Quantcast
Channel: ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live

Αγωγή διεκδικητική, Χρησικτησία.Περίληψη:Πότε ο κατά της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου προβαλλόμενος από τον εναγόμενο ισχυρισμός ότι απέκτησε αυτός την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, αποτελεί ένσταση και ούτε άρνηση της αγωγής.ΑΠ Απόφαση 54 / 2014

$
0
0

Απόφαση 54 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Αγωγή διεκδικητική, Χρησικτησία.
Περίληψη:
Πότε ο κατά της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου προβαλλόμενος από τον εναγόμενο ισχυρισμός ότι απέκτησε αυτός την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, αποτελεί ένσταση και ούτε άρνηση της αγωγής.


Αριθμός 54/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ'Πολιτικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Κ. Ο. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Διαμαντόπουλο.
Της αναιρεσίβλητης: Μ. χήρας Δ. Γ., το γένος Τ., κατοίκου ... η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Τρανσβαλίδη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/10/1994 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 61/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 505/2012 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 24/7/2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 16/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

 
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 224 ΚΠολΔ "είναι απαράδεκτο να μεταβληθεί η βάση της αγωγής. Ως την πρώτη συζήτηση της αγωγής μπορεί ο ενάγων να συμπληρώσει, διευκρινίσει και διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται η βάση της αγωγής". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι κάθε μεταγενέστερη (με τις προτάσεις της πρωτόδικης συζήτησης ή με τις προτάσεις του εφετείου) προσθήκη περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση από άλλη, απαγορεύεται, αποτρέποντας, έτσι, τον αιφνιδιασμό του εναγομένου. Η παράβαση του κανόνα σημαίνει παράβαση της αρχής τηρήσεως της προδικασίας, με συνέπεια την απόρριψη της νέας βάσης ως απαράδεκτης και αυτεπαγγέλτως (ΚΠολΔ 111 παρ. 2). Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσίβλητη, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της ένδικης - από 21-10-1994 - διεκδικητικής αγωγής της, ζήτησε να αναγνωρισθεί η κυριότητά της επί του περιγραφόμενου επίδικου ακινήτου, εμβαδού 468,70 τ.μ. και να διαταχθεί η απόδοσή του σ'αυτήν, εφόσον ο εναγόμενος - ο οποίος έχει ήδη αποβιώσει και στη θέση του υπεισήλθε ο ήδη αναιρεσείων γιος του και καθολικός διάδοχός του - το κατέλαβε κατά το έτος 1990 "αυθαιρέτως, αυτογνωμόνως και παρά τη θέλησή της", ως αποτελώντας τμήμα του επίσης περιγραφόμενου αγρού, εμβαδού 4.000 τ.μ. που απέκτησε την κυριότητα με την από 28-6-1985 ιδιόγραφη διαθήκη του αποβιώσαντος στις 13-9-1985 συζύγου της, η οποία νόμιμα δημοσιεύτηκε και κηρύχτηκε κυρία, έγινε αποδεκτή από την ίδια και μεταγράφηκε νόμιμα η δήλωση αποδοχής της, είχε δε περιέλθει στην κυριότητα του κληρονομηθέντος από αυτήν συζύγου της από αγορά από τον Π. Α. του Α. με το …/1973 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Συκιάς Αικατερίνης Αποστολίδου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί. Ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλειες από τους αριθμούς 8 περ. α'και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο παρά το νόμο έλαβε υπόψη θεμελιωτικό της μεταβολής της βάσης της αγωγής ισχυρισμό της αναιρεσίβλητης (ενάγουσας) παραλείποντας να τον κηρύξει απαράδεκτο και συγκεκριμένα τον ισχυρισμό της που πρόβαλε με τις από 2-12-2009 προτάσεις της, μετά την έκδοση της 356/1995 μη οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και τη διεξαγωγή της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης, ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα δύο ξεχωριστών ακινήτων συνολικής έκτασης 4.800 τμ., ήτοι και του αγρού εμβαδού 800 τ.μ. που είχε αποκτήσει ο σύζυγός της από αγορά με το …/1973 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Συκιάς Αικατερίνης Αποστολίδου, με τον οποίο μεταβαλλόταν ανεπίτρεπτα η βάση της αγωγής (από τον παράγωγο και - επικουρικά - τον πρωτότυπο τρόπο κτήσης του επιδίκου ακινήτου από την αναιρεσίβλητη) ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα - μόνο - του άνω αγρού εμβαδού 4000 τ.μ., που ο σύζυγος της αναιρεσίβλητης είχε αποκτήσει με το προεκτεθέν …/27-2-1973- συμβόλαιο αγοραπωλησίας. Από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση των - ανωτέρω -από 2-12-2009- προτάσεων της αναιρεσίβλητης στον πρώτο βαθμό προκύπτει, ότι αυτή - αναιρεσίβλητη- δεν προέβαλε τον προεκτεθέντα ισχυρισμό, αλλά απεναντίας, εκτιμώντας το περιεχόμενο της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος από το Δικαστήριο πραγματογνώμονος πολιτικού υπομηχανικού της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών Ν. Χαλκιδικής Ε. Κ. - με αριθμό κατάθεσης 30/2005 - υπεραμύνθηκε τον αγωγικό ισχυρισμό της, ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα - μόνο- του ακινήτου έκτασης 4000 τ.