Quantcast
Channel: ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live

Δικαίωμα πατέρα για επικοινωνία με τέκνο: Καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και οδηγίες προς τους Εισαγγελείς

$
0
0


Δικαίωμα πατέρα για επικοινωνία με τέκνο: Καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και οδηγίες προς τους Εισαγγελείς

Δικαίωμα γονέα (εν προκειμένω πατέρα) να λαμβάνει αντίγραφα των συντασσομένων εκθέσεων κοινωνικής έρευνας (αφού αυτές αφορούν τα τέκνα του, τον ίδιον και τον άλλο γονέα)


Με εγκύκλιό της η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου παρέχει ενημέρωση προς τις Εισαγγελίες της χώρας σχετικά με την υπόθεση Φουρκιώτης κατά Ελλάδας, η οποία οδήγησε σε καταδίκη της Ελλάδος από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς και οδηγίες προς αποφυγή συναφών παραβιάσεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Όπως αναφέρεται στην εγκύκλιο, στην εν λόγω υπόθεση υπήρξε άρνηση του Εισαγγελέα Ανηλίκων να χορηγήσει στον προσφεύγοντα (πατέρα) αντίγραφα των εκθέσεων κοινωνικής έρευνας, τις οποίες συνέταξε αρμόδια κοινωνική λειτουργός ύστερα από δική του παραγγελία, αφού προηγήθηκαν παράπονα του προσφεύγοντος στον Εισαγγελέα για ματαίωση της επικοινωνίας του με τα τέκνα του, που είχε ρυθμισθεί από το Δικαστήριο.

Η εν λόγω απορριπτική εισαγγελική στάση είχε ως αποτέλεσμα να μην έχει ο προσφεύγων πρόσβαση στα στοιχεία της κοινωνικής έρευνας (αν και αφορούσε τον ίδιο και τα τέκνα του και δεν συνέτρεχε υποχρέωση τήρησης απορρήτου) και τελικά να μην μπορέσει να συνεργασθεί με παιδοψυχιάτρους ώστε να διευκολυνθεί η επανασύνδεση του με αυτά.

Διαβάστε επίσης: Διαταγή πληρωμής σε βάρος υποχρέου για την καταβολή διατροφής ανηλίκου που ρυθμίστηκε με σύμβαση στο πλαίσιο συναινετικού διαζυγίου (ΑΠ 402/2020)

Έτσι, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8της Σύμβασης ως προς την προεκτεθείσα ερμηνευτική συνιστώσα του, την οποία το Δικαστήριο έχει διαμορφώσει με τις αντίστοιχες παραδοχές του.

Σύμφωνα με την εγκύκλιο, κρίνεται απαραίτητο να τονιστεί ότι οι Εισαγγελείς Πρωτοδικών και ειδικά οι Εισαγγελείς Ανηλίκων πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τα σχετικά νομολογιακά δεδομένα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως όταν αναπτύσσουν δραστηριότητα και παρεμβαίνουν στο πλαίσιο του άρθρου 1532 ΑΚ, παραγγέλλοντας τη διενέργεια κοινωνικής έρευνας.

Καθένας από τους (αντιδικούντες) γονείς, βάσει της νομολογίας του ΕΔΔΑ, έχει ειδικότερο δικαίωμα, απορρέον από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, να λαμβάνει αντίγραφα των συντασσομένων εκθέσεων κοινωνικής έρευνας (αφού αυτές αφορούν τα τέκνα του, τον ίδιον και τον άλλο γονέα), συνεπώς ενδεχόμενη εισαγγελική άρνηση δεν καταφάσκει την προστασία του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής και προσάπτει στη Χώρα τη μομφή της παραβίασης της Σύμβασης.

Εν κατακλείδι, πρέπει να επιδειχθεί προσοχή και να καταβληθεί προσπάθεια ώστε το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ πιστά να εφαρμόζεται και συνάμα να μειώνεται ο κίνδυνος συναφών δυσμενών για την Ελλάδα αποφάσεων του ΕΔΔΑ.

Αναλυτικά η εγκύκλιος 1/2021, την οποία υπογράφει ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Δημήτριος Παπαγεωργίου, αναφέρει:

Με αφορμή την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), που εκδόθηκε στις 16-6-2016 επί της υπ'αριθμ. 74758/11 προσφυγής (υπόθεση Φουρκιώτης κατά Ελλάδας), και προκειμένου να συμβάλουμε στην αποφυγή συναφών παραβιάσεων του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) αναφορικά με τη διευκόλυνση της επικοινωνίας του γονέως με το τέκνο στο πεδίο του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής, κρίνουμε αναγκαίο, στο πλαίσιο της εκ των διατάξεων των άρθρων 19 §§1 στοιχ.γ, 2 και 24 §5 στοιχ.α του ΚΟΔΚΔΛ αρμοδιότητάς μας, να προβούμε στις ακόλουθες επισημάνσεις, απευθύνοντας συνάμα σχετικές γενικές οδηγίες.

Κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) συνεπάγεται το δικαίωμα ενός γονέως σε μέτρα κατάλληλα για να τον "επανενώσουν"με το τέκνο του και την υποχρέωση των εθνικών αρχών να τα υιοθετήσουν. Για την ικανοποίηση του συμφέροντος να απολαμβάνει τακτικής επικοινωνίας με το τέκνο, το ΕΔΔΑ έχει επανειλημμένα υπογραμμίσει τη σημασία του δικαιώματος ενός γονέως να έχει πρόσβαση στα κρίσιμα στοιχεία του φακέλου, τα οποία περιλαμβάνονται ειδικότερα στις παιδοψυχιατρικές εκθέσεις και στις εκθέσεις κοινωνικής έρευνας, δηλαδή να έχει πραγματική πρόσβαση στο σύνολο των σχετικών πληροφοριών, που έχουν στη διάθεσή τους τα εθνικά δικαστήρια. Σε δύο ακόμη αποφάσεις επί προσφυγών κατά της Ελλάδας (υποθέσεις Κοσμοπούλου και Τσουρλάκη, αριθμ. προσφ. 60457/00 και 50796/07), το Δικαστήριο υπενθύμισε τις παραπάνω νομολογιακές παραδοχές του και αποφάνθηκε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης.

Στα γενόμενα δεκτά περιστατικά της υπόθεσης Φουρκιώτης κατά Ελλάδας, επισημαίνεται η άρνηση του Εισαγγελέα Ανηλίκων να χορηγήσει στον προσφεύγοντα αντίγραφα των εκθέσεων κοινωνικής έρευνας, τις οποίες συνέταξε αρμόδια κοινωνική λειτουργός ύστερα από δική του παραγγελία, αφού προηγήθηκαν παράπονα του προσφεύγοντος στον Εισαγγελέα για ματαίωση της επικοινωνίας του με τα τέκνα του, που είχε ρυθμισθεί από το Δικαστήριο. Η εν λόγω απορριπτική εισαγγελική στάση είχε ως αποτέλεσμα να μην έχει ο προσφεύγων πρόσβαση στα στοιχεία της κοινωνικής έρευνας (αν και αφορούσε τον ίδιο και τα τέκνα του και δεν συνέτρεχε υποχρέωση τήρησης απορρήτου) και τελικά να μην μπορέσει να συνεργασθεί με παιδοψυχιάτρους ώστε να διευκολυνθεί η επανασύνδεση του με αυτά. Έτσι, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης ως προς την προεκτεθείσα ερμηνευτική συνιστώσα του, την οποία το Δικαστήριο έχει διαμορφώσει με τις αντίστοιχες παραδοχές του.

Συνακόλουθα, κρίνουμε απαραίτητο να τονίσουμε ότι οι Εισαγγελείς Πρωτοδικών και ειδικά οι Εισαγγελείς Ανηλίκων πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τα ανωτέρω νομολογιακά δεδομένα (εκ των τριών μνημονευομένων αποφάσεων του Δικαστηρίου) κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως όταν αναπτύσσουν δραστηριότητα και παρεμβαίνουν στο πλαίσιο του άρθρου 1532 ΑΚ, παραγγέλλοντας τη διενέργεια κοινωνικής έρευνας. Καθένας από τους (αντιδικούντες) γονείς, βάσει της νομολογίας του ΕΔΔΑ, έχει ειδικότερο δικαίωμα, απορρέον από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, να λαμβάνει αντίγραφα των συντασσομένων εκθέσεων κοινωνικής έρευνας (αφού αυτές αφορούν τα τέκνα του, τον ίδιον και τον άλλο γονέα), συνεπώς ενδεχόμενη εισαγγελική άρνηση δεν καταφάσκει την προστασία του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής και προσάπτει στη Χώρα τη μομφή της παραβίασης της Σύμβασης.

Εν κατακλείδι, πρέπει να επιδειχθεί προσοχή και να καταβληθεί προσπάθεια ώστε το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ πιστά να εφαρμόζεται και συνάμα να μειώνεται ο κίνδυνος συναφών δυσμενών για την Ελλάδα αποφάσεων του ΕΔΔΑ.

Οι κ.κ. Διευθύνοντες τις Εισαγγελίες Εφετών της Χώρας, εκτός από την κοινοποίηση της παρούσας στους εισαγγελικούς λειτουργούς της περιφερείας τους, παρακαλούνται να ασκούν τη δέουσα εποπτεία για τη διαμόρφωση ενιαίας εισαγγελικής πρακτικής, εναρμονισμένης προς τη νομολογία του ΕΔΔΑ.

Δείτε αναλυτικά την εγκύκλιο.


Σύλληψη και κράτηση δικηγόρου κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και τον Κώδικα Δικηγόρων (Εγκύκλιος ΕισΑΠ) Εισαγγελία Αρείου Πάγου: Διαδικασία επί αυτοφώρου πλημμελήματος - Σύλληψη και κράτηση δικηγόρου

Next: ΠΥΛΩΤΕΣ - ΕφΑθ 2332/2016 Πυλωτή - Θέσεις στάθμευσης αυτοκίνητων - Αναγνώριση ακυρότητας μεταβιβαστικού συμβολαίου -. Αναγνωρίζεται ως άκυρη η σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας με την οποία καθορίζονται ανοικτές θέσεις σταθμεύσεως της πυλωτής ως αυτοτελείς διηρημένες ιδιοκτησίες οι οποίες μάλιστα ανήκουν κατά κυριότητα σε τρίτους μη ένοικους τη πολυκατοικίας και σε ιδιοκτήτρια μικρής χωρίς λειτουργική ανεξαρτησία αποθήκης. Η αγωγή αυτή για την εν λόγω αναγνώριση εφόσον άφορα ιδιοκτήτη διαμερίσματος της πολυκατοικίας και τρίτο εισάγεται στο δικαστήριο της τακτικής διαδικασίας και όχι στο Μονομελές Πρωτοδικείο του άρθρου 17 παρ. 2 ΚΠολΔ
$
0
0

 

Σύλληψη και κράτηση δικηγόρου κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και τον Κώδικα Δικηγόρων (Εγκύκλιος ΕισΑΠ)

Εισαγγελία Αρείου Πάγου: Διαδικασία επί αυτοφώρου πλημμελήματος - Σύλληψη και κράτηση δικηγόρου

Με μία πολύ ενδιαφέρουσα εγκύκλιό της η Εισαγγελία του

Αρείου Πάγου παρέχει διευκρινίσεις σχετικά με τη διαδικασία επί αυτοφώρου πλημμελήματος, τη σύλληψη και κράτηση δικηγόρου (κατά τον Κώδικα Ποινικής δικονομίας και τον Κώδικα δικηγόρων).

Μεταξύ άλλων στην εγκύκλιο επισημαίνει ότι η κράτηση δικηγόρου συλληφθέντος για αυτόφωρο πλημμέλημα δεν είναι σύννομη, αλλά ο συλλαβών και διακριβώσας την ιδιότητα του συλληφθέντος ανακριτικός υπάλληλος δεν τον οδηγεί στο κρατητήριο, αλλά έχει νόμιμη υποχρέωση να ειδοποιήσει αυτοστιγμεί τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών («Εισαγγελέα Υπηρεσίας»), ο οποίος (από υπηρεσιακό καθήκον) θα έχει ετοιμότητα, κάθε ώρα και κάθε μέρα, εργάσιμη ή γιορτινή, να δεχθεί τον συλληφθέντα δικηγόρο, που (πρέπει να) οδηγείται αμέσως ενώπιον του (χωρίς να είναι επιτρεπτή η εκδίκαση της σχετικής ποινικής υπόθεσης του κατά την αυτόφωρη διαδικασία), ενώ είναι δυνατή, και σύμφωνη με το νόμο, και η (τηλεφωνική) εισαγγελική εντολή να αφεθεί ελεύθερος (άμα τη συλλήψει), βασιζόμενη στην εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του συλληφθέντος, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 279 ΚΠΔ, η εφαρμογή του οποίου πρέπει να αποτελεί πρώτη προτεραιότητα.

Όπως αναφέρεται στην εγκύκλιο, αναφορικά με τα λοιπά πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας (δικαστές, εισαγγελείς), η δικονομική μεταχείρισή τους πρέπει να είναι ανάλογη της προβλεπόμενης για τους δικηγόρους από το άρθρο 39 § 3 ΚΔκαι εναρμονισμένη με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 279 § 1 εδ. γ ΚΠΔ.

Αναλυτικά η εγκύκλιος, την οποία υπογράφει ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Δημήτριος Παπαγεωργίου, αναφέρει:

Είναι αυτονόητο ότι οι κατά καιρούς Γνωμοδοτήσεις καθώς και οι Γενικές Οδηγίες του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (απευθυνόμενες προς τους Εισαγγελικούς Λειτουργούς της Χώρας υπό μορφή Εγκυκλίων) στο πλαίσιο της εκ των διατάξεων των άρθρων 19 §§ 1 στοιχ. γ, 2, 24 § 5 στοιχ. α και 25 § 2 ΚΟΔΚΔΛ αρμοδιότητάς του, εξακολουθούν να ισχύουν εφόσον δεν έχει επέλθει νομοθετική μεταβολή που επηρεάζει ουσιαστικά το περιεχόμενο τους.

Με την υπ'αριθμ. 8/2011 ΓνωμΕισΑΠ [Δ. Κατσιρέα] (ΠοινΔικ 2002, 147), διευκρινιστική της προηγηθείσας υπ'αριθμ. 1/2001 Εγκ ΕισΑΠ [Π. Δημόπουλου] (ΠοινΧρ 2001, 763 και ΠοινΔικ 2001, 389), ο (τότε) Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου είχε εκφράσει τη γνώμη (βάσει του τότε ισχύοντος ΚΠΔ) ότι τα πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, όπως είναι οι δικηγόροι, «θα συλλαμβάνονται και θα προσάγονται, όπως κάθε άλλος δράστης αυτοφώρου πλημμελήματος, στον αρμόδιο Εισαγγελέα, προκειμένου αυτός να αποφασίσει αν θα εισαχθούν στο δικαστήριο την ίδια ημέρα σε τακτική ή έκτακτη δικάσιμο ή αν θα κρατηθούν για να εισαχθούν στο δικαστήριο την επόμενη ημέρα ή αν θα αφεθούν ελεύθεροι», καθώς και ότι «ο απολαύων ιδιάζουσας δωσιδικίας δράστης αυτοφώρου πλημμελήματος προσάγεται στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, γιατί αυτός είναι αρμόδιος να ασκήσει ποινική δίωξη ή να θέσει τη μήνυση ή αναφορά στο αρχείο ή να απορρίψει με διάταξή του την έγκληση. Αν ο εν λόγω Εισαγγελέας βεβαιωθεί για την ταυτότητα του συλληφθέντος και για την ιδιότητά του ως προσώπου ιδιάζουσας δωσιδικίας και ασκήσει κατ'αυτού ποινική δίωξη, ανακύπτει η αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Εφετών και κατ'εντολήν αυτού ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών είτε θα διατάξει την προσαγωγή του συλληφθέντος στον Εισαγγελέα Εφετών, προκειμένου να παραπεμφθεί από τον τελευταίο αυτόν στο ακροατήριο του συνεδριάζοντος την ίδια ή την επόμενη ημέρα Εφετείου, είτε θα αφήσει ελεύθερο τον συλληφθέντα, παραγγέλλων ενδεχομένως προανάκριση». Για το ζήτημα που επέλυε η εν λόγω Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα Αρείου Πάγου (η οποία στην πραγματικότητα ήταν οιονεί διορθωτική της προηγηθείσας εισαγγελικής εγκυκλίου) διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις (βλ. ενδεικτικά: Β. Αδάμπα, Ιδιάζουσα δωσιδικία προσώπων, Θεμελίωση αυτής και επίδρασή της σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας, ΠοινΧρ 2008, 472 επ., 475-477, Ευτ.Φυτράκη, Οι δικηγόροι πάνε στο αυτόφωρο; Ισότητα και αναλογικότητα σε σύγκρουση, ΠοινΔικ 2005, 1000-1004, και Πόρισμα Συνηγόρου του Πολίτη υπ'αριθμ. 20877/2004, Ποιν.Δικ 2005, 997-999). Ωστόσο, κατά την εικοσαετία που παρήλθε μετά τις προεκτεθείσες ερμηνευτικές προσεγγίσεις και γενικές οδηγίες του Ανώτατου Εισαγγελέα της Χώρας κατά το έτος 2001, τέθηκαν σε ισχύ αφενός νέος Κώδικας Δικηγόρων (Ν. 4194/2013) και αφετέρου νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (Ν. 4620/2019), οι διατάξεις των οποίων μας υποχρεώνουν να επικαιροποιήσουμε (προσαρμόζοντας στα νέα δεδομένα) τις ισχύουσες οδηγίες της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου αναφορικά με την εφαρμογή των διατάξεων για τη διαδικασία επί αυτοφώρου πλημμελήματος, τη σύλληψη, κράτηση και προσαγωγή δικηγόρου ως προσώπου ιδιάζουσας δωσιδικίας.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 417 ΚΠΔ «Αν ο δράστης οποιουδήποτε πλημμελήματος έχει συλληφθεί επ'αυτοφώρω, ακολουθείται η διαδικασία πον αναφέρεται στα επόμενα άρθρα, εκτός αν ο εισαγγελέας κρίνει ότι συντρέχούν λόγοι να μην εφαρμοστεί αυτή η διαδικασία», ενώ κατά το άρθρο 418 § 1 ΚΠΔ «Ο ανακριτικός υπάλληλος ή το αστυνομικά όργανο πον συνέλαβε τον δράστη επ'αυτοφώρω έχει την υποχρέωση να τον φέρει αμέσως ή, αν η σύλληψη έγινε έξω από την έδρα τον δικαστηρίού, μέσα στον απόλυτα αναγκαίο για τη μεταφορά χρόνο, στον αρμόδιο εισαγγελέα μαζί με την έκθεση για τη σύλληψη και τη βεβαίωση τον εγκλήματος, πον πρέπει υποχρεωτικά να τη συντάξει. Ο εισαγγελέας μπορεί να παραπέμψει τον κατηγορούμενο αμέσως, χωρίς γραπτή προδικασία, στο ακροατήριο τον αρμόδιου δικαστηρίου που συνεδριάζει την ημέρα εκείνη, το οποίο και ασχολείται αμέσως με την εκδίκαση της κατηγορίας. Αν κατά την ημέρα αυτή δεν συνεδριάζει το αρμόδιο δικαστήριο, ορίζεται έκτακτη δικάσιμη για την ίδια ημέρα ή, όταν υπάρχει απόλυτη αδυναμία συγκρότησης τον δικαστηρίού αυθημερόν, για την επόμενη ημέρα.

Ο εισαγγελέας γνωστοποιεί προφορικά τα στοιχεία της κατηγορίας στον κατηγορούμενο χωρίς να απαιτείται η κοινοποίηση σε αυτόν κλητηρίου θεσπίσματος. Για την παραπάνω γνωστοποίηση συντάσσεται και προσαρτάται στη δικογραφία συνοπτική έκθεση πον υπογράφεται από τον εισαγγελέα, τον γραμματέα και τον κατηγορούμενο και σε περίπτωση ανάγκης μόνο από τον εισαγγελέα».

Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 275 § 1 ΚΠΔ ορίζει ότι «Προκειμένου για αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα οι ανακριτικοί υπάλληλοι τον άρθρον 31, καθώς και κάθε αστυνομικό όργανο, έχουν υποχρέωση, ενώ οποιοσδήποτε πολίτης το δικαίωμα, να συλλάβουν το δράστη, τηρώντας τις διατάξεις τον Συντάγματος και τον άρθρου 279 του κώδικα για την άμεση προσαγωγή τον στον εισαγγελέα», ενώ με το άρθρο 279 § 1 ΚΠΔ προβλέπεται ότι «ρ συλλαμβανόμενος επ'αυτοφώρω ή με ένταλμα οδηγείται χωρίς αναβολή στον αρμόδιο εισαγγελέα, το αργότερο μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες από τη σύλληψή τον και, αν η σύλληψη έγινε έξω από την έδρα τον, στον απολύτως αναγκαίο χρόνο για την μεταφορά τον.

Αν πρόκειται για κακούργημα ή αν η σύλληψη έγινε με ένταλμα τον ανακριτή, ο εισαγγελέας παραπέμπει στον ανακριτή εκείνον πον έχει συλληφθεί και αν πρόκειται για πλημμέλημα, ενεργεί σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 43, 51, 246 παρ. 2β και 417 κ. ε. Ειδικά σε περίπτωση σύλληψης επ'αυτοφώρω για πλημμέλημα, ο ανακριτικός υπάλληλος εντός δώδεκα (12) ωρών ειδοποιεί με το ταχύτερο μέσο τον εισαγγελέα, ο οποίος μπορεί, λαμβάνοντας υπόψη τη βαρύτητα τον εγκλήματος και την προσωπικότητα τον δράστη, να δώσει εντολή να αφεθεί αυτός ελεύθερος και να μην εφαρμοσθεί η προβλεπόμενη για τα αυτόφωρα εγκλήματα διαδικασία τον άρθρου 418 παρ. 1 εδ. α"και παρ. 2. Στην περίπτωση αυτή ο ανακριτικός υπάλληλος υποβάλλει στον εισαγγελέα, χωρίς χρονοτριβή, όλες τις εκθέσεις που συντάχθηκαν για τη συγκεκριμένη υπόθεση».

Τέλος, κατά τον ΚΠΔ, οι δικηγόροι εντάσσονται στα πρόσωπα ειδικής δωσιδικίας, των οποίων τα πλημμελήματα δικάζονται από το Τριμελές Εφετείο (άρθρο 111 στοιχ. Α αριθμ. 6 ΚΠΔ). Παράλληλα, ο Κώδικας Δικηγόρων (Ν. 4194/2013), στο άρθρο 39 §§ 2, 3 («δικονομικό πλαίσιο άσκησης της δικηγορίας») προβλέπει τα εξής: «2. Ειδική δωσιδικία. Οι κατηγορούμενοι για πλημμέλημα δικηγόροι δικάζονται από το κατά τόπο αρμόδιο Τριμελές Εφετείο σε πρώτο βαθμό και από το Πενταμελές Εφετείο σε δεύτερο βαθμό. 3. Αυτόφωρη διαδικασία. Δεν ακολουθείται η αυτόφωρη διαδικασία στα πλημμελήματα που φέρεται να έχει διαπράξει δικηγόρος. Δικηγόρος που συλλαμβάνεται, οποιαδήποτε ημέρα και ώρα, δεν κρατείται, αλλά οδηγείται αμέσως ενώπιον του αρμοδίου Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών».

Η γραμματική ερμηνευτική προσέγγιση των προεκτεθεισών διατάξεων του νέου ΚΠΔ οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν θεσπίζεται ιδιαίτερη μεταχείριση για τα πρόσωπα του άρθρου 111 στοιχ.Α αριθμ.6 ΚΠΔ, αναφορικά με τη σύλληψηγια αυτόφωρο πλημμέλημα και την προσαγωγήενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών.

Ούτε από τη διάταξη του άρθρου 39 § 3 ΚΔ συνάγεται κάτι διαφορετικό ως προς τους δικηγόρους. Και η τελευταία αυτή διάταξη κάνει λόγο για «δικηγόρο που συλλαμβάνεται» και «οδηγείται ενώπιον του αρμόδιου Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών» (βλ. Σ. Μπαλτά, σε Κ. Γώγου - I. Κωνσταντίνου, Κώδικας Δικηγόρων, ερμηνεία κατ'άρθρο, 2π έκδ. 2019, σελ. 153, πλαγιαρ. 16). Όμως, η ειδική αυτή ρύθμιση αποκλείει την εφαρμογή των άρθρων 418 επ. ΚΠΔ, δηλαδή της «αυτόφωρης διαδικασίας» (που ενέχει σύντμηση της προδικασίας, κράτηση και άμεση παραπομπή στο ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου), αφού ρητά ορίζεται ότι δεν ακολουθείται η αυτόφωρη διαδικασία στα πλημμελήματαπου φέρεται να έχει διαπράξει δικηγόρος.

Επίσης, δεν επιτρέπει την κράτηση του συλληφθέντος δικηγόρου, αλλά προβλέπει ότι (ο συλληφθείς, για αυτόφωρο πλημμέλημα δικηγόρος) οδηγείται αμέσως στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών (πρβλ. Σ. Μπαλτά, όπ.παρ. σελ. 153-154, με επιχειρηματολογία υπέρ της αντισυνταγματικότητας της διατάξεως του άρθρου 39 § 3 ΚΔ). Ανακύπτει το ερώτημα αν ο μεταγενέστερος ΚΠΔ (του έτους 2019) έχει καταργήσει την προγενέστερη ειδική διάταξη του άρθρου 39 § 3 ΚΔ (του έτους 2013). Κατά τη γνώμη μας, προσήκει αρνητική απάντηση, στηριζόμενη στην ερμηνευτική αρχή «lex prosterior generalis non derogat legi priori speciali» (βλ. Κ. Βαβούσκου, Ο κανών LEX POSTERIOR GENERALIS NON DEROGAT LEGI PRIORI SPECIALI και η επ'αυτού θέσις της Επιστήμης και δη της συγχρόνου Ελληνικής Νομολογίας, σε Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Λιντζερόπουλο, τ. Α', 1985, σελ. 47 επ.).

Πάντως (και ανεξαρτήτως των προβλεπομένων στον ΚΔ), η διάταξη του άρθρου 279 § 1 εδ.γ ΚΠΔ παρέχει τη δυνατότητα στον Εισαγγελέα, μόλις ειδοποιηθεί από τον αρμόδιο ανακριτικό υπάλληλο, να δώσει εντολή να αφεθεί ελεύθερος και να μην προσαχθεί ενώπιον του ο συλληφθείς δράστης αυτοφώρου πλημμελήματος, οποιοσδήποτε και αν είναι αυτός. Κριτήρια για τη διαμόρφωση της εισαγγελικής απόφανσης εν προκειμένω είναι, κατά τα οριζόμενα από τον ποινικό δικονομικό νομοθέτη, η βαρύτητα του εγκλήματος και η προσωπικότητα του δράστη. Η διάταξη αυτή μπορεί και πρέπει να αξιοποιείται όταν το συλληφθέν πρόσωπο έχει τη δικηγορική ιδιότητα, αφού ο θεσμικός ρόλος του δικηγόρου-νομικού παραστάτη του πολίτη αναμφίβολα προσθέτει θετικά στοιχεία στην προσωπικότητά του. Αν, μάλιστα, το αυτόφωρο πλημμέλημα, που φέρεται ότι τέλεσε, σχετίζεται με την άσκηση των καθηκόντων του και η καταμήνυσή του υποκρύπτει κίνηση αντιπερισπασμού εκ μέρους του αντιδίκου του εντολέως του συλληφθέντος δικηγόρου (προκειμένου να αφοπλισθεί ο αντίπαλος του), επιβάλλεται μείζων προσοχή κατά τη διαμόρφωση της εισαγγελικής κρίσης για το αν πρέπει να αφεθεί ελεύθερος ο συλληφθείς δικηγόρος (στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 279 ΚΠΔ) και να μην οδηγηθεί ενώπιον του εισαγγελέα κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 39 § 3 ΚΔ.

Έτσι, αποφεύγεται το ενδεχόμενο να εκτεθεί η Πολιτεία στον κίνδυνο παραβίασης της ΕΣΔΑ (και συνακόλουθης δυσμενούς αποφάσεως του ΕΔΔΑ) υπό την έννοια της παραβίασης του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 § 3 της ΕΣΔΑ) του εντολέως του συλληφθέντος δικηγόρου, αφού αυτός θα στερηθεί την αποτελεσματική εκπροσώπησή του από δικηγόρο και θα αποδυναμωθεί η κατά το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος έννομη δικαστική προστασία του. Βεβαίως, ανεξαρτήτως των πιο πάνω εισαγγελικών χειρισμών σχετικά με την ενδεχόμενη μη προσαγωγή του συλληφθέντος για αυτόφωρο πλημμέλημα δικηγόρου, η σχηματισθείσα κατ'άρθρον 245 § 2 ΚΠΔ δικογραφία αυτεπάγγελτης προανάκρισης υποβάλλεται στον εισαγγελέα για τις περαιτέρω δικονομικές ενέργειες κατά τα άρθρα 43 επ. ΚΠΔ.

Συνοψίζοντας τις προηγηθείσες σκέψεις, επισημαίνουμε εντέλει ότι: κράτηση δικηγόρου συλληφθέντος για αυτόφωρο πλημμέλημα δεν είναι σύννομη, αλλά ο συλλαβών και διακριβώσας την ιδιότητα του συλληφθέντος ανακριτικός υπάλληλος δεν τον οδηγεί στο κρατητήριο, αλλά έχει νόμιμη υποχρέωση να ειδοποιήσει αυτοστιγμεί τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών («Εισαγγελέα Υπηρεσίας»), ο οποίος (από υπηρεσιακό καθήκον) θα έχει ετοιμότητα, κάθε ώρα και κάθε μέρα, εργάσιμη ή γιορτινή, να δεχθεί τον συλληφθέντα δικηγόρο, που (πρέπει να) οδηγείται αμέσως ενώπιον του (χωρίς να είναι επιτρεπτή η εκδίκαση της σχετικής ποινικής υπόθεσης του κατά την αυτόφωρη διαδικασία), ενώ είναι δυνατή, και σύμφωνη με το νόμο, και η (τηλεφωνική) εισαγγελική εντολή να αφεθεί ελεύθερος (άμα τη συλλήψει), βασιζόμενη στην εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του συλληφθέντος, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 279 ΚΠΔ, η εφαρμογή του οποίου πρέπει να αποτελεί πρώτη προτεραιότητα.

Ας σημειωθεί ακόμη, ότι αναφορικά με τα λοιπά πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας (δικαστές, εισαγγελείς), η δικονομική μεταχείρισή τους πρέπει να είναι ανάλογη της προβλεπόμενης για τους δικηγόρους από το άρθρο 39 § 3 ΚΔ και εναρμονισμένη με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 279 § 1 εδ. γ ΚΠΔ.

Οι κ.κ. Διευθύνοντες τις Εισαγγελίες Εφετών της Χώρας, εκτός από την κοινοποίηση της παρούσας στους εισαγγελικούς λειτουργούς της περιφέρειας τους, παρακαλούνται να ασκούν τη δέουσα εποπτεία για την τήρηση της, οι δε Διευθύνοντες τις Εισαγγελίες Πρωτοδικών παρακαλούνται να ενεργήσουν κατά το άρθρο 24 § 5 στοιχ. β ΚΟΔΚΔΛ, απευθύνοντας ανάλογες γενικές οδηγίες προς τους ανακριτικούς υπαλλήλους της περιφέρειάς τους.

Δείτε αναλυτικά την εγκύκλιο.

ΠΥΛΩΤΕΣ - ΕφΑθ 2332/2016 Πυλωτή - Θέσεις στάθμευσης αυτοκίνητων - Αναγνώριση ακυρότητας μεταβιβαστικού συμβολαίου -. Αναγνωρίζεται ως άκυρη η σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας με την οποία καθορίζονται ανοικτές θέσεις σταθμεύσεως της πυλωτής ως αυτοτελείς διηρημένες ιδιοκτησίες οι οποίες μάλιστα ανήκουν κατά κυριότητα σε τρίτους μη ένοικους τη πολυκατοικίας και σε ιδιοκτήτρια μικρής χωρίς λειτουργική ανεξαρτησία αποθήκης. Η αγωγή αυτή για την εν λόγω αναγνώριση εφόσον άφορα ιδιοκτήτη διαμερίσματος της πολυκατοικίας και τρίτο εισάγεται στο δικαστήριο της τακτικής διαδικασίας και όχι στο Μονομελές Πρωτοδικείο του άρθρου 17 παρ. 2 ΚΠολΔ

$
0
0


ΕφΑθ 2332/2016
Πυλωτή - Θέσεις στάθμευσης αυτοκίνητων - Αναγνώριση ακυρότητας μεταβιβαστικού συμβολαίου -.
Αναγνωρίζεται ως άκυρη η σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας με την οποία καθορίζονται ανοικτές θέσεις σταθμεύσεως της..

πυλωτής ως αυτοτελείς διηρημένες ιδιοκτησίες οι οποίες μάλιστα ανήκουν κατά κυριότητα σε τρίτους μη ένοικους τη πολυκατοικίας και σε ιδιοκτήτρια μικρής χωρίς λειτουργική ανεξαρτησία αποθήκης. Η αγωγή αυτή για την εν λόγω αναγνώριση εφόσον άφορα ιδιοκτήτη διαμερίσματος της πολυκατοικίας και τρίτο εισάγεται στο δικαστήριο της τακτικής διαδικασίας και όχι στο Μονομελές Πρωτοδικείο του άρθρου 17 παρ. 2 ΚΠολΔ. Δεν απαιτείται λόγω του ενοχικού της χαρακτήρα έγγραφη της στα βιβλία διεκδικήσεων. Αν όμως η αγωγή ιδιοκτήτη κατά τρίτου ασκηθεί με τον χαρακτήρα εμπράγματης αρνητικής τότε απαιτείται η έγγραφη της στα βιβλία διεκδικήσεων. Απόρριψη ενστάσεων α) Εκ του άρθρου 182 ΑΚ περί μετατροπής της κυριότητας επί της θέσεως σταθμεύσεως της πυλωτής σε παραχώρηση αποκλειστικής χρήσης διότι οι εναγόμενοι - ενιστάμενοι - εκκαλούντες δεν έχουν στην ιδιοκτησία τους άλλη αυτοτελή ιδιοκτησία - διαμέρισμα στη πολυκατοικία. β) Εκ του άρθρου 281 ΑΚ λόγω καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος της εναγούσης - εφεσίβλητης, διότι αποδείχθηκε ότι στη πολυκατοικία όπου ζουν οι τρίτοι υπάρχουν θέσεις σταθμεύσεως και δεν αποδείχθηκε ότι γενικότερα στη περιοχή της πολυκατοικίας όπου ζουν οι τρίτοι δεν υπάρχουν διαθέσιμοι χώροι σταθμεύσεως αυτοκίνητων (Υπαίθριοι η στεγασμένοι).
Αριθμός 2332/2016
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συγκροτούμενο από τους Δικαστές Αρετή Παπαδιά, Πρόεδρο Εφετών, Κανέλλα Τζαβέλλα - Δημαρά και Βασιλική Τσαμπάζη - Εισηγήτρια, Εφέτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 7 Ιανουαρίου 2016, παρουσία και της Γραμματέως Ανδρομάχης Πάλλα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
1) 2111/2014 έφεση :
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : 1) ... και 2) ... οι οποίοι παραστάθηκαν διά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους ... που παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ. : ... η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Δημητρίου Αβραάμ (ΑΜΔΣΑ: 13.597).
2) 2057/2014 έφεση :
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : ..., η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Γεωργίου Σταμαδιανού (ΑΜΔΣΑ: 31.354).
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ... η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Δημητρίου Αβραάμ (ΑΜΔΣΑ: 13.597).
3) 2058/2014 έφεση
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ... ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Γεωργίου Σταμαδιανού (ΑΜΔΣΑ: 31354)
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : ... η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Δημητρίου Αβραάμ (ΑΜΔΣΑ: 13.597)
Στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατατέθηκε η από 13-4-2010 αγωγή της εφεσίβλητης με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 81784/4684/30-4-2010, κατά όλων των εκκαλούντων, επί της οποίας εκδόθηκε ερήμην της ... και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων η 5510/2013 οριστική απόφαση του παραπάνω δικαστηρίου με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή.
Την απόφαση αυτή όλοι οι εναγόμενοι προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού με τις από 27-3-2014 εφέσεις τους, που κατατέθηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο με αριθμούς κατάθεσης δικογράφων 2111/28-3-2014, 2057/27-3-2014 και 2058/27-3-2014, αντίστοιχα, και προσδιορίστηκαν για να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο της 5ης-3-2014, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υποθέσεως για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Κατ'αυτήν οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν, χωρίς να ακουστεί ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων της πρώτης έφεσης που παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει, έχοντας προκαταθέσει προτάσεις και αφού ακούστηκαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι από 27-3-2014 και με αριθμούς κατάθεσης δικογράφων 2111/28-3-2014, 2057/27-3-2014 και 2058/27-3-2014,/αντίστοιχα, εφέσεις κατά της 5510/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που δόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην της εκκαλούσας (της δεύτερης ...) ... και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, επί της από 13-4-2010 αγωγή της εφεσίβλητης με αριθμό 4 Κατάθεσης δικογράφου 81784/4684/30-4-2010, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ'ουσίαν βάσιμη η αγωγή της και στρέφονται κατά της ίδιας αποφάσεως, πρέπει, αυτεπαγγέλτως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 246 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ, να ενωθούν και να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης συνάφειας τους, αλλά και διότι έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων αυτής (άρθρα 246 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ και ΑΠ 427/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Η διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44παρ.2 του Ν. 3994/2011 ορίζει ότι «Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από την διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της έφεσης κατά της απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος στον πρώτο βαθμό, προκύπτει, ότι ανεξάρτητα από τη διαδικασία με την οποία δίκασε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δηλαδή είτε κατά την τακτική διαδικασία είτε κατά την ειδική διαδικασία και ανεξάρτητα από το αν η απουσία του εκκαλούντος διαδίκου συνεπάγεται τεκμήριο ομολογίας ή παραιτήσεως του, ή αν ο διάδικος δικάστηκε σαν να ήταν παρών, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως (ΑΠ 394/2011 ΧρΙΔ 2012.55, ΑΠ 251/2009 Δίκη 2009.996, Εφθρ 73/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ, ο.π., σελ. 99, Μ. Μαργαρίτης σε Ερμηνεία ΚΠολΔ, Κεραμέα - Κονδύλη - Νίκα Συμπλήρωμα, εκδ. 2003, υπό το άρθρο 528, σελ. 68). Στην προκείμενη περίπτωση, οι συνεκδικαζόμενες εφέσεις, αρμοδίως φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 511, 513 παρ.1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), έχουν δε ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμες, δεδομένου ότι όσον αφορά τον πρώτο εκκαλούντα της πρώτης έφεσης (αριθμός κατάθεσης 2111/28-3-2014), ..., οι διάδικοι δεν επικαλούνται επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε το αντίθετο προκύπτει από το φάκελο της δικογραφίας και από την δημοσίευση της δεν είχε παρέλθει τριετία μέχρι την άσκηση της (άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ), ενώ όσον αφορά τους λοιπούς εκκαλούντες σε όλες τις άνω εφέσεις, η εκκαλουμένη επιδόθηκε σε αυτούς την 26-2-2014 (βλ. τις 601Δ', 599Δ'και 600Δ'από 26-2-2014 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ...) και οι εφέσεις κατατέθηκαν στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 28-3-2014 όσον αφορά την με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2111/2014 έφεση και την 27-3-2014 για τις με αριθμούς κατάθεσης δικογράφων 20572014 και 2058/2014 εφέσεις, ήτοι κατατέθηκαν την 30η ημέρα η πρώτη και την 29η ημέρα από την επομένη της επιδόσεως της εκκαλουμένης οι λοιπές (άρθρα 495, 511, 513 παρ.1 και 518 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ). Εξάλλου, για το παραδεκτό των συνεκδικαζόμενων εφέσεων, έχει, κατά τα οριζόμενα στη παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, (όπως η παρ. 4. προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 4055/12-3-2012) κατατεθεί, κατά την άσκηση τους, το παράβολο 200 ευρώ υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, και δη για την 2111/2014 έφεση όπως προκύπτει από την από 28-3-2014 πράξη κατάθεσης παραβόλων της αρμόδιας γραμματέως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για το ότι κατατέθηκαν τα 062621 και 062622 παράβολα ΤΑΧΔΙΚ, ποσού 60 ευρώ το καθένα και τα 1643554 και 1643555 παράβολα του Δημοσίου, ποσού 40 ευρώ το καθένα, για την 2057/2014 έφεση όπως προκύπτει από την από 27-3-2014 πράξη κατάθεσης παραβόλων της αρμόδιας γραμματέως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για το ότι κατατέθηκαν τα 060481 και 057254 παράβολα ΤΑΧΔΙ Κ, ποσού 60 ευρώ το καθένα και τα 3787495, 4936685, 4936686 και 4936683 παράβολα του Δημοσίου, ποσού 50 ευρώ το πρώτο και 10 ευρώ το καθένα από τα υπόλοιπα και για την 2058/2014 έφεση όπως προκύπτει από την από 27-3-2014 πράξη κατάθεσης παραβόλων της αρμόδιας γραμματέως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για το ότι κατατέθηκαν τα 057253 και 057255 παράβολα ΤΑΧΔΙΚ, ποσού 60 ευρώ το καθένα και τα 3787514, 4936689, 4936682 και 4936681 παράβολα του Δημοσίου, ποσού 50 ευρώ το πρώτο και 10 ευρώ το καθένα από τα υπόλοιπα. Πρέπει επομένως, ως προς τη δεύτερη έφεση, που ασκήθηκε από την ερήμην, δικαζόμενη εναγομένης κατά παραδοχή της τυπικώς δεκτής εφέσεως, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη μέσα στα όρια, που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολο της, περαιτέρω δε να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να δικαστεί η υπόθεση από την αρχή και να ερευνηθεί η ένδικη αγωγή, κατά την ίδια τακτική διαδικασία, ως προς το νόμω και κατ'ουσίαν βάσιμο της (άρθρο 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), χωρίς να απαιτείται εν προκειμένω, η προηγούμενη έρευνα και η ευδοκίμηση κάποιου λόγου της εφέσεως, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας. Ως προς την πρώτη και την τρίτη των εφέσεων, εξάλλου, πρέπει αυτές να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 1002, 1117 ΑΚ και 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5, 13 του Ν. 3741/1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 54 του ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι επί ιδιοκτησίας κατ'ορόφους, (οριζόντιας ιδιοκτησίας), δημιουργείται χωριστή κυριότητα επί ορόφου ή διαμερίσματος ορόφου και αναγκαστική συγκυριότητα που αποκτάται αυτοδικαίως, κατά ανάλογη μερίδα επί του εδάφους και των μερών της οικοδομής που χρησιμεύουν στην κοινή χρήση όλων των οροφοκτητών. Οι ως άνω βασικές αρχές του θεσμού της οριζόντιας ιδιοκτησίας προκύπτουν σαφώς από τις παραπάνω διατάξεις, οι οποίες όμως δεν προσδιορίζουν επαρκώς την έννοια του «ορόφου» και «διαμερίσματος ορόφου». Από το πνεύμα εν τούτοις των διατάξεων για την οροφοκτησία και ιδίως από τον σκοπό τους, που, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεση του Ν. 3741/1929, είναι η ευχερέστερη κάλυψη των στεγαστικών αναγκών των πολιτών και η καθ'ύψος επέκταση των πόλεων - καθώς και από τα ερμηνευτικά πορίσματα από την κοινή πείρα και από τις σχετικές διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας (άρθρ. 11 του Γεν. Οικοδομικού Κανονισμού των ετών 1929, 1955 και 1973), συνάγεται ότι όροφος ή διαμέρισμα ορόφου είναι το αναποχώριστο τμήμα της οικοδομής ή του ορόφου, μετά των συστατικών του και του εντός αυτού (κυβικού) χώρου, που περικλείεται τεχνικώς από κάτω, από τα πλάγια και από πάνω, με τοίχους ή άλλα οικοδομικά στοιχεία, ώστε να διαχωρίζεται σαφώς από τα λοιπά, (διαιρετά ή αδιαίρετα), τμήματα της οικοδομής και να έχει αναχθεί σε συγκεκριμένο και ανεξάρτητο τμήμα αυτής, κατάλληλο προς χωριστή και αυτοτελή οικιστική εν γένει χρήση. Μόνο οι όροφοι και τα διαμερίσματα ορόφων, με την παραπάνω έννοια, καθώς και τα εξομοιούμενα από το νόμο με ορόφους υπόγεια και δωμάτια κάτω από τη στέγη, (άρθρον 1002 εδ. β'ΑΚ και 1παρ.2 Ν. 3741/1929), μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο οριζόντιας ιδιοκτησίας. Επομένως δεν είναι δυνατό να συσταθεί διαιρεμένη ιδιοκτησία επί ανοικτού χώρου, εκτός αν προβλέπεται στη συστατική της οροφοκτησίας πράξη ή σε μεταγενέστερη συμφωνία όλων των οροφοκτητών που έχει μεταγραφεί νόμιμα, ότι ο χώρος αυτός πρόκειται να οικοδομηθεί, οπότε η σύσταση διαιρεμένης ιδιοκτησίας αναφέρεται στους μελλοντικούς ορόφους ή διαμερίσματα και τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της κατασκευής τους (άρθρο 201 ΑΚ). Εξάλλου, αν ληφθεί υπόψη ότι η θεσπιζόμενη με τα άρθρα 1002 ΑΚ και 1 του Ν. 3741/1929 αποκλειστική (χωριστή) κυριότητα επί ορόφου ή διαμερίσματος ορόφου αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα «superficies solo cedit», που έχει περιληφθεί στο άρθρο 1001 εδ. Α'του ΑΚ, οποιοδήποτε μέρος του όλου ακινήτου που δεν ορίστηκε ή δεν ορίστηκε έγκυρα, με το συστατικό της οροφοκτησίας τίτλο, ότι αποτελεί αντικείμενο της αποκλειστικής κυριότητας κάποιου συνιδιοκτήτη, υπάγεται αυτοδικαίως από το νόμο, κατ'εφαρμογή του ανωτέρω κανόνα, στα αντικείμενα της αναγκαστικής συγκυριότητας επί του εδάφους και θεωρείται γι'αυτό κοινόκτητο και κοινόχρηστο μέρος του ακινήτου. Περαιτέρω, τα άρθρα 22 παρ. 9 και 32 παρ. 4 του ΝΔ 8/1973 «περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού», όπως αντικαταστάθηκαν από τις παραγράφους 22 και 33 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 205/1974, προέβλεψαν για πρώτη φορά την κατασκευή της οικοδομής επί υποστηλωμάτων για τη δημιουργία στο ισόγειο ανοικτού στεγασμένου χώρου, που αφήνεται εξολοκλήρου κενός και χρησιμεύει για τη στάθμευση αυτοκινήτων. Ο κενός αυτός χώρος του ισογείου, που ονομάστηκε πιλοτή (άρθρο 1 παρ. 5γ'Ν. 960/1979, όπως αντικ. με Ν. 1221/1981, 7 παρ. 1 περιπτ. Αι'και 9 παρ. 10 ΓΟΚ/1985), είναι εξ ορισμού ανοικτός και συνεπώς ισχύουν γι'αυτόν όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, δηλαδή η συμφωνία των οροφοκτητών να συστήσουν, σε τμήματα της πιλοτής που θα παραμείνουν ανοικτά, αυτοτελείς (διαιρεμένες) ιδιοκτησίες, είτε σε ιδιοκτήτες ορόφων της ιδίας οικοδομής είτε σε τρίτους, θα είναι άκυρη, ως αντικείμενη στις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις που καθορίζουν τις θεμελιακές αρχές του θεσμού της οριζόντιας ιδιοκτησίας, (άρθρ. 174 ΑΚ), και συνακόλουθα τα τμήματα αυτά είναι κοινόκτητα και κοινόχρηστα. Αν, όμως, προβλέπεται στην άνω συμφωνία ότι στα πιο πάνω τμήματα της πιλοτής θα κατασκευαστούν κλειστοί χώροι, δημιουργούνται έγκυρα διαιρεμένες ιδιοκτησίες στους περίκλειστους χώρους που θα κατασκευαστούν, παρά το γεγονός ότι η I κατασκευή τους επάγεται τυχόν υπέρβαση του ορίου κάλυψης ή του συντελεστή δόμησης και είναι πάντως αντίθετη προς τις ανωτέρω διατάξεις του ΓΟΚ/1973 - που ορίζουν ότι ο χώρος της πιλοτής αφήνεται εξολοκλήρου κενός - αφού η παραβίαση των διατάξεων αυτών συνεπάγεται μόνο διοικητικές κυρώσεις και δεν θίγει το κύρος της μεταξύ των οροφοκτητών συμφωνίας (ΟλΑΠ 583/1983). Σημειώνεται, τέλος, ότι η προεκτεθείσα έννοια των διατάξεων για την οροφοκτησία, δεν είναι αντίθετη, αλλά επιβεβαιώνεται ουσιαστικά από τις ειδικές ρυθμίσεις των Ν. 960/1979 και Ν. 1221/1981 για τις θέσεις σταθμεύσεως αυτοκινήτων. Πράγματι, οι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 5 εδ. α'και β'του Ν. 960/1979, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 1 του Ν. 1221/1981, προβλέπουν ότι προκειμένου για θέσεις σταθμεύσεως αυτοκινήτων που βρίσκονται σε στεγασμένους χώρους κτιρίου, το οποίο έχει υπαχθεί στο σύστημα της διαιρεμένης ιδιοκτησίας, κάθε θέση σταθμεύσεως αποτελεί διαιρεμένη ιδιοκτησία, της οποίας επιτρέπεται η αυτοτελής μεταβίβαση και σε τρίτους που δεν
έχουν σχέση με το κτίριο. Με τις διατάξεις αυτές, δηλαδή, αναγνωρίζεται χωριστή κυριότητα και επί των θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων που δεν είναι περίκλειστοι, αλλά απλώς στεγασμένοι, κατ'εξαίρεση του κανόνα ότι αντικείμενο διαιρεμένης ιδιοκτησίας αποτελούν μόνον οι κλειστοί χώροι ορόφων ή διαμερισμάτων. Ειδικά όμως για την πιλοτή το τελευταίο εδάφιο γ της παρ. 5 του άνω άρθρου ορίζει ότι οι δημιουργούμενες στην πιλοτή θέσεις σταθμεύσεως δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαιρεμένης ιδιοκτησίας. Οι παραπάνω ρυθμίσεις και ιδίως αυτές των εδαφίων α'και β', καθώς και εκείνη του εδαφίου γ', θα ήταν ασφαλώς περιττές, αν ήταν δυνατό, με βάση τις ισχύουσες μέχρι τότε διατάξεις, να συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία επί ορισμένων ανοικτών χώρων του κοινού ακινήτου για να χρησιμοποιηθούν ως θέσεις σταθμεύσεως αυτοκινήτων. Ενόψει αυτών γίνεται φανερό ότι ο χώρος της πιλοτής ή ανοικτά τμήματα του χώρου αυτού δεν ήταν δυνατό ούτε πριν ούτε μετά από τους ν. 960/1979 και 1221/1981, να αποτελέσουν αντικείμενο διαιρεμένης ιδιοκτησίας και συνεπώς οι χώροι της πιλοτής ανήκαν και τότε και ανήκουν και μετά στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της οικοδομής, επί των οποίων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 και 13 ν. 3741/1929 μπορούσε μόνο να παραχωρηθεί, με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία ή με μεταγενέστερη συμφωνία μεταξύ όλων των συνιδιοκτητών, δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως σε ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερίσματος της ίδιας οικοδομής (ΟλΑΠ 23/2000). Εξάλλου κατά το άρθρο 3 παρ.1 και 5 του Ν.3741/1929, προκύπτει ότι το εμπράγματο δικαίωμα καθενός από τους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων δεν περιορίζεται μόνο επί της διαιρεμένης (χωριστής) ιδιοκτησίας του, αλλά επεκτείνεται εξ αδιαιρέτου και επί των κοινόκτητων μερών της οικοδομής. Από το δικαίωμα αυτό του ιδιοκτήτη οριζόντιας ιδιοκτησίας απορρέουν και αξιώσεις του για παράλειψη ή εκτέλεση ενεργειών από άλλο συνιδιοκτήτη οριζόντιας ιδιοκτησίας ή τρίτο, όταν παραβλάπτεται το δικαίωμα αυτό της χρήσης (ΑΠ 464/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, αν ο ιδιοκτήτης οριζόντιας ιδιοκτησίας προσβάλλεται από συνιδιοκτήτη ή τρίτο στις εξουσίες του που απορρέουν από τη συγκυριότητα του στα κοινόκτητα μέρη, έχει εναντίον του προσβολέα, όσον αφορά την έκταση της ιδανικής του μερίδας, την προστασία που έχει σε ανάλογη περίπτωση ο συγκύριος, δηλαδή τη διεκδικητική αγωγή στην περίπτωση της αποβολής του, την αρνητική αγωγή στην περίπτωση της προσβολής με άλλο τρόπο εκτός από αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος και την αναγνωριστική αγωγή στην περίπτωση της αμφισβήτησης (ΑΠ 115/2003 ΕλλΔνη 2003.494, ΑΠ 1450/1983 ΝοΒ 1984.1201, ΕφΠατρ 1165/2006 ΑχΝομ 2007.690). Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 1108παρ.1 εδ. α'ΑΚ, αν η κυριότητα προσβάλλεται με άλλον τρόπο εκτός από αφαίρεση ή κατακράτηση, ο κύριος του πράγματος δικαιούται να απαιτήσει, από εκείνον που προσέβαλε την κυριότητα, να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αρνητική αγωγή, της οποίας βάση είναι η κυριότητα του ενάγοντος επί του πράγματος και η προσβολή της με πράξεις διατάραξης ή επέμβασης, ασκείται στην περίπτωση μερικής και όχι ολικής προσβολής της κυριότητας, δηλαδή όταν ο κύριος διαταράσσεται στη νομή του που ασκεί επί του πράγματος και όχι όταν προσβάλλεται με άλλον τρόπο, όπως με την αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, οπότε προστατεύεται με τη διεκδικητική αγωγή κατά αυτού που κατέχει το πράγμα. Διατάραξη της κυριότητας (ή συγκυριότητας) αποτελεί κάθε έμπρακτη εναντίωση στο θετικό ή αποθετικό περιεχόμενο της κυριότητας, δηλαδή όταν ο εναγόμενος ενεργεί στο πράγμα πράξεις, τις οποίες μόνον ο κύριος δικαιούται να ενεργήσει, ή όταν εμποδίζει τον κύριο να ενεργήσει στο δικό του πράγμα η διατάραξη αυτή έχει ως συνέπεια τη μη ελεύθερη και ανενόχλητη χρησιμοποίηση, εκμετάλλευση και απόλαυση ορισμένων μόνον εξουσιών από την κυριότητα επί του πράγματος (ΟλΑΠ 4/2016, ΑΠ 1792/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1633/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1026/2006 ΝοΒ 2008 618 ΑΠ 399/2006 ΕλλΔνη 2006.828, ΕφΑΘ24/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 913/2010 Αρμ 2011.1316, ΕφΑΘ 2067/2005 ΕλλΔνη 2006.535, ΕφΑΘ 2869/2004, ΕΔικΠολυκ 2007.213, ΕφΘεσ 913/2010 Αρμ 2011.1316). Αν εξάλλου, οι διάδικοι δεν είναι όλοι ιδιοκτήτες, αλλά εκείνος που τους ενοχλεί στην άσκηση των νόμιμων δικαιωμάτων τους είναι τρίτος, η διαφορά δεν εισάγεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο του άρθρου 17 παρ. 2 ΚΠολΔ, αλλά δικάζεται στο αρμόδιο δικαστήριο της τακτικής διαδικασίας, έχοντας τον χαρακτήρα της αρνητικής αγωγής (1108 ΑΚ) ή της αγωγής διατάραξης της νομής. Σ'αυτή την περίπτωση η αγωγή πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 220 του ΚΠολΔ, να εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων, διότι αλλιώς είναι απαράδεκτη (βλ. Λ. Βαρυμποπιώτη, Η κατ'όροφον ιδιοκτησία, άρθρο 4, Κ. Παπαδόπουλο Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, τόμος. Β', έκδ. 1992, σελ.288, Φ. Τσετσέκο, Η χωριστή ιδιοκτησία, έκδ. 1994, σελ. 300, ΕφΘεσ 2295/1996 Αρμ 1996 1095 ειδικά ως προς την εγγραφή στα βιβλία διεκδικήσεων κατ'άρθρο 220 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 491/2009 ΝοΒ 2009.1702=ΧρΙΔ 2010.125, ΑΠ 1290/2002 ΝοΒ 2003.1024
= ΕλλΔνη 2002.1613, ΕφΑθ 7789/1998 ΕλλΔνη 1999.1114, ΕφΑΘ 2490/2005 ΕλλΔικ2006.585, ΕφΑΘ 267/1992 ΕλλΔικ 1994 444 Παπαδόπουλος, ό.π. τόμος πρώτος, παρ. 244, αρ.7, σελ. 354).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα (ήδη εφεσίβλητη) με την από 14-9-2009 αγωγή της που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ισχυρίζεται ότι στην πολυώροφη οικοδομή με πιλοτή, που περιγράφεται ειδικότερα κατά θέση, όρια και λοιπά στοιχεία της στην αγωγή που έχει ανεγερθεί με το σύστημα της αντιπαροχής και στην οποία έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, είναι κυρία διαμερίσματος αυτής. Ότι σύμφωνα με την πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας που τη διέπει, όπως τροποποιήθηκε αυτή μεταγενέστερα, η πιλοτή της πολυκατοικίας περιλαμβάνει, εκτός των άλλων, τις Ρ-3, Ρ-4α, Ρ-4β, Ρ-5 και Ρ-6 ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες (θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων), που περιγράφονται επίσης συγκεκριμένα στην αγωγή. Ότι οι εν λόγω οριζόντιες ιδιοκτησίες (θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων) περιήλθαν στους εναγόμενους με τα ........ συμβόλαια των συμβολαιογράφων Ελευσίνας ... το πρώτο, της συμβολαιογράφου Αθηνών ... το δεύτερο και της συμβολαιογράφου Αθηνών, επίσης, ... τα λοιπά, που έχουν όλα μεταγραφεί νόμιμα. Ότι η συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία είναι άκυρη, κατά το μέρος της που ορίζεται με αυτήν ότι οι θέσεις στάθμευσης της πιλοτής αποτελούν αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες, αφού στον ανοικτό χώρο αυτής δεν είναι δυνατόν να συσταθούν χωριστές ιδιοκτησίες, οπότε είναι άκυρα και τα επίμαχα ως άνω συμβόλαια, βάσει των οποίων οι εναγόμενοι απέκτησαν τις θέσεις στάθμευσης κατά κυριότητα. Ότι, επιπλέον, τα .../2009 και .../2009 συμβόλαια, που καταρτίστηκαν μεταξύ άλλων και για λογαριασμό του εκ των οικοπεδούχων ..., από τον πρώτο των εναγομένων, ως διαχειριστή της εργολάβου εταιρείας, είναι άκυρα και για το λόγο ότι είχε παύσει η πληρεξουσιότητα, που είχε χορηγηθεί προς την εργολάβο εταιρεία με τον θάνατο του, που είχε προηγηθεί της υπογραφής αυτών. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενη η ενάγουσα επιπλέον ότι με την χρήση των θέσεων αυτών από τους εναγόμενους που δεν είναι ιδιοκτήτες διαμερισμάτων στην οικοδομή και δεν κατοικούν σε αυτή, στερείται η ίδια, τη σύγχρησή τους με τους λοιπούς ιδιοκτήτες της οικοδομής, ζητεί α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της .../1978 πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας, όπως τροποποιήθηκε, αναφορικά με τον καθορισμό των υπό στοιχεία Ρ-4α, Ρ-4β, Ρ-5 και Ρ-6 θέσεων σταθμεύσεων αυτοκινήτων της πιλοτής ως αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών, β) να αναγνωριστεί η ακυρότητα των .../1981, .../1984, .../2009 και .../2009 συμβολαίων, με τα οποία μεταβιβάσθηκαν οι ανωτέρω θέσεις στάθμευσης στους εναγομένους, γ) να αναγνωριστεί ότι οι επίμαχες θέσεις στάθμευσης είναι κοινόχρηστες και δ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της επιτρέπουν ως συγκυρία και συννομέα του χώρου της πιλοτής την ελεύθερη σύγχρηση των θέσεων αυτών, με την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης για κάθε παράβαση της απόφασης.
Ως προς την δεύτερη έφεση: Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή, στην οποία σωρεύονται αγωγή αναγνώρισης της ακυρότητας δικαιοπραξιών και αρνητική αγωγή, είναι παραδεκτή και νόμιμη μονο ως προς την πρώτη αγωγή και μόνο ως προς τη βάση της περί αναγνώρισης της ακυρότητας των επίμαχων δικαιοπραξιών κατ'άρθρο 174 ΑΚ. Αντίθετα,, όσον αφορά τη βάση της αγωγής περί ακυρότητας των .../2009 και .../2009 μεταβιβαστικών συμβολαίων για το λόγο ότι καταρτίστηκαν μετά την παύση της κατά νόμο πληρεξουσιότητας του παραπάνω οικοπεδούχου και εν γνώσει της παύσεως αυτής, η αγωγή είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφτεί λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της (άρθρα 68 και 73 ΚΠολΔ), αφού ναι μεν η σύμβαση, που συνομολογεί κάποιος ως αντιπρόσωπος άλλου καθ'υπέρβαση των ορίων της πληρεξουσιότητας, είναι άκυρη και δεν δεσμεύει τον αντιπροσωπευόμενο, που την αποκρούει και δεν την εγκρίνει (ΑΠ 1443/2012 ΑΠ 986/2012, ΑΠ 1700/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 484/2007 ΝοΒ 2007.1651, 1805, ΑΠ 12/2000 ΕΕΝ 2001.497), πλην όμως μέχρι της αποκρούσεως (αποποιήσεως) οι τρίτοι δεν νομιμοποιούνται να επικαλεστούν την ακυρότητα της σύμβασης για τον ανωτέρω λόγο, αφού πρόκειται για σχετική και όχι για απόλυτη ακυρότητα (ΑΠ 1187/2000 ΧΡΙΔ 2001.302, ΕφΘεσ2966/1992 ΕλλΔ.κ 1994.636). Επίσης απαράδεκτη είναι και η σωρευόμενη αρνητική αγωγή της ενάγουσας κατά των εναγομένων με την οποία ζητεί να υποχρεωθούν αυτοί να της επιτρέπουν, την ελεύθερη χρήση των επίδικων θέσεων στάθμευσης οχημάτων στην κοινόχρηστη πιλοτή, με την απειλή χρηματική ποινής και προσωπικής κράτησης για κάθε παράβαση της απόφασης, για το λόγω ότι εφόσον δεν πρόκειται για διαφορά μεταξύ συνιδιοκτητών, αλλά μεταξύ ιδιοκτήτη της οικοδομής και τρίτου, εισάγεται εμπράγματη αγωγή προς κρίση και συγκεκριμένα αρνητική
αγωγή η οποία όπως ήδη αναφέρεται στις παραπάνω νομικές σκέψεις, εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων κατ'άρθρο 220 ΚΠολΔ, του οικείου της τοποθεσίας του ακίνητου υποθηκοφυλακείου, γεγονός που δεν συνέβη, όπως συνομολογείται από την ενάγουσα - εφεσίβλητη. Συνεπώς είναι αυτή απαράδεκτη σύμφωνα και με τον σχετικό βάσιμο ισχυρισμό της τρίτης εναγομένης και ήδη εκκαλούσας στη δεύτερη έφεση, που ούτως ή άλλως λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Αντίθετα κατά το σκέλος του που αφορά την αναγνωριστική της ακυρότητας των επίμαχων δικαιοπραξιών αγωγή, είναι μη νόμιμος, αφού σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στις παραπάνω νομικές σκέψεις η σχετική αγωγή είναι ενοχική και δεν είναι εγγραπτέα ως τέτοια στα βιβλία διεκδικήσεων. Κατά τα λοιπά η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις προαναφερόμενες στις νομικές σκέψεις διατάξεις του Ν. 3741/1929, του Ν. 960/1979 και των διατάξεων των άρθρων 174, 1001 και 1002 ΑΚ και 70, 176 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ'ουσίαν.
Ως προς την πρώτη και την τρίτη των εφέσεων: Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη 5510/2013 απόφαση αφού έκρινε την αγωγή εν μέρει νόμιμη, απορρίπτοντας τη παρακάτω βάση της ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας προς προβολή της σχετικής ακυρότητας των .../2009 και .../2009 συμβολαίων εξαιτίας της παύσης της πληρεξουσιότητας της εργολάβου εταιρείας και αφού απέρριψε όλους τους λοιπούς ισχυρισμούς των παριστάμενων εναγομένων, α) περί απαραδέκτου της αγωγής λόγω της μη εγγραφής της στα βιβλία διεκδικήσεων, β) περί μετατροπής των άκυρων δικαιοπραξιών σε παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης και γ) περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, έκανε εξ ολοκλήρου δεκτή την αγωγή κατά το μέρος της που κρίθηκε αυτή νόμιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες της πρώτης και τρίτης έφεσης, κατά το μέρος της που απέρριψε τους ισχυρισμούς τους που είχαν προβάλει αμυνόμενοι κατά της εναντίον τους αγωγής της εφεσίβλητης.
Με τον πρώτο λόγο των εφέσεων τους οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι η εκκαλούμενη απόφαση, εσφαλμένα απέρριψε τον ισχυρισμό τους περί απαραδέκτου της αγωγής κατ'άρθρο 220 ΚΠολΔ, λόγω της μη εγγραφής της στα βιβλία διεκδικήσεων. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, (αναφορικά με τη δεύτερη των εφέσεων) ο εν λόγω ισχυρισμός τους είναι κατ'αρχήν βάσιμος, μόνο, όμως, ως προς τη σωρευόμενη στο δικόγραφο αρνητική αγωγή, που όπως αναπτύχθηκε στην οικεία νομική σκέψη παραπάνω, έπρεπε πράγματι να εγγραφεί στα βιβλία διεκδικήσεων, ενώ αντίθετα δεν απαιτούνταν η εγγραφή της σε αυτά ως προς την αναγνωριστική της ακυρότητας των δικαιοπραξιών αγωγή. Ως εκ τούτου το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε συλλήβδην τον εν λόγω ισχυρισμό κρίνοντας ότι η αγωγή δεν είναι εμπράγματη και συνεπώς δεν είναι εγγραπτέα στα βιβλία διεκδικήσεων, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου αναφορικά με την σωρευόμενη στην αγωγή αρνητική αγωγή, που εσφαλμένα δεν εκτίμησε ως τέτοια. Πρέπει ακολούθως, αφού είναι εν μέρει βάσιμος ο πρώτος λόγος της έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς 7 το μέρος της αυτό, να κρατηθεί και να δικαστεί η υπόθεση κατά τούτο από το παρόν Δικαστήριο και στη συνεχεία να απορριφθεί η σωρευμένη στο δικόγραφο της αγωγής, αρνητική αγωγή ως απαράδεκτη κατ'άρθρο 220 ΚΠολΔ.
Η διάταξη του άρθρου 182 ΑΚ ορίζει: «Όταν η άκυρη δικαιοπραξία περιέχει τα στοιχεία άλλης δικαιοπραξίας, αυτή ισχύει εφόσον συνάγεται ότι τα μέρη θα την ήθελαν, αν ήξεραν την ακυρότητα». Κατά τη διάταξη αυτή προϋποθέσεις για τη μετατροπή μιας άκυρης δικαιοπραξίας σε άλλη έγκυρη είναι: 1) η ακυρότητα της πρώτης και για την ακυρότητα αυτή άγνοια των μερών, 2) η άκυρη να περιέχει τα στοιχεία της, κατά μετατροπή, έγκυρης και 3) υποθετική βούληση των μερών, όπως ισχύσει, η μετά μετατροπή, άλλη δικαιοπραξία, εάν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.2 και 5 εδ. τελευταίο του Ν. 60/1979, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 του Ν. 1221/1981 προκύπτει ότι, αν η οικοδομή ανεγείρεται με άδεια και υπό το πολεοδομικό σύστημα της αφέσεως του ισογείου χώρου ακάλυπτου (πιλοτή), με τη συστατική της οροφοκτησίας πράξη ή με μεταγενέστερη συμφωνία μεταξύ όλων των συνιδιοκτητών (άρθ. 4 παρ. 1, 5 και 13 Ν. 3741/1929), που γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή, μπορεί εγκύρως να παραχωρηθεί το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης του χώρου της πιλοτής ή τμήματος αυτού σε έναν ή ορισμένους
ιδιοκτήτες ορόφου ή διαμερίσματος της οικοδομής στην οποία υπάρχει ο χώρος αυτός (ΟλΑΠ 5/1991 ΕλλΔνη 1991.750, ΟλΑΠ 23/2000 ΕλλΔνη 2001.58, ΑΠ 2174/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 841/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η άκυρη, ως συστατική στο χώρο της πιλοτής διαιρεμένης ιδιοκτησίας, δικαιοπραξία, μπορεί να ισχύσει, κατά μετατροπή, ως δικαιοπραξία συστάσεως δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης του χώρου της πιλοτής ή τμήματος αυτής στον ιδιοκτήτη διαμερίσματος της ίδιας οικοδομής, που αναφέρεται ως εμπράγματος δικαιούχος αυτού, καθόσον το δικαίωμα της αποκλειστικής χρήσης (έλασσον) εμπεριέχεται στο (μείζον) δικαίωμα της κυριότητας και εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι της μετατροπής, ήτοι άγνοια της ακυρότητας της πρώτης δικαιοπραξίας και υποθετική βούληση να ισχύσει η δεύτερη, αν τα μέρη γνώριζαν την πρώτη (ΑΠ 1662/2000 ΕλλΔνη 2001.7247, ΑΠ 619/1999 ΕπιΔικΠολ 1999.206). Ο περιορισμός, με το ανωτέρω περιεχόμενο, της χρήσης του χώρου αυτού από τους λοιπούς οροφοκτήτες, έχει απλώς τον χαρακτήρα δουλείας, κατά το άρθρο 13 παρ. 3 του Ν. 3741/1929, χωρίς όμως να είναι πραγματική δουλεία κατά την έννοια των άρθρων 1118 και 1119 του ΑΚ, και επιβάλλεται από τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 του Ν. 960/79, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 1221/1981 (και το π.δ. 1340/1981). Παρέπεται ότι δεν είναι επιτρεπτό στους συνιδιοκτήτες του οικοπέδου να μην εξασφαλίζουν, με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία ή με οποιαδήποτε μεταγενέστερη, κατά τους νομίμους τύπους, τροποποίηση της, στην κοινόκτητη πιλοτή της οικοδομής θέσεις σταθμεύσεως των αυτοκινήτων των ιδιοκτητών των διαμερισμάτων με την παραχώρηση των θέσεων αυτών σε αποθήκες, που εκ κατασκευής και λειτουργικώς βρίσκονται συνήθως στο υπόγειο της οικοδομής, έστω και αν οι αποθήκες αυτές έχουν οριστεί στη συστατική της οριζόντιας ιδιοκτησίας δικαιοπραξία ως αυτοτελείς ιδιοκτησίες, με αποτέλεσμα οι ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων να στερούνται τη δυνατότητα χρήσεως του κοινόκτητου και κοινόχρηστου χώρου της πιλοτής για τη στάθμευση των αυτοκινήτων τους. Η κατανομή επομένως των θέσεων σταθμεύσεως των αυτοκινήτων στον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής (πιλοτή) κατά τρόπο που να εξασφαλίζεται θέση σταθμεύσεως αυτοκινήτου σε υπόγεια και χωρίς λειτουργική ανεξαρτησία αποθήκη, που αποτελεί βοηθητικό χώρο διαμερίσματος, και να μην εξασφαλίζεται τέτοια θέση σταθμεύσεως στο διαμέρισμα, του οποίου ο ιδιοκτήτης να στερείται έτσι παντελώς της χρήσεως της πιλοτής, αντιβαίνει ευθέως στις προρρηθείσες διατάξεις και είναι για τον λόγο αυτό άκυρη, θεωρούμενη ως μη γενομένη επίσης, κατά το άρθρο 174 του ΑΚ, την ακυρότητα δε αυτή μπορεί να την προτείνει ο καθένας που έχει έννομο συμφέρον (ΑΠ 1821/2011, ο.π., ΑΠ 2155/2009, ο.π., ΑΠ 2117/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 818/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 448/1996 ΕλλΔνη 1996.600, ΕφΠειρ 318/2004, ΠειρΝομ 2004.174). Εξάλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή άλλα περιστατικά, τα οποία χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, να καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες συνθήκες και διατηρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα, με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (ΟλΑΠ 8/2001, ΕλλΔνη 2001.383, ΟλΑΠ 17/1995, ΕλλΔνη 1995.1531). Απαιτείται ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων, που έχει δημιουργηθεί, να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες, προς αυτή τη συμπεριφορά, δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος (ΟλΑΠ 10/2012, ΟλΑΠ 33/2005, ΟλΑΠ 8/2001, ο.π., ΟλΑΠ 1/1997, ΟλΑΠ 17/1995, ΟλΑΠ 62/1990, ΑΠ 207/2014, ΑΠ 37/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίες εκτιμώνται από μόνες τους και σε συνδυασμό μεταξύ τους κατά το λόγο της γνώσης και τον βαθμό της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται στο παρόν Δικαστήριο, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες με επίκληση φωτογραφίες η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αρ. 3, 445, 448 § 2 και 457 ΚΠολΔ), εκτός από τις πέντε φωτογραφίες (Νο 1 έως Νο 5), που προσκομίζονται, απαράδεκτα από την εφεσίβλητη με αριθμό σχετικού 12, προς απόκρουση της δεύτερης έφεσης της εκκαλούσας Μαρίνας Κατσαρά, με το από 12-3-2016 δικόγραφο προσθήκης - αντίκρουσης, που δεν έχει κατατεθεί νομότυπα στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού,
καθώς δεν φέρει σχετική σφραγίδα κατάθεσης, ενώ φέρει ημερομηνία δύο και πλέον μήνες μετά την συζήτηση των εφέσεων και συνεπώς δεν μπορούν αυτές να ληφθούν υπόψη του Δικαστηρίου, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι κυρία δύο οριζοντίων ιδιοκτησιών της πολυώροφης οικοδομής (πολυκατοικίας), που βρίσκεται στη συμβολή των οδών ... στη θέση «...» στην Αθήνα. Την κυριότητα αυτών απέκτησε παράγωγα, με το .../1983 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ελευσίνας ..., που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, στον τόμο ... και με αύξοντα αριθμό ..., με αγορά τους από τους οικοπεδούχους και ειδικότερα αγόρασε, α) την ένα (1) οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα) του πρώτου υπέρ το ισόγειο ορόφου, με εμβαδόν 84 τ.μ. και με ποσοστό συνιδιοκτησίας 112 χιλιοστά εξ αδιαιρέτου και β) την τέσσερα (4) οριζόντια ιδιοκτησία (αποθήκη) του υπογείου, εμβαδού 8 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας 2 χιλιοστά εξ αδιαιρέτου. Η εν λόγω οικοδομή ανεγέρθηκε με το σύστημα της αντιπαροχής δυνάμει του .../1978 προσυμφώνου μεταβιβάσεως ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και εργολαβικού συμβολαίου της ως άνω συμβολαιογράφου Ελευσίνας ..., που υπεγράφη μεταξύ της εργολήπτριας εταιρείας με την επωνυμία «... και Σία Ε.Ε.» και των οικοπεδούχων .... Η οικοδομή αυτή έχει κατασκευαστεί επί υποστηλωμάτων (πιλοτή), αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο (υπόστυλο χώρο - πιλοτή), τέσσερις άνωθεν αυτού ορόφους και δώμα (ταράτσα) και έχει υπαχθεί στις διατάξεις των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ και του Ν. 3741/1929 «περί ιδιοκτησίας κατ'ορόφους» με την πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και Κανονισμού Πολυκατοικίας της ίδιας με παραπάνω συμβολαιογράφου, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αθηναίων, στον τόμο ... και με αύξοντα αριθμό .... Με βάση την πράξη αυτή η οικοδομή περιλαμβάνει εννέα (9) διαμερίσματα, ενώ η πιλοτή της περιλαμβάνει οκτώ (8) θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτου, τις Ρ-1, Ρ-2, Ρ-3, Ρ-4, Ρ-5, Ρ-6, Ρ-7 και Ρ-8, οι οποίες ορίστηκαν ως ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες με τα αναφερόμενα για την καθεμία ποσοστά συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου. Από αυτές οι Ρ-3 και Ρ-4 θέσεις είχαν επιφάνεια 15 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 1%ο εξ αδιαιρέτου η καθεμία, ενώ οι Ρ-5 και Ρ-6 είχαν επιφάνεια 17 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 1%0 εξ αδιαιρέτου η καθεμία. Με την .../1981 πράξη της ιδίας συμβολαιογράφου που επίσης έχει μεταγραφεί νόμιμα (στον τόμο ... και με αύξοντα αριθμό ... των οικείων βιβλίων μεταγραφών), τροποποιήθηκε η επίμαχη συστατική της οροφοκτησίας πράξη, ως προς τις Ρ-3 και Ρ4 θέσεις στάθμευσης και συγκεκριμένα, μειώθηκε η επιφάνεια της Ρ-3 θέσης κατά οκτώ (8) τ.μ. προς όφελος της Ρ-4 θέσης και διαχωρίστηκε η τελευταία σε δύο επιμέρους θέσεις ως Ρ-4α και Ρ-4β, επιφάνειας 11,50 τ.μ, έκαστη και ποσοστού συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 0,50%ο εξ αδιαιρέτου της καθεμίας. Ακολούθως, οι οικοπεδούχοι με τη σύμπραξη της εργολήπτριας, ως εκ τρίτου συμβαλλόμενης, μεταβίβασαν λόγω πωλήσεως: α) με το .../1981 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ελευσίνας ..., που έχει μεταγραφεί νόμιμα στον τόμο ... και αριθμό ..., στον ... (δεύτερο εναγόμενο και εκκαλούντα στην τρίτη έφεση) την πλήρη κυριότητα της Ρ-4α θέσης στάθμευσης της πιλοτής, επιφάνειας 11,50 τ.μ. και ποσοστού συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 0,50%ο εξ αδιαιρέτου, β) με το 2.493/1984 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Ελευσίνας ..., που έχει μεταγραφεί νόμιμα, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στον τόμο ... και αριθμό ..., στην ... (τρίτη εναγόμενη και εκκαλούσα στη δεύτερη έφεση) την πλήρη κυριότητα της Ρ-4β θέσης στάθμευσης της πιλοτής, επιφάνειας 11,50 τ.μ. και ποσοστού συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 0,50%0 εξ αδιαιρέτου, γ) με το ..../2009 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., που έχει μεταγραφεί νόμιμα στον τόμο ... και αριθμό ..., στον, ... (πρώτο εναγόμενο και πρώτο εκκαλούντα στην πρώτη έφεση), την πλήρη κυριότητα της Ρ-5 θέσης στάθμευσης εμβαδού 17 τ.μ. και ποσοστού συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 1% εξ αδιαιρέτου και δ) με το .../2009 συμβόλαιο της ίδιας Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., που, όπως δεν αμφισβητείται, έχει μεταγραφεί νόμιμα, μεταβίβασαν λόγω πωλήσεως στην τέταρτη εναγομένη την πλήρη κυριότητα της Ρ-6 θέσης στάθμευσης της πιλοτής, επιφάνειας 17 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 1%0 εξ αδιαιρέτου, καθώς και την τρία (3) οριζόντια ιδιοκτησία (αποθήκη) του υπογείου, επιφανείας οκτώ (8) τ μ και με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 2%0 εξ αδιαιρέτου. Σύμφωνα όμως και με όσα αναπτύχθηκαν στις νομικές σκέψεις της παρούσας, ο καθορισμός με τη συστατική της οροφοκτησίας πράξη, όπως αυτή τροποποιήθηκε, ως αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών, μεταξύ άλλων και των επίμαχων Ρ-3, Ρ-4α, Ρ-4β, Ρ-5 και Ρ-6 θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων, χωρίς την πρόβλεψη να καταστούν αυτές περίκλειστες, ο δια της αναφερθείσας τροποποιητικής της οροφοκτησίας πράξης διαχωρισμός της υπό στοιχεία Ρ-4 θέσης στάθμευσης σε δύο μερικότερες θέσεις στάθμευσης και η εν συνεχεία μεταβίβαση τους, κατά κυριότητα, στους εναγομένους αποτελούν δικαιοπραξίες, οι οποίες είναι άκυρες ως αντικείμενες στις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις, που απαγορεύουν τη δημιουργία αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών στον εξ ορισμού ανοικτό χώρο της πιλοτής. Η ακυρότητα αυτή είναι απόλυτη και η ενάγουσα, έχει έννομο συμφέρον να
την προσβάλει ως ιδιοκτήτρια διαμερίσματος της πολυκατοικίας και συγκυρία του εν λόγω κοινοκτήτου μέρους της οικοδομής (της πιλοτής), που εξαιτίας των μεταβιβάσεων αυτών στους εναγόμενους των χώρων της πιλοτής στερείται η ίδια θέσης στάθμευσης στην οικοδομή, καθώς η μόνη ελεύθερη θέση Ρ-3 που υπάρχει είναι μικρή και δεν μπορεί να την εξυπηρετήσει. Εξάλλου, οι εν λόγω συμβολαιογραφικές πράξεις, με τις οποίες τμήματα της πιλοτής κατέστησαν άκυρα αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες και στη συνέχεια μεταβιβάστηκαν ως τέτοιες στους εναγομένους, δεν μπορούν να ισχύουν κατά μετατροπή ως συμφωνίες παραχώρησης του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσεως των επιδίκων θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων, δεδομένου ότι, ο πρώτος εκκαλών της πρώτης έφεσης, η εκκαλούσα της δεύτερης έφεσης και ο εκκαλών της τρίτης έφεσης (τρείς πρώτοι των εναγομένων) δεν έχουν στην κυριότητα τους άλλη αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία στην εν λόγω πολυκατοικία, έτσι ώστε να έχουν αντίστοιχα και δικαίωμα χρήσεως στις κοινόκτητες θέσεις σταθμεύσεως της πιλοτής. Επίσης η δεύτερη εκκαλούσα της πρώτης έφεσης (τέταρτη εναγόμενη) έχει μεν στην κυριότητα της μία υπόγεια, χωρίς λειτουργική ανεξαρτησία, μικρή αποθήκη, όπως ήδη αναφέρθηκε, πλην όμως αυτή αποτελεί από την κατασκευή της, βοηθητικό απλώς χώρο διαμερίσματος, στον οποίο δεν θα μπορούσε να παραχωρηθεί έγκυρα η αποκλειστική χρήση θέσης σταθμεύσεως αυτοκινήτου στην πιλοτή, εφόσον δεν επαρκούν οι υπάρχουσες για τους ιδιοκτήτες (ή μισθωτές) των διαμερισμάτων. Η παραπάνω εναγομένη εξάλλου, ναι με συνοικεί με τον υιό της … σε διαμέρισμα της ίδιας οικοδομής, που ανήκει στην αποκλειστική κυριότητα του, το γεγονός όμως αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετική κρίση, αφού το συμβόλαιο μεταβίβασης της κυριότητας της θέσης στάθμευσης στην τέταρτη εναγομένη, ιδιοκτήτρια της αποθήκης, δεν μπορεί να ισχύσει κατά μετατροπή, σύμφωνα επίσης με όσα αναπτύχθηκαν στη σχετική νομική σκέψη και προβάλλεται από την ενάγουσα - εφεσίβλητη ήδη με την αγωγή της καθ'υποφοράν, ως πράξη παραχώρησης της αποκλειστικής χρήσης της θέσης αυτής στον ιδιοκτήτη του διαμερίσματος, γιο της, (ο οποίος έχει ωστόσο δικαίωμα σύχρησης των θέσεων αυτών με τους υπόλοιπους ιδιοκτήτες). Κατά συνέπεια, εφόσον δεν ήταν δυνατόν να καταρτιστεί έγκυρη δικαιοπραξία με αντικείμενο την αποκλειστική χρήση των επιδίκων θέσεων σταθμεύσεως της πιλοτής, δεν υφίσταται η δυνατότητα να ισχύσουν κατά μετατροπή οι επίμαχες άκυρες συμβολαιογραφικές πράξεις, ως πράξεις παραχώρησης του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης και η σχετική εκ του άρθρου 182 ΑΚ ένσταση της τρίτης των εναγομένων (εκκαλούσας στη δεύτερη έφεση) πρέπει, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν ήδη στις αμέσως παραπάνω νομικές σκέψεις, να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ'ουσίαν. Ομοίως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και οι συναφείς λόγοι έφεσης των λοιπών εκκαλούντων. Σημειώνεται εξάλλου, ότι ο ...(πρώτος εκκαλών στην πρώτη έφεση και πρώτος εναγόμενος) είχε ασκήσει εναντίον της εφεσίβλητης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 16-6-2009 αγωγή του με αντικείμενο την αναγνώριση του δικαιώματος της κυριότητας του επί της Ρ-5 θέσης στάθμευσης στην εν λόγω πολυκατοικία, άλλως του δικαιώματος του περί αποκλειστικής χρήσης αυτής, κατά μετατροπή της κατ'αρχήν άκυρης σύμβασης μεταβίβασης της κυριότητας αυτής και την υποχρέωση της απόδοσης της σε αυτόν από την εναγομένη που τον είχε αποβάλει από αυτή. Επί της αγωγή του αυτή εκδόθηκε η 1922/2012 του ανωτέρω δικαστηρίου που απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε με την 7101/2013 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που επιλήφθηκε της υποθέσεως κατόπιν της από 19-9-2012 έφεσης του ενάγοντος, που απορρίφθηκε κατ'ουσίαν από αυτό. Συνεπώς ως προς τον παραπάνω λόγο έφεσης, του διαδίκου αυτού, με τον οποίο επανάφερε, τον σχετικό ισχυρισμό περί μετατροπής της κατ'αρχήν άκυρης δικαιοπραξία, κατά τα προαναφερόμενα, υπάρχει δεδικασμένο που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και καθιστά απαράδεκτο ως προς αυτόν σχετικό λόγο έφεσης, που ούτως ή άλλως βέβαια είναι και αβάσιμος κατά τα προαναφερόμενα. Ενόψει της ακυρότητας των παραπάνω δικαιοπραξιών, οι επίδικες θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων στην πιλοτή της εν λόγω πολυκατοικίας, ανήκουν κατ'αρχήν σε όλους τους συνιδιοκτήτες της εξ αδιαιρέτου, κατά ποσοστό αντίστοιχο με την αναλογία της χωριστής οριζόντιας ιδιοκτησίας τους επί του όλου οικοπέδου (άρθρο 1117 ΑΚ), είναι κοινόχρηστες και μπορούν σύμφωνα με τον νόμο να χρησιμοποιούνται ελεύθερα για τη στάθμευση του αυτοκινήτου τους από οιονδήποτε των συνιδιοκτητών της οικοδομής, στους οποίους περιλαμβάνεται και η ενάγουσα.
Αποδείχθηκε ακόμη ότι η εφεσίβλητη - ενάγουσα από τότε που εγκαταστάθηκε μόνιμα στην οικοδομή χρησιμοποιούσε τη Ρ-5 θέση για τη στάθμευση του ΙΧΕ αυτοκινήτου της, την οποία όμως η εργολάβος εταιρεία «... ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.», θεωρούσε ότι της ανήκε και υπήρχαν διαφωνίες μεταξύ τους, που επιτάθηκαν από το έτος 2007 και μετά, οπότε ξεκίνησε δικαστική διαμάχη, μεταξύ των ανωτέρω, με την υποβολή
σχετικών αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων νομής από την εργολάβο εταιρεία εναντίον της ενάγουσας - εφεσίβλητης και την άσκηση ανταιτήσεων εκ μέρους της τελευταίας εναντίον της πρώτης. Και ενώ υφίστατο η κατάσταση αυτή οι εκκαλούντες της πρώτης έφεσης αγόρασαν με τα επίμαχα ως άνω συμβόλαια, που καταρτίστηκαν το έτος 2009 της Ρ-5 και Ρ-6 θέσεις στάθμευσης αντίστοιχα, οπότε η ενάγουσα συνέχισε και εναντίον τους τη δικαστική διένεξη που είχε για την Ρ-5 θέση στάθμευσης, ασκώντας κατά αυτών ασφαλιστικά μέτρα νομή και ρύθμισης κατάστασης. Η τρίτη εναγομένη ισχυρίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού και οι λοιποί εκκαλούντες ισχυρίστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναφέρουν τον ισχυρισμό"τους με σχετικό λόγο των ενδίκων εφέσεων τους ότι η ενάγουσα - εφεσίβλητη ασκεί το δικαίωμα της να προβάλει την ακυρότητα των επίμαχων δικαιοπραξιών καταχρηστικά, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ. Ειδικότερα, προς στοιχειοθέτηση του ισχυρισμού τους αυτού, η ... και ο ... (εκκαλούντες στη δεύτερη και στην τρίτη έφεση αντίστοιχα) επικαλέστηκαν τα εξής: ότι στάθμευαν τα αυτοκίνητα τους στις υπό στοιχεία Ρ-4β και Ρ-4α θέσεις στάθμευσης από τα έτη 1984 και 1981, αντίστοιχα, οπότε τις αγόρασαν και ότι η ενάγουσα από το έτος 1983 που απέκτησε την κυριότητα διαμερίσματος στην οικοδομή και κατοικεί έκτοτε εκεί, μέχρι και την επίδοση της κρινομένης αγωγής (το έτος 2010) ουδέποτε εξέφρασε οποιαδήποτε αντίρρηση για τη χρήση των χώρων αυτών από αυτούς, μάλιστα δε ως διαχειρίστρια της οικοδομής κατά τα έτη 2002, 2004, 2005 2006 και 2007 εισέπραττε από αυτούς την αναλογία τους στις κοινόχρηστες δαπάνες της οικοδομής, χωρίς να εναντιωθεί για τη χρήση εκ μέρους τους των χώρων αυτών. Ότι με τη συμπεριφορά της αυτή δημιουργήθηκε και παγιώθηκε υπέρ τους τέτοια πραγματική κατάσταση, η ανατροπή της οποίας με την αναγνώριση της ακυρότητας του τίτλου κτήσης τους θα είναι εξαιρετικά επαχθής γι'αυτούς και θα έχει δυσμενέστατες συνέπειες στην καθημερινή τους διαβίωση, διότι ως κάτοικοι της περιοχής δεν θα μπορούν να βρουν άλλο χώρο στάθμευσης πλησίον της κατοικίας τους, που είναι η διπλανή προς την επίδικη οικοδομή, ενώ οι αξιώσεις τους κατά των πωλητών των επίμαχων θέσεων έχουν παραγραφεί, με αποτέλεσμα να απειλείται η δημιουργία αφόρητα και αναπότρεπτα άδικης κατάστασης γι'αυτούς. Ωστόσο από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν τόσο στο πρωτοβάθμιο όσο και στο παρόν Δικαστήριο, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι πράγματι δημιουργήθηκε υπέρ των διαδίκων αυτών μία πραγματική κατάσταση, τουλάχιστον με την ανοχή αν όχι και με την έγκριση της ίδιας της ενάγουσας - εφεσίβλητης, πάντως δεν αποδείχθηκε καθόλου ότι η ανατροπή της κατάστασης αυτής θα έχει επαχθείς και δη ιδιαιτέρως τέτοιες κατά την επιταγή του νόμου, συνέπειες γι'αυτούς.
Ειδικότερα ως προς την απώλεια των θέσεων στάθμευσης αποδείχθηκε ότι τέτοιες υπάρχουν και στην οικοδομή όπου κατοικούν μόνιμα, αφού η οικοδομή έχει κατ'αρχήν πιλοτή με ανοικτούς χώρους στάθμευσης, οι οποίες χρησιμοποιούνται μάλιστα ήδη από τη δεύτερη εκκαλούσα, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα χωρίς να προβάλει αντιρρήσεις περί αυτού η εναγομένη - εκκαλούσα. Δεν αποδείχτηκε εξάλλου ούτε ότι στην περιοχή, όπου βρίσκεται η πολυκατοικία με τις επίμαχες θέσεις στάθμευσης, δεν υπάρχει καθόλου διαθέσιμος χώρος υπαίθριος ή στεγασμένος για τη στάθμευση των οχημάτων τους όπακ ισχυρίζονται οι παραπάνω εκκαλούντες, χωρίς και να το αποδεικνύουν ώστε η απώλεια των θέσεων αυτών να είναι τελικά δυσβάσταχτη για τους διάδικους αυτούς. Εξάλλου ούτε η τυχόν αδυναμία τους να στραφούν κατά των δικαιοπαρόχων τους, που τους πώλησαν ακίνητο με το παραπάνω νομικό ελάττωμα, συνιστά ιδιαίτερα επαχθή συνέπεια γΓ αυτούς, σε σχέση και με το όφελος από την επίκληση της ακυρότητας εκ μέρους της αντιδίκου τους, διότι αυτοί απόλαυσαν ανενόχλητα, όπως ισχυρίζονται, άλλωστε, τη χρήση των θέσεων αυτών επί τριάντα και πλέον έτη, η δε ωφέλεια τους αυτή δεν είναι αμελητέα σε σχέση μάλιστα με τη ζημία που υφίσταται τα τελευταία έτη η ενάγουσα από την αδυναμία της να σταθμεύει το όχημα της στην οικοδομή, όπου κατοικεί και έχει δικαίωμα κατά πρώτο λόγο σύχρησης αυτής με τους υπόλοιπους ιδιοκτήτες της οικοδομής για το σκοπό αυτό. Σε κάθε δε περίπτωση η ανοχή της ενάγουσας, τα προηγούμενα και για πολλά έτη, πράγματι, δεν ήταν λόγω της αποδοχής της παράνομης κατάστασης που είχε δημιουργηθεί στην οικοδομή της εκ των πραγμάτων, αλλά έχει σχέση με το γεγονός ότι μέχρι και το έτος 2009 δεν θίγονταν, καθώς ήταν ελεύθερες οι θέσεις Ρ-5 και Ρ-6, από τις οποίες χρησιμοποιούσε την πρώτη από αυτές, όπως προαναφέρθηκε. Η ανοχή όμως αυτή που φαίνεται να επέδειξε ως προς την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί δεν μπορεί, κατά τα διδάγματα της κοινής εμπειρίας και της λογικής να εκληφθεί ως παραίτηση της από το δικαίωμα της να επικαλεστεί την ακυρότητα, όταν θα προέκυπτε σχετικό ζήτημα, όπως εν προκειμένω, ούτε μπορεί να θεωρηθεί γι'αυτό μη ανεκτή η προβολή της ακυρότητας των επίμαχων δικαιοπραξιών για την προάσπιση των δικαιωμάτων της. Ως εκ τούτου ο σχετικός ισχυρισμός των παραπάνω εκκαλούντων είναι αβάσιμος και
πρέπει να απορριφθεί, ως προς την τρίτη μεν εναγομένη ως κατ'ουσίαν αβάσιμος και ως προς τον τρίτο εκκαλούντα, ως αβάσιμος ο συναφής λόγος της έφεσης του. Επίσης οι πρώτος και τέταρτη των εναγομένων και ήδη εκκαλούντες στην πρώτη έφεση, που απέκτησαν τις εν λόγω θέσεις στάθμευσης το έτος 2009, προέβαλαν όμοιο ισχυρισμό περί καταχρηστικής ασκήσεως του ενδίκου δικαιώματος εκ μέρους της ενάγουσας, ισχυριζόμενοι ότι αυτή από το έτος 1983, που αγόρασε διαμέρισμα στην οικοδομή, μέχρι και την κατάθεση της ένδικης αγωγής (τον Απρίλιο του έτους 2010) ουδέποτε παραπονέθηκε καθ'οιονδήποτε τρόπο ότι δεν μπορούσε να σταθμεύσει το αυτοκίνητο της στον χώρο της πιλοτής, μάλιστα δε, κατά την εκδίκαση σχετικών αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων της δικαιοπαρόχου τους εναντίον της, είχε ζητήσει να αναγνωριστεί ως αποκλειστική νομέας της Ρ-5 θέσης στάθμευσης, λόγω της συνεχούς και ανενόχλητης χρήσης της επί 25 έτη, πράγμα που έρχεται σε αντίφαση με την ένδικη αξίωση της να της επιτραπεί η σύγχρηση των επιδίκων θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων και ότι ο πραγματικός σκοπός, που επιδιώκει με την έγερση της κρινομένης αγωγής της, δεν είναι η ελεύθερη σύγχρηση των θέσεων σταθμεύσεως της πιλοτής, αλλά η κατοχύρωση και νομιμοποίηση της αποκλειστικής χρήσης μίας εξ αυτών, παρότι, μάλιστα, είναι ελεύθερη η υπό στοιχεία Ρ-3 θέση στάθμευσης της πιλοτής, η οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν χρησιμοποιείται, ούτε ανήκει σε οποιονδήποτε από τους συνιδιοκτήτες, που διαμένουν στην πολυκατοικία. Ο ανωτέρω ισχυρισμός που προέβαλαν οι εναγόμενοι στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναλαμβάνουν με συναφή λόγο της έφεσης τους είναι επίσης αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί καθώς δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα δημιούργησε με την συμπεριφορά της προς τους παραπάνω διαδίκους την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμα της, αλλά απεναντίας, αποδεικνύεται ότι από την εγκατάσταση της στην ανωτέρω πολυκατοικία μέχρι την άσκηση της κρινομένης αγωγής χρησιμοποιούσε για τη στάθμευση του αυτοκινήτου της χώρους σταθμεύσεως της πιλοτής, αμφισβητώντας έτσι εμπράκτως τη σύσταση αυτοτελών διαιρεμένων ιδιοκτησιών επί αυτής και το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης της εκ μέρους των αναφερομένων στα συμβόλαια ως δικαιούχων, όπως αναφέρθηκε ήδη, ενώ η θέση Ρ-3 αποδείχθηκε ότι δεν την εξυπηρετεί για την στάθμευση του οχήματος του, καθώς είναι μικρότερη από τις άλλες και δεν την εξυπηρετεί. Τα υπόλοιπα εξάλλου πραγματικά περιστατικά που επικαλούνται οι ανωτέρω διάδικοι και αληθή υποτιθέμενα, δεν είναι επαρκή, για να θεμελιώσουν κατάχρηση δικαιώματος, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη, αλλά ούτε και οι σκοποί που αναφέρεται ότι επιδιώκει με την άσκηση της αγωγής της η ενάγουσας, αντίκεινται στις επιταγές της εν λόγω διατάξεως. Τούτο δε διότι, ακόμη κι αν η ενάγουσα άσκησε προηγουμένως ανταίτηση για την αναγνώριση της ως αποκλειστικής νομέα της υπό στοιχεία Ρ-5 θέσης στάθμευσης και ότι απώτερος σκοπός της είναι η αποκλειστική χρήση αυτής της θέσης και πάλι η ενάγουσα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ενεργεί αυτή κατά τρόπο που αντίκειται προφανώς στα αντικειμενικά όρια της ανωτέρω διάταξης, όταν αξιώνει την αναγνώριση του κοινόχρηστου χαρακτήρα των επιδίκων χώρων στάθμευσης στην πιλοτή και την προστασία του δικαιώματος της για την απρόσκοπτη σύγχρηση αυτών (από κοινού με τους λοιπούς συνιδιοκτήτες της πολυκατοικίας). Επομένως, ως προς τη δεύτερη έφεση, κατ'αρχάς, πρέπει η κρινομένη αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ'ουσίαν, κατά το μέρος της που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη και να αναγνωριστεί η ακυρότητα της 2.617/1978 πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της συμβολαιογράφου Ελευσίνας ..., όπως τροποποιήθηκε με την .../1981 πράξη της ίδιας παραπάνω Συμβολαιογράφου, αναφορικά με τον καθορισμό των επιδίκων θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων της πιλοτής ως αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών, καθώς και του .../31-7-1984 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών .., όσον αφορά τη μεταβίβαση της κυριότητας της Ρ-4β θέσης σταθμεύσεως στην παραπάνω (τρίτη) εναγομένη και να αναγνωριστεί ότι η θέση αυτή είναι κοινόχρηστη, απορριπτόμενων ως αβάσιμων κατ'ουσίαν των ισχυρισμών της παραπάνω εναγομένης - εκκαλούσας περί μετατροπής της σύμβασης μεταβίβασης της κυριότητας της θέσης στάθμευσης σε μεταβίβαση του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης αυτής και καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος. Κατά τα λοιπά ως προς την πρώτη και την τρίτη των εφέσεων, ενόψει του ό,τι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση του έκανε δεκτή την αγωγή, κατά το ανωτέρω κεφάλαιο της, με το οποίο ζητούνταν η αναγνώριση της ακυρότητας των επίμαχων ως άνω δικαιοπραξιών και του κοινόχρηστου χαρακτήρα των θέσεων στάθμευσης στην πιλοτή της παραπάνω οικοδομής, απορρίπτοντας τους ανωτέρω όμοιους αυτοτελείς ισχυρισμούς των διαδίκων ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και καλώς εκτίμησε τις αποδείξεις που προσήχθησαν ενώπιον του, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται και συμπληρώνεται με την αιτιολογία της παρούσας και όσα αντίθετα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με τους λοιπούς λόγους της έφεσης τους, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Συνακόλουθα και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές ως κατ'ουσίανβάσιμες οι
παραπάνω εφέσεις ως προς την σωρευμένη στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής, αρνητική αγωγή, και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη κατά το ανωτέρω κεφάλαιο της, όπως ήδη αναφέρθηκε, καθώς και ως προς τη διάταξη της για τη δικαστική δαπάνη στο σύνολο της, ενόψει της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού αυτής για όλα τα κεφάλαια της απόφασης (ΑΠ 192/1998 ΕλλΔνη 1998.825, ΕφΑΘ 654/2008 ΕλλΔνη 2009.616, Μαργαρίτης σε ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα - Κονδύλη - Νίκα, άρθ. 535, αριθ. 1, άρθ. 522, αριθ. 13 και άρθ. 520, αριθ. 240). Κατά τα λοιπά, οι εφέσεις, ως προς το παραπάνω κεφάλαιο της πρωτοβάθμιας απόφασης, που αφορά την αναγνώριση της ακυρότητας των επίμαχων δικαιοπραξιών και του κοινόχρηστου χαρακτήρα των επίμαχων θέσεων σταύθμευσηςαυτοκινήτων, πρέπει να απορριφθούν ως κατ'ουσίαν αβάσιμες. Όλοι οι εκκαλούντες - ενάγοντες, που ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης - εναγομένης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας που υποβλήθηκε με τις, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατατεθείσες προτάσεις της (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει, κατ'άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, εφόσον οι εφέσεις έγιναν δεκτές, έστω και εν μέρει ως προς την πρώτη και την τρίτη αυτών, να διαταχθεί η επιστροφή των παραβόλων του ένδικου μέσου στους εκκαλούντες.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων τις από 27-3-2014 και με αριθμούς κατάθεσης δικογράφων 2111/28-3-2014, 2057/27-3-2014 και 2058/27-3-2014, εφέσεις κατά της 5510/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 13-4-2010 αγωγή της εφεσίβλητης με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 81784/4684/30-4-2010, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ'ουσίαν βάσιμη η αγωγή της.
ΔΕΧΕΤΑΙ την 2057/27-3-2014 έφεση από τυπική και ουσιαστική άποψη.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την 5510/2013 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως προς την τρίτη εναγομένη.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την ουσία της.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη σωρευμένη στο δικόγραφο της από 13-4-2010 αγωγής της εφεσίβλητης, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 81784/4684/30-4-2010, αρνητική αγωγή και ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα της 2.617/1978 πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της συμβολαιογράφου Ελευσίνας Ευσταθίας Κυριακού, όπως τροποποιήθηκε με την 4.526/1981 πράξη της ίδιας συμβολαιογράφου, αναφορικά με τον καθορισμό ως αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών των υπό στοιχεία Ρ-4α, Ρ-4β, Ρ-5 και Ρ-6 θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων της πιλοτής της πολυκατοικίας, που βρίσκεται στη συμβολή των οδών ... στην Αθήνα.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα του .../1984 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., κατά το μέρος του που αφορά τη μεταβίβαση της κυριότητας της υπό στοιχεία Ρ-4β θέσεως σταθμεύσεως αυτοκινήτου της πιλοτής στην τρίτη εναγομένη.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η ανωτέρω Ρ-4β θέση σταθμεύσεως αυτοκινήτου της πιλοτής της ως άνω πολυκατοικίας είναι κοινόχρηστη.
ΔΕΧΕΤΑΙ τις 2111/28-3-2014 και 2058/27-3-2014 εφέσεις, από τυπική και εν μέρει από ουσιαστική άποψη.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την 5510/2013 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως προς τους πρώτο, δεύτερο και τέταρτη των εναγομένων κατά το κεφάλαιο της σωρευμένης στο δικόγραφο της από 13-4-2010 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 81784/4684/30-4-2010 αρνητικής αγωγής.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την ουσία της, κατά το ανωτέρω κεφάλαιο της εκκαλούμενης απόφασης.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή κατά το ανωτέρω κεφάλαιο της, που αφορά τη σωρευμένη στο δικόγραφο της αρνητική αγωγή.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατά τα λοιπά κατ'ουσίαν τις από 27-3-2014 ως άνω εφέσεις.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για αμφότερους τους βαθμούς της δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό
των χιλίων ευρώ (1.000,00€).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση των παραβόλων των διακοσίων ευρώ (200,00 €) που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας στους εκκαλούντες.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Ιουλίου 2016.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 29 Σεπτεμβρίου 2016, με την παρακάτω σύνθεση: Αρετή Παπαδιά, Πρόεδρο Εφετών, με μέλη τους Εφέτες Κανέλλα Τζαβέλλα Δημαρά και Ευσέβεια Λιακοπούλου (λόγω μετάθεσης της Εφέτου Βασιλικής Τσαμπάζη Εισηγήτριας που μετείχε στην αρχική σύνθεση) και με Γραμματέα την Ανδρομάχη Πάλλα χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι τους δικηγόροι.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΠΗΓΗ:

ΠΥΛΩΤΗ - Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών Ειδική Διαδικασία Αριθμός αποφάσεως 1533/2010 - Απαγορεύεται οι θέσεις στάθμευσης της πυλωτής ή του ακάλυπτου χώρου του οικοπέδου να υπαχθούν με τη σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας ...

