Quantcast
Channel: ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live

Δικηγορική αμοιβή. Αμοιβή δικηγόρου για την προπαρασκευή και την εν γένει τακτοποίηση της μεταγραφής ποδοσφαιριστή σε άλλη ομάδα ή ανανέωσης του συμβολαίου συνεργασίας του με ποδοσφαιρική ομάδα, ώστε να περιέχει ευνοϊκότερους όρους - 59/2002 ΜΠΡ ΑΘ (334349) (ΧΡΙΔ 2003/550)

$
0
0
https://docs.google.com/file/d/0BwUnM0UiSQf0TUR2NkdneEkxTVk/edit
59/2002 ΜΠΡ ΑΘ (334349)
(ΧΡΙΔ 2003/550) Δικηγορική αμοιβή. Αμοιβή δικηγόρου για την προπαρασκευή και την εν γένει τακτοποίηση της μεταγραφής ποδοσφαιριστή σε άλλη ομάδα ή ανανέωσης του ...
συμβολαίου συνεργασίας του με ποδοσφαιρική ομάδα, ώστε να περιέχει ευνοϊκότερους όρους.

  Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών Αριθμ. 59/2002

Προεδρεύων: Αντ. Γομάτος, Πρωτοδίκης Δικηγόροι: Σπ. Βλασσόπουλος - Π. Καϊμακάμης, Κ. Μπαϊμπάς

[...Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος η οποία εξετάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, την ανωμοτί εξέταση του ενάγοντος και του δεύτερου εναγόμενου, τις υπ` αριθμ 18828/8.11.2001, 17506, 17507/21.1.2001, 1270/24.1.2002 και 17517, 17518/23.1.2002 ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη κατ` άρθρον 671 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1672/2000 Δνη 42, 1281 και ΑΠ 884/1998 Δνη 40, 588) καθώς και τα έγγραφα που οι διάδικοι νομότυπα προσκομίζουν και επικάλούνται, αποδεικνύονται κατά την κρίση του δικαστηρίου τ` ακόλουθα:

Ο πρώτος εναγόμενος, ποδοσφαιριστής κατά την χρονική περίοδο, διεξαγωγής του πρωταθλήματος ποδοσφαίρου της Α` Εθνικής κατηγορίας, 1999-2000, ανήκε στο έμψυχο υλικό της ΠΑΕ ... Μετά την λήξη της ως άνω ποδοσφαιρικής περιόδου, ο πρώτος εναγόμενος, ενόψει του ότι το τότε συμβόλαιο συνεργασίας του με την ως άνω ΠΑΕ έληγε μετά την πάροδο ενός (1) έτους ήτοι το κάλοκαίρι του 2001 εκδήλωσε ενδιαφέρον για την έγκαιρη κατάρτιση νέου συμβολαίου είτε με την μεταγραφή του σε άλλη ομάδα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής είτε με την παραμονή του στην ίδια ως άνω ποδοσφαιρική ομάδα με την κατάρτιση νέου συμβολαίου στο οποίο θα εμπεριέχονταν ευνοϊκότεροι γι` αυτόν όροι συνεργασίας.

Στα πλαίσια του ως άνω σκοπού και τον μήνα Μάιο του έτους 2000 συναντήθηκαν στην οικία του δεύτερου εναγόμενου ο ενάγων και πρώτος εναγόμενος ποδοσφαιριστής, όπου ο τελευταίος κατόπιν συζητήσεως ανέθεσε στον ενάγοντα δικηγόρο την προπαρασκευή και εν γένει τακτοποίηση της μεταγραφής σε άλλη ομάδα ή της κατάρτισης νεότερης συμφωνίας συνεργασίας αυτού με την ΠΑΕ ... με όσο το δυνατόν καλύτερα οικονομικά ανταλλάγματα αλλά και την μη επιβάρυνση του πρώτου εναγόμενου ποδοσφαιριστή με προμήθειες τρίτων διαμεσολαβητών. Εις επιβεβαίωση της εν λόγω εντολής την 6.6.2000, συμφωνήθηκε μεταξύ του ενάγοντα δικηγόρου και του πρώτου εναγόμενου ποδοσφαιριστή, όπως ο ενάγων λάβει ως αμοιβή του για την περίπτωση της μεταγραφής του πρώτου εναγόμενου σε άλλη ομάδα ή της κατάρτισης νέου συμβολαίου με την προαναφερόμενη ΠΑΕ, με πλέον ευνοϊκούς όρους, για τα συμφέροντα αυτού δίχως να λάβει τρίτος διαμεσολαβητής κάποια προμήθεια, ποσοστό 2% επί του χρηματικού ποσού το οποίο θα καταβάλετο πραγματικά στον πρώτο εναγόμενο, καταβλητέας της ως άνω αμοιβής του ενάγοντα κατά την ημέρα κατάρτισης του εν λόγω συμβολαίου.

Την ως άνω συμφωνία μεταξύ του ενάγοντα δικηγόρου και του πρώτου εναγόμενου ποδοσφαιριστή ως προς την ειδικότερη εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου αναληφθείσα υποχρέωση προς πληρωμή της ως άνω συμφωνηθείσας αμοιβής του ενάγοντα αναδέχθηκε σωρευτικώς, κατά την ίδια ως άνω ημερομηνία (6.6.2000) και ο δεύτερος εναγόμενος, ως εις ολόκληρον υπόχρεος στην καταβολή της, μετά του πρώτου εναγόμενου.

Ακολούθως, σε εκτέλεση της ως άνω αναληφθείσας εκ μέρους του ενάγοντα δικηγόρου, υποχρέωσης του, αυτός (ενάγων) προέβη καθ` όλο τον μήνα Ιούνιο του έτους 2000 σε σειρά συναντήσεων και συζητήσεων με τρίτα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και ειδικότερα: Την 8.6.2000 συναντήθηκε ο ενάγων με τον έλληνα μάνατζερ στην FIFA, Ι.Κ. για το ενδεχόμενο της μεταγραφής του πρώτου εναγόμενου ποδοσφαιριστή σε ομάδα της αλλοδαπής, συντάσσοντας και σχέδιο ιδιωτικού συμφωνητικού προκειμένου να το παρουσιάσει στον προαναφερόμενο μάνατζερ ο οποίος εκπροσωπούσε την ισπανική ομάδα....

Πλην όμως από την μελέτη του προσκομισθέντος από τον προαναφερόμενο μάνατζερ, ιδιωτικού συμφωνητικού, ο ενάγων εισηγήθηκε την απόρριψη του ένεκα της επιβάρυνσης του εντολέα του και πρώτου εναγομένου με προμήθεια σε ποσοστό 10% επί του ποσού που θα ελαμβάνετο.

Στην συνέχεια επικοινώνησε ο ενάγων με την Ε.Κ., η οποία συνεργάζετο στην Ιταλία με διάφορους μάνατζερ και ακολούθως κατόπιν υποδείξεως της ανωτέρω, με τον μάνατζερ Α.Ε., ο οποίος και ζήτησε από τον ενάγοντα έγγραφη εξουσιοδότηση του πρώτου εναγόμενου ότι τον εκπροσωπούσε, προκειμένου να διαπραγματευτεί στην συνέχεια την μεταγραφή του σε ομάδα της Ευρώπης. Ο ενάγων αφού έλαβε την από 26.6.2000 εξουσιοδότηση του πρώτου εναγόμενου, διό μέσου του δεύτερου εναγόμενου, την διαβίβασε στην συνέχεια στον προαναφερόμενο μάνατζερ.

Ταυτόχρονα με τις ανωτέρω ενέργειες, ο ενάγων φρόντιζε, ώστε η μέχρι τότε ομάδα του πρώτου εναγόμενου ΠΑΕ ... η οποία διατηρούσε τα δικαιώματα του μέχρι το κάλοκαίρι του έτους 2001, να ενημερώνεται σχετικά με τις μελλοντικές μεταγραφικές κινήσεις του πρώτου εναγόμενου. Σκοπός της εν λόγω τακτικής του ενάγοντα, ήταν αφενός μεν η ενεργοποίηση της διοίκησης της ως άνω ΠΑΕ για την κατάρτιση νέου συμβολαίου με κάλύτερους οικονομικούς όρους για τον πρώτο εναγόμενο; αφετέρου δε και σε διαφορετική περίπτωση, να λάβει η εν λόγω ΠΑΕ, όσο το δυνατόν μεγάλύτερο χρηματικό αντάλλαγμα για την μεταβίβαση των δικαιωμάτων του πρώτου εναγομένου ποδοσφαιριστή σε άλλη ομάδα.

Στις αρχές Ιουλίου του έτους 2000, ο προαναφερόμενος μάνατζερ ειδοποίησε τον ενάγοντα ότι ενδιαφερόταν για την απόκτηση του πρώτου εναγόμενου η αγγλική ποδοσφαιρική ομάδα ... η οποία ήταν διατεθειμένη να καταβάλει στον πρώτο εναγόμενο το χρηματικό ποσό που αυτός θα ζητούσε καθώς και το χρηματικό ποσό που θα ήθελε η ΠΑΕ ... για την μεταβίβαση των δικαιωμάτων του, αποστέλλοντας και σχετικό fax. Εν` όψει των ανωτέρω η ΠΑΕ ... κάλεσε τον πρώτο εναγόμενο στα γραφεία της όπου και μετέβη αυτός μαζί με τον ενάγοντα δικηγόρο, συνοδευόμενος και από τον δεύτερο εναγόμενο.

Κατόπιν συζητήσεων στις οποίες συμμετείχε ενεργά και ο ενάγων δικηγόρος, τα ενδιαφερόμενα μέρη κατόπιν και της συναίνεσης του ενάγοντος ως νομικού παραστάτη του πρώτου εναγόμενου συμφώνησαν στην υπογραφή νέου συμβολαίου διάρκειας τριών ετών, ήτοι από 5.7.2000 έως 30.6.2003 αντί χρηματικών απολαύων για τον πρώτο εναγόμενο ανερχομένων όπως απεδείχθη στο χρηματικό ποσό των 850.000.000 δρχ. το οποίο θα καταβάλετο στον ανωτέρω εναγόμενο ποδοσφαιριστή σε πέντε (5) δόσεις και όχι στο ποσό των 1.200.000 όπως ισχυρίζεται ο ενάγων, συντασσομένου και του σχετικού από 5.7.2000 συμβολαίου της ΕΠΑΕ. Ταυτόχρονα δε, συντάχθηκαν με την μεσολάβηση του ενάγοντος δύο αυτοτελή ιδιωτικά συμφωνητικά μεταξύ της ΠΑΕ ... και του πρώτου εναγόμενου ποδοσφαιριστή με ημερομηνία 5.7.2000, και με τα οποία ρυθμίσθηκαν οι επί μέρους οικονομικοί όροι της ανωτέρω συμφωνίας.

Εξάλλου και όσον αφορά το αίτημα του ενάγοντος δικηγόρου, περί επιδείξεως εκ μέρους των δύο εναγομένων των δύο ως άνω και με ημερομηνία 5.7.2000, ιδιωτικών συμφωνητικών πρέπει να σημειωθεί ότι οι εναγόμενοι ήδη προσκόμισαν ως σχετικό με την ένδειξη αριθμός (1) ως αποδεικτικά μέσα τα εν λόγω έγγραφα, τα οποία αποτελούν πλέον κοινό αποδεικτικό μέσο για τα διάδικα μέρη στην παρούσα δίκη και ως εκ τούτου το σχετικό ως άνω αίτημα του ενάγοντος έχει ήδη ικανοποιηθεί, μη απαιτούμενης της σχετικής διατάξεως επ` αυτού.

Σύμφωνα επομένως με τα ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται να λάβει ως αμοιβή του για τις ως άνω παρεχόμενες νομικές του υπηρεσίες το ποσό των 49.889, 95 Ευρώ, το οποίο οι εναγόμενοι δίχως νόμιμη αιτία αρνούνται να του καταβάλουν...]

Ν.Σ.

Αθλητισμός. Οι αθλητικοί σύλλογοι δεν μπορούν να καταβάλουν στους αθλητές, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους ως ερασιτέχνες, έκτακτες παροχές για την επίτευξη ευνοϊκού αποτελέσματος. Επιτρέπεται όμως η καταβολή εκτάκτων παροχών εφόσον αυτές προσδιορίζονται με σαφήνεια από τη σχετική σύμβαση, οπότε και υφίσταται αξίωση για την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσης του σωματείου - 43/2002 ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ (326334) (ΑΡΜ 2002/1637)

$
0
0
https://docs.google.com/file/d/0BwUnM0UiSQf0TUR2NkdneEkxTVk/edit
43/2002 ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ (326334)
(ΑΡΜ 2002/1637) Αθλητισμός. Οι αθλητικοί σύλλογοι δεν μπορούν να καταβάλουν στους αθλητές, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους ως ερασιτέχνες, έκτακτες παροχές για την επίτευξη ευνοϊκού αποτελέσματος. Επιτρέπεται όμως η ....
καταβολή εκτάκτων παροχών εφόσον αυτές προσδιορίζονται με σαφήνεια από τη σχετική σύμβαση, οπότε και υφίσταται αξίωση για την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσης του σωματείου.
  


ΕφΘεσ 43/2002

Πρόεδρος: Αριστόδημος Παπασαραντόπουλος Δικαστές: Α. Κυριλλίδης, Μ.-Φ. Χατζηπανταζής (εισηγητής) Δικηγόροι: Σ. Κωνσταντινίδης - Γ. Βαρύτης - Ι. Μούτλιας - Α. Γιαπή

Επειδή, κατά το άρθρο 52 παρ. 3 του ν. 75/1975 "περί οργανώσεως του εξωσχολικού αθλητισμού κλπ.", όπως ίσχυε μέχρι την κατάργηση του από το ν. 2725/ 1999, απαγορεύεται η καταβολή από τους αθλητικούς συλλόγους στους αθλητές, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους ως ερασιτέχνες, έκτακτων κάθε φύσεως παροχών, οι οποίες δεν προβλέπονται από το αρχικό συμβόλαιο των αθλουμένων για την επίτευξη ευνοϊκού αποτελέσματος, κατά δε το άρθρο 47 του αυτού ως άνω νόμου και την, κατ εξουσιοδότηση του εκδοθείσα, με αριθμό .../23/30.8.1975 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αθλητισμού, επιτρέπεται η συνομολόγηση οικονομικών οφελών, που έχουν σχέση με τη συμμετοχή ή διάκριση στους αγώνες, εφόσον τα οφέλη αυτά αναφέρονται στη διατροφή, μεταφορά, περίθαλψη, ασφάλιση και αποζημίωση για την κάλυψη της ζημίας, λόγω απουσίας από την εργασία του αθλητή, εξαιτίας της προετοιμασίας του για τη συμμετοχή του σε ολυμπιακούς αγώνες και διεθνείς συναντήσεις, οι δε παροχές αυτές δεν θεωρούνται εισόδημα και δεν υπόκεινται σε φορολογία εισοδήματος. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων σαφώς συνάγεται ότι κατ` αρχήν απαγορεύεται η καταβολή έκτακτων παροχών από αθλητικό σωματείο σε αθλούμενο σ` αυτό ερασιτέχνη αθλητή για την επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος, κατ` εξαίρεση δε επιτρέπεται η καταβολή έκτακτων παροχών μόνον αν οι παροχές αυτές προβλέπονται και καθορίζονται με σαφήνεια από την καταρτισθείσα μεταξύ των μερών σύμβαση, οπότε γεννάται αξίωση προς εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρεώσεως του σωματείου (βλ. σχ. ΑΠ 921/98 ΕλλΔνη 39.1550). Στην προκείμενη περίπτωση, η εκκαλούσα με την αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη ως άνω απόφαση, εκθέτει, κατά τη δέουσα εκτίμηση του δικογράφου της, ότι είναι αθλήτρια ενόργανης ρυθμικής αγωνιστικής γυμναστικής και από το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 1992 είναι μέλος της Ελληνικής Εθνικής Ομάδας Ρυθμικής Αγωνιστικής Γυμναστικής (Ρ.Α.Γ.). Οτι έκτοτε, κατόπιν προτάσεως της πρώτης εφεσίβλητης, την οποία αποδέχθηκε η ίδια, προσέφερε σ` αυτήν τις αθλητικές υπηρεσίες της, σύμφωνα με τον συνταχθέντα από την τελευταία σχεδιασμό γυμναστικής διάρκειας ολυμπιακής περιόδου των ετών 1992-1996, στον οποίο υπήχθη κατά τη συμφωνία τους και κάτω από τις οδηγίες και το πρόγραμμα αυτής και συγκεκριμένα των ομοσπονδιακών γυμναστών και προπονητών της, αντί τακτικής μηνιαίας παροχής, ανερχομένης κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.1992 μέχρι 31.12.1993 στο ποσό των 100.000 δρχ. και κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1994 μέχρι 31.10.1995 στο ποσό των 200.000 δρχ., καθώς και των έκτακτων παροχών ("πριμ") επίτευξης υψηλών διακρίσεων σε αγώνες ολυμπιακού, παγκόσμιου, πανευρωπαϊκού και βαλκανικού επιπέδου, όπως καθορίζονται από τον προαναφερόμενο σχεδιασμό ανάπτυξης της πρώτης εφεσίβλητης. Οτι η ιδία, κατά το χρονικό διάστημα των ανωτέρω ετών, πέτυχε τις διακρίσεις που αναφέρονται λεπτομερώς σ` αυτήν, πλην όμως η πρώτη εφεσίβλητη, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, δεν της κατέβαλε αφενός μεν τις έκτακτες παροχές των ετών 1992-1995, αφετέρου δε την τακτική μηνιαία παροχή της, που αφορά το χρονικό διάστημα από 1.9.1992 μέχρι 31.12.1995. Κατόπιν του προεκτιθεμένου ιστορικού, η εκκαλούσα, όπως παραδεκτώς, κατά το άρθρο 223 ΚΠολΔ, περιόρισε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου το αίτημα της, ζητεί να υποχρεωθούν οι εφεσίβλητες να καταβάλουν σ` αυτήν το ποσό των 3.213.000 δρχ. με το νόμιμο τόκο. Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην αρχή της παρούσας σκέψεως, κατά μεν το κονδύλιο της τακτικής μηνιαίας παροχής τυγχάνει επαρκώς ορισμένη και δεκτική δικαστικής εκτιμήσεως, διότι στο δικόγραφο αυτής αναφέρονται με συνοπτικότητα άπαντα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν κατά το νόμο το δικαίωμα της εκκαλούσας προς καταβολή της ενλόγω παροχής της, αφού η ίδια επικαλείται με σαφήνεια και ακρίβεια όλα τα κατά νόμον απαιτούμενα στοιχεία για την πληρότητα της ιστορικής βάσεως της αγωγής, ώστε να παρέχεται η ευχέρεια στις εφεσίβλητες να αμυνθούν και στο Δικαστήριο να τάξει τις αναγκαίες αποδείξεις, κατά δε το κονδύλιο των έκτακτων παροχών τυγχάνει νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις και εκείνες των άρθρων 185, 189, 192, 361, 346 ΑΚ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί καταβολής νομίμων τόκων, αφότου κάθε παροχή έπρεπε να καταβληθεί μέχρι της επιδόσεως της αγωγής, αφού οι παροχές αυτές δεν θεωρούνται μισθός. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου στηρίζεται στο γεγονός ότι, κατά τα εκτιθέμενα λεπτομερώς στο δικόγραφο της αγωγής ως άνω πραγματικά περιστατικά, η συνδέουσα τις ανωτέρω διαδίκους κατά το ενλόγω χρονικό διάστημα έννομη σχέση ήταν η σύμβαση παροχής αθλητικών υπηρεσιών από ερασιτέχνη αθλητή, δοθέντος ότι η πρώτη εφεσίβλητη Ομοσπονδία, υπαγόμενη στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, δεν διέθετε εκμετάλλευση για να εντάξει την εκκαλούσα και πολύ περισσότερο δεν έχει κερδοσκοπικό σκοπό, ενώ με τον προαναφερόμενο σχεδιασμό γυμναστικής διάρκειας της ολυμπιακής περιόδου των ετών 1992-1996 απέβλεπε στην ανάπτυξη του ως άνω αθλήματος στην Ελλάδα και στη διάκριση του διεθνώς, η δε εκκαλούσα, ως ερασιτέχνις αθλήτρια, αμειβόταν για την παροχή σ` αυτήν των αθλητικών υπηρεσιών της με τακτικές και έκτακτες ("πριμ") παροχές, που είχαν ως σκοπό την κατά το δυνατό καλύτερη αθλητική απόδοση αυτής, καθώς επίσης με την ένταξη της εκκαλούσας στην Εθνική Ομάδα συμφωνήθηκε μεταξύ αυτής και της πρώτης εφεσίβλητης ότι η παραμονή της στην ενλόγω Ομάδα εξαρτάτο από την τήρηση των αθλητικών υποχρεώσεων της και την επίδοση στο άθλημα, που είναι συνάρτηση των προσπαθειών της, οι δε ενλόγω υποχρεώσεις της απέβλεπαν στην καλλιέργεια του αθλήματος για την επίτευξη διακρίσεων στο εξωτερικό προς όφελος της Ελλάδας, ενώ η υπαιτιότητα της εκκαλούσας ως προς την αθέτηση των υποχρεώσεων της είχε συνέπειες, που ανάγονταν στην αθλητική ως άνω δραστηριότητα αυτής. Ετσι λοιπόν, η συνδέουσα τις ως άνω διαδίκους έννομη σχέση είχε ιδιόμορφο χαρακτήρα και διεπόταν από τους σχετικούς κανονισμούς του αθλήματος της Ρυθμικής Αγωνιστικής Γυμναστικής, με τους οποίους συναπτόταν, μάλιστα δε αυτή δεν απέβλεπε σε υλικό όφελος, αλλά στην αθλητική ενασχόληση από ελευθεριότητα της εκκαλούσας, στην οποία παρεχόταν αμοιβή για την καλύτερη ανάπτυξη του αθλήματος (βλ, σχ. ΑΠ 1060/90 ΕλλΔνη 33.98) και επιπλέον, η τελευταία, κατόπιν προτάσεως της πρώτης εφεσίβλητης και αποδοχής αυτής από την ίδια, καταρτισθείσης έτσι της ισχύουσας μεταξύ αυτών ως άνω συμβάσεως παροχής αθλητικών υπηρεσιών από ερασιτέχνη αθλητή, εντάχθηκε στην προπονητική και αγωνιστική καθοδήγηση των τεχνικών και των προπονητών της πρώτης εφεσίβλητης με αντάλλαγμα, το οποίο συνίστατο, κατά τη συμφωνία τους, στην καταβολή στην ίδια των τακτικών και έκτακτων παροχών σε περίπτωση επιτυχίας υψηλών επιδόσεων, σύμφωνα με τον προαναφερόμενο σχεδιασμό γυμναστικής διάρκειας για την ολυμπιακή περίοδο των ετών 1992-1996, που ίσχυε από 1.1.1993 μέχρι 31.12.1997 και κατά τον οποίο οι αθλήτριες κατατάσσονται σε ομάδες και κατηγορίες με βάση τις επιδόσεις τους και ανάλογα με αυτές καταβάλλονται στις ίδιες αντίστοιχες τακτικές και έκτακτες παροχές. Από όλα τα ανωτέρω αναφερόμενα σαφές καθίσταται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του απέρριψε την αγωγή, κατά μεν το κονδύλιο της τακτικής μηνιαίας παροχής ως αόριστη, κατά δε το κονδύλιο των έκτακτων παροχών ως νόμω αβάσιμη, έσφαλε, αφού εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και κακώς εκτίμησε τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής ως άνω πραγματικά περιστατικά. Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατά την ουσία της και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, στη συνέχεια δε, αφού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί της ουσίας της υποθέσεως, πρέπει η παρούσα υπόθεση να αναπεμφθεί σ` αυτό για να κριθεί στην ουσία της (αρθρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, ΕφΑθ 5865/90 ΕλλΔνη 32.1037). Δικαστικά δε έξοδα δεν πρέπει να επιδικασθούν, διότι η απόφαση αυτή, αφού δεν περατώνει οριστικά τη δίκη, δεν είναι οριστική (ΑΠ 1711/80 ΝοΒ 29.1097, ΕφΑθ 2835/91 ΕλλΔνη 33.159).

Αθλητές. Απαγόρευση καταβολής σ΄ αυτούς, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους ως ερασιτέχνες, από τους αθλητικούς συλλόγους και σωματεία εκτάκτων παροχών πάσης φύσεως, οι οποίες δεν προβλέπονται από το αρχικό τους συμβόλαιο. Επιτρέπεται όμως...45/2002 ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ (339341) (ΑΡΧΝ 2003/663)

$
0
0
https://docs.google.com/file/d/0BwUnM0UiSQf0TUR2NkdneEkxTVk/edit
45/2002 ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ (339341)
(ΑΡΧΝ 2003/663) Αθλητές. Απαγόρευση καταβολής σ΄ αυτούς, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους ως ερασιτέχνες, από τους αθλητικούς συλλόγους και σωματεία εκτάκτων παροχών πάσης φύσεως, οι οποίες δεν προβλέπονται από το αρχικό τους συμβόλαιο. Επιτρέπεται όμως η....
συνομολόγηση οικονομικών οφειλών, που έχουν σχέση με τη συμμετοχή ή τη διάκρισή τους σε αγώνες, εφόσον τα οφέλη αυτά αναφέρονται στη διατροφή, μεταφορά κλπ., λόγω απουσίας του αθλητή από την εργασία του, εξαιτίας της προετοιμασίας τους για τη συμμετοχή του σε ολυμπιακούς αγώνες και συναντήσεις. Σημείωση Χρήστου Νικολαϊδη στο ΑρχΝομολ 2003/665.
  


ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 45/2002

Πρόεδρος: Αριστόδημος Παπασαραντόπουλος Εισηγητής: Μαρ.-Φωτ. Χατζηπανταζής, Εφέτης Δικηγόροι: Σωτ. Κωνσταντινίδης, Γεώργ. Βαρύτης, Ιωάν. Μούτλιας (Δ.Σ. Καβάλας), Αγαθονίκη Γιάπη

Επειδή, η κρινόμενη έφεση της ενάγουσας κατά της 22.005/2000 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου θεσσαλονίκης, το οποίο συνεκδίκασε την αγωγή αυτής και την προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση με την ενούμενη σ` αυτή αγωγή αποζημιώσεως της εναγομένης και ήδη πρώτης εφεσίβλητης κατά της δεύτερης εφεσίβλητης κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 495 παρ.1, 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή κατά το τυπικό μέρος της και να εξετασθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδίκασία, ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Επειδή, κατά το άρθρο 52 παρ. 3 του Ν. 75/1975 "περί οργανώσεως του εξωσχολικού αθλητισμού κ.λπ.", όπως ίσχυε μέχρι την κατάργησή του από τον Ν. 2725/1999, απαγορεύεται η καταβολή από τους αθλητικούς συλλόγους στους αθλητές, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους ως ερασιτέχνες, έκτακτων κάθε φύσεως παροχών, οι οποίες δεν προβλέπονται από το αρχικό συμβόλαιο των αθλουμένων για την επίτευξη ευνοϊκού αποτελέσματος, κατά δε το άρθρο 47 του αυτού ως άνω Νόμου και την, κατ` εξουσιοδότησή του εκδοθέντος, με αριθμό 15.732/23/30- 8- 1975 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αθλητισμού, επιτρέπεται η συνομολόγηση οικονομικών οφελών, που έχουν σχέση με τη συμμετοχή ή διάκριση στους αγώνες, εφόσον τα οφέλη αυτά αναφέρονται στη διατροφή, μεταφορά, περίθαλψη, ασφάλιση και αποζημίωση για την κάλυψη της ζημίας, λόγω απουσίας από την εργασία του αθλητή, εξ αιτίας της προετοιμασίας του για τη συμμετοχή του σε ολυμπιακούς αγώνες και διεθνείς συναντήσεις, οι δε παροχές αυτές δεν θεωρούνται εισόδημα και δεν υπόκεινται σε φορολογία εισοδήματος. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων σαφώς συνάγεται, ότι κατ` αρχή απαγορεύεται η καταβολή έκτακτων παροχών από αθλητικό σωματείο σε αθλούμενο σ` αυτό ερασιτέχνη αθλητή για την επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος, κατ` εξαίρεση δε επιτρέπεται η καταβολή έκτακτων παροχών μόνο αν οι παροχές αυτές προβλέπονται και καθορίζονται με σαφήνεια από την καταρτισθείσα μεταξύ των μερών σύμβαση, οπότε γεννάται αξίωση προς εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρεώσεως του σωματείου (βλ. σχ. Α.Π. 921/98 Ελλ.Δικ. 39,1550). Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα με την αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη ως άνω απόφαση, εκθέτει, κατά τη δέουσα εκτίμηση του δικογράφου της, ότι είναι αθλήτρια ενόργανης ρυθμικής αγωνιστικής γυμναστικής (γυμνάστρια) του αθλητικού σωματείου Θεσσαλονίκης με τη επωνυμία "...."και από το έτος 1990 είναι μέλος της Ελληνικής Εθνικής Ομάδας Ρυθμικής Αγωνιστικής Γυμναστικής (Ρ.Α.Γ.), ενταγμένη στο προπονητικό Κέντρο Υψηλών Επιδόσεων Θεσσαλονίκης. Οτι, έκτοτε, κατόπιν προτάσεως της πρώτης εφεσίβλητης, την οποία αποδέχθηκε η ίδια, προσέφερε σ` αυτή τις αθλητικές υπηρεσίες της, σύμφωνα με το συνταχθέντα από την τελευταία σχεδιασμό γυμναστικής διάρκειας ολυμπιακής περιόδου των ετών 1992-1996, στον οποίο υπήχθη κατά τη συμφωνία τους και κάτω από τις οδηγίες και το πρόγραμμα αυτής και συγκεκριμένα, των ομοσπονδιακών γυμναστών και προπονητών της, αντί τακτικής μηνιαίας παροχής, ανερχομένης στο ποσό των 200.000 δρχ., καθώς και των έκτακτων παροχών ("πριμ") επίτευξης υψηλών διακρίσεων σε αγώνες ολυμπιακού, παγκόσμιου, πανευρωπαϊκού και βαλκανικού επιπέδου, όπως καθορίζονται από τον προαναφερόμενο σχεδιασμό ανάπτυξης της πρώτης εφεσίβλητης. Οτι η ιδία, κατά το χρονικό διάστημα των ανωτέρω ετών, πέτυχε τις διακρίσεις, που αναφέρονται λεπτομερώς σ` αυτή, πλην όμως η πρώτη εφεσίβλητη, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, δεν της κατέβαλε αφ` ενός μεν τις έκτακτες παροχές των ετών 1992-1996, αφ` ετέρου δε την τακτική παροχή της, που αφορά το χρονικό διάστημα από 1-7-1996 μέχρι 31-12- 1996. Κατόπιν του προεκτιθεμένου ιστορικού, η εκκαλούσα ζητεί να υποχρεωθεί η πρώτη εφεσίβλητη να καταβάλει σ` αυτή το ποσό των 9.650.000 δρχ. με το νόμιμο τόκο. Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην αρχή της παρούσας σκέψεως, τυγχάνει νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις και εκείνες των άρθρων 185, 189, 192, 361,346 Α.Κ., πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί καταβολής νομίμων τόκων, αφότου κάθε παροχή έπρεπε να καταβληθεί μέχρι της επιδόσεως της αγωγής, αφού οι παροχές αυτές δεν θεωρούνται μισθός. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου στηρίζεται στο γεγονός ότι, κατά τα εκτιθέμενα λεπτομερώς στο δικόγραφο της αγωγής ως άνω πραγματικά περιστατικά, η συνδέουσα τις ανωτέρω διαδίκους, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, έννομη σχέση ήταν η σύμβαση παροχής αθλητικών υπηρεσιών από ερασιτέχνη αθλητή, δοθέντος ότι η πρώτη εφεσίβλητη Ομοσπονδία, υπαγόμενη στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, δεν διέθετε εκμετάλλευση για να εντάξει την εκκαλούσα και πολύ περισσότερο δεν έχει κερδοσκοπικό σκοπό, ενώ με τον προαναφερόμενο σχεδιασμό γυμναστικής διάρκειας της ολυμπιακής περιόδου των ετών 1992-1996 απέβλεπε στην ανάπτυξη του ως άνω αθλήματος στην Ελλάδα και στη διάκρισή του διεθνώς, η δε εκκαλούσα, ως ερασιτέχνις αθλήτρια, αμειβόταν για την παροχή σ` αυτή των αθλητικών υπηρεσιών της με τακτικές και έκτακτες ("πριμ") παροχές, που είχαν ως σκοπό την κατά το δυνατό καλύτερη αθλητική απόδοση αυτής, καθώς επίσης με την ένταξη της εκκαλούσας στην Εθνική Ομάδα συμφωνήθηκε μεταξύ αυτής και της πρώτης εφεσίβλητης, ότι η παραμονή της στην εν λόγω Ομάδα εξαρτάτο από την τήρηση των αθλητικών υποχρεώσεών της και την επίδοση στο άθλημα, που είναι συνάρτηση των προσπαθειών της, οι δε εν λόγω υποχρεώσεις της απέβλεπαν στην καλλιέργεια του αθλήματος για την επίτευξη διακρίσεων στο εξωτερικό προς όφελος της Ελλάδας, ενώ η υπαιτιότητα της εκκαλούσας ως προς την αθέτηση των υποχρεώσεών της είχε συνέπειες, που ανάγονταν στην αθλητική ως άνω δραστηριότητα αυτής. Ετσι λοιπόν, η συνδέουσα τις ως άνω διαδίκους έννομη σχέση είχε ιδιόμορφο χαρακτήρα και διεπόταν από τους σχετικούς κανονισμούς του αθλήματος της Ρυθμικής Αγωνιστικής Γυμναστικής, με τους οποίους συναπτόταν, μάλιστα δε αυτή δεν απέβλεπε σε υλικό όφελος, αλλά στην αθλητική ενασχόληση από ελευθεριότητα της εκκαλούσας, ως γυμνάστριας, στην οποία παρεχόταν αμοιβή για την καλύτερη ανάπτυξη του αθλήματος (βλ. σχ. Α.Π. 1060/90 Ελλ. Δικ. 33,98) και επιπλέον, η τελευταία, κατόπιν προτάσεως της πρώτης εφεσίβλητης και αποδοχής αυτής από την ίδια, καταρτισθείσης έτσι της ισχύουσας μεταξύ αυτών ως άνω συμβάσεως παροχής αθλητικών υπηρεσιών από ερασιτέχνη αθλητή, εντάχθηκε στην προπονητική και αγωνιστική καθοδήγηση των τεχνικών και των προπονητών της πρώτης εφεσίβλητης με αντάλλαγμα, το οποίο συνίστατο, κατά τη συμφωνία τους, στην καταβολή στην ίδια των τακτικών και έκτακτων παροχών σε περίπτωση επιτυχίας υψηλών επιδόσεων, σύμφωνα με τον προαναφερόμενο σχεδιασμό γυμναστικής διάρκειας για την ολυμπιακή περίοδο των ετών 1992-1996, που ίσχυε από 1-1-1993 μέχρι 31-12- 1997 και κατά τον οποίο οι αθλήτριες κατατάσσονται σε ομάδες και κατηγορίες με βάση τις επιδόσεις τους και ανάλογα με αυτές καταβάλλονται στις ίδιες αντίστοιχες τακτικές και έκτακτες παροχές. Απ` όλα τα ανωτέρω αναφερόμενα σαφές καθίσταται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την αγωγή, ως νόμω αβάσιμη, καθώς και την προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση με την ενούμενη σ` αυτή αγωγή αποζημιώσεως, έσφαλε, αφού εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και κακώς εκτίμησε τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής ως άνω πραγματικά περιστατικά. Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή, ως βάσιμη κατά την ουσία της και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, στη συνέχεια δε, αφού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί της ουσίας της υποθέσεως, πρέπει η παρούσα υπόθεση να αναπεμφθεί σ` αυτό για να κριθεί στην ουσία της (άρθρ. 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. Ε.Α. 5865/90 Ελλ.Δικ. 32,1037). Δικαστικά δε έξοδα δεν πρέπει να επιδικασθούν, διότι η απόφαση αυτή, αφού δεν περατώνει οριστικά τη δίκη, δεν είναι οριστική (Α.Π. 1711/80 ΝοΒ 29, 1097 Ε.Α. 2835/91 Ελλ.Δικ. 33, 159).

Μισθώσεις - Oι νέες ρυθμίσεις στις εμπορικές μισθώσεις με το νόμο 4242/2014

$
0
0
https://docs.google.com/file/d/0BwUnM0UiSQf0TUR2NkdneEkxTVk/edit
Το άρθρο 13 του Νόμου 4242/2014 (ΦΕΚ Α 50 28.2.2014) «Ενιαίος Φορέας Εξωστρέφειας και άλλες διατάξεις» προβλέπει εκτεταμένες αλλαγές στο νόμο των εμπορικών μισθώσεων (πδ 34/1995). Το άρθρο έχει ως εξής:
1. Οι μισθώσεις που ...εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 34/1995 και συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος διέπονται από τους συμβατικούς όρους τους, τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και του π.δ. 34/1995, με την εξαίρεση των άρθρων 5-6,16-18, 20-26, 27 παρ. 2, 28-40, 43, 46 και 47 αυτού. Οι μισθώσεις του ανωτέρω εδαφίου ισχύουν για τρία (3) έτη, ακόμη και αν έχουν συμφωνηθεί για βραχύτερο ή για αόριστο χρόνο, και μπορεί να λυθούν με νεότερη συμφωνία που αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας. Η καταγγελία γίνεται εγγράφως και τα έννομα αποτελέσματα της επέρχονται τρεις (3) μήνες από την κοινοποίηση της.
2.α. Οι μισθώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 34/1995 και έχουν συναφθεί, παραταθεί ή ανανεωθεί, ρητώς ή σιωπηρώς, πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, συμπεριλαμβανομένων και των μισθώσεων των οποίων έχει λήξει η δωδεκαετής διάρκεια και δεν έχουν παρέλθει εννέα (9) μήνες από τη λήξη της, διέπονται από τις διατάξεις αυτού, όπως τροποποιείται κατά το παρόν άρθρο.
β. Η παρ. 1 του άρθρου 16 του π.δ. 34/1995 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ο εκμισθωτής μπορεί μετά τη λήξη του συμβατικού χρόνου της μίσθωσης, και σε κάθε περίπτωση όχι προτού περάσουν δεκαοκτώ (18) μήνες ([ή ως προς τις μισθώσεις του άρθρου 2 του παρόντος εννέα (9) μήνες] από την έναρξη της μίσθωσης, να καταγγείλει τη μίσθωση για την άσκηση στο μίσθιο των δραστηριοτήτων του άρθρου 1 περιπτώσεις α'εως γ'ή, ως προς τις μισθώσεις του άρθρου 2, των δραστηριοτήτων κατά το άρθρο αυτό από τον ίδιο, τον κύριο, τα τέκνα ή σύζυγο τους
(ιδιόχρηση).»
γ. Η παρ. 1 του άρθρου 23 του π.δ. 34/1995 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ο εκμισθωτής μπορεί να καταγγείλει τη μίσθωση για ανοικοδόμηση του μισθίου από αυτόν ή τον κύριο του μισθίου:
 α) Μετά τη λήξη του συμβατικού χρόνου, εκτός αν ο χρόνος αυτός υπερβαίνει την εξαετία, οπότε η καταγγελία της μίσθωσης μπορεί να γίνει μετά την πάροδο έξι (6) ετών από την έναρξη της μίσθωσης.
 β) Μετά την πάροδο δεκαοκτώ (18) μηνών από την έναρξη της μίσθωσης σε περίπτωση που ο συμβατικός χρόνος της μίσθωσης είναι μικρότερος από δεκαοκτώ (18) μήνες ή η μίσθωση έχει αόριστη διάρκεια.
 γ) Μετά την πάροδο εννέα (9) μηνών από την έναρξη της μίσθωσης, στις περιπτώσεις του άρθρου 2 του παρόντος, αν ο συμβατικός χρόνος της μίσθωσης είναι μικρότερος από εννέα (9) μήνες ή η μίσθωση έχει αόριστη διάρκεια.»
 δ. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 29 του π.δ. 34/ 1995 αντικαθίστανται ως εξής:
 «1. Στην καταγγελία της μίσθωσης για το λόγο των άρθρων 16 έως 17, ο εκμισθωτής οφείλει στο μισθωτή ως αποζημίωση το κατά το χρόνο της καταγγελίας καταβαλλόμενο μίσθωμα οκτώ (8) μηνών και στην καταγγελία της μίσθωσης για το λόγο του άρθρου 23 παράγραφος 1 το κατά το χρόνο της καταγγελίας μίσθωμα έξι (6) μηνών.
 2. Με αίτηση του μισθωτή το δικαστήριο μπορεί να αυξήσει το ποσό της αποζημίωσης, στην καταγγελία για ιδιόχρηση μέχρι δεκαπέντε (15) μηνιαία μισθώματα και στην καταγγελία για ανοικοδόμηση μέχρι εννέα (9) μηνιαία μισθώματα. Η προηγούμενη αύξηση γίνεται, αφού το δικαστήριο εκτιμήσει τις ειδικές συνθήκες και ιδίως τις δαπάνες για τη μεταστέγαση του μισθωτή,το χρόνο που λειτουργεί η επιχείρηση στο μίσθιο, τις τυχόν οφειλόμενες από το μισθωτή αποζημιώσεις στο προσωπικό του από την καταγγελία της εργασιακής σχέσης, καθώς και τον υπολειπόμενο χρόνο που αυτός είχε το δικαίωμα να παραμείνει στο μίσθιο.»
 ε. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 30 του π.δ. 34/ 1995 αντικαθίστανται ως εξής:
 «1. Η αποζημίωση κατά την πρώτη παράγραφο του προηγούμενου άρθρου στην καταγγελία για ιδιόχρηση είναι ίση με δεκαπέντε (15) μηνιαία μισθώματα, αν ασκηθεί στο μίσθιο μέσα σε ένα (1) έτος από την απόδοση του, επιχείρηση όμοια με την ασκούμενη από τον μισθωτή, εκτός αν το μίσθιο από την κατασκευή είναι προορισμένο για την ίδια χρήση.
 2. Το δικαστήριο μπορεί να αυξήσει το ποσό της αποζημίωσης μέχρι είκοσι (20) μηνιαία μισθώματα με τις προϋποθέσεις της δεύτερης παραγράφου του προηγούμενου άρθρου.»
 3. Τα άρθρα 60 και 61 του π.δ. 34/1995 καταργούνται.
 Ειδικά σε περίπτωση καταγγελίας από τον εκμισθωτή μέχρι 31.8.2014 μίσθωσης η οποία πρόκειται να λήξει μέχρι 31.8.2014 λόγω συμπλήρωσης της δωδεκαετούς διάρκειας σύμφωνα με το άρθρο 5 του π.δ. 34/1995 ή μίσθωσης που έληξε ήδη για τον ίδιο λόγο αλλά δεν έχουν παρέλθει μέχρι τις 31.8.2014 εννέα (9) μήνες από τη λήξη της ή μίσθωσης που τελεί υπό τετραετή παράταση σύμφωνα με την περίπτωση δ'του άρθρου 61 του π.δ. 34/1995, ο εκμισθωτής οφείλει στον μισθωτή ως αποζημίωση ποσό ίσο με το καταβαλλόμενο κατά το χρόνο λήξης της μίσθωσης έξι (6) μηνών

ΕΚΛΟΓΕΣ - ΝΕΟΤΕΡΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥΣ

$
0
0
rss Ακολουθήστε μας στο twitter Ακολουθήστε μας στο youtube

ΝΕΟΤΕΡΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥΣ


Το Υπουργείο Οικονομικών και το Υπουργείο Εσωτερικών μετά τη νεότερη ΚΥΑ σχετικά με την αποζημίωση των δικαστικών αντιπροσώπων, των γραμματέων, των εφόρων, των αναπληρωτών εφόρων και των αναπληρωτών δικαστικών αντιπροσώπων,  που δεν μετακινήθηκαν και δεν προπληρώθηκαν οδοιπορικά και την εκλογική αποζημίωση από την Τράπεζα, επικαιροποιεί και αντικαθιστά το αρχείο excel , το οποίο θα πρέπει να σταλεί ηλεκτρονικά στη διεύθυνση ekloges @gsis.gr, και δίνει αναλυτικότερες οδηγίες για την διαδικασία και παραδείγματα συμπληρωσης των αρχείων σύμφωνα με τα κάτωθι επισυναπτόμενα αρχεία.

ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ: ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΚΥΡΩΘΕΙ

Next: ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΤΑ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ....ο επικαλούμενος με το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού όρος της ένδικης σύμβασης περί παραιτήσεως των ανακοπτόντων από κάθε δικαίωμά τους να αμφισβητήσουν την αποδεικνυόμενη από τα βιβλία της καθής τράπεζας οφειλής τους προς αυτή, ο οποίος πράγματι περιλαμβάνεται στην ένδικη σύμβαση κατά τα προαναφερόμενα, είναι αντίθετος στη διάταξη του άρθρου 372 ΑΚ. Και τούτο διότι κατά την απόλυτη κρίση της καθής εισάγεται ανεπίτρεπτος περιορισμός των αποδεικτικών μέσων, και συνεπώς ο όρος αυτός είναι άκυρος (άρθρο 174 ΑΚ), σύμφωνα και με τα αναφερόμενα..ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 3670/2012
$
0
0

ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ: ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΚΥΡΩΘΕΙ
1. Τι είναι η Διαταγή Πληρωμής;
Η Διαταγή Πληρωμής αποτελεί τίτλο εκτελεστό που ενσωματώνει μία οφειλόμενη χρηματική απαίτηση ή, σπανιότερα, μία απαίτηση παροχής χρεογράφων. Εκδίδεται από τον Ειρηνοδίκη, αν η απαίτηση είναι μικρότερη ή ίση των 20.000 ευρώ ή από τον....
Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου σε περίπτωση που ξεπερνά το ποσό αυτό που είναι κάθε φορά αρμόδιο κατά τόπο. Προκειμένου να εκδοθεί η Διαταγή Πληρωμής, θα πρέπει η οφειλή να αποδεικνύεται εγγράφως, με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ή με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων που εκδόθηκε μετά από ομολογία ή αποδοχή της αίτησης από τον οφειλέτη.
2. Πώς εκδίδεται η Διαταγή Πληρωμής;
Η Διαταγή Πληρωμής εκδίδεται κατόπιν αιτήσεως του δανειστή (Τράπεζας ή ιδιώτη) στο εκάστοτε αρμόδιο Δικαστήριο και στρέφεται κατά του οφειλέτη. εκδίδεται χωρίς κλήτευση του οφειλέτη κατά του οποίου στρέφεται. Διαταγή Πληρωμής δεν μπορεί να εκδοθεί για πρόσωπα που διαμένουν στο εξωτερικό ή πρόσωπα άγνωστης διαμονής.
3. Τι ακολουθεί την έκδοση της Διαταγής Πληρωμής;
Μετά την έκδοση της Διαταγής Πληρωμής,  θα πρέπει, για να είναι αυτή ισχυρή, να επιδοθεί με Δικαστικό Επιμελητή στον οφειλέτη κατά του οποίου στρέφεται μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών.
4. Τι συνέπειες έχει για τον οφειλέτη η σε βάρος του έκδοση Διαταγής Πληρωμής;
Ο δανειστής (Τράπεζα ή ιδιώτης) είναι πλέον εξοπλισμένος για την απαίτησή του με εκτελεστό τίτλο, τον οποίο μπορεί να εκτελέσει σε βάρος του οφειλέτη κατά τις διαδικασίες της Αναγκαστικής Εκτέλεσης, ενδεικτικά έχοντας δικαίωμα να εγγράψει εμπράγματη ασφάλεια (προσημείωση) στην ακίνητη περιουσία του οφειλέτη  για να εξασφαλίσει την απαίτησή του, αλλά και προβαίνοντας σε καταδιωκτικά μέτρα σε βάρος του οφειλέτη και της περιουσίας του για να εισπράξει την απαίτησή του.
5. Πώς μπορεί ο οφειλέτης να αμυνθεί κατά της Διαταγής Πληρωμής που του επιδόθηκε;
Ο οφειλέτης έχει δικαίωμα μέσα σε 15 εργάσιμες ημέρες από αυτήν που του επιδόθηκε η Διαταγή Πληρωμής να ασκήσει Ανακοπή κατά της Διαταγής Πληρωμής που του επιδόθηκε, με βάση το άρθρο 632 ΚΠολΔ ζητώντας να ακυρωθεί ή να μεταρρυθμιστεί. Η Ανακοπή απευθύνεται στο Δικαστήριο που εξέδωσε την Διαταγή Πληρωμής και ορίζεται δικάσιμος, κατά την οποία κλητεύεται να παραστεί και ο δανειστής, ενώ παρίσταται και ο ανακόπτων-οφειλέτης. Το Δικαστήριο που συζητεί την Ανακοπή αποφασίζει αν θα ακυρωθεί ή όχι η Διαταγή Πληρωμής, ή αν αυτή θα πρέπει να μεταρρυθμιστεί ως προς κάποιο μέρος της.
6. Με την άσκηση της Ανακοπής ο οφειλέτης προστατεύεται αυτόματα από τον δανειστή του;
Όχι. Για να προστατευτεί, θα πρέπει να ασκήσει Αίτηση αναστολής εκτέλεσης της Διαταγής Πληρωμής, η οποία προϋποθέτει την νόμιμη και εμπρόθεσμη άσκηση ανακοπής και την ύπαρξη κινδύνου ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης στο πρόσωπο του οφειλέτη από την εκτέλεσή της, ενώ θα πρέπει να πιθανολογείται και η ευδοκίμηση της ασκηθείσας ανακοπής.  Η αίτηση αναστολής απευθύνεται στο ίδιο Δικαστήριο που απευθύνεται και η ανακοπή. Για να προστατευτεί άμεσα, ο οφειλέτης δικαιούται να ζητήσει έκδοση προσωρινής διαταγής που θα αναστέλλει προσωρινά, μέχρι την συζήτηση της Αίτησης αναστολής του ή μέχρι την έκδοση απόφασης επ'αυτής, την εκτέλεση της σε βάρος του Διαταγής Πληρωμής.
7. Τι συμβαίνει αν ο οφειλέτης δεν ασκήσει Ανακοπή μέσα στην ανωτέρω οριζόμενη προθεσμία;
Στην περίπτωση αυτή, ο δανειστής δικαιούται να επιδώσει ξανά στον οφειλέτη την Διαταγή Πληρωμής, προκειμένου, αν μετά  την πάροδο δέκα (10) εργάσιμων ημερών ο οφειλέτης δεν ασκήσει Ανακοπή κατά το άρθρο 633 ΚΠολΔ, η Διαταγή Πληρωμής να τελεσιδικήσει. Ωστόσο, ακόμα και στην περίπτωση που ο οφειλέτης ασκήσει νόμιμα και την Ανακοπή του άρθρου 633 ΚΠολΔ, δεν έχει δικαίωμα άσκησης Αίτησης Αναστολής.
8. Γιατί είναι σκόπιμο ο οφειλέτης να ασκήσει Ανακοπή; 
Η άσκηση της Ανακοπής του άρ. 632 ΚΠολΔ (μετά την πρώτη επίδοση της Διαταγής Πληρωμής) είναι σκόπιμο να γίνει, καθώς:
(α) Αποτελεί το μοναδικό μέσο άμυνας του οφειλέτη κατά της σε βάρος του εκδοθείσας και επιδοθείσας Διαταγής Πληρωμής και τον μοναδικό του τρόπο να προβάλλει τις ενστάσεις και τους ισχυρισμούς του κατά αυτής με σκοπό την ακύρωσή της.
(β) Αποτρέπεται η τελεσιδικία της Διαταγής Πληρωμής και
(γ) Παρέχεται, με την άσκηση της Ανακοπής, το δικαίωμα στον οφειλέτη να ασκήσει και Αίτηση Αναστολής, προκειμένου να μην εκτελεστεί άμεσα η Διαταγή Πληρωμής σε βάρος του ίδιου και της κινητής ή ακίνητης περιουσίας του.
Ειδικά όταν πρόκειται για Τράπεζα, στην Ανακοπή του ο οφειλέτης μπορεί να επικαλεστεί όλους τους ισχυρισμούς του σχετικά με τους καταχρηστικούς όρους που περιλαμβάνονται στις επίμαχες δανειακές συμβάσεις βάσει των οποίων εκδόθηκε η Διαταγή Πληρωμής, προβάλλοντας το ανεκκαθάριστο και πλημμελώς προσδιορισμένο του ύψους της απαίτησης, με σκοπό την ακύρωσή της. 
ΠΗΓΗ:http://www.nobile.gr/598/diatagh-plhrwmhs-ti-einai-kai-pws-mporei-na-akyrwthei

ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΤΑ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ....ο επικαλούμενος με το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού όρος της ένδικης σύμβασης περί παραιτήσεως των ανακοπτόντων από κάθε δικαίωμά τους να αμφισβητήσουν την αποδεικνυόμενη από τα βιβλία της καθής τράπεζας οφειλής τους προς αυτή, ο οποίος πράγματι περιλαμβάνεται στην ένδικη σύμβαση κατά τα προαναφερόμενα, είναι αντίθετος στη διάταξη του άρθρου 372 ΑΚ. Και τούτο διότι κατά την απόλυτη κρίση της καθής εισάγεται ανεπίτρεπτος περιορισμός των αποδεικτικών μέσων, και συνεπώς ο όρος αυτός είναι άκυρος (άρθρο 174 ΑΚ), σύμφωνα και με τα αναφερόμενα..ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 3670/2012

$
0
0
https://docs.google.com/file/d/0BwUnM0UiSQf0TUR2NkdneEkxTVk/edit
[...] Ο τελευταίος διαλαμβανόμενος στον έβδομο λόγο της ανακοπής ισχυρισμός των ανακοπτόντων ότι η προβλεπόμενη από την ένδικη δανειακή σύμβαση μετακύλιση της εισφοράς του Ν 128/1975 στον πιστούχο είναι παράνομη, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι ...... ΟΛΌΚΛΗΡΗ Η ΑΠΌΦΑΣΗ.......




 
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 3670/2012
Πρόεδρος Π. Ζωντανού, Πρόεδρος Εφετών
Εισηγήτρια Ν. Κατσιαούνη, Εφέτης
Δικηγόροι Α. Καλλιγερίδου, Β. Τσιατά

[...] Ο τελευταίος διαλαμβανόμενος στον έβδομο λόγο της ανακοπής ισχυρισμός των ανακοπτόντων ότι η προβλεπόμενη από την ένδικη δανειακή σύμβαση μετακύλιση της εισφοράς του Ν 128/1975 στον πιστούχο είναι παράνομη, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι η μετακύλιση της παραπάνω εισφοράς με συμβατικό όρο δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν 128/1975, με την οποία καθορίζονται μεν, ως υπόχρεοι για την καταβολή της (εισφοράς), τα πιστωτικά ιδρύματα και όχι οι δανειολήπτες χωρίς, όμως, να απαγορεύεται από αυτή ή από κάποια άλλη διάταξη η συμβατική μετακύλισή της στους τελευταίους. Έτσι, η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς στους δανειολήπτες, εφόσον δεν απαγορεύεται, επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των εξωτραπεζικών επιτοκίων (βλ. και ΑΠ 430/2005 ΕλλΔνη 46,802, ΕΑ 4424/2009 Nomos, ΕΑ 1558/2007 ΕλλΔνη 2007,902, ΕφΛαρ 114/2007 Δικ 2007,241).
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 626 παρ. 2, 627 εδ. γ', 630 και 631 ΚΠολΔ η διαταγή πληρωμής, η οποία αποτελεί μόνο τίτλο εκτελεστό και δεν είναι απόφαση ώστε να έχει ανάγκη από πλήρες αιτιολογικό, απαιτείται απλώς να αναφέρει την αιτία της πληρωμής, δηλαδή να προσδιορίζεται το είδος της δικαιοπραξίας, από την οποία γεννήθηκε η απαίτηση έστω και συνοπτικά, και δεν είναι ανάγκη να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αιτία αυτή. Ειδικότερα επί διαταγής πληρωμής με την οποία διατάσσεται ο οφειλέτης να πληρώσει ορισμένο χρηματικό ποσό, το οποίο αποτελεί χρεωστικό υπόλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού που τηρήθηκε στα πλαίσια συμβάσεως παροχής πιστώσεως από την αιτούσα δανείστρια τράπεζα στον οφειλέτη ή σε τρίτο με την εγγύηση του καθού η διαταγή πληρωμής, και έκλεισε οριστικά, αρκεί για την πληρότητά της ως προς την αιτία της πληρωμής να αναφέρεται σε αυτή έστω και συνοπτικά ότι το ποσό του οποίου διατάσσεται η πληρωμή, αποτελεί ισόποσο κατάλοιπο σε βάρος του οφειλέτη (πρωτοφειλέτη ή εγγυητή) που προέκυψε από το οριστικό κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται και η κίνηση των πιστοχρεωστικών κονδυλίων του λογαριασμού αυτού, από την αντιπαραβολή των οποίων προέκυψε το επιδικαζόμενο χρεωστικό υπόλοιπο (ΑΠ 1389/2011).
Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 623 και 624 παρ. 1 του ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 625 έως 634 του ίδιου κώδικα, μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για μη εξαρτώμενες από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό είναι ορισμένο και αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, τα έγγραφα δε αυτά, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό αυτής, πρέπει, κατά τη διάταξη του άρθρου 623 παρ. 3 του ιδίου κώδικα να επισυνάπτονται στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής. Για το κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού στα πλαίσια σύμβασης πιστώσεως εκδίδεται διαταγή πληρωμής, εφόσον αυτό είναι ορισμένο κατά το ποσό και δεν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία και με την προϋπόθεση, ότι αποδεικνύονται εγγράφως: 1) η σύμβαση ανοίγματος του λογαριασμού, 2) το κλείσιμό του και 3) το υπόλοιπο, που προέκυψε από το κλείσιμο του λογαριασμού και στηρίζει την απαίτηση του αιτούντος (ΑΠ 925/2002 ΝοΒ 2003,243, ΕφΑθ 3791/2008 ΕλλΔνη 2009,205). Από το συνδυασμό της διάταξης του άρθρου 112 του ΕισΝΑΚ, με αυτές των άρθρων 361 και 874 του ΑΚ, 669 του ΕμπΝ, 47 και 64 έως 67 του ΝΔ της 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», με σαφήνεια προκύπτει, ότι ο λογαριασμός κλείνει περιοδικά, αν δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, κάθε εξάμηνο και οριστικά, με καταγγελία της σύμβασης, χωρίς να αποκλείεται να έχει, έγκυρα, συμφωνηθεί, ότι κάποιο από τα μέρη μπορεί να τον κλείνει μονομερώς οποτεδήποτε, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση ή καταγγελία, με αποτέλεσμα να αίρεται για το μέλλον η οικεία σύμβαση, να περατώνεται η παρεπόμενη σχέση του αλληλόχρεου λογαριασμού και να καθίσταται απαιτητό το κατάλοιπο αυτού. Το χαρακτήρα σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού έχει και η παροχή πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό στις τραπεζικές συναλλαγές, από την οποία οφείλεται, με απόσβεση κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του λογαριασμού των επιμέρους κονδυλίων χρεοπιστώσεων που καλύπτονται, το κατά το κλείσιμο του λογαριασμού οριστικό κατάλοιπο (ΑΠ 1227/2006 Nomos, ΕΑ 1646/2006 ΔΕΕ 2006,921).
Περαιτέρω, η περιλαμβανόμενη, στη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, ειδική συμφωνία, ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη και δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη (ΑΠ 35/2011, ΑΠ 27/2010, ΑΠ 925/2006 Nomos, ΑΠ 722/2000 ΕλλΔνη 2001,105, ΕφΑθ 3791/2008 ΕλλΔνη 2009,205, ΕφΑθ 4784/2007 ΔΕΕ 2008,206, ΕφΑθ 1646/2006 ΕλλΔνη 2007,627). Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου, με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον τηρούνται μηχανογραφικά τα βιβλία της τράπεζας, οπότε η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή μέσα στον υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσης από τον υπάλληλο της Τράπεζας που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο, που κατέχει η Τράπεζα, για την απόδειξη του περιεχομένου του, εξαχθέντος από την ηλεκτρονικό υπολογιστή, αποσπάσματος των βιβλίων της και, επομένως, δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από την αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται για αντίγραφο (ΑΠ 589/2008 και ΑΠ 441/2007, ΑΠ 578/2005 ΔΕΕ 2006,62, ΕΑ 1876/2008 ΔΕΕ 2009,80). Το παραπάνω απόσπασμα μπορεί, σε συνδυασμό με την έγγραφη σύμβαση της πίστωσης, να στηρίξει, κατά νόμο, την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά του πιστούχου, ο οποίος μπορεί, απλά, να αμφισβητήσει το ύψος των περιεχομένων στο Απόσπασμα κατ'ιδίαν κονδυλίων πιστοχρεώσεων (ΑΠ 1658/2008, ΑΠ 589/2008, ΑΠ 441/2007, ΑΠ 902/2006 και ΑΠ 1094/2006).
Έτσι, ο σχετικός όρος σε συμβάσεις παροχής πίστωσης δεν είναι καταχρηστικός, εάν όμως η παραπάνω συμφωνία συνοδεύεται και από τον επιπρόσθετο όρο, ότι ο πιστούχος δεν δικαιούται να αμφισβητήσει το περιεχόμενο των αποσπασμάτων, το σκέλος αυτό της συμφωνίας είναι, σε κάθε περίπτωση, άκυρο, κατά το άρθρο 372 ΑΚ, διότι ενέχει υπέρμετρη δέσμευση της βούλησης και συνεπώς προσκρούει στη δημόσια τάξη.
Συνεπώς, ο πιστούχος έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα, πράγμα που μπορεί να γίνει με ανακοπή κατά το άρθρο 632 του ΚΠολΔ, όταν εκδόθηκε διαταγή πληρωμής, το βάρος δε απόδειξης των σχετικών ισχυρισμών του, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορούν να γίνουν αντικείμενο απόδειξης, φέρει ο πιστούχος (ΑΠ 589/2008 ό.π., ΑΠ 1022/2003 ΕλλΔνη 2004,90, ΑΠ 916/2002 ΕλλΔνη 2003,1297, ΑΠ 722/2000 ΕλλΔνη 2001,105, ΕφΑθ 4784/2007 ΔΕΕ 2008,206, ΕφΑθ 1558/2007 ΕλλΔνη 2007,902, ΕφΑθ 5900/2006 ΔΕΕ 2007,327). [...]
Όμως ο επικαλούμενος με το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού όρος της ένδικης σύμβασης περί παραιτήσεως των ανακοπτόντων από κάθε δικαίωμά τους να αμφισβητήσουν την αποδεικνυόμενη από τα βιβλία της καθής τράπεζας οφειλής τους προς αυτή, ο οποίος πράγματι περιλαμβάνεται στην ένδικη σύμβαση κατά τα προαναφερόμενα, είναι αντίθετος στη διάταξη του άρθρου 372 ΑΚ. Και τούτο διότι κατά την απόλυτη κρίση της καθής εισάγεται ανεπίτρεπτος περιορισμός των αποδεικτικών μέσων, και συνεπώς ο όρος αυτός είναι άκυρος (άρθρο 174 ΑΚ), σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε. Η ακυρότητα όμως αυτού του όρου δεν συνδέεται από τους ανακόπτοντες με την ακυρότητα κάποιου κονδυλίου ή ποσού που επιδικάστηκε με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, αλλά ούτε συνεπάγεται την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, αφού ούτε οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι αυτή δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος της (άρθρο 181 ΑΚ), και η μόνη συνέπεια της ακυρότητάς του είναι ότι οι ανακόπτοντες έχουν δικαίωμα να αμφισβητούν τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα των βιβλίων της καθής με την ανακοπή τους (EA 776/2006 ΕλλΔνη 2006,1499). Επομένως ο λόγος αυτός κατά το ως άνω σκέλος του είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής. Περαιτέρω απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο τρίτος λόγος της ανακοπής, με τον οποίο οι ανακόπτοντες διατείνονται ότι παράνομα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 της 1969/8.8.1991 ΠΔ/ΤΕ, που εκδόθηκε κατ εξουσιοδότηση του Ν 1266/1982, όπως τροποποιήθηκε με την ΠΔ/ΤΕ 1979/25.9.1991 και την απόφαση της ΕΝΠΘ/ΤΕ 524/8.9.1993, ο τηρηθείς λογαριασμός χρεώθηκε με τα ιστορούμενα κονδύλια προμηθειών της τράπεζας, διότι στην προσκομιζόμενη κίνηση του επιδίκου λογαριασμού, που έχει εξαχθεί από τα βιβλία της καθής, δεν έγινε οποιαδήποτε χρέωση για προμήθειες της καθής τράπεζας χρεώσεις, και τα αμφισβητούμενα με τον ανωτέρω λόγο κονδύλια δεν είναι προμήθειες, αλλά έξοδα διαχείρισης, τα οποία ουδόλως αποδείχθηκε από οποιοδήποτε στοιχείο ότι αυτά έχουν χαρακτηριστικά προμήθειας.
Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 στοιχ. Α΄ του Ν 2251/1994, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους. Κατά τη διάταξη αυτή καταναλωτής του αντισυμβαλλομένου κάθε προμηθευτή, ανεξαρτήτως των παρεχομένων προϊόντων ή υπηρεσιών, είναι μόνο φυσικό πρόσωπο και μάλιστα αυτό που συναλλάσσεται για μη επαγγελματικούς σκοπούς, διότι στα πλαίσια των συναλλαγών αυτών δεν έχει αποκτήσει τις γνώσεις, την εμπειρία και εν γένει την εξειδικευμένη στο αντικείμενο αυτό διαπραγματευτική ικανότητα που έχει ο προμηθευτής, γεγονός που δικαιολογεί την προστασία του από το νόμο. Έτσι, ουσιαστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό του συμβαλλομένου ως καταναλωτή, πρέπει να είναι η ερασιτεχνική ιδιότητα του αποδέκτη του αγαθού, ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή. Επομένως, μόνο οι συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή, ως θεωρούμενο οικονομικά ασθενέστερο μέρος. Η ηθελημένη από τις διατάξεις αυτές ιδιαίτερη προστασία δεν δικαιολογείται στην περίπτωση συμβάσεων που έχουν ως σκοπό την επαγγελματική δραστηριότητα και όταν οι επιχειρούμενες, από τους εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες συναλλαγές συναρτώνται λειτουργικά με την άσκηση του επαγγέλματος τους, δεν τίθεται θέμα προστασίας τους με τις προβλεπόμενες ρυθμίσεις (ΕφΠειρ 469/2009, ΕφΑθ 3884/2006 ΕλλΔνη 2007,305). Τέλος ο εγγυητής του οφειλέτη που δεν είναι καταναλωτής κατά την προαναφερόμενη έννοια του Ν 2251/1994 δεν θεωρείται και αυτός καταναλωτής (πρβλ. ΕΘ 1429/2009). Εξάλλου κατά το άρθρο 851 του ΑΚ «ο εγγυητής ευθύνεται για την έκταση που έχει κάθε φορά η κύρια οφειλή και ιδίως για τις συνέπειες του πταίσματος ή της υπερημερίας του πρωτοφειλέτη». Κατά δε το άρθρο 852 του αυτού κώδικα «ο εγγυητής, σε περίπτωση αμφιβολίας, δεν ευθύνεται για παρεπόμενες παροχές που είχαν συμφωνηθεί και ήταν απαιτητές κατά το χρόνο της εγγύησης. Για τέτοιες παροχές που γίνονται απαιτητές μετά την εγγύηση, ο εγγυητής σε περίπτωση αμφιβολίας ευθύνεται μόνον αν κατά το χρόνο της εγγύησης γνώριζε την ύπαρξή τους». Με τις ανωτέρω διατάξεις, οι οποίες είναι ενδοτικού χαρακτήρα, με την έννοια ότι μπορεί να καθορίζεται ελεύθερα στενότερη η ευρύτερη ευθύνη του εγγυητή με τη σύμβαση εγγυήσεως, καθιερώνεται ευθύνη του εγγυητή για την, από πταίσμα ή υπερημερία του πρωτοφειλέτη ή αδυναμία παροχής, εκάστοτε έκταση της κύριας οφειλής και των απαιτητών κατά την εγγύηση παρεπομένων παροχών, όπως και εκείνων που κατέστησαν απαιτητές μεταγενέστερα και γνώριζε την ύπαρξη τους (ΑΠ 27/2010).
Με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι ο όρος της ένδικης σύμβασης περί παραιτήσεως του δεύτερου, τρίτου και τέταρτου τούτων ως εγγυητών από τα ευεργετήματα των άρθρων 862 και 863 ΑΚ, και από την ένσταση διζήσεως, είναι καταχρηστικός ως αντίθετος στις διατάξεις του Ν 2251/1994, αλλά και του άρθρου 332 ΑΚ. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον η πιστούχος ανώνυμη εταιρία είναι νομικό πρόσωπο, εμπορική κατά το νόμο εταιρία, η οποία συμβλήθηκε στην επίδικη σύμβαση για την επιδίωξη του εταιρικού της σκοπού και την εξυπηρέτηση των επαγγελματικών της αναγκών και συνεπώς δεν θεωρείται καταναλωτής κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 του Ν 2251/1994. Περαιτέρω οι ανακόπτοντες εγγυητές, νόμιμος εκπρόσωπος ο πρώτος και μέτοχοι οι λοιποί της πιστούχου εταιρίας, κατά τις κρατούσες στις συναλλαγές αντιλήψεις παρείχαν την ένδικη εγγύηση υπέρ της εταιρίας αποβλέποντας στα κέρδη που θα επέφερε σε αυτήν η χορήγηση μίας τόσο σημαντικής πίστωσης και έμμεσα στους ίδιους ως μετόχους της, δηλαδή για επαγγελματικούς σκοπούς και όχι στην κάλυψη των δικών τους καταναλωτικών αναγκών σε ιδιωτικό επίπεδο και συνεπώς αυτοί δεν εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή, ως ασθενέστερο μέρος της προκείμενης σύμβασης, βάσει των επικαλούμενων από τους ίδιους διατάξεων του Ν 2251/1994, για την ακυρότητα του όρου της ένδικης σύμβασης περί παραίτησης από τα ευεργετήματα τους εκ των άρθρων 862 και 863 ΑΚ. Όμως ούτε και στη διάταξη του άρθρου 332 ΑΚ αντίκειται ο όρος αυτός διότι, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, οι διατάξεις των άρθρων του ΑΚ για την ευθύνη του εγγυητή είναι ενδοτικού χαρακτήρα και συνεπώς εγκύρως με τον επικαλούμενο συμβατικό όρο της ένδικης σύμβασης εγγυήσεως καθορίστηκε ελεύθερα ευρύτερη ευθύνη των ανακοπτόντων εγγυητών σε περίπτωση πταίσματος ή υπερημερίας της πρωτοφειλέτριας ή αδυναμίας παροχής και παραιτήθηκαν αυτοί από την ένσταση διζήσεως. [...]
Περαιτέρω από το άρθρο 8 παρ. 6 του Ν 1083/1980, την υπ’ αριθμ. 289/1980 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ως άνω νόμου, το άρθρο 296 του ΑΚ και τα άρθρα 110, 111 και 112 του ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι ο ανατοκισμός των οφειλόμενων σε τραπεζικούς ή άλλους πιστωτικούς οργανισμούς και ληξιπρόθεσμων τόκων, δικαιοπρακτικών νόμιμων, δεδουλευμένων ή μη, ακόμη δε και τέτοιων επί, οριστικού καταλοίπου αλληλόχρεου λογαριασμού, μπορεί να γίνει από την πρώτη ημέρα της καθυστερήσεως, χωρίς οποιοδήποτε χρονικό ή άλλο περιορισμό με σχετική μονομερή δήλωση του δανειστή, αλλά με σχετική συμφωνία μεταξύ δανειστή και οφειλέτη (ΑΠ Ολ 8 και 9/1998 ΕλλΔνη 39,71). Ωστόσο, αλλαγές στην ως άνω ρύθμιση, επέφερε ο Ν 2601/1998, που κατά το άρθρο 20 αυτοί) ισχύει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από τις 15.4.1998, βάσει της διατάξεως του άρθρου 12 του οποίου, επί συμβάσεων αλληλόχρεου λογαριασμού, που συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του, δηλαδή μετά τις 15.4.1998, επιτρέπεται συμφωνία ανατοκισμού των καθυστερούμενων τόκων, ανά εξάμηνο κατ’ ελάχιστο όριο. Περαιτέρω, επί αλληλόχρεου λογαριασμού, κατά το άρθρο 112 παρ. 1 του ΕισΝΑΚ, όταν υπάρχει συμφωνία περί ανατοκισμού των τόκων υπερημερίας και μετά το κλείσιμο αυτού, οι τόκοι αυτοί ανατοκίζονται, κατά τους όρους της συμφωνίας, ανεξάρτητα από το αν για την οφειλή του καταλοίπου έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος, όπως είναι η διαταγή πληρωμής (άρθρο 631 του ΚΠολΔ), διότι το κατάλοιπο, που αποτελεί απαίτηση της δανείστριας τράπεζας, δεν χάνει, με την έκδοση της απόφασης ή του εκτελεστού τίτλου της διαταγής πληρωμής, το χαρακτήρα της τραπεζικής απαίτησης, αφού ο προαναφερόμενος εξουσιοδοτικός νόμος και η παραπάνω απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής προβλέπουν τον εκτοκισμό των οφειλόμενων στις τράπεζες τόκων, εφόσον τούτο είχε συμφωνηθεί, χωρίς να κάνουν καμία διάκριση, μεταξύ ενεργού συμβάσεως και συμβάσεως αλληλόχρεου λογαριασμού, που για οποιοδήποτε λόγο έληξε, ή να εξαιρούν τον εκτοκισμό, όταν έχει εκδοθεί για την οφειλή δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος διαταγής πληρωμής (ΑΠ 938/2002 ΕλλΔνη 44,1368, ΑΠ 1619/2000 ΕλλΔνη 42,744, ΕφΑθ 3984/2011 ΔΕΕ 2011,1276).
Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο σκέλος του ένατου λόγου της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες επικαλούνται ότι ακύρως υποχρεώθηκαν με την ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής να καταβάλουν στην καθής τόκους υπερημερίας με εξάμηνο ανατοκισμό και μετά το οριστικό κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού του τηρούνταν για την εξυπηρέτηση της επίδικης σύμβασης πίστωσης. Ο λόγος αυτός της ανακοπής κατά το ανωτέρω σκέλος του είναι μη νόμιμος και απορριπτέος διότι, σύμφωνα με τις ανωτέρω μνημονευόμενες διατάξεις, δυνάμει του όρου της ένδικης σύμβασης πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό, περί ανατοκισμού των τόκων ανά εξάμηνο και μετά το κλείσιμο του αλληλόχρεου αυτού λογαριασμού, οι τόκοι ανατοκίζονται και μετά τη λήξη της σύμβασης και ανεξάρτητα από το εάν για την οφειλή του καταλοίπου του αλληλόχρεου αυτού λογαριασμού έχει εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αφού το κατάλοιπο του αλληλόχρεου λογαριασμού, ως απαίτηση της καθ'ης η ανακοπή, δανείστριας τράπεζας, δεν χάνει με την έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής το χαρακτήρα της τραπεζικής απαίτησης, αφού τόσο στον προαναφερόμενο εξουσιοδοτικό νόμο, όσο και στην βάσει αυτού εκδοθείσα ως άνω απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, προβλέπεται εκτοκισμός των οφειλόμενων στις τράπεζες τόκων, εφόσον τούτο συμφωνήθηκε με σχετικό όρο της σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο), στον οποίο δεν γίνεται διάκριση, μεταξύ ενεργού συμβάσεως αλληλόχρεου λογαριασμού και συμβάσεως αλληλόχρεου λογαριασμού λήξασας για οποιοδήποτε λόγο. Τέλος ο περιεχόμενος στο λόγο αυτό ισχυρισμός των ανακοπτόντων περί εξοφλήσεως ποσού 40.000 ευρώ λόγω προφανούς πληρωμής ισόποσων «διαταγών» εκδόσεως Χριστοδούλου, πέραν της αοριστίας του και του ασαφούς περιεχομένου του ουδόλως αποδείχθηκε με οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Από την έναρξη ισχύος του Ν 1676/1986 (29.12.1986) επιβλήθηκε ειδικός φόρος τραπεζικών εργασιών (ΕΦΤΕ) στις συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που παρέχονται από ημεδαπές Τράπεζες που λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του θεσμικού νόμου περί Τραπεζών (Ν 5076/1931), από την Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς και από αλλοδαπές ανώνυμες τραπεζικές εταιρίες που λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα καταργήθηκαν οι διατάξεις που προέβλεπαν την επιβολή τέλους χαρτοσήμου στις συμβάσεις αυτές. Με τις μεταγενέστερες διατάξεις του άρθρου 2 του Ν 2157/1993 ορίστηκε ότι από 8.6.1993 και εντεύθεν, αφενός μεν καταργείται ο ΕΦΤΕ που προβλέπεται από τις διατάξεις της περ. α΄ του άρθρου 7 του Ν 1676/1986, αφετέρου δε ότι στις συμβάσεις αυτές, καθώς και στα παρεπόμενα αυτών σύμφωνα, δεν επιβάλλεται ούτε τέλος χαρτοσήμου. Επομένως, δάνεια που χορηγήθηκαν μετά την 29.12.1986 από τις ημεδαπές Τράπεζες καθώς και από τις αλλοδαπές Τράπεζες που λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα, δεν υπόκεινται σε τέλη χαρτοσήμου, ενώ δάνεια που χορηγήθηκαν από τους ίδιους φορείς μετά την 8.6.1993, ούτε σε τέλη χαρτοσήμου, ούτε σε ΕΦΤΕ υπόκεινται (ΔΕφΑθ 55/2010). Τέλος με το άρθρο 33 του Ν 287/2000 από την 1.1.2001 ο ΕΦΤΕ των άρθρων 6-16 του Ν 1676/1986 στα ακαθάριστα έσοδα τραπεζών που προβλέπονται από την περ. β΄ του άρθρου 7 του ιδίου νόμου καταργείται και σε αυτά δεν επιβάλλεται ούτε τέλος χαρτοσήμου. [...]

(Δέχεται την έφεση.)

Εκτροπή Οχήματος λόγω ολισθηρότητας οδοστρώματος εξαιτίας απόρριψης ελαιοκάρπου από Άγνωστο όχημα (1) Ευθύνη Επικουρικού Κεφαλαίου (2) - Πρόσθετοι Λόγοι Προθεσμία Κατάθεσης - Τροχαίο Ατύχημα με υπαιτιότητα αγνώστου οχήματος – Ευθύνη Επικουρικού Κεφαλαίου.

Previous: ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΤΑ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ....ο επικαλούμενος με το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού όρος της ένδικης σύμβασης περί παραιτήσεως των ανακοπτόντων από κάθε δικαίωμά τους να αμφισβητήσουν την αποδεικνυόμενη από τα βιβλία της καθής τράπεζας οφειλής τους προς αυτή, ο οποίος πράγματι περιλαμβάνεται στην ένδικη σύμβαση κατά τα προαναφερόμενα, είναι αντίθετος στη διάταξη του άρθρου 372 ΑΚ. Και τούτο διότι κατά την απόλυτη κρίση της καθής εισάγεται ανεπίτρεπτος περιορισμός των αποδεικτικών μέσων, και συνεπώς ο όρος αυτός είναι άκυρος (άρθρο 174 ΑΚ), σύμφωνα και με τα αναφερόμενα..ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 3670/2012
$
0
0
https://docs.google.com/file/d/0BwUnM0UiSQf0TUR2NkdneEkxTVk/edit
Εκτροπή Οχήματος
λόγω ολισθηρότητας οδοστρώματος
εξαιτίας απόρριψης ελαιοκάρπου από Άγνωστο όχημα (1)
Ευθύνη Επικουρικού Κεφαλαίου (2)
Αναιρείταικατ΄άρθρ. 559 αρ.8 ΚΠολΔ Εφετειακή απόφαση, που δεν έλαβε  υπόψη σχετικό ....ισχυρισμό περί υπάρξεωςδιασκορπισμένου ελαιοκάρπουστο σημείο του ατυχήματος, (το οποίο διασκόρπισε άγνωστο διερχόμενο όχημα), γεγονός που προκάλεσε τηνολισθηρότητα του οδοστρώματος, εξαιτίας της οποίας ο ενάγων (οδηγός) απώλεσε τον έλεγχο του οχήματός του, με αποτέλεσμα την εκτροπή και ανατροπήαυτού.  Με την κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση κρίθηκε ότι ο ισχυρισμός αυτός συνιστά ουσιώδη αυτοτελή αγωγικό ισχυρισμό, ο οποίος θεμελιώνει την υπαιτιότητατου οδηγού του αγνώστου αυτοκινήτου και την, κατ'ακολουθία, ευθύνη του εναγομένου Επικουρικού Κεφαλαίου.

 
Πρόσθετοι Λόγοι
Προθεσμία Κατάθεσης


  Για τον υπολογισμό της προθεσμίας κατάθεσηςκαι επίδοσης του δικογράφου των προσθέτων λόγων, θεωρείται η αρχική δικάσιμοςκαι όχι εκείνη που προσδιορίσθηκε σε μεταγενέστερη δικάσιμο, μετά από αναβολή ή ματαίωση. Ημη τήρησητων διατυπώσεων εμπρόθεσμης κατάθεσης και επίδοσης ή της μιας από αυτές επιφέρει την αυτεπάγγελτη απόρριψη του δικογράφου των προσθέτων λόγων,ως απαραδέκτου.