μ. του άνω …/27-2-1973- αγοραπωλητηρίου συμβολαίου. Επομένως, υπό τα δεδομένα αυτά, ο ερευνώμενος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1033, 1041, 1045 ΑΚ και 262 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο κατά της διεκδικητικής αγωγής προβαλλόμενος από τον εναγόμενο ισχυρισμός ότι απέκτησε αυτός την κυριότητα του επίδικου ακινήτου με χρησικτησία (τακτική ή έκτακτη), αποτελεί ένσταση, αν η αγωγή στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας ή και σε πρωτότυπο τρόπο, εφόσον, όμως, τα περιστατικά που προτείνονται, αληθινά υποτιθέμενα, προσπορίζουν στον προτείνοντα την κυριότητα και είναι μεταγενέστερα αυτών της αγωγής ή ο χρόνος της νομής που περιέχεται σ'αυτή είναι επαρκής για τη συμπλήρωση διπλής χρησικτησίας, άρνηση δε της αγωγής αν τα περιστατικά συμπίπτουν ή είναι προγενέστερα εκείνων που περιέχονται στην αγωγή ή συμπίπτουν με αυτά της αγωγής όχι εξολοκλήρου, αλλά τόσο ώστε ο υπολειπόμενος χρόνος να μη είναι αρκετός για θεμελίωση της αγωγής (ΑΠ 1589/2008 Ελλ Δνη 49.1456). Εξάλλου, κατά το άρθρο 338 παρ. 1 ΚΠολΔ κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται στους διαδίκους το δικανικό βάρος αποδείξεως των πραγματικών γεγονότων, τα οποία ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου προϋποθέτει γενικά και αφηρημένα για να ισχύει η έννομη συνέπεια, της οποίας διώκεται η δικαστική διάγνωση. Το βάρος απόδειξης διακρίνεται σε υποκειμενική και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει το διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο πρέπει να επιβάλλει με απόφασή του την ευθύνη προσκομιδής του αποδεικτικού υλικού προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό της πλήρους δικανικής προϋπόθεσης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων. Το πεδίο εφαρμογής του υποκειμενικού βάρους απόδειξης έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την κατάργηση της προδικαστικής απόφασης (από τη δικονομική μεταρρύθμιση του ν.1478/1984 για τις υποθέσεις που υπήγοντο στην τακτική διαδικασία του μονομελούς πρωτοδικείου, ήδη δε με την κατάργηση του άρθρου 341 ΚΠολΔ με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν.2915/2001 για όλα τα πρωτοβάθμια δικαστήρια) και την εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 270 ΚΠολΔ σε όλες τις υποθέσεις. Αντίθετα, αντικειμενικό βάρος απόδειξης είναι ο κίνδυνος που διατρέχει ο διάδικος στην περίπτωση αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γενέσεως της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννεσης της επίδικης έννομης συνέπειας διαδίκου, στοιχειοθετεί τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αρ. 13 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως, εφόσον, όμως, ο σχετικός ισχυρισμός έχει απορριφθεί ως αναπόδεικτος από έλλειψη ή ανεπάρκεια των αποδείξεων, κατ'εφαρμογή του κανόνος, κατά τον οποίο "μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, ο αντίδικος απαλλάσσεται"και όχι επειδή οι αντίθετες αποδείξεις θεωρήθηκαν επαρκείς προς απόδειξη του αντίθετου του περί ου πρόκειται ισχυρισμού, ο οποίος και ένεκα τούτου απορρίφτηκε, διότι, στην περίπτωση αυτή, η τυχόν εσφαλμένη κατανομή του βάρους της απόδειξης στερείται σημασίας και γι'αυτό ελλείπει το έννομο συμφέρον για την προβολή τέτοιας αιτίασης. Το δευτεροβάθμιο δε δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 ΚΠολΔ), αν με την έφεση δεν προβάλλεται σφάλμα ως προς την κατανομή του βάρους της απόδειξης, αλλά εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, προβαίνει στην επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, αφού προηγουμένως κατανείμει αυτό, σύμφωνα με το νόμο, το βάρος της απόδειξης. Τέλος, λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 περ. α'του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 3/1997). Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της ένδικης - από 21-10-1994- διεκδικητικής αγωγής προκύπτει, ότι η αναιρεσίβλητη (ενάγουσα) ισχυρίστηκε, ότι έγινε κυρία του επίδικου ακινήτου με τον προμνημονευθέντα νόμιμο παράγωγο τρόπο (κληρονομική διαδοχή του αποβιώσαντος στις 13-9-1985 συζύγου της, δυνάμει της από 28-6-1985 ιδιόγραφης διαθήκης του, που αποδέχθηκε συμβολαιογραφικώς και μετέγραψε την περί αποδοχής συμβολαιογραφική πράξη τη 1-9-1992) και επικουρικά με τον πρωτότυπο τρόπο της τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας, συνυπολογιζόμενου του δικού της χρόνου χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων της, ως νεμηθέντες αυτή μεν από το έτος 1985 που, ως άνω, το απέκτησε, μέχρι το έτος 1990 που ο ήδη αναιρεσείων εναγόμενος αυθαιρέτως το κατέλαβε και έκτοτε παράνομα το κατέχει, οι δε δικαιοπάροχοί της (άμεσος και απώτερος) και ειδικότερα ο απώτερος (Π. Α. Α.) από το έτος 1936 που περιήλθε σ'αυτόν από εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή του - κατά το έτος 1936- αποβιώσαντος πατέρα του, Α. Α. Α., και έκτοτε συνεχώς μέχρι της μεταβιβάσεώς του με το …/27-2-1973 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Συκιάς Αικατερίνης Αποστολίδου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, στο σύζυγό της (άμεσο δικαιοπάροχό της) και ο τελευταίος από την περιέλευσή του σ'αυτόν με το πιο πάνω συμβόλαιο μέχρι τον κατά τα άνω θάνατό του -στις 13-9-1985- με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας. Εξάλλου, ο ήδη αναιρεσείων εναγόμενος, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση των από 30-11-2009 προτάσεών του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, είχε ισχυριστεί ότι έγινε κύριος του επίδικου ακινήτου με παράγωγο τρόπο (από αγορά από αληθινό κύριο με το …/18-12-1972 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Συκιάς Τρύφωνα Κυριακίδη, που έχει νόμιμα μεταγραφεί) και επικουρικά με πρωτότυπο τρόπο (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία), ως νεμηθείς αυτό -επίδικο ακίνητο- με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας ή της εικοσαετίας, αντίστοιχα, μέχρι την άσκηση της αγωγής (24-10-1994). Ο ισχυρισμός αυτός του ήδη αναιρεσείοντος εναγομένου αποτελεί ένσταση, γιατί μέσα στο χρόνο που κατά τα άνω προβλέπει η αγωγή (1936 έως 1990) χωρούν δύο χρησικτησίας, το δε Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε κατ'ουσία τον εν λόγω ισχυρισμό και δέχτηκε ως βάσιμη και κατ'ουσίαν την ένδικη διεκδικητική αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης ενάγουσας. Ο ήδη αναιρεσείων εναγόμενος, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της -από 8-9-2010- έφεσής του κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής) -το οποίο είχε επίσης δεχθεί ως βάσιμη και κατ'ουσίαν την ένδικη διεκδικητική αγωγή- είχε ζητήσει την εξαφάνισή της και για το λόγο της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων. Επομένως, το Εφετείο, με το να εξετάσει τον πιο πάνω ισχυρισμό και να κρίνει ότι αποτελεί ένσταση και ακολούθως να τον απορρίψει κατ'ουσία και να δεχθεί ως βάσιμη και κατ'ουσίαν την αγωγή, δεν υπέπεσε στις πλημμέλειες των αριθμών 8α και 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού ούτε παρά το νόμο έλαβε υπόψη τον άνω ισχυρισμό ούτε κατένειμε σε βάρος του ήδη αναιρεσείοντος εναγομένου το αντικειμενικό βάρος απόδειξης αντίθετα στα οριζόμενα στην πιο πάνω διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔ, και, συνεπώς, ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8α και 13 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Ανεξαρτήτως αυτού, ο ίδιος λόγος, κατά το δεύτερο -από τον αριθμό 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ- μέρος του, προεχόντως, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί ο αναιρεσείων δεν έχει έννομο συμφέρον να προβάλλει την αμέσως πιο πάνω αιτίαση, αφού το Εφετείο έκανε ως άνω δεκτή την αγωγή, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του, λόγω επάρκειας των αποδείξεων που προσκομίστηκαν από την αντίδικό του και ήδη αναιρεσίβλητη ενάγουσα. Τέλος, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, σχημάτισε την κρίση του αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων, μεταξύ των οποίων και ο παραπάνω ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, όχι χωρίς απόδειξη, αλλά από τη συνεκτίμηση των καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων, την προαναφερθείσα - με αριθμό κατάθεσης 30/2005 -έκθεση πραγματογνωμοσύνης, την έκθεση αυτοψίας που διενεργήθηκε από την εισηγήτρια Δικαστή στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και από όλα τα επικληθέντα και προσκομισθέντα έγγραφα, και, συνεπώς, ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 10 του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24-7-2012 αίτηση του Κ. Ο. του Α. για αναίρεση της 505/2012 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 5 Δεκεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Χρησικτησία.Περίληψη:Χρησικτησία τακτική. Απαραίτητο στοιχείο, μεταξύ των άλλων, και η ύπαρξη τίτλου, νομίμου ή νομιζομένου. Αβάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης από τους αρ. 8 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Απαράδεκτοι όταν αφορούν επουσιώδεις ισχυρισμούς, όπως οι αρνητικοί της ενστάσεως ισχυρισμοί.ΑΠ Απόφαση 172 / 2014