Previous: ΠΥΛΩΤΕΣ - ΕφΑθ 2332/2016 Πυλωτή - Θέσεις στάθμευσης αυτοκίνητων - Αναγνώριση ακυρότητας μεταβιβαστικού συμβολαίου -. Αναγνωρίζεται ως άκυρη η σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας με την οποία καθορίζονται ανοικτές θέσεις σταθμεύσεως της πυλωτής ως αυτοτελείς διηρημένες ιδιοκτησίες οι οποίες μάλιστα ανήκουν κατά κυριότητα σε τρίτους μη ένοικους τη πολυκατοικίας και σε ιδιοκτήτρια μικρής χωρίς λειτουργική ανεξαρτησία αποθήκης. Η αγωγή αυτή για την εν λόγω αναγνώριση εφόσον άφορα ιδιοκτήτη διαμερίσματος της πολυκατοικίας και τρίτο εισάγεται στο δικαστήριο της τακτικής διαδικασίας και όχι στο Μονομελές Πρωτοδικείο του άρθρου 17 παρ. 2 ΚΠολΔ
$
0
0


Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών

Ειδική Διαδικασία

Αριθμός αποφάσεως 1533/2010

Περίληψη

Απαγορεύεται οι θέσεις στάθμευσης της πυλωτής ή του ακάλυπτου χώρου του οικοπέδου να υπαχθούν με τη σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας κατ’ αποκλειστική χρήση σε αποθήκες-βοηθητικούς χώρους, αλλά...

επιτρέπεται να υπαχθούν μόνο σε διαμερίσματα - Ακύρωση της σύστασης και των μεταβιβαστικών συμβολαίων με τα οποία αποκτήθηκαν οι θέσεις αυτές – Αναγνώριση ότι είναι κοινόχρηστες.

Κείμενο

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Δικαστή Σοφία Καραγιάννη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Αντωνία Λαμπροπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 14.1.2010 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ (ΚΥΡΙΩΣ) ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) Π. συζ. Ν. Ν. το γένος Γ. Α. και 2) Ν. Ν. του Ε.αμφοτέρων κατοίκων Ν. Κόσμου Αθηνών οδός Π. αρ. ** οι οποίοι παραστάθηκαν η πρώτη δια ο δεύτερος μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους .....

ΤΩΝ (ΚΥΡΙΩΣ) ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Α. θυγατέρας Ι. Κ., 2) Ν. Χ. του Ι., 3) Α. συζ. Ν. Χ. το γένος Σ. Χ., 4) Δ. Π. του Μ. 5) Α. συζ. Δ. Π., 6) Α. Ν. του Γ., 7) Α. συζ., Α. Ν. το γένος Ν. Θ., 8) Α. Α. του Α., 9) Ι. Β. του Α., όλως κατοίκων Ν. Κόσμου Αθηνών οδός Π. αρ. ** και 10) Μ. συζ. Γ. Ζ. το γένος Ι. . κατοίκου Νέου Κόσμου Αθηνών οδός Ν. αρ. * εκ των οποίων παραστάθηκαν ο πρώτος, δεύτερος, τρίτη, έκτος, έβδομος, όγδοη και δέκατη δια των πληρεξουσίων δικηγόρων τους .., ο ένατος δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του .. ενώ οι τέταρτος και πέμπτη δεν παραστάθηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΩΝ ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ-ΥΠΕΡ ΩΝ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : 1) Ν.Χ. του Ι., 2) Α. συζ. Ν. Χ. το γένος Σ. Χ., 3) Α.Ν. του Γ., 4) Α. συζ. Α. Ν. το γένος Ν. Θ., 5) Α. Α. του Α. όλως κατοίκων Ν. Κόσμου Αθηνών οδός Π. αρ. ** και 6) Μ. συζ. Γ. Ζ. το γένος Ι. Π. οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους ...

ΤΗΣ ΚΑΘ'ΗΣ Η ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ-ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ-ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ομορρύθμου εταιρίας με την επωνυμία «ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ .... & ΣΙΑ Ο.Ε» που εδρεύει στο Ν. Κόσμο Αττικής οδός Πασιώνος αρ. **, νομίμως εκπροσωπούμενης από τον εκκαθαριστής Β. Ε. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της ...

Οι κυρίως ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 15.1. 2008 αγωγή τους που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό εκθέσεως 87828/2008 και ειδικό αριθμό καταθέσεως 2870/2008 αγωγή τους δικάσιμος της. Επί της κυρίας αυτής αγωγής ορίσθηκε δικάσιμος η 16η.2. 2009 κατά την οποία αναβλήθηκε για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας. Οι προσεπικαλούντες - παρεμπιπτόντως ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 11.2. 2009 προσεπίκληση και η ενωμένη παρεμπίπτουσα με γενικό αριθμό εκθέσεως 24245/2009 και ειδικό αριθμό 1023/2009 καταθέσεως, δικάσιμος των οποίων ορίστηκε η αναφερομένης την αρχή της απόφασης κατά την οποία οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν από τη σειρά του εκθέματος και οι διάδικοι παραστάθηκαν, πλην των τετάρτου και πέμπτης των κυρίως εναγόντων κατά τον τρόπο που πιο πάνω σημειώνεται. Κατά τη συζήτηση των

υποθέσεων, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς

τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 15.1. 2008 με γενικό αριθμό εκθέσεως 87828/2008 και ειδικό αριθμό

καταθέσεως 2870/2008 αγωγή και η από 11.2. 2009 με γενικό αριθμό εκθέσεως

24245/2009 και ειδικό αριθμό 1023/2009 καταθέσεως προσεπίκληση με ενωμένη

παρεμπίπτουσα αγωγή των πρώτου, δευτέρου, έκτου, έβδομης, ογδόης και δέκατης

των εναγομένων στην κύρια αγωγή κατά της ομορρύθμου εταιρίας με την επωνυμία

«ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ .... & ΣΙΑ Ο.Ε» πρέπει να

συνεκδικαστούν κατ'άρθρο 285 του ΚΠολΔ.

Από τις υπ'αριθ. 5589Β και 5590Β από 28.1. 2009 εκθέσεις επιδόσεως του

δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών .... σε συνδυασμό με τις από 28.1

2009 αποδείξεις παράδοσης του Αστυφύλακα Γ. Τ. του AT Νέου Κόσμου Αττικής

και τις από 29.1. 2009 βεβαιώσεις του ΕΛΤΑ Αθηνών τις οποίες επικαλούνται και

νομίμως προσκομίζουν οι κυρίως ενάγοντες, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο

αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς

συζήτηση για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 16. 2. 2009 επιδόθηκε νομότυπα και

εμπρόθεσμα στον τέταρτο και πέμπτη των εναγομένων (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 126

παρ. 1 περ. α', 128 παρ.4 και 648 εδ. α'του ΚΠολΔ). Κατά την παραπάνω δικάσιμο η

συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε με αίτημα και του πληρεξουσίου δικηγόρου των

εναγομένων αυτών για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά

την οποία, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου εκθέματος, οι

τελευταίοι δεν εμφανίσθηκαν και επομένως, ενόψει του ότι η αναβολή της υπόθεσης

με την παρουσία των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων ισοδυναμεί με

κλήτευση τους (άρθρο 310 παρ. 2 του ΚΠολΔ), πρέπει αυτοί να δικαστούν ερήμην.

Το Δικαστήριο ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να

ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 649 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1002, 1117 ΑΚ, 2 παρ. 1, 5 και 13

του ν. 3741/1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 54

ΕισΝΑΚ) συνάγεται ότι, επί οριζοντίου ιδιοκτησίας, ιδρύεται, κυρίως μεν, χωριστή

κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή διαμέρισμα ορόφου, παρεπομένως δε και

αναγκαστική συγκυριότητα που αποκτάται αυτοδικαίως, κατ'ανάλογη μερίδα, στα

μέρη του όλου ακινήτου που χρησιμεύουν σε κοινή απ'όλους τους οροφοκτήτες

χρήση μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, κατά την ενδεικτική στις διατάξεις αυτές

απαρίθμηση, το έδαφος, οι αυλές κ.λ.π. Ο προσδιορισμός των κοινοκτήτων και

κοινοχρήστων αυτών μερών, γίνεται_______, είτε με τη συστατική της οροφοκτησίας

δικαιοπραξία, είτε με ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ όλων των οροφοκτητών, κατά το

άρθρο 4 παρ. 1, 5 και 13 του ως άνω ν. 3741/1929. Αν αυτό δεν γίνει, αν δηλαδή δεν

ορίζεται τίποτε από την ως άνω δικαιοπραξία ούτε με ιδιαίτερες συμφωνίες, τότε

ισχύει ο προσδιορισμός που προβλέπεται από τις πιο πάνω διατάξεις. Το ίδιο

συμβαίνει, ήτοι ισχύει ο προσδιορισμός που προβλέπεται από τις αναγκαστικού

δικαίου πολεοδομικές διατάξεις νόμου, όταν οι πιο πάνω δικαιοπραξία και συμφωνίες

αντίκεινται στις διατάξεις αυτές, όταν δηλαδή ο καθορισμός των κοινοχρήστων κατ'

έκταση και περιεχόμενο, με βάση τις ανωτέρω συμφωνίες έρχεται σε ευθεία αντίθεση

με ρητή πολεοδομική διάταξη που απαγγέλλει ρητώς ή εμμέσως, πλην σαφώς

ακυρότητα. Τέτοια διάταξη είναι και εκείνη του άρθρου 1 παρ. 5 εδ. τελευταίο του ν.

960/1979, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1221/1981. Κατά την

τελευταία αυτή διάταξη του νόμου "αι τυχόν δημιουργούμενοι θέσεις σταθμεύσεως

εις τον ελεύθερον ισόγειον χώρον του κτιρίου όταν τούτο κατασκευάζεται επί

υποστηλωμάτων (πιλοτής) κατά τις ισχύουσες διατάξεις, δεν δύνανται ν'αποτελέσουν

διηρημένας ιδιοκτησίας". Δηλαδή, από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι όταν η

οικοδομή ανεγείρεται με άδεια και υπό το πολεοδομικό σύστημα της αφέσεως του

ισογείου χώρου ακαλύπτου, ο ακάλυπτος αυτός χώρος δεν μπορεί να αποτελέσει

διηρημένες ιδιοκτησίες, που ανήκουν δηλαδή σε ένα ή περισσότερους ιδιοκτήτες, είτε

αυτοί είναι οροφοκτήτες είτε τρίτοι, αλλά θα παραμείνει ως κοινόχρηστος, με την πιο

πάνω έννοια, χώρος, επί του οποίου αποκτάται αυτοδικαίως, όπως προαναφέρθηκε,

συγκυριότητα, εφόσον υφίσταται οριζόντια ιδιοκτησία σε όροφο οικοδομής ή σε

διαμέρισμα ορόφου και παρεπομένως αναγκαστική συγκυριότητα των οροφοκτητών

κατ'ανάλογη μερίδα τούτων επί του κοινοχρήστου αυτού χώρου, που χρησιμεύει σε

κοινή απ'όλους τους οροφοκτήτες χρήση. Ενόψει αυτών η συμφωνία των

οροφοκτητών για την κατάργηση του κοινοχρήστου χώρου της πιλοτής και η

μεταβίβαση του χώρου αυτής σε τρίτους κατά διηρημένες ιδιοκτησίες έρχεται σε

ευθεία αντίθεση προς την ως άνω αναγκαστικού δικαίου πολεοδομική διάταξη του ν.

1221/1981, ως επιδιώκουσα απαγορευμένο και αθέμιτο αποτέλεσμα, ήτοι την κάλυψη

του υποχρεωτικώς από το νόμο ακαλύπτου ισογείου χώρου ή την μεταβίβαση αυτού

σε τρίτους κατ'αποκλειστική τους ιδιοκτησία και επομένως είναι, κατά το αρθ. 174

ΑΚ άκυρη, λόγω της αντιθέσεως της προς την απαγορευτική ως άνω διάταξη.

Εφόσον δε ο χώρος αυτός δεν μπορεί να αποτελέσει διαιρεμένη ιδωκτησία, δεν είναι

δεκτικός και συστάσεως χωριστού εμπραγμάτου δικαιώματος (όπως πραγματικής

δουλείας) με τον οποίο θα έχανε τον κοινόχρηστο χαρακτήρα του. Με ιδιαίτερη

συμφωνία των συνιδιοκτητών μπορεί, βεβαίως, σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 13 του ν.

3741/1929, να παραχωρηθεί εγκύρως η χρήση του χώρου αυτού αποκλειστικώς σε

ένα ή ορισμένους ιδιοκτήτες ορόφου ή διαμερίσματος μόνο όμως της ιδίας οικοδομής

στην οποία υπάρχει. Ο με το παραπάνω περιεχόμενο περιορισμός του χώρου αυτού

από τους λοιπούς οροφοκτήτες έχει απλώς το "χαρακτήρα"δουλείας κατ'άρθρο 13

παρ. 3 του ν. 3741/1929, χωρίς όμως να είναι πραγματική δουλεία με την έννοια των

άρθρων 1118 και 1119 ΑΚ και επιβάλλεται από τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις

των άρθρων 1 παρ. 1, 2 εδ. α, β, 5 του ν. 960 979, όπως τροποποιήθηκε με το ν.

1221/1981 και το π.δ. 1340/1981, συνίσταται δε στην υποχρέωση των συνιδιοκτητών,

επί οικοδομών που ανεγείρονται με άδεια και υπό το πολεοδομικό σύστημα της

αφέσεως του ισογείου ακαλύπτου, να εξασφαλίζουν είτε σε ακάλυπτο είτε σε

καλυμμένο (μεταξύ των υποστηλωμάτων της οικοδομής πιλοτής) χώρο για τη

στάθμευση των αυτοκινήτων των συνιδιοκτητών της οικοδομής. Συνέπεια του

περιορισμού αυτού της κυριότητας είναι ότι δεν επιτρέπεται στους συνιδιοκτήτες του

οικοπέδου με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία και με οποιαδήποτε

μεταγενέστερη κατά τους νομίμους τύπους γενομένη τροποποίηση της, να μην

εξασφαλίζουν στην κοινόκτητη πιλοτή της οικοδομής θέσεις σταθμεύσεως των

αυτοκινήτων τους και να στερούνται έτσι της δυνατότητας χρήσεως κοινοκτήτου και

κοινοχρήστου μέρους της ως άνω οικοδομής, ενώ κατά το αναγκαστικό δίκαιο που

αναφέρθηκε επιβάλλεται η εξασφάλιση θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων των

ιδιοκτητών των άνω διαμερισμάτων. Πρέπει να σημειωθεί ότι στον καθορισμό του

απαιτουμένου αριθμού θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων αναλόγων των χρήσεων

και του μεγέθους των κτιρίων σε περιοχές εντός της μείζονος περιοχής πρωτευούσης,

βάσει του π.δ. 1340/1981 δεν προβλέπεται θέση σταθμεύσεως αυτοκινήτου για

επιφάνεια μικρότερη από σαράντα (40) τετραγωνικά μέτρα, ενώ στην επιφάνεια του

κτιρίου, για τον υπολογισμό των θέσεων σταθμεύσεως, δεν υπολογίζονται και οι εν

γένει βοηθητικοί χώροι. Επομένως, κατανομή των θέσεων των αυτοκινήτων στον

ακάλυπτο χώρο της πιλοτής της οικοδομής, ώστε να εξασφαλίζεται θέση

σταθμεύσεως αυτοκινήτου σε υπόγεια, χωρίς λειτουργική ανεξαρτησία, μικρή

αποθήκη (επιφάνειας μικρότερης των 40 τ.μ.), που αποτελεί βοηθητικό χώρο

διαμερίσματος και να μην εξασφαλίζεται θέση σταθμεύσεως αυτοκινήτου στο

διαμέρισμα και έτσι να στερείται παντελώς χρήσεως της πιλοτής ο ιδιοκτήτης

διαμερίσματος ορόφου, αντιβαίνει ευθέως στον από τις άνω πολεοδομικές διατάξεις

επιβαλλόμενο περιορισμό της κυριότητος και είναι άκυρη γιαυτό δε και θεωρείται

ως μη γενομένη κατά τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ (ΟλΑΠ 5/1991 ΕλλΔνη 32.750,

ΟλΑΠ 23/2000 ΕλλΔνη 42.58, ΑΠ 448/1996 ΕλλΔνη 37.600, ΕφΑΘ 8600/2000

ΕλλΔνη 43.500, ΕφΑΘ 7337/1999 Ε.Δ.Π 2001/7211). Περαιτέρω, για να έχει κάποιος

την αποκλειστική χρήση κοινόκτητου χώρου, πρέπει να ήταν και να είναι ιδιοκτήτης

χωριστής ιδιοκτησίας της ίδιας οικοδομής, τέτοιας όμως, που δεν εμπίπτει στην

παραπάνω πολεοδομική διάταξη (ΕφΑΘ 1886/1994 ΕΔΠ 1994/208). Έτσι ο

εργολάβος, ο οποίος λαμβάνει ως εργολαβικό αντάλλαγμα ορισμένους ορόφους ή

διαμερίσματα ορόφων της υπό ανέγερση πολυκατοικίας και παράλληλα το δικαίωμα

αποκλειστικής χρήσης ορισμένων θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων της πιλοτής,

προκειμένου να παραχωρήσει το δικαίωμα του αυτό, ως παρακολούθημα σε

αγοραστές ορόφων ή διαμερισμάτων ορόφων και, μια τέτοια παραχώρηση είναι

άκυρη και χώρος σταθμεύσεως της πιλοτής παύει να ανήκει στην αποκλειστική

χρήση του προς ον η παραχώρηση και καθίσταται αυτοδικαίως αντικείμενο της

κοινής χρήσης όλων των συνιδιοκτητών (ΕφΑΘ 7998/2004 ΕΔΠ 2004, 134, ΕφΑΘ

101/2003, ΝοΒ 2003, 1238, ΕφΑΘ 7337/1999, ΕΔΠ 2001, 211).

Στην προκειμένη περίπτωση με την από 15.1. 2008 κύρια αγωγή οι ενάγοντες

εκθέτουν ότι είναι ιδιοκτήτες, κατ1 ισομοιρίαν και εξ'αδιαιρέτου, του

(οροφο)διαμερίσματος, εμβαδού 58 τμ, του πρώτου πάνω από την πιλοτή ορόφου της

επί της οδού Πυθέου 66 στην περιοχή Νέος Κόσμος στην Αθήνα πολυωρόφου

οικοδομής η οποία έχει υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 3741/1929 και διέπεται από την

υπ'αριθ. 7042/30.5.1990 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού

πολυκατοικίας νόμιμα μεταγεγραμμένων οι οποίες καταρτίστηκαν μεταξύ του

οικοπεδούχου και της εργολήπτριας εταιρίας νομίμως εκπροσωπούμενης. Ότι στην

ως άνω σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας ορίστηκε ότι στους κοινόχρηστους χώρους

της οικοδομής περιλαμβάνονται επτά θέσεις στάθμευσης στην πιλοτή καις τον

ακάλυπτο χώρο της οικοδομής και στο υπόγειο οκτώ αποθήκες εκτάσεως 4 περίπου

τμ η καθεμία και ότι στις αποθήκες ανήκουν κατ'αποκλειστική χρήση ως παράρτημα

αυτών οι αναφερόμενες αντιστοίχως θέσεις στάθμευσης. Ότι η πρώτη εναγόμενη

είναι ιδιοκτήτρια του δεύτερου υπέρ την πιλοτή ορόφου της πολυκατοικίας αυτής και

της Υ3 αποθήκης στην οποία ανήκει η αποκλειστική χρήση της υπό στοιχ. Ρ3 θέση

στάθμευσης στον ακάλυπτο, ο δεύτερος και τρίτος των εναγομένων, κατ ισομοιρίαν

και εξ'αδιαιρέτου του διαμερίσματος του τρίτου ορόφου και της Υ2 αποθήκης στην

οποία ανήκει η αποκλειστική χρήση της Ρ2 θέσης στάθμευσης, ο τέταρτος και η

πέμπτη του διαμερίσματος του πέμπτου ορόφου και της Υ5 αποθήκης στην οποία

ανήκει η αποκλειστική χρήση της Ρ6 θέσης στάθμευσης, ο έκτος και η έβδομη του

διαμερίσματος του εβδόμου ορόφου και της Υ4 αποθήκης στην οποία ανήκει η

αποκλειστική χρήση της Ρ4 θέσης στάθμευσης, η όγδοη εναγομένη είναι ιδιοκτήτρια

του ογδόου ορόφου και της Υ7 αποθήκης και στην οποία ανήκει η αποκλειστική

χρήση της Ρ7 θέσης στάθμευσης, ο ένατος εναγόμενος έχει τη ψιλή κυριότητα των

65/1000 εξ αδιαιρέτου του Δ-1 διαμερίσματος και του Ε1 διαμερίσματος καθώς και

τη ψιλή κυριότητα των Υ6 και Υ8 αποθήκης στην οποία ανήκει κατ'αποκλειστική

χρήση ως παράρτημα αυτής η Π8 θέση στάθμευσης στην πιλοτή. Η δέκατη των

εναγομένων δυνάμει του υπ'αριθ. 7556/1992 νομίμως μετεγγραμμένου συμβολαίου

απέκτησε από τον οικοπεδούχο την Υ1 αποθήκη στην οποία ανήκει κατά

αποκλειστική χρήση η Ρ1 θέση στάθμευσης στον ακάλυπτο της πιλοτής. Ότι οι εννέα

πρώτοι ιδιοκτήτες οριζοντίων ιδιοκτησιών της εν λόγω πολυωρόφου οικοδομής και η

δέκατη εναγομένη χωρίς να είναι ιδιοκτήτρια διαμερίσματος της πολυκατοικίας αυτής

αλλά μόνο αποθήκης παρανόμως χρησιμοποιούν τις αντίστοιχες θέσεις στάθμευσης

διότι η κατανομή θέσεων αυτοκινήτου στην πιλοτή και ακάλυπτο χώρο της

οικοδομής ώστε να εξασφαλίζεται σε υπόγεια μικρή αποθήκη επιφάνειας μικρότερης

των 40 τμ που αποτελεί χώρο βοηθητικό διαμερίσματος, και να μην εξασφαλίζεται

χώρο στάθμευσης στους ιδιοκτήτες του διαμερίσματος του πρώτου ορόφου

(εναγόντων) αντιβαίνει στις πολεοδομικές διατάξεις, είναι άκυρη και θεωρείται μη

γενομένη. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά ζητούν α) να αναγνωρισθεί

άκυρη η αναφερόμενη πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας ως προς το ότι στις

παραπάνω αποθήκες ανήκουν κατά αποκλειστική χρήση ως παραρτήματα οι

αντίστοιχες θέσεις στάθμευσης, β) να αναγνωρισθούν ως κοινόχρηστες όλες οι θέσεις

στάθμευσης της πιλοτής, γ) να αναγνωρισθεί ως απολύτως άκυρη οποιαδήποτε

μεταβίβαση των ανωτέρω χώρων στάθμευσης κατά προσάρτηση στις επίδικες

αποθήκες, δ) να αναγνωρισθεί ως απολύτως άκυρη η μεταβίβαση σε τρίτο μη

ιδιοκτήτη της πολυκατοικίας αποθήκης μετά της προσαρτηθείσης θέσεως στάθμευσης

αυτοκινήτου, ε) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι και οποιοσδήποτε τρίτος που έλκει

δικαιώματα από αυτούς, να τους αποδώσουν, ως συγκυρίων, συννομέων και

συγκατόχων, την ελεύθερη σύγχρηση των χώρων αυτών και στ) να απειληθεί κατά

των εναγομένων προσωπική κράτηση δύο μηνών και χρηματική ποινή 293 ευρώ για

κάθε παράβαση της αποφάσεως που θα εκδοθεί. Να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά

εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά τους δαπανήματα.

Η αγωγή παραδεκτά φέρεται για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των

άρθρων 648 έως 657 του ΚΠολΔ (άρθρο 647 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα) ενώπιον του

αρμοδίου τούτου καθ'ύλην και κατά τόπον Δικαστηρίου (άρθρα 17 αρ. 2 και 22 του

ΚΠολΔ) και είναι ορισμένη, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του

ενάτου των εναγομένων και νόμιμη. Στηρίζεται στις προδιαλαμβανόμενες στη

μείζονα σκέψη διατάξεις καθώς και σ'εκείνες των άρθρων, 1, 2, 3, 4, 5, 7, 8 και 13

του ν. 3741/1929, 1002, 1117, 174 ΑΚ και 70, 907, 908, 945 παρ. 1, 946 παρ. 1 και

176 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ'ουσίαν.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 182 του ΑΚ, όταν η άκυρη δικαιοπραξία περιέχει τα

στοιχεία άλλης δικαιοπραξίας αυτή ισχύει εφόσον συνάγεται ότι τα μέρη θα την

ήθελαν, αν ήξεραν την ακυρότητα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι όταν η άκυρη

δικαιοπραξία περιέχει τα στοιχεία άλλης δικαιοπραξίας, την οποία τα μέρη δεν

προέβλεψαν ούτε ηθέλησαν, θα ήθελαν όμως αν ήξεραν την ακυρότητα της

καταρτισθείσας, τότε ισχύει η τελευταία. Για να χωρήσει όμως η μετατροπή αυτή

απαιτείται ένα από τα μέρη που έλαβαν μέρος στη δικαιοπραξία να επικαλεσθεί και

αποδείξει την άγνοια των μερών περί ακυρότητας της πρώτης δικαιοπραξίας και την

υποθετική βούληση τους όπως ισχύσει η κατά μετατροπή έγκυρη δικαιοπραξία, αν τα

μέρη γνώριζαν την ακυρότητα (ΑΠ 247/2004, ΑΠ 1051/2003 δημοσιευμένες στη

ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 619/1999 ΕΔΠ 1999, 205, ΑΠ 7227/1999, ό.π., ΑΠ 967/1997 ΕλλΔνη

39.123). Περαιτέρω, κατά την αληθινή έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ,

η οποία σκοπεύει στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας κατά την

άσκηση κάθε δικαιώματος, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η

συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της άσκησης του και η διαμορφωθείσα

κατά το διάστημα που μεσολάβησε πραγματική κατάσταση, καθιστούν επαχθή τη

μεταγενέστερη άσκηση του. Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου δεν αρκεί για να

καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος, εκτός αν συνοδεύεται και

από άλλα περιστατικά, αναγόμενα στη συμπεριφορά του δικαιούχου, από τα οποία ναδημιουργήθηκε στον υπόχρεο η εύλογη πεποίθηση ότι αποκλείεται στο μέλλον η

άσκηση του δικαιώματος, με βάση δε την πεποίθηση αυτή πρέπει να διαμορφώθηκε

στη συνέχεια πραγματική κατάσταση, της οποίας η ανατροπή με την άσκηση του

δικαιώματος πρέπει να συνεπάγεται για τον υπόχρεο δυσβάστακτες συνέπειες καθ'

υπέρβαση προφανή των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη

και τον κοινωνικοοικονομικό σκοπό του δικαιώματος (ΟλΑΠ 1/1997, ΑΠ 247/2004

ό.π, ΑΠ 205/2001 ΕλλΔνη 42.1571, ΑΠ 196/2001 ΕλλΔνη 42.1570, ΑΠ 1203/2000

ΕλλΔνη 43.126, ΑΠ 7337/1999, ό.π. ΑΠ 551/1998 ΕλλΔνη 39.1296). Στην

προκειμένη περίπτωση οι παριστάμενοι εναγόμενοι, προφορικά με δήλωσή τους που

καταχωρήθηκε στα πρακτικά και με τις έγγραφες προτάσεις τους που κατέθεσαν στο

ακροατήριο του Δικαστηρίου ισχυρίζονται ότι ακόμα και αν η παραχώρηση

δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης χώρων στάθμευσης της πυλωτής στις υπόγειες

αποθήκες ήταν άκυρος και πάλι θα ίσχυε κατά μετατροπή ως έγκυρη συμφωνία

παραχώρησης του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης. Ο ισχυρισμός αυτός ως

ένσταση καταλυτική της αγωγής εκ του άρθρου 182 ΑΚ είναι απορριπτέος ως

αόριστος διότι δεν περιέχει τα αξιούμενα από το εν λόγω άρθρο στοιχεία και κυρίως

δεν περιέχει σαφή αίτηση των ενισταμένων για μετατροπή του άκυρου μέρους της

πράξεως οριζόντιας ιδιοκτησίας και την ως άνω υποθετική θέληση των

συμβληθέντων σ'αυτές. Περαιτέρω οι παριστάμενοι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι το

αγωγικό δικαίωμα των εναγόντων ασκείται καταχρηστικά διότι για την απόκτηση των

θέσεων στάθμευσης κατέβαλαν τίμημα, ότι οι ενάγοντες εν γνώσει τους αγόρασαν

διαμέρισμα στο οποίο δεν αντιστοιχεί θέση στάθμευσης αυτοκινήτου, ότι με την

αγορά του διαμερίσματος τους προσχώρησαν και αποδέχθηκαν την πράξη

οροφοκτησίας και ότι έβλεπαν οι ενάγοντες να σταθμεύουν τα αυτοκίνητα τους στις

συγκεκριμένες θέσεις στάθμευσης χωρίς να διαμαρτυρηθούν για χρονικό διάστημα

18-20 ετών έως την άσκησης της αγωγής. Τα επικαλούμενα προς θεμελίωση της εκ

του άρθρου 281 ΑΚ ενστάσεως περιστατικά δεν είναι ικανά για να θεωρηθεί η

άσκηση του δικαιώματος των εναγόντων ότι υπερβαίνει τα αξιολογικά όρια του

άρθρου 281 ΑΚ, απορριπτόμενης της ενστάσεως αυτής ως νόμω αβάσιμης.

Στην από 11.2.2009 προσεπίκληση, στην οποία ενώνεται και παρεμπίπτουσα αγωγή

κατά της ομορρύθμου εταιρίας με την επωνυμία «ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ... & ΣΙΑ Ο.Ε», οι δεύτερος, τρίτη, έκτος, έβδομη, ένατη και δέκατη

των εναγόμενων της κύριας αγωγής και παρεμπιπτόντως ενάγοντες εκθέτουν ότι σε

βάρος τους ασκήθηκε η πιο πάνω κύρια αγωγή, το περιεχόμενο της οποίας

παραθέτουν αυτολεξεί. Ότι, με τις αναφερόμενες συμβολαιογραφικές πράξεις που

μεταγράφηκαν νόμιμα η ως άνω ομόρρυθμη εταιρία τους μεταβίβασε λόγω

πωλήσεως τις περιγραφόμενες οριζόντιες ιδιοκτησίες με αποθήκες στην αποκλειστική

χρήση των οποίων ανήκουν ως παραρτήματα οι περιγραφόμενες θέσεις στάθμευσης

στην πιλοτή και στον ακάλυπτο χώρο της πολυορόφου οικοδομής για τις οποίες

κατέβαλαν τίμημα. Ότι για το λόγο αυτό προσεπικαλούν την εν λόγω εταιρία, που

επέχει θέση δικονομικού εγγυητή έναντι αυτών, και ζητούν να παρέμβει προς

υποστήριξη τους στην ανοιγείσα με την ως άνω κύρια αγωγή δίκη. Επίσης, ζητούν

για την περίπτωση παραδοχής της κύριας αγωγής, να υποχρεωθεί η παρεμπιπτόντως

εναγομένη να τους καταβάλει ως αποζημίωση για τη στέρηση των θέσεων

στάθμευσης το ποσό των 6.000 ευρώ σε καθένα από τους τέσσερες πρώτους και από

12.000 ευρώ σε κάθε μία από τις δύο τελευταίες από τους παρεμπιπτόντως ενάγοντες.

Η προσεπίκληση αυτή και η ενωμένη με αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή ασκήθηκαν

παραδεκτά με ιδιαίτερο δικόγραφο (άρθρα 88, 89 215 επ. ΚΠολΔ), εισάγονται

αρμοδίως στο παρόν Δικαστήριο (άρθρο 31 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι όμως απορριπτέες

ως απαράδεκτες καθόσον δεν εκτίθεται στο δικόγραφο τους η έννομη σχέση από τηνοποία και προκύπτει η υποχρέωση της προσεπικαλούμενης και παρεμπίπτουσας

εναγομένης να καταβάλει στους προσεπικαλούντες παρεμπίπτοντες ενάγοντες

αποζημίωση ενώ για πρώτη φορά με τις προτάσεις τους επικαλούνται ακροθιγώς τις

διατάξεις του άρθρου 904 ΑΚ. Πρέπει, επομένως, να απορριφθούν απορριπτόμενης

συνακόλουθα και της ασκηθείσας δια των προτάσεων πρόσθετης παρέμβασης της

προσεπικαλούμενης, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον εκκαθαριστή της, υπέρ των

προσεπικαλούντων με αίτημα την απόρριψη της κυρίας αγωγής παρότι η πρόσθετη

αυτή παρέμβαση της είναι και απαράδεκτη για το λόγο ότι από τις διατάξεις των

άρθρων 80, 81, 215 και 647 επ. του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση

ασκείται με κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου και με την κοινοποίηση αυτού σε

όλους τους διαδίκους και σε υπόθεση που εκδικάζεται κατά την ειδική διαδικασία

των άρθρων 647 επ. ΚΠολΔ, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετική ρύθμιση από τα

άρθρα που διέπουν την ειδική αυτή διαδικασία (ΑΠ 685/1988 ΑρχΝομ 1989, 264,

ΕφΑΘ 10186/2002 ΕΔΠ 2006, 23). Επομένως η προσεπίκληση, παρεμπίπτουσα

αγωγή και δια των προτάσεων πρόσθετη αυτή παρέμβαση πρέπει, συνεκδικαζόμενες

με την κυρία αγωγή να απορριφθούν. Τα έξοδα των προσεπικαλούντων, των

εναγόντων στην παρεμπίπτουσα αγωγή και της προσθέτως παρεμβαίνουσας ενόψει

της έκτασης της ήττας και νίκης του καθενός εξ'αυτών πρέπει να συμψηφιστούν

μεταξύ τους (άρθρο 178 ΚΠολΔ).

Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν νόμιμα με

επίκληση από τους διαδίκους, ειδικότερα δε από τις ένορκες καταθέσεις των

μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του

Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υποθέσεως και περιέχονται στα ταυτάριθμα με

την παρούσα απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως, εκτιμώμενες καθ'εαυτές,

σε συνδυασμό μεταξύ τους και κατά το λόγο της γνώσεως και της αξιοπιστίας του

κάθε μάρτυρα, από όλα τα έγγραφα που νομότυπα προσκομίζουν και επικαλούνται οι

διάδικοι, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα προς

συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς η ρητή αναφορά τους παρακάτω να

προσδίδει σ'αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη (ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004,70, ΑΠ

1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723) σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας

και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336

παρ. 4 ΚΠολΔ βλ. σχετ. ΑΠ 1456/1996 Αρχ. Ν 48, 311) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα

περιστατικά τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης: Με το με αριθ. 7236/1990

συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ... που μεταγράφηκε νόμιμα οι ενάγοντες

κατέστησαν συγκύριοι κατ'ισομοιρίαν και εξ αδιαιρέτου του με στοιχ Α1

διαμερίσματος του πρώτου πάνω από την πυλωτή ορόφου που καταλαμβάνει

ολόκληρο τον όροφο επιφάνειας 88 τμ με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο

οικόπεδο και κοινόχρηστου χώρους 136/1000 της πολυκατοικίας που βρίσκεται στην

Αθήνα επί της οδού .... Η πολυκατοικία υπήχθη στις διατάξεις περί οριζόντιας

ιδιοκτησίας του ν 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ με την με αριθ.

7042/30.5.1990 πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού

πολυκατοικίας της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου που μεταγράφηκε νόμιμα. Οι

πράξεις αυτές καταρτίστηκαν μεταξύ του ιδιοκτήτη του οικοπέδου, δικαιοπάροχο του

ενάτου εναγομένου, και της εργολήπτριας εταιρίας ομορρύθμου εταιρίας με την

επωνυμία «ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ .... & ΣΙΑ Ο.Ε» που

εκπροσωπήθηκε από τον νόμιμο εκπρόσωπο και διαχειριστή της Βασίλειο Ευριπιώτη.

Με το με αριθ. 1 άρθρο της πράξης αυτής συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας όρισαν

ότι η πολυκατοικία θα αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο (πυλωτή), πρώτο, δεύτερο,

τρίτο, τέταρτο, πέμπτο, έκτο, έβδομο και όγδοο όροφο. Με το άρθρο 2 ότι το υπόγειο

αποτελείται εκτός από τους κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους και από_ ιδιόκτητες αποθήκες εμβαδού 4 τμ περίπου η καθεμία και συγκεκριμένα από τις με τα

στοιχεία Υ-1, Υ-2, Υ-3, Υ-4, Υ-5, Υ-6, Υ-7 και Υ-8 αποθήκες στην αποκλειστική

χρήση των οποίων ανήκουν οι θέσεις στάθμευσης στην πυλωτή και στον ακάλυπτο

χώρο με τα στοιχεία Ρ-1, Ρ-2, Ρ-3, Ρ-4, Ρ-6 αντίστοιχα στις αποθήκες στοιχεία Υ-1,

Υ-2, Υ-3, Υ-4, Υ-5, στην αποθήκη Υ-7 η Ρ-7 θέση στάθμευσης και στην αποθήκη Υ-

8 η Ρ-8 θέση στάθμευσης αυτοκινήτου. Επίσης στην ίδια πράξη συμφωνήθηκε ότι

στον παραπάνω οικοπεδούχο περιέχονται κατά πλήρη κυριότητα το με στοιχ. Δ-1

διαμέρισμα του τετάρτου ορόφου το οποίο ενώνεται με εσωτερική κλίμακα με μέρος

και πέμπτου πάνω από την πυλωτή ορόφου επιφάνειας 120,50 τμ έτσι ώστε αν

αποτελούν μια λειτουργική ενότητα (μεζονέτα), το με στοιχ Ε-1 διαμέρισμα του

πέμπτου ορόφου επιφάνειας 55 τμ, τη με στοιχ. Υ-8 αποθήκη του υπογείου μετά του

σ'αυτή ανήκοντος κατά χρήση με στοιχ. Π-8 χώρου σταθμεύσεως αυτοκινήτου στην

πυλωτή και η με στοιχ Υ-6 αποθήκη και 25 τμ σε σύνολο 88 του με στοιχ. Α-1

διαμερίσματος του πρώτου ορόφου. Όλες οι υπόλοιπες ιδιοκτησίες της υπό ανέγερση

πολυκατοικίας συμφωνήθηκε να περιέλθουν κατά του όρους του με αριθ. 6980/1990

προσυμφώνου και εργολαβικού συμβολαίου, κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας λόγω

εργολαβικού ανταλλάγματος στην εργολήπτρια εταιρία στην οποία συγκεκριμένα

αναφορικά με τις αποθήκες ορίστηκε ότι περιέχονται οι με τα στοιχ. Υ-1, Υ-2, Υ-3,

Υ-4, Υ-5 και Υ-7 και αναφορικά με τις θέσεις στάθμευσης οι Ρ-1, Ρ-2, Ρ-3, Ρ-4, Ρ-6

και Ρ-7 θέσεις στάθμευσης στην πυλωτή οι οποίες ανήκουν στις αντίστοιχες

αποθήκες. Η ως άνω εργολήπτρια εταιρία θα είχε το δικαίωμα διαθέσεως σε τρίτους

των περιελθόντων σ'αυτή διαμερισμάτων και αποθηκών μετά των κοινοχρήστων

μερών της πολυκατοικίας. Με το αριθ. 4686/2002 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου

Αθηνών Σ. Γ. Π. που μεταγράφηκε νόμιμα η πρώτη εναγομένη ..., απέκτησε κατά

ψιλή κυριότητα το διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου με τα στοιχ. Β-1 επιφάνειας 88

τμ και την με στοιχ. Υ-3 αποθήκη στην οποία ανήκει ως παράρτημα αυτής η υπό

στοιχ. Ρ-3 θέση στάθμευσης στη πυλωτή της πολυκατοικίας. Με το υπ'αριθ.

7411/1991 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Ε. Π. που μεταγράφηκε νόμιμα

περιήλθε, κατά 1/2 εξ'αδιαιρέτου, στον ... και στην ..., έκτο και έβδομο των

εναγομένων, το διαμέρισμα του εβδόμου πάνω από την πυλωτή ορόφου της ως άνω

πολυκατοικίας επιφανείας 88 τμ η με τα στοιχ. Υ-4 αποθήκη του υπογείου στην

αποκλειστική χρήση της οποίας ανήκει ως παράρτημα αυτής η με στοιχ. Ρ-4 θέση

σταθμεύσεως αυτοκινήτου στο ακάλυπτο χώρο της πυλωτής της πολυκατοικίας. Με

το υπ'αριθ. 70/1990 συμβόλαιο της ίδιας συμβολαιογράφου που μεταγράφηκε νόμιμα

περιήλθε στους δεύτερο και τρίτων εναγομένων .. και ..., κατά 1Λ εξ'αδιαιρέτου, το

διαμέρισμα του τρίτου ορόφου με τα στοιχ. Γ-1 και με το υπ'αριθ. 7559/1992

συμβόλαιο της ίδιας συμβολαιογράφου που μεταγράφηκε νόμιμα και η Υ-2 αποθήκη

του υπογείου μετά του στην αποθήκη αυτή ανήκοντος Ρ-2 χώρου στάθμευσης στην

πυλωτή. Με το υπ'αριθ. 7481/1992 συμβολαίου της παραπάνω συμβολαιογράφου

Αθηνών που μεταγράφηκε νόμιμα περιήλθε κατά κυριότητα στην όγδοη των

εναγομένων, ..., το με στοιχ. Η-1 διαμέρισμα του ογδόου ορόφου, επιφανείας 88 τμ

και η Υ-7 αποθήκη του υπογείου μετά του στην αποθήκη αυτή ανήκοντος Ρ-7 χώρου

στάθμευσης στην πυλωτή. Με το υπ'αριθ. 14332/1994 συμβόλαιο της

συμβολαιογράφου Αθηνών .... που μεταγράφηκε νόμιμα ο ένατος των εναγομένων ....

απέκτησε λόγω γονικής παροχής από τον προαναφερόμενο οικοπεδούχο πατέρα του,

κατά ψιλή κυριότητα και σε ποσοστό 65/100 εξ'αδιαιρέτου την προπεριγραφόμενη

μεζονέτα και το με στοιχ. Ε-1 διαμέρισμα του πέμπτου ορόφου την Υ-6 αποθήκη και

την Υ-8 αποθήκη του υπογείου στην αποκλειστική χρήση της οποίας ανήκει η Ρ-8

θέση στάθμευσης στην πυλωτή. Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε

ότι οι απολιπόμενοι εναγόμενοι τέταρτος και πέμπτη είναι ιδιοκτήτες της οριζόντιας

ιδιοκτησίας, αποθήκης και θέσης στάθμευσης που αναφέρουν οι ενάγοντες στην

αγωγή καθόσον δεν προσκομίζονται συμβόλαιο μεταβίβασης ούτε ενόψει της

ερημοδικίας τους μπορεί να συναχθεί ομολογία περί του πραγματικού αυτού

περιστατικού. Αποδείχθηκε όμως ότι με το υπ! αριθ. 7556/1992 συμβόλαιο της

συμβολαιογράφου Αθηνών Ευθυμίας Πετροπούλου-Τριαντάφυλλου που

μεταγράφηκε νόμιμα ο οικοπεδούχος καθ'υπόδειξη της εργολήπτριας εταιρίας και σε

εκτέλεση των συμφωνηθέντων με την ως άνω πράξη μεταβίβασε λόγω πωλήσεως

στην δέκατη των συμβαλλομένων, η οποία δεν είναι ιδιοκτήτρια διαμερίσματος της

εν λόγω πολυκατοικίας, τη με στοιχ Υ-1 αποθήκη του υπογείου της παραπάνω

πολυκατοικίας στην αποκλειστική χρήστη της οποίας ανήκει ως παράρτημα αυτής η

Ρ-1 θέση στάθμευσης στην πυλωτή, όπως όλες οι θέσεις στάθμευσης εμφαίνονται στο

από Μάιο 1990 προσαρτημένο στην ως υπ'αριθ. 7042/1990 πράξη, σχεδιάγραμμα

κατόψεως ισογείου (πυλωτής) του πολιτικού μηχανικού ..... Οι παραπάνω πράξεις

κατά το μέρος που παραχώρησαν τις θέσεις σταθμεύσεως αυτοκινήτου ως

παραρτήματα στις χωρίς λειτουργική ανεξαρτησία και με επιφάνεια 4 τμ αποθήκες

του υπογείου προκειμένου οι ιδιοκτήτες αυτών να κάνουν αποκλειστική χρήση, χωρίς

να έχουν εξασφαλίσει θέσεις στάθμευσης για όλα τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας

όπως αυτό των εναγόντων είναι κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, κατά τα

οποία και δεν έχει σημασία αν η θέση βρίσκεται στην πυλωτή ή στον ακάλυπτο χώρο

του οικοπέδου, όπως αβασίμως υποστηρίζουν οι παριστάμενοι εναγόμενοι, άκυρες ως

αντιβαίνουσες τις αναγκαστικού χαρακτήρα διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 960/79

όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με το άρθρο. 1 του ν. 1221/1981. Το

γεγονός ότι οι πρώτη, δεύτερος, τρίτη, έκτος, έβδομη, ογδόη και ένατος των

εναγομένων ιδιοκτήτες των προαναφερόμενων αποθηκών διατηρούν και

διαμερίσματα στην ίδια πολυκατοικία δεν διαφοροποιεί τούτο, καθόσον η

αποκλειστική χρήση της παραπάνω θέσεων δεν συνδέονται καθόλου με τα αντίστοιχα

διαμερίσματα αλλά μόνο με τις αποθήκες. Κατά συνέπεια οι συγκεκριμένες θέσεις

στάθμευσης αυτοκινήτου ως ευρισκόμενες εντός κοινοκτήτου χώρου απέκτησαν

κοινόχρηστο χαρακτήρα και δικαιούνται εντεύθεν σύγχρηση αυτών όλοι οι

συνιδιοκτήτες της πολυκατοικίας. Επομένως η πράξη συστάσεως οριζοντίου

ιδιοκτησίας κατά το μέρος που παραχωρήθηκαν οι ως άνω θέσεις ως παραρτήματα

στις αντίστοιχες αποθήκες και τα παραπάνω συμβόλαια κατά το σκέλος της

παραχώρησης της χρήσης των θέσεων αυτών ως παραρτήματα σε αποθήκες των

εναγομένων είναι άκυρα κατά το αντίστοιχο μέρος. Κατ'ακολουθίαν __€?___αυτών πρέπει να

γίνει δεκτή η κύρια αγωγή ως βάσιμη και κατ'ουσίαν να αναγνωρισθεί η ακυρότητα

της υπ'αριθ. 7042/30.5.1990 πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας της

συμβολαιογράφου Αθηνών ... κατά το μέρος που παραχωρήθηκαν οι ως άνω θέσεις

ως παραρτήματα στις αντίστοιχες αποθήκες καθώς και να αναγνωρισθεί η ακυρότητα

των αναφερόμενων παραπάνω στο σκεπτικό συμβολαίων κατά το σκέλος της

παραχώρησης της χρήσης των θέσεων αυτών ως παραρτήματα σε αποθήκες των

εναγομένων, να αναγνωρισθεί ότι οι θέσεις αυτές είναι κοινόχρηστες και να επιτραπεί

και στους ενάγοντες η σύγχυση αυτών με την απειλή χρηματικής ποινής 100 ευρώ

και προσωπική κράτησης ενός μηνός σε καθένα από τους εναγόμενους σε περίπτωση

παραβίασης της αμέσως προηγούμενης διάταξης, απορριπτόμενου του αιτήματος περί

κηρύξεως προσωρινά εκτελεστής της αποφάσεως καθότι δεν συντρέχουν οι όροι των

διατάξεων των άρθρων 907 και 908 ΚΠολΔ. Τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων

λόγω της νίκης τους πρέπει να επιβληθούν εις βάρος των εναγομένων (άρθρο 176

ΚΠολΔ), ενώ τέλος, πρέπει να οριστεί και το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση

που ασκηθεί από τους τέταρτο και πέμπτο εναγόμενο ανακοπή ερημοδικίας κατά της

παρούσας σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις, αναφερόμενες στο σκεπτικό, κυρία αγωγή και προσεπίκληση -

παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως καθώς και την ασκηθείσα δια των προτάσεων

πρόσθετη παρέμβαση.

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του τετάρτου και της πέμπτης των εναγομένων στην κυρία αγωγή,

αντιμωλία των λοιπών.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την προσεπίκληση, την ενωμένη μ'αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή και

την πρόσθετη παρέμβαση

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων στην προσεπίκληση και την

ενωμένη μ'αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την κύρια αγωγή ως προς τον τέταρτο και πέμπτο των κυρίως

εναγομένων.

ΔΕΧΕΤΑΙ, κατά τα λοιπά, την κύρια αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα α) της υπ'αριθ. 7042/30.5.1990 πράξης σύστασης

οριζοντίου ιδιοκτησίας της συμβολαιογράφου Αθηνών .... κατά το μέρος που

παραχωρήθηκαν οι ως άνω θέσεις ως παραρτήματα στις αντίστοιχες αποθήκες και β)

των συμβολαίων: με αριθ. 4686/2002 της συμβολαιογράφου Αθηνών Σ. Γ. Π., με

αριθ. 7411/1991 της συμβολαιογράφου Αθηνών ...., με αριθ. 7559/1992 συμβόλαιο

της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., με αριθ. 7481/1992 της συμβολαιογράφου Αθηνών

..., με αριθ. 14332/1994 της συμβολαιογράφου Αθηνών ... και με αριθ. 7556/1992

συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., κατά το σκέλος της παραχώρησης της

χρήσης των θέσεων στάθμευσης στην πυλωτή της επί της οδού ... στο Νέο Κόσμο

στην Αθήνα πολυκατοικίας, με τα στοιχ. Ρ-3, Ρ-4, Ρ-2, Ρ-7 , Ρ-8 και Ρ-1 ως

παραρτήματα στις αναφερόμενες στο σκεπτικό αποθήκες των εναγομένων.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ως κοινόχρηστες τις θέσεις αυτές στάθμευσης στην πυλωτή της

πολυκατοικίας επί της οδού Πυθέου 66 στην Αθήνα.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγόμενους να αποδώσουν στη σύγχρηση και των εναγόντων

τις θέσεις αυτές.

ΑΠΕΙΛΕΙ κατά καθενός των εναγομένων στην αγωγή αυτή για την περίπτωση

παραβάσεως της αποφάσεως κατά την αμέσως παραπάνω διάταξη προσωπική

κράτηση ενός μηνός και χρηματική ποινή εκατό (100) ευρώ.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους παριστάμενους εναγόμενους στα δικαστικά έξοδα των

εναγόντων ποσού τριακοσίων (300) ευρώ για τον καθένα.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στην

Αθήνα σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στις 05 Αυγούστου 2010.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΠΥΛΩΤΗ - ΕΝΝΟΙΑ ΠΥΛΩΤΗΣ-182 ΑΚ 270/2011 ΜΠΡ ΙΩΑΝΝ ( 579026) (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Οριζόντια ιδιοκτησία. Πιλοτή. Άκυρη δικαιοπραξία. Μετατροπή άκυρης δικαιοπραξίας. Προϋποθέσεις μετατροπής. Διαφορές από σχέση οροφοκτησίας

$
0
0


ΕΝΝΟΙΑ ΠΥΛΩΤΗΣ-182 ΑΚ

270/2011 ΜΠΡ ΙΩΑΝΝ ( 579026)

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Οριζόντια ιδιοκτησία. Πιλοτή. Άκυρη δικαιοπραξία. Μετατροπή άκυρης δικαιοπραξίας.
Προϋποθέσεις μετατροπής. Διαφορές από σχέση οροφοκτησίας. Έννοια οροφοκτησίας. Έννοια
ορόφων και διαμερισμάτων ορόφων. Κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη οικοδομής. Πιλοτή-
ανοιχτός στεγασμένος χώρος για τη στάθμευση αυτοκινήτων. Απαγόρευση σύστασης αυτοτελών
διαιρεμένων ιδιοκτησιών επί ανοικτού χώρου. Άκυρη η σχετική δικαιοπραξία ως αντικείμενη σε
αναγκαστικού δικαίου διατάξεις. Πραγματικά περιστατικά. Μεταβίβαση στους εναγομένους θέσεων
στάθμευσης στον ακάλυπτο χώρο πιλοτής ως έχουσες χαρακτήρα οριζόντιας ιδιοκτησίας. Ένσταση
περί μετατροπής άκυρης δικαιοπραξίας, και δη περί μετατροπής σε έγκυρη δικαιοπραξία
συστάσεως δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης του χώρου της πιλοτής. Απορρίπτεται, αφού δεν
συντρέχει στα πρόσωπα των χρησιούχων η ιδιότητα των ιδιοκτητών διαμερισμάτων στην ίδια
οικοδομή, καθ΄όσον το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης εμπεριέχεται στο δικαίωμα της
κυριότητας. Ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Απορρίπτει την ένσταση, καθ΄όσον οι
ενάγοντες διαμαρτυρήθηκαν και εγγράφως με εξώδικο. Δεν υφίσταται αδράνεια των εναγόντων.
Δέχεται την αγωγή. Αναγνωρίζει την ακυρότητα της πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας κατά
το μέρος που οι μεταβιβασθείσες θέσεις στάθμευσης χαρακτηρίζονται ως αυτοτελείς και την
ακυρότητα των σχετικών συμβολαίων, με τα οποία μεταβιβάστηκαν οι ως άνω θέσεις στάθμευσης
στους εναγομένους.

Αριθμός Απόφασης: 270 /2011
(Α.Κ.Δ.: 178/2010)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Μαρία Κακαβά, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος
Πρωτοδικών και από τη Γραμματέα Παρασκευή Κώτση.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 16η Μαρτίου 2011, για να δικάσει την υπόθεση:

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) ...................................... έως 10) ..................................., οι οποίοι
παραστάθηκαν διά του πληρεξούσιου δικηγόρου ....υ, ο οποίος
κατέθεσε προτάσεις.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) ........................................... και 2) ........................................... του
...................., κατοίκων Ιωαννίνων (οδός ........................), οι οποίοι παραστάθηκαν διά του
πληρεξούσιου δικηγόρου ...., ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 9-2-2010 αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στη
Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης 178/11-2-2010, προσδιορίστηκε αρχικά
για την 21-4-2010 και μετά από αναβολή για την παραπάνω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν
δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι). Κατά τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 του ΚΠολΔ, στην υλική (εξαιρετική) αρμοδιότητα
του Μονομελούς Πρωτοδικείου, χωρίς διάκριση του αντικειμένου της διαφοράς, υπάγονται οι
διαφορές μεταξύ ιδιοκτητών ορόφων ή διαμερισμάτων από τη σχέση της κατ"όροφο ιδιοκτησίας,
κατά δε το άρθρο 647 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, οι ως άνω διαφορές δικάζονται κατά την ειδική
διαδικασία των άρθρων 648 έως 657 αυτού. Από τη διατύπωση της πιο πάνω διάταξης είναι
φανερό ότι δύο είναι τα στοιχεία που καθορίζουν την υλική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου αυτού:
α) η διαφορά μεταξύ οροφοκτητών και β) η διαφορά αυτή να προέρχεται από τη σχέση της
οροφοκτησίας, μεταξύ αυτών (οροφοκτητών), ανεξάρτητα εάν αφορά τις διαιρετές ιδιοκτησίες
τους ή τα κοινά μέρη της οικοδομής. Σαν τέτοιες διαφορές πρέπει να νοηθούν, μεταξύ άλλων,
εκείνες που αναφέρονται: αα) στην ερμηνεία και εφαρμογή του Ν. 3741/1929, των άρθρων 1002
και 1117 του ΑΚ και του Ν. 1024/1971, ββ) στην ερμηνεία και εφαρμογή των συστατικών της
οροφοκτησίας πράξεων και κατά τα άρθρα 4 παρ. 1 και 13 του Ν. 3741/1929 ειδικών συμφωνιών
και του κανονισμού της οροφοκτησίας και γγ) στις διενέξεις γενικά μεταξύ των οροφοκτητών και
της ίδιας οροφοκτησίας ως άνω προς τα εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις τους.
Επομένως, το κριτήριο για να χαρακτηρισθεί μια διαφορά μεταξύ οροφοκτητών ως προερχόμενη
από τη σχέση της οροφοκτησίας είναι το εάν πραγματικά η συγκεκριμένη διαφορά ή διένεξη
προκύπτει απ"αυτή την ίδια τη σχέση της κατ"όροφο ιδιοκτησίας, ανεξάρτητα από τη σχέση του
ουσιαστικού δικαίου, στην οποία στηρίζεται (π.χ. εντολή, νομή, κυριότητα κλπ) ή από άλλη σχέση,
άσχετη και τυχαία με την ειδική σχέση της οροφοκτησίας. Δηλονότι οι διαφορές πρέπει να είναι
συναφείς προς την εφαρμογή του Ν. 3741/1929 και προς την ενάσκηση ή εκπλήρωση των
δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από το νόμο αυτό ή τον από τον ίδιο νόμο
προβλεπόμενο και καταρτισθέντα κανονισμό. Η σχέση της οριζοντίου ιδιοκτησίας πρέπει,
με βάση το συγκεκριμένο ιστορικό της αγωγής, να αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για τη
σύσταση του επίδικου δικαιώματος, το έννομο συμφέρον για την άσκηση της αγωγής ή την
ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση των διαδίκων (βλ. ΑΠ 520/1987 ΝοΒ 36. 1411, ΕφΑΘ
7580/1999 ΕΔΠολ 2001. 19, ΕφΠειρ 1186/1999 ΠειρΝομ 2000 . 165, Εφ ΑΘ 2281/1997 ΕλλΔνη 38.
1917, ΕφΠειρ 12/1984 ΕλλΔνη 25. 1418, Χρ. Κανέλλος, Η Οροφοκτησία, έκδοση 1988 σελ. 162-
163, Ιωαν. Κατράς Πανδέκτης Μισθώσεων και Οροφοκτησίας 6η έκδ. 2005, παρ. 223 σελ. 655-658
και τις εκεί παραπομπές σε νομολογία). Αντιθέτως, δεν υπάγονται στη διαδικασία αυτή οι διαφορές
οι σχετιζόμενες με τα όρια της νομής ή της κυριότητας ή των εμπράγματων δικαιωμάτων γενικά,
που απορρέουν από την ιδιοκτησία (ΑΠ 1620/1983 ΝοΒ 32. 1365, ΕφΙωαν 193/1994 ΑρχΝομ 1995
. 278, ΕφΑΘ 308/1992 ΕΔΠολ 1993. 61, ΠΠρΛαρ 201/1999 ΑρχΝομ 1999. 798).

ΙΙ). Από τις διατάξεις των άρθρων 1002, 1117 του ΑΚ και 1, 2 παρ.1, 3 παρ. 1,4 παρ.1, 5,13 Ν.
3741/1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 54 του ΕισΝΑΚ,
προκύπτει ότι επί ιδιοκτησίας κατ` ορόφους (οριζόντια ιδιοκτησία), δημιουργείται χωριστή
κυριότητα επί ορόφου ή διαμερίσματος ορόφου και αναγκαστική συγκυριότητα, που αποκτάται
αυτοδικαίως, κατ` ανάλογη μερίδα, επί του εδάφους και επί των μερών της οικοδομής που
χρησιμεύουν για την κοινή χρήση όλων των οροφοκτητών. Οι ως άνω βασικές αρχές του θεσμού
της οριζόντιας ιδιοκτησίας προκύπτουν σαφώς από τις παραπάνω διατάξεις, οι οποίες όμως δεν
προσδιορίζουν επαρκώς την έννοια του «ορόφου» και «διαμερίσματος ορόφου». Από το πνεύμα,
εντούτοις, των διατάξεων για την οροφοκτησία και ιδίως από το σκοπό τους (που, όπως
προκύπτει και από την Εισηγητική Έκθεση του Ν. 3741/1929, είναι η ευχερέστερη κάλυψη των
στεγαστικών αναγκών των πολιτών και η καθ` ύψος επέκταση των πόλεων), καθώς και από τα εκ
της κοινής πείρας ερμηνευτικά πορίσματα και από τις σχετικές διατάξεις της πολεοδομικής
νομοθεσίας (άρθ. 11 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού των ετών 1929, 1955 και 7 παρ. 1
στοιχ. Β` του Ν. 1577/1985 - ΓΟΚ/1985), συνάγεται ότι όροφος ή διαμέρισμα ορόφου είναι το
αναποχώριστο τμήμα της οικοδομής ή του ορόφου, μετά των συστατικών του και του εντός
αυτού (κυβικού) χώρου, που περικλείεται τεχνικώς από κάτω, από τα πλάγια και από πάνω, με
τοίχους ή άλλα οικοδομικά στοιχεία, ώστε να διαχωρίζεται σαφώς από τα λοιπά (διαιρετά ή
αδιαίρετα) τμήματα της οικοδομής και να έχει αναχθεί σε συγκεκριμένο και ανεξάρτητο τμήμα
αυτής, κατάλληλο προς χωριστή και αυτοτελή οικιστική εν γένει χρήση. Μόνον οι όροφοι και τα
διαμερίσματα ορόφων με την παραπάνω έννοια, καθώς και τα εξομοιούμενα από το νόμο με
ορόφους, υπόγεια και δωμάτια κάτω από τη στέγη, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο
οριζόντιας ιδιοκτησίας. Επομένως, δεν είναι δυνατό να συσταθεί διαιρεμένη ιδιοκτησία επί ανοικτού
χώρου, εκτός αν προβλέπεται στη συστατική της οροφοκτησίας πράξη ή σε μεταγενέστερη
συμφωνία όλων των οροφοκτητών που έχει μεταγραφεί νόμιμα, ότι ο χώρος αυτός πρόκειται να
οικοδομηθεί, οπότε η σύσταση διαιρεμένης ιδιοκτησίας αναφέρεται στους μελλοντικούς ορόφους ή
διαμερίσματα και τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της κατασκευής τους (άρθ. 201 ΑΚ). Εξάλλου,
αν ληφθεί υπόψη ότι η θεσπιζόμενη με τα άρθρα 1002 ΑΚ και 1 Ν. 3741/1929 αποκλειστική
(χωριστή) κυριότητα επί ορόφου ή διαμερίσματος ορόφου αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα
«superficies solo cedit», που έχει περιληφθεί στο άρθρο 1001 εδ. α` του ΑΚ, οποιοδήποτε μέρος
του όλου ακινήτου που δεν ορίστηκε ή δεν ορίστηκε έγκυρα, με το συστατικό της οροφοκτησίας
τίτλο, ότι αποτελεί αντικείμενο της αποκλειστικής κυριότητας κάποιου συνιδιοκτήτη, υπάγεται
αυτοδικαίως από το νόμο, κατ` εφαρμογή του ανωτέρου κανόνα, στα αντικείμενα της
αναγκαστικής συγκυριότητας επί του εδάφους και θεωρείται γι` αυτό κοινόκτητο και κοινόχρηστο
μέρος του ακινήτου. Περαιτέρω, τα άρθρα 22 παρ. 9 και 32 παρ. 4 του ν.δ. 8/1973 «περί Γενικού
Οικοδομικού Κανονισμού», όπως αντικαταστάθηκαν από τις παραγράφους 22 και 33 του άρθρου
1 του ν.δ. 205/1974, προέβλεψαν για πρώτη φορά την κατασκευή της οικοδομής επί
υποστυλωμάτων για τη δημιουργία στο ισόγειο ανοικτού στεγασμένου χώρου, που αφήνεται εξ
ολοκλήρου κενός και χρησιμεύει για τη στάθμευση αυτοκινήτων. Ο κενός αυτός χώρος του
ισογείου, που ονομάστηκε πιλοτή και αναφέρεται σε μεταγενέστερα νομοθετήματα ως «Pilotis»
(άρθ. 1 παρ. 5 περ. γ`, όπως αντικ. με το ν. 1221/1981, 7 περ. Αι"και 9 παρ. 10 ΓΟΚ/1985), είναι εξ
ορισμού ανοικτός και, συνεπώς, ισχύουν γι` αυτόν όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, δηλαδή η
συμφωνία των οροφοκτητών να συστήσουν, σε τμήματα της πιλοτής που θα παραμείνουν
ανοικτά, αυτοτελείς (διαιρεμένες) ιδιοκτησίες, είναι άκυρη ως αντικείμενη στις αναγκαστικού
δικαίου διατάξεις, που καθορίζουν τις θεμελιακές αρχές του θεσμού της οριζόντιας ιδιοκτησίας
(άρθ. 174 ΑΚ) και, συνακόλουθα, τα τμήματα αυτά είναι κοινόκτητα και κοινόχρηστα (ΟλΑΠ
5/1991 ΕλλΔνη 32. 750, ΑΠ 31/2001 ΕλλΔνη 42. 431, ΑΠ 448/1996 ΕλλΔνη 37. 500). Σημειώνεται,
τέλος, ότι η προεκτεθείσα έννοια των διατάξεων για την οροφοκτησία δεν είναι αντίθετη, αλλά
επιβεβαιώνεται ουσιαστικά από τις ειδικές ρυθμίσεις των ν. 960/1979 και 1221/1981 για τις θέσεις
στάθμευσης αυτοκινήτων. Πράγματι, οι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 5 εδ. α` και β` του ν.
960/1979, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 1 ν. 1221/1981, προβλέπουν ότι προκειμένου για
θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων, που βρίσκονται σε στεγασμένους χώρους κτιρίου, το οποίο έχει
υπαχθεί στο σύστημα της διαιρεμένης ιδιοκτησίας, κάθε θέση στάθμευσης αποτελεί διαιρεμένη
ιδιοκτησία, της οποίας επιτρέπεται η αυτοτελής μεταβίβαση και σε τρίτους, που δεν έχουν σχέση με
το κτίριο. Με τις διατάξεις αυτές, δηλαδή, αναγνωρίζεται χωριστή κυριότητα και επί των θέσεων
στάθμευσης αυτοκινήτων, που δεν είναι περίκλειστοι αλλά απλώς στεγασμένοι, κατ` εξαίρεση του
κανόνα ότι αντικείμενο διαιρεμένης ιδιοκτησίας αποτελούν μόνον οι κλειστοί χώροι ορόφων ή
διαμερισμάτων. Ειδικά όμως για την πιλοτή, το τελευταίο εδάφιο y"της παρ. 5 του ως άνω
άρθρου ορίζει ότι οι τυχόν δημιουργούμενες στον ελεύθερο χώρο της πιλοτής θέσεις στάθμευσης
δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαιρεμένης ιδιοκτησίας και, ως εκ τούτου, η τυχόν
συμφωνία των οροφοκτητών για κατάργηση του κοινόκτητου και κοινόχρηστου χαρακτήρα της
πιλοτής και η μεταβίβαση του χώρου αυτής κατά διαιρεμένες ιδιοκτησίες σε τρίτους είναι άκυρη,
πάσχοντας από απόλυτη ακυρότητα, η οποία μπορεί να προβληθεί από οποιονδήποτε έχει έννομο
συμφέρον (ΑΠ 1608/2010 σε ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 635/2010 ΕφΑΔ 2010. 930). Οι παραπάνω ρυθμίσεις και
ιδίως αυτές των εδαφίων α` και β` καθώς και εκείνη του εδαφίου γ` του ν. 960/1979 θα ήταν
ασφαλώς περιττές, αν ήταν δυνατό, με βάση τις ισχύουσες μέχρι τότε διατάξεις, να συσταθεί
οριζόντια ιδιοκτησία επί ορισμένων ανοικτών χώρων του κοινού ακινήτου, για να
χρησιμοποιηθούν ως θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων. Ενόψει αυτών γίνεται φανερό ότι ο χώρος
της πιλοτής ή ανοιχτά τμήματα του χώρου αυτού δεν είναι δυνατό (όπως, άλλωστε, ίσχυε και πριν
από την έκδοση των ν. 960/1979 και 1221/1981) να αποτελέσουν αντικείμενο διαιρεμένης
ιδιοκτησίας και, συνεπώς, οι χώροι της πιλοτής (ήτοι ο ελεύθερος ημιυπαίθριος χώρος του ισογείου
του κτιρίου, που επικοινωνεί άμεσα με τον περιβάλλοντα χώρο και ορίζεται γύρωθεν από το
περίγραμμα του κτιρίου) ανήκουν στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της οικοδομής
(ανήκοντας σε όλους τους συνιδιοκτήτες κατά την προσδιορισμένη ανάλογη μερίδα εκάστου και
στο χώρο αυτόν).

Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση αγωγή, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι είναι κύριοι
των λεπτομερώς περιγραφόμενων στην αγωγή οριζόντιων ιδιοκτησιών (διαμερισμάτων) της
κείμενης στα Ιωάννινα επί της οδού .................. οικοδομής. Ότι η εν λόγω οικοδομή υπήχθη
σε καθεστώς «περί κατ` ορόφων ιδιοκτησίας» δυνάμει της υπ` αριθ. 6511/1984 πράξης σύστασης
οριζοντίων ιδιοκτησιών, κατανομής ποσοστών και κανονισμού πολυκατοικίας της
Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων Αικατερίνης Τσικνιά-Παπαγεωργίου, που μεταγράφτηκε νόμιμα. Ότι ο
ισόγειος ακάλυπτος χώρος της ανωτέρω οικοδομής (πυλωτή) διαιρέθηκε με την προμνησθείσα
πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας σε δέκα (10) χώρους στάθμευσης αυτοκινήτων και
ειδικότερα τους Ρ-1 έως Ρ-10, οι οποίοι χαρακτηρίστηκαν ως αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες,
έκαστη εξ αυτών με το αντίστοιχο ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου οικοπέδου. Ότι οι
εναγόμενοι, οι οποίοι δεν τυγχάνουν κύριοι διαμερισμάτων στην ανωτέρω οικοδομή, φέρονται ως
ιδιοκτήτες των αναλυτικά περιγραφόμενων στην αγωγή χώρων στάθμευσης της πυλωτής με
στοιχεία Ρ-3 και Ρ-4, αντιστοίχως, τις οποίες απέκτησαν ο μεν πρώτος των εναγομένων δυνάμει
του υπ` αρ. 18476/1992 αγοραπωλητρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων
Αικατερίνης Τσικνιά-Παπαγεωργίου, ο δε δεύτερος εξ αυτών κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου με το
υπ` αρ. 18477/1992 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της ιδίας ως άνω Συμβολαιογράφου και κατά το
λοιπό δε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου δυνάμει του υπ` αρ. 9526/2005 συμβολαίου δωρεάς της
Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων Ελένης Ράπτη, άπαντα δε τα συμβόλαια μεταγράφηκαν νόμιμα. Ότι
οι εναγόμενοι, που φέρονται ως ιδιοκτήτες του κοινόχρηστου χώρου της πυλωτής της
πολυκατοικίας, απαγορεύουν στους ενάγοντες την ακώλυτη χρήση των επί της πυλωτής θέσεων
στάθμευσης, τις οποίες χρησιμοποιούν αποκλειστικά μόνο οι ίδιοι (εναγόμενοι). Επικαλούμενοι δε
περαιτέρω ότι η σύσταση διαιρεμένων ιδιοκτησιών στον κοινόχρηστο χώρο της πυλωτής, καθώς
και τα συμβόλαια μεταβίβασης κυριότητας επί αυτού (χώρου) αντίκεινται σε πολεοδομικές
διατάξεις αναγκαστικού δικαίου και για το λόγο αυτό είναι άκυρα, ζητούν, κατ` ορθή εκτίμηση των
αγωγικών αιτημάτων, προς άρση της υφισταμένης αβεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων, ενόψει
της αμφισβήτησης από τους εναγομένους του χαρακτήρα των εν λόγω θέσεων στάθμευσης ως
κοινόχρηστων: α) να αναγνωρισθεί ότι είναι άκυρη η υπ` αριθ. 6511/1984 πράξη σύστασης
οριζοντίων ιδιοκτησιών, κατά το μέρος που οι με στοιχεία Ρ-3 και Ρ-4 θέσεις στάθμευσης
αυτοκινήτων στην πυλωτή της ένδικης οικοδομής χαρακτηρίζονται ως αυτοτελείς οριζόντιες
ιδιοκτησίες, β) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα των ανωτέρω υπ` αρ. 18476/1992, 18477/1992 και
9526/2005 συμβολαίων, με τα οποία φέρεται ότι μεταβιβάσθηκαν στους εναγομένους οι ρηθείσες
θέσεις στάθμευσης στην πυλωτή, γ) να αναγνωρισθεί ότι ο χώρος της πυλωτής και δη των Ρ-3 και
Ρ-4 θέσεων στάθμευσης είναι κοινόχρηστος, ότι οι εναγόμενοι, ως μη ιδιοκτήτες οριζόντιων
ιδιοκτησιών στην ένδικη οικοδομή δεν έχουν δικαίωμα σύγχρησης των θέσεων στάθμευσης της
πυλωτής και ότι οι ενάγοντες είναι συγκύριοι του χώρου της πυλωτής, κατά το αναφερόμενο
ποσοστό συνιδιοκτησίας των διαμερισμάτων ενός εκάστου επί του όλου οικοπέδου και δ) να
υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να ανέχονται την από τους ενάγοντες ελεύθερη σύγχρηση των άνω
θέσεων, με την απειλή εις βάρος τους χρηματικής ποινής ύψους 5.000 ευρώ και προσωπικής
κράτησης διάρκειας δύο (2) μηνών για κάθε παράβαση των διατάξεων της εκδοθησομένης
απόφασης, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη. Αντικείμενο
της υπό κρίση αγωγής, με βάση το ανωτέρω περιεχόμενο και τα αιτήματα της, είναι η άρση της
διενέξεως, που έχει ανακύψει μεταξύ των διαδίκων σχετικά με το χαρακτήρα των θέσεων
στάθμευσης της επιδίκου πυλωτής, τις οποίες οι μεν ενάγοντες θεωρούν ως κοινόχρηστο χώρο της
πολυκατοικίας, οι δε εναγόμενοι ως διηρημένες ιδιοκτησίες ανήκουσες στους ίδιους. Ωσαύτως,
πρόκειται για διαφορά, ανακύπτουσα από τη σχέση της οροφοκτησίας, δεδομένου ότι η τελευταία
αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για τη σύσταση του επιδίκου δικαιώματος. Συγκεκριμένα η
επίδικη διαφορά αναφέρεται στο κύρος, την ερμηνεία και την εφαρμογή της πράξεως συστάσεως
της οριζοντίου ιδιοκτησίας και του κανονισμού της πολυκατοικίας, από την οποία και θα προκύψει
το ιδιοκτησιακό καθεστώς της επίμαχης πυλωτής, περί του οποίου (καθεστώτος) ερίζουν οι
διάδικοι και ουδόλως αφορά τη διάγνωση των ορίων των εμπραγμάτων δικαιωμάτων των
εναγόντων επί της πυλωτής, αλλά την επίλυση της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων, που απορρέει
από τη σχέση της οροφοκτησίας ως προς τη χρήση του εν λόγω χώρου της πυλωτής. Με τα
δεδομένα αυτά και όσα διαλαμβάνονται στην προπαρατεθείσα υπό στοιχείο «Ι» μείζονα πρόταση,
η ένδικη διαφορά υπάγεται στην εξαιρετική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου και
εκδικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών των άρθρων 647 επ. ΚΠολΔ, η
οποία προσήκει στην προκειμένη περίπτωση, κατά την οποία δικάζονται και οι διαφορές του
άρθρου 17 αριθμ. 2 ΚΠολΔ, που ανακύπτουν ανάμεσα στους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων
από τη σχέση της οροφοκτησίας. Η υπό δίκην, όμως, αγωγή εσφαλμένως εισήχθη για συζήτηση
ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθ. 666
επ. ΚΠολΔ) και γράφτηκε στο σχετικό πινάκιο αυτής, από το οποίο και εκφωνήθηκε. Κατόπιν
τούτων, το παρόν Δικαστήριο, ως καθ` ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθ. 17 αριθ. 2, 29 παρ. 1
ΚΠολΔ), διακρατώντας το ίδιο την υπόθεση, διατάσσει, κατ` άρθρο 591 παρ. 2 ΚΠολΔ, την
εκδίκαση της κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθ. 647 επ.
ΚΠολΔ), γενομένης δεκτής της σχετικής αιτιάσεως των εναγομένων, κατ` οικονομία της δίκης και
δεδομένου ότι τηρήθηκαν οι δικονομικοί κανόνες της διαδικασίας αυτής και δεν επιβάλλεται από
άλλη δικονομική αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της η παραπομπή σε ιδιαίτερη συζήτηση για
προπαρασκευή των διαδίκων (ΑΠ 315/1972 ΑρχΝομ 23. 1641, ΕφΑΘ 1999/2000 ΕΔΠολ2002. 182,
ΕφΑΘ 7006/1993 ΕλλΔνη 35. 1115, ΕφΑΘ 3537/1992 ΝοΒ 40.891, ΜΠρΡοδ 55/2004 σε ΝΟΜΟΣ).
Κατά τα λοιπά η υπό κρίση αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη (άρθ. 216 παρ. 1 ΚΠολΔ) και νόμω
βάσιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται ανωτέρω στην υπό στοιχείο «II» μείζονα
πρόταση του δικανικού συλλογισμού και ιδίως σε αυτές των άρθρων 1, 2, 3, 4, 5 και 13 του Ν.
3741/1929, 1 παρ. 5 Ν. 960/1979, 174, 180, 785, 787, 1000, 1001, 1002, 1117 ΑΚ, 54 ΕισΝΑΚ,
70, 176, 947 παρ. 1 ΚΠολΔ. Επομένως, η αγωγή πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την
ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου δεν απαιτείται η εγγραφή της στα βιβλία διεκδικήσεων,
καθόσον δεν υπάγεται σε κάποια εκ των περιπτώσεων του άρθρου 220 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ
602/2001 ΕλλΔνη 43. 153) ούτε υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. Ιωαν. Κατρά, ό.π.,
παρ. 310-311 σελ. 1061 αρ. 6).

III). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 182 Α.Κ. ορίζει: « Όταν η άκυρη δικαιοπραξία περιέχει
τα στοιχεία άλλης δικαιοπραξίας, αυτή ισχύει εφόσον συνάγεται ότι τα μέρη θα την ήθελαν, αν
ήξεραν την ακυρότητα». Κατά τη διάταξη αυτή προϋποθέσεις για τη μετατροπή μιας άκυρης
δικαιοπραξίας σε άλλη έγκυρη είναι: 1) η ακυρότητα της πρώτης και για την ακυρότητα αυτή
άγνοια των μερών, 2) η άκυρη περιέχει και τα στοιχεία της κατά μετατροπή έγκυρης και 3)
υποθετική βούληση των μερών, όπως ισχύσει η μετά μετατροπή άλλη δικαιοπραξία, εάν αυτά
γνώριζαν την ακυρότητα. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 και 5 εδ.
τελευταίο του ν. 960/1979 «Περί υποβολής υποχρεώσεων προς δημιουργία χώρων σταθμεύσεως
αυτοκινήτων διά την εξυπηρέτησιν των κτιρίων», όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5
του ν. 1221/1981 προκύπτει ότι, αν η οικοδομή ανεγείρεται με άδεια και υπό το πολεοδομικό
σύστημα της αφέσεως του ισογείου χώρου ακάλυπτου (πυλωτή), με τη συστατική της
οροφοκτησίας πράξη ή με μεταγενέστερη συμφωνία μεταξύ όλων των συνιδιοκτητών (άρθ. 4 παρ.
1, 5 και 13 ν. 3741/1929), που γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε
μεταγραφή, μπορεί εγκύρως να παραχωρηθεί το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης του χώρου της
πυλωτής ή τμήματος αυτού σε έναν ή ορισμένους ιδιοκτήτες ορόφου ή διαμερίσματος της
οικοδομής στην οποία υπάρχει ο χώρος αυτός (ΟλΑΠ 5/1991 ΕλλΔνη 1991. 750, ΟλΑΠ 23/2000
ΕλλΔνη 2001. 58, ΑΠ 2174/2009 σε ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 841/2009 σε ΝΟΜΟΣ). Από τα παραπάνω
συνάγεται ότι η άκυρη, ως συστατική στο χώρο της πυλωτής διαιρεμένης ιδιοκτησίας,
δικαιοπραξία, μπορεί να ισχύσει, κατά μετατροπή, ως δικαιοπραξία συστάσεως δικαιώματος
αποκλειστικής χρήσης του χώρου της πυλωτής ή τμήματος αυτής στον ιδιοκτήτη διαμερίσματος
της ίδιας οικοδομής, που αναφέρεται ως εμπράγματος δικαιούχος αυτού, καθόσον το δικαίωμα της
αποκλειστικής χρήσης (έλασσον) εμπεριέχεται στο (μείζον) δικαίωμα της κυριότητας και εφόσον
συντρέχουν και οι λοιποί όροι της μετατροπής, ήτοι άγνοια της ακυρότητας της πρώτης
δικαιοπραξίας και υποθετική βούληση να ισχύσει η δεύτερη, αν τα μέρη γνώριζαν την πρώτη (ΑΠ
1662/2000 ΕλλΔνη 42. 724, ΑΠ 619/1999 ΕΔΠολ 1999. 206, ΜΠρΑΘ 871/2007 σε ΝΟΜΟΣ).

IV). Εξ ετέρου, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται
καταχρηστικώς, πλην άλλων, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε της άσκησης
του και η πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε δε
δικαιολογούν επαρκώς τη μεταγενέστερη άσκηση του, από την οποία προκύπτει αντίθετα,
προφανής υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή
οικονομικού σκοπού του δικαιώματος. Ειδικότερα, στην περίπτωση της μακράς αδράνειας του
δικαιούχου υπάρχει τέτοια κατάχρηση, εφόσον συντρέχουν πρόσθετα περιστατικά, τα οποία
ανάγονται στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά τόσο αυτού, όσο και του υπόχρεου, από τα
οποία γεννάται στον τελευταίο ευλόγως η πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί το δικαίωμα,
έτσι ώστε η μεταγενέστερη άσκηση του, που τείνει σε ανατροπή μίας κατάστασης, που
δημιουργήθηκε κάτω από ορισμένες συνθήκες και διατηρήθηκε για μακρό χρονικό διάστημα να
συνεπάγεται επαχθείς επιπτώσεις για τον υπόχρεο (ΟλΑΠ 1/1997 ΕλλΔνη 38. 1755, ΑΠ 863/2007 σε
ΝΟΜΟΣ).

