τις δέουσες οδηγίες, και ως προς τον τέταρτον αναιρεσείοντα Π. Λ., ότι δεν παρέσχε στον αναιρεσίβλητο τις αναγκαίες συμβουλές και επέμεινε στην μη χρησιμοποίηση κατά την αφαίρεση της ανέμης ανυψωτικού μηχανισμού.
Συνεπώς, οι ως άνω λόγοι, εκ του αριθμού 8 εδ. α'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 εδ. β'ΚΠολΔ, συγχωρείται αναίρεση και εάν το δικαστήριο παρά τον νόμο δεν έλαβε υπ'όψιν πράγματα προταθέντα και έχοντα ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ο εν λόγω λόγος όμως είναι απαράδεκτος, εάν προβάλλονται, έστω και υπό την μορφή λόγου εφέσεως, ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν αποτελούν πράγματα, όπως ισχυρισμοί συνεχόμενοι προς την ιστορική βάση της αγωγής ή της ενστάσεως συνιστώντες άρνηση αυτής, ή νομικά επιχειρήματα ή επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου συναγόμενα από την εκτίμηση των αποδείξεων.
Εν προκειμένω, με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως προσάπτεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παρέλειψε να λάβει υπ'όψιν τους τρίτο, τέταρτο και πέμπτο λόγους της εφέσεως, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες βάσει επιχειρημάτων και συμπερασμάτων συναγομένων από το αποδεικτικό υλικό προσάπτουν αιτιάσεις κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως αναφερόμενες σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Υπό το ως άνω περιεχόμενο όμως ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως, εκ του αρ. 8 εδ. β'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλήττει την μη αναιρετικώς ελεγκτή κρίση του Εφετείου ως προς την ουσία της υποθέσεως και συνεπώς ως μη αυτοτελής είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί, αφού οι λόγοι εφέσεως, στους οποίους αναφέρεται, αφορούν απλά επιχειρήματα αντλούμενα από τα αποδεικτικά μέσα και δεν καταλήγουν στην επίκληση εννόμων συνεπειών. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του ως προς τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, οι οποίοι ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπ'όψιν πάντα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, όμως δεν απαιτείται να γίνεται στο σκεπτικό της αποφάσεως ειδική μνεία ενός εκάστου αποδεικτικού μέσου, αλλά αρκεί να αναφέρεται ότι ελήφθησαν υπ'όψιν πάντα τα νομίμως μετ'επικλήσεως προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, τα οποία να προσδιορίζονται κατ'είδος, χωρίς να υφίσταται ανάγκη και ειδικής αξιολογήσεως ενός εκάστου και διακρίσεως εάν παρέχει άμεση απόδειξη ή αποτελεί δικαστικό τεκμήριο, εάν όμως από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως καταλείπεται αμφιβολία εάν ελήφθη υπ'όψιν συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο αφορών ουσιώδη πραγματικό ισχυρισμό, ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως της διατάξεως του άρθρου 559 αρ. 11 ΚΠολΔ, ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπ'όψιν νομίμως μετ'επικλήσεως προσκομισθέν αποδεικτικό μέσον.
Εν προκειμένω, από την επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, τα οποία μνημονεύει ότι έλαβε υπ'όψιν προς σχηματισμό της κρίσεώς του, περιλαμβάνει και όλα τα μετ'επικλήσεως προσκομιζόμενα έγγραφα ως και την ανωμοτί κατάθεση του τετάρτου αναιρεσείοντος ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και την υπ'αριθμόν 2496/17 Οκτωβρίου 2014 ένορκη βεβαίωση. Από την εν λόγω μνεία και το όλο προπαρατεθέν περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία περιέχονται ειδικότερες αιτιολογίες επί των προβαλλομένων ισχυρισμών, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπ'όψιν του προς σχηματισμό της κρίσεώς του και την υπ'αριθμόν 2496/17 Οκτωβρίου 2014 ένορκη βεβαίωση των αυτοπτών μαρτύρων Γ. Χ. και Δ. Φ., τις καταθέσεις του μάρτυρος Χ. Δ. και τις ανωμοτί καταθέσεις των τρίτου και τετάρτου αναιρεσειόντων, τις οποίες μάλιστα και αξιολόγησε ειδικώς. Οι εκφερόμενες προς απόδειξη ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπ'όψιν τα ως άνω αποδεικτικά μέσα επί μέρους αιτιάσεις των αναιρεσειόντων ως προς την εν λόγω αξιολόγηση αφορούν πραγματικά περιστατικά και επιχειρήματα, τα οποία το Εφετείο απέρριψε σιωπηρώς, εκ του πράγματος, δεχόμενο ως αποδειχθέντα αντίθετα περιστατικά.
Συνεπώς ο τέταρτος και τελευταίος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως, δια του οποίου προσάπτεται η ως άνω αναιρετική αιτίαση του άρθρου 559 αρ. 11 ΚΠολΔ, ότι δεν ελήφθησαν υπ'όψιν από το Εφετείο τα προαναφερόμενα νομίμως μετ'επικλήσεως προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα αφορώντα ουσιώδεις πραγματικούς ισχυρισμούς, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατ'ακολουθίαν, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται ελλείψει σχετικού αιτήματος του νικώντος διαδίκου.



ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25ης Ιουνίου 2017 αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ'αριθμόν 1393/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Ιουνίου 2018.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 20 Δεκεμβρίου 2018.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

ΑΠ 1684/2018 - Με την οποία ο πρώτος, επικαλούμενος τη μεταξύ αυτού ως μισθωτή και του δεύτερου ως εκμισθωτή σύμβαση μίσθωσης αγροτεμαχίων και τη μεταγενέστερη μεταξύ τους συμφωνία περί είσπραξης από τον εναγόμενο για λογαριασμό του ενάγοντος της δικαιούμενης αποζημίωσης από τον ΕΛΓΑ των ζημιών που υπέστησαν οι καλλιέργειές του (ενάγοντος) στα παραπάνω ακίνητα, ζήτησε την επιδίκαση σ'αυτόν α) του ποσού της αποζημίωσης που εισέπραξε ο τελευταίος από τον ΕΛΓΑ για τις ζημίες από πλημμύρα που υπέστησαν οι καλλιέργειες του ενάγοντος στα παραπάνω ακίνητα, το οποίο δεν απέδωσε στον πρώτο, κατά παράβαση των μεταξύ τους συμφωνηθέντων

Next: ΑΠ 1657/2018 - Από τις διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, 297, 298, 300, 330 εδ. β'και 914 του Α.Κ., προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε επιτακτικό ή απαγορευτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε
Previous: ΑΠ 1687/2018 - Επειδή, από την διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, κατά την οποία, ο υπαιτίως ζημιώσας άλλον παρά τον νόμο υποχρεούται σε αποζημίωση, προκύπτει ότι η σχετική αγωγή θεμελιώνεται στην ζημιογόνο συμπεριφορά του εναγομένου και στην υπαιτιότητα αυτού, η οποία περιλαμβάνει τόσον τον δόλο όσον και την αμέλεια. Εξ άλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 εδ. α'ΚΠολΔ, αναίρεση συγχωρείται και εάν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπ'όψιν πράγματα μη προταθέντα
$
0
0
Με την οποία ο πρώτος, επικαλούμενος τη μεταξύ αυτού ως μισθωτή και του δεύτερου ως εκμισθωτή σύμβαση μίσθωσης αγροτεμαχίων και τη μεταγενέστερη μεταξύ τους συμφωνία περί είσπραξης από τον εναγόμενο για λογαριασμό του ενάγοντος της δικαιούμενης ...
αποζημίωσης από τον ΕΛΓΑ των ζημιών που υπέστησαν οι καλλιέργειές του (ενάγοντος) στα παραπάνω ακίνητα, ζήτησε την επιδίκαση σ'αυτόν α) του ποσού της αποζημίωσης που εισέπραξε ο τελευταίος από τον ΕΛΓΑ για τις ζημίες από πλημμύρα που υπέστησαν οι καλλιέργειες του ενάγοντος στα παραπάνω ακίνητα, το οποίο δεν απέδωσε στον πρώτο, κατά παράβαση των μεταξύ τους συμφωνηθέντων, και β) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, λόγω της περιγραφόμενης σ'αυτήν αδικοπρακτικής συμπεριφοράς (υπεξαίρεσης) του εναγομένου, δέχτηκε την αγωγή ως προς το κονδύλιο της αποζημίωσης, ενώ την απέρριψε ως προς το κονδύλιο χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Κατά το άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., η εκτίμηση του περιεχομένου των διαδικαστικών εγγράφων, και ιδίως της αγωγής, από το δικαστήριο της ουσίας ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, προς βεβαίωση λόγου αναίρεσης. Με τους ορισμούς της παρ. 2 του άρθρου 561 ιδίου κώδικα δεν εισάγεται νέος ειδικός λόγος αναίρεσης πέραν εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 559 ιδίου κώδικα, οι οποίοι καθορίζονται περιοριστικώς (ΑΠ 1142/2007). Εξάλλου, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας ένδικης έννομης σχέσης αποτελεί κατ'εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, τα οποία μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων κρίνουν με ποιά συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέονται οι διάδικοι μεταξύ τους, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση, ή το χαρακτηρισμό αυτής από τον ενάγοντα στο δικόγραφο της αγωγής.
  
Αριθμός 1684/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ειρήνη Καλού, Σοφία Ντάντου, Χρήστο Βρυνιώτη και Γεώργιο Χοϊμέ, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 16 Μαρτίου 2018, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Δ. Μ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Νούλα με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Του αναιρεσιβλήτου: Κ. Χ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του .... με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-12-2010 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 35/2017 του Μονομελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 24-5-2017 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Ειρήνη Καλού, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 24-5-2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η υπ'αριθμ. 35/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θράκης, το οποίο απέρριψε την έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος Δ. Μ. κατά της υπ'αριθμ. 4/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης, το οποίο δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία την από 20-12-2010 και με αριθμό καταθ. 53ΤΜ/2/2011 αγωγή του ενάγοντος αναιρεσιβλήτου, κατά του εναγομένου - αναιρεσείοντος, με την οποία ο πρώτος, επικαλούμενος τη μεταξύ αυτού ως μισθωτή και του δεύτερου ως εκμισθωτή σύμβαση μίσθωσης αγροτεμαχίων και τη μεταγενέστερη μεταξύ τους συμφωνία περί είσπραξης από τον εναγόμενο για λογαριασμό του ενάγοντος της δικαιούμενης αποζημίωσης από τον ΕΛΓΑ των ζημιών που υπέστησαν οι καλλιέργειές του (ενάγοντος) στα παραπάνω ακίνητα, ζήτησε την επιδίκαση σ'αυτόν α) του ποσού της αποζημίωσης που εισέπραξε ο τελευταίος από τον ΕΛΓΑ για τις ζημίες από πλημμύρα που υπέστησαν οι καλλιέργειες του ενάγοντος στα παραπάνω ακίνητα, το οποίο δεν απέδωσε στον πρώτο, κατά παράβαση των μεταξύ τους συμφωνηθέντων, και β) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, λόγω της περιγραφόμενης σ'αυτήν αδικοπρακτικής συμπεριφοράς (υπεξαίρεσης) του εναγομένου, δέχτηκε την αγωγή ως προς το κονδύλιο της αποζημίωσης, ενώ την απέρριψε ως προς το κονδύλιο χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Κατά το άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., η εκτίμηση του περιεχομένου των διαδικαστικών εγγράφων, και ιδίως της αγωγής, από το δικαστήριο της ουσίας ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, προς βεβαίωση λόγου αναίρεσης. Με τους ορισμούς της παρ. 2 του άρθρου 561 ιδίου κώδικα δεν εισάγεται νέος ειδικός λόγος αναίρεσης πέραν εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 559 ιδίου κώδικα, οι οποίοι καθορίζονται περιοριστικώς (ΑΠ 1142/2007). Εξάλλου, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας ένδικης έννομης σχέσης αποτελεί κατ'εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, τα οποία μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων κρίνουν με ποιά συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέονται οι διάδικοι μεταξύ τους, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση, ή το χαρακτηρισμό αυτής από τον ενάγοντα στο δικόγραφο της αγωγής.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για το λόγο ότι εσφαλμένως απέρριψε ως αβάσιμο τον πρώτο λόγο της έφεσής του, με τον οποίο προέβαλε ως παράπονο κατά της εκκαλουμένης ότι μετά από εσφαλμένη εκτίμηση του δικογράφου της από 20-12-2010 και με αριθμό καταθ. 53ΤΜ/2/2011 αγωγής του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου κατ'αυτού μετέβαλε τη νομική βάση της αγωγής, κρίνοντας ότι η ένδικη αγωγή, στηρίζεται και στη σύμβαση, ως προς την οποία τη δέχτηκε και ως κατ'ουσίαν βάσιμη, ενώ αυτή στηριζόταν αποκλειστικά και μόνο στην αδικοπραξία (υπεξαίρεση), ως προς την οποία ήταν απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, εφόσον μετά από διενέργεια κύριας ανάκρισης σε βάρος του εκδόθηκε το υπ'αριθμ. 19/2013 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αλεξανδρούπολης, το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος του για το ως άνω αδίκημα. Αναφορικά με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, με τον οποίο, όπως αυτός εκτιμάται, ο ενάγων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της παρά το νόμο λήψεως υπόψη πραγμάτων που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, και στον οποίο προσήκει η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 8α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, από την επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης από 20-12-2010 αγωγής, προκύπτει ότι με την αγωγή αυτή ιστορούσε ο ενάγων ότι δυνάμει προφορικής σύμβασης μίσθωσης που συνήψε με τον εναγόμενο τον Αύγουστο του έτους 2006 εκμίσθωσε από τον τελευταίο για χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) ετών τα λεπτομερώς περιγραφόμενα κατά έκταση, θέση και όρια αγροτικά ακίνητα, προκειμένου να καλλιεργήσει σε αυτά βιολογικό τριφύλλι (μηδική). Ότι κατά την κατάρτιση της συμβάσεως συμφωνήθηκε ότι η μίσθωση δεν θα εμφανιζόταν εγγράφως και επισήμως σε καμία υπηρεσία, αλλά θα ήταν προφορική, προκειμένου ο εναγόμενος εκμισθωτής να εισπράττει την επιδότηση που ήταν 60 ευρώ/στρέμμα για καλλιέργεια βιολογική μηδικής και την ΚΑΠ. Ότι πέραν των χρημάτων αυτών, που στην ουσία θεωρούντο μίσθωμα συμφωνήθηκε ότι αυτός (ενάγων) θα κατέβαλε στον εναγόμενο σε μετρητά το ποσό των 6.000 ευρώ ετησίως, ως μίσθωμα για το σύνολο των αγρών, το οποίο θα καταβαλλόταν κατά το χρονικό σημείο είσπραξης της επιδότησης, ήτοι την επόμενη καλλιεργητική περίοδο και θα αφορούσε την καλλιέργεια της προηγούμενης χρονιάς, ενώ ο ίδιος (ενάγων) θα καλλιεργούσε και θα καρπωνόταν τα κέρδη από την εκμετάλλευση και πώληση του προϊόντος. Ότι πράγματι αυτός προέβη στην εκμετάλλευση των ανωτέρω αγρών καλλιεργώντας σ'αυτούς βιολογική μηδική, πλην όμως το χειμώνα του 2010, η παραγωγή του καταστράφηκε ολοσχερώς λόγω πλημμύρας στην περιοχή. Ότι εξαιτίας της παραπάνω καταστροφής, ο ΕΛΓΑ με σχετική ανακοίνωσή του στις 15-4-2010 κάλεσε όλους τους αγρότες της περιοχής να δηλώσουν τη ζημία που είχαν υποστεί από τις πλημμύρες προκειμένου να αποζημιωθούν από τον Οργανισμό. Ότι μετά την ως άνω ανακοίνωση και ενόψει του ότι δεν είχε δηλωθεί η μίσθωση ούτε στη ΔΟ.Υ. ούτε σε κάποια αγροτική υπηρεσία, σε συνεννόηση με τον εναγόμενο, επειδή η αποζημίωση αφορούσε την καταστροφή της παραγωγής του τριφυλιού, η κάρπωση και εκμετάλλευση της οποίας ανήκε σ'αυτόν (ενάγοντα), βάσει της καταρτισθείσας μεταξύ τους σύμβασης μίσθωσης, αποφάσισαν να δηλώσει ο εναγόμενος στον ΕΛΓΑ τη ζημία, όπως και έπραξε, και να του αποδώσει τα χρήματα της αποζημίωσης μετά την είσπραξή τους. Τέλος, αφού εκθέτει ο ενάγων, ότι μολονότι ο εναγόμενος εισέπραξε από τον ΕΛΓΑ ως αποζημίωση για την καταστροφή της παραγωγής στα συγκεκριμένα αγροτεμάχια, το ποσό των 38.577,81 ευρώ, το οποίο του ανήκε, αφού αφορούσε τη ζημιά που υπέστη η παραγωγή του, αρνήθηκε, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του να του το αποδώσει όπως υποχρεούτο βάσει της μισθωτικής σχέσης τους και ότι με την είσπραξη από τον εναγόμενο του ως άνω ποσού της αποζημίωσης από τον ΕΛΓΑ, η οποία του ανήκε και τη μη απόδοσή του σ'αυτόν, ο εναγόμενος παρανόμως "ιδιοποιήθηκε ξένο εν όλω πράγμα, δηλαδή το ποσό των 38.577,81 ευρώ, διαπράττοντας το αδίκημα της υπεξαίρεσης", ζήτησε με βάση το ιστορικό αυτό, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, να του καταβάλει το ανωτέρω χρηματικό ποσό με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και το ποσό των 5.000 ευρώ (επιφυλασσόμενος να ζητήσει επιπλέον 40 ευρώ ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου) για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη εξαιτίας της παραπάνω υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς του εναγομένου, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Από το ως άνω περιεχόμενο της αγωγής, στο ιστορικό της οποίας ο ενάγων κάνει ρητή αναφορά, αφ'ενός μεν ότι ο εναγόμενος διέπραξε το αδίκημα της υπεξαίρεσης, για το οποίο μάλιστα υπέβαλε (ο ενάγων) ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης την από 10-1-2011 μήνυσή του (ABM ...), αφ'ετέρου δε, σε υποχρέωση του εναγομένου να του αποδώσει το ποσό των 38.577,81 ευρώ, που εισέπραξε από τον ΕΛΓΑ, "όπως υποχρεούτο βάσει της μισθωτικής σχέσης τους", καθώς και σε συνεννόηση - συμφωνία του εναγόμενου με τον ενάγοντα για είσπραξη της αποζημίωσης απ'αυτόν, προκειμένου να την αποδώσει στη συνέχεια στον ενάγοντα, ενόψει του ότι ο εναγόμενος, λόγω της προφορικής κατάρτισης της μίσθωσης φερόταν τυπικά ως νόμιμος δικαιούχος της αποζημίωσης, προκύπτει σαφώς ότι το ως άνω αίτημα της αγωγής, με βάση τα εκτιθέμενα σ'αυτή, θεμελιωνόταν, εκτός από τις διατάξεις περί αδικοπρακτικής ευθύνης σωρευτικά και στις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης, απορρέουσας, από την επικαλούμενη από τον ενάγοντα σύμβαση μίσθωσης, όπως συμπληρώθηκε με τη μεταγενέστερη συμφωνία των διαδίκων. Με τα δεδομένα αυτά, ορθώς έκρινε το Εφετείο ότι η αγωγή με βάση τα εκτιθέμενα σ'αυτή θεμελιώνεται σε δύο κύριες βάσεις, τη συμβατική και την αδικοπρακτική και ότι ο γενόμενος από τον ενάγοντα χαρακτηρισμός του δικογράφου της αγωγής ως αγωγής από αδικοπραξία, ουδόλως δεσμεύει το δικαστήριο ως προς το νομικό χαρακτηρισμό της ένδικης έννομης σχέσης, ως απορρέουσας από αδικοπραξία και επομένως ο πρώτος λόγος αναίρεσης με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατά το άρθρο 270 παρ. 2 εδ. γ'Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή του με την παρ. 1 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ίδιου ως άνω νόμου, εφαρμοζόταν και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου, δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή. Κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης ενώπιον των πρωτοβαθμίων και δευτεροβαθμίων δικαστηρίων, κατά την τακτική διαδικασία, είναι παραδεκτές, ως αποδεικτικά μέσα, και ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον δόθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου μέρους. Αν λείπει η προϋπόθεση αυτή οι ένορκες βεβαιώσεις δεν είναι απλώς άκυρες, αλλά ανύπαρκτες ως αποδεικτικά μέσα (ανυπόστατα έγγραφα) και δεν λαμβάνονται υπόψη. Οι ως άνω δε, ένορκες βεβαιώσεις αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο σε σχέση με τα έγγραφα και πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση (ΑΠ 184/2011). Τα ανωτέρω δεν ισχύουν, όμως, όταν η ένορκη βεβαίωση λήφθηκε για να χρησιμοποιηθεί σε δίκη κατά την οποία εφαρμόζεται η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, στην οποία δεν προβλέπεται, όπως στην τακτική διαδικασία (άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ) ή στις ειδικές διαδικασίες (άρθρα 650 παρ. 1, 671 παρ. 1, 681Α και 681Β ΚΠολΔ), το αποδεικτικό μέσο των ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, αλλά ισχύουν, όπως προαναφέρθηκε, ιδιαίτεροι κανόνες ως προς την απόδειξη, τη συγκέντρωση των αποδεικτικών μέσων και την εν γένει διαδικασία της αιτήσεως και συνεπώς δεν συνιστούν ανυπόστατα έγγραφα οι ληφθείσες στο πλαίσιο της ειδικής αυτής διαδικασίας (ασφαλιστικών μέτρων) ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου.
Συνεπώς, στη δίκη που εφαρμόζεται η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, στην οποία λαμβάνονται υπόψη και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, οι ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που είχε την επιμέλεια της καταθέσεως, λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο και συνεκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1857/2011). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 339 και 395 του Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι ως δικαστικά τεκμήρια, τα οποία επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα, εάν επιτρέπεται η απόδειξη και με μάρτυρες, μπορούν να χρησιμεύσουν και καταθέσεις μαρτύρων που λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης πολιτικής ή ποινικής δίκης, καθώς επίσης και ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, εκτός αν αυτές, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, έγιναν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη.
Συνεπώς, ως δικαστικά τεκμήρια μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ένορκες βεβαιώσεις που είχαν ληφθεί χωρίς κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που τις προσκομίζει και είχαν προσκομισθεί σε άλλη δίκη ασφαλιστικών μέτρων, εφόσον δεν λήφθηκαν, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, για να χρησιμοποιηθούν στη συγκεκριμένη δίκη (ΑΠ 736/2016). Στην προκειμένη περίπτωση, με τους δεύτερο και δέκατο τέταρτο, κατά ένα μέρος του, λόγους αναίρεσης, ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 11γ'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, δεν έλαβε υπόψη του για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, την υπ'αριθμ. 1926/19-5-2015 ένορκη βεβαίωση του Χ. Α. ενώπιον της συμβολαιογράφου ... Α. Γ., που είχε ληφθεί στο πλαίσιο άλλης παρεμφερούς δίκης (αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλόμενης απόφασης), διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ αυτού και του αναιρεσιβλήτου, την οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε παραδεκτά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Σχετικά με την παραπάνω ένορκη βεβαίωση το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: "Στην προκείμενη περίπτωση ο εκκαλών - ενάγων προσκομίζει και επικαλείται, πλην άλλων, και τη με αριθμό 1926/19-5-2015 ένορκη βεβαίωση του Χ. Α. ενώπιον της συμβολαιογράφου ... Α. Γ., η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του εκκαλούντος, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης σε διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων. Η ένορκη αυτή βεβαίωση, η οποία λήφθηκε μετά την έναρξη της δίκης, χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου του εκκαλούντος, συνιστά, σύμφωνα και με τα προπαρατιθέμενα στη μείζονα σκέψη, απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο και δεν θα ληφθεί υπόψη του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, διότι λήφθηκε για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη, όπως συνάγεται από το ότι το περιεχόμενο αυτής (η κατάρτιση ή μη σύμβασης μίσθωσης των αγροτεμαχίων μεταξύ των διαδίκων) ταυτίζεται με τη βάση της αντιδικίας των διαδίκων της παρούσας δίκης, και επιπροσθέτως από το ότι, κατά το χρόνο που δόθηκε η ένορκη αυτή βεβαίωση (19-5-2015), στην οποία γίνεται μνεία ότι θα χρησιμοποιηθεί σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων, είχε αρχίσει η ένδικη δίκη και ειδικότερα είχε ήδη εκδοθεί η εκκαλουμένη απόφαση (19-1-2015) και ασκηθεί η υπό κρίση έφεση κατ'αυτής (5-2-2015).
Συνεπώς, η ανωτέρω βεβαίωση δόθηκε επίτηδες για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο στη μεταξύ των διαδίκων συγκεκριμένη πολιτική δίκη και, επομένως, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, αποτελεί ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων". Όπως προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης το Εφετείο κατά την εκτίμηση των αποδείξεων εξαίρεσε και δεν έλαβε υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων την ως άνω ένορκη βεβαίωση, η οποία λήφθηκε στο πλαίσιο άλλης δίκης, διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης και την άσκηση έφεσης κατ'αυτής, επειδή έκρινε, για τους λόγους που αναφέρει, ότι η ένορκη αυτή βεβαίωση λήφθηκε για να χρησιμοποιηθεί στη δίκη ενώπιον του Εφετείου. Με τα δεδομένα αυτά, οι δεύτερος και δέκατος τέταρτος, κατά το πιο πάνω μέρος του, λόγοι αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι εφόσον η κρίση του Εφετείου ότι η ένορκη βεβαίωση δόθηκε επίτηδες για να χρησιμεύσει στην παρούσα δίκη, σύμφωνα με τα αναφερόμενα σχετικώς στη μείζονα σκέψη είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ανεξαρτήτως της αοριστίας τους, εφόσον ο αναιρεσείων δεν αναφέρει τον ισχυρισμό προς απόδειξη του οποίου προσκόμισε το ως άνω αποδεικτικό μέσο, ώστε να κριθεί εάν είναι ουσιώδης. Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 561 ΚΠολΔ "Η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν παραβιάστηκαν κανόνες δικαίου, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή αν υπάρχει λόγος αναίρεσης κατά το άρθρο 559 αρ. 19 και 20". Η παρούσα διάταξη είναι απόρροια της φύσης του Αρείου Πάγου, ως ακυρωτικού δικαστηρίου που ασχολείται μόνο με νομικά ζητήματα. Έτσι ρητώς εξαιρείται του αναιρετικού ελέχου η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγράφων, εκτός αν εντεύθεν παραβιάστηκαν κανόνες δικαίου, στους οποίους συμπεριλαβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή αν υπάρχει λόγος αναίρεσης κατ'άρθρο 559 αρ. 19 και 20. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση ότι το Εφετείο, "ερμήνευσε (εκτίμησε) εσφαλμένα το αποδεικτικό υλικό και δέχτηκε ύπαρξη μισθωτικής σχέσης η οποία δεν προκύπτει από κανένα έγγραφο στοιχείο, παραβιάζοντας έτσι θεμελιώδεις αρχές του ουσιαστικού και του δικονομικού δικαίου". Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, εφόσον αφορά στην εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικά (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) ούτε άλλωστε η αποδιδόμενη αιτίαση συνδέεται από τον αναιρεσείοντα με παραβίαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, ή με κάποια πλημμέλεια από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Σύμφωνα με το άρθρο 619 ΑΚ (Αγρομίσθωση) "με τη σύμβαση της μίσθωσης αγροτικού κτήματος ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση, με αντάλλαγμα την καταβολή μισθώματος, να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του μισθίου και την κάρπωσή του με τους όρους της τακτικής εκμετάλλευσης". Ή έννοια της παραχωρήσεως της χρήσεως στο άρθρο 619 ΑΚ είναι η ίδια όπως και στη μίσθωση πράγματος. Ο εκμισθωτής υποχρεούται (όπως και κατ'άρθρο 574 ΑΚ) όχι μόνο νά παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση, αλλά και να εξασφαλίσει τη χρήση σ'αυτόν από κάθε κώλυμα ή κίνδυνο καθ'όλη τη διάρκεια της μισθώσεως. Το μίσθιο πρέπει να παραδοθεί στο μισθωτή για τη συμφωνηθείσα χρήση και κάρπωση, που σημαίνει ότι πρέπει να παραδοθεί σ'αυτόν η κατοχή του μισθίου, για να μπορέσει να το εκμεταλλευθεί με σκοπό την παραγωγή καρπών. Ως κάρπωση νοείται στο άρθρο 619 ΑΚ η "κατά τους όρους τακτικής εκμετάλλευσης"κάρπωση του μισθίου, δηλ. η απόληψη των καρπών που σύμφωνα με το γεωργικό προορισμό του παράγει το κτήμα. Με άλλα λόγια ως κάρπωση νοείται εδώ η απόλαυση των καρπών του πράγματος με την έννοια της διάταξης του άρθρου 961 παρ. 1 ΑΚ που περιλαμβάνει τα φυσικά προϊόντα του πράγματος, δηλ. τα όσα παράγονται κατά τους φυσικούς νόμους περιοδικά και οργανικά από το κτήμα, χωρίς να καταστρέφεται ή βλάπτεται αυτό, όπως οι καρποί των φυτών και των δέντρων, καθώς και τα προϊόντα του κτήματος σύμφωνα με τον προορισμό του. Αναφορικά με τις δαπάνες εκμεταλλεύσεως του αγροτικού κτήματος, με τη διάταξη του άρθρου 621 εδ. 2 ΑΚ ορίζεται ότι ο μισθωτής αγροτικού κτήματος φέρει και τις δαπάνες της τακτικής εκμετάλλευσης του πράγματος και ιδίως της καλλιέργειας. Η διάταξη είναι λογική απόρροια της αρχής ότι αυτός που καρπούται τις ωφέλειες ενός πράγματος εκμεταλλευόμενος αυτό, πρέπει να βαρύνεται και με τις δαπάνες αυτού, ως δαπάνες δε τακτικής εκμετάλλευσης του κτήματος και ιδίως της καλλιέργειας πρέπει να θεωρηθούν οι δαπάνες αροτριώσεως, σποράς, συγκομιδής, λιπασμάτων κ.λπ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 627 ΑΚ, ο μισθωτής έχει δικαίωμα σε ανάλογη ελάττωση του μισθώματος, αν η πρόσοδος του μισθίου μειώθηκε σημαντικά πριν από τη συγκομιδή ή ύστερα απ'αυτήν εξαιτίας γεγονότων ανώτερης βίας. Κάθε προκαταβολική παραίτηση του μισθωτή απ'αυτό το δικαίωμα είναι άκυρη. Ελάττωση του μισθώματος δεν χωρεί, εφόσον η ζημία από τη μείωση της προσόδου καλύφθηκε με άλλο τρόπο και ιδίως από ασφαλιστική σύμβαση. Ως γεγονότα ανώτερης βίας μπορούν να μνημονευθούν εδώ η πλημμύρα, ο παγετός, το χαλάζι κ.λπ., ενώ λέγοντας ο νόμος "με άλλο τρόπο"εννοεί κάλυψη λόγω αποζημιώσεως (από τό Κράτος, Οργανισμούς Γεωργικής Ασφάλισης (ΟΓΑ, ΕΛΓΑ) ή τον προκαλέσαντα τη ζημία κ.λπ.) ή ασφαλιστικής συμβάσεως. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ θεσπίζεται η ελευθερία σύναψης ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικών για τους συμβαλλομένους, αρκεί το περιεχόμενό τους να μην προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη. Από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, προκύπτει ότι είναι ισχυρή η σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος του από ορισμένη αιτία. Η σύμβαση αυτή, η οποία διαφέρει από τη ρυθμιζόμενη από το άρθρο 873 ΑΚ αναιτιώδη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους και καταρτίζεται ατύπως, ιδρύει νέα ενοχική σχέση που αποτελεί αυτοτελή βάση υποχρέωσης προς εκπλήρωση της παροχής, με την έννοια ότι ο οφειλέτης δεν μπορεί να προβάλλει ενστάσεις που πηγάζουν από την παλαιά ενοχική σχέση, η οποία δεν εξετάζεται πλέον (ΑΠ 134/2013). Στην περίπτωση αυτή για την πληρότητα της αγωγής, καθώς και για την επάρκεια της αιτιολογίας της σχετικής απόφασης, όσον αφορά την αιτία από την οποία προέρχεται το αναγνωρισθέν χρέος, αρκεί η παράθεση στο δικόγραφο αυτής ή στην απόφαση, όσων πραγματικών στοιχείων είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της αναγνωριζόμενης ενοχής, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία γι'αυτήν (ΑΠ 1279/2012). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 του Ν. 1790/ 1988 "Οργανισμός Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων"ιδρύθηκε Οργανισμός με την επωνυμία "Οργανισμός Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων" (ΕΛΓΑ), ο οποίος είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, ανήκει εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο και τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Γεωργίας. Με το άρθρο 2 του ίδιου νόμου σκοπός του ΕΛΓΑ είναι η ασφάλιση της φυτικής και ζωικής παραγωγής και του φυτικού και ζωικού κεφαλαίου των αγροτικών εκμεταλλεύσεων κατά ζημιών που προκαλούνται από καταστροφικούς φυσικούς κινδύνους, η ενεργητική προστασία της αγροτικής παραγωγής, του φυτικού, ζωικού, αλιευτικού και εγγείου κεφαλαίου των αγροτικών εκμεταλλεύσεων κ.λπ. Ειδικότερα, η παρεχόμενη από τον ΕΛΓΑ. ασφάλιση περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και την κάλυψη (αποζημίωση των αγροτών για τις άμεσες ζημιές που προξενούνται στη φυτική παραγωγή) από τους φυσικούς κινδύνους που αναφέρονται στο άρθρο 3 του προαναφερόμενου νόμου και καθορίζονται από τον σχετικό κανονισμό και δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν από τους ασφαλισμένους παραγωγούς. Συγκεκριμένα στην ασφάλιση του ΕΛΓΑ υπάγονται οι ακόλουθοι καταστροφικοί φυσικοί κίνδυνοι, που μπορεί να προκαλέσουν φυσικές σε έκταση και ένταση καταστροφές: α) Η πλημμύρα. β) Η ανεμοθύελλα. γ) Ο παγετός και το υπερβολικό ψύχος. δ) Το χιόνι. ε) Το χαλάζι. στ) Οι υψηλές θερμοκρασίες και η ηλιακή ακτινοβολία. ζ) Οι υπερβολικές ή άκαιρες βροχοπτώσεις. η) Η ξηρασία. 8) Οι επιφυτείες και οι καταστροφικού χαρακτήρα εντομολογικές και φυτοπαθολογικές προσβολές των καλλιεργειών. ι) Οι νόσοι επιζωοτικής μορφής. ια) Ο κεραυνός, ως αιτία πυρκαγιάς. ιβ) Ο σεισμός. ιγ) Οι κίνδυνοι από τη θάλασσα. Περαιτέρω με την ΥΠΟΥΡΓΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ 281245/2008 - ΦΕΚ 628/Β'/9.4.2008 "Κανονισμός Κρατικών Οικονομικών Ενισχύσεων", που ίσχυε κατά το κρίσιμο χρόνο καταστροφής της αναφερόμενης στην αγωγή και στην ένδικη απόφαση γεωργικής παραγωγής, καθορίστηκαν, οι όροι, οι προϋποθέσεις, οι περιορισμοί και οι διαδικασίες με τις οποίες εγκρίνεται η καταβολή κρατικών οικονομικών ενισχύσεων, προκειμένου να ενισχυθούν οι γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι έναντι ζημιών στη γεωργική και ζωική παραγωγή ή στα μέσα παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων του παγίου κεφαλαίου, που προκαλούνται από απρόβλεπτα γεγονότα όπως θεομηνίες, δυσμενείς καιρικές συνθήκες ή άλλα έκτακτα γεγονότα, σε εφαρμογή της περίπτωσης α της παραγρ. 17 του άρθρου 28 του ν. 3147/2003 και σύμφωνα με το Κεφάλαιο V, υποκεφάλαια V.A. έως και V.B.3 των Κοινοτικών Κατευθυντήριων Γραμμών για τις Κρατικές Ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας και δασοκομίας (2006/C 319/ΕΚ, Ε.Ε. C 319 27/12/2006).Ε Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμός 19 Κ.Πολ.Δ., λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ως προς τη συνδρομή των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της διατάξεως, που εφαρμόσθηκε, ή για τη μη συνδρομή τους, που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Αντίθετα δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσεως, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο με το να δεχτεί ότι συμφωνήθηκε μεταξύ αυτού και του ενάγοντος, ότι θα υπέβαλε ο ίδιος (εναγόμενος) την αίτηση προς τον ΕΛΓΑ για την είσπραξη της ως άνω αποζημίωσης την οποία στη συνέχεια θα απέδιδε στον ενάγοντα, δεδομένου ότι αυτός ως φερόμενος καλλιεργητής ήταν ο μόνος που νομιμοποιείτο να υποβάλει στον ως άνω Οργανισμό (Ε.Λ.Γ.Α.) αίτηση για αποζημίωση της καταστραφείσας καλλιέργειας, παραβίασε με το να μην εφαρμόσει την Υ.Α. 281245/2008, η οποία ρητώς αναφέρει ποιοι είναι δικαιούχοι αποζημιώσεως από τον ΕΛΓΑ, συμπεριλαμβάνοντας ρητά και την περίπτωση της προφορικώς καταρτισθείσας μίσθωσης, την οποία και ρυθμίζει η εν λόγω απόφαση. Περαιτέρω, με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση περί ύπαρξης συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων για το ποιός απ'αυτούς είναι δικαιούχος της αποζημίωσης από τον ΕΛΓΑ διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση αντιφατικές αιτιολογίες και ειδικότερα εσφαλμένως και με αντιφατικές αιτιολογίες στο σκεπτικό της ενώ ρητώς αποδέχεται την μη ύπαρξη συμφωνίας για το ποιός διάδικος θα δικαιούται αποζημιώσεως σε περίπτωση καταστροφής της παραγωγής όπως ρητώς αναφέρει, εν τούτοις σε άλλο σημείο της απόφασης, μετά την πιο πάνω αναφορά, χαρακτηρίζει ως "αυτονόητο"ότι δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι ο ενάγων. Επίσης, με τον ένατο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων, κατ'εκτίμηση του περιεχομένου του, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την ίδια ως άνω πλημμέλεια, επειδή το Εφετείο παρέλειψε να αιτιολογήσει γιατί δεν υπέβαλε ένσταση ο αναιρεσίβλητος στον ΕΛΓΑ για να διεκδικήσει αποζημίωση, για την καταστροφή της παραγωγής, αφής στιγμής, όπως η προσβαλλόμενη αναφέρει και αναγνωρίζει δεν υπήρχε πρόβλεψη να εισπραχθεί από τον αναιρεσίβλητο η αποζημίωση σε περίπτωση καταστροφής της σοδειάς. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που έχουν σχέση με τους ερευνώμενους αναιρετικούς λόγους: "Μεταξύ των διαδίκων καταρτίστηκε τον Αύγουστο του έτους 2006 προφορική σύμβαση μίσθωσης πέντε (5) αγροτεμαχίων, συνολικής έκτασης 187 στρεμμάτων, κειμένων στην κτηματική περιοχή ..., προκειμένου ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος να τα καλλιεργήσει με βιολογική μηδική. Η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε τετραετής, αρχομένη από την καλλιεργητική περίοδο του έτους 2007. Ως μίσθωμα συμφωνήθηκε το ποσό των 6.000 ευρώ ετησίως, το οποίο θα καταβαλλόταν από τον ενάγοντα κατά το χρονικό σημείο είσπραξης των επιδοτήσεων, ήτοι την επομένη καλλιεργητική περίοδο και θα αφορούσε την καλλιέργεια της προηγούμενης χρονιάς. Ο εναγόμενος θα ελάμβανε επίσης την κρατική επιχορήγηση, καθώς και την κοινοτική επιδότηση που χορηγείται στα πλαίσια της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής για την καλλιέργεια του ανωτέρω βιολογικού προϊόντος και ανέρχεται στο ποσό των 60 ευρώ ανά καλλιεργούμενο στρέμμα. Ο ενάγων θα καλλιεργούσε και θα λάμβανε τα κέρδη από την εκμετάλλευση και πώληση του συγκεκριμένου βιολογικού προϊόντος, επιβαρυνόμενος ταυτόχρονα και με τις δαπάνες καλλιέργειας αυτού, ήτοι σποράς, οργώματος, λίπανσης κ.λπ. Σε εκτέλεση της παραπάνω σύμβασης μίσθωσης, ο ενάγων κατά την καλλιεργητική περίοδο του έτους 2007, προέβη σ'όλες τις απαιτούμενες εργασίες για την προετοιμασία και καλλιέργεια των ανωτέρω αγρών με βιολογική μηδική, η οποία είναι πολυετής καλλιέργεια με άπαξ φύτευση και τακτική λίπανση για τις επόμενες καλλιεργητικές περιόδους. Για το λόγο αυτό ο ενάγων, ο οποίος βαρυνόταν με τα έξοδα της καλλιέργειας, προμηθεύτηκε τις αναγκαίες ποσότητες σπόρου (βλ. υπ'αριθμ. ... τιμολόγια πώλησης και τα αντίστοιχα υπ'αριθμ. ... δελτία αποστολής, συνολικής αξίας 4.687 ευρώ), ακολούθως δε και ποσότητες λιπάσματος (βλ. τα υπ'αριθμ... τιμολόγια πώλησης-δελτία αποστολής, συνολικής αξίας 3.906,56 ευρώ, αντίστοιχα, που νόμιμα αυτός προσκομίζει και επικαλείται). Επιπλέον ο ενάγων, προς εκπλήρωση της απορρέουσας από τη σύμβαση μίσθωσης υποχρέωσής του, κατέβαλε στον εναγόμενο το ποσό των 6.000 ευρώ, που αφορά στο μίσθωμα που αντιστοιχεί στο έτος 2007, το οποίο κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε ο τελευταίος στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος (βλ. από 20-3-2008 επικαλούμενη και προσκομιζόμενη απόδειξη κατάθεσης). Ο ενάγων καλλιέργησε τους ανωτέρω αγρούς κατά τις καλλιεργητικές περιόδους των ετών 2007-2009, εκμεταλλευόμενος την παραγωγή από αυτούς, την οποία εκποιούσε σε τρίτους. Ο εναγόμενος απέβλεπε κυρίως στην είσπραξη των παρεχόμενων επιδοτήσεων που αφορούσαν στην βιολογική καλλιέργεια, οι οποίες για το σύνολο των καλλιεργούμενων αγροτεμαχίων ανερχόταν στο ποσό των 11.220 ευρώ (187 στρ. χ 60€/στρ.) ετησίως, και για το λόγο αυτό η μίσθωση καταρτίστηκε άτυπα (προφορικά), καθώς ως καλλιεργητής των αγρών έπρεπε να εμφανίζεται, έναντι των σχετικών Υπηρεσιών, ο εναγόμενος με συνέπεια όλες οι αποδείξεις, δηλώσεις, αιτήσεις και τα διάφορα παραστατικά που αφορούσαν στην καλλιέργεια (όπως καταβολές προς ΤΟΕΒ, τιμολόγια πώλησης παραγωγής, δηλώσεις ζημιών προς ΕΛΓΑ, αιτήσεις προς Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών κ.λπ.) συντάσσονταν ή εκδίδονταν στο όνομά του, ενώ το εισπραττόμενο από αυτόν μίσθωμα δεν δηλωνόταν ως έσοδο στην φορολογική του δήλωση. Η σύμβαση μίσθωσης μεταξύ των διαδίκων λειτούργησε ομαλά μέχρι και τον χειμώνα του έτους 2010, οπότε η κτηματική περιοχή όπου βρίσκονται τα καλλιεργούμενα από τον ενάγοντα αγροτεμάχια επλήγη από πλημμύρες που κατέστρεψαν ολοσχερώς την παραγωγή. Ο εναγόμενος, ως φερόμενος καλλιεργητής των πληγεισών από την πλημμύρα εκτάσεων, ήταν ο μόνος που νομιμοποιείτο τυπικά, κατά την κείμενη σχετική νομοθεσία, να υποβάλει στον Οργανισμό Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΕΛ.Γ.Α.) αίτηση για την αποζημίωση της ανωτέρω καλλιέργειας. Κατά την κατάρτιση της μίσθωσης δεν είχε ρητά συμφωνηθεί ποιος από τους διαδίκους θα δικαιούται την αποζημίωση σε περίπτωση καταστροφής της παραγωγής, καθώς σύμφωνα με τις συνήθειες της περιοχής, τα διδάγματα της κοινής πείρας, αλλά και τον σκοπό του κανονισμού ασφάλισης φυτικής παραγωγής [βλ. Κ.Υ.Α. Υπουργών Οικονομικών και Γεωργίας Αριθ. 15711/30.9.98 (ΦΕΚ 1079/Β'/14.10.98)], σε περίπτωση απώλειας ή υποβάθμισης της φυτικής παραγωγής εξαιτίας φυσικών φαινομένων που καλύπτει η ασφάλιση του ΕΛ.Γ.Α (π.χ. χαλάζι, παγετός, πλημμύρα κ.λπ.) αποκαθίσταται η μείωση του αντικειμενικώς προσδοκώμενου εισοδήματος των παραγωγών, δηλαδή αυτό που θα αποκόμιζαν αυτοί που εκμεταλλεύονται την καλλιέργεια ανάλογα με τις δαπάνες και τον κόπο που κατέβαλαν για να καλλιεργήσουν τις πληγείσες από την φυσική καταστροφή εκτάσεις.
Συνεπώς, εφόσον συμφωνήθηκε ότι την εκμετάλλευση της παραγωγής θα είχε ο ενάγων, ο οποίος προέβη στην καλλιέργεια των εκτάσεων και υποβλήθηκε σε όλες τις απαιτούμενες για το λόγο αυτό δαπάνες, αυτονόητο παρίστατο πως ο ίδιος θα ήταν δικαιούχος της αποζημίωσης σε περίπτωση καταστροφής της παραγωγής. Σε συζητήσεις, μάλιστα, μεταξύ των διαδίκων, στις οποίες ήταν παρών και ο μάρτυρας του ενάγοντος, που κατέθεσε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, συμφωνήθηκε πως την αίτηση προς τον ΕΛ.Γ.Α. θα υπέβαλε ο εναγόμενος, αφού ο ίδιος είχε δηλώσει την καλλιέργεια και φερόταν ως νόμιμος δικαιούχος της αποζημίωσης, στη συνέχεια δε θα απέδιδε την αποζημίωση που θα εισέπραττε στον ενάγοντα. Ο εναγόμενος, ωστόσο, αρνείται τόσο την κατάρτιση της σύμβασης μίσθωσης των αγροτεμαχίων, όσο και την μεταγενέστερη συμφωνία του με τον ενάγοντα, με την οποία αναγνώρισε την υποχρέωσή του να του αποδώσει την αποζημίωση που θα εισέπραττε από τον ΕΛ.Γ.Α. Ειδικότερα με τις πρωτοδίκως κατατεθείσες προτάσεις του, αλλά και με τα δικόγραφα της ένδικης έφεσής του και των πρόσθετων λόγων αυτής, ισχυρίζεται πως ουδέποτε καταρτίστηκε σύμβαση μίσθωσης των αγροτεμαχίων μεταξύ αυτού και του ενάγοντος, αλλά πως μεταξύ αυτών συμφωνήθηκε το καλοκαίρι του 2006 μια ιδιότυπη μορφή συνεργασίας, η οποία χαρακτηρίζεται από τον ίδιο ως "αφανής εταιρία", σύμφωνα με την οποία ο ενάγων αναλάμβανε την υποχρέωση να καλλιεργήσει για λογαριασμό του εναγομένου 187 στρέμματα αγρών που βρίσκονται στην ... ..., από τα οποία τα 34 είναι της ιδιοκτησίας του και τα λοιπά μισθωμένα από τρίτους ιδιοκτήτες, πως η παραγωγή θα πωλούνταν από τον ίδιο με την έκδοση τιμολογίων στο όνομά του και πως από την πραγματική αξία της πωλούμενης μηδικής θα αφαιρούνταν πρώτα όλα τα έξοδα παραγωγής (σπόροι, σπορά, λιπάσματα, εισφορές ΤΟΕΒ, ποτίσματα κ.λπ.) και στη συνέχεια θα ακολουθούσε η κατ'ισομοιρία διανομή του υπολοίπου μεταξύ των διαδίκων, ενώ ρητά συμφωνήθηκε πως οι επιδοτήσεις και αποζημιώσεις θα ανήκαν αποκλειστικά στον εναγόμενο και δεν θα αποτελούσαν έσοδα της "αφανούς εταιρίας". Πλην, όμως, οι ανωτέρω ισχυρισμοί του εναγομένου έρχονται σε αντίθεση με το περιεχόμενο της από 28-3-2011 ανωμοτί εξέτασης του ιδίου ενώπιον της Πταισματοδίκη Σαμοθράκης, που δόθηκε στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης που διενεργήθηκε κατόπιν υποβολής μηνύσεως του ενάγοντος κατά του εναγομένου, όπου ο εναγόμενος καταθέτει αυτολεξεί πως "ο μηνυτής (δηλ. ο ενάγων) ανέλαβε να σπείρει όλα τα χωράφια, ιδιόκτητα και ενοικιαζόμενα, να τα καλλιεργεί και να εκμεταλλεύεται την παραγωγή με υποχρέωση να πληρώνει τον ΤΟΕΒ. (...) η συμφωνία μας ήταν να πληρώνει τα μισθώματα για τα ενοικιαζόμενα σε μένα. Πέραν αυτών δεν συμφωνήθηκε τίποτε άλλο. Για τις επιδοτήσεις (ενν. 60€/στρ.) δεν έγινε καμιά κουβέντα, καθόσον δεν τον αφορούσε".
Συνεπώς, σύμφωνα με όσα καταθέτει ο εναγόμενος, η καλλιέργεια των αγρών και η εκμετάλλευση της παραγωγής θα γινόταν από τον ενάγοντα, ο οποίος θα είχε την υποχρέωση να καταβάλει τις ανάλογες εισφορές στον ΤΟΕΒ και το μίσθωμα των ενοικιαζόμενων από τον εναγόμενο αγρών. Ο εναγόμενος, προς επίρρωση των ισχυρισμών του ότι ουδέποτε εκμίσθωσε τους αγρούς στον ενάγοντα και πως καλλιεργεί και εκμεταλλεύεται ο ίδιος τις εκτάσεις αυτές, επικαλείται την από 22-1-2008 σύμβαση καλλιέργειας που συνήψε με την εταιρία εμπορίας ζωοτροφών "... Α.Ε."και αφορούσε στην πώληση προς την άνω εταιρία της παραγωγής των αναφερόμενων σ'αυτήν (σύμβαση) αγρών. Πλην όμως από το ανωτέρω έγγραφο προκύπτει ότι πρόκειται για την πώληση της παραγωγής άλλων αγρών, που εκμεταλλεύεται ο εναγόμενος, αφού τα στοιχεία των αγρών και ειδικότερα η έκταση αυτών δεν ταυτίζονται με τα ακίνητα της υπό κρίση υπόθεσης. Περαιτέρω από τα έγγραφα, που προσκομίζει και επικαλείται ο εναγόμενος (τιμολόγια πώλησης μηδικής προς τη "... Α.Ε.", βεβαιώσεις καλλιέργειας από ΤΟΕΒ, βεβαίωση καταβολής αποζημίωσης φυτικής παραγωγής ΕΛ.Γ.Α. για χρονικό διάστημα από 1-1-2006 έως 24-3-2015, κατάσταση ελέγχου αιτήσεων παραγωγών της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών ...), τα οποία έχουν εκδοθεί στο όνομά του, δεν προκύπτει ότι ο ίδιος πράγματι προέβη στην καλλιέργεια και εκμετάλλευση της παραγωγής των παραπάνω αγρών, καθώς προϋπόθεση για να εισπράξει τις κοινοτικές επιδοτήσεις, στις οποίες κυρίως απέβλεπε, είναι να εμφανίζεται ο ίδιος τυπικά ως καλλιεργητής των ανωτέρω εκτάσεων. Ενδεικτικό δε είναι το γεγονός ότι ο εναγόμενος ούτε αποδεικνύει, ούτε καν επικαλείται πως κατέβαλε δαπάνες για την καλλιέργεια των ανωτέρω εκτάσεων, αφού δεν προσκομίζει τιμολόγια αγοράς σπόρου ή λιπασμάτων. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, οι ισχυρισμοί του εναγομένου πως δεν καταρτίστηκε σύμβαση μίσθωσης των παραπάνω αγροτικών κτημάτων μεταξύ των διαδίκων, αλλά πως υπήρχε ιδιότυπη μεταξύ τους συμφωνία, σε εκτέλεση της οποίας ο ενάγων καλλιέργησε τους αγρούς κατά το χρονικό διάστημα 2007-2010, ο οποίος κατέβαλε τις δαπάνες καλλιέργειας για σπόρους και λίπασμα, ενώ όφειλε να καταβάλει τα μισθώματα των μισθωμένων από τον εναγόμενο αγρών, καθώς και τις εισφορές προς τον ΤΟΕΒ, ενώ την παραγωγή θα εκμεταλλευόταν ο εναγόμενος, το τίμημα από την εκποίηση της οποίας θα μοιραζόταν εξίσου στους διαδίκους μετά την αφαίρεση των εξόδων, δεν αντέχει στην κοινή λογική. Εξάλλου όσα εκθέτει ο εκκαλών στο δικόγραφο των προσθέτων λόγων, προς ενίσχυση του ισχυρισμού του ότι ουδέποτε καταρτίστηκε σύμβαση αγρομίσθωσης, ότι δηλαδή δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για καταβολή αποζημίωσης από τον ΕΛ.Γ.Α. στον εφεσίβλητο και πως ο τελευταίος ουδέποτε επιδίωξε να αποδείξει την προφορική σύμβαση μίσθωσης ώστε να διεκδικήσει την αποζημίωση από τον ΕΛ.Γ.Α., ούτε υπέβαλε ένσταση κατά του πίνακα δικαιούχων αποζημίωσης, αλυσιτελώς προβάλλονται, δεδομένου ότι η ένδικη αξίωση του ενάγοντος έχει συμβατικό θεμέλιο και ειδικότερα την μεταξύ των διαδίκων συμφωνία πως ο εναγόμενος θα του απέδιδε την αποζημίωση που θα εισέπραττε από τον ΕΛ.Γ.Α. και δεν ασκείται από τον ενάγοντα κατά του ανωτέρω οργανισμού, ώστε να ενδιαφέρουν οι προϋποθέσεις διεκδίκησης αποζημίωσης από αυτόν. Για τους ίδιους λόγους κρίνεται ως αλυσιτελής και ο ισχυρισμός του εκκαλούντος πως δικαιούχος της αποζημίωσης από τον ΕΛ.Γ.Α. είναι ο ίδιος καθώς αυτός κατέβαλε τα ασφάλιστρα για την παραγωγή στον Οργανισμό. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι την 30/9/2010 ο ΕΛΓΑ, μετά τη διάγνωση από τα αρμόδια όργανά του ότι οι ανωτέρω αγροί καλλιεργούνται και ότι η παραγωγή σ'αυτούς καταστράφηκε ολοσχερώς (ποσοστό 100%), κατέβαλε στον εναγόμενο ως αποζημίωση για τις καταστραφείσες από την πλημμύρα ένδικες καλλιέργειες το ποσό των 38.577,81 ευρώ (βλ. την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον εκκαλούντα από 24-3-2015 βεβαίωση του ΕΛ.Γ.Α. περί καταβολής αποζημιώσεων φυτικής παραγωγής από 1-1-2006 έως 24-3-2015). Παρά την είσπραξη του ποσού της αποζημίωσης από τον ΕΛ.Γ.Α. ο εναγόμενος αρνείται να αποδώσει αυτήν στον ενάγοντα, αθετώντας την ως άνω συμβατική του υποχρέωση, παρότι επανειλημμένα έχει κληθεί προς τούτο από τον ενάγοντα". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχτηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ότι για το λόγο αυτό είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι ο δεύτερος λόγος της έφεσης και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, με τους οποίους ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι το δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις καθώς ουδέποτε είχε καταρτιστεί σύμβαση μίσθωσης των αγρών μεταξύ των διαδίκων, ούτε ο εναγόμενος είχε αναγνωρίσει την υποχρέωσή του να αποδώσει στον ενάγοντα το ποσό που θα εισέπραττε από τον ΕΛ.Γ.Α. ως αποζημίωση για την καταστραφείσα παραγωγή. Από το προαναφερόμενο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο με επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, δέχτηκε ότι η έννομη σχέση που συνέδεε τους διαδίκους - συμβαλλόμενους, στο πλαίσιο της οποίας συμφωνήθηκε ο ενάγων, για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών, να καλλιεργεί τους αναφερόμενους σ'αυτή αγρούς και να καρπώνεται την παραγωγή, αντί συμφωνηθέντος και καταβλητέου στον εναγόμενο ετήσιου μισθώματος, βαρυνόμενος με τις δαπάνες καλλιέργειας αυτών και οφείλοντας να καταβάλει τις εισφορές προς το ΤΟΕΒ (δαπάνες άρδευσης των αγρών) φέρει τα στοιχεία της σύμβασης αγρομίσθωσης, καθώς και ότι η ένδικη αξίωση του ενάγοντος έχει συμβατικό θεμέλιο και ειδικότερα την μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση μίσθωσης μεταγενέστερη αυτής συμφωνία, ότι ο εναγόμενος θα του απέδιδε την αποζημίωση που θα εισέπραττε από τον ΕΛ.Γ.Α., επί των οποίων (σύμβασης αγρομίσθωσης και μεταγενέστερης συμφωνίας) ήταν εφαρμοστέες οι διατάξεις των άρθρων 619 επ. Α.Κ. και 361 ΑΚ αντίστοιχα, τις οποίες και εφάρμοσε, έστω και αν δεν γίνεται ειδική αναφορά των διατάξεων αυτών στην προσβαλλόμενη απόφαση. Δεν πάσχει δε η αιτιολογία της απόφασης λόγω αντιφατικών παραδοχών, όπως διατείνεται ο αναιρεσείων, επειδή το Εφετείο, ενώ δέχεται ότι κατά την κατάρτιση της σύμβασης μίσθωσης, δεν είχε συμφωνηθεί ποιός αυμβαλλόμενος θα δικαιούται την αποζημίωση από τον ΕΛΓΑ σε περίπτωση καταστροφής της καλλιέργειας λόγω γεγονότων ανωτέρας βίας, όπως είναι και η πλημμύρα, εν τούτοις, ακολούθως με αναφορά σε στοιχεία, που βρίσκονται εκτός της σύμβασης (συνήθειες της περιοχής και στα διδάγματα της κοινής πείρας, και στο σκοπό του κανονισμού ασφάλισης φυτικής παραγωγής [βλ. Κ.Υ.Α. Υπουργών Οικονομικών και Γεωργίας Αριθ. 15711/30.9.98 (ΦΕΚ 1079/Β'/14.10.98)], θεώρησε ως αυτονόητο, ότι δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι ο ενάγων, αφού η δεύτερη παραδοχή, ανεξαρτήτως του ότι δεν αναιρεί την πρώτη, αναφέρεται εκ περισσού, και δε στηρίζει το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, λαμβανομένου υπόψη ότι το Εφετείο δεν στήριξε την κρίση του ότι δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι ο ενάγων, στην παραδοχή ότι τούτο ήταν αυτονόητο, για τους λόγους που αναφέρει αλλά στην καταρτισθείσα μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση μίσθωσης μεταγενέστερη αυτής συμφωνία ότι ο εναγόμενος θα του απέδιδε την αποζημίωση που θα εισέπραττε από τον ΕΛ.Γ.Α. Εξάλλου, και ανεξαρτήτως του ότι το Εφετείο απέρριψε ως αλυσιτελείς τους διατυπούμενους υπό μορφή επιχειρημάτων σχετικούς ισχυρισμούς του εναγομένου και ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετείται ο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, το Εφετείο, αιτιολόγησε για ποιό λόγο ο ενάγων αν και κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές του είχε συναφθεί προφορικά σύμβαση μίσθωσης μεταξύ των διαδίκων, δεν ζήτησε την καταβολή της ως άνω αποζημίωσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 6 περ. Ε της Υ.Α. 281245/2008, η οποία ρυθμίζει την περίπτωση καταστροφής καλλιεργειών κατά την οποία η μίσθωση είχε καταρτισθεί προφορικά πριν την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος, και ορίζει ότι η προφορική αυτή συμφωνία μπορεί να αποδεικνύεται με ένορκη βεβαίωση των συμβαλλομένων (μισθωτή και εκμισθωτή) ενώπιον Συμβολαιογράφου ή Ειρηνοδίκου, ή σε κάθε περίπτωση δεν υπέβαλε αίτηση-ένσταση διοικητικού ελέγχου για να κριθεί αυτός δικαιούχος της κρατικής ενίσχυσης, σύμφωνα με το άρθρο 20 της ως άνω Υπουργικής απόφασης, καθ'ην στιγμή δεν υπήρχε πρόβλεψη να εισπραχθεί από τον ενάγοντα η αποζημίωση σε περίπτωση καταστροφής των αγρών-σοδειάς, δεχόμενο ότι τούτο έγινε ενόψει του ότι είχε συμφωνηθεί ότι ο εναγόμενος θα λάμβανε την κρατική επιχορήγηση καθώς και την κοινοτική επιδότηση που χορηγείται στα πλαίσια της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής για την καλλιέργεια του ανωτέρω βιολογικού προϊόντος και ανέρχεται στο ποσό των 60 ευρώ ανά καλλιεργούμενο στρέμμα και ως εκ τούτου προκειμένου να κριθεί αυτός δικαιούχος των επιδοτήσεων αυτών, θα έπρεπε να εμφανίζεται έναντι των σχετικών Υπηρεσιών, ως καλλιεργητής των αγρών ο ίδιος (εναγόμενος), με συνέπεια όλες οι αποδείξεις, δηλώσεις, αιτήσεις και τα διάφορα παραστατικά που αφορούσαν στην καλλιέργεια (όπως καταβολές προς ΤΟΕΒ, τιμολόγια πώλησης παραγωγής, δηλώσεις ζημιών προς ΕΛΓΑ, αιτήσεις προς Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών κ.λπ.) να συντάσσονται ή εκδίδονταν στο όνομά του, ενώ εξάλλου, ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, η ένδικη αξίωση του ενάγοντος με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή και τα γενόμενα δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση, θεμελιώνεται νομικώς στην ως άνω, μεταγενέστερη της σύμβασης μίσθωσης συμφωνία, ο προβαλλόμενος τρίτος λόγος αναίρεσης αλυσιτελώς προβάλλεται. Επομένως, οι τέταρτος, πέμπτος, ένατος, ενδέκατος και δέκατος τέταρτος κατά ένα μέρος λόγοι αναίρεσης από τους αριθμούς 1, ο τέταρτος, 19 οι πέμπτος, ένατος και ενδέκατος και 19, επίσης, κατ'ορθή εκτίμηση, ο δέκατος τέταρτος κατά ένα μέρος του, του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους ο αναιρεσείων προβάλλει ως αιτιάσεις κατά της προσβαλλόμενης απόφασης ότι το Εφετείο με το να δεχτεί ότι συμφωνήθηκε μεταξύ αυτού και του ενάγοντος, ότι θα υπέβαλε ο ίδιος (εναγόμενος) την αίτηση προς τον ΕΛΓΑ για την είσπραξη της ως άνω αποζημίωσης την οποία στη συνέχεια θα απέδιδε στον ενάγοντα, δεδομένου ότι αυτός ως φερόμενος καλλιεργητής ήταν ο μόνος που νομιμοποιείτο να υποβάλει στον ως άνω Οργανισμό (Ε.Λ.Γ.Α.) αίτηση για αποζημίωση της καταστραφείσας καλλιέργειας παραβίασε με το να μην εφαρμόσει την Υ.Α. 281245/2008 η οποία ρητώς αναφέρει ποιοι είναι δικαιούχοι αποζημιώσεως από τον ΕΛΓΑ, συμπεριλαμβάνοντας ρητά και την περίπτωση της προφορικώς καταρτισθείσας μίσθωσης, την οποία και ρυθμίζει η εν λόγω απόφαση (τέταρτος λόγος), ότι προκειμένου να καταλήξει στην κρίση περί ύπαρξης συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων για το ποιός απ'αυτούς είναι δικαιούχος της αποζημίωσης από τον ΕΛΓΑ διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες και ειδικότερα εσφαλμένως και με αντιφατικές αιτιολογίες στο σκεπτικό της ενώ ρητώς αποδέχεται την μη ύπαρξη συμφωνίας για το ποιός διάδικος θα δικαιούται αποζημιώσεως σε περίπτωση καταστροφής της παραγωγής όπως ρητώς αναφέρει, εν τούτοις σε άλλο σημείο της απόφασης, μετά την πιο πάνω αναφορά, χαρακτηρίζει ως "αυτονόητο"ότι δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι ο ενάγων (5ος λόγος), παρέλειψε να αιτιολογήσει γιατί δεν υπέβαλε ένσταση ο αναιρεσίβλητος στον ΕΛΓΑ για να διεκδικήσει αποζημίωση, αφής στιγμής όπως η προσβαλλόμενη αναφέρει και αναγνωρίζει δεν υπήρχε πρόβλεψη να εισπραχθεί από τον αναιρεσίβλητο η αποζημίωση σε περίπτωση καταστροφής των αγρών-σοδειάς (9ος λόγος), ενώ ακόμη αφ'ενός μεν δέχτηκε ότι ο ενάγων δικαιούτο την ως άνω αποζημίωση αν και δεν πληρούσε τις αναφερόμενες προϋποθέσεις του άρθρου 3 της ισχύουσας κατά το κρίσιμο χρόνο της καταστροφής ΥΑ 281245/2008, υπό τις οποίες επιτρέπεται η καταβολή ενισχύσεων από τον ΕΛΓΑ για επανόρθωση ζημιών στη γεωργική παραγωγή, αφ'ετέρου δε, δεν έλαβε υπόψη, όπως όφειλε, εφόσον δέχτηκε ότι υπήρχε δήθεν νόμιμιμη προφορική μίσθωση, τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 6 περ. Ε της Υ.Α. 281245/2008, η οποία ρητώς αναφέρει ποιοι είναι δικαιούχοι της αποζημιώσεως του ΕΛΓΑ και ορίζει ότι στις περιπτώσεις καλλιεργειών όπου η μίσθωση είχε καταρτισθεί προφορικά πριν την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος, τότε η προφορική αυτή συμφωνία μπορεί να αποδεικνύεται με ένορκη βεβαίωση των συμβαλλόμενων (μισθωτή και εκμισθωτή) ενώπιον Συμβολαιογράφου ή Ειρηνοδίκου, διαδικασία την οποία δεν τήρησε ο αναιρεσίβλητος-ενάγων ή σε κάθε περίπτωση, και αν ακόμη ο τελευταίος επικαλείτο, ότι αυτός (αναιρεσείων - εναγόμενος) δεν συμφωνούσε να τηρηθεί η παραπάνω νόμιμη διαδικασία τη διάταξη του άρθρου 20 της παραπάνω Υπουργικής Απόφασης, σύμφωνα με την οποία ο αναιρεσίβλητος - ενάγων θα είχε το δικαίωμα να υποβάλλει ένσταση κατά του καταλόγου των δικαιούχων από τον ΕΛΓΑ μέσα στην νόμιμη προθεσμία, πράγμα το οποίο πάλι δεν έπραξε ο τελευταίος (14ος λόγος). Η αιτίαση από τον αρ. 19 του άρθρ. 559 του ΚΠολΔ, που περιέχεται στον 11ο λόγο αναίρεσης περί ελλείψεως αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης καθόσον αφορά τη μισθωτική σχέση, διότι αποδείχθηκε πλήρως ότι δεν υπήρξε τέτοια σχέση, είναι απαράδεκτη, καθόσον υπό την επίφαση της ως αναιρετικής πλημμέλειας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, της ουσίας (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως ήδη έχει εκτεθεί. Περαιτέρω, οι προβαλλόμενες με τους έκτο, έβδομο, όγδοο, δέκατο, δωδέκατο λόγους αναίρεσης αιτιάσεις που συνίστανται, αντίστοιχα, στο ότι το Εφετείο ερμήνευσε (εκτίμησε) εσφαλμένα το αποδεικτικό υλικό και ειδικότερα: α) την ανωμοτί κατάθεση του εναγομένου στον Πταισματοδίκη Σαμοθράκης, β) τη σύμβαση καλλιέργειας που συνήψε ο εναγόμενος με την εταιρία εμπορίας ζωοτροφών με την επωνυμία "... Α.Ε.", γ) μετά από εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού δέχτηκε ότι ο αναιρεσείων δεν προσκόμισε τιμολόγια αγοράς λιπασμάτων, δ) εσφαλμένως δεν στάθμισε τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα και το εν γένει αποδεικτικό υλικό αλλά αντίθετα στήριξε την κρίση του σε εικασίες και αξιολογικές κρίσεις κάνοντας δεκτό ότι υπήρξε δήθεν μισθωτική σχέση, ε) διότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη αφού από τα ανωτέρω επικαλούμενα ειδικότερα στοιχεία αποδεικνύεται πλήρως ότι ο αναιρεσείων δε είχε μισθωτική σχέση με τον αναιρεσίβλητο, στ) διότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ερμήνευσε (εκτίμησε) ορθώς ούτε την ανωμοτί εξέτασή του ενώπιον του πταισματοδίκη Σαμοθράκης, αλλά παρέλειψε ταυτόχρονα να λάβει υπόψη της ή αιτιολογημένα να απορρίψει το δεδικασμένο του απαλλακτικού βουλεύματος με αριθμό 19/2013 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης που εκδόθηκε κατόπιν εγκλήσεως-μηνύσεως του ενάγοντος σε βάρος του, το οποίο αναφέρει ότι δεν αποδείχτηκε μισθωτική σχέση, απαραδέκτως προβάλλονται καθόσον υπό την κατ'επίφαση επίκληση των αναιρετικών πλημμελειών από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλήττεται πράγματι η εκτίμηση των αποδείξεων από το Εφετείο, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (άρθρ. 561 § 1 ΚΠολΔ), ενώ εξάλλου και ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος περί δεδικασμένου απορρέοντος από το υπ'αριθμ. 19/2013 απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης είναι νομικά αβάσιμος, καθόσον δεδικασμένο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 321 ΚΠολΔ αποτελούν οι τελεσίδικες αποφάσεις, ήτοι οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, γεγονός που δεν συμβαίνει εν προκειμένω, κατά τα εκτιθέμενα στο σχετικό λόγο αναίρεσης. Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 11γ'του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης στοιχειοθετείται αν το δικαστήριο της ουσίας παρέλειψε να λάβει υπόψη, κατά την κατάστρωση του αποδεικτικού συλλογισμού του, αποδεικτικά μέσα, τα οποία οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν παραδεκτά και νόμιμα και τα οποία ήταν χρήσιμα για άμεση ή έμμεση (με συναγωγή τεκμηρίων) απόδειξη πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή παραδεκτών και νομίμων πραγματικών ισχυρισμών, που θεμελιώνουν την αγωγή ή τις ενστάσεις ή χρησιμεύουν για την απόκρουση της αγωγής ή των ενστάσεων και, ως εκ τούτου, επιδρούν στη διαμόρφωση του διατακτικού της απόφασης (Ολ.ΑΠ 2/2008, 42/2012). Από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339 και 340 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του ως προς τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι, χωρίς να απαιτείται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αλλά αρκεί να προκύπτει με βεβαιότητα από όλο το περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, που προσκομίστηκαν νόμιμα με επίκληση από τους διαδίκους (Ολ.ΑΠ 42/2002). Στην προκειμένη περίπτωση, με το δέκατο τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις από τους αριθμούς 8 και 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες και κατ'ορθό νομικό χαρακτηρισμό την από τον αριθμό 11γ'του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, διότι, το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα αναφορικά με το χαρακτήρα της καταρτισθείσας μεταξύ αυτού και του αναρεσίβλητου σύμβασης ως μίσθωσης και την κατάρτιση μεταγενέστερης αυτής συμφωνίας για είσπραξη απ'αυτόν της αποζημίωσης και την εν συνεχεία απόδοσή της απ'αυτόν στον αναιρεσίβλητο, δεν έλαβε υπόψη νομίμως επικληθέντα και προσκομισθέντα απ'αυτόν αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα: α) Τα ιδιωτικά συμφωνητικά μίσθωσης των επίδικων χωραφιών, που αποδεικνύουν ότι αυτός (αναιρεσείων) τα είχε μισθωμένα και άρα δεν μπορεί να τα είχε υπομισθώσει με προφορική σύμβαση στον αναιρεσίβλητο, αφού και ο νόμος αλλά και τα συμφωνητικά το απαγόρευαν ρητώς, β) την υπ'αριθμ. 1926/19-5-2015 ένορκη βεβαίωση του Χ. Α., ενός εκ των ιδιοκτητών των επίδικων χωραφιών που υποτίθεται ότι μίσθωνε ο αναιρεσίβλητος από αυτόν, η οποία πρέπει να ληφθεί ως δικαστικό τεκμήριο (2ο σκέλος του 13ου λόγου), γ) την από 10/09/2008 σύμβαση καλλιέργειας με την εταιρία "... Α.Ε."για τα επίδικα χωράφια περιοχής ...ς Έβρου, που αποδεικνύει ότι τα εκμεταλλευόταν αυτός ο ίδιος και όχι ο αναιρεσίβλητος, δ) την από 30/05/2009 σύμβαση καλλιέργειας του αναιρεσίβλητου με την εταιρεία "... Α.Ε.", για άλλα χωράφια στην περιοχή ..., τα οποία ουδεμία σχέση έχουν με την περιοχή των επίδικων χωραφιών, και αποδεικνύει ότι ο αναιρεσίβλητος εκμεταλλευόταν και πουλούσε προϊόντα στο όνομά του για άλλα χωράφια και όχι για τα επίδικα, ε) τα τιμολόγια πώλησης στο όνομά του, έτους 2009, αξίας περίπου 16.000 ευρώ, που αποδεικνύουν ότι για τα συγκεκριμένα χωράφια τα προϊόντα πωλούνταν στο όνομά του και όχι στο όνομα του αναιρεσίβλητου, όπως ισχυρίζεται στην αγωγή του, στ) τις βεβαιώσεις του Τοπικού Οργανισμού Εγγείων Βελτιώσεων ...ς ( Τ.Ο.Ε.Β.) που αναφέρουν ότι από το έτος 2006 έως το 2010 έχει καλλιεργήσει τα ως άνω χωράφια και έχει καταβάλει το ποσό των 4.091 ευρώ, ζ) τη βεβαίωση καταβολής αποζημιώσεων από 1/1/2006 έως τις 24/3/2015 από τον ΕΛΓΑ για τα επίδικα χωράφια, η) τις δηλώσεις καλλιέργειας από το έτος 2006 έως το 2010 για τα επίδικα χωράφια στο όνομά του, από τις οποίες αποδεικνύεται ποιός ήταν ο νόμιμος κάτοχος και καλλιεργητής των χωραφιών και ποιοι οι ιδιοκτήτες αυτών από τους οποίους τα μίσθωνε, θ) τις βεβαιώσεις καταβολής εισφορών υπέρ ΕΛΓΑ για τα έτη 2011 έως το 2014, τα Ε1 ετών 2008 έως 2011 που αποδεικνύουν τα έσοδα που δήλωνε από τις γεωργικές επιχειρήσεις των επίδικων χωραφιών αλλά και των μισθωμάτων που κατέβαλε για την εκμίσθωσή τους ως νόμιμος κάτοχος και καλλιεργητής, ι) το υπ'αριθμ. 19/2013 απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, σύμφωνα με το οποίο απαλλάχτηκε ως προς το ποινικό μέρος για τη συγκεκριμένη υπόθεση, αφού έγινε αποδεκτό ότι δεν υπήρχε μισθωτική σχέση, όπως ισχυριζόταν ο αναιρεσίβλητος και ια) τη με στοιχεία Υ.Α. 281245/2008 υπουργική απόφαση άρθρα 3, 9, 11, 12, 16, 20. Ο λόγος αυτός, καθόσον αφορά: α) στη με στοιχεία 281245/2008 υπουργική απόφαση, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, εφόσον, οι υπουργικές αποφάσεις δεν αποτελούν αποδεικτικό μέσο, καθόσον δε αφορά στα λοιπά φερόμενα ως μη ληφθέντα υπόψη αποδεικτικά στοιχεία, από τη ρητή διαβεβαίωση στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι το Εφετείο για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση "έλαβε υπόψη εκτός από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ομολογίες των διαδίκων, διδάγματα κοινής πείρας) και όλα τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα ή για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 339, 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα στη συνέχεια, χωρίς να παραλείπεται η αξιολόγηση ουδενός", καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τα άλλα αποδεικτικά μέσα όλα τα παραπάνω φερόμενα από τον αναιρεσείοντα ως μη ληφθέντα υπόψη έγγραφα. Εξάλλου, πρέπει να αναφερθεί, ειδικά, καθόσον αφορά στο επικαλούμενο από τον αναιρεσείοντα υπ'αριθμ. 19/2013 απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξ/πολης, που εκδόθηκε επί της υποβληθείσας από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου μήνυσης για υπεξαίρεση, ότι δεν υπήρχε ανάγκη αντικρούσεως του βουλεύματος αυτού από το Εφετείο ενόψει του ότι είχε ήδη αμετακλήτως απορριφθεί η αγωγή ως μη νόμιμη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως προς τη βάση της από την αδικοπραξία, χωρίς να ασκηθεί ένδικο μέσο από τον ενάγοντα για την απόρριψη της βάσης αυτής και ερευνάτο μόνο ως προς τη βάση της από τη σύμβαση. Πέραν τούτου από την παραδεκτή κατ'άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση του ως άνω βουλεύματος, ως διαδικαστικού εγγράφου άλλης δίκης, για την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας του αφορώντος αυτό λόγου, προκύπτει ότι το Συμβούλιο, με αναφορά εξ ολοκλήρου στην εισαγγελική πρόταση έκρινε ότι δεν έπρεπε να γίνει κατηγορία σε βάρος του αναιρεσείοντος και τότε κατηγορουμένου για την αποδιδόμενη σ'αυτόν αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από διαχειριστή ξένης περιουσίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, κατ'εξακολούθηση, πράξη που φέρεται να τελέστηκε από αυτόν στην Αλεξανδρούπολη, σε μη επακριβώς προσδιορισθείσα ημερομηνία εντός του μηνός Σεπτεμβρίου του 2010, καθόσον δεν υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του αναιρεσείοντος και τότε κατηγορουμένου για τη στήριξη εναντίον του κατηγορίας για τέλεση της αποδιδόμενης σ'αυτόν πράξης, η δε οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ του κατηγορουμένου και του μηνυτή για τη μετέπειτα, μετά την είσπραξή της από τον αναιρεσείοντα διάθεση του ποσού της αποζημίωσης είναι διαφορά αστικής φύσης και πρέπει να επιλυθεί από τα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια που επλήφθηκαν της υπόθεσης κατόπιν της με αριθμό κατάθεσης 53/Τ.Μ./2/11-1-2011 αγωγής, που κατατέθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης και κατόπιν ματαίωσης και επαναφοράς της με κλήση αναμενόταν να εκδικαστεί στις 16-10-2013. Από το περιεχόμενο συνεπώς του ως άνω βουλεύματος δεν προκύπτει παραδοχή περί μη ύπαρξης μισθωτικής σχέσης μεταξύ των διαδίκων, όπως αβάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων, αντίθετα υπάρχει παραδοχή ότι η οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, για τη διάθεση του ποσού της αποζημίωσης θα επιλυθεί από τα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια.
Τέλος, ο δέκατος τέταρτος λόγος αναίρεσης, κατά τα άλλο μέρος του, με το οποίο ο αναιρεσείων, με την αριθμητική επίκληση των περιπτώσεων 8, 10 και 11 του άρθου 559 ΚΠολΔ, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις αναιρετικές πλημμέλειες από τις διατάξεις αυτές, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, εφόσον οι προβαλλόμενες με αυτόν αιτιάσεις αναφέρονται στην αιτιολόγηση του σαφούς αποδεικτικού πορίσματος ότι η έννομη σχέση που συνέδεε τους διαδίκους - συμβαλλόμενους, φέρει τα στοιχεία της σύμβασης αγρομίσθωσης, καθώς και ότι η ένδικη αξίωση του ενάγοντος έχει συμβατικό θεμέλιο και ειδικότερα την μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση μίσθωσης μεταγενέστερη αυτής συμφωνία, ότι ο αναιρεσείων εκμισθωτής θα απέδιδε στον αναιρεσίβλητο εναγόμενο την αποζημίωση που θα εισέπραττε από τον ΕΛ.Γ.Α.
Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από τον αναιρεσείοντα για την άσκησή της στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε'Κ.Πολ.Δ.) και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου (άρθρ. 183 Κ.Πολ.Δ.), ο οποίος παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24-5-2017 αίτηση για αναίρεση της υπ'αριθμ. 35/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θράκης.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από τον αναιρεσείοντα για την άσκηση της αναίρεσης στο δημόσιο ταμείο. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Σεπτεμβρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Δεκεμβρίου 2018.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 1657/2018 - Από τις διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, 297, 298, 300, 330 εδ. β'και 914 του Α.Κ., προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε επιτακτικό ή απαγορευτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε

Next: ΑΠ 1653/2018 - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει από 1.1.2002 μετά την απάλειψη της φράσης "ή δεν διέταξε απόδειξη γι'αυτά"με το άρθρο 17 παρ.2 του Ν. 2915/2001, λόγω της κατάργησης του κατά τα άρθρα 341 επόμ. του ΚΠολΔ συστήματος της διεξαγωγής των αποδείξεων με την έκδοση παρεμπίπτουσας (προδικαστικής) περί αποδείξεων απόφασης, ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο ανωτέρω λόγος ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται "πράγματα", δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισμούς των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώληση δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά, από ποία αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξή του γι'αυτά. Δεν απαιτείται όμως η επί
Previous: ΑΠ 1684/2018 - Με την οποία ο πρώτος, επικαλούμενος τη μεταξύ αυτού ως μισθωτή και του δεύτερου ως εκμισθωτή σύμβαση μίσθωσης αγροτεμαχίων και τη μεταγενέστερη μεταξύ τους συμφωνία περί είσπραξης από τον εναγόμενο για λογαριασμό του ενάγοντος της δικαιούμενης αποζημίωσης από τον ΕΛΓΑ των ζημιών που υπέστησαν οι καλλιέργειές του (ενάγοντος) στα παραπάνω ακίνητα, ζήτησε την επιδίκαση σ'αυτόν α) του ποσού της αποζημίωσης που εισέπραξε ο τελευταίος από τον ΕΛΓΑ για τις ζημίες από πλημμύρα που υπέστησαν οι καλλιέργειες του ενάγοντος στα παραπάνω ακίνητα, το οποίο δεν απέδωσε στον πρώτο, κατά παράβαση των μεταξύ τους συμφωνηθέντων
$
0
0
Από τις διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, 297, 298, 300, 330 εδ. β'και 914 του Α.Κ., προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της ...
συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε επιτακτικό ή απαγορευτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που αν καταβαλλόταν, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του παράνομου και ζημιογόνου αποτελέσματος. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει την ζημία και την επέφερε στην συγκεκριμένη περίπτωση. Η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση είναι ζήτημα καθαρά πραγματικό και κρίνεται από το δικαστήριο της ουσίας. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε κυριαρχικώς ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται κατ'αρχήν από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα του ατυχήματος συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ'ένσταση, συνεπάγεται την μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημιώσεως ή την μείωση του ποσού της (άρθρ. 300 ΑΚ). Ακόμη από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι οι έννοιες της αμέλειας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και επομένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την συνδρομή ή μη συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την επέλευση της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου ως προς το εάν τα περιστατικά που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανελέγκτως ως αποδειχθέντα, συγκροτούν την έννοια του προαναφερόμενου πταίσματος.

