Περίληψη ΣτΕ 1594/2020 (A΄ Τμήματος), σχετικά με την αστική ευθύνη νοσοκομείου (νπδδ) για θάνατο ασθενούς 16 ετών λόγω παραβίασης γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων ιατρικής επιστήμης.
Περίληψη ΣτΕ 1594/2020 (A΄ Τμήματος), σχετικά με την αστική ευθύνη νοσοκομείου (νπδδ) για θάνατο ασθενούς 16 ετών λόγω παραβίασης γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων ιατρικής επιστήμης.
Απόφαση 4 / 2020 (ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 4/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ..
ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Πλήρους Ολομέλειας: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Πηνελόπη Ζωντανού, Ειρήνη Καλού, Γεώργιο Κοντό και Αλτάνα Κοκκοβού, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Χοϊμέ, Μαρία Νικολακέα, Αγγελική Τζαβάρα, Κωστούλα Φλουρή - Χαλεβίδου - Εισηγήτρια, Ναυσικά Φράγκου, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Μαρία Τζανακάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Γεώργιο Αποστολάκη, Αρετή Παπαδιά, Αντιγόνη Καραΐσκου - Παλόγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Κυριάκο Οικονόμου, Αναστασία Περιστεράκη, Σοφία Τζουμερκιώτη, Ελένη Φραγκάκη, Λάμπρο Καρέλο, Μαρία Βασδέκη, Γεώργιο Χριστοδούλου, Πηνελόπη Παρτσαλίδου - Κομνηνού, Στυλιανό Δαρέλλη, Όλγα Σχετάκη - Μπονάτου, Ζωή Κωστόγιαννη - Καλούση, Θεόδωρο Μαντούβαλο, Χρυσούλα Φλώρου - Κοντοδήμου, Γεώργιο Κόκκορη, Πελαγία Ακάσογλου, Καλλιόπη Πανά, Ουρανία Παπαδάκη, Νικόλαο Βεργιτσάκη, Κωνσταντίνα Αλεβιζοπούλου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου - Μωρέση, Μαριάνθη Παγουτέλη, Μυρσίνη Παπαχίου και Αναστασία Μουζάκη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 23 Ιανουαρίου 2020, με την παρουσία του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα και της Γραμματέως Aγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος - καλούντος: Δ. Γ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μούζουλα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου - καθού η κλήση: Α. Α. του Ι., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Παπακωνσταντίνου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 31-3-2008 και 9-12-2009 αγωγές των ήδη αναιρεσιβλήτου και αναιρεσείοντος αντίστοιχα, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αιγίου και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 114/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 34/2017 του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 2-3-2017 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 889/2018 απόφαση του Α2'Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία παρέπεμψε το δεύτερο λόγο και κατά το πρώτο μέρος του, της ως άνω αίτησης στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.
Στη συνέχεια εκδόθηκε η 8/2019 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου τούτου (σε τακτική σύνθεση), η οποία παρέμπεμψε στην πλήρη Ολομέλεια τον αναφερόμενο στο σκεπτικό αναιρετικό λόγο. Κατόπιν της αποφάσεως αυτής και της από 3/10/2019 κλήσης του αναιρεσείοντος - καλούντος, η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο από τον Πρόεδρο, ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους, οι οποίοι αναφέρονται και στις προτάσεις τους και ζήτησαν ο μεν του αναιρεσείοντος την παραδοχή της αίτησης, ο δε του αναιρεσίβλητου την απόρριψη της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε να γίνει δεκτός ο δεύτερος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος της αναίρεσης ως κατ'ουσίαν βάσιμος. Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξούσιους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει.
Κατά την 11η Ιουνίου 2020, ημέρα που συγκροτήθηκε το Δικαστήριο τούτο προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απόντες οι Αρεοπαγίτες Αγγελική Τζαβάρα, Μιλτιάδης Χατζηγεωργίου, Νικόλαος Πιπιλίγκας, Αναστασία Περιστεράκη, Στυλιανός Δαρέλλης, Νικόλαος Βεργιτσάκης και Αικατερίνη Κρυσταλλίδου - Μωρέση, οι οποίοι είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως, συμμετείχαν εξ αποστάσεως μέσω ηλεκτρονικής διαδικτυακής σύνδεσης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην Δ1α/ΓΠ.οικ.26804/25-4-2020 ΚΥΑ των Υπουργών Δικαιοσύνης, Εθνικής Άμυνας και Υγείας οι Αρεοπαγίτες Ελένη Φραγκάκη, Θεόδωρος Μαντούβαλος, Γεώργιος Κόκκορης και Καλλιόπη Πανά, και οι λοιποί παραστάθηκαν αυτοπροσώπως. Συμμετεχόντων λοιπόν, πλέον των είκοσι εννέα (29) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση την υπόθεσης, κατ'άρθρο 23 παρ.2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει με την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008, το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 3.10.2019 κλήση του αναιρεσείοντος νομίμως φέρεται ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ο, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ., δεύτερος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος της από 2.3.2017 με αριθμό καταθέσεως 5/2017 αιτήσεως, με την οποία διώκεται η αναίρεση της υπ'αριθμ. 34/2017 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είχε παραπεμφθεί αρχικά στην Τακτική Ολομέλεια με την 889/2018 απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, κατ'εφαρμογήν της διατάξεως του άρθρου 563 παρ. 2 εδ. β'του Κ.Πολ.Δικ., επειδή η απόφαση επί του σχετικού θέματος λήφθηκε με διαφορά μιας ψήφου. Ακολούθως η Τακτική Ολομέλεια με την 8/2019 απόφασή της παρέπεμψε στην Πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, κατ'εφαρμογήν της προεκτεθείσας διατάξεως (άρθρο 563 παρ. 2 εδ. β'του Κ.Πολ.Δικ.), καθώς επίσης και της διατάξεως του άρθρου 23 παρ. 2 εδ. γ'και δ'του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (ν. 1756/1988), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 2331/1995, τον ως άνω αναιρετικό λόγο - με τον οποίο τίθεται το εξαιρετικής σημασίας ζήτημα, - για το οποίο έχουν εκδοθεί αντίθετες αποφάσεις του Αρείου Πάγου - αν παραβιάζεται το κατά το άρθρο 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. τεκμήριο αθωότητας στην περίπτωση που ο διάδικος, ο οποίος έχει αθωωθεί αμετάκλητα από το ποινικό δικαστήριο, για συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα, υποχρεώνεται σε αστική αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με αυτά, που συγκροτούν το ποινικό αδίκημα, για το οποίο αθωώθηκε.
Με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το ν. 53/1974 ορίζεται ότι "1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως......... 2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι, τεκμαίρεται αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του", το οποίο σε ενωσιακό επίπεδο ισχύει βάσει του άρθρου 6 παρ. 2 Σ.Ε.Ε., σύμφωνα με το οποίο "Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών". Ταυτόσημη διατύπωση με την παρ. 2 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. έχει και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997, κατά το οποίο "κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο", αλλά και του άρθρου 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., που ορίζει ότι "Κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με το νόμο". Το τεκμήριο αθωότητας ορίζεται πλέον στο άρθρο 71 Κ.Π.Δ., σύμφωνα με το οποίο "οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με το νόμο"και είναι συνέπεια της ενσωματώσεως της Οδηγίας 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9.3.2016 "για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παραστάσεως του κατηγορουμένου στην δίκη στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας"με το νόμο 4596/2019. Και τούτο ανεξαρτήτως της πλημμέλειας της εν λόγω ενσωματώσεως, συνισταμένης στο ότι, καίτοι: α) στη σκέψη 16 του Προοιμίου της ως άνω Οδηγίας ορίζεται ότι "Το τεκμήριο αθωότητας παραβιάζεται σε περίπτωση που δημόσιες δηλώσεις δημόσιων αρχών ή δικαστικές αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί ενοχής, αναφέρονται στον κατηγορούμενο ως να είναι ένοχος..."και β) στο άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας αυτής προβλέπεται ότι "Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι, όσο δεν έχει αποδειχτεί η ενοχή υπόπτου ή κατηγορουμένου σύμφωνα με το νόμο, στις δημόσιες δηλώσεις δημοσίων αρχών, καθώς και στις δικαστικές αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί ενοχής, το εν λόγω πρόσωπο δεν αναφέρεται ως ένοχο", στη ρύθμιση του άρθρου 7 του ως άνω νόμου [τίτλος άρθρου: Δημόσιες αναφορές στην ενοχή προσώπου (άρθρα 4 και 10 παρ. 1 της Οδηγίας 2016/343/ΕΕ)] που ορίζει το δικαίωμα του υπόπτου ή του κατηγορουμένου να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, προς αποκατάσταση της βλάβης, την οποία υπέστη εξ αιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας από δηλώσεις δημοσίων αρχών που έλαβαν χώρα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, πριν από την έκδοση της αποφάσεως σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό, οι οποίες αναφέρονται κατά τρόπο άμεσο στην εκκρεμή ποινική διαδικασία και είτε παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του, είτε προβαίνουν σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, με την οποία προδικάζουν τη δικαστική κρίση επί της υποθέσεως, περιλαμβάνονται ρυθμίσεις μόνον για την περίπτωση παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας από τις δηλώσεις δημόσιων αρχών, ενώ έχει εκλείψει η αναφορά της οδηγίας και στις δικαστικές αποφάσεις. Έτσι, πριν από το νόμο 4596/2019 η κατοχύρωση του τεκμηρίου αθωότητας στα προαναφερθέντα συμβατικά κείμενα (6 παρ. 2 Ε.Σ.Δ.Α., 14 παρ. 2 Δ.Σ.Α.Π.Δ. και 48 παρ. 1 Χ.Θ.Δ.Ε.Ε.) επέκτεινε τη ρυθμιστική εμβέλεια του τεκμηρίου εντός της ημεδαπής έννομης τάξεως δυνάμει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ενώ πλέον η προστασία αυτού (τεκμηρίου), ως περιεχομένου της ανωτέρω οδηγίας, αποτελεί κανόνα δικαίου της Ενώσεως. Με τις ως άνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, το οποίο αποτελεί, κατ'αρχήν, τη δικονομική έκφανση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, συνδεόμενο άμεσα με την αρχή της ενοχής (άρθρα 7.1 Συντ. και 14 Π.Κ.). Συνιστά ταυτόχρονα έκφραση της συνταγματικής αρχής του κράτους δικαίου, με την έννοια ότι καθιερώνει υποχρέωση της Πολιτείας και αντίστοιχο δικαίωμα του κάθε εμπλεκομένου στην ποινική διαδικασία προσώπου να αξιώνει την ποιότητα της μεταχειρίσεως που θα επιφυλασσόταν σε έναν αθώο, μέχρις ότου να κηρυχθεί η ενοχή του. Η προαναφερθείσα διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. προκρίνει την κατοχύρωση της γενικής αρχής της δίκαιης δίκης, η οποία αξιώνει να τύχει εφαρμογής τόσο στην ποινική, όσο και στην αστική δίκη. Η τυποποίηση του τεκμηρίου αθωότητας ακολουθεί αμέσως μετά στην παράγραφο 2 αυτού, ενώ έπονται οι λοιπές διαδικαστικές εγγυήσεις υπέρ του κατηγορουμένου. Η τοιαύτη νομική θεμελίωση του τεκμηρίου συνεπιφέρει τη δικαιοδοσία του Ε.Δ.Δ.Α. επί της αυθεντικής ερμηνείας του άρθρου 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. με σειρά δε αποφάσεών του (το Ε.Δ.Δ.Α.) παγιώνει τη νομολογία του προς την κατεύθυνση μιας διασταλτικής ερμηνείας της προαναφερθείσας διατάξεως και, συνεπώς, μιας διευρυμένης λειτουργίας του τεκμηρίου αθωότητας. Έτσι, το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο δεν αποτελεί μόνον ένα θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου να τεκμαίρεται αθώος μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του, αλλά είναι ταυτόχρονα μία ανεξάρτητη υποχρέωση της πολιτείας, αφού διαθέτει αυτόνομη εγγυητική λειτουργία, με την έννοια ότι, σε περίπτωση προσβολής του, αναιρείται ο δίκαιος χαρακτήρας της δίκης, ακόμη και αν έχουν γίνει σεβαστές όλες οι υπόλοιπες, προβλεπόμενες από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., αρχές και εγγυήσεις, δηλαδή η δημοσιότητα της δίκης, η εκδίκαση της υποθέσεως σε εύλογο χρόνο, η ανεξαρτησία και αμεροληψία του δικαστηρίου, δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσεως, όταν αυτό για τις ανάγκες της δίκης ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα που εισάγονται ενώπιόν του, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου. Το τεκμήριο αθωότητας, δηλαδή, πέραν της παραδοσιακής διαδικαστικής - δικονομικής εγγυήσεως που παρέχει, κατοχυρώνει παράλληλα το σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του κατηγορουμένου, επεκτείνοντας το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως και εκτός του στενού πλαισίου της ποινικής δίκης, θεωρώντας ότι η μη διακρίβωση της ποινικής ευθύνης ή πολύ περισσότερο η αθώωση του κατηγορουμένου αποτελεί αυτοτελές στοιχείο της προσωπικότητάς του, που τον συνοδεύει εσαεί και πρέπει να γίνεται σεβαστό από τις κρατικές αρχές πέρα από τα στενά όρια της ποινικής δίκης, δηλαδή και σε κάθε άλλο δικαστήριο, είτε ποινικό, είτε πολιτικό. Η εφαρμογή, επομένως, του τεκμηρίου αθωότητας συνεχίζεται και μετά το πέρας της ποινικής δίκης και την έκδοση της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, εκτεινόμενη και εκτός των ποινικών διαδικασιών, ώστε να διασφαλιστεί για πάντα στο μέλλον το δικαίωμα του αθωωθέντος να εμφανίζεται στην έννομη τάξη, αλλά και στην κοινωνία ότι δεν είναι ένοχος του συγκεκριμένου αδικήματος που του αποδόθηκε και ότι η αθωότητά του θα είναι σεβαστή. Τέτοια δε αθωωτική ποινική απόφαση είναι κάθε απόφαση που εκδίδεται επί ποινικής υποθέσεως και δεν επιβάλλει στον κατηγορούμενο ποινή, όπως εκείνη που διαπιστώνει πανηγυρικά τη μη τέλεση του εγκλήματος, π.χ. λόγω ελλείψεως στοιχείων της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υποστάσεως ή απόφαση που απαλλάσσει τον κατηγορούμενο "λόγω αμφιβολιών"ή απόφαση που αναστέλλει την ποινική διαδικασία ή που παύει την ποινική δίωξη με οποιοδήποτε τρόπο και εξ αιτίας θανάτου ή ανακαλεί την εις βάρος του έγκληση ή ακόμα και αντίστοιχου περιεχομένου βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, δηλαδή κάθε περίπτωση "μη διαπιστωμένης ενοχής". Απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας σε μεταγενέστερες μη ποινικές διαδικασίες αποτελεί η ύπαρξη συνάφειας - ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ της ποινικής δίκης και της μεταγενέστερης μη ποινικής δίκης, όπως τούτο συμβαίνει όταν ασκείται αγωγή αποζημιώσεως, λόγω αδικοπραξίας, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του Α.Κ., η άσκηση της οποίας (αποζημιωτικής αγωγής) δεν ισοδυναμεί με τη διατύπωση μιας άλλης επί πλέον "ποινικής κατηγορίας"κατά του κατηγορουμένου μετά την αθώωσή του και, επομένως, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, ενόψει και του ότι η, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις (των άρθρων 914 επ. Α.Κ.), αποζημίωση, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, δεν έχει το χαρακτήρα ποινής, αλλά, σε αντίθεση με την ποινική δίκη, της οποίας σκοπός είναι η διάγνωση της αλήθειας και η τιμωρία του δράστη, ο σκοπός της επιδικάσεως αποζημιώσεως είναι η ικανοποίηση της ζημίας, που ο αδικοπραγήσας προξένησε στον παθόντα - ενάγοντα. Με τις προαναφερθείσες διατάξεις δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην αστική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ενώ, ούτε και το Σύνταγμα προβλέπει σχετικό δεδικασμένο, αντιθέτως, μάλιστα, προβαίνει σε διάκριση των δικαιοδοσιών. Ειδικότερα, οι διατάξεις των άρθρων 93-96 Συντ. αφενός κατοχυρώνουν τη διάκριση των δικαστηρίων και αφετέρου κατανέμουν μεταξύ τους τη δικαιοδοσία σε διοικητική, πολιτική ή αστική και ποινική, κατ'αντιστοιχία των προβλεπομένων δικαστηρίων και των υπαγόμενων σε αυτά διαφορών ή και υποθέσεων. Η συνταγματική αυτή πρόβλεψη των ως άνω διακριτών δικαιοδοσιών επιτρέπει, εκτός άλλων, και τη δημιουργία αστικών και ποινικών διαφορών από την ίδια συμπεριφορά ή δραστηριότητα, που υπάγονται ακολούθως στις αντίστοιχες δικαιοδοσίες. Βασική συνέπεια, που αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο της διακρίσεως των τριών διακριτών δικαιοδοσιών, οι οποίες ενδέχεται να διασταυρώνονται, διατηρώντας όμως την ισοτιμία και την ανεξαρτησία τους, είναι το διακριτό δεδικασμένο των αποφάσεων κάθε δικαιοδοτικής λειτουργίας, το οποίο ορίζεται διαφορετικά από τον αντίστοιχο δικονομικό νομοθέτη (άρθρα: 321 επ. Κ.Πολ.Δικ., 57 Κ.Π.Δ., 197 Κ.Δ.Δ.). Οι ρυθμίσεις αυτές επιβάλλουν το δεδικασμένο να είναι, κατ'αρχήν, δεσμευτικό μόνον εντός της οικείας δικαιοδοσίας, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων να μην αποτελούν δεδικασμένο για την πολιτική δίκη. Αποδεικτική δέσμευση από δικαστικές αποφάσεις άλλων δικαιοδοτικών κλάδων μπορεί να γίνει ανεκτή μόνον όταν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, είτε σε διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, είτε σε διατάξεις της οικείας δικονομίας (όπως στο άρθρο 5 παρ. 2 Κ.Δ.Δ.). Η συνταγματική, άλλωστε, πρόβλεψη τριών διακριτών δικαιοδοσιών, αποκλείει την ύπαρξη μιας και ενιαίας έννομης τάξεως, στο πλαίσιο της οποίας η κρίση του ποινικού δικαστηρίου, και συγκεκριμένα η αμετάκλητη αθωωτική απόφαση αυτού, αυτόματα και άνευ άλλου τινός, πρέπει να γίνεται αποδεκτή από το αστικό δικαστήριο, το οποίο πρέπει να καταλήξει σε αποτέλεσμα συμβατό με την αθωωτική ποινική απόφαση, και, κατ'επέκταση, να απορρίψει την αγωγή αποζημιώσεως του παθόντος - ενάγοντος, καθ'όσον διαφορετικά δημιουργείται ρήγμα της ενιαίας αυτής έννομης τάξεως. Η συνεπής εφαρμογή του ως άνω κριτηρίου (της διαταράξεως της ενιαίας έννομης τάξεως) θα έπρεπε να οδηγεί στο συμπέρασμα της δεσμεύσεως και του ποινικού δικαστηρίου από την αμετάκλητη προγενέστερη απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, δηλαδή όταν η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου εκδίδεται σε πρώτο χρόνο και έπεται η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου με διαφορετικό περιεχόμενο από την πρώτη, αναγνωρίζεται, δηλαδή, η αδικοπραξία του εναγομένου, όμως αυτός κηρύσσεται αθώος της ίδιας αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως, πράγμα, όμως, που δεν συμβαίνει, καθ'όσον η τοιαύτη απόφαση (του πολιτικού δικαστηρίου) εκτιμάται ελεύθερα, με βάση τον κανόνα της ηθικής αποδείξεως, αλλά και κατά το άρθρο 62 Κ.Π.Δ., λαμβανομένου υπόψη ότι η ενότητα της έννομης τάξεως δεν είναι δυνατό να ισχύει μόνον προς τη μία κατεύθυνση, εξαρτώμενη από το τυχαίο γεγονός ότι έχει εκδοθεί πρώτα η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Ούτε είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι πρέπει να αναστέλλεται η διαδικασία κατά το άρθρο 250 του Κ.Πολ.Δικ. και συνακόλουθα η έκδοση της αποφάσεως του πολιτικού δικαστηρίου, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, διότι έτσι η αναστολή αυτή θα κατέληγε να είναι υποχρεωτική για το πολιτικό δικαστήριο, ενώ ο δικονομικός νομοθέτης την εντάσσει στη διακριτική του ευχέρεια, και μάλιστα δίχως να δημιουργείται λόγος εφέσεως ή αναιρέσεως επί μη αποδοχής του σχετικού αιτήματος του διαδίκου, ενώ επί πλέον το πολιτικό δικαστήριο οφείλει να συνεκτιμά την παρέλκυση που θα προκαλέσει η αναστολή της δίκης, ώστε να χορηγεί αυτήν με σύνεση. Τούτο, ανεξάρτητα από το ότι δεν μπορεί να καθίσταται εκ των προτέρων γνωστή η έκβαση της ποινικής δίκης, διότι είναι δυνατόν το ποινικό δικαστήριο να οδηγηθεί σε καταδικαστική απόφαση για τον εναγόμενο, οπότε το τεκμήριο αθωότητας δεν θα ισχύει, και ο διαδραμών χρόνος της αναστολής θα καθίσταται εκ του αποτελέσματος ατελέσφορος, συμβάλλοντας έτσι στην καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης. Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι το ίδιο θα έπρεπε να αντιμετωπίζονταν και οι καταδικαστικές ποινικές αποφάσεις, πράγμα, όμως, που επίσης δεν συμβαίνει, καθ'όσον αυτές εκτιμώνται ελεύθερα, ως τεκμήρια, με αποτέλεσμα, υπό την εκδοχή αυτή (της διαταράξεως της ενιαίας έννομης τάξεως) θα δημιουργούνταν δύο κατηγορίες διαδίκων, τους οποίους τα πολιτικά δικαστήρια θα αντιμετώπιζαν διαφορετικά. Στη μία κατηγορία (της αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής αποφάσεως) το δικαστήριο θα έπρεπε να συμμορφωθεί με την ποινική απόφαση και στη δεύτερη κατηγορία (της αμετάκλητης καταδικαστικής ποινικής αποφάσεως), τούτο (το δικαστήριο) θα την εκτιμούσε ελεύθερα, αν και πρόκειται για δικαιοδοτική κρίση από όμοιο (ποινικό) δικαστήριο. Η μη ύπαρξη, άλλωστε, ενιαίας έννομης τάξεως ενισχύεται περαιτέρω και από τα ακόλουθα: α) από τη διαφορετική φύση της διαδικασίας και της ευθύνης. Συγκεκριμένα το μέτρο της επιμέλειας δεν είναι το ίδιο στο αστικό και ποινικό δίκαιο. Σε αντίθεση, δηλαδή, με την ερμηνεία της αμέλειας, στο ποινικό δίκαιο, για την διάγνωση της οποίας λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το στοιχείο του "όφειλε", αλλά και το στοιχείο του "ηδύνατο" (το ατομικό "δύνασθαι"του δράστη), η ερμηνεία της αμέλειας στο αστικό δίκαιο [άρθρο 330 Α.Κ., "(......) η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές] διαφέρει. Η τοιαύτη αντικειμενικοποίηση της αμέλειας είναι δυνατόν να έχει ως αποτέλεσμα το ίδιο πρόσωπο να απαλλαγεί από την ποινική ευθύνη, επειδή απουσιάζει το στοιχείο του ατομικού "δύνασθαι", και να καταγνωστεί η ευθύνη του από το πολιτικό δικαστήριο, διότι λ.χ. τα μέτρα ασφαλείας που έλαβε ήταν ανύπαρκτα ή ελλιπή, κρινόμενα με βάση την αντικειμενική αμέλεια και β) από τους διαφορετικούς κανόνες κατανομής του βάρους αποδείξεως. Ειδικότερα, στην ποινική δίκη ισχύει το ανακριτικό σύστημα συλλογής των αποδείξεων, σε αντίθεση με το σύστημα διαθέσεως και συζητήσεως της πολιτικής δίκης και του βάρους επικλήσεως και προσκομίσεως των αποδεικτικών μέσων από τους διαδίκους της πολιτικής δίκης. Η προσκόμιση, αυτή και μόνη, της αθωωτικής αποφάσεως του εναγομένου, ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου, θα αρκούσε για να τεθεί εκποδών το υποβληθέν αποδεικτικό υλικό, η δε νομοθετική ρύθμιση για το βάρος των διαδίκων προσκομίσεως και επικλήσεως των αποδεικτικών μέσων, κατ'άρθρο 237 του Κ.Πολ.Δικ., θα καθίστατο κενό γράμμα. Είναι, εξ άλλου, χαρακτηριστικό ότι το τεκμήριο αθωότητας ενεργοποιείται, μόνον όταν προσκομιστεί με επίκλησή της η αθωωτική ποινική απόφαση στο πολιτικό δικαστήριο. Ενώ, στην ποινική δίκη το άρθρο 178 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. ορίζει ότι οι δικαστές και εισαγγελείς εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν την ενοχή ή κατατείνουν στην αθωότητα του κατηγορουμένου και ότι αυτός δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται υπέρ αυτού. Στην ποινική δίκη ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα όχι μόνο να σιωπήσει, αλλά και, μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2016/343 με το ν. 4596/2019, δικαίωμα μη αυτοενοχοποιήσεως (άρθρο 104 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), τα οποία (δικαιώματα) δεν μπορούν να αξιοποιηθούν σε βάρος των υπόπτων και των κατηγορουμένων (άρθρο 104 παρ. 3 Κ.Π.Δ.), ενώ στα πολιτικά δικαστήρια ο εναγόμενος έχει βάρος να απαντήσει επί της αγωγής, είτε αρνούμενος απλά ή αιτιολογημένα είτε υποβάλλοντας ενστάσεις, εάν δε δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, το δικαστήριο μπορεί να θεωρήσει ως ομολογημένη την ιστορική βάση της αγωγής (άρθρο 261 Κ.Πολ.Δικ.). Εξ άλλου, είναι ενδεχόμενο ακόμη και μετά την αθώωση του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη, αυτός, ως εναγόμενος, να ομολογήσει την ιστορική βάση της αγωγής κατά το άρθρο 352 του Κ.Πολ.Δικ., σε αντίθεση με την προαναφερθείσα μη αυτοενοχοποίησή του, οπότε το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να θεωρήσει ως αποδεδειγμένη την ιστορική βάση της αγωγής, επί ποινή μάλιστα αναιρετικού ελέγχου, κατ'άρθρο 559 αριθ. 12 του Κ.Πολ.Δικ., και να την δεχθεί κατ'ουσίαν. Τότε, μάλιστα, δεν θα μπορεί καν να ισχύει το επικαλούμενο τεκμήριο αθωότητας, αλλά ούτε και το ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Ομοίως, όταν ο εναγόμενος ερημοδικεί στην πολιτική δίκη, ενώ έχει αθωωθεί στην ποινική δίκη, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να εφαρμόσει το άρθρο 271 του Κ.Πολ.Δικ. και να δεχθεί την αγωγή ως και κατ'ουσίαν βάσιμη και δεν μπορεί να ανακύψει ζήτημα παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας, εφόσον ο δικονομικός νομοθέτης αναγνωρίζει, ιδιαίτερα με τη δυνατότητα του άρθρου 528 του Κ.Πολ.Δικ., ακόμη δηλ. και δίχως τη συνδρομή λόγων ανακοπής ερημοδικίας, ότι ο εναγόμενος και αθωωθείς έχει δικαίωμα να μην εμφανιστεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά να εισάγει την υπόθεση με την άσκηση εφέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με μόνη συνέπεια την απώλεια ενός δικαιοδοτικού βαθμού. Υπάρχει, επίσης, διαφορά ως προς τα αποδεικτικά μέσα και τη διαφορετική αποδεικτική τους δύναμη στην πολιτική και ποινική δίκη, με το σύστημα της νόμιμης και της ηθικής αποδείξεως, αντίστοιχα, με τις εντεύθεν απορρέουσες συνέπειες, καθώς και τον απαιτούμενο διαφορετικό βαθμό δικανικής πεποιθήσεως του καθενός δικαστηρίου. Απαιτείται διαφορετικός βαθμός δικανικής πεποιθήσεως για την κήρυξη ενός κατηγορουμένου ενόχου από το ποινικό δικαστήριο σε σχέση με την παραδοχή πολιτικού δικαστηρίου ότι συντελέστηκε ένα αστικό αδίκημα, που είναι συγχρόνως και έγκλημα. Έτσι στην ποινική δίκη, επί αμφιβολιών ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, αυτός κηρύσσεται αθώος, κατ'εφαρμογήν της αρχής in dubio pro reo, ενώ στην πολιτική δίκη δεν ισχύει η αρχή αυτή, για την κατάφαση δε αν διαπράχθηκε το ταυτιζόμενο με το ποινικό αστικό αδίκημα ο πολιτικός δικαστής πρέπει να σχηματίσει πλήρη και βεβαία δικανική πεποίθηση. Πρέπει, επί πλέον, να τονισθεί ότι επί αθωωτικής αποφάσεως δεν είναι υποχρεωμένος ο δικαστής να διακρίνει ρητώς στο κείμενο αυτής μεταξύ αθωώσεως, οφειλομένης σε πλήρη βεβαιότητα και αθωώσεως, οφειλομένης σε αμφιβολίες. Ως εκ τούτου, η αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου από τα ποινικά δικαστήρια είναι προϊόν άλλων (λιγότερο αυστηρών) αποδεικτικών προϋποθέσεων, ενώ η αντίστοιχη κρίση του πολιτικού δικαστηρίου είναι προϊόν πλήρους δικανικής πεποιθήσεως. Επομένως, η αυτοτέλεια των αρμοδιοτήτων των δύο δικαιοδοσιών (ποινικής και πολιτικής) έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται όμως να λάβει σοβαρά υπόψη ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Ειδικά επί αθωωτικής αποφάσεως, το τεκμήριο αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου που οδηγεί υποχρεωτικά σε αποδεικτικό πόρισμα σύμφωνο με την αθωωτική ποινική απόφαση και κατ'ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος και, συνακόλουθα, σε ουσιαστική απόρριψη της αποζημιωτικής αγωγής, με την αιτιολογία ότι διαφορετικά δημιουργούνται αμφιβολίες για την αθώωση και παραβιάζεται η αρχή του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Μία τέτοια θεώρηση δεν είναι σύμφωνη με τα δογματικά όρια του τεκμηρίου αθωότητας, όπως αυτά προσδιορίσθηκαν ανωτέρω, αλλά προσκρούει και στο Σύνταγμα, αφού έτσι δημιουργείται ένα είδος "αποδεικτικής δεσμεύσεως", ένα νέο είδος "δεδικασμένου", μη προβλεπόμενο από τον ισχύοντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ο οποίος κατήργησε την προϊσχύσασα, αντίθετη ρύθμιση, της ΠολΔ/1834 που στο άρθρο 12 όριζε: "αποφασισθέντος άπαξ του προδικαστικού ζητήματος παρά του αρμοδίου δικαστηρίου, δεν δύναται πλέον το άλλο δικαστήριον, είτε πολιτικόν, είτε ποινικόν, να επιχειρήση την έρευναν του αυτού ζητήματος"ή από άλλη ουσιαστική διάταξη, άρα ασύμβατο με τη συνταγματική διάκριση των δικαστικών δικαιοδοσιών, από τις οποίες πηγάζει η δικονομική αρχή για τη μη δέσμευση των πολιτικών δικαστηρίων από τις αποφάσεις των ποινικών. Δηλαδή, αν η "δέσμευση"αυτή ήθελε νοηθεί ως ιδιαίτερο είδος δεδικασμένου, ανακύπτει συνταγματικό κώλυμα από τις διατάξεις περί χωριστής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων. Αν πάλι το νέο αυτό είδος "δεσμεύσεως"μεταξύ δικαιοδοσιών συνιστά μία έκφραση της βεβαιωτικής ενέργειας ή αλλιώς διαπιστωτικής δυνάμεως των δικαστικών αποφάσεων, έννοια άγνωστη στο αστικό δικονομικό δίκαιο, τότε για τη δημιουργία τέτοιου είδους δεσμεύσεως απαραίτητη είναι η ύπαρξη ρητής νομοθετικής προβλέψεως (όπως στο άρθρο 5 Κ.Δ.Δ.), η οποία, εν προκειμένω, δεν υφίσταται. Αν, τέλος, με την δέσμευση αυτή νοηθεί ότι καθιερώνεται μία ουσιαστικού δικαίου ένσταση επιγενόμενου αποκλεισμού της αδικοπρακτικής ευθύνης του αμετακλήτως αθωωθέντος, τότε, κατ'ανάγκην, προστίθεται ερμηνευτικά στο πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 914 του Α.Κ. ότι η αξίωση αποζημιώσεως καταλύεται, αν ο ζημιώσας αθωωθεί για την ταυτιζόμενη με το ποινικό αδίκημα αδικοπρακτική συμπεριφορά. Σε κάθε περίπτωση πάντως εφόσον ήθελε να γίνει δεκτή η "δέσμευση"του πολιτικού δικαστηρίου να οδηγηθεί σε αποδεικτικό πόρισμα "συμβατό με την αθωωτική απόφαση", και, επομένως, "να αποκλείσει την αστική αδικοπρακτική ευθύνη του αμετακλήτως αθωωθέντος κατηγορουμένου", διότι διαφορετικά "η κατάφαση της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του δημιουργεί αμφιβολίες και υπόνοιες ως προς την αθώωσή του, ως κατηγορουμένου και την αποδυναμώνει, κατά τρόπο αντίθετο προς τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα", δεν έχει, κατ'αποτέλεσμα, καμιά διαφοροποίηση από το δεδικασμένο, καθ'όσον, άπαξ και ο κατηγορούμενος αθωωθεί αμετάκλητα στην ποινική δίκη, το πολιτικό δικαστήριο, όταν καλείται να αποφανθεί για το ίδιο ακριβώς βιοτικό συμβάν, δεσμεύεται από την κρίση αυτή και είναι υποχρεωμένο να απορρίψει την εναντίον του αγωγή αποζημιώσεως, χωρίς να έχει την ευχέρεια να επανεξετάσει την υπόθεση, όπως ακριβώς θα έπραττε και υπό προϋποθέσεις δεδικασμένου. Ωστόσο, ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν αποκλείει τις αστικές διεκδικήσεις. Η απαλλαγή, δηλαδή, από την ποινική ευθύνη δεν συνεπάγεται αυτόματα την απαλλαγή από την αστική ευθύνη, ακόμη και στην περίπτωση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, ανεξάρτητα, μάλιστα, από το εάν έληξε ή όχι η ποινική διαδικασία με αθώωση ή παύση της ποινικής διώξεως, δοθέντος ότι μόνο το γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της ποινικής διαδικασίας θα χρησιμοποιηθούν στην αστική δίκη, καθώς και ότι βάση της αστικής αξιώσεως για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία του ποινικού αδικήματος, δεν είναι αρκετά για να χαρακτηρισθεί η συναφής (πολιτική) δίκη ως (δεύτερη) ποινική διαδικασία, που απαγορεύεται, βάσει της αρχής ne bis in idem [Ε.Δ.Δ.Α. Diacenco κατά Ρουμανίας της 7.2.2012 (αριθμ. προσφυγής 124/2004)]. Άλλωστε, όπως δέχεται και το Ε.Δ.Δ.Α., δεν μπορούν να αποκλειστούν οι αξιώσεις αστικής αποζημιώσεως των ζημιωθέντων, που προκύπτουν από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν το ποινικό αδίκημα, με βάση όμως "ένα λιγότερο αυστηρό βάρος αποδείξεως" (βλ. ιδίως Ε.Δ.Δ.Α. Erkol κατά Τουρκίας της 19.4.2011 (αριθμ. προσφυγής 50172/06), Ε.Δ.Δ.Α. Diacenco κατά Ρουμανίας, Ε.Δ.Δ.Α. Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 12.7.2013 (αριθμ. προσφυγής 25424/2009), Ε.Δ.Δ.Α. Alkasi κατά Τουρκίας της 18.10.2016 (αριθμ. προσφυγής 21107/2007), Ε.Δ.Δ.Α. Urat κατά Τουρκίας της 27.11.2018 (αριθμ. προσφυγών 53561/09 και 13952/11), Ε.Δ.Δ.Α. Ringvold κατά Νορβηγίας της 11.2.2003 (αριθμ. προσφυγής 34964/97), Ε.Δ.Δ.Α. Fleschner κατά Γερμανίας της 3.10.2019 (αριθμ. προσφυγής 61985/2012), Ε.Δ.Δ.Α. Υ. κατά Noρβnγίας της 11.2.2003 (αριθμ. προσφυγής 56568/00). Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή παραβιάζει το κατοχυρωμένο στην Ε.Σ.Δ.Α. (άρθρο 6 παρ. 1 και άρθρο 13), το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (άρθρο 47) και το Σύνταγμα (άρθρο 20 παρ. 1) δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και προσβάσεως στο δικαστήριο, συνιστώντας αυθαίρετο και δυσανάλογο περιορισμό του σχετικού δικαιώματος του παθόντος (Ε.Δ.Δ.Α. Diacenco κατά Ρουμανίας, Ε.Δ.Δ.Α. Υ. κατά Noρβnγίας της 11.2.2003 (αριθμ. προσφυγής 56568/00) και αποδίδει στο πρόσωπο που τέλεσε την αδικοπραξία ένα αθέμιτο όφελος, καθώς θα απέκλειε κάθε ευθύνη του, παρά το ότι δεν απαιτείται ως προϋπόθεση για την αδικοπραξία, η προηγούμενη ποινική βεβαίωση της ενοχής του κατηγορουμένου. Σε περιπτώσεις, μάλιστα, που ο ζημιωθείς δεν παρέστη στο ποινικό δικαστήριο για λόγους που δεν αφορούν τον ίδιο (π.χ. επί μη νόμιμης κλητεύσεως), η δικαστική του ακρόαση παραγκωνίζεται, με συνέπεια και στην περίπτωση αυτή να αποδίδεται στο πρόσωπο που τέλεσε την αδικοπραξία ένα αθέμιτο όφελος. Το τεκμήριο αθωότητας, όμως, σημαίνει ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέστηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν μπορεί να αδιαφορήσει για την αθώωση του κατηγορουμένου, ούτε επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει την αθωωτική απόφαση για να αντλήσει από αυτήν επιχειρήματα για την ενοχή του (κατηγορουμένου). Οι παραδοχές και η εν γένει συλλογιστική της πολιτικής αποφάσεως, τόσο στο αιτιολογικό - σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό της, αφού και τα δύο αυτά στοιχεία έχουν το ίδιο δεσμευτικό αποτέλεσμα, δεν πρέπει να θέτουν, άμεσα ή έμμεσα, υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, ιδίως με την επίκληση ότι: α) η αθωότητα του κατηγορουμένου είναι προϊόν αμφιβολιών και όχι βεβαιότητας του δικαστηρίου για την αθωότητά του, β) η απόφαση λήφθηκε κατά πλειοψηφία και όχι ομόφωνα, γ) στηρίχθηκε στη μη απόδειξη του υποκειμενικού στοιχείου του αδικήματος (δόλου), δ) διαφώνησε ο εισαγγελέας της έδρας, ε) κατά της αθωωτικής αποφάσεως ασκήθηκε αναίρεση από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία, όμως, απορρίφθηκε για δικονομικούς - τυπικούς λόγους, κ.ά. (Ε.Δ.Δ.Α. Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας της 27.9.2007 (αριθμ. προσφυγής 35522/04), Ε.Δ.Δ.Α. Παραπονιάρης κατά Ελλάδας της 25.9.2008 (αριθμ. προσφυγής 42132/06), Ε.Δ.Δ.Α. Erkol κατά Τουρκίας της 19.4.2011 (αριθμ. προσφυγής 50172/06), Ε.Δ.Δ.Α. Hrdalo κατά Κροατίας της 27.9.2011 (αριθμ. προσφυγής 23272/07), Ε.Δ.Δ.Α. Diacenco κατά Ρουμανίας, Ε.Δ.Δ.Α. Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Ε.Δ.Δ.Α. Alkasi κατά Τουρκίας, Ε.Δ.Δ.Α. Urat κατά Τουρκίας). Το πολιτικό δικαστήριο, το μεν δεν έχει λόγο να αμφισβητήσει την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αναγράφοντας στο αιτιολογικό της αποφάσεώς του ότι αυτό έσφαλε ως προς την κρίση του ή ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, το δε δεν εξετάζει την κρίση του ποινικού δικαστηρίου, ούτε τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη το ποινικό δικαστήριο για να καταλήξει στην κρίση του, πολύ δε περισσότερο διότι ο εναγόμενος, κατά τα προεκτεθέντα, δεν δικάζεται δις για την ίδια πράξη. Το πολιτικό, δηλαδή, δικαστήριο πρέπει να παραμείνει εντός των ορίων της πολιτικής δίκης, αποφεύγοντας χαρακτηρισμούς και κρίσεις που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα, εφόσον δεν άπτονται του αντικειμένου της συναφούς πολιτικής δίκης, ώστε να μην δίνεται η εντύπωση ότι ασχολείται όχι μόνο με τις αστικές αξιώσεις, αλλά διερευνά και την τέλεση του ποινικού αδικήματος, διαλαμβάνοντας δηλώσεις καταλογισμού ποινικής ευθύνης στον αμετακλήτως αθωωθέντα, με αναφορά ότι αυτός έχει διαπράξει τα αδικήματα, κατά τον τρόπο που αναφέρονται στο κατηγορητήριο και για τα οποία έχει αθωωθεί ή έχει παύσει γι'αυτόν η ποινική δίωξη, προσέτι δε λέξεις και εκφράσεις, ιδίως σε περιπτώσεις, που ορισμένοι όροι δεν έχουν αποκλειστικά ποινικό χαρακτήρα, πρέπει να χρησιμοποιούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην τίθεται σε αμφισβήτηση η ορθότητα της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, ενώ η τυχόν διενέργεια προσθέτων αποδείξεων, δηλαδή, η εκτίμηση από το πολιτικό δικαστήριο και νέων αποδείξεων, που δεν είχαν τεθεί υπόψη του ποινικού δικαστηρίου, καθιστά το διαφορετικό αποτέλεσμα, στο οποίο αυτό (πολιτικό δικαστήριο) καταλήγει, περισσότερο δικαιολογημένο (ως άνω Ε.Δ.Δ.Α. Fleschner κατά Γερμανίας). Τελικώς, η παραβίαση του ως άνω τεκμηρίου θα πρέπει να κρίνεται πάντα in concreto, εν όψει των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως και του τρόπου διατυπώσεως των αιτιολογιών, που θέτουν ενδεχομένως σε αμφιβολία το διατακτικό της αθωωτικής αποφάσεως του ποινικού δικαστηρίου και υφίσταται, εντεύθεν, θέμα παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον την προκειμένη αναιρετική δίκη μέρος, τα ακόλουθα: "Δυνάμει του από 17.11.2006 ιδιωτικού συμφωνητικού ... οι διάδικοι σύστησαν μεταξύ τους ομόρρυθμη εταιρεία ... Σκοπός της εταιρείας ήταν η μελέτη, κατασκευή και επίβλεψη ιδιωτικών τεχνικών έργων και η κατασκευή και επίβλεψη δημόσιων τεχνικών έργων... Διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας ορίστηκε ο εφεσίβλητος (και ήδη αναιρεσίβλητος) Α. Α.. Ο τελευταίος είχε το δικαίωμα να συναλλάσσεται με τρίτους και να δεσμεύει την εταιρεία, αναλαμβάνοντας υποχρεώσεις γι'αυτήν μόνο με την υπογραφή του υπό την εταιρική επωνυμία, ενώ για την περίπτωση δανεισμού της εταιρείας για ποσό άνω των 10.000 ευρώ, ορίστηκε ότι για την έγκυρη συνομολόγηση της σχετικής σύμβασης θα απαιτούνταν οι υπογραφές και των δύο εταίρων. Στα πλαίσια της λειτουργίας της εταιρείας αναλήφθηκαν από αυτήν δύο συμβάσεις εκτέλεσης δημόσιων έργων με το Δήμο ..., και συγκεκριμένα στις 13-3-2007 αναλήφθηκε το έργο "επέκταση πλατείας δ.δ. ... Δήμου ...", προϋπολογισμού ύψους 56.399,36 ευρώ, και στις 29- 3-2007 το έργο "κατασκευή δημοτικού καταστήματος ...", προϋπολογισμού ύψους 111.278,93 ευρώ, με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που αναγράφονταν στις σχετικές συμβάσεις έργου. Από το Μάιο του έτους 2007 άρχισαν να υπάρχουν προβλήματα και διαφωνίες στις σχέσεις των δύο εταίρων, οι οποίες συνεχίστηκαν τους επόμενους μήνες και τελικά ο εκκαλών (και ήδη αναιρεσείων) στις 24-3- 2008 κοινοποίησε στον εφεσίβλητο τη με την ίδια ως άνω ημερομηνία καταγγελία της μεταξύ τους εταιρείας. Στην καταγγελία αυτή ο εκκαλών ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι: "Από την αρχή της σύστασης της εταιρείας αρνείστε επιμόνως να με ενημερώσετε και να αποδώσετε λογαριασμούς σε εμένα των πάσης φύσεως εσόδων - εξόδων, διαχειριστικών πράξεων, επίδειξη τιμολογίων και για οποιαδήποτε ακόμη ενέργεια σας, η οποία υπάγεται στη σφαίρα των διαχειριστικών πράξεων της εταιρείας μας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η εταιρεία να περιέλθει σε αδιέξοδο, αφού εσείς ως διαχειριστής της εταιρείας και άρα και ταμίας αυτής, δεν με ενημερώσατε για τις οικονομικές υποχρεώσεις της εταιρείας μας. Με την αντισυμβατική σας αυτή συμπεριφορά φθάσαμε στο σημείο να έχουμε οφειλές στη Δ.Ο.Υ. Αιγίου, στο ΙΚΑ Αιγίου, σε εργολάβους και άλλους που δεν γνωρίζω. Επιπρόσθετα, εξαιτίας της αντισυμβατικής σας συμπεριφοράς εγώ προσωπικά αδυνατώ να υποβάλλω εμπρόθεσμα στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Αιγίου τη φορολογική μου δήλωση και αυτό διότι αρνείστε να μου προσκομίσετε τα απαραίτητα έγγραφα προς τούτο". Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί του εκκαλούντος αποδείχθηκε ότι ήσαν ψευδείς. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι μέχρι το Σεπτέμβριο του 2007 όλα τα εμπορικά βιβλία της εταιρείας τηρούσε ο πατέρας του εκκαλούντος, ο οποίος είχε τις απαιτούμενες λογιστικές γνώσεις, ως πτυχιούχος ανωτάτης εμπορικής σχολής. Στα τηρούμενα αυτά βιβλία καταχωρούνταν όλες οι συναλλαγές του εφεσίβλητου ως διαχειριστή της εταιρείας με διαφόρους τρίτους, δηλαδή οι χρεώσεις και πιστώσεις της εταιρείας, τα τιμολόγια αυτής, διάφορες αποδείξεις πληρωμής που λάμβανε ο ενάγων, τα οποία χορηγούσε στον πατέρα του εκκαλούντος για την καταχώρισή τους. Επομένως, κατά το χρονικό αυτό διάστημα των 10 μηνών περίπου, ο εκκαλών λάμβανε γνώση και ήταν πλήρως ενήμερος για όλες τις ενέργειες στις οποίες είχε προβεί ο εφεσίβλητος ως διαχειριστής της εταιρείας, ιδίως στα πλαίσια εκτέλεσης των δύο πιο πάνω αναληφθέντων δημοσίων έργων. Όμως και μετά την 1- 9-2007, οπότε ο εφεσίβλητος ανέθεσε την τήρηση των βιβλίων της εταιρείας σε λογιστή της επιλογής του, έστω και αν ο εκκαλών δεν γνώριζε τα στοιχεία αυτού, δεν αποδείχθηκε ότι αυτός δεν είχε καμιά ενημέρωση για την πορεία της εταιρείας. Τούτο διότι από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών από τον Σεπτέμβριο του 2007 μέχρι τις 24-3-2008 διαμαρτυρήθηκε εγγράφως προς τον εφεσίβλητο για τη μη ενημέρωσή του σε σχέση με την πορεία της εταιρείας. ... Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εταιρεία των διαδίκων, από το χρόνο σύστασης της μέχρι την καταγγελία της, είχε μεμονωμένες οφειλές, οι οποίες μάλιστα δεν μπορούν να αποδοθούν σε κακή διαχείριση του εφεσίβλητου. Ειδικότερα, ο Δήμος ... καθυστερούσε να εξοφλήσει τις οφειλές του προς την εταιρεία ... Λόγω των καθυστερήσεων αυτών δεν κατέστη δυνατό να πληρωθεί μια φορά ο οφειλόμενος Φ.Π.Α., τον οποίο μεταγενέστερα εξόφλησε με διακανονισμό ο εφεσίβλητος, ενώ και οι οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές προς το ΙΚΑ εξοφλούνταν όταν καταβάλλονταν στην εταιρεία τα οφειλόμενα σε αυτή χρηματικά ποσά ... Επίσης, η ... οφειλή προς το ΙΚΑ ύφους 3.651 ευρώ ... διαγράφηκε κατόπιν ενεργειών και των δύο διαδίκων ... Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι μια οφειλή προς τον Π. Μ., ποσού 1.140 ευρώ, ... τακτοποιήθηκε άμεσα από τον εφεσίβλητο, χωρίς μάλιστα να ζημιωθεί η εταιρεία ... Εξάλλου, και από τη με ημερομηνία 6-6-2011 επιστολή των εκκαθαριστών της εταιρείας ... αποδεικνύεται ότι κατά την εκκαθάριση βρέθηκαν ελάχιστες οφειλές της εταιρείας προς τρίτους ... Τέλος, τα όσα ισχυρίστηκε ο εκκαλών, ότι αδυνατεί να υποβάλλει εμπρόθεσμα στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Αιγίου τη φορολογική του δήλωση, διότι αρνείται ο εφεσίβλητος να του προσκομίσει τα απαραίτητα έγγραφα προς τούτο, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκαν. Επομένως, τα παραπάνω αναγραφόμενα από τον εκκαλούντα στην από 24-3-2008 έγγραφη καταγγελία της εταιρείας ... ήσαν ψευδή και ο ίδιος γνώριζε το ψεύδος αυτών. Ειδικότερα, ο εκκαλών γνώριζε ότι μέχρι τον Σεπτέμβριο του έτους 2007 είχε άμεση πρόσβαση σε όλες τις συναλλαγές της εταιρείας και σε όλες τις ενέργειες στις οποίες είχε προβεί ο εφεσίβλητος ως διαχειριστής αυτής, ότι και κατά τους επόμενους μήνες ουδέποτε αποξενώθηκε από την εταιρεία σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε να μην γνωρίζει τίποτε για την οικονομική της πορεία, ότι οι μεμονωμένες οφειλές που δημιουργούνταν προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ., το Ι.Κ.Α. ή τρίτα πρόσωπα δεν οφείλονταν σε κακή διαχείριση του εκκαλούντος, αλλά στις καθυστερήσεις είσπραξης των οφειλόμενων αμοιβών από το Δήμο ..., γεγονός σύνηθες στις οικονομικές συναλλαγές, καθώς και ότι ο εφεσίβλητος δεν προέβη σε καμία ενέργεια, εκ της οποίας το αποτέλεσμα ήταν να μην μπορεί ο ίδιος να υποβάλει φορολογική δήλωση. Σκοπός δε του εκκαλούντος ήταν με τα ανωτέρω ψευδή περιστατικά που συμπεριέλαβε στην ως άνω καταγγελία, να επιρρίψει τις ευθύνες για τη λύση της εταιρείας αποκλειστικά στον εφεσίβλητο, εμφανίζοντας αυτόν ως κακό διαχειριστή, αδιαφορώντας για τις όποιες δυσμενείς συνέπειες θα είχε η λύση της εταιρείας τη δεδομένη στιγμή, για την ίδια την εταιρεία, για τον εφεσίβλητο ως διαχειριστή αυτής, καθώς και για τον αντίκτυπο των αναγραφομένων στην καταγγελία, για την προσωπική και επαγγελματική εικόνα αυτού (εφεσίβλητου). Τα ανωτέρω ψευδή περιστατικά, που περιέλαβε εν γνώσει του ο εκκαλών στην από 24-3-2008 καταγγελία περιήλθαν σε γνώση ευρύτερου αριθμού προσώπων, στα οποία κοινοποιήθηκε η καταγγελία αυτή, δηλαδή σε υπαλλήλους της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Αιγίου, της Δ.Ο.Υ. Αιγίου και του Δήμου ... και ήταν πρόσφορα να επιφέρουν και πράγματι επέφεραν προσβολή της προσωπικότητας του εφεσίβλητου, στις εκφάνσεις της τιμής και της υπόληψής του, αφού με την καταγγελία αυτή παρουσιάστηκε ως αναξιόπιστος και αφερέγγυος εργολάβος δημοσίων έργων, γεγονός που είχε αρνητικό αντίκτυπο στην επαγγελματική του δραστηριότητα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με την υπ'αριθ. 197/2014 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αιγίου ο εκκαλών κρίθηκε αθώος της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος του εφεσίβλητου, με το σκεπτικό ότι "δεν προέκυψε πρόθεση του κατηγορούμενου να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του πολιτικώς ενάγοντος, απλώς ο κατηγορούμενος, λόγω των πολύ κακών σχέσεων που είχε με το συνεταίρο του, πολιτικώς ενάγοντα, και της ελλιπούς πληροφόρησης ως προς τις οικονομικές εκκρεμότητες της εταιρείας τους, προέβη στην ως άνω ενέργεια με αποκλειστικό σκοπό να λύσει το ταχύτερο δυνατό την εταιρεία, τακτοποιώντας ταυτόχρονα και τις εκκρεμότητες που υφίσταντο κατά τον επίδικο χρόνο". Το γεγονός όμως αυτό ουδεμία επιρροή ασκεί στην προκειμένη δίκη, προεχόντως διότι, κατ'άρθρο 321 Κ.Πολ.Δικ., στην πολιτική δίκη δεν παράγεται δεδικασμένο από απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών με την ανωτέρω περιγραφόμενη συμπεριφορά του, πράγματι προσέβαλε παράνομα την προσωπικότητα του εφεσίβλητου στις εκφάνσεις της τιμής και της υπόληψής του, τελώντας σε βάρος του το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, που συνιστά και αδικοπραξία κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 Α.Κ., ο τελευταίος (εφεσίβλητος) δικαιούται να λάβει χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη". Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που είχε αποφανθεί ομοίως και είχε επιδικάσει υπέρ του αναιρεσιβλήτου ποσό 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη αυτός από την συκοφαντική δυσφήμηση του αναιρεσείοντος. Ήδη, ο αναιρεσείων με τον δεύτερο, κατά το πρώτο μέρος του, λόγο της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ. ισχυρίζεται ότι για το ποινικό αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως, που ταυτίζεται απόλυτα κατά τα πραγματικά περιστατικά του με το αστικό αδίκημα, επί του οποίου θεμελιώθηκε η ευθύνη του για την καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως στον αναιρεσίβλητο, κηρύχθηκε αμετάκλητα αθώος, δυνάμει της υπ'αριθμ. 197/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αιγίου. Ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν εναρμόνισε τις πραγματικές παραδοχές της με τις (αθωωτικές) παραδοχές της ποινικής αποφάσεως, αποκλείοντας, ως εκ τούτου, την αστική του ευθύνη, αλλά αντίθετα έκανε δεκτή την αγωγή, δεχόμενη την αστική του ευθύνη, με αποτέλεσμα να παραβιάσει ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 Ε.Σ.Δ.Α. και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, συνακολούθως δε η προσβαλλομένη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τις προεκτεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, παραβιάζοντας το υπέρ αυτού τεκμήριο αθωότητας. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ο λόγος αυτός της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος, διότι το Εφετείο, μη εναρμονίζοντας τις πραγματικές παραδοχές του με τις παραδοχές της αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, δεν παραβίασε τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, αφού ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο, που εξετάζει το ίδιο βιοτικό συμβάν, κωλύεται να καταλήξει - μετά από αποδείξεις και αιτιολογημένα - σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, υποχρεούμενο να αποδεχθεί την ποινική αθώωση και να την θέσει ως βάση στην απόφασή του. Και ναι μεν το πολιτικό δικαστήριο έχει υποχρέωση συνεκτιμήσεως των αθωωτικών αποφάσεων χάριν σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας, όμως, η υποχρέωση συνεκτιμήσεως δεν ισοδυναμεί σε καμία περίπτωση με δέσμευση του πολιτικού δικαστή από την αθωωτική ποινική απόφαση, καθ'όσον ειδικότερα από τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε την ως άνω αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αιγίου, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε ερμηνεία της ως προς τους λόγους απαλλαγής του εναγομένου - τότε κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, ούτε αποφάνθηκε άμεσα ή έμμεσα για την ποινική ενοχή του, ώστε να ανακύπτει ζήτημα αμφισβητήσεως του εκ της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως παραγομένου τεκμηρίου αθωότητας του ήδη αναιρεσείοντος για την πράξη για την οποία κατηγορήθηκε και αθωώθηκε, ενώ, εξ άλλου, η περιεχόμενη στην προσβαλλομένη απόφαση δήλωση ότι "τα ανωτέρω ψευδή περιστατικά, που περιέλαβε εν γνώσει του ο εκκαλών στην από 24.3.2008 καταγγελία περιήλθαν σε γνώση ευρύτερου αριθμού προσώπων....... και ήταν πρόσφορα να επιφέρουν και επέφεραν πράγματι προσβολή της προσωπικότητας του εφεσιβλήτου, στις εκφάνσεις της τιμής και της υπόληψής του....", δεν αποτελεί δήλωση σχετικά με την ποινική ενοχή του εναγομένου - τότε κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, εφόσον, από το σύνολο των προεκτεθεισών αιτιολογιών της προσβαλλομένης αποφάσεως καθίσταται σαφές ότι το Εφετείο, το μεν αξιολόγησε μόνον τα στοιχεία της σχετικής ποινικής διατάξεως, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση τόσο της ποινικής, όσο και της αστικής ευθύνης, το δε περιορίστηκε ρητώς μόνον σ'αυτά, χωρίς να διαλάβει δηλώσεις καταλογισμού ποινικής ευθύνης στον αμετακλήτως αθωωθέντα (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. Fleschner κατά Γερμανίας). Ένα μέλος του Δικαστηρίου, και συγκεκριμένα ο αρεοπαγίτης Γεώργιος Αποστολάκης είχε τη γνώμη ότι, και αν ακόμη το δικαστήριο της ουσίας με τη φρασεολογία και τη γλώσσα που χρησιμοποίησε στο σκεπτικό του αναφορικά με την αθώωση του εναγομένου, δημιούργησε αμφιβολίες για την αθώωσή του, παραβιάζοντας έτσι το απορρέον από το άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ τεκμήριο αθωότητας, η παραβίαση αυτή, προβαλλόμενη από τον εναγόμενο ως λόγο αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστά αλυσιτελή και ως εκ τούτου απαράδεκτο λόγο αναιρέσεως, αφού η επικαλούμενη πλημμέλεια δεν επιδρά κατά νόμο στο διατακτικό της απόφασης που έκανε δεκτή την κατά του αθωωθέντος αγωγή αποζημιώσεως. Συγκεκριμένα, όπως πάγια γίνεται δεκτό, για να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει το σφάλμα να επέδρασε στο διατακτικό της, αλλιώς ο Άρειος Πάγος θα περιορισθεί στην αντικατάσταση της εσφαλμένης αιτιολογίας (άρθρο 578 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, ο λόγος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται αν ο κανόνας δεν εφαρμόσθηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή (ολομ. ΑΠ 36/1988). Επί παραδοχής, όμως, αγωγής αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας ο κρίσιμος κανόνας δικαίου, που εφαρμόσθηκε και λόγω πληρώσεως του πραγματικού του δικαιολόγησε το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι αυτός του άρθρου 914 ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 297-299 ΑΚ και όχι το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ. Η παραβίαση του τελευταίου από το δικαστήριο της ουσίας με την αμφισβήτηση της αθωώσεως του εναγομένου (μέσω της φρασεολογίας και της γλώσσας της απόφασής του) δεν επηρέασε το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο στηρίχθηκε μόνον στην εφαρμογή των ως άνω διατάξεων (914, 297-299 ΑΚ), στο πραγματικό των οποίων δεν περιλαμβάνεται η (παραβιασθείσα) διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ. Σε μία τέτοια περίπτωση, ο Άρειος Πάγος θα έπρεπε διαπιστώνοντας την αμφισβήτηση της αθωώσεως του εναγομένου, να περιορισθεί στην αντικατάσταση της εσφαλμένης αιτιολογίας κατά το άρθρο 578 ΚΠολΔ.
Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, ο, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δικ., δεύτερος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος της ένδικης από 2.3.2017 αιτήσεως για αναίρεση της 34/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, ο οποίος παραπέμφθηκε στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την 8/2019 απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, πρέπει να απορριφθεί. Ακολούθως πρέπει να αναπεμφθεί η αίτηση προς περαιτέρω διερεύνηση των λοιπών λόγων της στο Α2 Πολιτικό Τμήμα, για τους οποίους το Τμήμα επιφυλάχθηκε (άρθρο 580 παρ. 5 του Κ.Πολ.Δικ.), αλλά και για να αποφανθεί για το σύνολο της δικαστικής δαπάνης της αναιρετικής δίκης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τον δεύτερο, κατά το πρώτο μέρος του, λόγο της ένδικης από 2.3.2017 αιτήσεως για αναίρεση της 34/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, ο οποίος παραπέμφθηκε στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την 8/2019 απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου
Αναπέμπει την υπόθεση στο Α2 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου προς έρευνα των λοιπών λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Ιουνίου 2020.
ΠΗΓΗ: https://www.ddikastes.gr/nomologia
Αριθμός Απόφασης : 5290 /2020...
http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/dprotodikeiothe/apofaseis?
Μ.Π.Πειρ. 460/2020
ΕΡΜΗΝΕΙΑ 1034 Κ.Πολ.Δ. - ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΣΧΕΤΙΚΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ. - Προϋπόθεση επιβολής της αναγκαστικής διαχείρισης είναι η ύπαρξη ανεξόφλητης οφειλής και όχι η εκούσια άρνηση ..
https://www.tetravivlos.com/
Από το αρχείο του συνδρομητή μας Χρίστου Μπούρα, δικηγόρου Αθηνών
Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας
Απόφ.311/2018
Ανάθεση επιμέλειας ανήλικου τέκνου στους παππούδες ενώ η μητέρα υπάρχει
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αριθμός απόφασης 311/2018 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ..
ΠΗΓΗ:www.nomorama-nt.gr
Ειρηνοδικείο Αθηνών Απόφ. 443/2019
Ανατροπή προθεσμίας άρθρου 1019 ΚΠολΔ.Υπολογισμός προθεσμίας ανατροπής κατάσχεσηςστο έτοςπεριλλαμβάνεται και το διάστημα 7-8 μηνών από την επιβολή κατάσχεσης μέχρι την ημερομηνία 1ου πλειστηριασμού. ..
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Απόφ.443/2019
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Αικατερίνη Τοκιάν, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18-4-2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ : 1)... και 2)..., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Κωνσταντίνου Μπάκα . ΤΗΣ ΚΑΘ'ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ : ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αιόλου αρ. 86 και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της ... Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από ...-2019 αίτησή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με .../2019 και .../2019 και προσδιορίστηκε για τη παραπάνω δικάσιμο. Ακολούθησε συζήτηση όπως σημειώνεται στα πρακτικά. ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την κρινόμενη αίτηση, οι αιτούντες ζητούν να ανατραπεί η αναγκαστική κατάσχεση που επιβλήθηκε με την με αριθμ. ...-2017 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετεΐο Πειραιώς Ειρήνης Εξάρχου, επί της περιγραφομένης σ'αυτήν οριζόντιας ιδιοκτησίας τους - ακινήτου, που τους ανήκει κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα τους και το οποίο βρίσκεται επί της συμβολής των οδών Λεωφόρου..., αριθμό ... και ... και για το λόγο ότι από την επιβολή της κατάσχεσης μέχρι την άσκηση της αίτησης, έχει παρέλθει χρονικό διάστημα που υπερβαίνει το ένα έτος. Τέλος δε ζητούν να καταδικαστεί η αντίδικός τους στη πληρωμή των δικαστικών τους εξόδων. Η αίτηση αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ και είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1019 παρ. 1 και 2 και 176 ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως να ερευνηθει περαιτέρω και κατ'ουσίαν. Κατά το άρθρο 1019 ΚΠολΔ, η κατάσχεση, εφόσον δεν ακολούθησε πλειστηριασμός μέσα σε ένα έτος, αφότου επιβλήθηκε ή αναπλειστηριασμός μέσα σε έξι μήνες από τον πλειστηριασμό, ανατρέπεται, αν το ζητήσει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, με απόφαση του Ειρηνοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, το οποίο δικάζει κατά την διαδικασία των άρθρων 686 επ. Το δικαστήριο γνωστοποιεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση αμέσως την απόφαση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ο οποίος οφείλει να σταματήσει κάθε περαιτέρω ενέργεια και να ζητήσει να εγγράφει η σχετική σημείωση στο βιβλίο κατασχέσεως. Η ανατροπή λογίζεται ότι έχει επέλθει ως προς όλους, αφότου δημοσιευθεί η απόφαση. Με τη διάταξη αυτή, εισάγεται ο θεσμός της ανατροπής της κατασχέσεως, εφόσον ο πλειστηριασμός δεν γίνει μέσα στο καθοριζόμενο από αυτήν χρονικό διάστημα, με σκοπό την επίσπευση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως, την αποφυγή της παρελκύσεώς της από τον επισπεύδοντα, που ενδεχομένως αδρανεί, και
την αποτροπή της μακροχρόνιας δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Η ανατροπή της κατασχέσεως δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αλλά απαγγέλλεται με δικαστική απόφαση του ειρηνοδικείου του τόπου της εκτελέσεως, που είναι αμετάκλητη. Αυτή εκδίδεται μετά από αίτηση αυτού που έχει έννομο συμφέρον και κυρίως του καθού η εκτέλεση οφειλέτου ή τρίτου κυρίου του ενυποθήκου ακινήτου. Το δικαστήριο που διατάσσει την ανατροπή, ερευνά μόνον την ύπαρξη των προϋποθέσεων του νόμου, εφόσον δε συντρέχει η προϋπόθεση της παρελεύσεως του νομίμου χρόνου, είναι υποχρεωμένο να την διατάξει. Άμεση συνέπεια της εκδιδόμενης αποφάσεως, που έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, είναι η κατάργηση της εκτελεστικής διαδικασίας και η ακυρότητα των περαιτέρω διαδικαστικών πράξεων, καθώς και του πλειστηριασμού. Η μετά την ανατροπή επερχομένη ακυρότητα για τις πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας που τυχόν θα επακολουθήσουν, είναι δικονομική, ήτοι προτείνεται και απαγγέλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 933 επ. (ΑΠ 1508/2018 δημ Νόμος). Ειδικότερα επί ακινήτων, η ανατροπή διατάσσεται εφόσον από την επομένη της ημέρας επιβολής της κατάσχεσης δια της συντάξεως της σχετικής εκθέσεως (993 παρ. 1 ΚΠολΔ ) και ανεξαρτήτως από το εάν ακολούθησαν ή όχι οι κατ'άρθρ. 995 ΚΠολΔ κοινοποιήσεις της κατασχετήριας έκθεσης ή οι εγγραφές στα Βιβλία Κατασχέσεων, και έως τη συζήτηση της σχετικής αιτήσεως παρήλθε ένα έτος χωρίς να ακολουθήσει ο πλειστηριασμός, ή εάν έγινε πλειστηριασμός χωρίς να καταβληθεί το πλειστηρίασμα, παρήλθαν έξι μήνες χωρίς να έχει χωρήσει αναπλειστηριασμός. Στις ως άνω προθεσμίες δεν υπολογίζονται τα χρονικά διαστήματα που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 1019 ΚΠολΔ , αλλά για την ταυτότητα του νομικού λόγου, θα πρέπει η διάταξη αυτή να εφαρμόζεται αναλόγως και σε άλλες περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο δανειστής βρίσκεται σε νομική ή πραγματική αδυναμία συνεχίσεως της εκτελεστικής διαδικασίας, ενόψει του ότι ο νομοθέτης, κατά τη θέσπιση της παρ. 2 της 1019 ΚΠολΔ, θέλησε να μην συνυπολογίζονται στις ανωτέρω προθεσμίες εκείνα τα χρονικά διαστήματα απροσδιορίστου χρονικής διάρκειας, κατά τα οποία εκ του νόμου παρεμποδίζεται και αδρανεί η εκκρεμής διαδικασία του πλειστηριασμού. Έτσι, μεταξύ άλλων, δεν υπολογίζονται και αφαιρούνται από τις προθεσμίες του έτους και των 6 μηνών και τα διαστήματα κατά τα οποία ο δανειστής εμποδιζόταν να συνεχίσει την εκτέλεση για λόγους μη οφειλόμενους σε δική του αδράνεια, όπως ιδίως όταν αυτό επιβάλλεται από νομικούς λόγους ή σε περίπτωση νομοθετικής πρόβλεψης αναστολής πλειστηριασμών, όπως πχ με ΠΝΠ 181/16.09.2009, Ν 3814/2010, Ν 3858/2010, ΠΝΠ 04.01.2011/υπ'αριθμ. 1 τεύχος Α/04.01.2011 ΦΕΚ, Ν 'χ 3986/2011, ΠΝΠ 16.12.2011/ΦΕΚ τεύχος A 262/16.12.2011, ΠΝΠ 18.12.2012 τεύχος Α' 246/18-12-2012, Ν. 4128/2013, ΥΑ 49214/ 21-7-2015 (ΕιρΑαρ. 95/2011 ΕΠολΔ 2011.658). Η κατάσχεση τέλος ανατρέπεται από τη δημοσίευση της αποφάσεως που την κηρύσσει και η οποία ισχύει έναντι πάντων, γνωστοποιείται δε η απόφαση στον ορισθέντα υπάλληλο του πλειστηριασμού που οφείλει να σταματήσει κάθε περαιτέρω πράξη εκτέλεσης και να ζητήσει την εγγραφή σχετικής σημείωσης στα Βιβλία Κατασχέσεων. Το έννομο συμφέρον συνήθως θα συνίοταται στην ευχέρεια επιβολής νέας αναγκαστικής κατασχέσεως, χωρίς να αποκλείεται να έχει και διαφορετικό περιεχόμενο. Πάντως η συνδρομή ή όχι του εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του αιτούντος, ως διαδικαστικής προϋποθέσεως, θα κριθεί κατά τη διάταξη της 68_ΚΠολΔ. (ΕιρΛαμ 553/2017, ΕιρΛαμ 26/2019, ΕιρΛαμ 311/2017, ΕιρΑταλ 16/2017, όλεςδημ. Νόμος). Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και την όλη εν γένει διαδικασία, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα : Δυνάμει της με αριθμό 7/13-11-2017 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου (διαμερίσματος) της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς Ειρήνης Εξάρχου, η οποία κοινοποιήθηκε από την καθ'ης στους αιτούντες στις 14-11-2017, η καθ'ης
κατάσχεσε αναγκαστικά το υπό στοιχείο 1-1 διαμέρισμα οριζόντια ιδιοκτησία, το οποίο ανήκει κατά πλήρη κυριότητα και σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου σε έκαστο των αιτούντων και το οποίο βρίσκεται σε πολυκατοικία κειμένη επί της συμβολής των οδών Λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, με αριθμό 55 και Ιωάννου Γενναδίου και με πρόσοψη επί της έτερης οδού I. Γενναδίου. Ειδικότερα, πρόκειται για το 1-1 διαμέρισμα, καταλαμβάνον μέρος του όλου ορόφου και συνορευόμενο ανατολικώς εν μέρει με την κοινόχρηστη ταράτσα και το κλιμακοστάσιο, εν μέρει δε με το διαμέρισμα 1-2, μεσημβρινώς με τη Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, δυτικώς με την οδό Γενναδίου και αρκτικώς με ιδιοκτησία Ζωγραφάκη, επιφάνειας 231 τ.μ. , όπως κατά τα λοιπά αναφέρεται και περιγράφεται στην με αριθμ. 3012/1974 πράξη τροποποίησης του κανονισμού της πολυκατοικίας της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., αποτελούμενο εκ της εισόδου, ενός χώλλ, ενός μικρού χωλλ, μιας τραπεζαρίας εχούσης εξώστη στη πρόσοψη της οδού Γενναδίου, ενός σαλονιού στη γωνία του ορόφου, έχοντος παράθυρο προς την Λεωφόρο Βασ. Σοφίας και έναν εξώστη προς την Γενναδίου, ενός ετέρου κοιτώνος μετά εξώστου προς την Λεωφ. Βασ. Σοφίας, ενός ετέρου σαλονιού, ένα δωματίου υπηρεσίας, ενός κεντρικού διαδρόμου, ενός δωματίου υπηρεσίας, μιας κουζίνας, ενός οφφίς με μικρή αποθήκη, ενός αποχωρητηρίου υπηρεσίας και ενός λουτρού. Στο παραπάνω διαμέρισμα ανήκει και το τμήμα της μικρής ταράτσας της ευρισκομένης έμπροσθεν της κουζίνας και του οφφίς μετά της αποθήκης με αριθμ. 12, μέχρι της διαχωριστικής προς την κοινόχρηστη ταράτσα , όπως εμφαίνεται στο σχέδιο του μηχανικού Ν. Ράλλη, που έχει προσαρτηθεί στο προαναφερόμενο συμβόλαιο. Το ανωτέρω ακίνητο αποτελεί αυτοτελή και ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία, διεπόμενη από τις διατάξεις του Ν. 3741/1929 «περί ιδιοκτησίας κατ'ορόφους», όπως αυτός ισχύει σήμερα, το Ν.Δ. 1024/1971 και τα άρθρα 1002 και 1117 του Α.Κ., στις οποίες υπήχθη δυνάμει της με αριθμ. 10.979/1951 πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας του συμβ/φου Αθηνών ..., νομίμως μεταγραφείσης, όπως τροποποιήθηκε με την με αριθμ. 3012/1974 πράξη τροποποίησης του κανονισμού της πολυκατοικίας της συμβ/φου Αθηνών ..., νομίμως μεταγραφείσης. Η παραπάνω ιδιοκτησία περιήλθε στους αιτούντες κατά ποσοστό ... εξ αδιαιρέτου στον καθένα τους, δυνάμει της με αριθμ. 5.259/5-11-2010 πράξης δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της συμβ/φου Αθηνών ..., νομίμως μεταγεγραμμένης. Ο πλειστηριασμός δε, ορίστηκε να διεξαχθεί με ηλεκτρονικά μέσα ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Οικονόμου, ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, και ορίστηκε ως ημέρα πλειστηριασμού η 27-6-2018. Περαιτέρω, οι αιτούντες κατέθεσαν στις 25-6-2018 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου την από 22- 6-2018 αίτησή τους για υπαγωγή τους στις ευνοϊκές διατάξεις του Ν. 3869/2010, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί στις 12-11-2021, με ορισθεΐσα ημερομηνία επικύρωσης την 27η Σεπτεμβρίου 2018. Την ως άνω αίτηση οι αιτούντες την έστρεψαν προς το σύνολο των πιστωτών τους μεταξύ των οποίων και η καθ'ης, και την κοινοποίησαν νομίμως προς όλους τους πιστωτές τους. Έτσι με τη κατάθεση της αίτησης επήλθε αυτοδικαίως εκ του νόμου, απαγόρευση λήψης διωκτικών μέτρων, κατ'εφαρμογή της διάταξης της παρ. 5 του άρθρου 4 του ν. 3869/2010, με αποτέλεσμα να ανασταλεί και να μην διενεργηθεί ο πλειστηριασμός της 27-6-2018. Στη συνέχεια, οι αιτούντες κατέθεσαν στις 18-9-2018 ενώπιον της Γραμματείας του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου, το από 18-9-2018 δικόγραφό τους περί παραίτησης αυτών από την ανωτέρω αίτησή τους για υπαγωγή στο ν. 3869/2010 και στις 19-9-2018 επέδωσαν νομίμως αντίγραφο του ως άνω δικογράφου παραίτησης στην καθ'ης Τράπεζα, καθώς και σε όλους τους πιστωτές τους, κατά των οποίων στρεφόταν η αίτηση. Στη συνέχεια, με την με αριθμ. 1268/2019 πράξη της επί του πλειστηριασμού συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Οικονόμου, η καθ'ης δήλωσε ότι στις 2-5-2019 θα διενεργηθεί ενώπιον της ως άνω επί του πλειστηριασμού συμβολαιογράφου, αναγκαστικός πλειστηριασμός εναντίον τους με ηλεκτρονικό μέσα. Η ημερομηνία δημοσίευσης του ως άνω πλειστηριασμού έγινε
ηλεκτρονικά την 1-3-2019, όπως προκύπτει από την αντίστοιχη προσκομιζόμενη ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών. Από την επόμενη ημέρα επιβολής της κατάσχεσης, που είναι η 14-11-2017 μέχρι τη συζήτηση της υπό κρίση αίτησης κατά τη παραπάνω δικάσιμο 18-4-2019, έχει παρέλθει συνολικό χρονικό διάστημα 17 μηνών και 4 ημερών. Από αυτό το διάστημα θα πρέπει να αφαιρεθεί το διάστημα από τις 25-6-2018, που κατέθεσαν οι αιτούντες την αίτηση για υπαγωγή τους στο Ν. 3869/2010 μέχρι τις 199-2018, οπότε και επέδωσαν στην καθ'ης το από 18-9-2018 δικόγραφο της παραίτησής τους, ήτοι διάστημα δύο (2) μηνών και 25 ημερών. Ήτοι, από την επομένη της επιβολής της αναγκαστικής κατάσχεσης (14-11-2017) μέχρι τη συζήτηση της αίτησης, έχουν παρέλθει συνολικά 429 ημέρες (514 ημέρες-85 ημέρες) και συνεπώς έχει παρέλθει η ετήσια προθεσμία που τάσσει το άρθρο 1019 ΑΚ. Περαιτέρω, η καθ'ης ισχυρίζεται ότι το διάστημα από 11-12-2018 έως 2-4- 2019, κατά το οποίο, όπως αναφέρει, οι αιτούντες ήταν σε διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης της οφειλής τους προς την ίδια και συνεπώς δεν μπορούσε να επισπεύσει πλειστηριασμό εναντίον τους για πραγματικό λόγο, και έτσι θα πρέπει να μην προσμετρηθεί στην ετήσια προθεσμία. Πλην όμως, οι αιτούντες στις 15-2-2019 έκαναν γραπτή πρόταση συναινετικής οριστικής διευθέτησης της μεταξύ τους διαφοράς, που την απηύθυναν στην αντίδικό τους, προτείνοντάς της την εφάπαξ καταβολή του ποσού των 290.000 €. Η τελευταία δε, με την από 2-4-2019 έγγραφη απάντησή της, τους απάντησε ότι το αργότερο μέχρι τις 10-42019, θα έπρεπε να καταβάλουν το ποσό των 550.000 €, προκειμένου να συναινέσει αυτή στην άρση της κατάσχεσης και του σχετικού βάρους, καθώς και στην ακύρωση του προγράμματος πλειστηριασμού της 2-5-2019 που είχε επιβάλλει αυτή ήδη, επί του ακινήτου ιδιοκτησίας τους. Από δε την προσκομιζόμενη ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών, όπως προεκτέθηκε, η ημερομηνία δημοσίευσης πλειστηριασμού ήταν την 1-3-2019. Από τα παραπάνω, πιθανολογείται ότι η καθ'ης δεν ανέβαλλε την διαδικασία του ορισμού νέας ημέρας πλειστηριασμού, ούτε καθυστέρησε την εκτέλεση, ούτε ότι δεν μπορούσε να επισπεύσει πλειστηριασμό εναντίον τους για πραγματικό λόγο, λόγω σταδίου διαπραγματεύσεων, αφού πριν την απάντησή της στις 2-4-2019, που ήταν απορριπτική της πρότασης των καθ'ων, είχε ήδη ορίσει και δημοσιεύσει από την 1-3-2019, νέα ημερομηνία πλειστηριασμού στις 2-5-2019. Συνεπώς, απορριπτέος τυγχάνει ο σχετικός ισχυρισμός της καθ'ης, ως αβάσιμος κατ'ουσίαν. Περαιτέρω, ο έτερος ισχυρισμός της καθ'ης είναι ότι, μετά τη τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με το ν. 4335/2016, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 954 παρ. 2 εδ. ε’ ΚΠολΔ, με την οποία η ημέρα του πλειστηριασμού ορίζεται υποχρεωτικά επτά (7) μήνες από τη ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης και όχι πάντως μετά τη παρέλευση οκτώ (8) μηνών από την ημέρα αυτή,.... ενώ μέχρι τότε μπορούσε να ακολουθήσει ο πλειστηριασμός εντός 40 ημέρων. Και ότι το υποχρεωτικό διάστημα των επτά έως οκτώ μηνών, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως νεκρό χρονικό διάστημα και αναλογικά να εφαρμοστεί ως λόγος νομικός που εμποδίζει τη πρόοδο της εκτελεστικής διαδικασίας και να αφαιρείται ο χρόνος αυτός από την ετήσια προθεσμία του 1019 ΚΠολΔ. Πλην όμως, ο νομοθέτης με το Ν. 4335/2015 που ίσχυσε από 1-1-2016, όρισε υποχρεωτικά το διάστημα που πρέπει να περάσει από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης έως την ημέρα του πλειστηριασμού, δεν επενέβη και δεν τροποποίησε αντιστοίχως και τη παράγραφο 2 του άρθρου 1019 ΚΠολΔ. Εδώ λοιπόν, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί νεκρό χρονικό διάστημα και δη απροσδιόριστης χρονικής διάρκειας, όπως προεκτέθηκε σχετικώς στη μείζονα σκέψη της απόφασης, η υποχρεωτική νομική επιταγή για τον χρόνο ορισμού του πλειστηριασμού, ούτε νομικός λόγος αδυναμίας συνέχισης της αναγκαστικής εκτέλεσης, εφόσον δεν πρόκειται για έκδοση απόφασης ή άσκηση ενδίκου μέσου ή ακόμη ακόμη περί κάποιας έκτακτης ή μεταγενέστερης νομοθετικής πρόβλεψης (πχ αναστολής πλειστηριασμών), που να επιφέρει αδυναμία του δανειστή, αλλά για θεσμοθετημένο χρονικό διάστημα, που ορίζεται από το νόμο, και το οποίο ο νομοθέτης,
δεν θέλησε να το αλλάξει, χωρίς επομένως να χωρεί νομική αναλογία. Συνεπώς, απορριπτέος τυγχάνει και ο αντίστοιχος ισχυρισμός της καθ'ης, ως νόμω αβάσιμος. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον από την επιβολή της κατάσχεσης (14-11-2017) μέχρι τη συζήτηση της υπό κρίση αίτησης, έχει παρέλθει χρόνος πλέον του έτους, χωρίς να έχει διενεργηθεί πλειστηριασμός του κατασχεθέντος ακινήτου και εφόσον πιθανολογήθηκε ότι οι αιτούντες έχουν έννομο συμφέρον να ζητήσουν την ανατροπή της κατάσχεσης, ως οφειλέτες και κύριοι του κατασχεθέντος ακινήτου, πρέπει η υπό κρίση αίτηση να γίνει δεκτή, ως βάσιμη κατ'ουσίαν και να διαταχθεί η ανατροπή της κατάσχεσης που έχει επιβληθεί με την με αριθμ. ...-11-2017 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς ..., επί του ακινήτου των αιτούντων. Τα δικαστικά έξοδα των αιτούντων πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της καθ'ης, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρ. 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δικάζει κατ'αντιμωλίαν των διαδίκων. Δέχεται την αίτηση. Διατάσσει την ανατροπή της κατάσχεσης που επιβλήθηκε με την με αριθμ....-11-2017 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς Ειρήνης Εξάρχου, επί του ακινήτου των αιτούντων, και κατά ποσοστό ... εξ αδιαιρέτου στον καθένα τους, του με στοιχείο 1-1 διαμερίσματος οριζόντιας ιδιοκτησίας, που βρίσκεται στη πολυκατοικία επί της συμβολής των οδών ... αριθμ. ... και ... Διατάσσει τη γνωστοποίηση της απόφασης αυτής στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, συμβολαιογράφο Αθηνών ... Επιβάλλει σε βάρος της καθ'ης τα δικαστικά έξοδα των αιτούντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις ...-4-2019.
ΠΗΓΗ www.nomorama-nt.gr
Μονομελές Πρωτοδικείο Μυτιλήνης Απόφ.130/2019
Με το άρθρο 23 ν.4549/14.6.2018 (ΦΕΚ υπ’ αρ. 105Α΄/14.6.2018) τροποποιήθηκε το άρθρο 966 παρ.2 ΚΠολΔ και ειδικότερα στο τέλος της παραγράφου προστέθηκε εδάφιο, κατά το οποίο ο αιτών οφείλει να προσκομίσει κατά...
ΠΗΓΗ:www.nomorama-nt.gr
Μονομελές Πρωτοδικείο Μυτιλήνης Απόφ. 214/2019
Με τη θέσπιση του ν.4335/2015 καταργήθηκε το άρθρο 938 ΚΠολΔ, το οποίο ρύθμιζε την αίτηση αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης, και πλέον κατ’ άρθρο 937 παρ.1γ΄ ΚΠολΔ η αίτηση αναστολής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας χορηγείται μόνον επί άμεσης εκτέλεσης (αφαίρεση κινητών και αποβολή από ακίνητο κατ’ άρθρα 942 και 943 ΚΠολΔ αντίστοιχα) και όχι επί έμμεσης εκτέλεσης, δηλαδή επί εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων.
ΜΠρΑθ 962/2012 Παρεμπίπτουσα αγωγή σε ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ κατά Διαταγής Πληρωμής
ΜΠρΑθ 962/2012
Παρεμπίπτουσα αγωγή σε ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ κατά Διαταγής Πληρωμής -.
Ομαδικό ασφαλιστήριο ζωής δανειολήπτη στεγαστικού δανείου. Επέλευση ..
ασφαλιστικού κινδύνου - αναπηρία. Ευθύνη ασφαλιστικής εταιρίας για αποπληρωμή ανεξόφλητου κεφαλαίου δανείου.
Αριθμός Απόφασης
962/2012
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή Κωνσταντίνο Σκούβαρη, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοικήσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών, και το Γραμματέα Ηλία Ηλιάδη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 5η Σεπτεμβρίου 2011, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των καλούντων - εναγόντων: 1) ... και 2) ..., κατοίκου Αγίων Αναργύρων, αμφοτέρων κατοίκων Αγίων Αναργύρων Αττικής, οδός ... αρ. ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους …..
Της καθ'ης η κλήση — παρεμπιπτόντως εναγομένης: Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΑΧΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», νομίμως εκπροσωπούμενης, με έδρα στην Αθήνα (οδός Μιχαλακοπούλου αρ. 48), η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της …..
Με την κρινομένη από 12/5/2011 (αρ. κατ. 88495/743/18-5-2011) κλήση, τους, που προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται ανωτέρω και γράφηκε στο πινάκιο (υπ!: αρ. ΤΔ/2), οι καλούντες επαναφέρουν προς συζήτηση την από 1/9/2009 (αρ. κατ. 154290/9473/7-9-2009) παρεμπίπτουσα αγωγή τους κατά της καθ'ής η κλήση, μετά την υπ'αρ. 2888/2010 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία ανεβλήθη η έκδοση οριστικής απόφασης και διετάχθη ιατρική πραγματογνωμοσύνη.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ'αυτές και στα πρακτικά της δίκης.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΏΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.1. Οι εδώ καλούντες ... και ..., με την από 29/10/2007 ανακοπή τους (αρ. κατ. 235752/10344/29-10-2007) κατά της τράπεζας «ALPHA ΒΑΝΚ», ζήτησαν την ακύρωση της υπ'αρ. 9812/2007 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία διατάσσονται να καταβάλει στην ως άνω τράπεζα, από σύμβαση στεγαστικού δανείου, το ποσό των € 48.665,87 ευρώ νομιμοτόκως από 3/2/2005, πλέον τόκων επί καθυστερουμένων τόκων ανατοκιζομένων ανά εξάμηνο. Πιο συγκεκριμένα, με τον πρώτο και μοναδικό λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες ζητούσαν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, εκθέτοντας τα εξής: Ότι, μεταξύ της καθ'ης η ανακοπή «ALPHA ΒΑΝΚ» και του 1ου ανακόπτοντος, καταρτίστηκε η υπ'αριθμ. 605/8-10-2002 σύμβαση στεγαστικού δανείου, ποσού 44-000 ευρώ. Ότι η 2η ανακόπτουσα εγγυήθηκε έναντι της τράπεζας την καλή εκτέλεση της σύμβασης από τον 1° ανακόπτοντα - πρωτοφειλέτη. Ότι βάσει ειδικότερων όρων της ως άνω δανειστικής σύμβασης η καθ'ης η ανακοπή ενέταξε τον ανακόπτοντα, ως ασφαλιζόμενο δανειολήπτη, στο υπ'αριθμ. 105000 ομαδικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «ΑΧΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» με αντισυμβαλλόμενη την «ALPHA ΒΑΝΚ», με σκοπό την αποπληρωμή του κάθε φορά υπολοίπου του δανείου από την ανωτέρω ασφαλιστική εταιρία σε περίπτωση θανάτου ή μόνιμης ολικής ανικανότητας του ασφαλιζόμενου δανειολήπτη (1ου ανακόπτοντος). Ότι στις 9-2-2004 ο ΐος ανακόπτων υπέστη το περιγραφέν στην ανακοπή του εγκεφαλικό επεισόδιο συνεπεία του οποίου κρίθηκε ανίκανος προς εργασία λόγω αναπηρίας σε ποσοστό 67% και του απονεμήθηκε αναπηρική σύνταξη. Ότι επελθόντος του ασφαλιστικού κινδύνου έπρεπε αυτός να απαλλαγεί από την συμβατική του υποχρέωση προς πληρωμή του ανεξόφλητου υπολοίπου του επίδικου δανείου που είχε λάβει από την «ALPHA ΒΑΝΚ», πλην όμως η τελευταία αρνήθηκε να το πράξει, παρά τις από 19-1-2005 και 26-2-2007 εξώδικες δηλώσεις του προς αυτήν.
1.2. Επιπροσθέτως, οι εδώ καλούντες ... και ..., με την από 1/9/2009 (αρ. κατ. 154290/9473/7-9-2009) προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή κατά της καθ'ής η κρινομένη κλήση «ΑΧΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ», προσεπικάλεσαν την τελευταία στη δίκη που είχε ανοιχθεί με την ως άνω ανακοπή τους κατά της «ALPHA ΒΑΝΚ», και παράλληλα, σε περίπτωση απόρριψης της ανακοπής τους, ζήτησαν να αναγνωρισθεί ότι η «ΑΧΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ» οφείλει να τους καταβάλει, ως αποζημίωση, το ποσό των € 48.665,87 ευρώ νομιμοτόκως από 3/2/2005, πλέον τόκων επί καθυστερουμένων τόκων ανατοκιζομένων ανά εξάμηνο, ήτοι να τους καταβάλει ό,τι ακριβώς διατάσσονται οι ίδιοι να καταβάλουν στην «ALPHA ΒΑΝΚ», με την ανωτέρω υπ'αρ. 9812/2007 Διαταγή Πληρωμή. Πιο συγκεκριμένα, οι εδώ καλούντες, με το από 1/9/2009 δικόγραφο τους, ανακοίνωσαν τη δίκη στην προς ην η προσεπίκληση ασφαλιστική εταιρία, για την οποία ιστορούν ότι ενέταξε τον ενάγοντα, ως ασφαλιζόμενο δανειολήπτη, στο υπ'αριθμ. ... ομαδικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο της, με αντισυμβαλλόμενη την ως άνω τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ», με σκοπό την αποπληρωμή του κάθε φορά υπολοίπου του δανείου από την ανωτέρω ασφαλιστική εταιρία σε περίπτωση θανάτου ή μόνιμης ολικής ανικανότητας του ασφαλιζόμενου δανειολήπτη, και ζητούσαν από την προσεπικαλούμενη ασφαλιστική εταιρεία να παρέμβει αναγκαστικός στην μεταξύ αυτών και της καθ'ης η ανακοπή «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ» εκκρεμή δίκη, με την παρεμπίπτουσα δε αγωγή, που ενώθηκε στο δικόγραφο, ζητούσαν κατόπιν νομότυπου περιορισμού του αιτήματος του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (αρθρ. 223, 224, 295 § 1 ΚΠολΔ), με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου τους στο ακροατήριο που καταχωρήθηκε στα οικεία πρακτικά, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης «ΑΧΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ» να τους καταβάλει το ποσό των 48.665,87 ευρώ, που θα υποχρεωθούν να καταβάλουν στην ως άνω καθ'ης η ανακοπή σε περίπτωση που απορριφθεί η ανακοπή τους, με το νόμιμο τόκο από 3-2-2005 πλέον τόκων υπερημερίας επί των καθυστερούμενων τόκων, οι οποίοι ανατοκίζονται ανά εξάμηνο άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης.
1.3. Το Δικαστήριο τούτο, με την υπ'αρ. 2888/2010 εν μέρει οριστική και εν μέρει μη οριστική απόφαση του: [ι] συνεκδίκασε αντιμωλία των διαδίκων (α) την ως άνω από 29/10/2007 ανακοπή (αρ. κατ. 235752/10340/29-10-2007) κατά της τράπεζας «ALPHA ΒΑΝΚ», προς ακύρωση της υπ'αρ. 9812/2007 Διαταγής Πληρωμής και (β) την ως άνω από 1/9/2009 (αρ. κατ. 154290/9473/7-9-2009) προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή κατά της «ΑΧΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ».
[2] Απέρριψε εν όλω την από 29/10/2007 ανακοπή κατά της τράπεζας «ALPHA ΒΑΝΚ» και επικύρωσε την υπ'αρ. 9812/2007 Διαταγής Πληρωμής, αφού απέρριψε το μόνο λόγω της ανακοπής, ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας.
[3] Απέρριψε την προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση που στρεφόταν κατά της «ΑΧΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ» και είχε σωρευθεί στο ως άνω από 1/9/2009 δικόγραφο (αρ. κατ. 154290/9473/7-9-2009) κατά της τελευταίας.
[4] Εκτίμησε ότι, μετά την απόρριψη της προσεπίκλησης, η ενωμένη με αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή κατά της «ΑΧΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ» συνίσταται σε απλή αγωγή. Ακολούθως, καθ'ό μέρος η αγωγή ασκείται από τη 2η ενάγουσα ..., το Δικαστήριο με οριστική διάταξη απέρριψε αυτήν ως απαράδεκτη, ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης ενώ, καθ'ό μέρος η αγωγή ασκείται από τον ενάγοντα ..., το Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή είναι παραδεκτή και νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 1 επ. Ν. 2496/1997? 340, 346 ΑΚ, 410, 481, 70, 176 επ. ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί καταβολής τόκων από την 8-2-2005 και του αιτήματος περί ανατοκισμού των τόκων ανά εξάμηνο, κατά άρθρο 296 ΑΚ. Περαιτέρω, το Δικαστήριο τούτο, με την ως άνω υπ'αρ. 2888/2010 απόφαση του δέχθηκε τα εξής: ότι ο 1ος ενάγων ... ισχυρίζεται ότι την 9-2-2004 υπέστη οξύτατο εγκεφαλικό επεισόδιο, το οποίο του προκάλεσε ενδοεγκεφαλικό αιμάτωμα βρεγματικό αρ. και αυτόματο ενδοεγκεφαλικό αιμάτωμα δεξιά κροταφικά, δυσαρθρία και ήπια αφασία αντίληψης, ότι η ως άνω βλάβη της υγείας του είναι μη αναστρέψιμη και συνεπώς τον καθιστά ολικά ανίκανο. Ότι, προς επίρρωση των ισχυρισμών του για την κατάσταση της υγείας του, μεταξύ άλλων ιατρικών γνωματεύσεων, προσάγει και επικαλείται την υπ'αρ. πρωτ. 38/24-3-2004 γνωμάτευση της Α/βάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής Αθηνών, η οποία περιγράφει ότι αυτός πάσχει από τα ανωτέρω καθώς και από αρτηριακή υπέρταση, έχει υποστεί ακρωτηριασμό δείκτου μέσου, παράμεσου (ΔΕ) από 2η και 3η φάλαγγα προς δεκαετίας περίπου και τραυματισμό ράγας δακτύλου αρ. χειρός, ότι πάσχει από χρόνια οσφυαλγία σε έδαφος εκφυλιστικής αρθροπάθειας, καθώς επίσης και ότι έχει ποσοστό αναπηρίας 67% κατά την περίοδο από 24-3-2004 μέχρι 31-3-2006. Ότι, εφόσον στην ως άνω γνωμάτευση αναφέρεται ότι θα φέρει το ανωτέρω ποσοστό αναπηρίας για χρονικό διάστημα μόλις τριών (3) ετών, γεννώνται αμφιβολίες σχετικά με το εάν είναι πράγματι μόνιμη η ολική ανικανότητα του προς εργασία, αφετέρου δε δημιουργούνται αμφιβολίες σχετικά με την επιρροή που άσκησαν οι προϋπάρχουσες ασθένειες στην αύξηση του ποσοστού αναπηρίας αυτού. Ότι επί του ζητήματος αυτού χρειάζονται ειδικές γνώσεις της ιατρικής επιστήμης για τη διαπίστωση της ως άνω κατάστασης και ότι πρέπει, κατ'άρθρο 368 ΚΠολΔ, να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο (άρθρο 254 ΚΠολΔ), προκειμένου να προσκομισθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη ιατρού περί του εάν είναι αναστρέψιμη ή μη η βλάβη της υγείας του 1ου ενάγοντος συνεπεία του ως άνω εγκεφαλικού επεισοδίου, αλλά και προκειμένου να προσκομισθεί επιμέλεια της εναγομένης το υπ'αριθμ. 105000 ασφαλιστήριο συμβόλαιο, το οποίο, παρότι επικαλούνται, δεν προσκομίζουν οι διάδικοι, η δε προσκομιδή του οποίου είναι απαραίτητη προκειμένου να κριθεί η φύση της επίδικης ασφαλιστικής συμβάσεως και τα απορρέοντα εξ αυτής δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών σε περίπτωση επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου όπως στην προκειμένη περίπτωση. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, το Δικαστήριο τούτο, με την υπ'αρ. 2888/2010 απόφαση του, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αγωγής του 1ου ενάγοντος ... κατά της «ΑΧΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ», που είχε σωρευθεί στο ως άνω από 1/9/2009 δικόγραφο κατ'αυτής (αρ. κατ. 15429θ/9473/7-9-2009), διόρισε πραγματογνώμονα από τον κατάλογο πραγματογνωμόνων, που τηρείται στο Δικαστήριο τούτο, τον ..., ιατρό-παθολόγο, κάτοικο Νέου Ψυχικού Αττικής, οδός ..., τηλ. ..., ο οποίος αφού δώσει το νόμιμο όρκο, παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων τους, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της παρούσας και αφού εξετάσει τον 1° ενάγοντα, ..., και λάβει υπόψη του όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, τα έγγραφα που τυχόν θα προσκομιστούν από τους διαδίκους, καθώς και κάθε άλλο κατά την κρίση του χρήσιμο στοιχείο, να αποφανθεί με έγγραφη και αιτιολογημένη έκθεση: α) εάν συνεπεία του εγκεφαλικού επεισοδίου του τελευταίου που έλαβε χώρα στις 9-2-2004, κατέστη δια βίου ανάπηρος, β) σε θετική απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα, ποίο είναι το ποσοστό αναπηρίας εξ αυτού του λόγου και μόνο χωρίς να ληφθούν υπόψη τυχόν άλλες ασθένειες και σωματικές αναπηρίες (ακρωτηριασμός δείκτου-μέσου παράμεσου δε χειρός), το είδος και τη σοβαρότητα των οποίων όμως, πρέπει να προσδιορίσει και εκτιμήσει και γ) εάν ο 1ος ενάγων έπασχε από χρόνια υπέρταση εξαιτίας της οποία εμφάνισε συραγγώδη αιμαγγειώματα κι εάν τα ανωτέρω συνδέονται αιτιωδώς με το επελθόν αποτέλεσμα του εγκεφαλικού επεισοδίου.
2. Με την κρινομένη από 12/5/2011 (αρ. κατ. 88517/744/18-5-2011) κλήση τους, οι ενάγοντες ... και ... ζητούν την επαναφορά προς συζήτηση της αγωγής τους κατά της «ΑΧΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ», που είχε σωρευθεί στο ως άνω από 1/9/2009 δικόγραφο κατά της τελευταίας (αρ. κατ. 154870/9473/2009), επικαλούμενοι ότι έχει διενεργηθεί η πραγματογνωμοσύνη, που διέταξε η ως άνω υπ'αρ. 2888/2010 εν μέρει οριστική και εν μέρει μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. Η κρινομένη κλήση, καθ'ό μέρος ασκείται από την 2η καλούσα - ενάγουσα ... είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, για το λόγο ότι, όπως προαναφέρθηκε, η δική της αγωγή κατά της «ΑΧΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ» έχει εν όλω απορριφθεί με οριστική διάταξη της υπ'αρ. 2888/2010 εν μέρει οριστικής και εν μέρει μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου. Αντίθετα, η κρινομένη κλήση είναι παραδεκτή νόμιμη, καθ'ό μέρος ασκείται από τον εκκαλούντα - ενάγοντα ..., για την αγωγή του οποίου είχε διαταχθεί, με μη οριστική διάταξη, η επανάληψη της συζήτησης, προς το σκοπό της διενέργειας πραγματογνωμοσύνης.
3. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου κατά τη συζήτηση της 27/1/2010, όπως η κατάθεση τους περιέχεται στα υπ'αρ. 2888/27-1-2010 πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου, από όλα τα έγγραφα, που νομίμως οι διάδικοι προσκομίζουν μετ'επικλήσεως, συμπεριλαμβανομένων μεταξύ άλλων, της, προσκομιζόμενης μετ'επικλήσεως από τον ενάγοντα, υπ'αρ. 109/4-4-2011 ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα ιατρού - παθολόγου ..., ο οποίος διορίσθηκε με την υπ'αρ. 2888/2010 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και έδωσε το νόμιμο όρκο του πραγματογνώμονα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την 16/2/2011 (βλ. υπ'αρ. 15/16-2-2011 έκθεση όρκισης πραγματογνώμονα), της από 1/9/2011 έκθεσης του ειδικού παθολόγου - ιατρού ... που προσκομίζει μετ'επικλήσεως η εναγομένη, απεδείχθησαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά (σημειωτέον ότι προσκομίζεται το υπ'αρ. 105000/22-1-2002 «ομαδικό ασφαλιστήριο ζωής», όπως ζητήθηκε με την ως άνω μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου): Με το υπ'αρ. 105000/22-1-2002 «ομαδικό ασφαλιστήριο ζωής», που συνήφθη μεταξύ της πρώην «ALPHA ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ Α.Ε.» και ήδη «ΑΧΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ Α.Ε.» (εδώ εναγομένης) και της τράπεζας «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.», η εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση της κάλυψης του ανεξόφλητου υπολοίπου στεγαστικού δανείου, σε περίπτωση που δανειολήπτης στεγαστικού δανείου της ως άνω τράπεζας μείνει μόνιμα και ολικά ανίκανος να εκτελεί τη δική του εργασία ή οποιαδήποτε άλλη ανάλογη με τις γνώσεις του, την εκπαίδευση και την κοινωνική του θέση, ως το ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου (ανεξόφλητο κεφάλαιο και δεδουλευμένοι τόκοι) θα έχει κατά την ημερομηνία αναγνώρισης της ανικανότητας του, με μέγιστο όριο το ποσό των € 150.000 (βλ. όρο ΐ'της ως άνω υπ'αρ. 105000/22-1-2002 ασφαλιστικής σύμβασης και όρο Β.ι του παραρτήματος Α'αυτής). Περαιτέρω, συμφωνήθηκε ότι δεν καλύπτεται ανικανότητα που προήλθε άμεσα ή έμμεσα ολικά ή μερικά από σωματική βλάβη ή ασθένεια ή οποιαδήποτε βλάβη του οργανισμού ή τις ενδεχόμενες επιπλοκές τους, προγενέστερη από την έναρξη ισχύος της σύμβασης στεγαστικού δανείου (βλ. όρο Β.2.κ. του ιδίου παραρτήματος). Η διάρκεια της σύμβασης ορίσθηκε ετήσια, πλην όμως συμφωνήθηκε ότι εάν δεν καταγγελθεί εγγράφως δύο μήνες πριν από τη λήξη της αρχικής ή κάθε επομένης ετησίας περιόδου, αυτή θα ανανεώνεται εκάστοτε για χρονικό διάστημα ενός έτους (όρος 3'της σύμβασης). Οσάκις ένας δανειολήπτης ενός στεγαστικού δανείου της τράπεζας «ALPHA BANK Α.Ε.» εντασσόταν στο ομαδικό ασφαλιστήριο, η τράπεζα, σύμφωνα με την υπ'αρ. 38/8-2-2002 εγκύκλιο της, του απέστελλε μία επιστολή με προτυπωμένο, όμοιο για όλους τους δανειολήπτες, κείμενο. Το κείμενο αυτό, ως προς τα κύρια σημεία του είχε ως εξής:
«Σύμβαση Δανείου Κατοικίας αριθ. .../...-...- Αγαπητέ Κύριε, Έχουμε την ευχαρίστηση να σας γνωρίσουμε ότι, δυνάμει του υπ'αριθμόν ... ασφαλιστηρίου συμβολαίου, που η Alpha Bank έχει συνομολογήσει με την ALPHA ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ, παρέχεται ασφαλιστική κάλυψη κατά του κινδύνου, από τη συμβατική υποχρέωση σας προς πληρωμή των ανεξόφλητων υπολοίπων του δανείου σας κατά το χρόνο, ο μη γένοιτο, απώλειας ζωής ή μονίμου ολικής ανικανότητας, υπό τους εξής όρους και προϋποθέσεις, ήτοι: ι. Σε περίπτωση Θανάτου, θα καλύπτεται το ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου σας (ανεξόφλητο κεφάλαιο και δεδουλευμένοι τόκο» μέχρι έξι μηνών) κατά την ημέρα επελεύσεως του γεγονότος τούτου, με μέγιστο όριο τα Ευρώ 150.000.Η ασφάλιση θα ισχύει μέχρι συμπληρώσεως του εβδομηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας σας. Η ασφάλιση καθίσταται ανίσχυρη σε περίπτωση που επέλθει θάνατος συνεπεία, αυτοκτονίας που θα λάβει χώρα εντός 24 μηνών από την ημέρα που συνομολογήσαμε τη σύμβαση δανείου σας σωματικών βλαβών, ασθενειών ή οποιασδήποτε βλάβης του οργανισμού σας ή επιπλοκές τούτων που ανάγονται σε αίτιας προγενέστερα της συνομολογήσεως του δάνειου σας ή κηρυγμένου ή ακήρυκτου πολέμου κατά τον οποίο υπηρετείτε στις ένοπλες δυνάμεις ή κληθείτε υπό τα όπλα. 2. Σε περίπτωση μονίμου και ολικής ανικανότητας σας προς άσκηση της εργασίας σας ή άλλης, αναλόγου με τις γνώσεις, την εκπαίδευση και την κοινωνική σας θέση θα καλύπτεται το ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου σας, κατά την ημερομηνία αναγνωρίσεως της ανικανότητας σας, (ανεξόφλητο κεφάλαιο και δεδουλευμένοι τόκοι μέχρι έξι μηνών) με μέγιστο όριο τα Ευρώ 150.000. Η ασφαλιστική κάλυψη θα ισχύει μέχρι συμπληρώσεως του εξηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας σας. ... 3 - Στην περίπτωση δυο ή περισσοτέρων συνοφειλετών, η ασφάλιση εξασφαλίζει το σύνολο τούτων κατ'ισομοιρίαν, εάν δε επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση στο πρόσωπο οιουδήποτε, η σ'αυτόν αναλογούσα ασφαλιστική αποζημίωση αποδίδεται στην Τράπεζα προς εξόφληση αντιστοίχου χρέους του, κατά το ποσό δε τούτο μειούται το ασφαλιζόμενο ποσό.». Ακολούθως, ο κάθε δανειολήπτης στεγαστικού δανείου, που ελάμβανε την επιστολή περί ένταξης του στο ομαδικό ασφαλιστήριο, ώφειλε να αποστείλει πίσω την ανωτέρω επιστολή, θέτοντας την υπογραφή του κάτω από το ακόλουθο κείμενο: «Έλαβα γνώση των όρων και των προϋποθέσεων βάσει των οποίων ισχύουν οι προσφερόμενες προς εμένα ασφαλιστικές καλύψεις (υπογραφή ασφαλιζομένου)». Από το κείμενο του ως άνω υπ'αρ. .../22-1-2002 ομαδικού ασφαλιστηρίου, καθώς επίσης και από το κείμενο της επιστολής της τράπεζας προς τους εντασσόμενους σε αυτό δανειολήπτες, ιδίως δε από τη διατύπωση του κειμένου που υπέγραφαν οι τελευταίοι, σύμφωνα με το οποίο έπρεπε να δηλώσουν ότι έλαβαν γνώση των «προσφερομένων προς αυτούς» καλύψεων, προκύπτει ότι το υπ'αρ. .../22-1-2002 ομαδικό ασφαλιστήριο συνιστούσε γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτων, υπό την έννοια ότι οι τρίτοι, ως προς το ομαδικό ασφαλιστήριο, δανειολήπτες στεγαστικών δανείων της «ALPHA ΒΑΝΚ», με την υπαγωγή τους σε αυτό (ως η υπαγωγή τους λαμβάνει χώρα με την αποστολή του προτυπωμένου κειμένου της υπ'αρ. 38/8-2-2002 εγκυκλίου της τράπεζας και την επιστροφή του σε αυτήν αφού οι δανειολήπτες θέσουν την υπογραφή τους κατά τα προαναφερθέντα), αποκτούν το δικαίωμα να ζητήσουν οι ίδιοι το ασφάλισμα από την εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, σε περίπτωση επέλευσης ενός από τους ασφαλιστικούς κινδύνους (θάνατος δανειολήπτη ή μόνιμη και ολική ανικανότητα αυτού για εργασία). Σημειωτέον ότι η εναγομένη ουδόλως αμφισβητεί ότι το υπ'αρ. .../22-1-2002 ομαδικό ασφαλιστήριο παρέσχε στους, εντασσόμενους σε αυτό, δανειολήπτες το δικαίωμα να ζητήσουν οι ίδιοι το ασφάλισμα από αυτήν. Με την υπ'αρ. .../8-10-2003 σύμβαση στεγαστικού δανείου, η «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.» χορήγησε στον ... το ποσό των € 44-000, υπό τους όρους, που αναφέρονται στη σύμβαση, ενώ ως εγγυητής υπέρ του πρωτοφειλέτη υπέγραψε τη σύμβαση η .... Η τράπεζα, με την από 8/10/2002 επιστολή της, γνωστοποίησε στον ενάγοντα ... ότι εντάσσεται στο ως άνω ομαδικό ασφαλιστήριο, ενώ και ο ίδιος με τη σειρά του απέστειλε την επιστολή στην τράπεζα υπογράφοντας κάτω από την ένδειξη «Έλαβα γνώση των όρων και των προϋποθέσεων βάσει των οποίων ισχύουν οι προσφερόμενες προς εμένα ασφαλιστικές καλύψεις (υπογραφή ασφαλιζομένου)». Κατά συνέπεια, ο ενάγων δανειολήπτης της «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.» εντάχθηκε στο ομαδικό ασφαλιστήριο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, οπότε ενδεχομένη περιέλευση αυτού σε κατάσταση μόνιμης και ολικής ανικανότητας, συνιστά επέλευση της ασφαλιστική περίπτωσης του ως άνω υπ'αρ. 105000/22-1-2002 ομαδικού ασφαλιστηρίου ζωής, με συνέπεια, σε μία τέτοια περίπτωση, να γεννάται απ'ευθείας υπέρ αυτού η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει το ανεξόφλητο υπόλοιπο του στεγαστικού του δανείου, ως αυτό θα έχει κατά την ημερομηνία αναγνώρισης της ανικανότητας του, με μέγιστο όριο το ποσό των € 150.000. Ο ενάγων από την 18/3/2003 έως την 26/3/2003 νοσηλεύθηκε στην Νευροχειρουργική κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Αττικής «ΚΑΤ» πάσχων από ενδοεγκεφαλικό αιμάτωμα βρεγματικά αριστερά, έχοντας ιστορικό αρτηριακής υπέρτασης από αγωγή. Επανεισήχθη την 27/11/2003 πάσχων από αυτόματο ενδοεγκεφαλικό αιμάτωμα δεξιά κροταφικά, λόγω πολλαπλών σηραγγωδών αγγειωμάτων εγκεφάλου και εξήλθε την 5/12/2003. Την 26/1/2004 εξετάσθηκε στα Τακτικά Εξωτερικά Ιατρεία του ιδίου Νοσοκομείου και διαπιστώθηκε δυσαρθρία, διαταραχές ανωτέρων ψυχοδιανοητικών λειτουργιών (αδυναμία συγκέντρωσης και προσοχής, διαταραχές μνήμης), με συνέπεια να του χορηγηθεί αναρρωτική άδεια τριών μηνών. Την 28/2/2004 επανεισήχθη λόγω νέας εγκεφαλικής αιμορραγίας παρά το μετωπιαίο κέρας της δεξιάς πλάγιας κοιλίας και εξήλθε την 5/3/2004 (τα ανωτέρω προκύπτουν ιδίως από την υπ'αρ, πρωτ. 1762/29-4-2004 ιατρική γνωμάτευση του ..., Επιμελητή Β'της Νευροχειρουργικής Κλινικής Γενικού Νοσοκομείου Αττικής «ΚΑΤ»). Με την υπ'αρ. πρωτ. 38/24-3-2004 γνωμάτευση της Α/βάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής Αθηνών, διαπιστώθηκε ότι ο ενάγων πάσχει από ενδοεγκεφαλικό αιμάτωμα βρέγματικό αρ. και αυτόματο ενδοεγκεφαλικό αιμάτωμα δεξιά κροταφικά, αρτηριακή υπέρταση, δυσαρθρία και ήπια αφασία αντίληψης. Επίσης διαπιστώθηκε ότι έχει υποστεί ακρωτηριασμό δείκτου μέσου, παράμεσου (ΔΕ) από 2η και 3η φάλαγγα προς δεκαετίας περίπου και τραυματισμό ράγας δακτύλου αρ. χειρός, ότι πάσχει από χρόνια οσφυαλγία σε έδαφος εκφυλιστικής αρθροπάθειας. Τέλος, εκρίθη ότι ο ενάγων έχει ποσοστό αναπηρίας 67% από 24-3-2004 μέχρι 31-3-2006. Ο ενάγων, τόσο προφορικά, όσο και με την από 20/10/2004 έγγραφη αίτηση του, γνωστοποίησε στην τράπεζα «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.» τα ως άνω προβλήματα της υγείας του, καθώς επίσης και την υπ'αρ. πρωτ. 38/24-3-2004 γνωμάτευση της Α/βάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής Αθηνών, με την οποία κρίθηκε δεν εργάζεται, έχοντας ως μοναδικό εισόδημα μία αναπηρική σύνταξη ύψους € 357,οο μηνιαίως και ζήτησε να ενεργοποιηθεί η κάλυψη του από την εναγομένη για τη συμβατική του υποχρέωση προς πληρωμή των ανεξόφλητων υπολοίπων των δανείων που είχε λάβει από την τράπεζα. Η εναγομένη με την από 15/9/2004 επιστολή της προς την τράπεζα «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.» γνωστοποίησε ότι η αίτηση του ενάγοντος περί ασφαλιστικής αποζημίωσης πρέπει να απορριφθεί, καθώς στα πλαίσια της έρευνας που διεξήχθη σχετικά με τις ασθένειες του, διαπιστώθηκε ότι οι ασθένειες προϋπήρξαν της έναρξης του συμβολαίου, με συνέπεια ο ενάγων να μη δικαιούται ασφαλιστικής κάλυψης. Ακολούθως, η τράπεζα «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.» την 12/1/2007 επέδωσε στον ενάγοντα καταγγελία της ως άνω σύμβασης στεγαστικού δανείου, ενώ επέτυχε την έκδοση της υπ'αρ. .../25-9-2007 Διαταγής Πληρωμής, με την οποία ο ενάγων και η εγγυήτρια ..., διατάσσονται να της καταβάλουν το ποσό των € 48.665,87 με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 3/2/2005, ως αυτός καθορίζεται διά της σύμβασης και της υπ'αρ. 2393/15/30-7-1996 ΠΔΤΕ, πλέον τόκων υπερημερίας επί των καθυστερουμένων τόκων, ανατοκιζομένων νομίμως ανά εξάμηνο κατά τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 2601/1998 μέχρις εξοφλήσεως, πλέον εισφοράς Ν. 128/1975 και ευρώ 1.460,00 για δικαστική δαπάνη έκδοσης της διαταγής πληρωμής. Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι ο ενάγων δεν καλύπτεται ασφαλιστικά, διότι η ολική και μόνιμη ανικανότητα του για εργασία δεν οφείλεται αποκλειστικά στο εγκεφαλικό επεισόδιο που υπέστη ο ενάγων, αλλά οφείλεται εν μέρει και σε προϋπάρχουσες ασθένειες. Το Δικαστήριο τούτο, με την υπ'αρ. 2888/2010 απόφαση του, διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, διότι από την ως άνω υπ'αρ. πρωτ. 38/24-3-2004 γνωμάτευση της Α/βάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής Αθηνών γεννώνται οι εξής αμφιβολίες: (α) αναφορικά με το εάν είναι πράγματι μόνιμη η ολική ανικανότητα του προς εργασία, ποσοστό αναπηρίας για χρονικό διάστημα μόλις τριών > (3) ετών, (β) αναφορικά με την επιρροή που άσκησαν οι προϋπάρχουσες ασθένειες στην αύξηση του ποσοστού αναπηρίας αυτού. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι ο ενάγων έχει καταστεί μόνιμα και ολικά ανίκανος προς εργασία. Η κρίση αυτή βασίζεται στην πραγματογνωμοσύνη του ιατρού - παθολόγου ..., ο οποίος διορίσθηκε με την υπ'αρ. 2888/2010 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και εξέτασε τον ενάγοντα στο ιατρείο του την 21/2/2011, όπως επίσης εξέτασε το ιατρικό ιστορικό αυτού. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου επιβεβαιώνεται και από την από 1/9/2011 έκθεση του τεχνικού συμβούλου της εναγομένης, ειδικού παθολόγου - ιατρού ..., ο οποίος καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα, ότι δηλαδή ο ενάγων έχει ποσοστό ανικανότητας 67%. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, αντίθετα προς όσα ισχυρίζεται η εναγομένη, η ολική ανικανότητα του ενάγοντος προς εργασία είναι συνέπεια των κλινικών καταλοίπων του εγκεφαλικού επεισοδίου που υπέστη, χωρίς αυτή να μπορεί να αποδοθεί σε προϋπάρχουσες ασθένειες. Πιο συγκεκριμένα, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η αναπηρία του σχετίζεται και με τον ως άνω ακρωτηριασμό των δακτύλων, που προϋπήρχε της σύναψης της ασφάλισης. Όπως, όμως, εξηγείται πειστικά στην πραγματογνωμοσύνη, ο ακρωτηριασμός των δακτύλων έλαβε χώρα το έτος 1991 και ο ενάγων εξακολούθησε να εργάζεται, παρά τον τραυματισμό του, επί δέκα τρία έτη, έως το 2004, οπότε υπέστη το εγκεφαλικό επεισόδιο, με συνέπεια η ανικανότητα του να μην μπορεί να αποδοθεί, ούτε εν μέρει, στον ως άνω ακρωτηριασμό, αφού όσο υπήρχε μόνος αυτός ο τραυματισμός, χωρίς το εγκεφαλικό επεισόδιο, ο ενάγων εργαζόταν κανονικά. Εξ άλλου, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η αναπηρία του ενάγοντος σχετίζεται και με την χρόνια οσφυαλγία από την οποία έπασχε, πλην όμως ο ενάγων έπασχε από χρόνια οσφυαλγία και πριν ακόμη υποστεί το εγκεφαλικό επεισόδιο και εργαζόταν κανονικά, με συνέπεια και πάλι η ανικανότητα του να μην μπορεί να αποδοθεί στην πάθηση αυτή, ούτε εν μέρει. Τέλος, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η ανικανότητα του ενάγοντος προκλήθηκε μεν από το εγκεφαλικό επεισόδιο που υπέστη, πλην όμως, το εγκεφαλικό επεισόδιο οφείλεται στην υπέρταση από την οποία έπασχε ο ενάγων πριν την κατάρτιση της σύμβασης δανείου, με συνέπεια αυτός να μην καλύπτεται ασφαλιστικά, δοθέντος ότι, σύμφωνα με τον προαναφερθέντα όρο Β.2.κ. του υπ'αρ. 105000/22-1-2002 ομαδικού ασφαλιστηρίου ζωής, δεν καλύπτεται ανικανότητα που προήλθε άμεσα ή έμμεσα ολικά ή μερικά από σωματική βλάβη ή ασθένεια ή οποιαδήποτε βλάβη του οργανισμού ή τις ενδεχόμενες επιπλοκές τους, προγενέστερη από την έναρξη ισχύος της σύμβασης στεγαστικού δανείου. Επί του τελευταίου αυτού ζητήματος λεκτέα είναι τα εξής: Όπως προκύπτει από την υπ'αρ. πρωτ. 1762/29-4-2004 ιατρική γνωμάτευση του ..., Επιμελητή Β'της Νευροχειρουργικής Κλινικής Γενικού Νοσοκομείου Αττικής «ΚΑΤ», ο ενάγων υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, λόγω ανάπτυξης ενδοεγκεφαλικού αιματώματος επί εδάφους «σηραγγώδους αιμαγγειώματος». Στην έκθεση του πραγματογνώμονα που διορίσθηκε από το Δικαστήριο, εξηγούνται πειστικά τα εξής: Η υπέρταση σχετίζεται αιτιωδώς με εγκεφαλικά επεισόδια, πλην όμως, τα εγκεφαλικά επεισόδια, για τα οποία ενοχοποιείται η υπέρταση, εντοπίζονται στα εγκεφαλικά αγγεία (αρτηρίδια) του εγκεφαλικού αγγειακού συστήματος. Αντίθετα, η υπέρταση δεν ενοχοποιείται για την πρόκληση εγκεφαλικών επεισοδίων επί εδάφους «σηραγγώδους αιμαγγειώματος», όπως αυτό που υπέστη ο ενάγων, διότι κατά τη βιβλιογραφία η υπέρταση δεν αποτελεί προδιαθεσικό παράγοντα ή παράγοντα κινδύνου επί εδάφους σηραγγώδους αιμαγγειώματος, καθώς οι αγγειακές βλάβες των ασθενών με σηραγγώδες αιμαγγείωμα εντοπίζονται στα τριχοειδή αγγεία και όχι στα εγκεφαλικά αγγεία (αρτηρίδια) του εγκεφαλικού αγγειακού συστήματος. Εν όψει των ανωτέρω, ο ενάγων κατέστη μόνιμα και ολικά δια βίου ανίκανος για εργασία λόγω αναπηρίας κατά ποσοστό 67%, συνεπεία του εγκεφαλικού επεισοδίου που υπέστη μετά τη σύναψη της ένδικης σύμβασης στεγαστικού δανείου την 28/2/2004 (όταν επανεισήχθη στο Νοσοκομείο «ΚΑΤ», λόγω εγκεφαλικού επεισοδίου κατά τα προαναφερθέντα), χωρίς η ανικανότητα αυτή να συνδέεται αιτιωδώς άμεσα ή έμμεσα, ολικά ή μερικά, με κάποια σωματική βλάβη ή ασθένεια ή οποιαδήποτε βλάβη του οργανισμού του ή τις ενδεχόμενες επιπλοκές τους, προγενέστερες από την έναρξη ισχύος της σύμβασης στεγαστικού δανείου. Κατά συνέπεια, επελθούσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, σύμφωνα με το υπ'αρ. 105000/22-1-2002 ομαδικό ασφαλιστήριο ζωής, η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία οφείλει στον ενάγοντα το ανεξόφλητο υπόλοιπο της ένδικης σύμβασης στεγαστικού δανείου, ήτοι του οφείλει το ποσό των € 48.665,87 νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, γενομένης δεκτής της κρινομένης αγωγής και ως κατ'ουσίαν βάσιμης. Σημειωτέον ότι το υπ'αρ. 105000/22-1-2002 ομαδικό ασφαλιστήριο ζωής ήταν σε ισχύ κατά τον κρίσιμο χρόνο επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, δεδομένου ότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι αυτό είχε καταγγελθεί από την εναγομένη ή την τράπεζα «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.» (άλλως τε η εναγομένη ουδόλως αμφισβήτησε την ισχύ του ως άνω ασφαλιστηρίου).
3• Κατά συνέπεια, η κρινομένη κλήση, καθ'ό μέρος ασκείται από την 2η καλούσα -ενάγουσα ... είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, όπως προαναφέρθηκε, διότι η δική της αγωγή κατά της «ΑΧΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ» έχει εν όλω απορριφθεί με οριστική διάταξη της υπ'αρ. 2888/2010 εν μέρει οριστικής και εν μέρει μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου. Αντίθετα, η κρινομένη κλήση είναι παραδεκτή και νόμιμη, καθ'ό μέρος ασκείται από τον 1° καλούντα - ενάγοντα ... Περαιτέρω, η κρινομένη αγωγή του τελευταίου πρέπει να γίνει δεκτή και ως κατ'ουσίαν βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 48.665,87, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης, λόγω της ήττας της και αναλογικά προς αυτήν (176 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την αγωγή του ενάγοντος ... κατά της εναγομένης «ΑΧΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ Α.Ε.», που έχει σωρευθεί στην από 1/9/2009 προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή (αρ. κατ. 154290/9473/7-9-2009), αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την κρινομένη αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη «ΑΧΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ Α.Ε.» οφείλει στον ενάγοντα ... το ποσό των ευρώ σαράντα οκτώ χιλιάδων εξακοσίων εξήντα πέντε και λεπτών ογδόντα επτά (€ 48.665,87), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής.
Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης τη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εννιακοσίων ευρώ (€ 1.900,00).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα την 30.3.2012 χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ-μία προσπάθεια ενατένισης των τύπων υπό το πρίσμα της ουσίας
Γράφει ο Σίσκος Παναγιώτης
ΕΙΣΑΓΩΓIKEΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Στα πλαίσια του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου έχει εκφραστεί η αντίληψη ότι σκοπός της ποινικής δίκης είναι η ικανοποίηση της ποινικής αξιώσεως της πολιτείας.Πράγματι, η άποψη αυτή φαίνεται ορθή δεδομένου ότι η ποινή για ένα έγκλημα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η οργανωμένη κοινωνική αντίδραση της οργανωμένης πολιτείας στην προσβολή των εννόμων αγαθών που είτε διακινδύνευσαν είτε υπέστησαν βλάβη από το δράστη.Πολλές φορές όμως συμβαίνει τα έννομα αγαθά να είναι ατομικά ή κρατικά και να ανήκουν σε συγκεκριμένο φορέα φυσικό πρόσωπο ή στο κράτος ως νομικό πρόσωπο (ζωή, σωματική ακεραιότητα, προσωπική ελευθερία, ιδιοκτησία, περιουσία κτλ), ενώ δεν είναι λίγες και οι περιπτώσεις που σε ένα έγκλημα παράλληλα με το προστατευόμενο υπερατομικό έννομο αγαθό που δεν ανήκει σε συγκεκριμένο φορέα, υπάγεται στο βεληνεκές του αδίκου και ένα ατομικό έννομο αγαθό.Η προσβολή όμως των παραπάνω ατομικών εννόμων αγαθών δεν έχει αντίκτυπο μόνο στο θύμα αλλά παράλληλα οδηγεί σε διάβρωση των θεμελίων της κοινωνικής ζωής, σε αποδυνάμωση της αυθεντίας του δικαίου, σε κλονισμό της ασφάλειας και της ελευθερίας των πολιτών. Ως εκ τούτου, η επιβολή ποινής, ακόμη και για ένα έγκλημα κατά ατομικού εννόμου αγαθού παύει να αποτελεί ιδιωτική υπόθεση του θύματος και καθίσταται δημόσια υπόθεση της πολιτείας.
Τίθεται όμως εδώ ένα σημαντικό ερώτημα: Το θύμα του εγκλήματος, αυτό που άμεσα προσβλήθηκε από το έγκλημα, είναι δίκαιο και ορθό να μένει έξω από την όλη ποινική διαδικασία η οποία από την ποινική δίωξη (με εξαίρεση τα κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα) έως και την επιβολή ποινής ανήκει μονοπωλιακά στο κράτος και στα διωκτικά όργανα που δρουν με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον ; Η απάντηση προκύπτει εύκολα από ένα εκ των πολλών σκοπών της επιβολής ποινής, και συγκεκριμένα από την ειδική πρόληψη. Η ικανοποίηση του αδικηθέντος εντάσσεται στην ειδική πρόληψη , στα πλαίσια του σκοπού αποτροπής του εγκληματία από τη διάπραξη νέων εγκλημάτων, βελτίωσης και αναπροσαρμογής του. Εν τέλει δηλαδή έχουμε το σχήμα: “ικανοποίηση του παθόντος προς το συμφέρον του… εγκληματία”.Αρκετές είναι οι διατάξεις οι οποίες αποτυπώνουν στο Ποινικό μας σύστημα τη σημασία της ικανοποιήσεως του παθόντος στα πλαίσια της ειδικής πρόληψης (100 παρ. 1, 3 ΠΚ, 106 παρ. 1 ΠΚ (πριν από την τροποποίηση), 66 παρ. 1 ΠΚ, 77 ΠΚ), 7 με κορυφαία τη διάταξη του άρ. 79 παρ. 2 η οποία αφορά την επιμέτρηση της ποινής. Για την επιμέτρηση λοιπόν παίζει σπουδαίο ρόλο «η επελθούσα εκ του εγκλήματος βλάβη ή ο εκ τούτου προκληθείς κίνδυνος», στοιχεία που δεν αναφέρονται μόνο στις αναφερόμενες στην αντικειμενική υπόσταση συνέπειες από το έγκλημα, δηλαδή στην ένταση και το μέγεθος της προσβολής, αλλά και σε περαιτέρω συνέπειες οι οποίες άμεσα προκαλούνται από το έγκλημα στον παθόντα, σε τρίτους ή στην κοινωνική ολότητα (πχ. αδυναμία ασκήσεως επαγγέλματος, ψυχική οδύνη των στενών συγγενών από θανάτωση ενός προσώπου).
Εξάλλου, το θύμα του εγκλήματος έχει υποστεί διττή βλάβη, η οποία συνίσταται αφενός στην αστική ζημία από την υλική ή την ηθική βλάβη αφετέρου στη βαθύτερη εκείνη βλάβη που προκάλεσε σε αυτό το έγκλημα και που άμεσα αισθάνθηκε πάνω στο σώμα, στην τιμή, στην ελευθερία , στην περιουσία του κτλ. Η μεν πρώτη αποκαθίσταται με την επιδίκαση ορισμένου χρηματικού ποσού, η δεύτερη όμως αποκαθίσταται μόνο με την κήρυξη της ενοχής του δράστη .Από όλα τα παραπάνω λοιπόν συνάγεται ότι είναι άδικο να μη δώσουμε το δικαίωμα στο θύμα να συμπράξει άμεσα προς την κατεύθυνση αυτή, να καταστεί άμεσος παράγοντας και κύριος διάδικος της ποινικής δίκης. Γι’ αυτό ακριβώς και στο δίκαιό μας υπάρχει ο θεσμός της πολιτικής αγωγής στα πλαίσια της ποινικής δίκης που αποτελεί το μέσο διά του οποίου ο παθών από το έγκλημα καθίσταται διάδικος της ποινικής δίκης, εξασφαλισμένος με σειρά δικονομικών δικαιωμάτων που του παρέχει η Ποινική Δικονομία9. Οι επικριτές του θεσμού έκαναν λόγο για νόθευση του δημόσιου χαρακτήρα της ποινικής δίκης και για εν μέρει αναβίωση του πρωτόγονου τρόπου ιδιωτικής δίωξης με την ύπαρξη ενός ιδιωτικού κατηγόρου παράλληλα με την κατηγορούσα αρχή. Τα επιχειρήματά τους όμως καταρρίπτονται αν λάβει κανείς υπόψη του ότι η πολιτική αγωγή δεν έχει μόνο αστική φύση αλλά ταυτόχρονα και ποινική. Έργο του ποινικού δικαστηρίου είναι η πανηγυρική διακήρυξη της ενοχής του κατηγορουμένου, μέρος της οποίας είναι και η αναγνώριση του εγκληματικού αδίκου που πραγματώθηκε σε βάρος του αδικηθέντος. Εξάλλου, η αποκατάσταση του θύματος ενυπάρχει στην ειδική πρόληψη ως σκοπού της ποινής και επιπλέον δε φαίνεται να υφίσταται κάποιος άλλος τρόπος αποκατάστασης εκείνης της «ηθικής» βλάβης του θύματος που έπληξε άμεσα τα έννομα αγαθά του, παρά από τη συμμετοχή του στην ποινική δίκη.Πρακτική δε απόρροια του εν μέρει ποινικού χαρακτήρα της πολιτικής αγωγής αποτελεί το γεγονός ότι ο πολιτικός ενάγων πολύ λίγο ενδιαφέρεται για την αποζημίωση από τη βλάβη ή την αποκατάσταση της πρότερης κατάστασης ή την χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης ή ψυχικής οδύνης, αλλά αντιθέτως έχει ως σκοπό την καταδίκη του κατηγορουμένου και την δικαστική αναγνώριση της ενοχής του.
Β΄ ΜΕΡΟΣ:
ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΤΤΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΙΣ ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ – ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΜΕ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ
1. Επίδραση του διττού χαρακτήρα της πολιτικής αγωγής επί της ουσιαστικής νομιμοποίησης
Διττός λοιπόν είναι ο χαρακτήρας της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη, τόσο αστικός όσο και ποινικός. Αυτός ο διττός χαρακτήρας, αποτελεί εκείνον τον κατάλληλο ερμηνευτικό οδηγό για την επίλυση διαφόρων ζητημάτων, ιδίως αυτών που αφορούν την νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική δίκη, τόσο την ουσιαστική όσο και την τυπική. Ο τρόπος νομιμοποίησης στα πλαίσια της ελληνικής ποινικής δικονομίας φαίνεται ιδιαίτερα προσκολλημένος στην αστική φύση της πολιτικής αγωγής, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την μετουσίωση εκείνη που η πολιτική αγωγή υφίσταται όταν ενσωματώνεται στην ποινική δίκη και ότι απλά η πολιτική αγωγή αποτελεί έναν «μανδύα»κάτω από τον οποίο κρύβεται η προσπάθεια για την απόδειξη της ενοχής του κατηγορουμένου.
Έτσι, ως προς την ουσιαστική νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας παραπέμπει ολοκληρωτικά στις διατάξεις του Αστικού Δικαίου και δη στη γενική ρήτρα του άρ. 914 ΑΚ, μεταφέροντας την γενικότητα και την ευρύτητα του Αστικού Δικαίου που ασχολείται με τις αποζημιώσεις και τις χρηματικές αποκαταστάσεις στον ευαίσθητο χώρο του Ποινικού Δικαίου και της Ποινικής Δίκης, σε ένα χώρο δηλαδή όπου δεσπόζει ο στιγματισμός και η αντι-προσβολή εννόμων αγαθών του δράστη.
Στο χώρο λοιπόν αυτόν οι ουσιαστικά δικαιούμενοι προς παράσταση πολιτικής αγωγής, ως καθιστάμενοι ιδιώτες κατήγοροι εις βάρος του κατηγορουμένου, θα πρέπει να μην προσδιορίζονται και νομιμοποιούνται αμιγώς με τα ευρέα κριτήρια του Αστικού Δικαίου αλλά ταυτόχρονα και με όρους ουσιαστικού – δικονομικού ποινικού δικαίου οι οποίοι θα αποτελέσουν το «φίλτρο» εκείνο διά του οποίου θα επιλέγονται μόνο όσοι πληρούν τις αστικού χαρακτήρα τιθέμενες εκ του νόμου προϋποθέσεις της νομιμοποίησης, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα του ουσιαστικού και δικονομικού Ποινικού Δικαίου. Έτσι, το κριτήριο της ουσιαστικής νομιμοποίησης, εν ολίγοις, πληρούν μόνον όσοι έχουν υποστεί από το έγκλημα αφενός άμεση ζημία, δηλαδή όσοι εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο της παραβιασθείσας ποινικής διάταξης, εφόσον η τελευταία αποτελεί και το αντικείμενο της συγκεκριμένης κάθε φορά δίκης, αφετέρου προσωπική ζημία, δηλαδή ζημία ευθεία και προσωπική, (όχι ενδιάμεση ούτε κατ’ αντανάκλαση) από το εκδικαζόμενο έγκλημα.
2. Επίδραση του διττού ποινικού χαρακτήρα της πολιτικής αγωγής επί των διατυπώσεων παράστασης πολιτικής αγωγής
Όπως προαναφέρθηκε, η πολιτική αγωγή εισερχομένη στην ποινική δίκη μετουσιώνεται σε αξίωση με δύο φύσεις αλλά μία υπόσταση. Η μία φύση της επιδιώκει την κήρυξη της ενοχής του κατηγορουμένου, ενώ η άλλη φύση της επιδιώκει την ικανοποίηση αστικών απαιτήσεων, ήτοι της αποκατάστασης της ζημίας ή την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης.
Επομένως, για να μελετήσει κανείς τις διατυπώσεις παράστασης πολιτικής αγωγής, δηλαδή εκείνες τις τυπικές προϋποθέσεις που θα πρέπει να τηρήσει κάποιος ώστε να παραστεί στην ποινική δίκη ως πολιτικώς ενάγων, θα πρέπει να λάβει υπόψη του τα καίρια εκείνα σημεία στα οποία συγκρούονται οι αρχές μεταξύ πολιτικής και ποινικής δίκης. Περαιτέρω, θα πρέπει να ερευνήσει αν και κατά πόσο δύνανται (ή δεν δύνανται) οι επικρατούσες στην πολιτική δίκη αρχές να μεταβάλουν το χαρακτήρα της ποινικής δίκης, δίνοντας στην τελευταία πολιτική χροιά, τουλάχιστον όσον αφορά το σκέλος των μελετώμενων διατυπώσεων παράστασης της πολιτικής αγωγής.
Στην πολιτική δίκη κρατούν μεταξύ άλλων οι αρχές της διαθέσεως του αντικειμένου της διαφοράς, της δέσμευσης του δικαστηρίου από τα αιτήματα των διαδίκων, της εξουσίας διαθέσεως και εξόδου από τη δίκη, του συζητητικού και του συγκεντρωτικού συστήματος. Εν ολίγοις, στην πολιτική δίκη οι διάδικοι είναι αυτοί που έχουν την εξουσία έναρξης, συνέχισης και τερματισμού της δίκης, καθώς και την πρωτοβουλία συλλογής και προσκόμισης στο δικαστήριο του αναγκαίου αποδεικτικού υλικού, ενώ ο δικαστής είναι δέσμιος των αιτημάτων τους, όπως εξάλλου σαφώς προκύπτει από τον αναιρετικό λόγο του άρ. 559 αρ. 11 ΚΠολΔ. Κυριαρχεί δε κατά κανόνα η απαίτηση σαφήνειας, ενώ απορρίπτονται αβίαστα αγωγές, ανταγωγές, αιτήματα, ισχυρισμοί, ενστάσεις και ένδικα μέσα που προβάλλονται με τρόπο αόριστο. Ο τύπος στην πολιτική αγωγή μετατρέπεται, θα έλεγε κανείς, σε ουσία.
Δεν θα ήταν υπερβολή ο ισχυρισμός ότι στον αντίποδα της πολιτικής αγωγής βρίσκεται η ποινική δίκη. Τα θεμελιώδη αιτήματα αυτής είναι αφενός η ανάγκη ανακάλυψης της ουσιαστικής αλήθειαςώστε να ανακαλυφθούν οι τυχόν δράστες, να δοθεί απάντηση στο έγκλημα και να αποκατασταθεί η διασαλευμένη εμπιστοσύνης των πολιτών στην έννομη τάξη διαμέσου μιας ταχείας και αποτελεσματικής διερεύνησης και εκδίκασης της υπόθεσης, αφετέρου η ανάγκη προστασίας του κατηγορουμένου.
Αφού εκθέσαμε το βασικό πλαίσιο τόσο της πολιτικής όσο και της ποινικής δίκης, ας προχωρήσουμε να δούμε από κοντά εάν είναι ορθό να απαιτήσουμε την σχεδόν άκαμπτη τυπικότητα της πολιτικής δίκης και επί των διατυπώσεων παράστασης πολιτικής αγωγής.
Θεμελιώδες αίτημα της ποινικής δίκης είναι η διαρκής αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, από τότε που ο Εισαγγελέας καθ’ οιονδήποτε τρόπο πληροφορείται την τέλεση εγκλήματος μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης. Εάν ο νόμος, ο ερμηνευτής και ο εφαρμοστής αυτού απαιτήσει από τον πολιτικώς ενάγοντα την τήρηση υπερβολικών και άτεγκτων τύπων, που σε τίποτα δεν εξυπηρετούν την αναζήτηση της ουσίας, το πιο πιθανό είναι ότι ο πολιτικός ενάγων ως επί το πλείστον θα αποβάλλεται από την ποινική δίκη επειδή δεν τήρησε καν ή δεν τήρησε δεόντως, έστω και έναν από αυτούς τους ανούσιους τύπους (για τους τύπους που υποκρύπτουν ουσίαδεν τίθεται θέμα προβληματισμού).
Και εδώ ακριβώς τίθεται το κρίσιμο ερώτημα: Eάν ο πολιτικός ενάγων αποβληθεί από την πολιτική αγωγή (επειδή δεν τήρησε κάποιους τύπους – εκείνους που δεν υποκρύπτουν ουσία) υπόκειται σε τρώση πρώτον η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και δεύτερον η προστασία του κατηγορουμένου;
Ως προς την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, ο πολιτικώς ενάγων φαίνεται να διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην ποινική δίκη. Ρόλο ο οποίος δε θα μπορούσε να υποκατασταθεί από την απλή κλήτευση αυτού να καταθέσει απλώς ως μάρτυρας κατηγορίας. Σε τι συνίσταται η συμβολή στον προσανατολισμό του οργάνου που θα τον παραπέμψει σε δίκη (επί της παράστασης στην προδικασία) ή του δικαστηρίου (επί της παράστασης στην κύρια διαδικασία) εκείνου που (εφόσον νομιμοποιείται ουσιαστικά ως αμέσως και προσωπικά παθών ή ζημιωθείς) γνωρίζει «από πρώτο χέρι» την υπόθεση, είναι εύκολο να γίνει αντιληπτό αν συνυπολογιστούν τα εξής:
Πρώτον, ο πολιτικώς ενάγων παρίσταται στις ανακριτικές πράξεις, διατυπώνει ερωτήσεις και παρατηρήσεις και αιτείται την εγγραφή αυτών στις διάφορες εκθέσεις που συντάσσονται επί των ανακριτικών πράξεων (99 ΚΠΔ)
Δεύτερον, υποβάλλει προτάσεις ή αιτήσεις στον ανακριτή και στο δικαστικό συμβούλιο (307 ΚΠΔ)
Τρίτον, διορίζει τεχνικό σύμβουλο αν διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη
Τέταρτον, ζητά την εξαίρεση δικαστικών προσώπων των οποίων η συμμετοχή θα ετίθετο εις βάρος της αλήθειας
Πέμπτον, υποβάλλει έγγραφα προκειμένου να επηρεαστεί η ετυμηγορία του συμβουλίου (309 παρ. 2 ΚΠΔ)
Έκτον, κλητεύει μάρτυρες στο ακροατήριο (326 παρ. 2 ΚΠΔ)
Έβδομον, κάνει ερωτήσεις σε μάρτυρες και παρατηρήσεις επί αναγνωσθέντων εγγράφων (358 ΚΠΔ)
Όγδοον, κατά την απολογία του κατηγορουμένου υποβάλει ερωτήσεις σε αυτόν διά του διευθύνοντος (366 ΚΠΔ)
Ένατον, έχει δικαίωμα να προβάλει απόλυτες και σχετικές ακυρότητες τόσο στην προδικασία όσο και στο ακροατήριο (170 επ.)
Ένατον, αγορεύει επί της ενοχής (369 παρ. 1ΚΠΔ)
Κατόπιν αυτών, δύσκολα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι το θύμα, περιβεβλημένο με την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος (και όχι απλώς του μάρτυρα), δεν συμβάλει στην καθοδήγηση και στον σωστό προσανατολισμό του κατά περίπτωση δικαστικού οργάνου προς αναζήτηση της αλήθειας.
Ως προς την προστασία του κατηγορουμένου από την κρατική αυθαιρεσία, αυτή κατοχυρώνεται πλήρως όχι με την καθιέρωση πλειάδος τύπων που εμποδίζουν την είσοδο του φερομένου ως αμέσως και προσωπικώς ζημιωθέντος στην ποινική δίκη, αλλά ακριβώς με την αποβολή εκείνου που δεν είναι αμέσως και προσωπικά ζημιωθείς, ήτοι με τον εξονυχιστικό έλεγχο της ουσιαστικής νομιμοποίησης, ώστε ο κατηγορούμενος να έχει έναν «άξιο» αντίπαλο και όχι έναν άσχετο τρίτο.
Εάν δηλαδή είναι σημαντικό από όλους εκείνους τους κατά το αστικό δίκαιο δικαιούμενους σε αποζημίωση ή αποκατάσταση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης να επιλέξουμε μόνο αυτούς των οποίων η παρουσία συνάδει με το χώρο της ποινικής δίκης, φαίνεται από την άλλη επιτακτική η ανάγκη να μην υποβάλλουμε τους τελευταίους στην υπερβολική τήρηση τύπων ούτε να απαιτούμε από αυτούς την τήρησή τους κατά γράμμα, στα πλαίσια μιας «δικονομικής τυπολατρίας» και εξεζητημένης ανελαστικότητας. Και εάν μεν θεωρήσουμε τη συμμετοχή του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη ως ένα δικαίωμα που εμπεριέχεται σε αυτό της δικαστικής προστασίας του άρ. 20 παρ. 1 Σ,δεν τίθεται κανένα πρόβλημα από τη θέσπιση δικονομικών προϋποθέσεων, στο μέτρο που οι τελευταίες, εφόσον δεν κονιορτοποιούν το δικαίωμα και δεν το πλήττουν στον πυρήνα του θεωρούνται θεμιτές.Εάν όμως συνεκτιμήσουμε ότι το διφυές αυτό δικαίωμα (αστικού και ποινικού χαρακτήρα) σχετίζεται άμεσα με μια ποινική δίκη, της οποίας τα μέσα και οι στόχοι διαφέρουν ουσιωδώς από δίκες που λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια της πολιτικής διαδικασίας, τότε θα πρέπει από όλους εκείνους τους τύπους να επιλέξουμε μόνον τους συμβατούς με την ποινική διαδικασία.
Όποιος δικονομικός τύπος δεν διαπνέεται από τη ratio των παραπάνω στοιχείων, θα πρέπει να θεωρείται ως ξένο σώμα προς την ποινική δίκη, να αποφεύγεται η νομοθετική του καθιέρωση, ή να καταργείται η τυχόν υπάρχουσα, ειδάλλως ο δικαστής να προβαίνει σε μία τέτοια ερμηνεία της διάταξης ώστε να διαφυλάσσει την ποινική δίκη από τυχόν αυθαίρετες και ασύμβατες με την ποινική διαδικασία νομοθετικές παρεμβάσεις.
Τέτοιοι «τύποι» επί των οποίων πρέπει να ισχύουν οι παραπάνω διαπιστώσεις είναι και ορισμένοι (δηλαδή όχι όλοι) από τους συν-αποτελούντες τις διατυπώσεις παράστασης πολιτικής αγωγής που αφορούν την είσοδο στην ποινική δίκη του πληρούντος το ουσιαστικό κριτήριο νομιμοποίησης ζημιωθέντος. Σε περίπτωση όμως που ο μεν νομοθέτης δε λαμβάνει υπόψη του τον προορισμό και τα αιτήματα μιας ποινικής δίκης ο δε δικαστής είναι αδύνατον να αχθεί σε μια, διά της ερμηνείας, ορθή εφαρμογή των παραπάνω «τύπων» (διότι δε χωρεί εκ των πραγμάτων τέτοια ερμηνεία), (θεωρώ ότι) ο μόνος δρόμος που απομένει είναι η μη εφαρμογή της σχετικής διάταξης ως αντίθετης προς το Σύνταγμα (άρ. 93 παρ. 4 Σ)και συγκεκριμένα προς την παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων η οποία κατά μία άποψη θεμελιώνεται στη γενική αρχή της ισότητας του άρ. 4 παρ. 1 Σ ενώ κατ’ άλλη άποψη αποτελεί περιεχόμενο του δικαιώματος δικαστικής ακρόασης του άρ. 20 Σ το οποίο πρέπει να διανέμεται ισότιμα.
Γενικότερα, η διείσδυση της αρχής της ισότητας των όπλων και στην ποινική δίκη έχει ως αποτέλεσμα την επέκταση και στον πολιτικώς ενάγοντα ενός δικαιώματος που προβλέπεται (όχι αποκλειστικά) για τον κατηγορούμενο. Η εφαρμογή όμως της εν λόγω αρχής στη μελετώμενη περίπτωση, (κατά τη γνώμη μου) μπορεί να ειδωθεί και υπό την έννοια ότι δεν είναι δυνατόν από τη μια η παραχρήμα – άνευ όρων και προϋποθέσεων – απονομή δικαιωμάτων στο πρόσωπο που έχει λάβει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, ενώ η απονομή αντίστοιχων δικαιωμάτων στο πρόσωπο που έχει ουσιαστικά αδικηθεί να περνά από τις «συμπληγάδες πέτρες» τύπων που τίποτε το ουσιαστικό δεν έχουν να προσφέρουν στα πλαίσια των θεμελιωδών αιτημάτων και των αρχών της ποινικής δίκης.
Θα μπορούσε εδώ να αντιτείνει κανείς ότι αφενός αναμφίβολα ο κατηγορούμενος βρίσκεται σε εγγενώς δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τον ζημιωθέντα που σπεύδει να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής, αφετέρου η ισότητα των όπλων (κατά την άποψη που τη θεμελιώνει στο άρ. 4 παρ. 1 Σ) δεν είναι τυπική-αριθμητική αλλά ουσιαστική-αναλογική (στοχεύει δηλαδή σε ίση μεταχείριση ομοίων και διαφορετική μεταχείριση των ανομοίων). Ωστόσο, η προστασία του κατηγορουμένου, όπως και η θεώρηση της ισότητας υπό την ουσιαστική της εκδοχή, διαδραματίζουν ουσιώδη ρόλο ακριβώς στο επίπεδο της ουσιαστικής νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος, και επιβάλλουν στο νομοθέτη, στον ερμηνευτή και στον εφαρμοστή του δικαίου, να επιλέξουν μ ό ν ο ν τους ουσιαστικά αδικηθέντες ως φορείς άξιους απονομής της ιδιότητας και των δικαιωμάτων του πολιτικώς ενάγοντος ώστε να μην εισέρχεται στην ποινική δίκη ο καθένας που κατά τους ισχυρισμούς τουεμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο του παραβιασθέντος και αποτελούντος αντικείμενο της εν λόγω δίκης κανόνα του ποινικού δικαίου. Τα πράγματα όμως (θεωρώ πως) διαφοροποιούνται όταν ο (ήδη κριθείς ως) ουσιαστικά αδικηθείς υποβάλλεται σε κάποιους τύπους ανούσιους. Τέτοιου είδους τύποι δεν είναι σωστό να συνδέονται με την προστασία του κατηγορουμένου και συνακόλουθα η μη εφαρμογή τους λόγω πρόσκρουσης προς την αρχή της ισότητας να αναχαιτίζεται από την συνεκτίμηση της ανάγκης προστασίας του κατηγορουμένου.
Η τελευταία υφίσταται για να αναπτύσσει τη δράση της ακριβώς σε εκείνες τις περιπτώσεις που η μονόπλευρη ρητή απονομή δικαιωμάτων αποκλειστικά στον κατηγορούμενο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αντίθετη προς την ισότητακαι όχι για να δικαιολογεί τη μη απονομή των σύμφυτων με την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος δικαιωμάτων στον ουσιαστικά αδικηθέντα, διά της θέσπισης ανούσιων τύπων, ασύμβατων με την ποινική διαδικασία.
Εν πάση περιπτώσει, (θεωρώ ότι) θα πρέπει να βρεθεί η χρυσή τομή, για κάθε συγκεκριμένο πρόβλημα που ανακύπτει στην πράξη, ανάμεσα στην προστασία του κατηγορουμένου από τη μια μεριά και στο μη παραγκωνισμό της θέσης του ουσιαστικά αδικηθέντος από την άλλη. Πρόκειται πράγματι για δύο αντίρροπα ζητούμενα (αφενός προστασία κατηγορουμένου αφετέρου διευκόλυνση συμμετοχής του φέροντος τις προϋποθέσεις ουσιαστικής νομιμοποίησης αδικηθέντος) που αποτελούν σε τελική ανάλυση επέκταση της θεώρησης του ποινικού δικαίου (ουσιαστικού και δικονομικού) ως «μέτρου προστασίας των εννόμων αγαθών και μέτρου ελευθερίας των πολιτών». Όσο δηλαδή είναι επιτακτική η ανάγκη της πολιτειακής αντίδρασης στο έγκλημα και της αποκατάστασης της εμπιστοσύνης των πολιτών στην έννομη τάξη,άλλο τόσο είναι επιβεβλημένη η διασφάλιση προστασίας του κατηγορουμένου από τυχόν αυθαιρεσίες και η παροχή της δυνατότητας υπεράσπισης του εαυτού του. Ισχύει όμως και το αντίστροφο! Όσο αξίζει κανείς να προστατεύσει τον κατηγορούμενο, άλλο τόσο οφείλει να λάβει υπόψη του ότι στην αντίπερα όχθη βρίσκεται ένας άνθρωπος που αδικήθηκε άμεσα και προσωπικά, ο οποίος αναμένει περαιτέρω και την τυπική του νομιμοποίηση ώστε να εισέλθει στην ποινική δίκη, καθιστάμενος έτσι ως φορέας εκείνου του τμήματος της ποινικής αξιώσεως της πολιτείας που αντιστοιχεί στη δική του βλάβηκαι την αντίστοιχη αξίωσή του για δικαίωση, ένας κύριος συμπράττων στην απάντηση κατά του εγκλήματος.
Αλλά ακόμη και αν κληθεί κανείς να προσδιορίσει κατά το δυνατόν τη «χρυσή τομή» εν προκειμένω (θεωρώ ότι) είναι ακριβώς αυτή: από τη μια προσεκτική οριοθέτηση του κύκλου των προσώπων που δικαιούνται να λάβουν μέρος στην ποινική δίκη ως υφιστάμενοι άμεση και προσωπική ζημία (ουσιαστική νομιμοποίηση), από την άλλη όμως, για όσους πληρούν το πρώτο κριτήριο της ουσιαστικής νομιμοποίησης, μη προσκόλληση σε εκείνους τους τύπους που φαίνονται ανούσιοι.
Ειρήσθω τέλος ότι η θέσπιση από το νομοθέτη και η διατήρηση εξεζητημένων δικονομικών τύπων για τη συμμετοχή του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική δίκη αντιτίθεται και προς της εξασφάλιση εκείνων των προϋποθέσεων που εξασφαλίζουν την έμπρακτη εφαρμογή της αρχής της κατ’ αντιδικίαν διεξαγωγής της ποινικής δίκης, ιδίως στη διαδικασία στο ακροατήριο.
3. αντιπαραβολή ουσιαστικής νομιμοποίησης και διατυπώσεων παράστασης πολιτικής αγωγής
Συμπερασματικά, το δικαστήριο (στο ακροατήριο) ή το συμβούλιο (στην προδικασία) θα πρέπει πρώτα να ελέγξει την ουσιαστική νομιμοποίηση του δηλούντος παράσταση πολιτικής αγωγήςκαι με ιδιαίτερη αυστηρότητα και σχολαστικότητα να ερευνά τη συνδρομή τόσο της άμεσης όσο και της προσωπικής ζημίας ώστε να μην διευρυνθεί υπέρμετρα ο κύκλος των δικαιουμένων σε παράσταση πολιτικής αγωγής. Δεν είναι πρέπον να δίνεται η δυνατότητα συμμετοχής στον ευαίσθητο χώρο της ποινικής δίκης στον «καθένα». Εξάλλου, η συμμετοχή του πολιτικώς ενάγοντα έχει εξαιρετικό χαρακτήρα στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης.
Αφότου όμως το αποφασίζον δικαστικό όργανο πεισθεί ως προς την ουσιαστική νομιμοποίηση, θα πρέπει να διευκολύνει τη συμμετοχή του προσώπου στην ποινική δίκη, προβαίνοντας στον εξής διαχωρισμό: Όσον αφορά εκείνες τις διατυπώσεις παράστασης πολιτικής αγωγής οι οποίες έχουν να προσφέρουν κάτι το ουσιώδες σε σχέση και με τα αιτήματα της ποινικής δίκης, θα πρέπει να τις ερευνά προσεκτικά. Κατά τα άλλα, όσον αφορά εκείνους τους τύπους που διαπνέονται μόνον από τη ratio της αναχαίτισης της εισόδου στην ποινική δίκη, η προσκόλληση και η εμμονή της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας σε αυτούς καταντά πλέον «τυπολατρία». Γι’ αυτό και ο δικαστής, σύμφωνα και με όσα υποστηρίξαμε παραπάνω, θα πρέπει διά της ερμηνείας να τους προσπερνά.Σε καμία δε περίπτωση η Νομολογία δε θα πρέπει, όπως πράγματι συμβαίνει, να προβαίνει σε ερμηνεία που οδηγεί σε διεύρυνση των τύπων που δεν ανταποκρίνονται σε ουσιαστικές αρχές της ποινικής δίκης.
Στον παραπάνω διαχωρισμό φαίνεται να προβαίνει σιωπηρά ακόμη και το ΕΔΔΑ ως προς τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη, εν όψει της υπαγωγής του δηλούντος παράσταση πολιτικής αγωγής θύματος στο προστατευτικό πεδίο του άρ. 6 παρ. 1 εδ. α΄ ΕΣΔΑ ως φορέα αστικής φύσης αξιώσεων.Έτσι, ενώ δέχεται πως και η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη, ως εμπίπτουσα στο άρ. 6 ΕΣΔΑ, θεμιτά υπόκειται σε περιορισμούς διαδικαστικών προϋποθέσεων στα πλαίσια επιβολής από τα κράτη προϋποθέσεων παραδεκτού για κάθε είδους «προσφυγή»,ωστόσο υπήρξαν περιπτώσεις που αγνόησε την προσκόλληση σε τύπους, άλλοτε επικαλούμενο την εθνική Νομολογία, βασιζόμενο και εναρμονιζόμενο με αυτήν, και άλλοτε αγνοώντας παντελώς τα κρατούντα στην Νομολογία ενός κράτους, εν όψει της διαφύλαξης της ουσίας. Σε ένα τέτοιο πνεύμα λοιπόν θα πρέπει να κινείται και ο έλληνας δικαστής, εναρμονιζόμενο με τις επιταγές της ΕΣΔΑ, που κατά το άρ. 28 παρ. 1 Σ υπερισχύει από κάθε άλλη εθνική διάταξη νόμου, όπως αυτή ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ.
Γ΄ ΜΕΡΟΣ
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ
1. Η έννοια «των διατυπώσεων παράστασης πολιτικής αγωγής» ως τμήμα των διαδικαστικών προϋποθέσεων
Ο νομοθέτης, έχοντας ως σημείο εκκίνησης τις προϋποθέσεις και τους όρους νομιμοποίησης του ενάγοντος στην πολιτική διαδικασία, διαμόρφωσε τις ειδικές δικονομικές προϋποθέσειςσυμμετοχής του θύματος στην ποινική δίκη ως πολιτικώς ενάγοντος, οι οποίες σε κάποια σημεία ομοιάζουν ενώ σε άλλα παρεκκλίνουν, είτε ελαφρώς είτε πολύ, από τις αντίστοιχες διαδικαστικές προϋποθέσεις (άρ. 62 επ. ΚΠολΔ) της πολιτικής διαδικασίας.
Ειδικότερα, οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική δίκη είναι οι εξής .
α) η δήλωση παράστασης κατά τις νόμιμες διατυπώσεις
β) η επί της πολιτικής αγωγής δικαιοδοσία και αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων
γ) η ικανότητα προς το είναι διάδικον
δ) η ικανότητα προς το παρίστασθαι σε δικαστήριο και διεξάγειν τη δίκη ιδίω ονόματι
Οι μελετώμενες διατυπώσεις περιλαμβάνονται στο παραπάνω υπό α΄ στοιχείο και αφορούν το χρόνο, τον τρόπο και το περιεχόμενο δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής. Περιγράφονται στα άρ. 83 και 84 για την προδικασία και στο άρ. 68 ΚΠΔ για το ακροατήριο.Βέβαια, στη θεωρία του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου, φαίνεται οι εν λόγω διατυπώσεις να καλούνται κοντολογίς ως «τυπική νομιμοποίηση».Ας ειπωθεί δε ότι η δήλωση παράστασης αποτελεί στο χώρο της ποινικής δίκης το αντίστοιχο του εισαγωγικού τηςπολιτικής δίκης εγγράφου του δικογράφου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
2. Οι επιμέρους διατυπώσεις παράστασης πολιτικής αγωγής
Οι διατυπώσεις της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής μπορούν να διαχωριστούν με κριτήριο το χρόνο, τον τρόπο και το περιεχόμενο της δήλωσης παράστασης τόσο κατά την προδικασία όσο και κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο.
α. διατυπώσεις που αφορούν το χρόνο δήλωσης
αα. Το θεμιτό των διατυπώσεων του χρόνου
Καταρχήν, ας ειπωθεί ότι όλες οι πρoϋποθέσεις που συνέχονται με το χρόνο δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής τόσο κατά την προδικασία όσο και στο ακροατήριο, φαίνονται να εναρμονίζονται πλήρως με τα θεμελιώδη αιτήματα της ποινικής δίκης. Δεν αποτελούν εξεζητημένους όρους, αν ληφθεί υπόψη, πρώτον, η οικονομία της δίκης και η ανάγκη ταχείας διεξαγωγής αυτής, υπό την έννοια ότι το θέμα παράστασης πολιτικής αγωγής, κάποτε, σε κάποιο συγκεκριμένο χρονικό σημείο, θα πρέπει να «κλείσει» και να μη μένει επ’ αόριστον ανοιχτό αν θα παραστεί ή όχι κάποιος ως πολιτικώς ενάγων. Δεύτερον, από τον καθορισμό ενός ασφαλούς χρονικού σημείου μετά το οποίο δεν είναι δυνατή η παράσταση πολιτικής αγωγής, πέρα από την ασφάλεια δικαίου, δημιουργείται και ασφάλεια στον ίδιο τον κατηγορούμενο ο οποίος θα γνωρίζει ως βέβαιο ότι πλέον δε θα έχει πέρα από την κατηγορούσα αρχή να αντιμετωπίσει και έναν «ιδιώτη κατήγορο». Τρίτον, η απαίτηση του νομοθέτη να δηλώνει εντός συγκεκριμένης προθεσμίας την παράστασή του δεν αντιτίθεται ούτε και προς το δικαίωμα της ισότητας των όπλων, δεδομένου ότι και ο ίδιος ο κατηγορούμενος, του οποίου τα δικαιώματα κυρίως τρώσκονται στην ποινική δίκη, έχει σε ορισμένες περιπτώσεις συγκεκριμένα χρονικά περιθώρια να αμυνθεί.
ββ. Ο χρόνος δήλωσης κατά την προδικασία
Ως προς το χρόνο κατά την προδικασία, η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, όπως προκύπτει από το άρ. 83 παρ. 1 ΚΠΔ, που παραπέμπει στο άρ. 308 ΚΠΔ, μπορεί να υποβληθεί μέχρι το πέρας της ανάκρισης. Ωστόσο ως πέρας της ανάκρισης νοείται τόσο η τυπική, δηλαδή η γνωστοποίηση του ανακριτή προς τους διαδίκους της ολοκλήρωσης των οικείων εργασιών ανάκρισηςόσο και η ουσιαστική, ήτοι η έκδοση Πρωτόδικου βουλεύματος από το Συμβούλιο, και ως εκ τούτου φαίνεται να προκύπτει προβληματισμός περί του ακριβούς καταληκτικού χρονικού σημείου δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής.
Ειδικότερα, εάν το τελειωτικό χρονικό σημείο δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής δεχτούμε ότι είναι η τυπική περάτωση της ανάκρισης, συρρικνώνεται κατά πολύ ο χρόνος παράστασης πολιτικής αγωγής, δεδομένου ότι μετά την τυπική περάτωση, ο δηλώσας παράσταση στερείται του δικαιώματος επανάληψης τυχόν λανθασμένης δήλωσής του, είτε απεβλήθη (διά της έκδοσης βουλεύματος) μέχρι και την τυπική περάτωση, είτε μετά από αυτήν. Τα πράγματα θα έχουν διαφορετικά, εάν η προθεσμία γίνει δεκτό ότι επεκτείνεται μέχρι την έκδοση οριστικού βουλεύματος, δεδομένου ότι τυχόν αποβολή της πολιτικής αγωγής διά αμετακλήτουπαρεμπίπτοντος βουλεύματος, σε τίποτα δεν κωλύει τον πολιτικώς ενάγοντα να επαναλάβει ορθώς τη δήλωσή του, πάντως πριν από την έκδοση οριστικού βουλεύματος.
Ο νομοθέτης φαίνεται να εννοούσε την ουσιαστική περάτωση (άποψη απόλυτα κρατούσα σε θεωρία και Νομολογία) όπως προκύπτει από το (σήμερα καταργημένο) άρ. 480 παρ. 2 κατά το οποίο ο πολιτικώς ενάγων είχε δικαίωμα έφεσης κατά των απαλλακτικών βουλευμάτων «αν πριν από την έκδοση του βουλεύματος δήλωσε ότι παρίσταται με την ιδιότητά του αυτή και δεν έχει αποβληθεί». Έτσι, ακόμα κι αν ο δηλώσας παράσταση αποβλήθηκε με (παρεμπίπτον) βούλευμα που εκδόθηκε μέχρι την ουσιαστική περάτωση, εν συνεχεία μπορεί να επαναλάβει σωστά την δήλωσή του και επομένως να ασκήσει και το προβλεπόμενο στο άρ. 309 παρ. 2 εδ. στ΄ δικαίωμα κάθε διαδίκου να επηρεάσει την επικείμενη ετυμηγορία του συμβουλίου με την υποβολή εγγράφων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων προς το συμβούλιο, πράγμα που θα ήταν αδύνατον σε περίπτωση που καταληκτικό σημείο της νομιμοποίησης πολιτικής αγωγής ήταν η τυπική περάτωση της ανάκρισης.Περαιτέρω, γίνεται σαφώς δεκτό (με βάση και τη γραμματική διατύπωση του καταργημένου άρ. 480 παρ 2 ΚΠΔ) ότι απώτερο χρονικό σημείο είναι η έκδοση του πρωτοβάθμιου βουλεύματος, και ειδικότερα η υπογραφή του, αμέσως μετά την καθαρογραφή, από τον προεδρεύοντα δικαστή και το γραμματέα, και όχι η επίδοσή του.
Περαιτέρω, για τα εγκλήματα που η περάτωση της κύριας ανάκρισης λαμβάνει χώρα με έκδοση Βουλεύματος Συμβουλίου Εφετών (άρ. 308 εδ. γ΄), η έκδοση αυτού του Βουλεύματος είναι το απώτατο χρονικό σημείο της δήλωσης παράστασης Πολιτικής αγωγής, ενώ όταν η παραπομπή πραγματοποιείται με απευθείας κλήση (όπως συμβαίνει στην ευθύτατη παραπομπή, στην προανάκριση –άρ. 245 παρ. 1 ΚΠΔ ή στην ανάκριση που περατώνεται με απευθείας κλήση : άρ. 308 παρ. 3, 308 Α παρ. 2) το χρονικό όριο είναι η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος.Επίσης, σε περίπτωση που εξεδόθη σε πρώτο βαθμό βούλευμα που διατάσσει περαιτέρω ανάκριση, είναι δυνατή η δήλωση παράστασης κατά το νέο αυτό στάδιο της ανάκρισης. Τίθεται ζήτημα όμως αν συμβαίνει το ίδιο και σε περίπτωση που το Συμβούλιο εφετών, κρίνοντας σε δεύτερο βαθμό κατόπιν έφεσης κατά του πρωτοβάθμιου βουλεύματος, διατάσσει περαιτέρω ανάκριση. Κάποιοι συγγραφείς, όπως και η Νομολογία, δέχονται αυτή τη δυνατότητα με το επιχείρημα της συνέχισης της ανακριτικής διαδικασίας και συνακόλουθα παρέκτασης της τασσόμενης περί νομιμοποίησης προθεσμίας, ενώ άλλοι την απορρίπτουν στηριζόμενοι (μεταξύ άλλων) πρώτον στη γραμματική διατύπωση του άρ. 83 παρ. 1 εδ. α΄ΚΠΔ το οποίο παραπέμπει μόνο στο άρ. 308 ΚΠΔ και όχι στο άρ. 318 ΚΠΔ, υποδεικνύοντας έτσι ως κρίσιμο γεγονός την έκδοση του πρωτοβάθμιου αποκλειστικά οριστικού βουλεύματος, δεύτερον στο γεγονός ότι η διάταξη από το δευτεροβάθμιο συμβούλιο εφετών περαιτέρω ανάκρισης επιφέρει μάλλον κατά κυριολεξία αναβίωση της ήδη ουσιαστικά, με την έκδοση του πρωτοβάθμιου βουλεύματος, τερματισθείσας ανάκρισης, παρά συνέχισή της, και επομένως δεν είναι δυνατόν να παρατείνει μια ήδη ανενεργό προθεσμίας, και τρίτον σε δικαιοπολιτικά επιχειρήματα όπως η έκθεση της ποινικής δίκης σε κίνδυνο επικίνδυνων παλινωδιών, με κύριο αποδέκτη τον ίδιο τον κατηγορούμενο ο οποίος ενώ με την ουσιαστική περάτωση της ανάκρισης είχε αποκτήσει την εύλογη πεποίθηση αναφορικά με την απουσία αντιδικίας, τώρααιφνιδιάζεται αποκτώντας ξαφνικά, χωρίς να συντρέχει εύλογος λόγος, έναν ακόμη κατήγορο. Η δεύτερη άποψη φαίνεται να έχει σαφώς ένα πλήρες, οργανωμένο και πειστικότερο πλέγμα επιχειρημάτων. Συν τοις άλλοις συνάδει απολύτως με τα ουσιώδη αιτήματα της ποινικής δίκης, δηλαδή τόσο με την επιτάχυνση της δίκης η οποία κάποτε μάλιστα πρέπει να τερματιστεί και άρα δεν μπορεί το θέμα της νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος να παραμένει επ’ αόριστον εκκρεμές όσο και με την προστασία, κατά τα προεκτεθέντα, του κατηγορουμένου.
β.διατυπώσεις που αφορούν το χρόνο δήλωσης στο ακροατήριο
Ως προς το ακροατήριο, το απώτατο χρονικό σημείο της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής είναι η έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας (άρ. 6 παρ. 2 ΚΠΔ), η οποία λαμβάνει χώρα με την εξέταση μάρτυρα ή τη διεξαγωγή άλλης αποδείξεως π.χ. ανάγνωση εγγράφου (συνδυασμός άρθρων 339, 343, 350 ΚΠΔ). Το άρ. 68 παρ. 1 αναφέρεται σαφώς στη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ωστόσο στην πράξη ανακύπτουν πολλαπλά ζητήματα τα οποία θα μελετήσουμε στη συνέχεια.
Πρώτον, αυτός ο οποίος νομιμοποιήθηκε ως πολιτικών ενάγων κατά την προδικασία και δεν αποβλήθηκε είναι υποχρεωμένος κατά την διαδικασία στο ακροατήριο να επαναλάβει τη σχετική δήλωση και αν ναι μέχρι ποίου σημείου. Δεύτερον, είναι δυνατόν να δηλωθεί παράσταση πολιτικής αγωγής το πρώτον κατά την μετ΄ αναβολή δίκη και να γίνει αυτή δεκτή; Τρίτον, είναι δυνατόν να δηλωθεί παράσταση πολιτικής αγωγής το πρώτον κατά την δίκη ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, μετά από διαπίστωση αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή μετά από την παραπομπή του άρ. 136 ΚΠΔ; Tέταρτον, είναι δυνατόν να δηλωθεί παράσταση πολιτικής αγωγής το πρώτον κατά την δίκη κατόπιν ευδοκίμησης αίτησης ακύρωσης διαδικασίας (341 ΚΠΔ) ή απόφασης (430 ΚΠΔ); Πέμπτον, όταν έχει λάβει χώρα αναβολή και ενώ έχει ήδη δηλωθεί η παράσταση κατά τη δίκη προ της αναβολής, είναι υποχρεωμένος ο πολιτικός ενάγων να δηλώσει ξανά την παράστασή του και αν ναι μέχρι ποίου σημείου; Έκτον, είναι δυνατόν να δηλωθεί το πρώτον παράσταση πολιτικής αγωγής κατά την εκδίκαση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό εφόσον ο δηλών παράσταση πολιτικής αγωγής δεν παραστάθηκε ως πολιτικώς ενάγων στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση; Εβδομον, ο πολιτικώς ενάγων που νομιμοποιήθηκε κατά τη διαδικασία στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι υποχρεωμένος να την επαναλάβει και στο δευτεροβάθμιο και μέχρι ποίου σημείου; Και, τέλος, όγδοον, θα ερευνηθεί το ζήτημα της δυνατότητας παράστασης πολιτικής αγωγής από το θύμα κατά τη συζήτηση που αφορά διόρθωση ή συμπλήρωση δικαστικής απόφασης κατ’ άρ. 145 ΚΠΔ.
Ως προς το πρώτο ζήτημα, γίνεται ορθά δεκτό ότι το άρ. 68 έχει τεθεί για την περίπτωση που κάποιος είτε δεν προέβη σε δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στην προδικασία είτε προέβη αλλά αποβλήθηκε. Εάν αντιθέτως παρέστη κατά την προδικασία και δεν αποβλήθηκε, τότε η δήλωση στο ακροατήριο έχει διαπιστωτικό χαρακτήρα και συνιστά απλώς πιστοποίηση, όπως συνάγεται και από το άρ. 343 εδ. α΄ υποεδ. α΄. Η νομιμοποίηση που έλαβε χώρα κατά την προδικασία ισχύει και ενώπιον του ακροατηρίου, επομένως είναι περιττό ο ήδη πολιτικώς ενάγων να επαναδιατυπώνει τη δήλωση παράστασης με κάθε λεπτομέρεια, εφόσον το έπραξε ήδη κατά την προδικασία. Αρκεί, αλλά και είναι αναγκαία, η αποσαφήνιση του θύματος ότι εξακολουθεί να μετέχει ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική δίκη. Πλην όμως η δήλωση δεν υπάγεται εδώ στα πλαίσια του άρ. 68 ΚΠΔ παρά μόνον στα πλαίσια του άρ. 343 εδ. α΄ υποεδ. α΄.Ως προς το δεύτερο ζήτημα, νομοθετικά υφίσταται η διάταξη του άρ. 68 παρ. 3 εδ. β΄ η οποία με μια πρώτη πρόχειρη ανάγνωση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πάντοτε είναι δυνατή η δήλωση το πρώτον στη μετ’ αναβολή δίκη.
Ωστόσο, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι όταν η αναβολή της υπόθεσης λαμβάνει χώρα για κρείσσονες αποδείξεις, πράγμα που σημαίνει ότι ήδη η αποδεικτική διαδικασία έχει ξεκινήσει, και άρα το τασσόμενο χρονικό όριο του άρ. 68 παρ. 2 ΚΠΔ παρήλθε, για να παραστεί νομίμως ο πολιτικώς ενάγων κατά τη νέα συζήτηση πρέπει ήδη να έχει νομιμοποιηθεί πριν από την αναβολή της συζήτησης, όπως συνάγεται και από την προσεκτική διατύπωση του άρ. 68 παρ. 3 εδ. β΄ που αναφέρεται όχι στην άσκηση αλλά στην κατά την (για οποιοδήποτε λόγο) μετ’ αναβολή συζήτηση υποστήριξη (της ήδη ασκηθείσας)δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής. Όμως οι υποστηρικτές της πρώτης άποψης, μεταξύ άλλων επιστρατεύουν ως επιχείρημα και την επανεκδίκαση της υπόθεσης εξ’ αρχής και ολοκληρωτικά στη μετ’ αναβολή δικάσιμο σε κάθε περίπτωση. Επ’ αυτού θα έλεγε κανείς ότι η παραπάνω άποψη συνδέει απλώς την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας με την αναμενόμενη νέα συζήτηση και μόνον, ενώ εδώ χρήζει έρευνας το αν η προηγηθείσα επεξεργασία των αποδείξεων συνιστά για την επικείμενη συζήτηση μια παράμετρο υπολογίσιμη ή αδιάφορη. Στο μέτρο λοιπόν που οι κρείσσονες αποδείξεις εισφέρουν απλά συμπλήρωση ή επανόρθωση σε τυχόν ατέλειες των αποδείξεων που προηγήθηκαν, οι τελευταίες «πρέπει να εκληφθούν ως κεκτημένη υποδομή, λειτουργικά αλληλένδετη και αξιολογικά συνεκτιμητέα με τα προσκομιζόμενα το πρώτον στο ακροατήριο στοιχεία».
Ας διευκρινισθεί επίσης ότι όταν η αναβολή έλαβε χώρα για άλλο λόγο πλην των κρεισσόνων αποδείξεων και επιπλέον δεν έχει καν ξεκινήσει η αποδεικτική διαδικασία, παραδεκτά προβάλλεται η δήλωση παράστασης το πρώτον. Φαίνεται τέλος αυτονόητο ότι επιτρέπεται το πρώτον η δήλωση όταν η αναβολή έλαβε χώρα για κρείσσονες αποδείξεις, πλην όμως δεν ξεκίνησε καν η αποδεικτική διαδικασία πριν από την αναβολή.
Για να απαντήσουμε στο τρίτο ερώτημα (θεωρώ ότι) θα πρέπει πρώτα να λάβουμε υπόψη μας ότι τέτοιο ζήτημα τίθεται πρώτον, όταν από την συζήτηση προέκυψε η αναρμοδιότητα (δηλαδή σαφώς μετά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας) ενώ το έγκλημα ανήκε σε αρμοδιότητα ανώτερου δικαστηρίου (119 παρ. 2 ΚΠΔ)και δεύτερον, όταν η αναρμοδιότητα προέκυψε πριν από τη συζήτηση.
Το ζήτημα (θεωρώ ότι) θα επιλυθεί ως ακολούθως: Eάν στο αναρμόδιο δικαστήριο που παρέπεμψε είχε ήδη ξεκινήσει η αποδεικτική διαδικασία, θα αποκλειστεί μάλλον η δυνατότητα νέας δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής, δεδομένου του ενιαίου και αδιάσπαστου της αποδεικτικής διαδικασίας, (όπως έγινε δεκτό και για την περίπτωση της αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις)
Εάν όμως, παρά την παρέλευση του κρίσιμου αυτού χρονικού σημείου, μπορούν να υπάρχουν παράγοντες τέτοιοι που αποκλείουν αυτόν τον ενιαίο και αδιάσπαστο χαρακτήρα, τότε φαίνεται εφικτή η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στο δικαστήριο μετά την παραπομπή. Τέτοια περίπτωση σαφώς συντρέχει όταν λαμβάνει χώρα ολική επαναφορά της υπόθεσης από τη διαδικασία στο ακροατήριο στο στάδιο της προδικασίας, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που έχουμε αλλαγή δικαιοδοσίας (όταν για παράδειγμα ως αρμόδιο κρίνεται το στρατιωτικό δικαστήριο) ή στην περίπτωση που καθ’ ύλην αναρμόδιο δικαστήριο ήταν το μονομελές πλημμελειοδικείο ή το πταισματοδικείο (120 παρ. 3 ΚΠΔ). Εν προκειμένω, θα φαινόταν κάπως υπερβολικό να θεωρήσει κανείς ότι και σε μια τέτοια περίπτωση νοείται και διατηρείται διατηρηθεί το αδιάσπαστο και ενιαίο ανάμεσα σε αποδεικτική διαδικασία προ και μετά την παραπομπή.
Στην περίπτωση της κατά τόπον αναρμοδιότητας, δε φαίνεται να υφίσταται πρόβλημα χρονικά παραδεκτής δήλωσης της πολιτικής αγωγής σε περίπτωση που το δικαστήριο διαπιστώσει αυτή και παραπέμψει στο τοπικά αρμόδιο πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Το πρόβλημα όμως υφίσταται, εάν το δικαστήριο επιφυλαχθεί να αποφασίσει αργότερα, με βάση τις αποδείξεις. Θεωρώ πως στην συγκεκριμένη περίπτωση, εφόσον οι αποδείξεις αφορούν κατά κύριο λόγο την κατά τόπον αρμοδιότητα και δεν επεκτείνονται επί της ουσίας της υπόθεσης, χωρεί το πρώτον πολιτική αγωγή στο δικαστήριο μετά την παραπομπή διότι δεν ξεκίνησε επί της ουσίας η αποδεικτική διαδικασία.
Ως προς το τέταρτο ερώτημα λεκτέα τα εξής: O ζημιωθείς που κατά την συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η ερήμην του κατηγορουμένου καταδικαστική απόφαση είτε είχε δηλώσει (68 παρ. 2 ΚΠΔ) είτε είχε επαναδιατυπώσει (343 εδ. α΄ ΚΠΔ) δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής προ της ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας μπορεί σαφώς να παραστεί νόμιμα και κατά τη νέα συζήτηση της υπόθεσης. Πρόβλημα τίθεται σε περίπτωση που ο ζημιωθείς το πρώτον δηλώνει παράσταση του άρ. 68 ΚΠΔ κατά τη νέα συζήτηση. Οι υποστηρικτές της καταφατικής τοποθέτησης επικαλούνται την αναλογική εφαρμογή του άρ. 68 παρ. 3 εδ. β΄, παραβλέποντας αφενός την διατύπωση του νόμου περί υποστήριξης (της ήδη ασκηθείσας) παράστασης πολιτικής αγωγής αφετέρου ότι κρίσιμο στοιχείο εδώ αποτελεί, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω για την αναβολή, το υπολογίσιμο ή το αδιάφορο των αποδεικτικών στοιχείων και της επεξεργασίας τους που έλαβαν χώρα κατά την ερήμην του κατηγορουμένου συζήτηση. Και ως προς τα τελευταία, κάθε άλλο παρά αδιάφορη είναι η προδιανυθείσα αποδεικτική διαδικασία, διότι με την αίτηση ακύρωσης αποφάσεως ή διαδικασίας το μόνο που επέρχεται μεν άρσης της νομικής υπόστασης των ερήμην εκδοθεισών δικαιοδοτικών κρίσεων αλλά παράλληλα παραμένει ισχυρή η ήδη διανυθείσα αποδεικτική διαδικασία, χωρίς να περιθωριοποιείται, και επομένως βρίσκεται, όπως συμβαίνει και με την αναβολή για κρείσσονες αποδείξεις, σε αδιάσπαστη ενότητα με την επακολουθούσα κατά τη νέα συζήτηση. Το σπουδαιότερο όμως επιχείρημα προκύπτει και από την ιδιομορφία της αιτήσεως ακυρώσεως διαδικασίας (341 ΚΠΔ) και αποφάσεως (430 ΚΠΔ) ως ενδίκων βοηθημάτων που ναι μεν δεν ανήκουν τυπικά στα ένδικα μέσα ούτε και επιρρίπτουν σφάλμα στην προεκδοθείσα απόφαση, πλην όμως, στο μέτρο που αποσκοπούν σε επανεκτίμηση μιας κατάστασης, διέπονται από τους γενικούς ορισμούς των άρ. 462 επ. ΚΠΔ. Ως εκ τούτου υπόκεινται στην αρχή
της μη χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου, πράγμα το οποίο αναντίρρητα επιφέρει η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής το πρώτον κατά την νέα, μετά την ευδοκίμηση της αίτησης των άρ, 341 και 430 ΚΠΔ, συζήτηση της υπόθεσης.Περαιτέρω, ορθό φαίνεται και στην περίπτωση δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση της ίδιας της αίτησης των άρ. 341 και 430 ΚΠΔ να δοθεί ομόρροπη με τα αμέσως προηγηθέντα λύση.
Για την απάντηση στο πέμπτο ερώτημα που θέσαμε είναι ορθό να ακολουθήσει κανείς την ίδια συλλογιστική που δεν απαιτεί εκ νέου νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος όταν αυτός ήδη νομιμοποιήθηκε κατά την προδικασία. Έτσι, αρκεί (πολλώ μάλλον) εδώ απλώς μια διαπίστωση, πιστοποίηση και επαλήθευση της ήδη δηλωθείσας παράστασης στα πλαίσια του άρ. 343 εδ. α΄ υποεδ. α΄. Εξάλλου είναι σαφής η νομοθετική διατύπωση περί απλής υποστήριξης (και όχι εκ νέου άσκησης) της ήδη ασκηθείσας παράστασης πολιτικής αγωγής, για οποιοδήποτε λόγο κι αν έχει λάβει χώρα η
αναβολή. Κατόπιν αυτών (θεωρώ πως) είναι λανθασμένη η αντίληψη που έχει
διατυπωθεί από τη Νομολογία πως η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής όταν επαναλαμβάνεται στη μετ’ αναβολή δίκη πρέπει να περιέχει όλα τα κατά νόμον απαιτούμενα στοιχεία. Πάντως, ένα ακόμα επιχείρημα που θα μπορούσε να επιστρατευθεί ιδίως για την περίπτωση αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις είναι ότι δεν απαιτείται στη μετ’ αναβολή συζήτηση εκ νέου άσκηση παράστασης πολιτικής αγωγής με όλους τους νόμιμους τύπους, με την ίδια ακριβώς ratio που αποκλείεται το πρώτον η δήλωση παράστασης δεδομένης της προηγηθείσας έναρξης αποδεικτικής διαδικασίας σε συνδυασμό και με τον ενιαίο και αδιάσπαστο χαρακτήρα ήδη προηγηθείσας αφενός και ακολουθούσας αποδεικτικής διαδικασίας αφετέρου.
Ως προς το έκτο ζήτημα, σύσσωμη η θεωρία και Νομολογία θεωρούν πως η δήλωση παράστασης το πρώτον στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο αποκλείεται καθώς αντιβαίνει εμμέσως στη βασική αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου στα ένδικα μέσα, η οποία είναι δυνατόν να επέλθει εξαιτίας της πιθανότητας επιδίκασης αποζημίωσης. Εξάλλου, επιβαρύνεται και δικονομικά η θέση του κατηγορουμένου, καθώς ο κατηγορούμενος αποκτά έναν επιπλέον κατήγορο που μάχεται «μανιωδώς» υπέρ της ενοχής του. Συνεπώς, σωστά η Νομολογία αποκλείει στο παραπάνω χρονικό σημείο το πρώτον δήλωση παράστασης Πολιτικής Αγωγής. Ειρήσθω δε ότι ίδιας αντιμετώπισης θα πρέπει να τύχει και η περίπτωση του πρωτοδίκως αποβληθέντος πολιτικώς ενάγοντος ο οποίος επανέρχεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο καθώς και του ήδη παραστάντος κατά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο πολιτικώς ενάγοντος, υπό διαφορετική ιδιότητα όμως αυτή τη φορά. Ας σημειωθεί όμως ότι πρoϋπόθεση για την εφαρμογή της απαγόρευσης της nonreformationinpejus αποτελεί η άσκηση ενδίκου μέσου εναντίον καταδικαστικής απόφασης από τον ίδιο τον κατηγορούμενο ή από άλλο δικαιούμενο πρόσωπο υπέρ αυτού (470 ΚΠΔ).
Συντρεχόντων λοιπόν των όρων του 470 ΚΠΔ, στην απαγόρευση της χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου θεμελιώνεται περαιτέρω και η αδυναμία παράστασης πολιτικής αγωγής το πρώτον τόσο ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά τη συζήτηση αναίρεσηςόσο και στο δικαστήριο της παραπομπής μετά από ευδοκίμηση ασκηθείσας αναίρεσης, είτε πρωτοβάθμιο (εφόσον η αναίρεση ασκήθηκε κατά ανέκκλητης πρωτόδικης απόφασης) είτε δευτεροβάθμιο.Αποκλείεται επιπλέον με την ίδια σκέψη (σε περίπτωση συνδρομής των όρων του 470 ΚΔ) και η δήλωση το πρώτον παράστασης πολιτικής αγωγής τόσο κατά τη συζήτηση αίτησης επανάληψης της διαδικασίαςόσο και ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας το οποίο επελήφθη εκ νέου της υπόθεσης, εφόσον έγινε δεκτή η αίτηση επανάληψης από το δικαστικό συμβούλιο. Και για τις δύο αυτές περιπτώσεις θα ήταν αντιφατικό από τη μια να προβλέπεται η εν λόγω ειδική διαδικασία προς το συμφέρον του κατηγορουμένου και από την άλλη να είναι δυνατή η χειροτέρευση της θέσης του. Εξάλλου, καίτοι η επανάληψη της διαδικασίας είναι ένδικο βοήθημα και όχι ένδικο μέσο, είναι δυνατόν να συναχθεί, σε συνδυασμό και με την αρχή της εν γένει προστασίας του κατηγορουμένου, η αναλογική εφαρμογή αρχών των ενδίκων μέσων.Ειδικότερα δε για την περίπτωση της ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας εκ νέου διαδικασία, ρητά προβλέπεται, προς αποφυγή διχογνωμιών, η μη ισχύς της nonreformationinpejus (530 παρ. 2 εδ. ε΄ΚΠΔ).Εάν λοιπόν ρητά προβλέπεται για την περίπτωση αυτή, δε φαίνεται ορθό να αρνηθεί κανείς την αναλογική εφαρμογή της ίδιας ρύθμισης και επί της συζήτησης της αίτησης.
Είναι περαιτέρω δύσκολη η αντιμετώπιση του ζητήματος που το θύμα δηλώνει το πρώτον παράσταση πολιτικής αγωγής σε περίπτωση εκδίκασης ενδίκου μέσου κατά το οποίο δεν ισχύει η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου, όπως για παράδειγμα σε περίπτωση έφεσης από τον κατηγορούμενο κατά καταδικαστικής απόφασης και άσκησης αντίθετης έφεσης από τον εισαγγελέα ή από τον πολιτικώς ενάγοντα (σε περίπτωση δηλαδή που ήδη κατά την δίκη σε πρώτο βαθμό υπήρχε παράσταση πολιτικής αγωγής και τώρα κατά τη συζήτηση σε δεύτερο βαθμό, σπεύδει και άλλο πρόσωπο να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής) ή σε περίπτωση έφεσης από τον εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης (εδώ βέβαια η πολιτική αγωγή μόνο προς υποστήριξη της κατηγορίας νοείται) ή σε περίπτωση άσκησης αναίρεσης (και) από τον εισαγγελέα εις βάρος του κατηγορουμένουή σε περίπτωση υποβολής αίτησης επανάληψης της διαδικασίας από τον εισαγγελέα σε περίπτωση αθωωτικής απόφασης (526 παρ. 2). Η θέση που θα λάβει κανείς επί του ζητήματος αυτού εξαρτάται πλήρως από το αν θα λάβει υπόψη του, ιδίως στις περιπτώσεις της έφεσης, το ότι η υπόθεση συζητείται από την αρχή και ολοκληρωτικά, ή αν θα ενστερνιστεί εκείνη την ερμηνευτική εκδοχή που κάνει λόγο για αλληλένδετο
της προηγηθείσας και της νυν αποδεικτικής διαδικασίας εξαιτίας της συνεκτίμησης και μη ακύρωσης των όσων αποδεικτικών στοιχείων διημείφθησαν και αποτυπώθηκαν κατά την πρωτόδικη κρίση. Ορθότερη φαίνεται η άποψη που θα αρνούνταν και εδώ την δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής το πρώτον και σε αυτές τις περιπτώσεις, εν όψει της (κατά τη γνώμη μας) πλήρους αποκοπής του συνεκτικού δεσμού της δήλωσης, ιδίως στις περιπτώσεις της αναίρεσηςκαι της επανάληψης της διαδικασίας, με το καταληκτικό όριο της εκ του άρ. 68 παρ. 2 ΚΠΔ τασσομένης προθεσμίας, αλλά και στα πλαίσια της άποψης που ήδη εκφράσαμε για σχετικά γρήγορη εκκαθάριση (από άποψη χρόνου) του θέματος της ένταξης του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη.
Τέλος, ως προς το έβδομο ζήτημα που θέσαμε, η Νομολογία ορθά φαίνεται να μην θεωρεί απαραίτητη την επανάληψη της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο που έλαβε χώρα νομότυπα και έγινε δεκτή στο πρωτοβάθμιο. Πράγματι, για την συζήτηση της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δε φαίνεται να υφίσταται αντίστοιχη διάταξη με αυτή του άρ. 343 εδ. α΄, ενώ υπέρ της άποψης της Νομολογίας συνηγορεί (κατά την άποψή μου) και το άρ. 500 ΚΠΔ που επιβάλλει την κλήτευση όλων των διαδίκων που παραστάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, άρα και του πολιτικώς ενάγοντα. Ειρήσθω όμως ότι τα παραπάνω ισχύουν υπό τον όρο της μη μεταβολής του είδους της αιτουμένης ικανοποίησης, ενώ απλή ανατίμηση του αιτουμένου ποσού δε δημιουργεί πρόβλημα, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, παραβλέποντας το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων, επιδικάσει το τυχόν αυξημένο αιτούμενο κονδύλιο, υποπίπτοντας έτσι σε υπέρβαση εξουσίας. Περαιτέρω, υπάρχουν και αποφάσεις που σε περίπτωση επανάληψης δήλωσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο καθιστούν σαφές ότι δεν απαιτούν η νέα δήλωση, όταν επαναλαμβάνεται να περιέχει όλα τα κατά νόμον απαιτούμενα στοιχεία αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό.Δεν απαιτείται δε κατά την Νομολογία (και ορθά) για την παράσταση στην κατ’ έφεση δίκη να έχει ασκήσει έφεση και ο πολιτικώς ενάγων, εκτός αν η Πολιτική αγωγή είχε απορριφθεί με την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.
Τέλος, ως προς το όγδοο θέμα, η περίπτωση της δήλωσης παράστασης για πρώτη φορά σε περίπτωση διόρθωσης ή συμπλήρωσης δικαστικής απόφασης θα πρέπει προεχόντως να αποκλειστεί, όπως εξάλλου προκύπτει σαφέστατα και από το γράμμα του νόμου που ορίζει ότι «Η διόρθωση ή συμπλήρωση διατάσσεται με απόφαση ή διάταξη, ύστερα από κλήτευση και ακρόαση των διαδίκων που εμφανίστηκαν» (145 παρ. 2 εδ. β΄). Επομένως, αποκλείεται η παρέμβαση και συμμετοχή οποιουδήποτε δεν ήταν διάδικος στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η ελλιπής απόφαση.
γ. διατυπώσεις που αφορούν τον τρόπο της δήλωσης στην προδικασία
Στην προδικασία η δήλωση όπως προκύπτει από το γράμμα του άρ. 83 παρ. 1 μπορεί να γίνει με τρεις τρόπους: α) με αυτοτελές έγγραφο β) με την έγκληση και γ) με δήλωση στον ανακριτή κατά την εξέταση του ζημιωμένου ως μάρτυρα.
Το αυτοτελές έγγραφο μπορεί να εγχειρισθεί κατά το γράμμα του νόμου ενώπιον του αρμοδίου εισαγγελέα, αλλά εφόσον το χρονικό όριο είναι η περάτωση της ανάκρισης, γίνεται δεκτό ότι μπορεί να εγχειρισθεί και στον ανακριτή ή στον γενικό ή ειδικό προανακριτικό υπάλληλο.Εξάλλου, το παραπάνω προκύπτει και από τη διατύπωση του νόμου στο άρ. 83 παρ. 1 εδ. γ΄ .(Τέλος, η δήλωση μπορεί να γίνει και σ’ αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, ακόμη και (άρα και πρωτύτερα) κατά το χρόνο που εξετάζεται ως μάρτυρας ο ζημιωμένος).Στην περίπτωση δε αυτή ισχύουν όλοι οι σχετικοί περί εμπρόθεσμης και νομότυπης εγχείρησης του εγγράφου προς τον εισαγγελέα.
Περαιτέρω, ενόψει της εκ του άρ. 83 παρ. 1 εδ. β΄ απαίτησης σύνταξης έκθεσης εγχειρήσεως του εγγράφου του άρ. 83 παρ. 1 εδ. α΄, έχει σημειωθεί ισχυρή διχοστασία σχετικά με το αν η μη τήρηση του όρου αυτού συνεπάγεται το απαράδεκτο της παράστασης πολιτικής αγωγής. Η Νομολογία δέχεται ότι η έκθεση συνιστά συστατικό τύπο της δήλωσης και ως εκ τούτου η μη τήρησή του επιφέρει ακυρότητα της δήλωσης και μη κτήση της ιδιότητας του πολιτικώς ενάγοντος. Η άποψη αυτή στηρίζεται στο επιχείρημα ότι εάν δε συνταχθεί έκθεση, δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί ούτε ο χρόνος ούτε το πρόσωπο που κατά νόμον δικαιούται σε παράσταση πολιτικής αγωγής αλλά ούτε και το περιεχόμενο του υποβληθέντος εγγράφου. Έτσι όμως, το μόνο που καταφέρνει είναι να αναδείξει ακόμα περισσότερο τον αποδεικτικό (και άρα όχι συστατικό) χαρακτήρα της σύνταξης έκθεσης. Προς την αντίρροπη κατεύθυνση η δεύτερη άποψη επικαλείται τη σκέψη όπου ο νόμος θέλησε την επί ποινή απαραδέκτου τήρηση ορισμένης διατυπώσεως έχει εκφραστεί ρητά (άρ. 17, 18, 430, 476, 527 ΚΠΔ) και εξάλλου, ως προς την πολιτική αγωγή προβλέπεται απαράδεκτο μόνο στο άρ. 84 που αφορά το περιεχόμενο της δήλωσης. Ωστόσο, αν τηρήσει κανείς αυτή την ελαστική συλλογιστική, τόσο η παράτυπη αντιπροσώπευση όσο και η εκπρόθεσμη δήλωση, συμπεριλαμβανόμενες και αυτές στο άρ. 83, δε θα έπρεπε να συνεπάγονται καμία κύρωση. Τρίτον, υφίσταται και η ενδιάμεση άποψη που δέχεται το απαράδεκτο της δήλωσης μόνο αν από κανένα άλλο στοιχείο αποδεικτικά ισοδύναμο με την έκθεση( υποβληθείσα αίτηση για τη λήψη αντιγράφων της δικογραφίας, κατατεθέν παράβολο κτλ) δεν μπορεί να προκύψει ο χρόνος και το δικαιούμενο πρόσωπο που προέβη σε δήλωση.
Η τελευταία αυτή άποψη φαίνεται και ορθότερη διότι βλέπει πίσω από τον «τύπο» της σύνταξης έκθεσης την «ουσία», τη ratio για την οποία αυτός θεσπίστηκε. Aς ληφθεί δε υπόψη ότι η εν λόγω λύση εξυπηρετεί και τους στόχους της ποινικής δίκης, διότι και τον κατηγορούμενο προστατεύει, και την επιτάχυνση της διαδικασίας σέβεται (αφού όταν δεν είναι δυνατόν από κανένα άλλο στοιχείο να διαπιστωθεί το εμπρόθεσμο της δήλωσηςκαθώς και το πρόσωπο που δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγήςτότε ισχύει το απαράδεκτο αναγκαστικά), αλλά και την ισότητα των όπλων λαμβάνει υπόψη υπό την έννοια ότι δεν οδηγεί σε αποβολή του πολιτικώς ενάγοντος, παραγκωνίζοντάς τον σε κάθε περίπτωση μη σύνταξης έκθεσης, αλλά δέχεται το απαράδεκτο της παράστασης πολιτικής αγωγής ως ύστατη λύση, μόνο δηλαδή όταν έχει εξαντλήσει δικονομικά όλες τις δυνατότητες εύρεσης αποδεικτικού μέσου που εξυπηρετεί τους ίδιους στόχους με την έκθεση.
Η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής μπορεί επίσης να γίνει και με την έγκληση.Η έγκληση μπορεί να υποβληθεί είτε εγγράφως είτε προφορικά. Αν γίνει με έγγραφο τύπο η δήλωση παράστασης περιλαμβάνεται στο περιεχόμενο του ίδιου του εγγράφου, ενώ αν γίνει προφορικά, τόσο η έγκληση όσο και η δήλωση καταχωρούνται στη συντασσόμενη έκθεση. Απαιτείται δε για το παραδεκτό της δήλωσης παράστασης να τηρούνται οι διαδικαστικές προϋποθέσεις που τίθενται από το νόμο για την άσκηση της έγκλησης (46 και 42 ΚΠΔ).
Περαιτέρω, τίθεται θέμα εάν η δήλωση παράσταση πολιτικής αγωγής μπορεί να υποβληθεί και διαμέσου της μήνυσης. Η άποψη που αποκλείει μια τέτοια δυνατότητα επικαλείται μεταξύ άλλων καi το εξής: Δυνατότητα παράστασης πολιτικής αγωγής συντρέχει στο πρόσωπο τόσο του παθόντος, (όταν δηλαδή η παραβιασθείσα από τον κατηγορούμενο ποινική διάταξη προστατεύει ατομικό έννομο αγαθό) όσο και του αμέσως ζημιωθέντος (όταν δηλαδή η παραβιασθείσα ποινική διάταξη προστατεύει ένα κοινωνικό έννομο αγαθό, πλην όμως στο βεληνεκές αδίκου υπάγονται και εξατομικεύσιμα ιδιωτικά συμφέροντα).Από την άλλη, το άρ. 46 ΚΠΔ φαίνεται με μια πρώτη ανάγνωση να δίνει δυνατότητα υποβολής έγκλησης στον παθόντα, μην αναφέροντας και τον αμέσως ζημιωθέντα, ενώ το άρ. 42 ΚΠΔ αποκλείει τον αδικηθέντα από την υποβολή της μήνυσης. Με αυτά τα δεδομένα τίθεται προβληματισμός σε ποιες από τις δύο διατάξεις θα υπαχθεί ο αμέσως ζημιωθείς. Η επίλυσή του όμως είναι απλή δεδομένης αφενός της εννοιολογικής συγγένειας μεταξύ παθόντος και αμέσως αδικηθέντος αφετέρου της διατύπωσης του άρ. 46 ΚΠΔ πριν από τη μεταγλώττισή του στη δημοτική, το οποίο έκανε λόγο για «αδικηθέντα». Το ζήτημα δε του νομικού χαρακτηρισμού μιας καταγγελίας από την εισαγγελική αρχή(ανεξαρτήτως του τίτλου που φέρουν – συνήθως όλα τιτλοφορούνται ως μηνύσεις εξαιτίας της άγνοιας που υφίσταται) ως έγκλησης ή ως μήνυσης με βάση το πρόσωπο το οποίο της υποβάλλει και εν γένει το περιεχόμενό της είναι σπουδαιότατο, δεδομένου ότι ο καταγγέλλων, στη μεν περίπτωση της έγκλησης έχει δυνατότητα προσφυγής (48 ΚΠΔ) στη δε περίπτωση της μήνυσης ο νόμος δε φαίνεται να τον εξοπλίζει με παρόμοιο μέσο.(42 – 45 ΚΠΔ). Παρόλα αυτά υφίσταται και η αντίθετη άποψη που δίνει τη δυνατότητα δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής και διαμέσου της μήνυσης. Ωστόσο, ορθότερη είναι η τελευταία αυτή άποψη, (όχι επειδή υπάγει στην έννοια του άρ. 42 και τον αμέσως ζημιωθέντα, πράγμα που με βάση τα προλεχθέντα αποκλείεται αλλά) διότι (κατά τη γνώμη μου) φαίνεται να έχει σπουδαία πρακτική αξία σε εκείνη ακριβώς την περίπτωση που ο εισαγγελέας εσφαλμένα χαρακτήρισε την καταγγελία ως μήνυση ενώ θα έπρεπε να την χαρακτηρίσει ως έγκληση. Σε αυτή την περίπτωση αν αποκλείσουμε την δυνατότητα δήλωσης πολιτικής αγωγής και με τη (εσφαλμένως χαρακτηρηθείσα) μήνυση, ο δηλώσας παράσταση πολιτικής αγωγής θα παραμείνει, εξαιτίας του σφάλματος της εισαγγελικής αρχής, μετέωρος, άνευ νομιμοποιήσεως.
Ως προς τη σχέση της έγκλησης και της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής ισχύουν τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρ. 82 παρ. 3 σε συνδυασμό με το άρ. 50 ΚΠΔ, η δήλωση παράστασης δεν αναπληρώνει την έγκληση, όταν το έγκλημα είναι κατ’ έγκληση διωκόμενο. Έχει ωστόσο εκφραστεί και η άποψη ότι η δήλωση παράστασης στο ακροατήριο αναπληροί
την ελλείπουσα έγκληση, εφόσον δεν έχει παρέλθει το τρίμηνο, με τη σκέψη ότι η έννοια της παράστασης πολιτικής αγωγής περιέχει (πρωτίστως) το αίτημα καταδίκης του κατηγορουμένου. Άλλη άποψη θεωρεί πως μόνο σε περίπτωση που στη δήλωση παράστασης στο ακροατήριο περιέχεται και αίτημα καταδίκης, δύναται η δήλωση αυτή να αναπληρώνει και την μη υποβληθείσα έγκληση. Ούτε όμως και η έγκληση αναπληροί τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής.Περαιτέρω, η παραίτηση από την έγκληση (εννοείται όταν το έγκλημα είναι αυτεπαγγέλτως διωκόμενο) δεν εμποδίζει την παράσταση του παθόντος ως πολιτικώς ενάγοντος ενώ ούτε και η παραίτηση από την πολιτική αγωγή σημαίνει παραίτηση από το δικαίωμα εγκλήσεως ή ανάκληση της τυχόν υποβληθείσας έγκλησης. Επιπρόσθετα, η υποβολή της έγκλησης δεν αποτελεί προϋπόθεση παραδεκτού της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής.
Τελευταίος τρόπος δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής είναι η εξέταση του ζημιωμένου ως μάρτυρα στα πλαίσια της προανακρίσεως ή της κύριας ανακρίσεως.Ο τρόπος αυτός δεν απαιτεί τη σύνταξη εκθέσεως εγχείρησης της δήλωσης παράστασης, εφόσον η δήλωση αυτή εγγράφεται στη συντασσόμενη έκθεση καταθέσεως μάρτυρα.
Πέρα από τους τρεις αυτούς τρόπους, δε φαίνεται να έχει γίνει είτε από την επιστήμη είτε από τη Νομολογία δεκτός άλλος τρόπος ο οποίος είτε να αναπληρώνει την ελλείπουσα είτε να θεραπεύει τη μη σύννομη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής.
Κλείνοντας τον τρόπο παράστασης πολιτικής αγωγής κατά την προδικασία, ας μελετήσουμε συλλήβδην τη δυνατότητα υποβολής της δήλωσης διαμέσου πληρεξουσίου. Καταρχήν, στην περίπτωση της υποβολής δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής διαμέσου της έγκλησης ή ειδικού εγγράφου , το άρ. 83 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠΔ ορίζει ότι η υποβολή δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής μπορεί να γίνει και από πληρεξούσιο εφοδιασμένο με γενική ή ειδική και γραπτή ενώ περαιτέρω παραπέμπει στο άρ. 42 παρ. 2 εδ. β΄ και γ΄ πράγμα που σημαίνει ότι το έγγραφο της πληρεξουσιότητας δεν απαιτείται να είναι συμβολαιογραφικό (όπως παλαιότερα προβλεπόταν), αλλά αρκεί και απλή έγγραφη δήλωση, με βεβαίωση της υπογραφής του εντολέα από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Γίνεται δε δεκτό ότι εδώ ως δικηγόρος νοείται και ο ίδιος ο εντολοδόχος. Από την εν λόγω δε παραπομπή συνάγεται ότι ο πληρεξούσιος δεν απαιτείται να έχει τη δικηγορική ιδιότητα. Ως προς το περιεχόμενο της πληρεξουσιότητας,(σε αντίθεση με την πληρεξουσιότητα για την έγκληση η οποία κατ’ άρ. 46 σε συνδ. με 42 παρ. 2 εδ. α΄ΚΠΔ απαιτείται να είναι ειδική) αυτή μπορεί να είναι είτε ειδική (μόνον για την υποβολή της εν λόγω δήλωσης) είτε γενική, περιλαμβάνουσα αντιπροσώπευση που εκτείνεται σε όλο το φάσμα των διαδικαστικών πράξεων. Ωστόσο, στην τελευταία αυτή περίπτωση, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι τέτοια ευρεία πληρεξουσιότητα, ως εκ του περιεχομένου της, συνάπτεται άμεσα με την δικηγορική ιδιότητα του αντιπροσώπου.Αξιοσημείωτο δε είναι ότι η πληρεξουσιότητα προς υποβολή έγκλησης δεν καλύπτει και την εν λόγω δήλωση, όπως προκύπτει από τα 83 παρ. 1 εδ. α΄ και 82 παρ. 3 ΚΠΔ.
Άξιο έρευνας είναι αν χωρεί πληρεξουσιότητα στην περίπτωση του άρ. 83 παρ. 1 εδ. γ΄. Το ζήτημα συνάπτεται άμεσα με τη δυνατότητα να καταθέσει ως μάρτυρας αντί του ζημιωθέντος κάποιος υποκατάστατος, δικηγόρος ή μη, στα πλαίσια προανάκρισης ή ανάκρισης. Μια τέτοια δυνατότητα ορθότερο είναι να αποκλείεται δεδομένης της φύσης αλλά και των σκοπών μιας τέτοιας εξέτασης που απαιτεί μία προσωπική παρουσία και επικοινωνία. Δέον να συνεκτιμηθεί αφενός ο αποκλεισμός (κατά την κρατούσα άποψη) της «δι’ αντιπροσώπου» παροχής μαρτυρίας στο ακροατήριο εκ μέρους του πολιτικώς ενάγοντος ο οποίος παρίσταται «διά πληρεξουσίου δικηγόρου»αφετέρου ο παρόμοιος αποκλεισμός απολογίας του κατηγορουμένου όταν δε βρίσκεται ο ίδιος στο ακροατήριο αλλά εκπροσωπείται από συνήγοροΠεραιτέρω, ερευνητέο αν δύναται ο ζημιωθείς, αντί της μαρτυρίας του, να καταθέσει διά πληρεξουσίου δικηγόρου υπόμνημα στο οποίο ο πληρεξούσιος δικηγόρος, (τηρουμένων βέβαια των προϋποθέσεων του άρ. 83 παρ. 1 εδ. α΄ σαν αν επρόκειτο για ειδικό έγγραφο) να δηλώνει αντί του ζημιωθέντος παράσταση πολιτικής αγωγής. Σε περίπτωση που κάνουμε δεκτή μια τέτοια δυνατότητα κατάθεσης υπομνήματος, σαφώς και δύναται να χωρήσει αναλογική εφαρμογή του άρ. 83 παρ. 1 εδ. α΄. Ωστόσο, έχει διατυπωθεί η γνώμη περί αποκλεισμού δυνατότητας υποβολής υπομνήματος από τον ζημιωθέντα, τουλάχιστον στα πλαίσια της ανάκρισης όπου δεν προβλέπεται παρόμοια δυνατότητα ούτε για τον κατηγορούμενο (άρ. 100 ΚΠΔ σε αντιπαραβολή με 104 παρ. 2 για την προανάκριση), με τo επιχείρημα ότι έτσι καταστρατηγείται η αρχή της ισότητας των όπλων, για την οποία εξάλλου κάναμε λόγο στην αρχή ως μία από τις κατευθυντήριες γραμμές της παρούσας εργασίας.
δ. διατυπώσεις που αφορούν τον τρόπο της δήλωσης στο ακροατήριο
Ως προς τον τρόπο παράστασης στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία, φαίνεται απλουστευμένος σε σχέση με τα όσα αναπτύχθηκαν αμέσως παραπάνω, εφόσον αρκεί η προφορική δήλωση στο ακροατήριο έως την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, χωρίς να προβλέπεται κάποιος ιδιαίτερος τύπος. Ωστόσο, η παραπάνω διαπίστωση ισχύει με μία επιφύλαξη. Δηλαδή, ενώ στην παράσταση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης αρκεί μόνον η προφορική δήλωση, για την παράσταση για αποζημίωση και αποκατάσταση από το έγκλημα, απαιτείται η επίδοση δικογράφου αγωγής κατά τους κανόνες της Πολιτικής Δικονομίας (άρ. 167 ΚΠΔ) πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο. ( άρ. 68 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ). Η πρόβλεψη αυτή του νόμου αποτελεί κατάλοιπο της παλαιάς Ποινικής Δικονομίας, στην οποία προβλέπονταν αφενός η καθαρά αστικού χαρακτήρα πολιτική αγωγή για τις ιδιωτικές απαιτήσεις, αφετέρου ο θεσμός της ιδιωτικής κατηγορίας. Η νομοθετική αυτή πρόβλεψη όμως σήμερα, που αφενός η πολιτική αγωγή υφίσταται ως θεσμός που με την διείσδυση στην ποινική δίκη μετουσιώνεται και λαμβάνει και ποινικό χαρακτήρα, αφετέρου ο πολιτικώς ενάγων ελάχιστα ενδιαφέρεται για την ικανοποίηση των αστικών απαιτήσεών του αλλά πρωτίστως για την απόδειξη της ενοχής του κατηγορουμένου, η πρόβλεψη του άρ. 68 παρ. 1 θωρείται πια ξεπερασμένη. Ως εκ τούτου, η ίδια η πράξη έχει ελαχιστοποιήσει την εφαρμογή του, εφόσον ο πολιτικώς ενάγων για την είσοδό του στην Ποινική δίκη επιλέγει όχι το μανδύα της επιδίωξης αποζημίωσης και αποκατάστασης της υλικής ζημίας του, αλλά το εισιτήριο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης.Παρόλη όμως την αχρησία του άρ. 68 παρ. 1, ναυάγησαν οι προθέσεις κατάργησής του στο ΣχΚΠΔ 1995.
Περαιτέρω, τίθεται ζήτημα και για την επ’ ακροατηρίω διαδικασία, δεδομένης της σιωπής του νομοθέτη, αν χωρεί παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος του έχοντος γενική ή ειδική πληρεξουσιότητα δικηγόρου. Έχουν σχετικά υποστηριχθεί δύο απόψεις. Η πρώτη που απαντά καταφατικά, επικαλείται ως επιχειρήματα πρώτον την αναλογική εφαρμογή του άρ. 83 παρ. 1 εδ. α΄ και για την διαδικασία στο ακροατήριο και δεύτερον την ευθεία εφαρμογή της δυνατότητας παράστασης του διαδίκου διά πληρεξουσίου δικηγόρου που ισχύει στα πλαίσια της πολιτικής δικονομίας. Η αποφατική αντίθετα τοποθέτηση εδράζεται στα εξής: πρώτον δεν είναι δυνατή η αναλογική εφαρμογή του άρ. 83 παρ. 1 εδ. α΄ διότι το τελευταίο ρυθμίζει μόνο την διά πληρεξουσίου δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής και όχι γενικά την εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος, δεύτερον τα κρατούντα στην πολιτική δικονομία δεν είναι δυνατόν να γίνουν δεκτά για την πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη εν όψει του δισυπόστατου χαρακτήρα της, αστικού και ποινικού, τρίτον τα της εκπροσώπησης του κατηγορουμένου από συνήγορο (340 παρ. 2 ΚΠΔ) δε νοείται να εφαρμοστούν στην παρούσα ανόμοια δικονομική κατάσταση και τέταρτον η συμμετοχή του πολιτικώς ενάγοντος, ως εκ της ιδιότητάς του (συνηθέστατα είναι ουσιώδης μάρτυρας), εμπεριέχει την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του και δε νοείται δίχως αυτή.
Έχουν εκφραστεί περαιτέρω και δύο ενδιάμεσες απόψεις. Η πρώτη εξ αυτών αποκλείει τη δυνατότητα παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος διά πληρεξουσίου δικηγόρου όταν αυτός είναι ουσιώδης μάρτυρας, εξεταζόμενος ανωμοτί (222 περ. δ΄ ΚΠΔ)ενώ η δεύτερη δέχεται σε κάθε περίπτωση την περί ου ο λόγος δυνατότητα του πολιτικώς ενάγοντος η οποία καταλαμβάνει όλες τις συνυφασμένες με την ιδιότητα του τελευταίου ως διαδίκου δικονομικές πράξεις (προβολή δικονομικών ακυροτήτων, άσκηση ενδίκων μέσων σύμφωνα με 486 περ. β΄, 488, 492, 505 περ. γ΄, 506 περ. γ΄) με την επιφύλαξη όμως της μη δυνατότητας του πληρεξουσίου να καταθέσει ως μάρτυρας αντί του πολιτικώς ενάγοντος.
Το ζήτημα (θεωρώ ότι) πρέπει να λυθεί υπέρ της τελευταίας αυτής άποψης, με βάση ακριβώς το κριτήριο της αρχής της ισότητας των όπλων. Έτσι θα πρέπει να σκεφτούμε ως εξής: Όπως ο κατηγορούμενος, καίτοι απολαμβάνει του δικαιώματος της διά συνηγόρου εκπροσώπησης (340 παρ. 2 εδ. α΄), ανά πάσα στιγμή είναι δυνατόν να κληθεί από το δικαστήριο σε αυτοπρόσωπη εμφάνιση (340 παρ. 2 εδ. δ΄), αλλά κι αν δεν προσέλθει η μόνη επίπτωση είναι η κατ’ άρ. 340 παρ. 2 εδ. ε΄ βίαιη προσαγωγή του (αν φυσικά πραγματοποιηθεί) ειδάλλως αν η τελευταία δεν πραγματωθεί, και πάλι ο κατηγορούμενος εκπροσωπείται από το συνήγορό του για όλες τις διαδικαστικές πράξεις(340 παρ. 2 εδ. γ΄) και άρα δε δικάζεται ωσεί παρώναλλά θεωρείται παρών, με μόνη πρακτική συνέπεια την αδυναμία του να απολογηθεί διά του συνηγόρου του (366 ΚΠΔ), έτσι, τα ίδια θα πρέπει να γίνουν αναλογικά δεκτά και για τον πολιτικώς ενάγοντα. Εάν δηλαδή κληθεί αυτός ως ουσιώδης μάρτυρας (αντίστοιχη υποχρέωση με αυτήν της κατ’ άρ. 340 παρ. 2 εδ. αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου εφόσον διαταχθεί από το δικαστήριο) τότε μπορεί να εκπροσωπηθεί από συνήγορο για όλες τις διαδικαστικές πράξεις (όπως και ο κατηγορούμενος) εκτός από την κατάθεση μαρτυρίας (αντίστοιχο της απολογίας) διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του.