$
0
0

Απόφαση 172 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Χρησικτησία.
Περίληψη:
Χρησικτησία τακτική. Απαραίτητο στοιχείο, μεταξύ των άλλων, και η ύπαρξη τίτλου, νομίμου ή νομιζομένου. Αβάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης ..
από τους αρ. 8 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Απαράδεκτοι όταν αφορούν επουσιώδεις ισχυρισμούς, όπως οι αρνητικοί της ενστάσεως ισχυρισμοί.



Αριθμός 172/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ'Πολιτικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ι. Μ. του Φ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο Παπαδογιάννη.
Της αναιρεσίβλητης: Π. συζ. Ε. Μ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αναστασία Νικολακοπούλου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29/1/1999 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ρεθύμνου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 18/2000 μη οριστική, 93/2463/ΜΤ/130/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 231/2011 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 15/5/2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 15/9/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

 
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 1041 και 1043 του ΑΚ προκύπτει ότι απαραίτητο στοιχείο για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία είναι μεταξύ των άλλων και ο νόμιμος τίτλος, ενώ αρκεί και νομιζόμενος, εάν πέραν της καλής πίστεως ως προς τη νομή δικαιολογείται και καλή πίστη του νομέα ως προς τον τίτλο. Αν επομένως δεν υπάρχει τίτλος, νόμιμος ή νομιζόμενος, δεν είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική χρησικτησία και αν ακόμη συντρέχουν οι λοιποί όροι του νόμου (νομή και καλή πίστη επί δεκαετία). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα"κατά την έννοια της διάταξης αυτής θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και στηρίζουν επομένως το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (ΟλομΑΠ 3/1997), καθώς και ο λόγος εφέσεως (ΟλομΑΠ 11/1996), όχι δε οι ισχυρισμοί που αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση των προηγουμένων ή επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου που συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε οι αόριστοι, απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά τον νόμο ισχυρισμοί. Αντιθέτως, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός της αναίρεσης όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, όπως και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει κατ'ουσίαν, εκ των πραγμάτων, προβληθέντα ισχυρισμό, δεχόμενο ως αποδειχθέντα γεγονότα αντίθετα προς εκείνα που τον συγκροτούν (ΑΠ 1363/2008). Τέλος, ο αναιρετικός λόγος από τον αρ.19 του ίδιου άρθρου 559 του ΚΠολΔ για έλλειψη νόμιμη βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών ή (και) αντιφατικών αιτιολογιών σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου.
Εν προκειμένω το Εφετείο δέχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο, εμβαδού 184,12 τ.μ. περιήλθε στην αναιρεσίβλητη ως τμήμα μείζονος ακινήτου, εμβαδού 968,92 τ.μ., με δωρεά από τον πενθερό της και πατέρα του αναιρεσείοντος (αδελφού του συζύγου της) Φ. Μ. δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ'αριθμ. …/1981 συμβολαίου, ότι το επίδικο αυτό τμήμα δεν περιλαμβάνεται στο υπ'αριθμ. …/1976 συμβόλαιο δωρεάς με το οποίο ο ρηθείς δικαιοπάροχος της αναιρεσίβλητης είχε μεταβιβάσει στον αναιρεσείοντα το αναφερόμενο σ'αυτό όμορο ακίνητο, εκτάσεως τεσσάρων περίπου στρεμμάτων, ότι ο αναιρεσείων το πρώτον το έτος 1986 κατέλαβε το επίδικο τμήμα, ενεργώντας σ'αυτό τις αναφερόμενες διακατοχικές πράξεις, ενώ καμία τέτοια πράξη του αναιρεσείοντος στο επίδικο προ του έτους 1986 δεν αποδείχθηκε, και, ότι επομένως δέχεται το Εφετείο, ο αναιρεσείων δεν έγινε κύριος του επιδίκου με παράγωγο τρόπο (δωρεά από κύριο) ή (ούτε) με πρωτότυπο (χρησικτησία) μέχρι την άσκηση της αγωγής -Φεβρ.1999), όπως ο ίδιος είχε κατ'ένσταση (δικής του κυριότητας) ισχυρισθεί πρωτοδίκως και κατ'έφεση, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο προς αντίκρουση της ένδικης διεκδικητικής αγωγής της αναιρεσίβλητης, η οποία (αγωγή) και, έγινε δεκτή από το Εφετείο. Παρότι στην αναιρεσιβαλλομένη αναφέρεται ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, ως εναγομένου-εκκαλούντος, για έκτακτη χρησικτησία επί του επιδίκου, όχι δε και για τακτική, την οποία είχε πράγματι επικαλεστεί ο τελευταίος, οι ανωτέρω παραδοχές του Εφετείου ότι το επίδικο δεν περιλαμβάνεται στον τίτλο κτήσεως του αναιρεσείοντος (συμβόλαιο υπ'αριθμ. …/1976) εμπεριέχουν αρνητική κρίση και για την προβληθείσα από τον αναρεσείοντα τακτική χρησικτησία, απαραίτητο στοιχείο της οποίας, κατά τα προεκτεθέντα, είναι η ύπαρξη νόμιμου τίτλου (ο αναιρεσείων, όπως προκύπτει από τις πρωτόδικες προτάσεις του και το δικόγραφο της εφέσεώς του, δεν είχε επικαλεστεί νομιζόμενο κατ'άρθρον 1043, τίτλο), ο οποίος και δεν συντρέχει εν προκειμένω, κατά τις ειρημένες παραδοχές του Εφετείου. 'Ετσι το Εφετείο αφενός μεν έλαβε υπόψη και τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος για τακτική χρησικτησία επί του επιδίκου, αφετέρου δε διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες αυτό ζήτημα, οι οποίες στηρίξουν το σχετικό αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής της οικείας ως άνω ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 1041 του ΑΚ, τα δε αντίθετα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον πρώτο, από τους αρ.8 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγους της αιτήσεώς του είναι αβάσιμα. Υπό τις προαναφερθείσες παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε επαρκείς, με την ανωτέρω έννοια, αιτιολογίες και ως προς τη νομή (χρόνος ενάρξεως) του αναιρεσείοντος επί του επιδίκου (1986), και είναι επίσης αβάσιμα τα αντίθετα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον τρίτο, πρώτο σκέλος, λόγο του αναιρετηρίου. Με τον δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση του αριθμού 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ προσάπτεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη ισχυρισμό που δεν είχε προτείνει η αναιρεσίβλητη-ενάγουσα, ότι δηλαδή η τελευταία είχε εκφράσει αντιρρήσεις και είχε αντιδράσει στις διακατοχικές πράξεις του αναιρεσείοντος επί του επιδίκου, και απέρριψε έτσι το Εφετείο την εκ του άρθρου 281 του ΑΚ ένσταση του αναιρεσείοντος, με την οποία ο τελευταίος ισχυριζόταν τα αντίθετα, με τον τρίτο δε, σκέλος δεύτερο, από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου, λόγο του αναιρετηρίου προσάπτονται στην αναιρεσιβαλλομένη ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς την σχετική με τις αντιρρήσεις και αντιδράσεις του αυτές παραδοχές του Εφετείου. Οι εξεταζόμενοι αυτοί λόγοι αναιρέσεως είναι απαράδεκτοι, αφού οι ανωτέρω αρνητικοί της ενστάσεως ισχυρισμοί της αναιρεσίβλητης δεν είναι ουσιώδεις κατά την προρρηθείσα έννοια του άρθρου 559 αρ.8 και 19 του ΚΠολΔ, και οι σχετικές παραδοχές του δικαστηρίου δεν ελέγχονται με τους ειρημένους λόγους αναιρέσεως. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν'απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, κατά το άρθρο 495 παρ.4 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του ν.4055/2012, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (Ιάρθρ.176 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15-5-2012 αίτηση του Ι.Μ. για αναίρεση της υπ'αριθμ. 231/2011 απόφασης του Εφετείου Κρήτης.
Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το κατατεθέν παράβολο. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Ιανουαρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Χρησικτησία.Περίληψη:Κτήση κυριότητας ακινήτου με χρησικτησία κατά τη διάταξη του άρθρου 4 του ν. 3127/2003.ΑΠ Απόφαση 505 / 2014

$
0
0

Απόφαση 505 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Χρησικτησία.
Περίληψη:
Κτήση κυριότητας ακινήτου με χρησικτησία κατά τη διάταξη του άρθρου 4 του ν. 3127/2003.