Αριθμός 1657/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ'Πολιτικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ειρήνη Καλού, Γεώργιο Χοϊμέ, Μαρία Τζανακάκη και Αντώνιο Τσαλαπόρτα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Οκτωβρίου 2018, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "... ΑΕ", που ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χαράλαμπο Δρακόπουλο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Π. Κ. του Κ., κατοίκου ..., 2) Μ. Κ. του Γ. και 3) Μ. συζ. Μ. Κ., το γένος Ν. Κ., κατοίκων ..., εκ των οποίων ο 1ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ...., που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 24-9-2018 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται και οι 2ος και 3η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ...
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-3-2015 αγωγή των ήδη 2ου και 3ης των αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκε με την από 22-4-2015 αγωγή - αναγωγή της ήδη αναιρεσείουσας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2518/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 474/2017 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 2-10-2017 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Αντώνιο Τσαλαπόρτα, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.


ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, 297, 298, 300, 330 εδ. β'και 914 του Α.Κ., προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε επιτακτικό ή απαγορευτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που αν καταβαλλόταν, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του παράνομου και ζημιογόνου αποτελέσματος. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει την ζημία και την επέφερε στην συγκεκριμένη περίπτωση. Η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση είναι ζήτημα καθαρά πραγματικό και κρίνεται από το δικαστήριο της ουσίας. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε κυριαρχικώς ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται κατ'αρχήν από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα του ατυχήματος συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ'ένσταση, συνεπάγεται την μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημιώσεως ή την μείωση του ποσού της (άρθρ. 300 ΑΚ). Ακόμη από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι οι έννοιες της αμέλειας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και επομένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την συνδρομή ή μη συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την επέλευση της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου ως προς το εάν τα περιστατικά που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανελέγκτως ως αποδειχθέντα, συγκροτούν την έννοια του προαναφερόμενου πταίσματος. Αντιθέτως ο καθορισμός της βαρύτητας του πταίσματος και του ποσοστού κατά το οποίο εξ αυτού του λόγου πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, αφορά εκτίμηση πραγμάτων που δεν ελέγχεται ακυρωτικώς. Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του Ν. ΓΠΝ/1911 ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, σύμφωνα με το οποίο άρθρο, αυτή (υπαιτιότητα) κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο. Περαιτέρω, η παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ) δεν θεμελιώνει αυτή καθ'εαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης παραβάσεως και του επελθόντος αποτελέσματος (ΑΠ 520/2011, ΑΠ 331/2011, ΑΠ 239/ 2011, ΑΠ 147/2011). Κατά τις διατάξεις δε των §§1 και 3 του άρθρου 42 του Ν. 2696/1999 (ΚΟΚ), όπως το άρθρο τούτο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την §2 του άρθρου 43 του Ν. 2963/2001, "απαγορεύεται η οδήγηση κάθε οδικού οχήματος από οδηγό, ο οποίος κατά την οδήγηση του οχήματος βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος, τοξικών ουσιών ή φαρμάκων που σύμφωνα με τις οδηγίες χρήσης τους ενδέχεται να επηρεάζουν την ικανότητα του οδηγού. Ο ελεγχόμενος οδηγός θεωρείται ότι βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος όταν το ποσοστό αυτού στον οργανισμό είναι 0,50 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος (0,50 gr/Ι) και άνω, μετρούμενο με την μέθοδο της αιμοληψίας ή από 0,25 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα και άνω, όταν η μέτρηση γίνεται στον εκπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου" (§1) και "σε περίπτωση θανατηφόρου τροχαίου ατυχήματος ο έλεγχος για τη διαπίστωση ύπαρξης στον οργανισμό οινοπνεύματος, τοξικών ουσιών ή φαρμάκων, κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, γίνεται υποχρεωτικά με αιμοληψία από τα θανόντα πρόσωπα, ως και από τους ζώντες..." (§3). Στη συνέχεια, σύμφωνα με το άρθρο 6β § 1 περ. β'του Ν. 489/1976 "περί της υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης", που προστέθηκε με το άρθρο 4 του Ν. 3557/2007 και που σύμφωνα με το άρθρο 18 του τελευταίου αυτού νόμου άρχισε να ισχύει από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 100 τ.Α/14.5.2007), "εξαιρούνται από την ασφάλιση οι ζημίες που προκαλούνται: α)..., β) από οδηγό ο οποίος, κατά το χρόνο του ατυχήματος, τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, κατά παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν. 2696/ 1999), όπως εκάστοτε ισχύει, εφόσον η εν λόγω παράβαση τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος". Εξάλλου, όπως προκύπτει από την διάταξη του άρθρου 11 § 1 του Ν. 489/1976, ο περιληφθείς στη σύμβαση ασφάλισης της αστικής ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα όρος, σύμφωνα με τον οποίο αποκλείονται της ασφάλισης ζημίες προξενούμενες σε χρόνο που ο οδηγός του αυτοκινήτου τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, κατά την έννοια και τις προϋποθέσεις του ως άνω άρθρου 42 του ΚΟΚ, δεν απαλλάσσει μεν τον ασφαλιστή από την ευθύνη προς αποζημίωση του ζημιωθέντος τρίτου, αλλά παρέχει σ'αυτόν το δικαίωμα να εναγάγει τον ασφαλισμένο και να αξιώσει από αυτόν, είτε με αυτοτελή, είτε με παρεμπίπτουσα αγωγή, την αποζημίωση που κατέβαλε ή θα καταβάλει στον τρίτο, με την προϋπόθεση βέβαια ότι η παράβαση του ασφαλιστικού αυτού όρου από τον ασφαλισμένο συνέχεται αιτιωδώς με την επέλευση του ζημιογόνου ατυχήματος (ΑΠ 158/2015, ΑΠ 323/2011).
Τα διδάγματα κοινής πείρας, δηλαδή οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επιστημονική έρευνα και την εν γένει επαγγελματική ενασχόληση, μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για να εξακριβωθεί η βασιμότητα των πραγματικών περιστατικών που αποτέλεσαν το αντικείμενο της αποδείξεως είτε για να γίνει, μετά την εξακρίβωση της βασιμότητας αυτών, η υπαγωγή τους σε νομικούς κανόνες (Ολ.ΑΠ 10/2005). Περαιτέρω για τη θεμελίωση του λόγου αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. β'Κ.Πολ.Δ. για παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, πρέπει η παραβίαση να αφορά την ερμηνεία ή εφαρμογή κανόνα δικαίου, δηλαδή εξειδίκευση αόριστων νομικών εννοιών ή υπαγωγή πραγματικών γεγονότων σ'αυτόν, ενώ ο ως άνω λόγος δεν θεμελιώνεται όταν η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αφορά την εκτίμηση αποδείξεων (Ολ.ΑΠ 2/2008, ΑΠ 542/2018, ΑΠ 115/2010).
Εξ άλλου, κατά την έννοια του λόγου αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ., η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται συνεπώς εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Δηλαδή ο λόγος αυτός αναιρέσεως ιδρύεται μόνον όταν η πλημμέλεια αφορά παράβαση κανόνων ουσιαστικής φύσεως και όχι δικονομικών διατάξεων, που ρυθμίζουν τη διαδικασία. Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της αποφάσεως για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περιπτώσεως στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περιπτώσεως. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διατάξεως ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα. Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και επομένως αιτιολογία της αποφάσεως ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 1361/2013, 1266/2011). Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι ορισμένος, εφόσον στο αναιρετήριο αναφέρεται σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια ή η αντιφατικότητα των αιτιολογιών της αποφάσεως, δηλαδή εφόσον προσδιορίζεται ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις σε σχέση με νόμιμο ισχυρισμό, που παραδεκτά προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε από το ίδιο το αναιρετήριο να προκύπτει η αποδιδόμενη στην απόφαση νομική πλημμέλεια (Ολ.ΑΠ 20/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί πραγμάτων κρίση του, ως προς το ζήτημα των συνθηκών, υπό τις οποίες έλαβε χώρα το ένδικο τροχαίο ατύχημα, ως προς την υπαιτιότητα του οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου στην επέλευση του εν λόγω ατυχήματος και ως προς την ύπαρξη ή μη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπό του οδηγού τούτου οδηγήσεως του αυτοκινήτου κατά τον χρόνο του ατυχήματος υπό την επίδραση οινοπνεύματος και του επελθόντος επιζημίου αποτελέσματος, καθώς και ως προς την ένσταση συνυπαιτιότητας υπό μορφή αυτοδιακινδύνευσης της Ε. Κ., θανούσας κατά το ένδικο ατύχημα, επειδή ανέβηκε ως συνεπιβάτης στη μοτοσυκλέτα που οδηγούσε ο Π. Κ. αναδεχόμενη τον κίνδυνο ατυχήματος, αφού συνδιασκέδαζε μαζί του και είχε πλήρη επίγνωση της μέθης του, τα ακόλουθα: "Στις 25/12/2014 και περί ώρα 08.25 ο πρώτος εναγόμενος οδηγώντας την υπ'αριθμ. κυκλ. . δίκυκλη μοτοσικλέτα του, μάρκας ΗΟΝDΑ, μοντέλο 2007, κυλινδρισμού μηχανής 650 κυβικών εκατοστών, η οποία κατά το χρόνο εκείνο ήταν ασφαλισμένη για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στη δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία και στην οποία επέβαινε η θυγατέρα των εναγόντων Ε. Μ. Κ., ηλικίας .. ετών, κινείτο στη ... και στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας αυτής, στην ..., και με κατεύθυνση από την ... στο σημείο όπου η ... διασταυρώνεται με την ..., στα δεξιά της πορείας της δίκυκλης μοτοσυκλέτας όπου υπάρχει πινακίδα Stop επί της οδού .... Η ... είναι δρόμος διπλής κατευθύνσεως και διαχωρίζεται με υπερυψωμένη διαχωριστική νησίδα, με δύο ρεύματα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, έχει πλάτος οδοστρώματος 7,50 m προς ... και πλάτος πεζοδρομίου 1,20 m, είναι στο ως άνω σημείο ευθεία με αριστερή καμπύλη και ελαφρά ανωφέρεια, ενώ το οδόστρωμά της είναι από άσφαλτο. Η οδός ... είναι μονόδρομος με πλάτος οδοστρώματος 6 m και πλάτος πεζοδρομίου 0,50 m και είναι ευθεία με ελαφρά δεξιά καμπύλη και το οδόστρωμα αυτής είναι από άσφαλτο. Η κατάσταση των ως άνω οδών κατά τον προαναφερόμενο χρόνο ήταν υγρή λόγω υγρασίας, επικρατούσε ημέρα και ηλιοφάνεια, η κυκλοφορία οχημάτων και πεζών στις ανωτέρω οδούς ήταν αραιή, η ορατότητα κανονική και ο καιρός αίθριος. Το όριο ταχύτητας των οχημάτων είναι 50 χλμ/ώρα ως κατοικημένης περιοχής. Ο πρώτος εναγόμενος οδηγώντας το προαναφερόμενο όχημά του χωρίς σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, αλλά και χωρίς να ασκεί τον έλεγχο και την εποπτεία του οχήματός του, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να πραγματοποιεί τους απαιτούμενους χειρισμούς, έβαινε με αυξημένη ταχύτητα η οποία υπερέβαινε κατά πολύ το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο των 50 χλμ/ώρα, οπότε όταν πλησίασε στη συμβολή της ..., στην οποία κινείτο, με την οδό ..., που βρίσκεται στα δεξιά της πορείας του, λόγω και της ολισθηρότητας του δρόμου συνεπεία της πρωινής υγρασίας ενόψει και του ότι ήταν και χειμώνας έχασε τον έλεγχο του οχήματός του με αποτέλεσμα να ανατραπεί η δίκυκλη μοτοσυκλέτα του, η οποία στη συνέχεια εξετράπη δεξιά της πορείας της και σύρθηκε επί 10 m, στο κράσπεδο του πεζοδρομίου. Η επιβάτης της μοτοσικλέτας Ε. Μ. Κ., μοναχοπαίδι των εναγόντων, η οποία σημειωτέον δεν φορούσε προστατευτικό κράνος, όπως και ο οδηγός της μοτοσυκλέτας, με ορμή χτύπησε στο κράσπεδο του πεζοδρομίου, όπου σχηματίσθηκε λίμνη αίματος και εκτινάχθηκαν εγκεφαλικές ουσίες και κομμάτι κρανίου υποστάσα σοβαρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις συνεπεία των οποίων επήλθε ο θάνατός της. Οι συνθήκες του ατυχήματος, όπως προεκτέθηκαν, προκύπτουν από την ορθή συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν, ιδιαίτερα δε από την έκθεση αυτοψίας και το πρόχειρο σχεδιάγραμμα της Τροχαίας, όπου απεικονίζονται τα ευρήματα του ατυχήματος, η διαμόρφωση των οδών και η κατάσταση αυτών καθώς και η πορεία της δίκυκλης μοτοσυκλέτας του πρώτου εναγομένου. Επίσης και από την από 25/12/2014 προανακριτική κατάθεση του αυτόπτη μάρτυρα Ι. Μ.. Με βάση τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επισυνέβη το ένδικο ατύχημα, αυτό οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου, ο οποίος από έλλειψη της προσοχής και επιμέλειας του μέσου συνετού οδηγού που όφειλε και μπορούσε να καταβάλει κάτω από τις ίδιες περιστάσεις, δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του και χωρίς να ασκεί τον έλεγχο και την εποπτεία του οχήματός του, αλλά και με υπερβολικά ανεπίτρεπτη ταχύτητα, η οποία προκύπτει από την ανατροπή της δίκυκλης μοτοσικλέτας του και τη σφοδρότητα της πτώσης της συνεπιβάτιδας αυτής στο κράσπεδο του πεζοδρομίου και τον θανάσιμο τραυματισμό της, και την οποία όφειλε να ρυθμίσει ανάλογα με τις επικρατούσες συνθήκες και δη την υγρή κατάσταση του οδοστρώματος και την συνεπεία τούτου ολισθηρότητα αυτού και να μειώσει αυτή (ταχύτητα) στο ελάχιστο, ήτοι αυτός ενήργησε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 1 και 19 παρ. 1, 2 και 3 του ΚΟΚ (Ν. 2696/1999), που τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με το επελθόν αποτέλεσμα. Δεν αποδείχθηκε ότι στην πορεία της δίκυκλης μοτοσικλέτας του πρώτου εναγομένου ενεπλάκη τρίτο όχημα, όπως αυτός αβάσιμα και παντελώς αόριστα περί τούτου υποστηρίζει. Η κατάθεση περί τούτου του μάρτυρα αυτού δεν κρίνεται πειστική δεδομένου ότι δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας, ενώ ο αυτόπτης μάρτυρας Ι. Μ. του Κ. είναι κατηγορηματικός στην προανακριτική του κατάθεση ότι στο ένδικο ατύχημα δεν ενεπλάκη τρίτο όχημα, καθόσον κατά το χρόνο εκείνο δεν κινείτο άλλο όχημα ούτε στη ..., ούτε στην .... Να σημειωθεί ότι ο πρώτος εναγόμενος είχε προβεί κατά τη νυκτερινή του διασκέδαση στις 24/12/2014 προς 25/12/2014 σε κατανάλωση αλκοόλ και σύμφωνα με την υπ'αριθμ 3022/10/ 1688α/5/1/2015 εργαστηριακή έκθεση τοξικολογικής ανάλυσης της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών αίματος με τη μέθοδο της αιμοληψίας, ενόψει του ότι ελήφθη ποσότητα αίματος από αυτόν κατά το ένδικο ατύχημα και εστάλη προς ανίχνευση αλκοόλης στη Δ.Δ.Ε., η περιεκτικότητα του αίματος του πρώτου εναγομένου σε οινόπνευμα ήταν ένα γραμμάριο και πενήντα έξι εκατοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο αίματος ή 1,56%, ήτοι αυτός παραβίασε το άρθρο 42 του ΚΟΚ, αφού το οινόπνευμα στον οργανισμό του υπερέβαινε το όριο του 0,50 γραμμαρίου ανά λίτρο αίματος (0,50 gr/l). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια και έκρινε ως αποκλειστικά υπαίτιο του ενδίκου ατυχήματος τον πρώτο εναγόμενο, οδηγό της δίκυκλης μοτοσικλέτας ως παραβιάζοντα τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ. 1 και 19 παρ. 1, 2 και 3 του ΚΟΚ ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και καλώς εκτίμησε τις ενώπιόν του προσαχθείσες αποδείξεις και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζουν οι εναγόμενοι με τους σχετικούς λόγους των κρινόμενων εφέσεών τους. Περαιτέρω από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι συνεπεία του ενδίκου ατυχήματος η επιβάτης της μοτοσυκλέτας Ε. Μ. Κ. υπέστη συντριπτικά ανοικτά εμπιεστικά κατάγματα θόλου κρανίου και έξοδο της εγκεφαλικής ουσίας. Αμέσως μετά το ατύχημα διακομίστηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στο ... "ΚΑΤ". Οδηγήθηκε άμεσα στο χειρουργείο, όπου έγινε σχετική επιτυχής προσπάθεια αιμόστασης και συρραφή του τραύματος καθώς και επιπωματισμός ρινός και στόματος από τους γναθοχειρουργούς. Αναφέρεται από
τους αναισθησιολόγους ότι έγινε προσπάθεια ανάνηψης 20 λεπτών ανεπιτυχής... και αυτή κατέληξε στις 26/12/2014 και ώρα 00.15'με αιτία θανάτου βαρύτατη κρανιοεγκεφαλική κάκωση.... Εξάλλου, και ο πρώτος εναγόμενος συνεπεία της σφοδρότητας της πτώσης του στο οδόστρωμα λόγω της υπερβολικής ταχύτητας της δίκυκλης μοτοσικλέτας του και της ως εκ τούτου εκτροπής της υπέστη διάχυτο τραυματισμό εγκεφάλου, τραυματική υπαραχνοειδή αιμορραγία, κάταγμα του κρανίου και των οστών του προσώπου του καθώς και πολλαπλά κατάγματα πλευρών... Από την από 25/12/2014 έκθεση αυτοψίας της Τροχαίας προκύπτει ότι τόσο ο οδηγός, όσο και η θανούσα δεν φορούσαν προστατευτικό κράνος, όπως κατά νόμο υποχρεούνταν (άρθρο 12 παρ. 6 ΚΟΚ), γεγονός που συνδέεται αιτιωδώς με το επελθόν θανατηφόρο αποτέλεσμα αναφορικά με την επιβάτιδα της μοτοσυκλέτας και δη με τις αναφερόμενες στην ως άνω ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας - νεκροτομής βαρύτατες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις (καθολική αιμορραγική διήθηση των μαλακών μορίων του τριχωτού της κεφαλής, κατακερματισμός απάντων των οστών του θόλου της βάσεως του κρανίου του προσωπικού κρανίου, καθολική υπαραχνοειδής αιμορραγία εγκεφάλου και ρευστοποίηση εγκεφάλου), οι οποίες και συνετέλεσαν κατά καθοριστικό τρόπο στην επέλευση του θανάτου αυτής. Αντιθέτως αν φορούσε αυτή προστατευτικό κράνος, οι ως άνω κακώσεις αν δεν είχαν αποφευχθεί, θα ήταν σαφώς ηπιότερης μορφής και περιορισμένες και, έτσι θα είχε αποφευχθεί ο, κατά τα άνω, επελθόν θάνατος αυτής. Κατά συνέπεια η παράλειψη της χρήσης προστατευτικού κράνους από αυτή θεμελιώνει συντρέχουσα αμέλεια αυτής στην επέλευση του θανάτου της και δη κατά ποσοστό 30%. Επομένως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ'ουσία βάσιμη η σχετική ένσταση των εναγομένων περί συντρέχουσας αμέλειας αυτής στον θάνατό της που προβάλουν παραδεκτά πρωτοδίκως οι τελευταίοι και επαναφέρουν και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με σχετικό αυτοτελή λόγο των κρινόμενων εφέσεών τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, λοιπόν, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι η, κατά τα άνω, θανούσα δεν φορούσε προστατευτικό κράνος, όπως όφειλε, και ότι με την παράλειψη χρήσης αυτού συνετέλεσε κατά ποσοστό 20% στην επέλευση του θανάτου της, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και κακώς εκτίμησε τις αποδείξεις που του προσκομίσθηκαν, όπως βάσιμα περί τούτου υποστηρίζουν οι εναγόμενοι με το σχετικό λόγο των κρινόμενων εφέσεών τους. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το βράδυ της 24ης/12/2014 προς 25/12/2014 ο πρώτος εναγόμενος και η, κατά τα άνω, θανούσα διασκέδαζαν στο ίδιο νυχτερινό κέντρο, πλην, όμως, σε διαφορετικές παρέες. Περί τούτου σαφής είναι η κατάθεση του μάρτυρα του πρώτου εναγομένου Ε. Χ., ο οποίος ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατηγορηματικά περί τούτου καταθέτει "...στις 5.00'έφυγα... Ο Π. έμεινε με την Ε. που ήταν σε άλλη παρέα...". Επομένως, η θανούσα δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει τί ποσότητα αλκοόλ είχε καταναλώσει ο πρώτος εναγόμενος, ώστε να εκτιμήσει εάν αυτός ήταν σε θέση να οδηγήσει την δίκυκλη μοτοσυκλέτα του κατά την αναχώρησή τους από το ως άνω κέντρο διασκέδασης το πρωί της 25ης/12/2014. Άλλωστε, ναι μεν, κατά τα προεκτεθέντα, βρέθηκε η ως άνω ποσότητα οινοπνεύματος στο αίμα αυτού (1,56 gr/l), πλην, όμως, ο αυτόπτης μάρτυρας Ι. Μ. κατά το ένδικο ατύχημα στην από 25/12/2014 και ώρα 08.55'προανακριτική του κατάθεση αναφέρει ότι "...από ότι κατάλαβα καθώς ο οδηγός την φώναξε με το όνομά της ..."ήταν συνεπιβάτιδά του, στη μοτοσυκλέτα ουδείς εκ των δύο (2) φορούσε κράνος, από τις κινήσεις του οδηγού δεν φαινόταν να ήταν μεθυσμένοι...". Κατά συνέπεια η ένσταση περί ιδίας διακινδύνευσης της θανούσας για το λόγο ότι αυτή συναίνεσε να επιβιβασθεί στη μοτοσυκλέτα του πρώτου εναγομένου, αν και γνώριζε ότι αυτός τελούσε σε κατάσταση πλήρους μέθης, αφού διασκέδαζαν μαζί, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια και απέρριψε ως κατ'ουσίαν αβάσιμη την ως άνω ένσταση έστω και με εν μέρει όμοιες αιτιολογίες, οι οποίες παραδεκτά συμπληρώνονται με αυτές της παρούσας (άρθρ. 534 ΚΠολΔ), ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις που του προσκομίσθηκαν και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζουν οι εναγόμενοι με το σχετικό λόγο των κρινόμενων εφέσεών τους".
Αναφορικά με την από 22/4/2015 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. 2473/2015 παρεμπίπτουσα αγωγή της δεύτερης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας το Εφετείο δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί πραγμάτων κρίση του, τα ακόλουθα: "Από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο του ένδικου τροχαίου ατυχήματος η υπ'αριθμ. .89 δίκυκλη μοτοσικλέτα του πρώτου εναγομένου, ιδιοκτησίας του ιδίου, ήταν ασφαλισμένη για την εκ της κυκλοφορίας της έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία "... Ε.Ε.Α.Ζ."βάσει της μεταξύ αυτών καταρτισθείσας σύμβασης ασφαλίσεως για την οποία συντάχθηκε το υπ'αριθμ 8382675/1/12/2014 ασφαλιστήριο συμβόλαιο για το χρονικό διάστημα από 13/12/2014 μέχρι 13/6/2015. Στην ως άνω σύμβαση γίνεται ειδική αναφορά ότι η εν λόγω σύμβαση "διέπεται από τις διατάξεις του ΝΔ 44/70, του Ν. 489/1976, όπως ισχύει, την Υ.Α. Κ4/585/78 ΦΕΚ 795, όπως ισχύει, το οποίο εκδόθηκε με εξουσιοδότηση της παρ. 7 του άρθρου 6 του ν. 489/1976 και του ν. 2496/1997". Ως συμβατικός όρος της εν λόγω σύμβασης περιελήφθη αυτούσιο και το περιεχόμενο του άρθρου 25 παρ. 8 της Α.Υ.Ε. Κ4/585/1978 περί εξαίρεσης ορισμένων ασφαλιστικών περιπτώσεων από την ασφαλιστική κάλυψη. Η παραπάνω σύμβαση ασφάλισης όπως προεκτέθηκε, διέπεται από το ν. 489/1976, όπως αυτός μετά την 14/5/2007 τροποποιήθηκε με το ν. 3557/2007. Σύμφωνα με το άρθρο 6β'παρ. 1 εδ. β'του ν. 489/1976. όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 Ν. 3557/2007, εξαιρούνται από την ασφάλιση οι ζημιές που προκαλούνται από οδηγό ο οποίος κατά το χρόνο του ατυχήματος τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών κατά παράβαση του άρθρου 42 του ΚΟΚ, όπως εκάστοτε ισχύει, εφόσον η εν λόγω παράβαση τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος, όρος ο οποίος έχει καταστεί συμβατικό περιεχόμενο της ως άνω σύμβασης ασφάλισης. Έτσι, αίρεται η αμφισβήτηση ως προς το σχετικό ζήτημα που έχει ανακύψει στη νομολογία υπό το προηγούμενο νομικό καθεστώς της Κ4/565/1987 ΑΥΕ. Η ρύθμιση για την ως άνω παράβαση του άρθρου 42 παρ. 1 του ΚΟΚ ορίζει ότι "απαγορεύεται η οδήγηση κάθε οδικού οχήματος από οδηγό, ο οποίος κατά την οδήγηση του οχήματος βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος, τοξικών ουσιών ή φαρμάκων που σύμφωνα με τις οδηγίες χρήσης ενδέχεται να επηρεάζουν την ικανότητα οδηγού. Ο ελεγχόμενος οδηγός θεωρείται ότι βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος όταν το ποσοστό αυτό στον οργανισμό είναι από 0,50 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος (0,50 γραμ./λιτ.) και άνω, μετρούμενο με τη μέθοδο της αιμοληψίας, ή από 0,25 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα και άνω όταν η μέτρηση γίνεται στον εκπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου...". Η ως άνω εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη έγινε αποδεκτή από τον δεύτερο εναγόμενο, αφού χορηγήθηκε σ'αυτόν αντίγραφο του ασφαλιστηρίου, ο τελευταίος δεν εναντιώθηκε και δεν απέκρουσε τον σχετικό όρο, κατέβαλε τα ασφάλιστρα, προέβη δε στη δήλωση του ατυχήματος στην εν λόγω ασφαλιστική εταιρεία έστω και αν λείπει τυπικά η υπογραφή του αντισυμβαλλομένου στο ασφαλιστήριο. Όπως προεκτέθηκε, η περιεκτικότητα του αίματος του πρώτου εναγομένου σε οινόπνευμα κατά το χρόνο του ενδίκου ατυχήματος ήταν 1,56 gr/l αίματος, ήτοι υπερέβαινε το νόμιμο όριο των 0,50 gr/l, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 42 του ΚΟΚ (Ν. 2696/1999). Η συμπεριφορά αυτού κατά την οδήγηση της ως άνω δίκυκλης μοτοσικλέτας που υπερέβη το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας των 50 χλμ/ώρα λόγω κατοικημένης περιοχής, αφορά συνήθη τυπική παράβαση του ΚΟΚ και δεν είχε επηρεάσει την οδηγική συμπεριφορά αυτού, ούτε διατάραξε τις αντιδράσεις του και τους οδηγητικούς αυτοματισμούς και τις αντανακλαστικές του ικανότητες η κατανάλωση από αυτόν οινοπνεύματος. Κατά συνέπεια, η ως άνω ποσότητα οινοπνεύματος που διαγνώστηκε στο αίμα αυτού και το ότι αυτός τελούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος κατά το ένδικο ατύχημα δεν συνδέεται αιτιωδώς με αυτό. Αντιθέτως, σε αιτιώδη συνάφεια με αυτό τελεί η υπερβολική ταχύτητα που είχε αναπτύξει κατά την οδήγηση της δίκυκλης μοτοσυκλέτας του σε συνάρτηση με την ολισθηρότητα του οδοστρώματος λόγω της πρωινής υγρασίας. Ως εκ τούτου δεν υφίσταται εξαίρεση από την ως άνω ασφαλιστική κάλυψη και η δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία δεν δικαιούται να στραφεί αναγωγικά κατά του πρώτου εναγομένου για τις έναντι αυτής αξιώσεις των εναγόντων της κύριας αγωγής και επομένως πρέπει να απορριφθεί ως κατ'ουσίαν αβάσιμη η ως άνω παρεμπίπτουσα αγωγή. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι η μέθη του πρώτου εναγομένου τελούσε σε αιτιώδη συνάφεια με το ένδικο ατύχημα και του συνεπεία αυτού θανάσιμο τραυματισμό της θυγατέρας των εναγόντων της (κύριας) αγωγής και δέχθηκε ως και κατ'ουσία βάσιμη την παρεμπίπτουσα αγωγή (αναγωγή) της δεύτερης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας, κακώς εκτίμησε τις αποδείξεις που του προσκομίσθηκαν, όπως βάσιμα περί τούτου υποστηρίζει ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος, κατ'εκτίμηση του δικογράφου της κρινόμενης έφεσής του. Να σημειωθεί ότι μετά την απόρριψη ως ουσιαστικά αβασίμου της παρεμπίπτουσας αγωγής παρέλκει η έρευνα της επικουρικής έφεσης της δεύτερης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας ως άνευ αντικειμένου. Κατά ακολουθία των ανωτέρω και μη υπαρχόντων άλλων λόγων των κρινόμενων εφέσεων προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η από 12/10/2015 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. 5957/2015 έφεση των εναγόντων...".
Ήδη δε με τον πρώτο κατά σειρά λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση των ως άνω πραγματικών περιστατικών, τα οποία δέχθηκε κυριαρχικώς το Εφετείο ως αποδειχθέντα και ειδικότερα: α) ότι ο πρώτος εναγόμενος νυν αναιρεσίβλητος οδηγώντας την προαναφερόμενη δίκυκλη μοτοσυκλέτα του χωρίς σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του αλλά και χωρίς να ασκεί τον έλεγχο και την εποπτεία αυτής, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να πραγματοποιεί τους απαιτούμενους χειρισμούς, έβαινε με αυξημένη ταχύτητα η οποία υπερέβαινε κατά πολύ το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο των 50 χλμ/ώρα, οπότε όταν πλησίασε στη συμβολή της ..., στην οποία κινείτο, με την οδό ..., που βρίσκεται στα δεξιά της πορείας του, λόγω και της ολισθηρότητας του δρόμου συνεπεία της πρωινής υγρασίας ενόψει και του ότι ήταν και χειμώνας έχασε τον έλεγχο του οχήματός του με αποτέλεσμα να ανατραπεί η δίκυκλη μοτοσυκλέτα του, η οποία στη συνέχεια εξετράπη δεξιά της πορείας της και σύρθηκε επί 10 μ., στο κράσπεδο του πεζοδρομίου, β) ότι η επιβάτης της μοτοσικλέτας Ε. Μ. Κ. μοναχοπαίδι των εναγόντων νυν αναιρεσιβλήτων, δεν φορούσε προστατευτικό κράνος, όπως και ο οδηγός της μοτοσυκλέτας, έπεσε με σφοδρότητα στο κράσπεδο του πεζοδρομίου, όπου σχηματίσθηκε λίμνη αίματος και εκτινάχθηκαν εγκεφαλικές ουσίες και κομμάτι κρανίου υποστάσα σοβαρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις συνεπεία των οποίων επήλθε ο θάνατός της, γ) ότι ο οδηγός της μοτοσυκλέτας δεν ρύθμισε την ταχύτητα της μοτοσυκλέτας ανάλογα με τις επικρατούσες συνθήκες και δη την υγρή κατάσταση του οδοστρώματος και την συνεπεία τούτου ολισθηρότητα αυτού και ούτε μείωσε αυτή (ταχύτητα) στο ελάχιστο, ήτοι ότι αυτός ενήργησε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 1 και 19 παρ. 1, 2 και 3 του ΚΟΚ (Ν. 2696/1999) που τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με το επελθόν αποτέλεσμα, δ) ότι η περιεκτικότητα του αίματος του πρώτου εναγομένου σε οινόπνευμα κατά το χρόνο του ενδίκου ατυχήματος ήταν 1,56gr/l αίματος, ήτοι υπερέβαινε το νόμιμο όριο των 0,50 gr/l, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 42 του ΚΟΚ (Ν. 2696/1999), δεν είχε επηρεάσει την οδηγική συμπεριφορά αυτού, ούτε διατάραξε τις αντιδράσεις του και τους οδηγητικούς αυτοματισμούς και τις αντανακλαστικές του ικανότητες η κατανάλωση από αυτόν οινοπνεύματος, ε) ότι η ένσταση περί ίδιας διακινδύνευσης της θανούσας για το λόγο ότι αυτή συναίνεσε να επιβιβασθεί στη μοτοσυκλέτα του πρώτου εναγομένου, αν και γνώριζε ότι αυτός τελούσε σε κατάσταση πλήρους μέθης, αφού διασκέδαζαν μαζί, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, γιατί δεν αποδείχθηκε ότι η θανούσα ήταν σε θέση να γνωρίζει τι ποσότητα αλκοόλ είχε καταναλώσει ο πρώτος εναγόμενος, ώστε να εκτιμήσει εάν αυτός ήταν σε θέση να οδηγήσει την δίκυκλη μοτοσυκλέτα του κατά την αναχώρησή τους από το ως άνω κέντρο διασκέδασης το πρωί της 25ης/12/2014 και κατά συνέπεια, η ως άνω ποσότητα οινοπνεύματος που διαγνώστηκε στο αίμα αυτού και το ότι αυτός τελούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος κατά το ένδικο ατύχημα δεν αποδείχθηκε ότι συνδέεται αιτιωδώς με αυτό, όπως δεν αποδείχθηκε και η ένσταση περί ίδιας διακινδύνευσης της θανούσας για το λόγο ότι αυτή συναίνεσε να επιβιβασθεί στη μοτοσυκλέτα του πρώτου εναγομένου, αν και γνώριζε ότι αυτός τελούσε σε κατάσταση πλήρους μέθης, προσάπτεται στο Εφετείο η αιτίαση ότι παρά την αποδοχή υπ` αυτού ως αποδειχθέντων των ως άνω πραγματικών περιστατικών, εντούτοις εσφαλμένα στη συνέχεια δέχθηκε αυτό ότι η τοιαύτη οδηγική συμπεριφορά του οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την οδήγηση του αυτοκινήτου υπό μέθη, παραβιάζοντας έτσι τα διδάγματα της κοινής πείρας, σύμφωνα με τα οποία η υπό μέθη οδήγηση αυτοκινήτου οχήματος επηρεάζει την οδηγική ικανότητα του οδηγού, δηλαδή οδηγεί σε υπερεκτίμηση των οδηγικών του δυνατοτήτων, σε υποβάθμιση ή υποτίμηση των κινδύνων ή του εμποδίου, σε καθυστερημένη αντίληψη του κινδύνου, σε παράταση του χρόνου αντίδρασης και σε απότομες και ανακριβείς ή λανθασμένες αντιδράσεις. Η τοιαύτη δε εσφαλμένη μη υπαγωγή των παραπάνω πραγματικών περιστατικών στην έννοια της αιτιώδους συνάφειας οδήγησε κατά την αναιρεσείουσα στην εν συνεχεία εσφαλμένη μη εφαρμογή των προαναφερομένων ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 914, 300, 330 ΑΚ, 42 του ΚΟΚ και 6β'§ 1 περ. β` του Ν. 489/1976. Υπό το περιεχόμενο αυτό ο ερευνώμενος λόγος της αναίρεσης, ο οποίος θεμελιώνεται επί του αριθμού 1 εδάφ. β` του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., είναι απαράδεκτος και απορριπτέος, διότι η αποδιδόμενη με αυτόν πιο πάνω αιτίαση ως προς την παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αναφέρεται στην εκτίμηση των αποδείξεων και όχι στην ερμηνεία των ως άνω εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου ή στην υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ` αυτούς. Εξάλλου, το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του και κατόπιν των ως άνω παραδοχών του απέρριψε την παρεμπίπτουσα αγωγή της ασφαλιστικής εταιρίας, δεχόμενο την ανυπαρξία αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της μέθης του οδηγού της ζημιογόνου μοτοσικλέτας και της επίδρασης αυτής στην οδηγική συμπεριφορά του και κατ` επέκταση στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος και απορρίπτοντας ως ουσιαστικά αβάσιμη την ένσταση της αναιρεσείουσας περί ίδιας διακινδύνευσης της θανούσας για το λόγο ότι αυτή συναίνεσε να επιβιβασθεί στη μοτοσυκλέτα του πρώτου εναγομένου, αν και γνώριζε ότι αυτός τελούσε σε κατάσταση πλήρους μέθης, αφού διασκέδαζαν μαζί, διέλαβε αναφορικά με την ένσταση συνυπαιτιότητας της εκλιπούσας Ε. Κ. υπό μορφή αυτοδιακινδύνευσης πλήρεις, σαφείς και χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες καθιστούν δυνατό τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των προαναφερομένων ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και δεν είχε ανάγκη από περαιτέρω αιτιολογίες. Περαιτέρω τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά αξιολογήθηκαν από το Εφετείο ότι δεν ήταν ικανά να θεμελιώσουν την ένσταση συνυπαιτιότητας υπό μορφή αυτοδιακινδύνευσης της θανούσας για το λόγο ότι αυτή συναίνεσε να επιβιβασθεί στη μοτοσυκλέτα του πρώτου εναγομένου, αναδεχόμενη τον κίνδυνο ατυχήματος αν και γνώριζε ότι αυτός τελούσε σε κατάσταση πλήρους μέθης, αφού διασκέδαζαν μαζί.
Συνεπώς, ο εκτιμώμενος ως θεμελιούμενος επί του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. δεύτερος κατά σειρά λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στο Εφετείο η από τον αριθμό αυτό καθιερούμενη αναιρετική πλημμέλεια της εκ πλαγίου παραβίασης (ή έλλειψης νόμιμης βάσης) των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Κατόπιν πάντων των προαναφερομένων και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα πρέπει: α) να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, β) να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του εκ τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ παραβόλου, το οποίο κατέθεσε η αναιρεσείουσα για την άσκηση της αναίρεσης (άρθρ. 495 § 4 Κ.Πολ.Δ., όπως η §4 προστέθηκε με το άρθρο 12 § 2 του Ν. 4055/2012, που ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 113 αυτού, από 2.4.2012) και για το οποίο εκδόθηκε το υπ` αριθμ. 167532770957712040098/2017 e- παράβολo του Δημοσίου, και γ) να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εχόντων καταθέσει και προτάσεις αναιρεσιβλήτων (άρθρα 106, 176, 183 Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.



ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2-10-2017 αίτηση αναίρεσης της εκδοθείσας κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο υπ` αριθμ. 474/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του εκ τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ παραβόλου, το οποίο κατέθεσε η αναιρεσείουσα για την άσκηση της αναίρεσης και για το οποίο εκδόθηκε το υπ` αριθμ. 167532770957712040098/2017 e- παράβολo του Δημοσίου. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700)ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Νοεμβρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Δεκεμβρίου 2018.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

ΑΠ 1653/2018 - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει από 1.1.2002 μετά την απάλειψη της φράσης "ή δεν διέταξε απόδειξη γι'αυτά"με το άρθρο 17 παρ.2 του Ν. 2915/2001, λόγω της κατάργησης του κατά τα άρθρα 341 επόμ. του ΚΠολΔ συστήματος της διεξαγωγής των αποδείξεων με την έκδοση παρεμπίπτουσας (προδικαστικής) περί αποδείξεων απόφασης, ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο ανωτέρω λόγος ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται "πράγματα", δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισμούς των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώληση δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά, από ποία αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξή του γι'αυτά. Δεν απαιτείται όμως η επί

Next: Προβλήματα ως προς την προθεσμία για τη δικαστική αναγνώριση της πατρότητας κατά την ΑΚ 1483 * ΜΠρΠατρ 141/2018 Διαφορές από τις σχέσεις γονέων-τέκνων - Ιδιότητα τέκνου γεννημένου σε γάμο - Προσβολή της πατρότητας - Μάρτυρες– - Πραγματογνωμοσύνη -. Αγωγή προσβολής της πατρότητας και αναγνώρισης της πατρότητας του ενάγοντος. Δεν λαμβάνεται υπόψη η ένορκη κατάθεση μάρτυρα, ο οποίος είναι τέκνο της πρώτης και του δεύτερου των εναγομένων. Διαταγή πραγματογνωμοσύνης ώστε να διαπιστωθεί αν στο ανήλικο τρίτο εναγόμενο εντοπίζονται γονιδιακές μορφές που μπορούν να αποδοθούν στον ενάγοντα ή στον δεύτερο εναγόμενο, που να αποκλείουν ή να επιβεβαιώνουν ποιος εκ των δύο αυτών διαδίκων είναι ο βιολογικός πατέρας του.
Previous: ΑΠ 1657/2018 - Από τις διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, 297, 298, 300, 330 εδ. β'και 914 του Α.Κ., προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε επιτακτικό ή απαγορευτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε
$
0
0
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει από 1.1.2002 μετά την απάλειψη της φράσης "ή δεν διέταξε απόδειξη γι'αυτά"με το άρθρο 17 παρ.2 του Ν. 2915/2001, λόγω της κατάργησης του κατά τα άρθρα 341 επόμ. του ΚΠολΔ συστήματος ..
της διεξαγωγής των αποδείξεων με την έκδοση παρεμπίπτουσας (προδικαστικής) περί αποδείξεων απόφασης, ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο ανωτέρω λόγος ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται "πράγματα", δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισμούς των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώληση δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά, από ποία αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξή του γι'αυτά. Δεν απαιτείται όμως η επί μέρους αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων ή η εξειδίκευση των εγγράφων, ούτε η ιδιαίτερη αναφορά των εγγράφων που λήφθηκαν υπόψη για άμεση ή έμμεση απόδειξη, προκειμένου το δικαστήριο της ουσίας να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα (ΑΠ 816 /2017,ΑΠ 237/2016, ΑΠ 360/2016, ΑΠ 1935/2014, ΑΠ 87/2013, ΑΠ273/2011,ΑΠ 1700/2009, ΑΠ 259/2007). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ), το τελευταίο για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης έλαβε υπόψη του τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτήν, όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια (βλ σελ. 25 - 26 της προσβαλλομένης απόφασης), προκειμένου να καταλήξει στην ουσιαστική κρίση του ως προς τις συνθήκες τέλεσης του ενδίκου αυτοκινητικού ατυχήματος και με βάση τα αποδειχθέντα να καθορίσει το ποσοστό υπαιτιότητας του οδηγού του ζημιογόνου οχήματος καθώς και το ποσοστό συνυπαιτιότητας του θανόντος οδηγού της δίκυκλης μοτοσυκλέτας υιού της πρώτης των αναιρεσιβλήτων και αδελφού των δύο άλλων , δεχόμενο την ένσταση συνυπαιτιότητας που παραδεκτά προτάθηκε κατά τα αναφερόμενα παραπάνω. Με τον από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεύτερο λόγο αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι δέχθηκε ως πλήρως αποδειχθέν πραγματικό περιστατικό ότι ο θανών οδηγός της μοτοσυκλέτας πραγματοποίησε αναστροφή πορείας στο ύψος του σχολείου "...''σχηματίζοντας εσφαλμένα πλήρη δικανική πεποίθηση από τις προανακριτικές καταθέσεις δύο φίλων του θανόντος που εδράζονται σε εκτιμήσεις τους, καθότι δεν βρίσκονταν στο σημείο του ατυχήματος την στιγμή που συνέβη αυτό, αλλά σε απόσταση και προσέτρεξαν μετά το συμβάν, καθόσον όλοι μαζί κατευθύνονταν με τις μοτοσυκλέτες τους σε συγκεκριμένο σημείο, όπου σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχαν θα διενεργούντο αυτοσχέδιοι αγώνες δικύκλων.