Οι εναγόμενοι, κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, με δήλωση
του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, που εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά
δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, αρνήθηκαν αιτιολογημένα την αγωγή και προέβαλαν
παραδεκτώς τους ακόλουθους ισχυρισμούς, που αναπτύσσονται στις κατατεθείσες έγγραφες
προτάσεις τους (άρθ. 591 παρ.1 εδ.γ`, 649 παρ. 1, 666 σε συνδ. προς 115 παρ. 3 και 256 περ.δ`
ΚΠολΔ): Α) ότι η τυχόν άκυρη ως προς τις διαιρημένες ιδιοκτησίες των χώρων στάθμευσης πράξη
οροφοκτησίας, ερμηνευόμενη κατά την καλή πίστη και αφού ληφθούν υπόψη και τα
συναλλακτικά ήθη, ισχύει κατά μετατροπή ως έγκυρη πράξη παραχώρησης του δικαιώματος
αποκλειστικής χρήσης επί των επιδίκων χώρων, καθόσον εάν οι εναγόμενοι γνώριζαν ότι η πράξη
οροφοκτησίας ήταν άκυρη θα επέλεγαν να παρακρατήσουν υπέρ εαυτών το δικαίωμα
αποκλειστικής χρήσης της πυλωτής. Ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος,
μη δυνάμενος να θεμελιωθεί στις διατάξεις των άρθρων 182 ΑΚ και 1 παρ. 2 και 5 του Ν.
960/1979, δοθέντος ότι οι εναγόμενοι συνομολογούν ότι δεν είναι ούτε αποκλειστικοί κύριοι ούτε
συγκύριοι ορόφου ή τμήματος ορόφου της ένδικης οικοδομής, με συνέπεια να μην μπορεί εγκύρως
να θεωρηθούν, κατά μετατροπή της τυχόν άκυρης πράξης οροφοκτησίας, ως αποκλειστικοί
χρησιούχοι του χώρου της πυλωτής, αφού για την έγκυρη δικαιοπραξία συστάσεως δικαιώματος
αποκλειστικής χρήσης του χώρου της πυλωτής απαιτείται, ως προεκτέθηκε στην υπό στοιχείο
«III» νομική σκέψη, η συνδρομή στο πρόσωπο του χρησιούχου της ιδιότητας του ιδιοκτήτη
διαμερίσματος στην ίδια οικοδομή. Β) επικουρικώς ότι, οι ενάγοντες παραπονέθηκαν το πρώτον με
την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, όσον αφορά τις θέσεις στάθμευσης της πυλωτής, παρά το
γεγονός ότι αφενός οι εναγόμενοι έκαναν χρήση αυτών από το έτος 1992 και επέκεινα, αφετέρου,
προσχώρησαν και οι ενάγοντες στην πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και στον κανονισμό
πολυκατοικίας, με την αγορά των διαμερισμάτων τους, γνωρίζοντας ότι δεν είχαν κανένα δικαίωμα
επί του χώρου της πυλωτής, ο οποίος ήταν ήδη χωρισμένος σε διαιρετές ιδιοκτησίες, ώστε η
ανατροπή της διαμορφωθείσας κατάστασης να συνεπάγεται ιδιαίτερα επαχθείς επιπτώσεις για τους
εναγομένους, ενόψει του ότι για την απόκτηση των συγκεκριμένων θέσεων στάθμευσης
κατέβαλαν μεγάλα χρηματικά ποσά ως τίμημα, το δε διότι είναι δυσεύρετες άλλες
θέσεις στάθμευσης στο κέντρο τα πόλεως πλησίον των κατοικιών τους. Ο επικουρικός αυτός
ισχυρισμός, ως καταλυτική της αγωγής ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος είναι
ορισμένος (ΟλΑΠ 17/1995 ΕλλΔνη 36. 1531) και νόμω βάσιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του
άρθρου 281 ΑΚ και επομένως, αποβαίνει εξεταστέος και εξ απόψεως ουσιαστικής βασιμότητας.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που δόθηκαν νόμιμα
στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα
πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, καθώς και από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν
και επικαλούνται οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη
συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθ. 650 παρ. 1 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του
Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά γεγονότα, τα οποία έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση
της δίκης: Οι μη διάδικοι στην παρούσα δίκη, ................................ του ...................................
.................................... είχαν στην πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή τους, κατά ποσοστό γΑ
εξ αδιαιρέτου ο καθένας ένα οικόπεδο άρτιο και οικοδομήσιμο, κείμενο στην πόλη των Ιωαννίνων,
Ενορίας Ιερού Ναού Περιβλέπτου, επί της οδού ................................, εμβαδού 806,38 τ.μ., όπως
αυτό αποτυπώνεται με τα κεφαλαία γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Ξ-Ο-Π-Ρ-Σ-Τ-Υ-Φ-Χ-Ψ-Ω-
Α στο από μηνός Φεβρουαρίου 1984 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ................
......... Επί του προρρηθέντος οικοπέδου οι ως άνω οικοπεδούχοι αποφάσισαν να ανεγείρουν με
το σύστημα της αντιπαροχής δεύτερη πολυώροφη οικοδομή (πολυκατοικία), εμφαινόμενη στο ως
άνω τοπογραφικό διάγραμμα ως «Συγκρότημα ΒΗΤΑ (Β)», στο βάθος του οικοπέδου,με ποσοστό
συνιδιοκτησίας επ` αυτού 530/1000. Την κατασκευή της υπό στοιχεία ΒΗΤΑ οικοδομής ανέλαβε η
εδρεύουσα στην Πρέβεζα κατασκευαστική εταιρία με την επωνυμία «...................................-
.............................................» σύμφωνα με τα οριζόμενα στο υπ` αριθ. 6441/1984 εργολαβικό
συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων Αικατερίνης Τσικνιά-Παπαγεωργίου. Στη συνέχεια, με
το υπ` αριθ. 6511/9-5-1984 συμβόλαιο κατανομής ποσοστών και κανονισμού πολυκατοικίας της
ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου, νόμιμα μεταγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του
Υποθηκοφυλακείου Ιωαννίνων (στον τόμο 691 και με α/α 67 και 68), η ανωτέρω οικοδομή
υπήχθη στις διατάξεις των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ και του Ν. 3741/1929 "περί ιδιοκτησίας
κατ"ορόφους", καθορίστηκε ότι η υπό ανέγερση πολυκατοικία αποτελείται από το υπόγειο, την
πυλωτή, τον πρώτο όροφο, το δεύτερο όροφο, τον τρίτο όροφο, τον τέταρτο όροφο και το
δώμα, καθώς και τα αντιστοιχούντα στους χώρους αυτούς ποσοστά (χιλιοστά) επί του οικοπέδου.
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στην άνω αναφερόμενη πράξη συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας, ο
επίδικος ακάλυπτος ισόγειος όροφος της ανωτέρω οικοδομής (πυλωτή) αποτελείται από δέκα (10)
αυτοτελείς διαιρεμένες οριζόντιες ιδιοκτησίες με στοιχεία ΠΙ ΕΝΑ (Ρ-1) έως και ΠΙ ΔΕΚΑ (Ρ-10),
επιφανείας, αντιστοίχως, 12,50 τ.μ., 12,50 τ.μ., 14,50 τ.μ., 16 τ.μ., 29,50 τ.μ., 21,50 τ.μ., 17,50
τ.μ., 20 τ.μ., 10,50 τ.μ. και 10,50 τ.μ. και με ποσοστό συμμετοχής στο οικόπεδο, αντιστοίχως,
4,84/1000, 4,84/1000, 5,62/1000, 6,20/1000, 11,42/1000, 8,53/1000, 6,78/1000, 7,74/1000,
4,07/1000 και 4,07/1000 εξ αδιαιρέτου. Στην προμνησθείσα πράξη σύστασης οριζόντιας
ιδιοκτησίας δεν ορίζεται τίποτε σχετικά με την χρήση των άνω θέσεων στάθμευσης, πλην όμως
προσδίδονται σε αυτές χαρακτηριστικά οριζοντίου ιδιοκτησίας, διότι αναφέρεται ότι εκτός από
ορισμένη επιφάνεια σε τετραγωνικά μέτρα έχουν ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο και
αναλογία οικοπέδου σε τ.μ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες τυγχάνουν ιδιοκτήτες
αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών στην ανωτέρω οικοδομή, ήτοι στο Συγκρότημα με στοιχεία
ΒΗΤΑ (Β) και συγκεκριμένα : (αα) η πρώτη, ο δεύτερος και τρίτος των εναγόντων είναι πλήρεις
κύριοι, νομείς και κάτοχοι, κατά ποσοστά, αντιστοίχως, 2/8, 3/8 και 3/8 εξ αδιαιρέτου του με
στοιχεία ΒΗΤΑ ΕΝΑ (Β1) διαμερίσματος του δεύτερου ορόφου, που έχει επιφάνεια 98 τ.μ. και
ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 49,94/1000 εξ αδιαιρέτου. Το αναφερόμενο
διαμέρισμα περιήλθε στην κυριότητα τους, κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου, με
την υπ` αριθ. 18243/22-7-1999 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων
Θωμά Λέκκου, η οποία μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου
Ιωαννίνων (στον τόμο 1466 και με α/α 42), (ββ) η τέταρτη των εναγόντων είναι αποκλειστική
κυρία, νομέας και κάτοχος του με στοιχεία ΑΛΦΑ ΤΡΙΑ (A3) διαμερίσματος του πρώτου ορόφου,
που έχει επιφάνεια 58 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 29,55/1000 εξ αδιαιρέτου. Το
αναφερόμενο διαμέρισμα περιήλθε στην κυριότητα της δυνάμει του υπ` αρ. 11764/12-5-1988
αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων Αικατερίνης Τσικνιά-
Παπαγεωργίου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου
Ιωαννίνων (στον τόμο 860 και με α/α 34), σε συνδυασμό με την υπ` αρ. 13439/12-5-1989 πράξη
κατάργησης διαλυτικής αίρεσης της ιδίας ως άνω Συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένη στα
βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ιωαννίνων (στον τόμο 907 και με α/α 25), (γγ) η
πέμπτη, η έκτη και η έβδομη των εναγόντων είναι πλήρεις κυρίες, νομείς και κάτοχοι, κατά
ποσοστά, αντιστοίχως, 2/8, 3/8 και 3/8 εξ αδιαιρέτου, του με στοιχεία ΓΑΜΑ ΤΡΙΑ (Γ3)
διαμερίσματος του τρίτου ορόφου, που έχει επιφάνεια 76 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο
οικόπεδο 38,73/1000 εξ αδιαιρέτου. Το αναφερόμενο διαμέρισμα περιήλθε στην κυριότητα τους,
κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου, με την υπ` αριθ. 10676/3-11-1995 δήλωση
αποδοχής κληρονομιάς του Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων Παύλου Κιτνή, η οποία μεταγράφηκε
νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ιωαννίνων (στον τόμο 1245 και με α/α 75),
(δδ) ο όγδοος και η ένατη των εναγόντων είναι πλήρεις κύριοι, νομείς και κάτοχοι, κατά ποσοστό
ιΑ εξ αδιαιρέτου έκαστος, του με στοιχεία ΔΕΛΤΑ ΔΥΟ (Δ2) διαμερίσματος του τέταρτου ορόφου,
που έχει επιφάνεια 80,50 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 41,02/1000 εξ αδιαιρέτου.
Το αναφερόμενο διαμέρισμα περιήλθε στην κυριότητα τους, κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά εξ
αδιαιρέτου, δυνάμει του υπ` αρ. 7416/9-2-1985 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της
Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων Αικατερίνης Τσικνιά-Παπαγεωργίου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα
βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ιωαννίνων (στον τόμο 723 και με α/α 87), σε
συνδυασμό με την υπ` αρ. 7660/2-5-1985 δήλωση άρσης διαλυτικής αίρεσης της ιδίας ως άνω
Συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένη στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου
Ιωαννίνων (στον τόμο 731 και με α/α 84) και (εε) η δέκατη των εναγόντων είναι αποκλειστική
κυρία, νομέας και κάτοχος του με στοιχεία ΒΗΤΑ ΔΥΟ (Β2) διαμερίσματος του δεύτερου ορόφου,
που έχει επιφάνεια 80,50 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 41,02/1000 εξ αδιαιρέτου.
Το αναφερόμενο διαμέρισμα περιήλθε στην κυριότητα της δυνάμει του υπ` αρ. 7342/12-1-1985
αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων Αικατερίνης Τσικνιά-
Παπαγεωργίου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου
Ιωαννίνων (στον τόμο 720 και με α/α 39), σε συνδυασμό με την υπ` αρ. 7744/21-5-1985 δήλωση
άρσης διαλυτικής αίρεσης της ιδίας ως άνω Συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένη στα βιβλία
μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ιωαννίνων (στον τόμο 735 και με α/α 100). Προσέτι,
αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος, ............................., δυνάμει του υπ` αριθ. 18476/10-4-
1992 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων Αικατερίνης Τσικνιά-
Παπαγεωργίου, νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου
Ιωαννίνων (στον τόμο 1056 με α/α 78) απέκτησε κατά πλήρη κυριότητα, λόγω αγοράς από τους
αληθείς έως τότε κυρίους-οικοπεδούχους της ένδικης οικοδομής (.............................................
...................) τον υπό στοιχεία ΠΙ ΤΡΙΑ (Ρ-3) χώρο στάθμευσης (πάρκινγκ) της πυλωτής, ο οποίος
έχει επιφάνεια 14,50 τ.μ., όγκο 40,60 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 5,62/1000
και αναλογία επί του οικοπέδου 4,54 τ.μ. και συνορεύει γύρωθεν με ακάλυπτο χώρο οικοπέδου, με
Ρ-4 πάρκινγκ, με Ρ-5 πάρκινγκ, με κοινόχρηστα και με Ρ-2 πάρκινγκ. Επίσης, ο δεύτερος
εναγόμενος, ................................................, απέκτησε την πλήρη κυριότητα του υπό στοιχεία ΠΙ
ΤΕΣΣΕΡΑ (Ρ-4) χώρου στάθμευσης (πάρκινγκ) της πυλωτής, ο οποίος έχει επιφάνεια 16 τ.μ., όγκο
44,80 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 6,20/1000 και αναλογία επί του οικοπέδου
4,54 τ.μ. και συνορεύει γύρωθεν με ακάλυπτο χώρο οικοπέδου εκ δύο πλευρών, με Ρ-5 πάρκινγκ
και με Ρ-3 πάρκινγκ. Ο ανωτέρω χώρος στάθμευσης περιήλθε στον δεύτερο εναγόμενο α) κατά
ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, λόγω αγοράς από τους αληθείς έως τότε κυρίους-οικοπεδούχους της
ένδικης οικοδομής (............................................................), δυνάμει του υπ` αρ. 18477/10-4-
1992 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων Αικατερίνης Τσικνιά-
Παπαγεωργίου, νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου
Ιωαννίνων (στον τόμο 1056 με α/α 79) και β) κατά το υπόλοιπο ποσοστό !4 εξ αδιαιρέτου, λόγω
δωρεάς εν ζωή από τη ..........................................................., το γένος .............................,
δυνάμει του υπ` αρ. 9526/23-3-2005 συμβολαίου δωρεάς της Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων Ελένης
Ράπτη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ιωαννίνων (στον
τόμο 1854 με α/α 7). Από την υπαγωγή των ανωτέρω ρυθμίσεων, που περιέχονται στην
προαναφερόμενη πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, στις ερμηνευθείσες, στην οικεία μείζονα
πρόταση, διατάξεις, ευθέως και ανενδοιάστως συνάγεται, ότι οι ρυθμίσεις αυτές, κατά το μέρος,
που διαλαμβάνουν μεταχείριση των επίδικων ανοικτών τμημάτων της πυλωτής ως αυτοτελών
διαιρεμένων ιδιοκτησιών είναι απολύτως άκυρες, καθόσον έρχονται σε ευθεία αντίθεση προς τις
αναγκαστικού δικαίου διατάξεις που καθορίζουν τις θεμελιακές αρχές του θεσμού της οριζόντιας
ιδιοκτησίας και, συνακόλουθα, τα τμήματα αυτά είναι κοινόκτητα και κοινόχρηστα.

Ειδικότερα, αφενός η πυλωτή της οικοδομής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1117 ΑΚ και
αυτών του Ν. 3741/29 και την υπΛ αρ. 6511/9-5-1984 πράξη συστάσεως οριζόντιας ιδιοκτησίας,
έχει χαρακτήρα κοινόκτητο και κοινόχρηστο και συνεπώς δεν είναι δεκτική συστάσεως χωριστών
εμπραγμάτων δικαιωμάτων με τα οποία αυτή θα απέβαλε τον πιο πάνω χαρακτήρα της, αφετέρου
αυτή (πυλωτή) αποτελεί τμήμα των κοινόχρηστων μερών της οικοδομής, επί των οποίων όλοι οι
κύριοι των διαιρεμένων ιδιοκτησιών της οικοδομής, ήτοι οι ενάγοντες, έχουν εξ αδιαιρέτου ιδανικό
μερίδιο συγκυριότητας, κατά την αναλογία των ποσοστών συγκυριότητας τους επί του όλου
οικοπέδου. Συνακόλουθα, και τα προρρηθέντα υπ` αρ. 18476/1992, 18477/1992 και 9526/2005
συμβόλαια, με τα οποία φέρεται ότι μεταβιβάσθηκαν στους εναγομένους οι με στοιχεία Ρ-3 και Ρ-4
θέσεις στάθμευσης στον ακάλυπτο χώρο της πυλωτής ως έχουσες χαρακτήρα οριζόντιας
ιδιοκτησίας, είναι απολύτως άκυρα, καθόσον αντίκεινται στις πολεοδομικές διατάξεις, με τις οποίες
ορίζεται ρητώς ότι οι θέσεις σταθμεύσεως στον ελεύθερο ισόγειο χώρο του κτιρίου, όταν αυτό
κατασκευάζεται επί υποστηλωμάτων (PILOTIS), δεν δύνανται να αποτελέσουν διαιρεμένες
ιδιοκτησίες και να καταργήσουν έτσι τον κοινόχρηστο χαρακτήρα της πυλωτής, συνέπεια η οποία
επέρχεται και με τη σύσταση άλλων εμπραγμάτων δικαιωμάτων επ` αυτής, ως εν προκειμένω, πλην
της αναγκαστικής συγκυριότητας των κυρίων των διαιρεμένων οριζοντίων ιδιοκτησιών. Κατά
συνέπεια, οι επίδικοι χώροι του ισογείου, που προβλέφθηκαν ως ανοικτοί χώροι πυλωτής, δεν
μπορούν να αποτελέσουν αυτοτελή και ανεξάρτητη ιδιοκτησία, αλλά αποτελούν κοινόχρηστο και
κοινόκτητο χώρο, ήτοι δεν υφίστανται νομικά, παρότι βέβαια στην πραγματικότητα έχουν
κατασκευαστεί και ως εκ τούτου το μεν οι εναγόμενοι, ως μη ιδιοκτήτες οριζόντιων ιδιοκτησιών
στην ένδικη οικοδομή, ουδόλως έχουν δικαίωμα σύγχρησης αυτών, το δε οι ενάγοντες τυγχάνουν
συγκύριοι του χώρου της πυλωτής και δη των με στοιχεία Ρ-3 και Ρ-4 θέσεων στάθμευσης, κατά
τα προαναφερόμενα ποσοστά συνιδιοκτησίας των διαμερισμάτων ενός εκάστου επί του όλου
οικοπέδου. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι αμφισβητούν τον κοινόχρηστο χαρακτήρα
των εν λόγω θέσεων στάθμευσης και δεν επιτρέπουν στους ενάγοντες να ποιούν ακώλυτη χρήση
αυτών. Μάλιστα οι ενάγοντες επανειλημμένως παραπονούντο προφορικά στους εναγομένους, διότι
δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τους, κατά τα προεκτεθέντα, κοινόχρηστους χώρους της
πυλωτής, όπως μετά λόγου γνώσεως, με σαφήνεια και πληρότητα κατέθεσε ενόρκως ενώπιον
αυτού του Δικαστηρίου ο μάρτυρας απόδειξης, ............, ο οποίος επί σειρά ετών είχε διατελέσει
διαχειριστής της ένδικης οικοδομής και είχε και ο ίδιος, υπό την προμνησθείσα ιδιότητα του,
οχλήσει τους εναγομένους για την ανωτέρω αιτία.

Άλλωστε, οι ενάγοντες διαμαρτυρήθηκαν σχετικά και εγγράφως με την από 17-11-2009 εξώδικη
διαμαρτυρία-πρόσκληση-δήλωσή τους, που επιδόθηκε στους εναγομένους στις 23-11-2009, όπως
προκύπτει, αντιστοίχως από τις υπ` αρ. 6135Γ723-11-2009 και 6136Γ723-11-2009 εκθέσεις
επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Ιωαννίνων, Χρυσούλας Τσιμάκη-Καμμένου.
Ενόψει των ανωτέρω, δεν προέκυψε αδράνεια των εναγόντων ούτε ότι η ανωτέρω συμπεριφορά
τους μπορούσε να δημιουργήσει στους εναγόμενους την εδραία πεποίθηση ότι αυτοί (ενάγοντες)
δε θα κινηθούν δικαστικά σε βάρος τους για τη διασφάλιση των νομίμων δικαιωμάτων τους,
σημειουμένου ότι η ανατροπή της διαμορφωθείσας κατάστασης ουδόλως αποδείχθηκε ότι θα έχει
επαχθείς επιπτώσεις στους εναγομένους, δοθέντος ότι οι εναγόμενοι δικαιούνται να επιδιώξουν την
αποκατάσταση της όποιας ζημίας τους στρεφόμενοι κατά του πωλητή τους, ο οποίος τους πώλησε
τους επίδικους χώρους στην πυλωτή της οικοδομής. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη
κατ` ουσία η νομίμως υποβληθείσα από τους εναγομένους επικουρική ένσταση καταχρηστικής
άσκησης της αγωγής. Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, η κρισιολογούμενη αγωγή πρέπει να γίνει
δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και λόγω της συνδρομής άμεσου και ενεστώτος εννόμου
συμφέροντος των εναγόντων προς άρση της υφισταμένης αβεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων,
πρέπει : α) να αναγνωρισθεί ότι είναι άκυρη η υπ` αριθ. 6511/1984 πράξη σύστασης οριζοντίων
ιδιοκτησιών, κατά το μέρος που οι με στοιχεία Ρ-3 και Ρ-4 θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων στην
πυλωτή της ένδικης οικοδομής χαρακτηρίζονται ως αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες, β) να
αναγνωρισθεί η ακυρότητα των ανωτέρω υπ` αρ. 18476/1992, 18477/1992 και 9526/2005
συμβολαίων, με τα οποία φέρεται ότι μεταβιβάσθηκαν στους εναγομένους ως διαιρεμένες
ιδιοκτησίες οι ρηθείσες θέσεις στάθμευσης στην πυλωτή, γ) να αναγνωρισθεί ότι ο χώρος της
πυλωτής και δη των Ρ-3 και Ρ-4 θέσεων στάθμευσης είναι κοινόχρηστος, ότι οι εναγόμενοι, ως μη
ιδιοκτήτες οριζόντιων ιδιοκτησιών στην ένδικη οικοδομή δεν έχουν δικαίωμα σύγχρησης αυτών
και ότι οι ενάγοντες είναι συγκύριοι των θέσεων Ρ-3 και Ρ-4, κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό
ποσοστά συνιδιοκτησίας τους επί του οικοπέδου και δ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να
ανέχονται την από τους ενάγοντες ελεύθερη σύγχρηση των άνω θέσεων. Τέλος, πρέπει να
απειληθεί σε βάρος ενός εκάστου των εναγομένων χρηματική ποινή πεντακοσίων (500)
ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) μηνός για κάθε παραβίαση της αμέσως
προηγούμενης διατάξεως της παρούσας απόφασης και να συμψηφιστούν στο σύνολο τους τα
μεταξύ των διαδίκων δικαστικά έξοδα, λόγω εύλογης αμφιβολίας των διαδίκων για την έκβαση της
παρούσας δίκης, στηριζομένη στο δυσερμήνευτο των ως άνω διατάξεων, κατά άρθρο 179 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εκδίκαση της υποθέσεως κατά την προσήκουσα διαδικασία,, ήτοι την ειδική
διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθ. 647 επ. ΚΠολΔ).

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε ως απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι α) η υπ` αριθ. 6511/9-5-1984 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας της
Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων Αικατερίνης Τσικνιά-Παπαγεωργίου, νόμιμα μεταγραμμένη στα βιβλία
μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ιωαννίνων (στον τόμο 691 και με α/α 67 και 68), β) το υπ`
αριθ. 18476/10-4-1992 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων Αικατερίνης
Τσικνιά-Παπαγεωργίου, νομίμως μεταγεγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου
Ιωαννίνων (στον τόμο 1056 με α/α 78), γ) το υπ` αρ. 18477/10-4-1992 αγοραπωλητήριο
συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων Αικατερίνης Τσικνιά-Παπαγεωργίου, νομίμως
μεταγεγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ιωαννίνων (στον τόμο 1056 με
α/α 79) και δ) το υπ` αρ. 9526/23-3-2005 συμβόλαιο δωρεάς της Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων
Ελένης Ράπτη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου
Ιωαννίνων (στον τόμο 1854 με α/α 7) είναι απολύτως άκυρα, κατά τις διατάξεις τους με τις οποίες
προσδίδονται χαρακτηριστικά οριζόντιας ιδιοκτησίας στις υπό στοιχεία Ρ-3 και Ρ-4 θέσεις
στάθμευσης αυτοκινήτων στον ισόγειο ακάλυπτο χώρο της πυλωτής της πολυκατοικίας, που
βρίσκεται στα Ιωάννινα επί της οδού .......................

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι α) ο υπό στοιχεία ΠΙ ΤΡΙΑ (Ρ-3) χώρος στάθμευσης (πάρκινγκ) της πυλωτής,
ο οποίος έχει επιφάνεια 14,50 τ.μ., όγκο 40,60 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου
5,62/1000 και αναλογία επί του οικοπέδου 4,54 τ.μ. και συνορεύει γύρωθεν με ακάλυπτο χώρο
οικοπέδου, με Ρ-4 πάρκινγκ, με Ρ-5 πάρκινγκ, με κοινόχρηστα και με Ρ-2 πάρκινγκ και β) ο υπό
στοιχεία ΠΙ ΤΕΣΣΕΡΑ (Ρ-4) χώρος στάθμευσης (πάρκινγκ) της πυλωτής, ο οποίος έχει επιφάνεια 16
τ.μ., όγκο 44,80 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 6,20/1000 και αναλογία επί του
οικοπέδου 4,54 τ.μ. και συνορεύει γύρωθεν με ακάλυπτο χώρο οικοπέδου εκ δύο πλευρών, με Ρ-5
πάρκινγκ και με Ρ-3 πάρκινγκ, όπως οι χώροι στάθμευσης περιγράφονται στην υπ` αριθ. 6511/9-5-
1984 πράξη σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας της Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων Αικατερίνης Τσικνιά-
Παπαγεωργίου, είναι κοινόκτητοι και κοινόχρηστοι, δικαίωμα δε σύγχρησης αυτών δεν έχουν οι
εναγόμενοι, αλλά οι ενάγοντες ως ιδιοκτήτες αυτοτελών διαιρεμένων και ανεξάρτητων ιδιοκτησιών
της οικοδομής επί της οδού ............, οι οποίοι ενάγοντες τυγχάνουν συγκύριοι αυτών με ποσοστό
συνιδιοκτησίας 49,94/1000 (η πρώτη, ο δεύτερος και τρίτων των εναγόντων), 29,55/1000 (η
τέταρτη των εναγόντων), 38,73/1000 (η πέμπτη, έκτη και έβδομη των εναγόντων) και
41,02/1000 (ο όγδοος, η ένατη και δέκατη των εναγόντων).

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγομένους να ανέχονται την ελεύθερη σύγχρηση των άνω χώρων από
τους συνιδιοκτήτες της άνω πολυκατοικίας.

ΑΠΕΙΛΕΙ κατά των εναγομένων χρηματική ποινή πεντακοσίων (500) ευρώ και προσωπική
κράτηση διάρκειας ενός (1) μηνός για κάθε παραβίαση της παρούσας απόφασης, αναφορικά με την
αμέσως προηγούμενη διάταξη της.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στα Ιωάννινα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο
ακροατήριο του την 29/08/2011, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι
δικηγόροι τους.



Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΠΥΛΩΤΗ - ΠΑΡΚΙΝΚ - ΑΠ 1604/1997

$
0
0

 

Αριθμός 1604/1997

 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ'Πολιτικό Τμήμα.

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Θεόδωρο Τόλια Αντιπρόεδρο, Μιχαήλ Καρατζά, Γεώργιο Μπούτσικο, Αριστείδη Κρομμύδα και Κωνσταντίνο Τσαμαδό, Αρεοπαγίτες.

 

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 24-10-1997, με την παρουσία και του γραμματέα Γεωργίου Τυλιπάκη, για να δικάσει μεταξύ:

 

Του αναιρεσείοντος: Γεωργίου Ηλία Πετρίδη, κατοίκου Καλαμακίου Αττικής, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλη Αναγνωστόπουλο.

 

Του αναιρεσίβλητου: Δημητρίου Χαρίση Γκούλια, κατοίκου Καλαμακίου Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του ....

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-11-1995 αγωγή που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3068/1996 του ίδιου Δικαστηρίου και 9206/1996 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο αναιρεσείων με την από 12-02-1997 αίτηση του και τους από 07-07-1977 πρόσθετους λόγους.

 

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω, ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Αριστείδης Κρομμύδας ανάγνωσε την από 08-10-1997 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της υπό κρίση αιτήσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και η πληρεξούσια του αναιρεσίβλητου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στην δικαστική δαπάνη.

 

Σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο

 

ΙΙ.Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2παράγραφος 1, 4παράγραφος 1, 5παράγραφος 1 εδάφιο α'και 13του νόμου 3741/1929περί της ιδιοκτησίας κατ'ορόφους, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα με το άρθρο 54του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, και 1002και 1117του Αστικού Κώδικαπροκύπτει ότι οι ιδιοκτήτες οριζόντιων ιδιοκτησιών οικοδομής έχουν αναγκαστική συγκυριότητα και δικαίωμα συμμετοχής στη χρήση σε όλα τα ενδεικτικώς οριζόμενα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της οικοδομής, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, το έδαφος, οι αυλές κλπ. Ο προσδιορισμός των κοινόκτητων και κοινόχρηστων αυτών μερών γίνεται είτε με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία είτε με ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ όλων των οροφοκτητών. Αν τούτο δεν γίνει, αν δηλαδή δεν ορίζεται τίποτε από τις σχετικές δικαιοπραξίες, τότε ισχύει ο προσδιορισμός που προβλέπεται από τις πιο πάνω διατάξεις. Με ομόφωνη απόφαση των συνιδιοκτητών της οικοδομής, που πρέπει να καταρτίζεται συμβολαιογραφικώς και να μεταγράφεται, μπορεί να παραχωρείται εγκύρως η χρήση των παραπάνω κοινόκτητων και κοινόχρηστων μερών αποκλειστικώς σε ένα ή ορισμένους ιδιοκτήτες ορόφου ή διαμερίσματος μόνο όμως της ίδιας οικοδομής στην οποία υπάρχουν. Οι συμφωνίες δε με τις οποίες κανονίζονται κατά διαφορετικό τρόπο τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ιδιοκτητών οριζόντιων ιδιοκτησιών στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα πράγματα, δημιουργούν περιορισμούς της αναγκαστικής συγκυριότητας επί των πραγμάτων αυτών από την οποία απορρέει το δικαίωμα συμμετοχής στη χρήση τους. Οι περιορισμοί αυτοί έχουν απλώς το χαρακτήρα δουλείαςκατ'άρθρο 13παράγραφος 3 νόμου 3741/1929, χωρίς όμως να είναι πραγματική δουλεία με την έννοια των άρθρων 1118και 1119του Αστικού Κώδικακαι επιβάλλονται από την ιδιαιτερότητα του θεσμού της κατ'ορόφους ιδιοκτησίας. Περαιτέρω κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 1παράγραφος 5 εδάφιο τελευταίο του νόμου 960/1979περί επιβολής υποχρεώσεων προς δημιουργία χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων για την εξυπηρέτηση των κτιρίων, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1του νόμου 1221/1981, όταν η οικοδομή ανεγείρεται με άδεια και υπό το πολεοδομικό σύστημα της αφέσεως του ισογείου χώρου της οικοδομής ακαλύπτου, ο ακάλυπτος αυτός χώρος δεν μπορεί ν'αποτελέσει διαιρεμένες ιδιοκτησίες αλλά θα παραμείνει ως κοινόχρηστος, με την πιο πάνω έννοια, χώρος επί του οποίου αποκτάται αυτοδικαίως συγκυριότητα, εφόσον υφίσταται οριζόντια ιδιοκτησία σε όροφο ή διαμέρισμα της οικοδομής και παρεπομένως αναγκαστική συγκυριότητα των οροφοκτητών κατ'ανάλογη μερίδα τούτων επί του κοινόχρηστου αυτού χώρου. Η χρήση όμως του χώρου αυτού μπορεί, κατά τα ανωτέρω, να παραχωρηθεί εγκύρως αποκλειστικώς σ'ένα ή περισσότερους ιδιοκτήτες ορόφου ή διαμερίσματος της ίδιας οικοδομής, οπότε εγκύρως περιορίζεται η χρήση του χώρου αυτού σε μόνους αυτούς τους οροφοκτήτες κατ'αποκλεισμό στη χρήση τούτου των μη δικαιούχων σε τέτοια χρήση λοιπών οροφοκτητών.

 

Έτσι αν ο καθορισμός ορισμένου τμήματος της πυλωτής, ως χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων αποκλειστικώς υπέρ ορισμένων οροφοκτητών συγκεκριμένων διαμερισμάτων της οικοδομής κατ'αποκλεισμό στη χρήση τούτου από τους λοιπούς οροφοκτήτες ή διαμερισματούχους, έχει γίνει χωρίς κατανομή των θέσεων αυτών ως προς καθένα των δικαιούχων, ο καθορισμός αυτός ισχύει υπέρ των δικαιούχων, ο δε περαιτέρω προσδιορισμός και η εξατομίκευση της συγκεκριμένης για κάθε δικαιούχο θέσης στάθμευσης αφορά τις μεταξύ τούτων σχέσεις και γίνεται σύμφωνα με τους συμφωνηθέντες σχετικούς όρους. Η μη κατανομή των χώρων στάθμευσης μεταξύ των δικαιούχων δεν επιφέρει αδρανοποίηση της σχετικής συμφωνίας ούτε ενεργεί καταλυτικά ως προς το δικαίωμα των δικαιούχων για αποκλειστική από αυτούς χρήση των χώρων στάθμευσης, σε τρόπο ώστε μέχρι την κατανομή των θέσεων στάθμευσης ο χώρος τούτων να καθίσταται παρά τον υφιστάμενο περιορισμό ως κοινόχρηστος.

 

Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559αριθμός 19 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ο προβλεπόμενος από τη διάταξη αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν από το αιτιολογικό της δεν προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία προκειμένου το δικαστήριο της ουσίας να κρίνει αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της διάταξης που εφαρμόστηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή τους, καθώς και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Σφάλμα της απόφασης συνδεόμενο με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ελέγχεται μόνο ως παράβαση της διάταξης του άρθρου 559αριθμός 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, υπάρχει όταν το δικαστήριο προσδίδει στον κανόνα που εφάρμοσε έννοια την οποία αυτός δεν έχει ή έθεσε προϋποθέσεις ή συνέπειες για την εφαρμογή τους τις οποίες ο εφαρμοσθείς κανόνας δεν προβλέπει. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε, κατά την ανελεγκτική αναιρετικώς κρίση του, τα ακόλουθα: Με την υπ'αριθμό 10602/21-07-1982 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της συμβολαιογράφου Αθηνών Αριστέας Αρχιμανδρίτη - Μαραγκάκη, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, υπήχθη στο σύστημα της οροφοκτησίας των άρθρων 1002, 1117του Αστικού Κώδικακαι νόμου 3741/1929η επίδικη τετραώροφη πολυκατοικία. Ως προς το ισόγειο ορίστηκε με την ίδια πράξη ότι αυτό αποτελείται από τον ακάλυπτο χώρο και τον όροφο στον οποίο περιλαμβάνονται οι κοινόχρηστοι και κοινόκτητοι χώροι (είσοδος, κλιμακοστάσιο, φρέαρ ανελκυστήρα) και πυλωτή με 1-7 ιδιόχρηστους χώρους στάθμευσης.

 

Όλη η οικοδομή έχει 13 διαμερίσματα και 7 θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων. Με την προγενέστερη υπ'αριθμό 49397/27-05-1982 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών Γρηγορίου Καβαλέκα, που επιγράφεται πράξις καθορισμού χώρων στάθμευσης αυτοκινήτωνοι οικοπεδούχοι και οι εργολήπτρια για την κατασκευή της ως άνω οικοδομής εταιρία, συμμορφούμενοι στις υποχρεώσεις του νόμου 960/1979, όπως τροποποιήθηκε με δ'το νόμο 1221/1981, δήλωσαν ότι δημιουργούν επτά (7) θέσεις στάθμευσης που αριθμούνται από 1 - 7, όπως εμφαίνεται στο σχεδιάγραμμα της πυλωτής που επισυνάπτεται για την εξυπηρέτηση του κτιρίου. Ειδικά ορίστηκε ότι στους οικοπεδούχους Νικόλαο Κολολό και Γεώργιο Κολολό περιέρχονται, εκτός από τις οριζόντιες ιδιοκτησίες της οικοδομής που λαμβάνουν, ως προς μεν τον πρώτο η αποκλειστική χρήση ενός από τους προβλεπόμενους στην πυλωτή χώρους στάθμευσης αυτοκινήτων, που διαρρυθμίζεται καταλλήλως, εάν είναι δυνατό, για τη στάθμευση τροχόσπιτου, άλλως άλλου χώρου κατ'επιλογή του, που θ'αποτελεί παράρτημα της υπό στοιχεία Βήτα Κεφάλαιο τρία (Β-3) οριζόντιας ιδιοκτησίας του και ως προς τον δεύτερο η αποκλειστική χρήση ενός χώρου στάθμευσης στην πυλωτή κατ'επιλογή του, που θα αποτελεί παράρτημα της υπό στοιχεία Γάμα κεφάλαιο ένα (Γ-1) οριζόντιας ιδιοκτησίας του. Με την παράγραφο VII του άρθρου 4 του κανονισμού ορίστηκε ότι κανένας άλλος, εκτός από τους δικαιούμενους χώρων στάθμευσης, δικαιούται να σταθμεύει αυτοκίνητο εντός του χώρου της πολυκατοικία.

 

Με τα υπ'αριθμούς 10637/18-10-1982, 10676/18-02-1983 και 10714/08-06-1983 συμβόλαια της ως άνω συμβολαιογράφου, με τα οποία μεταβιβάστηκαν στους Κωνσταντίνο Πλυμένο, Ανδρέα και Ελένη Κωνσταντοπούλου και Κυριάκο Παύλου τα υπό στοιχεία Β-1, Δ-2 και Δ-1 διαμερίσματα, ορίστηκε ότι σε καθένα από τα διαμερίσματα αυτά θα ανήκει ως παράρτημα μία θέση στάθμευσης αυτοκινήτων στην πυλωτή της πολυκατοικίας κατ'επιλογή της εργολήπτριας εταιρίας η οποία θα γίνει μετά τις επιλογές των οικοπεδούχων, ενώ με το υπ'αριθμόν 10722/05-07-1983 συμβόλαιο της ίδιας συμβολαιογράφου, με το οποίο μεταβιβάστηκε στην Αγγελική Βούμβα το υπό στοιχεία Α-1 διαμέρισμα, ορίστηκε ότι στο διαμέρισμα αυτό θα ανήκει ως παράρτημα μια θέση στάθμευσης αυτοκινήτου στην πυλωτή της πολυκατοικίας κατ'επιλογή της αγοράστριας, που θα γίνει μετά τις επιλογές των οικοπεδούχων. Ο αναιρεσίβλητος με τη σύζυγό του αγόρασαν το με στοιχεία Α-4 διαμέρισμα του πρώτου ορόφου της ως άνω πολυκατοικίας με το υπ'αριθμό 10952/1986 συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου και σχετικά με τις θέσεις στάθμευσης στην πυλωτή δήλωσαν στο συμβόλαιο αυτό ότι χορηγούν στην εργολήπτρια και τους οικοπεδούχους την ανέκκλητη εντολή και πληρεξουσιότητα όπως με μονομερείς πράξεις τροποποιούν την πράξη σύστασης και τον κανονισμό ως προς τις ιδιοκτησίες τους, ως επίσης και την με μονομερή πράξη τους κατανομή των χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων.

 

Στη συνέχεια το Εφετείο έκρινε ότι ο καθορισμός του να ανήκει σε καθένα από τα ως άνω διαμερίσματα η θέση στάθμευσης αυτοκινήτου ως παράρτημαείναι απόλυτα άκυρος και ότι με βάση τα ανωτέρω δεν υπάρχει νόμιμη συμφωνία για τη χρήση συγκεκριμένης θέσης στάθμευσης από αυτές που δημιουργήθηκαν στην πυλωτή της πολυκατοικίας, εφόσον δεν έχει γίνει η κατανομή της χρήσης των χώρων στάθμευσης σύμφωνα με την εντολή που περιέχεται στο συμβούλιο αγοράς του αναιρεσίβλητου με αντίστοιχο αποκλεισμό τούτου, ούτε η επιλογή από τους ως άνω οικοπεδούχους συγκεκριμένης από τις απαριθμούμενες επτά (7) θέσεις, και ότι όλες οι ως άνω θέσεις στάθμευσης είναι κοινόχρηστα πράγματα, ο δε αναιρεσίβλητος, ως συνδιαμερισματούχος δικαιούται να τις χρησιμοποιεί ανάλογα με τη μερίδα συμμετοχής του και να καταλαμβάνει, τοποθετώντας το αυτοκίνητό του, όποια θέση στάθμευσης βρίσκει κενή από τις επτά (7) θέσεις της πυλωτής. Έτσι που έκρινε το Εφετείο και κατά παραδοχή της έφεσης του αναιρεσίβλητου, αφού εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση, απέρριψε ως αβάσιμη κατ'ουσίαν την ένδικη αγωγή του αναιρεσείοντος διαχειριστή της ως άνω πολυκατοικίας, με την οποία ζητούσε να απαγορευθεί στον αναιρεσίβλητο η στάθμευση του αυτοκινήτου του στους ως άνω χώρους στάθμευσης, παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και στέρησε την προσβαλλόμενη απόφαση νόμιμης βάσης για ανεπάρκεια αιτιολογιών, οι δε από το άρθρου 559αριθμοί 1 και 19 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίαςδεύτερος και τρίτος λόγος αναιρετηρίου και του δικογράφου των προσθέτων λόγων είναι βάσιμοι.

 

Πράγματι παρόλο που το Εφετείο δέχθηκε ότι εγκύρως δημιουργήθηκαν οι επτά (7) θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων στο χώρο της πυλωτής της πολυκατοικίας υπέρ ορισμένων ιδιοκτησιών των αναφερόμενων διαμερισμάτων αυτής, δηλαδή ότι η χρήση του χώρου τούτου περιορίστηκε αποκλειστικώς σε μόνους τους ιδιοκτήτες αυτούς κατ'αποκλεισμό των άλλων ιδιοκτητών, εντούτοις χαρακτηρίζει συγχρόνως τον ίδιο χώρο ως κοινόχρηστο από το λόγο ότι δεν έγινε από τους δικαιούχους η προβλεπόμενη χωρίς χρονικό περιορισμό επιλογή από καθένα του συγκεκριμένου χώρου στάθμευσης και η κατανομή εντεύθεν των χώρων τούτων μεταξύ των δικαιούχων, αξιώνοντας έτσι περισσότερα στοιχεία από όσα πράγματι ο νόμος απαιτεί. Επί πλέον το Εφετείο, κρίνοντας απολύτως άκυρο, ως αντικείμενο στη διάταξη του άρθρου 1παράγραφος 5 του νόμου 960/1979, όπως αντικαταστάθηκε, τον καθορισμό των ως άνω επτά (7) θέσεων χώρων στάθμευσης ως ιδιόχρηστων, που έγινε με την πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και τις μεταβιβαστικές των διαμερισμάτων οικείες πράξεις, από μόνο το λόγο ότι σε όλες αυτές τις πράξεις αναφέρεται ότι ο σχετικός χώρος στάθμευσης θα ανήκει στο αντίστοιχο διαμέρισμα ως παράρτημα, δεν εξηγεί επαρκώς γιατί είναι άκυρος ο καθορισμός αυτός, αφού δεν δέχεται ότι με τον όρο παράρτημαπου δεν προσιδιάζει σε ακίνητα, δημιουργείται συγχρόνως διαιρεμένη ιδιοκτησία στους αντίστοιχους χώρους στάθμευσης, υπέρ των ως άνω διαμερισματούχων. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω πρέπει, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος (άρθρα 176και 183του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, συντιθέμενο από άλλους δικαστές (άρθρο 580παράγραφος 3 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 31 παράγραφος 1 του νόμου [Ν] 2172/1993).

 

Για τους λόγους αυτούς

 

Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο,

 

Και

 

Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει σε διακόσιες είκοσι χιλιάδες (220.000) δραχμές.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 26-11-1997.

 

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 05-12-1997.

 

ΕφΑθ 3135/2010 Χρησικτησία - Ένσταση ιδίας κυριότητας με επιγενόμενη χρησικτησία. Νόμιμος τίτλος προς απόκτηση κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία αποτελεί και η κληρονομική διαδοχή, εφόσον έγινε μεταγραφή της αποδοχής.

$
0
0


ΕφΑθ 3135/2010 Χρησικτησία

Περίληψη

Ένσταση ιδίας κυριότητας με επιγενόμενη χρησικτησία. Νόμιμος τίτλος προς απόκτηση κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησίααποτελεί και η κληρονομική διαδοχή, εφόσον έγινε μεταγραφή της ..

αποδοχής. Η κληρονομική διαδοχή με μη γνήσια διαθήκη μπορεί να αποτελέσει νομιζόμενο τίτλο για άσκηση νομής τακτικής χρησικτησίας, όταν ο νομέας είναι καλόπιστος ως προς τη γνησιότητα της διαθήκης. Έκτακτη χρησικτησία. Η χρησικτησίαδιακόπτεται κατ’ άρθρο 1049 ΑΚ με την έγερση διεκδικητικής αγωγής από τον κύριο του πράγματος που χρησιδεσπόζεται. Γίνεται όμως δεκτό ότι διακοπή επάγεται και η έγερση απλής αναγνωριστικής αγωγής περί του δικαιώματος της κυριότητας επί του πράγματος. Παραγραφή διεκδικητικής αγωγής.

Απόφαση

Αριθμός 3135/2010
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Πρόεδρος: Γ. Μανωλίδης
Εισηγητής: Α. Δαββέτας
 

[...] Ι. Επί αγωγής διεκδικητικής ή αναγνωριστικής κυριότητας, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί ιδίας αυτού κυριότητας στο επίδικο αποτελεί ένσταση, της οποίας ο ίδιος φέρει το βάρος αποδείξεως, όταν, ενώ ο ενάγων επικαλείται παράγωγο τρόπο κτήσεως της κυριότητας, ο εναγόμενος επικαλείται πρωτότυπο τρόπο κτήσεως δια χρησικτησίαςκαι τα περιστατικά που προτείνει προσπορίζουν σε αυτόν την κυριότητα σε χρόνο μεταγενέστερο της παράγωγης κτήσης που αναφέρεται στην αγωγή (βλ. ΑΠ 425/2001 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1882/1999 ΕλλΔνη 41,1669 και ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 256/1989 ΕλλΔνη 31,528, ΕφΔωδ 260/2003 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 3/2002 ΑχΝομ 2003,135 και ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. (Α) Η πρωτότυπη κτήση κυριότητας με τακτική χρησικτησίααπαιτεί κατά τα άρθρα 1041, 1042, 1043 και 1044 ΑΚ: α) νομή, β) νόμιμο ελλιπή ή νομιζόμενο τίτλο, γ) καλή πίστη κατά την κτήση της νομής ως προς το ότι ο τίτλος προσπορίζει στον νομέα την κυριότητα, δ) πράγμα δεκτικό χρησικτησίαςκαι ε) παρέλευση 10ετίας προκειμένου για ακίνητα. Καλή πίστη κατά την κτήση της νομής, υπό την ανωτέρω έννοια, υπάρχει, όταν ο νομέας έχει την εσφαλμένη πεποίθηση ότι με τον ελλιπή νόμιμο ή με τον νομιζόμενο τίτλο αποκτά κυριότητα, χωρίς η πλάνη του αυτή να οφείλεται σε βαριά αμέλεια (άρθρο 1042 ΑΚ). Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1041, 1193, 1195, 1198, 1199 και 1846 ΑΚ νόμιμο τίτλο προς απόκτηση κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησίααποτελεί και η κληρονομική διαδοχή, με την προϋπόθεση ότι θα γίνει σχετική συμβολαιογραφική αποδοχή της κληρονομίας και θα μεταγραφεί αυτή ή θα μεταγραφεί το τυχόν χορηγηθέν κληρονομητήριο, πριν δε από την μεταγραφή αυτή η χρησικτησίαδεν αρχίζει, είναι όμως δυνατόν να γίνει η μεταγραφή και μετά την κτήση της νομής, οπότε η έναρξη του χρόνου χρησικτησίαςανάγεται αναδρομικά στον χρόνο κτήσης της νομής (ΑΠ 448/2001 ΕλλΔνη 43,773, ΑΠ 408/1985 ΝοΒ 34,186-187 με σημ. Ι.Σ.Σ. ΕφΑθ 3377/2009 ΝΟΜΟΣ και κ. Παπαδόπουλο, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, τ. Α', σελ. 77). (Β) Κατά το άρθρο 1045 ΑΚ εκείνος που έχει στη νομή του για μία 20ετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία.
ΙΙΙ. Για το κύρος ιδιόγραφης διαθήκης απαιτούνται κατά το άρθρο 1721 παρ. 1 εδαφ. α'του ΑΚ, (α) ιδιόγραφη γραφή από τον διαθέτη του κειμένου αυτής, (β) χρονολογία και (γ) υπογραφή του διαθέτη γνήσια. Η έλλειψη ενός από τα στοιχεία αυτά επάγεται ακυρότητα της διαθήκης εξαρχής κατ'άρθρο 180 ΑΚ (βλ. Βουζίκας, Κληρ. Δικ. παρ. 44, σελ. 228 και παρ. 48, σελ. 245 ), οπότε θεωρείται ότι δεν υπάρχει καθόλου διαθήκη (Απ. Γεωργιάδης στον ΑΚ Γεωργιάδου - Σταθοπούλου, άρθρο 1710 αριθ. 13). Αν κάποιος αποδέχθηκε κληρονομία νομίζοντας ότι είναι νόμιμος εκ διαθήκης κληρονόμος, χωρίς πράγματι να είναι, είτε διότι δεν υπάρχει καθόλου δια-θήκη, είτε (όπερ το αυτό) διότι η διαθήκη είναι άκυρη, τότε η αποδοχή που έκανε είναι άνευ αντικειμένου, αλλά όχι και άκυρη κατ'άρθρο 1851 εδαφ. α'ΑΚ (βλ. Α. Γεωργιάδη, ό.π., άρθρα 1849-1851 αριθ. 27 ). Στην περίπτωση αυτή, παρά την έλλειψη νομίμου τίτλου περί της κληρονομικής διαδοχής, ο υπολαμβάνων εαυτόν με καλή πίστη, δηλαδή όχι από βαριά αμέλεια, ως κληρονόμο, λογίζεται ότι έχει νομιζόμενο τίτλο και μπορεί να αρχίσει να νέμεται με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας (βλ. ΑΠ 849/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1092/2007 ΝοΒ 56,83, ΑΠ 1240/1990 ΕΕΝ 1991,527 και ΝΟΜΟΣ επίσης Κ. Παπαδόπουλο, ό.π., σελ. 78-79 ). Το βάρος αποδείξεως της συνδρομής καλής πίστεως στην περίπτωση αυτή φέρει ο επικαλούμενος ως λόγο κτήσεως της κυριότητας την τακτική χρησικτησίαμε αυτόν τον τρόπο (βλ. Βαθρακοκοίλη, ό.π., άρθρο 1043, παρ. 10, σελ. 492).
IV. Κατά το άρθρο 983 ΑΚ η νομή μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του νομέα, εφόσον ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου του διατηρούσε τη νομή του πράγματος και ο αποκτών είναι ο πραγματικός κληρονόμος του (καθολική διάδοχή). Κατά το άρθρο 976 ΑΚ ειδική διαδοχή στη νομή επέρχεται με άτυπη σύμβαση μεταβιβάζοντος και αποκτώντος και παράδοση της κατοχής του πράγματος. Κατά το άρθρο 1051 ΑΚ ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος νομής μπορεί να συνυπολογίσει στον δικό του χρόνο νομής με τα προσόντα της χρησικτησίαςκαι τον χρόνο νομής με τα ίδια προσόντα του δικαιοπαρόχου του, ώστε να συμπληρώσει χρόνο χρησικτησίαςκαι να αποκτήσει την κυριότητα του πράγματος. Επομένως επί τακτικής χρησικτησίαςαπαιτείται, τόσο ο δικαιοπάροχος όσο και διάδοχός του, να έχουν καθένας χωριστά τις προϋποθέσεις αυτής, προκειμένου να συνυπολογισθούν οι χρόνοι τους, ώστε ο τελευταίος να συμπληρώσει κτητική κυριότητας τακτική χρησικτησία. Έτσι όταν πρόκειται για καθολική διαδοχή, ο κληρονόμος, για να προσμετρήσει τη νομή τακτικής χρησικτησίαςτου κληρονομουμένου, θα πρέπει να έχει και αυτός καλή πίστη κατά την κτήση της νομής του πράγματος με την επαγωγή της κληρονομίας και ακόμη να προβεί σε αποδοχή και μεταγραφή αυτής, ώστε να έχει και αυτός νόμιμο τίτλο, ενώ για την προσαύξηση χρόνου νομής για την συμπλήρωση έκτακτης χρησικτησίαςαρκεί απλή διαδοχή στη νομή (ΑΠ Ολ 1593/1979 ΝοΒ 28,1120-1121, ΑΠ 165/2004 ΝοΒ 52,1723-1724, ΑΠ 1415/2003 ΝοΒ 52,575 και Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, άρθρο 1051, παρ. 10). Από τα προηγούμενα συνάγεται ότι εάν ο κληρονομούμενος δεν νεμόταν κάποιο ακίνητο με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, αλλά είχε απλή νομή, προσμετρούμενη μόνο για την συμπλήρωση έκτακτης χρησικτησίας, οι κληρονόμοι του μπορούν ν'αρχίσουν δική τους αυτοτελή νομή τακτικής χρησικτησίας, χωρίς τον συνυπολογισμό του χρόνου του δικαιοπαρόχου τους, με νόμιμο τίτλο την κληρονομική διαδοχή, εάν προβούν σε συμβολαιογραφική αποδοχή της κληρονομίας και την μεταγράψουν και εφόσον έχουν καλή πίστη κατά το χρόνο επαγωγής της κληρονομίας, που συμπίπτει με το χρόνο της από αυτούς κτήσεως της νομής του κληρονομιαίου ακινήτου (ΑΠ 448/2001 ΕλλΔνη 43,773, ΑΠ 408/1985, ό.π., ΕφΑθ 3377/2009, ό.π., ΕφΑθ 8225/1990 ΑρχΝ 1991,661).
V. Η χρησικτησίαδιακόπτεται κατά το άρθρο 1049 ΑΚ με την έγερση διεκδικητικής αγωγής από τον κύριο του πράγματος που χρησιδεσπόζεται. Γίνεται όμως δεκτό για την ταυτότητα του νομικού λόγου, ότι διακοπή του χρόνου διαδρομής της χρησικτησίαςεπάγεται και η έγερση απλής αναγνωριστικής αγωγής περί του δικαιώματος της κυριότητας επί του πράγματος (ΑΠ 501/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1365/2002 ΕλλΔνη 44,506). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα άρθρα 249, 251, 1094 και 1095 ΑΚ, η παραγραφή της διεκδικητικής αγωγής είναι 20ετής και αρχίζει από την κατάληψη του πράγματος από τον εναγόμενο, με την οποία επέρχεται η προσβολή του δικαιώματος της κυριότητας, έτσι ώστε αυτό δεν είναι πλέον δυνατόν να ασκηθεί (βλ. ΑΠ 264/1983 ΕλλΔνη 24,956, ΑΠ 670/1983 ΕλλΔνη 24,1209, ΑΠ 324/1982 ΝοΒ 30,1454, ΑΠ 750/1980 ΝοΒ 29,38, ΕφΑθ 545/1986 ΕλλΔνη 28,121, ΕφΘεσσ 2414/1996 Αρμ 1996,1460 και Κ. Παπαδόπουλο, ό.π., τ. Α', σελ. 268). Αφετέρου η αναγνωριστική αγωγή κυριότητας δεν υπόκειται σε παραγραφή, εάν όμως παραγραφεί η αξίωση που ασκείται με την αντίστοιχη διεκδικητική αγωγή, εκλείπει το έννομο συμφέρον του ενάγοντος για την αναγνώριση της κυριότητας και η αναγνωριστική αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος (βλ. ΑΠ 784/1986 ΕΕΔ 46,387, ΑΠ 275/1983 ΝοΒ 31,1566, ΑΠ 1535/1979 ΝοΒ 28,1086, ΑΠ 1015/1977 ΝοΒ 26,914, Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΚΠολΔ, άρθρο 70, παρ. 115 και Κ. Παπαδόπουλο, ό.π., σελ. 345).
Στις 1.8.1976 απεβίωσε η Ε., η οποία και κατέλιπε, βάσει δύο ομοίων διαθηκών υπό ιδία ημερομηνία (12.2.1972), ως κληρονομία στο εφεσίβλητο - ενάγον σωματείο, μεταξύ άλλων ακινήτων και ένα οικόπεδο εμβαδού 657,67 τμ., με την επ'αυτού παλαιά διώροφη οικία, που βρίσκεται στην οδό Α. στο Π. Φ., της επικαρπίας περιελθούσας δυνάμει των ιδίων διαθηκών στην αδελφή της διαθέτιδος Χ. Β.. Οι εν λόγω διαθήκες δημοσιεύθηκαν νόμιμα και κηρύχθηκαν κυρίες (βλ. πρακτικά συνεδριάσεως υπ'αριθ. 2045 και 2052 από 2.9.1976 και αποφάσεις 760 και 766/1976 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Βάσει αυτών εκδόθηκε δυνάμει της υπ'αριθ. 678011977 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το υπ'αριθ. .../1977 πιστοποιητικό κληρονομητηρίου από τον Γραμματέα του ιδίου Δικαστηρίου. Μετά το θάνατο και της επικαρπώτριας (23.1.1978) το ενάγον σωματείο απέκτησε πλήρη κυριότητα στο ανωτέρω ακίνητο και ακολούθως αποδέχθηκε στις 5.8.1978 την επαχθείσα κληρονομία, περιλαμβανομένου του επιδίκου ακινήτου, με την υπ'αριθ. .../1978 συμβολαιογραφική πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών Ε. Π.. Κατά την πράξη αποδοχής το κληρονομηθέν ακίνητο έχει όρια δυτικά με την οδό Α., νότια με πρώην ιδιοκτησία Δ. Β. και ήδη αγνώστου, ανατολικά με ιδιοκτησίες Ι. Μ., Ζ. Ζ. και αγνώστου και βόρεια με ιδιοκτησία κληρονόμων Ι. Μ.. Η πράξη αποδοχής μεταγράφηκε νομότυπα στις 4.9.1978 στο Υποθηκοφυλακείο Π. Φ. στον τόμο ... με αύξοντα αριθμό .... Η μεταγραφή εκείνη ήταν ελλιπής, καθόσον η σχετική περίληψη της μεταγραπτέας πράξης δεν περιείχε και το επίδικο ακίνητο (που όμως περιεχόταν στην αποδοχή), με συνέπεια ως προς αυτό να χωρήσει νέα συμπληρωματική μεταγραφή στις 9.1.1992, στο ίδιο Υποθηκοφυλακείο, στον τόμο 306 με αυξ. αριθμό 216. Η παράλειψη του επιδίκου ακινήτου από την αρχική μεταγραφή έγινε από παραδρομή και δεν προέκυψε ότι έγινε με σκοπό να αποποιηθεί το σωματείο την επαχθείσα κληρονομία ως προς το ακίνητο αυτό.
Μέχρι τον θάνατο της επικαρπώτριας το ακίνητο επιβλεπόταν και συντηρείτο από την θυγατέρα της επικαρπώτριας και ανεψιά της διαθέτιδας Ε. Β., η οποία ενεργούσε για λογαριασμό της επικαρπώτριας, αλλά και του ενάγοντος σωματείου, το οποίο και αναγνώριζε ως ψιλό κύριο. Στην από 1.6.1988 επιστολή της προς το ενάγον η ίδια παραδέχεται ότι δεν εκμίσθωσε το επίδικο ακίνητο σε τρίτους, προκειμένου αυτό να περιέλθει χωρίς δεσμεύσεις στο ενάγον μετά την λήξη της επικαρπίας, γνωρίζοντας ότι η μητέρα της έπασχε από σοβαρή και μικρής προσδοκίας επιβίωσης ασθένεια. Μετά την λήξη της επικαρπίας, λόγω του θανάτου της επικαρπώτριας και την περιέλευση πλέον της πλήρους κυριότητας στο ενάγον, το τελευταίο άρχισε να ασκεί απευθείας το ίδιο την επίβλεψη και συντήρηση του επιδίκου μέσω προστηθέντων του. Στις 13/6 του 1983 προέβη σε κατά προσέγγιση καταμέτρηση αυτού και προσδιορισμό της δομήσιμης επιφάνειας του επιδίκου, δια του πολιτικού μηχανικού Ι. Μ., προκειμένου να διαθέτει πρόσφορα στοιχεία για την εκμετάλλευσή του με ανοικοδόμηση με το σύστημα της αντιπαροχής. Ο ίδιος μηχανικός κατ'εντολή του ενάγοντος προέβη στις 25.1.1984 σε έγγραφη εκτίμηση της τότε εμπορικής αξίας του επιδίκου.
Για την εκμετάλλευση αυτού με το σύστημα της αντιπαροχής είχε ήδη ενδιαφερθεί, με προσφορές που είχε απευθύνει προς το ενάγον, ο εργολάβος οικοδομών Α. Ν. στις 12.4.1979 και 28.2.1981. Παρόμοιες προσφορές έλαβε το ενάγον εντός του 1985 και από άλλους εργολάβους (λ.χ. «Κ. Κ. και Σια ΟΕ»).
Στις 16.10.1987 παρουσιάζεται για πρώτη φορά ο Χ. Β., εν ζωή σύζυγος της πρώτης εκκαλούσας - εναγομένης και πατέρας των λοιπών εκκαλούντων - εναγομένων, ο οποίος εμφάνισε μία άλλη, νεότερη των προηγουμένων, διαθήκη της ίδιας διαθέτιδος, υπό ημερομηνία 25.12.1974, δυνάμει της οποίας μοναδικός κληρονόμος σε όλη την περιουσία της εγκαθίστατο ο ίδιος. Η διαθήκη αυτή δημοσιεύθηκε με τα πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών υπ'αριθ. .../16.10.1987 και κηρύχθηκε κυρία με την απόφαση υπ'αριθ. 1049/1987 του ιδίου Δικαστηρίου. Στις 17.12.1987 ο ανωτέρω απηύθυνε επιστολή προς το ενάγον, με την οποία του γνωστοποιούσε την δημοσίευση της εν λόγω διαθήκης καθώς και ότι αυτή ως μεταγενέστερη εκείνων, στις οποίες στηρίζει τα δικαιώματά του το σωματείο, υπερισχύει. Με την ίδια επιστολή παρακαλεί το ενάγον να ενεργήσει τα «δέοντα». Η έκφραση αυτή και μόνο καταδεικνύει ότι ο Χ. Β. αναγνώριζε πως μέχρι τότε νομέας του επιδίκου ήταν το ενάγον. Ο ίδιος αποδέχθηκε την επαχθείσα στο πρόσωπό του, δυνάμει της νεότερης διαθήκης, κληρονομία, περιλαμβανομένου του επιδίκου ακινήτου, με την υπ'αριθ..../16.5.1988 συμβολαιογραφική πράξη της Συμβ/φου Κ. Αττικής Σ. Α. - Μ., την οποία μετέγραψε στο ίδιο ως άνω Υποθηκοφυλακείο, στις 18.5.1988, στον τόμο ... και με αυξ. αριθμό ....
Για την καθυστέρηση εμφανίσεως της νεότερης διαθήκης και την καθυστερημένη αποδοχή της επαγομένης με αυτήν κληρονομίας στο πρόσωπό του, δεν δίνει ικανοποιητικές εξηγήσεις. Ισχυρίζεται ότι είχε χρέη προς τρίτους και δεν ήθελε να επιληφθούν αυτοί του επιδίκου για να ικανοποιηθούν, καθώς και ότι δεν είχε χρήματα για να πληρώσει τον φόρο κληρονομίας. Δεν κατονομάζει όμως κανέναν από τους επικαλούμενους πιστωτές του, δεν προσδιορίζει το ύψος των χρεών του και δεν αναφέρει αν αυτό εντέλει υπερέβαινε ή όχι την αξία του ακινήτου. Επίσης από τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίσθηκαν δεν προκύπτει αν πράγματι είχε χρέη μέχρι το 1987 και αν εν γένει η μέχρι τότε οικονομική του κατάσταση δεν του επέτρεπε να καταβάλει τον φόρο κληρονομίας που αναλογούσε στο επίδικο. Στις 14.7.1988 ο ίδιος άρχισε να αμφισβητεί κατά τρόπο πλέον ενεργητικό την κυριότητα του ενάγοντος στο επίδικο, καθόσον ανέθεσε στην εργοληπτική εταιρία «Ο. Α.Ε.» την ανέγερση επ'αυτού οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής (βλ. το υπ'αριθ. .../1988 εργοληπτικό συμβόλαιο της Συμβ/φου Αθηνών Μ. Μ.). Ούτε και τότε όμως ανέλαβε στην πραγματικότητα την φυσική εξουσίαση του επιδίκου ακινήτου, ενώ αδράνησε και εξ απόψεως δικαστικών ενεργειών, καθόσον σε καμία τέτοια ενέργεια δεν προέβη για να υπερασπισθεί το προβαλλόμενο δικαίωμά του. Η μέριμνα για την εγγραφή του ακινήτου ως δικής του ιδιοκτησίας στο τότε ισχύον, περιορισμένα όμως μόνο για τις περιοχές Καλλιθέας και Παλαιού Φαλήρου, Κτηματολόγιο, δεν αποτελεί ουσιαστικά υλική πράξη νομής επί του επιδίκου. Περαιτέρω η ανωτέρω εργοληπτική εταιρία άσκησε αγωγή εναντίον του ήδη εφεσιβλήτου - ενάγοντος σωματείου, υπό ημερομηνία 26.8.1991 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως .../1991, προκειμένου να εκκαθαρισθεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επιδίκου και να αναγνωρισθεί ότι κύριος αυτού λόγω κληρονομικής διαδοχής τυγχάνει πράγματι ο αντισυμβαλλόμενός της Χ. Β.. Η αγωγή αυτή συνεκδικάσθηκε με άλλη συναφή αγωγή, την οποία άσκησε το σωματείο κατά του ανωτέρω Χ. Β. υπό ημερομηνία 13.1.1992 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως .../1992. Με αυτήν το σωματείο ζήτησε, μεταξύ άλλων, να αναγνωρισθεί πως η νεότερη διαθήκη, την οποία αυτός επικαλείτο, δεν ήταν γνήσια.
Εν τω μεταξύ στις 18.11.1992 απεβίωσε ο Χ. Β. και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τους ήδη εκκαλούντες - εναγομένους, χήρα και τέκνα του, κατά τα ανάλογα για τον καθένα τους νόμιμα ποσοστά. Αυτοί αποδέχθηκαν την κληρονομία με την υπ'αριθ. .../26.10.1993 συμβολαιογραφική πράξη της Συμβ/φου Κ. Αττικής Σ. Α. - Μ., την οποία μετέγραψαν στο Υποθηκοφυλακείο Π. Φ. (τ. ..., αριθ. ...) και υπεισήλθαν ως διάδοχοι του αποβιώσαντος στην ανωτέρω εκκρεμή δίκη. Επί των ανωτέρω αγωγών εκδόθηκε η υπ'αριθ. 8672/30.9.1997 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αφενός απορρίφθηκε η αγωγή της εργολήπτριας εταιρίας και αφετέρου έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή του σωματείου, αναγνωρισθέντος του ότι η νεότερη διαθήκη που επικαλείτο ο Χ. Β. δεν ήταν πράγματι γνήσια. Η ως άνω οριστική απόφαση κατέστη τελεσίδικη και αμετάκλητη αντίστοιχα με τις αποφάσεις υπ'αριθμούς 5077/8.6.1999 του Εφετείου Αθηνών και 63/2004 του ΑΠ και συνεπώς εξ αυτής παράγεται δεδικασμένο στην παρούσα δίκη μεταξύ των ήδη διαδίκων, κατ'άρθρο 325 περ. 1-2 ΚΠολΔ, ως προς το κριθέν ζήτημα της μη γνησιότητας της διαθήκης, που είχε επικαλεσθεί ο δικαιοπάροχος των ήδη εκκαλούντων. Οι τελευταίοι από τον θάνατο του δικαιοπαρόχου τους και καθ'όλο το χρονικό διάστημα της προηγούμενης αντιδικίας στον πρώτο βαθμό εξακολούθησαν να αμφισβητούν την κυριότητα του εφεσιβλήτου - ενάγοντος επί του ως άνω επιδίκου ακινήτου. Μέχρι όμως τουλάχιστον το τελευταίο τρίμηνο του 1997 δεν αποδεικνύεται ότι μπόρεσαν να ασκήσουν σε αυτό συγκεκριμένες πράξεις νομής.
Ειδικότερα, αφού η ως άνω εργολήπτρια εταιρία λόγω της δικαστικής εμπλοκής υπανεχώρησε από την εργολαβία, οι διάδοχοι του Χ. Β. ανέθεσαν το έργο ανοικοδομήσεως του επιδίκου (ενώ το ιδιοκτησιακό καθεστώς του ήταν ακόμη αμφίβολο στους τρίτους), σε άλλη τεχνική εταιρία, με την επωνυμία «Αφοι Χ.». Η τελευταία τοποθέτησε πινακίδες για την μέλλουσα ανοικοδόμηση στο επίδικο, πλην όμως το σωματείο αντέδρασε άμεσα με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων εντός του 1993, η οποία μολονότι απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους (αοριστία), εξανάγκασε και την εταιρία αυτή να άρει κάθε διατάραξη της νομής του σωματείου στο επίδικο. Για πρώτη φορά εμφανίζονται οι εκκαλούντες ως κύριοι του επιδίκoυ σε δημόσιο έγγραφο στις 25.9.1997, ήτοι σε ομόχρονη απόφαση του ΥΠΕΧΩΔΕ με αριθμό 28375/5985/1997, που κηρύσσει το επίδικο διατηρητέο μαζί με άλλα παλαιά οικοδομήματα του ιδίου Δήμου (Π. Φ.). Ακολούθησε στις 25.5.1999 έγγραφο της Υπηρεσίας Καθαριότητας του ιδίου Δήμου, με το οποίο ειδοποιούνταν οι εκκαλούντες ως «ιδιοκτήτες» του επιδίκου να λάβουν μέτρα για τον καθαρισμό του ακινήτου και την άρση του κινδύνου καταρρεύσεως των κτισμάτων του. Στις 29.1.1998 εμφανίζεται η πρώτη εκκαλούσα να κάνει έναρξη επαγγελματικής δραστηριότητας στο επίδικο με αντικείμενο επιχείρηση υπαίθριου πάρκινγκ αυτοκινήτων. Όπως προκύπτει από υποβληθέντα από τους εκκαλούντες στοιχεία στην ΔΟΥ Π. Φ., ένα περιορισμένο ακάλυπτο τμήμα του επιδίκου χρησιμοποιείτο από αυτούς κατά τα έτη 1997-1998 ως χώρος σταθμεύσεως δικών τους αυτοκινήτων (δήθεν ιδιόχρηση). Από τις 1.10.1999 μέχρι και το 2005 εμφανίζονται οι εκκαλούντες να εκμισθώνουν σε τρίτους θέσεις σταθμεύσεως στο ίδιο ακίνητο με έγγραφα μισθωτήρια και να δηλώνουν στην αρμόδια ΔΟΥ έσοδα από σχετική επαγγελματική δραστηριότητα. Οι μισθώσεις αυτές δείχνουν ότι από την τελευταία ημερομηνία υπάρχει ευρύτερη και όχι απλά περιορισμένη κατάληψη του επιδίκου από τους εκκαλούντες, σε έκταση τουλάχιστον 38 θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων στον ακάλυπτο χώρο αυτού. Πάντως νόμιμη άδεια για την λειτουργία υπαίθριου σταθμού αυτοκινήτων έλαβαν μόλις στις 3.2.2006 (μετά την άσκηση της ένδικης αγωγής), αφού προηγουμένως αναγκάσθηκαν να υποβάλλουν καινούργια σχεδιαγράμματα των υπαιθρίων χώρων του ακινήτου που θα χρησίμευαν για την λειτουργία του σταθμού. Από την άλλη πλευρά το εφεσίβλητο σωματείο, ενώ οι αντίδικοί του είχαν προβεί σε μερική κατάληψη του επιδίκου από το τελευταίο τρίμηνο του 1997 και σε ευρύτερη κατάληψη από 1.10.1999, προέβη σε εξ αποστάσεως ενέργειες, που δεν έχουν έννομες συνέπειες για την πραγματική κατάσταση της νομής του, ήτοι εκτίμηση της αξίας του ακινήτου από μεσίτη (30.5.1998), εξασφάλιση αδείας εκποιήσεως αυτού κατά τον ΑΝ 2039/1939 με δικαστική απόφαση (ΕφΑθ 9722/1998), και καταβολή των Τελών Ακίνητης Περιουσίας (Τ.Α.Π.) για τα έτη 2000 - 2005. Επειδή οι εκκαλούντες, παρά την τελεσιδικία από 8.6.1999 (αλλά και το αμετάκλητο από 21.1.2004), της προηγουμένης πρωτόδικης δικαστικής αποφάσεως περί αναγνωρίσεως της μη γνησιότητας της διαθήκης, που αφορούσε την δήθεν εγκατάσταση του δικαιοπαρόχου τους ως κληρονόμου στο επίδικο ακίνητο, εξακολούθησαν να αμφισβητούν την κυριότητα του εφεσιβλήτου σωματείου σε αυτό και να προσβάλλουν τη νομή του, αποβάλλοντας αυτό προοδευτικά από το μεγαλύτερο τμήμα του, το εφεσίβλητο άσκησε την ένδικη αγωγή, με επίδοση στις 16.3.2005 (βλ. εκθέσεις επιδόσεως υπ'αριθ. ..., ...,... και .../2005 της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Μ. Φ.).
Στην προκειμένη περίπτωση, ενώ με την ένδικη αγωγή γίνεται επίκληση παράγωγου τρόπου κτήσεως κυριότητας με κληρονομική διαδοχή που επήλθε στις 1.8.1976, οι εκκαλούντες - εναγόμενοι προβάλλουν ισχυρισμούς περί ιδίας κυριότητας στο επίδικο κτηθείσας με πρωτότυπους τρόπους και συγκεκριμένα, αφενός (Α) βάσει τακτικής χρησικτησίας, που φέρεται είτε (α) ότι άρχισε στις 1.8.1976 και συμπληρώθηκε στο πρόσωπο του αμέσου δικαιοπαρόχου τους 10 έτη αργότερα με αναδρομική ισχύ της αποδοχής και μεταγραφής που έγιναν από τον τελευταίο στις .../18.5.1988, είτε (β) ότι άρχισε στις 18.11.1992 κατά τον χρόνο επαγωγής σε αυτούς της κληρονομίας του αμέσου δικαιοπαρόχου τους και συμπληρώθηκε στο πρόσωπο των ιδίων, αφετέρου δε (Β) βάσει έκτακτης χρησικτησίας, που φέρεται ότι συμπληρώθηκε στο πρόσωπό τους στις 1.8.1996, με προσμέτρηση στον δικό τους χρόνο νομής στο επίδικο και του χρόνου νομής του αμέσου δικαιοπαρόχου τους από την κατάληψη αυτού από τον τελευταίο στις 1.8.1976 μέχρι τον θάνατό του στις 18.11.1992. Οι εν λόγω ισχυρισμοί, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στις προπαρατιθέμενες νομικές σκέψεις, αποτελούν νόμιμες ενστάσεις. Επιπλέον οι εκκαλούντες - εναγόμενοι πρότειναν και ένσταση παραγραφής, η οποία λόγω της φύσεως της ένδικης αγωγής ως αναγνωριστικής, εκτιμάται εν προκειμένω ως ένσταση απαραδέκτου ελλείψει εννόμου συμφέροντος, κατά τα προδιαληφθέντα στην τελευταία νομική σκέψη, η οποία άλλωστε εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης.
Με τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά συνάγονται τα ακόλουθα συμπεράσματα, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα ή μη του ιστορικού των ενστάσεων που έχουν προτείνει οι εκκαλούντες - εναγόμενοι: (α) Ο δικαιοπάροχος αυτών Χ. Β. ουδέποτε απέκτησε την κατοχή του επιδίκου ακινήτου, μετά τον θάνατο της φερομένης ως απώτερης κοινής δικαιοπαρόχου των διαδίκων E. Β. στις 1.8.1976, μέχρι τον θάνατό του στις 18.11.1992 και ουδέποτε άσκησε σε αυτό πράξεις νομής. (β) Ο ίδιος δεν προέκυψε ότι αγνοούσε χωρίς βαριά αμέλεια την μη γνησιότητα της διαθήκης που επικαλείτο για να θεμελιώσει το δήθεν υπέρτερο κληρονομικό του δικαίωμα έναντι του εφεσιβλήτου σωματείου. Ειδικότερα δεν αποδείχθηκε ότι η ίδια η Ε. Β. του είχε παραδώσει πριν το θάνατό της την αμετακλήτως αναγνωρισθείσα ως μη γνήσια διαθήκη. Συνεπώς σε κάθε περίπτωση δεν ήταν δυνατή η έναρξη της διαδρομής χρόνου τακτικής χρησικτησίαςστο πρόσωπό του. (γ) Οι ίδιοι οι εκκαλούντες δεν διαδέχθηκαν τον Χ. Β. στη δήθεν εκ μέρους του νομή του επιδίκου αμέσως μετά τον θάνατό του, αφού εκείνος ουδέποτε είχε αποκτήσει νομή, αλλά προέβησαν αρχικά σε μερική κατάληψη αυτού κατά το τελευταίο τρίμηνο του 1997 και αργότερα από 1.10.1999 σε ευρύτερη και έπειτα (προοδευτικά) σε σχεδόν ολική κατάληψη. (δ) Καλή πίστη αυτών υπό την ανωτέρω έννοια κατά τους ανωτέρω χρόνους καταλήψεως δεν αποδείχθηκε, ενόψει του ότι στις 30.9.1997 δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη απόφαση που αναγνώριζε ως μη γνήσια την διαθήκη που επικαλείτο ο δικαιοπάροχός τους, ενώ στις 8.6.1999, πριν από την δεύτερη ευρύτερη κατάληψη, η εν λόγω οριστική δικαστική απόφαση κατέστη τελεσίδικη. (ε) Από τον χρόνο ακόμη και της πρώτης των ανωτέρω διαδοχικών καταλήψεων (4ο τρίμηνο του 1997), μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, (ήτοι στις 16.3.2005 ), οπότε η αρξάμενη νομή χρησικτησίαςδιακόπτεται κατά νόμο καθώς και η παραγραφή της αντίστοιχης αξιώσεως αποδόσεως του επιδίκου (βλ. στην προηγούμενη νομική σκέψη υπό το στοιχ. V), δεν έχει παρέλθει ούτε 10ετία για την συμπλήρωση χρόνου τακτικής χρησικτησίας, ούτε πολύ περισσότερο 20ετία, αφενός για την συμπλήρωση χρόνου έκτακτης χρησικτησίαςκαι αφετέρου για την συμπλήρωση παραγραφής της αξιώσεως αποδόσεως του επιδίκου, που θα καθιστούσε την άσκηση της ένδικης αναγνωριστικής αγωγής απαράδεκτη ως στερουμένη εννόμoυ συμφέροντος. Επομένως οι προταθείσες ενστάσεις των εκκαλούντων - εναγομένων αποβαίνουν απορριπτέες ως ουσιαστικά αβάσιμες, η δε ένδικη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως παραδεκτή, νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη, κατά το μόνο εξεταζόμενο στον παρόντα βαθμό κύριο αίτημά της και να αναγνωρισθεί η κυριότητα του εφεσιβλήτου - ενάγοντος σωματείου στο επίδικο ακίνητο.
Η εκκαλουμένη απόφαση έκανε ομοίως εν μέρει δεκτή την αγωγή, με την διαφορά ότι απέρριψε την πρώτη ένσταση των εκκαλούντων - εναγομένων, όσον αφορά την συμπλήρωση τακτικής χρησικτησίαςστο πρόσωπο του αμέσου δικαιοπαρόχου τους, ως μη νόμιμη με το αιτιολογικό ότι η μη γνήσια διαθήκη δεν συνιστά νόμιμο τίτλο για την έναρξη νομής τακτικής χρησικτησίας. Όμως η ένσταση αυτή, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, είναι νόμιμη, αφού η κληρονομική διαδοχή με μη γνήσια διαθήκη μπορεί να αποτελέσει νομιζόμενο τίτλο για άσκηση νομής τακτικής χρησικτησίας, όταν ο νομέας είναι καλόπιστος ως προς την γνησιότητα της διαθήκης, όπως εν προκειμένω ισχυρίσθηκαν για τον δικαιοπάροχό τους οι εκκαλούντες εναγόμενοι. Αφετέρου σύμφωνα με όσα αποδείχθηκαν, η εν λόγω ένσταση πάλι πρέπει να απορριφθεί, αλλά ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι δεν προέκυψε νομή και καλοπιστία του φερόμενου ως δήθεν νομέα. Η απόρριψη της ενστάσεως κατ'ουσία, ενώ κατά την εκκαλουμένη είχε απορριφθεί ως μη νόμιμη, δεν μπορεί να γίνει με αντικατάσταση αιτιολογίας κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ και χωρίς να έχει ασκηθεί αντίθετη έφεση ή αντέφεση από τον εφεσίβλητο, διότι τότε το εφετείο υπερβαίνει τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης και λαμβάνει υπόψη πράγματα μη προταθέντα. Συνεπώς θα πρέπει προηγουμένως να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη κατ’ αποδοχήν της εφέσεως και εν συνεχεία κατά την διακράτηση της υπόθεσης και την ουσιαστική έρευνα της αγωγής, ν’ απορριφθεί η κριθείσα ως νόμιμη ένσταση από ουσιαστική πλέον άποψη (βλ. ΑΠ 829/2007 ΝΟΜΟΣ).
Κατ'ακολουθία θα πρέπει -(α) να γίνει δεκτή η έφεση ως βάσιμη και κατ'ουσία, για τον βάσιμο λόγο της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου ως προς την απόρριψη της πρώτης ενστάσεως των εκκαλούντων ως μη νόμιμης, οπότε παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων, μεταξύ των οποίων και ο αφορών την μερική επιδίκαση δικαστικής δαπάνης για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας υπέρ του εφεσιβλήτου - ενάγοντος σωματείου, (β) να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το εκκαλούμενο κεφάλαιο της μερικής αποδοχής της αγωγής κατά το κύριο αίτημά της, (γ) να κρατηθεί η υπόθεση και να δικασθεί η αγωγή κατά το μεταβιβασθέν στον παρόντα βαθμό μέρος της, (δ) να γίνει δεκτή η αγωγή κατά το μέρος αυτό ως και ουσιαστικά βάσιμη, απορριπτομένων ως ουσιαστικά αβάσιμων όλων των ενστάσεων των εναγομένων - εκκαλούντων, (ε) να αναγνωρισθεί η κυριότητα του εφεσιβλήτου - ενάγοντος στο επίδικο ακίνητο και (στ) να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας εν μέρει σε βάρος των εκκαλούντων - εναγομένων, ανάλογα με την έκταση της ήττας τους (άρθρα 176, 178 και 183 ΚΠολΔ, βλ. και Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΚΠολΔ, υπ'άρθρο 183, παρ. 3), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. [...]

ΑΠ 8/2016 Τεκμήριο νομής – Διακοπή χρησικτησίας – Προσαύξηση χρόνου χρησικτησίας

$
0
0


ΑΠ 8/2016 Τεκμήριο νομής – Διακοπή χρησικτησίας– Προσαύξηση χρόνου χρησικτησίας

Περίληψη

Εμπράγματο. Νομή. Τεκμήριο Νομής. Απώλεια νομής.

Χρησικτησία. Αναιρετικός λόγος για παράβαση ουσιαστικού δικαίου. Εδαφική λωρίδα όμορου ακινήτου εφ’ης κατασκευάστηκε κλίμακα που εξυπηρετεί άλλο ακίνητο. Πλειστηριασμός όμορου ακινήτου. Μη άσκηση πράξεων νομής και ανυπαρξία διάνοιας κυρίου των πλειοδοτών. Δεν πρόκειται για προσωρινή αδυναμία στην άσκηση της νομής αλλά για απεμπόληση της φυσικής εξουσίασης και της κυριαρχικής διάνοιας επί του πράγματος. Δεν προσμετράται ως χρόνος νομής τους για τη συμπλήρωση χρησικτησίας. Απορρίπτει αναίρεση

Απόφαση

Αριθμός 8/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Πέτρο Σαλίχο και Παρασκευή Καλαϊτζή Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων:1) Α. Α. του Ι., 2) Σ. Γ. του Α., κατοίκων ..., που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πέτρου Κασιμάτη.
Του αναιρεσίβλητου: Σ. Γ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Πέτρο Τσαντίνη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24-11-2007 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2229/2010 του ιδίου Δικαστηρίου και 581/2014 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 19-9-2014 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Παρασκευή Καλαϊτζή, ανέγνωσε την από 9-11-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατ’ άρθρο 981 AK "Η νομή χάνεται μόλις πάψει η φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα ή εκδηλωθεί αντίθετη διάνοια του νομέα" (εδ.α’ ). "Παροδικό από τη φύση του κώλυμα για την άσκηση της εξουσίας δεν επιφέρει απώλεια της νομής" (εδ.β.). Περαιτέρω, συμφώνως προς το άρθρ. 1046 ΑΚ: "Εκείνος που έχει στη διανοία κυρίου νομή του το πράγμα κατά την έναρξη και τη λήξη ορισμένης χρονικής περιόδου, τεκμαίρεται ότι το νέμεται και κατά τον ενδιάμεσο χρόνο». Έτι περαιτέρω, κατ’ άρθρο 1051 ΑΚ: "Εκείνος που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή ειδική διαδοχή μπορεί να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίαςστο χρόνο χρησικτησίαςτου δικαιοπαρόχου». Από τις διατάξεις αυτές καταδεικνύεται, ότι: Ο νομοθέτης θέσπισε το τεκμήριο νομής (1046 ΑΚ) για εκείνους, οι οποίοι με διάνοια κυρίου φυσικώς εξουσιάζουν το πράγμα κατά τους δύο πόλους (ενάρξεως - λήξεως) της φυσικής εξουσιάσεως, τεκμαιρομένης αυτής και κατά τον ενδιαμέσως διαδραμόντα χρόνο και υπερκαλυπτομένου του κατά την ροή του χρόνου της νομής χρησικτησίαςπροσωρινού κωλύματος προς άσκηση της εξουσίας (981 εδ. β ΑΚ). Η τελευταία αυτή διάταξη αναφέρεται στην προσωρινότητα της αδυναμίας χρησιδεσπόσεως του πράγματος, περίπτωση κατά την οποία δεν εκλείπει η πεποίθηση (=διάνοια) της κυριαρχίας επί του πράγματος. Η εν θέματι ρύθμιση σαφώς διαφοροποιείται από την πρόβλεψη της ΑΚ 1048, όπου αναφέρεται, ότι η χρησικτησίαδιακόπτεται διά της απωλείας της νομής, (η οποία επέρχεται διά της διαζευκτικής ή συμπλεκτικής απωλείας των συστατικών αυτής στοιχείων, ήτοι, κατ’ άρθρ. 974 ΑΚ, της φυσικής εξουσιάσεως =«corpus», και της διανοίας κυρίου =«animus»). Η δε τοιαύτη διακοπή λογίζεται ότι δεν επήλθε, εάν αυτός που απώλεσε την νομή, επαναποκτήσει αυτήν, υπό τις παρατιθέμενες στο άρθρο προϋποθέσεις.
ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση το (δικάσαν ως Εφετείο) Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, όπως προκύπτει απ’ τις επιτρεπτώς επισκοπηθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεώς του, δέχθηκε, ότι οι αναιρεσείοντες (ενάγοντες) στον χρόνο της ιδίας αυτών νομής χρησιδεσποτείας, (αφετηριασθείσης στις 6-12-2005), επί της επίδικης εδαφικής λωρίδος των 13,20 μ2, δεν δύνανται να προσμετρήσουν αυτόν των αμέσων δικαιοπαρόχων τους, δοθέντος ότι οι τελευταίοι με την οικεία αυτών βούληση είχαν απεμπολήσει την διά χρησικτησίαςιδιοκτησιακή προοπτική επί του επιδίκου εδαφικού τμήματος, έχοντες απεμπολήσει και την διάνοια κυρίου ("animus») και την φυσική εξουσίαση επ’ αυτού ("corpus»)• βάσει δε των προρρηθεισών παραδοχών το Πρωτοδικείο, μετ’ εξαφάνιση της εκκληθείσης ειρηνοδικειακής αποφάσεως, απέρριψε κατ’ ουσίαν την αγωγή των νυν αναιρεσειόντων. Ειδικότερα, κατά την (επιτρεπτή) επισκόπηση των παραδοχών του ουσιαστικού δικαστηρίου διαπιστώνεται, ότι έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: "Δυνάμει του υπ’ αρ. .../1936 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ..., νομίμως μεταγεγραμμένου, η Α. σύζυγος Σ. Ζ. απέκτησε κατά πλήρη κυριότητα ένα οικόπεδο μετά της επ’ αυτού ισόγειας οικίας συνολικής επιφανείας 66,32 τ.μ., ευρισκόμενο στη συμβολή των οδών ..., στην περιοχή του ..., ακολούθως δε δυνάμει του υπ’ αρ. .../1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ..., νομίμως μεταγεγραμμένου, απέκτησε το όμορο του ανωτέρω ακίνητο εκτάσεως 75,68 τμ. μετά ισογείου οικίας συνορευόμενο ανατολικώς με την ως άνω οικία, όπως αυτό περιγράφεται αναλυτικά στο προεκτιθέμενο συμβόλαιο. Μόλις η ως άνω αγοράστρια κατέστη κυρία και νομέας και του ομόρου ακινήτου, έλαβε από το αρμόδιο πολεοδομικό γραφείο την με αρ. .../10-5-1962 άδεια προκειμένου να κατασκευάσει άνωθεν του ισογείου του αγορασθέντος το 1938 ακινήτου της, πρώτο όροφο, όπως επίσης έλαβε και άδεια να κατασκευάσει στο όμορο και προσφάτως αγορασθέν ακίνητο της εξωτερική κλίμακα ανόδου από μπετόν αρμέ η οποία θα καταλάμβανε 13,20 τμ. σε επαφή με την αρχική της ιδιοκτησία, έτσι ώστε να καθίσταται δυνατή η πρόσβαση από την οδό ... στον 1° όροφο της οικίας και αντιστρόφως, δεδομένου ότι δεν υπήρχε εσωτερική επικοινωνία του ισογείου με τον 1° όροφο. Η ως άνω εδαφική λωρίδα των 13,20 τμ. απεικονίζεται στο επισυναπτόμενο στην αγωγή από Νοέμβριο του 2006 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Π. Χ., υπό στ. Η-Θ-Κ-Ε-Ζ-Η. Η Α. Σύζυγος Σ. Ζ. κατά τον προαναφερθέντα τρόπο ενέμετο και κατείχε μέχρι το θάνατο της στις 3-6-1970 την εδαφική λωρίδα των 13,20 τμ. χρησιμοποιώντας αυτήν κατά τον προορισμό της, ήτοι για την - διαμέσου της κατασκευασθείσας κλίμακας - άνοδο και κάθοδο στον 1° όροφο της οικίας της από και προς την οδό .... Μετά το θάνατο της κληρονομήθηκε από την Ε. Ζ., σύζυγο Ξ. Π., η οποία αποδέχτηκε την ανωτέρω κληρονομιά με την υπ’ αρ. .../1973 πράξη αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Αθηνών ..., νομίμως μετεγγραμμένης. Στην ανωτέρω πράξη αποδοχής κληρονομιάς τα δύο ως άνω κληρονομιαία ακίνητα αναφέρονται ξεχωριστά, πλην όμως η επίμαχη κλίμακα αναφέρεται στο υπό στ. ένα (1) ακίνητο, όπου υπάρχει πλέον διώροφη οικία με την επισήμανση "μετά κλίμακας εκ μπετόν αρμέ επικοινωνία του ορόφου μετά της οδού». Η Ε. Ζ. ενέμετο και κατείχε την επίδικη εδαφική λωρίδα μέχρι το έτος 1997 χρησιμοποιώντας αυτήν όπως και η δικαιοπάροχός της, ήτοι για να ανέρχεται και να κατέρχεται μέσω της κλίμακας από την οδό ... στον 1° όροφο της οικίας της και αντιστρόφως. Το έτος 1997 λόγω οφειλών της προς τρίτους, το ένα εκ τω δύο κληρονομιαίων ακινήτων και δη το οικόπεδο των 66,32 τμ. μετά της εντός αυτού διώροφης οικίας περιήλθε δυνάμει της υπ1 αρ. .../9-10-1997 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης της συμβολαιογράφου Αχαρνών ..., νομίμως μετεγγραμμένης στις 10-10-1997 στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου ... στον τόμο ... και με αριθμό ..., στους πλειοδότες Γ. Μ. και Ε. Β. και δη κατά ποσοστό 50% σε έκαστο εξ αυτών. Στον ανωτέρω τίτλο δεν περιλαμβάνεται η επίδικη εδαφική λωρίδα των 13,20 τμ., καθώς αυτή ανήκε στο έτερο κληρονομιαίο ακίνητο, γίνεται ωστόσο αναφορά στην κλίμακα ανόδου με την επισήμανση "υπάρχει κλίμακα εκ μπετόν αρμέ στην οδό ... επικοινωνίας του ορόφου». Ωστόσο, από τα στοιχεία που υπάρχουν στη δικογραφία δεν αποδεικνύεται ότι οι ως άνω πλειοδότες μετά την κατακύρωση σε αυτούς του ως άνω ακινήτου και τη μεταγραφή της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης άσκησαν επ’ αυτού πράξεις νομής, και δη εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ’ αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, καθώς από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προέκυψε ότι κατοικούσαν σε αυτό μήτε ότι ασκούσαν τυχόν εμφανείς πράξεις εξουσίασης επ’ αυτού. Τούτο προκύπτει αφενός μεν από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (βλ. κατάθεση μάρτυρος εναγόντων όπου αναφέρει "Δεν γνωρίζω αν κατοικείτο από το 1997 και μετά"και κατάθεση μάρτυρος εναγομένου όπου αναφέρει ότι "Από το 1997 μέχρι τότε που το αγόρασαν οι ενάγοντες δεν κατοικείτο. Καταστράφηκε γιατί δύο φορές έβαλαν φωτιά και από τον σεισμό του 1999»), αφετέρου δε από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος των εναγόντων σε προηγηθείσα δίκη ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ των ιδίων διαδίκων όπου αυτός αναφέρει ρητώς πως "Από το 1997 μέχρι το 2006 ήταν ακατοίκητο" (βλ. τα υπ"αρ. 451/2008 πρακτικά συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών - διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων). Επομένως κατά λογική ακολουθία οι πλειοδότες Γ. Μ. και Ε. Β. δεν άσκησαν οιαδήποτε πράξη νομής μήτε επί της ομόρου εδαφικής λωρίδας των 13,20 τμ. επί της οποίας είχε κατασκευαστεί η κλίμακα. Όταν λοιπόν οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι απέκτησαν το 2005 το ανωτέρω ακίνητο δυνάμει του υπ’ αρ. .../6-12-2005 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου ... τόμο ... και αρ. ..., στο περιεχόμενο του οποίου γίνεται αναφορά και στην κλίμακα επικοινωνίας του 1ου ορόφου, άρχισαν να νέμονται την επίδικη λωρίδα γης των 13,20 τμ. χρησιμοποιώντας την κλίμακα ανόδου για πρόσβαση στο α1 όροφο της οικίας τους με καλή πίστη, διάνοια κυρίου και νομιζόμενο τίτλο, καθώς χωρίς βαρειά τους αμέλεια είχαν την πεποίθηση ότι στον προαναφερόμενο τίτλο κτήσης με τον οποίο αγόρασαν το ακίνητο εμπεριέχετο και η επίδικη εδαφική λωρίδα. Ωστόσο ο αγωγικός ισχυρισμός τους ότι έχουν καταστεί ήδη κύριοι αυτής με τα προσόντα της τακτικής άλλως έκτακτης χρησικτησίαςπροσμετρώντας στο χρόνο χρησικτησίαςτους το χρόνο χρησικτησίαςτων δικαιοπαρόχων τους είναι ουσιαστικά αβάσιμος. Και τούτο διότι, όπως προαναφέρθηκε, από το έτος 1997 και μέχρι το έτος 2005 η χρησικτησίατων αμέσων δικαιοπαρόχων τους Γ. Μ. και Ε. Β. διακόπηκε καθώς οι τελευταίοι δεν άσκησαν καμία πράξη νομής επί του ακινήτου μήτε επί της επίδικης λωρίδας, με αποτέλεσμα να απολέσουν εκουσίως αυτή (τη νομή). Επομένως ο χρόνος που διανύθηκε μέχρι τη διακοπή από τους δικαιοπάροχους των εναγόντων - εφεσίβλητων δεν δύναται να υπολογιστεί και να προσαυξήσει κατ’ άρ. 1051 ΑΚ το χρόνο χρησικτησίαςαυτών, η οποία ως νέα πλέον χρησικτησίαάρχισε μετά τη λήξη της διακοπής της προηγούμενης ήτοι στα τέλη του 2005 όταν οι εφεσίβλητοι απέκτησαν το ακίνητο και άρχισαν να προβαίνουν σε πράξεις νομής προκειμένου να το ανακαινίσουν. Μέχρι όμως την άσκηση της αγωγής τους το έτος 2007 κατά του εκκαλούντος - ο οποίος και φέρεται ως κύριος του ομόρου ακινήτου επί του οποίου υπάρχει η επίδικη εδαφική λωρίδα ήδη από το έτος 2000 δυνάμει, του υπ’ αρ. .../2000 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., νομίμως μεταγεγραμμένου - δεν είχε συμπληρωθεί ο απαιτούμενος κατά νόμο χρόνος για την απόκτηση της κυριότητας της ως άνω επίδικης εδαφικής λωρίδας με τα προσόντα της τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίαςαπό αυτούς, καθώς αυτοί είχαν ασκήσει πράξεις νομής μόνο επί δύο (2) έτη».
ΙΙΙ. Με αυτά που δέχθηκε το Πρωτοδικείο είναι σαφές, ότι δεν υπέπεσε στις με τον λόγο αναιρέσεως καταλογιζόμενες πλημμέλειες και δη, κατ’ άρθρ. 560 αρ. 1 ΚΠολΔ, υπό την έννοια της εσφαλμένης εφαρμογής των άρθρ. 981 και 1046 ΑΚ και μη εφαρμογής της διατάξεως του άρθρ. 1051 ΑΚ. Ειδικότερα: Κατά τα ανωτέρω δεκτά γενόμενα, οι άμεσοι δικαιοπάροχοι των αναιρεσειόντων, (πλειοδότες του επιδίκου ακινήτου με κατακύρωση σε πλειστηριασμό), απεμπόλησαν, κατά τα ως άνω, και το "corpus"και το "animus"δηλαδή, όχι μόνο την φυσική εξουσίαση, αλλά και την κυριαρχική διάνοια επί της διαφιλονικούμενης εδαφικής λωρίδος. Επομένως, καταδεικνύεται η συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρ. 981 εδ. α’ ΑΚ, (μη συντρεξασών συνεπώς των προϋποθέσεων εφαρμογής των διατάξεων 1046, 1051 του ΑΚ και μη τιθεμένου μετά ταύτα ζητήματος παραβιάσεως κατ’ επέκταση και των άρθρ. 1041, 1045 ΑΚ, όπως διατείνονται οι αναιρεσείοντες).
Εν προκειμένω, πρόκειται, δηλαδή, όχι μόνο για προσωρινότητα αδυναμίας της φυσικής εξουσιάσεως του πράγματος, αλλά για αποξένωση αυτών (αμέσων δικαιοπαρόχων των αναιρεσειόντων) από τις βλέψεις της ιδιοκτησιακής προοπτικής επί της προμνησθείσας εδαφικής λωρίδος, κατά τα άνω εκτιθέμενα. Το χάσμα δε, το οποίον εμφιλοχώρησε εξαιτίας της επί της επίδικης εδαφικής λωρίδος διακοπής χρησικτησίαςτων αμέσων αυτών δικαιοπαρόχων των αναιρεσειόντων, δεν δίδει στους τελευταίους (αναιρεσείοντες) το εφαλτήριο της παροχής έννομης προστασίας με έρεισμα την επί της περιπτώσεώς τους εφαρμογή των προειπωθεισών διατάξεων. Συγκεκριμένα: Αφού το τεκμήριο νομής δεν ισχύει για τους αμέσους δικαιοπαρόχους τους, δεν δύνανται αυτοί (αναιρεσείοντες) να θέσουν θέμα προσμετρήσεως του ιδίου αυτών χρόνου νομής χρησικτησίας (επί της επίδικης, προαναφερομένης, εδαφικής λωρίδος) με εφαρμογή της ΑΚ1051. Το δε τεκμήριο νομής, κατά τις ανωτέρω ενδελεχείς παραδοχές, δεν είναι εφαρμόσιμο επί των αμέσων δικαιοπαρόχων των αναιρεσειόντων, εφόσον αυτοί (άμεσοι δικαιοπάροχοι) είχαν αποστασιοποιηθεί και αποξενωθεί από την νομή και δι’ αυτής απ’ την χρησικτησίαεπί της επίδικης εδαφικής λωρίδος, όπως προειπώθηκε.
IV. Κατ’ ακολουθίαν, ο (μοναδικός) λόγος αναιρέσεως, υπό την ανωτέρω εννοιολογική ανάλυση, είναι αβάσιμος. V. Κατά συνέπεια (και μετά ταύτα) η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως καθίσταται απορριπτέα, στους δε ηττωμένους αναιρεσείοντες πρέπει, κατ’ άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (κατά παραδοχή του κατ’ άρθρ. 191 παρ. 2 ΚΠολΔ αιτήματός του), συμφώνως προς το κατωτέρω διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ όπως εδώ εφαρμόζεται μετά την τροποποίηση υπ’ άρθρ. 12 παρ. 2 ν. 4055/2012).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19-9-2014 αίτηση των Α. Α. και Σ. Γ. για αναίρεση της 581/2014 αποφάσεως του (ως Εφετείου δικάσαντος) Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Επιβάλλει στους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Και
Διατάσσει την εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Δεκεμβρίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 8 Ιανουαρίου 2016.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 147/2016 Έκτακτη χρησικτησία - Διακοπή χρησικτησίας - Εμπράγματο δίκαιο. Έκτακτη Χρησικτησία. Διακοπή της χρησικτησίας με έγερση αγωγής. Δεν διακόπτει τη χρησικτησία η έγερση ενοχικής αγωγής. Αγορά ακινήτου με αντιπρόσωπο. Κατάρτιση του συμβολαίου στο όνομα του αντιπροσώπου, που ενεργεί κατ’εντολή και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου αδελφού του, δραπέτη από το δικτατορικό καθεστώς.