Σχόλια – Παρατηρήσεις

  1. 1)Αναφορικά με την πτώση υλικών – ουσιών που προκαλούν την ολισθηρότητα του οδοστρώματος και την εξ αυτής πρόκληση τροχαίων ατυχημάτων βλ. σχετικώς και τις κατωτέρω περιπτώσεις:

Υπαιτιότης  80%του οδηγού οχήματος (παρεμπιπτόντως εναγομένου) , διότι  δεν αντελήφθη  εγκαίρως, ως όφειλε, την  απώλεια των λιπαντικώντου κινητήρα του οχήματός του, ώστε  να ακινητοποιήσει   το όχημά του, ενώ δεν έλαβε και αμέσως μετά  τα απαραίτητα μέτραγια την ειδοποίηση  για την ασφάλεια των λοιπών χρηστών της οδού,  κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 12 παρ.2,4  ΚΟΚ).  Συνυπαιτιότης  20%   του οδηγού (κυρίως εναγομένου και παρεμπιπτόντως ενάγοντος ) ο οποίος λόγω έλλειψης προσοχής και υπερβολικής για τις περιστάσεις ταχύτητας (νύκτα - περιορισμένη ορατότητα),  δεν αντελήφθη τα λιπαντικά επί του οδοστρώματος που διέρρευσαν από το όχημα του ως άνω συνυπαιτίου οδηγού και διολισθαίνοντας προσέκρουσε επί εσταθευμένου οχήματος  (των κυρίως εναγόντων). (παράβαση των διατάξεων 12 παρ. 1, 19 και 20 παρ.1 του ΚΟΚ). Μον.Πρ.Ηρακλ. 339/2006 ΣΕΣυγκΔ 2006/373
Διαρροή Λιπαντικών στο Οδόστρωμα - Υποχρεώσεις Οδηγών
 Εκτροπή ακολουθούντος Οχήματος -  Αποκλειστική υπαιτιότηςτου οδηγού ΔΧΦ (ψυγείου) που δεν μερίμνησε για τη συντήρηση του ψυγείου λαδιών του οχήματός του, με αποτέλεσμα λόγω βλάβης του (ψυγείου) να χυθούν τα υγρά αυτά επί του οδοστρώματος της εθνικής οδού και να γίνει τούτο ολισθηρό και επικίνδυνο . Επιπλέον,μολονότι αντιλήφθηκε τη διαρροήαυτή, δεν ακινητοποίησε αμέσωςτο όχημά του, αλλά συνέχισε κινούμενος, με σβηστό τον κινητήρα, μέχρι το πρώτο πάρκινγκ, διανύοντας έτσιαπόσταση 5000 μέτρων. Λόγω, των παραπάνω λαδιών, το ακολουθών αγροτικό αυτοκίνητο διολίσθησε και κατέστη ακυβέρνητο και ανέλεγκτο, οπότε εκτράπηκε της πορείας του προς τα δεξιά εκτός του οδοστρώματος, πέφτοντας με το εμπρόσθιο μέρος του επί του υπάρχοντος στο μέρος εκείνο τσιμέντινου στηθαίουασφάλειας της εθνικής οδού. Ακολούθως, ο οδηγός του οχήματος αυτού, αφού προηγουμένως άναψε τα παλλόμενα φώτα (αλάρμ) του αυτοκινήτου του, κατέβηκε από αυτό και περιεργαζόταν το συγκρουσθέν εμπρόσθιο μέρος του, προκειμένου να διακριβώσει τυχόν βλάβη του. Τη στιγμή εκείνη έτερο ΙΧΦ αυτοκίνητο, διολίσθησε και αυτό συνεπεία των παραπάνω λαδιών και επέπεσε επί του οπίσθιου μέρους του ως άνω σταθμευμένου δευτέρου οχήματος, παρασύροντας τούτο προς τα εμπρός και τραυματίζοντας στη συνέχεια και τον ανωτέρω οδηγό, ο οποίος υπέστη βαρειά θλάση του θώρακος και κατάγματα πλευρών αριστερού ημιθωρακίου και αιμοπνευμοθώρακα. Εφ.Πατρ.470/2003 ΣΕΣυγκΔ 2003/426
Εγκατάλειψη λιπαντικών από προπορευόμενο όχημαμε αποτέλεσμα ο οδηγός του οχήματος που ακολουθούσε να χάσει λόγω ολισθηρότητας τον έλεγχο, να εκτραπεί και να επιπέσει σε δύο σταθμευμένα οχήματα. Αποκλειστική υπαιτιότης του οδηγού του οχήματος που εγκατέλειψε τα λάδιαεπί του οδοστρώματος και τούτογιατί ενώ είχε αντιληφθεί από τις ενδείξεις στον πίνακα οργάνων του οχήματός του την διαρροή των λαδιών της μηχανής του εντούτοις α)δεν ακινητοποίησε αμέσωςτο όχημά του όπως εκ του άρθρου 46 του ν.2094/1992 ήταν υποχρεωμένος να πράξει, β) δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα, για την απομάκρυνση των λαδιών και την αποτροπή του κινδύνου, που είχε δημιουργηθεί, από τη διαρροή τους στο οδόστρωμα (άρθρο 12 παρ. 2 εδ. β του ΚΟΚ) και γ) δεν ειδοποίησε, με ειδική σήμανση (τριγωνική πινακίδα) του λοιπούς χρήστες της οδού, για την ύπαρξη του προεκτεθέντος προς της πορείας του εμποδίου και του συνεπεία αυτού, κινδύνου από την ολισθηρότητα, η οποία είχε δημιουργηθεί στο οδόστρωμα, η οποία (ειδική σήμανση) ήταν επιβεβλημένη στην προκείμενη περίπτωση επιπλέον και λόγω του σκότους που επικρατούσε (μεσάνυχτα - δεν υπήρχε τεχνητός φωτισμός). Μον.Πρ.Κατερ.94/2002 ΣΕΣυγκΔ 2003/174

  1. 2)Τροχαίο Ατύχημα με υπαιτιότητα αγνώστου οχήματος – Ευθύνη Επικουρικού Κεφαλαίου.
  Η  θεμελίωση της ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου σε ατυχήματα, όταν αυτός που υπέχει ευθύνη παραμένει άγνωστος (κατ΄ άρθρο 19 περίπτωση α΄ του Ν. 489/1976) δικαιολογείται από την μέριμνα της πολιτείας, όταν το ατύχημα έχει σοβαρές συνέπειες (θανάτωση, σωματικές κακώσεις) να καλύψει τα θύματα, τα οποία άλλως δεν δύνανται να ικανοποιηθούν (αφού οι υπόχρεοι παραμένουν  άγνωστοι).  Στην περίπτωση αυτή η ευθύνη του  Επικουρικού Κεφαλαίου διατηρείται ακόμακαι όταν το ατύχημα οφείλεται στηΣΥΓΚΛΙΝΟΥΣΑ ΥΠΑΙΤΙΟΤΗΤΑή ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ δύο αυτοκινήτων, από τα οποία ο  οδηγός του ενός είναι άγνωστος, ενώ αντιθέτως είναι γνωστός ο οδηγός του άλλου αυτοκινήτου, το οποίο δυνατό να είναι και ασφαλισμένο.
  Όταν το ατύχημα οφείλεται σε συντρέχουσα υπαιτιότητααμφοτέρων των οδηγών, δηλαδή τόσο του οδηγού του άγνωστου, όσο και του γνωστού αυτοκινήτου, στην περίπτωση αυτή ευθύνεται εις ολόκληρον (άρθ. 926 ΑΚ), τόσο το Επικουρικό Κεφάλαιο (διότι υπάρχει υπαιτιότητα και του οδηγού του άγνωστου οχήματος),όσο και ο ασφαλιστής του γνωστού αυτοκινήτου. Ο παθών τρίτος δικαιούται να εναγάγει και τους δύο (Επικουρικό Κεφάλαιο και ασφαλιστική εταιρεία) και εάν ικανοποιηθεί εξ ολοκλήρου, είτε από τον ασφαλιστή είτε από  το Επικουρικό Κεφάλαιο, θα δύναται στη συνέχεια ο καταβάλων και ικανοποιήσας τον παθόντα, να κινήσει την διαδικασία της δίκης αναγωγής του άρθρου 927 ΑΚ, για κατανομή μεταξύ τους της αποζημίωσης, ανάλογο με το ποσοστό της συμβολής, στην επέλευση του. ΑΠ 81/2012 ΕΣυγκΔ 2012/74
 Από το πεδίο ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου, σε περίπτωση προκλήσεως ατυχήματος σε τρίτο απόάγνωστοαυτοκίνητο εξαιρούνται οι υλικές ζημίες, έστω και αν αυτές προήλθαν από ατύχημα κατά το οποίο παράλληλα προκλήθηκαν και σωματικές βλάβες ή θανάτωση προσώπου. Η σύνδεση της ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίουεπί προκλήσεως ατυχήματος από άγνωστο αυτοκίνητογίνεται μόνο για σωματικές βλάβες, ενώ όταν το ατύχημα προκαλείται από ανασφάλιστο αυτοκίνητο, τότε η ευθύνη του Επικουρικού Κεφαλαίου επεκτείνεται και στις υλικές ζημίες. ΑΠ 1573/2001ΣΕΣυγκΔ 2002/174
http://www.esd.gr

Βοηθητικά αρχεία για την συμπλήρωση των βιβλίων των δικαστικών αντιπροσώπων με βάση την ανακήρυξη

Οικονομική ανάσα σε έμπορο της Λαικής Χανίων, από τον Νόμο “Κατσέλη” - ....η με ημερ. 18-1-2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Χανίων ,στα πλαίσια της Προσωρινής Διαταγής..

$
0
0

χρήματαΩς ” μικρο έμπορος ” , χαρακτηρίστηκε μικροπωλητής Λαϊκής Αγοράς των Χανίων(εμπόριο λαχανικών), με απόφαση του Ειρηνοδικείου Χανίων , προσφέροντας του , ” οικονομική ανάσα ” βάση του νόμου Κατσέλη.
Αναλυτικότερα και σύμφωνα με την ανακοίνωση της Ένωσης Προστασίας Καταναλωτών Κρήτης “σημαντική ....
από άποψης νομικού ενδιαφέροντος ,θεωρείται η με ημερ. 18-1-2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Χανίων ,στα πλαίσια της Προσωρινής Διαταγής , όπου δικαιώνει μικρο έμπορο της Λαϊκής Αγοράς Χανίων
Το δικαστήριο (Ειρηνοδικείο) έκρινε ότι ,δεν συντρέχει στο πρόσωπο του δανειολήπτη η ιδιότητα του εμπόρου αλλά του μικρο εμπόρου, αφού συνδέεται προέχοντος και κατά κύριο λόγο, με τη σωματική του καταπόνηση και το κέρδος που αποκομίζει από τις συναλλαγές , αποτελεί αμοιβή της προσωπικής του εργασίας και όχι κερδοσκοπικών συνδυασμών.
Επί της ουσίας της υπόθεσης, πρόκειται για έμπορο της Λαϊκής Αγοράς Χανίων, 52 ετών έγγαμο, με δύο τέκνα ανήλικα , με μη εργαζόμενη σύζυγο ,ο οποίος είχε δανειστεί από μία πιστώτρια Τράπεζα ,για δύο διαφορετικά δάνεια (σύμβαση πίστωσης και Πιστωτική Κάρτα) συνολικής οφειλής 30.492,49 ευρώ.
Περιουσιακά στοιχεί διαθέτει:
Ο ίδιος ο δανειολήπτης
α) Μονοκατοικία 80 τ.μ και οικόπεδο γύρω από αυτήν 80.τμ
β)Οικόπεδο 500 τ.μ
γ)Εφτά αγροτεμάχια,
δ)Αγρό με ελιές 1000 τ.μ
ε)Δύο βοσκοτόπια
Η σύζυγος
α) κατοικία 100 τ.μ η οποία δηλώθηκε ως πρώτη κατοικία της οικογένειας
β)αγροτεμάχιο με ελιές 2.175 τ.μ
Εισόδημα: 500 Ευρώ, συν εισόδημα της συζύγου από γεωργικά εισοδήματα 137,53 Ευρώ
Επειδή ένοιωσε αδυναμία πληρωμής των δόσεων του, λόγω μειωμένης οικονομικής κινητικότητας των καταναλωτών στης Λαϊκή Αγορά και λόγω μείωσης του εισοδήματος του, η σύζυγός του ασχολείται με τα οικιακά, δεν συνεισφέρει οικονομικά στον οικογενειακό προϋπολογισμό, ζήτησε από την ΄Ενωση ως μέλος της, την ένταξη του στο Ν.3869/2010 όπως αυτός τροποποιήθηκε(τον γνωστό ως Νόμο Κατσέλη) όπου με την συνδρομή της και μέσω συνεργαζόμενου δικηγόρου των Χανίων ,κατατέθηκε αίτηση στο Ειρηνοδικείο Χανίων.
Το Ειρηνοδικείο Χανίων, αφού διαπίστωσε αποτυχία στον προδικαστικό συμβιβασμό αρ.πρακ 134/2013 ,λόγω μη συναίνεσης της Πιστώτριας Τράπεζα και στα πλαίσια της Προσωρινής Διαταγής (άρθρο 5 παρ.2 του Ν 3869/2010) αποφάσισε:
α)Δέχτηκε ότι ο δανειολήπτης δεν είναι έμπορος ,αλλά μικρο έμπορος, απορριπτόμενης της σχετικής ενστάσεως της Τράπεζας περί του αντιθέτου.
β)Απαγορεύει κάθε πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της ακίνητης περιουσίας του δανειολήπτη,
γ)Διασώζει την κύρια κατοικία της συζύγου, από τυχόν πλειστηριασμό καθώς είχε αιτηθεί η προστασία της .
δ) Λαμβανομένων υπόψη των εισοδημάτων του δανειολήπτη, του συνόλου των χρεών του, της οικονομικής του δυνατότητας, των δαπανών διαβίωσης που υπερβαίνουν στο διπλάσιο των εσόδων της οικογένειας
Καθορίζει δόση 120 ευρώ το μήνα μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης
ε)Χορηγεί , περίοδο χάριτος ” πενταετία ”
Συμπερασματικά: Η απόφαση του Ειρηνοδικείου Χανίων (Προσωρινή Διαταγή) εκτός από την “ανάσα ” που προσέφερε στον ίδιο τον μικρο έμπορο της Λαϊκής Αγοράς Χανίων , ρυθμίζοντας τις οφειλές του , βοηθά εκατοντάδες όμοιες περιπτώσεις μικρεμπόρους της Λαϊκής Αγοράς, να οδηγηθούν στην ένταξη τους στο νόμο 3869/2010 (Κατσέλη)
Τέλος, η ΄Ενωση Προστασίας Καταναλωτών Κρήτης, δεν ξεχνά να ευχαριστήσει για μια ακόμα τους δικαστές της Κρήτης, που στις μέρες μας οι αποφάσεις τους, είναι η μοναδική πηγή στήριξης χιλιάδων υπερχρεωμένων καταναλωτών επαγγελματιών και μικρεμπόρων, στο νησί.”
Η Πρόεδρος της ΄Ενωσης Προστασίας Καταναλωτών Κρήτης
Ιωάννα Μελάκη

http://www.pentapostagma.gr/

Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Δικηγορικών Συλλόγων: Αγρίνι...

$
0
0



Στο Βόλο διαξάγεται το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας μας.Στους αγώνες πλέι-οφ για την πρόκριση στην τελική φάση του πρωταθλήματος, με 2-1 κέρδισαν οι Δικηγόροι της περιοχής μας την.....
αντίστοιχη ομάδα του Δικηγορικού Συλλόγου Αγρινίου.
Τα γκολ της ομάδας μας πέτυχε ο έμπειρος Δημήτρης Κατσαμάγκας με πέναλτι και με τη νίκη αυτή οι Κατερινιώτες πέρασαν στην τελική φάση των αγώνων αφού το συγκεκριμένο παιχνίδι ήταν πλέι-οφ και έγινε στα πλαίσια της πρόκρισης για την τελευταία στροφή της διαδικασίας.
Το παιχνίδι έγινε στον Βόλο και αφού ευχηθούμε τα καλύτερα για την ποδοσφαιρική ομάδα του Δικηγορικού Συλλόγου Κατερίνης, σας παρουσιάζουμε φωτογραφικό υλικό και βίντεο του αγώνα: 








30ο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου Δικηγορικών Συλλόγων - Βόλος 2014στην τοποθεσία Βοηθητικό γήπεδο Ε.Α.Κ. Βόλου
Πρωτάθλημα · Αρέσει σε 409
· Χθες στις 2:57 μ.μ.·
http://pieriasport.blogspot.gr
Το 2ο γκολ της Κατερίνης (Κατσαμάγκας)


Το 2ο γκολ της Κατερίνης (Κατσαμάγκας)


Η κύρια παρέμβαση στην πτωχευτική δίκη...το άρθρο 4 παρ. 3 του ν. 3588/2007, του νέου Πτωχευτικού Κώδικα, οι παρεμβάσεις, απλές ή κύριες, ασκούνται και με δήλωση, που καταχωρείται στα πρακτικά, του Πτωχευτικού δικαστηρίου, ήτοι του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, δικάζοντος κατά την εκούσια δικαιοδοσία

$
0
0
https://docs.google.com/file/d/0BwUnM0UiSQf0TUR2NkdneEkxTVk/edit
Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 3 του ν. 3588/2007, του νέου Πτωχευτικού Κώδικα, οι παρεμβάσεις, απλές ή κύριες, ασκούνται και με δήλωση, που καταχωρείται στα πρακτικά, του Πτωχευτικού δικαστηρίου, ήτοι του Πολυμελούς ....Πρωτοδικείου, δικάζοντος κατά την εκούσια δικαιοδοσία. Η παραπάνω διάταξη ζητά, ευθέως, από τον εφαρμοστή του νόμου αλλά και από τον έχοντα σχετικό έννομο συμφέρον και παρεμβαίνοντα στην δίκη, που άνοιξε με την κατάθεση της οικείας αιτήσεως στην εκουσία δικαιοδοσία του Πολυμελούς να μην λάβουν υπόψη τους τις διατάξεις των άρθρων 79 επ. και 752 ΚΠολΔ και να θεωρήσουν παραδεκτή την άσκηση της κυρίας ή πρόσθετης παρεμβάσεως, όπως ορίζεται σε αυτήν.

Σύμφωνα με το άρθρο 79 ΚΠολΔ, αν τρίτος αντιποιείται ολόκληρο ή ένα μέρος από το αντικείμενο δίκης που εκκρεμεί ανάμεσα σε άλλους, έχει δικαίωμα να παρέμβει κυρίως σε κάθε στάση της πρωτοβάθμιας ή της δευτεροβάθμιας διαδικασίας και με το άρθρο 80, αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, ως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει το διάδικο αυτόν.

Η αντιποίηση του αντικειμένου της δίκης, έχει ως όριο την υπέρβαση αυτού, η οποία δεν επιτρέπεται, με συνέπεια να μην δύναται το αίτημα της κυρίας παρεμβάσεως να είναι διάφορο ή πλέον του αιτήματος της αρχικής δίκης, δεν μπορεί λ.χ. ο παρεμβαίνων σε δίκη νομής να ζητήσει να αναγνωρισθεί κύριος του επιδίκου (Κεραμέας, ΑΠ 1243/1976, ΝοΒ 1977, 736, ΑΠ 1203/1979, ΝοΒ 1980, 519 (520 ΙΙ), ΕΑ 2892/1979, ΝΟΒ 1979, 992, ΕΑ 262/1980, ΝοΒ, 1980, 334).

Η διάκριση ανάμεσα στην κύρια και την πρόσθετη παρέμβαση, κατά τις παραπάνω διατάξεις, είναι σαφής, όπως είναι και ο τρόπος άσκησης αυτών, αυτός δε ορίζεται στην διάταξη του άρθρου 81 όπου, η κύρια και η πρόσθετη παρέμβαση, ανεξάρτητα από το αν γίνεται εκούσια ή ύστερα από προσεπίκληση ή ανακοίνωση, ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους.

Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, η άσκηση της κύριας παρέμβασης έχει τα αποτελέσματα που έχει και η άσκηση της αγωγής.

Για την άσκηση της κύριας και της πρόσθετης παρέμβασης, ειδικά στην εκούσια δικαιοδοσία, ορίζει η διάταξη του άρθρου 752 ΚΠολΔ, όπου, η κύρια παρέμβαση ασκείται με δικόγραφο και εφαρμόζονται για την παρέμβαση αυτή τα άρθρα 747, 748 και 751. Η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, χωρίς προδικασία.

Δύναται, πράγματι, ο δικονομικός νομοθέτης να ορίζει, ότι η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και χωρίς προδικασία, στο Ειρηνοδικείο (231) ή στην διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς πρωτοδικείου (686), επιφυλάσσει, όμως διαφορετική μεταχείριση για τον κυρίως παρεμβαίνοντα, που δεν εμφανίζεται στην δίκη ή εμφανίζεται αλλά δεν λαβαίνει μέρος σε αυτήν κανονικά (273) από τον ομοίως προσθέτως παρεμβαίνοντα (274) και φροντίζει να καλύψει με την δύναμη του δεδικασμένου την έννομη σχέση, που κρίθηκε μετά από κύρια παρέμβαση, χωρίς να πράττει ομοίως για την πρόσθετη τοιαύτη (322).

Η ιδιαίτερη μεταχείριση του νομοθέτη, ως προς την κύρια παρέμβαση, οφείλεται κυρίως στην παρ. 2 του άρθρου 81 ΚΠολΔ, όπου ορίζεται, ότι η άσκησή της, έχει τα αποτελέσματα που έχει και η άσκηση της αγωγής.

Η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 3588/07, παρά τα ανωτέρω οριζόμενα, εισάγει νέα ρύθμιση για την άσκηση κύριας και πρόσθετης παρεμβάσεως στην πτωχευτική διαδικασία, η οποία μπορεί, καταρχάς, να θεωρηθεί ειδικότερη των ως άνω διατάξεων, χωρίς ωστόσο να ενισχύεται η παραπάνω άποψη από την οικεία Εισηγητική Έκθεση.

Ενισχύεται, όμως από την διάταξη του άρθρου 181 περ. η΄ του ν. 3588/07 (ΦΕΚ Α 153/10.7.2007) με την οποία καταργείται η διάταξη του άρθρου 44 ΕισΝΚΠολΔ, η οποία όριζε : Οι πτωχευτικές υποθέσεις που δικάζονται κατά την ΠολΔ που ίσχυε πριν από τον Κώδικα Πολ. Δικονομίας κατά την επ` αναφορά διαδικασία, υπάγονται στην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου και δικάζονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 741 επ. 2. Οι διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 764 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στον πρώτο βαθμό.

Έστω, όμως και να δεχθούμε, ως παραδεκτό τον τρόπο ασκήσεως της κύριας παρέμβασης, όπως ορίζεται στην διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 ν. 3588/07, ερευνητέον κυρίως το περιεχόμενο αυτής, στην πτωχευτική δίκη και αν υπάρχει, πράγματι, πεδίο άσκησής της με νόμω βάσιμο τρόπο.

Ο κυρίως παρεμβαίνων, σε οποιαδήποτε δίκη, πολλώ δε μάλλον στην πτωχευτική, οφείλει να εκθέσει το έννομο συμφέρον του, καθώς και το δικαίωμα με βάση το οποίο αντιποιείται το επίδικο δικαίωμα.

Στην πτωχευτική δίκη, όμως, ο αιτών την εφαρμογή του άρθρου 99 ή αυτή του 107, δεν ζητάει από το πτωχευτικό δικαστήριο την αναγνώριση, την καταψήφιση, ή την διάγνωση κάποιου δικαιώματός του, παρά ζητάει να παρθούν κάποια μέτρα σύμφωνα με τα οικεία άρθρα του Πτωχευτικού Κώδικα.

Η απόφαση. που εκδίδεται από το πτωχευτικό δικαστήριο είτε κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 99 είτε κατ΄εφαρμογή του 107 δεν είναι καταψηφιστική, αναγνωριστική η διαπλαστική, παρά πρόκειται για απόφαση που καταρχήν βεβαιώνει την αδυναμία πληρωμής του αιτούντος, συγχρόνως, όμως αφορά στην προσωπικότητα αυτού, καθόσον απαγορεύει τις ατομικές διώξεις των δανειστών του και επιτρέπει την συλλογική ικανοποίηση αυτών από την περιουσία του, αν δεν διατάξει τα οριζόμενα στα άρθρα 99 επ. και 107 επ. ν. 3588/07.

Ο νομικός χαρακτήρ της αποφάσεως, κατά μια άποψη, είναι διττός : δηλωτικός και δημιουργικός (βλ. Κοτσίρη, Πτωχ. Δίκ. 1985 σ. 120, Ρόκας, σ. 79, ΕφΘεσ. 41/1970, ΝοΒ 1970, 454, ΜΠρΠειρ. 1105/1983 ΕΕΔ λδ (1983) σ. 489…….)

Γενικά, στην εκούσια δικαιοδοσία, μπορεί να ασκηθεί κύρια παρέμβαση, παρότι, δεν υφίσταται διαμάχη μεταξύ περισσοτέρων προσώπων για ένα αμφισβητούμενο δικαίωμα, με την υποβολή από τον τρίτο αυτοτελούς αιτήματος παροχής έννομης προστασίας, που στρέφεται εναντίον των αρχικώς ενδιαφερομένων (βλ. Κουσούλη Σ, η κύρια παρέμβαση 145 επ.).

Με αυτήν ο κυρίως παρεμβαίνων, ζητά την αποδοχή του δικού του αιτήματος, ώστε να διαταχθεί το ζητούμενο από τον αιτούντα ρυθμιστικό μέτρο, υπέρ αυτού, εναντίον των συμφερόντων του αρχικώς αιτούντος (βλ. ΚΠολΔ Βαθρακοκοίλη, άρθρ. 752, αρ. 2).

Έχει κριθεί, ότι δύναται, να ασκηθεί κύρια παρέμβαση σε δίκη για την μεταβολή του χρόνου έναρξης της αφάνειας, του διορισμού προσωρινής διοίκησης ή εκκαθαριστών νομικού προσώπου, για την εγγραφή σωματείου, την εξουσιοδότηση για την σύγκληση γενικής συνέλευσης σωματείου ή συνεταιρισμού, την καταχώριση σε δημόσια βιβλία πράξεων, τον διορισμό ή αντικατάσταση μεσεγγυούχου, επιτρόπου, παρεπιτρόπου, ειδικού η προσωρινού επιτρόπου ή αντιλήπτορα, κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομίας ή εκκαθαριστή κληρονομίας, την έκδοση κληρονομητηρίου, την κήρυξη αξιογράφου ως ανίσχυρου ή την δόση βεβαιωτικού όρκου (ο.π. και ΕΑ 7640/79 ΝοΒ 28/325, ΜΠΑ 3308/75 Δνη 16/373, Μπέηγ Πολ. Δικ. 752).

Αντίθετα, δεν θεωρείται δυνατή η άσκηση κύριας παρέμβασης στις δίκες με αντικείμενο την διόρθωση ληξιαρχικής πράξης, την κήρυξη ή άρση της αφάνειας, τον έλεγχο ανώνυμης εταιρίας, την παροχή άδειας για εκποίηση ενεχύρου, την παύση του μεσεγγυούχου, επιτρόπου, παρεπιτρόπου, ειδικού η προσωρινού επιτρόπου ή δικαστικού αντιλήπτορα, την υιοθεσία, την άδεια για ενέργεια πράξεων, την κήρυξη προσώπου υπό δικαστική απαγόρευση ή αντίληψη κ.λ.π. (ο.π. Βαθρακοκοίλη).

Ωστόσο στην κύρια πτωχευτική δίκη, στην οποία, ο αιτών, ζητά να βεβαιωθεί η αδυναμία πληρωμής του και να διαταχθεί η παύση των ατομικών διώξεων, καθώς και όσα προβλέπονται στο άρθρο 99 επ. ή στο 107 Πτωχευτικού Κώδικα, ποίο είναι το έννομο συμφέρον του τρίτου για να παρέμβει κυρίως στην δίκη αυτή και ποίο δικαίωμα θα αντιποιηθεί εν όλω η εν μέρει και με ποίο αίτημα θα ασκήσει την κύρια παρέμβαση ;

Αναρωτιέται ο Μπέης (Πολ. Δικ. 752) : Είναι κύρια ή πρόσθετη η παρέμβαση μετόχου ανώνυμης εταιρίας, που κηρύχθηκε σε πτώχευση, όταν ζητεί να απορριφθεί η αίτηση της για ανάκληση της απόφασης που την κήρυξε σε πτώχευση;

Τη δικαστική πρακτική απασχόλησε και δίχασε η ακόλουθη περίπτωση. Κηρύχθηκαν από κοινού σε κατάσταση πτώχευσης τόσο το νομικό πρόσωπο ορισμένης ανώνυμης εταιρίας, όσο και συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο ατο­μικώς. Στη συνέχεια η εταιρία υπέβαλε αίτηση για την ανάκληση της απόφασης που την είχε κηρύξει σε κατάσταση πτώχευσης, και την έστρεψε εναντίον του οριστικού συνδίκου, ο οποίος όμως συμμάχησε μαζί της και ζήτησε να γίνει δεκτή η ανακλητική αίτηση. Στη συζήτηση της αίτησης τούτης παρενέβη με τις προτάσεις το προαναφερόμενο φυσικό πρόσωπο και ζήτησε να απορριφθεί η εκκρεμής ανακλητική αίτηση, αντιποιούμενο την κυριότητα σε ορισμένο αριθμό μετοχών της εταιρίας τούτης.

Ανέκυψε το ζήτημα, αν η παρέμβαση τούτη ήταν κύρια ή πρόσθετη. Με την πρώτη εκδοχή θα ήταν απαράδεκτη, επειδή δεν είχε ασκηθεί με αυτοτελές δικόγραφο, ενώ με τη δεύτερη θα ήταν παραδεκτή.

Το εφετείο, (ΕφΑθ 518/1970 Δ 2, 212), έκρινε ότι πρόκειται για πρόσθετη παρέμβαση, επειδή ο παρεμβαίνων δεν υπέβαλε αυτοτελή αίτηση δικαστικής προστασίας.

Ο Άρειος Πάγος (ΑΠ 423/1970 Δ 2, 211), αναίρεσε την προαναφερόμενη απόφαση, με τη σκέψη ότι, αφού ο παρεμβαίνων έγινε αντίδικος και των δυο αρχικών διαδίκων, δεν υπήρχε περιθώριο για άσκηση πρόσθετης, αλλά μόνον κύριας παρέμβασης, και αυτή έπρεπε να ασκηθεί με αυτοτελές δικόγραφο.

Η τελευταία τούτη εκδοχή επικρίθηκε (Μπέης, Δ 2,213 επ.). Πρώτο, γιατί το χαρακτηριστικό γνώρισμα της κύριας ή της πρόσθετης παρέμβασης δεν είναι οπωσδήποτε η αντιδικία με όλους τους αρχικούς διαδίκους (για την κύρια παρέμβαση) και η συμμαχία με έναν τουλάχιστον από αυτούς (για την πρόσθετη). Κύρια παρέμ­βαση υπάρχει όταν ο παρεμβαίνων δεν αρκείται στο να ζητήσει την απόρριψη του εκκρεμούς αρχικού αιτήματος, αλλά επιπρόσθετα σωρεύει δικό του αίτημα αυτοτελούς δικαστικής προστασίας, και μάλιστα στο περιορισμένο πλαίσιο της αντιποίησης του αντικειμένου της δίκης. Αντίθετα, πρόκειται για πρόσθετη παρέμβαση, όταν ο παρεμβαίνων δεν υποβάλλει νέο αίτημα (αυτοτελούς) δικαστικής προστασίας, αλλά περιορίζεται είτε στην υποστήριξη είτε στην απόκρουση του αρχικού αιτήματος που εκκρεμεί. Δεύτερο, γιατί η αντίθετη εκδοχή θα προκαλούσε αβεβαιότητα δικαίου, αφού ο τρίτος πριν από τη συζήτηση στο ακροατήριο δε θα γνώριζε αν ο σύνδικος θα υποστηρίξει ή θα αποκρούσει την αίτηση για ανάκληση της πτωχευτικής απόφασης, και συνακό­λουθα θα βρισκόταν σε αμηχανία, αν θα έπρεπε να ασκήσει την παρέμβαση του με δικόγραφο, ως κύρια, ή δίχως προδικασία, ως πρόσθετη. Αλλά μια τέτοια λύση, όπου δεν είναι εξ αρχής σαφές, αν η ασκούμενη παρέμβαση έχει χαρακτήρα κύριας ή πρόσθετης, δεν μπορεί να ικανοποιεί (βλ. Μπέη, 752).

Η άποψη του Μπέη, ικανοποιεί, εν μέρει, διότι, ως προς το πρώτο επιχείρημα, η επιστημονική διάκριση μεταξύ της κυρίας και της πρόσθετης παρεμβάσεως δεν εξηγεί και δεν στηρίζει, επαρκώς, από μήνη της, την θέση, ότι επρόκειτο για πρόσθετη παρέμβαση και όχι για κυρία τοιαύτη, πλην όμως σωστά διέγνωσε στην κριτική που άσκησε στην παραπάνω Αρειοπαγητική, ότι ο ισχυρισμός του παρεμβαίνοντος περί ιδίας κυριότητας αριθμού μετοχών της ανωνύμου εταιρίας, στήριζε το έννομο συμφέρον του για να παρεμβεί στην δίκη και δεν υποδήλωνε «αντιδικία», αντιποίηση δηλ. εν όλω ή εν μέρει του αντικειμένου της δίκης για να κριθεί, εξ αυτού του λόγου, ως κύρια η παρέμβασή του (Δ. 2, 213).

Ως προς το δεύτερο επιχείρημα, περί δημιουργίας αβεβαιότητος δικαίου, το ανακριτικό σύστημα, που ισχύει στην Εκούσια δικαιοδοσία, παρέχει επαρκή προστασία στους διαδίκους και η γνώση του, στερεί από τις δικονομικές κινήσεις των διαδίκων το στοιχείο του αιφνιδιασμού, με συνέπεια να μην δύνανται αυτοί να βρεθούν σε αμήχανη θέση.

Η άποψη του Αρείου Πάγου, ότι, αφού ο παρεμβαίνων έγινε αντίδικος και των δυο αρχικών διαδίκων, δεν υπήρχε περιθώριο για άσκηση πρόσθετης, αλλά μόνον κύριας παρέμβασης και αυτή έπρεπε να ασκηθεί με αυτοτελές δικόγραφο, δεν ικανοποιεί, διότι παρείδε, ότι ο ισχυρισμός, του παρεμβαίνοντος περί ιδίας κυριότητας, ορισμένου αριθμού μετοχών, της εταιρίας, αφορούσε το έννομο συμφέρον αυτού, ώστε να δύναται, να ζητήσει την απόρριψη της ανακλητικής της πτωχεύσεως αιτήσεως και δεν αφορούσε αντιποίηση του αντικειμένου της δίκης.

Ούτε η άποψη του Εφετείου, ότι πρόκειται για πρόσθετη παρέμβαση, επειδή ο παρεμβαίνων δεν υπέβαλε αυτοτελή αίτηση δικαστικής προστασίας, κρίνεται επαρκής, διότι ο τότε, παρεμβαίνων, επικαλούμενος έννομο συμφέρον από την ιδία κυριότητα, ορισμένου αριθμού μετοχών, υπέβαλλε, πράγματι, αίτημα αυτοτελούς δικαστικής προστασίας, το οποίο συνίστατο στην απόρριψη της ανακλητικής αίτησης, που υπέβαλλε η εταιρία κατά του οριστικού συνδίκου της πτωχεύσεως, ο οποίος συνομολόγησε το περιεχόμενό της, ώστε να παραμείνει η εταιρία πτωχή.

Βέβαια, στην τότε, επίδικη υπόθεση, δεν εξετάσθηκε το στοιχείο της αντιποίησης του επίδικου δικαιώματος, ώστε να δύναται να χαρακτηρισθεί εξ αυτού του λόγου η παρέμβαση, ως κυρία, υπήρχε, όμως πράγματι, επικαλούμενο δικαίωμα στην ανακλητική της πτωχεύσεως, αίτηση, για να μπορεί να καταστεί αντικείμενο αντιποίησης ;

Με όσα εξέτασε η τότε εφετειακή και Αρειοπαγητική, ανακύπτει το ερώτημα, αν η προβολή αυτοτελούς αιτήματος, είναι αυτό που διακρίνει την κύρια από την πρόσθετη παρέμβαση και αν η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται, πάντοτε, προς υποστήριξη του αιτούντος ή ασκείται και με σκοπό την απόρριψη της σχετικής αιτήσεως ;

και ναι μεν στην αμφισβητουμένη δικαιοδοσία, το ερώτημα αυτό είναι εύκολο να απαντηθεί, διότι ο προσθέτως παρεμβαίνων έχει την δυνατότητα να παρέμβει και να υποστηρίξει τον έναν ή τον άλλον διάδικο, ζητώντας, την απόρριψη των ισχυρισμών του καθού η παρέμβαση, αλλά πόσο εύκολο είναι να απαντηθεί το ίδιο ερώτημα, όταν πρόκειται για την εκούσια δικαιοδοσία ;

και αν κάποιος σ΄αυτή, παρέμβει προσθέτως υπέρ του αιτούντος, ζητώντας την απόρριψη της αιτήσεως θα πρόκειται, πράγματι για πρόσθετη παρέμβαση ;

αποτελεί άραγε, ασφαλές κριτήριο, για την διάκριση της κύριας από την πρόσθετη παρέμβαση, στην εκούσια δικαιοδοσία, η προβολή αυτοτελούς αιτήματος δικαστικής προστασίας, ή μήπως παρά την προβολή παρόμοιου αιτήματος η παρέμβαση, εξακολουθεί να είναι πρόσθετη και αντίστροφα ;

Είναι πλατιά διαδομένη η αντίληψη ότι στο χώρο της εκούσιας δικαιοδοσίας, αν τρίτος παρεμβαίνει και αποκρούει το αίτημα του μοναδικού ως τότε διαδίκου, πρόκειται τάχα για κύρια παρέμβαση (Μπέη Πολ. Δικ. 752).

Η αντίληψη τούτη επηρεάζεται προδήλως από τον ορισμό του άρθρου 80, κατά το οποίο πρόσθετη παρέμβαση υπάρχει όταν ο παρεμβαίνων τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, οπότε παρεμβαίνει ακριβώς για να υποστηρίξει τον διάδικο αυτόν. Έτσι, στην εκούσια δικαιοδοσία, αν ο παρεμβαίνων τρίτος αποκρούει το αίτημα του μοναδικού ως τότε διαδίκου, δεν υπάρχει άλλος διάδικος, για την υποστήριξη του οποίου να παρέμβει, με αποτέλεσμα, πάντα κατά την αντίληψη τούτη, να μην μπορεί να γίνει λόγος για πρόσθετη παρέμβαση (πρόσθετη, υπέρ τίνος, αναρωτιώνται). Δε μένει, κατά το επιχείρημα της αντιδιαστολής, παρά να πρόκειται για κύρια παρέμβαση (ο.π.).

Όμως η αντίληψη τούτη παραβλέπει ότι κύρια παρέμβαση δεν είναι κάθε τι που (με την πρώτη ματιά) δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρόσθετη. Ο πυρήνας της κύριας παρέμβασης εντοπίζεται στο αυτοτελές αίτημα δικαστικής προστασίας που υποβάλλει ο κυρίως παρεμβαίνων, και με το οποίο αντιποιείται το αντικείμενο της δίκης. Κατά το άρθρο 79 § 1, αν τρίτος αντιποιείται ολόκληρο ή ένα μέρος από το αντικείμενο δίκης που εκκρεμεί ανάμεσα σε άλλους, έχει δικαίωμα να παρέμβει κυρίως. Δίχως αντιποίηση λοιπόν του αντικειμένου της δίκης, μόνη η απόκρουση του εκκρεμούς αρχικού αιτήματος, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κύρια παρέμβαση (ΜΠρΙωαν 856/1976 ΑρχΝ 28,144. 215/1976 Αρμ 30,635. 176/1982 Αρμ 36,826).

Στις διαγνωστικές δίκες της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας το αντικείμενο της δίκης αναφέρεται στο επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα, είτε άμεσα (έτσι οι ουσιαστικές θεωρίες για το αντικείμενο της πολιτικής δίκης) (βλ. Μπέη, Το αντικείμενο της πολιτικής δίκης, Δ 21,3 επ.), είτε εμμέσως, με την έννοια δηλαδή ότι το αίτημα (ή ο νομικός ισχυρισμός του ενάγοντα) αναφέρεται στην ισχύ του ουσιαστικού τούτου δικαιώματος (έτσι οι δικονομικές θεωρίες). Μιλώντας λοιπόν για αντιποίηση του αντικειμένου της δίκης από τον κυρίως παρεμβαίνοντα στο χώρο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας εν­νοούμε, ότι αντιποιείται το επίδικο δικαίωμα, ότι δηλαδή υποβάλλει αίτημα, με το οποίο ζητεί σωρευτικά, αφενός, να απορριφθεί το αίτημα του ενάγοντα και, αφετέρου, να γίνει δεκτό το δικό του αίτημα, έτσι που να αναγνωριστεί δεσμευτικά ότι αυτός, ο κυρίως παρεμβαίνων, και όχι ο ενάγων, είναι ο δικαιούχος του επίδικου ουσιαστικού δικαιώματος (ο.π.).

Όμως, καθώς ήδη επανειλημμένα έχει σημειωθεί, στις δίκες της εκούσιας δικαιοδοσίας το δικαστήριο δεν προχωρεί σε δεσμευτική διάγνωση δικαιω­μάτων, αλλά περιορίζεται στο να διατάξει ή μη το ζητούμενο ρυθμιστικό μέτρο. Συνακόλουθα η αντιποίηση του αντικειμένου της δίκης με την κύρια παρέμβαση σε δίκη εκούσιας δικαιοδοσίας δεν μπορεί να έχει το νόημα, ότι ο παρεμβαίνων αντιποιείται το επίδικο δικαίωμα (αφού τέτοιο επίδικο δικαίωμα δεν υπάρχει εδώ), αλλά απλά και μόνον, ότι ο κυρίως παρεμβαίνων ζητεί σωρευτικώς, αφενός, να απορριφθεί το εισαγωγικό της δίκης αίτημα του αρχικού αιτούντα και, αφετέρου, να γίνει δεκτό το δικό του, έτσι ώστε να διαταχθεί το ρυθμιστικό μέτρο, που είχε ζητήσει ο αρχικός αιτών, υπέρ του ήδη κυρίως παρεμβαίνοντα και εναντίον των συμφερόντων του αρχικού αιτούντα (ο.π. Δ 2,213).

Όμως, όπως προκύπτει από τα παραδείγματα, που αναφέρονται παραπάνω και αντλούνται από την θεωρία και την νομολογία, δεν είναι δυνατή πάντοτε η άσκηση κύριας παρέμβασης στην εκούσια δικαιοδοσία.

Έχει ήδη σημειωθεί, ότι στις δίκες της εκούσιας δικαιοδοσίας το δικαστήριο δεν προχωρεί σε δεσμευτική διάγνωση δικαιω­μάτων, αλλά περιορίζεται στο να διατάξει ή μη το ζητούμενο ρυθμιστικό μέτρο.

Κριτήριο για την ως άνω διάγνωση, μπορεί να αποτελέσει η φύση των υποθέσεων της εκουσίας δικαιοδοσίας, ήτοι, αν οι οικείες δικαστικές αποφάσεις διατάσσουν ρυθμιστικά μέτρα για την ρύθμιση ιδιωτικών συμφερόντων και είναι απλώς διαπιστωτικές ή αν επιπλέον, διαπλάθουν μια έννομη κατάσταση σε νέα τοιαύτη και ποίο είναι το περιθώριο άσκησης παρέμβασης, κύριας ή πρόσθετης.

Είναι γενικά παραδεκτό, ότι στο πλαίσιο της εκούσιας δικαιοδοσίας, οι εκδιδόμενες αποφάσεις, δεν έχουν διαγνωστικό χαρακτήρα, ούτε αναγνωρίζουν με την δύναμη του δεδικασμένου την ισχύ ενός δικαιώματος, αλλά διατάσσουν μέτρα για την αποτελεσματικότερη ρύθμιση των υφιστάμενων σχέσεων, που ασφαλώς θα μπορούσε να ανατεθεί σε άλλο διοικητικό όργανο (π.χ. περιφερειάρχη), χωρίς όμως να επιτρέπεται η δυνατότητα ελέγχου των μέτρων αυτών από άλλο δικαστήριο ή άλλο διοικητικό όργανο.

Από την διάταξη του άρθρου 739 ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι στην διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, υπάγονται μόνο εκείνες οι υποθέσεις, οι οποίες αναφέρονται στα άρθρα 782 έως 866, με συνέπεια για τις λοιπές το τεκμήριο να λειτουργεί υπέρ της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, με εξαίρεση αυτές που με ειδική διάταξη νόμου, υπάγονται στην εκούσια δικαιοδοσία, ή που λόγω της διοικητικής φύσεως τους ή του αρρύθμιστου αυτών, υπάγονται σε αυτήν.

Αναρωτιέται ο Κ. Μπέης : Η άσκηση κύριας παρέμβασης μετατρέπει το χαρακτήρα της δικαιοδοσίας από εκούσια σε αμφισβητούμενη;

Τους συντάκτες του Κώδικα είχε απασχολήσει το ερώτημα αν η διαδικασία θα μεταβάλλει χαρακτήρα, έτσι ώστε από ειδική της εκούσιας δικαιοδοσίας να μετατρέπεται σε τακτική της αμφισβητούμενης, στις περιπτώσεις που ασκείται κύρια παρέμβαση. Ο εισηγητής της σχετικής διάταξης του προσχεδίου Γ. Ράμμος είχε προτείνει ότι «εφ` όσον η απόφασις πρόκειται να αποτελή δεδικασμένον και να επιτρέπεται η άσκησις τριτανακοπής, ως κατά το ισχύον δίκαιον (ΠολΔικ αρθρ. 645, ΚρητΠολΔικ αρθρ. 560) και ουχί η άσκησις αγωγής περί ακυρώσεως ή διαρρήξεως της αποφάσεως εκ μέρους των διαδίκων ή τρίτων, ορθόν είναι να τηρούνται μετά την προσέλευσιν του τρίτου οι κανόνες της κατ` αντιδικίαν διαδικασίας» (ΣχεδΠολΔ, VII σελ. 22). Όμως τελικά ο κώδικας δεν περιέλαβε καμιά διάταξη που να ορίζει (ή έστω να προσανατολίζει προς τη θέση του εισηγητή) ότι η διαδικασία μετατρέπεται σε διαγνωστική της αμφισβητούμενης δι­καιοδοσίας, αν τυχόν ασκηθεί κύρια παρέμβαση στη διαδικασία γνήσιας υπόθεσης εκούσιας δικαιοδοσίας (Κ. Μπέη 752).

Βέβαια, αν ασκηθεί τριτανακοπή, όπως εύστοχα είχε παρατηρήσει ο εισηγητής του προσχεδίου Γ. Ράμμος, το κύριο αντικείμενο της νέας δίκης, δηλαδή η ακύρωση της τριτανακοπτόμενης απόφασης, έχει πρωταρχικά χαρακτήρα διαφοράς του δικονομικού δικαίου, ως κλάδου του ουσιαστικού δημόσιου δικαίου. Όμως ο νομοθέτης, έτσι όπως είχε εξουσία, παρέπεμψε τη συνεκδίκαση αυτής της διαφοράς στην απλή και οπωσδήποτε γρήγορη διαδικασία της εκούσιας δι­ καιοδοσίας (ο.π.).

Εξάλλου είναι αλήθεια πως συχνά λέγεται ότι η τριτανακοπή δεν είναι τίποτε άλλο παρά υποκατάστατο της κύριας παρέμβασης που δεν πρόλαβε να ασκηθεί, όσο η δίκη ήταν εκκρεμής. Όμως αυτή η αποστροφή δε σημαίνει ότι η κύρια παρέμβαση, όμοια όπως η τριτανακοπή, εισάγει προς εκδίκαση οπωσδήποτε διαφορά. Και τούτο, γιατί, σε αντίθεση προς την τριτανακοπή, που έχει ως κύριο αντικείμενο δίκης το αγωγικό διαπλαστικό δικαίωμα του τριτανακόπτοντα, προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, η κύρια παρέμβαση, στο χώρο της εκούσιας δικαιοδοσίας, δεν εισάγει κανένα αυτοτελές διαγνωστικό αίτημα. Ασφαλώς έχει διαγνωστικό χαρακτήρα το αίτημα του κυρίως παρεμβαίνοντα προς απόρριψη του αρχικού αιτήματος, με το οποίο άνοιξε η δίκη. Όμοια όπως αντίστοιχα και η απορριπτική απόφαση θα έχει αναγνωριστικό χαρακτήρα. Αλλά το αναγνωριστικό τούτο αίτημα δεν έχει αυτοτέλεια. Είναι απλά και μόνο η αντίστροφη όψη του αιτήματος του διαδίκου που άνοιξε τη διαδικασία. Και όπως το αίτημα εκείνο δεν εισάγει διαφορά, έτσι όμοια δεν μπορεί να εισάγει διαφορά και το αντίστροφο αίτημα της απόρριψης εκείνου (ο.π.).

Για τους λόγους τούτους η άσκηση κύριας παρέμβασης σε γνήσια υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας ούτε διαφορά εισάγει στην εκκρεμή δίκη εκούσιας δικαιοδοσίας, ούτε, πολύ περισσότερο, μετατρέπει το χαρακτήρα της διεξα­γόμενης διαδικασίας από εκούσιας σε αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας.

Και γενικότερα, αν αναφύει οποιαδήποτε έριδα κατά την πορεία της διαδι­κασίας για γνήσια υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας, η εκδίκαση συνεχίζεται απρόσκοπτα με το αρχικό αντικείμενο δίκης και με την ίδια διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (Πρακτικά αναθεωρητικής επιτροπής, σελ. 392. Γ. Οικονομόπουλος, ΣχεδΠολΔ, VII σελ. 29. Γ. Ράμμος, ΣχεδΠολΔ, VII σελ. 22. Μπέης,Αι διαδικασίαι ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου, III § 6 Ι 9 σελ. 533. Τ. Οικονομόπουλος, σελ. 19. Σταυρόπουλος, 752 5 3 σελ. 902. ΕφΑθ 2284/1970. ΕφΘεσ 843/1970 ΑρχΝ 22,654 με σημ. ΠΙΘ 24).

Από τα παραπάνω, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα, ότι στις γνήσιες υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, όπου ο αιτών ζητά από το δικαστήριο την βεβαίωση ή την διαπίστωση ενός γεγονότος (λ.χ. τη διόρθωση ληξιαρχικής πράξης, την κήρυξη ή την άρση της αφάνειας, τον έλεγχο ανώνυμης εταιρίας, την παύση μεσεγγυούχου κ.α.) και οι εκδιδόμενες δικαστικές αποφάσεις είναι διαπιστωτικές, δεν δύναται να ασκηθεί παραδεκτώς και με νόμω βάσιμο τρόπο, κύρια παρέμβαση, αφού σε αυτές δεν τίθεται προς δικαστική διάγνωση κάποιο δικαίωμα, ώστε να μπορεί να το αντιποιηθεί με οποιονδήποτε τρόπο, ο έχων έννομο συμφέρον τρίτος, που επιθυμεί να παρέμβει στην ανοιγείσα δίκη.

Βέβαια η κρίση για το ποιες είναι οι γνήσιες υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, ανήκει στα δικαστήρια, που ορισμένες φορές έρχονται σε αντίθεση με τις απόψεις της θεωρίας, όπως συνέβη με την 914/1980 ΟλΑΠ, η οποία έκρινε, ότι εκ τών διατάξεων τών αρθρ. 1575 και 1578 ΑΚ, καθ` ας ή υιοθεσία τελείται δια δικαστικής αποφάσεως μετ` ερευναν υπό του δικαστηρίου εάν συντρέχωσιν οι όροι τοϋ νόμου και αν συμφέρη ή υιοθεσία είς τον υιοθετούμενον, συνάγεται ότι τό δικαστήριον, έκδίδον τήν περί υιοθεσίας άπόφασιν, δι` ην συμφώνως προς τα άρθρα 739 και 780 ΚΠολΔ, τηρείται ή διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, δέν περιορίζεται εις απλήν έπικύρωσιν της συμφωνίας τών μερών, άλλα συμπληροί κυριαρχικώς δια της ιδίας αυτοϋ βουλήσεως την συναίνεσιν τών μερών, άσκούν ούτω δικαστικήν δικαιοδοσίαν, ώς εκ τούτου δέ ή άπόφασις αυτού, άφ` ενός μεν υπόκειται εις τά κατά τήν ώς άνω διαδικασίαν τής έκουσίας δικαιοδοσίας επιτρεπόμενα ένδικα μέσα (αρθρ. 761 έπ. ΚΠολΔ), άφ` ετέρου δέ, έφ` όσον τό εναντίον δέν ορίζεται δια τών ειδικών διατάξεων τής διαδικασίας ταύτης ούτε συνάγεται έκ τής φύσεως αυτής, αποτελεί σχετικόν δεδικασμένο μεταξύ τών παραστάντων και κληθέντων διαδίκων (άρθρα 741 και 325 ΚΠολΔ), έναντι δέ άλλων αποδεικνύει μεν τήν τέλεσιν τής υιοθεσίας, άλλα δέν υπόχρεοι αυτούς ώς προς τό κϋρος της. "Οθεν οί τρίτοι, εφ` όσον έχουσιν ίδιον εννομον συμφέρον, δύνανται, ώς μη δεσμευόμενοι έκ τοϋ δεδικασμένου τής περί υιοθεσίας αποφάσεως, νά προσβάλωσι τήν υιοθεσίαν ώς άκυρον, δι` έλλειψιν νομίμου τινός έκ τών απαιτουμένων κατά τά άρθρα 1568 εως 1577 ΑΚ θετικών ή αρνητικών δρων, είτε διά τριτανακοπής κατά τής αποφάσεως είτε δι` αγωγής συμφώνως προς τά άρθρα 67, 731, 733 έπ., 583, 586, 614, 619, 620 και 621 ΚΠολΔ και αρθρ. 17 τοϋ ν.δ. 610/1970.

Από την παραπάνω κρίση, συνάγονται δύο τινά : α) ότι η υιοθεσία δεν ανήκει στις γνήσιες υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας και β) ότι από την οικεία απόφαση, παράγεται δεδικασμένο. Όμως, αν παράγεται δεδικασμένο για τις μη γνήσιες τοιαύτες, μπορεί να συναχθεί, εξ αντιδιαστολής, το συμπέρασμα, ότι σε αυτές είναι επιτρεπτή η κύρια παρέμβαση (322, 1) ; Οι θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί για το δεδικασμένο στην εκούσια δικαιοδοσία, δεν επιτρέπουν την εξαγωγή παρόμοιου συμπεράσματος.

Οι θεωρίες αυτές, έχουν την αξία τους, διότι, αν οι αποφάσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας, παράγουν δεδικασμένο, τότε, κατά το άρθρο 322 παρ. 1, αυτό καλύπτει και την κύρια παρέμβαση, που τυχόν ασκήθηκε, οπότε, πράγματι, θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα για το επιτρεπτό της κύριας παρέμβασης στην εκούσια δικαιοδοσία. Κατά την πρώτη άποψη, δεν παράγεται δεδικασμένο από τις αποφάσεις της εκουσίας, διότι έχουν διαπλαστικό η βεβαιωτικό χαρακτήρα, η δε τυχόν διάπλαση δεν στηρίζεται σε διαπλαστικό δικαίωμα του αιτούντος, ούτε η βεβαίωση αφορά σε έννομη σχέση, αλλά σε πραγματικά περιστατικά, που μπορεί ενδεχομένως να οδηγήσουν στην δημιουργία έννομης σχέσης του ουσιαστικού δικαίου (Κονδύλης, Δεδικασμένο).

Κατά την ανωτέρω άποψη, αν δεχόμαστε δεδικασμένο στην εκουσία, θα υπήρχε μεγάλη δυσκολία να καθοριστούν τα υποκειμενικά του όρια.

Κατά την δεύτερη (τελολογική) άποψη, «μόνο το δεδικασμένο εξασφαλίζει στις αποφάσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας τη σημασία που τους αρμόζει και στην έννομη ζωή την αναγκαία σταθερότητα. Το συμφέρον της πολιτείας και το συμφέρον όσων μετέχουν στην διαδικασία επιβάλλει να δεχθούμε και εν προκειμένω δέσμευση του δικαστηρίου από την τελεσίδικη απόφασή του». Αυτά όμως, ισχύουν τονίζει η άποψη αυτή ως κανόνας,, διότι όταν η προστασία του ενδιαφερομένου έχει μεγαλύτερη σημασία από την ασφάλεια δικαίου, όπως συμβαίνει π.χ. με την άδεια τέλεσης γάμου σε ανήλικο, τότε κατ εξαίρεση δέσμευση του δικαστηρίου δεν υπάρχει. Υπάρχει όμως δέσμευση, λόγω δεδικασμένου, αν αλλιώς κινδύνευαν να ζημιωθούν τρίτοι, όπως στις περιπτώσεις διορισμού επιτρόπου συμπαραστάτη κ.λ.π. Ωστόσο και αυτή η γνώμη αρνείται την παραγωγή δεκασμένου επι βεβαιώσεως γεγονότων, όπως γέννησης, θανάτου κ.λ.π. (προς τον σκοπό σύνταξης ληξιαρχικής πράξης)

Η τρίτη άποψη, είναι καθαρά περιπτωσιολογική και υποστηρίζει, ότι ενόψει της ποικιλίας των υποθέσεων, που υπάγονται στην εκουσία δικαιοδοσία, δεν μπορεί να δοθεί ενιαία λύση, αλλά το ζήτημα πρέπει να ερευνάται κατά περίπτωση ανάλογα με το αντικείμενο της απόφασης (ο.π.). Ο Κονδύλης, ασκεί κριτική στις παραπάνω απόψεις και υποστηρίζει, ότι σύμφωνα με τα άρθρα 322 και 324, για να παραχθεί δεδικασμένο, πρέπει η απόφαση να έχει κρίνει για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία δικαιώματος ή έννομης σχέσης, κάτι που δεν συμβαίνει με τις αποφάσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας. Θα μπορούσε, να υποστηριχθεί, ότι το δεδικασμένο στην εκούσια δικαιοδοσία αναφέρεται (αντίθετα με την θεμελιώδη αρχή της αμφισβητουμένης δικαιοδοσία) στην αλήθεια των πραγματικών περιστατικών που διαπιστώθηκαν ή στην «νομιμότητα της γενόμενης διαπλάσεως» (Μπέης 114, 134, Δ, 1971, 458, Δ 1972, 809). Εντούτοις η αποδοχή της απόψεως αυτής, προϋποθέτει, ότι γίνεται δεκτή η ανάγκη του δεδικασμένου και για τις αποφάσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας, τέτοια, όμως ανάγκη δεν υπάρχει, διότι η αρνητική λειτουργία του δεδικασμένου, καλύπτεται από τις διατάξεις των άρθρων 758 και 778 και η θετική του λειτουργία από τον διαπλαστικό ή βεβαιωτικό χαρακτήρα της αποφάσεως, από την δημοσίευσή της δε, πραγματώνεται η βεβαίωση του γεγονότος ή διαπλάσσεται αυτοδικαίως η έννομη σχέση, έναντι πάντων, πλην των τρίτων που δικαιούνται να ασκήσουν τριτανακοπή κατά το άρθρο 773 ΚΠολΔ, η αποδοχή της οποία επιφέρει ex nunc ανατροπήτριτανακοπτομένης απόφασης (ο.π. Κονδύλη).

Από τον συνδυασμό των παραπάνω απόψεων, μπορεί να συναχθεί, με ασφάλεια, το συμπέρασμα, ότι μπορεί να μην χωρεί κύρια παρέμβαση στις γνήσιες υποθέσεις εκουσίας, από την τελεσίδικη εκδίκαση των οποίων, δεν παράγεται δεδικασμένο, ωστόσο, τίθεται υπό αμφισβήτηση, το θέμα, αν χωρεί κύρια παρέμβαση στις μη γνήσιες υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας.

Η πτωχευτική δίκη, που ανοίγει με την αίτηση του άρθρου 99 ή αυτήν του 107 του νέου Πτωχευτικού Κώδικα, οδηγεί, αν γίνει δεκτή, στην έκδοση απόφασης, η οποία έχει διαπιστωτικό αλλά και διαπλαστικό χαρακτήρα.

Αφενός μεν διαπιστώνει την αδυναμία πληρωμής του αιτούντος, αφετέρου δε διαπλάθει μια έννομη κατάσταση, διατάσσοντας τα ρυθμιστικά μέτρα, που ορίζονται στις παραπάνω διατάξεις και δημιουργεί από της δημοσιεύσεώς της μια νέα έννομη σχέση ανάμεσα στον αιτούντα και στους τρίτους.

Οι τρίτοι δικαιούνται να ασκήσουν, κατά της αποφάσεως αυτής, την πτωχευτική ανακοπήτου άρθρου 56, όπου ορίζεται, ότι η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση, καθώς και εκείνη που μεταβάλλει χρόνο παύσης των πληρωμών, υπόκεινται σε ανακοπή. Η ανακοπήαπευθύνεται κατά του συνδίκου και ασκείται ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση από τον οφειλέτη και οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών, καθώς και την αίτηση ανακλήσεως του άρθρου 57 παρ. 1 εδ. γ΄, όπου ορίζεται ότι, ….. Η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση μπορεί να ανακληθεί και με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον ή με πρόταση του εισηγητή, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 758 Κ. ΠολΔ….

Η ανακοπήτου άρθρου 56, ασκείται από τον έχοντα έννομο συμφέρον τρίτον, εφόσον αυτός δεν εκλήθη ή δεν μετείχε στην κύρια πτωχευτική δίκη (583 ΚΠολΔ) και έχει τον χαρακτήρα τριτανακοπής, η δε ανακλητική αίτηση του τρίτου, γίνεται υπό τους όρους και προϋποθέσεις, που ορίζει η διάταξη του άρθρου 758 ΚΠολΔ.

Σύμφωνα με την άποψη που προεκτέθηκε, οι διατάξεις των άρθρων 758, 773 και 778 ΚΠολΔ, των οποίων ειδικότερη έκφραση αποτελούν οι διατάξεις των άρθρων 56 και 57 του νέου Πτωχευτικού Κώδικα, φαίνεται να δημιουργούν ένα «κλειστό» δικονομικό σύστημα, στο έκτο βιβλίο του Κώδικα, περί εκουσίας δικαιοδοσίας, το οποίο δεν επιτρέπει την εφαρμογή των κανόνων του δεδικασμένου.

Βέβαια, δεν υιοθετήθηκε, τελικά, η άποψη του εισηγητή Γ. Ράμμου, περί εφαρμογής των κατ΄ αντιδικία διατάξεων, επιτρεπομένης τριτανακοπής στην εκουσία δικαιοδοσία, αλλά μπορεί κάποιος να ισχυριστεί, ότι αυτό δεν σημαίνει, ότι οι αποφάσεις της δεν παράγουν δεδικασμένο και ότι δεν επιτρέπεται η κύρια παρέμβαση σε αυτές (μη γνήσιες).

Όμως για την αντίκρουση του παραπάνω ισχυρισμού, ιδίως ως προς την παραγωγή δεδικασμένου, αρκεί να σκεφτεί κανείς, αν η απόφαση της εκουσίας, που κάνει δεκτή την κύρια παρέμβαση, σε δίκη κληρονομητηρίου και διατάσσει την έκδοση αυτού υπέρ του κυρίως παρεμβαίνοντος, παράγει ή όχι δεδικασμένο.

Η κύρια παρέμβαση, μπορεί να ασκηθεί στις μη γνήσιες υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας, υπό τον όρο, ότι ο κυρίως παρεμβαίνων, εξιστορεί το έννομο συμφέρον του και ζητά η υπό διάπλαση νέα έννομη κατάσταση να διαμορφωθεί προς το συμφέρον του, με την λήψη των οικείων ρυθμιστικών μέτρων προς όφελός του και όχι προς όφελος του αιτούντος.

Είναι δυνατή, όμως η κύρια παρέμβαση σε όλες τις μη γνήσιες υποθέσεις της εκουσίας ή πρέπει να γίνει διάκριση, ανάμεσα σε αυτές ;

Ορθότερον είναι να δεχθούμε, ότι μόνον, όποτε, γίνεται επίκληση από τον κυρίως αιτούντα, δικαιώματος, την ύπαρξη του οποίου δεν μπορεί να κρίνει το δικαστήριο της εκουσίας, πλην όμως υπάρχει άλλο αρμόδιο δικαστήριο της αμφισβητουμένης δικαιοδοσίας, να την κρίνει, είναι παραδεκτή η κύρια παρέμβαση (βλ. παράδειγμα με κληρονομητήριο).

Όποτε, όμως δεν γίνεται απλώς επίκληση του δικαιώματος, αλλά αυτό παρέχεται στον αιτούντα εκ του νόμου (ad hoc), και ζητείται από το δικαστήριο της εκουσίας δικαιοδοσίας να διαταχθούν τα μέτρα που ο συγκεκριμένος νόμος ορίζει και δεν υπάρχει αρμόδιο δικαστήριο της αμφισβητουμένης δικαιοδοσίας να κρίνει περί της ύπαρξης του εν λόγω δικαιώματος, δεν είναι επιτρεπτή η κύρια παρέμβαση.

Τούτο διότι ο νομοθέτης, φαίνεται, ότι επιθυμεί να κρίνονται οι σχετικές υποθέσεις, από τα δικαστήρια της εκουσίας δικαιοδοσίας και έχει φροντίσει με ένα πλέγμα διατάξεων, όπως αυτές προαναφέρθηκαν, να προσφέρει επαρκή προστασία στους έχοντες έννομο συμφέρον τρίτους (758, 773, 778).

Πέραν της βούλησης του νομοθέτη, στην δεύτερη κατηγορία των υποθέσεων, εμφανίζονται προβλήματα στην πράξη, που καθιστούν, πράγματι, απαράδεκτη την άσκηση κύριας παρέμβασης. Στην πτωχευτική δίκη λ.χ. ο αιτών ζητά να βεβαιωθεί ένα πραγματικό γεγονός, που συνίσταται στην παύση πληρωμών του και να διαταχθούν τα όσα ορίζουν οι οικείες διατάξεις (99-107).

Έστω και να δεχθούμε την εκδοχή, ότι πρόκειται, ταυτόχρονα για διαπιστωτική και διαπλαστική απόφαση και ότι δεν πρόκειται για αμιγώς διαπιστωτική απόφαση, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, ότι είναι επιτρεπτή η κύρια παρέμβαση στην πτωχευτική δίκη, διότι δεν υπάρχει πεδίο αντιποίησης δικαιώματος εν όλω ή εν μέρει και δεν μπορεί ο κυρίως παρεμβαίνων να ζητήσει, έστω και αν επικαλεστεί και αποδείξει το έννομο συμφέρον του, την λήψη ρυθμιστικών μέτρων υπέρ του διότι απλά, δεν προβλέπονται από τον οικείο νόμο.

Εάν ζητήσει την απόρριψη της αιτήσεως δεν θα πρόκειται για κύρια παρέμβαση, διότι θα λείπει το στοιχείο της αντιποίησης δικαιώματος και θα πρόκειται για υπέρβαση του αντικειμένου της δίκης, όπως αυτή προσδιορίσθηκε από την κύρια αίτηση, ο δε Κώδικας δεν γνωρίζει, παρόμοιο ένδικο βοήθημα, που να ασκείται παραδεκτώς.

Στο ιστορικό πλέον, παράδειγμα της 423/70 ΑΠ, είναι φανερό, ότι εξετάζοντες πρωτίστως, το παραδεκτό της άσκησης του ενδίκου βοηθήματος, που είχε ασκηθεί ενώπιον του εφετείου με τις προτάσεις, ασχολήθηκαν κυρίως με το ζήτημα του παραδεκτού της προβολής της και προσπάθησαν με αυτό το κριτήριο να χαρακτηρίσουν την τότε επίδικη παρέμβαση ως κύρια ή πρόσθετη.

Στην προσπάθεια αυτή, το μεν Εφετείο, την χαρακτήρισε, ως πρόσθετη, διότι κατά την κρίση του δεν είχε αυτοτελές αίτημα και θεώρησε ότι νόμιμα ασκήθηκε με τις προτάσεις, ο δε Άρειος Πάγος την χαρακτήρισε ως κύρια, διότι κατά την κρίση του υπήρχε το στοιχείο της αντιδικίας, επειδή ο παρεμβαίνων εταίρος, ισχυριζόταν, ότι ορισμένος αριθμός των μετοχών της εταιρίας, η οποία είχε ασκήσει την ανακλητική της πτωχεύσεως αίτηση, ανήκε στον ίδιο.

Σωστά, σχολιάσθηκε και επικρίθηκε η άποψη του Αρείου Πάγου (Κ. Μπέης Δ, 2, 213), με την επισήμανση, ότι ο ισχυρισμός του παρεμβαίνοντος περί ιδίας κυριότητας αριθμού μετοχών, αφορούσε στο έννομο συμφέρον του και δεν αφορούσε κανενός είδους αντιδικία, με την έννοια της αντιποίησης, που εισάγει το άρθρο της κύριας παρέμβασης, διότι με το αίτημά του ζητούσε, απλώς, την απόρριψη της ανακλητικής αιτήσεως.

Το Εφετείο, όφειλε, εξαρχής να την απορρίψει, ως απαράδεκτη και να μην την χαρακτηρίσει, ως αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, επειδή τάχα δεν είχε αυτοτελές αίτημα, διότι και η πρόσθετη παρέμβαση έχει αυτοτελές αίτημα, αυτό όμως που την διαφοροποιεί από την κύρια, είναι ότι η κύρια με το προβαλλόμενο, (γνήσια) αυτοτελές αίτημα, αντιποιείται εν όλω ή εν μέρει το αντικείμενο της δίκης σε αντίθεση με την πρόσθετη, που συνίσταται απλώς στην υποστήριξη του αιτήματος του υπέρ ού η παρέμβαση.

Όφειλε να την απορρίψει, διότι από καμία διάταξη δεν προκύπτει ούτε γραμμματικά ούτε ερμηνευτικά, ότι η έννοια του προσθέτου της παρεμβάσεως αλλάζει στην εκουσία δικαιοδοσία και δύναται να ερμηνευθεί αυτή και ως «ενάντια παρέμβαση», αφού τέτοιου είδους παρέμβαση δεν είναι γνωστή στο Ελληνικό Δικονομικό Δίκαιο.

Ιωάννινα 21/3/2012


2012 Σ. ΜΠΕΚΑΡΗΣ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Η κύρια παρέμβαση στην πτωχευτική δίκη. Μελέτη του Σπυρίδωνος Μπεκάρη, Δικηγόρου Ιωαννίνων, δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ σε πλήρες κείμενο.
 

Οι οικονομικές διαφορές των ποδοσφαιριστών με τις ομάδες τους επιλύονται από την επιτροπή επίλυσης οικονομικών διαφορών της ΕΠΟ. Τα ιδιωτικά συμφωνητικά που συνομολογούνται ανάμεσα στους ποδοσφαιριστές και τις ομάδες πρέπει να επικυρώνονται από την ΕΠΟ, διαφορετικά είναι άκυρα και δεν παράγουν έννομες συνέπειες-205/2012 ΜΠΡ ΘΕΣΣΑΛ ( 583587) (ΑΡΜ 2012/775)

$
0
0
https://docs.google.com/file/d/0BwUnM0UiSQf0TUR2NkdneEkxTVk/edit
205/2012 ΜΠΡ ΘΕΣΣΑΛ ( 583587)
(ΑΡΜ 2012/775) Οι οικονομικές διαφορές των ποδοσφαιριστών με τις ομάδες τους επιλύονται από την επιτροπή επίλυσης οικονομικών διαφορών της ΕΠΟ. Τα ιδιωτικά συμφωνητικά που συνομολογούνται ανάμεσαστους ποδοσφαιριστές και τις ομάδες πρέπει να επικυρώνονται από την ΕΠΟ, διαφορετικά είναι άκυρα και δεν παράγουν έννομες συνέπειες. Σ` αυτήν την περίπτωση, οι ανεξόφλητες αποδοχές αναζητούνται με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Με παρατηρήσεις του Δ.Σ. στον Αρμενόπουλο σελ. 776. Η περίληψη αυτή ελήφθη από το περιοδικό "ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ", εκδόσεως του Δ.Σ. Θεσσαλονίκης.
  
ΜονΠρΘεσ 205/2012

Δικαστής: Γεώργιος Στιβακτάκης. Δικηγόροι: Κ. Ταχτσίδης. Η εναγομένη είναι ανώνυμη ποδοσφαιρική εταιρία και εδρεύει στη 0. Ο ενάγων είναι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Αυτός είχε συνάψει με την εναγόμενη ΠΑΕ το από 1.72008 νόμιμα επικυρωμένο από την ΕΠΟ συμβόλαιο παροχής υπηρεσιών επαγγελματία ποδοσφαιριστή διάρκειας από 1.72008 έως 30.6.2010, βάσει του οποίου δικαιούνταν να λάβει: α) μηνιαίες τακτικές αποδοχές 760 ευρώ, πλέον δώρου Χριστουγέννων, δώρου Πάσχα και επιδόματος αδείας, και β) το ποσό των 105.000 ευρώ (καθαρά) καταβλητέο σε δέκα δόσεις, οι εννέα εκ των οποίων ύψους 10.000 ευρώ και η τελευταία ύψους 15.000 ευρώ. Περαιτέρω, όμως, στην ίδια ως άνω χρονολογία (1.7.2008) είχε υπογραφεί μεταξύ τους και δεύτερο ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο δεν συνάφθηκε με τους νόμιμους τύπους που καθορίζονται στο άρθρο 9 του Α` παραρτήματος του κανονισμού ιδιότητας και μεταγραφών ποδοσφαιριστών της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (ΕΠΟ) (δεν αποτυπώθηκε στο ειδικό έντυπο κλπ.), όπως και δεν είχε επικυρωθεί και από την υποχρέωση να καταβάλει στον ενάγοντα μέχρι 30.6.2010 επιπλέον το ποσό των 125.000 ευρώ σε δεκατρείς διμηνιαίες δόσεις, οι δώδεκα εκ των οποίων ύψους 10.000 ευρώ και η τελευταία ύψους 15.000 ευρώ αρχόμενες από 30.9.2008 και λήγουσες στις 30.6.2010, τμήμα των οποίων χρημάτων αιτείται με την κρινομένη αγωγή. Με την από 24.8.2009 καταγγελία - προσφυγή του στην αρμόδια πρωτοβάθμια επιτροπή επίλυσης οικονομικών διαφορών, ο ενάγων αιτήθηκε την επιδίκαση όλων των προαναφερομένων ποσών και τη λύση του σχετικού συμβολαίου του με την εναγομένη. Εκδόθηκε από την πρωτοβάθμια επιτροπή επίλυσης οικονομικών διαφορών της ΕΠΟ η με αριθμό .../2009 απόφαση που έκρινε ότι η εργασιακή του σχέση με την εναγομένη λύθηκε από τις 24.8.2009 και του επιδίκασε συνολικά το ποσό των 159.440 ευρώ που αφορούσε τις δεδουλευμένες αποδοχές του και το τίμημα της μεταγραφής του που ορίστηκε στο πρώτο από τα ως άνω δύο ιδιωτικά συμφωνητικά, δηλαδή αυτό που είχε νόμιμα επικυρωθεί από την ΕΠΟ, απέρριψε όμως το αίτημα του για επιδίκαση και του ποσού που αναφέρεται στο δεύτερο ιδιωτικό συμφωνητικό, που δεν είχε επικυρωθεί, με το αιτιολογικό ότι τα ιδιωτικά συμφωνητικά, τα οποία δεν έχουν περιβληθεί το νόμιμο τύπο που επιβάλλει ο παραπάνω κανονισμός και δεν έχουν επικυρωθεί είναι αναπόσπαστα και άκυρα και δεν παράγουν έννομες συνέπειες. Με δεδομένο λοιπόν ότι το επίδικο ιδιωτικό συμφωνητικό δεν είχε επικυρωθεί παρέπεται, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα πρόταση, ότι η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος ήταν άκυρη. Περαιτέρω, όπως αναφέρεται παραπάνω, οι αγωγικές αξιώσεις για οφειλόμενους μισθούς συμφωνηθείσες δόσεις μπορούν να ζητηθούν μόνο κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ο δε ενάγων στηρίζει τις αξιώσεις του αυτές, όπως λέχθηκε ανωτέρω, σε έγκυρη εργασιακή σύμβαση και δεν διαλαμβάνει στην αγωγή και ως προς αυτές ούτε κυρίως ούτε επικουρικώς, ορισμένη και νόμιμη βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.

Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως νομικά αβάσιμη.
 

Δημόσια κτήματα. Δάση και δασικές εκτάσεις.Αριθμός 1524/2012- Έννοια. Επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη επί δημοσίων κτημάτων με έκτακτη χρησικτησία

$
0
0
Δημόσια κτήματα. Δάση και δασικές εκτάσεις. Έννοια. Επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη επί δημοσίων κτημάτων με έκτακτη χρησικτησία,εφόσον, είχε συμπληρωθεί ο απαιτούμενος χρόνος αυτής μέχρι και την 11-9-1915. Οι μετέπειτα απαγορευτικές διατάξεις με τις οποίες ορίζεται ότι νομέας σε δημόσια κτήματα έστω και αν δεν ασκεί πράξεις νομής θεωρείται το Δημόσιο, δεν ασκούν καμία έννομη επιρροή επί δημοσίων κτημάτων που αποκτήθηκαν μέχρι και την 11-9- 1915. Νόμιμη η κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία επί δημοσίου κτήματος από την απώτερη δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης, κατόπιν της αδιάκοπης σειράς των μεταβιβάσεων αυτού προς την αναιρεσίβλητη. Μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου. Προϋποθέσεις. Πολιτική δικονομία. Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας ακινήτου. Στοιχεία του ορισμένου της. Ο τρόπος κτήσης της κυριότητας επί του επιδίκου από τον δικαιοπάροχο του ενάγοντος δεν είναι στοιχείο της αγωγής. Ένδικα μέσα. Λόγοι αναίρεσης. Η παραμόρφωση του περιεχόμενου εγγράφου δεν περιλαμβάνει την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικά. Η παραβίαση των ορισμών του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων υφίσταται όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, τα οποία κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με άλλα, μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από τα τελευταία. Αποδεικτική ισχύς των δημοσίων εγγράφων. Το δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση για την αναίρεση κατά της υπ’ αριθμ. 9207/2006 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

Αριθμός 1524/2012

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Χαράλαμπο Δημάδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Δημήτριο Μαζαράκη, Χαράλαμπο Αθανασίου και Νικόλαο Μπιχάκη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Απριλίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Κων/να Χριστοπούλου, Πάρεδρο Ν.Σ.Κ., με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Της αναιρεσίβλητης: Α. Φ. του Γ. και Α., κατοίκου ......., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κων/νο Τάντση.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16-12-2002 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5034/2004 του ίδιου Δικαστηρίου και 9207/2006 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 8-10-2009 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 15-2-2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.

Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, για το παραδεκτό της από 8-10-2009 αίτησης αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου κατά της 9207/2006 απόφασης του Εφετείου Αθηνών έχει κατατεθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα αντίγραφο της 1780/15-12-2009 σύμφωνης γνώμης του αρμόδιου τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (άρθρο 12 παρ. παρ. 1,2 του ν. 2298/1995, όπως αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 28 παρ. 3 του ν. 2579/1998 και 42 του ν. 2721/1999 και καταργήθηκε μεν με το άρθρο 13 παρ. 9 του ν. 3790/2009, έχει όμως εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση λόγω του χρόνου άσκησης της αίτησης αναίρεσης).