Αριθμός 505/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ'Πολιτικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Γεώργιο Βαμβακίδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Μ. Π. του Θ. , κατοίκου ... και 2)Κ. χας Π. Π., κατοίκου ... Η 1η παραστάθηκε αυτοπροσώπως επειδή είναι δικηγόρος, ανακαλώντας την από 5/11/2013 δήλωσή της και η 2η παραστάθηκε με την ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο της.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/8/2009 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 97/2010 του ίδιου Δικαστηρίου που παρέπεμψε την υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης λόγω αρμοδιότητας, 62/2012 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης και 8/2013 του Μονομελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 12/3/2013 αίτηση και τους από 20/8/2013 προσθέτους λόγους του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο,οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 18/11/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και ο πρόσθετος λόγος της. Η 1η αναιρεσίβλητη (ατομικά και ως πληρεξούσια της 2ης) ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους.

 
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθ. 4 του Ν 3127/2003 ορίζεται ότι: "1. Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου εφόσον α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23.2.1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη, ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α'και β'προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του ΑΚ. 2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2.000 τ.μ".
Από τις άνω διατάξεις του άρθρου 4 του Ν 3127/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 1042 ΑΚ, προκύπτει, ότι για να αποκτήσει κάποιος κυριότητα σε ακίνητο του Δημοσίου με έκτακτη χρησικτησία, απαιτούνται αδιατάρακτος νομή επί 30 έτη του πράγματος και καλή πίστη, που πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο που αποκτάται η νομή. Ειδικότερα, ως προς το στοιχείο της καλής πίστης, αυτό συντρέχει, όταν ο χρησιδεσπόζων, έστω και αν γνωρίζει ότι το ακίνητο ανήκει στην κυριότητα τρίτου, όμως, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, έχει κατά την κτήση της νομής την πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα. Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ'ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Το εκκαλούν εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο (ήδη αναιρεσείον), είχε δικαίωμα κυριότητας σε ένα οικόπεδο που βρίσκεται στην …το Ο.Τ. … του εγκεκριμένου σχεδίου πόλης, στη θέση με παλιά ονομασία "... "και σημερινή "... "με συνολικό εμβαδόν 1.255 τ.μ. Το οικόπεδο είναι καταγεγραμμένο με αριθμό … στο Γενικό Βιβλίο Καταγραφής Δημοσίων Κτημάτων που τηρείται στη Κτηματική Υπηρεσία του Νομού Έβρου. Το επίδικο αποτελεί μικρότερο τμήμα του δημοσίου αυτού κτήματος, έχει έκταση 135,05 τετραγωνικών μέτρων και συνορεύει βόρεια σε πλευρά 7,35 μέτρων με το ακίνητο του εκκαλούντος-εναγομένου, νότια σε πλευρά 7,60 μέτρων με την οδό …, ανατολικά σε πλευρά 17,80 μέτρων με άλλο ακίνητο των εφεσιβλήτων-εναγουσών και δυτικά σε πλευρά 18,50 μέτρων επίσης με το δημόσιο κτήμα. Τον Ιούλιο του έτους 1958 εγκαταστάθηκε στο ακίνητο ο Ν. Τ. Τ. του Α. , κάτοικος, όσο ζούσε, …. Το περιέφραξε, άρχισε να το φροντίζει και μετά από ένα χρόνο περίπου απευθύνθηκε στην πολεοδομική αρχή της Αλεξανδρούπολης, έλαβε νόμιμα από αυτή την υπ'αριθμό 165/1959 άδεια οικοδόμησης και έκτισε το έτος 1959 στο ακίνητο ένα ισόγειο σπίτι το οποίο χρησιμοποιούσε έκτοτε ως κύρια κατοικία του ίδιου και της οικογένειας του. Ο δικαιοπάροχος των εφεσιβλήτων-εναγουσών, όταν απέκτησε τη νομή του ακινήτου, δεν τελούσε σε κακή πίστη. Αντίθετα ο Ν. Τ. του Α. είχε ακλόνητη πεποίθηση ότι απέκτησε κυριότητα στο ακίνητο, παρά το γεγονός ότι ο πωλητής δεν είχε στην πραγματικότητα δικαίωμα κυριότητας σε αυτό, επειδή ο έως τότε νομέας του ακινήτου, Ν. Κ. του Ι. , το είχε παραδώσει σε αυτόν με πώληση που κατάρτισε μαζί του (βλ. το υπ'αριθμό ... /1958 συμβολαιογραφικό έγγραφο του άλλοτε συμβολαιογράφου Αλεξανδρούπολης Χρήστου Μαρμαρά που μεταγράφηκε νόμιμα στις 25-7-1958 στον Τόμο … με αύξοντα αριθμό … των Βιβλίων Μεταγραφών Αλεξανδρούπολης). Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι το εκκαλούν-εναγόμενο δεν είχε προβάλει ποτέ από το έτος 1945 έως τότε, αλλά και έως το Μάιο του έτους 2005 την εμπράγματη αξίωση του στο ακίνητο (βλ. και το υπ'αριθμό 1032/5-2005 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Αλεξανδρούπολης). Αποδεικνύεται επίσης ότι ο Ν. Τ. του Α. για να ανοικοδομήσει το ακίνητο έλαβε τρία (3) δάνεια συνολικού ποσού 60.000 δραχμών από τον Ο.Ε.Κ.. Ο δανειολήπτης, νομέας, μάλιστα παραχώρησε με σύμβαση στο δανειοδότη οργανισμό, δικαίωμα για εγγραφή τριών (3) υποθηκών στο επίδικο με σκοπό να εξασφαλισθεί η απαίτηση του για απόδοση του ποσού των δανείων. Ο Ν. Τ. του Α. απέδωσε σταδιακά τα ποσά που είχε λάβει από τον Ο.Ε.