 Αριθμός 1653/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ'Πολιτικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ειρήνη Καλού, Γεώργιο Χοϊμέ, Μαρία Τζανακάκη και Αντώνιο Τσαλαπόρτα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Οκτωβρίου 2018, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Π. χας Ι. Κ., το γένος Ι. Κ., 2) Ε. Κ. του Ι. και 3) Β. - Μ. Κ. του Ι., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ... με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. Κ. του Ι., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο και 2) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "...", που ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ....
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6-4-2009 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και του ήδη αποβιώσαντος Ι. Κ., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ναυπλίου και συνεκδικάστηκε με την από 6-4-2009 αγωγή άλλων προσώπων, μη διαδίκων στην παρούσα δίκη, καθώς και με τις από 9-7-2009 (αρ. εκθ. καταθ. ΕΓα/908/2009 και ΕΓα/909/2009 παρεμπίπτουσες αγωγές της ήδη 2ης των αναιρεσιβλήτων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 559/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 191/2014 του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 13-6-2016 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Αντώνιο Τσαλαπόρτα, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσείοντες και η 2η των αναιρεσιβλήτων όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της 2ης των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
.Κατά την έννοια του άρθρου 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως αν ο απολειπόμενος διάδικος επέσπευσε εγκύρως τη συζήτηση, οπότε συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, ή, αν τη συζήτηση επέσπευσε ο αντίδικος του απολειπομένου διαδίκου, οπότε εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. β'και γ'ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη, κατ'άρθρο 575 εδ. β'του ίδιου Κώδικα, αν η συζήτηση αναβληθεί ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης η αναβολή της υποθέσεως και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του δικαστηρίου για την μετ'αναβολή δικάσιμο, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και, επομένως, δεν χρειάζεται νέα κλήτευση του διαδίκου, όταν ο απολειπόμενος κατά τη μετ'αναβολή δικάσιμο διάδικος είχε νομίμως κλητευθεί να παραστεί κατά τη δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση ή είχε παραστεί νομίμως κατά τη δικάσιμο αυτή (ΑΠ 242/2015, ΑΠ 546/2015, ΑΠ 1726/2013). Στην προκειμένη περίπτωση από τα πρακτικά της δίκης και τα διαδικαστικά έγγραφα και από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τους αναιρεσείοντες υπ'αριθμ.5950Γ/11-8-2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ναυπλίου Γ. Λ. προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης από 13-6-2016 αιτήσεως αναιρέσεως με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση είχε επιδοθεί, με την επιμέλεια των αναιρεσειόντων, οι οποίοι επισπεύδουν την συζήτηση, νόμιμα και εμπρόθεσμα στον πρώτο αναιρεσίβλητο Μ. Κ. για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 20-10-2017, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε από το πινάκιο για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (5-10-2018). Επομένως, εφόσον αυτός (πρώτος αναιρεσίβλητος ) δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από την σειρά του οικείου πινακίου, ούτε υπέβαλε την, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ., δήλωση και εφόσον για την σημερινή δικάσιμο δεν ήταν απαραίτητη ιδιαίτερη κλήτευσή του, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δικ., η οποία εφαρμόζεται και ενώπιον του Αρείου Πάγου (άρθρο 575 του Κ.Πολ.Δικ.), πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση, παρά την απουσία του, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 εδ. α'και γ'του Κ.Πολ.Δικ.
Η προσβαλλόμενη 191/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών (άρθρων 681 Α επ. ΚΠολΔ), όπως ίσχυαν τότε, αποτελεί κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ` άρθρ. 561 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, επισκόπηση των σχετικών διαδικαστικών εγγράφων κατά το τμήμα που ενδιαφέρει εν προκειμένω : Επί της από 6-4-2009 αγωγής των αναιρεσειόντων κατά των αναιρεσιβλήτων για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από τον θάνατο του υιού της πρώτης από αυτούς και αδελφού του δεύτερου και τρίτης εκδόθηκε η 559/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου η οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή . Οι διάδικοι άσκησαν κατά της απόφασης αυτής αντίθετες εφέσεις, παραπονούμενοι για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και για νομικές πλημμέλειες. Επί των εφέσεων αυτών που συνεκδικάστηκαν εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη εφετειακή απόφαση που απέρριψε την 88/2010 έφεση των αναιρεσιόντων, την 89/2010 έφεση του απολειπομένου πρώτου αναιρεσιβλήτου και δέχθηκε την 99/2010 έφεση της δεύτερης των αναιρεσιβλήτων εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κράτησε και δίκασε κατ` ουσία την υπόθεση, έκανε δεκτή εν μέρει την ένδικη αγωγή των αναιρεσειόντων, ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της εν λόγω απόφασης ασκήθηκε η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης με την οποία αποδίδονται στο δικαστήριο της ουσίας οι πλημμέλειες που αναφέρονται στην αίτηση. Επομένως εφόσον η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558,560, 564, 566§1 ΚΠολΔ), και είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577§1 ΚΠολΔ) πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της (άρθρ. 577§3 ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 559 αρ. 14 του ΚΠολΔ, υπάρχει λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 681Α, 666, 670 έως 676, 115 παρ. 3, 591, παρ. 1 εδ. γ'και δ' , 256 παρ. 1 στοιχ. δ' , 237 παρ. 1, 3, 269 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν προ της αντικαταστάσεώς τους με το νόμο 4334/2015 (ΦΕΚ Α' 80/23-7-2015), συνάγεται ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και τη σύμβαση ασφαλίσεώς του, όπου δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους προφορικώς κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και επί πλέον οι ισχυρισμοί αυτοί να καταχωρίζονται στα πρακτικά με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν, εκτός αν περιέχονται στις τυχόν κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Σε κάθε περίπτωση, όμως, απαιτείται προφορική πρόταση των ισχυρισμών, που "ως γενόμενο στη συζήτηση"σημειώνεται στα πρακτικά (Ολ.ΑΠ2/2005,ΑΠ 98/2015, ΑΠ 465/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής των νυν αναιρεσειόντων στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο οι πληρεξούσιοι των νυν αναιρεσιβλήτων τότε εναγομένων πρότειναν προφορικά, εκτός των άλλων, και την ένσταση συνυπαιτιότητας του θανόντος στο επελθόν αποτέλεσμα (ΑΚ 300), που σημειώθηκε στα ταυτάριθμα με την πρωτοβάθμια απόφαση 559/2010 πρακτικά συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου , ενώ με τις προτάσεις των εναγομένων, που είχαν κατατεθεί κατά τη συζήτηση ενώπιον επίσης του άνω πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, είχαν εκτεθεί εκτενώς τα γεγονότα που τη θεμελιώνουν. Ήτοι, ότι ο θανών Κ.Κ., συγγενής κατά τα αναλυτικότερα στην αγωγή αναφερόμενα των εναγόντων ενήργησε παράνομα επιτόπια αναστροφή καίτοι τούτο απαγορεύεται λόγω της υπάρχουσας ρυθμιστικής της κυκλοφορίας πινακίδας στο ρεύμα πορείας του με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί με την κίνηση του αυτή στην πορεία του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο πρώτος των αναιρεσιβλήτων και να προκληθεί το θανατηφόρο ατύχημα. Το Τριμελές Εφετείο, που όπως και το πρωτοδικείο δεν απέκρουσε ως απαράδεκτη την ένσταση των εναγομένων περί συντρέχοντος πταίσματος του θανόντος συγγενούς των εναγόντων, δεχόμενο ότι παραδεκτά και σύμφωνα με τα προαναφερόμενα προτάθηκε η εν λόγω ένσταση συνυπαιτιότητας , ενήργησε σύμφωνα με το νόμο. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αίτησης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και κατ` εκτίμηση προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.14 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει από 1.1.2002 μετά την απάλειψη της φράσης "ή δεν διέταξε απόδειξη γι'αυτά"με το άρθρο 17 παρ.2 του Ν. 2915/2001, λόγω της κατάργησης του κατά τα άρθρα 341 επόμ. του ΚΠολΔ συστήματος της διεξαγωγής των αποδείξεων με την έκδοση παρεμπίπτουσας (προδικαστικής) περί αποδείξεων απόφασης, ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο ανωτέρω λόγος ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται "πράγματα", δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισμούς των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώληση δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά, από ποία αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξή του γι'αυτά. Δεν απαιτείται όμως η επί μέρους αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων ή η εξειδίκευση των εγγράφων, ούτε η ιδιαίτερη αναφορά των εγγράφων που λήφθηκαν υπόψη για άμεση ή έμμεση απόδειξη, προκειμένου το δικαστήριο της ουσίας να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα (ΑΠ 816 /2017,ΑΠ 237/2016, ΑΠ 360/2016, ΑΠ 1935/2014, ΑΠ 87/2013, ΑΠ273/2011,ΑΠ 1700/2009, ΑΠ 259/2007). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ), το τελευταίο για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης έλαβε υπόψη του τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτήν, όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια (βλ σελ. 25 - 26 της προσβαλλομένης απόφασης), προκειμένου να καταλήξει στην ουσιαστική κρίση του ως προς τις συνθήκες τέλεσης του ενδίκου αυτοκινητικού ατυχήματος και με βάση τα αποδειχθέντα να καθορίσει το ποσοστό υπαιτιότητας του οδηγού του ζημιογόνου οχήματος καθώς και το ποσοστό συνυπαιτιότητας του θανόντος οδηγού της δίκυκλης μοτοσυκλέτας υιού της πρώτης των αναιρεσιβλήτων και αδελφού των δύο άλλων , δεχόμενο την ένσταση συνυπαιτιότητας που παραδεκτά προτάθηκε κατά τα αναφερόμενα παραπάνω. Με τον από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεύτερο λόγο αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι δέχθηκε ως πλήρως αποδειχθέν πραγματικό περιστατικό ότι ο θανών οδηγός της μοτοσυκλέτας πραγματοποίησε αναστροφή πορείας στο ύψος του σχολείου "...''σχηματίζοντας εσφαλμένα πλήρη δικανική πεποίθηση από τις προανακριτικές καταθέσεις δύο φίλων του θανόντος που εδράζονται σε εκτιμήσεις τους, καθότι δεν βρίσκονταν στο σημείο του ατυχήματος την στιγμή που συνέβη αυτό, αλλά σε απόσταση και προσέτρεξαν μετά το συμβάν, καθόσον όλοι μαζί κατευθύνονταν με τις μοτοσυκλέτες τους σε συγκεκριμένο σημείο, όπου σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχαν θα διενεργούντο αυτοσχέδιοι αγώνες δικύκλων. Εκτός από τις προαναφερόμενες καταθέσεις εσφαλμένα, πάντοτε κατά τους ισχυρισμούς των αναιρεσιόντων, η προσβαλλομένη απόφαση σχημάτισε δικανική πεποίθηση και από την προανακριτική κατάθεση του αυτόπτη μάρτυρα Ν. Κ. που εξετάσθηκε και στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με επιμέλεια των ιδίων (αναιρεσιόντων) και δεν δέχθηκε τον ισχυρισμό τους ότι ο θανών με τη μοτοσυκλέτα κινείτο ομόρροπα με το όχημα του πρώτου των αναιρεσιβλήτων προπορευόμενος αυτού το δε όχημα επέπεσε με υπερβολική για τις περιστάσεις ταχύτητα στην μοτοσυκλέτα με αποτέλεσμα να προσκρούσει επί αυτής και να την παρασύρει σε αρκετή απόσταση και να τραυματισθεί θανάσιμα τόσο ο οδηγός όσο και ο συνεπιβάτης . Όπως αναφέρθηκε παραπάνω η προσβαλλόμενη απόφαση για το σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης έλαβε υπόψη της όλα τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα , όπως μνημονεύεται και στο κείμενο της , και ως εκ τούτου ο συγκεκριμένος λόγος, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Σε κάθε περίπτωση πάντως ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι, υπό το πρόσχημα αυτό, πλήττεται η περί πραγμάτων ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 του Α.Κ., συνάγεται, ότι, προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υποχρέου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου, ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας.
Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 300 του Α.Κ., η οποία εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση ζημίας και επομένως και σε αυτή από αδικοπραξία των άρθρων 914 επ. του Α.Κ., προκύπτει ότι όταν στην γένεση ή στην επέλευση της ζημίας συνετέλεσε και πταίσμα του ζημιωθέντος, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 330 του Α.Κ., το δικαστήριο της ουσίας μπορεί κατά την ελεύθερη κρίση του, αφού σταθμίσει τις περιστάσεις και ιδιαίτερα τον βαθμό του πταίσματος του ζημιωθέντος και του ζημιώσαντος, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό αυτής. Σε κάθε περίπτωση η παράβαση των διατάξεων του Κ.Ο.Κ. δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας, θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξεως και του επελθόντος αποτελέσματος (ΑΠ 520/2011, ΑΠ 331/2011, ΑΠ 239/ 2011). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για την συνδρομή ή όχι πταίσματος του ζημιωθέντος είναι κρίση σχετική με νομική έννοια και υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο κατά τις διατάξεις των άρθρων 559 αριθμ. 1 και 19 του Κ.Πολ.Δικ. Αντιθέτως ο καθορισμός της βαρύτητας του πταίσματος και του ποσοστού κατά το οποίο εξ αυτού του λόγου πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, αφορά εκτίμηση πραγμάτων που δεν ελέγχεται ακυρωτικώς (ΑΠ 854/1994 Ελλ.Δνη 37.292). Εξ άλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δικ. ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ο από αυτήν λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν, από το αιτιολογικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς και επαρκώς τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που είναι, κατά το νόμο, αναγκαία για την εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, όπως και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με συνέπεια να μην είναι δυνατός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή όχι εφαρμογής του κανόνα αυτού του ουσιαστικού δικαίου. Αντίθετα, δεν ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, κατά την διάταξη αυτή, όταν οι ελλείψεις της αποφάσεως ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση αυτών και στην αιτιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ., εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος (ΑΠ 1416/2012, ΑΠ 1208/2011, ΑΠ 44/2003). Ως ζητήματα, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στην θεμελίωση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και η επιχειρηματολογία των διαδίκων ή του δικαστηρίου, ούτε η εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή διατυπώνεται σαφώς (Ολ.ΑΠ 24/1992, Ολ.ΑΠ 1/1999, ΑΠ 9/2013). Το πόρισμα, δηλ. το συμπέρασμα που προκύπτει από τις αποδείξεις είναι σαφές όταν αναφέρεται στην απόφαση χωρίς ενδοιασμούς (με βεβαιότητα) ότι αποδείχθηκε συγκεκριμένο γεγονός και δεν χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο εκφράσεις που κλονίζουν το πόρισμα, ως προϊόν πλήρους δικανικής πεποιθήσεως (ΑΠ 681/2014). Δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές μεν, αλλά πλήρεις αιτιολογίες, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 151/ 2014, ΑΠ 1942/2013, ΑΠ 2075/2007).
Τέλος, από την διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ. προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναιρέσεως από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ., είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υποθέσεως που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 271/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως από αυτήν προκύπτει, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ.) περί των πραγμάτων κρίση του, ως αποδειχθέντα, μετά από συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που αναφέρει, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, σχετικά με τις συνθήκες που έλαβε χώρα το ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα: "Στις 04/07/2008 και περί ώρα 22:50 ο ανήλικος Κ. Κ. οδηγώντας, χωρίς να κατέχει νόμιμη άδεια οδήγησης, την με αριθμό κυκλοφορίας ... διθέσια μοτοσυκλέτα, μάρκας Suzuki Malaysia, χρώματος ασημί, ιδιοκτησίας του πατέρα του Ι. Κ., με συνεπιβάτη τον, επίσης ανήλικο, Ε. Γ., έβαινε επί της νότιας περιφερειακής ... με κατεύθυνση από παλαιά επαρχιακή οδό Άργους-Τριπόλεως προς επαρχιακή .... Την ίδια ώρα, ο Μ. Κ., οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, τύπου Omega GL, εργοστασίου Opel, χρώματος γκρι, ιδιοκτησίας του, το οποίο, κατά τον ως άνω χρόνο, ήταν ασφαλισμένο με ισχυρή ασφαλιστική σύμβαση για τις προς τρίτους ζημίες στην ασφαλιστική εταιρεία υπό την επωνυμία "... Α.Ε.", έβαινε επί της ίδιας ως άνω νότιας περιφερειακής ... με αντίθετη κατεύθυνση από Άγιο Βασίλειο προς παλαιά επαρχιακή οδό Άργους-Τρίπολης. Η εν λόγω νότια περιφερειακή οδός Άργους-Τρίπολης μετά από μια δεξιά στροφή που παρουσιάζει στο 2° χιλιόμετρο, είναι ευθεία με ασφάλτινο οδόστρωμα, και με δύο λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, που έχουν συνολικό πλάτος 6,60 μ. Τα όρια των λωρίδων για την καθοδήγηση της κυκλοφορίας διαχωρίζονται μεταξύ τους με οριζόντια κατά μήκος διαγράμμιση, αποτελούμενη από δύο διακεκομμένες γραμμές, ενώ τα δύο ρεύματα πορείας διαχωρίζονται από διαχωριστική νησίδα, η οποία διακόπτεται στα σημεία διασταύρωσης της οδού με ασφάλτινες παρόδους. Στο ρεύμα πορείας της οδού προς επαρχιακή ... υφίσταται πινακίδα Ρ-32 που καθορίζει το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας σε 70 χλμ/ώρα, ενώ στο αντίθετο ρεύμα πορείας (προς παλαιά επαρχιακή οδό Άργους - Τρίπολης), όπου έβαινε ο πρώτος εναγόμενος, δεν υπάρχει ρυθμιστική της κυκλοφορίας πινακίδα Ρ-32 που να καθορίζει το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας αλλά ούτε και πληροφοριακή πινακίδα Π-17 που να καθορίζει την αρχή της κατοικημένης περιοχής, με συνέπεια το ανώτατο επιτρεπόμενο, σ'αυτό το σημείο της οδού, όριο ταχύτητας να είναι 90 (άρθρο 20 § 2 Κ.Ο.Κ.). Η ορατότητα των οδηγών των οχημάτων που κινούνται στην οδό δεν περιορίζεται από φυσικά εμπόδια. Κατά τον παραπάνω χρόνο, επικρατούσαν καλές καιρικές συνθήκες, η κατάσταση της οδού ήταν ξηρά, η κυκλοφορία των οχημάτων ήταν μεγάλη και δεν κυκλοφορούσαν πεζοί. Στο 2,2° χλμ της ως άνω νότιας περιφερειακής οδού, όπου αυτή διασταυρώνεται εκατέρωθεν με ασφάλτινες παρόδους, στο ύψος του σχολείου "...", και σε σημείο που απέχει από την προηγούμενη δεξιά στροφή κατά 150 μέτρα περίπου, ο Κ. Κ. επιχείρησε να ενεργήσει επιτόπια αναστροφή, με σκοπό να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα πορείας και να κατευθυνθεί προς την παλαιά επαρχιακή οδό Άργους - Τρίπολης (μολονότι η κίνηση αυτή δεν επιτρεπόταν στο σημείο εκείνο, ένεκα της σήμανσης της οδού με ρυθμιστική της κυλοφορίας πινακίδα Ρ - 29, μετην οποία δηλώνεται ότι απαγορεύεται η αναστροφή (στροφή κατά 180 μοίρες), χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθεί ότι μπορούσε να το πράξει χωρίς κίνδυνο , με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί στην πορεία του οδηγού του ως άνω αυτοκινήτου, ο οποίος είχε εξέλθει από τη δεξιά καμπύλη στροφή) που σχηματίζει η ως άνω οδός στην πορεία του, όπως προαναφέρθηκε, και βρισκόταν σε απόσταση από τη διασταύρωση 56,5 μέτρων κινούμενος στην αριστερή λωρίδα του οδοστρώματος με υπερβολική για τις επικρατούσες συνθήκες ταχύτητα. Αποτέλεσμα της ανωτέρω αντικανονικής οδηγικής συμπεριφοράς του οδηγού της μοτοσικλέτας ήταν να επιπέσει το αυτοκίνητο με το εμπρόσθιο τμήμα του στο οπίσθιο τμήμα της μοτοσυκλέτας και από τη σύγκρουση αυτή να τραυματισθούν θανάσιμα οι δύο επιβάτες του δίκυκλου οχήματος και να υποστούν υλικές ζημιές αμφότερα τα οχήματα. Το σημείο σύγκρουσης εντοπίσθηκε, με βάση κηλίδα λαδιού προερχόμενη από την δίκυκλη μοτοσικλέτα, εντός της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας της ως άνω οδού ακριβώς στο σημείο της οδού που βρίσκεται στο ύψος της αρχής του τσιμέντινου διαζώματος, που είχε στα αριστερά του, ο οδηγός της μοτ/τας, όπως προκύπτει από τις φωτογραφίες της Αστυνομίας και του τεχνικού συμβούλου της ασφαλιστικής εταιρείας (φωτ. 1,10) και όχι σε απόσταση από αυτήν (την αρχή του διαζώματος), όπως σημειώνεται στο σχεδ/μα της Τροχαίας. Το αυτοκίνητο ακινητοποιήθηκε εντός της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας της οδού, σε απόσταση 50,5 μέτρων από το σημείο σύγκρουσης (75-24,5μ.) και όχι σε απόσταση 9 μέτρων, που εσφαλμένα έχει υπολογίσει η έκθεση αυτοψίας με τον εμπρόσθιο αριστερό τροχό του να απέχει 1,59 μ. από την διαχωριστική νησίδα. Η δίκυκλη μοτοσυκλέτα βρέθηκε τελικώς εντός της αριστερής λωρίδας του αντίθετου ρεύματος πορείας (προς επαρχιακή οδό Άργους - Νέας Κίου ), αφού διαπέρασε τη διαχωριστική νησίδα, σε απόσταση 45,00 μ. από το σημείο σύγκρουσης. Ο οδηγός της μοτοσικλέτας βρέθηκε πάνω στο κράσπεδο της διαχωριστικής νησίδας, σε απόσταση 10,60 μ και ο συνεπιβάτης αυτής βρέθηκε εντός της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας της οδού, σε απόσταση 5,60 μ. από τον εμπρόσθιο αριστερό τροχό του αυτοκινήτου. Στο οδόστρωμα υπήρχαν ίχνη τροχοπέδησης 75,00 μ. προερχόμενα από τους τροχούς του αυτοκινήτου, τα οποία ξεκινούσαν 24,50 μ. πριν από το σημείο σύγκρουσης, με τον εμπρόσθιο αριστερό τροχό να απέχει 1,00 μ. από την λευκή γραμμή που εκτείνεται από το αριστερό άκρο του οδοστρώματος της ως άνω αριστερής λωρίδας. Ίχνη πλάγιας ολίσθησης δεν ανευρέθησαν. Στο κράσπεδο της διαχωριστικής νησίδας και περίπου ανάμεσα στο σημείο σύγκρουσης και την θέση, όπου βρέθηκε ο οδηγός της μοτοσικλέτας, εντοπίσθηκε σημείο χαραγής από την πρόσκρουση της μοτοσικλέτας σε αυτό. Ελάχιστα πριν από το σημείο χαραγής βρέθηκε ίχνος συρσίματος από τον εμπρόσθιο τροχό της μοτοσικλέτας. Θραύσματα γυαλιού και πλαστικών εξαρτημάτων βρέθηκαν διάσπαρτα επί της οδού, σε μήκος 30,00 μ. καθώς και εντός της διαχωριστικής νησίδας. Βάσει του χρησιμοποιούμενου στην πράξη και διεθνώς αποδεκτού νομογραφήματος του Ινστιτούτου Τροχαίας του Πανεπιστημίου του Ιλλινόις των Η.Π.Α. η ταχύτητα του αυτοκινήτου προσδιορίσθηκε σε 115 χλμ/ώρα (βλ. το δελτίο ιχνών τροχοπέδησης οδικού τροχαίου ατυχήματος του Τμήματος Τροχαίας Άργους της Αστυνομικής Υποδιεύθυνσης Άργους της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αργολίδας). Ωστόσο, λόγω της απορρόφησης ενός μέρους αυτής από τη σύγκρουση με την μοτ/τα, αυτή ανερχόταν σε πλέον των 115 χλμ/ώρα. Την ταχύτητα αυτή μπορούσε να την αναπτύξει το εν λόγω αυτοκίνητο γιατί είχε ξεκινήσει από το φανάρι της διασταύρωσης με την ... που απέχει από το σημείο σύγκρουσης 800 μ. και όχι 50 μ. που αναφέρει ο οδηγός του, σε συνδυασμό με το ότι ο οδηγός και ιδιοκτήτης του εν λόγω ΙΧΕ αυτοκινήτου είχε αντικαταστήσει παράνομα τον κινητήρα του οχήματος του τοποθετώντας άλλον, προφανώς μεγαλύτερης ιπποδύναμης. Ο θάνατος του Κ. Κ. επήλθε συνεπεία βαρέων κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων και του Ε. Γ. συνεπεία κακώσεων κεφαλής και αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης. Από την τοξικολογική ανάλυση δεν ανιχνεύθηκαν αιθυλική αλκοόλη ούτε φαρμακευτικές - ναρκωτικές- τοξικές ουσίες στα πτώματα των ως άνω ανηλίκων, ενώ ανιχνεύθησαν κανναβινόλες σε συγκέντρωση 273mg/ml ούρων στον οργανισμό του ανωτέρω οδηγού του αυτοκινήτου. Δεν ανιχνεύθηκε ποσότητα οινοπνεύματος στον οργανισμό του τελευταίου. Από τον τεχνικό έλεγχο που διενεργήθηκε στα εμπλακέντα στην ένδικη σύγκρουση οχήματα, κατόπιν σχετικής παραγγελίας του Τμήματος Τροχαίας Άργους, προέκυψε για το μεν αυτοκίνητο ότι, εξ αιτίας της σύγκρουσης με τη μοτοσικλέτα, είχε σπάσει η μπροστινή μάσκα, είχε παραμορφωθεί το μπροστινό καπό, είχε θρυμματισθεί το παρμπρίζ εμπρός αριστερά, υπήρχε θραύση του εμπρόσθιου αριστερού ελαστικού τροχού και είχε αλλαχθεί ο κινητήρας που αναφέρεται στην άδεια κυκλοφορίας, για την δε δίκυκλη μοτοσικλέτα ότι είχε καταστραφεί ολοσχερώς ο πίσω τροχός λόγω της σύγκρουσης και ότι είχε φανούς πορείας εμπρός και πίσω αλλά, εξ αιτίας της καταστροφής της καθ'ολοκληρίαν μετά το ατύχημα, δεν κατέστη εφικτή η διαπίστωση εάν λειτουργούσαν πριν από αυτό. Οι προεκτεθείσες συνθήκες του ενδίκου ατυχήματος αποδεικνύονται από την έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος και το συνοδεύον αυτή σχεδιάγραμμα της επιληφθείσας ανθυπαστυνόμου του Τμήματος Τροχαίας Άργους, Δ. Ν., από τις φωτογραφίες της Τροχαίας, που απεικονίζουν τον τόπο του ατυχήματος, αμέσως μετά που συνέβη, καθώς και από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων. Η παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου περί αναστροφής της μοτ/τας και παρεμβολής της στην πορεία του αυτοκινήτου του πρώτου εναγομένου, αμφισβητείται απ'τους εκκαλούντες της υπό στοιχείο Α έφεσης με τον ισχυρισμό ότι η πορεία που αποτυπώνεται από την Τροχαία Άργους στο συνταχθέν από αυτήν δημόσιο έγγραφο του σχεδιαγράμματος είναι ομόρροπη με αυτήν του αυτοκινήτου του εναγομένου στο δεξιό (δηλ. προς Ε.Ο. Άργους - Τρίπολης) ρεύμα πορείας και ότι η αποτύπωση αυτή, που αναφέρεται και στην σχετική έκθεση αυτοψίας της, στηρίχθηκε, σε όσα, προφανώς, της ανέφερε ο εναγόμενος κατά την άφιξή της στο σημείο του ατυχήματος. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 440 ΚΠολΔ ;για όσα περιστατικά βεβαιώνονται στα κατά τα άρθρα 438 και 439 του ίδιου κώδικα δημόσια έγγραφα, όπως είναι και η συντασσόμενη, σύμφωνα με τα άρθρα 148 επ. και 180 ΚΠοινΔ από την αρμόδια αστυνομική αρχή έκθεση αυτοψίας και το συνοδεύον αυτή σχεδιάγραμμα σε τροχαίο ατύχημα, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο, τα έγγραφα αυτά παρέχουν πλήρη απόδειξη. Όμως, κατά της αποδείξεως αυτής επιτρέπεται ανταπόδειξη. Έτσι, σε περίπτωση αυτοκινητικού ατυχήματος τα περιεχόμενα στην έκθεση αυτοψίας της τροχαίας στοιχεία ως προς την θέση των συγκρουσθέντων οχημάτων πριν, κατά και μετά το ατύχημα, είναι από εκείνα την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο συντάκτης της εκθέσεως και του σχεδιαγράμματος. Επομένως, κατ'αυτού του περιεχομένου επιτρέπεται ανταπόδειξη, η οποία ενεργείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 670, 671 ΚΠολΔ, οι οποίες εφαρμόζονται και στη διαδικασία κατά την οποία εκδικάζεται η διαφορά κατά το άρθρο 68ΙΑ ΚΠολΔ, με άλλα αποδεικτικά μέσα, τα οποία εκτιμούνται με τον ίδιο τρόπο. Στην προκειμένη περίπτωση απ'την επικαλούμενη απ'τους εκκαλούντες έκθεση αυτοψίας και απ'το κεφάλαιο αυτής περί της αρχικής κατεύθυνσης των οχημάτων που ενεπλάκησαν στο επίδικο τροχαίο ατύχημα αναφέρεται μεν ότι αυτή ήταν επί της νότιας περιφερειακής οδού Άργους, με κατεύθυνση από Άγ. Βασίλειο προς παλαιά Ε.Ο. Άργους - Τρίπολης και για τα δύο οχήματα, πλην όμως, το γεγονός αυτό δεν προκύπτει ότι διαπιστώθηκε απ'την διενεργήσασα την αυτοψία ανθυπαστυνόμο (η οποία έφτασε στο σημείο του ατυχήματος λίγη ώρα μετά το ατύχημα), μετά από σχετική δήλωση του παρόντος οδηγού του ΙΧΕ αυτοκινήτου, δηλ. του πρώτου εναγομένου, ενώ, εξάλλου από τις προανακριτικές καταθέσεις των φίλων των θανατωθέντων, Χ. Κ. και Τ. Α., που έφτασαν στο σημείο του ατυχήματος μόλις λίγα λεπτά μετά από αυτό προκύπτει ότι η αρχική κατεύθυνσή τους ήταν στο αντίθετο ρεύμα. Ειδικότερα απ'τις καταθέσεις των παραπάνω προέκυψε ότι στις 4/7/2008 και περί ώρα 22.40 οι παραπάνω μάρτυρες ξεκίνησαν, μαζί με τα ως άνω ανήλικα θύματα από την γειτονιά τους, οδηγώντας τα μηχανάκια τους, προκειμένου να παρακολουθήσουν αυτοσχέδιους αγώνες ταχύτητας ("κόντρες") που είχαν ακούσει ότι θα διεξάγονταν στον νότιο περιφερειακό Άργους - Τριπόλεως. Οι ίδιοι μάρτυρες κατέθεσαν ακόμη ότι κάποια στιγμή σταμάτησαν σε ένα βενζινάδικο για ανεφοδιασμό, ότι η δίκυκλη μοτοσικλέτα που οδηγούσε ο Κ. Κ. συνέχισε την πορεία της, ότι, όταν έφθασαν πια στο ύψος του σχολείου "ΑΥΤΕΝΕΡΕΩ", αντίκρυσαν τον οδηγό του αυτοκινήτου και τους φίλους τους πεσμένους στο οδόστρωμα του αντίθετου ρεύματος πορείας και ότι, κατά την εκτίμησή τους, οι δύο ανήλικοι, αφού είδαν ότι στο σημείο εκείνο - που είναι ευθεία - δεν γίνονταν "κόντρες ", γύρισαν πίσω για να τους προλάβουν. Η εκτιθέμενη, επομένως, στις υπό κρίση κύριες αγωγές εκδοχή ότι η δίκυκλη μοτοσικλέτα κινείτο στο δεξιό (εννοούν το προς Ε.Ο. Άργους - Τρίπολης ρεύμα κατεύθυνσης και όχι την δεξιά λωρίδα αυτού), ρεύμα πορείας της ως άνω περιφερειακής οδού, μπροστά από το αυτοκίνητο και με την ίδια με αυτό κατεύθυνση (όπως απεικονίζεται η αρχική κατεύθυνση στο λεχθέν σχεδιάγραμμα), αναιρείται από τα ως άνω αναφερθέντα πραγματικά γεγονότα, που κατέθεσαν οι φίλοι των θανατοθέντων αλλά και από αυτά που κατέθεσε στην προανάκριση ο μάρτυς των εναγόντων, Ν. Κ.ς. Αυτός σύμφωνα με την κατάθεσή του, ευρισκόμενος στη διασταύρωση της Ν. Κίου - Άργους στις σιδηροδρομικές γραμμές, με κατεύθυνση από Ν.Κίο προς Άργος, είδε δύο αυτοκίνητα να φεύγουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα απ'το φανάρι της νέας περιφερειακής οδού και με κατεύθυνση από Άργος προς Τρίπολη, το ένα εκ των οποίων, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, ήταν του πρώτου εναγομένου, αφού στο ατύχημα που συνάντησε επί της νέας περιφερειακής οδού, αμέσως μόλις άναψε το δικό του φανάρι και εισήλθε στην οδό αυτή, ήταν του γείτονά του Γάσπαρη, όπως πληροφορήθηκε κατά την επιστροφή του στο σπίτι του. Ο μάρτυς αυτός ερωτηθείς αν τα παραπάνω δύο αυτοκίνητα, που έφυγαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, τα ακολούθησε άλλο αυτοκίνητο, απάντησε ότι δεν τα ακολούθησε κανένα, ούτε, επίσης, προπορευόταν αυτών κανένα όχημα. Επομένως, και απ'την κατάθεση του Ν.Κ. προκύπτει ότι η μοτ/τα του Κ. δεν προπορευόταν του αυτοκινήτου του πρώτου εναγομένου στο ρεύμα κατεύθυνσης προς Τρίπολη, από τη διασταύρωση με την οδό Άργους - Ν. Κίου, μέχρι το σημείο σύγκρουσης. Τέλος, δεν αποδεικνύεται βάσιμος και ο άλλος ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι ο οδηγός της μοτ/τας εισήλθε στο ρεύμα προς Τρίπολη απ'την επομένη διασταύρωση του "..."και επομένως το ατύχημα συνέβη ενώ προπορευόταν του εναγομένου. Ο ισχυρισμός αυτός δεν αποδεικνύεται βάσιμος γιατί δεν υπήρχε κανένας λόγος να φτάσει ο οδηγός της μοτοσυκλέτας μέχρι την επόμενη διασταύρωση, που μεσολαβεί (με την οδό ...) μεταξύ της διασταύρωσης προς το σχολείο " ... " (την επίδικη), και της διασταύρωσης στις σιδηροδρομικές γραμμές, αφού σ'αυτή τη διασταύρωση, που βρίσκεται πάνω στη στροφή, που προηγείται κατά 150 μ. περίπου απ'το σημείο σύγκρουσης δεν συγκεντρώνονταν μηχανές για κόντρες λόγω της επικινδυνότητας του σημείου αλλά αυτές συγκεντρώνονταν στην διασταύρωση του "...", απ όπου ξεκινάει η ευθεία της νότιας περιφερειακής οδού προς Τρίπολη, που τους επέτρεπε την ανάπτυξη μεγάλων ταχυτήτων.
Συνεπώς, η μόνη περίπτωση που απομένει και η οποία εξηγεί το πώς η μοτ/τα που οδηγούσε ο θανών Κ. Κ..ς και επέβαινε και ο Γ., βρέθηκε απ'το ένα ρεύμα στο άλλο, είναι αυτή της αναστροφής του στην επίδικη διασταύρωση του "..."και η παρεμβολή του στην πορεία του αυτοκινήτου έχοντας, μεν, ευθυγραμμιστεί στην οδό, ολοκληρώνοντας την αναστροφή (όπως αποδεικνύεται απ'το σημείο που έπαθε ζημιές η μοτοσυκλέτα, δηλ. στο πίσω μέρος) μη έχοντας, όμως, προλάβει, ακόμα να αναπτύξει ταχύτητα λόγω του ότι αναγκαστικά την μείωσε για να ενεργήσει την αναστροφή, οπότε και κατέφτασε το αυτοκίνητο του εναγομένου και συγκρούστηκαν τα δύο οχήματα με τις συνέπειες που προαναφέρθηκαν. Η ιδιαιτέρως αυξημένη ταχύτητα του οδηγού του αυτοκινήτου αποδεικνύεται, εκτός από το ως άνω νομογράφημα και τα ίχνη τροχοπέδησης, από την βιαιότητα της ένδικης πρόσκρουσης και την εκτίναξη σε μεγάλη απόσταση από το σημείο σύγκρουσης των συνεπιβατών της μοτοσικλέτας και του οχήματος τους. Με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, το ένδικο οδικό τροχαίο ατύχημα και ο θανάσιμος τραυματισμός των δύο ανήλικων προσώπων οφείλονται σε συγκλίνουσα υπαιτιότητα (αμέλεια) αμφοτέρων των οδηγών των εμπλακέντων στην ένδικη σύγκρουση ατυχημάτων, οι οποίοι παρέλειψαν να καταβάλουν την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια (προσοχή), την οποία όφειλαν ως οδηγοί από τις περιστάσεις να καταβάλουν, όπως άλλωστε, θα έπραττε οιοσδήποτε άλλος μέσος συνετός οδηγός που θα βρισκόταν υπό παρόμοιες με αυτούς συνθήκες, να μην προκαλέσουν κίνδυνο. Ειδικότερα: α) ο μεν Μ. Κ., οδηγός του με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκινήτου δεν ρύθμισε την ταχύτητα του οχήματος του, λαμβάνοντας συνεχώς υπ'όψιν του τις επικρατούσες συνθήκες, κατά τρόπον, ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του οχήματος του μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο που μπορεί να προβλεφθεί και το οποίο βρίσκεται στο ορατό από αυτόν μπροστινό τμήμα της οδού (άρθρο 19 § 2 ΚΟΚ), ιδιαιτέρως δε, δεν μείωσε την ταχύτητα του οχήματος του μολονότι κινείτο νυκτερινή ώρα σε οδό που δεν φωτιζόταν επαρκώς, είχε στην πορεία του δεξιά στροφή, που εμπόδιζε την ορατότητά του και επιπλέον δεν την μείωσε όταν αντελήφθη στην πορεία του να βρίσκονται μπροστά του, συγκεντρωμένες στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας, επί της διασταύρωσης του "ΑΥΤΕΝΕΡΕΩ" 15-20 μοτοσυκλέτες, που ετοιμάζονταν να κάνουν κόντρες, όπως ισχυρίζεται και ο ίδιος, αλλά αντιθέτως, συνέχισε να κινείται με την ίδια ταχύτητα, πλέον των 115 Κm/h, που είναι μεγαλύτερη απ'την επιτρεπόμενη σ'αυτό το σημείο, των 90 Κm/h, β) ο δε Κ. Κ., οδηγός της με αριθμό κυκλοφορίας ... δίκυκλης μοτοσικλέτας δεν οδηγούσε το όχημά του με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή (άρθρο 12 § 1 ΚΟΚ), με αποτέλεσμα από απροσεξία του επιχείρησε να αλλάξει κατεύθυνση προς τα αριστερά, ενεργώντας επιτόπια αναστροφή, καίτοι τούτο απαγορεύεται λόγω της υπάρχουσας ρυθμιστικής της κυκλοφορίας πινακίδας Ρ-27 στο ρεύμα πορείας του (άρθρο 4 §3 ΚΟΚ), χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθεί ότι μπορεί να το πράξει χωρίς κίνδυνο ή παρακώλυση των λοιπών χρηστών της οδού, οι οποίοι κινούνταν στο ρεύμα πορείας ,στο οποίο είχε πρόθεση να εισέλθει (άρθρο 21 παρ 1 ΚΟΚ),πράγμα που θα μπορούσε να το πετύχει αν έδειχνε την προσοχή που απαιτείτο, γιατί το σημείο όπου επιχείρησε την αναστροφή απείχε 150 μέτρα περίπου απ'τη στροφή και συνεπώς είχε το χρονικό περιθώριο να αντιληφθεί την πορεία του εναγομένου. Αποτέλεσμα αυτής της απροσεξίας του ήταν να παρεμβληθεί με την κίνησή του αυτή αιφνίδια στην πορεία του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο Μ. Κ., όταν ο τελευταίος βρισκόταν σε απόσταση από αυτόν μόλις 56,5μέτρων και να προκληθεί η ανωτέρω θανατηφόρα σύγκρουση, κατά τα προεκτεθέντα. Οι προδιαληφθείσες παραβάσεις των ως άνω οδηγών συνδέονται αναμφίλεκτα αιτιωδώς με το προπεριγραφέν τροχαίο ατύχημα, αφού εάν ο οδηγός του αυτοκινήτου κινείτο με τη σύννομη ταχύτητα των 90 Km/h θα είχε προλάβει να ακινητοποιήσει το όχημά του. Ειδικότερα αποδεικνύεται ότι, κινούμενος ο εναγόμενος με την ταχύτητα των 115 Km/h αντελήφθη για πρώτη φορά τον οδηγό της μοτ/τας να εισέρχεται στην πορεία του, από απόσταση τουλάχιστον 24,5 μ (όσο δηλ. η έναρξη του φρεναρίσματος του απ'το σημείο σύγκρουσης), πλέον 32 μέτρων, (115.000 μ : 3600"), που διήνυσε σε 1"που απαιτείται για τον μέσο οδηγό, για να αντιδράσει και να τροχοπεδήσει, δηλαδή αντελήφθη τον οδηγό της μοτ/τας από απόσταση 56,5 μέτρων. Αν ο εναγόμενος οδηγούσε με την επιτρεπόμενη, έστω, ταχύτητα των 90 Km/h , τότε θα χρειαζόταν μόλις 48 μέτρα, σύμφωνα με το νομογράφημα, για να ακινητοποιήσει το αυτοκίνητό του και συνεπώς θα είχε αποφύγει τη σύγκρουση. Κατά τον ίδιο τρόπο, εάν ο οδηγός της δίκυκλης μοτοσυκλέτας δεν είχε επιχειρήσει την παράνομη και ιδιαίτερα επικίνδυνη αναστροφή στο παραπάνω σημείο (επειδή βρίσκεται 150 μέτρα από στροφή), καθ'ην στιγμή το αυτοκίνητο του πρώτου εναγομένου βρισκόταν από αυτόν σε απόσταση 56,5 μέτρων και ο ίδιος λόγω της αναστροφής, βράδυνε να αναπτύξει την ταχύτητά τού και να απομακρυνθεί, δεν θα είχε διακόψει την πορεία του αυτοκινήτου και δεν θα είχε συμβεί η σύγκρουση. Το Δικαστήριο, συγκρίνοντας τις παραβάσεις εκάστου οδηγού, αναλόγως της σπουδαιότητάς τους, κρίνει ότι τον οδηγό του αυτοκινήτου βαρύνει ποσοστό υπαιτιότητας 40% και τον οδηγό της δίκυκλης μοτοσικλέτας ποσοστό συνυπαιτιότητας 60%. Επομένως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η ως άνω ένσταση των εναγομένων περί ζημίας εξ οικείου πταίσματος του Κ. Κ. για το ως άνω ποσοστό (60%), απορριπτομένου του ισχυρισμού της ασφαλιστικής εταιρείας περί αποκλειστικής αυτού υπαιτιότητας, καθώς και των εκκαλούντων της υπό στοιχείο Α έφεσης περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του οδηγού του αυτοκινήτου, άλλως, συνυπαιτιότητα, αυτού πλέον του 40%. Σημειώνεται ότι η διαπίστωση ύπαρξης στα ούρα του ως άνω συνυπαίτιου οδηγού του αυτοκινήτου της προαναφερθείσας ποσότητας τοξικής ουσίας, δεν αποδεικνύει ότι η κάνναβη συνέβαλε αιτιωδώς το επελθόν αποτέλεσμα. Κατ'αρχήν η συγκέντρωση μόνο τα ούρα, ποσότητας κανναβινολών άνω των 135 mg δεν αποδεικνύει πρόσφατη χρήση, αφού η ανίχνευση αυτή σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα (Ε. Α. " H νομοθεσία για τα ναρκωτικά"στο άρθρο 25 σελ. 114) μπορεί να αφορά χρήση στο παρελθόν μέχρι και τριάντα ημέρες μετά το κάπνισμα έστω και αν δεν υπάρχει κανενός είδους επίδραση.
Συνεπώς, εφόσον δεν δίνει σαφείς πληροφορίες για τη συγκέντρωσή του στο αίμα δεν δίνει πληροφορίες και για την επήρεια του ατόμου στην οδήγηση, ούτε επιτρέπει τον προσδιορισμό της έκτασης και του βαθμού της επήρειας αυτής. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, στην προκειμένη υπόθεση αποδεικνύεται : 1) απ'τον τρόπο της πέδησης (βίαιη), 2) το χρόνο της πέδησης, που συνέβη αμέσως μόλις εισήλθε ο οδηγός της μοτοσυκλέττας στο ρεύμα πορείας του αυτοκινήτου, γεγονός που αποδεικνύεται από το ότι η θέση του σημείου σύγκρουσης εντοπίζεται, όπως προαναφέρθηκε, στο ύψος της αρχής (άκρης) του τσιμέντινου διαζώματος, και 3) απ'το γεγονός ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου συγκρότησε το αυτοκίνητο μέσα στα όρια της λωρίδας κυκλοφορίας του, ότι ο ως άνω οδηγός αντελήφθη έγκαιρα την κίνηση της αναστροφής του οδηγού της δίκυκλης μοτοσυκλέτας και έκανε όλες τις ενδεδειγμένες ενέργειες, φρενάροντας δυνατά επί του οδοστρώματος, όπως προκύπτει απ'τα έντονα ίχνη που άφησαν τα ελαστικά του αυτοκινήτου του επ'αυτού, ενώ άλλη ενέργεια, όπως ελιγμός προς τα δεξιά, δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει λόγω της ύπαρξης των άλλων 15-20 μοτοσυκλετιστών, που είχαν καταλάβει την δεξιά λωρίδα του ρεύματος κυκλοφορίας. Επομένως προκύπτει ότι οι ψυχοδιανοητικές του λειτουργίες ήσαν σε φυσιολογική κατάσταση και τα αντανακλαστικά του δεν είχαν επηρεασθεί από χρήση τοξικής ουσίας (κανναβινόλες). Το γεγονός που κατέθεσαν προανακριτικά οι προαναφερθέντες μάρτυρες Χ. Κ. και Τ. Α., ότι , δηλαδή, ο οδηγός του αυτοκινήτου φαινόταν να μην αντιλαμβάνεται τι είχε συμβεί και ότι καλούσε ασθενοφόρο λέγοντας πως οι ανήλικοι ήταν καλά δεν αναιρεί τα παραπάνω, καθ'όσον δεν αποδεικνύει αναμφισβήτητα ότι αυτός τελούσε υπό την επήρεια τοξικών ουσιών και δεν αντιλαμβανόταν την κατάσταση των θυμάτων, αφού, δεν αποκλείεται, λόγω των συνθηκών της εν λόγω σύγκρουσης αυτός να περιήλθε σε κατάσταση ψυχικού σοκ.
Συνεπώς δεν αποδείχθηκε ότι οι ανιχνευθείσες στο δείγμα ούρων κανναβινόλες επηρέασαν αιτιωδώς την οδηγική συμπεριφορά του ανωτέρω προσώπου και ότι επομένως ο οδηγός του αυτοκινήτου είναι αποκλειστικά υπαίτιος ή συνυπαίτιος σε μεγαλύτερο βαθμό γιατί, πέραν της υπερβολικής, όπως κρίθηκε, ταχύτητάς του είχε και μειωμένη ικανότητα οδήγησης όσον αφορά στην αντίληψή του για το υπερβολικό της ταχύτητάς του καθώς και την είσοδο της μοτ/τας στο ρεύμα πορείας του. Για την ως άνω υπαιτιότητα του στην πρόκληση του τροχαίου ατυχήματος και θανάτωση των δύο παραπάνω ανηλίκων ο οδηγός του αυτοκινήτου έχει παραπεμφθεί ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου, ως υπαίτιος ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή. Βάσει των παραπάνω δειχθέντων πραγματικών περιστατικών; ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκτίμησε τις αποδείξεις σχετικά με την υπαιτιότητα των οδηγών των δύο οχημάτων που ενεπλάκησαν στο επίδικο τροχαίο ατύχημα και συνεπώς οι σχετικές ;περί του αντιθέτου λόγοι έφεσης των διαδίκων και συγκεκριμένα οι δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος, έκτος, έβδομος, όγδοος και δέκατος λόγοι εφέσεως των εκκαλούντων της υπό στοιχείο Α έφεσης ;που αφορούν όλοι σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά στις συνθήκες του τροχαίου ατυχήματος και στον βαθμό υπαιτιότητος των εμπλακέντων σ'αυτό οδηγών, καθώς και ο δεύτερος λόγος έφεσης της υπό στοιχείο Γ έφεσης περί αποκλειστικής ευθύνης του θανόντος οδηγού, άλλως συνυπαιτιότητάς του κατά ποσοστό πλέον του 60%) πρέπει να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμοι". Το Εφετείο με την προαναφερθείσα κρίση δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του Α.Κ., αλλά και των άρθρων 12 § 1, 16 §§ 1 και 4, 19 § 1 και 3, 20, 23 § 2, και 42 του Κ.Ο.Κ. και διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά αιτιολογίες, ως προς τα ζητήματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ως άνω διατάξεων και, συνεπώς, η προσβαλλομένη απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα το Εφετείο διέλαβε πλήρη αιτιολογία, ως προς την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς των οδηγών των συγκρουσθέντων οχημάτων και του επελθόντος επιζημίου αποτελέσματος και την συνυπαιτιότητα αυτών, διαλαμβάνοντας ειδικότερα τα συγκροτούντα την έννοια της αμελείας περιστατικά, που επέδειξε έκαστος τούτων για την πρόκληση του εν λόγω τροχαίου ατυχήματος, σε συνδυασμό με τις παραβάσεις των διατάξεων του Κ.Ο.Κ., οι οποίες βρίσκονται σε αιτιώδη συνάφεια με το επελθόν αποτέλεσμα, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων αιτιολογιών για να δικαιολογηθεί χωρίς αμφιβολία η συντρέχουσα συνυπαιτιότητα των δύο οδηγών των εμπλακέντων οχημάτων και ο αιτιώδης σύνδεσμος της υπαίτιας αυτής συμπεριφοράς αντίστοιχα με το ζημιογόνο αποτέλεσμα, που δεν διακόπηκε με την συνυπαιτιότητα καθενός των δύο εμπλακέντων οδηγών. Συγκεκριμένα: α) για τον θανασίμως τραυματισθέντα οδηγό της μοτοσυκλέτας διαλαμβάνει ότι αυτός, δεν οδηγούσε το όχημά του με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή (άρθρο 12 § 1 ΚΟΚ), με αποτέλεσμα από απροσεξία του επιχείρησε να αλλάξει κατεύθυνση προς τα αριστερά, ενεργώντας επιτόπια αναστροφή, καίτοι τούτο απαγορεύεται λόγω της υπάρχουσας ρυθμιστικής της κυκλοφορίας πινακίδας Ρ-27 στο ρεύμα πορείας του (άρθρο 4 §3 ΚΟΚ), χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθεί ότι μπορεί να το πράξει χωρίς κίνδυνο ή παρακώλυση των λοιπών χρηστών της οδού, οι οποίοι κινούνταν στο ρεύμα πορείας ,στο οποίο είχε πρόθεση ν α εισέλθει (άρθρο 21 παρ 1 ΚΟΚ), πράγμα που θα μπορούσε να το πετύχει αν έδειχνε την προσοχή που απαιτείτο, γιατί το σημείο όπου επιχείρησε την αναστροφή απείχε 150 μέτρα περίπου απ'τη στροφή και συνεπώς είχε το χρονικό περιθώριο να αντιληφθεί την πορεία του εναγομένου. Αποτέλεσμα αυτής της απροσεξίας του ήταν να παρεμβληθεί με την κίνησή του αυτή αιφνίδια στην πορεία του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο Μ. Κ., όταν ο τελευταίος βρισκόταν σε απόσταση από αυτόν μόλις 56,5 μέτρων και να προκληθεί η ανωτέρω θανατηφόρα σύγκρουση, κατά τα προεκτεθέντα. και β) για τον οδηγό του ΙΧΕ αυτοκινήτου διέλαβε ότι αυτός δεν ρύθμισε την ταχύτητα του οχήματος του, λαμβάνοντας συνεχώς υπ'όψιν του τις επικρατούσες συνθήκες, κατά τρόπον, ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του οχήματος του μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο που μπορεί να προβλεφθεί και το οποίο βρίσκεται στο ορατό από αυτόν μπροστινό τμήμα της οδού (άρθρο 19 § 2 ΚΟΚ), ιδιαιτέρως ,δε δεν μείωσε την ταχύτητα του οχήματος του μολονότι κινείτο νυκτερινή ώρα σε οδό που δεν φωτιζόταν επαρκώς, είχε στην πορεία του δεξιά στροφή, που εμπόδιζε την ορατότητά του και επιπλέον δεν την μείωσε όταν αντελήφθη στην πορεία του να βρίσκονται μπροστά του, συγκεντρωμένες στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας, επί της διασταύρωσης του "..." 15-20 μοτοσυκλέτες, που ετοιμάζονταν να κάνουν κόντρες, όπως ισχυρίζεται και ο ίδιος, αλλά αντιθέτως, συνέχισε να κινείται με την ίδια ταχύτητα, πλέον των 115 Κm/h, που είναι μεγαλύτερη απ'την επιτρεπόμενη σ'αυτό το σημείο, των 90 Κm/. Δεν συντρέχει δε η επικαλούμενη από τους αναιρεσείοντες πλημμέλεια της παραθέσεως ανεπαρκούς, ασαφούς και αντιφατικής αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση, επειδή, όπως αυτοί (αναιρεσείοντες) διατείνονται: α) εσφαλμένα έκρινε η αναιρεσιβαλλόμενη ότι δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της χρήσης τοξικών ουσιών από τον υπαίτιο οδηγό του αυτοκινήτου και της επελθούσας σύγκρουσης με τη δίκυκλη μοτοσυκλέτα ,καθόσον ο οδηγός ευρισκόμενος υπό την επήρεια τοξικών ουσιών οι οποίες έχουν επηρεάσει την όραση ,την αντιληπτική ικανότητα και την οδική συμπεριφορά λειτουργεί με μειωμένη αντιληπτική ικανότητα ,ώστε να μην μπορεί να διαγνώσει εγκαίρως τις απαιτούμενες οδηγικές ενέργειες στις οποίες πρέπει και δύναται να προβεί. β) υπάρχει ευθεία αντίφαση μεταξύ των παραδοχών της αναιρεσιβαλλόμενης, αφού από τη μία δέχεται την προανακριτική κατάθεση του Ν.Κ., στην οποία αναφέρεται με ενάργεια ότι δεν προπορευόταν ούτε έπονταν άλλο όχημα πλην των δύο οχημάτων που είχε συναντήσει στο φανάρι και από την άλλη κάνει δεκτό ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει αποφευκτικό ελιγμό προς τα δεξιά μόλις αντιλήφθηκε τη δίκυκλη μοτοσυκλέττα του θανόντος επειδή στο δεξιό ρεύμα πορείας του αυτοκινήτου βρισκόταν μία ομάδα μοτοσυκλετιστών που απαρτίζονταν από 15-20 μηχανάκια .Τούτο δε διότι οι επικαλούμενες από τους αναιρεσείοντες ως ελλείψεις, ασάφειες και αντιφάσεις, πέραν του ότι δεν συνιστούν τέτοιες, συνέχονται με την αξιολόγηση, στάθμιση και εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση δε της προβαλλόμενης πλημμέλειας της παραβάσεως εκ πλαγίου των άνω ουσιαστικών διατάξεων πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με το σαφώς εκτιθέμενο πόρισμα και, συνεπώς, απαραδέκτως προβάλλονται. Κατ'ακολουθία οι ως άνω παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αποτελούν αντιφατικές αιτιολογίες, όπως διατείνονται οι αναιρεσείοντες , αφού ουδόλως κλονίζουν το σχετικό αποδεικτικό πόρισμα, στο οποίο κατέληξε το Εφετείο με βεβαιότητα, ως προϊόν πλήρους δικανικής πεποιθήσεως, επί του οποίου θεμελιώνεται η αμέλεια του θανασίμως τραυματισθέντος οδηγού της μοτοσυκλέτας καθώς και η αμέλεια του οδηγού του αυτοκινήτου . Επομένως, το Εφετείο δεν υπέπεσε στις από το άρθρο 559 αριθμ.1 άλλως 19 του Κ.Πολ.Δικ. προβλεπόμενες πλημμέλειες, οι οποίες αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος, συνακολούθως, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος διότι, υπό το πρόσχημα αυτό, πλήττεται η περί πραγμάτων ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, σε κάθε δε περίπτωση ως αβάσιμος. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, μη προβαλλομένου άλλου λόγου αναιρέσεως , πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της παρισταμένης δεύτερης αναιρεσίβλητης, η οποία κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρα 176, 180, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ.), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες παραβόλου, λόγω της ήττας τους, στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε'του Κ.Πολ.Δικ., όπως ίσχυε και εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που ισχύει, κατ'άρθρο ένατο παρ. 2 αυτού, για τα κατατιθέμενα από 1.1.2016 ένδικα μέσα), να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εχόντων καταθέσει και προτάσεις αναιρεσιβλήτων (άρθρα 106, 176, 183 Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 13-6-2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 18/2016 αίτηση για αναίρεση της εκδοθείσας κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο υπ` αριθμ. 191/2014 αποφάσεως του Εφετείου Ναυπλίου.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της παρισταμένης αναιρεσιβλήτης , την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ. Και Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Νοεμβρίου 2018.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Δεκεμβρίου 2018.

H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Προβλήματα ως προς την προθεσμία για τη δικαστική αναγνώριση της πατρότητας κατά την ΑΚ 1483 * ΜΠρΠατρ 141/2018 Διαφορές από τις σχέσεις γονέων-τέκνων - Ιδιότητα τέκνου γεννημένου σε γάμο - Προσβολή της πατρότητας - Μάρτυρες– - Πραγματογνωμοσύνη -. Αγωγή προσβολής της πατρότητας και αναγνώρισης της πατρότητας του ενάγοντος. Δεν λαμβάνεται υπόψη η ένορκη κατάθεση μάρτυρα, ο οποίος είναι τέκνο της πρώτης και του δεύτερου των εναγομένων. Διαταγή πραγματογνωμοσύνης ώστε να διαπιστωθεί αν στο ανήλικο τρίτο εναγόμενο εντοπίζονται γονιδιακές μορφές που μπορούν να αποδοθούν στον ενάγοντα ή στον δεύτερο εναγόμενο, που να αποκλείουν ή να επιβεβαιώνουν ποιος εκ των δύο αυτών διαδίκων είναι ο βιολογικός πατέρας του.

Previous: ΑΠ 1653/2018 - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει από 1.1.2002 μετά την απάλειψη της φράσης "ή δεν διέταξε απόδειξη γι'αυτά"με το άρθρο 17 παρ.2 του Ν. 2915/2001, λόγω της κατάργησης του κατά τα άρθρα 341 επόμ. του ΚΠολΔ συστήματος της διεξαγωγής των αποδείξεων με την έκδοση παρεμπίπτουσας (προδικαστικής) περί αποδείξεων απόφασης, ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο ανωτέρω λόγος ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται "πράγματα", δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισμούς των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώληση δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά, από ποία αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξή του γι'αυτά. Δεν απαιτείται όμως η επί
$
0
0
ΠολΔ 614 § 1 εδ. γ', ΑΚ 1483
Προβλήματα ως προς την προθεσμία για τη δικαστική αναγνώριση της πατρότητας κατά την ΑΚ 1483 *
Μ. Σταθόπουλος
Ο ΑΚ υπάγει σε...
χρονικό περιορισμό το δικαίωμα της μητέρας τέκνου, που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του, να ζητήσει τη δικαστική αναγνώριση της πατρότητάς του καθώς και το αντίστοιχο δικαίωμα του τέκνου αυτού ή των λοιπών νομιμοποιούμενων προσώπων. Ο νομοθέτης έκρινε ότι το ηθικό αίτημα της χρονικά απεριόριστης αναζήτησης της βιολογικής αλήθειας έπρεπε να υποχωρήσει ύστερα από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, προφανώς για χάρη της ασφάλειας δικαίου μέσω άρσης της αβεβαιότητας ως προς τις συγγενικές σχέσεις.
Έτσι στο άρθρο 1483 ΑΚ ορίζεται: "Το δικαίωμα της μητέρας να ζητήσει την αναγνώριση της πατρότητας του τέκνου της αποσβήνεται όταν περάσουν πέντε χρόνια από τον τοκετό. Το δικαίωμα του τέκνου αποσβήνεται, ένα έτος μετά την ενηλικίωσή του, και το δικαίωμα του πατέρα ή των γονέων του δύο έτη αφότου αρνήθηκε τη συναίνεσή της η μητέρα.
Αν η μητέρα ήταν έγγαμη κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης του τέκνου, η προθεσμία του πρώτου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου αρχίζει αφότου γίνει αμετάκλητη η απόφαση που δέχεται την προσβολή της πατρότητας. Στην περίπτωση του άρθρου 1473 το δικαίωμα δεν υπόκειται σε αποσβεστική προθεσμία".
Μεταξύ άλλων έχουν ανακύψει ως προς την ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου αυτού δύο αμφισβητήσεις που θα εξετασθούν παρακάτω. Η πρώτη αφορά το κατά πόσο η ρύθμιση της ΑΚ 1483 § 2 εδ 1 θα πρέπει να επεκταθεί, παρά το γράμμα της διάταξης, και στην περίπτωση όπου η μητέρα ήταν έγγαμη (όχι κατά τη σύλληψη αλλά) κατά τη γέννηση του τέκνου (βλ. παρακάτω υπό Ι). Η δεύτερη αφορά το ερώτημα, αν η προβλεπόμενη στην εν λόγω διάταξη μετάθεση του χρόνου έναρξης της προθεσμίας για το δικαίωμα της μητέρας προς δικαστική αναγνώριση πρέπει να εφαρμοσθεί αναλογικά και για το αντίστοιχο δικαίωμα του τέκνου (βλ. παρακάτω υπό ΙΙ).
Ι.
Η προθεσμία για μητέρα έγγαμη κατά τη σύλληψη
ή κατά τη γέννηση του τέκνου
1.
Προστασία μόνο της έγγαμης κατά τη σύλληψη μητέρας
α)
Ο σκοπός της ΑΚ 1483 § 2
Σύμφωνα με την ΑΚ 1483 § 2 εδ. 1 "αν η μητέρα ήταν έγγαμη κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης του τέκνου, η προθεσμία του πρώτου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου αρχίζει αφότου γίνει αμετάκλητη η απόφαση που δέχεται την προσβολή της πατρότητας". Όπως εισαγωγικά ειπώθηκε, το ερώτημα που γεννιέται είναι αν η μετάθεση του χρόνου έναρξης της προθεσμίας, που κατά το γράμμα της διάταξης προβλέπεται μόνο για την περίπτωση σύλληψης του τέκνου εν γάμω (δηλαδή κατά τη διάρκεια του γάμου της μητέρας του), θα πρέπει με διασταλτική ερμηνεία της διάταξης ή με αναλογική εφαρμογή της να ισχύσει και στην περίπτωση γέννησης του τέκνου (τοκετού) εν γάμω.
Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα, πρέπει πρωτίστως να εξετασθεί ο σκοπός για τον οποίο ο νομοθέτης προέβλεψε την εν λόγω χρονική μετάθεση της έναρξης της προθεσμίας. Συνήθως λέγεται, άμεσα ή έμμεσα, ότι ο πραγματικός λόγος θέσπισης της διάταξης είναι το ότι, όταν το τέκνο συλλαμβάνεται εν γάμω, καλύπτεται από το τεκμήριο πατρότητας, δηλαδή καταγωγής από τον γάμο της μητέρας του, άρα από τον σύζυγό της (ΑΚ 1465 § 1), τεκμήριο όμως το οποίο ισχύει σε κάθε περίπτωση γέννησης του τέκνου εν γάμω, άρα και όταν αυτό έχει συλληφθεί πριν από τον γάμο, αλλά ο τοκετός έλαβε χώρα μετά την τέλεση του γάμου. Την άποψη αυτή διατύπωσε πρώτα ο Δεληγιάννης ("Τέκνα γεννημένα χωρίς γάμο: Οι βασικές αρχές της νέας ρύθμισης της νομικής θέσης των "εξωγάμων", Δίκαιο και Πολιτική 1983, Τεύχ. 4, σ. 39 επ., σ. 58 σημ. 57 · βλ. επίσης Δεληγιάννη-Κούσουλα, Οικογ.Δ., 1984, σ. 76 επ.) και στη συνέχεια την ακολούθησαν, ίσως όχι με πολλή βάσανο ως προς την ορθότητά της και χωρίς άλλη θεμελίωση ή επεξήγηση, και άλλοι ερμηνευτές της διάταξης (Κουμάντος, Οικογ.Δ. ΙΙ, 1989, σ. 84 επ. · Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Η ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση στη δίκη για την αναγνώριση της πατρότητας, Αρμ. 1984, 953 επ., 957 σημ. 28 και σε χωριστή έκδοση "Η δικαστική αναγνώριση της πατρότητας μετά την αναθεώρηση του Οικογενειακού Δικαίου", 1986, σ. 74 σημ. 28 · η ίδια στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρ. 1483 αρ. 2 σημ. 5 και Οικογ.Δ. ΙΙ, 3η έκδ., σ. 136 σημ. 94 · Φίλιος, Οικογ.Δ., Β΄ Τόμ. § 82 Β ΙΙ · μάλλον και Παπαχρίστου, Οικογ.Δ., 3η έκδ., σ. 291).
Εν τούτοις, ο πραγματικός λόγος της ρύθμισης αυτής βαίνει πέρα από το τεκμήριο πατρότητας. Μόνο το γεγονός ότι το τέκνο καλύπτεται από το τεκμήριο αυτό δεν αρκεί για να την εξηγήσει. Γιατί η ύπαρξη του τεκμηρίου καθεαυτή δεν εμποδίζει την προσβολή της πατρότητας ακόμη και όσο διαρκεί ο γάμος, προσβολή και από τη μητέρα στην οποία η ΑΚ 1483 § 2 αναφέρεται (ΑΚ 1467, 1469 αρ. 4, 1470 αρ. 4). Ο δρόμος και για τη δικαστική αναγνώριση, πάλι όσο διαρκεί ο γάμος, παραμένει για τη μητέρα επίσης ανοικτός. Βεβαίως η προσβολή πρέπει να προηγηθεί της αναγνώρισης, αφού η τελευταία προϋποθέτει τέκνο εκτός γάμου (ΑΚ 1479). Αλλά και οι δύο αγωγές (προσβολής της πατρότητας και δικαστικής αναγνώρισης) μπορούν να ασκηθούν κατά τη διάρκεια του γάμου και μάλιστα και συγχρόνως, η δεύτερη υπό την αίρεση ευδοκίμησης της πρώτης σύμφωνα με τις ΚΠολΔ 69 § 1 εδ. ε, 620, 621. Η μητέρα, ασκώντας την αγωγή δικαστικής αναγνώρισης υπό την αίρεση της προσβολής της πατρότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές του ΚΠολΔ, δεν έχει ανάγκη της πρόσθετης προστασίας της ΑΚ 1483 § 2, για να μη χάσει την προθεσμία της ΑΚ 1483 § 1 (πέντε χρόνια από τον τοκετό), αφού η άσκηση της αγωγής αυτής με βάση τις γενικές διατάξεις και με όμοια αποτελέσματα διακόπτει την αποσβεστική προθεσμία (ΑΚ 279 § 1, 260 , 270 § 1 · για την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων για την αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής και στις αποσβεστικές προθεσμίες βλ. ΑΠ 170/1980, ΝοΒ 1980, 1465 · 593/1992, ΕλλΔνη 1995, 608 · Μαριδάκη, Ζητήματα εκ της διαδικασίας του διαζυγίου, ΤιμΤ Κ. Τριανταφυλλόπουλου, 1959, σ. 136 επ. · Σημαντήρα, Γεν.Αρχ., 4η έκδ., αρ. 1092 επ. · Παπαντωνίου, Γεν.Αρχ., 3η έκδ., σ. 237 · Απ. Γεωργιάδη, Γεν.Αρχ., 3η εκδ., § 26 αρ. 5 · Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρ. 279, αρ. 8 · βλ. και ΚΠολΔ 634 · η μη ορθή παλαιότερη, αντίθετη νομολογία [βλ. ΑΠ 74/1952, Θεμ. 63, 218 · 531/1968, ΝοΒ 1969, 43] έχει προ πολλού ξεπερασθεί). Αλλά και αν ο νομοθέτης λάμβανε, έστω, υπόψη το ενδεχόμενο της διαδοχικής έγερσης των αγωγών της προσβολής της πατρότητας και (ακολούθως) της δικαστικής αναγνώρισης, θα προέβλεπε στην ΑΚ 1483 το πολύ αναστολή της προθεσμίας άσκησης της δεύτερης για όσο χρόνο διαρκεί η πρώτη δίκη, με τις συνέπειες της αναστολής (ΑΚ 257) και δεν θα θέσπιζε έναρξη νέας, πλήρους (πενταετούς) προθεσμίας.
Εν πάση όμως περιπτώσει ο νομοθέτης είχε εδώ υπόψη ότι η έγγαμη μητέρα που θέλει να προχωρήσει σε δικαστική αναγνώριση της πατρότητας άλλου (από τον σύζυγό της) άνδρα για το τέκνο της δεν έχει μόνο το πρόβλημα του τεκμηρίου πατρότητας υπέρ του συζύγου της (που, όπως είπαμε, μπορεί εύκολα να το αντιμετωπίσει, χωρίς να χάσει την προθεσμία της ΑΚ 1483 § 1), αλλά έχει κατά κανόνα και "σοβαρό λόγο"να μη προσβάλει καθόλου την πατρότητα του συζύγου της κατά τη διάρκεια του γάμου της μ'αυτόν. Τούτο το προβλέπει ρητά ακριβώς η αναφερόμενη στο θέμα της προθεσμίας για την αγωγή προσβολής ΑΚ 1470 αρ. 4, την οποία προφανώς είχε στον νου ο νομοθέτης, όταν στην ΑΚ 1483 § 2 μιλούσε για "έγγαμη μητέρα"και για "προσβολή της πατρότητας". Η ΑΚ 1483 § 2 δεν μπορεί να κατανοηθεί και να ερμηνευθεί χωρίς συσχετισμό της με την ΑΚ 1470 αρ. 4 (δηλαδή χωρίς συσχετισμό των δύο προθεσμιών των διατάξεων αυτών) και χωρίς συνεκτίμηση του ότι ο νομοθέτης είχε επίγνωση του σοβαρού λόγου για τη μη προσβολή κατά τη δεύτερη διάταξη. Συνίσταται δε ο σοβαρός λόγος, όπως γενικά γίνεται δεκτό, στο  ψυχικό και ηθικό δίλημμα της μητέρας λόγω του υφιστάμενου γάμου της, τον οποίο δεν θα επιθυμεί να διαταράξει με την ομολογία μοιχείας, δηλαδή με την ομολογία μιας πράξης που, κατά τις κρατούσες στην κοινωνία αντιλήψεις, θεωρείται ηθικά επίμεμπτη (βλ. ΑΠ 1546/2000, ΕλλΔνη 2001, 1343 · ΕφΘεσ 1709/1993, ΕλλΔνη 1994, 671 · ΕφΠειρ 359/1997, ΕλλΔνη 1997, 1668). Ορθώς διδάσκεται ότι, μολονότι η διατύπωση της ΑΚ 1470 αρ. 4 αφήνει περιθώρια για εξαιρέσεις και μολονότι το ζήτημα θα εξετάζεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. Παπαζήση στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρ. 1470 αρ. 17), η ψυχική πίεση από το δίλημμα αυτό θα υπάρχει πάντοτε ή σχεδόν πάντοτε κατά τη διάρκεια του γάμου (βλ. Κουμάντο, ό.π. σ. 49: "η μητέρα πάντα θα έχει σοβαρό λόγο να μην αποκαλύψει τη μοιχεία της κατά τη διάρκεια του γάμου"· επίσης Παπαχρίστου, ό.π. σ. 270 υπό 2.1.6.3. · Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Οικογ.Δ. ΙΙ, 3η έκδ., σ. 92 · Φίλιος, ό.π., § 87 Β Ι δ · βλ. επίσης Δεληγιάννη-Κούσουλα, ό.π., σ. 41). Η σχετική κρίση πρέπει να εκφέρεται με επιείκεια για τη σύζυγο και η ύπαρξη του κωλύματός της να γίνεται κατά κανόνα δεκτή.
Τα παραπάνω οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα, ότι η πραγματική ratio της χρονικής μετάθεσης της αποσβεστικής προθεσμίας κατά την ΑΚ 1483 § 2 δεν βρίσκεται στην τυπική ύπαρξη τεκμηρίου πατρότητας, αλλά στον ουσιαστικό λόγο για τον οποίο η μητέρα κωλύεται να προσβάλει την πατρότητα. (Τούτο στην ουσία παραδέχονται και οι Δεληγιάννης-Κούσουλας, ό.π. σ. 77, όταν γράφουν ότι σκοπός της ΑΚ 1483 § 2 είναι "να μη εξαναγκάζεται έμμεσα η μητέρα να προσβάλει την πατρότητα"). Η ρύθμιση της ΑΚ 1483 § 2 συνδέεται με το κώλυμα για την προσβολή, δηλαδή τελικά με τη μοιχεία της μητέρας ("έγγαμη κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης"), κώλυμα που μπορεί να εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη λήξη της προθεσμίας της ΑΚ 1483 § 1.  Η ratio αυτή, που προκύπτει ήδη από την ΑΚ 1470 αρ. 4, επιβεβαιώνεται από το ότι η εδώ ερμηνευόμενη διάταξη (ΑΚ 1483 § 2) αναφέρεται ακριβώς στη σύλληψη εν γάμω και όχι στον τοκετό εν γάμω. Η διαφορά των δύο περιπτώσεων (σύλληψης ή τοκετού εν γάμω) είναι προφανής και δείχνει ότι δεν ήταν τυχαίο ότι ο νομοθέτης αναφέρθηκε μόνο στη σύλληψη. Η διαφορά εξηγείται αναλυτικότερα παρακάτω υπό β΄.


β)
Διαφορετική η αξιολόγηση της σύλληψης εν γάμω
από τον τοκετό εν γάμω
Στην περίπτωση της σύλληψης εν γάμω, η μητέρα έχει υποπέσει σε μια παρεκτροπή (την απιστία), η οποία αποκαλυπτόμενη (με την προσβολή της πατρότητας) δημιουργεί, όπως εξηγήθηκε, τον κίνδυνο κλονισμού του ήδη υφιστάμενου κατά τη διάπραξη της παρεκτροπής γάμου. Η ψυχική πίεση που ασκεί το γεγονός αυτό στη μητέρα μπορεί να είναι μεγάλη και το δίλημμά της ανάμεσα στην αναζήτηση της βιολογικής αλήθειας με αποκάλυψη του "μυστικού"της και στη διάσωση του γάμου μπορεί να γίνεται δυσβάστακτο. Ότι το πρόβλημα δημιουργείται από τον εύλογο δισταγμό της μητέρας να ομολογήσει τη μοιχεία της κατά τη διάρκεια του γάμου είναι κοινή παραδοχή (βλ. Κουμάντο, Παπαχρίστου, Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, ό.π.), χωρίς όμως να αξιοποιείται η παραδοχή αυτή στην ερμηνεία της ΑΚ 1483 § 2. Έτσι ο νόμος, δείχνοντας κατανόηση, απαλλάσσει τη μητέρα από την εν λόγω ψυχική πίεση, επεκτείνοντας, με τη συνδυασμένη εφαρμογή των ΑΚ 1470 αρ. 4 και 1483 § 3 τα χρονικά περιθώρια αναζήτησης της βιολογικής αλήθειας. Συγχρόνως, εκτός από τη μητέρα, προστατεύεται και ο θεσμός του γάμου με τον τεκμαιρόμενο πατέρα (βλ. και άρθρ. 21 § 1 Συντ.). Αν κατ'εξαίρεση κριθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι δεν υπάρχει κώλυμα ("σοβαρός λόγος"κατά την ΑΚ 1470 αρ. 4), η μητέρα πρέπει να προχωρήσει εμπρόθεσμα στη δικαστική διαδικασία, οπότε, εφόσον δεν κάνει χρήση της δυνατότητας παράλληλης άσκησης υπό αίρεση και της αγωγής δικαστικής αναγνώρισης (ΚΠολΔ 69 § 1 εδ. ε΄), έχει πάλι πεδίο εφαρμογής η ΑΚ 1483 § 2.
Η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική στην περίπτωση σύλληψης πριν από τον γάμο και τοκετού εν γάμω. Εδώ η μητέρα, αποφεύγοντας την αποκάλυψη στον μελλοντικό σύζυγο και μη φυσικό πατέρα, δεν έχει το πρόβλημα να διασώσει υφιστάμενο γάμο, αλλά επιδιώκει να προσέλθει σε γάμο ή να τον προκαλέσει στη βάση της απόκρυψης από τον υποψήφιο σύζυγο ενός τόσο σημαντικού γι'αυτόν γεγονότος, που ενδεχομένως θα βάρυνε στην απόφασή του για το αν θα τελέσει τον συγκεκριμένο γάμο ή όχι, μια απόφαση που αποτελεί έκφραση της ιδιωτικής αυτονομίας, δηλαδή της θεμελιώδους ελευθερίας αυτοπροσδιορισμού του ατόμου. Αν ο σύζυγος (μη φυσικός πατέρας) πράγματι αγνοούσε, όταν τελούσε τον γάμο, τη μη πατρότητά του ή και την ίδια την κύηση της συζύγου του, τούτο σημαίνει ότι η κυοφορούσα τον παραπλάνησε για να επιτύχει τον γάμο μαζί του, τακτική που είναι ιδιαίτερα επιβαρυντική για τη γυναίκα. Το Σύνταγμα και ο νόμος προστατεύουν υφιστάμενους γάμους, όχι την τέλεση γάμων με αθέμιτες μεθόδους. Η ψυχική κατάσταση εξάλλου της έγγαμης γυναίκας που υπέπεσε σε μοιχεία κατά τη διάρκεια του γάμου της δεν μπορεί να εξομοιωθεί με αυτήν της γυναίκας που αποκρύπτει την κατάσταση για να πετύχει τη μη ματαίωση μελλοντικού γάμου της, πολύ περισσότερο που στην τελευταία περίπτωση η σύλληψη όχι από τον υποψήφιο σύζυγο αλλά από άλλον άνδρα πριν από τον προσδοκώμενο γάμο δεν έχει, πάλι κατά τις κρατούσες σήμερα στην κοινωνία αντιλήψεις, τον επίμεμπτο χαρακτήρα της μοιχείας. Κατανόηση και συγγνώμη για τη γυναίκα που αποκρύπτει την εγκυμοσύνη της από τον υποψήφιο σύζυγο εδώ δεν δικαιολογείται. Η διαφορετικότητα των δύο καταστάσεων αποκλείει τη διασταλτική ερμηνεία ή αναλογική εφαρμογή της ΑΚ 1483 § 2 και δείχνει ότι ενσυνείδητα ο νομοθέτης αναφέρθηκε μόνο στη σύλληψη και όχι στον τοκετό εν γάμω. Τη μητέρα που είχε τη δυνατότητα αλλά και την υποχρέωση να ενημερώσει τον μέλλοντα σύζυγό της για την εγκυμοσύνη της από άλλον άνδρα (αντί να τον παραπλανήσει) δεν είχε πρόθεση να προστατεύσει η ΑΚ 1483 § 2. Τουλάχιστον δεν της αναγνωρίζει το ηθικό δίλημμα και την αντίστοιχη ψυχική πίεση της γυναίκας που καλείται να ομολογήσει τη μοιχεία της.
Εξάλλου, αν η μελλόνυμφη έγκυος έχει αποκαλύψει στον υποψήφιο σύζυγο την αλήθεια και παρά ταύτα δέχονται και οι δύο να τελέσουν τον γάμο τους (εκδοχή που προφανώς θα συντρέχει, όταν η γυναίκα είναι ήδη σε προχωρημένη, εμφανή εγκυμοσύνη, όπως στην υπό κρίση περίπτωση), τούτο σημαίνει ότι δεν υπάρχει πλέον περίπτωση απόκρυψης και ο δρόμος για την προσβολή της πατρότητας θα είναι ανοικτός, εκτός αν η τέλεση του γάμου συνδυάσθηκε με τη θέληση των δύο συζύγων να αποδεχθούν το τεκμήριο πατρότητας και, για οποιουσδήποτε δικούς του λόγους και υπολογισμούς ο καθένας, να μην επιχειρήσουν να το ανατρέψουν προσβάλλοντας την πατρότητα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, που είναι πολύ πιθανή, όταν οι μελλόνυμφοι δεν αναμένουν τουλάχιστον πρώτα τον τοκετό πριν τελέσουν τον γάμο τους, ώστε να αποφύγουν το τεκμήριο πατρότητας, η γυναίκα έχει επιλέξει ήδη τη θέση της (να καταστήσει δηλαδή πατέρα από νομική άποψη τον σύζυγό της) και θα ήταν αντιφατικό, άρα αντίθετο στην αρχή non venire contra factum proprium, να προχωρήσει στη συνέχεια στην προσβολή της πατρότητας που η ίδια εσκεμμένα δημιούργησε. Και εν πάση περιπτώσει (ανεξάρτητα από την παραπάνω αντιφατικότητα) η γυναίκα δεν θα μπορούσε να εισακουσθεί επικαλούμενη στη συνέχεια ψυχική πίεση που την εμποδίζει να προχωρήσει στην προσβολή της πατρότητας. Τέτοια περίπτωση, που έτσι κι αλλιώς δεν καλύπτεται από το γράμμα της ΑΚ 1483 § 2, ούτε κατά το πνεύμα και τον σκοπό της διάταξης είναι προστατευτέα, μιας διάταξης που αφορμάται από την ύπαρξη της ψυχικής πίεσης, όπως αυτή εξηγήθηκε παραπάνω.
γ)
Συμπέρασμα
Το συμπέρασμα είναι ότι η ΑΚ 1483 § 2 προστατεύει τη μητέρα που βρισκόταν κατά τη διάρκεια του γάμου στο ηθικό δίλημμα αποκάλυψης ή μη της μοιχείας και όχι της μητέρας για την οποία δεν υπήρχε ή έπαυσε να υπάρχει τέτοιο δίλημμα. Στην περίπτωση σύλληψης πριν από τον γάμο δεν υπάρχει μοιχεία, άρα ούτε το ανάλογο ηθικό δίλημμα. Η διάταξη, άρα, παρέχει νέα προθεσμία για τη δικαστική αναγνώριση, που αρχίζει "αφότου γίνει αμετάκλητη η απόφαση που δέχεται την προσβολή της πατρότητας"μόνο στη μητέρα που ήταν έγγαμη κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης, όχι κατά τον τοκετό. Την τελευταία περίπτωση ο νομοθέτης ενσυνείδητα δεν τη μνημόνευσε. Αν υπάρχει "κενό", αυτό είναι ηθελημένο (και δικαιολογημένο, κατά τα λεχθέντα) και επομένως δεν υπάρχει έδαφος για διασταλτική ερμηνεία ή αναλογική εφαρμογή της διάταξης. Η γυναίκα που παντρεύτηκε μετά τη σύλληψη και γέννησε εν γάμω δεν μένει απροστάτευτη, αν θέλει να αποκαλυφθεί η βιολογική αλήθεια και να επέλθουν οι σχετικές έννομες συνέπειες. Έχει τις προθεσμίες των ΑΚ 1470 αρ. 4 (χωρίς κατά κανόνα ύπαρξη "σοβαρού λόγου"αναστολής) και 1483 § 1, υποκείμενες σε αναστολή ή διακοπή κατά τις γενικές διατάξεις. Παραπέρα προστασία της θα ήταν στην περίπτωσή της υπερβολική.
2.
Αυτοτέλεια της έννομης προστασίας της μητέρας
έναντι αυτής του τέκνου
Ανεξάρτητα όμως από τα παραπάνω που μόνα αρκούν για τη μη εφαρμογή της ΑΚ 1483 § 2 στην περίπτωση σύλληψης πριν από τον γάμο, στην ίδια λύση καταλήγουμε και για έναν άλλο λόγο. Οι δικαιούχοι προσβολής της πατρότητας, εκούσιας αναγνώρισης και δικαστικής αναγνώρισης (ο σύζυγος της μητέρας, το τέκνο, η μητέρα του, ο φυσικός πατέρας κλπ) έχουν αυτοτελές ο καθένας δικαίωμα ένδικης προστασίας προς ικανοποίηση, με την αναζήτηση της βιολογικής αλήθειας, των δικών τους έννομων συμφερόντων. Το δικαίωμά τους αυτό δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή άσκηση του αντίστοιχου δικαιώματος άλλου δικαιούχου. (Για την αυτοτέλεια και ανεξαρτησία του δικαιώματος της μητέρας για δικαστική αναγνώριση από το αντίστοιχο δικαίωμα του τέκνου, αυτοτέλεια που επιβεβαιώνεται και από τις διαφορετικές προθεσμίες άσκησης του δικαιώματος από κάθε δικαιούχο χωριστά, βλ. και ΑΠ 97/1993, ΕΕΝ 1994, 90 · 401/1999, ΝοΒ 2000, 962 · ΕφΘεσ 2874/1991, ΕλλΔνη 1992, 1289 · Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Οικογ.Δ. ΙΙ, 3η έκδ., σ. 131 επ.). Αν αποσβεσθεί το δικαίωμα αυτό για ένα δικαιούχο, π.χ. λόγω παρέλευσης της προθεσμίας άσκησής του, δεν αναβιώνει λόγω εμπρόθεσμης προσφυγής στη δικαιοσύνη άλλου δικαιούχου. Ο τελευταίος προσφεύγει στη δικαιοσύνη για την εξυπηρέτηση των δικών του έννομων συμφερόντων και όχι συμφερόντων άλλων προσώπων.
Έτσι, αν π.χ. η μητέρα απώλεσε την προθεσμία προσβολής της πατρότητας (ΑΚ 1470 αρ. 4), που είναι προϋπόθεση για να ζητήσει στη συνέχεια ιδίω δικαίω τη δικαστική αναγνώριση, δεν θα μπορεί πλέον να ασκήσει αυτοδυνάμως την αγωγή δικαστικής αναγνώρισης επειδή τυχόν η πατρότητα προσβλήθηκε ύστερα από αγωγή άλλου δικαιούχου. Είναι θέμα του τελευταίου να συνεχίσει την αναζήτηση της βιολογικής αλήθειας ασκώντας την αγωγή της δικαστικής αναγνώρισης. Για τη μητέρα η δυνατότητα της αυτοδύναμης (εξ ιδίου δικαιώματος) αναζήτησης της βιολογικής αλήθειας περνούσε αναγκαίως από το δικαίωμά της να προσβάλει την πατρότητα, το οποίο όμως η μητέρα άφησε με την αδράνειά της (άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας της ΑΚ 1470 αρ. 4) να χαθεί και μαζί του και το δικαίωμα παραπέρα αναζήτησης της βιολογικής αλήθειας με τη δικαστική αναγνώριση. Την προστασία που παρέχει ο νόμος στη μητέρα για την ικανοποίηση του δικού της έννομου συμφέροντος αναγνώρισης της βιολογικής αλήθειας την εξαρτά από τη βούλησή της, δηλαδή την άσκηση από την ίδια του δικαιώματός της, αν το επιθυμεί, όχι από τη βούληση και ενέργεια τρίτων προσώπων. Δεν την αφήνει σε συμπτωματικούς παράγοντες, όπως είναι η τυχόν άσκηση αντίστοιχου δικαιώματος από τρίτους. Θα υπήρχε άνιση μεταχείριση, αν η προστασία παρεχόταν στη μητέρα μόνο στην περίπτωση που τυχαίνει να παρεμβάλλεται ένας τρίτος και όχι στην περίπτωση που τούτο δεν συμβαίνει.
Η ΑΚ 1483 § 2 δεν απαλλάσσει τη μητέρα από την υποχρέωση να τηρήσει την προθεσμία της ΑΚ 1470 αρ. 4 (ένα έτος από τον τοκετό ή, επί σοβαρού λόγου, έξι μήνες από τη λύση ή ακύρωση του γάμου). Αντίθετα, προϋποθέτει ότι η μητέρα ασκεί εμπρόθεσμα την αγωγή που είναι προϋπόθεση της δικαστικής αναγνώρισης, δηλαδή την αγωγή προσβολής της πατρότητας. Η ενσυνείδητη μάλιστα απώλεια της προθεσμίας αναζήτησης της βιολογικής αλήθειας συνιστά μια επιλογή της μητέρας. Θα παραβιαζόταν και η αρχή non venire contra factum proprium, αν μεταγενέστερα η μητέρα μετέβαλλε πολιτική και, εκμεταλλευόμενη την αγωγή άλλου δικαιούχου και τη σχετική δικαστική απόφαση, αναζητούσε τώρα τη βιολογική αλήθεια, που η ίδια με τη συμπεριφορά της είχε απορρίψει όσο έτρεχαν οι γι'αυτήν προβλεπόμενες προθεσμίες.
Αν το τέκνο ζήτησε αργότερα την προσβολή της πατρότητας, έχοντας ακόμη το δικαίωμα αυτό, είναι δικό του θέμα να αναζητήσει περαιτέρω και την πραγματική του καταγωγή, ασκώντας αυτό, εμπροθέσμως και εξ ιδίου δικαιώματος, την αγωγή δικαστικής αναγνώρισης. Η μητέρα θα έχει χάσει, σύμφωνα με τα παραπάνω, το δικό της δικαίωμα και για τις δύο αγωγές.
ΙΙ.
Αναλογική ή μη εφαρμογή
της ΑΚ 1483 § 2 εδ. 1 και στο τέκνο
1.
Το πρόβλημα της έκτασης  της ανάγκης
προστασίας του τέκνου
Η ΑΚ 1483 § 2 εδ. 1 επεκτείνει, όπως εκτέθηκε αναλυτικά παραπάνω υπό Ι, τα χρονικά περιθώρια δικαστικής αναγνώρισης μόνο για τη μητέρα, χωρίς να αναφέρεται και στο αντίστοιχο δικαίωμα του τέκνου (που κατά την ΑΚ 1470 αρ. 3 αποσβήνεται ένα έτος μετά την ενηλικίωσή του). Έχει ανακύψει το ζήτημα, αν η ίδια χρονική επέκταση πρέπει να ισχύσει, με αναλογική εφαρμογή της διάταξης, και στο τέκνο. Στο ζήτημα αυτό έχει υποστηριχθεί, ιδίως στη θεωρία, η καταφατική απάντηση (Δεληγιάννης, ό.π. [Δίκαιο και Πολιτική 4], σ. 71 επ. · Κουμάντος, ό.π., σ. 85 · Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Οικογ.Δ. ΙΙ, 3η έκδ. σ. 141 επ. και στον ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου άρθρ. 1483 αρ. 4 · Παπαπετροπούλου-Ταλιαδούρου, Σχόλιο, ΕλλΔνη 1988, 1464 επ. · μάλλον ουδέτερος ο Παπαχρίστου, ό.π. σ. 292). Η υπέρ της εφαρμογής της ΑΚ 1483 § 2 και στο δικαίωμα του τέκνου γνώμη θεωρεί ότι η διάταξη αυτή καταλείπει ακούσιο κενό που πρέπει να πληρωθεί με αναλογία.
Είναι αμφίβολο όμως, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αναλογίας σε κάθε περίπτωση προσβολής της πατρότητας μετά τη λήξη της προθεσμίας της ΑΚ 1470 αρ. 3, οποιοσδήποτε και αν ασκεί την αγωγή προσβολής. Και εδώ η απάντηση στο ερώτημα αν συντρέχουν οι όροι της αναλογίας δεν μπορεί να βρεθεί χωρίς εξέταση του πραγματικού σκοπού της ΑΚ 1483 § 2, βάσει του οποίου θα κριθεί και η έκταση της παρασχετέας προστασίας που αρμόζει στον σκοπό αυτόν. Πρέπει δηλαδή να εξετάσουμε, σε συνέπεια και με όσα εκθέσαμε παραπάνω υπό Ι για τις περιπτώσεις όπου πράγματι υπάρχει ανάγκη προστασίας της μητέρας (κωλυόμενης να ασκήσει την αγωγή προσβολής της πατρότητας κλπ και γι'αυτόν τον λόγο διατρέχουσας τον κίνδυνο να χάσει την προθεσμία της ΑΚ  1483 § 1), αν και πότε υπάρχει ανάγκη προστασίας του τέκνου ανάλογης με την προστασία που η ΑΚ 1483 § 2 προσφέρει στη μητέρα. Τούτο σημαίνει ότι πρέπει να διερωτηθούμε, αν και πότε το τέκνο κινδυνεύει να απολέσει την προθεσμία της ΑΚ 1483 § 1 εδ. 2 για τη δικαστική αναγνώριση (ένα έτος μετά την ενηλικίωσή του).
2.
Η προθεσμία de lege ferenda
και de lege lata
Πριν από την εξέταση του ζητήματος αυτού, είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι βασική θέση του Έλληνα νομοθέτη ήταν, όπως και εισαγωγικά σημειώσαμε, να υποβάλλεται το δικαίωμα αναζήτησης της βιολογικής αλήθειας σε ορισμένες προθεσμίες. Ο ΑΚ δεν θέλησε απρόθεσμη άσκηση του δικαιώματος αυτού, ούτε για το τέκνο που ενδεχομένως, έστω με μεγάλη καθυστέρηση, θέλει να ανεύρει την πραγματική καταγωγή του.
De lege ferenda η νομοθετική αυτή θέση μπορεί να υποστεί, ειδικά για το δικαίωμα του τέκνου, κριτική. Είναι π.χ. χαρακτηριστικό ότι ο Γερμανός νομοθέτης, ενώ υποβάλλει σε προθεσμία την προσβολή της πατρότητας από το τέκνο (1600 b γερμΑΚ), αφήνει απρόθεσμο το δικαίωμά του για δικαστική αναγνώριση. Υποστηρίζεται πάντως και εκεί ότι για την κατά το δυνατόν ταχεία αποσαφήνιση της οικογενειακής κατάστασης του τέκνου αλλά και των κληρονομικών δικαιωμάτων που ενδιαφέρουν και τους άλλους κληρονόμους πρέπει η αγωγή να εγείρεται κατά το δυνατόν νωρίς (βλ. Munchener Kommentar/Seidel, 4η έκδ., § 1600e, αρ. 24). Αλλά de lege lata η εφαρμογή των προβλεπόμενων προθεσμιών δεν μπορεί υπερκερασθεί.  Αυτή είναι η νομοθετική επιλογή και άλλων ξένων δικαίων. Σε προθεσμία π.χ.  υποβάλλει το δικαίωμα αυτό του τέκνου και ο Γάλλος νομοθέτης: Κατά το άρθρο 340-4 γαλλΑΚ το δικαίωμα του τέκνου πρέπει να ασκηθεί μέσα σε 2 έτη από το τέλος της τυχόν συμβίωσης της μητέρας με τον υποτιθέμενο πατέρα ή από το τέλος της συμμετοχής του στη διατροφή και εκπαίδευση του τέκνου και εν πάση περιπτώσει, μέσα σε δύο έτη από την ενηλικίωση του τέκνου. Διάταξη αντίστοιχη με την ΑΚ 1483 § 2 δεν προέβλεψε για το τέκνο το γαλλικό δίκαιο.
Οι λόγοι για τους οποίους ο νομοθέτης, τόσο πριν από τη μεταρρύθμιση του 1983, με την οποία εξομοιώθηκαν κατά βάση τα εξώγαμα με τα ενδόγαμα τέκνα, όσο και σήμερα, υπάγει σε προθεσμίες την άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων (βλ. παλαιές ΑΚ 1474, 1544 και ισχύουσες σήμερα ΑΚ 1470, 1483) είναι, όπως ομόφωνα τονίζεται (βλ. Δεληγιάννη, ό.π. [Δίκαιο και Πολιτική 4], σ. 70 · Κουμάντο, ό.π., σ. 48, 49, 83, 86 · Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρ. 1481 αρ. 4, Η δικαστική αναγνώριση, σ. 42, 79, Οικογ.Δ., σ. 89 · Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρ. 1470 αρ. 1) οι εξής: Αφενός η αποτροπή παράτασης επ'αόριστον της εκκρεμότητας ως προς την οικογενειακή κατάσταση των εμπλεκόμενων προσώπων, για τα οποία η αβεβαιότητα μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις ή και περιουσιακές μεταβολές (π.χ. κληρονομικών δικαιωμάτων) και τα οποία, συνεπώς, έχουν συμφέρον για την εκκαθάριση της υπόθεσης (πρβλ. Terre-Fenouillet, Droit Civil - Les personnes, La famille, Les incapacites, 6η έκδ., 1996, αρ. 805, που, παρά την κριτική τους de lege ferenda, εκτιμούν ότι ο Γάλλος νομοθέτης έκρινε "ότι δεν πρέπει να αφήσει τον υποτιθέμενο πατέρα υπό τη [χρονικά] αόριστη απειλή μιας δίκης"). Και αφετέρου ο κίνδυνος δυσχέρανσης της απόδειξης με την πάροδο μακρού χρόνου, ενδεχομένως και αποδυνάμωσης ή εξαφάνισης ορισμένων αποδεικτικών μέσων, πολύ περισσότερο αν στο μεταξύ πεθάνει ο υποτιθέμενoς πατέρας, αφού η δικαστική αναγνώριση μπορεί να στραφεί και κατά των κληρονόμων του (ΑΚ 1480). Στην τελευταία μάλιστα περίπτωση η απόδειξη της πατρότητας βαρύνει το τέκνο, αν αυτό ασκεί την αγωγή μετά την ενηλικίωσή του (ΑΚ 1481 εδ. 2).
Η προθεσμία που ο νόμος δίνει στο τέκνο (ένα έτος από την ενηλικίωσή του, δηλαδή 19 έτη από τον τοκετό) θεωρείται από ορισμένους συγγραφείς ιδιαίτερα μεγάλη, χαρακτηριζόμενη ως ενέχουσα εύνοια για το τέκνο και ως ανεπιεικής για τον υποτιθέμενο πατέρα και τους κληρονόμους του (βλ. Δεληγιάννη, ό.π. · Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ό.π. και την ίδια, Παιδιά γεννημένα χωρίς γάμο: Κοινωνικοοικονομική εξέλιξη και νομοθετική μεταρρύθμιση, Δίκαιο και Πολιτική 11, 113 επ., 126 · βλ. και Παπαζήση, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρ. 1470 αρ. 15 in fine). Οι χαρακτηρισμοί αυτοί είναι μάλλον υπερβολικοί, διότι ορθώς ο νομοθέτης αποδίδει σημασία στο συμφέρον του τέκνου για αναζήτηση της πραγματικής καταγωγής του. Οπωσδήποτε πάντως υπάρχει μια σημαντική επιμήκυνση της προθεσμίας σε σύγκριση με την προϊσχύουσα ΑΚ 1544, που προέβλεπε προθεσμία 5 ετών από τον τοκετό αντί των 19 ετών της ισχύουσας διάταξης.
3.
Η διαφοροποίηση ως προς την έκταση της
προστασίας του τέκνου.
Αναλογική εφαρμογή της ΑΚ 1483 § 2
μόνο επί προσβολής της πατρότητας
από άλλον δικαιούχο
Επανερχόμενοι στο ερώτημα, αν και πότε το τέκνο κινδυνεύει να απολέσει την προθεσμία της ΑΚ 1483 §1 εδ. 2, παρατηρούμε ότι το ζήτημα διαφοροποιείται ανάλογα με τον αν την αγωγή προσβολής της πατρότητας (ΑΚ 1467 επ.) ασκεί το ίδιο το τέκνο ή άλλος δικαιούχος. Στην πρώτη περίπτωση το τέκνο έχει τη δυνατότητα να ασκήσει και τις δύο αγωγές (προσβολής της πατρότητας και δικαστικής αναγνώρισης) συγχρόνως, τη δεύτερη υπό την αίρεση αποδοχής της πρώτης (ΚΠολΔ 69 § 1 εδ. ε - βλ. και ΚΠολΔ 621). Ο νομοθέτης με επίγνωση αυτής της δυνατότητας προέβλεψε ακριβώς την ίδια προθεσμία και για τις δύο αγωγές του τέκνου (ένα έτος από την ενηλικίωση του, δηλαδή 19 έτη από τον τοκετό). Όταν όριζε την προθεσμία για τη δεύτερη αγωγή (ΑΚ 1483 § 1 εδ. 2), δεν αγνοούσε, φυσικά, ότι την ίδια προθεσμία έχει ορίσει και για την πρώτη αγωγή (1470 αρ. 3). Αν είχε κατά νου τη διαδοχική άσκηση των δύο αγωγών, ασφαλώς θα όριζε για τη δεύτερη αγωγή μεγαλύτερη προθεσμία ή θα προέβλεπε αναστολή της δεύτερης προθεσμίας όσο διαρκεί η πρώτη δίκη. Ουδέν τούτων όμως έπραξε, πράγμα που σημαίνει ότι ο νομοθέτης ακριβώς υπολόγιζε στην κατά τα άνω δυνατότητα παράλληλης άσκησης των αγωγών. Είχε επομένως συνείδηση ότι το τέκνο δεν διατρέχει κίνδυνο απώλειας της δεύτερης προθεσμίας. Στην ουσία ο νομοθέτης με το να προβλέψει την ίδια προθεσμία και για τις δύο αγωγές του τέκνου, του υποδεικνύει να χρησιμοποιήσει, αν χρειάζεται, τις υπάρχουσες δικονομικές δυνατότητες για την άσκηση και των δύο αγωγών μέσα στην προθεσμία αυτή. Συνεπώς η μη πρόβλεψη επέκτασης της προθεσμίας στην ΑΚ 1483 § 2 στην περίπτωση αυτή και για το τέκνο είναι ηθελημένη. Και τα εκούσια κενά δεν επιδέχονται πλήρωση με αναλογία. Άλλωστε ο σκοπός της ΑΚ 1483 § 2 (ύπαρξη κωλύματος άσκησης της πρώτης αγωγής - βλ. παραπάνω υπό Ι 1) δεν συντρέχει, κατά τα λεχθέντα, εδώ και επομένως δεν πληρούνται και γι'αυτόν τον λόγο οι προϋποθέσεις της αναλογίας. Το τέκνο δεν έχει σ'αυτήν την περίπτωση την ανάγκη προστασίας, την οποία ο νομοθέτης αναγνωρίζει (με την ΑΚ 1483 § 2) στη μητέρα, την οποία πιέζει ψυχικά "σοβαρός λόγος για τη μη προσβολή κατά τη διάρκεια του γάμου" (ΑΚ 1470 αρ. 4). Ούτε ο Γάλλος νομοθέτης (που, όπως λέχθηκε παραπάνω υπό 2, υποβάλλει επίσης σε προθεσμία το δικαίωμα του τέκνου για δικαστική αναγνώριση της πατρότητας) θεώρησε αναγκαία μια τέτοια επέκταση της προθεσμίας για το τέκνο.
Αν όμως την αγωγή προσβολής της πατρότητας ασκεί άλλος δικαιούχος, το τέκνο, μη ελέγχοντας την ανοιγείσα δίκη και ενδεχομένως μη επιθυμώντας τη μεταβολή της οικογενειακής του κατάστασης, την οποία εν πάση περιπτώσει δεν επιδιώκει το ίδιο, διατρέχει πράγματι τον κίνδυνο να απολέσει την προθεσμία της ΑΚ 1483 § 1 εδ. 2 στην περίπτωση ήττας του στην πρώτη δίκη (δηλαδή ευδοκίμησης της αγωγής προσβολής της πατρότητας). Αυτόν τον κίνδυνο ασφαλώς δεν σκέφθηκε ο νομοθέτης, διότι δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα δεχόταν να μείνει το τέκνο σ'αυτήν την περίπτωση απροστάτευτο. Πρόκειται συνεπώς εδώ για ακούσιο κενό και είναι σύμφωνο με τον γενικότερο σκοπό της ΑΚ 1483 § 2 να πληρωθεί το κενό αυτό με αναλογική εφαρμογή της εν λόγω διάταξης. Ως προς τούτο (και μόνο) συμφωνούμε με την κρατούσα στη θεωρία γνώμη υπέρ της αναλογίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι υποστηρικτές της γνώμης αυτής, μολονότι γενικεύουν ως προς τη δυνατότητα αναλογίας, όταν αναφέρονται στην εξήγηση των λόγων για τους οποίους ενδείκνυται η αναλογία, επικαλούνται ακριβώς τον κίνδυνο που διατρέχει το τέκνο στην περίπτωση που την αγωγή προσβολής ασκεί άλλος δικαιούχος.
Έτσι ο Δεληγιάννης, ό.π., σ. 71 επ. γράφει:
"Ο νόμος σιωπά σχετικά με την προθεσμία άσκησης της αγωγής από το ίδιο το τέκνο στην περίπτωση όπου η προσβολή της πατρότητας γίνεται, δυνάμει των αριθμ. 3 ή 4 του νέου άρθρου 1470, μετά την ενηλικίωσή του. Και στη μεν περίπτωση αριθμ. 3 του άρθρου 1470, το τέκνο μπορεί να ασκεί, μέσα στην προθεσμία του ενός έτους από την ενηλικίωσή του, παράλληλα και την αγωγή προσβολής και την αγωγή αναγνώρισης, τη δεύτερη υπό την αίρεση της ευδοκίμησης της πρώτης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 69 § 1 ε΄ σε συνδ. με § 2 γ΄ ΚΠολΔ. Ζήτημα όμως θα προκύψει στην πράξη, για το τέκνο, στην περίπτωση όπου την αγωγή προσβολής θα ασκεί η μητέρα, δυνάμει του άρθρου 1470 αριθμ. 4, μετά τη λύση του γάμου της και ενώ θα έχει απολέσει το τέκνο τη δυνατότητα να επιδιώξει το ίδιο αυτοπροσώπως της δικαστική αναγνώρισή του, γιατί θα έχει συμπληρωθεί η προθεσμία του εδ. β΄ της § 1 του άρθρου 1483. Για την περίπτωση αυτή ο νόμος παρουσιάζει  επικίνδυνο κενό που πιστεύω ότι μπορεί και πρέπει να πληρωθεί με αναλογική εφαρμογή της § 2 του άρθρου 1483: η προθεσμία, με άλλα λόγια, άσκησης της αγωγής από το τέκνο να μη συμπληρώνεται πριν περάσει ένα έτος αφότου γίνει αμετάκλητη η απόφαση η οποία δέχεται την προσβολή της πατρότητας που επιδιώχθηκε με αγωγή της μητέρας, με τον περιορισμό όμως και πάλι του β΄ εδ. του άρθρου 1481".
Επίσης ο Κουμάντος, ό.π., σ. 85, γράφει:
[Η αναστολή έναρξης προθεσμίας για την αγωγή του τέκνου με ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 1483 § 2] "πρακτικά θα έχει σημασία στην περίπτωση όπου πρόκειται για προσβολή της πατρότητας από τη μητέρα, "καθυστερημένη"με βάση το άρθρο 1470 περίπτ. 4, γιατί τότε μόνο κινδυνεύει να εκκρεμεί η σχετική δίκη κατά τη διάρκεια του έτους από την ενηλικίωση του παιδιού".
Ανάλογη είναι και η εξήγηση της Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, ό.π. (Οικογ.Δ.), σ. 141 επ.:
"Η αναλογική αυτή εφαρμογή του άρθρου 1483 § 2 και στην περίπτωση που την αγωγή ασκεί το παιδί είναι φανερό πως είναι απαραίτητη, αφού χωρίς αυτή το παιδί θα μπορούσε να χάσει τη δυνατότητα να ζητήσει τη δικαστική του αναγνώριση, εφόσον το έτος μετά την ενηλικίωσή του (1483 § 1 εδ. 2) θα ήταν δυνατό να περάσει πριν γίνει αμετάκλητη η απόφαση για την προσβολή της πατρότητας, ειδικά αν την αγωγή της προσβολής ασκούσε μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου της η μητέρα".
Και προσθέτει η συγγραφέας στην υποσημείωση 113 της σελ. 142:
"Ενώ, αν την αγωγή προσβολής της πατρότητας την ασκεί το ίδιο το παιδί μέσα στην προθεσμία του ενός έτους από την ενηλικίωσή του (1470 αρ. 3), υπάρχει γι'αυτό η δυνατότητα να ασκήσει παράλληλα και την αγωγή για την αναγνώρισή του με την αίρεση της ευδοκίμησης της πρώτης αγωγής (ΚΠολΔ 69 § 1ε και § 2 εδ. γ: Δεληγιάννη, ό.π. · βλ. άλλωστε και ΚΠολΔ 69 § 1 δ)".
Η παραπάνω εξήγηση του λόγου της αναλογίας πρέπει ακριβώς να προσδιορίσει και το πεδίο εφαρμογής της, δηλαδή τις περιπτώσεις που πρέπει να καλυφθούν με την αναλογική εφαρμογή, και να μην οδηγήσει σε αβασάνιστη γενίκευση της αναλογίας. Έτσι κι αλλιώς η αναλογία ως μέθοδος πλήρωσης των κενών, εκεί που δεν μίλησε ο νομοθέτης, πρέπει να καταφάσκεται μόνο όταν είναι βέβαιο ότι ο νομοθέτης, αν είχε σκεφθεί την αρρύθμιστη περίπτωση, θα έδινε την ίδια προστασία που προβλέπει στη ρυθμισμένη περίπτωση, εκτιμώντας ότι υπάρχει και εκεί η ίδια ανάγκη όπως και εδώ.
Σημειωτέον ότι υπό το προϊσχύσαν δίκαιο (παλαιά ΑΚ 1544 § 2) προβλεπόταν η μετάθεση της έναρξης της προθεσμίας άσκησης της αγωγής δικαστικής αναγνώρισης από τη μητέρα ή το τέκνο στον χρόνο όπου τελεσιδίκησε η απόφαση για "αποκήρυξη"του τέκνου, γιατί την αποκήρυξη (σήμερα: προσβολή της πατρότητας) μπορούσε να ζητήσει μόνο ο σύζυγος της μητέρας (παλαιά ΑΚ 1471). Άρα, η εν λόγω χρονική επέκταση της προθεσμίας ήταν και εδώ, σύμφωνα με όσα λέχθηκαν παραπάνω, αναγκαία. Μητέρα και τέκνο δεν είχαν τον έλεγχο της προσβολής της πατρότητας και θα κινδύνευαν να χάσουν την παρεχόμενη σ'αυτούς προθεσμία δικαστικής αναγνώρισης.