Επειδή, επί δημοσίων κτημάτων όπως είναι και τα δάση τα οποία είναι εθνικά (εκτός των διαλαμβανομένων στα άρθρα 1 και 2 του από 17-11/1-12-1836 Β.Δ/τος, τα οποία θεωρούνται ως ιδιωτικά υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 3 του εν λόγω Β.Δ/τος), ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τις έχουσες εφαρμογή κατ` άρθρο 51 Εισ.Ν.ΑΚ, για τον προ της ενάρξεως της ισχύος του ΑΚ χρόνο, διατάξεις των ν. 8 παρ. 8 κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50. 4), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν. 6 παρ. 1 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3), δηλαδή κατόπιν ασκήσεως νομής επί του δημοσίου κτήματος με καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέως, ότι με τη κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ` ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 20 παρ. 12 Παν. (5-8), 27 Πανδ.(18-1), 10,18 και 48 πανδ (41.3), 3 Πανδ. (41-10) και 109 Πανδ. (50.16), τη συνδρομή της οποίας, ενόψει της φύσεως ως ενδιάθετης καταστάσεως συνάγει ο δικαστής της ουσίας συμπερασματικώς, από τα περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, καθώς και με διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα του χρησιδεσπόζοντος να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον ΑΚ, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία (βλ. και τις διατάξεις των ν. 18.24 παρ. 1 Πανδ. (41-3) παρ. 9 Εισ (2- 9), ν.2 κωδ (7-30) Βασ. (50-10). Οι διατάξεις αυτές δεν καταργήθηκαν με τον μεταγενέστερο από 21 Ιουνίου 1837 νόμο "περί διακρίσεως κτημάτων"στο άρθρο 21 του οποίου ορίζεται ότι "ως προς τον τρόπο κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων πραγμάτων εφαρμόζονται αι εν τω πολιτικώ νόμω περιεχόμεναι διατάξεις", επομένως και οι προαναφερόμενες διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν. της 21.6/3-7-1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων"συνάγεται, ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν και σε δημόσια κτήματα, εφόσον η τριακονταετής νομή αυτών, κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 8 Κωδ. (7.39), Βασ. 9 παρ. 1 (50. 4) είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του νόμου ΔΞΗ /1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου"που εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 12-9-1915 μέχρι και της 16-5-1926 και αφετέρου του άρθρου 21 του ν.δ/τος της 22.4/16-5-1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κ.λ.π", που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του αν. ν. 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων"που διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 53 Εισ. Ν. αυτού, με τις οποίες διατάξεις ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, άρα και η χρησικτησία πάνω σ` αυτά (Ολ.ΑΠ 75/1987). Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 του β. δ/τος 12-12-1833 που έχει ισχύ νόμου, "περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834"όλα τα λειβάδια, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο (ταπί) εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά την συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Η έννοια αυτή προκύπτει και από: α) το άρθρο 1 παρ. 2 ν. ΚΘ` 31.1/18-2-1864, κατά το οποίο το Δημόσιο και οι Κοινότητες διατηρούν τα δικαιώματα που είχαν επί των αμφισβητουμένων λειβαδίων άνευ βλάβης των αποκτηθέντων δικαιωμάτων από τρίτους, καθώς και β) από το άρθρο 3 ν. ΨΗΖ`/1880, κατά το οποίο, οι κοινότητες, ως προς τα κοινοτικά λειβάδια, διατηρούν απέναντι των ιδιωτών την νομική κατοχή επί των βοσκοτόπων, επί των οποίων γίνονταν μέχρι το 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων. Περαιτέρω, από τις προαναφερόμενες διατάξεις περί κτήσεως κυριότητος ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, 18, 21 του ν. της 21.6/3-7-1837, 21 του ν.δ. της 22.4/16-5-1926, 60 ν. ΣΟΖ`/1855 και 12 παρ. 1 ν. ΔΝΖ/1912 προκύπτει ότι είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητος επί βοσκοτόπων, εθνικών ή μη και υπό ιδιωτών, εφόσον αυτοί τους νέμονταν με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί τριακονταετία μέχρι και τη 11ης Σεπτεμβρίου 1915. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 3 του από 17 (29) Νοεμβρίου/1 Δεκεμβρίου 1836 β.δ. "περί ιδιωτικών δασών", που έχει ισχύ νόμου, προκύπτει ότι το Δημόσιο αναγνωρίστηκε με αυτό κύριο κάθε έκτασης, η οποία πριν από την ισχύ του ήταν δάσος, εκτός εκείνων για τις οποίες υπήρχε έγγραφη απόδειξη Οθωμανικής Αρχής ότι ανήκαν πριν από τον περί Ανεξαρτησίας Αγώνα, σε ιδιώτες, καθώς και εκείνων που ανήκαν σε ιδιωτικά χωρία, και στις δύο δε αυτές περιπτώσεις, εάν και εφόσον οι νόμιμοι τίτλοι ιδιοκτησίας υποβλήθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους στην Γραμματεία επί των Οικονομικών μέσα στην οριζόμενη από το άρθρο 3 παρ. 1 ανατρεπτική προθεσμία, του ενός έτους από τη δημοσίευσή του (νόμου, ΦΕΚ 69/1.12.1836), προς εξέταση της νομιμοποίησής τους ως ιδιοκτητών ιδιωτικών δασών. Ούτε όμως από το πιο πάνω β. δ/μα, ούτε από άλλη διάταξη απαγορευόταν τότε η έκτακτη χρησικτησία επί των δημόσιων δασών και γενικότερα επί των δημόσιων κτημάτων, ακόμη και εκείνων που περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, με βάση την από 9 Ιουλίου 1832 συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, καθώς και τα από 6 Ιουνίου 1830 και 7 Ιουλίου 1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου, αλλά αντίθετα αυτή ήταν επιτρεπτή τόσο κατά τους ν. 18, Πανδ. (41.3), ν. 2, Κωδ. (7. 30), παρ. 9 Εισηγ. (2.6), όσο και κατά το άρθρο 21 του μετέπειτα ισχύσαντος από 2.6/3.7.1837 νόμου "περί διακρίσεως κτημάτων", και μπορούσε να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας και επί πραγμάτων της πιο πάνω κατηγορίας, εφόσον, όμως, είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11-9-1915, αφού έκτοτε, ενόψει του ν. ΔΞΗ/1912 και των εκδοθέντων σε εκτέλεση αυτού αλλεπάλληλων β. δ/των, όπως και του ν. δ/τος της 22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ", που προπαρατέθηκε, αποκλείστηκε η χρησιδεσποτεία των ανηκόντων στο Ελληνικό Δημόσιο ακίνητων πραγμάτων. Εφόσον, όμως, είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11-9-1915 ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας, δεν έχουν εφαρμογή και δεν ασκούν καμιά έννομη επιρροή σε σχέση με την κυριότητα που αποκτήθηκε με αυτή οι διατάξεις του άρθρου 215 του ν. 4173/1929, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 37 του α.ν. 1539/1938 και 16 του α.ν. 192/1946, επαναλήφθηκαν δε σε εκείνη του άρθρου 58 του ν.δ. 86/1969 "περί δασικού κώδικος", με τις οποίες ορίζεται ότι νομέας σε δημόσια κτήματα θεωρείται το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε σ` αυτά καμία πράξη νομής και ότι μόνον η βοσκή επί δημόσιων δασών, μερικώς δασοσκεπών εκτάσεων, λιβαδιών και χορτολιβαδικών εδαφών δεν θεωρείται ποτέ ως πράξη νομής ή οιονεί νομής και ότι η νομή από τρίτους στα ακίνητα αυτά θεωρείται ότι ασκείται μόνο με την υλοτομία ή την εκμετάλλευση αυτών ως ιδιωτικών εκτάσεων με βάση άδεια της δασικής αρχής. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 3 του από 17/29-11-1936 δ/τος "περί ιδιωτικών δασών"και του άρθρου 1 του νόμου ΑΧΝ/1888 "περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών", όπως είχε τροποποιηθεί με το ν. ΒΠΛΖ`/1903 και το εκτελεστικό διάταγμα της 11.2/24.3.1889, "περί εκτελέσεως του περί διακρίσεως και οριοθεσίας δασών ν. ΑΧΝ", η οποία περιλήφθηκε ως άρθρο 57 στο νόμο 3077/1924 "περί δασικού κώδικα", και που βασικά δεν απομακρύνεται από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ.1-3 του νόμου 998/1979, προκύπτει, ότι δασική έκταση νοείται εκείνη που καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή και άλλων προϊόντων. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, επίσης, ότι στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτής οποιασδήποτε φύσης ασκεπείς εκτάσεις, χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και, γενικά, ακάλυπτοι χώροι, καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλιτύες αυτών. Δεν ασκεί δε επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση, ασκεπή ή βραχώδη. Ειδικότερα, κατά μεν τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 998 της 28/29-12-1979 "περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων ως δάσος νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, αποτελούντων ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλοεπιδράσεως οργανικήν ενότητα, και η οποία δύναται να προσφέρη προϊόντα εκ των ως άνω φυτών εξαγόμενα ή να συμβάλη εις την διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει την διαβίωσιν του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος", ενώ, κατά τη διάταξη της παρ.3 του ίδιου πιο πάνω άρθρου, ως δασική έκταση νοείται, "πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, καλυπτόμενη υπό αραιάς ή πενιχράς, υψηλής ή θαμνώδους, ξυλώδους βλαστήσεως οιασδήποτε διαπλάσεως και δυναμένη να εξυπηρετήση μίαν ή περισσοτέρας των εν τη προηγουμένη παραγράφω λειτουργιών". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ν. 590/1977) "... Κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις η Εκκλησία της Ελλάδος, ... αι Μοναί κ.λπ. είναι νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου ...". Κατά το άρθρο 39 παρ. 3 του αυτού Ν. 590/1977, έκδοση προεδρικού διατάγματος απαιτείται μόνον για την ίδρυση νέων και τη διάλυση ή συγχώνευση υφισταμένων Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος και ως εκ τούτου η νόμιμη υπόσταση προϋφιστάμενων Μονών δεν εξαρτάται από την έκδοση διατάγματος που να τις αναγνωρίζει. Πριν από την Εισαγωγή του ΑΚ είχαν εφαρμογή τα οριζόμενα από το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο που τέθηκε σε ισχύ με το Β.Δ. της 23.2.1835 για τον Πολιτικό Νόμο των Ελλήνων. Το εν λόγω δίκαιο δεχόταν μόνο την ύπαρξη ενώσεως φυσικών προσώπων ή συνόλων περιουσίας (ιδρύματα) και την νομική αυτοτέλειά τους ως προς τα περιουσιακά δικαιώματα. Για δε την αναγνώρισή τους απαιτείτο πολιτειακή τυπική πράξη (άδεια της διοικήσεως). Στις Μονές ειδικά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο αναγνώριζε, ήδη με την Ιουστινιάνεια Νομοθεσία (Κ. (1-2) 1Β (ε.1), 1Κ (1-2).26), μία ιδιαίτερη αυθύπαρκτη προσωπικότητα, η οποία δεν ήταν ούτε ένωση προσώπων, ούτε ακριβώς ίδρυμα. Για την ίδρυση και αναγνώριση, όμως, των Μονών δεν απαιτείτο η προηγούμενη (με τυπική πράξη) χορήγηση άδειας της πολιτείας. Τούτο διότι το όλο θέμα ρύθμιζαν οι ιεροί κανόνες, που με σχετικές Νεαρές του Ιουστινιανού, αλλά και μεταγενέστερους νόμους, αποτελούσαν κρατικό δίκαιο, οι οποίοι όριζαν ότι για την ίδρυση των Μονών απαιτούνταν άδεια του οικείου επισκόπου, αναπομπή από αυτόν ευχής πριν την έναρξη των οικοδομικών εργασιών, στη δε συνέχεια "πήξιμο"από τον ίδιο σταυρού στα θεμέλια της Μονής. Συγχρόνως συντασσόταν γραπτώς το καλούμενο "μοναστηριακό τυπικό"που περιείχε τους κανόνες διαβίωσης των μοναχών και διοίκησης της Μονής. Μετά και τη σύνταξη της κτητορικής πράξης (τυπικού) η Μονή και όταν δεν αποκτούσε από την αρχή περιουσία, αποκτούσε, εν τούτοις, νομική προσωπικότητα, με τη σημερινή έννοια του όρου, δεδομένου ότι είχαν τηρηθεί όλες οι προβλεπόμενες από το τότε ισχύον δίκαιο προϋποθέσεις ίδρυσής της. Κατόπιν, ήταν δυνατόν η Μονή να καταστεί κυρία, σύμφωνα με τους όρους του ισχύοντος δικαίου για τη χρησικτησία, των ακινήτων στα οποία ενεργούσε με τους μοναχούς τις διακατοχικές πράξεις με διάνοια κυρίου. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Κατά δε το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 24/1992). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε, τα ακόλουθα: "Δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου .../1997 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Αντιγόνης Γκέκα, η Α. χα Γ. Π. μεταβίβασε λόγω πωλήσεως προς την εφεσίβλητη Α. Φ., κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή το ανήκον σ` αυτή 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός αγροτεμαχίου, που βρίσκεται στη θέση "Μάτι"Αγίου Ανδρέα Αττικής της περιφέρειας του Δήμου Νέας Μάκρης Αττικής, τέως Δήμου Μαραθώνος, συνολικής εκτάσεως 4000 τ.μ. και κατά νεότερη καταμέτρηση 3310,72 τ.μ., όπως εμφαίνεται 1) με τους αριθμούς ένα άλφα (1α) και ένα βήτα (1β) του 14ου οικοδομικού τετραγώνου στο από 1-6-1955 σχεδιάγραμμα του μηχανικού Δ. Ε., που είναι προσαρτημένο στο υπ` αριθμ. ...../1958 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Σεμίραμις Σκαραντάβου - Παπαδοπούλου και σύμφωνα με αυτό συνορεύει ανατολικώς με το 3β αγροτεμάχιο του ιδίου Ο.Τ., δυτικώς με εδαφική Ζώνη, αφεθείσα από τα μέλη του οικοδομικού συνεταιρισμού ".............."για λόγους ασφάλειας από πυρκαγιά, για προσπέλαση και τοποθέτηση σωλήνων και δικτύου υδρεύσεως και πέραν αυτής με τα υπ` αριθμ. 6α και 6β αγροτεμάχια του 13ου Ο.Τ., βορείως με το υπ` αριθμ. 2α αγροτεμάχιο του ιδίου Ο.Τ. και νοτίως με εδαφική ζώνη, αφεθείσα από τους ίδιους συνεταίρους για τους αυτούς ως άνω λόγους και 2) στο από Οκτωβρίου 1997 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Ζ. Κ. που έχει προσαρτηθεί στο προαναφερόμενο .../1997 συμβόλαιο με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α και σύμφωνα με αυτό συνορεύει βορείως με ιδιοκτησία Π. Δ. - Ε., νοτίως με την οδό ..., ανατολικώς με ιδιοκτησία Κ. Π. και δυτικώς με την οδό ... . Στη δικαιοπάροχο της εφεσίβλητης Α. Π. το πωλούμενο ως άνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου του ανωτέρω αγροτεμαχίου είχε περιέλθει κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου με αγορά από την Α. Π., δυνάμει του νομίμως μεταγραμμένου .../1959 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Σεμίραμις Σκαραντάβου - Παπαδοπούλου και κατά το υπόλοιπο ποσοστό του 1/4 εξ αδιαιρέτου, ως μοναδικής εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αποβιώσαντος στις 10-4-1995 συζύγου της Γ. Π., του οποίου την κληρονομιά αποδέχθηκε με την .../1996 πράξη αποδοχής της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαργαρίτας Μαρινοπούλου - Χριστάκη, που έχει νομίμως μεταγραφεί. Στους ανωτέρω δικαιοπαρόχους της εφεσίβλητης το επίδικο ακίνητο είχε περιέλθει, στον μεν πρώτο Γ. Π. το 1/4 εξ αδιαιρέτου αυτού εκ κληρονομιάς της αποβιώσασας στις 6-9-1983 αδελφής του Α. Π., την οποία αποδέχθηκε για λογαριασμό του η πωλήτρια σύζυγός του με την .../1996 δήλωση αποδοχής της άνω συμβολαιογράφου Μαργαρίτας Μαρινοπούλου-Χριστάκη, που έχει μεταγραφεί νομίμως, στη δε Α. Π. το 1/2 εξ αδιαιρέτου με το .../1959 συμβόλαιο της προαναφερόμενης συμβολαιογράφου Σεμίραμις Σκαραντάβου - Παπαδοπούλου, που έχει νομίμως μεταγραφεί, λόγω πωλήσεως προς αυτήν από τον Οικοδομικό Συνεταιρισμό "..................", του οποίου ήσαν μέλη η τρίτη μη διάδικος Α. Κ. και η Α. Π. και κατά τη γενόμενη από τον τελευταίο κλήρωση έλαχαν σε καθεμία εξ αυτών τα υπ` αριθμ. 1α και 1β αγροτεμάχια, αντιστοίχως. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι, στον απώτερο δικαιοπάροχο της εφεσίβλητης πωλητή ως άνω Οικοδομικό Συνεταιρισμό, το προαναφερόμενο αγροτεμάχιο περιήλθε σε μεγαλύτερη έκταση 327,00 τετρ. μέτρων δυνάμει του .../30-4-1955 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Ευαγγέλου Πλουτάρχου Σπυροπούλου, το οποίο έχει μεταγραφεί νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Μαραθώνας (τόμος ... και με αριθμ. 123), λόγω αγοράς, από τον Οργανισμό Διοικήσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας (Ο.Δ.Ε.Π.), ο οποίος ενεργούσε ως διαχειριστής της ρευστοποιητέας περιουσίας της Ιεράς Μονής Πεντέλης. Για τη μεταβίβαση αυτή της μείζονος εκτάσεως από την Ιερά Μονή Πεντέλης προς τον Οικοδομικό Συνεταιρισμό προηγήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις και ειδικότερα: α) με την υπ` αριθμ. πρωτ. 145450/12-8-1952 απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας άρθηκαν οι απαγορεύσεις του Ν. 2148/1952 και επετράπη στην Ιερά Μονή Πεντέλης η πώληση της εκτάσεως στον Συνεταιρισμό, β) με την υπ` αριθμ. πρωτ. 14090/23-1-1953 απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας εγκρίθηκε η πώληση της εκτάσεως στον Οικοδομικό Συνεταιρισμό για το σκοπό εγκαταστάσεως παιδικών κατασκηνώσεων, γ) με την υπ` αριθμ. πρωτ. 14090/23-1-1953 απόφαση επετράπη και πάλι η πώληση της εκτάσεως και επιπλέον η κατάτμησή της σε οικόπεδα για την επ` αυτών ανέγερση οικοδομών με την έγκριση της Υπηρεσίας Οικισμού και δ) με την υπ` αριθμ. πρωτ. 2532/52/11- 4-1955 βεβαίωση του Υπουργείου Γεωργίας βεβαιώθηκε η καταβολή του δικαιώματος υπέρ του Ειδικού Ταμείου Εποικισμού, που καθορίσθηκε με την 102551/28-11-1949 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας της εκτάσεως. Η εν λόγω έκταση βρίσκεται στη θέση "ΜΑΤΙ"Αγίου Ανδρέα Αττικής, εμφαίνεται με κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία ΑΒΓΔΕΖΗΟΙΚΔΠΡΑ στο από 11- 4-1955 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Π. Σ., που είναι προσαρτημένο στο προαναφερόμενο .../30-4-1955 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ευαγγέλου Πλουτάρχου Σπυροπούλου και συνορεύει ανατολικώς με ακτή θάλασσας Ευβοϊκού Κόλπου, δυτικώς με οδό Αθηνών-Μαραθώνα, βορείως με ιδιοκτησία Ο.Δ.Ε.Π. και επίσης με ιδιοκτησία πρώην Ο.Δ.Ε.Π. και ήδη ΝΑΤ. Η άνω πωληθείσα στον Συνεταιρισμό έκταση αποτελεί τμήμα ενός πολύ μεγάλου κτήματος της Ιεράς Μονής Πεντέλης ονομαζόμενου "..................................", εκτάσεως χιλιάδων στρεμμάτων, το οποίο περιλάμβανε κυρίως δάση και δασότοπους, αλλά και βοσκήσιμες και καλλιεργήσιμες γαίες, συνορευόμενο ανατολικώς από τη Ραφήνα μέχρι το χωριό Νέα Μάκρη στη θέση Πλαίσια ή Πλέστι με θάλασσα, βορείως με κορυφογραμμή του Πεντελικού όρους, νοτίως με τις θέσεις "Γαργητός", "Κάντζα", "Χαρβάτι", "Ντράφι", και "Πικέρμι"και με την οδό .... μέχρι . και δυτικώς με τα όρια της Μονής Πετράκη στις τοποθεσίες Κοκκιναράς και Παλαιός .. και με το δρόμο από το Μαρούσι προς Μεσόγεια, συμπεριλαμβανομένων των θέσεων Πηγή Μελισσιών, Μελίσσια, Αγία Μαρίνα και Βριλήσσια. Η Ιερά Μονή Πεντέλης απέκτησε το μείζων αυτό κτήμα κατά το έτος 1600 περίπου από έναν Οθωμανό από την Κάρυστο, ονομαζόμενο Κ., με τίτλους αγοροπωλησίας, οι οποίοι, όμως, καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επαναστάσεως και εξουσίαζε τούτο έκτοτε συνεχώς μέχρι την 11- 9-1915 αλλά και πέραν αυτής, με διάνοια κυρίου, ασκώντας τις προσιδιάζουσες στο χαρακτήρα και την μορφολογία του διακατοχικές πράξεις, χωρίς οποιαδήποτε ενόχληση ή επιφύλαξη του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου. Ειδικότερα δε με τα αρμόδια όργανά της επέβλεπε και προστάτευε τούτο από επεμβάσεις τρίτων με την πρόσληψη φυλάκων για τη φύλαξή του, δημοπρατούσε την υλοτομία των δένδρων του, συνέλεγε τη ρητίνη από τα πεύκα ή εκμίσθωνε το δικαίωμα ρητινοσυλλογής σε τρίτους, ενώ εκμεταλλευόταν τις βοσκήσιμες και καλλιεργούμενες εκτάσεις του εκμισθώνοντας αυτές σε βοσκούς και καλλιεργητές αντίστοιχα, έχοντας, πάντοτε την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του κατά τον προαναφερόμενο τρόπο και νεμόμενη ως κυρία το εν λόγω ακίνητο, δεν προσέβαλε το δικαίωμα κυριότητας άλλου επί τούτου, ακόμη και του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο ουδέποτε κατέβαλε τη νομή του ούτε άσκησε οποιαδήποτε διακατοχική πράξη σε αυτό (ολόκληρο ή μέρος του). Συγκεκριμένα 1) με τα .../1867, .../1867, .../1869, .../1870 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Αθηνών Αργυρίου Πέππα, τα .../1871, 18852/1873, 21461/1874 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Αθηνών Γ. Αντωνιάδη, το .../1876 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ηλία Γλυκοφρύδη, το ....../1918 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Αλεξάνδρου Ζαχαρόπουλου και τα .../1924 και .../1929 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Αθηνών Πέτρου Καββαδία, η Μονή Πεντέλης εκμίσθωσε σε τρίτους τη ρητινοσυλλογή από τα πεύκα, τη χορτονομή, το δικαίωμα βοσκής των λειβαδιών και της παραγωγής καυσοξύλων από το κτήμα "......................."και πώλησε τα καυσόξυλα, 2) με το .../26- 11-1886 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Δημητρίου Βουζίκη, μετά από πλειοδοτική δημοπρασία, η Μονή Πεντέλης εκμίσθωσε στον Ν. Β. τα κτήματα ".........."και "...............", 3) με το .../1884 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Δημητρίου Καλλιοντζή, η Μονή Πεντέλης εκμίσθωσε στο Μ. Σ. τα κτήματα "..................................."για ρητινοσυλλογή, 4) με το .../1900 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Μπουρνιά, η Μονή Πεντέλης εκμίσθωσε με δημοπρασία στο Μ. Σ. τα κτήματα "..................................................................", 5) με το .../1909 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Αντωνίου Μπουρνιά η αυτή Μονή εκμίσθωσε στους Κ. Σ., Β. Π. και Ν. Κ. ακίνητο με την ονομασία "..................", 6) με το .../1920 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Αλεξάνδρου Ζαχαροπούλου η ίδια Μονή εκμίσθωσε στο Συνεταιρισμό Γεωργοκτηνοτρόφων Πεντέλης "........"το κτήμα με την ονομασία ".................", 7) με το .../20- 2- 1929 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Πέτρου Καββαδία η Μονή Πεντέλης εκμίσθωσε για μια πενταετία τη ρητινοσυλλογή του ίδιου κτήματος και β) με το .../1932 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Νικολάου Καφαρόπουλου εκμισθώθηκε το δικαίωμα αποθάμνωσης για παραγωγή ξυλανθράκων. Τις πράξεις δε αυτές τα αρμόδια όργανα της Ιεράς Μονής Πεντέλης ενεργούσαν για λογαριασμό της με διάνοια κυρίας, έχοντας τη θέληση να εξουσιάζει και εκμεταλλεύεται ολόκληρο το ανωτέρω μείζον ακίνητο ως ιδιοκτήτρια. Εξάλλου, λόγω της προαναφερόμενης καταστροφής των τίτλων αγοράς του μείζονος ως άνω ακινήτου από τη Μονή Πεντέλης, με διαταγή της Ελληνικής Κυβερνήσεως συντάχθηκαν τα έτη 1836 και 1837 ως "μαρτυρικά"έγγραφα οι δύο Κώδικες που σώζονται μέχρι σήμερα, ο ένας εκ των οποίων θεωρήθηκε τον Φεβρουάριο του 1836 από τον Επαρχιακό Διευθυντή Αττικής, που έχουν αξία ως αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά τις εκτάσεις που ενέμετο η Μονή (στις οποίες περιλαμβάνεται και το ανωτέρω μείζον ακίνητο), διότι έχουν συνταχθεί από δημόσια Υπηρεσία (Επιτροπή του Β.Δ/τος της 1-12-1834) και με βάση τις μαρτυρίες των κατοίκων πλησίον αυτών χωρίων. Ενόψει των εκτεθέντων η δικαιοπάροχος της εφεσίβλητης Ιερά Μονή Πεντέλης κατέστη κυρία του ως άνω μείζονος κτήματος, στο οποίο περιλαμβάνεται το επίδικο αγροτεμάχιο, με χρησικτησία (έκτακτη κατά το προγενέστερο δίκαιο) και ήδη την 11-9-1915 ανήκε στην κυριότητά της, ως νεμόμενη μέχρι τότε αυτό συνεχώς και αδιαλείπτως με διάνοια κυρίου και καλή πίστη για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της τριακονταετίας. Με τα δεδομένα αυτά, το γεγονός ότι η Ιερά Μονή Πεντέλης δεν τήρησε την προβλεπόμενη στο άρθρο 3 του β.δ/τος της 17/29-11-1836 διαδικασία υποβολής των νομίμων τίτλων ιδιοκτησίας της στην επί των Οικονομικών Γραμματεία προς αναγνώριση, εντός της οριζόμενης ετήσιας προθεσμίας από τη δημοσίευσή του (ΦΕΚ 69/4-12-1836), δεν έχει έννομη επιρροή στην προκείμενη περίπτωση, αφού μετά την παράλειψή της αυτή, που είχε σαν συνέπεια τα δασικά τμήματα του εν λόγω μείζονος κτήματος να θεωρούνται ως αδιαφιλονίκητα εθνικά, παραμένοντας στην κατοχή της, εξακολούθησε να νέμεται αυτά με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι την 11-9-1915, οπότε κατά τα εκτεθέντα, απέκτησε την επί τούτων κυριότητα, όπως στην υπόλοιπη μείζονα έκταση του συγκεκριμένου κτήματος, δεδομένου ότι η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία ήταν επιτρεπτή υπό τις αναφερόμενες στη νομική σκέψη της παρούσας προϋποθέσεις, που αποδείχθηκαν. Κατά συνέπεια δεν έχουν πλέον εφαρμογή για το επίδικο ακίνητο οι διατάξεις των κατά καιρούς ισχυσάντων και πάντως μετά την 11-9-1915 δασικών κωδίκων, σύμφωνα με τις οποίες το Δημόσιο θεωρείται νομέας στα δημόσια γενικά δάση, έστω και αν δεν έχει ενεργήσει πράξεις νομής και ότι δεν μπορεί να ασκηθεί νομή με εκχέρσωση, υλοτομία, σπορά ή άλλη πράξη. Αλλωστε τις ως άνω διακατοχικές πράξεις εξακολούθησε να ασκεί συνεχώς η Ιερά Μονή Πεντέλης με την πεποίθηση ότι ήταν κυρία μέχρι την 30-4-1955, που μεταβίβασε στον δικαιοπάροχο της εφεσίβλητης Οικοδομικό Συνεταιρισμό "............."την προαναφερόμενη έκταση των 327.200 τ.μ. του ως άνω μείζονος κτήματος, στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο, χωρίς ποτέ να αμφισβητηθεί μέχρι τότε η ήδη διαμορφωθείσα πραγματική κατάσταση από το εκκαλούν και ήδη αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο ουδεμία διακατοχική πράξη έχει ασκήσει επί της εκτάσεως αυτής, αλλά αντίθετα, θεωρώντας αυτή ως ιδιωτική, αντιμετώπιζε και αναγνώριζε ρητώς ή σιωπηρώς την Ιερά Μονή Πεντέλης ως ιδιοκτήτρια, εγκρίνοντας μάλιστα την κατάτμηση και μεταβίβασή της στον άνω Συνεταιρισμό με την έκδοση των προαναφερομένων αποφάσεων, ενώ στη συνέχεια, μετά την πραγματοποιούμενη διανομή της από τον τελευταίο στα μέλη του, οι αρμόδιες πολεοδομικές υπηρεσίες χορήγησαν τις οικοδομικές άδειες για την ανέγερση των υπαρχόντων στην ανωτέρω έκταση, κτισμάτων. Κατ` ακολουθία των ανωτέρω οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος, ότι κατέλαβε και δήμευσε τα ακίνητα της μείζονος εκτάσεως κατά τη διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας ως ανήκοντα στο Τούρκικο Δημόσιο ή σε Οθωμανούς ή εγκαταλείφθηκαν από αυτούς, δυνάμει της από 6-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και την από 3-2, 4/16-6, 19-6/1-7-1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, άλλως ότι περιήλθαν στην κυριότητά του ως δασικά τμήματα κατά τις διατάξεις του β.δ/τος της 17/29- 11-1936, άλλως ως λειβάδια ή βοσκότοποι κατά το άρθρο 1 του β.δ/τος της 3/15-12-1833, άλλως με τακτική, άλλως έκτακτη χρησικτησία ως νεμόμενο αυτά από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι σήμερα, άλλως ως αδέσποτα κατά τις διατάξεις του από 10-7-1837 Νόμου "περί διακρίσεως κτημάτων"είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Συνακόλουθα η Ιερά Μονή Πεντέλης ως αποκλειστική κυρία της μεγαλύτερης εκτάσεως των 327.200 τ.μ., στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο αγροτεμάχιο, νομοτύπως μεταβίβασε αυτό στον Οικοδομικό Συνεταιρισμό ".................", ο οποίος γενόμενος κύριος τούτου, νομίμως το μεταβίβασε στους δικαιοπαρόχους της εφεσίβλητης, από τους οποίους νομίμως αυτή απέκτησε επί του επίδικου ακινήτου πλήρες δικαίωμα κυριότητας. Το εν λόγω δικαίωμά της ουδέποτε καταλύθηκε λόγω θεμελιώσεως μεταγενεστέρως δικαιώματος κυριότητας του Δημοσίου με πρωτότυπο τρόπο, αφού όλοι οι διάδοχοι της Ιεράς Μονής Πεντέλης κατείχαν την ευρύτερη έκταση με διάνοια κυρίου προβαίνοντας καλόπιστα στην εκμετάλλευση και αξιοποίησή της ακωλύτως με τη συνεχή εκτέλεση επ` αυτής διακατοχικών πράξεων, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό της, όπως εκπόνηση ρυμοτομικού σχεδίου στην περιοχή, κατασκευή εγκαταστάσεων (γραφείων, αντλιοστασίου, δεξαμενής ύδατος κ.ά.), κατάτμηση αυτής και διανομή της από τον Συνεταιρισμό στα μέλη του, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η δικαιοπάροχος της εφεσίβλητης". Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο έκρινε, ότι η απώτερη δικαιοπάροχος της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης Ιερά Μονή Πεντέλης κατέστη κυρία του αναφερομένου μείζονος ακινήτου, στο οποίο περιλαμβάνεται το επίδικο αγροτεμάχιο, με έκτακτη χρησικτησία και ήδη στις 11-9-1915 τούτο ανήκε στη κυριότητά της, παρέμεινε δε κυρία μέχρι τις 30-4-1955, που μεταβίβασε τούτο στον δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης Οικοδομικό Συνεταιρισμό, ο οποίος νομίμως το μεταβίβασε στους άμεους δικαιοπαρόχους της αναιρεσίβλητης, από τους οποίους η τελευταία απέκτησε επί του επιδίκου πλήρες δικαίωμα κυριότητας. Κατόπιν τούτου, αφού απέρριψε τους ισχυρισμούς του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, ότι αυτό κατέλαβε και δήμευσε τα ακίνητα της μείζονος εκτάσεως κατά τη διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας ως ανήκοντα στο Τουρκικό Δημόσιο ή σε Οθωμανούς ή εγκατελείφθηκαν από αυτούς, άλλως ότι περιήλθαν στη κυριότητά του ως δασικά τμήματα, άλλως ως λειβάδια ή βοσκότοποι, άλλως με τακτική, άλλως έκτακτη χρησικτησία, δέχτηκε την αγωγή και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, που έχει κρίνει όμοια. Με αυτά, που δέχτηκε, και έτσι, που έκρινε, το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου ν.20 παρ. 12 πανδ. (5.8), ν. 27 Πανδ. 18.1.10.17 και ν.48 πανδ. (41,3), 3 πανδ. (41.10) και 109 πανδ. (50.16) ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν. κωδ. (7.31) Βασ. 50 (10.4), ν. 12 Πανδ. (2.53) ν.8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 Βασ. (50. 14), ν. 27 Πανδ. (18.1) ν. 15 παρ. 3, ν. 2 παρ. 4 και 7, 11 Πανδ. (51.4), ν. 5 παρ. 1 Πανδ. (41.10), ν. 2 παρ. 2 Πανδ. (41.4), ν.6 Πανδ. (44.3) και ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23-3), άρθρων 5 και 6 του Πρωτοκόλλου της 3-2-1830 "περί της Ανεξαρτησίας της Ελλάδος"και τα μεταγενέστερα 4/16-6-1830 και 1/19-7-1830, της από 9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως περί οριστικού διακανονισμού των ορίων του πρώτου Ελληνικού Κράτους, την από 28-3-1835 Ελληνοτουρκική Σύμβαση, άρθρου 1 ν. 3/15-12-1833 (περί βοσκοτόπων), του Β.Δ. 17/29-11-1836 (περί ιδιωτικών δασών), των Β.Δ. 26/4/8-5-1838 από 26-6/8-7-1836 και 2/14- 10-1836, της 21.6/3-7-1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων", του Ν.ΔΞΗ/1912, των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου", που εκδόθηκαν βάσει αυτού και του άρθρου 21 του Ν.Δ. της 22.4/15-6-1926 "Περί Διοικητικής αποβολής από κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης", και των άρθρων 3 του Ν. 998/1979, 1 του Ν.Δ. 86/1969 και 57 του Ν. 3077/1924, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού διέλαβε σ` αυτή πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της κυριότητας του επιδίκου, μαζί με μεγαλύτερη έκταση, από την απώτερη δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης Ιερά Μονή Πεντέλης. Ειδικότερα, το Εφετείο δέχτηκε σαφώς, ότι η άνω Ιερά Μονή απέκτησε την αναφερόμενη μεγαλύτερη έκταση το έτος 1600 από έναν Οθωμανό με τίτλους ιδιοκτησίας και κατέστη κυρία αυτού με έκτακτη χρησικτησία και, έτσι, ήδη στις 11-9-1915 ανήκε τούτο στη κυριότητά της, ως νεμόμενη αυτό μέχρι τότε συνεχώς και αδιαλείπτως με διάνοια κυρίου και καλή πίστη για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της τριακονταετίας, ότι τις αναφερόμενες διακατοχικές πράξεις εξακολούθησε να ασκεί συνεχώς μέχρι τις 30-4-1955, οπότε ο Οικοπεδικός Συνεταιρισμός "................."αγόρασε την αναφερόμενη μεγαλύτερη έκταση από τον Οργανισμό Διοικήσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας (Ο.Δ.Ε.Π.), που ενεργούσε ως διαχειριστής της ρευστοποιητέας περιουσίας της Ιεράς Μονής Πεντέλης, ότι για τη μεταβίβαση αυτή τηρήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις και ότι το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο ουδεμία διακατοχική πράξη έχει ασκήσει επί της εκτάσεως αυτής, αλλά αντίθετα αντιμετώπιζε και αναγνώριζε την Ιερά Μονή ως ιδιοκτήτρια. Επομένως, οι συναφείς λόγοι αναίρεσης δεύτερος από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, τέταρτος και με στοιχεία Ζ.β., κατά το πρώτο μέρος του, από τον αριθμό 1 του ίδιου άρθρου, και πέμπτος και έκτος, και κατά τα δύο μέρη του, από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου, που υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

Επειδή, κατά τα άρθρα 1033, 369 και 1192 ΑΚ, για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ` αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι μεταξύ των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με σύμβαση είναι, ότι ο μεταβιβάσας ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε. Συνακόλουθα, επί αναγνωριστικής αγωγής, που έχει ως βάση τον παράγωγο αυτόν τρόπο κτήσης της κυριότητας, πρέπει το επίδικο ακίνητο να ταυτίζεται με το ακίνητο που περιγράφεται στον επικαλούμενο μεταβιβαστικό τίτλο. Περαιτέρω, από το άρθρο 1094 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες διατάξεις, καθώς και εκείνες του άρθρου 216 παρ.1 α` ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για την πληρότητα της αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, του οποίου η κυριότητα αποκτήθηκε με παράγωγο τρόπο, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει, εκτός των άλλων, και ότι κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου για ορισμένη αιτία με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή και ότι ο άμεσος δικαιοπάροχός του ήταν κύριος του πράγματος που μεταβίβασε. Ο τρόπος κτήσης της κυριότητας επί του επιδίκου από τον δικαιοπάροχο του ενάγοντος δεν είναι στοιχείο της αγωγής. Μόνο αν ο εναγόμενος ήθελε αμφισβητήσει με τις προτάσεις του της πρώτης πρωτοβάθμιας συζήτησης την κυριότητα του τελευταίου και των προ αυτού κτητόρων του επιδίκου, υποχρεούται ο ενάγων για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρει είτε με την αγωγή καθ` υποφορά, είτε με τις προτάσεις του της ίδιας συζήτησης της αγωγής ορισμένο νόμιμο τρόπο με τον οποίο ο δικαιοπάροχός του έγινε κύριος του ακινήτου, τέτοιος δε τρόπος μπορεί να είναι εκείνος της κτήσεως της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία. Συνίσταται δε ο εν λόγω τρόπος στο ότι ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος έχει στη νομή του, δηλαδή στην φυσική του εξουσία με διάνοια κυρίου, το ακίνητο για μία συνεχή εικοσαετία, ενώ κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, που ίσχυε ως την εισαγωγή του ΑΚ στις 23-2- 1946, ο τρόπος αυτός συνίστατο στο ότι το ίδιο πρόσωπο είχε στην νομή του με καλή πίστη το ακίνητο για μία συνεχή τριακονταετία. Επίσης, για το ορισμένο της αγωγής σ` αυτή την τελευταία περίπτωση, πρέπει ο ενάγων στα ως ανωτέρω δικόγραφά του να αναφέρει τις διακατοχικές πράξεις του δικαιοπαρόχου του στο ακίνητο. Τέλος, η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ( άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ), συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή. Αντίθετα η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 ή 14 του ΚΠολΔ.

Στην προκείμενη περίπτωση, το αναιρεσείον, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14, όπως εκτιμάται, (και όχι από τον αριθμό 1 του ίδιου άρθρου, που αναγράφεται στο αναιρετήριο), ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν απέρριψε ως αόριστη την ένδικη αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης, αφού δεν αναφέρονται σ` αυτή καθόλου πράξεις νομής επί της επιδίκου εκτάσεως, αλλά μόνο πράξεις νομής από την απώτερη δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης Ιερά Μονή Πεντέλης επί του ακινήτου. Από την επισκόπηση, όμως, της αγωγής, προκύπτει, ότι οι αναφερόμενες πράξεις νομής αφορούν και το επίδικο ακίνητο, το οποίο περιλαμβάνεται στην αναφερόμενη μείζονα έκταση. Επομένως, το Εφετείο δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ και συνακόλουθα ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος.

Επειδή, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β` ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό (βάση αγωγής, ανταγωγής) είτε ως αμυντικό (ένσταση, αντένσταση) μέσο, αλλά όχι και οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή επιχειρήματα, νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός αναίρεσης αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψή του δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (Ολ.ΑΠ 11/1996).

Στην προκείμενη περίπτωση, το αναιρεσείον με τον πρώτο λόγο αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β` ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τον ουσιώδη ισχυρισμό του, ότι τόσο η επίδικη έκταση, όσο και η ευρύτερη αυτής περιοχή είχε ανέκαθεν δασικό χαρακτήρα. Από την προσβαλλόμενη απόφαση όμως προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τον ως άνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος και τον απέρριψε. Επομένως, ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος. Επειδή, ο από το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της αποδόσεως από το δικαστήριο σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένως, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Αρειο Πάγο (Ολ.ΑΠ 1/1999). Εξάλλου, για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης θα πρέπει το Δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη αποδεικτικού γεγονότος (ΑΠ 2/2009).

Στην προκείμενη περίπτωση, με τον με στοιχεία Ζ.α., κατά το πρώτο μέρος του, λόγο της αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από την ως άνω διάταξη πλημμέλεια της παραμόρφωσης του περιεχομένου των προσκομισθέντων εγγράφων, ήτοι των δύο Κωδίκων, που συντάχθηκαν με διαταγή της Ελληνικής Κυβερνήσεως τα έτη 1836 και 1837. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η παραδοχή του Εφετείου, ότι "λόγω της καταστροφής των τίτλων αγοράς του μείζονος ακινήτου από τη Μονή Πεντέλης, με διαταγή της Ελληνικής Κυβερνήσεως συντάχθηκαν τα έτη 1836 και 1837 ως "μαρτυρικά"έγγραφα οι δύο Κώδικες που σώζονται μέχρι σήμερα, ο ένας εκ των οποίων θεωρήθηκε τον Φεβρουάριο του 1836 από τον Επαρχιακό Διευθυντή Αττικής, που έχουν αξία ως αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά τις εκτάσεις που ενέμετο η Μονή, στις οποίες περιλαμβάνεται και το μείζον ακίνητο, διότι έχουν συνταχθεί από δημόσια Υπηρεσία (Επιτροπή του Β.Δ/τος της 1-12- 1834) και με βάση τις μαρτυρίες των κατοίκων πλησίον αυτών χωρίων και ενόψει αυτών η δικαιοπάροχος της εφεσίβλητης-αναιρεσίβλητης Ιερά Μονή Πεντέλης κατέστη κυρία του μείζονος κτήματος, στο οποίο περιλαμβάνεται το επίδικο αγροτεμάχιο", δεν οφείλεται σε διαγνωστικό λάθος, αλλά αποτελεί εκτίμηση του περιεχομένου των ανωτέρω εγγράφων μαζί με τα υπόλοιπα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, η οποία, όμως, κατά τα προεκτιθέμενα, δεν ιδρύει τον παρόντα λόγο αναιρέσεως. Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης δημιουργείται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα μεγαλύτερη ή μικρότερη αποδεικτική δύναμη από εκείνη που δεσμευτικά γι` αυτό (δικαστήριο) καθορίζει ο νόμος, όχι όμως και όταν το δικαστήριο της ουσίας, εκτιμώντας ελεύθερα, όπως έχει δικαίωμα από το νόμο (άρθρο 340 ΚΠολΔ), αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, τα οποία κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με άλλα, μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από τα τελευταία. Εξάλλου, τα δημόσια έγγραφα, δηλαδή τα έγγραφα, που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο μέσα στα όρια της υλικής και τοπικής αρμοδιότητάς του, αποτελούν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 438 ΚΠολΔ, πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται σ` αυτό ότι έγιναν από το πρόσωπο που συνέταξε τα έγγραφα ή ότι έγιναν ενώπιόν του.

Στην προκείμενη περίπτωση, με τους με στοιχεία Ζ.α., κατά το δεύτερο μέρος του, και Ζ.β., κατά το δεύτερο μέρος του, λόγους της αναίρεσης, από τον αριθ. 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο προσέδωσε αποδεικτική δύναμη δημοσίων εγγράφων στους προαναφερθέντες δύο Κώδικες, που συντάχθηκαν με διαταγή της Ελληνικής Κυβερνήσεως τα έτη 1836 και 1837. Από το περιεχόμενο, όμως, της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι το Εφετείο προέβη σε ελεύθερη εκτίμηση του περιεχομένου των εν λόγω εγγράφων, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ). Επομένως, οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 8-10-2009 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 9207/2006 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Απριλίου 2012.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Οκτωβρίου 2012.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Για το παραδεκτό αγωγής εμπραγμάτου δικαιώματος...342/2012 ΕΦ ΛΑΡ ( 593970) (πλήν νομής) κατά του Δημοσίου, αναγκαία προγενέστερη κοινοποίηση αίτησης με τις αξιώσεις

$
0
0

(ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2012/696) 342/2012 ΕΦ ΛΑΡ ( 593970) Για το παραδεκτό αγωγής εμπραγμάτου δικαιώματος (πλήν νομής) κατά του Δημοσίου, αναγκαία προγενέστερη κοινοποίηση αίτησης με τις αξιώσεις, μόνοεφόσον το ακίνητο κατέχεται από το Δημόσιο. Η μη κατοχή του Δημοσίου αρκεί να προκύπτει από τα αναφερόμενα στην αγωγή. Αν όμως το Δημόσιο αμφισβητεί την κατοχή του ενάγοντος, τούτο καθίσταται αντικείμενο απόδειξης, γιατί από αυτό εξαρτάται το παραδεκτό της αγωγής επί μη τήρησης της άνω προδικασίας. Κατοχή του Δημοσίου επί των επιδίκων χορτολιβαδικών εκτάσεων, που εποπτεύονταν διά των δασικών οργάνων του, που προέβαιναν σε μηνύσεις και εξέδιδαν απαγορευτικές δ/ξεις βοσκής, που γινόταν μόνον εφόσον και όπου το επέτρεπαν. Η περίληψη αυτή ελήφθη απο το περιοδικό "ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ" 2012 .
Εφ. Λαρ. 342/2012
Πρόεδρος: Ναπολέων Ζούκας Εισηγητής: Λεων. Χατζησταύρου Δικηγόροι: Νικ. Πρίτσινας
{...} Με την υπ` αριθμ. καταθ. 74/1997 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας η ενάγουσα Κοινότητα Ν., καθολικός διάδοχος της οποίας υπήρξε ο Δήμος Ν. και ήδη καθολικός διάδοχος αυτού είναι ο Δήμος Τ., ήδη εφεσίβλητος, ισχυριζόταν ότι κατέστη κυρία με βάση το ν. ΔΝΖ/1912, άλλως με έκτακτη χρησικτησία των περιγραφομένων σ` αυτήν βοσκοτόπων, που βρίσκονται εντός των ορίων της, οι οποίοι είχαν αφεθεί ανέκαθεν επί τουρκοκρατίας προς κοινή χρήση (βόσκηση) των κατοίκων των οικισμών, που εν τέλει συγκρότησαν την αρχικώς ενάγουσα. Ζητούσε δε να αναγνωρισθεί η κυριότητα της επ` αυτών, διότι το εναγόμενο δια των οργάνων του την αμφισβητούσε. Με την προσβαλλόμενη απόφαση το Πολυμελές Πρωτοδικείο Λάρισας δέχθηκε την αγωγή. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα το εκκαλούν για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, προκειμένου στη συνέχεια να απορριφθεί η αγωγή.

Από το άρθρο 8 παρ. 1 α.ν. 1539/1938, όπως ίσχυε πριν την τροποποίηση του με το άρθρο 24 ν. 2732/1999, κατά το οποίο «πας αξιών δικαίωμα κυριότητος ή άλλο πλην της νομής εμπράγματον δικαίωμα επί ακινήτου κατεχομένου υπό του Δημοσίου, οφείλει να τηρήσει την εν αυτή και ταις επομέναις παρ. 2 και 3 του αυτού άρθρου διαγραφομένην προδικασίαν», συνάγεται ότι η προδικασία αυτή απαιτείται μόνο εφόσον το επίδικο ακίνητο κατέχεται από το Δημόσιο. Η μη κατοχή του Δημοσίου αρκεί να προκύπτει από όσα αναφέρονται στην αγωγή, εφόσον αυτά δεν αμφισβητούνται από το Δημόσιο. Αν όμως αυτό αμφισβητεί την κατοχή του ενάγοντος επί του επιδίκου, πρέπει να καθίσταται αντικείμενο αποδείξεως το περιστατικό αυτό, γιατί από αυτό εξαρτάται το παραδεκτό της αγωγής στην περίπτωση που δεν έχει τηρηθεί η ανωτέρω προδικασία (βλ. ΑΠ 547/91 Δνη 32.1238).

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που περιέχονται στην υπ` αριθμ. 33/2007 εισηγητική έκθεση και όλων των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως, αποδεικνύεται ότι τα επίδικα 18 ακίνητα, συνολικής εκτάσεως 2.905 στρεμμάτων, που βρίσκονται εντός των διοικητικών ορίων του εφεσίβλητου, και έχουν κατά το πλείστον χορτολιβαδική μορφή, κατέχονταν συνεχώς μέχρι την άσκηση της αγωγής από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, εποπτεύονταν δε και φυλάσσονταν δια των οργάνων του και συγκεκριμένα από το δασαρχείο της περιοχής. Ειδικότερα, τα όργανα του Δημοσίου προέβαιναν σε υποβολή μηνύσεων σε περιπτώσεις καταλήψεων τμημάτων των επιδίκων και παράνομων εξορύξεων υλικών από αυτά, εξέδιδαν απαγορευτικές διατάξεις βοσκής κλπ. Μάλιστα, η αρχικώς ενάγουσα είχε υποβάλει αίτηση προς το εκκαλούν για την εκμετάλλευση μέρους των επιδίκων ως λατομείου, με ίδρυση κοινοτικής επιχείρησης, πλην όμως το αίτημα της δεν έγινε δεκτό. Διάφοροι κτηνοτρόφοι της περιοχής βόσκουν στα επίδικα τα ποίμνια τους, πλην όμως αυτό γίνεται μόνον εφόσον και στα τμήματα όπου επιτρέπει δια των οργάνων του το εκκαλούν. Αντιθέτως, δεν αποδείχθηκε ότι ο εφεσίβλητος ασκούσε οποιεσδήποτε πράξεις φυσικής εξουσίασης επί των επιδίκων. Ενόψει των ανωτέρω, εφόσον το εκκαλούν είχε την κατοχή των επίδικων ακινήτων, έπρεπε για το παραδεκτό της αγωγής να προηγηθεί η προδικασία του α.ν. 1539/1938, πράγμα που δε συνέβη. Έσφαλε επομένως η εκκαλουμένη, που απέρριψε ως αβάσιμο το σχετικό ισχυρισμό του εκκαλούντος. Γι` αυτό πρέπει, κατά το βάσιμο περί τούτου πρώτο λόγο της έφεσης, να εξαφανισθεί. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση ως βάσιμη κατ` ουσίαν και, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ` ουσίαν, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη...

Α.Σ.

 

Διακρίσεις των ακινήτων ιδιωτικά και δημόσια ακίνητα. Βακουφικά ακίνητα (διακρίσεις, χρησικτησία) .. ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

$
0
0
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΑΚΙΝΗΤΑ ΤΗΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ (ΕΚΤΟΣ ΡΟΔΟΥ ΚΑΙ ΚΩ). Διακρίσεις των ακινήτων ιδιωτικά και δημόσια ακίνητα. Βακουφικά ακίνητα (διακρίσεις, χρησικτησία) προϊσχύσαντα δίκαια. Χρησικτησία. Διενέξεις..
μεταξύ ιδωτών. Εμπράγματες αξιώσεις του δημοσίου στα νησιά της μη δορυαλωτής Δωδεκανήσου. Χρησικτησία κατά δημοσίου. Προνομιακή μεταχείριση δημοσίου. Τεκμήρια κυριότητος. Διαδικαστικά προνόμια για δάση. Δασικές εκτάσεις και δημόσιες χορτολιβαδικές εκτάσεις. Εξαιρέσεις. Διένεξη του Δημοσίου με ιδιώτες. Διένεξη και για βραχώδεις εκτάσεις. Γενική επισκόπηση της νομολογίας για τα θέματα αυτά και στη λοιπή ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα και ειδικά στις Κυκλάδες, ως συγκριτική βάση για τη θέση που υποστηρίζουμε. Μελέτη του Παντελή Δ.Αποστολά, Δικηγόρου Ρόδου, δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ σε πλήρες κείμενο.

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ:


Ι.- Η μακρόχρονη Ξένη Κυριαρχία στη Δωδεκάνησο (Οθωμανική Κυριαρχία, Ιταλική Στρατιωτική Κατοχή και Κυριαρχία, περίοδος Γερμανικής Κατοχής, Βρετανικής Κατοχής), επέβαλε (ή διατήρησε) την ισχύ διαφόρων δικαίων μέχρι και την απελευθέρωσή της και την προσάρτησή της στη Μητέρα Ελλάδα, αλλά ακόμα και μετά την απελευθέρωσή της και την προσάρτησή της διατηρήθηκε, πέραν των άλλων, ως τοπικό δίκαιο ο Κτηματολογικός Κανονισμός (132/1929 Διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη), με αποτέλεσμα πολλές φορές να καθίσταται δυσχερής η ερμηνευτική προσέγγιση του ισχύοντος για κάθε περίπτωση δικαίου, ένα πρόβλημα δε που πρακτικά αρχίζει να εμφανίζεται στις σχέσεις μεταξύ πολιτών και δημοσίου είναι η παρά του δημοσίου έγερση ιδιοκτησιακών αξιώσεων σε ακίνητα κείμενα στη «λοιπή Δωδεκάνησησο» (δηλαδή αυτή, πλην Ρόδου, Κω, Λακκί και Ξηρόκαμπου Λέρου, όπου έχει εφαρμογή πλήρως ο Κτηματολογικός Κανονισμός και η καταγραφή και απεικόνιση των εμπραγμάτων δικαιωμάτων στα ακίνητα δεν δημιουργεί γενικά καμία μορφής διένεξη ως προς τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα).

Πολύ συνοπτικά, το Δημόσιο, με βάση το προϊσχύσαν Οθωμανικό δίκαιο, ισχυρίζεται, ότι κάθε αγροτική έκταση στη «λοιπή Δωδεκάνησο» θεωρείται δημόσια..

γαία (εραζί εμιριέ), που ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο (του οποίου την ιδιοκτησία απέκτησε το Ιταλικό Κράτος με τη Συνθήκη Ειρήνης των Συμμάχων Δυνάμεων και Τουρκίας, που επικυρώθηκε με το υπ’ αριθ. 1354 της 11-9- 1926 Βασιλικό Διάταγμα), αλλά ότι στη συνέχεια την απέκτησε το Ελληνικό Δημόσιο κατά διαδοχή από το Ιταλικό Δημόσιο με το άρθρο 1 του παραρτήματος ΧΙV της από 10-2-1947 συνθήκης ειρήνης των Παρισίων, μεταξύ των συνασπισμένων συμμαχικών δυνάμεων και της Ιταλίας, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 423/1947), ότι σε περίπτωση που δεν καλλιεργήθηκε από «σφετεριστή» επί δεκαετία (πριν την ισχύ του Α.Ν. 1539/1938) για να αποκτηθεί δικαίωμα «τεσσαρούφ», το οποίο να μετατράπηκε σε μουλκ σύμφωνα με το ν. 2100/1952, εξακολουθεί να είναι δημόσια γαία, ότι ειδικά κάθε εμφανιζόμενη ακαλλιέργητη χορτολιβαδική έκταση (κυρίως πλαγιές λόφων-βουνών) τη θεωρεί ακόμα ως δημόσια γαία, μια και δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι καλλιεργήθηκε από «σφετεριστή» επί δεκαετία, κατά τα ανωτέρω, για να αποκτηθεί δικαίωμα «τεσσαρούφ», το οποίο στη συνέχεια να μετατράπηκε σε μουλκ σύμφωνα με το ν. 2100/1952, ότι κάθε βοσκότοπος, λειμώνας (λιβάδι, τσαϊρι), κάθε δάσος (πλην αυτών που αξιώνει να υπάρχει ταπίο), κάθε έκταση βραχώδης εκτός σχεδίου ανήκουν στις δημόσιες γαίες στις οποίες ειδικά δεν επιτρέπεται η κτητική παραγραφή για τη κτήση με χρησικτησία δικαιώματος τεσσαρούφ.

Η νομολογία των δικαστηρίων, επί χρόνια ακολουθούσε την παραπάνω «λογική» και ερμηνευτική εκδοχή του Δημοσίου, όμως, μετά κυρίως το 1998, έχει γίνει μια τεράστια στροφή στην προσέγγιση του θέματος, αφού θεωρεί ότι ακίνητα νομικής φύσεως εραζί εμιριέ δεν υπάρχουν στη «λοιπή Δωδεκάνησο», με ό,τι αυτό συνεπάγεται, όμως ακόμα και τώρα, με επάλληλη αιτιολογία (πολύ ορθά), πολλές δικαστικές αποφάσεις, για να στηρίξουν το δικαίωμα του ιδιώτη στη διένεξή του με το Δημόσιο, δεν αρκούνται στην κρίση ότι δεν υπάρχουν στη “λοιπή Δωδεκάνησο” ακίνητα νομικής φύσεως αρζί μιρί (εραζί εμιριέ) και ότι δεν μπορεί το Δημόσιο να αξιώνει δικαίωμα κυριότητος, αν δεν προκύπτει στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ότι απέκτησε το ακίνητο με κάποιο άλλο νόμιμο τρόπο (αγορά, ανταλλαγή, δωρεά κλπ), αλλά, οσάκις συντρέχουν οι προϋποθέσεις 10ετούς κτητικής παραγραφής για τη κτήση δικαιώματος τεσσαρούφ σε βάρος του Δημοσίου (επί καλλιεργήσιμων αγρών) και στη συνέχεια μετατροπής του σε μουλκ, αποφαίνονται για το κτηθέν δικαίωμα του ιδιώτη με βάση την αφετηρία της νομικής φύσης του ακινήτου ως εραζί εμιριέ.

Επειδή έχει αξία η αναφορά και στο προϊσχύσαν νομικό καθεστώς στη λοιπή Ελλάδα, ειδικά σε μη δορυάλωτες περιοχές της (όπως οι Κυκλάδες, για τις οποίες μάλιστα η τακτική ολομέλεια του Αρείου Πάγου καλείται να λύσει κρίσιμα θέματα, μετά την παραπομπή σ’ αυτήν συγκεκριμένων λόγων αναίρεσης με την υπ’ αριθ. 454/2011 απόφαση), ιδίως για το ιδιοκτησιακό καθεστώς των δασών και το «καθεστώς» των αδεσπότων, οι δε νομικές σκέψεις που αναφέρονται στις διαφορές του Δημοσίου με τους ιδιώτες, ως προς τις εμπράγματες αξιώσεις του, στηρίζουν όπου πρέπει, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαιτερότητας της Δωδεκανήσου (όπου δεν ίσχυσε το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, όπως στη λοιπή Ελλάδα, δίκαιο που έδωσε λύσεις με την επιτρεπόμενη και σε βάρος του δημοσίου και για δάση ακόμα έκτακτη χρησικτησία μέχρι το 1915, όπου το θέμα των αδεσπότων αντιμετωπίζεται διαφορετικά, από ό,τι στη Δωδεκάνησο, όπου το οθωμανικό και το Ιταλικό δίκαιο θέτουν σε διαφορετική βάση την προσέγγιση για λύση αυτών των θεμάτων), τη λογική και την ερμηνευτική εκδοχή της υποστηριζόμενης θέσης μας ως προς αυτού του είδους τις αξιώσεις του Δημοσίου στη «λοιπή Δωδεκάνησο», γίνεται και μια κατά το δυνατόν συνοπτική αναφορά και σ’ αυτό.

Επίσης γίνεται ειδική αναφορά, οσάκις έχομε διένεξη ιδιώτη και Δημοσίου για κάθε είδους ακίνητο και κυρίως για ακίνητο νομικής φύσεως μουλκ, πώς πρέπει να αντιμετωπίζεται η περίπτωση αμφισβήτησης εκ μέρους του Δημοσίου του τίτλου κτήσεως του ιδιώτη, της προβολής ισχυρισμού περί ελλείψεως κυριότητος του άμεσου δικαιοπαρόχου του, αλλά και των απώτερων δικαιοπαρόχων του, εν όψει μάλιστα του μη αναγνωριζόμενου για τα μούλκια θεσμού της χρησικτησίας από το Οθωμανικό δίκαιο, αλλά και της αδυναμίας συμπληρώσεως του προβλεπόμενου με τους Ιταλικούς Αστικούς Κώδικες χρόνου της κτητικής παραγραφής για τη κτήση με έκτακτη χρησικτησία, από 1-1-1932 και εντεύθεν, μέχρι του χρόνου ισχύος στη Δωδεκάνησο του Α.Ν. 1539/1938, περί απαραγράπτου των επί των ακινήτων δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου, που εισήχθη με το Β.Δ 31-12-1948/ 10-1-1949 (ΦΕΚ 6/1949). Γίνεται επίσης ειδική αναφορά στην περίπτωση που το ακίνητο είναι δάσος ή δασική έκταση και μολονότι μουλκ, ενόψει του «άστοχου», όπως εκτίθεται στη συνέχεια, για τη λοιπή Δωδεκάνησο, διαδικαστικού προνομίου του δημοσίου με το άρθρο 62 του ν. 998/1979, οδηγούμαστε σε αδιέξοδα.

Γίνεται τέλος αναφορά, ενόψει της θέσης πλέον της νομολογίας περί ακινήτων μουλκ στη μη δορυάλωτη Δωδεκάνησο, στα λάθη που έκαμε ο νομοθέτης και η Διοίκηση σε σχέση με τη «λοιπή Δωδεκάνησο», τόσο με το νόμο 2100/1952, ο οποίος φαίνεται να θεωρεί ως δεδομένη την ύπαρξη γαιών φύσης «εραζί-εμιριέ», δηλαδή δημόσιων γαιών, στη «λοιπή Δωδεκάνησο», όσο και με το άρθρο 62 του Ν. 998/1979, διάταξη που εμφανίζεται πλέον παράλογη για τη «λοιπή Δωδεκάνησο», με την οποία εισάγεται διαδικαστικό προνόμιο υπέρ του Δημοσίου, το οποίο συνίσταται στην απαλλαγή αυτού από το βάρος απόδειξης της ιδίας του κυριότητας επί των δασών, δασικών εκτάσεων και δημοσίων χορτολιβαδικών εκτάσεων και μετατίθεται το βάρος απόδειξης στον επικαλούμενο υπέρ αυτού δικαίωμα κυριότητας, παρά το γεγονός ότι θα έπρεπε, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, στην εξαίρεση που ισχύει για τις περιφέρειες των Πρωτοδικείων των Ιονίων Νήσων, της Κρήτης και των νομών Λέσβου, Σάμου και Χίου και των νήσων Κυθήρων, Αντικυθήρων και Κυκλάδων, να υπαχθεί και η «λοιπή Δωδεκάνησος».

Ακόμα γίνεται αναφορά στο λάθος που έγινε στις περιοχές της Λέρου (Λακκί και Ξηρόκαμπου) όπου ισχύει πλήρως ο κτηματολογικός κανονισμός (αφού συστήθηκε Κτηματολογικό Γραφείο που είναι προϋπόθεση της εφαρμογής και λειτουργίας του κτηματολογικού κανονισμού), δεδομένου ότι επί Ιταλικής Κυριαρχίας, κατά τον χρόνο καταγραφής των ακινήτων, ακολουθήθηκε η ίδια λογική με τα «δορυάλωτα» νησιά Ρόδου και Κω, όπου εκεί υπήρχαν γαίες εραζί εμιριέ, ενώ στη Λέρο δεν υπήρχαν και παρά ταύτα καταγράφησαν οι γαίες ως νομικής φύσεως εραζί εμιριέ (αρζί μιρί). Αυτό δηλαδή που ο Οθωμανός κατακτητής ιστορικά αποδεδειγμένα δεν έκανε στην μη δορυάλωτη Δωδεκάνησο, παρέχοντας προνόμια και αφήνοντας ανέγγιχτη την ιδιοκτησία των κατοίκων των νησιών αυτών, την «δημοσιοποίησε» ο Ιταλός κατακτητής.

ΙΙ.- Η Δωδεκάνησος αποτελούσε επαρχία της Αυτοκρατορίας του Βυζαντίου μέχρι το 1309, οπότε καταλήφθηκε από τους ιππότες του Αγίου Ιωάννου (Οι Βυζαντινοί ονόμαζαν από τον 8ο αιώνα μ.Χ. «θέμα Δωδεκανήσου» 12 νησιά των Κυκλάδων γύρο από τη Δήλο, οι δε Φράγκοι ίδρυσαν τον 13ο αιώνα το «δουκάτο της Δωδεκανήσου» πάλι μέσα στις Κυκλάδες και με πρωτέυουσα τη Νάξο). Στη συνέχεια, η Δωδεκάνησος, από το 1522 τελούσε μέχρι το 1912 υπό την Οθωμανική Κυριαρχία. Υποστηρίζεται ότι η Πάτμος ήδη από το 1453 είχε δηλώσει υποτέλεια στον Σουλτάνο, απολαμβάνοντας προνομίων. Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830, οι Νότιες Σποράδες, όπως αποκαλούνταν τότε τα Δωδεκάνησα μαζί με άλλα νησιά, παρέμειναν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με αντάλλαγμα την παραχώρηση στην Ελλάδα της Εύβοιας. Κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και μέχρι τα πρώτα χρόνια του περασμένου αιώνα, το σύμπλεγμα της Δωδεκανήσου ονομαζόταν όπως προαναφέρθηκε Νότιες Σποράδες. Ο όρος Δωδεκάνησος καθιερώθηκε το 1908 (κατά τον εκπαιδευτικό και συγγραφέα Μιχάλη Σκανδαλίδη που ασχολήθηκε με το θέμα σε επιστημονική ημερίδα το 1997) όταν οι νησιώτες παριήλθαν σε απεγνωσμένο αγώνα προς την κυβέρνηση των Νεοτούρκων, που αποπειράθηκε να καταργήσει τα προνόμια που απολάμβαναν από τον Σουλτάνο Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή. Το όνομα βέβαια Δωδεκάνησα από το 1908 έως το 1912 αναφερόταν στα νησιά Ικαρία, Αστυπάλαια, Πάτμο, Λέρο, Κάλυμνο, Νίσυρο, Χάλκη, Τήλο (ή Επισκοπή), Σύμη, Κάρπαθο, Κάσο, Καστελόριζο. Δεν συμπεριλαμβάνονταν η Ρόδος και η Κως, ως νησιά μη προνομιούχα. Το όνομα Δωδεκάνησα έμεινε και όταν η Ικαρία ελευθερώθηκε το 1912, μένοντας εκτός και τα νησιά έμειναν ένδεκα. Στη συνέχεια συμπεριλήφθηκαν η Ρόδος και η Κως, καθώς και οι Λειψοί, όμως συνεχίζουμε να τα λέμε Δωδεκάνησα (βλ. Λογοθέτη Μιλτιάδη «όψεις του πολιτικού και οικονομικού βίου των Δωδεκανησίων κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, Αθήνα, σελ. 94-123, όπου επίσης γίνεται αναφορά για τα εξαιρετικά προνόμια των εν λόγω νησιών, τα οποία είχαν απαλλαγεί από την καταβολή φόρων, εκτός της κατ’ αποκοπή ετήσιας εισφοράς και τα οποία αυτοδιοικούνταν σε βαθμό σχεδόν αυτονομίας, επίσης βλ. Μ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ - ΝΟΥΑΡΟΥ στο έργο του «ΓΙΑ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΟΥΜΕ ΤΗ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟ» σελ. 9 και στη σελ. 38 επ. για τα προνόμια των Δωδεκανήσων). Επικράτησε ότι από 5-5-1912 (θεωρώ ότι είναι λίγο αυθαίρετη αυτή η ημερομηνία για όλα τα νησιά, αφορά κυρίως τη Ρόδο που καταλήφθηκε την 4-5-1912, διότι από 28-4-1912 έως και 20-5- 1912 καταλήφθηκαν σταδιακά τα υπόλοιπα νησιά) μέχρι 6-8-1924 τελούσε η Δωδεκάνησος υπό την στρατιωτική Ιταλική κατοχή και εντεύθεν μέχρι την 13-9-1943 υπό την Ιταλική Κυριαρχία, από 13-9-1943 έως 15-9-1945 υπό την Γερμανική Κατοχή και από 15-9-1945 έως την 31-3-1947 υπό την Βρετανική Κατοχή.

Κατά την περίοδο της Ιταλικής στρατιωτικής κατοχής, διατηρήθηκε το επί Οθωμανικής Κυριαρχίας για την περιοχή ισχύσαν δίκαιο, όπως διατηρήθηκε και ο προσωπικός θεσμός των Δωδεκανησίων Ορθοδόξων, Ισραηλιτών και Μουσουλμάνων (έχει ενδιαφέρον λοιπόν για τη σύσταση των προικών σε ακίνητα των Δωδεκανησίων Ορθοδόξων η διατήρηση του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, περί του οποίου γίνεται αναφορά παρακάτω).

Κατά την περίοδο της Ιταλικής Κυριαρχίας, διατηρήθηκε επίσης ο προσωπικός θεσμός των Δωδεκανησίων Ορθοδόξων, Ισραηλιτών και Μουσουλμάνων, όπως διατηρήθηκε η ισχύς του ιδιωτικού Οθωμανικού δικαίου μέχρι 31-12-1931, οπότε στη συνέχεια από 1-1-1932 ίσχυσε η Ιταλική νομοθεσία, ο Ιταλικός Αστικός Κώδικας, ο Εμπορικός Κώδικας και ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας. Όμως εκδόθηκε κατά την περίοδο αυτή το υπ’ αριθ. 132/1929 Διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη, το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα και με το οποίο επιπρόσθετα διατηρήθηκαν, ως τοπικό δίκαιο, και οι διακρίσεις των ακινήτων, σύμφωνα με την οθωμανική νομοθεσία.

Κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής, παρέμεινε σε ισχύ το ισχύον επί Ιταλικής Κυριαρχίας δίκαιο, όπως και κατά την περίοδο της Βρετανικής Κατοχής, καθ’ ην έκταση «αι ανάγκαι του πολέμου επιτρέπουσιν» (βλ. περί των ανωτέρω αναλυτικά και για την περίοδο της Ελληνικής Στρατιωτικής Διοικήσεως Π. Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ"παρ. 3, 4, 5, 6, 7 σελ. 30-49).

Το Ιταλικό Κράτος απέκτησε, με τη Συνθήκη Ειρήνης των Συμμάχων Δυνάμεων και της Τουρκίας, που επικυρώθηκε με το υπ’ αριθ. 1354 της 11-9-1926 Βασιλικό Διάταγμα, την ιδιοκτησία που είχε στη Δωδεκάνησο το Οθωμανικό Κράτος, στη συνέχεια δε το Ελληνικό Δημόσιο απέκτησε, κατά διαδοχή από το Ιταλικό Δημόσιο, με το άρθρο 1 του παραρτήματος ΧΙV της από 10-2-1947 συνθήκης ειρήνης των Παρισίων, μεταξύ των συνασπισμένων συμμαχικών δυνάμεων και της Ιταλίας, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 423/1947, όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία στη Δωδεκάνησο του Ιταλικού Κράτους, στην οποία περιλαμβάνεται και αυτή των Οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των εταιρειών και σωματείων, καθώς και αυτή που ανήκε στο φασιστικό κόμμα ή στις βοηθητικές του οργανώσεις (βλ. Π. Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ"παρ. 9 σελ. 50-51, παρ. 288 σελ. 572).

IΙΙ.- Με το άρθρο 2 παρ. 1 στοιχείο α΄ Ν 510/1947, που ίσχυσε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (30-12-1947) σύμφωνα με το άρθρο 14 αυτού εισήχθησαν στη Δωδεκάνησο ο Αστικός Κώδικας, ο Εισαγωγικός Νόμος του ΑΚ και το ΝΔ 7/10 Μαΐου 1945 (ενδεικτικά Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον"παρ. 10 επ. σελ. 51 επ., Λιτζερόπουλος στην ΕρμΑΚ Γεν. Εισαγ. Εισ.Ν.ΑΚ αρ. 64, 67, Μιχ. Καλλιμόπουλος ο.π. Εισαγ. άρθρ. 49-71 Εισ.Ν.Α.Κ αρ. 85-91, ΕφΔωδ. 53/1990 Δωδ. Νομολογία τόμος 2 τεύχος 1 σελ.75, ΕφΔωδ 164/1996, ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ, ΕφΔωδ 30/2009, ΕφΔωδ 62/2009, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 725/2010 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ.).

Με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, ορίζεται ότι η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος που επήλθε πριν την εισαγωγή αυτού, κρίνεται κατά το δίκαιο το οποίο ίσχυε κατά το χρόνο που έλαβαν χώρα τα προς κτήση αυτού πραγματικά γεγονότα (ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΕφΔωδ 30/2009, ΕφΔωδ 62/2009, ΑΠ 725/2010 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1429/2010 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΕΙΡΘΑΣΟΥ 36/2006 ΑΡΜ 2010/1650= ΝΟΜΟΣ), ενώ η προστασία τους διέπεται εφεξής από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα - ΕισΝΑΚ 55 (ΑΠ 1429/2010 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2010 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω η ακίνητη ιδιοκτησία στην Δωδεκάνησο ρυθμιζόταν από το Οθωμανικό Δίκαιο, πριν την εισαγωγή του Ιταλ.ΑΚ/1865 στην Δωδεκάνησο, η οποία έλαβε χώρα από 1-1-1932 με το αρ.200/31 Οκτωβρίου 1931 διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη (ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΕφΔωδ 30/2009, ΕφΔωδ 62/2009, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ).

Με το άρθρο 1 (βλ. και 2-6) του Οθωμανικού νόμου «περί γαιών» (Κανούν- Ναμέϊ Εραζί) της 7 Ραμαζάν 1274 (έτος 1856 ή 1857 κατά ΟλΑΠ 411/1963 ΝοΒ 12/155, Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι εκδ. 1931 σελ. 62) και το προϊσχύσαν αυτού μουσουλμανικό δίκαιο (ΑΠ 454/2011), Οθωμανικός νόμος που αποτελεί μέρος της μεταρρυθμιστικής Οθωμανικής νομοθεσίας του 19ου αιώνος (μεταξύ του 1839 και 1876), της γνωστής με το όνομα «Τανζιμάτ» [που περιλαμβάνει τη νομοθεσία περί ακινήτων (όπως τον άνω νόμο περί γαιών, τους νόμους περί ταπίων, βακουφίων, το νόμο περί απαλλοτριώσεων, περί δασών, μεταλλείων και λατομίων), διάφορους ειδικούς νόμους περί δασών, μεταλλείων κ.ά., τον Οθωμανικό Αστικό Κώδικα (της 8 Σιλιχιτζέ 1285), τους νόμους περί ανηλίκων, τον Εμπορικό Κώδικα], η οποία μεταρρυθμιστική νομοθεσία αποτελεί συνέχεια του προϊσχύσαντος Ιερού Μουσουλμανικού Δικαίου -Σερί- (που πηγές είχε το Κοράνιο, την παράδοση, τη νομολογία των Ιμάμηδων, την αναλογία δικαίου), ο οποίος Ιερός Νόμος υπέστη πολλές επεξεργασίες υπό τη μορφή σχολίων και κωδικοποιήσεων ως και συλλογών αποφάσεων (η Κωδικοποίηση ονομάσθηκε Μουλτεκά), των παραλλήλως ισχυόντων Κανόνων (Κανούν), που αποτελούν μέρος του Κοσμικού Δικαίου (αλλά αφορά χρονολογικώς παλαιότερο στάδιο) και του συστήματος προνομιακού δικαίου (βλ. για το Ιερό Μουσουλμανικόν Δίκαιο, το Δίκαιο των Εθίμων, την επεξεργασία του Ιερού Δικαίου, το Κοσμικό Δίκαιο, το Εμπράγματο Δίκαιο πριν την μεταρρυθμιστική νομοθεσία (Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι έκδ. 1931 σελ. 13 επ.) τα ακίνητα κτήματα (οι γαίες, που αναφέρονται ως εραζί ή εραζίϊ ή στα Κτηματικά βιβλία των Κτηματολογίων Ρόδου και Κω ως αρζί ) διακρίνονται σε:

Α) ιδιόκτητες γαίες, γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μουλκ ή κατά άλλες αποδόσεις μούλκια, μεμλουκέ, μεμλουκά), όπως οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες κ.λ.π., των οποίων τη κυριότητα είχε αυτός που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέτει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία περί μεταβίβασης, κατά τα κατωτέρω αναλυτικά εκτιθέμενα (βλ. ΑΠ 454/2011 και κατωτέρω νομολογία και βιβλιογραφία),

Β) δημόσιες γαίες (μιριγιέ ή κατά άλλες αποδόσεις μιριγέ, μεριγιέ, εμιριέ), όπως τα καλλιεργήσιμα χωράφια, τα βοσκοτόπια, τα δάση κ.λ.π., των οποίων η κυριότητα ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ) κατά τα κατωτέρω αναλυτικά εκτιθέμενα (βλ. ΑΠ 454/2011 και κατωτέρω νομολογία και βιβλιογραφία),

Γ) σε γαίες αφιερωμένες σε ευαγή σκοπό (μεβκουφέ - βακουφικές), των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, κατά τα κατωτέρω αναλυτικά εκτιθέμενα (βλ. ΑΠ 454/2011 και κατωτέρω νομολογία και βιβλιογραφία),

Δ) σε γαίες προορισμένες για την κοινή και δημόσια χρήση όλων των κατοίκων ενός μόνο χωριού ή κοινότητας (μετρουκέ), οι οποίες είναι δημόσιες ή όπως αναφέρεται σε εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες, όπως οι δημόσιοι δρόμοι, οι πλατείες κ.λ.π., οι οποίες ήταν προορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο, κατά τα κατωτέρω αναλυτικά εκτιθέμενα (βλ. ΑΠ 454/2011 και κατωτέρω νομολογία και βιβλιογραφία) και

Ε) σε νεκρές γαίες (μεβάτ), όπως τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση κλπ., οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Δημόσιο (βλ. ΑΠ 454/2011 και κατωτέρω νομολογία και βιβλιογραφία), δηλαδή εκείνες οι γαίες που δεν ανήκουν στην κυριότητα ιδιωτών, ούτε είναι δυνατόν εκ της φύσεώς τους να καλλιεργηθούν και δεν κατέχονται, ούτε εξουσιάζονται από κανένα, οι οποίες ωσαύτως είναι δημόσιες, όπως είναι οι πετρώδεις εκτάσεις, τα βράχια κλπ (βλ. για όλα τα ανωτέρω Δημητρίου Νικολαϊδου ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ έκδοση 1869, σελ. 429, Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι εκδ. 1931 σελ. 64 επ., ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, Θεοδωρόπουλος «Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον» εκδ. β’ σελ. 182 και 171, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 164/1996, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΕφΔωδ 30/2009, ΕφΔωδ 62/2009, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ). Κατά τον Παύλο Θεοδωρόπουλο "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ"παρ. 80 σελ. 171, ως «μεβάτ», κατά την Οθωμανική Νομοθεσία, νοούνται τα δημόσια εκείνα κτήματα, τα οποία, μη διατελούντα υπό την κυριότητα και ιδιοκτησία ή την νομή ιδιωτών, ούτε προορισμένα από παλιά σε δημόσια ή κοινή χρήση (απάντων ή των κατοίκων μόνο ορισμένου χωρίου), από κανένα δεν κατέχονται και εξουσιάζονται - νεκρά (terre morte) καλούμενα, θεωρούμενα ως ανήκοντα αυτοδικαίως στην Πολιτεία. Ειδικότερα, ρητά ορίζεται στο άρθρο 6 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών ότι, «γαίαι νεκραί λέγονται αι ακατοίκοιτοι γαίαι, αίτινες δεν είναι υπό την κατοχήν ουδενός και μήτε αφέθησαν εις την χρήσιν των κατοίκων. Εισί δε τοσούτον μεμακρυσμέναι των χωρίων και κωμών, ώστε η φωνή μεγαλοφώνου τινός να μη ακούηται από των άκρων των κατοικουμένων τόπων, ήτοι απέχουσαι των κατοικουμένων τόπων εν και ήμισυ μίλλιον ή κατά ημισείας ώρας απόστασιν», στο δε άρθρο 103 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών ορίζεται ότι, «θεωρούνται ως νεκραί γαίαι οι κενοί τόποι, οίον βουνά, δασώδεις και πετρώδεις τόποι, οι μη όντες υπό την κατοχήν ουδενός δια ταπίου, οι μη εξιδιασθέντες ανέκαθεν εις τους κατοίκους κωμοπόλεων και χωρίων και απέχοντες των κωμοπόλεων και χωρίων τοσούτον, όσον να μη ακούηται ανθρώπινος φωνή μεγαλοφώνως από τα άκρα των κατωκημένων τόπων - βλ. Δημητρίου Νικολαϊδου ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ έκδοση 1869, σελ. 429, 454). Γενικά είναι οι γαίες (χέρσες, έρημες, ορεινές, δασώδεις κλπ) που η φύση τους δεν υπάγεται σε καμία από τις λοιπές καθορισμένες κατηγορίες γαιών, ωστόσο, μπορούσαν να παραχωρηθούν δωρεάν σε κάποιον που είχε ανάγκη, με άδεια του αρμοδίου υπαλλήλου, κατά τεσσαρούφ (διατηρούντος του Δημοσίου του δικαιώματος της ψιλής κυριότητος) και αν εκχερσώνονταν και γίνονταν χωράφια, υπάγονταν στη συνέχεια στην κατηγορία των δημοσίων γαιών (άρθρο 103 παρ. 2 του νόμου περί γαιών).

Κατόπιν εισήχθη (κατά τον Α.Ζ. Καλλικλή) η δημόσια ιδιοκτησία στο Οθωμανικό κράτος, υπό την σύγχρονη έννοια, πρώτο δε σχετικό βήμα έγινε με το νόμο περί δασών (άρθρο 1 του νόμου περί δασών της 1 Ιανουαρίου 1285 (έτος 1867), κατά τον οποίο τα δάση διακρίνονται σε δάση ανήκοντα στην ιδιοκτησίαν του δημοσίου, σε δάση ιδιωτικά (κορού) και βακουφικά και σε δάση κοινοτικά- «μπαλταλίκια»- βλ. για τις ανωτέρω κατηγορίες ειδικότερα θέματα Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι έκδ. 1931 σελ. 90-92), οπότε στις άνω κατηγορίες, κατά τον Α. Z. Καλλικλή, προστίθεται και η κατηγορία (στ) της δημοσίας ιδιοκτησίας του κράτους -domaine l’ Etat- (Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι έκδ. 1931 σελ. 66). Μάλιστα (κατά τον Α.Ζ. Καλλικλή) ο νέος νόμος περί δασών, ρυθμίσας κατ’ ειδικό τρόπο την εν λόγω κατηγορία των ακινήτων, κατήργησε την ιδιότητα πλέον των δασών από την κατηγορία των «μιριγέ», οι δε οδηγίες της 13 Μουχαρέμ 1293 (έτος 1875) καθόρισαν τα της εκδόσεως νέων τίτλων, καθόσον δια του νόμου είχε απαγορευθεί ρητά η κατοχή δασών στο εξής άνευ τίτλου επισήμου του Κτηματολογίου, είτε πρόκειται περί Δημοσίου, είτε περί ιδιωτικού ή βακουφικού δάσους (Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι έκδ. 1931 σελ. 91-92).

Με τον υπό του Οθωμανικού Κράτους εκδοθέντα «κανονισμό περί δασών» [Έτος Εγείρας 1286 (1869)], εξακολουθεί η ανωτέρω διάκριση των δασών κατά το άρθρο 1 (των ιδιωτικών δασών λεγομένων κορού (βλ. Δημητρίου Νικολαϊδου ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ έκδοση 1869, σελ. 502). Στην παράγραφο 2 του ως άνω κανονισμού αναφέρεται ότι για τα ιδιωτικά δάση ως προς τον τρόπο κατοχής και χρήσεως αυτών και άλλων αναφορικών με αυτά περιστάσεων ειδικές διατάξεις του νόμου περί γαιών έχουν ορίσει και ότι αυτός ο κανονισμός αποβλέπει μόνο στα άλλα δάση.

Τέλος, με τον Οθωμανικό νόμο της 7 Μαρτίου 1293 (άρθρ. 34 και 35), τα δάση κηρύχθηκαν κατά τεκμήριο ως δημόσια (Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι έκδ. 1931 σελ. 91, επίσης βλ. ΑΠ 340/1985 ΕλλΔικ 26/862, κατά την οποία, από τις διατάξεις των άρθρων 3,9,19,30,68,71 και 92 του ως άνω νόμου περί γαιών της 7 Ραμαζάν 1274, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 2 και 3 των οδηγιών της 13 Μουχαρέμ 1293 ή 7 Φ/ρίου 1921 «Περί εξελέγξεως τίτλων δασών» προκύπτει ότι για τα δάση υφίσταται τεκμήριο (μαχητό) κυριότητος υπέρ του Τουρκικού Κράτους). Η κτήση δικαιώματος κυριότητος σε ιδιωτικά δάση (τ. κορού) πρέπει να βασίζεται μόνο σε ισχυρό και νόμιμο τίτλο.

Ρητά όμως στο άρθρο 106 του νόμου περί γαιών αναφέρεται (σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 19 και 30 του ν. περί γαιών) ότι δεν κατέχονται δια ταπίου τα αυτομάτως βλαστάνοντα δέντρα εις τας ιδιοκτήτους γαίας. Είναι σαφής η διάταξη, από την οποία συνάγεται ότι ταπίο δεν νοείται για τα μούλκια (ανεξαρτήτως του λόγου που χαρακτηρίζονται ως τοιαύτα), έστω και αν είναι δασικά, όπως και ο διαχωρισμός που γίνεται για εκείνα τα δάση που ανήκουν στην κατηγορία των δημοσίων γαιών και παραχωρήθηκαν με ταπίο και για τα δάση που δημιουργήθηκαν σε ακίνητα νομικής φύσεως μουλκ.

Οι ως άνω εξειδικευμένοι Οθωμανικοί νόμοι που αφορούν τα δάση, εφαρμόζονται και κρίνονται πάντα με τον προγενέστερο νόμο περί γαιών.

Κατά τον Γ.Π.ΝΑΚΟ (Το νομικό καθεστώς των τέως δημοσίων οθωμανικών γαιών 1821-1912, Θεσσαλονίκη 1984 σελ. 73), εκτός από τις γαίες του άρθρου 1 του νόμου περί γαιών, υπάρχουν και άλλα δύο είδη, οι μοναστηριακές (βλ. άρθρο 122 ν. περί γαιών) και οι δημόσιες κρατικές.

Ο κατωτέρω πίνακας καταδεικνύει την κατηγορία της ιδιοκτησίας στο Οθωμανικό Κράτος (Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι έκδ. 1931 σελ. 152):

Α΄. ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΣΕ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΕΝΝΟΙΑ. Αυτή περιλαμβάνει δύο τάξεις: α) Μη παραχωρημένες γαίες στους ιδιώτες και β) Παραχωρημένη γη, «μιριγέ» (περιορισμένη ιδιοκτησία ιδιωτών, φορολογουμένη βαρέως). Όσον αφορά την πρώτη τάξη (α) αυτή περιλαμβάνει τέσσερις υποδιαιρέσεις, ήτοι: 1. Χέρσες γαίες, «μεβάτ». 2. Γαίες που ανήκουν στην κοινοχρησία κοινοτήτων, όπως κοινοτικά δάση (μπαλταλίκια), κοινοτικές βοσκές (μεράδεις) Ανήκαν στην καθ’ έκαστη κοινότητα ως περιορισμένη των ιδιοκτησία («Μετρουκέ», υπό στενή έννοια). 3. Εκτάσεις κοινόχρηστες, αλλά μη ανήκουσες στις κοινότητες, όπως πλατείες, οδοί κ.ά. τις γνωστές υπό το όνομα “domaine public” («Μετρουκέ», υπό ευρεία έννοια). 4. Ιδιωτική κτήση του Δημοσίου, υπό την ιδία του διαχείριση, όπως δάση, βοσκές Δημοσίου κ.ά. τη γνωστή πλέον ως “domaine prive de l’ Etat”, (δημόσια ιδιοκτησία υπό στενή έννοια). Όσον αφορά την δεύτερη τάξη (β) αυτή περιλαμβάνει δύο υποδιαιρέσεις, ήτοι: 1. Παραχωρημένη σε ιδιώτες ή σε νομικά πρόσωπα, πλην των βακουφίων. 2. Παραχωρημένη στα βακούφια (βακούφια μη αληθή, μη γνήσια).

Β΄. ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΘΑΡΑ. Αυτή περιλαμβάνει δύο τάξεις: α) Ιδιοκτησία ιδιωτών ή νομικών ποσώπων, πλην βακουφίων και β) Ιδιοκτησία βακουφίων (αληθή βακούφια, γνήσια).

Κατά το άρθρο 2 του ως άνω Οθωμανικού νόμου «περί γαιών» αι καθαράς κυριότητος (ιδιόκτητοι γαίαι) είναι τεσσάρων ειδών:

1). Τα εν τοις χωρίοις και κώμαις (Κασαπάτ) κείμενα οικόπεδα καθώς και αι εις τον περίβολόν των ευρισκόμεναι γαίαι, αίτινες δεν δύνανται να μη ώσι περιπλέον του ημίσεως στρέμματος και θεωρούνται ως συμπλήρωμα της κατοικίας.

2). Αι γαίαι, αι αποσπασθείσαι από δημοσίας γαίας και τη αδεία του ιερού νόμου υπαχθείσαι εις την αληθή ιδιοκτησίαν τινός, ίνα κατέχωνται κατά τους διαφόρους τρόπους της κυριότητος. Ο Σουλτάνος, η Πολιτεία των Οθωμανών, με την παντοδυναμία του, αποσπά εδάφη εκ της «δημοσία γης» και τα καθιστά καθαρά ιδιοκτησία, «μουλκ», δια ιδίου εγγράφου, «μουλκναμεϊ χουμαγιουν» (βλ. άρθρο 12;1 ν. περί γαιών και Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι έκδ. 1931 σελ. 117).

3). Αι δεκατιζόμεναι γαίαι (ουσσριγέ, δηλαδή terres decimales) και

4). Αι φορολογούμεναι γαίαι (χαραζδζιέ, δηλαδή terres tributaires). Δεκατιζόμεναι γαίαι είναι αι εν καιρώ της κατακτήσεως εις τους πορθητάς ως λάφυρα διανεμηθείσαι γαίαι.

Φορολογούμεναι γαίαι είναι αι γαίαι αι οποίαι είχαν μείνει στην κατοχή των κατοίκων μη Μουσουλμάνων (περί όλων των ανωτέρω βλ. Δημητρίου Νικολαϊδου ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ έκδοση 1869, σελ. 429-430).

Όταν ο κύριος των δεκατιζόμενων και φορολογούμενων γαιών αποθάνει άκληρος οι γαίες αυτές αποκτώνται από το δημόσιο και καθίστανται δημόσιες («εμιριγέ», άρθρο 2 παρ. 2 του νόμου περί γαιών).

Αντιθέτως οι αγροτικές εκτάσεις, όπως προαναφέρθηκε (προφανώς και αγροτικές εκτάσεις υπάρχουν ως μούλκια κατά τους όρους των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 2 του νόμου περί γαιών), ανήκουν, κατά το Οθωμανικό δίκαιο, στην κατηγορία των δημοσίων γαιών (εραζί εμιριέ ή μιριγιέ), δηλαδή, στην κυριότητα του Οθωμανικού Δημοσίου = ΑΠ 1392/2010 στη ΝΟΜΟΣ - βλ. και άρθρα 4, 9, 12, 34 και 49 του ίδιου νόμου (είναι γνωστό ότι το Οθωμανικό Κράτος εθεωρείτο αποκλειστικός κύριος όλου του εδάφους των χωρών των κατακτηθεισών δια των όπλων - βλ. Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον"σελ. 259).