Κ. ως δάνειο έως και το έτος 1980 με οικονομίες από την πενιχρή σύνταξη που λάμβανε ως συνταξιούχος μυλεργάτης. Αν συνεπώς ο Ν. Τ. του Α. γνώριζε, όταν στις 25-7-1958 απέκτησε τη νομή του επιδίκου, ότι ο δικαιοπάροχος του Ν. Κ. του Ι. δεν είχε δικαίωμα κυριότητας σε αυτό και πολύ περισσότερο ότι επρόκειτο για ακίνητο του Δημοσίου, το οποίο τότε εξαιρείτο από τη χρησικτησία, δεν θα είχε υποβληθεί μεταγενέστερα σε τόσο κόπο και έξοδα για να το αξιοποιήσει, επειδή δεν θα μπορούσε ποτέ να αποκτήσει πρωτότυπα την κυριότητα του. Ο Ν. Κ. του Ι. , βέβαια είχε πληροφορηθεί ότι το επίδικο είχε καταγραφεί ως δημόσιο κτήμα και είχε στραφεί εναντίον του Δημοσίου με την από 12-4-1954 αναγνωριστική της κυριότητας του στο ακίνητο αγωγή, την οποία είχε απευθύνει ενώπιον του (ήδη) Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης. Το Δικαστήριο αυτό είχε εκδώσει την υπ'αριθμό 375/1954 μη οριστική απόφαση του, αλλά έκτοτε κανείς διάδικος δεν επέσπευσε περαιτέρω συζήτηση της υπόθεσης με συνέπεια ο Ν. Κ. του Ι. να εξακολουθήσει να παραμένει σταθερά στο ακίνητο και να το έχει στην πλήρη διάθεση του. Η δίκη εξάλλου αυτή είχε αρχίσει με δική του πρωτοβουλία και όχι του Δημοσίου. Όταν συνεπώς μετά από τέσσερα (4) περίπου χρόνια μεταβίβασε το επίδικο στο Ν. Τ. του Α., πίστευε ακράδαντα ότι επρόκειτο για ιδιοκτησία του. Για το λόγο αυτό διαβεβαίωσε τότε ρητά τον αγοραστή του επιδίκου ότι μεταβιβάζει σε αυτόν ακίνητο του, το οποίο δεν βαρύνεται με δικαίωμα τρίτου και συγκεκριμένα "ελεύθερον παντός εννόμου βάρους (...) και τρίτου εκνικήσεως", όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο συμβόλαιο μεταβίβασης που προαναφέρθηκε. Με τα δεδομένα αυτά ο Ν. Τ. του Α. είχε δικαιολογημένα απόλυτη βεβαιότητα ότι είχε αποκτήσει την κυριότητα του ακινήτου. Ο νομέας αυτός του επιδίκου πέθανε στην Αλεξανδρούπολη στις 28-12-1985. Με την υπ'αριθμό ... /2-7-1985 δημόσια διαθήκη του, την οποία είχε συντάξει με δήλωση του ενώπιον του συμβολαιογράφου Αλεξανδρούπολης Θ. Καραπιπέρη, κατέλιπε το ακίνητο στη μητέρα της πρώτης εφεσίβλητης-ενάγουσας, Ά. Β. του Κ., σύζυγο Θ. Π. , επειδή ως από πάντα γειτόνισσα του, βρισκόταν κοντά του, τον αγαπούσε, τον φρόντιζε και είχε και την επιμέλεια του σπιτιού του. Η από διαθήκη αυτή κληρονόμος - μετά τη νόμιμη δημοσίευση της διάταξης τελευταίας βούλησης - αποδέχθηκε την κληρονομιά του διαθέτη και μετέγραψε τη δήλωση αποδοχής.... Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο ακίνητο που δικαιολογημένα θεωρούσε πλέον δικό της και διέμενε εκεί και με την κόρη της, πρώτη εφεσίβλητη-ενάγουσα (ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη). Η θετή όμως θυγατέρα του διαθέτη και αναγκαία κληρονόμος του, Κ. Τ. του Ν., σύζυγος Π. Π. (ήδη δεύτερη αναιρεσίβλητη) επιδείκνυε επίσης έντονο ενδιαφέρον για το κληρονομιαίο ακίνητο του πατέρα της στην …, επειδή το οικόπεδο βρισκόταν σε καλή και ανεπτυγμένη οικιστικά περιοχή της πόλης. Για το λόγο αυτό, μόλις πληροφορήθηκε ότι ο διαθέτης την είχε αποκληρώσει, έσπευσε αρχικά να προστατεύει αυτοδύναμα τη σύννομη της στο επίδικο (βλ. την υπ'αριθμό 312/2-2-1988 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης). Παράλληλα όμως άσκησε αμέσως εναντίον της Ά. Β. του Κ. , συζύγου Θ. Π. την από 12-5-1986 και με αύξοντα αριθμό πράξης κατάθεσης 45/1986 αγωγή της περί κλήρου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Έβρου. Η αγωγή αυτή ευδοκίμησε, η δεύτερη εφεσίβλητη-ενάγουσα αναγνωρίσθηκε νόμιμη μεριδούχος σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου της κληρονομιάς του θετού πατέρα της, αποδέχθηκε την κληρονομιά του και μετέγραψε τη δήλωση αποδοχής.... Το εκκαλούν εναγόμενο όμως δεν συμμετείχε ως τρίτος στις δίκες αυτές ούτε κατά τη δωδεκαετή διάρκεια τους ούτε και μετά το πέρας τους. Η υπ'αριθμό 416/1994 απόφαση μάλιστα του Εφετείου Θράκης-που κατέστη αμετάκλητη μετά την έκδοση της υπ'αριθμό 122/1998 απόφασης του Αρείου Πάγου -δέχθηκε παρεμπιπτόντως ότι ο Ν. Τ. του Α. είχε δικαίωμα κυριότητας στο επίδικο, το οποίο αποτελούσε τη μόνη ακίνητη κληρονομιαία περιουσία του. Η παραδοχή αυτή της δικαστικής απόφασης που προαναφέρθηκε σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι το εκκαλούν - εναγόμενο δεν έλαβε μέρος ως παρεμβαίνον στη δικαστική διένεξη μεταξύ της μητέρας της πρώτης εφεσίβλητης-ενάγουσας και της δεύτερης από αυτές επιβεβαιώνουν την ήδη σχηματισμένη, εύλογη και στέρεη αντίληψη τους ότι μετά το θάνατο του κληρονομουμένου είχαν αποκτήσει δικαίωμα τουλάχιστον συγκυριότητας στο επίδικο με καθολική διαδοχή. Η Ά. Β. του Κ., σύζυγος Θ. Π. παρέδωσε στις 12-5-1997 τη σύννομη της στο ακίνητο στην κόρη της, πρώτη εφεσίβλητη - ενάγουσα, Μ. Π. του Θ. σε εκτέλεση σύμβασης πώλησης του, την οποία κατάρτισε μαζί της (βλ. και το υπ'αριθμό ... /28-1-1997 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αλεξανδρούπολης Σ.Χρυσάκη που μεταγράφηκε νόμιμα στις 12-5-1997 στον Τόμο … και με αύξοντα αριθμό … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αλεξανδρούπολης). Η αγοράστρια είναι Δικηγόρος Αλεξανδρούπολης, είχε υπερασπισθεί τη μητέρα της σε όλες τις δίκες εναντίον της δεύτερης εφεσίβλητης- ενάγουσας, γνώριζε πολύ καλά την υπόθεση, επειδή αφορούσε και την ίδια και συνεπώς θεωρούσε εύλογα ότι, όταν παρέλαβε το ακίνητο από τη μητέρα της, είχε αποκτήσει δικαίωμα συγκυριότητας σε αυτό. Με το δεδομένο αυτό εγκαταστάθηκε στο ακίνητο και άρχισε να το συντηρεί με τις κατάλληλες εργασίες που ανέθετε και σε τρίτα πρόσωπα. Από το έτος 1998 και εφεξής οι εφεσίβλητες - ενάγουσες, συννομείς του ακινήτου, με βεβαιότητα ότι έχουν δικαίωμα συγκυριότητας σε αυτό φρόντιζαν να το διατηρούν σε καλή κατάσταση, το δήλωναν ως ιδιοκτησία τους στις αρμόδιες φορολογικές και άλλες αρχές (Εθνικό Κτηματολόγιο κ.