Next: ΑΠ 1479/2014 Υλικές πράξεις νομής - Συστατικά ακινήτου - Κτήση κυριότητας με χρησικτησία - Συγκυριότητα. Έκτακτη χρησικτησία. Συννομή. Συστατικά ακινήτου. Άτυπη δωρεά του μισού εξ αδιαιρέτου αγροτικού ακινήτου για άσκηση κοινής αγροτικής επιχείρησης. Πράξεις συννομής διανοία κυρίου. Χρήση των συστατικών του ακινήτου (αποθηκών, στάβλων , δεξαμενών) και μετά τη διακοπή της επιχείρησης. Οι πράξεις συννομής αφορούν όλο το ακίνητο και όχι μόνο τα συστατικά του κτίσματα. Απορρίπτει αναίρεση για παράβαση ουσιαστικού δικαίου
$
0
0


ΑΠ 147/2016 Έκτακτη χρησικτησία - Διακοπή χρησικτησίας

Περίληψη

Εμπράγματο δίκαιο. Έκτακτη Χρησικτησία. Διακοπή της χρησικτησίαςμε έγερση αγωγής. Δεν διακόπτει τη χρησικτησίαη έγερση ενοχικής αγωγής. Αγορά ακινήτου με αντιπρόσωπο. Κατάρτιση του συμβολαίου στο όνομα του αντιπροσώπου, που ενεργεί κατ’εντολή και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου αδελφού του, δραπέτη από το δικτατορικό καθεστώς. Άσκηση πράξεων νομής για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου. Αντιποίηση νομής. - Εικονική Δικαιοπραξία - Αναγνώριση εικονικότητας αγοραπωλησίας ως προς το πρόσωπο του αγοραστή. Η ενοχική αγωγή αναγνώρισης της εικονικότητας δεν είναι διακοπτική της χρησικτησίας. Αναιρεί για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου

Απόφαση

Αριθμός 147/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Πέτρο Σαλίχο και Παρασκευή Καλαϊτζή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Δεκεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Α. Ο. Σ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Σπύρου Λάλα.
Του αναιρεσίβλητου: Ι. Ο. Σ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Γεωργίου Πρασιανάκη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-6-2008 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Μυτιλήνης.
Εκδόθηκε η απόφαση 105/2009 οριστική, η 59/2010 διορθωτική αυτεπαγγέλτως αυτής, του ιδίου Δικαστηρίου και 111/2013 του Τριμελούς Εφετείου του Βορείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων, με την από 16-12-2013 αίτησή του και τους από 14-10-2015 πρόσθετους λόγους επ'αυτής. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Παρασκευή Καλαϊτζή, ανέγνωσε την από 7-12-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγείται κατά παραδοχή του λόγου αναιρέσεως και του προσθέτου λόγου αναιρέσεως, την αναίρεση (εν όλω) της 111/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου του Βορείου Αιγαίου Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και του πρόσθετου λόγου, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατ'άρθρ. 1049 ΑΚ: "Η χρησικτησίαδιακόπτεται με την έγερση της διεκδικητικής αγωγής εναντίον αυτού που χρησιδεσπόζει ή αυτού που κατέχει στο όνομα εκείνου. Η διακοπή επέρχεται μόνο υπέρ του ενάγοντος. Οι διατάξεις για την διακοπή της παραγραφής με την έγερση της αγωγής εφαρμόζονται αναλόγως». Η τελολογική ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως, κατατείνει στο ότι η ανωτέρω διακοπή της παραγραφής επέρχεται και με την έγερση αναγνωριστικής της κυριότητος αγωγής, καθώς και πουβλικιανής τοιαύτης, ως επίσης και με την άσκηση αγωγής περί διανομής του κοινού πράγματος, ανταγωγής, κύριας παρεμβάσεως και διεκδικητικής ανακοπής στην περίπτωση αναγκαστικής εκτελέσεως, όχι όμως με άσκηση ενοχικής αγωγής.
ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, οι επιτρεπτώς επισκοπούμενες παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εμπεριέχουν, ότι με ενοχική (απ'το έτος 1991) αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου κατά του νυν αναιρεσείοντος (περί αναγνωρίσεως σε σύμβαση αγοραπωλησίας της εικονικότητος στο πρόσωπο του αγοραστή (τώρα αναιρεσείοντος) των επιδίκων ακινήτων) είχε επέλθει διακοπή του χρόνου χρησικτησίαςτου χρησιδεσπόζοντος και νυν αναιρεσείοντος επί των ακινήτων αυτών. Οι εν λόγω παραδοχές επακριβώς έχουν ως ακολούθως: "Οι διάδικοι είναι αδέλφια, καταγόμενοι από το νησί της ... Ο εναγόμενος - εκκαλών, κατά τη διάρκεια του δικτακτορικού καθεστώτος στη χώρα ανέπτυξε έντονη αντιδικτατορική δράση στα πλαίσια της οποίας το έτος 1970 κρατήθηκε στα κρατητήρια του ΕΑΤ/ΕΣΑ. Εκεί εμφανίσθηκε ο Συμβολαιογράφος Αθηνών, ..., ο οποίος συνέταξε το υπ’αριθμ. .../10-4-1970 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, με το οποίο ο εναγόμενος - εκκαλών παρείχε γενική και ειδική πληρεξουσιότητα στον ενάγοντα - εφεσίβλητο αδελφό του και στον άλλο αδελφό του, Δ. Σ., προκειμένου οι τελευταίοι να διαχειρίζονται την περιουσία του, στα πλαίσια του οποίου, τα αδέλφια του μπορούσαν, μεταξύ άλλων, είτε από κοινού είτε ο καθένας από μόνος του, να διαχειρίζονται τις επιχειρήσεις του και συγκεκριμένα της κτηνιατρικής κλινικής στο Παλαιό Φάληρο, του κτηνιατρείου στο Κολωνάκι και του στεγνοκαθαριστηρίου στο Παλαιό Φάληρο. Τη διαχείριση αυτή άσκησε αποκλειστικά ο ενάγων - εφεσίβλητος, ως κάτοικος Αθηνών τότε, σε αντίθεση με τον άλλο αδελφό του, ο οποίος ζούσε στη Λήμνο. Ακόμη, ο προαναφερθείς μπορούσε στα πλαίσια της ως άνω διαχείρισης να προβαίνει σε αναλήψεις από τους λογαριασμούς, που τηρούσε ο εναγόμενος - εκκαλών στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και στις τράπεζες. Κατά το έτος 1973 , όπως κρίθηκε, άλλωστε και με την υπ’αριθμ. 8442/2003 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία κατέστη αμετάκλητη με την υπ’αριθμ. 1659/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου, για τις οποίες θα γίνει λόγος και παρακάτω, ο ενάγων - εφεσίβλητος, με χρήματα του εναγομένου - εκκαλούντος αδελφού του, αγόρασε τα ακόλουθα ακίνητα: α) Με το υπ’αριθμ. .../20-11-1973 πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., που είχε μεταγραφεί νόμιμα, ένα αγροτεμάχιο από τη Μ. Λ., που βρίσκεται στην ειδικότερη θέση «...» της Λήμνου, επιφάνειας 3.419 τ.μ., αντί τιμήματος 85.475 δραχμών, β) με το υπ'αριθμ. .../20-11-1973 πωλητήριο συμβόλαιο του ιδίου παραπάνω Συμβολαιογράφου, που έχει μεταγραφεί νόμιμα, από την ίδια πωλήτρια, ένα αγροτεμάχιο, που βρίσκεται στην ειδικότερη θέση «...» της Λήμνου, αντί τιμήματος 145.600 δραχμών, γ) με το υπ'αριθμ. .../20-11-1973 πωλητήριο συμβόλαιο του αυτού Συμβολαιογράφου, που έχει μεταγραφεί νόμιμα, από την προαναφερόμενη πωλήτρια, ένα αγροτεμάχιο, που βρίσκεται στον ίδιο τόπο, επιφάνειας 9.630 τ.μ., αντί τιμήματος 240.750 δραχμών και δ) με το υπ'αριθμ. .../20-11-1973 πωλητήριο συμβόλαιο του ίδιου Συμβολαιογράφου, που έχει μεταγραφεί νόμιμα, από τους Μ. και Π. Ξ., ένα αγροτεμάχιο, που βρίσκεται στη προαναφερόμενη θέση, επιφάνειας 6.000 τμ., αντί τιμήματος 150.000 δραχμών. Κατά την κατάρτιση των συμβολαίων αυτών ο εναγόμενος - εκκαλών δεν μπορούσε να παρευρίσκεται, διότι, αν και είχε μόλις αποφυλακιστεί από τον Κορυδαλλό, επειδή είχε καταδικασθεί σε 18ετή κάθειρξη από το έκτακτο Στρατοδικείο, λόγω των γεγονότων του Πολυτεχνείου την 17η Νοεμβρίου 1973, διέφυγε και πάλι την εκ νέου σύλληψή του κρυπτόμενος σε οικία φίλου του στο Περιστέρι Αττικής. Αντ’ αυτού και κατ'εντολήν του, εμφανίσθηκε στο Συμβολαιογράφο ο ενάγων -εφεσίβλητος αδελφός του και δήλωσε στους συμβαλλόμενους πωλητές, οι οποίοι γνώριζαν και περίμεναν ως αγοραστή τον εναγόμενο - εκκαλούντα, ότι ο τελευταίος δεν θα εμφανισθεί και η αγορά θα γίνει στο όνομα του φαινομενικά μόνο, οι, δε, διάδικοι, ως αδέλφια, θα τα έβρισκαν αργότερα. Έτσι, οι δηλώσεις των συμβαλλομένων στα πιο πάνω συμβόλαια πώλησης των ακινήτων στον ενάγοντα - εφεσίβλητο, δεν έγιναν στα σοβαρά, αλλά μόνον φαινομενικά, ως προς το πρόσωπο του αγοραστή, αφού οι συμβαλλόμενοι, δηλαδή οι προαναφερόμενοι πωλητές και ο ενάγων - εφεσίβλητος, εικονικός αγοραστής, γνώριζαν ότι στις πωλήσεις αυτές κατά το φαινόμενο μόνον αναφέρονταν αγοραστής ο ενάγων, ενώ πραγματικός αγοραστής ήταν ο εναγόμενος - εκκαλών, για τον οποίο ήθελαν να ισχύουν αυτές και στον οποίο παρέδωσαν τη νομή και κατοχή των πωληθέντων δια μέσω του ενάγοντος - εφεσιβλήτου, που ενεργούσε, ως αντιπρόσωπός του (ΑΚ 976). Έκτοτε, όσες πράξεις νομής πραγματοποιούσε ο ενάγων - εφεσίβλητος στα εν λόγω ακίνητα, τις έκαμε ως αντιπρόσωπος του εναγόμενου - εκκαλούντος αδελφού του. Ειδικότερα, περιέφραξε τα ακίνητα ταύτα και στις αρχές Φεβρουαρίου του έτους 1974 και ενώ ο εναγόμενος -εκκαλών είχε δραπετεύσει στο εξωτερικό για να αποφύγει τη σύλληψή του από το δικτατορικό καθεστώς, έδωσε εντολή στον ενάγοντα - εφεσίβλητο να μεταβεί σε δασώδη περιοχή της Κηφισιάς και να απασυναρμολογήσει ένα λυόμενο σπίτι, το οποίο είχε αγοράσει το έτος 1973 και χρησιμοποιούσε ως κρησφύγετο και να το τοποθετήσει σ'ένα από τα παραπάνω ακίνητα, που είχε αγοράσει. Πράγματι, το λυόμενο αυτό λύθηκε και μεταφέρθηκε στη Λήμνο, από τον ενάγοντα - εφεσίβλητο, ο οποίος ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του αδελφού του και στα πλαίσια της εξουσίας διαχείρισης, που είχε γι'αυτόν. Έτσι, ενεργώντας στο όνομα του, για λογαριασμό, όμως, του εναγόμενου -εκκαλούντα, εξέδωσε οικοδομική άδεια και το τοποθέτησε σ'ένα από τα παραπάνω ακίνητα. Το λυόμενο, δε, αυτό, το χρησιμοποιούσαν οι διάδικοι από τη μεταπολίτευση και μετά για τις καλοκαιρινές διακοπές τους, έως το έτος 1990, οπότε διαταράχθηκαν οι σχέσεις τους και ο ενάγων - εφεσίβλητος κατεδάφισε την εν λόγω οικία καταστρέφοντας και τη φουσκωτή βάρκα, που διατηρούσε εντός αυτής ο εναγόμενος-εκκαλών, πράξη για την οποία υποχρεώθηκε δικαστικά, με την υπ’αριθμ. 8203/1996 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, να αποζημιώσει τον εναγόμενο -εκκαλούντα. Εν τω μεταξύ, μετά την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος, τον Ιούλιο του έτους 1974, ο εναγόμενος εκκαλών εκλέχθηκε βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος και οι σχέσεις των διαδίκων αδελφών ήταν πολύ καλές. Ο ενάγων - εφεσίβλητος, ουδέποτε αμφισβήτησε ότι τα παραπάνω ακίνητα ανήκαν στην πραγματικότητα στον αδελφό του και οι όποιες πράξεις ενεργούσε επ'αυτών, έλαβαν χώρα για λογαριασμό του. Προκειμένου ,δε, να αποφύγουν τα φορολογικά και συμβολαιογραφικά έξοδα μεταβίβασης των ακινήτων αυτών στο όνομα του εναγομένου - εκκαλούντος, οι διάδικοι αποφάσισαν να εκμεταλλευθούν αυτά με τη δημιουργία ξενοδοχειακής μονάδος με το διακριτικό τίτλο «...», στην οποία ο ενάγων - εφεσίβλητος θα μεταβίβαζε στον αδελφό του το ήμισυ των μετοχών και το ήμισυ της αξίας των ακινήτων. Για το λόγο αυτό ο ενάγων -εφεσίβλητος, το έτος 1976, ενεργώντας στο όνομα του για λογαριασμό, όμως και του αδελφού του, προέβη στις απαραίτητες ενέργειες (σύνταξη τοπογραφικών, παραστάσεις, υποβολή αιτήσεων κλπ) και πέτυχε την έκδοση αδειών καταλληλότητας των ακινήτων για τη χρήση ξενοδοχείου από τις υπηρεσίες του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού, στα πλαίσια της σύνθετης διοικητικής διαδικασίας για την έγκριση υπαγωγής της επένδυσης στις διατάξεις των τότε αναπτυξιακών νόμων. Μάλιστα, το έτος 1976, οι διάδικοι από κοινού αγόρασαν κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου, ένα διπλανό ακίνητο, προκειμένου να επεκτείνουν έτι περαιτέρω το μέγεθος της δημιουργούμενης μονάδος , το, δε, έτος 1979, στις 10-9-1979, ο εναγόμενος - εκκαλών, αγόρασε ακόμη 30 στρέμματα παρακείμενης ιδιοκτησίας, με αποτέλεσμα με τη βοήθεια και του εναγομένου - εκκαλούντος, που ήταν βουλευτής, να πετύχουν το έτος 1981 την έγκριση και την υπαγωγή της επένδυσης τους, ύψους 427.000.000 δρχ (πλέον της αξίας των ακινήτων), στους αναπτυξιακούς νόμους 289/76 και 4171/61 με τη δυνατότητα κρατικής επιχορήγησής τους. Πλην, όμως, στη συνέχεια, ο ενάγων - εφεσίβλητος ενεπλάκη σε δικαστικές διενέξεις με τους κυρίους γειτονικών ακινήτων και άρχισε να υπαναχωρεί από την εκτέλεση των σχεδιασμών με τον αδελφό του, θέλοντας να ακολουθήσει δική του πορεία. Το έτος 1987, ο ενάγων -εφεσίβλητος και ενώ, έως τότε, αναγνώριζε ότι στην πραγματικότητα τα παραπάνω ακίνητα ανήκαν στον εναγόμενο αδελφό του, δεν δεχόταν πλέον ότι είχε αγοράσει τα επίδικα ακίνητα φαινομενικά μόνο στο δικό του όνομα, αλλά στην πραγματικότητα στο όνομα του εναγομένου αδελφού του, πού ήταν και ο πραγματικός αγοραστής. Για το λόγο αυτό, ο εναγόμενος - εκκαλών με την υπ’αριθ. .../21-12-1987 δήλωσή του στη Συμβολαιογράφο Αθηνών, ... , ανακάλεσε το προαναφερθέν υπ’αριθμ. .../10-4-1970 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, ενώ με την από 21-12-1987 εξώδικη δήλωσή του προς τον εναγόμενο - εφεσίβλητο, ζήτησε, μεταξύ άλλων, να του μεταβιβάσει τα ανωτέρω ακίνητα, των οποίων ήταν ο πραγματικός κύριος, εμφανιζόμενος σε ημέρα και ώρα, που του έτασσε, στη Συμβολαιογράφο Αθηνών ..., για τη σύνταξη των σχετικών συμβολαιογραφικών πράξεων. Πλην, όμως, ο ενάγων - εφεσίβλητος δεν εμφανίσθηκε μεταστρέφοντας τη βούλησή του να νέμεται και να κατέχει τα επίδικα ακίνητα για λογαριασμού του αδελφού του αλλά μόνο για δικό του λογαριασμό, αντιποιούμενος, έτσι, φανερά , έκτοτε, τη νομή του εναγομένου - εκκαλούντος αδελφού του. Για το λόγο αυτό ο τελευταίος, στις 25-4-1991, άσκησε την υπ'αριθμ. .../1991 αγωγή του, που επιδόθηκε στον ενάγοντα στις 15-5-1991 (βλ. σχετική επισημείωση στην αγωγή του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, ...), με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι οι συμβάσεις αγοράς των επιδίκων ακινήτων ήταν εικονικές, ως προς το πρόσωπο του αγοραστή και άρα, άκυρες, ισχύουσες, όμως, ως έγκυρες για τον ίδιο, ως υποκρυπτόμενο πραγματικό αγοραστή, στον οποίο ανήκουν πλέον τα εν λόγω ακίνητα, κατά πλήρη κυριότητα νομή και κατοχή. Με την εν λόγω αγωγή είναι προφανές, ότι στη σχετική δίκη, που ανοιγόταν, θα διαγιγνωσκόταν αναγνωριστικά το δικαίωμα κυριότητας, το κτηθέν με παράγωγο τρόπο (άρθρα 368, 513,1033 ΑΚ), στο όνομα του υποκρυπτόμενου αληθινού αγοραστή (βλ. ΑΠ 964/2010, ΑΠ 1191/2003, δημΤρΝΠλΝόμος). Με την υπ'αριθμ. 9571/2000 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που επικυρώθηκε από την υπ'αριθμ. 8442/2003 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που απέρριψε την έφεση, που ασκήθηκε κατ'αυτής και στη συνέχεια, με την υπ'αριθμ. 1.659/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία απέρριψε τη αναίρεση, που ασκήθηκε κατά της ως άνω απόφασης του Εφετείου Αθηνών, αναγνωρίσθηκε αμετάκλητα η εικονικότητα των άνω πωλήσεων και ότι αληθινός αγοραστής και άρα, κύριος των ακινήτων αυτών είναι ο εναγόμενος - εκκαλών. Πλην, όμως, η αρξαμένη το έτος 1987 εικοσαετής χρησικτησίατου ενάγοντος - εφεσιβλήτου επί των επιδίκων ακινήτων, διακόπηκε το έτος 1991 με την άσκηση εκ μέρους του εναγομένου - εκκαλούντος εναντίον του χρησιδεσπόζοντος ενάγοντος - εφεσιβλήτου της παραπάνω αγωγής, αφού στην περίπτωση της αγωγής αυτής κατάγεται σε δίκη, ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα της κυριότητας και, σύμφωνα με τις παραδοχές της μείζονας σκέψης, έκτοτε μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής το έτος 2008, δεν συμπληρώθηκε 20ετία και ο ενάγων - εφεσίβλητος έγινε κύριος των επιδίκων ακινήτων με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας».
ΙΙΙ. Επί τη βάσει των επισκοπηθεισών παραδοχών το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ως ουσιαστικώς αβάσιμη την ανωτέρω αγωγή του αναιρεσείοντος κατά του αναιρεσιβλήτου (εν σχέσει προς την αναγνώριση κυριότητος επί των επιδίκων ακινήτων). Εν συνεχεία, εξαφάνισε την εκκληθείσα (105/2009, διορθωθείσα υπό της 59/2010) απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης, (με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή), και, αφού κράτησε την υπόθεση, απέρριψε την αγωγή αυτήν. Με αυτά, που δέχθηκε το Εφετείο, πλημμελώς εν προκειμένω έκρινε, εφόσον κατέληξε, ότι η προρρηθείσα ενοχική αγωγή κατέστη διακοπτική της παραγραφής, κατά τα άνω εκτιθέμενα. Ενόψει τούτων, το "ολίσθημα"του Εφετείου συνιστά το κατ'άρθρ. 559 αρ. 1 ΚΠολΔ ατόπημα. Ενέχουν δε βασιμότητα οι αντιστοίχου περιεχομένου λόγος αναιρέσεως και πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, (με τους οποίους ο αναιρεσείων ζητεί την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως), και πρέπει να γίνουν δεκτοί. IV. Κατά συνέπεια, πρέπει να αναιρεθεί (εν όλω) η πληττόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, πλην των πρότερων δικασάντων (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον αναιρεσείοντα του κατατεθέντος υπ'αυτού παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Ο αναιρεσίβλητος, ο οποίος ηττάται, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, κατά παραδοχήν του αντιστοίχου αιτήματός του (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 111/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Βορείου Αιγαίου.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Τριμελές Εφετείο Βορείου Αιγαίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην αυτών που εξέδωσαν την αναιρουμένη απόφαση.
Διατάσσει την επιστροφή στον αναιρεσείοντα του κατατεθέντος υπ'αυτού παραβόλου. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (3.500 €).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Φεβρουαρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Φεβρουαρίου 2016.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 1479/2014 Υλικές πράξεις νομής - Συστατικά ακινήτου - Κτήση κυριότητας με χρησικτησία - Συγκυριότητα. Έκτακτη χρησικτησία. Συννομή. Συστατικά ακινήτου. Άτυπη δωρεά του μισού εξ αδιαιρέτου αγροτικού ακινήτου για άσκηση κοινής αγροτικής επιχείρησης. Πράξεις συννομής διανοία κυρίου. Χρήση των συστατικών του ακινήτου (αποθηκών, στάβλων , δεξαμενών) και μετά τη διακοπή της επιχείρησης. Οι πράξεις συννομής αφορούν όλο το ακίνητο και όχι μόνο τα συστατικά του κτίσματα. Απορρίπτει αναίρεση για παράβαση ουσιαστικού δικαίου

Next: ΤρΕφΘεσ 236/2012 Έκτακτη χρησικτησία και κοινωνία δικαιώματος επί συννομής Περίληψη Οι ασκούντες πράξεις νομής τρίτοι κατέλαβαν το επίδικο κληροτεμάχιο μετά από άτυπη γονική παροχή εκ μέρους του πατέρα τους και κληρούχου. Αμέσως μετά άρχισαν να καλλιεργούν και αξιοποιούν οικονομικά ο καθένας αυτοτελές και διακριτό τμήμα του κληροτεμαχίου με άτυπη συμφωνία τους, χωρίς να το διανείμουν με (έστω άκυρη) συμβολαιογραφική πράξη. Όταν ανέκυψε η διαφωνία ανάμεσά τους, ισχυρίστηκαν ωστόσο κάποιοι από αυτούς -πράγμα που δέχθηκε η απόφαση- ότι οι ενέργειες της αδιάλειπτα και έμπρακτα χωριστής επενέργειάς τους σε μέρη του ακινήτου δεν συνιστούσαν εν τούτοις άτυπη διαίρεση, αλλά ήταν απόρροια μίας ενοχικής συμφωνίας χρήσης ανάμεσά τους, που αφορούσε στην επωφελέστερη αξιοποίηση του αγρού. Το πρωτόδικο δικαστήριο που αναγνώρισε τους ως άνω συγκυρίους του επίδικου κληροτεμαχίου δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Απορρίπτεται η έφεση
$
0
0


ΑΠ 1479/2014 Υλικές πράξεις νομής - Συστατικά ακινήτου - Κτήση κυριότητας με χρησικτησία

Περίληψη

Συγκυριότητα. Έκτακτη χρησικτησία. Συννομή. Συστατικά ακινήτου. Άτυπη δωρεά του μισού εξ αδιαιρέτου αγροτικού ακινήτου για άσκηση κοινής αγροτικής επιχείρησης. Πράξεις συννομήςδιανοία κυρίου. Χρήση των συστατικών του ακινήτου (αποθηκών, στάβλων , δεξαμενών) και μετά τη διακοπή της επιχείρησης. Οι πράξεις συννομήςαφορούν όλο το ακίνητο και όχι μόνο τα συστατικά του κτίσματα. Απορρίπτει αναίρεση για παράβαση ουσιαστικού δικαίου

Απόφαση

Αριθμός 1479/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ε. Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Mαΐου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Α. Π. του Ι., 2)Κ. Π. του Ι., 3)Δ. Π. και 4)Ν. Π. του Ι., κατοίκων .... Του 1ου ατομικά και ως κληρονόμου του Ι. Π. και των λοιπών ως κληρονόμων του Ι. Π.. Οι 1ος και 4ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Πάρι Αναστασάκο, ο οποίος δήλωσε ότι ο 2ος παραιτείται από το δικόγραφο και το δικαίωμα της ένδικης αίτησης αναίρεσης, δυνάμει του .../16-9-2013 ειδικού πληρεξουσίου, και ο 3ος απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τους: α) Ι. Π. του Α., β)Ι. Π. του Κ., γ)Δ. Π. του Κ., ..., και δ) Ι. Π. του Κ., κάτοικο ..., οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Α. Π., χήρας Ν., το γένος Ν. Π., 2)Κ. Π. του Ν., 3)Ε. Π. του Ν. και της 4)Ά. Π. του Ν., όλων κατοίκων ..., ως κληρονόμων του Ν. Π. του Κ.. Οι 3η παραστάθηκε αυτοπροσώπως επειδή είναι δικηγόρος και οι 1η , 2ος και 4η εκπροσωπήθηκαν από την ίδια ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο τους (Ε. Π.), με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7/11/2002 αγωγή του ήδη 1ου αναιρεσείοντος και την από 2/7/2003 αγωγή του αρχικού διαδίκου Ν. Π., που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κοζάνης και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 171/2004 του ίδιου Δικαστηρίου και 160/2009 του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 2/8/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 30/8/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Λόγοι αναιρέσεως που στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, προσβάλλοντας μη πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, είναι αβάσιμοι.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, δέχθηκε την από 2-7-2003 διεκδικητική αγωγή του Ν. Π., δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων, απέρριψε την από 7-11-2002 αντίθετη αγωγή του Α. Π. πρώτου αναιρεσείοντος, και αναγνώρισε τον πρώτο (Ν.Π.) κύριο κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου του επίδικου αγρού, εμβαδού 4620,92 τ.μ., που βρίσκεται στην επαρχιακή οδό …, ο οποίος είχε περιέλθει σ'αυτόν κατά το ανωτέρω ποσοστό με έκτακτη χρησικτησία και τον οποίο υποχρέωσε τους εναγομένους - αναιρεσείοντες να αποδώσουν στον ενάγοντα. Στην ως άνω απόφασή του κατέληξε το Εφετείο αφού δέχθηκε ως αποδειχθέντα τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. "Ο Ι. Π. (...) ήταν κύριος ενός αγρού, εμβαδού 4576 τ.μ., που βρίσκεται στο 2ο χιλιόμετρο της επαρχικής οδού … (...).Το έτος 1958 ο Ι.Π. με άτυπη δωρεά μεταβίβασε στον Ν.Π., το 1/2 εξ αδιαιρέτου του άνω αγροτεμαχίου προκειμένου να λειτουργήσουν εντός του αγροτεμαχίου κοινή επιχείρηση γεωργικής και κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης. Έκτοτε αμφότεροι οι εν λόγω διάδικοι προέβησαν από κοινού σε πράξεις σύννομηςεπί του επιδίκου με διάνοια κυρίου, σε κάθε περίπτωση ο εφεσίβλητος (σημ.:δικαιοπάροχος αναιρεσιβλήτων), τελών εν τη πεποιθήσει ότι οποιαδήποτε ενέργειά του επί του επιδίκου αποτελούσε εκδήλωση της ανηκούσης κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου σ'αυτόν κυριότητας, ως εκ της προηγηθείσης άτυπης δωρεάς προς αυτόν του εκκαλούντος Ι. Π.. Έτσι με δάνεια που αμφότεροι οι διάδικοι έλαβαν από την ... Τράπεζα κατασκεύασαν εντός του επιδίκου μία πέτρινη αποθήκη - σταύλο εμβαδού 32,40 τ.μ., δύο συνεχόμενες δεξαμενές νερού, εμβαδού 126,50 τ.μ., ένα αντλιοστάσιο εμβαδού 7,20 τ.μ., μία δεύτερη αποθήκη - σταύλο, εμβαδού 116,72 τ.μ., και ένα αχυρώνα εμβαδού 98,68 τ.μ., ήτοι κατασκευές εκτεταμένες, που η υλοποίησή τους αποτελεί σαφή ένδειξη της πεποίθησης του εφεσιβλήτου περί ιδίας αυτού κυριότητας επί του επιδίκου. Περαιτέρω στη νότια πλευρά του ακινήτου διαμόρφωσαν οι ανωτέρω αύλειον χώρο εμβαδού 594,79 τ.μ., καθώς και δύο δρόμους. Στα πλαίσια της άνω κατάστασης συνέχισαν αυτοί την από κοινού άσκηση της επιχείρησής τους μέχρι του έτους 1979, ενώ έκτοτε ο εφεσίβλητος, παρά τον χωρισμό της μέχρι τότε κοινής επιχείρησής του με τον Ι. Π., συνέχισε να νέμεται με την προεκτεθείσα διάνοια κυρίου το 1/2 εξ αδιαιρέτου του αγρού, κάνοντας χρήση των αποθηκών, σταύλων, δεξαμενών, αντλιοστασίου, αχυρώνα και του αύλειου χώρου, αντλώντας νερό, αποθηκεύοντας ζωοτροφές και καρπούς και φυλάσσοντας τα αγροτικά του μηχανήματα. Εξάλλου το έτος 1981 σε ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίστηκε για λογαριασμό των άνω διαδίκων με τον Δ. Β., περί (άτυπης) μεταβίβασης σ'αυτούς από τον τελευταίο λωρίδας γης εμβαδού 44 τ.μ, αντί τιμήματος 15.000 δρχ., εφαπτόμενης του επιδίκου, το επίδικο προσδιορίζεται ως ανήκον στην ιδιοκτησία τόσο του Ι. Π. όσο και του Ν. Π.. Με την υπ’αριθμό 506/1999 εξάλλου απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, που έχει καταστεί τελεσίδικη ο εφεσίβλητος αναγνωρίστηκε συννομέαςτου επιδίκου αγρού κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου από το έτος 1958 μέχρι τις 30-9-1996, γεγονός, που λειτουργεί στα πλαίσια και της προκειμένης δίκης, τουλάχιστον ως τεκμήριο, ότι κατά τον ανωτέρω χρόνο ο εφεσίβλητος ασκούσε (με διάνοια κυρίου) συννομήκατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου αγρού. Υπό τις ως άνω αποδεικτικές παραδοχές, ο εφεσίβλητος έχει αποκτήσει συγκυριότητα κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου ακινήτου (...). Η έφεση, συνεπώς και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν». Υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές του Εφετείου είναι προφανές ότι: α)το δικαστήριο δέχεται ότι ο δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων ασκούσε τις αναφερόμενες πράξεις συννομήςεφ'ολοκλήρου του επιδίκου και όχι επί των συστατικών του κτισμάτων, η οποία δεν μπορεί κατά νόμον να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας του όλου ακινήτου ή των συστατικών με έκτακτη χρησικτησία, β)το Εφετείο δεν δέχθηκε την ύπαρξη δεδικασμένου ως προς τη συννομήτου ανωτέρω επί του επιδίκου από το έτος 1958 μέχρι την 30-9-1996 που απορρέει από την μνημονευόμενη υπ’αριθμ.506/1999 τελεσίδικη περί νομής απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, την οποία όπως ρητώς αναφέρεται στην αναιρεσιβαλλομένη, το δικαστήριο έλαβε υπόψη ως τεκμήριο, ενώ γ)το ίδιο Εφετείο έλαβε υπόψη και απέρριψε (και) τους πρόσθετους λόγους της εφέσεως των αναιρεσειόντων, (που περιείχαν αίτημα επαναλήψεως της συζητήσεως). Επομένως οι πρώτος, τρίτος και τέταρτος λόγοι του αναιρετηρίου, με τους οποίους και υπό την επίκληση των αριθμών 1, 16 και 9, αντίστοιχα, του άρθρου 559 του ΚΠολΔ υποστηρίζεται ότι το Εφετείο με το να δεχθεί ότι αα)ο δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων ασκούσε πράξεις νομής μόνο επί των συστατικών και έγινε έτσι συγκύριος του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, ββ)ότι υπάρχει δεδικασμένο από την προμνησθείσα απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, ενώ γγ)άφησε αδίκαστους τους πρόσθετους λόγους της εφέσεώς τους, με το ανωτέρω αίτημα, υπέπεσε στις αντίστοιχες, ως άνω, αναιρετικές πλημμέλειες, είναι (οι ανωτέρω λόγοι) αβάσιμοι, στηριζόμενοι, ειδικότερα, οι δύο πρώτοι από αυτούς, σε εσφαλμένη ο καθένας προϋπόθεση.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν παραβιάστηκαν κανόνες δικαίου ή αν υπάρχει λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 559 αρ.19 και 20.
Εν προκειμένω, με τον δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση του αρ.19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ προσβάλλεται αληθώς η ουσιαστική και μόνον κρίση του Εφετείου ως προς την κατά τα ανωτέρω, υπό Ι, συννομήτου δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων στο επίδικο που δέχεται το δικαστήριο, καθώς και η εκτίμηση (αξιολόγηση) των αποδεικτικών μέσων από το Εφετείο. Επομένως και αφού δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρέσεις του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, ο εξεταζόμενος αυτός δεύτερος λόγος του αναιρετηρίου είναι, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, απαράδεκτος. Για τον ίδιο λόγο, ότι δηλαδή αναφέρεται στην ουσιαστική κρίση του Εφετείου και την αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων ιδίως δε των εγγράφων, είναι απαράδεκτος και ο πέμπτος και τελευταίος λόγος του αναιρετηρίου τον οποίο οι αναιρεσείοντες επιχειρούν να θεμελιώσουν στους αρ.8, 10, 11 και 12 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ.
ΙΙΙ. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν'απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ως προς όλους τους διαδίκους, πλην του δεύτερου αναιρεσείοντος Κ. Π., ως προς τον οποίο η δίκη καταργήθηκε μετά τη νόμιμη παραίτησή του από το δικόγραφο της αιτήσεως (βλ. ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά), να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (αρθρ.495 παρ.4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ.176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2-8-2012 αίτηση των Α. Π. κ.λπ. για αναίρεση της υπ’αριθμ.160/11-8-2009 απόφασης του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 26 Ιουνίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΤρΕφΘεσ 236/2012 Έκτακτη χρησικτησία και κοινωνία δικαιώματος επί συννομής Περίληψη Οι ασκούντες πράξεις νομής τρίτοι κατέλαβαν το επίδικο κληροτεμάχιο μετά από άτυπη γονική παροχή εκ μέρους του πατέρα τους και κληρούχου. Αμέσως μετά άρχισαν να καλλιεργούν και αξιοποιούν οικονομικά ο καθένας αυτοτελές και διακριτό τμήμα του κληροτεμαχίου με άτυπη συμφωνία τους, χωρίς να το διανείμουν με (έστω άκυρη) συμβολαιογραφική πράξη. Όταν ανέκυψε η διαφωνία ανάμεσά τους, ισχυρίστηκαν ωστόσο κάποιοι από αυτούς -πράγμα που δέχθηκε η απόφαση- ότι οι ενέργειες της αδιάλειπτα και έμπρακτα χωριστής επενέργειάς τους σε μέρη του ακινήτου δεν συνιστούσαν εν τούτοις άτυπη διαίρεση, αλλά ήταν απόρροια μίας ενοχικής συμφωνίας χρήσης ανάμεσά τους, που αφορούσε στην επωφελέστερη αξιοποίηση του αγρού. Το πρωτόδικο δικαστήριο που αναγνώρισε τους ως άνω συγκυρίους του επίδικου κληροτεμαχίου δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Απορρίπτεται η έφεση

Next: ΜΕφΑθ 2137/2016 Αγωγή διατάραξης συννομής - Καταχώριση αγωγής στα κτηματολογικά βιβλία - Προϋποθέσεις υποχρέωσης προσκόμισης πιστοποιητικού υποβολής δήλωσης στο κτηματολόγιο... Περίληψη Αγωγή διατάραξης συννομής. Υποχρεωτική καταχώριση στα κτηματολογικά φύλλα. Η μη καταχώριση της αγωγής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, το οποίο αφορά, ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και έχει ως δικονομική κύρωση την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της ΚΠολΔ 220. Εξάλλου
Previous: ΑΠ 1479/2014 Υλικές πράξεις νομής - Συστατικά ακινήτου - Κτήση κυριότητας με χρησικτησία - Συγκυριότητα. Έκτακτη χρησικτησία. Συννομή. Συστατικά ακινήτου. Άτυπη δωρεά του μισού εξ αδιαιρέτου αγροτικού ακινήτου για άσκηση κοινής αγροτικής επιχείρησης. Πράξεις συννομής διανοία κυρίου. Χρήση των συστατικών του ακινήτου (αποθηκών, στάβλων , δεξαμενών) και μετά τη διακοπή της επιχείρησης. Οι πράξεις συννομής αφορούν όλο το ακίνητο και όχι μόνο τα συστατικά του κτίσματα. Απορρίπτει αναίρεση για παράβαση ουσιαστικού δικαίου
$
0
0


ΤρΕφΘεσ 236/2012 Έκτακτη χρησικτησία και κοινωνία δικαιώματος επί συννομής

Περίληψη

Οι ασκούντες πράξεις νομής τρίτοι κατέλαβαν το επίδικο κληροτεμάχιο μετά από άτυπη γονική παροχή εκ μέρους του πατέρα τους και ..

κληρούχου. Αμέσως μετά άρχισαν να καλλιεργούν και αξιοποιούν οικονομικά ο καθένας αυτοτελές και διακριτό τμήμα του κληροτεμαχίου με άτυπη συμφωνία τους, χωρίς να το διανείμουν με (έστω άκυρη) συμβολαιογραφική πράξη. Όταν ανέκυψε η διαφωνία ανάμεσά τους, ισχυρίστηκαν ωστόσο κάποιοι από αυτούς -πράγμα που δέχθηκε η απόφαση- ότι οι ενέργειες της αδιάλειπτα και έμπρακτα χωριστής επενέργειάς τους σε μέρη του ακινήτου δεν συνιστούσαν εν τούτοις άτυπη διαίρεση, αλλά ήταν απόρροια μίας ενοχικής συμφωνίας χρήσης ανάμεσά τους, που αφορούσε στην επωφελέστερη αξιοποίηση του αγρού. Το πρωτόδικο δικαστήριο που αναγνώρισε τους ως άνω συγκυρίους του επίδικου κληροτεμαχίου δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Απορρίπτεται η έφεση.

Απόφαση

Αριθμός 236/2012
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Πρόεδρος: Γ. Τοπαλνάκος
Εισηγητής: Χρ. Νάστας
Δικηγόροι: Θ. Ζέρβας, Δ. Πουλτουρτζίδης, Α. Φτίκας
[...] Κατά τις διατάξεις του άρθρου 307 ΚΠολΔ, αν για οποιοδήποτε λόγο που παρουσιάστηκε μετά το τέλος της συζήτησης είναι αδύνατο να εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται, αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να κοινοποιηθεί με την επιμέλεια είτε κάποιου διαδίκου είτε της γραμματείας του δικαστηρίου. Το ίδιο εφαρμόζεται και όταν το δικαστήριο διατάξει να επαναληφθεί η συζήτηση. Σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις οι κλήσεις για συζήτηση και τα αποδεικτικά της επίδοσης συντάσσονται ατελώς. Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων εφαρμόζονται και στην περίπτωση που για οποιανδήποτε λόγο δεν εκδοθεί απόφαση μέσα σε οκτώ μήνες από τη συζήτηση πολιτικής υπόθεσης. Μόλις συμπληρωθεί το οκτάμηνο, ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Επιθεώρησης των Δικαστηρίων επιλαμβάνεται και ερευνά αν είναι δικαιολογημένη, παρέχεται στο Δικαστή προθεσμία δυο μηνών για τη δημοσίευση τον αποφάσεων που καθυστερούν πέραν του οκταμήνου. Σε περίπτωση αδικαιολόγητης καθυστέρησης, όπως και όταν παρέλθει η προθεσμία των δυο μηνών που χορηγήθηκε, κατά το προηγούμενο εδάφιο, χωρίς να έχουν δημοσιευθεί οι αποφάσεις που καθυστερούν, ο δικαστής υποχρεούται να επιστρέψει τη δικογραφία, άλλως αυτή αφαιρείται αμέσως, με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο ή του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης αυτού. Κατά την ορθότερη γνώμη, η επαναλαμβανόμενη κατ’ άρθρο 307 ΚΠολΔ συζήτηση αποτελεί, όπως και η από το άρθρο 254 ΚΠολΔ συζήτηση, συνέχεια της προηγούμενης και όχι νέα συζήτηση (ΕφΑθ 4175/2009 αδημ. σε νομικά περιοδικά, ΕφΑθ 7196/2007, ΕφΛαρ 519/2007, ΕφΠατρ 1135/2007, ΕφΠατρ 1253/2007 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» και εκεί παραπομπές Μαυρίδου σε Κεραμέα - Κονδύλη - Νίκας Ερμ. ΚΠολΔ). Και ναι μεν στο άρθρο 307 ΚΠολΔ δεν μνημονεύεται ρητώς, όπως στο άρθρο 254 ΚΠολΔ, ότι η επαναλαμβανόμενη συζήτηση αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης, όμως δεν συντρέχει δικαιολογητικός λόγος να αντιμετωπιστούν κατά διαφορετικό τρόπο οι δύο περιπτώσεις, διότι οι δύο διατάξεις διαφέρουν μόνο ως προς το λόγο της επανάληψης, ο οποίος συνεπώς στην περίπτωση του άρθρου 307 ΚΠολΔ δεν είναι δυνατό να οφείλεται σε υπαιτιότητα κάποιου διαδίκου, ο οποίος (διάδικος) και δεν μπορεί να αποτρέψει την επανάληψη, ώστε να υφίσταται δικαιολογητικός λόγος στην τελευταία περίπτωση να έχει, αν δεν εμφανιστεί ή δεν εμφανιστεί προσηκόντως ή δεν καταθέσει εκ νέου προτάσεις, δυσμενέστερη μεταχείριση, δικαζόμενος δηλαδή ερήμην με τις σχετικές συνέπειες (ΕφΑθ 7196/2007 ό.π.).
Συνακόλουθα η αρχική και η επαναλαμβανόμενη συζήτηση συνθέτουν μία συζήτηση και ο διάδικος, ο οποίος δεν παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη, είχε όμως παραστεί στην αρχική, δικάζεται αντιμωλία, ο διάδικος δε που παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση δεν χρειάζεται να καταθέσει εκ νέου προτάσεις. Στην προκειμένη περίπτωση με την υπ’ αριθ..../2011 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Θεσσαλονίκης, Δημητρίου Ευθυμιάδη, Προέδρου Εφετών, νομοτύπως φέρεται προς νέα συζήτηση, κατ’ άρθρο 307 του ΚΠολΔ, λόγω αφαιρέσεως της δικογραφίας από την Εισηγήτρια, εξ αιτίας του ότι δεν εκδόθηκε απόφαση μέσα σε οκτώ μήνες από τη συζήτηση αυτής (25.9.2009), η κρινόμενη έφεση (αριθ. κατάθ..../24.4.2008), η οποία στρέφεται κατά της 60/2007 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων.
Η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε αντίθετο προκύπτει από το φάκελλο της δικογραφίας και από τη δημοσίευσή της μέχρι το χρόνο ασκήσεως της εφέσεως (24.4.2008) δεν παρήλθε τριετία (άρθρα 511 επ., 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Στην από 8.3.2000 και με αριθμό καταθέσεως .../9.3.2000 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής οι ενάγοντες και νυν εφεσίβλητοι εξέθεταν ότι στον Κ.Ζ., πατέρα του πρώτου, πεθερό της δεύτερης και παππού του τρίτου από αυτούς, παραχωρήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο προς αγροτική αποκατάστασή του το περιγραφόμενο με κάθε λεπτομέρεια σ’ αυτήν (αγωγή) κατά θέση, έκταση και όρια κληροτεμάχιο και εκδόθηκε σχετικά ο υπ’ αριθ. .../1959 οριστικός τίτλος κυριότητας που μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι δυνάμει άτυπης γονικής παροχής που συνέστησε ο παραπάνω κληρούχος υπέρ των τέκνων του, Γ. (πρώτου ενάγοντα), Α. (ο οποίος απεβίωσε το έτος 1966 και κληρονομήθηκε από τη δεύτερη ενάγουσα - σύζυγό του και τον τρίτο ενάγοντα - γιο του) και Γε. και κατόπιν άτυπης συμφωνίας μεταξύ του τέκνου αυτών, που έλαβαν χώρα το έτος 1961, περιήλθε το κληροτεμάχιο στη συννομήτους, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσοστά εξ αδιαιρέτου. Ότι έκτοτε ο πρώτος ενάγων και οι υπόλοιποι ενάγοντες από το θάνατο του δικαιοπαρόχου τους Α. (1966), κατείχαν και νέμονταν με διάνοια συγκυρίων το όλο ακίνητο, κατά τα δικά τους ποσοστά εξ αδιαιρέτου και συγκεκριμένα 54% για τον πρώτο, 5,75% για τη δεύτερη και 17,25% για τον τρίτο από αυτούς, ασκώντας σ’ αυτό τις αναφερόμενες αναλυτικά πράξεις νομής, εν γνώσει και με τη θέληση του κληρούχου, Κ.Ζ. του Γ., σε κάθε περίπτωση από 23.5.1968, ημερομηνία έναρξης ισχύος του ΑΝ 431/1968 , έως το έτος 1992, με συνέπεια να καταστούν συγκύριοι του κληροτεμαχίου με έκτακτη χρησικτησία. Ότι ο τρίτος συννομέαςτου επιδίκου ακινήτου, Γ.Ζ., κάνοντας χρήση του με αριθμό .../1992 συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου, που απέσπασε με δόλια μέσα από τον κληρούχο πατέρα του, προέβη με το με αριθμό .../1992 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Η. Μ., στην πώληση του ανήκοντος πλέον στους ενάγοντες ποσοστό εξ αδιαιρέτου επί του όλου ακινήτου στους πρώτο και δεύτερο εναγόμενους και στον Π.Γ., δικαιοπάροχο των λοιπών εναγομένων. Κατόπιν τούτων, ζήτησαν, λόγω διεκδίκησης του επιδίκου από τους εναγομένους αγοραστές του, να αναγνωριστεί η συγκυριότητά τους σ’ αυτό κατά τα προαναφερόμενα επί μέρους ποσοστά εξ αδιαιρέτου και να καταδικαστούν οι αντίδικοί τους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων τους. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αρχικά η 157/2001 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, με την οποία, αφού κρίθηκε νόμιμη η αγωγή, τέθηκαν θέματα απόδειξης και στη συνέχεια η 60/2007 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν. Κατά της αποφάσεως αυτής οι εναγόμενοι άσκησαν την με αριθμό καταθέσεως .../24.4.2008 έφεσή τους, με την οποία παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανισθεί αυτή και να απορριφθεί η αγωγή των αντιδίκων τους.
Από τις διατάξεις των άρθρων 26, 74, 79, 180, 189, 193, 203, 207 και 208 του Αγροτικού Κώδικα, ενόψει και του άρθρου 1 παρ. 1 του ΑΝ 431/1968, κατά το οποίο από την έναρξη ισχύος του επιτρέπεται στους κατά την εποικιστική νομοθεσία κληρούχους ή δια δικαιοπραξιών εν ζωή εκποίηση ή οπωσδήποτε διάθεση των κάθε φύσεως κλήρων τους, υπό μόνο τον περιορισμόν της μη κατατμήσεως των τεμαχίων της οριστικής διανομής, η κυριότητα των κλήρων περιέρχεται αυτοδικαίως στους αναφερόμενους στο κτηματολόγιο κληρούχους, στο όνομα των οποίων εκδίδονται οι τίτλοι κυριότητας (παραχωρητήρια) κα ότι η εγκατάσταση στον κλήρο θεωρείται γενομένη από την παραχώρησή του, αφότου ο κληρούχος θεωρείται ως μόνος καλής πίστεως νομέας αυτού και συνεπώς ο παραχωρηθείς κλήρος είναι ανεπίδεκτος χρησικτησίας, αφού προς τούτο απαιτείται νομή, την οποία δεν μπορεί να έχει άλλος εκτός του κληρούχου, την ίδια δε πλασματική επί του κλήρου νομή του κληρούχου έχουν κατ’ επέκταση και οι κληρονόμοι του και έτσι ούτε σ’ αυτόν μπορεί άλλος κληρονόμος να χρησιδεσπόσει, εκτός αν, μετά την κτήση από τον κληρούχο της κυριότητας του, επί του κλήρου μεριδίου του, χώρισε νόμιμη μεταβίβασή του προς άλλο συγκληρονόμο κατ’ άρθρο 228 Αγρ. Κώδικα. Μετά όμως την έναρξη ισχύος του άνω ΑΝ 431/1968 (23.5.1968) ο κληρούχος ή ο κληρονόμος του δεν λογίζεται κατά πλάσμα δικαίου νομέας του κλήρου αν δεν κατέχει πράγματι αυτόν, με συνέπεια να είναι δυνατή η χωρίς τη θέλησή του κτήση από τρίτο της νομής του κληροτεμαχίου που μπορεί, αν συντρέξουν και οι λοιπές προϋποθέσεις, να οδηγήσει στην κτήση της κυριότητας τούτου με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, εφόσον συμπληρωθεί ο αναγκαίος για κάθε μία χρόνος από την ισχύ του άνω ΑΝ, όχι όμως σε τμήμα του κληροτεμαχίου, γιατί στην περίπτωση αυτή επέρχεται κατάτμηση του κληροτεμαχίου. Η απαγόρευση της κατάτμησης δεν αναφέρεται μόνο στον κατά κυριότητα τεμαχισμό του κληροτεμαχίου, αλλά και στην κατά νομή τεμαχισμό, αφού διαφορετικά η κατάτμηση θα επιτυγχανόταν ισοδυνάμως με την απόκτηση μία φορά της νομής του τμήματος του κληροτεμαχίου και της έκτοτε διαρκή προστασία της έναντι τρίτων. Ο τρίτος, που επιλήφθηκε της νομής τμήματος και όχι του όλου, δεν προστατεύεται ούτε κατά του νομέα του όλου, ούτε κατά οποιουδήποτε άλλου όταν αποβληθεί από το τμήμα του κληροτεμαχίου, που νεμόταν, γιατί αλλιώς θα είχε διαρκή προστασία που θα επέφερε κατάτμηση. Συνεπώς είναι ανεπίτρεπτη όχι μόνο η κτήση κυριότητας από τρίτο σε βάρος του κληρούχου ή των καθολικών ή των ειδικών διαδόχων του με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, αλλά και η λόγω συμπληρώσεως του χρόνου παραγραφής άρνηση αποδόσεως του τμήματος τους κλήρου (άρθρο 272 ΑΚ) , αφού με αυτήν ουσιαστικώς παγιώνεται η μη ανεκτή από τον νόμο φυσική κατάτμηση του κλήρου (ΑΠ Ολ 15/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ Ολ 8/2001 ΕλλΔνη 42,382). Συνεπεία της απαγορεύσεως με τον ΑΝ 431/1968 της κατατμήσεως των τεμαχίων της οριστικής διανομής που απόβλεπε στη διατήρηση ακεραίων των κληροτεμαχίων προς το σκοπό της επωφελέστερης εκμεταλλεύσεώς τους, δεν επιτρέπεται η κτήση κυριότητας με χρησικτησία επί διαιρετού τμήματος του κληροτεμαχίου, όχι όμως και επί ποσοστού του εξ αδιαιρέτου, δεδομένου ότι αυτή δεν άγει αναγκαίως στην κατάτμηση, αφού και σε περίπτωση διανομής του επίκοινου κληροτεμαχίου, εφόσον απαγορεύεται η κατάτμηση και είναι, επομένως, αδύνατη από το νόμο η αυτούσια διανομή του, θα διαταχθεί κατ’ άρθρο 484 ΚΠολΔ η πώληση με πλειστηριασμό (ΑΠ 267/2007 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη αγωγή με το ως άνω περιεχόμενο της είναι, σύμφωνα με την μείζονα πρόταση, νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις και σ’ αυτές των άρθρων 994, 1045, 1113 ΑΚ και 70 ΚΠολΔ. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο που έκρινε νόμιμη την αγωγή, ορθώς εφάρμοσε το νόμο, τα δε αντιθέτως υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες με το σχετικό λόγο εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
Δυνάμει της οριστικής διανομής του αγροκτήματος ... Χαλκιδικής έτους 1932 που κυρώθηκε με το ΝΔ 3784/1957 και στη συνέχεια εκδόθηκε ο υπ’ αριθμ. .../10.7.1959 οριστικός τίτλος κυριότητας της Διεύθυνσης Εποικισμού - Νομαρχίας Χαλκιδικής, που μεταγράφηκε στις 20.4.1960, νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κασσάνδρας, παραχωρήθηκε μεταξύ άλλων στον Κ. Ζ. του Γ., πατέρα του πρώτου εφεσιβλήτου, πεθερό της δεύτερης εφεσίβλητης και παππού του τρίτου εφεσιβλήτου, προς αγροτική του αποκατάσταση, το με αριθμό ... κληροτεμάχιο, που βρίσκεται στη θέση «...» της κοινότητας ... Χαλκιδικής, εκτάσεως 17.500 τ.μ. και συνορεύει ολόγυρα με τα αγροτεμάχια, ιδιοκτησίας Β. Κ. (αριθ. κληροτεμαχίου ...), Α. Κ. και ήδη των εκκαλούντων (αριθ. κληροτεμαχίου ...) και με δασικές εκτάσεις (υπ’ αριθ. ... και ... αγροτεμάχια).
Το έτος 1961 ο ως άνω κληρούχος, ο οποίος εργαζόταν κυρίως ως οικοδόμος, προκειμένου να ενισχύσει οικονομικά τα τρία άρρενα τέκνα του, Γ., Α., ο οποίος απεβίωσε το έτος 1966 και κληρονομήθηκε από τη σύζυγό του και τον γιο του Κ. (2η και 3ος εφεσίβλητοι) και Γε., παραχώρησε άτυπα τη νομή και κατοχή του ως άνω κληροτεμαχίου, κατά ποσοστό 68% εξ αδιαιρέτου στον πρώτο εξ αυτών και στους άλλους δυο γιούς του κατά ποσοστό 16% εξ αδιαιρέτου στον καθένα από αυτούς. Το γεγονός ότι ο ως άνω κληρούχος παραχώρησε εξ αδιαιρέτου μερίδια του επιδίκου ακινήτου (κληροτεμαχίου) στα τρία τέκνα του, προκύπτει και από το με ημερομηνία 10.2.1969 ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο φέρει τον τίτλο «παραχωρητήριο», το οποίο απέκτησε βέβαιη χρονολογία την ίδια ημερομηνία (10.2.1969) με τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του «παραχωρούντος» κληρούχου από τον Πρόεδρο της Κοινότητας ..., Β. Α., και στο οποίο αναφέρεται ότι παραχωρεί στον γιο του Γ., έκταση 12 στρεμμάτων (όλου 17.500 τ.μ.), χωρίς να προσδιορίζει όρια αυτού. Εάν ήθελε να παραχωρήσει σ’ αυτόν διαιρετό τμήμα, ο ως άνω κληρούχος, θα το είχε οριοθετήσει, πράγμα το οποίο δεν έπραξε. Αμέσως, μετά την ως άνω άτυπη παραχώρηση, τα τέκνα του κληρούχου αναδιένειμαν τα εξ αδιαιρέτου ποσοστά του παραπάνω κληροτεμαχίου, προκειμένου να αποκτήσουν ο Α. και ο Γ. μεγαλύτερα ποσοστά εξ αδιαιρέτου στο κληροτεμάχιο, με την προοπτική, στην περίπτωση που επιτρεπόταν η κατάτμηση του κληροτεμαχίου, προχωρήσουν, μελλοντικά, στη λύση της συγκυριότητάς τους επί του κληροτεμαχίου και δημιουργήσουν αυτοτελή για τον καθένα τμήματα, και αξιοποιήσουν αυτά ως άρτια και οικοδομήσιμα, έλαβε στη συννομήτου ποσοστό 54% εξ αδιαιρέτου, ο δικαιοπάροχος των λοιπών εφεσιβλήτων, Α. Ζ., έλαβε στη συννομήτου ποσοστό 23% εξ αδιαιρέτου, και ο μικρότερος αδελφός τους, Γ., έλαβε στη συννομήτου ποσοστό 23% εξ αδιαιρέτου του όλου κληροτεμαχίου. Το ίδιο έτος (1961) τα παραπάνω αδέλφια, ρύθμισαν, ταυτόχρονα, τη χρήση του κληροτεμαχίου και άρχισαν να εκτελούν πράξεις συννομήςκατά τα προαναφερθέντα ποσοστά εξ αδιαιρέτου. Συγκεκριμένα ο πρώτος εφεσίβλητος έκανε χρήση 9.500 τ.μ. από το όλο κληροτεμάχιο που αντιστοιχεί στο 54% περίπου, και ο καθένας από τους άλλους δύο αδελφούς, Α. και Γ. έκανε χρήση 4.000 τ.μ. που αντιστοιχεί 23% περίπου του όλου κληροτεμαχίου. Η ρύθμιση της ως άνω χρήσης έλαβε χώρα προκειμένου να καταστεί ευχερής η επιμελής καλλιέργεια του κληροτεμαχίου από τον καθένα. Έκτοτε οι τρεις γιοι του αρχικού κληρούχου, που ήταν μόνιμοι κάτοικοι ... Χαλκιδικής, και μετά το θάνατο του Α. Ζ. το έτος 1966, οι β'και γ'των εφεσιβλήτων (σύζυγος και γιος του), ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του κατά ποσοστό 5,75% και 17,25% εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, ασκούσαν τις προσιδιάζουσες σ’ αυτό πράξεις σύννομηςμε διάνοια συγκυρίων, κατά τα ως άνω ποσοστά εξ αδιαιρέτου και συγκεκριμένα καλλιεργούσαν στο επίδικο σιτηρά, δημητριακά, ψυχανθή και ελαιόδενδρα, εισπράττοντας ως δικαιούχοι, από το έτος 1987 την εξισωτική αποζημίωση για τον ελαιόκαρπο των ελαιοδένδρων που βρίσκονται στο επίδικο. Από την 23.5.1968 μέχρι και την 23.5.1988 οι εφεσίβλητοι και ο Γε. Ζ., εν γνώσει του κληρούχου Κ. Ζ. και με τη θέλησή του, ασκούσαν τις πράξεις συννομής, κατά τα προαναφερθέντα ποσοστά εξ αδιαιρέτου, προσωπικώς και δια της μητέρας του ο τρίτος εφεσίβλητος. Τα έσοδα της καλλιέργειας χρησιμοποιούσαν οι εφεσίβλητοι για τη συντήρηση της οικογένειάς τους, καθώς, την 23.5.1968, ο πρώτος εφεσίβλητος, ο οποίος είχε επαναπατριστεί, από το έτος 1958, από την Αυστραλία, και είχε δημιουργήσει, από το έτος 1960, αυτοτελή οικογένεια, η δεύτερη εφεσίβλητη εσόδευε για τον εαυτό της και για λογαριασμό του τρίτου εφεσιβλήτου, ως ανηλίκου, τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους, και ο Γε. Ζ. ήταν σε ηλικία γάμου, τον οποίο τέλεσε το έτος 1969, και από τα έσοδα από τις καλλιέργειες συντηρούσε την οικογένειά του. Ασκώντας λοιπόν πράξεις συννομήςοι εφεσίβλητοι και ο Γε. Ζ., κατά τα προαναφερθέντα ποσοστά εξ αδιαιρέτου ο καθένας, από 23.5.1968, ημερομηνία έναρξης ισχύος του ΑΝ 431/1968, για χρόνο περισσότερο από είκοσι (20) έτη κατέστησαν συγκύριοι εξ αδιαιρέτου, κατά ποσοστό 54% εξ αδιαιρέτου ο πρώτος εφεσίβλητος, 17,25% εξ αδιαιρέτου η δεύτερη εφεσίβλητη και 5,75% εξ αδιαιρέτου ο τρίτος εφεσίβλητος, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας (άρθρα 1045 ΑΚ κατ’ άρθρο 79 του ΑΝ 431/1968). Ο Κ. Ζ. του Γ. - αρχικώς κληρούχος, από την 23.5.1968 μέχρι την 23.5.1988 ήτοι επί μία εικοσαετία, αποξενώθηκε από το επίδικο με τη θέλησή του, όπως και από τα άλλα κληροτεμάχια που είχε παραχωρήσει κατά τον ίδιο τρόπο στα παιδιά του, γνωρίζοντας ότι τα τέκνα του, Γ. και Γε. καθώς και οι κληρονόμοι του τρίτου τέκνου του, Α. (β'και γ'εφεσίβλητοι), νέμονταν τούτο με διάνοια συγκυρίων κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά, μάλιστα δε με τη συναίνεσή του.
Εξάλλου, γι’ αυτό το λόγο, το έτος 1961, αν και δεν επιτρεπόταν από το νόμο, ο ίδιος είχε παραχωρήσει τότε στα τρία τέκνα του τον επίδικο αγρό για τη δημιουργία δικών τους οικογενειών. Πρέπει να σημειωθεί ότι το χρονικό διάστημα από το έτος 1961 μέχρι 23.5.1968 δεν υπολογίζεται για την απόκτηση της κυριότητας του επιδίκου από τους εφεσίβλητους και το Γε. Ζ., με έκτακτη χρησικτησία, διότι, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, μέχρι την 23.5.1968 το επίδικο ήταν ανεπίδεκτο χρησικτησίας. Οι εφεσίβλητοι και μετά την 23.5.1988 συνέχισαν να νέμονται και να κατέχουν το επίδικο κληροτεμάχιο κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου ο καθένας, καλλιεργώντας αυτό με διάφορα δημητριακά προϊόντα ή εκμισθώνοντας τούτο σε τρίτους, εισπράττοντας για δικό τους λογαριασμό τα μισθώματα. Το γεγονός ότι το έτος 1989 ο κληρούχος Κ. Ζ., φέρεται να υπογράφει ο ίδιος ως εκμισθωτής του επιδίκου κληροτεμαχίου στο από 1.9.1989 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, δεν σημαίνει ότι νεμόταν και κατείχε τούτο. Αυτό έγινε για καθαρά τυπικούς λόγους και συγκεκριμένα, επειδή οι εφεσίβλητοι δεν είχαν έγγραφο τίτλο κυριότητας, υπέγραψε το εν λόγω συμφωνητικό ο ως άνω κληρούχος, στο όνομα του οποίου είχε εκδοθεί και ο τίτλος κυριότητας και με τον τρόπο αυτό ο μισθωτής, προσκομίζοντας το συμφωνητικό μίσθωμα στην αρμόδια αρχή, εισέπραξε την εξισωτική αποζημίωση. Την επόμενη χρονιά (1990) που διευκρινίστηκε ότι ο εκμισθωτής δεν χρειάζεται να έχει και έγγραφο τίτλο κυριότητας για το μίσθιο, οι εφεσίβλητοι εκμίσθωσαν οι ίδιοι το επίδικο κληροτεμάχιο στον Α.Μ., ενώ η μίσθωση συνεχίσθηκε για το διάστημα από 10.8.1993 μέχρι με το από 10.8.1993 ιδιωτικό συμφωνητικό που υπογράφεται από τον πρώτο εφεσίβλητο και τη δεύτερη εφεσίβλητη, κατά άτυπη εντολή του τρίτου εφεσιβλήτου. Το έτος 1992 ο Γε. Ζ. αποφάσισε να πωλήσει το ποσοστό συγκυριότητας που απέκτησε, με έκτακτη χρησικτησία, στο επίδικο ακίνητο. Επειδή όμως, δεν είχε έγγραφο τίτλο, μεταγεγραμένο για την κυριότητά του, ο πατέρας του Κ. Ζ., παρέσχε σ’ αυτόν πληρεξουσιότητα, με την εντολή, μεταξύ των άλλων, την πώληση σε τρίτο του 23% εξ αδιαιρέτου του ως άνω κληροτεμαχίου, με το υπ’ αριθ. .../24.1.1992 ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου ... Α. Κ. Με βάση το ειδικό αυτό πληρεξούσιο ο Γε. Ζ., με το υπ’ αριθ. .../3.4.1992 οριστικό συμβόλαιο αγοραπωλησίας ποσοστού εξ αδιαιρέτου αγροτεμαχίου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Η. Μ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κασσάνδρας, ενεργώντας, σύμφωνα με το προαναφερθέν .../1992 ειδικό πληρεξούσιο, ως πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος και αντίκλητος του πατέρα του, Κ. Ζ. του Γ., μεταβίβασε την κυριότητα, νομή και κατοχή, ποσοστού 23% εξ αδιαιρέτου του υπ’ αριθ. 133 επιδίκου κληρομεταχίου, που αντιστοιχούσε στο παραχωρηθέν σ’ αυτόν ποσοστό και το οποίο νεμόταν εξ αδιαιρέτου μέχρι τότε (1992) με διάνοια συγκυρίου, στους αδελφούς ..., αντί αναγραφέντος τιμήματος 3.000.000 δρχ. Ο ίδιος, Γε. Ζ., λίγους μήνες αργότερα, με το υπ’ αριθ. .../3.7.1992 οριστικό συμβόλαιο αγοραπωλησίας ποσοστού εξ αδιαιρέτου αγροτεμαχίου του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κασσάνδρας, ενεργώντας, με το με αριθμό .../8.6.1992 ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου ... Α. Κ., και πάλι ως πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος και αντίκλητος του πατέρα του Κ. Ζ., προχώρησε, εν αγνοία των εφεσιβλήτων, στη μεταβίβαση της κυριότητας, νομής, κατοχής και του υπολοίπου ποσοστού 77% εξ αδιαιρέτου του ανωτέρω κληροτεμαχίου στους δύο πρώτους εκκαλούντες, Β. και Χ. Γ., και στο δικαιοπάροχο των γ', δ'και ε'των εκκαλούντων, Π. Γ., αντί αναγραφέντος τιμήματος 10.170.000 δρχ. Όμως από την 23.5.1968 κα ι εντεύθεν, δηλαδή μετά την ισχύ του ΑΝ 431/1968, που επιτράπηκε η διάθεση των κλήρων, οι εφεσίβλητοι, νέμονταν με διάνοια συγκυρίου εν γνώσει και με τη θέληση του κληρούχου Κ. Ζ., σύμφωνα με τα παραπάνω, τα ως άνω ποσοστά εξ αδιαιρέτου, για χρονικό διάστημα πλέον των είκοσι (20) ετών και, συνεπώς, κατέστησαν συγκύριοι αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ο μεν πρώτος εφεσίβλητος κατά ποσοστό 54% εξ αδιαιρέτου, η δε δεύτερη εφεσίβλητη κατά ποσοστό 5,75% εξ αδιαιρέτου και ο τρίτος εφεσίβλητος κατά ποσοστό 17,25% εξ αδιαιρέτου, και κατά το χρόνο σύνταξης του ως άνω με αριθμό .../8.6.1992 συμβολαίου μεταβίβασης κυριότητας, το ποσοστό αυτό είχε εκφύγει από την κυριότητα του Κ. Ζ., αρχικού, κληρούχου.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι από το μήνα Μάϊο του έτους 1992, ανέκυψαν διαφωνίες στην ευρύτερη οικογένεια του κληρούχου Κ. Ζ., ο οποίος, τότε διήγε το 87° έτος της ηλικίας του, και ειδικότερα, μεταξύ των εφεσιβλήτων και του Γ. Ζ., ως προς τη φροντίδα του Κ. Ζ., ο οποίος απεβίωσε στις 13.11.1994, και με την ευκαιρία αυτή ανακινήθηκαν περιουσιακά ζητήματα. Οι εφεσίβλητοι δεν είχαν λόγο να διαμαρτυρηθούν για την πώληση του επιδίκου κληροτεμαχίου από τον Γε. Ζ. στους ως άνω αγοραστές, του ποσοστού 23% εξ αδιαιρέτου της συγκυριότητάς του σ’ αυτό, έστω και με τον τρόπο που επέλεξε ο τελευταίος, εφόσον δεν είχε έγγραφο τίτλο κυριότητας, γι’ αυτό, εξάλλου δεν διαμαρτυρήθηκαν. Ούτε είναι τυχαίο το ποσοστό 23% εξ αδιαιρέτου που μεταβιβάσθηκε κατά κυριότητα στους αγοραστές. Το ποσοστό 23% εξ αδιαιρέτου είναι αυτό που είχε λάβει ο Γε. Ζ. κατά την ως άνω διανομή του επιδίκου μεταξύ των τριών αδελφών (...) και στη συνέχεια απέκτησε συγκυριότητα σ’ αυτό με τα στοιχεία της έκτακτης χρησικτησίας κατά το προαναφερόμενο ποσοστό εξ αδιαιρέτου. Στη συνέχεια όμως οι εφεσίβλητοι μόλις πληροφορήθηκαν τη μεταβίβαση του 77% εξ αδιαιρέτου διαμαρτυρήθηκαν, τόσο προς τον Γε. Ζ., όσο και προς τον κληρούχο πατέρα του πρώτου εφεσιβλήτου, πεθερό της δεύτερης εφεσίβλητης και παππού του τρίτου εφεσιβλήτου, Κ. Ζ. του Γ. Ο τελευταίος κατά τον χρόνο που τον φρόντιζε ο πρώτος εφεσίβλητος γιός του, προέβη σε σύνταξη της με αριθμό .../9.11.1992 δημόσιας διαθήκης ενώπιον της συμβολαιογράφου Νέων Μουδανιών, με την οποία αναγνώρισε ότι από το έτος 1961 είχε προβεί σε άτυπη παραχώρηση του 77% εξ αδιαιρέτου, με τον προαναφερθέντα τρόπο, στον πρώτο εφεσίβλητο και στον δικαιοπάροχο των λοιπών εφεσιβλήτων, Α. Ζ. Επίσης, αναγνώρισε με αυτήν, την άσκηση πράξεων σύννομηςαπό τους εφεσίβλητους και επικαλέσθηκε ότι ο Γε. Ζ., απέσπασε το ως άνω με αριθμό .../8.6.1992 ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου ... Α. Κ., με το οποίο μεταβίβασε στους πρώτο και δεύτερο των εκκαλούντων και στον δικαιοπάροχο της τρίτης, του τετάρτου και του πέμπτου των εκκαλούντων με δόλιο τρόπο. Στη συνέχεια τον επόμενο μήνα, Δεκέμβριο, του ιδίου έτους (1992), χορήγησε την από 28.12.1992 υπεύθυνη δήλωσή του, με την οποία ανέφερε ότι τα χρήματα από την πώληση του με αριθμό ... κληροτεμαχίου έδωσε στον Γε. Ζ., γιατί τον αδίκησε κατά τη διάθεση της περιουσίας του στα τέκνα του. Ακολούθησε η από 9.2.1993 επιστολή του Κ. Ζ., την περίοδο που τον φρόντιζε ο γιος του Γε., με την οποία αναγνώρισε, εμμέσως, ως έγκυρο το ως άνω ειδικό πληρεξούσιό του, με βάση το οποίο συντάχθηκε το προαναφερθέν με αριθμό .../3.7.1992 οριστικό συμβόλαιο, επικαλούμενος ότι τα χρήματα από την πώληση του με αριθμό ... κληροτεμαχίου δώρισε στον γιο του, Γε. Ζ., ως αντιστάθμιση για μείωση αξίας ακινήτου του τελευταίου από την ανέγερση διώροφης οικοδομής του τρίτου εφεσιβλήτου μπροστά από την οικοδομή του Γε. Ζ. Ανεξάρτητα από τους λόγους και την αιτία χορήγησης του ως άνω με αριθμό .../8.6.1992 πληρεξουσίου και τις αιτίες των διενέξεων της ευρύτερης οικογένειας Κ. Ζ. του Γ., ο τελευταίος στις 9.11.1992 που συνέταξε τη διαθήκη του και στη συνέχεια ακολούθησαν οι προαναφερόμενες επιστολές του, αλλά και η υπ’ αριθ. .../31.5.1994 ένορκη βεβαίωσή του, που δόθηκε στα πλαίσια άλλης αγωγής, στην οποία αυτός ήταν ένας από τους εναγόμενους, δεν ήταν κύριος του ως άνω μεταβιβασθέντος ποσοστού 77% εξ αδιαιρέτου, κατά το οποίο συγκύριοι είχαν γίνει οι εφεσίβλητοι κατά τα προαναφερθέντα. Τέλος αποδείχθηκε ότι οι εφεσίβλητοι άσκησαν αναγνωριστική αγωγή κυριότητας στο προαναφερθέν ποσοστό συγκυριότητας του κληροτεμαχίου, επικαλούμενοι, όμως, διαφορετικά περιστατικά, η οποία απορρίφθηκε τελεσίδικα, ενώ η αναφορά στην ως άνω αγωγή ότι καλλιεργούσαν διαιρετά τμήματα του κληροτεμαχίου και στη συνέχεια ζητούσαν την αναγνώριση συγκυριότητας δε συνιστά εξώδικη ομολογία των εναγόντων ότι είχαν προβεί σε απαγορευόμενη από το νόμο κατάτμηση, αλλά ότι είχαν ρυθμίσει τη χρήση του όλου κληροτεμαχίου με τη διαίρεση του τμήματα για να καταστεί ευχερής η επιμελής καλλιέργεια του κληροτεμαχίου από τον καθένα.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και αναγνώρισε τους ενάγοντες και νυν εφεσίβλητους συγκύριους, κατά τα παραπάνω ποσοστά εξ αδιαιρέτου, του επιδίκου κληροτεμαχίου, δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε και στην εκτίμηση των αποδείξεων και όλοι οι λόγοι εφέσεως που υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, καθώς και η έφεση στο σύνολό της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Τέλος τα έξοδα των εφεσιβλήτων, που αφορούν τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. [...]

ΜΕφΑθ 2137/2016 Αγωγή διατάραξης συννομής - Καταχώριση αγωγής στα κτηματολογικά βιβλία - Προϋποθέσεις υποχρέωσης προσκόμισης πιστοποιητικού υποβολής δήλωσης στο κτηματολόγιο... Περίληψη Αγωγή διατάραξης συννομής. Υποχρεωτική καταχώριση στα κτηματολογικά φύλλα. Η μη καταχώριση της αγωγής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, το οποίο αφορά, ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και έχει ως δικονομική κύρωση την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της ΚΠολΔ 220. Εξάλλου

Next: ΑΠ 504/2015 Συγκυριότητα και συννομή σε ακίνητο - Κτήση πλήρους κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία - Προϋποθέσεις - Συγκυριότητα και συννομή σε ακίνητο. Άσκηση πλήρους κατοχής από συγκύριο στο όνομα όλων. Κτήση πλήρους κυριότητας από συγκύριο με έκτακτη χρησικτησία. Προϋποθέσεις. Άσκηση νομής. Έτσι η αντιποίηση πλήρως ή κατά μέρος μεγαλύτερο της μερίδας του. Προϋπόθεση η προϋπάρχουσα κοινωνία. Χρόνος χρησικτησίας. Έναρξη με τη γνωστοποίηση της αντιποίησης στους λοιπούς συγκοινωνούς. Ειδική διαδοχή στην νομή του πράγματος. Συνυπολογισμός του
Previous: ΤρΕφΘεσ 236/2012 Έκτακτη χρησικτησία και κοινωνία δικαιώματος επί συννομής Περίληψη Οι ασκούντες πράξεις νομής τρίτοι κατέλαβαν το επίδικο κληροτεμάχιο μετά από άτυπη γονική παροχή εκ μέρους του πατέρα τους και κληρούχου. Αμέσως μετά άρχισαν να καλλιεργούν και αξιοποιούν οικονομικά ο καθένας αυτοτελές και διακριτό τμήμα του κληροτεμαχίου με άτυπη συμφωνία τους, χωρίς να το διανείμουν με (έστω άκυρη) συμβολαιογραφική πράξη. Όταν ανέκυψε η διαφωνία ανάμεσά τους, ισχυρίστηκαν ωστόσο κάποιοι από αυτούς -πράγμα που δέχθηκε η απόφαση- ότι οι ενέργειες της αδιάλειπτα και έμπρακτα χωριστής επενέργειάς τους σε μέρη του ακινήτου δεν συνιστούσαν εν τούτοις άτυπη διαίρεση, αλλά ήταν απόρροια μίας ενοχικής συμφωνίας χρήσης ανάμεσά τους, που αφορούσε στην επωφελέστερη αξιοποίηση του αγρού. Το πρωτόδικο δικαστήριο που αναγνώρισε τους ως άνω συγκυρίους του επίδικου κληροτεμαχίου δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Απορρίπτεται η έφεση
$
0
0


ΜΕφΑθ 2137/2016 Αγωγή διατάραξης συννομής - Καταχώριση αγωγής στα κτηματολογικά βιβλία - Προϋποθέσεις υποχρέωσης προσκόμισης πιστοποιητικού υποβολής δήλωσης στο κτηματολόγιο...

Περίληψη

Αγωγή διατάραξης συννομής. Υποχρεωτική καταχώριση στα κτηματολογικά φύλλα. Η μη καταχώριση της αγωγής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, το οποίο αφορά, ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και έχει ως δικονομική κύρωση την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της ΚΠολΔ 220. Εξάλλου η προσκόμιση του πιστοποιητικού υποβολής της σχετικής δήλωσης στο κτηματολόγιο είναι απαραίτητη για τη συζήτηση αγωγής νομής, ώστε η μη προσκόμισή του συνεπάγεται το απαράδεκτο της συζήτησης της σχετικής αγωγής. Προϋποθέσεις έκδοσης του σχετικού πιστοποιητικού. Στην επίδικη υπόθεση, πρόκειται μεν για αγωγή που εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων ως αγωγή νομής, η περιοχή όμως στην οποία ευρίσκεται το επίδικο ακίνητο τελεί υπό κτηματογράφηση και βρίσκεται σε φάση κατά την οποία έχει ολοκληρωθεί η συλλογή εμπρόθεσμων δηλώσεων του Ν 2308/1995, ενώ συνεχίζεται η συλλογή εκπρόθεσμων δηλώσεων του ίδιου νόμου και δεν είχαν αποτυπωθεί προσωρινά κτηματολογικά στοιχεία, όπου για πρώτη φορά συνδέεται ακίνητο με ΚΑΕΚ. Έσφαλε συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι απαιτείται για το παραδεκτό της αγωγής η καταχώρισή της στο κτηματολόγιο. Προσβολή της νομής με αποβολή ή διατάραξη του νομέα. Ενιαύσια παραγραφή των σχετικών αξιώσεων. Διακοπή παραγραφής. Αποκλεισμός παραγραφής της αξίωσης εν επιδικία μέχρι την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης ή την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης. Επαναφορά της παραγραφής εν επιδικία στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης.

Επιμέλεια Περίληψης:

Απόφαση

Αριθμός 2137/2016
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Τσαμπάζη, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 19η Νοεμβρίου 2015, παρουσία και της Γραμματέως Ανδρομάχης Πάλλα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : 1) ... του ..., κατοίκου Γλυφάδας Αττικής (οδός ...) και 2) ... του ..., κατοίκου Αλίμου Αττικής (οδός ...), που παραστάθηκαν στο Δικαστήριο διά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, Αντωνίου Γεωργακόπουλου (ΑΜΔΣΑ: 4637), ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, έχοντας προκαταθέσει προτάσεις.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : ... του ..., κατοίκου Βύρωνα Αττικής (οδός ...), που παραστάθηκε στο. Δικαστήριο διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Εμμανουήλ Τσαλικίδη (ΑΜΔΣΑ: 19.181), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατατέθηκε η από 25-8-2010 αγωγή των εκκαλούντων, με αριθμό κατάθεσης .../26-8-2010 κατά της εφεσίβλητης. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η 5798/2013 οριστική απόφαση του παραπάνω δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσβάλλουν ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού οι ενάγοντες με την, από 4-1-2015, έφεσή τους, που κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης .../3-2-2015 και προσδιορίσθηκε από τη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, με την αρ. πρωτ. προδ. .../4-2-2015.
Κατ’ αυτήν η υπόθεση εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, χωρίς να ακουστούν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ έχοντας προκαταθέσει προτάσεις.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση των εναγόντων που ηττήθηκαν κατά της 5798/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε, με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, εμπρόθεσμα, αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε το αντίθετο προκύπτει από το φάκελο της δικογραφίας και από την δημοσίευσή της δεν παρήλθε τριετία (άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ). Επίσης για το παραδεκτό της έφεσης κατατέθηκε από τους εκκαλούντες το παράβολο που προβλέπεται από την διάταξη του άρθρου 495παρ.4 ΚΠολΔ, όπως ισχύει, (που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του Ν.4055/2012 και κατά το εδάφιό της β'με το άρθρο 93 παρ.1 του Ν. 4139/2013, βλ. την από 3.2.2015 πράξη κατάθεσης παραβολών της αρμόδιας γραμματέως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για το ότι κατατέθηκαν τα ... παράβολα ΤΑΧΔΙΚ, ποσού 60 ευρώ το καθένα και τα ... παράβολα του δημοσίου, ποσού 20 ευρώ το καθένα). Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την αυτή, ως άνω, τακτική διαδικασία, από το Δικαστήριο αυτό, που είναι καθ’ ύλην αρμόδιο για να την δικάσει σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 ΚΠολΔ, όπως αντί καταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α’ - 165/25-7-2011) και ισχύει από την 25η-7- 2011.
Οι ενάγοντες, με την από 25-8-2010 και με αριθ. καταθ. .../2010 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ισχυρίστηκαν, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής τόυς, ότι είναι συννομείςσε ποσοστό 1/4 εξ αδαιρέτου ο καθένας, ενός αγρού που βρίσκεται θέση «...» στην Κερατέα Αττικής, όπως ειδικότερα περιγράφεται αυτός κατά θέση, έκταση και όρια στο δικόγραφο της αγωγής και ότι η εναγόμένη το Δεκέμβριο του έτους 2009, παράνομα και χωρίς τη θέλησή τους τους απέβαλε από τη συννομήτους στο ανατολικό τμήμα του αγρού τους, που προσδιορίζουν επίσης ειδικά κατά θέση, όρια και έκταση στην αγωγή του, τοποθετώντας στη δυτική πλευρά του τμήματος αυτού περίφραξη, αφού κατέστρεψε τη δική τους που βρισκόταν ανατολικότερα της νέας περίφραξης, ενσωματώνοντας το επίδικο τμήμα στο όμορο ακίνητο ιδιοκτησίας της. Επίσης κατά τον ίδιο χρόνο διατάραξε τη συννομήτους σε άλλο τμήμα του αγρού τους στη νότια πλευρά του ξεκινώντας από τα δυτικά του όρια και μέχρι το σημείο που τοποθέτησε την παραπάνω περίφραξη ανατολικά, όπως επίσης το προσδιορίζουν ειδικά κατά θέση, όρια και έκταση στην αγωγή τους, επί του οποίου αφού κατέστρεψε την περίφραξη που είχαν αυτοί τοποθετήσει εκεί, στη συνεχεία το έσκαψε και το χρησιμοποιεί ως δίοδο για να εισέρχεται στο ακίνητό της,, μολονότι υπάρχει αγροτική οδός που την εξυπηρετεί. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζήτησε να αναγνωριστούν συνομείς κατά το ανωτέρω ποσοστό ο καθένας των επίδικων τμημάτων του αγρού τους, να υποχρεωθεί η εναγόμένη, όπως εκτιμάται, βάσει του ιστορικού της αγωγής τους, το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, να τους αποδώσει τη συννομήτόυς επί του πρώτου από τα επίδικα τμήματα του αγρού και να παύσει η εναγόμένη κάθε πράξη διατάραξης της νομής τους στο δεύτερο τμήμα του αγρού τους , καθώς και να παραλείψει τέτοιες ενέργειες στο μέλλον, επί απειλή χρηματικής ποινής 5.000 ευρώ και προσωπικής κράτησης ως ένα έτος για κάθε παραβίαση του διατακτικού της απόφασης που θα εκδοθεί και για κάθε μελλοντική διατάραξη και να καταδικαστεί η αντίδικός τους στη δικαστική τους δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η 5798/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αφού χαρακτηρίσθηκε η αγωγή ως αγωγή περί διαταράξεως (της νομής), στην συνέχεια απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω της μη καταχώρισής της στα κτηματολογικά φύλλα, κατά τη διάταξη του άρθρου 12 παρ.1 και 5 του Ν.2664/1998. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες - ενάγοντες με την υπό κρίση έφεσή τους, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, προκειμένου να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή κατ'ουσίαν η αγωγή τους.
Κατά τη διάταξη του άρθρο 12 παρ. 1 και 5 του Ν.2664/1998 ορίζονται τα εξής : στα κτηματολογικά φύλλα καταχωρίζονται ... 1 β) οι κατά το άρθρο 220 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αγωγές και ανακοπές... Κατά την παράγραφο 5 του ως άνω άρθρου: «η παράλειψη της εγγραφής στα κτηματολογικά φύλλα στις περιπτώσεις ... 1 β ... της παραγράφου 1... επάγεται τις έννομες συνέπειες, που προβλέπουν οι αντίστοιχες διατάξεις του ουσιαστικού ή του δικονομικού δικαίου». Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 220παρ. 1 ΚΠολΔ: «αγωγές, στις οποίες περιλαμβάνονται και αναγνωριστικές ή ανακοπές εμπράγματες, μικτές ή νομής, εκτός από τα ασφαλιστικά μέτρα νομής, οι οποίες αφορούν ακίνητα, εγγράφονται ύστερα από αίτηση του ενάγοντος ή ανακόπτοντος στα βιβλία διεκδικήσεων του γραφείου της περιφερείας, όπου βρίσκεται το ακίνητο, μέσα σε τριάντα ημέρες από την κατάθεση τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπάγγελτος ως απαράδεκτες». Η προθεσμία, μέσα στην οποία πρέπει να γίνει η καταχώρηση της αγωγής του άρθρου 6παρ.2 στο κτηματολογικά φύλλο είναι η προθεσμία των τριάντα (30) ημερών, που ορίζεται και στη διάταξη του άρθρου 220 παρ. 1 ΚΠολΔ. Η μη καταχώρηση κατά τα ανωτέρω, της αγωγής στο κτηματολογικά φύλλο του ακινήτου, το οποίο αφορά, ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και έχει ως δικονομική κύρωση την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης, κατ'ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 220 παρ. ΚΠολΔ. Εξάλλου κατά τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 5 του ν.2308/1995 «Κτηματογράφηση για τη δημιουργία Εθνικού Κτηματολογίου.
Διαδικασία έως τις πρώτες εγγραφές στα κτηματολογικά βιβλία και άλλες διατάξεις», ένα μήνα μετά την τελευταία από τις προβλεπόμενες στο προηγούμενο άρθρο δημοσιεύσεις ανακοίνωσης για την ανάρτηση των προσωρινών κτηματολογικών διαγραμμάτων και των προσωρινών πινάκων με μνεία του δικαιώματος υποβολής ένστασης κατά της εγγραφής στα προσωρινά αυτά κτηματολογικά στοιχεία, έως τις κατά το άρθρο 12 του ίδιου νόμου πρώτες εγγραφές στα κτηματολογικά βιβλία, απαγορεύεται, με ποινή ακυρότητας, η σύνταξη συμβολαίων για τη σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπράγματών δικαιωμάτων σε ακίνητα της περιοχής, την οποία αφορούν τα αναρτώμενα στοιχεία, αν δε μνημονεύεται στο συμβόλαιο και δεν επισυνάπτεται σ'αυτό σχετικό κτηματογραφικό απόσπασμα, εκδιδόμενο από το αρμόδιο Γραφείο Κτηματολογίου, (ήδη, μετά την τροποποίηση που επήλθε στο εν λόγω άρθρο, με την παράγραφο 15 του άρθρου 1 του Ν. 3127/2003, αν δεν μνημονεύεται στο συμβόλαιο και δεν επισυνάπτεται σε αυτό πιστοποιητικό υποβολής δήλωσης, που εκδίδεται από το αρμόδιο Γραφείο Κτηματολογίου). Σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, κατά τη διάρκεια της ισχύος της κατά την προηγούμενη παράγραφο απαγόρευσης δεν επιτρέπεται, χωρίς προσκόμιση του προβλεπόμενου στην παράγραφο 1 κτηματογραφικού αποσπάσματος (ήδη, μετά το ν. 3127/2003, του πιστοποιητικού υποβολής δήλωσης που προβλέπεται στην παρ.1), η συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου υπόθεσης που έχει ως αντικείμενο εμπράγματο ή άλλο εγγραπτέο στα κτηματολογικά βιβλία δικαίωμα σε ακίνητα της περιοχής, την οποία αφορούν τα αναρτώμενα στοιχεία. Εγγραπτέες, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 1 ιβ του Ν. 2664/1998, είναι, εκτός των άλλων, και οι κατά το άρθρο 220 του ΚΠολΔ αγωγές και ανακοπές, στα βιβλία που τηρούνται στα υποθηκοφυλακεία και συνεπώς η προσκόμιση του αναφερομένου στην παράγραφο 2 του άρθρου 5 του ν. 2308/1995 κτηματογραφικού αποσπάσματος (ήδη πιστοποιητικού υποβολής της σχετικής δήλωσης) είναι απαραίτητη για τη συζήτηση αγωγής νομής. Η μη προσκόμιση του εν λόγω κτηματογραφικού αποσπάσματος (ήδη του πιστοποιητικού υποβολής της σχετικής δήλωσης) συνεπάγεται απαράδεκτο της συζήτησης της αγωγής με τέτοιο αντικείμενο. Προϋποτίθεται όμως ότι το επίδικο ακίνητο, στο οποίο και αναφέρεται η αγωγή, βρίσκεται στην κτηματογραφούμενη περιοχή, όπως αυτή οριοθετείται με την υπουργική απόφαση που την κήρυξε υπό κτηματογράφηση, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2308/1995 και ότι η αγωγή συζητείται κατά το οριζόμενο από το νόμο διάστημα, από την συμπλήρωση ενός μηνός από την τελευταία δημοσίευση της σχετικής με την ανάρτηση των προσωρινών κτηματογραφικών στοιχείων ανακοίνωσης, έως τον χρόνο των πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία, που γίνεται μετά την έκδοση από τον ΟΚΧΕ διαπιστωτικής πράξης περάτωσης της όλης διαδικασίας κτηματογράφησης (ΑΠ 452/2011, ΧρΙΔ 2012,189). Στην προκειμένη περίπτωση, κατ'αρχήν πρόκειται για αγωγή που εγγράφεται κατ’ άρθρο 220 ΚΠολΔ στα βιβλία διεκδικήσεων, ως αγωγή νομής. Όμως όπως προκύπτει από το Α.Π. .../14-11-2014 της ..., δικηγόρου που υπέγραψε για τη Ν.Δ. Υπ/νση Κτηματογράφησης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Εθνικό Κτηματολόγιο και Χαρτογράφηση Α.Ε.», σχετικά με το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η διαδικασία για την ένταξη στο Κτηματολόγιο του ΟΤΑ Κερατέας Αττικής, η περιοχή τελεί υπό κτηματογράφηση και βρίσκεται σε φάση κατά την οποία έχει ολοκληρωθεί η συλλογή εμπρόθεσμων δηλώσεων του Ν. 2308/1995, ενώ συνεχίζεται η συλλογή εκπρόθεσμων δηλώσεων του ίδιου νόμου και δεν είχαν μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία αποτυπωθεί προσωρινά κτηματολογικά στοιχεία, όπου για πρώτη φορά συνδέεται ακίνητο με ΚΑΕΚ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε ότι απαιτείται για το παραδεκτό της αγωγής η καταχώρισή της στο Κτηματολόγιο, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερθέντων στη νομική σκέψη διατάξεων του νόμου για το Κτηματολόγιο, γενομένου δεκτού ως βάσιμου του μοναδικού λόγου της έφεσης των εκκαλούντων. Ως εκ τούτου πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και το παρόν Δικαστήριο, αφού κρατήσει την υπόθεση, να δικάσει την αγωγή που είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 974, 981, 984, 987, 989 ΑΚ, 68, 70, 943 και 947 ΚΠολΔ και για το παραδεκτό της συζητήσεώς της προσκομίζονται από τους ενάγοντες τα απαιτούμενα, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη, από 12-8-2008 και 1-10-2008 αποδεικτικά υποβολής δήλωσης του Ν. 2308/1995, κατά την ουσιαστική της βασιμότητα.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 247 ΑΚ το δικαίωμα να απαιτήσει κάποιος από άλλον πράξη ή παράλειψη παραγράφεται. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 984 ΑΚ η νομή προσβάλλεται με αποβολή ή διατάραξη του νομέα (ΑΠ 1456/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 388/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1417/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και κατά αυτή του άρθρου 992 ΑΚ οι αξιώσεις από την αποβολή ή διατάραξη παραγράφονται ένα έτος από αυτή (ΑΠ 1275/2007 ΕλλΔνη 2008. 1677, ΕφΑΘ 1583/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αφετηρία για τον υπολογισμό της παρέλευσης του έτους είναι ο χρόνος της αποβολής (ΑΠ 861/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και όταν συμπληρωθεί, δικαιούται ο κάτοχος, να αρνηθεί την παροχή της νομής του κινητού. Η παραγραφή διακόπτεται με την έγερση της αγωγής (άρθρο 261παρ.1εδ.α'ΑΚ), δηλαδή με την επίδοση αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής αγωγής (ΑΠ 953/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η παραγραφή που διακόπηκε κατά τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης. Κατά δε τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 261 ΑΚ, που τέθηκε με το άρθρο 101παρ.1 του Ν.4139/13 (ΦΕΚ A 74/20.3.13), που εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν εκδόθηκε τελεσίδικη απόφαση, στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των^διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου, εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης. Διαδικαστική πράξη θεωρείται εκείνη που είναι «πρόσφορη» και περιέχει τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας (ή και διαδικαστικής βέβαια) και είναι αναγκαία, κατά τις ισχύουσες δικονομικές διατάξεις, για την «έναρξη», συνέχιση» ή «αποπεράτωση» της δίκης (ΟλΑΠ 1/11, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 608/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 611/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι ορίστηκε πλέον νομοθετικά και για τις εκκρεμείς υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση, η άσκηση της αγωγής ως ειδικό ανασταλτικό γεγονός του χρόνου νέας παραγραφής της αξίωσης, ο οποίος διαφορετικά θα άρχιζε αμέσως μετά την διακοπή που επέρχεται με την επίδοση της αγωγής, η οποία ήταν ισόχρονη, έστω και βραχυπρόθεσμη και το ανασταλτικό αυτό αποτέλεσμα εξακολουθεί από το ανώτερο σημείο διακοπής και για όσο διαρκεί η δίκη της αγωγής, αποκλείοντας την παραγραφή της αξίωσης εν επιδικία μέχρι την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης ή την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης και επαναφέροντας όμως την παραγραφή εν επιδικία, μόνο, στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η οποία, όμως μπορεί εκ νέου να διακοπεί με διαδικαστικές πράξεις διαδίκου (ΑΠ 608/2015, ο.π.) Περαιτέρω κατά το άρθρο 277 ΑΚ το δικαστήριο δεν λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη την παραγραφή που δεν έχει προταθεί ούτε και την αντένσταση περί αναστολής ή διακοπής αυτής (ΑΠ 1667/2014, ΑΠ 98/2015) προταθείσης όμως της ενστάσεως της παραγραφής, το Δικαστήριο εξετάζει εάν όντως επήλθε η συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής με έρευνα των προϋποθέσεων που στοιχειοθετούν αυτή (ΑΠ 950/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1667/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1279/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση η εναγομένη, απαντώντας στην αγωγή, προέβαλε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναλαμβάνει στο παρόν Δικαστήριο, με τις νομοτύπως κατατεθείσες ενώπιον του, από 18-11-2015 προτάσεις της ότι οι αξιώσεις των εναγόντων έχουν υποπέσει στην ενιαύσια παραγραφή εν επιδικία, καθώς από την άσκηση της αγωγής μέχρι και την συζήτησή της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που αποτελεί την επόμενη διαδικαστική πράξη των διαδίκων, παρήλθε χρόνος μείζον του έτους. Ειδικότερα από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτει ότι η ένδικη αγωγή επιδόθηκε στην εναγομένη στις 27-8-2010 με κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 8-10-2013 (βλ. την ... 27-8- 2010), κατά την οποία πράγματι συζητήθηκε η υπόθεση. Συνεπώς, ο χρόνος της ενιαύσιας παραγραφής των αξιώσεων των εναγόντων, που είχε αρχίσει την 1η Ιανουάριου του έτους 2010 διακόπηκε, με την επίδοση της ένδικης αγωγής. Μετά την επίδοσή της στην εναγομένη, που ήταν η τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, και το πέρας 6 μηνών από αυτή, άρχισε να τρέχει εκ νέου από τις 28-2-2011 νέα παραγραφή, η οποία και συμπληρώθηκε την 28-3-2011, εφόσον έκτοτε, δηλαδή μετά την παρέλευση εξαμήνου από την επίδοση της αγωγής, δεν έλαβε χώρα κάποια διαδικαστική πράξη των εναγόντων, διακοπτική της παραγραφής, με συνέπεια την παραγραφή των επιδίκων αξιώσεών τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 992 ΑΚ. Εξάλλου, δεν υπάρχει ισχυρισμός των εναγόντων ότι ζήτησαν, όπως είχαν δικαίωμα, να ορισθεί δικάσιμος για τη συζήτηση της αγωγής τους σε χρόνο μικρότερο του έτους από την κατάθεσή της ή το πέρας του εξαμήνου από την επίδοση της αγωγής, επισημαίνοντας τον κίνδυνο παραγραφής και σε ιταφατική περίπτωση ότι το αίτημά τους αυτό απορρίφθηκε (ad hoc ΑΠ 608/2015 με το ισχύον δίκαιο). Ως εκ τούτου κατ'εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 992 και 261ΑΚ, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101παρ.1 του Ν. 4139/2013, που άρχισε να ισχύει από 20-3-2013 και καταλαμβάνει την ένδικη περίπτωση, αφού δεν έχει εκδοθεί ακόμη τελεσίδικη απόφαση επί της εν λόγω διαφοράς (άρθρο 261παρ.3 ΑΚ), πρέπει να γίνει δεκτή η κατ’ αρχήν νόμιμη ένσταση παραγραφής εν επιδικία των αξιώσεων των εναγόντων, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκα στη νομική σκέψη της παρούσας και να απορριφθεί η αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Οι εκκαλούντες - ενάγοντες που ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης - εναγομένης, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας που υποβλήθηκε με τις, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατατεθείσες προτάσεις της (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει, κατ’ άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ, εφόσον η έφεση έγινε δεκτή να διαταχθεί η επιστροφή των παραβολών του ενδίκου μέσου στην εκκαλούσα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 4-1-2015 και με αριθμό κατάθεσης .../3-2-2015 έφεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση από τυπική και ουσιαστική άποψη.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την 5798/2013 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ στην ουσία της.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 25-8-2010 αγωγή με αριθμό κατάθεσης .../26-8-2010.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε επτακόσια (700) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή των παραβολών που αναφέρονται στο σκεπτικό στους εκκαλούντες.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4-8-2016, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 504/2015 Συγκυριότητα και συννομή σε ακίνητο - Κτήση πλήρους κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία - Προϋποθέσεις - Συγκυριότητα και συννομή σε ακίνητο. Άσκηση πλήρους κατοχής από συγκύριο στο όνομα όλων. Κτήση πλήρους κυριότητας από συγκύριο με έκτακτη χρησικτησία. Προϋποθέσεις. Άσκηση νομής. Έτσι η αντιποίηση πλήρως ή κατά μέρος μεγαλύτερο της μερίδας του. Προϋπόθεση η προϋπάρχουσα κοινωνία. Χρόνος χρησικτησίας. Έναρξη με τη γνωστοποίηση της αντιποίησης στους λοιπούς συγκοινωνούς. Ειδική διαδοχή στην νομή του πράγματος. Συνυπολογισμός του

Next: ΑΠ 164/2014 Διεκδικητική αγωγή επί συγκυριότητας προς απόδοση συννομής κατά ιδανική μερίδα - Κυριότητα. Διεκδικητική αγωγή. Επί συγκυριότητας, προς επιδίωξη απόδοσης συννομής κατά την ιδανική μερίδα συγκυρίου. Στοιχεία ορισμένου. Περιγραφή ακινήτου. Δεν απαιτείται αναφορά πλευρικών διαστάσεων, προσανατολισμού καθ’ όρια και ονομάτων ιδιοκτητών όμορων. Απαιτείται προσδιορισμός της θέσης διεκδικούμενου ακινήτου ως τμήμα μεγαλύτερου. Αρκεί η ενσωμάτωση τοπογραφικού διαγράμματος. Κτήση κυριότητας με τακτική χρησικτησία. Έννοια και προϋποθέσεις. Καλή πίστη νομέα ως προς την ύπαρξη τίτλου. Συγγνωστή πλάνη αγοραστή ότι κατέχει τίτλο μεγαλύτερης έκτασης. Βάρος επίκλησης και απόδειξης.Χρόνος χρησικτησίας. Συνυπολογισμός του χρόνου άσκησης νομής του διαδόχου στο χρόνο του δικαιοπαρόχου του. Αναιρετικοί λόγοι. Έλλειψη νόμιμης βάσης. Ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς ουσιώδες ζήτημα νομής. Αναιρεί. Παραπέμπει προς περαιτέρω εκδίκαση
Previous: ΜΕφΑθ 2137/2016 Αγωγή διατάραξης συννομής - Καταχώριση αγωγής στα κτηματολογικά βιβλία - Προϋποθέσεις υποχρέωσης προσκόμισης πιστοποιητικού υποβολής δήλωσης στο κτηματολόγιο... Περίληψη Αγωγή διατάραξης συννομής. Υποχρεωτική καταχώριση στα κτηματολογικά φύλλα. Η μη καταχώριση της αγωγής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, το οποίο αφορά, ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και έχει ως δικονομική κύρωση την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της ΚΠολΔ 220. Εξάλλου
$
0
0


ΑΠ 504/2015 Συγκυριότητα και συννομήσε ακίνητο - Κτήση πλήρους κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία - Προϋποθέσεις

Περίληψη

Συγκυριότητα και συννομήσε ..