Κατά το άρθρο 3 του νόμου περί γαιών Δημόσιαι γαίαι είναι «τα χωράφια, λειμώνες, χειμάδια, θέρετρα (θεριναί βοσκαί), δάση και παραπλήσια (παρόμοιοι τόποι), των οποίων η ιδιοκτησία ανήκει εις το δημόσιο» (βλ. Και άρθρα 4, 9, 12, 34 και 49 του ίδιου νόμου, επίσης Δημητρίου Νικολαϊδου ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ έκδοση 1869, σελ. 429, ΑΠ 1465/1998 A ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2010 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).

Ως λειμώνες εθεωρούντο κατά το άρθρο 10 του άνω νόμου τα λιβάδια, των οποίων το χόρτο εθερίζετο και αποταμιεύετο και η δεκάτη επληρώνετο στο δημόσιο, ενώ χειμάδια και θέρετρα ήσαν (άρθρα 24, 105) οι χειμερινοί και θερινοί βοσκότοποι (ΑΠ 369/1964 ΝοΒ 12/920, ΑΠ 236/1967 ΝοΒ 15/982, ΑΠ 499/1966 ΝοΒ 15/340, Ν.Σ.Κ. 725/1968, Δωρή τα δημόσια κτήματα τόμος Α΄ σελ. 408). Κατά το άρθρο 10 οι λειμώνες δύνανται να αρροτριωθούν και καλλιεργηθούν με άδεια του ειδικού υπαλλήλου.

Συγκεκριμένα στην κατηγορία των δημοσίων γαιών (εραζί εμιριέ ή μιριγιέ), κατά το άρθρο 3 του νόμου περί γαιών, περιλαμβάνονται οι καλλιεργήσιμοι αγροί, οι χειμερινές και θερινές βοσκές (τόποι που παράγουν χόρτο για βόσκηση ζώων = ΑΠ 1392/2010 στη ΝΟΜΟΣ), οι λειμώνες (λειβάδια, τσαϊρια), τα δάση, οι εκτάσεις που υπάρχουν δέντρα τα οποία δεν φυτεύει κανένας = ΑΠ 1392/2010 στη ΝΟΜΟΣ - κ.λ.π. όχι όμως τα οικόπεδα έστω και αν καλλιεργούνται με κηπευτικά και οπορωφόρα δέντρα, τα οποία εξ αντιδιαστολής έχουν τον χαρακτήρα «μουλκ» (ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, Παπαδόπουλος Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου τόμος πρώτος σελ. 561, Καλλικλής ε.α. σελ. 65, ΑΠ 748/1978 ΝοΒ 27,554, ειδικά για αγρούς ΑΠ 620/1976 ΝοΒ 25,10, ΑΠ 563/1979 ΝοΒ 27/1600, ΑΠ 748/1975 ΝοΒ 27/554, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. , ΕφΔωδ 30/2009, ΕφΔωδ 62/2009, , ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 267/2008 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ).

Οι ως άνω δημόσιες εκτάσεις μπορούσαν να παραχωρηθούν από το οθωμανικό δημόσιο σε ιδιώτες (βλ. παρακάτω νομολογία και βιβλιογραφία - και βέβαια και τα δάση = ΕΦΑΘ 2516/2008 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1465/1998 A ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, βλ. και άρθρα 19 και 30 του νόμου περί γαιών) με την καταβολή δικαιώματος (ταπού) και ετήσιας δόσεως, οπότε εκδιδόταν (από υπάλληλο του Οθωμανικού Δημοσίου βλ. ΕΦΑΘ 2516/2008 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, Κων. Παπαδόπουλο, «Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου», Αθήνα 1989, τ. Α΄, σελ.529 και Γ. Καριψιάδη ο.π., σελ. 94) σχετικός τίτλος (ταπί, ταπίο). Με την έκδοση όμως του τίτλου αυτού (που έφερε το μονόγραμμα -ταγκρού- του Σουλτάνου = ΑΠ 1429/2010 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2010 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) και την παραχώρηση, οι ιδιώτες δεν αποκτούσαν πλήρες δικαίωμα κυριότητας επί της παραχωρηθείσας δημοσίας εκτάσεως, αλλά ιδιόρρυθμο δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως ή μόνιμης εγκατάστασης ή «ωφέλιμης κυριότητας» ή οιονεί επικαρπίας = ΕΦΑΘ 2516/2008 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ (τεσσαρούφ, που ισοδυναμεί με διηνεκή μίσθωση, αφού αντικείμενό του είναι η αναφερόμενη στον τίτλο χρήση του εδάφους = ΑΠ 1429/2010 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2010 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ), το δε δικαίωμα ψιλής κυριότητας (ρεκαμπέ) διατηρούσε το Οθωμανικό Δημόσιο.

Για εκείνες τις δημόσιες γαίες που ανήκαν στο Οθωμανικό Κράτος, όπως τα αγροτικά ακίνητα (τα δάση κλπ), περεδέχετο το Οθωμανικό Κράτος την κυριότητα μουλκ (όπως παρεδέχετο για άλλους λόγους ως μουλκ τις ως άνω δεκατιζόμενες και φορολογούμενες γαίες), μόνο δυνάμει τίτλου και κυριαρχικής παραχωρήσεως -και κατά τούτο ευεργετούντο κατά προτίμηση οι Μουσουλμάνοι (Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον"σελ. 259).

Εξαίρεση του κανόνα ότι μόνο με ταπίο (ταπί) αποκτάται το δικαίωμα εξουσίασης για ορισμένη χρήση των δημοσίων γαιών καθιερώνει το άρθρο 78 του παραπάνω νόμου περί γαιών (ο εν λόγω τρόπος κτήσεως δικαιώματος εξουσίασης, διαφέρει από αυτόν που αποκτάται με ταπίο και είναι σαφές ότι κάθε ένας από τους τρόπους αυτούς δεν στηρίζεται στην ίδια ιστορική και νομική αιτία σε ασκούμενη αγωγή = ΑΠ 1340/2010 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).

Ανεξαρτήτως λοιπόν της πιο πάνω παραχωρήσεως, ειδικά επί καλλιεργήσιμων αγρών, δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) μπορούσε να αποκτήσει και ο σφετεριστής, ο οποίος καταλάμβανε, εξουσίαζε και καλλιεργούσε δημόσιες γαίες επί δεκαετία χωρίς δικαστική αμφισβήτηση, σύμφωνα με το άρθρο 78 του ως άνω νόμου περί γαιών, σε συνδυασμό προς το άρθρο 8 των οδηγιών περί εγγράφων ταπίων της 7 Σαμπάν 1256, χωρίς δηλαδή να απαιτείται και η έκδοση τίτλου (ταπίου) στο όνομα του σφετεριστή, η έκδοση του οποίου άλλωστε ήταν αποδεικτικής ισχύος και όχι συστατικό στοιχείο του ως άνω δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως (ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, ΑΠ 748/1978 ΝοΒ 27,554, ΑΠ 563/1979 ΝοΒ 27, 1600, σχετ. ΑΠ 661/1973 ΝοΒ 22,56, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. , ΕφΔωδ 30/2009, ΕφΔωδ 62/2009, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 217/2009 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1465/1998 A ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1429/2010 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2010 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ). Οι εν λόγω γαίες που ο σφετεριστής με την 10ετή εξουσίαση και καλλιέργεια απέκτησε δικαίωμα τεσσαρούφ (είτε κατέχει έγκυρο τίτλο είτε δεν κατέχει), δεν θεωρούνται σχολάζουσες, αλλά πρέπει να δοθεί στον σφετεριστή δωρεάν εκ νέου ταπίο (ΑΠ 1429/2010 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1648/2009 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2010 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1465/1998 A ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).

Από το σαφές περιεχόμενο της παραπάνω διάταξης, την ερμηνευτική εγκύκλιο του Τουρκικού Υπουργείου Δικαιοσύνης της 28 Σεφέρ 1304, του άρθρου 13 του νόμου "περί εγγράφων ταπίων"της 8 Δζεμαγήλ (Δζεμαζιούλ, Τζεμαζί ούλ) Αχίρ 1275 (ήδη έτος 1857), του άρθρου 2 των διασαφητικών διατάξεων περί ταπίων της 15 Σαμπάν 1276 και των οδηγιών της 23 Μουχαρέμ 1293 ή 7.2.1921 "περί εξελέγξεως τίτλων δασών", αλλά και το σύνολο των διατάξεων του νόμου περί γαιών (ειδικότερα των άρθρων 8, 9, 24, 30, 61, 71 και 78), προκύπτει, ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση του δικαιώματος αυτού της μόνιμης εγκατάστασης είναι όχι μόνο η συνεχής επί δέκα (10) έτη κατοχή (εξουσίαση), αλλά και η ταυτόχρονη καλλιέργεια του κτήματος. Επομένως, η διάταξη του άρθρου 78 έχει εφαρμογή μόνο επί καλλιεργήσιμων γαιών, ενώ οι υπόλοιπες μη καλλιεργούμενες εκτάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται τα δάση (και οι δασικές εκτάσεις) και οι μη αφιερωμένες στην κοινή χρήση βοσκήσιμες εκτάσεις, που ονομάζονταν εμλάκι μιριγέ ή εμλάκι χουμουγιούν, εξουσιάζονται μόνο με έκδοση τίτλου - ταπίου - (ΑΠ 1429/2010 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2010 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, Ολ. ΑΠ 411/1963 και ΑΠ 409/1963, βλ. και αντίθετη άποψη Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον"παρ. 69 σελ. 158, κατά την οποία η κατά τη διάταξη του άρθρου 78 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών καλλιέργεια αναφέρεται ως η μάλλον συνήθης έκφανση της εξουσιάσεως και κατά συνέπεια προκειμένου περί δάσους ή χειμερινής ή θερινής βοσκής, η εξουσίαση αυτών δύναται να εκδηλωθεί δια πράξεων χρήσεως και καρπώσεως σύμφωνα προς τον προορισμό τους, όπως αυτό συνάγεται και εκ των άρθρων 24 και 30 του ίδιου νόμου. Η άποψη πάντως Θεοδωρόπουλου, που δεν έχει επικρατήσει, είναι μια άποψη κοντά στην πρακτική που ακολουθήθηκε κατά την εφαρμογή του Κτηματολογικού Κανονισμού και την καταγραφή των δικαιωμάτων στα ακίνητα της περιφέρειας Ρόδου και Κω, δεδομένου ότι, παρά την έλλειψη συνήθως ταπίου, για τις δημόσιες γαίες, με μόνες τις ένορκες βεβαιώσεις ως δευτερεύουσα απόδειξη, που αποδείκνυε την εξουσίαση στο ακίνητο και επομένως τη κτήση τεσσαρούφ, καταγράφηκαν ως αρζί μιρί ακίνητα με παραχωρημένο δικαίωμα τεσσαρούφ σε ιδιώτες, τόσο σε δάση - κάτι που φαίνεται και από τα κτηματολογικά σχεδιαγράμματα σε συνδυασμό με τον κτηματολογικό φάκελο του ακινήτου -, όσο και σε βοσκότοπους, σε βραχώδεις εκτασεις κλπ, παρά το γεγονός ότι κτήση τεσσαρούφ χωρίς ταπίο αλλά με χρησικτησία είναι αδύνατη κατά την προαναφερόμενη κρατούσα νομολογία, βλ. επίσης και ΑΠ 1465/1998 A΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, κατά την οποία η καλλιέργεια, κατά την διάταξη του άρθρου 78 του οθωμανικού νόμου περί γαιών , αναφέρεται ως ο μάλλον συνήθης τρόπος και εκδήλωση εξουσιάσεως και, επομένως, προκειμένου περί δάσους ή χειμερινής ή θερινής βοσκής, η εξουσίαση αυτών μπορεί να εκδηλωθεί με πράξεις χρήσεως και καρπώσεως σύμφωνες με τον προορισμό τους, όπως συνάγεται από τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 19, 20, 24 και 30 του αυτού περί γαιών νόμου, έτσι, ώστε τα έχοντα αρχικά τη μορφή δάσους, με την πάροδο του χρόνου να μετατραπούν εν μέρει ή εν όλω σε εκτάσεις καλλιεργήσιμες ή βοσκήσιμες και με αυτή τη μορφή να ασκείται η εξουσίαση).

Προϋπόθεση λοιπόν για την κτήση του ως άνω δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) από τον σφετεριστή, είναι όχι μόνο η χωρίς δικαστική αμφισβήτηση κατοχή του αγρού επί μία δεκαετία, αλλά και η καλλιέργεια αυτού (ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Π. Θεοδωρόπουλος ο.π σελ. 156, Ε.Δωρής, τα δημόσια κτήματα, εκδ. 1980, τόμος Α’ σελ. 409, Κ.Παπαδόπουλος ο.π σελ. 561, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 217/2009 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2010 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).

Επομένως, δεν είναι δυνατή η από τον σφετεριστή, κατά τον ανωτέρω τρόπο απόκτηση δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) επί δασών (όπως και για τα λειβάδια = ΑΠ 1392/2010 στη ΝΟΜΟΣ), αφού μάλιστα από τις διατάξεις των άρθρων 3,9,19,30,68,71 και 92 του ως άνω νόμου περί γαιών της 7 Ραμαζάν 1274, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 2 και 3 των οδηγιών της 13 Μουχαρέμ 1293 ή 7 Φ/ρίου 1921 «Περί εξελέγξεως τίτλων δασών» (από τις οποίες διατάξεις προκύπτει ότι για τα δάση υφίσταται τεκμήριο κυριότητος υπέρ του Τουρκικού Κράτους- ΑΠ 340/1985 ΕλλΔικ 26/862), προκύπτει ότι δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) επί δασών, σε αντιδιαστολή προς το δικαίωμα εξουσιάσεως επί καλλιεργησίμων αγρών, μπορούσε να αποκτηθεί μόνο δια ταπίου (ΑΠ 1392/2010 στη ΝΟΜΟΣ με αναφορά σε ΑΠ 446/1992, ΑΠ 840/2010, ΑΠ 266/2010, βλ. επίσης ΑΠ, ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Δωρής, τα δημόσια κτήματα, ο.π. σελ 409, Ολ. ΑΠ 409/1963 ΝοΒ 12.97, ΟλΑΠ 411/1963 ΝοΒ 12/155, ΑΠ 1053/1982 ΝοΒ 31/1163, ΑΠ 418/1971 ΝοΒ 19/117, ΑΠ 369/1971, ΝοΒ 19.994, ΑΠ 670/1964, ΝοΒ 13.385, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, ΑΠ 217/2009 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ με αναφορά σε πλούσια νομολογία, ΕΙΡΘΑΣΟΥ 36/2006 ΑΡΜ 2010/1650 = ΝΟΜΟΣ με αναφορά σε νομολογία, ΑΠ 217/2009 στη ΝΟΜΟΣ), ούτε επί βοσκών θερινών ή χειμερινών (ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Δωρής, τα δημόσια κτήματα , σελ. 408, Ολ.ΑΠ 409/1963, ΝοΒ 12.97, ΑΠ 499/1966, ΝοΒ 15.340, ΑΠ 369/1971, ΝοΒ 19.994, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ.).

Το δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) μπορούσε να μεταβιβαστεί εν ζωή ή αιτία θανάτου, κατόπιν αδείας της αρχής και υπό τον όρο καταβολής χρηματικού τέλους (ταπού) (ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Π. Θεοδωρόπουλος, ο.π. σελ. 157, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία). Μετά το θάνατο του εξουσιαστή (άρθρο 54 νόμου περί γαιών) οι συγγενείς του δεν κληρονομούν σύμφωνα με τους κανόνες του κληρονομικού δικαίου τη δημόσια γη, αλλά έχουν δικαίωμα μόνο μεταβιβάσεως (χακή ντικάλ) ή εγκαταστάσεως, που απονεμήθηκε από το νόμο, δηλαδή να εγκατασταθούν και αυτοί στη γη, την οποία κατείχε ο θανών και μεταβιβάστηκε σε αυτούς (ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Παπαδόπουλος, ο.π. σελ. 560, Καλλικλής ο.π. σελ 68, Ε.Λαρ. 233/1992, Αρμ. 1994.548, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, βλ. και σημαντική ΑΠ 1429/2010 ΝΟΜΟΣ, για το κληρονομικό δικαίωμα του θανόντος εξουσιαστή με ταπίο, για τους επί 10ετία εξουσιαστές κληρονόμους του ακινήτου υπό τους όρους του άρθρου 78 του νόμου περί γαιών, που έχουν πλέον δικαίωμα παραχωρήσεως από το Δημόσιο κατά προτίμηση για το εξουσιαζόμενο εδαφικό τμήμα, η οποία παραχώρηση είναι αυτοτελής, το δε με βάση αυτή αποκτώμενο δικαίωμα τεσσαρούφ είναι νέο και δεν αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου, βλ. επίσης και για την υπεισέλευση στην κληρονομία θανόντος χριστιανού υπηκόου του Οθωμανικού Κράτους στις νέες Χώρες). Ως προς τους Χριστιανούς της Δωδεκανήσου η κληρονομική διαδοχή ρυθμιζόταν από τις διατάξεις του ισχύοντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου [βλ. Ν. 12 Πανδ. (28.7), 14 παρ. 8 (11.7), 6 Πανδ. (29.2), 12 Πανδ. (38.16), 3.616 (2.19), Θεμ. Φ. 3 (3.19)]. Η τυχόν όμως εγκατάλειψη της καλλιέργειας της δημόσιας γης επί τριετία χωρίς να υπάρχει δικαιολογημένο κώλυμα για την καλλιέργεια, είχε ως αποτέλεσμα την έκπτωση του δικαιούχου από το δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), σύμφωνα με τα άρθρα 68,69 έως 71 και 75 του ως άνω οθωμανικού νόμου περί γαιών, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την αυτοδίκαιη επαναφορά του πιο πάνω δικαιώματος στο οθωμανικό δημόσιο, το οποίο χωρίς καμία περαιτέρω διατύπωση, μπορούσε ελευθέρως να παραχωρήσει δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως σε τρίτο εκδίδοντας και τον σχετικό τίτλο (ταπίο), προτιμώμενου όμως του πρώην εξουσιαστή (ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Παπαδόπουλος, ο.π. σελ. 562, ΑΠ. 1203/1975, ΝοΒ 24.515, ΑΠ 55/1973, ΝοΒ 21.1445, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ.).

Αντιθέτως, από το συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 1248 του οθωμανικού Α.Κ, όπου αναφέρονται οι διάφοροι τρόποι κτήσεως της κυριότητας, στους οποίους όμως δεν περιλαμβάνεται η χρησικτησία και εκείνης του άρθρου 1660 του Οθωμανικού Α.Κ, που προβλέπει την δεκαπενταετή αποσβεστική παραγραφή των αγωγών υπέρ του κατόχου, χωρίς συγχρόνως να αναγνωρίζει την κτητική παραγραφή (χρησικτησία), προκύπτει ότι δεν είναι δυνατή η κτήση πλήρους κυριότητας με χρησικτησία υπό το κράτος του οθωμανικού δικαίου και μάλιστα τόσο επί των ακινήτων ελευθέρας κυριότητας (μουλκ), όσο και επί των δημοσίων γαιών (εραζί-εμιριέ), όπως αυτές οι δημόσιες γαίες στο άρθρο 3 του άνω νόμου περί γαιών προσδιορίζονται, κατά τα ανωτέρω (ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Θεοδωρόπουλος ο.π. σελ 191-192, ΑΠ. 1053/1982 Ελ.Δ/νη 24,210=ΝοΒ 31/1163, ΑΠ 147/1962, ΝοΒ 10,717, ΑΠ. 162/1974, ΝοΒ 22,1049, ΑΠ. 492/1956, ΝοΒ 5.122, ΑΠ 416/1963 ΕΕΝ 30/875, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, Παπαδόπουλος Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου τόμος πρώτος σελ. 562, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995 αδημ., ΕφΔωδ 164/1996, ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, ΕφΔωδ 238/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/278, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΜΠΡΜΥΤΙΛ 219/1999 ΑΡΧΝ/2001/64 με αναφορά σε Α.Π. 416/1963 Ε.Ε.Ν. 30.875, Α.Π. 147/1962 Νο.Β, 10.717, Α.Π. 289/1959 Ε.Ε.Ν. 17.544, Α.Π. 492/1956 Νο.Β. 5.122, Εφ.Θρ. 93/ 1959 Αρμ, 14.176, Π.Πρ.Χαλκ. 37/1973 Αρχ.Ν. 4.48, Εφ.Ιωαν, 113/1955 Νο.Β. 4.94, Καραγιάννη, Νο.Β. 26, σελ. 1135 ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΑΠ 77/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 725/2010 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 217/2009 στη ΝΟΜΟΣ, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ.), με την επιφύλαξη των προαναφερθέντων για την κτήση δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) από τον σφετεριστή που καλλιεργούσε δημόσια γη επί δεκαετία κατά το άρθρο 78 του οθωμανικού νόμου περί γαιών.

Οι ως άνω διακρίσεις των ακινήτων, σύμφωνα με την οθωμανική νομοθεσία, διατηρήθηκαν σε ισχύ, ως τοπικό δίκαιο, με τις διατάξεις των άρθρων 1,2 και 4 του κτηματολογικού κανονισμού (132/1929 Διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη), ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα με το άρθρο 8 παρ.2 του Ν. 510/1947 (Π. Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ"παρ. 10 επ. σελ. 51 επ., Λιτζερόπουλος στην ΕρμΑΚ Γεν. Εισαγ. Εισ.Ν.ΑΚ αρ. 64, 67, Μιχ. Καλλιμόπουλος ο.π. Εισαγ. άρθρ. 49-71 Εισ.Ν.Α.Κ αρ. 85-91, ΕφΔωδ. 53/1990 Δωδ. Νομολογία τόμος 2 τεύχος 1 σελ.75, ΑΠ 477/1963, ΑΠ 593/1965, ΑΠ 599/1968, ΑΠ 748/1971, ΑΠ 458/1972, ΑΠ 150/1974, ΑΠ 162/1974, ΟλΑΠ 569/1975, ΑΠ 771/1975 ποιν εν Συμβουλίω, ΑΠ 765/1976. ΑΠ 1105/1976, ΑΠ 542/1977, ΑΠ 456/1978, ΑΠ 125/1979, ΑΠ 859/1979, ΟλΑΠ 188/1980 ΝοΒ 28/1477= ΕΕΝ 1980/485, ΑΠ 565/1980, ΑΠ 16/1981, ΑΠ 600/1981, ΑΠ 899/1981, ΑΠ 1398/1981, ΑΠ 1475/1981, ΑΠ 241/1982, ΑΠ 1004/1982, ΑΠ 1242/1982, ΑΠ 940/1983, ΑΠ 973/1983, ΑΠ 1775/1983, ΑΠ 1491/1984, ΑΠ 163/1985, ΟλΑΠ 1270/1985, ΑΠ 1689/1985, ΑΠ 517/1988, ΑΠ 1141/1988 ΕΕΝ 1989/548, ΑΠ 1277/1998 ΕλλΔικ 1999/808= ΕΕΝ 2000/77, ΑΠ 1727/1999 ΕΕΝ 2001/361, ΑΠ 1602/1991, ΑΠ 985/1992, ΑΠ 154/1995, ΑΠ 1235/1966, βλ. και Παντελή Αποστολά ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 4 τεύχος 1 σελ. 23 επ., ΕφΔωδ 240/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/286, ΕφΔωδ 400/2005 Δωδ.Νομολ. 2007/367, ΕφΔωδ 305/2004 Δωδ.Νομολ. 2005/110, ΑΠ 1395/1996 ΕλλΔικ 1996/1144 = ΕΕΝ 1998/334, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, όπως γίνεται δεκτό, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1-8 του κυρωθέντος δια του υπ` αριθ. 132 της 1-9-1929 Διατάγματος του Ιταλού Κυβερνήτη Δωδεκανήσου Κτηματολογικού Κανονισμού -δεν κρίνεται σκόπιμη η αναγραφή όλων των εν λόγω διατάξεων -(να σημειωθεί ότι, όπως επίσης γίνεται δεκτό, η διάκριση κατά τον κτηματολογικό κανονισμό των δημοσίων γαιών σε μιρί, εραζί-εμιριέ, μετρουκέ και μεβάτ ανταποκρίνεται προς την υφισταμένη κατά την κατάληψη της Δωδεκανήσου υπό της Ιταλίας διάκριση των γαιών βάσει της κρατούσας τότε Οθωμανικής κτηματολογικής νομοθεσίας, η οποία διατηρήθηκε κατά το σημείο τούτο, εναρμονισθείσα με κατάλληλη επεξεργασία -βλ. Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον"παρ. 62 σελ. 143, σελ. 254, στο δε άρθρο 6 του Κτηματολογικού Κανονισμού που αφορά τα ακίνητα ελεύθερης κυριότητος και ισχύει, όπως επίσης γίνεται δεκτό, για όλα τα νησιά της Δωδεκανήσου, όπως προκύπτει από την Εισηγητική Έκθεση του Κτηματολογικού Κανονισμού -βλ. σε Θεοδωρόπουλο σελ. 258- έχει γίνει εναρμόνιση με κατάλληλη επεξεργασία του οθωμανικού νόμου περί γαιών ως προς το τι πλέον περιλαμβάνεται στα ακίνητα ελεύθερης κυριότητος -μουλκ-, όπως έγινε και με τις δημόσιες γαίες), διατάξεις που είναι ουσιαστικού δικαίου, που αφορούν την βάσει της νομικής των φύσεως διάκριση των ακινήτων, ως και το περιεχόμενο των επί τούτων δικαιωμάτων και των οποίων η εφαρμογή δεν έχει ως αναγκαία προϋπόθεση την λειτουργία των Κτηματολογικών Γραφείων, έχουν ισχύ, όπως γίνεται δεκτό, εφ` όλων των νήσων της Δωδεκανήσου (βλ. Παύλου Βασ. Θεοδωρόπουλου ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ παρ. 26α σελ. 71 όπου και βιβλιογραφία, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, ΕφΔωδ. 164/1996, ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ), διατηρείται κατ` αρχήν η διάκριση των ακινήτων σε κατηγορίες α)·δημοσίων γαιών (μιρί, εραζί- εμιριέ, μετρουκέ, μεβάτ), β)·ελεύθερης ιδιοκτησίας (μουλκ) και γ) βακουφικών, όπως είχε κατά το προϊσχύσαν στη Δωδεκάνησο Οθωμανικό δίκαιο (ενδεικτ. ΕφΔωδ 68/1990 Δωδ.Νομ. τόμος 2 τεύχος 1 σελ. 79, ΑΠ 600/1981 ΝοΒ 1982/222, ΑΠ 940/1983, ΠολΠρωτΡόδου 245/97, ΕιρΡόδου 289/1996, ΠολΠρωτΡόδου 102/1998, Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον"παρ. 62 σελ. 141-142, βλ. ειδικότερα για την ανωτέρω διάκριση και Ε. Μπαλογιάννη, παρατηρήσεις υπό τις ΑΠ 1238, 1239/1996 Δ28/498 όπου και περαιτέρω ποραπομπές και ΕφΘεσ 833/1991 ΕλλΔικ 1991/1315 = ΕπιθΝομολ 1991Α/11.46 και ΑΠ 331/19 ΕλλΔικ 1998/544, Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον"παρ. 77 σελ.166-168, σχετικές επίσης για τα βακουφικά ακίνητα και τις διακρίσεις τους ΑΠ 447/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547 = ΕΕΝ 1996/273 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607 = ΕλλΔικ 2002/1369 = ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36 = ΝΟΜΟΣ, ΕΦΘΕΣΣΑΛ 833/1991 ΕλλΔικ 1991/1315 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1334/1995 ΕΕΝ 1997/242 = ΝΟΜΟΣ, ΕΙΡ ΡΟΔ 794/2000 ΔΩΔΝΟΜ 2003/66 = ΝΟΜΟΣ, ΕΙΡΡΟΔ 112/2000 ΔΩΔΝΟΜ 2003/65 = ΝΟΜΟΣ, ΕΙΡΡΟΔ 788/1990 ΑΡΧΝ 1992/41 = ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡΡΟΔΟΥ 192/2006 ΔΝ 11/2.372επ. = ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡΡΟΔ 166/2009 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).

Στην αραβική γλώσσα η λέξη waqf (τουρκικά: vak?f, ελληνική απόδοση: βακούφι) σημαίνει σταματώ, συγκρατώ, εμποδίζω, ακινητοποιώ.

Βακούφιον κατά τον ιερό μουσουλμανικό νόμο («Σερή»), είναι περιουσιακό στοιχείο το οποίο αφιερώνεται προς εκπλήρωση διηνεκούς ευαγούς σκοπού, έτσι ώστε αυτό να θεωρείται ως θείον πράγμα, του οποίου η ωφέλεια ανήκει στους ανθρώπους (ΑΠ 447/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36, ΕΦΘΕΣΣΑΛ 833/1991 ΕλλΔικ 1991/1315 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1334/1995 ΕΕΝ 1997/242= ΝΟΜΟΣ, ΕΙΡΡΟΔ 794/2000 ΔΩΔΝΟΜ 2003/66= ΝΟΜΟΣ, ΕΙΡΡΟΔ 112/2000 ΔΩΔΝΟΜ 2003/65= ΝΟΜΟΣ, ΕΙΡ ΡΟΔ 788/1990 ΑΡΧΝ 1992/41= ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡΡΟΔΟΥ 192/2006 ΔΝ 11/2.372επ., ΠΠΡ ΡΟΔ 166/2009 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36= ΝΟΜΟΣ, ΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, βλ. και ΑΠ 1213/1991 ΕΕΝ 1993/41= ΝΟΜΟΣ, Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον"παρ. 76 σελ. 166. ΕφΔωδ. 266/2005 αδημοσίευτη, όπου με τον όρο «Βακούφ-Βακούφια- βακφ» νοούνται κατά το Οθωμανικό δίκαιο τα αφιερώματα, δηλαδή τα κτήματα που αφιερώθηκαν για κάποιο αγαθοεργό, κοινωφελή ή ιερό εν γένει σκοπό, ποικίλουν δε ανάλογα με τον ειδικότερο σκοπό για τον οποίο έχει διατεθεί η περιουσία με την πράξη αφιέρωσης).

Το βακούφι δε συμπεριλαμβάνει αποκλειστικά ακίνητα πράγματα, αλλά ενίοτε αφορά και κινητά (βιβλία, σοδειές, εμπορεύματα κ.λπ.).

Το βακούφι αποτελεί τον κατεξοχήν μηχανισμό για την επίτευξη της ελεημοσύνης (sadaka), έναν από τους κύριους άξονες του Ισλάμ. Από νομική άποψη, πρόκειται για μια από τις πιο πολύπλοκες κατασκευές του μουσουλμανικού δικαίου, η οποία, αν και διατήρησε όλα τα βασικά εννοιολογικά συστατικά του θεσμού, εξελίχθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια των αιώνων.

Πρόκειται για ένα θεσμό στενά συνδεδεμένο με τη φιλοσοφία και τους προσανατολισμούς της ισλαμικής θρησκείας, όμως το βακούφι υιοθετήθηκε και εφαρμόστηκε από τους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Τα βακούφια διακρίνονταν (βλ. παρακάτω διακρίσεις) και σε σουλτανικά και ιδιωτικά, ανάλογα με την ιδιότητα του δωρητή τους.Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας τα βακούφια χαρακτηρίστηκαν με τη συνθήκη της Λωζάνης (1923) ως ανταλλάξιμα και συγκροτήθηκε για τη διάθεσή τους ειδική υπηρεσία στην Εθνική Τράπεζα.

Το φαινόμενο των Βακουφίων παρατηρήθηκε και είχε μεγάλη έξαρση κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας στη χώρα μας.

Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, οι ιδρυτές των Βακουφίων επέβλεπαν κυρίως στο να αποφύγουν τη δήμευση, την αρπαγή ή κατάσχεση της περιουσίας τους.

Βακούφια μπορούσαν να συσταθούν και υπέρ των χριστιανικών μοναστηρίων και εκκλησιών με στόχο πάντα την προστασία των αφιερωμάτων από τις αρπακτικές διαθέσεις των Οθωμανών.

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 1091/1980 «περί διοικήσεως και διαχειρίσεως των Βακουφίων της Μουσουλμανικής Μειονότητος εις την Δυτικήν Θράκην και των περιουσιών αυτών»:

«Βακούφιον είναι το αφιέρωμα συνιστάμενον εξ ακινήτου ή κινητού περιουσιακού στοιχείου, ή προσόδου υπέρ ευσεβούς, αγαθοεργού, κοινωφελούς εν γένει σκοπού ή υπέρ φιλανθρωπικού, θρησκευτικού, ευαγούς ιδρύματος, είτε υπάρχοντος είτε δια της ελευθεριότητος ταύτης ιδρυομένου» (ΕΦΔΩΔ 266/2005).

Κατά το άρθρο 3 του άνω νόμου «Βακουφικήν περιουσίαν αποτελεί αυτό τούτο το βακούφιον ως και παν έτερον περιουσιακόν στοιχείον, κινητόν ή ακίνητον, αφιερωμένον εις την λειουργίαν του Βακουφίου, είτε υπό την έννοιαν του σκοπού είτε υπό την έννοιαν του ιδρύματος, ως εις το άρθρον 2 ορίζεται».

Τέλος κατά την διάταξη του άρθρου 4 του ως άνω νόμου «Έκαστον βακούφιον, υπό την έννοιαν των άρθρων 2 και 3 αποτελεί, από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου, χωριστόν μειονοτικόν νομικόν πρόσωπον Ιδιωτικού Δικαίου, λογιζόμενον ως κοινωφελές ίδρυμα και λειτουργούν προς εξυπηρέτησιν του σκοπού δια τον οποίον συνεστήθη, διέπεται δε υπό των διατάξεων του παρόντος νόμου, εφαρμοζομένων και των διατάξεων του άρθρου 46 του νόμου 542/1977 «περί τροποποιήσεως, αντικαταστάσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων».

Ήδη κατά το άρθρο 2 του Ν. 3647/2008 Βακούφιο είναι αφιέρωμα κατά τον Ιερό Ισλαμικό Νόμο, που περιλαμβάνει ακίνητα ή και κινητά περιουσιακά στοιχεία ή πρόσοδο υπέρ ευσεβούς, αγαθοεργού, κοινωφελούς γενικά σκοπού ή υπέρ φιλανθρωπικού, θρησκευτικού, ευαγούς ιδρύματος, που είτε υπάρχει είτε ιδρύεται για μη κερδοσκοπικό σκοπό.

Κατά το άρθρο 3 του άνω νόμου Βακουφική περιουσία αποτελεί αυτό το ίδιο το Βακούφιο, καθώς και κάθε άλλο περιουσιακό στοιχείο, κινητό ή ακίνητο, αφιερωμένο στη λειτουργία του Βακουφίου, είτε υπό την έννοιαν του σκοπού είτε υπό την έννοιαν του ιδρύματος, όπως ορίζεται στο προηγούμενο άρθρο.

Τέλος, κατά το άρθρο 4 του άνω νόμου Τα υπάρχοντα Βακούφια που περιλαμβάνουν ακίνητη περιουσία αποτελούν, από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου, χωριστά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και λογίζονται ως κοινωφελή ιδρύματα που λειτουργούν προς εξυπηρέτηση του σκοπού για τον οποίον έχουν συσταθεί.

Αφιέρωση (βακφ) είναι η πράξη, με την οποία κάποιο κτήμα γίνεται βακούφιο. Δια της συστατικής πράξεως- της αφιερώσεως (βακφ)- ορίζετο «μουτεβελής»- δηλαδή Έφορος που είχε θέση ανάλογη με τον εκτελεστή του Α.Ν. 2039/1939 που ισχύει στην Ελλάδα για τις περιουσίες που έχουν διατεθεί για κοινωφελή σκοπό Έφορος.

Αφιερωτήριο (Βακφηγιέ) είναι το έγγραφο στο οποίο περιέχεται η κατάθεση του αφιερωτή για την αφιέρωση και η δικαστική επικύρωση της αφιερώσεως. Οι διατάξεις του άρθρου 35 του περί καθηκόντων και πράξεων των Διευθυντών των βακουφίων νόμου της 19 Δζαμαζήλ Αχήρ του 1280 (1862), δια των οποίων καθιερούται η σύνταξη αφιερωτηρίου εγγράφου, υπό τις εν αυτώ διατυπώσεις (ως συστατικός τύπος), αφορούν μόνο τα νέα υπό το κράτος αυτού συνιστώμενα βακούφια, όχι δε και τα προ αυτού, τα οποία διέπονται υπό των κατά το χρόνο της συτάσεως των ισχυόντων νόμων. Κατά δε τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1688 εδ. 3 και 838 Οθωμανικού Αστικού Κώδικος και άρθρ. 12 του ρηθέντος της 19 Δζαμαζήλ Αχήρ του 1280 νόμου, για την προτέρα βακουφοποίηση αρκεί η περί τούτου δήλωση του αφιερωτή, εκδηλουμένη σαφώς ενώπιον δύο μαρτύρων, των δια του άρθρου 1739 του αυτού Κώδικος θεσπισθεισών διατυπώσεων επιβληθεισών για την μη τυχόν ανάκληση της αφιερώσεως. Το βακούφιο μπορεί να γίνει και με διαθήκη (βλ. και Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον"παρ. 76 σελ. 166-167, ΕΦΘΕΣΣΑΛ 833/1991 ΕλλΔικ 1991/1315 = ΝΟΜΟΣ με αναφορά σε νομολογία και βιβλιογραφία, ΑΠ 569/1953 ΝοΒ 2/121, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607 = ΕλλΔικ 2002/1369 = ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63).

Θεμελιώδες λοιπόν στοιχείο της πράξης αφιέρωσης είναι η ιδρυτική πράξη (vakfiye) στην οποία εκφράζεται η βούληση του ιδρυτή· και αυτή δεν μπορεί να μεταβληθεί. Στο έγγραφο αυτό προσδιορίζεται ο σκοπός σύστασης του βακουφίου, ο οποίος δεσμεύει οριστικά τον ιδρυτή και τους κληρονόμους του. Η ανελαστικότητα που του προσδίδει ο όρος αυτός είναι ωστόσο φαινομενική: Στην πράξη, το βακούφι αποδείχτηκε προσαρμοστικό κι ευέλικτο. Οι περιπτώσεις βακουφικών ακινήτων των οποίων μεταβλήθηκε το νομικό καθεστώς είναι πολυάριθμες κατά την Οθωμανική περίοδο. Μάλιστα, το 19ο αιώνα, το αυτοκρατορικό υπουργείο Βακουφίων δε δίστασε να εκποιήσει πλείστα βακουφικά ακίνητα που κρίνονταν οικονομικά ασύμφορα και των οποίων η νομική υπόσταση δεν ήταν -θεωρητικά- δυνατό να αλλάξει.

Σαν περιουσιακά σύνολα τα βακούφια έχουν περιορισμένη, ιδιορρύθμου φύσεως, προσωπικότητα, γι’ αυτό και με την αφιερωτική πράξη και ανάλογα με την κατηγορία του κτήματος βακούφ καθορίζονται και ο τρόπος διαχείρισής του από τον «Μουτεβελή» δηλαδή Έφορο που είχε θέση ανάλογη με τον εκτελεστή του Α.Ν. 2039/1939 που ισχύει στην Ελλάδα για τις περιουσίες που έχουν διατεθεί για κοινωφελή σκοπό (ΑΠ 1213/1991 ΕΕΝ 1993/41= ΝΟΜΟΣ, Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον"παρ. 76 σελ. 166-167, Ελευθεριάδη σελ. 30, 7-92, 41,82, 83, ΕΦΔΩΔ 266/2005 αδημοσίευτη).

Ως προς τα βακούφια στη Δωδεκάνησο: Η Ιταλία με τη συνθήκη της Λωζάνης του 1923 θεώρησε ότι τα βακούφια (ευαγή καταστήματα ή προσοδοφόρα) διέπονται από το Μουσουλμανικό δίκαιο. Εκτός όμως αυτού επέτρεψε να συσταθούν και στο μέλλον βακούφια με το άρθρο 7 παρ.7 του Κτηματολογικού Κανονισμού (ΑΠ 447/2005 στη ΝΟΜΟΣ). Με την άνω διάταξη ορίζεται ότι «Μόνον τα ακίνητα ελευθέρας κυριότητος (μουλκ) δύνανται εγκύρως εις το μέλλον να συσταθώσιν εις βακούφια (εβκάφ)».

Λόγω της ποικιλόμορφης διαχείρισης των βακουφίων και για την καθιέρωση ενιαίας οπωσδήποτε διαχείρισης και εποπτείας εκδόθηκε από τον Ιταλό Κυβερνήτη Δωδεκανήσου το Κυβερνητικό Διάταγμα 12 της 2 Μαϊου 1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ με την 19/1947 προκήρυξη του στρατιωτικού διοικητή Δωδεκανήσου και μετά την προσάρτησή της στην Ελλάδα (ΑΠ 1213/1991 ΕΕΝ 1993/41= ΝΟΜΟΣ, Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον"παρ. 79 σελ. 170 και 288, Κ. Παπαδόπουλου Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου τόμος Α σελ. 566, Μον.Πρωτδ.Ρόδου 214/1973, ΕΦΔΩΔ 266/2005 αδημοσίευτη). Με το διάταγμα αυτό η διαχείριση των περιουσιών βακούφ Ρόδου και Κω (του είδους «Μασμπουτά» και εκείνων των Σχολείων και όχι των «Ιδιωτικών» (οικογενείας ή απογόνων- βλ. άρθρα 1 και 2 στο ως άνω Κυβ. Δ/γμα), ανατέθηκε σε ειδικό συμβούλιο Μουσουλμάνων (για κάθε περιοχή), απαρτιζόμενο από πέντε μέλη που δεν χρειάζεται να έχουν κάποια επίσημη ιδιότητα και ειδικότερα από ένα πρόεδρο, τρεις συμβούλους και ένα σύμβουλο διαχειριστή (άρθρο 4 Κυβερν. Δ/τος, ΕΦΔΩΔ 266/2005 αδημοσίετη). Το ειδικό αυτό συμβούλιο διαχείρισης (Οργανισμός Διαχειρίσεως Κτημάτων Βακούφ), στο οποίο ανατέθηκε με το Δ/γμα αυτό η διοίκηση και διαχείριση των βακουφικών περιουσιών, δηλαδή περιουσιών που έχουν αφιερωθεί υπέρ κοινωφελούς σκοπού, δεν έχει το χαρακτήρα ΝΠΔΔ, ούτε άλλωστε χαρακτηρίστηκε έτσι με το άνω Δ/γμα, ή μεταγενέστερα, αλλά φέρει το χαρακτήρα κοινωφελούς ιδρύματος, δηλαδή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου (όπως και στα βακούφια Δυτικής Θράκης βάσει του άρθρου 4 του ν. 1091/1980), η άσκηση δε εποπτείας και ελέγχου των πράξεών του δεν αρκεί για να προσδώσει σ’ αυτό την ιδιότητα ΝΠΔΔ (ΑΠ 1213/1991 ΕΕΝ 1993/41= ΝΟΜΟΣ, ΕΦΔΩΔ 266/2005 αδημοσίευτη).

Από τις διατάξεις του ως άνω Διατάγματος και δη των άρθρων 1, 13 παρ. 2 και 14 παρ. 1, σαφώς συνάγεται ότι το δια του άρθρου 1 του άνω Δ/τος συσταθείς Οργανισμός Διαχειρίσεως Κτημάτων Βακούφ, για τη διαχείριση της περιουσίας βακούφ των σχολείων και του είδους Μουζμανατά ή Μασμπουτά, σε σχέση προς τις περιουσίες των ιδιωτικών βακούφ, ανέλαβε απλώς την υποχρέωση α) όπως στους υποβαλλόμενους σ’ αυτόν απολογισμούς των βακούφ τούτων βεβαιώνει αν τυγχάνουν κανονικής διαχειρίσεως και αν οι πρόσοδοι αυτών χρησιμοποιούνται υπό των διορισμένων μουτεβελήδων σύμφωνα προς τις διατάξεις των αφιερωτών και β) όπως συντάξουν κατάσταση των ακινήτων περιουσιών, αστικών και αγροτικών των ιδιωτικών βακούφ, οι δε μουτεβελλί των βακούφ αυτών υποχρεώθηκαν να παράσχουν στον Οργανισμό οιανδήποτε χρήσιμη πληροφορία για τη σύνταξη των άνω απογραφικών καταστάσεων, διατηρηθείσης, κατά τα λοιπά της κατά το Οθωμανικό Δίκαιο εξουσίας διοικήσεως και διαχειρίσεως αυτών (βλ. και Μον.Πρωτδ.Ρόδου 214/1973).

Στα ανήκοντα λοιπόν στην κατηγορία μουστεσνά ή εξαιρετικά, ήτοι στα διοικούμενα και διαχειριζόμενα ανεξελέγκτως υπό των διορισμένων υπό του ιδίου του αφιερωτή μουτεβελή, τον οποίο διαδέχονται στη διοίκηση και διαχείριση οι απόγονοι αυτού, δεν έχει κανένα δικαίωμα εποπτείας και ελέγχου το Υπουργείο Βακουφίων και προκειμένου για τη Ρόδο και Κω, κατά τα ανωτέρω, ο Οργανισμός Διαχειρίσεως Κτημάτων Βακούφ (ΕΦΔΩΔ 266/2005).

ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΒΑΚΟΥΦΙΩΝ:

Τα βακουφικά κτήματα εν γένει από άποψη διοικήσεως και διαχειρίσεως διακρίνονται κατά την Οθωμανική νομοθεσία σε τρεις κατηγορίες

α) τα μαζμαντά ή μασμπουτά, τα απ’ ευθείας και αμέσως υπό των υπαλλήλων του Υπουργείου των Βακουφίων διοικούμενα και διαχειριζόμενα (και ήδη για Ρόδο και Κω, κατά τα κατωτέρω, από τον Οργανισμό Διαχειρίσεως Κτημάτων Βακούφ = Κυβερνητικό Διάταγμα 12 της 2 Μαϊου 1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ με την 19/1947 προκήρυξη του στρατιωτικού διοικητή Δωδεκανήσου και μετά την προσάρτησή της στην Ελλάδα),

β) τα μουλχακά, τα αμέσως υπό των μουτεβελί (εφόρων, επιτρόπων διαχειριστών) διοικούμενα και διαχειριζόμενα, εφ’ ων όμως δικαίωμα εποπτείας και ελέγχου ασκεί το Υπουργείο βακουφίων (και ήδη για Ρόδο και Κω, κατά τα κατωτέρω, από τον Οργανισμό Διαχειρίσεως Κτημάτων Βακούφ = Κυβερνητικό Διάταγμα 12 της 2 Μαϊου 1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ με την 19/1947 προκήρυξη του στρατιωτικού διοικητή Δωδεκανήσου και μετά την προσάρτησή της στην Ελλάδα) και

γ) τα μουστεσνά ή εξαιρετικά, ήτοι τα διοικούμενα και διαχειριζόμενα ανεξελέγκτως υπό των διορισμένων υπό του ιδίου του αφιερωτή μουτεβελή, τον οποίο διαδέχονται στη διοίκηση και διαχείριση οι απόγονοι αυτού και επί των οποίων κανένα δικαίωμα εποπτείας και ελέγχου έχει το Υπουργείο (Μον.Πρωτδ.Ρόδου 214/1973, Ελευθεριάδη σε ΘΛΒ σελ. 112, Νικολαϊδη Οθωμανικοί Κώδικες, τόμος β σελ. 1267 ζήτημα 33, 34 και 35, Εφ.Κρ. Θ.ΚΣ 359, , ΕΦΔΩΔ 266/2005 αδημοσίευτη).

Σε περίπτωση που τα βακούφια είναι ακίνητα, διακρίνονται, αναλόγως των παρεχομένων δυνατοτήτων, σε ευαγή καταστήματα ή κατασκευάσματα [(«μουεσεσάτι χαηριγιέ») ΑΠ 447/2005 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36 = ΝΟΜΟΣ, ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ 833/1991 ΕλλΔικ 1991/1315 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ] και σε προσοδοφόρα [(«μουστεγάλ», πληθ. «μουστεγαλάτ») ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36 = ΝΟΜΟΣ, ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ 833/1991 ΕλλΔικ 1991/1315 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ].

Τα βακούφ της πρώτης κατηγορίας υπηρετούν άμεσα το σκοπό που όρισε ο αφιερωτής («βακήφ»), χωρίς να αποφέρουν κάποια πρόσοδο, όπως λ.χ. τα τεμένη, ιεροδιδασκαλεία, νεκροταφεία, νοσοκομεία, γέφυρες κλπ. ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547 = ΕΕΝ 1996/273 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607 = ΕλλΔικ 2002/1369 = ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ].

Ενώ τα βακούφ της δεύτερης κατηγορίας, τα προσοδοφόρα, λ.χ. οι οικίες, καταστήματα, οικόπεδα, αγροί κλπ. συμβάλλουν μόνον εμμέσως στην εκπλήρωση του σκοπού που έταξε ο αφιερωτής με τα εισοδήματα, τα οποία επιτυγχάνονται με τη μίσθωση ή παραχώρηση αυτών σε ιδιώτες, αντί «τελέσματος» ΑΠ 447/2005 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547 = ΕΕΝ 1996/273 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607 = ΕλλΔικ 2002/1369 = ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ].

Τα προσοδοφόρα βακούφια είναι «εστεγασμένα ή ένστεγα» (π.χ. διάφορες οικοδομές και οικόπεδα που είναι προορισμένα για την ανέγερση οικοδομών) και «μη εστεγασμένα ή άστεγα» (π.χ. κήποι, αμπέλια, χωράφια= ΕΦΘΕΣΣΑΛ 833/1991 ΕλλΔικ 1991/1315 = ΝΟΜΟΣ).

Σύμφωνα με το νόμο (17 Μουχαρρέμ 1284) «περί μεταβιβάσεως ακινήτων βακουφικών κτημάτων μουσσακκαφάτ και μουστεγηλλάτ (ήτοι αστικών και αγροτικών), μουσσακκαφάτ = αστικά κτίρια, λέγονται εκείνα, τα οποία είναι αφιερωμένα «εις ανάθημά τι» και έχουν κυρίως το σχήμα εντελούς οικοδομής, δηλαδή καλυμμένης με όροφο, όπως οικίες, λουτρώνες, εργαστήρια, πανδοχεία, σχολαί και τα παραπλήσια, ενώ μουστεγηλλάτ = αγροτικά κτήματα, λέγονται οι κτήσεις οι μη έχουσες σχ΄ξμα οικοδομής, παράγουν δε καρπούς, όπως άμπελοι, αγροί, κήποι και πάντα τα στερούμενα ορόφου (βλ. για τα ανωτέρω Δημητρίου Νικολαϊδου ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ έκδοση 1869, σελ. 675).

Τα προσοδοφόρα βακούφια, αναλόγως του χαρακτήρα της παραχώρησης προς τρίτους, διακρίνονται σε τρία είδη:

α) τα καλούμενα μονοτελή (ιδζαρέϊ βαχιδελή εβκάφ), επί των οποίων ο ιδιώτης έναντι καταβολής μισθώματος αποκτά για ορισμένο χρόνο (λ.χ. μήνα ή έτος) μόνο το ενοχικό δικαίωμα χρήσεως ή και καρπώσεως, το οποίο δεν είναι μεταβιβαστό ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63].

β) τα λεγόμενα διτελή (ιδζαρετεϊνλή), επί των οποίων, έναντι καταβολής διπλού τελέσματος- μισθώματος (ιδζαρετέϊν), ήτοι ορισμένου ποσού κατά την παραχώρηση και ορισμένου ετησίως ή κατά άλλες χρονικές περιόδους, παραχωρείται στον ιδιώτη δικαίωμα χρήσεως και καρπώσεως διηνεκές με εμπράγματο χαρακτήρα, το οποίο συνήθως χαρακτηρίζεται ως ωφέλιμη κυριότητα (dominium utile), μεταβιβαστό δε και δεκτικό υποθήκης (με άδεια του εφόρου), αλλά και κληρονομητό ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63] και διανεμητέο (Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον"παρ. 95 σελ. 185, παρ. 77 σελ. 168 με αναφορά σε Καλλικλή και Ελευθεριάδη, βλ. και ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36 = ΝΟΜΟΣ κατά την οποία είναι επιτρεπτή η διανομή όταν αποδεικνύεται πράγματι επωφελής για το αφιέρωμα και συναινεί και ο αρμόδιος Έφορος) και

γ) τα ονομαζόμενα «μουκαταλή», ήτοι εκείνα, κατά τα οποία με την παραχώρηση παρέχεται στον τρίτο έναντι καταβολής ετήσιου τελέσματος (μουκατά) η εξουσία ανεγέρσεως και διατηρήσεως οικοδομής ή φυτεύσεως δένδρων και κλημάτων επί του εδάφους του βακουφικού κτήματος, επί τούτων δε εκείνος, προς τον οποίο γίνεται η παραχώρηση, αποκτά χωριστή κυριότητα, μεταβιβαστή και κληρονομητή, χωρίς όμως κυριότητα επί του εδάφους, το οποίο ανήκει στο αφιέρωμα και απλώς εξουσιάζεται από τον έχοντα την κυριότητα επί της οικοδομής, των δένδρων ή των κλημάτων ΑΠ 447/2005 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63]. Τα βακούφια διακρίνονται σε μετακλητά και αμετάκλητα, ενώ σχολάζοντα είναι εκείνα, ως προς τα οποία έπαυσε να υπάρχει ο σκοπός που είχε ταχθεί από τον αφιερωτή (ΠολΠρΡοδ 523/2000ΑΡΜ/2002/36= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63).

Περαιτέρω και ενόψει του ότι στη νομική έννοια της αφιερώσεως περιλαμβάνεται η υπέρ ευαγούς σκοπού από κάποιον ιδιοκτήτη γενομένη αποξένωση και απαλλοτρίωση της κυριότητας πράγματος, ανακύπτει ως θεμελιώδης η διάκριση των βακουφιών εις γνήσια, επί των οποίων εφαρμόζονται οι περί βακουφίων διατάξεις, και εις μη γνήσια (ΑΠ 447/2005 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρΡοδ 523/2000ΑΡΜ/2002/36= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).

Και γνήσια μεν βακούφια είναι εκείνα των οποίων ο αφιερωτής είχε πλήρη κυριότητα επί του κτήματος κατά τη σύσταση του αφιερώματος, καθώς και εκείνα που προέρχονται από δημόσιες γαίες (εραζί μιριγέ ή εμιριέ) με αφιέρωση (υπό διάφορες μορφές) υπέρ ευαγούς σκοπού από αυτόν τον Σουλτάνο, ο οποίος όμως παραιτείται και αυτής της ψιλής κυριότητας (ρεκαμπέ) υπέρ του βακουφίου (ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρΡοδ 523/2000ΑΡΜ/2002/36= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι εκδ. 1931 σελ. 65, 67).

Μη γνήσια δε βακούφια (εραζίι μεβκουφέ), περί των οποίων προβλέπει το αρθρ. 4 του περί γαιών νόμου της 7 Ραμαζάν 1274 (1856), είναι τμήματα δημόσιας γης (εραζίι μιριγέ), των οποίων οι πρόσοδοι, ιδία δε η δεκάτη και άλλα τέλη, αφιερώθηκαν από τον Σουλτάνο ή από άλλον με αυτοκρατορική άδεια υπέρ ευαγούς σκοπού, χωρίς να αποβάλουν την ιδιότητα της δημόσιας γης (ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρΡοδ 523/2000ΑΡΜ/2002/36= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607 = ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ). Ρητά στο άρθρο 4 του νόμου περί γαιών αναφέρεται (βλ. για τα ανωτέρω Δημητρίου Νικολαϊδου ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ έκδοση 1869, σελ. 431): «Αι αφιερωμέναι γαίαι εισί δύο ειδών: Α) …….Β) Αι γαίαι αι αποσπασθείσαι από γαίας δημοσίας και αφιερωθείσαι παρά των Σουλτάνων ή δι’ αδείας Σουλτανικής παρ’ άλλων ατόμων. Η αφιέρωσις των τοιούτων γαιών συνίσταται εις το ότι τα δημόσια τέλη, οιόν δέκατα και άλλοι φόροι του αποσπασθέντος τούτου μέρους των δημοσίων γαιών, καθιερώθησαν παρά της Κυβερνήσεως εις σκοπόν τινα (ήτοι εις κοινωφελές τι κατάστημα, ως τζαμίαον, εκπαιδευτήριον κλπ). Αι τοιούτου είδους αφιερωμέναι γαίαι δεν είναι αληθή Βακούφια. Αι πλείσται των εν τη Οθωμανική επικρατεία αφιερωμένων γαιών ανήκουσιν εις την κατηγορίαν ταύτην. Η ιδιοκτησία των ούτως εις σκοπόν τινα καθιερωθεισών βακουφικών γαιών ανήκει ως η των καθαρώς δημοσίων γαιών εις το δημόσιον». … Αι διατάξεις, αι αφορώσαι τας δημοσίας γαίας, εφαρμόζονται και εις τας τοιαύτας αφιερωμένας γαίας». Όμως παρακάτω στο εν λόγω άρθρο 4 του νόμου περί γαιών, γίνεται αναφορά και σε άλλο είδος των αφιερωμένων γαιών της κατηγορίας των μη αληθών Βακουφίων και δη (βλ. για τα ανωτέρω Δημητρίου Νικολαϊδου ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ έκδοση 1869, σελ. 432): «Αλλ’ υπάρχει και εν άλλο είδος των τοιούτων αφιερωμένων γαιών, ήτοι η ψιλή ιδιοκτησία καθώς και τα δέκατα και οι φόροι αυτών ανήκουσιν εις το δημόσιον, και μόνο τα κατοχικά δικαιώματα καθιερώθησαν εις σκοπόν τινα».

Κατά Α. Ζ. Καλλικλή, το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι εκδ. 1931 σελ. 67, υπάρχουν τρία είδη αφιερωμένων γαιών και δη:

α) το βακούφιον είναι «νομεύς» (δηλαδή έχει το τεσσαρούφ-ωφέλιμη κυριότητα), διαχειρίζεται δε είτε δια της ιδίας του διοικήσεως, είτε δια καλλιεργείας υπό κολλήγων εμμέσως, πάντοτε όμως δίδει την δεκάτην και λοιπάς εισφοράς εις το Κράτος (ουσιαστικά είναι το ίδιο πράγμα με τις παραχωρημένες σε ιδιώτες κατά ωφέλιμη κυριότητα δημόσιες γαίες, που το δημόσιο έχει την ψιλή κυριότητα και ο τρίτος το τεσσαρούφ, την ωφέλιμη κυριότητα)

β) το βακούφιον έχει τη «νομή» (δηλαδή έχει το τεσσαρούφ-ωφέλιμη κυριότητα), όπως στην προηγούμενη περίπτωση, δηλαδή διαχειρίζεται είτε δια της ιδίας του διοικήσεως, είτε δια καλλιεργείας υπό κολλήγων εμμέσως, πλην απολαμβάνει αυτό και όλες τις εισφορές

γ) το βακούφιον απολαμβάνει μόνο όλες τις εισφορές των ακινήτων, τα οποία «νέμεται» (δηλαδή έχει το τεσσαρούφ-ωφέλιμη κυριότητα) τρίτος, εισπράττει δε κατά παραχώρηση του κράτους τις εισφορές.

Στο άρθρο 7 του Κτηματολογικού Κανονισμού (του κυρωθέντος δια του υπ` αριθ. 132 της 1-9- 1929 Διατάγματος του Ιταλού Κυβερνήτη Δωδεκανήσου), γίνεται ειδική αναφορά στη διάκριση των βακουφικών κτημάτων (εβκάφ) σε δημόσια και ιδιωτικά, σε κυρίως τοιαύτα (γνήσια βακουφικά - εβκάφ) και μη κυρίως (ψιλώ ονόματι).

Πέραν της καθοριζόμενης έννοιας με την άνω διάταξη των δημοσίων βακουφίων, που ορίζονται ως εκείνα των οποίων η χρήση ή οι πρόσοδοι προορίζονται για άμεσο σκοπό θρησκευτικό ή φιλανθρωπικό και εκείνα των οποίων η ωφέλιμος κυριότης ανήκει σε ιδιώτες δυνάμει τίτλου διηνεκούς παραχωρήσεως έναντι καταβολής κανόνος υπέρ του καθορισθέντος νομικού προσώπου [στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται τα τεμένη, οι μονές (τεκκέ), τα μαυσωλεία (τουρμπέ) και τα μουσουλμανικά νεκροταφεία, εφόσον είναι εν ενεργεία (χρήσει), εκτός αν διάφορος νομικός χαρακτήρας (φύση) προκύπτει από τίτλους ή τρόπους κτήσεως νομής] και των ιδιωτικών - των οικογενείας ή απογόνων, που ορίζονται ως τα βακούφια των οποίων οι πρόσοδοι προορίζονται για θρησκευτικό ή φιλανθρωπικό σκοπό, αν ήθελε εκλείψει το δικαίωμα της ενδιαμέσου καρπώσεως υπέρ προσδιορισθέντων προσώπων, συμφώνως προς τη θέληση του συστήσαντος (δηλαδή τα βακούφια αυτά τα νέμονται οι απόγονοι του αφιερωτή, η κυριότητα όμως και αυτών των βακουφίων δεν ανήκει σ’ αυτούς, αλλά στο θεό, δηλαδή, μετά την απόσβεση της γενιάς του αφιερωτή, θα λάβει κάποιο ευαγές ή ιερό κατάστημα, υπέρ του οποίου τα αφιέρωσε έμμεσα ο αφιερωτής και οι απόγονοί του έχουν δικαίωμα μόνο να νέμονται -βλ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΑΓΩΓΕΣ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 1989, σελ. 564 αρ. 9), ενδιαφέρον παρουσιάζει η καθοριζόμενη έννοια των κυρίως (γνησίων) βακουφίων και των μη κυρίως (ψιλώ ονόματι).

Είναι γνήσια βακούφια εκείνα τα οποία ήσαν αρχικώς κτήματα κυριότητος «μουλκ» και κατέστησαν βακούφια κατ’ ακολουθίαν της εκπληρώσεως των υπό του θρησκευτικού μουσουλμανικού νόμου διαγραφομένων διατυπώσεων.

Και ψιλώ ονόματι βακούφια είναι εκείνα τα κτήματα τα οποία άλλοτε ήσαν κτήματα δημόσια και μετετράπησαν εις βακούφια μεταγενεστέρως υπό των Σουλτάνων ή υπό οιουδήποτε άλλου κατά βασιλικήν εξουσιοδότησιν, κατ’ ακολουθίαν προς ένα ειδικόν προορισμόν απονεμηθέντα επιβοηθητικώς εις αυτά.

Στην τελευταία δε παράγραφο του άρθρου 7 του Κ.Κ. ορίζεται ότι «Μόνον τα ακίνητα ελευθέρας κυριότητος (μουλκ) δύνανται εγκύρως εις το μέλλον να συσταθώσιν εις βακούφια (εβκάφ)».

Φαίνεται λοιπόν σε σχέση με την έννοια των γνησίων βακουφίων να παραλείπεται κατά τον Κτηματολογικό Κανονισμό το γεγονός ότι γνήσια βακούφια είναι και εκείνα που προέρχονται από δημόσιες γαίες (εραζί μιριγέ ή εμιριέ) με αφιέρωση (υπό διάφορες μορφές) υπέρ ευαγούς σκοπού από αυτόν τον Σουλτάνο, ο οποίος όμως παραιτείται και αυτής της ψιλής κυριότητας (ρεκαμπέ) υπέρ του βακουφίου.

Όμως τα βακούφια («evcaf») ρυθμίζονται υπό των κανόνων του άρθρου 7 του Κ.Κ., ο οποίος δεν τα ορίζει, διότι επαφίεται στον ορισμό του σιαραϊτικού δικαίου, αλλά μόνο απαριθμεί τις κυριότερες υποδιαιρέσεις των βακουφίων. Ως προς τα βακούφια, υπό την καθοριζόμενην από τον Κτηματολογικό Κανονισμό έννοια των αναφερομένων γνησίων και μη γνησίων βακουφίων, δεν μεταβάλλεται η γενική και αδιάσπαστη έννοια αυτών, όπως αυτή προσδιορίζεται από το μέχρι τότε δίκαιο και κυρίως όπως ιστορικά και αποδεδειγμένα έχει εξελιχθεί και εδραιωθεί στην πράξη. Είναι δε γεγονός αναμφισβήτητο ότι Σουλτάνοι έχουν προχωρήσει σε αφιερώσεις από δημόσιες γαίες, υπό διάφορες μορφές, υπέρ ευαγούς σκοπού, οι οποίοι όμως παραιτούνται και αυτής της ψιλής κυριότητας (ρεκαμπέ) υπέρ του βακουφίου.

Ιστορικά είναι γνωστό ότι και στη Ρόδο ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, που την κατέκτησε το 1522 δια των όπλων [ο οποίος έδωσε στους θεληματικά προσκυνημένους άλλους νησιώτες, με εξαίρεση τους Ρόδιους και Κώες, το Φιρμάνι της αυτονομίας, φιρμάνι που το πρωτότυπο δεν υπάρχει πουθενά και είναι αμφίβολο αν κάποτε υπήρξε (φυλάγονται μόνο στη Σύμη και στην Κάλυμνο αρκετά φιρμάνια μεταγενέστερων σουλτάνων -1646-1838- που βεβαιώνουν πως οι υπάρχουσες παραχωρήσεις και φορολογικές ατέλειες, καθώς και το ιδιαίτερο δικαστικό και διοικητικό σύστημα στα Δωδεκάνησα έχουν την καταγωγή τους πιο πίσω, ακόμα και στους Βυζαντινούς χρόνους], έχει συστήσει πάρα πολλά βακούφια, είτε παραιτούμενος από κάθε δικαίωμα κυριότητος υπέρ του βακουφίου [το μεγάλο τζαμί (τέμενος) στην Παλιά Πόλη είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός από τα γνήσια ευαγή (Σουλτανικά) βακούφια, του οποίου την πλήρη κυριότητα κατά τις κτηματολογικές εγγραφές έχει το βακούφιο, που δεν είναι προσοδοφόρο, όπως και πολλά άλλα ακίνητα, προσοδοφόρα όμως καταστήματα (μονοτελή), με εγγεγραμμένο τιτλούχο κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητος το Βακούφιο], είτε παραιτούμενος του δικαιώματος της ψιλής κυριότητος υπέρ του βακουφίου, με παραχώρηση δικαιώματος ωφέλιμης κυριότητος σε ιδιώτες (διτελή), έναντι καταβολής διπλού τελέσματος-μισθώματος (ιδζαρετέϊν), ήτοι ορισμένου ποσού κατά την παραχώρηση και ορισμένου συνήθως ετησίως, προκειμένου, ως προσοδοφόρα, να συμβάλλουν εμμέσως στην εκπλήρωση του σκοπού που έταξε ο αφιερωτής (συνήθως και από αυτά και από άλλα έσοδα - εισπραττόμενους φόρους - γειτονικών νησιών, χρηματοδοτούντα τα ευαγή ιδρύματα (τα τεμένη κλπ).

Στην Τουρκία (και μόνο) υπάρχουν και τα «κατειλημμένα» Βακούφια. Ένα βακούφι κηρύσσεται «κατειλημμένο» όταν εκλείψουν τα μέλη (φυσικά πρόσωπα) της διαχειριστικής επιτροπής και δεν είναι δυνατή η νόμιμη αντικατάστασή τους, καθώς και όταν δεν εκπληρώνονται οι όροι για την επίτευξη του σκοπού του ιδρύματος. Από τη στιγμή που το «κατειλημμένο» βακούφι υπάγεται στον ολοκληρωτικό και αποκλειστικό έλεγχο της Γενικής Διεύθυνσης Βακουφίων, ο κίνδυνος δήμευσης της περιουσίας του (κάτι που έγινε ήδη με πολλά κυρίως χριστιανικά βακούφια) αυξάνει σημαντικά.

ΕΚΠΟΙΗΣΗ - ΕΞΑΓΟΡΑ ΒΑΚΟΥΦΙΩΝ- ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ:

Στο ως άνω Κυβερνητικό Διάταγμα (12/1929) δεν αναφέρεται τίποτα για εκποίηση των βακουφίων. Στη συνθήκη (της Ιταλίας) Ειρήνης των Παρισίων 10.2.1947 (κυρωτ. Ν.Δ. 423/1947), με την οποία προσαρτήθηκε η Δωδεκάνησος στην Ελλάδα, δεν τέθηκε ορισμός ειδικά για τα βακούφια. γενικά μόνο στην παρ. 9 του 14ου Παραρτήματος της συνθήκης αυτής ορίσθηκε ότι «αι περιουσίαι, δικαιώματα και συμφέροντα των Δωδεκανησίων, θα είναι σεβαστά εν ώ μέτρω και τα των υπηκόων του διαδόχου κράτους, υπό τον όρο ότι εκτήθησαν νομίμως» (Κ. Παπαδόπουλου Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου τόμος Α σελ. 566-567).

Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους με τη γνωμοδότησή του 386/29.9.1949 προς το Υπουργείο Εξωτερικών και ο Διευθυντής της Ειδικής Υπηρεσίας του ίδιου Υπουργείου με τη γνωμοδότησή του 24864/22.7.1940 γνωμοδότησαν ότι με τον πιο πάνω όρο της συνθήκης η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση να σεβασθεί τα υπάρχοντα βακούφια στη Δωδεκάνησο, όχι όμως να διατηρήσει σε ισχύ ως τοπικό δίκαιο τον ιερό Μουσουλμανικό νόμο, από τον οποίο μέχρι τότε διέπονταν αυτά, ότι ο νόμος αυτός είναι σεβαστός μόνο για την κρίση της έγκυρης σύστασής τους. Τα βακούφια, που συστήθηκαν από την έναρξη της ισχύος του Ν. 510/1947, έχουν υπαχθεί στις ρυθμίσεις του Α.Κ. και του ΕισΝΑΚ (Κ. Παπαδόπουλου Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου τόμος Α σελ. 566-56, αντίθετα οι Σόντης-Παπαδόπουλος για τα υπάρχοντα βακούφια έχουν την άποψη ότι ισχύει ο ιερός νόμος και ότι είναι αναπαλλοτρίωτα, κάτι που στην πράξη δεν ισχύει).

Μετά λοιπόν την εισαγωγή του Α.Κ. και του Εισαγωγικού Νόμου του ΑΚ στη Δωδεκάνησο δεν είναι δυνατή πλέον η σύσταση νέων βακουφιών (ΜΗ ΓΝΗΣΙΩΝ). Ο μουσουλμάνος κυρίως που προτίθεται, να αφιερώσει περιουσία για ευαγή σκοπό, μπορεί να προβεί σε ανάλογη δικαιοπραξία με τη μορφή της σύστασης ιδρύματος, της δωρεάς προς ίδρυμα, του τρόπου σε διάταξη τελευταίας βούλησης ή της δωρεάς υπό όρο, πάντοτε όμως σύμφωνα με τις διατάξεις του ελληνικού Α.Κ., δηλαδή πλέον δεν δημιουργούνται βακούφια κατά την παραδοσιακή ισλαμική έννοια ει μη μόνον αστικοί οργανισμοί όπως τους προβλέπει το δίκαιο.

Τα βακούφια είναι αφιερώματα, τα οποία από άποψη ουσίας δεν διαφέρουν από τους προστατευόμενους από το άρθρο 109 του Συντάγματος όρους διαθήκης ή δωρεάς υπέρ δημοσίου ή κοινωφελούς σκοπού, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι αποκλείεται η εξαγορά κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στον Εισαγωγικό Νόμο του Αστικού Κώδικα (άρθρα 60-63). Ο θεσμός της εξαγοράς αποτελεί μορφή αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, σύμφωνης προς το άρθρο 17 του Συντάγματος (Πολ.ΠρωτΡόδου 102/1998, 140/1997, 162/1996, 246/1996 αδημ., ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36= ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 164/2002 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον"παρ. 79α σελ. 170). Συνεπώς είναι δυνατή η εξαγορά της κυριότητος του βακουφικού ακινήτου ή της κυριότητος επί του εδάφους του ακινήτου τούτου από τον έχοντα εμπράγματο δικαίωμα (Πολ.ΠρωτΡόδου 102/1998, ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36= ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 164/2002 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΜΠΡ ΡΟΔΟΥ 1498/1999).

Ακόμη είναι δυνατή και η χωρίς προσφυγή στην κατά τα άρθρα 61-68 ΕισΝ.Α.Κ. διαδικασία μεταβίβαση της κυριότητος στο δικαιούχο από το οικείο Μουσουλμανικό συμβούλιο, με σύμβαση περιβεβλημένη τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και υποβαλλόμενη σε μεταγραφή (Πολ.ΠρωτΡόδου 102/1998, βλ. Ι. Σόντη Το νομικό καθεστώς των βακουφίων εν Δωδεκανήσω, ανάτυπο, Θεσσαλονίκη 1968 σελ. 18 σημ. 27, σελ. 19 και ιδίως σελ. 23 και σημ. 38, την ίδια μελέτη δημοσιευθείσα στο βιβλίο του Ι. Σόντη συμβολαί εις την θεωρίαν του Εμπρ. Δικαίου 1986 σελ. 103 επ., ΕφΔωδ 164/2002 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ). Παρά δηλαδή το ότι το διηνεκές και το αναπαλλοτρίωτο του βακουφίου αποτελούν θεμελιώδη κανόνα του Μουσουλμανικού δικαίου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις επιτρέπεται, μετά από παροχή σχετικής άδειας και υπό τις προβλεπόμενες διατυπώσεις, η απαλλοτρίωση της κυριότητας, όπως όταν το αφιερωθέν κτήμα δεν αποφέρει πρόσοδο για τον ευαγή σκοπό ή η πρόσοδος δεν καλύπτει το σκοπό ή όταν το αφιερωθέν κτήμα απέβη άχρηστο για τον ταχθέντα από τον αφιερωτή σκοπό, οπότε το απαλλοτριούμενο περιέρχεται κατά πλήρη κυριότητα σ’ εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η μεταβίβαση (ΑΠ 447/2005 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠολΠρΡοδ 523/2000ΑΡΜ/2002/36 με αναφορά σε Π. Θεοδωρόπουλου, Το ισχύον εν Δωδεκάνησα"δίκαιο, Β` έκδοση 1981, σελ. 1665 επ., Ι. Σόντη, Το νομικό καθεστώς των βακουφιών εν Δωδεκανήσω, ανάτυπο 1996, και Γ. Νικολαίδη, Περί βακουφιών και διαθέσεως βακουφ. Κτημάτων, ΕΕΝ 1948.249).

Οι διατάξεις περί βακουφίων, εφαρμόζονται μόνο προκειμένου περί «γνησίων βακουφίων» (ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρΡοδ 523/2000ΑΡΜ/2002/36= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).

Ενώ επί των «μη γνήσιων» βακουφίων (εραζϊϊ μεβκουφέ), περί των οποίων προβλέπει το αρθρ. 4 του περί γαιών νόμου της 7 Ραμαζάν 1274, (1856), δεν εφαρμόζονται οι ανωτέρω περιορισμοί, διότι οι αφιερωμένες γαίες αυτού του είδους, οι οποίες καθόλα τα άλλα σε τίποτε δεν διαφέρουν των λοιπών δημοσίων γαιών και υπάγονται στον μνημονευθέντα περί γαιών νόμο και όχι στις περί βακουφίων διατάξεις του ιερού μουσουλμανικού δικαίου, ανήκουν και μετά την αφιέρωση κατά ψιλήν κυριότητα (ρεκαμπέ) στην πολιτεία (είτε κατά πλήρη κυριότητα κατά το προαναφερθέν άρθρο 4 του νόμου περί γαιών, στην πρώτη περίπτωση των μη αληθών αφιερωμένων γαιών) και φέρουν την ονομασία «ταχσησατ» η οποία υποδηλώνει ότι όχι η γη καθαυτήν αποτελεί βακούφιον ήτοι αφιέρωμα, αλλά ότι μόνες οι ανήκουσες στην πολιτεία πρόσοδοι από τη γη έχουν ειδικώς αφιερωθεί υπέρ ευαγούς σκοπού (ΑΠ 447/2005 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρΡοδ 523/2000ΑΡΜ/2002/36= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).

Η Ιταλία, με τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 ανέλαβε την υποχρέωση σεβασμού των συνεστημένων βακουφίων της Μουσουλμανικής μειονότητας Δωδεκανήσου και με το άρθρο 7 παρ. 7 του προαναφερόμενου Κτηματολογικού Κανονισμού επέτρεψε και τη σύσταση και νέων βακούφ. Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 και 4, 26 ως 29, 37 ως 39, 46, 61 παρ. 1, 63 παρ. τελευταία, 68 και 72 του ίδιου Κτηματολογικού Κανονισμού, συνάγεται ότι: α) Κατά την αναφερόμενη σ` αυτόν διαδικασία διακριβώνεται η ύπαρξη και η φύση των δικαιωμάτων επί ακινήτων που προϋπήρχαν της ιταλικής κατοχής (5.5.1912), κρίνονται δε αυτές κατά τους τότε ισχύoντες νόμους, εναρμονιζόμενους προς τα μετέπειτα ισχύοντα, οπότε επί συνύπαρξης τίτλων που φέρουν τον ίδιο χαρακτηρισμό της νομικής φύσης του εμπράγματου δικαιώματος, ή επί ελλείψεως οποιουδήποτε τίτλου ο χαρακτηρισμός γίνεται από τα κτηματολογικά όργανα, η δε εν λόγω εγγραφή, όταν οριστικοποιηθεί, δεν υπόκειται σε μεταρρύθμιση (ΑΠ 447/2005 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 940/1983,). β) Επί βακουφικών ακινήτων πρέπει να αναφέρονται στην εγγραφή στο Κτηματολόγιο, κατά το δυνατό, εκτός των άλλων, ο συστατικός τίτλος (ο συνιστών το βακούφιον τίτλος), εφόσον υπάρχει (που συνήθως δεν υπάρχει), το πρόσωπο που συνιστά το βακούφ, ο σκοπηθείς προορισμός που ορίσθηκε από τον συστήσαντα και ο πράγματι υπάρχων, ο «μετεβελής» (έφορος), το ποσό του ετήσιου τέλους και τα τυχόν καθυστερούμενα (ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ). γ) Μόλις η εν λόγω εγγραφή στο κτηματολογικό βιβλίο καταστεί απρόσβλητη, δεν επιτρέπεται ανταπόδειξη κατά του περιεχομένου της (ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, βλ. για την αμετάκλητη εγγραφή και τις έννομες συνέπειες ΕΦΔΩΔ 292/1982 ΔΩΔ/ΚΗ ΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ τόμος 3 Τεύχος 1 σελ. 49 επ. όπου αναφορά και στις ΑΠ 458/1972 ΝοΒ 20/1280, ΑΠ 593/1965 ΝοΒ 14/530, ΕΦΔΩΔ 46/1973, Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον"παρ. 38 σελ. 95 επ., ενώ κάθε μεταγενέστερη εγγραφή στο κτηματικό βιβλίο αποτελεί μαχητό τεκμήριο περί του ότι το εις τούτο αναγραφόμενο δικαίωμα ανήκει σε εκείνο επ’ ονόματι του οποίου έγινε η εγγραφή = ΟλΑΠ 569/1975 ΝοΒ 23/1081= ΕΕΝ 1976/130 = ΕλλΔικ 17/344, ΑΠ 748/74 ΝοΒ 20/599, ΑΠ 859/79 ΝοΒ 28/254, ΕΦΔΩΔ 292/1982 ΔΩΔ/ΚΗ ΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ τόμος 3 Τεύχος 1 σελ. 49 επ. όπου και άλλη νομολογία, ΑΠ 1775/1983 Δωδ, Νομ. Επιθεώρηση 5-1/12 όπου και ΟλΑΠ 569/1975, ΟλΑΠ 1270/1985 Κτηματολογικός Κανονισμός Ρόδου-Κω ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ σελ. 125 και πλείστες όσες άλλες στη σελ. 260-263, ΑΠ 1066/1995 ΕλλΔικ 1996/1610, ΑΠ 1467/1996 ΕλλΔικ 38/594, ΑΠ 1277/1998 ΕλλΔικ 1999/808= ΕΕΝ 2000/77, ΑΠ 1727/1999 ΕΕΝ 2001/361, ΕφΔωδ 328/2002 Δωδ.Νομ. 2003/653, ΠΠρωτΡόδου 6/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/61, ΕφΔωδ 240/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/286, ΕφΔωδ 176/2004 Δωδ.Νομολ. 2005/380, ΕφΔωδ 305/2004 Δωδ.Νομολ. 2005/110, ΠΠρΡόδου 152/2005 Δωδ.Νομολ. 2006/97 ΕφΔωδ 26/2006 Δωδ.Νομολ. 2006/643, ΕφΔωδ 224/2006 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 333/2006 Δωδ.Νομολ. 2008/113, ΕφΔωδ 217/2007 αδημοσίευτη, ΠΠρΡΟΔΟΥ 22/2008 Δωδ. Νομολογία τόμος 13 τεύχος 3 σελ. 983). δ) ότι μόνο επί των κατά τα ανωτέρω «μη γνήσιων» βακουφικών ακινήτων είναι δυνατή η υπό του οθωμανικού δικαίου (άρθρο 78 εδ. α΄ του νόμου «περί γαιών της 7 Ραμαζάν 1274) κτητική παραγραφή της ωφέλιμης κυριότητας μετά από δεκαετή κατοχή και καλλιέργεια. (ΑΠ 447/2005 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 600/1981, ΑΠ 940/1983, Νοβ 1982/222, ΑΠ 915/1973 ΝοΒ 1974/479, ΑΠ 150/1974 ΝοΒ 1974/1043, Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον"σελ. 169 όπου και νομολογία, ΕιρΡόδου 788/90 Επιθ. Νομολογίας 1992Α/387.5 = ΑρχΝ 43/41, ΕφΔωδ. 68/1990 Δωδ.Νομ. τόμος 2 τεύχος 1 σελ. 79, ΕφΚρ 430/1903 Θέμ. ΙΕ/204, Κ. Παπαδόπουλου Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου σελ. 566-567, ΕφΑθ 35/1931 Δ/κή ΓΗ/228, Γ. Παντελίδη σε Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση τεύχος 2 σελ. 104, ΠολΠρωτΡόδου 102/1998, ΠΠΡΡΟΔΟΥ 192/2006 ΔΝ 11/2.372επ = ΝΟΜΟΣ., ΠΠΡΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).

ε) Μόνο από την αρχική (θεμελιώδη) εγγραφή στο κτηματολογικό βιβλίο (και από τα δεδομένα αυτής) θα κριθεί το είδος του ακινήτου και περαιτέρω, αν αυτό χαρακτηρίζεται ως βακούφ, από την εν λόγω εγγραφή ομοίως θα κριθεί, και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του ως «μη γνησίου» (ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 940/1983), επί του οποίου είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με δεκαετή κτητική παραγραφή δεδομένου ότι επί «γνησίου» βακούφ δεν προβλέπεται η δεκαετής παραγραφή, αλλά μόνο η από το άρθρο 1661 του οθωμανικού αστικού κώδικα αναγνωριζόμενη παραγραφή του εφόρου του βακουφικού ιδρύματος μετά από παρέλευση τριάντα έξι ετών (ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 940/1983, ΠΠΡόδου 192/2006 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 11 τεύχος 2 σελ.372 επ. με αναφορά σε νομολογία = ΝΟΜΟΣ, ΕιρΡόδου 452/2003 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 8 τεύχος 3 σελ. 605 επ. με αναφορά σε νομολογία, ΕιρΡόδου 112/2000 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 7 τεύχος 1 σελ. 65 επ. με αναφορά σε νομολογία, ΠΠΡόδου 234/2007 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 13 τεύχος 1 σελ. 120 επ. με αναφορά σε νομολογία, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).