λπ.), κατέβαλλαν τα τέλη που αναλογούσαν σε αυτό και σχεδίαζαν να κατεδαφίσουν το παλιό κτίσμα στο οικόπεδο και να κατασκευάσουν σε αυτό νέα οικοδομή. Στις 2-2-2004 όμως ο Προϊστάμενος της Κτηματικής Υπηρεσίας Έβρου επέδωσε σε αυτές το 92/26-1-2004 πρωτόκολλο καθορισμού αυθαίρετης χρήσης δημοσίου κτήματος και οι εφεσίβλητες - ενάγουσες πληροφορήθηκαν τότε για πρώτη φορά ότι το Δημόσιο επικαλείται δικαίωμα κυριότητας στο ακίνητο. Αποδεικνύεται όμως ότι το επίδικο ακίνητο νέμονταν αδιατάρακτα από τον Ιούλιο του έτους 1958 έως και 19-3-2003, δηλαδή για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα τριάντα (30) έτη, αρχικά ο Ν. Τ. Τ. του Α. , απώτερος δικαιοπάροχος της πρώτης εφεσίβλητης-ενάγουσας και άμεσος δικαιοπάροχος της δεύτερης από αυτές, στη συνέχεια η Ά. Β. του Κ., σύζυγος Θ. Π. , άμεσος δικαιοπάροχος της πρώτης εφεσίβλητης-ενάγουσας και η δεύτερη από αυτές και τέλος από το έτος 1998 έως και 19-3-2003 μαζί και οι δύο εφεσίβλητες - ενάγουσες. Οι νομείς μάλιστα του ακινήτου νέμονταν το πράγμα χωρίς κακή πίστη και συνεπώς η ένσταση του εκκαλούντος-εναγομένου για το αντίθετο, την οποία επαναφέρει νόμιμα και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Οι εφεσίβλητες-ενάγουσες επομένως απέκτησαν δικαίωμα συγκυριότητας στο επίδικο κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου η καθεμία τους με τις προϋποθέσεις που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 β και γ Ν. 3127/2003". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι είναι βάσιμη και κατ'ουσίαν η ένδικη - από 17.8.2009- αναγνωριστική συγκυριότητας ακινήτου αγωγή των αναιρεσιβλήτων και απέρριψε την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος εναγομένου κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει όμοια κρίση. 'Ετσι που έκρινε το Εφετείο σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του ν.3127/2003 και του ΑΚ που προεκτέθηκαν, περιέλαβε δε στην απόφασή του πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία καθ'όσον αφορά τόσο την παραδοχή της αγωγής όσο και την απόρριψη της άνω ένστασης. Ειδικότερα, δέχτηκε με σαφήνεια, ότι ο δικαιοπάροχος των ήδη αναιρεσιβλήτων εναγουσών, Ν. Τ. του Α. , κατά την απόκτηση του επιδίκου από το Ν. Κ. του Ι. με το προεκτεθέν -... /1958- αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, ήταν καλής πίστης, είχε δηλαδή την πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητά του.
Συνεπώς, ο πρώτος από τον αριθμό 1 και πρώτος πρόσθετος από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους, υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
ΙΙ. Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθ.11 ΚΠολΔ ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Σ'αυτά περιλαμβάνονται και οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, κατά το άρθρο 270 παρ.2 εδάφ. γ'ΚΠολΔ, όταν έχουν ληφθεί μετά από προηγούμενη εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου, οι οποίες αποτελούν αποδεικτικό μέσο διαφορετικό από τα έγγραφα και πρέπει να μνημονεύονται ειδικώς στην απόφαση. Όταν όμως αυτές έχουν ληφθεί στα πλαίσια άλλης δίκης, δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό διάφορο των εγγράφων, γι'αυτό και δεν είναι απαραίτητο να μνημονεύονται ειδικώς στην απόφαση. Στην προκείμενη περίπτωση, το αναιρεσείον, με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης, προβάλλει την αιτίαση, ότι το Εφετείο, που έκρινε βάσιμη την ένδικη -από 17.8.2009- αναγνωριστική συγκυριότητας ακινήτου αγωγή των αναιρεσιβλήτων, δεν έλαβε υπόψη 1) την από 17.5.2005 ένορκη βεβαίωση του Α. Α. του Δ. που λήφτηκε στα πλαίσια δίκης που προηγήθηκε και 2) το υπ'αριθμ. 51/18.1.2010 πιστοποιητικό του Υποθηκοφυλακείου Αλεξανδρούπολης, με το οποίο βεβαιώνεται η εγγραφή της από 309.4.1953 αγωγής του Ν. Κ. κατά του Ελληνικού Δημοσίου που απευθύνεται στο Πρωτοδικείου 'Εβρου, στα Βιβλία Διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Αλεξανδρούπολης, που είχε επικαλεστεί και προσκομίσει με τις προτάσεις του της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Όμως, από τη βεβαίωση του Εφετείου, ότι λήφτηκαν υπόψη "και τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι", καθώς και από το σύνολο των σκέψεων αυτού, γίνεται φανερό και αναμφισβήτητο ότι τούτο έλαβε υπόψη και τα παραπάνω έγγραφα (ένορκη βεβαίωση και πιστοποιητικό) και επομένως ο ερευνώμενος αναιρετικός αυτός λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12.3.2013 αίτηση και τους πρόσθετους λόγους του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 8/2013 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θράκης.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Χρησικτησία, Δουλεία.Περίληψη:Προϋποθέσεις κτήσης δουλείας με χρησικτησία. Η, παρά την αυτάρκεια του δεσπόζοντος ακινήτου, εξακολούθηση χρησιμοποίησης της διόδου του δουλεύοντος ακινήτου, συνιστά κατάχρηση δικαιώματος.ΑΠ Απόφαση 618 / 2014