Πριν μεταβούμε στη μελέτη της επόμενης θεματικής, θα ήταν απαραίτητο να αναφερθούμε και σε μια ακόμα διαδικαστική προϋπόθεση η οποία συνέχεται άμεσα με τις διατυπώσεις δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής και δη με τον τρόπο. Πρόκειται για τον όρο που τίθεται στο άρ. 63 εδ. β΄ και γ΄ ΚΠΔ και που απαιτεί επί ποινή απαραδέκτου την καταβολή χρηματικού ποσού πενήντα ευρώ ως τέλος παράστασης πολιτικής αγωγής είτε κατά την προδικασία είτε κατά την κύρια διαδικασία. Γενικότερα, η νομοθετική πρόβλεψη δικαστικών δαπανημάτων κρίνεται συνταγματικά ανεκτή στα πλαίσια του άρ. 20 παρ. 1 Σ στο μέτρο που αυτά κατατείνουν απλώς στη συναγωγή τεκμηρίου για τη σοβαρότητα της πρόθεσης του αιτούντος οποιοδήποτε είδος δικαστικής προστασίας. Ως φραγμοί δε της παραπάνω πρόβλεψης ας αναφερθούν πρώτον το δυσανάλογα μεγάλο ύψος του δικαστικού δαπανήματος (δεδομένου ότι σε μια τέτοια περίπτωση το κράτος μετακυλύει ένα μεγάλο μέρος της υποχρέωσής του προς συμμετοχή στο κόστος λειτουργίας της δικαιοσύνης στους πολίτες του) και δεύτερον η δυσανάλογη κύρωση του απαραδέκτου που συνεπάγεται η μη πληρωμή του σε συνάρτηση και με το είδος του δαπανήματος (το οποίο κάποιες φορές δε συνάπτεται ούτε με τη λειτουργία της δικαιοσύνης ούτε με την απονεμόμενη δικαστική προστασία).Η αλήθεια είναι ότι το ποσό των 50 € δεν είναι ούτε ιδιαίτερα υψηλό και επιπλέον φαίνεται να συνδέεται με τη λειτουργία της δικαιοσύνης.
Οι προαναφερθέντες όμως συλλογισμοί περί ενδεχόμενης ανεκτικότητας της εν λόγω προϋπόθεσης από απόψεως συνταγματικού δικαίου μπορούν εύκολα να καταρριφθούν αν λάβουμε υπόψη μας τις σκέψεις που κάναμε ήδη από την αρχή της παρούσης εργασίας. Η θεσπιζόμενη με το άρ. 63 εδ. β΄ και γ΄ ΚΠΔ προϋπόθεση δεν αφορά την αστική ή τη διοικητική δίκη, οπότε ίσως θα μπορούσε να θεωρηθεί συνταγματική, αλλά αφορά την ποινική δίκη η οποία έχει μια ιδιαίτερη χροιά και κινείται στην τροχιά της δικής της ratio. Κανέναν λοιπόν ουσιαστικό στόχο της δε φαίνεται να εξυπηρετεί η εν λόγω προϋπόθεση. Απαιτεί την πληρωμή του εν λόγω ποσού υπό τη δαμόκλειο σπάθη του αποκλεισμού της συμμετοχής του σε μια δίκη της οποία σκοπός είναι προπάντων η ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας για την οποία ναι μεν ο δικαστής είναι επιφορτισμένος διαμέσου του διερευνητικού/διαγνωστικού ρόλου του, πλην όμως και ο ουσιαστικά ζημιωθείς με τη συμμετοχή του έχει να προσφέρει τα μέγιστα και συνεπώς να προσανατολίσει και αυτός το δικαστή προς τη σωστή κατεύθυνση (ενδεικτικά ας αναφερθεί η δυνατότητά του περί προβολής δικονομικών ακυροτήτων, το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων, η δυνατότητά του να διατυπώνει ερωτήσεις και παρατηρήσεις (99 ΚΠΔ), ο ουσιώδης και διαρκής ρόλος του στο ακροατήριο κτλ126). Αλλά ούτε και με την επιτάχυνση της διαδικασίας φαίνεται να συνέχεται η εν λόγω προϋπόθεση (σε αντίθεση για παράδειγμα με τις προϋποθέσεις που αφορούν το χρόνο της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής). Εξάλλου, εφόσον η συμμετοχή του πολιτικώς ενάγοντος συμβάλλει στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας, τα σκοτεινά σημεία της υπόθεσης θα διαφωτιστούν πιο εύκολα και πιο γρήγορα με τη συμμετοχή και του ουσιαστικά ζημιωμένου ο οποίος είναι πέρα για πέρα αδιανόητο να αποκλείεται επειδή δεν πλήρωσε το ποσό των 50 €. Αλλά ούτε και στο «μήκος κύματος» της προστασίας του κατηγορουμένου φαίνεται να
βρίσκεται η εν λόγω καθαρά τυπικού χαρακτήρα προϋπόθεση σε αντιδιαστολή με άλλες προϋποθέσεις.(όπως σαφώς συμβαίνει με τις προϋποθέσεις του χρόνου ή, όπως παρακάτω θα δούμε, με την προϋπόθεση που απαιτεί σύντομη έκθεση της υπόθεσης ώστε να διαφανεί διαυγέστερα το αν με βάση τα πραγματικά περιστατικά, αληθινά υποτιθέμενα, ο δηλών παράσταση πολιτικής αγωγής είναι και ουσιαστικά δικαιούμενος).Συνεπώς, αφού δεν βρίσκει η εν λόγω ρύθμιση κανένα δικαιολογητικό έρεισμα σχετικό με τους ιδιόμορφους σκοπούς της ποινικής δίκης, αποτελεί αδικαιολόγητο όρο της νομιμοποίησης της πολιτικής αγωγής και, αποκλείοντας τον πολιτικώς ενάγοντα, συν τοις άλλοις, αντιτίθεται σαφώς και προς την ισότητα των διαδίκων με την έννοια που ειδώθηκε στις απαρχές της παρούσας εργασίας.
Το θετικό πάντως είναι πως η μη αποβολή του πολιτικώς ενάγοντα λόγω μη πληρωμής του τέλους παράστασης πολιτικής αγωγής δε στοιχειοθετεί «παρά το νόμον» παράσταση ούτε, άρα, συνδέεται με οποιαδήποτε ακυρότητα.
ε. Διατυπώσεις που αφορούν το περιεχόμενο της δήλωσης στην προδικασία
Το αναγκαίο περιεχόμενο της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής στην προδικασία καθορίζεται από το άρ. 84 ΚΠΔ. Οι προϋποθέσεις που περιλαμβάνονται σε αυτό είναι πρώτον η συνοπτική έκθεση της υπόθεσης, δεύτερον οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα παράστασης και τρίτον ο διορισμός αντικλήτου στην έδρα του δικαστηρίου εάν ο δηλών δε μένει μόνιμα εκεί. Γίνεται λοιπόν φανερό, με την πρώτη κιόλας ανάγνωση, ότι οι εν λόγω όροι σαφώς και είναι λιγότεροι από εκείνους που απαιτούνται για την άσκηση αγωγής στα πλαίσια της πολιτικής διαδικασίας (216 ΚΠΔ) όπου εκεί γίνεται λίγος για σ α φ ή έκθεση της υπόθεσης και α κ ρ ι β ή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς. Το άρ. 84 ΚΠΔ λοιπόν εν πρώτοις στρέφεται προς τη σωστή κατεύθυνση. Στην πορεία όμως, σε συνδυασμό ιδίως με την προβληματική πολλές φορές ερμηνεία του, δυστυχώς «λοξοδρομεί», αν λάβει κανείς υπόψη του αφενός την απαίτηση τύπων που τίποτε το ουσιαστικό δεν έχουν να προσφέρουν στα πλαίσια της ποινική διαδικασίας, αφετέρου την «άνευ άλλης ευκαιρίας» αποβολή του πολιτικώς ενάγοντος που συνεπάγεται η μη τήρηση, μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας των εκ του νόμου καθορισμένων τύπων
Ως προς την πρώτη προϋπόθεση, η «συνοπτική έκθεση της υπόθεσης» δηλώνει την παράθεση εκείνων των πραγματικών περιστατικών που, αληθή υποτιθέμενα, στοιχειοθετούν την πλήρωση της νομοτυπική μορφής του εκάστοτε εφαρμοστέου κανόνα δικαίου.Η αναφορά σε συνοπτικότητα της έκθεσης καθιστά περιττή την επέκταση σε λεπτομέρειες καθώς και την επίκληση αποδεικτικών ερεισμάτων.
Τίθεται όμως ζήτημα ποιο είναι το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω προϋπόθεσης του νόμου, δεδομένου ότι η επίκληση των εν λόγω πραγματικών περιστατικών λαμβάνει συνηθέστατα χώρα τόσο κατά την εγχείρηση της έγκλησης όσο και κατά την εξέτασή του ως μάρτυρα, κατά την οποία μάλιστα η έκθεση των αναγκαίων περιστατικών εκμαιεύεται και από τον ανακρίνοντα. Έτσι, αληθινό πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης είναι η περίπτωση υποβολής δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής με αυτοτελές έγγραφο. Η ίδια όμως ratio της ήδη γενομένης έκθεσης των πραγματικών περιστατικών φαίνεται να διέπει και την περίπτωση που πριν από την υποβολή της αυτοτελούς δήλωσης το θύμα είχε προβεί σε υποβολή έγκλησης. Σε μια τέτοια όμως περίπτωση, θα ήταν συνεπέστερο να απαιτήσει κανείς τη ρητή παραπομπή στην ήδη υποβληθείσα έγκληση.
Η δεύτερη προϋπόθεση της παράθεσης των λόγων που θεμελιώνουν το δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής υποκρύπτει την απαίτηση για παράθεση της επελθούσας εκ του εγκλήματος ζημίας στο δηλούντα καθώς και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ ζημίας και τέλεσης του εγκλήματος.Έτσι συνέχεται άμεσα με την παράθεση των όρων ουσιαστικής νομιμοποίησης του δηλούντος παράσταση πολιτικής αγωγής, ως υποστάντος άμεση και προσωπική ζημία και εμπίπτοντος στο προστατευτικό πεδίο της ποινικής διάταξης, της οποίας η πλήρωση της νομοτυπικής μορφής αποτελεί και το αντικείμενο της εκάστοτε δίκης.
Ωστόσο, είναι γεγονός ότι η ουσιαστική νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος ελέγχεται στα πλαίσια του διερευνητικού ρόλου του ποινικού δικαστή. Δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί η ουσιαστική νομιμοποίηση ως «κάτι που δηλώνεται», διότι αποτελεί μέγεθος αξιολογήσιμο και όχι εκθέσιμο ή περιγράψιμο. Υπό το πρίσμα αυτό λοιπόν κρίσιμο κριτήριο αποβαίνει η παράθεση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσηςπρος εξασφάλιση ελέγχου από το δικαστή (αλλά και ως εγγύηση για τα δικαιώματα του κατηγορουμένου) της ουσιαστικής νομιμοποίησης. Ωστόσο, η παράθεση των πραγματικών περιστατικών ήδη πληρούται από την προηγούμενη προϋπόθεση της συνοπτικής έκθεσης της υπόθεσης. Η δε συνοπτική έκθεση της υπόθεσης περιττεύει εν όψει είτε συνυποβολής της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής με την έγκληση ή τη λήψη μαρτυρίας από το θύμα είτε μνείας των πραγματικών περιστατικών σε προηγουμένως υποβληθείσα έγκληση. Συνακόλουθα, και η εν λόγω προϋπόθεση παράθεσης των λόγων στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής φαίνεται ορθότερο να αντιμετωπιστεί ομόρροπα.
Διχογνωμία υφίσταται μεταξύ Νομολογίαςκαι κρατούσας θεωρίας από τη μια και μέρους της θεωρίας από την άλλη,εξαιτίας της τάσης των δικαστηρίων για διευκρίνιση κατά το στάδιο της προδικασίας του είδους τόσο της ζημίας όσο και της εξ αυτής απαίτησης. Έτσι το θύμα θα πρέπει να προκρίνει είτε την επέλευση ηθικής βλάβης είτε την επέλευση περιουσιακής ζημίας, ενώ είναι περαιτέρω αναγκαίο, κατά την κρατούσα άποψη, να διευκρινίσει εάν σε κάθε περίπτωση αιτείται χρηματική ικανοποίηση ή αποζημίωση ή αποκατάσταση.
Η πρώτη άποψη στηρίζει την ορθότητά της στη ρητή παραπομπή του άρ. 82 παρ. 1 ΚΠΔ στο άρ. 63 κατά το οποίο αντικείμενο της πολιτικής αγωγής είναι η αποζημίωση και αποκατάσταση από το έγκλημα και η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Τίθεται ωστόσο ζήτημα εάν ο χαρακτηρισμός της βλάβης και ο ακριβής προσδιορισμός του αιτήματος είναι προϋποθέσεις που αφορούν τη νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντοςή που ανάγονται στην κατά την όψιμη φάση του ακροατηρίου, μετά την καταδίκη του κατηγορουμένου, επιδίκαση των αιτουμένων.Η ανεύρεση της ορθής λύσης είναι δυνατόν να βρεθεί με βάση τις σκέψεις που εκφράστηκαν ήδη ως οδοδείκτες για την επίλυση των επιμέρους προβλημάτων. Γενικότερα, τύποι που αφορούν τη νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος και δεν ανταποκρίνονται σε θεμελιώδη αιτήματα ουσίας, θα πρέπει να απορρίπτονται. Βέβαια, ως προς τις εν λόγω προϋποθέσεις έχει εκφραστεί η άποψη ότι δεν πρόκειται για τυπολατρία, παρά για εφαρμογή της κείμενης νομοθεσίας.Ωστόσο, οφείλει να ομολογήσει κανείς πως ο νομοθέτης δεν απαιτεί ρητά, μεταξύ των διαδικαστικών προϋποθέσεων, την εξειδίκευση της ζημίας και της απαίτησης παρά απαιτεί την «συνοπτική έκθεση της υπόθεσης» και την έκθεση των «λόγων εφ’ ων ερείδεται το δικαίωμα». Πρόκειται λοιπόν για υιοθέτηση μιας ερμηνευτικής εκδοχής που απορρέει από το άρ. 82 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρ. 63 ΚΠΔ και που απαιτεί την επί ποινή απαραδέκτου ειδολογική αποσαφήνιση της ζημίας και του αιτήματος. Ο διττός χαρακτήρας όμως της πολιτικής αγωγής επιβάλλει στη μεν περίπτωση που τύποι μη εξυπηρετούντες την «ουσία» της ποινικής δίκης συνάγονται εμμέσως διά μιας (μεταξύ δύο) ερμηνευτικής εκδοχής, την απόκρουσή της, στη δε περίπτωση που τέτοιοι τύποι προβλέπονται ρητά από το νόμο, την απαλοιφή τους είτε διά της ερμηνείας (εάν είναι δυνατόν) είτε διά της νομοθετικής τροποποίησης. Έτσι και στη μελετώμενη περίπτωση, δεδομένου ότι ο νομοθέτης δεν απαιτεί ρητά και ξεκάθαρα, ως διατύπωση παράστασης πολιτικής αγωγής, την εξειδίκευση της ζημίας και του αιτήματοςθα πρέπει να αποκλειστεί εκείνη η ερμηνευτική εκδοχή που εντάσσει μεταξύ των διαδικαστικών προϋποθέσεων που επισύρουν το απαράδεκτο και την αποσαφήνιση του είδους της ζημίας και του αιτήματος. Όπως προαναφέρθηκε, κρίσιμο ζήτημα στα πλαίσια της ποινικής δίκης αποτελεί η ουσιαστική νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος, δηλαδή η διάγνωση του δικαιώματος ανέλιξης του θύματος σε διάδικο της ποινικής δίκης ως αμέσου και προσωπικώς ζημιωθέντος. Αρκούντως ικανή όμως φαίνεται για τη διάγνωση αυτή η εξιστόρηση της αξιόποινης πράξης και των πραγματικών περιστατικών, ενώ παρέλκει μάλλονο χαρακτηρισμός της (οπωσδήποτε μνημονευθείσας, για λόγους ελέγχου της ουσιαστικής νομιμοποίησης) βλάβης, καθώς και ο προσδιορισμός του είδους του αιτήματος. Πράγματι, μηδενική πρακτική σημασία φαίνεται να έχει η διασάφηση του αιτήματος, δεδομένου ότι εν πάση περιπτώσει ο πολιτικώς ενάγων βρίσκεται, τουλάχιστον στο στάδιο της π ρ ο δ ι κ α σ ί α ς, στην ίδια θέση τόσο από άποψη διατυπώσεων όσο και από άποψη δικαιωμάτων. Σημειωτέον επίσης ότι ο προσδιορισμός του είδους του αιτήματος ανάγεται στην όψιμη φάση του ακροατηρίου, μετά την τυχόν καταδίκη του κατηγορουμένου.
Και ενώ για το ζήτημα της εξειδίκευσης της ζημίας και του αιτήματος υφίσταται η προαναφερθείσα διχογνωμία, ομόφωνα η θεωρία και η Νομολογίαδεν απαιτούν και τον ακριβή προσδιορισμό του χρηματικού ποσού ως προϋπόθεση νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος. Η θέση αυτή είναι ορθή και υπαγορεύεται από την προαναφερθείσα ανάγκη να μην δημιουργούνται διατυπώσεις παράστασης πολιτικής αγωγής που δεν εξυπηρετούν ζητήματα «ουσίας», όταν αυτές δεν προκύπτουν ευθέως από το γράμμα του νόμου. Επίσης ορθά η Νομολογία δεν απαιτεί επί ηθικής βλάβης την περαιτέρω εξειδίκευσή της όταν αυτή προκύπτει ευθέως από το έγκλημα ή όταν αναφέρεται στο κύρος, την πίστη και τη φήμη νομικού προσώπου.
Τρίτη διατύπωση παράστασης πολιτικής αγωγής αποτελεί η προβλεπόμενη στο άρ. 84 ΚΠΔ για τον επί ποινή απαραδέκτου διορισμό αντικλήτου στην έδρα του δικαστηρίου αν αυτός που κάνει τη δήλωση δεν διαμένει μόνιμα εκεί. Αν και ο νομοθέτης προέβλεψε την παραπάνω προϋπόθεση, δε φρόντισε ωστόσο να αποσαφηνίσει περαιτέρω το περιεχόμενό της, με αποτέλεσμα ο προσδιορισμός της έδρας του δικαστηρίου, της μόνιμης διαμονής του θύματος και της λειτουργικής τους διασύνδεσης να αφεθεί παντελώς σε θεωρία και Νομολογία με αναπόφευκτη περαιτέρω την δημιουργία ανασφάλειας δικαίου.
Τίθεται εν πρώτοις ζήτημα πώς ερμηνεύεται η έννοια δικαστήριο του άρ. 84. Έτσι ως δικαστήριο θα μπορούσε να νοηθεί αυτό ενώπιον του οποίου υποβλήθηκε η καταγγελία για το έγκλημα ή αυτό στο οποίο βρίσκεται η υπηρεσιακή έδρα του ανακρίνοντος ή ακόμη και το εκτός έδρας Πταισματοδικείο το οποίο πολλές φορές προβαίνει σε διενέργεια επιμέρους διαδικαστικών πράξεων ή ακόμη και σε προκαταρκτική εξέταση. Από θεωρία και Νομολογία φαίνεται να αποκλείονται οι παραπάνω εκδοχές, ενώ γίνεται δεκτό ότι ως δικαστήριο νοείται αυτό στο οποίο πράγματι διεξάγεται η ανάκριση και πρόκειται να προβεί στην έκδοση του βουλεύματος.
Κατά πάγια Νομολογίαως «έδρα» του δικαστηρίου νοείται η πόλη όπου εδρεύει το δικαστήριο κατά τη φυσική της έκταση και τα γεωγραφικά της σύνορα, με τους τυχόν συνοικισμούς της που αποτελούν συνέχεια ή προέκτασή της ώστε να εμφανίζεται μαζί με αυτούς ως ενιαία πόλη, ανεξάρτητα από τη τυχόν ανακήρυξη των τελευταίων σε δήμους ή –σπανιότερα- κοινότητες. Παρόλη όμως την νομολογιακή προσπάθεια για υιοθέτηση ενός ενιαίου κριτηρίου, διαπνεόμενου μάλιστα από προθέσεις ελαστικότητας, η ακατάπαυστα επεκτεινόμενη δόμηση στα πολυπληθή αστικά κέντρα, ιδίως της Αθήνας και του Πειραιά, δημιούργησε τεράστια προβλήματα ασφάλειας δικαίου, ιδίως εξαιτίας της α υ θ α ί ρ ε τ η ς τακτικής των δικαστηρίων –χωρίς κοινό γνώμονα- άλλοτε να δέχονται και άλλοτε να αποκλείουν κάποιους νέους συνοικισμούς από τη θεώρησή τους ως συνέχεια ή προέκταση της πόλης.
Προβληματικός όμως φαίνεται και ο τρόπος που η Νομολογίαεκλαμβάνει την έννοια της μόνιμης διαμονής ως προς το θύμα, ταυτίζοντάς την με την έννοια της κατοικίας, και μη θεωρώντας ως μόνιμη διαμονή την επαγγελματική στέγη. Όπως όμως ορθά έχει παρατηρηθεί,«η μόνιμη διαμονή» βρίσκεται ως έννοια στο μέσον μεταξύ των όρων «κατοικία» και «προσωρινή διαμονή» του άρ. 122 παρ. 1 ΚΠΔκαι όχι ως ταυτόσημο της κατοικίας. Πέρα όμως από αυτό, η άποψη της Νομολογίας προς αποκλεισμό της επαγγελματικής στέγης ως έννοιας υπαγομένης στην κατοικία, φαίνεται λογικά άτοπη ιδίως σε εκείνες τις περιπτώσεις που το έγκλημα συναρτάται άμεσα με το επάγγελμα κάποιου (όπως για παράδειγμα ληστεία σε κατάστημα, δυσφήμηση εις βάρος κάποιου ως επαγγελματία) και όπου η αναλογική εφαρμογή του άρ. 51 εδ. γ΄ ΑΚ θα ήταν επιβεβλημένη. Σημειωτέον ότι ως προς τα νομικά πρόσωπα ως «μόνιμη διαμονή» του άρ. 84 ΠΚ θα πρέπει να νοηθεί η (πραγματική) έδρα αυτών, ανεξαρτήτως από τον τόπο μόνιμης διαμονής του εκπροσώπου του νομικού προσώπου.
Η ενασχόληση με την πλευρά του ίδιου του θύματος, μας επιτρέπει στο σημείο αυτό να ασχοληθούμε και με το πρόσωπο του αντικλήτου, καθώς και με την τοπική σχέση που θα πρέπει να έχει προς την έδρα του δικαστηρίου. Η έννοια του αντικλήτου είναι γνωστή και από άλλες διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας που αφορούν τον κατηγορούμενο, όπως τα άρ. 155 παρ. 2 εδ. γ΄και δ΄, 273 περ. γ΄ εδ. η΄ και περ. ε΄ εδ. β΄,γ΄ και ε΄ ΚΠΔ. Ως αντίκλητος λοιπόν θα πρέπει να νοηθεί και εδώ ένα οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο, ακόμη και μη περιβεβλημένο την δικηγορική ιδιότητα, ειδικά καθορισμένο από το θύμα ως προς τα στοιχεία της ταυτότητάς του, επιτετραμμένο με το καθήκον της παραλαβής των διάφορων διαδικαστικών εγγράφων. Ως προς την τοπική σχέση του αντικλήτου προς την έδρα του δικαστηρίου, ορθά έχει παρατηρηθεί ότι η σιωπή του νόμου ως προς την απαιτούμενη τοπική σχέση του αντίκλητου προς την έδρα του δικαστηρίου (σε αντίθεση με τον πολιτικώς ενάγοντα για τον οποίο ως απαιτούμενη τοπική σχέση ορίζεται η μόνιμη διαμονή) δε δίνει περιθώρια για ανελαστικές ερμηνείες που οδηγούν σε αποβολή της πολιτικής αγωγής, απαιτώντας οπωσδήποτε την κατοικία του αντίκλητου στην έδρα του δικαστηρίου, και μη αρκούμενες απλώς στη διατήρηση απλώς επαγγελματικής στέγης (ειδικότερα δικηγορικού γραφείου, για την περίπτωση που ο αντίκλητος τυγχάνει και δικηγόρος).
Απομένει τέλος να εξεταστεί η εναρμόνιση της εν λόγω τυπικής προϋπόθεσης προς ουσιαστικούς σκοπούς της ποινικής δίκης. Καταρχήν, ως σκοπός του διορισμού αντικλήτου στην προκείμενη περίπτωση θα μπορούσε να θεωρηθεί η έγκαιρη επίδοση των διαδικαστικών εγγράφων προς τον πολιτικώς ενάγοντα ώστε να εξασφαλίζεται η χρονική εξοικονόμιση κατά την επέλευση των εννόμων συνεπειών τους με απώτερο στόχο την ταχύτερη απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Πρόκειται όμως για ένα επιχείρημα εύκολα καταριπτέο για τους εξής λόγους. Πρώτον, οι επιδόσεις όλων των διαδικαστικών εγγράφων (γνωστοποίηση πέρατος ανάκρισης, ονομάτων πραγματογνωμόνων κτλ) γίνονται μεν προς όφελος του πολιτικώς ενάγοντος αλλά η παράλειψή τους δεν επάγεται καμία δικονομική ακυρότητα. Έτσι σε περίπτωση μη διορισμού αντικλήτου, ο μόνος που θα φέρει τη ζημία («πληρώνοντας», τρόπον τινά, την παράλειψη διορισμού αντικλήτου) είναι ο ίδιος ο πολιτικώς ενάγων. Παλαιότερα βεβαίως η μόνη πρακτική συνέπεια ήταν η μη έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά του απαλλακτικού βουλεύματος από τον πολιτικώς ενάγοντα, με αποτέλεσμα πράγματι την επιμήκυνση του χρονικού διαστήματος διεκπεραίωσης από τα δικαστήρια της υπόθεσης. Σήμερα όμως που ο πολιτικώς ενάγων στερείται κάθε ενδίκου μέσου κατά απαλλακτικού βουλεύματος , έχει εκλείψει και η εν λόγω πρακτική συνέπεια. Δεύτερον, εν πάση περιπτώσει, όπως ορθά έχει παρατηρηθεί, η σύγχρονη ανάπτυξη των συγκοινωνιών καθιστά ιδιαιτέρως παρωχημένη την αντίληψη που συνδέει τη μελετώμενη ρύθμιση με το σκοπό ταχείας απονομής της δικαιοσύνης.Τρίτον, η μηδενική σκοπιμότητα της εν
λόγω ρύθμισης συνάγεται από τη θεώρηση ως κρίσιμου χρόνου, εκείνου της τυπικής νομιμοποίησης του θύματος, αδιάφορα από μεταγενέστερη εξασθένιση της κρίσιμης σύνδεσης αντικλήτου και έδρας του δικαστηρίου.
Έτσι, ως λύσεις απομένουν οι εξής: Είτε η κήρυξη της εν λόγω διάταξης ως ανντισυνταγματικής (όπως συνέβη και στην Ιταλία) ως αντικείμενη στην αρχή της ισότητας, διότι μεταχειρίζεται άνισα τον πολίτη που διαμένει στην έδρα του δικαστηρίου σε σχέση με εκείνον που δε διαμένει εκεί ή ως αντικείμενη στην ισότητα των όπλων (κατά τα όσα εκφράστηκαν στην αρχή της παρούσας εργασίας), με το να καθιστά δυσχερή την περιβολή της ιδιότητας του πολιτικώς ενάγοντος από το θύμα, είτε η αναλογική εφαρμογή του άρ. 121 ΚΠολΔ που δίνει τη δυνατότητα επίδοσης στη Γραμματεία του δικαστηρίου σε περίπτωση μη διορισμού αντικλήτου.
Διαπνεόμενη από πνεύμα επιείκειας προς τον πολιτικώς ενάγοντα και εκφεύγοντας από τα πλαίσια υπερβολικής τυπικότητας, θα πρέπει τέλος να επικροτηθεί η εισαγωγή με το άρ. 4 παρ. 4 ν. 1653/1986 η πρόσθεση του τελευταίου εδαφίου στο άρ. 84 ΚΠΔ κατά το οποίο ο διορισθείς πληρεξούσιος δικηγόρος θεωρείται στην προκείμενη περίπτωση και αντίκλητος.
Το τελευταίο ζήτημα που αφορά το περιεχόμενο της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής είναι η περίπτωση που το θύμα κατά την προδικασία χρησιμοποιεί μελλοντική έκφραση: «θέλω παραστεί ως πολιτικώς ενάγων» ή «θα παραστώ ως πολιτικώς ενάγων». Έχουν εκφραστεί σθεναρά από τη θεωρία και οι δύο απόψεις. Η μεν πρώτη θεωρεί αποβλητέα εν προκειμένω την πολιτική αγωγή, διότι η δήλωση παράστασης πρέπει να είναι βέβαιη, πλήρης, σαφής, μη εξαρτώμενη από αναβλητική αίρεση ή προθεσμία και να εκφράζει με καθαρότητα τη βούληση του παθόντος για άμεση και όχι μελλοντική παράσταση, ενώ η δεύτερη θεωρεί περιττή την προσήλωση στη γραμματική διατύπωση και προκρίνει την αναζήτηση του αληθινού νοήματος της διατυπωθείσας δήλωσης. Στη δε Νομολογία, μετά από αμφιταλαντεύσεις, καθιερώθηκε η επιεικέστερη λύση με την ΟλΑΠ 7/2006με την αιτιολογία ότι δεν πρόκειται για ασάφεια ή για αοριστία ή για επιφύλαξη, όταν από το κείμενο της δήλωσης ή και της διαλαμβάνουσας αυτής έγκλησης δε δημιουργείται αμφιβολία αλλά προκύπτει ότι το νόημα της δήλωσης ήταν η άμεση παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος κατά την προδικασία με σκοπό την απόκτηση δικαιωμάτων.
Ορθότερη φαίνεται η άποψη που θεωρεί παραδεκτή την παράσταση πολιτικής αγωγής στα πλαίσια του προβαδίσματος που θα πρέπει, όπως και παραπάνω υποστηρίχθηκε, να δίνεται στην ουσιαστική νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος και όχι στην προσκόλληση σε ανούσιους τύπους που δε φαίνεται να εξυπηρετούν τις ουσιώδεις πτυχές της ποινικής δίκης. Εξάλλου,συνήθως η μελλοντική αυτή έκφραση συνάπτεται στην έγκληση, όταν δηλαδή ούτε η ποινική δίωξη έχει κινηθεί αλλά ούτε και προκαταρκτική εξέταση έχει αρχίσει. Έτσι, η μελλοντική έκφραση εδώ μάλλον επιβεβλημένη φαίνεται.
στ. διατυπώσεις που αφορούν το περιεχόμενο της δήλωσης στο ακροατήριο
Η δήλωση εν προκειμένω συντελείται με μόνη την προφορική ανακοίνωση του θύματος προς το δικαστήριο ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων. Η εν λόγω δήλωση καταχωρίζεται στα οικεία πρακτικά, προσδίδοντας αμέσως και αυτομάτως στον αδικηθέντα την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος.
Ωστόσο, η έλλειψη οποιασδήποτε νομοθετικής πρόβλεψης ως προς το αναγκαίο περιεχόμενο της δήλωσης στο ακροατήριο οδήγησε εν προκειμένω σε διατύπωση δύο απόψεων. Αφενός εκείνης η οποία απαιτεί αναλογική εφαρμογή του άρ. 84 ΚΠΔ, δηλαδή την επί ποινή απαραδέκτου τήρηση των σχετικών όρων αφετέρου της δεύτερης η οποία δίνει έμφαση στην ουσιαστική νομιμοποίηση και προκρίνει την άμεση επέμβαση του δικαστή προς παροχή όσων διευκρινίσεων κρίνονται απαραίτητες για τη συναγωγή της ιδιότητας του θύματος ως αμέσως και προσωπικώς ζημιωθέντος.
Η δεύτερη άποψη κρίνεται ορθότερη, στα πλαίσια της μη επιτρεπτής δημιουργίας εκ του μη όντος, είτε με αναλογική εφαρμογή (όπως εν προκειμένω) είτε διά της ερμηνείας, τύπων. Το ουσιώδες στοιχείο της ουσιαστικής νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος πληρούται αρκούντως στα πλαίσια της δεύτερης άποψης η οποία και εκπορεύεται από την προφορικότητα του ακροατηρίου. Υπό το ίδιο πνεύμα θα πρέπει να κριθεί και η υφιστάμενη διχογνωμία ως προς την εξειδίκευση του αιτιώδους συνδέσμου.
Επιβεβλημένος ωστόσο φαίνεται ο ποσοτικός προσδιορισμός του αιτήματος, σε αντίθεση με την προδικασία. Η επιδίκαση του αιτουμένου ποσού λαμβάνει χώρα στην όψιμη φάση μετά την καταδίκη του κατηγορουμένου, και επομένως, θα ήταν παράλογο και άτοπο το δικαστήριο να μην γνωρίζει τι ποσό αιτείται ο πολιτικώς ενάγων. Εξάλλου, η πολιτική αγωγή δεν παύει να είναι αγωγή ενσωματωμένη στην ποινική δίκη, επομένως θα ήταν αδιανόητο να μην είχε κάποιο αίτημα. Επίσης το ζήτημα του αιτήματος συγκεκριμένου ποσού συνέχεται άμεσα με τη δυνατότητα του ποινικού δικαστηρίου να παραπέμψει την πολιτική αγωγή ως ανεκκαθάριστη στα πολιτικά δικαστήρια σε περίπτωση υπέρβασης του ποσού των 44 € (65 παρ. 2 ΚΠΔ), ενώ εξυπηρετεί και το πρακτικό ζήτημα της ανάγκης υπολογισμού του καταβλητέου αγωγοσήμου.
Τέλος, αυξημένη πρακτική σημασία φαίνεται να έχει η περίπτωση εκείνη που ο δηλών παράστασης πολιτικής αγωγής (ίσως από υπερβάλλοντα ζήλο) δηλώσει ότι παρίσταται για ηθική βλάβη και για υποστήριξη της κατηγορίας. Εν προκειμένω θα μπορούσαν να υποστηριχθούν δύο απόψεις. Θα μπορούσε αφενός να γίνει λόγος για ασάφεια και αοριστία της δήλωσης και επομένως για συνακόλουθη αποβολή της πολιτικής αγωγής, αφετέρου θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι εδώ ο πολιτικώς ενάγων απλώς διευκρινίζει επιτρεπτά την εν πάση περιπτώσει περιεχόμενη στην παράσταση πολιτικής αγωγής προς αποζημίωση σε περίπτωση υλικής βλάβης ή προς χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης υποστήριξη της κατηγορίας. Σημειωτέον ότι ο κύριος λόγος παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική δίκη είναι η υποστήριξη της κατηγορίας.
Ορθότερη φαίνεται η δεύτερη άποψη, δεδομένου ότι θα ήταν άτοπο στη μεν περίπτωση που χωρεί παράσταση πολιτικής αγωγής μ ό ν ο ν προς υποστήριξη της κατηγορίας και το θύμα δηλώνει παράσταση πολιτικής αγωγής με αίτημα αποζημίωση ή αποκατάσταση ή χρηματική ικανοποίηση, η πολιτική αγωγή να γίνεται δεκτή μόνον για υποστήριξη της κατηγορίας (πράγμα που σημαίνει την λανθάνουσα και σε αυτές τις περιπτώσεις υποστήριξη της κατηγορίας), ενώ στην περίπτωση που απλώς το θύμα ανακοινώνει τον αληθινό λόγο της παράστασής του να αποβάλλεται. Την ίδια άποψη θα είχαν προφανώς και όσοι αρνούνται την υπερβολική προσήλωση στους τύπους, όπως η Α. Ψαρούδα-Μπενάκη και ο Ν.Αποστολίδης.
Δ΄ ΜΕΡΟΣ:
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Γενικότερα στη ζωή των ανθρώπων θα πρέπει να δίνεται προβάδισμα στην ουσία των πραγμάτων. Οι τύποι που εισέρχονται σε οποιαδήποτε έκφανση και επίπεδο της ανθρώπινης ζωής (απονομή της δικαιοσύνης, εξυπηρέτηση των πολιτών από τη διοίκηση, στρατός, σύστημα υγείας κτλ) θα πρέπει να επικροτούνται μόνο όταν πίσω από αυτούς κρύβεται μία ratio η οποία συνδέεται άμεσα με έναν ουσιαστικό σκοπό. Ειδάλλως η ύπαρξη τύπων καταντά εμμονή, τυπολατρία και γραφειοκρατία.
Εάν όμως δεχτούμε ότι η ύπαρξη ανούσιων τύπων αποτελεί μία παραφωνία γενικότερα, αποτελεί αναμφίβολα παραφωνία στο χώρο του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου όπου προέχει η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας στην οποία συμβάλλει και η περιβολή του θύματος με την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος.
============================================
* ο Σίσκος Παναγιώτηςείναι Δικηγόρος και ΥπΜΔ Ποινικού Δικαίου ΑΠΘ
ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΩΝ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΦΩΝ
κατά τον ΚΠολΔ
Ο κάτωθι πίνακας με τις προθεσμίες επίδοσης των δικογράφων (αγωγών, αιτήσεων, ενδίκων μέσων και ενδίκων βοηθημάτων εν γένει) που προβλέπονται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αφορά τις δικονομικές και μόνον προθεσμίες και όχι τις προθεσμίες που προβλέπονται στο ουσιαστικό δίκαιο.
Για τη μεγαλύτερη διασφάλιση όλων των συναδέλφων από αβλεψία ή αμέλεια των διαδίκων και των εντολέων δικηγόρων τους, ο Πρόεδρος και η Εκτελεστική Γραμματεία συνιστούν σε όλους τα κάτωθι:
i) Οταν παραλαμβάνεται δικόγραφο προς επίδοση να φέρει ημερομηνία παραγγελίας την ακριβή ημερομηνία της παράδοσης και όχι προγενέστερη,
ii) Να ζητείται ακριβής πληροφόρηση για το γεγονός που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας, ιδίως:
α) σε περίπτωση ανακοπής κατά: i) διαταγής πληρωμής ή απόδοσης
χρήσης μισθίου , πότε επιδόθηκε η δ/γή πληρωμής ή απόδοσης, ii) πίνακα
κατάταξης, πότε επιδόθηκε η πρόσκληση δανειστών κ.ο.κ.
β) αν το δικόγραφο της αγωγής ασκείται μετά από έκδοση απόφασης
Ασφαλιστικών Μέτρων, οπότε πρέπει να επιδοθεί μέσα σε ένα μήνα από
την έκδοση της απόφασης, εκτός εάν στην απόφαση ορίζεται διαφορετικά
(άρθρο 693 ΚΠολΔ).
iii) Η επίδοση σε κάτοικο άγνωστης διαμονής ολοκληρώνεται και κατά συνέπεια αρχίζει η προθεσμία, την ημέρα που γίνεται η τελευταία δημοσίευση σε εφημερίδα και όχι την ημέρα επίδοσης στον αρμόδιο Εισαγγελέα (άρθρο 135 παρ. 1),
iv) Εφιστάται η προσοχή στα εξής άρθρα: 228, 468 παρ.2, 498 παρ.2, 591 παρ. 1α. Η διατύπωση των άρθρων αυτών έχει ως εξής: «……αν ο διάδικος που καλείται ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι κάτοικος αγνώστου διαμονής, ενενήντα (90) ημέρες». Αρα αν μας παραδοθεί δικόγραφο προς επίδοση με περισσοτέρους του ενός διαδίκους-εναγομένους και ένας από αυτούς είναι κάτοικος εξωτερικού ή άγνωστης διαμονής η προθεσμία επίδοσης για όλους τους διαδίκους – εναγόμενους είναι ενενήντα ημέρες.
Επίσης το ίδιο ισχύει και για την προθεσμία του άρθρου 652 παρ. 3
(Μισθωτικές Διαφορές) : αν κάποιος από τους ομοδίκους είναι κάτοικος
εξωτερικού ή άγνωστης διαμονής τηρείται η προθεσμία των τριάντα (30)
ημερών για όλους τους διαδίκους.
ΑΓΩΓΗ:
1) Τακτική Διαδικασία: α) 60 ημέρες πριν από τη συζήτηση για κάτοικο
(άρθρο 228 ΚΠολΔ) ημεδαπής,
β) 90 ημέρες πριν από τη συζήτηση για κάτοικο
αλλοδαπής ή κάτοικο άγνωστης διαμονής.
2)Ειδικές Διαδικασίες: α) 30 ημέρες πριν από τη συζήτηση για κάτοικο
(άρθρο 591 παρ,1α) ημεδαπής,
β) 60 ημέρες πριν από τη συζήτηση για κάτοικο
αλλοδαπής ή κάτοικο άγνωστης διαμονής, εκτός αν
στις διατάξεις των ειδικών διαδικασιών ορίζονται
διαφορετικές προθεσμίες.
3) Διαδικασία Μισθωτικών
Διαφορών: Από 8 έως 15 ημέρες πριν από τη συζήτηση,
(άρθρο 648 ΚΠολΔ) ανάλογα με την πράξη ορισμού δικασίμου από
το Δικαστή.
4) Διαδικασία Διαφορών
από πιστωτικούς τίτλους:α) 3 ημέρες πριν από τη συζήτηση, αν ο προς όν
(άρθρο 639 παρ.1) η επίδοση διαμένει στην έδρα του δικαστηρίου,
β) 8 ημέρες πριν από τη συζήτηση αν κατοικεί στην
Ελλάδα αλλά εκτός της έδρας του δικαστηρίου και
γ) 60 ημέρες πριν από τη συζήτηση αν είναι κάτοικος
αλλοδαπής ή άγνωστης διαμονής.
5) Διαφορές από δημοσιεύ-
ματα στον τύπο ή ραδ/τη-
λεοπτικές εκπομπές: 20 ημέρες πριν από τη συζήτηση.
(άρθρο 681 παρ. 1 Δ)
6) Διαδικασία Μικροδια-
φορών (έως 1.500,00 €): α) 10 ημέρες πριν από τη συζήτηση για κάτοικο
(άρθρο 468 παρ. 2) ημεδαπής και
β) 30 ημέρες πριν από τη συζήτηση για κάτοικο
αλλοδαπής ή κάτοικο άγνωστης διαμονής.
7) Αγωγή με πρόσκληση
για εξώδικη επίλυση
διαφοράς (άρθρο 214 Α): Η επίδοση πρέπει να γίνει τουλάχιστον 5 ημέρες πριν την
ορισμένη ημερομηνία για απόπειρα συμβιβαστικής
επίλυσης.
ΑΝΤΑΓΩΓΗ:
α) 30 ημέρες πριν από τη συζήτηση και
(άρθρο 268 παρ.4 β) 5 εργάσιμες ημέρεςπριν από τη συζήτηση της
& 681Α παρ. 3): αγωγής, σε περίπτωση συνεκδίκασης με την αγωγή.
ΑΙΤΗΣΗ: Πριν από όσες ημέρες ορίζει ο Δικαστής στην πράξη
προσδιορισμού δικασίμου.
ΑΝΑΚΟΠΗ: α) 60 ημέρες πριν από τη συζήτηση για κάτοικο
(άρθρο 585 παρ. 1) ημεδαπής και
β) 90 ημέρες πριν από τη συζήτηση για κάτοικο
εξωτερικού (όπως ακριβώς και οι αγωγές).
(ΠΡΟΣΟΧΗ: Στην ημερομηνία αφετηρίας της
προθεσμίας άσκησης).
ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ
ΑΝΑΚΟΠΗΣ: α) 30 ημέρες πριν από τη συζήτηση και
(άρθρο 585 παρ.2) β) 8 ημέρες πριν από τη συζήτηση όταν πρόκειται
για ειδικές διαδικασίες
ΑΝΑΚΟΠΗ
ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑΣ: α) 60 ημέρες πριν από τη συζήτηση για κάτοικο
(άρθρο 503,498 παρ.2) ημεδαπής,
β) ενενήντα ημέρες πριν από τη συζήτηση για
κάτοικο άγνωστης διαμονής ή εξωτερικού,
(Μισθωτικές Διαφορές
652 παρ. 3): γ) 8 ημέρες πριν από τη συζήτηση για κάτοικο
ημεδαπής και
δ) 30 ημέρες πριν από τη συζήτηση για κάτοικο
εξωτερικού ή άγνωστης διαμονής.
ΚΛΗΣΗ: Ισχύει η προθεσμία που ίσχυε στο εισαγωγικό
(άρθρο 230) δικόγραφο είτε κατά την Τακτική Διαδικασία: α) 60
ημέρες πριν από τη συζήτηση για κάτοικο ημεδαπής, β)
90 ημέρες πριν από τη συζήτηση για κάτοικο
αλλοδαπής ή κάτοικο άγνωστης διαμονής) είτε ότι
ορίζεται σε κάθε άλλη Ειδική Διαδικασία.
ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ: Εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία έκδοσης
(άρθρο 630 Α) πρέπει: α) να επιδοθεί (αλλιώς παύει να ισχύει)και
β) να κατατεθεί αντίγραφο της έκθεσης επίδοσης στη
Γραμματεία του Δικαστηρίου που την εξέδωσε.
ΕΝΟΡΚΕΣ ΒΕΒΑΙΩΣΕΙΣ: α) Τακτική Διαδικασία: i) 2 εργάσιμες ημέρες πριν
(άρθρο 270 παρ. 2) από τη βεβαίωση για κάτοικο ημεδαπής και ii) 8
ημέρες πριν από τη βεβαίωση για κάτοικο εξωτερικού
(Ειδικές Διαδικασίες:
Εργατικές: 650 παρ. 1,
Μισθωτικές: 671 παρ.1, 24 ώρες πριν από τη βεβαίωση
Αυτοκινητικές: 681 Α,
Διατροφές: 681 Β)
ΕΦΕΣΗ:
(Τακτική Διαδικασία: 498 α) 60 ημέρες πριν από τη συζήτηση για κάτοικο
παρ.2, αυτοκινητικές, ημεδαπής και
εργατικές, διατροφής): β) 90 ημέρες πριν από τη συζήτηση για κάτοικο
εξωτερικού ή άγνωστης διαμονής.
Μισθωτικές: 652 παρ.3: α) 8 ημέρες πριν από τη συζήτηση για κάτοικο
ημεδαπής και
β) 30 ημέρες πριν από τη συζήτηση για κάτοικο
εξωτερικού ή άγνωστης διαμονής.
Διαφορές από
πιστωτικούς τίτλους: α) 3 ημέρες πριν από τη συζήτηση, αν ο προς όν
(άρθρο 639 παρ.2) η επίδοση διαμένει στην έδρα του δικαστηρίου,
β) 8 ημέρες πριν από τη συζήτηση αν κατοικεί στην
Ελλάδα αλλά εκτός της έδρας του δικαστηρίου και
γ) 60 ημέρες πριν από τη συζήτηση αν είναι κάτοικος
αλλοδαπής ή άγνωστης διαμονής.
ΑΝΤΕΦΕΣΗ: 30 ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης.
(άρθρο 523 παρ.2)
ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ
ΕΦΕΣΗΣ: 30 ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης.
(άρθρο 520 παρ. 2)
ΑΝΑΙΡΕΣΗ: α) 60 ημέρες πριν από τη συζήτηση, αν όλοι οι διάδικοι
(άρθρο 568 παρ. 4) διαμένουν στην Ελλάδα και
β) 90 ημέρες πριν από τη δικάσιμο αν κάποιος από
τους διαδίκους κατοικεί στο εξωτερικό ή είναι
άγνωστης διαμονής.
ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ
ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ: 30 πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της
(άρθρο 569 παρ.2) αναίρεσης.
ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗ: α) 60 ημέρες πριν από τη συζήτηση για κάτοικο
(άρθρα 538-551 ημεδαπής,
και 498 παρ. 2) β) 90 ημέρες πριν από τη συζήτηση αν ο διάδικος που
καλείται ή κάποιος από τους ομοδίκους είναι
κάτοικος εξωτερικού ή άγνωστης διαμονής.
Μισθωτικές: 652 παρ.3: α) 8 ημέρες πριν από τη συζήτηση για κάτοικο
ημεδαπής και
β) 30 ημέρες πριν από τη συζήτηση για κάτοικο
εξωτερικού ή άγνωστης διαμονής.
Διαφορές από
πιστωτικούς τίτλους: α) 3 ημέρες πριν από τη συζήτηση, αν ο προς όν
(άρθρο 639 παρ.2) η επίδοση διαμένει στην έδρα του δικαστηρίου,
β) 8 ημέρες πριν από τη συζήτηση αν κατοικεί στην
Ελλάδα αλλά εκτός της έδρας του δικαστηρίου και
γ) 60 ημέρες πριν από τη συζήτηση αν είναι κάτοικος
αλλοδαπής ή άγνωστης διαμονής.
ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ
ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗΣ: 30 ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναψηλάφησης
(άρθρο 547 παρ.2)
1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται στις αστικές διαδικασίες;
Προθεσμίες είναι τα χρονικά διαστήματα μέσα στα οποία πρέπει να επιχειρηθεί μια πράξη, ή το οποίο πρέπει να παρέλθει προκειμένου να λάβει χώρα συζήτηση της υποθέσεως ή να επιχειρηθεί μια πράξη. Με την θέσπιση προθεσμιών επιδιώκεται η ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης και η διασφάλιση του δικαιώματος ακροάσεως. Δικονομικές προθεσμίες είναι αυτές που με την τήρηση ή παραμέλησή τους συνδέονται δικονομικές συνέπειες. Διακρίνονται σε δύο κύριες κατηγορίες: 1) προθεσμίες ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ είναι αυτές εντός των οποίων πρέπει να ενεργηθεί η διαδικαστική πράξη, όπως για παράδειγμα η προθεσμία που τάσσει ο νόμος για την άσκηση της έφεσης (βλ. άρθρο 318 § 1 του ΚΠολΔ) και 2) προθεσμίες ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΕΣ είναι αυτές που η διαδικαστική πράξη πρέπει να ενεργηθεί μετά την πάροδό τους. Οι προθεσμίες αυτές είναι συνήθως προς όφελος του αμυνόμενου διάδικου, καθόσον του παρέχεται χρόνος προκειμένου να προετοιμασθεί, όπως για παράδειγμα η προθεσμία κλητεύσεως του εναγόμενου (βλ. άρθρο 228 του ΚΠολΔ). Η διάκριση αυτή έχει σημασία διότι οι μεν προθεσμίες ενέργειας μπορούν να παραταθούν με συμφωνία των διαδίκων ενώ οι προπαρασκευαστικές δεν παρατείνονται. Οι προθεσμίες ενέργειας λήγουν την επόμενη εργάσιμη ημέρα, αν η ημέρα λήξης τους συμπίπτει με εξαιρετέα κατά τον νόμο ημέρα, ενώ οι προπαρασκευαστικές λήγουν την ημέρα λήξης τους, ανεξάρτητα από το αν η ημέρα αυτή είναι αργία ή εξαιρετέα. Ενδεικτικά, σημαντικές δικονομικές προθεσμίες στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ) είναι οι ακόλουθες:
Δικονομικές προθεσμίες ορίζονται ειδικότερα από τον ΚΠολΔ και σε άλλες διαδικασίες, όπως για παράδειγμα αυτές που αφορούν τις γαμικές διαφορές (διαζύγιο, ακύρωση γάμου, κλπ), έκδοση διαταγής πληρωμής και ανακοπής κατά αυτής (βλ. άρθρο 632 ΚΠολΔ), μισθωτικές διαφορές, εργατικές διαφορές, ασφαλιστικά μέτρα, αναγκαστική εκτέλεση και ανακοπής κατά αυτής.
2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.
Οι αργίες στην Ελλάδα καθορίζονται από τον Ν. 1157/1981, χωρίς η απαρίθμησή τους να είναι εξαντλητική. Κριτήριο για την ύπαρξη αργίας είναι η μη διεξαγωγή συναλλαγών εν γένει, επομένως αργίες για συγκεκριμένα επαγγέλματα ή υπηρεσίες είναι αδιάφορες. Μπορεί να είναι εθνικού, θρησκευτικού ή άλλου περιεχομένου, ακόμα και τοπικού ή μη μόνιμου χαρακτήρα. Εξαιρετέες ημέρες είναι οι αργίες των δημοσίων υπηρεσιών. Ως ημέρες αργίας θεωρούνται οι: 25ηΜαρτίου (εθνική εορτή), 28ηΟκτωβρίου (εθνική εορτή), η πρώτη του έτους, τα Θεοφάνια (6 Ιανουαρίου), η Μεγάλη Παρασκευή, το Μεγάλο Σάββατο, η 1ηΜαΐου, η 15ηΑυγούστου, η πρώτη και η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων, η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων, η Δευτέρα της Πεντηκοστής, η Καθαρά Δευτέρα, η Δευτέρα του Πάσχα και όλες οι Κυριακές.
3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;
Τα άρθρα 144- 151 του ΚΠολΔ αναφέρονται στις δικονομικές προθεσμίες. Με κριτήριο την πηγή που καθορίζει την διάρκειά τους, οι προθεσμίες διακρίνονται σε νόμιμες (αυτές που προσδιορίζονται από τον νόμο, όπως για παράδειγμα οι προθεσμίες άσκησης των ένδικων μέσων), δικαστικές (εκείνες που προσδιορίζονται από το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση, όπως για παράδειγμα η προθεσμία για την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων –βλ. άρθρο 245 του ΚΠολΔ), αναβλητικές (εκείνες που επιφέρουν την αναβολή της συζήτησης ως κύρωση για την μη τήρησή τους) και ανατρεπτικές (εκείνες που επιφέρουν έκπτωση από το δικαίωμα ως κύρωση για την μη τήρησή τους). Για την έναρξη και την λήξη των προθεσμιών θα γίνει λόγος κατωτέρω. Οι προθεσμίες διακόπτονται εάν κατά την διάρκεια μιας προθεσμίας, κάποιος διάδικος αποβιώσει. Αν η προθεσμία που διακόπηκε έχει αρχίσει από την επίδοση εγγράφου, η νέα προθεσμία αρχίζει με την νέα επίδοση σε αυτούς που κατά τον νόμο διαδέχθηκαν εκείνον που πέθανε. Αν έχει αρχίσει από κάποιο άλλο γεγονός, η νέα προθεσμία αρχίζει με την επίδοση σχετικής δήλωσης στα παραπάνω πρόσωπα. Η διακοπή της δίκης που επέρχεται κατά την διάρκεια κάποιας προθεσμίας, διακόπτει την προθεσμία και η νέα προθεσμία αρχίζει με την επανάληψη της δίκης. Το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου, δεν υπολογίζεται για τις προθεσμίες ενέργειας που αναφέρονται στο άρθρο 147 § 7 του ΚΠολΔ. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται οι προθεσμίες των ένδικων μέσων και των ανακοπών.
Ο νόμος επιτρέπει την παράταση προθεσμίας, όχι όμως μόνο με συμφωνία των διαδίκων, αλλά και με συναίνεση του δικαστή. Σε παράταση υπόκεινται τόσο οι νόμιμες, όσο και οι δικαστικές προθεσμίες, με τον περιορισμό όμως ότι δεν θίγονται δικαιώματα τρίτων. Ο δικαστής δεν δεσμεύεται από το περιεχόμενο της αιτήσεως για παράταση της συμφωνίας και έχει την δυνατότητα να την κάνει εν μέρει δεκτή, ή να την απορρίψει, σταθμίζοντας κάθε φορά τις περιστάσεις. Πρέπει δηλαδή οι διάδικοι να επικαλούνται και να προβάλλουν λόγους που δικαιολογούν την παράταση. Τέλος, επιτρέπεται σύντμηση προθεσμίας με δικαστική απόφαση, κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων. Σε σύντμηση υπόκεινται όλες οι νόμιμες προθεσμίες, με εξαίρεση αυτές των ενδίκων μέσων.
4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;
Η προθεσμία αρχίζει την επόμενη ημέρα εκείνης κατά την οποία συνέβη το γεγονός που αποτελεί την αφετηρία της (amomentoadmomentum).
5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);
Στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας δεν προβλέπεται παράταση ή σύντμηση της προθεσμίας σε περίπτωση μεταδόσεως ή αποστολής εγγράφων μέσω ταχυδρομείου, ή άλλου τύπου μεταφορικής υπηρεσίας.
6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;
Συναρίθμηση της ημέρας κατά την οποία λαμβάνει χώρα το αφετήριο γεγονός επιτρέπεται μόνο όταν προβλέπεται ρητά στον νόμο, την δικαστική απόφαση ή την σύμβαση. Τέτοια περίπτωση δεν αποτελεί η πρόβλεψη ότι ορισμένη προθεσμία αρχίζει με την επίδοση. Έτσι οι σημαντικές προθεσμίες ασκήσεως των ενδίκων μέσων της έφεσης, αναίρεσης ή της ανακοπής αρχίζουν από την επόμενη ημέρα της επιδόσεως ή της δημοσιεύσεως της αποφάσεως. Πάντως, όταν ορίζεται ότι η προθεσμία αρχίζει από ορισμένη ημέρα, αυτή συνυπολογίζεται. Όταν εναρκτήριο γεγονός αποτελεί η επίδοση, τυχόν γνώση του περιεχομένου του προς επίδοση εγγράφου με άλλον τρόπο είναι αδιάφορη για τον υπολογισμό της προθεσμίας.
7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;
Δεν έχει σημασία η παρεμβολή ημερών αργίας. Εργάσιμες ημέρες συνυπολογίζονται μόνο αν προβλέπεται ρητά κάτι τέτοιο (όπως στην προθεσμία για ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής).
8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;
Ομοίως, σε περίπτωση που η χρονική προθεσμία προσδιορίζεται σε μήνες ή έτη, δεν έχει σημασία η παρεμβολή ημερών αργίας, παρά μόνον αν ορίζεται ρητά στο νόμο ότι η προθεσμία αφορά εργάσιμες ημέρες.
9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;
Αν η προθεσμία προσδιορίζεται σε έτη λήγει μόλις παρέλθει η αντίστοιχη ημερομηνία του τελευταίου έτους. Σημειώνεται ότι δεν έχει σημασία για τον υπολογισμό αν παρεμβάλλεται δίσεκτο έτος.
Αν η προθεσμία προσδιορίζεται σε μήνες λήγει μόλις παρέλθει η ημέρα του τελευταίου μήνα που αντιστοιχεί στην ημέρα έναρξης. Αν δεν υπάρχει τέτοια αντιστοιχία, υπολογίζεται η τελευταία ημέρα του μήνα. Σημειώνεται ότι δεν έχει σημασία ο αριθμός των ημερών που έχει κάθε μήνας.
Η προθεσμία μισού έτους ισχύει ως προθεσμία έξι (6) μηνών και η προθεσμία μισού μήνα ισχύει ως προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών.
Αν η προθεσμία προσδιορίζεται σε εβδομάδες λήγει μόλις παρέλθει η αντίστοιχη ημέρα της εβδομάδας που αντιστοιχεί στην ημέρα έναρξης δηλ αν το γεγονός έλαβε χώρα την Δευτέρα , η προθεσμία της εβδομάδας λήγει την επόμενη Δευτέρα.
10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;
Εάν η προθεσμία λήγει σε Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα αργίας ή μη εργάσιμη , μετατίθεται η λήξη της στην επόμενη μη εξαιρετέα ημέρα.
11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;
Ο νόμος επιτρέπει την παράταση προθεσμίας, όχι όμως μόνο με συμφωνία των διαδίκων, αλλά και με συναίνεση του δικαστή. Σε παράταση υπόκεινται τόσο οι νόμιμες, όσο και οι δικαστικές προθεσμίες, με τον περιορισμό όμως ότι δεν θίγονται δικαιώματα τρίτων. Ο δικαστής δεν δεσμεύεται από το περιεχόμενο της αιτήσεως για παράταση της συμφωνίας και έχει την δυνατότητα να την κάνει εν μέρει δεκτή, ή να την απορρίψει, σταθμίζοντας κάθε φορά τις περιστάσεις.
12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;
13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;
Στην ελληνική έννομη τάξη γίνεται δεκτό ότι η αξίωση για ένδικη προστασία περιλαμβάνει, ανεξάρτητα από την φύση της διαφοράς, τόσο την οριστική, όσο και την προσωρινή δικαστική προστασία. Με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (κατά τα άρθρα 682-738 του ΚΠολΔ) ρυθμίζονται οι περιπτώσεις στις οποίες λόγω του κατεπείγοντος, ή για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου, τα δικαστήρια μπορούν να διατάζουν μέτρα για την εξασφάλιση ή διατήρηση ενός δικαιώματος ή τη ρύθμιση μιας κατάστασης και να τα μεταρρυθμίζουν ή να τα ανακαλούν. Λόγω του επείγοντος χαρακτήρα τους, αρμόδιος να ορίσει τον τόπο και τον χρόνο συζητήσεως της αιτήσεως για την λήψη ασφαλιστικών μέτρων είναι ο δικαστής, ο οποίος ενεργεί με γνώμονα την ταχύτητα, λαμβάνοντας όμως υπ’ όψη και το δικαίωμα ακροάσεως των διαδίκων. Έτσι έχει ευχέρεια να επιλέξει τον τρόπο κλητεύσεως και την προθεσμία κλητεύσεως, ακόμα και για πρόσωπα που διαμένουν στο εξωτερικό, ή είναι άγνωστης διαμονής. Η συζήτηση μπορεί να ορισθεί και Κυριακή ή εορτή. Εκτός από τα ασφαλιστικά μέτρα, στις υπόλοιπες αστικές διαδικασίες εφαρμόζονται οι προθεσμίες που αναφέρθηκαν ανωτέρω, χωρίς να προβλέπεται η επιμήκυνσή τους.
14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;
Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο στην ελληνική έννομη τάξη.
15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;
Η μη τήρηση προθεσμιών που αφορούν δικαστική ενέργεια δεν επάγεται δικονομικές συνέπειες. Η παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας ενέργειας για πράξεις των διαδίκων επιφέρει έκπτωση από το δικαίωμα, ενώ στις προπαρασκευαστικές προθεσμίες επέρχονται άλλου είδους αποτελέσματα, όπως για παράδειγμα απαράδεκτο της συζήτησης (βλ. άρθρο 271 § 1 του ΚΠολΔ).
16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;
Η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση είναι ένα ένδικο βοήθημα που προβλέπεται από το Σύνταγμα, με το οποίο εάν ο διάδικος εξ αιτίας ανωτέρας βίας του, ή δόλου του αντιδίκου του δεν μπόρεσε να τηρήσει κάποια προθεσμία, έχει το δικαίωμα να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην πριν από την πάροδο της προθεσμίας κατάσταση.
Εξαιρετικά όμως, τέτοια αίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί εάν στηρίζεται α) σε πταίσμα του πληρεξούσιου δικηγόρου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του αιτούντος διαδίκου, β) σε περιστατικά που ο δικαστής κατά την εξέταση της αίτησης για παράταση προθεσμίας ή για αναβολή έκρινε προκειμένου να χορηγήσει την σχετική παράταση ή αναβολή. Η αίτηση πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν τηρήθηκε η προθεσμία, τα αποδεικτικά μέσα για εξακρίβωση της αλήθειας και την πράξη που παραλήφθηκε, ή να αναφέρει ότι έχει ήδη ενεργηθεί. Η αίτηση για επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, πρέπει να συζητηθεί σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την ημέρα της άρσης του εμποδίου που συνιστά την ανωτέρα βία, ή της γνώσης του δόλου, χωρίς να επιτρέπεται η άσκηση νέας, αν για οποιονδήποτε λόγο χαθεί η παραπάνω προθεσμία (βλ. άρθρα 152-158 του ΚΠολΔ).
Εξαιρετικά όμως, τέτοια αίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί εάν στηρίζεται α) σε πταίσμα του πληρεξούσιου δικηγόρου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του αιτούντος διαδίκου, β) σε περιστατικά που ο δικαστής κατά την εξέταση της αίτησης για παράταση προθεσμίας ή για αναβολή έκρινε προκειμένου να χορηγήσει την σχετική παράταση ή αναβολή. Η αίτηση πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν τηρήθηκε η προθεσμία, τα αποδεικτικά μέσα για εξακρίβωση της αλήθειας και την πράξη που παραλήφθηκε, ή να αναφέρει ότι έχει ήδη ενεργηθεί. Η αίτηση για επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, πρέπει να συζητηθεί σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την ημέρα της άρσης του εμποδίου που συνιστά την ανωτέρα βία, ή της γνώσης του δόλου, χωρίς να επιτρέπεται η άσκηση νέας, αν για οποιονδήποτε λόγο χαθεί η παραπάνω προθεσμία (βλ. άρθρα 152-158 του ΚΠολΔ).
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ
.....
Θέμα: «Η Προσεπίκληση του Δικονομικού Εγγυητή (άρθρο 88 ΚΠολΔ)»
.
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΤΣΑΝΤΙΝΗΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΡΟΝΤΑΚΗΣ
Κομοτηνή, Σεπτέμβριος 2015
Ι. Έννοια - Αντιπαραβολή με λοιπέςμορφέςπροσεπίκλησης........................ 5
ΙΙ. Ιστορική αναδρομή και νομοθετικές μεταβολέςστοθεσμό...................... 6
ΙΙΙ.Νομικήφύση............................................................................................................................ 8
2. Ως διαδικαστική διαμορφωτική πράξη με την οποία διευρύνονται τα όριατηςδίκης…..................................................................................................................................... 9
3. Ως δισυπόστατηδιαδικαστικήπράξη......................................................... 10
5. Ως γνωστοποίηση της δίκης στον τρίτο και πρόσκλησης αυτού προςσυμμετοχή11
ΙV. Σύνθεση και συμπεράσματατηςενότητας.................................................... 12
Ι. Δικονομική εγγύηση: Έννομη σχέση μεταξύ προσεπικαλέσαντος και προσεπικαλούμενου......................................................................................................................................................................... 15
ΙΙ. Συνάφεια μεταξύ των υποθέσεων (εκκρεμούς δίκης και προσεπίκλησης) 17
IΙΙ. Σύνθεση και συμπέρασματηςενότητας….......................................................... 17
Ι.Αρμοδιότητα.............................................................................................................................. 18
ΙI.Νομιμοποίηση…..................................................................................................................... 19
ΙΙΙ.Ορισμένο…................................................................................................................................ 20
I. Η σχέση με την αίτηση για τη χορήγηση ασφαλιστικών μέτρων 21
III. Προσεπίκληση και Κεφάλαιαοριστικήςαπόφασης..................................... 23
IV. Προσεπίκληση δικονομικού εγγυητήκαιΔιαιτησία.................................. 24
ΣΤ. Η δικονομική θέση του προσεπικαλούμενου έναντι των αρχικών διαδίκων 25
Ι. Οιδιατυπωθείσεςαπόψεις............................................................................................... 25
ΙΙ. Η πρακτική διάσταση τωνδύοαπόψεων............................................................. 26
I. Αδράνεια τουδικονομικούεγγυητή.......................................................................... 28
1. Ερημοδικία προσεπικαλούμενου. Εμφάνιση αρχικώνδιαδίκων…..28
2. Ερημοδικία προσεπικαλούμενουκαιπροσεπικαλέσαντος.............. 29
II. Προσέλευση δικονομικού εγγυητή και αμφισβήτηση της προσεπίκλησης 30
2. Ερημοδικία προσεπικαλέσαντος. Εμφάνιση των λοιπών διαδίκων31
Θ. Ευχέρειες προσεπικαλέσαντοςκαιπροσεπικαλούμενου................................... 32
I. Εμφάνιση αρχικών διαδίκωνκαιπροσεπικαλούμενου................................. 32
ΙΙ. Άσκηση παρέμβασης απότονπροσεπικαλούμενο........................................ 34
1. Εμφάνιση του προσθέτως παρεμβάντος δικονομικούεγγυητή……35
2. Ερημοδικία του προσθέτως παρεμβάντοςδικονομικούεγγυητή…36 ΙΙΙ.............. Υποκατάσταση δικονομικού εγγυητή στην θέση τουπροσεπικαλέσαντος.......................................................................................................................... 37
ΙV. Άσκηση παρεμπίπτουσας αγωγής από τον προσεπικαλέσαντα………39 Ι.ΤελικέςΠαρατηρήσεις...................................................................................................................................... 40
Η παρούσα εργασία πραγματεύεται μία από τις εκφάνσεις των σύνθετων δικών, την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή, τις προϋποθέσεις και το εύρος εφαρμογής της, παραθέτοντας ταυτόχρονα θεωρητικές θέσεις και απόψεις, αλλά και νομολογιακά παραδείγματα. Παράλληλα, επιχειρείται να καταδειχθεί η σχέση της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή με τους υπόλοιπους τρόπους συμμετοχής τρίτων στη δίκη, προσεγγίζοντας τελικά τις βασικές και ουσιώδεις αρχές, όχι μόνο της Πολιτικής Δικονομίας, αλλά και του σύγχρονου κράτους δικαίου, αποδεικνύοντας με τον πλέον εμφανή τρόπο την έντονη αλληλεπίδραση και συσχέτιση τους. Απώτερος σκοπός να αποτυπωθεί το εύρος της περιπτωσιολογίας, το οποίο έχει απασχολήσει κατά καιρούς τα ελληνικά δικαστήρια και το Ακυρωτικό, επιπλέον δε η παρούσα να αποτελέσει την βάση ενός έντονου νομικού προβληματισμού και σύνθεσης.
I. Έννοια – Αντιπαραβολή με λοιπέςέννοιες
Οι σύνθετες δίκες αποτελούν δικονομική επιλογή και χαρακτηρίζονται από πλειονότητα είτε υποκειμένων είτε αντικειμένων, με σκοπό την δικαστική αποτελεσματικότητα (judicialefficiency) και την εξυπηρέτηση αναγκών των συναλλαγών1 , άρα της πραγμάτωσης της ουσίας του δικαίου2. Έκφανση της κατηγορίας των υποκειμενικά σύνθετων δικών αποτελεί η προσεπίκληση, η οποία δεν έχει μόνο το χαρακτήρα της γνωστοποίησης της δίκης στον τρίτο αλλά και της πρόσκλησης αυτού προς συμμετοχή, έχοντας τα χαρακτηριστικά αίτησης για την παροχή δικαστικής προστασίας3. Η κύρια διαφορά της προσεπίκλησης από την ανακοίνωση της δίκης συνίσταται ότι η δεύτερη αποτελεί επίσημη γνωστοποίηση της εκκρεμούς δίκης προς τον τρίτο και σιωπηρή πρόσκληση του να συμμετάσχει σ’ αυτήν (αμυντική πράξη), ενώ με την πρώτη, η πρόσκληση για συμμετοχή λαμβάνει ρητό χαρακτήρα (επιθετική πράξη), η οποία πραγματώνεται είτε με την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης του προσεπικαλούμενου, είτε με την
υποκατάσταση του προσεπικαλέσαντος από τον προσεπικαλούμενο.
Η προσεπίκληση επιτρέπεται αποκλειστικώς σε τρείς αναγραφόμενες ρητώς στον ΚΠολΔ περιπτώσεις και συγκεκριμένα: α) των αναγκαίων ομοδίκων (άρθρ.86), του αληθινού (εμπραγμάτου) δικαιούχου (άρθρ.87) και του δικονομικού εγγυητή (άρθρ.88)4, απαγορεύοντας τη διεύρυνση της με αναλογική εφαρμογή του νόμου ή με συμφωνία των μερών5. Πέραν αυτών, υποχρέωση προσεπίκλησης όσων έχουν δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας ή έχουν επιβάλλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στη μερίδα κάποιου από τους κοινωνούς υφίσταται επιπλέον στη δίκη διανομής σ’ εκείνον που επισπεύδει τη συζήτηση (αρθρ. 491 ΚΠολΔ). Η σχετική διάταξη του άρθρ.88 ΚΠολΔ ορίζει ότι «ο ενάγων, ο εναγόμενος και όποιος άσκησε κύρια παρέμβαση έχουν δικαίωμα να προσεπικαλέσουν στη δίκη εκείνους από τους οποίους έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν αποζημίωση σε περίπτωση ήττας». Η διάταξη διατηρήθηκε στην άνω μορφή και μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν.4335/2015 στον ΚΠολΔ.
Οι βασικές διατάξεις που ρυθμίζουν τον υπό κρίση θεσμό (άρθρ. 88 και
89 ΚΠολΔ) παραπέμπουν ευθέως στη νομοτυπική μορφή της αγωγής. Δηλαδή, η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τη αγωγή (άρθρ. 89εδ.α’ΚΠολΔ), πολύ
![]() |
1 Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, σελ.258
2 Νίκας, Ζητήματα Σύνθετων Δικών, Αρμ 2001. 749
3 Μανιώτης, Αρχή τηρήσεως προδικασίας, 36
4 ΕφΑθ 2302/2011 ΕλλΔνη 2012, 251, ΑΠ 245/2006 ΕλλΔνη 49.198, ΕφΑθ 7770/2000 ΕλλΔνη
43. 1083
5 ΕφΑθ.7262/1997 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ΕλλΔνη 39.928, ΜονΠρωτΦλωρ.94/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
περισσότερο όμως, η άσκηση της, σε συνδυασμό με σώρευση παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης, έχει τα αποτελέσματα που έχει η αγωγή (άρθρ.89 εδ.β’ΚΠολΔ). Συνεπώς, με την άσκηση της προσεπίκλησης δημιουργείται μία νέα έννομη σχέση δίκης ανάμεσα στον προσεπικαλέσαντα
– ενάγοντα και τον προσεπικαλούμενο –εναγόμενο, διαφορετική από την ήδη υφιστάμενη αρχική δίκη. Σημειώνεται, ότι το αρθρ. 89 τροποποιήθηκε στο α’ εδάφιο, βάσει του Ν.4335/2015, με την κατάργηση της πρόβλεψης για άσκηση της προσεπίκλησης «το αργότερο έως τη συζήτηση στο ακροατήριο», με σκοπό την εναρμόνιση των διατάξεων της τακτικής διαδικασίας και των ειδικών διατάξεων που εφαρμόζονται για την άσκηση της6.
Πιο συγκεκριμένα, δικονομικός εγγυητής είναι το πρόσωπο, το οποίο κατά τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου έχει υποχρέωση να αποζημιώσει το διάδικο, σε περίπτωση που δίχως δική του υπαιτιότητα, ηττηθεί στο διεξαγόμενο δικαστικό αγώνα7. Υφίστανται, λοιπόν, δύο ουσιαστικού δικαίου σχέσεις, διαφορετικές μεταξύ τους τόσο στα υποκείμενα, όσο και στα αντικείμενα, οι οποίες μέσω των αιτήσεων δικαστικής προστασίας ανάγονται σε έννομες σχέσεις δικών, εξαρτώμενες άμεσα, αφού η ήττα του προσεπικαλέσαντος στην αρχική δίκη, ενεργοποιεί την εγγυητική ευθύνη του προσεπικαλούμενου, άρα και την υποχρέωση του προς αποζημίωση. Σκοπός του Νόμου είναι η διευκόλυνση της υποκατάστασης του προσεπικαλούμενου στη δικονομική θέση του προσεπικαλέσαντος, οδηγώντας σε ορθή κρίση και ταχεία επίλυση τις προκύψασες διαφορές. Άλλως, με την προσεπίκληση που ασκεί ο προσεπικαλέσας ζητείται η αναγνώριση ή η καταψήφιση από τον προσεπικαλούμενο τρίτο –δικονομικό εγγυητή: α) όλου (ή μέρους) εκείνου, το οποίο σε περίπτωση ευδοκίμησης της κατ’ αυτού (εναγομένου -προσεπικαλέσαντος) κυρίας αγωγής, θα υποχρεωθεί αυτός να καταβάλλει στον κυρίως ενάγοντα, όταν η προσεπίκληση ασκείται από τον εναγόμενο, ή β) αποζημίωσης για την περίπτωση ήττας στην κύρια δίκη όταν η προσεπίκληση ασκείται από τον ενάγοντα8.
Στο ρωμαϊκό δίκαιο οριζόταν ο συνδυασμός ανακοίνωσης της δίκης και αγωγής αποζημίωσης του ηττηθέντος διαδίκου κατά του δικαιοπαρόχου του ή του καταβάλλοντος την οφειλή εγγυητή του πρωτοφειλέτη. Η ανακοίνωση
![]() |
6 Αιτιολογική Έκθεση Ν.4335/2015, σελ. 10
7 ΑΠ960/2001 ΕλλΔνη 2001.1635, ΕφΑθ 3742/2004 ΕλλΔνη 2005.585, ΕφΘεσ203/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
8 ΕιρΑθ1650/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
στο δίκαιο αυτό ήταν υποχρεωτική, ενώ αυτός στον οποίο απευθυνόταν η ανακοίνωση μπορούσε να παρέμβει πρόσθετα ή να αναλάβει τη δίκη, ο δε αποχωρήσας διάδικος δεσμευόταν από το δεδικασμένο της απόφασης9.
Η ΠολΔ 1834 περιελάμβανε τέσσερις υποθέσεις αναγκαστικής συμμετοχής τρίτου στη δίκη με προσεπίκληση: α) των ομοδίκων (άρθρ. 71- 71, 232 αρ.1), β) του δικαιοπαρόχου του διαδίκου προς διευκόλυνση της απόδειξης της νομιμοποίησης του (άρθρ. 69), γ) του αληθούς διακατόχου (άρθρ. 69) και δ) των τρίτων που έχουν δικαίωμα ανακοπής της εκδοθησομένης απόφασης (άρθρ. 232 αρ.2), δηλαδή αυτών που έχουν δικαίωμα παρέμβασης.Περίπτωση ανάλογη με τον υπό εξέταση θεσμό, υφίστατο στην ανακοίνωση της δίκης, στην οποία οριζόταν για τον υπόχρεο, προς εγγύηση ή αποζημίωση «ένεκα του διαφιλονικούμενου πράγματος» (άρθρ. 73, 232 αρ.1) και συνδυάστηκε με την παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης. Τα σχετικά δικονομικά ζητήματα που αναγκαστικά προέκυπταν, επιλύονταν στα άρθρα 604-606, δηλαδή σχετικά με τη συμμετοχή ή όχι του υπόχρεου προς αποζημίωση και τις τυχόν συνέπειες αυτού. Η επιλογή αυτή του Maurerδεν ήταν αυθαίρετη, αλλά επηρεαζόταν άμεσα από τη βαυαρική πολιτική δικονομία και τη σχέση αυτής με την αγωγή αποζημίωσης του δικονομικού εγγυητή, παράλληλα όμως ήταν συχνή η αναφορά των όρων «να ανακοινώση τη δίκη» ή «αναγγελέως της δίκης». Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση του Ράμμου10, σύμφωνα με τηνοποία
«η παράλληλος εισαγωγή και των δύο θεσμών προήλθεν εκ πεπλανημένου συνδυασμού των διατάξεων της κοινής Γερμανικής και Γαλλικής Πολιτικής Δικονομίας. Από νομοθετικής απόψεως, εφόσον αναγνωρίζεται και υφίσταται ο θεσμός της προσεπικλήσεως, δεν έχει δικαιολογίαν η δια τα αυτά θέματα ή δια τινά εξ αυτών παράλληλος ύπαρξις του θεσμού τηςανακοινώσεως».
Στη συνέχεια, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες στην Συντακτική Επιτροπή ορίστηκε ως Εισηγητής των σχετικών διατάξεων ο Σακέττας11 , ο οποίος σχετικά με την ανακοίνωση της δίκης στον δικονομικό εγγυητή υποστήριξε ότι «η ανάμιξις αυτή των κανόνων της ανακοινώσεως, σκοπούσης της πληροφορίας του προς ον απευθύνεται περί υπάρξεως δίκης …… προς την εκ της εγγυήσεως αγωγήν αποζημιώσεως, δύναται μεν να έχη το πλεονέκτημα της ταυτοχρόνου περατώσεως πλειοτέρων δικών, δεν στερείται όμως μειονεκτημάτων, εξ ων το ουχί ολιγότερον σπουδαίον, οία είναι (λ.χ ότι ο προς ον η ανακοίνωσις παρίσταται εν τη αυτή δίκη ως επιτιθέμενος και ως αμυνόμενος) ο πολλαπλασιασμός των δικών και η δια της αναμίξεως
9 Πανταζόπουλος, Η προσεπίκληση κατά τον ΚΠολΔ, σημ. 216, σελ. 65
10 Ράμμος, Στοιχεία Α Ι σ.216 σημ.α
11 Πρακτικά Συντακτικής Επιτροπής Α σελ.91-92, Μητσόπουλος, Η θέσις του δικονομικού εγγυητή κατ’ άρθρα 274 και 277 ΚΠολΔ, Δ.5, σελ.638
διαφόρων αξιώσεων διαιώνισις τούτων, δεδομένου ότι πρέπει επιμελώς να απομακρυνθή παν μέσο δίδον αφορμήν εις παρέλκυσιν των δικών». Τελικά, λαμβάνοντας υπόψη την άποψη του Ευκλείδη12 ότι η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή είναι «η κυριωτέρα των περιπτώσεων της προσεπικλήσεως» εισηγήθηκε την αυτοτελή ρύθμιση της στον ΚΠολΔ με την οποία συμφώνησε η Επιτροπή, οριζόμενη πλέον στο άρθρ.73 ΚΠολΔ, η δε Αναθεωρητική Επιτροπή διατήρησε το βασικό πλαίσιο των ρυθμίσεων της.
Η διερεύνηση της νομικής φύσης της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή αποτελεί ουσιώδες προαπαιτούμενο και προϋπόθεση για την περαιτέρω εξέταση του θεσμού και των πρακτικών επιπτώσεων που αυτοί έχουν στο σύνολο της δικονομικής διαδικασίας.
Είναι γεγονός ότι τόσο στη θεωρία13 , όσο και στη νομολογία14 υπάρχει ομοφωνία ότι η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή συνιστά διαδικαστική πράξη, ρυθμιζόμενη από το ίδιο το αστικό δικονομικό δίκαιο, ως προς τις προϋποθέσεις στα άρθρα 88, 89 εδ.α’ ΚΠολΔ και ως προς τις έννομες συνέπειες, άρθρο 89 εδ.β’ ΚΠολΔ, ωστόσο πολυφωνία θεωριών υφίσταται αναφορικά με το είδοςαυτής.
Υποστηρίζεται η άποψη15 ότι η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή είναι μία σύνθετη διαδικαστική πράξη, δηλαδή περιέχει όχι μόνο πρόσκληση για συμμετοχή του δικονομικού εγγυητή στη δίκη, αλλά και
«συγκεκαλυμμένη16» αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας. Η αίτηση αυτή παροχής δικαστικής προστασίας, σκοπό έχει την αναγνώριση της εγγυητικής ευθύνης που υπέχει ο προσεπικαλούμενος έναντι του προσεπικαλέσαντος. Συνέπεια της παραπάνω αναφοράς αποτελεί η δημιουργία μίας νέας και
![]() |
12 Πρακτικά Συντακτικής Επιτροπής Α σελ.92-93
13 Μητσόπουλος, Μελέται, 437-439, Ράμμος, Εγχειρίδιον Ι, 307, Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, τόμος Α’, 1994, σελ.599
14 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ1911/84 ΝοΒ 1985.1145, Π.Πρ.Πειρ 1196/88 ΝοΒ36.1476, Μ.Πρ.Θηβ.
189/97 Ελ.Δ 21.655
15 Αρχικά υποστηρίχθηκε από τον Καργάδο, Σχέσεις, 89-90, 97,99,118,144-145,152-154 και αργότερα από τον Μητσόπουλο, Μελέται, 437-439. Δηλαδή ο Μητσόπουλος υποστήριξε την άνω άποψη δεχόμενος ότι λόγω του σιωπηρά περιεχόμενου αναγνωριστικού αιτήματος στην προσεπίκληση επέρχεται διακοπή της παραγραφής. Αντίθετα, σύμφωνα και με την ΑΠ1911/1984
(ΝοΒ 1985.1145) η διακοπή της παραγραφής είναι συνέπεια της εξομοίωσης της προσεπίκλησης με αγωγή, όπως ρητώς αναφέρει το αρ.89 εδ.βΚΠολΔ και όχι το δήθεν σιωπηρά αναγνωριστικό αίτημα της.
16 Μητσόπουλος, Μελέται, 438
αυτοτελούς δίκης, η οποία έχει το χαρακτήρα της παρεμπίπτουσας με την έννοια της εξάρτησης σε σχέση με την κύρια δίκη. Περαιτέρω, έννομες δικονομικές συνέπειες από την άσκηση της προσεπίκλησης συνιστούν η ύπαρξη πλέον εκκρεμοδικίας και τελικά η υποχρέωση του δικαστηρίου να αποφανθεί περί της εγγυητικής ευθύνης, ενώ ουσιαστικού δικαίου συνέπειες σχετίζονται με τη διακοπή της παραγραφής. Όμως, ακόμα και οι υποστηρίζοντες την άνω άποψη, δέχονται ότι αν στην προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή δεν σωρευθεί και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, το δικαστήριο της κύριας αγωγής μετά την αποδοχή της αγωγής δεν θα ασχοληθεί με την προσεπίκληση , ούτε θα περιλάβει σχετική διάταξη περί αποδοχής ή απόρριψης, αφού εν προκειμένω δεν περιλαμβάνεται ιδιαίτερο αίτημα περίαποζημίωσης17.
Υποστηρίζεται η άποψη18 ότι η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή οδηγεί σε διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων της δίκης που εκκρεμεί ήδη μεταξύ του προσεπικαλέσαντος και του αντιδίκου του. Ωστόσο, ο προσεπικαλούμενος δικονομικός εγγυητής για να αποκτήσει την ιδιότητα του διαδίκου εξαρτάται από το είδος της προσεπίκλησης και από την άσκηση ή μη πρόσθετης παρέμβασης.
Συγκεκριμένα, στην προσεπίκληση των αναγκαίων ομοδίκων (άρθρ. 86 ΚΠολΔ) και στην προσεπίκληση του εμπραγμάτου δικαιούχου (άρθρ. 87 ΚΠολΔ) γίνεται δεκτό ότι ο προσεπικαλούμενος αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου στην αρχική κύρια δίκη, με μόνη την άσκηση της προσεπίκλησης. Αντίθετα, στην προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή, ο προσεπικαλούμενος καθίσταται διάδικος μόνο έναντι του προσεπικαλέσαντος και υπό την προϋπόθεση εμφάνισης, μέσω της άσκησης πρόσθετης παρέμβασης.
![]() |
17 ΕφΑθ6524/1996, ΕλλΔνη1997.929
18 Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, σελ. 276-277, Μπέης, Ερμηνεία, αρθρ. 88, παρατηρ.ΙΙΙ, σελ.461, Μανιώτης, Αρμ. 1985,724
θα δεσμεύεται από το δεδικασμένο της απόφασης που θα εκδοθεί, η οποία αφορά την αρχική δίκη.
Ειδικότερα, σε περίπτωση που ο προσεπικαλούμενος δικονομικός εγγυητής δεν άσκησε παρέμβαση υπέρ του προσεπικαλέσαντος, τότε δεν είναι δυνατή η εναντίον του άσκηση ένδικων μέσων, δηλαδή δεν νομιμοποιείται ενεργητικά και παθητικά. Όμως, δικαιούται να ασκήσει ένδικα μέσα σε σχέση με τον προσεπικαλέσαντα και μοναδικό του αντίπαλο, σε περίπτωση που περιορίστηκε στο να αμφισβητήσει την εγγυητική του ευθύνη, στο πλαίσιο της μεταξύ τους αντιδικίας. Αντίθετα, σε περίπτωση που δεν περιορίστηκε στην άρνηση της προσεπίκλησης, αλλά άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του προσεπικαλέσαντος, ο προσεπικαλούμενος καθίσταται διάδικος στην κύρια – αρχική δίκη, με αποτέλεσμα να νομιμοποιείται ενεργητικά και παθητικά στην άσκηση των ένδικων μέσων.
Η κριτική που ασκείται στην παρούσα άποψη βασίζεται στην εσωτερική αντίφαση που παρατηρείται, σύμφωνα με την οποία, αν και η προσεπίκληση αποτελεί μία διαδικαστική πράξη με την οποία διευρύνονται αυτοδίκαια τα υποκειμενικά όρια της δίκης, ειδικά για τις κατηγορίες αναγκαίου ομοδίκου και εμπραγμάτου δικαιούχου, ωστόσο στην υπό κρίση ειδική περίπτωση προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή εξαρτά την λήψη ή όχι της ιδιότητας του διαδίκου από τον προσεπικαλούμενο, ανάλογα από το αν θα ασκήσει ή όχι πρόσθετη παρέμβαση, ομοιάζοντας στην πραγματικότητα με σύνθετη διαδικαστική πράξη.
Η άποψη αυτή υποστηρίχθηκε αρχικά στην Ιταλία19 και δέχεται ότι η προσεπίκληση είναι μία διαδικασία, η οποία λαμβάνει χώρα σε δύο ξεχωριστά επίπεδα. Το πρώτο οδηγεί στην διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων της κυρίας δίκης, ήτοι της δίκης που διεξάγεται μεταξύ του προσεπικαλέσαντος και του αντιδίκου του, με αποτέλεσμα ο προσεπικαλούμενος να αποκτά την ιδιότητα του κυρίου διαδίκου. Παράλληλα, το δεύτερο επίπεδο σχετίζεται με τις σχέσεις μεταξύ προσεπικαλέσαντος και προσεπικαλούμενου, ο δεύτερος των οποίων αποκτά την ιδιότητα του εναγομένου στην δίκη που αφορά την παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η παρούσα άποψη να συνιστά μία σύνθεση δύο απόψεων περί νομικής φύσης: Αφενός της διαμορφωτικής διαδικαστικής πράξης στο πλαίσιο της αρχικής κύριας δίκης, η οποία οδηγεί σε διεύρυνση των υποκειμενικώνορίων,
![]() |
19 Κουτσούκος, Η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή, σελ.65
καθιστώντας κοινά τα αποτελέσματα της έναντι και του προσεπικαλούμενου, γεγονός που οδηγεί στην δέσμευση του από την απόφαση της κυρίας δίκης. Αφετέρου ως σύνθετης διαδικαστικής πράξης στο πλαίσιο της δίκης προσεπικαλέσαντος - προσεπικαλούμενου, στην οποία ο προσεπικαλούμενος θα λάβει θέση εναγομένου – διαδίκου, όχι λόγω της άσκησης της προσεπίκλησης, αλλά λόγω της παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης που ασκείται εναντίον του. Η νέα λοιπόν ανοιγόμενη δίκη είναι αποτέλεσμα της παρεμπίπτουσας αγωγής και όχι της προσεπίκλησης. Αυτή ωστόσο είναι και η διαφορά από την άποψη περί σύνθετης διαδικαστικής πράξης,ηοποίαθεωρείτοάνοιγμανέαςδίκηςέστωκαιαπότοσιωπηρό
«συγκεκαλυμμένο» αίτημα αποζημίωσης που εμπεριέχεται στην προσεπίκληση, αντίθετα με την παρούσα άποψη οφείλει να υποβληθεί και αγωγή αποζημίωσης.
Αντίθετα, η κριτική που ασκείται στην παρούσα άποψη, η οποία στη βάση της συνιστά μία νομική κατασκευή, σχετίζεται με την διπλή θέση που λαμβάνει ο προσεπικαλούμενος σε κάθε δίκη. Δηλαδή, στην κύρια αρχική δίκη με μόνη την άσκηση της προσεπίκλησης, ο προσεπικαλούμενος λαμβάνει θέση διαδίκου, αντίθετα στη δίκη προσεπικαλέσαντος – προσεπικαλούμενου, αναγκαία προϋπόθεση αποτελεί η ύπαρξη παρεμπίπτουσας αγωγής, η οποία θα τον καταστήσει διάδικο και θα δημιουργήσει κατ’ επέκτασηεκκρεμοδικία.
Πρόκειται για την κλασσική άποψη20 περί προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή και συνιστά την αφετηρία όλων των θεωριών που έχουν αναπτυχθεί κατά καιρούς αναφορικά με τη νομική φύση αυτής. Σύμφωνα με αυτή, η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή είναι η διαδικαστική πράξη, που περιέχει πέρα από τη γνωστοποίηση της ήδη εκκρεμούς δίκης στον τρίτο και αίτημα πρόσκλησης του προσεπικαλούμενου στην εκκρεμή δίκη, άλλως αίτημα παροχής ένδικης προστασίας για την αναγνώριση της εγγυητικής του ευθύνης, η οποία ταυτόχρονα συνιστά αναγκαία προϋπόθεση της άσκησης της21.
![]() |
20 Μητσόπουλος, Δ 22.426, και Η θέσις του δικονομικού εγγυητή κατ’ άρθρα 274 και 277 ΚΠολΔ, Δ5, σελ. 641, Γέσιου-Φαλτσή, Η πολιτική δίκη σε κίνηση, σελ. 130
21 Νίκας, Πολιτική Δικονομία, σελ.397
Η άποψη αυτή βασίζεται στο άρθρο 89 εδ.β ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο η προσεπίκληση εξομοιώνεται με την άσκηση της αγωγής και έχει της συνέπειες της, μόνο όταν περιέχεται σ’ αυτήν και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης22. Δηλαδή για να προκύψουν τα αποτελέσματα της αγωγής, άρα η ιδιότητα του διαδίκου και οι δικονομικές και ουσιαστικές συνέπειες της, απαιτείται επιπλέον η σώρευση της παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης, λαμβάνοντας κατά τον Ράμμο23 σε αντίθετη περίπτωση, μία
«ιδιότυπη προπαρασκευαστική μορφή διαδίκου».
Η ενεργοποίηση του προσεπικαλέσαντος αναφορικά με τις δικονομικές δυνατότητες που του παρέχει ο Νόμος έχουν ως συνέπεια τη δυνατότητα άσκησης από την πλευρά του προσεπικαλούμενου πρόσθετης παρέμβασης υπέρ του προσεπικαλέσαντος, σκοπός της οποίας θα είναι ο μετριασμός ή ο εκμηδενισμός των ενδεχόμενων δυσμενών συνεπειών εις βάρος του. Κατόπιν αυτής της δικονομικής ανταπόκρισης του προσεπικαλούμενου, δηλαδή της άσκησης πρόσθετης παρέμβασης, γίνεται δεκτό ότι δεν αποκτά την ιδιότητα του κυρίως διαδίκου, σε σχέση όμως με τον διάδικο υπέρ του οποίου άσκησε την παρέμβαση, δηλαδή του προσεπικαλέσαντος, η ρύθμιση των μεταξύ τους σχέσεων λαμβάνει χώρα βάσει του 84ΚΠολΔ.
Στο αντίστροφο ενδεχόμενο, ήτοι της ύπαρξης προσεπίκλησης, αλλά μη άσκησης πρόσθετης παρέμβασης από τον προσεπικαλούμενο, τότε ο δικονομικός εγγυητής δεν δικαιούται να ασκήσει ένδικα μέσα κατά της απόφασης που αφορά την κύρια δίκη, ούτε όμως ο αντίδικος του προσεπικαλέσαντος δικαιούται να κινηθεί εναντίον του προσεπικαλούμενου, δηλαδή δεν νομιμοποιείται ενεργητικά ή παθητικά. Τέλος, όπως έχει ήδη επισημανθεί, στην περίπτωση που δεν σωρεύθηκε με την προσεπίκληση και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, ο προσεπικαλούμενος δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση ένδικων μέσων που στρέφονται κατά του προσεπικαλέσαντος, με κύρια αιτία το γεγονός ότι η άσκηση της προσεπίκλησης, ως αυτόνομο γεγονός, δεν δημιουργεί νέα έννομη σχέση δίκης.
Τόσο η αγωγή, όσο και η προσεπίκληση συνιστούν εκφάνσεις του αρθρ.20 παρ.1 Σ, δηλαδή του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, με αποτέλεσμα ειδικά για την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητήναπεριέχονταισ’αυτήν,ταπραγματικάεκείναπεριστατικάπου
![]() |
22 Ράμμος, Εγχειρίδιον Ι, 311-312
23 Ράμμος, Εγχειρίδιον Ι, σελ.312
συνιστούν την ιστορική της βάση από τα οποία προκύπτει ότι ο προσεπικαλούμενος τρίτος είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον προσεπικαλέσαντα, όταν αυτός χάσει τη δίκη (ύπαρξη εγγυητικής ευθύνης). Επιπλέον, δεν μπορεί να παραβλεφθεί η σημασία του άρθρ. 89ΚΠολΔ, στο οποίο ορίζονται οι προϋποθέσεις άσκησης και κοινοποίηση της, αλλά και τα αποτελέσματα της, τα οποία είναι ανάλογα με αυτά της άσκησης της αγωγής24.
Ως εκ τούτου, η πλειονότητα των διάφορων θεωριών περί νομικής φύσης που έχουν αναπτυχθεί προσπαθούν να εντάξουν στο όποιο θεωρητικό σχήμα τη σημασία και τη βαρύτητα που η αγωγή διαθέτει στο δικονομικό μας σύστημα, αναζητώντας αναλογίες αυτόνομης και ανεξάρτητης παρουσίας της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή. Συγκεκριμένα, η α’ θεωρία περί νομικής φύσης ως σύνθετη διαδικαστική πράξη δέχεται ότι η προσεπίκληση συνιστά όχι μόνο πρόσκληση για συμμετοχή του δικονομικού εγγυητή στη δίκη, αλλά και «συγκεκαλυμμένη» αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας. Η β’ θεωρία ως διαμορφωτική πράξη δέχεται ότι μόνο με την άσκηση της προσεπίκλησης διευρύνονται αυτοδίκαια τα υποκειμενικά όρια της έννομης σχέσης της δίκης, με αποτέλεσμα ο δικονομικός εγγυητής να καθίσταται διάδικος, δηλαδή της δίκης που υφίσταται ήδη μεταξύ του προσεπικαλέσαντος και του αντιδίκου του, υπό τον όρο άσκησης ή μη πρόσθετης παρέμβασης. Η γ’ θεωρία ως «δισυπόστατη» διαμορφωτική πράξη δέχεται ότι η προσεπίκληση είναι η διαδικασία, η οποία αφενός οδηγεί στην διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων της κυρίας δίκης, ήτοι της δίκης που διεξάγεται μεταξύ του προσεπικαλέσαντος και του αντιδίκου του, αφετέρου προϋποθέτει άσκηση παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης, μέσω της οποίας ο προσεπικαλούμενος αποκτά την ιδιότητα του εναγομένου στη δίκη αυτή. Η δ’ θεωρία περί νομικής φύσης αναφέρει ότι η προσεπίκληση είναι η διαδικαστική πράξη, που περιέχει πέρα από τη γνωστοποίηση της ήδη εκκρεμούς δίκης στον τρίτο και αίτημα πρόσκλησης του προσεπικαλούμενου στην εκκρεμή δίκη, άλλως αίτημα παροχής ένδικης προστασίας για την αναγνώριση της εγγυητικής του ευθύνης, προϋπόθεση όμως για να επιφέρει τα αντίστοιχα αποτελέσματα με αυτά της αγωγής είναι η άσκηση παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης.
Από την παραπάνω αναφορά προκύπτει η προσπάθεια των θεωρητικών να ερμηνεύσουν και αναλύσουν τις σχετικές διατάξεις περί προσεπίκλησης σε σχέση με αυτές της αγωγής, καταδεικνύοντας και την άμεση συσχέτιση τους. Είναι όμως διαφορετικό ζήτημα η συσχέτιση μεταξύ τους και άλλο η απόλυτη αναλογική ταύτιση. Δηλαδή, η προσπάθεια πολλών θεωρητικών να
![]() |
24 Πανταζόπουλος, Προσεπίκληση, σελ.90επ.
αναδείξουν την αυτόνομη πορεία της προσεπίκλησης, αναφορικά με τις προϋποθέσεις και τις συνέπειες άσκησης της, κατά τη γνώμη του γράφοντος δεν είναι ορθή, μιας και παραβλέπει το πραγματικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται δικαιοπολιτικά η προσεπίκληση. Δηλαδή, ο νομοθέτης στο ενδέκατο κεφάλαιο του ΚΠολΔ παραθέτει τις διαφορετικές μορφές συμμετοχής τρίτων στη δίκη, ειδικά δε την προσεπίκληση, η οποία συνιστά γνωστοποίηση δίκης και πρόσκλησης σε συμμετοχή σε τρίτο να παρέμβει σε εκκρεμή δίκη υπό τη απειλή δυσμενών συνεπειών σε βάρος του. Συνεπώς, η προσεπίκληση έχει καθαρά επιθετικό χαρακτήρα, σε αντίθεση με την ανακοίνωση δίκης που συνιστά μόνο γνωστοποίηση δίκης, επιπλέον δε η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή, παρέχει την ευχέρεια στον προσεπικαλέσαντα άσκησης παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης. Και αυτό ουσιαστικά συνιστά την ειδοποιό διαφορά σε σχέση με τα λοιπά είδη προσεπίκλησης, στα οποία η άσκηση τους και μόνο διευρύνει τα υποκειμενικά όρια της αρχικής δίκης, αντίθετα η υπό εξέταση μορφή ορθά προϋποθέτει και την άσκηση παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης.
Επιπλέον, η πρόσφατη ΑΠ 1783/200925 προέβη με σαφήνεια στον προσδιορισμό της νομικής φύσης δεχθείσα επί λέξει ότι: «αν ασκηθεί η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή, κατά τη διάταξη του αρθρ. 88 ΚΠολΔ, χωρίς να σωρευθεί σ’ αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, τότε, μετά την παραδοχή της κύριας αγωγής, η απόφαση δεν θα ασχοληθεί καθόλου με την προσεπίκληση. Και τούτου, διότι η προσεπίκληση δεν είναι επιτευκτική αλλά διαμορφωτική διαδικαστική πράξη, δηλαδή διευρύνει τα υποκειμενικά όρια της εννόμου σχέσεως της δίκης. Το δικονομικό δε αυτό αποτέλεσμα επέρχεται αμέσως, μετά την άσκηση της προσεπίκλησης, ενώ αυτή δεν περιέχει ίδιο αίτημα το οποίο πρέπει να δεχθεί ή να απορρίψει ούτε καν σιγή το δικαστήριο. Επί τη βάσει τούτων, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως , με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμ. 9 του αρθρ. 559 ΚΠολΔ, επειδή το Εφετείο «άφησε αδίκαστη» την ασκηθείσα από τον αναιρεσίβλητο προσεπίκληση της δευτέρας αναιρεσιβλήτου, ως δικονομικής εγγυήτριας, συνεπεία του περιεχομένου εις αυτή βάρους του πωληθέντος στο ίδιο ακίνητο, με την οποία (προσεπίκληση) απλώς έκρινε νόμιμη κατ’ άρθρο 88 του ΚΠολΔ και τη συνεκδίκασε με την αίτηση της πρώτης αναιρεσιβλήτου, άλλως από τον αριθμό 8, άλλως από τον αριθμό 19 του αυτού άρθρου του ΚΠολΔ, πρέπει αν απορριφθεί ωςαπαράδεκτος».
Συνάγεται λοιπόν, ότι αναφορικά με το παραδεκτό άσκησης της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή παρέχεται ευχέρεια και όχι υποχρέωση σώρευσης παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης, άρα το
δικαστήριο στο ενδεχόμενο της μη σώρευσης τους δεν θα ασχοληθεί με την προσεπίκληση μετά την αποδοχή της αγωγής λόγω της μη ύπαρξης αιτήματος σ’ αυτήν. Περαιτέρω συνέπειες από την άσκηση της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή συνίστανται στη διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων της εννόμου σχέσεως της δίκης με παροχή δυνατότητας στον προσεπικαλούμενο είτε να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του προσεπικαλέσαντος, είτε να τον υποκαταστήσει στην κύρια δίκη και να τεθεί εκτός δίκης ο προσεπικαλέσας, επιβεβαιώνοντας κατά αυτόν τον τρόπο την απολύτως κρατούσα άποψη περί διαμορφωτικής και όχι επιτευκτικής διαδικαστικήςπράξης.
Τέλος, σκοπός όλων των θεωριών , αλλά και του νομοθέτη είναι η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, μέσω της οικονομίας χρόνου και δαπάνης, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της ταυτόχρονης επίλυσης των δύο διαφορών και της αποτροπής έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, γεγονός που διαφυλάσσει το κύρος της δικαιοσύνης.
I. Δικονομική εγγύηση: Έννομη σχέση μεταξύ προσεπικαλέσαντος καιπροσεπικαλούμενου.
Η έννομη σχέση, βάσει νόμου ή αδικοπραξίας ή σύμβασης26 μεταξύ προσεπικαλέσαντος και προσεπικαλούμενου πρέπει να προϋπάρχει της εκκρεμοδικίας της αρχικής αγωγής ανάμεσα στον προσεπικαλέσαντα και τον αντίδικο του, συνιστώντας στην πραγματικότητα προδικαστικό ζήτημα του αιτήματος περί αποζημίωσης και ταυτόχρονα προϋπόθεση του παραδεκτού της27. Πιο συγκεκριμένα, η προσεπίκληση αφορά είτε μεταβίβαση δικαιώματος, εξαιτίας της οποίας πρέπει να εξασφαλιστεί η ικανοποίηση του συμφέροντος του αποκτώντος, είτε ύπαρξη ενοχικού δεσμού μεταξύ περισσότερων οφειλετών, βάσει του οποίου παρέχεται στον ικανοποιήσαντα τον κοινό δανειστή συνοφειλέτη δικαίωμα αναγωγής εναντίον τους.
Για παράδειγμα, όπως δέχεται ορθά θεωρία28 και νομολογία29 χωρεί περίπτωση δικονομικού εγγυητή, όταν ο αγοραστής καλεί ως δικονομικό εγγυητή του τον πωλητή και υπόχρεο αυτού σε αποζημίωση, στο πλαίσιο κύριας δίκης που διεξάγεται ανάμεσα στον αγοραστή και τον τρίτο, ο οποίος
![]() |
26 ΕιρΑθ 1650/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
27 Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, σελ. 275, Νίκας, Πολιτική Δικονομίας, σελ. 396, ΜΠρΧαν 347/2008 ΕφΑΔ 1/2010 σελ. 84 με παρατηρήσεις Μπαλογιάννη, ΕφΘες 203/2011 2012, σελ. 162
28 Δεληκωστόπουλος/Σινανιώτης, Ερμηνεία Ι αρθρ.89, παρατηρ.Ι 1, σελ. 246, Ράμμος, Εγχειρίδιον
Ι, 309-310
διεκδικεί το πράγμα(αρθρ.515-516, 382 ΑΚ). Συγκεκριμένα, από την κύρια δίκη είναι δυνατό να υπάρξει κατάφαση της ευθύνης του αγοραστή με το αναγνωρισθεί ότι εκείνος δεν έχει αποκτήσει δικαίωμα από την πώληση, με αποτέλεσμα την απόδοση του πράγματος στον τρίτο, γεγονός που οδηγεί τον αγοραστή να αιτηθεί αποζημίωσης από τον πωλητή. Προκύπτει λοιπόν ότι για να γεννηθεί το δικαίωμα του προσεπικαλέσαντος-αγοραστή για αποζημίωση του σε περίπτωση ήττας του30 είναι η μη εκπλήρωση της κύριας υποχρέωσης του προσεπικαλούμενου – πωλητή για την μεταβίβαση της κυριότητας του πράγματος, απαλλαγμένου από νομικάελαττώματα.
Δεύτερο χαρακτηριστικό παράδειγμα που έχει απασχολήσει την νομολογία31 αποτελεί η ειδικότερη μορφή της παθητικής ενοχής εις ολόκληρον, σύμφωνα με την οποία ευθύνονται περισσότεροι για ορισμένη ζημία (αρθρ.926ΑΚ), ταυτοχρόνως όμως ο ζημιωθείς ασκεί αγωγή μόνο κατά ενός από αυτούς. Στην περίπτωση αυτή, ο εναγόμενος δύναται να προσεπικαλέσει ως δικονομικούς εγγυητές τους υπόλοιπους συνυπόχρεους, ασκώντας το δικαίωμα αναγωγής που έχει κατ’ αυτών (αρθ.927 εδ.α’ΑΚ). Δηλαδή, η προσεπίκληση βασίζεται στην εσωτερική σχέση που συνδέει τον εναγόμενο-συνυπόχρεο με τους λοιπούς μη εναχθέντες –συνυποχρέους, κατά την οποία και εφόσον ηττηθεί ο εναγόμενος-συνυπόχρεος, κατ’ επέκταση θα υποχρεωθούν να καταβάλλουν κατά το λόγο της συμμετοχής τους και οι λοιποί συνυπόχρεοι-προσεπικαλούμενοι.
Κατά συνέπεια και εξ’ αντιδιαστολής, δεν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, δηλαδή της προϋφιστάμενης έννομης σχέσης μεταξύ προσεπικαλέσαντος και προσεπικαλούμενου, όταν γεννάται δικαίωμα του προσεπικαλέσαντος προς αποζημίωση από γεγονότα μη σχετιζόμενα προς την κύρια δίκη, από τα οποία είναι δυνατόν να θεμελιωθεί απευθείας και αρχική εναγωγή του προσεπικαλούμενου. Επιπλέον, έχει κριθεί ότι ο ισχυρισμός του προσεπικαλέσαντος ότι κυρίως υπόχρεος για την καταβολή του οφειλόμενου ποσού είναι ο προσεπικαλούμενος τρίτος, καθιστά την προσεπίκληση απαράδεκτη (από άποψη δικονομική), ενόψει της φύσης του ισχυρισμού αυτού ως άρνησης της δικής του υποχρέωσης, καθόσον η άρνηση αυτή υποδηλώνει συγχρόνως και ανυπαρξία προυφιστάμενης έννομης σχέσης δικονομικήςεγγύησης32.