Ο χαρακτηρισμός του βακουφικού κτήματος ως «διτελούς», δεν προσδιορίζει κατά κανένα τρόπο και τη φύση αυτού ως «μη γνησίου» (αλλά και ως «γνησίου»), καθόσον τα διτελή βακουφικά ακίνητα μπορούν να προέρχονται από αφιέρωση γης είτε δημόσιας είτε ελεύθερης ιδιοκτησίας (ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡΡΟΔΟΥ 192/2006 ΔΝ 11/2.372επ. με αναφορά σε νομολογία, ΕιρΡόδου 452/2003 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 8 τεύχος 3 σελ. 605 επ. με αναφορά σε νομολογία, ΕιρΡόδου 112/2000 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 7 τεύχος 1 σελ. 65 επ. με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 326/2003 ΔωδΝομ 2004/603, ΕφΔωδ 164/2002 ΔωδΝομ 2003/303, ΠΠΡόδου 234/2007 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 13 τεύχος 1 σελ. 120 επ. με αναφορά σε νομολογία, ΕΙΡ ΡΟΔ 788/1990 ΑΡΧΝ 1992/41= ΝΟΜΟΣ, βλ. Ι.Σόντη, το νομικό καθεστώς των βακουφίων εν Δ/σω, απαλλοτρίωσις και εξαγορά κατά τον εισαγωγικόν νόμον -σ΄ 60-63- ΑΚ, -ανάτυπον, 1968 σελ. 1 και επ., βλ. και Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον"παρ. 77 σελ. 168, όπου ειδική κατηγορία των γνησίων βακουφίων είναι τα διτελή τοιαύτα, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 940/1983). Γι’ αυτό, για την πληρότητα και το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητείται η αναγνώριση της συμπλήρωσης υπέρ κάποιου του νόμιμου χρόνου νομής για την κτήση της ωφέλιμης κυριότητας σε βακουφικό ακίνητο, πρέπει να καθορίζεται και να γίνεται επίκληση στο δικόγραφο της αγωγής η νομική φύση του ακινήτου, δηλαδή αν είναι γνήσιο βακουφικό ή μη γνήσιο, καθόσον η προέλευση του και μόνο αποτελεί κριτήριο για την δυνατότητα της κτητικής παραγραφής της ωφέλιμης κυριότητας από τον σφετεριστή του (ΠΠΡΡΟΔΟΥ 192/2006 ΔΝ 11/2.372 επ. με αναφορά σε νομολογία, ΕιρΡόδου 452/2003 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 8 τεύχος 3 σελ. 605 επ. με αναφορά σε νομολογία, ΕιρΡόδου 112/2000 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 7 τεύχος 1 σελ. 65 επ. με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 326/2003 ΔωδΝομ 2004/603, ΕφΔωδ 164/2002 ΔωδΝομ 2003/303, ΠΠΡόδου 234/2007 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 13 τεύχος 1 σελ. 120 επ. με αναφορά σε νομολογία, ΕΙΡ ΡΟΔ 788/1990 ΑΡΧΝ 1992/41= ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡΟΔ 166/2009 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).

Οι εν λόγω διατάξεις, σχετικά με τα βακουφικά ακίνητα, δεν μεταβλήθηκαν με τη Συνθήκη των Παρισίων της 10.2.1947, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 423/1947, κατά την προσάρτηση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, αφού με την παρ. 19 του 14ου Παραρτήματος της Συνθήκης ορίσθηκε ότι «θα είναι σεβαστά εν ώ μέτρω και τα των υπηκόων του διαδόχου Κράτους, υπό τον όρον ότι εκτήθησαν νομίμως» (ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).

Όπως προαναφέρθηκε, μόνο από την αρχική (θεμελιώδη) εγγραφή στο κτηματολογικό βιβλίο (και από τα δεδομένα αυτής) θα κριθεί το είδος του ακινήτου και περαιτέρω, αν αυτό χαρακτηρίζεται ως βακούφ, από την εν λόγω εγγραφή ομοίως θα κριθεί, και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του ως «μη γνησίου» (ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 940/1983).

Με τον ίδιο τρόπο, για τα λοιπά ακίνητα του Δημοσίου, είτε εγγράφεται το ακίνητο κατά τη θεμελιώδη εγγραφή ως «demaniale», είτε ως αρζί μιρί, από την θεμελιώδη εγγραφή προκύπτει και αποδεικνύεται το δικαίωμα του δημοσίου και αν αυτό το δικαίωμα είναι η πλήρης κυριότητα ή η ψιλή κυριότητα.

Δεν είναι δυνατόν η θεμελιώδης εγγραφή να μη αποδεικνύει το δικαίωμα του δημοσίου. Είναι αλήθεια ότι σε σχέση με τη Ρόδο και Κω, ως ακίνητα εραζί εμιριέ (αρζί μιρί) θεωρούνται (καταγράφηκαν και ταξινομήθηκαν με αυτή τη νομική φύση) κυρίως οι δημόσιες γαίες οι παραχωρηθείσες («εκχωρηθείσες») ποτέ υπό του Οθωμανικού Κράτους μόνο κατά την ωφέλιμη κυριότητα (per la sola proprieta utile) προς ιδιώτες και κατεχόμενες υπ’ αυτών δια τίτλων «ταπού- σενεντί» αναγνωρισθέντων ως εγκύρων (άρθρο 4 εδ. δ του Κτημ. Κανονισμού).

Επίσης στα ακίνητα εραζί εμιριέ (αρζί μιρί), που ανήκουν στην έννοια των beni patrimoniali, περιλαμβάνονται και οι γαίες που ελλείψει τέτοιου τίτλου (δηλαδή τίτλων «ταπού- σενεντί» αναγνωρισθέντων ως εγκύρων), θα αναγνωρισθούν και ταξινομηθούν υπό των αρμοδίων κτηματολογικών οργάνων κατά την ενέργειαν της βεβαιώσεως εις την άνω κατηγορία των εραζί εμιριέ (άρθρο 4 εδ. ε του Κτημ. Κανονισμού).

Τέλος, ως εραζι εμιριέ θεωρούνται και τα παραχωρηθέντα υπό της Κυβερνήσεως της Κτήσεως σε ιδιώτες ακίνητα κατά την ωφέλιμη κυριότητα, δοθέντος ότι επιφυλάχθηκε στην άνω Κυβέρνηση (άρθρο 4 εδ. στ του Κτημ. Κανονισμού) το δικαίωμα της παραχωρήσεως δημοσίων γαιών ιδιωτικής χρήσεως (beni patrimoniali) προς ιδιώτες (κατά την ωφέλιμη κυριότητα).

Άλλες δημόσιες γαίες, που δεν καταχωρήθηκαν στα κτηματικά βιβλία ως νομικής φύσεως αρζί μιρί, καταχωρήθηκαν ως νομικής φύσεως με την λέξη «demaniale» [Κατά τον Κτηματολογικό Κανονισμό, όπως προααφέρθηκε, τα ακίνητα της Κτήσεως (beni immobili) διακρίνονται εις: Δημόσια -demaniali- (Μιρί, εραζί εμιριέ, μετρουκέ, μεβάτ), Ελευθέρας κυριότητος (μούλκ), Εβκάφ (βακουφικά)], όπως έγιναν και άλλες καταχωρίσεις στο όνομα του δημοσίου που δεν ενδιαφέρει επί του παρόντος (η αναγραφόμενη νομική φύση ενός ακινήτου στον κτηματολογικό τόμο στα Κτηματολόγια Ρόδου και Κω ως «demaniale», δεν σημαίνει ότι το ακίνητο αυτό δεν ανήκει στην κατηγορία των «μιριγιέ» του Οθωμανικού νόμου περί γαιών, ότι δεν πρόκειται για δημόσια γαία και επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 78 του άνω νόμου, εάν πρόκειται για αγροτική έκταση, ότι δεν είναι δυνατή η κατά του δημοσίου, μέχρι την 10-1-1949, κτήση από τον σφετεριστή μετά 10ετή εξουσίαση και καλλιέργεια, κατά τα ήδη προαναφερθέντα, δικαιώματος «τεσσαρούφ» = ΑΠ 154/1995 ΕλλΔικ 1998/577, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ., βλ. και ΕφΔωδ 124/2000 Δ.Ν. τόμος 5 τεύχος 2 σελ. 226).

Στο Κτηματολόγιο λοιπόν των νησιών Ρόδου και Κω, οσάκις εγγράφεται μια δημόσια γαία ως νομικής φύσεως «αρζί μιρί» [δίπλα στη στήλη του κτηματολογικού φύλλου του κτηματολογικού τόμου με την ένδειξη Natura del diritto (ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ], δίπλα στη στήλη του κτηματολογικού φύλλου του κτηματολογικού τόμου με την ένδειξη (ΤΙΤΛΟΥΧΟΙ ΚΑΙ ΠΟΣΟΣΤΑ ΑΥΤΩΝ -ΚΑΙ ΜΕ ΤΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΝΑ ΕΙΔΙΚΕΥΘΕΙ ΑΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΙΟΥΧΟΙ Η ΔΙΚΑΙΟΛΗΠΤΕΣ ΒΑΚΟΥΦΙΟΥ).

α) είτε αναγράφεται (αποδίδεται σε μετάφραση) «Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΩΝ ΙΤΑΛΙΚΩΝ ΝΗΣΩΝ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ» (ή «Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΩΝ ΝΗΣΩΝ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ») και τίποτα άλλο, οσάκις πρόκειται για δημόσια γαία που δεν είναι ή δεν αποδείχθηκε ότι είναι παραχωρημένη σε ιδιώτη, ανάλογα δε με το αν η δημόσια γαία είναι παραχωρημένη σε ιδιώτη με βάση τίτλο αναγνωρισθέντα και ισχυρό, ή χωρίς τέτοιο τίτλο, αλλά καταγράφηκε το δικαίωμα της ωφέλιμης κυριότητος με βάση άλλου είδους αποδείξεις από αυτές που προβλέπει ο Κ.Κ. (άρθρα 22,23,24),

β) είτε αναγράφεται «Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΩΝ ΙΤΑΛΙΚΩΝ ΝΗΣΩΝ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ» (ή «Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΩΝ ΝΗΣΩΝ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ» ή «PATRIMONIO DELL POSSEDIMENTO») και αμέσως παρακάτω αναγράφεται η λέξη «Concessionari» («παραχωρησιούχος») και το όνομα (ή τα ονόματα και τα ποσοστά τους) εκείνου που του παραχωρήθηκε το δικαίωμα της μη αναγραφόμενης επί λέξει αλλά αυτονόητα νοούμενης (αφού πρόκειται για αρζί μιρί) ωφέλιμης κυριότητος και αν επίσης έγινε υποπαραχώρηση σε τρίτο εμφυτευτικού δικαιώματος, αναγράφεται επίσης και η υποπαραχώρηση του εμφυτευτικού δικαιώματος και το όνομα του τρίτου - συμβαίνει συνήθως στα εκκλησιαστικά ακίνητα. Και

γ) αναγράφεται το όνομα (ή τα ονόματα και τα ποσοστά τους) εκείνου που έχει το δικαίωμα της μη αναγραφόμενης επί λέξει αλλά αυτονόητα νοούμενης (αφού πρόκειται για αρζί μιρί) ωφέλιμης κυριότητος και αν επίσης έγινε υποπαραχώρηση σε τρίτο εμφυτευτικού δικαιώματος, αναγράφεται επίσης και η υποπαραχώρηση του εμφυτευτικού δικαιώματος και το όνομα του τρίτου - συμβαίνει συνήθως στα εκκλησιαστικά ακίνητα.

Με τον ανωτέρω τρόπο δεν υπήρξε ποτέ ούτε προέκυπτε από τον κτηματολογικό τόμο αμφισβήτηση για το αν το δημόσιο είχε ή δεν είχε δικαίωμα στα ακίνητα Ρόδου και Κω (που περιλαμβάνει και τις περιοχές Ξηρόκαμπου και Λακκί Λέρου, όπου όμως ως μη δορυάλωτη περιοχή η Λέρος από τους Οθωμανούς δεν είχε γαίες εραζί εμιριέ για να καταγραφούν όλες ως τέτοιες).

Με τον ίδιο παραπάνω τρόπο, αν επρόκειτο για μη γνήσιο βακουφικό ακίνητο, η θεμελιώδης εγγραφή θα απεδείκνυε το δικαίωμα του δημοσίου.

Δεν ενδιαφέρει ούτε είναι του παρόντος να περιγραφεί, ως προς γνήσια βακουφικά ακίνητα, όπου η αναγραφή της ΝΟΜΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ γίνεται κανονικά (βακούφ, ή διτελές βαφούφ ή διτελές βακούφ μεθ’ απλής επαγωγής, ή μουλκ κατά την οικοδομή και διτελές βακούφ κατά το γήπεδο), τι αναγράφεται δίπλα στην ένδειξη ΤΙΤΛΟΥΧΟΙ ΚΛΠ και ποια προβλήματα προκάλεσαν οι ατέλειες των εγγραφών ως προς ορισμένα από τα 40 περίπου βακουφικά ακίνητα οικογένειας ή απογόνων, δηλαδή αυτά των Φετχή Πασσά (κυρίως αυτά) και Μελέκ Πασσά, προβλήματα ευτυχώς που λύθηκαν μετά δικαστικούς αγώνες με βάση τους υπάρχοντες συστατικούς τίτλους (τα εφιερωτήρια).

Σε κάθε περίπτωση όμως που υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία και μη παραδοχή της υποστηριζόμενης άποψης ότι, οσάκις έχομε μη γνήσιο βακουφικό ακίνητο, θα έπρεπε, από τον ίδιο τον τίτλο και την θεμελιώδη εγγραφή του, να προκύπτει το δικαίωμα του δημοσίου, τότε, από τον όλο κτηματολογικό φάκελλο ενός γνησίου βακουφικού ακινήτου και τα υπάρχοντα σε αυτόν έγγραφα, ακόμα και αν δεν υπάρχει ο συνιστών το βακούφιο τίτλος (αν υπάρχει το πρόβλημα λύεται), που συνήθως αναγράφεται ότι δεν υπάρχει, αλλά ότι προκύπτει από αναφερόμενους Οθωμανικούς τίτλους, υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν την προέλευση του ακινήτου από μουλκ.

Αν υπάρχει λοιπόν το αφιερωτήριο είναι η καλύτερη απόδειξη, αν όμως δεν υπάρχει, συνήθως στο απογραφικό βιβλιάριο, είτε αναγράφεται στην ένδειξη «provenienza” (προέλευση) η λέξη μουλκ ή η αντίστοιχη ιταλική λέξη PRIVATA (ΙΔΙΩΤΙΚΗ) είτε αναγράφεται στη φύση της ιδιοκτησίας αν είναι ιδιωτική ή όχι. Αν γράφει ΙΔΙΩΤΙΚΗ (PRIVATA) τότε είναι σαφές ότι δεν μπορεί να ανήκει η ψιλή κυριότητα στο δημόσιο, η οποία ανήκει στο βακούφ και η ωφέλιμη στους αναγραφόμενους δικαιούχους «ιδιώτες).

Προκύπτει πράγματι από έγγραφα που βρίσκονται στον κτηματολογικό φάκελλο του ακινήτου, όπου αναγράφεται η Φύση- Χαρακτηρισμός ή το Είδος της Ιδιοκτησίας του Ακινήτου (Natura della Proprieta), η αναγραφή του ακινήτου ως ιδιωτικό (Privata). Όπως προκύπτει το ίδιο από άλλα έγγραφα με την ένδειξη Specie della Proprieta (φύση της ιδιοκτησίας), η αναγραφή της λέξης Privata (ιδιωτική), όπου βέβαια σημειώνεται στο έγγραφο τι ακριβώς περιλαμβάνει η φύση της ιδιοκτησίας. Αναγράφεται λοιπόν Mulche (privata), miri (demaniale), metruche (uso pubblico), δηλαδή μουλκ (ιδιωτική), μιρί (δημοσία), μετρουκέ (δημοσίας χρήσεως), μεβκουφέ (αφιερωμένη). Σε άλλα έντυπα δεν αναφέρονται τα metruche (uso pubblico).

Ακριβώς μια τέτοια αντίστοιχη σελίδα από το απογραφικό βιβλιάριο, όπου η φύση της ιδιοκτησίας αναφέρεται και εκεί ως ιδιωτική (privata), είχε προσαχθεί σε δίκη (όπου και η απόφαση του Αρείου Πάγου με αριθμό 940/1983), που αφορούσε παρόμοιο ακίνητο (νομικής φύσεως «βακούφ διτελές μεθ’ απλής επαγωγής»), για να αποδειχθεί το είδος του βακουφικού ακινήτου, αν ήταν γνήσιο ή μη γνήσιο και τελικά αποφάνθηκε το δικαστήριο ότι ήταν γνήσιο.

Εξάλλου (μετά από 41 τουλάχιστον χρόνια έρευνας στα κτηματικά βιβλία του Κτηματολογίου Ρόδου), δεν βρέθηκαν βακουφικά μη γνήσια ακίνητα. Μέσα στη πόλη της Ρόδου και ειδικά στην παλιά πόλη (αλλά και εκτός πόλεως), τα βακουφικά ακίνητα της εν λόγω κατηγορίας (νομικής φύσεως«βακούφ διτελούς»), δεν ήσαν ποτέ μη γνήσια, δεν ανήκαν ποτέ κατά ψιλή κυριότητα στο δημόσιο (ίσως στη λογική αυτή και από το «γίγνεσθαι» στο Κτηματολόγιο Ρόδου, ότι δηλαδή δεν υπήρξαν ποτέ στη Ρόδο και Κω τα διτελή βακούφια μη γνήσια, άρα, αυτονόητα, ο εγγεγραμμένος τιτλούχος τρίτος είχε την ωφέλιμη κυριότητα και το βακούφ την ψιλή κυριότητα, να στηρίζεται και η άποψη Π. Θεοδωρόπουλου ότι κατηγορία των γνησίων βακουφικών ακινήτων είναι τα διτελή βακούφια - βλ. Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον"παρ. 77 σελ. 168. Εξάλλου η λανθασμένη εικόνα των νομικών πραγμάτων κάποιας εποχής, δικαιολογεί λάθη της Διοίκησης, μια λανθασμένη τέτοια εικόνα οδήγησε τη διοίκηση στο τεράστιο λάθος της καταγραφής στις περιοχές Ξηρόκαμπο και Λακκί της μη δορυάλωτης Λέρου, των ακινήτων μουλκ (αγροτικών εκτάσεων κλπ), ωςαρζί μιρί, κατά τον ίδιο τρόπο που καταγράφηκαν στα δορυάλωτα νησιά της Ρόδου και Κω.). Αν ανήκε στο δημόσιο η ψιλή κυριότητα, ούτε ψιλή κυριότητα θα είχε το βακούφ, ούτε βέβαια και την διαχείριση ο Οργανισμός (σύμφωνα με το Κυβερνητικό Διάταγμα 12 της 2 Μαϊου 1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ με την 19/1947 προκήρυξη του στρατιωτικού διοικητή Δωδεκανήσου και μετά την προσάρτησή της στην Ελλάδα), πέραν των διεκδικήσεων που θα είχαμε από το Δημόσιο (ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΜΑΛΙΣΤΑ ΠΟΥ Η ΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΤΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΘΑ ΗΤΑΝ ΠΡΟΣΦΑΤΗ), που ποτέ δεν υπήρξαν. Όλες οι εξαγορές της ψιλής κυριότητος των βακούφ αυτής της κατηγορίας της πόλεως Ρόδου που έγιναν, έγιναν γιατί ακριβώς επρόκειτο για γνήσια βακούφια (χωρίς να σημαίνει ότι η γενόμενη εξαγορά με δικαστική απόφαση απετέλεσε και το αμάχητο επιχείρημα ότι εξ αυτού του λόγου ήσαν γνήσια, ούτε επίσης ορισμένες και μεταγραφείσες στα κτηματικά βιβλία λανθασμένες δικαστικές αποφάσεις, που δέχθηκαν κτητική παραγραφή για κτήση τεσσαρούφ- ωφέλιμη κυριότητα σε γνήσια βακουφικά ακίνητα, τα κατέστησαν μη γνήσια, αφού, πέραν των άλλων, η ψιλή κυριότητα, σε κάθε περίπτωση, παρέμεινε υπέρ του βακουφίου και όχι υπέρ του δημοσίου. Πάρα πολλά καταστήματα της παλιάς πόλης είναι αντίστοιχης νομικής φύσης και αν όχι σε όλα, στα περισσότερα έγινε εξαγορά της ψιλής κυριότητος. Ακίνητα «οικογενείας ή απογόνων» εντός της πόλεως Ρόδου και δη καταστήματα και άλλα έχομε (Φετχή Πασσά, εκτός δε πόλεως αγρούς και αγροικία του Μελέκ Πασσά). Βακουφικά ακίνητα με πλήρη κυριότητα του Βακούφ στη Ρόδο ή στη Σάλακο έχομε, ακίνητα όπως προαναφέρθηκε, με ψιλή κυριότητα του βακούφ και τεσσαρούφ «ιδιωτών» έχομε στην πόλη της Ρόδου αλλά και στη Σάλακο, ακίνητα της προαναφερθείσης κατηγορίας «μουκαταλή» έχομε και μάλιστα των περισσότερων έγινε η εξαγορά της ψιλής κυριότητος, ακίνητα όμως στην Ρόδο βακουφικά διτελή που να έχει κατά τη θεμελιώδη εγγραφή τη ψιλή κυριότητα το δημόσιο και την ωφέλιμη κυριότητα (το τεσσαρούφ) οι ιδιώτες δεν έχουν διαπιστωθεί ποτέ (και ειδικά στην πόλη της Ρόδου).

Σε ένα και μοναδικό μόνο ακίνητο στη Σάλακο Ρόδου όπου καταγράφεται δίπλα στη νομική φύση του δικαιώματος η λέξη αρζί μιρί (και όχι βακούφ), φέρεται να είναι εγγεγραμμένος τιτλούχος κατά δικαίωμα ωφέλιμης κυριότητος το Βακούφ Σαλάκου (άρα, αυτονόητα, ανήκον κατά ψιλή κυριότητα στο Δημόσιο), χωρίς καμία άλλη ένδειξη, χωρίς να αναγράφεται στα βάρη ο,τιδήποτε. Αυτός ο τρόπος της εγγραφής, αυτή η εγγραφή, είτε καταδεικνύει την ύπαρξη και μη γνησίων βακουφικών ακινήτων στη Ρόδο (αν θεωρηθεί, χωρίς την εγγραφή της νομικής φύσης του ως βακούφ, κατά ένα τρόπο, μη γνήσιο βακουφικό ακίνητο- βλ. ανωτέρω διακρίσεις των αφιερωμένων γαιών κατά Καλλικλή), που θεωρητικά δεν αποκλείεται, αλλά που, σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω εγγραφή, αποδεικνύει ότι ποτέ δεν θα παρέμενε απροστάτευτο υπαρκτό δικαίωμα του δημοσίου, με παράλειψη αναγραφής του δικαιώματός του με οποιοδήποτε τρόπο στον κτηματολογικό τόμο του ακινήτου, είτε ιστορικά και νομικά εξηγείται η εν λόγω εγγραφή με τον τρόπο που έγινε, από το γεγονός ότι το υπάρχον - συνεστημένο ήδη στη Σάλακο βακούφιο (προερχόμενο από αφιέρωση ακινήτων πλήρους κυριότητος- μουλκ), προφανώς το «εξουσίαζε» κατά το οθωμανικό δίκαιο, ως δημόσια γαία, αποδεικνύοντας δε αυτό το δικαίωμα εξουσίασης σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του νόμου, καταγράφηκε στο όνομά του.

Κατά το άρθρο 1 του Κτηματολογικού Κανονισμού: Τα ακίνητα της Κτήσεως (beni immobili) διακρίνονται εις: Δημόσια -demaniali- [Μιρί, εραζί εμιριέ (αναγραφόμενα στα κτηματικά βιβλία του Κτηματολογίου Ρόδου και Κω ως αρζί μιρί), μετρουκέ, μεβάτ), Ελευθέρας κυριότητος (μούλκ), Εβκάφ (βακουφικά, αναγραφόμενα στα κτηματικά βιβλία του Κτηματολογίου Ρόδου και Κω ως vacuf).

Κατά το άρθρο 2 Τα δημόσια κτήματα ανήκουν στην Κυβέρνηση της Κτήσεως και υποδιαιρούνται εις κτήματα κοινής (δημοσίας) χρήσεως (beni del Demanio Publico) και εις κτήματα περιουσιακά -beni patrimoniali - (τη ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου)

Κατά το άρθρο 3 του Κ.Κ. Αποτελούν μέρος των κτημάτων κοινής χρήσεως

Α) Ο αιγιαλός μέχρι του ορίου του μεγίστου συνήθους χειμερίου κύματος επί πλέον δε, έξω των αστικών κέντρων, μία ζώνη εκ 12 μέτρων από του τοιούτου ορίου, αι δε θαλάσσιαι παραλίαι μέχρι του ορίου πάσης άλλης ιδιοκτησίας δημοσίας ή ιδιωτικής.

Β) Οι όρμοι, οι κόλποι, οι λιμένες, οι μυχοί κλπ και τα παρακολουθήματα αυτών.

Γ) Οι φάροι και οι φανοί - διατηρουμένου του εν ισχύει καθεστώτος παραχωρήσεως - τα αγκυροβόλια και γενικώς όλα τα έργα τα προορισόμενα για το φωτισμό των ακτών και για την εις αυτές αγκυροβολία ως και τα παρακολουθήματα αυτών.

Δ), Ε), ΣΤ), Ζ), Η), Θ), Ι) Αι οδοί, αι πλατείαι, αι κρήμναι, οι δημόσιοι κήποι, αι αγοραί κλπ. άτινα κείνται εις το εσωτερικόν των Δήμων, Κοινοτήτων, ή περιλαμβάνονται εντός του σχεδίου ρυμοτομίας αυτών, ΙΑ), ΙΒ) Τα άλλα ακίνητα, τα οποία οι νόμοι προσδιορίζουν ως (κτήματα) κοινής χρήσεως.

Κατά το άρθρο 4 του Κ.Κ. Δημόσια κτήματα περιουσιακά (ιδιόκτητα) της Κτήσεως είναι: α) Αι αμμοπαραλίαι (αλίπεδα) κλπ. [σημείωση: Ο Ιταλικός όρος «arelini” στο άρθρο 4 του Κτημ. Καν., που αποδίδεται στην ελληνική γλώσσα από τον Π. Θεοδωρόπουλο ως «αμμοπαραλίαι ή αλίπεδα, χωρίς καμία περαιτέρω εξειδίκευση (ενώ από τον Αχιλλέα Κωνσταντινίδη μόνο ως αλίπεδα), προκαλεί πράγματι ένα προβληματισμό ως προς το τι εννοείται, φαίνεται ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ της κοινόχρηστης θαλάσσιας παραλίας του άρθρου 3, η οποία, όπως κι ο αιγιαλός, δεν λαμβάνουν αριθμό κτηματολογικής μερίδος και εκείνων των τμημάτων γης που ορίζονται ως «arelini” στο άρθρο 4 και ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του δημοσίου, φαίνεται επίσης ότι η έννοια του όρου «arelini”, ερμηνευόμενος σε σχέση με τον αντίστοιχο όρο του άρθρου 157 του Ιταλικού Κώδικα Εμπορικής Ναυτιλίας (κατά τη «γεωγραφική» και νομική του έννοια) έχει έννοια διαφορετική από αυτό που εννοούμε γενικώς ως αμμοπαραλία και ως αλίπεδα, έχει δε ενδιαφέρον μια ανάλυση των όρων αυτών (και κυρίως σε ποια συγκεκριμένα εδάφη της Δωδεκανήσου μπορούν να έχουν εφαρμογή και αν έπρεπε ή έχουν καταχωρηθεί τα τμήματα αυτά στα κτηματικά βιβλία της Ρόδου και περιφερείας Κω με κτηματολογική μερίδα), σε σχέση με την ερμηνεία των εννοιών του αιγιαλού και της παραλίας κατά τις διατάξεις του Κτηματολογικού Κανονισμού αλλά και των διατάξεων της ελληνικής αστικής νομοθεσίας].

β) Αι αλυκαί, τα λατομεία, τα μεταλεία, τα άλση και τα δάση, άτινα δεν προκύπτουσιν (να ώσιν) ιδιωτών, βάσει τίτλων νομίμων και εγκύρων.

γ) Οιαδήποτε άλλη ακίνητος περιουσία της Κυβερνήσεως μη υπαχθείσα εις την κατηγορίαν των δημοσίων κτημάτων κοινής χρήσεως και μη εγγεγραμμένη εις ετέραν κτηματικήν κατηγορίαν.

δ) Αι γαίαι αι ποτέ υπό του Οθωμανικού Κράτους εκχωρηθείσαι εις ιδιώτας δια μόνην την ωφέλιμην κυριότητα (εραζί-εμιριέ) και κατεχόμεναι υπ’ αυτών δια τίτλων «ταπού-σενεντί» αναγνωρισθέντων ως εγκύρων.

στ) Αι γαίαι, αίτινες εις οιονδήποτε χρόνον θέλουσι παραχωρηθή υπό της Κυβερνήσεως τη Κτήσεως εις ιδιώτας διά μόνην την ωφέλιμον κυριότητα. Τα κτήματα, περί ων τα στοιχεία δ΄, β΄ και στ΄ οσάκις εκπίπτει το δικαίωμα της παραχωρήσεως περιέρχονται εις την πλήρη διάθεσιν του Δημοσίου, δι ήν χρήσιν θέλει τα προορίση η Κυβέρνησις της Κτήσεως.

Περί των «Μιρί» δεν δίνεται άμεσος ορισμός από τον κτηματολογικό κανονισμό, όπου στο άρθρο 1 μνημονεύεται ως ειδικότερη κατηγορία των δημοσίων κτημάτων, μη υπαγόμενη (και μη συμπίπτουσα) σε κάποια από τις άλλες κατηγορίες (δηλαδή των εραζί- εμιριέ, μετρουκέ, μεβάτ- βλ. περί αυτών και της εννοίας των Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ"παρ. 66 σελ. 153, παρ. 80 και 81 σελ. 171, 254).

Υπό την έννοια αυτή τα «μιρί» (κατά τον Π. Θεοδωρόπουλο) πρέπει να νοηθούν ως μη συμπίπτοντα εντελώς προς τα κατά την Οθωμανική νομοθεσία «μιριγιέ», υπό την οία κατηγορία κατά την εν λόγω νομοθεσία νοούνται κτήματα των οποίων η κυριότης ανήκει εις την Πολιτεία (Μπεϊτ ουλ Μαλ) εκπροσωπουμένην στο «σεπτό πρόσωπο της Α.Α.Μ.» του Σουλτάνου (Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ"παρ. 66 σελ. 153, Ελευθεριάδη σελ. 24).

Ως «μετρουκέ», όπως προαναφέρθηκε, κατά την Οθωμανική Νομοθεσία, νοούνται τα δημόσια κτήματα, τόσο τα προορισμένα στην κοινή και δημοσία χρήση όλων, όσο και τα προορισμένα στην κοινή χρήση των κατοίκων ορισμένου μόνο χωρίου ή Κοινότητος (βλ. και Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ"παρ. 80 σελ. 171).

Η αρχαία κατηγορία των γαιών «μετρουκέ» λεγομένων «μαχμιέ» περιλαμβάνουσα τας οδούς, πλατείας κλπ απορροφάται από τα δημόσια κοινής χρήσεως κτήματα (άρθρο 3 Κ.Κ.) και η άλλη κατηγορία των «μετρουκέ» των λεγομένων «μουραφαγκέ» περιλαμβάνουσα τας νομάς (βοσκοτότους), τα κοινόχρηστα δάση κλπ απορροφάται από τα νυν περιουσιακά (ιδιόκτητα) κτήματα του Δημοσίου (άρθρο 4 Κ.Κ. Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ"σελ. 257-258, παρ. 80 σελ. 171). Παρά ταύτα είναι δυνατόν κάποια γαία να καταγραφεί ως δημοσία κοινόχρηστη και για την οποία διατυπούται η διάταξη του άρθρου 5 του Κ.Κ., η οποία ορίζει ότι καταγράφεται προς όφελος του Δημοσίου, μετά της καταχωρίσεως της εν κοινοκτημοσύνη χρήσεως και απολαύσεως, η οποία ενασκείται επί τούτου και θα παραμείνει αμετάβλητη, εφόσον η Κυβέρνηση δεν θα προορίσει για λόγους αναγνωρισθείσης καθολικής ωφελείας το ακίνητο για άλλη χρήση (άρθρο 5 Κ.Κ. Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ"σελ. 258).

Ως προς τις γαίες «μεβάτ» έχει γίνει ήδη αναφορά ποιες είναι και νοούνται.

Οι νεκρές γαίες “Mevat» απορροφώνται από τα κατά τον Κτηματολογικό Κανονισμό περιουσιακά (ιδιόκτητα) κτήματα του Δημοσίου (Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ"σελ. 257-258, παρ. 62 σελ. 143).

Ειδικά με το άρθρο 6 του Κτηματολογικού Κανονισμού καθορίζονται ποία είναι τα κτήματα ελεύθερης κυριότητος (μουλκ).

Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 6 Κτημ.Καν.(που ισχύει όπως προαναφέρθηκε για όλη τη Δωδεκάνησο) «Είναι κτήματα ελευθέρας κυριότητος (μουλκ) εκείνα, εφ ων οι ιδιώται και τα νομικά πρόσωπα ανεγνωρισμένα ή ως τοιαύτα θεωρούμενα, έχουσιν εν αυτοίς την κάρπωσιν και ελευθέραν διάθεσιν εντός των ορίων των καθοριζομένων υπό των ισχυόντων νόμων».Ειδικότερα ως προς αυτά σημειούμε ότι: Ακίνητα της απολύτου ελευθέρας κυριότητος είναι όλα τα αστικά ακίνητα, όλες οι κατασκευές, οι αμέσως παρακείμενοι χώροι των αστικών ακινήτων, οι οικοδομικές επιφάνειες, τα καρποφόρα δέντρα, γεννηθέντα και αυξηθέντα δια της φιλοπονίας του ανθρώπου, όλες οι παραχωρηθείσες δια κανονικού τίτλου γαίες (βλ. Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον"παρ. 62 σελ. 144 και Εισηγητική Έκθεση Κτηματολογικού Κανονισμού στη σελ. 258 στου Π. Θεοδωρόπουλου).

Επί των ακινήτων μουλκ το Οθωμανικό Κράτος την κυριότητα την παρεδέχετο εις όφελος των υπηκόων του (Μουσουλμάνων και μη) μόνο επί των αστικών ακινήτων και των καρποφόρων δέντρων (βλ. Παύλου Θεοδωρόπουλου Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον παρ. 91 σελ. 182). Οι ιδιόκτητες γαίες είναι αυτές στις οποίες έχουν πλήρες και απόλυτο δικαίωμα κυριότητος αυτοί που τις εξουσιάζουν (ΕφΔωδ 164/1996 αδημ., ΑΠ 454/2011).

Για τα αγροτικά ακίνητα περεδέχετο το Οθωμανικό Κράτος μόνο την κυριότητα μουλκ δυνάμει τίτλου και κυριαρχικής παραχωρήσεως (βλ. άρθρο 121 ν. περί γαιών - και κατά τούτο ευεργετούντο κατά προτίμηση οι Μουσουλμάνοι) ή την κυριότητα μιρί με τη μορφή της παραχωρήσεως στους υπηκόους (Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον"σελ. 259).

Όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 4 του Κτηματολογικού Κανονισμού (βλ. και αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 106 του νόμου περί γαιών για «αυτομάτως βλαστάνοντα δένδρα» στις ιδιόκτητες γαίες), τα κτήματα «μουλκ» και αν είναι ακαλλιέργητα, άγονα ή αποτελούνται εκ δασών, αλσών, νομών (βοσκότοπων) κλπ παραμένουν στην ελεύθερη κυριότητα των ιδιωτών και υπόκεινται στη δημοσιοποίηση μόνο αν περιλαμβάνουν περιοχές κοινής χρήσεως (αιγιαλό, όρμο, φάρο, οδούς, δρόμους, πλατείες κλπ) που αναφέρονται στο άρθρο 3 του Κτημ. Καν. (Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ"σελ. 256, παρ. 63 σελ. 144). Επίσης είναι ανεπίτρεπτος ο μετασχηματισμός των μιρί εις μουλκ, κατά το άρθρο 6 παρ. 2 του Κτημ. Καν. αν ελλείπει η η ειδική παραχώρηση ή άδεια της Κυβερνήσεως.

Κατά το Οθωμανικό δίκαιο (άρθρα 167, 175, 181 και 185 του Οθωμανικού Αστικού Κώδικα) οι μεταβιβάσεις μουλκίων δεν υπέκειντο σε διατυπώσεις (ΑΠ 454/2011) και συνεπώς επετρέπετο και η απόδειξή των ΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ (μαρτύρων= ΑΠ 267/2008 στη ΝΟΜΟΣ) και δι` ιδιωτικών εγγράφων, τα οποία αποτελούσαν νόμιμο τίτλο μεταβιβάσεως, καθ` όσον τα μουλκ εξομοιούντο προς κινητά και ουδεμία μεταγραφή της μεταβιβαστικής συμβάσεως απαιτείτο στα οικεία βιβλία μεταγραφών (ΑΠ 1135/1975 ΝοΒ 24/420, Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ"παρ. 63 σελ. 144, παρ. 98 σελ. 187, ΑΠ 466/1957 ΕΕΝ 25/42, Κ. Παπαδόπουλου Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου σελ. 559-560, ΑΠ 267/2008 στη ΝΟΜΟΣ, Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι έκδ. 1931 σελ. 76 = απόδειξη και δια μαρτύρων, όρκου και ιδιωτικών εγγράφων), ούτε απαιτείται η παράδοση του πωληθέντος ("ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ"παρ. 98 σελ. 187) σε αντίθεση με τα βακούφια και τις δημόσιες γαίες που επεβάλλετο η μεταγραφή των μεταβιβάσεων (ΑΠ 267/2008 στη ΝΟΜΟΣ, Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ"παρ. 63 σελ. 144). Οι νομοθετικές μεταβολές που επέφερε ο νόμος 28/ρετζέπ του έτους 1291 δεν μετέβαλαν και τον τρόπο μεταβίβασης των μουλκίων, ο οποίος ρυθμιζόταν από το ιερό μουσουλμανικό δίκαιο (= ενδεικτικά ΑΠ 267/2008 στη ΝΟΜΟΣ με αναφορά στην ΑΠ 1135/1975 ΝοΒ 24.419, Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ"παρ. 63 σελ. 144, σελ. 190, ΕΙΡΘΑΣΟΥ 36/2006 ΑΡΜ 2010/1650= ΝΟΜΟΣ με αναφορά σε νομολογία, ΑΠ 466/1957 ΝοΒ σ. 115, ΑΠ 200/1934 Θέμις ΜΕ` 565, ΕφΘεσ 153/1927 θέμις ΛΗ` 695, Αναστάσιο Καπόλα, αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ειδικό για τις μεταβιβάσεις ακινήτων στη Θάσο, στο περιοδικό Θασιακά, τ. 12 (2001- 2003) 239-245).

Κατά άλλη άποψη, που δεν επικράτησε, τα ακίνητα αυτά (τα μούλκια) πριν από την έκδοση του νόμου της 28ης Ρετζέπ 1291 (καθ’ ημάς 1875) διέπονταν από το ιερό μουσουλμανικό δίκαιο (Σεριάτ), κατά το οποίο τα ακίνητα εξομοιούντο ως προς τις διατυπώσεις μεταβιβάσεως τους προς τα κινητά και δεν απαιτείτο γι’ αυτά η έκδοση τίτλου ιδιοκτησίας, ούτε ήταν αναγκαία η επίκληση τίτλου για την κτήση της επ’ αυτών κυριότητος, ενώ μετά το έτος 1875 ήταν αναγκαία η έκδοση τίτλου (μουλκσενεντί), που στην πράξη επικράτησε να αποκαλείται «ταπί», δηλαδή μετά την έκδοση του νόμου της 28ης Ρετζέπ 1291, που ήταν μεταγενέστερος του οθωμανικού νόμου περί γαιών και στο άρθρο 1 αυτού ορίστηκε ότι «δοθήσονται νέοι έντυποι τίτλοι έχοντες άνωθεν τους τουγράν δι’ όλα εν γένει τα καθαράς ιδιοκτησίας κτήματα, τα κείμενα εν ταις πόλεσιν, τοις χωρίοις και εις τους νακιέδες απαγορεύεται δε του λοιπού η εξουσία τοιούτων κτημάτων άνευ τίτλων», μεταξύ άλλων διαφοροποιήθηκε και ο τρόπος εξουσιάσεως και μεταβιβάσεως των μουλκίων, καθόσον δεν θα ίσχυε εφεξής ούτε γι’ αυτά το ιερό μουσουλμανικό δίκαιο και υπέκειτο πλέον σε διατυπώσεις. Σχετικό μάλιστα και σε απόλυτη συνέπεια με τη ρύθμιση αυτή είναι και το σουλτανικό διάταγμα της 17ης Σεπτεμβρίου 1318 (καθ’ ημάς 1902), που όρισε ότι «δεν ακούονται αγωγαί περί αγοραπωλησιών ακινήτων ουχί δι’ εγγραφών εν τω κτηματολογίω», καθώς και ο εκδοθείς στη συνέχεια νόμος της 30ής Μαρτίου 1327 (καθ` ημάς 1907), βάσει του οποίου καθορίστηκε ότι «πάσα μετάθεσις ή αλλοίωσις δικαιώματος επί ακινήτων μόνον δι’ επισήμου εγγράφου δέον να αποδεικνύεται», ενώ με το άρθρο 4 του εν λόγω νόμου παρεσχέθη διετής προθεσμία για την απόκτηση τίτλων και συνεπώς, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του οθωμανικού δικαίου (που ήταν σε ισχύ κατά το προ του 1932 χρονικό διάστημα στη «λοιπή Δωδεκάνησο») και υπό το καθεστώς των οποίων θα κριθεί η κτήση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων πριν από την εισαγωγή στις περιοχές αυτές της ελληνικής επικράτειας για το προ του έτους 1875 χρονικό διάστημα, για την κτήση κυριότητας επί μουλκίων απαιτείτο μόνον η επίκληση και η απόδειξη ενός εκ των τρόπων μεταβιβάσεως των προβλεπόμενων υπό του άρθρου 1248 οθωμανικού ΑΚ και ειδικότερα: α) διά μεταβιβάσεως της κυριότητος από κυρίου εις έτερον καθώς και η πώληση και η δωρεά, β) διά διαθέσεως εις έτερον (π.χ. κληρονομιά) και γ) διά καταλήψεως κοινού πράγματος μη έχοντος κύριο (αδέσποτο), αντιθέτως για το μετά το έτος 1875 χρονικό διάστημα απαιτείτο, αφενός μεν η επίκληση ενός εκ των ως άνω τρόπων, αφετέρου δε η επίκληση τίτλου του τουρκικού κτηματολογίου (ΜΠΡ ΚΑΒ 1708/2006 ΑΡΜ 2010/1656 με αναφορά σε ΜονΠρΚαβ 628/1996 αδημ.).

Όπως αμέσως παραπάνω αναφέρθηκε, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1248 (εδ. α΄, β΄) και 1267 του Οθωμανικού Αστικού Κώδικος καθορίζεται ως τρόπος κτήσεως κυριότητος α) η δια συμβάσεως εν ζωή σύμβαση β) η διαδοχή ετέρου στην κληρονομία και γ) η κατάληψη πράγματος αδεσπότου ("ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ"παρ. 98 σελ. 186).

Αλλά και μετά την έναρξη ισχύος στη Δωδεκάνησο των Ιταλικών Αστικών Κωδίκων, ανεξάρτητα αν με βάση τις διατάξεις τους θα έπρεπε κάθε μεταβιβαστική κυριότητος σύμβαση με ιδιωτικό ή δημόσιο έγγραφο να υποβάλλεται σε μεταγραφή (εκτός της περιπτώσεως αποκτήσεως του εγγράφου βεβαίας χρονολογίας πριν την έναρξη ισχύος των εν λόγω κωδίκων -άρθρο 32 παρ. 1 του ΙτΑΚ 1865 και 225 του ΙτΑΚ 1942 βλ. Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ"παρ. 84 σελ. 174), επειδή στη «λοιπή Δωδεκάνησο» (Σύμη, Κάρπαθο, Χάλκη, Καστελλόριζο κλπ) τελικά δεν ετηρούντο βιβλία μεταγραφών προ της εισαγωγής της Ελληνικής Αστικής Νομοθεσίας, διότι στα νησιά αυτά δεν είχε επεκταθεί το κτηματολόγιο, λόγω μη συστάσεως κτηματολογικής επιτροπής και κτηματολογικού γραφείου (άρθρ. 3 του υπ’ αριθ. 139/1929 Δ/τος του Ιταλού Κυβερνήτη, άρθρ. 11 Κτηματολ. Κανονισμού), δεν απαιτείτο για τη κτήση της κυριότητος η μεταγραφή της μεταβιβαστικής συμβάσεως, όπως και επί προϋσχύσαντος Οθωμανικού δικαίου (ενδεικτικά ΕφΔωδ 154/1982 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση τόμος 3 τεύχος 4 σελ. 18 επ.).

Ειδικά για τη σύσταση προικός στη Δωδεκάνησο και τα εξ’ αυτής αποτελέσματα, θα πρέπει να γίνει ειδική μνεία, διότι:

Κατά τις διατάξεις αφενός των ν. 11, 30 Κωδ. (5, 12), 9 Κωδ. (3.32), 63 Πανδ. (25.1) 24 Πανδ. (25.2), Πανδ. 13 (23.5) και αφετέρου των ν. 15 Κωδ. 5. 12 και 6 Κωδ. (5.11) και Αρμ. Δ 69 και 14 του του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι οποίες διατηρήθηκαν σε ισχύ στη Δωδεκάνησο, για τη ρύθμιση των οικογενειακών σχέσεων των Δωδεκανησίων Ορθοδόξων, ως προσωπικό δίκαιο, με το υπ’ αριθ. 1854/1925 β.δ. και τα υπ’ αριθ. 14/1930, 200/1931 και 324/1938 διατάγματα του Ιταλού Κυβερνήτη, είχαν δε εφαρμογή ως προς τις προίκες που συστήθηκαν μέχρι 30-12-1947, κατά το άρθρο 78 του ΕισΝΑΚ, εφαρμοζόμενο στη Δωδεκάνησο, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 εδ. α του ειρημένου ν. 510/1947, «η προίκα συνιστάται εγκύρως όχι μόνο εγγράφως [ν. 11, 30 Κωδ. (5, 12), 9 Κωδ. (3.32), 63 Πανδ. (25.1) 24 Πανδ. (25.2), Πανδ. 13 (23.5)], αλλά και αγράφως» [ν. 15 Κωδ. 5. 12 και 6 Κωδ. (5.11) και Αρμ. Δ 69 και 14 ](ΑΠ 1911/1988 Κτηματολογικός Κανονισμός Ρόδου- Κω σελ. 145, ΕφΔωδ 100/1984 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση 6/1 σελ. 33 με αναφορά ως προς την εγκυρότητα της άτυπης προίκας στις ΑΠ 166/1983, ΑΠ 953/1959, Π. Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ"παρ. 89 σελ. 179-180). Ο άνδρας γίνεται κύριος των αδιατιμήτων προικώων ακινήτων (βλ. και ΑΠ 859/1979 Κτηματολογικός Κανονισμός Ρόδου-Κω σελ. 50, ΕφΔωδ 100/1984 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση 6/1 σελ. 33 όπου αναφέρεται ότι είναι άκυρη η απαλλοτρίωση συνεστώτος του γάμου του προικώου ακινήτου η από τον προικολήπτη μεταβίβασή του ακόμα και από τη γυναίκα), χωρίς να είναι αναγκαία η καταχώριση σε ορισμένα βιβλία (ΑΠ 1081/1996 Κτηματολογικός Κανονισμός Ρόδου-Κω σελ. 211).

Βεβαίως, για τα ακίνητα τα κείμενα στη Ρόδο, Κω, Λακκί και Ξηρόκαμπου Λέρου, η προίκα που συνιστάται υπέρ της γυναικός προς τον άνδρα και ο οποίος γίνεται κύριος των προικώων ακινήτων, προϋποθέτει την κατά τα άρθρα 53 και 54 του Κτηματολογικού Κανονισμού καταχώριση της περί προικός συμβάσεως στα οικεία κτηματολογικά βιβλία (ΑΠ 859/1979 Κτηματολογικός Κανονισμός Ρόδου-Κω σελ. 50 βλ. και ΕφΔωδ 230/1982 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση 4/1 σελ. 54, για την καταχώριση της συμβάσεως προικός στα κτηματικά βιβλία, ακόμα και αυτής που συστήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, που η γνησιότητης των υπογραφών έδει να βεβαιωθεί σύμφωνα με τον εν άρθρ. 53 παρ. 2 τρόπο, επίσης ΕφΔωδ 100/1984 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση 6/1 σελ. 33, Π. Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ"παρ. 89 σελ. 180).

Οσάκις λοιπόν δίδεται περιουσιακό αντικείμενο στον άνδρα υπέρ της γυναικός, λόγω προικός, τότε συνιστάται προίκα και αν είναι αδιατίμητος την κυριότητα την αποκτά ο άνδρας (κατά τα ανωτέρω), ενώ δεν συνιστάται προίκα, όταν δίδεται περιουσιακό αντικείμενο στην γυναίκα για να της χρησιμεύσει ως προίκα και την κυριότητα δεν την αποκτά ο άνδρας, αλλά η γυναίκα- βλ. ΕφΔωδ 80/1982 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ τόμος 3 τεύχος 1 σελ. 44ΕφΑθ 495/1981).

Κατά τις ΑΠ 970/2007 και 971/2007 (Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ με αναφορά σε ΑΠ 183/1992, ΑΠ 1536/1987), κατά τις διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου που ίσχυαν μέχρι την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (ν. 30 Κ (512) Βασ. 117 (19,2) ν.μον. παρ. 13 Κ (5,13) ν. 13 παρ. 3 Π (23,5) Νεαρ. Λέοντος 20 υπ΄ 22 και Νεαρ. Ιουστιν. 91 κεφ. Α) και οι οποίες κατά το άρθρο 78 Εισ.Ν.ΑΚ. εφαρμόζονται σε προίκες που είχαν συσταθεί προ της ισχύος του ΑΚ, κύριος προικώου αδιατίμητου ακινήτου κατά τη διάρκεια του γάμου είναι ο προικολήπτης σύζυγος, μετά δε το θάνατο αυτού η κυριότητα περιέρχεται αυτοδικαίως στην επιζώσα σύζυγο, χάριν της οποίας η προίκα είχε συσταθεί. Αν ο προικοδότης δεν είναι κύριος ή το προικοσυμβόλαιο έχει κάποιο άλλο εσωτερικό ελάττωμα που αποκλείει την κτήση της κυριότητας, ο προικοδότης δεν καθίσταται κύριος. Επίσης σε περίπτωση θανάτου της υπέρ ης η προίκα συζύγου, το αδιατίμητο ακίνητο από τον θάνατό της αποβάλλει την προικώα ιδιότητά του και εξερχόμενο της κυριότητος του συζύγου προικολήπτη, περιέρχεται στους κληρονόμους της συζύγου ως κληρονομιαίας αυτής περιουσίας (ΑΠ 970/2007 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ με αναφορά σε ΑΠ 183/1992, ΑΠ 1536/1987).

Στο βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο διακρίνομε δύο είδη διατιμήσεως της προικός, την διατίμηση «ένεκα πωλήσεως» (venditionis causa) και την «ένεκα διατιμήσεως» (taxationis causa).

Διατίμηση ένεκα πωλήσεως υπήρχε, οσάκις ο άνδρας κατά τη λύση του γάμου υπεχρεούτο να επιστρέψει όχι αυτούσια τα προικώα (των οποίων αποκτούσε την κυριότητα), αλλά την αληθή αξία που αναγραφόταν στο προικοσυμβόλαιο, ήτοι την διατίμηση (aestimatio). Στην διατιμημένη «ένεκα πωλήσεως» προίκα, επήρχετο μεταβολή του αντικειμένου της προικός, της οποίας εθεωρούντο όχι τα δοθέντα στον άνδρα πράγματα, αλλά η αναγραφόμενη στο προικοσύμφωνο αξία τους (σαν να είχε μεσολαβήσει πώληση αυτών στον άνδρα και συμφωνία να κρατήσει το τίμημα ως προικώο).

Διατίμηση δε ένεκα διατιμήσεως υπήρχε, οσάκις η αποτίμηση των προικώων (των οποίων ο άνδρας αποκτούσε την κυριότητα) δεν έγινε επί σκοπώ μεταβολής του αντικειμένου της προικός, αλλά για άλλους σκοπούς και δη για να καθοριστεί εκ των προτέρων το ποσό που υποχρεούτο να επιστρέχει ο άνδρας σε περίπτωση καταστροφής των προικώων πραγμάτων από πταίσμα του. Άλλο είδος διατιμήσεως ήταν η από τον συμβολαιογράφο προς επιβολή του τέλους χαρτοσήμου, αλλά αυτή εστερείτο σημασίας από απόψεως αστικού δικαίου.

Κατά την κρατούσα ορολογία, με τον όρο «διατετιμημένη προίκα» καλείται συνήθως η διατετιμημένη «ένεκα πωλήσεως», κάθε άλλη δε προίκα (ήτοι η διατετιμημένη ένεκα διατιμήσεως ή προς επιβολή χαρτοσήμου) καλείται αδιατίμητη (βλ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ - ΝΟΥΑΡΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΝ ΔΙΚΑΙΟΝ ΕΚΔΟΣΗ 1968 σελ. 134,135, βλ. επίσης ΑΝ. ΤΟΥΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΝ ΔΙΚΑΙΟΝ σελ. 143, 180, 181, 186 για την διατετιμημένη προίκα κατά το προϊσχύσαν δίκαιο, τις συνέπειες, για την ερμηνεία της θέλησης των συμβαλλομένων περί του αν πρόκειται για διατετιμημένη ή αδιατίμητη προίκα, για την απαγόρευση της εκποιήσεως των αδιατίμητων προικώων ακινήτων, που εκλαμβάνεται υπό την ευρύτερη έννοια, επιτρεπομένης της δια διαθήκης διαθέσεως ή δια δωρεάς αιτία θανάτου, εφόσον δεν προσβάλλεται η νόμιμη μοίρα μεριδούχου, για το επιτρεπτό διαθέσεως των διατετιμημένων προικώων ακινήτων).

Ο θεσμός της χρησικτησίας (δεν ενδιαφέρει ούτε γίνεται ειδική και εκτενής αναφορά ως προς την χρησικτησία με βάση τα άρθρα 63 και 68 του Κτηματολογικού Κανονισμού, για τα ακίνητα Ρόδου, Κω και των περιοχών της Λέρου α) Λακκί = ΑΠ 1081/1996 και β) Ξηροκάμπου = ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, που περιλαμβάνονται στο Κτηματολόγιο Κω) εισήχθη το πρώτον στη «λοιπή Δωδεκάνησο» μετά την εισαγωγή σε αυτή του Ιταλικού ΑΚ/1865 με το 200/31.10.1931 Διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη, από 1.1.1932. Αναγνωρίζεται λοιπόν ο θεσμός της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας σύμφωνα με τις διατάξεις του των άρθρων 685, 686, 693, 710, 2105, 2106, 2135 και 2137(ΠολΠρωτΡόδου 239/1995 αδημ., ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ., ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΕφΔωδ 154/1982 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση τόμος 3 τεύχος 4 σελ. 18 επ. για έκτακτη χρησικτησία, ΕφΔωδ 80/1982 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση τόμος 3 τεύχος 1 σελ. 42 επ. για έκτακτη χρησικτησία ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 725/2010 στη ΝΟΜΟΣ). Για την τακτική χρησικτησία μετά δεκαετή νομή εφόσον υπάρχει καλή πίστη και νόμιμος τίτλος -άρθρο 2137- Π. Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ"παρ. 135 σελ. 213 και 214, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ.). Για την τακτική χρησικτησία η κληρονομική διαδοχή δεν αποτελεί νόμιμο τίτλο (όπως και με τον ΙτΑΚ 1942) για τη θεμελίωση της κτήσεως αυτής (Π. Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ"παρ. 135 σελ. 214). Για την έκτακτη χρησικτησία, από το συνδυασμό των διατάξεων 685, 686, 2105, 2106, και 2135 του Ιταλικού ΑΚ/1865, προκύπτει ότι ο έχων στη συνεχή, όχι διακεκομμένη δημόσια, ειρηνική, αναμφίβολη νομή αυτού ακινήτου με διάνοια κυρίου, αποκτά επ’ αυτού εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας μετά την πάροδο τριάντα ετών (κτητική παραγραφή, βλ. ΠολΠρωτΡόδου 239/1995 αδημ., ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ., ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΕφΔωδ 154/1982 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση τόμος 3 τεύχος 4 σελ. 18 επ. ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 725/2010 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ). Η ως άνω κτητική παραγραφή τυγχάνει εφαρμογής και επί ακινήτων ανηκόντων στην ιδιωτική περιουσία του κράτους κατά το άρθρο 2114 του Ιταλικού ΑΚ/1865, διάταξη η οποία είναι αντίθετη προς τη ρύθμιση του άρθρου 63 εδ ε’ του Κτηματολογικού Κανονισμού, κατά την οποία δεν επιτρέπεται η σε βάρος των δημοσίων περιουσιακών (ιδιοκτήτων) κτημάτων παραγραφή της πλήρους ή της ψιλής κυριότητας ως προς τις γαίες «μιρί» ή «εραζί-εμιριέ» (ΠολΠρωτΡόδου 239/1995 αδημ., ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ., ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ). Η ως άνω διάταξη του κτηματολογικού κανονισμού όμως, ως εκ της θέσεώς της στο άρθρο 63 αυτού, που προβλέπει την δεκαπενταετή κτητική παραγραφή «από της γενόμενης καταγραφής», δεν τυγχάνει εφαρμογής στη «λοιπή Δωδεκάνησο» (Κάρπαθο, Σύμη, Χάλκη, Πάτμο κλπ), όπως και οι λοιπές διατάξεις του κτηματολογικού κανονισμού πλην των άρθρων 1-8 αυτού, αφού ουδέποτε έλαβε χώρα κατάρτιση κτηματολογίου και συνεπώς καταγραφή των ακινήτων σε αυτό και ίδρυση κτηματολογικών γραφείων στη νήσο αυτή (ΠολΠρωτΡόδου 239/1995 αδημ., ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ., ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ).

Στη συνέχεια ως προς το ζήτημα της χρησικτησίας μετά την εφαρμογή του Ιταλικού ΑΚ/1942 από 21.4.1942 με το 170/1942 Διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη, ο οποίος αναγνωρίζει το θεσμό της τακτικής χρησικτησίας (άρθρο 1159 Π. Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ"παρ. 135 σελ. 214, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ.) ως προς την έκτακτη χρησικτησία τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 1140 και 1158 του Ιταλικού ΑΚ/1942, από τις οποίες προκύπτει ότι είναι δυνατή η κτήση κυριότητας επί πράγματος μετά την πάροδο εικοσαετίας στην φυσική εξουσία του πράγματος από το νομέα αυτού, οποίος ασκεί επί του πράγματος με διάνοια κυρίου, δραστηριότητες που ανταποκρίνονται προς την ενάσκηση της επ’ αυτού κυριότητας (ΠολΠρωτΡόδου 239/1995 αδημ., ΕφΔωδ 164/1996, ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον"σελ. 192, Κ. Παπαδόπουλος Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου τόμος 1ος σελ. 562, ΑΠ 147/1962 ΝοΒ 10/717, ΑΠ 492/1956 ΝοΒ 5/122, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ., ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 725/2010 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 154/1982 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση τόμος 3 τεύχος 4 σελ. 18 επ. κατά την οποία τα 20 έτη νομής υπολογίζονται από 28-10-1941, αφ’ ης το περί κυριότητος κεφάλαιο του Ιταλικού Α.Κ. του έτους 1942 άρχισε να ισχύει δυνάμει του υπ’ αριθ. 308/1941 διατάγματος του Ιταλού Κυβερνήτη, ΕφΔωδ 80/1982 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση τόμος 3 τεύχος 1 σελ. 42 επ. ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία).

Τέλος, μετά την έναρξη της ισχύος του Ελληνικού ΑΚ στη Δωδεκάνησο από 30.12.1947 (άρθρο 2 παρ.1 στοιχ. Α’ Ν. 510/1947), εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 1045 και 974 ΑΚ, από τις οποίες προκύπτει ότι αυτός που έχει τη φυσική εξουσία επί του πράγματος με διανοία κυρίου (νομή) και ασκήσει αυτή για χρονικό διάστημα είκοσι ετών, καθίσταται κύριος αυτού με έκτατη χρησικτησία (ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Θεοδωρόπουλος, σελ. 214, ΑΠ. 899/1981, ΝοΒ 30,449, ΑΠ 1491/1984 ΝοΒ 33, 1009, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1966/1988 ΝοΒ 37.1042, ΑΠ 1491/1984 ΝοΒ 33.1009, ΑΠ 899/1981 ΝοΒ 30.499, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ). Εν όψει όμως του ότι το οθωμανικό δίκαιο, όπως ήδη προαναφέρθηκε, δεν αναγνωρίζει το θεσμό της χρησικτησίας, χρόνος νομής που διανύθηκε, όταν ίσχυε το οθωμανικό δίκαιο, ήτοι πριν την 1-1-1932, δεν υπολογίζεται για τη συμπλήρωση του χρόνου χρησικτησίας στη Δωδεκάνησο (ΠολΠρωτΡόδου 239/1995 αδημ., ΕφΔωδ 164/1996, ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον"σελ. 192, Κ. Παπαδόπουλος Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου τόμος 1ος σελ. 562, ΑΠ 147/1962 ΝοΒ 10/717, ΑΠ 492/1956 ΝοΒ 5/122, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ., ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ, ΕΙΡ MOYZAK 32/2009 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1741/2002 Δνη 44 1587, ΑΠ 416/1963 ΑρχΝ ΙΔ. 650, Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου 1989, παρ. 244. 5, σελ. 562 - άρθρα 1248 και 1614 του Οθωμανικού Αστικού Κώδικα και το άρθρο 3 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών).

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 64 και 64 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, αν ο χρόνος χρησικτησίας του Αστικού Κώδικα είναι συντομότερος από το χρόνο του έως τώρα δικαίου, από την εισαγωγή του Κώδικα υπολογίζεται ο συντομότερος και αρχίζει από την εισαγωγή του. Σε περίπτωση όμως που ο χρόνος χρησικτησίας του έως τώρα δικαίου συμπληρώνεται νωρίτερα από το συντομότερο χρόνο του Κώδικα, η χρησικτησία συμπληρώνεται μόλις περάσει ο χρόνος του έως τώρα δικαίου (βλ. και ΕφΔωδ 154/1982 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση τόμος 3 τεύχος 4 σελ. 18 επ).

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, όπως γίνεται δεκτό, αν κάποιος στη λοιπή Δωδεκάνησο καταλάβει και καλλιεργήσει δημόσια γη οποτεδήποτε πριν από την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, δεν είναι δυνατή απ’ αυτόν η κτήση πλήρους κυριότητας του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, με βάση τις προαναφερθείσες διατάξεις του Ιταλικού ΑΚ/1865, του Ιταλικού ΑΚ/1942 και του Ελληνικού ΑΚ, διότι από την 1-1-1932, οπότε αρχίζει να τρέχει ο χρόνος χρησικτησίας, μέχρι της 10-1-1949, που εισάγεται το πρώτον στη Δωδεκάνησο με το από 3-12-1948/10-1-1949 Δ. Διάταγμα, ο ΑΝ 1539/1938, ο οποίος απαγορεύει την παραγραφή κάθε δικαιώματος του Δημοσίου επί ακινήτων, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1 και 2 αυτού, δεν συμπληρώνεται σύμφωνα και με τις περί τούτου διατάξεις των άρθρων 64 και 65 του ΕισΝΑΚ, ο αναγκαίος χρόνος στη νομή του πράγματος (ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1602/1991 ΕλλΔνη 34.329, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. , ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ). Βεβαίως η κτήση κυριότητας κατά του Δημοσίου με χρησικτησία για τα ακίνητα Ρόδου, Κω Λακκί και Ξηρόκαμπου Λέρου, ρυθμίζονται από τον ισχύοντα Κτηματολογικό Κανονισμό.

Είναι όμως δυνατή (στη λοιπή Δωδεκάνησο), όπως γίνεται δεκτό, με βάση το άρθρο 78 του Οθωμανικού νόμου «περί γαιών» της 7 Ραμαζάν 1274, άρθρο που αφορά κτητική παραγραφή και έχει εφαρμογή μόνο για τις δημόσιες γαίες, στη βάση της λογικής ότι οι δημόσιες γαίες (εραζί εμιριέ) είναι το δεδομένο και σύνηθες (και όχι το εξαιρετικό) στη «λοιπή Δωδεκάνησο» κατά τις διακρίσεις του Οθωμανικού δικαίου (ενώ για τη χρησικτησία μουλκίων στη «λοιπή Δωδεκάνησο» εφαρμόζονται οι διατάξεις των Ιταλικών Αστικών Κωδίκων, μια και, όσον αφορά τις διατάξεις του Ιταλικού ΑΚ/1865, στο άρθρο 1 παρ. 1 του 200/31.10.1931 Διατάγματος του Ιταλού Κυβερνήτη, με το οποίο εισήχθη ο ανωτέρω Κώδικας, ορίζεται ότι οι διατάξεις τούτου επεκτείνονται, εφόσον συμβιβάζονται με την τοπικήν έννομον τάξιν και δεν έχουσι καταργηθεί υπό Κυβερνητικών Διαταγμάτων ρυθμιζόντων την αυτήν ύλην, όσον αφορά δε τις διατάξεις του Ιταλικού ΑΚ/1942, στο μόνο άρθρο του 170/1942 Διατάγματος του Ιταλού Κυβερνήτη, με το οποίο εισήχθη ο ανωτέρω Κώδικας, ορίζεται ότι η επέκτασις του ως άνω Κώδικος γίνεται «εφόσον το κείμενον αυτού είναι εφαρμοστόν»), στο οποίο άρθρο δεν αναγράφεται αν αφορά παραχωρημένες γαίες, όπως το άρθρο 68 του Κτηματολογικού Κανονισμού, η απ’ αυτόν κτήση δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), εφόσον αυτός συμπλήρωσε δεκαετία στην καλλιέργεια της δημόσιας γης μέχρι την 10-1-1949, αφού μετά την ως άνω ημερομηνία τυγχάνει ωσαύτως εφαρμογής το άρθρο 4 παρ. 2 του ΑΝ 1539/1938 και αποκλείεται η συμπλήρωση της τυχόν μη εισέτι συμπληρωθείσης δεκαετίας στην καλλιέργεια του ακινήτου για την κτήση δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως (ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, ΑΠ 1602/1991 Ελλ.Δ/νη 34.329, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1602/1991 ΕλλΔνη 34.329, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ). Η κτήση δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) είναι δυνατή, όπως επίσης γίνεται δεκτό, και μετά την έναρξη ισχύος του Κτηματολογικού Κανονισμού και μάλιστα όχι μόνο στις ήδη παραχωρηθείσες σε ιδιώτες δημόσιες εκτάσεις κατά τη σύνταξη του Κτηματολογίου, αλλά και στις μη παραχωρηθείσες δημόσιες εκτάσεις (ΑΠ 1602/1991 ΕλλΔνη 34.329, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ), όπως είναι όλες οι εκτάσεις στη Δωδεκάνησο όπου δεν έλαβε χώρα κατάρτιση κτηματολογίου, όπως η Σύμη, η Κάρπαθος κλπ, αφού δεν υπήρχε λόγος να μη συνεχισθεί το ίδιο καθεστώς όπως και προηγουμένως και τούτο διότι το δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) των ιδιωτών επί δημοσίων γαιών στη νήσο Σύμη (την Κάρπαθο, Χάλκη κλπ.) θα καταγράφονταν επ’ονόματι αυτών, με την προσαγωγή των τίτλων αυτών (ταπίων) ή με την αναγνώριση του ως άνω δικαιώματος κατά τις εργασίες ταξινομήσεως των ακινήτων από τα συντάσσοντα το κτηματολόγιο όργανα σύμφωνα με το άρθρο 4 εδ. δ’ και ε’ του Κτηματολογικού Κανονισμού κατά την κατάρτιση του Κτηματολογίου και στην Χάλκη, Καστελλόριζο κλπ, η οποία δεν έγινε τελικά, με παραχώρηση δικαιώματος ωφέλιμης κυριότητας (τεσσαρούφ) σε ιδιώτες επί δημοσίων γαιών από τον Κυβερνήτη, που μπορούσε να γίνει οποτεδήποτε (άρθρο 4 εδ. στ’ του Κτηματολογικού Κανονισμού, ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, ΑΠ 1602/1991 Ελλ. Δ/νη 34.329, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1602/1991 ΕλλΔνη 34.329, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. , ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ). Φαίνεται από τα παραπάνω να ακολουθείται η λογική, κατά την άποψή μας εσφαλμένα, ότι οι δημόσιες γαίες (εραζί εμιριέ - αρζί μιρί) είναι το δεδομένο και σύνηθες στη «λοιπή Δωδεκάνησο» κατά τις διακρίσεις του Οθωμανικού δικαίου.

Τέλος, με το άρθρο 9 του Ν. 2100/1952 «Περί συστάσεως Οργανισμού ακινήτου περιουσίας του Δημοσίου εν Δωδεκανήσω και ρυθμίσεως κτηματικών τινών υποθέσεων της αυτής περιφερείας», ορίσθηκε ότι «1. Το δικαίωμα κυριότητας του Δημοσίου επί κτημάτων εν Δωδεκανήσω, υπαγομένων εις την κατηγορίαν των Δημοσίων Γαιών (εραζί-εμιριέ) αποσβέννυται, οι δε έχοντες δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) επί τοιούτων κτημάτων αποκτώσι την πλήρη κυριότητα επ’αυτών, αυτοδικαίως δυνάμει του παρόντος και άνευ άλλης τινός διατυπώσεως. Ειδικώς δια τα κτήματα των περιφερειών των κτηματολογίων Ρόδου και Κω, το κατά τα ανωτέρω δικαίωμα κυριότητας περιέρχεται εις τα πρόσωπα, επ’ονόματι των οποίων φέρονται εγγεγραμμένα τα κτήματα εν τοις κτηματολογίοις, ως και εις τους καθολικούς και ειδικούς διαδόχους αυτών κατά περίπτωση. 2. Αι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουσιν εφαρμογή μόνο ως προς τους προ της ενάρξεως της καταρτίσεως των κτηματολογίων Ρόδου και Κω έχοντας δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) και διατηρούντας εξακολουθητικώς τούτο μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος Νόμου ή τους καθολικούς ή ειδικούς διαδόχους των». Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, όπως γίνεται δεκτό, οι καλλιεργούντες δημοσίας γαίας (αγρούς) στη λοιπή Δωδεκάνησου (Σύμη, Κάρπαθο, Χάλκη κλπ), στη βάση της λογικής ότι υπάρχουν, για μία δεκαετία πριν από την έναρξη εφαρμογής του ΑΝ 1539/1938, ήτοι πριν την 10-1-1949, έχουν καταστεί κύριοι των ακινήτων αυτών, διότι το κτηθέν από αυτούς με βάση το άρθρο 78 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) έχει τραπεί σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας αυτών και μάλιστα για τα εκτός Ρόδου και Κω ακίνητα, χωρίς καμία άλλη διατύπωση, δηλαδή, χωρίς εγγραφή στο Κτηματολόγιο, όπως την Σύμη (Κάρπαθο κλπ) όπου δεν έχει καταρτιστεί κτηματολόγιο, σε αντίθετη με τα ακίνητα που κείνται στη Ρόδο και στην Κω, όπου έχει καταρτισθεί κτηματολόγιο και απαιτείται η διατύπωση της εγγραφής τούτων, σύμφωνα με το άρθρο 9 του Ν.2100/1952, μετά την απόσβεση του δικαιώματος της ψιλής κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο απέκτησε όλη την ακίνητη περιουσία του Ιταλικού Κράτους στη Δωδεκάνησο με το άρθρο 1 του παραρτήματος ΧΙV της από 10-2-1947 συνθήκης ειρήνης των Παρισίων, μεταξύ των συνασπισμένων συμμαχικών δυνάμεων και της Ιταλίας, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 423/1947 (βλ. Εφ.Δωδ. 13/2007 ΝΟΜΟΣ, 270/2005 ΝΟΜΟΣ, 319/2005 ΝΟΜΟΣ 188/2005, 355/2002, 103/1999, 220/1997 και 164/1996, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. , ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ).

Από της εισαγωγής του ΑΚ στη Δωδεκάνησο εφαρμόζονται ως προς τις προϋποθέσεις της έκτακτης χρησικτησίας (πλην του χρόνου για τα ακίνητα Ρόδου, Κω και των περιοχών της Λέρου Λακκί και Ξηροκάμπου) οι περί εκτάκτου χρησικτησίας διατάξεις του ΑΚ (ΟλΑΠ 188/1980 ΔΝΕ Τεύχ. 2 σελ. 115 = ΝοΒ 28/1477= ΕΕΝ 1980/485, βλ. και για όλα τα ανωτέρω Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ., ΑΠ 1277/1988 ΕλλΔικ 1999/807, ΑΠ 1166/88 ΕλλΔικ 31/82, ΑΠ 1141/88 ΕλλΔικ 32/329, ΑΠ 1256/89 ΕλλΔικ 32/796, ΕιρΡόδου 1196/1991 ΑρχΝ 44/70, Ειρ.Ρόδου 252/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/607, Ειρ.Ρόδου 406/2004 Δωδ.Νομολ. 2005/836, Ειρ.Ρόδου 54/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/283, ΕφΔωδ 240/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/286, ΕφΔωδ 400/2005 Δωδ.Νομολ. 2007/367, ΕφΔωδ 305/2004 Δωδ.Νομολ. 2005/110, Βασίλη Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ υπό το άρθρο 1045 αρ. 26 σελ. 503, αρ. 63 σελ. 524, 525, ΕφΔωδ 328/2002 Δωδ.Νομ. 2003/653, ΑΠ 1727/1999 ΕΕΝ 2001/361, ΑΠ 1277/1998 ΕλλΔικ 1999/808= ΕΕΝ 2000/77, ΑΠ 1395/1996 ΕλλΔικ 1996/1144= ΕΕΝ 1998/334, ΑΠ 1066/1995 ΕλλΔικ 1996/1610), μεταξύ των οποίων εκείνη του άρθρου 974 ΑΚ, που καθορίζεται η έννοια της νομής, εκείνη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνη του άρθρου 1051 ΑΚ (κατά την οποία εκείνος που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή ειδική διαδοχή, μπορεί να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου) σε συνδ. με τις διατάξεις των άρθρων 1710, 1711 εδ. β, 1820, 1821 και 1846 (ΑΠ 1423/1998 ΕλλΔικ 1999/806, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ., Ειρ.Ρόδου 252/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/607, Ειρ.Ρόδου 292/2003 Δωδ.Νομολ. 2005/379, Ειρ.Ρόδου 406/2004 Δωδ.Νομολ. 2005/836, Ειρ.Ρόδου 54/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/283, ΕφΔωδ 240/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/286, ΕφΔωδ 400/2005 Δωδ.Νομολ. 2007/367, ΕφΔωδ 305/2004 Δωδ.Νομολ. 2005/110, Βασίλη Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ υπό το άρθρο 1045 αρ. 26 σελ. 503, ΕφΔωδ 328/2002 Δωδ.Νομ. 2003/653, ΑΠ 1277/1998 ΕλλΔικ 1999/808= ΕΕΝ 2000/77, ΑΠ 1395/1996 ΕλλΔικ 1996/1144= ΕΕΝ 1998/334, ΑΠ 1141/1988 ΕΕΝ 1989/548).

Στην ειδική διαδοχή, για να συνυπολογίσει ο χρησιδεσπόζων στη νομή του και τη νομή του δικαιοπαρόχου του, προκειμένου να συμπληρωθεί η 20ετία (ΑΚ) ή η δεκαπενταετία της προβλεπόμενης από το άρθρου 63 του κτημ. κανονισμού έκτακτης χρησικτησίας (1051 ΑΚ), δεν απαιτείται ειδική διαδοχή στο δικαίωμα της κυριότητας πάνω στο πράγμα αλλά απλώς διαδοχή στη νομή (Ολομ.ΑΠ 1593/1979 ΝοΒ 28/1120, Ολομ.ΑΠ 1594/1979 ΝοΒ 28/1121, Ειρ.Ρόδου 252/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/607, Ειρ.Ρόδου 252/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/607, Ειρ.Ρόδου 406/2004 Δωδ.Νομολ. 2005/836, Ειρ.Ρόδου 54/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/283, Ειρ.Ρόδου 476/2005 Δωδ.Νομολ. 2005/1107, ΑΠ 1525/2006 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ, βλ. και Κ. Παπαδόπουλου ΑΓΩΓΕΣ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ έκδοση 1989 τόμος Α σελ. 85,86, Βασίλη Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ έκδοση 2007 υπό το άρθρο 1051 σελ. 540-541 επ. όπου πλούσια νομολογία). Αυτή επέρχεται κατ’ άρθρο 976 Α.Κ. με άτυπη και αφηρημένη ή αναιτιώδη (ακόμη και αν πρόκειται για νομή πάνω σε ακίνητο) σύμβαση, η οποία έχει την έννοια ότι στον αποκτώντα μεταβιβάζεται η ίδια νομή που είχε αυτός που μεταβιβάζει και παραδίδει το πράγμα (Ολομ.ΑΠ 1593/1979 ΝοΒ 28/1120, Ειρ.Ρόδου 252/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/607, Ειρ.Ρόδου 54/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/283, Ειρ.Ρόδου 252/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/607, Ειρ.Ρόδου 406/2004 Δωδ.Νομολ. 2005/836, Ειρ.Ρόδου 476/2005 Δωδ.Νομολ. 2005/1107, ΑΠ 1525/2006 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ, βλ. και Κ. Παπαδόπουλου ΑΓΩΓΕΣ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ έκδοση 1989 τόμος Α σελ. 86, Βασίλη Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ έκδοση 2007 υπό το άρθρο 1051 σελ. 538 επ. όπου πλούσια νομολογία). Αν πρόκειται για κληρονόμο, αυτός αποκτά τη νομή του κληρονομουμένου από του χρόνου της επαγωγής της κληρονομίας και αν ακόμα δεν απέκτησε φυσική εξουσία πάνω στα κληρονομιαία πράγματα (ΑΠ 297/79 ΕΕΝ 46, 288 και Πολ. Πρωτ. Ρόδου 12/1993, ΑΠ 621/72 ΝοΒ 21, 72, ΑΠ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ - ΜΙΧ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΞ υπό το άρθρο 983 ΑΚ, σελ. 256, ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΘΡΑΚΟΚΟΙΛΗ Αναλυτική ερμηνεία ΑΚ υπ`άρθρο 983 σελ.1390, Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ έκδοση 2007 υπό το άρθρο 1051 σελ. 541 αρ. 38 επ. όπου πλούσια νομολογία ). Στην κληρονομική διαδοχή δεν απαιτείται για τη κτήση της νομής ή αποδοχή της κληρονομιάς με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή ή έκδοση κληρονομητηρίου και μεταγραφή του (Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ έκδοση 2007 υπό το άρθρο 1051 σελ. 543 αρ. 14 όπου πλούσια νομολογία και σελ. 541 αρ. 9). Ο νομέας δε δικαιούται να συνυπολογίσει το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του για να επικαλεστεί χρησικτησία εναντίον του ή των κληρονόμων του πριν από τη μεταγραφή της αποδοχής της κληρονομίας (Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ έκδοση 2007 υπό το άρθρο 1051 σελ. 543 αρ. 14 όπου νομολογία). Η πλασματική όμως νομή του κληρονόμου προϋποθέτει ότι ο κληρονομούμενος είχε την νομή κατά το χρόνο του θανάτου του (ΕΘ 756/85 Αρμ 40, 677, ΑΠ 1717/1990 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 1991 σελ. 301 ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΘΡΑΚΟΚΟΙΛΗ Αναλυτική ερμηνεία ΑΚ υπ`άρθρο 983 σελ.1390). Συνεπώς (όπου ισχύει ο κτηματολογικός κανονισμός) αν αυτή η νομή ήταν κτητική, προσπορίσασα κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία στον μεταβιβάσαντα, η ίδια μεταβιβάζεται και στον αποκτώντα με τα ίδια κτητικά προσόντα ο οποίος στην περίπτωση αυτή δεν προσμετρά αλλά συνεχίζει την ήδη κτητική νομή του δικαιοπαρόχου του, χωρίς να απαιτείται η σχετική συμφωνία να περιβληθεί τον συμβολαιογραφικό τύπο και να μεταγραφεί (ΑΠ 1525/2006 ΧΡΙΔ 2007/436= ΝΟΜΟΣ).

Για τα ακίνητα λοιπόν της Δωδεκανήσου (και δη της Ρόδου, Κω και των περιοχών της Λέρου Λακκί και Ξηροκάμπου), όπου ισχύει ειδικά ο κτηματολογικός κανονισμός ως προς το θέμα κτήσεως κυριότητος με χρησικτησία, ο ειδικός διάδοχος στη νομή (όπως βεβαίως και ο καθολικός διάδοχος), που δεν έχει συμπληρώσει ιδία 15ετή νομή (αν ο δικαιοπάροχός του δεν είχε συμπληρώσει δεκαπενταετή νομή) δικαιούται να προσμετρήσει στο χρόνο της νομής του τον χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του και έτσι να συμπληρώσει την απαιτούμενη δεκαπενταετία (Ολομ.ΑΠ 1593/1979 ΝοΒ 28/1120, Ολομ.ΑΠ 1594/1979 ΝοΒ 28/1121, Ειρ.Ρόδου 252/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/607, Ειρ.Ρόδου 54/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/283, Ειρ.Ρόδου 476/2005 Δωδ.Νομολ. 2005/1107, ΑΠ 1525/2006 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ).

Δεν μπορεί όμως να επικαλεστεί τον συνυπολογισμό αυτό, προκειμένου να αντιτάξει κυριότητα εναντίον του ίδιου δικαιοπαρόχου του ή εναντίον εκείνου, στον οποίο ο δικαιοπάροχος μεταβίβασε την κυριότητα με σύμβαση, νόμιμα μεταγεγραμμένη (Ολομ. ΑΠ 1593/1979 ΝοΒ 28/1120, Ειρ.Ρόδου 252/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/607, Ειρ.Ρόδου 54/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/283, Ειρ.Ρόδου 252/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/607, Ειρ.Ρόδου 406/2004 Δωδ.Νομολ. 2005/836, Ειρ.Ρόδου 476/2005 Δωδ.Νομολ. 2005/1107, ΑΠ 1525/2006 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ, Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ έκδοση 2007 υπό το άρθρο 1051 σελ. 539 αρ. 3 όπου νομολογία, ΑΠ 114/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).

Όπου βέβαια δεν ισχύει ο κτηματολογικός κανονισμός ως προς την χρησικτησία, επειδή, αφ’ ης συμπληρωθεί η κτητική παραγραφή, όπως προαναφέρθηκε, αποκτάται η κυριότητα και χωρίς μεταγραφή αποφάσεως (ΑΚ 1045, 1121 βλ. Κ. Παπαδόπουλου ΑΓΩΓΕΣ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ έκδοση 1989 σελ. 97), ο μεν δικαιοπάροχος που του μεταβίβασε τη νομή με την συμπλήρωση εικοσαετούς νομής γίνεται κύριος και δεν τίθεται θέμα προσμέτρησης, ο δε ειδικός του διάδοχος, αν δεν συμπληρώνει ιδίαν εικοσαετή νομή, τότε μόνο μπορεί να προσμετρήσει στο χρόνο της νομής του τον χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του και έτσι να συμπληρώσει την απαιτούμενη 20ετία, όταν ο δικαιοπάροχός του δεν είχε συμπληρωμένη 20ετή νομή με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας (Βασίλη Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ έκδοση 2007 υπό το άρθρο 1051 σελ. 539 αρ. 2 όπου νομολογία, ΕΙΡΚΑΡΔ 183/2007 ΑΡΧΝ 2008/676 με αναφορά σε ΕφΝαυπλ 555/1995 ΕλλΔνη 1996 σελ. 371, ΠΠρΡεθ 51/2003 αδημοσίευτη, ΜΠρΡεθ 62/2003 de lege 2005.1051, ΕιρΚυπ 47/1999 ΑρχΝ 2000. 133, Μελέτη του Κυριάκου Γεωργίου "Διαχείριση ενίων ισχυρισμών των διαδίκων της διεκδικητικής αγωγής από απόψεως ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου"στην ΕλλΔνη 2003, σελ. 1211-1224). Δηλαδή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1051 του ΑΚ, για να συνυπολογίσει ο δικαιοδόχος στη νομή του αυτή του δικαιοπαρόχου του, προϋποτίθεται ότι ο τελευταίος (=ο προκάτοχος) χρησιδέσποζε στο πράγμα για χρονικό διάστημα μικρότερο της εικοσαετίας ή δεκαετίας, ήτοι χωρίς ποτέ να γίνει κύριος του πράγματος, οπότε στη θέση του θα χρησιδεσπόσει ο ειδικός ή καθολικός του διάδοχος, προκειμένου να συμπληρωθεί στο πρόσωπό του ο υπόλοιπος χρόνος της χρησικτησίας και να γίνει αυτός κύριος πρωτοτύπως.