4.
Περαιτέρω προστασία του τέκνου
α) Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι προστασία στο τέκνο μπορεί να προσφέρουν και οι λόγοι αναστολής της αποσβεστικής προθεσμίας. Πράγματι, στην προθεσμία της ΑΚ 1483 § 1 εδ. 2 για το τέκνο (όπως, άλλωστε, και σ'όλες τις άλλες προθεσμίες) εφαρμόζονται αναλόγως, κατά την ΑΚ 279, οι διατάξεις για την παραγραφή, άρα και για την αναστολή, π.χ. η ΑΚ 255. Έτσι έχει κριθεί ότι η εκ μέρους της άγαμης μητέρας ή -σε άλλη περίπτωση- εκ μέρους των θετών γονέων απόκρυψη από το τέκνο της πραγματικής καταγωγής του επί πολύ και μετά την ενηλικίωσή του αποτελεί λόγο ανωτέρας βίας που εμποδίζει το τέκνο να ασκήσει την αγωγή δικαστικής αναγνώρισης και αναστέλλει την προθεσμία άσκησης της αγωγής (ΑΠ 1044/1994, ΕΕΝ 1995, 625 · ΕφΑθ 5125/1985, Δίκη 1986, 243 · Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, ό.π. [Οικογ.Δ.], σ. 137 σημ. 97).
β) Δεν υπόκειται σε προθεσμία η δυνατότητα του τέκνου να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή, σύμφωνα με την ΚΠολΔ 70, για να αναγνωρισθεί απλώς η φυσική πατρότητα, αγωγή που δεν θα έχει τα διαπλαστικά αποτελέσματα της δικαστικής "αναγνώρισης"κατά τις ΑΚ 1479 επ., 1484, αλλά στην κυριολεξία μόνο αναγνωριστικά αποτελέσματα. Η προϋπόθεση της ύπαρξης κάποιας (υπό αναγνώριση) έννομης σχέσης με την έννοια της ΚΠολΔ 70 συντρέχει στο μέτρο που η αναγνώριση αυτή, κατά την εν λόγω διάταξη του ΚΠολΔ, θα ενέχει αναγνώριση της ύπαρξης κωλύματος γάμου (συνιστάμενου στη συγγένεια εξ αίματος, ΑΚ 1456) και της απαγόρευσης της αιμομιξίας (ΠΚ 345). Το κώλυμα γάμου και η αιμομιξία υπάρχουν και επί φυσικής πατρότητας. Με ένα τέτοιο καθαρώς αναγνωριστικό αίτημα θα ικανοποιείται και το ηθικής τάξεως συμφέρον του τέκνου για την αλήθεια της βιολογικής καταγωγής του και μάλιστα συμφέρον αποσυνδεδεμένο από την επιδίωξη δικαιωμάτων περιουσιακής φύσεως, π.χ. κληρονομικών. (Για τη δυνατότητα αυτή του τέκνου και για τις ως άνω συνέπειες της φυσικής πατρότητας βλ. Σταθόπουλο στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρ. 1356-1360, αρ. 8).
ΙΙΙ.
Ανακεφαλαίωση
1. Στην ΑΚ 1483 § 2 ο νομοθέτης την έναρξη νέας πενταετούς προθεσμίας δικαστικής αναγνώρισης (από το αμετάκλητο της απόφασης που δέχεται την προσβολή της πατρότητας) την προέβλεψε ενσυνείδητα μόνο για την περίπτωση όπου η μητέρα ήταν έγγαμη κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης του τέκνου και όχι και για την περίπτωση όπου ο τοκετός έγινε από έγγαμη μητέρα. Διότι μόνο στην πρώτη περίπτωση δικαιολογείται η μετάθεση της έναρξης της προθεσμίας, δεδομένου ότι η μητέρα είχε "σοβαρό λόγο"να μην προσβάλει καθόλου την πατρότητα του συζύγου της κατά τη διάρκεια του γάμου της μ'αυτόν (ΑΚ 1470 αρ. 4) και συγκεκριμένα είχε λόγο να μην αποκαλύψει τη μοιχεία της, δηλαδή μια πράξη που, κατά τις κρατούσες στην κοινωνία αντιλήψεις, θεωρείται ηθικά επίμεμπτη.
Αντίθετα, στην περίπτωση σύλληψης πριν από τον γάμο και τοκετού εν γάμω δεν υπάρχει μοιχεία, άρα ούτε το παραπάνω κώλυμα της μητέρας να προχωρήσει στην προσβολή της πατρότητας. Δεν μπορεί να θεωρηθεί εξίσου προστατευτέα η μητέρα που αποκρύπτει από τον μελλοντικό σύζυγό της την εγκυμοσύνη της από άλλον άνδρα · ούτε η μητέρα που, έχοντας τυχόν αποκαλύψει στον μελλοντικό σύζυγό της την αλήθεια, αποφασίζει από κοινού μ'αυτόν την τέλεση του γάμου πριν από τον τοκετό και, άρα, συναποδέχεται το τεκμήριο της πατρότητας.
Άρα διασταλτική ερμηνεία ή αναλογική εφαρμογή της ΑΚ 1483 § 2, ώστε να καλύπτει κάθε περίπτωση γέννησης τέκνου κατά τη διάρκεια του γάμου (ανεξάρτητα από τον χρόνο σύλληψής του) δεν δικαιολογείται.
2. Η μητέρα έχει αυτοτελές δικαίωμα προσβολής της πατρότητας και δικαστικής αναγνώρισης άλλης πατρότητας, μη εξαρτώμενο από την άσκηση ή μη άσκηση αντίστοιχου δικαιώματος άλλων δικαιούχων. Η εξ ιδίου δικαιώματος δικαστική αναζήτηση από τη μητέρα της βιολογικής αλήθειας προϋποθέτει την εκ μέρους της προσβολή, πρώτα, της τυχόν τεκμαιρόμενης πατρότητας. Η απώλεια της σχετικής προθεσμίας δεν επιτρέπει στη μητέρα να επανέλθει, εκμεταλλευόμενη την ανοιγείσα με τη βούληση και ενέργεια άλλου δικαιούχου δίκη και προκαλώντας κατά κάποιο τρόπο αναβίωση των χαμένων γι'αυτήν προθεσμιών.
3. Η ΑΚ 1483 § 2 προβλέπει επέκταση της προθεσμίας άσκησης της αγωγής δικαστικής αναγνώρισης μόνο για τη μητέρα (όχι για το τέκνο), εκτιμώντας ότι υπάρχει ανάγκη τέτοιας προστασίας της λόγω του κωλύματός της να ασκήσει την αγωγή προσβολής της πατρότητας και του συνεπεία του κωλύματος αυτού κινδύνου να χάσει την προθεσμία της ΑΚ 1483 § 1. Ανάλογος κίνδυνος υφίσταται για το τέκνο μόνο στην περίπτωση όπου τρίτος ασκεί την αγωγή προσβολής της πατρότητας και η αγωγή αυτή γίνεται δεκτή μετά την πάροδο της για το τέκνο προβλεπόμενης προθεσμίας στην ΑΚ 1483 § 1 εδ. 2. Σ'αυτήν την περίπτωση δικαιολογείται η αναλογική εφαρμογή της ΑΚ 1483 § 2 και για το τέκνο.
Αν όμως την αγωγή προσβολής της πατρότητας ασκεί το ίδιο το τέκνο, τούτο δεν διατρέχει τέτοιον κίνδυνο. Γιατί έχει τη δικονομική δυνατότητα να ασκήσει μέσα στην προθεσμία της ΑΚ 1483 § 1 εδ. 2 και την αγωγή δικαστικής αναγνώρισης υπό την αίρεση ευδοκίμησης της πρώτης αγωγής (ΚΠολΔ 69 § 1 εδ. ε, 621). Σ'αυτήν την περίπτωση το τέκνο δεν έχει την ανάγκη προστασίας, την οποία η ΑΚ 1483 § 2 αναγνωρίζει στη μητέρα και επομένως δεν δικαιολογείται η αναλογική εφαρμογή της διάταξης στο δικαίωμα του τέκνου.
4. Κατ'αρχήν υπάρχει και η δυνατότητα άσκησης της αναγνωριστικής αγωγής κατά την ΚΠολΔ 70 από το τέκνο. Η ευδοκίμηση της αγωγής αυτής εξαρτάται κυρίως από την ύπαρξη in concreto έννομου συμφέροντος του ενάγοντος.


ΜΠρΠατρ 141/2018

Διαφορές από τις σχέσεις γονέων-τέκνων - Ιδιότητα τέκνου γεννημένου σε γάμο - Προσβολή της πατρότητας - Μάρτυρες - Πραγματογνωμοσύνη -.

Αγωγή προσβολής της πατρότητας και αναγνώρισης της πατρότητας του ενάγοντος. Δεν λαμβάνεται υπόψη η ένορκη κατάθεση μάρτυρα, ο οποίος είναι τέκνο της πρώτης και του δεύτερου των εναγομένων. Διαταγή πραγματογνωμοσύνης ώστε να διαπιστωθεί αν στο ανήλικο τρίτο εναγόμενο εντοπίζονται γονιδιακές μορφές που μπορούν να αποδοθούν στον ενάγοντα ή στον δεύτερο εναγόμενο, που να αποκλείουν ή να επιβεβαιώνουν ποιος εκ των δύο αυτών διαδίκων είναι ο βιολογικός πατέρας του.




ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ


Αριθμός απόφασης 141/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ



Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημοσθένη Ρίζο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Διευθύνων το Πρωτοδικείο Πατρών Πρόεδρος Πρωτοδικών και από τη Γραμματέα Ευγενία Τσιντώνη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, την 26η Οκτωβρίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του ενάγοντος: ..., κατοίκου Πατρών, οδός ..., με ΑΦΜ ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Βασιλείου Γαλανόπουλου.

Των εναγομένων: 1) ..., κατοίκου Πατρών, οδός ..., με ΑΦΜ ..., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Παναγιώτη Αναστασόπουλου, 2) ..., κατοίκου Πατρών, οδός ..., με ΑΦΜ ..., ο οποίος δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 3) άνευ κυρίου ονόματος ανήλικου άρρενος τέκνου, που γεννήθηκε από την πρώτη εναγομένη την 23-8-2016 στην Πάτρα, νόμιμα εκπροσωπούμενου από την ειδική επίτροπο ..., κάτοικο Πατρών που διορίστηκε με τη με αριθμό 674/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών (εκουσίαδικαιοδοσία), η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Παναγιώτη Αναστασόπουλου.

Ο ενάγων ζητά να γίνει δεκτή η από 10-6-2016 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 1481/15-6-2017, η οποία προσδιορίστηκε προς συζήτηση για την παρούσα δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παριστάμενων διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν επί της έδρας.


ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


Από την υπ'αριθμ. 9620/22-6-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Πατρών, ..., η οποία νομίμως προσκομίζεται μετ'επικλήσεως εκ μέρους του ενάγοντος, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την παρούσα δικάσιμο (26-10-2017), επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον δεύτερο εναγόμενο. Επομένως, ο δεύτερος εναγόμενος, ο οποίος δεν παραστάθηκε στην παρούσα δικάσιμο, όταν εκφωνήθηκε και συζητήθηκε η υπόθεση με τη σειρά εγγραφής της στο σχετικό πινάκιο, πρέπει να δικαστεί ερήμην και το Δικαστήριο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης κατά την αρμόζουσα ειδική διαδικασία των διαφορών που αναφέρονται σε σχέσεις γονέων - τέκνων (άρθρα 592 επ. και 606 επ. ΚΠολΔ) σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 595 ΚΠολΔ).


Κατά τη διάταξη του άρθρου 1467 ΑΚ, η ιδιότητα του τέκνου, ως προς το οποίο συντρέχει ένα από τα τεκμήρια των άρθρων 1465 και 1466 ΑΚ, ως τέκνου γεννημένου σε γάμο, μπορεί να προσβληθεί δικαστικά, αν αποδειχθεί ότι η μητέρα δεν συνέλαβε πράγματι από το σύζυγο της ή ότι, κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης, ήταν φανερά αδύνατο να συλλάβει από αυτόν, ιδίως εξαιτίας της ανικανότητας ή αποδημίας του ή επειδή δεν είχαν σχέσεις. Την ιδιότητα του τέκνου ως γεννημένου σε γάμο, μπορούν να προσβάλλουν τα αναφερόμενα στο άρθρο 1469 ΑΚ πρόσωπα, μεταξύ των οποίων, σύμφωνα με την περίπτωση 5 του εν λόγω άρθρου, ο άνδρας, με τον οποίο η μητέρα, ευρισκόμενη σε διάσταση με το σύζυγο της, είχε μόνιμη σχέση με σαρκική συνάφεια κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης. Η απόφαση που δέχεται ή απορρίπτει την αγωγή προσβολής πατρότητας τέκνου, το οποίο γεννήθηκε σε γάμο, είναι διαπλαστική και κατά ρητή επιταγή της διάταξης του άρθρου 1472 § 1 ΑΚ, τα αποτελέσματα της επέρχονται αφού γίνει αμετάκλητη, αναδρομικά, δηλαδή, από το χρόνο γέννησης του τέκνου. Συνακόλουθα των ανωτέρω, το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου, δεν μπορεί να αναγνωρισθεί από τον αληθινό του πατέρα, πριν χωρήσειπροσβολή πατρότητας του συζύγου της μητέρας και εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Κατά ρητή δε νομοθετική επιταγή του άρθρου 1472 § 2 ΑΚ, στην ειδική περίπτωση, που ενάγων στην αγωγή προσβολής πατρότητας, είναι ο άνδρας που είχε σαρκική συνάφεια με την μητέρα, ήτοι ο εραστής (άρθρο 1469 αριθ. 5 ΑΚ), η αμετάκλητη απόφαση που δέχεται την προσβολή (άρθρο 1472 § 1 ΑΚ) επιφέρει αυτοδικαίως δικαστική αναγνώριση του τέκνου από τον άνδρα αυτόν. Στην τελευταία περίπτωση εφαρμόζεται ως προς αυτόν το άρθρο 1484 ΑΚ και το τέκνο έχει ως προς όλα θέση τέκνου γεννημένου σε γάμο, απέναντι και στους δύο γονείς και τους συγγενείς τους (ΕφΑθ 5321/2007 ΕφΑΔ2009.92, ΠΠρΘεσ 18762/2012 ΤΝΠ Ισοκράτης).


Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η πρώτη εναγομένη την 23-8-2016, εντός των τριακοσίων ημερών από τη λύση του γάμου της με το δεύτερο εναγόμενο, γέννησε στην Πάτρα το τρίτο εναγόμενο, τέκνο της, όπως αυτό εκπροσωπείται από την αναφερόμενη ορισθείσα ειδική επίτροπο. Ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της σύλληψης του ανηλίκου τέκνου, η πρώτη εναγομένη διατηρούσε ερωτική σχέση με σαρκική συνάφεια με τον ίδιο, αφού είχε ήδη διασπασθεί ο έγγαμος βίος της με το δεύτερο εναγόμενο, των οποίων ο γάμος κατόπιν λύθηκε με την αναφερόμενη δικαστική απόφαση. Ότι ο ίδιος (ενάγων) τέλεσε με την πρώτη εναγομένη νόμιμο γάμο την 19-2-2017 στην Πάτρα. Ζητά δε να κηρυχθεί το τρίτο εναγόμενο, μη γνήσιο τέκνο του τεκμαιρόμενου πατέρα, δεύτερου εναγόμενου και να αναγνωριστεί ότι ο ίδιος είναι ο βιολογικός πατέρας αυτού. Με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα,1 η αγωγή αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 17 περ. 1 και 22 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από τις σχέσεις γονέων και τέκνων (άρθρα άρθρα 592 επ. και 606 επ. ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1463 εδ. α', 1465 § 1, 1467, 1468, 1469 αρ. 5, 1470 αρ. 5, 1472, 1481 και 1484 ΑΚ, 176, και 609 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.


Απ'όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, από την ομολογία του περιεχομένου της κρινόμενης αγωγής εκ μέρους της πρώτης και του τρίτου των εναγομένων, όπως αυτή δηλώθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, μετά του οποίου παραστάθηκαν κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, και καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου και επανέλαβαν με τις νόμιμα και εμπρόθεσμα κατατεθειμένες έγγραφες προτάσεις τους, η οποία όμως ομολογία τους δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη αλλά εκτιμάται ελεύθερα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 597 § 1 ΚΠολΔ, χωρίς όμως να λαμβάνεται υπόψη η ένορκη κατάθεση του μάρτυρα, ..., που εξετάστηκε με επιμέλεια του ενάγοντος και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, καθώς ο εν λόγω μάρτυρας είναι τέκνο της πρώτης και του δεύτερου των εναγομένων και ως εκ τούτου δεν επιτρέπεται να εξεταστεί ως μάρτυρας σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 597 § 2 αρ. 2 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο δεν δύναται να σχηματίσει ασφαλή δικανική πεποίθηση για το αμφισβητούμενο θέμα της πατρότητας του ανήλικου τρίτου εναγομένου, που γεννήθηκε την 23-8-2016 στην Πάτρα από την πρώτη εναγομένη, εντός των τριακοσίων ημερών από τη λύση του γάμου της με το δεύτερο εναγόμενο. Επειδή στην προκείμενη περίπτωση η διαπίστωση ή ο αποκλεισμός της πατρότητας είναι ζητήματα για τα οποία απαιτούνται ειδικές γνώσεις της ιατρικής επιστήμης, πρέπει να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο κατ'άρθρο 254 § 1 ΚΠολΔ, προκειμένου, με επίσπευση του επιμελέστερου των διαδίκων, να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη κατ'άρθρο 368 ΚΠολΔ, ώστε να διακριβωθεί αν στο ανήλικο τρίτο εναγόμενο εντοπίζονται γονιδιακές μορφές που μπορούν να αποδοθούν στον ενάγοντα ή στο δεύτερο εναγόμενο, που να αποκλείουν ή να επιβεβαιώνουν ποιος εκ των δύο αυτών διαδίκων είναι ο βιολογικός πατέρας του, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Θέμα δικαστικής δαπάνης δεν τίθεται, διότι η παρούσα απόφαση δεν είναι οριστική κατά την έννοια του άρθρου 191 § 1 ΚΠολΔ.


ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ ερήμην του δεύτερου εναγομένου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, με την επίσπευση του επιμελέστερου των διαδίκων, από ιατρό γενετιστή, που περιλαμβάνεται στον κατάλογο των πραγματογνωμόνων του παρόντος Πρωτοδικείου και να προσκομισθεί στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση η έγγραφη γνωμοδότηση του πραγματογνώμονα αυτού.

ΔΙΟΡΙΖΕΙ ως πραγματογνώμονα την γενετίστρια ..., κάτοικο Πατρών, επί της οδού ..., τηλ. ..., η οποία θα δώσει τον όρκο του πραγματογνώμονα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση σ'αυτή της παρούσας απόφασης. Στη συνέχεια, αφού λάβει γνώση των στοιχείων από το φάκελο της δικογραφίας, καθώς και δείγμα αίματος από τον ενάγοντα, το δεύτερο εναγόμενο και το ανήλικο τέκνο τρίτο εναγόμενο, και μετά από ανάλυση των δειγμάτων, εφαρμόζοντας τη μέθοδο υβριδοποίησης DNA με RNA ή όποια άλλη μέθοδο ήθελε αυτή κρίνει σκόπιμη και πρόσφορη ή και συνδυασμό περισσοτέρων μεθόδων, θα συντάξει έκθεση με την οποία, με ειδικώς αιτιολογημένες σκέψεις, θα γνωμοδοτήσει αν ο ενάγων ή ο δεύτερος εναγόμενος είναι ο βιολογικός πατέρας του ανηλίκου τρίτου εναγομένου, που γεννήθηκε στην Πάτρα την 23-8-2016, από την πρώτη εναγομένη. Η έκθεση πραγματογνωμοσύνης πρέπει να κατατεθεί στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την ημέρα που η πραγματογνώμονας θα ορκιστεί.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Πάτρα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγορών τους, στις 12 MAP. 2018


Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ - ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Previous: Προβλήματα ως προς την προθεσμία για τη δικαστική αναγνώριση της πατρότητας κατά την ΑΚ 1483 * ΜΠρΠατρ 141/2018 Διαφορές από τις σχέσεις γονέων-τέκνων - Ιδιότητα τέκνου γεννημένου σε γάμο - Προσβολή της πατρότητας - Μάρτυρες– - Πραγματογνωμοσύνη -. Αγωγή προσβολής της πατρότητας και αναγνώρισης της πατρότητας του ενάγοντος. Δεν λαμβάνεται υπόψη η ένορκη κατάθεση μάρτυρα, ο οποίος είναι τέκνο της πρώτης και του δεύτερου των εναγομένων. Διαταγή πραγματογνωμοσύνης ώστε να διαπιστωθεί αν στο ανήλικο τρίτο εναγόμενο εντοπίζονται γονιδιακές μορφές που μπορούν να αποδοθούν στον ενάγοντα ή στον δεύτερο εναγόμενο, που να αποκλείουν ή να επιβεβαιώνουν ποιος εκ των δύο αυτών διαδίκων είναι ο βιολογικός πατέρας του.
$
0
0

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13
Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ
 
1. Έννοια, αντικείμενο, λόγοι κληρονομικής διαδοχής
Κληρονομική διαδοχή: Σύμφωνα με το άρ. 1710 παρ. 1 ΑΚ, κληρονομιάείναι η περιουσία ως σύνολο του «προσώπου», ακριβέστερα, του ανθρώπου, που πέθανε. Επίσης, με βάση την παραπάνω διάταξη, κληρονόμοιείναι το ένα ή τα...
περισσότερα πρόσωπα, στα οποία «μεταβαίνει» η κληρονομιά είτε από το νόμο είτε από διαθήκη. Παραλλήλως, ορίζεται ότι η κληρονομική διαδοχήείναι η μεταβίβαση της κληρονομιάς από τον άνθρωπο που πέθανε, τον κληρονομούμενο, στον ένα ή τους περισσότερους κληρονόμους. Πρόκειται για καθολική διαδοχή, δηλ. ο κληρονόμος είναι διάδοχος του κληρονομουμένου, οπότε αμέσωςμόλις πεθάνει ο κληρονομούμενος, ο κληρονόμος αποκτά την περιουσία εκείνου ως σύνολο, ως ενότητα. Μεταβιβάζεται αμέσως, τόσο το ενεργητικό όσο και το παθητικό της περιουσίας ως συνέπεια του θανάτου του κληρονομουμένου.
Κληρονομικό δικαίωμα: Ως κληρονομικό δικαίωμα εννοείται, κυρίως, το δικαίωμα του κληρονόμου στην κληρονομιά ως σύνολο. Είναι απόλυτο δικαίωμα, επειδή στρέφεται εναντίον οποιουδήποτε το προσβάλλει και επεκτείνεται στα επι μέρους στοιχεία της κληρονομιάς. Το κληρονομικό δικαίωμα το αποκτά ο κληρονόμος αυτοδικαίως, ως συνέπεια ενός γεγονότος, του θανάτου του κληρονομουμένου και αναφέρεται στην κληρονομιά ως σύνολο. Από τη στιγμή, που η κληρονομιά περιέρχεται στον κληρονόμο, δεν παραμένει ως χωριστή ομάδα, αλλά τα επί μέρους στοιχεία της συγχέονταιμε τα περιουσιακά στοιχεία του κληρονόμου και αποτελούν και αυτά πια στοιχεία της περιουσίας του.
Ο κληρονομούμενος: Κληρονομούμενος είναι ο άνθρωπος που πέθανε και του οποίου η κληρονομιά «μεταβαίνει», δηλ. περιέρχεται, στους κληρονόμους του. Αν κάποιος πεθάνει χωρίς περιουσία (ούτε καν χρέη), δεν έχει αντικείμενο η κληρονομική διαδοχή. Κληρονομική διαδοχή υπάρχει μόνο σε περίπτωση θανάτου ανθρώπουκαι όχι και διάλυσης νομικού προσώπου, του οποίου η περιουσία τότε διατίθεται σύμφωνα με το καταστατικό του ή το νόμο. Προϋπόθεση, συνεπώς, για να επέλθει κληρονομική διαδοχή είναι κυρίως ο θάνατος του κληρονομουμένου, που, κατά κανόνα, αποδεικνύεται με τη ληξιαρχική πράξη θανάτου.
Ο κληρονόμος: Κληρονόμος μπορεί να είναι όχι μόνο φυσικό, αλλά και νομικό πρόσωπο. Προϋπόθεση όμως για να έχει κάποιο πρόσωπο την ικανότητα να γίνει κληρονόμος είναι να ζει ή, προκειμένου για νομικό πρόσωπο, να έχει συσταθεί. Ο νόμος, ως προς την προϋπόθεση αυτή εισάγει διπλή εξαίρεση: α) ειδικά για τον κληρονόμο, ο άνθρωπος θεωρείται (πλάσμα δικαίου) ότι ζούσε έστω κι αν ήταν κυοφορούμενος, αρκεί να γεννήθηκε ζωντανός, ακόμη κι αν έζησε για μικρό διάστημα (άρ. 36 και 1711 ΑΚ), β) ειδικά για το ίδρυμα, που συνιστάται μετά το θάνατο του ιδρυτή του και το οποίο θεωρείται ότι υφίσταται κατά το χρόνο του θανάτου του (άρ. 114 ΑΚ). Επίσης, δεν είναι άκυρη η εγκατάσταση σε διαθήκη κληρονομουμένου, ανθρώπου που δεν έχει ούτε καν συλληφθεί ή νομικού προσώπου, εκτός από ίδρυμα, που δεν έχει ακόμα συσταθεί. Το πρόσωπο που εγκαταστάθηκε κληρονόμος, ενώ ακόμα δεν υπάρχει, θεωρείται καταπιστευματοδόχοςκαι η κληρονομιά θα περιέλθει σ’ αυτό «μόλις γίνει ο τοκετός ή μόλις συσταθεί το νομικό πρόσωπο» (άρ. 1935 παρ. 2 ΑΚ). Η κληρονομιά, ενώ μπορεί να περιέλθει σε κάθε άνθρωπο που ζει, είναι δυνατό να αφαιρεθεί σε περίπτωση κληρονομικής αναξιότητας.
Αντικείμενο της κληρονομικής διαδοχής: Κληρονομιά είναι, όπως έχει επισημανθεί, η περιουσία του προσώπου που πέθανε, ως σύνολο. Σε γενικές γραμμές, κατά κανόνα, οι περιουσιακές σχέσεις είναι κληρονομητές, ενώ οι προσωπικές είναι ακληρονόμητες (εξαιρούνται ορισμένες περιουσιακές επειδή είναι προσωποπαγείς, όπως π.χ. δικαίωμα επικαρπίας, οίκησης, ισόβιας προσόδου, απαίτηση για ικανοποίηση ηθικής βλάβης, αξίωση ψυχικής οδύνης, κτλ.). Ακληρονόμητα είναι, γενικώς τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του οικογενειακού δικαίου (π.χ. η υποχρέωση διατροφής για ανιόντες, κατιόντες και αδελφούς, η γονική μέριμνα, η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, κτλ.).
Λόγοι της κληρονομικής διαδοχής και κληρονομική σύμβαση: Κληρονόμος μπορεί κάποιος να γίνει ή από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου ή με την αναγκαστική διαδοχή. Καθιερώνοντας ο ΑΚ τους τρεις λόγους κληρονομικής διαδοχής, απέκλεισε κάθε άλλον. Ειδικότερα, ο ΑΚ αποκλείει ως λόγο κληρονομικής διαδοχής την κληρονομική σύμβαση, δηλ. κάθε σύμβαση, που αποβλέπει στη μεταβολή του δικαίου της κληρονομικής διαδοχής. Σύμφωνα με το άρ. 368 ΑΚ, σύμβαση σχετική με την κληρονομιά ζώντος είτε συνάπτεται με τον ίδιο είτε με τρίτο είτε αφορά σε ολόκληρη την περιουσία είτε σε ποσοστό της, είναι άκυρη. Το ίδιο ισχύει και για τη σύμβαση, με την οποία περιορίζεται η ελευθερία που σχετίζεται με τις διατάξεις τελευταίας βούλησης. Αντιθέτως, είναι ισχυρή (δεν είναι δηλ. άκυρη) σύμβαση για κληρονομιά πεθαμένου. Άκυρη, αντιθέτως, είναι η σύμβαση που συνομολόγησαν συμβαλλόμενοι, που αγνοούσαν το θάνατο του κληρονομουμένου και τον θεωρούσαν ζωντανό. Αν κάποιος που έχει συνάψει (άκυρη) κληρονομική σύμβαση συντάξει διαθήκη, με την οποία εκπληρώνει τους όρους της σύμβασης, η διαθήκη είναι έγκυρη. Αν, όμως, αποδειχθεί ότι ο διαθέτης συνέταξε τη διαθήκη νομίζοντας από πλάνηότι το δίκαιο τον δεσμεύει να εκπληρώσει τους όρους της κληρονομικής σύμβασης και το γεγονός αυτό μνημονεύεται στη διαθήκη, τότε μπορεί να ζητηθεί η ακύρωσητης διαθήκης λόγω πλάνης περί τα παραγωγικά αίτια της βούλησης (άρ. 1784 ΑΚ).

2. Κτήση και απώλεια της κληρονομιάς

2.1. Επαγωγή και κτήση
Με το θάνατο του κληρονομουμένου η κληρονομιά περιέρχεται («επάγεται») στον κληρονόμο. Επαγωγήονομάζεται η αυτοδίκαιη κτήση της κληρονομιάς από τον κληρονόμο κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου.Η κτήση της κληρονομιάς είναι, συνεπώς, άμεση και αυτοδίκαιη, ενώ οριστικοποιείταιμε την αποδοχή. Έως την αποδοχή και, εφόσον μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομιά, γίνεται προσωρινός κληρονόμος. Μετά την αποδοχή γίνεται οριστικός κληρονόμος. Αν αποποιηθεί την κληρονομιά, αυτή περιέρχεται στον επόμενο κληρονόμο, με βάση τους κανόνες της κληρονομικής διαδοχής. Σε περίπτωση που ο προσωρινός κληρονόμος πεθάνει μέσα στο διάστημα που έχει το δικαίωμα να αποποιηθεί την κληρονομιά, το δικαίωμα αυτό μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του κληρονόμου. Άρα, το δικαίωμα που πηγάζει από την επαγωγή είναι κληρονομητό.
        Χρόνος επαγωγήςείναι ο χρόνος του θανάτου του κληρονομουμένου. Οι λόγοι επαγωγήςείναι δύο: α) από διαθήκη, β) από το νόμο. Η επαγωγή από το νόμοδιακρίνεται σε εξ αδιαθέτου διαδοχή και σε αναγκαστική διαδοχή. Εξ αδιαθέτου διαδοχήέχουμε όταν δεν υπάρχει διαθήκη ή όταν αυτή που υπάρχει είναι άκυρη. Αναγκαστική διαδοχήέχουμε όταν η διαθήκη προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα ορισμένων συγγενών του κληρονομουμένου (νόμιμων μεριδούχων ή αναγκαίων κληρονόμων).

2.2. Αποδοχή
        Αποδοχήείναι η ρητή (π.χ.με δήλωση ενώπιον συμβολαιογράφου) ή σιωπηρή αμετάκλητη δήλωση του κληρονόμου ότι θέλει να είναι οριστικός κληρονόμος. Σιωπηρή αποδοχήυπάρχει όταν από τη συμπεριφορά του (προσωρινού) κληρονόμου προκύπτει η θέλησή του να γίνει οριστικός κληρονόμος («ανάμιξη» στην κληρονομιά). Τέτοιες πράξεις είναι π.χ.: η έγερση αγωγής περί κλήρου, η αίτηση κληρονομητηρίου, η δήλωση φόρου κληρονομιάς, η παρέλευση άπρακτης προθεσμίας για την αποποίηση, κτλ. Προϋποθέσειςέγκυρης αποδοχής είναι: α) ικανότητα του κληρονόμου (την κληρονομιά που επάγεται σε ανήλικο αποδέχεται ο νόμιμος αντιπρόσωπός του), β) η αποδοχή να μην είναι προϊόν πλάνης, απάτης ή απειλής, γ) η αποδοχή να γίνεται μετά την επαγωγή, δ) η αποδοχή να γίνεται χωρίς αίρεση ή προθεσμία και ε) η αποδοχή να γίνεται για ολόκληρη την κληρονομιά και όχι για μέρος της.

2.3. Αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής
        Ο κληρονόμος ευθύνεται για τις υποχρεώσεις της κληρονομιάς όχι μόνο με την κληρονομιαία αλλά και με την προσωπική του περιουσία. Για να προστατευθεί από τον κίνδυνο να χάσει και τη δική του περιουσία, πληρώνοντας τα χρέη μιας καταχρεωμένης κληρονομιάς, του έχει την ευχέρεια να αποδεχτεί την κληρονομιά με το ευεργέτημα της απογραφής(ενώ η αποδοχή χωρίς το ευεργέτημα ονομάζεται απλή αποδοχή). Η σχετική δήλωσηγίνεται στο γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομιάς,δηλ. ο κληρονόμος δηλώνει ότι αποδέχεται την κληρονομιά «επ’ωφελεία» απογραφής. Για ορισμένα πρόσωπα, η αποδοχή της κληρονομιάς γίνεται κατά νόμο με το ευεργέτημα της απογραφής, δηλ. για: τους  ανηλίκους, που βρίσκονται κάτω από γονική μέριμνα ή επιτροπεία, όσους τελούν γενικά σε δικαστική συμπαράσταση (και λόγω έκτισης στερητικής της ελευθερίας ποινής), καθώς και για το Δημόσιο, που δεν υποχρεώνεται να το δηλώσει ή να συντάξει απογραφή.
Η απογραφή διατάσσεται με απόφαση του ειρηνοδίκητης περιφέρειας που βρίσκονται τα κληρονομιαία. Ο κληρονόμος οφείλει να περατώσει την απογραφή της κληρονομιάς μέσα σε 4 μήνεςαπό τη μέρα που έκανε τη δήλωση. Με το ευεργέτημα της απογραφής ο κληρονόμος περιορίζει την ευθύνη του για τα χρέη της κληρονομιάς, έτσι, ώστε να ευθύνεται γι’ αυτά «έως το ενεργητικό της».

2.4. Αποποίηση κληρονομιάς
        Αποποίησητης κληρονομιάς είναι η αμετάκλητη δήλωση του κληρονόμου ότι δε δέχεται την κληρονομιά. Γίνεταιμετά την επαγωγή, με δήλωση του κληρονόμουστο γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομιάς. Το Δημόσιο δεν μπορεί να αποποιηθείτην κληρονομιά που του επάγεται εξ αδιαθέτου.
        Η προθεσμίαμέσα στην οποία ο κληρονόμος μπορεί (και πρέπει) να ασκήσει το δικαίωμα αποποίησης είναι τέσσερις μήνεςκαι αρχίζει να τρέχει από τότε που ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή και το λόγο της επαγωγής. Αν η επαγωγή έγινε με διαθήκη, η προθεσμία για την αποποίηση αρχίζει από τη δημοσίευση της διαθήκης. Αν δημοσιεύτηκε η διαθήκη αλλά ο κληρονόμος δε γνωρίζει ότι καλείται στην κληρονομιά με τη διαθήκη (δεν ξέρει δηλ. ότι είναι κληρονόμος), τότε η προθεσμία δεν αρχίζει από τη δημοσίευση, αλλά από το χρόνο που θα μάθει ότι είναι κληρονόμος. Αν ο κληρονομούμενοςείχε την τελευταία του κατοικίαστο εξωτερικόή αν ο κληρονόμοςέμαθε την επαγωγή διαμένοντας στο εξωτερικό, η προθεσμία αποποίησης είναι ένα έτος.

2.5. Αποκλεισμός από την κληρονομική διαδοχή
Αποκλεισμός από την κληρονομική διαδοχήμπορεί να γίνει λόγω αποκλήρωσηςή λόγω αναξιότητας.

2.5.1. Αποκλήρωση(άρ. 1839επ. ΑΚ)
Ο κληρονομούμενος μπορεί με τη διαθήκη τουνα αποκλείσει από την κληρονομιά τους εξ αδιαθέτουκληρονόμουςτου (αποκλήρωση με ευρεία έννοια), ρητά ή σιωπηρά (εγκατάσταση άλλου κληρονόμου) ή μεριδούχοαπό τη νόμιμη μοίρα. Για να είναι έγκυρη η αποκλήρωση πρέπει να υπάρχουν ορισμένοι λόγοι:
Λόγοι που παρέχουν σεανιόντα (πατέρα, παππού, κτλ.) το δικαίωμα να αποκληρώσει κατιόντα (γιο, εγγονό, κτλ.) είναι οι εξής: α) επιβουλή ζωής του διαθέτη, του συζύγου ή άλλου κατιόντα του διαθέτη, β) πρόκληση, από πρόθεση, σωματικών κακώσεων στο διαθέτη ή στο σύζυγό του από τον οποίο κατάγεται ο κατιών, γ) αν αυτός έγινε ένοχος σοβαρού πλημελλήματος, που διαπράχθηκε με πρόθεση και, που στρεφόταν κατά του διαθέτη ή του συζύγου του, δ) κακόβουλη αθέτηση νόμιμης υποχρέωσης για διατροφή του διαθέτη και ε) αν ο κατιών «ζει βίο άτιμο ή  ανήθικο, παρά τη θέληση του διαθέτη», όπως είναι π.χ. η εγκληματική διαβίωση, η άσκηση ατιμωτικού επαγγέλματος (π.χ. μαστρωπός), η χαρτοπαιξία καθ’έξη, κτλ. Η αποκλήρωση για τον τελευταίο λόγο είναι άκυρη αν ο κατιών κατά το θάνατο του διαθέτηείχε οριστικά εγκαταλείψει τον άτιμο ή ανήθικο βίο.
Λόγοι που παρέχουν σε κατιόντα το δικαίωμα να αποκληρώσει ανιόνταείναι οι εξής: α) αν ο ανιών (γονέας) επιβουλεύτηκε τη ζωή του διαθέτη (τέκνου), του συζύγου ή άλλου κατιόντος, β) έγινε ένοχος κακουργήματος ή βαρέως από πρόθεση πλημμελήματος εναντίον του διαθέτη (τέκνου) ή του συζύγου του, γ) αν αθέτησε κακόβουλα τη νόμιμη υποχρέωση για διατροφή του διαθέτη (τέκνου).
Λόγοι αποκλήρωσης υπέρ του συζύγου: Ο διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει το σύζυγό του αν, κατά το χρόνο του θανάτου του είχε δικαίωμα να ασκήσει αγωγή διαζυγίου για βάσιμο λόγο που ανάγεται σε υπαιτιότητα του συζύγου του. Το ίδιο ισχύει και για το σύντροφο με σύμφωνο συμβίωσης, αν κατά το χρόνο θανάτου ο επιζών σύντροφος είχε υποπέσει σε υπαίτιο παράπτωμα που είχε κλονίσει τη συμβίωση και το οποίο (εν. παράπτωμα), αν υπήρχε γάμος, θα δικαιολογούσε τη λύση του γάμου με αγωγή διαζυγίου (π.χ. μοιχεία).
Το δικαίωμα της αποκλήρωσης αποσβήνεται με συγγνώμη. Η συγγνώμη που επέρχεται μετά τη διάταξη για αποκλήρωση καθιστά την αποκλήρωση ανίσχυρη.
Ο ΑΚ προβλέπει τη δυνατότητααποκλήρωσης για λόγους πρόνοιας, εφόσον: α) ο μεριδούχος είναι κατιών, β) διάγει βίο άσωτο ή να είναι καταχρεωμένος, γ) η αποκλήρωση να γίνεται με διαθήκη, στην οποία αναφέρεται ο λόγος αποκλήρωσης, δ) λαμβάνεται πρόνοια για τη συντήρηση του μεριδούχου.

2.5.2.Κληρονομική αναξιότητα (1860επ. ΑΚ)
Η κληρονομική αναξιότητααφορά σε περιπτώσεις, που ο νόμος αφαιρεί από τον κληρονόμο τη δυνατότητα να ωφεληθεί από την κληρονομιαία περιουσία και τον κηρύσσει ανάξιο να κληρονομήσει.
Οι λόγοι αναξιότηταςαφορούν σε περιπτώσεις που ο κληρονόμος έχει υποπέσει σε παράπτωμα έναντι του κληρονομουμένουκαι προβλέπονται κατά τρόπο περιοριστικό, δηλ.: α) η από πρόθεση θανάτωση ή  απόπειρα θανάτου του κληρονομουμένου, των παιδιών, των γονέων ή του συζύγου του, β) αν ο κληρονόμος καταδικάστηκε επειδή μήνυσε ψευδώς τον κληρονομούμενο για κακούργημα, γ) αν ο κληρονόμος από πρόθεση εμπόδισε παράνομα τον κληρονομούμενο να συντάξει ή να ανακαλέσει διαθήκη, δ) αν ο κληρονόμος παρακίνησε απάτη ή εξανάγκασε με απειλή τον κληρονομούμενο να συντάξει ή να μεταβάλει διαθήκη και ε) αν ο κληρονόμος αλλοίωσε ή εξαφάνισε διαθήκη του κληρονομουμένου.
Η κήρυξητης αναξιότηταςγίνεται με τελεσίδικη δικαστική απόφαση και μπορεί να τη ζητήσει όποιος έχει έννομο συμφέρον από τον παραμερισμό του αναξίου. Η αναξιότητα παύεινα υπάρχει με τη συγγνώμητου κληρονομουμένου, που παρέχεται με δημόσιο έγγραφο ή διαθήκη.
→ Συνέπειες αναξιότητας: Με την τελεσιδικία της απόφασης, που κήρυξε την αναξιότητα, η επαγωγή της κληρονομιάς στον ανάξιο θεωρείται ότι δεν έγινε. Η κληρονομιά επάγεται σ’ εκείνον, ο οποίος θα καλούνταν, αν ο ανάξιος δε ζούσε κατά την επαγωγή.

3. Θεσμοί με τους οποίους παρέχεται ωφέλεια σε άλλα πρόσωπα, εκτός από τον κληρονόμο

3.1. Κληροδοσία,
Κληροδοσίαείναι η περιουσιακή ωφέλεια, που ο κληρονομούμενος προσπορίζει σε κάποιον («κληροδόχο», που είναι «τετιμημένος») με τη διαθήκη του, χωρίς να τον κάνει κληρονόμο του. Π.χ.: α) Ο Κ εγκατέστησε κληρονόμους το γιο του Α και την κόρη του Β και άφησε τη βιβλιοθήκη του στον ανηψιό του Γ. β) Ο Κ εγκατέστησε κληρονόμους τα παιδιά του Α και Β και άφησε ένα ζωγραφικό πίνακα στο φίλο του Γ. Το πρόσωπο που οφείλει να προσπορίσει την περιουσιακή ωφέλεια στον κληροδόχο λέγεται βεβαρημένοςκαι μπορεί να είναι ο κληρονόμος, ο καταπιστευματοδόχος και ο ίδιος ο κληροδόχος. Κληροδοσία μπορεί να συσταθεί μόνο με διαθήκη.

3.2. Καταπίστευμα
Έννοια:Κληρονομικό(καθολικό) καταπίστευμα, έχουμε όταν ο κληρονομούμενος ορίζει κάποιο πρόσωπο («βεβαρημένο κληρονόμο» ή «προκληρονόμο») να πάρει την κληρονομιά του και το διατάσσει να την παραδώσει (ολόκληρη ή ποσοστό της) σε άλλο πρόσωπο («καταπιστευματοδόχο» ή «μετακληρονόμο»), όταν περάσει κάποιο χρονικό διάστημα ή συμβεί κάποιο γεγονός. Π.χ.: α) Ο διαθέτης Κ εγκατέστησε κληρονόμο το γιο του Α και όρισε μετά το θάνατο του Α η κληρονομιά του να περιέλθει στο γιο του Α, τον Β. β) Ο διαθέτης Κ εγκατέστησε κληρονόμο του τον αδελφό του Α και όρισε η κληρονομιά του να περιέλθει στον εγγονό του Ε, όταν αυτός (ο Ε) ενηλικιωθεί. Το καταπίστευμα μπορεί να συσταθεί μόνο με διαθήκη.
Στοκαταπίστευμα έχουμε δύο διαδοχικές επαγωγές. Μια επαγωγή στον κληρονόμο και μια επαγωγή στον καταπιστευματοδόχο. Η δεύτερη επαγωγή αποτελεί την επαγωγή του καταπιστεύματος. Ο χρόνος επαγωγής του καταπιστεύματοςδεν είναι σταθερός, όπως στην επαγωγή κληρονομιάς (όπου χρόνος επαγωγής είναι πάντοτε ο χρόνος του θανάτου του διαθέτη). Κατ’αρχήν, χρόνος επαγωγής του καταπιστεύματος είναι ο χρόνος κατά τον οποίο επήλθε το χρονικό σημείο ή πραγματοποιήθηκε το γεγονός που όρισε ο διαθέτης. Αν ο διαθέτης δεν όρισε τέτοιο σημείο ή γεγονός, χρόνος επαγωγής του καταπιστεύματος είναι ο χρόνος του θανάτου του κληρονόμου. Στην περίπτωση εγκατάστασης κληρονόμου προσώπου που δεν έχει συλληφθεί ή συσταθεί, ο διαθέτης κληρονομείται από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους, οι οποίοι βαρύνονται με καταπίστευμα υπέρ του προσώπου που θα γεννηθεί ή υπέρ του νομικού προσώπου που θα συσταθεί: χρόνος επαγωγής του καταπιστεύματος είναι ο χρόνος του τοκετού ή της σύστασης του νομικού προσώπου. Συγχρόνως με την επαγωγή της κληρονομιάς (όχι πριν την επαγωγή), ο καταπιστευματοδόχος δικαιούται να αποδεχτείή να αποποιηθείτην κληρονομιά.

3.3 Τρόπος (1715 ΑΚ)
Έννοια:Τρόποονομάζουμε την υποχρέωση που επιβάλλει ο διαθέτης στον κληρονόμο, στον καταπιστευματοδόχο ή στον κληροδόχο για να κάνει ή να παραλείψει κάτι, χωρίς όμως στην υποχρέωση αυτή του βεβαρημένου να αντιστοιχεί δικαίωμα (δεν υπάρχει δηλ. «τετιμημένος»). Ο τρόπος ορίζεται με διαθήκη. Π.χ.Ο διαθέτης επιβάλλει την υποχρέωση στον κληρονόμο του: α) να καταβάλλει ορισμένο χρηματικό ποσό κάθε χρόνο σε ίδρυμα περίθαλψης ατόμων με ειδικές ανάγκες που βρίσκεται στην ιδιαίτερη πατρίδα, β) του επιβάλλει τη φροντίδα κάποιου ζώου (π.χ. του σκύλου του), γ) να πληρώσει για τα έξοδα φοίτησης της εγγονής του, δ) να αναλάβει να εκδώσει μια αδημοσίευτη ποιητική συλλογή, ε) να κατασκευάσει μνημείο κτλ, δηλ. κάθε πράξη ή παράλειψη ανεξάρτητα αν συνεπάγεται περιουσιακή ή μη παροχή, αρκεί να μην αντιβαίνει στο νόμο ή στα χρηστά ήθη και να είναι δυνατή κατά το χρόνο του θανάτου του διαθέτη.

3.4. Δωρεά αιτία θανάτου (άρ. 2032-235 ΑΚ)
Δωρεά αιτία θανάτουείναι δωρεά με την αναβλητική αίρεση ότι ο δωρητής θα πεθάνει πριν από το δωρεοδόχο ή ότι δωρητής και δωρεοδόχος θα συναποβιώσουν, χωρίς στο μεταξύ διάστημα ο δωρητής να έχει την απόλαυση των δωρηθέντων. Δωρητής μπορεί να είναι μόνο φυσικό πρόσωπο. Η σύμβαση συνιστάται με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Δεν μπορεί να έχει ως αντικείμενο την περιουσία που υπάρχει κατά το χρόνο του θανάτου του δωρητή και τέτοια σύμβαση είναι άκυρη.Είναι ελεύθερα ανακλητή από το δωρητή.

4. Σχολάζουσα κληρονομιά
Σχολάζουσαονομάζεται η κληρονομιά όταν ο κληρονόμος είναι άγνωστος ή όταν δεν είναι βέβαιο αν ο κληρονόμος αποδέχτηκε την κληρονομιά. Στην περίπτωση αυτή ορίζεται κηδεμόνας, που εκπροσωπεί τον κληρονόμο. Αν δε βρεθεί κληρονόμος, η κληρονομιά περιέρχεται στο δημόσιο. Εφόσον η κληρονομιά σχολάζει ο κηδεμόνας ορίζεται από το δικαστήριο της κληρονομιάς, ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον (π.χ. δανειστές της κληρονομιάς) ή και αυτεπαγγέλτως.

5. Νομιμοποίηση και προστασία του κληρονόμου
Κληρονομητήριο: Η ιδιότητα του κληρονόμου αποδεικνύεται με το κληρονομητήριο, δηλ. πιστοποιητικό που παρέχεται στον κληρονόμο με απόφαση του δικαστηρίου της κληρονομιάς. Για το δημόσιο, θέση κληρονομητηρίου επέχει η δημοσίευση της πράξης αποδοχής στην ΕτΚ. Εκείνος που κατονομάζεται στο κληρονομητήριο κληρονόμος ή καταπιστευματοδόχος ή κληροδόχος ή εκτελεστής διαθήκης τεκμαίρεταιότι έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται σ’αυτό και ότι δεν περιορίζεται με άλλες διατάξεις εκτός από εκείνες που αναγράφονται στο κληρονομητήριο. Το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό. Στο κληρονομητήριο προσδίδεται δημόσια πίστη.
Αγωγή περί κλήρου: Περί κλήρου αγωγήονομάζεται η αγωγή, που έχει ως αντικείμενο την αναγνώριση δικαιώματος και την απόδοση της κληρονομιάς ή κάποιου αντικειμένου της στον κληρονόμο. Αν ο κληρονόμος ζητά μόνο την αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος, πρόκειται για αναγνωριστική αγωγή και όχι για αγωγή περί κλήρου. Η έγερση της αγωγής περί κλήρου αποτελεί σιωπηρή αποδοχή της κληρονομιάς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14
Η ΔΙΑΔΟΧΗ ΑΠΟ ΔΙΑΘΗΚΗ

1. Γενικά χαρακτηριστικά της διαθήκης
        Διαθήκηονομάζεται η μονομερής δικαιοπραξία, με την οποία ο δικαιοπρακτών (διαθέτης) ρυθμίζει θέματα της κληρονομικής του διαδοχής ή και ορισμένες οικογενειακές σχέσεις του.
        Η διαθήκη είναι μονομερήςδικαιοπραξία, δηλ. περιέχει τη δήλωση βούλησης ενός μόνο προσώπου, του διαθέτη, οπότε π.χ. απαγορεύεται η συνδιαθήκη), ελεύθερα ανακλητή, ανεπίδεκτη εκπροσώπησης, δηλ. ο διαθέτης πρέπει να κάνει αυτοπροσώπωςτη διαθήκη του, χωρίς να μπορεί να χρησιμοποιήσει για τη δήλωση της βούλησής του αντιπρόσωπο, στ) τυπική, δηλ. πρέπει να τηρηθεί ο τύπος που προβλέπει ο ΑΚ.
        Στην κληρονομική διαδοχή από διαθήκη ισχύουν οι εξής αρχές: α) προτεραιότητα της κληρονομικής διαδοχής από διαθήκη σε σχέση με την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, β) προτεραιότητα της αναγκαστικής κληρονομικής διαδοχής σε σχέση με την κληρονομική διαδοχή από διαθήκη και γ) μη αποκλειστικότητα της διαδοχής από διαθήκη σε σχέση με την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, δηλ. ένα πρόσωπο μπορεί να κληρονομηθεί και από διαθήκη και εξ αδιαθέτου (εξ αδιαθέτου κατά το μέρος της περιουσίας του, που δεν καταλαμβάνεται από τη διαδοχή από διαθήκη).

2. Ικανότητα για τη σύνταξη διαθήκης
→ Ανίκανοι για τη σύνταξη οποιασδήποτε διαθήκης: Ολικά ανίκανοι για τη σύνταξη διαθήκης είναι: α) οι ανήλικοι, β) όσοι βρίσκονται σε δικαστική συμπαράσταση με πλήρη στέρηση της δικαιοπρακτικής τους ικανότητας ή με ρητή στέρηση της ικανότητας να συντάσσουν διαθήκη, γ) όσοι κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης, δεν έχουν τη συνείδηση των πράξεών τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής τους.
→ Ανίκανοι για τη σύνταξη ορισμένου τύπου διαθήκη: Μερικά (περιορισμένα) ανίκανοι για τη σύνταξη διαθήκης είναι: α) εκείνοι που δεν μπορούν να διαβάσουν χειρόγραφα δεν μπορούν να συντάξουν ιδιόγραφη και μυστική διαθήκη (μπορούν να συντάξουν δημόσια και έκτακτη), β) όποιος δεν είναι ικανός να διαβάσει, δεν μπορεί να συντάξει μυστική διαθήκη.
→ Ανικανότητα λόγω πραγματικής αδυναμίας: Ανίκανα λόγω πραγματικής αδυναμίας είναι τα πρόσωπα εκείνα των οποίων η ανικανότητα για τη σύνταξη διαθήκης δεν οφείλεται σε νομικό κώλυμα, αλλά σε φυσικό κώλυμα, όπως είναι π.χ. οι κουφοί, οι τυφλοί, οι αγράμματοι, κτλ.
        Η διαθήκη που συνέταξε ανίκανος είναι άκυρη(σχετική ακυρότητα, υπέρ εκείνων που θα γίνονταν κληρονόμοι αν δεν υπήρχε η άκυρη διαθήκη).

3. Τύποι για τη σύνταξη διαθήκης
→ Ιδιόγραφη διαθήκη: Ιδιόγραφη είναι η διαθήκη που γράφεται στο σύνολό της με το χέρι του διαθέτη και χρονολογείται και υπογράφεται απ’αυτόν. Η ιδιόγραφη διαθήκη είναι ιδιωτικό έγγραφο. Ανίκανος να συντάξει ιδιόγραφη διαθήκη είναι εκείνος που δεν μπορεί να διαβάσει χειρόγραφα. Στοιχεία της ιδιόγραφης διαθήκης είναι:
Η «ιδιόχειρη γραφή»: Ολόκληρη η ιδιόγραφη διαθήκη (κείμενο, χρονολογία, υπογραφή) πρέπει να γραφεί από το χέρι του διαθέτη.
Η χρονολογία: Χρονολογία είναι η ένδειξη της ημέρας, του μήνα και του έτους σύνταξης της διαθήκης. Πρέπει να γραφτεί από τον ίδιο το διαθέτη. Από τη χρονολογία προκύπτει αν ο διαθέτης ήταν ή όχι ικανός κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης. Μπορεί να τεθεί στην αρχή ή στο τέλος της διαθήκης (ακόμα και μετά την υπογραφή).
Η υπογραφή από το διαθέτη: Υπογραφή είναι η σημείωση του ονοματεπωνύμου που χαρακτηρίζει το διαθέτη. Την υπογραφή αποτελούν το όνομα, το πατρώνυμο και το επίθετο. Κατά κανόνα, υπογραφή πρέπει να τεθεί στο τέλος, κάτω από το κείμενο.
→ Δημόσια διαθήκη: Δημόσια διαθήκη είναι η διαθήκη που συντάσσεται με δήλωση του διαθέτη ενώπιον συμβολαιογράφου και με την παρουσία τριών μαρτύρων ή ενώπιον δύο συμβολαιογράφων και με την παρουσία ενός μάρτυρα.
→ Μυστική διαθήκη: Μυστική διαθήκη είναι η διαθήκη που καταρτίζεται με παράδοση από το διαθέτη προς το συμβολαιογράφο, ενώπιον μαρτύρων, εγγράφου, με τη δήλωση ότι περιέχει την τελευταία του βούληση. Σε αντίθεση με τη δημόσια διαθήκη υπάρχουν δύο έγγραφα: α) το εγχειριζόμενο έγγραφο και β) η πράξη κατάθεσης ή εγχείρισης, που συντάσσει ο συμβολαιογράφος. Τα δύοαυτά έγγραφα αποτελούν τη μυστική διαθήκη.
→ Έκτακτες διαθήκες (άρ. 1749-1762): Συντάσσονται κάτω από ορισμένες εξαιρετικές περιστάσεις. Διακρίνουμε τα εξής είδη έκτακτων διαθηκών: α) «Διαθήκη σε πλοίο»: Ελληνικό, εμπορικό ή πολεμικό, κατά τη διάρκεια ταξιδιού. β) «Διαθήκη σε εκστρατεία»: Εντάσσονται και ανάλογες συνθήκες, όπως είναι ο αποκλεισμός, η πολιορκία, η αιχμαλωσία, κτλ. Τη διαθήκη αυτή μπορούν να συντάξουν μόνο στρατιωτικοί («στρατιωτική διαθήκη»). γ) «Διαθήκη σε αποκλεισμό»: Συντάσσεται από πρόσωπα, που διαμένουν σε αποκλεισμένο τόπο (π.χ. ασθένεια, πόλεμο, κτλ.). Αν περάσουν τρεις μήνεςαπό την ημέρα που έπαψαν να υπάρχουν για το διαθέτη οι έκτακτες περιστάσεις και ο διαθέτης ζει ακόμα, η έκτακτη διαθήκη χάνει την ισχύ της.

4. Προϋποθέσεις εγκυρότητας και περιεχόμενο της διαθήκης
        Η διαθήκη είναι τυπικήδικαιοπραξία, που πρέπει δηλ. να γίνει με τον (έγγραφο) τύπο, που προβλέπει ο νόμος. Ο τύπος είναι συστατικός. Κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης πρέπει να υπάρχει ικανότητα σύνταξηςδιαθήκης. Η διαθήκημπορεί, μεταξύ άλλων, ναπεριέχει:
Εγκατάσταση κληρονόμου, δηλ. ορισμό του προσώπου του ή των (από διαθήκη) κληρονόμων. Ο κληρονόμος από διαθήκη ονομάζεται και «εγκατάστατος». Υποκατάσταση κληρονόμουυπάρχει, όταν ο διαθέτης ορίζει κάποιον (Α) ως κληρονόμο και έναν άλλο (Β), ο οποίος θα γίνει κληρονόμος του, αν ο Α εκπέσει από την κληρονομιά. Ο Α λέγεται εγκατάστατος κληρονόμοςκαι ο Β υποκατάστατος κληρονόμος. Υποκατάστατος μπορεί να ταχθεί και στον εξ αδιαθέτου κληρονόμο, στον καταπιστευματοδόχο και στον κληροδόχο. Ο διαθέτης μπορεί να εγκαταστήσει κληρονόμο υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία ή υπό διαλυτική αίρεση ή προθεσμία. Προβλέπονται ειδικές περιπτώσεις αιρέσεων, όπως είναι π.χ. η αίρεσηαγαμίας, η οποία λογίζεται ότι δεν έχει γραφτεί. Π.χ.: Εγκαθιστώ κληρονόμο μου τον Α, αν δεν παντρευτεί. Αντιθέτως, αίρεση χηρείαςσε διάταξη του ενός συζύγου υπέρ του άλλου είναι ισχυρή. Π.χ.: Ο σύζυγος Α εγκαθιστά κληρονόμο του τη σύζυγό του Σ αν δεν ξαναπαντρευτεί. Αν η Σ ξαναπαντρευτεί θα κρατήσει τη νόμιμη μοίρα και ότι περισσέψει θα πάει στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του Α. Αδύνατες, δελεαστικές, παράνομες ή ανήθικες αιρέσεις θεωρούνται άκυρες.
Εκτελεστή διαθήκης (ένα ή και περισσότερα πρόσωπα), με έργο τη σωστή εκτέλεση των διατάξεων της διαθήκης.
Ρήτρα έκπτωσης, δηλ. διάταξη σύμφωνα με την οποία ο τετιμημένος χάνει (ολικά ή μερικά) τα δικαιώματά του αν συμπεριφερθεί με τρόπο που δεν επιθυμεί ο διαθέτης (π.χ. αν αμφισβητήσει το κύρος της διαθήκης). Είδος ρήτρας έκπτωσης είναι η «σοκίνειος ρήτρα», δηλ. ορισμός του διαθέτη (που αφήνει στο μεριδούχο μερίδιο μεγαλύτερο από τη νόμιμη μοίρα με διάφορους περιορισμούς) σύμφωνα με τον οποίο, αν ο μεριδούχος δεν αποδεχτεί τους περιορισμούς για ολόκληρο το μερίδιο (και για τη νόμιμη μοίρα), τότε θα περιορίζεται στη νόμιμη μοίρα (απαλλαγμένη από τους περιορισμούς). Ο μεριδούχος μπορεί να δεχτεί τους περιορισμούς, οπότε παίρνει ολόκληρο το μερίδιο, ή να πάρει μόνο τη νόμιμη μοίρα χωρίς τους περιορισμούς. Προσαύξησηείναι η αυτοδικαίως επερχόμενηπροσθήκη της μερίδας αυτού που εξέπεσε στη μερίδα των λοιπών κληρονόμων, κατά λόγο της μερίδας καθενός απ’ αυτούς. Έτσι, αν εγκαταστάθηκαν περισσότεροι κληρονόμοι και αποκλείεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή και ένας απ’ αυτούς εξέπεσε πριν ή μετά την επαγωγή, η μερίδα του προσαυξάνει ανάλογα τις μερίδες των υπολοίπων.

5. Ερμηνεία της διαθήκης
        Συχνά προκύπτουν ζητήματα ερμηνείας της διαθήκης. Στην περίπτωση αυτή αναζητάται η πραγματική βούληση του διαθέτη τη στιγμή που συνέταξε τη διαθήκη. Ο ΑΚ περιέχει αρκετούς ερμηνευτικούς κανόνες, όπως είναι π.χ.:
Το άρ. 1790 ΑΚ: Αν ο διαθέτης μνημονεύει στη διαθήκη του, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό τους «εξ αδιαθέτου» ή τους «νόμιμους» κληρονόμους ή τους «συγγενείς» του, θεωρείται ότι κληρονόμοι του είναι εκείνοι, που καλούνται εξ αδιαθέτου κατά το χρόνο επαγωγής της κληρονομιάς, κατά την αναλογία της μερίδας τους.
Το άρ. 1791 ΑΚ: Αν ο διαθέτης μνημόνευσε στη διαθήκη του τον κατιόντα του και αυτός (ο κατιών), για οποιοδήποτε λόγο εκπέσει από την κληρονομιά, σε περίπτωση αμφιβολίας, τη θέση του παίρνουν οι κατιόντες του (εν. του κατιόντος που εξέπεσε), εφόσον θα καλούνταν εξ αδιαθέτου. Ως έκπτωση εννοείται γενικά κάθε λόγος που οδηγεί στη μη κληρονόμηση του διαθέτη από το συγκεκριμένο κατιόντα (π.χ. αποκλήρωση, αποποίηση, κτλ.).
Το άρ. 1792 ΑΚ: Αν ο διαθέτης αφήνει την περιουσία του (ή μέρος της) «υπέρ των φτωχών», χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό, τότε, σε περίπτωση αμφιβολίας, λογίζεται ότι η περιουσία του καταλείπεται στο πτωχοκομείο του δήμουόπου ο διαθέτης έχει την τελευταία του κατοικία ή διαμονή. Αν δεν υπάρχει πτωχοκομείο, τότε η περιουσία περιέρχεται σε άλλο αγαθοεργό κατάστημα του δήμου, που ζούσε ο διαθέτης. Αν δεν υπάρχει ούτε πτωχοκομείο ούτε άλλο αγαθοεργό κατάστημα η περιουσία περιέρχεται στο ταμείο του δήμουκαι δαπανάται υπέρ των φτωχών.
Το άρ. 1801 παρ. 1 ΑΚ: Αν έχει εγκατασταθεί μόνο ένας κληρονόμος σε περιορισμένο όμως ποσοστό της κληρονομιάς, ως προς το υπόλοιπο μέρος επέρχεται η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή. Π.χ.Ο Κ ορίζει στη διαθήκη του ότι επιθυμεί κληρονόμος του 50% της περιουσίας του να είναι ο αδελφός του Α. Το υπόλοιπο 50% ερμηνευτικά προκύπτει ότι θα κληρονομηθεί από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του.
Τοάρ. 1803 ΑΚ: Αν καθένας από τους κληρονόμους κληρονομεί ορισμένο ποσοστό και τα ποσοστά αυτά (όλα μαζί) υπερβαίνουν την κληρονομιά, τότε χωρεί ανάλογη μείωσή τους.
Το άρ. 1804 ΑΚ: Αν εγκαταστάθηκαν περισσότεροι κληρονόμοι, χωρίς να προσδιοριστούν οι μερίδες τους, λογίζονται όλοι ότι εγκαταστάθηκαν ισομερώς.

6. Άκυρη και ακυρώσιμη διαθήκη
        Άκυρηείναι η διαθήκη, όταν λόγω κάποιου ελαττώματος δεν παράγει νομικά αποτελέσματα. Η ακυρότητα της διαθήκης είναι απόλυτη και δεν είναι δυνατή ίαση της ακυρότητας (δηλ. ο διαθέτης πρέπει να συντάξει νέα έγκυρη διαθήκη). Αρχική ακυρότητα της διαθήκης υπάρχει στις εξής περιπτώσεις: α) αν ο διαθέτης ήταν ανίκανος για σύνταξη διαθήκης, β) αν δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις για τη σύνταξή της, γ) αν υπάρχει τέτοια ασάφεια ώστε να μην μπορεί να συναχθεί η πραγματική βούληση του διαθέτη, δ) αν το περιεχόμενό της είναι αντίθετο στο νόμο ή στην ηθική (δηλ. αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη), ε) αν το περιεχόμενό της εξαρτάται από τη γνώμη  τρίτου προσώπου ή αν ο διαθέτης αναθέτει σε τρίτο πρόσωπο να προσδιορίσει είτε το πρόσωπο του τετιμημένου είτε το πράγμα που καταλείπεται (π.χ.: εγκαθιστώ κληρονόμο μου τον Α αν το επιθυμεί η σύζυγός μου).
        Ακυρώσιμηείναι η διαθήκη όταν έχει συνταχθεί νομότυπα, αλλά μπορεί να προσβληθεί από τρίτο πρόσωπο και ειδικότερα σε περιπτώσεις ακούσιας διάστασης μεταξύ βούλησης και δήλωσης της βούλησης. Η διαθήκη παράγει έννομα αποτελέσματα, που μπορούν όμως να προσβληθούν και να ακυρωθούν με δικαστική απόφαση. Οι λόγοι που καθιστούν τη διαθήκη ακυρώσιμη είναι οι εξής:
Αν παραλείφθηκε μεριδούχος.
Αν η διαθήκη είναι προϊόν απειλής (η απειλή πρέπει να είναι ικανή να εμπνεύσει φόβο σε έμφρονα άνθρωπο), απάτης (χωρίς την οποία ο διαθέτης δε θα προέβαινε στη συγκεκριμένη διάταξη) ή πλάνης. Ειδικά στις διαθήκεςκαι, σε αντίθεση με ότι ισχύει γενικώς για τις δικαιοπραξίες, η πλάνη ως προς τα παραγωγικά αίτια της βούλησηςέχει ακυρωτική ενέργεια. Π.χ.Ο Κ που πιστεύει ότι η κόρη του, που ήταν εγκατεστημένη στο εξωτερικό έχει πεθάνει, γράφει στη διαθήκη του: «εφόσον η κόρη μου, που ζούσε χρόνια στο εξωτερικό έχει αποβιώσει, αφήνω όλη την περιουσία μου στο κοινωφελές ίδρυμα Χ». Αν, μετά το θάνατο του Κ, εμφανιστεί η κόρη του, αυτή μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της διαθήκης του Κ. Τούτο επειδή, όπως προκύπτει από το κείμενο της διαθήκης, ο Κ δε θα εγκαθιστούσε κληρονόμο του το ίδρυμα Χ, αν ήξερε κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης ότι η κόρη του ζει.
Η διάταξη σε διαθήκη του κληρονομουμένου υπέρ του συζύγουτου, αν ο μεταξύ τους γάμος είναι άκυρος ή λύθηκε όσο ζούσε ο διαθέτης ή αν ο διαθέτης, έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου, είχε ασκήσει την αγωγή διαζυγίουκατά του συζύγου του.

7. Ανάκληση και δημοσίευση της διαθήκης
Ανάκληση της διαθήκηςσημαίνει άρση του κύρους της διαθήκης με πράξη του διαθέτη. Μπορεί να γίνει μόνο από τον ίδιο το διαθέτη προσωπικά, ρητά ή σιωπηρά, ολικά ή μερικά. Γενικοί τρόποι ανάκλησηςείναι: α) μεταγενέστερη διαθήκη, β) δήλωση σε συμβολαιογράφο, με την παρουσία τριών μαρτύρων. Ειδικοί τρόποιανάκλησης ισχύουν για την ιδιόγραφη και για τη μυστική διαθήκη.
Δημοσίευση: Η διαθήκη, μετά το θάνατο του διαθέτη, δημοσιεύεταιαπό το αρμόδιο δικαστήριο ή από την αρμόδια προξενική αρχή, για να γίνει επίσημο το περιεχόμενό της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15
Η ΕΞ ΑΔΙΑΘΕΤΟΥ ΔΙΑΔΟΧΗ

1. Χαρακτηριστικά
Έννοια: Κληρονομική διαδοχή «εξ αδιαθέτου»είναι η διαδοχή που χωρεί «εκ του νόμου», εφόσον δε χωρεί κληρονομιά από διαθήκη. Έχει ως βάση τις γενεές ή τάξεις (όχι τη συγγένεια). Ο ΑΚ θεσπίζει σειρά προτεραιότητας στην κληρονομιά και ορίζει έξι (6) τάξεις (γενεές), από τις οποίες η προηγούμενη αποκλείει την επόμενη (άρ. 1813 επ. ΑΚ).
Προϋποθέσεις: Κληρονομική διαδοχή εξ αδιαθέτου χωρεί όταν δεν υπάρχει έγκυρη διαθήκηή όταν για κάποιο λόγο ματαιώθηκε η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή. Αν οι προϋποθέσεις αυτές αναφέρονται σε ολόκληρη την κληρονομική περιουσία, έχουμε μόνο διαδοχή εξ αδιαθέτου. Αν οι προϋποθέσεις αυτές αναφέρονται σε μέρος μόνο της κληρονομικής περιουσίας, έχουμε συρροή εξ αδιαθέτου και εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή.
Γενεές και ρίζες: Για τον καθορισμό της σειράς προτεραιότητας μεταξύ των συγγενών δε λαμβάνεται ως βάση ο βαθμός συγγενείας με τον κληρονομούμενο, αλλά η γενεά. Με βάση το σύστημα του ΑΚ, υπάρχουν τέσσερις γενεές. Η πρώτη γενεάέχει ως αρχηγό τον κληρονομούμενο και περιλαμβάνει τους κατιόντες του (τέκνα, εγγόνια, δισέγγονα, κ.ο.κ.). Η δεύτερη γενεάέχει ως αρχηγούς τους γονείς του κληρονομουμένου, η τρίτη γενεάτους παππούδες και τις γιαγιάδες του κληρονομουμένου και η τέταρτη γενεάτους προπαππούδες και τις προγιαγιάδες. Η προηγούμενη γενεά αποκλείει από την κληρονομιά την επόμενη (π.χ. η πρώτη αποκλείει τη δεύτερη, κ.ο.κ.). Μέσα στην ίδια γενεά, οι στενότεροι συγγενείς του κληρονομουμένου αποκλείουν τους απώτερους συγγενείς της ίδιας ρίζας. Κάθε γενεά μπορεί να υποδιαιρεθεί σε ρίζες. Η ρίζα περιλαμβάνει ένα μέλος της γενεάς (ως αρχηγό) και όλους του κατιόντες του. Η ρίζα μπορεί, επίσης, να υποδιαιρεθεί σε μερικότερες ρίζες, με αρχηγό ένα μέλος της ρίζας και μέλη όλους τους κατιόντες του κ.ο.κ. π.χ. κάθε τέκνο του κληρονομουμένου είναι αρχηγός της δικής του ρίζας. Οι ρίζες έχουν σημασία για την κληρονομική διαδοχή μόνο στις τρεις πρώτες γενεές. Π.χ.Πεθαίνοντας ο Κ άφησε τρία παιδιά τον Α, τον Β και τον Γ. Οι Α, Β και Γ, ως κατιόντες του Κ, αποτελούν μέλη της γενεάς που έχει ως αρχηγό τον Κ (γενεά του κληρονομούμενου). Αυτή καθαυτή η γενεά του Κ υποδιαιρείται σε τρεις ρίζες (όσα και τα παιδιά του), τη ρίζα του Α, τη ρίζα του Β και τη ρίζα του Γ. Όπως έχει ήδη επισημανθεί, μέσα στην ίδια ρίζα, ο εγγύτερος συγγενής του κληρονομουμένου αποκλείει τον απώτερο. Π.χ.Αν μετά το θάνατο του Κ υπάρχουν ο γιος του Α και ο εγγονός του Β (γιος του Α), η περιουσία επάγεται μόνο στον Α (συγγενής α’ βαθμού) και όχι στον Β (συγγενής β’ βαθμού).
Τάξεις της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής και σειρά προτεραιότητας: Με βάση τις γενεές ρυθμίζεται η σειρά προτεραιότητας με την οποία οι εξ αίματος συγγενείς του κληρονομουμένου καλούνται στην κληρονομιά. Η σειρά προτεραιότητας στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή έχει, συνεπώς, έξι τάξεις. Από τις τάξεις αυτές, η προηγούμενη αποκλείει από την κληρονομιά την επόμενη. Οι τέσσερις πρώτες τάξεις αντιστοιχούν στις τέσσερις γενεές. Μαζί με τους συγγενείς κληρονόμους των τάξεων αυτών κληρονομεί πάντοτε, όταν υπάρχει, και ο σύζυγος (ή ο σύντροφος) του κληρονομουμένου. Η μερίδα του συζύγου (ή συντρόφου) είναι ένα πάγιο ποσοστό της κληρονομιάς, μικρότερο (1/4) όταν κληρονομεί με την πρώτη τάξη, μεγαλύτερο (1/2) όταν κληρονομεί με τις άλλες τρεις. Στην πέμπτη τάξη κληρονομεί μόνο ο σύζυγος του κληρονομουμένου. Στην έκτη τάξη κληρονομεί το δημόσιο. Για να διαδεχθεί η επόμενη τάξη την προηγούμενη στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, πρέπει να μην υπάρχει έστω και ένα μέλος της προηγούμενης τάξηςπου να γίνεται κληρονόμος. Η ανυπαρξία κληρονόμου από την προηγούμενη τάξη μπορεί να οφείλεται σε οποιοδήποτε λόγο (π.χ. πραγματική ανυπαρξία, έκπτωση, κτλ). Αν δεν υπάρχουν κληρονόμοι από τις προηγούμενες πέντε τάξεις, το Δημόσιο γίνεται οπωσδήποτε κληρονόμος. Διαδοχή κατά ρίζες ή διαδοχή βαθμώνμπορεί να υπάρξει μόνο μέσα στην ίδια τάξη και μόνο στις τρεις πρώτες τάξεις. Όταν ο αρχηγός της ρίζας δε γίνεται, για οποιοδήποτε λόγο, κληρονόμος, το μερίδιό του περιέρχεται στους κατιόντες του (κατά σειρά προτεραιότητας στους κατιόντες πρώτου βαθμού, δεύτερου βαθμού, κ.ο.κ.).