![]() |
30 Νίκας, Πολιτική Δικονομία, σελ.396
31 ΑΠ690/1985 Δ.18.505, ΕφΑθ3774/1982 Αρμ.1983.44-45, ΕφΑθ 6273/1986 Δ.17.741
Μεταξύ των διαδίκων της αγωγής της ουσιαστικής έννομης σχέσης και αυτής των διαδίκων της προσεπίκλησης απαιτείται αντικειμενική συνάφεια33. Η προϋπόθεση αυτή δεν ορίζεται ρητά στο άρθρ. 88 ΚΠολΔ, αλλά προκύπτει εμμέσως από τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της ήττας του προσεπικαλέσαντος στη δίκη επί της αγωγής και της έννομης σχέσης της εγγυητικής ευθύνης προς αποζημίωση του προσεπικαλούμενου, όσο και από το περιεχόμενο της ήττας του34. Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση επί της απώλειας της αρχικής δίκης από τον εναγόμενο – προσεπικαλέσαντα, πρέπει να προκύπτει άμεση και ειδική συνάφεια, αναφορικά με την νέα εναγωγή – προσεπίκληση προς τον προσεπικαλούμενο δικονομικό εγγυητή. Άρα, η αξίωση αποζημίωσης του προσεπικαλέσαντος πρέπει αναγκαίως να βασίζεται στη συγκεκριμένη θεώρηση της ήττας του. Σε πρακτικό επίπεδο, η συνάφεια διαπιστώνεται σε κάθε περίπτωση, εάν ο προσεπικαλούμενος θα μπορούσε να εναχθεί από τον αντίδικο του προσεπικαλέσαντος, βάσει των ρυθμίσεων του ουσιαστικού δικαίου, έτσι όπως ενήχθη ο τελευταίος. Αντίθετα, δυσκολότερη κρίνεται η περίπτωση απόδειξης της συνάφειας, αν ο προσεπικαλούμενος δεν έχει σχέση με τον αντίδικο του προσεπικαλέσαντος, αλλά και με την κυρία, ουσιαστικού δικαίου έννομη σχέση.
Οι προϋποθέσεις εφαρμογής της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή αφορούν στην ύπαρξη έννομης σχέσης μεταξύ προσεπικαλέσαντα και προσεπικαλούμενου, στην συνάφεια των υποθέσεων κύριας δίκης και νέας ανοιγόμενης με την προσεπίκληση δίκη, σε συνδυασμό με την ήττα στην κύρια δίκη του προσεπικαλέσαντος. Εκτός των άνω ειδικότερων προϋποθέσεων, επόμενο είναι ότι για την άσκηση της θα πρέπει να συντρέχουν όλες οι γενικές διαδικαστικές προϋποθέσεις που αφορούν στο πρόσωπο του τρίτου, στο αντικείμενο της δίκης ή στο δικαστήριο που εισάγεται35.
33 ΕφΑθ 4803/1996 ΕλλΔνη 1997. 1875
34 Μακρίδου Κ., Πρόσθετοι λόγοι εφέσεως κατά τον ΚΠολΔ, 59-64
I. Αρμοδιότητα
Σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ.1 ΚΠολΔ «δίκες που έχουν μεταξύ τους σχέση κύριου και παρεπομένου, ιδίως οι παρεμπίπτουσες αγωγές, οι αγωγές για εγγύηση, οι παρεμβάσεις και άλλες όμοιες υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου της κυρίας δίκης». Καθιερώνεται λοιπόν αποκλειστική ειδική δωσιδικία του δικαστηρίου της αγωγής για την προσεπίκληση κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις γενικής ή ειδικής δωσιδικίας, αναπτύσσοντας σε κάθε περίπτωση την σχέση κύριου- παρεπομένου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η οικονομία της δίκης μέσω της υποχρεωτικής συνεκδίκασης και της αποφυγής έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων. Σχετικά με τον καθορισμό της τοπικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου της αγωγής δεν υπάρχει καμία αλλαγή. Επιπρόσθετα, δεν δημιουργεί πρόβλημα η ύπαρξη του άρθρου 31 παρ.2 ΚΠολΔ, σχετικά με την καθ’ ύλη αρμοδιότητα, δηλαδή «στην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου που δικάζει την κύρια δίκη υπάγονται οι παρεπόμενες υποθέσεις της αρμοδιότητας του μονομελούς πρωτοδικείου και του ειρηνοδικείου και στην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου που δικάζει την κύρια δίκη υπάγονται οι παρεπόμενες υποθέσεις της αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου», διότι στις περιπτώσεις αναγωγής το αιτούμενο ποσό θα είναι ίσο ή μικρότερο απ’ αυτό που ζητείται με την αγωγή του αντιδίκου του προσεπικαλούντος, με αποτέλεσμα το δικαστήριο να είναι καθ’ ύλην αρμόδιο για την προσεπίκληση είτε σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις, είτε κατά το άρθρο 31 παρ.2 ΚΠολΔ36. Οι άνω διατάξεις έχουν τεθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο με σκοπό να εξασφαλιστεί ότι οι υπό κρίση διαφορές υπάγονται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου που διαθέτει τα περισσότερα εχέγγυα ορθής κρίσης.
Ιδιαίτερος προβληματισμός37 προκαλείται στο ενδεχόμενο οι διαφορές από την επίμαχη έννομη σχέση προσεπικαλέσαντος –προσεπικαλούμενου να υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα ανώτερου δικαστηρίου. Τότε, κατά την κρατούσα γνώμη γίνεται διάκριση αν με την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή σωρεύεται αγωγή αποζημίωσης ή όχι. Έτσι, όταν σωρεύεται αγωγή αποζημίωσης, τότε διατάσσεται ο χωρισμός της και η παραπομπή της στο αρμόδιο καθ’ ύλην δικαστήριο, η δε ασκηθείσα προσεπίκληση συνεκδικάζεται από το δικαστήριο της κύριας δίκης38. Αντίθετα, στην περίπτωση που δεν έχει σωρευθεί αγωγής αποζημίωσης, η
![]() |
36 Μαργαρίτης, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, σελ. 187, Κρητικός, Αποζημίωση στα τροχαία αυτοκινητιστικά ατυχήματα, σελ. 2420, 2478
37 Φιλιώτης Ι, ΕΠολΔ, 2014, 595-601
ασκηθείσα προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή θα συνεκδικαστεί με την κύρια αγωγή, η δε απόφαση που θα εκδοθεί και η κρίση περί της ευθύνης του δικονομικού εγγυητή θα είναι παρεμπίπτουσα και δεν θα αποτελεί δεδικασμένο, αφού το δικαστήριο δεν έχει την αρμοδιότητα να αποφανθεί επ’ αυτής39. Στα ίδια άνω δικονομικά αποτελέσματα οδηγούμαστε και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι διαφορές από την επίμαχη έννομη σχέση υπάγονται στη δικαιοδοσία διοικητικού ή αλλοδαπού δικαστηρίου ή οι διαφορές εκδικάζονται κατά διαφορετικήδιαδικασία.
Τέλος, έντονη είναι διχογνωμία40, αν απαιτείται ως προϋπόθεση του παραδεκτού της άσκησης της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή, η εγγραφή στο βιβλίο διεκδικήσεων, σύμφωνα με το αρθρ. 220 παρ.1 ΚΠολΔ, ειδικά στην περίπτωση εκείνη, στην οποία ο αγοραστής προσεπικαλεί στην κύρια δίκη τον πωλητή-προσεπικαλούμενο. Δηλαδή, αν και το άνω άρθρο , σκοπό έχει την προστασία των τρίτων, παρέχοντας επιπλέον ασφάλεια κατά τις συναλλαγές, στην προκειμένη περίπτωση, η πλέον δόκιμη λύση κινείται προς την κατεύθυνση της μη εγγραφής στο βιβλίο διεκδικήσεων, αφού το αντικείμενο της δίκης στην προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή σχετίζεται με ενοχικές έννομες σχέσεις, περιεχόμενο των οποίων είναι η υποχρέωση του δικονομικού εγγυητή να αποζημιώσει τον προσεπικαλέσαντα σε περίπτωση δυσμενούς έκβασης της κύριας δίκης και όχιαντιδικίαπουαφοράακίνηταήγενικάεμπράγματαδικαιώματα.
Σύμφωνα με το αρθρ.88ΚΠολΔ ενεργητικά νομιμοποιούνται για την άσκηση της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή ο ενάγων, ο εναγόμενος και ο κυρίως παρεμβαίνων. Στο πλαίσιο λοιπόν της κύριας δίκης, τα άνω πρόσωπα υπέχουν θέσης κυρίων διαδίκων41, από τη δυσμενή έκβαση της οποίας θα εξαρτηθεί το δικαίωμα τους να ζητήσουν αποζημίωση από τον τρίτο. Αντίθετα, η διάταξη δεν συμπεριλαμβάνει τον προσθέτως παρεμβαίνοντα στα προς ενεργητικώς νομιμοποιούμενα πρόσωπα για την άσκηση της προσεπίκλησης, μιας και η θεωρία42 συμφωνεί ότι δεν αποκτά με τηνάσκησητηςπαρέμβασηςτουτηνιδιότητατουυποκειμένουτηςέννομης
![]() |
39 ΕφΑθ 1506/1990, ΑρχΝ 1991.323
40 Αρνητικά-δεν απαιτείται εγγραφή: Κουτσούκος, Η προσεπίκληση, σελ. 234, Πανταζόπουλος, Η προσεπίκλησης, σελ.168/ Θετικά –Απαιτείται εγγραφή: Μπέης, Ερμηνεία, άρθρ. 220, παρατηρ. ΙΙΙ 9, σελ. 986-987.
41 Καλαβρός/Κλουκίνας/Σταματόπουλος, Εφαρμογές, 72, Γέσιου-Φαλτσή, Πολιτική Δίκη ΙΙα, 135,
Ράμμος, Στοιχεία Ι, 210
42 Πανταζόπουλος, Προσεπίκληση 168, Κουτσούκος, Προσεπίκληση, 166
σχέσης της δίκης. Δηλαδή, ο τρίτος προσθέτως παρεμβάς τάσσεται με την πλευρά ενός μέρους ήδη υφιστάμενης αντιδικίας παρέχοντας διαδικαστική βοήθεια και υποστήριξη, με αποτέλεσμα η δικαστική κρίση να μην είναι δυνατόν να αφορά δικαιώματα ή υποχρεώσεις των οποίων φορέας είναι ο τρίτος.
Η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή έχει ήδη επισημανθεί ότι εντάσσεται στο πλαίσιο των σύνθετων δικών, ειδικά δε στην συμμετοχή τρίτων στη δίκη. Κατ’ επέκταση, ο προσεπικαλούμενος ως δικονομικός εγγυητής συνιστά τρίτο πρόσωπο στην ήδη ανοιχθείσα δίκη, διαφορετικός ως προς την έννοια και τη σημασία από τους αρχικούς διαδίκους.
Σύμφωνα με την κρατούσα θεωρία της τυπικής έννοιας του διαδίκου, διάδικος θεωρείται το πρόσωπο εκείνο στο όνομα του οποίου ή εναντίον του οποίου ζητείται η δικαστική προστασία43. Άρα, εξ αντιδιαστολής, τρίτος δεν είναι το πρόσωπο στο όνομα του οποίου ή εναντίον του οποίου ζητείται δικαστική προστασία. Πρόκειται για την θεωρία εκείνη η οποία κρίνει με κριτήρια αυστηρά δικονομικά την έννοια του διαδίκου, σχετιζόμενη άμεσα με την αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας, μη ταυτιζόμενης κατ’ αυτόν τον τρόπο με την νομιμοποίηση, η οποία στηρίζεται στο ουσιαστικό δίκαιο για την εκτίμηση της. Περαιτέρω, με την θεωρία αυτή περί του τυπικού κριτηρίου επιτρέπεται η διεξαγωγή δίκης από πρόσωπα, τα οποία δεν ισχυρίζονται μεν ότι είναι φορείς της έννομης σχέσης, η οποία φέρεται προς κρίση, τέτοια δε είναι οι μη δικαιούχοι ή μη υπόχρεοι διάδικοι. Προκύπτει λοιπόν, ότι ο προσεπικαλούμενος τρίτος δεν είναι διάδικος44 της κύριας δίκηςμιαςκαιδενέχειζητηθείυπέρήεναντίοντουηδικαστικήπροστασία.
Παρατηρείται συχνά στη δικαστηριακή πρακτική, η προσεπίκληση να βασίζεται στον ισχυρισμό του προσεπικαλέσαντος ότι ο προσεπικαλούμενος είναι ο αποκλειστικός υπαίτιος της προξενηθείσας ζημίας στον αντίδικο του και συνεπώς υπεύθυνος αποζημίωσης45. Επίσης, υποβάλλεται αίτημα να καταδικαστεί ο προσεπικαλούμενος σε ότι πρόκειται να καταδικαστεί ο προσεπικαλέσας – εναγόμενος απέναντι στον αντίδικο του. Οι άνω ισχυρισμοί συνιστούν άρνηση της ιστορικής βάσης της κύριας αγωγής του
![]() |
43 Σταματόπουλος, Δ.15, 816, Γεσιου-Φαλτσή, Ομοδικία, 22-23, Ράμμος, Κύρια Παρέμβασις, 56 44 Κολοτούρος Π., Ερημοδικία κυρίων διαδίκων επί υπάρξεως προσθέτου παρεμβάσεως, 2001, Δίκη, σελ.1177επ.
45 ΕιρΣάμου 100/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
ενάγοντος με αποτέλεσμα πρώτον την απόρριψη της και δεύτερον τη μη δικαιολόγηση της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή, η οποία ορθώς απορρίπτεται46.
Για το ορισμένο της προσεπικλήσεως πρέπει να αναφέρονται με σαφήνεια τα στοιχεία εκείνα που καταδεικνύουν την ευθύνη του προσεπικαλούμενου, ιδιαίτερα όμως τα περιστατικά που στοιχειοθετούν το πταίσμα του και για το νόμω βάσιμο της αγωγής το περιεχόμενο της έννομης σχέσης μεταξύ προσεπικαλέσαντος και προσεπικαλούμενου47, υπόκειται δε τέλος σε δικαστικό ένσημο.
Η θεωρία48 και η νομολογία49 δέχονται ότι είναι δυνατή η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή στο πλαίσιο δίκης για τη χορήγηση ασφαλιστικών μέτρων. Η ορθότητα αυτής της θέση πρέπει να κριθεί με βάση τον ίδιο τον θεσμό της προσωρινής δικαστικής προστασίας και τη λειτουργία που επιτελεί.
Συγκεκριμένα, βασική αρχή των ασφαλιστικών μέτρων συνιστά η απαγόρευση ικανοποίησης του δικαιώματος, του οποίου ζητείται η εξασφάλιση (αρθρ.691 παρ.4 ΚΠολΔ). Συνεπώς, αυτό που διακυβεύεται σε αυτές τις δίκες είναι η δυνατότητα για την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας και όχι η συνολική διάγνωση του επίδικου δικαιώματος. Επιπρόσθετα, η κρίση του δικαστηρίου βασίζεται στην πιθανολόγηση αναφορικά με το εξεταστέο δικαίωμα ή τη ρύθμιση της κατάστασης.
Στην προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή, αναφορικά με την σχέση της με την δίκη των ασφαλιστικών μέτρων , ενδεχομένως αυτό που θα ήταν σε θέση να επιδιώξει ο προσεπικαλέσας είναι η εξασφάλιση της απαίτησης του έναντι του προσεπικαλούμενου, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση της ήττας του στην εν λόγω δίκη. Το γεγονός αυτό θα λάβει χώρα με τη σώρευση στην προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή αίτησης για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, με περιεχόμενο την προσωρινή επιδίκαση της απαίτησης του προσεπικαλέσαντος έναντι του τρίτου(αρθρ.728 ΚΠολΔ). Ωστόσο, ακόμα και αυτή η δυνατότητα , δηλαδή της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή στα πλαίσια μίας δίκης ασφαλιστικών μέτρων θα
![]() |
46 ΑΠ 690/1985 Δ.1987.505, ΕφΑθ 7770/2000 ΕλλΔνη 2002. 1083
47 ΑΠ 690/1985, Δ.1987.505
48 Ράμμος, Εγχειρίδιον ΙΙΙ, 1794-1795, Τζίφρας, Ασφαλιστικά Μέτρα, 33
49 ΜονΠρωτΘες 1950/78 Δ.9.803 με ενημερωτικό σημείωμα Παπαχριστοπούλου, ΜονΠρωτΙωανν 419/84 ΕλλΔνη 26(1985).328
πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις ειδικές προϋποθέσεις που ισχύουν στο σχετικό άρθρ. 728ΚΠολΔ αναφορικά με το νόμω βάσιμο της σχετικής προσεπίκλησης, γεγονός που δεν οδηγεί σε ικανοποιητικά αποτελέσματα, ορθότερα όμως θα μπορούσε να προταθεί η δυνατότητα του υπέρ ‘ου η δικονομική εγγύηση να προβεί μετά την ήττα του στην υποβολή αυτοτελούς αίτησης κατά του δικονομικού εγγυητή του ζητώντας την προσωρινή επιδίκαση που έχει κατ’ αυτού. Με τον τρόπο αυτό, και λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων χαρακτηρίζεται από ταχύτητα στην εκδίκαση και στην έκδοση της απόφασης συνεπάγεται ότι θα μπορούσε να αποφευχθεί η άσκηση προσεπίκλησης κατά το προηγούμενοστάδιο.
Ως κλασσικό παράδειγμα παθητικής ενοχής εις ολόκληρον, ως αποτέλεσμα αδικοπραξίας, αποτελεί όταν πολλοί ευθύνονται παραλλήλως απέναντι στον παθόντα προς αποκατάσταση της ζημίας του50. Δηλαδή σε σύγκρουση αυτοκινήτων ευθύνονται , βάσει διάφορων διατάξεων νόμου, οι υπαίτιοι οδηγοί, οι κύριοι των αυτοκινήτων και οι ασφαλιστές των υπαιτίων οχημάτων. Η ευθύνη καθενός από τα άνω πρόσωπα είναι αυτοτελής, στηριζόμενη σε διαφορετική διάταξη νόμου και συγκεκριμένα, η ευθύνη των πρώτων στις ΑΚ914,297 και 298, η ευθύνη των δεύτερων στο αρθρ. 4 εδ.β’ ν.ΓπΝ/1911 και η ευθύνη των τρίτων στο αρθρ. 10 παρ.1 π.δ 237/1986
«Κωδικοποίηση των περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως διατάξεων».
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω συνάγεται ότι ο παθών δικαιούται να στραφεί καθ’ οιονδήποτε από τους έναντι αυτού υποχρέους και να ζητήσει να τον αποζημιώσει αυτός ολοκληρωτικώς, δημιουργώντας παθητικής εις ολόκληρον ενοχή (ΑΚ481). Περαιτέρω, συνάγεται ότι αν ένα από τους (συν) οφειλέτες ικανοποιήσει τον παθόντα/δανειστή, τότε εκείνος με τη σειρά του αποκτά κατά των υπολοίπων δικαίωμα αγωγής εξ αναγωγής, ανάλογα με το βαθμό πταίσματος του καθενός51. Προκύπτουν λοιπόν ως εκ του νόμου δικονομικοί εγγυητές, όλοι εκείνοι από τους συνοφειλέτες έναντι αυτού που ικανοποίησε τον παθόντα, οι οποίοι πλέον αναλαμβάνουν την υποχρέωση αποζημίωσης του αρχικού συνοφειλέτη τους και νυν δανειστήτους.
Όμως, εκτός της άνω παραδοχής, στο υπό κρίση παράδειγμα, σημασία διαδραματίζει το είδος της ευθύνης, αφού αφενός οι συνυπαίτιοι οδηγοί ευθύνονται υποκειμενικώς, με αποτέλεσμα η ζημία να επιμερισθεί μεταξύ
![]() |
50 Γεωργίου Κ., Ιδιωτική Ασφάλιση και Αποζημίωση από τροχαία ατυχήματα, 92-107
51 ΑΠ 299/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
αυτών, ώστε να την αναλάβουν αποκλειστικώς εκείνοι που βαρύνονται με πταίσμα (δόλος/αμέλεια52), αφετέρου οι ασφαλιστές ευθύνονται αντικειμενικώς. Δηλαδή, αν και αρχικά φαίνεται ότι η διάταξη που ισχύει είναι η 487παρ.1 ΑΚ, δηλαδή μεταξύ πολλών συνοφειλετών ευθύνονται κατ’ ίσα μέρη, εκτός εάν κάτι άλλο προκύπτει από τη σχέση, στην προκειμένη περίπτωση υπερισχύουν ειδικές διατάξεις, όπως ο συνδυασμός των 926 και 927 ΑΚ, δηλαδή το μέτρο της ευθύνης προσδιορίζεται από το δικαστήριο στη βάση του πταίσματος του κάθε οφειλέτη. Οι τελευταίες αυτές διατάξεις βασίζονται στη γενικότερη αρχή που διέπει το δίκαιο μας και συγκεκριμένα της αρχής της διαβαθμίσεως της ευθύνης, ανάλογα με το βαθμό της υπαιτιότητας του κάθε συνοφειλέτη.
Συνάγεται λοιπόν και σε συσχετισμό και με το υπό κρίση παράδειγμα ότι ο αντικειμενικώς ευθυνόμενος συνοφειλέτης ( εν προκειμένω ο ασφαλιστής) δεν θα έχει οποιαδήποτε ευθύνη εξ αναγωγής έναντι του καταβάλοντος συνοφειλέτη του, δηλαδή δεν δημιουργείται δικονομική εγγύηση του αντικειμενικώς ευθυνόμενου συνοφειλέτη, με αποτέλεσμα ο καταβάλλων συνοφειλέτης να μπορεί να στραφεί μόνο κατά των συνυπαιτίων της ζημίας53. Άρα και ουδείς ασφαλιστής, λόγω της αντικειμενικής του ευθύνης δικαιούται να στραφεί αναγωγικώς κατά άλλων ασφαλιστών, σε περίπτωση που ικανοποιήσει τον παθόντα, πλην των συνυπαιτίων οδηγών, άρα ούτε και δικαιούται να προσεπικαλέσει στη κύρια ανοιχθείσα δίκη άλλο ασφαλιστή.
Το ερώτημα που τίθεται είναι αν η διάγνωση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου της κυρίας αγωγής και της προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή ιδρύουν ένα ή περισσότερα κεφάλαια δίκης, ξένα ή αναγκαίως συνεχόμενα.
![]() |
52 ΕφΑθ7960/2006 ΕλλΔνη 2008/820
53 Γεωργιάδης/Σταθόπουλος(-Γεωργιάδης Απ), ΕρμΑΚ, αρθρ. 927, σε. 784-785
54 Μακρίδου Κ, Πρόσθετοι λόγοι έφεσης κατά τον ΚΠολΔ, 42
Αντίθετα, στην προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή (αρθρ.88 ΚΠολΔ) έχει ήδη επισημανθεί ότι η επίμαχη έννομη σχέση είναι διαφορετική και προυφιστάμενη της έννομης σχέσης της κύριας δίκης. Συνεπώς, η απόφαση που κάνει δεκτή την αγωγή και την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή αποτελείται από δύο διαφορετικές οριστικές διατάξεις επί διαφόρων αντικειμένων δίκης, άρα από δύο ιδιαίτερα κεφάλαια δίκης, εκ των οποίων το πρώτο προβαίνει σε κρίση περί του παραδεκτού και βασίμου της κυρίας αγωγής, το δε δεύτερο περί του παραδεκτού και βασίμου της προσεπικλήσεως55. Παρά το γεγονός της διαφορετικότητας των εννόμων σχέσεων, δεν παύει να υφίσταται ανάμεσα τους μία αναγκαία συνάφεια, άλλως στενός αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην ήττα του προσεπικαλέσαντος και την εγγυητική ευθύνη και υποχρέωση προς αποζημίωση του προσεπικαλούμενου, με αποτέλεσμα η διάγνωση επί της κύριας αγωγής, της προσεπικλήσεως και της παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης να συνιστούν κεφάλαια αναγκαίωςσυνεχόμενα.
Το ζήτημα που τίθεται είναι η τύχη της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή κατά την περίπτωση εκείνη που οι διαφορές από την επίμαχη έννομη σχέση έχουν υπαχθεί με έγκυρη συμφωνία στη διαιτησία. Δηλαδή, υπό την προϋπόθεση αυτή, σε συνδυασμό με την παραδεκτή προβολή του σχετικού ισχυρισμού κατ’ αρθρ. 263ΚΠολΔ, τότε η ασκηθείσα προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή μετά της τυχόν σωρευθείσας σ’ αυτήν αγωγής αποζημίωσης παραπέμπεται κατά την κρατούσα γνώμη στη διαιτησία56. Στο ίδιο αποτέλεσμα καταλήγουμε, ήτοι της παραπομπής κατά την κρατούσα άποψη στη διαιτησία και όταν με την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή δεν έχει σωρευθεί αγωγή αποζημίωσης57.
Να σημειωθεί ότι ανάλογο είναι το αποτέλεσμα και στην περίπτωση που με ρήτρα παρεκτάσεως έχουν υπαχθεί στην αποκλειστική δικαιοδοσία και αρμοδιότητα ορισμένου ημεδαπού ή αλλοδαπού δικαστηρίου, οι διαφορές από την επίμαχη έννομη σχέση προσεπικαλέσαντος –προσεπικαλούμενου. Τότε, η ασκηθείσα προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή ενώπιον του δικαστηρίου της κυρίας δίκης είτε θα παραπεμφθεί στο δικαστήριο της παρεκτάσεως, αν είναι ημεδαπό, είτε θα απορριφθεί ως απαράδεκτη, αν
55 Μακρίδου Κ, Πρόσθετοι λόγοι έφεσης κατά τον ΚΠολΔ, 61
56 ΑΠ1356/1982, ΝοΒ 1984.2007
είναι αλλοδαπό, ανεξαρτήτως αν στην προσεπίκληση σωρεύεται ή όχι αγωγή αποζημιώσεως58.
Αντίθετη άποψη εκφράζει ο Φιλιώτης59, ο οποίος θεωρεί τις άνω συνέπειες μη σύννομες, αδικαιολόγητες και ανεπιεικείς και αντίθετες στην πράξη και τις συνήθεις διεθνείς συναλλαγές. Πιο συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις διαφορών που η επίμαχη σχέση υπάγεται στη δικαιοδοσία αλλοδαπού ή διοικητικού δικαστηρίου ή στην καθ’ ύλην ή κατά λειτουργία αρμοδιότητα άλλου δικαστηρίου, η απλή προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή συνεκδικάζεται με την κύρια αγωγή, ανεξαρτήτως αν σωρεύθηκε ή όχι παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης. Η δε κρίση περί της προσεπίκλησης σε συνάρτηση με την κρίση της κυρίας αγωγής δεν είναι κυρία αλλά παρεμπίπτουσα, δίχως να δεσμεύει με το δεδικασμένο της. Η κρίση αυτή είναι αποτέλεσμα των περαιτέρω ενεργειών που προκαλούνται από την άσκηση της προσεπίκλησης, δηλαδή είτε της πρόσθετης παρέμβασης είτε της υποκατάστασης του προσεπικαλέσαντος από τον προσεπικαλούμενο, αναφορικά με το παραδεκτό και νόμιμο τους, σε σχέση με την επίμαχη έννομη σχέση. Το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει κατά αναλογικό τρόπο και όταν υπάρχει συμφωνία για υπαγωγή διαφοράς στη διαιτησία, δηλαδή το δικαστήριο της κυρίας αγωγής να είναι σε θέση να κρίνει παρεμπιπτόντως την απλή προσεπίκληση και τις συνέπειες της, δηλαδή την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης ή υποκατάστασης από τον προσεπικαλούμενο, αφού συχνά στις συναλλαγές συνομολογούνται όροι σε συμβάσεις δικονομικής εγγυήσεως μεταξύ προσεπικαλέσαντος και προσεπικαλούμενου, με κύρια υποχρέωση του τελευταίου, την ανάληψη του δικαστικούαγώνα.
I. Οι διατυπωθείσεςαπόψεις
Αναφορικά με τη δικονομική θέση του προσεπικαλούμενου έχει διατυπωθεί η άποψη ότι με την προσεπίκληση διευρύνονται τα υποκειμενικά όρια της εκκρεμούς αρχικής δίκης, δηλαδή ο προσεπικαλούμενος γίνεται διάδικος. Αποτέλεσμα της άνω θέσης είναι η μη δημιουργία νέας έννομης σχέσης δίκης μεταξύ προσεπικαλέσαντος και προσεπικαλούμενου. Στην προκειμένη περίπτωση, ο δικονομικός εγγυητής δεν προσεπικλήθηκε ως απλός ή αναγκαίος ομόδικος, αλλά ως υποκείμενο της εξαρτώμενης έννομης
![]() |
58 Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Νίκας), ΚΠολΔ Ι(2000), 42 αρ.9, Κουτσούκος Ν., ο.π., 216-218
θέσης της εγγυητικής του ευθύνης60, συνεπώς η δημιουργούμενη σχέση ομοδικίας καθίσταται πλασματική. Γίνεται αναλογική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 74 και 76 ΚΠολΔ. Ο προσεπικαλούμενος δεν αποκτά τα χαρακτηριστικά των κυρίων διαδίκων, αλλά ως έχων τις εξουσίες αυτών, κατ’ αναλογική εφαρμογή των διατάξεων περί αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (άρθρα 83, 76-78 ΚΠολΔ).
Αντίθετη άποψη διατυπώνει ο Νίκας61, ο οποίος δεν θεωρεί τον προσεπικαλούμενο δικονομικό εγγυητή αναγκαίο ομόδικο του προσεπικαλέσαντος και διάδικο στης κυρία δίκη, εφόσον δεν προσέρχεται στη δίκη ή προσέρχεται και, χωρίς να παρέμβει, περιορίζεται στην απόκρουση της προσεπικλήσεως και στην άρνηση της υποχρεώσεως για αποζημίωση, αλλά διάδικο στη νέα δίκη που ανοίχθηκε εξαιτίας της προσεπικλήσεως. Αντίθετα, στις άλλες δύο περιπτώσεις της προσεπίκλησης, ο προσεπικαλούμενος καθίσταται με μόνη την προσεπίκληση διάδικος και αναγκαίος ομόδικος, έστω και αν δεν ασκηθεί παρέμβαση. Πιο συγκεκριμένα, βάσει της απόψεως αυτής, η οποία υποστηρίζεται επιπρόσθετα από Καργάδο62, Κουτσούκο63 είναι ότι θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των διαφορετικών έννομων σχέσεων που υπάρχουν, ήτοι του προσεπικαλέσαντος με τον αντίδικο του και του προσεπικαλέσαντος – προσεπικαλούμενου. Ως εκ τούτου, ο προσεπικαλούμενος είναι διαρκώς τρίτο πρόσωπο, ως προς την αρχική δίκη, αντίθετα στη δίκη της προσεπίκλησης υφίσταται έννομη σχέση μεταξύ προσεπικαλέσαντος και προσεπικαλούμενου, ο οποίος θα υπέχει ευθύνης προς αποζημίωση, εάν και εφόσον ο προσεπικαλέσας ηττηθεί στην αρχική δίκη, ενεργοποιώντας κατ’ επέκταση την εγγυητική τουευθύνη.
Αναφορικά με την πρώτη αναφερόμενη περίπτωση, δηλαδή της θεώρησης του προσεπικαλούμενου ως αναγκαίου ομοδίκου του προσεπικαλέσαντος, η δέσμευση του προσεπικαλούμενου δικονομικού εγγυητή από το δεδικασμένο της απόφασης, δεν είναι απόρροια του άρθρου 76 παρ.1β ΚΠολΔ, το οποίο καλύπτει τις υποθέσεις τρίτων με επέκταση του δεδικασμένου βάσει ρητών διατάξεων, αλλά συνέπεια της ιδιότητας του διαδίκου κατ’ άρθρο 325 αριθ.1 ΚΠολΔ. Επιπλέον εξαιτίας αυτού του
![]() |
60 Γέσιου-Φαλτσή Π, Η πολιτική δίκη σε κίνηση ΙΙα, σελ.127, Πανταζόπουλος , Προσεπίκληση, σελ. 135επ.
61 Νίκας, ΠολΔ, σελ. 402, ΑΠ 1318/1980, ΝοΒ 1981.665, ΕφΑθ 2416/2010 ΕλλΔνη 2011 850,
ΕφΑθ 6841/2008 ΕφΑΔ 2009. 597
62 Καργάδος, Σχέσεις, σελ.153-154
γεγονότος δεν είναι δυνατή η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων απέναντι σ’ αυτούς, δηλαδή προσεπικαλέσαντα και προσεπικαλούμενο, οι οποίοι λειτουργούν ως μία δικονομική ενότητα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 76 παρ. 1δ’ ΚΠολΔ.
Παράλληλα, λόγω της ύπαρξης της αναγκαίας ομοδικίας μεταξύ προσεπικαλέσαντος και προσεπικαλούμενου, αν δεν εμφανιστεί κάποιος στη δίκη εκπροσωπείται από τον παριστάμενο. Προϋπόθεση η νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση με την προσεπίκληση του προσεπικαλούμενου, ενώ οι πράξεις του ενός ωφελούν και βλάπτουν τον άλλο (άρθρο 76 παρ.1 ΚΠολΔ). Ο απών προσεπικαλέσας ή προσεπικαλούμενος πρέπει να καλείται στις μεταγενέστερες διαδικαστικές πράξεις (άρθρο 76 παρ.3 ΚΠολΔ), ειδικότερα δε η άσκηση ένδικου μέσου από κάποιον έχει συνέπειες και για τον άλλο (άρθρο 76 παρ.4 ΚΠολΔ) και πρέπει να καλείται στη συζήτηση ο μη ασκήσας αυτό. Το ένδικο μέσο του αντιδίκου του προσεπικαλέσαντος πρέπει να απευθύνεται και κατά του προσεπικαλούμενου, ενώ η επίσπευση της συζήτησης πρέπει να γίνεται με κλήτευση τόσο του προσεπικαλέσαντος, όσο και τουπροσεπικαλούμενου.
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 77 ΚΠολΔ, ο προσεπικαλούμενος μπορεί να προτείνει αντιφατικούς ισχυρισμούς σε σχέση με τον προσεπικαλέσαντα, οι οποίοι εκτιμώνται ελεύθερα από το δικαστήριο, ωστόσο δύναται να προστατευθεί καλύτερα, μέσω της άσκησης εκούσιας και απλής πρόσθετης παρέμβασης.
Αντίθετα, αναφορικά με την δεύτερη υπό κρίση περίπτωση η οποία εκφράζεται από τον Νίκα64, έγινε κατανοητό ότι υπάρχουν δύο έννομες σχέσεις δίκης. Στην πρώτη κύρια δίκη, εφόσον δεν ασκήσει παρέμβαση ο προσεπικαλούμενος δεν καθίσταται διάδικος, καθίσταται όμως στην δεύτερη έννομη σχέση δίκης της προσεπίκλησης, με συνέπεια να δημιουργείται δεδικασμένο για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του δικαιώματος του προσεπικαλέσαντος να αξιώσει αποζημίωση από τον προσεπικαλούμενο δικονομικό εγγυητή στην περίπτωση διερεύνησης της κατ’ ουσία. Περαιτέρω, εάν ο προσεπικαλούμενος παρέμβει στην κύρια, αρχική δίκη καθίσταται διάδικος σ’ αυτήν, δηλαδή με τη ιδιότητα τρίτου που συμμετέχει, ωστόσο δεδικασμένο δεν δημιουργείται και πάλι, εκτός και αν ο προσθέτως παρεμβαίνων προσέλθει και λάβει τη θέση του προσεπικαλέσαντος65. Η παρέμβαση του προσεπικαλούμενου είναι σε κάθε περίπτωση απλή πρόσθετη. Επιπλέον, σε περίπτωση απόρριψης της προσεπίκλησηςήκήρυξηςτηςωςαπαράδεκτης,τογεγονόςαυτόδενοδηγεί
![]() |
64 Νίκας, Πολιτική Δικονομία Ι, σελ.402-403, ΕφΑθ 10188/1986, ΕλλΔνη 1987 σελ. 883
65 Κονδύλης, Το δεδικασμένον, σελ.304-305
σε απόρριψη και της παρέμβασης ως απαράδεκτης, σε κάθε όμως περίπτωση, ο προσεπικαλούμενος και χωρίς να ασκήσει παρέμβαση δεν μπορεί να αμφισβητήσει το δικαστικό αποτέλεσμα της κύριας, αρχικήςδίκης.
I. Αδράνεια του δικονομικούεγγυητή
1. Ερημοδικία προσεπικαλούμενου. Εμφάνιση αρχικών διαδίκων
Ρυθμιστικό πεδίο της συγκεκριμένης περίπτωσης αποτελεί το άρθρο 277 αριθμ.2 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο «αν οι κύριοι διάδικοι εμφανιστούν και απουσιάζουν αυτοί που έχουν προσεπικληθεί, συζητείται η υπόθεση μεταξύ των πρώτων κατ’ αντιμωλίαν, ενώ αυτοί που έχουν προσεπικληθεί δικάζονται ερήμην66». Η παρούσα διάταξη τροποποιήθηκε δυνάμει του ν. 4335/2015 με έναρξη εφαρμογής την 01-01-2016, προσαρμοζόμενη στη νέα πρωτοβάθμια διαδικασία με την συμπλήρωση της φράσης: «αν οι κύριοι διάδικοι λάβουν μέρος κανονικά στη συζήτηση».
Στο υπό εξέταση άρθρο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι δυσμενείς συνέπειες στο πρόσωπο του προσεπικαλούμενου, αναφορικά με την έκβαση της κύριας δίκης αρχικά και στη συνέχεια, στη νέα δίκη που άνοιξε με την άσκηση της προσεπίκλησης.
Ειδικότερα, αν εμφανιστούν οι διάδικοι της αρχικής αγωγής, τότε οι πρώτοι δικάζονται κατ’ αντιμωλία67, δίχως δυσμενείς δικονομικές συνέπειες για τον προσεπικαλούμενο, ο οποίος, ως προς την κύρια δίκη παρέμεινε τρίτος και όχι διάδικος αυτής. Συνεπάγεται δε ότι ο τρίτος- προσεπικαλούμενος δεν επηρεάζει με την απουσία του την έκβαση της αρχικής δίκης68. Επιπλέον, συνέπεια της ερημοδικίας του προσεπικαλούμενου είναι το γεγονός ότι τεκμαίρεται η ομολογία των περιστατικών που θεμελιώνουν την προσεπίκληση, καθώς και της σωρευόμενης ενδεχομένως παρεμπίπτουσας αγωγήςαποζημιώσεως69.
Τέλος, η μη εμφάνιση του προσεπικαλούμενου έχει ως συνέπεια να μην δικαιούται ο ενάγων της κυρίας δίκης να του απευθύνει την έφεση του, αντίθετα ο εναγόμενος –προσεπικαλέσας δικαιούται να ασκήσει έφεση και κατά του προσεπικαλούμενου και/ή παρεμπιπτόντως εναγόμενου70.
![]() |
66 ΠολΠρωτΛαρ 151/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
67 Μητσόπουλος, Η θέσις του δικονομικού εγγυητή κατ’ άρθρα 274 και 277 ΚΠολΔ, Δ5, σελ.644
68 ΑΠ1823/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ292/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
69 Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας(-Μακρίδου), ο.π.σελ.567
70 ΕφΑθ1512/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
Δεύτερη περίπτωση αποτελεί η απουσία τόσο του προσεπικαλούμενου δικονομικού εγγυητή, όσο και του προσεπικαλέσαντος κυρίου διαδίκου. Σύμφωνα με το αρθρ.277 αριθ.1 ΚΠολΔ, «αν δεν εμφανίστηκαν αυτοί που έχουν προσεπικληθεί και εκείνος που έχει προσεπικαλέσει δικάζονται ερήμην». Η παρούσα διάταξη τροποποιήθηκε δυνάμει του ν. 4335/2015 με έναρξη εφαρμογής την 01-01-2016, προσαρμοζόμενη στη νέα πρωτοβάθμια διαδικασία με την συμπλήρωση της φράσης: «αν δεν λάβουν μέρος κανονικά στη συζήτηση».
Στην περίπτωση αυτή ανάλογα με τη θέση του καθενός από τους άνω παράγοντες στη δίκη εφαρμόζονται τα αρθρ. 271 και 272 ΚΠολΔ71. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση ερημοδικίας του ενάγοντος – προσεπικαλέσαντος, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση χωρίς αυτόν και απορρίπτει την κύρια αγωγή, ενώ σε περίπτωση ερημοδικίας του εναγόμενου –προσεπικαλέσαντος, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης επίδοσης αγωγής και κλήσης για συζήτηση προς αυτόν, συζητείται η υπόθεση ερήμην του, θεωρώντας το δικαστήριο ομολογημένους τους πραγματικούς ισχυρισμούς. Αναφορικά με την απουσία του δικονομικού εγγυητή, κανονικά θα έπρεπε να οδηγεί σε ματαίωση της συζήτησης της προσεπίκλησης ανάμεσα στον προσεπικαλέσαντα και τον προσεπικαλούμενο. Κατά τον Κουτσούκο72 εισάγεται διαφοροποίηση αναφορικά με της τάση των προσώπων που συνδέονται με τη σχέση δικονομικής εγγύησης και ο προσεπικαλούμενος θα δικάζεται σε περίπτωση απουσίας του ερήμην, κατ’ αρθρ. 277 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, ανεξάρτητα από την παράλληλη απουσία και του προσεπικαλέσαντος , με άμεση συνέπεια να ομολογούνται οι πραγματικοί ισχυρισμού που συγκροτούν την ιστορική βάση τηςπροσεπικλήσεως.
Στην περίπτωση ερημοδικίας του συνόλου των παραγόντων των δύο δικών, ήτοι της κύριας αρχικής δίκης μεταξύ προσεπικαλέσαντος και αντιδίκου του και της δίκης της προσεπίκλησης μεταξύ προσεπικαλέσαντος και προσεπικαλούμενου οδηγούνται οι δύο παράλληλες δικαστικές διαδικασίες σε ματαίωση και μη κρίση των υποθέσεων κατ’ αρθρ. 260 ΚΠολΔ. Στην ίδια κατεύθυνση, αναφορικά με τις έννομες συνέπειες της
![]() |
71 Μητσόπουλος, Δ.1974.643
72 Κουτσούκος, ο.π., σελ. 256επ.
ερημοδικίας του συνόλου των παραγόντων των δικών κινείται και ο ν. 4335/2015 με έναρξη εφαρμογής την 01-01-2016. Ως μη κανονική συμμετοχή με συνέπεια την ματαίωση της υπόθεσης αποτελεί πλέον η μη κατάθεση προτάσεων ή η μη εμπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων από όλους τους διαδίκους, αντίθετα η μη κανονική συμμετοχή κάποιου από τους διαδίκους επιφέρει κατά περίπτωση τις συνέπειες της ερημοδικίας κατά τα ειδικότερα στα αρθρ. 271 επ.ΚΠολΔ73.
Στην υπό κρίση περίπτωση παρουσιάζεται η απουσία του αντιδίκου του προσεπικαλέσαντος της κυρίας δίκης, παρά την εμφάνιση προσεπικαλέσαντος και προσεπικαλούμενου. Η εκδοχή αυτή δεν περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο αρθρ. 277 ΚΠολΔ.
Συγκεκριμένα, η ανοιγόμενη με την προσεπίκληση δίκη θα διεξαχθεί κατ’ αντιμωλία των παραγόντων της αυτής δίκης, ωστόσο , το αποτέλεσμα της κρίνεται από το αποτέλεσμα της έκβασης της κυρίας δίκης. Δηλαδή, για να υποχρεωθεί ο προσεπικαλούμενος σε αποζημίωση του προσεπικαλέσαντος, πρέπει στην κύρια δίκη να ηττηθεί ολικά ή μερικά ο προσεπικαλέσας. Άρα, επί της κυρίας δίκης, σε περίπτωση απουσίας κάποιου διαδίκου, θα εφαρμοστούν ανάλογα τα αρθρ. 271 και 272 ΚΠολΔ74. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση ερημοδικίας του ενάγοντος, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση χωρίς αυτόν και απορρίπτει την κύρια αγωγή, ενώ σε περίπτωση ερημοδικίας του εναγόμενου, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης επίδοσης αγωγής και κλήσης για συζήτηση προς αυτόν, το δικαστήριο προχωρά στη συζήτηση της υπόθεσης ερήμην του, θεωρώντας ομολογημένους τους πραγματικούς ισχυρισμούς. Αναφορικά με την πορεία της προσεπίκλησης, ο προσεπικαλέσας έχει υποχρέωση να αποδείξει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των ισχυρισμών, οι οποίοι σε περίπτωση ευδοκίμησης, θα οδηγήσουν στην απόρριψη της προσεπίκλησης, άρα και της μη ύπαρξης εγγυητικής ευθύνης τουπροσεπικαλούμενου.
![]() |
73 Αιτιολογική Έκθεση ν.4335/2015, σελ. 13
74 Μητσόπουλος, Δ.1974.643
Στην παρούσα εκδοχή, ο προσεπικαλούμενος προσέρχεται στην δίκη, αμφισβητώντας την εγγυητική του ευθύνη, απουσιάζει όμως ο προσεπικαλέσας αυτού, αν και παρίσταται ο αντίδικος του της κυρίας και αρχικής δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, τυγχάνει εφαρμογής το αρθρ. 277 παρ.3 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο «αν εμφανιστούν αυτοί που έχουν προσεπικληθεί και απουσιάζει ο κύριος διάδικος που τους προσεπικάλεσε, οι πρώτοι έχουν το δικαίωμα είτε να λάβουν τη θέση του κυρίου διαδίκου και να συζητήσουν την υπόθεση με τον αντίδικο, είτε απλώς να ασκήσουν παρέμβαση. Στη δεύτερη περίπτωση η διαδικασία προχωρεί σαν να μην είχε ασκηθεί η πρόσθετη παρέμβαση και το δικαστήριο δικάζει ερήμην τον απόντα προσεπικαλέσαντα διάδικο». Η παρούσα διάταξη τροποποιήθηκε δυνάμει του ν. 4335/2015 με έναρξη εφαρμογής την 01-01-2016, προσαρμοζόμενη στη νέα πρωτοβάθμια διαδικασία με την συμπλήρωση της φράσης: «αν λάβουν μέρος κανονικά στησυζήτηση».
Η παρούσα διάταξη ορίζει τις δικονομικές δυνατότητες του προσεπικαλούμενου, στο ενδεχόμενο ερημοδικίας του προσεπικαλέσαντος. Πιο συγκεκριμένα, προβλέπεται η δυνατότητα υποκαταστάσεως του κυρίου διαδίκου, χωρίς να απαιτείται συναίνεση του αντιδίκου75 του και η άσκηση απλής υπέρ του προσεπικαλέσαντος παρεμβάσεως, οπότε ο απολιπόμενος διάδικος δικάζεται ερήμην, τόσο ως προς την κύρια δίκη, όσο και ως προς τη δίκη της προσεπίκλησης76.
Στην περίπτωση αυτή ανάλογα με τη θέση του καθενός από τους άνω παράγοντες στη δίκη εφαρμόζονται τα αρθρ. 271 και 272 ΚΠολΔ77. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση ερημοδικίας του ενάγοντος – προσεπικαλέσαντος, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση χωρίς αυτόν και απορρίπτει την κύρια αγωγή, ενώ σε περίπτωση ερημοδικίας του εναγόμενου –προσεπικαλέσαντος, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης επίδοσης αγωγής και κλήσης για συζήτηση προς αυτόν, συζητείται η υπόθεση ερήμην του, θεωρώντας το δικαστήριο ομολογημένους τους πραγματικούς ισχυρισμούς που αποτελούν την ιστορική βάση της κυρίας αγωγής. Η απουσία, συνεπώς, του προσεπικαλέσαντος οδηγεί σε κατάφαση της ευθύνης του στο πλαίσιο της ανοιχθείσας κύριας δίκης. Συνεπώς, κατά τον Κουτσούκο78 , η ερημοδικία του προσεπικαλέσαντος θα οδηγήσει στην απόρριψη της προσεπίκλησης κατ’ αρθρ. 272ΚΠολΔ, ανεξάρτητα απότην
![]() |
75 Μητσόπουλος, Δ 1974.644
76 Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας(Μακρίδου), Ερμηνεία ΚΠολΔ, σελ.567
77 Μητσόπουλος, Δ.1974.643
78 Κουτσούκος, ο.π., σε΄. 275 επ.
αμυντική γραμμή που θα τηρήσει ο προσεπικαλούμενος, μιας και τεκμαίρεται η αμφισβήτηση της βασιμότητας της προσεπίκλησης από την πλευρά του προσεπικαλούμενου.
I. Εμφάνιση αρχικών διαδίκων καιπροσεπικαλούμενου.
Η πρώτη δυνατή περίπτωση που παρουσιάζεται είναι εκείνη της συμμετοχής του συνόλου των εμπλεκομένων μερών, δηλαδή των παραγόντων της αρχικής δίκης, προσεπικαλέσαντος και αντιδίκου του, όπως επίσης και του δικονομικού εγγυητή. Τυγχάνει εφαρμογής το αρθρ. 277 παρ.4 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο «αν εμφανιστούν οι κύριοι διάδικοι και αυτοί που έχουν προσεπικληθεί, οι τελευταίοι έχουν το δικαίωμα να αρνηθούν την προσεπίκληση ή να ασκήσουν απλώς παρέμβαση ή να πάρουν τη θέση εκείνου που τους προσεπικάλεσε και να συζητήσουν την υπόθεση με τον αντίδικο». Η παρούσα διάταξη τροποποιήθηκε δυνάμει του ν. 4335/2015 με έναρξη εφαρμογής την 01-01-2016, προσαρμοζόμενη στη νέα πρωτοβάθμια διαδικασία με την συμπλήρωση της φράσης: «αν λάβουν μέρος κανονικά στη συζήτηση».
Έχει επισημανθεί ότι με την άσκηση της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή δημιουργείται μία νέα έννομη σχέση δίκης που συνδέει τον προσεπικαλέσαντα και τον προσεπικαλούμενο, παράλληλα με την αρχική δίκη. Το στοιχείο που κρίνεται στη δεύτερη δίκη είναι το δικαίωμα του προσεπικαλέσαντος να απαιτήσει αποζημίωση από τον προσεπικαλούμενο σε περίπτωση ήττας του στην αρχική δίκη. Συνεπώς, στην δεύτερη δίκη της προσεπίκλησης μεταξύ των δύο προσώπων δημιουργείται αντιδικία αναφορικά με την υποχρέωση ή όχι του δικονομικού εγγυητή να αποζημιώσει τον προσεπικαλέσαντα, με συνέπεια ο δικονομικός εγγυητή μεταξύ των επιλογών που διαθέτει με τη συμμετοχή του στη δίκη είναι να αρνηθεί την προσεπίκληση μέσω των προτάσεων του. Συνάγεται λοιπόν ότι ο προσεπικαλούμενος79 αν δεν ασκήσει παρέμβαση, αλλά περιοριστεί απλώς να αποκρούσει την προσεπίκληση και να αρνηθεί την υποχρέωση του για αποζημίωση, δεν καθίσταται διάδικος στην κύρια δίκη, αλλά τρίτος. Στην περίπτωση αυτή, δεν απαιτείται , για το παραδεκτό της έφεσης που ασκεί ο ενάγων κατά των απορριπτικών διατάξεων της πρωτόδικης απόφασης επί τηςαγωγήςτου,νααπευθύνεταικαικατάτουπροσεπικληθέντοςαπότον
![]() |
79 ΑΠ1430/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1961/1986, ΕλλΔνη 1988,282, ΕφΑθ2416/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρωτΑθ 3286/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
εναγόμενο δικονομικό εγγυητή.80 Επομένως η έφεση που ασκεί ο αντίδικος του προσεπικαλούντος στρέφεται απαράδεκτα κατά του προσεπικληθέντος δικονομικού εγγυητή81.
Αρχικά, η αμυντική γραμμή του προσεπικαλούμενου μπορεί να βασιστεί όχι μόνο στην ανυπαρξία των νομικών ή ουσιαστικών προϋποθέσεων για την ύπαρξη η όχι της εγγυητικής του ευθύνης, αλλά στην μη ύπαρξη των προϋποθέσεων παραδεκτού για την άσκηση της. Σ’ αυτήν την περίπτωση, και στο ενδεχόμενο ευδοκίμησης κάποιου λόγου απαραδέκτου της προσεπίκλησης, θα δημιουργηθεί, ως προς το δικονομικό ζήτημα, δεδικασμένο εμποδίζοντας την νέα άσκηση αίτησης δικαστικής προστασίας με το ίδιο δικονομικό ελάττωμα (322 παρ.1 εδ.β’ ΚΠολΔ). Συνεπώς, ο προσεπικαλέσας μπορεί να επαναφέρει την αξίωση του για παροχή δικαστικής προστασίας μέσω της άσκησης αυτοτελούς αγωγής (αρθρ.69ΚΠολΔ).
Δηλαδή, με τον όρο «άρνηση της προσεπίκλησης82» θα πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν περιορίζει την αμυντική του γραμμή σε μία άρνηση, ανάλογη της άρνησης της αγωγής, αλλά να προχωρήσει έτι περαιτέρω στην προβολή ενστάσεων κατά του δικαιώματος του προσεπικαλέσαντος83. Κατά συνέπεια, η άμυνα του προσεπικαλούμενου κινείται σε δύο -2- επίπεδα με διαφορετικές δικονομικές συνέπειες κάθε φόρα. Συγκεκριμένα, ο προσεπικαλούμενος έχει τη δυνατότητα να αμυνθεί μέσω της αμφισβήτησης της ίδιας της βασιμότητας της προσεπίκλησης, αναφέροντας ότι δεν δημιουργείται οποιαδήποτε υποχρέωση του για αποζημίωση του προσεπικαλέσαντος84. Η άμυνα του λοιπόν βασίζεται είτε σωρευτικά, είτε διαζευκτικά στην αμφισβήτηση της νομικής ή ουσιαστικής βασιμότητας της προσεπίκλησης, με δυνατότητα πέρα από την προβολή της άρνησης, επιπροσθέτως, προβολής ενστάσεων, δηλαδή νέων πραγματικών περιστατικών, τα οποία καταλύουν, περιορίζουν ή αναστέλλουν το δικαίωμα του προσεπικαλέσαντος να απαιτήσει αποζημίωση. Συνεπώς, ο σχηματισμός δικανικής πεποίθησης και η έκδοση απόφασης για τη συγκεκριμένη περίπτωση θα δημιουργήσει δεδικασμένο σύμφωνα με το αρθρ. 321ΚΠολΔ ανάμεσα στον προσεπικαλέσαντα και τον προσεπικαλούμενο αναφορικά με το κρίσιμο ζήτημα της ύπαρξης ή όχι εγγυητικής ευθύνης του δεύτερου, εμποδίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την επανάκριση του σχετικού ζητήματος.
![]() |
80 ΑΠ485/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ= ΝοΒ 2010,2055
81 Κολοτούρος Π.(-Μήτσου), Ένδικα μέσα και βοηθήματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2013
82 ΠολΠρωτΛαρ151/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
83 Κουτσούκος, Προσεπίκληση, σελ.265
84 Ράμμος, Εγχειρίδιον Ι, 313, ΕφΘεσς 1658/1988 Αρμ.1988.1127
Πέρα από τις άνω αναφερόμενες επιλογές του προσεπικαλούμενου, δηλαδή της αδράνειας και της άρνησης της προσεπίκλησης, ο προσεπικαλούμενος δικονομικός εγγυητής έχει τη δυνατότητα να παρέμβει πρόσθετα υπέρ του προσεπικαλέσαντος. Η νομική βασιμότητα της επιλογής αυτής ερείδεται στο αρθρ.277 αριθμ. 3 και 4 ΚΠολΔ85. Η πρόσθετη αυτή παρέμβαση, σε αντίθεση με τις γενικές διατάξεις περί παρεμβάσεων, των οποίων κύριο χαρακτηριστικό αποτελεί ο εκούσιος χαρακτήρας, στην προκειμένη περίπτωση η παρέμβαση έχει αναγκαστικό χαρακτήρα. Ο
«εξαναγκασμός» προς παρέμβαση έγκειται στο γεγονός ότι ο προσεπικαλούμενος μέσω της συμμετοχής του έχει τη δυνατότητα να μειώσει ή εξαλείψει ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες, οι οποίες θα προκύψουν από την εκδοθείσααπόφαση.
Περαιτέρω, ως αποτέλεσμα αυτής της μείωσης ή εξάλειψης αρνητικών συνεπειών από την έκβαση της κυρίας δίκης, οι οποίες αντανακλαστικά επιδρούν και στην δίκη της προσεπίκλησης, δύναται να αναζητηθεί και η βάση του έννομου συμφέροντος του προσεπικαλούμενου δικονομικού εγγυητή να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του προσεπικαλέσαντος (αρθρ.80ΚΠολΔ). Συγκεκριμένα, ο προσεπικαλούμενος υποχρεούται να αποζημιώσει τον προσεπικαλέσαντα σε περίπτωση ήττας του από την κύρια δίκη, ως αποτέλεσμα της ύπαρξης αιτιώδους σχέσης ανάμεσα στην απώλεια της κύριας δίκης και της εγγυητικής ευθύνης του τρίτου. Συνεπώς, άμεσο κρίνεται το συμφέρον του προσεπικαλούμενου να επικρατήσει στην κύρια δίκη ο προσεπικαλέσας για να αποφύγει δυσμενείς συνέπειες στα συμφέροντα του86.
Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η πρόσθετη παρέμβαση του προσεπικαλούμενου υπέρ του προσεπικαλέσαντος στην ανοιχθείσα κύρια δίκη συνιστά σε περίπτωση ήττας, ένα είδος σιωπηρής ομολογίας εκ μέρους του τρίτου δικονομικού εγγυητή αναφορικά με τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν τη βάση της εγγυητικής ευθύνης του. Δηλαδή, η σιωπηρή αυτή ομολογία δεν συνέχεται με τα στοιχεία της ήττας του προσεπικαλέσαντος στην κύρια δίκη, αλλά περιορίζεται αποκλειστικά στην σχέση προσεπικαλέσαντος - προσεπικαλούμενου, η οποία και πρόκειται να κριθεί. Γι’ αυτό το λόγο, γίνεται δεκτό87 ότι ο προσεπικαλούμενος μπορεί να
![]() |
85 Ράμμος, Εγχειρίδιον Ι, 313, Μητσόπουλος, Μελέται, 439, Γέσιου-Φαλτσή, πολιτική Δίκη ΙΙα, 140.
86 Κουτσούκος, Προσεπίκληση, 279, ΠολΠρωτΑθ16481/1979 Δ.10.331
87 Μητσόπουλος, Μελέται, 439-440, 442-443, Καργάδος, Σχέσεις, 9, Γέσιου-Φαλτσή, Πολιτική Δίκη ΙΙα,140, Αντίθετη η ΕφΠατρ869/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ σύμφωνα με την οποία καθίσταται διάδικος , βρισκόμενος σε αναγκαστική ομοδικία ο προσεπικαλέσας με τον προσεπικαλούμενο
αρνηθεί την προσεπίκληση και επικουρικά να προβεί στην άσκηση πρόσθετης παρέμβασης υπέρ του προσεπικαλέσαντος.
Συνεπώς, παρέχεται στον προσεπικαλούμενο, η δικονομική δυνατότητα καταρχήν να αντικρούσει ολικά την αξίωση του προσεπικαλέσαντος για ύπαρξη εγγυητικής ευθύνης και υποχρέωσης αποζημίωσης του και επικουρικά στο πλαίσιο της κυρίας δίκης μέσω της πρόσθετης παρέμβασης, να βοηθήσει τον προσεπικαλέσαντα να κερδίσει, ώστε να αποφευχθεί η ήττα του και οι συνεπαγόμενες συνέπειες της.
Περαιτέρω, η άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης δεν μεταβάλλει τις ουσιαστικές σχέσεις των μερών, ούτε και τα υποκείμενα των δικών που εκκρεμούν. Ο προσθέτως παρεμβάς προσεπικαλούμενος δεν καθίσταται διάδικος88, αλλά βοηθός διαδίκου ή παρεπόμενος διάδικος89, αφού η δικονομική του κίνηση μόνο σκοπό έχει την παροχή βοήθειας στον προσεπικαλέσαντα, δίχως την ύπαρξη αιτήματος για την παροχή δικαστικής προστασίας90. Δυνατότητα να καταστεί ο προσεπικαλούμενος διάδικος, ειδικά δε μη δικαιούχος ή μη υπόχρεος διάδικος αντίστοιχα υφίσταται μόνο αν υπεισέλθει στη θέση του προσεπικαλέσαντος κατ’ αρθρ. 277 παρ.3 και 4 ΚΠολΔ.
Τέλος, η πρόσθετη παρέμβαση που ασκεί ο προσεπικαλούμενος δεν είναι αυτοτελής , αλλά απλή, είτε ασκηθεί μετά από προσεπίκληση είτε χωρίς να έχει προηγηθεί προσεπίκληση91. Δικαιολογητικός λόγος αποτελεί η μη επέκταση ευθέως της ισχύος της απόφασης που εκδίδεται στην κύρια δίκη και στις έννομες σχέσεις μεταξύ του τρίτου δικονομικού εγγυητή και του αντιδίκου του υπέρ ου η παρέμβαση. Δηλαδή, ο προσθέτως παρεμβάς δικονομικός εγγυητής προσέρχεται για να συμβάλει στην προσπάθεια του προσεπικαλέσαντος και υπέρ ου η παρέμβαση να επικρατήσει στη δίκη αποτελώντας ένα δευτερεύοντα διάδικο, τον παρεμβάντα, δίχως να συνδέεται με τον αντίδικο του προσεπικαλέσαντος ούτε με κάποια ουσιαστική έννομη σχέση, ούτε με διαδικαστική.
Η πρώτη δυνατή περίπτωση που μπορεί να εμφανιστεί είναι η παράσταση του συνόλου των εμπλεκομένων μερών, δηλαδή υπέρ ου η παρέμβαση-προσεπικαλέσαντα , αντιδίκου του και προσεπικαλούμενου –
![]() |
88 ΑΠ741/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
89 Κολοτούρος Π., Ερημοδικία κυρίων διαδίκων επί υπάρξεως προσθέτου παρεμβάσεως, 2001, Δίκη, σελ.1177επ.
90 Ράμμος, Εγχειρίδιον Ι, 291-292,301
91 Μητσόπουλος, Μελέται, 447-449 σημ.30, Α.Π 499/198 ΝοΒ 30.55
προσθέτως παρεμβάντα. Όπως έχει ήδη επισημανθεί, ο προσθέτως παρεμβάς δικονομικός εγγυητής μετέχει στην αρχική δίκη, έχοντας τις εξουσίες του απλού προσθέτως παρεμβάντος του αρθρ. 82 ΚΠολΔ, δηλαδή δεν καθίσταται υποκείμενο της κυρίας δίκης και αναγκαίος ομόδικος του προσεπικαλέσαντος.
Επιπλέον, σε περίπτωση απουσίας του υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση- προσεπικαλέσαντος, τυγχάνει αναλογικής εφαρμογής το αρθρ. 277 παρ.3 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο δικάζεται ερήμην ο απών προσεπικαλέσας διάδικος, λαμβάνοντας χώρα οι έννομες συνέπειες που έχουν ήδη επισημανθεί. Τα αποτελέσματα της ερημοδικίας του προσεπικαλέσαντος ακολουθεί και ο ν. 4335/2015, αναφορικά με την τροποποίηση του ΚΠολΔ.
Η δεύτερη υπό κρίση περίπτωση είναι εκείνη, κατά την οποία ο προσεπικαλούμενος δικονομικός εγγυητής ανταποκρίθηκε, με την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης, στην πρόσκληση που του απηύθυνε ο προσεπικαλέσας. Ωστόσο, παρά την πρόσκληση και την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης μπορεί ο προσθέτως παρεμβάς-προσεπικαλούμενος είτε να μην παρασταθεί είτε να μην παρασταθεί νομίμως. Η άνω περίπτωση δεν προβλέπεται νομοτυπικά στο αρθρ. 277 ΚΠολΔ, το οποίο ρυθμίζει γενικά την εξέλιξη της διαδικασίας μετά την άσκηση προσεπίκλησης.
Κατά αναλογικό τρόπο92, θα εφαρμοστεί η διάταξη 274 παρ.1 ΚΠολΔ, η οποία φορά την εκούσια παρέμβαση και όχι την παρέμβαση που ασκείται μετά από προσεπίκληση, γίνεται όμως δεκτό93 ότι είναι δυνατή η επίκληση του προκειμένου να αντιμετωπισθούν περίπτωση, σαν και την υπό κρίση. Η διάταξη ορίζει ότι: «Αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σ’ αυτήν κανονικά, η διαδικασία προχωρεί σαν να μην είχε ασκηθεί πρόσθετη παρέμβαση. Όποιος άσκησε πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να παρίσταται στις επόμενες στάσεις της δίκης και στις επόμενες διαδικαστικές πράξεις, πρέπει δε να καλείται νόμιμα».
![]() |
92 Κουτσούκος, ο.π., σελ313επ.
93 Μητσόπουλος, Μελέται, σελ441
94 Κεραμέας, Κονδύλης, Νίκας (-Μακρίδου), ο.π.,σελ.565, ΑΠ 226/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
που του παρέχει το αρθρ.82ΚΠολΔ, εφόσον η παρέμβαση του λαμβάνεται ως μη ασκηθείσα.
Ειδικότερη περίπτωση της άσκησης πρόσθετης παρέμβασης από τον προσεπικαλούμενο προς βοήθεια του προσεπικαλέσαντος, αποτελεί η δυνατότητα ανάληψης από τον ίδιο της διεξαγωγής της δίκης, μέσω της υποκατάστασης του προσεπικαλέσαντος και υπέρ ου η σχέση της δικονομικής εγγύησης (αρθρ.277 αριθμ.3,4 και 278 ΚΠολΔ). Ο δικαιολογητικός λόγος της παρούσας πρόβλεψης είναι η δυνατότητα ανάληψης του δικαστικού αγώνα από τον προσεπικαλούμενο, μιας και ενδέχεται να βρίσκεται σε καλύτερη θέση, όχι μόνο όσον αφορά τα οικονομικά μέσα, αλλά και τα μέσα οργάνωσης και διεξαγωγής μιας δίκης, σε συνδυασμό με τον απώτερο σκοπό του, ο οποίος είναι η αποσόβηση μίας ήττας του προσεπικαλέσαντος, η οποία θα οδηγήσει σε ενεργοποίηση της εγγυητικής του ευθύνης για αποζημίωση.
Επιπρόσθετα, αναφορικά με τις δικονομικές συνέπειες της υποκατάστασης του προσεπικαλέσαντος από τον προσεπικαλούμενο δικονομικό εγγυητή επισημαίνεται ότι η θέση που λαμβάνει ο προσεπικαλούμενος στην αρχική δίκη είναι η θέση του μη δικαιούχου διαδίκου (όταν υποκαθιστά τον ενάγοντα) ή του μη υπόχρεου διαδίκου (όταν υποκαθιστά τον εναγόμενο)95. Είναι σημαντικό να ειπωθεί ότι ο νόμος παρέχει στον προσεπικαλούμενο δικονομικό εγγυητή τη δυνατότητα διεξαγωγής της δίκης με την ιδιότητα του διαδίκου, ωστόσο η δικονομική αυτή υποκατάσταση δεν σημαίνει και ταυτόχρονη μεταβίβαση της επίδικης σχέσης σε επίπεδο ουσιαστικού δίκαιου (εκχώρηση απαίτησης, αναδοχή χρέους, μεταβίβαση πράγματος), στην οποία συνεχίζει να παρουσιάζεται ως τρίτος.
Επιπλέον, η υποκατάσταση του προσεπικαλούμενου στη θέση του προσεπικαλέσαντος λαμβάνει χώρα μέσω ρητής δήλωσης του δικονομικού εγγυητή, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε συναίνεση των αρχικών διαδίκων. Δηλαδή, αντίθετα με ότι συμβαίνει στην περίπτωση της εκούσιας πρόσθετης παρέμβασης (αρθρ.85ΚΠολΔ), στην παρούσα ο αντίδικος του προσεπικαλέσαντος έχει συμφέρον από την υποκατάσταση, με εφαρμογή τηςδιάταξης278ΚΠλοΔ,αφούηεκδοθείσααπόφασηθαδεσμεύειμεισχύ
![]() |
95 Μπέης, Ερμηνεία, άρθρ.277, παρατηρ. V 3 (σελ.1205), Πανταζόπουλος, Προσεπίκληση, σελ. 155,162,165, Κουτσούκος, Προσεπίκληση, σελ.320.
δεδικασμένου και θα εκτελείται και κατά του υποκατασταθέντος προσεπικαλέσαντος. Αντίθετα, ο προσεπικαλέσας, επίσης, δεν φαίνεται να μην επιθυμεί την αντικατάσταση του από τον προσεπικαλούμενο, αφού ο δικονομικός εγγυητής θα διεξάγει τη δίκη με την μέγιστη επιμέλεια για να αποτρέψει δυσμενείς συνέπειες σε περίπτωση ήττας του. Άλλωστε, το αρθρ. 278ΚΠολΔ παρέχει τη δυνατότητα να συμμετάσχει πλέον στην δίκη ο προσεπικαλέσας, ως αυτοτελώς προσθέτως παρεμβάς, στο πλευρό του προσεπικαλούμενου με τις εξουσίες που έχει ένας αναγκαίος ομόδικος96, δεσμευόμενος από το δεδικασμένο και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί97.
Παράλληλα, βασική συνέπεια της υποκατάστασης του προσεπικαλέσαντος από τον προσεπικαλούμενο δικονομικό εγγυητή αποτελεί η ύπαρξη εγγυητικής ευθύνης (αρθρ. 278εδ.α’ σε συνδυασμό με 352 ΚΠολΔ) του, με συνέπεια την στέρηση από το δικαίωμα αμφισβήτησης της υποχρέωσης προς αποζημίωση. Πρόκειται στην ουσία για πλάσμα ομολογίας, μιας και αυτό που στην πραγματικότητα αμφισβητεί ο προσεπικαλούμενος και υποκαταστάσας δικονομικός εγγυητής μέσω της ανάληψης της κυρίας δίκης είναι το στοιχείο της ήττας του προσεπικαλέσαντος. Συνεπώς, αν και καταρχήν είναι τρίτος ως προς την ουσιαστική διαφορά, η οποία κρίνεται στην αρχική δίκη, συμφέρον για τον προσεπικαλούμενο αποτελεί η μη ήττα του προσεπικαλέσαντος, ακριβώς διότι η ήττα θα ενεργοποιήσει την εγγυητική του ευθύνη, άρα και την υποχρέωση για αποζημίωση.
Τέλος, όσον αφορά την δέσμευση ή όχι του προσεπικαλούμενου δικονομικού εγγυητή από την απόφαση της αρχικής δίκης, πρέπει να επισημανθεί ότι δεσμεύεται από το δεδικασμένο αυτής (αρθρ.325 αριθμ.1 ΚΠολΔ), πλην όμως δεν θα μπορεί να εκτελεστεί εναντίον του, ούτε και ο ίδιος θα έχει τη δυνατότητα να προβεί σε εκτέλεση98. Ο δικαιολογητικός λόγος απορρέει από το γεγονός ότι δικονομική υποκατάσταση δεν είχε ως αποτέλεσμα την μεταβίβαση της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης, αφούστηνυπόκρίσηπερίπτωσηδενυπάρχειμεταβολήτωνμερώναυτής.
![]() |
96 Κουτσούκος, ο.π., σελ. 325, Κεραμέας, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, σελ. 253
97 Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας(-Μακρίδου), ο.π.,568.
98 Κονδύλης, Δεδικασμένον, σελ.305, αντίθετη η ΠολΠρωτΛαρ 151/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,
σύμφωνα με την οποία μεταξύ των επιλογών, ο προσεπικαλούμενος δικονομικός εγγυητής έχει τη δυνατότητα να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση με την πρόσθετη δήλωση, ότι υποκαθίσταται στη θέση του προσεπικαλέσαντος ως κυρίου διαδίκου, χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου ή του αντιδίκου του, οπότε θα δεσμεύεται από το δεδικασμένο και την εκτελεστότητα της απόφασης
Ο προσεπικαλέσας διαθέτει τη δικονομική δυνατότητα να σωρεύσει (συνήθης δυνατότητα, αν και όχι υποχρεωτική99) στην προσεπίκληση και παρεμπίπτουσα αγωγή100 κατά του προσεπικαλούμενου δικονομικού εγγυητή για την επιδίκαση αποζημιώσεως σε περίπτωση ήττας του, ως αποτέλεσμα της κύρια δίκης μεταξύ προσεπικαλέσαντος και αντιδίκου του101. Βάση της προσεπικλήσεως και της ενωμένης μ’ αυτήν παρεμπίπτουσας αγωγής του προσεπικαλέσαντος κατά του προσεπικαλούμενου αποτελεί η έννομη σχέση, η οποία τυχόν συνδέει τα δύο άνω πρόσωπα και από την οποία απορρέει η υποχρέωση του προσεπικαλούμενου να καταβάλει στον προσεπικαλέσαντα αποζημίωση, την οποία ζητεί ο αντίδικος του στην κύρια, ήδη ανοιχθείσα δίκη. Τέτοια περίπτωση θεωρείται και η αναγωγή, που στηρίζεται στην επέλευση της ζημίας, η οποία προήλθε από παράβαση συμβατικής υποχρέωσης περισσότερων (487ΑΚ)102. Η έννομη σχέση προσεπικαλέσαντος – προσεπικαλούμενου είναι διαφορετική από εκείνη στην οποία στηρίζεται η κύρια αγωγή από την οποία πηγάζει το δικαίωμα του προσεπικαλέσαντος προς αποζημίωση. Ακριβώς, αυτό το δικαίωμα αποτελεί το αντικείμενο της μεταξύ αυτού και του προσεπικαλούμενου δίκης και συνεπώς δημιουργείται για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του δικαιώματος αυτού ουσιαστικό δεδικασμένο μόνο όταν ερευνηθεί κατ’ ουσίαν η προσεπίκληση και η τυχόν ενωμένη μ’ αυτήν παρεμπίπτουσααγωγή103.
Η παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης που ενώνεται με την προσεπίκληση αφορά μέλλουσα και υπό αίρεση αξίωση, ίσης όμως κατ’ αντικείμενο αξίας με εκείνο της αγωγής. Ειδικά, το αίτημα της παρεμπίπτουσας αγωγής αναφέρεται ως η υποχρέωση του προσεπικαλούμενου να καταβάλει στον προσεπικαλέσαντα κάθε ποσό που θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον αντίδικο –ενάγοντα του, με δυνατότητα συμπερίληψης και αιτήματος περί τόκων από την επίδοση της κύριας αγωγής104. Επιπλέον, η αγωγή αποζημιώσεως που ενώνεται με την προσεπίκληση ερευνάται στην ουσία της, μόνο μετά την παραδοχή της κύριας αγωγής, υπό την αίρεση της ευδοκιμήσεως της οποίας ασκείται. Τέλος, στην περίπτωση που ο προσεπικαλούμενος – εναγόμενος της παρεμπίπτουσας αγωγής δεν προσήλθε και δεν έλαβε μέρος στη δίκη, δεν καθίσταται διάδικος στην κύρια δίκη μεταξύ του ενάγοντος και του
![]() |
99 ΑΠ88/1984, ΑρχΝ 1984.744, ΕφΑθ10188/1986, ΕλλΔνη 1987.883
100 ΕφΠειρ292/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΑθ 260/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
101 ΑΠ260/2001 ΕλλΔνη 42.1635, ΕφΑθ3742/2004 ΕλλΔνη 46.585
102 ΕφΑθ 5639/2006 αδημ.
103 ΑΠ 294/2004 ΕλλΔνη 45.1432
104 ΑΠ 1239/1993 ΕλλΔνη 36.195
εναγόμενου, ούτε δημιουργείται ομοδικία μεταξύ αυτού και του προσεπικαλέσαντος αυτόν εναγομένου105 με συνέπεια την μη νομιμοποίηση άσκησης έφεσης από τον προσεπικαλούμενο κατ’ επέκταση106.
Η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή, ως ειδικότερο είδος προσεπίκλησης, αλλά και σύνθετης δίκης προσπαθεί να εξυπηρετήσει τους σκοπούς και τους στόχους που τη θέσπισαν, μέσω της στάθμισης αντίθετων και αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων. Η παρούσα εργασία προσπάθησε να θέσει το γενικό περίγραμμα του θεσμού, οριοθετώντας αρχικά τις διαφορετικές έννοιες που έχουν αποδοθεί στη νομική φύση αυτής. Στη συνέχεια και λαμβάνοντας υπόψη τις άνω θεωρίες, προχώρησε στις προϋποθέσεις εφαρμογής και την ορθά δικονομική διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί. Κατέληξε με την προσπάθεια προσέγγισης των διαφορετικών περιπτώσεων παράστασης ή μη των βασικών παικτών που λαμβάνουν μέρος στο τριαδικό σχήμα, ήτοι του αντιδίκου του προσεπικαλέσαντος, του προσεπικαλέσαντος και του προσεπικαλούμενου, όπως επίσης και των δικονομικών δυνατοτήτων τους, με απώτερο στόχο να καταδειχθούν οι έννομες συνέπειες από οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη.
Καταλήγοντας, είναι άξιο αναφοράς ότι η θέσπιση του θεσμού της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή εντάσσεται στο πλαίσιο της αρχής της οικονομίας της δίκης και της δικαστικής ενέργειας107, μέσω της οποίας επιδιώκεται ο συγχρονισμός δύο κύριων παραμέτρων του Αστικού Δικονομικού Δικαίου, ήτοι της ταχύτερης απονομής της δικαιοσύνης, σε συνδυασμό με την ορθότητα της δικαστικής κρίσης. Η ορθή αναλογία των δύο αυτών παραγόντων - παραμέτρων συνιστά την χρυσή τομή, η οποία πρέπει να διέπει κάθε δικαιικό σύστημα, το οποίο κατ’ επέκταση χαρακτηρίζει ένα κράτος δικαίου.
![]() |
105 ΑΠ1823/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ1512/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΑθ260/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
106 ΕφΠειρ292/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
107 Ράμμος, Εγχειρίδιον Ι, σελ.350
1) Αιτιολογική Έκθεσην.2915/2001
2) Αιτιολογική Έκθεσην.4335/2015
3) Βαθρακοκοίλης Β., Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνευτική Νομολογιακή Ανάλυση, Αθήνα, 1994 και Συμπληρωματικός Τόμος, Αθήνα, 2001
4) Γέσιου-Φαλτσή Π., Η πολιτική δίκη σε κίνηση ΙΙα, Θεσσαλονίκη1984
5) Γεωργιάδης/Σταθόπουλος, Ερμηνεία Αστικού Κώδικα, 1982,Αθηναι
6) Ε.Ν.Δ.Ι.Α.Α.Ε.Τ.Α, Ιδιωτική ασφάλιση και αποζημίωση από τροχαία ατυχήματα – Επίκαιρα θέματα ασφαλιστικού, αστικού, δικονομικού και ποινικού δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη,2014
7) Δεληκωστόπουλος Στ./Σινανιώτης Λ., Ερμηνεία: Ερμηνεία Κατ’ άρθρον Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας, Α’(Ι)
8) Καλαβρός Κ., Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος ΙΙ, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα,2006
9) Καλαβρός Κ./ Κλουκίνας Θ./ Σταματόπουλος Θ., Εφαρμογές: Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας, Πρακτικά Θέματα,1989
11) Καργάδος Π., Αι σχέσεις της ανακοινώσεως προς την προσεπίκλησιν (κατά την νέαν πολιτικήν δικονομίαν), Αθήναι,1973
12) Κεραμεύς Κ., Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Αθήναι- Θεσσαλονίκη,1986
13) Κολοτούρος Π., - Ένδικα μέσα και βοηθήματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2013
- Ερημοδικία κυρίων διαδίκων επί υπάρξεως προσθέτου παρεμβάσεως, Δίκη,2001
14) Κονδύλης Δ., Το δεδικασμένον κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 1983
15) Κουτσούκος Ν., Η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή, εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα,1999
16) Κρητικός Αθ., Αποζημίωση στα τροχαία αυτοκινητιστικά ατυχήματα, Αθήνα,1987
17) Μακρίδου Κ., Πρόσθετοι λόγοι έφεσης κατά τον ΚΠολΔ, Εκ΄δοσεις Σάκκουλα,2000
18) Μανιώτης Δ., Η Αρχή τηρήσεως της προδικασίας: Η αρχή τηρήσεως της προδικασίας κατά τον Κώδικα ΠολιτικήςΔικονομίας
19) Μαργαρίτης Μ., Ερμηνεία Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Θεωρία/Νομολογία, εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας,2012
20) Μητσόπουλος Γ., Μελέται: Μελέται γενικής θεωρίας δικαίου και αστικού δικονομικού δικαίου,1993
- Η θέσις του δικονομικού εγγυητή κατ’ άρθρα 274 και 277 ΚΠολΔ, Δ 5, σελ.633
21) Μπέης Κ., Πολιτικής Δικονομία,τ.1-19
- Δ., 5: Παρατηρήσεις από την Π.Πρ.Ιωαννίων.159/73, Δ.5, 233επ.
- Ερμηνεία: Πολιτική Δικονομία. Γενικαί Αρχαί και κατ’ άρθρον ερμηνεία,1973
22) Μπέης Κ., Καλαβρός Κ., Σταματόπουλος Σ., Δικονομία των Ιδιωτικών Διαφορών, Γενικό Μέρος Ι, εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα,1999
23) Νίκας Ν., Ζητήματα Σύνθετων Δικών, Αρμ2001.749
- Πολιτική Δικονομία, τόμος Ι, Εκδόσεις Σάκκουλα,2003
24) Πανταζόπουλος Στ., Η προσεπίκληση κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας,1995
25) Πρακτικά Συντακτικής Επιτροπής Σχεδίου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας Α,1940
26) Πρακτικά Αναθεωρητικής Επιτροπής Σχεδίου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και Εισαγωγικού Νόμου,1967
27) Ράμμος Γ., Στοιχεία Ελληνικής Πολιτικής Δικονομίας, τ.Α, τεύχος Ι, 5η έκδοση, Αθήναι1961
- Εγχειρίδιον: Εγχειρίδιον αστικού δικονομικού δικαίου, τεύχος Α’, (Ι),1978
- Κύρια Παρέμβασις: Περί κύριας παρέμβασις,1931
28) Τζίφρας Π, Ασφαλιστικά Μέτρα: Ασφαλιστικά Μέτρα κατά τον Κώδικα ΠολιτικήςΔικονομίας.
29) Φιλιώτης Ι, Προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή όταν οι διαφορές περί την ευθύνη υπάγονται στη διαιτησία ή στην δικαιοδοσία αλλοδαπού ή διοικητικού δικαστηρίου ή στην καθ’ ύλην ή κατά λειτουργία αρμοδιότητα άλλου δικαστηρίου, ΕΠολΔ,2014
https://www.lawspot.gr/gdpr/dpo?lspt_context=gdpr
Εισαγωγή
Ο Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων (DPO)διευκολύνειτη συμμόρφωση του υπευθύνου επεξεργασίας και του εκτελούντος την επεξεργασία με τις διατάξεις του ΓΚΠΔ και μεσολαβεί μεταξύ των διαφόρων ενδιαφερομένων (π.χ. εποπτικές αρχές, υποκείμενα των δεδομένων). Ο ρόλος του είναι συμβουλευτικός (όχι αποφασιστικός)και δε
φέρει προσωπική ευθύνη για τη μη συμμόρφωση με τον Κανονισμό. Υπεύθυνος να διασφαλίζει και να μπορεί να αποδεικνύει ότι η επεξεργασία διενεργείται σύμφωνα με τον ΓΚΠΔ είναι ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία. Προβλέπονται συγκεκριμένα καθήκοντα του DPO και αντίστοιχες υποχρεώσεις του εργοδότη του. Παράβαση των σχετικών με τον DPOδιατάξεων επιφέρει κυρώσεις (βλ. άρθρα 37-38 και 83 σε συνδυασμό με αιτιολογική σκέψη 97 του ΓΚΠΔ).
Συχνές Ερωτήσεις
1. Ποιοι οργανισμοί πρέπει να ορίζουν DPO;
Ο ορισμός DPOείναι υποχρεωτικός όταν:
· Η επεξεργασία διενεργείται από δημόσια αρχή ή δημόσιο φορέα (συμπεριλαμβανομένων και φυσικών ή νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου που ασκούν δημόσια εξουσία). Εξαιρούνται τα δικαστήρια όταν ενεργούν υπό τη δικαιοδοτική τους αρμοδιότητα.
· Απαιτείται τακτική και συστηματική παρακολούθηση των υποκειμένων των δεδομένων σε μεγάλη κλίμακα (π.χ. ασφαλιστικές ή τραπεζικές υπηρεσίες, υπηρεσίες τηλεφωνίας ή διαδικτύου, παροχή υπηρεσιών ασφαλείας, όλες οι μορφές παρακολούθησης και διαμόρφωσης «προφίλ» στο διαδίκτυο, όπως για σκοπούς συμπεριφορικής διαφήμισης).
· Διενεργείται μεγάλης κλίμακας επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων (π.χ. στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών υγείας από νοσοκομεία) ή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα.
Για τον προσδιορισμό της μεγάλης κλίμακας επεξεργασίαςπρέπει να λαμβάνονται υπόψη: α) ο αριθμός των εμπλεκομένων υποκειμένων, είτε ως συγκεκριμένος αριθμός είτε ως ποσοστό επί του πληθυσμού, β) ο όγκος και το εύρος των δεδομένων, γ) η διάρκεια ή ο μόνιμος χαρακτήρας της επεξεργασίας, δ) η γεωγραφική έκταση της επεξεργασίας. Παραδείγματα που δενσυνιστούν επεξεργασία μεγάλης κλίμακας είναι, μεταξύ άλλων, η επεξεργασία δεδομένων ασθενών από ιδιώτη ιατρό και η επεξεργασία δεδομένων που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα από ιδιώτη δικηγόρο.
2. Δεν υποχρεούμαι, αλλά επιθυμώ να ορίσω DPOστην επιχείρησή μου. Τι ισχύει σε αυτή την περίπτωση;
Κάθε οργανισμός μπορεί να ορίσει DPO. Ακόμη και στις περιπτώσεις που ο ορισμός DPOδεν είναι υποχρεωτικός, ενθαρρύνονται τέτοιου είδους εθελοντικές ενέργειες. Όταν ένας οργανισμός ορίζει DPOσε εθελοντική βάση, σε σχέση με τον ορισμό, τη θέση και τα καθήκοντά του θα ισχύουν οι ίδιες απαιτήσεις ως εάν ο ορισμός να ήταν υποχρεωτικός (βλ. ερώτηση 5).
3. Μπορεί να οριστεί ένας DPOγια περισσότερους φορείς ή οργανισμούς;
Ναι. Όμιλος επιχειρήσεων ή περισσότεροι δημόσιοι φορείς, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος και την οργανωτική τους δομή, μπορούν να ορίσουν έναν μόνο DPO, υπό την προϋπόθεση να είναι διαθέσιμος και εύκολα προσβάσιμοςσε κάθε εγκατάσταση ή φορέαείτε με φυσική παρουσία στις ίδιες εγκαταστάσεις με τους υπαλλήλους, είτε μέσω ανοικτής τηλεφωνικής γραμμής ή άλλου ασφαλούς μέσου επικοινωνίας και σε γλώσσα που χρησιμοποιούν οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και τα οικεία υποκείμενα των δεδομένων.
4. Ποια είναι τα καθήκοντα του DPO;
Ο DPOπροάγει την κουλτούρα της προστασίας προσωπικών δεδομένων εντός του οργανισμού ή φορέα. Τα ελάχιστα καθήκοντα του DPOείναι τα ακόλουθα:
· Να ενημερώνει και να συμβουλεύει τον οργανισμό και τους υπαλλήλους του σχετικά με τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τον Κανονισμό και άλλες διατάξεις περί προστασίας δεδομένων.
· Να παρακολουθεί την εσωτερική συμμόρφωση με τον Κανονισμό και άλλες διατάξεις περί προστασίας δεδομένων (π.χ. προσδιορισμός και διαχείριση δραστηριοτήτων επεξεργασίας, εκπαίδευση προσωπικού, διενέργεια εσωτερικών ελέγχων).
· Να παρέχει συμβουλές για την εκτίμηση αντικτύπου και να παρακολουθεί την υλοποίησή της.
· Να είναι το πρώτο σημείο επαφής για τις εποπτικές αρχές και τα υποκείμενα των δεδομένων (εργαζόμενοι, πελάτες κ.λπ.).
· Να συνεργάζεται με την εποπτική αρχή.
5. Ποιες είναι οι υποχρεώσεις του εργοδότη ενός DPO;
Ο εργοδότης υποχρεούται να δημοσιεύσει τα στοιχεία επικοινωνίας του DPOκαι να τα ανακοινώσει στην εποπτική αρχή. Επίσης, οφείλει να διασφαλίζει ότι ο DPO:
· Συμμετέχει σε όλα τα ζητήματα σχετικά με την προστασία προσωπικών δεδομένων (π.χ. παρουσία σε συσκέψεις ανώτερων και μεσαίων στελεχών της διοίκησης και κατά τη λήψη αποφάσεων, καταγραφή λόγων διαφωνίας με τις συμβουλές του, έγκαιρη διαβίβαση πληροφοριών για παροχή γνώμης, άμεση λήψη γνώμης σε περίπτωση περιστατικού παραβίασης).
· Έχει ελεύθερη πρόσβαση σε δεδομένα και πράξεις επεξεργασίας
· Έχει στη διάθεσή του τους απαραίτητους πόρους για την εκπλήρωση των καθηκόντων του (π.χ. ενεργή στήριξη από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη, οικονομικοί πόροι, υποδομές, συνεχής κατάρτιση).
· Εκπληρώνει τα καθήκοντά του με ανεξάρτητο τρόπο (δεν λαμβάνει εντολές για την άσκηση των καθηκόντων του) και δεν απολύεται ούτε υφίσταται κυρώσεις επειδή επιτέλεσε τα καθήκοντά του.
· Λογοδοτεί απευθείας στο ανώτατο διοικητικό επίπεδο του εργοδότη.
· Όταν ασκεί πρόσθετα καθήκοντα, αυτά να μην συνεπάγονται σύγκρουση συμφερόντων (π.χ. δεν μπορεί να κατέχει θέση από την οποία μπορεί να καθορίζει τους σκοπούς και τα μέσα της επεξεργασίας, όπως θέσεις ανώτερης διοίκησης).
· Δεσμεύεται από την τήρηση του απορρήτου ή της εμπιστευτικότητας σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων του.
6. Ο DPOείναι υπάλληλος ή εξωτερικός συνεργάτης;
Είτε το ένα είτε το άλλο. Ο DPOμπορεί να είναι μέλος του προσωπικού του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία (εσωτερικός υπεύθυνος προστασίας δεδομένων) ή να ασκεί τα καθήκοντά του βάσει σύμβασης παροχής υπηρεσιών (εξωτερικός συνεργάτης). Σε κάθε περίπτωση, μπορεί να συνεπικουρείται από ομάδα, εφόσον απαιτείται. Συνιστάται δε να είναι εγκατεστημένος εντός ΕΕ, ανεξάρτητα από το εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία είναι ή όχι εγκατεστημένοι στην ΕΕ.
7. Τι επαγγελματικά προσόντα θα πρέπει να έχει ο DPO; Προβλέπεται σχετική πιστοποίηση;
Ο DPOδιορίζεται ιδίως βάσει της εμπειρογνωσίας που διαθέτει στον τομέα του δικαίου και των πρακτικών περί προστασίας δεδομένων, καθώς και βάσει της ικανότητας εκπλήρωσης των καθηκόντων του. Το αναγκαίο επίπεδο εμπειρογνωσίας θα πρέπει να καθορίζεται ανάλογα με τις πράξεις επεξεργασίας δεδομένων που διενεργούνται και από την προστασία την οποία απαιτούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υφίστανται επεξεργασία. Παράλληλα, ο DPΟ πρέπει να έχει γνώση του τομέα δραστηριότητας του οργανισμού ή φορέα στον οποίο απασχολείται αλλά και των τεχνολογιών πληροφορίας και ασφάλειας των δεδομένων.
Ο Κανονισμός δεν θέτει κάποια υποχρεωτική απαίτηση για πιστοποίηση του DPO, ούτε καν ενθαρρύνει σχετική πιστοποίηση σε προαιρετική βάση (βλ. την υπ’ αριθμ. πρωτ. Γ/ΕΞ/6007/09-08-2017 Ανακοίνωσηκαι τη Γνωμοδότηση 7/2017της Αρχής).
Για περισσότερες λεπτομέρειες και σχετικές διευκρινίσεις, βλ. Κατευθυντήριες γραμμέςτης ΟΕ του άρθρου 29 σχετικά με τους Υπεύθυνους Προστασίας Δεδομένων και Παράρτημααυτών (στα αγγλικά).
++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++
Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων
Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ...
Προοίμιο - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Αντικείμενο και στόχοι
Άρθρο 2 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής
Άρθρο 3 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Εδαφικό πεδίο εφαρμογής
Άρθρο 4 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Ορισμοί
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II Αρχές
Άρθρο 6 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Νομιμότητα της επεξεργασίας
Άρθρο 7 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Προϋποθέσεις για συγκατάθεση
ΚΕΦΑΛΑΙΟ III Δικαιώματά του υποκειμένου των δεδομένων
Τμήμα 1 Διαφάνεια και ρυθμίσεις
Τμήμα 2 Ενημέρωση και πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα
Τμήμα 3 Διόρθωση και διαγραφή
Άρθρο 16 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Δικαίωμα διόρθωσης
Άρθρο 17 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Δικαίωμα διαγραφής («δικαίωμα στη λήθη»)
Άρθρο 18 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Δικαίωμα περιορισμού της επεξεργασίας
Άρθρο 20 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Δικαίωμα στη φορητότητα των δεδομένων
Τμήμα 4 Δικαίωμα εναντίωσης και αυτοματοποιημένη ατομική λήψη αποφάσεων
Άρθρο 21 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Δικαίωμα εναντίωσης
Τμήμα 5 Περιορισμοί
Άρθρο 23 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Περιορισμοί
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV Υπεύθυνος επεξεργασίας και εκτελών την επεξεργασία
Τμήμα 1 Γενικές υποχρεώσεις
Άρθρο 24 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Ευθύνη του υπευθύνου επεξεργασίας
Άρθρο 26 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Από κοινού υπεύθυνοι επεξεργασίας
Άρθρο 28 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Εκτελών την επεξεργασία
Άρθρο 30 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Αρχεία των δραστηριοτήτων επεξεργασίας
Άρθρο 31 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Συνεργασία με την εποπτική αρχή
Τμήμα 2 Ασφάλεια δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
Άρθρο 32 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Ασφάλεια επεξεργασίας
Τμήμα 3 Εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία δεδομένων και προηγούμενη διαβούλευση
Άρθρο 36 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Προηγούμενη διαβούλευση
Τμήμα 4 Υπεύθυνος προστασίας δεδομένων
Άρθρο 38 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Θέση του υπευθύνου προστασίας δεδομένων
Τμήμα 5 Κώδικες δεοντολογίας και πιστοποίηση
Άρθρο 40 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Κώδικες δεοντολογίας
Άρθρο 42 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Πιστοποίηση
Άρθρο 43 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Φορείς πιστοποίησης
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V Διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς
Άρθρο 44 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Γενικές αρχές για διαβιβάσεις
Άρθρο 45 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Διαβιβάσεις βάσει απόφαση επάρκειας
Άρθρο 47 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Δεσμευτικοί εταιρικοί κανόνες
Άρθρο 49 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Παρεκκλίσεις για ειδικές καταστάσεις
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI Ανεξάρτητες εποπτικές αρχές
Τμήμα 1 Ανεξάρτητο καθεστώς
Άρθρο 51 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Εποπτική αρχή
Άρθρο 52 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Ανεξαρτησία
Τμήμα 2 Αρμοδιότητα, καθήκοντα και εξουσίες
Άρθρο 55 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Αρμοδιότητα
Άρθρο 57 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Καθήκοντα
Άρθρο 58 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Εξουσίες
Άρθρο 59 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Εκθέσεις δραστηριοτήτων
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII Συνεργασία και συνεκτικότητα
Τμήμα 1 Συνεργασία
Άρθρο 61 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Αμοιβαία συνδρομή
Άρθρο 62 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Κοινές επιχειρήσεις αρχών ελέγχου
Τμήμα 2 Συνεκτικότητα
Άρθρο 63 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Μηχανισμός συνεκτικότητας
Άρθρο 64 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Γνώμη του Συμβουλίου
Άρθρο 66 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Επείγουσα διαδικασία
Άρθρο 67 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Ανταλλαγή πληροφοριών
Τμήμα 3 Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων
Άρθρο 68 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων
Άρθρο 69 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Ανεξαρτησία
Άρθρο 71 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Εκθέσεις
Άρθρο 72 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Διαδικασία
Άρθρο 73 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Πρόεδρος
Άρθρο 74 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Καθήκοντα του Προέδρου
Άρθρο 75 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Γραμματεία
Άρθρο 76 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Εμπιστευτικότητα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII Προσφυγές, ευθύνη και κυρώσεις
Άρθρο 80 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Εκπροσώπηση υποκειμένων των δεδομένων
Άρθρο 81 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Αναστολή των διαδικασιών
Άρθρο 82 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Δικαίωμα αποζημίωσης και ευθύνη
Άρθρο 84 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Κυρώσεις
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX Διατάξεις που αφορούν ειδικές περιπτώσεις επεξεργασίας
Άρθρο 88 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Επεξεργασία στο πλαίσιο της απασχόλησης
Άρθρο 90 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Υποχρεώσεις τήρησης απορρήτου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ X Κατ'εξουσιοδότηση πράξεις και εκτελεστικές πράξεις
Άρθρο 92 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Άσκηση της εξουσιοδότησης
Άρθρο 93 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Διαδικασία επιτροπής
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XI Τελικές διατάξεις
Άρθρο 94 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ
Άρθρο 95 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Σχέση με την οδηγία 2002/58/ΕΚ
Άρθρο 97 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Εκθέσεις της Επιτροπής
Άρθρο 99 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Έναρξη ισχύος και εφαρμογή
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Βρυξέλλες, 27 Απριλίου 2016
Ο Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων (DPO) στον GDPR
Ο νέος Κανονισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Γενική Προστασία Δεδομένων (General Data Protection Regulation) αποτελεί τη μεγαλύτερη αλλαγή στην νομοθεσία περί προστασίας των δεδομένων τα τελευταία σχεδόν 20 χρόνια. Επιβάλλει ένα ενιαίο νομοθετικό πλαίσιο για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αντικαθιστά την Οδηγία 95/46/ΕΚ, που είχε ενσωματωθεί στην Ελληνική Νομοθεσία με το Ν. 2472/1997.
Με τον Γενικό Κανονισμό...
επιχειρείται η συνολική αναβάθμιση του πλαισίου προστασίας προσωπικών δεδομένων, προκειμένου να εξασφαλιστεί τόσο η ουσιαστική προστασία των ατόμων σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο τεχνολογικό περιβάλλον, όσο και η ελεύθερη κυκλοφορία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Για να επιτύχει τους σκοπούς αυτούς εισάγει μία σειρά από καινοτόμες διατάξεις, μεταξύ των οποίων και ο θεσμός του Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (Data Protection Officer ή DPO).
Ο Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο μελέτης και συζητήσεων, καθώς αποτελεί ένα ρόλο-κλειδί στο νέο πλαίσιο προστασίας δεδομένων. Στο παρόν κείμενο θα επιχειρηθεί η παρουσίαση και σύντομη ανάλυση των χαρακτηριστικών του Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων μέσα από ερωταπαντήσεις.
Ποιος είναι ο Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων (Data Protection Officer);
Ο Data Protection Officer (DPO) αποτελεί ανεξάρτητο ειδικό στο χώρο των προσωπικών δεδομένων, με αποδεδειγμένη γνώση και εμπειρία στη νομοθεσία και πρακτική εφαρμογή των Προσωπικών Δεδομένων, ο οποίος θα έχει εχέγγυα ανεξαρτησίας και θα αναφέρεται απευθείας στον CEO ή σε μέλος του Δ.Σ μιας εταιρίας. Προβλέπεται από τον Γενικό Κανονισμό Προσωπικών Δεδομένωνστα άρθρα 37-39, καθώς και στα άρθρα 32-34 της Οδηγίας 2016/680. Στις 16 Δεκεμβρίου 2016 η Ομάδα Εργασίας του άρθρου 29 (Article 29 Working Party) η οποία αποτελεί την εποπτεύουσα αρχή των εθνικών Αρχών Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και Συμβουλευτικό Όργανο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εξέδωσε διευκρινιστικές οδηγίες σχετικά με τον ρόλο και την ευθύνη του νέου θεσμού.
Στην προγενέστερη ελληνική νομοθεσία, συναφείς θεσμούς συναντάμε αναφορικά με τον κλάδο των παρόχων δικτύων ή/και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Ειδικότερα, στον Ν. 3674/2008 και τον Κανονισμό για τη Διασφάλιση του Απορρήτου των Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών (ΥΑ αποφ. 165/2011/ΦΕΚ 2715/Β/17.11.2011) , θεσπίζεται υποχρέωση ορισμού Υπευθύνου Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών με ενδεικτικές αρμοδιότητες την εξέταση συστημάτων διασφάλισης απορρήτου, την καταγραφή και αξιολόγηση κινδύνων σχετιζόμενων με την αξιοπιστία του εξοπλισμού και μέτρα αποφυγής των κινδύνων αυτών, ενώ στον Ν. 3917/2011θεσπίζεται υποχρέωση ορισμού Υπευθύνου Ασφάλειας Δεδομένων για την διατήρηση δεδομένων προκειμένου αυτά να καθίστανται διαθέσιμα στις αρμόδιες αρχές για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Σημειωτέον ότι και στις δυο περιπτώσεις, τα διορισμένα πρόσωπα αποτελούν εξουσιοδοτημένα στελέχη - εργαζόμενοι της επιχείρησης.
Ποιοι οργανισμοί υποχρεούνται να ορίζουν Υπεύθυνο Προστασίας Δεδομένων;
Σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 1 του ΓΚΠΔ, υποχρέωση ορισμού DPO έχουν:
α) οι δημόσιες αρχές ή φορείς, εκτός από δικαστήρια που ενεργούν στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής τους αρμοδιότητας,
β) οι επιχειρήσεις των οποίων οι βασικές δραστηριότητες συνιστούν πράξεις επεξεργασίας οι οποίες, λόγω της φύσης, του πεδίου εφαρμογής και/ή των σκοπών τους, απαιτούν τακτική και συστηματική παρακολούθηση των υποκειμένων των δεδομένων σε μεγάλη κλίμακα.
γ) οι επιχειρήσεις των οποίων οι βασικές δραστηριότητες συνιστούν μεγάλης κλίμακας επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως δεδομένων που αφορούν την θρησκεία, πολιτικές πεποιθήσεις, σεξουαλικό προσανατολισμό, συμμετοχή σε συνδικαλιστικές οργανώσεις αλλά και γενετικών δεδομένων ή υλικό όπως βιομετρικά στοιχεία, καθώς και δεδομένων που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα.
Ως «βασικές δραστηριότητες»νοούνται οι ενέργειες εκείνες που συνδέονται με επεξεργασία δεδομένων και αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι για την ολοκλήρωση του παρεχόμενου έργου από την επιχείρηση. Παραδείγματα : η επεξεργασία φακέλων ασθενών κατά την νοσηλεία τους σε νοσοκομείο, η επεξεργασία δεδομένων εργαζομένων όταν η καταβολή της μισθοδοσίας τους έχει ανατεθεί σε εξωτερικό συνεργάτη, η επεξεργασία δεδομένων κατά την παρακολούθηση χώρου όταν η φύλαξη και προστασία αυτού έχει ανατεθεί σε τρίτη εταιρεία παροχής υπηρεσιών ασφάλειας.
Η «επεξεργασία σε μεγάλη κλίμακα»παραμένει ασαφής και μάλλον αόριστη στα πλαίσια του ΓΚΠΔ . Ενδεικτικά, προτείνεται η εξέταση του αριθμού των εμπλεκόμενων υποκειμένων, των οποίων τα δεδομένα υπόκεινται σε επεξεργασία, του όγκου των δεδομένων, της διάρκειας της επεξεργασίας και της γεωγραφικής έκτασης της δραστηριότητας επεξεργασίας. Παραδείγματα: η επεξεργασία δεδομένων ασθενών κατά τη λειτουργία νοσοκομείου, η επεξεργασία δεδομένων σχετικών με την μετακίνηση φυσικών προσώπων με δημόσια μέσα συγκοινωνιών εντός της πόλης μέσω χρήσης καρτών πολλαπλών διαδρομών, η δυνατότητα εντοπισμού σε πραγματικό χρόνο της γεωγραφικής θέσης πελάτη εκ μέρους διαδικτυακής σελίδας ταχυφαγείων προκειμένου να προταθούν και να παρασχεθούν υπηρεσίες delivery, η επεξεργασία δεδομένων πελατών από τράπεζες και ασφαλιστικές επιχειρήσεις, καθώς και από παρόχους υπηρεσιών τηλεφωνίας ή διαδικτύου. Όταν η επεξεργασία γίνεται από ιδιώτη (πχ γιατρό, δικηγόρο) δεν μπορεί να γίνει λόγος για μεγάλης κλίμακας επεξεργασία.
Στην έννοια, τέλος, της «τακτικής και συστηματικής παρακολούθησης»περιλαμβάνονται όλες οι μορφές παρακολούθησης και διαμόρφωσης «προφίλ» στο διαδίκτυο, μεταξύ άλλων, και για σκοπούς συμπεριφορικής διαφήμισης. Παραδείγματα: λειτουργία δικτύου τηλεπικοινωνιών, παροχή υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών, καθορισμός του προφίλ του υποκειμένου με βάση συγκεκριμένα προσωπικά δεδομένα που αφορούν την καταναλωτική του ταυτότητα, τις προτιμήσεις του, επισκεψιμότητα σε συγκεκριμένα καταστήματα, παρακολούθηση δεδομένων σχετικά με την ευεξία, τη φυσική κατάσταση και την υγεία μέσω φορέσιμων συσκευών (πχ ρολόι), η τηλεόραση κλειστού κυκλώματος, συνδεδεμένες συσκευές, π.χ. έξυπνες συσκευές μέτρησης, έξυπνα αυτοκίνητα, οικιακός αυτοματισμός.
Συγκεντρωτικά, οι δραστηριότητες που φαίνεται ότι θα κληθούν άμεσα να συμμορφωθούν στον ΓΚΠΔ και θα επηρεαστούν σε μεγαλύτερο βαθμό λόγω της φύσης τους αποτελούν οι:
Αν μια επιχείρηση δεν υπάγεται στις περιπτώσεις υποχρεωτικού ορισμού DPO, μπορεί να ορίσει;
Ναι και μάλιστα ενθαρρύνεται ο εθελοντικός ορισμός DPO. Στην περίπτωση αυτή θα ισχύουν οι ίδιες απαιτήσεις ως εάν ο ορισμός να ήταν υποχρεωτικός.
Μπορούν οι οργανισμοί να ορίζουν από κοινού DPO; (Άρθρο 37 παράγραφοι 2 και 3 του ΓΚΠΔ)
Ναι, στην περίπτωση που υπάρχει α) όμιλος επιχειρήσεων ή β) περισσότερες δημόσιες αρχές ή φορείς. Απαραίτητο είναι όμως σε αυτή την περίπτωση να διαφυλάσσονται τα εχέγγυα πρόσβασης του DPO στις επιμέρους επιχειρήσεις / αρχές ή φορείς, να παραμένουν διαθέσιμα τα στοιχεία επικοινωνίας του και να διασφαλίζεται ότι ένας μόνο DPO, συνεπικουρούμενος από ομάδα, εφόσον απαιτείται, δύναται να επιτελεί αποτελεσματικά όλα τα καθήκοντα παρά το γεγονός ότι έχει οριστεί για όλον τον όμιλο επιχειρήσεων / για περισσότερες δημόσιες αρχές και φορείς.
Πού θα πρέπει να είναι εγκατεστημένος ο DPO;
Συνίσταται ο DPO να είναι εγκατεστημένος εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς να είναι απόλυτο κάτι τέτοιο.
Ποια είναι η σχέση εργασίας που συνδέει DPO και επιχείρηση; ( Άρθρο 37 παράγραφος 6 του ΓΚΠΔ)
Ο DPO μπορεί να είναι μέλος του προσωπικού της επιχείρησης ή να ασκεί τα καθήκοντά του βάσει σύμβασης παροχής υπηρεσιών (εξωτερικός συνεργάτης). Αν ως εξωτερικός συνεργάτης DPO ορίζεται οργανισμός, προτείνεται η σύσταση ομάδας, με σαφή καταμερισμό εργασιών. Κάθε πρόσωπο δε, εντός του οργανισμού που ασκεί καθήκοντα DPO πρέπει να πληροί όλες τις απαιτήσεις του ΓΚΠΔ.