ακίνητο. Άσκηση πλήρους κατοχής από συγκύριο στο όνομα όλων. Κτήση πλήρους κυριότητας από συγκύριο με έκτακτη χρησικτησία. Προϋποθέσεις. Άσκηση νομής. Έτσι η αντιποίηση πλήρως ή κατά μέρος μεγαλύτερο της μερίδας του. Προϋπόθεση η προϋπάρχουσα κοινωνία. Χρόνος χρησικτησίας. Έναρξη με τη γνωστοποίηση της αντιποίησης στους λοιπούς συγκοινωνούς. Ειδική διαδοχή στην νομή του πράγματος. Συνυπολογισμός του χρόνου άσκησης νομής του δικαιοπαρόχου στο χρόνο του διαδόχου του. Έφεση. Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα. Λόγοι έφεσης. Έννοια. Συστατική ή διαδικαστική πλημμέλεια με βάση νομικό ή πραγματικό σφάλμα. Έτσι και οι ενστάσεις του εναγομένου, ακόμα κι αν προτείνονται για πρώτη φορά. Αναιρετικοί λόγοι. Παραδεκτό. Αναίρεση κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείου. Περιοριστική διατύπωση αναιρετικών λόγων. Όρος η νόμιμη προβολή του ισχυρισμού που στηρίζει τον αναιρετικό λόγο στο δικαστήριο της ουσίας. Έτσι και για την αοριστία της αγωγής. Κακή σύνθεση δικαστηρίου. Αρχή του νόμιμου δικαστή. Κρίση με βάση την απόφαση ή τα πρακτικά. Μη κρίσιμη η έλλειψη αναγραφής του αρχαιότερου Πρωτοδίκη. Απορρίπτει.

Απόφαση

Αριθμός 504/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Μαρία Βαρελά, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Α. Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Δ. Σ. του Μ. και 2)Κ. Σ. του Δ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μοροζίνη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ι. συζ. Σ. Κ. - Χ., κατοίκου ..., 2)Θ. Κ. του Δ., κατοίκου ... 3)Ι. Σ. του Γ., κατοίκου ..., 4)Δ. Σ. του Γ., κατοίκου ..., 5)Ι. Σ. του Θ., κατοίκου ... 6)Ι. συζ. Δ. Ρ., το γένος Κ. Σ., κατοίκου ..., 7)Π. Ρ. του Δ., κατοίκου ..., 8α)Ν. Σ. του Δ., 8β) Ε. - Ε. Σ. του Δ., κατοίκου ..., 8γ)Ε. Σ. του Δ., κατοίκου ..., ως κληρονόμων του Δ. Σ. 9)Ε. χήρας Γ. Π., το γένος Ε. Κ., κατοίκου ..., 10)Α. Π. του Γ., κατοίκου ..., και 11)Ν. Π. του Γ., κατοίκου .... Όλοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Σαραντόπουλο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29/4/2010 αγωγή των ήδη 1ης, 2ης, 3ης, 4ου, 5ης, 6ης, 7ου, 11ης, 12ου και 13ου των ήδη αναιρεσιβλήτων και του αρχικού διαδίκου Δ. Σ., που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Γυθείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 64/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 41/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γυθείου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 28/2/2014 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Βαρελά ανέγνωσε την από 3/10/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, καθώς και κατά των αποφάσεων των Πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών αδιάφορο εάν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου, 2) εάν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ο νόμος ορίζει ή δίκασε Ειρηνοδίκης του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση, 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ’ ύλην αρμοδιότητα, 4) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας. Οι λόγοι είναι τέσσερις, αντιστοιχούν δε προς τους λόγους των αριθμών 1, 2, 4, 5 και 7 του άρθρου 559 προς τους οποίους όμως δεν ταυτίζονται απολύτως. Η απαρίθμηση των λόγων είναι περιοριστική. Έτσι, δεν ιδρύεται λόγος αναίρεσης για παράλειψη λήψεως υπόψη πραγμάτων που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, για κήρυξη ή μη απαραδέκτου ή αοριστίας ποσοτικής ή ποιοτικής.
Επειδή, η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, συντρέχει δε, αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή. Αντίθετα η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ’ αυτήν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά περιστατικά δηλαδή που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ.8 και 14 ΚΠολΔ. Σε κάθε όμως περίπτωση η αοριστία του δικογράφου της αγωγής, πρέπει να προτείνεται στο δικαστήριο της ουσίας για να δημιουργηθεί λόγος αναίρεσης, σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ στο οποίο ορίζεται ότι "είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός εάν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση γ) για ισχυρισμό που αφόρα τη δημόσια τάξη», δεδομένου ότι ο σχετικός ισχυρισμός, δεν είναι από εκείνους οι οποίοι κατ’ εξαίρεση λαμβάνονται υπόψη και χωρίς να προταθούν στο δικαστήριο της ουσίας και ειδικώς δεν αφορά στη δημόσια τάξη. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 522 παρ 1 ΚΠολΔ, το Έγγραφο της έφεσης, πρέπει να περιέχει και τους λόγους της έφεσης. Λόγο εφέσεως αποτελεί κάθε συστατική ή διαδικαστική πλημμέλεια της αποφάσεως που οφείλεται σε νομικό ή πραγματικό σφάλμα ή παραδρομή του δικαστηρίου. Τα ως άνω σφάλματα του δικαστηρίου που αναφέρονται σε ενστάσεις του εναγομένου, επαναφέρονται στο Εφετείο από τον εκκαλούντα μόνο με λόγο έφεσης ή πρόσθετο λόγο, όχι απλώς με τις προτάσεις ακόμα και αν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσίβλητοι-ενάγοντες, άσκησαν ενώπιων του Ειρηνοδικείου Γυθείου την από 29-4-2010 αγωγή με την οποία ιστορούσαν ότι είναι συγκύριοι και συννομείςκατά τα αναφερόμενα συγκεκριμένα ποσοστά εξ αδιαιρέτου ενός αγρού κειμένου στο Δήμο ... νόμου Λακωνίας, εκτάσεως 95.500 τετραγωνικών μέτρων, ότι ο δικαιοπάροχός τους Δ. Σ. του Μ. απέκτησε το ακίνητο αυτό από άτυπη δωρεά των γονέων του που έγινε τμηματικά την τελευταία εικοσαετία του προηγουμένου αιώνος και με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας αφού έκτοτε και μέχρι του επισυμβάντος την 20-6-1952 θανάτου του ανενόχλητος ενέμετο και κατείχε διανοία αποκλειστικού κυρίου όλο το ακίνητο με επίβλεψη, καλλιέργεια συγκομιδή ελαιοκάρπου, συντήρηση των υπαρχόντων τοίχων οριοθέτηση, καθαρισμό, επίσκεψη, εκμίσθωση αυτού, ότι ο Δ. Σ. κατέλειπε την από 10-7-1949 ιδιόγραφη διαθήκη του η οποία δημοσιεύθηκε νομίμως από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την οποία κατέστησε κληρονόμους τη σύζυγό του Ι. χήρα Δ. Σ. στην οποία κατέλειπε το 1/2 εξ αδιαιρέτου του ως άνω αγρού και τα επτά μεταποβιώσαντα τέκνα του στο υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου του αγρού αυτού ισομερώς δηλαδή κατά 6/84 εξ αδιαιρέτου τον καθένα εξ αυτών. Ότι μετά το θάνατο του αρχικού δικαιοπαρόχου τους το έτος 1952 συνέχισε τις ίδιες πράξεις νομής η σύζυγός του και δικαιοπάροχος των εναγόντων Ι. χήρα Δ. Σ. από κοινού με τους δικαιοπαρόχους των εναγόντων τέκνα της και εν συνεχεία από του θανάτου αυτών κατά τις διαδοχές που λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτήν εσυνέχισαν τις ίδιες πράξεις νομής επί του επιδίκου ακινήτου οι ενάγοντες καταστάντες συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου κατά παράγωγο τρόπο (καθολικοί διάδοχοι με αποδοχή κληρονομιών και μεταγραφή) ως και κατά πρωτότυπο τρόπο με έκτακτη χρησικτησία με προσμέτρηση του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων τους. Ότι στις 30-5-2008 ο πρώτος εναγόμενος συγκύριος του επιδίκου ακινήτου κατά το εκεί αναφερόμενο ποσοστό εξ αδιαιρέτου ισχυριζόμενος ότι έχει καταστεί κύριος εκτάσεως 30 στρεμμάτων εκ του όλου ως άνω ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, μεταβίβασε τούτο στο δεύτερο εναγόμενο συμβαλλόμενο υιό του, αποβάλλοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τους ενάγοντες από τη συγκυριότητα και συννομήτους επ’ αυτού χωρίς ουδέποτε να έχει γνωστοποιήσει στους λοιπούς συγκύριους την πρόθεση του να νέμεται αποκλειστικά για λογαριασμό του το επίδικο ακίνητο των 30 στρεμμάτων το οποίο κατείχε και ενέμετο κατά την άσκηση της αγωγής ο δεύτερος εναγόμενος. Ζήτησαν δε, με την αγωγή αυτή να αναγνωρισθεί ότι οι ενάγοντες είναι συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου κατά τα προσήκοντα εις έκαστο ποσοστά εξ αδιαιρέτου επ’ αυτού και να υποχρεωθεί ο δεύτερος εναγόμενος να τους αποδώσει το επίδικο ακίνητο κατά το ανήκον εις έκαστον ποσοστό εξ αδιαιρέτου. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 64/2011 οριστική απόφαση του άνω δικαστηρίου με την οποία έγινε δεκτή αυτή, αναγνωρίσθηκαν οι ενάγοντες συγκύριοι της επίδικης εδαφικής έκτασης εξ αδιαιρέτου κατά τα αναφερόμενα σ’ αυτήν ποσοστά και υποχρεώθηκε ο δεύτερος αναιρεσείων-εναγόμενος να αποδώσει στους αναιρεσιβλήτους-ενάγοντες το επίδικο ακίνητο κατά το λόγο της ιδανικής μερίδας εκάστου εξ αυτών. Ενώπιου του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γυθείου, οι αναιρεσείοντες άσκησαν την από 28-2-2012 έφεση κατά της ως άνω πρωτοβάθμιας απόφασης. Επί της ανωτέρω εφέσεως εκδόθηκε η προσβαλλομένη υπ’ αριθμ. 41/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γυθείου με την οποία απερρίφθη κατ’ ουσίαν η έφεση αυτή. Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση ότι το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν με λόγο έφεσης και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ότι παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο και συγκεκριμένα δεν έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό τους ότι η αγωγή ήταν ποσοτικά αόριστη διότι οι ενάγοντες ουδόλως διευκρίνισαν σ’ αυτή τις επί μέρους πράξεις νομής που ασκούσαν επί του επιδίκου ακινήτου οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων ως και αυτοί (ενάγοντες), άλλως ότι παρά το νόμο, δεν κήρυξε απαράδεκτη λόγω αοριστίας ποσοτικής την ένδικη αγωγή. Οι λόγοι αυτοί, δεδομένου ότι πλήττεται απόφαση Πρωτοδικείου που δίκασε ως Εφετείο, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι μη περιλαμβανόμενοι στους περιοριστικά αναφερομένους στο άρθρο 560 ΚΠολΔ λόγους όπως αναφέρθηκε στη νομική σκέψη, πέραν του ότι στο δικόγραφο της αγωγής λεπτομερώς αναφέρονται οι διακατοχικές πράξεις που άσκησαν οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων και οι τελευταίοι και δεν προβλήθηκε με λόγο έφεσης τέτοια πλημμέλεια.
Επειδή, κατά των αποφάσεων των Πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείων, επιτρέπεται κατ’ άρθρο 560 αρ.2 ΚΠολΔ, αναίρεση μόνον αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ο νόμος ορίζει ή δίκασε Ειρηνοδίκης του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση. Ο λόγος αυτός είναι αντίστοιχος του υπ’ αριθ. 559 περ.2 ΚΠολΔ με την απόκλιση ότι δεν περιλαμβάνεται εδώ, η άσκηση αγωγής κακοδικίας κατά του δικαστή της συνθέσεως. Η απόδειξη της κακής συνθέσεως γίνεται από την απόφαση ή τα πρακτικά ενόσω δεν προσβάλλονται για πλαστότητα. Μη νόμιμη σύνθεση του δικαστηρίου κατά την εν λόγω διάταξη, υπάρχει αν δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του ΚΠολΔ ή ειδικού νόμου, όπως είναι ο κωδ. νόμος 1756/1988 όπως ισχύει περί οργανισμού Δικαστηρίου και καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών. Ειδικότερα, η αρχή του νομίμου δικαστή έχει συνταγματικό υπόβαθρο και δεσμεύει τόσο τον κοινό νομοθέτη (άρθρο 8 του Συντάγματος) όσο και το δικαστήριο, όπως επίσης και τη διοίκηση των δικαστηρίων. Έτσι, σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 15 του ως άνω ν. 1756/1988 όπως αντικ. από το άρθρο 2 ν. 2172/1993, ο καθορισμός της σύνθεσης του δικαστηρίου γίνεται από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου. Εξ άλλου, όπως ορίζεται στο άρθρο 17Α εδ.β’ ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 4 ν. 3994/2011 στην αρμοδιότητα των Μονομελών Πρωτοδικείων υπάγονται και οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων της περιφερείας τους. Στην περίπτωση αυτή τα Μονομελή Πρωτοδικεία συγκροτούνται από Πρόεδρο Πρωτοδικών ή Πρωτοδίκη με πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία αυτή ως Παρέδρου Πρωτοδικείου και σε περίπτωση που δεν υπηρετούν Πρωτοδίκες με την πιο πάνω υπηρεσία ή αυτοί που υπηρετούν δεν επαρκούν από τον αρχαιότερο κατά διορισμό Πρωτοδίκη. Συναφώς κατά άρθρο 305 αρ. 1 ΚΠολΔ διάταξη, το πρωτότυπο της απόφασης πρέπει να αναφέρει μεταξύ άλλων τη σύνθεση του δικαστηρίου και ότι η απόφαση δημοσιεύθηκε. Από τις διατάξεις αυτές και εκείνες των άρθρων 8 εδάφιο 1 του Συντάγματος, 109 παρ.1 και 256 ΚΠολΔ, δεν προκύπτει ότι η μη αναγραφή στην εκδοθείσα απόφαση της μη υπάρξεως Πρωτοδίκη με πενταετή υπηρεσία ως και της ιδιότητας του αρχαιοτέρου Πρωτοδίκη ως τέτοιου (αρχαιοτέρου) συνεπάγεται ως κύρωση την έλλειψη νόμιμης σύνθεσης του δικαστηρίου εκείνου. Τέτοια κύρωση για την αιτία αυτή δεν απαγγέλλεται ούτε υπό άλλη διάταξη. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες προτάσσουν με τον πρώτο λόγο αναίρεσης πλημμέλεια της προσβαλλομένης αποφάσεως εκ του άρθρου 560 αρ. 2 ΚΠολΔ ότι η σύνθεση του δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Γυθείου στις 27-3-2013 δεν ήταν νόμιμη διότι συγκροτήθηκε τούτο από την Πρωτοδίκη …, η οποία δεν είχε συμπληρώσει στην υπηρεσία ούτε καν τετραετία συνυπολογιζομένης και της υπηρεσίας αυτής ως Παρέδρου Πρωτοδικείου έχουσα διοριστεί ως δόκιμη δικαστής το πρώτον στις 16-6-1990, προαχθείσα στο βαθμό του Πρωτοδίκη στις 16-6-2010, αλλά και ούτε προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση ότι δεν υπηρετούν στο Πρωτοδικείο Γυθείου δικαστές με τουλάχιστον πενταετή υπηρεσία, ως επίσης δεν αναφέρεται αν η συγκεκριμένη Πρωτοδίκης ήταν η αρχαιότερη κατά διορισμό Πρωτοδίκης στο Πρωτοδικείο Γυθείου στο οποίο υπηρετούσε κατά τον κρίσιμο χρόνο και Πρωτοδίκης της ίδιας σειράς αποφοίτων της Εθνικής Σχολής Δικαστών ο …. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη, εφόσον δεν δημιουργείται λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 560 αρ. 2 εκ του ότι δεν αναγράφεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι δεν υπηρετούν στο Πρωτοδικείο Γυθείου Πρωτοδίκες με πενταετή υπηρεσία ούτε εκ του ότι δεν αναγράφεται η ιδιότητα του δικάσαντος δικαστή ως του αρχαιοτέρου υπηρετούντος στο Πρωτοδικείο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, πέραν του ότι, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο από τους αναιρεσιβλήτους απόσπασμα του από 9-1-2014 πίνακος αρχαιότητας δικαστικών λειτουργών της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, η Πρωτοδίκης ... είναι αρχαιότερη του Πρωτοδίκη ..., υπηρετούντος και αυτού κατά τον κρίσιμο χρόνο στο Πρωτοδικείο Γυθείου. Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 560 αρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δίκαιου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 980, 981, 982, 984, 994 ΑΚ οι οποίες διέπουν τη συννομήκαι οι οποίες κατά τα άρθρα 1113 και 1884 ΑΚ εφαρμόζονται και στην κοινωνία μεταξύ των συγκυρίων ή συγκληρονόμων επί του ιδίου πράγματος σαφώς προκύπτει ότι ο εξ αδιαιρέτου συγκύριος αν κατέχει ολόκληρο το κοινό θεωρείται ότι το κατέχει στο όνομα και των λοιπών συγκυρίων και δεν μπορεί να αντιτάξει κατ’ αυτών αποσβεστική ή κτητική παραγραφή πριν ή καταστήσει γνωστό στους συγκυρίους ότι νέμεται μεγαλύτερο της μερίδας του μέρος ή το όλο αποκλειστικώς στο όνομα του ως κύριος (Ολ. ΑΠ 485/1982). Όμως τέτοια γνωστοποίηση δεν απαιτείται όταν οι λοιποί συγκοινωνοί έχουν λάβει γνώση με οποιοδήποτε τρόπο της αποφάσεως που εκδήλωσε ο κοινωνός ότι κατέχει ολόκληρο το κοινό, και ότι νέμεται αυτό αποκλειστικώς για τον εαυτό του (ΑΠ 32/2000). Τα προεκτιθέμενα όμως προϋποθέτουν πως η κοινωνία υπήρχε ήδη όταν αυτός που προβάλλει ότι έγινε κύριος του κοινού με χρησικτησία, άρχισε να το νέμεται ως αποκλειστικός κύριος (ΑΠ 718/2010). Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μία εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Με τις διατάξεις αυτές, για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής, επί συνεχή εικοσαετία με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, κατ’ άρθρο 1051 ΑΚ. Άσκηση νομής, προκείμενου για ακίνητο, συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σε αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, μετά από την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, δέχθηκε τα ακόλουθα: Ο Δ. Σ. του Μ. και της Α. είχε αποκτήσει από άτυπη δωρεά από τους γονείς του έναν αγρό κείμενο εκτός σχεδίου και εκτός ζώνης οικισμού της κτηματικής περιφέρειας του νυν δημοτικού διαμερίσματος Γέρμας του Δήμου ... του νομού Λακωνίας στη θέση «...», εκτάσεως 95.500 τ.μ. μετά του εντός αυτού ερειπωμένου ασκεπούς κτίσματος, το οποίο αποτελείτο από κατώγι επιφάνειας 25 τ.μ. και από ανώγι επιφάνειας 25 τ.μ. και συνορευόμενου γύρωθεν με αγροτικό δρόμο, ιδιοκτησία Τ., ιδιοκτησία Σ. (πρώην Τ.), Α. και Τ. Το ακίνητο αυτό κατείχε και νεμόταν αδιατάρακτα, επιβλέποντας, καλλιεργώντας, οριοθετώντας, εκμισθώνοντας και καθαρίζοντας αυτό, το οποίο επισκεπτόταν και συχνά, με διάνοια αποκλειστικού κυρίου αδιαλείπτως μέχρι του θανάτου του το έτος 1952, οπότε δυνάμει της από 10-7-1949 ιδιογράφου διαθήκης του, η οποία δημοσιεύθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με τα υπ’ αριθμούς ...26-11-1952 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και καταχωρήθηκε στο γενικό βιβλίο διαθηκών του Πρωτοδικείου Αθηνών με αύξοντα αριθμό ..., στη θέση του στο παραπάνω ακίνητο υπεισήλθαν οι κληρονόμοι του, ήτοι η σύζυγός του Ι. χήρα Δ. Σ., το γένος Δ. και Π. Ο., την οποία είχε εγκαταστήσει κληρονόμο στο 1/2 εξ αδιαιρέτου και τα επτά τέκνα του, Α. συζ. Θ. Π., το γένος Δ. και Ι. Σ., Κ. Σ. του Δ. και της Ι., Μ. Σ. του Δ. και της Ι., Ν. Σ. του Δ. και της Ι., Γ. Σ. του Δ. και της Ι., Θ. Σ. του Δ. και της Ι. και Ι. Σ. του Δ. και της Ι., στα οποία κατέλειπε το έτερο 1/2 ή 42/84 εξ αδιαιρέτου, ήτοι ποσοστό 6/84 εξ αδιαιρέτου εις έκαστον. Την 16-5-1963 απεβίωσε στην Αθήνα η ως άνω Ι. χήρα Δ. Σ., το γένος Δ. και Π. Ο., η οποία κατέλειπε την από 1-11-1961 ιδιόγραφη διαθήκη, η οποία δημοσιεύθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με το υπ’ αριθμόν .../14-11-1963 πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης και καταχωρήθηκε στο γενικό βιβλίο διαθηκών του Πρωτοδικείου Αθηνών με αύξοντα αριθμό .../1963. Δυνάμει της διαθήκης αυτής στο προπεριγραφέν ακίνητο εγκαταστάθηκαν ως κληρονόμοι της αφενός τα προαναφερθέντα άρρενα τέκνα της Κ., Μ., Ν., Γ. και Θ., αφετέρου η εγγονή της Ι. Σ. του Ι., τέκνο του προαποβιώσαντος υιού της, έκαστος εκ των οποίων εγκαταστάθηκε σε ποσοστό 7/84 εξ αδιαιρέτου. Ακολούθως, το προπεριγραφέν ακίνητο περιήλθε στους ενάγοντες και νυν εφεσιβλήτους κοινώς και αδιαιρέτως ως εξής: Στην πρώτη εφεσίβλητη, από κληρονομία εξ αδιαθέτου του ιδανικού μεριδίου του πατέρα της Ι. Σ., ο οποίος απεβίωσε το έτος 1959 και της μητέρας της Α. Α. χήρα Ι. Σ., το γένος Η. και Β. Β., η οποία απεβίωσε το έτος 2006, την οποία κληρονομία απεδέχθη δυνάμει της υπ’ αριθμόν ...6-11-2009 πράξης αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Αθηνών ..., νομίμως μεταγραφείσας στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου … στον τόμο … με αριθμό …, για τον εαυτό της και για λογαριασμό των ως άνω δικαιοπαρόχων της, οι οποίοι δεν είχαν αποδεχθεί το ανωτέρω ποσοστό όσο ζούσαν, αλλά δεν το είχαν ρητά αποποιηθεί, γενομένη συγκυρία κατά ποσοστά ...336 εξ αδιαιρέτου επί του προπεριγραφέντος ακινήτου. Στη δεύτερη εφεσίβλητη από κληρονομία εξ αδιαθέτου της αποβιωσάσης μητέρας της Α. χήρας Ι. Σ., το κληρονομικό μερίδιο της οποίας απεδέχθη τόσο για τον εαυτό της όσο και για λογαριασμό της ως άνω μητρός της με την προαναφερθείσα πράξη αποδοχής κληρονομίας, όπως και η πρώτη εφεσίβλητη, ετεροθαλής αδελφή της, γενομένη ούτως συγκυρία κατά ποσοστό 3/336 εξ αδιαιρέτου. Στην τρίτη και στον τέταρτο των εφεσιβλήτων περιήλθε από κληρονομιά εξ αδιαθέτου του Γ. Σ. του Δ., πατέρα της πρώτης αυτών και παππού του δευτέρου, ο οποίος πέθανε αδιάθετος το έτος 1995, μετά την αποποίηση των κληρονομικών μεριδίων των λοιπών εξ αδιαθέτου κληρονόμων του, ήτοι της συζύγου του Α.χήρας Γ. Σ. και της θυγατέρας του Α. Σ., κληρονομία την οποία αποδέχθηκαν ο καθένας για λογαριασμό του και για λογαριασμό των δικαιοπαρόχων τους δυνάμει της υπ’ αριθμόν ...13-10-2009 πράξεως αποδοχής κληρονομίας του ως άνω συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγραφείσης στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου ..., στον τόμο … με αριθμό …, καταστάντες έτσι συγκύριοι κατά ποσοστό 26/336 εξ αδιαιρέτου έκαστος. Στην πέμπτη εφεσίβλητη, από εξ αδιαθέτου κληρονομία του πατέρα της, Θ. Σ., ο οποίος απεβίωσε το έτος 2008, την οποία αποδέχθηκε μετά την αποποίηση των κληρονομικών τους μερίδων των συγκληρονόμων αυτού, Ε. χήρας Θ. Σ. (μητέρας της) και Α. Σ. (αδελφού της), τόσο για λογαριασμό της όσο και για λογαριασμό των προκατόχων της, δυνάμει της υπ’ αριθμόν ...23-7-2009 πράξης αποδοχής κληρονομίας του προαναφερθέντος συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγραφείσης αυτής στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου ..., στον τόμο… με αριθμό ..., γενομένης ούτως κυρίας κατά ποσοστό 52/336 ες αδιαιρέτου. Στην έκτη εφεσίβλητη από κληρονομία εξ αδιαθέτου του πατέρα της Κ. Σ., ο οποίος πέθανε το έτος 1966, την οποία αποδέχθηκε για λογαριασμό της αλλά και για λογαριασμό των προκατόχων της δυνάμει της υπ’ αριθμόν .../23-7-2009 πράξης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Αθηνών Α. συζ. Κ. Β. - Κ., η οποία μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου ..., στον τόμο … με αριθμό ..., γενομένης ούτως συγκυρίας κατά ποσοστό 39/336 εξ αδιαιρέτου. Στον έβδομο εφεσίβλητο, από κληρονομία εξ ιδιογράφου διαθήκης του ιδανικού μεριδίου της γιαγιάς του Α. χήρας Κ. Σ., η οποία απεβίωσε το έτος 2008, δημοσιευθείσας τη διαθήκης της με τα υπ’ αριθμόν …/2009 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την οποία κληρονομία απεδέχθη, δυνάμει της ανωτέρω πράξης αποδοχής, με την έκτη των εφεσιβλήτων, τόσο για λογαριασμό του. όσο και για τους προκατόχους του, γενόμενος έτσι κύριος κατά ποσοστό 13/336 εξ αδιαιρέτου. Στους ήδη υπό στοιχεία 8α, 8β και 8γ των εφεσιβλήτων από εξ αδιαθέτου κληρονομία εκ του πατρός τους Δ. Σ. του Ν., ο οποίος απεβίωσε την 17-12-2011, στην οποία υπεισήλθαν, μετά την αποποίηση του κληρονομικού μεριδίου της εκ μέρος της μητρός τους Α. Σ. το γένος Γ. και Ε. Π., δια της παρελεύσεως απράκτου της προθεσμίας προς αποποίηση, ήτοι αποδεχόμενοι σιωπηλώς κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου έκαστος το ποσοστό 52/336 εξ αδιαιρέτου επί του προπεριγραφέντος ακινήτου, το οποίο είχε περιέλθει στον ως άνω πατέρα τους, δυνάμει της υπ’ αριθμόν ....14-10-2009 πράξης αποδοχής του συμβολαιογράφου Αθηνών ..., η οποία νομίμως μεταγράφηκε στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου ..., στον τόμο … με αριθμό…, με την οποία είχε αποδεχθεί την επαχθείσα σε αυτόν κληρονομία τόσο για λογαριασμό του όσο και για τους προκάτοχους του. Στην ένατη και στους δέκατο και ενδέκατο των εφεσιβλήτων, από εξ αδιαθέτου κληρονομία του αποβιώσαντος το έτος 1995 Γ. Π.,. συζύγου της πρώτης και πατέρα των λοιπών, στον οποίο είχε περιέλθει ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου της Α. χήρας Θ. Π. το γένος Δ. και Ι. Σ., που απεβίωσε το έτος 1990, την οποία κληρονομία αποδέχθηκαν για λογαριασμό τους και για τους προκατόχους τους, δυνάμει της υπ’ αριθμόν .../18-11-2009 πράξης αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Αθηνών ..., νομίμως μεταγραφείσας στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου ..., στον τόμο …με αριθμό ..., γενόμενοι έτι συγκύριοι κατά ποσοστό 9/336 εξ αδιαιρέτου έκαστος. Κατά τον τρόπο αυτόν οι εφεσίβλητοι απέκτησαν την κυριότητα του προπεριγραφέντος ακινήτου, κατά τα ως άνω αναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου έκαστος και έκτοτε αναμείχθηκαν στην κληρονομιαία περιουσία, συνεχίζοντας τις πράξεις νομής των προκατόχων τους, ήτοι επισκέπτονταν κι επέβλεπαν αυτό, προσπαθούσαν δε να εξεύρουν τρόπο διανομής αυτού, δεδομένου και του μεγάλου αριθμού των συγκυρίων μετά από τις κληρονομικές διαδοχές. Ωστόσο, το έτος 2008 ο πρώτος εκκαλών, συγκύριος κατά ποσοστό 52/336 εξ αδιαιρέτου επί του ακινήτου αυτού ως κληρονόμος του πατρός του Μ. Σ. του Δ. και της Ι., πληροφόρησε τους λοιπούς για πρώτη φορά, κατά τη διάρκεια συγκέντρωσης τους προς διευθέτηση της εκούσιας διανομής του ακινήτου, ότι έχει παραχωρήσει στον υιό του, δεύτερο των εκκαλούντων, "το δικό του τμήμα», δυνάμει του υπ’ αριθμόν .../25-11-2002 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Γυθείου ... νομίμως μεταγραφέντος στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου ... στον τόμο … με αριθμό…, ήτοι έναν αγρό ξηρικό που βρίσκεται στη θέση «...» της κτηματικής περιφέρειας της πρώην κοινότητας …και νυν Δήμου ... Λακωνίας, με 80 ελιές, έχει έκταση 27 στρέμματα περίπου και συνορεύει γύρω με ιδιοκτησία Δ. Ν. Σ., με ιδιοκτησία Π. Τ., με ιδιοκτησία κληρονόμων Γ. Σ. και με ιδιοκτησία Π. Τ. και ρεματιά, το οποίο αποτελεί τμήμα του προπεριγραφέντος ακινήτου του αρχικού κυρίου Δ. Σ. του Μ., ως ανωτέρω ανεφέρθη. Ο πρώτος εκκαλών επικαλείται ότι απέκτησε την. αποκλειστική κυριότητα του τμήματος αυτού δυνάμει εκτάκτου χρησικτησίας, καθώς όπως ισχυρίζεται, ασκούσε πράξεις νομής επί αυτού με διάνοια κυρίου αποκλειστικά για τον εαυτό του εν γνώσει των λοιπών συγκληρονόμων, οι οποίοι ποτέ δεν τον ενόχλησαν, ούτε αμφισβήτησαν το αποκλειστικό του δικαίωμα επί αυτού, αφού κατά τους ισχυρισμούς του είχε λάβει χώρα άτυπη διανομή του ευρύτερου ακινήτου το έτος 1960, βάσει της οποίας ο πατέρας του είχε. λάβει το επίδικο τμήμα το οποίο και εκ των υστέρων του παραχώρησε άτυπα, σε κάθε δε περίπτωση, οι. εφεσίβλητοι τελούσαν εν γνώσει των πράξεων νομής που έκανε ο ίδιος αποκλειστικά για λογαριασμό του επί του επιδίκου, ιδίως δε των ενεργειών του για ηλεκτροδότηση και υδροδότηση της οικίας που ευρίσκεται επί του επιδίκου και αποδέχονταν αυτές. Ωστόσο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε η αποξένωση των εφεσιβλήτων από το επίδικο ακίνητο, ούτε και η πραγματοποίηση ατύπου διανομής του ευρύτερου ακινήτου το έτος 1960. Αντιθέτως, ο πρώτος εκκαλών αντιφάσκει ως προς τον χρόνο κτήσεως του επιδίκου από τον πατέρα του, αφού και στο δικόγραφο της εφέσεώς του αναφέρει στην τρίτη σελίδα (στίχοι 7, 8 και 9) ότι απέκτησε αυτό "από άγραφη παραχώρηση από τον πατέρα του πριν από το έτος 1960 ..."και στην πέμπτη σελίδα αυτής (στίχοι 1 και 2) αναφέρει ότι "Το νεμόταν αποκλειστικά (εννοεί ο πατέρας του) και διανοία κυρίου το ακίνητο αυτό μέχρι το 1975 και στη συνέχεια το μεταβίβασε άτυπα σε εμένα». Εξάλλου, ακόμα κι αν το ενέμετο σε κάθε περίπτωση από το 1975 και αφ’ ής στιγμής το είχε μεταβιβάσει στον δεύτερο εκκαλούντα από το έτος 2002, δεν κρίνονται πειστικές οι εξηγήσεις του περί του για ποιόν λόγο συμμετείχε στις συγκεντρώσεις των κληρονόμων και δεν τους είχε γνωστοποιήσει τα ανωτέρω, παρά το έπραξε το έτος 2008. Όλα τα ανωτέρω σε συνδυασμό και με τον ισχυρισμό τους, ο οποίος περιλαμβάνεται και στο δικόγραφο της εφέσεως τους ότι "Αδυνατώ να αντιληφθώ την αιτία για την οποία, μετά από δεκαετίες αδιαφορίας σας για την όλη κοινή περιουσία, όπως ενδεικτικά η παλιά πατρική οικία μας στη Γέρμα, η οποία είναι αχρησιμοποίητη και ερειπωμένη δεδομένου όχι ο μόνος που τη συντηρούσε ήμουν εγώ με δική μου επιμέλεια και δαπάνες και αφότου έπαψα να το πράττω ουδείς έχει ενδιαφερθεί για την τύχη της», από τον οποίο προκύπτει περισσότερο η έκπληξη των εκκαλούντων και όχι η αμφισβήτηση του δικαιώματος των εφεσιβλήτων, ενισχύουν την κρίση του Δικαστηρίου ότι ο πρώτος εκκαλών δεν είχε ποτέ εκφράσει με οποιονδήποτε τρόπο την βούληση του να κατέχει και να νέμεται αποκλειστικά για τον εαυτό του το επίδικο τμήμα, πολλώ δε μάλλον που κατά το έτος 1984, ήτοι σε χρόνο κατά τον οποίον ισχυρίζεται ο πρώτος εκκαλών ότι είχε ήδη λάβει χώρα η άτυπη διανομή και σε κάθε περίπτωση είχε ατύπως μεταβιβασθεί σε αυτόν η αποκλειστική νομή του επιδίκου, στην από 12-10-1984 επιστολή του προς τον πρόεδρο της τότε Κοινότητας Γέρμας ..., στα πλαίσια των ενεργειών του προς υδροδότηση του επιδίκου, αναφέρει "Επιθυμών να λάβητε υπ’ όψει σας ότι η οικία δια την οποίαν ζητείται η ύδρευσις, δεν ανήκει αποκλειστικώς εις εμέ, αλλ’ εξ αδιαιρέτου εις όλας τας οικογενείας των υιών και εγγονών του Π. μου Δ. Σ., κατ’ εντολίν και δια λογαριασμόν των οποίων ενεργώ εν προκειμένω. Την οικίαν ταύτην, ήδη ανακαινιζομένην, χρησιμοποιούν όλαι αι οικογένειαι, κατά περιόδους, δια διακοπάς και εκδρομάς, ακόμα και δια φιλοξενείαν αλλοδαπών φίλων, τους οποίους γοητεύει το απαράμιλλον κάλλος του φυσικού τοπίου». Ας σημειωθεί ως προς το Έγγραφο αυτό, το οποίο είχαν προσκομίσει μετ’ επικλήσεως οι εκκαλούντες ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και προσκομίζουν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι εφεσίβλητοι, ότι οι εκκαλούντες δεν αμφισβητούν το συγκεκριμένο Έγγραφο κατά το περιεχόμενο του, ούτε προσβάλλουν αυτό ως πλαστό, αλλά τονίζουν την έλλειψη αποδεικτικής δύναμης αυτού παρά το γεγονός ότι ως ανωτέρω ανεφέρθη το είχαν προσκομίσει μετ’ επικλήσεως οι ίδιοι ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ισχυρίζονται ότι εκ παραδρομής είχε περιληφθεί στον φάκελο των σχετικών τους. Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές, το Εφετείο έκρινε ότι οι ενάγοντες ήδη αναιρεσίβλητοι, έγιναν συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου κατά τα ως άνω εξ αδιαιρέτου ποσοστά έκαστος με παράγωγο (κληρονομικές διαδοχές) αλλά και πρωτότυπο (έκτακτη χρησικτησία) τρόπο και ότι οι αρχικοί εναγόμενοι και ήδη αναιρεσείοντες ουδέποτε κατέστησαν κύριοι του επιδίκου εδαφικού τμήματος με τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας. Κατόπιν τούτου, δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή και απέρριψε την έφεση επικυρώνοντας την πρωτοβάθμια απόφαση που είχε εκφέρει όμοια κρίση. Με την κρίση του αυτή, το Εφετείο, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων ...5, 787, 980, 981, 982, 994 τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους.
Συνεπώς, ο δεύτερος, εκ του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί η από 28-2-2014 αίτηση των Δ. Σ. και Κ. Σ. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 41/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γυθείου δικάσαντος ως Εφετείου κατά αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Γυθείου, να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 ν.4055/2012 και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28-2-2014 αίτηση των Δ. Σ. και Κ. Σ. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 41/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γυθείου δικάσαντος ως Εφετείου κατά αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Γυθείου.
Διατάσσει την εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Μαρτίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Απριλίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 164/2014 Διεκδικητική αγωγή επί συγκυριότητας προς απόδοση συννομής κατά ιδανική μερίδα - Κυριότητα. Διεκδικητική αγωγή. Επί συγκυριότητας, προς επιδίωξη απόδοσης συννομής κατά την ιδανική μερίδα συγκυρίου. Στοιχεία ορισμένου. Περιγραφή ακινήτου. Δεν απαιτείται αναφορά πλευρικών διαστάσεων, προσανατολισμού καθ’ όρια και ονομάτων ιδιοκτητών όμορων. Απαιτείται προσδιορισμός της θέσης διεκδικούμενου ακινήτου ως τμήμα μεγαλύτερου. Αρκεί η ενσωμάτωση τοπογραφικού διαγράμματος. Κτήση κυριότητας με τακτική χρησικτησία. Έννοια και προϋποθέσεις. Καλή πίστη νομέα ως προς την ύπαρξη τίτλου. Συγγνωστή πλάνη αγοραστή ότι κατέχει τίτλο μεγαλύτερης έκτασης. Βάρος επίκλησης και απόδειξης.Χρόνος χρησικτησίας. Συνυπολογισμός του χρόνου άσκησης νομής του διαδόχου στο χρόνο του δικαιοπαρόχου του. Αναιρετικοί λόγοι. Έλλειψη νόμιμης βάσης. Ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς ουσιώδες ζήτημα νομής. Αναιρεί. Παραπέμπει προς περαιτέρω εκδίκαση

Next: ΑΠ 2162/2014 Αγροτικός κλήρος - Απαγόρευση χρησικτησίας - Εξαίρεση για ποσοστό εξ αδιαιρέτου - Αγροτικός Κώδικας. Αγροτικός κλήρος. Απαγόρευση κατάτμησης τεμαχίων της οριστικής διανομής. Ποσοστό εξ αδιαιρέτου. Έκτακτη χρησικτησία. Συννομή. Συγκυριότητα. Αναιρετικός λόγος για παράβαση ουσιαστικού δικαίου. Συννομή αγροτικού κλήρου από κληρονόμους κληρούχου. Πώληση εξ αδιαιρέτου ποσοστών σε τρίτους. Αναγνώριση συγκυριότητας αγοραστών. Η απαγόρευση της νομής και της απόκτησης κυριότητας με χρησικτησία επί διαιρετού τμήματος κληροτεμαχίου δεν ισχύει και επί ποσοστού εξ αδιαιρέτου, διότι η νομή και η κυριότητα αυτή δεν οδηγεί αναγκαίως στην κατάτμηση του κληροτεμαχίου, του οποίου, σε περίπτωση διανομής του, ως κοινού, και αφού απαγορεύεται η κατάτμηση και δεν είναι κατά νόμον δυνατή η αυτούσια διανομή, θα διαταχθεί η πώληση με πλειστηριασμό. Απορρίπτει αναίρεση
Previous: ΑΠ 504/2015 Συγκυριότητα και συννομή σε ακίνητο - Κτήση πλήρους κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία - Προϋποθέσεις - Συγκυριότητα και συννομή σε ακίνητο. Άσκηση πλήρους κατοχής από συγκύριο στο όνομα όλων. Κτήση πλήρους κυριότητας από συγκύριο με έκτακτη χρησικτησία. Προϋποθέσεις. Άσκηση νομής. Έτσι η αντιποίηση πλήρως ή κατά μέρος μεγαλύτερο της μερίδας του. Προϋπόθεση η προϋπάρχουσα κοινωνία. Χρόνος χρησικτησίας. Έναρξη με τη γνωστοποίηση της αντιποίησης στους λοιπούς συγκοινωνούς. Ειδική διαδοχή στην νομή του πράγματος. Συνυπολογισμός του
$
0
0


ΑΠ 164/2014 Διεκδικητική αγωγή επί συγκυριότητας προς απόδοση συννομήςκατά ιδανική μερίδα..

Περίληψη

Κυριότητα. Διεκδικητική αγωγή. Επί συγκυριότητας, προς επιδίωξη απόδοσης συννομήςκατά την ιδανική μερίδα συγκυρίου. Στοιχεία ορισμένου. Περιγραφή ακινήτου. Δεν απαιτείται αναφορά πλευρικών διαστάσεων, προσανατολισμού καθ’ όρια και ονομάτων ιδιοκτητών όμορων. Απαιτείται προσδιορισμός της θέσης διεκδικούμενου ακινήτου ως τμήμα μεγαλύτερου. Αρκεί η ενσωμάτωση τοπογραφικού διαγράμματος. Κτήση κυριότητας με τακτική χρησικτησία. Έννοια και προϋποθέσεις. Καλή πίστη νομέα ως προς την ύπαρξη τίτλου. Συγγνωστή πλάνη αγοραστή ότι κατέχει τίτλο μεγαλύτερης έκτασης. Βάρος επίκλησης και απόδειξης.Χρόνος χρησικτησίας. Συνυπολογισμός του χρόνου άσκησης νομής του διαδόχου στο χρόνο του δικαιοπαρόχου του. Αναιρετικοί λόγοι. Έλλειψη νόμιμης βάσης. Ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς ουσιώδες ζήτημα νομής. Αναιρεί. Παραπέμπει προς περαιτέρω εκδίκαση

Απόφαση

Αριθμός 164/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ά. Ν. του Ε., κατοίκου ... ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μαλταμπέ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Β. Λ. του Α. και 2)Κ. Λ. του Α., κατοίκων ... Ο 1ος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αικατερίνη Ραμπότα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και ο 2ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Λιούλιο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20/5/1997 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 108ΤΠ/1999 μη οριστική, 137/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 220/2011 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 14/3/2012 αίτηση και τους από 13/9/2013 προσθέτους λόγους του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 2/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και των προσθέτων λόγων.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος του 2ου αναιρεσίβλητου την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1 στοιχ. α'και β'Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που ανάγονται για τη νομική θεμελίωση της αγωγής, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Προκειμένου, ειδικότερα, περί δεκδικητικής αγωγής απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 1094 Α.Κ. στοιχεία, και ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, δηλαδή, ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και μάλιστα τόσο λεπτομερής, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Δεν απαιτείται, όμως, για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο οι πλευρικές διαστάσεις και ο καθ'όρια προσανατολισμός του, ούτε να κατονομάζονται οι ιδιοκτήτες των όμορων ακινήτων. Όταν το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται στην αγωγή ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, πρέπει, εκτός από την έκταση του διεκδικούμενου τμήματος να προσδιορίζεται με ακρίβεια η θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο. Η ακριβής, εξάλλου, περιγραφή του ακινήτου, η οποία μπορεί να γίνει και με αποτύπωσή του σε ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα, είναι αναγκαία, γιατί μόνον έτσι θα μπορέσει ο εναγόμενο να αμυνθεί και το δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης διεκδικητικής αγωγής, το όλο σ'αυτήν, περιγραφόμενο ακίνητο, δηλαδή ένα αγροξηροχώραφο, που περιήλθε κατ'ισομοιρίαν στους ενάγοντες και ήδη αναιρεσιβλήτους με βάση τα α) .../2-6-1984 και β) .../1984 συμβόλαια της συμβολαιογράφου Γαυρίου ..., που έχουν νόμιμα μεταγραφεί, βρίσκεται στη θέση «...» της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας του χωρίου ... "αποτελούμενον από πλαγιάν ελαφρώς επικλινή προς τη θάλασσα, ανατολικώς δε και δυτικώς εξαπλουμένην προς δύο ετέρας συνεχομένας πλαγιάς, οι οποίες κατερχόμενες απολήγουν σε χειμάρους (αύλακες ομβρίων υδάτων) αποτελούσες μετά της κυρίας πλαγιάς ένα ενιαίο σύνολο που απολήγει σε βραχώδη παραλία, εκτάσεως του αγρού τούτου κατά μεν τους τίτλους κτήσεως ως έγγιστα "και κατ'απλόν υπολογισμόν"όπως σ'αυτούς αναγράφεται, πενήντα (50) στρεμμάτων ή όσον ήθελε ευρεθεί κατά την μελλοντική αποτύπωσή του και συνορευόμενον - κατά τους τίτλους κτήσεως - εξ ολοκλήρου με δρόμον αγροτικόν από νότον προς προς βορράν δια του οποίου εξυπηρετείται εν πολλοίς το κτήμα, προς δυσμάς με χείμαρον των ομβρίων υδάτων διαχωριζόμενον με σταθερά ορόσημα από εμπεπηγμένους λίθους σε όλη την πλευρά αυτή (δυτική) προς βορράν με κρημνώδη βράχον που απολήγει στη θάλασσα με μεγάλο βάθος (γι'αυτό και η δοθείσα τοπωνυμία ...), προς νότον με ιδιοκτησίαν κληρονόμων Π. Λ., χωριζομένης και διακριμενομένης αυτής με ένα μανδρί προς σταυλισμό ζώων που ανήκει στους κληρονόμους Π. Λ., το οποίο μανδρί ευρίσκεται περί τα όρια των δύο ιδιοκτησιών και σε ευθεία γραμμή ένθεν του κελίου αυτού. Το αυτό κτήμα (αγρός) ήδη κατόπιν γενομένης επακριβούς καταμετρήσεως εμφαίνεται στο (ενσωματωμένο στην αγωγή) από 10 Σεπτεμβρίου 1994 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Α. Π. υπό τα στοιχεία Α,Β,Γ,Δ,Ε,Ζ,Η,Θ,Ι,Κ,Λ,Μ,Ν,Ξ,Ο,Α έχει εμβαδόν εκατόν τριάντα (130) στρέμματα ήτοι μ.τ. 130.000 και κατά το σχεδιάγραμμα αυτό συνορεύει ΒΟΡΕΙΑ-ΒΟΡΕΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΑ σε πλευρά του σχεδιαγράμματος ΑΟΞΝ με θάλασσα (κρημνώδη παραλία), ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΑ σε πλευρά ΑΒΓΔ με ιδιοκτησία πρώην Κωνσταντή και ήδη αγνώστων, ΔΥΤΙΚΑ σε πλευρά ΔΕ με ιδιοκτησίες κληρονόμων Π. Λ., ΝΟΤΙΟΔΥΤΙΚΑ σε πλευρά ΕΖΗ ομοίως με κληρονόμους Π. Λ., ΝΟΤΙΑ σε πλευρά ΗΘΙΚ με ιδιοκτησία Ν. εν μέρει και εν μέρει με ιδιοκτησία Γ. Α. ή Κ. και ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ - ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΑ σε πλευρά ΞΝΜΛΚ με ιδιοκτησία Τ.». Το επίδικο, εξάλλου, ακίνητο, το οποίο οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι ισχυρίστηκαν - με την αγωγή - ότι στις αρχές Μαΐου 1994 ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων "το κατέλαβε αυθαιρέτως, παρανόμως και εναντίον της βουλήσεώς (τους)», εμφαίνεται "στο προαναφερθέν από 10.9.1994 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Α. Π. με τα στοιχεία ΖΗΘΙΚΛΡΠΣ (και είναι) εμβαδού μ.τ. 40.000 (40 στρέμματα), συνορεύει (δε) Ανατολικά (σε πλευρά ΚΛ μ. 140 του άνω σχεδιαγράμματος) με ιδιοκτησία Ν. Τ., Δυτικά σε πλευρά ΖΗ μ. 35 με ιδιοκτησία Κλ. Π. Λ., Νότια - Νοτιοδυτικά με ιδιοκτησία του εναγομένου και ιδιοκτησία Γ. Α. (πλευρά ΗΘΙΚ μ. 381 σχεδιαγράμματος), Βόρεια με υπόλοιπο ιδιοκτησίας τους (πλευρά ΖΠΡΛ μ. 410 σχεδιαγράμματος). Ολόκληρο το ακίνητο των εναγόντων, καθώς και το επίδικο εδαφικό τμήμα, όπως περιγράφονται στο αγωγικό δικόγραφο και με αποτύπωσή τους στο ενσωματωμένο σ'αυτό προαναφερθέν τοπογραφικό διάγραμμα, κατά είδος, θέση, έκταση, όρια και πλευρικές διαστάσεις ορίων, κατονομάζονται δε στο ίδιο δικόγραφο και οι ιδιοκτήτες των όμορων ακινήτων, εξατομικεύονται πλήρως, ώστε να μη υπάρχει αμφιβολία ως προς της ταυτότητά τους. Το Εφετείο, επομένως, που, με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε πλήρως ορισμένη την ένδικη διεκδικητική αγωγή και ως προς την περιγραφή του επίδικου ακινήτου, απορρίπτοντας ως αβάσιμη την ένσταση περί αοριστίας της αγωγής του εφεσιβλήτου εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος λόγω μη περιγραφής σ'αυτή τόσο του μεγαλύτερου ακινήτου, τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο, όσο και του τελευταίου, ούτε παρέλειψε παρά το νόμο να μην λάβει υπόψη την άνω ένσταση περί αοριστίας της αγωγής, ούτε να κηρύξει αυτήν απαράδεκτη, γι'αυτό και ο τρίτος λόγος της αναίρεσης, κατ'ορθή εκτίμησή του, από το άρθρο 559 αρ. 8 και (όχι 1 αλλά) 14 του Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο, υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Η περιλαμβανόμενη στον ίδιο αναιρετικό λόγο αιτίαση από τον αριθμό 11 περ. γ'του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ότι το Εφετείο απέρριψε την ένσταση περί αοριστίας της αγωγής χωρίς να λάβει υπόψη "επικληθέντα και προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία, ήτοι την πραγματογνωμοσύνη του Ι. Κ. και την τεχνική μελέτη του Α Τ., από τις οποίες αποδεικνυόταν η λόγω των επιστημονικών ελλείψεών του, αδυναμία εφαρμογής του τοπογραφικού των αντιδίκων στο έδαφος και ως εκ τούτου η αδυναμία εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης, αλλά και η αδυναμία σύγκρισής του με τους τίτλους ιδιοκτησίας των αντιδίκων», είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί, εφόσον η αναιρετική αυτή αιτίαση συναρτάται με την κατ'ουσίαν έρευνα του οικείου ισχυρισμού και όχι όταν αυτός απορρίπτεται ως νόμω αβάσιμος.
ΙΙ. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1710επ., 1813 επ., 1846, 1192, 1193, 1194, 1195, 1198, 1199 και 1033 Α.Κ., συνάγεται, ότι η κυριότητα ακινήτου αποκτάται παραγώγως, με κληρονομική μεν διαδοχή, από το θάνατο του κληρονομουμένου, εφόσον ο κληρονόμος αποδεχθεί την κληρονομία με δημόσιο έγγραφο και μεταγράψει την περί αποδοχής δήλωσή του, με συμφωνία δε, μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ'αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, η οποία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο που υποβάλλεται σε μεταγραφή. Για τη μεταβίβαση, με τους τρόπους αυτούς, της κυριότητας του ακινήτου, προϋπόθεση είναι ο αποβιώσας ή εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της να ήταν κύριος του ακινήτου. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1041, 1042, 1043 και 1044 Α.Κ. προκύπτει, ότι, για να αποκτήσει κάποιος κυριότητα σε ακίνητο με τακτική χρησικτησία, απαιτούνται φυσική εξουσίαση του πράγματος με διάνοια κυρίου (νομή), καλή πίστη, που πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο που αποκτάται η νομή, νόμιμος τίτλος, που πρέπει να υποβληθεί σε μεταγραφή (άρθρα 1192 περ. α'και 1198 Α.Κ.), πράγμα δεκτικό χρησικτησίας και παρέλευση δεκαετίας. Ειδικότερα, ως προς το στοιχείο της καλής πίστης, αυτό συντρέχει, όταν ο νομέας, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, έχει, κατά την κτήση της νομής, την πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 1043 παρ. 1 Α.Κ., προς χρησικτησία αρκεί και νομιζόμενος τίτλος, εφόσον δικαιολογείται καλή πίστη του νομέα. Είναι δε νομιζόμενος ο τίτλος, ο οποίος, κατά την πεποίθηση του νομέα, που δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, υπολαμβάνεται απ'αυτόν ότι υπάρχει, ενώ πράγματι δεν υπήρξε καθόλου. Δεν αρκεί συνεπώς μόνη η πεποίθηση του νομέα ότι απέκτησε την κυριότητα, αλλά προσάπτεται και η καλή πίστη που αφορά τον τίτλο, δηλαδή η πεποίθηση στη συγκεκριμένη περίπτωση για την ύπαρξη του τίτλου. Νομιζόμενος τίτλος υπάρχει και όταν ο αγοραστής, κατά την εφαρμογή του τίτλου του, από συγγνωστή πλάνη, υπολαμβάνει ότι ο τίτλος του καταλαμβάνει έκταση μεγαλύτερη από αυτή που του πωλήθηκε ή συνεχόμενο ακίνητο. Εκείνος που υποστηρίζει ότι απέκτησε την κυριότητα με βάση νομιζόμενο τίτλο, οφείλει να επικαλεστεί και αποδείξει τα στοιχεία που τον θεμελιώνουν, διότι η έρευνα του ζητήματος αυτού δεν ανήκει στην αυτεπάγγελτη ενέργεια του δικαστηρίου. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 974, 1045, 1051 Α.Κ. προκύπτει, ότι, για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο της νομής του δικαιοπαρόχου του. Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ'αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και του προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Ενώ, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1094, 1113 και 1116 Α.Κ. προκύπτει, ότι επί συγκυριότητας κάθε συγκύριος, όταν προσβάλλεται το δικαίωμα της συγκυριότητάς του, μπορεί να ασκήσει τη διεκδικητική αγωγή εναντίον εκείνου που νέμεται το πράγμα, για να επιδιώξει την απόδοση της συννομήςκατά την ιδανική του μερίδα (ΑΠ 300/1981 ΝοΒ.29.1502). Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ., η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεχθεί αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε. Αντίθετα, η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης, όταν οι πιο πάνω ελλείψεις αφορούν την εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.) και, ειδικότερα, αναφέρονται στην ανάλυση, αξιολόγηση και στάθμιση του πορίσματος που εξάγεται από αυτές, αρκεί μόνο το πόρισμα να εκτίθεται με σαφήνεια (Ολ. Α.Π. 24/1992). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Το επίδικο ακίνητο, εμβαδού περίπου 40 στρεμμάτων, είναι ένας αγρός που βρίσκεται στη θέση «...» της κτηματικής περιφέρειας της κοινότητας του χωριού ... Άνδρου, αποτυπώνεται με τα στοιχεία Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Ρ-Π-Ζ στο με ημερομηνία 10-9-1994 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Α. Π. και συνορεύει ανατολικά επί πλευράς Κ-Λ μήκους 140 μέτρων με ιδιοκτησία Ν. Τ., δυτικά επί πλευράς Ζ-Η μήκους 35 μέτρων με ιδιοκτησία κληρονόμων Π. Λ., νότια - νοτιοδυτικά επί πλευράς Η-Θ-Ι-Κ μήκους 381 μέτρων με ιδιοκτησία του εναγομένου και ιδιοκτησία Γ. Α., βόρεια επί πλευράς Ζ-Π-Ρ-Λ μήκους 410 μέτρων με υπόλοιπη ιδιοκτησία των εναγόντων. Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι κατέστησαν συγκύριοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας ενός ευρύτερου ακινήτου, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το επίδικο τμήμα, δυνάμει των υπ'αριθμ. .../2-6-1984 και .../2-6-1984 συμβολαίων της συμβολαιογράφου Γαυρίου ... που μεταγράφηκαν νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Άνδρου στον τόμο … με α.α. … και στον …με α.α. …αντίστοιχα και απέκτησαν τη συγκυριότητά τους από τον πατέρα τους Α. Λ. (υπ'αριθ. .../2-6-1984) και τη θεία τους Γ. Λ. (υπ'αριθ. .../1984 συμβόλαιο), οι οποίοι ήσαν συγκύριο του ακινήτου κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας». Ακολουθεί η στα συμβόλαια αυτά περιγραφή του ακινήτου, κατά την οποία η έκτασή του προσδιορίζεται "ως έγγιστα και κατ'απλόν υπολογισμόν πεντήκοντα (50) στρεμμάτων ή όσον ήθελεν ευρεθεί κατά την μελλοντικήν αποτύπωσίν του"και στη συνέχεια παρατίθεται, ότι "οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι οι άνω δικαιοπάροχοί τους απέκτησαν το ευρύτερο αυτό ακίνητο δυνάμει της υπ'αριθμ. .../1984 πράξης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Γαυρίου Άνδρου, που μεταγράφηκε νόμιμα... στην οποία πράξη οι άνω δικαιοπάροχοί των εναγόντων αποδέχονται την κληρονομιά του αποβιώσαντος στις 23.3.1948... πατρός τους Β. Λ.... (στον οποίο) περιήλθε κατά ένα μέρος από κληρονομιά από τον παππού του Β. Φ. Λ. δυνάμει του υπ'αριθμ. ...1878 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Γαυρίου ... και ακολούθως ολόκληρο δυνάμει της υπ'αριθμ. .../5-1895 δημοσίας διαθήκης του συμβολαιογράφου Γαυρίου ...... Από την ανάγνωση όλων των τίτλων κτήσεως των εναγόντων παρατηρείται ότι ως όριο αυτού προς νότο τίθεται το ρέμα (υπ'αριθμ. ...1878 συμβόλαιο) καθώς και υπ'αριθμ. .../1984 πράξη αποδοχής κληρονομιάς όπου το ακίνητο αποτελείται από μια πλαγιά που καταλήγει στη θάλασσα και δύο πλαγιές που καταλήγουν σε χείμαρρους με είσοδο από κτήματα Μ. Λ. και δρόμο, ενώ στους τίτλους με τους οποίους απέκτησαν το ακίνητο οι ενάγοντες (υπ'αριθμ. .../2-6-1984 και .../2-6-1984 συμβόλαια) παρατηρείται μια πιο αναλυτική περιγραφή που όμως αντιφάσκει όχι ως προς το γεγονός ότι μια κύρια πλευρά απολήγει στη θάλασσα και δύο πλευρές απολήγουν σε χείμαρρους, αλλά ως προς τον αγροτικό δρόμο με τον οποίο φέρεται να συνορεύει εξ ολοκλήρου το ακίνητο από νότο προς βορά, ενώ αντίθετα στην υπ'αριθ. .../1984 πράξη αποδοχής κληρονομιάς διευκρινίζεται ότι ο δρόμος αποτελούσε την είσοδο του κτήματος μαζί με τα κτήματα του Μ. Λ.. Εξάλλου, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα του δικού του όμορου ακινήτου, το οποίο απέκτησε δυνάμει του υπ'αριθμ. .../1991 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Άνδρου ... που μεταγράφηκε νόμιμα, από τον πατέρα του Ε. Ν.. Στον άνω τίτλο του εναγομένου το όλο ακίνητό του περιγράφεται ως εξής: "ένα ξηρικό αγρό κείμενο στη θέση «...» της περιφέρειας του χωριού Κάτω Γίδες της Κοινότητας Γαυρίου της Άνδρου, μετά του ερειπωμένου κελίου του, διαχωρισθέντα δια αγροτικού δρόμου σε δύο άνισα τμήματα, εκτάσεως ως έγγιστα του όλου ακινήτου εξήντα (60) στρεμμάτων ή όσης εκτάσεως και αν είναι... επιπλέον ισχυρίζεται ότι ο παππούς του Ν. Ν. είχε καταστεί κύριος του επιδίκου δυνάμει του υπ'αριθμ. .../1939 συμβολαίου αγοράς του συμβολαιογράφου Γαυρίου ..., στο οποίο το αγορασθέν ακίνητο περιγράφεται ως "εις θέσιν ... κείμενος αγρός όσης εκτάσεως και αν είναι σύδενδρον μετά του εν αυτώ ερειπωμένου κελίου... ενώ στις πωλήτριες Ε. Κ. και Ε. Κ. είχε περιέλθει δυνάμει των υπ'αριθμ. .../30-7-1923 και ...1928 συμβολαίων του συμβολαιογράφου Αθηνών ..., στα οποία το ακίνητο περιγράφεται συνοπτικά ως "αγρός στη θέση ... συνορεύον με ιδιοκτησίες Μ. Λ., Μ. Θ. και με ρέμα». Από τη μελέτη των τίτλων του εναγομένου προκύπτει ότι στο συμβόλαιο του 1939 του δικαιοπαρόχου του ο αγρός είναι σύδενδρος με όριά τους Π. Λ., Β. Θ., Μ. Θ. και ξηρόρεμα, αντίθετα στο συμβόλαιο υπ'αριθμ. .../1991 με το οποίο αποκτά το ακίνητο ο εναγόμενος αναφέρεται ως όριο η θάλασσα, που απέχει αρκετά από τα δένδρα (ελιές) του εναγομένου, δεν αναφέρεται ως όμορος ιδιοκτήτης ο Τ., το δε επίδικο τμήμα που εκτείνεται πέρα από τα ελαιόδενδρα δεν έχει δένδρα αλλά είναι ξερό...». Ακολουθεί αξιολόγηση της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του ορισθέντος πραγματογνώμονος Ι. Κ. της από Μαΐου 2009 τεχνικής έκθεσης του τοπογράφου μηχανικού Α. Τ. "που απεικονίζει την ιδιοκτησία του εναγομένου με βάση, όμως, το συνταχθέν καθ'υπόδειξή του από Ιανουαρίου 1992 τοπογραφικό διάγραμμα Π...."και ακολούθως το Εφετείο καταλήγει στην κρίση: "Από όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα είναι φανερό ότι όλο το επίδικο εδαφικό τμήμα ανήκει στους ενάγοντες και όχι στον εναγόμενο, απορριπτομένης ως αβάσιμης της σχετικής ένστασης ιδίας κυριότητας που πρότεινε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου στηρίζεται α) στο υπ'αριθμ. .../1939 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Γαυρίου ..., που αποτελεί κατά τον εναγόμενο τον τίτλο ιδιοκτησίας του δικαιοπαρόχου παππού του (σελ. 28 προτάσεων εναγομένου), από το οποίο προκύπτει ευκρινώς ότι το τμήμα που αποκτά ο δικαιοπάροχός του είναι σύδενδρο (αποτελούμενο μόνο από δένδρα) και συνορεύει με ρέμα και με κτήματα άλλων ιδιοκτητών και όχι με θάλασσα, ενώ αντίθετα η σημερινή του ιδιοκτησία που περιλαμβάνει και το επίδικο είναι πέραν των ελαιοδένδρων που του ανήκουν, ξερή και φθάνει μέχρι τη θάλασσα. Είναι λοιπόν φανερό ότι αν το κτήμα του δικαιοπαρόχου του εναγομένου είχε όριο θάλασσα και ήταν ξερό ασφαλώς αυτό και θα αναγραφόταν στο συμβόλαιό του και δεν θα αναφερόταν ως όριο το ρέμα και τα κτήματα των γειτόνων του και επομένως ο εναγόμενος επεξέτεινε το κτήμα που πράγματι του ανήκει (αυτό με τις ελιές) ανατολικότερα καταλαμβάνοντας το επίδικο εδαφικό τμήμα, β) στην περιγραφή της υπ'αριθμ. …/1990 πράξης αποδοχής κληρονομιάς του πατέρα του εναγομένου Ε. Ν., ο οποίος δηλώνει ότι έλαβε κατά το έθιμο λόγω προικοδωρεάς ακίνητα στην …, τα οποία ουδόλως προσδιορίζει, γ) στην περιγραφή των τίτλων των εναγόντων (υπ'αριθμ. ..., .../1984 συμβόλαια) σε συνδυασμό με το υπ'αριθμ. .../1984 συμβόλαιο των δικαιοπαρόχων τους, από όπου εμφαίνεται ότι το ακίνητο των εναγόντων αποτελείται από τρεις πλαγιές, μία κύρια που απολήγει σε θάλασσα και δύο πλαγιές κείμενες ένθεν και ένθεν της κύριας πλαγιάς που απολήγουν σε χείμαρρους. Η περιγραφή αυτή οριοθετεί και το ακίνητο των εναγόντων, αφού σαφώς ορίζεται ως νότιο όριό του ο χείμαρρος, γεγονός που προκύπτει και από το υπ'αριθμ. ...1878 συμβόλαιο των απώτερων δικαιοπαρόχων των εναγόντων από το οποίο προκύπτει ότι νότιο όριο του ακινήτου του ορίζεται το ρέμα. Είναι βέβαια αληθές ότι στα υπ'αριθμ. ..., .../1984 συμβόλαια αναγράφει πέραν της λοιπής περιγραφής και όριο δρόμος αγροτικός «...συνορευόμενον εξ ολοκλήρου με δρόμο αγροτικό και διήκοντα από νότον προς βορρά, δια του οποίου εξυπηρετείται εν πολλοίς το κτήμα», πλην όμως η περιγραφή αυτή είναι στο σημείο αυτό εσφαλμένη, πέραν του εσφαλμένου προσανατολισμού του ακινήτου που συνομολογείται από τους διαδίκους, τον πραγματογνώμονα και τους τεχνικούς συμβούλους τους, καθόσον πλήρως αποδεικνύεται ότι τέτοιος αγροτικός δρόμος που να διαχωρίζει την ιδιοκτησία μέχρι τη θάλασσα δεν υπήρξε ποτέ, αλλά αντίθετα υπήρχε ένα μονοπάτι που ξεκινούσε δυτικά και έφθανε μέχρις ενός σημείου ανατολικά, το οποίο χρησιμοποιούταν αποκλειστικά ως είσοδος στο ακίνητο (βλ. σελ. 10 τεχνικής έκθεσης Ζ. όπου αποτυπώνεται το μονοπάτι σε συνδυασμό με υπ'αριθμ. .../1984 συμβόλαιο των δικαιοπαρόχων των εναγόντων, στο οποίο αναγράφεται ότι ο δρόμος καθώς και τα κτήματα του Μ. Λ. αποτελούν την είσοδο και έξοδο του ακινήτου και όχι όριο αυτού, δεδομένου ότι νότιο όριο αποτελούσε ο χείμαρρος), δ) στο γεγονός ότι η τεχνική έκθεση του τεχνικού συμβούλου Α. Τ. δεν κρίνεται πειστική, διότι πέραν του ότι δεν αποτυπώνει το υπ'αριθμ. .../1939 συμβόλαιο του δικαιοπαρόχου του εναγομένου αλλά μόνο το πρόσφατο από Ιανουαρίου 1992 σχεδιάγραμμα του μηχανικού Π. που συντάχθηκε καθ'υπόδειξη του εναγομένου, αποτυπώνει στη σελ. 23 της τεχνικής έκθεσης την κύρια πλαγιά του ακινήτου των εναγόντων να απολήγει στη θάλασσα, τη δεύτερη πλαγιά να απολήγει ομοίως στη θάλασσα και να συνορεύει με μικρό ρέμα και την τρίτη πλαγιά να απολήγει δυτικά σε άλλο μικρό ρέμα, το δε όριο των ακινήτων χωρίζεται εξ ολοκλήρου με αγροτικό δρόμο, ενώ πλήρως αποδεικνύεται από όλα τα συμβόλαια των εναγόντων ότι μόνο η κύρια πλαγιά απολήγει στη θάλασσα και οι άλλες δύο απολήγουν σε χείμαρρους, αγροτικός δε δρόμος που να διασχίζει και να διαχωρίζει τα ακίνητα των διαδίκων καθ'όλο το μήκος από δύση προς ανατολή δεν υπήρχε ποτέ, παρά μόνο ένα μονοπάτι που κατέληγε πλησίον του μαντριού Λ. και αποτελούσε την είσοδο στο κτήμα των εναγόντων. Επιπλέον οι μικροί χείμαρροι που αποτυπώνονται στη σελ. 23 της τεχνικής του έκθεσης ως όρια, δεν αποτελούν τους χείμαρρους στους οποίους αναφέρονται τα συμβόλαια των εναγόντων, αλλά αντίθετα αποτελούν γραμμές περιοδικής ροής χωρίς έντονη φυσική κοιλότητα του εδάφους (βλ. σελ. 9 τεχνικής έκθεσης Ζ.), ε) στην υπ'αριθμ. πρωτ. …/27-3-1995 βεβαίωση του γεωπόνου Άνδρου Θ. Κ., η γνησιότητα της οποίας δεν αμφισβητήθηκε, από την οποία προκύπτει ότι ο εναγόμενος το έτος 1989, πριν την έναρξη της αντιδικίας δήλωνε στο πρόγραμμα εξισωτικής αποζημίωσης ένα αγρό στη θέση «...» εκτάσεως 25 στρεμμάτων, στο συμβόλαιο του 1991 αναγράφεται ο αγρός ως εμβαδού 60 στρεμμάτων και ήδη σήμερα ο αγρός ανέρχεται σε εμβαδόν 108 στρεμμάτων, γεγονός που σημαίνει την επέκταση του ακινήτου του εναγομένου σε βάρος του ακινήτου των εναγόντων, στ) στις καταθέσεις των μαρτύρων των εναγόντων Γ. Γ. και Φ. Κ., οι οποίοι καταθέτουν μετά λόγου γνώσεως ότι καλλιεργούσαν το κτήμα από το 1940 έως το 1978 περίπου για λογαριασμό των δικαιοπαρόχων των εναγόντων και μετά έμεινε ακαλλιέργητο, γνωρίζουν τα όριά του και κατέθεσαν ότι ο εναγόμενος έχοντας σκαπτικά μηχανήματα και όντας όμορος ιδιοκτήτης κατέλαβε μέρος του ακινήτου των εναγόντων. Οι καταθέσεις αυτές δεν αναιρούνται από την κατάθεση του μάρτυρος του εναγομένου Β. Ψ., ο οποίος δεν είναι γνώστης της περιοχής και των επιδίκων αφού βρίσκεται στην Άνδρο από το 1986 και μετά, ούτε από την κατάθεση του μάρτυρος Π. Π., που εκτός της συγγενικής σχέσης του με τον εναγόμενο (είναι γαμπρός του) περιπίπτει σε αντιφάσεις, αφού στην αρχή της κατάθεσής του αναφέρει ότι το ακίνητο του εναγομένου συνορεύει με κτήμα Π. Λ., κτήμα Τ., ένα ξηρόρεμα και με κτήμα Θ. και στη συνέχεια καταθέτει ότι το κτήμα φτάνει έως τη θάλασσα, ζ) στην υπ'αριθμ. 3/1995 απόφαση του Ειρηνοδικείου Άνδρου, η οποία απέρριψε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής των εναγόντων λόγω έλλειψης επείγουσας περίπτωσης, στην οποία όμως αναγράφεται (σελ.3) ότι ο εναγόμενος ομολογεί ότι όργωσε το επίδικο, ισχυριζόμενος ότι είναι δικό του και δεν συνορεύει με το ακίνητο των εναγόντων αφού μεταξύ των δύο ακινήτων παρεμβάλλονται ακίνητα τρίτων. Η παρεμβολή όμως τρίτων ιδιοκτητών μεταξύ των διαδίκων ουδέποτε προέκυψε στην παρούσα δίκη, ούτε αναφέρεται τρίτος ιδιοκτήτης μεταξύ των ακινήτων των διαδίκων από τον εναγόμενο στις προτάσεις της παρούσας δίκης, γεγονός που ερμηνεύεται ως αντιφατικότητα εκ μέρους του εναγομένου σχετικά με τους ισχυρισμούς που προβάλλει στο επίδικο». Έκρινε, δηλαδή, το Εφετείο, ότι οι ήδη αναιρεσίβλητοι ενάγοντες απέκτησαν τη συγκυριότητα του επίδικου ακινήτου με τον επικαλούμενο στην αγωγή παράγωγο τρόπο, ήτοι με γονική παροχή του πατέρα τους Α. Β. Λ. προς αυτούς τα 4/8 και με πώληση της θείας τους Γ. Β. Λ. τα υπόλοιπα 4/8, δυνάμει των προεκτεθέντων .../1984 και .../1984 συμβολαίων, αντίστοιχα, που έχουν νόμιμα μεταγραφεί (άρθρα 1033, 1192 αρ.1, 1198, 513 επ. και 1509 Α.Κ.) και απέρριψε την - προβληθείσα από τον ήδη αναιρεσείοντα εναγόμενο με τις από 5.5.2011 προτάσεις του ενώπιον του Εφετείου της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση - "ένστασή (του) ιδίας κυριότητας του επίδικου τμήματος, αποκτηθείσας κατά παράγωγο τρόπο δυνάμει της υπ'αριθ. .../1991/Τ…./α.α….) γονικής παροχής νομίμως μεταγεγραμμένης"του αληθούς κυρίου αυτού δικαιοπάροχου πατέρα του προς αυτόν και επικουρικά με τα προσόντα της τακτικής, άλλως έκτακτης χρησικτησίας "στο πρόσωπο του πατρός δικαιοπαρόχου (του) Ε. Ν. του Ν.», ως νεμηθέντες ο πατέρας του και οι δικαιοπάροχοί του με καλή πίστη δυνάμει "συνεχών και αδιάσπαστης συνέχειας - μνημονευόμενων - νόμιμων τίτλων ιδιοκτησίας"για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας πριν τη μεταβίβασή του - το έτος 1991- στον ήδη αναιρεσείοντα εναγόμενο, ως κατ'ουσίαν αβάσιμη. Ακολούθως, δέχτηκε ως βάσιμη και κατ'ουσίαν την έφεση των αναιρεσιβλήτων κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει αντίθετη κρίση και εν τέλει δέχτηκε την ένδικη διεκδικητική του επίδικου ακινήτου αγωγή τους, αναγνωρίζοντας αυτούς συγκυρίους και υποχρεώνοντας τον ήδη αναιρεσείοντα εναγόμενο να τους το αποδώσει κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς αιτιολογίες και, έτσι, στέρησε την απόφασή του από τη νόμιμη βάση της, κατά παραδοχή του πρώτου πρόσθετου λόγου αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ., ως προς το ουσιώδες ζήτημα της νομής του επίδικου ακινήτου, το οποίο αποτελεί γεγονός κρίσιμο τόσο όσον αφορά την παραδοχή του περί απόδοσης αυτού - επίδικου ακινήτου - αγωγικού αιτήματος όσο και όσον αφορά την απόρριψη της άνω ένστασης περί ιδίας κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία από το δικαιοπάροχο του ήδη αναιρεσείοντος εναγομένου, παραβιάζοντας, έτσι, εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1094, 1041, 1042, 1043 και 1045 Α.Κ., δεδομένου ότι, με βάση αυτά που δέχτηκε, δεν είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή από αυτό - Εφετείο - των πιο πάνω διατάξεων, διότι δεν αιτιολογεί, εάν, πως και πότε ο ήδη αναιρεσείων εναγόμενος ή οι δικαιοπάροχοί του απέκτησαν τη νομή του επιδίκου - λαμβανομένου υπόψη, ότι, για την εφαρμογή της άνω διάταξης του άρθρου 1094 Α.Κ. ως προς την παραδοχή του περί απόδοσης του πράγματος αγωγικού αιτήματος απαιτείται ο εναγόμενος να είναι νομέας ή κάτοχός του κατά την έγερση της αγωγής - και σε καταφατική περίπτωση αν την απέκτησαν ή όχι με καλή πίστη και με νόμιμο ή νομιζόμενο τίτλο και αν αυτός και οι δικαιοπάροχοί του την έχουν ή όχι έκτοτε συνεχώς. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρεθείσα απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 εδ. 2 Κ.Πολ.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 220/2011 απόφαση του Εφετείου Αιγαίου.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο όμως από άλλους δικαστές εκτός από αυτούς που εξέδωσαν την αναιρεθείσα απόφαση.
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Νοεμβρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Ιανουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 2162/2014 Αγροτικός κλήρος - Απαγόρευση χρησικτησίας - Εξαίρεση για ποσοστό εξ αδιαιρέτου - Αγροτικός Κώδικας. Αγροτικός κλήρος. Απαγόρευση κατάτμησης τεμαχίων της οριστικής διανομής. Ποσοστό εξ αδιαιρέτου. Έκτακτη χρησικτησία. Συννομή. Συγκυριότητα. Αναιρετικός λόγος για παράβαση ουσιαστικού δικαίου. Συννομή αγροτικού κλήρου από κληρονόμους κληρούχου. Πώληση εξ αδιαιρέτου ποσοστών σε τρίτους. Αναγνώριση συγκυριότητας αγοραστών. Η απαγόρευση της νομής και της απόκτησης κυριότητας με χρησικτησία επί διαιρετού τμήματος κληροτεμαχίου δεν ισχύει και επί ποσοστού εξ αδιαιρέτου, διότι η νομή και η κυριότητα αυτή δεν οδηγεί αναγκαίως στην κατάτμηση του κληροτεμαχίου, του οποίου, σε περίπτωση διανομής του, ως κοινού, και αφού απαγορεύεται η κατάτμηση και δεν είναι κατά νόμον δυνατή η αυτούσια διανομή, θα διαταχθεί η πώληση με πλειστηριασμό. Απορρίπτει αναίρεση

Next: ΜΕφΘεσ 1511/2018 - Νομή. Πρωτότυπη και παράγωγη κτήση της νομής. Η νομή προσβάλλεται είτε με διατάραξη είτε με αποβολή του νομέα. Η αποβολή νομής μπορεί να συνίσταται και σε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας. Συννομή. Έννοια. Αγωγή αναγνώρισης νομής και απόδοσης κατ΄ιδανικό μερίδιο. Δεκτή ένσταση συμψηφισμού ανταπαίτησης μόνο για την πρώτη απαίτηση. Απορρίπτεται η ένσταση επίσχεσης γιατί αναφέρεται σε δαπάνη που ανάγεται σε χρόνο κατά τον οποίο δεν είχε καταστεί ο εναγόμενος-εκκαλών συννομέας του επιδίκου ακινήτου αλλά βρίσκονταν απλά στην κατοχή του δυνάμει ενοχικής σχέσεως. Απορρίπτεται η ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος. Αμετάκλητη καταδίκη του εναγομένου από ποινικό δικαστήριο για την αξιόποινη πράξη της χρήσης πλαστού εγγράφου και υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης πλην όμως η εν λόγω σύμβαση δεν έχει ακυρωθεί μέχρι σήμερα και έτσι ο εναγόμενος είναι συγκύριος και συννομέας του ακινήτου κατά 20% εξ αδιαιρέτου. Αποβολή του ενάγοντος από τη συννομή κατά ποσοστό 80% εξ αδιαιρέτου. Αποζημίωση λόγω ζημίας. Μείωση αποζημίωσης του ενάγοντος λόγω συμψηφισμού ανταπαίτησής του. Δικονομικά θέματα. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Το αίτημα για αναβολή της συζήτησης δεν θεμελιώνει νόμιμο λόγο έφεσης διότι η αναβολή απόκειται στην κρίση του δικαστηρίου. Δεκτή η έφεση, εξαφανίζει εκκαλούμενη απόφαση. Κρατεί. Δέχεται εν μέρει αγωγή.
Previous: ΑΠ 164/2014 Διεκδικητική αγωγή επί συγκυριότητας προς απόδοση συννομής κατά ιδανική μερίδα - Κυριότητα. Διεκδικητική αγωγή. Επί συγκυριότητας, προς επιδίωξη απόδοσης συννομής κατά την ιδανική μερίδα συγκυρίου. Στοιχεία ορισμένου. Περιγραφή ακινήτου. Δεν απαιτείται αναφορά πλευρικών διαστάσεων, προσανατολισμού καθ’ όρια και ονομάτων ιδιοκτητών όμορων. Απαιτείται προσδιορισμός της θέσης διεκδικούμενου ακινήτου ως τμήμα μεγαλύτερου. Αρκεί η ενσωμάτωση τοπογραφικού διαγράμματος. Κτήση κυριότητας με τακτική χρησικτησία. Έννοια και προϋποθέσεις. Καλή πίστη νομέα ως προς την ύπαρξη τίτλου. Συγγνωστή πλάνη αγοραστή ότι κατέχει τίτλο μεγαλύτερης έκτασης. Βάρος επίκλησης και απόδειξης.Χρόνος χρησικτησίας. Συνυπολογισμός του χρόνου άσκησης νομής του διαδόχου στο χρόνο του δικαιοπαρόχου του. Αναιρετικοί λόγοι. Έλλειψη νόμιμης βάσης. Ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς ουσιώδες ζήτημα νομής. Αναιρεί. Παραπέμπει προς περαιτέρω εκδίκαση
$
0
0


ΑΠ 2162/2014 Αγροτικός κλήρος - Απαγόρευση χρησικτησίας - Εξαίρεση για ποσοστό εξ αδιαιρέτου

Περίληψη

Αγροτικός Κώδικας. Αγροτικός κλήρος. Απαγόρευση κατάτμησης τεμαχίων της οριστικής διανομής. Ποσοστό εξ αδιαιρέτου. Έκτακτη χρησικτησία. Συννομή. Συγκυριότητα. Αναιρετικός λόγος για παράβαση ουσιαστικού δικαίου. Συννομήαγροτικού κλήρου από κληρονόμους κληρούχου. Πώληση εξ αδιαιρέτου ποσοστών σε τρίτους. Αναγνώριση συγκυριότητας αγοραστών. Η απαγόρευση της νομής και της απόκτησης κυριότητας με χρησικτησία επί διαιρετού τμήματος κληροτεμαχίου δεν ισχύει και επί ποσοστού εξ αδιαιρέτου, διότι η νομή και η κυριότητα αυτή δεν οδηγεί αναγκαίως στην κατάτμηση του κληροτεμαχίου, του οποίου, σε περίπτωση διανομής του, ως κοινού, και αφού απαγορεύεται η κατάτμηση και δεν είναι κατά νόμον δυνατή η αυτούσια διανομή, θα διαταχθεί η πώληση με πλειστηριασμό. Απορρίπτει αναίρεση