2. Οι επι μέρους τάξεις της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής

2.1. Η πρώτη τάξη
Η πρώτη τάξηαποτελείται από τους κατιόντεςτου κληρονομουμένου, χωρίς κανένα περιορισμό ως προς το βαθμό συγγενείας, δηλ. παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, κτλ., δηλ. οι κατιόντες του κληρονομουμένου καλούνται απεριόριστα. Μαζί με τους κατιόντες της πρώτης τάξης κληρονομεί, όταν υπάρχει, και ο σύζυγος (ή ο σύντροφος) του κληρονομουμένου το ¼της κληρονομιαίας περιουσίας, που παίρνει και το «εξαίρετο». Συνεπώς, όταν υπάρχει σύζυγος (ή σύντροφος) οι κατιόντες κληρονομούν τα ¾ μειωμένο κατά το εξαίρετο. Όταν δεν υπάρχει σύζυγος, οι κατιόντες κληρονομούν ολόκληρη την περιουσία.
Τη διαδοχή στην πρώτη τάξη διέπουν, ιδίως, οι εξής αρχές:
Κάθε κατιών αποκλείει από την κληρονομιά τους δικούς του κατιόντες. Δηλαδή, κάθε κατιών του κληρονομουμένου αποκλείει από την κληρονομιά όλους τους δικούς του κατιόντες (τη «ρίζα» του), αλλά δεν αποκλείει από την κληρονομιά τους κατιόντες άλλου κατιόντος (άλλης «ρίζας»). Π.χ.Μετά το θάνατο του Κ βρέθηκαν μοναδικοί κληρονόμοι του ο γιος του Α, ο εγγονός του Β (γιος το Α) και η εγγονή του Γ (κόρη του Δ, γιου του Κ, που έχει πεθάνει). Στην περίπτωση αυτή υπάρχουν δύο ρίζες: α) αυτή του Α και β) αυτή του πεθαμένου αδελφού του Δ. Στην πρώτη ρίζα ο Α, ως συγγενής α’ βαθμού με τον Κ (εγγύτερος), αποκλείει τον Β που είναι συγγενής β’ βαθμού με τον Κ και βρίσκεται στην ίδια ρίζα. Δεν αποκλείεται, όμως, και η Γ, παρόλο που είναι και αυτή συγγενής β’ βαθμού με τον Κ, επειδή ανήκει σε άλλη ρίζα (τη ρίζα του Δ). Συνεπώς, την περιουσία θα μοιραστούν εξίσου ο Α με την Γ.
Αν ο κατιών ζει κατά την επαγωγή, αλλά ο κληρονομούμενος τον έχει περιορίσει (π.χ. με διαθήκη) στη νόμιμη μοίρα, στο υπόλοιπο της εξ αδιαθέτου μερίδας (μετά την αφαίρεση της νόμιμης μοίρας) υπεισέρχονται οι κατιόντες του περιορισθέντος στη νόμιμη μοίρα κατιόντος. Π.χ.Ο Κ άφησε διαθήκη που όριζε μόνο ότι περιορίζει το γιο του Α στη νόμιμη μοίρα. Μετά το θάνατό του βρέθηκαν οι γιοί του Α και Β και ο εγγονός του Ε (γιος του Α). Υπάρχουν, συνεπώς, δύο ρίζες: α) η ρίζα του Α στην οποία αντιστοιχεί το ½ της κληρονομιάς και β) η ρίζα του Β στην οποία αντιστοιχεί το υπόλοιπο ½ της κληρονομιάς. Ο Α, όμως, περιορίστηκε στη νόμιμη μοίρα, που συνίσταται στο 50% της εξ αδιαθέτου μερίδας. Έτσι, ο Α θα πάρει το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας (1/2:2), δηλ. το ¼ της κληρονομιάς. Το υπόλοιπο ¼ της εξ αδιαθέτου μερίδας του Α περιέρχεται στο γιο του Ε (εγγονό του Κ).
Οι κατιόντες πρώτου βαθμού (τέκνα-αρχηγοί ριζών) κληρονομούν κατά ισομοιρία, δηλαδή παίρνουν ίσο μερίδιο από την κληρονομιά. Οι απώτεροι κατιόντες (εγγόνια, δισέγγονα, κτλ.) κληρονομούν κατά «ρίζες», δηλαδή στους εγγονούς πηγαίνει κατά ισομοιρία το κληρονομικό μερίδιο που θα έπαιρνε ο γονιός τους (το τέκνο του κληρονομουμένου) αν κληρονομούσε, στους δισεγγόνους του κληρονομουμένου πηγαίνει κατά ισομοιρία το μερίδιο που θα έπαιρνε ο γονιός τους (εγγονός του κληρονομουμένου), αν κληρονομούσε κ.ο.κ. Π.χ.Ο Κ άφησε τρεις γιούς (Α, Β, Γ). Το κληρονομικό τους μερίδιο είναι από 1/3 του καθενός. Στην περίπτωση που κάποιος από τους γιους εκπέσει από την κληρονομιά χωρεί διαδοχή κατά ρίζες. Έτσι, αν, π.χ., εκπέσει ο Α και έχει δυο παιδιά, το μερίδιό του (το 1/3) θα μοιραστεί σε ίσα μέρη στα παιδιά του, οπότε το καθένα θα πάρει από (1/3:2) 1/6 της κληρονομιάς.
Προσαύξηση στους ομόρριζους: Αν ένας από τους απώτερους κατιόντες του κληρονομουμένου εκπέσει από την κληρονομιά χωρίς να αφήσει κατιόντες κληρονόμους, το μερίδιό του πηγαίνει κατά ισομοιρία στα άλλα μέλη της ίδιας ρίζας. Π.χ.Τον Κ κληρονομούν ο γιος του Α και τα εγγόνια του Γ και Δ (γιοι του πεθαμένου γιου του Κ, του Ε). Συνεπώς, ο Κ κληρονομείται από το γιο του Α και το γιο του Ε. Στη θέση του Ε, που εξέπεσε από την κληρονομιά, καλούνται οι γιοι του Γ και Δ (διαδοχή βαθμών). Αν εκπέσει από την κληρονομιά ο Γ, τότε η μερίδα του θα προσαυξήσει τη μερίδα του ομόρριζου (του Γ) Δ και όχι τη μερίδα του Α, ο οποίος ανήκει σε άλλη ρίζα.
Προσαύξηση σε όλους τους συγκληρονόμους: Αν ένα από τα τέκνα του κληρονομουμένου δε γίνει για οποιοδήποτε λόγο κληρονόμος και δεν αφήσει κατιόντες κληρονόμους, το μερίδιό του πηγαίνει στα άλλα τέκνα του κληρονομουμένου κατά ισομοιρία. Αν ένας από τους απώτερους κατιόντες του κληρονομουμένου δε γίνει για οποιοδήποτε λόγο κληρονόμος και δεν αφήσει κατιόντες κληρονόμους, το μερίδιό του πηγαίνει κατά ισομοιρία στις άλλες ρίζες της ίδιας γενεάς και οι ομόρριζοι παίρνουν από το μερίδιο αυτό της ρίζας τους ίσα μερίδια. Π.χ.Στο αμέσως πιο πάνω παράδειγμα, αν είχαν εκπέσει και ο Γ και ο Δ, τότε το μερίδιό τους θα πήγαινε στον Α (δηλ. στην άλλη ρίζα).
        Συνεπώς, με βάση τα παραπάνω, προηγείται η διαδοχή κατά ρίζες. Αν δε χωρήσει αυτή, χωρεί προσαύξηση στους ομόρριζους και αν δε χωρήσει κι αυτή, χωρεί προσαύξηση σε όλους τους συγκληρονόμους.

2.2. Η δεύτερη τάξη
Αν δεν υπάρχουν συγγενείς της πρώτης τάξης, καλούνται οι κληρονόμοι της δεύτερης τάξης. Στη δεύτερη τάξηκαλούνται μαζί οι γονείςτου κληρονομουμένου, οι αδελφοί, καθώς και τα τέκνα και έγγονοι αδελφώνπου έχουν πεθάνει πριν από αυτόν. Στη δεύτερη τάξη κληρονομεί και ο σύζυγος (ή σύντροφος) του κληρονομουμένου, το ½ της κληρονομιάς, ο οποίος, εκτός από το μερίδιο αυτό, παίρνει και το «εξαίρετο». Συνεπώς, όταν υπάρχει σύζυγος (ή σύντροφος), οι συγγενείς του κληρονομουμένου κληρονομούν το ½ της κληρονομιάς μειωμένο κατά το εξαίρετο. Όταν δεν υπάρχει σύζυγος, οι συγγενείς κληρονομούν ολόκληρη την περιουσία.
Τη διαδοχή στη δεύτερη τάξη διέπουν, ιδίως, οι εξής αρχές:
Γονείςκαιαδελφοίκληρονομούν κατάισομοιρία, κατά τον αριθμό των προσώπων.
Προτεραιότητα των αδελφών έναντι των τέκνων τους - όχι όμως και έναντι των τέκνων άλλων αδελφών.
Προτεραιότητα τέκνων αδελφώνέναντι των τέκνων τους - όχι όμως και έναντι των τέκνων άλλων τέκνων.
Τα τέκνακαι οι εγγονοί των αδελφών κληρονομούν κατά ρίζες. Διαδοχή κατά ρίζες υπάρχει μόνο ως προς το μερίδιο των αδελφών και των τέκνων αδελφών.
Προσαύξηση στους ομόρριζους: Υπάρχει στις περιπτώσεις που κληρονομούν τέκνα αδελφών ή εγγονοί αδελφών.
Προσαύξηση στους συγκληρονόμους: Υπάρχει σε όλες τις περιπτώσεις που εκπίπτει ένας κληρονόμος της δεύτερης τάξης και δε χωρεί ως προς το μερίδιό του ούτε διαδοχή κατά ρίζες ούτε προσαύξηση σε ομόρριζους. Η προσαύξηση γίνεται ισομερώς.
Οι ετεροθαλείς αδελφοί, όταν συντρέχουν με γονείς ή με αμφιθαλείς αδελφούς ή με τέκνα ή εγγόνια τους, λαμβάνουν το μισό της μερίδας που ανήκει στους αμφιθαλείς. Το μισό, επίσης, λαμβάνουν και τα τέκνα ή τα εγγόνια προαποβιωσάντων ετεροθαλών αδελφών.

2.3. Η τρίτη τάξη
Στην τρίτη τάξηκληρονομούν οι συγγενείς της τρίτης γενεάς, δηλ.: α) οι παππούδεςκαι οι γιαγιάδεςτου κληρονομουμένου (από την πατρική και από τη μητρική πλευρά) και β) από τους κατιόντες τους τα παιδιά τους (δηλ. θείοι, συγγενείς τρίτου βαθμού εκ πλαγίου του κληρονομουμένου) και οι εγγονοί τους (δηλ. πρωτοξάδελφοι, συγγενείς τέταρτου βαθμού εκ πλαγίου του κληρονομουμένου). Μαζί τους κληρονομεί και ο σύζυγοςτου κληρονομουμένου, το ½ της κληρονομιάς και το «εξαίρετο».
Τη διαδοχή στην τρίτη τάξη διέπουν, ιδίως, οι εξής αρχές:
Προτεραιότητα παππού και γιαγιάς, που αποκλείουν τους κατιόντεςτους και κληρονομούν κατά ισομοιρία (έτσι παίρνουν από ¼ της κληρονομιάς ο καθένας).
Προτεραιότητα τέκνων παππού και γιαγιάς έναντι εγγονών της ίδιας ρίζας.
Οικατιόντες του παππού και της γιαγιάς κληρονομούν κατά ρίζες. Διαδοχή κατά ρίζες υπάρχει μόνο ως προς το μερίδιο του παππού ή της γιαγιάς και των τέκνων τους.
Προσαύξηση στους ομόρριζουςέχουμε στις περιπτώσεις που κληρονομούν τέκνα παππού ή γιαγιάς ή εγγόνια τους.
Προσαύξηση στους ομόγραμμουςέχουμε στην περίπτωση, κατά την οποία ο παππούς ή η γιαγιά από την πατρική ή από τη μητρική γραμμή, καθώς και οι κατιόντες (του ή της) δεν μπορούν (για οποιοδήποτε λόγο) να κληρονομήσουν, οπότε το μερίδιό (του ή της) πηγαίνει στη γιαγιά (ή στον παππού) της ίδιας γραμμής (ή, αν αυτοί δεν μπορούν να κληρονομήσουν, στους κατιόντες τους).
Π.χ.Αν ο Κ πέθανε και βρέθηκαν ως κοντινότεροι συγγενείς του ο παππούς του Π και η γιαγιά του Γ από τη γραμμή του πατέρα του, κληρονομούν ισομερώς (1/2 ο καθένας). Αν δε ζει η γιαγιά του Κ, αλλά υπάρχει ο γιος της Α (θείος του Κ), θα λάβει αυτός τη μερίδα της Γ. Αν η Γ δεν έχει κατιόντες, τότε η μερίδα της περιέρχεται στον Π. Αν δε ζούσε ούτε ο Π, αλλά είχε κατιόντες, η μερίδα περιέρχεται σ’ αυτούς. (Στην περίπτωση αυτή εννοείται πως οι κατιόντες του Π δεν έχουν αποκτηθεί από το γάμο του με τη Γ, αλλά είναι από άλλο γάμο). Και στην περίπτωση της διαδοχής αυτής δεν ισχύει ο περιορισμός της κληρονομικής μερίδας των ετεροθαλών αδελφώνσε σχέση με τους αμφιθαλείς.
Προσαύξηση στους συγκληρονόμουςέχουμε στην περίπτωση, κατά την οποία ο παππούς ή η γιαγιά της μιας γραμμής (π.χ. της πατρικής) δεν μπορούν να κληρονομήσουν και δεν έχουν κατιόντες (ή οι κατιόντες τους δεν μπορούν να κληρονομήσουν), οπότε τα μερίδιά τους πηγαίνουν κατά ισομοιρία στον παππού και στη γιαγιά της άλλης γραμμής (της μητρικής ή στους κατιόντες τους).
        Με βάση τα παραπάνω, προηγείται η διαδοχή κατά ρίζες, ακολουθεί η προσαύξηση στους ομόρριζους, ακολουθεί η προσαύξηση στους ομόγραμμους και τέλος, χωρεί η προσαύξηση στους συγκληρονόμους.

2.4. Οι υπόλοιπες τάξεις
Στην τέταρτη τάξηκληρονομούν οι συγγενείς της τέταρτης γενεάς, δηλ. οι προπαππούδεςκαι οι προγιαγιάδεςτου κληρονομουμένου (ανιόντες τρίτου βαθμού). Κληρονομούν σε ίσα μερίδια, ανεξάρτητα αν ανήκουν σε ίδια ή σε διαφορετικές γραμμές. Άλλοι συγγενείς δεν κληρονομούν στη τέταρτη τάξη. Στην τέταρτη τάξη δε γίνεται διάκριση γραμμής. Έτσι, όσοι από τους προπαππούδες και τις προγιαγιάδες μπορούν να κληρονομήσουν, κληρονομούν ισομερώς. Αν ένας από τους συγγενείς της τέταρτης τάξης δεν μπορεί να κληρονομήσει (για οποιοδήποτε λόγο), η μερίδα του προσαυξάνει ισομερώς στους υπόλοιπους συγγενείς κληρονόμους.Μαζί τους κληρονομεί και ο σύζυγοςτου κληρονομουμένου, το ½ της κληρονομιάς και το «εξαίρετο».
Στη πέμπτη τάξη, δηλ. όταν δεν υπάρχουν κληρονόμοι συγγενείς ούτε της τέταρτης τάξης, όλη η κληρονομιά πηγαίνει στο σύζυγο (ή σύντροφο).
Στην έκτη τάξη, δηλ. όταν δεν υπάρχουν ούτε συγγενείς ούτε σύζυγος (ή σύντροφος) που μπορούν να κληρονομήσουν, όλη η κληρονομιά πηγαίνει στο Δημόσιο, το οποίο δεν μπορεί να αποποιηθεί, γίνεται όμως κληρονόμος πάντοτεμε το ευεργέτημα της απογραφής. Έτσι αποκλείεται περίπτωση αδέσποτης κληρονομιάς.

2.5. Το κληρονομικό δικαίωμα του συζύγου
Όταν ο επιζών σύζυγος (ή σύντροφος) κληρονομεί μαζί με τους συγγενείς του κληρονομουμένου, παίρνει: στηνπρώτη τάξη το ¼της κληρονομιάς, στις άλλες τρεις τάξεις το ½της κληρονομιάς, καθώς και το «εξαίρετο». Τα ποσοστά αυτά είναι πάγια και έτσι δεν μπορεί να γίνει λόγος για προσαύξηση στη μερίδα του συζύγου. Στην πέμπτη τάξηο σύζυγος παίρνει ολόκληρη την κληρονομιά. Για να έχει κληρονομικό δικαίωμα ο σύζυγος πρέπει: α) να υπάρχει γάμος (νόμιμος και έγκυρος) ή σύμφωνο συμβίωσης κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου και β) ο κληρονομούμενος, έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου, να μην είχε ασκήσει αγωγή διαζυγίουκατά του συζύγου του.
Το εξαίρετοπεριλαμβάνει διάφορα οικιακά αντικείμενα, δηλ. αντικείμενα (κινητά) που χρησιμεύουν για την κοινή οικιακή οικονομία των συζύγων (κοινές οικιακές ανάγκες των δύο συζύγων ή μόνο του κληρονόμου συζύγου), όπως είναι π.χ. έπιπλα, σκεύη, ενδύματα, κτλ. Την καθιέρωση του εξαιρέτου επιβάλλει βασικά η ευπρέπεια. Δεν περιλαμβάνονταιστο εξαίρετο: α) αντικείμενα που χρησιμοποιούσε μόνο ο σύζυγος που πέθανε, β) διάφορες συλλογές (π.χ. γραμματοσήμων, πινάκων, νομισμάτων, κτλ.), που δεν υπάγονται στα οικιακά αντικείμενα, γ) χρεόγραφα, μετοχές και πιστωτικοί τίτλοι. Προϋπόθεση για να πάρει το εξαίρετο ο επιζών σύζυγος είναι να κληρονομεί εξ αδιαθέτου με τους συγγενείς μιας από τις τέσσερις τάξεις. Ανο σύζυγος (ή σύντροφος) αποποιηθείτην κληρονομιά δε δικαιούται ούτε το εξαίρετο. Αντιθέτως, αν αποδεχτεί την κληρονομιά, μπορεί να αποποιηθεί το εξαίρετο.
        Στην περίπτωση που εκπέσει από την κληρονομιά κάποιος από τους συγκληρονόμους του συζύγου, η μερίδα του δεν προσαυξάνει τη μερίδα του συζύγου ή συντρόφου με σύμφωνο συμβίωσης. Η προσαύξηση χωρεί μόνο για τις μερίδες των υπόλοιπων συγκληρονόμων. Π.χ.Μετά το θάνατο του Κ καλούνται, ως κληρονόμοι πρώτης τάξης, τα παιδιά του Α και Β και η σύζυγός του Σ. Η Σ στην πρώτη τάξη θα λάβει το ¼ της κληρονομιάς και το εξαίρετο. Τα υπόλοιπα ¾ μοιράζονται σους Α και Β (από 3/8 ο καθένας). Στην περίπτωση που αποποιήθηκε την κληρονομιά ο Α, η μερίδα του (3/8) δεν προσαυξάνει τη μερίδα της Σ, που παραμένει στο ¼. Η μερίδα του Α προσαυξάνει τη μερίδα του συγκληρονόμου Β, ο οποίος τελικά θα λάβει τα ¾ της κληρονομιάς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16
ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ (ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ)

1. Έννοια και φύση νόμιμης μοίρας
Νόμιμη μοίραλέγεται ένα ορισμένο ποσοστό κληρονομιάς, που αναγνωρίζεται υποχρεωτικά υπέρ ορισμένων στενών συγγενών του κληρονομουμένου (κατιόντων, γονέων, συζύγου) και όταν ακόμα δεν το θέλει ο κληρονομούμενος(άρ. 1825 επ. ΑΚ). Γι’ αυτό η κληρονομική αυτή διαδοχή ονομάζεται αναγκαστική, το μερίδιο που παίρνουν με τη διαδοχή αυτή οι κληρονόμοι, ονομάζεται νόμιμη μοίρα, αφού ορίζεται άμεσα από το νόμο και οι κληρονόμοι ονομάζονται αναγκαίοι κληρονόμοι (μπορούν, ωστόσο, να αποποιηθούν την κληρονομιά) ή νόμιμοι μεριδούχοιή μεριδούχοι. Ο περιορισμός στην ελευθερία διάθεσης του κληρονομουμένου δικαιολογείται από: α) την ανάγκη προστασίας της οικογενείας του κληρονομουμένου και β) το ηθικό καθήκον του κληρονομουμένου απέναντι στους νόμιμους μεριδούχους.
Σχετικά με τη φύση του δικαιώματος, ο ΑΚ ορίζει ότι κατά το ποσοστό που αναλογεί στο μεριδούχο, ο μεριδούχος αυτός συντρέχει ως κληρονόμος (άμεσος διάδοχος του κληρονομουμένου). Έτσι, εφαρμόζονται σχετικά μ’αυτόν οι διατάξεις, που εφαρμόζονται για κάθε κληρονόμο (επαγωγή, συμμετοχή στα χρέη της κληρονομιάς, αποποίηση, κτλ.). Έτσι, ο μεριδούχος έχει άμεσο κληρονομικό δικαίωμα για το ποσοστό της νόμιμης μοίρας. Το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας δημιουργείται με το θάνατο του κληρονομουμένου. Συνεπώς, στο μεριδούχο, ως κληρονόμο επάγεται (και αυτός αποκτά) το ποσοστό της κληρονομιάς που του αναλογεί.

2. Προϋποθέσεις της αναγκαστικής διαδοχής
Συχνά, η αναγκαστική διαδοχή συντρέχει με διαδοχή από διαθήκη. Ο κληρονομούμενος αφήνει με τη διαθήκη του όλη την περιουσία του σε άλλα πρόσωπα και όχι στους κατιόντες, το σύζυγο (ή σύντροφο) ή τους γονείς του, ή αφήνει στους αναγκαίους κληρονόμους του μέρος από την περιουσία του που είναι μικρότερο από τη νόμιμη μοίρα, ενώ αφήνει την υπόλοιπη κληρονομιά σε τρίτους. Σε άλλες περιπτώσεις, η αναγκαστική διαδοχή χωρεί παράλληλα με την εξ αδιαθέτου διαδοχή (π.χ.όταν ο κληρονόμος με άστοργες δωρεές άφησε τόσο μικρή περιουσία, ώστε οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του νη μην μπορούν να πάρουν ούτε τη νόμιμη μοίρα), ενώ είναι δυνατόν η αναγκαστική διαδοχή να χωρεί παράλληλα τόσο με διαδοχή από διαθήκη όσο και με διαδοχή εξ αδιαθέτου (όταν π.χ.ο κληρονομούμενος άφησε με διαθήκη σε τρίτους τόσο μεγάλο μέρος της κληρονομιάς, ώστε το υπόλοιπο που περιέρχεται στους μεριδούχους με βάση την εξ αδιαθέτου διαδοχή να μην καλύπτει τη νόμιμη μοίρα). Π.χ.Ο Κ είχε τρία παιδιά (Α, Β, Γ). Λίγο καιρό πριν πεθάνει δωρίζει τα ¾ της περιουσίας του στον τρίτο Ε με αποτέλεσμα, μετά το θάνατο του Κ, το υπόλοιπο της κληρονομιάς να μην επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα των Α, Β, και Γ. Στην περίπτωση αυτή, η δωρεά του Κ προς τον Ε υπόκειται σε μέμψηγια να συμπληρωθεί το ποσοστό της νόμιμης μοίρας των μεριδούχων.

3. Τάξεις αναγκαίων κληρονόμων
Υπάρχουν δύο (2) τάξεις αναγκαίων κληρονόμων. Στην πρώτη τάξηανήκουν οι κατιόντες: από αυτούς, ο εγγύτερος αποκλείει από τη νόμιμη μοίρα τον απώτερο. Στη δεύτερη τάξηανήκουν οι γονείς, οι οποίοι γίνονται αναγκαίοι κληρονόμοι, όταν δεν υπάρχουν (αναγκαίοι ή εξ αδιαθέτου) συγγενείς κληρονόμοι από την πρώτη τάξη.  Ο σύζυγοςγίνεται πάντα αναγκαίος κληρονόμος και στην πρώτη και στη δεύτερη τάξη. Διαδοχή κατά ρίζεςέχουμε μόνο στην πρώτη τάξητων αναγκαίων κληρονόμων, ενώ διαδοχή τάξεων έχουμε μόνο αν δεν υπάρχουν για οποιοδήποτε λόγο, συγγενείς αναγκαίοι ή εξ αδιαθέτου κληρονόμοι από την πρώτη τάξη.

4. Ποσοστό της νόμιμης μοίρας
Η νόμιμη μοίρα είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας. Δηλαδή, βάση για τον προσδιορισμό της νόμιμης μοίρας αποτελεί το υποθετικό εξ αδιαθέτου μερίδιο που θα έπαιρνε ο αναγκαίος κληρονόμος αν γινόταν κληρονόμος εξ αδιαθέτου. Π.χ.: Ο κληρονομούμενος Κ είχε γυναίκα (Γ) και δυο παιδιά (Α και Β) και άφησε όλη την κληρονομιά στον Χ. Η νόμιμη μοίρα των αναγκαίων κληρονόμων θα είναι της (Γ) το 1/8, του Α τα 3/16 και του Β τα 3/16. Στο ποσοστό αυτό ο μεριδούχος συντρέχει ως κληρονόμος. Δηλ. για να υπολογίσουμε τη νόμιμη μοίρα, πρέπει κατ’ αρχάς να βρούμε την εξ αδιαθέτου μερίδα όλων των κληρονόμων. Για να προσδιοριστείη εξ αδιαθέτου μερίδα επί της οποίας οφείλεται η νόμιμη μοίρα συναριθμούνται όσοι αποκληρώθηκαν με τη διαθήκη ή αποποιήθηκαν την κληρονομιά ή κηρύχτηκαν ανάξιοι.

5. Διαδοχή βαθμών ή τάξεων και προσαύξηση
Σε περίπτωση αποκλήρωσης, αποποίησης ή κήρυξης αναξιότητας, δεν επέρχεται προσαύξηση στη νόμιμη μοίρα, αλλά μόνο διαδοχή βαθμών για απώτερους κατιόντες ή τάξεων για τους γονείς. Οι μεριδούχοι εξακολουθούν, επομένως, να έχουν την ίδια νόμμη μοίρα, χωρίς να επωφελούνται από την έκπτωση συμμεριδούχου. Η ρύθμιση αυτή ισχύει και για το σύζυγο για τον οποίο δεν υπάρχει προσαύξηση. Π.χ.: α)Ο Κ περιόρισε τους τρεις γιούς του Α, Β, Γ στη νόμιμη μοίρα και άφησε την υπόλοιπη περιουσία του στο φίλο του Ε. Στην περίπτωση αυτή, η κληρονομιά μοιράζεται ως εξής: Βρίσκουμε την εξ αδιαθέτου μερίδα των Α, Β και Γ, που είναι από 1/3 ο καθένας. Το μισό του 1/3, δηλ. το 1/6 αποτελεί το ποσοστό της νόμιμης μοίρας τους. Συνεπώς, έχουμε: Α=1/6, Β=1/6, Γ=1/6 και Ε=3/6. Στην περίπτωση που εκπέσουν οι Α (αποποίηση) και Γ (αναξιότητα) και δεν έχουν κατιόντες, οι μερίδες τους δεν προσαυξάνουν τη μερίδα του Β, η οποία παραμένει σταθερή στο 1/6. Αν οι Α και Β έχουν κατιόντες, οι μερίδες τους περιέρχονται σ’ αυτούς (στους κατιόντες τους). Π.χ.: β)Ο Κ είχε σύζυγο, ένα παιδί που αποποιήθηκε και πατέρα Π. Η νόμιμη μοίρα της συζύγου, αφού αυτή δεν καλείται για πρώτη φορά, παραμένει όση ήταν, δηλ. το 50% του ¼=1/8, έστω κι αν καλείται τώρα και μεριδούχος, κατά διαδοχή τάξεων, γονέας του Κ, ο Π. Αντιθέτως, αν ο Κ δεν είχε παιδί, ο σύζυγος που επιζεί θα είχε κληθεί αμέσως με τους γονείς του Κ, οπότε η νόμιμη μοίρα του θα ήταν 50% του ½, δηλ. το ¼ της κληρονομιάς.
Επισημαίνεται ότι διαδοχή στη νόμιμη μοίρα επέρχεται σε τρεις μόνο περιπτώσεις (έκπτωσης): α) νόμιμη αποκλήρωση, β) παραίτηση (αποποίηση), γ) κήρυξη αναξιότητας. Π.χ.: Ο Κ είχε δύο παιδιά, τους Α και Β και ο Β είχε δικό του παιδί τον Γ, ενώ ζούσε και ο Π, πατέρας του Κ. Αναγκαίοι κληρονόμοι εν προκειμένω είναι μόνο οι Α και Β. Αν αποποιηθεί ο Β, τότε, κατά διαδοχή βαθμών, συμμεριδούχος με τον Α, γίνεται ο Γ. Στην περίπτωση αυτή, η νόμιμη μοίρα του Α μένει πάλι ¼, αφού η εξ αδιαθέτου μερίδα είναι το 50% της κληρονομιάς. Αν και ο Γ, που δεν έχει κατιόντες, αποποιηθεί, ο Α, επειδή ήταν από την αρχή συμμεριδούχος με τον Γ, δεν ωφελείται από την έκπτωση του Γ, αφού αποκλείεται η προσαύξηση στη νόμιμη μοίρα και τη θέση του Γ καταλαμβάνει ο μεριδούχος της δεύτερης τάξης, ο πατέρας του Κ, ο Π (διαδοχή τάξεων).

6. Παραίτηση από τη νόμιμη μοίρα
Ο ΑΚ (άρ. 1826) επιτρέπει την (μερική) παραίτησηαπό τη νόμιμη μοίρα, που γίνεται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομιάς. Ως παραίτηση από τη νόμιμη μοίρα, εννοείται, κυρίως, η παραίτηση από το δικαίωμα του νόμιμου μεριδούχου να επικαλεστεί τη σχετική ακυρότητα της διάταξης της διαθήκης που του προσβάλλει το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας του.

7.Περιορισμοί της νόμιμης μοίρας
Για την εξασφάλιση της νόμιμης μοίρας προβλέπεται ότι κάθε περιορισμός της είναιάκυρος («θεωρείται σαν να μην έχει γραφεί»). Τέτοιοι περιορισμοί είναι π.χ. η κατάλειψη της νόμιμης μοίρας υπό αίρεση ή προθεσμία, η επιβάρυνση της νόμιμης μοίρας με κληροδοσία ή τρόπο ή καταπίστευμα, κτλ.
Ο διαθέτης μπορεί, επίσης, αφήνοντας περισσότερο ποσοστό κληρονομιάς (παραπάνω από τη νόμιμη μοίρα), να κάνει χρήση της «σοκίνειας ρήτρας», δηλ. να ορίσει ότι ο μεριδούχος, αν δεν αναγνωρίσει τον περιορισμό που έθεσε, να περιοριστεί στη νόμιμη μοίρα και να μη λάβει το παραπάνω ποσοστό που του άφησε. Π.χ.: Ο Κ, μετά το θάνατό του, εγκατέστησε κληρονόμους του το γιο του Α στα 2/3 της κληρονομιάς και το γιο του Β στο 1/3. Όρισε, επίσης, ότι ο γιος του Β με δικά του έξοδα θα εξέδιδε τα απομνημονεύματα του Κ. Αν δεν πραγματοποιούσε την επιθυμία του αυτή, να περιορίζεται στη νόμιμη μοίρα. Στο παράδειγμα αυτό έχουμε κληρονομική εγκατάσταση του Β, ο οποίος επιβαρύνεται με τρόπο (την έκδοση των απομνημονευμάτων του Κ). Στην περίπτωση που ο τρόπος βαρύνει τη νόμιμη μοίρα θεωρείται ότι δεν έχει γραφτεί. Στο παράδειγμα, όμως, ο Β έχει εγκατασταθεί σε ποσοστό μεγαλύτερο από το ποσοστό της νόμιμης μοίρας (1/3 αντί του κανονικού ¼), ενώ υπάρχει και η σοκίνειος ρήτρα. Συνεπώς, ο Β είτε θα εκτελέσει τον τρόπο και θα πάρει το 1/3 της κληρονομιάς είτε δε θα τον εκτελέσει και θα περιοριστεί στο ¼ της κληρονομιάς (δηλ. τη νόμιμη μοίρα).

8.Μέμψη άστοργης δωρεάς
Ο ΑΚ προβλέπει ειδική προστασία του νόμιμου μεριδούχου (άρ. 1835 επ.) μόνο για τις δωρεές (οι οποίες και υπολογίζονται στην κληρονομιά κατά το άρ. 1831 ΑΚ), που έκανε ο κληρονομούμενος ενόσω ζούσε και οι οποίες προσβάλλουν τη νόμιμη μοίρα, δηλ. η κληρονομιά που μένει κατά το θάνατο του κληρονομουμένου δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα. Η σχετική αγωγή ονομάζεται «μέμψη άστοργης δωρεάς». Με την αγωγή αυτή, εφόσον πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις, ανατρέπεται η δωρεά κατά το μέρος που απαιτείται για να ικανοποιηθεί το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας. Την αγωγή ασκεί  ο μεριδούχος του οποίου προσβάλλεται η νόμιμη μοίρα και στρέφεται κατά του δωρεοδόχου (τρίτου ή μεριδούχου) και των κληρονόμων του. Η αγωγή παραγράφεται δύο χρόνιαμετά από το θάνατο του κληρονομουμένου, ανεξάρτητα από τη γνώση του γεγονότος αυτού από τον ενάγοντα μεριδούχο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17
ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΔΑΝΕΙΣΤΕΣ & ΤΟΥΣ ΣΥΓΚΛΗΡΟΝΟΜΟΥΣ

1. Σχέσεις του κληρονόμου με τους κληρονομικούς δανειστές
Για την προστασία των δανειστών, προβλέπεται ο θεσμός της δικαστικής εκκαθάρισης, δηλ. της διαδικασίας με την οποία επιδιώκεται η είσπραξη ή η ρευστοποίηση του ενεργητικού της κληρονομιάς και η απόσβεση του παθητικού της. Με τη δικαστική εκκαθάριση αποχωρίζεται η κληρονομιά από την (προσωπική) περιουσία του κληρονόμου, δηλ. γίνεται χωρισμός περιουσιών. Τη διοίκηση της κληρονομιάς δεν έχει ο κληρονόμος, αλλά ο εκκαθαριστής.
        Η δικαστική εκκαθάριση κηρύσσεται με δικαστική απόφαση. Τη δικαστική εκκαθάριση μπορεί να ζητήσει μόνο ο δανειστήςτης κληρονομιάς, δηλ. δεν μπορούν να τη ζητήσουν ούτε το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ούτε τρίτος. Η δικαστική εκκαθάριση αποτρέπεται, αν ο κληρονόμος παρέχει ασφάλειαυπέρ του αιτούντος δανειστή.

2. Σχέσεις μεταξύ περισσότερων κληρονόμων

        Ο κληρονομούμενος μπορεί να κληρονομηθεί από έναν κληρονόμο (μοναδικός, γενικός κληρονόμος) ή από περισσότερους κληρονόμους (συγκληρονόμοι). Συγκληρονόμοι είναι δυνατό να υπάρξουν τόσο στην περίπτωση κληρονομικής διαδοχής από διαθήκη όσο και στην περίπτωση κληρονομικής διαδοχής από το νόμο (εξ αδιαθέτου ή αναγκαστικής).
Μεταξύ συγκληρονόμωνδημιουργείται σχέση κοινωνίας, που περιορίζεται στο ενεργητικό της κληρονομιάς. Κάθε συγκληρονόμος μπορεί να ζητήσει, οποτεδήποτε, τη διανομήτης κληρονομιάς. Το δικαίωμα διανομής έχουν, επίσης, ο καταπιστευματοδόχος κληρονομικής μερίδας (μετά την επαγωγή του καταπιστεύματος), ο αγοραστής κληρονομικής μερίδας ή αντικειμένου της κληρονομιάς. Η διανομήμπορεί να είναι εξώδικη (εκούσια, δηλ. συμφωνία των συφκληρονόμων), ή δικαστική(όταν υπάρχει διαφωνία μεταξύ των συγκληρονόμων).



ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΕΜΒΑΘΥΝΣΗΣ

Ερωτήσεις Θεωρίας:
1.Τι ονομάζεται κληρονομική διαδοχή και ποια είδη της γνωρίζετε;
2. Πρόσωπο (φυσικό ή νομικό), το οποίο δεν υπάρχει, μπορεί να κληρονομήσει;
3. Τι γνωρίζετε για την κληρονομική σύμβαση;
4. Τι ονομάζεται επαγωγή της κληρονομιάς;
5. Τι ονομάζεται αποδοχή κληρονομιάς και τι αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής;
6. Τι ονομάζεται αποποίηση κληρονομιάς;
7. Τι ονομάζεται αποκλήρωση και τι συγγνώμη του λόγου της αποκλήρωσης;
8. Ποιοι είναι οι λόγοι αποκλήρωσης; Τι είναι η αποκλήρωση για λόγους πρόνοιας;
8. Τι ονομάζεται κληρονομική αναξιότητα; Ποιοί οι λόγοι κληρονομικής αναξιότητας;
9. Τι ονομάζεται κληροδοσία, κληρονομικό καταπίστευμα, τρόπος, δωρεά αιτία θανάτου;
10. Τι ονομάζεται σχολάζουσα κληρονομιά;
11. Τι είναι το κληρονομητήριο και ποια είναι η σημασία του;
12. Τι ονομάζεται αγωγή περί κλήρου; Ποια είναι η σημασία της;
13.Τι είναι διαθήκη και ποια είδη της γνωρίζετε; Ποιες αρχές ισχύουν στην κληρονομική διαδοχή από διαθήκη;
14. Τι ονομάζεται εγκατάσταση και τι υποκατάσταση κληρονόμου;
15. Τι είναι ο εκτελεστής διαθήκης;
16. Τι ονομάζεται προσαύξηση κληρονομικής μερίδας;
17. Τι γνωρίζετε για την κληρονομική διαδοχή εξ αδιαθέτου; Έννοια, προϋποθέσεις, γενεές, ρίζες, τάξεις και σειρά προτεραιότητας.
18. Αναγκαστική διαδοχή (Νόμιμη μοίρα): Έννοια, προϋποθέσεις, τάξεις, ποσοστό, διαδοχή βαθμών ή τάξεων και προσαύξηση, κατάλειψη και παραίτηση, περιορισμοί.
19. Τι γνωρίζετε για το κληρονομικό δικαίωμα του συζύγου στην εξ αδιαθέτου και στην αναγκαστική κληρονομική διαδοχή; Τι είναι το «εξαίρετο»;
ΠΡΟΣΟΧΗ: Ιδιαίτερη βαρύτητα πρέπει να δοθεί στα παραδείγματαπου υπάρχουν στο κείμενο των σημειώσεων. Για το σκοπό αυτό υπάρχει η σχετική ένδειξη με έντονα γράμματα: «π.χ.»

Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής:
Να επιλέξετε τη σωστή απάντηση (σημ.: μία μόνο είναι σωστή).
1.Ο κληρονόμος οφείλει να περατώσει την απογραφή της κληρονομιάς από τη μέρα που έκανε τη δήλωση μέσα σε:
Α) 2 μήνες
Β) 3 μήνες
Γ) 4 μήνες
Δ) 6 μήνες
2. Η προθεσμία μέσα στην οποία ο κληρονόμος μπορεί (και πρέπει) να ασκήσει το δικαίωμα αποποίησης είναι:
Α) 4 μήνες
Β) 8 μήνες
Γ) 10 μήνες
Δ) 12 μήνες
3. Αν ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία του κατοικία στο εξωτερικό ή αν ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή διαμένοντας στο εξωτερικό, η προθεσμία αποποίησης είναι:
Α) 4 μήνες
Β) 8 μήνες
Γ) 10 μήνες
Δ) 12 μήνες
4. Λόγοι που παρέχουν σε ανιόντα (πατέρα, παππού, κτλ.) το δικαίωμα να αποκληρώσει κατιόντα (γιο, εγγονό, κτλ.) είναι (σημειώστε το λάθος):
Α) Επιβουλή ζωής του διαθέτη, του συζύγου ή άλλου κατιόντα του διαθέτη.
Β) Πρόκληση, από πρόθεση, σωματικών κακώσεων στο διαθέτη ή στο σύζυγό του από τον οποίο κατάγεται ο κατιών.
Γ) Αν ο κατιών έζησε οποτεδήποτε στο παρελθόν βίο άτιμο ή  ανήθικο, πριν το θάνατο του διαθέτη.
Δ) Κακόβουλη αθέτηση νόμιμης υποχρέωσης για διατροφή του διαθέτη.
5. Λόγοι που παρέχουν σε κατιόντα το δικαίωμα να αποκληρώσει ανιόντα είναι αν ο ανιών (γονέας) (σημειώστε το λάθος):
Α) Επιβουλεύτηκε τη ζωή του διαθέτη (τέκνου), του συζύγου ή άλλου κατιόντος.
Β) Έγινε ένοχος κακουργήματος ή βαρέως από πρόθεση πλημμελήματος εναντίον του διαθέτη (τέκνου) ή του συζύγου του.
Γ) Αθέτησε κακόβουλα τη νόμιμη υποχρέωση για διατροφή του διαθέτη (τέκνου).
Δ) Ζει βίο άσωτο ή  είναι καταχρεωμένος.
6. Ο Κ εγκατέστησε κληρονόμους το γιο του Α και την κόρη του Β και άφησε τη βιβλιοθήκη του στον ανηψιό του Γ. Ο Γ είναι:
Α) υποκατάστατος
Β) καταπιστευματοδόχος
Γ) κληροδόχος
Δ) κληρονόμος με τρόπο
7. Ο διαθέτης Κ εγκατέστησε κληρονόμο το γιο του Α και όρισε μετά το θάνατο του Α η κληρονομιά του να περιέλθει στο γιο του Α, τον Β. Ο Β είναι:
Α) εγκατάστατος
Β) καταπιστευματοδόχος
Γ) κληροδόχος
Δ) κληρονόμος με τρόπο
8. Ο διαθέτης επέβαλε στον κληρονόμο του την υποχρέωση να καταβάλλει ορισμένο χρηματικό ποσό κάθε χρόνο σε ίδρυμα περίθαλψης ατόμων με ειδικές ανάγκες που βρίσκεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Η υποχρέωση αυτή του κληρονόμου αποτελεί:
Α) υποκατάσταση
Β) καταπίστευμα
Γ) κληροδοσία
Δ) τρόπο
9. Το πρόσωπο που οφείλει να προσπορίσει την περιουσιακή ωφέλεια στον κληροδόχο λέγεται:
Α) τιμημένος
Β) βεβαρημένος
Γ) εγκατάστατος
Δ) υποκατάστατος

10. Με βάση το σύστημα του ΑΚ, στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή υπάρχουν:
Α) τρεις γενεές.
Β) τέσσερις γενεές.
Γ) πέντε γενεές.
Δ) έξι γενεές.
11. Στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, έχει ως αρχηγούς τους παππούδες και τις γιαγιάδες του κληρονομουμένου:
Α) Η πρώτη γενεά.
Β) Η δεύτερη γενεά.
Γ) Η τρίτη γενεά.
Δ) Η τέταρτη γενεά.
12. Η νόμιμη μοίρα είναι ........ της εξ αδιαθέτου μερίδας:
Α) το ¼
Β) το 1/3
Γ) το ½
Δ) τα 3/4

13. Μεταξύ συγκληρονόμων δημιουργείται σχέση ...................., που περιορίζεται στο ενεργητικό της κληρονομιάς.
Α) ενοχής
Β) κοινωνίας
Γ) συγκυριότητας
Δ) συνιδιοκτησίας

Άσκηση αντιστοίχισης:
Να αντιστοιχίσετε τα στοιχεία της στήλης Α με εκείνα της στήλης Β.

Α
Β
14.
Κληρονόμος
Α
υποχρέωση που επιβάλλει ο κληρονομούμενος στο βεβαρημένο να κάνει ή να παραλείψει κάτι
15.
κληρονομιά
Β
ο κληρονομούμενος ορίζει κάποιο πρόσωπο να πάρει την κληρονομιά του και το διατάσσει να την παραδώσει (ολόκληρη ή ποσοστό της) σε άλλο πρόσωπο, όταν περάσει κάποιο χρονικό διάστημα ή συμβεί κάποιο γεγονός
16.
καταπίστευμα
Γ
φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που υπάρχει κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου
17.
κληροδοσία
Δ
σύνολο των κληρονομητών σχέσεων του κληρονομουμένου
18.
τρόπος
Ε
ο κληρονομούμενος προσπορίζει σε κάποιον περιουσιακή ωφέλεια χωρίς να τον κάνει κληρονόμο του






Ασκήσεις σωστού (Σ) - λάθους (Λ):
Στις παρακάτω προτάσεις σημειώστε Σ ή Λ ανάλογα αν τις θεωρείτε σωστές (Σ) ή λανθασμένες (Λ).Να αναδιατυπώσετε σωστά τις λανθασμένες.
19. Σύμβαση σχετική με την κληρονομιά ζώντος (κληρονομική σύμβαση) είτε συνάπτεται με τον ίδιο είτε με τρίτο είτε αφορά σε ολόκληρη την περιουσία είτε σε ποσοστό της, είναι άκυρη.
20. Την ιδιότητα του κληρονομουμένουαποκτά το φυσικό και το νομικό πρόσωπο.
21. Κληρονομική ικανότητα έχει κάθε φυσικό πρόσωπο εφόσον ζει ή έχει συλληφθεί κατά το χρόνο της επαγωγής.
22. Από τη στιγμή, που η κληρονομιά περιέρχεται στον κληρονόμο, τα επί μέρους στοιχεία της συγχέονται με τα περιουσιακά στοιχεία του κληρονόμου και αποτελούν και αυτά πια στοιχεία της περιουσίας του.
23. Κληρονόμοςμπορεί να γίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που υπάρχει κατά το χρόνο επαγωγής της κληρονομιάς.
24. Αν το πρόσωπο δεν έχει συλληφθεί κατά το χρόνο της επαγωγής, μπορεί, όταν γεννηθεί, να αποκτήσει την κληρονομιά ως κληροδόχος.
25. Ο ΑΚ καθιερώνει τρεις λόγους κληρονομικής διαδοχής: α) τη διαδοχή από διαθήκη β) τη διαδοχή εξ αδιαθέτου και γ) την αναγκαστική διαδοχή.
26. Με το ευεργέτημα της απογραφής ο κληρονόμος περιορίζει την ευθύνη του για τα χρέη της κληρονομιάς, έτσι ώστε να ευθύνεται γι’ αυτά «έως το ενεργητικό της».
27. Το Δημόσιο δεν μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομιά που του επάγεται εξ αδιαθέτου.
28. Αποκλήρωση μπορεί να γίνει μόνο με διάταξη τελευταίας βούλησης (δηλ. με διαθήκη).
29. Ο διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει το σύζυγό του αν, κατά το χρόνο του θανάτου του είχε δικαίωμα να ασκήσει αγωγή διαζυγίου για βάσιμο λόγο που ανάγεται σε υπαιτιότητα του συζύγου του.
30. Ο διαθέτης μπορεί να διατάξει με τη διαθήκη την αποκλήρωση κληρονόμου για λόγους πρόνοιας (π.χ. ασωτία, αν ο κληρονόμος είναι καταχρεωμένος κτλ).
31. Αποτελεί λόγο κληρονομικής αναξιότητας η περίπτωση κατά την οποία ο κληρονόμος καταδικάστηκε επειδή μήνυσε ψευδώς τον κληρονομούμενο για κακούργημα.
32. Για το Δημόσιο, θέση κληρονομητηρίου επέχει η δημοσίευση της πράξης αποδοχής στην ΕτΚ.
33. Το κληρονομητήριο παρέχεται στον κληρονόμο με δικαστική απόφαση.

34. Ο κληρονομούμενος μπορεί να καταστήσει το ζώο του κληροδότη του, προκειμένου να το φροντίζει ο κληρονόμος του.

35. Αν περάσουν έξι μήνες από την ημέρα που έπαψαν να υπάρχουν για το διαθέτη οι έκτακτες περιστάσεις και ο διαθέτης ζει ακόμα, η έκτακτη διαθήκη χάνει την ισχύ της.
36. Αίρεση χηρείας σε διάταξη του ενός συζύγου υπέρ του άλλου είναι ισχυρή, ενώ αίρεση αγαμίας, λογίζεται ότι δεν έχει γραφτεί.
37. Ειδικά στις διαθήκες, και σε αντίθεση με ότι ισχύει γενικώς για τις δικαιοπραξίες, η πλάνη ως προς τα παραγωγικά αίτια της βούλησης έχει ακυρωτική ενέργεια.
38. Εγκατάσταση κληρονόμου σημαίνει ότι ο κληρονομούμενος ορίζει κληρονόμους.
39. Υποκατάσταση κληρονόμου σημαίνει ότι ο κληρονομούμενος ορίζει κληρονόμο και κάποιον άλλο αν ο πρώτος εκπέσει.
40. Ως «εκτελεστή διαθήκης», ο κληρονομούμενος μπορεί να ορίσει περισσότερα πρόσωπα.
41. Ο ΑΚ θεσπίζει σειρά προτεραιότητας στην κληρονομιά εξ αδιαθέτου και ορίζει έξι (6) τάξεις (γενεές), από τις οποίες η προηγούμενη αποκλείει την επόμενη.
42. Για τον καθορισμό της σειράς προτεραιότητας μεταξύ των συγγενών λαμβάνεται ως βάση ο βαθμός συγγενείας με τον κληρονομούμενο.
43. Στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, η προηγούμενη γενεά αποκλείει από την κληρονομιά την επόμενη.
44. Μέσα στην ίδια γενεά, οι στενότεροι συγγενείς του κληρονομουμένου αποκλείουν τους απώτερους συγγενείς της ίδιας ρίζας.
45. Η ρίζα περιλαμβάνει ένα μέλος της γενεάς (ως αρχηγό) και όλους του κατιόντες του. Και η ρίζα μπορεί να υποδιαιρεθεί σε μερικότερες ρίζες, με αρχηγό ένα μέλος της ρίζας και μέλη όλους τους κατιόντες του κ.ο.κ.
46. Για να διαδεχθεί η επόμενη τάξη την προηγούμενη στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, πρέπει να μην υπάρχει έστω και ένα μέλος της προηγούμενης τάξης που να γίνεται κληρονόμος. Η ανυπαρξία κληρονόμου από την προηγούμενη τάξη μπορεί να οφείλεται σε οποιοδήποτε λόγο (π.χ. πραγματική ανυπαρξία, έκπτωση, κτλ).
47. Διαδοχή κατά ρίζες ή διαδοχή βαθμών μπορεί να υπάρξει μόνο μέσα στην ίδια τάξη και μόνο στις τέσσερις πρώτες τάξεις.
48. Όταν ο αρχηγός της ρίζας δε γίνεται, για οποιοδήποτε λόγο, κληρονόμος, το μερίδιό του περιέρχεται στους κατιόντες του (κατά σειρά προτεραιότητας στους κατιόντες πρώτου βαθμού, δεύτερου βαθμού, κ.ο.κ.).
49. Στην πρώτη τάξη οι κατιόντες του κληρονομουμένου καλούνται απεριόριστα.
50. Στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, η σύζυγος κληρονομεί στις τρεις πρώτες τάξεις ποσοστό 50% και στην τέταρτη το σύνολο της περιουσίας.
51. Στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, στη δεύτερη τάξη, γονείς και αδελφοί κληρονομούν κατά ισομοιρία, κατά τον αριθμό των προσώπων.
52. Στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, στη δεύτερη τάξη, αν δεν υπάρχει σύζυγος, οι συγγενείς κληρονομούν ολόκληρη την περιουσία.
53. Στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, στη δεύτερη τάξη, οι κατιόντες των αδελφών κληρονομούν απεριόριστα.
54. Στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, στη δεύτερη τάξη, οι ετεροθαλείς αδελφοί, όταν συντρέχουν με γονείς ή με αμφιθαλείς αδελφούς ή με τέκνα ή εγγόνια τους, λαμβάνουν το μισό της μερίδας που ανήκει στους αμφιθαλείς.
55. Στην εξ αδιαθέτου διαδοχή,  στην τρίτη τάξη ισχύει η αρχή, σύμφωνα με την οποία ο παππούς και η γιαγιά αποκλείουν τους κατιόντες τους και κληρονομούν κατά ισομοιρία, οπότε και παίρνουν από ¼ της κληρονομιάς ο καθένας.
56. Στην εξ αδιαθέτου διαδοχή, στην τρίτη τάξη, αν ένας παππούς ή μια γιαγιά δεν μπορεί να κληρονομήσει, αλλά έχει παιδιά, το μερίδιό τους πηγαίνει σ’ αυτά ισομερώς.
57. Στην εξ αδιαθέτου διαδοχή,  στην τρίτη τάξη, αν ένας εγγονός του παππού ή της γιαγιάς δεν μπορεί να κληρονομήσει, το μερίδιό του πηγαίνει στον αδελφό του (δηλ. τον άλλο ομόρριζο εγγονό του παππού ή της γιαγιάς) και όχι στα δισέγγονα, που είναι ε’ βαθμού συγγενείς με τον κληρονομούμενο και αποκλείονται από την κληρονομιά.
58. Στην περίπτωση που εκπέσει από την κληρονομιά κάποιος από τους συγκληρονόμους του συζύγου, η μερίδα του δεν προσαυξάνει τη μερίδα του συζύγου ή συντρόφου με σύμφωνο συμβίωσης. Η προσαύξηση χωρεί μόνο για τις μερίδες των υπόλοιπων συγκληρονόμων.
59. Η αναγκαστική διαδοχή συντρέχει συχνά με διαδοχή από διαθήκη.
60. Στην αναγκαστική κληρονομική διαδοχή, ο ΑΚ ορίζει έξι (6) τάξεις αναγκαίων κληρονόμων.
61. Στην αναγκαστική κληρονομική διαδοχή προβλέπεται διαδοχή κατά ρίζες στις δύο πρώτες τάξεις.
62. Βάση για τον προσδιορισμό της νόμιμης μοίρας αποτελεί το υποθετικό εξ αδιαθέτου μερίδιο που θα έπαιρνε ο αναγκαίος κληρονόμος αν γινόταν κληρονόμος εξ αδιαθέτου.
63. Σε περίπτωση αποκλήρωσης, αποποίησης ή κήρυξης αναξιότητας, δεν επέρχεται προσαύξηση στη νόμιμη μοίρα, αλλά μόνο διαδοχή βαθμών για απώτερους κατιόντες ή τάξεων για τους γονείς. Οι μεριδούχοι εξακολουθούν, επομένως, να έχουν την ίδια νόμμη μοίρα, χωρίς να επωφελούνται από την έκπτωση συμμεριδούχου.
64. Σε περίπτωση αποκλήρωσης, αποποίησης ή κήρυξης αναξιότητας, επέρχεται προσαύξηση στη νόμιμη μοίρα μόνο για το σύζυγο.
65. Κάθε περιορισμός της νόμιμης μοίρας είναι άκυρος.
66. Ο υπολογισμός της νόμιμης μοίρας γίνεται με βάση την κατάσταση και την αξία της κληρονομιάς κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου.
67. Ο ΑΚ ρυθμίζει τις περιπτώσεις «αδέσποτης κληρονομιάς».
68. Μεταξύ συγκληρονόμων δημιουργείται σχέση κοινωνίας για το ενεργητικό και το παθητικό της κληρονομιάς.

Συμπλήρωση κενών:
Να συμπληρώσετε τα κενά στις παρακάτω προτάσεις:

60. Η μονομερής δικαιοπραξία, με την οποία ο δικαιοπρακτών (διαθέτης) ρυθμίζει θέματα της κληρονομικής του διαδοχής ή και ορισμένες οικογενειακές σχέσεις του ονομάζεται ……………..
70. Η αυτοδίκαιη κτήση της κληρονομιάς από τον κληρονόμο κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου ονομάζεται ………….
71. Όταν δεν υπάρχει διαθήκη ή όταν αυτή που υπάρχει είναι άκυρη έχουμε διαδοχή …… …..
72. Όταν η διαθήκη προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα ορισμένων συγγενών του κληρονομουμένου έχουμε ………….. διαδοχή.
73. Η ρητή (π.χ. με δήλωση ενώπιον συμβολαιογράφου) ή σιωπηρή δήλωση του κληρονόμου ότι θέλει να είναι οριστικός κληρονόμος ονομάζεται .............
74. Η δήλωση του κληρονόμου ότι δε δέχεται την κληρονομιά ονομάζεται ..............
75. Για να προστατευθεί ο κληρονόμος από τον κίνδυνο να χάσει και τη δική του περιουσία πληρώνοντας τα χρέη μιας καταχρεωμένης κληρονομιάς, του δίνει την ευχέρεια να αποδεχτεί την κληρονομιά με το ......................   ..........   .........................
76. Η υποχρέωση που επιβάλλει ο διαθέτης στον κληρονόμο, στον καταπιστευματοδόχο ή στον κληροδόχο για να κάνει ή να παραλείψει κάτι, χωρίς όμως στην υποχρέωση αυτή του βεβαρημένου να αντιστοιχεί δικαίωμα ονομάζεται ..............
77. Η δωρεά με την αναβλητική αίρεση ότι ο δωρητής θα πεθάνει πριν από το δωρεοδόχο ή ότι δωρητής και δωρεοδόχος θα συναποβιώσουν, χωρίς στο μεταξύ διάστημα ο δωρητής να έχει την απόλαυση των δωρηθέντων ονομάζεται ..............  ...........  ...............
78. Η κληρονομιά της οποίας ο κληρονόμος είναι άγνωστος ή όταν δεν είναι βέβαιο αν ο κληρονόμος την αποδέχτηκε ονομάζεται ..............
79. Το πιστοποιητικό που παρέχεται στον κληρονόμο με απόφαση του δικαστηρίου της κληρονομιάς ονομάζεται ...........
80. Η αγωγή, που έχει ως αντικείμενο την αναγνώριση δικαιώματος και την απόδοση της κληρονομιάς ή κάποιου αντικειμένου της στον κληρονόμο ονομάζεται αγωγή .........      .............
81. Η διαθήκη που γράφεται στο σύνολό της με το χέρι του διαθέτη και χρονολογείται και υπογράφεται απ’αυτόν ονομάζεται .................
82. Όταν ο διαθέτης ορίζει κάποιον (Α) ως κληρονόμο και έναν άλλο (Β), ο οποίος θα γίνει κληρονόμος του, αν ο Α εκπέσει από την κληρονομιά, υπάρχει ...............  .............
83. Έργο του ........... ................... είναι η σωστή εκτέλεση των διατάξεων της διαθήκης.
84. Η αυτοδικαίως επερχόμενη προσθήκη της μερίδας αυτού που εξέπεσε στη μερίδα των λοιπών κληρονόμων, κατά λόγο της μερίδας καθενός απ’ αυτούς ονομάζεται ...............
85. Η διαδοχή που χωρεί «εκ του νόμου», εφόσον δε χωρεί κληρονομιά από διαθήκη ή όταν για κάποιο λόγο ματαιώθηκε η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή ονομάζεται ...... ........
86. Στην κληρονομική διαδοχή, κάθε γενεά μπορεί να υποδιαιρεθεί σε .............
87. Στην εξ αδιαθέτου διαδοχή, ο σύζυγος κληρονομεί και το ................., που περιλαμβάνει διάφορα οικιακά αντικείμενα, δηλ. αντικείμενα (κινητά) που χρησιμεύουν για την κοινή οικιακή οικονομία των συζύγων (κοινές οικιακές ανάγκες των δύο συζύγων ή μόνο του κληρονόμου συζύγου), όπως είναι π.χ. έπιπλα, σκεύη, ενδύματα, κτλ.
88. Το συγκεκριμένο ποσοστό κληρονομιάς, που αναγνωρίζεται υποχρεωτικά υπέρ ορισμένων στενών συγγενών του κληρονομουμένου (κατιόντων, γονέων, συζύγου) και όταν ακόμα δεν το θέλει ο κληρονομούμενος λέγεται ........... .........
89. Οι κληρονόμοι, που λαμβάνουν τη νόμιμη μοίρα, ονομάζονται ......... κληρονόμοι ή ........  ......... ή ..................
90. Μεταξύ συγκληρονόμων δημιουργείται σχέση ...........

Πρακτικά Θέματα:

1. Η Α εργαζόταν ως οικιακή βοηθός της Κ. Με συμβολαιογραφική συμφωνία μεταξύ Α και Κ, αντί για μισθό, η Α θα έπαιρνε κατά το θάνατο της Κ το 1/3 της κληρονομιάς της Κ ως κληρονόμος της. Όταν πέθανε η Κ, χωρίς να αφήσει διαθήκη, μοναδικός στενός συγγενής της ήταν ο αδελφός της Β. Είναι έγκυρη η συμβολαιογραφική συμφωνία μεταξύ Α και Κ;
Σχετική διατάξη ΑΚ: άρ. 368.

        2. Ο Κ άφησε με διαθήκη στους γιούς του Α και Β όλη του την περιουσία. Ο Α 5 μήνες από το θάνατο του Κ και 3 μήνες πριν από τη δημοσίευση της διαθήκης του, με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομιάς αποποιείται το μερίδιό του. Ο Β είχε φύγει πριν δέκα χρόνια στη Λατινική Αμερική. Ο Β αγνοούσε το θάνατο του Κ επειδή τα τελευταία δύο χρόνια δεν είχε αλληλογραφία με κανένα συγγενή και τα ίχνη του Ν είχαν χαθεί. Ερωτάται: α): α1)Είναι έγκυρη η αποποίηση του Α; α2) Θα μπορούσε ο Α, πριν από το θάνατο του Κ να είχε αποποιηθεί εγκύρως την κληρονομιά;
β) Δέκα μήνες μετά τη δημοσίευση της διαθήκης του Κ, ο Γ αποποιείται την κληρονομιά. Είναι έγκυρη η αποποίηση του Γ;
3. Ο Α πέθανε στις 10.1.2011 και άφησε κληρονόμο του τον Β. Στις 10.2.2011, ο Β υπέβαλε δήλωση φόρου κληρονομιάς. Επειδή, όμως, διαπίστωσε ότι η κληρονομιά είχε πολλά χρέη, ρώτησε στις 20.2.2012 το δικηγόρο του Δ αν μπορεί να την αποποιηθεί. Ποια θα είναι η απάντηση του δικηγόρου και γιατί;
Σχετικές διατάξεις ΑΚ: 1847-1849, 1860-1863.

4. Ο Α άφησε με τη διαθήκη του τα εξής: «Τη μισή 
περιουσία μου να πάρει το πρώτο παιδί της κόρης μου
 Γ. Ο πολιτιστικός σύλλογος του χωριού μου Π να πάρει 
10.000 ευρώ για την ενίσχυση των δραστηριοτήτων του 
και η δημοτική βιβλιοθήκη Κ τα βιβλία μου. Ο γιος μου
 Δ να καταβάλλει 500 ευρώ κάθε χρόνο στο ίδρυμα «ΧΧΧ» 
για την περίθαλψη ατόμων με ειδικές ανάγκες που βρίσκεται
 στην ιδιαίτερη πατρίδα μου». Κατά το θάνατο του Α
 ζούσαν: η γυναίκα του Β, η κόρη του Γ, ο γιός του Δ, ενώ η
 Γ δεν είχε αποκτήσει παιδί ούτε ήταν έγκυος. Να 
χαρακτηρίσετε τους Β, Γ, Δ, Κ, Π και το παιδί της Γ σε σχέση με την κληρονομιά του Α. Μπορεί να επιβάλει στο γιό του Δ τη σχετική υποχρέωση (καταβολή ποσού στο ίδρυμα «ΧΧΧ»);
Σχετικές διατάξεις ΑΚ: 1901, 1923, 1924, 1930, 1931, 1935, 1936.
Βλ. και παραπάνω τις διατάξεις για την εξ αδιαθέτου διαδοχή.

        5. Πεθαίνοντας ο Κ άφησε την εξής ιδιόγραφη διαθήκη, στην οποία, μεταξύ άλλων, όριζε τα εξής: «Καλοκαίρι 2014. Αφήνω τα τρία διαμερίσματά μου επί της οδού Ο στο γιο μου Α με την αίρεση να μην παντρευτεί και στη σύζυγό μου Σ αφήνω το σπίτι στο οποίο μέναμε έως το θάνατό μου, με την αίρεση να μην ξαναπαντρευτεί. Τα παραπάνω ισχύουν, εφόσον συμφωνεί η μεγάλη μου αδελφή Γ». Υπογραφή (κανονικά). Ερωτάται: α) α1) Είναι έγκυρη η ιδιόγραφη διαθήκη του Κ; α2) Θα ήταν έγκυρη η διαθήκη αν ήταν δακτυλογραφημένη (ο Κ ήταν άριστος χρήστης Η/Υ) και ως υπογραφή είχε τη σφραγίδα του ονοματεπωνύμου του Κ; α3) Είναι έγκυρη η διάταξη «εφόσον συμφωνεί η μεγάλη μου αδελφή Γ»; β) Τι θα συμβεί αν μετά το θάνατο του Κ ο Α παντρευτεί και η Σ ξαναπαντρευτεί;
        6. Ο Κ συνέταξε από κοινού με τη σύζυγό του Σ ιδιόγραφη διαθήκη με την οποία άφηναν την περιουσία τους στους φτωχούς; Ερωτάται: α) Ποιοι εννοούνται με τον όρο «φτωχοί»; β) Η διαθήκη των Σ και Κ είναι έγκυρη;
7. Ο Κ άφησε την εξής διαθήκη: «Παρακαλώ τον κ. Χ να φροντίσει, ώστε η διανομή της περιουσίας μου μεταξύ των παιδιών μου να γίνει δίκαια και χωρίς αντιδικίες». Η διαθήκη ήταν ιδιόγραφη και έφερε χρονολογία και υπογραφή. Ερωτάται: Αποτελεί το κείμενο αυτό διαθήκη; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.
Σχετικές διατάξεις ΑΚ: 1717-1719, 1721, 1764, 1789, 1792, 1795.
       
8. Ο Κ πέθανε χωρίς να αφήσει διαθήκη. Κατά το χρόνο του θανάτου του ο Κ είχε γυναίκα (Σ), δυο παιδιά (το γιο του Α και την κόρη του Β), τον εγγονό του Ε (γιο της Β) και τα εγγόνια του Ζ και Η, παιδιά του πεθαμένου γιου του, του Γ. Ερωτάται: α) α1)Ποιοι και α2) κατά ποιο ποσοστό κληρονομούν τον Κ; β) Πώς διαμορφώνεται η κληρονομική διαδοχή αν εκπέσει ο Η από την κληρονομική του μερίδα; γ) Αν ο Κ είχε βάσιμο λόγο διαζυγίου κατά της Σ και είχε εγείρει αγωγή διαζυγίου, πώς θα διαμορφωνόταν η κληρονομική διαδοχή;
9. Ο Κ πέθανε χωρίς να αφήσει διαθήκη ή συγγενείς που να τον κληρονομούν. Ποια η τύχη της κληρονομιάς του Α;
Σχετικές διατάξεις ΑΚ: 1813-1824.

10. Ο Κ πέθανε και με τη διαθήκη του άφησε όλη του την περιουσία στο Κράτος. Κατά το χρόνο του θανάτου του ο Α είχε γυναίκα (Σ), δυο παιδιά (Α και Β) και γονείς (Π και Μ). Ποιοι και κατά ποιο ποσοστό κληρονομούν τον Κ;
11. Ο Κ πεθαίνοντας άφησε κληρονόμους του τη γυναίκα του Σ, την κόρη του Θ, τον εγγονό του Ε, γιο του πεθαμένου γιου του Α, τον αδελφό του Ζ, τον ανιψιό του Η, παιδί του πεθαμένου αδελφού του Δ και το θείο του Μ. Με διαθήκη του, ο Κ, περιόρισε τους μεριδούχους του στη νόμιμη μοίρα. Ερωτάται: α) Πώς κληρονομείται η περιουσία του Κ; β) Αν με τη διαθήκη του όριζε μοναδικό του κληρονόμο το θείο του Μ, τότε ποιοι θα κληρονομούσαν τον Κ;
Σχετικές διατάξεις ΑΚ: 1825-1830.




ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ - ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

$
0
0
ΑΛΛΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ


Η κληρονομική διαδοχή γενικά

Κατά το θάνατο του προσώπου η περιουσία του ως σύνολο
  (κληρονομία) περιέρχεται ...
από το νόμο ή από διαθήκη σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμοι). Η κληρονομική διαδοχή από το νόμο επέρχεται όταν δεν υπάρχει διαθήκη, ή όταν η διαδοχή από διαθήκη ματαιωθεί ολικά ή μερικά.

Κληρονόμος μπορεί να γίνει εκείνος που κατά το χρόνο της επαγωγής βρίσκεται στη ζωή ή έχει τουλάχιστον συλληφθεί Κληρονόμος μπορεί να γίνει και το τέκνο που γεννήθηκε ύστερα από μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση. Χρόνος της επαγωγής είναι ο χρόνος θανάτου του κληρονομουμένου."

Περιεχόμενο διαθήκης

Ο κληρονομούμενος μπορεί να εγκαταστήσει κληρονόμο με μονομερή διάταξη αιτία θανάτου (διαθήκη, διάταξη τελευταίας βούλησης).
Ο κληρονόμος μπορεί με διαθήκη, χωρίς να εγκαταστήσει σ` αυτήν κληρονόμο, να αποκλείσει από την εξ αδιαθέτου διαδοχή ορισμένο συγγενή ή το σύζυγο, με την επιφύλαξη των διατάξεων για τη νόμιμη μοίρα.
Ο κληρονομούμενος μπορεί με διαθήκη να προσπορίσει σε κάποιον περιουσιακή ωφέλεια, χωρίς να τον εγκαταστήσει κληρονόμο (κληροδοσία).
Ο κληρονομούμενος μπορεί με διαθήκη να υποχρεώσει τον
κληρονόμο ή τον κληροδόχο σε παροχή, χωρίς να προσπορίσει σε άλλον δικαίωμα σ` αυτή την παροχή (τρόπος).

Σύνταξη, ανάκληση και δημοσίευση διαθηκών
 Αυτοπρόσωπη σύνταξη

Η διαθήκη συντάσσεται μόνο αυτοπροσώπως και μόνο κατά τις διατυπώσεις που ορίζονται στο νόμο.

Συνδιαθήκη

Περισσότερα πρόσωπα δεν μπορούν να συντάξουν διαθήκη με την ίδια πράξη. Διαθήκη, για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757, είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά.

Ανίκανοι.

Ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι: 1. οι ανήλικοι
2. όσοι βρίσκονται σε δικαστική συμπαράσταση με πλήρη
στέρηση της δικαιοπρακτικής τους ικανότητας ή με ρητή στέρηση της ικανότητας να συντάσσουν διαθήκη 3. Όσοι κατά το χρόνο της  σύνταξης της διαθήκης δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής τους. Η ανικανότητα των συμπαραστατουμένων αρχίζει από τη στιγμή που υποβλήθηκε η αίτηση ή συντάχθηκε η πράξη για την αυτεπάγγελτη εισαγωγή της υπόθεσης προς συζήτηση, με βάση τις οποίες διατάχθηκε η υποβολή στη δικαστική συμπαράσταση".

Αν ο συμπαραστατούμενος, από τον οποίο αφαιρέθηκε   (ή: έχει αφαιρεθεί) ρητά η ικανότητα να συντάσσει διαθήκη, συνέταξε διαθήκη προτού καταστεί τελεσίδικη η απόφαση που τον υπέβαλε στη δικαστική συμπαράσταση, η μεταγενέστερη   τελεσιδικία της απόφασης δεν επιδρά στο κύρος της διαθήκης, αν ο διαθέτης πεθάνει πριν από την τελεσιδικία. Το ίδιο ισχύει, αν το πρόσωπο του προηγούμενου εδαφίου συνέταξε διαθήκη μετά την υποβολή της αίτησης για άρση της δικαστικής συμπαράστασης ή την έκδοση της πράξης με την οποία εισάγεται αυτεπαγγέλτως η υπόθεση της άρσης στο δικαστήριο και η άρση έγινε σύμφωνα με την αίτηση ή την πράξη".

Ιδιόγραφη διαθήκη

Η Ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται απ` αυτόν. Από τη χρονολογία πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος. Η Ιδιόγραφη διαθήκη δεν υποβάλλεται σε κανέναν άλλο τύπο.

Ψευδής ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται μόνη της ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης. Απλές προσθήκες σε περιθώριο ή σε υστερόγραφο υπογράφονται από το διαθέτη, διαφορετικά θεωρούνται σαν να μην έχουν γραφεί.
Διαγραφές, παρεγγραφές, ξύσματα ή άλλα τέτοια εξωτερικά ελαττώματα βεβαιώνονται από το δικαστήριο που δημοσίευσε τη διαθήκη και μπορούν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, να επιφέρουν ολικά ή μερικά την ακυρότητα της διαθήκης.

Κατάθεση ιδιόγραφης

Η Ιδιόγραφη διαθήκη μπορεί να κατατεθεί από το διαθέτη σε
συμβολαιογράφο για φύλαξη κατά τις κοινές διατάξεις για την κατάθεση των εγγράφων.

Ανίκανος για ιδιόγραφη

`Οποιος δεν είναι ικανός να διαβάζει χειρόγραφα δεν μπορεί να συντάξει Ιδιόγραφη διαθήκη.

Δημόσια διαθήκη

Η δημόσια διαθήκη συντάσσεται με δήλωση από το διαθέτη της τελευταίας του βούλησης ενώπιον συμβολαιογράφου ενώ είναι παρόντες τρεις μάρτυρες ή δεύτερος συμβολαιογράφος και ένας μάρτυρας, και κατά τις διατάξεις των άρθρων 1725 έως 1737.

Πρόσωπα που συμπράττουν

Ως συμβολαιογράφος ή μάρτυρας δεν μπορεί να συμπράξει για τη σύνταξη διαθήκης: 1. ο σύζυγος ή αυτός που διατέλεσε σύζυγος του διαθέτη, 2. ο συγγενής του διαθέτη σε ευθεία γραμμή ή έως και τον τρίτο βαθμό σε πλάγια γραμμή εξ αίματος ή εξ Αγχιστείας.

Ως συμβολαιογράφος ή μάρτυρας δεν μπορεί να συμπράξει για τη σύνταξη διαθήκης ο τιμώμενος μ` αυτήν ή αυτός που διορίζεται μ` αυτήν εκτελεστής, ή όποιος βρίσκεται προς κάποιο τιμώμενο ή διοριζόμενο ως εκτελεστή στη διαθήκη σε κάποια από τις σχέσεις που αναφέρονται στο προηγούμενο. Η σύμπραξη προσώπου που αποκλείεται κατά την προηγούμενη παράγραφο συνεπάγεται μόνο την ακυρότητα της διάταξης υπέρ του τιμώμενου προσώπου ή υπέρ του εκτελεστή.

Ως δεύτερος συμβολαιογράφος ή μάρτυρας δεν μπορεί να συμπράξει στη σύνταξη της διαθήκης όποιος διατελεί προς το συμβολαιογράφο που συντάσσει τη διαθήκη σε κάποια σχέση απ` αυτές που αναφέρονται στο 1725. Οι μάρτυρες και ο δεύτερος συμβολαιογράφος δεν πρέπει να έχουν μεταξύ τους κάποια σχέση απ` αυτές που αναφέρονται στο 1725, η παράβαση όμως της διάταξης της παραγράφου αυτής δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης. Ως μάρτυρες για σύνταξη διαθήκης δεν μπορούν να συμπράττουν: 1. όποιοι δεν έχουν καθόλου όραση ή ακοή, 2. οι γραφείς ή οι υπηρέτες του συμβολαιογράφου, 3. οι ανήλικοι, 4. [οι γυναίκες]. Δεν πρέπει να προσλαμβάνονται ως μάρτυρες για σύνταξη της διαθήκης οι αλλοδαποί και όσοι δεν έχουν την ικανότητα να μαρτυρούν σε συμβόλαια, εφόσον διαρκεί αυτή η ανικανότητα, η παράβαση όμως της διάταξης της παραγράφου αυτής δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.

Συμβολαιογράφος που αγνοεί το διαθέτη ή τους μάρτυρες

Ο διαθέτης και οι μάρτυρες πρέπει να είναι γνωστοί στο συμβολαιογράφο που συντάσσει τη διαθήκη. Αν ο διαθέτης, σύμφωνα με τη βεβαίωση του συμβολαιογράφου, δεν είναι γνωστός σ` αυτόν, οι μάρτυρες πρέπει να βεβαιώσουν την ταυτότητα του διαθέτη. Αν για τη σύνταξη της διαθήκης συμπράττει και άλλος συμβολαιογράφος, αρκεί ο διαθέτης να είναι γνωστός σ`αυτόν. Μόνη η απόδειξη ότι ο συμβολαιογράφος αγνοούσε στην πραγματικότητα το διαθέτη ή τους μάρτυρες, ή ότι οι μάρτυρες αγνοούσαν το διαθέτη, ή ότι δεν βεβαίωσαν την ταυτότητά του, δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.

Δήλωση της θέλησης του διαθέτη

Ο διαθέτης δηλώνει προφορικά την τελευταία του βούληση ενώπιον του συμβολαιογράφου και των λοιπών προσώπων που συμπράττουν. Ο διαθέτης μπορεί να υπαγορεύει από σχέδιο ή να κάνει χρήση σημειώσεων. Τα πρόσωπα που συμπράττουν κατά τη σύνταξη της διαθήκης πρέπει να είναι παρόντα σε όλη τη διάρκεια της πράξης. Απαγορεύεται η παρουσία κατά τη σύνταξη της διαθήκης οποιοιδήποτε άλλου εκτός από το διαθέτη και τα πρόσωπα που συμπράττουν.

`Ορκιση μαρτύρων

Οι μάρτυρες ορκίζονται ενώπιον του συμβολαιογράφου και του διαθέτη ότι θα τηρήσουν μυστικές τις διατάξεις της διαθήκης έως τη δημοσίευσή της. Η παράβαση της διάταξης αυτής δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.