Τι προβλέπει ο ελληνικός Νόμος για την εφαρμογή του GDPR σχετικά με τον Υπεύθυνο Προστασίας Δεδομένων;
Στον ελληνικό νόμο, η διαβούλευσητου οποίου ολοκληρώθηκε και αναμένεται να ψηφισθεί σύντομα από το Ελληνικό Κοινοβούλιο, ο θεσμός του DPO (υπεύθυνος προστασίας δεδομένων, στο εξής: ΥΠΔ) ρυθμίζεται στα άρθρα 14 (για τον ΓΚΠΔ) και 48 έως 50 για την Οδηγία 2016/680 . Ακολουθούνται οι απαιτήσεις του ΓΚΠΔ, με κεντρικά σημεία τα εξής:
Ποια είναι τα καθήκοντα του Yπευθύνου Προστασίας Δεδομένων;
Αρχικά ο ΥΠΔ ενημερώνει και συμβουλεύει τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία και τους υπαλλήλους που επεξεργάζονται τις υποχρεώσεις τους (βλ. άρθρο 39 παρ. 1 στοιχείο α). Συγκεκριμένα ο ΥΠΔ οφείλει να ενημερώσει τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή εκτελούντα για της εξής υποχρεώσεις τους:
Α) Τους κανόνες που διέπουν τις αρχές της συλλογής και επεξεργασίας,όπως την «αρχή της νομιμότητας, αντικειμενικότητας και διαφάνειας των δεδομένων», την αρχή του «περιορισμού του σκοπού», την αρχή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων» την αρχή της «ακρίβειας» των δεδομένων, την αρχή του «περιορισμού της περιόδου αποθήκευσης των δεδομένων», την αρχή της «ακεραιότητας και εμπιστευτικότητας», την αρχή της «λογοδοσίας», καθώς και την ευθύνη του υπευθύνου επεξεργασίας να αποδείξει τη συμμόρφωσή του με τα ανωτέρω, όπως αυτά θεσπίζονται από το άρθρο 5 του Γ.Κ.Π.Δ. και το άρθρο 4 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680.
Β) Την νομιμότητα της επεξεργασίας.Συγκεκριμένα ο ΥΠΔ, οφείλει να ενημερώσει τον φορέα για τις περιοριστικά απαριθμούμενες περιστάσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται η επεξεργασία των δεδομένων, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 6 παρ. 1 του Γ.Κ.Π.Δ.
Γ) Για το ποιες είναι οι προϋποθέσεις για τη νόμιμη συγκατάθεσητου υποκειμένου των δεδομένων σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 8 του ΓΚΠΔ. Συγκεκριμένα όταν η επεξεργασία βασίζεται στην συγκατάθεση ο υπεύθυνος επεξεργασίας πρέπει να μπορεί να αποδείξει ότι το υποκείμενο των δεδομένων είναι σύμφωνο με την αυτή επεξεργασία. Ιδιαίτερα, κρίνεται αναγκαίο να επισημανθεί ότι εάν η ως άνω συγκατάθεση παρέχεται με την μορφή γραπτής δήλωσης, η οποία αφορά και άλλα ζητήματα, το αυτό αίτημα συγκατάθεσης θα πρέπει να τίθεται με σαφώς διακριτό τρόπο από τα άλλα θέματα και με κατανοητό τρόπο και σαφή διατύπωση. Επιπλέον ο ΥΠΔ οφείλει να ενημερώσει για τις απαγορεύσεις επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων, όπως και για τις περιπτώσεις που επιτρέπεται η εν λόγω επεξεργασία (βλ. άρθρο 9,10 ΓΠΔΚ και άρθρο 10 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680).
Δ) Υποχρέωση γνωστοποίησης όσον αφορά τη διόρθωση ή τη διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή τον περιορισμό επεξεργασίας, η οποία διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 16, 17 παρ.1 και 18 του ΓΚΠΔ, σε κάθε αποδέκτη που γνωστοποιήθηκαν τα ως άνω δεδομένα, εκτός αν κάτι τέτοιο αποδεικνύεται ανέφικτο.
Ε) Για τις διατάξεις που ρυθμίζουν την έκταση και τις προϋποθέσεις ευθύνης του υπευθύνου επεξεργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 24 και 25 του ΓΚΠΔ και το άρθρο 19 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680, στα οποία ορίζεται ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να εφαρμόζει τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα (όπως λόγω χάριν η ψευδωνυμοποίηση, η δυνατότητα διασφάλισης του απορρήτου, η δυνατότητα αποκατάστασης της διαθεσιμότητας και της πρόσβασης σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε εύθετο χρόνο σε περίπτωση τεχνικού ή φυσικού συμβάντος), ώστε να διασφαλίζει εξ’ ορισμού ότι υφίστανται επεξεργασία μόνο τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που είναι απαραίτητα για τον εκάστοτε σκοπό της επεξεργασίας και σύμφωνα πάντα με τις απαιτήσεις του κανονισμού. Κατά την εκτίμηση του ενδεδειγμένου επιπέδου ασφαλείας λαμβάνονται ιδίως υπόψη οι κίνδυνοι που απορρέουν από την επεξεργασία, ιδίως από τυχαία ή παράνομη καταστροφή, απώλεια κτλ.
ΣΤ) Γνωστοποίηση παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Αρχή και το Υποκείμενο των δεδομένων.Ο ΥΠΔ οφείλει να ενημερώσει ότι σε περίπτωση παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας πρέπει να γνωστοποιεί άμεσα, εντός 72 ωρών από τη στιγμή που αποκτά σχετική γνώση την Αρχή, εκτός αν η παραβίαση δεν ενδέχεται να προκαλέσει κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων. Αντίστοιχα ο ΥΠΔ οφείλει να ενημερώσει ότι όταν η παραβίαση ενδέχεται να θέσει σε υψηλό κίνδυνο δικαιώματα φυσικών προσώπων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας πρέπει να ανακοινώσει την εν λόγω παραβίαση στο υποκείμενο, περιγράφοντας με σαφήνεια την φύση της παραβίασης.
Ζ) Εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων και διασυνοριακή μεταβίβαση δεδομένων.Όταν ένα είδος επεξεργασίας ενδέχεται να επιφέρει υψηλό κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να προβεί πριν την διενέργεια της επεξεργασίας σε εκτίμηση των επιπτώσεων της εν λόγω πράξης, έχοντας ζητήσει την προηγούμενη γνώμη του ΥΠΔ (βλ. άρθρο 39 παρ. 1 γ του ΓΚΠΔ και άρθρο 34 στοιχείο γ της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680).
Επιπλέον ο ΥΠΔ ενημερώνει τον οργανισμό ότι η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς Τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο εφόσον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αποφασίσει ότι η Τρίτη χώρα προσφέρει τις αντίστοιχες εγγυήσεις της προστασίας των προσωπικών δεδομένων.
Η υποχρέωση εχεμύθειας του ΥΠΔ
Αυτονόητη προϋπόθεση άσκησης του επαγγέλματος του ΥΠΔ είναι η υποχρέωση εχεμύθειας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που έρχονται σε γνώση αυτού. Μάλιστα στο άρθρο 70 παρ. 5 του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου, ΥΠΔ που παραβιάζει την εν λόγω υποχρέωση με σκοπό να ωφεληθεί ο ίδιος ή τρίτος, ή για να βλάψει τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία ή το υποκείμενο των δεδομένων ή οποιονδήποτε τρίτο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις.
Η παρακολούθηση συμμόρφωσης από τον ΥΠΔ
Ο ΥΠΔ έχει ως καθήκον να παρακολουθεί τη συμμόρφωση με τον Γενικό Κανονισμό και την Οδηγία, με άλλες διατάξεις της Ένωσης ή του κράτους μέλους σχετικά με την προστασία των δεδομένων και τις πολιτικές που ακολουθούν ο υπεύθυνος ή ο εκτελών την επεξεργασία (βλ. άρθρα 39 παρ. 1 εδ. β’ του ΓΚΠΔ, 34 στοιχείο β’ της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 και «τις Κατευθυντήριες Γραμμές» για τους ΥΠΔ της Ομάδας εργασίας του άρθρου 29.
Στο σημείο βέβαια αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι η Ομάδα Εργασίας του άρθρου 29 καθιστά σαφές ότι η παρακολούθηση συμμόρφωσης δεν σημαίνει ότι ο ΥΠΔ είναι προσωπικά υπεύθυνος όταν υπάρχει ένα περιστατικό μη συμμόρφωσης. Σύμφωνα με τον ΓΚΠΔ ο υπεύθυνος επεξεργασίας είναι ο υπεύθυνος να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διασφαλίζει ότι η επεξεργασία διεξάγεται σύμφωνα με τον Κανονισμό.
Η συμμόρφωση αφορά όχι μόνο τις υποχρεώσεις που προβλέπει το θεσμικό πλαίσιο, αλλά και την ικανοποίηση των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων. Ως εκ τούτου εάν το υποκείμενο ασκήσει ένα από τα δικαιώματα πρόσβασης, διαγραφής, διόρθωσης, φορητότητας, εναντίωσης κτλ και ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν το ικανοποιήσει, τότε το υποκείμενο μπορεί να προβεί σε καταγγελία στο ΥΠΔ, ζητώντας του να εξετάσει τη συμμόρφωση του υπευθύνου με τις διατάξεις. Ακολούθως ο ΥΠΔ μπορεί να εξετάσει για ποιους λόγους δεν ικανοποιήθηκε το δικαίωμα και αν η άρνηση εμπίπτει σε κάποια από τις εξαιρέσεις. Επίσης ο ΥΠΔ μπορεί να προβλέψει εάν το υποκείμενο των δεδομένων θα προσφύγει στην αρχή και να εισηγηθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας την επανεξέταση του εν λόγω αιτήματος.
Τι προσόντα πρέπει να έχει ο Yπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων;
Ο DPO διορίζεται βάσει επαγγελματικών προσόντων και ιδίως βάσει της εμπειρογνωσίας που διαθέτει στον τομέα του δικαίου και των πρακτικών περί προστασίας δεδομένων, καθώς και βάση της ικανότητας εκπλήρωσης των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 39. Κατά την αιτιολογική σκέψη 97 του ΓΚΠΔ, ο ΥΠΔ ορίζεται ως «ένα πρόσωπο με ειδικές γνώσεις στο δίκαιο και στις πρακτικές της προστασίας δεδομένων». Σύμφωνα δε, με τις «Κατευθυντήριες γραμμές για τους ΥΠΔ» της Ομάδας εργασίας του άρθρου 29, το επίπεδο εξειδίκευσης του ΥΠΔ δεν προσδιορίζεται αυστηρά, αλλά θα πρέπει να βρίσκεται σε αντιστοιχία με την πολυπλοκότητα και τον όγκο των δεδομένων που επεξεργάζεται κάθε φορά.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της Ελληνικής Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ) o ΓΚΠΔ δεν θέτει κάποια υποχρεωτική απαίτηση για πιστοποίηση του DPO, ούτε καν ενθαρρύνει σχετική πιστοποίηση σε προαιρετική βάση. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και η Βελγική Αρχή με την οποία τονίστηκε ότι για τον διορισμό του DPO δεν απαιτείται από τον Κανονισμό κανένα δίπλωμα ή ειδική πιστοποίηση (υπ’ αριθ. 4/2017 Γνωμοδότηση, σημεία 43 και 44). Αντίθετα, η αντίστοιχη Γνωμοδότηση της Ισπανικής Αρχής θέσπισε γενικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με το Σύστημα Πιστοποίησης Προσώπων με την ιδιότητα του DPO και την λειτουργία αυτού (υπ’ αριθ. 2017.10.07.2017-0207 Γνωμοδότηση).
Ωστόσο, αν και στον ΓΚΠΔ δεν προσδιορίζονται τα ειδικά επαγγελματικά προσόντα που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον ορισμό του DPO, κρίνεται ότι τελευταίος πρέπει να διαθέτει τα εξής χαρακτηριστικά:
1) εμπειρογνωσία στον τομέα του δικαίου και των πρακτικών περί προστασίας δεδομένων, τόσο σε εθνικό όσο και ευρωπαϊκό επίπεδο
2) να έχει άριστη γνώση του ΓΚΠΔ.
3) Χρήσιμη θεωρείται δε η γνώση του τομέα δραστηριότητας καθώς και του οργανισμού του υπευθύνου επεξεργασίας στον οποίο θα απασχοληθεί.
4) O DPO θα πρέπει να έχει καλή γνώση των πράξεων επεξεργασίας που διενεργούνται, καθώς και των συστημάτων πληροφορικής, και των αναγκών του υπευθύνου επεξεργασίας σε επίπεδο ασφάλειας και προστασίας των δεδομένων.
5) Eιδικά στην περίπτωση δημόσιας αρχής ή δημόσιου φορέα, ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων θα πρέπει να έχει επιπλέον καλή γνώση των διοικητικών κανόνων και διαδικασιών του οργανισμού.
Στο σημείο αυτό θα ήταν χρήσιμο να αναφέρουμε, ότι αν και η πιστοποίηση εμπειρίας δεν είναι τυπική προϋπόθεση κατά τον ΓΚΠΔ, όπως έχουμε ήδη τονίσει και ανωτέρω, κατά τον χρόνο σύνταξης των «Επαγγελματικών Προτύπων για τους ΥΠΔ των θεσμικών οργάνων και οργανισμών της Ε.Ε. που εργάζονται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 45/2001» (το 2010), η πιστοποίηση με την μεγαλύτερη ισχύ, κατά την κρίση των κοινοτικών ΥΠΔ είναι αυτή που παρείχε η Διεθνής Ένωση Επαγγελματιών Ιδιωτικότητας (International Association of privacy Professionals (IAPP). Επίσης στον ως άνω έγγραφο καθορισμού των επαγγελματικών προτύπων για τους κοινοτικούς ΥΠΔ, γίνεται αναφορά σε τριετή ή επταετή σχετική εμπειρία του ΥΠΔ, στην εφαρμογή διατάξεων προστασίας προσωπικών δεδομένων, κάτι το οποίο ίσως θα μπορούσε να λειτουργήσει αναλογικά στο μέλλον και στην εσωτερική έννομη τάξη.
Σχετικά με τα εκπαιδευτικά προγράμματα και σεμινάρια που πραγματοποιούνται στην Ελλάδα, σχετικά με την πιστοποίηση επαγγελματικών προσόντων DPO και τον ρόλο του, η Ελληνική Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ) εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία επισημαίνεται ότι σήµερα κανένας φορέας στην Ελλάδα δεν έχει διαπιστευθεί για να πιστοποιεί τα επαγγελµατικά προσόντα/δεξιότητες ενός DPO. Αν και η ύλη των προσφερόμενων εκπαιδευτικών προγραμμάτων είναι συναφής µε τον ΓΚΠΔ και τη θέση του DPO, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να επικρατήσει η αντίληψη ότι οι προτεινόμενες πιστοποιήσεις DPO αποτελούν επίσημες ελληνικές πιστοποιήσεις και η συμμετοχή των ενδιαφερόμενων πρέπει να γίνεται με αποκλειστική δική τους ευθύνη, έχοντας υπόψιν ότι η ολοκλήρωση των συγκεκριμένων προγραμμάτων δεν αποτελεί στάδιο για την λήψη οποιασδήποτε πιστοποίησης στην ελληνική επικράτεια.
Ποια είναι η διαδικασία ορισμού του Yπευθύνου Προστασίας Δεδομένων;
Η διαδικασία ανάθεσης καθηκόντων εξειδικευμένου τύπου όπως αυτά ενός ΥΠΔ είναι διαφορετική στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Στον δημόσιο τομέα η διαδικασία θα πρέπει να εκκινήσει με την δημοσίευση μιας πρόσκλησης ενδιαφέροντος, η οποία θα πρέπει να αναρτηθεί στην επίσημη ιστοσελίδα του φορέα, καθώς και στο Πρόγραμμα «Διαύγεια» (Ν.3861/2010) και στην οποία θα πρέπει να διευκρινίζεται εάν ο ΥΠΔ θα είναι πλήρους ή μερικής απασχόλησης ως προς τα συγκεκριμένα καθήκοντά του για την προστασία δεδομένων. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι η ως άνω πρόσκληση θα πρέπει να διευκρινίζει κατά πόσο ο ορισμός ΥΠΔ αφορά ανάθεση καθηκόντων σε ήδη υφιστάμενο μέλος του προσωπικού ή εάν απευθύνεται στην ελεύθερη αγορά. Στην συνέχεια ακολουθεί η αξιολόγηση των υποψηφίων όπου τα βασικά προσόντα θα κριθούν είναι η εμπειρογνωσία στον τομέα του δικαίου και των πρακτικών της προστασίας προσωπικών δεδομένων, καθώς και της ικανότητας να ασκεί τα καθήκοντα του άρθρου 39 του ΓΚΠΔ. Το κεντρικό ζητούμενο βέβαια είναι η ικανότητα του προσώπου να ασκεί τα εν λόγω καθήκοντα με ανεξαρτησία. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι ο Κανονισμός δεν θέτει κάποια υποχρεωτική απαίτηση για πιστοποίηση του ΥΠΔ, ούτε καν ενθαρρύνει σχετική πιστοποίηση σε προαιρετική βάση (βλ. την υπ’ αριθμ. πρωτ. Γ/ΕΞ/6007/09-08-2017 Ανακοίνωση και τη Γνωμοδότηση 7/2017 της Αρχής).
Στη συνέχεια καταρτίζεται πίνακας υποψηφίων, ο οποίος θα πρέπει να είναι προσβάσιμος για τους ενδιαφερόμενους ώστε να διασφαλίζονται οι αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης. Η πράξη ορισμού του ΥΠΔ πρέπει να λάβει τη μέγιστη δυνατή δημοσιότητα είτε πρόκειται για δημόσια υπηρεσία είτε για ιδιωτική επιχείρηση. Το ανθρώπινο δυναμικό πρέπει να ενημερωθεί άμεσα για την ταυτότητα του ΥΠΔ με σχετική ανακοίνωση. Ακολούθως και ο ίδιος ο ΥΠΔ οφείλει να προσχωρήσει στην ενημέρωση των υποκειμένων των δεδομένων, τόσο εντός όσο και εκτός της οντότητας (πχ πελάτες, γενικό κοινό κτλ). Όπως έχουμε ήδη αναφέρει και ανωτέρω η διαδικασία ορισμού ΥΠΔ στο σχέδιο του ελληνικού νόμου προβλέπεται στο άρθρο 14 παρ. 3.
Ι. Α. Το Εθνικό Κτηµατολόγιο συνιστά όχι µόνο ένα εγχείρηµα, αλλά πολύ περισσότερο ένα στοίχηµα του Ελληνικού πολιτικού και νοµικού κόσµου, ο οποίος κλήθηκε µέσω της εισαγωγής του νέου τούτου συστήµατος δηµοσιότητας εµπραγµάτων δικαιωµάτων επί των ακινήτων να εγγυηθεί:
- για την εγκαθίδρυση ενός κτηµατο-κεντρικού συστήµατος δηµοσιότητας, εγγυώµενου την απόλυτη ασφάλεια ως προς το διέπον το εκάστοτε ακίνητο ιδιοκτησιακό καθεστώς, το οποίο θα έθετε ένα τέλος στις ατελείωτες ώρες ελέγχου στα κατά τόπον αρµόδια, προσωπο–κεντρικά αρχειοθετηµένα Υποθηκοφυλακεία και στην αβεβαιότητα που δηµιουργείτο για το ιδιοκτησιακό καθεστώς του εκάστοτε ακινήτου λόγω της πληµµελούς πολλές φορές τηρήσεως των Αλφαβητικών Ευρετηρίων, των Βιβλίων Μερίδων (τα οποία µάλιστα τηρούνται χειρόγραφα και συχνά δυσανάγνωστα, γεγονός το οποίο δυσχεραίνει έτι περαιτέρω τη διενέργεια του σχετικού ελέγχου) και των ΒιβλίωνΜεταγραφών,
- για την ακριβή περιγραφή, πρωτίστως για την ακρίβεια της επιφανείας – εκτάσεως των καταγεγραµµένων ακινήτων, και την οριοθέτησή τους εν σχέσει µε τα γειτονικά ακίνητα, δεδοµένου ότι µέχρι και σήµερα, στο πλαίσιο του συστήµατος µεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου, δεν ήταν απαραίτητη η προσάρτηση στα συντασσόµενα συµβόλαια σχετικούτοπογραφικούδιαγράµµατος,στοοποίονακαταγράφονταιµεσαφήνειακαιπληρότητα άπαντα τα προσδιοριστικά και εξατοµικευτικά του ακινήτου στοιχεία, µε αποτέλεσµα οι συναλλασσόµενοι πολλές φορές να µην γνωρίζουν επακριβώς τί µεταβιβάζουν ή τί περιέρχεται στην κυριότητά τους,
- για την οριστική πλέον αποσαφήνιση, µέσω της διαδικασίας της κτηµατογραφήσεως και της παράλληλης συντάξεως δασικών χαρτών, του χαρακτήρατων ακινήτων της επικράτειας (ως αγροτεµαχίων, οικοπέδων, κάθετων ή οριζοντίων ιδιοκτησιών, δασικών ή χορτολιβαδικών εκτάσεων κλπ), ο οποίος χαρακτήρας, καίτοι δεν αποτελεί στο πλαίσιο του Εθνικού Κτηµατολογίου περιεχόµενο του οικείου κτηµατολογικού φύλλου και συνεπώς δεν καλύπτεται από το αµάχητο τεκµήριο των οριστικών πρώτων κτηµατολογικών εγγραφών1, εν τούτοις αποδεικνύεται συχνά καθοριστικής σηµασίας για την άµεση διευθέτηση του αµφισβητούµενου ιδιοκτησιακού καθεστώτος ενός σηµαντικού αριθµού υπό κτηµατογράφηση ακινήτων, έτσι ώστε κανείς συναλλασσόµενος να µη βρεθεί στη δυσάρεστη θέση, στο πλαίσιο λειτουργίας του νέου θεσµού δηµοσιότητας εµπραγµάτων δικαιωµάτων επί ακινήτων, να αντιµετωπίσει, µετά απόµία πολυδάπανη αγοραπωλησία ενός ακινήτου, την προβολή από µέρους του ∆ηµοσίου τυχόν δικαιωµάτων του επ’ αυτού, διότι δήθεν πρόκειται περί εκτάσεως δασικούχαρακτήρα.
![]() |
1 εν αντιθέσει µε τα ισχύοντα υπό το καθεστώς του Κτηµατολογικού Κανονισµού ∆ωδεκανήσου
Ι. Β. Στο πλαίσιο του ως άνω στοιχήµατος, και, ειδικότερα, κατά την εκπόνηση των
µελετών κτηµατογράφησης του Ν. 2308/1995 για τη σύνταξη Εθνικού Κτηµατολογίου αναδεικνύονται σοβαρότατα νοµικά, πρωτίστως δε κοινωνικά προβλήµατα, συνδεόµενα µε την εφαρµογή της νοµοθεσίας, της σχετικής µε το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ακινήτων του
∆ηµοσίου, ιδίως στις περιοχές εντός σχεδίου πόλεως.
Οι κύριοι άξονες της όλης προβληµατικής συνίστανται2:
- στο καθιερωµένο νοµοθετικά «απαράγραπτο» των δικαιωµάτων του∆ηµοσίου,
- στην σαφή του αντίθεση προς τη δικαιολογηµένη εµπιστοσύνη που επιδεικνύουν στα, συνταχθέντα και κυρωθέντα από το ίδιο το ∆ηµόσιο, σχέδια πόλεως οι συναλλασσόµενοι, προβαίνοντας σε συναλλαγές επί των συµπεριληφθέντων σε αυτά ακινήτων, δίχως να δύνανται να γνωρίζουν ότι αυτά ενδέχεται να διεκδικούνται από το∆ηµόσιο,
- στην υποβολή από µέρους του ∆ηµοσίου δηλώσεων κυριότητας του Ν. 2308/1995 για ακίνητα τα οποία εµπίπτουν πλέον στο σχέδιο πόλης, έχουν χαρακτηριστεί ως οικοδοµήσιµοι χώροι και, στα οποία, µάλιστα, συχνά, έχουν ήδη αναγερθεί κτίσµατα και διαµένουν πολίτες, µε επίκληση του δασικού χαρακτήρα των εν λόγω ακινήτων, τον οποίο η ∆ιοίκηση στηρίζει σε αεροφωτογραφίες προγενέστερες της εντάξεως της περιοχής στο σχέδιο πόλεως, οπότε το ακίνητο εµφάνιζε δασική βλάστηση ή είχε χορτολιβαδικό χαρακτήρα. Μάλιστα, η εν λόγω προβληµατική αφορά ακόµη και τους προϋφιστάµενους του έτους 1923 οικισµούς, καθώς και τους οικισµούς κάτω των 2.000 κατοίκων, των οποίων τα όρια έχουν εγκριθεί µε διοικητική πράξη.
Για την εκπόνησητων δασικών χαρτών, οι οποίοι καταρτίζονταιπαράλληλαµε τις
µελέτες κτηµατογράφησης, λαµβάνεται υπ’ όψιν όχι µόνο η νεότερη αεροφωτογραφία (π.χ. του 1996), αλλά και η παλαιότερη (εν έτει 1945, και ειδικότερα στην Αττική εν έτει 1937 ή 1938). Ως εκ τούτου, για τον χαρακτηρισµό ενός ακινήτου ως δασικού κατά τις δασικές υπηρεσίες αρκεί αυτό να εµφανίζεται ως τέτοιο σε µίααπό τις δύο αεροφωτογραφίες, ακόµη και την προγενέστερη: Συνεπώς, αν ένα ακίνητο εµφανίζει στην αεροφωτογραφία του έτους 1938 δασική βλάστηση, το ∆ηµόσιο έχει το δικαίωµα να το δηλώσει στο Κτηµατολόγιο ως ανήκον σε αυτό κατά κυριότητα, ακόµη και αν αυτό σήµερα έχει ενταχθεί σε εγκεκριµένο σχέδιο πόλης και έχειοικοδοµηθεί.
Είναι προφανές, όµως, ότι αποτελεί σηµαντικότατη αντινοµία, αλλά και συµπεριφορά µη συνάδουσα µε την αρχή της χρηστής διοίκησης, όταν το ∆ηµόσιο αφενός µεν εγκρίνει σχέδια
![]() |
2 Βλ. Αιτιολογική Έκθεση της Προσθήκης – Τροπολογίας στο σχέδιο νόµου «Τροποποίηση και συµπλήρωση των ν. 2308/1995 και 2664/1998 για τη Κτηµατογράφηση και το Εθνικό Κτηµατολόγιο», η οποία και ψηφίσθηκε τελικά από τη Βουλή ως άρθρο 4 του ν. 3127/2003, δηµοσιευµένη στον Κώδικα Κτηµατολογίου των Φ. ∆ωρή – Λ. Κιτσαρά, Π.Ν. Σάκκουλας ∆ίκαιο & Οικονοµία 2004, σελ. 115-118
πόλεων χαρακτηρίζοντας έτσι µία περιοχή ως οικοδοµήσιµη, άρα µη δασική, δηµιουργώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, µε τις δικές του ενέργειες, «φαινόµενο δικαίου», δηλαδή κατάσταση που δικαιολογηµένα εµπιστεύεται ο πολίτης, αφετέρου δε ανατρέπει στη συνέχεια το φαινόµενο αυτό, διεκδικώντας την κυριότητα σε αυτά τα ακίνητα κατ’ επίκληση του πρώην δασικού χαρακτήρα της περιοχής, ο οποίος µε δικές του ενέργειες απωλέσθη οριστικά.
Μάλιστα, η κατάσταση αυτή περιπλέκεται περαιτέρω από τις εξής δύο (2) διατάξεις:
- από το άρθρο 3 παρ. 6 του Ν. 998/1979, σύµφωνα µε το οποίο ο Ν. 998/1979, ο οποίος περιέχει τις σηµαντικότερες, αν και όχι όλες τις διατάξεις της δασικής νοµοθεσίας, ∆ΕΝ εφαρµόζεται σε περιοχές που ευρίσκονται εντός εγκεκριµένων σχεδίων πόλεως ή σε περιοχές που καταλαµβάνονται από οικισµούς προϋφιστάµενους του έτους 1923 ή σε οικοδοµήσιµες εκτάσεις των οικιστικών περιοχών του Ν. 947/1979και
- από το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 999/1979, το οποίο προβλέπει ότι είναι έγκυρα τα σχέδια πόλεως πριν από τις 20-04-1967, ακόµη και χωρίς την υπογραφή του Υπουργού Γεωργίας, χωρίς όµως να θίγονται τα τυχόν εµπράγµατα του∆ηµοσίου.
Από τη συνδυαστική ερµηνεία του συνόλου των ανωτέρω διατάξεων δηµιουργείται ένας φαύλος κύκλος, καθώς συνάγεται ότι το γεγονός της ένταξης µιας περιοχής σε σχέδιο πόλης ή το πραγµατικόγεγονόςµίαπεριοχήµεενδεχοµένωςδασικόχαρακτήρανααποτελούσεήδηοικισµό κατάτο1923ήναοριοθετήθηκεωςοικισµόςκάτωτων2000κατοίκωνµετάτο1923,δενεπιδρά στα εµπράγµατα δικαιώµατα που αρύεται το ∆ηµόσιο από τον τυχόν πρώην δασικό χαρακτήρα των εκτάσεωναυτών3.
Αυτό έχει σαν αποτέλεσµα το ∆ηµόσιο, όχι µόνο κατά την απελευθέρωση του ελληνικού κράτους, ότε και θα ήταν λογική και αναµενόµενη η διεκδίκηση της ακινήτου περιουσίας του νεοσυσταθέντος κράτους, αλλά και πολύ µεταγενέστερα, και ιδίως µετά την έναρξη αεροφωτογράφησης του ελληνικού κράτους να επικαλείται δικαιώµατα κυριότητας σε εκτάσεις που είχαν κάποτε δασικό ή χορτολιβαδικό χαρακτήρα. Είναι, µάλιστα, αυτονόητο ότι στις περιοχές αυτές το ∆ηµόσιο ουδέποτε είχε επιδιώξει µέχρι πρότινος να ασκήσει τα εµπράγµατα δικαιώµατά του.
![]() |
3 Η ερµηνεία, όµως. αυτή έρχεται σε άµεση αντίθεση µε την πάγια νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας, το οποίο ερµηνεύοντας το Ν. 998/1979 αποφάνθηκε ότι τα σχέδια πόλεως και οι συναφείς διοικητικές πράξεις αποτελούν νόµιµους λόγους απώλειας του δασικού χαρακτήρα ενός ακινήτου (µέχρι 11-06-1975), ως εκ τούτου δε ο δασάρχης δεν µπορεί να επανέλθει χαρακτηρίζοντας το ακίνητο δασικό (µε τη διαδικασία του άρθρου 14 Ν. 998/1979),Βλ.∆ηµητρίουΒ.Αργυρίου,Το∆ίκαιοτουΚτηµατολογίου,ΝοµικήΒιβλιοθήκη2008,σελ.51-52
αυτές,γιαπολλέςαπότιςοποίεςέχουνµάλιστασυντελεστείκαιπράξειςεφαρµογήςτωνσχεδίων τους, οικιστικές, επιτρέποντας σε αυτές τη δόµηση και την άσκηση δικαιωµάτων από µέρους των διοικουµένων επί πάρα πολλέςδεκαετίες.
Ι. Γ. Ενόψει, λοιπόν, της διενέργειας της διαδικασίας κτηµατογράφησης, στα πλαίσια της οποίας το Ελληνικό ∆ηµόσιο έχει τη δυνατότητα:
- είτε της εξ αρχής υποβολής δηλώσεως κυριότητας του Ν. 2308/1995 για τα ως άνω ακίνητα, ως προς τα οποία είχε επιτρέψει την καθ’ όλα νοµότυπη κτήση ιδιωτικών δικαιωµάτων υπό τωνδιοικουµένων,
- είτετηςυποβολήςενστάσεωνκατάτηςαπόµέρουςτωνδιοικουµένωνυποβληθείσης δηλώσεως κυριότητας ως προς ακίνητα, των οποίων την κυριότητα είχαναποκτήσειβάσει νοµίµωντίτλωνκαισυνεπείατουυπότης∆ιοικήσεωςδηµιουργηθέντος«φαινοµένουδικαίου»4, θεσπίστηκεηδιάταξητουάρθρου4Ν.3127/2003,µετηνφιλοδοξίακαιτηνπεποίθηση
ότι η εν λόγω διάταξη θα αποκαθιστούσε το εµφανές στη συγκεκριµένη περίπτωση έλλειµα κοινωνικής δικαιοσύνης, θα αντικατόπτριζε τη συντελεσθείσα εν τω µεταξύ µεταβολή της κοινωνικής, πολιτικής και πολεοδοµικής πραγµατικότητας και θα συνέβαλε καθοριστικά στην ολοκλήρωση της αφορώσης το Εθνικό Κτηµατολόγιο νοµοθεσίας.
∆ηµοσίου πριντην τοµή του άρ. 4 Ν. 3127/2003.
ΙΙ. Α. Ο Α.Ν. 1539/1938 περί Προστασίας των ∆ηµοσίων Κτηµάτων: Το απαράγραπτοτωνδικαιωµάτωντου∆ηµοσίουεπίτωνδηµοσίωνκτηµάτωνκαθιερώθηκεκυρίως
µε τον Α.Ν. 1539/1938.
ΙΙ. Α. 1. Οριοθέτηση της έννοιας των δηµοσίων κτηµάτων (άρ. 1 Α.Ν. 1539/1938)5:
Το πεδίο εφαρµογής του α.ν. 1539/1938 και συνεπώς η έκταση του απαραγράπτου των δικαιωµάτων του Ελληνικού ∆ηµοσίου οριοθετείται µε την παρ. 2 του άρθρου 1, σύµφωνα µε την οποία «2. Πάσαι αι διατάξεις του παρόντος νόµου έχουσιν εφαρµογή δια πάντα τα ακίνητα κτήµατα του ∆ηµοσίου…».
![]() |
4 Αλλά και µετά τη διενέργεια των πρώτων κτηµατολογικών εγγραφών και τη έναρξη λειτουργίας του συστήµατος του Κτηµατολογίου, το Ελληνικό ∆ηµόσιο µπορεί να προσβάλει τις εγγραφές αυτές εγείροντας τις σχετικές Αγωγές εντός των προβλεποµένων προθεσµιών.
5 Βλ. Ευ. ∆ωρή, Τα ∆ηµόσια Κτήµατα, Αφοί Π. Σάκκουλα, 1980, Κεφάλαιο Ι∆΄ , Άρθρο 1 Α.Ν. 1539/1938, σελ. 346-352
την κυριότητα του ∆ηµοσίου κτήµαταείτε υπό την µορφή της δηµοσίας κτήσεως είτε υπό την
µορφή της ιδιωτικής6, ήτοι:
i) τα εκτός συναλλαγής (ΑΚ 966), στα οποία περιλαµβάνονταιτα
- τα κοινά τοις πάσι,
- τα κοινόχρηστα, τα οποία, εφόσον δεν ανήκουν σε ∆ήµο ή Κοινότητα ή ο νόµος δεν ορίζει διαφορετικά (π.χ. ότι ανήκουν σε ιδιώτη), ανήκουν στο ∆ηµόσιο7και
- τα προορισµένα για την εξυπηρέτηση δηµοσίων, δηµοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικώνσκοπών
ii) τα αδέσποτα ακίνητα8, καθώς και οι περιουσίες όσων πεθαίνουν χωρίς κληρονόµο9,
ως και
iii) η λοιπή ιδιωτική περιουσία του ∆ηµοσίου,
εφαρµοζοµένης της ισχύουσας για τα δηµόσια κτήµατα νοµοθεσίας αδιακρίτως10επί
πάντων των εν λόγω κτηµάτων.
Εξάλλου διασαφηνίζεται µε την παράγραφο 1 του ιδίου άρθρου ότι οι ήδη κείµενες διατάξεις περί δηµοσίων κτηµάτων και ακινήτων εν γένει εξακολουθούν να ισχύουν για τα ακίνητα του ∆ηµοσίου µόνο εφόσον δεν τροποποιούνται µε τον Α.Ν. 1539/1938.
Σηµειώνεται ότι:
- οι διατάξεις του Α.Ν. 1539/38, ως και οι συναφείς µε αυτές υπέρ του∆ηµοσίου διατάξεις,εφαρµόζονταιαναλόγωςκαιεπίτωνΟργανισµώνΤοπικήςΑυτοδιοίκησης,γιατην
![]() |
6 Κατ’ άλλη άποψη (Μπαλής: Γεν. Αρχ. Εκδ. 8ηπαρ. 203 – Η. Κυριακοπούλου, ∆ιοικ. ∆ικ. Τοµ. Γ΄ παρ. 132, σελ. 406-407), τα κοινά τοις πάσι, ως εκ της φύσεώς τους (ο αέρας και η θάλασσα), εκφεύγουν της παραδεδεγµένης έννοιας κυριότητας και αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία πραγµάτων, ως εκ τούτου, είναι φυσικώς αδύνατο να εξουσιασθούν, αλλά απλώς η πολιτεία ασκεί επ’ αυτών κυριαρχικά δικαιώµατα. Σύµφωνα µε την άποψη αυτή, λοιπόν, υπό τον όρο δηµόσια κτήµατα νοούνται κατ’ αρχάς τα κοινόχρηστα και τα προορισµένα για τη λειτουργία των δηµοσίων υπηρεσιών, τα οποία συγκροτούν τη δηµόσια κτήση.
Τέλος, κατ’ άλλη άποψη η ιδιωτική περιουσία του ∆ηµοσίου αποτελεί ιδιαίτερη κατηγορία κτηµάτων, προσοµοιάζουσα προς την ιδιωτική κτήση, για την οποία εφαρµόζονται οι κανόνες ιδιωτικού δικαίου, µία διάκριση (µεταξύδηµοσίαςκαιιδιωτικήςπεριουσίαςτου∆ηµοσίου)ηοποίαφαίνεταιναπηγάζειεκτηςΓαλλικήςΕπιστήµης. 7 Βλ. άρθρο 968Α.Κ.
8 - Αδέσποτα πράγµατα είναι τα ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, πλην, όµως, δεν υπάρχει κάποιος
κύριος, ήτοι εκείνα τα οποία σε δεδοµένη χρονική στιγµή εµφανίζονται ως µηδόλως έχοντα κύριο και, ως εκ τούτου, περιέρχονται αυτοδικαίως στο ∆ηµόσιο κατά πλήρες και οριστικό δικαίωµακυριότητας.
Κατ’ άλλο ορισµό αδέσποτα είναι τα ακίνητα εκείνα, των οποίων η νοµή εγκαταλήφθηκε, επί τω τέλει της παραιτήσεως και εκ του δικαιώµατος κυριότητας, για την οποία παραίτηση απαιτείται: α) βούληση εγκαταλείψεως, δηλαδή απόφαση περί παραιτήσεως από της κυριότητας, όχι όµως υπέρ άλλου προσώπου (οπότε θα επρόκειτο περί µεταβιβάσεως) και β) εκδήλωση της εν λόγω βουλήσεως, οπότε, συντρεχόντων των ως άνω όρων, αποκτάται η κυριότητα επ’ αυτών από το ∆ηµόσιο, extunc, και υπό την προϋπόθεση ότι η κατάληψη της νοµής δεν είναι απαγορευµένη υπό του νόµου. Ουσιώδη στοιχεία – κριτήρια για το χαρακτηρισµό ενός ακινήτου ως αδέσποτου είναι,σεκάθεπερίπτωση,ηκατάστασηστηνοποίαανευρίσκεταιτοακίνητο,αλλάκαιοχρόνοςπουέχει
µεσολαβήσει από της εγκαταλείψεως της νοµής.
9 Βλ. άρθρο 972 Α.Κ.
10Η µόνη διαφορά συνίσταται στο ότι τα εκτός συναλλαγήςπράγµατα παραµένουν αναπαλλοτρίωτα, για όσο χρόνο φέρουν αυτήν την ιδιότητα, ενώ τα λοιπά κτήµατα υπόκεινται σε απαλλοτρίωση. Όµως, και τα εκτός συναλλαγής
δύνανται να υπαχθούν σε αναγκαστική ή εκουσία απαλλοτρίωση κατ’ άρθρο 971 ΑΚ, αφ’ ης αποβάλλουν την εκτός συναλλαγής ιδιότητά τους και περιέλθουν σε ιδιωτική περιουσία, ήτοι αφ’ ής λάβει χώρα αποκαθιέρωσή τους εκ του κοινόχρηστουσκοπού.
προστασία των κτηµάτων αυτών, ως ρητώς προβλέφθηκε µε το άρθρο 1 του ν.δ. 31/1968, όπως αυτό τροποποιήθηκε µε το άρθρο 62 Ν. 1416/1984 και το άρθρο 1 παρ. 11 Ν. 2307/199511. Έτσι, η χρησικτησία επί ακινήτων των Ο.Τ.Α. είναι αντιτάξιµη έναντι αυτών µόνο αν έχει συµπληρωθεί έως την 02α-12-1968, ηµέρα θέσεως σε ισχύ του Ν.∆./τος 31/1968: Από το χρονικό αυτό σηµείο και εφεξής, τα ακίνητα των ∆ήµων και Κοινοτήτων αφενός µεν εξαιρούνται της τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας, αφετέρου δε καλύπτονται από το εκάστοτε ισχύον νοµοθετικό πλαίσιο περί προστασίας της ακίνητης περιουσίας του Ελληνικού∆ηµοσίου.
- δεν αποτελούν δηµόσια κτήµατα και, ως εκ τούτου, δεν υπάγονται στο καθεστώς του Α.Ν. 1539/38 τα ακίνητα των Νοµικών Προσώπων ∆ηµοσίου ∆ικαίου (Ν.Π.∆.∆.), τα οποία έχουν ίδια περιουσία, επιδεκτική χρησικτησίας, εκτός εάν ειδική διάταξη νόµου προβλέπει διαφορετικά12.
1539/1938).
Τούτο προβλέπεται από το άρθρο 2 του Α.Ν. 1539/1938, το οποίο επαναλαµβάνει επί της ουσίας τη διάταξη του άρθρου 21 του ν.δ. της22.4/16.5.1926:
∆ηµόσιον, έστω και αν ουδεµίαν ενήργησε επ’ αυτών πράξιν νοµής.
![]() |
11 Όµως, οι εν λόγω διατάξεις παραµένουν ανεφάρµοστες επί διαφοράς ∆ήµου µε τη ∆.Ε.Η. (Πρωτ. Θηβ. 24/76 ΕΕΝ 43.381), ως επίσης και επί διαφοράς µεταξύ κάποιου Οργανισµού Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και κάποιου άλλου (ΝΣΙΚ 68/73) – Βλ. Ευ. ∆ωρή, ό.αν., Κεφάλαιο Ι∆΄ , Άρθρο 1 Α.Ν. 1539/1938, σελ.352.
12 Βλ. Ενδεικτική απαρίθµηση Ευ. ∆ωρή, ό.αν., Κεφάλαιο Ι∆΄ , Άρθρο 1 Α.Ν. 1539/1938, σελ. 348-350, σύµφωνα
µε την οποία:
-Τα σχολικά Ταµεία του Ν. 5019/1931 αποτελούν Ν.Π.∆.∆. και έχουν ίδια περιουσία, στην οποία περιλαµβάνονται: α) τα διδακτήρια των σχολείων, τα οποία, ως πράγµατα προορισµένα για την εξυπηρέτηση δηµοσίου σκοπού εξαιρούνται, κατ’ άρθρα 966 και 1054 ΑΚ, της ιδιωτικής συναλλαγής και είναι, ως εκ τούτου, ανεπίδεκτα χρησικτησίας και β) τα λοιπά ακίνητα αυτών, τα οποία και δεν προσέλαβαν αυτήν την ιδιότητα είτε µε διάταξη νόµου είτε µε τη βούληση του ιδιοκτήτη τους και τα οποία ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία των Σχολικών Ταµείων, όντας επιδεκτικάχρησικτησίας.
- Αντιθέτως, ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του ∆ηµοσίου την εξυπηρετούσα δηµοσιολογικό σκοπό, εξαιρούµενες ως εκ τούτου, της δυνατότητας ιδιωτικής συναλλαγής και χρησικτησίας, οι βιοµηχανικές και τεχνικές εγκαταστάσεις του ∆ηµοσίου, εφόσον η σύσταση και λειτουργία τους αποσκοπεί στην ασφαλέστερη, επωφελέστερη και διαρκέστερη εξυπηρέτηση του κοινού συµφέροντος, δηλαδή των αναγκαίων αναγκών της ολότηταςκαιόχιστηνοικονοµικήαπλώςεκµετάλλευσηπροςπορισµόεσόδωνγιατηδιεξαγωγήτης∆ηµόσιας
∆ιοίκησης.
- Ανήκουν στην περιουσία του Ελληνικού ∆ηµοσίου και συνεπώς ∆ΕΝ είναι δεκτικά χρησικτησίας οι εγκαταστάσεις υδρεύσεως, οι οποίες τροφοδοτούνται από το σύµπλεγµα έργων υδρεύσεως, το οποίο τελεί υπό την εκµετάλλευση της Ελληνικής Εταιρείας Υδάτων. Η περιέλευση της κυριότητας επ’ αυτών στο Ελληνικό ∆ηµόσιο πραγµατοποιήθηκε δυνάµει του άρθρου 9 παρ. 2 του α.ν. 1380/39 και είναιοριστική.
- Τα ακίνητα του Παλαιού Εκκλησιαστικού Ταµείου εξακολουθούν να ανήκουν στο εν λόγω Ν.Π.∆.∆., το οποίο και νοµιµοποιείται ενεργητικώς και παθητικώς στις δίκες για την προστασία των εν λόγω κτηµάτων. Όµως, η διοίκηση και η διαχείρισή τους διεξάγεται από το Υπουργείο Οικονοµικών. Το γεγονός αυτό επικυρώνεται και από τη διάταξη του άρθρου 1 του α.ν. 1539/38, όπου γίνεται ειδική µνεία για το εν λόγω Ταµείο και την περιουσία του, την οποία υπάγει στη νοµοθεσία περί προστασίας των δηµοσίων κτηµάτων, ήτοι των ακραιφνώς δηµοσίων κτηµάτων (των περιελθόντων στο Ελληνικό ∆ηµόσιο εν καιρώ πολέµου, των εγκαταλειφθέντων από άγνωστους οθωµανούς υπηκόους, των εθνικών λιβαδίων, των αποκτηθέντων δια τακτικής ή εκτάκτου χρησικτησίας ή δι’ αγοράς), προς τα οποία όµως η περιουσία του Παλαιού Εκκλησιαστικού Ταµείουδιαφοροποιείται.
(…)
3. Μόνη η ύπαρξις οιουδήποτε τίτλου δεν θεωρείται καθ’ εαυτήν ως διακατοχική πράξις.»
Επιγραµµατικώς, η ουσία της εν λόγω διατάξεως συνοψίζεται στα εξής:
ΙΙ. Α. 2. α. ∆ηµιουργείται πλάσµα νοµής του ∆ηµοσίου επί των αδέσποτων και δηµοσίων κτηµάτων ή, κατ’ άλλη διατύπωση, αναγνωρίζεται, πλασµατικώς, βάσει νόµου, αµάχητο τεκµήριο νοµής υπέρ του ∆ηµοσίου13.
Με την υιοθέτηση ενός πλάσµατος δικαίου ή νόµου14, ως εν προκειµένω, ο νοµοθέτης παραδέχεται ότι κάποιο πραγµατικό γεγονός (ήτοι η απλή ύπαρξη αδέσποτου ή δηµόσιου κτήµατος) εξοµοιώνεται ως προς τις έννοµες συνέπειές του προς κάποιο άλλο γεγονός (ήτοι εξοµοιώνεται προς την άσκηση πραγµατικής νοµής επί των κτηµάτων αυτών αποκλειστικά από το ∆ηµόσιο), µολονότι οι όροι του τελευταίου γεγονότος δεν συντρέχουν εν προκειµένω (δηλαδή ανεξαρτήτως του αν το ∆ηµόσιο πραγµατικά νέµεται ή όχι το εν λόγω ακίνητο, εξοµοιώνοντας έτσι το ανύπαρκτο προς το υπαρκτό). Μία τέτοια επιλογή του νοµοθέτη δύναται να στηρίζεται σεκριτήρια:
είτε υποκειµενικά, συνδεόµενα άµεσα µε το υποκείµενο και πρωτίστως τη συµπεριφορά
του,
είτε αντικειµενικά, µη συνδεόµενα άµεσα και ειδικά µε τη δράση του υποκειµένου,
αλλά συναρτώµενα µε τη γενική εκτίµηση γεγονότων ή καταστάσεων, κατά την κοινή πείρα και την κοινή λογική, περίπτωση η οποία συντρέχει εν προκειµένω, όπου ο νοµοθέτης, µε την υιοθέτηση του ανωτέρω πλάσµατος, φαίνεται να απέβλεψε στην επιτακτική κατά το χρόνο θέσπισής του ανάγκη προστασία της δηµόσιας περιουσίας από τους κακόβουλους καταπατητές της.
Εν προκειµένω, γίνεται λόγος για νόµιµο τεκµήριο και µάλιστα αµάχητο15, καθώς ο ίδιος ο νόµοςορίζει ευθέως το συµπέρασµα το οποίο συνάγεται για κάποιο άγνωστο, µε βάση κάποιο γνωστό, γεγονός, και, συνεπώς, η κρίση του δικαστή υποκαθίσταται πλήρως και κατ’ απόλυτο τρόπο από την κρίση του Νοµοθέτη: Εφόσον ο δικαστής διαγνώσει την ύπαρξη αδέσποτου ή άλλου δηµόσιου κτήµατος υποχρεούται να αναγνωρίσει κατ’ αµάχητο τρόπο ως νοµέα του το Ελληνικό ∆ηµόσιο, ακόµη και αν από το σύνολο των επίδικων πραγµατικών
![]() |
13 Βλ. ενδεικτικώς ΑΠ 242/1950, Θέµις, 1951, σελ. 481 – ΑΠ 64/1972, ΝοΒ 1972, σελ. 623 – ΑΠ 462/1990 ΕΕΝ
1991, σελ. 78
14 Η καθιέρωση πλάσµατος νοµής υποδηλώνεται και διατυπώνεται (κατ’ άρθρο 90 παρ. 5 β΄ Σ) ιδίως υπό τους όρους «λογίζεται» ή«θεωρείται».
15 Και τα νόµιµα τεκµήρια αναγνωρίζονται (ως και τα πλάσµατα δικαίου), ιδίως υπό τους όρους «λογίζεται» ή
«θεωρείται». ∆εδοµένου, λοιπόν, ότι όταν θεσπίζεται νοµικό πλάσµα (ή πλάσµα δικαίου) δεν επιτρέπεται απόδειξη του αντιθέτου, το εν λόγω πλάσµα ταυτίζεται µε το νόµιµο αµάχητο τεκµήριο.
περιστατικών αποδεικνύεται ότι το ∆ηµόσιο ουδέποτε άσκησε οποιαδήποτε πράξη νοµής επ’ αυτού ή ότι το εν λόγω ακίνητο νεµόταν κάποιο άλλο φυσικό ή νοµικό πρόσωπο.
Βέβαια, η νοµοθετική αναγνώριση νοµικών καταστάσεων και ιδίως δικαιωµάτων υπέρ της ∆ιοικήσεως βάσει τεκµηρίων, ως εν προκειµένω, ∆ΕΝ µπορεί να είναι απεριόριστη τόσο για ό, τι αφορά τα είδη των υποθέσεων, όσο και για ό, τι αφορά την ισχύ των τεκµηρίων, καθώς θα πρέπει να συνάδει µε τις σχετικές συνταγµατικές διατάξεις, ιδίως µε το άρθρο 20 του Συντάγµατος για την παροχή διοικητικής και δικαστικής προστασίας. Έτσι, το υπό κρίση πλάσµα νοµής υπέρ του Ελληνικού ∆ηµοσίου βρήκε, κατά το χρόνο θεσπίσεώς του και τις τότε κρατούσες συνθήκες, την αιτιολογία του:
- αφενός µεν στην αντικειµενική αδυναµία του ∆ηµοσίου να γνωρίζει επακριβώς και να εντοπίζει την ακίνητη περιουσία του,
- αφετέρου δε, και ως εκ τούτου, και στην αδυναµία του να ασκήσει εγκαίρως και εµπροθέσµωςτανόµιµαδικαιώµατάτουγιατηνπροστασίατωνανηκόντωνειςαυτόακινήτων.
Συµπερασµατικώς, το εν λόγω τεκµήριο, υπό την ως άνω πάντοτε επιφύλαξη, ∆ΕΝ αντίκειται µεν στο Σύνταγµα, αλλά ούτε και θεµελιώνεται συνταγµατικώς, και, ως εκ τούτου, εναπόκειται στον κοινό νοµοθέτη να το τροποποιήσει ή να το καταργήσει.
ΙΙ. Α. 2. β. Καθιερώνεται το ανεπίδεκτο χρησικτησίας κτηµάτων του ∆ηµοσίου από ιδιώτη: Κανείς τρίτος δεν δύναται να αποκτήσει µε µονοµερή πράξη (π.χ. κατάληψη κλπ) τη νοµή δηµοσίων κτηµάτων, και ως εκ τούτου είναι αδύνατη η χρησικτησία των κτηµάτων αυτών και η δι’ αυτής κτήση κυριότητας από µέρους ιδιώτη16.
∆ηλαδή, ∆ΕΝ χωρεί, και δη καθ’ οιονδήποτε τρόπο, η απόκτηση από τον τρίτο νοµής πρωτοτύπως, παρά µόνο παραγώγως, δηλαδή µε απόφαση ή πράξη των αρµοδίων οργάνων της κρατικής διοικήσεως, ασκούντων κυριαρχική εξουσία, µη δικαιούµενου µάλιστα του τρίτου να
µεταβιβάσει περαιτέρω την αποκτηθείσα κατά τον ανωτέρω τρόπο νοµή του.
∆ΕΝ συνιστά διακατοχική πράξη, αλλά απαιτείται επιπρόσθετα η από µέρους του διενέργεια ουσιαστικών πράξεων νοµής - κατοχής.
∆ικαιολογητικό λόγο της εν λόγω προβλέψεως αποτέλεσε η επανειληµµένη επίκληση από ιδιώτες παλαιών τίτλων, εκδοθέντων κατά τη µεταπελευθερωτική από τον τουρκικό ζυγό περίοδο (1830-1850), όπως χοτζετίων, συµβολαίων κ.λ.π., βάσει των οποίων διεκδικήθηκαν δασικέςεκτάσεις,ιδίωςκατάτιςδεκαετίες1960-1980,προςτοσκοπότηςοικοπεδοποίησης,
![]() |
16 Σηµειώνεται ότι ουδεµία αντίθεση υφίσταται προς τις διατάξεις των παραγράφων 2, 3 του άρθρου 2, στις οποίες γίνεται λόγος για «νοµή τρίτου», διότι αυτές αφορούν µόνο τις περιπτώσεις εκείνες εις τις οποίες ο τρίτος έχει εµπράγµατο δικαίωµα επί του ακινήτου ή σχετική άδεια από τις αρµόδιες διοικητικές αρχές, ως συνάγεται σαφώς και εκ της διατάξεως του άρθρου 3 παρ. 3.
αλλάκαιτηςενγένειεπικερδούςεκµεταλλεύσεώςτους,λόγωτηςαυξηµένηςτότεζητήσεωςγης, ιδίως δε προσεγγίζουσας τις θαλάσσιεςακτές.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων παρατηρείτο το φαινόµενο:
αφενός µεν οι διεκδικητές – ιδιώτες να µην έχουν διενεργήσει οποιαδήποτε διακατοχική πράξη, οπότε ευλόγως τίθεται το ερώτηµα κατά πόσο τούτοι διατήρησαν την κτηθείσα κατά το τότε χρονικό σηµείο κυριότητα, δεδοµένης της ελλείψεως οποιασδήποτε πράξεως νοµής,
αφετέρου δε το ∆ηµόσιο να µην έχει διαχειριστεί ποτέ την εν λόγω έκταση ως ανήκουσα στην κυριότητά του.
Μετά τη θέσπιση του Α.Ν. 1539/1938, δύο είναι οι λύσεις οι οποίες µπορούν να υιοθετηθούν στις άνω περιπτώσεις: α) είτε να θεωρηθεί ότι οι επικαλούµενοι τίτλους κυριότητας διεκδικητές απώλεσαν ή ουδέποτε άσκησαν τη νοµή και, ως εκ τούτου, διαθέτουν µόνο ένα απογυµνωµένο και αδρανές δικαίωµα κυριότητας, για την αναγνώριση του οποίου απαιτείται πλέον γνωµοδότηση του Συµβουλίου Ιδιοκτησίας ∆ηµοσίων ∆ασών, κατά τον ∆ασικό Κώδικα (ν.δ. 86/69 άρθρο 9, 10) και έγκριση του Υπουργού Γεωργίας ή ∆ικαστική Απόφαση, β) είτε να θεωρηθεί ότι το διεκδικούµενο δάσος, καίτοι µη νεµηθέν δια θετικών πράξεων από το ∆ηµόσιο, βάσει του προεκτεθέντος πλάσµατος νοµής, περιήλθε στην κυριότητα του ∆ηµοσίου µε έκτακτη χρησικτησία.17
Αντιθέτως, ως προελέχθη, η ύπαρξη τίτλου κυριότητας του ∆ηµοσίου επί ενός ακινήτου συνεπάγεται αυτοδικαίως και τη νοµή του ∆ηµοσίου και αν ακόµη ουδεµία πράξη νοµής ενήργησε επ’ αυτού.
∆ηµοσίου στη δίκη περί της νοµής (άρ. 3 του A.N. 1539/38)
ΙΙ. Α. 3. α. Το άρθρο 3 του A.N. 1539/38 προβλέπει ότι σε δίκη µεταξύ του ∆ηµοσίου –
∆ήµου – Κοινότητας και ιδιώτη, έχουσα ως αποκλειστικό αντικείµενο τη νοµή (ήτοι εκδίκαση αγωγής διατάραξης – αποβολής από τη νοµή), και όχι την κυριότητα18, το ∆ηµόσιο – ∆ήµος - Κοινότητα δικαιούται να προβάλει ένσταση ιδίας αυτού κυριότητος επί του αντικειµένου της δίκης, αλλά και κυριότητος τρίτου προσώπου, οπότε, σε περίπτωση αποδείξεως τέτοιων δικαιωµάτων, ∆ΕΝ δύναται να διαταχθεί η αφαίρεση της νοµής από το Ελληνικό ∆ηµόσιο και η επιδίκασή της στον ενάγοντα19. Μάλιστα η εν λόγω ένσταση δύναται να προβληθεί, ακόµη και αν το, προβαλλόµενο από το εναγόµενο ∆ηµόσιο - ∆ήµο – Κοινότητα, δικαίωµα δεν έχει
![]() |
17 Βλ. Ευ. ∆ωρή, ό. αν., Κεφάλαιο ΙΗ΄, Άρθρο 2, σελ. 430
18 Βλ. ΑΠ 773/71 ΝοΒ 20, σελ. 479
19 ∆εν στερείται, όµως, τη δυνατότητα ο κύριος ή νοµέας ή κάτοχος του ακινήτου, στο πλαίσιο άλλης δίκης, και
όχιαυτήςτηςνοµής,µεαντίδικοκαιπάλιτοΕλληνικό∆ηµόσιο,νααµφισβητήσειτοδικαίωµακυριότητας,νοµήςή κατοχής του ∆ηµοσίου επί του ακινήτου, από το οποίο αντλεί το εν λόγω ακίνητο το χαρακτήρα του ως δηµόσιο κτήµα (ΑΠ 55/65 ΝοΒ 13, σελ. 912, Πρωτ. Κερκ. 19/61 Αρµ. 17΄ σελ.252).
αναγνωριστεί µε τελεσίδικη απόφαση εκδοθείσα µεταξύ αυτών και του ενάγοντος, θεσπιζοµένης
µε αυτόν τον τρόπο σαφούς αποκλίσεως υπέρ του εναγοµένου (για αποβολή – διατάραξη της νοµής) ∆ηµοσίου20– ∆ήµου – Κοινότητας από τον προβλεπόµενο στο άρθρο 991 Αστικού Κώδικος κανόνα.
Συνεπώς, η νοµή ∆ΕΝ επιδικάζεται στον ενάγοντα ιδιώτη, εφόσον το εναγόµενο
∆ηµόσιο – ∆ήµος - Κοινότητα αποδείξουν είτε την προταθείσα από αυτούς κυριότητά τους, είτε ότι η κυριότητα ∆ΕΝ ανήκει στον ενάγοντα ιδιώτη, απορριπτοµένης στις περιπτώσεις αυτές της αγωγής περί νοµής (αποβολής – διατάραξης) του ενάγοντος ιδιώτη. Το ανεπίτρεπτο δε της επιδικάσεως της νοµής σε ιδιώτη, όταν αποδεικνύεται στη δίκη ότι η κυριότητα ∆ΕΝ ανήκει σε αυτόν, εφαρµόζεται, κατά την παράγραφο 4 του υπό σχολιασµόν άρθρου, καιεπί εκκρεµών, κατά τη θέση σε ισχύ του Α.Ν. 1539/38, δικών 21.
Ωστόσο, εκ της διατάξεως αυτής δεν συνάγεται ότι ο ενάγων – ιδιώτης θα πρέπει να προτείνει και να αποδείξει στη δίκη περί νοµής την ιδία αυτού κυριότητα επί του ακινήτου και τα θεµελιωτικά αυτής περιστατικά ως προς τον τρόπο κτήσης της ή έστω ανταποδεικτικώς: Σεπερίπτωση µη αποδείξεως από το ∆ηµόσιο ή τον ∆ήµο επί της ουσίας της ανωτέρω Ενστάσεώςτου, η τελευταία απορρίπτεται άνευετέρου.
Συνάγεται, λοιπόν, εκ των άνω ως κανόνας ότι η νοµή ιδιώτη επί ακινήτου δεν αναγνωρίζεται έναντι του ∆ηµοσίου, εφόσον ο ιδιώτης δεν είναι κύριος του ακινήτου, αποκλειοµένης έτσι και της κτήσεως από τον ιδιώτη της κυριότητας δηµοσίου κτήµατος (ήτοι κτήµατος ανήκοντος στο Ελληνικό ∆ηµόσιο) µε χρησικτησία (καθώς η νοµή συνιστά απαραίτητη προϋπόθεσή της)22.
ΙΙ. Α. 3. β. Ζήτηµα: ∆ύναται να συναχθεί από την εν λόγω διάταξη µαχητό τεκµήριο κυριότητας του Ελληνικού ∆ηµοσίου επί παντός ακινήτου της επικρατείας, του τεκµηρίου αυτού ανατρεπόµενου µόνο σε περίπτωση απόδειξης από τον ιδιώτη ιδίου δικαιώµατος κυριότητας;
![]() |
20Η θεσπιζόµενη δια της εν λόγω διατάξεως προστασία υπέρ του ∆ηµοσίου εν στενή εννοία αντιτάσσεται τόσο έναντι των ιδιωτών, όσο και έναντι των Νοµικών Προσώπων ∆ηµοσίου ∆ικαίου, δήµων, κοινοτήτων κλπ, αφού ουδεµία διάκριση γίνεται από την ως άνω διάταξη, Βλ. Ευ. ∆ωρή, ό.αν., Κεφάλαιο ΙΗ΄, άρθρο 3, σελ. 432, σχόλιο 3. 21 Βλ. ενδεικτικώς ΑΠ 280/61 ΝοΒ 9, σελ. 1165
22 Απόρροια του εν λόγω κανόνα συνιστά ότι: α) Η κτήση της κυριότητας ενός ακινήτου από το ∆ηµόσιο
συνεπάγεται αυτοδικαίως και την κτήση από µέρους του της νοµής, ακόµη και αν το δηµόσια ουδεµία πράξη νοµής διενήργησε και β) Η από µέρους τρίτου κατάληψη δηµοσίου κτήµατος ∆ΕΝ συνεπάγεται την απώλεια της νοµής του ∆ηµοσίου (άρθρο 2 παρ. 1, σε συνδυασµό προς το άρθρο 4 παρ. 1 του α.ν. 1539/1938). Ήτοι είναι απροστάτευτη από το νόµο έναντι του ∆ηµοσίου η ασκούµενη από ιδιώτη νοµή επί δηµοσίου κτήµατος, εφόσον ο ιδιώτης ∆ΕΝ είναι κύριος αυτού (Βλ. ΕφΘεσ 551/71 Αρµ. ΚΕ΄ σελ.788).
Με βάση το προεκτεθέν άρθρο 3 του α.ν. 1538/1939, µέρος της θεωρίας23θεωρεί ότι από το εν λόγω άρθρο, το οποίο, κατ’ απόκλιση από τον κανόνα του άρθρου 991 Α.Κ., θεσπίζει τον κανόνα του απροστάτευτου της νοµήςτου ιδιώτη έναντι της κυριότητας του ∆ηµοσίου στη δίκη περί της νοµής, συνάγεται µαχητό τεκµήριο κυριότητας υπέρ του ∆ηµοσίου και επιρρίπτεται αποκλειστικά και µόνο στον ιδιώτη το βάρος της ανατροπής του µε την απόδειξη της δικής του κυριότητας. Κατά την εν λόγω άποψη, εφόσον αποδεικνύεται ότι ο νοµέας δηµοσίου κτήµατος δεν είναι κύριος, τούτο λογίζεται ως ανήκον στο Ελληνικό ∆ηµόσιο, αποδεικνύον ή µη ίδιον δικαίωµα, και κατ’ αυτόν τον τρόπο, θεσπίζεται µαχητό τεκµήριο κυριότητας υπέρ του
∆ηµοσίου, ήτοι το ∆ηµόσιο, ως εκπρόσωπος της εθνικής ολότητας, θεωρείται κύριος παντός ακινήτου, µη δεσποζόµενου από ιδιώτη24. Η θέσπισή του αυτή υπαγορεύθηκε, κατά την οικεία άποψη, από την αυξηµένη ανάγκη της εποχής εκείνης για νοµική περιφρούρηση της εν γένει δηµόσιας περιουσίας, καθώς τα περί τούτου αρµόδια ∆ηµόσια Όργανα, λόγω του µικρού αριθµού τους σε σχέση µε το πλήθος των δηµοσίων κτηµάτων, αποδείχθηκαν ανεπαρκή και, ως εκ τούτου, η διαρπαγή της δηµόσια περιουσίας υπήρξε χρόνιο νόσηµα του Ελληνικού Κράτους ευθύς από της συστάσεώς του25.
Η προεκτεθείσα άποψη, όµως, έχει δεχθεί σφοδρή κριτική από έτερο µέρος της θεωρίας, αλλά και της πρόσφατης νοµολογίας26, που επισηµαίνουν ως πρόδηλο σφάλµα της ελεγχόµενης άποψης ότι ήδη από το ίδιο το κείµενο της παραγράφου 3 του άρθρου 3, όπου ορίζεται ότι η νοµή δεν επιδικάζεται στον ενάγοντα ιδιώτη ΜΟΝΟ «εφ’ όσον το ∆ηµόσιο ήθελεν αποδείξειείτε ιδίαν αυτού κυριότητα, είτε ότι η κυριότης δεν ανήκει εις τον ενάγοντα». Από το σαφέστατο γράµµα του νόµου συνάγεται ότι το ∆ηµόσιο δέον όπως επικαλεσθεί και αποδείξει είτε τη δική του κυριότητα, είτε την ανυπαρξία δικαιώµατος κυριότητας του αντιδίκου του (σε δίκη περί της νοµής) ιδιώτη, ενώ ο τελευταίος καµία υποχρέωση δεν έχει να προτείνει και αποδείξει τα εν λόγω περιστατικά27. Έτσι, ∆ΕΝ δύναται να γίνει λόγος περί µαχητού
![]() |
23 Ευ. ∆ωρή, ό.αν., Κεφάλαιο ΙΗ΄ , Άρθρο 3 Α.Ν. 1539/1938, σελ. 433-434, Αναστάσιου Τάχου, Κτήση Κυριότητας επί ∆ηµοσίων Κτηµάτων και προστασία της Βιοµηχανίας και της Βιοτεχνίας (ερµηνεία του αρ. 4 Ν. 3127/2003), 2006, Σάκκουλας Αθήνα – Θεσσαλονίκη, σελ. 35, αλλά και στα Πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων, της συνεδριάσεως της 26ης-02-2003 (επί του άρθρου 4 Ν. 3127/2003), σελ. 7 επ. (όπου τα τοποθετούµενα επί του θέµατος πολιτικά πρόσωπα κάνουν επανειληµµένως λόγο για καταργούµενο µε την εν λόγω διάταξη τεκµήριο κυριότητας του Ελληνικού ∆ηµοσίου).
24 Υποστηρίζει, µάλιστα, η εν λόγω άποψη ότι αυτό το τεκµήριο – αρχή δεν είναι άγνωστο στην εγχώρια νοµοθεσία, καθώς διατυπώνεται ήδη και στο ν. της 21-6/10.7.1837 «περί διακρίσεως κτηµάτων», επαναλαµβάνεται στο άρθρο
9 του ν. 262/1914 για τα ακίνητα στις Νέες Χώρες, στο άρθρο 123 του π.δ. της 11/12.11.1929, στο άρθρο 34 του α.ν. 1539/38 που αντικατέστησε την τελευταία διάταξη, στο άρθρο 2 του ιδίου α.ν.1539/38, αλλά και στο άρθρο 972 ΑΚ, Βλ. σχετικώς Ευ. ∆ωρή, ό.αν., Κεφάλαιο ΙΗ΄ , Άρθρο 3 Α.Ν. 1539/1938, σελ.433-434
25 Ευ. ∆ωρή, ό.αν., Κεφάλαιο ΙΗ΄ , Άρθρο 3 Α.Ν. 1539/1938, σελ. 433, παρ. 8
26 Βλ. Γνωµοδότηση ΟλΝΣΚ 49/2000, µε σχόλιο Λ. Ι Κιτσαρά, ∆ΕΕ 8-9/2002 (Έτος 8ο), σελ. 853-859 – Λ. Ι. Κιτσαρά, Γνωµοδότηση µε θέµα “∆ηµόσια Κτήµατα. Κυκλάδες. Εµβέλεια των κανόνων που εισάγουν καθεστώς
προνοµιακήςµεταχείρισηςτωνεµπραγµάτωναξιώσεωντου∆ηµοσίουµετηθέσπιση«τεκµηρίωνκυριότητας»υπέρ αυτού. ∆ιαδικασία ενώπιον του Γνωµοδοτικού Συµβουλίου ∆ηµοσίων και Ανταλλαξίµων Κτηµάτων”, ΧρΙ∆ 2003, σελ.747-759
27 Βλ. ΕφΑθ 12/1975 ΝοΒ 23, σελ. 347
Όµως, τέτοιο µαχητό τεκµήριο κυριότητας, υπό την έννοια ενός διαδικαστικού προνοµίου υπέρ του ∆ηµοσίου καθιερώνεται από τη δασική νοµοθεσία ειδικάγια τα δάση και τις εν γένει δασικές εκτάσεις. Ειδικότερα, σύµφωνα µε το άρθρο 62 παρ. 1 εδ. α΄ Ν. 998/1979, επί πάσης φύσεως αµφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες µεταξύ αφενός µεν του ∆ηµοσίου ως ενάγοντος/εναγοµένου/αιτούντος/καθ’ ου η αίτηση, αφετέρου δε φυσικού ή νοµικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οιοδήποτε, εµπράγµατο ή µη, δικαίωµα επί δασών και δασικών εκτάσεων (και των αναφερόµενων στο άρθρο 74 του εν λόγω νόµου εδαφών), το τελευταίο φυσικό ή νοµικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει το δικαίωµά του28. Αντίθετα, σύµφωνα µε το εδάφιο β΄ της ιδίας παραγράφου η εν λόγω διάταξη ∆ΕΝ ισχύει στις Κυκλάδες, όπου, ακόµη και αν πρόκειται για δασική έκταση, και πάλι δεν ισχύει τεκµήριο κυριότητας υπέρ του ∆ηµοσίου, υπό την έννοια της σε βάρος του ιδιώτη αντιστροφής του βάρους αποδείξεως.
Η ίδια άποψη της θεωρίας αναγνωρίζει, ωστόσο, ότι τόσο στα Πρωτόκολλα Ανεξαρτησίας της Ελλάδας, τα οποία υπογράφτηκαν από τις Μεγάλες ∆υνάµεις µετά την Επανάσταση του 1821, όσο και στην εν γένει νοµοθεσία περί ∆ηµοσίων κτηµάτων, η οποίαετέθη σε ισχύ αµέσως µετά τη δηµιουργία του Ελληνικού Κράτους,απαντούν διατάξεις, που θεσπίζουν «αµάχητο29τεκµήριο κυριότητας» υπέρ του Ελληνικού ∆ηµοσίου (και όχι µαχητό, όπως γίνεται λόγοςπαραπάνω).30
![]() |
28α) Κατ’ ορθότερη άποψη, (Βλ. Σχόλιο Λ.Ι. Κιτσαρά στην υπ’ αριθµ. 49/2000 Γνµδ Ν.Σ.Κ., ό.αν.) ο δασικός χαρακτήρας µιας περιοχής τότε µόνο θα πρέπει να παράγει τεκµήριο, και µάλιστα, αµάχητοπερί κυριότητας του
∆ηµοσίου, υπό την έννοια του πρωτότυπου τρόπου (τίτλου) κτήσεως κυριότητας υπέρ του ∆ηµοσίου, όταν αποδεικνύεται ότι η περιοχή ήταν δασική ΠΡΙΝ το 1836, ενώ το εν λόγω τεκµήριο δεν έχει εφαρµογή για περιοχές που κατέστησαν δασικές µεταγενέστερα (ΑΠ 575/1967 ΝοΒ 16, σελ. 174, ΑΠ 296/1936 ΕΕΝ Γ΄, 254). Και τούτο διότι το, υπό την άνω έννοια, τεκµήριο κυριότητας του ∆ηµοσίου επί των δασικών εκτάσεων θεσπίστηκε µε το Βασιλικό ∆ιάταγµα της 17(29) Νοεµβρίου/1 ∆εκεµβρίου 1836 «περί ιδιωτικών δασών», στο οποίο αποδόθηκε ισχύς νόµου και σύµφωνα µε το οποίο ανήκουν στο Ελληνικό ∆ηµόσιο όλα τα δάση, για τα οποία δεν θα αποδεικνυόταν, στο πλαίσιο συγκεκριµένης διοικητικής διαδικασίας, ότι είχαν αποκτηθεί νοµίµως από ιδιώτες µε τίτλους κυριότητας από το οθωµανικό κράτος. Συνεπώς, µόνη η δήλωση του δασάρχη ότι η δηλούµενη περιοχή είναι δασική σήµερα ή ήταν δασική σε προγενέστερο χρόνο (λ.χ. το 1945), δεσµεύει µεν την κτηµατογραφούσα αρχή ως προς το δασικό χαρακτήρα της επίµαχης έκτασης, κατά την προεκτεθείσα όµως άποψη ∆ΕΝ παράγει τεκµήριο κυριότητας υπέρ του ∆ηµοσίου.
29 Σηµασία εδώ έχει να διευκρινιστεί ότι αµάχητο τεκµήριο κυριότητας, θεσπιζόµενο µε τις εν λόγω διατάξεις, και
µαχητό τεκµήριο κυριότητας υπό την έννοια της επιρρίψεως στον ιδιώτη του βάρους αποδείξεως, εν περιπτώσει αντιδικίας του µε το πλήρως απαλλασσόµενο της υποχρεώσεως αποδείξεως ∆ηµοσίου, είναι δύο έννοιες τελείως διαφορετικές, καίτοι η διοικητική πρακτική συχνά συγχέει τις εν λόγω έννοιες, σύγχυση η οποία πιθανώς προκαλείται εκ του γεγονότος ότι τα µαχητά τεκµήρια (άρθρο 338 ΚΠολ∆) πράγµατι συνιστούν κανόνες αντιστροφής του βάρους αποδείξεως.
30Έτσι, αµάχητο τεκµήριο κυριότητας υπέρ του ∆ηµοσίου θεσπίζουν:
i)Το Πρωτόκολλο της 3-22/1.2.1830 «Περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος».Ειδικότερα:
- Στο άρθρο 5 του εν λόγω Πρωτοκόλλου ορίζετο ότι «Οι Μουσουλµάνοι δεν θέλουσι στερηθή τας εν Ελλάδι ιδιοκτησίας των και θέλουσι διατηρεί ταύτας, εφ’ όσον εκουσίως ήθελον εξακολουθήσει να κατοικώσιν εις τας χώρας και τας νήσους τας διορισθείσας εις τηνΕλλάδα».
Με την καθιέρωση του ΑΜΑΧΗΤΟΥ αυτού τεκµηρίου κυριότητας υπέρ του Ελληνικού
∆ηµοσίου, αποκλείεται, εν τέλει, πλήρως η απόδειξη. Πλην, όµως, δεν τίθεται θέµα αντισυνταγµατικότηταςτωνενλόγωρυθµίσεων,λόγωπιθανήςαντίθεσήςτουςπροςταάρθρα20 και 17 του Συντάγµατος, διότι, στην πραγµατικότητα, οι διατάξεις µε τις οποίες καθιερώνεται το αµάχητο αυτό τεκµήριο ∆ΕΝ αποκλείουν την απόδειξη ως προς την κυριότητα, για την οποία ερίζουν ∆ηµόσιο και ιδιώτης, αλλά, στο σύνολό τους, κατά τρόπο απόλυτα σύννοµο, σχεδόν αυτονόητο, αναγορεύουν τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας σε πρωτότυποτρόπο κτήσεως κυριότητας του ∆ηµοσίου31, η οποία έχει ως θεµέλιο τη διαδοχή του Ελληνικού ∆ηµοσίου στην κυριότητα του Οθωµανικού ∆ηµοσίου και των εκδιωχθέντων Οθωµανών ιδιοκτητών: Τεκµαίρεται, δηλαδή, αµαχήτως ότι η Ελλάς, ως διάδοχο κράτος, απέκτησε αιτία πολέµου την κυριότητα των δηµοσίων οθωµανικών κτηµάτων και των ανηκόντων στους εκδιωχθέντες Οθωµανούς ιδιώτες ακινήτων, τα οποία κατέλαβε µε στρατιωτικά µέσα ή ως εγκαταλειφθέντα από τους ιδιοκτήτες τους.
Έτσι, λόγου χάρη, εφόσον στο πλαίσιο της διοικητικής έρευνας, η οποία διεξάγεται ενώπιον του Γνωµοδοτικού Συµβουλίου ∆ηµοσίων Κτηµάτων προκύψει ότι το υπό έρευνα ακίνητο εµπίπτει στο πεδίο εφαρµογής µίας εκ των διατάξεων µε τις οποίες εισάγεται αµάχητο
![]() |
- Με το άρθρο 6 παρεχόταν στους Μουσουλµάνους η ευχέρεια να πωλήσουν εντός έτους τις ιδιοκτησίες τους σε Έλληνες και να απέλθουν στην Τουρκία.
- Με τα ερµηνευτικά του εν λόγω Πρωτοκόλλου Πρωτόκολλα της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου από 4-16/6/1830 και 1.7./19.6/1830 διευκρινίσθηκε ότι «τα Βακούφια ανήκουσιν εις την Κυβέρνησιν της Ελλάδος» και ότι «διά του ανωτέρου Πρωτοκόλλου δεν σκοπείται η απόδοσις των κατά την διάρκειαν του πολέµου δηµευθεισών ιδιοκτησιών». Πάντα τα ανωτέρω επαναλήφθησαν ουσιαστικώς και από τη Συνθήκη της 27.6/9.7/1832, η οποία υπεγράφη στην Κωνσταντινούπολη µεταξύ των αντιπροσώπων των Μεγάλων ∆υνάµεων και της Υψηλής Οθωµανικής Πύλης, οπότε και καθίσταται σαφές ότι δυνάµει των άνω διατάξεων θεσπίστηκε «αµάχητο τεκµήριο κυριότητας» του Ελληνικού ∆ηµοσίου, και, συνεπώς, περιήλθαν σε αυτό αιτία πολέµου (µε εξαίρεση την Αττική και την Εύβοια) οι κάτωθι γαίες της Ηπειρωτικής Ελλάδος, ήτοι:
1) οι εξουσιαζόµενες πριν από την Επανάσταση από τον Σουλτάνο και οι ανήκουσες σε Σερί –Βακούφια,
2) οι υπό Οθωµανών ιδιωτών δηµευθείσες, ήτοι καταληφθείσες και κατεχόµενες στρατιωτικώς από τους Έλληνες κατά την 30η-02-1830 και
3) οι ανήκουσες σε ιδιώτες Οθωµανούς, οι οποίες εγκαταλείφθηκαν και δεν εξουσιάζονταν από τους ιδιοκτήτες τους κατά την 03η-02-1830, εφόσον την εγκατάλειψη επακολούθησε κατάληψη (occupatio) από τοΕλληνικό
∆ηµόσιο (ΑΠ 404/1958 ΝοΒ 6, σελ. 1122, ΕφΘεσσ 209/1958 ΑρχΝ 5, σελ. 121, ΠΠρΑθ 12147/1980 ΑρχΝ 1983, σελ. 365, ΓνµΝ.Σ.Κ. 293/1952 ΑρχΝ 7, σελ. 598, Νάκος, Το νοµικό καθεστώς των τέως οθωµανικών γαιών 1821- 1912, 1984, σελ. 106-107).
ii)Το ∆ιάταγµα της 17.29/11/1836 «περί ιδιωτικών δασών», το οποίο προέβλεπε ειδική διαδικασία για την προσκόµιση τίτλων, βάσει των οποίων ιδιώτες είχαν αποκτήσει, επί Τουρκοκρατίας, εµπράγµατα δικαιώµατα σε δάση, επί τω τέλει της αναγνωρίσεως των κεκτηµένων αυτών δικαιωµάτων επί των προϋφισταµένων του έτους 1836δασών.
Συνεπώς, τα προϋφιστάµενα του 1836 δάση, ως προς τα οποία:
- είτε δεν θα ακολουθείτο η νόµιµη διαδικασία αναγνωρίσεως των κεκτηµένων επ’ αυτών ιδιωτικών δικαιωµάτων
- είτε αυτή θα ακολουθείτο µεν, πλην όµως ο αιτών θα αποτύγχανε να αποδείξει την ύπαρξη νόµιµου τίτλου κτήσης του δικαιώµατός του,
ανακηρύσσονταν από το ∆ιάταγµα (άρθρο 3 παρ. 2) ως «αδιαφιλονίκητα εθνικά», θεσπιζοµένου, ως εκ τούτου, αµάχητου τεκµηρίου κυριότητας του Ελληνικού ∆ηµοσίου επ’ αυτών.
iii) Το άρθρο 1 του β.δ. της 3/15 ∆εκεµβρίου 1833 «περί ορισµού του φόρου βοσκής και του διά τα Εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834», µε το οποίο θεσπίστηκε ανάλογο αµάχητο τεκµήριο κυριότητας του Ελληνικού ∆ηµοσίου επί των χορτολιβαδικώνεκτάσεων.
31 Βλ. ΠΠΑ 12147/1980 ΑρχΝ 1983, σελ. 365 (∆. Γυφτάκης)
τεκµήριο κυριότητας του Ελληνικού ∆ηµοσίου, οι αρµόδιες Αρχές θα προβούν σε καταγραφή του εν λόγω ακινήτου στο Βιβλίο ∆ηµοσίων Κτηµάτων κατά τρόπο θετικό, ήτοι δυνάµει του εν λόγω τεκµηρίου ως τίτλου κτήσεώς του.
Στο βαθµό που το ∆ηµόσιο επικαλείται και αποδεικνύει ότι ένα ακίνητο αποτελούσε δηµόσιο κτήµα του Οθωµανικού ∆ηµοσίου ή ότι εξουσιαζόταν από Οθωµανό ιδιώτη κατά την Επανάσταση (και µόνο τότε), ∆ΕΝ τάσσεται περαιτέρω απόδειξη ως προς το αν αυτό περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού ∆ηµοσίου, αφού επί των εν λόγω κτηµάτων τοΕλληνικό
∆ηµόσιο διαθέτει κατά τα ανωτέρω πρωτότυπο (αµάχητο) τίτλο κτήσεως κυριότητας32. Σ’ αυτήν την περίπτωση, ο ιδιώτης καλείται να αποδείξει ότι απέκτησε την κυριότητα σε χρόνο και επί τη βάσει περιστατικών µεταγενέστερωνεν σχέση προς την αιτία πολέµου κτήση κυριότητας από
µέρους του Ελληνικού ∆ηµοσίου: ∆ηλαδή, ανεξαρτήτως της δικονοµικής θέσεως του ∆ηµοσίου και του τρόπου εισαγωγής στη δίκη του ισχυρισµού του ∆ηµοσίου περί κτήσεως της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου δικαιώµατι πολέµου, ο ιδιώτης οφείλει να αποδείξει όχι απλώς ότι διαθέτει κάποιο τίτλο κυριότητας, αλλά, έτι περαιτέρω, ότι ο εν λόγω τίτλος αντιτάσσεται κατά του ελληνικού ∆ηµοσίου, ήτοι, επί της ουσίας, ο ιδιώτης καλείται να επικαλεσθεί και να προσκοµίσει παραχωρητήριο του επιδίκου ακινήτου από το ∆ηµόσιο υπέρ του ιδίου ή των δικαιοπαρόχων του ή κάποιον πρωτότυπο τρόπο κτήσεως κυριότητας, αντιτασσόµενο κατά του Ελληνικού ∆ηµοσίου33.
Το προεκτεθέν αµάχητο τεκµήριο κυριότητας του Ελληνικού ∆ηµοσίου ∆ΕΝ καταλαµβάνει ακίνητα, τα οποία δεν αποκτήθηκαν από το Ελληνικό ∆ηµόσιο αιτία πολέµου, όπως συµβαίνει µε τα ακίνητα στα νησιά των Κυκλάδων, όπου ούτε το Οθωµανικό ∆ηµόσιο ούτε Οθωµανοί ιδιώτες είχαν περιουσίες, αλλά ο πληθυσµός ήταν (κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας) αµιγώς χριστιανικός και η κυριότητα της γης ανήκε στο σύνολό της σε χριστιανούς ιδιώτες. Ειδικότερα, λόγω της οικειοθελούς υποταγής τους στους Τούρκους, επί τω τέλει της εκδιώξεως των Γενουατών και των Ενετών κατακτητών, οι Κυκλάδες διατήρησαν
![]() |
32 Όµως, ως προς το αν ένα ακίνητο αποτελούσε ή όχι δηµόσια οθωµανική γαία ή ιδιοκτησία Οθωµανού ιδιώτη κατά τον χρόνο πριν την Επανάσταση και την Ανεξαρτησία της Ελλάδος, γεγονότα που αποτελούν τη βάση του αµαχήτου τεκµηρίου του ∆ηµοσίου, ∆ΕΝ υφίσταται οποιδήποτε µαχητό ή αµάχητο τεκµήριο υπέρ του ∆ηµοσίου. Συνεπώς, το ∆ηµόσιο οφείλει, όταν επικαλείται ως τίτλο κτήσης του την ιδιότητά του ως διαδόχου τουοθωµανικού
∆ηµοσίου, να επικαλείται και να αποδεικνύει είτε ότι το επίδικο ακίνητο αποτελούσε πριν την Επανάσταση
∆ηµόσια γαία ανήκουσα στο Σουλτάνο ή σε Βακούφιο είτεότι ανήκε σε Οθωµανό ιδιώτη που την εγκατέλειψε, οπότε και κατελήφθη από το ίδιο το ∆ηµόσιο, ως αδέσποτο, επί τω σκοπώ κτήσεως κυριότητας.
33Ενδεικτικώς, κυρωµένη πράξη εφαρµογής του άρθρο 12 Ν. 1337/1983, µε την οποία αφαιρέθηκε ιδιοκτησία
ιδιώτη και του δόθηκε σε αντάλλαγµα άλλη, ανήκουσα πριν την πράξη εφαρµογής στο ∆ηµόσιο (Γνµδ Ν.Σ.Κ. 644/2000 ∆ΕΕ 2002, σελ. 848 επ.), επιδίκαση (ΑΚ 1010), έκτακτη τριακονταετής χρησικτησία, η οποία, σύµφωνα
µε το προϊσχύσαν του Ν. 3127/2003 καθεστώς έπρεπε να είχε συµπληρωθεί µέχρι την 12η-09-1915 (οπότε ο ιδιώτης αναγκάζετο να ανατρέξει στο έτος 1885 και να αποδείξει ότι τουλάχιστον από τότε έως το 1915 οι απώτεροι δικαιοπάροχοί του χρησιδέσποσαν στο δηµόσιο κατά τον τότε χρόνο ακίνητο, καταστάντες ούτω κύριοι αυτού µε έκτακτη χρησικτησία) κλπ, Βλ. Λ. Ι. Κιτσαρά, Γνωµοδότηση µε θέµα “∆ηµόσια Κτήµατα. Κυκλάδες. Εµβέλεια των κανόνων που εισάγουν καθεστώς προνοµιακής µεταχείρισης των εµπραγµάτων αξιώσεων του ∆ηµοσίου µε τη θέσπιση «τεκµηρίων κυριότητας» υπέρ αυτού. ∆ιαδικασία ενώπιον του Γνωµοδοτικού Συµβουλίου ∆ηµοσίων και Ανταλλαξίµων Κτηµάτων”, ό.αν.
κάποια αυτονοµία κατά την Τουρκοκρατία, και ο Σουλτάνος, ως ανταµοιβή για την ειρηνική τους αυτή ενσωµάτωση στην Οθωµανική αυτοκρατορία, παραχώρησε προνόµια στους κατοίκους τους, αναγνωρίζοντας ιδίως το σύνολο των γαιών ως ιδιωτικών, κάτι το οποίο παγίως,επίσειράδεκαετιώνγίνεταιδεκτότόσοαπότηνοµολογία,όσοκαιαπότηνεπιστήµη34.
Συνεπώς, τα ακίνητα στα νησιά των Κυκλάδων δεν ανήκαν στην κατηγορία των δηµοσίων οθωµανικών γαιών και δεν εξουσιάζονταν πριν την Επανάσταση από το Σουλτάνο ούτε κατέχονταν από Οθωµανούς ιδιώτες, αλλά ανήκαν στους Χριστιανούς κατοίκους τους. Ως εκ τούτου, δεν περιήλθαν δικαιώµατι πολέµου στο ελληνικό ∆ηµόσιο, αλλά, αντίθετα, εξακολούθησαν να ανήκουν στους µέχρι τότε κυρίους τους.
Έτσι, σε περίπτωση διένεξης µεταξύ ∆ηµοσίου – ιδιώτη ως προς την κυριότητα ακινήτου ευρισκόµενου στις Κυκλάδες (είτε ενώπιον διοικητικής Αρχής είτε ενώπιον ∆ικαστηρίου) ισχύει ό, τι θα ίσχυε επί διένεξης µεταξύ ιδιωτών, ήτοι:
α) Το ∆ηµόσιο οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει τους παραγωγικούς του δικαιώµατός του λόγους, χωρίς να δύναται να επικαλεσθεί ως πρωτότυπο τρόπο κτήσεως κυριότητας επί του επιδίκου ακινήτου τον Αγώνα περί Ανεξαρτησίας.
β) Ο ιδιώτης, ακόµη και αν φέρει, δυνάµει ειδικής διατάξεως, το βάρος αποδείξεως, υποχρεούται να αποδείξει την ύπαρξη ενός τίτλου κυριότητα, ενώ ∆ΕΝ φέρει το επιπλέον βάρος να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο τίτλος του αντιτάσσεται κατά του ∆ηµοσίου ή αλλιώς ότι ο τίτλος του αποκτήθηκε έγκυρα σε βάρος του ∆ηµοσίου35.
Σύµφωνα, λοιπόν, µε τη δεύτερη αυτή και ορθότερη δογµατικά άποψη, δεδοµένου ότι η νοµοθεσία µας αγνοεί την ύπαρξη ενός «γενικού τεκµηρίου κυριότητας» υπέρ του ∆ηµοσίου υπό την προεκτεθείσα έννοια (της πλήρους απαλλαγής του ∆ηµοσίου από κάθε υποχρέωση αποδείξεως της κυριότητάς του έναντι των ιδιωτών), αλλά και σύµφωνα µε την αρχή της νοµιµότητας,πουδιέπειτηδράσητης∆ιοίκησηςστοπλαίσιοκάθεδιοικητικήςενέργειαςκαι
![]() |
34 Μάλιστα, το γεγονός ότι οι Κυκλάδες αποτελούντο κατά την απελευθέρωσή τους από τον οθωµανικό ζυγό από γαίες καθαρής ιδιοκτησίας θεωρείται «πασίδηλον» σύµφωνα µε τη θεµελιώδη υπ’ αριθµόν 200/1934 Απόφαση του Αρείου Πάγου, ενώ το ιδιόµορφο αυτό ιδιοκτησιακό καθεστώς όχι µόνο των Κυκλάδων, αλλά και άλλων νησιών του Αιγαίου έχει αναγνωριστεί και από τον νοµοθέτη του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους στη «∆ιασάφηση» (ήτοιτηντρόποτινάΑιτιολογικήΈκθεση)της27ηςΝοεµβρίου1835τουΝόµου«περίπροικοδοτήσεωςελληνικών οικογενειών από 16.5./7.6/1835», όπου γινόταν αναφορά στο «ιδιότροπο της ιδιοκτησίας στην Ελλάδα κατά το οποίο σχεδόν όλες οι γαίες του Αιγαίου είναι ιδιόκτητες, [ενώ] άλλες κατέχονται µε εµφυτευτικά επί Τουρκοκρατίας δοθέντα δικαιώµατα», µη καταλειποµένης ως εκ τούτου οιασδήποτε αµφιβολίας ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς των Κυκλάδων κατά την απελευθέρωσή τους.
35Συγκεκριµένα, εφόσον ο ιδιώτης επικαλείται ως τίτλο τη χρησικτησία, φέρει το βάρος αποδείξεως µόνο των θετικών προϋποθέσεων του νόµου για την κτήση της χρησικτησίας, όχι όµως και των αρνητικών, όπως λ.χ. ότι το
ακίνητο δεν ήταν ανεπίδεκτο χρησικτησίας διότι δεν ήταν δηµόσιο, ενώ δεν υποχρεούται να ανατρέξει και στο έτος 1885 ως έτος ενάρξεως της έκτακτης, τριακονταετούς χρησικτησίας του επιδίκου ακινήτου υπό των δικαιοπαρόχων του. Αντίθετα, εν προκειµένω, ο επικαλούµενος τη κτήση κυριότητας µε χρησικτησία αρκείται στην επίκληση και προσκόµιση εκείνων των τίτλων των δικών του ή των δικαιοπαρόχων του, οι οποίοι καλύπτουν διάστηµα δέκα ή είκοσι ετών, ήτοι όσο απαιτείται για τη συµπλήρωση της τακτικής (ΑΚ 1041) ή έκτακτης (ΑΚ 1045) χρησικτησίας.
επιτάσσει την ενέργεια της ∆ιοικήσεως σύµφωνα µε το προκαθορισµένο, ουσιαστικό και διαδικαστικό, νοµοθετικό πλαίσιο συνάγονται τα εξής συµπεράσµατα:
α) Η διαδικασία και ενώπιον του Γνωµοδοτικού Συµβουλίου ∆ηµοσίων Κτηµάτων, και ειδικότερα η διοικητική έρευνα ως προς το κύρος των εκατέρωθεν (από τον ιδιώτη αφενός, από το ∆ηµόσιο αφετέρου) επικαλούµενων τίτλων ιδιοκτησίας, καίτοι δεν διεξάγεται, ως κατωτέρω αναλυτικώς παρατίθεται, µε τα εχέγγυα της δικαστικής διαδικασίας, διεξάγεται εν τούτοις υπό καθεστώς δικονοµικής / διαδικαστικής ισότητας µεταξύ ιδιώτη –∆ηµοσίου.
β) Οµοίως, στο πλαίσιο της διαδικασίας κτηµατογράφησης του Ν. 2308/1995 για τη δηµιουργία Εθνικού Κτηµατολογίου και της εκεί διεξαγόµενης διοικητικής έρευνας ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς των υπό κτηµατογράφηση ακινήτων, στις περιπτώσεις όπου το ∆ηµόσιο (εν στενή εννοία) αποφασίζει να συµµετέχει ενεργά (καίτοι δεν υποχρεούται προς τούτο), αφενός µεν ο Ν. 2308/1995 ∆ΕΝ του παρέχει κανένα διαδικαστικό προνόµιο, αφετέρου δε δεν αρκεί η υποβολή µίας γενικής δηλώσεως του Ν. 2308/1995 από µέρους του ∆ηµοσίου για όλα τα ακίνητα της κτηµατογραφούµενης περιοχής, ως προς τα οποία δεν προβάλλονται δικαιώµατα ιδιωτών, αλλά, αντιθέτως η υποβολή δηλώσεως ιδιοκτησίας του ∆ηµοσίου θα πρέπει να αφορά ορισµένο ακίνητο και η δηλούµενη κυριότητά του θα πρέπει να διαπιστώνεται θετικώς, ήτοι επί τη βάσει των υπαρχόντων δικών του στοιχείων και του διέποντος την ακίνητη περιουσία του νοµικού πλαισίου και όχι κατά τρόπο αρνητικό, ήτοι επί τη βάσει των υπαρχόντων ή ελλειπόντων τίτλων του ιδιώτη36.
Θεσπίζεται επί της ουσίας µε το άρθρο 4 του α.ν. 1539/38, το οποίο προβλέπει ότι:
2. Παραγραφή του δικαιώµατος του ∆ηµοσίου επί ακινήτου κτήµατος, αρξαµένη προ της ισχύος του παρόντος νόµου, ουδεµίαν νόµιµον συνέπειαν έχει, αν αύτη δεν συνεπληρώθη µέχρι τούδε κατά τους προϊσχύσαντες νόµους.»
Επί του εν λόγω άρθρου λεκτέα τα κάτωθι:
i) Το εν λόγω άρθρο διατηρήθηκε σε ισχύ και µετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, δυνάµει του άρθρου 53 του Εισαγωγικού αυτούΝόµου.
ii) Ουσιαστικά, µε αυτό επαναλήφθηκε και διατηρήθηκε σε ισχύ η διάταξη του άρθρου 21 του ν.δ./τος της 22.4/16.5.1926, το κείµενο του οποίου είχε ως εξής: «Τα επί των ακινήτων κτηµάτωνδικαιώµατατου∆ηµοσίου,τηςαεροπορικήςαµύνηςκαιτωνιερώνµονών,ειςουδεµίαν υπόκεινται«ειςτοµέλλον»παραγραφήν,ηδεαρξαµένηπαραγραφήουδεµίαννόµιµονσυνέπειαν
![]() |
36 Βλ. αναλυτικώς υπ’ αριθµόν 49/2000 Γνωµοδότηση ΟλΝ.Σ.Κ., ∆ΕΕ 2002, σελ. 852 επ.
κέκτηται αν µέχρι της δηµοσιεύσεως του παρόντος δεν συνεπληρώθη η τριακονταετής παραγραφή κατά τους ισχύοντας νόµους.»
∆εδοµένου, λοιπόν, ότι υπό το προϊσχύσαν του Αστικού Κώδικα δίκαιο ενέπιπτε στο θεσµό της παραγραφής όχι µόνο η αποσβεστική, αλλά και η κτητική παραγραφή (χρησικτησία), το απαράγραπτο των δικαιωµάτων του ∆ηµοσίου είχε ως άµεσο αποτέλεσµα και το ανεπίδεκτο χρησικτησίας των ακινήτων του ∆ηµοσίου.
Το απαράγραπτο των δικαιωµάτων του ∆ηµοσίου είχε εισαχθεί στο πλαίσιο του Ρωµαϊκού ∆ικαίου µε τη νεαρά 29 του Βασιλείου του Πορφυρογέννητου (κεφάλαιο 4) 37.
Η ως άνω νεαρά περιελήφθη στην Εξάβιβλο του Αρµενόπουλου Α΄γ΄6538, ως επίσης και σε σχόλιο στη Βασιλ. 8 (60.49)39. Η τελευταία διάταξη εισήχθη σε εµάς µε το β.δ. της 23.2/7.3.1835 «περί πολιτικού νόµου» και καταργήθηκε µε το Ν. της 21.6/3.7.1837 «περί διακρίσεως κτηµάτων», ο οποίος µε τα άρθρα 18 και 21 υπέβαλε σε παραγραφή και τις διεκδικητικές ακινήτων (εµπράγµατες) αγωγές του ∆ηµοσίου. Ειδικότερα, δυνάµει του άρθρου 18 του εν λόγω Νόµου προβλέφθηκε ότι τα δηµόσια κτήµατα υπόκεινται σε χρησικτησία, χωρίς να προσδιορίζεται ως χαρακτήρας της ως τακτικής ή εκτάκτου ή η διάρκειά της, ενώ δυνάµει του άρθρου 19 προβλέφθηκε ότι και επί των κτηµάτων του ∆ηµοσίου εφαρµόζονται οι περί κτήσεως, διατηρήσεως και µεταβιβάσεως διατάξεις του ρωµαϊκού δικαίου, εφόσον ειδικοί νόµοι δεν διατάσσουν διαφορετικά40. Και από τη νεότερη διάταξη του άρθρου 60 Ν. ΣΟΖ΄/1855 προκύπτει ότι οι ως άνω αγωγές του ∆ηµοσίου υπόκεινται σεπαραγραφή41.
Αλλά και δυνάµει περαιτέρω διατάξεων, ήτοι του άρθρου 1 β.δ. της 3/15.12.183342, του άρθρου 1 παρ. 2 Ν. ΚΘ/186443, του άρθρου 3 Ν. ΨΖ΄/188044προβλέφθηκε ότι τα δηµόσια
![]() |
37 «µη είναι κατά του ∆ηµοσίου χρόνον αποκλείοντα το ίδιον αυτού δίκαιον, αλλά ανακαλείσθαι αυτόν τούτο από Αυγούστου Καίσαρος και την παρά τούτου ανάληψιν δικαιούσθαι.».
38 «µηδέ το ∆ηµόσιον αποκλείεσθαι χρόνω, αλλ’ ανακαλείσθαι το ίδιον δίκαιον από Αυγούστου Καίσαρος και δικαιούσθαι την περί τούτου ανάληψιν»
39 «σήµερον δε από νεαράς του Βασιλέως κυρού Βασιλείου του Πορφυρογέννητου αι αρµόζουσαι των ∆ηµοσίω
χρηµατικαί και πραγµατικαί δίκαι αείζωοι εισί και ουδενί χρόνω κλείονται.»
40Εφ. Ιωαν. 113/55 ΝοΒ 4, σελ. 94
41 «το ∆ηµόσιον εξακολουθεί να διατηρή εις εαυτό την νοµικήν κατοχήν επί των εθνικών και εκκλησιαστικών γαιών
και κτηµάτων, εφ’ όσον ελάµβανε δικαίωµα επικαρπίας µέχρι τέλους του 1843, εκτός αν απώλεσεν αυτήν δια δικαστικής αποφάσεως ή δια ρητής παραιτήσεως.»
42 «όλα τα λειβάδια, δια την επικαρπίαν των οποίων δεν έχει τις να παρουσιάση έγγραφον (ταπί), εκδοθέν επί
τουρκικής εξουσίας, θεωρούνται ως δηµόσια και η νοµή αυτών µένει ως και µέχρι τούδεεις το δηµόσιον», προκύπτει δε εκ του γράµµατος του νόµου ότι το εν λόγω άρθρο αφορά τη συντήρηση των δικαιωµάτων του ∆ηµοσίου για το
µέχρι την έναρξη ισχύος του χρονικό διάστηµα και όχι για το µέλλον, ότε τα λειβάδια είναι δεκτικά νοµής και ιδιωτικής κτήσεως.
43 «το ∆ηµόσιον ως και αι Κοινότητες διατηρούσιν ανέπαφα τα δικαιώµατα όσα προ της εποχής ταύτης είχον επί των αµφισβητούµενων λειβαδίων άνευ βλάβης των παρά τρίτων αποκτηθέντων δικαιωµάτων».
κτήµατα ήταν για ένα χρονικό διάστηµα δεκτικά ιδιωτικής κτήσεως µε χρησικτησία, η διάρκεια της οποίας ορίστηκε τριακονταετής (30ετής) µε το άρθρο 1 του Ν. ΓΧΞ/1910.
Ήτοι:
- Μέχρι τις 16-05-1926, ότε, κατά τα ανωτέρω, δηµοσιεύθηκε και τέθηκε σε ισχύ το άρθρο 21 του ν.δ./τος της 22.4/16.5.1926, µε το οποίο καθιερώθηκε το απαράγραπτο των δικαιωµάτων του ∆ηµοσίου και το οποίο διατηρήθηκε ουσιαστικά σε ισχύ µε το άρθρο 4 α.ν. 1539/38, ∆ΕΝ χωρούσε τακτική, αλλά µόνο έκτακτη, τριακονταετούς (άρθρο 1 Ν. ΓΧΞ/1910) διάρκειας χρησικτησία επί των πραγµάτων του∆ηµοσίου.
- Απότις16-05-1926καιµέχριτηθέσησεισχύτουάρθρου4Ν.3127/2003,∆ΕΝ
χωρούσε πλέον οποιαδήποτε µορφή χρησικτησίας, τακτική ή έκτακτη, επί κτηµάτων του
∆ηµοσίου46.
- Η προ της 16ης-05-1926 αρξαµένη, τριακονταετής παραγραφή των δικαιωµάτων του Ελληνικού ∆ηµοσίου ∆ΕΝ επιφέρει οποιαδήποτε έννοµη συνέπεια, εάν, κατά το γράµµα του άρθρου 21 ν.δ./τος 22.4/16.5.1926, αλλά και του παραπέµποντος σε αυτό άρθρου 4 α.ν. 1539/1938, δεν είχε συµπληρωθεί µέχρι την εν λόγω ηµεροµηνία (16-05-1926), κατά τους ισχύοντες τότε νόµους, σύµφωνα µε τους οποίους, όµως, ως απώτατο χρονικό σηµείο απαραίτητης συµπληρώσεώς της (προκειµένου αυτή να θεωρηθεί συντελεσµένη και ισχυρή κατ’ άρθρο 21 ν.δ. 22.4/16.5.1926 και, κατά συνέπεια, και κατ’ άρθρο 4 α.ν. 1539/38) θα πρέπει να εκληφθεί η 11η-09-1915. Και τούτο διότι από την 12η-09-1915 τέθηκαν σε ισχύ τα εκδοθέντα κατά το Νόµο ∆ΞΗ/1912 ∆ιατάγµατα περί ∆ικαιοστασίου, δυνάµει των οποίων ανεστάλη η κατά το χρόνο της ισχύος τους τυχόν συντρέχουσα λήξη κάθε παραγραφής δικαιωµάτων και αγωγώντουαστικούκαιεµπορικούδικαίου.Κατάτηδιάρκειαισχύοςαυτώνακριβώςτων
∆ιαταγµάτων και της υπ’ αυτών προβλεποµένης αναστολής παραγραφής εξεδόθη το ν.δ. της
22.4/16.5.1926, µε το άρθρο 21 του οποίου προβλέφθηκε αφενός µεν ότι τα δικαιώµατα του
∆ηµοσίου επί ακινήτων δεν υπόκεινται σε παραγραφή, αφετέρου δε ότι η δε ήδη αρξαµένη κατά τη θέση σε ισχύ του εν λόγω ν. δ/τος παραγραφή δεν επιφέρει έννοµες συνέπειες, αν αυτή, µέχρι της δηµοσιεύσεως και, συνεπώς, θέσεως σε ισχύ του διατάγµατος (16-05-1926), δεν είχε
![]() |
44 «το ∆ηµόσιον, ως προς τα εθνικά και αι κοινότητες ως προς τα κοινοτικά λειβάδια, διατηρούσιν απέναντι των ιδιωτών την νοµικήν κατοχήν επί των βοσκησίµων τόπων, εφ’ ων εγένοντο κατά το άρθρο 11 του από 2.3.1847 ΝΕ΄ Νόµου τοποθετήσεις ποιµνίων µέχρι του έτους 1864 και όπως διεκρίθησαν δια των άρθρων 1,2 και 9 του Ν. ΚΘ΄/1864, εκτός εάν απώλεσαν την κατοχήν δια δικαστικής αποφάσεως ή δια ρητής παραιτήσεως.»
45 Βλ. ΑΠ 113/62 ΝοΒ 10, σελ. 649, σχετ. ΑΠ 220/60 ΝοΒ 8, σελ. 969
46 Βλ. ΑΠ 195/70 ΝοΒ 18, σελ. 931, ΑΠ 61/67 ΝοΒ 15, σελ. 741, ΑΠ 407/66 ΝοΒ 15, σελ. 205
συµπληρωθεί κατά τους τότε ισχύοντες νόµους. ∆εδοµένου, λοιπόν, ότι στους τότε ισχύοντες νόµους, σύµφωνα µε τους οποίους όφειλε η παραγραφή των δικαιωµάτων του ∆ηµοσίου να είχε συµπληρωθεί, συµπεριλαµβάνονται και τα ανωτέρω ∆ιατάγµατα περί ∆ικαιοστασίου, δυνάµει των οποίων ανεστάλη κάθε παραγραφή δικαιωµάτων και αγωγών από την 12η-09-1915, συνάγεται ότι η τριακονταετής παραγραφή θα πρέπει να είχε συµπληρωθεί µέχρι την 11η-09- 1915, προκειµένου αυτή να είναι αντιτάξιµη έναντι του Ελληνικού ∆ηµοσίου4748.
- Για τη συµπλήρωση της ως άνω έκτακτης χρησικτησίας, συνυπολογίζεται η νοµή των προκατόχων, εφόσον συντρέχει περίπτωση νόµιµης αιτίας προς µεταβίβαση από τον προκάτοχο στον νυν νοµέα, ήτοι καθολική ή ειδική διαδοχή, ενώ στην τελευταία περίπτωση, για την προσαύξηση του χρόνου του δικαιοπαρόχου θα πρέπει η νοµή να φέρει τα προσόντα της χρησικτησίας, το οποίο απαιτείται άλλωστε και κατ’ άρθρο 1045 Α.Κ.49.
v) Συνεπώς, το άρθρο 4 α.ν. 1539/1938:
- µε την παρ. 1 επαναλαµβάνει και επικυρώνει το ήδη θεσπισθέν µε το άρθρο 21 ν.δ.