Απόφαση

Αριθμός 2162/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Β. Γ. του Κ., 2)Χ. Γ. του Κ., 3)Α. χας Π. Γ., το γένος Δ. Μ., 4)Κ. Γ. του Π. και 5)Δ. Γ. του Π., κατοίκων απάντων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεόδωρο Ζέρβα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Γ. Ζ. του Κ., κατοίκου ..., 2)Ε. χας Α. Ζ., 3)Κ. Ζ. του Α., κατοίκου .... Ο 1ος δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, η 2η, όπως προκύπτει από τις από 11-9-2014 προτάσεις του δικηγόρου Βασιλείου Νίκου, απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τον 3ο, ο οποίος, ατομικά και ως καθολικός διάδοχός της, εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Νίκου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-3-2000 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 60/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 236/2012 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 29-11-2012 αίτησή τους και τους από 20-6-2013 πρόσθετους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 1-11-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων της. Ο πληρεξούσιος του παραστάντος αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και των προσθέτων λόγων, καθώς και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 568§4 και 576§2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως απουσιάζει ο αναιρεσίβλητος και ο αναιρεσείων που επισπεύδει τη συζήτηση έχει επιδώσει σ'αυτόν αντίγραφο του κατατεθέντος δικογράφου της αιτήσεως με κλήση προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο που έχει οριστεί, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία του κλητευθέντος αναιρεσιβλήτου.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, ο πρώτος αναιρεσίβλητος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, η οποία ορίστηκε μετά από αναβολή εκ του πινακίου από την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 4-12-2013, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση. Όπως δε προκύπτει από τις υπ'αριθμ. .../21-3-2013 και .../2-7-2013 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Χαλκιδικής Α. Π., τις οποίες οι αναιρεσείοντες προσκομίζουν και επικαλούνται, οι τελευταίοι επέδωσαν στον ως άνω αναιρεσίβλητο, νόμιμα και εμπρόθεσμα, αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως και του από 20-6-2013 δικογράφου πρόσθετων λόγων, με τις κάτω από αυτά πράξεις με τις οποίες ορίζεται η ανωτέρω αρχική δικάσιμος προς συζήτησή τους και με κλήση για να παραστεί κατά τη δικάσιμο αυτή. Επομένως, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, και αφού η αναβολή εκ του πινακίου ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρ. 226 παρ. 4 εδ. γ'-δ'και 575 εδ. β'ΚΠολΔ), το δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία του κλητευθέντος ως ανωτέρω πρώτου αναιρεσιβλήτου.
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του α.ν. 431/1968, από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού (23-5-1968) επιτρέπεται στους κατά την εποικιστική νομοθεσία κληρούχους η εκποίηση ή οπωσδήποτε διάθεση με δικαιοπραξίες εν ζωή των πάσης φύσεως κλήρων τους, με τον μοναδικό περιορισμό της μη κατατμήσεως των τεμαχίων της οριστικής διανομής, ο οποίος ισχύει και για κάθε περαιτέρω μεταβίβαση, κατά δε το άρθρο 2 παρ. 1 β'του ίδιου α.ν. 431/68, σε περίπτωση κατάσχεσης ή πλειστηριασμού του κλήρου με επίσπευση του ενυπόθηκου δανειστή τηρείται μόνον ο περιορισμός της μη κατάτμησης των τεμαχίων της οριστικής διανομής. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η απαγόρευση της κατάτμησης των τεμαχίων της οριστικής διανομής αποτελεί γενική αρχή που εφαρμόζεται στην επιτρεπόμενη ήδη εν ζωή μεταβίβαση της κυριότητας του κλήρου, και ότι, κατά συνέπειαν, από την ισχύ του α.ν. 431/68 ο κληρούχος παύει να λογίζεται κατά πλάσμα νομέα του κλήρου και αν δεν τον κατέχει πραγματικά, όπως συνέβαινε μέχρι τότε υπό την ισχύ του άρθρου 79 παρ. 2 του Αγροτικού Κώδικα, και είναι δυνατή πλέον η χωρίς τη θέληση του κληρούχου κτήση της νομής ολόκληρου του κληροτεμαχίου και η εντεύθεν απόκτηση της κυριότητας σ'αυτό από τρίτον με χρησικτησία, όχι όμως και τμήματος του κληροτεμαχίου, αφού στην περίπτωση αυτή επέρχεται κατάτμησή του (Ολομ. ΑΠ 15/2004). Η απαγόρευση όμως της νομής και της απόκτησης κυριότητας με χρησικτησία επί διαιρετού τμήματος κληροτεμαχίου δεν ισχύει και επί ποσοστού εξ αδιαιρέτου, διότι η νομή και η κυριότητα αυτή δεν οδηγεί αναγκαίως στην κατάτμηση του κληροτεμαχίου, του οποίου, σε περίπτωση διανομής του, ως κοινού, και αφού απαγορεύεται η κατάτμηση και δεν είναι κατά νόμον δυνατή η αυτούσια διανομή, θα διαταχθεί η πώληση με πλειστηριασμό κατά το άρθρο 484 του ΚΠολΔ (ΑΠ 267/2007). Παρέπεται ότι αγωγή αναγνωρίσεως συγκυριότητας περισσοτέρων επί κληροτεμαχίου, την οποία στηρίζουν σε εικοσαετή και πλέον νομή τους κατ'ιδανικά μέρη (συννομή) επί του κληροτεμαχίου και εντεύθεν σε κτήση της συγκυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι νόμιμη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 994, 1045 του ΑΚ και 1 παρ. 1 και 2 παρ. 1 β'του α.ν. 431/1968. Εξάλλου ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο της ουσίας εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, του οποίου, ενόψει του περιεχομένου της αγωγής ή των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής. Ο δε λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 8 του ίδιου άρθρου 559 ΚΠολΔ δεν δημιουργείται επίσης όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και εξετάζει προταθέντα από διάδικο ουσιώδη ισχυρισμό.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την ένδικη αγωγή των αναιρεσιβλήτων, οι τελευταίοι εξέθεταν σ'αυτήν ότι στον Κ. Ζ., πατέρα του πρώτου, πενθερό της δεύτερης και παππού του τρίτου από αυτούς, ο οποίος συνεχίζει τη δίκη και ως (μοναδικός) κληρονόμος της δεύτερης αναιρεσίβλητης-μητέρας του, που έχει ήδη αποβιώσει, παραχωρήθηκε από το Ελληνικό δημόσιο προς αγροτική του αποκατάσταση το λεπτομερώς περιγραφόμενο κληροτεμάχιο, για το οποίο εκδόθηκε το νομίμως μεταγεγραμμένο υπ'αριθμόν .../1959 παραχωρητήριο, ότι με άτυπη γονική παροχή που συνέστησε ο παραπάνω κληρούχος υπέρ των τέκνων του Γ. (πρώτου ενάγοντος), Α. (ο οποίος απεβίωσε το έτος 1966 και κληρονομήθηκε από τη δεύτερη ενάγουσα - σύζυγό του και τον τρίτο ενάγοντα - γιό του) και Γ. και κατόπιν άτυπης συμφωνίας μεταξύ των τέκνων αυτών, που έλαβαν χώρα το έτος 1961, περιήλθε το ειρημένο κληροτεμάχιο στη συννομήτους, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσοστά εξ αδιαιρέτου, ότι έκτοτε ο πρώτος ενάγων και οι υπόλοιποι ενάγοντες από τον θάνατο του δικαιοπαρόχου τους Α. (1966) κατείχαν και νέμονταν με διάνοια συγκυρίων το όλον ακίνητο, κατά τα δικά τους ποσοστά εξ αδιαιρέτου ο καθένας και συγκεκριμένα κατά 54% ο πρώτος, 5,75% η δεύτερη και 17,25% ο τρίτος, ασκώντας σ'αυτό τις αναφερόμενες αναλυτικά πράξεις νομής, εν γνώσει και με τη θέληση του κληρούχου Κ. Ζ. του Γ., σε κάθε δε περίπτωση από 23-5-1968, ημερομηνία έναρξης ισχύος του α.ν. 431/1968, έως το έτος 1992, με συνέπεια να καταστούν συγκύριοι του κληροτεμαχίου με έκτακτη χρησικτησία, και ότι ο τρίτος συννομέαςτου επίδικου ακινήτου Γ. Ζ., κάνοντας χρήση του υπ'αριθμ. .../1992 συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου, που απέσπασε με δόλια μέσα από τον κληρούχο πατέρα του, προέβη με το υπ'αριθμ. .../1992 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ..., στην πώληση του ανήκοντος πλέον στους ενάγοντες ποσοστού εξ αδιαιρέτου επί του όλου ακινήτου στους πρώτο και δεύτερο εναγομένους και στον Π. Γ., δικαιοπάροχο των λοιπών εναγομένων. Κατόπιν τούτων και λόγω της διεκδίκησης του επιδίκου από τους εναγομένους αγοραστές του, οι αναιρεσίβλητοι-ενάγοντες ζήτησαν να αναγνωριστεί η συγκυριότητά τους σ'αυτό κατά τα προαναφερόμενα επί μέρους ποσοστά εξ αδιαιρέτου του καθενός. Υπό το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή των αναιρεσιβλήτων ήταν νόμιμη, σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη και τις εκεί αναφερόμενες ουσιαστικές διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 974, 976, 999, 1113 του ΑΚ και 70 του ΚΠολΔ, των οποίων διατάξεων συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, η εικοσαετής δηλαδή συννομήτου επίδικου κληροτεμαχίου εκ μέρους των αναιρεσιβλήτων από την έναρξη της ισχύος του α.ν. 431/68 (23-5-1968), και τις οποίες επομένως (διατάξεις) δεν παραβίασε το Εφετείο με εσφαλμένη εφαρμογή, κρίνοντας νόμιμη την αγωγή, είναι δε αβάσιμα τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον πρώτο, από το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους. Η εικοσαετής αυτή συννομήτων αναιρεσιβλήτων επί του επιδίκου από την έναρξη της ισχύος του α.ν. 431/68, ειδικότερα, εκτός του ότι περιέχεται στην ιστορικώς αναφερομένη στην αγωγή "συννομή"τους από το έτος 1961 και εφεξής μέχρι το έτος 1992, αναφέρεται ειδικώς και αυτοτελώς στην αγωγή, ως τρόπος κτήσεως της επικαλούμενης συγκυριότητας (χρησικτησία) των αναιρεσιβλήτων. Επομένως το Εφετείο που έλαβε υπόψη τον σχετικό με τη συννομήαυτή ισχυρισμό των αναιρεσιβλήτων και έκρινε έτσι νόμω βάσιμη την αγωγή, περαιτέρω δε, δεχόμενο ως αποδειχθέντα τον ισχυρισμό αυτόν, και κατ'ουσίαν βάσιμη, δεν έλαβε υπόψη ουσιώδη πράγματα που δεν είχαν προταθεί από τους αναιρεσιβλήτους, και είναι επίσης αβάσιμα τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον δεύτερο, από τον αρ. 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο του αναιρετηρίου.
ΙΙΙ. Ο κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του προσήκοντος κανόνα ουσιαστικού δικαίου.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε τα ακόλουθα: "Δυνάμει της οριστικής διανομής του αγροκτήματος ... Χαλκιδικής έτους 1932 που κυρώθηκε με το ΝΔ 3784/1957 και στη συνέχεια εκδόθηκε ο υπ'αριθμ. .../10-7-1959 οριστικός τίτλος κυριότητας της Διεύθυνσης Εποικισμού - Νομαρχίας Χαλκιδικής, που μεταγράφηκε νόμιμα, παραχωρήθηκε μεταξύ άλλων στον Κ. Ζ. ή Τ. του Γ., πατέρα του πρώτου εφεσιβλήτου, πεθερό της δεύτερης εφεσίβλητης και παππού του τρίτου εφεσιβλήτου (σημ: ήδη αναιρεσιβλήτων), προς αγροτική του αποκατάσταση, το με αριθμό 133 κληροτεμάχιο, που βρίσκεται στη θέση "..."της κοινότητας ... Χαλκιδικής, εκτάσεως 17.500 τ.μ. και συνορεύει (...). Το έτος 1961 ο ως άνω κληρούχος, προκειμένου να ενισχύσει οικονομικά τα τρία άρρενα τέκνα του, Γ., Α., ο οποίος απεβίωσε το έτος 1966 και κληρονομήθηκε από τη σύζυγό του και τον γιό του Κ. (2η και 3ος εφεσίβλητοι), και Γ., παραχώρησε άτυπα τη νομή και κατοχή του ως άνω κληροτεμαχίου, κατά ποσοστό 68% εξ αδιαιρέτου στον πρώτο εξ αυτών και στους άλλους δύο γιούς του κατά ποσοστό 16% εξ αδιαιρέτου στον καθένα από αυτούς (...). Αμέσως, μετά την ως άνω άτυπη παραχώρηση, τα τέκνα του κληρούχου αναδιένειμαν τα εξ αδιαιρέτου ποσοστά του παραπάνω κληροτεμαχίου, προκειμένου να αποκτήσουν ο Α. και ο Γ. μεγαλύτερα ποσοστά εξ αδιαιρέτου στο κληροτεμάχιο, με την προοπτική, στην περίπτωση που επιτρεπόταν η κατάτμηση του κληροτεμαχίου, να προχωρήσουν, μελλοντικά, στη λύση της συγκυριότητάς τους επί του κληροτεμαχίου και δημιουργήσουν αυτοτελή για τον καθένα τμήματα, και αξιοποιήσουν αυτά ως άρτια και οικοδομήσιμα, και έλαβε στη συννομήτου (ο Γ.) ποσοστό 54% εξ αδιαιρέτου, ο δικαιοπάροχος των λοιπών εφεσιβλήτων Α. Ζ. ποσοστό 23% εξ αδιαιρέτου, και ο μικρότερος αδελφός τους Γ.ς ποσοστό 23% εξ αδιαιρέτου του όλου κληροτεμαχίου. Το ίδιο έτος (1961) τα παραπάνω αδέλφια ρύθμισαν, ταυτόχρονα, τη χρήση του κληροτεμαχίου και άρχισαν να εκτελούν πράξεις συννομήςκατά τα προαναφερθέντα ποσοστά εξ αδιαιρέτου. Συγκεκριμένα ο πρώτος εφεσίβλητος έκανε χρήση 9.500 τ.μ. από το όλο κληροτεμάχιο που αντιστοιχεί στο 54% περίπου, και ο καθένας από τους άλλους δύο αδελφούς, Α. και Γ., έκανε χρήση 4.000 τ.μ. που αντιστοιχεί 23% περίπου του όλου κληροτεμαχίου. Η ρύθμιση της ως άνω χρήσης έλαβε χώρα προκειμένου να καταστεί ευχερής η επιμελής καλλιέργεια του κληροτεμαχίου από τον καθένα. Έκτοτε οι τρεις γιοί του αρχικού κληρούχου, που ήταν μόνιμοι κάτοικοι ... Χαλκιδικής, και μετά τον θάνατο του Α. Ζ. το έτος 1966, οι β'και γ'των εφεσιβλήτων (σύζυγος και γιός του), ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του κατά ποσοστό 5,75% και 17,25% εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, ασκούσαν τις προσιδιάζουσες σ'αυτό πράξεις συννομήςμε διάνοια συγκυρίων, κατά τα ως άνω ποσοστά εξ αδιαιρέτου, και συγκεκριμένα καλλιεργούσαν στο επίδικο σιτηρά, δημητριακά, ψυχανθή και ελαιόδενδρα, εισπράττοντας ως δικαιούχοι, από το έτος 1987, την εξισωτική αποζημίωση για τον ελαιόκαρπο των ελαιοδένδρων που βρίσκονται στο επίδικο. Από την 23-5-1968 μέχρι και την 23-5-1988 οι εφεσίβλητοι και ο Γ. Ζ., εν γνώσει του κληρούχου Κ. Ζ. και με τη θέλησή του, ασκούσαν τις πράξεις συννομής, κατά τα προαναφερθέντα ποσοστά εξ αδιαιρέτου, προσωπικώς και δια της μητέρας του ο τρίτος εφεσίβλητος, τα δε έσοδα της καλλιέργειας χρησιμοποιούσαν οι εφεσίβλητοι για τη συντήρηση της οικογένειάς τους (...). Ασκώντας λοιπόν πράξεις συννομήςοι εφεσίβλητοι και ο Γ. Ζ., κατά τα προαναφερθέντα ποσοστά εξ αδιαιρέτου ο καθένας, από 23-5-1968, ημερομηνία έναρξης ισχύος του A.Ν.431/1968, για χρόνο περισσότερο από είκοσι (20) έτη, κατέστησαν συγκύριοι εξ αδιαιρέτου, κατά ποσοστά 54% εξ αδιαιρέτου ο πρώτος εφεσίβλητος, 17,25% εξ αδιαιρέτου η δεύτερη εφεσίβλητη και 5,75% εξ αδιαιρέτου ο τρίτος εφεσίβλητος, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας (άρθρα 1045 ΑΚ και 79 του α.ν. 431/1968). Ο Κ. Ζ. του Γ. - αρχικός κληρούχος, από την 23-5-1968 μέχρι την 23-5-1988, ήτοι επί μία εικοσαετία, αποξενώθηκε από το επίδικο με τη θέλησή του, όπως και από τα άλλα κληροτεμάχια που είχε παραχωρήσει κατά τον ίδιο τρόπο στα παιδιά του, γνωρίζοντας ότι τα τέκνα του Γ. και Γ., καθώς και οι κληρονόμοι του τρίτου τέκνου του Α. (β'και γ'εφεσίβλητοι), νέμονταν τούτο με διάνοια συγκυρίων κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά, μάλιστα δε με τη συναίνεσή του (...). Πρέπει να σημειωθεί ότι το χρονικό διάστημα από το έτος 1961 μέχρι 23-5-1968 δεν υπολογίζεται για την απόκτηση της κυριότητας του επιδίκου από τους εφεσίβλητους και το Γ. Ζ., με έκτακτη χρησικτησία, διότι μέχρι την 23-5-1968 το επίδικο ήταν ανεπίδεκτο χρησικτησίας. Οι εφεσίβλητοι και μετά την 23-5-1988 συνέχισαν να νέμονται και να κατέχουν το επίδικο κληροτεμάχιο κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου ο καθένας, καλλιεργώντας αυτό με διάφορα δημητριακά προϊόντα ή εκμισθώνοντας τούτο σε τρίτους, εισπράττοντας για δικό τους λογαριασμό τα μισθώματα (...). Το έτος 1992 ο Γ. Ζ. αποφάσισε να πωλήσει το ποσοστό συγκυριότητας που απέκτησε, με έκτακτη χρησικτησία, στο επίδικο ακίνητο. Επειδή όμως δεν είχε Έγγραφο τίτλο, μεταγεγραμμένο για την κυριότητά του, ο πατέρας του Κ. Ζ. παρέσχε σ'αυτόν πληρεξουσιότητα, με την εντολή, μεταξύ των άλλων, την πώληση σε τρίτον του 23% εξ αδιαιρέτου του ως άνω κληροτεμαχίου, με το υπ'αριθμ. .../24-1-1992 ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Πολυγύρου .... Με βάση το ειδικό αυτό πληρεξούσιο ο Γ. Ζ., με το υπ'αριθμ. .../3-4-1992 οριστικό συμβόλαιο αγοραπωλησίας ποσοστού εξ αδιαιρέτου αγροτεμαχίου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ... που μεταγράφηκε νόμιμα, ενεργώντας, σύμφωνα με το προαναφερθέν .../1992 ειδικό πληρεξούσιο, ως πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος και αντίκλητος του πατέρα του Κ. Ζ. του Γ., μεταβίβασε την κυριότητα, νομή και κατοχή ποσοστού 23% εξ αδιαιρέτου του υπ'αριθμ. 133 επιδίκου κληροτεμαχίου, που αντιστοιχούσε στο παραχωρηθέν ο'αυτόν ποσοστό και το οποίο νεμόταν εξ αδιαιρέτου μέχρι τότε (1992) με διάνοια συγκυρίου, στους αδελφούς Γ., αντί αναγραφέντος τιμήματος 3.000.000 δρχ. Ο ίδιος, Γ. Ζ., λίγους μήνες αργότερα, με το υπ'αριθμ. .../3-7-1992 οριστικό συμβόλαιο αγοραπωλησίας ποσοστού εξ αδιαιρέτου αγροτεμαχίου του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, ενεργώντας, με το με αριθμό .../8-6-1992 ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Πολυγύρου ..., και πάλι ως πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος και αντίκλητος του πατέρα του Κ. Ζ., προχώρησε εν αγνοία των εφεσιβλήτων στη μεταβίβαση της κυριότητας, νομής, κατοχής και του υπολοίπου ποσοστού 77% εξ αδιαιρέτου του ανωτέρω κληροτεμαχίου στους δύο πρώτους εκκαλούντες, Β. και Χ. Γ., και στο δικαιοπάροχο των γ', δ'και ε'των εκκαλούντων, Π. Γ., αντί αναγραφέντος τιμήματος 10.170.000 δρχ. Όμως από την 23-5-1968 και εντεύθεν, δηλαδή μετά την ισχύ του α.ν. 431/1968, που επιτράπηκε η διάθεση των κλήρων, οι εφεσίβλητοι νέμονταν με διάνοια συγκυρίου εν γνώσει και με τη θέληση του κληρούχου Κ. Ζ., σύμφωνα με τα παραπάνω, τα ως άνω ποσοστά εξ αδιαιρέτου, για χρονικό διάστημα πλέον των είκοσι (20) ετών και, συνεπώς, κατέστησαν συγκύριοι αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ο μεν πρώτος εφεσίβλητος κατά ποσοστό 54% εξ αδιαιρέτου, η δε δεύτερη εφεσίβλητη κατά ποσοστό 5,75% εξ αδιαιρέτου και ο τρίτος εφεσίβλητος κατά ποσοστό 17,25% εξ αδιαιρέτου, και κατά το χρόνο σύνταξης του ως άνω με αριθμό .../8-6-1992 συμβολαίου μεταβίβασης κυριότητας, το ποσοστό αυτό είχε εκφύγει από την κυριότητα του Κ. Ζ., αρχικού κληρούχου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από το μήνα Μάιο του έτους 1992 ανέκυψαν διαφωνίες στην ευρύτερη οικογένεια του κληρούχου Κ. Ζ., ο οποίος τότε διήγε το 87° έτος της ηλικίας του, και ειδικότερα, μεταξύ των εφεσιβλήτων και του Γ. Ζ., ως προς τη φροντίδα του Κ. Ζ., ο οποίος απεβίωσε στις 13-11-1994, και με την ευκαιρία αυτή ανακινήθηκαν περιουσιακά ζητήματα. Οι εφεσίβλητοι δεν είχαν λόγο να διαμαρτυρηθούν για την πώληση του επιδίκου κληροτεμαχίου από τον Γ. Ζ. στους ως άνω αγοραστές, του ποσοστού 23% εξ αδιαιρέτου της συγκυριότητάς του σ'αυτό, έστω και με τον τρόπο που επέλεξε ο τελευταίος, εφόσον δεν είχε Έγγραφο τίτλο κυριότητας, γι'αυτό, εξάλλου, δεν διαμαρτυρήθηκαν. Ούτε είναι τυχαίο το ποσοστό 23% εξ αδιαιρέτου που μεταβιβάσθηκε κατά κυριότητα στους αγοραστές. Το ποσοστό 23% εξ αδιαιρέτου είναι αυτό που είχε λάβει ο Γ. Ζ. κατά την ως άνω διανομή του επιδίκου μεταξύ των τριών αδελφών (Γ., Α., Γ.) και στη συνεχεία απέκτησε συγκυριότητα σ'αυτό με τα στοιχεία της έκτακτης χρησικτησίας κατά το προαναφερόμενο ποσοστό εξ αδιαιρέτου. Στη συνέχεια όμως οι εφεσίβλητοι μόλις πληροφορήθηκαν τη μεταβίβαση του 77% εξ αδιαιρέτου διαμαρτυρήθηκαν, τόσο προς τον Γ. Ζ., όσο και προς τον κληρούχο πατέρα του πρώτου εφεσιβλήτου, πεθερό της δεύτερης εφεσίβλητης και παππού του τρίτου εφεσιβλήτου, Κ. Ζ. του Γ.. Ο τελευταίος κατά τον χρόνο που τον φρόντιζε ο πρώτος εφεσίβλητος, γιός του, προέβη σε σύνταξη της με αριθμό .../9-11-1992 δημόσιας διαθήκης ενώπιον της συμβολαιογράφου Νέων Μουδανιών, με την οποία αναγνώρισε ότι από το έτος 1961 είχε προβεί σε άτυπη παραχώρηση του 77% εξ αδιαιρέτου, με τον προαναφερθέντα τρόπο, στον πρώτο εφεσίβλητο και στον δικαιοπάροχο των λοιπών εφεσιβλήτων Α. Ζ.. Επίσης, αναγνώρισε με αυτήν την άσκηση πράξεων συννομήςαπό τους εφεσίβλητους και επικαλέσθηκε ότι ο Γ. Ζ. απέσπασε το ως άνω με αριθμό .../3-6-1992 ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Πολυγύρου ..., με το οποίο μεταβίβασε στους πρώτο και δεύτερο των εκκαλούντων και στον δικαιοπάροχο της τρίτης, του τετάρτου και του πέμπτου των εκκαλούντων, με δόλιο τρόπο. Στη συνέχεια τον επόμενο μήνα, Δεκέμβριο, του ιδίου έτους (1992), χορήγησε την από 28-12-1992 υπεύθυνη δήλωσή του, με την οποία ανέφερε ότι τα χρήματα από την πώληση του με αριθμό 133 κληροτεμαχίου έδωσε στον Γ. Ζ., γιατί τον αδίκησε κατά τη διάθεση της περιουσίας του στα τέκνα του. Ακολούθησε η από 9-2-1993 επιστολή του Κ. Ζ., την περίοδο που τον φρόντιζε ο γιός του Γ., με την οποία αναγνώρισε, εμμέσως, ως έγκυρο το ως άνω ειδικό πληρεξούσιό του, με βάση το οποίο συντάχθηκε το προαναφερθέν με αριθμό .../3-7-1992 οριστικό συμβόλαιο, επικαλούμενος ότι τα χρήματα από την πώληση του με αριθμό 133 κληροτεμαχίου δώρισε στον γιό του Γ. Ζ., ως αντιστάθμιση για μείωση αξίας ακινήτου του τελευταίου από την ανέγερση διόροφης οικοδομής του τρίτου εφεσιβλήτου μπροστά από την οικοδομή του Γ. Ζ.. Ανεξάρτητα από τους λόγους και την αιτία χορήγησης του ως άνω με αριθμό .../8-6-1992 πληρεξουσίου και τις αιτίες των διενέξεων της ευρύτερης οικογένειας Κ. Ζ. του Γ., ο τελευταίος στις 9-11-1992 που συνέταξε τη διαθήκη του και στη συνέχεια ακολούθησαν οι προαναφερόμενες επιστολές του, αλλά και η υπ'αριθμ. .../31-5-1994 ένορκη βεβαίωσή του, που δόθηκε στα πλαίσια άλλης αγωγής (αριθμ. κατάθ. .../.../16-3-1994), στην οποία αυτός ήταν ένας από τους εναγόμενους, δεν ήταν κύριος του ως άνω μεταβιβασθέντος ποσοστού 77% εξ αδιαιρέτου, κατά το οποίο συγκύριοι είχαν γίνει οι εφεσίβλητοι, κατά τα προαναφερθέντα. Τέλος αποδείχθηκε ότι οι εφεσίβλητοι άσκησαν αναγνωριστική αγωγή κυριότητας στο προαναφερθέν ποσοστό συγκυριότητας του κληροτεμαχίου, επικαλούμενοι, όμως, διαφορετικά περιστατικά, η οποία απορρίφθηκε τελεσίδικα, ενώ η αναφορά στην ως άνω αγωγή ότι καλλιεργούσαν διαιρετά τμήματα του κληροτεμαχίου και στη συνέχεια ζητούσαν την αναγνώριση συγκυριότητας δε συνιστά εξώδικη ομολογία των εναγόντων ότι είχαν προβεί σε απαγορευόμενη από το νόμο κατάτμηση, αλλά ότι είχαν ρυθμίσει τη χρήση του όλου κληροτεμαχίου με τη διαίρεσή του σε τμήματα για να καταστεί ευχερής η επιμελής καλλιέργεια του κληροτεμαχίου από τον καθένα». Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων κατά της πρωτόδικης υπ'αριθμ. 60/2007 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, η οποία είχε κρίνει ομοίως και με την οποία είχε γίνει δεκτή η ένδικη αναγνωριστική της συγκυριότητάς τους στο επίδικο κληροτεμάχιο αγωγή των αναιρεσιβλήτων. Υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της συννομήςτων αναιρεσιβλήτων επί του επίδικου κληροτεμαχίου, δεχόμενο, ειδικότερα, ότι οι αναιρεσείοντες άσκησαν τη συννομήτους αυτή κατά τα αναφερόμενα ποσοστά ο καθένας και συνολικά κατά τα 77% εξ αδιαιρέτου από την έναρξη της ισχύος του α.ν. 431/68 (25-5-1968) μέχρι το έτος 1992, ήτοι επί χρόνο περισσότερο της εικοσαετίας, χωρίς κατόπιν τούτου να ασκεί έννομη επιρροή και να έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης η προ του χρόνου αυτού, από το έτος 1961, αναφερόμενη στην αγωγή και στην απόφαση "νομή"των αναιρεσιβλήτων επί του επιδίκου, τον χρόνο της οποίας και ανεξαρτήτως της ακριβούς ενάρξεώς του ρητώς δεν λαμβάνει υπόψη το Εφετείο για τη χρησικτησία των τελευταίων, η οποία και δεν ήταν κατά νόμον δυνατή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Οι αιτιολογίες αυτές στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα του Εφετείου και το διατακτικό της απόφασής του και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των ειρημένων (ανωτ. υπό ΙΙ) ουσιαστικών διατάξεων, προσδίδοντας έτσι στην προσβαλλόμενη απόφαση νόμιμη βάση. Επομένως τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τους τρίτον, του αναιρετηρίου, και τρίτον, επίσης, του πρόσθετου δικογράφου, λόγους αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Η αναφερόμενη δε στην ίδια απόφαση ρύθμιση της χρήσης κατά διαιρετά τμήματα του επιδίκου μεταξύ των αναιρεσιβλήτων συννομέωνπρος τον σκοπό της αποτελεσματικότερης εκμετάλλευσής του δεν οδηγεί σε απαγορευμένη κατάτμηση του κληροτεμαχίου, αφού το Εφετείο δέχεται τη συννομήτων αναιρεσιβλήτων κατ'ιδανικά μέρη επί ολοκλήρου του ακινήτου, που, κατά τα προεκτεθέντα, είναι νόμιμη και οδηγεί στην απόκτηση της συγκυριότητας επί του κληροτεμαχίου, την αναγνώριση της οποίας ζήτησαν οι αναιρεσίβλητοι με την αγωγή τους. Επομένως το Εφετείο δεν παραβίασε με τις παραδοχές του αυτές τις ειρημένες ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 994, 1113, 1045 του ΑΚ και 1 παρ. 1 του α.ν. 431/68, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 788 και 789 του ΑΚ για τη διοίκηση του κοινού πράγματος, τις οποίες επικαλούνται οι αναιρεσείοντες, και τα αντίθετα που οι τελευταίοι υποστηρίζουν με τον πέμπτο και υπό την επίκληση του αρ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο της αιτήσεώς τους είναι επίσης αβάσιμα και απορριπτέα. IV. O κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ'του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως δεν ιδρύεται όταν από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, μεταξύ δε των αποδεικτικών αυτών μέσων είναι και η ομολογία του διαδίκου (άρθρ. 339 του ΚΠολΔ), η οποία, όταν γίνεται εξωδίκως, όχι δηλαδή ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση ή του εντεταλμένου δικαστή, εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο (άρθρ. 352 παρ. 1-2 του ΚΠολΔ). Εξάλλου κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αρ. 20 του ίδιου ΚΠολΔ, παραμόρφωση αποδεικτικού, κατά τα άρθρα 339 και 432 επ. του ΚΠολΔ, εγγράφου, που δημιουργεί τον αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο από εσφαλμένη ανάγνωση του εγγράφου δέχθηκε ως περιεχόμενό του κάτι διαφορετικό από το πραγματικό, υπό την προϋπόθεση ότι το περιστατικό που δέχθηκε ήταν κρίσιμο για τη διάγνωση της διαφοράς (Ολομ. ΑΠ 2/2008).
Εν προκειμένω προβάλλεται με τον πρώτο, από τον αρ. 11 γ' (όχι και 12) του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, πρόσθετο λόγο αναιρέσεως ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την εξώδικη ομολογία των αναιρεσιβλήτων ότι νέμονταν διακεκριμένα τμήματα του επιδίκου κληροτεμαχίου και όχι ποσοστά εξ αδιαιρέτου, η οποία ομολογία περιέχεται στις αναφερόμενες τρεις προηγούμενες αγωγές των αναιρεσιβλήτων κατά των αναιρεσειόντων για το ίδιο κληροτεμάχιο τις οποίες είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι αναιρεσείοντες και από τις δύο πρώτες των οποίων είχαν παραιτηθεί οι αναιρεσίβλητοι ενώ η τρίτη είχε απορριφθεί ως μη νόμιμη με την υπ'αριθμ. 2668/1999 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης. ‘Όπως όμως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη, όπου (σελ. 12) βεβαιώνεται ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο αποδεικνύονται από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων "και τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν (...), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς», και όπου (σελ. 24) γίνεται ειδική μνεία της τελευταίας από τις ανωτέρω αγωγές, προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και τις προαναφερθείσες αγωγές, ως έγγραφα από άλλες δίκες, και τους περιεχόμενους σ'αυτές ως άνω ισχυρισμούς των αναιρεσιβλήτων, φερομένους ως εξώδικη ομολογία για μη νόμιμη κατάτμηση κατά νομήν του επιδίκου, τους οποίους το Εφετείο και εκτίμησε ελευθέρως, παρά την αναφορά του (Εφετείου) ότι δεν συνιστούν εξώδικη ομολογία, ως αναφερομένους στη ρύθμιση της χρήσεως του όλου κληροτεμαχίου με τη διαίρεσή του σε τμήματα για να καταστεί ευχερής η επιμελής καλλιέργεια του κληροτεμαχίου από τον καθένα. Επομένως ο εξεταζόμενος πρώτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Αβάσιμος, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, είναι και ο δεύτερος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο και υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 12 του ΚΠολΔ οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Εφετείο δεν προσέδωσε την αποδεικτική δύναμη δημοσίου εγγράφου στην προρρηθείσα υπ'αριθμ. 2668/1999 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου στην οποία υπάρχει παραδοχή ότι οι αναιρεσίβλητοι στην κριθείσα τότε, τρίτη από τις προαναφερθείσες, αγωγή τους ιστορούσαν ότι νεμήθηκαν διαιρετά τμήματα κληροτεμαχίου και δεν μπορούν να ζητούν την αναγνώριση της συγκυριότητάς τους εξ αδιαιρέτου στο κληροτεμάχιο, λόγος για τον οποίο και απορρίφθηκε ως μη νόμιμη εκείνη η αγωγή. Και τούτο, ότι δηλ. ο δεύτερος αυτός πρόσθετος λόγος είναι αβάσιμος, διότι το Εφετείο έλαβε υπόψη, όπως προαναφέρθηκε, το κατά τα ανωτέρω περιεχόμενο της απορριφθείσης (τρίτης) αγωγής των αναιρεσιβλήτων και το εκτίμησε ως ανωτέρω. Τέλος, με τον τέταρτο και υπό την επίκληση του αρ. 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο του αναιρετηρίου προσάπτεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της υπ'αριθμ. .../9-11-1992 δημόσιας διαθήκης του αρχικού δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων Κ. Ζ., ως εγγράφου, ως προς τον αναφερόμενο σ'αυτήν τρόπο της άτυπης διανομής του επίδικου κληροτεμαχίου που έλαβε χώραν το έτος 1961 και την έκτοτε καλλιέργεια διακεκριμένου τμήματος του επιδίκου από τον καθένα από τους αναιρεσιβλήτους. Εκτός όμως του ότι, όπως κατά τα προεκτεθέντα δέχεται η αναιρεσιβαλλομένη, τα τρία τέκνα του αρχικού κληρούχου Κ. Ζ. αναδιένειμαν μεταξύ τους το επίδικο αμέσως μετά την παραχώρησή του σ'αυτά με την ως άνω άτυπη διανομή του πατέρα τους, οπότε δεν ίσχυσε μεταξύ τους η προηγηθείσα άτυπη διανομή ως προς την ακρίβεια των παραχωρηθέντων τμημάτων, το Εφετείο, όπως επίσης προαναφέρθηκε, δεν έλαβε υπόψη, ως μη νόμιμη, τη νομή των αναιρεσιβλήτων στο επίδικο από την άτυπη αυτή διανομή (1961), αλλά μόνον την συννομήτους από την έναρξη της ισχύος του α.ν. 431/68 μέχρι το έτος 1992, η οποία και μόνον ασκούσε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Επομένως ο εξεταζόμενος τέταρτος λόγος του αναιρετηρίου είναι απαράδεκτος, αφού τα περιστατικά που δέχθηκε το Εφετείο ως περιεχόμενο του ανωτέρω εγγράφου (διαθήκης) δεν ήταν κρίσιμα για τη διάγνωση της ένδικης διαφοράς. V. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν'απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, όπως διαμορφώθηκε με τους πρόσθετους λόγους, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του παρισταμένου αναιρεσιβλήτου, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).-
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29-11-2012 αίτηση των Β. Γ. κ.λ.π., όπως διαμορφώθηκε με τους πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 236/2012 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του παρισταμένου αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Νοεμβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Δεκεμβρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΜΕφΘεσ 1511/2018 - Νομή. Πρωτότυπη και παράγωγη κτήση της νομής. Η νομή προσβάλλεται είτε με διατάραξη είτε με αποβολή του νομέα. Η αποβολή νομής μπορεί να συνίσταται και σε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας. Συννομή. Έννοια. Αγωγή αναγνώρισης νομής και απόδοσης κατ΄ιδανικό μερίδιο. Δεκτή ένσταση συμψηφισμού ανταπαίτησης μόνο για την πρώτη απαίτηση. Απορρίπτεται η ένσταση επίσχεσης γιατί αναφέρεται σε δαπάνη που ανάγεται σε χρόνο κατά τον οποίο δεν είχε καταστεί ο εναγόμενος-εκκαλών συννομέας του επιδίκου ακινήτου αλλά βρίσκονταν απλά στην κατοχή του δυνάμει ενοχικής σχέσεως. Απορρίπτεται η ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος. Αμετάκλητη καταδίκη του εναγομένου από ποινικό δικαστήριο για την αξιόποινη πράξη της χρήσης πλαστού εγγράφου και υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης πλην όμως η εν λόγω σύμβαση δεν έχει ακυρωθεί μέχρι σήμερα και έτσι ο εναγόμενος είναι συγκύριος και συννομέας του ακινήτου κατά 20% εξ αδιαιρέτου. Αποβολή του ενάγοντος από τη συννομή κατά ποσοστό 80% εξ αδιαιρέτου. Αποζημίωση λόγω ζημίας. Μείωση αποζημίωσης του ενάγοντος λόγω συμψηφισμού ανταπαίτησής του. Δικονομικά θέματα. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Το αίτημα για αναβολή της συζήτησης δεν θεμελιώνει νόμιμο λόγο έφεσης διότι η αναβολή απόκειται στην κρίση του δικαστηρίου. Δεκτή η έφεση, εξαφανίζει εκκαλούμενη απόφαση. Κρατεί. Δέχεται εν μέρει αγωγή.

Next: ΑΠ 618/2013 - Συγκυριότητα σε ακίνητο. Κτήση ιδανικού μέρους με έκτακτη χρησικτησία. Προϋποθέσεις. Άσκηση συννομής. Έτσι και μέσω τρίτου. Χρόνος χρησικτησίας. Συνυπολογισμός του χρόνου άσκησης νομής του διαδόχου στο χρόνο του δικαιοπαρόχου του. Κτήση κυριότητας με κληρονομική διαδοχή. Προϋποθέσεις. Κυριότητα κληρονομουμένου κατά το χρόνο θανάτου. Αναιρετικοί λόγοι. Έλλειψη νόμιμης βάσης. Πλημμέλειες στη διατύπωση των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν το αιτιολογικό πόρισμα, ώστε να μη καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος. Απορρίπτει.
Previous: ΑΠ 2162/2014 Αγροτικός κλήρος - Απαγόρευση χρησικτησίας - Εξαίρεση για ποσοστό εξ αδιαιρέτου - Αγροτικός Κώδικας. Αγροτικός κλήρος. Απαγόρευση κατάτμησης τεμαχίων της οριστικής διανομής. Ποσοστό εξ αδιαιρέτου. Έκτακτη χρησικτησία. Συννομή. Συγκυριότητα. Αναιρετικός λόγος για παράβαση ουσιαστικού δικαίου. Συννομή αγροτικού κλήρου από κληρονόμους κληρούχου. Πώληση εξ αδιαιρέτου ποσοστών σε τρίτους. Αναγνώριση συγκυριότητας αγοραστών. Η απαγόρευση της νομής και της απόκτησης κυριότητας με χρησικτησία επί διαιρετού τμήματος κληροτεμαχίου δεν ισχύει και επί ποσοστού εξ αδιαιρέτου, διότι η νομή και η κυριότητα αυτή δεν οδηγεί αναγκαίως στην κατάτμηση του κληροτεμαχίου, του οποίου, σε περίπτωση διανομής του, ως κοινού, και αφού απαγορεύεται η κατάτμηση και δεν είναι κατά νόμον δυνατή η αυτούσια διανομή, θα διαταχθεί η πώληση με πλειστηριασμό. Απορρίπτει αναίρεση
$
0
0


ΜΕφΘεσ 1511/2018

Περίληψη

Νομή. Πρωτότυπη και παράγωγη κτήση της νομής. Η νομή προσβάλλεται είτε με διατάραξη είτε με αποβολή του νομέα. Η αποβολή νομής μπορεί να συνίσταται και σε παράλειψη ..

οφειλόμενης ενέργειας. Συννομή. Έννοια. Αγωγή αναγνώρισης νομής και απόδοσης κατ΄ιδανικό μερίδιο. Δεκτή ένσταση συμψηφισμού ανταπαίτησης μόνο για την πρώτη απαίτηση. Απορρίπτεται η ένσταση επίσχεσης γιατί αναφέρεται σε δαπάνη που ανάγεται σε χρόνο κατά τον οποίο δεν είχε καταστεί ο εναγόμενος-εκκαλών συννομέαςτου επιδίκου ακινήτου αλλά βρίσκονταν απλά στην κατοχή του δυνάμει ενοχικής σχέσεως. Απορρίπτεται η ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος. Αμετάκλητη καταδίκη του εναγομένου από ποινικό δικαστήριο για την αξιόποινη πράξη της χρήσης πλαστού εγγράφου και υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης πλην όμως η εν λόγω σύμβαση δεν έχει ακυρωθεί μέχρι σήμερα και έτσι ο εναγόμενος είναι συγκύριος και συννομέαςτου ακινήτου κατά 20% εξ αδιαιρέτου. Αποβολή του ενάγοντος από τη συννομήκατά ποσοστό 80% εξ αδιαιρέτου. Αποζημίωση λόγω ζημίας. Μείωση αποζημίωσης του ενάγοντος λόγω συμψηφισμού ανταπαίτησής του. Δικονομικά θέματα. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Το αίτημα για αναβολή της συζήτησης δεν θεμελιώνει νόμιμο λόγο έφεσης διότι η αναβολή απόκειται στην κρίση του δικαστηρίου. Δεκτή η έφεση, εξαφανίζει εκκαλούμενη απόφαση. Κρατεί. Δέχεται εν μέρει αγωγή.

Απόφαση

Αριθμός 1511/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Β
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Νικολέττα Παναγιωτίδου Εφέτη και από τη Γραμματέα Εμορφίλη Μπαλτατζή
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Νοεμβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ- ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ... του …(Α.Φ.Μ ...) κατοίκου Θεσσαλονίκης, ... Καλαμαριά, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του Δικηγόρου Δημητρίου Ζήκου ( Α.Μ. 000275) του Δ.Σ Κατερίνης.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ- ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ... του …( Α.Φ.Μ. ...), κατοίκου Θεσσαλονίκης ( οδός ...) που παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Ευθύμιου Αναγνώστου (Α.Μ.004204)του Δ.Σ Θεσσαλονίκης.
O εφεσίβλητoς άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και σε βάρος του εκκαλούντος την από 27.9.2013 και αριθμό κατ..../2013 αγωγή, με το περιεχόμενο της οποίας ζήτησε την αναγνώριση της νομής του κατά ποσοστό 80 % εξ αδιαιρέτου εδαφικού τμήματος συνολικού εμβαδού 1.293,40 τ.μ., μετά του επ΄ αυτού κτίσματος του με αριθμό ... αγροτεμαχίου, συνολικού εμβαδού 12.235 τ.μ., και την καταβολή εκ μέρους του αποζημίωσης χρήσης για το αναφερόμενο τμήμα του κοινού του ακινήτου, και επ’ αυτής εκδόθηκε ερήμην του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος η με αριθ. 15879/23-11-2015 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η ως άνω αγωγή. Την παραπάνω απόφαση προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ο εκκαλών με την από 09.02.2016 (αρ.καταθ. …/10-2-2016 και ορισμού δικασίμου στο παρόν Δικαστήριο .../2016) έφεση του. Η συζήτηση της έφεσης προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 3.3.3017 και μετά από αναβολή κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Στην παραπάνω αναφερόμενη ημέρα συνεδριάσεως, οπότε έγινε η συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν. .
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Το άρθρο 528 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, ορίζει ότι «Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από την διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της εφέσεως κατά της αποφάσεως, που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, πλην, όμως, ερευνήθηκαν οι λόγοι, σαν αυτός να ήταν παρών, προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε σαν να ήταν παρών, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, να ακουσθεί και να προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που, ενδεχομένως, επέφερε η απουσία του. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της. Μετά την εξαφάνιση της αποφάσεως χωρεί νέα συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, κατά την οποίαν ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους είχε δικαίωμα να προτείνει και πρωτοδίκως, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του Κ.Πολ.Δ. Αντιθέτως, αν με το εφετήριο προβάλλει ως εναγόμενος μόνον ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως εξοφλήσεως, παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνον κατά το διατακτικό της (Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, σελ. 100 επ.). Για να επέλθει, όμως, το αποτέλεσμα της εξαφανίσεως της αποφάσεως, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν ερευνά αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, αλλά μόνον αν είναι νόμιμος, έτσι ώστε, στην αντίθετη περίπτωση, να απορρίπτεται η έφεση και να μην εξαφανίζεται η απόφαση (Α.Π. 394/2011 ΝοΒ 2011. 2.171, Α.Π. 251/2009 Δίκη 2009.996, Α.Π. 1.906/2008 ΝοΒ 2009.927, Α.Π. 1.140/2008 Δίκη 2009.187, Σαμουήλ, ο.π., σελ. 99, Βαθρακοκοίλης, Κ.Πολ.Δ., οι τροποποιήσεις έως το Ν. 2915/2001, έκδ. 2001, άρθρ. 528, σελ. 498, αριθμ. 1, Κεραμέας - Kονδύλης - Nίκας, Κ.Πολ.Δ., Συμπλήρωμα, έκδ. 2003, άρθρ. 528, σελ. 68). Τέλος, η αντιμετώπιση αυτή ισχύει αδιαφόρως αν η ερήμην απόφαση στον πρώτο βαθμό εκδόθηκε κατά την τακτική ή την ειδική διαδικασία (Α.Π. 884/2007 ΧρΙΔ 2008.52, Α.Π. 446/2007 ΝοΒ 2008.138).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε κατά του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, την από 27.9.2013 και με αριθμό κατάθεσης .../2013 αγωγή του, με το περιεχόμενο της οποίας ζήτησε την αναγνώριση της νομής του σε ποσοστό 80 % εξ αδιαιρέτου ενός εδαφικού τμήματος συνολικού εμβαδού 1.293,40 τ.μ., μετά του επ΄ αυτού κτίσματος εκ του με αριθμό ... αγροτεμαχίου, συνολικού εμβαδού 12.235 τ.μ., και την καταβολή αποζημίωσης χρήσης ύψους 45.000 ευρώ, για την εκ μέρους του χρήση του αναφερόμενου τμήματος του κοινού του ακινήτου. Το ως άνω Δικαστήριο εκδίκασε την αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην της εναγομένης, αφού αυτή κατά την συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 29-10-2015 εκπροσωπήθηκε μεν από πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος όμως, μετά την απόρριψη από το Δικαστήριο του αιτήματος αναβολής της υπόθεσης που υπέβαλε, αποχώρησε. Επί της ανωτέρω αγωγής, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 15879/2015 οριστική απόφασή του, με την οποία αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή κατόπιν δέχθηκε αυτήν εν μέρει ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη αναγνώρισε τον ενάγοντα νομέα κατά ποσοστό 80% εξ αδιαιρέτου του αναφερόμενου σ’ αυτή εδαφικού τμήματος μεγαλύτερου ακινήτου και υποχρέωσε τον εναγόμενο σε απόδοση της νομής του κατά το ως άνω εξ αδιαιρέτου ποσοστό. Ακόμα υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 36.000 ευρώ ως αποζημίωση χρήσεως του επίδικου ακινήτου του αναφερόμενου στην αγωγή χρονικού διαστήματος. Κατά της απόφασης αυτής ο εναγόμενος, ως ηττηθείς διάδικος άσκησε την από 9-02-2016 (αριθμ.εκθ.καταθ. …/10-2-2016)υπό κρίση έφεσή του, νομοτύπως και εμπροθέσμως εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση αντιγράφου της εκκαλούμενης απόφασης που έλαβε χώρα στις 10-01-2016, όπως προκύπτει από την σχετική επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ... στο αντίγραφο της εκκαλουμένης και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 10-02-2016 (άρθρα 495 παρ.1και 2 , 500,511,513 παρ.1 περ.β΄εδ.α΄, 516 παρ.1,517εδ.α , 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ). Εφόσον λοιπόν, ασκήθηκε από διάδικο ο οποίος, κατά τα προεκτεθέντα, δικάσθηκε ερήμην, πρέπει η εκκαλουμένη απόφαση, κατά παραδοχή της τυπικώς δεκτής εφέσεως, με την οποία ο εναγόμενος ήδη εκκαλών, όπως εκτιμάται το περιεχόμενο της, αρνείται τους αγωγικούς ισχυρισμούς, πλήττοντας την στο σύνολό της, να εξαφανισθεί μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολό της, δικαιουμένου του εκκαλούντος να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, τους οποίους μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, περαιτέρω δε να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να δικασθεί η υπόθεση από την αρχή και να ερευνηθεί η ένδικη αγωγή, ως προς το νόμω και κατ’ ουσίαν βάσιμό της (άρθρο 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).Πρέπει να σημειωθεί ότι, η απόρριψη του αιτήματος για αναβολή της συζήτησης, κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ, δεν αποτελεί σφάλμα δεκτικό έφεσης, διότι η αναβολή απόκειται στην κρίση του δικαστηρίου (βλ. ΑΠ 1247/1982 ΔΕΝ 39. 1102, ΕφΠατρ 421/2006 Νόμος, ΕφΑΘ 12638/1987 Αρμ MB. 1016, ΕφΘεσ 457/2011 Αρμ 2011.1022), ούτε θεμελιώνει νόμιμο λόγο έφεσης, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών με το περιεχόμενο της ένδικης έφεσης του, αφού το δικαστήριο, έχοντας, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, διακριτική ευχέρεια να δεχθεί ή να απορρίψει αυτό (αίτημα αναβολής), δεν υποπίπτει στο σφάλμα της παράλειψης να αποφανθεί, ούτε πρόκειται για σφάλμα του διαδίκου που μπορεί να επανορθωθεί, πολύ δε περισσότερο αφού το διατακτικό της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δεν θεμελιώνεται στην παραδοχή ή απόρριψη του αιτήματος αυτού (πρβλ. και ΑΠ 679/1973 ΝοΒ 22. 68, βλ. ΕφΘεσ 907/1993, ΕφΑΘ 9117/1989 Νόμος, ΕφΑΘ 8701/1980 ΝοΒ 29. 357, ΕφΑΘ 1610/1972 Αρμ 26. 910, αντίθετα ΕφΑΘ 12901/1987 Δνη 31. 587, Σ. Σαμουήλ, ό.π, παρ. 540 περ. ιε’).
Ι. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 974 Α.Κ. « όποιος απέκτησε την φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα ( κατοχή) είναι νομέας του, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου». Από την ερμηνεία δε της ανωτέρω διάταξης και αυτές των άρθρων 976-978 και 983 συνάγεται ότι η κτήση της νομής διακρίνεται σε πρωτότυπη και παράγωγη. Πρωτότυπη κτήση της νομής είναι αυτή που αποκτήθηκε με την απόκτηση του νομέα της φυσικής εξουσίας διανοία κυρίου σε ανεξουσίαστο πράγμα, δηλαδή σε πράγμα που δεν διατελεί στην νομή άλλου ή ακόμα και ανεξάρτητα από την ύπαρξη προηγούμενου νομέα, χωρίς την βούληση, βέβαια αυτού. Πρωτότυπη κτήση της νομής συνιστά και η εκτέλεση τίτλου εκτελεστού, με περιεχόμενο την παράδοση ή απόδοση ακινήτου ( 943 παρ 1 ΚΠολΔ).Η εκτέλεση του τίτλου στην περίπτωση αυτή επάγεται την απώλεια της νομής του έως τώρα νομέα και πρωτότυπη κτήση με τον επισπεύδοντα, ανεξάρτητα από την φυσική εξουσίαση του πράγματος. Δηλαδή στην περίπτωση αυτή, για την κτήση της νομής η εγκατάσταση του επισπεύδοντος την προς τούτο σύνταξη της έκθεσης του δικαστικού επιμελητή, χωρίς την ανάγκη άσκησης από αυτόν υλικών επί του πράγματος πράξεων (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη Η ΝΟΜΗ σελ 81). Περαιτέρω από τον συνδυασμό της παραπάνω αναφερόμενης διάταξης του άρθρου 974 και αυτών των άρθρων 981 και 994 ΑΚ προκύπτει ότι εκείνος που απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω σε πράγμα (κατοχή) έχει τη νομή τούτου αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Αφού τα στοιχεία, που συνιστούν την έννοια της νομής, είναι η φυσική εξουσία και η διάνοια κυρίου (αρθρ. 974 ΑΚ), η απώλεια εκείνης επέρχεται όταν είτε απολεσθεί, εκουσίως ή ακουσίως, αλλά, πάντως, οριστικώς, η φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα, είτε παύσει η διάνοια κυρίου, είτε προφανώς, όταν εκλείψουν και τα δύο αυτά στοιχεία. Δηλαδή η νομή χάνεται και όταν η φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα πάψει, δηλαδή η άσκηση της σ'αυτό στην συγκεκριμένη περίπτωση κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών, κατά τρόπο σταθερό και διαρκή αποκλείεται ή είναι αδύνατη, είτε από ενέργεια τρίτου χωρίς την βούληση του νομέα [κατάληψη] ή από απώλεια του πράγματος από οποιοδήποτε άλλο λόγο. Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 984 παρ 1 του ΑΚ, ορίζεται ότι « Η νομή προσβάλλεται είτε με διατάραξη είτε με αποβολή του νομέα, εφόσον αυτές γίνονται παράνομα και χωρίς την θέληση του», κατά δε την διάταξη του άρθρου 987 ΑΚ «Ο νομέας που αποβλήθηκε παράνομα από την νομή έχει δικαίωμα να αξιώσει την απόδοσή της από αυτόν που νέμεται επιλήψιμα απέναντι του. Αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται». Κατά την ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων αποβολή συνιστά κάθε πράξη που συνεπάγεται για το νομέα ολική ή μερική απώλεια της νομής του. Αποτελεί καθολική προσβολή της νομής, αφού συνεπεία αυτής ο νομέας στερείται πλήρως την φυσική εξουσία (έστω και σε μέρος) του πράγματος. Αποβολή ακόμα, συνιστά κάθε προσβολή της νομής, η άρση της οποίας γίνεται με απόδοση του πράγματος που συνιστά αντικείμενο της νομής. Η αποβολή αποτελεί κατ αρχήν προσβολή τόσο του θετικού όσο και του αρνητικού περιορισμού της νομής. Δεν αποκλείεται και στην αποβολή η προσβολή να προέρχεται από παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας. Περαιτέρω από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 994, 789, 790, 282 και 284 Α.Κ. συνάγεται ότι η νομή μπορεί να ανήκει, κατά το περιεχόμενό της, σε περισσότερα από ένα πρόσωπα, οπότε υπάρχει κοινωνία κατ` ιδανικά μέρη, δηλαδή συννομή. Ετσι, αν η συννομήπροσβάλλεται παρανόμως από τρίτο πρόσωπο, οι συννομείςέχουν πλήρη την προστασία από την νομή, εάν δε προσβάλλεται από συννομέα, τότε εάν μεν η έριδα στρέφεται περί την ύπαρξη της συννομήςτου συννομέως, αυτός έχει πλήρη την προστασία της νομής, όπως όταν η νομή προσβάλλεται από τρίτον (δικαστική και αυτοδύναμη). Εάν όμως η έριδα στρέφεται περί τα όρια της χρήσεως του πράγματος η οποία αρμόζει σε κάθε συννομέα, δηλαδή αν αυτή (η συννομή) υπάρχει, αλλά αμφισβητείται η έκταση των δικαιωμάτων επί του κοινού, τότε ο προσβληθείς έχει μεν την αυτοπροστασία που του παρέχουν τα άρθρα 282 και 284 Α.Κ., αλλά δικαιούται να απαιτήσει και τον διακανονισμό της συγχρήσεως κατά τις περί κοινωνίας διατάξεις των άρθρων 789 και 790 Α.Κ. (Α.Π 6/2016, Α.Π.79/1992 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 785 και 787 του ΑΚ προκύπτει ότι, αν ένα δικαίωμα ανήκει σε περισσότερους από κοινού, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, υπάρχει ανάμεσά τους κοινωνία κατ` ιδανικά, μέρη και κάθε κοινωνός έχει δικαίωμα να κάνει χρήση του κοινού αντικειμένου, εφόσον αυτή δεν εμποδίζει τη σύγχρηση των λοιπών. Το δικαίωμα αυτό του καθενός από τους κοινωνούς είναι ανεξάρτητο από τη μερίδα του στο κοινό αντικείμενο, διότι, η εξουσία του κοινωνού πάνω σ` αστό διακρίνεται θεωρητικά σε ιδανικά μερίδια όχι όμως και πρακτικά, αφού οι υλικές πράξεις, με τις οποίες ασκείται αυτή η άμεση εξουσία, δεν επιδέχονται επιμερισμό, ώστε ο καθένας, να ασκεί τόσο ποσοστό εξουσίας όσο αντιστοιχεί στο μερίδιό του. Η μη παρακώλυση της συγχρήσεως του καθενός από τους κοινωνούς αποτελεί ουσιαστικό περιεχόμενο στο δικαίωμα χρήσεως όχι μόνο από την πλευρά της εκτάσεως του δικαιώματος αυτού, αλλά και από την πλευρά της ασκήσεως καθεαυτής του παραπάνω δικαιώματος και μη αποκλεισμού του (βλ. Σκούρα στο Γεωργιάδη -Σταθόπουλο, Αστικό κώδικα, Ειδικό ενοχικό, τόμο IV, άρθρο 787, σελ. 156 επ., αριθμοί 1-4). Το δικαίωμα του καθενός από τους κοινωνούς για χρήση του κοινού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο του αντιστοίχου δικαιώματος των λοιπών κοινωνών και παρέχει άμεση εξουσία επάνω στο αντικείμενο, η δε άσκησή του δεν προϋποθέτει και την συναίνεση των λοιπών. Ακόμα, από τις διατάξεις των άρθρων 788 και 789 του ΑΚ προκύπτει ότι η διοίκηση του κοινού ανήκει σε όλους μαζί τους κοινωνούς, οι οποίοι στις μεταξύ τους σχέσεις ευθύνονται για κάθε πταίσμα (άρθρο 788 § 1 του ΑΚ). Με απόφαση της πλειοψηφίας των κοινωνών μπορεί να καθορισθεί ο τρόπος της τακτικής διοίκησης και εκμετάλλευσης που αρμόζει στο κοινό αντικείμενο. Η πλειοψηφία λαμβάνεται με βάση το μέγεθος των μερίδων (άρθρο 789 του ΑΚ). Η διοίκηση περιλαμβάνει κάθε πράξη διαχειρίσεως, υλική ή νομική, η οποία είναι απαραίτητη για την συντήρηση, εκμετάλλευση, χρησιμοποίηση, κάρπωση και αύξηση της αξίας του κοινού πράγματος. Εξάλλου η απόφαση της πλειοψηφίας για τακτική διοίκηση του κοινού, η οποία ισχύει εφόσον δεν υπάρχει προγενέστερη απόφαση όλων των κοινωνών για το σκοπό αυτό, δεν υπόκειται σε ιδιαίτερο τύπο και μπορεί να καταρτισθεί γραπτά ή όχι, δεσμεύει δε όλους τους κοινωνούς, δηλαδή και εκείνους που διαφωνούν με αυτή (βλ. ΑΠ 545/1993 ΕλΔ35. 1536). Αν η μειοψηφία αρνείται να συμμορφωθεί με την απόφαση της πλειοψηφίας μπορεί να εξαναγκασθεί σ` αυτό με δικαστική απόφαση και να υποχρεωθεί σε απόδοσή του ακινήτου, αλλά και ενδεχομένως και σε αποζημίωση, για προσβολή προϋφιστάμενης ενοχής, που απορρέει από την κοινωνία (βλ. Π. Φίλιο στην ΕρμΑΚ, άρθρο 789, αριθμό 41, Σκούρα, ό.Π., σελ. 172, αριθμό 30 και ΕφΑθ.1288/2006, Δνη 2006 1112). Αίτημα της αγωγής στην περίπτωση αυτή είναι η αποβολή της μειοψηφίας από ολόκληρο το επίκοινο ακίνητο και η απόδοσή του στο διαχειριστή και όχι μόνο η ιδανική του μερίδα. Η αγωγή δικάζεται με την τακτική διαδικασία (βλ. Φίλιο, ό.π., άρθρα 789, αρ. 49 επ. και 790, αρ. 32, Καράση, στο Γεωργιάδη - Σταθόπουλο, Αστικό Κώδικα, Εμπρ. δίκαιο, τόμο V, άρθρο 1113, σελ. 662, αρ. 48 και σελ. 667, αρ. 56 και ΕφΑθ 9314/1996 ΕλΔ 38.1654), από το καθ` ύλην αρμόδιο δικαστήριο λόγω ποσού, διότι, η διαφορά είναι αποτιμητή σε χρήμα και σύμφωνα με την αξία του όλου ακινήτου, αφού η παροχή είναι αδιαίρετη, ο δε διαχειριστής οφείλει να ζητήσει από την μειοψηφία που κατέχει το επίκοινο την απόδοση του όλου ακινήτου (βλ. ΑΠ 644/1980 ΝοΒ 28. 1993).
Με την ένδικη από 27.9.2013 και με αριθμό κατ..../ 2013 αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εξέθετε ότι, κατά του εναγομένου σ αυτή και ήδη εφεσίβλητου, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (τακτική διαδικασία) αρχικά την από 05-11-2008 και υπ'αριθ. καταθ. .../2008 αγωγή του, με την οποία ζητούσε, για τους διαλαμβανόμενους σ'αυτήν λόγους, να αναγνωριστεί αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος τμήματος συνολικού εμβαδού 1.293,40 τ.μ. του υπ'αριθμ.... αγροτεμαχίου, κείμενου στην αγροτική περιοχή ... Θεσσαλονίκης, της περιφέρειας του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης και του Δήμου Θεσσαλονίκης, της πρώην κοινότητας ..., πρώην Δήμου ... και ήδη Δήμου ... Θεσσαλονίκης, εμβαδού σύμφωνα με τον τίτλο κτήσεως 12.235 τ.μ., το οποίο συνορεύει βορειοδυτικά με το υπ'αριθ. … τεμάχιο αγρού ιδιοκτησίας ... επί πλευράς μέτρων γραμμικών 234,51, Νοτιοδυτικά με αγροτικό δρόμο πλάτους τεσσάρων γραμμικών μέτρων επί προσόψεως 52 γραμμικών μέτρων, Νοτιοανατολικά με το υπ'αρ. ... τεμάχιο αγρού ιδιοκτησίας ... επί πλευράς μέτρων γραμμικών 236,10 και βορειοανατολικά με αγροτικό δρόμο επί προσόψεως μέτρων γραμμικών 52 και ειδικότερα τμήματος εμβαδού 1.293,40 τ.μ., μετά του επ'αυτού κτίσματος, όπως αυτό εμφαίνεται ανάμεσα στα αλφαβητικά στοιχεία Μ-Λ-Ν-Ι-Κ-Η-Ζ-Μ στο από 14-06-1979 τοπογραφικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού, ..., από το οποίο, το μεν τμήμα εμβαδού 1.223,40 τ.μ. ανάμεσα στα αλφαβητικά στοιχεία Ζ-Ι-Κ-Η-Ζ είναι ισόγειος εργοστασιακός χώρος, το δε τμήμα εμβαδού 70 τ.μ. ανάμεσα στα αλφαβητικά στοιχεία Ζ-Ν-Λ-Μ-Ζ είναι αύλειος χώρος διαστάσεων 7 μ. χ 10 μ. Επίσης, ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος και κάθε τρίτος που έλκει από αυτόν τα δικαιώματα του να του αποδώσει το αμέσως παραπάνω λεπτομερώς περιγραφόμενο τμήμα εμβαδού 1.293,40 τ.μ. του ακινήτου και σε περίπτωση άρνησης του, να διαταχθεί η βίαιη αποβολή του από αυτό καθώς και κάθε τρίτου που έλκει από αυτόν δικαιώματα και η απόδοση του στον ίδιο (ενάγοντα). Ότι επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ'αριθμ. 401/2010 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (τακτική διαδικασία) με την οποία έγινε αυτή εν μέρει δεκτή και συγκεκριμένα αναγνωρίστηκε συγκύριος, κατά ποσοστό 80%, εξ αδιαιρέτου, του ανωτέρω περιγραφόμενου εδαφικού τμήματος, και παράλληλα υποχρεώθηκε να του αποδώσει τη νομή του εν λόγω εδαφικού τμήματος κατά ιδανικό μερίδιο 80%. Περαιτέρω, εξέθετε ότι κατά της ανωτέρω αποφάσεως ο εναγόμενος άσκησε ενώπιον του Εφετείου Θεσσαλονίκης την από 19-02-2010 και με αύξ. αριθ. καταθ. …/2010 και αριθμ. βιβλίου εισερχομένων …/2010 έφεση, για την οποία εκδόθηκε η υπ'αριθμ. 697/2012 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης (Τμήμα Β’), η οποία απέρριψε την ασκηθείσα έφεση του, και ότι παρήλθε η προβλεπόμενη μετά την επίδοση της εφετειακής επίδοσης στον καθ'ου προθεσμία άσκησης αναίρεσης. Ότι ακολούθως, στις 21-01-2013 επέδωσε στον εναγόμενο πιστό φωτοαντίγραφο του με αριθμό …/16-01-2013 πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό 401/2010 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, συνταχθείσης της υπ'αριθ. .../21-01-2013 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ..., με την οποία επιτάσσονταν να του αποδώσει μέσα σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες από την επίδοση τη νομή του ανωτέρω εδαφικού τμήματος εμβαδού 1293,40 τμ, μετά του επ'αυτού κτίσματος εμβαδού 1223,40 τμ, κατά ιδανικό μερίδιο 80%, καθώς και το συνολικό ποσό 860 ευρώ, για τα επιδικασθέντα δικαστικά έξοδα ποσού 650 ευρώ και λοιπά έξοδα έκδοσης απογράφου, λήψης αντιγράφου, επίδοσης, νομικής συμβουλής και σύνταξης επιταγής. Ότι παρελθούσας άπρακτης της ως άνω προθεσμίας, προέβη νόμιμα την 29-01-2013 σε πλασματική αποβολή του αντίδικου, καθώς και κάθε άλλου τρίτου που έλκει τα δικαιώματα του από εκείνον ή κατείχε επ'ονόματι του από τη νομή του ανωτέρω περιγραφόμενου εδαφικού τμήματος, εμβαδού 1293,40 τμ, μετά του επί αυτού κτίσματος και συγκεκριμένα από ποσοστό 80% εξ αδιαιρέτου αυτών και ότι εγκαταστάθηκε πλασματικά αυτός, ως επισπεύδων την εκτέλεση, συνταχθείσης της υπ'αριθ. .../29-01-2013 Έκθεσης Πλασματικής Αποβολής και Εγκατάστασης σε Ακίνητο του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης .... Ισχυρίσθηκε ακόμα, ότι παρόλα αυτά ο εναγόμενος εξακολούθησε να βρίσκεται στην κατοχή του εν λόγω διαιρετού τμήματος του αγροτεμαχίου του με τον εργοστασιακό χώρο, αντιποιούμενος την νομή του, ισχυριζόμενος ότι αυτός εξακολουθεί να είναι μοναδικός κύριος, νομέας και κάτοχος του επίδικου διαιρετού τμήματος του όλου ακινήτου. Ότι την 05-03-2013 επέδωσε στον αντίδικο την από 19-02-2013 Εξώδικη Δήλωση-Πρόσκληση - Προειδοποίηση του, συνταχθείσης της υπ'αριθμ. .../05-03-2013 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ..., με την οποία, τον ενημέρωνε ότι κατέχοντας την πλειοψηφία των μεριδίων στο επίκοινο ακίνητο, καθόρισε, τον τρόπο τακτικής διαχείρισης, χρησιμοποίησης και εκμετάλλευσης ολόκληρου του ακινήτου, και τον καλούσε μέσα σε τρείς (3) εργάσιμες ημέρες από την επίδοση να του αποδώσει ο ίδιος καθώς και κάθε τρίτος που έλκει από εκείνον τα δικαιώματα του, το ως άνω επίκοινο εδαφικό τμήμα, εμβαδού 1293,40 τμ, μετά του επί αυτού κτίσματος, κενού, απομακρύνοντας συγχρόνως τον κινητό εξοπλισμό και τα λοιπά αντικείμενα που βρίσκονται σ'αυτό. Ότι συγχρόνως, τον προειδοποίησε ότι σε περίπτωση που δεν συμμορφωθεί και δεν του παραδώσει το ακίνητο, θα θεωρήσει ότι αντιποιείται τη νομή του επ'αυτού, αποβάλλοντας τον από αυτήν, οπότε θα στραφεί εναντίον του δικαστικώς προκειμένου να αποβληθεί απ'αυτό και κάθε τρίτος που έλκει από αυτόν τα δικαιώματα του και να του αποδοθεί η νομή και κατοχή του σ'αυτό, ενώ συγχρόνως θα του οφείλει αποζημίωση χρήσης για το χρονικό διάστημα που θα συνεχίσει παράνομα να χρησιμοποιεί το ακίνητο με το κτίσμα του. Ότι ο αντίδικος ουδέν έπραξε και δεν του απέδωσε την νομή του ακινήτου, αλλά αντίθετα παραμένει μέχρι σήμερα εγκατεστημένος σ'αυτό, κάνοντας χρήση αυτού, αρνούμενος να του το αποδώσει, αποβάλλοντας τον έτσι από τη νομή και κατοχή του συνεχίζοντας να καυχάται ότι αυτός είναι μόνος κύριος, νομέας και κάτοχος του. Ότι ήδη κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων νομής) την από 30-04-2013 και με αριθμ. καταθ. .../2013 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής ακινήτου, η οποία απορρίφθηκε με την υπ'αριθ. 5058/2013 απόφαση. Τέλος, ισχυρίσθηκε ότι η μισθωτική αξία του επίκοινου εδαφικού τμήματος, εμβαδού 1293,40 τμ, μετά του επί αυτού κτίσματος εργοστασίου, όπως καθορίζεται σύμφωνα με τα μισθωτικά δεδομένα της περιοχής, ανέρχεται στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ το μήνα, ενώ η αξία του μετά του επ'αυτού κτίσματος ανέρχεται σε 37.241 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε, να αναγνωριστεί η νομή του σε ποσοστό 80% εξ αδιαιρέτου στο ανωτέρω περιγραφόμενο εδαφικό τμήμα, συνολικού εμβαδού 1.293,40 τ.μ. μετά του επ'αυτού κτίσματος, να υποχρεωθεί ο αντίδικος και κάθε τρίτος, που έλκει δικαιώματα απ'αυτόν ή το κατέχει για λογαριασμό του, να του αποδώσει τη νομή και κατοχή, καθώς επίσης να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλλει το ποσό των 45.000 ευρώ για το διάστημα που κάνει χρήση στο ακίνητο, ήτοι από την 09-03-2013 έως και τον Μάιο του 2014, όταν και θα συζητείτο η ως άνω αγωγή νομιμότοκα από την επομένη της παρέλευσης κάθε μήνα, διαφορετικά από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Τέλος, ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων.
Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα που προεκτέθηκαν και όπως ορθά δύναται να χαρακτηρισθούν τα επικαλούμενα από τον ενάγοντα πραγματικά περιστατικά, (βλ. ΑΠ 431/2005 ΕλλΔνη 2005. 1058), δυνάμει των οποίων εκτιμάται ότι η έριδα μεταξύ των διαδίκων, στρέφεται ως προς την ύπαρξη της συννομήςτου ενάγοντος στο επίδικο τμήμα ακινήτου, παρά τα διηγηματικώς αναφερόμενα από αυτόν, ότι κατέχει την πλειοψηφία των μερίδων επί του επιδίκου ακινήτου και έχει το δικαίωμα να καθορίσει τον τρόπο τακτικής διαχείρισης και εκμετάλλευσης ολόκληρου του ακινήτου, εκ των οποίων και μόνο δεν δύναται να συναχθεί ότι το αντικείμενο της ένδικης διαφοράς, αφορά τα όρια της χρήσης καθενός των διαδίκων, επί του επιδίκου ακινήτου, στο ως άνω δικόγραφο σωρεύονται αγωγή αναγνωριστική της νομής, αποβολής από τη νομή, μαζί με αγωγή αποζημίωσης από αδικοπραξία και αρμοδίως φέρονται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 9, 14, 16 περ. 13, και 29 ΚΠολΔ), οι οποίες είναι επαρκώς ορισμένες, και νόμιμες στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 974, 984, 987 και 298, 914 ΑΚ, 69, 70,176, 907 και 908 § 1 ζ ΚΠολΔ. Επομένως, εφόσον για το μέρος της που αφορά την νομή εγγράφηκε εμπρόθεσμα στα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης (βλ. το υπ'αριθ. .../01-11-2013 πιστοποιητικό του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης) και καταβλήθηκε το αναλογούν δικαστικό ένσημο (βλ. το υπ'αριθ. ... και .../03-11-2015 διπλότυπα είσπραξης τύπου Β», τα υπ'αριθ…. και …/03-11-2015 γραμμάτια είσπραξης της ...Τράπεζας κατάστημα ... και τα υπ'αριθ. ... και ... γραμμάτια είσπραξης της ίδιας ως άνω Τράπεζας), πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και κατά την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί και η δικηγορική αμοιβή (βλ. το υπ'αριθ. ... γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων). Πρέπει να σημειωθεί ότι ο ενάγων δεν υποχρεούται να προσκομίσει το προβλεπόμενο από το άρθρο 54 Α παρ. 5 Ν. 4174/2013 πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ, καθώς δεν είναι αυτός που βρίσκεται στη νομή του.
Από τη διάταξη του άρθρου 991 Α.Κ. που ορίζει ότι ο εναγόμενος για διατάραξη ή αποβολή δεν μπορεί να επικαλεσθεί δικαίωμα που του παρέχει εξουσία πάνω στο πράγμα, παρά μόνο αν το δικαίωμα έχει αναγνωρισθεί τελεσίδικα σε δίκη ανάμεσα σε αυτόν και τον ενάγοντα, σαφώς συνάγεται ότι ο εναγόμενος με τις αγωγές περί διαταράξεως ή αποβολής από τη νομή δεν δικαιούται να αντιτάξει κατά του ενάγοντος ενστάσεις ανατρεπτικές, που στηρίζονται σε δικαίωμα ιδίας αυτού κυριότητας ή σε άλλα εμπράγματα δικαιώματα επί του επιδίκου πράγματος ή σε προσωπικά περί αυτού δικαιώματα, δυνάμει των οποίων ο εναγόμενος θα μπορούσε να αξιώσει την παράδοση του πράγματος ή την παραχώρηση της χρήσεώς του σε αυτόν. Από τη διάταξη όμως αυτή δεν συνάγεται και ότι απαγορεύεται στον εναγόμενο να αντιτάξει τη δική του νομή επί του επιδίκου πράγματος, καθόσον ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν είναι αυτοτελής, αλλ` αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, που μπορεί να αποδειχθεί ανταποδεικτικώς, οπότε οδηγεί στην απόρριψη αυτής. Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 440 και 441 ΑΚ, το διαπλαστικό δικαίωμα της πρότασης συμψηφισμού δημιουργείται από τότε που δύο αντίθετες απαιτήσεις, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν. Από το χρονικό αυτό σημείο, ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό. Η πρόταση του συμψηφισμού, η οποία γίνεται με μονομερή Δήλωση του ενός γνωστοποιητέα στον άλλο και συνιστά μονομερή ουσιαστική δικαιοπραξία, επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων αναδρομικά, δηλαδή από τότε που συνυπήρξαν. Οι υποκείμενες σε συμψηφισμό απαιτήσεις πρέπει να είναι ομοειδείς κατά αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες. Ομοειδείς είναι οι απαιτήσεις των οποίων τα αντικείμενα έχουν τα ίδια γνωρίσματα, όπως οφειλή χρημάτων και από τα δύο μέρη, ανεξάρτητα από τις ενοχές από τις οποίες απορρέουν. Το ομοειδές κρίνεται κατά το χρονικό σημείο πρότασης του συμψηφισμού. Βασικό στοιχείο του συμψηφισμού είναι η ύπαρξη και η εγκυρότητα των συμψηφιζομένων απαιτήσεων. Έτσι, αν μία από τις απαιτήσεις δεν υπάρχει ή η σχετική σύμβαση από την οποία πηγάζει είναι άκυρη, ο συμψηφισμός δεν επιφέρει απόσβεση της άλλης απαίτησης. Ο νόμος δεν απαιτεί, ως όρο του συμψηφισμού, ταυτότητα του νομικού λόγου που στηρίξει τις αμοιβαίες απαιτήσεις ή συνάφεια της αιτίας τους, αλλά ούτε και επιβάλλει η ανταπαίτηση που αντιτάσσεται προς συμψηφισμό να είναι εκκαθαρισμένη (ΑΠ 435/2015, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 294/2014, Αρμ 2014. 1306, ΑΠ 782/ 2014, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 450/2013, ΧρΙΔ 2013.583, ΑΠ 936/2013, ΝοΒ 2014.33, ΑΠ 840/2012, ΧρΙΔ 2013.27, ΑΠ 1460/2012, ΕπισκΕμπΔ 2013.324). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 325, 326, 327,1101-1106 ΑΚ συνάγεται ότι για δαπάνες από τις οποίες αυξήθηκε η αξία του πράγματος (επωφελείς δαπάνες)έχει δικαίωμα αποζημίωσης μόνο ο καλόπιστος νομέας για το πριν από την επίδοση της αγωγής χρονικό διάστημα, και μόνο εφόσον σώζεται η αύξηση της αξίας κατά το χρόνο της απόδοσης του πράγματος (βλ. ΑΠ 281/2010 ΧρΙΔ 2011. 184, ΑΠ 1188/2010 ΕλλΔνη 2011.1028). Ο κακής πίστης νομέας και από την επίδοση της αγωγής κάθε νομέας, έχει αξίωση αποζημίωσης μόνο για τις αναγκαίες δαπάνες ή για τις δαπάνες εξαιτίας βαρών του πράγματος μόνο κατά τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλότριων. Για τις δαπάνες αυτές έχει δικαίωμα για επίσχεση του πράγματος (Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, τ. Α`, έκδ. 1989, § 53.6, σ. 173, πρβλ. ΕφΛαρ 95/2007 Δικογραφία 2008. 65), δικαιούται, δηλαδή, να αρνηθεί την απόδοση του πράγματος μέχρι να ικανοποιηθεί για τις δαπάνες που του οφείλονται (βλ. ΑΠ 281/2010 ΧρΙΔ 2011. 184). Η ένσταση αυτή μπορεί να προταθεί κατά του ενάγοντος και από τον εναγόμενο επί αγωγής για απόδοση της νομής, και επί ασφαλιστικών μέτρων νομής (Κ. Παπαδόπουλου, ό.π., § 84.1, σ 214, Παρμ. Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, ανατύπ. 1985, σ. 381, βλ. και ΜΠρΘεσ 29600/2006 Αρμ 2008. 406).Περαιτέρω, από τις διατάξεις όμως των άρθρων 1101, 1102 και 1103 επ. ΑΚ συνάγεται ότι η ένσταση επίσχεσης παρέχεται στο νομέα μόνο του πράγματος, δηλαδή εκείνον που το κατέχει με διάνοια κυρίου, όχι δε και στον απλό κάτοχο (βλ. ΕφΛαρ 416/2011 Δικογραφία 2012.109, Κ. Παπαδοπούλου, ό.π., § 114.8, σ. 274). Για το ορισμένο της ένστασης επίσχεσης που βασίζεται σε αξίωση αποζημίωσης για επωφελείς δαπάνες επί ακινήτου από τον καλόπιστο νομέα, πρέπει ο εναγόμενος-ενιστάμενος να ισχυρίζεται ότι ήταν καλόπιστος νομέας, ότι αυξήθηκε η αξία του πράγματος εξαιτίας των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε και ότι αυτή σώζεται, ενώ, ως προς τις δαπάνες, πρέπει να καθορίζει σαφώς και κατά τρόπο ορισμένο το ύψος της κάθε μίας χωριστά, με ειδική ονοματοδοσία του περιεχομένου και το χρόνο καταβολής τους, το είδος των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν και τη δαπάνη κάθε υλικού, καθώς επίσης και να προσδιορίζει την αξία του ακινήτου κατά το χρόνο της απόδοσης του, με και χωρίς τη βελτίωση του που επήλθε με τις δαπάνες, προκειμένου να κριθεί αν και κατά πόσο σώζεται η επελθούσα αύξηση της αξίας του (ΕφΠατρ 758/2004 ΑχΝομ 2005. 94, ΕφΑθ 4529/2003 ΕλλΔνη 2006. 866). Χρόνος απόδοσης για την εφαρμογή της ΑΚ 1103 είναι ο χρόνος άσκησης της αξίωσης των δαπανών (ΕφΛαρ 416/2011 Δικογραφία 2012. 109, ΕφΔωδ 392/2009 ΤΝΠ-Νόμος, Κ. Παπαδοπούλου, ό.π., σ. 280, Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, ΑΚ, τ. V, έκδ. 1985, στο άρθ. 1103, σ. 607).Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, κατά το οποίο η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρόνο που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν χωρίς να εμποδίζουν κατά νόμο τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστά μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού η συμπεριφορά αυτή τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλ. για να χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υποχρέου και μάλιστα εύλογα, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υποχρέου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς επιπτώσεις για τον υπόχρεο, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού κατά τους κανόνες της καλής πίστης, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να επικαλεσθεί ο υπόχρεος προς απόκρουση του δικαιώματος (βλ. αντί πολλών ολ.ΑΠ 7/2002, 8/2001 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2009/2009 ΕλλΔνη 525, 750, ΑΠ 823/2010 ΕλλΔνη 52.752).
Ο εναγόμενος με τις νομότυπα κατατεθειμένες έγγραφες προτάσεις του, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αρνήθηκε αιτιολογημένα την αγωγή, ισχυριζόμενος ότι βρίσκεται δικαιωματικά στην νομή του επιδίκου ακινήτου, ως συγκύριος αυτού κατά ποσοστό 20% εξ αδιαιρέτου, δικαίωμα το οποίο άλλωστε, του αναγνωρίσθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Ακόμα, απαντώντας στην σωρευόμενη στην αγωγή αξίωση αποζημίωσης με την οποία ο ενάγων και ήδη εκκαλών ζήτησε την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας ισχυρίσθηκε, ότι ο αντίδικος του, δυνάμει του από 13-5-2013 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, ποιούμενης αποκλειστική χρήση της υπόλοιπης έκτασης του όλου ακινήτου, τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο, προέβη στην εκμίσθωση προς την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «...» ενός τμήματος αυτού 900 τ.μ, ενός ισόγειου βιοτεχνικού κτίσματος εμβαδού συν. εμβαδού 1200 τ.μ. παραχωρώντας στην μισθώτρια και την αποκλειστική χρήση τμήματος του όλου αγροτεμαχίου εμβαδού 500 τ.μ. στην μπροστινή, πλαϊνη αριστερή πλευρά του κτηρίου για χρονικό διάστημα έξι (6) ετών αρχής γενομένης από 13-5-2013 και λήξεως την 12-05-2019 με μίσθωμα που συμφωνήθηκε στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, εκ του οποίου (μισθώματος) δικαιούται ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής του στο όλο ακίνητο το ποσό των 400 ευρώ μηνιαίως και συνολικά καθ’ όλη την διάρκεια της μίσθωσης, το ποσό των 22.000 ευρώ (δηλαδή 400 ευρώ Χ 55 μήνες) το οποίο προέβαλλε σε συμψηφισμό. Ακόμα ισχυρίσθηκε, ότι δυνάμει του από 5-4-1995 ιδιωτικού συμφωνητικού ο ενάγων προέβη σε εκμίσθωση προς την επιχείρηση με την επωνυμία ... τμήματος του όλου ακινήτου, εμβαδού 1350 τ.μ. μετά του επ’ αυτού βιοτεχνικού- βιομηχανικού κτίσματος 1350 τ.μ, καθώς και τμήματος αυτού 400 τ.μ.,με το επ’ αυτού κτίσμα 400 τ.μ., για δεκαπέντε (15) τουλάχιστον έτη αντί του αρχικού συμφωνηθέντος μισθώματος ποσού 500.000 δραχμών και ήδη 1.467, 35 ευρώ, χωρίς ουδέποτε να του αποδώσει την αναλογία του στους πολιτικούς καρπούς του κοινού πράγματος ύψους 20% χ 1467,35 ευρώ μηνιαίως, ήτοι 293,47 ευρώ μηνιαίως και συνολικά ποσό 52.824, 60 ευρώ (293,47Χ 180μήνες) το οποίος επίσης προέβαλλε σε συμψηφισμό. Η ως άνω ένσταση, σύμφωνα με τα παραπάνω αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη, δύναται να προβληθεί νομίμως μόνο όσον αφορά την πρώτη εκ των ως άνω απαιτήσεων που προτάθηκαν για συμψηφισμό, ήτοι της προβαλλόμενης από τον εναγόμενο ανταπαίτησης του που πηγάζει από την με ημερομηνία 3-5-2013 σύμβαση μίσθωσης που σύνηψε ο ενάγων με την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «...» και μόνο για το επικαλούμενο στην αγωγή χρονικό διάστημα, ήτοι από 3-5-2013 έως και τον Μάιο του έτους 2014, οπότε έλαβε χώρα η συζήτηση της ένδικης αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι ως άνω αντίθετες απαιτήσεις δύναται να συναντηθούν έτσι ώστε να συντρέξουν οι προυποθέσεις του συμψηφισμού, δηλαδή για ποσό ( 13 Χ 293,47 ) 3.815,11 ευρώ, κατά δε το λοιπό προβαλλόμενο συνολικό προς συμψηφισμό ποσό, η ως άνω ένσταση κρίνεται μη νόμιμη και απορριπτέα. Περαιτέρω ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών ισχυρίζεται ότι, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη υπ΄αριθμό. 849/1980 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, κρίθηκε ότι το υπάρχον στο επίδικο τμήμα του ακινήτου κτίσμα 1.293 τ.μ. ανηγέρθη πρίν από το έτος 1980 με δαπάνες του ιδίου και του μη διαδίκου αδελφού του ... προκειμένου να στεγάσει την έδρα της ομόρρυθμης εταιρίας που αυτοί είχαν συστήσει. Ότι για την ανέγερση αυτή δαπάνησαν από κοινού το ποσό των 900.000 δραχμών. Ότι πλέον αυτού κατέβαλλε στον αντίδικο του, το χρηματικό ποσό των 14.000.000 δραχμών η 41.085,84 ευρώ σταδιακά από το έτος 1980 έως το έτος 1988, οπότε προέβη στην αγορά ποσοστού 20 % εξ αδιαιρέτου, του εν λόγω αγροτεμαχίου προκειμένου να καλύψει οφειλές του, τόσο προς τρίτους, όσο και προς την δανείστρια αυτού Τράπεζα, από δάνειο που είχε λάβει για την ανέγερση του αρχικού κτηρίου που σήμερα εκμεταλλεύεται αποκλειστικά ο εναγόμενος, ποσό το οποίο ουδέποτε του επεστράφη. Οτι ο ενάγων οφείλει, τόσο στον ίδιο όσο και στους κληρονόμους του αποβιώσαντος αδελφού του ... από δάνειο ποσού 1.600.000 δραχμών ήτοι 4.695,52 ευρώ που έλαβε την 10-1-1983 το οποίο ουδέποτε του έχει επιστρέψει. Προβάλλει δε την ένταση επισχέσεως του κοινού πράγματος εωσότου ικανοποιηθεί για τις δαπάνες που του οφείλονται. Ο ως άνω ισχυρισμός του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος, κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα ανωτέρω στην μείζονα σκέψη. Και τούτο διότι, με το περιεχόμενο της παραπάνω αναφερόμενης ένστασης του, όσον αφορά την δαπάνη ποσού 900.000 δραχμών που ισχυρίζεται ότι κατέβαλλε από κοινού με τον αποβιώσαντα αδελφό του ...,για την ανέγερση του επιδίκου κτίσματος, προβάλλει προς επίσχεση δαπάνη που ανάγεται σε χρόνο κατά τον οποίο δεν είχε καταστεί συννομέαςτου επιδίκου ακινήτου, αλλά βρίσκονταν απλά στην κατοχή του δυνάμει ενοχικής σχέσεως. Περαιτέρω δε , οι επικαλούμενες από αυτόν δαπάνες ποσού 14.000.000 δραχμών η 41.085,84 ευρώ, τις οποίες ισχυρίζεται ότι κατέβαλε σταδιακά στον αντίδικο του κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1980 έως το έτος 1988,προκειμένου να προβεί σε εξόφληση δανείου που είχε λάβει για την ανέγερση κτηρίου που αυτός εκμεταλλεύεται, αλλά και ποσού 1.600.000 δραχμών ή 4.695,52 ευρώ που παρέδωσε στον αντίδικο του ως δάνειο την 10-1-1983 και το οποίο ουδέποτε επεστράφη εκ μέρους του, αυτές κατά τα εκτιθέμενα αφενός μεν ανάγονται σε χρόνο κατά τον οποίο επίσης ο ίδιος δεν είχε καταστεί συννομέαςτου επιδίκου ακινήτου, αφετέρου δε και σε περίπτωση που είχε καταστεί συννομέαςαυτού, ουδόλως γίνεται επίκληση εκ μέρους του, ότι συνεπεία των δαπανών, στις οποίες υποβλήθηκε, αυξήθηκε η αξία του πράγματος, και ότι αυτή σώζεται, ούτε τέλος προσδιορίζει την αξία του ακινήτου κατά το χρόνο της απόδοσης του, με και χωρίς τη βελτίωση του που επήλθε. Τέλος, ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών ισχυρίζεται ότι η άσκηση του ασκούμενου με την ένδικη αγωγή δικαιώματος του ενάγοντος καθίσταται καταχρηστική, καθώς αποκλειστικό μέλημα του ενάγοντος, είναι η αποβολή από την συννομήκαι την συγκυριότητα του συνόλου του κοινού αντικείμενου. Ο ως άνω ισχυρισμός του δεν δύναται ,να στοιχειοθετήσει σύμφωνα με τα ανωτέρω νόμιμη ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος και πρέπει να απορριφθεί. Εφόσον δε, όπως παραπάνω αναφέρθηκε η ένδικη διαφορά, συνιστλα διαφορά σε σχέση με την νομή του επιδίκου ακινήτου, η προσβαλλόμενη από τον εναγόμενο ένσταση καταχρηστικής άσκησης τακτικής διοίκησης δεν προβάλλεται λυσιτελώς και πρέπει να απορριφθεί.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα, που εξετάστηκε με επιμέλεια του ενάγοντος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, από τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ'αριθμόν. .../1.4.1975 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ... ή ..., που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης, στον τόμο …, με αριθμό …, περιήλθε στον ενάγοντα, η κυριότητα του με αριθμό ... αγροτεμαχίου, εμβαδού 12.235 τετραγωνικών μέτρων, με μεταβίβαση λόγω δωρεάς από τον κύριο του, ... του …, πατέρα των διαδίκων. Το ως άνω ακίνητο, βρίσκεται στην αγροτική περιοχή ..., Δήμου ..., Νομού Θεσσαλονίκης και συνορεύει βορειοδυτικά με το υπ'αριθμό … αγροτεμάχιο, ιδιοκτησίας ..., νοτιοδυτικά με αγροτικό δρόμο, νοτιοανατολικά με το υπ'αριθμ ... αγροτεμάχιο, ιδιοκτησίας... και βορειοανατολικά με αγροτικά δρόμο, με μεταβίβαση λόγω δωρεάς από τον κύριο του, πατέρα του, ... του … . Εντός του ακινήτου αυτού, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, ανήγειρε το ίδιο έτος (1975), δύο κτίσματα και συγκεκριμένα, δυνάμει της με αριθμό .../16.7.1975 άδειας του Γραφείου Πολεοδομίας Θεσσαλονίκης, ισόγειο εργοστασιακό χώρο, εμβαδού 1.223,40 τ.μ. και, σε επαφή με αυτό, άνευ οικοδομικής άδειας, δεύτερο εργοστασιακό χώρο, ίδιων διαστάσεων και εμβαδού. Ακόμα αποδείχθηκε ότι αμέσως μετά την κτήση του ως άνω με αριθμό ... αγροτεμαχίου, ο ενάγων παραχώρησε, χωρίς αντάλλαγμα, την χρήση εδαφικού τμήματος, συν έκτασης 1.293,40 τ.μ. στην ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία ... και ... ομόρρυθμος μέλος της οποίας ήταν ο εναγόμενος αδελφός του. Το ως άνω εδαφικό τμήμα, εμβαδού 1.293,40 τ.μ. του όλου ακινήτου με αριθμό ... αγροτεμαχίου απεικονίζεται στο ενσωματωμένο στην αγωγή και συγκοινοποιούμενο στον εναγόμενο τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ... με τα περιμετρικά στοιχεία Μ-Λ-Ν-Ι-Κ-Η-Ζ-Μ. Επ’ αυτού έχει ανεγερθεί εργοστασιακός χώρος άνευ νόμιμης άδειας, προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της ομόρρυθμης εταιρίας που αναφέρθηκε ανωτέρω και σήμερα χρησιμοποιείται από τον εναγόμενο, για την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας (κατασκευή επίπλων). Το έτος 1988, με το υπ'αριθμό .../4.1.1988 προσύμφωνο της συμβολαιογράφοι Θεσσαλονίκης ... ή ..., ο ενάγων υποσχέθηκε να πωλήσει και μεταβιβάσει στον εναγόμενο, ιδανικό μερίδιο 20% επί του με αριθμό ... αγροτεμαχίου, μετά του επ'αυτού ισόγειου εργοστασίου, που κτίσθηκε με νόμιμη άδεια. Το έτος 1994, ο εναγόμενος προέβη, με αυτοσύμβαση, στην κατάρτιση του με αριθμό …/30.12.1994 οριστικού αγοραπωλητήριου συμβολαίου, που συντάχθηκε από τη συμβολαιογράφο Θεσσαλονίκης ..., σε εκτέλεση του με αριθμό .../4.1.1988 προσυμφώνου και μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του πιο πάνω Υποθηκοφυλακείου, στον τόμο …, με αριθμό …, στις 20-3-1995, με το οποίο μεταβιβάσθηκε σε αυτόν ιδανικό μερίδιο 20% επί του με αριθμό ... αγροτεμαχίου. Με τη μεταγραφή του ανωτέρω αγοραπωλητήριου συμβολαίου, ο εναγόμενος κατέστη συγκύριος του με αριθμό ... αγροτεμαχίου μετά των συστατικών του (άρθρ. 953 και 954 αρ. 1 ΑΚ), δηλαδή, των υφιστάμενα επ'αυτού κτισμάτων, κατά ιδανικό μερίδιο 20%. Βέβαια ο ενάγων καθ υποφορά με την αγωγή του ισχυρίζεται ότι για την κατάρτιση του ως άνω συμβολαίου ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, χρησιμοποίησε την από 30.12.1994 πλαστή απόδειξη, από το περιεχόμενο της οποίας αποδεικνύονταν η καταβολή προς αυτόν ποσού 2.000.000 δραχμών που αποτελούσε το τίμημα της παραπάνω πώληση, και ακολούθως ποιούμενος χρήση σχετικού όρου του ως άνω προσυμφώνου, προχώρησε στην σύνταξη του υπ αριθμό. …/ 30.12.1994 συμβολαίου αγοραπωλησίας ποσοστού 20% εξ αδιαιρέτου, που συνέταξε η συμβολαιογράφος Θεσσαλονίκης ..., σε εκτέλεση του προσυμφώνου που αναφέρθηκε με αυτοσύμβαση. Όπως αποδείχθηκε ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, καταδικάσθηκε, δυνάμει της υπ΄ αριθμό. 3587/2000 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης η οποία κατέστη αμετάκλητη, μετά από μήνυση του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου για τις αξιόποινες πράξεις της χρήσης πλαστού εγγράφου και υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης, όσον αφορά την ως άνω απόδειξη, πλην όμως η ως άνω σύμβαση δεν έχει ακυρωθεί μέχρι σήμερα. Ετσι ο εναγόμενος είναι μέχρι σήμερα συγκύριος και συννομέαςτου ως άνω ακινήτου κατά ποσοστό 20% εξ αδιαιρέτου, το δε λοιπό εξ αδιαιρέτου ποσοστό 80% ανήκει κατά κυριότητα και συννομήστον ενάγοντα. Ακόμα αποδείχθηκε ότι, τον Μάρτιο του έτους 1995, ο ενάγων κατήγγειλε, προφορικά, τη σύμβαση χρησιδανείου και ζήτησε από τον εναγόμενο να του αποδώσει το επίδικο εδαφικό τμήμα, πλην, όμως, ο τελευταίος αρνήθηκε, αποβάλλοντας έτσι τον ενάγοντα από τη συννομήτου σε αυτό. Ακολούθως, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (τακτική διαδικασία) και την από 05-11-2008 και υπ'αριθ. καταθ. .../2008 αγωγή του, με την οποία ζήτησε, για τους διαλαμβανόμενους σ'αυτήν λόγους, να αναγνωριστεί αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος τμήματος Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ'αριθμ. 401/2010 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (τακτική διαδικασία) με την οποία έγινε αυτή εν μέρει δεκτή και συγκεκριμένα αναγνωρίστηκε συγκύριος, κατά ποσοστό 80%, εξ αδιαιρέτου, του ανωτέρω περιγραφόμενου εδαφικού τμήματος, και παράλληλα υποχρεώθηκε να του αποδώσει τη νομή του εν λόγω εδαφικού τμήματος κατά ιδανικό μερίδιο 80%. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, άσκησε ενώπιον του Εφετείου Θεσσαλονίκης την από 19-02-2010 και με αύξ. αριθ. καταθ. …/2010 και αριθμ. βιβλίου εισερχομένων …/2010 έφεση, για την οποία εκδόθηκε η υπ'αριθμ. 697/2012 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης (Τμήμα Β’), η οποία απέρριψε την ασκηθείσα έφεση του, και κατέστη αμετάκλητη, καθόσον η προθεσμία για άσκηση επ΄ αυτής αναιρέσεως παρήλθε άπρακτη. Ακολούθως, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, επέδωσε στις 21-01-2013 στον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα πιστό φωτοαντίγραφο του με αριθμό …/16-01-2013 πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό 401/2010 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, συνταχθείσης της υπ'αριθ. .../21-01-2013 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ..., με την οποία επιτάσσονταν να του αποδώσει μέσα σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες από την επίδοση της την νομή του ανωτέρω εδαφικού τμήματος εμβαδού 1293,40 τμ, μετά του επ'αυτού κτίσματος εμβαδού 1223,40 τμ, κατά ιδανικό μερίδιο 80%, καθώς και συνολικό ποσό 860 ευρώ, για τα επιδικασθέντα δικαστικά έξοδα ποσού 650 ευρώ και λοιπά έξοδα έκδοσης απογράφου, λήψης αντιγράφου, επίδοσης, νομικής συμβουλής και σύνταξης επιταγής. Εφόσον δε παρήλθε άπρακτη η άνω προθεσμία, προέβη νόμιμα την 29-01-2013 σε πλασματική αποβολή του αντίδικου, καθώς και κάθε άλλου τρίτου που έλκει τα δικαιώματα του από εκείνον ή κατείχε επ'ονόματι του από τη νομή του ανωτέρω περιγραφόμενου εδαφικού τμήματος, εμβαδού 1293,40 τμ, μετά του επί αυτού κτίσματος και συγκεκριμένα από ποσοστό 80% εξ αδιαιρέτου αυτού και εγκαταστάθηκε πλασματικά αυτός, ως επισπεύδων την εκτέλεση, συνταχθείσης της υπ'αριθ. .../29-01-2013 Έκθεσης Πλασματικής Αποβολής και Εγκατάστασης σε Ακίνητο του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης .... Κατά τον τρόπο αυτό ο ενάγων απέκτησε κατά πρωτότυπο τρόπο την νομή του επιδίκου ακινήτου, κατά ποσοστό 80% εξ αδιαιρέτου. Ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών όμως, εξακολούθησε να βρίσκεται στην νομή ολοκλήρου του επιδίκου τμήματος του αγροτεμαχίου με τον εργοστασιακό χώρο καυχώμενος μάλιστα ότι αυτός εξακολουθεί να είναι μοναδικός κύριος, νομέας και κάτοχος του ως άνω τμήματος ακινήτου, και όχι συγκύριος και συννομέαςαυτού κατά ποσοστό 80% εξ αδιαιρέτου. Ετσι, την 05-03-2013 ο εναγόμενος επέδωσε στον ενάγοντα την από 19-02-2013 Εξώδικη Δήλωση-Πρόσκληση - Προειδοποίηση του, για την οποία συνετάγη και η υπ'αριθμ. .../05-03-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ..., με το περιεχόμενο τον καλούσε μέσα σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες από την επίδοση να του αποδώσει ο ίδιος, καθώς και κάθε τρίτος που έλκει από εκείνον τα δικαιώματα του, το ως άνω επίκοινο εδαφικό τμήμα, εμβαδού 1293,40 τμ, μετά του επί αυτού κτίσματος, κενού, απομακρύνοντας συγχρόνως τον κινητό εξοπλισμό και τα λοιπά αντικείμενα που βρίσκονται σ'αυτό. Συγχρόνως, τον προειδοποιούσε ότι σε περίπτωση που δεν συμμορφωθεί και δεν του παραδώσει το ακίνητο, θα θεωρήσει ότι αντιποιείται τη νομή του επ'αυτού, αποβάλλοντας τον από αυτήν, οπότε θα στραφεί εναντίον του δικαστικά προκειμένου να αποβληθεί απ'αυτό και κάθε τρίτος που έλκει από αυτόν τα δικαιώματα του και να του αποδοθεί η νομή και κατοχή του σ'αυτό, ενώ συγχρόνως θα του οφείλει αποζημίωση χρήσης για το χρονικό διάστημα που θα συνεχίσει παράνομα να χρησιμοποιεί το ακίνητο με το κτίσμα του. Ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, εξακολουθεί να αρνείται την απόδοση στον ενάγοντα του ως άνω ακινήτου κατά το αναλογούν στην συννομήτου ποσοστό των 80% εξ αδιαιρέτου και εξακολουθεί να παραμένει μέχρι σήμερα στην κατοχή του, κάνοντας αποκλειστική χρήση του, χρησιμοποιώντας το επ’ αυτού κτίσμα και τον αύλειο χώρο για τις ανάγκες της εμπορίας του, αποβάλλοντας κατά τον τρόπο αυτό τον ενάγοντα από τη συννομήεπιδίκου τμήματος ακινήτου. Συνεχίζει μάλιστα να καυχάται ότι αυτός είναι ο μοναδικός δικαιούχος στην νομή του, του επιδίκου τμήματος του όλου ακινήτου, του οποίου είναι συγκύριος. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι από την παράνομη και αυθαίρετη χρήση εκ μέρους του εναγομένου του επίδικου τμήματος ακινήτου των 1293,40 τ.μ. ο ενάγων και ήδη εκκαλών υπέστη ζημία. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι, η μισθωτική αξία του επιδίκου τμήματος ακινήτου, η συννομήτου οποίου κατά ποσοστό 80 % ανήκει στον ενάγοντα, ανέρχεται τουλάχιστον στο ποσό των 2.000 ευρώ ανά μήνα,( βλ. ειδικότερα το από 13-5-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό δυνάμει του οποίου ο ενάγων και ήδη εκκαλών προέβη κατά τον ίδιο χρόνο στην μίσθωση ετέρου τμήματος του όλου ακινήτου του ιδίου περίπου εμβαδού και καταστάσεως) η δε συνολική ζημία την οποία υπέστη ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, συννομέαςαυτού κατά ποσοστό 80% εξ αδιαιρέτου, από την παράνομη και αυθαίρετη εκ μέρους του εναγομένου χρήση, για το αιτούμενο στην αγωγή χρονικό διάστημα, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 24.000 ευρώ ( 2.000Χ15 μήνες Χ 80%) το οποίο και πρέπει να του επιδικασθεί. Βέβαια ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, συννομέαςκαι κάτοχος του επιδίκου τμήματος του ακινήτου κατά ποσοστό 20% το οποίο αποτελεί τμήμα του ακινήτου μεγαλύτερης έκτασης 12.235 τ.μ. που ανήκει στους διαδίκους κατά τα ίδια ως άνω ποσοστά εξ αδιαιρέτου, ισχυρίζεται ότι ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος συγκύριος του ως άνω ακινήτου κατά ποσοστό 80% εξ αδιαιρέτου δυνάμει του από 13-5-2013 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, ποιούμενης αποκλειστική χρήση της υπόλοιπης έκτασης του όλου ακινήτου, τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο, προέβη χωρίς την σύμφωνη γνώμη του, στην εκμίσθωση προς την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία « ...» ενός τμήματος 900 τ.μ, ενός ισόγειου βιοτεχνικού κτίσματος εμβαδού συν. εμβαδού 1200 τ.μ. παραχωρώντας και την αποκλειστική χρήση τμήματος του όλου αγροτεμαχίου εμβαδού 500 τ.μ. στην μπροστινή, πλαϊνη αριστερή πλευρά του κτηρίου για χρονικό διάστημα έξι (6) ετών αρχής γενομένης από 13-5-2013 και λήξεως την 12-05-2019 με μίσθωμα που συμφωνήθηκε στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, εκ του οποίου μισθώματος δικαιούται (ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής του στο όλο ακίνητο) το ποσό των 400 ευρώ μηνιαίως και συνολικά για το επικαλούμενο στην αγωγή χρονικό διάστημα των 13 μηνών, το συνολικό ποσό των 5.200 ευρώ το οποίο και προβάλλει νόμιμα σε συμψηφισμό (δηλαδή 400 ευρώ Χ 13 μήνες). Ο ως άνω ισχυρισμός του, αποδεικνύεται βάσιμος κατ ουσία και πρέπει να γίνει δεκτός και να συμψηφισθεί η ως άνω ανταπαίτηση του ενάγοντος εκ της δικαιούμενης από τον ενάγοντα απαιτήσεως των 24.000 ευρώ. Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει α) να γίνει δεκτή η σωρευόμενη στο ως άνω δικόγραφο αγωγή αποβολής του ενάγοντος ως άνω βάσιμη κατ ουσία και να αναγνωρισθεί αυτός νομέας κατά ποσοστό 80% εξ αδιαιρέτου του αναφερόμενου στην αγωγή επιδίκου ακινήτου κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος καθώς και κάθε τρίτος, αλλά και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έλκει δικαιώματα από αυτόν ή το κατέχει για λογαριασμό του σε απόδοση της νομής και κατοχής του επίδικου εδαφικού τμήματος και του ισόγειου εργοστασιακού χώρου , β) να γίνει δεκτή ως εν μέρει βάσιμη κατ ουσία η σωρευόμενη στο δικόγραφο αγωγή αποζημίωσης και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλλει το συνολικό ποσό των 24.000 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επίδοσης της ένδικης αγωγής, μετά δε από συμψηφισμό μέρους του ως άνω ποσού με ανταπαίτηση του εναγομένου ύψους 5.200 ευρώ, να υποχρεωθεί ο τελευταίος να καταβάλλει στον ενάγοντα στο συνολικό ποσό των δέκα οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων (18.800) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση αυτού. Τα δικαστικά έξοδα της από 9.12.2016( αριθμ κατ …/10-02-2016)έφεσης, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ τους, ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας αυτών και να καταδικαστεί ο εκκαλών εναγόμενος να καταβάλει μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος –εφεσίβλητου , όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 106, 178 παρ.1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει, εφόσον η έφεση έγινε δεκτή να επιστραφεί στην εκκαλούσα το νόμιμο παράβολο συνολικού ποσού 200 ευρώ που κατατέθηκε κατά την άσκησή της κατ` άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, με έναρξη ισχύος την 2-4-2012.)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ ουσία την από 9.12.2016( αριθμ κατ …/10-2-2016 ) έφεση κατά της υπ αριθμό. 15879/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ κατ ουσία.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή .
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο ενάγων είναι νομέας σε ποσοστό 80% εξ αδιαιρέτου, σε εδαφικό τμήμα συνολικού εμβαδού 1.293,40 τ.μ., μετά του επ'αυτού κτίσματος, του υπ'αριθμ. ... αγροτεμαχίου κείμενου στην αγροτική περιοχή ... Θεσσαλονίκης, της περιφέρειας του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης και του Δήμου Θεσσαλονίκης, της πρώην κοινότητας ..., πρώην Δήμου ... και ήδη Δήμου ..., εμβαδού (ολόκληρου του αγροτεμαχίου) σύμφωνα με τον τίτλο κτήσεως 12.235 τ.μ., το οποίο συνορεύει ( ολόκληρο το αγροτεμάχιο) βορειοδυτικά με το υπ'αριθμ. … τεμάχιο αγρού ιδιοκτησίας ... επί πλευράς γραμμικών μέτρων 234,51 Νοτιοδυτικά με αγροτικό δρόμο πλάτους τεσσάρων γραμμικών μέτρων επί προσόψεως 52 γραμμικών μέτρων νοτιοανατολικά με υπ΄αριθμό. ... τεμάχιο αγρού ιδιοκτησίας ... επι πλευράς μέτρων γραμμικών 236,10 και βορειοανατολικά με αγροτικό δρόμο επί προσόψεως μέτρων γραμμικών 52 και ειδικότερα επί τμήματος εμβαδού 1.293,40 μετά του επ΄ αυτού κτίσματος, όπως αυτό φαίνεται ανάμεσα στα αλφαβητικά στοιχεία Μ-Λ-Ν-Ι-Κ-Η-Ζ-Μ στο από 14-06-1979 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ..., από το οποίο το μεν τμήμα εμβαδού 1.223,40 τ.μ. το οποίο εμφαίνεται ανάμεσα στα αλφαβητικά στοιχεία Ζ-Ι-Κ-Η-Ζ είναι ισόγειος εργοστασιακός χώρος ,το δε τμήμα εμβαδού 70 τ.μ. ανάμεσα στα αλφαβητικά στοιχεία Ζ-Ν-Μ-Ζ είναι αύλειος χώρος διαστάσεων 7 Χ10 μ.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δέκα οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων ευρώ (18.800) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του νόμιμου παραβόλου ποσού διακοσίων (200) ευρώ, στον εκκαλούντα.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια ( 500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε, και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση του στη Θεσσαλονίκη, στις 12 Ιουνίου 2018, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, με παρούσα τη Γραμματέα.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 618/2013 - Συγκυριότητα σε ακίνητο. Κτήση ιδανικού μέρους με έκτακτη χρησικτησία. Προϋποθέσεις. Άσκηση συννομής. Έτσι και μέσω τρίτου. Χρόνος χρησικτησίας. Συνυπολογισμός του χρόνου άσκησης νομής του διαδόχου στο χρόνο του δικαιοπαρόχου του. Κτήση κυριότητας με κληρονομική διαδοχή. Προϋποθέσεις. Κυριότητα κληρονομουμένου κατά το χρόνο θανάτου. Αναιρετικοί λόγοι. Έλλειψη νόμιμης βάσης. Πλημμέλειες στη διατύπωση των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν το αιτιολογικό πόρισμα, ώστε να μη καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος. Απορρίπτει.