  Πράξη για τη Δημόσια διαθήκη

Για τη διαθήκη συντάσεται πράξη, που πρέπει να περιέχει: 1. την ημέρα, το μήνα, το έτος και τον τόπο της σύνταξής της, 2. τον προσδιορισμό του διαθέτη, ώστε να μη γεννιέται αμφιβολία για την ταυτότητά του, 3. το όνομα και το επώνυμο του συμβολαιογράφου και των λοιπών προσώπων που συμπράττουν καθώς επίσης, χωρίς όμως ποινή ακυρότητας, την έδρα του συμβολαιογράφου και το επάγγελμα και την Κατοικία των λοιπών προσώπων που συμπράττουν, 4. τη δήλωση της τελευταίας βούλησης του διαθέτη και τη μνεία ότι τηρήθηκαν όσα προβλέπονται στο 1730. Η πράξη πρέπει να μνημονεύει ότι τηρήθηκαν όσα προβλέπονται στα άρθρα 1729 και 1731, η παράλειψη όμως της διατύπωσης της παραγράφου αυτής δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.

Ανάγνωση και υπογραφή της πράξης

Η πράξη πρέπει να διαβαστεί στο διαθέτη, ενώ ακούουν τα πρόσωπα που συμπράττουν, και να βεβαιωθεί σ` αυτήν ότι αυτό έγινε. Η πράξη πρέπει να υπογραφεί από το διαθέτη και από τα πρόσωπα που συμπράττουν. Πράξεις με περισσότερα φύλλα πρέπει να υπογράφονται και στο τέλος κάθε φύλλου. Αν ο διαθέτης δηλώσει ότι δεν μπορεί να υπογράψει, η υπογραφή του αναπληρώνεται από τη βεβαίωση της δήλωσης αυτής στην πράξη.

Αλλες διατυπώσεις

Οι γενικές διατάξεις για τα συμβολαιογραφικά έγγραφα εφαρμόζονται και στη Δημόσια διαθήκη, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά.

Διαθέτης κουφός

Αν ο διαθέτης δηλώσει ότι είναι κουφός, πρέπει επιπλέον να
δοθεί σ` αυτόν η πράξη για να τη διαβάσει και να βεβαιωθεί στην πράξη ότι αυτό έγινε. Αν ο διαθέτης δηλώσει ότι είναι κουφός και δεν μπορεί να διαβάζει χειρόγραφα, η διαθήκη συντάσσεται ενώπιον πέντε μαρτύρων ή δεύτερου συμβολαιογράφου και τριών μαρτύρων.

Διαθέτης που αγνοεί την ελληνική γλώσσα

Αν ο διαθέτης κατά την πεποίθηση του συμβολαιογράφου αγνοεί την ελληνική γλώσσα, ή αν ο διαθέτης δηλώσει ότι αγνοεί τα ελληνικά, προσλαμβάνεται διερμηνέας. Ως προς το διερμηνέα εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 1725 έως 1728 για τους μάρτυρες. Ο διερμηνέας πρέπει να ορκιστεί ότι θα διερμηνεύσει πιστά τη θέληση του διαθέτη, και να μεταφράσει την πράξη, πριν από την υπογραφή, στη γλώσσα που εκφράζεται ο διαθέτης, ενώ οι άλλοι θα ακούουν. Ο διερμηνέας πρέπει να είναι της εκλογής του διαθέτη και να ορκιστεί ότι θα τηρήσει μυστικές της διατάξεις της διαθήκης έως τη δημοσίευσή της, η παράβαση όμως αυτή δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.
Η πράξη πρέπει, εκτός από όσα ορίζονται στα άρθρα 1732 και 1733, να περιέχει το όνομα και το επώνυμο του διερμηνέα και τη βεβαίωση ότι τηρήθηκαν όσα ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 και να υπογραφεί και από το διερμηνέα. Πρέπει επίσης, χωρίς όμως ποινή ακυρότητας της διαθήκης, να περιέχει ότι τηρήθηκαν όσα ορίζονται στην παράγραφο 3 του υ αυτού.

Μυστική διαθήκη

Για την κατάρτιση μυστικής διαθήκης ο διαθέτης εγχειρίζει στο συμβολαιογράφο, ενώ είναι παρόντες τρεις μάρτυρες, ή δεύτερος συμβολαιογράφος και ένας μάρτυρας, έγγραφο δηλώνοντας προφορικά ότι περιέχει την τελευταία του βούληση. Οι διατάξεις των άρθρων 1725 έως 1729 για το συμβολαιογράφο και τα λοιπά πρόσωπα που συμπράττουν εφαρμόζονται και στη μυστική διαθήκη.

Το έγγραφο που εγχειρίζεται

Το έγγραφο που εγχειρίζεται, γραμμένο από το διαθέτη ή από
 άλλο πρόσωπο, πρέπει, με την επιφύλαξη της περίπτωσης του υ 1744, να φέρει την υπογραφή του διαθέτη. Αν είναι γραμμένο ολικά ή μερικά από άλλον, πρέπει να φέρει την υπογραφή του διαθέτη και σε κάθε ημίφυλλο.

Σφράγιση

Το έγγραφο που εγχειρίζεται, ή το περικάλυμμά του, αν δεν
 είναι σφραγισμένο έτσι που να μην μπορεί να ανοιχτεί χωρίς ρήξη ή βλάβη του σφραγίσματος, πρέπει να σφραγιστεί με τέτοιο τρόπο μπροστά στο διαθέτη και στα πρόσωπα που συμπράττουν.

Σημείωση στο έγγραφο

Στο έγγραφο που είναι σφραγισμένο ή που σφραγίζεται κατά το προηγούμενο , ή στο περικάλυμμά του, ο συμβολαιογράφος πρέπει να σημειώσει το όνομα και το επώνυμο του διαθέτη και τη χρονολογία της εγχείρισης, και η σημείωση αυτή πρέπει να υπογραφεί από το διαθέτη και τα πρόσωπα που συμπράττουν. Αν ο διαθέτης δηλώσει ότι δεν μπορεί να υπογράψει, η υπογραφή του αναπληρώνεται από τη βεβαίωση της δήλωσης αυτής στη σημείωση.
Πράξη για τη Μυστική διαθήκη

Για την κατάρτιση της μυστικής διαθήκης πρέπει να συνταχθεί πράξη. Στην πράξη αυτή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 1732 παρ. 1 αριθ. 1, 2, 3, 1733, 1734 και 1735. Στην πράξη πρέπει να βεβαιώνεται επίσης ότι τηρήθηκαν όσα ορίζονται στα άρθρα 1730 παρ. 2, 1738, 1741 και 1742.
Ο συμβολαιογράφος πρέπει να σημειώνει στο έγγραφο που του εγχειρίστηκε ή στο περικάλυμμά του και τον αριθμό της πράξης και να τα προσαρτήσει στην πράξη, η παράβαση όμως των διατάξεων της παραγράφου αυτής δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.

Διαθέτης που δεν μπόρεσε να υπογράψει

Αν ο διαθέτης δηλώσει ότι μπορεί να διαβάζει χειρόγραφα, αλλά δεν μπορεί να γράψει, ή ότι δεν μπόρεσε να θέσει την υπογραφή του στο έγγραφο που περιέχει την τελευταία του βούληση, πρέπει επιπλέον να δηλώσει ενώπιον του συμβολαιογράφου και των προσώπων που συμπράττουν ότι το διάβασε και να διευκρινίσει την αιτία που τον εμπόδισε να υπογράψει. Ολα αυτά πρέπει να βεβαιωθούν στην πράξη.
   Διαθέτης άλαλος ή κωφάλαλος

`Οποιος κατά την πεποίθηση του συμβολαιογράφου είναι άλαλος ή κωφάλαλος ή από άλλο λόγο εμποδίζεται να μιλάει, μπορεί να συντάξει μυστική διαθήκη. Για το σκοπό αυτό πρέπει να γράψει επάνω στο έγγραφο που εγχειρίζεται ή επάνω στο περικάλυμμα που το περιέχει, ιδιοχείρως τη δήλωση ότι το έγγραφο είναι η διαθήκη του, και αν το έγγραφο γράφηκε από άλλον, και ότι το διάβασε ο διαθέτης. Αυτή η δήλωση πρέπει να γραφεί από το διαθέτη ενώπιον του συμβολαιογράφου και των λοιπών προσώπων που συμπράττουν και να βεβαιωθεί αυτό στην πράξη.

Διαθέτης που αγνοεί την ελληνική γλώσσα

Αν ο διαθέτης κατά την πεποίθηση του συμβολαιογράφου αγνοεί την ελληνική γλώσσα ή δηλώσει ότι αγνοεί τα ελληνικά, εφαρμόζονται αναλόγως και στη Μυστική διαθήκη οι διατάξεις του  1737.
   Μυστική που ισχύει ως ιδιόγραφη

Μυστική διαθήκη άκυρη ισχύει ως ιδιόγραφη, αν είναι έγκυρη ως ιδιόγραφη.
  Ανίκανος για μυστική

`Οποιος δεν είναι ικανός να διαβάσει δεν μπορεί να συντάξει
  Μυστική διαθήκη.

Διαθήκη σε πλοίο

`Οποιος βρίσκεται σε ελληνικό πλοίο κατά τη διάρκεια θαλασσινού ταξιδιού μπορεί να συντάξει διαθήκη με προφορική δήλωση που γίνεται: σε πολεμικά πλοία ενώπιον του προϊσταμένου της οικονομικής υπηρεσίας και, αν δεν υπάρχει ή εμποδίζεται, ενώπιον του κυβερνήτη ή αυτού που τον αναπληρώνει, στα λοιπά πλοία η δήλωση γίνεται ενώπιον του πλοιάρχου και, αν δεν υπάρχει ή εμποδίζεται, ενώπιον του αναπληρωτή του.

Στα πολεμικά πλοία η διαθήκη του προϊσταμένου της οικονομικής   υπηρεσίας μπορεί να συνταχθεί κατά τις περιστάσεις που αναφέρονται στο προηγούμενο ενώπιον του κυβερνήτη ή αυτού που τον αναπληρώνει, η διαθήκη του κυβερνήτη, αν δεν υπάρχει προϊστάμενος της οικονομικής υπηρεσίας ή αυτός κωλύεται, ενώπιον εκείνου που έρχεται μετά τον κυβερνήτη κατά την τάξη της υπηρεσίας. Στα εμπορικά πλοία η διαθήκη του πλοιάρχου μπορεί να συνταχθεί κατά τις ίδιες περιστάσεις ενώπιον εκείνου που έρχεται ύστερα απ` αυτόν στην τάξη της υπηρεσίας.

Η διαθήκη κατά τη διάρκεια του θαλασσινού ταξιδιού συντάσσεται πάντοτε ενώπιον δύο μαρτύρων. Για την κατάρτιση της διαθήκης πρέπει να συνταχθεί έγγραφο. Στο έγγραφο γίνεται μνεία της τυχόν έλλειψης ή του κωλύματος εκείνου που είναι αρμόδιος να συντάξει τη διαθήκη πριν από εκείνον που τη συντάσσει, η παράβαση όμως της διατύπωσης αυτής δεν   επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης. Η υπογραφή του ενός από τους μάρτυρες είναι απαραίτητη αν ο άλλος μάρτυρας δεν μπορεί να υπογράψει από άγνοια ή άλλο κώλυμα, αυτό μνημονεύεται καθώς και η αιτία του. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως και στην παρούσα διαθήκη οι διατάξεις των άρθρων 1725 έως 1737.
Οι διατάξεις για διαθήκη κατά τη διάρκεια θαλασσινού ταξιδιού δεν εφαρμόζονται, αν το πλοίο βρίσκεται μέσα σε ελληνικό λιμάνι, στο οποίο υπάρχει συμβολαιογράφος, εκτός αν, σύμφωνα με βεβαίωση στη διαθήκη εκείνου που τη συντάσσει, ο διαθέτης δεν μπορεί να αποβιβαστεί.
   Διαθήκη σε εκστρατεία

Οι στρατιωτικοί και γενικά όσοι κατά τις διατάξεις της   στρατιωτικής ποινικής νομοθεσίας υπάγονται στην αρμοδιότητα των στρατοδικείων σε εκστρατεία μπορούν, σε περίπτωση εκστρατείας, αποκλεισμού ή πολιορκίας ή αιχμαλωσίας, να δηλώσουν την τελευταία τους βούληση προφορικά ενώπιον αξιωματικού, με την παρουσία άλλου αξιωματικού ή με την παρουσία δύο μαρτύρων. Αν πρόκειται για τραυματίες ή ασθενείς, τον αξιωματικό που συντάσσει τη διαθήκη μπορεί   να αντικαταστήσει διευθυντής νοσοκομείου που λειτουργεί με έγκριση του Κράτους.
Για τα πρόσωπα που συμπράττουν εφαρμόζονται αναλόγως οι
διατάξεις των άρθρων 1725 έως 1728. Για την κατάρτιση της διαθήκης κατά το προηγούμενο  συντάσσεται έγγραφο. Το έγγραφο, που φέρει και τη χρονολογία της σύνταξης του, διαβάζεται στο διαθέτη ενώ ακούουν τα πρόσωπα που συμπράττουν και βεβαιώνεται ότι αυτό έγινε, το έγγραφο υπογράφεται από το διαθέτη, απ` αυτόν που συντάσσει τη διαθήκη και από τα λοιπά πρόσωπα που συμπράττουν. Αν ο διαθέτης δηλώσει ότι δεν μπορεί να γράψει, η υπογραφή του αναπληρώνεται με τη βεβαίωση της δήλωσης αυτής   στο έγγραφο. Η υπογραφή του ενός από τους μάρτυρες είναι απαραίτητη αν ο άλλος μάρτυρας δηλώσει ότι δεν μπορεί να γράψει, η υπογραφή του αναπληρώνεται με τη βεβαίωση της δήλωσης αυτής στο έγγραφο.
Αυτή η διαθήκη δεν υπόκειται σε καμία άλλη διατύπωση.
`Οσοι βρίσκονται σε πολεμικό πλοίο που μετέχει σε εκστρατεία,μπορούν να συντάξουν διαθήκη και κατά τις διατάξεις για διαθήκη σε εκστρατεία.
 Διατάξεις υπέρ αξιωματικών του πλοίου

Διατάξεις υπέρ αξιωματικών του πλοίου που δεν είναι συγγενείς ή αγχιστείς του διαθέτη, είναι άκυρες, εφόσον περιέχονται σε διαθήκη που συντάχθηκε κατά τη διάρκεια του θαλασσινού ταξιδιού. Το ίδιο ισχύει και αν τέτοιες διατάξεις περιέχονται σε διαθήκη ιδιόγραφη που συντάχθηκε κάτω από τις ίδιες περιστάσεις.
   Διαθήκη αυτού που βρίσκεται σε αποκλεισμό

`Οποιος διαμένει σε τόπο, που εξαιτίας επιδημίας ή άλλων έκτακτων περιστάσεων είναι αποκλεισμένος με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι αδύνατη ή σημαντικά δύσκολη η σύνταξη διαθήκης δημόσιας ή μυστικής κατά τις συνήθεις διατυπώσεις, μπορεί να συντάξει διαθήκη ενώπιον συμβολαιογράφου, ειρηνοδίκη, δημάρχου, δημαρχικού παρέδρου, προϊσταμένου κοινότητας, αστυνόμο, διευθυντή νοσοκομείου ή λοιμοκαθαρτηρίου ή υγειονόμου, στη σύνταξη της οποίας τηρούνται κατά   τα λοιπά οι διατάξεις για τη διαθήκη κατά τη διάρκεια θαλασσινού ταξιδιού. Σ` αυτή τη διαθήκη μπορούν να είναι μάρτυρες  ακόμη και ανήλικοι, που έχουν όμως συμπληρώσει το δέκατο έκτο έτος.

Χρονικό όριο ισχύος έκτακτης διαθήκης

Διαθήκη που έχει συνταχθεί κατά τα άρθρα 1749 έως 1757 (έκτακτη διαθήκη) θεωρείται ότι δεν έχει συνταχθεί, αν πέρασαν τρεις μήνες, αφότου έπαψαν για το διαθέτη οι περιστάσεις οι οποίες δικαιολογούν τη συνταξή της και ο διαθέτης ζεί ακόμη.
  Η έναρξη και η διαδρομή της προθεσμίας αναστέλλονται, εφόσον ο διαθέτης δεν είναι σε κατάσταση να συντάξει διαθήκη δημόσια ή μυστική με τις συνήθεις διατυπώσεις. Αν στην περίπτωση της έκτακτης διαθήκης ο διαθέτης, πριν από την παρέλευση της προθεσμίας του προηγούμενου, βρεθεί πάλι κάτω   από τις ίδιες περιστάσεις, η προθεσμία διακόπτεται, έτσι ώστε μετά την παρέλευσή τους αρχίζει να τρέχει πάλι ολόκληρη η προθεσμία. Εκείνος που συντάσσει έκτακτη διαθήκη υπενθυμίζει στο διαθέτη ότι η ισχύς της διαρκεί τρεις μήνες και γίνεται σχετική μνεία στην πράξη. Η παράλειψή της όμως δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.

Παράδοση έκτακτης

Εκείνος που έχει συντάξει έκτακτη διαθήκη την παραδίνει σε
συμβολαιογράφο στην Ελλάδα ή σε ελληνική προξενική αρχή στο εξωτερικό. Εκείνος που παραδίνει τη διαθήκη οφείλει συγχρόνως να γνωστοποιήσει στο συμβολαιογράφο ή στην προξενική αρχή τον τυχόν θάνατο του διαθέτη και κάθε άλλη γνωστή σ` αυτόν πληροφορία για τον τόπο της τελευταίας Κατοικίας ή διαμονής του διαθέτη, σχετική μνεία γίνεται στην πράξη της παράδοσης.
Για την παράδοση της διαθήκης συντάσσεται σε απλό χαρτί πράξη που υπογράφεται απ` αυτόν που παραλαμβάνει και απ` αυτόν που παραδίνει τη διαθήκη. Αντίγραφο της πράξης αυτής έχει υποχρέωση ο συμβολαιογράφος ή η προξενική αρχή που παρέλαβε τη διαθήκη να στείλει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στο υπουργείο δικαιοσύνης. Η διαθήκη που παραδόθηκε φυλάσσεται από το συμβολαιογράφο ή την προξενική αρχή, και δημοσιεύεται μετά το θάνατο του διαθέτη. Η μη τήρηση όσων ορίζονται στο αυτό δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης. Εκείνος που έχει συντάξει διαθήκη στις περιπτώσεις εκστρατείας, αποκλεισμού, πολιορκίας ή αιχμαλωσίας οφείλει επιπλέον να γνωστοποιήσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τη σύνταξή της με αναφορά προς την άμεσα προϊστάμενη στρατιωτική αρχή. Για τη σύνταξη διαθήκης κατά τη διάρκεια θαλασσινού ταξιδιού γίνεται μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου. Η μη τήρηση όσων ορίζονται στο αυτό δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.
   Ανάκληση διαθήκης

Κάθε διαθήκη μπορεί να ανακληθεί: 1. με σχετική δήλωση σε μεταγενέστερη διαθήκη, αν αυτή η μεταγενέστερη ανακληθεί, η διαθήκη ενεργεί σαν να μην είχε καταργηθεί, 2. με δήλωση που γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου με την παρουσία τριών μαρτύρων και με τις λοιπές διατυπώσεις των συμβολαιογραφικών εγγράφων. Αν αυτή η δήλωση ανακληθεί με όμοιο τρόπο, η διαθήκη ενεργεί σαν να μην είχε ανακληθεί.

Μεταγενέστερη διαθήκη καταργεί με το περιεχόμενό της την   προηγούμενη, μόνο κατά το μέρος που εναντιώνεται σ` αυτήν.
Αν η μεταγενέστερη ανακληθεί, η προηγούμενη ενεργεί σαν να μην είχε καταργηθεί.
   Ανάκληση ιδιόγραφης

Ιδιόγραφη διαθήκη μπορεί να ανακληθεί και αν ο διαθέτης με
πρόθεση ανάκλησης καταστρέψει το έγγραφό της ή επιχειρήσει σ` αυτό μεταβολές, με τις οποίες συνήθως εκφράζεται η βούληση για ανάκληση έγγραφης δήλωσης.
Αν ο διαθέτης κατέστρεψε το έγγραφο της διαθήκης, ή τομετέβαλε με τον τρόπο που σημειώθηκε, τεκμαίρεται ότι είχε σκοπό να ανακαλέσει τη διαθήκη.

Ανάκληση μυστικής

Διαθήκη μυστική θεωρείται ότι έχει ανακληθεί, αν ο διαθέτης   αναλάβει το έγγραφο που περιέχει την τελευταία βούλησή του και που είχε εγχειριστεί στο συμβολαιογράφο και σφραγιστεί. Αυτή η διάταξη εφαρμόζεται και αν το έγγραφο αυτό θεωρηθεί ότι έχει ισχύ ιδιόγραφης διαθήκης.

Ο διαθέτης μπορεί να ενεργήσει οποτεδήποτε την ανάληψη. Η   απόδοση του εγγράφου μπορεί να γίνει μόνο προσωπικά στο διαθέτη. Για την απόδοση σιντάσσεται πράξη κατά τις κοινές διατάξεις, κάτω από την πράξη της κατάρτισης της μυστικής διαθήκης. Ιδιόγραφη διαθήκη που έχει κατατεθεί στο συμβολαιογράφο για φύλαξη μπορεί να αναληφθεί με τον τρόπο που προβλέπεται στο προηγούμενο. Η ανάληψη όμως δεν θεωρείται ανάκλησή της.
   Αλλοι όροι για την ανάκληση.

Οι διατάξεις των αρθρων 1716 έως 1720 εφαρμόζονται αναλόγως και στην Ανάκληση διαθήκης".

 Δημοσίευση διαθήκης

Συμβολαιογράφος, στον οποίο υπάρχει διαθήκη, οφείλει χωρίς
  υπαίτια καθυστέρηση μόλις πληροφορηθεί το θάνατο του διαθέτη, αν πρόκειται για Δημόσια διαθήκη, να στείλει αντίγραφό της στο γραμματέα του αρμόδιου πρωτοδικείου, και αν πρόκειται για μυστική ή έκτακτη, να την παραδώσει αυτοπροσώπως στο πρωτότυπο στο πρωτοδικείο σε δημόσια συνεδρίαση. Αρμόδιο είναι το Πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει ο συμβολαιογράφος. Αν όμως ο συμβολαιογράφος εδρεύει στην έδρα ειρηνοδικείου που βρίσκεται έξω από την έδρα πρωτοδικείου, η παράδοση αυτή μπορεί να γίνει και στον ειρηνοδίκη.

Η μυστική ή έκτακτη διαθήκη που παραδόθηκε κατ` αυτό τον τρόπο δημοσιεύεται, με την επιφύλαξη της περίπτωσης του υ 1770 παρ. 2, στην ίδια συνεδρίαση, η Δημόσια διαθήκη, που έχει σταλεί στο γραμματέα των πρωτοδικών, δημοσιεύεται στην πρώτη συνεδρίαση.

Ιδίως στη μυστική

Η Μυστική διαθήκη πριν από την αποσφράγισή της για δημοσίευση εξετάζεται από το δικαστήριο, ενώ παρίσταται και ο συμβολαιογράφος, και βεβαιώνεται ότι οι σφραγίδες είναι άθικτες. Κατά τη βεβαίωση ότι οι σφραγίδες είναι άθικτες μπορεί να παραστεί και όποιος έχει έννομο συμφέρον και να τις εξετάσει αφού το ζητήσει. Το δικαστήριο μπορεί πριν από την αποσφράγιση, ύστερα από αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως, να εξετάσει τους μάρτυρες που έχουν συμπράξει στην κατάρτιση της διαθήκης, κλητεύοντάς τους με επιμέλεια εκείνου που υπέβαλε την αίτηση ή του γραμματέα του δικαστηρίου.

Πρακτικό δημοσίευσης

Για τη δημοσίευση της διαθήκης συντάσσεται πρακτικό, όπου
καταχωρίζεται ολόκληρη η διαθήκη και η βεβαίωση για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία των εξωτερικών ελαττωμάτων που προβλέπονται στο 1721 παρ. 4. Το πρωτότυπο στη μυστική ή έκτακτη διαθήκη με το περικάλυμμά του κατατίθεται στο αρχείο του δικαστηρίου, αφού προηγουμένως ο πρόεδρος ή ο ειρηνοδίκης σημειώσει αμέσως ιδιοχείρως στο πρωτότυπο της
διαθήκης και το περικάλυμμά της τη λέξη "θεωρήθηκε", χρονολογήσει και υπογράψει τη θεώρηση. Αν η δημοσίευση γίνεται από ειρηνοδίκη, ο γραμματέας του στέλνει αμέσως στο γραμματέα του αρμόδιου δικαστηρίου αντίγραφο του σχετικού πρακτικού. Αν ο διαθέτης δεν είχε την τελευταία του Κατοικία ή διαμονή στην περιφέρεια του πρωτοδικείου ή του ειρηνοδικείου που δημοσίευσε τη διαθήκη, ο γραμματέας του δικαστηρίου στέλνει αντίγραφο του πρακτικού της δημοσίευσης στον εισαγγελέα των πρωτοδικών της τελευταίας Κατοικίας ή διαμονής του διαθέτη, για να κατατεθεί στο αρχείο του πρωτοδικείου αυτού και να συνταχθεί σχετική πράξη, που την υπογράφουν ο εισαγγελέας και ο γραμματέας του δικαστηρίου που παραλαμβάνει το πρακτικό. `Ομοιο αντίγραφο του πρακτικού της δημοσίευσης αποστέλλεται επίσης σε κάθε περίπτωση στο γραμματέα του πρωτοδικείου της πρωτεύουσας του Κράτους.

Δημοσίευση από προξενική αρχή

Προξενική αρχή, στην οποία υπάρχει διαθήκη, οφείλει, μόλις
πληροφορηθεί το θάνατο του διαθέτη, αν εδρεύει σ` αυτήν πολυμελές προξενικό δικαστήριο, να τη δημοσιεύσει σε δημόσια συνεδρίαση του προξενικού αυτού δικαστηρίου, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 1769 έως 1771 και σε κάθε άλλη περίπτωση να τη δημοσιεύσει στο προξενικό γραφείο ενώπιον δύο μαρτύρων και του γραμματέα του προξενείου, αν υπάρχει, καθώς και να συντάξει πρακτικό, όπου καταχωρίζεται ολόκληρη η διαθήκη. Το πρακτικό υπογράφουν ο προϊστάμενος της προξενικής αρχής, ο γραμματέας και οι μάρτυρες. Στην ιδιόγραφη, μυστική ή έκτακτη διαθήκη το πρωτότυπο με το τυχόν περικάλλυμα, αφού θεωρηθούν από τον προϊστάμενο της προξενικής αρχής κατά το 1771, προσαρτώνται στο  πρακτικό και φυλάγονται στα αρχεία του προξενείου. Διπλό αντίγραφο του πρακτικού αποστέλλεται από την προξενική αρχή στο υπουργείο δικαιοσύνης και αυτό στέλνει το ένα αντίγραφο στον εισαγγελέα των πρωτοδικών της τελευταίας Κατοικίας ή διαμονής του διαθέτη, για να κατατεθεί στο αρχείο αυτού του πρωτοδικείου κατά το 1772 και το άλλο αντίγραφο στο γραμματέα του πρωτοδικείου της πρωτεύουσας του Κράτους.

 Δημοσίευση ιδιόγραφης .

`Οποιος κατέχει ιδιόγραφη διαθήκη οφείλει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση μόλις πληροφορηθεί το θάνατο του διαθέτη να την εμφανίσει για δημοσίευση στο πρωτοδικείο είτε της τελευταίας Κατοικίας ή διαμονής του διαθέτη είτε της δικής του διαμονής. Η δημοσίευση γίνεται κατά το 1771. Η διάταξη του  1772 εφαρμόζεται και σ` αυτή την περίπτωση. Αν αυτός που κατέχει την ιδιόγραφη διαθήκη διαμένει στο εξωτερικό, μπορεί να την εμφανίσει για δημοσίευση και στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής, οπότε εφαρμόζονται οι διατάξεις του 1773 Σχετικά με την παράδοση στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής της διαθήκης για δημοσίευση συντάσσεται πράξη, που την υπογράφουν αυτός που έλαβε και αυτός που παρέδωσε τη διαθήκη.

Κήρυξη κύριας διαθήκης

Αυτός που ζητεί να δημοσιευτεί ιδιόγραφη διαθήκη ενώπιον δικαστηρίου μπορεί κατά τη δημοσίευσή της να προσαγάγει τρεις μάρτυρες, οι οποίοι μαρτυρούν ενόρκως για τη γνησιότητα της γραφής ή της υπογραφής του διαθέτη. Το δικαστήριο αφού ακούσει τους μάρτυρες μπορεί κατά τη δημοσίευση της ιδιόγραφης διαθήκης να την κηρύξει επιπλέον κύρια.

Ιδιόγραφη διαθήκη που δημοσιεύτηκε και κηρύχθηκε κύρια
τεκμαίρεται γνήσια, αν επί πέντε χρόνια από τη δημοσίευσή της δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά της σε δίκη ανάμεσα σε κάποιον απ` αυτούς που αντλούν δικαιώματα απ` αυτήν και  κάποιον απ` αυτούς που βλάπτονται από την ύπαρξή της.

Βιβλία δημοσιεύσεων

Οι γραμματείς των πρωτοδικών και οι προξενικές αρχές τηρούν βιβλίο των διαθηκών που δημοσιεύονται και ο γραμματέας του πρωτοδικείου της πρωτεύουσας του Κράτους τηρεί βιβλίο των διαθηκών που δημοσιεύονται από το πρωτοδικείο αυτό καθώς και από τα λοιπά πρωτοδικεία και τις προξενικές αρχές.
Η μη τήρηση των διατάξεων των άρθρων 1769 έως 1778 δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.

 Τέλη δημοσίευσης

Τα τέλη των πρακτικών και των λοιπών εγγράφων και αντιγράφων που αναφέρονται στα άρθρα 1769 έως 1778 προκαταβάλλονται από το δημόσιο και εισπράττονται από την κληρονομία. 

Διάταξη υπέρ αόριστου προσώπου

Είναι άκυρη η διάταξη της διαθήκης υπέρ προσώπου τόσο αόριστου ώστε ο προσδιορισμός του να είναι αδύνατος.

Διάταξη εξαιτίας απειλής ή δόλου

Η διάταξη της διαθήκης είναι ακυρώσιμη, αν είναι προϊόν απειλής, που ασκήθηκε παράνομα ή αντίθετα προς τα χρηστά ήθη. Η διάταξη είναι επίσης ακυρώσιμη, αν είναι προϊόν απάτης, χωρίς την οποία ο διαθέτης δεν θα διατύπωνε τη διάταξη.

Διάταξη από πλάνη

Η διάταξη της διαθήκης είναι ακυρώσιμη, αν ο διαθέτης βρισκόταν σε πλάνη ως προς την ταυτότητα είτε του τιμωμένου που ήθελε είτε του αντικειμένου που ήθελε να αφήσει. Η εσφαλμένη ονομασία ή περιγραφή προσώπου ή αντικειμένου δεν παραβλάπτει το κύρος της διάταξης.

Η διάταξη της διαθήκης είναι ακυρώσιμη, αν υπήρξε αποτέλεσμα πλάνης από αίτια που μνημονεύονται στη διαθήκη και ανάγονται στο παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον, χωρίς τα οποία ο διαθέτης δεν θα διατύπωνε τη διάταξη.

Διάταξη υπέρ του συζύγου

Η διάταξη σε διαθήκη του κληρονομουμένου υπέρ του συζύγου του, σε περίπτωση αμφιβολίας, είναι ακυρώσιμη, αν ο μεταξύ τους Γάμος είναι άκυρος ή λύθηκε όσο ζούσε ο διαθέτης ή αν ο διαθέτης, έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου, είχε ασκήσει την αγωγή διαζυγίου κατά του συζύγου του.

Παράλειψη μεριδούχου

Η διαθήκη είναι ακυρώσιμη, αν ο διαθέτης παρέλειψε το μεριδούχο που υπήρχε κατά το θάνατό του και η ύπαρξή του κατά τη σύνταξη της διαθήκης δεν του ήταν γνωστή, ή που γεννήθηκε ή έγινε μεριδούχος μετά τη σύνταξή της. Η ακύρωση αποκλείεται, όταν αποδεικνύεται ότι ο διαθέτης θα προχωρούσε στη σύνταξη της διαθήκης και αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση που υπήρχε ή επήλθε.

Ποιός ζητεί την ακύρωση

Την ακύρωση της διάταξης της διαθήκης στις περιπτώσεις των
  άρθρων 1782 έως 1785 μπορεί να ζητήσει μόνο εκείνος που ωφελείται άμεσα από την ακύρωσή της, και στην περίπτωση του προηγούμενου μόνο ο μεριδούχος που παραλείφθηκε. 

Παραγραφή

Το δικαίωμα για ακύρωση διάταξης τελευταίας βούλησης παραγράφεται μετά δύο έτη από τη δημοσίευση της διαθήκης.

Εξάρτηση διάταξης από τη γνώμη άλλου

Ο διαθέτης δεν μπορεί να εξαρτήσει την ισχύ διάταξης τελευταίας βούλησης από τη γνώμη άλλου. Δεν μπορεί επίσης να αναθέσει σε άλλον τον προσδιορισμό είτε του τιμώμενου προσώπου είτε του πράγματος που καταλείπεται.

Διάταξη υπέρ "συγγενών"κλπ

Αν ο διαθέτης χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό μνημόνευσε στη διαθήκη τους "εξ αδιαθέτου"ή τους "νόμιμους"κληρονόμους του ή τους "συγγενείς"του, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι έχουν τιμηθεί εκείνοι που καλούνται εξ αδιαθέτου κατά το χρόνο της επαγωγής κατά την αναλογία της μερίδας τους.

Διάταξη υπέρ του κατιόντος

Αν ο διαθέτης μνημόνευσε στη διαθήκη του τον κατιόντα του, σε περίπτωση αμφιβολίας, αν αυτός εκπέσει από οποιοδήποτε λόγο, τη θέση του παίρνουν οι δικοί του κατιόντες, εφόσον θα καλούνταν εξ αδιαθέτου.

Διάταξη για τους φτωχούς

`Οσα καταλείπονται στους φτωχούς χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό, σε περίπτωση αμφιβολίας, θεωρείται ότι έχουν καταλειφθεί στο πτωχοκομείο του δήμου ή της κοινότητας, όπου ο διαθέτης είχε την τελευταία Κατοικία ή διαμονή του. Αν δεν υπάρχει πτωχοκομείο, περιέρχονται σε άλλο αγαθοεργό κατάστημα που βρίσκεται εκεί. Αν ούτε τέτοιο κατάστημα υπάρχει, περιέρχονται στο ταμείο του δήμου ή της κοινότητας και ξοδεύονται για τους φτωχούς.

Αμφιβολία ως προς τον τιμώμενο

Αν ο προσδιορισμός του τιμωμένου από το διαθέτη αρμόζει σε περισσότερα πρόσωπα και δεν μπορεί να εξακριβωθεί σε ποιό απ` αυτά απέβλεπε, θεωρείται ότι όλα αυτά τα πρόσωπα έχουν τιμηθεί κατά ίσα μέρη.

Αίρεση ακατάληπτη

Οι ακατάληπτες αιρέσεις που έχουν προστεθεί σε διάταξη τελευταίας βούλησης θεωρούνται σαν να μην έχουν γραφεί.

Αίρεση αγαμίας

Η αίρεση αγαμίας που προστίθεται σε διάταξη τελευταίας βούλησης, θεωρείται σαν να μην έχει γραφεί. Είναι όμως ισχυρή η αίρεση της χηρείας σε διατάξη του ενός συζύγου υπέρ του άλλου.

Διάταξη δελεαστική

Η κατάλειψη με διάταξη τελευταίας βούλησης υπό την αίρεση της αμοιβαίας ελευθεριότητας σε διαθήκη από τον κληρονόμο ή τον κληροδόχο είναι άκυρη.

Αίρεση αναβλητική

Η διάταξη διαθήκης που εξαρτάται από αναβλητική αίρεση, σε περίπτωση αμφιβολίας ισχύει μόνο αν ο τιμώμενος με τη διάταξη αυτή ζει όταν πληρωθεί η αίρεση. 

Αίρεση που επιβάλλει παράλειψη

Αν με διάταξη τελευταίας βούλησης έχει καταλειφθεί ο,τιδήποτε με την αίρεση ότι ο τιμώμενος θα παραλείψει κάτι ή θα εξακολουθήσει να κάνει κάτι μέσα σε απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι η διάταξη έχει τεθεί με διαλυτική αίρεση αντίθετου περιεχομένου.                                                                   

Αίρεση που θεωρείται ότι έχει πληρωθεί

Αν απαιτείται να συμπράξει τρίτος για να πληρωθεί η αίρεση με την οποία έχει γραφεί ο τιμώμενος, και ο τρίτος αρνείται να συμπράξει, η αίρεση, σε περίπτωση αμφιβολίας, θεωρείται ότι έχει πληρωθεί.

Ιδιότητα του τιμωμένου

Αν ο διαθέτης άφησε στον τιμώμενο ολόκληρη την περιουσία του ή ποσοστό της, ο τιμώμενος θεωρείται ότι έχει εγκατασταθεί ως κληρονόμος, ακόμη και αν δεν ονομάστηκε κληρονόμος. Αν έχουν αφεθεί μόνο ειδικά αντικείμενα στον τιμώμενο, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται κληροδόχος, ακόμη και αν ονομάστηκε κληρονόμος. 



Εξ αδιαθέτου διαδοχή

Πρώτη τάξη

Ως κληρονόμοι εξ αδιαθέτου στην πρώτη τάξη καλούνται οι κατιόντες του κληρονομουμένου. Ο πλησιέστερος απ` αυτούς αποκλείει τον απώτερο της ίδιας ρίζας. Στη θέση κατιόντος που δεν ζεί κατά την επαγωγή υπεισέρχονται οι κατιόντες που μέσω αυτού συνδέονται με συγγένεια με τον κληρονομούμενο (διαδοχή κατά ρίζες). Τα τέκνα κληρονομούν κατ` ισομοιρία.

 Δεύτερη τάξη

Στη δεύτερη τάξη καλούνται μαζί οι γονείς του κληρονομουμένου, οι αδελφοί, καθώς και τέκνα και έγγονοι αδελφών που έχουν πεθάνει πριν απ` αυτόν. Οι γονείς και οι αδελφοί κληρονομούν κατ` ισομοιρία και τα τέκνα ή οι έγγονοι αδελφών που έχουν πεθάνει πριν από τον κληρονομούμενο κληρονομούν κατά ρίζες.  Τα τέκνα αδελφού του κληρονομουμένοι που έχει πεθάνει πριν απ` αυτόν αποκλείουν τους εγγόνους της ίδιας ρίζας.

 Ετεροθαλείς αδελφοί

Ετεροθαλείς αδελφοί, αν συντρέχουν με γονείς ή με αμφιθαλείς ή με τέκνα ή εγγόνους αμφιθαλών αδελφών,  παίρνουν το μισό της μερίδας που ανήκει στους αμφιθαλείς. Το μισό επίσης παίρνουν και τα τέκνα ή οι έγγονοι ετεροθαλών αδελφών που έχουν πεθάνει πριν από τον κληρονομούμενο.

Τρίτη τάξη

Στην τρίτη τάξη καλούνται οι παππούδες και οι γιαγιάδες του κληρονομουμένου και από τους κατιόντες τους τα τέκνα και οι έγγονοι. Αν κατά την επαγωγή ζουν οι παππούδες κα οι γιαγιάδες και των δύο γραμμών, κληρονομούν μόνο αυτοί κατ` ισομοιρία. Αν κατά την επαγωγή δεν ζεί ο παππούς ή η γιαγιά από την πατρική ή τη μητρική γραμμή, στη θέση εκείνου που έχει πεθάνει υπεισέρχονται τα τέκνα και οι εγγονοί του. Αν δεν υπάρχουν τέκνα και έγγονοι, η μερίδα αυτού που έχει πεθάνει περιέρχεται στον παππού ή τη γιαγιά, της ίδιας γραμμής και, αν δεν υπάρχει, στα τέκνα και στους εγγονούς του.  Αν κατά την επαγωγή δεν ζούν ο παππούς και η γιαγιά, είτε από την πατρική είτε από τη μητρική γραμμή και δεν υπάρχουν τέκνα και έγγονοι αυτών που έχουν πεθάνει, κληρονομούν μόνο ο παππούς ή η γιαγιά ή τα τέκνα και οι έγγονοί τους από την άλλη γραμμή. Τα τέκνα κληρονομούν κατ` ισομοιρία κι αποκλείουν τους εγγόνους της ίδιας ρίζας. Οι εγγονοί κληρονομούν κατά ρίζες.

Τέταρτη τάξη

Στην τέταρτη τάξη καλούνται οι προπαππούδες και οι προγιαγιάδες του κληρονομουμένου. Οι προπαππούδες και οι προγιαγιάδες που ζούν κατά το χρόνο της επαγωγής κληρονομούν κατ` ισομοιρία ανεξάρτητα αν ανήκουν στην ίδια ή σε διάφορες γραμμές.

 Δικαίωμα από περισσότερες ρίζες

`Οποιος στην περίπτωση της διαδοχής κατά ρίζες ανήκει σε περισσότερες ρίζες παίρνει τη μερίδα που ανήκει σε κάθε ρίζα.

Κάθε μερίδα θεωρείται ιδιαίτερη κληρονομική μερίδα.

Διαδοχή τάξεων

Δεν καλείται στην κληρονομία συγγενής, εφόσον υπάρχει άλλος συγγενής προηγούμενης τάξης που καλείται ως κληρονόμος.

Ο σύζυγος που επιζεί

Εκείνος από τους συζύγους που επιζεί καλείται, ως κληρονόμος εξ αδιαθέτου, με τους συγγενείς της πρώτης τάξης στο τέταρτο και με τους συγγενείς των άλλων τάξεων στο μισό της κληρονομίας. Επιπλέον παίρνει ως εξαίρετο, ανεξάρτητα από την τάξη με την οποία καλείται, τα έπιπλα, σκεύη, ενδύματα και άλλα τέτοια οικιακά αντικείμενα που τα χρησιμοποιούσαν είτε μόνος εκείνος που επιζεί είτε και οι δύο σύζυγοι. Αν όμως υπάρχουν τέκνα του συζύγου που πέθανε, λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες και αυτών, εφόσον το επιβάλλουν οι ειδικές περιστάσεις για λόγους επιείκειας.

Πέμπτη τάξη

Αν δεν υπάρχουν συγγενείς της πρώτης, της δεύτερης, της τρίτης και της τέταρτης τάξης, ο σύζυγος που επιζεί καλείται ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος σε ολόκληρη την κληρονομία.

Αποκλεισμός συζύγου

Το κληρονομικό δικαίωμα, καθώς και το δικαίωμα στο εξαίρετο του συζύγου που επιζεί αποκλείονται, αν ο κληρονομούμενος, έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου, είχε ασκήσει την αγωγή διαζυγίου κατά του συζύγου του.

Προσαύξηση

Αν ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος εξέπεσε πριν από την επαγωγή ή μετά την επαγωγή και από την αιτία αυτή αυξήθηκε η μερίδα άλλου εξ αδιαθέτου κληρονόμου, το μέρος κατά το οποίο επήλθε η αύξηση αυτή θεωρείται ιδιαίτερη κληρονομική μερίδα ως προς τις κληροδοσίες ή τον τρόπο που βαρύνουν τον κληρονόμο αυτόν ή εκείνον που εξέπεσε, καθώς και ως προς την υποχρέωση της συνεισφοράς.

`Εκτη τάξη

Αν κατά την επαγωγή της κληρονομίας δεν υπάρχει ούτε συγγενής από εκείνους που καλούνται κατά το νόμο, ούτε σύζυγος του κληρονομουμένου, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος καλείται το δημόσιο.

Νόμιμη μοίρα

Ποσοστό

Οι κατιόντες και οι γονείς του κληρονομουμένου, καθώς και ο σύζυγος που επιζεί, οι οποίοι θα είχαν κληθεί ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, έχουν δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομία. Η νόμιμη μοίρα είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας.

Ο μεριδούχος κατά το ποσοστό αυτό μετέχει ως κληρονόμος.

Διαδοχή ή προσαύξηση στη νόμιμη μοίρα

Αν κάποιος μεριδούχος ολικά ή μερικά αποκληρώθηκε νόμιμα ή παραιτήθηκε από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρα ή λόγω αναξιότητας εξέπεσε, το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας ασκούν οι μεριδούχοι που έρχονται στη θέση του κατά τη σειρά της εξ αδιαθέτου διαδοχής. Συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας

Αν στο μεριδούχο έχει καταλειφθεί λιγότερο από τη νόμιμη μοίρα, το δικαίωμά του υπάρχει για το μέρος που λείπει.

Κληροδοσία στο μεριδούχο

Αν στο μεριδούχο καταλείφθηκε κληροδοσία, μπορεί να την αποποιηθεί και να ασκήσει ολόκληρο το δικαίωμά του στη νόμιμη μοίρα.
  Αν δεν αποποιηθεί την κληροδοσία, ασκεί το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας για το μέρος που λείπει.

Εκείνος που βαρύνεται με την κληροδοσία δικαιούται να τάξει στο μεριδούχο εύλογη προθεσμία για να την αποποιηθεί. Αν η προθεσμία περάσει άπρακτη, το δικαίωμα αποποίησης χάνεται.

Περιορισμοί της νόμιμης μοίρας

Κάθε περιορισμός του μεριδούχου από τη διαθήκη, όσο βαρύνει τη νόμιμη μοίρα, θεωρείται σαν να μήν έχει γραφεί.

Προσδιορισμός μερίδας

Για τον προσδιορισμό της εξ αδιαθέτου μερίδας με βάση την οποία οφείλεται η νόμιμη μοίρα, συναριθμούνται όσοι έχουν αποκληρωθεί με τη
  διαθήκη, όσοι έχουν αποποιηθεί την κληρονομία και όσοι έχουν κηρυχθεί ανάξιοι να κληρονομήσουν.

Προσδιορισμός της κληρονομίας

Ο υπολογισμός της νόμιμης μοίρας γίνεται με βάση την κατάσταση και
  την αξία της κληρονομίας κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, αφού αφαιρεθούν τα χρέη και οι δαπάνες της κηδείας του και της απογραφής της κληρονομίας.

Στην κληρονομία προσθέτονται, με την αξία που είχαν κατά το χρόνο
  της παροχής, ο,τιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε, όσο ζούσε, χωρίς
  αντάλλαγμα σε μεριδούχο είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο και επίσης οποιαδήποτε δωρεά που ο κληρονομούμενος έκανε στα τελευταία δέκα χρόνια πριν από το θάνατό του, εκτός αν την επέβαλαν λόγοι ευπρέπειας ή ιδιαίτερο ηθικό καθήκον.

Για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας των γονέων δεν συνυπολογίζεται ό,τι περιέρχεται ως εξαίρετο, σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του υ 1820, στο σύζυγο που επιζεί.

Αποτίμηση της κληρονομίας

Η αξία της κληρονομίας, εφόσον είναι αναγκαίο, βρίσκεται με εκτίμηση. Η εκτίμηση από τον κληρονομούμενο δεν είναι υποχρεωτική.

Δικαιώματα και υποχρεώσεις της κληρονομίας που εξαρτώνται από αναβλητική αίρεση δεν υπολογίζονται κατά την εκτίμηση,

 και όσα εξαρτώνται από διαλυτική αίρεση υπολογίζονται χωρίς την αίρεση. Αν η αίρεση πληρωθεί, γίνεται η εξίσωση που αρμόζει προς την κατάσταση που άλλαξε.

Για αβέβαια ή επισφαλή δικαιώματα, καθώς και για αμφίβολες υποχρεώσεις της κληρονομίας, ισχύει ό,τι και γι` αυτά που εξαρτώνται από αναβλητική αίρεση.

Τι καταλογίζεται στη νόμιμη μοίρα

Στη νόμιμη μοίρα καταλογίζονται οι παροχές σε μεριδούχο, με την αξία που είχαν όταν έγιναν, εφόσον προσθέτονται στην κληρονομία

 σύμφωνα με το 1831, εκτός αν ο κληρονομούμενος όρισε διαφορετικά όταν έδωσε, την παροχή.

Ο καταλογισμός γίνεται και αν στη θέση του κατιόντος που έλαβε την
  παροχή, υπεισέρχεται ως μεριδούχος άλλος κατιών.

Υπολογισμός σε περίπτωση συνεισφοράς

Αν, εφόσον υπάρχουν περισσότεροι κατιόντες, συντρέχει στην εξ αδιαθέτου διαδοχή περίπτωση συνεισφοράς,

η νόμιμη μοίρα για τον κάθε κατιόντα προσδιορίζεται με βάση την εξ αδιαθέτου μερίδα, που θα περιερχόταν σ` αυτόν,

 με συνυπολογισμό και της συνεισφοράς. Ο διαθέτης δεν μπορεί να αποκλείσει τον τρόπο αυτόν υπολογισμού

για οποιαδήποτε παροχή του υ 1895, ώστε να ζημιωθεί ο μεριδούχος.

Η παροχή που λαμβάνεται υπόψη κατά την προηγούμενη παράγραφο, όταν πρέπει και να καταλογιστεί στη νόμιμη μοίρα σύμφωνα με το 1833,
  καταλογίζεται σ` αυτήν για τη μισή της μόνο αξία.

Μέμψη άστοργης δωρεάς

Κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομουμένου, η οποία κατά το
  1831 υπολογίζεται στην κληρονομία, μπορεί να ανατραπεί εφόσον η κληρονομία που υπάρχει κατά το χρόνο

του θανάτου του κληρονομουμένοι δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα.

Αν έγιναν διαδοχικές δωρεές, η προηγούμενη είναι δυνατόν να προσβληθεί εφόσον δεν επαρκεί η ανατροπή της μεταγενέστερης.

Την αγωγή ασκούν ο μεριδούχος ή οι διάδοχοί του μόνο κατά του δωρεοδόχου ή των κληρονόμων του, για να ανατραπεί

η δωρεά κατά το μέρος που λείπει από τη νόμιμη μοίρα.

 Ο δωρεοδόχος μπορεί να αποφύγει την ανατροπή καταβάλλοντος το ισάξιο εκείνου που λείπει.

Η αγωγή παραγράφεται δύο χρόνια μετά το θάνατο του κληρονομουμένου.

Ο δωρεοδόχος ή οι κληρονόμοι του κατά το μέρος που επήλθε
  ανατροπή της δωρεάς ενέχονται και για τους καρπούς, από το χρόνο του
  θανάτου του κληρονομουμένου.
  Αν ο δωρεοδόχος είναι μεριδούχος, η ανατροπή της δωρεάς χωρεί
  μόνο για ό,τι έλαβε επιπλέον της νόμιμης μοίρας που του αναλογεί.

Αποκλήρωση

Ο διαθέτης μπορεί για ορισμένους λόγους, που αναφέρονται στο
  νόμο, να στερήσει το μεριδούχο από τη νόμιμη μοίρα (αποκλήρωση). Η
  αποκλήρωση γίνεται με διάταξη τελευταίας βούλησης.

Λόγοι υπέρ του ανιόντος

Ο διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει τον κατιόντα αν: 1.
  επιβουλεύθηκε τη ζωή του διαθέτη, του συζύγου ή άλλου κατιόντος του
  διαθέτη, 2. προκάλεσε με πρόθεση σωματικές κακώσεις στο διαθέτη ή στο
  σύζυγό του, από τον οποίο κατάγεται ο κατιών, 3. έγινε ένοχος
  κακουργήματος ή σοβαρού πλημμελήματος με πρόθεση, κατά του διαθέτη ή
  του συζύγου του, 4. αθέτησε κακόβουλα την υποχρέωση που είχε από το
  νόμο να διατρέφει το διαθέτη, 5. ζει βίο άτιμο ή ανήθικο, παρά τη
  θέληση του διαθέτη. Η αποκλήρωση για το λόγο αυτό είναι άκυρη, αν ο
  κατιών κατά το θάνατο του διαθέτη είχε οριστικά εγκαταλείψει τον άτιμο
  ή ανήθικο βίο.

Λόγοι υπέρ του κατιόντος

Ο διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει το γονέα του αν συντρέχει
  ένας από τους λόγους αποκλήρωσης που αναφέρονται στο προηγούμενο
  αριθ. 1, 3 και 4.

Λόγος υπέρ του συζύγου

Ο διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει το σύζυγό του, αν κατά το
  χρόνο του θανάτου είχε δικαίωμα να ασκήσει αγωγή διαζυγίου για βάσιμο
  λόγο αναγόμενο σε υπαιτιότητα του συζύγου του.

Πότε πρέπει να υπάρχει ο λόγος

Ο λόγος της αποκλήρωσης πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο που
  συντάσσεται η διαθήκη και να αναφέρεται σ` αυτή.

Εκείνος που επικαλείται την αποκλήρωση οφείλει να αποδείξει το
  λόγο της.

 Συγγνώμη του λόγου

Το δικαίωμα της αποκλήρωσης αποσβήνεται με συγγνώμη. Η συγγνώμη
  που επέρχεται μετά τη διάταξη της αποκλήρωσης καθιστά την αποκλήρωση ανίσχυρη.

Αποκλήρωση για λόγους πρόνοιας

Αν ο μεριδούχος κατιών ζει βίο άσωτο ή είναι καταχρεωμένος, ο διαθέτης μπορεί είτε να διατάξει

 με τη διαθήκη να περιέλθει η νόμιμη μοίρα του στους κατιόντες του μεριδούχου κατ` αναλογία προς

τις εξ αδιαθέτου μερίδες τους, είτε να ορίσει εκτελεστή για να τη διοικεί είτε και τα δύο.

Στη διαθήκη πρέπει να αναφέρεται ο λόγος και να λαμβάνεται πρόνοια για τη συντήρηση του μεριδούχου.

Εκείνος που επικαλείται τη διάταξη της διαθήκης οφείλει να αποδείξει το λόγο της.

Η διάταξη δεν ισχύει, αν κατά το θάνατο του διαθέτη έπαψε να υπάρχει ο λόγος της.

Αποδοχή και αποποίηση της κληρονομίας

Αυτοδίκαιη κτήση

Ο κληρονόμος αποκτά αυτοδικαίως την κληρονομία μόλις γίνει η επαγωγή, με την επιφύλαξη της διάταξης του υ 1198.

Αποποίηση

Ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών που αρχίζει από τότε

 που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της. Στην επαγωγή από διαθήκη η προθεσμία δεν αρχίζει πριν από τη δημοσίευση της διαθήκης.

Αν ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία Κατοικία του στο εξωτερικό ή αν ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή όταν διέμενε στο εξωτερικό, η
  προθεσμία είναι ενός έτους.

Η προθεσμία αναστέλλεται από τους ίδιους λόγους που αναστέλλεται
  και η Παραγραφή.

 Δήλωση αποποίησης

Η αποποίηση γίνεται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου της
  κληρονομίας. Για αποποίηση που γίνεται με αντιπρόσωπο απαιτείται ειδική Πληρεξουσιότητα με συμβολαιογραφικό έγγραφο.

Το δημόσιο δεν μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία που του έχει
  επαχθεί εξ αδιαθέτου.

Η αποποίηση είναι άκυρη αν ο κληρονόμος έχει ρητά ή σιωπηρά δηλώσει ότι αποδέχεται την κληρονομία.

Από τη σύνταξη απογραφής της κληρονομίας και μόνο δεν συνάγεται τέτοια δήλωση.

Η αποποίηση είναι άκυρη, αν γίνει μετά την πάροδο της προθεσμίας
  για αποποίηση. Αν περάσει η προθεσμία, η κληρονομία θεωρείται ότι
  έχει γίνει αποδεκτή.

Αποποίηση χωρίς επαγωγή

Η αποδοχή ή η αποποίηση της κληρονομίας είναι άκυρη αν έγινε πριν
  από την επαγωγή ή από πλάνη ως προς το λόγο της επαγωγής.

Επίσης είναι άκυρη, αν έγινε υπό αίρεση ή προθεσμία ή για μέρος της κληρονομίας.

Αποποίηση και αποδοχή από άλλο λόγο

Εκείνος που αποποιήθηκε την κληρονομία που του έχει επαχθεί από
  διαθήκη μπορεί να την αποδεχτεί, αν ύστερα του επαχθεί εξ αδιαθέτου.

Περισσότερες μερίδες

Αν ο κληρονόμος καλείται σε περισσότερες μερίδες από τον ίδιο ή από διάφορους λόγους, μπορεί να αποδεχτεί ή να αποποιηθεί κάθε μια απ` αυτές χωριστά, εκτός αν ο διαθέτης διέταξε διαφορετικά.

 Οι κληρονόμοι του κληρονόμου

Το δικαίωμα για αποποίηση της κληρονομίας μεταβαίνει στους κληρονόμους του κληρονόμου.

Αν πεθάνει ο κληρονόμος πριν από την παρέλευση της προθεσμίας για αποποίηση, η προθεσμία αυτή δεν λήγει πριν από την παρέλευση της
  προθεσμίας για αποποίηση που τάσσεται για την κληρονομία του κληρονόμου.

Αν υπάρχουν περισσότεροι κληρονόμοι του κληρονόμου, ο καθένας μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία κατά το μέρος που αντιστοιχεί
  στη μερίδα του.

Συνέπειες της αποποίησης

Αν ο κληρονόμος αποποιηθεί την κληρονομία, η επαγωγή προς εκείνον που αποποιήθηκε θεωρείται ότι δεν έγινε. Η κληρονομία
  επάγεται σ` εκείνον που θα είχε κληθεί, αν εκείνος που αποποιήθηκε δεν ζούσε κατά το θάνατο του κληρονομουμένου. Η επαγωγή θεωρείται
  ότι έγινε κατά το θάνατο του κληρονομουμένου.

Αμετάκλητο της αποποίησης

Η αποδοχή ή η αποποίηση της κληρονομίας είναι αμετάκλητη.

Η αποδοχή ή η αποποίηση που οφείλεται σε πλάνη ή απειλή ή απάτη κρίνεται σύμφωνα με τις, διατάξεις για τις δικαιοπραξίες, η αγωγή
  για την ακύρωσή τους παραγράφεται μετά ένα εξάμηνο.

Η πλάνη σχετικά με το ενεργητικό ή το παθητικό της κληρονομίας
  δεν θεωρείται ουσιώδης.

Οι διατάξεις του υ αυτού εφαρμόζονται και σε αποδοχή που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας για αποποίηση.

Αγωγές κατά της κληρονομίας

`Οσο ο κληρονόμος έχει το δικαίωμα να αποποιηθεί την κληρονομία δεν
  μπορεί να ασκηθεί δικαστικώς εναντίον του αξίωση που στρέφεται κατά της κληρονομίας, εκτός αν έχει διοριστεί κηδεμόνας της σχολάζουσας κληρονομίας.

Η διαχείριση πριν από την αποποίηση

Διαχειριστική πράξη που έγινε από εκείνον που αποποιήθηκε, πριν από την αποποίηση της κληρονομίας,

 κρίνεται απέναντι στον κληρονόμο κατά τις διατάξεις για τη διοίκηση των αλλοτρίων.

Η διάθεση αντικειμένου πριν από την αποποίηση της κληρονομίας,
  από εκείνον που αποποιήθηκε, εφόσον δεν μπορούσε χωρίς ζημία της κληρονομίας να αναβληθεί, καθώς

 και η μονομερής δικαιοπραξία τρίτου προς αυτόν ως κληρονόμο, παραμένουν ισχυρές και μετά τη αποποίηση.

Κληρονομική αναξιότητα
   Λόγοι

Ανάξιος να κληρονομήσει είναι: 1. εκείνος που από πρόθεση
  θανάτωσε ή αποπειράθηκε να θανατώσει τον κληρονομούμενο, τα τέκνα, τους γονείς ή το σύζυγο

του κληρονομουμένου, 2. εκείνος που καταδικάστηκε για ψευδή καταμήνυση του κληρονομουμένου

 για κακούργημα 3. εκείνος που από πρόθεση εμπόδισε παράνομα τον κληρονομούμενο
  να συντάξει ή να ανακαλέσει διαθήκη, 4. εκείνος που με απάτη
  παρακίνησε ή παράνομα ή αντίθετα προς τα χρηστά ήθη με απειλή ανάγκασε τον κληρονομούμενο να

συντάξει ή να αλλάξει διαθήκη, 5. εκείνος που αλλοίωσε ή εξαφάνισε τη διαθήκη του κληρονομουμένου.

Συγγνώμη

Η αναξιότητα εκλείπει, αν ο κληρονομούμενος με δημόσιο έγγραφο ή με
  διαθήκη συγχώρησε τον ανάξιο.

Κήρυξη της αναξιότητας

Η αναξιότητα κηρύσσεται με δικαστική απόφαση, τη σχετική αγωγή έχει
  δικαίωμα να εγείρει όποιος έχει έννομο συμφέρον από τον παραμερισμό του ανάξιου είτε μόνο αυτού

του ίδιου είτε και άλλου που καλείται ύστερα απ` αυτόν.

Η αγωγή παραγράφεται δύο χρόνια μετά την επαγωγή της κληρο- νομίας στον ανάξιο, αν πρόκειται για ανάξιο

 καταπιστευματοδόχο, η Παραγραφή αρχίζει από την επαγωγή στον κληρονόμο.

Συνέπειες

`Αμα γίνει τελεσίδικη η απόφαση που κηρύσσει την αναξιότητα, η επαγωγή προς τον ανάξιο θεωρείται σαν

 να μην έχει γίνει. Η κληρονομία επάγεται σ` εκείνον που θα είχε σειρά να κληθεί, αν ο ανάξιος δεν ζούσε κατά την επαγωγή.

Η επαγωγή θεωρείται ότι έγινε κατά το θάνατο του κληρονομουμένου.
  Οι διατάξεις για την αναξιότητα εφαρμόζονται και ως προς το μεριδούχο, καθώς επίσης και ως προς τον κληροδόχο.



Σχολάζουσα κληρονομία
   Περιπτώσεις

Αν ο κληρονόμος είναι άγνωστος ή δεν είναι βέβαιο αν αποδέχτηκε την κληρονομία, το δικαστήριο της κληρονομίας

 ύστερα από αίτηση εκείνου που έχει έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως διορίζει κηδεμόνα της κληρονομίας.

Σε κατεπείγουσες περιστάσεις ο εισαγγελέας πρωτοδικών διορίζει προσωρινό κηδεμόνα. Αυτός οφείλει χωρίς

υπαίτια καθυστέρηση να προκαλέσει το διορισμό οριστικού κηδεμόνα από το δικαστήριο.

Εξουσία του κηδεμόνα

Ο κηδεμόνας αντιπροσωπεύει τον κληρονόμο και διαχειρίζεται την κληρονομία, έχοντας την υποχρέωση να ενεργήσει

τη σφράγιση και την απογραφή της και να λάβει κάθε συντηρητικό μέτρο καθώς και να εισπράξει τις απαιτήσεις και

να καταθέσει έντοκα τα χρήματα σε ασφαλή τράπεζα.

[Χωρίς άδεια του δικαστηρίου της κληρονομίας δεν μπορεί να εκποιεί αντικείμενά της, να συνάπτει δάνεια και συμβιβασμούς

 ούτε να εκμισθώνει κινητά ή ακίνητα της κληρονομίας πέρα από μια διετία].
  Μητέρα κληρονόμου που κυοφορείται

Αν ο κληρονόμος κυοφορείται κατά το θάνατο του κληρονόμου
  μένου, η μητέρα, αν δεν μπορεί να διαθρέψει τον εαυτό της, μπορεί να απαιτήσει ανάλογη διατροφή από την κληρονομική

μερίδα του κυοφορουμένου, έως τον τοκετό. Για να καθοριστεί η κληρονομική μερίδα θεωρείται ότι θα γεννηθεί ένα μόνο τέκνο.

`Οταν δεν βρίσκεται κληρονόμος

Αν δεν βρεθεί κληρονόμος μέσα σε προθεσμία ανάλογη προς τις περιστάσεις, το δικαστήριο της κληρονομίας βεβαιώνει ότι δεν

υπάρχει άλλος κληρονόμος, εκτός από το δημόσιο. Η βεβαίωση δημιουργεί τεκμήριο ότι το δημόσιο είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμος.

Το δικαστήριο πριν από τη βεβαίωση διατάζει να δημοσιευτεί πρόσκληση, για να αναγγελθούν εκείνοι που αξιώνουν κληρονομικό

δικαίωμα, και καθορίζει συνάμα τα σχετικά με τη δημοσίευση και την προθεσμία της αναγγελίας. Αν οι δαπάνες της δημόσιας πρόσκλησης

 είναι δυσανάλογα μεγάλες σε σχέση με την κληρονομία, μπορεί αντί για δημοσίευση να γίνει ειδική πρόσκληση προς τους πιθανούς κληρονόμους.

Αν μέσα στην ορισμένη προθεσμία δεν αναγγέλθηκε κληρονόμος ή το δικαίωμα εκείνου που εμπρόθεσμα αναγγέλθηκε κριθεί ανυπόστατο,

το δικαστήριο προχωρεί στη βεβαίωση που αναφέρεται στο προηγούμενο .

Πριν από τη δικαστική βεβαίωση ότι δεν υπάρχει άλλος κληρο- νόμος, δεν μπορεί να ασκηθεί δικαίωμα από το δημόσιο ή κατά του δημοσίου

 ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου.

Αγωγή περί κλήρου
   Εναγόμενος

Ο κληρονόμος έχει δικαίωμα να απαιτήσει από εκείνον που κατακρατεί ως κληρονόμος αντικείμενα της κληρονομίας

 (νομέα της κληρονομίας) την αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος και την απόδοση της κληρονομίας ή κάποιου αντικειμένου από αυτήν.

Αντικείμενο

Ως αντικείμενα της κληρονομίας κατά το προηγούμενο θεωρούνται επίσης και: 1. εκείνα στα οποία ο κληρονομούμενος

κατά το χρόνο του θανάτου του είχε δικαίωμα νομής ή κατοχής, ακόμη και αν είχε αποβληθεί όταν ζούσε, 2. καθετί

 που ο νομέας κληρονομίας αποκτά με δικαιοπραξία χρησιμοποιώντας κληρονομιαία μέσα. `Οταν ο κληρονόμος λάβει

 εκείνο που προέρχεται από τέτοια δικαιοπραξία, η δικαιοπραξία αυτή, αν ήταν ανίσχυρη, κυρώνεται.

Μη αυτούσια απόδοση

Εφόσον ο νομέας της κληρονομίας δεν είναι σε θέση να την αποδώσει αυτουσίως, ευθύνεται κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.

Καλόπιστος νομέας. Ωφελήματα

Ο καλόπιστος νομέας της κληρονομίας έχει υποχρέωση να αποδώσει τα ωφελήματα που εξήγαγε πριν από την επίδοση της αγωγής και κάθε
  άλλη επαύξηση των κληρονομιαίων, αλλά μόνο στο μέτρο που έγινε απ`
  αυτά πλουσιότερος. Η υποχρέωση εκτείνεται και στους καρπούς που ο νομέας απέκτησε κατά κυριότητα.

Δαπάνες

Ο καλόπιστος νομέας της κληρονομίας έχει δικαίωμα να απαιτήσει
  κάθε δαπάνη που έγινε υπέρ της κληρονομίας η υπέρ των κληρο- νομιαίων αντικειμένων, εφόσον η δαπάνη αυτή

δεν καλύπτεται κατά τον υπολογισμό του αδικαιολόγητου πλουτισμού σύμφωνα με το 1873. Στις δαπάνες ανήκει και

ο,τιδήποτε ο νομέας κατέβαλε για να αποσβέσει βάρη ή χρέη της κληρονομίας.

Ο νομέας, για την απαίτηση των δαπανών, έχει δικαίωμα να αντιτάξει επίσχεση των κληρονομιαίων ενσωμάτων.

Επίδοση της αγωγής

Αν μετά την επίδοση της αγωγής τα κληρονομιαία χειροτέρεψαν ή καταστράφηκαν ή από άλλο λόγο δεν μπορούν

να αποδοθούν, ο καλόπιστος νομέας της κληρονομίας ευθύνεται κατά τις διατάξεις που ρυθμίζουν την ευθύνη του

νομέα πράγματος μετά την επίδοση της διεκδικητικής αγωγής.

Το ίδιο ισχύει και για τα μετά την επίδοση της αγωγής ωφελήματα
  που ο εναγόμενος εξήγαγε, ή για την επαύξηση των κληρονομιαίων ενσωμάτων, καθώς επίσης και για τις απαιτήσεις

 του νομέα από δαπάνες που έγιναν μετά την επίδοση της αγωγής.



Κακόπιστος νομέας

Αν ο νομέας της κληρονομίας ήταν κακόπιστος όταν απέκτησε τη νομή
  ή αργότερα έμαθε ότι δεν είναι κληρονόμος, ευθύνεται από το χρόνο αυτό
  κατά τις διατάξεις του προηγούμενου υ.

Δεν αποκλείεται και περαιτέρω ευθύνη του από υπερημερία.

Αν ο νομέας της κληρονομίας απέκτησε τη νομή κάποιου αντικειμένου της με κολάσιμη πράξη,

ευθύνεται κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες.

Χρησικτησία κατά κληρονόμου

Εφόσον δεν έχει παραγραφεί η αγωγή περί κλήρου, ο νομέας της κληρονομίας δεν μπορεί να επικαλεστεί κατά

 του κληρονόμου τη χρησικτησία πράγματος που το νέμεται σαν να ανήκει στην κληρονομία.

Υποχρέωση παροχής πληροφοριών

Ο νομέας της κληρονομίας έχει υποχρέωση να δώσει στον κληρονόμο πληροφορίες για την κατάσταση

της κληρονομίας, καθώς και για την τύχη των αντικειμένων της. Την ίδια υποχρέωση έχει και:

1. όποιος, χωρίς να είναι νομέας της κληρονομίας, παίρνει απ` αυτήν ένα πράγμα στη νομή του

πριν καταλάβει τη νομή ο κληρονόμος, 2. όποιος κατά το θάνατο του κληρονομουμένου

 βρισκόταν μ`αυτόν σε οικιακή κοινωνία.

`Εγερση ειδικής αγωγής
  Ο νομέας της κληρονομίας ευθύνεται κατά τις διατάξεις της αγωγής περί κλήρου, και αν ακόμη ο κληρονόμος εγείρει

εναντίον του τις αρμόζουσες ειδικές αγωγές για τα αντικείμενα της κληρονομίας.

Εκείνος που αποκτά από το νομέα

`Εναντι του κληρονόμου νομέας της κληρονομίας θεωρείται επίσης και
  όποιος αποκτά με σύμβαση την κληρονομία από το νομέα της.

Σε περίπτωση αφάντου

Αν εμφανιστεί εκείνος που κηρύχθηκε άφαντος, μπορεί να απαιτήσει την απόδοση της περιουσίας του κατά τις διατάξεις της αγωγής περί κλήρου.

`Οσο ζει ακόμη εκείνος που κηρύχθηκε άφαντος, η Παραγραφή της απαίτησής του δεν λήγει πριν μάθει ότι κηρύχθηκε άφαντος και περάσει από τότε ένα έτος.

Το ίδιο ισχύει και αν από πλάνη κάποιος κρίθηκε ότι πέθανε, χωρίς να έχει κηρυχθεί άφαντος.
  Σχέσεις περισσοτέρων κληρονόμων

Κοινωνία

Αν οι κληρονόμοι είναι περισσότεροι, η κληρονομία γίνεται κοινή
  κατά το λόγο της μερίδας του καθενός. Αν δεν ορίζει διαφορετικά ο νόμος, στην κοινωνία μεταξύ των συγκληρονόμων εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις για την κοινωνία.
  Μερισμός απαιτήσεων και χρεών

Οι απαιτήσεις και τα χρέη της κληρονομίας διαιρούνται αυτοδικαιως
  μεταξύ των συγκληρονόμων ανάλογα με τη μερίδα του καθενός.

Διάθεση μερίδας

Κάθε συγκληρονόμος μπορεί να διαθέσει τη μερίδα του στην κληρονομία
  ή σε κάθε αντικείμενό της.

Διανομή

Κάθε συγκληρονόμος έχει δικαίωμα οποτεδήποτε να ζητήσει τη διανομή της κληρονομίας.

Ο διαθέτης δεν μπορεί να απαγορεύσει τη διανομή για χρονικό διάστημα μακρότερο από δέκα χρόνια από το θάνατό του.

Κάθε συγκληρονόμος μπορεί να ζητήσει αυτούσια τη μερίδα του στα κινητά και τα ακίνητα της κληρονομίας.

`Εγγραφα που αφορούν τις προσωπικές σχέσεις του κληρονομουμένου
  ή της οικογένειάς του ή ολόκληρη την κληρονομία παραμένουν κοινά και
  παραδίδονται για φύλαξη σε ένα συγκληρονόμο που ορίζεται από το δικαστήριο της διανομής.

Ρύθμιση ως προς την οικογενειακή στέγη

Αν υπάρχει στην κληρονομία που πρέπει να διανεμηθεί, ακίνητο που
  χρησίμευε όσο ζούσε ο κληρονομούμενος ως ο κύριος τόπος διαμονής του ίδιου και του συζύγου του που επιζεί,

το δικαστήριο μπορεί, κατά τη διανομή της κληρονομίας, ύστερα από αίτηση του τελευταίου, εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις,

 να επιδικάσει την κυριότητα του ακινήτου αποκλειστικά σ` αυτόν. Αν η αξία του ακινήτου κατά το θάνατο του κληρονομουμένου

 είναι μεγαλύτερη από την αξία της κληρονομικής μερίδας του συζύγου που επιζεί, η επιδίκαση γίνεται αφού ο τελευταίος

 καταβάλει τη διαφορά. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και σε περίπτωση διανομής μόνο του ακινήτου που χρησίμευε ως

οικογενειακή στέγη, αν αυτό περιήλθε σε περισσότερους, ανάμεσα στους οποίους είναι ο σύζυγος που επιζεί.

Τρόπος διανομής με διαθήκη

Ο κληρονομούμενος μπορεί να ορίσει με διαθήκη τον τρόπο της διανομής. Ιδίως μπορεί να αναθέσει τον τρόπο της διανομής στην εύλογη κρίση τρίτου.

Νέμηση ανιόντος

Ο ανιών μπορεί όσο ζει να διανείμει την περιουσία του μεταξύ των κατιόντων του (νέμηση).

 Η διανομή γίνεται με σύμβαση και περιλαμβάνει μόνο την περιουσία που υπάρχει.

Ο ανιών όμως δεν δεσμεύεται από τη διανομή αυτή για τις διατάξεις της διαθήκης του.
  Στοιχεία περιουσίας που δεν έχουν περιληφθεί στη νέμηση διανέμονται όπως ορίζει ο νόμος.

Η νέμηση στην οποία έχει παραλειφθεί μεριδούχος κατιών είναι άκυρη
  ως προς αυτόν κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας.
  Εφόσον με τη νέμηση έχει προσβληθεί η νόμιμη μοίρα κατιόντος, εφαρμόζεται η διάταξη του υ 1827.

 Συνεισφορά

Τι συνεισφέρεται

Οι κατιόντες, όταν κληρονομούν εξ αδιαθέτου, έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν ο ένας στον άλλον ο,τιδήποτε

τους δώρησε ή οπωσδήποτε τους παραχώρησε χωρίς αντάλλαγμα ο κληρονομούμενος, όσο ζούσε, καθώς και ό,τι δαπάνησε

 για την επαγγελματική μόρφωσή τους, εφόσον αυτό υπερέβαινε ό,τι θα ήταν σύμφωνο με την οικονομική κατάσταση του κληρονομουμένου.

 Δεν υπάρχει υποχρέωση συνεισφοράς, αν ο κληρονομούμενος το όρισε, όταν έδωσε την παροχή ή έκανε τη δαπάνη.

Συνεισφορά στη θέση άλλου

Αν ο κατιών που ως κληρονόμος θα είχε υποχρέωση συνεισφοράς έχει εκπέσει πριν από το θάνατο ή μετά το θάνατο του κληρονομουμένου,
  ο κατιών που παίρνει τη θέση του έχει υποχρέωση να συνεισφέρει τις
  παροχές που έγιναν σ` εκείνον που έχει εκπέσει.

Αν ο κληρονομούμενος όρισε υποκατάστατο για τον κατιόντα που έχει
  εκπέσει, σε περίπτωση αμφιβολίας ο υποκατάστατος έχει υποχρέωση να
  συνεισφέρει τις παροχές που έγιναν σ` εκείνον που έχει εκπέσει.

Συνεισφορά σε περίπτωση διαδοχής από διαθήκη

Αν ο κληρονομούμενος εγκατέστησε κληρονόμους τους κατιόντες του
  με την ίδια αναλογία μερίδων που θα κληρονομούσαν και χωρίς διαθήκη, σε περίπτωση αμφιβολίας υπάρχει υποχρέωση

 συνεισφοράς στην έκταση που θα υπήρχε και στην εξ αδιαθέτου διαδοχή.

 Παροχή σε απώτερο κατιόντα

Παροχή που έκανε ο κληρονομούμενος σε απώτερο κατιόντα πριν εκπέσει ο εγγύτερος κατιών που τον αποκλείει,

ή σε κατιόντα που υπεισέρχεται ως υποκατάστατος άλλου κατιόντος δεν συνεισφέρεται, εκτός αν ο κληρονομούμενος

 κατά την παροχή διέταξε τη συνεισφορά.

Το ίδιο ισχύει και για όποιον έλαβε παροχή από τον κληρονομούμενο πριν αποκτήσει τη νομική θέση κατιόντος.

Πώς γίνεται η συνεισφορά

Η συνεισφορά γίνεται με τον υπολογισμό της αξίας της παροχής, για
  την οποία υπάρχει υποχρέωση συνεισφοράς, στην κληρονομία που πρέπει να διανεμηθεί μεταξύ των κατιόντων

 και με την αφαίρεση κατόπιν της αξίας της από τη μερίδα εκείνου που έχει υποχρέωση συνει- σφοράς.

Για τον προσδιορισμό της αξίας της παροχής ο χρόνος που έγινε η παροχή.

Μεγαλύτερη αξία της παροχής που συνεισφέρεται

Αν η αξία της παροχής που πρέπει να συνεισφέρει ο κατιών είναι μεγαλύτερη από τη μερίδα που του ανήκει,

 δεν έχει υποχρέωση για το επιπλέον. Σε τέτοια περίπτωση η κληρονομία διανέμεται μεταξύ των λοιπών κληρονόμων

 χωρίς να υπολογίζεται η παροχή που έπρεπε να συνεισφέρει ο κατιών.

Κληρονόμος με απογραφή
   Ευθύνη απλού κληρονόμου

Ο κληρονόμος ευθύνεται και με τη δική του περιουσία για τις υποχρεώσεις της κληρονομίας.

Οι κληροδοσίες και οι τρόποι εκπληρώνονται μετά τις λοιπές υποχρεώσεις.

Αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής

`Οσο ο κληρονόμος έχει δικαίωμα να αποποιηθεί την κληρονομία, μπορεί να δηλώσει ότι την αποδέχεται με το ευεργέτημα της απογραφής.

Η δήλωση γίνεται στο γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας.

Η δήλωση αποδοχής θεωρείται ότι έγινε με το ευεργέτημα της απογραφής, αν ο κληρονόμος είναι πρόσωπο για το οποίο η αποδοχή της

κληρονομίας γίνεται κατά το νόμο με το ευεργέτημα της απογραφής.

Προθεσμία απογραφής

Ο κληρονόμος με απογραφή οφείλει να τελειώσει την απογραφή της κληρονομικής περιουσίας μέσα σε τέσσερις μήνες αφότου γίνει η δήλωση του προηγούμενου.

Ευθύνη κληρονόμου με απογραφή

Ο κληρονόμος με απογραφή ευθύνεται για τις υποχρεώσεις της κληρονομίας έως το ενεργητικό της.

 Καμιά σύγχυση δεν επέρχεται ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του έναντι της κληρονομίας.

Η κληρονομία χωριστή ομάδα

Αφότου γίνει η δήλωση της αποδοχής της κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις

της κληρονομίας αποχωρίζονται αυτοδικαίως από την περιουσία του κληρονόμου και αποτελούν χωριστή ομάδα.

Εγγραφή υποθήκης

Αν έγινε αποδοχή της κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής κάθε εγγραφή υποθήκης ή προσημείωσης που έγινε πάνω

στα κληρονομιαία με οποιοδήποτε τίτλο μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, δεν παρέχει κανένα προνόμιο έναντι των δανειστών της κληρονομίας.

Διοίκηση κληρονομίας

Ο κληρονόμος με απογραφή διοικεί την ομάδα της κληρονομίας, ευθύνεται για κάθε αμέλεια και υπόκειται σε λογοδοσία.

Εκποίηση ακινήτων και τίτλων

Ο κληρονόμος με απογραφή δεν μπορεί να εκποιήσει χωρίς άδεια του
  δικαστηρίου ακίνητα της κληρονομίας ή δημόσια χρεόγραφα ή μετοχές ή
  ομολογίες ανώνυμων εταιριών. Τα ακίνητα εκποιούνται με πλειστηριασμό, εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.

Παραχώρηση περιουσίας

Ο κληρονόμος με απογραφή έχει δικαίωμα να παραχωρήσει την κληρονομική περιουσία στους δανειστές της κληρονομίας και τους

 κληροδόχους σύμφωνα με τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας. Με την παραχώρηση αυτή απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση προς αυτούς.

Αγωγές του κληρονόμου κατά της κληρονομίας

Οι αγωγές του κληρονόμου με απογραφή κατά της κληρονομίας απευθύνονται κατά των λοιπών κληρονόμων και, αν δεν υπάρχουν άλλοι,

διορίζεται ειδικός κηδεμόνας για τη διεξαγωγή της δίκης, κατά τις διατάξεις για τον κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομίας.

`Εκπτωση από το ευεργέτημα

Ο κληρονόμος χάνει το ευεργέτημα της απογραφής: 1. αν δεν συνέταξε εμπρόθεσμα απογραφή 2. αν δολίως έκανε ανακριβή απογραφή 3.
  σε περίπτωση δόλου σχετικά με τη διαχείριση της κληρονομικής ομάδας 4.
  αν εκποίησε ακίνητα ή δημόσια χρεόγραφα ή μετοχές ή ομολογίες ανώνυμων εταιριών χωρίς άδεια του δικαστηρίου.

Σε περίπτωση προσώπων ανίκανων ή με περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία, για τα οποία η αποδοχή της κληρονομίας γίνεται

 κατά το νόμο με το ευεργέτημα της απογραφής, έκπτωση από το ευεργέτημα επειδή δεν συντάχθηκε απογραφή επέρχεται αν μέσα σε ένα χρόνο,

αφότου τα πρόσωπα έγιναν απεριορίστως ικανά, δεν έκαναν την απογραφή.

 Δικαστική εκκαθάριση της κληρονομίας

Πότε διατάζεται

Το δικαστήριο της κληρονομίας μπορεί, ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε δανειστή της,να διατάξει την εκκαθάριση της κληρονομίας.

Η εκκαθάριση διατάζεται και αν ακόμα η κληρονομία σχολάζει ή ο κληρονόμος τη δέχτηκε με το ευεργέτημα της απογραφής.

Το δικαστήριο μπορεί να απορρίψει την αίτηση, αν ο κληρονόμος παρέχει ασφάλεια υπέρ του δανειστή που τη ζήτησε.
   Η κληρονομία χωριστή ομάδα

Από τη δημοσίευση της απόφασης που διατάζει την εκκαθάριση, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της κληρονομίας αποχωρίζονται

αυτοδικαίως από την περιουσία του κληρονόμου και αποτελούν χωριστή ομάδα που διοικείται από τον εκκαθαριστή, κάθε εγγραφή

υποθήκης ή προσημείωσης, που έγινε στα κληρονομιαία με οποιοδήποτε τίτλο μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, δεν παρέχει κανένα προνόμιο έναντι των δανειστών της κληρονομίας.

Διορισμός εκκαθαριστών

Η απόφαση που διατάζει την εκκαθάριση διορίζει εκκαθαριστή της κληρονομίας. Εκκαθαριστής μπορεί να διοριστεί και ο κληρονόμος

 ή ένας από τους κληρονόμους, αν έχει πλήρη Ικανότητα για δικαιοπραξία.
  Πρόσκληση κληρονομικών δανειστών

Ο εκκαθαριστής μέσα σε ένα μήνα από την κοινοποίηση σ αυτόν της απόφασης δημοσιεύει στον τύπο περίληψή της με πρόσκληση

των δανειστών της κληρονομίας να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους και τα δικαιολογητικά τους στοιχεία.

Η απόφαση που διατάζει την εκκαθάριση καθορίζει τα σχετικά με τη δημοσίευση. Σε κάθε περίπτωση η περίληψη με την πρόσκληση

 των δανειστών δημοσιεύεται σε εφημερίδα της τελευταίας Κατοικίας ή διαμονής του κληρονομουμένου.

Αναγγελία δανειστών

Μέσα σε τέσσερις μήνες από την τελευταία δημοσίευση που γίνεται σύμφωνα με το προηγούμενο , όποιος θεωρεί τον εαυτό του

 δανειστή της κληρονομίας οφείλει να αναγγείλει στον εκκαθαριστή την απαίτησή του με τα δικαιολογητικά στοιχεία.

Με βάση τις απαιτήσεις που αναγγέλθηκαν ο εκκαθαριστής έχει υποχρέωση, μέσα σε τρεις μήνες από την παρέλευση της προθεσμίας

για αναγγελία, να τελειώσει την απογραφή της κληρονομίας.

Το δικαστήριο της κληρονομίας μπορεί να παρατείνει αυτή την προθεσμία για σπουδαίους λόγους.

`Εργο του εκκαθαριστή

Ο εκκαθαριστής διοικεί την ομάδα της κληρονομίας, ευθύνεται
  για κάθε αμέλεια και έχει την υποχρέωση να λογοδοτήσει.

`Εως το τέλος της απογραφής επαληθεύει τις υποχρεώσεις της κληρονομίας, εισπράττει τις απαιτήσεις και εκποιεί τα κινητά και ακίνητά της.

Κάθε χρηματικό ποσόν που εισπράττεται κατατίθεται εντόκως σε ασφαλή τράπεζα.

Σε περίπτωση εκποίησης ακινήτων ή δημόσιων χρεογράφων ή μετοχών ή ομολογιών ανώνυμων εταιριών εφαρμόζεται η διάταξη του υ 1908.

Αμοιβή του

Ο εκκαθαριστής έχει δικαίωμα να λάβει ανάλογη αμοιβή, που ορίζεται από το δικαστήριο της κληρονομίας.

Το δικαστήριο ακούει προηγουμένως τον κληρονόμο, αν αυτό δεν είναι αδύνατο ή ιδιαίτερα δύσκολο.

Ανεπάρκεια κληρονομίας

Αν από την απογραφή προκύπτει ότι το ενεργητικό της κληρονομίας δεν είναι αρκετό για την εξόφληση

των υποχρεώσεών της, ο εκκαθαριστής έχει υποχρέωση, πριν εξοφλήσει οποιοδήποτε δανειστή, να ζητήσει

 από το δικαστήριο της κληρονομίας να ρυθμίσει τη σύμμετρη πληρωμή όλων των δανειστών, χωρίς να θίγονται

τα προνόμια που αποκτήθηκαν κατά το νόμο ή οι υποθήκες που έχουν εγγραφεί και τα ενέχυρα που έχουν συσταθεί

πριν από το θάνατο του κληρονομουμένου.

Οι δανειστές υπό αίρεση κατατάσσονται με την αίρεση αυτή.

Δανειστές που δεν αναγγέλθηκαν

Οι δανειστές της κληρονομίας που δεν αναγγέλθηκαν εμπρόθεσμα κατά το 1917 ικανοποιούνται μόνο αν μετά

 την εξόφληση όσων αναγγέλθηκαν απομείνει κληρονομική περιουσία.

Εκκαθάριση και περιορισμός της ευθύνης

Με την απόφαση που διατάζει την εκκαθάριση της κληρονομίας δεν περιορίζεται η ευθύνη του κληρονόμου

για τις υποχρεώσεις της κληρονομίας,εφόσον δεν είναι κληρονόμος με το ευεργέτημα της απογραφής.

Αλλά αν έχει τέτοια ιδιότητα,από τη δημοσίευση της απόφασης παύουν τα καθήκοντά του ως κληρονόμου με απογραφή.

Κληρονομικό καταπίστευμα

Ο διαθέτης μπορεί να υποχρεώσει τον κληρονόμο να παραδώσει έπειτα από ορισμένο γεγονός ή χρονικό σημείο

την κληρονομία που απέκτησε ή ποσοστό της σε άλλον (καταπιστευματοδόχο).

Τέτοια υποχρέωση δεν μπορεί να επιβληθεί στον καταπιστευματοδόχο.

Με την επιφύλαξη του υ 1711 εδ. β, αν ο διαθέτης εγκατέστησε κληρονόμο πρόσωπο που δεν είχε ακόμη συλληφθεί

κατά το θάνατό του, ο εγκατάστατος θεωρείται καταπιστευματοδόχος.
  Το ίδιο ισχύει και αν εγκαταστάθηκε κληρονόμος Νομικό πρόσωπο που δεν είχε ακόμη συσταθεί κατά το θάνατο του διαθέτη."

Εγκατάσταση με αναβλητική αίρεση ή προθεσμία

Αν ο διαθέτης εγκατέστησε κάποιον κληρονόμο με αναβλητική αίρεση ή προθεσμία που δεν είχε πληρωθεί κατά το θάνατο του διαθέτη,

ο εγκατάστατος θεωρείται καταπιστευματοδόχος.

Το ίδιο ισχύει και αν ο προσδιορισμός του εγκαταστάτου εξαρτάται από το γεγονός που επέρχεται μετά το θάνατο του διαθέτη.

Εγκατάσταση με διαλυτική αίρεση ή προθεσμία

Αν ο διαθέτης εγκατέστησε κάποιον κληρονόμο με διαλυτική αίρεση ή προθεσμία, χωρίς να ορίσει τον καταπιστευματοδόχο,

θεωρείται καταπιστευματοδόχος το πρόσωπο που θα κληρονομούσε το διαθέτη εξ αδιαθέτου αν ο διαθέτης πέθαινε κατά την

πλήρωση της αίρεσης ή προθεσμίας.

Απαγόρευση εκποίησης ή διάθεσης

Αν ο διαθέτης απαγόρευσε στον κληρονόμο την εκποίηση της κληρονομίας ή τη διάθεση της με διάταξη τελευταίας βούλησης,

 σε περίπτωση αμφιβολίας οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του κληρονόμου θεωρούνται καταπιστευματοδόχοι.

Αν ο διαρέτης απαγόρευσε στον κληρονόμο την εκποίηση της κληρονομίας ή τη διάθεσή της με διάταξη τελευταίας βούλησης

και συγχρόνως προσδιόρισε το πρόσωπο για χάρη του οποίου έταξε την απαγόρευση, σε περίπτωση αμφιβολίας το

πρόσωπο που προσδιορίστηκε μ` αυτό τον τρόπο θεωρείται καταπιστευματοδόχος.

Οικογενειακό καταπίστευμα

Αν ο διαθέτης εγκατέστησε κληρονόμο και όρισε η κληρονομία ή ποσοστό της να διατηρηθεί στην οικογένειά

του με την επιφύλαξη της διάταξης του υ 1923 παρ. 2 θεωρούνται σε περίπτωση αμφιβολίας καταπιστευματοδόχου

μετά το θάνατο του εγκαταστάτου όλα τα πρόσωπα που θα κληρονομούσαν εξ αδιαθέτου το διαθέτη αν πέθαινε

κατά το θάνατο του εγκαταστάτου.

Για άλλους απώτερους συγγενείς του διαθέτη δεν ισχύει το Οικογενειακό καταπίστευμα.
  Αν ο διαθέτης εγκατέστησε κληρονόμο και όρισε η κληρονομία ή ποσοστό της να διατηρηθεί στην οικογένεια

του κληρονόμου, με την επιφύλαξη της διάταξης του υ 1923 παρ. 2 θεωρούνται σε περίπτωση αμφιβολίας

καταπιστευματοδόχου μετά τον θάνατο του εγκαταστάτου όλα τα πρόσωπα που θα κληρονομούσαν εξ αδιαθέτου τον κληρονόμο.

Για άλλους απώτερους συγγενείς του κληρονόμου δεν ισχύει το Οικογενειακό καταπίστευμα.

Ειδική περίπτωση βεβαρημένου

Στις περιπτώσεις των άρθρων 1924 και 1925 ωσότου γίνει η επαγωγή της κληρονομίας στον καταπιστευματοδόχο

χωρεί ως προς τη μερίδα του η εξ αδιαθέτου διαδοχή.

Σιωπηρή υποκατάσταση

`Οποιος εγκαταστάθηκε ως καταπιστευματοδόχος, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι έχει οριστεί και ως υποκατάστατος του κληρονόμου.

`Ατεκνος κατιών

Αν ο διαθέτης εγκατέστησε καταπιστευματοδόχο για την περίπτωση θανάτου του κατιόντος του, που κατά τη

σύνταξη της διαθήκης ήταν άτεκνος, ο καταπιστευματοδόχος θεωρείται ότι εγκαταστάθηκε για την περίπτωση που ο κατιών θα πέθαινε άτεκνος.

`Εκταση καταπιστεύματος

Το δικαίωμα του καταπιστευματοδόχου σε περίπτωση αμφιβολίας εκτείνεται και στη μερίδα που απέκτησε ο κληρονόμος

 από την έκπτωση κάποιου συγκληρονόμου. Σε περίπτωση αμφιβολίας δεν περιλαμβάνε, και το εξαίρετο που καταλείφθηκε στον κληρονόμο.

Χρόνος επαγωγής

Η επαγωγή της κληρονομίας στον καταπιστευματοδόχο επέρχεται μόλις
  πεθάνει ο κληρονόμος, αν ο διαθέτης δεν έταξε κάποιο άλλο γεγονός
  ή χρονικό σημείο.

Στις περιπτώσεις του υ 1924 η επαγωγή επέρχεται μόλις γίνει
  ο τοκετός ή μόλις συσταθεί το Νομικό πρόσωπο.

`Υπαρξη του τιμώμενου προσώπου

Καταπιστευματοδόχος μπορεί να είναι μόνο όποιος ζει ή τουλάχιστον έχει συλληφθεί κατά το χρόνο που επάγεται σ` αυτόν η κληρονομία.

Αν ο καταπιστευματοδόχος δεν ζει ή δεν έχει συλληφθεί κατ`αυτό το χρόνο, εφόσον ο διαθέτης

δεν όρισε διαφορετικά, η κληρονομία παραμένει στο κληρονόμο.

 Δικαιώματα βεβαρημένου

Ωσότου γίνει η επαγωγή στον καταπιστευματοδόχο ο κληρονόμος ασκεί τις κληρονομικές αγωγές και διαχειρίζεται

 την κληρονομία, απέναντι στον καταπιστευματοδόχο εθύνεται για όση επιμέλεια δείχνει στις δικές του υποθέσεις.

Διάθεση των αντικειμένων της κληρονομίας, αν ο διαθέτης δεν όρισε
  διαφορετικά, συγχωρείται μόνο όταν επιβάλλεται από τους κανόνες της
  τακτικής διαχείρισης ή έδωσε τη συναίνεσή του ο καταπιστευματοδόχος ή στην περίπτωση του υ 1939.

Κάθε άλλη διάθεση αποβαίνει άκυρη μόλις γίνει η επαγωγή στον καταπιστευματοδόχο.

Δαπάνες

Ωσότου γίνει η επαγωγή στον καταπιστευματοδόχο ο κληρονόμος βαρύνεται μόνο με τις αναγκαίες δαπάνες και με τις δαπάνες

για την παραγωγή καρπών, καθώς και με τα τακτικά βάρη των κληρονομιαίων αντικειμένων.

Κάθε άλλη δαπάνη κρίνεται κατά τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων.

Αποκατάσταση του υπολοίπου

Αν ο καταπιστευματοδόχος εγκαταστάθηκε σε ό,τι βρεθεί στην κληρονομία κατά το χρόνο της επαγωγής σ` αυτόν,

ή αν ο διαθέτης επέτρεψε ελεύθερη διαχείριση στον κληρονόμο, αυτός έχει δικαίωμα να διαθέτει τα κληρονομιαία αντικείμενα.

Αποδοχή ή αποποίηση του καταπιστεύματος

Μόλις γίνει η επαγωγή της κληρονομίας στον καταπιστευματοδόχο αυτός δικαιούται να αποδεχτεί

ή να αποποιηθεί την κληρονομία κατά τις διατάξεις για την αποδοχή ή την αποποίησή της.

Αποκατάσταση και αποτέλεσμα

Μόλις γίνει η επαγωγή της κληρονομίας στον καταπιστευματοδόχο ο
  κληρονόμος παύει να είναι κληρονόμος και έχει υποχρέωση να παραδώσει την κληρονομία στην

κατάσταση που θα βρισκόταν ύστερα από τακτική διαχείριση, εκτός από τους καρπούς που έχουν παραχθεί

 έως την επαγωγή. Ο καταπιστειματοδόχος έχει δικαίωμα να ζητήσει λογοδοσία.

Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που αποσβέστηκαν με τη σύγχυση αναβιώνουν αυτοδικαίως.

Εκποίηση της κληρονομίας

Πώληση της κληρονομίας

Ο κληρονόμος μπορεί να πουλήσει την κληρονομία που του έχει επαχθεί, ολόκληρη ή ποσοστό της.

Η πώληση γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο.

Τι περιλαμβάνει

Κάθε όφελος που προέρχεται από τη ματαίωση κληροδοσίας ή τρόπου ή από καταπίστευμα ή από

την υποχρέωση συγκληρονόμου για συνεισφορά ανήκει στον αγοραστή.

 Κληρονομική μερίδα που επάγεται στον πωλητή μετά την αγοραπωλησία από καταπίστευμα ή από έκπτωση συγκληρονόμου

καθώς και το εξαίρετο που καταλείφθηκε στον πωλητή, σε περίπτωση αμφιβολίας δεν θεωρείται ότι περιλαμβάνονται στην πώληση.

Το ίδιο ισχύει και για οικογενειακά έγγραφα και κειμήλια.

Υποχρεώσεις του πωλητή

Ο πωλητής έχει υποχρέωση να μεταβιβάσει στον αγοραστή τα αντικείμενα της κληρονομίας που υπάρχουν

κατά το χρόνο της αγοραπωλησίας, καθώς και όσα απέκτησε πριν από την αγοραπωλησία με κάποιο δικαίωμα της κληρονομίας

ή ως αποζημίωση για τη χειροτέρευση, την καταστροφή ή την αφαίρεση αντικειμένου της ή με δικαιοπραξία που σχετίζεται με την κληρονομία.

Για κάθε ανάλωση ή εκποίηση χωρίς αντάλλαγμα αντικειμένου της κληρονομίας πριν από την αγοραπωλησία ο πωλητής

έχει υποχρέωση να αποκαταστήσει στον αγοραστή την αντίστοιχη αξία κατά το χρόνο της ανάλωσης ή εκποίησης, εκτός

αν ο αγοραστής γνώριζε κατά την κατάρτιση της αγοραπωλησίας την ανάλωση ή την εκποίηση.

Ο αγοραστής δεν έχει δικαίωμα αποζημίωσης εξαιτίας χειροτέρευσης, καταστροφής ή από άλλο λόγο αδυναμίας απόδοσης αντικειμένου της κληρονομίας.

Ελαττώματα, έλλειψη δικαιώματος, βάρη

Ο πωλητής της κληρονομίας δεν ευθύνεται για πραγματικά ή νομικά ελαττώματα των επί μέρους αντικειμένων της.

Ο πωλητής ευθύνεται για την ύπαρξη του κληρονομικού του δικαιώματος, καθώς και για το ότι αυτό είναι ελεύθερο από

 καταπίστευμα, κληροδοσία ή τρόπο ή βάρος νόμιμης μοίρας ή υποχρέωση για συνεισφορά, διορισμό εκτελεστή διαθήκης

 και διάταξη του διαθέτη που αφορά τη διανομή.

Ο πωλητής ευθύνεται επίσης για τη απώλεια του ευεργετήματος της
  απογραφής.

`Οσα αποσβέστηκαν με σύγχυση

Υποχρεώσεις και δικαιώματα που αποσβέστηκαν με σύγχυση από την επαγωγή της κληρονομίας,

στις σχέσεις πωλητή και αγοραστή θεωρούνται ότι δεν αποσβέσθηκαν.

Υποχρεώσεις του αγοραστή

Ο αγοραστής έχει υποχρέωση απέναντι στον πωλητή να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της κληρονομίας,

εκτός από εκείνες για τις οποίες ευθύνεται κατά το 1947 ο πωλητής. Ο αγοραστής έχει υποχρέωση απέναντι

στον πωλητή και για τους φόρους που βαρύνουν την κληρονομία.

Αν ο πωλητής εκπλήρωσε υποχρέωση της κληρονομίας πριν από την αγοραπωλησία, έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον αγοραστή αποζημίωση.

Ωφελήματα, βάρη, κίνδυνος

Τα ωφελήματα που έχουν εξαχθεί από την κληρονομία πριν από την αγοραπωλησία ανήκουν στον πωλητή,

ο οποίος φέρει και τα βάρη που αναλογούν σ αυτό το χρόνο, μεταξύ των οποίων και τους τόκους των υποχρεώσεων της κληρονομίας.
  Από την κατάρτιση της αγοραπωλησίας ο αγοραστής φέρει τον κίνδυνο της τυχαίας καταστροφής ή χειροτέρευσης των

αντικειμένων της κληρονομίας. Απ` αυτό το χρόνο ανήκουν στον αγοραστή τα ωφελήματα και αυτός φέρει τα βάρη.

Δαπάνες

Ο αγοραστής έχει υποχρέωση να αποδώσει στον πωλητή τις αναγκαίες δαπάνες που έκανε για την κληρονομία πριν από την αγοραπωλησία. Για κάθε άλλη δαπάνη που έγινε πριν από την αγοραπωλησία ο αγοραστής έχει υποχρέωση μόνο εφόσον κατά το χρόνο της αγοραπωλησίας σώζεται η αύξηση της αξίας της κληρονομίας που προήλθε απ` αυτή τη δαπάνη.

Ευθύνη προς τους δανειστές

Ο αγοραστής από την κατάρτιση της αγοραπωλησίας ευθύνεται απέναντι στους δανειστές της κληρονομίας,

εξακολουθεί όμως ακέραιη και η ευθύνη του πωλητή. Αυτό ισχύει και για υποχρεώσεις για τις οποίες ο αγοραστής

δεν έχει, υποχρέωση απέναντι στον πωλητή κατά τα άρθρα 1949 και 1950.

Συμφωνία μεταξύ πωλητή και αγοραστή που απαλλάσσει τον αγοραστή ή περιορίζει την ευθύνη του δεν ισχύει απέναντι στους δανειστές.

Ευεργέτημα απογραφής

Ο αγοραστής μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα της αποδοχής της κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής εφόσον

ο πωλητής είχε αυτο το δικαίωμα κατά την κατάρτιση της αγοραπωλησίας.

Η σύνταξη απογραφής από τον πωλητή ή τον αγοραστή ωφελεί και τους
  δύο.

`Αλλες συμβάσεις εκποίησης

Οι διατάξεις για την πώληση κληρονομίας εφαρμόζονται αναλόγως και
  σε κάθε άλλη σύμβαση που έχει σκοπό την εκποίηση κληρονομίας.

Σε περίπτωση δωσεάς ο δωρητής δεν ευθύνεται για την ανάλωση ή τη
  χωρίς αντάλλαγμα εκποίηση πριν από τη δωρεά, ούτε για τις ελλείψεις ή
  τους περιορισμούς του κληρονομικού δικαιώματος, εκτός αν τα αποσιώπησε με δόλο.

Κληρονομητήριο

Το δικαστήριο της κληρονομίας, ύστερα από αίτηση του κληρονόμου, του παρέχει πιστοποιητικό για το

 κληρονομικό του δικαίωμα και για τη μερίδα που του αναλογεί (κληρονομητήριο).

Περιεχόμενο της αίτησης

Εκείνος που ζητεί κληρονομητήριο οφείλει να αναφέρει στην αίτηση: 1. Τη χρονολογία του θανάτου του

κληρονομουμένου, 2.τη διαθήκη και το περιεχόμενό της ή τη συγγενική σχέση στην οποία στηρίζει το κληρονομικό

του δικαίωμα, 3. ότι δεν υπάρχουν άλλα πρόσωπα που να αποκλείουν ή να περιορίζουν το κληρονομικό του

δικαίωμα,ή ότι εκείνα που υπήρχαν εξέπεσαν, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο εξέπεσαν:

4. αν υπάρχουν άλλες διαθήκες, το περιεχόμενό τους: 5. αν εκκρεμεί δίκη για
  το κληρονομικό δικαίωμα.

Απόδειξη

Εκείνος που υποβάλλει την αίτηση αποδεικνύει με δημόσια έγγραφα την ακρίβεια όσων αναφέρονται στο προηγούμενο .

 Αν είναι αδύνατο ή ιδιαίτερα δύσκολο να προσαχθεί δημόσιο έγγραφο, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει άλλα

αποδεικτικά μέσα, υποχρεώνοντας συγχρόνως αυτόν που υπέβαλε την αίτηση, να βεβαιώσει ενόρκως πως δεν γνωρίζει

κανένα γεγονός αντίθετο με τις δηλώσεις του.

Αυτεπάγγελτη έρευνα από το δικαστήριο

Το δικαστήριο έχει δικαίωμα να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως με κάθε τρόπο, για να εξακριβώσει τις δηλώσεις

εκείνου που ζητεί το κληρονομητήριο και ιδίως να διατάξει να δημοσιευθεί η αίτηση, καθορίζοντας και τον τρόπο

της δημοσίευσης. Εχει επίσης δικαίωμα να διατάξει να κλητευθούν και να ακουστούν πρόσωπα που είναι πιθανό

να αξιώνουν κληρονομικά δικαιώματα και ιδίως πρόσωπα τα οποία θα ήταν κληρονόμοι αν τυχόν ήταν άκυρη

η διάταξη της τελευταίας βούλησης, ή πρόσωπα τα οποία έχουν δίκη που εκκρεμεί για το ίδιο κληρονομικό δικαίωμα.

Περισσότεροι κληρονόμοι

Αν υπάρχουν περισσότεροι κληρονόμοι, με αίτηση οποιουδήποτε απ`
  αυτούς παρέχεται κοινό κληρονομητήριο. Στην περίπτωση αυτή εκείνος που
  το ζητεί πρέπει να αναφέρει τα ονόματα και τις μερίδες όλων των κληρονόμων, καθώς και ότι

 αυτοί αποδέχτηκαν την κληρονομία και ακόμη να αποδείξει τις δηλώσεις του αυτές.

«Ο ειρηνοδίκης μπορεί να απαιτήσει από όλους τους κληρονόμους να βεβαιώσουν ενόρκως

ότι δεν γνωρίζουν κανένα γεγονός αντίθετο με τις δηλώσεις.»

Περιεχόμενο του κληρονομητηρίου

«Το κληρονομητήριο παρέχεται μόνον αν ο ειρηνοδίκης κρίνει ότι έχουν αποδειχτεί όσα αναφέρονται στην αίτηση.»

Το κληρονομητήριο αναγράφει τον κληρονόμο, και, αν υπάρχουν περισσότεροι, και την κληρονομική μερίδα

καθενός, και ακόμη τον εκτελεστή της διαθήκης, καθώς και τον καταπιστευματοδόχο και τους όρους με τους οποίους αυτός διορίζεται.

Τεκμήριο κληρονομικής ιδιότητας

Αυτός που στο κληρονομητήριο κατονομάζεται κληρονόμος τεκμαίρεται ότι έχει το κληρονομικό δικαίωμα

 που αναφέρεται σ αυτό και ότι δεν περιορίζεται από άλλες διατάξεις εκτός από εκείνες που αναγράφονται στο κληρονομητήριο.

Ισχύς των δικαιοπραξιών

Κάθε δικαιοπραξία αυτού που αναγράφεται στο κληρονομητήριο ως κληρονόμος με τρίτον ή του τρίτου έναντι

 του κληρονόμου αυτού ισχύει υπέρ του τρίτου, σε όση έκταση υπάρχει το τεκμήριο του προηγούμενου υ εκτός

αν ο τρίτος γνώριζε την ανακρίβεια του κληρονομητηρίου ή τη δικαστική του ανάκληση.

Ανακριβές κληρονομητήριο

Ο πραγματικός κληρονόμος ή ο εκτελεστής της διαθήκης μπορεί να απαιτήσει από εκείνον

που κατέχει ανακριβές κληρονομητήριο, να το παραδώσει στο δικαστήριο της κληρονομίας.

`Οποιος έχει πάρει Ανακριβές κληρονομητήριο οφείλει να δώσει
  στον πραγματικό κληρονόμο πληροφορίες για την κατάσταση της κληρονομίας και για την τύχη των αντικειμένων της.

Αφαίρεση ή ακύρωση του κληρονομητηρίου

Αν το κληρονομητήριο που χορηγήθηκε είναι ανακριβές, το δικαστήριο της κληρονομίας διατάζει να αφαιρεθεί.

Με την αφαίρεση το κληρονομητήριο παύει να ισχύει.

Αν η αφαίρεση του κληρονομητηρίου δεν είναι αμέσως δυνατή, το δικαστήριο το κηρύσσει με απόφασή του ανίσχυρο.

Περίληψη της απόφασης δημοσιεύεται στον τύπο σύμφωνα με όσα καθορίζονται στην απόφαση.

Η περίληψη καταχωρίζεται σε κάθε περίπτωση σε εφημερίδα της τελευταίας Κατοικίας ή διαμονής του κληρονομουμένου.

`Οταν περάσει ένας μήνας από την τελευταία καταχώριση, η απόφαση που κηρύσσει το κληρονομητήριο ανίσχυρο ισχύει για όλους.
  Το δικαστήριο της κληρονομίας έχει δικιαίωμα να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως αν είναι ακριβές το κληρονομητήριο

 που χορηγήθηκε και να το ανακαλέσει ή να το τροποποιήσει.

Κληροδοσίες

Ποιός βαρύνεται

Βεβαρημένος με κληροδοσία μπορεί να είναι ο κληρονόμος, ο καταπιστευματοδόχος και κληροδόχος.

Εφόσον ο διαθέτης δεν όρισε διαφορετικά, βεβαρημένος είναι ο κληρονόμος.

Περισσότεροι βεβαρημένοι

Αν βαρύνονται περισσότεροι κληρονόμοι ή κληροδόχοι, σε περίπτωση αμφιβολίας ο κάθε κληρονόμος λογίζεται

ότι βαρύνεται ανάλογα με τη μερίδα του και ο κάθε κληροδόχος ανάλογα με την αξία του αντικειμένου που του κληροδοτήθηκε.

Το ίδιο ισχύει και αν περισσότεροι βαρύνονται διαζευκτικά με μια
  κληροδοσία.

 Εξαίρετο

Η κληροδοσία που αφέθηκε στον κληρονόμο (εξαίρετο) θεωρείται κληροδοσία και ως προς το μέρος της με το οποίο βαρύνεται με αυτήν ο ίδιος.

Σιωπηρό κληροδότημα

Αν ο διαθέτης διέταξε να μην περιέλθει στον εγκατάστατο με τη διαθήκη αντικείμενο της κληρονομίας,

το αντικείμενο αυτό θεωρείται ότι κληροδοτήθηκε στον εξ αδιαθέτου κληρονόμο.

Προσδιορισμός από το βεβαρημένο ή από τρίτο

Αν κληροδόχος ορίστηκε πρόσωπο από ορισμένο κύκλο, κατ` επιλογήν του βεβαρημένου ή τρίτου,

ο καθορισμός του προσώπου γίνεται από το βεβαρημένο με δήλωσή του προς αυτό και από τον τρίτο με

 δήλωσή του προς το βεβαρημένο. Σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ότι ο καθορισμός έχει ανατεθεί στο βεβαρημένο.

Αν ο βεβαρημένος ή ο τρίτος δεν μπορούν να κάνουν τον καθορισμό, ή αν η δικαστική προθεσμία που τάχθηκε

για το σκοπό αυτό πέρασε άπρακτη, όλα τα πρόσωπα θεωρούνται δανειστές εις ολόκληρον και δεν χωρεί Αναγωγή

 εναντίον εκείνο που έλαβε το κληροδότημα.

Αν ο διαθέτης άφησε κληροδοσία σε περισσότερους και ανέθεσε στο
  βεβαρημένο ή σε τρίτο να καθορίσει τι θα πάρει ο καθένας από το αντικείμενο που κληροδοτήθηκε, ο καθορισμός γίνεται με τον τρόπο που ορίζει το προηγούμενο .

Αν ο βεβαρημένος ή ο τρίτος δεν μπορούν να κάνουν τον καθορισμό, ή αν πέρασε άπρακτη η δικαστική προθεσμία που τάχθηκε

 για το σκοπό αυτό, όλοι οι τιμώμενοι έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη της κληροδοσίας.

 Αν ο διαθέτης όρισε να πάρει ο τιμώμενος ένα από περισσότερα αντικείμενα και η επιλογή έχει ανατεΘεί σε τρίτο,

 αυτή γίνεται με δήλωση προς το βεβαρημένο. Αν ο τρίτος δεν μπορεί να κάνει τη επιλογή, ή αν πέρασε άπρακτη η δικαστική προθεσμία

που τάχθηκε για το σκοπό αυτό, το δικαίωμα της επιλογής περιέρχεται στο βεβαρημένο.

Προσδιορισμός κατά δίκαιη κρίση

Ο διαθέτης μπορεί να αναθέσει στη δίκαιη κρίση του βεβαρημένου ή τρίτου τον καθορισμό του αντικειμένου της κληροδοσίας, εφόσον όρισε το
  σκοπό της κληροδοσίας. Σε τέτοια κληροδοσία εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που ισχύουν στις συμβάσεις

 για παροχή που πρέπει να προσδιοριστεί από τον ένα συμβαλλόμενο ή από τρίτο.

Κατάλειψη αντικειμένου σε περισσότερους

Αν κληροδοτήθηκε σε περισσότερους το ίδιο αντικείμενο εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 1802 έως 1806.

Προσαύξηση σε περίπτωση κληροδοσίας

Αν το ίδιο αντικείμενο κληροδοτήθηκε σε περισσότερους και ο ένας
  εξέπεσε πριν από το θάνατο ή μετά το θάνατο του διαθέτη, το μέρος του
  προσαυξάνει στους αλλους ανάλογα με τη μερίδα του καθενός. Το ίδιο ισχύει και αν ο διαθέτης προσδιόρισε τις μερίδες τους.

Αν μερικοί από τους κληροδόχους γράφηκαν στην ίδια μερίδα, η προσαύξηση χωρεί κατά προτίμηση μεταξύ τους.

Η μερίδα που ο κληροδόχος αποκτά από προσαύξηση θεωρείται ιδιαίτερη κληροδοσία ως προς τις κληροδοσίες ή τον τρόπο,

με τις οποίες βαρύνεται αυτός ή εκείνος που εξέπεσε.

Προαποβίωση του κληροδόχου

Η κληροδοσία γίνεται άκυρη, αν ο κληροδόχος δεν ζει πια κατά το
  θάνατο του διαθέτη.

`Εκπτωση του βεβαρημένου

Αν ο βεβαρημένος δεν γίνει κληρονόμος ή κληροδόχος, η κληροδοσία, σε περίπτωση αμφιβολίας,

 εξακολουθεί να ισχύει και βαρύνει εκείνον που ωφελείται από την έκπτωση του αρχικά βεβαρημένου.

Αδύνατη κληροδοσία

Είναι άκυρη η κληροδοσία της οποίας η παροχή κατά το θάνατο του
  διαθέτη είναι αδύνατη ή αντιβαίνει στο νόμο.

Ματαίωση της κληροδοσίας

Κληροδοσία που είναι άκυρη ή που ματαιώνεται ωφελεί το βεβαρημένο, αν δεν υπάρχει περίπτωση υποκατάστασης ή προσαύξησης.

Παραρτήματα του αντικειμένου που κληροδοτήθηκε

Σε περίπτωση αμφιβολίας η κληροδοσία ενός πράγματος περιλαμβάνει και τα παραρτήματά του, που υπάρχουν κατά το θάνατο του διαθέτη.

Αν ο διαθέτης έχει απαίτηση αποζημίωσης εξαιτίας βλάβης του πράγματος που προκλήθηκε μετά τη διάταξη της

κληροδοσίας, σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ότι κληροδοτήθηκε και η απαίτηση αυτή.

Βάρη του αντικειμένου που κληροδοτήθηκε

Αν κληροδοτήθηκε αντικείμενο που ανήκει στην κληρονομία, σε περίπτωση αμφιβολίας

 ο βεβαρημένος δεν έχει υποχρέωση γα το απαλλάξει από τα βάρη του.

Αν ο διαθέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει τέτοια απαλλαγή, σε περίπτωση αμφιβολίας

 η κληροδοσία περιλαμβάνει και την απαίτηση αυτή.

Κληροδοσία ξένου πράγματος

Η κληροδοσία ορισμένου αντικειμένου, που δεν ανήκει στην κληρονομία κατά το θάνατο του διαθέτη,

είναι άκυρη εκτός αν συνάγεται ότι γίνεται και για την περίπτωση που το αντικείμενο αυτό δεν ανήκει στην κληρονομία,

Θεωρείται ότι δεν ανήκει στην κληρονομία και εκείνο το αντικείμενο που ο διαθέτης έχει υποχρέωση να μεταβιβάσει σε άλλον.

Αν ο διαθέτης κατά το θάνατό του είχε μόνο τη νομή του αντικειμένου που κληροδοτήθηκε, σε περίπτωση

αμφιβολίας η κληροδοσία περιλαμβάνει τη νομή.

Αν ο διαθέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τρίτον το αντικείμενο που κληροδοτήθηκε, σε περίπτωση αμφιβολίας

λογίζεται ότι κληροδοτήθηκε η απαίτηση αυτή. Το ίδιο ισχύει και όταν ο διαθέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει

αποζημίωση για την απώλεια ή την αφαίρεση που επήλθε μετά τη διάταξη της κληροδοσίας.

Εφόσον σύμφωνα με το προηγούμενο είναι ισχυρή η κληροδοσία αντικειμένου, που δεν ανήκε στην κληρονομία

κατά το θάνατο του διαθέτη, ο βεβαρημένος έχει υποχρέωση να το προμηθεύσει στον κληροδόχο.

Αν ο βεβαρημένος αδυνατεί να το προμηθεύσει ή αν χρειάζεται γι`
  αυτό δυσανάλογη δαπάνη, οφείλεται η αξία του.

`Ενωση ή ανάμιξη του αντικειμένου που κληροδοτήθηκε

Αν ο διαθέτης μετά τη διάταξη της κληροδοσίας ένωσε ή ανέμιξε το πράγμα που κληροδοτήθηκε

 με άλλο, έτσι ώστε η κυριότητα πάνω στο άλλο να επεκτείνεται και σ` αυτό ή να δημιουργείται

Συγκυριότητα, και η κατάσταση αυτή υπάρχει κατά το θάνατο του διαθέτη, η κληροδοσία είναι άκυρη.

Αν η ένωση ή η ανάμιξη έγινε από άλλον και όχι από το διαθέτη, και ο διαθέτης απέκτησε Συγκυριότητα,

σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι κληροδοτήθηκε η Συγκυριότητα.

Αν ο διαθέτης έχει δικαίωμα να αφαιρέσει το πράγμα που ενώθηκε, σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ότι κληροδοτήθηκε το δικαίωμα αυτό.

Επεξεργασία ή μετάπλαση

Αν ο διαθέτης μετά τη διάταξη της κληροδοσίας παρήγαγε νέο πράγμα με επεξεργασία ή μετάπλαση εκείνου

που κληροδοτήθηκε, έτσι ώστε σύμφωνα με το νόμο ο κατασκευαστής να γίνεται κύριός του, η κληροδοσία είναι άκυρη.

Αν η μεταποίηση αυτή έγινε από άλλον και όχι από το διαθέτη,
  εφαρμόζεται η διάταξη του υ 1984 παρ. 3.

 Κληροδοσία απαίτησης που έχει εισπραχθεί

Αν ο διαθέτης κληροδότησε απαίτησή του που εκπληρώθηκε πρίν πεθάνει και το αντικείμενό της υπάρχει

 ακόμα στην κληρονομία, σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ότι κληροδοτήθηκε το αντικείμενο αυτό.

Αν η απαίτηση ήταν χρηματική, σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ότι κληροδοτήθηκε ίσο χρηματικό ποσόν,

 ακόμα και αν δεν υπάρχει στην κληρονομία τέτοιο ποσόν.

Πράγμα κατά γένος

Αν ο διαθέτης κληροδότησε πράγμα κατά γένος μόνο ορισμένο, ο κληροδόχος έχει δικαίωμα να λάβει πράγμα

 που να ανταποκρίνεται στις συνθήκες στις οποίες αυτός βρίσκεται.

Αν κληροδοτήθηκε πράγμα κατά γένος μόνο ορισμένο και ο καθορισμός του ανατέθηκε στον κληροδόχο ή σε τρίτον,

ο καθορισμός γίνεται με δήλωσή τους στο βεβαρημένο.Αν αυτοί δεν μπορούν,ή αν πέρασε άπρακτη η δικαστική προθεσμία

που τάχθηκε για το σκοπό αυτό, ή άν ο καθορισμός που έγινε δεν είναι εκείνος που πρέπει να είναι σύμφωνα με το προηγούμενο ,

ο καθορισμός γίνεται από το δικαστήριο της κληρονομίας.

Αν κληροδοτήθηκε πράγμα κατά γένος μόνο ορισμένο, ως προς τις υποχρεώσεις του βεβαρημένου εξαιτίας νομικών

 ή πραγματικών ελαττωμάτων εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις για τις υποχρεώσεις του πωλητή.

Το ίδιο ισχύει, σε περίπτωση αμφιβολίας, και σε κληροδοσία ορισμένου αντικειμένου που δεν ανήκει

 στην κληρονομία,με την επιφύλαξη του περιορισμού του υ 1985 παρ. 2.

Αν το αντικείμενο της κληροδοσίας είναι ακίνητο, σε περίπτωση αμφιβολίας ο βεβαρημένος

 δεν ευθύνεται για δουλείες ή άλλα εμπράγματα βάρη του ακινήτου.



Κληροδοσία όλων των απαιτήσεων

Αν ο διαθέτης κληροδοτήσει όλες τις απαιτήσεις του, σε περίπτωση αμφιβολίας περιλαμβάνονται

 μόνο οι χρηματικές και όχι άλλες απαιτήσεις ή ανώνυμοι τίτλοι ή καταθέσεις σε τράπεζες και ταμιευτήρια.
  Κληροδοσία οφειλής

Αν ο διαθέτης κληροδοτήσει ό,τι οφείλει στον κληροδόχο σε περίπτωση αμφιβολίας ο βεβαρημένος

έχει υποχρέωση να καταβάλει το χρέος, χωρίς να έχει το δικαίωμα να αντιτάξει αίρεση η προθεσμία ή ένσταση.

Αν ο διαθέτης κληροδοτήσει χρηματικό ποσόν στο δανειστή του, αποσιωπώντας την οφειλή, σε περίπτωση αμφιβολίας

η κληροδοσία δεν θεωρείται ότι έγινε για να εξοφληθεί η οφειλή.

Το δικαίωμα από την κληροδοσία

Ο κληροδόχος αποκτά με την κληροδοσία το ενοχικό δικαίωμα να απαιτήσει από το βεβαρημένο

την παροχή του αντικειμένου που κληροδοτήθηκε.

Με την επιφύλαξη της διάταξης του υ 1198, αν βεβαρημένος με την κληροδοσία είναι ο κληρονόμος και αντικείμενο

της κληροδοσίας είναι ορισμένο πράγμα ή δικαίωμα που ανήκει στο διαθέτη, εφόσον ο διαθέτης δεν διέταξε διαφορετικά,

ο κληροδόχος το αποκτά αμέσως και αυτοδικαίως. Αν η κληροδοσία συνίσταται σε απαλλαγή από εμπράγματο βάρος

ή από υποχρέωση προς το διαθέτη, ο κληροδόχος απαλλάσεται αμέσως και αυτοδικαίως.
  Με την επιφύλαξη της διάταξης του υ 1198, αν βεβαρημένος με
  την κληροδοσία είναι ο κληρονόμος και αντικείμενο της κληροδοσίας είναι ορισμένο πράγμα ή δικαίωμα

 που ανήκει στο διαθέτη, εφόσον ο διαθέτης δεν διέταξε διαφορετικά, ο κληροδόχος το αποκτά αμέσως

 και αυτοδικαίως. Αν η κληροδοσία συνίσταται σε απαλλαγή από εμπράγματο βάρος ή από υποχρέωση

προς το διαθέτη, ο κληροδόχος απαλλάσεται αμέσως και αυτοδικαίως.

Πότε γίνεται η επαγωγή ή η κτήση

Το δικαίωμα από την κληροδοσία αποκτάται μόλις πεθάνει ο διαθέτης (επαγωγή της κληροδοσίας).

Ο κληροδόχος έχει δικαίωμα να αποποιηθεί την κληροδοσία.

Σε περίπτωση αίρεσης ή προθεσμίας

Σε περίπτωση κληροδοσίας με αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, η πλήρωση της οποίας επέρχεται

 μετά το θάνατο του διαθέτη, η επαγωγή της γίνεται μόλις πληρωθεί η αίρεση ή η προθεσμία.

Αν ο κληροδόχος δεν έχει ακόμη συλληφθεί όταν πεθάνε, ο διαθέτης, ή αν το πρόσωπό του

 προσδιορίζεται από γεγονός που επέρχεται μετά το θάνατο του διαθέτη, η επαγωγή γίνεται κατά το χρόνο του τοκετού ή μόλις επέλθει το γεγονός.

Στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων, κατά το χρονικό διάστημα από το θάνατο

του διαθέτη έως την επαγωγή της κληροδοσίας εφαρμόζονται οι διατάξεις για την αναβλητική αίρεση.

Αποποίηση της κληροδοσίας

Ο κληροδόχος δεν μπορεί να αποποιηθεί την κληροδοσία μετά την αποδοχή της.

Η αποδοχή και η αποποίηση γίνονται με δήλωση προς το βεβαρημένο. Η δήλωση γίνεται μόνο μετά

 την επαγωγή της κληροδοσίας και είναι άκυρη αν γίνει με αίρεση ή προθεσμία ή μερικώς

Οι διατάξεις των άρθρων 1854, 1855 παρ. 2 και 1856 για την αποδοχή ή την αποποίηση της κληρονομίας

 εφαρμόζονται αναλόγως και για την κληροδοσία.

Αν ο χρόνος για την εκπλήρωση της κληροδοσίας έχει αφεθεί στη διάκριση του βεβαρημένου, σε περίπτωση

αμφιβολίας η παροχή γίνεται απαιτητή μόλις αυτός πεθάνει.
  Καρποί του αντικειμένου που κληροδοτήθηκε

Αν κληροδοτήθηκε ορισμένο αντικείμενο που ανήκει στην κληρονομία, ο βεβαρημένος έχει υποχρέωση

να αποδώσει στον κληροδόχο,
  καθώς και ο,τιδήποτε περιήλθε σ` αυτόν με άλλο τρόπο εξαιτίας του δικαιώματος που κληροδοτήθηκε.

Ο βεβαρημένος δεν έχει υποχρέωση σε αποζημίωση για ωφελήματα που δεν είναι καρποί.

Δαπάνες

Αν κληροδοτήθηκε ορισμένο πράγμα που ανήκει στην κληρονομία, ο βεβαρημένος μπορεί κατά τις διατάξεις

που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ κυρίου και νομέα, να απαιτήσει αποζημίωση για τις δαπάνες που έγιναν στο πράγμα

 μετά το θάνατο του διαθέτη,καθώς και για όσα καταβλήθηκαν μετά το θάνατο του διαθέτη για να απαλλαγεί το πράγμα από βάρη.

Βεβαρημένος κληροδόχος

Κληροδόχος που είναι βεβαρημένος με κληροδοσία ή τρόπο, έχει υποχρέωση να εκπληρώσει μόνο αφότου

 έχει και αυτός δικαίωμα να απαιτήσει ό,τι του έχει καταληφθεί.

Κληροδόχος βεβαρημένος με κληροδοσία ή τρόπο μπορεί και μετά την
  αποδοχή της κληροδοσίας που καταλείφθηκε σ` αυτόν, να αρνηθεί να εκπληρώσει, αν αυτό που παίρνει από

την κληροδοσία ο ίδιος δεν επαρκεί για την εκπλήρωση.
  Αν σύμφωνα με το 1979 στην θέση του βεβαρημένου υπεισέλθει άλλος, αυτός δεν ευθύνεται περισσότερο

από τον κληροδόχο.

Ελάττωση της κληροδοσίας

Αν η παροχή από την κληροδοσία μειωθεί σύμφωνα με τις διατάξεις για τη νόμιμη μοίρα ή σύμφωνα

 με το προηγούμενο , σε περίπτωση αμφιβολίας ο κληροδόχος έχει το δικαίωμα να μειώσει και αυτός ανάλογα τα βάρη που του έχουν επιβληθεί.

Υποκατάσταση

Αν ο διαθέτης, για την περίπτωση που ο πρώτος τιμώμενος δεν αποκτήσει την κληροδοσία,

αφήνει το αντικείμενό της σε άλλον,
  εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 1810 έως 1812 για την υποκατάσταση κληρονόμου.

Υποκατάσταση καταπιστευτική

Η διάταξη του διαθέτη, ότι από ορισμένο σημείο ή γεγονός που
  επέρχεται μετά την απόκτηση της κληροδοσίας, αυτό που κληροδοτήθηκε περιέρχεται σε άλλον (υποκατάσταση καταπιστευτική)

 ισχύει μόνο για κοινοφελή σκοπό ή υπέρ των εξ αίματος συγγενών του διαθέτη σε ευθεία γραμμή ή έως

 και τον τρίτο βαθμό σε πλάγια γραμμή,που υπάρχουν κατά το θάνατο του βεβαρημένου πρώτου κληροδόχου.Η υποκατάσταση δεν ισχύει για άλλα περαιτέρω πρόσωπα.

Οικογενειακό κληροδότημα

Αν κατά τη θέληση του διαθέτη το αντικείμενο που κληροδοτήθηκε πρέπει να μείνει για πάντα στη δική του οικογένεια,

θεωρούνται ότι έχουν τιμηθεί με κληροδοσία κατά υποκατάσταση εκείνοι μόνο από τους συγγενείς του προηγούμενου υ,

οι οποίοι θα κληρονομούσαν εξ αδιαθέτου το διαθέτη, αν πέθαινε τότε που πέθανε ο βεβαρημένος πρώτος κληροδόχος.

Τρόπος

Αν η τελευταία διάταξη περιέχει τρόπο, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 1789,1967,1968,1973,1974,1979,1980,1989 και 2002.

Πρόσωπο για το οποίο γίνεται η παροχή

Ο διαθέτης μπορεί να τάξει τρόπο για ορισμένο σκοπό και να
  αφήσει στο βεβαρημένο ή σε τρίτο να προσδιορίσει το πρόσωπο στο οποίο θα γίνει η παροχή.

Καθορισμός από το βεβαρημένο ή από τρίτο

Αν στην περίπτωση του προηγούμενου υ ο καθορισμός του προσώπου ανατέθηκε στο βεβαρημένο και πέρασε άπρακτη

η δικαστική προθεσμία που τάχθηκε για το σκοπό αυτό,ο καθορισμός γίνεται από αυτόν που άσκησε την αγωγή.
  Αν ο καθορισμός του προσώπου ανατέθηκε σε τρίτον, γίνεται με δήλωση πρός το βεβαρημένο.

Αν ο τρίτος δεν μπορεί να κάνει τον καθορισμό,ή άν πέρασε άπρακτη η δικαστική προθεσμία που τάχθηκε

 για το σκοπό αυτό, ο καθορισμός γίνεται από το βεβαρημένο. Η δικαστική προθεσμία τάσσεται ύστερα από αίτηση και του βεβαρημένου.

Ποιός απαιτεί την εκπλήρωση

Την εκτέλεση του τρόπου έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν ο εκτελεστής της διαθήκης, ο κληρονόμος,

 συγκληρονόμος και αυτός που ωφείλεται άμεσα από την έκπτωση εκείνου που είναι αρχικά βεβαρημένος με τον τρόπο.

Αν η εκτέλεση του τρόπου αφορά το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να την
  απαιτήσει και η δημόσια αρχή.

 Ακυρότητα του τρόπου

Αν ο τρόπος είναι άκυρος, τότε μόνο είναι άκυρη και η διάταξη υπέρ
  του βεβαρημένου, όταν αυτό προκύπτει ως θέληση του διαθέτη.

Τρόπος αδύνατος

Αν η εκτέλεση του τρόπου γίνει αδύνατη από υπαιτιότητα του βεβαρημένου, εκείνος που θα είχε ωφέλεια

από την έκπτωση του αρχικά βεβαρημένου, μπορεί να απαιτήσει, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο

πλουτισμό, να του αποδοθεί ό,τι έχει καταληφθεί κατά το μέρος που έπρεπε να δαπανηθεί για την εκτέλεση του τρόπου.

Εκτελεστής της διαθήκης

Διορισμός

Ο διαθέτης μπορεί να ορίσει στη διαθήκη εκτελεστές ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

Μπορεί ακόμη να αναθέσει στον εκτελεστή να ορίσει συνεκτελεστές ή διαδόχους του.

Ικανότητα

Ο διορισμός εκτελεστή είναι άκυρος, αν αυτός τότε που αποδέχεται το λειτούργημα είναι ανίκανος

 ή έχει περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία.

`Εναρξη, αποδοχή, αποποίηση

Το λειτούργημα του εκτελεστή αρχίζει από την αποδοχή του. Η
  αποδοχή και αποποίηση γίνονται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου
  της κληρονομίας, ο οποίος συντάσσει σχετική έκθεση. Η δήλωση είναι
  άκυρη, αν γίνει πρίν από την επαγωγή της κληρονομίας ή με αίρεση ή με
  προθεσμία.

`Υστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει συμφέρον, ο πρόεδρος του δικαστηρίου της κληρονομίας

ορίζει προθεσμία για να κάνει ο εκτελεστής τη δήλωση. Αν η προθεσμία περάσει άπρακτη,

ο εκτελεστής θεωρείται ότι αποποιήθηκε το λειτούργημα.

 Εξουσία του εκτελεστή

`Εργο του εκτελεστή είναι η εκτέλεση των διατάξεων της διαθήκης.
Ο εκτελεστής έχει δικαίωμα να επιχειρήσει κάθε πράξη την οποία ρητά επέτρεψε ο διαθέτης ή είναι απαραίτητη για την εκτέλεση των διατάξεων του. Με τους ίδιους όρους έχει δικαίωμα να  διαχειρίζεται την κληρονομία είτε ολόκληρη, είτε κατά ένα μέρος της.

Πράξεις με άδεια του δικαστηρίου

Αν στις περιπτώσεις του προηγούμενου υ χρειάζεται να εκποιηθούν ακίνητα της κληρονομίας ή δημόσια χρεώγραφα ή μετοχές ή ομολογίες ανωνύμων εταιρειών, ή να συνομολογηθεί δάνειο ή συμβιβασμός, ή αν γίνει δαπάνη που υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες δραχμές [διακόσια ενενήντα (290,00) ευρώ).

 Βλ. διατάξεις και τρόπο μετατροπής σε ευρώ στο 0], και δεν συναινεί σ` αυτό ο κληρονόμος, ο εκτελεστής έχει δικαίωμα να επιχειρεί τις πράξεις αυτές ύστερα από άδεια του δικαστηρίου της κληρονομίας.
Το δικαστήριο ακούει προηγουμένως τον κληρονόμο, αν αυτό δεν είναι αδύνατο ή ιδιαίτερα δύσκολο.
Ο διαθέτης μπορεί με ρητή δήλωση στη διαθήκη να απαλλάξει τον εκτελεστή από τους περιορισμούς του προηγούμενου υ.

Ευθύνη του εκτελεστή

Στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων του ο εκτελεστής ευθύνεται απέναντι στον κληρονόμο κατά τους κανόνες της εντολής για κάθε ζημία της κληρονομίας από πταίσμα του.Σε περίπτωση διαχείρησης έχει υποχρέωση και να λογοδοτήσει.
Περισσότεροι εκτελεστές ευθύνονται για κοινό πταίσμα τους εις ολόκληρον.

Περισσότεροι εκτελεστές

Περισσότεροι εκτελεστές ενεργούν όλοι μαζί, αν λείψει ένας απ` αυτούς, ενεργούν οι άλλοι μόνοι τους.
Σε περίπτωση διαφωνίας αποφασίζει η πλειοψηφία και σε ισοψηφία κρίνει ελεύθερα το δικαστήριο.Ο διαθέτης μπορεί να ορίσει διαφορετικά.
Καθένας από τους περισσότερους εκτελεστές μπορεί να παίρνει και μόνος του συντηρητικά μέτρα.

Αγωγές της κληρονομίας

Ο κληρονόμος ασκεί τις αξιώσεις της κληρονομίας.
Ο εκτελεστής της διαθήκης ασκεί τις αξιώσεις της κληρονομίας
και ενάγεται για τις αξιώσεις κατά της κληρονομίας εφόσον έχει τη διαχείριση της κληρονομίας ή των σχετικών αξιώσεων.

Αξιώσεις κατά της κληρονομίας

Οι αξιώσεις κατά της κληρονομίας ασκούνται κατά του κληρονόμου.
  Ο εκτελεστής έχει δικαίωμα να παρέμβει στη δίκη.

Αμοιβή

Ο εκτελεστής μπορεί, εφόσον ο διαθέτης δεν διέταξε διαφορετικά, να ζητήσει να του ορίσει το δικαστήριο της κληρονομίας ανάλογη αμοιβή.
Το δικαστήριο ακούει προηγουμένως τον κληρονόμο, εφόσον αυτό δεν είναι αδύνατο ή ιδιαίτερα δύσκολο.

Παύση του λειτουργήματος

Το λειτούργημα του εκτελεστή παύει αν ο κληρονόμος παρέχει επαρκή εγγύηση, κατά την κρίση του δικαστηρίου, ότι θα εκτελέσει τις διατάξεις της διαθήκης, για τις οποίες ορίστηκε ο εκτελεστής.
Το λειτούργημα του εκτελεστή παύει με το θάνατο ή την επερχόμενη πλήρη ή περιορισμένη ανικανότητα του για δικαιοπραξία.
Ο εκτελεστής μπορεί να παραιτηθεί οποτεδήποτε, με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας, ο οποίος συντάσει σχετική έκθεση.
Η παραίτηση γίνεται χωρίς αίρεση ή προθεσμία και γνωστοποιείται στον κληρονόμο.
Για σπουδαίους λόγους και ιδίως για βαριά παράβαση των καθηκόντων του ή ανικανότητα για διαχείριση, το δικαστήριο μπορεί ύστερα από αίτηση όσων έχουν συμφέρον, να πάψει τον εκτελεστή αφού προηγουμένως τον ακούσει, αν αυτό δεν είναι αδύνατο ή ιδιαίτερα δύσκολο.

Δωρεά αιτία θανάτου

Αν η δωρεά συμφωνηθεί με την αναβλητική αίρεση αν προαποβιώσει ο δωρητής ή αν πεθάνουν συγχρόνως  και οι δύο συμβαλλόμενοι, χωρίς να έχει στο μεταξύ ο δωρεοδόχος την απόλαυση των αντικειμένων που δωρίζονται  (δωρεά αιτία θανάτου), εφαρμόζονται οι διατάξεις για τις δωρεές, εφόσον ο νόμος δεν ορίσει διαφορετικά.

Ανάκληση

Ο δωρητής ανακαλεί ελεύθερα τη δωρεά αιτία θανάτου. Η δήλωση για την ανάκληση γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και γνωστοποιείται στο δωρεοδόχο, εφόσον αφορά δωρεά ακινήτου απαιτείται και μεταγραφή.
Με την ανάκληση η δωρεά αναιρείται αυτοδικαίως.
Συμφωνία για το αμετάκλητο
Αν η δωρεά αιτία θανάτου συμφωνήθηκε αμετάκλητη, ανακαλείται μόνο στις περιπτώσεις και με τον τρόπο που ανακαλείται κάθε άλλη δωρεά.
Δικαίωμα των δανειστών ή των μεριδούχων
Σε δωρεές αιτία θανάτου, που μειώνουν την περιουσία του δωρητή με αποτέλεσμα να προκαλείται βλάβη στους δανειστές, ή που προσβάλλουν τη νόμιμη μοίρα των μεριδούχων, εφαρμόζονται οι διατάξεις για τις κληροδοσίες.
(ΠΗΓΗ http://georspyros.gr)

ΠΟΛ. 1042/1990 Το -εξαίρετο- του αστικού κώδικα, ως στοιχείο κληρονομιάς - Επομένως για να πάρει «το εξαίτερο» (δείτε παραπάνω περίπτωση 5) ο σύζυγος που επιζεί πρέπει να αποδεχθεί το σύνολο της κληρονομίας. Eπομένως δεν υπάρχει δυνατότητα στον επιζώντα σύζυγο να αποποιηθεί την ακίνητη περιουσία και να αποδεχθεί μόνο την κινητή (το εξαίρετο) Α.Κ.1966 Α.Κ. 1820 Α.Κ. 1822 ΠΟΛ.1042/28.2.1990

$
0
0

ΠΟΛ. 1042/1990 Το -εξαίρετο- του αστικού κώδικα, ως στοιχείο κληρονομιάς
  •  1017247/148/ Το "εξαίρετο"του αστικού κώδικα, ως στοιχείο κληρονομιάς.

1. Κατά την ισχύουσα νομοθεσία..
για τη φορολογία των κληρονομιών - κληροδοσιών (ν.δ. 118/1973, ΦΕΚ - Α` 202), σε κάθε, οποιασδήποτε μορφής και είδους, περιουσία, που μεταβιβάζεται αιτία θανάτου επιβάλλεται φόρος, εφόσον η περιουσία αυτή βρίσκεται, πραγματικά ή κατά τεκμήριο, στην Ελλάδα κατά το χρόνο επαγωγής της κληρονομιάς, που κατά κανόνα είναι και χρόνος γένεσης της φορολογικής ενοχής (άρθρα 3 και 6).

Ο φόρος, ο οποίος βαρύνει το δικαιούχο της κτήσης (κληρονόμο, κληροδόχο), είναι συνάρτηση της αξίας της κληρονομικής μερίδας και του βαθμού συγγενείας του κληρονόμου προς τον κληρονομούμενο (άρθρα 5, 29).

Ο φορολογικός νόμος (άρθρο 13) θεωρεί ότι στην κληρονομιαία περιουσία περιλαμβάνονται και έπιπλα, δηλαδή κινητά τα οποία συντείνουν στη χρήση και τον καλλωπισμό των οικιών, και ότι η αξία τους λογίζεται ίση με το 1/30 της αξίας της λοιπής, πλην των επίπλων, κληρονομιαίας περιουσίας. Συνεπώς, η φορολογική νομοθεσία δημιουργεί δύο νόμιμα μαχητά τεκμήρια, τα οποία αναφέρονται στην ύπαρξη μεταξύ των κληρονομιαίων στοιχείων και επίπλων και στο υψος της αξίας τούτων, ως ίσου με το 1/30 της αξίας της υπόλοιπης, εκτός από τα έπιπλα, κληρονομιαίας περιουσίας. Για την άρση όμως κάθε σχετικής - τυχόν- αμφισβήτησης ο νόμος ρητώς ορίζει, ότι στην έννοια των επίπλων δεν περιλαμβάνονται τα κοσμήματα και τα λοιπά πολύτιμα αντικείμενα, καθώς και οι κάθε λογής συλλογές έργων τέχνης νομισμάτων, γραμματοσήμων και άλλων γενικώς κινητών, για τα οποία ο προσδιορισμός της αξίας τους γίνεται με κάθε αποδεικτικό μέσο.

2. Εξάλλου, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, με το θάνατο του προσώπου η περιούσια του, ως ενιαίο σύνολο, δηλαδή ως το σύνολο των έννομων αγαθών του τα οποία είναι δεκτικά χρηματικής αποτίμησης, μεταβιβάζεται από το νόμο, εφόσον δεν υπάρχει διαθήκη, σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, που την αποκτούν αυτοδικαίως, με την επιφύλαξη δικαιώματος τους για αποποίηση αυτής (Α.Κ. 1710). Ο κληρονόμος αποκτά αυτοδικαίως την κληρονομιά, αλλά, για την μεταβίβαση των καθέκαστα στοιχείων αυτής στο όνομα του, είναι ανάγκη να προέλθει σε αποδοχή της κληρονομιάς και να την μεταγράψει στο οικείο γραφείο μεταγραφών (άρθρα Α.Κ. 1193. 1198, 1846).

Περαιτέρω, κατ` άρθρο Α.Κ. 1820, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 87 του ν. 1329/1983 (ΦΕΚ-Α` 25) και ισχύει, ο σύζυγος που επιζεί, εφόσον συντρέχει ως εξ αδιάθετου κληρονόμος με συγγενείς οποιουδήποτε βαθμού, παίρνει, πλέον της κληρονομικής του μερίδας, ως εξαίρετο, και τα έπιπλα, σκεύη ενδύματα και άλλα τέτοια οικιακά αντικείμενα που τα χρησιμοποιούσαν είτε και οι δύο σύζυγοι είτε μόνο εκείνος που επέζησε.

3. Από τη διατύπωση του νόμου (.., και άλλα τέτοια οικιακά αντικείμενα...) σαφώς προκύπτει ότι η απαρρίθμηση των αντικειμένων που υπάγονται στο εξαίρετο είναι ενδεικτική. Είναι βεβαίως αυτονόητο ότι στο εξαίρετο περιλαμβάνονται μόνο κινητά (και ουδέποτε ακίνητα) αντικείμενα, που ανήκουν στον κληρονομούμενο.

Με τον όρο "οικειακά αντικείμενα"δηλούνται τα αντικείμενα εκείνα που είχαν χρησιμεύσει, κατά τη διάρκεια του γάμου, για την κοινή των συζύγων οικειακή οικονομία (Α. Γεωργιάδης ΕρμΑΚ 1820 47, Βουζίκας Κληρον. Παρ 30 III 2. Παπαντωνίου Κληρον. Παρ. 90 III).

Δηλαδή, για την κρίση αν ένα συγκεκριμένο αντικείμενο υπάγεται στο εξαίρετο είναι αναγκαίο να διαπιστωθεί ότι n προέχουσα οικειακή του χρησιμοποίηση το κατέστησε στοιχείο της κοινής οικονομίας των συζύγων (Α. Γεωργιάδης ό.α. 48).

Η καθιέρωση του εξαίρετου του επιζώντα συζύγου υπαγορεύτηκε από λόγους ευπρέπειας προς αυτόν και από την αναμφισβήτητα δικαιολογημένη σκέψη ότι ο θάνατος του ενός από τους συζύγους δεν πρέπει να στερήσει από τον άλλο, τον επιζώντα, τη χρήση των κινητών εκείνων πραγμάτων τα οποία χρησίμευαν για την εξυπηρέτηση της οικιακής οικονομίας των συζύγων.

Εξ αυτού και προφανής καθίσταται ο σκοπός του νόμου με τη θέσπιση του εξαίρετου, που συνίσταται στην εξασφάλιση συνέχισης από τον επιζώντα σύζυγο του ίδιου τρόπου ζωής, όπως αυτός ήταν πριν από το θάνατο του κληρονομουμένου συζύγου.

4. Εν όψει τούτων γίνεται δεκτό, ότι, στο εξαίρετο, περιλαμβάνεται και το οικογενειακά αυτοκίνητο, δεδομένου ότι τούτο, από μακρού χρόνου, έχει παύσει να είναι είδος πολυτελείας και αποτελεί προέκταση της κοινής συζυγικής οικονομίας, χρησιμοποιούμενο κατ` εξοχή για τις ανάγκες αυτής, ώστε να μην δικαιολογείται η μη υπαγωγή του στο εξαίρετο (Στεφανόπουλος Κληρον. παρ. 90 5, Α. Γεωργιάδης ό.α. 53α, Παπαντωνίου ό.α., Βουζίκας ό.α III 3).

Αλλωστε, έχει νομολογηθεί (ΑΠ 1781/1987, ΝοΒ τ. 36 σελ, 1636), ότι από τη διατύπωση της διάταξης προκύπτει πως στην έννοια του εξαίρετου, περιλαμβάνονται και αντικείμενα που χρησίμευαν για την οικειακή οικονομία, μεταξύ των οποίων, κάτω από τις σημερινές ανάγκες της οικονομίας αυτής που επιβάλλουν πολλές φορές, για την εξυπηρέτηση των συζύγων, τη μετακίνηση τους σε τόπους προρισμού των αναγκαίων για την ύπαρξη και λειτουργία της και σε μεγάλη από τη συζυγική εστία απόσταση, περιλαμβάνεται και το αυτοκίνητο, με την προϋπόθεση ότι το χρησιμοποιούσαν είτε και οι δύο σύζυγοι είτε μόνο ο επιβιώσας (επιζών). Μάλιστα, το γεγονός ότι ο επιζών σύζυγος δεν οδηγούσε, για οποιοδήποτε λόγο ο ίδιος το αυτοκίνητο δεν αιτιολογεί τη μη υπανωγή τούτου στο εξαίρετο.

5. Συνεπώς, όταν ο επιζών σύζυγος καλείται, ως κληρονόμος "εξ αδιαθέτου", με κληρονόμους οποιασδήποτε τάξης, νομιμοποιείται λήψη του εξαίρετου με την έννοια που εκτέθηκε ανωτέρω.

Ειδικά όμως, όταν υπάρχουν τέκνα του συζύγου που πέθανε, ο νόμος ορίζει (αρθρ. ΑΚ 1820 τελευτ, εδάφιο) ότι, για λόγους επιείκειας, λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες τους, εφόσον το επιβάλλουν οι ειδικές περιστάσεις.

Με την επισήμανση ότι ο νόμος δεν αναφέρεται γενικώς σε κατιόντες ή συγ- γενείς της πρώτης τάξης του κληρονομουμένου, αλλά συγκεκριμένα "σε τέκνα του συζύνου που πέθανε", η έννοια της διάταξης αυτής είναι ότι, για λόγους επιείκειας και όταν το επιβάλλουν ειδικές περιστάσεις, ορισμένα αντικείμενα της οικοσκευής κατά την έννοια που ανωτέρω δόθηκε σ` αυτή μπορούν, κατ` εξαίρεση, να δοθούν στα παιδιά. Τούτο μπορεί να αιτιολογηθεί κυρίως σε περίπτωση που το παιδί συγκατοικούσε με τους γονείς του και ήδη δημιουργεί χωριστή εγκατάσταση (Παπαντωνίου ό.α. 90)

++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++
Ο/η σύζυγος που επιζεί έχει δικαιώματα στην κληρονομιαία περιουσία που αφήνει ο κληρονομούμενος άλλος σύζυγος. Τα δικαιώματα αυτά εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες: Eάν υπάρχουν όχι παιδιά, εάν υπάρχουν ή όχι άλλοι συγγενείς, τι βαθμό συγγενείας είχαν οι συγγενείς με τον κληρονομούμενο, εάν υπάρχει σε εκκρεμότητα αγωγή διαζυγίου, εάν δικαιούται κάποια περιουσιακά στοιχεία απαραίτητα για την περαιτέρω επιβίωσή του/της, κλπ.

Εάν δεν υπάρχει διαθήκη του κληρονομούμενου συζύγου, τότε οι περιπτώσεις που μπορεί να προκύψουν και αφορούν τα δικαιώματα του/της συζύγου που επιζεί είναι τα παρακάτω:    

1. Πότε ο/η σύζυγος που επιζεί  δικαιούται το 1/4 της κληρονομίας

"Εκείνος από τους συζύγους που επιζεί καλείται, ως κληρονόμος εξ αδιαθέτου, με τους συγγενείς της πρώτης τάξης (δηλαδή με τους κατιόντες πρώτου βαθμού που είναι τα τέκνα).
(τα τέκνα κληρονομούν τα υπόλοιπα ¾ της κληρονομιάς κατ'ισομοιρία). Άρθρο 1820 Α.Κ.

2. Πότε ο/η σύζυγος που επιζεί  δικαιούται το 50% (το μισό) της κληρονομίας

"Εκείνος από τους συζύγους που επιζεί καλείται, ως κληρονόμος εξ αδιαθέτου, με τους συγγενείς των άλλων τάξεων (όταν δεν υπάρχουν συγγενείς της πρώτης τάξης, τα παιδιά) στο μισό της κληρονομίας. (Δηλαδή: οι άλλοι συγγενείς κληρονομούν το υπόλοιπο  50% της κληρονομίας). Άρθρο 1820 Α.Κ.

3. Πότε ο/η σύζυγος που επιζεί δικαιούται το 100% της κληρονομίας

Αν δεν υπάρχουν συγγενείς της πρώτης, της δεύτερης, της τρίτης και της τέταρτης τάξης, ο σύζυγος που επιζεί καλείται ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος σε ολόκληρη την κληρονομία.(Δες και άρθρα 1816, 1820, 1822, Α.Κ.)

4. Πότε ο/η σύζυγος που επιζεί δεν δικαιούται τίποτα από την κληρονομία

"Το κληρονομικό δικαίωμα, καθώς και το δικαίωμα στο «εξαίρετο» (δείτε παρακάτω στην παρ. 5) του συζύγου που επιζεί αποκλείονται, αν ο κληρονομούμενος, έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου, είχε ασκήσει την αγωγή διαζυγίου κατά του/της συζύγου του"πριν το θάνατό του. Άρθρο 1822 Α.Κ.
(Δες και άρθρα 1816, 1820, 1821, Α.Κ.)

5. Τι άλλο δικαιούται από την κληρονομιά ο/η σύζυγος που επιζεί. Τι είναι το «εξαίρετο»

Επιπλέον, ο /η σύζυγος που επιζεί παίρνει από την κληρονομιά ως εξαίρετο, ανεξάρτητα από την τάξη με την οποία καλείται,
- τα έπιπλα,
- τα σκεύη,
- τα αυτοκίνητα
- τα ενδύματα
- και άλλα τέτοια οικιακά αντικείμενα και οικοσκευές που τα χρησιμοποιούσαν είτε μόνος εκείνος που επιζεί είτε και οι δύο σύζυγοι. Όλα αυτά αποτελούν το «εξαίρετο».
- (Δεν περιλαμβάνονται στο εξαίρετο βιβλιοθήκες ή άλλα αντικείμενα που συνδέονται με την άσκηση επαγγέλματος της/του θανόντος συζύγου).
Αν όμως υπάρχουν τέκνα του συζύγου που πέθανε, λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες τους, εφόσον το επιβάλλουν οι ειδικές περιστάσεις για λόγους επιείκειας". Άρθρο 1820 Α.Κ.
(Δες και άρθρα 1816,1821, 1822, Α.Κ.)

6. Μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία ο/η σύζυγος που επιζεί;

Η αποποίηση μπορεί και πρέπει να γίνει για το σύνολο της κληρονομιαίας περιουσίας: δηλαδή της κινητής και ακίνητης. Μερική αποποίηση μόνο για την ακίνητη περιουσία δεν είναι δυνατή από τον νόμο.

Αν αποδεχθεί κάποιος ένα μέρος της κληρονομιάς θεωρείται ότι αποδέχεται ολόκληρη την κληρονομιαία περιουσία (παθητικό και ενεργητικό της).

Επομένως για να πάρει «το εξαίτερο» (δείτε παραπάνω περίπτωση 5) ο σύζυγος που επιζεί πρέπει να αποδεχθεί το σύνολο της κληρονομίας. Eπομένως δεν υπάρχει δυνατότητα  στον επιζώντα σύζυγο να αποποιηθεί  την ακίνητη  περιουσία  και να αποδεχθεί μόνο την κινητή (το εξαίρετο)
Α.Κ.1966   
Α.Κ. 1820   
Α.Κ. 1822
ΠΟΛ.1042/28.2.1990

7. Οι απαλλαγές από τον φόρο κληρονομιάς ή κληροδοσίας μέχρι ποσού 400.000€ των περιουσιακών στοιχείων που αποκτούν σύζυγος και ανήλικα τέκνα του κληρονομουμένου. Προϋποθέσεις έγγαμης συμβίωσης τουλάχιστο 5 ετών.

Η απόκτηση περιουσιακών στοιχείων:
- μέχρι του ποσού των 400.000€ ανά δικαιούχο,
- εφόσον δικαιούχοι είναι σύζυγος και ανήλικα τέκνα του κληρονομουμένου.
- εφόσον παρέχεται η απαλλαγή αυτή, κατά τον υπολογισμό του φόρου, δεν ισχύει το πρώτο αφορολόγητο κλιμάκιο της κλίμακας της ίδιας αυτής παραγράφου και περιορίζονται αντίστοιχα τα επόμενα κλιμάκια.
- Η απαλλαγή για τον επιζώντα σύζυγο παρέχεται εφόσον η έγγαμη συμβίωση είχε διάρκεια τουλάχιστον 5 ετών.