22.4/16.5.1926 απαράγραπτο των δικαιωµάτων του ∆ηµοσίου και
- µε την παρ. 2 παραπέµπει ως προς την τύχη της, τυχόν, πριν τη θέση του σε ισχύ αρξαµένης, παραγραφής των δικαιωµάτων του ∆ηµοσίου και τη συµπλήρωσή της, στους ισχύοντες νόµους, ήτοι παραπέµπει ουσιαστικά στην τριακονταετή παραγραφή του άρθρου 21 ν.δ. 22.4/16.5.1926, η οποία, κατά τα ανωτέρω, δέον όπως έχει συµπληρωθεί µέχρι την 11η-09- 1915, δεδοµένου ότι ο Α.Ν. 1539/38 ∆ΕΝ καταργεί ρητώς ή σιωπηρώς, αλλά, αντιθέτως, επαναλαµβάνει και παραπέµπει στο άρθρο 21 του ν.δ. του 192650.
![]() |
47 Προκειµένου, όµως, περί παραγραφής, η πρόοδος της οποίας ανεστάλη συνεπεία των εκδοθέντων κατά τα έτη 1897, 1898 Βασιλικών ∆ιαταγµάτων, και για τις περιφέρειες τις οποίες αυτά τα ∆ιατάγµατα αφορούσαν, θα πρέπει στον προ της ενάρξεως της αναστολής από της 11ης-09-1915 διαδραµόντα χρόνο να προστεθεί και χρόνος ίσος προς τον ανασταλέντα κατά ∆ιατάγµατα των ετών 1897,1898 (Π.χ. η 30ετής παραγραφή των δικαιωµάτων του Ελληνικού∆ηµοσίου,επίακινήτωνκείµενωνστουςνοµούςΤρικάλωνκαιΛαρίσηςκαιστηνεπαρχίατηςΣκοπέλου, λογίζεται συµπληρωθείσα εφόσον κατά την 11η-09-1915 είχε συµπληρωθεί χρόνος 30 ετών, 2 µηνών και 27 ηµερών, προκειµένου περί ακινήτων κειµένων στο Νοµό Άρτας 30 ετών, 7 µηνών και 14 ηµερών, προκειµένου δε περί ακινήτων κειµένων σε όλο το υπόλοιπο παλαιό κράτος 30 ετών, 6 µηνών και 13ηµερών).
48 Σε απόλυτη συµφωνία µε τα ανωτέρω, η υπ’ αριθµόν 78/1940 απόφαση του Α.Π. έκρινε επί δουλείας διόδου υπέρ
δηµοσίου κτήµατος και σε βάρος γειτονικού ακινήτου, η οποία εκτήθη δια χρησικτησίας, ότι ο χρόνος της τριακονταετούς παραγραφής έπρεπε να είχε συµπληρωθεί όταν δηµοσιεύθηκε το ν.δ. της 22.4/16.5.1926, δυνάµει του οποίου και θεσπίστηκε το απαράγραπτο των δικαιωµάτων του ∆ηµοσίου και κατά τους κείµενους νόµους, ήτοι
µετά την αφαίρεση του χρόνου κατά την οποίο αυτή ανεστάλη σύµφωνα µε τα ∆/τα περί ∆ικαιοστασίου.
49ΑΠ 406/74 ΝοΒ 22, σελ. 1384, ΑΠ 97/58 ΝοΒ 6 σελ. 680
50 Αντιθέτως, δεν αναφέρεται στην τυχόν αρξαµένη σαρακονταετή (40ετή) των αντιστοίχων αξιώσεων των ιερών
µονών, η οποία ίσχυε µέχρι την θέσπιση του Ν. ΓΧΞ/1910, ο οποίος αδιακρίτως πλέον, ήτοι και τις ιερές µονές,
προέβλεψε τριακονταετή (30ετή) χρόνο παραγραφής και αυτό διότι:
- ο γενικός ορισθείς, συνεπώς και για τις αξιώσεις επί ακινήτων των ιερών µονών 30ετής χρόνος παραγραφής ήτο αδύνατο να συµπληρωθεί από της ισχύος του εν λόγω νόµου και µέχρι της δηµοσιεύσεως του ν. δ/τος της 22.4/16- 05-1926, δεδοµένης άλλωστε και της αναστολής της από της 11ης-09-1915 συνεπεία των ∆/των περί∆ικαιοστασίου,
- η προ του Ν. ΓΧΞ/1910 τυχόν αρξαµένη παραγραφή εις βάρος των ιερών µονών θα συµπληρωνόταν σύµφωνα τις διατάξεις περί 40ετούς παραγραφής του Ρωµαϊκού ∆ικαίου σύµφωνα µε τα κρατούσα τότε δικαιϊκή αρχή η οποία προέβλεπε ότι εν περιπτώσει ορίσεως υπό του νόµου βραχύτερου του ισχύοντος µέχρι πρότινος χρόνου παραγραφής, εάν ο υπολειπόµενος χρόνος για τη συµπλήρωση της ήδη αρξαµένης µακροτέρας παραγραφής είναι βραχύτερος του υπό του νόµου νέου ορισθέντος χρόνου παραγραφής, τότε εφαρµόζεται ο παλαιός νόµος, η ήδη αρξαµένη παραγραφή συνεχίζεται και συµπληρούται σύµφωνα µε την προγενέστερηνοµοθεσία.
vi) Ειδικά το απαράγραπτο των δικαιωµάτων του Ελληνικού ∆ηµοσίου επί των δασών και δασικών εκτάσεων: Το απαράγραπτο των δικαιωµάτων του ∆ηµοσίου επί των δασών καθιερώθηκε το πρώτον µε το άρθρο 8 εδ. 8 του Ν. 343/1914 «περί των πυρκαϊών των δασών», τοοποίο:
- καταργήθηκε µε το άρθρο 21 του ν.δ. της28.9.1919,
- αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 20 του ιδίου ως άνω νοµοθετικού διατάγµατοςκαι
- κυρώθηκε µε τον Ν. 2036/20, επαναληφθέν στο άρθρο 215 του Ν. 4173/29 (∆ασικός Κώδικας).
Έτσι, ο χρόνος της παραγραφής των δικαιωµάτων του ∆ηµοσίου επί των δασών υπολογίζεται αναδροµικά από της ισχύος του αρχικού Ν. 343/1914 και οποιοσδήποτε έκτοτε διαδραµών χρόνος ουδεµία έννοµη συνέπεια επάγεται, καθιερωµένου έκτοτε, πέραν οιασδήποτε αµφιβολίας, του απαραγράπτου των δικαιωµάτων επί των δασών του ∆ηµοσίου.
vii) Ο σκοπός της θεσπίσεως του απαράγραπτου των δικαιωµάτων τουΕλληνικού
∆ηµοσίου συνίσταται στη διασφάλιση των δικαιωµάτων του ∆ηµοσίου από κάθε επιβουλή
(κακόπιστου) τρίτου, ο οποίος στερείται µε τον τρόπο αυτό της δυνατότητας να αποκτήσει,
µέσω της νοµής ή κατοχής δηµοσίου κτήµατος, κυριότητα ή άλλο εµπράγµατο δικαίωµα επ’ αυτού, παραγράφοντας τα δικαιώµατα του ∆ηµοσίου.
Συνεπεία της θεσπίσεώς του, η κατάληψη από τρίτον δηµοσίου κτήµατος δεν συνεπάγεται την απώλεια της νοµής από µέρους του Ελληνικού ∆ηµοσίου και την κτήση της επ’ αυτούκυριότηταςαπότοντρίτο,ακόµηκαιµετάτηνπάροδοµακροτάτουχρονικούδιαστήµατος (ακόµη και 60ετίας), κατά το οποίο το ∆ηµόσιο, καίτοι γνωρίζον την από τρίτου κατάληψη, ουδέποτε διαµαρτυρήθηκε 51.
Είναι σαφές, όµως, ότι δεν εµπίπτει στον κανόνα περί απαραγράπτου των δικαιωµάτων του ∆ηµοσίου η περίπτωση κατά την οποία το ∆ηµόσιο, µε τα νόµιµα όργανά του και σε εκτέλεση νόµιµης υποχρέωσής του, παραχωρεί συννόµως σε κάποιον την νοµή ή κατοχή κάποιου κτήµατος, επί τω σκοπώ της κτήσεως κυριότητας από µέρους του. Τυχόν αντίθετη άποψη θα αντιτίθετο προς τον επιδιωκόµενο µε τη θέσπιση του απαραγράπτου σκοπό, ο οποίος συνίστατο στην προστασία του ∆ηµοσίου από τους κακόπιστους καταπατητές και όχι από καλόπιστους ιδιώτες, οι οποίοι απέκτησαν τη νοµή νοµίµως και δύνανται συνεπώς να αποκτήσουν κυριότητα δια χρησικτησίας5253 .
![]() |
Την αρχή δε αυτή δεν θέλησε να αποκλείσει ούτε ο νοµοθέτης του άρθρου 21 του ν.δ./τος της 22.4/16-05-1926, ο οποίος απέβλεψε µάλιστα σε µείζονα προστασία της ακινήτου περιουσίας των ιερών µονών, αλλά ούτε και ηδύνατο να αποκλείσει την εν λόγω αρχή, διότι κάτι τέτοιο θα αντίκειτο στο άρθρο 17 του Συντάγµατος (ΠρΑθ 3239/68 ΕΕΝ 35,σελ.481)
51 Βλ. ΑΠ 195/70 ΝοΒ 18, σελ. 931
52 Βλ. Ευ. ∆ωρή, ό.αν., Κεφάλαιο ΙΗ΄, άρθρο 4, σελ. 443.
53 Λ.χ. το άρθρο 19 του Ν. 719/77 δηµιουργεί ένα ρήγµα στον καθιερωθέντα ήδη εν έτει 1926 κανόνα περί απαραγράπτου των δικαιωµάτων του ∆ηµοσίου επί των ακινήτων και του ανεπιτρέπτου της κτήσεως κυριότητάς
∆υνάµει του άρθρου 10 α.ν. 1539/1938, και για τη διασφάλιση των ιδιοκτησιακών δικαιωµάτων του ∆ηµοσίου επί των ∆ηµοσίων Κτηµάτων, δηµιουργήθηκε το Γνωµοδοτικό Συµβούλιο ∆ηµοσίων Κτηµάτων (ήδη και Ανταλλαξίµου Περιουσίας) του Υπουργείου Οικονοµικών, η αρµοδιότητα του οποίου συνίσταται στην έκδοση γνωµοδοτήσεων επί των εισαγοµένων σε αυτό σύµφωνα µε τον εν λόγω νόµο υποθέσεων, απτόµενων την ύπαρξη ή µη δικαιώµατος κυριότητας ιδιώτη ή του ∆ηµοσίου επί συγκεκριµένου ακινήτου, οι οποίες, όµως, γνωµοδοτήσεις τελούν πάντοτε υπό την έγκριση του Υπουργού Οικονοµικών, δυνάµενου να τις αποδεχθεί ή και να µην τις αποδεχθεί.
Σύµφωνα, ειδικότερα, µε την κείµενη νοµοθεσία (Α.Ν 1538/1939, από 29/9-4/10/1939 β.δ.) περί προστασίας των δηµοσίων κτηµάτων παραπέµπονται, µεταξύ άλλων, στο Γνωµοδοτικό αυτό Συµβούλιο:
- οι αιτήσεις όσων αξιώνουν δικαίωµα κυριότητας ή άλλο εµπράγµατο δικαίωµα επί ακινήτου έναντι του ελληνικού δηµοσίου,
![]() |
του από µέρους των ιδιωτών µε χρησικτησία. Με αυτό ο νοµοθέτης προέβλεψε τη δυνατότητα αναγνωρίσεως της αµφισβητούµενηςκυριότηταςιδιώτηεπίσυγκεκριµένηςεκτάσεωςγης,έναντιαπλώςµειωµένου,ενίοτεµάλιστακαι απλώςσυµβολικούτιµήµατος,επιλογήηοποίαεπικρίθηκεεντόνωςυπότηςτότεθεωρίας,καθώς,ονοµοθέτηςθα
µπορούσε να επιλέξει δια την υπό κρίσιν περίπτωση τον πιο γνώριµο στη νοµοθετική ιστορία της νεότερης Ελλάδος και ευνοϊκότερο δια τα έννοµα συµφέροντα του ∆ηµοσίου, θεσµό της εξαγοράς ή εκποιήσεως, επιλογή η οποία άλλωστε προεκρίθη µε το άρθρο 26 α.ν. 1539/38, άρθρο 1 Ν. 3800/57, άρθρο 4 α.ν. 26/68 και άρθρο 1,4,11 αυτού του ιδίου Ν. 719/77.
Πλην, όµως, ο ίδιος ο νοµοθέτης του άρθρου 19 Ν. 719/77 ΕΞΑΙΡΕΣΕ της εφαρµογής του:
α) Εκτάσεις καλυµµένες µε πευκοδάση, κατεχόµενες προς της 01ης-01-1967, οι οποίες παραµένουν συνεπώς στην κυριότητα του Ελληνικού ∆ηµοσίου.
Μάλιστα, τοποθετώντας ο νοµοθέτης το χρονικό σηµείο της απαιτούµενης κατοχής των αγροτικών εκτάσεων την 01η-01-1967, προδήλως απαιτεί τη συνδροµή κατά το εν λόγω χρονικό σηµείο όλων των θεµελιωτικών του δικαιώµατος κυριότητας των κατόχων προϋποθέσεων, µεταξύ των οποίων περιλαµβάνεται και το ακάλυπτο των εν λόγω εκτάσεων από πευκοδάσος (Βλ. υπ’ αριθµόν 145/78 Γνωµοδότηση τουΝΣΚ)
β) Τους αιγιαλούς και τις παραλίες.
γ) Τις αποψιλωθείσες εξαιτίας προηγούµενων πυρκαϊών εκτάσεις: Ο νοµοθέτης δεν προσδιορίζει περαιτέρω το χρόνο κατά τον οποίο θα πρέπει να έχει λάβει χώρα η αποψίλωση λόγω πυρκαϊάς, αρκεί η εν λόγω αποψίλωση να είναι πρότερη. Η προκειµένη επιλογή του νοµοθέτη µόνο τυχαία δεν µπορεί να χαρακτηριστεί, καθώς ο σκοπός του συνίσταται:
- στον αποκλεισµό της αποκτήσεως ιδιωτικών δικαιωµάτων από µέρους τρίτων κατόχων επί εκτάσεων, οι οποίες οφείλουν τη σηµερινή αγροτική τους µορφή στην παρελθοντική αποψίλωσή τους λόγω πυρκαϊάς και, κατ’ αυτόν τοντρόπο,
- στην οιονεί κύρωση όσων επιβουλεύθηκαν µέχρι τότε το δασικό πλούτο της χώρας λόγω της απληστίας τους και προς ικανοποίηση ατοµικών οικονοµικών συµφερόντων, αποπειρώµενοι, µέσω του καταστρεπτικού για την εθνική οικονοµία και το κοινωνικό σύνολο εµπρησµού, τη δηµιουργία ασκεπών εκτάσεων, οι οποίες και προσφέρονται για ευχερή κατάληψη.
54Βλ. Λ.Ι.Κιτσαρά, Γνωµοδότηση µε θέµα «∆ηµόσια Κτήµατα. Κυκλάδες. Εµβέλεια των κανόνων που εισάγουν καθεστώς προνοµιακής µεταχείρισης των εµπράγµατων αξιώσεων του ∆ηµοσίου µε τη θέσπιση «τεκµηρίων
κυριότητας» υπέρ αυτού. ∆ιαδικασία ενώπιον του Γνωµοδοτικού Συµβουλίου ∆ηµοσίων και Ανταλλαξίµων Κτηµάτων», ό.αν.
- υποθέσεις καταπατήσεως από τρίτους κτηµάτων (δηλ. περιπτώσεις ακινήτων γνωστών στο Υπουργείο Οικονοµίας και Οικονοµικών και στη ∆ιεύθυνση ∆ηµοσίων Κτηµάτων ως δηµόσιων και κατεχόµενων από τρίτους) ή γίνεται καταγγελία για το χαρακτήρα τους από ιδιώτες,οπότετοσυµβούλιογνωµοδοτείµετάαπόπροηγούµενηέρευνα(ειδικήένορκηεξέταση, συλλογή στοιχείων κλπ) α) αν πρέπει να παύσει κάθε ενέργεια, ή β) αν θα προσκληθεί ο κάτοχος να προσκοµίσει τους τίτλους του, οπότε από τη µελέτη των εν λόγω τίτλων και την εν γένει εκτίµησητωνστοιχείωνθακριθείτοδικαίωµαήµητου∆ηµοσίουεπίτουενλόγωακινήτου,
- επί εξαγοράς δηµοσίου κτήµατος από τον κάτοχο ή νοµέα αυτού κατά το άρθρο 26 Α.Ν. 1539/1938, σε περίπτωση αµφισβήτησης του χρόνου ενάρξεως της κατοχής ή νοµής του κτήµατος
∆ιευκρινίζεται, κατ’ αρχάς, ότι οι διαφορές περί την κυριότητα, ως οι εισαγόµενες, εν προκειµένω, για γνωµοδότηση ενώπιον του ως άνω Συµβουλίου, είναι πάντοτε ιδιωτικές διαφορές, και όχι διοικητικές, ακόµη και αν οι επίδικη έριδα αναφύεται στις σχέσεις µεταξύ ιδιώτη και ∆ηµοσίου. Και τούτο διότι η κυριότητα, αποτελεί δικαίωµα (ή έννοµη σχέση) του ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν διεκδικείται από το ∆ηµόσιο ή εάν πράγµατι ανήκει σε αυτό.
Συνεπώς, ως πάντοτε ιδιωτικές, οι διαφορές περί την κυριότητα, κατά τα ανωτέρω, υπάγονται κατ’ άρθρο 94 παρ. 3 Σ στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Τούτο υπαγορεύεται όχι µόνο από τη φύση του δικαιώµατος της κυριότητας ως ιδιωτικού, αλλά και από την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, η οποία εφαρµόζεται ιδιαιτέρως αυστηρά στην περίπτωσητηςδικαστικήςλειτουργίαςκαισύµφωναµετηνοποίαοκοινόςνοµοθέτηςαδυνατεί να αναθέσει σε διοικητικά όργανα την επίλυση των ιδιοκτησιακών διαφορώνµεταξύ
∆ηµοσίου και ιδιωτών, υπό την έννοια της παροχής σε αυτά αποφασιστικής αρµοδιότητας να τέµνουν διαφορές εκδίδοντας δεσµευτικές και εκτελεστές αποφάσεις, γεγονός το οποίο θα αντίκειτο ούτως ή άλλως προς το συνταγµατικά (άρθρο 20 Σ) κατοχυρωµένο δικαίωµα της δικαστικής προστασίας.
α) Οι διαφορές περί την κυριότητα, ακόµη και όταν ένα εκ των εµπλεκοµένων µερών τυγχάνει το ∆ηµόσιο, επιλύονται:
- ΜΟΝΟ από τα δικαστήρια και ΟΧΙ από τη ∆ιοίκηση,
- ΜΟΝΟ από τα πολιτικά δικαστήρια και ΟΧΙ από ταδιοικητικά.
β) Ως εκ τούτου, µία καθαρά διοικητική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας η
∆ιοίκηση εκφέρει άποψη ως προς την ύπαρξη ή µη δικαιώµατος κυριότητας ενός ιδιώτη, ως τυγχάνει εν προκειµένω η διαδικασία ενώπιον του Γνωµοδοτικού Συµβουλίου ∆ηµοσίων Κτηµάτων (Γ.Σ.∆.Κ.) του Α.Ν. 1538/1939, εξ ορισµού ∆ΕΝ δύναται να φέρει το χαρακτήρα επιλύσεως της διαφοράς, παρά µόνο το χαρακτήρα απλής διοικητικής διερευνήσεως του
ζητήµατος αν το ∆ηµόσιο ή τρίτος ιδιώτης έχει την κυριότητα επί τινός ακινήτου. Ουσιαστικά πρόκειται για µία εσωτερική διοικητική διαδικασία, αποσκοπούσα στην εξέταση και αντιπαραβολή των τίτλων κυριότητας του ιδιώτη αφενός και του ∆ηµοσίου αφετέρου, µετά την ολοκλήρωση της οποίας απλώς διαπιστώνεται από τη ∆ιοίκηση η ύπαρξη ή µη τίτλων κυριότητας του ενός ή του άλλου µέρους, µη δηµιουργουµένου κατ’ αυτόν τον τρόπο οιουδήποτε τίτλου. Τέτοιες, αποβλέπουσες στη διευθέτηση αµφισβητήσεων, δραστηριότητες της
∆ιοικήσεως, εκ φύσεως, προϋποθέτουν υφιστάµενους τους τυχόν τίτλους κυριότητας, ∆ΕΝ τους δηµιουργούν επενεργώντας διαπλαστικά επί των ιδιωτικών δικαιωµάτων. Στο πλαίσιο των εν λόγω διαδικασιών η ∆ιοίκηση ∆ΕΝ επιλύει, αλλά, εφόσον «διαπιστώνει» την ύπαρξη κυριότητας του ∆ηµοσίου και, αντιστρόφως, την ανυπαρξία κυριότητας του ιδιώτη, δηµιουργεί διαφορά περί την κυριότητα, την οποία µόνα αρµόδια να επιλύσουν είναι τα πολιτικά δικαστήρια. Πριν την έκδοση δικαστικής αποφάσεως επί της προκυψάσης κατά τον άνω τρόπο διαφοράς ουδεµία δέσµευση δηµιουργείται σε βάρος του ιδιώτη εκ της απλής διοικητικής διαπιστώσεως περί υπάρξεως ή µη δικαιώµατος κυριότητάς του. Η αποτυπούµενη γνώµη του αρµοδίου διοικητικού οργάνου, εν προκειµένω του Γ.Σ.∆.Κ., δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, δεν επάγεται εξωτερικές συνέπειες, δεν εξοπλίζεται µε το τεκµήριο της νοµιµότητας και δεν δύναται να αποτελέσει αντικείµενο διοικητικούκαταναγκασµού.
Έτι περαιτέρω, ειδικότερα επί του Α.Ν. 1538/1939 και της καθιερούµενης από αυτόν διαδικασίας ενώπιον του Γνωµοδοτικού Συµβουλίου ∆ηµοσίων Κτηµάτων λεκτέα τα κάτωθι:
Εκ φύσεως η εν λόγω διαδικασία στερείται αµεροληψίας και αντικειµενικότητας, καθώς η αποφασιστική εν προκειµένω αρµοδιότητα ανήκει στον Υπουργό Οικονοµικών, στη διακριτική ευχέρεια του οποίου εναπόκειται η αποδοχή ή µη µίας ευνοϊκής για τον ιδιώτη Γνωµοδοτήσεως του Συµβουλίου. Ως ενδεικτικό της ελλείψεως αντικειµενικότητας αναφέρουµε:
- αφενός µεν ότι απαραίτητη προϋπόθεση ενδεχόµενης µερικής αποδοχής από τον Υπουργό της Γνωµοδοτήσεως αποτελεί η µερική αποδοχή να αποβαίνει επ’ ωφελείατου
∆ηµοσίου,
- αφετέρου δε ότι αποκλείεται η τροποποίηση από τον Υπουργό της Γνωµοδοτήσεως στο βαθµό που η εν λόγω τροποποίηση θα καθιστούσε δυσµενέστερη τη θέση του∆ηµοσίου.
Άλλωστε και το γνωµοδοτούν Συµβούλιο ∆ΕΝ συνιστά όργανο επιφορτισµένο µε οιονεί δικαστικής αρµοδιότητας, οπότε και θα όφειλε να τηρεί ίσες αποστάσεις από τα διάδικα µέρη (ιδιώτη, ∆ηµόσιο).
Η ως άνω έλλειψη αντικειµενικότητας και αµεροληψίας ∆ΕΝ δηµιουργεί επιφυλάξεις συνταγµατικής φύσεως, καθώς, ως προελέχθη, η εν λόγω διαδικασία, ως καθαρά εσωτερική, δεν παράγει εξωτερικές έννοµες συνέπειες55.
∆εδοµένων, λοιπόν:
- τόσο της ελλιπούς δηµοσιοποιήσεως της διαδικασίας προς τονιδιώτη,
- όσο και των προεκτεθεισών δεσµεύσεων του αποφασίζοντος Υπουργού υπέρτου
∆ηµοσίου,
καθίσταται σαφές ότι η καταληκτική της όλης διαδικασίας Απόφαση του Υπουργού, ιδίως όταν αυτή είναι αρνητική για τον ιδιώτη, συνιστά µονοµερή διοικητική πράξη, µη παράγουσα οποιεσδήποτε αρνητικές για τον ιδιώτη έννοµες συνέπειες, µη παράγουσα τεκµήριο νοµιµότητας του ∆ηµοσίου και, ως εκ τούτου, µη δυνάµενη να εκτελεστεί αναγκαστικώς εναντίον του, δηµιουργεί απλώς «διαφορά» περί την κυριότητα, η επίλυση της οποίας ανήκει στην αποκλειστική αρµοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων56.
Σύµφωνα µε το άρθρο 22 του α.ν. 1539/38:
«1. Οσάκις µεταξύ των οργάνων του ∆ηµοσίου και ιδιώτου αµφισβητείται η διακατοχή58επίωρισµένουκτήµατος,ζητείταιηπροσωρινήπαράτουΕισαγγελέωςΠρωτοδικώνρύθµισιςπαρά
µεν του ιδιώτου δι’ αιτήσεως, παρά δε των οργάνων του ∆ηµοσίου δι’ απλού εγγράφου.»
![]() |
55 Τα παραπάνω δικαιολογούν άλλωστε και την πρόβλεψη στο άρθρο 11 παρ. 5 α.ν. 1538/1939 ότι µόνο η περίληψη της Γνωµοδοτήσεως και Αποφάσεως του Υπουργού κοινοποιούνται στον ενδιαφερόµενο ιδιώτη. Ως απεφάνθη,
µάλιστα, το Νοµικό Συµβούλιο του Κράτους (υπ’ αριθµόν 969/1954 Γνωµοδότηση, ΝοΒ 6, σελ. 1028) οι Γνωµοδοτήσεις του Συµβουλίου δεν είναι ανακοινώσιµες στον ιδιώτη πριν γίνουν αποδεκτές από τον Υπουργό Οικονοµικών, διότι συνιστούν έγγραφα εµπιστευτικά της ∆ιοικήσεως, µη συνταχθέντα προς το συµφέρον του ιδιώτη, ενώ ακόµη και µετά την έγκρισή τους από τον Υπουργό ανακοινώνεται στον ιδιώτη µόνο το διατακτικό τους, ενώ το υπόλοιπο, ιδίως το περιέχον την εισήγηση τµήµα τους παραµένει εµπιστευτικό της ∆ιοικήσεως έγγραφο.
56 Στην περίπτωση πάντως µίας θετικής για τον ιδιώτη Γνωµοδοτήσεως, η οποία επικυρώνεται και µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών, δύναται να ειπωθεί ότι η εν λόγω Απόφαση δεν στερείται οιασδήποτε έννοµης συνέπειας,
αλλά αντιθέτως αναδύεται από αυτήν ένα είδος «οιονεί διοικητικού δεδικασµένου», το οποίο απαγορεύει την επανεξέταση της υποθέσεως σε διοικητικό επίπεδο και το οποίο µόνο δικαστικώς δύναται πλέον να ανατραπεί. Η εν λόγω άποψη επικυρώνεται από το άρθρο 12 του α.ν. 1538/1939, το οποίο προβλέπει την «εκτέλεση» µίας θετικής για τον ιδιώτη Γνωµοδοτήσεως του Γ.Σ.∆.Κ. και της επικυρωτικής αυτής Αποφάσεως του Υπουργού Οικονοµικών, ενώ αντιθέτως, αντίστοιχη διάταξη για την «εκτέλεση» µίας αρνητικής για τον ιδιώτη Αποφάσεως του Υπουργού ουδόλως ανευρίσκεται στον α.ν. 1538/1939, καθώς κάτι τέτοιο θα προσέκρουε στα προεκτεθέντα συνταγµατικά εµπόδια. Συνεπώς, η Απόφαση του Υπουργού µε την οποία «διαπιστώνεται» η κυριότητα του ∆ηµοσίου επί τινός ακινήτου, ∆ΕΝ εκτελείται σε βάρος του ιδιώτη, πριν την έκδοση επικυρωτικής αυτής δικαστικής αποφάσεως.
57 Αναστασίου Ι. Τάχου, Κτήση Κυριότητας επί ∆ηµοσίων Κτηµάτων και Προστασία της Βιοµηχανίας και Βιοτεχνίας (ερµηνεία του αρ. 4, Ν. 3127/2003, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2006, σελ.37
58 Είναι δε χαρακτηριστική η, διατυπωθείσα εις την υπ’ αριθµόν 1/1986 Απόφαση του Εισαγγελέως Πρωτοδικών
Πειραιώς (ΝοΒ 1986, σελ. 704), εισαγγελική σκέψη σύµφωνα µε την οποία προϋπόθεση εφαρµογής του άρθρου 22 παρ. 1 του Α.Ν. 1539/1938 «…είναι και η µεταξύ του ∆ηµοσίου και ιδιώτη ύπαρξη διαφοράς που ανάγεται στην αµφισβήτηση της διακατοχής, δηλ. της νοµής επί ακινήτου………. Ο όρος “αµφισβήτηση” … είναι φανερό ότι υποδηλώνει προσβολή της νοµής του επιδίκου, …». Γενικώς, η Εισαγγελική επέµβαση ή ορθότερα παρέµβαση
Λόγω του προαναφερθέντος πλάσµατος νοµής επί των δηµοσίων κτηµάτων υπέρ του
∆ηµοσίου, η εν λόγω διάταξη συνιστά µία εκ των περιορισµένων περιπτώσεων αναγνωρίσεως στους κατόχους δηµοσίων κτηµάτων ενός είδους προστατευοµένης κατοχής, η οποία ενδέχεται να θεµελιώσει δικαίωµα νοµής και συνεπώς κυριότητας.
Η εν λόγω αρµοδιότητα του Εισαγγελέα Πρωτοδικών συνιστά ένα είδος αστυνοµικού
µέτρου, και, ως εκ τούτου, δεν συνεπάγεται την επιδίκαση ιδιωτικού δικαιώµατος. Όµως ο Εισαγγελέας επιλαµβάνεται της άρσεως της αµφισβήτησης ως «όργανον εντεταλµένον εις την δικαστικήν εξουσίαν και ουχί εις την διοικητικήν εξουσίαν» (ΑΕ∆ 2/1977). Συνεπώς, η Εισαγγελική Απόφαση υπέρ του ιδιώτη δηµιουργεί πεποίθηση ή αλλιώς δικαιολογηµένη εµπιστοσύνη σε αυτόν για τη νοµιµότητα της υπ’ αυτού ασκούµενης κατοχής επί του ακινήτου. Και αυτό διότι η καλή πίστη ή αλλιώς η συνταγµατική αρχή της εµπιστοσύνης πρέπει να διέπει τη συµπεριφορά όχι µόνο των πολιτών, αλλά και της ∆ιοικήσεως, καθώς το Κράτος αποτελεί ενιαίο Νοµικό Πρόσωπο ∆ηµοσίου ∆ικαίου.
Τέλος, αξίζει να µνηµονευθεί το άρθρο 26 παρ. 1 του α.ν. 1539/38, ως αντικαταστάθηκε
µε το άρθρο 1 του Ν. 3800/1957), σύµφωνα µε το οποίο:
«1. Πας νοµεύς ή κάτοχος δηµοσίου κτήµατος,…, είτε έχων τίτλον είτε στερούµενος τοιούτου,…,δύναται,…,όπως εντός ανατρεπτικής προθεσµίας … (η οποία έχει παραταθεί µε
µεταγενέστερους νόµους) … ζητήση παρά του ∆ηµοσίου την εξαγοράν … κατά τον προσδιορισµόν της αξίας του κτήµατος αγροτικού ή αστικού εκπίπτεται η γενοµένη υπό του κατόχου αξιοποίησις αυτού …»
Πρόκειται για άλλη µία εξαιρετική περίπτωση αναγνωρίσεως στον ιδιώτη κάτοχο δηµοσίου κτήµατος ενός είδους προστατευµένης κατοχής, η οποία θα πρέπει να ιδωθεί στο πλαίσιο µίας σειράς διατάξεων, σχετιζόµενων σε σηµαντικό βαθµό µε την προστασία της βιοµηχανίας και της βιοτεχνίας59και, συνεπώς, µε την προστασία και ενίσχυση της εθνικής
![]() |
αφορά και την άρση της αµφιβολίας «περί του δικαιούχου εις κατοχήν», ιδίως όταν η κατοχή στηρίζεται σε πράξη
∆ηµόσιας Αρχής (ΕιρΠειρ 204/1985 ΝοΒ 1985, σελ. 847).
59 Βλ. Αναστασίου Ι. Τάχου, ό.αν., σελ. 37-43: Η έννοια της βιοτεχνίας, στην προστασία της οποίας πρωτίστως αποβλέπουν οι ως άνω διατάξεις, οριοθετήθηκε στο άρθρο 2 του µεταγενέστερου Ν. 2516/1997, το οποίο απλώς επανέλαβε – υιοθέτησε την πάγια άποψη της µέχρι τούδε αποκρυσταλλωθείσης νοµολογίας. Ειδικότερα, στο εν λόγω άρθρο ορίζεται ότι η βιοτεχνία, ως επιχείρηση, αποτελεί «τεχνοοικονοµική µονάδα», όπου:
- ως «µονάδα» νοείται ένα ενιαίο σύνολοδραστηριοτήτων,
- ως«τεχνοοικονοµικού»χαρακτήραηενλόγωµονάδαθααποτελείένανσυνδυασµόαπόένατµήµα
(δραστηριότητα) «τεχνικό» και ένα τµήµα (δραστηριότητα) «οικονοµικό»,
- η εν λόγω ενότητα (µονάδα) είναι αδιάσπαστη και αναγκαία, καθώς το οικονοµικό προϋποθέτει το τεχνικό για την παραγωγή των προϊόντων και το τεχνικό απαιτεί το οικονοµικό για τη διάθεση των παραχθέντωνπροϊόντων,
οικονοµίας, και, συγκεκριµένα, του άρθρου 96 του Π.∆. 11/12-11-1929 «Περί διοικήσεως δηµοσίων κτηµάτων» 60, του άρθρου 10 παρ. 2 Ν.∆. 2176/1952 «Περί προστασίας της βιοµηχανίας κ.λ.π.»61, του Ν. 357/1976 «Περί επιταχύνσεως της ρευστοποιήσεως και εκκαθαρίσεως της ανταλλαξίµου περιουσίας»62και του άρθρου 4 Α.Ν. 263/196863.
Όλες οι ανωτέρω διατάξεις, ιδίως στο βαθµό που αποβλέπουν στην προστασία της βιοµηχανίας και της βιοτεχνίας, ενεργοποιούν τη συνταγµατική πρόβλεψη για την «οικονοµική ανάπτυξη όλων των τοµέων της εθνικής οικονοµίας» και «για την προώθηση της περιφερειακής ανάπτυξης» (άρθρο 106 παρ. 1 Συντ), δηλαδή παραγόντων αναγοµένων στο γενικότερο εθνικό και δηµόσιο συµφέρον. Εξάλλου οι διατάξεις αυτές, αφενός µεν δεν αντίκεινται η µία προς την άλλη, αφετέρου δε συµπληρώνονται και συν-εφαρµόζονται µε εκείνες τις διατάξεις που αφορούν τη διοίκηση των δηµοσίων κτηµάτων, εφόσον βέβαια δεν αντίκεινται προς τις διατάξεις που αφορούν τη διαχείριση των ανταλλάξιµων κτηµάτων64, συνιστούν δε ειδικές διατάξεις, θεσπισθείσες για τον ειδικό σκοπό της προστασίας της αντίστοιχης (βιοµηχανικής ή βιοτεχνικής) επιχείρησης υπό την έννοια της περιουσίας, το κυριότερο στοιχείο της οποίας, εκ των πραγµάτων, αποτελεί το δικαίωµα νοµής (κατοχής) του ακινήτου που είναι αναγκαίο γιατην «τεχνοοικονοµική µονάδα» της βιοµηχανίας ή τηςβιοτεχνίας65.
![]() |
- η βιοτεχνία, ως επιχείρηση, είναι ενιαία και αδιαίρετη λειτουργικά: Αυτή ακριβώς η λειτουργική µονάδα προστατεύεται υπό του νόµου, ενώ τυχόν διαχωρισµός της συνεπάγεται την αναίρεση του σκοπού της ειδικής προστασίας.
60 «Προς ίδρυσιν, λειτουργίαν ή αξιόλογον επέκτασιν υφισταµένων βιοµηχανιών ή βιοτεχνιών επιτρέπεται…η απ’ ευθείας και άνευ δηµοπρασίας εκποίησις γηπέδων της ∆∆Κ…»
61 σύµφωνα µε το οποίο «Επιτρέπεται η απ’ ευθείας και άνευ δηµοπρασίας εκποίησις, κατά τας ισχύουσας περί
διοικήσεως δηµοσίων κτηµάτων διατάξεις, ακινήτων ή γηπέδων αποτελούντω ανταλλάξιµον περιουσία, εφ’ ων στεγάζονται ή είναι εγκατεστηµέναι βιοµηχανίαι ή βιοτεχνίαι» ενώ «Πάσα γενική ή ειδική διάταξις αντικείµενη εις τα διατάξεις του παρόντος Ν∆ καταργείται» (άρθρο 16 παρ. 2)
62 - «Οι κατέχοντες αστικά ανταλλάξιµα κτήµατα εφ’ ων ανεγείρονται κτίσµατα µονίµου ή προχείρου µορφής
χρησιµοποιούµενα παρ’ αυτών δι’ οικογενειακήν ή επαγγελµατικήν στέγασιν, δικαιούνται να εξαγοράσουν ταύτα αντί τιµήµατος ίσου … της κατά τον χρόνον της εκποιήσεως αξίας του εδάφους αυτών» (άρθρο 2 παρ. 1 εδ. α΄),
- «Εις την εξαγοράν των κατά την προηγουµένην παρ’αγραφον αστικών ανταλλαξίµων κτηµάτων, δικαιούνται και οι κάτοχοι των επ’ ων κτισµάτων, εφόσον διαδέχθησαν εις την κατοχήν των κτισµάτων των τους ανεγείραντες ταύτα» (άρθρο 2 παρ.2),
- «Πάσα γενική ή ειδική διάταξις της κείµενης περί διοικήσεως και διαχειρίσεως της ανταλλαξίµου περιουσίας νοµοθεσία αντίθετος προς τα διατάξεις του παρόντος καταργείται» (άρθρο 15 παρ.1).
63 «1. Πας νοµεύς ή κάτοχος δηµοσίου κτήµατος,…, είτε έχων τίτλον είτε στερούµενος τοιούτου, δικαιούται όπως αιτήσηται … την εξαγοράν …, εφ’ όσον: …….»
64Η προκειµένη συµπληρωµατική εφαρµογή, ερειδοµένη επί ρητής νοµοθετικής παραποµπής ή επί της εν γένει ερµηνείας της νοµοθεσίας περί δηµοσίων κτηµάτων, δικαιολογείται λόγω του κοινότητας του σκοπού τους, τούτου
συνισταµένου στην προστασία και τη διαχείριση, υπό την έννοια της αξιοποιήσεως, τόσο των ανταλλάξιµων όσο και των δηµοσίων κτηµάτων, δεδοµένου, άλλωστε, ότι και τα ανταλλάξιµα κτήµατα είναι δηµόσια, γεγονός το οποίο εγένετο δεκτό δυνάµει της υπ’ αριθµόν 207/23-3-1993 Γνωµοδοτήσεως του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους.
65 Όλως ενδεικτικώς, η νοµολογία απεφάνθη εν προκειµένω:
α) Η άνευ δηµοπρασίας παραχώρηση (πώληση) κτήµατος του ∆ηµοσίου για την ανέγερση και λειτουργία βιοτεχνίας, σύµφωνα µε το Π.∆. 11/12-11-1929 και το Ν.∆. 2176/1952, προβλέφθηκε νοµοθετικώς ακριβώς διότι από αυτήν «εξυπηρετείται η εν γένει εθνική οικονοµία» (ΑΠ 405/1980 ΝοΒ 1980, σελ. 1760).
β) Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 96 Ν.∆. 11/12-11-1929 περί εκποιήσεως απ’ ευθείας και χωρίς δηµοπρασία δηµοσίου κτήµατος για την ίδρυση, λειτουργία ή επέκταση βιοµηχανιών και βιοτεχνιών, η οποία αφορά την εξυπηρέτηση του δηµοσίου συµφέροντος, συνισταµένου στην ίδρυση, τη λειτουργία και την αξιόλογη επέκτασηυπαρχουσώνβιοµηχανιώνήβιοτεχνιών,ήστηνπαραχώρησηδηµοσίουκτήµατοςπροςίδρυσηή
ΙΙ. Β. Το πεδίο εφαρµογής του Α.Ν. 1539/1938: Το απαράγραπτο των δικαιωµάτων του
Όλες οι προεκτεθείσες διατάξεις του Α.Ν. 1539/1938 εισάγουν το απαράγραπτο των δικαιωµάτων µόνο του Ελληνικού ∆ηµοσίου εν στενή εννοία και το ανεπίδεκτο νοµής και, συνεπώς, το ανεπίδεκτο της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας των ανηκόντων στην κυριότητά του ακινήτων από ιδιώτη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όµως, καταλείπονταν αρύθµιστες δύο ευρύτατες και σηµαντικότατες κατηγορίες ακινήτων του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα, και συγκεκριµένα τα ακίνητα των Οργανισµών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και τα ακίνητατων εκκλησιαστικά Νοµικών Προσώπων ∆ηµοσίου ∆ικαίου, για τις οποίες κατηγορίες προβλέφθηκαν εν συνεχεία ταεξής:
Η προστασία των ακινήτων των ∆ήµων και Κοινοτήτων θεσπίστηκε µε το άρθρο 1 παρ. 1, 2 του Ν.∆./τος 31/1968, όπως αυτό τροποποιήθηκε µε το άρθρο 62 Ν. 1416/1984 και το άρθρο 1 παρ. 11 Ν. 2307/1995, µε το οποίο προβλέφθηκεότι:
«1. Ως προς τα κτήµατα των δήµων και κοινοτήτων εφαρµόζεται η νοµοθεσία που ισχύει εκάστοτε για την προστασία της ακίνητης περιουσίας του ∆ηµοσίου εκτός από τα άρθρα 8 έως 20 του α.ν. 1539/1938 (ΦΕΚ 488Α΄).
2.Όπουστιςδιατάξεςαυτέςαναφέρεται:α)∆ηµόσιο,β)διεύθυνσηδηµοσίωνκτηµάτων,γ) υπουργός ή Υπουργείο Οικονοµικών, δ) οικονοµικός έφορος ή οικονοµικός υπαλληλος, ε) πρόεδρος νοµικού συµβουλίου, νοείται αντίστοιχα: α) οργανισµός τοπικής αυτοδιοίκησης, β) οικονοµική υπηρεσία του οργανισµού τοπικής αυτοδιοίκησης, γ) δήµος ή κοινότητα, δ) δήµαρχος ήπρόεδροςκοινότητας,ε)νόµιµοςεκπρόσωποςτωνοργανισµώντοπικήςαυτοδιοίκησης».
Συνεπώς, η χρησικτησία επί ακινήτων των Ο.Τ.Α. είναι αντιτάξιµη έναντι αυτών αν έχει συµπληρωθεί έως την 02α-12-1968, ηµέρα θέσεως σε ισχύ του Ν.∆./τος 31/1968 (και όχι έως την 11η-09-1915, ως ισχύει για τα ακίνητα του ∆ηµοσίου): Από το χρονικό αυτό σηµείο και εφεξής,ταακίνητατων∆ήµωνκαιΚοινοτήτωναφενόςµενεξαιρούνταιτηςτακτικήςή
![]() |
επέκταση βιοµηχανίας ή βιοτεχνίας, … δεν εµποδίζεται από αυτή ο νοµοθέτης, όπως, στη µέριµνά του για την προστασία του δηµοσίου συµφέροντος, επιτρέψει την παραχώρηση δηµοσίων κτηµάτων προς ίδρυση ή επέκταση βιοµηχανίας ή βιοτεχνίας, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση της εκπληρώσεως του σκοπού, για τον οποίο έγινε η παραχώρηση, εντός ευλόγου πάντοτε χρόνου (ΑΠ 1609/1986, ΕΕΝ 1987, σελ. 602).
66 Σηµαντική κατηγορία των ακινήτων αυτών αποτελούν οι προβλεπόµενες στο άρθρο 1 Ν. 2079/1920 γαίες, οι οποίες είχαν προορισθεί για κοινή χρήση των κατοίκων (κυρίως ως βοσκότοποι) και οι οποίες από την ισχύ του εν
λόγω νόµου περιήλθαν στην κυριότητα των ∆ήµων και των Κοινοτήτων των νέων χωρών. Με τη ρύθµιση αυτή έπαυσε οποιοδήποτε δικαίωµα του ∆ηµοσίου πάνω στα εν λόγω ακίνητα, τα οποία, ως περιελθόντα στους ∆ήµους και τις Κοινότητες, συνιστούν εγγραπτέα δικαιώµατα των τελευταίων, οι οποίοι και έχουν ως προς αυτά υποχρέωση υποβολής δηλώσεως του Ν. 2308/1995. Τούτο δε διότι σύµφωνα µε το Ν. 2308/1995 ΜΟΝΟ το ∆ηµόσιο εν στενή εννοία έχει δικαίωµακαι όχιυποχρέωση υποβολής δηλώσεως ως προς τα ανήκοντα σε αυτό ακίνητα. Αντιθέτως, οι Ο.Τ.Α. και τα Ν.Π.∆.∆., τα οποία και συνιστούν το ∆ηµόσιο εν ευρεία εννοία, υποχρεούνται να δηλώσουν τα ακίνητα ιδιοκτησίας τους, ειδάλλως υφίστανται τις δυσµενείς συνέπειες του νόµου
έκτακτης χρησικτησίας, αφετέρου δε καλύπτονται από το εκάστοτε ισχύον νοµοθετικό πλαίσιο περί προστασίας της ακίνητης περιουσίας του Ελληνικού ∆ηµοσίου.
Είναι εµφανές ότι επιδεκτικά χρησικτησίας έως την 02α-12-1968 ήταν µόνο τα ανήκοντα στην ιδιωτική περιουσία των δήµων και κοινοτήτων ακίνητα, ενώ, αντιθέτως, διαφορετική ήταν η αντιµετώπιση των πραγµάτων - ακινήτων, των «προορισµένων για την εξυπηρέτηση δηµοτικών και κοινοτικών σκοπών», τα οποία είναι κατ’ άρθρο 968 Α.Κ. εκτόςσυναλλαγής και επιπρόσθετα, κατά το συνδυαστικώς εφαρµοζόµενο άρθρο 1054 Α.Κ., ανεπίδεκταχρησικτησίας, ενώ παρόµοια ήταν και η αντιµετώπιση των εκτός συναλλαγής πραγµάτων και υπό το προϊσχύσαν δίκαιο.
Σύµφωνα µε το άρθρο 62 παρ. 2 του Ν. 590/1977 «περί του Κατασταστικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος» ∆ΕΝ υπόκεινται σε χρησικτησία ακίνητα, τα οποία ανήκουν σε εκκλησιαστικά νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου. Τέτοια νοµικά πρόσωπα, σύµφωνα µε το άρθρο 1 παρ. 4 του ίδιου νόµου, η Εκκλησία της Ελλάδος, οι Μητροπόλεις, οι Ενορίες και οι Ενοριακοί Ναοί, οι Μονές, η Αποστολική ∆ιακονία, ο Οργανισµός ∆ιοικήσεως Εκκλησιαστικής περιουσίας (Ο.∆.Ε.Π.), το Ταµείο Ασφαλίσεως Κλήρου Ελλάδος (Τ.Α.Κ.Ε.) και το ∆ιορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας και, συνεπώς, τα ακίνητα όλων των ανωτέρω εκκλησιαστικών νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου, από τη θέση σε ισχύ του ανωτέρω νόµου, εξαιρούνταιτης χρησικτησίας.
Ειδικά, όµως, τα µοναστηριακά ακίνητα εµπίπτουν στη ρύθµιση του άρθρου 21 Ν.∆./τος της 22-04/15-05-1926 «περί διοικητική αποβολής από των κτηµάτων της Αεροπορικής Αµύνης» και άρα, κατά τα προεκτεθέντα, εξαιρούνται της χρησικτησίας από την 12η-09-1915 και εφεξής. Εποµένως, για να είναι αντιτάξιµη η έκτακτη χρησικτησία των εν λόγω ακινήτων έναντι των κυρίων τους Ι. Μονών, θα πρέπει αυτή να είναι συµπληρωµένη έως την 11η-09-1915 (συνεπεία των προαναφερθέντων ∆/των περί ∆ικαιοστασίου). Σηµειώνεται, πάντως, ότι µέχρι τη θέσπιση του Ν. ΓΧΞ/1910, ο οποίος αδιακρίτως πλέον, ήτοι και για τις ιερές µονές, προέβλεψε τριακονταετή (30ετή) χρόνο παραγραφής, τα µοναστηριακά ακίνητα υπόκειντο στη σαρακονταετή (40ετή) παραγραφή του Ρωµαϊκού∆ικαίου.
Και εδώ, όµως, θα πρέπει να διακριθούν, από τα ανωτέρω, επιδεκτικά, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, χρησικτησίας ακίνητα των εκκλησιαστικών Ν.Π.∆.∆. και των Ιερών Μονών, εκείνα τα πράγµατα - ακίνητα, τα προορισµένα για την εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών, όπως λ.χ. οι ναοί και γενικότερα τα αφιερωµένα στη δηµόσια λατρεία πράγµατα, τα νεκροταφεία κλπ, τα οποία είναι εκτός συναλλαγής, κατ’ άρθρο 966 Α.Κ. και, εποµένως, κατ’ άρθρο 1054 Α.Κ., ούτως ή άλλως, ανεπίδεκτα τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας και τα οποία και υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, ήταν επίσης ανεπίδεκτα χρησικτησίας.
Τέλος, ως είναι αυτονόητο, ιδιοκτησίες που δηλώνονται ως εκκλησιαστική περιουσία και για τις οποίες ∆ΕΝ υπάρχουν τίτλοι (π.χ. δωρεές πιστών χωρίς τίτλους), δεν θεωρούνται εκκλησιαστικήπεριουσία,απολαµβάνουσατωνανωτέρωπρονοµίων(ανεπίδεκτοχρησικτησίας), εκτός αν συµπληρώθηκε ήδη εικοσαετία από την παράδοση της νοµής τους, οπότε και επήλθε απόκτηση κυριότητας µεχρησικτησία.
1) Αναγνωρίζεται πλασµατικώς, βάσει νόµου, αµάχητο τεκµήριο νοµής υπέρ του
∆ηµοσίου. Το εν λόγω τεκµήριο, ως µη αντικείµενο, αλλά και µη προβλεπόµενο από το Σύνταγµα, εναπόκειται στο νόµο να το καθιερώσει, να το τροποποιήσει ή να το καταργήσει.
3) ∆ΕΝ αναγνωρίζεται δικαίωµα νοµής των δηµοσίων κτηµάτων υπέρ των ιδιωτών, και, ως εκ τούτου, δικαίωµά τους προς θεµελίωση δικαιώµατος κυριότητας βάσει της νοµής,δηλαδή
∆ΕΝ αναγνωρίζεται δυνατότητα κτήσεως της κυριότητας δηµοσίων κτηµάτων µε χρησικτησία, τακτική ή έκτακτη.
4) Εν τούτοις, αναγνωρίζεται υπέρ των ιδιωτών ένα είδος ανοχής της κατοχής δηµοσίου κτήµατος, το οποίο ενδέχετο να θεµελιώσει δικαίωµα νοµής και συνεπώς κυριότητας κυρίως στις εξήςπεριπτώσεις:
α) Στην περίπτωση της Εισαγγελικής Παρεµβάσεως επί διαφοράς µεταξύ ∆ηµοσίου – ιδιώτη, προς άρση της αµφιβολίας «περί του δικαιούχου εις κατοχήν» ορισµένου κτήµατος, ιδίως µάλιστα όταν η κατοχή στηρίζεται σε πράξη δηµόσιας Αρχής. Η προκειµένη εισαγγελική Απόφαση, καίτοι δεν συνιστά δικαιοδοτική απόφαση και, συνεπώς, δεν επιδικάζει ιδιωτικό δικαίωµα, εν τούτοις, εφόσον αποφανθεί υπέρ του ιδιώτη, δηµιουργεί σε αυτόν την πεποίθηση ή αλλιώς τη δικαιολογηµένη εµπιστοσύνη για τη νοµιµότητα της ασκούµενης υπ’ αυτού επί του ακινήτου κατοχής67.
β) Ειδικώς όταν προβλέπεται από το νόµο η δυνατότητα νόµιµης χρήσης δηµοσίου κτήµατος ή εξαγοράς του, η κατοχή από µέρους του ιδιώτη αποτελεί αναγνώριση προϋπόθεσης γιατηνκτήσητουδικαιώµατοςτηςκυριότητας,ιδίωςότανηαρµόδια∆ηµόσιαΑρχήέχειδεχθεί, κατ’ αρχήν, τη σχετική αίτηση, οπότε και υπάγεται στην έννοια της προστατευόµενης κατοχής του άρθρου 997 του ΑστικούΚώδικα68.
![]() |
67 Ειδικώς, για το αγροτικό κτήµα το οποίο καλλιεργείται από ιδιώτη (άρθρο 2 παρ. 2 β΄ Α.Ν. 1539/38) θεωρείται ότι ο τελευταίος ασκεί «νοµή» επ’ αυτού. Η εν λόγω δε νοµή εξοµοιώνεται µε την κατοχή υπό την έννοια του Αστικού Κώδικα και τυγχάνει, ως εκ τούτου, προστατευτέα από τις σχετικές διατάξεις (ΑΚ 997 επ) (ΑΠ 462/1990, ΕΕΝ 1991, σελ. 78) – Βλ. Αναστασίου Ι. Τάχου, ό. αν., σελ. 36-37
68- ∆υνάµει της υπ’ αριθµόν 821/1995 αποφάσεως του Αρείου Πάγου (Ελλ∆ικ 1997, σελ. 617) εκρίθη ότι ο ιδιώτης
και αυθαίρετος κάτοχος δηµοσίου κτήµατος, ο οποίος υπέβαλε αίτηση εξαγοράς του κτήµατος, για επαγγελµατικούς σκοπούς, σύµφωνα µε τις νόµιµες προϋποθέσεις, «… έχει και αναγνωριζόµενη απ’ το νόµο κατοχή επίτουπράγµατος…»,διότι«…επίδικαιώµατοςεξαγοράςδηµοσίουκτήµατος…»,ηελλείπουσακατ’άρθρο
ΙΙI. Α. Μεσολαβήσασα µεταβολή των κοινωνικών, πολιτικών, οικονοµικών και νοµικών συνθηκών
Είναι προφανές εκ των ανωτέρω ότι η νοµοθεσία για το ανεπίδεκτο της νοµής ιδιώτη επί δηµοσίων κτηµάτων και το απαράγραπτο των δικαιωµάτων του ∆ηµοσίου καθιερώθηκε υπό εντελώς διαφορετικές κοινωνικές, πολιτικές, οικονοµικές και εν τέλει νοµικές συνθήκες σε σχέση µε τη σηµερινή εποχή.
Έκτοτε έχουν µεσολαβήσει γεγονότα και έχουν δηµιουργηθεί καταστάσεις, οι οποίες ήταν αδύνατον να αγνοηθούν από τον νοµοθέτη: Συγκεκριµένα, η αναµφισβήτητη πραγµατικότητα ότι η ∆ιοίκηση (∆ηµόσιο), καίτοι αγνοεί στις περισσότερες των περιπτώσεων ποιά επακριβώς ακίνητα της ανήκουν, προβαίνει στην έκδοση ∆ιοικητικών Πράξεων, µε τις οποίες εντάσσει ευρύτερες περιοχές στο σχέδιο πόλης, χωρίς να µεριµνά προηγουµένως για τη προστασία όποιων δικαιωµάτων της, θεωρώντας δεδοµένο ότι ουδέποτε θα απωλέσει τα εµπράγµατα δικαιώµατά της, ακριβώς λόγω του προεκτεθέντος απαραγράπτου αυτών, δεν είναι δυνατόν να αποβαίνει σε βάρος των πολιτών, οι οποίοι επιδεικνύοντας εύλογη και δικαιολογηµένη εµπιστοσύνη στο φαινόµενο δικαίου που η ίδια η ∆ιοίκηση αυτοβούλως δηµιούργησε, προέβησαν σε σχετικές συναλλαγές (αγοραπωλησίες κλπ) επί τω εν λόγω ακινήτων.
Άλλωστε, η ανάγκη απάµβλυνσης του κανόνα του απαράγραπτου των δικαιωµάτων του
∆ηµοσίου είχε ήδη διαγνωσθεί και κατ’ έµµεσο τρόπο επιχειρηθεί και από τη νοµολογία, η οποία ως διέξοδο από το ανωτέρω πρόβληµα είχε εφαρµόσει και σε βάρος του ∆ηµοσίου τον κανόνα του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα περί καταχρηστικής ασκήσεως των έστω µη υποκείµενων σε οποιαδήποτε παραγραφή δικαιωµάτωντου69.
![]() |
995ΑΚ προϋπόθεση της απόκτησης της κατοχής από νοµέα αναπληρώνεται από τις νοµοθετικές ρυθµίσεις των άρθρων 4 α.ν. 263/1968, 2 Ν.∆. 1154/1972, 1 παρ. 1 Ν. 719/1977, σύµφωνα µε τις οποίες αναγνωρίζεται ως προστατευοµένη και η αυθαίρετη κατοχή δηµοσίου κτήµατος έναντι τρίτων.
- ∆υνάµει της υπ’ αριθµόν 1351/1970 αποφάσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών (ΝοΒ 1972, σελ. 343) εκρίθη ότι εφόσονοιδιώτης«…ευρίσκετοαπόπολλώνετώνεντηκατοχήτουεπιδίκουακινήτου(του∆ηµοσίου)»καιτο
∆ικαστήριο, «εµµέσως πλην σαφώς δεχθέν έλλειψιν αναµφισβητήτου κατοχής του ∆ηµοσίου …», ακύρωσε, και δη ορθώς, το σχετικό Πρωτόκολλο ∆ιοικητικής Αποβολής.
69 Ενδεικτική είναι η υπ’ αριθµόν 644/2000 Γνωµοδότηση του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους, ό.αν., το όποιο έκρινε ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 12 Ν. 1337/1983 το ∆ηµόσιο οφείλει να συµµετάσχει και να υποβάλει δήλωση ιδιοκτησίας, ειδάλλως θα απωλέσει νοµίµως την περιουσία του, χωρίς να δύναται να επικαλεστεί το απαράγραπτο των δικαιωµάτων του. Στο συµπέρασµα αυτό, δηλ. στην υποχρέωση υποβολής ιδιοκτησίας όλων των ιδιοκτητών, φυσικών ή νοµικών προσώπων ιδιωτικού ή δηµοσίου δικαίου, ΜΗ εξαιρουµένου του ∆ηµοσίου,
Στο πλαίσιο της ως άνω προβληµατικής δροµολογήθηκε η σύνταξη ενός νέου θεσµού δηµοσιότητας των εµπραγµάτων δικαιωµάτων επί των ακινήτων, του Εθνικού Κτηµατολογίου, εισαχθέντος στη χώρα µας δυνάµει:
- του Ν. 1647/1986, µε τον οποίο δηµιουργήθηκε ο φορέας για τη σύνταξή του, δηλαδή ο Οργανισµός Κτηµατολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος(Ο.Κ.Χ.Ε.),
- του Ν. 2308/1995 περί της «Κτηµατογραφήσεως για τη δηµιουργία Εθνικού Κτηµατολογίου, ∆ιαδικασίας έως τις πρώτες εγγραφές στα Κτηµατολογικά βιβλία και άλλων διατάξεων»και
- των Ν. 2508/1997 και 2664/1998 «Εθνικό Κτηµατολόγιο και άλλεςδιατάξεις».
∆εδοµένου ότι οι περί του Κτηµατολογίου Νόµοι ουδόλως τροποποίησαν τα ισχύοντα σχετικά µε το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ακινήτων στη χώρα µας, παρέµεναν, µετά τη θέσπισή τους, σε ισχύ όλες οι διατάξεις για τον τρόπο απόδειξης της ιδιοκτησίας, για το απαράγραπτο των δικαιωµάτων του ∆ηµοσίου και για την προστασία της ∆ηµόσιαςΠεριουσίας.
Ως εκ των άνω, εύλογα δηµιουργήθηκε έντονος προβληµατισµός ως προς την επίτευξη εξισορρόπησης µεταξύ:
![]() |
κατέληξε το Ν.Σ.Κ. βασιζόµενο τόσο στο γράµµα της ως άνω διατάξεως, όσο και στο σκοπό της, καθώς η προβλεπόµενη δήλωση ιδιοκτησίας αποτελεί αναγκαία νόµιµη προϋπόθεση όχι µόνο για τη διαδικασία της πράξης εφαρµογής, αλλά και για την ορθότερη σύνταξη αυτής και τη συντόµευση της διαδικασίας κύρωσής της. Τούτο δε επιβάλλεται για την προστασία όχι µόνο του ιδιωτικού συµφέροντος, αλλά, πρωτίστως, του κοινωνικού συνόλου, καθώς σε περίπτωση µη υποβολής της εν λόγω δηλώσεως καθυστερεί η ολοκλήρωση των µελετών εφαρµογής και συνεπώς και η απελευθέρωση των κοινόχρηστων χώρων και η κατασκευή των έργων υποδοµής, πράγµα ανεπίτρεπτο. Έτσι, λόγω της γενικότητας του γράµµατος της ρύθµισης, αλλά και του σκοπού της, υπάγεται σε αυτήν ΚΑΙ του ∆ηµόσιο, το οποίο για την ιδιωτική του περιουσία θα υποβάλει την προβλεποµένη δήλωση, συνοδευόµενη από τα στοιχεία που διαθέτει· εάν ο νοµοθέτης του άρθρου 12 Ν. 1337/1983 επιθυµούσε την εξαίρεση του ∆ηµοσίου από την εν λόγω διάταξη, η οποία προβλέπει µάλιστα αυστηρότατες κυρώσεις, θα το είχε προβλέψει ρητά. Άλλωστε, µε αυτόν τον τρόπο αποφεύγονται και δυσεπίλυτα προβλήµατα σχετικά µε την ιδιωτική περιουσία του ∆ηµοσίου µετά την κύρωση και µεταγραφή της Πράξης Εφαρµογής.
Περαιτέρω, στο πλαίσιο του ίδιου Ν. 1337/1983, το ∆ηµόσιο αντιµετωπίζεται αναφορικά µε την ιδιωτική του περιουσία όπως κάθε κύριος της περιοχής ένταξης ή επέκτασης, αφού και αυτό υποχρεούται, όπως και τα φυσικά και νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, να εισφέρει σε γη, εφόσον πρόκειται για ιδιοκτησίες του της ως άνω κατηγορίας, οι οποίες προορίζονται από την πολεοδοµική µελέτη για οικοδοµήσιµους ή κοινόχρηστους χώρους.
Το Ν.Σ.Κ. απεφάνθη ότι θα αποτελούσε ανακολουθία από τη µία το Κράτος να προβαίνει δια των αρµοδίων φορέων του σε εκπόνηση και υλοποίηση πολεοδοµικού σχεδιασµού και πολεοδοµικής ανάπτυξης και ανάπλασης και από την άλλη το νοµικό πρόσωπο του ∆ηµοσίου να παρεµποδίζει τη σχετική διαδικασία, συµπεριφερόµενο ως αδιάφορος και αµελής ιδιοκτήτης και θέτοντας, έτσι σε κίνδυνο τόσο το δικό του συµφέρον, όσο και το συµφέρον του κοινωνικού συνόλου, στην προστασία του οποίου και θα πρέπει νααποβλέπει.
Αναφερόµενο δε ειδικά στο απαράγραπτο των δικαιωµάτων του ∆ηµοσίου, το Ν.Σ.Κ. σηµείωσε ότι αυτό αποβλέπει στην προστασία της ∆ηµόσιας περιουσίας από τις παράνοµες καταπατήσεις και διεκδικήσεις, και όχι από τη σύννοµη προσβολή της, όπως στην περίπτωση της πράξης εφαρµογής, όπου η περιουσία του ∆ηµοσίου προσβάλλεται, προκειµένου να υλοποιηθεί ο πολεοδοµικός σχεδιασµός ορισµένης περιοχής. (Βλ. ∆ηµητρίου Β. Αργυρίου, Το ∆ίκαιο του Κτηµατολογίου, Νοµική Βιβλιοθήκη 2008, σελ. 49-50).
- αφενός µεν της ανάγκης αποκάλυψης και προστασίας της ∆ηµόσιας Γης και Περιουσίας, γεγονός το οποίο συνιστά και έναν των βασικότερων σκοπών τουΚτηµατολογίου,
- αφετέρου δε της ανάγκης αποτροπής των αναπόφευκτα δυσµενών για τους ιδιώτες επιπτώσεων σε περίπτωση καταχρηστικής επικλήσεως από µέρους του ∆ηµοσίου του απαραγράπτου των δικαιωµάτων του επί δηµοσίων ακινήτων επί των οποίων ουδέποτε είχε ενδιαφερθεί µέχρι σήµερα να ασκήσει τα υποτιθέµενα εµπράγµατα δικαιώµατά του, επιτρέποντας ή και προτρέποντας, πολλές φορές, την απόκτηση επ’ αυτών ιδιωτικών δικαιωµάτων.
Ειδικότερα, ως προελέχθη, το ∆ηµόσιο µπορεί να επικαλεστεί τα µη υποκείµενα µέχρι πρότινος σε παραγραφή δικαιώµατά του σε τρία στάδια και, συγκεκριµένα δύναται:
α) να δηλώσει τη γνωστή σε αυτό ιδιοκτησία του κατά την πρώτη φάση της Κτηµατολογικής διαδικασίας, ήτοι τη φάση της υποβολής δηλώσεων ιδιοκτησίας του Ν. 2308/1995. Γνωστά θεωρούνται για το ∆ηµόσια τα αστικά και αγροτικά ακίνητα, τα οποία είναι καταγεγραµµένα στα βιβλία δηµοσίων και Ανταλλαξίµων Κτηµάτων ή για τα οποία έχουν εκδοθεί θετικές Γνωµοδοτήσεις του Γνωµοδοτικού Συµβουλίου ∆ηµοσίων και Ανταλλαξίµων Κτηµάτων ή για τα οποία το ∆ηµόσιο έχει τίτλους ιδιοκτησίας ή για τα οποία υπάρχουν στις αρµόδιες υπηρεσίες ικανά αποδεικτικά των εµπραγµάτων δικαιωµάτων του ∆ηµοσίου δικαιώµατα (π.χ. συντελεσµένες απαλλοτριώσεις, διαγράµµατα, εκθέσεις ελέγχου κλπ).
β) να παρέµβει υποβάλλοντας ενστάσεις κατά δηλώσεων που έγιναν, πλην, όµως, δεν τεκµηριώνουν ιδιωτικά δικαιώµατα και
γ) µετά την ολοκλήρωση της Κτηµατολογικής διαδικασίας και την έκδοση της διαπιστωτικής πράξης του άρθρο 11 του Ν. 2308/1995, να εγείρει σχετικές αγωγές στις νόµιµες προθεσµίες.
∆εδοµένης της παρεµβατικής αυτής δυνατότητας του ∆ηµοσίου τόσο στο πλαίσιο της διαδικασίας κτηµατογράφησης, όσο και στη φάση του λειτουργούντος πλέον Κτηµατολογίου, ανέκυψε σειρά ζητηµάτων, σχετιζόµενων µε την οικεία προβληµατική, επί των οποίων κλήθηκε να τοποθετηθεί το Νοµικό Συµβούλιο του Κράτους, εκδίδοντας την υπ’ αριθµόν 49/2000 Γνωµοδότησή του70, ενδεικτική της µεταστροφής της θέσεως του νοµικού κόσµου επί του απαραγράπτου των εµπραγµάτων δικαιωµάτων και των εν γένει προνοµίων του ∆ηµοσίου.
![]() |
70 Βλ. Γνωµ ΝΣΚ 49/2000, ∆ΕΕ 8-9/2002 (ΕΤΟΣ 8ο), σελ. 853-859
Ειδικότερα, το Νοµικό Συµβούλιο του Κράτους απεφάνθη µε την εν λόγω Γνωµοδότηση τα εξής:
Η δήλωση ενός δικαιούχου εγγραπτέου στα κτηµατολογικά βιβλία ή άλλου δικαιώµατος πρέπει να περιλαµβάνει περιγραφή του δικαιώµατος, αναφορά στην αιτία κτήσεώς του και µνεία των τυχόν συνυποβαλλόµενων τίτλων και εγγράφων.
Το Ελληνικό ∆ηµόσιο71ναι µεν δεν έχει υποχρέωση δηλώσεως της ακινήτου περιουσίας του στο στάδιο της κτηµατογραφήσεως, πλην, όµως, αυτό δεν σηµαίνει ότι το ∆ηµόσιο στερείται του δικαιώµατος υποβολής δηλώσεως, η οποία µάλιστα συνιστάται για τη διασφάλιση και την προστασία των δικαιωµάτων του επί της ακινήτου περιουσίας του και την αποτροπή ενδεχόµενης βλάβης αυτών.
Το Νοµικό Συµβούλιο ρητώς απεφάνθη ότι η υποβολή ή µη από µέρους του ∆ηµοσίου τέτοιας δηλώσεως τελεί σε άµεση συνάρτηση µε την ύπαρξη ή µη δικαιώµατος κυριότητας του
∆ηµοσίου επί συγκεκριµένου ακινήτου, το οποίο ερευνάται και διαπιστώνεται θετικώς, επί τη βάσει υπαρχόντων στοιχείων και του νοµικού πλαισίου που διέπει την περιουσία του, και ΟΧΙ
µόνο αρνητικώς, ήτοι επί τη βάσει των υπαρχόντων ή ελλειπόντων τίτλων τρίτου ιδιώτη. Και τούτο διότι ναι µεν έχει θεσπισθεί ως κανόνας το απαράγραπτο των δικαιωµάτων του ∆ηµοσίου, πλην, όµως εκ τούτου και µόνο ∆ΕΝ συνάγεται γενικό τεκµήριο κυριότητάς του επί παντός ακινήτου της Ελληνικής Επικράτειας, η ανατροπή του οποίου θα εβάρυνε αποδεικτικώς τον προβάλλοντα ίδια δικαιώµατα τρίτο. Συνεπώς, µία Γενική ∆ήλωση υποβολής δικαιωµάτων δεν πληροί τις ως άνω προϋποθέσεις του Νόµου και θα ήταν παντελώς αόριστη.
Πλην, όµως, ως προελέχθη, µαχητό, υπό την ανωτέρω έννοια, τεκµήριο κυριότητας υπέρ του ∆ηµοσίου έχει καθιερωθεί από τη δασική νοµοθεσία ειδικάγια τα δάση και τις δασικές εκτάσεις. Ετέθη, λοιπόν, το ερώτηµα πότε η δήλωση κυριότητας του Ν. 2308/1995 από µέρους του ∆ηµοσίου, στηριζόµενη στο δασικό χαρακτήρα της δηλούµενης έκτασης, υποχρεώνει την κτηµατογραφούσαΑρχή να λάβει υπόψη της το εν λόγω µαχητό τεκµήριο κυριότηταςτου
∆ηµοσίου72. Ειδικά, λοιπόν, για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις73ελήφθη πρόνοια έτσι ώστε:
![]() |
71 ∆ιευκρινίζεται για άλλη µια φορά ότι υπό την ισχύουσα διατύπωση του άρθρου 2 παρ. 2 του Ν. 2308/1995, όπως αυτή διαµορφώθηκε µε την παρ. 3 του άρθρου 29 του Ν. 2508/1997, από την υποχρέωση υποβολής δήλωσης του Ν. 2308/1995 απαλλάσσεται µόνο το υπό στενή εννοία ∆ηµόσιο, όχι δε οι Οργανισµοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και τα Νοµικά Πρόσωπα ∆ηµοσίου ∆ικαίου (Ν.Π.∆.∆.)
72 Βλ. Ειδική µνεία Λ. Ι. Κιτσαρά στην υπ’ αριθµ. 173/2002 Γνµδ ΝΣΚ, σε σχόλιό του επί της υπ’ αριθµόν 49/2000
Γνµδτ Ν.Σ.Κ., ∆.Ε.Ε. 8-9/2002, σελ. 858-859
73Σηµειώνεται εκ νέου ότι η διαδικασία της κτηµατογράφησης αφορά µόνο το είδος των εµπραγµάτων και λοιπών εγγραπτέων δικαιωµάτων, ενώ η χρήση – προορισµός του ακινήτου, εν προκειµένω ο δασικός του χαρακτήρας δεν
- αφενόςµενπαράλληλαµετηνεκπόνησητωνµελετώνκτηµατογράφησηςναεκπονείται και δασικός χάρτης74, επί του οποίου κυρωµένου πλέον δασικού χάρτη να στηρίζεται το τεκµήριο κυριότητας του ∆ηµοσίου,
- αφετέρου δε, και για τις περιπτώσεις που δενέχει κυρωθεί ο εκπονούµενος δασικός χάρτης πριν την ολοκλήρωση της µελέτης κτηµατογράφησης, ο νόµος (άρθρο 28 παρ. 7 Ν. 2664/1998) προβλέπει την υποχρεωτική λήψη υπ’ όψιν των τελεσιδίκων πράξεων χαρακτηρισµού του άρθρου 14 Ν.998/1979.
Εάν συντρέχει µία εκ των δύο αυτών περιπτώσεων είναι σαφές για όλους τους φορείς της κτηµατογράφησης ότι πρόκειται για δασικές εκτάσεις επί των οποίων ισχύει (µαχητό) τεκµήριο κυριότητας του Ελληνικού ∆ηµοσίου.
Το ΝΣΚ γνωµοδότησε, δυνάµει της - συναφούς µε την υπό σχολιασµό - υπ’ αριθµόν 173/2002 Γνωµοδοτήσεώς του, ότι το ∆ηµόσιο δικαιούται σε κάθε περίπτωση(ήτοι ανεξαρτήτως της υπάρξεως κυρωµένου δασικού χάρτη κλπ) να επικαλείται (µε την υποβολή της δήλωσης του Ν. 2308/199575) το τεκµήριο κυριότητάς του επί των δασικών εκτάσεων, γεγονός το οποίο συνεπάγεται την περιέλευση των ιδιωτών, που αντιτάσσουν ίδιο δικαίωµα κυριότητας επί της φερόµενης ως δασικής εκτάσεως, σε ιδιαίτερα δυσµενή θέση, αφού τότε µόνο πρόκειται να τους αναγνωρισθεί το υπ’ αυτών δηλούµενο δικαίωµα, εάν προσκοµίσουν, ως θεµελιωτικό του δικαιώµατός τους έγγραφο, κάποιο από τα αναφερόµενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 του Π.∆. της 7.2/16.2.1981 «Περί της υπό του ∆ηµοσίου ασκήσεως του δικαιώµατος προτιµήσεως κατά τις αιτία πωλήσεως µεταβιβάσεις δασών και δασικών εκτάσεων» ή σε κάποια από τις διατάξεις της γενικότερης δασικής νοµοθεσίας (εφαρµοζόµενης είτε σε ολόκληρη τη χώρα είτε και σε συγκεκριµένες µόνο περιοχές).
![]() |
αποτελεί αναγκαίο περιεχόµενο των κτηµατολογικών πινάκων και διαγραµµάτων, ούτε ανήκει στις αρµοδιότητες των φορέων του Εθνικού Κτηµατολογίου ο χαρακτηρισµός µίας εκτάσεως ως δασικής. Ο ενδεχόµενος δασικός χαρακτήρας της ενδιαφέρει τους φορείς ΜΟΝΟ στο βαθµό που παράγει το τεκµήριο κυριότητας στις περιοχές υπέρ του ∆ηµοσίου, Βλ. Σχόλιο Λ.Ι.Κιτσαρά στη Γνµδ Ν.Σ.Κ. 49/2000, ό.αν.
74 Κατ’ άρθρα 27-28 Ν. 2664/1998
75 Τα αυτά βέβαια ισχύουν και για τις Ενστάσεις, οι οποίες υποβάλλονται κατά των, εγγεγραµµένων στα προσωρινά
κτηµατολογικάδιαγράµµατα,δικαιωµάτωνκαιοιοποίεςασκούνταιαπότονέχονταέννοµοσυµφέρον,ήτοιαπότον βλαπτόµενο από την προσωρινή εγγραφή, ο οποίος και αντιτάσσει ίδιο δικαίωµα έναντι του εγγραφέντος: Αυτό το δικαίωµα οφείλει ο ενιστάµενος να επικαλεσθεί κατά τρόπο σαφή και ορισµένο στην Ένστασή του, η οποία και πρέπει να περιέχει οπωσδήποτε την πραγµατική και νοµική βάση επί των οποίων στηρίζεται το αντιτασσόµενο δικαίωµαεπίτουακινήτου,µηαρκούσηςτουήδη,προσωρινώςεγγεγραµµένουδικαιώµατοςτουαντιδίκου.
Πάντα ταύτα ισχύουν και για το ∆ηµόσιο ως ενιστάµενο ή προσφεύγον ή ενάγον, το οποίο οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει την κυριότητά του, µη αρκούσης της απλής και µόνο προβολής ενστάσεως κυριότητας αυτού ή, πολλώ δε µάλλον, της απλής και µόνο αρνήσεως της κυριότητας του τρίτου: Ήτοι η Ένσταση δεν επιτρέπεται να είναι γενική, αλλά δέον όπως ασκείται κατά συγκεκριµένης περίπτωσης εγγραφής, ενώ η δυνατότητα παραδεκτής σώρευσης περισσοτέρων συγκεκριµένων περιπτώσεων στην ίδια Ένσταση κρίνεται αµφίβολη και πρέπει να αποφευχθεί προς αποφυγή απαραδέκτου.
µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών, όπως συνέβη στα γνωστά µε τις ονοµασίες
«Βεϊκου», «Νάστου», «Καραπάνου» δηµόσια κτήµατα κλπ
Το Νοµικό Συµβούλιο απεφάνθη ότι, ως προς τα ακίνητα αυτά, το ∆ηµόσιο θα πρέπει να υποβάλει δήλωση ιδιοκτησίας για την έκταση ως προς την οποία εν τέλειέγινε αποδεκτή η γνωµοδότηση του ΓΣ∆Κ. Υπογράµµισε, όµως, ότι δεν αποκλείεται η υποβολή τέτοιας δηλώσεως από µέρους του ∆ηµοσίου να δηµιουργήσει έντονα κοινωνικά προβλήµατα, υπαινισσόµενο σαφώς εκείνες τις περιπτώσεις δηµοσίων κτηµάτων, τα οποία η ∆ιοίκηση εντάσσει στο σχέδιο πόλεως, προκαλώντας την εύλογη και δικαιολογηµένη εµπιστοσύνη των ιδιωτών, ούσα βέβαιη δεν πρόκειται να απωλέσει τα δικαιώµατά της λόγω του απαραγράπτου τους76και σηµειώνοντας ότι η αντιµετώπιση του επαπειλούµενου κοινωνικού προβλήµατος και του κύµατος αντιδράσεων, που µετά βεβαιότητας θα προκληθούν σε περίπτωση υποβολής δηλώσεως από µέρους του ∆ηµοσίου για τις ανωτέρω περιοχές, εκφεύγει των αρµοδιοτήτων του και θα πρέπει να τεθεί υπ’ όψιν του αρµοδίου ΥπουργούΟικονοµικών.
Με τον τρόπο αυτό, το Νοµικό Συµβούλιο επεσήµανε το νοµοθετικό κενό, το οποίο έπρεπε να καλυφθεί επειγόντως ενόψει της επικείµενης θέσεως σε ισχύ του Εθνικού Κτηµατολογίου και το οποίο ανέκυψε λόγω της µεταβολής των επικρατουσών συνθηκών και των ισορροπιών στις σχέσεις ∆ηµοσίου - ιδιωτών: Προστασίας δεν έχρηζε πλέον το ∆ηµόσιο από τους άµεσους καταπατητές των δηµοσίων κτηµάτων, οι οποίοι επιδίωκαν, µέσω χρησικτησίας, άνευ νοµίµου τίτλου, και εκµεταλλευόµενοι την αντικειµενική αδυναµίατου
∆ηµοσίου να γνωρίζει επακριβώς την ακίνητη περιουσία του, να αποκτήσουν δικαίωµα κυριότητας, αλλά, όλως αντιθέτως, προστασίας έχρηζαν πλέον οι καλόπιστοι ιδιώτες, οι οποίοι εµπιστευόµενοι το φαινόµενο δικαίου και νοµιµότητας που η ίδια η ∆ιοίκηση δηµιούργησε, εντάσσοντας ορισµένες περιοχές στο σχέδιο πόλεως, προέβησαν σε νοµότυπες συναλλαγές επί ακινήτων των εν λόγω περιοχών, προκειµένου να αποκτήσουν ιδιωτικά δικαιώµατα: Με αυτόν τον τρόπο η εν λόγω Γνωµοδότηση του Νοµικού Συµβουλίου προετοίµασε, τρόπον τινά, το καινοτόµο άρθρο 4 του Ν. 3127/2003.
Συµπερασµατικώς, η ως άνω Γνωµοδότηση είναι σηµαντικότατη για δύο (2) λόγους:
1) ∆ιότιφαίνεταιναδίδεισαφέςπροβάδισµαστηνπροεκτεθείσαάποψητηςθεωρίαςότι
oκανόνας περί απαραγράπτου των δικαιωµάτων του ∆ηµοσίου ∆ΕΝ εξοπλίζει το τελευταίο και µε
![]() |
76 Όλως χαρακτηριστικώς, οι ευρύτερες περιοχές των ως άνω κτηµάτων «Βεϊκου», «Νάστου», «Καραπάνου»
έχουν από σειρά ετών ενταχθεί στο σχέδιο πόλεως επί τη βάσει διοικητικών πράξεων, νοµίµως εκδοθεισών υπό της
∆ιοικήσεως και έχουν αποτελέσει αντικείµενο ιδιωτικών δικαιωµάτων ιδιωτών, οι οποίοι συνηλλάγησαν εµπιστευόµενοι ακριβώς αυτό το φαινόµενο δικαίου και νοµιµότητας, µε αποτέλεσµα τυχόν προβολή δικαιωµάτων από µέρους του ∆ηµοσίου να προκαλέσει µείζον κοινωνικό ζήτηµα.
ένα «γενικό τεκµήριο κυριότητας», ως αυτό αναλύθηκε ανωτέρω και υποστηρίχθηκε από µέρος της θεωρίας.
2) ∆ιότι καθιστά σαφές ότι σε οποιαδήποτε διαδικασία (δικαστική ή διοικητική, όπως π.χ. η διαδικασία ενώπιον του Γ.Σ.∆.Κ. ή η διαδικασία κτηµατογράφησης) όπου κρίνεται – επιλύεται, πρωτίστως ή παρεµπιπτόντως, έριδα µεταξύ ιδιώτη και ∆ηµοσίου ως προς την κυριότητα ορισµένου ακινήτου, το ∆ηµόσιον δέον όπως αποδεικνύει θετικά το επικαλούµενο από αυτό δικαίωµα, µη αρκούσης απλώς της από µέρους του επικλήσεως τυχόν ελλείψεων των (αποδεικτικών της κυριότητας) στοιχείων που επικαλείται ο ιδιώτης, από τις οποίες ελλείψεις ουδόλως και καθ’ οιονδήποτε τρόπο τεκµαίρεται η ύπαρξη δικαιωµάτων του ∆ηµοσίου, εκτός εάν υφίσταται ειδική νοµοθετική διάταξη, θεσπίζουσα διαδικαστικό προνόµιο του ∆ηµοσίου υπό τη µορφή της επιρρίψεως του βάρους αποδείξεως στον ιδιώτη, ανεξαρτήτως της δικονοµικής τουθέσεως77.
IV. Α. Το κείµενο του νόµου
Στο προ-παρατεθέν πλαίσιο και µετά τη διαπίστωση του υπαρκτού νοµοθετικού κενού από το σύνολο του νοµικού κόσµου, θεσπίστηκε ο Ν. 3127/2003 περί «Τροποποιήσεως και συµπλήρωσης των νόµων 2308/1995 και 2664/1998 για την Κτηµατογράφηση και το Εθνικό Κτηµατολόγιο και άλλες διατάξεις», στο άρθρο 4 του οποίου προβλέπονται τα εξής:
«1.Σεακίνητοπουβρίσκεταιµέσαστοσχέδιοπόλεωςήµέσασεοικισµόπουπροϋφίσταται του έτους 1923 ή µέσα σε οικισµό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νοµέας του θεωρείται κύριος έναντι του ∆ηµοσίου,εφόσον:
α) νέµεται, µέχρι την έναρξη ισχύος του νόµου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, µε νόµιµο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και µεταγραφεί µετά την 23.2.1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νοµής βρισκόταν σε κακή πίστη, ή
β) νέµεται, µέχρι την έναρξη ισχύος του νόµου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστηµα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νοµής βρισκόταν σε κακή πίστη.
Στοχρόνονοµήςπουορίζεταιστιςπεριπτώσειςα΄καιβ΄προσµετράταικαιοχρόνοςνοµής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε µε τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νοµέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 τουΑΚ.
![]() |
77 Ως αναφέρθηκε ανωτέρω αναφορικά µε τα δάση και τις δασικές εκτάσεις, ως προς τα οποία ισχύει µαχητό τεκµήριο κυριότητας, υπό την έννοια της µεταστροφής του βάρους αποδείξεως σε βάρος του ιδιώτη και υπέρ του Ελληνικού ∆ηµοσίου.
2. Οι διατάξεις της προηγούµενης παραγράφου εφαρµόζονται για ακίνητο εµβαδού µέχρι
2.000 τ.µ. Για ενιαίο ακίνητο εµβαδού µεγαλύτερου των 2.000 τ.µ., οι διατάξεις της προηγούµενης παραγράφου εφαρµόζονται µόνο εφόσον στο ακίνητο υφίσταται κατά την 31.12.2002 κτίσµα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον τριάντα τοις εκατό (30%) του ισχύοντος συντελεστή δόµησης στην περιοχή».
Περαιτέρω, σύµφωνα µε τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 4 Ν. 3127/2003, αποφάσεις που εκδόθηκαν από τις επιτροπές ενστάσεων που προβλέπονται στα άρθρα 6, 7 και 10 Ν. 2308/1995, µε τις οποίες αναγνωρίζονται δικαιώµατα του ∆ηµοσίου σε ακίνητα που εµπίπτουν στην ως άνω παρ. 1, επανεξετάζονται εντός τριών (3) µηνών από την έναρξη ισχύος του Ν. 3127/2003 (19-03-2003), καθοριζοµένης µε απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και ∆ηµοσίων Έργων της διαδικασίας επανεξέτασης και κάθε άλλης αναγκαίας λεπτοµέρειας για την εφαρµογή της οικείας παραγράφου78.
Σύµφωνα άλλωστε µε το άρθρο 9 παρ. 1 του ιδίου Νόµου «Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δηµοσίευσή του στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στιςεπί
µέρους διατάξεις του.»
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα επίσηµα στοιχεία των Πρακτικών Συνεδριάσεως της Βουλής των Ελλήνων της 26ης-02-200379, τα οποία συνιστούν ένα ερµηνευτικό βοήθηµα για την κατανόηση των δικαιοπολιτικών λόγων που οδήγησαν εν τέλει στην εισαγωγή της εν λόγω διατάξεως.
![]() |
78 Βλ. ∆ηµητρίου Β. Αργυρίου, ό. αν., σελ. 53-54: Κατ’ εξουσιοδότηση της εν λόγω διατάξεως, εκδόθηκε η υπ’ αριθµόν 20242/19.05-29.05.2003 Υπουργική Απόφαση, σύµφωνα µε την οποία οι αποφάσεις των επιτροπών ενστάσεων των Ν. 2308/1995, εκδοθείσες πριν τη θέση σε ισχύ του Ν. 3127/2003, µε τις οποίες αναγνωρίστηκαν δικαιώµατα του ∆ηµοσίου επί ακινήτων εµπίπτοντων στις διατάξεις της παρ. 1 Ν. 3127/2003, επανεξετάζονται µετά από αίτηση οποιουδήποτε από τους αρχικούς διαδίκους έχει έννοµο συµφέρον βάσει των διατάξεων του άρ. 4 Ν. 3127/2003, η οποία αίτηση υποβάλλεται στο αρµόδιο γραφείο κτηµατογράφησης. Την επανεξέταση των αποφάσεων µπορεί να ζητήσει και το αρµόδιο γραφείο κτηµατογράφησης, µε αίτηση υποβαλλόµενη προς τον Ο.Κ.Χ.Ε. Για την επανεξέταση της απόφασης αρµόδια είναι η επιτροπή που την εξέδωσε. Σε περίπτωση κωλύµατος τακτικού, αλλά και του αναπληρωµατικού αυτού µέλους της, ο Ο.Κ.Χ.Ε. ορίζει νέο µέλος, επαγγελµατικής ιδιότητας ανάλογης προς αυτήν του κωλυόµενου, το οποίο και επιλέγει από το σύνολο των µελών των επιτροπών της συγκεκριµένης, υπό κτηµατογράφηση περιοχής και, σε περίπτωση αδυναµίας, οποιασδήποτε άλλης υπό κτηµατογράφησηπεριοχής.
79 Βλ. Πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων, Συνεδρίαση της 26ης-02-2003, σελ. 7 επ. (επί του άρθρου 4 Ν. 3127/2003), δηµοσιευµένα στο βιβλίο του Αναστασίου Ι. Τάχου, Κτήση κυριότητας επί δηµοσίων κτηµάτων και προστασία της βιοµηχανίας και της βιοτεχνίας (ερµηνεία του αρ. 4, Ν. 3127/2003), Σάκκουλας Αθήνα –
Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 109-112
α) Οι τελευταίες Προσθήκες – Αναδιατυπώσεις που πραγµατοποιήθηκαν στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου 4 ήταν οι κάτωθι:
- Αντί «το ∆ηµόσιο δεν επιτρέπεται να προβάλει δικαίωµα κυριότητας και ο νοµέας του ακινήτου θεωρείται κύριος» ετέθησαν οι λέξεις «ο νοµέας θεωρείταικύριος».
Με την εν λόγω λεπτή παρέµβαση στη λεκτική διατύπωση του άρθρου, επετεύχθη αποτελεσµατικότερα ο θεµελιώδης στόχος του, αλλά και κατέστη σαφέστερος ο σκοπός της θεσπίσεώς του, ήτοι η ρητή και αδιαµφισβήτητη απόκτηση της κυριότητας από µέρους του ιδιώτη εν περιπτώσει συνδροµής των αναφεροµένων στο άρθρο προϋποθέσεων, δίχως να υπονοείται καθ’ οιονδήποτε τρόπο η διατήρηση αντιστοίχου δικαιώµατος από µέρους του
∆ηµοσίου: Το νόηµα της διάταξης δεν είναι ότι το ∆ηµόσιο απλά δεν επιτρέπεται να προβάλει το δικαίωµα κυριότητάς του, διότι το δικαίωµα αυτό κατέστη ανενεργό, αλλά ότι το ∆ηµόσιο έχει απωλέσειτο δικαίωµα κυριότητάς του, και µάλιστα, εξ αποκλειστικής υπαιτιότητάς του, υπέρ του νοµέαιδιώτη.
- Αντί «καλοπίστως και αδιατάρακτος για χρονικό διάστηµα τριάντα ετών» ετέθη στο άρθρο 4, παρ. 1 περ. β΄, µε την οποία εισήχθη µία µορφή έκτακτης χρησικτησίας σε βάρος του Ελληνικού ∆ηµοσίου, «αδιαταράκτως για χρονικό διάστηµα τριάντα ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νοµής βρισκόταν σε κακήπίστη.»
∆ιευκρινίζεται ότι σε κάθε περίπτωση, δηλαδή και µε τις δύο (αρχική και τελική) λεκτικές διατυπώσεις, θεωρείται προστατευτέος µε την εν λόγω διάταξη ΜΟΝΟ ο καλόπιστος, κατ’ άρθρα 1042 – 1044 Α.Κ., νοµέας.
Όµως, εάν είχε υιοθετηθεί η αρχική διατύπωση της διατάξεως, τότε:
i) το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως της προϋποθέσεως της καλής του πίστης θα έφερε ο ίδιος ο ιδιώτης - νοµέας, ο οποίος, προκειµένου να θεµελιώσει την από µέρους του κτήση κυριότητας έναντι του Ελληνικού ∆ηµοσίου, µε την προβλεπόµενη στην περίπτωση β΄ της παρ. 1 του άρθρου 4 Ν. 3127/2003 µορφή έκτακτης χρησικτησίας, θα έπρεπε να επικαλεστεί και να αποδείξει όχι µόνο το αδιατάρακτο της νοµής του επί του δηµοσίου ακινήτου, και δη επί τριακονταετίας, αλλά και την καλή του πίστη, ενώ, έτιπεραιτέρω,
ii) θα µπορούσε να δηµιουργηθεί η εντύπωση ότι η έκτακτη αυτή µορφή χρησικτησίας απαιτεί τη συνδροµή της καλής πίστης του ιδιώτη - νοµέα δηµόσιου κτήµατος καθ’ όλη της διάρκειατηςτριακονταετούςνοµήςτου,γεγονόςτοοποίοθασυνεπαγότανπλήρη,υπέρτου
∆ηµοσίου, διαφοροποίηση τόσο από τα προβλεπόµενα στο άρθρο 1044 Α.Κ., σύµφωνα µε το οποίο «Η καλή πίστη πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο της απόκτησης της νοµής. Η µεταγενέστερη κακή πίστη δεν βλάπτει.», όσο και από την προβλεπόµενη στην περίπτωση α΄ της παρ. 1 του άρθρου µορφή τακτικής χρησικτησίας σε βάρος του Ελληνικού ∆ηµοσίου, η διατύπωση της
οποίας είχε εξ αρχής ως εξής «…νέµεται…αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη…, εκτός αν κατά την κτήση της νοµής βρισκόταν σε κακή πίστη».
Αντιθέτως, υπό την τελική διατύπωση της περίπτωσης β΄, παρ. 1, άρθρου 4 Ν. 3127/2003, η οποία τελεί, έτσι, σε απόλυτη σύµπνοια της µε τη διατύπωση της περίπτωσης α΄, παρ. 1, άρθρου 4 Ν. 3127/2003 κατέστη σαφές ότι πλέον και στις δύο (2) περιπτώσεις χρησικτησίας σε βάρος του Ελληνικού ∆ηµοσίου, οι οποίες προβλέπονται από το άρθρο 4 Ν. 3127/2003:
i) το βάρος της αµφισβητήσεως της καλής πίστης του ιδιώτη κατά την κτήση του ακινήτου, αλλά και της αποδείξεως της κακής του πίστεως κατά το χρονικό αυτό σηµείο φέρει το Ελληνικό ∆ηµόσιο, παρεχοµένης ως εκ τούτου µίας σχετικής δικονοµικής διευκολύνσεως στους ιδιώτες,και
ii) η καλή πίστη, ως προϋπόθεση θεµελιωτική της κτήσεως δικαιώµατος κυριότητας µε χρησικτησία, αρκεί να συντρέχει κατά το χρονικό σηµείο κτήσεωςτης νοµής από µέρους του ιδιώτη, αδιαφόρως εάν αυτός κατέστη κακόπιστος σε µεταγενέστερο της κτήσεως χρονικό σηµείο, συµµορφούµενης, έτσι, πλήρως της διατάξεως του άρθρου 4 Ν. 3127/2003, στο σύνολό της, προς τις σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, γεγονός το οποίο επιβεβαιώθηκε και µε τη ρητή παραποµπή, εν συνεχεία, του νοµοθέτη στο άρθρο 1042 Α.Κ. ως προς την έννοια της καλής – κακήςπίστεως.
- Στο τέλος της παραγράφου προσετέθη εδάφιο που είχε ως εξής: «Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νοµέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρο 1042 του Α.Κ.», µε το οποίο, σύµφωνα µε τα ανωτέρω, κατέστη σαφές, πέραν οιασδήποτε αµφιβολίας, ότι η έννοια της καλής και κακής πίστεως του νοµέα ακινήτου θα κρίνεται σύµφωνα µε τις γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικος, µη προβλεποµένης, εν προκειµένω, οιασδήποτε αποκλίσεως υπέρ του Ελληνικού ∆ηµοσίου80.
β) Είναι επίσης χαρακτηριστικές οι εγκωµιαστικέςτοποθετήσεις ορισµένων µελών της Ελληνικής Βουλής για το επίµαχο άρθρο 4 Ν. 3127/2003 κατά την ως άνω συνεδρίαση, κάποιες από τις οποίες παρατίθενται επακριβώς κατωτέρω:
- «Έτσιφθάσαµεσήµερατο39%τωναστικώνδηµοσίωνκτηµάτωνναείναικαταπατηµένο όπως επίσης και το 61% περίπου να είναι περιχαρακωµένα πίσω από την αναποτελεσµατική ασφάλεια του απαραγράπτου των δικαιωµάτων του δηµοσίου και του νοµικού κανόνα ότι στο δηµόσιο ανήκει κάθε τι που δεν ανήκει σε άλλους»81.
![]() |
80 Βλ. Αναστασίου Ι. Τάχου, ό. αν., σελ. 109 (απόσπασµα των πρακτικών της συνεδριάσεως Βουλής των Ελλήνων στις 26-02-2003)
81 Βλ. Αναστασίου Ι. Τάχου, ό. αν, σελ. 109 (απόσπασµα των πρακτικών της συνεδριάσεως Βουλής των Ελλήνων στις 26-02-2003), τοποθέτηση Ν. Λέγκα
Σχολιασµός:Η εν λόγω τοποθέτηση αντικατοπτρίζει πράγµατι την αντικειµενική αλήθεια, αναφορικά µε το, έως την εισαγωγή του σχολιαζόµενου άρθρου, ισχύον καθεστώς των αστικών δηµοσίων κτηµάτων: Αναµφισβήτητα υπήρχαν καταπατητές, οι οποίοι, εκµεταλλεύθηκαν την αντικειµενική αδυναµία του Ελληνικού ∆ηµοσίου να εντοπίζει επακριβώς και, συνεπώς, να προστατεύει αποτελεσµατικά, την ανήκουσα σε αυτό ακίνητη περιουσία, ιδίωςκατά την περίοδο κατά την οποία αυτό ήταν νεοσύστατο και υστερούσε σε επίπεδο πολιτειακήςοργανώσεως, και αποπειράθηκαν, µέσω της διόδου της χρησικτησίας, να θεµελιώσουν δικαίωµα κυριότητας επ’ αυτών. Αυτό δε ακριβώς το φαινόµενο των καταπατήσεων των δηµοσίων κτηµάτων υπήρξε ο δικαιοπολιτικός λόγος για τη θέσπιση αφενός µεν του νοµικού πλάσµατος νοµής επί των εν λόγω κτηµάτων υπέρ του ∆ηµοσίου, αφετέρου δε του απαραγράπτου των δικαιωµάτων του.
Πλην, όµως, ως παρατηρείται ανωτέρω, σήµερα, το ποσοστό των πράγµατικαταπατηµένων αστικών δηµοσίων κτηµάτων είναι όλως περιορισµένο (39%), σε σχέση µε το υπόλοιπο ποσοστό των δηµοσίων γαιών (61%), οι οποίες απλά παραµένουν περιχαρακωµένες πίσω από το αναποτελεσµατικό απαράγραπτο των δικαιωµάτων του ∆ηµοσίου. Μάλιστα, σε σηµαντικό µέρος, οι ανήκουσες στο υπόλοιπο αυτό ποσοστό (61%) γαίες έχουν αποτελέσει αντικείµενο δικαιωµάτων ιδιωτών, µε τη ρητή συναίνεση - έγκριση της ίδιας της ∆ιοικήσεως, η οποία τις ενέταξε στο σχέδιο πόλεως µε νόµιµα εκδοθείσες διοικητικές πράξεις της, δηµιουργώντας, έτσι, ένα φαινόµενο δικαίου και νοµιµότητας και προκαλώντας τη δικαιολογηµένη εµπιστοσύνη των διοικουµένων.
Σε αυτές ακριβώς τις περιπτώσεις (και οι οποίες ακριβώς περιελήφθησαν στην ευνοϊκή ρύθµιση του άρθρο 4 Ν. 3127/2003), όπου το ίδιο το Κράτος, αυτοβούλως, προέτρεψε την ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και ιδιοκτησίας, προκειµένου να επωφεληθεί εκ της εισπράξεως των σχετικών τελών και εισφορών των ιδιωτικών συναλλαγών σε ευρύτερες περιοχές, είναι απαράδεκτη η επίκληση υπό του Ελληνικού Κράτους του απαραγράπτου των δικαιωµάτων του, καθιερωµένου νοµοθετικά σε πολύ προγενέστερο χρονικό σηµείο και υπό το καθεστώς παντελώς διαφορετικών συνθηκών.
- «Πράγµατι, το απαράγραπτο των δικαιωµάτων του δηµοσίου αµφισβητείται µε αυτή τη διάταξη. Έχει αµφισβητηθεί και σε προηγούµενες περιπτώσεις, όπως ανέφερα, για επιµέρους λύση θεµάτωνµεπολύπιοεπιεικήτρόποαπ’αυτόνπουλέµεεµείςσήµεραγιατα30χρόνια.Εάν,όµως, δεν προχωρήσουµε σ’ αυτή τη ρύθµιση, δεν µπορούµε να κάνουµε κτηµατολόγιο.»82
![]() |
82 Βλ. Αναστασίου Ι. Τάχου, ό. αν σελ. 110 (απόσπασµα των πρακτικών της συνεδριάσεως Βουλής των Ελλήνων στις 26-02-2003), τοποθέτηση Υπουργού Β. Παπανδρέου
Σχολιασµός: Είναι εµφανής ο προβληµατισµός που δηµιουργήθηκε µε την έναρξη της διαδικασίας κτηµατογραφήσεως και τη διενέργεια των πρώτων εγγραφών σε ορισµένες, και ήδη πλέον σήµερα σε ευρύτερες, περιοχές της Επικράτειας.
Ενόψει:
- αφενός µεν των αποκλειστικών προθεσµιών που προβλέπουν οι Νόµοι περί Εθνικού Κτηµατολογίου (κυρίως οι Ν. 2308/1995, 2664/1998) για την άσκηση τωνδικαιωµάτων:
i) υποβολής των δηλώσεωνιδιοκτησίας,
ii) υποβολής ενστάσεων κατά των προσωρινών καταχωρήσεωνκαι
iii) εγέρσεως αγωγών αµφισβητήσεως - προσβολής των, µη οριστικοποιηµένων ακόµη, πρώτων (α΄) κτηµατολογικώνεγγραφών,
- αφετέρου δε του γεγονότος ότι, µετά την άπρακτη πάροδο των ανωτέρω προθεσµιών, δηµιουργείται αµάχητο τεκµήριο περί της ορθότητας των πρώτων εγγραφών (το οποίο ισχύει τόσο υπέρ όσο και κατά του Ελληνικού∆ηµοσίου),
κατέστη σαφές ότι το ∆ηµόσιο θα στερείται πλέον, µετά την οριστικοποίηση και, συνεπώς, το απρόσβλητο των πρώτων (α΄) εγγραφών, τη δυνατότητα να επικαλεστεί το απαράγραπτο των εµπραγµάτωνδικαιωµάτων του επί ακινήτων, ως προς τα οποία θα έχουν έχουν υποβληθεί δηλώσεις ιδιοκτησίας από ιδιώτες.
Κατά την κρατούσα και ορθότερη δογµατικά άποψη, µετά την πάροδο της νόµιµης προθεσµίας για την προσβολή των πρώτων κτηµατολογικών εγγραφών, η εµπράγµατη κατάσταση ταυτίζεται µε την απεικονιζόµενη στο κτηµατικό βιβλίο, υπό την έννοια ότι ηοριστικοποιηµένη πρώτη εγγραφή συνιστά τρόπο πρωτότυπης κτήσης δικαιώµατος κυριότηταςυπέρ του αναγραφόµενου ως δικαιούχου83. Η θυσία αυτή του εµπραγµάτου δικαιώµατος του αληθούς, πλην όµως µη εγγεγραµµένου δικαιούχου, ήτοι εν προκειµένω του ∆ηµοσίου, εξυπηρετεί την αναγκαιότητα διαµόρφωσης σταθερού υποβάθρου του θεσµού του Κτηµατολογίου, χωρίς να εκδηλώνεται νοµοθετική βούληση για πορισµό περιουσιακής ωφέλειας στους αναγραφόµενους84. Συνεπώς, το αµάχητο τεκµήριο των πρώτωνεγγραφών
![]() |
83 Βλ. Ζαφειρίου Ν. Τσολακίδη, Ακύρωση δικαιοπραξίας µε αντικείµενο ακίνητο και προστασία των τρίτων κατά το σύστηµα µεταγραφών και κατά το Εθνικό Κτηµατολόγιο, Αντ. Ν. Σάκκουλα 2003, σελ. 228-231
84 Τούτο άλλωστε καθίσταται πρόδηλο από το γεγονός ότι ο νοµοθέτης δεν θεωρεί την πρώτη εγγραφή ως αυτοτελή
causaδιατήρησης του πλουτισµού που η εµπράγµατη µεταβολή προκαλεί και παρέχει στον έως την οριστικοποίηση δικαιούχο αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισµού (άρθρο 7παρ. 2 εδ. β ν. 2664/1998). Είναι προφανής η οµοιότητα µε τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο νοµοθέτης, για την εξυπηρέτηση γενικότερων σκοπιµοτήτων, µεταβάλλει τις τυπικές εµπράγµατες σχέσεις χωρίς να θάλπει και ουσιαστικές περιουσιακές µετακινήσεις (ΑΛ 1056 επ, 1063).
Βέβαια, έχει διατυπωθεί ως κριτική ότι όπου ο νόµος προβλέπει πρωτότυπο τρόπο κτήση κυριότητας αποκλείει την ανατροπή της συντελεσθείσης εµπράγµατης µεταβολής µέσω της άσκησης ενοχικών αξιώσεων (βλ. ΑΚ 1063), πράγµα που δεν συµβαίνει στο άρθρο 7 του ν. 2664/1998, αφού είναι δυνατή η αναµεταβίβαση του δικαιώµατος στον αληθή κύριο. Όµως, θα ήταν ακριβέστερο να τονίσουµε ότι αποκλείεται η ανατροπή της εµπράγµατης κατάστασης στο βαθµό που αυτή θίγει τον απώτερο σκοπό του νοµοθέτη. Έστι, στις περιπτώσεις των ΑΚ 1057 επ. προέχων σκοπός είναι η διατήρηση της οικονοµικής ενότητας του αντικειµένου, που προφανώς δεν είναι δυνατόν
συνιστά επί της ουσίας κανόνα που καθορίζει εν τέλει τον φορέα του εµπράγµατου δικαιώµατος της κυριότητας.
Κατ’ άλλη άποψη85, µετά την οριστικοποίηση των πρώτων εγγραφών επέρχεται απλά απόσβεση των εµπράγµατωναξιώσεων του αληθούς δικαιούχου υπέρ του ανακριβώς εγγεγραµµένου86. Ο αληθής δικαιούχος στερείται πλήρως του δικαιώµατός του µόνο εφόσονο ανακριβώς εγγεγραµµένος µεταβιβάσει το ακίνητο σε τρίτο ή εφόσον συµπληρώσει στο πρόσωπό του το χρόνο της χρησικτησίας: Έως τότε, ο ανακριβώς εγγεγραµµένος αποκτά µόνο δικαίωµαπροσδοκίαςνααποκτήσειτοεγγραπτέοδικαίωµαµεχρησικτησία87.Βέβαια,ειδικάγια την περίπτωση που αληθής δικαιούχος τυγχάνει το Ελληνικό ∆ηµόσιο, η απόσβεση των εµπράγµατων αξιώσεών του δεν θα µπορεί να οδηγήσει, κατά την ελεγχόµενη άποψη, σε συνδυασµό µε τις διατάξεις περί χρησικτησίας, σε κτήση κυριότητας του δηµοσίου κτήµατος από τον ανακριβώς εγγεγραµµένο, λόγω ακριβώς του ανεπίδεκτου της χρησικτησίας σε βάρος του Ελληνικού ∆ηµοσίου.
Και υπό τις δύο (2) όµως ανωτέρω απόψεις, το ∆ηµόσιο διατηρεί κατά του ανακριβώς εγγεγραµµένου,στοβαθµόπουοτελευταίοςδενέχειπροβείσεπεραιτέρωδιάθεσητουακινήτου
![]() |
να συµβιβαστεί µε την αποκατάσταση των πραγµάτων στην προτέρα κατάσταση. Αντιθέτως, ο σκοπός του νοµοθέτη για διασφάλιση σταθερού υποβάθρου για τις επιγενόµενες κτηµατολογικές εγγραφές δεν θίγεται από τη δυνατότητα ανάκτησης του εγγραπτέου δικαιώµατος από τον αρχικό δικαιούχο, αφού αυτή δεν θα επιτευχθεί µε διόρθωση, αλλά µε επιγενόµενηεγγραφή. Βλ. Ζαφειρίου Ν. Τσολακίδη, ό. αν., σελ. 228-233.
85 Βλ. Λάµπρου Ι. Κιτσαρά, Οι πρώτες εγγραφές στο Εθνικό Κτηµατολόγιο, Π.Ν. Σάκκουλας ∆ίκαιο & Οικονοµία
2001, σελ. 230 επ. κοινόχρηστου), τότε ο τρίτος αποκτά κυριότητα κατ’ εφαρµογή των διατάξεων περί καλόπιστης κτήσης.