Όπως όμως ήδη δέχεται η νομολογία των δικαστηρίων μας, γαίες φύσης «εραζί-εμιριέ ή αρζί-μιρί», δηλαδή δημόσιες γαίες, όπως και το δικαίωμα διαρκούς εξουσίασης επί δημοσίων γαιών (τεσσαρούφ), από της εποχής του Τούρκου κατακτητή Σουλτάνου Σουλεΐμάν (1522 μ.χ.) μέχρι την ισχύ του ν. 2100/1952 (26.4.1952) δεν υπήρξαν ποτέ στα Δωδεκάνησα (τα οποία ελέγοντο πριν το 1912 Νότιες Σποράδες) εκτός της Ρόδου και της Κω, που ο τούρκος κατακτητής τις είχε κυριεύσει με τη «σπάθη και το δόρυ». Στα άλλα νησιά της Δωδεκανήσου (όπως είναι η Σύμη η Κάρπαθος, η Πάτμος, Χάλκη κλπ), που δεν ήταν «δορυάλωτα», δηλαδή δεν είχαν κατακτηθεί με τα όπλα, ο τούρκος κατακτητής Σουλεΐμάν ο Μεγαλοπρεπής, όχι μόνο δεν δήμευσε γη, αλλά παραχώρησε δικαιώματα, με αποτέλεσμα όλα ανεξαιρέτως τα κτήματα που κατείχαν, νέμονταν και εξουσίαζαν από τότε οι κάτοικοι των νησιών αυτών να ανήκουν στους ιδιοκτήτες τους (στις ιδιοκτησίες τους) ως «γαίες μούλκ» (βλ. Αχιλ. Κωνσταντινίδη «Αρζί-μιρί και Ιστορία» Δωδ.Νομ. Επιθ. Τόμος 6ος, σελ. 1 επόμ., Γ. Παντελιδη «Η απόσβεση της ψιλής κυριότητας του Δημοσίου επί των παραχωρημένων δημοσίων γαιών» Δωδ.Νομ. Επιθ. τόμος 5ος σελ. 79 επ. Αλεξ. Καρανικόλα «Τα Συμιακά» τόμος Δ, σελ. 2 ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ, Εφ.Δωδ. 188/2005, ΕφΔωδ 103/1999, ΕφΔωδ 220/1997, Εφ.Δωδ. 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, βλ. επίσης ΜΠΡ ΜΥΤΙΛ 219/1999 ΑΡΧΝ/2001/64 = ΝΟΜΟΣ, για τα Δωδεκάνησα πλην Ρόδου (Κω;) Γιάννη Παπαγιάννη επ. Νομικό Σύμβουλο του Κράτους ΔΑΣΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ σελ. 100, για τη νήσο Λέσβο όπου οι γαίες ήσαν ιδιόκτητες φορολογούμενες, μια και η νήσος δεν ήταν «δορυάλωτος», αλλά και για τις Κυκλάδες Γνωμοδότηση Λάμπρου Ι. Κιτσαρά ΧριΔ Γ/2003 σελ. 747 επ., Γιάννη Παπαγιάννη επ. Νομικό Σύμβουλο του Κράτους ΔΑΣΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ σελ. 278, Π. Κασίμη, Εθνικαί Γαίαι εν Κιτσικ. Πανδέκτης Α.Δ. τόμ. Α σελ. 703, Αγ. Σταυρόπουλου τόμ. Γ, σελ. 2436, ΓνωμΝΣΚ 293/1952, ΑΠ 404/1958 ΝοΒ 6/1122, για τις Σποράδες και Κυκλάδες ΜΠΡ ΒΟΛ 313/2009 ΑΡΜ 2009/1513 = ΝΟΜΟΣ, για Κυκλάδες και ειδικά την Σαντορίνη ΠΠΡ ΝΑΞ 62/2004 ΧΡΙΔ 2005/825 = ΝΟΜΟΣ, για τις Κυκλάδες και ειδικά τη Σύρο ΕΦΑΙΓ 195/2003 ΑΡΧΝ 2004/337 = ΝΟΜΟΣ, για τη Σάμο Γιάννη Παπαγιάννη επ. Νομικό Σύμβουλο του Κράτους ΔΑΣΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ σελ. 100).

Οι παραπάνω τόσο σημαντικές παραδοχές του Εφετείου Δωδεκανήσου, για ένα τόσο κρίσιμο θέμα, που αφορά την ιδιοκτησία των κατοίκων της «μη δορυάλωτης» Δωδεκανήσου, που αποκατέστησε τα «πράγματα» μετά από πολύ καιρό, συμπορευόμενες ιστορικά με την αλήθεια, αφού ο Οθωμανός κατακτητής άφησε ανέγγιχτη αυτή την ιδιοκτησία, θα πρέπει να επιβεβαιωθούν και από τον Άρειο Πάγο, στον οποίο ήδη πολύ καθυστερημένα φέρονται κάποιες υποθέσεις με σχετικό αντικείμενο, ο οποίος και θα πρέπει να επιλύσει πολλά και σημαντικά επιπρόσθετα θέματα, κάτι που δεν έγινε με την υπ’ αρθ. 1817/2011 απόφασή του.

Αυτή η λογική για το ιδιοκτησιακό καθεστώς ακολουθείται και για άλλες μη δορυάλωτες από τους Οθωμανούς περιοχές της Ελλάδος, όπως οι Κυκλάδες κλπ. [βλ. για τις Κυκλάδες ΑΠ 1810/2009 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ = Δ/ΝΗ 2011/90, κατά την οποία οι διατάξεις των πρωτοκόλλων της 3- 22/1.2. 1830 «περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος», τα ερμηνευτικά του εν λόγω πρωτοκόλλου κείμενα των τριών προστάτιδων δυνάμεων από 4/16.6.1830 και 1/7 (19-8) 1830, της από 3.7.1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης, δια των οποίων περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, δικαιώματι πολέμου, οι αναφερόμενες σε αυτά γαίες, δεν εφαρμόζονται επί των κειμένων στα νησιά των Κυκλάδων γαιών, διότι είναι πασίγνωστο ότι κατά της εποχή της τουρκοκρατίας, οι Κυκλάδες απετελούντο στο σύνολο τους από ιδιωτικές γαίες καθαρός ιδιοκτησίας. Και τούτο διότι τα νησιά αυτά, υπαχθέντα υπό την Οθωμανική κυριαρχία όχι δικαιώματι πολέμου αλλά ειρηνικά κατόπιν συνθηκών συναφθεισών μεταξύ των μέχρι τότε Γενουατών ή Ενετών κατακτητών τους αφενός και του Σουλτάνου αφετέρου, δεν θεωρήθηκαν περιελθόντα στον Σουλτάνο, αλλά οι γαίες των νησιών αυτών χαρακτηρίσθηκαν κατά τον ιερό μουσουλμανικό νόμο ως ιδιωτικές ανήκουσες στην κατά τα άρθρα 1 και 2 του από 7ης Ραμαζάν έτους 1274 Οθωμανικού νόμου «περί γαιών» κατηγορία των καθαρός ιδιοκτησίας ακινήτων, τα οποία εξακολούθησαν εξουσιαζόμενα υπό των μέχρι τότε κυρίων αυτών και δη κατά πλήρη κυριότητα, υπό τον όρο όμως καταβολής εγγείου φόρου. Κατά συνέπεια, τα ακίνητα των νήσων αυτών μη εξουσιαζόμενα πριν από την επανάσταση από τον σουλτάνο ουδέ κατεχόμενα από Οθωμανούς ιδιώτες, δεν περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά διαδοχήν του Τουρκικού Δημοσίου, δικαιώματι πολέμου και δυνάμει των περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος πρωτοκόλλων του Λονδίνου και της από 7.7.1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης (ΑΠ 200/1934, ΑΠ 466/1957), για τις οποίες μάλιστα Κυκλάδες, η τακτική ολομέλεια του Αρείου Πάγου καλείται να λύσει κρίσιμα θέματα, μετά την παραπομπή σ’ αυτήν συγκεκριμένων λόγων αναίρεσης με την υπ’ αριθ. 454/2011 απόφαση,

ΙV.- ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ αυτής της μελέτης, αφού γίνει μια συνοπτική γενική επισκόπηση της νομολογίας και βιβλιογραφίας για τα εν λόγω θέματα και στη λοιπή ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα - δορυάλωτη και μη (κάτι που θα βοηθήσει στην προσέγγιση του ζητήματος), θα τεθούν ερωτήματα που χρήζουν απαντήσεως και θα διατυπωθούν οι απόψεις μας, ειδικά για θέματα που εμφανίζονται στην «πρακτική» μιας αντιδικίας μεταξύ ιδιωτών και κυρίως μεταξύ ιδιωτών και δημοσίου σε σχέση με ακίνητα που κείνται στη «λοιπή Δωδεκάνησο», αφού οι διατάξεις του πρωτοκόλλου της 3-22/1-2-1830 "περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος"τα ερμηνευτικά του εν λόγω πρωτοκόλλου κείμενα των τριών προστάτιδων δυνάμεων από 4/16-6-1830 και 1/7/19-8-1830, της από 3-7-1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης, του νόμου της 21-6/3-7-1837 "περί διακρίσεως δημόσιων κτημάτων" (ο οποίος όριζε στο άρθρο 16 ότι «όλα τα παρ’ ιδιωτών ή κοινοτήτων μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα και τα των ακλήρων αποθανόντων κτήματα, η τα εγκαταλελειμένα υπό των κληρονόμων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμέναι απαιτήσεις, ανήκουν εις το δημόσιο»), με τις οποίες στο Ελληνικό Δημόσιο περιήλθαν, ως εθνική γη (δικαιώματι πολέμου), συγκεκριμένες γαίες και θεσπίστηκε "αμάχητο τεκμήριο κυριότητας"υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, οι διατάξεις του αρθρ. 1 του β.δ. της 3/15 Δεκεμβρίου 1833 "περί ορισμού του φόρου βοσκής και του διά τα Εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834 για χορτολιβαδικές εκτάσεις, με τις οποίες θεσπίστηκε ανάλογο αμάχητο τεκμήριο κυριότητος υπέρ του Δημοσίου, ούτε το άρθρο 2 παρ. 1 του ΑΝ 1539/1938 σε σχέση με τα αδέσποτα, οι διατάξεις του από 17 Νοεμβρίου 1836 β.δ/τος περί ιδιωτικών δασών, άλλες Συνθήκες, οι διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, με τις οποίες ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία, για τον προ της ενάρξεως της ισχύος του Α.Κ. χρόνο, οι διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου με τις οποίες το ακίνητο γινόταν αδέσποτο και αυτές που αποκτούσε κυριότητα ο καταλαμβάνων αδέσποτο, αυτές που απαγόρευαν την τακτική χρησικτησία κατά του Δημοσίου, αυτές που ίσχυσαν για τη λοιπή Ελλάδα και καθόριζαν την έννοια του δάσους και όχι για τα δάση στα λοιπά Δωδεκάνησα για το χρόνο πριν την εισαγωγή της αστικής κλπ νομοθεσίας σ’ αυτά και καθόριζαν τεκμήριο κυριότητος υπέρ του Δημοσίου στα δάση, στα οποία μάλιστα λοιπά Δωδεκάνησα η έννοια του δάσους κατά το διάστημα πριν την απελευθέρωση και με βάση το προϊσχύσαν δίκαιο αποτελεί μέγα πρόβλημα για τα δικαστήρια όταν είναι ζητούμενο αυτό το γεγονός και η κρίση περί ύπαρξης ή ανυπαρξίας τους, όταν συνεπάγεται έννομες συνέπειες κατά περίπτωση, μπορεί να οδηγήσει σε πλημμελή απόφαση), δεν είναι δυνατόν να ίσχυαν για τη «λοιπή Δωδεκάνησο», που τελούσε, όπως προαναφέρθηκε, μέχρι το 1912 υπό την Οθωμανική Κυριαρχία, στη συνέχεια από 5-5-1912 μέχρι 6-8-1924 υπό την στρατιωτική Ιταλική κατοχή και εντεύθεν μέχρι την 13-9-1943 υπό την Ιταλική Κυριαρχία, από 13-9-1943 έως 15-9-1945 υπό την Γερμανική Κατοχή και από 15-9-1945 έως την 31-3-1947 υπό την Βρετανική Κατοχή;

Βασικά ερωτήματα θα είναι: 1] Η νομική φύση του ακινήτου αποτελεί την αφετηρία για να καταλήξομε, μέσα από ένα πλέγμα κανόνων δικαίου, που ίσχυσαν πριν την απελευθέρωση, στο επικαλούμενο από τον διάδικο δικαίωμα. Μάλιστα κατά το άρθρο 20 του Κτηματολογικού Κανονισμού η νομική φύση των ακινήτων καθορίζεται υπό των κτηματολογικών Οργάνων εν περιπτώσει ελλείψεως οιουδήποτε τίτλου ή συνυπάρξεως τίτλων με διάφορον χαρακτηρισμόν, αλλά δεν επιτρέπεται να αναφέρεται στο έθιμο. Πόσο τελικά σημαντικός είναι ο προσδιορισμός (και πως φθάνομε σ’ αυτόν) της νομικής φύσης ενός ακινήτου, του κείμενου στη «λοιπή Δωδεκάνησο», σύμφωνα με το Οθωμανικό δίκαιο, για να μπορέσει στη συνέχεια το δικαστήριο, σε αναφυόμενη διαφορά, είτε μεταξύ ιδιωτών είτε μεταξύ ιδιωτών και Δημοσίου, να αποφανθεί ως προς το επικαλούμενο από το διάδικο δικαίωμα επί του ακινήτου; Άλλη αφετηρία δεν έχομε αν ένα ακίνητο στη «λοιπή Δωδεκάνησο» ήταν και είναι νομικής φύσεως μουλκ (υπό την έννοια ότι είναι γενικά ιδιόκτητο), έστω και αν αμφισβητείται, κατά τρόπο μη χρήζοντα απόδειξης, ως πασίδηλο γεγονός (ΚΠολΔ 336), κάτι που συμβαίνει αν όλα ανεξαιρέτως τα ακίνητα ήσαν μουλκ κατά το χρόνο της ειρηνικής υποταγής στο Σουλτάνο και τελείως διαφορετική βάση δεν έχομε στην περίπτωση που η νομική φύση του ακινήτου ως μουλκ είναι το ζητούμενο, ως μη πασίδηλο γεγονός;

2] Στη μη «δορυάλωτη» «λοιπή Δωδεκάνησο» το «μη δορυάλωτο» αντιμετωπίζεται κατ’ αρχάς ως πασίδηλο γεγονός ή ως γεγονός χρήζον αποδείξεως;

3] Είναι πασίδηλον ότι όλα τα νησιά της «λοιπής Δωδεκανήσου» αποτελούντο στο σύνολο τους από γαίες καθαρής ιδιοκτησίας; Διατηρήθηκε αυτός ο χαρακτήρας της ιδιοκτησίας και μετά το χρόνο της ειρηνικής υπαγωγής τους στον Σουλτάνο; Ποιο δίκαιο εφαρμοζόταν για τα ακίνητα αυτά; Σε ποια ακίνητα απέκτησε (αν απέκτησε) κυριότητα το Οθωμανικό κράτος και στη συνέχεια το Ιταλικό Κράτος και τέλος ποια ιδιοκτησία απέκτησε το Ελληνικό Δημόσιο κατά διαδοχή του Ιταλικού Κράτους;

4] Ποια η συνέπεια της παραδοχής της άποψης, ότι όλα τα ακίνητα στη «λοιπή Δωδεκάνησο» ήταν ανέκαθεν μουλκ, ότι είναι πασίδηλο αυτό το γεγονός και που οδηγεί «πρακτικά» αυτή η παραδοχή σε σχέση με τα επικαλούμενα από τους διαδίκους δικαιώματα; Αναιρείται η άποψη αυτή, είτε από τις ατέλειες του Κτηματολογικού Κανονισμού, που αφορά μεν όλη τη Δωδεκάνησο, μια και θα έπρεπε να λάβει υπόψη του και αυτή την σημαντική παράμετρο, είτε από την αστοχία (αβλεψία ή άγνοια) του Έλληνα νομοθέτη, μια και στο πρώτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 9 ν. 2100/1952 φαίνεται να θεωρεί υπάρχουσες και εκτός Ρόδου και Κω δημόσιες γαίες, που όμως δεν υπήρξαν ιστορικά όπως υποστηρίζεται, είτε από την άγνοια και το τραγικό λάθος να γίνει η καταγραφή των ακινήτων στο μη δορυάλωτο νησί της Λέρου και δη στις περιοχές Λακκί και Ξηρόκαμπο με τον ίδιο τρόπο που έγινε στα δορυάλωτα νησιά της Ρόδου και Κω, στις οποίες μη δορυάλωτες περιοχές της Λέρου, μολονότι δεν υπήρχαν γαίες εραζί εμιριέ, καταγράφηκαν χιλιάδες ακίνητα ως «αρζί μιρί» επ’ ονόματι της Ιταλικής Κυβέρνησης των Νήσων του Αιγαίου, με εγγεγραμμένους τιτλούχους «ιδιώτες» κατά παραχωρημένο δικαίωμα «τεσσαρούφ»;

Αναιρείται επίσης από την αστοχία (αβλεψία ή άγνοια του Έλληνα νομοθέτη περί μη υπάρξεως γαιών της κατηγορίας εραζί εμιριέ στη μη «δορυάλωτη» «λοιπή Δωδεκάνησο») καθιέρωσης της διάταξης του άρθρου 62 του ν. 998/1979, με την οποία εισάγεται διαδικαστικό προνόμιο υπέρ του Δημοσίου (με τεράστιες συνέπειες, λόγω του ειδικού προϊσχύσαντος στη λοιπή Δωδεκάνησο καθεστώτος) «επί των πάσης φύσεως αμφισβητήσεων, ή διενέξεων ή δικών μεταξύ του Δημοσίου, είτε ως ενάγοντος είτε ως εναγομένου είτε ως αιτούντος είτε ως καθού ή αίτησις, και φυσικού ή νομικού προσώπου όπερ επικαλείται ή αξιοί οιοδήποτε δικαίωμα, εμπράγματον ή μη, επί των δασών, των δασικών εκτάσεων ή των εις το άρθρον 74 του άνω νόμου αναφερομένων εδαφών (δηλαδή των δημοσίων χορτολιβαδικών) και κατά την οποία διάταξη το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματός του, παρά το γεγονός ότι, όπως συνέβη και με την άλλη νησιωτική Ελλάδα (στην οποία δεν υπήρξαν δημόσιες γαίες και επομένως και δημόσια δάση) και οδήγησε τον Έλληνα νομοθέτη στο να εξαιρεθούν από το διαδικαστικό αυτό προνόμιο του Δημοσίου «οι περιφέρειες των Πρωτοδικείων των Ιονίων Νήσων, της Κρήτης και των νομών Λέσβου, Σάμου και Χίου και των νήσων Κυθήρων, Αντικυθήρων και Κυκλάδων», τελικά δεν εξαιρέθηκε από το εν λόγω διαδικαστικό προνόμο και η «λοιπή Δωδεκάνησος»;

Αναιρείται επίσης από την ύπαρξη ενδεχομένως κάποιου ταπίου με βάση το οποίο παραχωρήθηκε δικαίωμα τεσσαρούφ σε «ιδιώτη»;

5] Μήπως δεν ήσαν όλα τα ακίνητα στη «λοιπή Δωδεκάνησο» μουλκ, μήπως δεν είναι πασίδηλο αυτό το γεγονός, αλλά υπήρξαν και άλλα ακίνητα, που δεν ανήκαν στους ιδιώτες (και κυρίως ανέκαθεν, πριν και κατά την ειρηνική υπαγωγή των νησιών στον Σουλτάνο) και ότι είναι αναγκαίο να αποδεικνύεται κατ’ αρχάς η «κατοχή», «νομή», «εξουσίαση» των ιδιοκτητών ιδιωτών σ’ αυτά (πριν την ειρηνική υπαγωγή των νησιών στον Σουλτάνο), κάτι απίθανο, για να καταλήξομε (όταν μάλιστα δεν πρόκειται για αστικά ακίνητα και δη από αυτά που συγκαταλέγονται στην κατηγορία των μουλκ τα περιλαμβανόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 2 του νόμου περί γαιών που ο ποσδιορισμός της νομικής φύσης τους προκαθορίζεται από το νόμο) στη νομική φύση των ακινήτων ως μουλκ (εφόσον αυτό αμφισβητείται κυρίως από το Δημόσιο) και στη συνέχεια στην επ’ αυτών κυριότητα με συγκεκριμένο νόμιμο τρόπο;

Γιατί να αποκλείεται η ύπαρξη αδέσποτων ακινήτων, που απέκτησαν την ιδιότητα αυτή κατά κάποιο νόμιμο τρόπο; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις που ένα ακίνητο αποκτά την ιδιότητα του αδεσπότου στη «λοιπή Δωδεκάνησο», κατά το χρόνο ισχύος του Οθωμανικού και Ιταλικού δικαίου; Γιατί να αποκλείεται εξ αρχής η ύπαρξη ακινήτων της κατηγορίας μετρουκέ ή μεβάτ; Γιατί να αποκλείεται η αγορά από το Οθωμανικό ή Ιταλικό Δημόσιο ενός ακινήτου από ιδιώτη, η δωρεά προς το Οθωμανικό ή Ιταλικό Δημόσιο, η κτήση με ανταλλαγή, με δήμευση, η κτήση με κληρονομία; Στα «υπόλοιπα» κτήματα, τα μη καθαράς κυριότητος, δεν υπάγονται τα κοινής χρήσεως πράγματα που αποτελούν δημόσια κτήματα και ανήκουν στην Κυβέρνηση της Κτήσεως κατά το άρθρο 3 του Κτηματολογικού Κανονισμού (που ισχύει και για τη «λοιπή Δωδεκάνησο»), όπως και τα κτήματα των περιπτώσεων α, β και γ του άρθρου 4 του Κτηματολογικού Κανονισμού, τα οποία δημοσιοποιούνται, ακόμα και αν ανήκουν στην κυριότητα ιδιωτών ή κατέχονται από ιδιώτες, σύμφωνα με το άρθρο 8 του Κτηματολογικού κανονισμού; Το δημόσιο δεν κληρονομούσε τους θανόντες άκληρους ιδιοκτήτες των φορολογούμενων γαιών, ήτοι εκείνων που ανήκαν στις ιδιωτικές γαίες και αυτές δεν καθίσταντο πλέον δημόσιες; Στο άρθρο 4 εδ, α΄ του Κτηματολογικού Κανονισμού δεν αναφέρεται ότι είναι δημόσια κτήματα τα περιελθόντα στο Κράτος εκ κληρονομικής διαδοχής;

Και αν υπήρχαν τέτοια κτήματα και, είτε υπήρχαν ανέκαθεν, προ της ειρηνικής υποταγής της «λοιπής Δωδεκανήσου» στον Σουλτάνο, είτε αποκτήθηκαν στη συνέχεια από το Οθωμανικό Δημόσιο με κάποιο νόμιμο για κάθε χρονική περίοδο τρόπο, σύμφωνα με την Οθωμανική νομοθεσία, αυτά τα υπόλοιπα κτήματα, σε ποια κατηγορία υπάγονται από αυτές που προαναφέρθηκαν;

Εκτάσεις, όπως αγροτικές, όμως καθαράς κυριότητος- ιδιόκτητες (μουλκ), που για κάποιο λόγο περιήλθαν στο δημόσιο, μπορούσαν να παραχωρηθούν στη συνέχεια με ταπίο ως δημόσιες πλέον γαίες;

Πώς αποδεικνύεται «πρακτικά» η ύπαρξή τους; Υπάρχει για τα κτήματα αυτά ή δεν υπάρχει τεκμήριο κυριότητος του Δημοσίου;

6] Με ποιο τρόπο αλήθεια θα αποδειχθεί, με ποια «πρακτική», η νομική φύση του ακινήτου ως μουλκ (ότι δηλαδή ήταν ιδιόκτητο) κατά το χρόνο της ειρηνικής υπαγωγής των νησιών στον Σουλτάνο; Είναι εύκολη η απόδειξη, σε τόσο μακρινή χρονική περίοδο, της «εξουσίασης», της «κατοχής», της «νομής» από τον ιδιώτη για να χαρακτηριστεί το ακίνητο ως μουλκ; Και αν αυτό είναι αδύνατο πρακτικά, μπορεί με την επίκληση της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητος κατά το δίκαιο που την αναγνωρίζει ως θεσμό (και για όσα χρόνια καλύπτει αυτή), την οποία αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα δεν είχε αναγάγει σε γενικό τίτλο κτήσης κυριότητος (με εξαίρεση σε ορισμένα θέματα) και το ΒΡΔ και το Οθωμανικό δίκαιο (το Ιταλικό δεν την αναγνώριζε γι’ αυτό θα πρέπει, κατά την άποψή μας, τα 80 έτη να είναι συμπληρωμένα μέχρι την 1-1-1932, ήτοι μέχρι το χρόνο ενάρξεως ισχύος του Ιταλ.ΑΚ/1865) να αποδείξομε την «εξουσίαση» του ιδιώτη στο ακίνητο και αν αυτό το γεγονός της εξουσίασης δεν αρκεί στη «νομική λογική» (δηλαδή δεν καλύπτει από μόνο του στο πλαίσιο εφαρμογής του προϊσχύσαντος δικαίου νόμιμο τρόπο κτήσεως κυριότητος) για τον προσδιορισμό του δικαιώματος πλήρους κυριότητος του ιδιώτη και συνακόλουθα της νομικής φύσης του ακινήτου, γιατί να αρκεί η απόδειξη με μάρτυρες (ευκολότερη πράγματι) και με έγγραφα (ιδιωτικά συμφωνητικά του 1870 ή του 1900) της πραγματικής εξουσίασης ή νομής του ιδιώτη στα ακίνητα και της εξουσίας διαθέσεως που είχαν σ’ αυτά για μια περίοδο από το 1870 και μετέπειτα, αν το ακίνητο δεν ήταν αποδεδειγμένα μουλκ πριν από την περίοδο αυτή;

7] Τα δικαστήρια, σε σχέση με ακίνητα της «λοιπής Δωδεκανήσου» με ποιο νόμιμο τρόπο μπορούν να καταλήξουν στην κρίση τους ότι το επίδικο ακίνητο ανήκει στον ιδιώτη και όχι στο Δημόσιο, απορρίπτοντας σχετικό ισχυρισμό του Δημοσίου ότι πρόκειται για δημόσια γαία απλώς και μόνο από το γεγονός ότι είναι αγροτικό ακίνητο;

8] Αρκεί να αντιμετωπίζουν τα δικαστήρια το επίδικο ακίνητο από της ειρηνικής υπαγωγής των νησιών στο Σουλτάνο ως μουλκ, χωρίς απόδειξη, με βάση τη σκέψη ότι αυτό ως ακίνητο της μη δορυάλωτης Δωδεκανήσου είναι μουλκ, ερευνώντας μόνο τον τρόπο κτήσεως κυριότητος του ιδιώτη, όπως θα έκανε σε κάθε διαφορά ιδιωτών, χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι αποκλείουν την κτήση κυριότητος από το Δημόσιο στη συνέχεια με κάποιο άλλο νόμιμο τρόπο; Ή μήπως τελικά στη «λοιπή μη δορυάλωτη Δωδεκάνησο» θα πρέπει να εγκαταλειφθεί η λογική ότι όλα ανεξαιρέτως τα ακίνητα είναι μουλκ, αλλά σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να ερευνώνται και αποδεικνύονται (πώς) τα επικαλούμενα δικαιώματα κυριότητας των ιδιωτών, όπως αντίστοιχα πρέπει να αποδεικνύονται τα δικαιώματα (και ο τρόπος απόκτησής τους) που προβάλλει τυχόν το Δημόσιο;

9] Είναι δυνατόν, χωρίς την επίκληση του «πασίδηλου», να δέχονται τα δικαστήρια, με βάση αποδείξεις που προσκομίζονται και που καλύπτουν συνήθως ένα διάστημα μετά ή λίγο πριν το 1900, ότι το επίδικο ακίνητο ανέκαθεν ανήκε στην κατηγορία των ιδιωτικών (μουλκ) και ότι ουδέποτε υπήρξε δημόσια γαία (εραζί- εμιριέ) ανήκουσα στη κυριότητα είτε του Οθωμανικού, είτε του ιταλικού Δημοσίου;

10] Σε περίπτωση αντιδικίας μεταξύ ιδιωτών για ακίνητο κείμενο στη «λοιπή Δωδεκάνησο», νομικής φύσεως μουλκ (είτε πρόκειται για αστικό ακίνητο, είτε για αγροτικό, άγονο ή καλλιεργούμενο, είτε πρόκειται για δάση, δασικές ή χορτολιβαδικές εκτάσεις, βοσκότοπους, βραχώδεις εκτάσεις κ.λ.π.), πώς αντιμετωπίζεται από το δικαστήριο, αν ο ενάγων ιδιώτης επικαλείται σε βάρος άλλου ιδιώτη πρωτότυπο τρόπο (την τακτική ή έκτακτη χρησικτησία) ως τίτλο κτήσεως της κυριότητος στο ακίνητο;

11] Πώς αντιμετωπίζεται η περίπτωση κατά την οποία ο εναγόμενος προβάλλει τον ισχυρισμό (ένσταση) ότι το επίδικο είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας ή εξαιρούμενο αυτής, διότι ανήκει στο Δημόσιο;

12] Πώς αντιμετωπίζεται αν ο ενάγων ιδιώτης επικαλείται σε βάρος άλλου ιδιώτη παράγωγο τρόπο (σύμβαση, κληρονομική διαδοχή) ως τίτλο κτήσεως της κυριότητος στο ακίνητο;

13] Αν ο εναγόμενος αμφισβητήσει την κυριότητα του προκτήτορα του ενάγοντα και των πριν από αυτόν κτητόρων του επί του επιδίκου ακινήτου, ο ενάγων υποχρεωτικά και σε κάθε περίπτωση θα καθορίσει (αν δεν έγινε ήδη καθ’ υποφορά) και τον τρόπο κτήσης από τα πρόσωπα αυτά της κυριότητος του επιδίκου μέχρις εκείνου που απέκτησε το δικαίωμα κατά τρόπο πρωτότυπο;

14] Θεωρητικά, σε μία δίκη του 1950 ή του 1951, πώς θα μπορούσε να στηρίξει ο ενάγων την κυριότητά του ή των δικαιοπαρόχων (για ακίνητο μουλκ) σε έκτακτη χρησικτησία, αφού από το 1932 και εντεύθεν δεν μπορούσε να συμπληρωθεί κτητική παραγραφή μέχρι το 1950 ή 1951; Μένει απροστάτευτος;

15] Αν όμως ο ενάγων απέκτησε κατά κυριότητα με σύμβαση το επίδικο ακίνητο, επικαλούμενος προίκα (προφορική ή έγγραφη) ή άλλου είδους προφορική ή έγγραφη σύμβαση (αγορά, δωρεά) με συμβαλλόμενο τον ίδιο, που έλαβε χώρα προ της 1-1-1932 και επικαλεστεί επίσης ότι ο προκτήτοράς του απέκτησε το ακίνητο με τέτοιες συμβάσεις, καθώς και οι πριν από αυτόν κτήτορες, είτε επικαλεστεί κτήση με σύμβαση νομότυπη μετά την 1-1-1932 επικαλεστεί δε ότι ο προκτήτοράς του απέκτησε το ακίνητο με έγγραφες ή προφορικές συμβάσεις, καθώς και οι πριν από αυτόν κτήτορες, τότε, σ’ αυτή την περίπτωση, η αμφισβήτηση της κυριότητος των άμεσων δικαιοπαρόχων του ενάγοντα, και των απώτερων δικαιοπαρόχων του θα οδηγήσει το δικαστήριο σε απόρριψη της αγωγής (αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της τακτικής χρησικτησίας), επειδή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ο χρόνος κτήσης κυριότητος με έκτακτη χρησικτησία ή το δικαστήριο, εφαρμόζοντας το Οθωμανικό δίκαιο (όπως θα γινόταν αν η διαφορά ελάμβανε χώρα το 1900), κατά το οποίο οι μεταβιβάσεις των μουλκίων (που εξομοιώνονταν με κινητά) γίνονταν και έγγραφα και προφορικά, αλλά και η απόδειξη της κυριότητος γινόταν και με μάρτυρες ανεξαρτήτως της αξίας του αντικειμένου των συμβάσεων, όπως προαναφέρθηκε, θα κρίνει περί της κτήσεως της κυριότητος του ενάγοντα που έλαβε χώρα προ του 1932 κατά το Οθωμανικό δίκαιο ή περί της κτήσεως κυριότητος αυτού με σύμβαση μεταγενέστερα αφού κρίνει περί την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του που την απέκτησε κατά το ίδιο δίκαιο;

16] Το δικαστήριο, επίσης, ακόμα και αν η κτήση με παράγωγο τρόπο του ενάγοντα έλαβε χώρα κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, πολύ μεταγενέστερα (π.χ. το 1980), εις τρόπον ώστε να μπορούσε να συμπληρωθεί η κτητική παραγραφή για τη κτήση κυριότητος επί του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, μπορεί, χωρίς παραδοχές για κτήση με χρησικτησία του ακινήτου, να αρκεστεί μόνο σε παραδοχές για κτήση κυριότητος με σύμβαση, δεχόμενο με απόδειξη (έγγραφα ή και μάρτυρες) και παρά την αμφισβήτηση της κυριότητος και κτήσης κυριότητος στο επίδικο των δικαιοπαρόχων του ενάγοντα, περί της κτήσεως κυριότητος του δικαιοπαρόχου του, την οποία απέκτησε κατά το Οθωμανικό δίκαιο;

17] Γιατί, εφόσον κατά την γενική δικονομική αρχή του διαχρονικού δικαίου που συνάγεται από τα άρθρα 20 έως 22 του ΕισΝΚΠολΔ, το παραδεκτό των αποδεικτικών μέσων κρίνεται, κατά κανόνα, βάσει του νόμου που ίσχυε κατά το χρόνο δημιουργίας της αποδεικτέας δικαιολογητικής σχέσης και των αποδεικτέων γεγονότων και εφόσον με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, όπως προαναφέρθηκε, ορίζεται ότι η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος που επήλθε πριν την εισαγωγή αυτού, κρίνεται κατά το δίκαιο το οποίο ίσχυε κατά το χρόνο που έλαβαν χώρα τα προς κτήση αυτού πραγματικά γεγονότα, να μη μπορεί το δικαστήριο να δεχθεί αποδεδειγμένη την κυριότητα την κτηθείσα κατά την περίοδο ισχύος του Οθωμανικού δικαίου (όπως θα έκανε την εποχή εκείνη το δικαστήριο), χωρίς να χρειαστεί να προστρέξει (αν αυτό είναι αδύνατο) σε κτήση με χρησικτησία.; Γιατί αυτός ο τρόπος απόδειξης να μη είναι η λύση για το τι είναι μουλκ και τι όχι σε μια διένεξη κυρίως μεταξύ ιδιωτών και δημοσίου, αν δεν θεωρούμε ως πασίδηλον ότι όλα τα νησιά της «λοιπής Δωδεκανήσου» αποτελούντο στο σύνολο τους από γαίες καθαρής ιδιοκτησίας;

18] Γιατί να μη ισχύσει αυτό που συνέβη με το Κτηματολογικό Κανονισμό, κατά τον οποίο η καταγραφή των δικαιωμάτων στα ακίνητα (άρα και στα μούλκια) στηριζόταν σε κύριες και δευτερεύουσες αποδείξεις (βλ. άρθρα 21, 22, 23 και 24 του Κτηματολογικού κανονισμού), ελλείψει δε αποδεικτικών εγγράφων που αποτελούν την κύρια απόδειξη του δικαιώματος, ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου μπορούσε να επιτύχει δευτερεύουσα απόδειξη των δικαιωμάτων επί των ακινήτων δι’ ενόρκου βεβαιώσεως ή δι’ άλλης ισοδυνάμου βεβαιώσεως ή ανακρίσεως ή εξετάσεως κλπ; Μήπως οι αναφερόμενες στα ως άνω άρθρα του Κ.Κ. τελεσίδικες αποφάσεις της Δικαστικής Αρχής που έκριναν το δικαίωμα πλήρους κυριότητος ιδιώτη δεν στηρίζονταν σε έγγραφα και μάρτυρες και όχι στη χρησικτησία που δεν αναγνωριζόταν ως θεσμός;

19] Ποιες μπορούσαν να ήσαν οι κύριες ή δευτερεύουσες αποδείξεις που θα βοηθούσαν το δικαστήριο να δεχθεί τη κτήση από κάποιον (χωρίς χρησικτησία μια και δεν επιτρεπόταν) δικαιώματος κυριότητος σε ακίνητο κατά το Οθωμανικό δίκαιο, παρά την αμφισβήτητηση της κυριότητος του δικαιοπαρόχου του αποκτήσαντος;

20] Σε περίπτωση αντιδικίας μεταξύ ιδιωτών και Δημοσίου για ακίνητο κείμενο στη «λοιπή Δωδεκάνησο», νομικής φύσεως μουλκ (είτε πρόκειται για αστικό ακίνητο, είτε για αγροτικό, άγονο ή καλλιεργούμενο, είτε πρόκειται για δάση, δασικές ή χορτολιβαδικές εκτάσεις, για βοσκότοπους κ.λ.π.), τι συμβαίνει, αν ο ενάγων ιδιώτης επικαλείται πρωτότυπο τρόπο (την τακτική ή έκτακτη χρησικτησία) ως τίτλο κτήσεως της κυριότητος στο ακίνητο;

Στην περίπτωση αυτή, εφόσον πρόκειται για ακίνητο μουλκ, δεν είναι σαφές ότι θα πρέπει να αποδειχθεί από τον «ιδιώτη» ότι οποτεδήποτε μετά την 1-1-1932 (που επιτρέπεται πλέον η κτητική παραγραφή κατά τον Ιταλικό Αστικό Κώδικα του 1865) και εντεύθεν συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις κτήσεως του ακινήτου με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία κατά το εκάστοτε ισχύον δίκαιο; Δεν θα αρκεστεί στην επίκληση και προσκόμιση εκείνων από τους τίτλους κτήσης του ιδίου και των δικαιοπαρόχων του, οι οποίοι καλύπτουν διάστημα είτε δέκα είτε είκοσι ετών αποδεδειγμένης νομής (προ της συζητήσεως της αγωγής), όση δηλαδή απαιτείται για την κτήση κυριότητος με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία;

Αν το εναγόμενο Δημόσιο προβάλει τον ισχυρισμό (όπως θα μπορούσε να προβάλει και ο εναγόμενος ιδιώτης σε αντιδικία μεταξύ ιδιωτών, στερούμενος μόνο του διαδικαστικού προνομίου του Δημοσίου του αρθρου 62 του ν. 998/1979) ότι το επίδικο ακίνητο (αν δεν συγκαταλέγεται κατά ρητή επιταγή του οθωμανικού νόμου ως αστικό ακίνητο κλπ. στην κατηγορία των μουλκ των περιλαμβανομένων στην παρ. 1 του άρθρου 2 του νόμου περί γαιών), είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας ή εξαιρούμενο της χρησικτησίας, διότι ανήκει στο Δημόσιο, ως δημόσια γαία, σύμφωνα με το νόμο, ήτοι με βάση το προαναφερθέν Οθωμανικό δίκαιο (άρθρα 1, 3 επ. του Οθωμανικού νόμου «περί γαιών» της 7 Ραμαζάν 1274) και τις διατάξεις του Κτηματολογικού Κανονισμού (άρθρα 1,2,3,4,5 και 8), επί της οποίας δημόσιας γαίας δεν αποκτήθηκε δικαίωμα τεσσαρούφ, μετατραπέν σε πλήρες δικαίωμα κυριότητος κατ’ αρθρο 9 του Ν. 2100/1952, το οποίο ακίνητο, ως δημόσια γαία, θεωρήθηκε αρχικά περιελθόν στο Σουλτάνο κατά την κατάκτηση του νησιού, στη συνέχεια δε αποκτήθηκε από το Ιταλικό Δημόσιο, το οποίο τέλος διαδέχθηκε το Ελληνικό Δημόσιο, υπάρχοντος «τεκμηρίου κυριότητος» υπέρ του Δημοσίου, ο εν λόγω ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου, που προϋποθέτει κυριότητα του Οθωμανικού Κράτους για τα ακίνητα, τα κείμενα στη μη δορυάλωτη «λοιπή Δωδεκάνησο», κατά την ανωτέρω λογική και αιτία, είναι αβάσιμος, με τη λογική ότι τα ακίνητα στα νησιά της μη δορυάλωτης «λοιπής Δωδεκανήσου», δεν θεωρήθηκαν περιελθόντα στο Σουλτάνο, αλλά όλα ανεξαιρέτως τα κτήματα που κατείχαν, νέμονταν και εξουσίαζαν από τότε οι κάτοικοι των νησιών αυτών ανήκαν στους ιδιοκτήτες τους ως «γαίες μούλκ» και το Ελληνικό Δημόσιο δεν απέκτησε αυτά τα ακίνητα, ως διάδοχο του Ιταλικού Κράτους;

Αν είναι αβάσιμος ο εν λόγω ισχυρισμός ου Δημοσίου, τότε το Δημόσιο (με την επιφύλαξη μόνο ως προς το Δημόσιο και όχι ως προς τον ιδιώτη του άρθρου 62 του ν. 998/1979 μόνο για τα δάση, τις δασικές εκτάσεις και τις δημόσιες χορτολιβαδικές εκτάσεις, θέματα που θα απαντηθούν) μήπως έχει μόνο τη δυνατότητα και το βάρος απόδειξης της μεταγενέστερης σε σχέση προς το χρόνο της απελευθερώσεως, κτήσης κυριότητας με κάποιον άλλον νόμιμο τρόπο, όπως η απαλλοτρίωση, η αγορά, η δωρεά, η κληρονομία, η ανταλλαγή, η χρησικτησία, η κατάληψη εγκαταλελειμμένου κτήματος υπό τους όρους του άρθρου 34 α.ν. 1539/1938, η παραίτηση του κυρίου από την κυριότητα του ακινήτου με συνέπεια να καταστεί αυτό αδέσποτο, είτε υπό την ισχύ του άρθρου 972 του Αστικού Κώδικα, είτε του προϊσχύσαντος δικαίου, είτε του άρθρου 2 παρ. 1 του α.ν. 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων"ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ με την ΕισΝΑΚ 53;

21] Τι γίνεται στην περίπτωση που αποδείξει το Δημόσιο ότι απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου (πρώην καθαράς ιδιοκτησίας) του κείμενου στη «λοιπή Δωδεκάνησο» με κάποιο νόμιμο τρόπο (π.χ. αγορά, δωρεά, απαλλοτρίωση, κλπ), οπότε καθίσταται δημόσια περιουσία;

Τι μπορεί να προβάλει ο ιδιώτης, ανάλογα βέβαια με το χρόνο κτήσεως από το Δημόσιο του ακινήτου, εν όψει και του Α.Ν. 1539/1938 και του χρόνου εισαγωγής του στη Δωδεκάνησο (10-1- 1949) και της αδυναμίας συμπληρώσεως κτητικής παραγραφής μέχρι την παραπάνω ημερομηνία για τα ακίνητα μουλκ, για τα οποία δεν επιτρεπόταν κατά το Οθωμανικό δίκαιο η κτήση κυριότητος με χρησικτησία, αλλά μόνο μετά την 1-1-1932 με βάση τους προαναφερθέντες Ιταλικούς Αστικούς Κώδικες, αλλά και ανάλογα με την φύση του ακινήτου πλέον (αν είναι αγρός ή αστικό ακίνητο και δη από αυτά που συγκαταλέγονται στην κατηγορία των μουλκ τα περιλαμβανόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 2 του νόμου περί γαιών ή ακίνητο από τα επιτρεπόμενα να χρησιδεσποστούν σύμφωνα με το ν. 3127 της 17/19-3-2003, για να ανατραπεί το δικαίωμα κυριότητος του Δημοσίου και κτήσης κυριότητος από αυτόν;

Με την εφαρμογή ποίων πλέον διατάξεων θα οδηγηθεί ο ιδιώτης σε κτήση κυριότητας επί του ακινήτου σε βάρος του Δημοσίου;

Έχει εφαρμογή το άρθρο 78 του οθωμανικού νόμου περί γαιών (χρησικτησία) και υπό τις προϋποθέσεις του (δεκαετής εξουσίαση και καλλιέργεια), αν πρόκειται για αγρό καλλιεργούμενο, μέχρι την 10-1-1949;

Υπό ποιες προϋποθέσεις είναι δυνατή η κτήση κυριότητος από ιδιώτη με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, αν πρόκειται για ακίνητο από αυτά που επιτρέπεται να χρησιδεσποστούν, με βάση τις νεότερες πλέον διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 4 του ν. 3127 της 17/19-3-2003;

22] Αν ο ενάγων ιδιώτης επικαλείται στην αγωγή του σε βάρος του Δημοσίου παράγωγο τρόπο (σύμβαση, κληρονομική διαδοχή) ως τίτλο κτήσεως της κυριότητος στο ακίνητο, τι συμβαίνει, αν το εναγόμενο Δημόσιο αμφισβητήσει, όπως προαναφέρθηκε, την κυριότητα του προκτήτορα του ενάγοντα και των πριν από αυτόν κτητόρων του επί του επιδίκου ακινήτου;

23] Σε περίπτωση αντιδικίας μεταξύ ιδιωτών και Δημοσίου για ακίνητο κείμενο στη «λοιπή Δωδεκάνησο», χωρίς να θεωρείται δεδομένη η νομική φύση του ως μουλκ, τι ισχύει;

24] Τι ισχύει όμως σε περίπτωση που η αντιδικία ιδιωτών και Δημοσίου αφορά ακίνητο της «λοιπής Δωδεκανήσου» που είναι δάσος, δασική έκταση ή χορτολιβαδική έκταση; Αν πρόκειται για βραχώδη έκταση;

Τα δάση στη μη δορυάλωτη Δωδεκάνησο είναι ακίνητα μουλκ, είναι μουλκ όπως όλα τα άλλα ακίνητα;

Όπως προαναφέρθηκε, το Οθωμανικό Κράτος εθεωρείτο αποκλειστικός κύριος όλου του εδάφους των χωρών των κατακτηθεισών δια των όπλων. Για τα αστικά ακίνητα και τα καρποφόρα δέντρα παρεδέχετο την κυριότητα μουλκ εις όφελος των υπηκόων, είτε ήσαν Μουσουλμάνοι, είτε αλλογενείς, αλλά για τα αγροτικά ακίνητα παρεδέχετο μόνο την κυριότητα μουλκ, δυνάμει τίτλου και κυριαρχικής παραχωρήσεως ή παρεδέχετο την ωφέλιμη κυριότητα (τεσσαρούφ) στην μορφή της παραχωρήσεως στους υπηκόους, υποκειμένην σε έκπτωση για ελλείπουσα καλλιέργεια του ακινήτου επί τρία ή πλέον έτη, αναλόγως των περιπτώσεων.

Η διάταξη του άρθρου 4 εδ. β του Κτηματολογικού Κανονισμού, κατά την οποία είναι δημόσια περιουσιακά κτήματα και «τα άλση και τα δάση» τα οποία δεν είναι ιδιωτικά βάσει τίτλων νόμιμων και έγκυρων, ισχύει (πλην της Ρόδου και Κω) και για τη μη δορυάλωτη Δωδεκάνησο, όπου δεν υπάρχουν δημόσιες γαίες, αλλά γαίες μουλκ, κατά τα προαναφερθέντα;

Η διάταξη του άρθρου 69 του Κτηματολογικού Κανονισμού, κατά την οποία «οι φυσικοί βοσκότοποι, τα άλση και τα δάση θεωρούνται ακαλλιέργητα και αν δεν προκύπτουν εκ τίτλου ισχυρού μουλκ (άρθρο 4 β Κτημ. Κανονισμού), ακολουθούν την ίδια τύχη (άρθρο 69 Κτημ. Κανονισμού), πώς μπορεί να εφαρμοστεί στην μη δορυάλωτη Δωδεκάνησο, αν εκεί υπάρχουν μόνο ιδιοκτησίες μουλκ;

Τι αξία έχουν για τη «λοιπή Δωδεκάνησο» οι ειδικοί δασικοί οθωμανικοί νόμοι που προαναφέρθηκαν, που καθορίζουν την κατηγορία των δασών σε δημόσια δάση, ιδιωτικά (τύπου κορού), βακουφικά και μπαλταλίκια, που για τα ως άνω ιδιωτικά τύπου «κορού» δάση χωρίς ταπίο δεν νοείται πλέον η κατοχή τους από ιδιώτη, για τα οποία δάση εισάγουν ένα τεκμήριο κυριότητος του Οθωμανικού Κράτους και που στερούν από τον κάθε ιδιώτη τη δυνατότητα να προβάλει οποιοδήποτε δικαίωμα σε βάρος του δημοσίου σε σχέση με ακίνητο που ήταν δάσος κατά το χρόνο που ίσχυσαν οι ως άνω νόμοι;

Εφόσον δεχθούμε την άποψη ότι στη «λοιπή Δωδεκάνησο» κατά τους χρόνους πριν την απελευθέρωση, οι εδαφικές εκτάσεις ήταν ιδιωτικές (εφόσον τις κατείχαν, νέμονταν και εξουσίαζαν οι ιδιώτες) και σε αυτές ίσχυε το καθεστώς πλήρους κυριότητας (μουλκιέτ) και δεν υπαγόντουσαν στο Οθωμανικό Δημόσιο, το οποίο δεν είχε ιδιαίτερα δικαιώματα επ’ αυτών, ίσχυαν ως προς αυτές τις ιδιοκτησίες, οι περί ταπίων διατάξεις [βλ. νόμο "περί εγγράφων ταπίων"της 8 Δζεμαγήλ (Δζεμαζιούλ, Τζεμαζί ούλ) Αχίρ 1275 (ήδη έτος 1857), όπως και το άρθρο 4 του Κτηματολογικού Κανονισμού ή δεν ίσχυαν, επειδή μόνο υπό καθεστώς κυριότητας του Οθωμανικού κράτους επί των ακινήτων της κατηγορίας των δημοσίων γαιών (εραζί εμιριέ), στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα δάση, μπορεί να γίνει λόγος για "ταπί";

Συνεπώς, ειδικά για τα δάση, ο προαναφερθείς Οθωμανικός νόμος περί δασών (άρθρο 1 του νόμου περί δασών της 1 Ιανουαρίου 1285 και οι οδηγίες της 13 Μουχαρέμ 1293, που καθόρισαν τα της εκδόσεως νέων τίτλων, καθόσον δια του άνω νόμου είχε απαγορευθεί ρητά η κατοχή δασών στο εξής άνευ τίτλου επισήμου του Κτηματολογίου, είτε πρόκειται περί Δημοσίου, είτε περί ιδιωτικού (τ. κορού) ή βακουφικού δάσους (όπως και το άρθρο 4 εδ. β του κτηματολογικού κανονισμού), έχουν εφαρμογή στη «λοιπή μη δορυάλωτη Δωδεκάνησο», εν όψει του ότι οι Τουρκικές αρχές, μη έχουσες δικαιώματα στις περιοχές αυτές, δεν υπήρχε λόγος να εκδώσουν τίτλους, μια και οι κάτοικοί τους μπορούσαν να διαθέσουν ελεύθερα τα κτήματα τους και με προφορική συμφωνία και με ιδιωτικά έγγραφα (για τα βακουφικά μόνο με έγγραφα);

Επομένως για όλα τα δάση υφίσταται με βάση τις διατάξεις του Οθωμανικού δικαίου στη μη «δορυάλωτη» λοιπή Δωδεκάνησο τεκμήριο κυριότητος υπέρ του Τουρκικού Κράτους;

Τι είδους τελικά δάση υπήρξαν στη «λοιπή Δωδεκάνησο»; Υπήρξαν, κατά τους ειδικούς Οθωμανικούς δασικούς νόμους, μόνο δημόσια δάση, ιδιωτικά (τύπου κορού), βακουφικά και μπαλταλίκια; Ή βασικά υπήρξαν δάση καθαράς ιδιοκτησίας (μουλκ), που δεν έχουν καμία σχέση με τα προαναφερθέντα ιδιωτικά δάση (τύπου κορού), τα οποία, ως ιδιόκτητες γαίες (μουλκ) ανήκαν στους κατέχοντες, νομείς και εξουσιάζοντες αυτά ιδιώτες ιδιοκτήτες τους; Και αν κυρίως υπήρξαν τέτοιου είδους δάση, υπήρξαν άλλα δάση που να ανήκαν στο Δημόσιο, δάση που δεν «εξουσιάζονταν» από ιδιώτες (όπως δασώδεις τόποι της κατηγορίας των νεκρών γαιών- μεβάτ);

Ποια είναι η αξία των διατάξεων του άρθρου 4 του Κτηματολογικού Κανονισμού και η αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 106 του νόμου περί γαιών (για τα «αυτομάτως βλαστάνοντα δένδρα» στις ιδιόκτητες γαίες), κατά τις οποίες τα κτήματα «μουλκ» και αν είναι ακαλλιέργητα, άγονα ή αποτελούνται εκ δασών, αλσών, νομών (βοσκότοπων) κλπ παραμένουν στην ελεύθερη κυριότητα των ιδιωτών και υπόκεινται στη δημοσιοποίηση μόνο αν περιλαμβάνουν περιοχές κοινής χρήσεως (αιγιαλό, όρμο, φάρο, οδούς, δρόμους, πλατείες κλπ) που αναφέρονται στο άρθρο 3 του Κτηματολογικού Κανονισμού; Από το άρθρο 106 του νόμου περί γαιών (σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 19 και 30 του ν. περί γαιών) συνάγεται ότι ταπίο δεν νοείται για τα μούλκια, έστω και αν είναι δασικά; Συνάγεται επίσης και ο διαχωρισμός που γίνεται για εκείνα τα δάση που ανήκουν στην κατηγορία των δημοσίων γαιών και παραχωρήθηκαν με ταπίο, σε σχέση με εκείνα τα δάση που δημιουργήθηκαν σε ακίνητα νομικής φύσεως μουλκ;

Ποια είναι η έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης κατά τις προϊσχύσασες διατάξεις του οθωμανικού δικαίου, υπάρχουν διατάξεις από τις οποίες συνάγεται η έννοια αυτή και ποια παραβίαση ουσιαστικής διάταξης νόμου μπορεί να αποδοθεί στο δικαστήριο κατά την κρίση του για την ύπαρξη ή μη δάσους ή δασικής έκτασης κατά την χρονική περίοδο ισχύος του οθωμανικού δικαίου; Με ποια απόδειξη θα οδηγηθεί το δικαστήριο στην ύπαρξη δάσους κατά τη χρονική περίοδο του 1867 ή του 1875;

Σε αντίθεση με τη λοιπή Ελλάδα, που ίσχυσε για ένα μεγάλο διάστημα μετά την απελευθέρωση το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο και υπήρξε η δυνατότητα της κτήσεως κυριότητος με έκτακτη χρησικτησία δασικών ακινήτων, κάτι που δεν ήταν δυνατόν να συμβεί κατά την ισχύ του οθωμανικού δικαίου (διότι στα δάση, ως δημόσιες γαίες, δεν μπορούσε με κτητική παραγραφή κατά το άρθρο 78 του οθωμανικού νόμου περί γαιών να αποκτηθεί τεσσαρούφ), στη «λοιπή Δωδεκάνησο», με την παραδοχή της νομικής φύσης του δασικού ακινήτου ως μουλκ, ενόψει όμως του διαδικαστικού προνομίου του άρθρο 62 του ν. 998/1979 τι γίνεται; Μπορεί ο ιδιώτης να διεκδικήσει και με ποιο νόμιμο τρόπο δάσος από το δημόσιο;

 

Ιδιωτικά δάση. Μαχητό τεκμήριο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, ότι έχει στην κυριότητά του συγκεκριμένη δασική έκταση. Προϋποθέσεις ανατροπής αυτού..ΑΠ 400/2011

$
0
0
Ιδιωτικά δάση. Μαχητό τεκμήριο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, ότι έχει στην κυριότητά του συγκεκριμένη δασική έκταση. Προϋποθέσεις ανατροπής αυτού. Πότε αποκτά δικαιώματα επί των δασών ιδιώτης. Δάσος και δασική έκταση. Εννοιολογικός ....
προσδιορισμός αυτών. Β.ρ. δίκαιο. Προϋποθέσεις κτήσεως κυριότητας με χρησικτησία επί δημοσίου κτήματος. Κρίση ότι στην επίδικη υπόθεση το επίδικο είναι δημόσιο κτήμα. (Επικυρώνει την υπ΄ αριθμ. 236/2008 απόφαση ΕφΚαλαμ.).
400/2011 ΑΠ ( 551211)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, Δ/ΝΗ 2011/1004)
 

Αριθμός 400/2011

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές:Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Αντιπρόεδρο, Χαράλαμπο Δημάδη, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Δημήτριο Μαζαράκη και Νικόλαο Μπιχάκη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 1η Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ

Των αναιρεσειόντων: 1. Ν. Χ. του Κ., 2. Α. Χ. του Κ. και 3. Δ. συζ. Γ. Χ., το γένος Κ. Χ., κατοίκων ......, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Βρέλλο.

Του αναιρεσίβλητου: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Κωνσταντίνο Βαρδακαστάνη, πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-9-2006 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Γυθείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 10/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 236/2008 του Εφετείου Καλαμάτας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 1-6-2009 αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 22-11-2010 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.

Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του β.δ. της 17-11/1-12-1836 "περί ιδιωτικών δασών", σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 2 και 3 του ίδιου διατάγματος, αναγνωρίσθηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες, πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, ανήκαν σε ιδιώτες και των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας θα αναγνωρίζονταν από το Υπουργείο Οικονομικών, στο οποίο έπρεπε να υποβληθούν μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του ανωτέρω διατάγματος, που έχει ισχύ νόμου. Ετσι, με τις προαναφερόμενες διατάξεις θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητας επί των δασών, που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού Κράτους κατά τον χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίσθηκε η κυριότητα ιδιώτη κατά τη διαδικασία του ίδιου διατάγματος. Προϋπόθεση όμως του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του διατάγματος. Δάσος, κατά την έννοια των προαναφερόμενων διατάξεων, θεωρείται κάθε έκταση εδάφους, η οποία καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή και άλλων προϊόντων, σύμφωνα με τον ορισμό του δάσους που περιέχεται στη διάταξη του άρθρου 1 του ν. ΑΧΝ`/1888 "περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών", η οποία περιλήφθηκε ως άρθρο 57 στο ν. 3077/1924 "περί δασικού Κώδικος"και βασικά δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 και 2 του ν. 998/1979. Ειδικότερα κατά την έννοια των διατάξεων του ν. 998/1979 "ως δάσος νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, αποτελούντων ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλεπιδράσεως οργανικήν ενότητα και η οποία δύναται να προσφέρη προϊόντα εκ των άνω φυτών εξαγόμενα, ή να συμβάλη εις την διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας, ή να εξυπηρετήση την διαβίωσιν του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος" (άρθρο 3 παρ. 1) και ως "δασική έκτασις νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, καλυπτομένη υπό αραιάς ή πενιχράς, υψηλής ή θαμνώδους ξυλώδους βλαστήσεως, οιασδήποτε διαπλάσεως και δυναμένη να εξυπηρετήση μίαν ή περισσοτέρας των εν τη προηγουμένη παραγράφω λειτουργιών" (άρθρο 3 παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι το δάσος είναι οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό επί της επιφανείας του εδάφους, τα οποία μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα πανίδα και χλωρίδα αποτελούν, δια της αμοιβαίας αλληλεξαρτήσεως και αλληλεπιδράσεώς τους ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει και όταν στο ανωτέρω η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης είναι αραιά. Κρίσιμη επομένως, για την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης είναι η οργανική ενότητα της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλάστησης η οποία με τη συνύπαρξη της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας προσδίδει μόνη σ` αυτό την ιδιαίτερη ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτών, οποιασδήποτε φύσεως, ασκεπείς εκτάσεις χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι, καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλιτύες αυτών. Δεν ασκεί δε επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση. Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος β.ρ.δ. ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50-14), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41-4), ν. 6 (Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3), που έχουν εφαρμογή κατά το άρθρο 51 Εισ.Ν.ΑΚ, για τον πριν από την έναρξη της ισχύος του ΑΚ χρόνο για την κτήση κυριότητας επί ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται τριακονταετής νομή και καλή πίστη και ο καθολικός ή ο ειδικός διάδοχος μπορεί να συνυπολογίσει στον δικό του χρόνο και τον χρόνο των δικαιοπαρόχων του. Το ίδιο συμβαίνει κατά τις αντίστοιχες προς το άρθρο 271 ΑΚ διατάξεις ν. 7 παρ. 2, 8 παρ. 1 Κώδ. (7.39) και επί παραγραφής εμπράγματης αξίωσης. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν. της 21-6/3-7-1837 "περί διακρίσεως κτημάτων" (άρθρο 51 ΕισΝΑΚ), συνάγεται, ότι έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις ανωτέρω προϋποθέσεις και επί δημοσίων κτημάτων, όπως είναι και τα εθνικά δάση. Προς τούτο όμως έπρεπε η τριακονταετής νομή να είχε συμπληρωθεί μέχρι και την 11-9-1915, διότι μεταγενέστερα δεν ήταν δυνατή χρησικτησία στα κτήματα αυτά, όπως προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου", που εκδόθηκαν με βάση αυτόν και αφ` ετέρου του άρθρου 21 του ν.δ. της 22-4/15-5-1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αρεοπορικής Αμύνης", με τις οποίες έχει ανασταλεί κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε εφεξής οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του άρα και η χρησικτησία τρίτων πάνω σ` αυτά (ΟλΑΠ 75/1987). Η απαγόρευση αυτή επαναλήφθηκε και από τις διατάξεις των άρθρων 2 και 4 του α.ν. 1539/1938 "περί προστασίας δημοσίων κτημάτων", με τις οποίες ορίζεται ότι επί των δημοσίων δασών θεωρείται νομέας το Δημόσιο έστω και αν ουδεμία πράξη νομής ενήργησε επ` αυτών και ότι τα επί των ακινήτων κτημάτων δικαιώματα του Δημοσίου δεν υπόκεινται σε καμία παραγραφή. Περαιτέρω, κατά την έννοια του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νόμιμης βάσης, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι όμως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ. 24/1992). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αναφορικά με την ένδικη από 1-9-2006 αναγνωριστική κυριότητας των αναφερόμενων εδαφικών εκτάσεων αγωγή των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων, καθώς και την ένσταση ιδίας κυριότητας του εναγόμενου και ήδη αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου ως διαδόχου του Τουρκικού Δημοσίου και για το λόγο ότι το επίδικο αποτελούσε πάντοτε δασική έκταση, δέχθηκε τα ακόλουθα τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο τμήμα, που βρίσκεται στη θέση "..."της κτηματικής περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος ... του δήμου ... και εμφαίνεται με τα στοιχεία ... στο από ... τοπογραφικό διάγραμμα της τεχνολόγου πολιτικού μηχανικού ..., αποτελεί δημόσια δασική έκταση. Τούτο περιήλθε στην κυριότητα του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, διότι ήταν δάσος κατά το χρόνο ενάρξεως της ισχύος του από 17/29.11.1836 διατάγματος και δεν είχε αναγνωριστεί προηγουμένως η κυριότητα ιδιώτη επ` αυτού, κατά την προβλεπόμενη από το εν λόγω διάταγμα διαδικασία. Η κρίση αυτή στηρίζεται ιδίως στην από 8.2.2007 έκθεση φωτοερμηνείας αεροφωτογραφιών των ετών 1945, 1960 και 1989, την οποία συνέταξε ο δασολόγος ... και στην οποία αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι "Από τη στερεοσκοπική παρατήρηση των ανωτέρω Α/Φ προκύπτουν τα εξής: Σ` όλη την έκταση ΝΑ της γραμμής Ξ, 1, 4, 4`, παρατηρούνται το 1945 θάμνοι αείφυλλων και πλατύφυλλων σε ποσοστό 50-60% και έχει δασικό χαρακτήρα. Εξαίρεση αποτελεί λωρίδα μέσου πλάτους 20μ. και μήκους 75 μ. περίπου και είναι σχεδόν ασκεπής και αρχίζει 20 μ. περίπου ΝΔ του σημείου 2, κατευθύνεται ΝΔ προς το σημείο 3 και μετά προς την πλευρά ΣΡ και συνεχίζει για άλλα 25μ. περίπου (πλέον των 75 μ.) έξω από την επίδικη έκταση". Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η άνω ασκεπής λωρίδα, πλάτους 20 μ. και μήκους 75 μ. περίπου, δεν ενδιαφέρει το Δικαστήριο, διότι δεν περιλαμβάνεται στο επίδικο, αλλά εκτείνεται πέραν τούτου και δη προς ανατολάς. Περαιτέρω, στην ως άνω έκθεση φωτοερμηνείας αεροφωτογραφιών αναφέρεται ότι "Το 1960 παρατηρείται η ίδια σχεδόν κατάσταση με το 1945 μόνο που το ποσοστό των θάμνων ΝΑ της γραμμής Ξ, 1, 4, 4`, είναι 70-80% περίπου. Το 1989 όλη η έκταση ΝΑ της γραμμής Ξ, 1 , 4, 4`, καλύπτεται από δασική βλάστηση αείφυλλων-πλατύφυλλων σε ποσοστό 80% προς τα βόρεια και 50-60% περίπου προς τα νότια". Εξάλλου, συνεχίζει το Εφετείο, η κρίση του ότι το επίδικο τμήμα ήταν ανέκαθεν δάσος έρεισμα έχει και στα ακόλουθα: Ο πατέρας των εναγόντων Κ. Χ., με την από 7-4-1966 αίτησή του προς το Δασαρχείο ... ζήτησε παραχώρηση "άγριας εκτάσεως"εμβαδού 4 στρεμμάτων στην ως άνω θέση "......"προς συμπλήρωση του γεωργικού του κλήρου. Ο αρμόδιος Δασάρχης ... με την από 23-9-1966 γνωμοδότησή του εισηγήθηκε την αποδοχή της αιτήσεως και εκδόθηκε ο 8462/1966 προσωρινός τίτλος του Δασαρχείου ..., σύμφωνα με τον οποίο παραχωρήθηκε προσωρινά στον αιτούντα έκταση 4.900 τ.μ. για γεωργοδενδροκομική καλλιέργεια. Η εν λόγω έκταση εμφαίνεται στο προαναφερόμενο τοπογραφικό διάγραμμα με τους αριθμούς 1 , 2, 3, 4. Τμήμα της εκτάσεως αυτής που εμφαίνεται στο τοπογραφικό διάγραμμα με τα στοιχεία Φ, Υ, Τ, σημείο συνάντησης των πλευρών Φ-Σ και 4, 3, 4, 1, αποτελεί τμήμα του επιδίκου. Ακολούθως, και επειδή, ο Κ. Χ. δεν εκπλήρωσε εντός τριετίας το σκοπό της παραχωρήσεως, κηρύχθηκε έκπτωτος με την 43.378 Π.Σ/1971 απόφαση του Νομάρχη .... Κατόπιν τούτου, εκδόθηκε εναντίον του το 1552/1971 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής (Π.Δ.Α) για την παραπάνω έκταση των 4900τ.μ., το οποίο επιδόθηκε νομίμως και είναι ήδη οριστικό υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. Σημειώνεται, ότι από τον παραπάνω προσωρινό τίτλο προκύπτει ότι η παραχωρηθείσα δημόσια δασική έκταση συνορεύει βόρεια και νότια με δημόσια δασική έκταση. Επομένως, και το περιλαμβανόμενο στην παραχωρηθείσα δημόσια δασική έκταση ως άνω επίδικο τμήμα ( Φ-Υ-Τ- σημείο συνάντησης των πλευρών Φ-Σ και 4-3, 4-1) συνορεύει βόρεια και νότια με δημόσια δασική έκταση, δηλαδή με τα υπόλοιπα τμήματα του επιδίκου με τα στοιχεία Ξ - 4 - Φ - Ο και 4 - 4`- σημείο συνάντησης των πλευρών Φ-Σ και 4- 3. Δεν αποδείχθηκε ότι οι απώτατοι δικαιοπάροχοι των εναγόντων είχαν ασκήσει επί του επίδικου τμήματος, πριν από την 11-9-1915 και για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών τουλάχιστον, πράξεις νομής. Αντιθέτως αποδείχθηκε ότι ο δασικός χαρακτήρας του επιδίκου παρέμεινε καθόλη τη διαδρομή του χρόνου. Δεν αποδείχθηκε, τέλος, ότι το επίδικο τμήμα περιλαμβάνεται στους προσκομιζόμενους μετ` επικλήσεως από τους ενάγοντες τίτλους κυριότητας. Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο έκρινε ότι η κυριότητα του επίδικου τμήματος ανήκει στο αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, διότι ήταν ανέκαθεν δάσος, δεν ζητήθηκε από ιδιώτη η αναγνώριση κυριότητας επ` αυτού με τη διαδικασία του διατάγματος της 17/29-11-1836 και δεν χρησιδεσπόσθηκε επί 30ετία τουλάχιστον μέχρι το 1915 από τους απώτατους δικαιοπαρόχους των αναιρεσειόντων. Κατόπιν τούτου, το Εφετείο δέχτηκε την έφεση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει αντίθετα, κατά το κεφάλαιο που αναγνώρισε τους ενάγοντες-αναιρεσείοντες συγκυρίους και στην επίδικη έκταση και απέρριψε την αγωγή ως προς αυτήν.

Κρίνοντας έτσι, το Εφετείο δεν στέρησε την απόφαση νόμιμης βάσης, αφού διέλαβε σ` αυτή σαφείς, πλήρεις, και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν. Ειδικότερα, στην απόφαση αναφέρονται όλα τα στοιχεία κτήσεως κυριότητας του επίδικου τμήματος από το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο και δη ότι αυτό αποτελούσε δάσος-δασική έκταση, κατά την έννοια του νόμου ΑΧΝ/1888, πριν από την έναρξη ισχύος του δ/τος της 17-11-1836, ότι ο δασικός χαρακτήρας του παρέμεινε κατά τη διαδρομή του χρόνου, ότι οι απώτατοι διακαιοπάροχοι των αναιρεσειόντων δεν ασκούσαν πράξεις νομής επί του επίδικου τμήματος πριν από την 11-9-1915 και για χρονικό διάστημα τριάντα (30) τουλάχιστον ετών και ότι το επίδικο τμήμα δεν περιλαμβάνεται στους προσκομιζόμενους από τους αναιρεσείοντες τίτλους κυριότητας. Επομένως, οι από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος, κατά το δεύτερο μέρος του, δεύτερος και τρίτος λόγοι αναίρεσης, που υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Επειδή, για να ιδρυθεί ο λόγος αναίρεσης από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 17 του ΚΠολΔ, που ορίζει, ότι αναίρεση επιτρέπεται αν η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις, πρέπει η αντίφαση να υπάρχει στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, έτσι ώστε, εξαιτίας αυτής, να καθίσταται αδύνατη η εκτέλεσή της ή να εμποδίζεται η παραγωγή και η ενέργεια δεδικασμένου ή οι αντιφατικές αυτές διατάξεις να προκαλούν αβεβαιότητα ως προς τη διάγνωση που έλαβε χώρα. Αντίθετα, δεν ιδρύεται ο αναιρετικός αυτός λόγος, όταν οι αντιφάσεις υπάρχουν στο αιτιολογικό της απόφασης, εκτός αν επέχουν θέση διατακτικού. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο από το άρθρο 559 αριθ. 17 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης προβάλλεται η πλημμέλεια, ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου, η οποία δέχτηκε την έφεση του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου κατά της πρωτόδικης απόφασης και, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση κατά το κεφάλαιο που αναγνώρισε τους αναιρεσείοντες συγκυρίους και στο επίδικο τμήμα, απέρριψε κατά τούτο την αγωγή, δεχόμενο στις αιτιολογίες της ότι το συγκεκριμένο επίδικο τμήμα που εμφαίνεται με τα στοιχεία Ξ - 1 - 4 - 4` - Σ - Τ - Υ - Φ - Ο - Ξ στο από ... τοπογραφικό διάγραμμα της τεχνολόγου πολιτικού μηχανικού ... αποτελεί δημόσια δασική έκταση, περιέχει αντιφατικές διατάξεις, διότι στο διατακτικό της η προσβαλλόμενη απόφαση ορίζει, ότι το μέρος της επίδικης έκτασης που έκρινε ότι αποτελεί δημόσια δασική έκταση εμφαίνεται με τα στοιχεία Ξ, 1, 4, 4`, Σ, Τ, Υ, Φ, Ξ, ήτοι, σε αντίθεση με το αιτιολογικό, χωρίς να αναγράφεται το γράμμα "Ο"ως προσδιοριστικό της επίδικης έκτασης που κρίθηκε ως δασική. Όπως, όμως, προκύπτει από το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, η παράλειψη του αλφαβητικού στοιχείου "Ο"οφείλεται σε πρόδηλη προφανώς γραφική παραδρομή και δεν ενέχει αντίφαση με άλλη διάταξη περιλαμβανόμενη στο διατακτικό ή στο αιτιολογικό της απόφασης με προσόντα διατακτικού. Επομένως, ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Επειδή, οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση κατά την οποία υφίσταται κενό στη δικαιοπραξία ή γεννιέται αμφιβολία για τη δήλωση βουλήσεως. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι υπάρχει κενό στη δικαιοπραξία ή γεννιέται αμφιβολία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Αντίθετα υπόκειται σε ακυρωτικό έλεγχο η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί της ορθής εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων, κατά την ερμηνεία της δικαιοπραξίας με την οποία παραβιάστηκαν οι κανόνες της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών. Παραβίαση των άνω ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών μπορεί να συντελείται και εκ πλαγίου, η οποία, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, υπάρχει και, όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν προκύπτει, αν το δικαστήριο δέχεται ή όχι ότι η δικαιοπραξία είναι ασαφής ή έχει κενό και παρά ταύτα εφαρμόζει ή αποκρούει την εφαρμογή των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών και προβαίνει στην ερμηνεία ή συμπλήρωση ή παραλείπει να προβεί στην ερμηνεία ή συμπλήρωση της δικαιοπραξίας κατά τις απαιτήσεις της καλή πίστης, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, εφόσον το τελευταίο διατυπώνεται σαφώς στην απόφαση. Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης, προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, την πλημμέλεια, ότι το Εφετείο, παραβίασε εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, με το να δεχτεί, ότι το επίδικο δεν περιλαμβάνεται στους τίτλους ιδιοκτησίας τους, "χωρίς να διευκρινίσει ούτε ποια τα όρια του ακινήτου τους κατά τους τίτλους τους, ούτε εάν αυτοί είναι σαφείς κατά το σημείο τούτο, ούτως ώστε να προκύπτει αμέσως, χωρίς την ανάγκη ερμηνεία τους, ότι τα όρια του ένδικου ακινήτου κείνται εκτός των τίτλων ιδιοκτησίας τους ... και έτσι δεν προκύπτει, εάν θεώρησε ή όχι σαφείς τους τίτλους τους ή εάν προέβη σε ερμηνεία αυτών για να καταλήξει στο άνω πόρισμά του". Από την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως το περιεχόμενό της αναλυτικά ανωτέρω εκτέθηκε, προκύπτει, ότι αυτή με σαφείς, πλήρεις, και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, δέχτηκε ότι η συγκεκριμένη επίδικη έκταση αποτελεί δημόσια δασική έκταση, ότι ο δασικός χαρακτήρας της παρέμεινε κατά τη διαδρομή του χρόνου, ότι οι απώτατοι διακαιοπάροχοι των αναιρεσειόντων δεν ασκούσαν πράξεις νομής επί του επίδικου τμήματος πριν από την 11-9-1915 και για χρονικό διάστημα τριάντα (30) τουλάχιστον ετών και ότι το επίδικο τμήμα δεν περιλαμβάνεται στους προσκομιζόμενους από τους αναιρεσείοντες τίτλους κυριότητας και από τις αιτιολογίες του αυτές και το πόρισμά του που διατυπώνεται σαφώς, προκύπτει, ότι δεν δέχτηκε ότι στους επικαλούμενους από τους αναιρεσείοντες τίτλους υπάρχει κενό ή ασάφεια και σαφώς απέκρουσε την εφαρμογή των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, τις οποίες δεν παραβίασε εκ πλαγίου. Επομένως, ο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 1-6-2009 αίτηση των 1) Ν. Χ., 2) Α. Χ. και 3) Δ. Χ. για αναίρεση της 236/2008 αποφάσεως του Εφετείου Καλαμάτας.

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 8 Φεβρουαρίου 2011 και

Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα στις 16 Μαρτίου 2011.

H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΝΣΗΜΟ ΥΠΕΡ ΤΥΔΕ ΚΑΙ ΕΟΠΥ ΣΤΙΣ Δ.Ο.Υ.

$
0
0

 

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ - ΤΕΛΟΣ ΑΠΟΓΡΑΦΟΥ - ΤΟΚΩΝΚΑΤΑΒΟΛΗ ΠΟΣΟΣΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΝΣΗΜΟΥ ΥΠΕΡ ΤΥΔΕ ΚΑΙ ΕΟΠΥ ΣΤΙΣ Δ.Ο.Υ.Με..την υπ” αριθμ. ΔΠΕΙΣΑ 1004480 ΕΞ 2014/9-1-2014 απόφαση.. του  Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων (ΦΕΚ Β’ 67/17-1-2014) περί εισπράξεως εσόδων υπέρ τρίτων από τις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.), ανατέθηκε στις Δ.Ο.Υ. η είσπραξη των εσόδων υπέρ ΕΤΑΑ-ΤΥΔΕ (Τομέας Υγείας Δικηγόρων Επαρχιών). Τα ποσά που παρακρατούνται θα αποδίδονται στον ΚΑΕ 3413του Κρατικού Προϋπολογισμού. Κατά συνέπεια, το σύνολο του δικαστικού ενσήμου θα μπορεί πλέον να κατατίθεται στις Δ.Ο.Υ.


Η παράγραφος 1 του άρθρου 2 του ν.ΓΠΟΗ/1912 (Α΄ 3) όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο πρώτο (ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΙΓ περίπτωση 6) του Ν.4093/2012 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 222/ 12-11-2012), το άρθρο 16 παρ.16 της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Φ.Ε.Κ. Α΄ 237 /5-12-2012) και το άρθρο 40 παρ.16 του Ν.4111/2013 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 18 /25-1-2013) έχει πλέον ως εξής:

«1.Το δικαστικό ένσημο καθορίζεται σε ποσοστό οκτώ τοις χιλίοις (8ο/οο) επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής ή άλλου δικογράφου που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του Κράτους και υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις, εφόσον το αιτούμενο ποσό είναι ανώτερο των διακοσίων (200) ευρώ. Επί πλέον αυτού, καταβάλλεται ποσοστό 10 τοις εκατό (10%) υπέρ του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Τομέας Ασφάλισης Νομικών), ποσοστό 5 τοις εκατό (5%) υπέρ του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) και χαρτόσημο ποσοστού 2,4% τα οποία ανωτέρω ποσοστά υπολογίζονται επί του ποσού του δικαστικού ενσήμου.»



Με βάση τη παραπάνω διάταξη, το Δικαστικό ένσημο (αγωγόσημο) υπολογίζεται πλέον ως εξής:

Παράδειγμα: Αιτούμενο ποσό (κεφάλαιο) 20.000 ευρώ.

1.- 20.000 Χ 8‰     =   160,00 ευρώ (αγωγόσημο)

2.- 160 Χ  20%       =     32,00 ευρώ (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ)

3.- 160 Χ 10%        =     16,00 ευρώ (Τ.Α.Ν.)

4.- 160 Χ 5%          =       8,00 ευρώ (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.)

5.- 160 Χ 2,4%        =      3,84 ευρώ (χαρτόσημο)

ΑΝΑΛΥΣΗ: (χαρτόσημο  2% Χ 160  = 3,20 ευρώ + ΟΓΑ 20% Χ 3,20  = 0,64 ευρώ

Σύνολο   = 3,84 ευρώ)

Σύνολο                   =    219,84 ευρώ



Τρόπος έκδοσης δικαστικού ενσήμου:

Α) Δικ. ένσημο αξίας έως 120 ευρώ (κινητό, με επικόλληση ενσήμων «μίνι» Τ.Α.Ν.)

Β) Δικ. ένσημο από 120 ευρώ και πάνω εκδίδεται διπλότυπο από Δ.Ο.Υ. που επιμερίζεται ως εξής:

-Αγωγόσημο 8‰          (KAE 2375)

-ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ 20%             (ΚΑΕ 82639)

-Τ.Α.Ν  10%                  (ΚΑΕ 82623)

-Τ.Υ.Δ.Ε. – ΕΟΠΥΥ 5% (ΚΑΕ 3413)

-Χαρτόσημο 2%            (ΚΑΕ 1229)

-Ο.Γ.Α. χαρτοσήμου 20% (ΚΑΕ 1228)


 ============================
ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΚΩΝ ΟΝ LINE ΕΔΩ!!!
===========================
ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΚΩΝ ΚΑΙ ΕΔΩ!!
===========================

Πρόγραμμα Υπολογισμού ΔικαστικούΕνσήμου και Τέλος Απογράφου σε exl

=====================

Υπολογισμός Τέλους Απογράφου On line εδώ!!

====================

Τί είναι το τέλος απογράφου:

Tέλος Aπογράφου


Τέλος απογράφου


Είδος διαφοράςΤέλοςΣχετικοί νόμοι
Εμπορικό δίκαιο2% επί κεφαλαίου και τόκωνπδ στερούμενο αριθμού της 28-07-1931 αρ15 παρ1α, αρ14
Ενοχικό δίκαιο3% επί κεφαλαίου και τόκωνπδ στερούμενο αριθμού της 28-07-1931 αρ13 παρ1α, αρ12
Μίσθωση κατοικίας3% επί κεφαλαίου και τόκωνπδ στερούμενο αριθμού της 28-07-1931 αρ13 παρ2α, αρ12
Μίσθωση κατοικίας1,5% επί του κεφαλαίου
3% επί των τόκων
Κεφάλαιο: ν 3522/2006 αρ3 παρ4, ΠΟΛ 1008/2007
Τόκοι:
πδ στερούμενο αριθμού της 28-07-1931 αρ13 παρ2α, αρ12

Μίσθωση κατοικίας3% επί των τόκωνΚεφάλαιο: ν 3522/2006 αρ3 παρ4
Τόκοι: πδ στερούμενο αριθμού της 28-07-1931 αρ13 παρ2α, αρ12

Μίσθωση επαγγελματική3% επί κεφαλαίου και τόκωνπδ στερούμενο αριθμού της 28-07-1931 αρ13 παρ2α, αρ12,ΠΟΛ 1008/2007

Εργατικά προ 20023% επί κεφαλαίου και τόκωνπδ στερούμενο αριθμού της 28-07-1931 αρ13 παρ1α, αρ12
Εργατικά από 20023% επί των τόκωνΚεφάλαιο:
ν 2990/02 αρ2 παρ1α (αποδοχές σύμβασης εργασίας)

ν 2290/02 αρ2 παρ1β
(αποδοχές σύμβασης έργου που δημιουργεί δεσμούς εξάρτησης)
ν 2990/02 αρ2 παρ1δ
(αποζημίωση εργατικού ατυχήματος)
ν 2990/02 αρ2 παρ1δ (αποζημίωση απόλυσης από εργασία)


Αυτοκίνητα2% επί κεφαλαίου και τόκωνπδ στερούμενο αριθμού της 28-07-1931 αρ15 παρ1α, αρ14
Αποζημίωση ασφαλιστικής εταιρείας3% επί των τόκωνΚεφάλαιο: ν 3091/2002 αρ20 παρ1
Αποζημίωση ασφαλιστικής εταιρείαςΑτελώςΚεφάλαιο: ν 3091/2002 αρ20 παρ1
Τόκοι:
ν 3746/2009 αρ71 παρ10α στοιχ3, ΠΟΛ 1051/2009

Διατροφή3% επί κεφαλαίου και τόκωνπδ στερούμενο αριθμού της 28-07-1931 αρ13 παρ1α, αρ12
Επιταγή2% επί των τόκωνΚεφάλαιο: πδ στερούμενο αριθμού της 28-07-1931 αρ20 στοιχ θόπως τροποποιήθηκε με τον ν 2873/2000 αρ 25 παρ1
Τόκοι:
πδ στερούμενο αριθμού της 28-07-1931 αρ15 παρ1α, αρ14, ν 5960/1933 αρ59

ΣυναλλαγματικήΑτελώςν 2990/02 αρ2 παρ1ε
Γραμμάτιο εις διαταγήΑτελώςν 2990/02 αρ2 παρ1ε
ΤιμολόγιοΑτελώςν 2859/2000 αρ63 παρ1β, αρ2
Αξιόγραφο για το οποίο καταβάλλεται ΦΠΑΑτελώς

Ομόλογο3% επί των τόκων
(3% επί του κεφαλαίου στην ΔΟΥ)


Εμπορικό ομόλογο2% επί των τόκων
(2% επί του κεφαλαίου στην ΔΟΥ)


Αλληλόχρεος λογαριασμός2% επί των τόκωνν 1676/1986 αρ7α, αρ16α, αρ16β, ν 2157/1993 αρ2 παρ1, παρ3,
361/2007 ΕφΛαρ

Δάνειο Τράπεζας3% επί των τόκωνν 1676/1986 αρ7α, αρ16α, αρ16β, ν 2157/1993 αρ2 παρ1, παρ3
Δάνειο Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας3% επί των τόκωνν 3227/2004 αρ20 παρ14δ
Δάνειο Ταμείου Παρακαταθηκών και ΔανείωνΑτελώςν 3470/2006 αρ18
Οφειλές πιστωτικής κάρτας (VISA κλπ)3% επί των τόκων

Απόδοση πράγματοςΑτελώς

Δικαστική δαπάνηΑτελώς

 ==============

 

ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΝΣΗΜΟ

Δικαστικό Ένσημο

Καταβάλλεται για αγωγές οι οποίες έχουν καταψηφιστικό αίτημα άνω των 200 Ευρώ. Ειδικά επί των εργατικών διαφορών δεν καταβάλλεται δικαστικό ένσημο για το μέχρι του ποσού της εκάστοτε και καθ’ ύλην αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου αίτημα της αγωγής (άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ).