Previous: ΜΕφΘεσ 1511/2018 - Νομή. Πρωτότυπη και παράγωγη κτήση της νομής. Η νομή προσβάλλεται είτε με διατάραξη είτε με αποβολή του νομέα. Η αποβολή νομής μπορεί να συνίσταται και σε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας. Συννομή. Έννοια. Αγωγή αναγνώρισης νομής και απόδοσης κατ΄ιδανικό μερίδιο. Δεκτή ένσταση συμψηφισμού ανταπαίτησης μόνο για την πρώτη απαίτηση. Απορρίπτεται η ένσταση επίσχεσης γιατί αναφέρεται σε δαπάνη που ανάγεται σε χρόνο κατά τον οποίο δεν είχε καταστεί ο εναγόμενος-εκκαλών συννομέας του επιδίκου ακινήτου αλλά βρίσκονταν απλά στην κατοχή του δυνάμει ενοχικής σχέσεως. Απορρίπτεται η ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος. Αμετάκλητη καταδίκη του εναγομένου από ποινικό δικαστήριο για την αξιόποινη πράξη της χρήσης πλαστού εγγράφου και υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης πλην όμως η εν λόγω σύμβαση δεν έχει ακυρωθεί μέχρι σήμερα και έτσι ο εναγόμενος είναι συγκύριος και συννομέας του ακινήτου κατά 20% εξ αδιαιρέτου. Αποβολή του ενάγοντος από τη συννομή κατά ποσοστό 80% εξ αδιαιρέτου. Αποζημίωση λόγω ζημίας. Μείωση αποζημίωσης του ενάγοντος λόγω συμψηφισμού ανταπαίτησής του. Δικονομικά θέματα. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Το αίτημα για αναβολή της συζήτησης δεν θεμελιώνει νόμιμο λόγο έφεσης διότι η αναβολή απόκειται στην κρίση του δικαστηρίου. Δεκτή η έφεση, εξαφανίζει εκκαλούμενη απόφαση. Κρατεί. Δέχεται εν μέρει αγωγή.
$
0
0


ΑΠ 618/2013

Περίληψη

Συγκυριότητα σε ακίνητο. Κτήση ιδανικού μέρους με έκτακτη χρησικτησία. Προϋποθέσεις. Άσκηση συννομής. Έτσι και μέσω τρίτου. Χρόνος χρησικτησίας. Συνυπολογισμός του χρόνου

άσκησης νομής του διαδόχου στο χρόνο του δικαιοπαρόχου του. Κτήση κυριότητας με κληρονομική διαδοχή. Προϋποθέσεις. Κυριότητα κληρονομουμένου κατά το χρόνο θανάτου. Αναιρετικοί λόγοι. Έλλειψη νόμιμης βάσης. Πλημμέλειες στη διατύπωση των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν το αιτιολογικό πόρισμα, ώστε να μη καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος. Απορρίπτει.

Απόφαση

Αριθμός 618/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Μ. Π. του Σ., συζ. Ε., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Βρέλλο, ο οποίος δήλωσε ότι διορθώνει το επώνυμο του συζύγου της στο ορθό "Τ."από το εσφαλμένο "Τ.".
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Κ. Π. του Ι., 2) Σ. Π. του Ι. και 3) Ε. Π. του Ι., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Σπανουδάκη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25/9/2008 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 203/2011 του ιδίου Δικαστηρίου και 42/2012 του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 26/9/2012 αίτηση και τους από 19/12/2012 προσθέτους λόγους της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 1/1/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Από τα άρθρα 974, 976, 980, 994, 1045, 1051 και 1113 του ΑΚ προκύπτει ότι όποιος νέμεται αυτοπροσώπως ή μέσω άλλον πράγμα κατά ιδανικό μέρος (συννομέας) επί μία εικοσαετία, δυνάμενος να συνυπολογίσει στον δικό του χρόνο νομής και τον χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, από καθολική ή ειδική διαδοχή, γίνεται συγκύριος του πράγματος κατά το ποσοστό της συννομήςτου με έκτακτη χρησικτησία. Εξάλλου από το άρθρο 1710 παρ.1 του ΑΚ, κατά το οποίο "Κατά τον θάνατο του προσώπου η περιουσία του ως σύνολο (κληρονομία) περιέρχεται από τον νόμο ή από διαθήκη σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμοι)", προκύπτει ότι περιουσιακό στοιχείο που δεν ανήκει στον κληρονομούμενο κατά τον θάνατο του τελευταίου δεν περιέρχεται στους κληρονόμους του, έστω και αν φέρεται ότι τούτο έχει καταλειφθεί με διαθήκη σε έναν ή περισσοτέρους από αυτούς. Τέλος, ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ.19 του ΚΠολΔ για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών ή (και) αντιφατικών αιτιολογιών δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του κανόνα ουσιαστικού δικαίου.
Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως από αυτήν προκύπτει, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι η μητέρα του δικαιοπαρόχου και πατέρα των αναιρεσιβλήτων παραχώρησε ατύπως το έτος 1977 στον τελευταίο (πατέρα τους) το 1/2 εξ αδιαιρέτου του αναφερόμενου ακινήτου της ιδιοκτησίας της, ήτοι ενός οικοπέδου, εμβαδού 737,94 τ.μ., με τα υπάρχοντα σ'αυτό οικία και κατάστημα, που βρίσκεται στη λεωφόρο ... αρ.194 της πόλεως ..., ότι από τον ανωτέρω χρόνο της παραχώρησης μέχρι τον κατά το έτος 1994 θάνατό του ο πατέρας των αναιρεσιβλήτων ασκούσε στο ακίνητο τις αναφερόμενες πράξεις νομής, ως συννομέαςκατά το ειρημένο ποσοστό, του ακινήτου, κατέχοντας διανοία συγκυρίου και χρησιμοποιώντας τον μεν ακάλυπτο χώρο του για την εναπόθεση των εργαλείων του, ως εργολάβου οικοδομών, και οικοδομικών υλικών, το δε κατάντημα αρχικά μεν ως καφενείο, για την ενίσχυση των εισοδημάτων του, μετά δε το έτος 1990 και μέχρι τον θάνατό του (1994) ως κατάστημα εμπορίας χρωμάτων ότι μετά τον θάνατο του πατέρα τους οι αναιρεσίβλητες υπεισήλθαν στη συννομήτου επιδίκου κατά το προαναφερόμενο ποσοστό εξ αδιαιρέτου του πατέρα τους και συνέχισαν να νέμονται το ακίνητο μαζί με την ειρημένη μητέρα εκείνου (γιαγιά τους), η οποία εκμίσθωνε το κατάστημα (και) για λογαριασμό τους, αρχικά μεν στον Ι. Ρ. ως παντοπωλείο, εν συνεχεία δε, από την 1-8-1997, στον Ε. Φ. ως βιβλιοχαρτοπωλείο, εισπράττοντας τα μισθώματα και αποστέλλοντάς τα στην πρώτη αναιρεσίβλητη που σπούδαζε στην Αγγλία μέχρι το έτος 2002, ότι οι αναιρεσίβλητες με την ως ανωτέρω συννομήτου επιδίκου επί χρόνο μεγαλύτερο της εικοσαετίας, προσμετρούμενης και της συννομήςτου δικαιοπαρόχου πατέρα τους, έγιναν συγκύριες του ακινήτου κατά το συνολικό ποσοστό του 1/2 εξ αδιαιρέτου με έκτακτη χρησικτησία και ότι επομένως, δέχεται το Εφετείο, η αναιρεσείουσα, αδελφή του πατέρα τους, στην οποία η γιαγιά τους που απεβίωσε το έτος 2008, με την νομίμως δημοσιευθείσα από 5-2-2002 δημόσια διαθήκη της άφησε ολόκληρο το επίδικο ακίνητο και η οποία αποδέχθηκε την κληρονομία αυτή και μετέγραψε την σχετική συμβολαιογραφική πράξη, δεν κατέστη κυρία του όλου ακινήτου και ειδικότερα του 1/2 εξ αδιαιρέτου από αυτό, το οποίο (1/2) είχε εκφύγει της κυριότητας της διαθέτιδας, κατά τα προεκτεθέντα, και δεν απετέλεσε κληρονομιαίο αντικείμενο, ανήκοντας στην κυριότητα των αναιρεσιβλήτων. Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, που είχε δεχθεί τα ίδια, αναγνώρισε τις αναιρεσίβλητες συγκυρίες κατά το ανωτέρω συνολικώς ποσοστό του 1/2 εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου, όπως οι τελευταίες ζητούσαν με την ένδικη αγωγή τους.
Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και το κατά τα ανωτέρω διατακτικό της απόφασής του και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των ειρημένων ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 974, 976, 980, 994, 1045, 1051, 1113, 1710 παρ.1 του ΑΚ, τις οποίες εφήρμοσε το Εφετείο, προσδίδοντας έτσι στην απόφασή του νόμιμη βάση είναι δε αβάσιμα τα αντίθετα που υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον μοναδικό, από το άρθρο 559 αρ.19 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς της και τους, από την ίδια διάταξη, πρόσθετους λόγους αναιρέσεως με ημερομηνία 19-12-2010.
ΙΙ. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν'απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, όπως διαμορφώθηκε με τους από 19-12-2012 πρόσθετους λόγους, και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ. 176 και 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26-9-2012 αίτηση της Μ. Π., όπως διαμορφώθηκε με τους από 19-12-2012 πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της υπ'Αριθμ. 42/2012 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Απριλίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΠΡΟΣΟΧΗ - ΑΚΙΝΗΤΑ - Πιστοποιητικό του άρθρου 54Α του ν. 4174/2013 (πιστοποιητικό ΕΝ.Φ.Ι.Α.). Αριθ. ΦΕΚ 229 Β/2021

Previous: ΑΠ 618/2013 - Συγκυριότητα σε ακίνητο. Κτήση ιδανικού μέρους με έκτακτη χρησικτησία. Προϋποθέσεις. Άσκηση συννομής. Έτσι και μέσω τρίτου. Χρόνος χρησικτησίας. Συνυπολογισμός του χρόνου άσκησης νομής του διαδόχου στο χρόνο του δικαιοπαρόχου του. Κτήση κυριότητας με κληρονομική διαδοχή. Προϋποθέσεις. Κυριότητα κληρονομουμένου κατά το χρόνο θανάτου. Αναιρετικοί λόγοι. Έλλειψη νόμιμης βάσης. Πλημμέλειες στη διατύπωση των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν το αιτιολογικό πόρισμα, ώστε να μη καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος. Απορρίπτει.
$
0
0

 

Κατηγορία: Φορολογία Κεφαλαίου

Α.1008/2021
Πιστοποιητικό του άρθρου 54Α του ν. 4174/2013 (πιστοποιητικό ΕΝ.Φ.Ι.Α.).

Αθήνα, 18-1-2021
Α.1008/18.1.2021

Αριθ. ΦΕΚ 229 Β/2021



ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
1. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΟΛΟΓΙΟΥ
ΤΜΗΜΑ Α'
2. ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΑΑΔΕ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ
ΤΜΗΜΑ Α'

Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 8
Ταχ. Κώδικας: 10 184 Αθήνα
Τηλέφωνο: 2103375878, 879, 880
E-Mail: defk.a@aade.gr
Url: www.aade.gr

ΘΕΜΑ: Πιστοποιητικό του άρθρου 54Α'του ν. 4174/2013 (πιστοποιητικό ΕΝ.Φ.Ι.Α.).

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 54Α του ν. 4174/2013 (Α' 170), με τις οποίες εξουσιοδοτείται ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων να καθορίζει τον τύπο και το περιεχόμενο (πληροφορίες και στοιχεία) του πιστοποιητικού Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.), τη διαδικασία χορήγησής του και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.

2. Τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 8 του ν. 4223/2013 (Α' 287), περί Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.).

3. Τις διατάξεις του ν. 4174/2013 (Α' 170).

4. Τις διατάξεις του Κεφαλαίου Α'«Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» του Μέρους Πρώτου του ν. 4389/2016 (Α' 94) «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις».

5. Την 1/20.01.2016 (Υ.Ο.Δ.Δ. 18) πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», σε συνδυασμό με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 10 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016, την υπ'αρ. 39/3/30.11.2017 (Υ.Ο.Δ.Δ. 689) απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης της Α.Α.Δ.Ε. «Ανανέωση της θητείας του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε.» και την 5294 ΕΞ 2020/17.1.2020 (Υ.Ο.Δ.Δ. 27) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών «Ανανέωση της θητείας του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων».

6. Την υπό στοιχεία Δ. ΟΡΓ. Α 1125859 ΕΞ 2020 (Β'4738) απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)», όπως τροποποιήθηκε συμπληρώθηκε και ισχύει.

7. Την υπό στοιχεία Δ.ΟΡΓ. Α 1115805 ΕΞ 2017/ 31-7-2017 (Β' 2743) απόφαση του Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. περί μεταβίβασης αρμοδιοτήτων και εξουσιοδότησης υπογραφής «Με εντολή Διοικητή» σε όργανα της Φορολογικής Διοίκησης, όπως ισχύει.

8. Τις υπό στοιχεία ΠΟΛ 1279/2013, 1020/2014, 1205/2014, 1004/2015, 1015/2015 και 1114/2015 (Β' 3397, 74, 2518, 2, 245 και 1093 αντίστοιχα) αποφάσεις Γ.Γ.Δ.Ε. και τις υπό στοιχεία ΠΟΛ1002/2017 (Β' 114) και 1137/2020 (Β' 2423) αποφάσεις Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. σχετικά με το πιστοποιητικό του άρθρου 54 Α'του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.

9. Την ανάγκη συμπλήρωσης των προηγούμενων αποφάσεων και κωδικοποίησης αυτών, ώστε να αποτελούν ενιαίο και εύχρηστο κείμενο τόσο για τους πολίτες όσο και για τις υπηρεσίες.

10. Το γεγονός ότι με την παρούσα απόφαση δεν προ-καλείται δαπάνη στον κρατικό προϋπολογισμό, αποφασίζουμε:

Άρθρο 1

Γενικά


1. Το πιστοποιητικό του άρθρου 54Α του ν. 4174/2013 (πιστοποιητικό ΕΝ.Φ.Ι.Α.) προσκομίζεται από τον φορολογούμενο, ο οποίος είχε την υποχρέωση να δηλώσει δικαίωμα επί ακινήτου στη δήλωση Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) του οικείου έτους. Το πιστοποιητικό προσκομίζεται από όλους τους φορο-λογουμένους που συμβάλλονται στο ίδιο συμβολαιογραφικό έγγραφο, μόνο ως προς το δικαίωμα επί του ακινήτου το οποίο είχαν υποχρέωση να συμπεριλάβουν στις δηλώσεις ΕΝ.Φ.Ι.Α. των αντίστοιχων ετών και το οποίο μεταβάλλεται, αλλοιώνεται ή μεταβιβάζεται με αυτό.

2. Αν απαιτείται πιστοποιητικό ΕΝ.Φ.Ι.Α. και ο φορολογούμενος απέκτησε δικαίωμα επί ακινήτου μετά την 1η Ιανουαρίου του έτους ή των ετών για τα οποία απαιτείται αυτό, για το έτος ή τα έτη αυτά, αντί του πιστοποιητικού, προσκομίζει υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986, με την οποία δηλώνει τα στοιχεία του ακινήτου, τον χρόνο απόκτησης του δικαιώματος επί του ακινήτου καθώς και ότι δεν είχε υποχρέωση να το συμπεριλάβει στη δήλωση ΕΝ.Φ.Ι.Α. των εν λόγω ετών. Η ανωτέρω δήλωση μνημονεύεται και επισυνάπτεται στο συμβολαιογραφικό έγγραφο.

Το αυτό ισχύει και για νομικό πρόσωπο, για τα έτη για τα οποία δεν έχει υποχρέωση υποβολής δήλωσης ΕΝ.Φ.Ι.Α..

3. Το δικαίωμα επί ακινήτου περιγράφεται στο πιστοποιητικό ΕΝ.Φ.Ι.Α., όπως αυτό αναγράφεται κατ'έτος στις δηλώσεις ΕΝ.Φ.Ι.Α. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, στις δηλώσεις ΕΝ.Φ.Ι.Α., υπάρχει απόκλιση ως προς την αναγραφή των περιγραφικών στοιχείων του δικαιώματος επί ακινήτου ή δεν έχει δηλωθεί μέρος ή όλο αυτού, ενώ υπήρχε σχετική υποχρέωση, το πιστοποιητικό εκδίδε-ται μετά την υποβολή των απαιτούμενων δηλώσεων ΕΝ.Φ.Ι.Α. με την ορθή απεικόνιση του δικαιώματος και την καταβολή του συνόλου του αναλογούντος φόρου, τόκων και προστίμων. Αν υπάρχει απόκλιση ως προς την περιγραφή του δικαιώματος επί ακινήτου, γιατί μεταβλήθηκε η κατάστασή του ή γιατί ο φορολογούμενος ακολούθησε νομοθεσία, αποφάσεις ή εγκυκλίους που όριζαν άλλως, το πιστοποιητικό επισυνάπτεται, αφού ελεγχθεί η ορθότητά του από τον αρμόδιο για τη μνη-μόνευση, επισύναψη ή παραλαβή του. Δεν απαιτείται η υποβολή τροποποιητικής δήλωσης σε περιπτώσεις στις οποίες στο ηλεκτρονικό πιστοποιητικό ταυτίζεται ο νομός, ο δήμος ή η κοινότητα, το δημοτικό ή κοινοτικό διαμέρισμα και διαφοροποιείται η διεύθυνση του ακινήτου από την αναγραφόμενη στον τίτλο κτήσης, εφόσον είναι πρόδηλο στον αρμόδιο για τη μνημόνευση ή επισύναψή του ότι πρόκειται περί του ιδίου ακινήτου.

4. Τα μνημονευόμενα και επισυναπτόμενα στο συμβολαιογραφικό έγγραφο πιστοποιητικά ΕΝ.Φ.Ι.Α. εκδί-δονται για τα πέντε (5) προηγούμενα από τη σύνταξη του συμβολαιογραφικού εγγράφου έτη, ανεξάρτητα από το χρόνο μεταγραφής του. Κατά τη μνημόνευση του πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. αναγράφονται υποχρεωτικά στο συμβολαιογραφικό έγγραφο ο αριθμός, η ημερομηνία έκδοσης, τα έτη και ο Α.Φ.Μ. του υπόχρεου, που περιλαμβάνονται σε αυτό.

5. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες έχει εκδοθεί πιστοποιητικό με παρακράτηση οφειλόμενου φόρου, δεν εκδίδεται άλλο πριν τη χρησιμοποίησή του, με εξαίρεση την περίπτωση που έχει ήδη εξοφληθεί μέρος ή το σύνολο του οφειλόμενου φόρου, οπότε εκδίδεται νέο πιστοποιητικό.

6. Το πιστοποιητικό/υπεύθυνη δήλωση ΕΝ.Φ.Ι.Α. ισχύει μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του έτους έκδοσής του και δεν επιτρέπεται η χρήση κυρωμένου αντιγράφου αυτού.

7. Ηλεκτρονικό πιστοποιητικό ή πιστοποιητικό που χορηγείται από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. ηλεκτρονικά, το οποίο έχει χρησιμοποιηθεί, ακυρώνεται ηλεκτρονικά από τον αρμόδιο για τη μνημόνευση και επισύναψη αυτού. Ο συμβολαιογράφος, πριν από τη σύνταξη του συμβολαιογραφικού εγγράφου, δύναται να αντιπαραβάλει το προσκομιζόμενο από τον φορολογούμενο πιστοποιητικό με το εκδοθέν αναρτημένο στο διαδίκτυο και υποχρε-ούται να δηλώσει άμεσα την οριστικοποίησή του στην οικεία μηχανογραφική εφαρμογή, μετά τη μνημόνευση και επισύναψη του πιστοποιητικού στο οικείο συμβολαιογραφικό έγγραφο, συμπληρώνοντας τον αριθμό και την ημερομηνία συμβολαίου, την αντικειμενική αξία του ακινήτου ή του επ'αυτού δικαιώματος ανά Α.Τ.ΑΚ., όπως αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 (Α' 43) και των αποφάσεων του Υπουργού Οικονομικών που εκδίδονται κατ'εξουσιοδότησή του, τη συνολική αντικειμενική αξία και το συνολικό τίμημα του συμβολαίου. Στις περιπτώσεις που το είδος του εμπράγματου δικαιώματος ή το ποσοστό συνιδιο-κτησίας του ακινήτου διαφέρουν από τα αναγραφόμενα στο πιστοποιητικό ΕΝ.Φ.Ι.Α., τότε στο πεδίο «Αντικειμενική Αξία του Α.Τ.ΑΚ.» αναγράφεται η αντικειμενική αξία που αναλογεί/αντιστοιχεί στο εμπράγματο δικαίωμα και στο ποσοστό συνιδιοκτησίας που μεταβιβάζεται. Εφόσον το πιστοποιητικό επισυνάπτεται σε οποιοδήποτε άλλο συμβολαιογραφικό έγγραφο εκτός από συμβολαιογραφικό έγγραφο μεταβίβασης με επαχθή αιτία, τα αριθμητικά πεδία είναι δυνατόν να συμπληρώνονται και με τον αριθμό μηδέν.

8. Όπου στην παρούσα αναφέρεται Δ.Ο.Υ., εννοείται και οποιαδήποτε άλλη αρμόδια, κατά περίπτωση, ελεγκτική υπηρεσία.

Άρθρο 2

Διαδικασία και τρόπος χορήγησης του πιστοποιητικού


1. Το πιστοποιητικό ΕΝ.Φ.Ι.Α. καθώς και η υπεύθυνη δήλωση εκδίδονται αποκλειστικά ηλεκτρονικά από τη διαδικτυακή εφαρμογή της ΑΑΔΕ μέσω του ΟΠΣ Περιουσιολογίου σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ενεργό χρήστη των υπηρεσιών του Taxisnet, με τους προσωπικούς κωδικούς του, για κάθε Α.Τ.ΑΚ. χωριστά. Ο τύπος και το περιεχόμενο του ηλεκτρονικού πιστοποιητικού έχει ως το συνημμένο υπόδειγμα 1. Ο τύπος και το περιεχόμενο της υπεύθυνης δήλωσης έχει ως τα συνημμένα υποδείγματα 2 και 2Α. Ο τύπος και το περιεχόμενο της υπεύθυνης δήλωσης νομικών προσώπων που δεν έχουν υποχρέωση υποβολής δήλωσης ΕΝ.Φ.Ι.Α. έχει ως το συνημμένο υπόδειγμα 3.

2. Το πιστοποιητικό ή η υπεύθυνη δήλωση, κατά περίπτωση, χορηγείται από τον αρμόδιο προϊστάμενο Δ.Ο.Υ., στον οποίο υποβάλλεται σχετική αίτηση, αποκλειστικά και μόνο στις κατωτέρω περιπτώσεις:

i. Πιστοποιητικό το οποίο χορηγείται για αποβιώσαντα.

ii. Πιστοποιητικό το οποίο χορηγείται σε νομικό πρόσωπο που έχει διακόψει τις εργασίες του.

iii. Πιστοποιητικό το οποίο χορηγείται σε σύνδικο πτώχευσης, εφόσον δεν υπάρχει δυνατότητα έκδοσης του πιστοποιητικού ηλεκτρονικά.

iv. Πιστοποιητικό το οποίο χορηγείται στον εκκαθα-ριστή νομικού προσώπου που τελεί υπό εκκαθάριση, εφόσον δεν υπάρχει δυνατότητα έκδοσης του πιστοποιητικού ηλεκτρονικά.

ν. Πιστοποιητικό το οποίο χορηγείται σε εκτελεστή διαθήκης ή σε εκκαθαριστή κληρονομιάς εφόσον δεν υπάρχει δυνατότητα έκδοσης του πιστοποιητικού ηλεκτρονικά.

vi. Πιστοποιητικό το οποίο χορηγείται με παρακράτηση του αναλογούντος φόρου.

vii. Πιστοποιητικό το οποίο χορηγείται σε πρόσωπο που έχει εξουσιοδοτηθεί για τη λήψη του με ειδικό προς τούτο πληρεξούσιο, εφόσον δεν υπάρχει δυνατότητα έκδοσης του πιστοποιητικού ηλεκτρονικά.

viii. Πιστοποιητικό το οποίο χορηγείται μετά την έκδοση οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου μετά από έλεγχο κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 7 της παρούσας.

ix. Πιστοποιητικό το οποίο χορηγείται σε έκτακτες περιπτώσεις, όταν υπάρχει πλήρης αδυναμία του μηχανογραφικού συστήματος για ηλεκτρονική έκδοση αυτού, ύστερα από απόφαση της Διεύθυνσης Εφαρμογής Φορολογίας Κεφαλαίου και Περιουσιολογίου της Α.Α.Δ.Ε..

Ο τύπος και το περιεχόμενο της αίτησης έχει ως το συνημμένο υπόδειγμα 4. Για αποδοχή κληρονομιάς ή για δικαίωμα πτωχού ή δικαίωμα το οποίο ανήκει σε υπό εκκαθάριση νομικό πρόσωπο ή κληρονομιαίο ακίνητο ή δικαίωμα για το οποίο έχει ορισθεί εκτελεστής διαθήκης ή εκκαθαριστής κληρονομιάς, ο τύπος και το περιεχόμενο της αίτησης έχει ως το συνημμένο υπόδειγμα 8. Το πιστοποιητικό χορηγείται σύμφωνα με το συνημμένο υπόδειγμα 1.

Άρθρο 3

Δικαίωμα λήψης πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α.


Δικαίωμα υποβολής της αίτησης και λήψης του πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. ή των υπεύθυνων δηλώσεων της παρ. 2 του άρθρου 1 της παρούσας έχουν:

1. Ο έχων δικαίωμα επί ακινήτου ή πρόσωπο που έχει εξουσιοδοτηθεί ειδικά για την υποβολή της αίτησης και λήψη του πιστοποιητικού και οι νόμιμοι εκπρόσωποι των νομικών προσώπων ή πρόσωπα που έχουν ειδικά προς τούτο εξουσιοδοτηθεί από αυτούς.

2. Σε περίπτωση σύνταξης συμβολαιογραφικών εγγράφων που αφορούν νομικό πρόσωπο, το οποίο έχει τεθεί υπό εκκαθάριση ή βρίσκεται υπό αναγκαστική διαχείριση, το πιστοποιητικό χορηγείται στον κατά το χρόνο χορήγησης αυτού εκκαθαριστή ή προσωρινό διαχειριστή του νομικού προσώπου ή σε πρόσωπα που έχουν εξουσιοδοτηθεί ειδικά για αυτό.

3. Σε περίπτωση κληρονομιάς, στην οποία έχει ορισθεί εκκαθαριστής ή εκτελεστής διαθήκης, το πιστοποιητικό χορηγείται στον κατά το χρόνο χορήγησης αυτού εκτελεστή ή εκκαθαριστή διαθήκης ή σε πρόσωπα που έχουν εξουσιοδοτηθεί ειδικά για αυτό.

4. Σε περίπτωση κατά την οποία φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης, χορηγείται στον κατά το χρόνο χορήγησης αυτού σύνδικο της πτώχευσης ή σε πρόσωπα που έχουν εξουσιοδοτηθεί ειδικά για αυτό.

5. Ειδική εξουσιοδότηση θεωρείται ότι υπάρχει και στην περίπτωση που σε συμβολαιογραφικό έγγραφο περιλαμβάνεται διατύπωση από την οποία προκύπτει η βούληση του εξουσιοδοτούντος να παραλαμβάνει τρίτος αντί αυτού πιστοποιητικό, το οποίο αφορά τη φορολογία κατοχής ακινήτων, ακόμη και αν δεν γίνεται ρητή αναφορά στον ΕΝ.Φ.Ι.Α.

6.  Σε περίπτωση χρονομεριστικής μίσθωσης (timesharing) ακινήτου με συμβολαιογραφικό έγγραφο από τουριστική επιχείρηση σε ιδιώτη, κατά την εκ-μίσθωση προσκομίζεται πιστοποιητικό από τον κύριο του ακινήτου.

7. Σε περίπτωση καταπιστεύματος, μέχρι να περιέλθει το ακίνητο στον καταπιστευματοδόχο, υποχρέωση προσκόμισης πιστοποιητικού έχει ο βεβαρημένος με καταπίστευμα. Μετά την επαγωγή του καταπιστεύματος, ο καταπιστευματοδόχος προσκομίζει υπεύθυνη δήλωση ή και πιστοποιητικό, κατά περίπτωση.

8. Σε περίπτωση σύνταξης οριστικού συμβολαίου σε εκτέλεση προσυμφώνου πώλησης (και όχι προσυμφώνου διανομής ή ανταλλαγής), το οποίο περιέχει τον όρο της αυτοσύμβασης, με εξαίρεση το εργολαβικό προσύμφωνο, πιστοποιητικά λαμβάνουν ο πωλητής ή/και ο εκ προσυμφώνου με τον όρο της αυτοσύμβασης αγοραστής, ανάλογα με τα χρόνια που ήταν υπόχρεοι σε αναγραφή του ακινήτου στη δήλωση στοιχείων ακινήτων. Σε περίπτωση εργολαβικού προσυμφώνου, κατά τη σύνταξη του οριστικού συμβολαίου πώλησης του εργολαβικού ανταλλάγματος από τον οικοπεδούχο στον εργολάβο ή σε τρίτο πρόσωπο που αυτός θα υποδείξει, πιστοποιητικά λαμβάνουν ο οικοπεδούχος ή/και ο εργολάβος, ανάλογα με τα χρόνια που ήταν υπόχρεοι σε αναγραφή του ακινήτου στη δήλωση στοιχείων ακινήτων. Σε περίπτωση που το εργολαβικό αντάλλαγμα έχει μεταβιβασθεί περαιτέρω από τον εργολάβο σε τρίτον με προσύμφωνο πώλησης που περιέχει τον όρο της αυτοσύμβασης, κατά τη σύνταξη του οριστικού συμβολαίου πιστοποιητικά λαμβάνουν ο εργολάβος ή/και ο οικοπεδούχος, ανάλογα με τα χρόνια που ήταν υπόχρεοι σε αναγραφή του ακινήτου στη δήλωση στοιχείων ακινήτων.

9. Σε περίπτωση σύνταξης οριστικού συμβολαίου από προσύμφωνο δωρεάς ή γονικής παροχής, το οποίο περιέχει τον όρο της αυτοσύμβασης, πιστοποιητικό λαμβάνει ο εκ προσυμφώνου δωρητής ή γονέας.

10. Σε περίπτωση σύνταξης οριστικού συμβολαίου από προσύμφωνο πώλησης, χωρίς τον όρο της αυτοσύμβασης, πιστοποιητικό λαμβάνει ο εκ προσυμφώνου πωλητής.

11. Σε περίπτωση τροποποίησης - διόρθωσης συμβολαίου σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, εάν ένας εξ των συμβαλλομένων ιδιοκτητών τροποποιεί το ακίνητό του (π.χ. κλείσιμο ημιυπαιθρίου, εσωτερικές διαρρυθμίσεις) και η αλλαγή αυτή επηρεάζει μόνο το δικό του ακίνητο χωρίς να μεταβάλλονται τα χιλιοστά των άλλων ιδιοκτησιών, απαιτείται πιστοποιητικό ΕΝ.Φ.Ι.Α. μόνο από αυτόν. Το ίδιο ισχύει και σε περιπτώσεις διαίρεσης ή συνένωσης ιδιοκτησιών του ιδίου ιδιοκτήτη. Σε περίπτωση όμως που με την τροποποίηση αυτήν μεταβάλλονται και τα χιλιοστά των υπολοίπων συμβαλλομένων τότε απαιτούνται πιστοποιητικά από όλους.

12. Σε περίπτωση τροποποίησης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, όσον αφορά κοινόχρηστο και κοινόκτητο χώρο ακινήτου, προκειμένου να ορισθεί ότι τμήμα αυτού θα ανήκει κατ'αποκλειστική χρήση ή θα αποτελεί παρακολούθημα συγκεκριμένης οριζόντιας ιδιοκτησίας ή ενσωματώνεται σε αυτήν, δεν απαιτείται η μνημόνευση και επισύναψη του πιστοποιητικού από τους λοιπούς συνιδιοκτήτες του ακινήτου, οι οποίοι συμπράττουν στην πράξη αυτή, εφόσον δεν πραγματοποιείται ουδε-μία μεταβολή στις δικές τους οριζόντιες ιδιοκτησίες ή στα ποσοστά συνιδιοκτησίας αυτών επί του ακινήτου.

13. Σε περίπτωση τροποποίησης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας λόγω τακτοποίησης ανεξάρτητου κτίσματος επί κοινόχρηστου ή κοινόκτητου χώρου πολυκατοικίας, απαιτείται γι'αυτό πιστοποιητικό από όλους τους συμβαλλόμενους, σύμφωνα με τα χιλιοστά τους επί του οικοπέδου.

14. Σε περίπτωση κατά την οποία φυσικό πρόσωπο έχει υπαχθεί στις ευνοϊκές διατάξεις του ν. 3869/2010 και έχει ορισθεί εκκαθαριστής, το πιστοποιητικό χορηγείται στον κατά το χρόνο χορήγησης αυτού εκκαθαριστή ή σε πρόσωπα που έχουν εξουσιοδοτηθεί ειδικά για αυτό.

Άρθρο 4

Λοιπές περιπτώσεις προσκόμισης πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α.


Προσκόμιση πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. απαιτείται και:

1. Σε περίπτωση σύνταξης συμβολαιογραφικών εγγράφων, με τα οποία προσκυρώνεται οικοπεδική έκταση που ανήκει σε δήμο, μετά από κύρωση της πράξης εφαρμογής σχεδίου πόλης.

2. Σε περίπτωση σύνταξης συμβολαιογραφικών εγγράφων μισθώσεων ακινήτων ή λύσης μισθωτικών συμβάσεων, με εξαίρεση τις μισθώσεις, τις άδειες και άλλες συναφείς συμβάσεις που συνάπτονται από την Εταιρεία Αεροδρομίου.

3. Σε περίπτωση επανάληψης ή διόρθωσης συμβολαίου λόγω διόρθωσης περιγραφικών στοιχείων των ακινήτων (με εξαίρεση την παρ. 2 του άρθρου 5) καθώς και για αλλαγή του ονοματεπωνύμου, του πατρωνύμου ή του αριθμού φορολογικού μητρώου συμβαλλόμενου ή λόγω επισύναψης εσφαλμένου πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. Σε περίπτωση μερικής διόρθωσης συμβολαίου ως προς ένα μόνο ακίνητο ή εμπράγματο δικαίωμα το απαιτούμε-νο πιστοποιητικό προσκομίζεται μόνο για αυτό.

4. Σε παροχή δικαιώματος προσημείωσης ή υποθήκης επί ακινήτου ή εξάλειψης προσημείωσης ή υποθήκης.

5. Κατά τη σύνταξη συμβολαιογραφικών εγγράφων λόγω πλήρωσης διαλυτικής αίρεσης.

Άρθρο 5

Περιπτώσεις για τις οποίες δεν απαιτείται πιστοποιητικό ΕΝ.Φ.Ι.Α.


Δεν απαιτείται η μνημόνευση και επισύναψη του πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. ή της υπεύθυνης δήλωσης:

1. Σε περίπτωση σύνταξης περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης επί αναγκαστικού πλειστηριασμού.

2. Σε περίπτωση διόρθωσης συμβολαίου ως προς την περιγραφή των ορίων ακινήτου (π.χ. τα όρια προς Βορρά, Νότο κ.λπ.), εφόσον δεν μεταβάλλεται κανένα άλλο περιγραφικό στοιχείο, η διεύθυνση και οι προσόψεις αυτού.

3. Σε περίπτωση σύστασης δουλείας διόδου σε κοινόχρηστο χώρο οικοπέδου.

4. Στην περίπτωση συμβολαιογραφικού εγγράφου με το οποίο συμφωνείται η άρση/απαλοιφή τεθείσας διαλυτικής αίρεσης (π.χ. εξόφληση του τιμήματος) και με την προϋπόθεση ότι δεν μεταβάλλονται τα περιγραφικά στοιχεία του ακινήτου καθώς και το ονοματεπώνυμο, το πατρώνυμο ή ο αριθμός φορολογικού μητρώου συμβαλλόμενου. Το αυτό ισχύει και στην περίπτωση συμφωνίας περί μη ισχύος/εξάλειψης της διαλυτικής αίρεσης.

5. Σε συμβόλαιο μονομερούς αποδοχής πρότασης δωρεάς αιτία θανάτου.

6. Σε αποδοχή της κληρονομιάς οικοπεδούχου, για τα ακίνητα του εργολαβικού ανταλλάγματος, για τα έτη για τα οποία είναι υπόχρεος σε δήλωση ο εργολάβος.

7. Σε περίπτωση δέσμευσης ή αποδέσμευσης θέσεων στάθμευσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 1221/1980 και ν. 960/1979.

8. Σε μονομερή εξάλειψη υποθήκης ή στην άρση κατάσχεσης.

9. Σε παραχώρηση υποθήκης ή προσημείωσης για εξασφάλιση δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου.

10. Σε περιπτώσεις σύνταξης συμβολαιογραφικής πράξης κανονισμού πολυκατοικίας, με την προϋπόθεση ότι σε αυτόν δεν ορίζονται αποκλειστικές χρήσεις ή παρακολουθήματα οριζόντιων ιδιοκτησιών ή αλλαγή χρήσης ιδιοκτησίας ή δεν τροποποιούνται οι κοινόχρηστοι χώροι.

11. Σε περίπτωση σύνταξης συμβολαιογραφικού εγγράφου για παράταση ισχύος προσυμφώνου ή αλλαγής του τιμήματος, με την προϋπόθεση ότι κατά τον χρόνο αυτόν το προσύμφωνο είναι σε ισχύ και δεν τροποποιούνται περιγραφικά στοιχεία του ακινήτου.

12. Σε περίπτωση σύνταξης προσυμφώνου πώλησης μελλοντικού δικαιώματος.

13. Σε περιπτώσεις μεταγραφής κληρονομητηρίου ή πιστοποιητικού του αρμόδιου δικαστηρίου περί αποποίησης ή μη κληρονομίας.

14. Σε περίπτωση παράτασης αποκλειστικά της διάρκειας ισχύος μισθωτηρίου συμβολαίου και συμβολαίου χρηματοδοτικής ή χρονομεριστικής μίσθωσης, ενόσω αυτά είναι ακόμα σε ισχύ, και εφόσον δεν επέρχεται καμία άλλη μεταβολή στη σύμβαση.

15. Σε περίπτωση που ο μισθωτής χρονομεριστικής μίσθωσης (timesharing) ακινήτου υπεκμισθώσει το ακίνητο σε τρίτο πρόσωπο με συμβολαιογραφικό έγγραφο, χωρίς να συμβάλλεται ο κύριος του ακινήτου.

16. Σε περίπτωση που ο μισθωτής ακινήτου υπεκμισθώσει το ακίνητο σε τρίτο πρόσωπο με συμβολαιογραφικό έγγραφο, χωρίς να συμβάλλεται ο κύριος αυτού.

17. Σε περίπτωση μεταγραφής του πρακτικού συμβιβαστικής επίλυσης διαφοράς.

18. Σε περίπτωση τροποποίησης συμβολαίου ως προς το τίμημα, εφόσον δεν μεταβάλλεται κανένα περιγραφικό στοιχείο του ακινήτου καθώς το ονοματεπώνυμο, το πατρώνυμο ή ο αριθμός φορολογικού μητρώου συμβαλλόμενου.

19. Σε περίπτωση μεταβίβασης ακινήτου από εργολάβο, μετά από την μεταβίβαση των ποσοστών του εργολαβικού του ανταλλάγματος προς αυτόν από τον οικοπεδούχο, για τα έτη για τα οποία υποχρέωση δήλωσης του ακινήτου είχε ο οικοπεδούχος.

Άρθρο 6

Ειδικά θέματα


1. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες για τη συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου απαιτείται πιστοποιητικό ΕΝ.Φ.Ι.Α., ο φορολογούμενος, αντί του πιστοποιητικού, δύναται να υποβάλει τις πράξεις προσδιορισμού ΕΝ.Φ.Ι.Α. των πέντε (5) προηγουμένων ετών, από τις οποίες προκύπτει ότι το ακίνητο περιλαμβάνεται στις δηλώσεις ΕΝ.Φ.Ι.Α., ή την υπεύθυνη δήλωση της παρ. 2 του άρθρου 1 της παρούσας, κατά περίπτωση.

2. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες υπεβλήθησαν δηλώσεις στοιχείων ακινήτων (Ε9) με τις ευνοϊκές διατάξεις των άρθρων 57 έως και 60 του ν. 4446/2016, από τις οποίες συντέθηκαν μηχανογραφικά δηλώσεις ΕΝ.Φ.Ι.Α. -πράξεις προσδιορισμού φόρου με λανθασμένα στοιχεία ακινήτου, τα οποία δεν μπορούν να ανακαλέσουν, τα στοιχεία του ακινήτου αναγράφονται στο πιστοποιητικό σύμφωνα με τη δήλωση αυτή και αυτό μνημονεύεται και επισυνάπτεται στο συμβολαιογραφικό έγγραφο, εφόσον είναι πρόδηλο στον αρμόδιο για τη μνημόνευση, επι-σύναψη ή παραλαβή του ότι πρόκειται περί του ιδίου ακινήτου.

3. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες φορολογούμενος έχει υποβάλει δηλώσεις στοιχείων ακινήτων (Ε9) σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 57 έως και 60 του ν. 4446/2016, από τις οποίες συντέθηκαν μηχανογραφικά δηλώσεις ΕΝ.Φ.Ι.Α. - πράξεις προσδιορισμού φόρου και έχει απωλέσει τη σχετική ρύθμιση, ο αρμόδιος Προϊστάμενος Δ.Ο.Υ. χορηγεί το πιστοποιητικό μετά την έκδοση πράξης προσδιορισμού της διαφοράς του πρόσθετου φόρου ή/και την επιβολή του προστίμου του άρθρου 4 του ν. 2523/1997 ή/και του άρθρου 54 του ν. 4174/2013, κατά περίπτωση.

4. Στο συμβολαιογραφικό έγγραφο, μνημονεύεται και επισυνάπτεται ένα πιστοποιητικό για κάθε δικαίωμα επί ακινήτου, ανεξάρτητα εάν σε αυτό σωρεύονται περισσότερες της μίας πράξεις.

5. Ο κληροδόχος δεν προσκομίζει πιστοποιητικό για τον θανόντα.

6. Αυτός που αποδέχεται ακίνητο ή δικαίωμα επί ακινήτου μετά από τελεσίδικη δικαστική απόφαση, με την οποία φυσικό ή νομικό πρόσωπο καταδικάστηκε σε δήλωση βουλήσεως, πριν από την αποδοχή, απαιτείται να υποβάλει κυρωμένο αντίγραφο της απόφασης αυτής στον αρμόδιο προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. του φυσικού ή νομικού προσώπου, που καταδικάστηκε. Η δικαστική απόφαση θεωρείται από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., προκειμένου να επισυναφθεί στο οικείο συμβόλαιο αντί του πιστοποιητικού.

Άρθρο 7

Χορήγηση πιστοποιητικού μετά από έλεγχο


Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες έχει εκδοθεί πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου μετά από έλεγχο ΕΝ.Φ.Ι.Α. για το σύνολο της ακίνητης περιουσίας ή για μέρος αυτής, αρμόδιος για τη χορήγηση πιστοποιητικού του έτους αυτού για δικαίωμα επί ακινήτου, το οποίο περιλαμβάνεται στην οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, είναι ο προϊστάμενος που είναι αρμόδιος για την έκδοση αυτής, μετά από αίτηση του φορολογουμένου. Η αυτή διαδικασία εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα στοιχεία του ακινήτου, κατόπιν ελέγχου, δεν διαφοροποιούνται των δηλωθέντων. Το πιστοποιητικό εκδίδεται από το τμήμα Ελέγχου. Ο τύπος και το περιεχόμενο της αίτησης καθώς και του πιστοποιητικού έχει ως το συνημμένο υπόδειγμα 5.

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες για ακίνητο, για το οποίο ζητείται το πιστοποιητικό δεν έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος για όλα τα έτη, για τα έτη αυτά το πιστοποιητικό εκδίδεται από τον αρμόδιο προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 8 διαδικασία εφαρμόζεται ανάλογα και στις ανωτέρω περιπτώσεις, στις οποίες έχει εκδοθεί πράξη προσδιορισμού ΕΝ.Φ.Ι.Α. μετά από έλεγχο. Για τη χορήγηση του πιστοποιητικού σε αυτές απαιτείται η υποβολή αίτησης από τον φορολογούμενο σύμφωνα με το συνημμένο υπόδειγμα 6. Ο τύπος και το περιεχόμενο του πιστοποιητικού έχει ως το συνημμένο υπόδειγμα 7.

Άρθρο 8

Χορήγηση πιστοποιητικού σε ειδικές περιπτώσεις


1. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες απαιτείται η μνημόνευση και επισύναψη ή η προσκόμιση πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. και ο φορολογούμενος έχει ανεξόφλητες οφειλές από διαφορετικές πηγές, συμπεριλαμβανομένου και του ΕΝ.Φ.Ι.Α., οι οποίες έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση καταβολής, υποβάλλεται αίτηση στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. σύμφωνα με το υπόδειγμα 4 ή σύμφωνα με το υπόδειγμα 8, προκειμένου για κληρονόμο ή σύνδικο πτώχευσης ή εκ-καθαριστή νομικού προσώπου ή εκτελεστή διαθήκης ή εκκαθαριστή κληρονομιάς. Προκειμένου να χορηγηθεί το πιστοποιητικό αυτό ακολουθείται η κατωτέρω διαδικασία:

α) Αφού διαπιστωθεί από το αρμόδιο τμήμα της Δ.Ο.Υ. ότι το δικαίωμα επί ακινήτου περιλαμβάνεται με τα ίδια στοιχεία στη δήλωση ΕΝ.Φ.Ι.Α. ή στην πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου μετά από έλεγχο για όσα έτη αιτείται το πιστοποιητικό, υπολογίζεται ο επιμεριστικά αναλογών φόρος ανά έτος, ο οποίος αναγράφεται στο υπόδειγμα 9 με τα λοιπά στοιχεία της βεβαίωσης του φόρου και υπογράφεται από τον Προϊστάμενο του Τμήματος. Στο ίδιο υπόδειγμα αναγράφεται το σύνολο του αναλογούντος ΕΝ.Φ.Ι.Α., που αφορά ακίνητα για τα οποία ο φορολογούμενος έχει ήδη λάβει πιστοποιητικό ΕΝ.Φ.Ι.Α. του ιδίου έτους, καθώς και το σύνολο του φόρου που πρέπει να καταβληθεί.

β) Το Τμήμα Εσόδων της Δ.Ο.Υ. αναγράφει στο ανωτέρω υπόδειγμα 9 το υπόλοιπο του φόρου, που πρέπει να καταβληθεί, και τους τόκους επ'αυτού, το συνολικό ποσό και τα στοιχεία του χρέους προς καταβολή και συνυπογράφεται από τον Προϊστάμενο του Τμήματος.

γ) Μετά την εξόφληση του ποσού, το πιστοποιητικό εκδίδεται ηλεκτρονικά πλην των περιπτώσεων της παρ. 2 του άρθρου 2 της παρούσας.

2. Για τη χορήγηση πιστοποιητικού ΕΝΦΙΑ πριν την εξόφληση του οφειλόμενου φόρου, με υποχρέωση παρακράτησης αυτού από τον συμβολαιογράφο και απόδοσής του εντός τριών εργασίμων ημερών, πλην των οριζομένων κατωτέρω στις παρ. 3 και 4 του παρόντος άρθρου, υποβάλλεται αίτηση από τον φορολογούμενο σύμφωνα με το συνημμένο υπόδειγμα 10. Ο τύπος και το περιεχόμενο του πιστοποιητικού έχει ως το συνημμένο υπόδειγμα 11. Για τη διαδικασία χορήγησης του πιστοποιητικού ακολουθούνται ανάλογα οι περιπτώσεις α και β της παρ. 1 του παρόντος.

3. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες με το αυτό συμβολαιογραφικό έγγραφο μεταβιβάζεται με αντάλλαγμα το σύνολο της ακίνητης περιουσίας φυσικού ή νομικού προσώπου και το συνολικά οφειλόμενο ποσό κύριων και πρόσθετων φόρων και προσαυξήσεων παρακρατείται και αποδίδεται από τον συμβολαιογράφο, για τη χορήγηση του πιστοποιητικού υποβάλλεται αίτηση από τον φορολογούμενο σύμφωνα με το συνημμένο υπόδειγμα 12.

Για τη διαδικασία χορήγησης του πιστοποιητικού ακολουθείται ανάλογα η διαδικασία των περ. α) και β) της παρ. 1 του παρόντος άρθρου και εκδίδεται το πιστοποιητικό σύμφωνα με το υπόδειγμα 13.

4. Ειδικά στις περιπτώσεις που ζητείται η έκδοση πιστοποιητικού για μεταβίβαση συγκεκριμένου ακινήτου με παρακράτηση και απόδοση του τιμήματος, το οποίο να καλύπτει τουλάχιστον το οφειλόμενο ποσό κύριων και πρόσθετων φόρων και προσαυξήσεων για το συγκεκριμένο ακίνητο, έναντι του συνολικά οφειλόμενου ποσού κύριων και πρόσθετων φόρων και προσαυξήσεων για όλα τα ακίνητα για τα οποία είναι υπόχρεος ο φορολογούμενος, υποβάλλεται αίτηση, σύμφωνα με το υπόδειγμα 14 και ακολουθείται από τη Δ.Ο.Υ. η εξής διαδικασία:

α) Από το αρμόδιο τμήμα της Δ.Ο.Υ. διαπιστώνεται ότι το ακίνητο ή το δικαίωμα επί ακινήτου περιλαμβάνεται με τα ίδια στοιχεία στη δήλωση ΕΝ.Φ.Ι.Α. ή στην πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου μετά από έλεγχο για όσα έτη αιτείται το πιστοποιητικό, υπολογίζεται και αναγράφεται ο επιμεριστικά αναλογών ΕΝ.Φ.Ι.Α. ανά έτος στο Α μέρος του πίνακα υπολογισμού καταβολής ΕΝ.Φ.Ι.Α. του υποδείγματος 15, τα λοιπά στοιχεία της βεβαίωσης του φόρου, το σύνολο του ΕΝ.Φ.Ι.Α., το οποίο αφορά ακίνητα για τα οποία ο φορολογούμενος έχει ήδη λάβει πιστοποιητικό ΕΝ.Φ.Ι.Α. εντός του ιδίου έτους, καθώς και το σύνολο αυτών. Αναγράφεται το υπόλοιπο ποσό ΕΝ.Φ.Ι.Α. ανά έτος στο Γ μέρος του πίνακα με τα λοιπά στοιχεία της βεβαίωσης του φόρου.

β) Από το Τμήμα Εσόδων αναγράφεται στο Β μέρος του πίνακα το υπόλοιπο του επιμεριστικά αναλογούντος ΕΝ.Φ.Ι.Α. που πρέπει να καταβληθεί, οι τόκοι επ'αυτού και το σύνολο προς καταβολή. Αναγράφεται στο Δ μέρος του πίνακα το ποσό ΕΝ.Φ.Ι.Α που απομένει για καταβολή, αφού αφαιρεθεί ο επιμεριστικά αναλογών ΕΝ.Φ.Ι.Α., οι τόκοι επ'αυτού, το σύνολο προς καταβολή και τα απαραίτητα στοιχεία του χρέους για καταβολή.

γ) Μετά τη συμπλήρωση του πίνακα υπολογισμού καταβολής ΕΝ.Φ.Ι.Α. συντάσσεται και εκδίδεται το πιστοποιητικό του άρθρου 54Α' του ν. 4174/2013 σύμφωνα με το συνημμένο υπόδειγμα 16. Στο πιστοποιητικό αναγράφονται τα στοιχεία του συμβολαιογράφου που θα προβεί στην απόδοση των φόρων, το σύνολο του επιμεριστικά αναλογούντος ΕΝ.Φ.Ι.Α., το υπόλοιπο ποσό ΕΝ.Φ.Ι.Α. για καταβολή και η ταυτότητα οφειλής. Στο πιστοποιητικό που εκδίδεται επισυνάπτεται ο πίνακας υπολογισμού καταβολής του ΕΝ.Φ.Ι.Α. ως αναπόσπαστο μέρος αυτού.

Το ποσό του τιμήματος ή το τμήμα αυτού και μέχρι του ύψους του συνολικά οφειλόμενου ΕΝ.Φ.Ι.Α., αποδίδεται με την εξής σειρά προτεραιότητας:

i) Αρχικά εξοφλείται ο συνολικά επιμεριστικά αναλογών ΕΝ.Φ.Ι.Α. του μεταβιβαζόμενου ακινήτου ανά έτος.

ii) Από το υπόλοιπο ποσό του τιμήματος εξοφλείται το υπόλοιπο ποσό ΕΝ.Φ.Ι.Α., όπως αυτό αναγράφεται στο πιστοποιητικό. Αν το τίμημα δεν επαρκεί για την κάλυψη του συνολικά υπολειπόμενου ποσού ΕΝ.Φ.Ι.Α. η εξόφληση γίνεται ανά έτος από το παλαιότερο έτος προς το νεότερο.

5. Η διαδικασία της παρ. 4 του άρθρου αυτού, εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το τίμημα από τη μεταβίβαση ακινήτου δεν υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας αυτού αλλά δεν επαρκεί για την ολοσχερή εξόφληση του αναγραφόμενου ποσού στις βεβαιώσεις οφειλής προς τη Δ.Ο.Υ. και τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, βάσει του άρθρου 41 του ν. 4756/2020.

6. Στις περιπτώσεις χορήγησης πιστοποιητικού με υποχρέωση παρακράτησης του οφειλόμενου φόρου και απόδοσης αυτού από τον συμβολαιογράφο, εάν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία απόδοσης αυτού λόγω πλήρους αδυναμίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, προσκομίζεται στον φύλακα μεταγραφών ή στον Προϊστάμενο του αρμόδιου κτηματολογικού γραφείου σχετική βεβαίωση. Στην περίπτωση αυτή το συμβολαιογραφικό έγγραφο δεν θεωρείται άκυρο, εφόσον η απόδοση του οφειλόμενου ποσού πραγματοποιηθεί εντός τριών εργασίμων ημερών από τη λήξη του λόγου της αδυναμίας.

Άρθρο 9

1. Για τη διαδικασία υποβολής των αιτήσεων και των υπεύθυνων δηλώσεων, και λήψης πιστοποιητικών ΕΝ.Φ.ΙΑ., στις περιπτώσεις για τις οποίες δεν προβλέπεται ηλεκτρονική υποβολή ή λήψη αυτών, εφαρμόζονται τα οριζόμενα στην υπό στοιχεία ΠΟΛ 1137/2020 απόφαση Διοικητή Α.Α.Δ.Ε.. Οι αιτήσεις, οι υπεύθυνες δηλώσεις, τα δικαιολογητικά και τα πιστοποιητικά φυλάσσονται στο αρχείο της Δ.Ο.Υ.

2. Στην παρούσα επισυνάπτονται δέκα επτά (17) υποδείγματα, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτής.

Παράρτημα - έντυπα -Υποδειγματα


3. Από τη δημοσίευση της παρούσας καταργείται κάθε προηγούμενη απόφαση που ρυθμίζει τα οριζόμενα σε αυτήν θέματα. Πιστοποιητικά που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με προηγούμενες αποφάσεις εξακολουθούν να ισχύουν και μπορούν να χρησιμοποιηθούν μέχρι την ημερομηνία λήξης τους.

4. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.



Ο Διοικητής της Α.Α.Δ.Ε.
Γεώργιος Πιτσιλής

ΑΠΟΔΟΧΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΕΥΕΡΓΕΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΡΑΦΗΣ - ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 2264/2019 ΚΑΙ ΕιρΧαλανδρίου 670/2008 ΚΑΙ ΑΠ 1202/2018 ΚΑΙ 241/26-10-2018 Ειρηνοδικείο Κως

$
0
0


Αποποίηση κληρονομιάς/ Αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής

Η δήλωση αποποίησης ή αποδοχής με το ευεργέτημα της απογραφής, της κληρονομιάς γίνεται αυτοπροσώπως στο Γραμματέα του Ειρηνοδικείου κληρονομίας. Δήλωση αποποίησης κληρονομιάς ή αποδοχή με το ευεργέτημα της

απογραφής, που γίνεται με αντιπρόσωπο απαιτεί την προσκόμιση ειδικού συμβολαιογραφικού εγγράφου (πληρεξούσιο).

Δήλωση αποποίησης κληρονομιάς ή αποδοχής με το ευεργέτημα της απογραφής που γίνεται:
α) από ασκούντες τη γονική μέριμνα ανηλίκου
β) από δικαστικό συμπαραστάτη για συμπαραστατούμενο
γ) από επίτροπο για ανήλικο που βρίσκεται σε επιτροπεία
Είναι εκ του νόμου απαραίτητο να προσκομιστεί δικαστική απόφαση, που τους χορηγεί άδεια να αποποιηθούν ή να αποδεχθούν εκ μέρους τους.

Για να αποποιηθεί ή να αποδεχθεί με το ευεργέτημα της απογραφής κάποιος την κληρονομιά, που του έχει επαχθεί, εμφανίζεται ενώπιον του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου κληρονομίας προσκομίζοντας ληξιαρχική πράξη θανάτου του αποβιώσαντος και δηλώνει ότι την αποποιείται συντασσόμενης προς τούτο σχετικής έκθεσης, την οποία στη συνέχεια ο Γραμματέας καταχωρεί στα βιβλία που τηρούνται στο Ειρηνοδικείο.

ΤΟ ΕΥΕΡΓΕΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΡΑΦΗΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

Μετά το θάνατο ενός προσώπου που έχει χρέη, οι συγγενείς συχνά ταλαιπωρούνται για τα κληρονομικά ζητήματα και για το αν κινδυνεύει η δική τους περιουσία από τα χρέη του αποβιώσαντος. Η  συνήθης τακτική  για να μην πληρώσει ο κληρονόμος με την δική του περιουσία χρέη του κληρονομούμενου,  είναι να προβεί σε αποποίηση της κληρονομίας.

Ωστόσο, λίγοι γνωρίζουν, ότι ο νόμος δίνει τη δυνατότητα στο κληρονόμο να αποδεχτεί την κληρονομιαία περιουσία με το ευεργέτημα της απογραφής, η οποία υπερτερεί  παρασάγγας της αποποιήσεως.

Τί σημαίνει ευεργέτημα της απογραφής

Στο άρθρο 1902 του ΑΚ προβλέπεται ότι: «Όσο ο κληρονόμος έχει δικαίωμα να αποποιηθεί την κληρονομία, μπορεί να δηλώσει ότι την αποδέχεται με το ευεργέτημα της απογραφής. Η δήλωση γίνεται στη γραμματεία του δικαστηρίου της κληρονομίας.»

 Στην ουσία λοιπόν, για να μην πληρώσει ο κληρονόμος με τη δική του περιουσία τα χρέη του αποβιώσαντος  έχει δικαίωμα περιορισμού της ευθύνης του. Εφόσον δηλαδή ακολουθηθεί η διαδικασία που θα αναλύσουμε παρακάτω, ο κληρονόμος, με την αποδοχή της κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής, αποκομίζει τα εξής σημαντικά οφέλη:

Αρχικά, ο κληρονόμος προστατεύει αφ’ ενός την προσωπική του περιουσία  από τους δανειστές της κληρονομίας  και αφετέρου έχει την δυνατότητα να επωφεληθεί από το ενεργητικό της, εφόσον αυτό υπάρχει.

Άπαξ δηλαδή και τηρηθεί η παρακάτω διαδικασία, η προσωπική περιουσία του κληρονόμου  και η κληρονομιαία περιουσία χωρίζονται, με αποτέλεσμα οι δανειστές να μη μπορούν να στραφούν κατά της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου για την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους, παρά μόνο κατά των στοιχείων του ενεργητικού  της κληρονομίας αν υπάρχουν.

Η διαδικασία είναι αρκετά δύσκολη και απαιτείται η βοήθεια και συμβουλή ενός εξειδικευμένου δικηγόρου. Τα βασικά βήματα περιγράφονται παρακάτω:

1) Μέσα σε 4 μήνες  από το θάνατο του κληρονομούμενου, ο κληρονόμος θα πρέπει να δηλώσει στη γραμματεία του δικαστηρίου της κληρονομίας { Δικαστήριο της κληρονομίας είναι το ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου ο κληρονομούμενος είχε κατά τον χρόνο του θανάτου του την κατοικία του και, αν δεν είχε κατοικία, τη διαμονή του, και αν δεν είχε ούτε διαμονή, το ειρηνοδικείο της πρωτεύουσας του κράτους (810 ΚΠολΔ)} ότι αποδέχεται την κληρονομία με το ευεργέτημα της απογραφής.

2) Από την κατάθεση της ως άνω δηλώσεως ξεκινά νέα τετράμηνη προθεσμία εντός της οποίας  ο κληρονόμος καταθέτει αίτηση ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου. Η αίτηση εξετάζεται εν συνεχεία από τον Ειρηνοδίκη, ο οποίος εφόσον την κάνει δεκτή θα διατάξει την απογραφή της κληρονομίας από έναν συμβολαιογράφο και δύο πραγματογνώμονες. Εφόσον το έχει αιτηθεί στην αρχική του αίτηση, την επιλογή των αρμοδίων προσώπων για την διενέργεια απογραφής μπορεί να την κάνει και ο ίδιος ο κληρονόμος.

3) Εντός της ανωτέρω τετράμηνης προθεσμίας θα πρέπει να ολοκληρωθεί η απογραφή της κληρονομίας, να γίνει δηλαδή καταγραφή της.  Αυτή ενσωματώνεται σε έκθεση, η οποία αποτελεί επίσημο συμβολαιογραφικό έγγραφο.

4) Συντάσσεται ξεχωριστή συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής που μεταγράφεται στο οικείο υποθηκοφυλακείο.

 

Σε περίπτωση περισσότερων συγκληρονόμων, ο κάθε ένας ασκεί το δικαίωμά του ανεξάρτητα από τον άλλο.

Σε περίπτωση ανηλίκων, τα πρόσωπα αυτά πρέπει να διενεργήσουν μέσω συμβολαιογράφου απογραφή μέσα σε 1 χρόνο από τότε που θα καταστούν ικανά προς δικαιοπραξία.

+++++++++++++++++++++++++++++++++++

 Ορέστης Σεϊμένης - Αλεξάνδρα Γεράγγελου

1. Αποδοχή με  επιφύλαξη

Ο κληρονόμος κατά την διαδικασία της αποδοχής της κληρονομιάς έχει το δικαίωμα να την αποδεχθεί με επιφύλαξη, δηλαδή με το ευεργέτημα της απογραφής, ή «επ ωφελεία απογραφής» όπως λέγεται διαφορετικά 1902 Α.Κ.

2. Ατομική και κληρονομιαία περιουσία

Όταν αποκτηθεί η κληρονομιαία περιουσία αναμιγνύεται με την ατομική περιουσία του κληρονόμου. Από την ανάμιξη αυτή ο κληρονόμος ευθύνεται, κατ αρχήν, για τις υπάρχουσες υποχρεώσεις της κληρονομίας. Για τις υποχρεώσεις αυτές ευθύνεται με την δική του περιουσία. Έτσι η κληρονομιά μπορεί να γίνει αρνητική, ζημιογόνα και ο κληρονόμος να κινδυνεύει να χάσει και την δική του, ατομική, περιουσία ή ένα μέρος της, για να καλύψει τις υπάρχουσες υποχρεώσεις – χρέη του κληρονομηθέντος. 1901 Α.Κ.
Για να μην συμβεί αυτό δημιουργήθηκε ο θεσμός της αποδοχής με το ευεργέτημα της απογραφής ή «επ ωφελεία απογραφής» όπως λέγεται διαφορετικά. A.K.1902

3. Η αποδοχή με το «ευεργέτημα της απογραφής» δεν είναι αποποίηση της κληρονομιάς

Με τον τρόπο αυτό (δηλαδή με το ευεργέτημα της απογραφής), ο κληρονόμος δεν αποποιείται την κληρονομιά αλλά η κληρονομιά αποτελεί χωριστή ομάδα περιουσίας ανεξάρτητη από την άλλη περιουσία που έχει ο κληρονόμος (επομένως οι υποχρεώσεις που έχει κληρονομήσει θα καλυφθούν – πληρωθούν από το ενεργητικό της κληρονομιάς).

4. Εξόφληση των δανειστών του κληρονομουμένου με όρους και προϋποθέσεις

Στην περίπτωση της κληρονομιάς με το ευεργέτημα της απογραφής, εφόσον εξαντληθεί το ενεργητικό της κληρονομιάς, ο κληρονόμος δεν έχει πλέον καμιά υποχρέωση και ευθύνη απέναντι στους δανειστές του κληρονομούμενου που δεν ικανοποιήθηκαν.

5. Το ευεργέτημα της απογραφής και η πτώχευση του κληρονομούμενου

Το ευεργέτημα της απογραφής μπορεί να εφαρμοστεί ακόμα και στην περίπτωση που ο κληρονομούμενος έχει κηρυχθεί σε πτώχευση.
Επίσης και στην περίπτωση που η κληρονομιά έχει τεθεί σε δικαστική εκκαθάριση. Α.Κ. 1902  παρ.1

6. Το ευεργέτημα δεν πρέπει να αφορά μέρος της κληρονομίας

Το ευεργέτημα της απογραφής δεν μπορεί να αφορά μέρος της κληρονομικής μερίδας αλλά ολόκληρη. Α.Κ. 1902  παρ. 2

7. Το ευεργέτημα της απογραφής είναι δικαίωμα που ασκείται συγχρόνως με το δικαίωμα της αποδοχής της κληρονομιάς.

Αν ο κληρονόμος αποδέχθηκε την αποδοχής ρητά (ή σιωπηρά μετά παρέλευση της προθεσμίας της αποποίησης, δηλαδή των 120 ημερών), ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ στην συνέχεια να αποδεχθεί την κληρονομιά αυτή με το ευεργέτημα της απογραφής  Α.Κ. 1902  παρ. 2

8. Εξοφλούνται πρώτοι οι δανειστές με προνόμιο

Ικανοποιούνται με προτεραιότητα κατά την εξόφληση τους οι δανειστές και μάλιστα σε εκείνοι που έχουν νόμιμο κεκτημένο δικαίωμα – προνόμιο.

9. Μπορεί ο «αγοραστής κληρονόμος» να έχει το δικαίωμα του ευεργετήματος της απογραφής;

Ναι μπορεί. Εφ'όσον όμως είχε ασκήσει προηγουμένως  και ο πωλητής  -κληρονόμος αυτό το δικαίωμα. Α.Κ. 1902  παρ. 2

10. Μπορεί ο «κληρονόμος του κληρονόμου» να έχει το δικαίωμα του ευεργετήματος της απογραφής;

Ναι μπορεί. Εφ'όσον όμως είχε ασκήσει  και ο αρχικός -κληρονόμος αυτό το δικαίωμα. Εάν ο αρχικός κληρονόμος αποδέχθηκε την κληρονομιά χωρίς το ευεργέτημα της απογραφής, τότε ο δεύτερος-επόμενος κληρονόμος δεν δικαιούται να ασκήσει το δικαίωμα του ευεργετήματος της απογραφής. Α.Κ. 1902  παρ. 2

11. Σε περίπτωση συγκληρονόμων πως ασκείται το δικαίωμα του ευεργετήματος της απογραφής

Ο καθένας από τους κληρονόμους μπορεί να δεχθεί το ευεργέτημα της απογραφής ανεξάρτητα από τους λοιπούς κληρονόμους. Α.Κ. 1902  παρ. 2

12. Σε ποιες περιπτώσεις το ευεργέτημα της απογραφής ισχύει υποχρεωτικά  

Σε ορισμένες περιπτώσεις η αποδοχή της κληρονομιάς θεωρείται από τον νόμο ότι πραγματοποιείται με το ευεργέτημα της απογραφής.
Τέτοιες περιπτώσεις είναι:
• η αποδοχή κληρονομιάς ανηλίκων που τελούν υπό γονική μέριμνα (Α.Κ. 1527),
• η αποδοχή κληρονομιάς αυτών που είναι σε Επιτροπία (Α.Κ. 1650, 1698),
• η αποδοχή αυτών που είναι σε δικαστική αντίληψη (Κ. 1707)
• το Ελληνικό Δημόσιο
• ΝΠΔΔ
• Η Εκκλησία της Ελλάδος
• Η Αρχιεπισκοπή Αθηνών
• Οι Μητροπόλεις
• Τα Εκκλησιαστικά Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου
Α.Κ. 128, 129, 1686, 1912

13. Μέχρι πότε πρέπει να γίνεται η αποδοχή κληρονομιάς με το ευεργέτημα της απογραφής; Διαδικασία.

Στην περίπτωση του ευεργετήματος της απογραφής η διαδικασία της αποδοχής κληρονομιάς με το ευεργέτημα της απογραφής δεν επηρεάζει την σειρά εφαρμογής του φορολογικού νόμου σε παρόμοιες περιπτώσεις. Όταν όμως γίνει τελεσίδικα η απογραφή θα γίνει νέα εκκαθάριση. Η δήλωση αποδοχής της κληρονομίας επ'ωφελεία απογραφής θα γίνει μέσα στην τετράμηνη προθεσμία της αποποίησης (πριν τελειώσει η ημερομηνία αυτή), Η δήλωση θα υποβληθεί στον Γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομιάς.
Οι προβλεπόμενες από τον Αστικό Κώδικα προθεσμίες αποποίησης της κληρονομιάς και η αποδοχή της κληρονομιάς με το ευεργέτημα της απογραφής, δεν αποτελούν λόγο διάφορης εφαρμογής των διατάξεων του νόμου 2961/2001.
Ν.2961/2001 άρθρο 2 παρ. 3

14.    Πότε καλείται το δημόσιο ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος;

Εάν η εξ αδιαθέτου διαδοχή δεν έχει αποκλεισθεί με κάποια διαθήκη του κληρονομουμένου, η διαδοχή αυτή προχωρεί κατά τάξεις, και μόνο αν δεν υπάρχουν τα κατά νόμο καλούμενα πρόσωπα (: σύζυγος, παιδιά, συγγενείς) στις πέντε πρώτες τάξεις, καλείται στην έκτη τάξη το Δημόσιο, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος (άρθρα 1710. 1711, 1824 Α.Κ.). Υπό την ιδιότητα του εξ αδιαθέτου κληρονόμου το Δημόσιο δεν μπορεί να αποποιηθεί το κληρονομικό του δικαίωμα που το έχει εκ του νόμου με το ευεργέτημα της απογραφής, και ευθύνεται για τις υποχρεώσεις της κληρονομιάς έως το ενεργητικό της, ακόμη και αν δεν κάνει σχετική δήλωση ή δεν συντάξει απογραφή, και δεν υπόκειται σε έκπτωση από το ευεργέτημα της απογραφής (βλ. άρθρα 1848, 1902, 1903, 1904, 1905, 1911 του Α.Κ.  του Εισ.Ν.Α.Κ.).
Εφόσον προκύπτει ανάγκη ορισμού κηδεμόνα και αρμοδιότητα του Υπουργού Οικονομικών, ο σχετικός φάκελος διαβιβάζεται στο Υπουργείο αυτό. Αν από τα στοιχεία, πιθανολογείται σφόδρα ότι δεν υπάρχει κληρονόμος πλην του Δημοσίου, ο διορισμός παραλείπεται και υποβάλλεται αίτηση στο δικαστήριο της κληρονομιάς για τη βεβαίωση του κληρονομικού δικαιώματος του Δημοσίου, σύμφωνα με το άρθρο 1868 του Αστικού Κώδικα    
Ν.4182/2013 άρθρο 61 παρ.13
Το δημόσιο δεν υποχρεούται να υποβάλλει δήλωση ή να συντάξει απογραφή.

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ 2264/2019

 

Πρόεδρος: Λαμ. Σκεμιτζή (Ειρηνοδίκης)

Δικηγόρος: Μαγδ.-Ελ. Δαμιανίδου

 

[…II. Κατά την ΑΚ 1901 ο κληρονόμος ευθύνεται και με τη δική του περιουσία για τις υποχρεώσεις της κληρονομιάς. Για να μη συμβεί αυτό, πρέπει ο κληρονόμος είτε να αποποιηθεί την κληρονομιά (ΑΚ 1847), είτε να την αποδεχτεί με το ευεργέτημα της απογραφής (ΑΚ 1902). Εξάλλου, σύμφωνα με την ΑΚ 1710, κατά τον θάνατο ενός προσώπου, η περιουσία του ως σύνολο (κληρονομιά) περιέρχεται από τον νόμο ή από διαθήκη σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμοι). Η προσωποπαγής διαδικασία ρύθμισης των χρεών μπορεί να ακολουθηθεί από τους κληρονόμους αλλά στο όνομά τους και για λογαριασμό τους, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής στο πρόσωπό τους. Κατά το άρθρο 1904 ΑΚ «Ο κληρονόμος με απογραφή ευθύνεται για τις υποχρεώσεις της κληρονομιάς έως το ενεργητικό της. Καμιά σύγχυση δεν επέρχεται ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του έναντι της κληρονομιάς». Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1904, 1902, 1903, 1905, 1912, 1527 και 1625 ΑΚ, συνάγεται ότι προκειμένου για πρόσωπα ανίκανα ή περιορισμένης ικανότητας προς δικαιοπραξία (όπως ανήλικοι), για τα οποία η αποδοχή της κληρονομιάς από τους νόμιμους αντιπροσώπους τους γίνεται πάντοτε επ’ ωφελεία απογραφής, το ευεργέτημα αυτό έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της ευθύνης του κληρονόμου μέχρι το ενεργητικό της κληρονομικής περιουσίας, η οποία αποχωρίζεται αυτοδικαίως από την περιουσία του κληρονόμου και αποτελεί χωριστή ομάδα, με την έννοια όχι ότι ευθύνεται ο κληρονόμος και με τη δική του περιουσία μέχρι της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού της κληρονομιάς, αλλά ότι ευθύνεται με τα ίδια τα στοιχεία του ενεργητικού της και μόνον μέχρις αυτών, σε τρόπο ώστε τυχαία απώλεια ή καταστροφή ή χειροτέρευσή τους να τον απαλλάσσει από αντίστοιχη ευθύνη. Εξάλλου, δεν δύνανται οι κληρονομικοί δανειστές να επιληφθούν της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου (βλ. Μπαλή, Κληρ. Δίκ., παρ. 194, αρ. 2, σελ. 302, Τούση, Κληρ. Δίκ., παρ. 210, σελ. 538), εκτός αν επήλθε έκπτωση από το ευεργέτημα της απογραφής λόγω παρόδου άπρακτης της ενιαυσίας προθεσμίας από τότε που απέκτησε ο κληρονόμος πλήρη ικανότητα προς δικαιοπραξία και δεν συνέταξε απογραφή (ΑΠ 750/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 630/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΡοδ 75/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα δε ο ανήλικος δεν εκπίπτει του ευεργετήματος αυτού, αν οι γονείς του δεν προβούν σε απογραφή της κληρονομιάς, παρά μόνο αν αυτός δεν συντάξει απογραφή εντός ενός έτους, αφότου έγινε απεριόριστα ικανός, ήτοι αφότου ενηλικιώθηκε (άρθ. 1912 ΑΚ).

Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 ο οφειλέτης που έχει περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του, δύναται να προσφύγει στο αρμόδιο Δικαστήριο και να ζητήσει τη ρύθμιση των χρεών του και την απαλλαγή του από αυτά. Πρόκειται για μία παρεχόμενη δυνατότητα, υπό τις προϋποθέσεις του νόμου, περιουσιακού και συγχρόνως προσωποπαγούς χαρακτήρα (βλ. Κρητικό, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, 4η εκδ. 2016, σελ. 7, αρ. 15). Στη διαδικασία υπάγονται φυσικά πρόσωπα και δεν εμπίπτουν τα νομικά πρόσωπα ή μία χωριστή ομάδα περιουσίας. Με βάση τα παραπάνω, ο κληρονόμος που έχει αποδεχθεί την κληρονομιά με το ευεργέτημα της απογραφής δεν μπορεί να υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3869/2010 για τυχόν χρέη της κληρονομιαίας περιουσίας, γιατί ευθύνεται για αυτά μόνο με τα ίδια τα στοιχεία της κληρονομιάς και όσο αυτά επαρκούν (cum viribus hereditatis), χωρίς να ευθύνεται και με την ατομική του περιουσία, από την οποία η περιουσία του κληρονομουμένου –η οποία περιέχει και τα χρέη– έχει αποχωρισθεί και αποτελεί χωριστή ομάδα. Η χωριστή αυτή ομάδα προορίζεται για την ικανοποίηση των κληρονομικών δανειστών, οι οποίοι μπορούν να επισπεύσουν αναγκαστική εκτέλεση μόνο επί των αντικειμένων της (ΕφΘεσ 2895/1987, Αρμ. 1989, 140), θεωρείται επομένως ο κληρονόμος «τρίτος» απέναντι στους κληρονομικούς δανειστές αναφορικά με την ατομική του περιουσία. Από την άλλη οι ατομικοί δανειστές δεν μπορούν να επισπεύσουν αναγκαστική εκτέλεση σε αντικείμενα της κληρονομικής περιουσίας για την ικανοποίηση των αξιώσεων κατά του κληρονόμου. Ο εξ απογραφής κληρονόμος δεν παύει να είναι κληρονόμος, δηλαδή καθολικός διάδοχος του κληρονομούμενου και άρα υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της κληρονομιάς (ΜΠρΠειρ 6396/2000, ΝοΒ 2001, 424), αλλά την ίδια στιγμή αντιμετωπίζεται ως «τρίτος» σε σχέση με αυτήν. Η κληρονομιά αν και χωρισμένη από την ατομική περιουσία του κληρονόμου είναι και αυτή δική του περιουσία, η οποία απλώς προορίζεται για την ικανοποίηση των κληρονομικών δανειστών. Συνεπώς, ο ανήλικος κληρονόμος που αποδέχεται με το ευεργέτημα της απογραφής δεν δύναται ζητήσει την υπαγωγή στη ρύθμιση του ν. 3869/2010 των κληρονομικών χρεών, αφού αυτά δεν συνιστούν ατομικά του χρέη, αλλά χρέη έναντι των οποίων είναι τρίτος, ως εκτέθηκε παραπάνω, αλλά ούτε δύναται να ζητήσει την εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας του, αφού και έναντι αυτής είναι τρίτος μη έχων εξουσία διαθέσεως κατά την ΑΚ 1908 [βλ. Αθ. Κρητικού, Ανήλικος κληρονόμος περιουσίας περιέχουσα και χρέη, Δυνατότητα υπαγωγής του στη ρύθμιση του ν. 3869/2010, Αποποίηση κληρονομιάς, Αποδοχή με το ευεργέτημα της κληρονομιάς, Κληρονομιά χωριστή ομάδα, Προστασία κύριας κατοικίας, Άρθρα-Μελέτες, ΕλλΔνη 6/2016 (57), σελ. 1617-1619].

Με τις κρινόμενες υπό στοιχείο Β΄ και Γ΄ αιτήσεις, όπως το περιεχόμενό τους συμπληρώθηκε παραδεκτά (άρθρα 224, 236, 741, 745, 751 ΚΠολΔ) με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της αιτούσας, η οποία καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και περιέχεται και στις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της, η αιτούσα ως ασκούσα τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων της Χ.-Ε. και Λ.-Ο., επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους προς την πιστώτριά τους, που αναφέρεται στις περιεχόμενες στις αιτήσεις αναλυτικές καταστάσεις, ζητάει α) να επικυρωθεί το περιλαμβανόμενο στην αίτηση σχέδιο διευθέτησης οφειλών ή να τροποποιηθεί κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7 του ν. 3869/2010, με τη συγκατάθεση της πιστώτριάς τους, ώστε να αποκτήσει το σχέδιο ισχύ δικαστικού συμβιβασμού, επικουρικώς δε, β) τη ρύθμιση των χρεών τους, με την εξαίρεση της κύριας κατοικίας τους, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλουν και αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή και οικογενειακή τους κατάσταση που εκθέτουν αναλυτικά, να απαλλαγούν εν μέρει απ’ αυτά, γ) να αναγνωρισθεί ότι με την τήρηση των όρων της ρύθμισης θα απαλλαγούν από τα υπόλοιπα των χρεών τους, δ) να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων. Με το παραπάνω περιεχόμενο οι υπό στοιχείο Β΄ και Γ΄ αιτήσεις, αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγονται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 741 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 3 ν. 3869/2010). Περαιτέρω, δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση της αιτούσας ως ασκούσας τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων της για ρύθμιση των χρεών τους στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτησή της για ουσιαστικούς λόγους, όπως διαπιστώθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο, κατ’ άρθ. 13 παρ. 2 […]. Παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση μετά την εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση της μετέχουσας πιστώτριας και τη μη επίτευξη προδικαστικού συμβιβασμού, όπως αυτό βεβαιώνεται με το από 29-04-2015 πρακτικό αποτυχίας της Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης. Οι αιτήσεις είναι ορισμένες, διότι πέραν των στοιχείων που αναφέρονται στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών από τον οφειλέτη – φυσικό πρόσωπο που περιέχονται σ’ αυτήν, στην αίτηση πρέπει να περιέχονται και: α) κατάσταση της περιουσίας του αιτούντος και των εισοδημάτων της συζύγου του, β) κατάσταση των πιστωτών του και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και γ) σχέδιο διευθέτησης οφειλών (βλ. Κρητικό, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων με βάση το ν. 3869/2010, ό.π., σελ. 91, Κιουπτσίδου, Αρμ. 2010, 1474 επ.), στοιχεία που περιέχονται επίσης σ’ αυτή και ουδέν άλλο στοιχείο απαιτείται για την πληρότητα του ορισμένου των εν λόγω αιτήσεων. Ωστόσο, οι ως άνω αιτήσεις, παρίστανται ως μη νόμιμες, δεδομένου ότι τα ανήλικα τέκνα της αιτούσας, Χ.-Ε. και Λ.-Ο. κληρονόμησαν την κληρονομιαία περιουσία με το ευεργέτημα της απογραφής και ως προς αυτήν αφενός ζητείται στην πραγματικότητα η υπαγωγή της κληρονομιαίας περιουσίας, ήτοι μιας ομάδας περιουσίας και όχι ενός φυσικού προσώπου, ως επιτάσσει ο νόμος 3869/2010, αφετέρου δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής τους στη ρύθμιση του νόμου, δεδομένου ότι για τα χρέη της κληρονομιάς, που φέρονται προς ρύθμιση, «υπέγγυα» είναι μόνο η ίδια η κληρονομιαία περιουσία και δεν συνιστούν προσωπικά τους χρέη, καθώς ως εξ απογραφής κληρονόμοι δεν ευθύνονται για αυτά με την ατομική τους περιουσία (βλ. προηγηθείσα μείζονα σκέψη της παρούσας). Ως εκ τούτου, θα πρέπει για τους ανωτέρω λόγους να απορριφθούν οι υπό στοιχείο Β΄ και Γ΄ αιτήσεις ως νόμω αβάσιμες…]

 

ΕιρΧαλανδρίου 670/2008

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Απογραφή πραγμάτων - Κληρονομιαίαπράγματα σε πλείονες περιφέρειες - Αρμοδιότητα -.

 

Αρμόδιος είναι ο Ειρηνοδίκης της περιφέρειας που βρίσκονται τα πράγματα. Ο Ειρηνοδίκης δεν διενεργεί, αλλά διατάσσει μόνον την απογραφή και ορίζει Συμβολαιογράφο και πραγματογνώμονες. Η απογραφή διενεργείται από τον Συμβολαιογράφο. Αρμόδιος είναι ο Συμβολαιογράφος στην περιφέρεια της αρμοδιότητας του οποίου ευρίσκονται τα πράγματα. Σε περίπτωση κληρονομιάς, όταν πρόκειται να απογραφούν πράγματα ευρισκόμενα σε περισσότερες περιφέρειες, ο Συμβολαιογράφος μπορεί να ζητήσει τη μεταφορά των κινητών και την εκτίμηση των ακινήτων από τους πραγματογνώμονες, για να περιληφθούν και τα στοιχεία αυτά στην ίδια απογραφή, ένεκα της ενότητας της απογραφικής διαδικασίας και προς οικονομία χρόνου και δαπάνης και προκειμένου να μην προστίθεται στον εξ απογραφής κληρονόμο μεγαλύτερο βάρος από αυτό που ήδη έχει αποκτήσει από την επιβαλλόμενη από το νόμο υποχρέωση του για απογραφή. Σε τέτοια περίπτωση (κληρονομιαίωνπραγμάτων σε περισσότερες περιφέρειες), μπορεί να διατάξει την απογραφή ο Ειρηνοδίκης της περιφέρειας που βρίσκεται ένα από τα πράγματα. Ο διοριζόμενος Συμβολαιογράφος μπορεί να διενεργήσει στην έδρα του την απογραφή όλων των πραγμάτων, αν ζητήσει τη μεταφορά των κινητών και την εκτίμηση των ακινήτων από τους πραγματογνώμονες.

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

  Αριθμός Αποφάσεως 670/2008

   ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ

   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

   Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Αικατερίνη Μπόγδουκαι από την Γραμματέα Παναγιώτα Ζέππου.

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 16-10-2008, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση:

   Του αιτούντος: Α. Δ. του Κ. και της Σ., κατοίκου Σαλαμίνας Αττικής, οδός Μ. αρ.**, ο οποίος παρέστη δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Γεωργίου Δημητούλη.

   Ο αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η αίτηση του, που καταχωρήθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αύξοντα αριθμό κατάθεσης 638/2008 την 29-9-2008 και προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο.

   Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε νόμιμα από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αιτούντος ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στην αίτηση ως και στις προτάσεις του.

 

   ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

   ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

   Επειδή, κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 838 Κ.Πολ.Δ., ο Ειρηνοδίκης, μετά από αίτηση παντός έχοντος έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως, δύναται προς αποτροπή κινδύνου να διατάξει την ενέργεια απογραφής πραγμάτων, αρμόδιος δε είναι ο Ειρηνοδίκης της περιφέρειας όπου ευρίσκονται τα πράγματα. Υποστηρίζεται η άποψη ότι, επειδή ο Ειρηνοδίκης που επιλαμβάνεται της αιτήσεως διατάσσει μόνον την απογραφή και δεν τη διενεργεί, η οποία διενεργείται από τον διοριζόμενο Συμβολαιογράφο, στην περιφέρεια της αρμοδιότητας του οποίου ευρίσκονται τα πράγματα, όμως στην περίπτωση κληρονομιάς, όταν πρόκειται να απογραφούν πράγματα ευρισκόμενα σε περισσότερες περιφέρειες, εάν γνωστοποιηθεί στον Συμβολαιογράφο της απογραφής η ύπαρξη και σε άλλη περιφέρεια πραγμάτων που πρέπει να απογραφούν, ο Συμβολαιογράφος μπορεί να ζητήσει τη μεταφορά των κινητών και την εκτίμηση των ακινήτων από τους διοριζόμενους από τον Ειρηνοδίκη πραγματογνώμονες, για να περιληφθούν και τα στοιχεία αυτά στην ίδια απογραφή [Α. Γεωργιάδη- Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ(κατ'άρθρο ερμηνεία), τ. Χ, υπό αρθρ. 1903, σελ. 268, περιθ. αριθμ. 5. Ροής Δ. Παντελίδου (Επίκ. Καθ. Πανεπιστ. Θράκης), Η ευθύνη του κληρονόμου για τις υποχρεώσεις της κληρονομιάς, 1997, σελ. 165-166]. Στην άποψη αυτή, ως ορθότερη, προσχωρεί και το παρόν Δικαστήριο [πρβλ. και Ειρην. Χαλανδρίου 892/2005, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Δ.Σ.Α.«ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»], ένεκα της ενότητας της απογραφικής διαδικασίας και προς οικονομία χρόνου και δαπάνης, καθώς επίσης και προκειμένου να μην προστίθεται στον εξ απογραφής κληρονόμο μεγαλύτερο βάρος από αυτό που ήδη έχει αποκτήσει από την υποχρέωση του για απογραφή [Α. Γεωργιάδη - Μ. Σταθόπουλου, ό.π.Ροής Δ. Παντελίδουό.π.].