86 Βέβαια, είναι πράγµατι δυσχερές να να φανταστεί κανείς ποιές εξουσίες αποµένουν στον αληθή δικαιούχο εάν υποστηριχθεί ότι ο αναγραφόµενος ως δικαιούχος δεν αποκτά µε την οριστικοποίηση της εγγραφής το δικαίωµα: Ο
µη αναγραφόµενος αληθής δικαιούχος σίγουρα δεν θα έχει εµπράγµατες αξιώσεις κατά του εγγεγραµµένου και κατά τρίτων, καθώς το αµάχητο τεκµήριο θα λειτουργεί υπέρ του εκάστοτε εναγοµένου και εναντίον του, µε αποτέλεσµα να αδυνατεί να αποδείξει τη βάση της αγωγής του. Επίσης, δεν θα έχει τη δυνατότητα χρήσης ή κάρπωσης του ακινήτου, αφού ο ανακριβώς εγγεγραµµένος, ως κύριος, θα µπορούσε να επιτύχει την απόδοση επικαλούµενος το υπέρ αυτού αµάχητο τεκµήριο δικαιούχου. Αλλά ούτε και δυνατότητα διάθεσης θα έχει ο αληθής πλην µη εγγεγραµµένος δικαιούχος, αφού κατά τον έλεγχο νοµιµότητας του άρθρου 16 ν. 2664/1998 πρέπει να διακριβωθεί αν ο διαθέτων το δικαίωµα είναι εγγεγραµµένος ως δικαιούχος. Έτσι, καθίσταται σαφής η αποψίλωση του αληθούς δικαιούχου από κάθε νοητή εξουσία προς όφελος του εγγεγραµµένου, µε αποτέλεσµα να καθίσταται αµφίβολοτοεάνκαταλείπεταικάοιοςπυρήναςτουοποίουφορέαςναείναιοµηεγγεγραµµένος,αληθήςδικαιούχος.
87 Κατά την ελεγχόµενη και µη κρατούσα άποψη, η έννοµη κατάσταση µετά την οριστικοποίηση των πρώτων εγγραφών οµοιάζει αποφασιστικά µε αυτήν που δηµιουργείται µετά την πάροδο της προθεσµίας του άρθρου 1020
Κπολ∆ για τη διεκδίκηση εκπλειστηριασθέντος ακινήτου από τον αληθή δικαιούχο κατά του υπερθεµατιστή. Ειδικότερα, η ολοµέλεια του Αρείου Πάγου (Ολ ΑΠ 25/1993 ΝοΒ 1994, σελ. 978 επ) έχει νοµολογήσει κατά πλειοψηφία ότι ούτε ο κύριος χάνει, ούτε ο υπερθεµατιστής αποκτά την κυριότητα του ακινήτου. Ο τελευταίος έχει τη δυνατότητα να αποκρούσει την αγωγή του κυρίου, αλλά αποκτά κυριότητα µόνο όταν συντρέξουν οι προϋποθέσεις της χρησικτησίας. Βέβαια, η άποψη του ακυρωτικού έχει συναντήσει σοβαρές αντιρρήσεις (Βλ. Γέσιου – Φαλτσή, ∆ίκιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ειδικό Μέρος, σελ. 511-512, Μπέης, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 25/1993, ∆ τ. 25 (1994), ιδίως ως προς το αν είναι δογµατικά συνεπές και σκόπιµο να αναγνωρίζεται µία κυριότητα αποψιλωµένη από τις ουσιωδέστερες εξουσίες της, παράλληλα µε µία έννοµη θέση που συγκεντρώνει µεν τις εξουσίες αυτές, συνιστά όµως θεωρητικά µόνο έµσταση κατά του αληθούς κυρίου. – Βλ. Ζαφειρίου Ν. Τσολακίδη, ό. αν., σελ.231
απόδοση σε αυτό του ακινήτου88. Όµως, εάν µετά την οριστικοποίηση της ανακριβούς πρώτης (α΄) εγγραφής, ο ανακριβώς εγγεγραµµένος µεταβιβάσει το ακίνητο σε τρίτο, από επαχθή αιτία, τότε στο µέτρο που πρόκειται για ακίνητο δεκτικό ιδιωτικής κυριότητας (και ανεξαρτήτως του ενδεχόµενου κοινόχρηστου χαρακτήρα του ακινήτου, όπως λ.χ. στην περίπτωση ιδιωτικού δάσους), η διάθεση αυτή, σε συνδυασµό µε το αµάχητο κτηµατολογικό τεκµήριο των πρώτων (α΄)εγγραφών, θα οδηγήσει σε κτήση κυριότητας επί του δηµοσίου κτήµατος από τον αποκτώντα τρίτο,αποστερώντας ουσιαστικά από το ∆ηµόσιο τη δυνατότητα διεκδικήσεώς του.
∆εδοµένων των ανωτέρω, ήταν ορατός ο κίνδυνος, της άµεσης (ήτοι εντός των αποκλειστικών προθεσµιών και κατά τα τρία προεκτεθέντα στάδια) προβολής υπό του
∆ηµοσίου, των απαράγραπτων µέχρι πρότινος δικαιωµάτων του (τα οποία το ∆ηµόσιο είχε εκ του νόµου τη δυνατότητα να επικαλεσθεί οποτεδήποτε, και, ως εκ τούτου, ουδέποτε κατέβαλε οποιαδήποτε προσπάθεια να εντοπίσει και αποσαφηνίσει, άµεσα ή έστω εντός ευλόγου χρόνου, την ακίνητη περιουσία του, ως όφειλε χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών και της προστασίας των καλόπιστων πολιτών), προκειµένου να αποκλείσει το ενδεχόµενο της απώλειας των εµπράγµατωνδικαιωµάτωντουµετάτηνοριστικοποίησητωνπρώτων(α΄)εγγραφών,ακόµηκαι σε περιοχές, όπου η ίδια η ∆ιοίκηση είχε προτρέψει και επιτρέψει τη νοµότυπη θεµελίωση ιδιωτικών δικαιωµάτων, γεγονός το οποίο θα οδηγούσε σε αναπόφευκτο σαµποτάζ του εγχειρήµατος τουΚτηµατολογίου.
Ως εκ των άνω, ήταν σωστή η τοποθέτηση της Υπουργού ΥΠΕΧΩ∆Ε ότι χωρίς την υπό σχολιασµό ρύθµιση δεν θα µπορούσε κατ’ αρχάς να εισαχθεί και, εν συνεχεία, να λειτουργήσει το Εθνικό Κτηµατολόγιο.
- «Η κατάργηση (απλά και µόνο) του τεκµηρίου κυριότητας (χωρίς την παράλληλη αντιµετώπιση και του ζητήµατος του απαραγράπτου των δικαιωµάτων του Ελληνικού
∆ηµοσίου) δεν λύνει το πρόβληµα. Ναι, µεν σε µία δίκη θα εξίσωνε δικονοµικά τον ιδιώτη καιτο δηµόσιο,αλλάδενθαπαρεµπόδιζεούτετηδίκη,αλλάκαιδενθασυνέβαλεστηνουσιαστικήνοµική προστασία εκείνων των πραγµατικών καταστάσεων που είναι άξιεςπροστασίας.
Για τις περιπτώσεις εκείνες που το δηµόσιο θα µπορούσε να αποδείξει ότι κάποτε, έστω και πριν από εκατό χρόνια, απέκτησε την κυριότητα σε κάποιο ακίνητο, το απαράγραπτο του δικαιώµατόςτουθαεµπόδιζεκαιπάλιτηνκτήσηκυριότηταςαπότουςκαλόπιστουςιδιώτες.»89
![]() |
88 Μάλιστα, κατά τη δεύτερη και µη κρατούσα από τις ανωτέρω απόψεις (Βλ. Λάµπρου Ι. Κιτσαρά, ό. αν., σελ. 232) το∆ηµόσιο,παράτηνκατ’αρχήναπόσβεσητωνεµπραγµάτωναξιώσεώντου,µπορείναυποβάλειοποτεδήποτετην ενοχικήαυτήαγωγή,(ακόµηκαιµετάτηνπάροδοτηςεικοσαετίας,υπότηνεπιφύλαξη,βέβαια,πάντοτετουάρθρου
281 Α.Κ.), χωρίς να κινδυνεύει να αποκρουσθεί µε την ένσταση παραγραφής της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισµού, καθώς η ενοχική του αυτή αξίωση, ως αποσκοπούσα στην αυτούσια ικανοποίηση της διαταραχθείσης εµπράγµατης σχέσεως του ∆ηµοσίου επί δηµοσίου κτήµατος, καλύπτεται από το απαράγραπτο των δικαιωµάτων του, καίτοι αυτό περιχαρακώνει κατ’ αρχάς τα εµπράγµατα δικαιώµατά του.
89 Βλ. Αναστασίου Ι. Τάχου, ό. αν., σελ. 111, (απόσπασµα των πρακτικών της συνεδριάσεως Βουλής των Ελλήνων στις 26-02-2003), τοποθέτηση της Υπουργού Β. Παπανδρέου. Θα πρέπει να σηµειωθεί ότι καίτοι γίνεται λόγος για
Σχολιασµός: Πράγµατι, η απλή κατάργηση του νοµικού πλάσµατος – αµάχητου τεκµηρίου νοµής (ορθότερο αντί τεκµηρίου κυριότητας) επί των δηµοσίων κτηµάτων υπέρ του Ελληνικού ∆ηµοσίου, χωρίς την πρόβλεψη συγκεκριµένων προϋποθέσεων περιορισµού – κάµψεως του απαραγράπτου των δικαιωµάτων του ∆ηµοσίου, θα ήταν ατελέσφορη.
∆ιότι, ως ορθώς παρατηρείται, στην περίπτωση της ως άνω φαινοµενικήςκαι µόνο δικονοµικής εξισώσεως ιδιώτη – ∆ηµοσίου σε µία δίκη επί δηµοσίου κτήµατος, θα αρκούσε η από µέρους του τελευταίου απόδειξη ότι είχε αποκτήσει κάποτε, έστω και πριν από εκατό (100) χρόνια, δικαίωµα κυριότητας, το οποίο λόγω του απαραγράπτου των δικαιωµάτων του, θα
µπορούσε να προβάλει οποτεδήποτε, ακυρώνοντας και πάλι τη µεταγενέστερη νοµότυπη κτήση κυριότητας από καλόπιστους ιδιώτες.
- «…, το κράτος όπως σας είπα δεν παραιτείται από τίποτε, αλλά δεν διεκδικεί τίποτε.
∆ηλαδή όταν ζητήσει ο ιδιώτης να αναγνωρίσει ένα δικαίωµα, το κράτος είναι πρόθυµο να το αµφισβητήσει. Αλλά το κράτος να κινήσει διαδικασία να τα πάρει, δεν κινεί ποτέ. Απλώς
µπλοκάρει. Είναι άρνηση. Αυτό πρέπει να λήξει, αρχής γενοµένης από το µεγάλο πρόβληµα του τεκµηρίου ιδιοκτησίας.
Είπαµε, κύριοι συνάδελφοι, ότι κατά τη συζήτηση του Συντάγµατος δεν πετύχαµε αυτό που εγώ ήθελα, αλλά πετύχαµε τουλάχιστον ορισµένα πράγµατα. Ένα από αυτά είναι ότι διευκρινίσθη πως το τεκµήριο ιδιοκτησίας (ενν. του ∆ηµοσίου) δεν προστατεύεται συνταγµατικά. Άρα, εναπόκειται στον κοινό νοµοθέτη. Άρα, είναι δική µας αρµοδιότητα να το αντιµετωπίσουµε.
Εδώ έχουµε έναν περίεργο µαζοχισµό, δηλαδή ευχαριστιόµαστε, όταν κάνουµε δίκες και,
µάλιστα, δίκες που δεν τελειώνουν ποτέ. Το ελληνικό κράτος ακόµη δεν έχει την ευκολία να συµβιβαστεί. Πολλές φορές του δίδει το Νοµικό Συµβούλιο τη δυνατότητα να συµβιβαστεί και ο Υπουργός δεν υπογράφει τον συµβιβασµό, διότι φοβάται µήπως κατηγορηθεί ότι εδέχθη ένα συµβιβασµό.Τοκράτοςκυνηγάταπάντακαιδενπαίρνειτίποτα,µπλοκάρειτοντόποχωρίςναέχει τίποτα να ζητήσει σε τελική ανάλυση και τίποτα να κερδίσει και δηµιουργείαδιέξοδα»90
![]() |
«τεκµήριο κυριότητας» του ∆ηµοσίου, το οποίο σύµφωνα µε την κρατούσα και ορθότερη δογµατικά άποψη δεν προκύπτει από το προϊσχύον νοµοθετικό καθεστώς, επί της ουσίας, η Υπουργός φαίνεται να αναφέρεται στο πλάσµα δικαίου – αµάχητο τεκµήριο νοµής του ∆ηµοσίου επί των δηµοσίων κτηµάτων και, συνεπώς, στο ανεπίδεκτο νοµής τους από ιδιώτη (:αρκεί το ∆ηµόσιο να απέκτησε κάποτε την κυριότητα ορισµένου ακινήτου, οπότε και θεωρείται έκτοτε νοµέας του, ακόµη και αν ∆ΕΝ άσκησε ποτέ οιανδήποτε πράξη νοµής επ’ αυτών ή ακόµη και αν το ακίνητο αυτό ενέµετο ιδιώτης). Αυτό ακριβώς το πλάσµα – αµάχητο τεκµήριο νοµής, σε συνδυασµό µε το απαράγραπτο των δικαιωµάτων του Ελλ. ∆ηµοσίου, εµπόδιζε µέχρι πρότινος το αντιτάξιµο της χρησικτησίας έναντι του∆ηµοσίου.
90Βλ. Αναστασίου Ι. Τάχου, ό. αν, σελ. 110 (απόσπασµα των πρακτικών της συνεδριάσεως Βουλής των Ελλήνων στις 26-02-2003), τοποθέτηση Κ. Μητσοτάκη. Και εν προκειµένω ισχύει η αµέσως ανωτέρω υποσηµείωση, σύµφωνα µε την οποία, αντί του κατονοµαζόµενου «τεκµηρίου ιδιοκτησίας», προφανώς, γίνεται λόγος για το αµάχητο τεκµήριο νοµής του Ελληνικού ∆ηµοσίου επί των δηµοσίων κτηµάτων, σε συνδυασµό µε το απαράγραπτο των δικαιωµάτων του, τα οποία και εµποδίζουν την κτήση της κυριότητάς από τους καλόπιστουςιδιώτες.
∆ηµοσίου δεν χαίρει συνταγµατικής προστασίας, και, ως εκ τούτου, είναι επιδεκτικό νοµοθετικής παρεµβάσεως, το ζητούµενο έγκειτο, εν προκειµένω, στον εντοπισµό των προϋποθέσεων εκείνων, έστω ιδιαιτέρως αυστηρών, εν περιπτώσει συνδροµής των οποίων, θα προκρίνετο η προστασία της ιδιοκτησίας των ιδιωτών έναντι του ∆ηµοσίου, προκειµένου να παύσει, πλέον, ο ως άνω φαύλος κύκλος εντός του οποίου έχει εγκλωβιστεί τόσο το ∆ηµόσιο, όσο και οι ιδιώτες και να αποδοθεί ουσιαστική, κοινωνική ∆ικαιοσύνη.
Ακριβώς στο ίδιο πνεύµα κινούνται και οι ακόλουθες δύο (2) τοποθετήσεις:
- «Εγώ θέλω να συγχαρώ από βάθους καρδιάς για το θάρρος και την τόλµη που έχει το Υπουργείο να φέρει το άρθρο4.
Το άρθρο 4 λοιπόν µε το γράµµα, το πνεύµα του και κυρίως µε την ωραία, ανάπτυξη που περιέχεται την αντίστοιχη τροπολογία αποκαλύπτει ότι το κράτος εξ ιδίας ευθύνης και εκµεταλλευόµενο την καισαρική του συνείδηση άφηνε καταστάσεις δεκαετιών εκκρεµείς εις βάρος των πολιτών του και εις βάρος της περιουσίας του.» 91
- «Κυρία Πρόεδρε, πιστεύω ότι η ρύθµιση αυτή πράγµατι είναι τοµή. ∆εν είναι µερεµέτιαή
µικροπράγµατα ή αποσπασµατικές ρυθµίσεις …αυτή η ρύθµιση του άρθρου 4 αποτελεί τοµή.» 92
γ) ∆εν έλειψαν βέβαια και οι αντίθετεςτοποθετήσεις:
- «… ∆ιερωτώµαι πώς µπορεί ο κοινός νοµοθέτης να έρθει να πει στο δηµόσιο δεν επιτρέπεται ως fiscusνα προβάλεις ένα δικαίωµα το οποίο µπορεί να σου ανήκει. Γιατί; Ποιος είναι ο λόγος αυτής της διάκρισης; Θα µπορούσε µε µια άλλη διατύπωση γιατί θεωρείται ακαταµάχητο τεκµήριο ότι ανήκει στονιδιώτη.»93
Σχολιασµός: ∆ιαφεύγει της εν λόγω τοποθετήσεως το γεγονός ότι µε την επίµαχη διάταξη ∆ΕΝ αποστερείται από το Ελληνικό ∆ηµόσιο γενικώς η δυνατότητα προβολής των δικαιωµάτων του επί των δηµοσίων κτηµάτων, αλλά απλώς θεσπίζεται ένας, εύλογος και απόλυτα συµβατός µε το σύνολο της έννοµης τάξης, περιορισµός της: Όπως κάθε fiscus, που χάνει το δικαίωµα της κυριότητάς του επί ακινήτου, σε περίπτωση συµπληρώσεως του χρόνου τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας σύµφωνα και µε τα προβλεπόµενα από τον Αστικό Κώδικα, έτσι και το Ελληνικό ∆ηµόσιο, σε περίπτωση συµπλήρωσης µέχρις της ενάρξεως ισχύος του
![]() |
91 Βλ. Αναστασίου Ι. Τάχου, ό. αν, σελ. 112 (απόσπασµα των πρακτικών της συνεδριάσεως Βουλής των Ελλήνων στις 26-02-2003), τοποθέτηση Κ. Σπυριούνη
92 Βλ. Αναστασίου Ι. Τάχου, ό. αν, σελ. 111 (απόσπασµα των πρακτικών της συνεδριάσεως Βουλής των Ελλήνων στις 26-02-2003), τοποθέτηση Φ. Κωνσταντίνου.
93 Βλ. Αναστασίου Ι. Τάχου, ό. αν, σελ. 112 (απόσπασµα των πρακτικών της συνεδριάσεως Βουλής των Ελλήνων στις 26-02-2003), τοποθέτηση Β. Τσίπρα
άρθρου 4 Ν. 3127/2003 δεκαετούς (παρ. 1, περ. α΄ άρθρου 4 Ν. 3127/2003) ή κατά περίπτωση τριακονταετούς (παρ. 1, περ. β΄ άρθρου 4 Ν. 3127/2003) αδιατάρακτης νοµής – εκµεταλλεύσεως ενός δηµόσιου ακινήτου από καλόπιστο ιδιώτη, απόλλυται του δικαιώµατος κυριότητάς του υπέρ του τελευταίου.
Σηµειώνεται, άλλωστε, ότι η άπρακτη (ήτοι άνευ οχλήσεως από πλευράς του ∆ηµοσίου) πάροδος των ως άνω χρονικών διαστηµάτων, ∆ΕΝ επιφέρει αυτή καθ’ εαυτή την οριστική απώλεια των εµπραγµάτων δικαιωµάτων του Ελληνικού ∆ηµοσίου, αλλά η απώλεια αυτή επέρχεταιµόνουπότονόροτηςσυνδροµήςκαιτωνλοιπών,αυστηρότερων,µάλιστα,σεσχέσηµετις προβλεπόµενες από τον Αστικό Κώδικα και καταλαµβάνουσες τις σχέσεις µεταξύ ιδιωτών, προϋποθέσεων της διατάξεως του άρθρου 4 Ν. 3127/2003, οι οποίες αφορούν αφενός µεν την τοποθεσία, έκταση και το χαρακτήρα του ακινήτου, αφετέρου δε την καλή πίστη του νοµέα – ιδιώτη κατά την κτήση της νοµής: Κατ’ αυτόν τον τρόπο προσδιορίζονται επακριβώς οι προστατευτέες µε την εν λόγω διάταξη περιπτώσεις, σε µία προσπάθεια αµβλύνσεως των κοινωνικών προβληµάτων που θα δηµιουργούντο λόγω της ορθής και απόλυταδικαιολογηµένης
µεν κατά το χρόνο θεσπίσεώς της, πλην, όµως, παρωχηµένηςπλέον νοµοθεσίας περί δηµοσίων κτηµάτων.
- «Επίσης, δεν επιτρέπεται, όταν κάνουµε τέτοιες αποσπασµατικές ρυθµίσεις, να αφήνουµε να εισέρχονται έστω και υπόνοιες ότι εξυπηρετούνται κάποια µεγάλα συµφέροντα. Και αυτή είναι η λογική του άρθρου 4, µε την παράγραφο 2 ειδικά…Τι συµβαίνει µε το συγκεκριµένο άρθρο; Πρώτα απ’ όλα, η διαδικασία µε την οποία ήρθε είναι κακή. Ενώ έχουµε έκθεση για τη συνταγµατικότητα των προηγουµένων ρυθµίσεων, για το άρθρο 4, το οποίο φέρατε ως προσθήκη, δεν έχουµε έκθεση της Επιστηµονικής Επιτροπής της Βουλής. ∆εν έχουµε έκθεση να βασιστούµε, για να δούµε αν τίθενται θέµατα συνταγµατικότητας ή όχι. Εγώ ρώτησα στην Επιτροπή αν υπάρχουν προβλήµατα συνταγµατικότητας ή όχι. Και ζήτησα να έρθει η έκθεση µέχρι τη συζήτηση στην Ολοµέλεια. ∆υστυχώς, δεν είδαµε τέτοιαέκθεση.»94
Σχολιασµός: Ως προελέχθη, το αµάχητο τεκµήριο νοµής του Ελληνικού ∆ηµοσίου ∆ΕΝ χαίρει συνταγµατικής προστασίας και καθίσταται επιδεκτικό νοµοθετικής παρεµβάσεως. Ως εκ τούτου ουδέν θέµα τίθεται εν προκειµένω περί αντισυνταγµατικότητας της επίµαχης διατάξεως.
1) Οιδιατάξειςτουάρθρου4Ν.3127/2003εισήχθησανστηΒουλήµεπροσθήκη:
∆εν είχαν περιληφθεί στο οικείο Σχέδιο Νόµου, ούτε και στην οικεία Εισηγητική Έκθεση. Η
![]() |
94 Βλ. Βλ. Αναστασίου Ι. Τάχου, ό. αν, σελ. 111 (απόσπασµα των πρακτικών της συνεδριάσεως Βουλής των Ελλήνων στις 26-02-2003), τοποθέτηση Γ.Αλογοσκούφη
εισήγηση έγινε από την Υπουργό Υ.ΠΕ.ΧΩ.∆Ε., ενόψει Εθνικού Κτηµατολογίου, και όχι από τον Υπουργό Οικονοµικών, ο οποίος κατ’ άρθρα 1 Π.∆. 11/12-11-1929, 1 Α.Ν. 1539/1938, είναι ο κύριος αρµόδιος για τα δηµόσια κτήµατα.
Εξ αυτού δε του λόγου, ασκήθηκε από µερίδα της θεωρίας95κριτική ότι δεν έγινε συστηµατική αντιµετώπιση των επίµαχων προβληµάτων, διότι η ρύθµιση του άρθρου 4 και ο τρόπος εισαγωγής της στη Βουλή των Ελλήνων έγιναν πρόχειρα και αποσπασµατικά.
Στον αντίποδα της ως άνω απόψεως, δύναται να γίνει λόγος για µία ρύθµιση ΤΟΜΗ στην ιστορία της Ελληνικής Νοµοθεσίας, η οποία τόλµησε να δώσει άµεσες και σαφείς λύσεις σεεπείγονταπροβλήµατα,λόγωτηςτρέχουσαςήδηδιαδικασίαςκτηµατογραφήσεωςσετµήµατα της Ελληνικής Επικράτειας, αλλά και της άµεσα επικείµενης κτηµατογράφησης της υπολοίπου Επικρατείας, ενώ κάθε καθυστέρηση, έστω και µε το πρόσχηµα της περαιτέρω επεξεργασίας της διατάξεως, θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο το εγχείρηµα του ΕθνικούΚτηµατολογίου.
2) Τόσοστοάρθρο4,όσοκαισταΠρακτικάτηςΒουλήςουδεµίααναφοράγίνεταιστις,
µέσω του εν λόγω άρθρου, τροποποιούµενες ή καταργούµενες εν όλω ή εν µέρει διατάξεις.
Ως γίνεται γενικά δεκτό, η ισχύς ενός νόµου καταργείται, ολικώς ή µερικώς, είτε µε τη ρητή κατάργησή του από νεότερο νόµο, είτε µε τη σιωπηρή κατάργησή του από νεότερο νόµο.
Ειδικότερα, στο Ν. 3127/2003 ∆ΕΝ περιέχεται όσον αφορά το άρθρο 4 η τιθέµενη κατά γενικό σχεδόν κανόνα στους νόµους ρήτρα, η οποία έχει ως εξής: «Κάθε διάταξη που είναι αντίθετη µε τον παρόντα νόµο ή ρυθµίζει θέµατα που διέπονται από αυτόν, καταργείται.96»
Ενόψει, όµως. της ταυτότητας του νοµικού λόγου και της συνταγµατικής αρχής της ασφάλειας δικαίου, ως ειδικής έκφρασης της αρχής του Κράτους ∆ικαίου, η οποία ισχύει τόσο έναντι της ∆ιοίκησης, όσο και έναντι του Νοµοθέτη, και αποβλέπει στη δηµιουργία σταθερών καταστάσεων, οι έννοµες συνέπειες είναι ακριβώς οι ίδιες στην περίπτωση τόσο της ρητής, όσο και της σιωπηρής κατάργησης ή τροποποίησης διατάξεων προγενέστερου νόµου97. Συνεπώς, µε
![]() |
95 Βλ. Βλ. Αναστασίου Ι. Τάχου, ό. αν, σελ. 48
96 Η εν λόγω γενική, ρητή καταργητική ρήτρα σηµαίνει ότι:
α) καταργούνται ευθέως όλες οι διατάξεις που είναι ρητά αντίθετες, ήτοι προβλέπουν διαφορετικά εν σχέσει µε το νέο νόµο,
β) καταργούνται εµµέσως όλες οι διατάξεις που ρυθµίζουν θέµατα, τα οποία διέπονται (=ρυθµίζονται) από τον νέο νόµο,
γ) ∆ΕΝ καταργούνται, ήτοι παραµένουν σε ισχύ, οι ειδικές διατάξεις, έστω και αν δεν αναφέρεται ρητά σε ο νέος νόµος, εκτός αν από το περιεχόµενο του νέου νόµου προκύπτει ότι αυτός αποσκοπεί στην κατάργηση και των ειδικών διατάξεων (ΑΠ 310/1966 ΕΕΝ 1967, σελ. 53. ΑΠ 93/2000 Ε∆ΚΑ 2000, σελ. 850),
δ) ∆ΕΝ καταργούνται, ήτοι εξακολουθούν να ισχύουν, οι ειδικές διατάξεις, µόνο εφόσον ρητά αναφέρεται σε αυτές ο νέος νόµος, αν αυτός έχει ψηφισθεί κατ’ άρθρο 76 παρ. 6-7 του Συντάγµατος ως Κώδικας.
97 Άλλωστε κατ’ άρθρο 2 Α.Κ. ο νόµος «…διατηρεί την ισχύ του εφόσον άλλος κανόνας δικαίου δεν τον καταργεί ρητά ή σιωπηρά».
τις διατάξεις του άρθρου 4 Ν. 3127/2003 καταργούνται σιωπηρά οι σχετικές διατάξεις του Α.Ν. 1539/1938 και όσων των συµπληρώνουν (πριν ή µετά το έτος 1938)98.
3) Αναγνωρίστηκε, εµµέσως, µε το επίµαχο άρθρο (και ιδίως µε την εισηγητική του έκθεση) η κακοδιοίκηση των δηµοσίων κτηµάτων σε βάρος τόσο των πολιτών, όσο και του Κράτους.
4) Επιβεβαιώθηκε το γεγονός ότι η µέχρι τότε ισχύουσα πλασµατική νοµή και το υποστηριζόµενο από µέρος της θεωρίας γενικό τεκµήριο κυριότηταςυπέρ του Ελληνικού
∆ηµοσίου ∆ΕΝ έχουν θεµελίωση στο Σύνταγµα και, έτσι, εναπόκειται στον κοινό νοµοθέτη να προβεί σε σχετικές ρυθµίσεις ή τροποποιήσεις τους.
5) Καταργήθηκε αναδροµικά, µερικώς (καθώς εκφεύγουν του πεδίου εφαρµογής της διατάξεως τα δάση και οι δασικές εκτάσεις), το υπέρ του ∆ηµοσίου αµάχητο τεκµήριο νοµής επί των δηµοσίων κτηµάτων: ∆εδοµένου, λοιπόν, ότι ουδέν συνταγµατικό κώλυµα υφίσταται ως προς τη ρύθµιση υπό του κοινού νοµοθέτη του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του ∆ηµοσίου, συννόµως επήλθε, δυνάµει των διατάξεων του άρθρου 4 Ν.3127/2003, σιωπηρή κατάργηση – τροποποίηση της προγενέστερης νοµοθεσίας περί δηµοσίων κτηµάτων, ιδίως του Α.Ν. 1539/1938. Ειδικότερα,επήλθε:
α) σιωπηρή κατάργησητης υπέρ του ∆ηµοσίου νοµής των δηµοσίων κτηµάτων, κατ’ αµάχητο νόµιµο και πλασµατικό τεκµήριο, και µάλιστα αναδροµικά99και
β) ρητή αναγνώριση:
- αφενός µεν πλασµατικά, µαχητού δικαιώµατος νοµής και κατοχής υπέρτου ιδιώτη,
- αφετέρου δε µαχητού τεκµηρίου κυριότητας υπέρ του ιδιώτη επί των δηµοσίων κτηµάτων.
Υπογραµµίζεται ότι η αναγνώριση είναι αναδροµική, επιτρεποµένης ως εκ τούτου της από µέρους του ιδιώτη επικλήσεως τακτικής ή εκτάκτου χρησικτησίας έναντι του ∆ηµοσίου.
6) Στην περίπτωση συνδροµής όλων των προϋποθέσεων του άρθρου 4, «… ο νοµέας θεωρείται κύριος έναντι του ∆ηµοσίου», δηλαδή το Ελληνικό ∆ηµόσιο είναι υποχρεωµένο να αναγνωρίσει την κυριότητα του ιδιώτη100.
![]() |
98 Όµως, ∆ΕΝ θίγονται οι ειδικές, ενόψει µάλιστα των διατάξεων του άρθρου 106 παρ. 1 του Συντάγµατος, προστατευτικές διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 2 του Ν.∆. 2176/1952 (και όσες διατάξεις άλλων νόµων τις συµπληρώνουν) για την προστασία της βιοµηχανίας και της βιοτεχνίας.
99 Πρόκειται εν προκειµένω για σιωπηρή αναδροµή του νόµου, η οποία συντρέχει όταν το νοµικό και πραγµατικό αποτέλεσµα εκ της εφαρµογής της νεότερης διάταξης ρυθµίζει µία έννοµη σχέση κατά τρόπο αναδροµικό.
Ως εκ τούτου, ∆ΕΝ απαιτείται η έκδοση αναγνωριστικής δικαστικής αποφάσεως, παρά
µόνο εν περιπτώσει αµφισβητήσεως από µέρους του ∆ηµοσίου του υπέρ του ιδιώτη τεκµηρίου κυριότητας.
7) Σύµφωνα και µε τη γραµµατική διατύπωση του άρθρου 4 Ν. 3127/2003, εκφεύγουν του πεδίου εφαρµογής του τα ακίνητα που συνιστούν τα δάση και δασικές εκτάσεις, τα οποία δεν µπορούν να αποτελέσουν αντικείµενο κτήσεως κυριότητας µε χρησικτησία από µέρους των ιδιωτών.
α) Ως απεφάνθη το Νοµικό Συµβούλιο του Κράτους µε την υπ’ αριθµόν 348/2004 Γνωµοδότησή του, το άρθρο 4 Ν. 3127/2003 αφορά, αδιακρίτως, όλα τα ακίνητα, τα οποία ανήκουν κατά πλήρες δικαίωµα κυριότητας στην ιδιωτική περιουσία του κράτους, η οποία απαρτίζεται από όλα τα υπόλοιπα δηµόσια κτήµατα, εκτόςτων εκτός συναλλαγής (κατ’ άρθρα 966 επ. Α.Κ.) ακινήτων, στα οποία περιλαµβάνονται τα κοινά τοις πάσι, τα κοινόχρηστα και προορισµένα για την εξυπηρέτηση δηµοσίων, δηµοτικών, κοινοτικών και θρησκευτικών σκοπών ακίνητα101. Ειδικότερα, την ιδιωτική περιουσία του κράτους αποτελούσαν κάποτε κυρίως οι λεγόµενες εθνικές γαίες, στις οποίες, όµως, προστέθηκαν µεταγενέστερα οι εθνικές θεσσαλικές γαίες, οι γαίες των νέων χωρών κλπ, στις οποίες το Ελληνικό ∆ηµόσιο διαδέχθηκε το Τουρκικό ∆ηµόσιο, τα προελθόντα από την ανταλλαγή των πληθυσµών (ανταλλάξιµα) κτήµατα, οι περιουσίες όσων απήλθαν ή αναχώρησαν λαθραία στα εξωτερικό κατά τη διάρκεια των δύο παγκοσµίων πολέµων και των επακολουθησάντων αυτούς γεγονότων, σήµερα δε αυτή απαρτίζεται πρωτίστως από τα καταγεγραµµένα δηµόσια κτήµατα, ακίνητα για τα οποία έχουν εκδοθεί θετικές γνωµοδοτήσεις του Γνωµοδοτικού Συµβουλίου ∆ηµοσίων Κτηµάτων ή που απέκτησε το Ελληνικό ∆ηµοσίου µε νόµιµο τίτλο – συµβόλαιο – ή µε αναγκαστική απαλλοτρίωση ή ως εγκαταλελειµµένα από τους ιδιοκτήτες τους, ή ως αδέσποτα, ή ακίνητα προερχόµενα από προσχώσεις της θαλάσσης, ή συνεπεία τεχνικώνέργων.
Την ιδιωτική περιουσία του Ελληνικού ∆ηµοσίου διαχειρίζεται, επ’ ονόµατί του, κυρίως το Υπουργείο Οικονοµίας και Οικονοµικών, χωρίς, όµως, να αποκλείεται η διαχείριση κάποιων εκ των ανηκόντων σε αυτήν ακινήτων να έχει ανατεθεί σε άλλα Υπουργεία ή δηµόσιες υπηρεσίες (όπως λ.χ. η περίπτωση των δηµοσίων κτηµάτων, τα οποία διαχειρίζεται το ΥπουργείοΓεωργίαςγιατουςσκοπούςτουαγροτικούεποικισµού)καιαπότηνεκµετάλλευσή
![]() |
100 Απαιτείται έκδοση σχετικής διοικητικής πράξης (τίτλου) αναγνώρισης του δικαιώµατος κυριότητας του ιδιώτη Βλ. Αναστασίου Ι. Τάχου, ό.αν., σελ. 51.
101 τα οποία, ούτως ή άλλως, είναι ανεπίδεκτα τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας και δεν καταλαµβάνονται από το άρθρο 4 Ν. 3127/2003., ως προκύπτει από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 966, 1054 Α.Κ.
της εξασφαλίζονται τα έσοδα και τα εν γένει οικονοµικά µέσα για την εκπλήρωση της αποστολής του κράτους (είτε από το ίδιο το κράτος είτε από τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, στα οποία έχει µεταβιβασθεί η άσκηση δηµόσια εξουσίας).
∆ιέπεται δε η ιδιωτική περιουσία του κράτους κατ’ αρχάς από το ιδιωτικό δίκαιο, συµπληρούµενο από κατ’ ιδίαν διατάξεις του δηµοσίου δικαίου, ιδίως στα ζητήµατα διαχείρισης, διάθεσης και προστασίαςτης.
β) Από το γράµµατης διατάξεως του άρθρου 4 Ν. 3127/2003, αλλά και από την ανωτέρω ερµηνεία και οριοθέτηση του πεδίου εφαρµογής της που επεχείρησε το Νοµικό Συµβούλιο του Κράτους µε την υπ’ αριθµόν 348/2004 Γνωµοδότησή του, συνάγεται ότι τα εµπίπτοντα στη ρύθµισή της ακίνητα ανήκουν στην κυριότητα του ∆ηµοσίου εν στενήεννοία.
Σύµφωνα, όµως, το άρθρο 1 παρ. 1 Ν.∆./τος 31/1968 το οποίο προβλέπει την εφαρµογή της εκάστοτε ισχύουσας νοµοθεσίας για την προστασία της ακίνητης περιουσίας του ∆ηµοσίου και στα κτήµατα των δήµων και κοινοτήτων, το άρθρο 4 Ν. 3127/2003 καταλαµβάνει και τα ακίνητα, τα οποία ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία των Οργανισµών Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Όµως, δεν φαίνεται να καλύπτονται από το γράµµα της διατάξεως τα ακίνητα και των εκκλησιαστικών Νοµικών Προσώπων ∆ηµοσίου ∆ικαίου και των Ιερών Μονών102. ∆εδοµένου ότι για την καθιέρωση του απαράγραπτου των δικαιωµάτων των εκκλησιαστικών Ν.Π.∆.∆. και των Ι. Μονών επί των εκκλησιαστικών και µοναστηριακών ακινήτων αντιστοίχως και του ανεπίδεκτου της νοµής ιδιώτη επ’ αυτών απαιτήθηκε ρητή και ειδική νοµοθετική ρύθµιση (ήτοι ο Ν. 590/1977 «περί του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος» για τα ακίνητα των εκκλησιαστικών ν.π.δ.δ. και το Ν.∆. της από 22-04-/15-05-1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτηµάτων της Αεροπορικής Αµύνης» για τα µοναστηριακά ακίνητα), έτσι και για την εξαίρεση από το καθιερωµένο απαράγραπτο των δικαιωµάτων τους απαιτείται ρητή και ειδική νοµοθετική πρόβλεψη: Εάν ο νοµοθέτης του άρθρου 4 Ν. 3127/2003 επιθυµούσε την κάµψη του απαράγραπτου των δικαιωµάτων καιτων εκκλησιαστικών Ν.Π.∆.∆. και των Ιερών Μονών, θα το είχε προβλέψει ρητά. Θα µπορούσε, ενδεχοµένως, να επιχειρηθεί µία αναλογική εφαρµογή της διατάξεως και στα εν λόγω ακίνητα επί τη βάσει της ταυτότητας των προστατευτέων και στην εν λόγω περίπτωση εννόµων συµφερόντων, ήτοι των καλόπιστων ιδιωτών, οι οποίοι νοµοτύπως και, συχνά, µετά από αδιάκοπη σειρά µεταβιβάσεων µεταξύ ιδιωτών αποκτούν ακίνητα, τα οποία ανήκαν κάποτε στην ιδιωτική περιουσία των εκκλησιαστικών ν.π.δ.δ και των ΙερώνΜονών,καιταοποίανέµονταιαδιαταράκτωςµέχρισήµερα,επίσειράδεκαετιών,πλην,
![]() |
102 υπέρ των οποίων, οµοίως, έχει θεσµοθετηθεί κατά τα προαναφερθέντα το ανεπίδεκτο της νοµής ιδιώτη επί των ακινήτων τους.
όµως, η προσπάθεια αναλογικής εφαρµογής δύσκολα θα µπορούσε να βρει έρεισµα στο γράµµα του νόµου.
γ) Έτσι, υπάγονται στο πεδίο εφαρµογής του άρθρου 4 Ν. 3127/2003 και, εποµένως, δύνανται να αποτελέσουν αντικείµενο κτήσεως κυριότητας µε χρησικτησία, υπό τη συνδροµή πάντοτε των κατωτέρω αναλυτικώς µνηµονευόµενων προϋποθέσεων, τα κάτωθι ακίνητα, εφόσον ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του ∆ηµοσίου εν στενή εννοία ή των Οργανισµών Τοπικής Αυτοδιοίκησης103,ήτοι:
1) Ακίνητα ευρισκόµενα εντός του σχεδίουπόλεως,
2) Ακίνητα ευρισκόµενα εντός οικισµού προϋφιστάµενουτου έτους 1923,και
3) Ακίνητα ευρισκόµενα εντός οικισµού κάτω των 2.000 κατοίκων, ο οποίος και έχει οριοθετηθεί,
Τα ως άνω, δεκτικά τακτικής ή εκτάκτου χρησικτησίας σε βάρος του Ελληνικού
∆ηµοσίου ακίνητα:
- θα πρέπει να έχουν εµβαδόν µέχρι 2.000 τ.µ.,ενώ,
- αν αντιθέτως το εµβαδόν τους υπερβαίνει τα 2.000 τ.µ., οι διατάξεις του άρθρου 4 Ν. 3127/2003 εφαρµόζονται µόνο εφόσον στο ακίνητο υφίσταται, κατά την 31η-12-2002, κτίσµα καλύπτον ποσοστό τουλάχιστον 30% του ισχύοντος συντελεστή δόµησης στηνπεριοχή.
Σχολιασµός: Είναι εµφανής η βούληση του νοµοθέτη, µε την ανωτέρω λεπτοµερή οριοθέτηση του πεδίου εφαρµογής της νέας αυτής διατάξεως – τοµής να αποκλείσει την υπαγωγή σε αυτήν:
- αφενός µεν των δασών και των εν γένει δασικώνεκτάσεων,
- αφετέρου δε των καθαρά αγροτικώνπεριοχών,
καθισταµένου, ως εκ τούτου, ξεκάθαρου και αδιαµφισβήτητου του γεγονότος ότι η επίµαχη διάταξη αφορά οικόπεδα, όχι αγροτεµάχια ή δασικές εκτάσεις.
Το άρθρο 4 του Ν. 3127/2003 προβλέπει στην πρώτη (α΄) του παράγραφο δύο (2) περιπτώσεις κτήσεως από µέρους του ιδιώτη του δικαιώµατος της κυριότητας µε χρησικτησία έναντι του Ελληνικού ∆ηµοσίου.
103 τα οποία, µέχρι την εισαγωγή του εν λόγω άρθρου, ανήκαν στην κυριότητα του Ελληνικού ∆ηµοσίου, πλην όµως κατέχοντο (ήδη από την θέση σε ισχύ του νόµου αποτελούν αναδροµικά αντικείµενα νοµής) από ιδιώτες
παρ. 1 περ. α΄ Ν. 3127/2003.
IV. Ε. 1. α. Οι προϋποθέσεις.
Κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 περ. α΄Ν. 3127/2003 εισάγεται µία µορφή χρησικτησίας, προσοµοιάζουσα στην τακτική χρησικτησίατων άρθρων 1041, 1043 Α.Κ., η οποία απαιτεί τη συνδροµή των κάτωθι προϋποθέσεων:
1ηΠροϋπόθεση: Νοµή µέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 3127/2003, ήτοι µέχρι την 19η- 03-2003: Ως γνωστόν, η στοιχειοθέτηση της έννοιας της νοµής απαιτεί την αθροιστική συνδροµή δύο (2) στοιχείων,ήτοι:
α) της φυσικής εξουσιάσεως του πράγµατος (=κατοχή) (corpus), και
β) της θελήσεως εξουσιάσεως του πράγµατος «διανοία κυρίου», ήτοι κατά τρόπο προσήκοντα σε κύριο (animusdomini)104.
Αν και µε τη διάταξη του άρθρου 4 Ν. 3127/2003 προστατεύεται ο καλόπιστος µόνο νοµέας, ήτοι αυτός που χωρίς βαρεία αµέλεια έχει την πεποίθηση ότι απέκτησε κυριότητα, διευκρινίζεται ότι για τη στοιχειοθέτηση της προϋποθέσεως της απλής νοµής και µόνο, ∆ΕΝ απαιτείται να έχει ο νοµέας και την πεποίθηση ότι είναι κύριος του πράγµατος ή να προσανατολίζεται η βούλησή του στην απόκτηση του δικαιώµατος της κυριότητας, αυτού καθ’ εαυτού105. Βεβαίως, ο νόµος, αρκούµενος στο ήσσον, ήτοι τη διάνοια «κυρίου», σαφώς και
∆ΕΝ αποκλείει το µείζον, ήτοι την πεποίθηση «κυρίου».
Συµπερασµατικώς, η ταυτόχρονη συνύπαρξη των δύο ως άνω στοιχείων, φυσικού και πνευµατικού (µε εξαίρεση την περίπτωση της πλασµατικής κτήσης της νοµής), είναι δηµιουργική του υπό του νόµου προστατευόµενου δικαιώµατος της νοµής106.
Η νοµή αποκτάται µε τους ακόλουθους δύο (2) τρόπους:
![]() |
104 Ειδικότερα, η διάνοια κυρίου συνίσταται στην πρόθεση του προσώπου για διαρκή, απεριόριστη και αποκλειστική εξουσίαση του πράγµατος, όµοια ή ανάλογη προς την απορρέουσα από το δικαίωµα της πλήρους κυριότητας και αναγνωριζόµενη στο δικαιούχο αυτής. Εκδηλώνεται δε η διάνοια κυρίου µε την µεταχείριση του πράγµατος µε τον ίδιο τρόπο µε τον οποίο θα µπορούσε να το µεταχειρισθεί ο ιδιοκτήτης, ΧΩΡΙΣ όµως να απαιτείται, κατά τα ανωτέρω, να κατευθύνεται η πρόθεση του νοµέα στην έννοµη κτήση της κυριότητας ή να έχει αυτός την πεποίθηση ότι έχει κυριότητα (opiniondomini). Πάντα τα ανωτέρω αποδεικνύονται εκ του γεγονότος ότι ο εξουσιάζων το πράγµα µε διάνοια κυρίου για µία εικοσαετία καθίσταται κύριος κατ’ άρθρο 1045 Α.Κ. µε έκτακτη χρησικτησία, ανεξαρτήτως της πεποιθήσεώς του ή µη περί κυριότητας.
105 Πράγµατι, και νοµολογιακώς έχει κριθεί ότι ο Α.Κ. ∆ΕΝ απαιτεί την προϋπόθεση της πεποίθησης, καθώς
«…απαιτών ο νόµος (ήτοι τα άρθρα 974, 981 Α.Κ.) διά την νοµήν πράγµατος, εξουσίαν διανοία κυρίου, εννοεί µε την θέλησιν “να έχει το πράγµα ως προσήκει εις τον κύριον”, χωρίς να απαιτείται και να έχη ούτος την πεποίθησιν, ότι έχει την κυριότητα, ή η βούλησις αυτού να κατευθύνεται εις το δικαίωµα της κυριότητας αυτό καθ’ ευατό και ως τοιούτο» (Α.Π. 1692/1981 ΕΕΝ 1982,876).
106 Αν ελλείπει το πνευµατικό στοιχείο, υπάρχει µόνο κατοχή (ήτοι το φυσικό – πραγµατικό στοιχείο), η οποία,
όµως, ∆ΕΝ µπορεί να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας µε χρησικτησία. Μόνο κατοχή υφίσταται όταν η σωµατική εξουσία, ολική ή µερική, ασκείται στο όνοµα άλλου επί τη βάσει ενοχικής σχέσεως, είτε ισχυρής είτε όχι (λ.χ.
µίσθωση, παρακαταθήκη, χρησιδάνειο κ.λ.π.) (Α.Π. 1025/2002 ΝοΒ 2003, σελ. 250).
i) Κτήση πρωτότυπη, όταν αυτή επέρχεται ανεξάρτητα από τη βούληση του προϋπήρξαντος νοµέα, ήτοι ευθύς µόλις συντρέξουν τα στοιχεία της κατοχής (= φυσικής εξουσιάσεως) και της θελήσεως ιδιοποιήσεωςκαι
ii) Κτήση παράγωγη, συντελούµενη είτε µε ειδική διαδοχή, δηλαδή µε την παράδοσή της από τον αµέσως προηγούµενο νοµέα, µε τη βούληση και τη ρητή συναίνεσή του, είτε µε καθολική διαδοχή: Αυτός ο παράγωγος τρόπος κτήσεως της νοµής θα είναι και ο συνηθέστερος στις υπαγόµενες στην ευνοϊκή ρύθµιση του άρθρου 4 Ν. 3127/2003 περιπτώσεις, δεδοµένου ότι όχι µόνο διευκολύνει αποδεικτικώς, αλλά και συνάδει εν γένει µε την απαιτούµενη καλοπιστία του προστατευτέου µε την εν λόγω ρύθµιση νοµέα δηµοσίουκτήµατος.
Ως προς τη νοµική φύση της νοµής κρατεί η άποψη ότι η νοµή είναι δικαίωµα που απορρέει από την πραγµατική κατάσταση του φυσικού εξουσιασµού, συναρτάται άρρηκτα και διαρκώς µε τον φυσικό εξουσιασµό, αλλά δεν µπορεί να ενταχθεί αποκλειστικά σε µία από τις γνωστές κατηγορίες δικαιωµάτων (ενοχικά – εµπράγµατα)107. Πρόκειται δηλαδή για µία ενδιάµεση – µικτή µορφή δικαιώµατος108, που παρουσιάζει στοιχεία διάφορων τύπων δικαιώµατος. Ειδικότερα, από τη µία πλευρά η νοµή είναι δικαίωµα πάνω σε πράγµα και οι αγωγές για την προστασία της στρέφονται εναντίον κάθε προσβολέα της, αλλά από την άλλη πλευρά η νοµή είναι ασθενέστερο, ήσσονος δυνάµεως δικαίωµα πάντω σε πράγµα, διότι σε περίπτωση συγκρούσεως µε την κυριότητα ή µε άλλο εµπράγµατο δικαίωµα τελικά υποχωρεί. Είναιδηλαδήέναδικαίωµαπουυπηρετείτηνπροσωρινήρύθµισητωνεµπράγµατωνσχέσεων109. Αποτελεί δε περιουσία, τόσο αυτοτελώς και καθ’ εαυτή, ως αξία του ακινήτου, όσο και ως πηγή επωφελών για τον νοµέα εννόµωνσχέσεων110.
![]() |
107 Βλ. Απόστολου Σ. Γεωργιάδη, Εµπράγµατο ∆ίκαιο, Τόµος Ι, Αντ. Ν. Σάκκουλα – Π.Ν. Σάκκουλα 1991, σελ. 141-144
108 Και τούτο διότι στη νοµή συνυπάρχει τόσο το στοιχείο της εµπράγµατης σχέσης, η οποία εκκινεί από το
ιδιοκτησιακό στοιχείο («µε διάνοια κυρίου») και καταλήγει να αποτελεί και να παράγει, λόγω του στοιχείου αυτού, το περιουσιακό στοιχείο, όσο και το στοιχείο της ενοχικής σχέσης.
109 Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η ΑΚ 973 δεν περιλαµβάνει τη νοµή στα εµπράγµατα δικαιώµατα µε την τεχνική έννοια του όρου, δεν εγγράγεται η νοµή στα δηµόσια βιβλία, µόνη η µεταβίβαση της νοµής δεν αποτελεί
εκποίηση ή διάθεση του πράγµατος κλπ – Βλ. Απόστολου Σ. Γεωργιάδη, ό. αν., σελ. 144
110 Έτσι, νοµέας i) απολαµβάνει το δικαίωµα χρήσης και κάρπωσης του ακινήτου, ενώ ii) έχει και τη δυνατότητα κτήσεως δικαιώµατος κυριότητας µε χρησικτησία.
111Άρθρο 984 «Προσβολή της νοµής. Η νοµή προσβάλλεται είτε µε διατάραξη είτε µε αποβολή του νοµέα, εφόσον
αυτές γίνονται παράνοµα και χωρίς της θέλησή του. Η νοµή που αποκτήθηκε µε τέτοια αποβολή είναι επιλήψιµη. Το ελάττωµα αυτό της νοµής αντιτάσσεται και κατά των κληρονόµων του νοµέα˙ το ελάττωµα της νοµής του προκατόχου αντιτάσσεται κατά του ειδικού διαδόχου µόνο αν αυτός το γνώριζε κατά την κτήση.»
καθορισµένη, αλλά συνιστά, αντιθέτως, µία αόριστη νοµική έννοια, για τον προσδιορισµό της οποίας είναι καθοριστική η παρέµβαση της νοµολογίας, αποφαινόµενης πάντα inconcretoκαι
µετά από συνεκτίµηση των κατά περίπτωση πραγµατικών περιστατικών.
Ειδικότερα, έχει νοµολογηθεί ότι:
- ότι συνιστά διατάραξη η παρεµπόδιση του ασκούντος νοµή είτε συνεπεία πάσης πράξεως, διαρκούς ή παροδικού χαρακτήρα, η οποία ακριβώς παρεµποδίζει την άσκηση των εκ της νοµής απορρεόντων δικαιωµάτων του νοµέα112είτε µε πράξεις που δεν καταλύουν µεν τελείως τη νοµή, πλην όµως επηρεάζουν, και δη καθ’ οιονδήποτε τρόπο, την ελεύθερη (ήτοιείτε
µε θετική είτε µε αποθετική πράξη) άσκησή της113,
- ότι η διατάραξη ∆ΕΝ προϋποθέτει υπαιτιότητα του διαταράσσοντος, ΟΥΤΕ αντιποίηση της διαταρασσοµένης νοµής, όµως, κατά κανόνα απαιτεί υλική επενέργεια επί του πράγµατος114,
- ότι η απλή αµφισβήτηση της νοµής, ακόµη και νοµική, ∆ΕΝ αποτελεί διατάραξη115ακόµη και όταν διενεργείται µέσω διοικητικής πράξεως (όπως λ.χ. σε περίπτωση διαταγής της αρµοδίου ∆ηµόσιας Αρχής µε την οποία απαγορεύεται η βοσκή), διότι για τη στοιχειοθέτηση της έννοιας της διαταράξεως απαιτείται η πραγµατική – φυσική παρεµπόδιση της ασκήσεως της νοµής από το αρµόδιοόργανο116.
Άλλωστε, κατά τη σαφή διατύπωση του άρθρου 984 Α.Κ., βασικές προϋποθέσεις της προσβολής της νοµής µε τη µορφή της διαταράξεως είναι η διατάραξη να γίνεται «παράνοµα» και «χωρίς τη θέληση» του νοµέα. Συνεπώς, αν η διατάραξη διενεργείται νόµιµα, κατά την ενάσκηση νοµίµου δικαιώµατος, ή έστω µε τη θέληση του νοµέα, ∆ΕΝ στοιχειοθετείται προσβολή της νοµής117
Εξ απόψεως δε χρόνου γίνεται δεκτό ότι η διατάραξη θα πρέπει να έχει διάρκεια και περικλείει τον κίνδυνο της συνέχειας – επαναλήψεώς της. Έχει, όµως, διατυπωθεί νοµολογιακώς118και η άποψη ότι είναι αδιάφορος ο διαρκής ή παροδικός χαρακτήρας της διατάραξης 119.
![]() |
112Α.Π. 2044/1970 ΝοΒ 1970, σελ. 965
113 Α.Π. 108/1961 ΝοΒ 1961, σελ. 828
114 ΕιρΛειβ 11/1986 ΑρχΝοµ 1986, σελ. 227
115 Α.Π. 314/1966 ΝοΒ 1967, σελ. 25, Α.Π. 1058/1996 Ελλ∆ικ 1997, σελ. 1837, Πολ.Πρ.Θεσ. 26120/1995 Αρµεν.
1996, σελ. 174
116 Α.Π. 405/1951 ΕΕΝ 1952, σελ. 13
117 Α.Π. 242/1950 Θέµις 1951, σελ. 481, Α.Π. 404/1951 ΕΕΝ 1952, σελ. 18, Α.Π. 236/1956 ΝοΒ 1956, σελ. 788
118 Α.Π. 244/1970 ΝοΒ 1970, 965
119 Ως εκ των άνω συνάγεται ότι οι τρόποι διαταράξεως της νοµής δύνανται να διακριθούν ως κάτωθι:
α) ∆ιατάραξη µε πράξεις ή και παραλείψεις
β) ∆ιατάραξη δυνάµει υλικών – φυσικών ενεργειών, όπου είτε θα έχουµε να κάνουµε µε αµιγώς υλικές – φυσικές ενέργειες διαταράξεως, είτε µε πειστικές απειλές, κατά την έννοια του άρθρου 151 Α.Κ. ότι θα επακολουθήσουν αµιγώς υλικές – φυσικές ενέργειες διαταράξεως (Α.Π. 252/1952 ΕΕΝ 1952, σελ. 610, Α.Π. 314/1966 ΝοΒ 1967, σελ. 25)
γ) ∆ιατάραξη δυνάµει ενεργειών νοµικών – αµφισβητήσεως, η οποία δύναται να λάβει τις κάτωθι µορφές:
Ειδικά για την έννοια της διατάραξης της νοµής κατ’ άρθρο 4 Ν. 3127/2003 λεκτέα τα κάτωθι:
Μέχρι την 18η-03-2003 οι ιδιώτες δεν είχαν το δικαίωµα νοµής δηµοσίου κτήµατος, λόγω του ισχύοντος µέχρι τότε αµάχητου, πλασµατικού τεκµηρίου νοµής επί των δηµοσίων κτηµάτων υπέρ του Ελληνικού ∆ηµοσίου και θεωρούντο απλώς κάτοχοιτων εν λόγω κτηµάτων. Μάλιστα, και αυτή η απλή κατοχή δηµοσίων κτηµάτων από ιδιώτες ∆ΕΝ ήταν προστατευµένη υπότοπροϊσχύσανκαθεστώςέναντιτου∆ηµοσίου,καθώςακόµηκαιστιςπεριορισµένεςεκείνες περιπτώσεις,όπουαυτήκατ’εξαίρεσηαναγνωριζόταναπότονόµο,ήτανεπιδεκτικήπροσβολής από το ∆ηµόσιο· δηλαδή µέχρι την 18η-03-2003, αναγνωριζόταν ως νόµιµη η παρεµπόδιση από το ∆ηµόσιο της ελεύθερης άσκησης των δικαιωµάτων του τότε κατόχου και ήδη σήµερα νοµέα δηµοσίου κτήµατοςιδιώτη.
Όµως, από την 19η-03-2003 (ηµεροµηνία θέσεως σε ισχύ του άρθρου 4 Ν. 3127/2003), η ως τότε, µόνο κατ’ εξαίρεση προστατευόµενη από το νόµο, κατοχή δηµοσίου κτήµατος από ιδιώτη αναγνωρίζεται, και δη αναδροµικά και πλασµατικά, ως προστατευόµενη νοµή. Έχει
µάλιστα υποστηριχθεί σχετικώς120ότι το άρθρο 4 Ν. 3127/2003 ∆ΕΝ φαίνεται να γνωρίζει τη λειτουργία και τις συνέπειες της επιλήψιµης νοµής του άρθρο 984 περ. β΄ Α.Κ., καθώς το αναγνωριζόµενο από αυτό την 19η-03-2003 δικαίωµα νοµής των ιδιωτών, δεδοµένου και του προϊσχύσαντος καθεστώτος, δεν θα µπορούσε να είχε αποκτηθεί αρχικώς µε άλλο τρόπο, παρά
µόνο µε σφετερισµότης, κατ’ αµάχητο τεκµήριο, νοµής του ∆ηµοσίου επί δηµοσίου ακινήτου.
Συµπερασµατικώς, το αδιατάρακτο της νοµής που απαιτεί το άρθρο 4 Ν. 3127/2003, προκειµένου να θεµελιώσει ο ιδιώτης δικαίωµα κυριότητας µε χρησικτησία έναντι του Ελληνικού ∆ηµοσίου, συνίσταται ουσιαστικά στο αδιατάρακτο της έως την 18η-03-2003, µόνο κατ’ εξαίρεση προστατευοµένης από το νόµο, κατοχής του επί δηµοσίου κτήµατος, η οποία αναγνωρίστηκε την 19η-03-2003, δυνάµει του εν λόγω άρθρου, αναδροµικά και πλασµατικά ως θεµελιωτική του δικαιώµατος κυριότητας νοµή.
Ενόψει των ανωτέρω, προσβολή µε τη µορφή της διατάραξης της νοµής δηµοσίου κτήµατος από ιδιώτη, κατά την έννοια του άρθρου 4 Ν. 3127/2003, δύναται να υπάρξει στις ακόλουθες περιπτώσεις121:
i) Σε περίπτωση επιβολής από τη ∆ιοίκηση του µέτρου της διοικητικής αποβολής.
![]() |
i) αµφισβήτηση επί τη βάσει απειλής υλικής ενέργειας (βλ. Α.Π. 314/1966, ό.α.), όπως εν περιπτώσει κοινοποιήσεως υπό της ∆ιοικήσεως εγγράφου προς τον ιδιώτη, µε το οποίο τον καλεί όπως απόσχει από πάσα ενεργεία επί του δηµοσίου κτήµατος (Α.Π. 252/1952,ό.α.),
ii) εκτέλεση της κατ’ αµφισβήτηση απειληθείσας υλικής ενέργειας (Α.Π. 242/1950, Θέµις 1951, σελ.481).
120 Βλ. Αναστασίου Ι. Τάχου, ό.αν., σελ. 69
121 Βλ. Αναστασίου Ι. Τάχου, ό.αν., σελ. 69-70
ii) Όταν η ∆ιοίκηση δεν προέβη µεν στην επιβολή του ιδιαιτέρως επαχθούς µέτρου της διοικητικής αποβολής, διότι αναγνωρίσθηκε δικαίωµα χρήσεως του ακινήτου υπέρ του ιδιώτη, υπό την προϋπόθεση της καταβολής από µέρους του της αντίστοιχης αποζηµιώσεως, αλλά ο ιδιώτης ∆ΕΝ κατέβαλε, ως όφειλε, την εν λόγωαποζηµίωση.
iii) Στην περίπτωση κατά την οποία ο ιδιώτης είχε αιτηθεί, υπό το προϊσχύσαν καθεστώς, να ικανοποιηθεί το δικαίωµά του περί απ’ ευθείας εξαγοράς του κατεχόµενου από αυτόν δηµοσίου κτήµατος, πλην, όµως, το εν λόγω αίτηµα απερρίφθη αµετάκλητα(δηλαδή κατ’ εξάντληση της οικείας διοικητικής διαδικασίας) από τη∆ιοίκηση.
iv) ∆ιευκρινίσεως χρήζει η περίπτωση εκείνη κατά την οποία ο ιδιώτης, προκειµένου να στεγάσει βιοµηχανική ή βιοτεχνική επιχείρηση122, αιτείται προς τη ∆ιοίκηση να του επιτραπεί η χρήση του ήδη κατεχόµενου και χρησιµοποιούµενου από αυτόν δηµοσίου ακινήτου, µε καταβολή ανάλογης αποζηµιώσεως, και το αίτηµά του αυτό γίνεται αποδεκτό από τη∆ιοίκηση.
Η αποδοχή από µέρους της ∆ιοικήσεως του επιτρεπτού της ως άνω χρήσεως συνιστά αναγνώριση της κατοχής, και, κατ’ επέκταση, και ανοχή της νοµής του ιδιώτη επί του δηµοσίου ακινήτου, η άποψη δε αυτή φαίνεται να επαληθεύεται και από την αναδροµική αναγνώριση της κατοχής ως νοµής, δυνάµει του άρθρου 4 Ν. 3127/2003. Πράγµατι, στην περίπτωση της εν λόγω
«κατοχής», το ∆ηµόσιο έχει χορηγήσει ένα είδος «άδειας», απεριορίστου χρόνου, για την εξουσίαση κτηµάτων και λοιπών ακινήτων, τα οποία θα µπορούσαν εξ αυτού του λόγου να χαρακτηριστούν ως αµφισβητούµενης ιδιοκτησίας. Ακριβώς, όµως, συνεπεία της χορηγήσεως τηςενλόγω«αδείας»,διαιωνίζεταιµίανοµική,αλλάκαιπραγµατικήεκκρεµότηταωςπροςταεν λόγω ακίνητα, λόγω της αδικαιολόγητης αδράνειας του ∆ηµοσίου να προβεί στη νοµοθετική και διοικητική ρύθµιση της σχέσεως της κατοχής. Υπ’ αυτή την έννοια, η αναγνωριζόµενη, εν προκειµένω, κατοχή ισχύει και λειτουργεί ως ένα σύνολο οικονοµικών σχέσεων περιουσίας, ερειδοµένης ακριβώς επί της προαναφερθείσης άδειας του Κράτους, ήτοι η κρατική ανοχή προσδίδει στην κατοχή το χαρακτήρα της περιουσίας, έναν εµπράγµατο δηλαδή χαρακτήρα, διότι ακριβώς η εν λόγω εγκαθιδρυόµενη σχέση είναιεµπράγµατη.
Θα πρέπει, όµως, στο σηµείο αυτό να διευκρινιστούν τα εξής: Η «κατοχή» του ιδιώτη, επί της ουσίας, τελεί υπό τη διαλυτική αίρεση ανακλήσεως της «αδείας» της ∆ιοικήσεως, η οποία αίρεση αναµφισβήτητα συνιστά επαπειλή τόσο της «κατοχής» αυτής καθ’ εαυτήν, ως αυτοτελούς συνόλου περιουσίας, όσο και της περιουσίας που στηρίχθηκε στην κατοχή και προέκυψε από αυτήν, υπέρ του κατόχου, των απογόνων του, αλλά και υπέρ τρίτων, απάντων τελούντων σε καλή πίστη.
![]() |
122 Κατ’ άρθρο 10 παρ. 2 Ν.∆. 2176/1952 για την προστασία της βιοµηχανίας και της βιοτεχνίας, Βλ. Αναστασίου Ι. Τάχου, ό.αν., σελ. 69-72
Αυτή, όµως, η επαπειλή της ανωτέρω «κατοχής», αναπόφευκτη συνέπεια της αυτόβουλης υποβολής από µέρους των ιδιωτών του αιτήµατος χρήσεως, έναντι αποζηµιώσεως, των δηµοσίων ακινήτων, τα οποία αυτοί ήδη κατέχουν και χρησιµοποιούν, τη στιγµή, µάλιστα,που η ιδιωτική αυτή «κατοχή»,άγνωστη, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, στους δηµοσίους φορείς, λόγω της δεδοµένης αδυναµίας του ∆ηµοσίου να εντοπίζει και να προστατεύει αποτελεσµατικά το σύνολο της περιουσίας του, δηµοσιοποιείται και εκτίθεται έτσι στη ∆ιοίκησητο πρώτον µε την υποβολή της εν λόγω αιτήσεως, ∆ΕΝ στοιχειοθετεί την έννοια της διαταράξεως τουάρθρου4Ν.3127/2003,ηοποίααποκλείειτηναπόκτησητουδικαιώµατοςτηςκυριότητας
µε χρησικτησία: Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε άνιση µεταχείριση των ιδιωτών που δηµοσιοποίησαν µε τον τρόπο αυτό τη νοµή τους στη ∆ιοίκηση, µία δηµοσιοποίηση υποχρεωτική για την υπαγωγή των επιχειρήσεών τους στις προστατευτικές για τη βιοµηχανία – βιοτεχνία διατάξεις, έναντι άλλων ιδιωτών, τότε κατόχων και ήδη πλέον, από την 19η-03-2003 αναδροµικά, νοµέων ακινήτων, όπου δεν λειτουργούν βιοµηχανικές/βιοτεχνικές επιχειρήσεις, οι οποίοι, µέχρι την εισαγωγή του άρθρου 4 Ν. 3127/2003, εκµεταλλευόµενοι τις προεκτεθείσες, εγγενείς αδυναµίες της διοικητικής οργάνωσης του Κράτους, και προς αποφυγή των συνεπειών του νόµου, ∆ΕΝ είχαν δηµοσιοποιήσει την τότε µη προστατευόµενη κατοχή (και ήδη νοµή τους)123.
3ηΠροϋπόθεση: Χρονική διάρκεια νοµής τουλάχιστον δέκα (10) ετών, προσµετρούµενης, ως κατωτέρω αναλυτικώς αναφέρεται, και του χρόνου νοµής των δικαιοπαρόχων.
Ως προαναφέρθηκε, η δεκαετής (10ετής) νοµή θα πρέπει να έχει συµπληρωθεί µέχρι την έναρξη ισχύος του άρθρου 4 Ν. 3127/2003 (19-03-2003), κάτι το οποίο φαίνεται να προβλέφθηκε από τον Έλληνα νοµοθέτη, προκειµένου να αποφευχθούν φαινόµενα καταστρατηγήσεων του εν λόγω νόµου από επιβουλευτές της δηµόσιαςπεριουσίας.
4ηΠροϋπόθεση: Νόµιµος τίτλος (Α.Κ. 1041)124.
Ο νοµοθέτης του άρθρου 4 Ν. 3127/2003 προκειµένου να αναγνωρίσει την κτήση κυριότητας δηµοσίου κτήµατος µε τακτική χρησικτησία από ιδιώτη σε βάρος του Ελληνικού
∆ηµοσίου ∆ΕΝ αρκείται στην ύπαρξη νοµιζόµενου τίτλου, ως προβλέπεται στην τακτική χρησικτησία του Αστικού Κώδικα (Α.Κ. 1043), αλλά απαιτεί νόµιµο τίτλο.
![]() |
123 Σχετικώς δε έχει κριθεί νοµολογιακά, και συγκεκριµένα, από το ∆ικαστήριο της Ε.Σ.∆.Α. ότι η ανάκληση διοικητικής άδειας δύναται να θεµελιώσει προσβολή του σεβασµού της περιουσίας (Ι. Σαρµά, Η νοµολογία του ΕΕ∆ του Ανθρώπου, 1998, σελ. 460-461).
124 Βλ. Ι.Σ. Σπυριδάκη, Εγχειρίδιο Αστικού ∆ικαίου, 3οςΤόµος, Εµπράγµατο ∆ίκαιο, 1983, Αντ. Ν. Σάκκουλας Αθήνα – Κοµοτηνή, σελ. 172-173
Ως νόµιµος τίτλος νοείται, κατά την κρατούσα άποψη, ο τίτλος κυριότητας, άλλως πως το νοµικό γεγονός (ήτοι το σύνολο των νόµιµων όρων), που θεµελιώνει την κυριότητα του αποκτώντος (λ.χ. µεταβίβαση κατά την Α.Κ. 1033, κληρονοµική διαδοχή, επιδίκαση κλπ), ο οποίος λόγω εσωτερικού ελαττώµατος (λ.χ. δικαιοπρακτική ανικανότητα του µεταβιβάζοντος)
∆ΕΝ άγει σε κτήση του δικαιώµατος της κυριότητας125.
Αντιθέτως, ως νοµιζόµενος τίτλος νοείται κατά την κρατούσα άποψη ο τίτλος που δεν υπάρχει εξωτερικά, ο ανύπαρκτος (λ.χ. ο τίτλος ως προς τον οποίο ∆ΕΝ έχει τηρηθεί ο προβλεπόµενος υπό του νόµου συστατικός αυτού τύπος)126.
Έτσι, ο νοµοθέτης του άρθρου 4 Ν. 3127/2003 αφιστάµενος, κατά τα ανωτέρω, των διατάξεων περί τακτικής χρησικτησίας του Αστικού Κώδικα, όπου για την κτήση κυριότητας µε τακτική χρησικτησία δεν απαιτείται αποκλειστικά και µόνο η ύπαρξη νόµιµου τίτλου (Α.Κ. 1041), αλλά αρκεί και ο νοµιζόµενος τίτλος (Α.Κ. 1043), εφόσον δικαιολογείται η καλή πίστη του νοµέα ως προς την ύπαρξη νόµιµου τίτλου, εισάγει µε την επιλογή του αυτή µίαπροστατευτική για τα συµφέροντα του ∆ηµοσίου απόκλιση.
5ηΠροϋπόθεση: Ο νόµιµος τίτλος να είναι από επαχθή αιτία, ήτοι απαιτείται δικαιοπραξία αιτιώδης (ούτως ή άλλως θεωρείται τέτοια η µεταβίβαση κυριότητας του άρθρου 1033 Α.Κ.) και επαχθής/µη χαριστική127.
Επαχθής ή µη χαριστική χαρακτηρίζεται η δικαιοπραξία όταν ο ένας εκ των συµβαλλοµένων προβαίνει σε παροχή έναντι κάποιου ανταλλάγµατος, το οποίο συνίσταται είτε στην αντιπαροχή (χρηµατικό ποσό ή οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό όφελος) που παίρνει από τον άλλο συµβαλλόµενο βάσει αµφοτεροβαρούς σύµβασης είτε σε οποιοδήποτε άλλο αντιστάθµισµα (και έξω από το πλαίσιο αµφοτεροβαρούς σύµβασης) σε βάρος του τελευταίου. Για το στοιχείο του επαχθούς είναι αδιάφορο το «ισάξιο» του αντισταθµίσµατος128.
![]() |
125 Κατ’ άλλη µη κρατούσα, όµως, άποψη, νόµιµος τίτλος είναι ο τίτλος κυριότητας από παράγωγη κτήση, ο οποίος ∆ΕΝ άγει σε κτήση του δικαιώµατος της κυριότητας, επειδή ο δικαιοπάροχος ∆ΕΝ ήταν κύριος.
Ο νόµιµος τίτλος λαµβάνει το όνοµά του είτε από τη νόµιµη αιτία της εµπράγµατης συµβάσεως του άρθρου 1033 Α.Κ., είτε από το νόµιµο, κτητικό της κυριότητας λόγο (π.χ. τίτλος πωλήσεως, τίτλος δωρεάς, τίτλος κληρονοµικής διαδοχής, τίτλος κληροδοσίας κλπ)..
126 Κατ’ άλλη, µη κρατούσα άποψη, νοµιζόµενος τίτλος είναι τόσο ο ανύπαρκτος, όσο και ο για οποιονδήποτε άλλολόγο(εκτόςαπότηνέλλειψηκυριότηταςτουδικαιοπαρόχου,οπότεκατάταανωτέρωείναινόµιµοςτίτλος)
ελλατωµατικός (π.χ. δικαιοπρακτική ανικανότητα του µεταβιβάζοντος).
127 Μιχ. Π. Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχικό ∆ίκαιο, 1998, Αντ. Ν. Σάκκουλας Αθήνα – Κοµοτηνή, σελ. 273
Απόστολου Σ. Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού ∆ικαίου, 1997, Αντ. Ν. Σάκκουλας Αθήνα – Κοµοτηνή, σελ. 293- 294
128 Επαχθείς δικαιοπραξίες είναι η πώληση, η µίσθωση, η σύµβαση εργασίας ή έργου, το έντοκο δάνειο κλπ
129 Χαριστικές δικαιοπραξίες είναι η δωρεά, το χρησιδάνειο, το άτοκο δάνειο, η σύσταση ιδρύµατος, εντολή, η άµισθη παρακαταθήκη κλπ.
δικαιοπραξία ∆ΕΝ µεταβάλλεται σε επαχθή, αν περιέχει όρο ή τρόπο. ∆ΕΝ εντάσσονται, όµως, στις χαριστικές δικαιοπραξίες ορισµένες παροχές, όπως η παροχή διατροφής, η παροχή βάσει του δικαιώµατος της νόµιµης µοίρας, η σύσταση ενεχύρου ή υποθήκης, οι οποίες γίνονται µεν χωρίς αντάλλαγµα, αλλά επιβάλλονται από το νόµο ή από δικαιοπραξία. Η εν γένει έννοµη τάξη αντιµετωπίζει µε επιφύλαξη τις χαριστικές δικαιοπραξίες, ιδίως τη δωρεά, και για το λόγο αυτό επιβάλλει τη σύναψή της µε συµβολαιογραφικό έγγραφο (ΑΚ 498), θεσπίζει µειωµένη ευθύνη του δωρητή (ΑΚ 499,500) και επιτρέπει την ανάκλησή της για διάφορους λόγους (ΑΚ 505επ).
Εν προκειµένω, οι χαριστικές συµβάσεις τίθενται, κατά τη σαφή και αδιαµφισβήτητη βούληση του νοµοθέτη του άρθρου 4 Ν. 3127/2003 ΕΚΤΟΣ του πεδίου εφαρµογής του εν λόγω άρθρου, και δεν αποτελούν νόµιµο τίτλο ικανό να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας µε χρησικτησία έναντι του Ελληνικού ∆ηµοσίου. Η εν λόγω νοµοθετική επιλογή, η οποία εκ νέου αφίσταται των ισχυόντων περί τακτικής χρησικτησίας δυνάµει των άρθρων Α.Κ. 1041, 1043, όπου και ∆ΕΝ διαλαµβάνεται αντίστοιχη διάκριση – περιορισµός του πεδίου εφαρµογής τους των άρθρων αυτών, συνιστά µία επιπρόσθετη απόκλιση – νοµοθετική επιλογή υπέρ του Ελληνικού ∆ηµοσίου, τελούσα σε απόλυτη αντιστοιχία µε τη γενικότερη τάση να υποβάλλονται οι χαριστικές δικαιοπραξίες, σε σχέση µε τις επαχθείς, σε ειδική µεταχείριση από το νοµοθέτη, συνήθως δυσµενέστερη για ευνόητους λόγους. Και τούτο διότι ο λήπτης δεν υφίσταται καµία θυσία για το περιουσιακό αγαθό που αποκτά, έτσι ώστε η κτήση του παρουσιάζεται λιγότερο δικαιολογηµένη ηθικά απ’ ό, τι αν είχε δώσει αντάλλαγµα, αποτελούσης της χαριστικής αιτίας περιουσιακών µετακινήσεων για την έννοµη τάξη causaminor.
6ηΠροϋπόθεση: Ο νόµιµος τίτλος «από επαχθή αιτία» αρκεί να συντρέχει είτε υπέρ του ιδίου του νοµέα είτε υπέρ του δικαιοπαρόχου του, γεγονός το οποίο µετριάζει τρόπον τινά τις ανωτέρω νοµοθετικές αποκλίσεις υπέρ του Ελληνικού ∆ηµοσίου: ∆ηλαδή και ο νεµόµενος δηµόσιο ακίνητο βάσει νοµίµουτίτλου από χαριστικήαιτία δύναται να θεµελιώσει δικαίωµα κυριότητας µε χρησικτησία έναντι του ∆ηµοσίου, εφόσον ο δικαιοπάροχός του (δωρητής) ενέµετο το ίδιο ακίνητο επί τη βάσει νοµίµου τίτλου από επαχθήαιτία.
7η Προϋπόθεση: Κατάρτιση (ήτοι σύνταξη συµβολαιογραφικού εγγράφου)και
µεταγραφή του νοµίµου τίτλου από επαχθή αιτία µετά την 23η-02-1945, οπότε πραγµατοποιήθηκε η δεύτερη µεγάλη αεροφωτογράφηση της ελληνικής επικρατείας.
Η επιλογή του νοµοθέτη για αναγωγή στην ως άνω ηµεροµηνία (23η-02-1945), ως κρίσιµο χρονικό σηµείο για την κατάρτιση και µεταγραφή του, απαιτούµενου για την κτήση κυριότητας µε τακτική χρησικτησία, νοµίµου τίτλου από επαχθή αιτία, και, συνεπώς, για την
απόδειξη του χαρακτήρα του ακινήτου (αστικό, αγροτεµάχιο, δάσος κλπ), για την έναρξη του υπολογισµού της νοµής του νοµέα ιδιώτη, αλλά και για την απόδειξη του αδιατάρακτου αυτής και ΟΧΙ στο χρονικό σηµείο της πρώτης µεγάλη αεροφωτογράφησης, η οποία έλαβε χώρα εν έτει 1937, είναι εύλογη καθώς:
- αφενός µεν η αεροφωτογράφηση της 23ης-02-1945, δεν είναι µεν σίγουρο, πλην, όµως, είναι πιθανότερονα αποδίδει τη σηµερινή µορφή του ακινήτου (δηλαδή αν πρόκειται για δασική έκταση, αγροτεµάχιο ή οικόπεδο), γεγονός το οποίο θα καθορίσει σε πρώτη φάση και την υπαγωγή του ή µη του ακινήτου στην ευεργετική διάταξη του άρθρου 4 Ν.3127/2003,
- αφετέρου δε εάν είχε προκριθεί, ως χρονικό σηµείο αναγωγής, η αεροφωτογράφηση του 1937 θα ανέκυπτε σοβαρότατο πρόβληµα αποδείξεως για τους ιδιώτες - νοµείς, καθώς η πλειοψηφία των σηµερινών µαρτύρων τους, εκ των πραγµάτων, δεν θα µπορούσαν να είναι καν γεννηµένοι κατά τον δεδοµένο χρόνο (1937), ενώ το ∆ηµόσιο θα αρκείτο στην απλή και µόνο επίκληση της πρώτης αυτής αεροφωτογραφήσεως, µετά µεγάλης βεβαιότητος µη ανταποκρινόµενης στη σηµερινή πραγµατικότητα και, ενδεχοµένως, εµφανίζουσας ως δασικέςή χορτολιβαδικές πλήρως πλέον, και δη από σειρά ετών, αστικοποιηµένες εκτάσεις, προκειµένου να προβάλει και να αποδείξει ίδια δικαιώµατα επί τουακινήτου.
8ηΠροϋπόθεση: Καλή πίστη κατάτην κτήση της νοµής: Ειδικότερα:
- Η ύπαρξη καλής πίστης απαιτείται κατά το χρονικό σηµείο κτήσεως της νοµής. Η εν λόγω προϋπόθεση διατυπώνεται αρνητικά, ως εξής «εκτός εάν κατά την κτήση της νοµής βρισκόταν σε κακή πίστη». Με αυτόν τον τρόπο, ο Ν. 3127/2003 παραπέµπει ως προς την έννοια της καλής πίστης στο άρθρο 1042 Α.Κ., σύµφωνα µε το οποίο «Ο νοµέας βρίσκεται σε καλή…, όταν χωρίς βαριά αµέλεια έχει την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα.», όπως αυτό συµπληρώνεται ερµηνευτικά από το άρθρο 1044 Α.Κ., σύµφωνα µε το οποίο «Η καλή πίστη πρέπει να υπάρχει κατά τον χρόνο απόκτησης της νοµής. Η µεταγενέστερη κακή πίστη δεν βλάπτει.»
Ως εκ τούτων, ∆ΕΝ νοείται καλή πίστη του νοµέα δηµοσίου κτήµατος, όταν ο νοµέας i) γνώριζε ότι δεν απέκτησε την κυριότητα, ii) αγνοούσε, λόγω βαριάς αµέλειάς του, ότι δεν την απέκτησε ή, τέλος, iii) τελούσε σε πραγµατική ή νοµική πλάνη, επίσης λόγω βαριάς αµελείας, ως προς την από µέρους του κτήση δικαιώµατοςκυριότητας.
Ενδεικτικώς έχει κριθεί νοµολογιακώς ως προς την έννοια του καλόπιστου νοµέως ότι:
i) είναι αδιάφορο αν η πλάνη ή άγνοια του νόµου, εκ της οποία απορρέει η πεποίθηση του νοµέως περί κτήσεως της κυριότητας, αφορά πραγµατικά γεγονότα ή το νόµο και τηναληθή
του έννοια, αρκούντος µόνου του γεγονότος, και στις δύο περιπτώσεις, ότι η πλάνη ή η άγνοια δεν οφείλεται σε βαριά του αµέλεια130,
ii) η καλή πίστη του νοµέα υφίσταται, όταν ο νοµέας διακατέχεται από την πεποίθηση ότι µε την από µέρους του κτήση της νοµής του πράγµατος ή του ακινήτου δεν προσβάλλει το δικαίωµα άλλου κυρίου και, ειδικώς στην περίπτωση υπάρχοντος νόµιµου τίτλου, τον οποίο θα αποτελεί το αγοραπωλητήριο συµβόλαιο, όταν ο νοµέας αγνοεί, και δη ΟΧΙ ένεκα βαριάς αµελείας του, το ελάττωµα της από µέρους του κτήσης της ιδιοκτησίας131. Τέτοια βαρεία αµέλειά του, αποκλείουσα την καλή του πίστη, συνιστά, σε κάθε περίπτωση, η κατά την αγορά του ακινήτου παράλειψη ελέγχου (υπό του Πληρεξουσίου ∆ικηγόρου του) του σχετικούβιβλίου
µεταγραφών, η έγκαιρη διενέργεια του οποίου θα είχε αποκαλύψει την προγενέστερη νόµιµη
µεταβίβαση του ακινήτου από τον αληθή κύριο132.
Σηµειώνεται, βέβαια, ότι η προπαρατεθείσα νοµολογία αφορά τη συνδροµή ή µη της καλής πίστεως στο πλαίσιο των εννόµων σχέσων µεταξύ ιδιωτών και επί τη βάσει διατάξεων που ανέκαθεν επέτρεπαν την κτήση κυριότητας µε χρησικτησία (ήτοι τα άρθρα 1041 επ. Α.Κ.), ενώ δεν άπτεται των εννόµων σχέσεων µεταξύ ιδιωτών και Κράτους, όπου ίσχυε έως πρότινος το απαγορευτικό της χρησικτησίας πλαίσιο του Α.Ν. 1539/1938 (άρθρα 2, 4) και των λοιπών συµπληρωµατικών αυτούνόµων.
- Ειδικά για το πλαίσιο των εννόµων σχέσεων µεταξύ ιδιωτών και Κράτους133, η προϋπόθεση της καλής πίστης µπορεί να συνδεθεί µε την συνδυαστικήαπαίτηση του Α.Ν. 1539/1938:
i) αφενός µεν να γίνεται «ρητή µνεία περί της κατοχής του ∆ηµοσίου» στο συµβολαιογραφικό έγγραφο πωλήσεως του ακινήτου (άρθρο 23 παρ.3),
ii) αφετέρου δε να τηρείται το Βιβλίο ∆ηµοσίων Κτηµάτων (άρθρο 25 παρ. 1), εκ του οποίου και θα προκύπτει η κατοχή του ∆ηµοσίου επί των καταγεγραµµένων σε αυτών κτηµάτων.
Η συνδροµή ή µη της προϋπόθεσης της καλής πίστης θα διαπιστωθεί µε συνδυαστικήαναγωγή στις ανωτέρω απαιτήσεις του Α.Ν. 1539/1938: ∆ηλαδή η συνδροµή ή µη της προϋπόθεσης της καλής πίστης ∆ΕΝ θα κριθεί βάσει της συµπεριφοράς που επιδεικνύει ΜΟΝΟ ο τελευταίος αποκτήσας δηµόσιο κτήµα ιδιώτης (ο οποίος σπεύδει ή όχι να ελέγξει το Βιβλίο
∆ηµοσίων Κτηµάτων), όταν το ίδιο κτήµα έχει αποτελέσει επί σειρά δεκαετιών αντικείµενο αλλεπάλληλων µεταβιβάσεων µεταξύ ιδιωτών, βάσει νοµίµως µεταγραφεισών συµβολαιογραφικών πράξεων (άνευ οιασδήποτε µνείας σε αυτές περί της κατοχής του ακινήτου
![]() |
130 Α.Π. 424/1968, Α.Π. 1019/1977, Α.Π. 147/1993, Α.Π. 639/1995
131 Α.Π. 1019/1977
132 Α.Π. 454/1975, Α.Π. 980/1990
133 Αναστασίου Ι. Τάχου, ό.αν., σελ. 61-66
από το Ελληνικό ∆ηµόσιο). Και τούτο διότι η κρίση περί της καλής ή κακής πίστεως ενός προσώπου ∆ΕΝ δύναται να στηρίζεται µόνο στην εκτίµηση της υποκειµενικής συµπεριφοράς του, όταν στην προκειµένη περίπτωση συντρέχει και ένα αντικειµενικό στοιχείο, ήτοι η πάροδος πολλών δεκαετιών από την καθιέρωση της ως άνω απαίτησης του Α.Ν. 1539/1938 για ρητή
µνεία στο συµβόλαιο αγοραπωλησίας της τυχόν κατοχής του ∆ηµοσίου επί του πωλούµενου ακινήτου, κατά τη διάρκεια των οποίων το ακίνητο αυτό αποτέλεσε αντικείµενο διαδοχικών
µεταβιβάσεων χωρίς να διαληφθεί ποτέ σχετική µνεία στα συµβόλαια αγοραπωλησίας. Ειδικότερα επί των ως άνω «απαιτήσεων» του α.ν. 1539/1938 λεκτέα τα κάτωθι:
Στη ρητή µνεία της κατοχής του ∆ηµοσίου υποχρεούται να προβεί ο πωλητής ενώπιον του συµβολαιογράφου. Αν, όµως, ο πωλητής δεν προβεί στην ανωτέρω δήλωση, τότε δεν υπάρχει καν ένδειξη περί της ιδιότητας του µεταβιβαζοµένου ακινήτου ως δηµοσίου.
Άλλωστε, στην περίπτωση αλλεπάλληλων µεταβιβάσεων του ακινήτου, δυνάµει συµβολαιογραφικών πράξεων, νοµίµως µεταγραφεισών, στις οποίες ουδέποτε διελήφθη σχετική
µνεία, διαµορφώνεται πλέον ένα πλαίσιο δεδοµένων – συνθηκών, το οποίο ενισχύει σηµαντικά σε επίπεδο απόδειξης την υποκειµενική καλή πίστη του τελευταίου αγοραστή134.
- Σε περίπτωση ακινήτου εγγεγραµµένου στο Βιβλίο ∆ηµοσίωνΚτηµάτων:
α) Υπό την προεκτεθείσα επιφύλαξη, ήτοι την περίπτωση ενός ακινήτου το οποίο αποτέλεσε επί σειρά ετών αντικείµενο αλλεπάλληλων µεταβιβάσεων µεταξύ ιδιωτών, χωρίς οποιαδήποτε µνεία στις σχετικές συµβολαιογραφικές πράξεις περί της κατοχής επ’ αυτούτου
∆ηµοσίου, οπότε δεν υπάρχει καν ένδειξη περί του χαρακτήρα του εν λόγω ακινήτου ως δηµοσίου κτήµατος και πλέον δύναται να γίνει λόγος για ένα είδος αντικειµενικής καλής πίστης, ο αγοραστής ιδιώτης ο οποίος παραλείπει να ελέγξει το ως άνω Βιβλίο και, έτσι, να ενηµερωθεί ότι το καταγεγραµµένο σε αυτό ακίνητο ανήκει στο ∆ηµόσιο, καθίσταται κακόπιστος.
β) Όταν ο αγοραστής ιδιώτης ενηµερωθεί από το Βιβλίο ότι συγκεκριµένο ακίνητο ανήκει στο ∆ηµόσιο και, επιπλέον, και ο ίδιος ο πωλητής προβεί σε δήλωση περί κατοχής του
∆ηµοσίου επί του µεταβιβαζοµένου ακινήτου ενώπιον του συντάσσοντος την πράξη της αγοραπωλησίας συµβολαιογράφου, τότε ο αγοραστής ιδιώτης, ο οποίος εν γνώσει του συµπράττει στην αγοραπωλησία δηµοσίου κτήµατος καθίσταται εκ των πραγµάτων κακόπιστος και στερείται του δικαιώµατος αγοράς του ακινήτου.
∆ιότι, σύµφωνα µε το άρθρο 23 παρ. 1, 3 Α.Ν. 1539/1938, ο ιδία γνώσει καταλαµβάνων δηµόσιο κτήµα διώκεται ποινικά, και δη αυτεπαγγέλτως, όπως άλλωστε και ο πωλητής του
![]() |
134 Α.Π. 556/1968 ΝοΒ 1969, σελ. 163
κατεχοµένου υπό του ∆ηµοσίου κτήµατος, εάν στο έγγραφο της µεταβιβάσεως δεν γίνει ρητή
µνεία περί της εν λόγω κατοχής του ∆ηµοσίου.
- Σε περίπτωση δηµοσίου κτήµατος µη εγγεγραµµένου στο Βιβλίο ∆ηµοσίων Κτηµάτων:
Εν προκειµένω, ο αγοραστής ιδιώτης δεν έχει, και δη αντικειµενικά, τη δυνατότητα ενηµερώσεώς του ως προς το χαρακτήρα του ακινήτου ως δηµοσίου κτήµατος. Πλην, όµως, το γεγονός τούτο δεν αποδεικνύει, αυτό καθ’ εαυτό, και την υποκειµενική καλή πίστη του ιδιώτη, καθώς ακόµη και στην περίπτωση της µη καταγραφής του επίµαχου ακινήτου ως δηµοσίου, δεν αποκλείεται η κακή πίστη του αγοραστή κατά την υπογραφή της αγοραπωλησίας, ο οποίος ενδέχεται να είχε πληροφορηθεί, συµπεράνει ή υποψιασθεί ότι το αγοραζόµενο από αυτόν ακίνητο ανήκει στην κυριότητα του Ελληνικού ∆ηµοσίου135136.
Έχει ασκηθεί από µέρος της θεωρίας δριµεία κριτική137ότι σύµφωνα µε τα παραπάνω, τα πάντα απαγορεύονται και τα πάντα επιτρέπονται και ότι τα προεκτεθέντα, ενδεικτικά κριτήρια περί καλής ή κακής πίστης κρίνονται ρευστά, κυµαινόµενα και αντιφατικά, καταλειποµένουουσιαστικάστη∆ιοίκησητουδικαιώµατοςναπροσδιορίσειστοπρόσωποτου
![]() |
135 Λ.χ. εάν ο ίδιος ο πωλητής γνωστοποιήσει στον αγοραστή ότι το πωλούµενο ακίνητο είναι δηµόσιο κτήµα
136Ενδεικτική δι’ άπαντα τα ανωτέρω είναι και η υπ’ αριθµόν 4659/55727/7-2-1987 Γνωµοδότηση της Νοµικής
∆ιεύθυνσης του Υπουργείου Οικονοµικών επί της παροµοίου διατυπώσεως µεταβατικής διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 7 Ν. 357/1976 περί Ανταλλάξιµων Κτηµάτων, η οποία διάταξη έχει ως εξής: «Ανταλλάξιµα κτήµατα πωληθέντα µέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος νόµου διά συµβολαιογραφικών εγγράφων εις τρίτους, τελούντας εν καλή πίστει, µεταβιβάζονται εις τους κατόχους αγοραστάς αντί τιµήµατος ίσου προς το 50% της τρεχούσης αξίας των.»
Επί της εν λόγω διατάξεως γνωµοδοτήθηκαν υπό της πλέον αρµοδίου ∆ηµόσιας Αρχής τα κάτωθι:
α) Ο αγοραστής ακινήτου ανήκοντος στην ανταλλάξιµη περιουσία είναι καλής πίστεως ως προς την ιδιότητα αυτή του ακινήτου, όταν κατά την υπογραφή του αγοραπωλητηρίου συµβολαίου ούτε γνώριζε, αλλά και ούτε αγνοούσε από βαρεία αµέλεια ότι το ακίνητο ανήκε στην ανταλλάξιµη περιουσία του ∆ηµοσίου.
Εάν, όµως, προκύπτει εξ οποιοδήποτε στοιχείο ότι ο αγοραστής, φερόµενος ως χρηστός και σώφρων άνθρωπος, θα
µπορούσε να λάβει γνώση της ιδιότητας του ακινήτου ως ανταλλαξίµου, αλλά παρόλα αυτά ουδέν έπραξε σχετικό, τότε δεν είναι καλής πίστεως.
Ειδικότερα, εάν ο αγοραστής, αυτοπροσώπως ή δια του Πληρεξουσίου ∆ικηγόρου του, δεν έλεγξε τα Βιβλία Μεταγραφών της οικείας περιφέρειας ή προέβη µεν στον εν λόγω έλεγχο, πλην, όµως, δεν αντελήφθη το προκύπτον αµέσως (εν περιπτώσει ευθείας εγγραφής επ’ ονόµατι ή υπέρ του ∆ηµοσίου) ή εµµέσως (ήτοι συναγόµενο εκ της ιδιότητας κάποιου των προκτητόρων του ακινήτου) στοιχείο ότι το ακίνητο είναι ανταλλάξιµο, τότε και πάλι στερείται καλής πίστεως.
β) Ρητώς υπογραµµίστηκε ότι εκ της ενδεικτικής απαριθµήσεως των περιπτώσεων καλόπιστου αγοραστή ανταλλαξίµου ακινήτου προκύπτει:
αφενός µεν ότι είναι ερευνητέα σε κάθε περίπτωση η συνδροµή ή όχι της καλής πίστεως του αγοραστή ως προς την ιδιότητα του υπ’ αυτού αγοραζόµενου κτήµατος ως ανταλλάξιµου, δεδοµένης της πληθώρας των στοιχείων εκ των οποίων δύναται να προκύψει η ανυπαρξία της καλής πίστεως,
αφετέρου δε ότι ∆ΕΝ νοείται αποδεδειγµένη καλή πίστη του αγοραστή εκ µόνου του γεγονότος ότι το ανταλλάξιµο ακίνητο δεν ήτο καταγεγραµµένο ως τέτοιο υπό της αρµοδίου Αρχής, καθώς ακόµη και η απουσία τέτοιας καταγραφής δεν αποκλείει το ενδεχόµενο ο αγοραστής του κτήµατος να µην ήτο καλόπιστος κατά το χρόνο της αγοράς, όταν λ.χ. εξ άλλων στοιχείων, σωφρώνως φερόµενος, όφειλε να είχε πληροφορηθεί ή συµπεράνει ή υποψιασθεί ότι το υπ’ αυτού αγοραζόµενο ακίνητο είναι ανταλλάξιµο ή οπωσδήποτε επίκειται προβολή δικαιωµάτων επ’ αυτού.
137 Βλ. Αναστασίου Ι. Τάχου, ό.αν., σελ. 62
ιδιώτη αν η πίστη του είναι καλή ή κακή: Με αυτόν, όµως, τον τρόπο η υποκειµενική καλή ή κακή πίστη ετεροκαθορίζεται138, ενώ εξ ορισµού πρέπει να αυτοκαθορίζεται.
Κατά τις κοινές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, ο επικαλούµενος την κτήση κυριότητας
µε τακτική χρησικτησία νοµέας είναι αυτός ο οποίος βαρύνεται µε την απόδειξη της καλής πίστεώς του139. Αντιθέτως, κατά το άρθρο 4 Ν. 3127/2003 την κακή πίστη του νοµέα ή του δικαιοπαρόχου του, κατά το χρόνο κτήσης της νοµής από µέρους τους, καλείται να αποδείξει το Ελληνικό ∆ηµόσιο. Πράγµατι, από την κοινή γραµµατική διατύπωση των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παρ. 1 του άρθρου 4 Ν. 3127/2003 «εκτός εάν κατά την κτήση της νοµής βρισκόταν σε κακή πίστη», καθίσταται σαφές, ότι δεν βαρύνεται ο επικαλούµενος την κυριότητα νοµέας µε την απόδειξη της καλής πίστης του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, αλλά, αντίθετα, σε κάθε περίπτωση, το Ελληνικό ∆ηµόσιο είναι αυτό το οποίο βαρύνεται µε την απόδειξη της κακής πίστεως του επικαλούµενου την κυριότητα νοµέα ή του δικαιοπαρόχουτου.
9ηΠροϋπόθεση: Προσµέτρηση στον χρόνο νοµής και του χρόνου νοµής των δικαιοπαρόχων, ο οποίος, όµως, «διανύθηκε µε τις ίδιες προϋποθέσεις», µεταξύ των οποίων περιλαµβάνονται, κατά τα ανωτέρω, η αδιατάρακτη νοµή και η καλή πίστη κατά την κτήση της, ενώ ο χρόνος νοµής που διανύθηκε χωρίς να συντρέχουν οι δύο αυτές προϋποθέσεις ∆ΕΝ δύναται να προσµετρηθεί.
Με τη ρύθµιση του άρθρου 4 Ν. 3127/2003 επαναλαµβάνεται επί της ουσίας το άρθρο 1051 Α.Κ. και τα ισχύοντα για την τακτική χρησικτησία του Αστικού Κώσδικα (άρθρο 1041 Α.Κ.), µε κύριο χαρακτηριστικό, όπως και εν προκειµένω, την καλή τη πίστη νοµή, όπου επίσης γίνεται δεκτό από την κρατούσα θεωρία ότι η προσαύξηση ή αλλιώς προσµέτρηση του χρόνου των δικαιοπαρόχων είναι νόµιµη µόνο εφόσον ο δικαιοπάροχος νοµέας ήταν οµοίως καλής πίστεως, ήτοι, κατ’ άρθρα 1042, 1044 Α.Κ., όταν και αυτός κατά το χρόνο της απόκτησης της νοµής είχε, χωρίς βαριά αµέλεια, την πεποίθηση ότι είχε αποκτήσει την κυριότητα. Ο συνυπολογισµός και η προσµέτρηση του χρόνου της νοµής κατά τον τρόπο αυτό εφαρµόζεται γενικά και όταν έχουν συντελεστεί πλείονεςδιαδοχές.
Η διατύπωση, αλλά και η ερµηνεία του άρθρου 4 Ν. 3127/2003 κατ’ απόλυτη συµφωνία
µε τα ισχύοντα στο ιδιωτικό δίκαιο περί τακτικής χρησικτησίας, εδράζεται επί της προφανούς
![]() |
138 Ως συνέβη µε τον ισχύοντα αδιακρίτως έως πρότινος α.ν. 1539/1938, ο οποίος θεσπίζοντας αµάχητο τεκµήριο νοµής του ∆ηµοσίου επί των δηµοσίων κτηµάτων, καθιστούσε τον νεµόµενο αυτά ιδιώτη αυθαίρετο κάτοχο και εξ ορισµού κακής πίστεως.
139 Απ. Γεωργιάδη, Εµπράγµατο ∆ίκαιο, 1991, σελ. 420 (όπου και παραποµπές σε θεωρία και νοµολογία), σύµφωνα
µε τον οποίο από την ίδια τη φύση της καλής πίστης ως προϋπόθεσης της χρησικτησίας κατά τον Αστικό Κώδικα, προκύπτει ότι ο επικαλούµενος τη χρησικτησία νοµέας φέρει το βάρος αποδείξεώς της.
οµοιότητας του πεδίου εφαρµογής των εν λόγω κανόνων δικαίου, οι οποίοι αναγνωρίζουν δικαίωµα κυριότητας µε χρησικτησία ΜΟΝΟστον καλής πίστεως νοµέα ακινήτου140.
![]() |
140 Πλην, όµως, έχει διατυπωθεί και η αντίθετη – επικριτική της ως άνω νοµοθετικής επιλογής άποψη, η οποία υποστηρίζει ότι θα έχρηζε διαφορετικής ρυθµίσεως το ζήτηµα της προσαυξήσεως του χρόνου νοµής του τελευταίου νοµέα κατά το χρόνο νοµής των δικαιοπαρόχων του στις σχέσεις µεταξύ ∆ηµοσίου – ιδιωτών σε σύγκριση µε τις σχέσεις µεταξύ ιδιωτών. (Βλ. Αναστασίου Ι. Τάχου, ό.αν., σελ. 53-56): Ειδικότερα, κατά την εν λόγω άποψη, η ανάγκη συνδροµής των προϋποθέσεων της καλής πίστεως κατά την κτήση της νοµής καιστα πρόσωπα των δικαιοπαρόχων του νυν νοµέα, προκειµένου να είναι επιτρεπτή, κατ’ άρθρο 1051 Α.Κ., η προσµέτρηση του χρόνου νοµήςτουςστηδικήτουνοµήθαέπρεπενααφοράµόνοτοιδιωτικόδίκαιο,στοπλαίσιοτουοποίουοιεµπράγµατες έννοµες σχέσεις ιδρύονται, µεταβάλλονται και καταργούνται µε βάση την ισοτιµία των βουλήσεων των προσώπων. Επί τη βάσει αυτής ακριβώς της ισοτιµίας κρίνεται ότι συντρέχει ή δεν συντρέχει η προϋπόθεση της καλής πίστης για την προσµέτρηση του χρόνου των δικαιοπαρόχων υπέρ του τελευταίουνοµέα.
Όµως, η ως άνω ερµηνεία της διατάξεως του άρθρου 1051 Α.Κ., κατά την ίδια πάντα άποψη, ∆ΕΝ θα έπρεπε να εφαρµοσθεί και στο πλαίσιο του δηµοσίου δικαίου, δηλαδή της νοµοθεσίας για τα δηµόσια κτήµατα, ακριβώς λόγω της ελλείψεως, στον εν λόγω τοµέα του δικαίου, της ισοτιµίας των βουλήσεων των εµπλεκοµένων προσώπων: Στο πλαίσιο του ∆ηµοσίου ∆ικαίου η βούληση της ∆ιοίκησης τελεί σε υπέρτερη θέση έναντι της ιδιωτικής βουλήσεως, καθώς η εξουσιαστική συµπεριφορά (ενέργεια ή παράλειψη/αδράνεια) της ∆ιοικήσεως, νοµιµοποιούµενης µονοµερώς στην έκδοση ή µη εκτελεστών διοικητικών πράξεων (κυρωτικής µάλιστα φύσεως, διοικητικής, αλλά και ποινικής) περί διαταράξεως ή µη της νοµής, προσδιορίζει ουσιαστικά την καλή ή κακή πίστη του ιδιώτη ο οποίος αποκτά τη νοµή, µετάτην έκδοση της πράξεως.
Έτσι, κατά την ίδια πάντα άποψη, η ∆ιοίκηση δύναται να ετεροκαθορίζει, κατά τρόπο µεταβλητό και κυµαινόµενοανάπερίπτωσητηνκαλήπίστητωνιδιωτών,καίτοιητελευταίαείναιεξορισµούυποκειµενική,καθώς
µετά την έκδοση µίας διοικητικής πράξεως περί διαταράξεως της νοµής ενός δηµοσίου κτήµατος από νοµέα -
ιδιώτη, καθίσταται επί της ουσίας αδύνατη:
- τόσοηεπίκληση,απόµέρουςεκάστοτεδικαιοδόχουτουαρχικούνοµέα(ενπεριπτώσειδιαδοχικών
µεταβιβάσεων) και µέχρι του τελικού δικαιοδόχου και τελευταίου νοµέα του επιδίκου ακινήτου, της προσωπικής καλής τους πίστεως κατά την κτήση της νοµής, ακόµη και αν αυτή συντρέχει εν προκειµένω, καθώς η απόδειξή της καθίσταται πλέον εξαιρετικά δυσχερής, µε αποτέλεσµα αυτοί να απόλλυνται άνευ ετέρου του δικαιώµατος κτήσεως κυριότητας µε χρησικτησία κατ’ άρθρο 4 Ν. 3127/2003 έναντι του ∆ηµοσίου,
-όσο και η κατά το ίδιο άρθρο προσµέτρηση του χρόνου νοµής των δικαιοπαρόχων στο χρόνο νοµής του τελευταίου νοµέα.
Συνεπώς, µία τέτοια ερµηνεία σύµφωνα µε τα ανωτέρω, δηλαδή κατά την έννοια του άρθρου 1051 Α.Κ., της διατάξεως που ορίζει «µε τις ίδιες προϋποθέσεις», οδηγεί, κατά την εν λόγω άποψη, στη µέσω του άρθρου 4 παρ. 1 Ν. 3127/2003 αναγνώριση και επιβολή της συλλογικής διοικητικής ευθύνης, µε κριτήριο το αντικείµενο, ήτοι το ακίνητο, και όχι τα υποκείµενα (τα πρόσωπα). Με αυτόν, όµως, τον τρόπο, υποστηρίζει η εν λόγω άποψη, οδηγούµαστε σε δυσµενές κυρωτικό αποτέλεσµα σε βάρος του τελευταίου νοµέα, συνεπεία της ευθύνης άλλων προσώπων, ο οποίος τελευταίος νοµέας, κατά τα ανωτέρω, αποστερείται ουσιαστικά του δικαιώµατος να θεωρηθεί κύριος έναντι του ∆ηµοσίου. Όµως, στο Κράτος ∆ικαίου (ως αυτό προσδιορίζεται στο άρθρο 25 παρ. 1, 2 Συντάγµατος), η εν γένει κυρωτική λειτουργία προϋποθέτει υποκειµενική ευθύνη, η οποία δύναται να είναι ατοµική ή ακόµη και αθροιστική, αλλά ΟΧΙ συλλογική. Το αυτό δε δέχεται και το άρθρο 4 παρ. 1 Ν. 3127/2003, παραπέµποντας ρητά στο άρθρο 1042 Α.Κ., ήτοι ότι η πίστη του νοµέα είναι καλή, όταν δεν συντρέχει βαριά αµέλεια, η οποία ως «πταίσµα» (δόλος ή αµέλεια), και κατά τον Αστικό Κώδικα (Βλ. ΑΚ 330), είναι αποτέλεσµα υποκειµενικής συµπεριφοράς εκάστου προσώπου. Άλλωστε, κατά την ίδια πάντα άποψη, δεδοµένου ότι «η µεταγενέστερη κακή πίστη δεν βλάπτει» (άρθρο 1044β΄Α.Κ.) κατά µείζονα λόγο δεν µπορεί να βλάψει τον νοµέα η προγενέστερη κακή πίστη, ως υποκειµενική συµπεριφορά των δικαιοπαρόχων ζώντων ή ακόµη και αποθανόντων κατά τον χρόνο εφαρµογής της διάταξης δηµοσίου δικαίου του άρθρου 4 Ν.3127/2003.
Συνεπώς, καταλήγει η εν λόγω άποψη, ερµηνευόµενη κατ’ αυτόν τον τρόπο, ήτοι βάσει του ιδιωτικού δικαίου, η εν λόγω διάταξη, αντίκειται στο Σύνταγµα (άρθρα 6, 7, 20 παρ. 2), στην Ε.Σ.∆.Α. (άρθρο 6 παρ. 2) και στο ∆.Σ. Ο.Η.Ε. (άρθρο 14 παρ. 2), βάσει των οποίων καθορίζεται η υποκειµενική ευθύνη κάθε προσώπου και τα οποία εφαρµόζονται (σύµφωνα µε τη Νοµολογία της Επιτροπής και του ∆ικαστηρίου της Ε.Σ.∆.Α.) και στην κυρωτική λειτουργία της ∆ιοικήσεως, η οποία µε τις ενέργειές της (πράξεις ή παραλείψεις) µπορεί να προκαλεί δυσµενή αποτελέσµατα, ιδίως οικονοµικής φύσεως, σε βάρος των δικαιωµάτων ή συµφερόντων των διοικουµένων.
1) Το άρθρο 4 παρ. 1, περ. α΄ Ν. 3127/2003 προβλέπει τη δυνατότητα κτήσεως κυριότητας µε χρησικτησία από µέρους ιδιώτη σε βάρος του Ελληνικού ∆ηµοσίου. Αντιθέτως, η κτήση κυριότητας µε τακτική χρησικτησία σύµφωνα µε τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα αφορά µόνο τις σχέσεις µεταξύιδιωτών.