Σύμφωνα με τον νόμο 4111/2013 άρθρο 40 παρ. 16 που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Α` 18/25-1-2013 τροποποιήθηκε εκ νέου το δικαστικό ένσημο το οποίο πλέον έχει ως εξής:

 Το δικαστικό ένσημο καθορίζεται σε ποσοστό οκτώ τοις χιλίοις (8 %ο) επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγήςή άλλου δικογράφου που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του Κράτους και υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις, εφόσον το αιτούμενο ποσό είναι ανώτερο των διακοσίων (200) ευρώ. Παράλληλα με αυτό καταβάλλεται και ποσοστό 20% επί του ποσού αυτού υπερ ΤΑΧΔΙΚ. Επί πλέον αυτού, καταβάλλεται ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) επί του ποσού του δικαστικού ενσήμουυπέρ του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Τομέας Ασφάλισης Νομικών), ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) επί του ποσού του δικαστικού ενσήμουυπέρ του οικείου Ταμείου Υγείας Δικηγόρων και χαρτόσημο ποσοστού 2,4% επί του δικαστικού ενσήμου πλέον 20% επί του ποσού αυτου (ΔικΕνσ. Χ 2,4% Χ 20%).

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χ 8%ο = αγωγοσημο (δικαστικό ένσημο)  εάν το ποσό υπολογίζεται πάνω από 300 ευρω εκδίδουμε διπλότυπο στην εφορία. Εάν υπολογίζεται κάτω από 300 ευρώ τότε έχουμε την επιλογή να αγοράσουμε ισόποσα παράβολα από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων στον πρώτο όροφο της Εφορίας.

Παράλληλα καταβάλλεται και ποσοστό 20% υπερ ΤΑΧΔΙΚ. Η καταβολή του ποσού του δικαστικού ενσήμου και της προσαύξησης 20% υπέρ ΤΑ.Χ.ΔΙΚ. μπορεί να γίνει σε οποιαδήποτε ΔΟΥ στο όνομα και για λογαριασμό του εντολέα, με απαραίτητη προυπόθεση την αναγραφή του ΑΦΜ του.


ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΝΣΗΜΟ (ΚΕΦΑΛΑΙΟ χ 8%Ο) Χ 10% = Υπέρ Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (τομέας Ασφάλισης Νομικών) (πρώην βλαχόσημο) το εκδίδουμε στην Εθνική τράπεζα συμπληρώνοντας το σχετικό διπλότυπο ή το αγοράζουμε σε ενσημάκια (βλαχόσημα με το μεγαλύτερο σε αξία να ανέρχεται σε 2,00 ευρώ) από το σύλλογο.

Το ποσό της προσαύξησης 10% υπέρ Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων καταβάλλεται σε οποιοδήποτε υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας. Στην θέση κωδικός υποχρέου αναγράφεται ο αριθμός μητρώου του πληρεξουσίου δικηγόρου στο Ταμείο Νομικών, ενώ στη θέση κωδικός αιτιολογίας ο κωδικός αριθμός 16 (βλ. σχετικό πίνακα κωδικών εσόδων για άλλες αιτιολογίες). Αριθμός πελάτη αναγράφεται ο αριθμός 9805690008, ενώ στον αριθμό λογαριασμού αναγράφουμε τον αριθμό λογαριασμού του ΤΝ (040-546154-57).


ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΝΣΗΜΟ (ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χ 8%Ο) Χ 5% = Υπέρ του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) Εάν το ποσό είναι μεγάλο το καταβάλλουμε σαν απλή κατάθεση (απλό γραμμάτιο είσπραξης -ειδικό έντυπο) στην Εθνική Τράπεζα σε ειδικό αριθμό λογαριασμού (040/545907-91) αναγράφοντας ως αιτιολογία "ποσοστό προείσπραξης δικαστικού ενσήμου υπέρ Τ.Υ.Δ.Ε. - Ε.Ο.Π.Υ.Υ.", διαφορετικά αγοράζουμε ένσημα του ταμείου υγείας (3 ευρώ έκαστο).


ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΝΣΗΜΟ (ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χ 8%ο) Χ 2,0%= παράβολο χαρτοσήμου  - συνήθως είναι μικρό ποσό το οποίο υπάρχει στον σύλλογο. Στην αντίθετη περίπτωση το αγοράζουμε από το ταμείο παρακαταθηκών και δανείων στον πρώτο όροφο της εφορίας σε αντίστοιχο παράβολο (όμοιο γιά τέλη απογράφου). Επιβαρύνεται με 20% επί του παραβόλου χαρτοσήμου υπέρ Ο.Γ.Α. Υπάρχει η δυνατότητα καταβολής των ποσών αυτών και σε διπλότυπο στην εφορία (από το ίδιο σημείο που εκδίδουμε και το δικαστικό ένσημο).


 
ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΝΣΗΜΟΥ
ΕΙΣΑΓΕΤΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΟΥ ΔΩΣΑΤΕ (επιβεβαίωση)
ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΝΣΗΜΟ - 8‰ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
ΥΠΕΡ ΤΑΧΔΙΚ - 20% ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΝΣΗΜΟΥ
ΥΠΕΡ Ε.Ο.Π.Υ.Υ. - 5% ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΝΣΗΜΟΥ
ΥΠΕΡ ΤΑΜΕΙΟΥ ΝΟΜΙΚΩΝ - 10% ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΝΣΗΜΟΥ
ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΧΑΡΤΟΣΗΜΟΥ - 2% ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΝΣΗΜΟΥ
ΥΠΕΡ ΟΓΑ - 20% ΠΑΡΑΒΟΛΟΥ ΧΑΡΤΟΣΗΜΟΥ
ΣΥΝΟΛΟ

 

================

N.3994/2011: ΑΡΘΡΟ 70 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΝΣΗΜΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΙΚΕΣ ΑΓΩΓΕΣ




Ζητήματα Συνταγματικότητας και Διαχρονικού Δικαίου διάταξης άρθρου 70 ν.3994/2011


Ηλία Ι. Κλάππα, Δικηγόρου Πειραιά, Μέλους Δ.Σ. του Δ.Σ.Πειραιά
---------------------------------------------------------------------------------------------------

Το παρόν άρθρο βασίστηκε σε εισήγηση που παρουσιάστηκε στις 2-10-2011 στην 3η Επιστημονική Διημερίδα της Ένωσης Νομικών Δικαίου Ιδιωτικής Ασφάλισης και Αστικής Ευθύνης Τροχαίων Ατυχημάτων (ΕΝΔΙΑΑΕΤΑ), η οποία διοργανώθηκε το διήμερο 1/2/-10-2011 στο Ναύπλιο σε συνεργασία με τον Δικηγορικό Σύλλογο Ναυπλίου, με θέμα «Τροχαία Ατυχήματα και Ιδιωτική Ασφάλιση: Αστικά, Ποινικά και Δικονομικά ζητήματα μετά τις τελευταίες νομοθετικές ρυθμίσεις».

---------------------------------------------------------------------------------------------------

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Α Το ισχύον πλέον νομικό καθεστώς για το δικαστικό ένσημο μετά το ν.3994/2011
Β Αντισυνταγματικότητα και παραβίαση της ΕΣΔΑ από τη διάταξη του άρθρου 70 με την οποία επιβάλλεται δικαστικό ένσημο στις αναγνωριστικές αγωγές
Γ Ζητήματα αντισυνταγματικότητας και παράβασης της ΕΣΔΑ από την επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου χωρίς ανώτατο όριο
Δ Διαχρονικό δίκαιο
Ε Ανάγκη επαναφοράς προηγούμενου νομοθετικού καθεστώτος



(Οι αριθμοί εντός παρενθέσεως στο σώμα του κειμένου παραπέμπουν σε σημειώσεις που παρατίθενται μετά το τέλος όλου του κειμένου.)



Α Το ισχύον πλέον νομικό καθεστώς για το δικαστικό ένσημο μετά το ν.3994/2011


1 Η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου θεσμοθετήθηκε με το νόμο ΓπΟΗ/1912. Με την αυθεντική ερμηνεία της παραγράφου 2 του ανωτέρω νόμου που έγινε με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ.3 ν.δ. 1544/1942, οι αναγνωριστικές αγωγές εξαιρέθηκαν της υποχρέωσης καταβολής δικαστικού ενσήμου, όπως και οι αγωγές περί εξάλειψης υποθήκης και προσημείωσης και οι περί ακύρωσης του πλειστηριασμού. (1)
Συνεπώς, μέχρι τη θέση σε ισχύ του ν. 3994/2011, η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου προβλεπόταν μόνο για τις καταψηφιστικές αγωγές με περιουσιακό αντικείμενο ή χρηματικά αποτιμητές, δηλαδή για τις αγωγές που επιδιώκουν να εφοδιάσουν τον ενάγοντα με εκτελεστό τίτλο, εφόσον το αντικείμενό τους υπερβαίνει το ποσό των 15.000 δρχ. πλην των εργατικών διαφορών για τις οποίες ισχύει το ποσό του ορίου της εκάστοτε καθύλην αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων (άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ) (2).

Πλέον, με τη διάταξη του άρθρου 70 του νέου νόμου τροποποιείται το άρθρο 7 παρ.3 ν.δ. 1544/1942, αφαιρούνται οι αναγνωριστικές αγωγές από την διάταξη με την οποία εξαιρούνταν από την καταβολή του δικαστικού ενσήμου και, κάνοντας ένα πραγματικό άλμα στο παρελθόν, επανερχόμαστε στο νομικό καθεστώς του 1912 και με τον τρόπο αυτό επεκτείνεται η υποχρέωση καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου και επί απλώς αναγνωριστικών αγωγών που έχουν περιουσιακό αντικείμενο ή είναι χρηματικά αποτιμητές, εφόσον το αντικείμενό τους υπερβαίνει τα ποσά τα οποία ανωτέρω αναφέρθηκαν. (3)

Το δικαστικό ένσημο είναι αναλογικό τέλος και από το έτος 1954 ανέρχεται σε 4%ο (4) επί του αντικειμένου της αγωγής(5), για τον προσδιορισμό του οποίου λαμβάνεται υπόψη, αντίθετα με ό,τι εσφαλμένως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, μόνο το ποσό του κεφαλαίου και όχι οι αναλογούντες τόκοι, κατ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 9 εδ.β ΚΠολΔ (6).

2 H καταβολή του δικαστικού ενσήμου εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και η παράλειψη καταβολής του έχει στην πολιτική δίκη ιδιαιτέρως δυσμενείς συνέπειες, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 175 ΚΠολΔ συνεπάγεται πλασματική ερημοδικία του ενάγοντα με αποτέλεσμα να απορρίπτεται η αγωγή ως αβάσιμη αφού η ερήμην απόφαση θεωρείται ότι εκδίδεται επί της ουσίας (7). 

Οι ανωτέρω συνέπειες έχουν εφαρμογή και στις ειδικές διαδικασίες εκδίκασης των εργατικών, αυτοκινητικών και των μισθωτικών διαφορών καθώς και των διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων κατ ευθεία εφαρμογή του άρθρου 2 του ν. ΓπΟΗ/1912 σε συνδυασμό με το άρθρο 7 παρ.1 ν.δ. 1544/42, οι δε διατάξεις των άρθρων 672 και 649 παρ. 2 ΚΠολΔ που εφαρμόζονται σε περίπτωση ερημοδικίας του ενάγοντα στις διαδικασίες αυτές έχει κριθεί ότι δεν αφορούν στην μη προκαταβολή των τελών της δίκης στα οποία συμπεριλαμβάνεται και το δικαστικό ένσημο, αλλά στους άλλους λόγους μη εμφάνισης ή μη νόμιμης παράστασης κάποιου από τους διαδίκους.(8)

3 Κατά της απορριπτικής, ως άνω αποφάσεως, συγχωρείται το ένδικο μέσο της ανακοπής ερημοδικίας, προς τον σκοπό της καταβολής του δικαστικού ενσήμου, ακόμη και υπό το καθεστώς της νέας ρυθμίσεως του άρθρου 501 ΚΠολΔ, που κατήργησε την αναιτιολόγητη ανακοπή ερημοδικίας(9), ως επίσης επιτρέπεται άσκηση της έφεσης για την καταβολή του δικαστικού ενσήμου, μέχρι τη συζήτηση αυτής, γεγονός που συνεπάγεται την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης.(10)

Ανεξαρτήτως, όμως, της δυνατότητας αντιμετώπισης των συνεπειών της πλασματικής ερημοδικίας λόγω μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου, με ανακοπή ερημοδικίας και με έφεση, ορθότερη δικαιοπολιτικά, συμβάλλουσα μάλιστα και στην οικονομία της δίκης, φαίνεται η ρύθμιση που ισχύει στην διοικητική δίκη, σύμφωνα την οποία η μη καταβολή του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου δεν συνεπάγεται απόρριψη της αγωγής, αλλά αναστολή της προόδου της δίκης με απόφαση του Δικαστηρίου, ώστε να καταβληθεί το ελλείπον τέλος δικαστικού ενσήμου και μόνο αν ως τη νέα αυτή συζήτηση δεν καταβληθεί, τότε και μόνο απορρίπτεται η αγωγή και, μάλιστα, ως απαράδεκτη και όχι ως αβάσιμη (άρθρο 274 παρ.3 ΚΔιοικΔ, ως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22 παρ.6 ν.3226/2004).

Στην πολιτική δίκη θα μπορούσε, χωρίς ζημία των δικονομικών διατάξεων, να επιτευχθεί παρόμοιο δικονομικό αποτέλεσμα και να μην απορριφθεί η αγωγή σε περίπτωση μη-καταβολής του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου είτε με επίκληση και εφαρμογή του άρθρου 254 παρ.1 ΚΠολΔ για επανάληψη της δίκης προκειμένου να συμπληρωθεί το ελλείπον δικαστικό ένσημο(11), είτε με τη διαδικασία του άρθρου 227 παρ.1 ΚΠολΔ περί αναπλήρωσης τυπικών παραλείψεων, κατά την οποία ο ενάγων καλείται εντός της τασσόμενης προθεσμίας να καταβάλει το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου (12).

Β Αντισυνταγματικότητα και παραβίαση της ΕΣΔΑ από τη διάταξη του άρθρου 70 με την οποία επιβάλλεται δικαστικό ένσημο στις αναγνωριστικές αγωγές

1 Το δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια αποτελεί θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα (άρθρο 20 παρ.1 Συντάγματος) (13), το οποίο κατοχυρώνεται και από την κυρωθείσα με το ν.δ. 53/1974 Ευρωπαϊκή Σύμβαση της Ρώμης του 1950 για τα δικαιώματα του ανθρώπου (ΕΣΔΑ άρθρα 6 και 13) και αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου.

Ο ουσιαστικός νόμος καθορίζει τις ειδικότερες προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη θεσπίζοντας δικονομικές προϋποθέσεις, δαπανήματα και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, πλην όμως, ο κοινός νομοθέτης δεν έχει απεριόριστη εξουσία προσδιορισμού των προϋποθέσεων αυτών. Οι ρυθμίσεις του ουσιαστικού νόμου πρέπει να συνάπτονται προς την λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θέτουν αδικαιολόγητους δικονομικούς φραγμούς στην παροχή εννόμου προστασίας από τα Δικαστήρια, οι οποίοι ισοδυναμούν με κατάργηση, άμεση ή έμμεση, του σχετικού δικαιώματος, άλλως οι ρυθμίσεις αυτές είναι προδήλως αντισυνταγματικές(14) και αντίκειται στο άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ(15).

2 Η επιβολή φορολογικού βάρους με τη μορφή του τέλους δικαστικού ενσήμου μόνο στις καταψηφιστικές αγωγές δεν συνιστούσε στέρηση του δικαιώματος αυτού καθώς συναρτάτο με την εκτελεστότητα της απόφασης και όχι με την προσφυγή στη δικαιοσύνη, δεδομένου ότι το δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη προστατευόταν επαρκώς με δυνατότητα άσκησης αναγνωριστικής αγωγής.
Η διαφορετική αντιμετώπιση της καταψηφιστικής από την αναγνωριστική αγωγή στο θέμα του δικαστικού ενσήμου, είχε επαρκή δικαιοπολιτική εξήγηση, καθώς οι αποφάσεις επί καταψηφιστικών αγωγών είναι το δίχως άλλο εκτελεστές, ενώ οι αποφάσεις επί των αναγνωριστικών αγωγών δεν είναι εκτελεστές, το δε Δημόσιο δεν στερείται του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου που καταβάλλεται όταν η αναγνωριστική απόφαση γίνει, με τους όρους που στο νόμο προβλέπονται, εκτελεστή(16).

Η επέκταση του δικαστικού ενσήμου, όμως, και στις αναγνωριστικές αγωγές σημαίνει ότι πλέον καθίσταται δικονομική προϋπόθεση του παραδεκτού της παράστασης του διαδίκου, γεγονός προδήλως αντισυνταγματικό, καθώς, καθιστώντας δυσβάσταχτη οικονομικά την προσφυγή στη δικαιοσύνη(17), περιορίζει και σε πολλές περιπτώσεις(18) στερεί το συνταγματικό δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας(19). 

Στα πλαίσια αυτά, ο Άρειος Πάγος με την πρόσφατη υπ αριθμ. 675/2010 απόφασή του, έκρινε ότι η υποχρέωση καταβολής αναλογικού τέλους δικαστικού ενσήμου στις καταψηφιστικές αγωγές δεν αναιρεί το ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας του διαδίκου «λαμβανομένου υπόψη ότι το εν λόγω δικαίωμα ικανοποιητικά προστατεύεται με την άσκηση αναγνωριστικού χαρακτήρα αγωγής».
Είναι προφανές ότι η νομική παραδοχή του Αρείου Πάγου περί της συνταγματικότητας του δικαστικού ενσήμου προϋπέθετε την απωλεσθείσα σήμερα δυνατότητα του πολίτη να προσφύγει στα δικαστήρια με αναγνωριστική αγωγή, η άσκηση της οποίας χωρίς υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου προστατεύει ικανοποιητικά το συνταγματικό δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας(20).

3 Με την αιτιολογική έκθεση επί του σχεδίου νόμου για το άρθρο 70 φέρεται ως σκοπός της νέας διάταξης η αύξηση των δημοσίων εσόδων, πρόβλεψη που αποτυπώνεται και στην σχετική Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους επί του σχεδίου νόμου (21).

Πλην όμως, σύμφωνα και με τον έντονο νομικό προβληματισμό που διατύπωσε η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής με την έκθεσή της επί του νομοσχεδίου(22) και κατά την πάγια νομολογία του ΣτΕ(23), η επίκληση αμιγώς ταμειακών αναγκών του δημοσίου χωρίς σύνδεση με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, δεν είναι συνταγματικώς ανεκτή για τη θέσπιση προϋποθέσεων για την παροχή δικαστικής προστασίας.

Αντίστοιχη είναι και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), κατά την οποία \\\\\\\\\\\\\\\"μόνο το δημοσιονομικό συμφέρον του Δημοσίου δεν μπορεί να αφομοιωθεί συλλήβδην σε ένα γενικότερο δημόσιο συμφέρον, το οποίο θα δικαιολογούσε σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση την παραβίαση των δικαιωμάτων του πολίτη (24).

4 Η υποχρεωτική επιβολή δικαστικού ενσήμου σε όλες τις αγωγές που έχουν περιουσιακό αντικείμενο ή είναι χρηματικά αποτιμητές δεν συνδέεται με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης ούτε μπορεί να δικαιολογηθεί επαρκώς από τις ταμειακές ανάγκες του δημοσίου από την «κινητοποίηση ενός πολυδάπανου δημόσιου μηχανισμού», όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση.

Πρώτον, γιατί η δικαιοσύνη δεν αποτελεί «μηχανισμό», όπως εσφαλμένα αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, αλλά αποτελεί δημόσια λειτουργία, συνταγματικά κατοχυρωμένη και χρηματοδοτούμενη από τον δημόσιο προϋπολογισμό και δεν λειτουργεί με βάση την αρχή της ανταποδοτικότητας(25).

Δεύτερον, γιατί θα έπρεπε στην περίπτωση αυτή το σχετικό τέλος να επεκταθεί σε όλες τις αγωγές και όχι μόνο στις χρηματικά αποτιμητές, καθώς οι λοιπές αγωγές κινητοποιούν τον ίδιο πολυδάπανο «μηχανισμό» κατά την έκφραση της αιτιολογικής έκθεσης.

Φαίνεται, αντίθετα, ότι η ρύθμιση αποκτά αποτρεπτικό, καταρχήν, και, στη συνέχεια, κυρωτικό χαρακτήρα, ειδικά για τις χρηματικά αποτιμητές αγωγές, καθώς, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, με την επέκταση του δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές επιδιώκεται «να αποτραπεί η συζήτηση προπετών και αβασίμων αγωγών».

Ο πολίτης, για λόγους καθαρά εισπρακτικούς, στερείται του δικαιώματος να προσφύγει στη δικαιοσύνη χωρίς να καταβάλει δικαστικό ένσημο για να εμποδίσει την παραγραφή του δικαιώματός του, να άρει υφιστάμενη αβεβαιότητα περί της ύπαρξης του δικαιώματος ή της έκτασής του, να εκδώσει αναγνωριστική απόφαση όταν υπάρχει αμφιβολία για τη φερεγγυότητα του οφειλέτη και για τη δυνατότητα εκτέλεσης της απόφασης κοκ, χωρίς βεβαίως όλα αυτά να μπορούν να θεωρηθούν προπετείς και αβάσιμες αγωγές.

Άλλωστε, κατά το Σύνταγμα, μόνο τα αρμόδια δικαστήρια και ουδείς άλλος, και βεβαίως όχι προκαταβολικά, μπορεί να κρίνει αν οι αγωγές είναι πράγματι προπετείς και αβάσιμες, προβλέπονται δε στον ΚΠολΔ επαρκείς ποινές (άρθρο 205)(26) και κυρώσεις (άρθρα 178-179, περί δικαστικής δαπάνης) για τις περιπτώσεις τέτοιων αγωγών, ώστε να μην χρειάζονται άλλες και σε καμία περίπτωση το δικαστικό ένσημο δεν μπορεί να αποτελέσει τέτοιου είδους κύρωση(27).

Συνεπαγωγικά, η κατάργηση της δυνατότητας προσφυγής στη δικαιοσύνη χωρίς να υποχρεωθεί ο προσφεύγων να καταβάλει το δικαστικό ένσημο αποτελεί συνταγματικά ανεπίτρεπτο περιορισμό που παρεμποδίζει την ανοιχτή πρόσβαση κάθε πολίτη στη δικαιοσύνη και ισοδυναμεί με έμμεση κατάργηση του προστατευόμενου και από την ΕΣΔΑ δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας, καθώς προσβάλλει την ίδια την υπόσταση του δικαιώματος(28).

Γ Ζητήματα αντισυνταγματικότητας και παράβασης της ΕΣΔΑ από την επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου χωρίς ανώτατο όριο 

Ανεξαρτήτως των ζητημάτων συνταγματικότητας της διάταξης για την επιβολή δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές, η νέα ρύθμιση και η συνεπαγόμενη αποσύνδεση του δικαστικού ενσήμου από την εκτελεστότητα της απόφασης γεννά ζήτημα αντισυνταγματικότητας πλέον του δικαστικού ενσήμου στο σύνολό του. 

1 Όπως ήδη αναφέρθηκε, το δικαστικό ένσημο είναι αναλογικό τέλος και προσδιορίζεται σε ποσοστό του αντικειμένου της αγωγής χωρίς ανώτατο όριο (πλαφόν) ως προς το ύψος του.
Το δικαστικό ένσημο είναι τέλος ανταποδοτικού χαρακτήρα, σύμφωνα με το σκοπό του, και συνδέεται με την παροχή συγκεκριμένης υπηρεσίας από το δημόσιο και δεν αποτελεί φόρο(29), καθώς φόρος είναι το δημοσιονομικό βάρος που επιβάλλεται για την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος στο σύνολό του και όχι για μία επιμέρους παροχή ή υπηρεσία. Άλλωστε, δεν νοείται φόρος για νομιζόμενη αξίωση, όπως είναι αυτή που εισάγεται προς εκδίκαση με την αγωγή (αντικείμενο της δίκης), παρά μόνο για την επιδικαζόμενη με την απόφαση εκτελεστή αξίωση. 
Ως τέλος ανταποδοτικού χαρακτήρα, η καταβολή του δικαστικού ενσήμου πρέπει να τελεί σε σχέση αντιστοιχίας με την παρεχόμενη δημόσια υπηρεσία, καθώς αποσκοπεί στην κάλυψη του κόστους της υπηρεσίας αυτής.

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ)., το ύψος των ανταποδοτικών τελών πρέπει να είναι και ανάλογο με τη δαπάνη, στην οποία υποβάλλεται η Δημόσια Διοίκηση, άλλως, εάν το ύψος ενός τέλους είναι γενικώς άσχετο προς τα έξοδα, στα οποία υποβάλλεται η Διοίκηση, τότε δεν μπορεί να αποτελεί τέλος ανταποδοτικού χαρακτήρα (βλ. απόφαση Δ.Ε.Κ. της 2ας Δεκεμβρίου 1997, Fantask A/S κ.λπ. κατά Industriministeriet (Ehrvervministeriet), Συλλ. 1997 σελ. Ι-6783). 
Με την ισχύουσα πλέον διάρθρωση του θεσμού του δικαστικού ενσήμου, το καταβαλλόμενο τέλος στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, δεν αντιστοιχεί στα έξοδα στα οποία υποβάλλεται το Δημόσιο για την οργάνωση και την εν γένει διαδικασία της δίκης, καθώς το κόστος της διεξαγωγής της δίκης δεν συνδέεται με το αντικείμενο της δίκης, όπως αυτό προσδιορίζεται στο εισαγωγικό δικόγραφο, αλλά σχετίζεται με την καθύλην αρμοδιότητα, δεδομένου ότι ο ίδιος δικαιοδοτικός μηχανισμός (αριθμός δικαστών, αριθμός δικών, δικαστικών αιθουσών) κινητοποιείται όταν πρόκειται για υποθέσεις της ίδιας καθ ύλην αρμοδιότητας.

Αυτό γίνεται ακόμη πιο εμφανές σε υποθέσεις με μεγάλο χρηματικό αντικείμενο όπου το ύψος του καταβλητέου του δικαστικού ενσήμου, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει ανώτατο όριο (πλαφόν) είναι παντελώς αναντίστοιχο με το κόστος της δίκης. Για παράδειγμα το κόστος της δίκης μιας αυτοκινητικής διαφοράς με αντικείμενο 21.000 ευρώ είναι ακριβώς το ίδιο με το κόστος της δίκης με αντικείμενο 1.000.000 ευρώ, καθώς και οι δύο εμπίπτουν στην καθύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου και, κατ έφεση, του Μονομελούς Εφετείου και κινητοποιούν τον ίδιο δικαιοδοτικό μηχανισμό, πλην όμως, το δικαστικό τέλος που πρέπει να καταβληθεί στη δεύτερη περίπτωση είναι περίπου 50 φορές μεγαλύτερο απ ό,τι στην πρώτη περίπτωση με αποτέλεσμα να υπάρχει προφανώς ανόμοια αντιμετώπιση όμοιων δικονομικών καταστάσεων.

2 Επειδή ακριβώς στις περιπτώσεις των αναλογικών τελών, όπως αυτή του δικαστικού ενσήμου, έχει καθοριστική σημασία για την νομιμότητά του, η αντιστοιχία μεταξύ του ύψους του τέλους και της παρεχόμενης δημόσιας υπηρεσίας, η Ολομέλεια του ΣτΕ με τις υπ αριθ. 647/2004 και 3470/2007 αποφάσεις της, έκρινε ότι σε περιπτώσεις αναλογικού τέλους ή παραβόλου χωρίς να καθορίζεται ανώτατο όριο (οροφή), η σχετική υποχρέωση σε υποθέσεις κυρίως με μεγάλο χρηματικό αντικείμενο, καθίσταται δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνεπάγεται περιορισμό του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας.

Μάλιστα, όπως παγίως νομολογεί το Συμβούλιο της Επικρατείας, η δυνατότητα απαλλαγής του διαδίκου από τη σχετική υποχρέωση σε περίπτωση αδυναμίας λόγω ένδειας καταβολής του παραβόλου, δεν αρκεί προκειμένου να θεωρηθεί ότι πληρούνται οι εγγυήσεις για την παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι με την επίμαχη ρύθμιση θίγονται τα δικαιώματα του μη ενδεούς διαδίκου, ο οποίος υφίσταται μία δυσανάλογη οικονομική επιβάρυνση, προκειμένου να εισάγει τις αξιώσεις του στο αρμόδιο Δικαστήριο. Η ως άνω ρύθμιση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι σύμφωνη με το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, δεδομένου ότι η δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη συναρτάται με την οικονομική κατάσταση του προσφεύγοντος στη δικαιοσύνη διαδίκου. 

Για το λόγο αυτό, αναλογικό τέλος χωρίς ανώτατο όριο έχει κριθεί αντισυνταγματικό ως αντίθετο με το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος και η διάταξη που το προβλέπει κρίθηκε ότι δεν είναι εφαρμοστέα όχι μόνο στις υποθέσεις με μεγάλο χρηματικό αντικείμενο, αλλά σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως του ύψους του τέλους, το οποίο θα προέκυπτε από την εφαρμογή των διατάξεων στη συγκεκριμένη διαφορά(30).

3 Ανάλογη είναι και η νομολογία του ΕΔΔΑ, το οποίο με πρόσφατη απόφασή του έκρινε ότι παραβιάζεται το άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, όταν το ύψος του δικαστικού ενσήμου είναι υπερβολικό για το συνήθη διάδικο και δεν δικαιολογείται ούτε από τις περιστάσεις της υπόθεσης ούτε από την οικονομική κατάσταση των προσφευγόντων στη δικαιοσύνη(31). Μάλιστα, το ΕΔΔΑ προχώρησε περαιτέρω και έκρινε ότι η απόρριψη της αγωγής λόγω 
μη-καταβολής του δικαστικού ενσήμου αποτελεί παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ για τον σεβασμό της περιουσίας(32), δεδομένου ότι οι ενάγοντες είχαν νόμιμη προσδοκία για την ικανοποίηση της αξίωσής τους.

Κατά συνέπεια, το τέλος δικαστικού ενσήμου, το οποίο υποχρεωτικά πλέον καταβάλλεται για την προσήκουσα παράσταση του ενάγοντα στην πολιτική δίκη, ανεξάρτητα αν το αίτημα είναι καταψηφιστικό ή αναγνωριστικό, χωρίς πλέον δυνατότητα περιορισμού του ποσού για το οποίο καταβάλλεται δικαστικό ένσημο, όπως συνέβαινε με το καθεστώς προ του ν. 3994/11, είναι αντισυνταγματικό και αντίκειται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, καθώς δεν υφίσταται ανώτατο όριο (πλαφόν) για το ύψος του ούτε συνδέεται με την καθύλην αρμοδιότητα και κατ επέκταση με το πραγματικό κόστος της δίκης και, κατά συνέπεια, η σχετική υποχρέωση είναι υπερβολική και δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνεπάγεται περιορισμό του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας.

Δ Διαχρονικό δίκαιο

1 Στο σχέδιο νόμου που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση και το οποίο υποβλήθηκε για νομοτεχνική επεξεργασία στη Διεύθυνση Επιστημονικών Μελετών της Βουλής, δεν υπήρχε ειδική μεταβατική διάταξη, η οποία να αφορά στην τροποποίηση που προτεινόταν για το τέλος δικαστικού ενσήμου και την επέκτασή του στις αναγνωριστικές αγωγές.

Αντίστοιχα, η αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου σιωπούσε πλήρως αναφορικά με τα ζητήματα διαχρονικού δικαίου που γεννώνται με την τροποποίηση της διάταξης αυτής του άρθρου 7 παρ. 3 ν.δ. 1544/1942, σχετικά με την επιβολή του δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές(33).
Παρά το γεγονός ότι υπήρχαν στο σχέδιο νόμου πολλές άλλες μεταβατικές διατάξεις, οι οποίες παρέμειναν και στο τελικό κείμενο του νόμου, η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής επεσήμανε την παράλειψη και, συγκεκριμένα, επεσήμανε ότι 
«δεν προτείνεται μεταβατική διάταξη για τη διευκρίνιση της ενάρξεως ισχύος της εν λόγω ρυθμίσεως, ιδίως σε σχέση προς τις εκκρεμείς σε πρώτο ή σε δεύτερο βαθμό δίκες. Θα έχρηζε, επίσης, διευκρινίσεως το ζήτημα της υποχρεώσεως καταβολής δικαστικού ενσήμου για καταψηφιστική αγωγή, στην περίπτωση που αυτό έχει ήδη καταβληθεί για προηγούμενη αναγνωριστική αγωγή».

Για το λόγο αυτό, στο τελικό κείμενο του νόμου προστέθηκε μεταβατική διάταξη που περιλαμβάνεται στην παράγραφο 14 του άρθρου 72, σύμφωνα με την οποία 
«η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του νομοθετικού διατάγματος 1544/1942 εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου». (34)

2 Χωρίς να διεκδικείται η αυθεντική ερμηνεία της διάταξης, η οποία είναι έργο του νομοθέτη και μόνο (35), μπορεί να ειπωθεί ότι από την τελολογική ερμηνεία της διάταξης στηριζόμενη στο χρόνο διατύπωσής της, μετά την παρέμβαση της Επιστημονικής Επιτροπής, και στο γεγονός ότι προστέθηκε επειδή κρίθηκε ότι δεν επαρκούσαν οι λοιπές μεταβατικές διατάξεις που υπήρχαν στο σχέδιο νόμου, συνάγεται ότι ο σκοπός του νομοθέτη ήταν η συμπερίληψη στο τελικό κείμενο ειδικής διάταξης που να ρυθμίζει αποκλειστικά και μόνο αυτή τα θέματα μεταβατικού δικαίου σχετικά με την καταβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου.

Επίσης, από τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης, προκύπτει ότι, προς αποφυγή οιωνδήποτε παρερμηνειών, στη διάταξη χρησιμοποιείται καταφατική διατύπωση και όχι αρνητική, αναφέρονται δηλαδή οι αγωγές που καταλαμβάνονται από τη διάταξη και όχι αυτές που δεν καταλαμβάνονται.
Η τυχόν αρνητική διατύπωση για τις αγωγές που δεν καταλαμβάνονται θα έπρεπε να είναι εξαντλητική, αλλιώς θα άφηνε περιθώρια αμφισβητήσεων για το αν καταλαμβάνονται και οι αναγνωριστικές και οι καταψηφιστικές αγωγές, για το αν καταλαμβάνονται οι καταψηφιστικές αγωγές που στη συνέχεια μετατρέπονται εν όλω ή εν μέρει σε αναγνωριστικές, για το αν καταλαμβάνονται οι εκκρεμείς αγωγές σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό και ούτω καθεξής.

Προβλήματα ερμηνείας αυτού του είδους δεν προκύπτουν γιατί ο νομοθέτης με την καταφατική διατύπωση που χρησιμοποιεί για τις αγωγές στις οποίες εφαρμόζεται η τροποποιημένη διάταξη, εξαιρεί στο σύνολό τους όλες τις αγωγές κάθε είδους που ασκήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011, ανεξάρτητα σε ποια φάση της δικαστικής διαδικασίας βρίσκονται.

3 Συνεπώς, το μόνο κριτήριο εφαρμογής της διάταξης είναι ο χρόνος άσκησης της αγωγής και δεν έχει καμία απολύτως επίδραση η διαδικαστική πράξη μετατροπής του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματος σε καθ ολοκληρίαν ή εν μέρει αναγνωριστικό, η οποία δικονομικά συνιστά περιορισμό του αιτήματος της αγωγής κατ άρθρον 223 ΚΠολΔ και μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής κατ άρθρον 295 παρ.1 εδ.β ΚΠολΔ, καθώς η διαδικαστική αυτή πράξη αφορά αγωγή που ρητά και χωρίς αμφιβολία δεν καταλαμβάνεται από τη μεταβατική διάταξη του νόμου.

Η μεταβατική διάταξη του άρθρου 72 παρ.2 του ν.3994/2011 που αφορά στο δίκαιο που διέπει τις διαδικαστικές πράξεις επί εκκρεμών στον πρώτο βαθμό υποθέσεων, δεν μπορεί να εφαρμοστεί για το δικαστικό ένσημο ακόμη και στις περιπτώσεις που ο ενάγων προβαίνει στη διαδικαστική πράξη του περιορισμού ολόκληρου ή μέρους του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό μετά τη θέση σε ισχύ του νέου νόμου, εφόσον η διαδικαστική αυτή πράξη αφορά αγωγή ασκηθείσα προ της έναρξης ισχύος του νέου νόμου(36). 

Η διάταξη της παραγράφου 14 του άρθρου 72 ως ειδικότερη υπερισχύει κάθε άλλης μεταβατικής διάταξης του ίδιου νόμου, άρα και της μεταβατικής διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 72.
Επίσης, η διάταξη της παραγράφου 14 του άρθρου 72 ως μεταγενέστερη υπερισχύει ασφαλώς της διάταξης του άρθρου 7 παρ.4 ν.δ.1544/1942 που ρυθμίζει το διαχρονικό δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο εισαγωγής του ανωτέρω νομοθετικού διατάγματος σε ισχύ (1942) (37).

Συνοψίζοντας, για αγωγές που ασκήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του ν.3994/2011, η οποία συμπίπτει κατ άρθρον 77 με τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (27-7-2011), είτε αυτές ήταν εξαρχής αναγνωριστικές είτε μετατράπηκαν εν μέρει ή καθ ολοκληρίαν σε αναγνωριστικές, είτε πριν είτε μετά την έναρξη ισχύος του νόμου, δεν οφείλεται δικαστικό ένσημο για το αναγνωριστικό αίτημα που τυχόν περιέχουν. Συνεπώς, οι ήδη ασκηθείσες αγωγές κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του νόμου δεν καταλαμβάνονται από τη νέα ρύθμιση.

Ε Ανάγκη επαναφοράς του προηγούμενου νομοθετικού καθεστώτος


Συμπερασματικά, λαμβάνοντας υπόψη τα σοβαρά προβλήματα αντισυνταγματικότητας και παραβίασης της ΕΣΔΑ που γεννά η ρύθμιση του άρθρου 70 του ν. 3994/2011, η ήδη λειτουργούσα νέα νομοπαρασκευαστική επιτροπή του Υπουργείου Δικαιοσύνης υπό τον Σύμβουλο Επικρατείας κ. Μιχαήλ Πικραμένο, η οποία καλείται να ολοκληρώσει το έργο της ως τις 15-10-2011, καλείται να προτείνει την επαναφορά του καθεστώτος περί του δικαστικού ενσήμου που υπήρχε πριν από τον ν. 3994/2011, καθώς η επέκταση του δικαστικού ενσήμου και στις απλώς αναγνωριστικές αγωγές, επηρεάζει τα δικονομικά και συνταγματικά δικαιώματα των πολιτών που προσφεύγουν αγωγικά στη δικαιοσύνη, αλλά και αυτών που ασκούν παρεμπίπτουσες αγωγές (αγωγές αναγωγής) είτε είναι φυσικά είτε είναι νομικά πρόσωπα (ασφαλιστικές ή άλλες εταιρίες και Επικουρικό Κεφάλαιο).

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

( 1 ) Το δικαστικό ένσημο βαρύνει τις αγωγές, όχι δε και τις αιτήσεις λήψεως ασφαλιστικών μέτρων ή τις αιτήσεις της διαδικασίας της εκουσίας δικαιοδοσίας. Βλ. Βαθρακοκοίλης Β., ΕρμΚΠολΔ, Αθήνα 1994, τ. Α, σελ.984.
(2) ΑΠ 315/2010 ΝΟΜΟΣ
(3) Εάν η αγωγή απορριφθεί ως αβάσιμη και στη συνέχεια επανασκηθεί βάσει άλλης ιστορικής αιτίας, απαιτείται η εκ νέου καταβολή δικαστικού ενσήμου (ΠΠρΘεσσαλ 1616/1970 Αρμ. 25, 159). Αντιθέτως, αν η αγωγή απορριφθεί ως απαράδεκτη και επακολουθήσει εκ νέου παραδεκτή άσκησή της, δεν απαιτείται να επανακαταβληθεί δικαστικό ένσημο (ΕφΑθ 1074/1969 Αρμ. 23, 922).
(4) Επί του ποσού αυτού προβλέπονται προσαυξήσεις υπέρ του Ταμείου Νομικών και των Ταμείων Προνοίας. Δικηγόρων. Με την παρ.3 του άρθρου 42 του ν. 2294/1994 καταργήθηκε η είσπραξη ποσοστού 40% επί του δικαστικού ενσήμου για εξυπηρέτηση αναγκαστικού δανείου που είχε επιβληθεί με τις διατάξεις του ν. 2749/1922.
(5) Επί περιοδικών παροχών απροσδιορίστου χρόνου λαμβάνεται υπ\\\\\\\\\\\\\\\'όψιν το δεκαπλάσιο της ετησίας παροχής, επί αγωγής, περί νομής ακινήτου το εικοσαπλάσιο της ετησίας προσόδου, επί επικαρπίας η ψιλής κυριότητος το ήμισυ της αξίας της πλήρους κυριότητος (2 παρ. 3 ν. ΓπΟΗ\\\\\\\\\\\\\\\') και επί αγωγής διανομής ακινήτου η αναλογία του ενάγοντος (8 β.δ. 30.4/ 4.5.1920) επί του εικοσαπλασίου της ετησίας προσόδου (2 παρ. 3 ν. ΓπΟΗ\\\\\\\\\\\\\\\'). Επί υποκειμενικής ή αντικειμενικής σωρεύσεως γίνεται υπολογισμός χωριστά ως προς το ποσό κάθε σωρευομένης αγωγής, εκτός αν προέρχονται εκ της αυτής αιτίας.
(6) ΕφΑθ 2396/1989 ΕλΔνη 1990.874, ΕφΑθ 2593/1985 dsanet, ΠΠρΘεσ 27248/2006 ΝΟΜΟΣ
(7) ΑΠ 1107/2005 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 220/1999 ΕλΔνη 40.603. Η απόρριψη της αγωγής ως αβάσιμης μετά την κατάργηση του άρθρου 272 ΚΠολΔ με το άρθρο 13 παρ.2 ν.2915/2011 περί της ερημοδικίας του ενάγοντα και πριν την προσθήκη του νέου άρθρου 272 ΚΠολΔ με το άρθρο 30 του ν. 3994/2011 γινόταν με ευθεία εφαρμογή του άρθρου 2 του ν. ΓπΟΗ/1912 σε συνδυασμό με το άρθρο 7 παρ.1 ν.δ. 1544/42 (βλ. σχόλιο Ι.Ν. Κατρά κάτωθι της ΑΠ 1095/2006 ΕλΔνη 2009.464) .
(8) ΑΠ 315/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 1392/1989 ΕλΔνη 1992.200, ΕφΑθ 7473/1987 ΕλλΔνη 1988.1985
(9) ΠΠρΘεσ 27248/2006 ΝΟΜΟΣ 
(10) ΕφΑθ 4572/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 55/2009 ΝΟΜΟΣ
(11) Αξιομνημόνευτη είναι η απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών 1607/1994 (ΝΟΜΟΣ), η οποία τιμώντας το πνεύμα του νόμου δίχως να καταστρατηγεί το γράμμα του, σε υπόθεση αυτοκινητικού ατυχήματος που δεν είχε καταβληθεί το αναλογούν δικαστικό ένσημο αλλά ποσό που αντιστοιχούσε στο 1/10 του όλου δικαστικού ενσήμου, εφάρμοσε το άρθρο 254 ΚΠολΔ και διέταξε επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο με το σκεπτικό «ότι διαφαίνεται να συντρέχει περίπτωση τυπικής έλλειψης από παραδρομή», προκειμένου να συμπληρωθεί το δικαστικό ένσημο που αναλογεί στο ποσό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής. Όπως αναφέρεται στην απόφαση, η απάλειψη από το τελικό κείμενο της διάταξης του άρθρου 254 παρ. 1 ΚΠολΔ της φράσης «(κενά ή αμφίβολα σημεία) ως προς το πραγματικό υλικό και τας αποδείξεις» που υπήρχε στο σχέδιο της διάταξης, δηλώνει τη βούληση του νομοθέτη να μη θέσει περιορισμούς στην εξουσία του δικαστή αναφορικά με τους λόγους επανάληψη της δίκης.
(12) ΕφΠειρ 55/2009 σε Δίκη 2009 με σχόλιο Κ.Μπέη
(13) «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως ο νόμος ορίζει», σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος.
(14) ΟλΣτΕ 3470/2007 ΝΟΜΟΣ, ΟλΣτΕ 647/2004 ΝοΒ 2004.1306. 
(15) Απόφαση ΕΔΔΑ της 24-5-2006 επί της υπόθεσης Λιακόπουλου κατά Ελλάδος (προσφυγή υπ αριθμ. 20627/2004)
(16) Βλ σχετικά και σχόλιο Κ.Μπέη κάτωθι της ΑΠ 9/2002 σε Δίκη 2002.686
(17) Ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, ότι πράγματι λαμβάνεται υπόψη το δικαστικό ένσημο στον υπολογισμό της επιδικαζόμενης δικαστικής δαπάνης, το γεγονός αυτό αφορά στο χρόνο μετά την παροχή δικαστικής προστασίας και δεν εξισορροπεί τα εμπόδια που τίθενται στον πολίτη κατά το χρόνο προσφυγής του στη δικαιοσύνη
(18) Η επιβάρυνση της αναγνωριστικής αγωγής με δικαστικό ένσημο στερεί ουσιαστικά από τον πολίτη το δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη για οικονομικούς και μόνο λόγους που δεν έχουν σχέση με την λειτουργία της δικαιοσύνης και κυρίως πλήττει τους ασθενέστερους οικονομικά πολίτες που θα στερηθούν το δικαίωμα εννόμου προστασίας δημιουργώντας απαράδεκτες κοινωνικές διακρίσεις στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη. 
(19) Βλ. σχετικά Πρακτικά Συνεδρίασης της Βουλής ΡΟΔ΄ της Τρίτης 12 Ιουλίου 2011, Σύνοδος Β΄, Ομιλία Κωνσταντίνου Τζαβάρα, Βουλευτή.
(20) Η σημασία της άσκησης αναγνωριστικής αγωγής χωρίς επιβάρυνση με τέλος δικαστικού ενσήμου, για την κατοχύρωση του συνταγματικού δικαιώματος για παροχή εννόμου προστασίας, αποτυπώνεται στην αξιοσημείωτη απόφαση του Εφετείου Πειραιά 55/2009 (Δίκη 2009.246 με σχόλιο Κ.Μπέη). Στην απόφαση αυτή γίνεται αντιδιαστολή του αναγνωριστικού από το καταψηφιστικό αίτημα κάθε καταψηφιστικής αγωγής και παρότι δεν καταβλήθηκε από τον ενάγοντα το αναλογούν στο καταψηφιστικό αίτημα δικαστικό ένσημο, το Δικαστήριο δεν απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της, αλλά τη δίκασε κανονικά για το αναγνωριστικό αίτημα με το σκεπτικό ότι: «κάθε καταψηφιστική αγωγή, αναφορικά με το αντικείμενο της δίκης, δηλαδή τον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι είναι ο δικαιούχος του επίδικου δικαιώματος, έχει σωρευτικώς δύο αναγκαία όσο και δεκτικά χωρισμού αιτήματα, ένα αναγνωριστικό και ένα καταψηφιστικό. Άρα σε περίπτωση μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, το καταψηφιστικό αίτημα απορρίπτεται ως ανυποστήρικτο, ενώ δικάζεται κανονικά το αναγνωριστικό αίτημα, το οποίο έτσι και αλλιώς δεν υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, τόσο όταν υποβάλλεται αυτοτελώς (με αναγνωριστική αγωγή), όσο και όταν σιωπηρώς εμπεριέχεται στο αίτημα της καταψηφιστικής αγωγής.»(Βλ σχετικά και σχόλιο Κ.Μπέη κάτωθι της ΑΠ 9/2002 σε Δίκη 2002.686.
(21) Σχετική πρόβλεψη για ενδεχόμενη αύξηση των εσόδων από την επέκταση του δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές γίνεται και στην υπ αριθμ 103/10/2011 της 1-6-2011 Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους κατ άρθρον 75 παρ. 1 του Συντάγματος, επί του σχεδίου νόμου (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011). Βέβαια, παραγνωρίζεται το ενδεχόμενο η νέα ρύθμιση να προκαλέσει πολλές νέες δίκες και πολύ περισσότερα αιτήματα από ό,τι στο παρελθόν για την χορήγηση του ευεργετήματος της πενίας κατ& άρθρον 194 επ. ΚΠολΔ, ώστε να καταστεί δυνατή η καταβολή των πολύ αυξημένων πλέον εξόδων της δίκης, ενδεχόμενο που θα σημάνει επιβάρυνση του προϋπολογισμού και θα εξανεμίσει την αναμενόμενη αύξηση των δικαστικών εξόδων από την επέκταση του δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές και βεβαίως θα προκαλέσει επιπλέον επιβάρυνση στη δικαστική ύλη. Επίσης, παραβλέπεται το ενδεχόμενο τα αυξημένα έξοδα της δίκης λόγω της αύξησης του καταβλητέου δικαστικού ενσήμου να έχουν ως έμμεσο αποτέλεσμα την αύξηση της δικαστικής ύλης αφού για λόγους οικονομικής αδυναμίας του ενάγοντα θα αποφεύγεται η σώρευση πολλών απαιτήσεων στην ίδια αγωγή και στη θέση της μίας δίκης για την ίδια υπόθεση είναι πιθανόν να έχουμε δύο ή και περισσότερες δίκες ώστε κάθε μία να χρηματοδοτείται από την προηγούμενη. 
(22) Έκθεση επί του νομοσχεδίου της Β΄ Διεύθυνσης Επιστημονικών Μελετών της Βουλής, 11-7-2011
(23) ΟλΣτΕ 1663/2009 ΑρχΝομ 2010.106, ΣτΕ 6/2010 ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 3072/2009 ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 2993/2007 Αρμ 2008.294
(24) Αξιοσημείωτες οι αποφάσεις που μνημονεύει η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής, οι οποίες είναι οι ακόλουθες: απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. της 25.6.2009, προσφυγή 36963/2006, υπόθεση Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδας υπ αριθμ. 2, απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. της 22.5/1.12.2008, προσφυγή 33997/2006, υπόθεση Μεϊδάνης κατά Ελλάδας.
(25) Βλ. σχετικά απόφαση Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά της 28-6-2011 σχετικά με την αντίθεσή του στην επιβολή δικαστικού ενσήμου στις απλώς αναγνωριστικές αγωγές, www.dspeir.gr
(26) Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ν.3994/2011 με το άρθρο 18 παρ.2 αυξάνει τις ποινές που κατά το άρθρο 205 ΚΠολΔ μπορεί ένα δικαστήριο να επιβάλει για προφανώς αβάσιμες αγωγές κλπ.
(27) Σημειώνεται ότι η επέκταση του δικαστικού ενσήμου στις απλώς αναγνωριστικές αγωγές, δεν θα θίξει μόνο τους προσφεύγοντες στη Δικαιοσύνη με κύριες αγωγές, αλλά επιπλέον θα επιβαρύνει και τις παρεμπίπτουσες αγωγές (αγωγές αναγωγής) φυσικών και νομικών προσώπων, μεταξύ άλλων και αυτές που ασκούν ασφαλιστικές εταιρείες και το Επικουρικό Κεφάλαιο. Είναι πιθανόν, οι παρεμπίπτουσες αγωγές να ασκούνται πλέον μετά την τελεσιδικία της κύριας αγωγής ώστε να καταβάλλεται δικαστικό ένσημο μόνο για την ήδη δικαστικά προσδιορισθείσα απαίτηση, γεγονός που θα σημάνει περισσότερες δίκες αντί μίας για την ίδια υπόθεση και κατ επέκταση θα σημάνει καθυστέρηση αντί επιτάχυνση της δικαιοσύνης. 
(28) Είναι πράγματι αντιφατικό και οξύμωρο, απόδειξη μίας νομοθετικής πολιτικής χωρίς πρόγραμμα και συγκεκριμένη φιλοσοφία, το γεγονός ότι ενώ καταργήθηκαν οι προεισπράξεις δικηγορικής αμοιβής με τον ν.3919/2011 προς το σκοπό, κατά το νομοθέτη, να μειωθεί το κόστος πρόσβασης του πολίτη στη δικαιοσύνη, την ίδια εποχή το κόστος πρόσβασης του πολίτη στη δικαιοσύνη εκτοξεύεται στα ύψη καθώς έχουν αυξηθεί δραματικά τα παράβολα της μήνυσης, της πολιτικής αγωγής, της προσφυγής κλπ, επιβλήθηκε ΦΠΑ στις δικηγορικές αμοιβές και ήδη επιβάλλεται δικαστικό ένσημο και στις αναγνωριστικές αγωγές
(29) Για τη διάκριση του φόρου από τα τέλη ανταποδοτικού χαρακτήρα βλ. Θ.Π. Φορτσάκη, Φορολογικό Δίκαιο, Γ Έκδοση, Αθήνα 2008, σελ. 22.
(30) Με την ΟλΣτΕ 647/2004 (ΝοΒ 2004.1306) κρίθηκε αντισυνταγματική ως αντίθετη στο άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος η νομοθετική πρόβλεψη του άρθρου 171 Κ.Φ.Δ. καταβολής αναλογικού παραβόλου για την άσκηση έφεσης επί φορολογικών υποθέσεων. Επίσης, με το ίδιο σκεπτικό η ΟλΣτΕ 3470/2007 (ΝΟΜΟΣ) έκρινε αντισυνταγματική την διάταξη του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας σχετικά με την υποχρέωση καταβολής αναλογικού χρηματικού παραβόλου ως προϋπόθεση του παραδεκτού του ενδίκου μέσου της έφεσης σε χρηματικές φορολογικές διαφορές. Βλ., επίσης, ΣτΕ 2673/2008 ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 3738/2008 ΝΟΜΟΣ.
(31) Απόφαση ΕΔΔΑ της 24.5.2006, υπόθεση Weissman κατά Ρουμανίας (63945/00), ΕλλΔνη 50.965. Η απόφαση έκρινε ότι παραβιάστηκε το άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου με την απόρριψη από τα ρουμανικά δικαστήρια της καταψηφιστικής αγωγής Ρουμάνων πολιτών κατά του Ρουμανικού Κράτους, με την οποία ζητούσαν την καταβολή 30.000.000 ευρώ ως διαφυγόντα κέρδη, λόγω μη καταβολής του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου ύψους 320.000 ευρώ.
(32) Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, το οποίο κυρώθηκε συγχρόνως με την ΕΣΔΑ, δηλ. με το ν.δ.53/1974, «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου, όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγωσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι Νόμους, ους ήθελε κρίνει αναγκαίον, προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων».
(33) Ακριβώς λόγω της σιωπής της σε ζητήματα διαχρονικού δικαίου της νέας διάταξης, δεν μπορεί να γίνει χρήση της αιτιολογικής έκθεσης προκειμένου να ερμηνευθεί η διάταξη του άρθρου 72 παρ.14 του νέου νόμου. Άλλωστε, προσφυγή στην αιτιολογική έκθεση για την ερμηνεία μίας διάταξης επιτρέπεται όταν η διάταξη δεν είναι αρκετά σαφής και δεν αρκεί η γραμματική της ερμηνεία, γεγονός που δε συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.
(34) Εκτός της προσθήκης αυτής που αφορά στο δικαστικό ένσημο στις αναγνωριστικές αγωγές, στο τελικό κείμενο του άρθρου που περιλαμβάνει τις μεταβατικές διατάξεις (άρθρο 73 στο σχέδιο νόμου που έλαβε τον αριθμό 72 στο τελικό νόμο) προστέθηκε και παράγραφος (άρθρο 72 παρ. 13)που ρυθμίζει θέματα διαχρονικού δικαίου σχετικά με την αρμοδιότητα των μονομελών δευτεροβάθμιων δικαστηρίων του άρθρου 19 ΚΠολΔ.
(35) Αυθεντική ερμηνεία ενός νόμου μπορεί να γίνει μόνο με μεταγενέστερο νόμο. Άρθρο 77 παρ.1 του Συντάγματος
(36) Η διάταξη του άρθρου 72 παρ. 2 του ν. 3994/2011 υπήρχε στο σχέδιο νόμου αριθμούμενη ως 73 παρ. 2 και παρόλα αυτά η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής στην έκθεσή της και εν συνεχεία ο ίδιος ο νομοθέτης έκρινε ότι δεν είναι αρκετή ούτε αυτή ούτε άλλη μεταβατική διάταξη του σχεδίου νόμου για τη ρύθμιση της έναρξης ισχύος της ρύθμισης του άρθρου 70 και για το λόγο αυτό προστέθηκε κατά την ψήφιση του νομοσχεδίου ειδική διάταξη που περιλαμβάνεται στο άρθρο 72 παρ. 14.
(37) Οι μεταβατικές διατάξεις δεν τροποποιούνται ούτε καταργούνται, καθώς εκ της φύσεώς τους αφορούν στο διαχρονικό δίκαιο που διέπει τον νόμο στον οποίο περιέχονται.

Αναγνώριση ακυρότητας συμβολαίων .Χρησικτησία

$
0
0
Αναγνώριση ακυρότητας συμβολαίων. 4892/2012 ΠΠΡ ΘΕΣΣΑΛ ( 595447) Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας ακινήτου Εικονικότητα..
ως προς το τίμημα. Την αναγνώριση της ακυρότητας μεταβιβαστικής της κυριότητας του ακινήτου συμβάσεως, λόγω εικονικότητας, μπορεί να ζητήσει και ο επικαλούμενος ότι η κυριότητα του ακινήτου περιέρχεται σε αυτόν. Δικαστική συμπαράσταση-χρησικτησία. Ενάγουσα που τελεί υπό καθεστώς πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης. Ένσταση ιδίας κυριότητας της εναγομένης, λόγω έκτακτης χρησικτησίας. Πρόσωπα που εξαιρούνται από τη χρησικτησία. Μεταξύ αυτών και αυτά που τελούν υπό δικαστική συμπαράσταση. Αντένσταση περί εξαίρεσης της ενάγουσας από τη χρησικτησία, λόγω του καθεστώτος της δικαστικής συμπαράστασης, υπό το οποίο τελεί. Δεκτή η αντένσταση, βάσει των ανωτέρω. Ένσταση εναγομένης περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος με τη μορφή της αποδυνάμωσης. Απορρίπτει ένσταση, αφού η εναγομένη δεν απέκτησε ποτέ κυριότητα, βάσει των ως άνω περί εξαίρεσης της ενάγουσας από τη χρησικτησία. Παύση πληρεξουσιότητας, λόγω θανάτου. Θάνατος δικαιοπαρόχου της εναγομένης. Σύνταξη συμβολαίου από την εναγομένη σε εκτέλεση προσυμφώνου πωλήσεως με αυτοσύμβαση και με πληρεξουσιότητα χορηγηθείσα από το δικαιοπάροχό της με το προσύμφωνο, κατόπιν του θανάτου του. Άκυρο το συμβόλαιο, καθ΄όσον συντάχθηκε μετά την παύση της πληρεξουσιότητας. Πράξη εφαρμογής και διορθωτική πράξη εφαρμογής. Πρωτότυπος τρόπος κτήσης κυριότητας, υπό την προϋπόθεση ότι ο φερόμενος ιδιοκτήτης ήταν πραγματικός κύριος. Ο δικαιοπάροχος της εναγομένης ναι μεν φερόταν ως ιδιοκτήτης, βάσει της πράξεως εφαρμογής, ωστόσο δεν υπήρξε ποτέ πραγματικός κύριος των ακινήτων και, ως εκ τούτου, δεν απέκτησε κυριότητα από τη μεταγραφή της διορθωτικής πράξεως εφαρμογής. Περαιτέρω μεταβίβαση από την εναγομένη στις έτερες εναγόμενες. Κακόπιστες οι έτερες εναγόμενες, αφού γνώριζαν την ακυρότητα του τίτλου κτήσεως, καθ΄όσον όταν προέβησαν στη δήθεν αγορά είχε ήδη εγγραφεί η διεκδικητική αγωγή στα βιβλία διεκδικήσεων. Αναγνωρίζει την ακυρότητα των συμβολαίων και αναγνωρίζει την ενάγουσα ως συγκυρία, συννομέα και συγκάτοχο σε ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου των επίδικων ακινήτων.

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 4892/2012

(Αριθμός εκθέσεως καταθέσεως αγωγής 55756/2009)

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Ευφροσύνη Φουκαράκη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Κωνσταντίνο Βουλγαρίδη, Πρωτοδίκη, Κωνσταντίνο Καλαϊτζίδη, Πρωτοδίκη - Εισηγητή και από τη Γραμματέα Ζωή Παπαδοπούλου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 16η Μαΐου 2011 για να δικάσει την αγωγή με τον ανωτέρω αριθμό εκθέσεως καταθέσεως, με αντικείμενο αναγνώριση ακυρότητας συμβολαίων και αναγνωριστική αγωγή κυριότητας ακινήτου, μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ......... .............. του ................, συζ. .............. ........... ή .............., κατοίκου .......................... Θεσσαλονίκης, οδός ..................... αριθμ. ....., η οποία τελεί υπό πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση με δικαστικό συμπαραστάτη τον ....................., κάτοικο ομοίως ............. Θεσσαλονίκης, οδός .................... αριθμ. ....., που παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου του ΔΣ Θεσσαλονίκης Αθανασίας Ραγιά (ΑΜ 3415), η οποία κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) ...................... ................. του ..............., κατοίκου Θεσσαλονίκης, οδός ............................ αριθμ. ....., και 2) ............... ............... του ................, κατοίκου Θεσσαλονίκης, οδός ......... ....... αριθμ. ..., ως νομίμων κληρονόμων του ................. ................. του ..............., 3) .............συζ. ........... ............, το γένος ........... ................., κατοίκου ............. Θεσσαλονίκης, οδός ................... αριθμ. ..., 4) .......... ........................ του ............... ....................., κατοίκου ................. Θεσσαλονίκης, οδός ............................. αριθμ. ...., και 5) ....... ..................... του ......... ................., κατοίκου ............... ............................, οδός........................ αριθμ. ..., εκ των οποίων η μεν τρίτη παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του ΔΣ Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδη (ΑΜ 2430), ο οποίος κατέθεσε έγγραφες προτάσεις, οι δε λοιποί δεν παραστάθηκαν.

Συμπαραστάθηκε και η ασκουμένη δικηγόρος Αθηνά Παντελίδου.

Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ της ανωτέρω υποθέσεως προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 4ης-10-2010, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της ως άνω αγωγής στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω, οι δε πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις υπ’ αριθμ. 8281/5-3-2010, 8280/5-3-2010, 7963/29-12-2009 και 7962/29-12-2009 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Παντελή Δημ. Δεμίρογλου, που νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβή επικυρωμένα αντίγραφα της κρινόμενης αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση να παραστούν κατά τη δικάσιμο της 4ης-10-2010, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (16-5-2011), επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους πρώτο, δεύτερο, τέταρτη και πέμπτη των εναγομένων, αντιστοίχως. Οι τελευταίοι, όμως, δεν εμφανίσθηκαν και δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, κατά την παραπάνω δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και επομένως, ενόψει του ότι η αναβολή της συζητήσεως και η εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο της μετ’ αναβολή δικασίμου ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρο 226 § 4 του ΚΠολΔ, βλ. σχετ. και ΑΠ 94/2004 δημ. στη ΝΟΜΟΣ), πρέπει να δικαστούν ερήμην, να προχωρήσει όμως η διαδικασία σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρ. 270 § 1 και 226 § 4 του ΚΠολΔ).

Από τις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν. 1337/1983 για επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων και οικιστική ανάπτυξη, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 49 §§ 2 και 3 του Ν. 947/1979 περί οικιστικών περιοχών, συνάγεται ότι με την κύρωση της πράξεως εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης οριστικοποιούνται οι αναφερόμενες σ’ αυτήν εδαφικές μεταβολές σε συσχετισμό με τους φερόμενους ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι από της μεταγραφής της αποκτούν πρωτοτύπως κυριότητα επί των αναγραφομένων ιδιοκτησιών, υπό την προϋπόθεση ότι είναι οι πραγματικοί κύριοι των ακινήτων που αποτέλεσαν τη βάση διαμορφώσεώς τους (βλ. ΑΠ 826/2010 δημοσ. στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 261/2003 ΕλλΔνη 2004, 801). Εξάλλου κατά το άρθρο 12 § 7α εδ. γ΄ του ίδιου Ν. 1337/1983, για τις ιδιοκτησίες που στις πράξεις εφαρμογής αναγράφονται με ελλιπή στοιχεία ή με την ένδειξη "άγνωστος", η καταχώρηση στη μερίδα των ιδιοκτητών γίνεται μετά από έκδοση διορθωτικής πράξης του οικείου Νομάρχη (βλ. ΑΠ 826/2010 δημοσ. στη ΝΟΜΟΣ).

Κατά το άρθρο 138 εδ. α΄ του ΑΚ, δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη. Πραγματικό, επομένως, της παρ. 1 της ανωτέρω διατάξεως αποτελεί το γεγονός ότι η δήλωση των συμβαλλομένων για την κατάρτιση της δικαιοπραξίας βρίσκεται σε θελημένη διάσταση με τη βούληση αυτών, αφού αυτοί συνήψαν μία δικαιοπραξία της οποίας αποκρούουν την ενέργεια, δηλαδή δικαιοπραξία κατ’ επίφαση μόνο, γενόμενη κατά κανόνα, προς παρακώληση των δανειστών ή της φορολογικής αρχής, έννομη δε συνέπεια αυτού του πραγματικού είναι η απόλυτη ακυρότητα της δικαιοπραξίας. Βάσει της διατάξεως του άρθρου 138 ΑΚ, γίνεται διάκριση της εικονικότητας σε απόλυτη, η οποία επιφέρει την ακυρότητα μόνο της φαινομενικής (εικονικής) δικαιοπραξίας όχι όμως και της κάτω από αυτήν καλυπτομένης άλλης δικαιοπραξίας, εφόσον συντρέχουν οι ως άνω κατά νόμο προϋποθέσεις (βλ. ΑΠ 387/1993 ΕλλΔνη 1994. 1301). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 138 εδ. πρώτο και 513 ΑΚ προκύπτει ότι για την αναγνώριση της ακυρότητας της σύμβασης πώλησης που επάγεται η απόλυτη εικονικότητά της, δηλαδή γιατί η απαιτούμενη για την κατάρτισή της σύμβαση αυτής δήλωση βούλησης των συμβαλλομένων μερών δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά, μόνο η επίκληση και διαπίστωση ότι η σύμβαση αυτή είναι εικονική ενέχει αντίστοιχα επίκληση και διαπίστωση της έλλειψης σοβαρότητας της δήλωσης βούλησης των μερών και ότι αυτή έγινε μόνο φαινομενικά (βλ. ΑΠ 475/1991 ΕλλΔνη 1993. 564). Κατά τη σαφή έννοια του άρθρου 513 ΑΚ, ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης πώλησης είναι το πράγμα, το τίμημα και η συμφωνία των συμβαλλομένων για τη μετάθεση της κυριότητας και πληρωμής του τιμήματος. Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι, για το κύρος της καταρτισθείσης συμβάσεως πωλήσεως, δεν ασκεί καμιά επιρροή αν και πως κατέβαλε ο αγοραστής το τίμημα που συμφωνήθηκε, ούτε η μη καταβολή του τιμήματος καθιστά αυτή και μόνη την πώληση εικονική (βλ. ΑΠ 306/1993 ΕλλΔνη 1984. 1301), αφού το τίμημα μπορεί εκ των υστέρων να δωρηθεί ή να αφεθεί από τον πωλητή προς τον αγοραστή ή να αποσβεσθεί η σχετική αξίωση κατ’ άλλο τρόπο (βλ. ΑΠ 1750/1991 ΕλλΔνη 1993, 592, ΑΠ 253/1992 ΕλλΔνη 1993. 1312). Απλώς το γεγονός της μη καταβολής του τιμήματος μπορεί να αποτελέσει δικαστικό τεκμήριο για την εικονικότητα της δικαιοπραξίας, όχι όμως και αυτοτελή ισχυρισμό για τη θεμελίωση δικαιώματος για την ακύρωση της πώλησης ως εικονικής (βλ. ΑΠ 306/1993 ο.α., ΑΠ 1048/1993 EλλΔνη 35. 1575, ΕφΑθ 2620/1995). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 70 KΠολΔ προκύπτει ότι και ο τρίτος, που δεν είναι συμβαλλόμενος στη σύμβαση, η οποία καταρτίσθηκε μεταξύ άλλων, έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναγνώριση της ακυρότητός της, όταν γι’ αυτό έχει έννομο συμφέρον, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση διάταξη νόμου του αποκλείει το δικαίωμα αυτό. Το έννομο δε συμφέρον του, το οποίο μπορεί να είναι υλικό ή ηθικό, εξαρτάται από τις εκάστοτε περιστάσεις και γενικώς υπάρχει, όταν από την κατάρτιση της ακύρου συμβάσεως δημιουργείται αβεβαιότητα ως προς ορισμένη έννομη σχέση του και κίνδυνος για τα συμφέροντά του, είτε άμεσος είτε επικείμενος, είτε εξαρτώμενος από τη συνδρομή άλλου μέλλοντος περιστατικού, την αποτροπή του οποίου εξασφαλίζει η αιτούμενη αναγνώριση της ακυρότητος της συμβάσεως (ΑΠ 475/1991 EλλΔνη 34. 564). Περαιτέρω, το βάρος αποδείξεως του ισχυρισμού περί της εικονικότητος της δικαιοπραξίας, ο οποίος μπορεί να προβληθεί και κατ’ ένσταση (ΑΠ 1332/1976 NοB 25. 933), το φέρει ο επικαλούμενος την εικονικότητα (AΠ 618/1996 ό.π.). O ισχυρισμός αυτός μπορεί ν’ αποδειχθεί με τα, κατά τις διατάξεις του KΠολΔ, επιτρεπόμενα αποδεικτικά μέσα, διότι δεν πρόκειται για τροποποίηση της δικαιοπραξίας, κατά το περιεχόμενό της που καθορίστηκε από τους συμβληθέντες ώστε ν` απαιτείται, κατ` άρθρο 164 AK, για την τροποποίησή της ο τύπος που ορίζεται για τη δικαιοπραξία, ούτε η απόδειξη της εικονικότητος στρέφεται κατά του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, το οποίο αναγνωρίζεται ως έχει εξωτερικώς, αλλά στρέφεται κατά του κύρους της δικαιοπραξίας, κατά τους ορισμούς του ουσιαστικού νόμου, ως εκ του ότι έγινε χωρίς πρόθεση να παραγάγει έννομα αποτελέσματα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 394 § 1 εδ. δ` KΠολΔ, η απόδειξη με μάρτυρες επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση, αν από τη φύση της δικαιοπραξίας ή τις ειδικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε και ιδίως αν πρόκειται για εμπορικές συναλλαγές, δικαιολογείται η απόδειξη με μάρτυρες (AΠ 160/1996 EλλΔνη 37. 1325, AΠ 1453/1995 EλλΔνη 38. 1084, AΠ 373/1993 NοB 42. 1002). Εξάλλου, αν η δήλωση των κατ’ επίφαση δικαιοπρακτούντων γίνεται ενώπιον τρίτου (λ.χ. συμβολαιογράφου), εφόσον πρόκειται για πώληση ακινήτου (άρθρ. 513 AK), δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζει και αυτός ότι η δήλωση αυτή γίνεται μόνον κατ’ επίφαση (ΑΠ 1406/1988 EEN 1988. 390, EφAθ 1096/1996 EλλΔνη 37. 1626). Την αναγνώριση της ακυρότητος μεταβιβαστικής της κυριότητος του ακινήτου συμβάσεως λόγω εικονικότητας, μπορεί να τη ζητήσει και ο επικαλούμενος ότι η κυριότητα του ακινήτου περιέρχεται σ’ αυτόν (ΑΠ 475/1991 EλλΔνη 34. 564, ΑΠ 731/1980 NοB 29. 37).

Όταν στη διεκδικητική αγωγή σωρεύεται αίτημα να υποχρεωθεί ο υποθηκοφύλακας να μεταγράψει την απόφαση που θα εκδοθεί, το αίτημα αυτό είναι μη νόμιμο, εφόσον τούτο αποτελεί υποχρέωση του αρμοδίου υποθηκοφύλακα και σε περίπτωση αρνήσεώς του μπορεί να εξαναγκασθεί με τη διαδικασία των άρθρων 791 και 739 επ. KΠολΔ (EφAθ 1861/1990 EλλΔνη 34. 636).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή της, όπως παραδεκτά παραιτήθηκε μ’ αυτήν από το δικόγραφο της υπ’ αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως 15932/2008 όμοιας αγωγής της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και της υπ’ αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως 45309/2009 όμοιας αγωγής της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (άρθρ. 294, 295 § 1 και 297 του ΚΠολΔ), η ενάγουσα, η οποία τελεί υπό πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση (είχε δε τεθεί με το παλαιό νομικό καθεστώς σε δικαστική απαγόρευση, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2166/1953 αποφάσεως του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης) και έχει διορισθεί, με νεότερη δικαστική απόφαση (ήτοι την υπ’ αριθμ. 23472/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, μετά τη νεότερη τροποποίηση του νόμου) ως δικαστικός συμπαραστάτης της ο ................. ..... ................., στον οποίο χορηγήθηκε η από 28-12-2009 συναίνεση του εποπτικού συμβουλίου για την άσκηση και συζήτηση της ένδικης αγωγής για λογαριασμό της συμπαραστατούμενης, ισχυρίζεται, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, ότι είναι συγκυρία, συννομέας και συγκάτοχος, κατά μεν ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου η ίδια, κατά δε ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ο ................... ...................., των λεπτομερώς περιγραφομένων στο ιστορικό της αγωγής, κατά θέση και όρια, δύο όμορων ακινήτων (υπ’ αριθμ. 06 και 08 οικοπέδων), εμβαδού 167,59 τ.μ. το πρώτο και 147,45 τ.μ. το δεύτερο, αξίας 150.000 ευρώ το καθένα, που βρίσκονται στο Δήμο ................ Θεσσαλονίκης, στο 1121Β Οικοδομικό Τετράγωνο, με παράγωγο τρόπο (ήτοι με τη μνημονευόμενη στο δικόγραφο δήλωση αποδοχής κληρονομίας του άλλοτε συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Γ. Κατσικέα, κατά ποσοστό εξ αδιαιρέτου, και τη δήλωση αποδοχής κληρονομίας του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά ποσοστό εξ αδιαιρέτου, οι οποίες μεταγράφηκαν νομίμως, σε συνδυασμό με τους μνημονευόμενους τίτλους μεταβίβασης και την κυρωθείσα με απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης Πράξη Εφαρμογής της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης που ομοίως μεταγράφηκαν νομίμως), καθώς και με πρωτότυπο τρόπο κτήσεως κυριότητας (με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας), καθόσον από έτος 1952, που απεβίωσε ο άμεσος δικαιοπάροχός της και απώτερος δικαιοπάροχος του ως άνω συγκυρίου της, μέχρι και σήμερα, ασκούσε επ’ αυτών (για λογαριασμό όλων των συγκληρονόμων της) όλες τις πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση τους και περιγράφονται λεπτομερώς στο αγωγικό δικόγραφο. Ισχυρίζεται ακόμη ότι ο.............. ............................... δικαιοπάροχος πατέρας των δύο πρώτων εναγομένων, κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης την αναφερόμενη στο δικόγραφο εικονική αναγνωριστική κυριότητας αγωγή του κατά της ......... .......... (νυν τρίτης εναγομένης), ισχυριζόμενος αναληθώς ότι δήθεν απέκτησε, το Μάρτιο του 1961, με άτυπη αγορά από τον ίδιο τον .......... .................. (πατέρα και δικαιοπάροχο της ενάγουσας, ο οποίος όμως απεβίωσε στις 13-8-1952) τη νομή και ότι από τότε νεμόταν διανοία κυρίου τα επίδικα ακίνητα, καθώς και ότι η νυν τρίτη εναγομένη αμφισβητούσε το δικαίωμα κυριότητάς του επ’ αυτών. Ότι επί της εν λόγω αγωγής, η οποία, κατόπιν συνεννοήσεως των διαδίκων, συζητήθηκε ερήμην της εκεί εναγομένης, εκδόθηκε η μνημονευόμενη στο δικόγραφο απόφαση, με την οποία το ως άνω Δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε τον δικαιοπάροχο των δύο πρώτων εναγομένων κύριο των επιδίκων ακινήτων, μετά δε την τελεσιδικία της μεταγράφηκε στο Υποθηκοφυλακείο Νεαπόλεως στη μερίδα αυτού. Ότι ο ................. ................., χρησιμοποιώντας ως τίτλο κυριότητας την εν λόγω απόφαση, προέβη στις 20-11-2007 σε αίτηση διορθώσεως της προμνησθείσας Πράξεως Εφαρμογής που αφορά την επέκταση του ρυμοτομικού σχεδίου της περιοχής Άνωθεν Ασύλου του Δήμου ................ Θεσσαλονίκης, πετυχαίνοντας την έκδοση της αναφερόμενης στο δικόγραφο διορθωτικής Πράξεως Εφαρμογής που μεταγράφηκε νομίμως, με την οποία διορθώθηκε ο ιδιοκτήτης των επιδίκων ακινήτων και στη θέση «άγνωστος» τέθηκε το όνομα του ................ ............................., ο οποίος όμως είχε αποβιώσει ήδη στις 13-7-2007. Ότι ο ................ .................... συμφώνησε με την τρίτη εναγομένη (............................ ...............), με το μνημονευόμενο συμβολαιογραφικό προσύμφωνο, να πωλήσει και να μεταβιβάσει σ’ αυτήν την κυριότητα των επιδίκων ακινήτων. Ότι η τρίτη εναγομένη προέβη, στις 8-2-2008, ως αγοράστρια, στη σύνταξη του αναφερόμενου στο δικόγραφο οριστικού συμβολαίου αγοράς, το οποίο μεταγράφηκε νομίμως, συντάχθηκε δε αυτό μετά το θάνατο του πωλητή ................. ..........., τον οποίο αυτή γνώριζε, σε εκτέλεση του ως άνω προσυμφώνου πωλήσεως, με αυτοσύμβαση και με πληρεξουσιότητα που της χορηγήθηκε με το προσύμφωνο, παρότι αυτή έπαυσε με το θάνατο του ......................... ................ και έπρεπε να κληθούν να συμπράξουν στο οριστικό συμβόλαιο οι δύο πρώτοι εναγόμενοι, ως νόμιμοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, οι οποίοι, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο, δεν αποποιήθηκαν την κληρονομία του. Ότι για την πώληση αυτή δεν καταβλήθηκε τίμημα και συνεπώς το ως άνω συμβόλαιο αγοραπωλησίας είναι άκυρο αφενός μεν λόγω εικονικότητας, αφετέρου δε λόγω παύσεως της πληρεξουσιότητας που χορηγήθηκε από τον ........... ................... στην τρίτη εναγομένη. Ότι η ίδια (ενάγουσα) άσκησε έγκληση κατά των ως άνω προσώπων, μόλις έλαβε γνώση των εγκλημάτων που τελέσθηκαν σε βάρος της, καθώς και την αναφερόμενη στο δικόγραφο διεκδικητική αγωγή (με το ίδιο περιεχόμενο) κατά του .............. .................. και της τρίτης των εναγομένων, εγγράφοντας αυτήν στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων του αρμοδίου Υποθηκοφυλακείου, στις 22-4-2008. Ότι, αμέσως μετά την υπογραφή του άνω συμβολαίου και την άσκηση της ως άνω διεκδικητικής αγωγής, η τρίτη εναγόμενη, δυνάμει του αναφερόμενου στο αγωγικό δικόγραφο αγοραπωλητηρίου συμβολαίου που μεταγράφηκε νομίμως, μεταβίβασε την κυριότητα του ενός εκ των δύο επιδίκων ακινήτων (ήτοι του υπ’ αριθμ. 06 οικοπέδου, εμβαδού 167,65 τ.μ.), κατ’ ισομοιρίαν, στην τέταρτη και πέμπτη των εναγομένων, οι οποίες ήταν κακόπιστες, αφού γνώριζαν την ακυρότητα του ως άνω φερομένου ως τίτλου κτήσεως της τρίτης των εναγομένων, καθόσον, όταν προέβησαν στη δήθεν αγορά, είχε ήδη εγγραφεί η ανωτέρω διεκδικητική αγωγή της ενάγουσας στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων, το περιεχόμενο της οποίας γνώριζαν. Ότι αυτές ενήργησαν δολίως, σε συνεννόηση με την τρίτη εναγομένη, με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας την περιουσία της ιδίας (ενάγουσας) και του συγκυρίου της ...................... .......................... Ότι, συνεπεία των ανωτέρω, είναι άκυρο και το συμβόλαιο αγοραπωλησίας δια του οποίου η τέταρτη και πέμπτη εναγομένη απέκτησαν το ως άνω επίδικο ακίνητο, διότι στηρίζεται και σε άκυρο τίτλο κτήσεως. Ότι άπαντες οι εναγόμενοι αμφισβητούν το δικαίωμα συγκυριότητας της ενάγουσας και του .................... ..................................... επί των επιδίκων ακινήτων. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενη άμεσο έννομο συμφέρον, ζητεί, κατ’ εκτίμηση του αιτήματος, να αναγνωριστούν ως άκυρα τα δύο συμβόλαια αγοράς, με το πρώτο εκ των οποίων μεταβιβάσθηκε η κυριότητα των επιδίκων στην τρίτη εναγομένη και με το δεύτερο μεταβιβάσθηκε η κυριότητα του υπ’ αριθμ. 06 επιδίκου οικοπέδου στην τέταρτη και πέμπτη των εναγομένων, να αναγνωρισθεί η ίδια (ενάγουσα) συγκυρία, νομέας και συγκάτοχος, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου, επί των ως άνω επιδίκων ακινήτων, να αναγνωρισθεί ως άκυρη η διορθωτική πράξη εφαρμογής και να διαταχθεί η μεταγραφή της εκδοθησομένης αποφάσεως στη μερίδα των εναγομένων στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Νεαπόλεως, καθώς και καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων.

Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7 - 10, 11 αριθμ. 1, 18 αριθμ. 1 και 29 του ΚΠολΔ), για να συζητηθεί κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία (άρθρ. 215 επ. του ΚΠολΔ). Είναι δε ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της τρίτης εναγομένης, και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 138 παρ. 1, 223, 180, 1000, 1094, 513 επ., 1033, 369, 1710 επ., 1813, 1846, 1193, 1194, 1195, 1198, 1199, 1202, 974, 983, 1045 επ., 1051 του ΑΚ, 12 του Ν. 1337/1983 σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 49 §§ 2 και 3 του Ν. 947/1979, όπως κάποιες εξ αυτών ερμηνεύονται στη μείζονα σκέψη, καθώς και σε εκείνες των άρθρων 68, 70, 74 και 176 του ΚΠολΔ, πλην των κάτωθι αιτημάτων, ήτοι: α) της αναγνώρισης της ακυρότητας της διορθωτικής Πράξεως Εφαρμογής, το οποίο κρίνεται μη νόμιμο και απορριπτέο, καθόσον αυτό υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων [βλ. ΣτΕ 2979/2010 δημοσ. στη ΝΟΜΟΣ, όπου αναφέρεται ότι η αίτηση ακυρώσεως ατομικών πράξεων διοικητικών αρχών (που αφορούν, μεταξύ άλλων, και την εφαρμογή πολεοδομικών μελετών) καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της απόφασης του Νομάρχη, με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση και κυρώθηκε η διόρθωση της πράξης εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης υπάγεται στην αρμοδιότητα του κατά τόπον αρμοδίου Διοικητικού Εφετείου] και β) του αιτήματος περί μεταγραφής της εκδοθησομένης αποφάσεως στη μερίδα των εναγομένων, το οποίο κρίνεται απορριπτέο ως νόμω αβάσιμο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας.

Επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζητήσεώς της: α) ως προς μεν τη σωρευόμενη αγωγή, με αντικείμενο την αναγνώριση της κυριότητας ακινήτου, περίληψή της εγγράφηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 220 του ΚΠολΔ, στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Νεαπόλεως Θεσσαλονίκης (βλ. το υπ’ αριθμ. 82/14276/29- 12-2009 πιστοποιητικό της Υποθηκοφύλακα Νεαπόλεως Θεσσαλονίκης), ως προς δε τη σωρευόμενη αγωγή για την αναγνώριση της εικονικότητας αγοραπωλησίας ακινήτου δεν εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων, κατά το άρθρο 220 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 211/1996 ΕλλΔνη 1998, 1282), β) τηρήθηκε η προδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 214 Α του ΚΠολΔ (βλ. την από 29-3-2010 μονομερή δήλωση διαπίστωσης αποτυχίας της απόπειρας εξώδικης επίλυσης της διαφοράς, κατ’ άρθρ. 214Α §§ 7 και 8 του ΚΠολΔ και τις ως άνω προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα εκθέσεις επιδόσεως του άνω δικαστικού επιμελητή) και γ) δεν απαιτείται για το αντικείμενό της καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, διότι πρόκειται για αντικειμενικά σωρευόμενες αναγνωριστικές αγωγές.

Επειδή, για τη νομιμοποίηση προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης, κατ’ αρχήν αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσεως (κατά κανόνα νομιμοποίηση). Συνεπώς, η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών που επικαλείται ο ενάγων προς θεμελίωση του ισχυρισμού του αυτού συνιστά όχι ένσταση ελλείψεως νομιμοποιήσεως, αλλά άρνηση της βάσεως της αγωγής (βλ. ΑΠ 602/2002 ΕλλΔνη 2002, 1679, AΠ 954/1997 EλλΔνη 40, 339, ΕφΑθ 5685/1999 ΕλλΔνη 41, 526).

Στην προκειμένη περίπτωση, η τρίτη εναγομένη, με τις νομίμως κι εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου τους, αρνείται τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν την ιστορική βάση της αγωγής και προβάλλει τους εξής ισχυρισμούς:

Α) ότι πώλησε και μεταβίβασε, κατά πλήρη κυριότητα, το υπ’ αριθμ. 6 επίδικο οικόπεδο στην τέταρτη και πέμπτη των εναγομένων, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 11489/2008 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μιχ. Πιερράκου που μεταγράφηκε νομίμως, το οποίο και παρέδωσε σε αυτές, συνεπώς δε νομιμοποιείται η ίδια παθητικά στην άσκηση της ένδικης αγωγής, αλλά μόνο οι ως άνω αγοράστριες. Όλως δε επικουρικώς, ακόμη και προ της ως άνω πωλήσεως και μεταβιβάσεως του εν λόγω ακινήτου στις αγοράστριες, η ίδια (τρίτη εναγομένη) ήταν μόνη κυρία αυτού και όχι η ενάγουσα. Με βάση δε τους ισχυρισμούς αυτούς, ζητεί να απορριφθεί η ένδικη αγωγή. Ο ισχυρισμός αυτός της τρίτης εναγομένης, τόσο κατά το κύριο σκέλος του, όσο και κατά το επικουρικό, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, συνιστά άρνηση της βάσεως της αγωγής και όχι ένσταση. Σε κάθε δε περίπτωση, εφόσον υφίστανται αγωγικά αιτήματα για αναγνώριση της ακυρότητας αμφοτέρων των συμβολαίων πωλήσεως, ήτοι τόσο του συμβολαίου με το οποίο απέκτησε η τρίτη εναγομένη την κυριότητα αμφοτέρων των επιδίκων οικοπέδων, όσο και του συμβολαίου, με το οποίο αυτή μεταβίβασε την κυριότητα του ενός εξ αυτών στην τέταρτη και πέμπτη των εναγομένων υφίσταται εν προκειμένω η κατά κανόνα νομιμοποίηση και το Δικαστήριο θα προχωρήσει στην εξέταση της υποθέσεως από ουσιαστική άποψη.

Β) Επίσης, ότι το υπ’ αριθμ. 8 επίδικο οικόπεδο, νέμεται συνεχώς και αδιαλείπτως, τόσο η ίδια από το χρόνο που περιήλθε σ’ αυτήν, στις 8-2-2008, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 11288/2008 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Μιχαήλ Πιερράκου που μεταγράφηκε νομίμως, από τον ................... ..............., ο οποίος είχε γίνει κύριος με έκτακτη χρησικτησία, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 27005/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που μεταγράφηκε νομίμως, όσο και ο δικαιοπάροχός της .... .................., από το χρόνο κτήσεώς του το έτος 1961, με άτυπη πώληση από τον ................. ........, μέχρι και σήμερα, ασκώντας επ’ αυτού όλες τις πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση του και περιγράφονται λεπτομερώς στο δικόγραφο των προτάσεών της, χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από κανένα (ούτε και από την ενάγουσα) και έτσι έχει καταστεί κυρία αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας (πρωτότυπος τρόπος κτήσεως κυριότητας), προσμετρουμένου του χρόνου χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου της. Με βάση τους ισχυρισμούς αυτούς, ζητεί να απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή της αντιδίκου της. Ο ισχυρισμός αυτός της τρίτης εναγομένης συνιστά ένσταση ιδίας κυριότητας επί του ως άνω επιδίκου ακινήτου (βλ. Κ. Παπαδόπουλου, ο.α., § 137. 2, σ. 345, 346, § 114. 2, καθώς και Γεωργιάδη σε Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, ΑΚ, τ. V, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 1985, υπό αρθρ. 1095 αριθμ. 15 επ.), η οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1045 επ., 1051 του ΑΚ, πρέπει δε να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Γ) Όλως επικουρικώς, ισχυρίζεται επίσης ότι η ίδια και η οικογένειά της συγκέντρωσαν όλες τους τις οικονομίες από τις εργασίες τους για να αγοράσουν τα επίδικα ακίνητα, δίνοντας η μεν ίδια προκαταβολές συνολικού ποσού 45.000 ευρώ, οι δε δύο υιοί της μεγάλα ποσά, ήτοι ο μεν ............. κατέβαλε 120.000 ευρώ, ο δε ..................... 15.000 ευρώ. Ότι χρεώθηκαν, με την ελπίδα ότι θα μπορούσαν να αποκτήσουν τα οικόπεδα για να μπορέσει να αποκτήσει η οικογένειά της μία στοιχειώδη κατοικία, καθώς και ότι αν στερηθεί τα επίδικα θα ολοκληρωθεί η καταστροφή της που άρχισε με τη μη αποπληρωμή από την τέταρτη και πέμπτη των εναγομένων του τιμήματος για την αγορά του ενός επιδίκου οικοπέδου, καθόσον αυτές δεν μπόρεσαν να λάβουν δάνειο από την Τράπεζα ............, ενώ η ενάγουσα, μεγαλοκληρονόμος μεγάλων εκτάσεων στην .............. από την κληρονομία του ............ ................., δεν θα στερηθεί κάτι που καταφανώς ποτέ δεν είχε και στο οποίο δεν ασκούσε ποτέ πράξεις νομής. Ότι η ενάγουσα άσκησε την ένδικη αγωγή αποκλειστικά για την πιέσει, αποκλείοντάς της την αξιοποίηση των επιδίκων και τη μη είσπραξη του ως άνω τιμήματος. Ότι η ενάγουσα της δημιούργησε την πεποίθηση επί μεγάλο χρονικό διάστημα ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμά της, διότι δεν επιχείρησε την αποβολή του δικαιοπαρόχου της .... .............. από την άτυπη αγορά του είτε αυτή έγινε το 1951 είτε το 1961 μέχρι το 2008 επί 59 ή 49 ολόκληρα έτη, ούτε κατά τη σύνταξη της πράξη εφαρμογής ενδιαφέρθηκε να διορθωθεί αυτή ως προς τον φερόμενο ως άγνωστο ιδιοκτήτη. Με βάση τον ισχυρισμό αυτό, ζητεί να απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή της αντιδίκου της. Ο εν λόγω ισχυρισμός της ως άνω εναγομένης συνιστά ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, με τη μορφή της αποδυνάμωσης του δικαιώματος, η οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ (βλ. ΟλΑΠ 7/2002 ΕλλΔνη 43, 681), πρέπει δε να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Επειδή, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1045, 1046, 1048, 1049, 1050, 1054 και 1055 του ΑΚ, για την απόκτηση κυριότητας σε ακίνητο με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται συνεχής, επί μία τουλάχιστο εικοσαετία, νομή του ακινήτου. Εάν μεσολαβήσουν είτε διακοπτικά της χρησικτησίας γεγονότα είτε διαστήματα, κατά τα οποία το πράγμα είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας ή εξαιρείται, κατά νόμο, από τη χρησικτησία, αυτά δεν υπολογίζονται για τη συμπλήρωση της εικοσαετίας, λαμβάνεται δε υπόψη μόνο ο χρόνος μετά τη διακοπή της χρησικτησίας ή την πάροδο των εν λόγω διαστημάτων (βλ. ΑΠ 834/2007 δημοσ. στη ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 1055 του ΑΚ εξαιρούνται από την τακτική ή έκτακτη χρησικτησία τα πράγματα που ανήκουν σε πρόσωπα, τα οποία τελούν υπό γονική μέριμνα, επιτροπεία ή δικαστική συμπαράσταση (προγενέστερα δε δικαστική αντίληψη), ενόσω διαρκούν αυτές οι καταστάσεις. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι η προστασία των προσώπων, που τελούν υπό γονική μέριμνα, επιτροπεία ή δικαστική συμπαράσταση, από τον κίνδυνο να χάσουν την κυριότητά τους στα πράγματα που τους ανήκουν, συνεπεία χρησικτησίας από τρίτο, επιτυγχάνεται δε η προστασία αυτή με την αναστολή της ενάρξεως και συνεχίσεως της χρησικτησίας, ενόσω διαρκούν οι καταστάσεις αυτές (βλ. ΑΠ 20/2008 ΕλλΔνη 2009, 789 και εκεί περαιτέρω παραπομπή σε ΟλΑΠ 7/2004). Ο ισχυρισμός περί εξαιρέσεως των ανωτέρω πραγμάτων από τη χρησικτησία προτείνεται κατ’ ένσταση και συνεπώς δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας (βλ. ΑΠ 20/2008 ΕλλΔνη 2009, 789).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα ισχυρίζεται καθ’ υποφοράν τα λεπτομερώς εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφό της πραγματικά περιστατικά, ήτοι ότι τελεί υπό πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση από το έτος 1953 (είχε δε τεθεί με το παλαιό νομικό καθεστώς σε δικαστική απαγόρευση, δυνάμει της υπ’ αρθμ. 2166/1953 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης) μέχρι σήμερα. Σύμφωνα δε με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, ο ισχυρισμός αυτός συνιστά αντένσταση, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 1055 του ΑΚ, όπως αυτή ερμηνεύεται ανωτέρω. Πρέπει δε να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως (της τρίτης εναγομένης), που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεώς του, την επισκόπηση των νομίμως προσκομιζόμενων και επικαλούμενων από την ενάγουσα και την τρίτη εναγομένη φωτογραφιών, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 περ. 3, 448 § 2 και 457 § 4 του ΚΠολΔ), καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα λοιπά έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη τόσο για άμεση απόδειξη, όσο και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αφού έχει επιτραπεί η απόδειξη με μάρτυρες (άρθρα 336 § 3, 339, 395 του ΚΠολΔ), από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα υπ’ αριθμ. 1672/6-9-2010 ένορκη βεβαίωση: α) του ........... ........ του............ και β) της ............ συζ. ................ ................. ενώπιον της Ειρηνοδίκου Θεσσαλονίκης Αικατερίνης Σεχίδου, η οποία ελήφθη νομότυπα και εμπρόθεσμα, ύστερα από κλήτευση όλων των εναγομένων από την ενάγουσα προ δύο τουλάχιστον εργασίμων ημερών (αρθρ. 270 § 2 εδ. γ΄ του ΚΠολΔ), από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την τρίτη εναγομένη υπ’ αριθμ. 868/20-4- 2011 ένορκη βεβαίωση: α) της ..... ...... του ..........., β) του ......... .............. του ........... και γ) του ................ ......... του ............, ενώπιον της Ειρηνοδίκου Θεσσαλονίκης Δέσποινας Αξαρλή, η οποία ελήφθη νομότυπα και εμπρόθεσμα, ύστερα από κλήτευση της ενάγουσας από την τρίτη εναγομένη προ δύο τουλάχιστον εργασίμων ημερών (αρθρ. 270 § 2 εδ. γ΄ του ΚΠολΔ), εκτός από την ίδια ως άνω (υπ’ αριθμ. 868/20-4-2011) ένορκη βεβαίωση ενώπιον της ιδίας ως άνω Ειρηνοδίκου, ως προς τις λοιπές καταθέσεις των υπό στοιχείο 2, 3 και 4 μαρτύρων, ήτοι της ............... .................... του ............., της ................... ............. του .............. και της ............ ................. του..................., οι οποίες προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από την τρίτη εναγομένη, αλλά δεν λαμβάνονται καθόλου υπόψη ούτε και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθόσον, με τη διάταξη του άρθρου 270 § 2 εδ. γ΄ ΚΠολΔ, οριοθετείται ο αριθμός των ενόρκων βεβαιώσεων που λαμβάνονται υπόψη, κατ’ ανώτατο αριθμό σε τρεις για κάθε πλευρά, ανεξάρτητα από τη φύση της υπόθεσης και τον αριθμό των διαδίκων κάθε πλευράς, και η ως άνω εναγομένη που τις προσκόμισε δεν προσδιόρισε ποιες αποσύρει (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, συμπληρωματικός τόμος, Αθήνα, 2001, υπό άρθρο 270 αριθμ. 12), από τις ομολογίες που συνάγονται από τις προτάσεις των διαδίκων (άρθρο 261 του ΚΠολΔ), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 811/2008 δημοσ. στη ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ’ αριθμ. 19372/19-12-1951 τίτλου κυριότητας της .......................... Τράπεζας της ....................., που μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης, στον τόμο 160 και με αύξοντα αριθμό 263, παραχωρήθηκε, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στον δικαιοπάροχο πατέρα της ενάγουσας ............... .................. του ................ - .............., μεταξύ άλλων, και το υπ’ αριθμ. 681 αγροτεμάχιο, Δ΄ κατηγορίας, εμβαδού 2.750 τ.μ., κείμενο στην εποικισθείσα περιοχή του αγροκτήματος Πολίχνης, του Συνοικισμού Πολίχνης Ν. Θεσσαλονίκης, το οποίο συνόρευε γύρωθεν βορειοανατολικώς με το υπ’ αριθμ. 673 τεμάχιο και 674 χέρσο, βορειοδυτικώς μετά του αυτού χέρσου, ως και με τα υπ’ αριθμ. 673 και 680 τεμάχια, νοτιοανατολικώς με το υπ’ αριθμ. 682 τεμάχιο και νοτιοδυτικώς με το υπ’ αριθμ. 688 τεμάχιο, εκ του οποίου χωρίζεται δια δρόμου. Ο ......... ..................... απεβίωσε, στην ............, στις 13-8-1952, χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλείποντας ως μοναδικούς πλησιέστερους συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του: α) τη σύζυγό του ...................., χήρα ............ ................., κατά ποσοστό εξ αδιαιρέτου, β) τη θυγατέρα του (νυν ενάγουσα) .......... .................., συζ. ................ ..............., κατά ποσοστό εξ αδιαιρέτου, γ) τον υιό του ............ ................., κατά ποσοστό εξ αδιαιρέτου, και δ) τη θυγατέρα του ........ συζ. ...................... ........................ κατά ποσοστό εξ αδιαιρέτου. Δυνάμει της υπ’ αριθμ. 21043/11-12-1956 δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας του άλλοτε συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Γεωργίου Κατσικέα, που μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης, στον τόμο 193 και με αύξοντα αριθμό 693, οι ως άνω κληρονόμοι αποδέχθηκαν, μεταξύ άλλων, και το ως άνω αγροτεμάχιο, εμβαδού 2.750 τ.μ. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την ίδια τη δήλωση αποδοχής, ο .......................... ......................... ............................... παραστάθηκε στη σύνταξή της ως επίτροπος της δικαστικώς απαγορευμένης νυν ενάγουσας. Διεγράφη δε το τίμημα του ως άνω ακινήτου, βάσει του άρθρου 282 του Αγροτικού Κώδικα (ΒΔ 20-10-1949 ΦΕΚ Α΄ 342/6-12-1949), και καταργήθηκαν οι περιορισμοί και απαγορεύσεις της μεταβιβάσεως των ατομικών κλήρων (άρθρο 1 § 5 Α.Ν. 431/1968). Στη συνέχεια, οι ως άνω κληρονόμοι προέβησαν σε διαδοχικές πωλήσεις, με τις οποίες πώλησαν και μεταβίβασαν, κατά πλήρη κυριότητα, διαιρετά τμήματα του ως άνω αγροτεμαχίου σε τρίτα πρόσωπα, όπως αυτά συνομολογούνται από την τρίτη εναγομένη, ήτοι: α) στον .................. ........................... διαιρετό τμήμα, εμβαδού 160 τ.μ., με αριθμό τεμαχίου 1, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 21053/12-12-1956 συμβολαίου του άλλοτε συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Γ. Κατσικέα, που μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης, στον τόμο 194 και με αύξοντα αριθμό 195, β) στη ................. ...................... διαιρετό τμήμα, εμβαδού 115,60 τ.μ., δυνάμει του υπ’ αριθμ. 21146/1957 συμβολαίου του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, που μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία μεταγραφών του ιδίου ως άνω Υποθηκοφυλακείου, στον τόμο 194 και με αύξοντα αριθμό 322, γ) στον .................. ..................... διαιρετό τμήμα, εμβαδού 120 τ.μ., δυνάμει του υπ’ αριθμ. 21741/1957 συμβολαίου του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία μεταγραφών του ιδίου ως άνω Υποθηκοφυλακείου, στον τόμο 203 και με αύξοντα αριθμό 141, δ) στον ................ ....................... διαιρετό τμήμα, εμβαδού 314 τ.μ., δυνάμει του υπ’ αριθμ. 22404/1957 συμβολαίου του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία μεταγραφών του ιδίου ως άνω Υποθηκοφυλακείου, στον τόμο 206 και με αύξοντα αριθμό 297, ε) στη ........... ............... διαιρετό τμήμα, εμβαδού 160,50 τ.μ., δυνάμει του υπ’ αριθμ. 22288/1957 συμβολαίου του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία μεταγραφών του ιδίου ως άνω Υποθηκοφυλακείου, στον τόμο 206 και με αύξοντα αριθμό 344, στ) στην ....... .............. διαιρετό τμήμα, εμβαδού 154,15 τ.μ., δυνάμει του υπ’ αριθμ. 23469/1958 συμβολαίου του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία μεταγραφών του ιδίου ως άνω Υποθηκοφυλακείου, στον τόμο 215 και με αύξοντα αριθμό 323, ζ) στον .............. ........................ διαιρετό τμήμα, εμβαδού 441,50 τ.μ., δυνάμει του υπ’ αριθμ. 14385/1959 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Πετικάρη, που μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία μεταγραφών του ιδίου ως άνω Υποθηκοφυλακείου, στον τόμο 221 και με αύξοντα αριθμό 416, η) στη................ ............... διαιρετό τμήμα, εμβαδού 97,50 τ.μ., δυνάμει του υπ’ αριθμ. 6841/1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Γκούτα, που μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία μεταγραφών του ιδίου ως άνω Υποθηκοφυλακείου, στον τόμο 264 και με αύξοντα αριθμό 468, θ) στον ................ ................ διαιρετό τμήμα, εμβαδού 161,50 τ.μ., δυνάμει του υπ’ αριθμ. 7073/1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Γκούτα, που μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία μεταγραφών του ιδίου ως άνω Υποθηκοφυλακείου, στον τόμο 270 και με αύξοντα αριθμό 183, ι) στην .............. .............. διαιρετό τμήμα, εμβαδού 307,10 τ.μ., δυνάμει του υπ’ αριθμ. 3231/1965 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Α. Κατσικέα, που μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία μεταγραφών του ιδίου ως άνω Υποθηκοφυλακείου, στον τόμο 426 και με αύξοντα αριθμό 244, ια) στη ............. .............. διαιρετό τμήμα, εμβαδού 136,50 τ.μ., δυνάμει του υπ’ αριθμ. 3536/1966 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Α. Κατσικέα, που μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία μεταγραφών του ιδίου ως άνω Υποθηκοφυλακείου, στον τόμο 445 και με αύξοντα αριθμό 396, και τέλος, ιβ) στην ............... συζ. ...... .................... διαιρετό τμήμα, εμβαδού 40 τ.μ., δυνάμει της υπ’ αριθμ. 557/1987 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης περί επικυρώσεως ανωμάλου δικαιοπραξίας, που μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νεαπόλεως, στον τόμο 14 και με αύξοντα αριθμό 211. Συνεπώς, μεταβιβάσθηκαν, κατά πλήρη κυριότητα, διαιρετά τμήματα του ως άνω αγροτεμαχίου, συνολικού εμβαδού 2.208,35 τ.μ., απέμεινε δε στη συγκυριότητα των ως άνω κληρονόμων διαιρετό τμήμα, εμβαδού 541,65 τ.μ.. Η κληρονόμος....................... χήρα................ ............................., το έτος 1966, προέβη σε άτυπη δωρεά του ως άνω ποσοστού της (ήτοι εξ αδιαιρέτου) επί του ανωτέρω διαιρετού τμήματος στον μοναδικό υιό της και συγκληρονόμο .................... ......., ο οποίος ασκούσε τη συννομή του επί του εν λόγω ακινήτου, κατά ποσοστό 2/4 εξ αδιαιρέτου, μέχρι το θάνατό του που επισυνέβη, στις 8-2-1987. Ο ανωτέρω αποβιώσας, ο οποίος δεν άφησε διαθήκη, κατέλειπε, κατά το χρόνο θανάτου του, μόνες πλησιέστερες συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τις δύο αδελφές του, ήτοι την ενάγουσα ....... ................. και την ............... χήρα .............. ......................., το γένος .............. ..................., κατά ποσοστό εξ αδιαιρέτου εκάστη. Αποδείχθηκε δε ότι η ενάγουσα αποδέχθηκε την ως άνω κληρονομία που κατέλειπε ο κληρονομούμενος αδελφός της, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 87/2009 αποδοχής κληρονομίας του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νεαπόλεως, στον τόμο 369 και με αύξοντα αριθμό 488. Κατέστη έτσι συγκυρία, συννομέας και συγκάτοχος του ως άνω ακινήτου, κατά ποσοστό 2/4 (ή ½ ) εξ αδιαιρέτου, καθόσον, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, είχε ποσοστό εξ αδιαιρέτου, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 21043/1956 δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας του δικαιοπαρόχου πατρός της, και απέκτησε και ποσοστό εξ αδιαιρέτου, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 87/2009 αποδοχής κληρονομίας του δικαιοπαρόχου αδελφού της. Ακολούθως, η ως άνω συγκληρονόμος ................. χήρα .............. ....................... απεβίωσε την 4η Ιουλίου 1993, χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλείποντας, κατά το χρόνο θανάτου της, μόνο πλησιέστερο συγγενή και εξ αδιαθέτου κληρονόμο της τον υιό της .................... ........................., ο οποίος κατέστη συγκύριος, συννομέας και συγκάτοχος του ως άνω ακινήτου, κατά ποσοστό 2/4 (ή ½ ) εξ αδιαιρέτου, από την επαγωγή της (ήτοι από το θάνατο της δικαιοπαρόχου μητρός του, στις 4-7-1993), εκκρεμεί δε εκ μέρους του διπλή δήλωση αποδοχής κληρονομίας, δηλαδή μία για λογαριασμό του, ως προς την κληρονομία της μητρός του, και μία για λογαριασμό της μητρός του, ως προς την κληρονομία του κληρονομουμένου αδελφού της .......... (βλ. άρθρο 1846 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο ο κληρονόμος αποκτά αυτοδικαίως την κληρονομία μόλις γίνει η επαγωγή, με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 1198). Αποδείχθηκε ακόμη ότι, με την υπ’ αριθμ. 7 Πράξη Εφαρμογής της Διευθύνσεως Πολεοδομίας - Τμήμα Πολεοδομικών Εφαρμογών της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 29/18323/ΠΕ/1267/25-8-1998 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης που αφορά την επέκταση του ρυμοτομικού σχεδίου της περιοχής ............... ................ του Δήμου ............... Θεσσαλονίκης και μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ............., το ως άνω ακίνητο, εμβαδού 541,65 τ.μ., κατέστη δύο όμορα οικόπεδα, τα οποία είναι άρτια και οικοδομήσιμα και βρίσκονται επί των οδών ........................ ................ και ........., στο υπ’ αριθμ. .......... οικοδομικό τετράγωνο του Δήμου ..............., είναι δε διαμπερή, με πρόσοψη και στις δύο οδούς. Πιο συγκεκριμένα πρόκειται για τα εξής οικόπεδα: α) το υπ’ αριθμ. 6 οικόπεδο, με κωδικό αριθμό κτηματογραφήσεως της ως άνω Πράξεως Εφαρμογής ............, εμβαδού κατά την ως άνω Πράξη 167,59 τ.μ., το οποίο συνορεύει βόρεια με ιδιοκτησία αγνώστων ιδιοκτητών, νότια με όμορο οικόπεδο (υπ’ αριθμ. 8), συνιδιοκτησίας της ενάγουσας και του .................................... ....................., ανατολικά με την οδό ......... και δυτικά με την οδό ........................ .................., και β) το υπ’ αριθμ. 8 οικόπεδο, με κωδικό αριθμό κτηματογραφήσεως της ως άνω Πράξεως Εφαρμογής 016318, εμβαδού κατά την ως άνω Πράξη 147,45 τ.μ., το οποίο συνορεύει βόρεια με το υπ’ αριθμ. 6 οικόπεδο, συνιδιοκτησίας της ενάγουσας και του .................. ....................., νότια με ιδιοκτησία αγνώστων ιδιοκτητών, ανατολικά με την οδό ....................... και δυτικά με την οδό ...................... ................... Σημειωτέον ότι στην ως άνω Πράξη Εφαρμογής που κυρώθηκε, όπως προεκτέθηκε, στις 25-8-1998 κύριος των δύο αυτών οικοπέδων φερόταν «άγνωστος».

Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι δυνάμει της υπ’ αρθμ. 2166/28-7-1953 αποφάσεως του Δικαστηρίου των εν Θεσσαλονίκη Πρωτοδικών, η νυν ενάγουσα .......... ..................... (γεννημένη το έτος 1914) κηρύχθηκε (με βάση το ισχύον τότε νομικό καθεστώς), από την 28η Ιουλίου του έτους 1953, σε κατάσταση δικαστικής απαγορεύσεως (ήδη στερητικής δικαστικής συμπαραστάσεως), λόγω της εκ γενετής κωφαλαλίας της, τελεί δε αυτή μέχρι σήμερα υπό πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση, έχει δε διορισθεί με την υπ’ αριθμ. 23472/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία κατέστη τελεσίδικη, ως δικαστικός συμπαραστάτης της ο .. της ....................... . του .........................., στον οποίο χορηγήθηκε η από 28-12-2009 συναίνεση του διορισμένου με την ως άνω απόφαση εποπτικού συμβουλίου για την άσκηση και συζήτηση της ένδικης αγωγής για λογαριασμό της συμπαραστατούμενης. Κατ’ ακολουθία, αποδείχθηκε ότι εξαιρούνται από την τακτική ή έκτακτη χρησικτησία τα δύο επίδικα οικόπεδα που ανήκουν στην ενάγουσα, η οποία τελεί υπό δικαστική συμπαράσταση, καθ’ όλο το διάστημα που διαρκεί αυτή η κατάσταση, ήτοι από το 1953 έως σήμερα. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή η προβαλλόμενη (καθ’ υποφοράν) από την ενάγουσα αντένστασή της, ως ουσιαστικά βάσιμη και να απορριφθεί η ένσταση ιδίας κυριότητας της τρίτης εναγομένης (που βασίζεται στη χρησικτησία) ως ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα ασκούσε πράξεις συννομής επί του ως άνω ακινήτου της (το οποίο διαιρέθηκε σε δύο οικόπεδα, με την πράξη εφαρμογής), δια των επιτρόπων της (σύμφωνα με το παλαιότερο νομικό καθεστώς της δικαστικής απαγόρευσης), ήτοι του ................... ........................, γαμπρού της από αδελφή, από το 1953 που διορίσθηκε αυτός επίτροπός της έως το 1982, οπότε παύθηκε από το λειτούργημα του επιτρόπου και διορίσθηκε ως επίτροπος αυτής ο .............. ..............., ο οποίος αντικαταστάθηκε, στις 12-8-2002, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 23472/2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, από τον νυν δικαστικό συμπαραστάτη ............... Όλοι οι ανωτέρω (επίτροποι και δικαστικός συμπαραστάτης) διορίσθηκαν, προκειμένου να επιμελούνται τις προσωπικές και περιουσιακές υποθέσεις της συμπαραστατούμενης. Η νομή, ήδη από το χρόνο θανάτου του απώτερου δικαιοπαρόχου τους ................. ..........., ο οποίος, κατά προεκτεθέντα ήταν κύριος και νομέας του ακινήτου, από το οποίο προέκυψαν τα δύο επίδικα οικόπεδα, μεταβιβάσθηκε στους ως άνω συγκληρονόμους, οι οποίοι έκτοτε ασκούσαν αυτή αδιαλείπτως, κατά τα προεκτεθέντα ποσοστά εξ αδιαιρέτου έκαστος. Πιο συγκεκριμένα, από 12-12-1956 μέχρι το 1987, αποδείχθηκε ότι οι ως άνω συγκληρονόμοι διαιρούσαν τμήματα του μείζονος ακινήτου (εμβαδού 2.750 τ.μ.) και τα μεταβίβαζαν, με συμβολαιογραφικά έγγραφα, αιτία πωλήσεως, σε τρίτους. Συνεπώς, συμπεριφέρονταν και ήταν πραγματικοί συγκύριοι του εν λόγω ακινήτου, ασκούσαν δε επ’ αυτού όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις συννομής, ήτοι κατείχαν αυτό με διάνοια κυρίου, η οποία εκδηλωνόταν επί του εναπομείναντος κάθε φορά τμήματος του (μείζονος) ακινήτου τους, με τον ως άνω τρόπο (διαίρεση και πώληση τμημάτων), ο οποίος απαιτούσε, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ως αναγκαία προϋπόθεση τον έλεγχο και την εποπτεία του ακινήτου και την καταμέτρησή του κάθε φορά, προκειμένου να προβαίνουν σε κάθε νέα μεταβίβαση διαιρετού τμήματος, κατά τα προεκτεθέντα. Αλλά και από τον ως άνω χρόνο και μέχρι σήμερα, οι συγκύριοι συνέχισαν (η ενάγουσα δια του δικαστικού συμπαραστάτη και ..............., κατά διαστήματα, να εποπτεύουν τα δύο οικόπεδα, να τα επισκέπτονται, να καθαρίζουν αυτά από χόρτα, να επιτρέπουν σε τρίτους, όπως στον ............ ............., ............ .....................,.................. ..................., τον ........... .............., τον .................. ...................., κατά παράκληση αυτών, να παρκάρουν τα αυτοκίνητά τους και να κατασκευάσουν, με την άδεια του συμπαραστάτη, μία πρόχειρη κατασκευή (υπόστεγο) για να τα προστατεύουν, διαβεβαιώνοντας τον συμπαραστάτη ότι θα την αποξηλώσουν, όταν τους το ζητήσει, καθώς και σε κάποιον τρίτο, κατά παράκλησή του να κατασκευάσει, προ τετραετίας περίπου, με την άδεια ομοίως του ως άνω συμπαραστάτη ένα πρόχειρο κατασκεύασμα από λαμαρίνες, ως αποθήκη εργαλείων, άσκησαν τις υπ’ αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως 15932/21-4-2008 και 45309/2009 διεκδικητικές αγωγές κατά του ................... ................... και της νυν τρίτης εναγομένης για τα επίδικα ακίνητα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, προκειμένου να προστατεύσουν αυτά από καταπατήσεις. Τέλος, η ενάγουσα υπέβαλε, στις 19-11-2008, στο αρμόδιο Γραφείο Κτηματογράφησης, την οικεία δήλωση του Ν. 2308/1995, προκειμένου να καταχωρηθούν τα δύο επίδικα οικόπεδα, ιδιοκτησίας της, στην κτηματολογική βάση δεδομένων. Ακολούθως, προέκυψε ότι ο ................................. ...................., δικαιοπάροχος πατέρας των δύο πρώτων εναγομένων, κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την υπ’ αριθμ. 50545/14-11-2006 εικονική αναγνωριστική κυριότητας αγωγή του κατά της νυν τρίτης εναγομένης, ..................... ........................................, ισχυριζόμενος αναληθώς ότι δήθεν απέκτησε, το Μάρτιο του 1961, με άτυπη αγορά από τον ίδιο τον ................ ............ (πατέρα και δικαιοπάροχο της ενάγουσας), αντί τιμήματος 8.500 δρχ., τη νομή ενός διαιρετού τμήματος του μείζονος ακινήτου, εμβαδού 500 τ.μ. του αρχικού ακινήτου και ότι από τότε κατείχε διανοία κυρίου αυτό (ακολούθως δε, μετά την έκδοση της Πράξεως Εφαρμογής τα δύο επίδικα οικόπεδα), καθώς και ότι η νυν τρίτη εναγομένη αμφισβητούσε (λεκτικά) το δικαίωμα κυριότητάς του επ’ αυτών. Επί της εν λόγω αγωγής, η οποία, κατόπιν συνεννοήσεως των διαδίκων, συζητήθηκε, στις 30-3-2007, ερήμην της εκεί εναγομένης, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 27005/12-7-2007 απόφαση, με την οποία το ως άνω Δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε τον δικαιοπάροχο των δύο πρώτων εναγομένων κύριο των επιδίκων ακινήτων, μετά δε την τελεσιδικία της μεταγράφηκε στο Υποθηκοφυλακείο Νεαπόλεως στη μερίδα αυτού, στον τόμο 335 και με αύξοντα αριθμό 361. Τα ως άνω επικαλούμενα από τον .. ........................ πραγματικά περιστατικά είναι παντελώς αβάσιμα, καθόσον ο ........... .................... απεβίωσε στις 13-8-1952, ήτοι μία δεκαετία σχεδόν νωρίτερα, από τη διϊσχυριζόμενη από τον ........... χρονολογία (ήτοι το Μάρτιο του 1961) που υποτίθεται ότι του πώλησε με άτυπη πώληση το ακίνητο. Περαιτέρω δε προέκυψε ότι το ακίνητο συννέμονταν, ήδη από το χρόνο θανάτου του ανωτέρω, οι συγκληρονόμοι του, οι οποίοι, πέραν των άλλων, προέβαιναν, κατά τα προεκτεθέντα, από 12-12-1956 μέχρι το έτος 1987, σε πωλήσεις και μεταβιβάσεις διαιρετών τμημάτων του μείζονος ακινήτου τους, και όχι ο ήδη θανών δικαιοπάροχός της ... ...................., όπως παντελώς αβάσιμα ισχυρίζεται η τρίτη των εναγομένων, ο οποίος σε καμία πράξη νομής δεν προέβη επί του ακινήτου. Στο μεταξύ, κατά τη διάρκεια της εν λόγω εκκρεμοδικίας, και συγκεκριμένα στις 7-5- 2007, ήτοι ένα μήνα μετά τη συζήτηση της ως άνω αγωγής (στις 30-3-2007) και πολύ πριν την έκδοση της αποφάσεως (στις 12-7-2007), ο ενάγων στην εικονική αναγνωριστική κυριότητας αγωγή ..................... .......................... ανέλαβε την υποχρέωση, με το υπ’ αριθμ. 10995/7-5-2007 προσύμφωνο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μιχαήλ Πιερράκου, και υποσχέθηκε να πωλήσει, να μεταβιβάσει και να παραδώσει στην νυν τρίτη εναγομένη (.............. ..............) την κυριότητα των δύο επιδίκων ακινήτων. Ο .................. .............. απεβίωσε, στη Θεσσαλονίκη, στις 13-7-2007, δηλαδή μία ακριβώς ημέρα μετά την έκδοση της ως άνω ερήμην εκδοθείσας αποφάσεως που τον αναγνώριζε κύριο των επιδίκων. Ωστόσο, στις 20-11-2007, ο ήδη θανών .................... ................... φέρεται να προέβη στην υπ’ αριθμ. 64913/20-11-2007 αίτηση προς το αρμόδιο Πολεοδομικό Τμήμα Θεσσαλονίκης περί διορθώσεως της προμνησθείσας Πράξεως Εφαρμογής που αφορά την επέκταση του ρυμοτομικού σχεδίου της περιοχής Άνωθεν Ασύλου του Δήμου .............., πετυχαίνοντας, με τη χρήση της ως άνω αποφάσεως ως τίτλου κυριότητας, την έκδοση της υπ’ αριθμ. 7/633 διορθωτικής Πράξεως Εφαρμογής που μεταγράφηκε νομίμως, με την οποία διορθώθηκε ο ιδιοκτήτης των επιδίκων ακινήτων και στη θέση «άγνωστος» τέθηκε το όνομα του ήδη θανόντος ........................... ................ Ακολούθως, η τρίτη εναγομένη προέβη, ως αγοράστρια, στις 8-2-2008, ήτοι μετά το θάνατο του πωλητή .................... .................., τον οποίο (θάνατο) αυτή γνώριζε, στη σύνταξη του υπ’ αριθμ. 11288/8-2-2008 οριστικού συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μιχαήλ Πιερράκου, το οποίο μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νεαπόλεως, στον τόμο 341 και με αύξοντα αριθμό 596, σε εκτέλεση του προαναφερθέντος προσυμφώνου πωλήσεως, με αυτοσύμβαση, κατ’ άρθρο 235 του ΑΚ, και με πληρεξουσιότητα που της χορηγήθηκε από τον ................... .......... με το προαναφερθέν προσύμφωνο. Το ως άνω, λοιπόν, συμβόλαιο είναι άκυρο, καθόσον αυτό συντάχθηκε, μετά την παύση της πληρεξουσιότητας λόγω θανάτου του δόντος αυτήν .................. ........................., κατ’ άρθρο 223 του ΑΚ. Έπρεπε δε να κληθούν από την τρίτη εναγομένη να συμπράξουν στην κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου οι δύο πρώτοι εναγόμενοι, ως μοναδικοί πλησιέστεροι συγγενείς και συνεπώς νόμιμοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του .............. ........................., οι οποίοι δεν αποποιήθηκαν την κληρονομία του. Εξάλλου, προέκυψε ότι για τις πωλήσεις αυτές δεν καταβλήθηκε από την τρίτη εναγομένη ή τους υιούς της κανένα απολύτως τίμημα στον ................. ........... και συνεπώς το ως άνω συμβόλαιο αγοραπωλησίας είναι άκυρο, πλην της ως άνω αιτίας (ήτοι λόγω παύσεως της δοθείσης πληρεξουσιότητας λόγω θανάτου) και λόγω εικονικότητας ως προς το τίμημα των πωλήσεων και επομένως δεν μεταβιβάσθηκε με αυτό η κυριότητα των επιδίκων. Για τον ίδιο δε λόγο, ήτοι διότι η συμφωνία για το τίμημα είναι εικονική, είναι άκυρο και το προσύμφωνο πωλήσεως (βλ. EφΘεσ 1610/1989 EλλΔνη 31. 1287). Πιο συγκεκριμένα, η νυν τρίτη των εναγομένων φέρεται να κατέβαλε στον .. ............... εξ ολοκλήρου, πριν την υπογραφή του προσυμφώνου (στις 7-5-2007) και ενώ ακόμη εκκρεμούσε η έκδοση αποφάσεως επί της συμπαικτικώς ασκηθείσης αγωγής του ... .............., τίμημα 28.775 ευρώ για το πρώτο των επιδίκων οικοπέδων και 25.245 ευρώ για το δεύτερο εξ αυτών, η αγοραία δε αξία των ως άνω ακινήτων, κατά το χρόνο που έγινε το ως άνω προσύμφωνο, ανερχόταν τουλάχιστον στο ποσό των 100.000 ευρώ για κάθε οικόπεδο. Ο προβαλλόμενος με τις προτάσεις ισχυρισμός της ότι κατέβαλε συνολικά 180.000 ευρώ στον ... ..............., εξοφλώντας ολοσχερώς το τίμημα, κατά την κατάρτιση του προσυμφώνου συμβολαίου (στις 7-5-2007) κρίνεται παντελώς αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον αυτή δεν προσκόμισε κανένα τραπεζικό έγγραφο, απ’ το οποίο να προκύπτει καταρχάς ότι διέθετε τόσο μεγάλες καταθέσεις που να δικαιολογούν μία τόσο μεγάλη αγορά ακινήτων και κατά δεύτερον ότι όντως προέβη η ίδια ή οι υιοί της σε ανάληψη τόσο μεγάλων ποσών, κατά το κρίσιμο διάστημα προ της καταρτίσεως του προσυμφώνου. Το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως απ’ αυτήν σχετικό με αριθμό 17Α που φέρει τον τίτλο «πίνακας μηνιαίων δόσεων» δεν αποτελεί έγγραφο, καθόσον πέραν από τις λέξεις “................ ............” που αναγράφονται στην επικεφαλίδα του δεν φέρει χρονολογία εκδόσεως, ούτε τα στοιχεία του εκδότη και υπογραφή, συνεπώς, δεν μπορεί να εκτιμηθεί. Εξάλλου, τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως απ’ αυτήν σχετικά με αριθμούς 17Β, 17Γ, 17Δ και 17Ζ αφορούν πιστωτικές κάρτες της τρίτης εναγομένης και του ................ ........., σε διάφορα χρονικά διαστήματα του έτους 2008 και όχι του κρίσιμου χρόνου, ως προς τα οποία δεν προκύπτει το είδος των συμβάσεων που συνήφθησαν και δεν μπορούν να εκτιμηθούν, ενώ και τα προσκομιζόμενα σχετικά με αριθμούς 17Ε και 17ΣΤ αφορούν το μεν πρώτο έμβασμα που έκανε η τρίτη εναγομένη, στις 28-3-2007, στην Κύπρο, ποσού 3.615 ευρώ, το δε άλλο πίνακα απόσβεσης δανείου του ...................... ............. στην ......... ............................, με ημερομηνία εγγράφου 22-5-2007, αρχικού κεφαλαίου 6.000 ευρώ, χωρίς να προσδιορίζεται περαιτέρω τι ακριβώς αφορά αυτό το δάνειο. Σε κάθε δε περίπτωση, η τρίτη εναγομένη δεν κατέστη κυρία των επιδίκων ακινήτων, με το ως άνω συμβόλαιο, και για τον πρόσθετο λόγο ότι ο φερόμενος ως δικαιοπάροχός της δεν είχε αποκτήσει ποτέ κυριότητα επί των επιδίκων ακινήτων με έκτακτη χρησικτησία, έτσι ώστε να δύναται να της τη μεταβιβάσει. Το ως άνω, ωστόσο, νομικό ελάττωμα (ήτοι η έλλειψη κυριότητος του πωλητού επί του πωλουμένου ακινήτου) δεν ασκεί επιρροή για την προεκτεθείσα κρίση της εικονικότητας (βλ. σχετ. ΑΠ 2036/1986 ΝοΒ 35, 1235, ΑΠ 525/1986 ΝοΒ 35, 193, Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, Ειδικό Ενοχικό, τ. ΙΙΙ, υπό άρθρο 514 αριθμ. 3 και 4), αλλά το εμπράγματο δικαίωμα του τρίτου, εν προκειμένω της ενάγουσας, από τη φύση του αντιτάσσεται και κατά του αγοραστή. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην αρχική μείζονα σκέψη της αποφάσεως, με την κύρωση της πράξεως εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης οριστικοποιούνται οι αναφερόμενες σ’ αυτήν εδαφικές μεταβολές σε συσχετισμό με τους φερόμενους ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι από της μεταγραφής της αποκτούν πρωτοτύπως κυριότητα επί των αναγραφομένων ιδιοκτησιών, υπό την προϋπόθεση ότι είναι οι πραγματικοί κύριοι των ακινήτων που αποτέλεσαν τη βάση διαμορφώσεώς τους. Συνεπώς, ο ............... ................., μη όντας πραγματικός κύριος των επιδίκων ακινήτων, δεν απέκτησε από της μεταγραφής της διορθωτικής πράξεως εφαρμογής πρωτοτύπως κυριότητα επ’ αυτών. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι, όταν η ενάγουσα, δια του δικαστικού συμπαραστάτη της, έλαβε γνώση των ως άνω εγκλημάτων που τελέσθηκαν σε βάρος της, άσκησε την από 17-7-2008 έγκληση κατά του .................... ................... (ο οποίος όμως είχε ήδη αποβιώσει), της νυν τρίτης εναγομένης και του .............. ......, κατά των οποίων και κατά του ................ ............. (μάρτυρα του . ................ στην συμπαικτική δίκη) ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα, της απάτης στο Δικαστήριο, της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα από κοινού και της ηθικής αυτουργίας σε απάτη στο Δικαστήριο, οι οποίες εκκρεμούν προς εκδίκαση ενώπιον του Γ΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, ενώ ήδη στις 21-4-2008 η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την προαναφερθείσα (υπ’ αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως 15932/21-4-2008) διεκδικητική αγωγή κατά του ................... ........... και της νυν τρίτης εναγομένης για τα επίδικα ακίνητα, με το ίδιο περιεχόμενο με την ένδικη αγωγή, εγγράφοντας περίληψη αυτής στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Νεαπόλεως, στις 22-4-2008, στον τόμο 35 και με αύξοντα αριθμό 77. Μετά δε την άσκηση της ως άνω διεκδικητικής αγωγής, μεταξύ άλλων και σε βάρος της, η τρίτη εναγόμενη, δυνάμει του υπ’ υπ’ αριθμ. 11489/31-7-2008 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μιχαήλ Πιερράκου, που μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νεαπόλεως, στον τόμο 350 και με αύξοντα αριθμό 322, μεταβίβασε την κυριότητα του επιδίκου υπ’ αριθμ. 06 οικοπέδου, εμβαδού 167,65 τ.μ., κατ’ ισομοιρίαν, στην τέταρτη και πέμπτη των εναγομένων, οι οποίες ήταν κακόπιστες, αφού γνώριζαν την ακυρότητα του ως άνω φερομένου ως τίτλου κτήσεως της τρίτης των εναγομένων, καθόσον, όταν προέβησαν στη δήθεν αγορά, είχε ήδη εγγραφεί η ανωτέρω διεκδικητική αγωγή της ενάγουσας στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων, το περιεχόμενο της οποίας γνώριζαν. Επομένως, αυτές ενήργησαν δολίως, σε συνεννόηση με την τρίτη εναγομένη, με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιες και η τρίτη εναγομένη παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας την περιουσία της ενάγουσας και του συγκυρίου της ............. ........................, αλλιώς δεν θα προέβαιναν στη δήθεν αγορά των ως άνω ακινήτων που φέρουν βάρος, ήτοι την ανωτέρω διεκδικητική αγωγή της νυν ενάγουσας. Για την ως άνω δε πώληση δεν καταβλήθηκε κανένα τίμημα, γεγονός που συνομολογεί και η τρίτη εναγομένη, με τις προτάσεις της, ούτε όμως και υπήρχε σοβαρή βούληση των τέταρτης και πέμπτης των εναγομένων να καταβληθεί οποιοδήποτε τίμημα, δεδομένου ότι αυτές προσπάθησαν να διευκολύνουν την τρίτη των εναγομένων. Συνεπεία των ανωτέρω είναι άκυρο και το συμβόλαιο αγοραπωλησίας δια του οποίου η τέταρτη και πέμπτη εναγομένη φέρονται να απέκτησαν το ως άνω επίδικο ακίνητο, λόγω της εικονικότητας του τιμήματος της πωλήσεως, καθώς και διότι αυτό στηρίζεται στον άκυρο τίτλο κτήσεως, ήτοι το προηγούμενο οριστικό συμβόλαιο της τρίτης εναγομένης που καταρτίστηκε, μετά την παύση της πληρεξουσιότητας λόγω θανάτου του .. .......................... και ανέγραφε εικονικό τίμημα. Σε κάθε δε περίπτωση, η τέταρτη και πέμπτη εναγομένη δεν απέκτησαν την κυριότητα του ως άνω υπ’ αριθμ. 6 οικοπέδου, καθόσον η τρίτη εναγομένη που φέρεται να τους το μεταβίβασε δεν είχε αποκτήσει ποτέ κυριότητα επ’ αυτού. Συνεπώς, η προβαλλόμενη από την τρίτη εναγομένη ένσταση αποδυνάμωσης δικαιώματος πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, δεν αποδείχθηκε ότι ο πρώτος και δεύτερος των εναγομένων αμφισβητούν, με οποιονδήποτε τρόπο, το δικαίωμα συγκυριότητας της ενάγουσας και του ................ ................... επί των επιδίκων ακινήτων.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αγωγή ως προς τον πρώτο και δεύτερο των εναγομένων, ως ουσιαστικά αβάσιμη, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, να γίνει δε αυτή δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, ως προς τις λοιπές εναγόμενες, να αναγνωρισθεί ότι οι ως άνω συμβάσεις πωλήσεως είναι άκυρες, καθώς και να αναγνωριστεί η ενάγουσα συγκυρία, συννομέας και συγκάτοχος, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου, των ως άνω επιδίκων οικοπέδων, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Ακολούθως, για την περίπτωση, κατά την οποία η τέταρτη και πέμπτη των εναγομένων θα ασκήσουν ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να ορισθεί το προκαταβλητέο παράβολο αυτής (άρθρα 501, 502 § 1, 505 § 2 του KΠολΔ), κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό, δεδομένου ότι ο πρώτος και δεύτερος των εναγομένων δεν έχουν έννομο συμφέρον προς τούτο. Τέλος, πρέπει να επιβληθεί το σύνολο των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της (άρθρα 106, 176 και 191 § 2 του ΚΠολΔ), σε βάρος της τρίτης των εναγομένων, λόγω της ήττας της, καθόσον το μέρος που απορρίφθηκε από την ένδικη αγωγή είναι ελάχιστο και δεν έδωσε αφορμή για να αυξηθούν τα έξοδα (άρθρ. 178 § 2 του ΚΠολΔ), καθώς και τα έξοδα της ερήμην δίκης σε βάρος της τέταρτης και πέμπτης των εναγομένων που δικάστηκαν ερήμην (άρθρ. 184 εδ. α΄ του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, ενώ δεν πρέπει να επιδικασθούν έξοδα σε βάρος της ενάγουσας, κατά το μέρος που απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή ως προς τους πρώτο και δεύτερο εναγόμενο, καθόσον αυτοί δεν παραστάθηκαν και δεν υποβλήθηκαν σε έξοδα (βλ. άρθρο 189 § 1 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ ερήμην του πρώτου, δεύτερου, τέταρτης και πέμπτης των εναγομένων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

OPIZEI το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, για την περίπτωση ασκήσεως από την τέταρτη και πέμπτη εναγομένη ανακοπής ερημοδικίας κατά της αποφάσεως αυτής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τον πρώτο και δεύτερο των εναγομένων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή, ως προς τις λοιπές εναγόμενες.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η σύμβαση πωλήσεως, για την οποία συνετάγη το υπ’ αριθμ. 11288/8-2-2008 συμβόλαιο αγοράς του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μιχαήλ Πιερράκου, το οποίο μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νεαπόλεως, στον τόμο 341 και με αύξοντα αριθμό 596, είναι άκυρη.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η σύμβαση πωλήσεως, για την οποία συνετάγη το υπ’ αριθμ. 11489/31-7-2008 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μιχαήλ Πιερράκου, που μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νεαπόλεως, στον τόμο 350 και με αύξοντα αριθμό 322, είναι άκυρη.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ενάγουσα συγκυρία, συννομέα και συγκάτοχο, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου, των δύο ακινήτων του υπ’ αριθμ. 1121Β οικοδομικού τετραγώνου του Δήμου ...................., που περιγράφονται λεπτομερώς στο σκεπτικό της παρούσας, ήτοι: α) του υπ’ αριθμ. 6 οικοπέδου, με κωδικό αριθμό κτηματογραφήσεως .......... της υπ’ αριθμ. 7 Πράξη Εφαρμογής της Διευθύνσεως Πολεοδομίας - Τμήμα Πολεοδομικών Εφαρμογών της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 29/18323/ΠΕ/1267/25-8-1998 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης που αφορά την επέκταση του ρυμοτομικού σχεδίου της περιοχής Άνωθεν Ασύλου του Δήμου ........................ Θεσσαλονίκης και μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νεαπόλεως, εμβαδού κατά την ως άνω Πράξη 167,59 τ.μ., το οποίο συνορεύει βόρεια με ιδιοκτησία αγνώστων ιδιοκτητών, νότια με όμορο οικόπεδο (υπ’ αριθμ. 8), συνιδιοκτησίας της ενάγουσας και του ........... ......................, ανατολικά με την οδό Ιτέας και δυτικά με την οδό .............................. .............., και β) του υπ’ αριθμ. 8 οικοπέδου, με κωδικό αριθμό κτηματογραφήσεως της ως άνω Πράξεως Εφαρμογής ..........., εμβαδού κατά την ως άνω Πράξη 147,45 τ.μ., το οποίο συνορεύει βόρεια με το υπ’ αριθμ. 6 οικόπεδο, συνιδιοκτησίας της ενάγουσας και του ................................... ..................., νότια με ιδιοκτησία αγνώστων ιδιοκτητών, ανατολικά με την οδό ........... και δυτικά με την οδό ............... ........... .

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της τρίτης, τέταρτης και πέμπτης των εναγομένων το σύνολο των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των έξι χιλιάδων (6.000 €) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΗΚΕ κλπ.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Π.Β.

 

Κτηματολόγιο. Διόρθωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής

$
0
0
Κτηματολόγιο. Διόρθωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής.101/2011 ΜΠΡ ΚΩ ( 621778) Αναγνωριστική αγωγή. Τακτική διαδικασία.
Προϋποθέσεις παραδεκτού. Προθεσμία. Δεν απαιτείται η προδικασία του άρθρου 8 παρ. 1 του α.ν 1539/1938 αφού πρόκειται για ΟΤΑ. Μέχρι την οριστικοποίηση των πρώτων εγγραφών δεν εμποδίζεται η μεταβίβαση των μη καταχωρηθέντων σε αυτές δικαιωμάτων. Ο δικαιούχος μη καταχωρηθέντος στις πρώτες εγγραφές δικαιώματος κυριότητας μπορεί να μεταβιβάσει τούτο χωρίς να απαιτείται και η τήρηση της τυχόν προβλεπομένης προϋπόθεσης της εγγραφής της σχετικής πράξης στο κτηματολόγιο. Ασκηση και εγγραφή της αγωγής διόρθωσης της πρώτης εγγραφής από τον αποκτώντα. Προϋποθέσεις. Εκτακτη χρησικτησία κατά Δήμου. Πρέπει να έχει συμπληρωθεί μέχρι 2-12-1968. Προϋπόθεση να ήταν ο Δήμος κύριος του ακινήτου. Η ενάγουσα είχε γίνει κυρία του ακινήτου με άτυπη δωρεά από τον παππού της το 1985 ο οποίος το είχε αποκτήσει από τον Δήμο. Εκτοτε ασκούσε υλικές πράξεις νομής με διάνοια κυρίου. Δεν το είχε δηλώσει κατά την διαδικασία κτηματογράφησης. Το ακίνητο αρχικά είχε προσκολληθεί σε ακίνητο του παππού της ο οποίος και ζήτησε να διαγραφεί αυτό από την μερίδα του και για αυτό φαινόταν ως αδέσποτο και είχε προσκολληθεί σε ακίνητο του Δήμου. Συνομολογεί ο Δήμος. Δεκτή η αγωγή. Η απόφαση αυτή εισήχθη στη ΝΟΜΟΣ με επιμέλεια του συνδρομητή μας κου Μάνου Γκαβαϊσέ, δικηγόρου Κω.

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΩ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης 101/2011 (Αριθμός Κατάθεσης Αγωγής 1818/ΜΤ 147/21.9.2009)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΩ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή Δημήτριο Καινούργιο, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο Πρωτοδικών και από τη Γραμματέα Ειρήνη Κωσταρέλου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια και στο ακροατήριό του στις 28 Σεπτεμβρίου 2010, για να δικάσει τη με αριθμό κατάθεσης 18Ι8/ΜΤ147/21.09.2009 αγωγή με αντικείμενο την αναγνώριση κυριότητας και τη διόρθωση κτηματολογικής εγγραφής μεταξύ:.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: .......... , κατοίκου Γλυφάδας, επί της οδού ..... , η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σωκράτη Ουρανό, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Δήμου Πάτμου, νομίμως εκπροσωπούμενου από το ..................... ......... , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Χατζηνικολάου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 15.09.2009 και με αριθμό κατάθεσης 1818/ΜΤ147/21.09.2009 αγωγή της δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε αυτή που αναγράφεται στην αρχή της παρούσης.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας, αφού έλαβε το λόγο, ανέπτυξε προφορικά την από 15.09.2009 αγωγή και αφού αναφέρθηκε στις προτάσεις του ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος Του εναγομένου, αφού αναφέρθηκε στις προτάσεις του, δήλωσε ότι ομολογεί την ιστορική βάση της αγωγής.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 ΑΚ). Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ’ αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει (ΑΠ 473/20 10 Α’ Δημοσίευση στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν.δ. 31/1968, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 62 ν. 1416/1984, ως προς τα ακίνητα των Δήμων και των Κοινοτήτων εφαρμόζεται η νομοθεσία που ισχύει εκάστοτε για την προστασία της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου, εκτός από τα άρθρα 8 έως 20 του αναγκαστικού νόμου 1539/1938. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 4 του α.ν. 1539/193 8 “τα επί των ακινήτων κτημάτων δικαιώματα του Δημοσίου εις ουδεμία υπόκεινται παραγραφή. Παραγραφή δικαιώματος του Δημοσίου επί ακινήτου κτήματος, αρξαμένη προ της ισχύος του παρόντος νόμου, ουδεμία νόμιμη συνέπεια έχει, αν αυτή δεν συμπληρώθηκε μέχρι τούδε, κατά τους προϊσχύσαντες νόμους. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, προκειμένου Περί ακινήτων κτημάτων του Δημοσίου και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, ο χρόνος της κτητικής παραγραφής και μάλιστα της έκτακτης χρησικτησίας μπορούσε να συμπληρωθεί μέχρι τις 2 Δεκεμβρίου 1968, οπότε και άρχισε να ισχύει το ν.δ. 31/1968. Κατά συνέπεια, επί των ακινήτων αυτών είναι επιτρεπτή η έκτακτη χρησικτησία από εκείνον, που τα διεκδικεί, για την οποία απαιτείται, κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ανεπίληπτη νομή επί τριάντα (30) έτη και υπό τον Αστικό Κώδικα, σύμφωνα με το άρθρο 1045 αυτού, συνεχής νομή επί είκοσι (20) έτη, με την προϋπόθεση ότι αυτή (έκτακτη χρησικτησία) είχε συμπληρωθεί μέχρι 2-12-1968, οπότε άρχισε να ισχύει το ν.δ. 31/1968 (ΑΠ 76/2007, Α’ Δημοσίευση στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1247/2004, Α Δημοσίευση στη ΝΟΜΟΣ). Η διάταξη, ωστόσο, αυτή προϋποθέτει ότι οι Δήμοι ή το Δημόσιο είχαν καταστεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο κύριοι των εξαιρουμένων της χρησικτησίας ακινήτων πραγμάτων (ΑΠ 473/2010 Α` Δημοσίευση στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1054 ΑΚ ανεπίδεκτα χρησικτησίας, τακτικής ή έκτακτης, είναι τα εκτός συναλλαγής πράγματα, ενώ η διάταξη του άρθρου 966 ΑΚ ορίζει ότι «εκτός συναλλαγής είναι τα κοινά σε όλους, τα κοινόχρηστα και τα προορισμένα για την εξυπηρέτηση δημοσίων, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών». Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 967 ΑΚ «πράγματα κοινής χρήσης είναι ιδίως τα νερά με ελεύθερη και αέναη ροή, οι δρόμοι, οι πλατείες... οι μεγάλες λίμνες και οι όχθες τους». Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 966- 968, 972, 1033, 1134, 1169, 1192 εδάφ. α’ και 1319 ΑΚ συνάγεται, ότι απώλεια της κυριότητας ακινήτου επέρχεται και με παραίτηση (εγκατάλειψη) προς το σκοπό αυτό να καταστεί αδέσποτο ή κοινόχρηστο ή και με αναγνώριση της ιδιότητας του ακινήτου ως αδεσπότου ή κοινοχρήστου, για την παραίτηση, όμως, αυτή, όπως και για την παραίτηση από κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου, απαιτείται, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, μονομερής δήλωση του κυρίου με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή της δικαιοπραξίας, αφού περιέχει κατάργηση του εμπράγματου δικαιώματος της κυριότητας (ΑΠ 1335/2010, Α` Δημοσίευση στην ΤΝΠ Νόμος). Ο κύριος ακινήτου, ο οποίος προόρισε αυτό να καταστεί αδέσποτο ή κοινόχρηστο ή αναγνώρισε την ιδιότητά του ως κοινοχρήστου, χωρίς, όμως, να προβεί στην περί τούτου δήλωση με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή νόμιμη του τελευταίου, δεν θεωρείται ότι έχει απολέσει την κυριότητα επ’ αυτού και, συνεπώς, καταρχήν δικαιούται σε άσκηση κάθε εξουσίας που απορρέει από το δικαίωμα αυτό. Ακόμα δε και εάν ήθελε κριθεί ότι με μόνη την εγκατάλειψη της νομής, χωρίς σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή (ΑΠ 973/1983, ΝοΒ 32, 645), μπορεί να καταστεί ακίνητο αδέσποτο, εντούτοις απαιτείται και πάλι εγκατάλειψη της νομής, χωρίς πρόθεση μεταβίβασής της σε άλλον (Βλ. σχετ. Ερμηνεία - Νομολογία ΑΚ, Βασιλείου Βαθρακοκοίλη, Τόμος Δ, Ημίτομος Α’, 2007, σελ. 147 και 152). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 2664/1998, όπως ισχύει, μετά την τροποποίησή του από τους Ν. 3127/2003, 3481/2006 και Ν 3559/2007, ορίζεται ότι « 1. Πρώτες εγγραφές είναι εκείνες που καταχωρίζονται ως αρχικές εγγραφές στο κτηματολογικό βιβλίο, κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες. Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί να ζητηθεί, με αγωγή ενώπιον του αρμόδιου καθ’ ύλη και κατά τόπο Πρωτοδικείου, η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση, ολικά ή μερικά, της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή διεκδικητική) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε αποκλειστική προθεσμία οκτώ (8) ετών. Η αποκλειστική Προθεσμία αυτής της παραγράφου αρχίζει από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, της απόφασης του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος, που προβλέπει το άρθρο 1 παρ. 3. Η αγωγή απευθύνεται κατά του αναγραφόμενου ως δικαιούχου του δικαιώματος, στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή ή κατά των καθολικών του διαδόχων και κοινοποιείται, με ποινή απαράδεκτου της συζήτησης, στον Προϊστάμενο του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου. Επίσης, κατά τις παραγράφους 1 περ. ιβ και 5 του άρθρου 12 και 2 εδ. 4 του άρθρου 13 του ιδίου 4 νόμου, σε συνδυασμό με το άρθρο 220 ΚΠολΔ, η σχετική αγωγή πρέπει να καταχωρείται στο οικείο κτηματολογικό φύλλο μέσα σε προθεσμία, κατ’ ανώτατο όριο, τριάντα (30) ημερών από την κατάθεση της, αλλιώς είναι απαράδεκτη η συζήτησή της. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 7α παρ. 1α του Ν. 2644/1998, μέχρι την οριστικοποίηση των πρώτων εγγραφών δεν εμποδίζεται η μεταβίβαση των μη καταχωρηθέντων σε αυτές (πρώτες εγγραφές) δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, ο δικαιούχος μη καταχωρηθέντος στις πρώτες εγγραφές δικαιώματος κυριότητας μπορεί να μεταβιβάσει τούτο σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του ΑΚ, χωρίς να απαιτείται και η τήρηση της τυχόν προβλεπομένης στις διατάξεις αυτές προϋπόθεσης της εγγραφής της σχετικής πράξης στο κτηματολόγιο, εφόσον δε ο μεταβιβάζων δεν έχει ασκήσει και καταχωρήσει οικείο κτηματολογικό φύλλο την προαναφερόμενη αγωγή του άρθρον 6 παρ. 2 περί διορθώσεως της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, την ως άνω υποχρέωση εγγραφής της μεταβιβαστικής πράξης αναπληρώνει η εκ μέρους του αποκτώντος άσκηση και η με επιμέλειά του καταχώριση της αγωγής αυτής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου. Εωσότου καταστεί αμετάκλητη η σχετικώς εκδοθείσα απόφαση επί της ανωτέρω αγωγής (βλ. άρθρο 7 του Ν. 2664/1998), τυχόν μεταβίβαση τον ανακριβώς καταχωρηθέντος δικαιώματος τελεί υπό την αναβλητική αίρεση ταύτης, ήτοι αμετάκλητης απόφασης που δέχεται την αγωγή (ΜονΠρΘεσ 2983 5/2007 Α’ δημοσίευση στην ΤΝΠ Νόμος).

Με την κρινόμενη αγωγή η ενάγουσα, Κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου αυτής, ισχυρίζεται ότι τυγχάνει κυρία του περιγραφόμενου σ’ αυτή κατ’ έκταση, θέση, όρια ακινήτου, που βρίσκεται στην Περιοχή «Αγία Μαρίνα - Καλόγνωμος», εντός του οικισμού Κάμπου του Δήμου Πάτμου της Κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Πάτμου Δωδεκανήσου. Ότι το ανωτέρω ακίνητο το απέκτησε το έτος 1985 με άτυπη δωρεά από τον παππού της ................... , ο οποίος της το μεταβίβασε, προκειμένου να εξυπηρετεί αυτό το διπλανό της ακίνητο. Ότι ο παππούς της το είχε αποκτήσει σε ευρύτερη έκταση από τον εναγόμενο Δήμο. Περαιτέρω, ότι από το έτος 1985 εγκαταστάθηκε η ίδια στο ως άνω ακίνητο με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, ασκώντας όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του ακινήτου πράξεις νομής. Ότι κατά τη διάρκεια της κτηματογράφησης του Δήμου Πάτμου, δηλώθηκε η γειτονική της ιδιοκτησία στην οποία αυτή (η ενάγουσα) πίστευε ότι συμπεριλαμβάνονταν και το συγκεκριμένο ακίνητο των 48,40 τ.μ, που της είχε δωρίσει ο παππούς της. Ότι, αντιθέτως, το ακίνητο αυτό συνενώθηκε με ένα τμήμα της ιδιοκτησίας του εναγόμενου Δήμου, εμφανιζόμενο ως ξεχωριστό γεωτεμάχιο με αριθμό ΚΑΕΚ ........ και εμβαδόν 79,65 τ.μ. Περαιτέρω, εκθέτει ότι αυτό συνέβη διότι κατά την πρώτη ανάρτηση, το τμήμα αυτό του ακινήτου είχε προσκολληθεί στην ιδιοκτησία του παππού της ................................... με ΚΑΕΚ .............. , ο οποίος, ωστόσο ζήτησε να αποκοπεί το συγκεκριμένο τμήμα, δεδομένου ότι το είχε ήδη δωρίσει στην ενάγουσα. Ότι, επειδή η ίδια, ωστόσο, παρέλειψε να προβεί σε δήλωση του συγκεκριμένου ακινήτου, το κομμάτι αυτό εσφαλμένως φαινόταν ως αδέσποτο και προσκολλήθηκε στην ιδιοκτησία του Δήμου. Ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο, ήτοι με τη μη καταχώρισή της ως ιδιοκτήτριας του συγκεκριμένου ακινήτου, τυγχάνει ανακριβές, το αποτυπώμενο στα κτηματολογικά βιβλία, ιδιοκτησιακό καθεστώς και αμφισβητείται από τον εναγόμενο η κυριότητά της επί τον συγκεκριμένου ακινήτου. Κατόπιν τούτων, ζητεί, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου αυτής, να αναγνωριστεί η κυριότητά της στο περιγραφόμενο στην αγωγή ακίνητο και να διορθωθεί η πρώτη εγγραφή και η χωρική μεταβολή του ΚΑΕΚ ...................... , ώστε να δημιουργηθεί νέο γεωτεμάχιο με τις διαστάσεις και τις συντεταγμένες κορυφών που αναφέρει στην αγωγή της.

Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή, αρμόδια και παραδεκτά φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρο 14 παρ.2 και 29 Κ.Πολ.Δ, ό παρ. 2 Ν2664/1998), κατά την τακτική διαδικασία, δεδομένου ότι αντίγραφο αυτής έχει νομότυπα και εμπρόθεσμα καταχωρηθεί στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου (βλ. το με αριθμό πρωτοκόλλου 290/20.10.2009 πιστοποιητικό καταχώρισης εγγραπτέας πράξης του Προϊσταμένου τον Κτηματολογικού Γραφείου Πάτμου) και κοινοποιηθεί στον Προϊστάμενο του κτηματολογικού γραφείου Πάτμου (βλ. τη με αριθμό 9004/07Α 02009 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Κω Παναγιώτη Τριχά), ενώ έχει περαιτέρω ασκηθεί εντός της προβλεπόμενης οχταετούς προθεσμίας αρχόμενης από την ημερομηνία δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης του ΟΚΧΕ περί ενάρξεως κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή (ημερομηνία έναρξης κτηματολογίου στο Δήμο Πάτμου στις 20.05.2004 με βάση απόφαση 235/2004 ΟΚΧΕ (ΦΕΚ τεύχος Β, αριθμ. Φύλλου 756/20.05.2004 και ημερομηνία επίδοσης αγωγής στον εναγόμενο στις 07.10.2009). Τυγχάνει δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 496 επ., 1033, 1045, 1051, 1192 Α.Κ, και του άρθρου ό παρ.2 του Ν.2664/1998 και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν τηρήθηκε η προδικασία του άρθρου 8 παρ. 1 του α.ν 1539/1938, δεδομένου ότι με βάση το άρθρο 62 Ν 1416/1984 η συγκεκριμένη προδικασία δεν εφαρμόζεται στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης.

Ο εναγόμενος δε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, αφού αναφέρθηκε στις προτάσεις του, δήλωσε ότι ομολογεί την ιστορική βάση της αγωγής.

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που σι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα στη συνέχεια, χωρίς να παραλείπεται η αξιολόγηση ουδενός, από τη με αριθμό 29/27.09.20 10 ένορκη βεβαίωση του ............... του ......... , η οποία ελήφθη με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πάτμου .................................................. , κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του εναγομένου πριν από δύο τουλάχιστον ημέρες, και τις δηλώσεις των διαδίκων, που καταχωρήθηκαν στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά και τις προτάσεις Τους, αποδείχθηκαν κατά την κρίση του δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο παππούς της ενάγουσας, .......... , απέκτησε δυνάμει του με αριθμό 202/16.2.1963 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Πάτμου .......................... , νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πάτμου στον τόμο 2 με αριθμό 674, ένα δημοτικό ακίνητο συνολικής εκτάσεως πεντακοσίων ενενήντα οκτώ (598) τετραγωνικών μέτρων, αποτελούμενο από τρία (3) τεμάχια, συνεχόμενα και περιμανδρωμένα, εκτάσεως 225, 173 και 200 τ.μ αντίστοιχα, κείμενων στη Θέση «Αγία Μαρίνα» της περιοχής Κάμπον του Δήμου Πάτμου. Με άτυπη δε δωρεά ο ανωτέρω αναφερόμενος .................................... μεταβίβασε το έτος 1985 στην ενάγουσα μέρος του ως άνω ευρύτερου ακινήτου και συγκεκριμένα ένα ακίνητο στη Θέση «Αγία Μαρίνα Καλόγνωμος», εντός του οικισμού Κάμπου του Δήμου Πάτμου της κτηματικής Περιφέρειας του Δήμου Πάτμου, με συνολικό εμβαδόν 48,40 τ.μ., εντός του οποίου υπάρχει ένα πέτρινο κτίσμα εμβαδού 8,70 τ.μ. Το συγκεκριμένο ακίνητο περιγράφεται με τα στοιχεία Α,Β,Γ,Δ,Ε,Ζ,Η,Θ,Ι,Α, όπως αποτυπώνεται στο από Αυγούστου του έτους 2005 τοπογραφικό διάγραμμα της αρχιτέκτονα - μηχανικού .................... , με τις διαστάσεις και συντεταγμένες που εκεί αναφέρονται, και συνορεύει: βορειοδυτικά με πλευρές ΖΗ μήκους τριών μέτρων και είκοσι εκατοστών (3,20 μ.), και ΗΘ μήκους τριών μέτρων και πενήντα εκατοστών (3,50 μ.) με ιδιοκτησία της ενάγουσας που έχει λάβει αριθμό ΚΑΕΚ ............ , νότια με πλευρά ΒΑ μήκους επτά μέτρων (7 μ.) με ιδιοκτησία εναγομένου και συγκεκριμένα με τμήμα του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ......... και με πλευρά ΔΓ μήκους δύο μέτρων και εβδομήντα εκατοστών (2,70 μ.) με γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ........... , βορειανατολικά με πλευρές ΘΙ μήκους δύο μέτρων και πενήντα εκατοστών (2,50 μ.), και ΙΑ μήκους έξι μέτρων (6 μ.) με γειτονική ιδιοκτησία της ενάγουσας με ΚΑΕΚ ........ και δυτικώς με πλευρά ΒΓ μήκους ενός μέτρου και πενήντα εκατοστών (1,50 μ.) και με ΔΕ μήκους δύο μέτρων και τριάντα εκατοστών (2,30 μ.) με γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ............. , και με πλευρά ΕΖ μήκους ενός μέτρου και εξήντα πέντε εκατοστών (1,65 μ.) με γειτονική ιδιοκτησία της ενάγουσας με ΚΑΕΚ .............. . Το συγκεκριμένο δε ακίνητο το παραχώρησε ο ανωτέρω αναφερόμενος, ........................ , στην ενάγουσα, προκειμένου να εξυπηρετεί το διπλανό της ακίνητο εμβαδού 301 τ.μ. Από το χρόνο δε την ως άνω αναφερόμενης άτυπης παραχώρησης του ακινήτου, ήτοι από το έτος 1985 έως και σήμερα, η ενάγουσα εγκαταστάθηκε σε αυτό και ασκούσε όλες τις προσιδιάζουσες στο συγκεκριμένο ακίνητο πράξεις νομής. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη με αριθμό 29/27.09.2010 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα .............. ....... , η ενάγουσα από το έτος 1985, ότε της παραχωρήθηκε το συγκεκριμένο ακίνητο, και κάθε καλοκαίρι, καθώς και το Πάσχα και τα Χριστούγεννα διαμένει σε παλαιά πέτρινη οικία, που βρίσκεται εντός διπλανού ακινήτου και χρησιμοποιεί το επίδικο ακίνητο με διάνοια κυρίου ως βοηθητικό χώρο και κυρίως χρησιμοποιεί ως αποθήκη το παλιό κοτέτσι που υπάρχει στο συγκεκριμένο ακίνητο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι. κατά την πρώτη ανάρτηση στα πλαίσια της διαδικασίας κτηματογράφησης το ανωτέρω ακίνητο είχε προσκολληθεί στην ιδιοκτησία του παππού της ενάγουσας με αριθμό ΚλΕΚ ........ , ο οποίος, ωστόσο, ζήτησε να αποκοπεί το συγκεκριμένο ακίνητο, δεδομένου ότι το είχε ήδη δωρήσει ατύπως στην ενάγουσα. Η ενάγουσα, ωστόσο, παρέλειψε να το δηλώσει κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης, διότι εσφαλμένως πίστεψε ότι το ακίνητο αυτό θα ενσωματώνονταν στην άλλη γειτονική της ιδιοκτησία εμβαδού 301 τ.μ., με συνέπεια, δεδομένου ότι το συγκεκριμένο ακίνητο στη ουσία φαινόταν ως αδέσποτο, να συνενωθεί αυτό με ένα Τμήμα κυριότητας του εναγόμενου Δήμου και να δημιουργηθεί ένα ακίνητο με ΚΑΕΚ ....................... , αν και ο Δήμος στην ουσία ουδέποτε αμφισβήτησε την κυριότητα της ενάγουσας στο συγκεκριμένο ακίνητο. Η εγγραφή, ωστόσο, αυτή στα κτηματολογικά βιβλία του Δήμου Πάτμου δεν αντικατοπτρίζει το αληθινό ιδιοκτησιακό καθεστώς του συγκεκριμένου ακινήτου. Ειδικότερα, η ενάγουσα από τον ανωτέρω χρόνο της παράδοσης σε αυτήν της νομής (έτος 1985), με οικεία βούληση του έως Τότε νομέως αλλά και κυρίου (δυνάμει του με αριθμό 202/16.2.1963 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Πάτμου .....), αφενός συνέχισε με τα ίδια προσόντα την ίδια κτητική νομή του δικαιοπαρόχου της, ................ , που είχε αρχίσει πέντε έτη πριν την αγορά του ακινήτου από τον εναγόμενο το έτος 1963, ήτοι το έτος 1958 (βλ. σχετ. το με αριθμό 202/16.2.1963 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Πάτμου .................. ), δικαιούμενη να προσμετρήσει στο δικό της χρόνο χρησικτησίας το χρόνο χρησικτησίας αυτού, ενώ και η ίδια νέμεται έκτοτε (1985) αδιαλείπτως το συγκεκριμένο ακίνητο με διάνοια κυρίου Πέραν της εικοσαετίας και έχει. συνεπώς καταστεί κυρία του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία (1045 ΑΚ). Τα ανωτέρω δε προκύπτουν από με τη με αριθμό 29/27.09.20 10 ένορκη βεβαίωση Του μάρτυρα ............... , ο οποίος επίσης κατέθεσε ενόρκως ότι ποτέ Κανείς δεν αμφισβήτησε την κυριότητα της ενάγουσας στο συγκεκριμένο ακίνητο ή ισχυρίστηκε ότι τυγχάνει αυτό κοινόχρηστο ή δημόσιο ή δημοτικό. Η ένορκη δε κατάθεση του συγκεκριμένου μάρτυρα θεωρείται από το δικαστήριο ιδιαίτερα πειστική, δεδομένου ότι γεννήθηκε και είναι κάτοικος στη συγκεκριμένη περιοχή, ενώ τυγχάνει και οικοδόμος και γνωρίζει πολύ καλά τις συγκεκριμένες ιδιοκτησίες. Τα ανωτέρω δε, άλλωστε, δεν αμφισβήτησε Ούτε και ο εναγόμενος Δήμος, ο οποίος με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του (βλ. τη με αριθμό 142/2010 απόφαση της Δημαρχιακής επιτροπής του ΚΠολΔ), που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση Πρακτικά και με τις νομοτύπως κατατεθείσες Προτάσεις ταν δήλωσε ότι συνομολογεί την ιστορική βάση της αγωγής. Αξίζει δε να σημειωθεί, ότι το συγκεκριμένο ακίνητο, αφενός δεν δύναται να θεωρηθεί ότι είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας μετά το έτος 1968, ως ανήκον στην Περιουσία του Δήμου, σύμφωνα με τα όσα διαλαμβάνονται στη μείζονα σκέψη, δεδομένου ότι ήδη στις 16.02.1963 είχε μεταβιβαστεί από τον εναγόμενο Δήμο στο δικαιοπάροχο της ενάγουσας, οπότε η ενάγουσα θεωρείται ότι χρησιδέσποσε έναντι αυτού (δικαιοπαρόχου, αν και όπως αποδείχθηκε αυτό έγινε με τη βούληση του ιδίου) και όχι του Δήμου (λόγω του ότι αυτός δεν ήτο πλέον κύριος), αφετέρου δεν υπήρξε αδέσποτο, ώστε να ενσωματωθεί - όπως τελικά έγινε - στο Τμήμα του ακινήτου που ανήκε στον εναγόμενο και να λάβει ΚΑΕΚ ......................... , δεδομένου ότι, αφενός ουδέποτε υπήρξε Παραίτηση (εγκατάλειψη) του - έως το έτος 1985- νομέα και κυρίου (....................) προς το σκοπό (το ακίνητο) να καταστεί αδέσποτο ή κοινόχρηστο, αφετέρου ουδέποτε υπήρξε μονομερής δήλωση του ως άνω κυρίου με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή της περί εγκατάλειψής του και αναγνώρισης του ως τέτοιου, αλλά αντιθέτως υπήρξε βούλησή του ανωτέρω περί μεταβίβασης της κυριότητας και νομής του στην ενάγουσα. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη η αγωγή και να αναγνωριστεί η ενάγουσα ως κυρία του αναλυτικά περιγραφόμενου στην αγωγή ακινήτου και να διαταχθεί η διόρθωση της πρώτης εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία και η χωρική μεταβολή του ακινήτου με ΚΑΕΚ ...................., ώστε να αποσπαστεί από αυτό το ανωτέρω αναφερόμενο ακίνητο και να δημιουργηθεί ξεχωριστό ΚΑΕΚ που να το περιλαμβάνει, με τις διαστάσεις και τις συντεταγμένες κορυφών που απεικονίζονται στο από Αυγούστου του έτους 2005 τοπογραφικό διάγραμμα της αρχιτέκτονας - μηχανικού ......... και στο οποίο θα αναγράφεται ως κυρία η ενάγουσα κατά πλήρη κυριότητα και με αιτία κτήσης αυτού την έκτακτη χρησικτησία. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 179 ΚΠολΔ, ελλείψει σχετικού αιτήματος από τη μεριά της ενάγουσας και προβολή του σχετικού αιτήματος συμψηφισμού από τη μεριά του εναγόμενου Δήμου, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την αγωγή.

Αναγνωρίζει την ενάγουσα ως κυρία του αναλυτικά περιγραφόμενου στο σκεπτικό ακινήτου, που βρίσκεται στην περιοχή "Αγιά Μαρίνα - Καλόγνωμος"εντός του οικισμού Κάμπου του Δήμου Πάτμου της Κτηματικής Περιφέρειας του Δήμου Πάτμου Δωδεκανήσου, εκτάσεως σαράντα οκτώ τετραγωνικών μέτρων και σαράντα εκατοστών (48,40 τ.μ), όπως αυτό αποτυπώνεται στο από Αυγούστου του έτους 2005 τοπογραφικό διάγραμμα της αρχιτέκτονας - μηχανικού ....... , περικλείεται δε στο παραπάνω τοπογραφικό διάγραμμα με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ- Ι-Α, με τις αναφερόμενες στο ανωτέρω τοπογραφικό διάγραμμα συντεταγμένες κορυφών.

Διατάσσει τη διόρθωση της ανακριβούς Πρώτης εγγραφής που καταχωρήθηκε στο κτηματολογικό φύλλο του Κτηματολογικού Γραφείου Πάτμου και τη χωρική μεταβολή του ακινήτου με ΚΑΕΚ ............. , ώστε από το ακίνητο αυτό με ΚΑΕΚ ............... , να αποσπαστεί το ανωτέρω αναφερόμενο ακίνητο και να δημιουργηθεί ξεχωριστό ΚΑΕΚ που να το περιλαμβάνει, με τις διαστάσεις και τις συντεταγμένες κορυφών που απεικονίζονται στο από Αυγούστου του έτους 2005 τοπογραφικό διάγραμμα της αρχιτέκτονος - μηχανικού ............... και στο οποίο θα αναγράφεται ως κυρία η ενάγουσα κατά πλήρη κυριότητα και με αιτία κτήσης αυτού την έκτακτη χρησικτησία.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ το σύνολο των δικαστικών εξόδων των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Κω στις 7.2.2011 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, του δικαστηρίου στο ακροατήριο του την ίδια μέρα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΤΥ ΤΥ

Ρ.Κ.

 
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>