   Επειδή με την κρινόμενη αίτηση, όπως παραδεκτά τροποποιήθηκε με τις κατατεθείσες κατά τη συζήτηση της υποθέσεως προτάσεις του αιτούντος ως προς τους υποδεικνυόμενους πραγματογνώμονες των υπό απογραφή πραγμάτων (αρθρ. 838 παρ. 4 Κ,Πολ.Δ.), και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, ζητείται να διαταχθεί η απογραφή ακινήτων κληρονομιαίωνστοιχείων του Κ. Δ. του Α. και της Ε. που απεβίωσε την 24.2.2008 στη Σύρο Κυκλάδων και του οποίου μοναδικός κληρονόμος με το ευεργέτημα της απογραφής είναι ο αιτών, αρμοδίως δε φέρεται στο Δικαστήριο αυτό, στην περιφέρεια του βρίσκεται ακίνητο πράγμα που πρόκειται να απογραφεί. Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στο άρθρο 838 Κ,Πολ.Δ. και πρέπει να ερευνηθεί και από ουσιαστική άποψη, εφόσον πληρώθηκαν και τα νόμιμα τέλη της συζήτησης.

   Επειδή από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα έγγραφα και την όλη συζήτηση της υπόθεσης, αποδείχτηκε ότι η αίτηση είναι βάσιμη στην ουσία της. Δηλαδή, αποδείχτηκαν τα ακόλουθα: Ο Κ. Δ. του Α. και της Ε., κάτοικος εν ζωή Παλαιού Φαλήρου Αττικής, απεβίωσε την 24.2.2008 στη Σύρο Κυκλάδων (βλ. την υπ'αριθμ. 189/Α/2008 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιαρχείου του Δήμου Καλλιθέας Αττικής), χωρίς να αφήσει διαθήκη, όπως τούτο προκύπτει από το υπ'αριθμ. πρωτ. 82211/15.10.2008 πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Αθηνών. Μοναδικοί εγγύτεροι συγγενείς του εκλιπόντος, ευρισκόμενοι εν ζωή κατά το χρόνο του θανάτου του, ήταν η από το δεύτερο γάμο του σύζυγος του Ε. χήρα Κ. Δ., το γένος Α. Α. και της Ε. και ο αιτών, Α. Δ., τέκνο του από τον πρώτο γάμο του με τη Σ. Σ. (βλ. το υπ'αριθμ. πρωτ. 4148/5.3.2008 πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών του Δημάρχου Χαλανδρίου). Η ανωτέρω σύζυγος του αποβιώσαντος, Ε. Δ., την 10.6.2008 αποποιήθηκε την κληρονομιά του νομίμως και εμπροθέσμως, όπως τούτο προκύπτει από την υπ'αριθμ. 2847/10.6.2008 έκθεση αποποίησης κληρονομιάς του Πρωτοδικείου Αθηνών. Έτσι, ο αιτών κατέστη κατά νόμο ο μοναδικός και αποκλειστικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος του αποβιώσαντος. Ακολούθως, ο αιτών την 23.6.2008 αποδέχθηκε νομίμως και εμπροθέσμως την κληρονομιά του εκλιπόντος με το ευεργέτημα της απογραφής, όπως τούτο προκύπτει από την υπ'αριθμ. πρωτ. 3068/23.6.2008 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς επ'ωφελεία απογραφής του Πρωτοδικείου Αθηνών. Για την αποτίμηση της αξίας της κληρονομιαίαςπεριουσίας που περιέρχεται στον αιτούντα από το θάνατο του εκλιπόντος πατέρα του και την απογραφή της, νόμιμα ο αιτών ζητεί, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, να διαταχθεί η διενέργεια της απογραφής των εξής ακινήτων: 1) ενός ισογείου διαμερίσματος με στοιχεία IV-K-31, που βρίσκεται στην πολυκατοικία επί της οδού Σ. αρ. * (*-**) στο Χαλάνδρι Αττικής, εμβαδού 45,19 τ.μ. και είναι καταχωρημένο στα οικεία βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Χαλανδρίου με Κ.Α.Ε.Κ. 051470110013/0/11, 2) ποσοστού 5/6 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου με ισόγειο ερειπωμένο κτίσμα, εκτάσεως 68,91 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «Αναβατούσια» της συνοικίας Μεταμορφώσεως Ερμούπολης Σύρου και επί των οδών Μεσολογγίου και Αρχιεπισκόπου Μεθοδίου και είναι καταχωρημένο στα οικεία βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σύρου-Ερμουπόλεωςμε Κ.Α.Ε.Κ. 290453205008/0/0 και 3) ποσοστού 5/6 εξ αδιαιρέτου ισόγειας οικίας εμβαδού 51,53 τ.μ. με οικόπεδο εκτάσεως 68,00 τ.μ., που βρίσκεται στην ίδια ως άνω θέση «Αναβατούσια» της συνοικίας Μεταμορφώσεως Ερμούπολης Σύρου και επί της Παρόδου της οδού Αρχιεπισκόπου Μεθοδίου και είναι καταχωρημένο στα οικεία βιβλία του — Κτηματολογικού Γραφείου Σύρου-Ερμουπόλεωςμε Κ.Α.Ε.Κ. 290453205009/0/0.

   Επειδή, επομένως συντρέχει περίπτωση απογραφής πραγμάτων επιβαλλόμενης από το νόμο (αρθρ. 1902 παρ. 2 Α.Κ.) και, ως εκ τούτου, δεν απαιτείται να ερευνηθεί περαιτέρω η συνδρομή περιπτώσεως αποτροπής κινδύνου και, κατ'ακολουθίαν, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση ως βάσιμη και στην ουσία της και να διαταχθεί η αιτουμένη απογραφή κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Δικαστική δαπάνη δεν θα επιβληθεί, καθόσον δεν ζητείται.

 

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

   Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.

   Διατάσσει τη διενέργεια απογραφής της κληρονομιαίαςπεριουσίας του Κ. Δ. του Α. και της Ε., κατοίκου εν ζωή Παλαιού Φαλήρου Αττικής, που πέθανε στη Σύρο Κυκλάδων στις 24.2.2008.

   Ορίζει συμβολαιογράφο για τη διενέργεια της απογραφής την εδρεύουσα στην Αθήνα Συμβολαιογράφο Αθηνών Α. Α. του Γ., κάτοικο Αθηνών, οδός Ακαδημίας αρ. **.

   Πραγματογνώμονες για την εκτίμηση της απογραφησομένηςπεριουσίας ορίζει τους: 1) Π. Π. του Σ. και της Δ., Πτυχιούχο της Ανωτάτης Εμπορικής Σχολής Αθηνών - ιδ. υπάλληλο, κάτοικο Σαλαμίνας Αττικής οδός Α. Π. αρ. ** (Σελήνια) και 2) Μ. Γ. του Δ. και της Σ. σύζ. Γ. Γ., απόφοιτη Εξαταξίου Γυμνασίου, κάτοικο Σαλαμίνας Αττικής, επί της διασταυρώσεως των οδών Γ. Π. και Ι..

   Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο Χαλάνδρι, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στις 16.10.2008.

 

Απόφαση 1202 / 2018    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 1202/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2'Πολιτικό Τμήμα


ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σακκά, Αβροκόμη Θούα, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Γεώργιο Αποστολάκη - Εισηγητή και Κυριάκο Οικονόμου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 12 Μαρτίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: επιστημονικού σωματείου με την επωνυμία "...", που ... και εκπροσωπείται νόμιμα, υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκ διαθήκης κληρονόμου με το ευεργέτημα της απογραφής του αποβιώσαντος Σ. Π. του Ν., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Ανδρικόπουλο. Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", που ... και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικής διαδόχου της Κυπριακής Δημόσιας Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία "...", ..., όπως μετονομάστηκε η εν λόγω τράπεζα με την επωνυμία "...", καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "..."έπειτα από τη διασυνοριακή συγχώνευση δι'απορροφήσεως της "... Α.Ε."από την "...". Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θωμά Καναβέλη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-6-2015 ανακοπή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 355/2016 του ίδιου Δικαστηρίου και 719/2017 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 5-7-2017 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 1901, 1902, 1904, 1905 και 1907 ΑΚ προκύπτει ότι ο κληρονόμος, που αποδέχθηκε την κληρονομία με το ευεργέτημα της απογραφής, δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη του για τα χρέη της κληρονομίας, αλλά εξακολουθεί να ευθύνεται γι'αυτά. Η ευθύνη του, όμως, εκτείνεται έως το ενεργητικό της κληρονομίας, δηλαδή μόνο με τα στοιχεία αυτής και όσο αυτά επαρκούν (cum viribus hereditatis), χωρίς να ευθύνεται και με την ατομική του περιουσία, από την οποία η περιουσία του κληρονομουμένου έχει αποχωρισθεί και αποτελεί χωριστή ομάδα. Παρά την περιορισμένη ευθύνη του, εξακολουθεί να είναι ο καθολικός διάδοχος του κληρονομουμένου και γι'αυτό ενάγεται από τους δανειστές της κληρονομίας για το σύνολο του χρέους. Ενδεχόμενη ανεπάρκεια της κληρονομικής περιουσίας προς ικανοποίηση των απαιτήσεων των κληρονομικών δανειστών δεν επηρεάζει ούτε τη νομιμοποίηση των τελευταίων να ασκήσουν κατά του εξ απογραφής κληρονόμου αγωγή για την επιδίκαση των απαιτήσεών τους ούτε τη βασιμότητα της εν λόγω αγωγής. Απλώς, έχει ως συνέπεια ότι για την ικανοποίηση των εν λόγω απαιτήσεων δεν επιτρέπεται να γίνει αναγκαστική εκτέλεση επί της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου, αλλά μόνο επί των περιουσιακών στοιχείων της κληρονομίας. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, το ίδιο ισχύει και επί αιτήσεως εκδόσεως διαταγής πληρωμής για απαιτήσεις κατά της κληρονομίας. Ως εκ τούτου, η αποδοχή της κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής, η οποία αποκλείει μόνο τη - με βάση τη διαταγή αυτή πληρωμής - επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως επί της ατομικής περιουσίας του εξ απογραφής κληρονόμου, δεν μπορεί να θεμελιώσει λόγο ανακοπής προς ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Αν στη διαταγή πληρωμής αναγράφεται ότι ο κληρονόμος του οφειλέτη είναι απλός και όχι εξ απογραφής, η αναφορά αυτή είναι πλεοναστική γιατί δεν είναι από τα υποχρεωτικά κατά νόμο στοιχεία μίας διαταγής πληρωμής (άρθρο 630 ΚΠολΔ). Ως πλεοναστική δεν δημιουργεί δεδικασμένο ούτε προκαλεί κάποιο απαράδεκτο (άρθρα 330, 933 § 3 και 935 ΚΠολΔ). Για τον ίδιο λόγο, δεν απαιτείται να μνημονεύεται στη διαταγή πληρωμής ότι αυτή είναι εκτελεστή μόνο επί των περιουσιακών στοιχείων της κληρονομίας. Τέλος, και η σε εκτέλεση της διαταγής πληρωμής κατά το άρθρο 924 ΚΠολΔ επιδιδόμενη στον εξ απογραφής κληρονόμο επιταγή, η οποία αφετηριάζει την αναγκαστική εκτέλεση, δηλαδή είναι η πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης και συνάμα αποτελεί την προδικασία της εκτελεστικής διαδικασίας (ΑΠ 194/1995), αρκεί για το κύρος της να περιέχει ακριβή καθορισμό της απαίτησης σύμφωνα με τον εκτελεστό τίτλο. Δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύεται ότι η εκτέλεση θα γίνει μόνο επί των περιουσιακών στοιχείων της κληρονομίας ή το τυχόν μικρότερο όριο ευθύνης του εξ απογραφής κληρονόμου οφειλέτη. Στη συνέχεια όμως η αναγκαστική εκτέλεση και ειδικότερα η κατάσχεση θα περιορισθεί επί των στοιχείων της κληρονομίας. Επομένως, ο ισχυρισμός του κληρονόμου ότι έχει αποδεχθεί την κληρονομία του οφειλέτη με το ευεργέτημα της απογραφής μπορεί να προταθεί (μόνο) ως λόγος ανακοπής κατά της - τυχόν επί της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου - επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτελέσεως (ΑΠ 1311/2011, ΑΠ 750/2011, ΑΠ 630/2009, ΑΠ 638/1997).
Εν προκειμένω, το αναιρεσείον με τον πρώτο λόγο της από 30.6.2015 ανακοπής του κατά α) της υπ'αριθ. 8739/2015 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατ'αυτού ως εκ διαθήκης κληρονόμου του Π. Σ. και β) της από 12.6.2015, κάτω από απόγραφο αυτής, επιταγής προς εκτέλεση, είχε προβάλει τον ισχυρισμό ότι με την υπ'αριθ. 410/2014 δήλωσή του ενώπιον του γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου αποδέχθηκε την κληρονομία του ανωτέρω αποβιώσαντος με το ευεργέτημα της απογραφής και ότι εντός της νομίμου προθεσμίας ολοκλήρωσε την απογραφή της κληρονομιαίας περιουσίας με την υπ'αριθ. 9985/2014 πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών Μ. Κ., με αποτέλεσμα τόσο η διαταγή πληρωμής, όσο και η επιταγή προς εκτέλεση να είναι άκυρες γιατί αυτός ως εξ απογραφής κληρονόμος δεν νομιμοποιούταν παθητικά πέραν της αξίας της κληρονομίας, επί πλέον δε στη διαταγή πληρωμής και στην επιταγή δεν αναφερόταν ότι ευθύνεται ως εξ απογραφής κληρονόμος του οφειλέτη ούτε το όριο της ευθύνης του. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε τον ανωτέρω λόγο ως μη νόμιμο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση. Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως το αναιρεσείον αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο με την ανωτέρω κρίση του παραβίασε τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 1901, 1902, 1904 και 1907 ΑΚ. Ο λόγος αυτός, της ανακοπής, πέρα από την αοριστία του, η οποία έγκειται στο ότι στην ανακοπή δεν αναφέρεται ο ακριβής χρόνος της κατά το άρθρο 1902 ΑΚ δηλώσεως του αναιρεσείοντος περί αποδοχής της κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής ενώπιον του γραμματέως του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου ούτε ο χρόνος δημοσιεύσεως της διαθήκης, με συνέπεια να μην προκύπτει αν η δήλωση αυτή έγινε μέσα στην προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ, ήταν απορριπτέος σε κάθε περίπτωση ως μη νόμιμος. Και τούτο διότι, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην αρχή αυτής της σκέψεως, ο ισχυρισμός περί αποδοχής της κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής καμία έννομη επιρροή δεν ασκούσε επί του κύρους της διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς εκτέλεση, αφού α) το αναιρεσείον, παρά την περιορισμένη ευθύνη του, εξακολουθεί να είναι ο καθολικός διάδοχος του κληρονομουμένου και γι'αυτό ενάγεται από τους δανειστές της κληρονομίας για το σύνολο του χρέους, η δε αποδοχή της κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής δεν μπορεί να θεμελιώσει λόγο ανακοπής προς ακύρωση της διαταγής πληρωμής, έστω και αν στη διαταγή πληρωμής αναγράφεται ότι ο κληρονόμος του οφειλέτη είναι απλός και όχι εξ απογραφής και β) στην επιταγή προς εκτέλεση δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύεται ότι η εκτέλεση θα γίνει μόνο επί των περιουσιακών στοιχείων της κληρονομίας ή το τυχόν μικρότερο όριο ευθύνης του εξ απογραφής κληρονόμου οφειλέτη. Στη συνέχεια βέβαια η αναγκαστική εκτέλεση, και ειδικότερα η κατάσχεση θα πρέπει να περιορισθεί επί των στοιχείων της κληρονομίας. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 1901, 1902, 1904 και 1907 ΑΚ, αλλά και εκείνες των άρθρων 933 και 924 ΚΠολΔ, ο δε ως άνω λόγος, που υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Στον ίδιο λόγο εμπεριέχεται και η από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τον ανωτέρω λόγο της ανακοπής, πλην όμως και αυτή η αιτίαση είναι αβάσιμη αφού ο λόγος αυτός λήφθηκε υπόψη και απορρίφθηκε.
Από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά, κατά την ανέλεγκτη επί της ουσίας εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Την 27-2-2008 καταρτίστηκε η με αριθμό ….9-00/1/27-2-2008 σύμβαση δανείου μεταξύ αφενός του ευρισκόμενου τότε εν ζωή, Π. Σ. του Ν., ... και επί της οδού ... (που αποβίωσε στις 10.12.2013 και κληρονομήθηκε από το ανακόπτον σωματείο ως κληρονόμος εκ διαθήκης με το ευεργέτημα της απογραφής κατά τα προεκτεθέντα) και αφετέρου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "... ΑΕ", η οποία σύμφωνα με τα ΦΕΚ 1638/1-4-2011 και 1652/1-4-2011 απορροφήθηκε κατόπιν της διασυνοριακής συγχώνευσης από την καθολική αυτής διάδοχο "...", η οποία στη συνέχεια μετονομάστηκε σε "..." (ΦΕΚ 3527/23-5-2012), δυνάμει της οποίας (δανειακής σύμβασης) χορηγήθηκε στον πρώτο έντοκο χρεολυτικό εικοσαετές δάνειο ποσού 2.200.000 ευρώ, σύμφωνα με τους όρους και συμφωνίες που περιέχονται στη σύμβαση αυτή. Επίσης συμφωνήθηκε η αποπληρωμή του δανείου να γίνει τμηματικά εντός είκοσι (20) ετών σε (72) ισόποσες χρεολυτικές τριμηνιαίες διαδοχικές δόσεις, αρχής γενομένης με τη λήξη της περιόδου χάριτος που ορίστηκε σε 24 μήνες από την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου (όροι 5.1 και 5.3), με επιτόκιο ίσο προς το διατραπεζικό επιτόκιο Euribor πλέον περιθωρίου συν 2,00%, πλέον εισφοράς του Ν.128/1975 (όροι 1.6,1.7). Ακολούθως συνήφθησαν οι υπ'αριθμ. ……. Πρόσθετες Πράξεις Τροποποίησης Σύμβασης Δανείου, η πρώτη εξ αυτών μεταξύ των ιδίων ως άνω συμβαλλομένων, στις δε λοιπές η ως άνω δικαιοπάροχος της καθής Τράπεζα συμβλήθηκε ως πληρεξούσια, εκπρόσωπος και για λογαριασμό της εδρεύουσας στο ... εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "...",στην οποία μεταβίβασε, λόγω τιτλοποίησης, την εν λόγω απαίτησή της (ήτοι τμήμα του χαρτοφυλακείου ομολογιακών και επιχειρηματικών δανείων της), δυνάμει της από 19-8-2009 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων του άρθρου 10 του Ν.3156/2003, που νόμιμα καταχωρήθηκε στο δημόσιο βιβλίο (κατά το Ν.2844/2000) του Ενεχυροφυλάκειου Θεσσαλονίκης (τόμο 4 και α.α 2), όπως προκύπτει σαφώς από το προσκομιζόμενο μετ'επικλήσεως με αριθμ. πρωτ …68 (ειδ.πρωτ.27)/10-9-2009 σχετικό έγγραφο του Ενεχυροφυλακείου Θεσσαλονίκης περί δημοσίευσης της ως άνω σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων. Εν συνεχεία, με την από 10-4-2013 σύμβαση επανεκχώρησης επιχειρηματικών απαιτήσεων (κατ'άρθρο 10 Ν.3156/2003) μετά των Παραρτημάτων της και ταυτόχρονης αποτιτλοποίησης της απαίτησης, νόμιμα δημοσιευθείσα στα αρμόδια βιβλία του Ενεχυροφυλάκειου Αθηνών (τόμο 7, με αριθμό 189), επαναμεταβιβάστηκε (και επανεκχωρήθηκε) από την ίδια ως άνω συμβαλλόμενη εταιρία "..."στην (επίσης συμβαλλόμενη) εταιρία "..." (πρώην ... ΑΕ) η αυτή ως άνω απαίτηση εκ της προειρημένης 18439-00/1/27-2-2008 σύμβασης δανείου, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο μετ'επικλήσεως με αριθμ. πρωτ. 132/244-2013 σχετικού εγγράφου του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών. Ωστόσο, είχε ήδη καταστεί η καθής η ανακοπή "... ΑΕ"ειδική διάδοχος της προαναφερόμενης Κυπριακής δημόσιας εταιρίας ""..."και συγκεκριμένα, δυνάμει της από 26-3-2013 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης, μεταβιβάστηκαν στην καθής (... ΑΕ) στοιχεία του ενεργητικού και παθητικού των εργασιών του Υποκαταστήματος στην Ελλάδα της (κατά τα ανωτέρω συμβαλλόμενης) εταιρίας "..."διά εκχωρήσεως των δικαιωμάτων και αναδοχής των υποχρεώσεων, όπως αυτά ρητά προσδιορίζονται στην προσκομιζόμενη μετ'επικλήσεως εν λόγω σύμβαση. Αποδεικνύεται επίσης σαφώς και αναμφίβολα από την προσκομιζόμενη από 9-12-2013 Βεβαίωση της καθής Τράπεζας Πειραιώς, ότι στα μεταβιβασθέντα, κατά τα προαναφερθέντα, στοιχεία του ενεργητικού περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων και τα δικαιώματα της Κυπριακής αυτής εταιρίας ("...") που προέρχονταν εκ της επίδικης (18439-00/1/27-2-2008) δανειακής σύμβασης, από την οποία συνακόλουθα απορρέουν και οι απαιτήσεις με βάση τις οποίες εκδόθηκε η ένδικη διαταγή πληρωμής. Επομένως, η καθής η ανακοπής κατέστη ειδική διάδοχος της προαναφερόμενης τραπεζικής εταιρίας κατά τα προαναφερθέντα και σαφώς μοναδικός δικαιούχος (λόγω εκχώρησης κατ'άρθρ. 455 επόμ. του ΑΚ) της απορρέουσας απαίτησης από την επίδικη δανειακή σύμβαση. Εξάλλου, προς επίρρωση των ανωτέρω, στην από 23-7-2013 Πρόσθετη Πράξη της (από 26-3-2013) συμφωνίας πώλησης και μεταβίβασης, με τον 3° όρο αυτής διασαφηνίστηκε ότι η τιτλοποίηση των δανείων και οι συναφείς εξασφαλίσεις τους, αποτελούν μέρος των Ελληνικών Δανείων, που είχαν μεταβιβαστεί στην πωλήτρια εταιρία "..." (και ήδη επαναμεταβιβάστηκαν στην καθής η ανακοπή ως αγοράστρια), μάλιστα δε γίνεται ρητή αναφορά στα δάνεια αυτά που εν συνεχεία αποτιτλοποιήθηκαν και αναφέρονται στα με αρ. πρωτ. 132 και …/ 24-4- 2013 σχετικά έγγραφα, που καταχωρήθηκαν στα οικεία βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (τόμο 7, αρ. 189 και 190) και στα οποία περιλαμβάνεται η ένδικη απαίτηση. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε αλλά και αποδείχθηκε, η δικαιοπάροχος και αρχικά συμβληθείσα, στην ανωτέρω …9-00/1/27-2-2008 σύμβαση δανείου, που είχε έδρα ... και επί της οδού ..., εταιρία με την επωνυμία "... ΑΕ", εν συνεχεία απορροφήθηκε, κατόπιν της διασυνοριακής συγχώνευσης, από την εδρεύουσα στη ... ... καθολική αυτής διάδοχο τραπεζική εταιρία "...", η οποία και είχε εγκαταστήσει Υποκατάστημά της στη Ελλάδα, έχουσα διεύθυνση φορολογικής μεν εγκατάστασης την οδό ..., αλληλογραφίας δε την ..., ... και τέλος αυτή ("...") μετονομάστηκε σε "..." (ΦΕΚ 7/23-5-2012), διατηρώντας την φορολογική της έδρα ... και επί της .... Άλλωστε και στο όρο 20.1 της ως άνω επίδικης δανειακής σύμβασης ορίζεται ρητά ότι "Η παρούσα σύμβαση θα διέπεται και θα ερμηνεύεται κατά το Ελληνικό Δίκαιο συμπεριλαμβανομένων και του ν.δ. της 17ης Ιουλίου 1923 "Περί ειδικών διατάξεων επί Ανωνύμων Εταιρειών". Κατά συνέπεια τόσο οι ένδικες συμβάσεις όσο και οι τηρηθέντες λογαριασμοί συντάχθηκαν και τηρήθηκαν σύμφωνα με τους Ελληνικούς νόμους, έτσι ώστε ορθά η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, εκδόθηκε με βάση τα αναφερόμενα επίσημα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθής η ανακοπή τράπεζας, για τα οποία με τον όρο 14.3 της επίδικης δανειακής σύμβασης συμφωνήθηκε μεταξύ της πιστοδότριας τράπεζας και του πιστούχου οφειλέτη, ότι "αποσπάσματα που θα εξάγει η Τράπεζα από τα βιβλία της και που θα εμφανίζει την κίνηση του ή των λογαριασμών του Δανείου, αποτελούν πλήρη απόδειξη του ποσού που οφείλει ο δανειζόμενος στην Τράπεζα, ο δε δανειζόμενος αναγνωρίζει από τώρα κάθε οφειλή του που θα αποδεικνύεται με τον τρόπο αυτό..", ενώ η συμφωνία αυτή είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση και δεν προσκρούει στην δημόσια τάξη...."Με βάση δε τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμους τους δεύτερο και τρίτο λόγους της ανακοπής με τους οποίους το ανακόπτον σωματείο ισχυρίσθηκε ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί, αντίστοιχα, διότι α) δικαιούχος της απαίτησης που επιδικάσθηκε με αυτήν ήταν η "..."προς την οποία έγινε με την από 10402013 σύμβαση επανεκχώρηση της ένδικης σύμβασης δανείου και όχι η καθής και ήδη αναιρεσίβλητη και β) παρά το νόμο λήφθηκαν υπόψη για την έκδοση της διαταγής πληρωμής τα αποσπάσματα από τα εμπορικά βιβλία της καθής η ανακοπή, χωρίς επί πλέον να προκύπτει αν η επίδικη δανειακή σύμβαση καταρτίστηκε βάσει δικαιοπρακτικών δηλώσεων που είχαν συνταχθεί κατά τους νόμιμους ελληνικούς τύπους, δεδομένου ότι η ανωτέρω Τραπεζική εταιρία, "...", εδρεύει στη ... ... Το αναιρεσείον με το δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, προβάλλοντας αιτιάσεις από τους αριθμούς 1,10, 11 και 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, παραπονείται ότι το Εφετείο δεν εκτίμησε ορθά το περιεχόμενο των δύο αρχικών λογαριασμών κινήσεως του δανείου που είχε λάβει ο δικαιοπάροχός του, ενώ αν το εκτιμούσε ορθά θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η αναιρεσίβλητη δεν ήταν φορέας της ένδικης απαίτησης και γι'αυτό τα έγγραφα της τελευταίας (κινήσεις λογαριασμών του δανείου) δεν είχαν την από το νόμο αναγκαία αποδεικτική δύναμη για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Δηλαδή, υπό το πρόσχημα των ανωτέρω αναιρετικών αιτιάσεων, στην πραγματικότητα πλήττεται η ανέλεγκτη επί της ουσίας εκτίμηση πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου των αναφερομένων στις αιτιάσεις αυτές εγγράφων, που όμως σύμφωνα και με τα προαναφερόμενα δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρ. 630 (γ), (δ) ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η διαταγή πληρωμής πρέπει να περιέχει, πλην άλλων στοιχείων, την αιτία της πληρωμής και το ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων που πρέπει να καταβληθεί, προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής, που δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά μόνον τίτλος εκτελεστός (άρθρ. 631 και 904 §1ε ΚΠολΔ), δεν απαιτείται να περιλαμβάνει πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες, αλλά αρκεί ο συνοπτικός σ'αυτή προσδιορισμός του γενεσιουργού λόγου της απαίτησης, κατά τρόπο που αυτή απλώς να εξατομικεύεται και να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά της, δηλαδή δεν απαιτείται πλήρης περιγραφή όλων των περιστατικών που την συγκροτούν. Η αναφορά, ειδικότερα, στη διαταγή πληρωμής του καταβλητέου ποσού χρημάτων απαιτείται προκειμένου η σχετική απαίτηση να είναι εκκαθαρισμένη κατά την έννοια του άρθρου 916 ΚΠολΔ και να μπορεί έτσι η διαταγή πληρωμής να λειτουργήσει πράγματι ως εκτελεστός τίτλος, είναι δε εκκαθαρισμένη η απαίτηση του τίτλου, αν μπορεί να καθορισθεί κατά ποσό με απλό αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως όταν υπάρχει καταδίκη σε τόκους ορισμένου κεφαλαίου, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο (ΑΠ 349/2013, ΑΠ 1825/2012, ΑΠ 1389/2011, 330/2012 ΑΠ 1094/2006). Από την παράλειψη ενός από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 630 ΚΠολΔ δημιουργείται λόγος ακυρότητας της διαταγής πληρωμής, πλην όμως αυτή δεν επέρχεται αυτοδικαίως αφού ο νόμος δεν ορίζει τούτο, αλλά θεμελιώνεται λόγος ανακοπής με βάση τον οποίο θα κριθεί η προβαλλόμενη ακυρότητα της διαταγής. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχομένου της ένδικης ανακοπής του αναιρεσείοντος προβάλλεται με τον τέταρτο λόγο αυτής ακυρότητα της ένδικης διαταγής πληρωμής λόγω μη πληρότητας της αιτιολογίας της, με την επίκληση ότι υποχρεώνεται να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη α) "τόκους υπερημερίας που είναι σε οριστική καθυστέρηση ανερχόμενοι στο ποσό των 38.665,18 ευρώ και επίσης τόκους σε οριστική καθυστέρηση ανερχόμενοι σε 332.006,66 ευρώ μέχρι 7-2-2013, χωρίς να προκύπτει ο τρόπος του υπολογισμού των τόκων αυτών"και β) το συνολικό ποσό των 3.093.946,48 ευρώ, στα οποίο έχουν ενσωματωθεί τόκοι, χωρίς καμία αιτιολογία και πάλι ολόκληρο το πόσο αυτό εντόκως με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και μάλιστα αναδρομικά από 1-1-2015 ήτοι και μετά το οριστικό κλείσιμο του ανοικτού αυτού λογαριασμού που τηρούνταν για την εξυπηρέτηση της επίδικης δανειακής σύμβασης. Με βάση όμως όσα προεκτέθηκαν, το Εφετείο, που απέρριψε τον παραπάνω λόγο ανακοπής και τον αντίστοιχο λόγο έφεσης, με τον οποίο επαναφέρθηκε ο λόγος αυτός ανακοπής, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, δεν έσφαλε και ο τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, ο οποίος εκτιμάται ότι διαλαμβάνει αιτίαση από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ (και όχι από τον αριθμό 1 ή 10 αυτού), δηλαδή ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε άκυρη την επίδικη διαταγή πληρωμής, γιατί δεν παρατίθενται σε αυτήν όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία υπολογισμού των τόκων, άλλως ότι περιγράφονται σ'αυτήν κατά τρόπο αόριστο, είναι αβάσιμος. Τούτο δε διότι περιέχεται με πληρότητα και σαφήνεια στη διαταγή πληρωμής ο συνοπτικός προσδιορισμός του γενεσιουργού λόγου της απαίτησης της αναιρεσίβλητης, για την οποία εκδόθηκε, κατά τρόπο ώστε να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητα αυτής, ενώ τα επικαλούμενα από το ανακόπτον ελλείποντα στοιχεία, δηλαδή το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων, συμβατικών και υπερημερίας, δεν αποτελούν αναγκαίο περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής, αλλά μπορούν να εξαχθούν και από τα επισυναπτόμενα για την έκδοσή της απαιτούμενα έγγραφα.
Από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933 ΚΠολΔ, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί και η μέσω αναγκαστικής εκτελέσεως πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτελέσεως, ήτοι και όταν υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, ασκούμενου του σχετικού δικονομικού δικαιώματος με κακοβουλία, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη (ΑΠ 724/2017, ΑΠ 893/2008). Περαιτέρω, οι πράξεις του υπόχρεου και η διαμορφωθείσα υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων, είναι αναγκαίο να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να επικαλεσθεί ο υπόχρεος προς απόκρουση του δικαιώματος (ΟλομΑΠ 62/1990, ΑΠ 563/2003). Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ'άρθρον 281 ΑΚ, παρά μόνον αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιπτώσεις, ως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΟλομΑΠ 5/2011, ΑΠ 535/2015 ΑΠ 91/2011, ΑΠ 823/2010). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 περίπτωση δεύτερη του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης και αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης και όχι οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής ή επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Πράγμα συνεπώς, υπό την έννοια αυτή, αποτελεί και ο λόγος της ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται ακυρότητα της επιταγής προς εκτέλεση ή οποιασδήποτε άλλης πράξης της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και ο λόγος της έφεσης που περιέχει παράπονο κατά της κρίσης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε ισχυρισμός του εκκαλούντος ή έγινε δεκτός ισχυρισμός του εφεσιβλήτου. Δεν στοιχειοθετείται όμως ο λόγος αυτός αν ο ισχυρισμός που δεν λήφθηκε υπόψη είναι μη νόμιμος και συνεπώς δε θεωρείται ουσιώδης, αφού δεν ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλομΑΠ 2/1989, ΟλομΑΠ 14/2004, ΑΠ 448/2006).
Εν προκειμένω, το ανακόπτον με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής του ισχυρίστηκε ότι η επισπευδόμενη σε βάρος του, με την ένδικη επιταγή, αναγκαστική εκτέλεση ήταν άκυρη ως καταχρηστική κατά το άρθρο 281 ΑΚ. Το Εφετείο, απέρριψε ως μη νόμιμο τον ανωτέρω λόγο της ανακοπής επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, με τις εξής αιτιολογίες: (Το ανακόπτον) "για τη θεμελίωση του ισχυρισμού του αυτού επικαλέστηκε τα ακόλουθα περιστατικά: ότι, καίτοι ζητάει την πληρωμή του υπέρογκου ποσού των 3.146.723,58 ευρώ, ενώ επικρατεί στη χώρα η γνωστή σε όλους οικονομική κρίση, το ίδιο (ανακόπτον) της είχε κοινοποιήσει την από 6-10-2014 εξώδικη δήλωσή του, με την οποία της ζητούσε την χορήγηση στοιχείων προκειμένου και αυτό να επαληθεύσει τις δανειακές του υποχρεώσεις και αφού διερευνήσει το ενεργητικό ή μη της κληρονομιαίας περιουσίας, σε θετική περίπτωση δηλαδή αν πράγματι διέθετε ενεργητικό, τότε θα προέβαινε στην τακτοποίηση και διευθέτηση του επίδικου χρέους, με αποτέλεσμα ευλόγως να του έχει δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι η καθής δεν θα προέβαινε στην επιδίωξη εισπρακτικών της απαίτησης μέτρων, τουλάχιστον μέχρι την ανάκαμψη της οικονομίας ή τη νομοθετική ρύθμιση των καθυστερούμενων δανείων, εφόσον μάλιστα γνώριζε τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούν στην ελληνική οικονομία, την εξαιτίας αυτών έλλειψη ρευστότητας και με δεδομένο άλλωστε ότι η επίδικη αξίωση ήταν και εμπραγμάτως εξασφαλισμένη. Ότι σε περίπτωση που θα προχωρήσει η παρούσα εκτέλεση με βεβαιότητα θα έχει ως βλαπτική συνέπεια για τα οικονομικά συμφέροντα του ιδίου ως επιστημονικού σωματείου που διαφυλάττει και προάγει την Δημόσια Υγεία και δη το ευαίσθητο λειτούργημα της Καρδιολογικής Επιστήμης που απασχολεί το Πανελλήνιο, όλα δε τα ανωτέρω στοιχειοθετούν καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος προς επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης, κατά προφανή υπέρβαση του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού αυτού. Με τέτοιο περιεχόμενο ο λόγος αυτός της ανακοπής δεν είναι νόμιμος, καθώς τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται η ανακόπτουσα για τη θεμελίωση της ΑΚ 281, δεν αρκούν για να καταστήσουν την εκ μέρους της καθής η ανακοπή επισπευδόμενη σε βάρος του ανακόπτοντος, με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και την κάτωθι αυτής συνταγείσα από 12-6-2015 επιταγή αναγκαστική εκτέλεση, καταχρηστική κατά την έννοια του άρθρου 281 του ΑΚ. Τούτο δεδομένου ότι, συμπεριφορά αντίθετη προφανώς στη καλή συναλλακτική πίστη και στα χρηστά ήθη, δεν αποτελεί η μη αποδοχή από την καθής τράπεζα της εκ μέρους του ανακόπτοντος πρότασης τακτοποίησης και διευθέτησης του επίδικου χρέους, ούτε προφανώς η μη εξεύρεση αποδεκτής από την καθής λύση για την εξασφάλιση των συμφερόντων της, ούτε η επιδίωξη της ικανοποίησής της με την επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση, ενώ επικρατούσε η γνωστή οικονομική κρίση, καθώς ο δανειστής έχει δικαίωμα να αποφασίσει ο ίδιος τον τρόπο είσπραξης της απαίτησής του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) αυτός μπορεί να αποφασίζει και δεν έχει ούτε νομική, ούτε ηθική υποχρέωση να επιδιώξει την είσπραξή της με τον τρόπο που του προτείνει ο οφειλέτης..., εκτός αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπάρχει προφανής υπέρβαση των αρχών της 281 ΑΚ, περιστατικά, όμως, από τα οποία να προκύπτει τέτοια προφανής υπέρβασης των ορίων αυτών από την καθ'ης η ανακοπή, δεν επικαλείται το ανακόπτον. Εξάλλου, το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στο ανακόπτον -οφειλέτη, δεν μπορεί από μόνο του να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ'άρθρο 281 ΑΚ, εκτός αν τούτο συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος, επίκληση, όμως, της συνδρομής τέτοιων περιστάσεων δεν γίνεται από το ανακόπτον, όταν μάλιστα το τελευταίο δεν αμφισβητεί το ύψος της απαίτησης που αφορά το κεφάλαιο του δανείου, για την εξόφληση του οποίου δεν έχει προβεί σε οποιαδήποτε καταβολή". Το αναιρεσείον με τον τέταρτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προβάλει την από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση ότι το Εφετείο, προκειμένου να κρίνει τη νομιμότητα του ανωτέρω λόγου της ανακοπής, παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που παραδεκτώς είχε επικαλεσθεί στον πρώτο βαθμό και είχε επαναφέρει με λόγο έφεσης στο Εφετείο για τη θεμελίωση της προβληθείσας καταχρηστικότητας: (α) Ότι παρά τις επανειλημμένες και συνεχείς οχλήσεις του η αναιρεσίβλητη Τράπεζα καθυστερούσε και εντέλει αρνήθηκε να του χορηγήσει αναλυτική κίνηση του δανειακού λογαριασμού. (β) Ότι επίσης αρνήθηκε να του παράσχει πληροφορίες σχετικά με την πορεία της δανειακής συμβάσεως και το ισχύον επιτόκιο. (γ) Ότι αυτό (αναιρεσείον) δεν ήταν ο λήπτης ή ο διαχειριστής του δανείου ώστε να έχει πλήρη γνώση της δανειακής σύμβασης. (δ) Ότι αμέσως μετά την ολοκλήρωση της απογραφής, η οποία ήταν παθητική, η τράπεζα προχώρησε σε καταγγελία της συμβάσεως χρεώνοντας επιπλέον τόκους υπερημερίας. (ε) Ότι λόγω της επ'ωφελεία απογραφής αποδοχής της κληρονομίας, η οποία κατέληγε σε παθητικό, ουδεμία ωφέλεια θα είχε από την επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως, παρά μόνο την επιβάρυνση της ήδη βεβαρημένης οφειλής. Και (στ) ότι είναι σωματείο κοινωφελούς σκοπού και περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων, ώστε να μη δύναται να διευθετήσει άμεσα οικονομικές εκκρεμότητες εκατομμυρίων ευρώ εν μέσω οικονομικής κρίσης. Ωστόσο, οι προεκτιθέμενοι ισχυρισμοί, εκτός του ότι οι δύο πρώτοι λήφθηκαν υπόψη από το Εφετείο, αληθείς υποτιθέμενοι δεν κρίνονται ικανοί να θεμελιώσουν (είτε αυτοτελώς είτε από κοινού με τους ληφθέντες υπόψη) κατά το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της αναιρεσίβλητης να επιδιώξει την ικανοποίηση της εκ του επιδίκου δανείου απαιτήσεώς της με αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του κληρονόμου του αρχικού οφειλέτη, έστω και αν είναι κληρονόμος με την ωφέλεια της απογραφής και η απογραφή παρουσιάζει παθητικό, πλήν των λόγων που και το Εφετείο διέλαβε στις αιτιολογίες του επιπρόσθετα και γιατί α) ουδόλως αναφέρεται αν για την ικανοποίηση της απαίτησης της αναιρεσίβλητης υπήρχαν άλλα ηπιότερα, σε σχέση με την αναιρεσείουσα μέσα αναγκαστικής εκτελέσεως και β) αυτή (αναιρεσείουσα) δεν επικαλείται πρόσθετα στοιχεία συμπεριφοράς της αναιρεσίβλητης από τα οποία να προκύπτει ότι του δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμά της. Επίσης δεν επικαλείται άλλα περιστατικά ανέντιμης συμπεριφοράς (της αναιρεσίβλητης) ώστε να θεωρείται ότι η επιχειρούμενη εκτέλεση είναι αντίθετη στη καλή συναλλακτική πίστη και στα χρηστά ήθη. Η επίκληση της υπέρμετρης διόγκωσης του χρέους λόγω τοκογονίας δεν συνιστά συμπεριφορά αυτής, η δε τοκογονία της απαίτησης είναι συνέπεια της συμπεριφοράς του οφειλέτη και όχι της δανείστριας τράπεζας. Αν οι τόκοι της απαίτησης δεν ανέρχονται στο ύψος που επικαλείται η δανείστρια τράπεζα και ο υπολογισμός τους δεν είναι νόμιμος, αυτό έχει ως συνέπεια τη θεμελίωση λόγου ακυρότητας της επιταγής κατά το αντίστοιχο ποσό, εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα. Δεν καθιστά όμως και καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος προς εκτέλεση.
Επομένως, τα ως άνω μη ληφθέντα υπόψη πράγματα δεν είναι ουσιώδη, αφού δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και γι'αυτό ο από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος είναι απαράδεκτος.
Κατόπιν τούτων, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, σε βάρος της αναιρεσείουσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος για την άσκηση της αίτησης αναιρέσεως παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5 Ιουλίου 2017 αίτηση του επιστημονικού σωματείου με την επωνυμία "..."για αναίρεση της υπ'αριθ. 719/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.- Επιβάλλει στο αναιρεσείον τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος, για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναιρέσεως, παραβόλου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 13 Ιουνίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Ιουνίου 2018.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ 

Περίληψη

ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης: 241/2018
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΩ

Συγκροτήθηκε από τον δόκιμο Ειρηνοδίκη Λερού, ο οποίος νόμιμα αναπληρώνει την Ειρηνοδίκη Κω, Απόστολο Μπέη, με την παρουσία της Γραμματέως Ασπασίας Χατζηκυριάκου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 19-9-2018 για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

Α) ΑΙΤΗΣΗ:
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: ………. ………., του …………. και της ……….., κατοίκου της νήσου Κω, οδός ………. ………. αρ. …, γεννηθείσα στις 3-4-1999, ΑΦΜ ………. ΔΟΥ Κω, η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μαρίας Κανακάκη.

Η αιτούσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 28-3-2018 αίτησή της, η οποία κατατέθηκε στο Δικαστήριο αυτό με αριθμ. εκθ. Καταθ. 74/28-3-2013 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο στις 23-5-2018, οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία και συζητήθηκε.

Β) ΚΥΡΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ:
ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΩΝ: 1) ……….. ………. του …….., ΑΦΜ ………. ΔΟΥ Κω, 2) ……….. ………. του ………. ΑΦΜ ………. ΔΟΥ Κω, κατοίκων αμφοτέρων Κω, οι οποίες παραστάθηκαν η πρώτη διά του πληρεξούσιου δικηνόρου τους Βασιλείου Δρόσου και η δεύτερη μετά του ανωτέρω πληρεξούσιου δικηγόρου.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΥΡΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: ………. ………., του ………. και της ……………., κατοίκου της νήσου Κω, οδός ………. ………. αρ. …., γεννηθείσα στις 3-4-1999, ΑΦΜ ………. ΔΟΥ Κω, η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μαρίας Κανακάκη.

Οι κυρίως παρεμβαίνουσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 22-5-2018 κύρια παρέμβασή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμ. εκθ. Καταθ. 217/13-9-2018 και προσδιορίσθηκε για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Κατά τη συζήτηση της αίτηση και της κύριας παρέμβασης, οι οποίες συνεκδικάστηκαν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εκκρεμούν η από 28-3-2018 και με αριθμ. εκθ. Καταθ. 74/28-3-2013 αίτηση (αριθμός πινακίου 3), και η από 22-5-2018 και με αριθμ. εκθ. Καταθ. 217/13-9-2018 κύρια παρέμβαση (αριθμός πινακίου 9), οι οποίες καθώς ανήκουν στην ίδια διαδικασία (εκούσια), πρέπει να συνεκδικασθούν (κατόπιν κοινού αιτήματος των διαδίκων) λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας (άρθρο 31 παρ.3 ΚΠολΔ), και της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 246 ΚΠολΔ, για την οικονομία της δίκης ώστε να επιταχυνθεί η διεξαγωγή της και να επέλθει μείωση των εξόδων.

Η απογραφή πραγμάτων, η οποία αποβλέπει στην επακριβή βεβαίωση της ύπαρξης ή της κατάστασης των απογραφομένων πραγμάτων, εις τρόπον ώστε να μην είναι δυνατή η αμφισβήτηση της ύπαρξής τους ή η απόκρυφη τους, διακρίνεται στη δικαστική και στην εξώδικη. Η δικαστική απογραφή είτε επιβάλλεται ευθέως από το νόμο, είτε διατάσσεται προς αποτροπή κινδύνου. Όταν η δικαστική απογραφή επιβάλλεται ευθέως από διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, δεν είναι απαραίτητη η συνδρομή ίου όρου της αποτροπής κινδύνου για την ενέργεια της. Ειδικότερα, η απογραφή της κληρονομιάς, η οποία επιτάσσεται ρηχά από το νόμο (βλ. άρθρα 1527, 1903 και 1912 ΑΚ) στον κληρονόμο ο οποίος αποδέχθηκε ή θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ότι αποδέχθηκε την επαχθείσα σ’ αυτόν κληρονομιά με το ευεργέτημα της απογραφής, είναι δικαστική απογραφή, φέρει δε το χαρακτήρα αυτοτελούς ρυθμιστικού μέτρου, το οποίο λαμβάνεται κατά τις διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, χωρίς να απαιτείται η συνδρομή του όρου της αποτροπής κινδύνου, στο βαθμό που πρόκειται δικαστική απογραφή επιτασσόμενη από διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου (βλ. άρθρα 739 και 838 ΚΠολΔ, Κ. Μπέη, «Αι διαδικαοίαι ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου», ι. 11, σελ. 385, Ν. Παπαντωνίου, «Κληρονομικό Δίκαιο», έκδοση 1985, σελ. 81, Β. Μπρακατσούλα, «Η εκούσια δικαιοδοσία», έκδοση 1986, σελ. 271, Β. Βαθρακοκοίλη, «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση», τόμος Δ’, έκδοση 1996, άρθρο 838, αρ. 2 και 3, σελ. 642, τόμος Η’/συμπληρωματικός τόμος, έκδοση 2006, υπό το αυτό άρθρο, αρ. 1 και 2, σελ. 864, ΠΠρΘες 6390/1993, Αρμ. 1993, 626, ΜΠρΑΘ 3843/2002, ΝοΒ 2003, 277, ΕιρΡοδ 2/2012, αδημ., ΕιρΡοδ 3/2012, αδημ., ΕιρΡοδ 4/2012, αδημ., ΕιρΡοδ 3/2011, αδημ., ΕιρΡοδ 13/2011, αδημ., ΕιρΡοδ 14/2011, αδημ., ΕιρΝικαιας S/2008, ΝΟΜΟΣ, ΕιρΡοδ 12/2005, ΝΟΜΟΣ, ΕιρΚυπαρ 41/1998, ΑρχΝ1999, 238, ΕιρΑΘ 704/1993, Αρμ. 1993, 915).

Την απογραφή αυτή διαχάσσει με απόφαση του, εκδιδομένη κατά τις διατάξεις των άρθρων 739 επ. και 838 ΚΠολΔ, ο Ειρηνοδίκης του τόπου όπου βρίσκονται τα προς απογραφή αντικείμενα, ο οποίος και ορίζει το Συμβολαιογράφο, καθώς και τους πραγματογνώμονες που θα εκτιμήσουν τα εν λόγω αντικείμενα, πρέπει δε να γίνει και να ολοκληρωθεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τεσσάρων μηνών από τη με το ευεργέτημα της απογραφής δήλωση αποδοχής της επαχθείσας κληρονομιάς ή, προκειμένου περί ανηλίκων και λοιπών προσώπων ανικάνων ή περιορισμένα ικανών για δικαιοπραξία, μέσα σε ένα έτος από τότε που τα πρόσωπα αυτά έγιναν απεριόριστα ικανά (βλ. άρθρα 739 και 838 ΚΠολΔ, 1527, 1903 και 1912 ΑΚ, Β. Βαθρακοκοίλη,ό.π., τόμος Δ’, υπό το άρθρο 838, αρ. 5 και 9, σελ. 643, τόμος Η’/συμπληρωματικός τόμος, υπό ίο αυτό άρθρο, αρ. 4, σελ. 864, ΠΠρΘες 6390/1993, Αρμ. 1993, 626, ΜΠρΑΘ 3843/2002, ΝοΒ 2003, 277, ΕιρΡοδ 2/2012, αδημ., ΕιρΡοδ 3/2012, αδημ., ΕιρΡοδ 4/2012, αδημ., ΕιρΡοδ 3/2.011, αδημ., ΕιρΡοδ 13/2011, αδημ., ΕιρΡοδ 14/2011, αδημ., ΕιρΝικαιας 8/2008, ΝΟΜΟΣ, ΕιρΡοδ 12/2005, ΝΟΜΟΣ, ΕιρΚυπαρ 41/1998, ΑρχΝ 1999, 238, ΕιρΑΘ 704/1993, Αρμ. 1993, 915). Αν ο κληρονόμος παραλείψει τη σύνταξη απογραφής εντός τεσσάρων μηνών από το χρονικό σημείο που έκανε τη δήλωση αποδοχής με το ευεργέτημα της απογραφής επέρχεται έκπτωση από το ευεργέτημα (άρθρο 1911 αρ. 1 ΑΚ, ΑΠ 246/1993, ΝοΒ 42, 667).

Ο όρος «συνέταξε» υποστηρίζεται ότι είναι ερμηνευτέος συσταλτικά για τον κληρονόμο, δηλαδή πρέπει να νοηθεί ότι η υποβολή της αίτησης για να διατάξει την απογραφή ο ειρηνοδίκης (άρθρο 838 ΚΠολΔ) υποβλήθηκε εμπροθέσμως. Έτσι, η έκπτωση δεν επέρχεται, αν προηγήθηκε εμπρόθεσμη αίτηση, αλλά η προς τούτο απόφαση εκδόθηκε ή η απογραφή που πραγματοποιήθηκε από το συμβολαιογράφο (άρθρα 839 επ. ΚΠολΔ), πραγμαιώθηκε καθυστερημένα. Αν ο κληρονόμος καθυστέρησε στην υποβολή της αίτησης αλλά εμπρόθεσμης, δεν χάνει το άνω ευεργέτημα, αλλά μπορεί να υπέχει ευθύνη κατά την 1907 ΑΚ (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία – Νομολογία Αστικού Κώδικα, τόμος ΣΤ’, άρθρο 1911, αρ. 4, σελ. 264, Απ. Γεωργιάδη – Mix. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, τόμος X’, άρθρο 1911, αρ. 4, σελ. 2S8-289, Ν. Φοόνη, Κληρονομικό Δίκαιο, τόμος 1, σελ. 113, Παντελίδου, Η ευθύνη του κληρονόμου για τις υποχρεώσεις της κληρονομιάς, σελ. 188, η ίδια οε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ 1911-1912 αρ. 4).

Συνεπώς, όταν καλείται ανήλικος ως κληρονόμος κληρονομιάς που έχει χρέη, έχει τη διαζευκτική δυνατότητα (με την έννοια ότι η μία αποκλείει την άλλη) ή να αποποιηθεί μέσω των νομίμων αντιπροσώπων του (γονέων) την κληρονομιά που του επάγεται (εντός προθεσμίας 4 μηνών από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της), αφού προηγουμένως λάβουν άδεια από χο Δικαστήριο για την αποποίηση αυτή και ελεγχθεί ότι είναι προς το συμφέρον του τέκνου, ή να συντάξει μέχρι τη συμπλήρωση του 19ου έτους του απογραφή της κληρονομιάςκαι συνεπώς να ευθύνεται για τα χρέη της κληρονομιάς έως το ενεργητικό της κληρονομιάς. Αν οι γονείς ανηλίκου δεν αποκτήθηκαν εμπροθέσμωςτην κληρονομιά κου ετχάγεται στο ανήλικο (είτε απευθείας είτε λόγω προγενέστερης δικής τους αποποίησης), τότε ο ανήλικος αποδέχεται εκ του νόμου με το ευεργέτημα της απογραφής και μετά την πάροδο της τετράμηνης αποσβεστικής προθεσμίας καθίσταται κληρονόμος μόνο μέχρι το ενεργητικό της κληρονομιάς, ιδιότητα που τη διατηρεί προσωρινά μέχρι να συντάξει απογραφή, με καταληκτικό χρονικό όριο της σύνταξης αυτής μέχρι τη συμπλήρωση του 19ου έτους του.

Αν δε γίνει η ως άνω απογραφή ο ενήλικος πλέον κληρονόμος εκπίπτει από το ευεργέτημα αυτό που του είχε παράσχει ο νόμος και με τη συμπλήρωση του 19ου έτους του καθίσταται οριστικά πλέον απλός κληρονόμος, ευθυυόμενος και με τη δική χου περιουσία για τα χρέη της κληρονομιάς. Ως εκ τούτου, μέχρι να συμπληρώσει το 19° έτος ο ενήλικος που έχει αποδεχτεί ως ανήλικος, εκ του νόμου με το ευεργέτημα της απογραφής την κληρονομιά, έχει τη δυνατότητα να καταθέσει αίτηση για αιτογραφή της κληρονομιάς κι όχι να έχει ολοκληρώσει την απογραφή. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 748 παρ. 3 ΚΠολΔ «Ο δικαστής που είναι αρμόδιος κατά την παρ. 1 του ιδίου άρθρου μπορεί να διατάξει κλήτευση τρίτων που έχουν έννομο συμφέρον από τη δίκη».

Περαιτέρω, από το συνδυασμό ίων διατάξεων ίων άρθρων 79, 80, 747 και 752 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι και κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας είναι δυνατή η άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης, εφόσον βέβαια συντρέχει η, κατά χο άρθρο 69 χου ίδιου κώδικα, διαδικαστική προϋπόθεση της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Ειδικότερα, ενώ στη δίκη της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος αναφέρεται στη θετική ή αρνητική διάγνωση του επίδικου δικαιώματος, στις περιπτώσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος συνίσταται στην παραδοχή ή απόρριψη της αίτησης αναφορικά με το ζητούμενο ρυθμιστικό μέτρο. Στη δίκη της εκούσιας δικαιοδοσίας, εφόσον η παρέμβαση του τρίτου επιδιώκει την απόρριψη της αίτησης, με την οκοία ανοίχθηκε η δίκη, ή τη ρύθμιση του επίδικου αντικειμένου κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνο που ζητείται με την αίτηση, πρόκειται για κύρια παρέμβαση (βλ. ΑΠ 1076/2002 ΪΠΝ Νόμος, ΕφΑΘ 4238/2010 ΔΕΕ 2011.312, ΕφΑΘ 4749/2009 ΕλλΔνη 2009,1489, ΕφΔισδ 120/2004 ΝΟΜΟΣ).

Τέλος, κατά το άρθρο 752 ΚΠολΔ, με το οποίο καθορίζεται, κατά διαφορετικό τρόπο από χο άρθρο 81 του ίδιου κώδικα, η άσκηση των παρεμβάσεων σε δίκες εκούσιας δικαιοδοσίας, η κύρια παρέμβαση ασκείται με δικόγραφο και εφαρμόζονται για αυτήν οι διατάξεις των άρθρων 747, 748 και 751 του ίδιου κώδικα, κατά τα οποία η κατάθεση του δικογράφου πρέπει να γίνεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, ενώ η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο χωρίς προδικασία (βλ. ΑΠ 1076/2002 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 4238/2010 ΔΕΕ 2011.312). Ειδικότερα κύρια παρέμβαση κατ’ άρθρο 752 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. στην εκούσια δικαιοδοσία, νοείται η συμμετοχή τρίτου αυτοβούλως με αυτοτελές αίτημα, ενώ στις μη γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας δηλαδή όταν η διαδικασία διεξάγεται με αντιδικία, η κύρια παρέμβαση με την οποία ο παρεμβαίνων επιδιώκει την αναγνώριση ίδιου δικαιώματος, ασκείται με την κατάθεση δικογράφου στην Γραμματεία του Δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται χωρίς να απαιτείται η επίδοση του στο διάδικο κατά του οποίου απευθύνεται.

Τέλος, στις υποχρεώσεις της κληρονομιάς για τις οποίες υπέχει απεριόριστη ευθύνη ο απλός κληρονόμος, περιλαμβάνονται, καταρχάς, τα χρέη του κληρονομούμενου, στα οποία περιλαμβάνονται όλες οι απαιτήσεις τρίτων κατά του κληρονομούμενου που γεννήθηκαν ενόσω ζούσε, είτε από δικαιοπραξία, είτε από τον νόμο, ακόμη και αν η ζημία επήλθε μετά τον θάνατό του. Επιπροσθέτως δε, στις υποχρεώσεις της κληρονομιάς περιλαμβάνονται και τα λεγάμενα «βάρη», τα οποία ουσιαστικά συνιστούν υποχρεώσεις που δημιουργούνται στο πρόσωπο του κληρονόμου με την επαγωγή της κληρονομιάς, οι οποίες δεν προϋπήρχαν στο πρόσωπο του κληρονομούμενου. Τέτοιες υποχρεώσεις είναι κυρίως οι (ενοχικές) κληροδοσίες (1995ΑΚ)51, οι τρόποι (1715ΑΚ), οι δαπάνες της κηδείας, τα έξοδα απογραφής και εκκαθαρίσεως της κληρονομιάς.

Εν προκειμένω η αιτούσα ζητά να διαταχθεί η απογραφή της στην Περιφέρεια του Ειρηνοδικείου Κω, ευρισκόμενης περιουσίας του κληρονομούμενου …………  ………. του ………… και της ………., κατοίκου εν ζωή Κω, ο οποίος απεβίωσε στην Κω στις 23-8-2007 και του οποίου είναι εξ’ αδιαθέτου κληρονόμος με το ευεργέτημα της απογραφής. Προς τούτο δε, ζητά να οριστεί ο αρμόδιος συμβολαιογράφος και δύο πραγματογνώμονες, τους οποίους υποδεικνύει κατά τα διαλαμβανόμενα στην αίτησή της. Επιπλέον ζητάει να οριστούν οι εν γένει δαπάνες της απογραφής, συμπεριλαμβανομένων και των σχετικών αμοιβών του Συμβολαιογράφου και των πραγματογνωμόνων, ως υποχρεώσεις σε βάρος της κληρσνομιαίας περιουσίας και να οριστεί να ικανοποιηθούν αυτές από το ενεργητικό της. Τέλος, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος της κληρονομιαίας περιουσίας.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίσιν αίτηση παραδεκτώς και αρμοδίους φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αφού στην περιφέρεια του βρίσκονται τα προς απογραφή πράγματα ίου κληρονομούμενου (άρθρο 838 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔικ) κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 επ. ΚΠολΔικ). Περαιτέρω είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 838 ΚΠολΔικ και 1527, 1902, 1912 Α.Κ και πρέπει να. εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Οι κυρίως παρεμβαίνουσες ………. ………. και ……………  ………., θείες της αιτούσας και αδελφές της μητέρας της, παραδεκτώς και νομίμως παρενέβησαν στην κύρια δίκη, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, απορριπτόμενης της ένστασης της αιτούσας περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος κατ’άρθρον 2.81 Α.Κ, καθότι αποτελούν συγκληρονόμους της περιουσίας του αποβιώσαντος πατέρα τους και μόλις πληροφορήθηκαν την αίτηση απογραφής της αιτούσας, ως έχουσες έννομο συμφέρον και χωρίς να αδρανήσουν επί μακρόν, φρόντισαν να ασκήσουν νόμιμο δικαίωμά τους και έτσι αρνήθηκαν την αναφερόμενη αίτηση και ζήτησαν αυτή να απορριφθεί. Πλην όμως, προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι η αιτούσα έχει εκπέσει από το ευεργέτημα της απογραφής καθώς παρήλθε ο χρόνος αυτής, διότι δεν έλαβε χώρα η απογραφή εντός έτους από την ενηλικίωσή της. Ο εν λόγω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με τα αναλυτικώς διαλαμβανόμενα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη, καθότι η αίτηση για την απογραφή κατατέθηκε στη Γραμματεία ίου Δικαστηρίου τούτου στις 28-3-2018, δηλαδή εντός του έτους από την ενηλικίωσή της αιτούσας (3-4-2018).

Αλλως ζήτησαν να μεταρρυθμιστεί, ώστε να. διοριστούν συμβολαιογράφος και δυο πραγματογνώμονες που θεωρούν αυτές καταλληλότερους για την διεκπεραίωση της απογραφής της κληρονομιάς του εκλιπόντος πατρός τους και να καταδικασθεί η αιτούσα – καθ’ ης η κύρια παρέμβαση εν γένει στις δαπάνες της απογραφής. Το τελευταίο αίτημά τους πρέπει να απορριφθεί, καθώς όπως αναφέρθηκε ως άνω στη μείζονα σκέψη, τα έξοδα χης απογραφής θεωρούνται βάρη της κληρονομιάς και πρέπει να βαρύνουν αυτή. Τέλος, αιτούνται την δικαστική τους δαπάνη από την αιτούσα.

Από τα έγγραφα που επικαλείται και προσκομίζει η αιτούσα αποδείχθηκε ότι στις 23-8-2007 απεβίωσε στην Κω ο ………. ………. του ………. και της , κάτοικος εν ζωή πόλε ως Κω (σχετική η ληξιαρχική πράξη θανάτου αυτού), ο οποίος συνέταξε μυστική ιδιόγραφη διαθήκη, στις 6-12-2005, η οποία δημοσιεύθηκε με την υπ’ αριθμ 52/13-11-2007 απόφαση του Μον. Πρωτ. Κω (άλλη διαθήκη του δεν έχει δημοσιευθεί, βλ. σχετικό το ακριβές αντίγραφο του από 28-3-2018 πιστοποιητικού περί μη δημοσίευσης διαθήκης του Πρωτοδικείου Κω) και κατά το χρόνο του θανάτου του είχε μοναδικούς πλησιέστερους συγγενείς του τις θυγατέρες του ………. ………….. (μητέρα της αϊτού σας) και ……….  ……….., ………. …………. (προσθέτως παρεμβαίνουσες και θείες της αϊτού σας, βλ. σχετικό υπ’ αριθμ. πρωί. 28922/15-9-2017 ακριβές αντίγραφο του πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του απσβιώσαντος του Δήμου Κω).

Εκ της ανωτέρω διαθήκης προκύπτει, ότι ο διαθέτης κατέλειπε ως μοναδικούς κληρονόμους του τις τρεις θυγατέρες του (την πρώτη εξ αυτών ………… ………. την περιόρισε στη νόμιμη μοίρα της λόγω δωρεών εν ζωή που προέβη στο πρόσωπό της) και την εγγονή του, αιτούσα,. ……… ………. στην οποία κατέλειπε τα εξής: α) Κατά πλήρη κυριότητα το υπόλοιπο 1/3 εξ αδιαιρέτου στο συγκρότημα των 39 επιπλωμένων διαμερισμάτων, στην πόλη της Κω και επί των οδών …………   ……….. και ………., υπό τον διακριτικό τίτλο ………., το οποίο διαθέτει πισίνα, ρεσεψιόν και μπαρ, στο δε ισόγειο υπάρχουν 3 καταστήματα, β) κατά πλήρη κυριότητα το υπόλοιπο 1/3 εξ αδιαιρέτου σε ένα οικόπεδο κείμενο εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως Κω επί της οδού ………… εκτάσεως 944,66 τ.μ (παλαιό γήπεδο), γ) κατά πλήρη κυριότητα έναν αγρό στη θέση …… …….. ……. Κω, εκτάσεως 29.240 τ.μ ΚΜ 271 ……. …….., δ) κατά πλήρη κυριότητα έναν αγρό στη θέση ……   ..…., ………. Κω, εκτάσεως 5.12.0 τ.μ υπό Κ.Μ 914 …… ………., ε) Ό,τι άλλο περιουσιακό στοιχείο που δεν κατονομάζεται και δεν περιγράφεται στη διαθήκη του.

Η αιτούσα ως ανωτέρω αναφέρθηκε, εμπρόθεσμα κατέθεσε αίτηση ενώπιον της Γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου με την οποία αιτείται την απογραφή της κληρονομιαίας περιουσίας που επηχθη σε αυτήν, του παππού της ……..   ……….. Ως εκ τούτου, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, συντρέχει περίπτωση απογραφής που επιβάλλεται από το νόμο και δεν απαιτείται να ερευνηθεί αν συντρέχει περίπτωση αποτροπής κινδύνου. Πρέπει επομένως η υπό κρίση αίτηση να γίνει δεκτή ως βάσιμη και στην ουσία της και να διαταχθεί η αιτούμενη απογραφή, τα έξοδα της οποίας θα βαρύνουν το ενεργητικό της κληρονομιαίας περιουσίας. Αναφορικά με το αίτημά της για τον ορισμό να ορισούν ο αρμόδιος συμβολαιογράφος και οι δυο πραγματογνώμονες, λεκτέα τα εξής: Η αιτούσα προτείνει με την αίτησή της ως αρμόδιο συμβολαιογράφο, τον Συμβολαιογράφο Κω Αντώνιο Φρουζάκη του Εμμανουήλ. Αναφορικά με τον αρμόδιο συμβολαιογράφο που θα διενεργήσει την απογραφή ήτοι τον Αντώνιο Φρουζάκη του Εμμανουήλ, τον οποίο υποδεικνύει η αιτούσα και συναινούν, όπως εμφαίνεται στα πρακτικά της συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου και οι κυρίως παρεμβαίνουσες, δε συντρέχει σοβαρός λόγος να μην οριστεί αυτός (άρθρο 838 παρ. 4 ΚΠολΔ), Αναφορικά με τον πραγματογνώμονα – λογιστή, η αιτούσα με την αίτησή της πρότεινε τον Ευστάθιο Σαπουνά του Αγγέλου, λογιστή, κάτοικο Ελευσίνας Αττικής, πρόταση που όμως διόρθωσε προφορικά στο ακροατήριο, προτείνοντας ως λογιστή – πραγματογνώμονα το Νικόλαο Διαμαντόπουλο του Διαμαντή, κάτοικο Χαλανδρίου Αττικής, ομοίως λογιστή.

Η αιτούσα παραδεκτώς μετέβαλε την αίτησή της στο συγκεκριμένο σημείο αναφορικά με τον λογιστή πραγματογνώμονα, καθότι η μεταβολή τούτη δεν κρίνεται εκτεταμένη και ταυτόχρονα δεν βλάπτονται τα συμφέροντα των κυρίως παρεμβαινουσών, διότι πρόκειται για αμφότερους, λογιστές που προέρχονται από την πόλη των Αθηνών, οι οποίοι είναι άγνωστοι ως πρόσωπα και ως επαγγελματίες στις κυρίως παρεμβαίνουσες, οι οποίες διαμένουν στην Κω. Ως εκ τούτου, η αλλαγή του προσώπου ουδόλλως μεταβάλλει τη βούλησή τους, δηλαδή η λογιστική πραγματογνωμοσύνη να μην διενεργηθεί από λογιστή Αθηνών, ο οποίος πιθανώς να πρόσκειται στο ευρύτερο περιβάλλον της αιτούσας, ανεξαρτήτως προσώπου, απορριπτομένης της σχετικής ένστασης των κυρίως παρεμβαινουσών. Οι κυρίως παρεμβαίνουσες προτείνουν ως λογιστή – πραγματογνώμονα τον Ιωάννη Πολίτη του Νικολάου, οικονομολόγο – λογιστή, κάτοικο Κω και επί της διαδικασίας στο ακροατήριο πρότειναν ως εναλλακτική λύση τον ………..  …………, ορκωτό λογιστή της περιφέρειας Δωδεκάνησου.

Καθίσταται προφανές εκ των ανωτέρω, ότι οι δυο πλευρές αδυνατούν να συμφωνήσουν στο πρόσωπο του λογιστή που θα διεξαγάγει την σχετική πραγματογνωμοσύνη, καθώς η κάθε μια πλευρά, για δικούς της, ευνόητους λόγους, επιθυμεί τη λογιστική πραγματογνωμοσύνη να την αναλάβει πρόσωπο της απολύτου εμπιστοσύνης της και πιο συγκεκριμένα η μεν πλευρά της αιτούσας επιθυμεί λογιστή – πραγματογνώμονα που να προέρχεται από την πόλη των Αθηνών, η δε πλευρά των προσθέτως παρεμβαινουσών’ επιθυμεί λογιστή – πραγματογνώμονα που θα διαμένει στη νήσο της Κω και για έναν επιπλέον λόγο, καθότι λόγω της εγγύτητας στην κληρονομιαία περιουσία, η οποία βρίσκεται στην Κω, η λογιστική πραγματογνωμοσύνη που θα βαρύνει την κληρονομιαία περιουσία, θα είναι ολιγότερο δαπανηρή σε σύγκριση με το κόστος που θα απαιτηθεί για λογιστή – πραγματογνώμονα που θα μεταβεί από την Αθήνα στη νήσο Κω. Ως εκ τούτου, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 838 παρ. 4, οι διάδικοι δεν συναίνεσαν στο πρόσωπο του λογιστή πραγματογνώμονα και το Δικαστήριο θα ορίσει αυτόν, όπως ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Αναφορικά με τον πραγματογνώμονα – εκτιμητή ακινήτων, η αιτούσα προτείνει να οριστεί ο ……………..     ………, κάτοικος Βούλας Αττικής, εκτιμητής ακινήτων, ενώ οι κυρίως παρεμβαίνουσες ο ……………..   ……… του   ……….., πολιτικό μηχανικό, κάτοικος Κω.

Τα όσα αναφέρθησαν ανωτέρω για τον λογιστή – πραγματογνώμονα ισχύουν και για τον πραγματογνώμονα που θα διενεργήσει την εν λόγω πραγματογνωμοσύνη, προβαίνοντας σε έλεγχο των κληρονομιαίων ακινήτων και εκτιμώντας την πραγματική σημερινή αξία αυτών. Ως εκ τούτου, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 838 παρ. 4, οι διάδικοι δεν συναίνεσαν στο πρόσωπο του πραγματογνώμονα που θα εκτιμήσει την αξία των ακινήτων της περιουσίας και το Δικαστήριο θα ορίσει αυτόν, όπως ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, το αίτημα της αιτούσας να οριστούν εν γένει οι δαπάνες της απογραφής και των σχετικών αμοιβών του Συμβολαιογράφου και των Πραγματογνωμόνων πρέπει να απορριφθεί καθότι, στο Δικαστήριο δεν έχει καταστεί γνωστό ποιο είναι το ακριβές εύρος της κληρονομιαίας  περιουσίας του   …………..    ……………, δεδομένου και του σιοιχείου ε. που εμφαίνεται στην ιδιόγραφη διαθήκη αυτού, ορίζοντας ότι αφήνει στην Στυλιανή ………. « Ό,τι άλλο περουσιακό στοιχείο δεν κατονομάζεται και δεν περιγράφεται στην διαθήκη». Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο μη έχοντας γνώση του ακριβούς εύρους της κληρονομιαίας περιουσίας, αδυνατεί να προσδιορίσει και το εύρος της αμοιβής που θα προκόψει από την εργασία τόσο του Συμβολαιογράφου, όσο και των Πραγματογνωμόνων.

Αυτή θα προκόψει από την εκτίμηση του Συμβολαιογράφου και των Πραγματογνωμόνων ανάλογα με το εύρος των εργασιών τους. Πρέπει επομένως να διαταχθεί η αιτηθείσα απογραφή της ευρισκόμενης στην περιφέρεια του Δικαστηρίου τούτου κληρουομιαίας περιουσίας του   …………  ………. του  …………  και της …… , ο οποίος απεβίωσε στις 23-8-2007 στην Κω, να ορισθεί δε ως συμβολαιογράφος που θα τη διενεργήσει με τον νόμιμο αναπληρωτή του, ο υποδεικνυόμενος από την αιτούσα με το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησής της, κατόπιν συμφωνίας και των κυρίως παρεμβαινουσών (άρθρο 838 παρ. 4 ΚΠολΔ) και οι πραγματογνώμονες που θα ορίσει το Δικαστήριο, που θα εκτιμήσουν την αξία της περιουσίας αυτής, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, γιατί η ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων, που εφαρμόστηκε εν προκειμένω, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρειχην αίτηση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίνει απορριπτέο σε αυτή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την κύρια παρέμβαση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη διενέργεια απογραφής της ευρισκόμενης στην περιφέρεια του

Ειρηνοδικείου Κω κληρονομιαίας περιουσίας του αποβιώσαντος     ………….    ……….  του ………… …….. και της  ………….., κατοίκου εν ζωή πόλεως Κω, ο οποίος απεβίωσε στις 23-8-2007 στην Κω, της κληρονομιαίας  περιουσίας δηλαδή, που κατέλειπε στην εγγονή του  ……….   ………. και αναφέρεται στην από 6-12-2005 μυστική ιδιόγραφη διαθήκη του, καθώς και αυτής που δεν κατονομάζεται και δεν περιγράφεχαι σε αυτήν.

ΟΡΙΖΕΙ για τη διενέργεια της απογραφής αυτής, τα έξοδα της οποίας βαρύνουν την κληρονομιαία περιουσία, τον συμβολαιογράφο Κω Αντώνιο Φρουζάκη του Εμμανουήλ, κάτοικο πόλεως Κω, οδός  …….…  …. και   ………..  ………  και σε περίπτωση κωλύματος αυτού το νόμιμο αναπληρωτή του και πραγματογνώμονες, για την εκτίμηση της απογραφόμενης κληρονομιαίας  περιουσίας, αναφορικά με τη λογιστική πραγματογνωμοσύνη τον Κλειδαρά Αντώνιο, λογιστή, κάτοικο Καλύμναυ και σε περίπτωση κωλύματος αυτού, την Τάταρη Σεβαστή, λογίστρια, κάτοικο Κάλυμνου και αναφορικά με την πραγματογνωμοσύνη που θα διενεργηθεί στο πλαίσιο ελέγχου των κληρονομιά των ακινήτων και εκτίμησης της πραγματικής σημερινής αξίας αυτών την ………   ……….., πολιτικό μηχανικό, κάτοικο Κω, οδός ……… αρ.  ….. και σε περίπτωση κωλύματος αυτής τον Χατζήστέργο Φώτιο, πολιτικό μηχανικό, κάτοικο Κω, οδός   ……….  ……..  αρ.  …

Τα ονόματα απάντων των ανωτέρω πραγματογνωμόνων περιέχονται στον κατάλογο των πραγματογνωμόνων που τηρείται στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Κω.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕ! τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων μεταξύ τους.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Κω, στις 26-10-2018, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Ο ΔΟΚΙΜΟΣ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Α. ΜΠΕΗΣ

 

 

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ

 

 


 

 

 

ΑΔΙΚΟΠΡΑΞΙΑ - ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ - Μον.Εφετ.Πειρ. 144/2020 ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ ΣΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΣΕΛΙΔΑ FACEBOOK- ΠΡΟΣΒΛΗΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΔΗΛΩΣΕΩΝ ΠΟΥ ΘΙΓΟΥΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ – ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΗΘΙΚΗ ΒΛΑΒΗ – ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ

$
0
0


Μον.Εφετ.Πειρ. 144/2020


ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ ΣΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΣΕΛΙΔΑ FACEBOOK- ΠΡΟΣΒΛΗΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΔΗΛΩΣΕΩΝ ΠΟΥ ΘΙΓΟΥΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ – ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΗΘΙΚΗ ΒΛΑΒΗ – ΑΡΧΗ ΤΗΣ

ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ– Αοριστία λόγου που αφορά παράβαση κανόνος ουσιαστικού δικαίου, αναφορικά με την ηθική βλάβη και την αρχή της αναλογικότητας, εφόσον δεν καθορίζει το νομικό σφάλμα του δικαστηρίου και τον τρόπο παραβίασης αυτού, έτσι ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του Δικαστηρίου και να κριθεί η νομιμότητα και βασιμότητα αυτού (λόγου εφέσεως) – Απόρριψη (57, 59, 914, 932 ΑΚ, 25 Συντ)

ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΑΣΚΗΣΗ ΕΦΕΣΗΣ – ΒΛΑΒΗ ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ– Εν προκειμένω ο εκκαλών δεν ισχυρίζεται ότι από το επικαλούμενο τούτο σφάλμα το δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο αιτιολογικό και διατακτικό και συενπώς αυτός δεν έχει έννομο συμφέρον, διαδικαστική προϋπόθεση που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, να ασκήσει έφεση για την αιτιολογία αυτή της εκκαλουμένης – Απόρριψη λόγου (516, 68 ΚΠολΔ)


Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι υπό κρίση εφέσεις, ήτοι: α)η από 21.3.2018 (αριθ.καταθ. ……../22.3.2018) έφεση και β) η από 22.5.2018 (αριθ.καταθ. ………../30.5.2018) έφεση, κατά της υπ’ αριθ. 956/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591, 614 παρ. 7 Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), επί της από 4/1/2017 (αριθ.καταθ. ……./2017) αγωγής του ενάγοντος ήδη εκκαλούντος της από 22.5.2018 εφέσεως, αρμόδια φέρονται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 19 ΚΠολΔ), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του Ν. 3994/011), έχουν δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει η άσκηση της από 21.3.2018 προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης και συγκεκριμένα στις 22.3.208 (επίδοση εκκαλουμένης 2/5/2018 με τις υπ’ αριθ. ………/2.5.2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………..) και η άσκηση της από 22.5.2018 εφέσεως πριν την πάροδο διετίας από την δημοσίευση αυτής (εκκαλουμένης) (άρθρα, 495 παρ. 1, 498, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ).

Πρέπει, επομένως, οι υπό κρίση εφέσεις ,οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας (άρθρ. 246, 524 παρ. 1, 591 Κ.Πολ.Δ), να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθ. 533 παρ. 1 Κ.ΠολΔ, δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτών έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, το νόμιμο παράβολο, όπως προκύπτει από τις ενσωματωμένες στις ως άνω πράξεις κατάθεσης εφέσεων, πράξεις κατάθεσης παραβόλων αντιστοίχως της αρμόδιας Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά.

Με την από 4/1/2017 (αριθ.καταθ. ………../2017) αγωγής που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων ………., ιστορούσε ότι στο ραδιοφωνικό σταθμό “…………”, ιδιοκτησίας πρώτης εναγομένης, και κατά τη διάρκεια της εκπομπής του εν λόγω σταθμού με τον τίτλο “Αποκάλυψη τώρα”, ο τρίτος εναγόμενος με την ιδιότητα του εργαζόμενου στις λοιπές εναγόμενες δημοσιογράφου-Αθλητικού συντάκτη, μετέδωσε προφορικά και δημόσια, στις αναφερόμενες λεπτομερώς σε αυτή (αγωγή) δηλώσεις που αφορούσαν το πρόσωπο και την εικόνα αυτού (ενάγοντα), προφορικές δηλώσεις και ισχυρισμοί που ακολούθως δημοσιεύτηκαν (με ηχητική αποτύπωση και οπτικοακουστικό υλικό) από την ηλεκτρονική σελίδα “……….” και το μέσο κοινωνικής δικτύωσης “facebook”, ιδιοκτησίας πρώτης εναγομένης καθώς και στην ηλεκτρονική σελίδα “………..¨, ιδιοκτησία δεύτερης εναγομένης.

Ότι οι εκτιθέμενες σε αυτή (αγωγή) δημόσιες δηλώσεις και δημοσιεύσεις μέσω των ως άνω ηλεκτρονικών σελίδων και μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι ψευδείς, συκοφαντικές και εξυβριστικές,  και με τον τρόπο αυτό προσεβλήθη παράνομα και υπαίτια η τιμή, η υπόληψη και η εν γένει προσωπικότητά του. Ζήτησε δε με βάση τα ανωτέρω, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν ο καθένας το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και να αναγνωριστεί ότι οφείλουν να του καταβάλουν ο καθένας το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, νομιμοτόκως από 21.12.2016 άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητάς του.

Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού δέχτηκε ότι η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη ως στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 340, 346, 914, 920, 922, 932 ΑΚ, 362, 363 ΠΚ, 70, 176, 907, 908, 1047 Κ.Πολ.Δ,  δέχθηκε εν μέρει κατ’ ουσίαν βάσιμη την νόμιμη και παραδεκτά προβληθείσα ένσταση της πρώτης εναγομένης εκ της παρ. 5 του άρθρου μόνο του Ν. 1178/1981, όπως αντικ.με το άρθρο 37 παρ. 2 του Ν. 4356/2015, και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν στον ενάγοντα για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης από την προσβολή της προσωπικότητάς του, α) το ποσό των 7.000 ευρώ η πρώτη εναγομένη νομιμοτόκως από 21/12/2016, β)το ποσό των 7.000 ευρώ η δεύτερη εναγομένη, νομιμοτόκως από 28/6/016, και το ποσό των 6.956 ευρώ ο τρίτος εναγόμενος (αφαιρουμένου του ποσού των 44 ευρώ το οποίο επιφυλάχθηκε ο ενάγων να αξιώσει κατά την παράστασή του ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική δίκη σε βάρος του τρίτου (εναγομένου), νομιμοτόκως από 28/6/2016.

Από την όλη δομή του Συντάγματος και ιδίως, από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 25 αυτού συνάγεται ως γενική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος, ότι η έννομη συνέπεια, η οποία είτε προβλέπεται από τον κοινό νομοθέτη in abstracto, είτε απαγγέλεται σε συγκεκριμένη περίπτωση από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το πραγματικό του οικείου κανόνα δικαίου, ήτοι να μην υπερβαίνει τα ακραία ανεκτά όρια, κατά την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 932 Α.Κ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αποφασίζεται αναιρετικώς κατ’ αρχήν ανελέγκτως από το ουσιαστικό δικαστήριο ,με βάση τους ισχυρισμούς και το αποδεικτικά στοιχεία τα οποία θέτουν στην διάθεσή του οι διάδικοι. Πλην όμως, επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση, να τηρείται κατά τον καθορισμό του επιδικαζομένου ποσού η αρχή της αναλογικότητας υπό την εκτεθείσα έννοια, ήτοι να μην υπερβαίνει η σχετική κρίση τα ακραία όρια  της διακριτικής ευχέρειας, πράγμα το οποίο, αν συμβαίνει, ελέγχεται ως παραβίαση της ανωτέρω γενικής νομικής αρχής, ήτοι ως πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ (Ολ ΑΠ 9/2015, ΑΠ 302/2016, ΑΠ 1043/2014, Εφ.Θεσσαλ. 174/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 79/2010, ΑΠ 1735/2009.

Τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επιστημονική έρευνα και την εν γένει επαγγελματική ενασχόληση, μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε να  εξακριβωθεί η βασιμότητα των πραγματικών περιστατικών, που αποτέλεσαν το αντικείμενο της αποδείξεως (Κ.Πολ.Δ 336 και 4), είτε για να γίνει, μετά την εξακρίβωση της βασιμότητας αυτών, η υπαγωγή τους σε νομικούς κανόνες (Κ.Πολ.Δ 559 αριθ. 1) Αν, στην πρώτη περίπτωση, χρησιμοποιώντας τα διδάγματα κοινής πείρας ή τα πορίσματα της επιστήμης αντίθετα προς τις αρχές της λογικής, το δικαστήριο διαγνώσει εσφαλμένως ότι συνέτρεξαν ή όχι τα περιστατικά που στηρίζουν το δικαίωμα, δεν υπάρχει παράβαση κανενός νόμου και, άρα, δεν ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. Αν πάλι το δικαστήριο παραλείψει εντελώς να τα χρησιμοποιήσει, η παράλειψη αυτή δεν ελέγχεται ως πλημμέλεια από το εδάφιο 11 του άρθρου 559, καθόσον, όπως συνάγεται από τα άρθρα 336 παρ. 4 και 339 του Κ.Πολ.Δ, τα διδάγματα κοινής πείρας δεν καταλέγονται σα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 316/2011, ΑΠ 87/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 516 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, η οποία, κατ’ άρθρο 591 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, εφαρμόζεται και στην ειδική διαδικασία του άρθρου 681 Α΄ αυτού, έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Η συνδρομή του εννόμου συμφέροντος κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το χρόνο άσκησης του ενδίκου μέσου και υπάρχει όταν ο διάδικος που νίκησε βλάπτεται από την αιτιολογία της απόφασης και ειδικότερα αν από αυτή δημιουργείται δεδικασμένο εις βάρος του σε άλλη δίκη, αν δηλαδή η αιτιολογία της απόφασης αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη και φέρει έτσι στοιχεία διατακτικού (βλ. ΑΠ 1212/2010, ΑΠ 1459/2000, ΑΠ 1307/1990, ΑΠ 405/1981, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα ίδια ισχύουν, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 516 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, και για την αντέφεση και έτσι έννομο συμφέρον για άσκηση αντέφεσης αναγνωρίζεται στο διάδικο που νίκησε πρωτόδικα, αν, παρά την ορθότητα του διατακτικού της πρωτόδικης απόφασης, βλάπτεται από τις αιτιολογίες αυτής, οι οποίες περιέχουν τα στοιχεία διατακτικού και δημιουργούν εις βάρος του δεδικασμένου.

Οι  εσφαλμένες όμως αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης, οι οποίες δεν καταλήγουν σε βλάβη του εκκαλούντος ή του αντεκκαλούντος με αντίστοιχες προς αυτές διατάξεις που διαλαμβάνονται στο διατακτικό της, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης ή αντέφεσης, με την αιτιολογία ότι είναι ασύμφορες σ’ αυτόν ή μη ορθές νομικά, καθόσον το κρίσιμο της απόφασης και όχι οι αιτιολογίες, αλλά οι διατάξεις της (βλ. Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003 σελ. 255, παρ. 615, ΕφΑθ 7748/2007, ΕφΘεσσαλ. 8/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Το έννομο συμφέρον για την άσκηση των ενδίκων μέσων αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης που η ανάγκη του συνάγεται και από τη γενικότερη διάταξη του άρθρου 68 Κ.Πολ.Δ, δεδομένου ότι το έννομο συμφέρον, ως προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε ενδίκου μέσου, αποτελεί ειδικότερη έκφανση  της θεμελιώδους αρχής που καθιερώνει η προαναφερόμενη διάταξη. Η παραπάνω προϋπόθεση εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και η έλλειψη της συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου (άρθρα 68, 74, 532 Κ.Πολ.Δ, Εφ.Θεσσαλ. 2175/2017, Εφ.Πειρ. 703/2014, Εφ.Δωδ. 29/2014,, Εφ.Αθ. 39/2011, Εφ.Αθ. 4195/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ.Πολ.Δ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Χαρούλα Απαλλαγάκη, 6η έκδοση, άρθ. 516 σελ. 1411 αρ. 11).

Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται:

Α) Ο εκκαλών της από 22/5/2018 (αριθ.καταθ. ………../30.5.2018) εφέσεως, ήτοι ο νικήσας διάδικος, 1)με τον πρώτο λόγο της εφέσεώς του παραπονείται ότι η εκκαλουμένη με εσφαλμένη αιτιολογία, την ένσταση που προέβαλε η πρώτη εναγομένη – πρώτη εφεσίβλητη – πρώτη εκκαλούσα, εκ της παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν. 1178/1982, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 37 παρ. 2 Ν. 4356/2015, την δέχθηκε εν μέρει ως κατ’ ουσία βάσιμη, για το λόγο ότι το δημοσίευμα στις 28/12/2016 στην ιστοσελίδα της “………..” που κοινοποιήθηκε στο facebook, που αναφέρεται εκτενώς στην εκκαλουμένη συνιστά επαρκή αποκατάσταση κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, καθόσον έγινε στην ιδία θέση και με ανάλογη έκταση μετ ην επιλήψιμη ανάρτηση.

Όπως εκτέθηκε ανωτέρω στη νομική σκέψη της παρούσας η με τέτοια αιτιολογία αποδοχή εν μέρει ως κατ’ ουσίαν βάσιμης της προβληθείσας παραδεκτά και νομίμως προαναφερόμενης ενστάσεως της πρώτης  εναγομένης – πρώτης εκκαλούσας, δεν δημιουργεί δεδικασμένο με αντίστοιχη προς αυτή διάταξη που να διαλαμβάνεται στο διατακτικό αυτής (εκκαλουμένης) και, συνεπώς, δεν καταλήγει σε βλάβη του ενάγοντος – εκκαλούντος. Εφόσον ούτε ισχυρίζεται ότι από το επικαλούμενο τούτο σφάλμα το δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο αιτιολογικό και διατακτικό. Άρα, αυτός δεν έχει έννομο συμφέρον, διαδικαστική προϋπόθεση που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, να ασκήσει έφεση για την αιτιολογία αυτή της εκκαλουμένης και επομένως ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι απαράδεκτος και απορριπτέος (άρθ. 68, 74, 532 ΚπολΔ).

2) Με τον δεύτερο λόγο της εφέσεως ο εκκαλών παραπονείται ότι η εκκαλουμένη απόφαση κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής, του επιδίκασε ιδιαίτερα χαμηλό, δυσανάλογο και όχι εύλογο κατά την έννοια του άρθρου 932 ΑΚ και του άρθρου μόνου παρ. 2 του Ν. 1178/1981 ποσό χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη που υπέστη από παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων ήδη εφεσιβλήτων – εκκαλούντων σε βάρος του. Τα διδάγματα της κοινής πείρας, με την προεκτιθέμενη στην αμέσως ανωτέρω νομική σκέψη έννοια δεν χρησιμοποιήθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή για την εκτίμηση της αξίας των αποδεικτικών μέσων, που με επίκληση προσκομίσθηκαν και συνεπώς, αφού δεν καταλέγονται στα αποδεικτικά μέσα δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο έφεσης σφάλματος περί την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε χρησιμοποιήθηκαν  από το Δικαστήριο κατά την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή του σε αυτούς.

Όσον αφορά δε την παράβαση της επικαλουμένης γενικής αρχής αυξημένης τυπικής ισχύος, ήτοι της αρχής της αναλογικότητας, ο λόγος αυτός δεν περιέχει επίκληση ορισμένου νομικού σφάλματος καταλογιστέου στην πρωτόδικη απόφαση σε  σχέση με την εφαρμογή της αρχής αυτής και τον τρόπο παραβίασης αυτής (αρχής αναλογικότητας) υπό την προεκτεθείσα έννοια, ήτοι της υπέρβασης των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας. Ο λόγος συνεπώς αυτός, ως λόγος που αφορά παράβαση κανόνος ουσιαστικού δικαίου, είναι αόριστος, εφόσον δεν καθορίζει το νομικό σφάλμα του δικαστηρίου και τον τρόπο παραβίασης αυτού, έτσι ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του Δικαστηρίου και να κριθεί η νομιμότητα και βασιμότητα αυτού (λόγου εφέσεως) (Κ.Πολ.Δ 520 παρ. 1, 118-120), και απορριπτέος ως απαράδεκτος.

Κατά συνέπεια, η κρινόμενη έφεση, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς διερεύνηση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του (άρθ. 106, 176, 183 Κ.Πολ.Δ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό. Τέλος, να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε.

Β) Οι εκκαλούντες της από 21/3/2018 (αριθ.καταθ. …………/22.3.2018) εφέσεως – εναγόμενοι (ηττηθέντες) της υπό κρίση αγωγής, αποδίδουν στην εκκαλουμένη απόφαση πλημμέλειες που αφορούν σωρευτικά Α)την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και β)πλημμελή εκτίμηση αποδεικτικού υλικού, χωρίς όμως (λόγοι α.1, α.2, α.3. γ.3,2,3), όπως προκύπτει από το δικόγραφο της εφέσεως των εκκαλούντων: 1)να καθορίζονται με πληρότητα και σαφήνεια οι αιτιάσεις, νομικά και πραγματικά σφάλματα που αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του Δικαστηρίου και να είναι αυτό σε θέση να κρίνει το νόμιμο και βάσιμο των λόγων της και να είναι εφικτή η άμυνα του εφεσίβλητου.

Έτσι, επικαλούνται, είτε εσφαλμένη παραβίαση και εφαρμογή του νόμου, χωρίς αν προσδιορίζουν ποιος κανόνας δικαίου παραβιάστηκε και με ποιο τρόπο, ως προς την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής ευθύνης και της υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας ισχυριζόμενοι επίσης ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμη, με βάση τους ισχυρισμούς και τις ενστάσεις τους, δεν προσδιορίζουν με πληρότητα και σαφήνεια τις ελλείψεις της, είτε πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, χωρίς όμως να καθορίζεται επαρκώς και με πληρότητα ότι από το σφάλμα αυτό το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό (γ.1, γ.2, 2), είτε πλημμέλεια (σφάλμα) της εκκαλουμένης ως προς τα επικληθέντα και προσκομισθέντα έγγραφα, χωρίς να προσδιορίζεται νομικό σφάλμα ως προς την εφαρμογή και ερμηνεία των κανόνων του δικονομικού δικαίου (Κ.Πολ.Δ 340 παρ. 1, 444 παρ. 1Γ ΑΠ 56/2016, 1088/2014, Εφ.Δωδ. 21/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και τον τρόπο παραβίασης,  πλην του αόριστου ισχυρισμού περί σφάλματος της εκκαλουμένης.

Συνεπώς, όλοι οι λόγοι της υπό κρίση έφεσης διατυπώνονται με ασάφεια, χωρίς να περιγράφονται με ακρίβεια το νομικά ή πραγματικά σφάλματα της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία να δικαιολογούν την εξαφάνιση του διατακτικού της ή εκείνα τα συγκεκριμένα νέα γεγονότα που δικαιολογούν την μεταρρύθμισή της, ούτε μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του Δικαστηρίου τούτου και να είναι σε θέση να κρίνει το νόμιμο και βάσιμο των λόγων της και κατά συνέπεια η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της ,να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας του εφεσιβλήτου στους εκκαλούντες λόγω της ήττας τους (άρθ.106, 176, 183 Κ.Πολ.Δ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό και να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων, τις Α)από 21.3.2018 (αριθ.καταθ. ………../22.3.2018) και Β) Οι από 22.5.2018 (αριθ.καταθ. …………/30.5.2018) εφέσεις, κατά της υπ’ αριθ. 956/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Δέχεται τυπικά τις από 21.3.2018 και 22.5.2018 εφέσεις.

Α) Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 21.3.2018 (αριθ.καταθ. …………./22.3.2018) έφεση.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε στο Δημόσιο Ταμείο.

Β) Απορρίπτει κατ’ ουσιαν την από 22.5.2018 (αριθ.καταθ. …………/2018) έφεση.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε στο Δημόσιο Ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  14 Φεβρουαρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Viewing all 1850 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>