2) Κατά το άρθρο 4 παρ. 1, περ. α΄ Ν. 3127/2003 η δυνατότητα κτήσεως κυριότητας µε χρησικτησία απαιτεί την ύπαρξη νόµιµου και µόνο τίτλου (ήτοι υπαρκτού µεν, πλην, όµως, ελαττωµατικού), ενώ για την τακτική χρησικτησία του Αστικού Κώδικα αρκεί η ύπαρξη και νοµιζόµενου τίτλου (ήτοι ανύπαρκτου – ανυπόστατου, εφόσον, όµως, πάντοτε δικαιολογείται η καλή πίστη του αποκτώντος).
3) Η χρησικτησία του άρθρου 4 παρ. 1, περ. α΄ Ν. 3127/2003 προϋποθέτει ότι ο υφιστάµενος, υπέρ του ιδίου του νοµέα ή του έστω του δικαιοπαρόχου του, νόµιµος, σε κάθε περίπτωση,τίτλος:
α) θα πρέπει να είναι από επαχθή και όχι από χαριστική αιτία, περιορισµός ο οποίος ουδόλως διαλαµβάνεται στα αντίστοιχα άρθρα του Αστικού Κώδικα,
β) θα πρέπει να έχει συσταθεί και µεταγραφεί µετάτην 23η-02-1945 (δεύτερη µεγάλη αεροφωτογράφηση), µνεία – προϋπόθεση η οποία δεν διαλαµβάνεται στον Αστικό Κώδικα.
4) Αµφότερα τα νοµοθετικά κείµενα (Ν. 3127/2003, Α.Κ.) προϋποθέτουν για την απόκτηση της κυριότητας δεκαετή (10ετή) αδιατάρακτη νοµή. Όµως, η δεκαετής (10ετής) χρησικτησία σε βάρος του Ελληνικού ∆ηµοσίου, σύµφωνα µε το άρθρο 4 παρ. 1, περ. α΄ Ν. 3127/2003 θα πρέπει να έχει συµπληρωθεί έως την έναρξη ισχύος του Ν. 3127/2003, ήτοι ως την 19η-03-2003, ηµέρα δηµοσίευσης του εν λόγω Νόµου στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Α΄, 67), ενώ αντίθετα για τη συµπλήρωση της δεκαετούς (10ετούς) νοµής της τακτικής χρησικτησίας του Αστικού Κώδικα ∆ΕΝ προβλέπεται τέτοιος χρονικόςπεριορισµός.
∆ηλαδή το άρθρο 4 παρ. 1, περ. α΄ Ν. 3127/2003 αποτελεί µία φωτογραφικήδιάταξη, σύµφωνα µε την οποία αναγνωρίζεται ένα συγκεκριµένο δικαίωµα (κυριότητα) σε ιδιώτες, πληρούντες συγκεκριµένες προϋποθέσεις (αδιατάρακτη νοµή επί δεκαετία, καλόπιστη κτήση της)σεσυγκεκριµένοχρονικόσηµείο(την19η-03-2003).Τυχόνµεταγενέστερησυµπλήρωσητων ανωτέρω, λεπτοµερώς παρατεθεισών προϋποθέσεων δεν οδηγεί σε κτήση δικαιώµατος κυριότητας επί δηµοσίου κτήµατος, προς αποφυγή και πιθανών κινδύνων καταστρατηγήσεως τουνόµου.
Αντιθέτως, οι διατάξεις περί τακτικής χρησικτησίας παρέχουν τη δυνατότητα κάθε φορά(άνευ απώτατου χρονικού περιορισµού), κατά την οποία πληρούνται οι προϋποθέσεις της, να αναγνωρίζεται ο νεµόµενος µε τις εν λόγω προϋποθέσεις κύριος του ακινήτου έναντι του έως πρότινος κυρίου.
Συµπερασµατικώς: Το άρθρο 4 παρ. 1, περ. α΄ Ν. 3127/2003 φαίνεται να θεσπίζει µία πιο αυστηρή µορφή τακτικής χρησικτησίας σε βάρος του Ελληνικού ∆ηµοσίου, σε σχέση µε την προβλεπόµενη από τον Αστικό Κώδικα και ισχύουσα στο πλέγµα των σχέσεων µεταξύ ιδιωτών. Είναι σαφής η βούληση του νοµοθέτη να αναγνωρίζεται το δικαίωµα κυριότητας δηµοσίου κτήµατος, υπέρ ιδιώτη, µετά από µόλις δεκαετή (10ετή) νοµή, µόνο στην περίπτωση, κατά την οποία η από µέρους του ιδιώτη νοµή συνοδεύεται από µία σειρά αυστηρών δεδοµένων (µόνο νόµιµος, άρα υπαρκτός τίτλος, από επαχθή και µόνο αιτία κλπ), µη απαιτούµενων από τις κοινές διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου, τα οποία(δεδοµένα):
- όχι µόνο δικαιολογούν ουσιαστικά, αλλά και ενισχύουν την καλή του πίστη, καιέτσι,
- δικαιολογούν την προνοµιακή του µεταχείριση έναντι του δηµοσίου συµφέροντος µετά την πάροδο ενός τόσο σύντοµου χρονικούδιαστήµατος.
παρ. 1 περ. β΄ Ν. 3127/2003.
IV. Ε. 2. α. Οι προϋποθέσεις:
Κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 περ. β΄Ν. 3127/2003 εισάγεται µία µορφή χρησικτησίας, προσοµοιάζουσα στην έκτακτη χρησικτησία του άρθρου 1045 Α.Κ., η οποία απαιτεί τη συνδροµή των κάτωθι προϋποθέσεων:
1) Νοµή (ως αυτή αναπτύχθηκεανωτέρω),
2) Αδιατάραχτη νοµή (ωςανωτέρω).
3) Χρονική διάρκεια νοµής τουλάχιστον τριάντα (30) ετών, προσµετρούµενου, κατά τα προεκτεθέντα, και του χρόνου νοµής των δικαιοπαρόχων του νοµέα. Η τριακονταετής νοµή θα πρέπει και εδώ να έχει συµπληρωθεί µέχρι την έναρξη ισχύος του Ν.3127/2003.
4) Καλή πίστη του νοµέα κατά την κτήση της νοµής (ως ανεπτύχθηανωτέρω).
Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, µεταξύ των απαραίτητων προϋποθέσεων για την κτήση κυριότητας µε χρησικτησία σε βάρος του Ελληνικού ∆ηµοσίου σύµφωνα µε την περίπτωση β΄, παρ. 1, άρθρο 4 Ν. 3127/2003 ∆ΕΝ περιλαµβάνεται η ύπαρξη οποιουδήποτε τίτλου του νοµέα, είτε νόµιµου (ήτοι υπαρκτού µεν, αλλά ελαττωµατικού) είτε νοµιζόµενου (ήτοι ανυπόστατου). Όµως, και σε αυτήν την περίπτωση ο νόµος, ορθώς, προβλέπει, την προστασία µόνο του καλόπιστου νοµέα δηµοσίουακινήτου.
Τίθεται, λοιπόν, εν προκειµένω, το ζήτηµα πώς είναι δυνατόν να έχουµε καλόπιστο νοµέα ακινήτου, στην περίπτωση κατά την οποία θα λείπει µεταγεγραµµένος τίτλος κτήσης (µη απαιτούµενος κατά τα ανωτέρω για την κτήση κυριότητας µε έκτακτη χρησικτησία σε βάρος του
∆ηµοσίου µετά από τη συµπλήρωση αδιατάρακτης 30ετούς νοµής), δεδοµένου ότι κατά τον
Αστικό Κώδικα (άρθρα 1041-1043) αποκλείεται η τακτική (ήτοι η καλή τη πίστη) χρησικτησία ακινήτου, σε περίπτωση έλλειψης (συµβολαιογραφικού) τίτλου κτήσεώς του και µεταγραφής του, και έτσι εξοµοιώνεται, εν τοις πράγµασι, ο νεµόµενος ακίνητο, άνευ µεταγεγραµµένου τίτλου,ανεξαρτήτωςτηςενδεχόµενηςυποκειµενικήςκαλήςτουπίστης,µετονκακόπιστονοµέα, ο οποίος δύναται να αποκτήσει κυριότητας µόνο µε την έκτακτη χρησικτησία του άρθρου 1045 Α.Κ.
Προφανώς, ο σκοπός του νοµοθέτη της διάταξης του άρθρου 4, παρ. 1 περ. β΄ Ν. 3127/2003 συνίσταται στην κάλυψη, µε την εν λόγω διατύπωση, των περιπτώσεων, όπου, ναι
µενδενυπάρχειοτίτλοςτηςτακτικήςχρησικτησίαςτουάρθρου4παρ.1,περ.α΄Ν.3127/2003, ως αυτός λεπτοµερώς αναλύεται ανωτέρω, πλην, όµως, δικαιολογείται και αποδεικνύεται ηυποκειµενική καλή πίστη του νοµέα.
Έτσι, στη δεύτερη περίπτωση της παρ. 1, άρθρο 4 Ν. 3127/2003 εµπίπτει ο καλόπιστος κατά την κτήση της νοµής νοµέας δηµοσίου ακινήτου, ο οποίος:
1) διαθέτει νοµιζόµενο, ήτοι ανύπαρκτο κατά την κρατούσα άποψη, τίτλο(π.χ.
αµετάγραφο συµβολαιογραφικό τίτλο),
2) διαθέτει νόµιµο µεν τίτλο, αλλά από χαριστική αιτίαή
3) η µεταβίβαση του ακινήτου στον οποίο έχει γίνει δια λόγου, περίπτωση ιδιαίτερα συνήθης στην ελληνικήεπαρχία.
1) Το άρθρο 4 παρ. 1, περ. β΄ Ν. 3127/2003 προβλέπει τη δυνατότητα κτήσεως κυριότητας µε έκτακτη χρησικτησία από µέρους ιδιώτη σε βάρος του Ελληνικού ∆ηµοσίου. Αντιθέτως, η κτήση κυριότητας µε έκτακτη χρησικτησία σύµφωνα µε τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα αφορά µόνο τις σχέσεις µεταξύιδιωτών.
2) Κατά το άρθρο 4 παρ. 1, περ. β΄ Ν. 3127/2003 η κτήση κυριότητας µε χρησικτησία προϋποθέτει τη συµπλήρωση τριακονταετούς (30ετούς) νοµής του ακινήτου, ενώ για την έκτακτη χρησικτησία του άρθρου 1045 Α.Κ. αρκεί η συµπλήρωση εικοσαετούς (20ετούς) νοµής. Η απαίτηση επιπλέον δέκα (10) ετών νοµής για την αναγνώριση δικαιώµατος κυριότητας κατά το Ν. 3127/2003 σε καλόπιστους, αποκλειστικά και µόνο, ιδιώτες, σε σχέση µε την εικοσαετή (20ετή) νοµή, στην οποία αρκείται το άρθρο 1045 Α.Κ. για την αναγνώριση κυριότητας ακόµη και σε κακόπιστους ιδιώτες, προφανώς δικαιολογείται από το γεγονός ότι µε το άρθρο 4 παρ. 1, περ. β΄ του Ν. 3127/2003 δεν αναγνωρίζεται κύριος ακινήτου ένας ιδιώτης έναντιέτερουιδιώτη,αλλά,πλέον,έναςιδιώτης,ενδεχοµένωςχωρίςναδιαθέτεικαντίτλο
κτήσεως - κυριότητας αναγνωρίζεται κύριος ενός δηµοσίου ακινήτου, ήτοι ενός ακινήτου αποτελούντος έως πρότινος ιδιοκτησία του ελληνικού κράτους και λαού.
3) Η τριακονταετής (30ετής) χρησικτησία σε βάρος του Ελληνικού ∆ηµοσίου,σύµφωνα
µε το άρθρο 4 παρ. 1, περ. β΄ Ν. 3127/2003 θα πρέπει να έχει συµπληρωθεί έως την έναρξη ισχύος του Ν. 3127/2003, ήτοι µέχρι την 19η-03-2003, ηµέρα δηµοσίευσης του νόµου την Εφηµερίδα της Κυβέρνησης, ενώ αντίθετα για τη συµπλήρωση της εικοσαετούς (20ετούς)νοµής της έκτακτης χρησικτησίας ∆ΕΝ προβλέπεται τέτοιος χρονικόςπεριορισµός.
Ήτοι, και το άρθρο 4 παρ. 1, περ. β΄ Ν. 3127/2003 αποτελεί και µία φωτογραφικήδιάταξη, σύµφωνα µε την οποία αναγνωρίζεται ένα συγκεκριµένο δικαίωµα (κυριότητα) σε ιδιώτες, πληρούντες συγκεκριµένες προϋποθέσεις (αδιατάρακτη νοµή επί τριακονταετία, καλόπιστη κτήση της) σε συγκεκριµένο χρονικό σηµείο (την 19η-03-2003). Τυχόν
µεταγενέστερη συµπλήρωση των ανωτέρω, λεπτοµερώς παρατεθεισών προϋποθέσεων δεν οδηγεί σε κτήση δικαιώµατος κυριότητας µε έκτακτη χρησικτησία επί δηµοσίου κτήµατος.
Αντιθέτως, οι γενικές διατάξεις ιδιωτικού δικαίου περί έκτακτης χρησικτησίας παρέχουν τη δυνατότητα κάθε φορά(άνευ απώτατου χρονικού περιορισµού), κατά την οποία πληρούνται οι προϋποθέσεις της, να αναγνωρίζεται ο νεµόµενος µε τις εν λόγω προϋποθέσεις κύριος του ακινήτου έναντι του έως πρότινος κυρίου.
4) Το άρθρο 4 παρ. 1, περ. β΄ Ν. 3127/2003 παρέχει τη δυνατότητα κτήσεωςκυριότητας
µε χρησικτησία σε βάρος του Ελληνικού ∆ηµοσίου µόνο στον καλόπιστονοµέα, ενώ, αντιθέτως, το άρθρο 1045 Α.Κ. αποτελεί τον κατ’ εξοχήν τρόπο κτήσεως κυριότητας µε χρησικτησία (σε βάρος ιδιωτών) από τον κακόπιστονοµέα ακινήτου. Για άλλη µια φορά καθίσταται εµφανής η προσπάθεια του νοµοθέτη αφενός µεν να προστατεύσει τη δηµόσια περιουσία από τους επιβουλευτές αυτής, αφετέρου δε να αποδώσει κοινωνική δικαιοσύνη µε την αναγνώριση του δικαιώµατος της κυριότητας και στους νεµόµενους ήδη επί τριακονταετία, έστω χωρίς νόµιµο τίτλο, πλην, όµως, καλόπιστα και χωρίς οιανδήποτε εναντίωση – όχλησή τους από το Ελληνικό ∆ηµόσιο, εξασφαλίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη βιωσιµότητα του συστήµατος του Εθνικού Κτηµατολογίου, βιωσιµότητα η οποία θα ετίθετο σε σοβαρή διακινδύνευση σε περίπτωση παραγνώρισης της εν λόγω κοινωνικής πραγµατικότητας και αναπόφευκτης προκλήσεως µαζικών κοινωνικώναναταραχών.
Συµπερασµατικώς: ∆εδοµένων:
- αφενός µεν των πολύ αυστηρών προϋποθέσεων που θέτει, κατά τα ανωτέρω, το άρθρο 4 παρ. 1, περ. α΄ Ν. 3127/2003 για την αναγνώριση τακτικής χρησικτησίας σε βάρος του Ελληνικού ∆ηµοσίου,
- αφετέρου δε της σαφούς νοµοθετικής βουλήσεως για την προστασία µίας ευρύτερης κατηγορίαςκαλόπιστων,αυστηρά,νοµέωνδηµοσίωνακινήτωνέναντιτουδηµοσίου
συµφέροντος, το οποίο σαφώς και δεν επιτρέπεται να υποχωρεί έναντι κακόπιστων νοµέων –
επιβουλευτών της δηµόσιας γης,
το άρθρο 4 παρ. 1, περ. β΄ Ν. 3127/2003 δίδει τη δυνατότητα στον καλόπιστο και πάλι νοµέα, ο οποίος δεν πληροί τις αυστηρές προϋποθέσεις της τακτικής χρησικτησίας της περ. α΄ (νόµιµος τίτλος από επαχθή αιτία κλπ) και, ως εκ τούτου, δεν δύναται να αναγνωριστεί κύριος επί τη βάσει της, σύντοµης και προνοµιακής, δεκαετούς (10) νοµής, να θεωρηθεί κύριος ενός δηµοσίου κτήµατος, εφόσον το νέµεται αδιατάρακτα επί τριάντα (30) έτη.
Είναι ενδεικτική της σηµασίας της διατάξεως του άρθρου 4 Ν. 3127/2003, αλλά και του χαρακτήρα της ως τοµής στο ισχύον µέχρι πρότινος απαράγραπτο των δικαιωµάτων του Ελληνικού ∆ηµοσίου, η ήδη διαµορφωθείσα πρόσφατη νοµολογία επί του ζητήµατος.
IV. ΣΤ. 1. Η υπ’ αριθµόν 348/2004 Γνωµοδότηση της Ολοµελείας του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους141:
Κατόπιν υποβολής σχετικών ερωτηµάτων από πληθώρα δηµοσίων υπηρεσιών προς διευκρίνιση του πεδίου εφαρµογής του άρθρου 4 Ν. 3127/2003, αλλά και του τρόπου πρακτικής υλοποιήσεως – εφαρµογής του από το Ελληνικό ∆ηµόσιο, το Νοµικό Συµβούλιο του Κράτους υπήρξε µε την εν λόγω Γνωµοδότησή του κατηγορηµατικό:
i) Επιβεβαίωσε ότι υπάγονται στο εν λόγω άρθρο όλα τα ακίνητα που ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Ελληνικού ∆ηµοσίου και τα οποία διαχειρίζεται το Υπουργείο Οικονοµίας και Οικονοµικών, αδιαφόρωςτου τρόπουπεριελεύσεώς τους σε αυτήν, και µάλιστα, για λόγους ισότητας, όχι µόνο όσα έχουν ήδη υπαχθεί, αλλά και αυτά που δεν έχουν υπαχθεί, κατά τη θέση σε ισχύ του άρθρου 4 Ν. 3127/2003, στην κτηµατολογική διαδικασία: Τούτο δε διότι, σε αντίθετη περίπτωση, οι νεµόµενοι µε τα προσόντα του άρθρου 4 Ν. 3127/2003 θα καθίσταντο κύριοι των δηµοσίων κτηµάτων έναντι του Ελληνικού ∆ηµοσίου και από το γεγονός της προηγούµενης υπαγωγής των κτηµάτων αυτών στην κτηµατολογική διαδικασία, ενώ του αυτού δικαιώµατος θα στερούνταν οι νοµείς των µη υπαχθέντων, κατά τη θέση σε ισχύ του άρθρου 4 Ν. 3127/2003, στην κτηµατολογική διαδικασία δηµοσίων κτηµάτων, ενώ τέτοια διάκριση δεν συνάγεται ούτε από το γράµµα του άρθρου, αλλά ούτε και από το σκοπό του νοµοθέτη.
![]() |
141 Γνµδ ΟλΝ.Σ.Κ. 348/2004, δηµοσιευµένη στο βιβλίο του Αναστασίου Ι. Τάχου, Κτήση κυριότητας επί δηµοσίων κτηµάτων και προστασία της βιοµηχανίας και της βιοτεχνίας (ερµηνεία του αρ. 4, Ν. 3127/2003), Σάκκουλας Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 91-104
ii) Προέκρινε την ερµηνεία του άρθρου 4 Ν. 3127/2003 βάσει του σαφέστατου, όπως το χαρακτήρισε, γράµµατοςτηςδιατάξεως.
iii) Επιβεβαίωσε ότι σύµφωνα και µε το γράµµα της διατάξεως, ∆ΕΝ είναι ο επικαλούµενος δικαίωµα κυριότητας έναντι του Ελληνικού ∆ηµοσίου νοµέας - ιδιώτης υποχρεωµένος να αποδείξει την καλή του πίστη, αλλά αντιθέτως το Ελληνικό ∆ηµόσιο βαρύνεται µε την απόδειξη της κακής πίστης του νοµέα ή του δικαιοπαρόχου του κατά την κτήση από µέρους τους της νοµής δηµοσίουκτήµατος.
iv) Ως προς τη δυνατότητα παρέµβασης των κτηµατικών υπηρεσιών και των εν γένει δηµόσιων φορέων στην κτηµατολογική διαδικασία της κτηµατογράφησης µετά την ισχύ της διάταξης του άρθρου 4 Ν. 3127/2003, το Νοµικό Συµβούλιο προέβη στις εξήςδιακρίσεις:
α) Προκειµένου περί ακινήτων υπαχθέντων ήδη στη διαδικασία κτηµατογραφήσεως:
- εάναπότηννόµιµηδιοικητικήδιαδικασίαενώπιοντουΓνωµοδοτικούΣυµβουλίου
∆ηµοσίων Κτηµάτων και Ανταλλαξίµου Περιουσίας ∆ΕΝ αποδεικνύεται ότι οι νοµείς των ακινήτων που ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του ∆ηµοσίου ενέµοντο αυτά µε τα προσόντα είτε της περίπτωσης α΄ είτε της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 Ν. 3127/2003, η κατά τόπον αρµόδια κτηµατική υπηρεσία αν και δεν υποχρεούται, εν τούτοις θα πρέπει, προς διασφάλιση και προστασία των δικαιωµάτων του επί της ακίνητης περιουσίας του και προς αποτροπήτουενδεχόµενουκινδύνουβλάβηςτων,ναπροβείσεδήλωσητουΝ.2308/1995γιατα ακίνητα αυτά, εφόσον είναι καταγεγραµµένα στα βιβλία δηµοσίων και ανταλλαξίµων κτηµάτων ή έχουν εκδοθεί γι’ αυτά θετικές υπέρ της κυριότητας του ∆ηµοσίου γνωµοδοτήσεις του Γνωµοδοτικού Συµβουλίου ∆ηµοσίων Κτηµάτων, οι οποίες έγιναν µε τη σειρά τους δεκτές µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών ή το ∆ηµόσιο έχει γι’ αυτά τίτλους ιδιοκτησίας ή ικανά περί της κυριότητάς του ή άλλου εµπράγµατου δικαιώµατός του στοιχεία (δικαστικές αποφάσεις, πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής, δηλώσεις ιδιωτιών ότι δεν διεκδικούν δικαιώµατα, εκθέσεις ελέγχου, διαγράµµατα κλπ). Οµοίως, σε περίπτωση αµφισβήτησης των δικαιωµάτων του ∆ηµοσίου επί των ανωτέρω ακινήτων, µε υποβληθείσες δηλώσεις ιδιωτών, οι οποίες δεν θεµελιώνουν ιδιωτικά δικαιώµατα, η αρµόδια κτηµατική υπηρεσία οφείλει να υποβάλει Αίτηση διόρθωσης και Ένσταση ενώπιον της Επιτροπής Ενστάσεων κατ’ άρθρο 6, 7 Ν. 2308/1995. Τέλος, εάν µετά τη περαίωση της κτηµατογράφησης, στο πλαίσιο του λειτουργούντος πλέον Κτηµατολογίου, εµφανίζεται εσφαλµένως στο οικείο κτηµατολογικό φύλλο ως κύριος του ακινήτου ιδιώτης και όχι το Ελληνικό ∆ηµόσιο η κατά τόπον αρµόδια κτηµατική υπηρεσία οφείλει να ασκήσει την Αγωγή διόρθωσης της εσφαλµένης πρώτης (α΄) κτηµατολογικής εγγραφής, κατ’ άρθρο 6 παρ. 2 Ν. 2664/1998, αποδεικνύοντας, όµως, κάθε φορά θετικά το επικαλούµενο από το ∆ηµόσιο δικαίωµα κυριότητας, σε σχέση µε συγκεκριµένο πάντοτε ακίνητο,
- αν, αντιθέτως, από τη νόµιµη διοικητική διαδικασία ενώπιον του Γνωµοδοτικού Συµβουλίου ∆ηµοσίων Κτηµάτων και Ανταλλαξίµου Περιουσίας αποδεικνύεται ότι οι νοµείς τωνανηκόντωνστηνιδιωτικήπεριουσίατου∆ηµοσίουακινήτωνενέµοντοαυτάµεταπροσόντα είτε της περίπτωσης α΄ είτε της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 Ν. 3127/2003, τότε η κατά τόπον αρµόδια κτηµατική υπηρεσία οφείλει να απέχει της κτηµατολογικής διαδικασίας ως προς το συγκεκριµένο ακίνητο και να αναγνωρίζει την κυριότητα των νοµέων του κατ’ εφαρµογή των διατάξεων των άρθρων 8-12 Α.Ν. 1539/1938 και 6 του από 29.9.-4.10.1939Β∆/τος«περίοργανώσεωςτηςυπηρεσίαςδιαχειρίσεωςανταλλαξίµων
µουσουλµανικών κτηµάτων», ήτοι στο πλαίσιο της νόµιµης διοικητικής διαδικασίας ενώπιον του ΓνωµοδοτικούΣυµβουλίου.
β) Προκειµένου περί ακινήτων που ∆ΕΝ έχουν υπαχθεί ακόµη στη διαδικασία της κτηµατογράφησης: Σε περίπτωση αιτήσεων ιδιωτών, οι οποίοι αξιώνουν δικαίωµα κυριότητας επί ακινήτων ανηκόντων στην ιδιωτική περιουσία του ∆ηµοσίου, υπαγόµενων στην επ’ ονόµατι του Ελληνικού ∆ηµοσίου διαχείριση του Υπουργείου Οικονοµίας και Οικονοµικών, η ∆ιοίκηση οφείλει να ενεργεί σύµφωνα µε τα άρθρα 9 επ. α.ν. 1539/1938 «περί προστασίας των δηµοσίων κτηµάτων» και 6 του από 29/09-04/10/1939 β. δ/τος «περί οργανώσεως της υπηρεσίας διαχειρίσεως ανταλλαξίµων µουσουλµανικών κτηµάτων», ήτοι να παραπέµπει τις αιτήσεις αυτές στο συσταθέν µε τα εν λόγω άρθρα Γνωµοδοτικό Συµβούλιο ∆ηµοσίων Κτηµάτων και Ανταλλάξιµης Περιουσίας, το οποίο λειτουργεί στο Υπουργείο Οικονοµίας και Οικονοµικών σε δύο αυτοτελή – ανεξάρτητα τµήµατα (τµήµα δηµοσίων κτηµάτων και τµήµα ανταλλαξίµων κτηµάτων) και το οποίο θα διαπιστώσει, µετά τη διεξαγωγή µάλιστα ένορκης διοικητικής εξέτασης, τη συνδροµή ή µη εν προκειµένω των προϋποθέσεων της περ. α΄ ή β΄ του άρθρου 4 παρ. 1 Ν. 3127/2003.
Είναι πράγµατι χαρακτηριστική η εν λόγω τοποθέτηση του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους: Εφόσον διαπιστώνεται η συνδροµή των προϋποθέσεων του άρθρου 4 Ν. 3127/2003 ο νοµέας δηµοσίου κτήµατος καθίσταται αυτοδικαίως κύριος του εν λόγω κτήµατος και η
∆ιοίκηση υποχρεούται – δεσµεύεται να αναγνωρίσει το εν λόγω δικαίωµα κυριότητα στο πλαίσιο της νόµιµης διοικητικής διαδικασίας (Γνωµοδοτικό Συµβούλιο) απέχοντας από τη διαδικασίακτηµατογράφησης.
Το Ειρηνοδικείο Βέροιας κλήθηκε να αποφανθεί επί αναγνωριστικής Αγωγής ιδιώτη σε βάρος του ∆ήµου Βέροιας, δυνάµει της οποίας ο ενάγων ζήτησε να αναγνωριστεί κύριος (έναντι του, αµφισβητούντος το δικαίωµα κυριότητάς του, εναγοµένου ∆ήµου) ενός ακινήτου, το οποίο
![]() |
142 ΕιρΒερ 98/2005, Αρµ 2007, σελ., 45 – Τράπεζα Νοµικών Πληροφοριών ∆.Σ.Α.
είχε αναγνωριστεί - χαρακτηριστεί ως κοινό δάσος, του οποίου τη νοµή και κατοχή απέκτησε από ιδιώτη, δυνάµει συµβολαιογραφικού προσυµφώνου, νοµίµως µεταγραφέντος.
Επρόκειτο για τεµάχιο:
- εκτάσεως 2.870,45 τ.µ., µετά της επ'αυτού µονώροφηςοικίας
- κειµένου εντός της κτηµατικής περιοχής του οικισµού Κ. του ∆ήµου Βέροιας, οοποίος
οικισµός έχει πληθυσµό περίπου τριακοσίωνκατοίκων,
- κατεχόµενο αρχικώς µε διάνοια κυρίου από τον δικαιοπάροχο του ενάγοντος από το έτος 1941, ο οποίος το περιέφραξε και ανήγειρε σε αυτό µονώροφο κτίσµα, εµβαδού 70 τ.µ. περίπου και
- αποκτηθέν, εν συνέχεια, εν έτει 1972, από τον ενάγοντα, µε νόµιµα µεταγεγραµµένα συµβολαιογραφικό προσύµφωνο, ο οποίος ενάγων από το 1972και εφεξής, όχι µόνο νεµόταν και κατείχε το επίδικο, χωρίς να ενοχληθεί από κανένα και ιδίως από τον εναγόµενο ∆ήµο, ασκώντας επ'αυτού διακατοχικές πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση του, αλλά επιπρόσθετα επέτυχε το έτος 2000 την έκδοση οικοδοµικής άδειας, δυνάµει της οποίας ανήγειρε επ'αυτού έτερο κτίσµα, εµβαδού 99,67 τ.µ., ήτοι, συνολικά, στο επίδικο ανεγέρθησαν κτίσµατα µε συνολικό εµβαδόν 169,67τ.µ.
Το Ειρηνοδικείο Βέροιας έκρινε ότι:
- Σύµφωναµετηνισχύουσανοµοθεσία,ησυνολικήεπιτρεπόµενηδόµησησεοικόπεδο
µεγαλύτεροτων300τ.µ.δενµπορείναυπερβείτα400τ.µ.,συνεπώς,ταυφιστάµεναστοεπίδικο ακίνητο κτίσµατα (70,00 τ.µ. + 99,67 τ.µ.= 169,67 τ.µ.) καλύπτουν ποσοστό 30% του συντελεστή δόµησης, όπως απαιτεί ο νόµος3127/2003.
- Τόσο ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος όσο και ο ίδιος κατά την κτήση της νοµής τους δεν βρίσκονταν σε κακή πίστη, αφού χωρίς βαριά τους αµέλεια είχαν την πεποίθηση ότι απέκτησαν την κυριότητα του επιδίκου.
- Απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιµη την ένσταση ίδιας κυριότητας τουεναγοµένου
∆ήµου, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι το επίδικο έχει χαρακτηρισθεί κοινό δάσος και ως εκ τούτου ανήκει στην κυριότητά του, καθώς ο ∆ήµος «…ουδέν αποδεικτικό στοιχείο προσεκόµισε προςανατροπή της συνδροµής των προϋποθέσεων που θέτει ο νόµος για την αναγνώριση κυριότηταςιδιώτη έναντι του δηµοσίου».
Συµπερασµατικώς, το ∆ικαστήριο έκανε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιµη την Αγωγή, δεχόµενο ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόµος στο πρόσωπο του ενάγοντος, ήτοι α) νοµή του επιδίκου, β) το οποίο βρίσκεται εντός οικισµού κάτω των 2.000 κατοίκων, γ) για χρονικό διάστηµα µεγαλύτερο των τριάντα ετών, δ) καλή πίστη κατά το χρόνο κτήσης της νοµής, ε) τα δε υφιστάµενα κτίσµατα καλύπτουν το 30% του ισχύοντος στην περιοχή συντελεστή δόµησης.
1) Στην υπό κρίση περίπτωση, ο ενάγων είχε αποκτήσει την νοµή και κατοχή του επιδίκου ακινήτου µε νόµιµα µεταγεγραµµένο συµβολαιογραφικό τίτλο, ήτοι νεµόταν το ακίνητο καλοπίστως, βάσει νόµιµου τίτλου, συνταγέντος και µεταγραφέντος µετά την 23η-02- 1945 (εδώ εν έτει 1972), και εποµένως θα µπορούσε να γίνει λόγος για κτήση από µέρους του της κυριότητας µε τακτική χρησικτησία (ήτοι µετά την πάροδο δεκαετούς και µόνο νοµής του ακινήτου). Πλην, όµως, το επιληφθέν ∆ικαστήριο δίστασε να προβεί στην εφαρµογή του άρθρου 4 παρ. 1 περ. α΄ Ν. 3127/2003 (τακτική χρησικτησία), προκρίνοντας ως ασφαλέστερη την επιλογή του άρθρου 4 παρ. 1 περ. β΄ Ν. 3127/2003 και την αναγνώριση του δικαιώµατος κυριότητας του ενάγοντος επί τη βάσει της έκτακτης χρησικτησίας και τη συµπλήρωση τριακονταετούς νοµής του επιδίκου ακινήτου.
2)Παρατηρούµε µία λογική θεµελίωση της καλής πίστης του ενάγοντος ιδιώτη, αλλάκαι του δικαιοπαρόχουτου,
- όχι µόνο στο αδιατάρακτο της νοµής και κατοχής τους από οιονδήποτε και δη τον εναγόµενο ∆ήµο,
- αλλά και στην έκδοση νόµιµης άδειας εν έτει 2000, µε την οποία επετράπη στον ενάγοντα η περαιτέρω ανοικοδόµηση του επίδικου ακινήτου.
Πρόκειται, λοιπόν, για µία κλασική περίπτωση εµπίπτουσα στο σκοπό του νοµοθέτη του άρθρου 4 Ν. 3127/2003, όπου η ∆ιοίκηση όχι µόνο ανέχεται και δεν εναντιώνεται επί µακρόν χρονικό διάστηµα (εν προκειµένω από το έτος 1941) στην από µέρους ιδιώτη νοµή και κατοχή ενός δηµοσίου, κατά τους ισχυρισµούς της κτήµατος, αλλά, έτι περαιτέρω, µε τη συµπεριφορά της, ήτοι την ένταξη του ακινήτου σε σχέδιο πόλεως, σε έναν οριοθετηµένο οικισµό και την έκδοση νόµιµης άδειας µε την οποία επιτρέπει την περαιτέρω ανοικοδόµησή του δηµιουργεί στον ενάγοντα - ιδιώτη τη δικαιολογηµένη εµπιστοσύνη ότι έχει νοµίµως αποκτήσει κυριότητα, νοµή και κατοχή του ακινήτου: Στην προστασία αυτού ακριβώς του καλόπιστου νοµέα ο οποίος επιδεικνύει την αναµενόµενη εµπιστοσύνη στο ανωτέρω, εξ αποκλειστικής υπαιτιότητος της
∆ιοικήσεως δηµιουργηθέν, φαινόµενο δικαίου απέβλεψε ο νοµοθέτης του άρθρου 4 Ν. 3127/2003, γεγονός το οποίο διεγνώσθη και επιβεβαιώθηκε και µε την Απόφαση του επιληφθέντος ∆ικαστηρίου.
3) Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στην απόρριψη ως ουσία αβάσιµης της ενστάσεως ιδίας κυριότητας του εναγοµένου ∆ήµου, ο οποίος βάσισε την ένστασή του αυτή αποκλειστικά και µόνο στον απλό χαρακτηρισµό(από φορείς της ∆ιοικήσεως) της επίδικης περιοχής ως κοινού δάσους (οπότε και θα εξέφευγε του πεδίου εφαρµογής του άρθρου 4 Ν. 3127/2003, όπου, ως συνάγεται από το γράµµα της διατάξεως, δεν υπάγονται οι δασικές εκτάσεις, αλλά µόνο τα αστικά ακίνητα – οικόπεδα). Το Ειρηνοδικείο Βέροιας απεφάνθησαφώς
ότι εφόσον ο εναγόµενος ∆ήµος ουδόλως αµφισβητεί και ουδέν αποδεικτικό στοιχείο προσκοµίζει επί της ουσίας για την ανατροπή των προϋποθέσεων του άρθρου 4 (παρ. 1 περ.β΄) Ν. 3127/2003 (καλόπιστη νοµή επί 30ετία, ακίνητο εντός οικισµού κάτω των 2.000 κατοίκων, άνω του 30% του συντελεστή δόµησης της περιοχής), η αποδεδειγµένη συνδροµή των οποίων επιφέρει την απόκτηση από τον ενάγοντα της κυριότητας επί του επιδίκου δηµοσίου κτήµατος, η ένσταση ιδίας κυριότητάς του, την οποία στηρίζει επί του απλού χαρακτηρισµού του επίδικου και µάλιστα οικοδοµηµένου ακινήτου ως δάσους, θα πρέπει να απορριφθεί, και δη στην ουσία της: Συνεπώς, στη δίκη µε θέµα την αναγνώριση της κυριότητας ιδιώτη επί δηµοσίου κτήµατος βάσει του άρθρου 4 Ν. 3127/2003, η εναγοµένη ∆ιοίκηση φέρει το βάρος της αµφισβήτησης των προϋποθέσεων που επικαλείται ο ιδιώτης στην ένδικο αγωγή του για τη θεµελίωση του δικαιώµατός της κυριότητάς του µε τακτική ή έκτακτη χρησικτησία κατά το εν λόγω άρθρο, αλλά και της απόδειξης της ενστάσεως ιδίας κυριότητας την οποία και προβάλλει: Ακόµη και αν η ένσταση αυτή θεµελιώνεται στο χαρακτήρα του επιδίκου ακινήτου ως δασικού, ως εν προκειµένω,δενφαίνεταινααρκείοδιοικητικόςχαρακτηρισµόςτουωςτέτοιος,αλλάαπαιτείται απόδειξη του επικαλούµενου δασικού χαρακτήρα, υπό τη έννοια της ανατροπής των προϋποθέσεων του άρθρου 4 Ν. 3127/2003.
Εν προκειµένω, ο εφεσίβλητος - ενάγων ιστορούσε στην πρωτόδικη Αγωγή του ότι είναι νοµέας και κάτοχος του οικοπέδου, ευρισκόµενου στο ∆ήµο Σκύδρας, το οποίο από το έτος 1935 κατείχε ο πατέρας του, µετά την εγκατάστασή του σε αυτό ως πρόσφυγας –ακτήµων, καθ’ υπόδειξη των αρχών, και την εγγραφή του, µάλιστα, από την αρµόδια Επιτροπή Απαλλοτριώσεων, κατά την οριστική διανοµή του οικισµού το έτος 1938, στους σχετικούς κτηµατολογικούς πίνακες, στην κατηγορία των οικοπέδων µη κληρούχων για το ανωτέρω ακίνητο, χωρίς να εκδοθεί σχετικός τίτλος κυριότητας στο όνοµά του. Από τον πατέρα του δε, ο οποίος κατείχε και νεµόταν το εν λόγω οικόπεδο, πιστεύοντας καλόπιστα ότι απέκτησε την κυριότητα αυτού, απέκτησε ο εφεσίβλητος - ενάγων το επίδικο ακίνητο το 1970 λόγω άτυπηςδωρεάςκαι, συνέχισε να ασκεί στο επίδικο ακίνητο τις πράξεις νοµής, χωρίς να ενοχληθεί από οποιονδήποτε, έχοντας την εύλογη πεποίθηση ότι απέκτησε τηνκυριότητα.
Ο εφεσίβλητος - ενάγων ζητούσε µε την πρωτόδικη Αγωγή του, επικαλούµενος έννοµο συµφέρον, και, ενόψει της µη εκδόσεως τίτλου κυριότητας από τη ∆ιεύθυνση Γεωργίας της αρµόδιας νοµαρχίας, να αναγνωριστεί ότι είναι κύριος του ακινήτου, αγωγή η οποία έγινε δεκτή, ως νόµω και ουσία βάσιµη, από το Πρωτοβάθµιο ∆ικαστήριο.
Το Ελληνικό ∆ηµόσιο άσκησε Έφεση, ζητώντας:
![]() |
143 ΕφΘεσ 2072/2006, Αρµ 2008, Τόµ. 8, σελ. 1196 – Τράπεζα Νοµικών Πληροφοριών ∆.Σ.Α.
α) την απόρριψη της Αγωγής ως αόριστης, διότι δεν αναφέρονται δήθεν σ'αυτήν ταπεριστατικά που στηρίζουν το έννοµο συµφέρον του ενάγοντος-εφεσιβλήτου:
Ο εν λόγω λόγος έφεσης απερρίφθη από το Εφετείο Θεσσαλονίκης, το οποίο έκρινε την πρωτόδικη αγωγή ως ορισµένη και περιέχουσα όλα τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία θεµελιώνεται το έννοµο συµφέρον του ενάγοντος – εφεσιβλήτου προς άσκησή της, ήτοι την αµφισβήτηση από το εναγόµενο – εκκαλούν του δικαιώµατος κυριότητας του ενάγοντος – εφεσιβλήτου στο επίδικο ακίνητο και την αναπόφευκτη έτσι αβεβαιότητα ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς του τελευταίου.
β) Την απόρριψη της Αγωγής λόγω δήθεν εσφαλµένης ερµηνείας και εφαρµογής του νόµουκαι πληµµελούς εκτίµησης των αποδείξεων:
Το Εφετείο Θεσσαλονίκης απέρριψε και τον δεύτερο (β΄) λόγο Εφέσεως, αποφαινόµενο υπέρ της καλής πίστης του ενάγοντος – εφεσιβλήτου και του δικαιοπαρόχου – πατέρα του, οι οποίοι απέκτησαν, χωρίς βαριά αµέλεια, την πεποίθηση ότι κατέστησαν κύριοι του ακινήτου, παρά το γεγονός της ελλείψεως τίτλου κυριότητας. Την εν λόγω κρίση του βάσισε το Εφετείο σε νοµίµωςµεταγεγραµµένοτίτλοκυριότηταςτης∆ιεύθυνσηςΓεωργίαςτηςΝοµαρχίαςΠέλλας,µε τον οποίο παραχωρήθηκε στο πατέρα - δικαιοπάροχο του ενάγοντος – εφεσιβλήτου, ωςσυµπλήρωµα του επιδίκου οικοπέδου, όµορο οικόπεδο, εµβαδού 400 τ.µ., χωρίς απλά για το επίδικο ακίνητο να έχει εκδοθεί τίτλος κυριότητας.
Συµπερασµατικώς, το Εφετείο Θεσσαλονίκης απεφάνθη ότι ο εφεσίβλητος - ενάγων κατέστη κύριος του οικοπέδου µε τα προσόντα του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, δεδοµένου ότι νέµεται αυτό για περισσότερο από τριάντα χρόνια, προσµετρώντας µάλιστα στο χρόνο της νοµήςτου αυτόν του δικαιοπαρόχου του, ήτοι θεωρώντας ότι και ο δικαιοπάροχος – πατέρας του ήτανκαλόπιστος,επικυρώνοντας την Απόφαση του πρωτοβάθµιου ∆ικαστηρίου.
1) Στην υπό κρίση περίπτωση τόσο ο ενάγων – εφεσίβλητος, όσο και ο δικαιοπάροχός του νέµονταν καλοπίστως το επίδικο ακίνητο, άνευ, όµως, οιουδήποτε τίτλου (άτυπη εγκατάσταση του δικαιοπαρόχου πατρός το έτος 1938, άτυπη δωρεά στον υιό του το έτος 1970), γι’ αυτό ορθώς προκρίθηκε από το ∆ικαστήριο η εφαρµογή του άρθρου 4 παρ. 1 περ. β΄ Ν. 3127/2003 και η αναγνώριση της κυριότητας του ενάγοντος – εφεσιβλήτου επί τη βάση τηςέκτακτηςχρησικτησίας.
2) Ιδιαίτερη σηµασία έχει η κρίση του Εφετείου Θεσσαλονίκης ότι ∆ΕΝ επιβάλλεται εν προκειµένω προ της ασκήσεως της αγωγής του άρθρου 4 Ν. 3127/2003 ητήρηση
- ούτε της καθιερούµενης µε το άρθρο 24 του ν. 2732/1999, µε το οποίο αντικαταστάθηκε η παράγραφος 1 του άρθρου 8 του α.ν. 1539/1938, διαδικασίας, όπως ισχυρίζεται το εναγόµενο - εκκαλούν (Ελληνικό ∆ηµόσιο), δεδοµένου ότι, σύµφωνα µετο
άρθρο 1 παρ. 4 του τελευταίου α.ν., εξαιρετικώς περί των δηµοσίων κτηµάτων, τα οποία διαχειρίζεται το Υπουργείο Γεωργίας για τους σκοπούς του αγροτικού εποικισµού, δεν εφαρµόζονται οι διατάξεις του νόµου αυτού, εκτός αν πρόκειται για δηµόσια κτήµατα, που αναλήφθηκαν προς διανοµή από το Υπουργείο Γεωργίας κατά το άρθρο 111 του Αγρ. Κώδικα, το οποίο ήδη καταργήθηκε µε το άρ. 62 του ν.δ.2185/52.
- ούτε της καθιερούµενης µε το άρθρο 246 Αγρ. Κώδ. διαδικασίας, το οποίο εφαρµόζεται, όταν πρόκειται για ξένο ακίνητο, ήτοι µη ανήκον στο Ελληνικό ∆ηµόσιο, το οποίο περιλήφθηκε στην οριστική διανοµή και για το οποίο ο ιδιοκτήτης του έχει αξίωση προς λήψη ανταλλάγµατος σε γη (αρ. 242 Αγρ.Κώδ.),
προϋποθέσεις που σαφώς δεν συντρέχουν στην προκείµενη περίπτωση.
Εδώακριβώςθαπρέπειναυπογραµµισθείότιτοάρθρο4Ν.3127/2003εφαρµόστηκεστηνυπό κρίση περίπτωση προκειµένου και περί δηµοσίου ακινήτου υπαγόµενου στη διαχείριση τουΥπουργείου Γεωργίας και όχι του ΥπουργείουΟικονοµικών.
3) Καιενπροκειµένω,τοεπιληφθέν∆ικαστήριοθεµελίωσετηνκρίσητουπερίτηςκαλής πίστης τόσο του ενάγοντος – εφεσιβλήτου, όσο και του δικαιοπαρόχου του στη «…συνεκτίµηση των εν γένει πραγµατικών συνθηκών..», πρωτίστως δε στην ενέργεια της ∆ιοίκησης να παραχωρήσει στο δικαιοπάροχο του αντιδίκου της, µε νόµιµα µεταγεγραµµένο τίτλο, όµορο οικόπεδο, ως συµπλήρωµα του επιδίκου οικοπέδου, η οποία ενέργεια δηµιούργησε τόσο στον δωρητή του επίδικου ακινήτου (πατέρα), όσο και στον δωρεοδόχο (υιό του) τη δικαιολογηµένη πεποίθηση της νοµότυπης κτήσεως από µέρους τους της κυριότητας και του επίδικου ακινήτου. Έτσι, για άλλη µια φορά η ∆ιοίκηση επέτρεψε και ανέχτηκε τη νοµή του επίδικου ακινήτου από ιδιώτη,δηµιουργώνταςέναφαινόµενοδικαίουωςπροςτηναπόκτησηκαιτηµεταβίβασήτης.
Τα αυτά ως άνω απεφάνθη και ο Άρειος Πάγος στο πλαίσιο έτερης περίπτωσης αποκατάστασης ακτήµονος σε προσφυγικό συνοικισµό. Και εδώ:
- ο δικαιοπάροχος και πατέρας του ενάγοντος – αναιρεσίβλητου είχε εγκατασταθεί από το έτος 1935 στο επίδικο ακίνητο, ως ακτήµων πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία, και εγγραφεί στους πίνακες οριστικής διανοµής του προαναφερθέντος Συνοικισµού, που κυρώθηκε µε το Ν∆ 2535/1953, ως µη κληρούχος δικαιούχος τούτου (επίδικου), µέχρι το έτος 1962, ότε µεταβίβασε ατύπως στον ενάγοντα – αναιρεσίβλητο υιό του τη νοµή του επίδικου ακινήτου, η οποία και ανήκε στον τελευταίο µέχρι την άσκηση της ένδικης από 10-10-2003 αγωγήςτου
![]() |
144 Α.Π. 1121/2008, Τράπεζα Νοµικών Πληροφοριών ∆.Σ.Α
- αµφότεροι είχαν κατά την κτήση της νοµής του επιδίκου την πεποίθηση, χωρίς αυτή να οφείλεται σε βαριά αµέλειά τους, ότι απέκτησαν την κυριότητα αυτού, την κυριότητα δε αυτή αµφισβητεί το εναγόµενο Ελληνικό∆ηµόσιο.
Με αυτά τα δεδοµένα, ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αναίρεση του Ελληνικού
∆ηµοσίου, και επικύρωσε την αποδοχή σε πρώτο (α΄) και δεύτερο (β΄) βαθµό της αγωγής του ενάγοντος, ως και τη µη αναγκαιότητα της τήρησης, για το παραδεκτό της, της προβλεπόµενης από το άρθρο 246 του Αγροτικού Κώδικα προδικασίας, αναγνωρίζοντας τον ενάγοντα ως κύριο του επίδικου ακινήτου κατ’ άρθρο 4 Ν. 3127/2003.
Τα αυτά ως άνω επανέλαβε ο Άρειος Πάγος και στο πλαίσιο έτερης παρεµφερούς διαφοράς, όπου και πάλι:
- ο δικαιοπάροχος και πατέρας του ενάγοντος εγκαταστάθηκε από το έτος 1936 στο επίδικο ακίνητο ως ακτήµων πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία και ενεγράφη στους πίνακες οριστικής διανοµής του Συνοικισµού, που κυρώθηκε µε το Ν∆ 2535/1953, ως µη κληρούχος δικαιούχος τούτου, µέχρι και το έτος1972,
- το έτος 1972 µεταβιβάστηκε ατύπως στον ενάγοντα, από τον δικαιοπάροχο πατέρα του,ηνοµήεπίτουεπιδίκουακινήτου,οδεενάγωννεµόταναδιαταράκτωςτοεπίδικοακίνητο
µέχρι την άσκηση της ένδικης από 20-10-2003 αγωγής του και
- αµφότεροι, ήτοι τόσο ο ενάγων – αναιρεσίβλητος, όσο και ο δικαιοπάροχος πατέρας του είχαν κατά την κτήση της νοµής του επιδίκου την πεποίθηση, χωρίς αυτή να οφείλεται σε βαριά αµέλειά τους, ότι απέκτησαν την κυριότητα του επίδικουακινήτου.
Με αυτά τα δεδοµένα, ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αναίρεση του Ελληνικού ∆ηµοσίου καιτονισχυρισµότουπερίαπαραδέκτουτηςαγωγήςλόγωµητηρήσεωςτηςπροβλεπόµενηςαπό το άρθρο 246 του Αγροτικού Κώδικα διαδικασίας, και επικύρωσε την αποδοχή σε πρώτο (α΄) και δεύτερο (β΄) βαθµό της εν λόγω αγωγής, αναγνωρίζοντας τον ενάγοντα ως κύριο του επίδικου ακινήτου κατ’ άρθρο 4 Ν. 3127/2003.
Κατά το σχολιασµό της εν λόγω Αποφάσεως θα πρέπει να εστιάσουµε στις κρίσεις του Αρείου Πάγου:
![]() |
145 Α.Π. 1120/2008, Τράπεζα Νοµικών Πληροφοριών ∆.Σ.Α
146 Α.Π. 33/2008, ΝοΒ 2008, Τόµ. 56, σελ. 1283
Κατά γενική αρχή του δικαίου, προκύπτουσα από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 533 παρ. 2 ΚΠολ∆ και 2 του ΑΚ, ∆ΕΝ έχει εφαρµογή στην κατ'έφεση δίκη νόµος που εκδόθηκε µετά τη δηµοσίευση της πρωτόδικης απόφασης, έστω και αν προσδόθηκε σ'αυτόν αναδροµική δύναµη, ΕΚΤΟΣ ΕΑΝ ο νόµος αυτός περιέχει ρητή και ειδική διάταξη µε την οποία καταλαµβάνει και τις σχέσεις που έχουν οριστικάκριθεί ή είναι πραγµατικά ερµηνευτικός, οπότε θεωρείται σύγχρονος του ερµηνευοµένου και εφαρµοσθέντος κατά την έκδοση της οριστικής αποφάσεως.
Ειδάλλως ΜΟΝΟ, στην περίπτωση κατά την οποία το Εφετείο, εξαιτίας της παραδοχήςκάποιου ΑΛΛΟΥ λόγου έφεσης ως ουσιαστικά βασίµου, εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφασηκαι κρατήσει το ίδιο την υπόθεση, δικάζοντας αυτή στην ουσία (άρθρο 531 παρ. 1 ΚΠολ∆), υποκαθιστώντας έτσι το πρωτοβάθµιο δικαστήριο, οφείλει τότε το δευτεροβάθµιο δικαστήριο, να εφαρµόσει το νέο νόµο που ισχύει κατά το χρόνο δηµοσίευσης της δικής του απόφασης, ασχέτως:
- αν ο νόµος αυτός έχει ή όχι αναδροµική δύναµηκαι
- αν η εφαρµογή του πρόκειται να οδηγήσει σε κρίση διαφορετική από εκείνη του πρωτοβάθµιουδικαστηρίου.
Στην υπό κρίση περίπτωση το Εφετείο, µε τη δηµοσιευθείσα στις 16-09-2003 Απόφασή του, δεχόµενο ως ουσιαστικά βάσιµη την ένσταση ίδιας κυριότητας του εναγοµένου - αναιρεσιβλήτου, απέρριψε κατ'ουσίαν την έφεση του ενάγοντα και ήδη αναιρεσείοντα, κατά της εκκαλούµενης πρωτοδίκου απόφασης, µε την οποία είχε απορριφθεί η ένδικη από 2.8.1993 αναγνωριστική κυριότητας του επίδικου ακινήτου αγωγή του ως ουσιαστικά αβάσιµη.
∆εδοµένου, λοιπόν, ότι:
- η πρωτόδικη υπ’ αριθµόν 158/2001 Απόφαση δηµοσιεύθηκε στις 15-06-2001, δηλαδή πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 3127/2003 (19-3-2003),και
- ότι οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003 αφενός µεν δεν είναι γνήσια ερµηνευτικές, αφετέρου δε δεν καταλαµβάνουν δυνάµει ειδικής διατάξεως τις ήδη οριστικά κριθείσες κατά την έναρξη ισχύος τουςδιαφορές,
το Εφετείο, εφόσον δεν έκανε για κάποιον άλλο λόγο δεκτή την έφεση του ενάγοντος, εξαφανίζοντας την πρωτόδικη απόφαση και δικάζοντας πλέον τη διαφορά στην ουσία της (οπότε και θα εφάρµοζε το ισχύον κατά την έκδοση της δικής του Απόφασης στις 16-09-2003 νοµοθετικό πλαίσιο, στο οποίο συµπεριλαµβάνετο και ο Ν. 3127/2003), σύµφωνα µε όσα έχουν ήδη ειπωθεί, ∆ΕΝ ήταν υποχρεωµένο κατά νόµο να εφαρµόσει τις εν λόγω διατάξεις.
Εποµένως, κρίθηκε ως απορριπτέος ο πρώτος λόγος της αναίρεσης περί δήθεν ευθείας παραβίασης από το Εφετείο των προµνηµονευοµένων διατάξεων του Ν. 3127/2003, µέσω της
µη εφαρµογής τους.
Ορισµός αιγιαλού: Ο αιγιαλός συνίσταται στη χερσαία ζώνη που περιστοιχίζει τη θάλασσα και προσδιορίζεται από το ανώτατο σηµείο, στο οποίο φτάνουν κατά τις συνηθισµένες αναβάσεις τους τα κύµατα της θάλασσας, όχι, όµως, και οι έκτακτες πληµµύρες.
Ο αιγιαλός, ως κτήµα κοινόχρηστο, ανήκει στο ∆ηµόσιο147. Η κυριότητα δε στην οποία υπάγει ο Αστικός Κώδικας τα δηµόσια κτήµατα είναι η κυριότητα του αστικού δικαίου, η οποίαεξακολουθεί να υπάρχει και όταν αυτά παύσουν κατά τη διάταξη του άρθρου 971 ΑΚ ναυπηρετούν την κοινή χρήση, δηλαδή όταν παύσουν τα κοινής χρήσης πράγµατα να είναι εκτόςσυναλλαγής. Έτσι, ορθώς έκρινε ο Άρειος Πάγος ότι ο αιγιαλός µόνο µε πρόσχωση από φυσικά ή τεχνητά αίτια µπορεί να απωλέσει το χαρακτήρα του ως τέτοιος, αφού η ιδιότητα λωρίδας γης ή αιγιαλού αποτελεί συνάρτηση καθαρά φυσικώνφαινοµένων148. Εξ αυτού δε συνάγεται ότι ο τυπικός απλά καθορισµός των ορίων του αιγιαλού από την προβλεπόµενη από το άρθρο 10 του α.ν. 1540/1939 διοικητική επιτροπή149δεν είναι ικανός να προσδώσει την ιδιότητα του αιγιαλού σε τµήµα γης στερούµενου των πιο πάνω φυσικών – γεωγραφικών χαρακτηριστικών, δηλαδή σε έδαφος µη βρεχόµενο από τα θαλάσσια κύµατα. Σε αντίθετη περίπτωση, ο κύριος τµήµατος του εδάφους που χαρακτηρίστηκε κατά την ως άνω επιτροπή ως αιγιαλός ΧΩΡΙΣόµως να είναι κατά τα φυσικά του όρια αιγιαλός, θα έχανε την ιδιοκτησία του µε απλή πράξη της διοίκησηςκατάκατάφωρηπαράβασητουπροστατευτικούαυτήςορισµούτουάρθρου17τουΣυντάγµατος.
α) Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003 ∆ΕΝ είναι γνήσια ερµηνευτικές και ∆ΕΝ περιλαµβάνουν ειδική διάταξη, δυνάµει της οποίας να καταλαµβάνουν τιςήδηοριστικάκριθείσεςκατάτηνέναρξηισχύοςτουςδιαφορές.Συνεπώς,τοδευτεροβάθµιο
∆ικαστήριο, το οποίο επιλαµβάνεται, µετά την θέση σε ισχύ του αρ. 4 Ν. 3127/2003, µίας διαφοράς κριθείσης ήδη οριστικά σύµφωνα µε το προϊσχύσαν καθεστώς, ΜΟΝΟ εάν κάνει ουσιαστικά δεκτή την ασκηθείσα έφεση για κάποιον άλλο λόγο (και όχι διότι απλά έχει
µεταβληθεί εν τω µεταξύ το νοµοθετικό καθεστώς) και κρατήσει έτσι την ένδικη διαφορά,
![]() |
147 τόσο κατά τις διατάξεις του προϊσχύσαντος δικαίου, όσο και κατά τη διάταξη του άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 2344/1940
«περί αιγιαλού και παραλίας», ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ µε το άρθρο 53 ΕισΝΑΚ, καθώς και µε τις διατάξεις των άρθρων 967, 968 Α.Κ.
148Έτσι, ακόµη και οι βράχοι και οι απόκρηµνες ή όχι ακτές αποτελούν µέρος αιγιαλού, ως επίσης αιγιαλό αποτελεί και το προστατευµένοι µε κρηπίδωµα µέρος, έτσι ώστε να µη φτάνει µέχρι αυτό το συνήθως µεγαλύτερο κύµα.
149(µε απόφασή της και µε τη σύνταξη του αναγραφόµενου σε αυτήν τοπογραφικού και υψοµετρικού διαγράµµατος,
συνοδευόµενου από σχετική έκθεση)
δικάζοντάς την στην ουσία της, θα µπορέσει να εφαρµόσει τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου, ακόµα και αν µε τον τρόπο αυτό οδηγηθεί στη λήψη µίας εκ διαµέτρου αντίθετης απόφασης.
β) Είναι, τέλος, πολύ σηµαντική η επισήµανση του Αρείου Πάγου ότι για τον χαρακτηρισµό τµήµατος εδάφους ως αιγιαλού, δηλαδή ως κοινόχρηστου πράγµατος, εκτός συναλλαγής, ανήκοντος στην κυριότητα του Ελληνικού ∆ηµοσίου και, ως εκ τούτου, ανεπίδεκτου τακτικής ή εκτάτου χρησικτησίας ακόµη και µε το καθεστώς του άρθρου 4 Ν. 3127/2003, ∆ΕΝ αρκεί απλά ο τυπικός και µόνο χαρακτηρισµός του ως αιγιαλού από την αρµόδια διοικητική επιτροπή, δηλαδή ο µονοµερής χαρακτηρισµός του από τη ∆ιοίκηση, αλλά απαιτείται επιπρόσθετα να πληροί το υπό χαρακτηρισµό τµήµα του εδάφους και τα αναγκαία φυσικά – γεωλογικά χαρακτηριστικά (:έδαφος µη βρεχόµενο από τα θαλάσσια κύµατα), γεγονός το οποίο αποτελεί αντικείµενο αποδείξεως – ανταποδείξεως στο πλαίσιο της διανοιγείσης δίκης.
Εκ πάντων των ανωτέρω, κυρίως από την πρόσφατη νοµολογία, η οποία έχει διαµορφωθεί µέχρι και σήµερα, αποδεικνύεται πέραν πάσης αµφιβολίας η απόλυτη αναγκαιότητα θεσπίσεως της διατάξεως του άρθρου 4 Ν. 3127/2003, χάρη στην οποία και αποφεύχθηκε ένα σαµποτάζ, άνευ προηγουµένου, του εγχειρήµατος του Εθνικού Κτηµατολογίου.
Πράγµατι, µε την εν λόγω, φωτογραφική και συγκεραστική των εκατέρωθεν συµφερόντων ιδιωτών και ∆ηµοσίου διάταξη, απλώς νοµιµοποιήθηκε, και τυπικώς, µία ήδη υπάρχουσα, defactoδικαιική κατάσταση, διαµορφωθείσα όχι απλά µε την ανοχή, αλλά, στη πλειοψηφία ων περιπτώσεων, και µε την προτροπή του ίδιου του Ελληνικού ∆ηµοσίου.
Ήταν κοινός τόπος ότι πλήθος δηµοσίων ακινήτων είχαν ενταχθεί στον πολεοδοµικό σχεδιασµό και αποτελέσει επί σειρά δεκαετιών αντικείµενο επανειληµµένων µεταβιβάσεων
µεταξύ ιδιωτών, χωρίς οποιαδήποτε εναντίωση ή διεκδίκησή τους από τη ∆ιοίκηση, η οποία επωφελείτο από τη φορολογία και τα συνοδευτικά τέλη των εν λόγω µεταβιβάσεων, χωρίς να διατρέχει κίνδυνο απώλειας των δικαιωµάτων κυριότητάς της επ’ αυτών, λόγω του ισχύοντος
µέχρι πρότινος ανεπίδεκτου της νοµής ιδιωτών επί των δηµοσίων κτηµάτων και του απαραγράπτου των δικαιωµάτων του ∆ηµοσίου, τα οποία απέκλειαν την τακτική ή έκτακτη χρησικτησία των δηµοσίων κτηµάτων.
Η ανωτέρω προβληµατική ανέκυψε, όπως ήταν φυσικό και αναµενόµενο, ιδιαιτέρως έντονα στο πλαίσιο της διαδικασίας κτηµατογράφησης και του θεσµού του Εθνικού Κτηµατολογίου, όπου λόγω του αµάχητου τεκµηρίουµε το οποίο περιβάλλονται οι οριστικοποιηµένεςπρώτες (α΄) κτηµατολογικές εγγραφές, ισχύουσες πλέον έναντι όλων, συνεπώςκαιέναντιτουΕλληνικού∆ηµοσίουκαι,έτσι,λόγωτουσοβαρούκινδύνουοριστικής
απώλειας, για πρώτη φορά, των µέχρι τότε απαράγραπτων εµπραγµάτων δικαιωµάτων του
∆ηµοσίου, σε περίπτωση µη προβολής από το τελευταίο των δικαιωµάτων του εντός των προβλεπόµενων από το νόµο αποκλειστικών προθεσµιών, ανέκυψε το σοβαρό ενδεχόµενο η
∆ιοίκηση, ενόψει ακριβώς του κινδύνου αυτού, να σπεύσει να υποβάλει, για πρώτη φορά, δηλώσεις ιδιοκτησίας του Ν. 2308/1995 ή ενστάσεις κατά των πρώτων κτηµατολογικών καταχωρίσεων ή αγωγές διορθώσεως των πρώτων κτηµατολογικών εγγραφών αναφορικά µε ακίνητα τα οποία έχουν αποτελέσει, µε τη δικήτης ανοχή και προτροπή, αντικείµενο διαδοχικών δικαιωµάτων ιδιωτών. Λόγω, µάλιστα, των εκτεταµένωνδηµοσίων εδαφικών εκτάσεων, οι οποίες είχαν νοµοτύπως περιέλθει στην κυριότητα ιδιωτών και τις οποίες η ∆ιοίκηση µέχρι την έναρξη της διαδικασίας κτηµατογραφήσεως ουδέποτεείχε διεκδικήσει, προκαλώντας έτσι στους διοικούµενους δικαιολογηµένη εµπιστοσύνη και φαινόµενο δικαίου περί της νοµιµότητος των αποκτηθέντων, εν τω µεταξύ, επ’ αυτών δικαιωµάτων τους, η προβολή από το ∆ηµόσιο των δικαιωµάτων του επί των ως άνω ακινήτων το πρώτον τώρα, θα πυροδοτούσε δικαιολογηµένες κοινωνικές αντιδράσεις, οι οποίες ενδεχοµένως να προκαλούσαν τη µαταίωση εισαγωγής του συστήµατος του Εθνικού Κτηµατολογίου.
Υπό την πίεση αυτού ακριβώς του κατεπείγοντος κινδύνου, το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και ∆ηµοσίων Έργων υπήρξε ο εµπνευστής και εισηγητής του άρθρου 4 Ν. 3127/2003, το οποίο µε έναν διπλό «περιορισµό» των δικαιωµάτων του Ελληνικού
∆ηµοσίου, ήτοι:
- αναγνωρίζοντας, αναδροµικά πλέον, ως επιτρεπτή, την ανεπίτρεπτη µέχρι το χρονικό εκείνο σηµείο, νοµή των ιδιωτών επί δηµοσίων κτηµάτωνκαι
- εισάγοντας ρητή εξαίρεση στο απαράγραπτο των δικαιωµάτων τουΕλληνικού
∆ηµοσίου, επιτρέποντας πλέον την κτήση κυριότητας δηµοσίου κτήµατος µε χρησικτησία, σε περίπτωση συµπλήρωσης των απαιτούµενων προϋποθέσεων µέχρι της θέσεως σε ισχύ του εν λόγω άρθρου,
προσπάθησε να διασφαλίσει την κοινωνική δικαιοσύνη, θέτοντας παραλλήλως ασφαλιστικές δικλείδες και υπέρ των δικαιωµάτων του Ελληνικού ∆ηµοσίου (εφαρµογή του άρθρου 4 Ν. 3127/2003 µόνο στα ανήκοντα στη ιδιωτική περιουσία του ∆ηµοσίου ακίνητα, και
µάλιστα µόνο στα αστικά ακίνητα – οικόπεδα, προστασία µόνο του καλόπιστου νοµέα έναντι του ∆ιοικήσεως).
Οι επικριτές του άρθρου 4 Ν. 3127/2003 µιλούν για προχειρότητα και αποσπασµατικό χαρακτήρα της εν λόγω διατάξεως. Σίγουρα, η νοµοθετική αυτή διάταξη είναι «φωτογραφική», δηλαδή αναγνωρίζει την κτήση δικαιώµατος κυριότητας µε χρησικτησία µόνοεφόσον οι τιθέµενες από αυτό προϋποθέσεις πληρούνται έως το χρονικό σηµείο της θέσεώς του σε ισχύ,και αφίσταται της συνήθους µορφής ενός κανόνα δικαίου βάσει του οποίου αναγνωρίζεται µία
έννοµη συνέπεια κάθε φοράκατά την οποία πληρούνται οι προϋποθέσεις του. Σύµφωνα µε την εισηγητική έκθεση της διατάξεως, αλλά και τους υποστηρικτές αυτής, ο εν λόγω χρονικός περιορισµός της ετέθη προς αποφυγή των καταστρατηγήσεών της από τους επίδοξους καταπατητές της δηµόσιας περιουσίας. Σε κάθε περίπτωση, όµως, διαφεύγει των επικριτών της ότι πρόκειται για µία διάταξη διατυπωθείσα υπό την πίεση των εξελίξεων, ήτοι του ορατού κινδύνου,τοΕλληνικό∆ηµόσιο,ενόψειτηςενδεχόµενηςοριστικήςαπώλειαςτουαπαράγραπτου
µέχρι πρότινος δικαιώµατος κυριότητάς του, µετά την οριστικοποίηση των πρώτων κτηµατολογικών εγγραφών και το εφεξής απρόσβλητό τους, να προβεί σε δήλωση ιδιοκτησίας του Ν. 2308/1995 επί δηµοσίων κτηµάτων, τα οποία αποτέλεσαν αντικείµενο δικαιωµάτων ιδιωτών, λόγω όχι µόνο της ανοχής, αλλά και της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης και του φαινοµένου δικαίου που το ίδιο το ∆ηµόσιο, µε τις δικές του ενέργειες δηµιούργησε, προκαλώντας έτσι γενικευµένη κοινωνική αναταραχή και θέτοντας σε σοβαρότατο κίνδυνο το θεσµότουΚτηµατολογίου.Καιπράγµατιοενλόγωκίνδυνος,ανκρίνουµεαπότιςήδηεκδοθείσεςκαι σχολιασθείσες ανωτέρω δικαστικές Αποφάσεις ήταν κάτι παραπάνω από υπαρκτός. Οποιαδήποτε καθυστέρηση στη λήψη σχετικής νοµοθετικής πρωτοβουλίας αντιµετωπίζουσας το κατεπείγοναυτόζήτηµα,ακόµηκαιµετοπρόσχηµατηςσυστηµατικότερηςπροσέγγισήςτου,θα οδηγούσε µε βεβαιότητα στην αποτυχία του «στοιχήµατος» του Εθνικού Κτηµατολογίου. Ίσως,
µάλιστα, αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο συµπεριελήφθη στο άρθρο 4 Ν. 3127/2003 ο χρονικός περιορισµός της αναγκαίας συµπλήρωσης των προϋποθέσεων τακτικής – έκτακτης χρησικτησίας σε βάρος του ∆ηµοσίου µέχρι τη θέση του σε ισχύ (19-03-2003), δηλαδή η άµεση αντιµετώπιση των κατ’ αρχάς διαφαινόµενων προβληµάτων στο πλαίσιο της διαδικασίας κτηµατογράφησης, και η ανάθεση της συστηµατικότερης αντιµετώπισης του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του ∆ηµοσίου, εντός και εκτός πλαισίου Εθνικού Κτηµατολογίου, σε
µεταγενέστερη νοµοθετική πρωτοβουλία, µε την οποία θα αποκρυσταλλωθεί το νέο πλαίσιο προστασίας των ιδιοκτησιακών δικαιωµάτων του ∆ηµοσίου, ανταποκρινόµενο στις νέες πλέον κοινωνικές ισορροπίες και συνθήκες.
Υπ’ αυτήν την έννοια, λοιπόν, το άρθρο 4 παρ. 3 Ν. 3127/2003 συνιστά µία τοµήστο ισχύον µέχρι και σήµερα απαράγραπτο των δικαιωµάτων του Ελληνικού ∆ηµοσίου, καθώς εισήγαγε µία αναγκαία κατά τα ανωτέρω εξαίρεση στον κανόνα του απαραγράπτου, επιτυγχάνοντας παράλληλα έναν επιτυχή συγκερασµό των αντικρουόµενων συµφερόντων:
- αφενός µεν των ιδιωτών, οι οποίοι, καλόπιστα πάντοτε, απέκτησαν τη νοµή δηµοσίων κτηµάτων, και ασκούν την εν λόγω νοµή για ένα σεβαστό χρονικόδιάστηµα,
- αφετέρου δε του Ελληνικού ∆ηµοσίου, το οποίο διασφαλίζεται εν προκειµένω τόσο εκ τηςεπιµηκύνσεωςτουαπαιτούµενουγιατηνκτήσηκυριότηταςχρόνουνοµής,όσοκαιεκτου
γεγονότος ότι τα έννοµα συµφέροντά του υποχωρούν µόνο έναντι των καλόπιστων, και όχι και των κακόπιστων, ως συµβαίνει στις έννοµες σχέσεις µεταξύ ιδιωτών, νοµέων.
Το εν λόγω άρθρο συνιστά µία τολµηρή πρώτη απόπειρα εκ νέου προσεγγίσεως του απαραγράπτου του δικαιωµάτων του Ελληνικού ∆ηµοσίου, το οποίο, στην άτεγκτη µορφή του, είχε διαµορφωθεί υπό το πρίσµα άλλων κοινωνικών, πολιτικών και οικονοµικών συνθηκών, µία απόπειρα απόλυτα προσαρµοσµένη στη θέση σε ισχύ του Εθνικού Κτηµατολογίου και στην αποτροπή των άµεσα ορατών σχετικών προβληµάτων. Είναι, όµως, πλέον ώριµες οι συνθήκες
µετά την πρώτη αυτή απόπειρα, η οποία αντιµετώπισε αποφασιστικά τα αµέσως ανακύπτοντα στο πλαίσιο της διαδικασίας κτηµατογραφήσεως και του θεσµού του Εθνικού Κτηµατολογίου προβλήµατα, να προχωρήσουµε σε µία εκ νέου προσέγγιση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του Ελληνικού ∆ηµοσίου, µε κύριο γνώµονα την επιτάχυνση της διασαφήνισης του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των δηµοσίων κτηµάτων και την απονοµή κοινωνικής δικαιοσύνης.
∆εδοµένου ότι το άρθρο 4 Ν. 3127/2003 καταλαµβάνει, δυνάµει του άρθρου 1 Ν.∆./τος 31/1968, και τα ακίνητα της ιδιωτικής περιουσίας των Οργανισµών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, απαιτείται να ληφθεί αντίστοιχη νοµοθετική πρωτοβουλία και για το ιδιοκτησιακό των ανήκοντων στα εκκλησιαστικά Νοµικά Πρόσωπα ∆ηµοσίου ∆ικαίου και στις Ιερές Μονές, ακινήτων, τα οποία ως µη καλυπτόµενα από το γράµµα του άρθρου 4 Ν. 3127/2003 (τούτο καλύπτει κατά το γράµµα του µόνο την ιδιωτική περιουσία του ∆ηµοσίου εν στενή εννοία και κατ’ άρθρο 1 Ν.∆./τος 31/1968 και την ιδιωτική περιουσία των Ο.Τ.Α.) και ως µη υπαχθέντα σε αυτό βάσει ρητής µεταγενέστερης διατάξεως, εξακολουθούν να καλύπτονται από το καθιερωθέν ως προς αυτά, µε ειδικές νοµοθετικές ρυθµίσεις, απαράγραπτο των δικαιωµάτων των εκκλησιαστικών Ν.Π.∆.∆ και των Ιερών Μονών. Πράγµατι, είναι ορατός ο κίνδυνος εκµηδένισης της πρώτης αξιόλογης προσπάθειας αποδόσεως κοινωνικής δικαιοσύνης µε την κάµψη του αφενός µεν του απαράγραπτου των δικαιωµάτων του ∆ηµοσίου εν στενή εννοία και των Ο.Τ.Α., αφετέρου δε του ανεπίδεκτου χρησικτησίας των δηµοσίων, δηµοτικών και κοινοτικών κτηµάτων µέσω του άρθρου 4 Ν. 3127/2003, όταν µέχρι και σήµερα ένας ιδιώτης, ο οποίος νοµοτύπως και καλοπίστως απέκτησε, από επίσης καλόπιστο δικαιοπάροχο, ακίνητο ανήκον κάποτε στην ιδιωτική περιουσία Ιερής Μονής, καλείται, προκειµένου να κατοχυρώσει το δικαίωµα κυριότητάς του έναντι της Ι. Μονής, να αποδείξει ότι οι δικαιοπάροχοί του νέµονταν καλοπίστως το ακίνητο επί σαρακονταετία, η οποία και θα πρέπει να έχει συµπληρωθεί µέχρι την 11η-09-1915: Αντιλαµβάνεται κανείς την αντικειµενική αδυναµία αποδείξεως των ανωτέρω απότονιδιώτηκαιτουαδικαιολόγητουαυτούπρονοµίουπουέχειδιασωθείµέχρικαισήµερα,
µεταξύ άλλων, και υπέρ των Ιερών Μονών, όταν το ίδιο προνόµιο έχει ήδη καταργηθεί µερικώς
µε το άρθρο 4 Ν. 3127/2003 υπέρ αυτού του ίδιου του σκληρού πυρήνα του Ελληνικού
∆ηµοσίου, ως εκπροσώπου της κοινωνικής ολότητας.
Σαν τελικό συµπέρασµα θα µπορούσε, λοιπόν, να ειπωθεί ότι το άρθρο 4 Ν. 3127/2003 αποτέλεσε την πρώτη σηµαντική πρωτοβουλία εκσυγχρονισµού του νοµοθετικού πλαισίου, το οποίο διέπει το ιδιοκτησιακό καθεστώς των δηµοσίων κτηµάτων του ∆ηµοσίου (εν στενή εννοία) και κατ’ επέκταση (κατ’ άρθρο 1 Ν.∆./τος 31/1968) και των κτηµάτων των Οργανισµών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, µε τον πολύ συγκεκριµένο στόχο να αντιµετωπισθούν τα αµέσως ανακύπτοντα από την εισαγωγή του θεσµού του Εθνικού Κτηµατολογίου προβλήµατα. Της πρώτης όµως αυτής νοµοθετικής πρωτοβουλίας θα πρέπει να ακολουθήσει µία συστηµατική προσέγγιση του εν γένει νοµοθετικού πλαισίου των δηµοσίων κτηµάτων επί τω σκοπώ της αποκρυσταλλώσεως κανόνων δικαίου οι οποίοι θα εφαρµόζονται κάθε φορά που θα πληρούνται οι τιθέµενες από αυτούς προϋποθέσεις, αλλά και η παράλληλη αναθεώρηση του άθικτου µέχρι και σήµερα απαραγράπτου των εµπραγµάτων δικαιωµάτων των εκκλησιαστικών Ν.Π.∆.∆. και των Ιερών Μονών, λόγω της ταυτότητας των προστατευτέων στις περιπτώσεις αυτές εννόµων συµφερόντων150. Αποµένει δε να διαπιστώσουµε την αποφασιστικότητα του Έλληνα Νοµοθέτη και την τόλµη του να συγκρουστεί µε παρωχηµένα προνόµια και καθεστώτα, ως επιτάσσει η αρχή της καλής πίστης, αλλά και αυτό το ίδιο το κράτοςδικαίου._
![]() |
150 Ήτοι των εννόµων συµφερόντων των ιδιωτών που απέκτησαν τη νοµή ακινήτων ανήκοντων στην ιδιωτική περιουσία των εκκλησιαστικών Ν.Π.∆.∆. ή των Ιερών Μονών, έχοντας τη δικαιολογηµένη πεποίθηση ότι απέκτησαν την κυριότητά τους, και εξακολουθώντας να τα νέµονται αδιαταράκτως µέχρι καισήµερα.
Αργυρίου Β. ∆ηµήτριος, Το ∆ίκαιο του Κτηµατολογίου, Νοµική Βιβλιοθήκη 2008
Βαθρακοκοίλη Β., Αναλυτική Ερµηνεία – Νοµολογία Αστικού Κώδικος, Α΄ τόµος, 3ηέκδοση, Αθήνα, 1994
Βαρβαρέσος Αν., Ο θεσµός των κτηµατικών βιβλίων και ο τρόπος της εν Ελλάδι εισαγωγής των, Αθήνα, 1940
Γαζή Αν., Η µεταρρύθµισις του συστήµατος των τηρούµενων εις τα υποθηκοφυλακεία βιβλίων, ΝοΒ τ. 14 (1966)
Γεωργακόπουλος Λ., Το πρόβληµα του κτηµατολογίου, ΝοΒ τ. 39 (1991), σ. 1169 - 1176 Γεωργιάδης Σ. Απόστολος, Γενικές Αρχές Αστικού ∆ικαίου, 1997, Αντ. Ν. Σάκκουλας Αθήνα – Κοµοτηνή
Γεωργιάδης Σ. Απόστολος, Εµπράγµατο ∆ίκαιο, Ι, Αθήνα, 1991, ΙΙ, Αθήνα 1993 Γεωργιάδης Σ. Απόστολος, Ενοχικό ∆ίκαιο, Γενικό µέρος, Αθήνα, 1999 Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, ΑΚ, Αθήνα, 1982
Γέσιου – Φαλτσή, ∆ίκιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ειδικό Μέρος, σελ. 511-512
∆εληγιάννης Ι., Σκέψεις για τη µορφή και την αποδεικτική δύναµη του «κτηµατολογίου» που σχεδιάζεται να εισαχθεί στην Ελλάδα, ΝοΒ τ. 41 (1993), σελ. 1-26
∆ωρής Ευ., Τα ∆ηµόσια Κτήµατα, 1980, Αφοί Π. Σάκκουλα
∆ωρής Φ., Βασικές επιλογές νοµοθετικής πολιτικής στο σχέδιο νόµου για το Εθνικό Κτηµατολόγιο, στον τόµο: Το Κτηµατολόγιο, Πρακτικά 3ουΠανελληνίου συνεδρίου Ένωσης Αστικολόγων, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2001, σελ. 27-40
∆ωρή Φ. – Κιτσαρά Λ., Κώδικας Κτηµατολογίου, Π.Ν. Σάκκουλας ∆ίκαιο & Οικονοµία 2004
∆ωρής Φ., Οι πρώτες εγγραφές στο Κτηµατολόγιο και οι δικαστικές αµφισβητήσεις (άρθρα 6-9 ν. 2664/1998), Εισήγηση στη διηµερίδα για το Κτηµατολόγιο, που έγινε στη Θεσσαλονίκη στι; 2 και 3 Απριλίου 1999 (αδηµ), σελ. 1-7
∆ωρής Φ., Σύντοµη αναφορά στο ισχύον νοµικό πλαίσιο. Προοπτικές συµπλήρωησς – Επέκτασης, στον τόµο: Το Εθνικό κτηµατολόγιο στην πράξη, Θεσσαλονίκη, 2000, σελ. 151-163 Κιτσαράς Ι. Λάµπρος, Οι πρώτες εγγραφές στο Εθνικό Κτηµατολόγιο, Π.Ν. Σάκκουλας ∆ίκαιο και Οικονοµία 2001
Κούσουλας Χρ., Το ∆ίκαιο του Κτηµατολογίου, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2001
Κούσουλας Χρ., Η προστασία της δηµόσιας πίστης, στον τόµο: Το Κτηµατολόγιο, Πρκατικά 3ουΠανελληνίου συνεδρίου Ένωσης Αστικολόγων, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2001, σελ. 112-121 Κυριακοπούλου Η., ∆ιοικ. ∆ικ. Τοµ. Γ΄ παρ. 132, σελ. 406-407
Ματθαίου Π., Το Εθνικό Κτηµατολόγιο, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2000
Ματθαίου Π., Κριτική θεώρηση του νέου θεσµικού πλαισίου για το Εθνικό Κτηµατολόγιο, Περ∆ικ τ. 2 (1998), σελ. 316-328
Μπαλής, Γεν. Αρχ. Εκδ. 8ηπαρ. 203 Νάκος, Το νοµικό καθεστώς των τέως οθωµανικών γαιών
1821-1912, 1984, σελ. 106-107
Μπέης, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 25/1993, ∆ τ. 25 (1994)
Πανταζόπουλος Στ., Η µετάβαση από το σύστηµα των βιβλίων µεταγραφών στο σύστηµα του κτηµατολογίου, στο τόµο: Το Κτηµατολόγιο, Πρακτικά 3ουΠανελληνίου συνεδρίου Ένωσης Αστικολόγων, Αθήνα – Κοµοτηνλη, 2001
Παπαστερίου Π., Η αρχή της νοµιµότητας στο Εθνικό Κτηµατολόγιο, Ελλ∆νη τ. 40 (1999)
Σαρµά Ι., Η νοµολογία του ΕΕ∆ του Ανθρώπου, 1998, σελ. 460- 461)
Σπυριδάκης Ι.Σ., Εγχειρίδιο Αστικού ∆ικαίου, 3οςΤόµος, Εµπράγµατο ∆ίκαιο, 1983, Αντ. Ν. Σάκκουλας Αθήνα – Κοµοτηνή
Σταθόπουλος Π. Μιχ., Γενικό Ενοχικό ∆ίκαιο, 1998, Αντ. Ν. Σάκκουλας Αθήνα – Κοµοτηνή Τάχος Ι. Αναστασίου, Κτήση Κυριότητας επί ∆ηµοσίων Κτηµάτων και Προστασία της Βιοµηχανίας και Βιοτεχνίας (ερµηνεία του αρ. 4, Ν. 3127/2003, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2006
Τσολακίδη Ν.Ζαφειρίου, Ακύρωση δικαιοπραξίας µε αντικείµενο ακίνητο και προστασία των τρίτων κατά το σύστηµα µεταγραφών και κατά το Εθνικό Κτηµατολόγιο, Αντ. Ν. Σάκκουλα 2003, σελ. 228-231
Κιτσαρά Ι. Λ., “∆ηµόσια Κτήµατα. Κυκλάδες. Εµβέλεια των κανόνων που εισάγουν καθεστώς προνοµιακής µεταχείρισης των εµπραγµάτων αξιώσεων του ∆ηµοσίου µε τη θέσπιση
«τεκµηρίων κυριότητας» υπέρ αυτού. ∆ιαδικασία ενώπιον του Γνωµοδοτικού Συµβουλίου
∆ηµοσίων και Ανταλλαξίµων Κτηµάτων”, ΧρΙ∆ 2003, σελ. 747-759.
Γνµδ ΟλΝΣΚ 348/2004, δηµοσιευµένη στο βιβλίο του Αναστασίου Ι. Τάχου, Κτήση κυριότητας επί δηµοσίων κτηµάτων και προστασία της βιοµηχανίας και της βιοτεχνίας (ερµηνεία του αρ. 4, Ν. 3127/2003), Σάκκουλας Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 91-104
Γνµδ Ν.Σ.Κ. 644/2000 ∆ΕΕ 2002, σελ. 848 επ
ΟλΝΣΚ 49/2000, µε σχόλιο Λ. Ι Κιτσαρά, ∆ΕΕ 8-9/2002 (Έτος 8ο), σελ. 853-859
Γνµδ Ν.Σ.Κ. 969/1954, ΝοΒ 6, σελ. 1028
ΓνµΝ.Σ.Κ. 293/1952, ΑρχΝ 7, σελ. 598
Α.Π. 33/2008, ΝοΒ 2008, Τόµ. 56, σελ. 1283
Α.Π. 1121/2008, Τράπεζα Νοµικών Πληροφοριών∆.Σ.Α Α.Π. 1120/2008, Τράπεζα Νοµικών Πληροφοριών∆.Σ.Α Α.Π. 1025/2002 ΝοΒ 2003, σελ.250
ΑΠ 93/2000 Ε∆ΚΑ 2000, σελ. 850
Α.Π. 1058/1996 Ελλ∆ικ 1997, σελ. 1837
ΑΠ 462/1990 ΕΕΝ 1991, σελ. 78
ΑΠ 462/1990, ΕΕΝ 1991, σελ. 78
ΑΠ 1609/1986, ΕΕΝ 1987, σελ. 602
Α.Π. 1692/1981 ΕΕΝ 1982, 876
ΑΠ 405/1980, ΝοΒ 1980, σελ. 1760
ΑΠ 406/74 ΝοΒ 22, σελ. 1384
ΑΠ 64/1972, ΝοΒ 1972, σελ. 623
ΑΠ 773/71 ΝοΒ 20, σελ. 479
Α.Π. 244/1970 ΝοΒ 1970, σελ. 965
ΑΠ 195/70 ΝοΒ 18, σελ. 931
Α.Π. 2044/1970 ΝοΒ 1970, σελ. 965
Α.Π. 556/1968 ΝοΒ 1969, σελ. 163
ΑΠ 195/70 ΝοΒ 18, σελ. 931
ΑΠ 61/67 ΝοΒ 15, σελ. 741
ΑΠ 575/1967 ΝοΒ 16, σελ. 174
ΑΠ 310/1966 ΕΕΝ 1967, σελ. 53
Α.Π. 314/1966 ΝοΒ 1967, σελ. 25
ΑΠ 407/66 ΝοΒ 15, σελ. 205
Α.Π. 314/1966 ΝοΒ 1967, σελ. 25
ΑΠ 55/65 ΝοΒ 13, σελ. 912,
ΑΠ 113/62 ΝοΒ 10, σελ. 649
Α.Π. 108/1961 ΝοΒ 1961, σελ. 828
ΑΠ 280/61 ΝοΒ 9, σελ. 1165
ΑΠ 220/60 ΝοΒ 8, σελ. 969
ΑΠ 404/1958 ΝοΒ 6, σελ. 1122
ΑΠ 97/58 ΝοΒ 6 σελ. 680
Α.Π. 236/1956 ΝοΒ 1956, σελ. 788
Α.Π. 252/1952 ΕΕΝ 1952, σελ. 610
Α.Π. 405/1951 ΕΕΝ 1952, σελ. 13
Α.Π. 404/1951 ΕΕΝ 1952, σελ. 18
ΑΠ 242/1950, Θέµις, 1951, σελ. 481
Α.Π. 242/1950 Θέµις 1951, σελ. 481
ΑΠ 296/1936 ΕΕΝ Γ΄, σελ. 254
ΕφΑθ 12/1975 ΝοΒ 23, σελ. 347
ΕφΘεσ 2072/2006, Αρµ 2008, Τόµ. 8, σελ. 1196 – Τράπεζα Νοµικών Πληροφοριών ∆.Σ.Α. ΕφΘεσ 551/71 Αρµ. ΚΕ΄ σελ. 788
ΕφΘεσσ 209/1958 ΑρχΝ 5, σελ. 121
Εφ. Ιωαν. 113/55 ΝοΒ 4, σελ. 94
ΠΠΑ 12147/1980 ΑρχΝ 1983, σελ. 365,
ΠΠΑ 12147/1980 ΑρχΝ 1983, σελ. 365 (∆. Γυφτάκης) ΠΠΑ 1351/1970, ΝοΒ 1972, σελ. 343
Πολ.Πρ.Θεσ. 26120/1995 Αρµεν. 1996, σελ. 174
Πρωτ. Κερκ. 19/61 Αρµ. 17΄, σελ. 252
ΠρΑθ 3239/68 ΕΕΝ 35, σελ.481
ΕιρΒερ 98/2005, Αρµ 2007, σελ., 45 – Τράπεζα Νοµικών Πληροφοριών ΕιρΠειρ 204/1985 ΝοΒ 1985, σελ. 847
ΕιρΛειβ 11/1986 ΑρχΝοµ 1986, σελ. 227
ΕισΠρωτΠειρ 1/1986 Απόφαση του, ΝοΒ 1986, σελ. 704
Πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων, Συνεδρίαση της 26ης-02-2003 (επί του άρθρου 4 Ν. 3127/2003), δηµοσιευµένα στο βιβλίο του Αναστασίου Ι. Τάχου, Κτήση κυριότητας επί δηµοσίων κτηµάτων και προστασία της βιοµηχανίας και της βιοτεχνίας (ερµηνεία του αρ. 4, Ν. 3127/2003), Σάκκουλας Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2006, σελ.109-112
+++++++
ΕΘΝΙΚΟΚΑΙΚΑΠΟ∆ΙΣΤΡΙΑΚΟ :
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε .
ΤΜΗΜΑΝΟΜΙΚΗΣ
ΤΟΜΕΑΣ Α'Ι∆ΙΩΤΙΚΟΥ ∆ΙΚΑΙΟΥ ΠΡΌΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ∆ΩΝ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΙΚΑΙΟΥ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΕΤΟΣ: 2008-2009
ΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
Η ΚΤΗΣΗ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ
∆ΗΜΟΣΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΤΟΜΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 4 Ν. 3127/2003
κ. Φ. ∆ωρής
κ. Α. Χιωτέλλης
ΑΘΗΝΑ, ΜΑΪΟΣ 2009
«Η ΚΤΗΣΗ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ∆ΗΜΟΣΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΤΟΜΗ ΤΟΥ
ΑΡΘΡΟΥ 4 Ν. 3127/2003»
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ…………………………………………………………………................σελ. 9
ΙΙ. Α. Ο Α.Ν. 1539/1938 περί Προστασίας των ∆ηµοσίων Κτηµάτων…………..............σελ. 12
ΙΙ. Α. 1. Οριοθέτησητης έννοιαςτων δηµοσίωνκτηµάτων(άρθρο 1 Α.Ν. 1539/1938)………………………………………………………………………...............σελ.12
ΙΙ. Α. 2. Το ανεπίδεκτο νοµής των δηµοσίων κτηµάτων από ιδιώτη (άρθρο 2 Α.Ν. 1539/1938)………………………………………………………………………................σελ. 14 ΙΙ. Α. 2. α. Πλάσµα νοµής / αµάχητο τεκµήριο νοµής του ∆ηµοσίου επί των αδέσποτων και δηµοσίων κτηµάτων……………………………………………..........................................σελ. 15 ΙΙ. Α. 2. β. Ανεπίδεκτο χρησικτησίας κτηµάτων του ∆ηµοσίου από ιδιώτη…..………………………………………………………………………...................σελ. 16 ΙΙ. Α. 2. γ. Η απλή ύπαρξη και µόνο τίτλου κυριότητος ιδιώτη επί δηµοσίου ακινήτου δεν συνιστά διακατοχική πράξη………………………………………………...........................σελ.16
ΙΙ. Α. 3. Το απροστάτευτο της νοµής του ιδιώτη απέναντι στην κυριότητα του ∆ηµοσίου στη δίκη περί της νοµής (άρθρο3 Α.Ν. 1539/38)
…………………………………………………………………………………...................σελ. 17
ΙΙ. Α. 3. α. Η ουσία της διατάξεως……………………………………………....................σελ. 17 ΙΙ.Α.3.β.Ζήτηµα:∆ύναταινασυναχθείαπότηνενλόγωδιάταξηµαχητότεκµήριοκυριότητας του Ελληνικού ∆ηµοσίου επί παντός ακινήτου της επικρατείας, του τεκµηρίου αυτού ανατρεπόµενου µόνο σε περίπτωση απόδειξης από τον ιδιώτη ίδιου δικαιώµατος κυριότητας;………………………………………………………........................................σελ.18
ΙΙ. Α. 4. Το απαράγραπτο των δικαιωµάτων του Ελληνικού ∆ηµοσίου (άρθρο 4 Α.Ν. 1539/1938)………………………………………………………………………................σελ. 24
ΙΙ. Α. 5. Το Γνωµοδοτικό Συµβούλιο ∆ηµοσίων Κτηµάτων και ΑνταλλαξίµουΠεριουσίας
(άρθρο 10 Α.Ν.1539/1938)……………………………………….......................................σελ. 29
ΙΙ. Α. 6. Επίλυση των αµφισβητήσεων διακατοχής µεταξύ ∆ηµοσίου και ιδιώτη από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών (άρθρο 22 Α.Ν. 1539/1938)…………………….........................σελ. 32
ΙΙ. Α. 7. ∆υνατότητα εξαγοράς δηµοσίου κτήµατος από ιδιώτη νοµέα ή κάτοχό του, έχοντος ή και στερούµενου σχετικού τίτλου (άρθρο 26 Α.Ν. 1539/1938)……....................................σελ. 33
ΙΙ. Β. Το πεδίο εφαρµογής του Α.Ν. 1539/1938: Τα ακίνητα του ∆ηµοσίου εν στενή εννοία…………………………………………………………………………….................σελ. 34
II. B. 1. Τα ακίνητα των Ο.Τ.Α. ………………………………………………. .................σελ. 35
II. B. 2. Εκκλησιαστικά ακίνητα – Ακίνητα των Ιερών Μονών………………...................σελ. 36
ΙΙ. Γ. Συνοπτική παρουσίαση της ισχύουσας µέχρι την εισαγωγής του Ν. 3127/2003 νοµοθεσίας περί δηµοσίων κτηµάτων…………………………………………......................................σελ. 37
ΙΙΙ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ∆ΕΥΤΕΡΟ: Η ΣΥΝΕΙ∆ΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ∆ΗΜΟΣΙΑΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ………………………………………………….........................................σελ. 38
ΙΙΙ. Α. Μεσολαβήσασα µεταβολή των κοινωνικών, πολιτικών, οικονοµικών και νοµικών συνθηκών……………………………………………………………..................................σελ. 38 ΙΙΙ. Β. Εισαγωγή του θεσµού του Εθνικού Κτηµατολογίου – Προβληµατισµοί σχετικά µε την εναρµόνιση του νέου συστήµατος δηµοσιότητας και της ήδη διαµορφωθείσης νέας κοινωνικο- πολιτικής πραγµατικότηταςµε την ισχύουσα τότε νοµοθεσία περί δηµοσίων κτηµάτων……………………………………………...........................................................σελ. 39 ΙΙΙ. Γ. Η υπ’ αριθµόν 49/2000 Γνωµοδότηση του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους, ενδεικτική της συνειδητοποιήσεως από το νοµικό κόσµο της επιτακτικής ανάγκης για αναθεώρηση του διέποντοςτηδηµόσιαπεριουσίανοµοθετικούπλαισίου……...............................................σελ.40
IV. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: Η ΤΟΜΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 4 Ν. 3127/2003……....................σελ. 44
IV. Α. Το κείµενο του νόµου………………………………………………….....................σελ. 44
IV. Β. Οι τελευταίες τροποποιήσεις του κειµένου του άρθρου 4 Ν. 3127/2003 πριν την τελική ψήφισή του και οι απόψεις που διατυπώθηκαν από τα µέλη της Βουλής των Ελλήνων αναφορικά
µε την επίµαχη διάταξη……………………………..............................................................σελ. 45
IV. Γ. Πρώτα, γενικά σχόλια ως προς τη διάταξη του άρθρου 4. Ν. 3127/2003 .................σελ. 54 IV. ∆. Πεδίο εφαρµογής του άρθρου 4 Ν. 3127/2003…………………………...................σελ. 56
IV. Ε. Οι επιµέρους µορφές κτήσεως κυριότητας µε χρησικτησία σε βάρος του Ελληνικού
∆ηµοσίου σύµφωνα µε το άρθρο 4 Ν. 3127/2003…………………………………………………………………….................….σελ.59
IV. Ε. 1. Η τακτική χρησικτησία σε βάρος του Ελληνικού ∆ηµοσίου κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 περ. α΄ Ν. 3127/2003……………………………………………………..........................................σελ. 59 IV. Ε. 1. α. Οι προϋποθέσεις ………………..…………………….................…………… σελ. 59
IV. Ε. 1. β. ∆ιαφορές µεταξύ της προβλεπόµενης υπό του άρθρου 4 παρ. 1 περ. α΄ Ν. 3127/2003
µορφής (τακτικής) χρησικτησίας και της τακτικής χρησικτησίας των άρθρων 1041, 1043
Α.Κ…………………………………………………..................................................…….. σελ. 73
IV. Ε. 2. Η έκτακτη χρησικτησία σε βάρος του Ελληνικού ∆ηµοσίου κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 περ. β΄ Ν. 3127/2003…………………………………………………….....................................σελ. 75 IV. Ε. 2. α. Οι προϋποθέσεις………………………………………….................………....σελ.75
IV. Ε. 2. β. ∆ιαφορές µεταξύ της προβλεπόµενης υπό του άρθρου 4 παρ. 1 περ. β΄ Ν. 3127/2003
µορφής (έκτακτης) χρησικτησίας και της έκτακτης χρησικτησίας του άρθρου 1045 Α.Κ……………………………………………………………….........................................σελ. 76 IV. ΣΤ. Πρόσφατη νοµολογία – Σχολιασµός …………………………………...................σελ.78
IV.ΣΤ.1.Ηυπ’αριθµόν348/2004ΓνωµοδότησητηςΟλοµελείαςτουΝοµικούΣυµβουλίουτου Κράτους……………………………………………………….............................................σελ.78
IV. ΣΤ. 2. Η υπ’ αριθµόν 98/2005 Απόφαση του Ειρηνοδικείου Βέροιας….................…..σελ. 80
IV. ΣΤ. 3. Η υπ’ αριθµόν 2072/2006 Απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης……………………………………………………………..................……..σελ. 83
IV. ΣΤ. 4. Η υπ’ αριθµόν 1121/2008 Απόφαση του Αρείου Πάγου………….....................................................................................................................σελ. 85 IV. ΣΤ. 5. Η υπ’ αριθµόν 1120/2008 Απόφαση του Αρείου Πάγου……..................……...σελ. 86 IV. ΣΤ. 6. Η υπ’ αριθµόν 33/2008 Απόφαση του Αρείου Πάγου…………….....................σελ.86
V. ΤΕΛΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤA– ΕΠΙΛΟΓΟΣ……………………..................…….. σελ. 89
VI. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ…………………………………………………….................……..σελ. 94
ΑΠ 1934/2019 [Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο - Νόμος επιεικέστερος - Πράξεις ανέγκλητες - Φορολογικά αδικήματα - Τέλος επιτηδεύματος - Αθώωση κατηγορουμένης]
Απόφαση 1934 / 2019 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
ΑΠ 1827/2019 [Απόλυτη ακυρότητα - Αρνητικοί της κατηγορίας ισχυρισμοί -Υπερασπιστικά δικαιώματα κατηγορουμένου - Εμπρησμός από πρόθεση - Νόμος επιεικέστερος - Πράξεις ανέγκλητες - Απάτη σχετική με ασφάλειες]
Απόφαση 1827 / 2019 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)...
ΑΠ 1514/2019 [Ανθρωποκτονία από αμέλεια διά παραλείψεως - Ιδιαίτερη νομική υποχρέωση - Νόμος επιεικέστερος - Έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης]
Απόφαση 1514 / 2019 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)...
Σύμβαση μαθητείας ΑΠ 1483/2019 Τμ. Β1’ Πολιτικό
Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου με το Δημόσιο για την αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών. Απαγόρευση μετατροπής τους σε αορίστου χρόνου....
Πρόσληψη προσωπικού σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος απασχόλησης του ΟΑΕΔ. Η σύναψη των σχέσεων αυτών ως συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου είναι επιτρεπτή, διότι επιβάλλεται από αντικειμενικούς λόγους που συνδέονται με τη φύση των ειδικών προγραμμάτων, για την εξυπηρέτηση των οποίων συνάπτονται. Σύμβαση μαθητείας. Έννοια και χαρακτηριστικά. Διάκριση γνήσιας σύμβασης μαθητείας και σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μαθητευομένου. Στη γνήσια σύμβαση μαθητείας δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόμιμες αποδοχές, την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, την αποζημίωση απόλυσης κ.λπ. Μπορεί, όμως, σε αυτήν να συμφωνηθεί ότι ο εργοδότης θα καταβάλλει στον μαθητευόμενο μισθό για την ωφέλεια που αντλεί από την εργασία του, καθώς και ότι ο μαθητευόμενος είτε δεν θα λαμβάνει μισθό είτε θα καταβάλλει ορισμένο ποσό στον εργοδότη για την εκπαίδευσή του. Αντίθετα, στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευομένου εφαρμόζονται τόσο οι γενικές όσο και οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, αφού προέχων σκοπός της σύμβασης είναι η παροχή εκ μέρους του μαθητευόμενου εργασίας έναντι αμοιβής και παρεπόμενος σκοπός η εκμάθηση τέχνης ή επαγγέλματος σύμφωνα με τις... ΑΠ 248/2020 [Παραπομπή σε ΣΣΕ με ΑΣΕ - Επιδόματα]
ς ΑΡΝΗΣΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΑΔΕΙΑΣ. ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗ. ΤΑΚΤΙΚΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ. ΚΗΡΥΞΗ ΣΣΕ ΓΕΝΙΚΩΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ. ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΣΕ ΣΣΕ ΜΕ ΤΗΝ ΑΤΟΜΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΥΓΡΑΕΡΙΩΝ. ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ. Άρνηση χορήγησης της άδειας αναψυχής. Υποχρέωση...
Νόμος 4689/2020: Ποια αδικήματα παραγράφονται - ποια εξαιρούνται
Στα αδικήματα που παραγράφονται ανήκουν αυτά για τα οποία προβλέπεται από τον ποινικό κώδικα ποινή έως 1 έτος ή χρηματική ή παροχή κοινωφελούς εργασίας.
Μερικά από τα κυριότερα αδικήματα που παραγράφονται είναι:
ΑΠΕΙΘΕΙΑ (169 ΠΚ),
ΟΛΩΣ ΕΛΑΦΡΑ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΛΑΒΗ (308 παρ.1β ΠΚ),
ΑΠΕΙΛΗ (333 παρ.1 ΠΚ),
ΕΞΥΒΡΙΣΗ (361 ΠΚ),
ΚΛΟΠΗ ΚΑΙ ΥΠΕΞΑΙΡΕΣΗ ΜΙΚΡΗΣ ΑΞΙΑΣ (377 ΠΚ),
ΦΘΟΡΑ ΞΕΝΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΜΙΚΡΗΣ ΑΞΙΑΣ (378 παρ.1β ΠΚ).
Επίσης προβλέπεται και η παραγραφή των ποινών έως 6 μηνών, των χρηματικών ποινών και των ποινών κοινωφελούς εργασίας που έχουν επιβληθεί αυτοτελώς και όχι μετά από τη μετατροπή της ποινής φυλάκισης κατά τον παλαιό ΠΚ.
Βέβαια προβλέπονται και αρκετές εξαιρέσεις για αδικήματα που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις της παραγραφής (βλ. παρακάτω) καθώς και η ρήτρα ότι η παραγραφή αναιρείται και η ποινική δίωξη ή η εκτέλεση της ποινής συνεχίζεται αν ο ωφεληθείς υποπέσει μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του παρόντος (μέχρι δηλαδή τις 27.05.2022) σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών.
Συγκεκριμένα προβλέπεται:
Α) Η παραγραφή και παύση της ποινικής δίωξης για πλημμελήματα που τελέστηκαν μέχρι και την 30.04.2020, κατά των οποίων ο νόμος, ως κύρια ποινή, απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα (1) έτος ή χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας ή σωρευτικά κάποιες από τις παραπάνω ποινές. Η ανωτέρω διάταξη δεν εφαρμόζεται σε πλημμελήματα για τα οποία η χρηματική ποινή ή η παροχή κοινωφελούς εργασίας προβλέπονται διαζευκτικά με ποινή φυλάκισης άνω του ενός (1) έτους.
Οι δικογραφίες που αφορούν στις παραπάνω αξιόποινες πράξεις, τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα.
ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ
Η παραγραφή του αξιόποινου και η παύση της ποινικής δίωξης, δεν ισχύει για τα πλημμελήματα, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις εξής διατάξεις: α) των άρθρων 82Α (εγκλήματα ρατσιστικού χαρακτήρα), 142 (έκθεση σε κίνδυνο αντιποίνων από αμέλεια), 155 (προσβολή συμβόλων άλλου κράτους), 158 παρ. 2 (νόθευση εκλογής ή ψηφοφορίας περιφερειακής ή τοπικής αυτοδιοίκησης), 160 (αντιποίηση πολιτικού αξιώματος), 163 (παραβίαση μυστικότητας ψηφοφορίας), 166 παρ. 1 (διατάραξη εκλογικής διαδικασίας), 168 παρ. 3 (διατάραξη πλειστηριασμού), 169 Α (παραβίαση δικαστικής απόφασης), 173 παρ. 1 (απόδραση κρατουμένου), 175 (αντιποίηση), 178 (παραβίαση σφραγίδων), 183 (διέγερση σε ανυπακοή), 184 παρ. 1 (διέγερση σε διάπραξη εγκλημάτων), 221 παρ. 2εδάφιο πρώτο (δικαστική χρήση ψευδούς ιατρικού πιστοποιητικού), 230 (ψευδής καταγγελία), 285 παρ. 4 περ. α’ (παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών από αμέλεια), 304Α παρ. 1εδάφιο δεύτερο (σωματική βλάβη εμβρύου ή νεογνού από αμέλεια), 337παρ. 1 (προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας), 358 (παραβίαση υποχρέωσης για διατροφή) και 377 (κλοπή και υπεξαίρεση μικρής αξίας για τις περιπτώσεις αγοράς εμπορευμάτων με πίστωση) του Π.Κ.
Β) Η παραγραφή των ποινών: α) φυλάκισης διάρκειας μέχρι έξι (6) μηνών ή β) χρηματικές ποινές ή γ) ποινές παροχής κοινωφελούς εργασίας, που έχουν επιβληθεί με αποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, εφόσον οι αποφάσεις δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι ποινές αυτές δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τις 27.05.2020. Η ανωτέρω διάταξη δεν εφαρμόζεται για χρηματικές ποινές που έχουν επιβληθεί σωρευτικά με ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών.
Οι μη εκτελεσθείσες κατά τα ανωτέρω αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα.
ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ
Εξαιρούνται των ως άνω ρυθμίσεων αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις των άρθρων 82Α (εγκλήματα ρατσιστικού χαρακτήρα), 235 (δωροληψία υπαλλήλου), 236 (δωροδοκία υπαλλήλου), 237 (δωροδοκία και δωροληψία δικαστικών λειτουργών), 242 (ψευδής βεβαίωση, νόθευση), 259 (παράβαση καθήκοντος), 285 (παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών), 358 (παραβίαση υποχρέωσης για διατροφή) και 390 (απιστία) του Π.Κ., καθώς και των νόμων 927/1979 (Α’ 139) (δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους και δημόσια επιδοκιμασία εγκλημάτων), 3304/2005 (Α’ 16), του άρθρου 11 του ν. 4443/2016 (Α’ 232) (απαγόρευση διακριτικής μεταχείρισης για λόγους φυλής, χρώματος, φύλου κλπ) και της παρ. 6 του άρθρου πρώτου της από 25.02.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 42) (παραβίαση μέτρων πρόληψης για τον κορονοϊό), όπως κυρώθηκε με το άρθρο 1του ν. 4682/2020 (Α’ 76).