Ν. 2961/2001άρθρο 25 παρ.2ζ

Η ΙΣΧΥΟΥΣΑ ΚΛΙΜΑΚΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΩΝ:
Κλιμάκια
(σε ευρώ)
Συντελεστής
κλιμακίου
(%)
Φόρος
κλιμακίου
(σε ευρώ)
Φορολογητέα
περιουσία
(σε ευρώ)
Φόρος
που αναλογεί
(σε ευρώ)
150.000
150.000
150.000
1
1.500
300.000
1.500
300.000
5
15.000
600.000
16.500
Υπερβάλλον
10




ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ:
ΜΕ ΤΗΝ ΚΛΙΜΑΚΑ ΠΟΥ  ΙΣΧΥΕΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΑΦΟΡΟΛΟΓΗΤΟΥ ΤΩΝ 400.000€ (ανά δικαιούχο) :
Κλιμάκια
(σε ευρώ)
Συντελεστής
κλιμακίου
(%)
Φόρος
κλιμακίου
(σε ευρώ)
Φορολογητέα
περιουσία
(σε ευρώ)
Φόρος
που αναλογεί
(σε ευρώ)
150.000
150.000
250.000
---
---
400.000
---
200.000
5
10.000
600.000
10.000
Υπερβάλλον
10





 

ΑΠ 1497 / 2018 - ΠΟΙΝΙΚΟ - ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑ - Πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ'εξακολούθηση. Λόγοι υπέρβαση εξουσίας και έλλειψη αιτιολογίας. Αβάσιμοι οι λόγοι. Αιτιολογημένη η έφεση του Εισαγγελέα κατά της πρωτόδικης αθωωτικής. Λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα και η απολογία του κατηγορουμένου. Απορρίπτει αναίρεση. Επιβάλλει έξοδα. Καταδικάζει στη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων.

$
0
0
Απόφαση 1497 / 2018    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναιρέσεως απόρριψη, Υπέρβαση εξουσίας, Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου), Έξοδα.



Περίληψη:
Πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ'εξακολούθηση. Λόγοι υπέρβαση
εξουσίας και έλλειψη αιτιολογίας. Αβάσιμοι οι λόγοι. Αιτιολογημένη η έφεση του
Εισαγγελέα κατά της πρωτόδικης αθωωτικής. Λήφθηκαν υπόψη και
συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα και η απολογία του κατηγορουμένου.
Απορρίπτει αναίρεση. Επιβάλλει έξοδα. Καταδικάζει στη δικαστική δαπάνη των
πολιτικώς εναγόντων...



Αριθμός 1497/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z'ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Απριλίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Σ. Γ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Νάκο, για αναίρεση της υπ'αριθ. 967/2016 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης. Mε πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. Α. Δ. του Γ. κάτοικο ... και 2. Ε. Γ. του Γ., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους.....
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ'αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Δεκεμβρίου 2016 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …2017.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προσκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 2 και 498 του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως είναι και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Προκειμένου, ειδικότερα, για έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως, η διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ., η οποία προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 19 περ. β'του Ν. 2408/1996, ορίζει ότι "η άσκηση εφέσεως από τον εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση, άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η αιτιολόγηση της ασκούμενης από τον Εισαγγελέα εφέσεως κατά αθωωτικής αποφάσεως αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου αυτού μέσου και πρέπει να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, δηλαδή, πρέπει να εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές και νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση. Αν η έφεση του Εισαγγελέα δεν έχει τέτοια αιτιολογία και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αντί να την απορρίψει ως απαράδεκτη, την κρίνει παραδεκτή και, ακολούθως, εξετάζοντας την ουσία της υποθέσεως, καταλήξει στην καταδίκη του κατηγορουμένου, υποπίπτει σε θετική υπέρβαση της εξουσίας του, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η'του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την 180/2015 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης, που δίκασε σε πρώτο βαθμό, παραδεκτώς επισκοπούμενη μετά των πρακτικών της για την έρευνα της βασιμότητας του λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων αθωώθηκε για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ'εξακολούθηση, με την εξής, επί λέξει, αιτιολογία: "Επειδή από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τα έγγραφα που διαβάστηκαν στο ακροατήριο, την χωρίς όρκο κατάθεση των πολιτικώς εναγόντων και τις μαρτυρίες των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό και με την απολογία των κατηγορουμένων, αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι: Ο πρώτος κατηγορούμενος θεώρησε πεπλανημένα ότι είχε εντολή από τους πολιτικούς ενάγοντες να θέσει την υπογραφή τους στα αναφερόμενα στο κατηγορητήριο πρωτόκολλα παραλαβής εργασιών και υλικών της ... και Τεχνικών ... ενόψει της συνεργασίας που είχαν ως υπάλληλοι της ίδιας υπηρεσίας και της συμφωνίας που είχαν κάνει προφορικά και πρέπει να κηρυχθεί ελλείψει δόλου αθώος της πράξης που του αποδίδεται στο κατηγορητήριο". Κατά της αποφάσεως αυτής η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Μυτιλήνης άσκησε, ενώπιον της αρμόδιας Γραμματέως του Πρωτοδικείου Μυτιλήνης, την με αριθμό εκθέσεως …2015 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 967/2016 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης, η οποία, αφού δέχθηκε τυπικά την εν λόγω έφεση, στη συνέχεια εξέτασε κατ'ουσίαν την υπόθεση και κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο της πράξεως της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ'εξακολούθηση και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Στην έφεση της ως άνω Εισαγγελέα, που επιτρεπτά επισκοπείται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, αναφέρεται, ότι αυτή ασκεί έφεση κατά της προμνημονευόμενης πρωτόδικης με αριθμό 180/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης, με την οποία ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κηρύχθηκε αθώος της πράξεως της πλαστογραφίας με χρήση, γιατί: "Επειδή από το άρθρο 216 παρ. 1, 2 του Π.Κ., που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των έγγραφων συναλλαγών, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται αντικειμενικώς μεν, από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη ή τροποποίηση λέξεων, αριθμών ή σημείων (ΑΠ 129/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών, που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός, το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση (ΑΠ 209/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικά μεν η κατάρτιση από την αρχή εγγράφου από τον υπαίτιο, είτε με απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα, είτε με τη θέση της υπογραφής του φερομένου ως συντάκτη που να το εμφανίζει ότι συντάχτηκε από άλλον ή νόθευση γνησίου εγγράφου, ήτοι η αλλοίωση της έννοιάς του, με μεταβολή του περιεχομένου του (ΑΠ 206/2012). Η χρήση του εγγράφου από αυτόν συνιστά επιβαρυντική περίπτωση. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση ο πρώτος κατηγορούμενος Γ. Σ. του Α. κηρύχθηκε αθώος με την υπ'αριθμ. 180/2015 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης για την αποδιδόμενη σ'αυτόν πράξη της πλαστογραφίας με χρήση κατ'εξακολούθηση (αρ. 98, 216§1 ΠΚ). Επειδή όπως προκύπτει από τα πρακτικά που τηρήθηκαν κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας η πρώτη μάρτυρας και πολιτικώς ενάγουσα, Α. Δ. ρητώς κατέθεσε ότι: "... εγώ δεν γνώριζα ότι ήμουν μέλος επιτροπής το 2010 και στα μέσα τον 2009 ... η βλάβη μου είναι στο ότι από αυτά που διασταύρωσα εγώ φερόμουν να παρέλαβα, να έλεγχα προδιαγραφές. Φέρω ευθύνη που δεν είχα ποτέ ...". Ο Σ. είπε "εγώ έβαζα υπογραφές, γιατί βιαζόμουν να διεκπεραιώσω τα έγγραφα. Δεν προλάβαινα να σας τα πω". Εκ των ανωτέρω συνάγεται με σαφήνεια ότι ουδέποτε δόθηκε έστω και προφορικώς η εντολή και ρητή συναίνεση της ως άνω μάρτυρος και πολιτικώς ενάγουσας για τη θέση της υπογραφής της από τον πρώτο κατηγορούμενο, Γ. Σ., σε επίσημα έγγραφα της ... και Τεχνικών ..., όπως πρωτόκολλα παραλαβής εργασιών και υλικών, έγγραφα που επιφέρουν σημαντικές έννομες συνέπειες, αφού στην προκειμένη περίπτωση αποδεικνύουν την εκτέλεση ή μη τεχνικών έργων της εν λόγω υπηρεσίας. Όσον αφορά τον δεύτερο μάρτυρα και πολιτικώς ενάγοντα, Ε. Γ. του Γ. ρητώς κατέθεσε ότι: "... δεν ξέρω γιατί έβαλε τις υπογραφές, δεν είναι δικές μου, ούτε εντολή έδωσα ... τέλη του 2010, τότε έμαθα ότι με βάλανε επιτροπή ... . Στο Σ. είπα 'έβαλες τις υπογραφές'και λέει ναι τις έβαλα μόνος μου ...". Συμφώνως με τ'ανωτέρω κατατεθέντα, προκύπτει αβίαστα ότι και στην περίπτωση του Ε. Γ. ο πρώτος κατηγορούμενος Γ. Σ. δεν είχε τη συναίνεσή του, για να θέτει την υπογραφή του στα επίμαχα πρωτόκολλα παραλαβής. Περαιτέρω και στην περίπτωση του τρίτου μέλους της επιτροπής παραλαβής, μάρτυρας Ε. Κ. του Ι., ομοίως κατέθεσε ότι: "... ο λογιστής τις έβαλε λόγω ταχύτητας, έμαθα για τις υπογραφές τώρα στην ΕΔΕ. Μια δύο φορές με πήρε τηλέφωνο και του είπα να βάλει την υπογραφή μου ... στην προκειμένη δεν έδωσα εντολή για την υπογραφή μου ... για μπετόν το 2009 και διάστρωση δεν ξέρω αν υπέγραψα. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν έδωσα εντολή για όλα...". Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ο εν λόγω μάρτυρας έδωσε τη συγκατάθεσή του, ώστε ο πρώτος κατηγορούμενος, Γ. Σ., να θέσει αντ'αυτού την υπογραφή του σε μόλις δύο περιπτώσεις, ενώ τις υπόλοιπες υπογραφές τις έθεσε αυτοβούλως, άνευ ρητής συναίνεσης και εγκρίσεώς του. Τα γεγονότα αυτά που κατέθεσαν οι τρεις μάρτυρες, ως μέλη της επιτροπής παραλαβής επιβεβαιώνονται και από την Ε. Γ., η οποία κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης της Μ. Δ. και ήταν η αρμόδια για τη διενέργεια της ΕΔΕ, το πόρισμα της οποίας αναγνώσθηκε στο ακροατήριο. Η κατάθεση της κας Γ. αναφέρει τα εξής στο ενδιαφέρον σημείο της: "... Ο Σ. το παραδέχτηκε στην ΕΔΕ, μου δικαιολογήθηκε ότι το έκανε λόγω φόρτου εργασίας και επειδή οι υπάλληλοι ήταν και επιβλέποντες και είχαν κάνει έρευνα αγοράς, θεώρησε ότι ήταν μια τυπική διαδικασία. Σύμφωνα με το νόμο δεν ήταν σωστό ...". Συνάγεται λοιπόν ότι ο πρώτος κατηγορούμενος Γ. Σ., κατά τη διαδικασία της ΕΔΕ παραδέχτηκε ότι πράγματι υπέγραφε με πλαστές υπογραφές, αφού δεν διέθετε χρόνο, ώστε να ειδοποιεί τα μέλη της επιτροπής και ο ίδιος το αντιμετώπιζε σαν τυπική διαδικασία, η οποία όμως επέφερε τις αντίστοιχες έννομες συνέπειες, για το λόγο ότι καθόριζε το αποτέλεσμα της παραλαβής ενός έργου της υπηρεσίας με τη φερόμενη συναίνεση των μελών αυτής, χωρίς ουσιαστικά να έχουν ελέγξει την πορεία κατασκευής αυτού και τη διαδικασία παραλαβής των υλικών και έναντι ποιου ποσού. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, έσφαλε το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, διότι από κανένα στοιχείο δεν αποδείχτηκε ότι ο κατηγορούμενος Γ. Σ. είχε την εντολή και την έγκριση τουλάχιστον των δύο μαρτύρων και πολιτικώς εναγόντων, Α. Δ. και Ε. Γ., ώστε να θέτει αντ'αυτών την υπογραφή τους σε κρίσιμα υπηρεσιακά έγγραφα (ως αναλυτικά αυτά εκτίθενται στην κατηγορία που αποδόθηκε), όπως πρωτόκολλα παραλαβής εργασιών, υλικών και πρακτικά επιτροπής διενέργειας πρόχειρων μειοδοτικών διαγωνισμών". Με το περιεχόμενο αυτό, η ως άνω έφεση της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Μυτιλήνης, περιέχει την απαιτούμενη από το άρθρο 486 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού περιέχεται σ'αυτή, με τρόπο σαφή και ορισμένο, ως λόγος έφεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού πορίσματος, γεγονός που, κατά την εκκαλούσα Εισαγγελέα, οδήγησε στην εσφαλμένη αθώωση του κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση κατ'εξακολούθηση, που είχε αποδοθεί σε βάρος του και αναφέρεται στην εκκαλούμενη απόφαση, ενώ θα έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος αυτής. Ειδικότερα, στην έφεση της Εισαγγελέα, α) αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα που εκτιμήθηκαν εσφαλμένα από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (οι καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων Α. Δ., Ε. Γ., Ε. Κ. και Ε. Γ.), β) προσδιορίζονται οι εσφαλμένες ουσιαστικές παραδοχές της πρωτόδικης απόφασης, ότι ο κατηγορούμενος είχε τη συναίνεση των Α. Δ., Ε. Γ. για θέση της υπογραφής τους στα ως έπεται πλαστά έγραφα και γ) διατυπώνονται νομικές σκέψεις, με τις οποίες αιτιολογείται γιατί και πώς από τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα προέκυπτε ότι ο κατηγορούμενος ήταν ένοχος. Συγκεκριμένα, αφού αιτιολογούσε στην έφεσή της ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνυόταν ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος έθεσε κατ'απομίμηση στα έγγραφα της ... και Τεχνικών ... την υπογραφή της πολιτικώς ενάγουσας Α. Δ. και του πολιτικώς ενάγοντος Ε. Γ. χωρίς να έχει τη συναίνεσή τους και εν αγνοία τους, είναι προφανές ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος έπραξε τούτο με σκοπό να παραπλανήσει τους παραλήπτες των εγγράφων αυτών ότι τα είχαν υπογράψει η Α. Δ. και Ε. Γ., δηλαδή για γεγονός που έχει έννομες συνέπειες και δεν χρειαζόταν περαιτέρω αιτιολογία για το ότι ο αναιρεσείων, θέτοντας κατ'απομίμηση επί των ως άνω εγγράφων την υπογραφή των ως άνω προσώπων και πολιτικώς εναγόντων, είχε σκοπό παραπλανήσεως άλλων για γεγονός που είχε έννομη συνέπεια. Επομένως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, κρίνοντας ως ειδικά αιτιολογημένη και τυπικά δεκτή την κατά τα ανωτέρω έφεση της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Μυτιλήνης και προχωρώντας ακολούθως στην ουσιαστική εξέταση της υπόθεσης, δεν υπέπεσε σε υπέρβαση της εξουσίας του και ο περί του εναντίου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η'του Κ.Ποιν.Δ., πρώτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρο 216 παρ. 1 του Π.Κ., "Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται, αντικειμενικά μεν, η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικά δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω, σκοπός του υπαίτιου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως. Η χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, για τον πλαστογράφο αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση, στοιχειοθετείται αντικειμενικά όταν ο δράστης καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον τρίτο και του δώσει τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει πράγματι γνώση του εγγράφου ή και να παραπλανηθεί από αυτό ο τρίτος, ή όταν χρησιμοποιηθεί το πλαστό έγγραφο κατά οποιονδήποτε τρόπο άμεσα ή έμμεσα με άλλο πρόσωπο που διατελεί σε καλή πίστη ως προς την πλαστότητα του εγγράφου. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ'του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ'αυτή, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά τα πραγματικά περιστατικά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη, η οποία εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να προσαπαιτείται και η ιδιαίτερη μνεία καθενός από τα αποδεικτικά μέσα και του συγκεκριμένου πραγματικού περιστατικού που προέκυψε από το μέσο αυτό, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Ωστόσο, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, χωρίς αμφιβολία, ότι το Δικαστήριο, για να μορφώσει την κρίση του για την ενοχή του κατηγορουμένου, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η απολογία του κατηγορουμένου, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, το οποίο δίκασε κατ'έφεση, με την προσβαλλόμενη υπ'αριθ. 967/2016 απόφασή του, κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ'εξακολούθηση και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας, δέχθηκε στο σκεπτικό της, σχετικά με την ως άνω αξιόποινη πράξη για την οποία καταδίκασε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, επί λέξει, τα εξής: "Από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, όλα τα έγγραφα που διαβάστηκαν ανεξαιρέτως στο ακροατήριο, την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας καθώς και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Οι πολιτικώς ενάγοντες εργάζονταν στην Υπηρεσία Νεοτέρων Μνημείων και Τεχνικών ... ...) και δη η μεν πρώτη εξ αυτών Α. Δ. από το έτος 2003 έως το Νοέμβριο του έτους 2014 ως μόνιμη υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Μηχανικών με την ειδικότητα του πολιτικού μηχανικού, ο δε δεύτερος εξ αυτών Ε. Γ. από το έτος 2008 έως το Νοέμβριο του έτους 2013 ως υπάλληλος με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ) του κλάδου ΔΕ Σχεδιαστών με την ειδικότητα του σχεδιαστή, ενώ ο κατηγορούμενος εργαζόταν στην ίδια ως άνω υπηρεσία από το έτος 1995 και εντεύθεν ως μόνιμος υπάλληλος του κλάδου ΤΕ Διοικητικού - Λογιστικού με την ειδικότητα λογιστικού, προϊσταμένη δε της εν λόγω υπηρεσίας από το έτος 1995 μέχρι και μέσα του έτους 2015 ετύγχανε η Μ. Δ. ως μόνιμη υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Μηχανικών με την ειδικότητα του αρχιτέκτονα. Η ... αναλάμβανε και εκτελούσε έργα που αφορούσαν σε πολιτιστικές επεμβάσεις σε δημοτικά κτήρια ή χώρους με αυτεπιστασία, η δε διαδικασία πραγματοποίησης των έργων γινόταν ως εξής: Οι μηχανικοί συνέτασσαν τη μελέτη και την τεχνική έκθεση των εργασιών που έπρεπε να εκτελεσθούν, παρακολουθούσαν τα έργα και επέβλεπαν την εφαρμογή των μελετών και των τεχνικών εκθέσεων. Στη διάρκεια του έργου και προκειμένου να γίνουν οι προμήθειες των υλικών και η ανάθεση των επιμέρους εξειδικευμένων εργασιών, οι μηχανικοί έκαναν έρευνα αγοράς, ώστε στη συνέχεια να προκηρυχθούν οι πρόχειροι μειοδοτικοί διαγωνισμοί. Σύμφωνα με το Ν. 2286/1985 "περί προμηθειών του δημοσίου τομέα και ρυθμίσεων σύναψών θεμάτων", Ν. 1797/88 και Π.Δ. 1273/1990 "περί προμηθειών του δημοσίου τομέα", η ... έπρεπε να προβαίνει στη συγκρότηση τριμελών επιτροπών: α) διενέργειας πρόχειρων μειοδοτικών διαγωνισμών, β) παραλαβής εργασιών και γ) παραλαβής υλικών, ανανεούμενες κατά έτος. Τον Ιανουάριο του έτους 2014 περιήλθε σε γνώση της πρώτης πολιτικώς ενάγουσας, από ανώνυμο φάκελο εγγράφων που εστάλη στην οικία της, ότι φερόταν να συμμετέχει και να υπογράφει σε διάφορα πρακτικά ως μέλος τριμελών επιτροπών διεξαγωγής διαγωνισμών, παραλαβής εργασιών και παραλαβής υλικών, σε έργα που όμως είτε αγνοούσε παντελώς την εκτέλεσή τους, είτε αγνοούσε ότι είχε οριστεί μέλος κάποιας επιτροπής κατά την εκτέλεση αυτών. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι με τα υπ'αριθ. πρωτοκ. ...2010, ....2010 και ...2010 έγγραφα της ..., που υπογράφονταν από την προϊσταμένη της άνω υπηρεσίας Μ. Δ., φερόταν να έχει αποφασιστεί η συγκρότηση α) επιτροπής παραλαβής εργασιών του έτους 2010, για τη διενέργεια παραλαβής των κάθε είδους εργασιών για τις ανάγκες της ..., β) επιτροπής παραλαβής υλικών έτους 2010, για τη διενέργεια παραλαβής των κάθε είδους υλικών για τις ανάγκες της ... και γ) επιτροπής διενέργειας πρόχειρων μειοδοτικών διαγωνισμών έτους 2010, για τη διενέργεια πρόχειρων μειοδοτικών διαγωνισμών, για την προμήθεια πάσης φύσεως υλικών και εκτέλεσης εργασιών, αντίστοιχα, με μέλη και των τριών αυτών τριμελών επιτροπών τους: α) Ε. Κ., μόνιμο υπάλληλο ΤΕ μηχανικών με βαθμό Α', β) Α. Δ., μόνιμη υπάλληλο ΠΕ πολιτικών μηχανικών με βαθμό Δ'και γ) Ε. Γ., ΙΔΑΧ, ΔΕ σχεδιαστών αορίστου χρόνου. Παρά τον ορισμό όμως των ανωτέρω προσώπων ως μελών των ανωτέρω τριμελών επιτροπών, αποδείχθηκε ότι οι πολιτικώς ενάγοντες ουδέποτε ενημερώθηκαν προφορικώς ή εγγράφως από την ανωτέρω προϊσταμένη τους Μ. Δ. για τον ορισμό και τη συμμετοχή τους στις ανωτέρω επιτροπές για όλα τα έργα που θα εκτελούνταν από την υπηρεσία τους εντός του έτους 2010. Αντιθέτως αποδείχθηκε ότι αυτοί ενημερώνονταν προφορικά και μόνον κατά περίπτωση, από την ανωτέρω προϊστάμενη τους, ότι συμμετείχαν σε συγκεκριμένη κάθε φορά τριμελή επιτροπή που αφορούσε κάποιο συγκεκριμένο έργο, οπότε και επιλαμβάνονταν τους αντίστοιχου καθήκοντος τους. Δηλαδή αποδείχθηκε ότι οι πολιτικώς ενάγοντες, μολονότι είχαν γνώση όλων των έργων που εκτελούνται από την ..., λόγω του ολιγάριθμου προσωπικού της, εντούτοις δεν γνώριζαν ότι είχαν οριστεί μέλη των ανωτέρω τριμελών επιτροπών σε όλα τα εκτελούμενα από την υπηρεσία τους έργα, αλλά αντιθέτως γνώριζαν ότι ήταν μέλη μόνο των επιτροπών που κατά περίπτωση τους γνωστοποιούσε προφορικά η προϊσταμένη τους Μ. Δ., οπότε συμμετείχαν τυπικά και ουσιαστικά στις επιτροπές μόνον που τους γνωστοποιούνταν και υπέγραφαν αυτοπροσώπως τα αντίστοιχα πρακτικά που συντάσσονταν από αυτές. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι δύο πολιτικώς ενάγοντες και ο Ε. Κ., φέρονταν να υπογράφουν από κοινού ως μέλη των ανωτέρω τριμελών επιτροπών (που φέρονταν ότι είχαν οριστεί με τα προαναφερόμενα υπ'αριθ. πρωτοκ. ...2010, ....2010 και ...2010 έγγραφα της ...): α) "πρωτόκολλο παραλαβής εργασιών"για εργασίες που αναφέρονται στο υπ'αριθ. ....3.2010 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών του Ν. I. Π., β) "πρωτόκολλο παραλαβής υλικών"για υλικά που αναφέρονται στο υπ'αριθ. .../26.4.2010 δελτίο αποστολής της εταιρείας "... ΟΕ", γ) "πρωτόκολλο παραλαβής εργασιών"για εργασίες που αναφέρονται στο υπ'αριθ. ...5.2010 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών του Δ. I. Π., δ) "πρωτόκολλο παραλαβής εργασιών"για εργασίες που αναφέρονται στο υπ'αριθ. ....5.2010 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών του Ε. A. Κ., ε) το από 23.4.2010 "πρακτικό"επιτροπής διενέργειας πρόχειρου μειοδοτικού διαγωνισμού για προμήθεια φωτιστικών ιστών στο έργο "Ανάπλαση περιβάλλοντος χώρου διακηρυγμένων βιομηχανικών κτιρίων του οικισμού ..."και την κατακύρωση αυτού υπέρ της εταιρείας "... & ΣΙΑ ΕΠΕ"και στ) το από 17.9.2010 "πρακτικό"επιτροπής διενέργειας πρόχειρου μειοδοτικού διαγωνισμού για οικοδομικές εργασίες "..."και την κατακύρωση αυτού υπέρ του Κ. Ε.. Χ.. Οι υπογραφές των πολιτικών εναγόντων αποδείχθηκε ότι δεν τέθηκαν στα ανωτέρω πρακτικά από αυτούς τους ίδιους, αλλά αντιθέτως τα πρακτικά αυτά καταρτίστηκαν από τον κατηγορούμενο και τέθηκαν οι υπογραφές των πολιτικώς εναγόντων επ'αυτών από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, εν αγνοία των πολιτικώς εναγόντων, κατ'απομίμηση της υπογραφής τους, με σκοπό ο κατηγορούμενος να παραπλανήσει τις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές ότι δήθεν είχαν γίνει οι παραλαβές των εργασιών και υλικών που αναφέρονται στα εν λόγω πρακτικά και είχαν δήθεν διενεργηθεί οι μειοδοτικοί διαγωνισμοί που αναφέρονταν σ'αυτά (πρακτικά) και αφορούσαν την εκτέλεση έργων στον Άγιο .... Εν συνεχεία δε έκανε χρήση των πρακτικών αυτών ο κατηγορούμενος, καταθέτοντας τα στις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές, παραπλανώντας τις τελευταίες ως προς τη δήθεν συγκρότηση των ανωτέρω επιτροπών και τη δήθεν διενέργεια από αυτές των όσων αναφέρονται στα εν λόγω πρακτικά, με αποτέλεσμα να εκταμιευτούν από τις ανωτέρω ελεγκτικές υπηρεσίες ισόποσα χρηματικά ποσά υπέρ των εκάστοτε εργολάβων που εξέδωσαν τα αναφερόμενα στα εν λόγω πρακτικά τιμολόγια και να κατακυρωθούν οι προαναφερόμενοι μειοδοτικοί διαγωνισμοί υπέρ των ανωτέρω μειοδοτών. Ο κατηγορούμενος παραδέχεται ότι αυτός ο ίδιος έθεσε τις υπογραφές των πολιτικώς εναγόντων αλλά και του τρίτου μέλους των επιτροπών, Ε. Κ., πλην όμως ισχυρίζεται ότι τούτο έπραξε εν γνώσει των μελών αυτών, οι οποίοι προηγουμένως τον είχαν προφορικά εξουσιοδοτήσει να υπογράφει τα εν λόγω πρακτικά για λογαριασμό τους, για την οικονομία του χρόνου, καθόσον αυτοί έλειπαν πολύ συχνά εκτός της υπηρεσίας τους και ήταν αδύνατο να τους βρει για να υπογράψουν. Οι ισχυρισμοί αυτοί του κατηγορουμένου δεν κρίνονται αληθείς. Αντ'αυτού αποδείχθηκε ότι αυτός σε συνεννόηση με την προϊσταμένη του Μ. Δ., υπέγραφε τα εν λόγω πρακτικά, κατ'απομίμηση των ανωτέρω μελών των τριμελών επιτροπών, διότι γνώριζε ότι οι πολιτικώς ενάγοντες και ο Ε. Κ., ουδέποτε θα υπέγραφαν τα εν λόγω πρακτικά, καθόσον αυτά δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι το επίδικο από 17.9.2010 "πρακτικό"επιτροπής διενέργειας πρόχειρου μειοδοτικού διαγωνισμού για οικοδομικές εργασίες "..."ήταν καθ'ολοκληρία πλαστό, καθόσον όπως αποδείχθηκε πέραν των πλαστών υπογραφών των μελών της επιτροπής που τέθηκαν από τον κατηγορούμενο, ουδέποτε διενεργήθηκε μειοδοτικός διαγωνισμός για το εν λόγω έργο που δήθεν αφορούσε τη δημιουργία μιας αποθήκης στο Μουσείου του ... και ουδέποτε εκτελέστηκε έργο τέτοιας φύσης μέχρι και τις αρχές του έτους 2014. Άλλωστε αποδείχθηκε ότι ουδείς εκ των υπαλλήλων της ..., γνώριζε για την ύπαρξη του εν λόγω έργου, πλην του κατηγορουμένου και της προϊσταμένης του, οι οποίοι με πρόθεση το αποσιώπησαν από όλους τους υπόλοιπους υπαλλήλους. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος από κοινού και βάσει σχεδίου με την ανωτέρω προϊσταμένη του και προκειμένου να προσπορίσουν παράνομο όφελος στον εργολάβο που φέρεται ότι εκτέλεσε αυτό, παρέστησαν ψευδώς στις ελεγκτικές αρχές ότι το έργο εκτελέστηκε από τον εργολάβο Κ. Χ., με αποτέλεσμα να πληρωθεί ο τελευταίος στις 10.12.2010 με το ποσό των 48.605,40 ευρώ, για ένα έργο που δεν είχε εκτελέσει και που ουδέποτε επρόκειτο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, να εκτελέσει, αν δεν είχε γίνει γνωστή, με την από 14.1.2014 υπηρεσιακή αναφορά της πρώτης πολιτικώς ενάγουσας, η δράση του κατηγορουμένου και της προϊσταμένης του, οπότε οι τελευταίοι προσέτρεξαν με τον εργολάβο και κατασκεύασαν το εν λόγω έργο, το Φεβρουάριο του έτους 2014 υπό το φόβο της διενεργούμενης πλέον σε βάρος τους εντός του έτους 2014 ένορκης διοικητικής εξέτασης, και μάλιστα μέσα σε μόλις 10 ημέρες, ενώ στην ΕΔΕ ισχυρίσθηκαν αναληθώς ότι δεν το είχαν εκτελέσει για τρία ολόκληρα χρόνια, διότι δήθεν δεν είχαν υπάρξει οι κατάλληλες καιρικές συνθήκες, ενώ δήθεν υπήρξαν οι κατάλληλες καιρικές συνθήκες μέσα στο καταχείμωνο (Φεβρουάριο) του έτους 2014. Όσο δε αφορά τα λοιπά επίδικα πρακτικά, στα οποία τέθηκαν οι υπογραφές των πολιτικώς εναγόντων από τον κατηγορούμενο, κατ'απομίμηση της υπογραφής τους, εν αγνοία τους, αποδείχθηκε ότι αυτά αφορούσαν παραλαβή εργασιών και υλικών για το έργο "Ανάπλαση περιβάλλοντος χώρου διακηρυγμένων βιομηχανικών κτιρίων του οικισμού ...", την εκτέλεση του οποίου σαφώς και γνώριζαν οι πολιτικώς ενάγοντες, πλην όμως αγνοούσαν είτε ότι είχαν οριστεί μέλη των τριμελών επιτροπών παραλαβής εργασιών και υλικών του εν λόγω έργου, είτε ότι είχαν οριστεί μέλη της επιτροπής διενέργειας μειοδοτικού διαγωνισμού για προμήθεια φωτιστικών ιστών στο εν λόγω έργο, οπότε και εν αγνοία τους τοποθετήθηκαν υλικά στο έργο και έγιναν εργασίες από διάφορους εργολάβους, κάτω από αδιευκρίνιστες διαδικασίες και κριτήρια επιλογής, που μόνο ο κατηγορούμενος και η προϊσταμένη Δ. γνώριζαν, εν αγνοία των λοιπών υπαλλήλων της ..., συνολικής φερόμενης αξίας που υπερβαίνει το ποσό των 100.000 ευρώ. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου περί της πλαστογράφησης της υπογραφής των πολιτικώς εναγόντων από τον κατηγορούμενο, ενισχύεται και από την κατάθεση ενώπιον του ακροατηρίου του τρίτου μέλους των εν λόγω επιτροπών Ε. Κ., ο οποίος παρά το δισταγμό του να καταθέσει εναντίον του κατηγορούμενου, κατέθεσε σαφώς και κατηγορηματικώς ότι για το έργο στον ... δεν γνώριζε τίποτε, οπότε προκύπτει ότι η υπογραφή του στο προαναφερόμενο από 17.9.2010 πρακτικό τέθηκε από τον κατηγορούμενο εν αγνοία του και κατά απομίμηση της υπογραφής του, όσο δε αφορά τα λοιπά επίδικα πρακτικά κατέθεσε όλως αορίστως ότι κάποιες φορές έδωσε τη συναίνεσή του εκ των προτέρων στον κατηγορούμενο να υπογράψει αντ'αυτού σε κάποια έγγραφα, αλλά δεν θυμάται να προσδιορίσει σε ποια ακριβώς. Ενόψει των ανωτέρω πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος της πράξης για την οποία κατηγορείται". Στη συνέχεια, με το διατακτικό της, η προσβαλλόμενη απόφαση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, επί λέξει, του ότι: "Στη … κατά το χρονικό διάστημα από 04/01/2010 έως 17/09/2010 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, με την ιδιότητα του υπαλλήλου λογιστηρίου της ... και Τεχνικών ..., κατήρτισε πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και στη συνέχεια έκανε χρήση των εγγράφων αυτών και ειδικότερα: 1) την 04/01/2010: α) έθεσε κατ'απομίμηση στο έγγραφο με τίτλο "πρωτόκολλο παραλαβής εργασιών (του υπ'αριθμ. …2010 Τ.Π.Υ)"την υπογραφή των παθόντων Α. Δ. και Ε. Γ. στη θέση "επιτροπή"β) έθεσε κατ'απομίμηση στο έγγραφο με τίτλο "πρωτόκολλο παραλαβής υλικών"την υπογραφή των παθόντων Α. Δ. και Ε. Γ. στη θέση "επιτροπή", γ) έθεσε κατ'απομίμηση στο έγγραφο με τίτλο "πρωτόκολλο παραλαβής εργασιών (του υπ'αρ.../2010 Τ.Π.Υ)"την υπογραφή των παθόντων Α. Δ. και Ε. Γ. στη θέση "επιτροπή", δ) έθεσε κατ'απομίμηση στο έγγραφο με τίτλο "πρωτόκολλο παραλαβής εργασιών (του υπ'αρ...2010 Τ.Π.Υ)"την υπογραφή των παθόντων Α. Δ. και Ε. Γ. στη θέση "επιτροπή", 2) την 23/04/2010 στο έγγραφο με τίτλο "..."έθεσε κατ'απομίμηση την υπογραφή των παθόντων Α. Δ. και Ε. Γ. στη θέση "επιτροπή", 3) την 17/09/2010 έθεσε κατ'απομίμηση στο έγγραφο με τίτλο "πρακτικό"την υπογραφή των παθόντων Α. Δ. και Ε. Γ. στη θέση "η επιτροπή". Στη συνέχεια έκανε χρήση των ανωτέρω εγγράφων, τα οποία αφορούσαν την εκτέλεση και παράδοση κατασκευαστικών έργων στον ... και στο ... καταθέτοντας τα στις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές, ώστε να εκταμιεύονται ανάλογα χρηματικά ποσά για την υλοποίηση των έργων. Στις πράξεις του αυτές ο κατηγορούμενος προέβη χωρίς τη γνώση, τη συναίνεση και παρά την αντίθετη βούληση των παθόντων Α. Δ. και Ε. Γ.". Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν την αιτιολογία της, η τελευταία περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τα προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ'αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν πράγματι την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ'εξακολούθηση, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. γ', 14, 18, 26 παρ. 1 εδ. α', 27 παρ. 1, 79, 98 και 216 παρ. 1 του Π.Κ., τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, στην αρχή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασής του, εκθέτει κατ'είδος τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν, αλλά χωρίς ιδιαίτερη μνεία και της ενώπιον αυτού απολογίας του κατηγορουμένου. Όμως, στη συνέχεια, όταν προβαίνει στο σκεπτικό του στη στάθμιση και αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, ρητώς αναφέρει και σχολιάζει και την απολογία του κατηγορουμένου, την οποία αυτός έδωσε στο ακροατήριο, αντικρούοντας μάλιστα και τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς που προέβαλε κατ'αυτήν ο αναιρεσείων κατηγορούμενος στο ακροατήριο. Έτσι, με βεβαιότητα και χωρίς καμία αμφιβολία, το Δικαστήριο, για το σχηματισμό της πιο πάνω καταδικαστικής του κρίσης, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, μεταξύ όλων των αποδεικτικών μέσων, και την απολογία του κατηγορουμένου και ο περί του εναντίου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ'του Κ.Ποιν.Δ., δεύτερος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος.
Κατ'ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, αφού αμφότεροι οι λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι και δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) και στη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων που παραστάθηκαν (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 22-12-2016 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Γ. Σ. του Α., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 23-12-2016, για αναίρεση της 967/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης.
Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων που παραστάθηκαν, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και τούτου αποχωρήσαντος ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 729 / 2017 - ΠΟΙΝΙΚΟ -ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑ - Ως νόθευση εγγράφου νοείται η αλλοίωση της εννοίας του με μεταβολή του ... Έτσι, όταν η πλαστογραφία ή η απάτη στρέφεται κατά του Δημοσίου ή κατά νομικών ... την κατ'εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνεται συνολικά υπόψη, .

Next: ΣυμβΕφΘεσ 438/2018 - ΠΟΙΝΙΚΟ - ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑ - Πλαστογραφία. Η χρήση του εγγράφου συνιστά αυτοτελές έγκλημα στην ... 1, 3 περ. β του ΠΚ) και της ψευδορκίας μάρτυρα κατ` εξακολούθηση (άρθρα 45, 98 παρ. ... αποκλείοντας την ισχύ προγενεστέρων δημοσίων διαθηκών, διά των οποίων η ΣυμβΕφΘεσ 438/2018 Έφεση κατά βουλεύματος - Πλαστογραφία μετά χρήσεως - Ιδιόγραφη διαθήκη - Απάτη ενώπιον Δικαστηρίου - Ηθική αυτουργία - Άμεση συνέργεια - Ψευδορκία μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση -. Απαράδεκτη έφεση κατά βουλεύματος λόγω κακής εκτίμησης πραγματικών περιστατικών. Επιτρέπεται μόνο για κακούργημα για λόγους απόλυτης ακυρότητας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Σύνταξη πλαστής διαθήκης. Πλαστογραφία. Η χρήση του εγγράφου συνιστά αυτοτελές έγκλημα στην περίπτωση που η χρησιμοποίηση του εγγράφου γίνεται από τρίτο ή συντελείται από αυτόν, αλλά για κάποιον λόγο ο υπαίτιος δεν τιμωρείται για την πράξη της καταρτίσεως πλαστού ή νοθεύσεως εγγράφου. Κακουργηματική πλαστογραφία αν το συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ. Έγκλημα κατ’ εξακολούθηση. Θεμελίωση του εγκλήματος της απάτης. Απάτη ενώπιον δικαστηρίου. Θεωρείται τετελεσμένη με την έκδοση οριστικής απόφασης με την οποία επιδικάζεται περιουσιακό στοιχείο του διαδίκου του κατηγορουμένου υπέρ αυτού. Άμεση συνέργεια. Ηθική αυτουργία στην τέλεση αξιόποινης πράξης. Ψευδορκία διαδίκου ή μάρτυρα.
$
0
0
Ως νόθευση εγγράφουνοείται η αλλοίωση της εννοίας του με μεταβολή του ... Έτσι, όταν η πλαστογραφίαή η απάτη στρέφεται κατά του Δημοσίουή κατά νομικών ... την κατ'εξακολούθησητέλεση του εγκλήματος λαμβάνεται συνολικά υπόψη, .
 Απόφαση 729 / 2017    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 729/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους..
Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1/2017 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αριστείδη Πελεκάνο - Εισηγητή, Αρτεμισία Παναγιώτου, Χρήστο Βρυνιώτη και Ιωάννη Μαγγίνα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Ιανουαρίου 2017, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ε. Κ. του Ν., κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Αλικαρνασσού, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του .........., για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1579/2015 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην υπ’ αριθμ...22-10-2015 αίτησή του αναιρέσεως και στους από 22 Απριλίου 2016 προσθέτους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2015.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΠΚ, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποβλέπει στην προστασία της δημόσιας πίστης περί τα υπομνήματα και της ασφάλειας των εγγράφων συναλλαγών (και όχι της περιουσίας ή άλλων αγαθών), προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται είτε η εξαρχής κατάρτιση από τον δράστη εγγράφου που εμφανίζεται ότι καταρτίστηκε από άλλον με απομίμηση της γραφής ή υπογραφής του είτε η νόθευση από τον δράστη γνήσιου εγγράφου. Ως νόθευση εγγράφου νοείται η αλλοίωση της εννοίας του με μεταβολή του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη, την εξάλειψη ή την αντικατάσταση λέξεων, αριθμών, σημείων και άλλων στοιχείων του γνήσιου εγγράφου, αλλά και με περιορισμό του αρχικού περιεχομένου του, ώστε να μεταβάλλεται η αποδεικτική δύναμή του. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης της πλαστογραφίας απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει: α) τη γνώση και θέληση των περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη της πλαστογραφίας και β) τον σκοπό του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του (εξαρχής) πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον ως προς γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή ως προς γεγονός που είναι σημαντικό για τη θεμελίωση, διατήρηση, μεταβολή ή κατάργηση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα. Οι έννομες συνέπειες μπορεί να αφορούν αυτόν που παραπλανάται ή τρίτο πρόσωπο, ενώ δεν απαιτείται να επήλθε πράγματι η επιδιωκόμενη παραπλάνηση (Ολ.ΑΠ 179/90). Επίσης για τη στοιχειοθέτηση της πλαστογραφίας είναι αδιάφορο και δεν ερευνάται η αλήθεια του αρχικού ή του νέου περιεχομένου του εγγράφου. Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 216 παρ. 2 Π.Κ., χρήση πλαστού εγγράφου συνιστά κάθε ενέργεια, η οποία, εντασσόμενη στον σκοπό σύνταξης ή τον προορισμό του εγγράφου και κατευθυνόμενη σε παραπλάνηση άλλου, καθιστά προσιτό το έγγραφο και παρέχει τη δυνατότητα στον άλλον (εκείνον που επιδιώκεται να παραπλανηθεί) να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται ο τελευταίος να έλαβε πράγματι γνώση του εγγράφου ή να παραπλανήθηκε. Για την υποκειμενική στοιχειοθέτηση της χρήσης πλαστού εγγράφου, απαιτείται η συνδρομή στο πρόσωπο του δράστη κατά τον χρόνο της χρήσης των εξής στοιχείων : α) γνώση ότι το έγγραφο είναι πλαστό, β) συνείδηση (επίγνωση) ότι η ενέργειά του συνιστά χρήση του εγγράφου με την παραπάνω έννοια και γ) σκοπός του δράστη να προκαλέσει ή να ενισχύσει σε άλλον πλάνη ως προς τη γνησιότητα του εγγράφου και μέσω αυτής να πετύχει συμπεριφορά του τελευταίου που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή με την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Με τη διάταξη αυτή προβλέπεται το έγκλημα της απάτης, το οποίο στρέφεται κατά της περιουσίας και για τη στοιχειοθέτηση του οποίου απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις : α) Σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να απαιτείται και η πραγμάτωσή του. β) Εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία ως παραγωγό αιτία να έχει παραπλανηθεί κάποιος και να έχει προβεί σε επιζήμια γι1 αυτόν ή για άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Και γ) Βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, που να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις. Ως παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, η οποία μπορεί να είναι ρητή ή να συνάγεται σιωπηρά από τη συμπεριφορά του δράστη, νοείται οποιαδήποτε ανακοίνωση, δήλωση, διαβεβαίωση ή ισχυρισμός αυτού, που εμπεριέχει ανακριβή παρουσίαση ή απεικόνιση της πραγματικότητας και αποσκοπεί στην απόκτηση από τον ίδιο ή από άλλον παράνομου περιουσιακού οφέλους. Ως περιουσία νοείται το σύνολο των οικονομικών αγαθών του προσώπου που έχουν χρηματική αξία, ενώ ως βλάβη νοείται η μείωση ή χειροτέρευση της περιουσιακής κατάστασης προσώπου, την οποία δεν αναιρεί η τυχόν ύπαρξη ενεργού αξίωσης του παθόντος για αποκατάσταση της ζημίας κατά αυτού που την προκάλεσε, έστω και αν ο τελευταίος είναι απόλυτα αξιόχρεος, αφού για την ικανοποίηση της σχετικής αξίωσης απαιτείται δικαστικός αγώνας, ο οποίος συνιστά πάντοτε περιουσιακή βλάβη. Η απειλή περιουσιακής ζημίας θεωρείται και συνιστά βλάβη, όταν προκαλεί χειροτέρευση της κατάστασης που υπάρχει κατά την τέλεση της πράξης. Ενώ αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν η βλάβη επέρχεται ως άμεσο και αναγκαίο αποτέλεσμα της απατηλής συμπεριφοράς του δράστη, χωρίς να απαιτείται αυτός που παραπλανήθηκε και εκείνος που ζημιώθηκε να είναι το ίδιο πρόσωπο.
Τα εγκλήματα της πλαστογραφίας και της απάτης προσλαμβάνουν κακουργηματικό χαρακτήρα, κατά τα άρθρα 216 παρ. 3 περ. β’ και 386 παρ. 3 περ. β’ ΠΚ, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 25 του ν. 4055/2012, όταν το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει ο δράστης για τον εαυτό του ή άλλον βλάπτοντας τρίτον ή η ζημία που σκόπευε να προκαλέσει σε άλλον με την πράξη της πλαστογραφίας και το περιουσιακό όφελος που επιδιώχτηκε ή η ζημία που προξενήθηκε με την πράξη της απάτης υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ. Για τη θεμελίωση κακουργηματικής πλαστογραφίας δεν απαιτείται το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει ο δράστης και η βλάβη του τρίτου να επέρχεται αμέσως και ευθέως από μόνη την πράξη της πλαστογράφησης εγγράφου, αλλά αρκεί ότι με την πλαστογράφηση διαμορφώνεται ο αναγκαίος όρος, που, κατά το σχέδιο του δράστη, παρέχει τη δυνατότητα, με την παρεμβολή και άλλων μεταγενέστερων ενεργειών του, να επέλθει το σκοπούμενο όφελος ή/και η βλάβη. Εξάλλου, ο ν. 1608/1950 δεν καθιερώνει αυτοτελώς το αξιόποινο, ούτε μεταβάλλει τους όρους και τα στοιχεία που ορίζονται από τις οικείες διατάξεις του ΠΚ για τα εγκλήματα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ 1 ν. 1608/1950, αλλά απλώς επαυξάνει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την ποινή και καθιστά την πράξη κακουργηματική. Πιο συγκεκριμένα, εφόσον το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε στο Δημόσιο ή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δίκαιου ή σε άλλο νομικό πρόσωπο από όσα αναφέρονται στο άρθρο 263α ΠΚ υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενο του εγκλήματος είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Έτσι, όταν η πλαστογραφία ή η απάτη στρέφεται κατά του Δημοσίου ή κατά νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των λοιπών νομικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 263α ΠΚ και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε σ’ αυτά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, τότε, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 ν. 1608/1950 (όπως τροπ. με το άρθρο 36 παρ. 1 ν. 2172/1993, 24 παρ. 3 ν. 2298/1995 και 4 παρ. 3 περ. α’ ν. 2408/1996) και ανεξάρτητα από τη συνδρομή των περιπτώσεων της παρ. 3 των άρθρων 216 και 386 ΠΚ, επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Σε αυτή την περίπτωση δεν είναι αναγκαία η επέλευση της ζημίας (αρκεί η απειλή ζημίας) και, όταν πρόκειται για έγκλημα κατ’ εξακολούθηση, για τον προσδιορισμό του οφέλους που επιδιώχθηκε ή της ζημίας που απειλήθηκε καθώς και για τον προσδιορισμό του αντικειμένου του εγκλήματος ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, λαμβάνεται υπόψη το συνολικό περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 ν.δ. 2576/1953, η οποία αφορά μόνο τα εγκλήματα του άρθρου 1 ν. 1608/1950, δεν έχει καταργηθεί ρητά ή σιωπηρά από καμία διάταξη νόμου και, ως ειδική, κατισχύει της νεότερης και γενικής διάταξης του άρθρου 98 παρ. 2 ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 ν. 2721/1999 (κατά την οποία, η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ’ εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνεται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του, στο αποτέλεσμα αυτό). Επομένως, όταν πρόκειται για έγκλημα κατ’ εξακολούθηση και έχει εφαρμογή το άρθρο 1 παρ. 1 ν. 1608/1950, δεν ανακύπτει ζήτημα επιεικέστερου νόμου, αφού, σ’ αυτή την περίπτωση, ισχύει και μετά τη θέσπιση του ν. 2721/1999 η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του ν.δ. 2576/1953, και όχι εκείνη του άρθρου 98 παρ. 2 ΠΚ (ΟλΑΠ 5/2002). Η δε κρίση αν η ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη αφορά ζήτημα ουσίας και είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται στην απόφαση το μέγεθος της ζημίας. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη, αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας στοιχειοθετεί λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στήριξαν την κρίση του δικαστηρίου ως προς τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτό συνήγαγε τα περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των σχετικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας η ενδεικτική μνεία ή το γεγονός ότι εξαίρεται κάποιο ή κάποια αποδεικτικά μέσα, που έλαβε υπόψη το δικαστήριο, για να σχηματίσει την κρίση του. Σχετικά με τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικά και ως προς το είδος τους, χωρίς να είναι αναγκαίο να διευκρινίζεται τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο χωριστά ή από ποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο αποδείχτηκε η κάθε παραδοχή, ούτε είναι απαραίτητη η αναλυτική παράθεση και η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο αποδεικτικό μέσο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Δεν αρκεί, όμως, να περιορίστηκε το δικαστήριο σε τυπική ρηματική αναφορά των αποδεικτικών μέσων ως προς το είδος τους ή σε επιλεκτική εκτίμηση και αξιολόγηση μερικών μόνο από αυτά, αλλά απαιτείται να συνάγεται με βεβαιότητα από την απόφαση ότι αυτό έλαβε πράγματι υπόψη του, συνεκτίμησε και αξιολόγησε το περιεχόμενο όλων των αποδεικτικών μέσων για τη διαμόρφωση της δικανικής πεποίθησής του. Έτσι, υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας όταν το δικαστήριο παρέλειψε να εκτιμήσει ή δεν είναι βέβαιο ότι εκτίμησε στο σύνολο του (και όχι αποσπασματικά) κάποιο ουσιώδες και κρίσιμο έγγραφο που αναγνώστηκε ή μία ιδιαίτερα κρίσιμη μαρτυρική κατάθεση. Αντίθετα, δεν αποτελούν λόγο αναίρεσης αιτιάσεις που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως είναι η εκτίμηση εγγράφων και μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη χωριστής αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου, η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους κλπ., αφού σ’ αυτές τις περιπτώσεις, με επίφαση την έλλειψη αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου για την ουσία της υπόθεσης.
Ακόμη, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στον νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει. Ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται με πλάγιο τρόπο, δηλαδή όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιέχεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία θεμελίωσης και στην ταυτότητα του σχετικού εγκλήματος, υπάρχουν ελλείψεις, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να είναι ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη 1579/2015 απόφασή ίου, μετά από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, που αναφέρονται ως προς το είδος τους σ’ αυτή, δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, που περιέχονται στα πρακτικά, από τα πρακτικά της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου που αναγνώσθηκαν, τα έγγραφα που νόμιμα αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά καθώς και από όλη τη διαδικασία, αποδείχτηκαν τα ακόλουθα: Το μήνα Ιανουάριο του έτους 2005 ο προϊστάμενος της ΔΟΥ ... Κρήτης Χ. Γ. διαπίστωσε ότι, ο φορολογούμενος Ε. Κ. του Ν. με Α.Φ.Μ. ..., κατηγορούμενος, προέβη στη μεταβίβαση ακινήτων του, για την οποία είναι απαραίτητη η προσκόμιση αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας, παρά το γεγονός ότι είχε δοθεί εντολή, μέσω TAXIS, μη έκδοσης Αποδεικτικού Φορολογικής Ενημερότητας (ΑΦΕ), για τον συγκεκριμένο φορολογούμενο, λόγω ύπαρξης χρεών ληξιπρόθεσμων προς το Ελληνικό Δημόσιο, που ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 655.353,08 ευρώ και για τη διασφάλιση της είσπραξης αυτού. Ο κατηγορούμενος είχε ενημερωθεί από τον άνω προϊστάμενο ότι σε περίπτωση που προβεί σε οποιαδήποτε πώληση ακινήτου, το τίμημα θα κρατηθεί από το συμβολαιογράφο για να αποδοθεί στο Δημόσιο. Ενώ λοιπόν γνώριζε ότι δεν υπάρχει νόμιμος τρόπος να μεταβιβάσει κάποια από τα ακίνητα του και να εισπράξει ο ίδιος το τίμημα της πώλησης λόγω των προαναφερόμενων χρεών του κατάρτισε τα παρακάτω πλαστά ΑΦΕ στα οποία βεβαιωνόταν ότι δεν είχε χρέη προς το Δημόσιο και ακολούθως προσεκόμισε αντίστοιχα στους Συμβολαιογράφους Αθηνών Ε. Δ. και Ηρακλείου Κρήτης Ι. Μ. με σκοπό να τους παραπλανήσει ως προς την ύπαρξη οφειλών του προς το Δημόσιο με αποτέλεσμα να εξαπατηθούν οι τελευταίοι και να μην παρακρατήσουν υπέρ του Δημοσίου το τίμημα των αγοραπωλησιών και να το εισπράξει ο κατηγορούμενος, ζημιώνοντας το Δημόσιο κατά το σύνολο των παραπάνω τιμημάτων. Συγκεκριμένα μετά από σχετική έρευνα που διενεργήθηκε από την Επιθεωρήτρια του Υπουργείου Οικονομικών Α. Δ. - Τ., διαπιστώθηκε ότι, ο κατηγορούμενος είχε συνάψει συνολικώς τέσσερα (4) πωλητήρια συμβόλαια εκ των οποίων δύο σε συμβολαιογράφο στην Αθήνα και δύο σε συμβολαιογράφο στο Ηράκλειο Κρήτης. Διαπιστώθηκε επίσης, ότι στους παραπάνω συμβολαιογράφους είχε προσκομίσει δύο αποδεικτικά φορολογικής ενημερότητας, τα οποία όμως ήταν πλαστογραφημένα. Πλέον, συγκεκριμένα, από την υπ’ αριθμό πρωτοκόλλου ...1.11.2004 έρευνα της άνω Επιθεωρήτριας, με βεβαιότητα προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος Ε. Κ. του Ν. την 24 Ιανουαρίου 2003 κατάρτισε στη συμβολαιογράφο Αθηνών Ε. Δ. τα με αριθμούς .../24.1.2003 πωλητήρια συμβόλαια με τα οποία πώλησε δύο κάθετες ιδιοκτησίες του προς τους Ν. Κ. του Ε., Μ. Τ. του Α. και Ι. Ν. του Α.. Κατά την κατάρτιση των συμβολαίων αυτών ο τότε πωλητής και ήδη κατηγορούμενος προσκόμισε στην παραπάνω συμβολαιογράφο το με προτυπωμένο αριθμό ... αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για χρέη προς το Δημόσιο (Α.Φ.Ε.), το οποίο όμως ήταν πλαστογραφημένο, όπως με πλήρη βεβαιότητα προκύπτει από το με αριθμό .../14-7-2006 πόρισμα του Υπουργείου Οικονομικών. Πλέον, συγκεκριμένα, το με προτυπωμένο αριθμό ... αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας είχε συμπληρωθεί με μηχανικό μέσο, με όλα τα απαραίτητα από το νόμο στοιχεία, ώστε να φαίνεται από αυτό ότι, ο πωλητής, δηλαδή ο κατηγορούμενος δεν είχε οφειλές προς το Δημόσιο. Ειδικότερα είχε συμπληρωθεί ως εκδούσα αρχή "Δ.Ο.Υ. Α’ ...", ως αύξων αριθμός ... ", ως ημερομηνία έκδοσης "07/01/2003", ως λήξη ισχύος "07/07/2002", και ολογράφως ΕΠΤΑ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2003, ως ονοματεπώνυμο και στοιχεία διεύθυνσης φορολογουμένου "Κ. Ε. Ν. ... ..."με Α.Φ.Μ. ... και Α.Δ.Τ. ...", καθώς και ότι "βεβαιώνεται ότι είναι ενήμερος για τα χρέη του προς το Δημόσιο ". Έφερε επίσης το παραπάνω ΑΦΕ την υπογραφή της υπαλλήλου Δ.Ο.Υ. ... Δ. Π., καθώς και την ατομική σφραγίδα αυτής, κατά τέτοιο τρόπο κου να φαίνεται ότι, αυτά είχαν τεθεί νομοτύπως από την ίδια. Επίσης στο παραπάνω έγγραφο είχε τεθεί και απομίμηση της στρογγυλής υπηρεσιακής σφραγίδας της Δ.Ο.Υ. Α’ ..., κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνεται ότι, η αυτή είναι γνήσια και ότι δήθεν είχε τεθεί νομίμως από αυτή την υπηρεσία. Σύμφωνα με το πόρισμα της άνω οικονομικής επιθεωρήτριας το ΑΦΕ αυτό δεν έχει εκδοθεί από καμία Δ. Ο. Υ. ενταγμένη στο TAXIS καθώς και από τα αποτυπωμένα στο σώμα του ανακριβή στοιχεία, ημερομηνία έκδοσης, ημερομηνία λήξης αριθμητικώς, υπηρεσία έκδοσης, υπηρεσιακή στρογγυλή σφραγίδα ΔΟΥ, υπογραφή και σφραγίδα υπαλλήλου Δ. Κ. - Π. η οποία ουδέποτε υπηρέτησε στη ΔΟΥ ... αλλά υπηρετούσε από το 1998 έως και Νοέμβριο του 2004 στη ..., τεκμηριώνουν την πλαστότητά του. Με την προσκόμιση από τον κατηγορούμενο του παραπάνω πλαστογραφημένου ΑΦΕ, το οποίο σημειωτέον επισυνάφθηκε και στα δύο συμβόλαια, η συμβολαιογράφος Αθηνών Ε. Δ. πείστηκε ότι, αυτός δεν έχει οφειλές προς το Δημόσιο και έτσι προέβη στην κατάρτιση των με αριθμούς .../24.1.2003 πωλητηρίων συμβολαίων. Διευκρινίζεται δε ότι, η προσκόμιση του εγγράφου αυτού (Α.Φ.Ε.) είναι κατά νόμο απαραίτητη για την κατάρτιση πωλητηρίου συμβολαίου. Με την κατάρτιση των παραπάνω δύο συμβολαίων προξενήθηκε σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ζημιά, που ανέρχεται σε εκατόν εξήντα χιλιάδες ογδόντα ένα ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτά (160.081,68), όσο είναι δηλαδή το συνολικό ποσό του τιμήματος των παραπάνω δύο συμβολαίων. Και αυτό γιατί, χωρίς την ύπαρξη της παραπάνω πλαστής φορολογικής ενημερότητας, θα παρακρατούσε η συμβολαιογράφος το τίμημα προκειμένου να καταβληθεί αυτό στο Δημόσιο, δεδομένου ότι, ο πρώτος κατηγορούμενος είχε οφειλές συνολικού ποσού 655.353,08 ευρώ προς το Δημόσιο. Είναι δε ευνόητο otl, με την παραπάνω ενέργειά του ο κατηγορούμενος ωφελήθηκε το παραπάνω ποσό των εκατόν εξήντα χιλιάδων ογδόντα ένα ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών (160.081,68), το οποίο εισέπραξε ως συνολικό τίμημα από τα παραπάνω δύο πωλητήρια συμβόλαια. Από την έρευνα επίσης της εν λόγω Επιθεωρήτριας Α. Δ. διαπιστώθηκε ότι, ο κατηγορούμενος είχε καταρτίσει στο συμβολαιογράφο Ηρακλείου Κρήτης Ι. Μ. τα με αριθμούς ...10.12.2002 και ...11.12.2002 πωλητήρια συμβόλαια με τα οποία πώλησε ένα αγροτεμάχιο προς την εταιρία με την επωνυμία "... ΕΤΑΙΡΙΑ", καθώς και ένα αγροτεμάχιο προς τους Ε. Κ. και Κ.. Κατά την κατάρτιση των συμβολαίων αυτών προσκόμισε στον παραπάνω συμβολαιογράφο Ηρακλείου Κρήτης Ι. Μ. το με προτυπωμένο αριθμό ... αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για χρέη προς το Δημόσιο (Α.Φ.Ε.), το οποίο επίσης ήταν πλαστογραφημένο. Πλέον συγκεκριμένα, το παραπάνω με προτυπωμένο αριθμό ... αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για χρέη προς το Δημόσιο (Α.Φ.Ε.) είχε συμπληρωθεί με μηχανικό μέσο, με όλα τα απαραίτητα από το νόμο στοιχεία, ώστε να φαίνεται από αυτό ότι, ο πωλητής, δηλαδή ο πρώτος κατηγορούμενος Ε. Κ. δεν είχε οφειλές προς το Δημόσιο. Ειδικότερα στο ως άνω Α.Φ.Ε. είχε συμπληρωθεί ως εκδούσα αρχή "Δ.Ο.Υ. Α’ ...", ως αύξοντα αριθμό "Α/Α ...", ως ημερομηνία έκδοσης "11/11/2002", ως λήξη ισχύος "11/12/2002", ως ονοματεπώνυμο και στοιχεία διεύθυνσης φορολογουμένου "Κ.Ε. Ν. ... ..."με Α.Φ.Μ. ... Α.Δ.Τ. ...", καθώς και ότι "βεβαιώνεται ότι είναι ενήμερος για χρέη του προς το Δημόσιο". Έφερε επίσης το παραπάνω με αριθμό ... ΑΦΕ την υπογραφή της υπαλλήλου Δ.Ο.Υ. ... Δ. Π., η οποία όπως προαναφέρθηκε δεν είχε υπηρετήσει από το 1998 έως και το Νοέμβριο του 2004 παρά μόνο στην I Δ.Ο.Υ. Αθηνών καθώς και την ατομική σφραγίδα αυτής, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνεται ότι, η υπογραφή αυτή είναι γνήσια και ότι δήθεν είχε τεθεί νομίμως από αυτήν. Επίσης στο παραπάνω έγγραφο είχε τεθεί κατ’ απομίμηση της στρογγυλής υπηρεσιακής σφραγίδας της Δ.ΟΥ. Α’ ..., κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνεται ότι, αυτή είναι γνήσια και ότι δήθεν είχε τεθεί νομίμως από αυτήν. Με την προσκόμιση από τον πρώτο κατηγορούμενο του παραπάνω πλαστογραφημένου ΑΦΕ, το οποίο σημειωτέον επισυνάφθηκε και στα δύο συμβόλαια, ο συμβολαιογράφος Ηρακλείου Κρήτης Ι. Μ., πείστηκε ότι, αυτός (δηλαδή ο πρώην αντισυμβαλλόμενος πωλητής και τώρα κατηγορούμενος) δεν έχει οφειλές προς το Δημόσιο και έτσι προέβη στην κατάρτιση των παραπάνω με αριθμούς ...10.12.2002 και ...11.12.2002 πωλητηρίων συμβολαίων. Διευκρινίζεται δε ότι, η προσκόμιση του εγγράφου αυτού (Α.Φ.Ε.) είναι κατά νόμο απαραίτητη για την κατάρτιση πωλητηρίου συμβολαίου. Με την κατάρτιση των παραπάνω δύο συμβολαίων προξενήθηκε σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ζημιά, που ανέρχεται σε τετρακόσιες δύο χιλιάδες τριακόσια είκοσι ένα ευρώ και δώδεκα λεπτά (402.321,12λ) όσο είναι και το συνολικό ποσό του τιμήματος των παραπάνω δύο με αριθμούς ...10.12.2002 και ...11.12.2002 συμβολαίων. Και αυτό γιατί, χωρίς την ύπαρξη της παραπάνω πλαστής φορολογικής ενημερότητας, θα παρακρατούσε ο συμβολαιογράφος το τίμημα προκειμένου να καταβληθεί αυτό στο Δημόσιο, αφού ο κατηγορούμενος είχε οφειλές συνολικού ποσού 655.353,08 ευρώ προς το Δημόσιο. Είναι δε ευνόητο ότι, με την παραπάνω ενέργειά του ο κατηγορούμενος ωφελήθηκε από την επιμέρους αυτή ενέργειά του το παραπάνω ποσό των τετρακοσίων δύο χιλιάδων τριακόσια είκοσι ένα ευρώ και δώδεκα λεπτά (402.321,12), το οποίο εισέπραξε ως συνολικό τίμημα από τα παραπάνω δύο επιμέρους πωλητήρια συμβόλαια. Δηλαδή από τη σύναψη των τεσσάρων παραπάνω αναφερομένων συμβολαίων ο πρώτος κατηγορούμενος ωφελήθηκε συνολικώς το ποσό των 562.402,80 ευρώ (160.081,68 και 402.321.12), σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου. Για την τέλεση των παραπάνω αναφερομένων πραγματικών περιστατικών ουδεμία αμφιβολία υπάρχει, αφού αυτή προκύπτει εκτός από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, η πρώτη των οποίων Α. Δ. με κατηγορηματικότητα επιβεβαιώνει το περιεχόμενο των αναφορών που έχει συντάξει και αναφέρει μεταξύ άλλων ότι οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του κατηγορουμένου το 2002 και το 2003 προς τη ΔΟΥ ... ανέρχονταν σε 640.000 ευρώ περίπου (βλ. σχ. και το από 5/10/2004 με αριθμό πρωτοκόλλου ... έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών άπου αναφέρεται ότι μετά από έλεγχο που διενεργήθηκε ότι όλα τα χρέη του Κ. Ε. είναι ληξιπρόθεσμα ανέρχονταν σε 12.154,06 ευρώ προς τη ... και σε 643.199,02 ευρώ προς τη Δ.Ο.Υ. ...), καθώς και ότι το τίμημα των αγοραπωλησιών που εισέπραξε ο κατηγορούμενος και από τα αναγνωσθέντα νομίμως έγγραφα τα οποία όλα ανεξαιρέτως λήφθηκαν υπόψη για το σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποιθήσεως. Δεν αναιρούνται δε από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης, Ν. Κ., υιού του κατηγορουμένου, που δεν κρίνεται πειστική, καθόσον ακόμη και αν γίνει δεκτό όπως αυτός καταθέτει ότι τα ένδικα πλαστά ΑΦΕ τα προμήθευσε στον πατέρα του κάποιος δανειστής ονομαζόμενος Σ. και ότι συντάχθηκαν από τρίτο πρόσωπο, αυτά συντάχθηκαν από τον τρίτο και κατ’ εντολή του κατηγορουμένου ,ε σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση αυτών και να εξαπατήσει τους παραπάνω συμβολαιογράφους, ώστε να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία του Δημοσίου, αφού αν και γνώριζε ότι οφείλει στο Δημόσιο το παραπάνω συνολικό ποσό, και ότι δεν μπορούσε να βγάλει φορολογική ενημερότητα, όπως παραδέχτηκε ο ίδιος ο υιός του, τα ΑΦΕ που προσκόμισε ανέφεραν ακριβώς το αντίθετο. Από τον πίνακα χρεών που περιλαμβάνεται στο από 24-2-2014 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων ... με θέμα ανακοπή κατά της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου του κατηγορουμένου σε δίκη που διεξήχθη στο Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο στις 12-3-2014 δεν αναιρούνται τα ανωτέρω, αφού πρόκειται για οφειλές του κατηγορουμένου που προκύπτουν μετά από διαγραφή χρεών με βάση δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο του χρόνου τελέσεως των άνω αξιόποινων πράξεων ήτοι 30-10-2002 και 13-1-2003 έως 14-1-2003 και 24-1-2003 (βλ. υπ’ αριθμ. 233/2009 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Χανιών με βάση την οποία διεγράφη το ποσόν των 104.323,95 ευρώ). Επίσης στο υπ’ αριθμ. πρωτ. .../11.2.2013 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών και Οικονομίας της ... βεβαιώνονται χρέη προς τη Δ.Ο.Υ. κατά την 7η/1/2013 ήτοι 10 έτη περίπου μετά την τέλεση των άνω πράξεων. Επομένως, στοιχειοθετούνται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς οι αξιόποινες πράξεις της κακουργηματικής πλαστογραφίας με χρήση κατ’ εξακολούθηση από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία σε βάρος του Δημοσίου υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 150.000 ευρώ, καθώς και της κακουργηματικής απάτης κατ’ εξακολούθηση από τη οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη προξενηθείσα ζημία σε βάρος του Δημοσίου υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 150.000 ευρώ". Στη συνέχεια το Πενταμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή κάθειρξης δεκατεσσάρων (14) ετών νια τις πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση του πλαστού κατ’ εξακολούθηση και της απάτης κατ’ εξακολούθηση σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου με σκοπούμενο, και για τις δύο αξιόποινες πράξεις, περιουσιακό όφελος του δράστη και με αντίστοιχη ζημία του Δημοσίου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, όπως αυτές περιγράφονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της απόφασης, που έχουν το ίδιο περιεχόμενο κατά το μέγιστο μέρος τους. Με βάση αυτές τις παραδοχές, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την, επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ’ αυτή με τρόπο ελλιπή και ασαφή τα πραγματικά περιστατικά και οι αντίστοιχες ουσιαστικές παραδοχές που αυτό συνήγαγε από την αποδεικτική διαδικασία και στήριξαν την κρίση του, ότι συντρέχουν τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία των κακουργηματικών πράξεων, της πλαστογραφίας με χρήση του πλαστού κατ’ εξακολούθηση και της απάτης κατ’ εξακολούθηση σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου με σκοπούμενο περιουσιακό όφελος του δράστη και με αντίστοιχη ζημία του Δημοσίου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, για τις οποίες ο αναιρεσείων καταδικάστηκε. Ούτε διαλαμβάνονται στην απόφαση υπαγωγικές νομικές σκέψεις και συλλογισμοί που να αιτιολογούν σαφώς και επαρκώς την κρίση ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τις σχετικές πράξεις. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της απόφασης, γίνεται δεκτό ότι αποδείχτηκαν, μεταξύ άλλων, και τα εξής περιστατικά : Ότι ο αναιρεσείων, στην Αθήνα στις 30-10-2002 και κατά τον χρόνο από 13-1-2003 έως 14-1-2003, αντίστοιχα, κατάρτισε με δόλο δύο εξαρχής πλαστά αποδεικτικά φορολογικής ενημερότητας (στο εξής ΑΦΕ), ώστε να φαίνεται από αυτά ότι δεν έχει χρέη προς το Δημόσιο και με σκοπό να τα χρησιμοποιήσει σε πωλήσεις ακινήτων της ιδιοκτησίας του, για να αποφύγει την παρακράτηση του τιμήματος υπέρ του Δημοσίου. Και συγκεκριμένα συμπλήρωσε και έθεσε με μηχανικό μέσο όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση στα προτυπωμένα με αρ. ... και ... ΑΦΕ, τα οποία έχουν υπεξαχθεί από τη ..., αναφέρουν σαν εκδότρια αρχή τη Δ.Ο.Υ. ... Αττικής, φέρουν πλαστογραφημένη υπογραφή της Δ. Π., υπαλλήλου της ... και απομιμήσεις της ατομικής σφραγίδας της και της σφραγίδας της Δ.Ο.Υ ..., εμφανίζοντας έτσι τον αναιρεσείοντα να μην έχει χρέη προς το Δημόσιο. Ότι το πρώτο από τα εν λόγω ΑΦΕ προσκομίστηκε και προσαρτήθηκε σε δύο πωλητήρια συμβόλαια ακινήτων του αναιρεσείοντος (...10-12-2002 και ...11-12-2002), που συνέταξε ο συμβολαιογράφος Ηρακλείου Κρήτης Ι. Μ., ενώ το δεύτερο προσκομίστηκε και προσαρτήθηκε σε δύο άλλα πωλητήρια συμβόλαια ακινήτων του αναιρεσείοντος (...24-1-2003 και .../24-1-2003), που συνέταξε η συμβολαιογράφος Αθηνών Ε. Δ.. Και ότι ο αναιρεσείων, γνωρίζοντας την πλαστότητα των δύο ΑΦΕ και ότι δεν ήταν φορολογικά ενήμερος, με την προσκόμιση και χρήση αυτών, παραπλάνησε τους συμβολαιογράφους που συνέταξαν τα πωλητήρια συμβόλαια, οι οποίοι, θεωρώντας ότι αυτός ήταν φορολογικά ενήμερος, δεν παρακράτησαν το τίμημα υπέρ του Δημοσίου, στο οποίο, με βάση σχετικό έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών έτους 2004, υπήρχαν βεβαιωμένα χρέη του αναιρεσείοντος ποσού 655.353 ευρώ, με συνέπεια να ωφεληθεί ο ίδιος εισπράττοντας το σύνολο του τιμήματος ποσού 562.321 ευρώ και να πάθει ισόποση, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ζημία το Δημόσιο. Σχετικά, όμως, με το ουσιώδες και κρίσιμο ζήτημα, της ύπαρξης και του ύψους των χρεών του αναιρεσείοντος προς το Δημόσιο, δεν περιέχονται στην απόφαση σαφείς παραδοχές που να θεμελιώνουν τη σχετική κρίση. Ειδικότερα, ως προς αυτό το ζήτημα, υπάρχουν στο σκεπτικό της απόφασης (σελ. 34) οι συναφείς περικοπές: α) ".. από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, η πρώτη των οποίων Α. Δ. με κατηγορηματικότητα επιβεβαιώνει το περιεχόμενο των αναφορών που έχει συντάξει και αναφέρει μεταξύ άλλων ότι οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του κατηγορουμένου το 2002 και το 2003 προς τη Δ.Ο.Υ. ... ανέρχονταν σε 640.000 ευρώ περίπου (βλ. σχ. και το από 5-10-2004 με αριθμό πρωτοκόλλου ... έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών όπου αναφέρεται ότι μετά τον έλεγχο που διενεργήθηκε ότι όλα τα χρέη του Κ. Ε. είναι ληξιπρόθεσμα ανέρχονταν σε 12.154,06 ευρώ προς τη Δ.Ο.Υ. ... και σε 643.199,02 ευρώ προς τη Δ.Ο.Υ. ...)...". Και β) "...Από τον πίνακα χρεών που περιλαμβάνεται στο από 22-2-2014 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων ... με θέμα ανακοπή κατά της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου του κατηγορουμένου σε δίκη που διεξήχθη στο Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο στις 12-3-2014 δεν αναιρούνται τα ανωτέρω, αφού πρόκειται για οφειλές του κατηγορουμένου που προκύπτουν μετά από διαγραφή χρεών με βάση δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο του χρόνου τελέσεως των άνω αξιοποίνων πράξεων ήτοι από 30-10-2002 και 13-1-2003 έως 14-1-2003 (βλ. υπ’ αριθμ. 233/2009 απόφαση Διοικητικού Εφετείου Χανίων με βάση την οποία διεγράφη το ποσό των 104.323,95 ευρώ). Επίσης στο υπ’ αριθμ. πρωτ. .../11-2-2013 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών και Οικονομίας της Δ.Ο.Υ. ... βεβαιώνονται χρέη προς τη Δ.Ο.Υ. κατά την 7/1/2013 ήτοι δέκα έτη περίπου μετά την τέλεση των άνω πράξεων.". Η παραδοχή, όμως, που διατυπώνεται στις παραπάνω περικοπές, ότι το αρχικό έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών .../5-10-2004, που, κατά την απόφαση, αναφέρεται εντελώς γενικά σε χρέη (12.154,06+643.199,02) 655.353,08 ευρώ, δεν αναιρείται από το νεότερο από 24-2-2014 (.../2014) έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών ... (στην οποία ενσωματώθηκε η Δ.Ο.Υ. ...) και από το .../2013 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών ... (στην οποία συγχωνεύτηκε η Δ.Ο.Υ. ...), που είχε προσκομίσει με επίκληση ο αναιρεσείων για τη θεμελίωση σχετικού ισχυρισμού μεταβολής της κατηγορίας σε πλημμεληματική στο Πενταμελές Εφετείο (βλ. οικεία πρακτικά σελ. 5 έως 9, που παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου), κατά τα οποία (έγγραφα) τα χρέη του αναιρεσείοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο (απαρχής μέχρι 25-8-2003), επικαιροποιημένα μετά τη διαγραφή μέρους αυτών λόγω δικαστικών αποφάσεων, ανέρχονταν συνολικά στο ποσό των (25.842,08+7.157,51) 32.999,59 ευρώ, είναι ασαφής και ελλιπής. Και αυτό, επειδή δεν προσδιορίζεται στην απόφαση : α) ποιες είναι και σε ποιο ποσό ανέρχονται οι οφειλές που αναφέρονται στα παραπάνω νεότερα έγγραφα, β) αν αφορούν ή όχι την κρίσιμη χρονική περίοδο και γ) γιατί η διαγραφή χρεών του αρχικού εγγράφου με δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν μετά τον χρόνο τέλεσης των ενδίκων αξιοποίνων πράξεων δεν ασκεί έννομη επιρροή στο επίμαχο χρέος του αναιρεσείοντος και στον χαρακτηρισμό των σχετικών πράξεων (ως κακουργηματικών ή πλημμεληματικών) και στις ποινές που αυτές επισύρουν.
Συνεπώς, δεν είναι ειδικά αιτιολογημένη η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την ύπαρξη και το ύψος της ζημίας ως στοιχείου θεμελιωτικού ενοχής για την κακουργηματική πράξη της πλαστογραφίας με χρήση πλαστού κατ’ εξακολούθηση (άρθρο 216 παρ. 1-3 εδ. α’ ΠΚ) και της απάτης κατ’ εξακολούθηση με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία σε βάρος του Δημοσίου ανώτερη των 150.000 ευρώ και με εφαρμογή της σχετικής ιδιαζόντως επιβαρυντικής περίστασης του άρθρου 1 του ν. 1608/1950. Επομένως, είναι βάσιμες οι σχετικές αιτιάσεις που προβάλλονται με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και τον συναφή πρώτο λόγο του από 22-4-2016 δικογράφου προσθέτων λόγων αναίρεσης, που συνεκδικάζονται με την αίτηση αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων της αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων αναίρεσης. Κατόπιν αυτών, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο είναι δυνατό να συγκροτηθεί από δικαστές που δεν μετείχαν στη σύνθεση που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την απόφαση 1579/2015 του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές που δεν μετείχαν στην έκδοση της αναιρούμενης απόφασης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Φεβρουαρίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Απριλίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>