$
0
0
Απόφαση 618 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Χρησικτησία, Δουλεία.
Περίληψη:
Προϋποθέσεις κτήσης δουλείας με χρησικτησία. Η, παρά την αυτάρκεια του δεσπόζοντος ακινήτου, εξακολούθηση χρησιμοποίησης της διόδου του..
δουλεύοντος ακινήτου, συνιστά κατάχρηση δικαιώματος.

Αριθμός 618/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ρ. χας Ν. Σ., το γένος Χ., κατοίκου ... 2) Μ. Ν. Σ., κατοίκου ... 3) Γ. Ν. Σ., 4) Π. Ν. Σ., κατοίκων ..., 5) Γ. Π. Δ. και 6) Ε. συζ. Γ. Δ., κατοίκων ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευτύχιο - Δημήτριο Καλαμίδα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: Ε. Β. Μ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιο δικηγόρο του Άννα Μανωλάκη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/6/2002 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Παμίσου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 22/2003 του ίδιου Δικαστηρίου, 88/2007 μη οριστική και 62/2010 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας. Την αναίρεση των τελευταίων αποφάσεων ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 12/7/2010 αίτησή τους και τους από 15/9/2011 προσθέτους λόγους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 10/10/2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων αυτής λόγων.
Η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του.

 
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 1118, 1119, 1120 και 1121 ΑΚ προκύπτει, ότι οι πραγματικές δουλείες, με βάση τις οποίες αποκτάται εμπράγματο δικαίωμα σε βάρος ακινήτου υπέρ του εκάστοτε κυρίου άλλου ακινήτου, όπως είναι και η δουλεία οδού, συνιστώνται και με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον, σύμφωνα με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 1045 επ. ΑΚ, σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 974, 975 του ίδιου Κώδικα, επί του δουλεύοντος ακινήτου ασκήθηκε υπέρ του δεσπόζοντος ακινήτου από τον κύριο αυτού επί συνεχή εικοσαετία μερική φυσική εξουσία, η οποία περιλαμβάνει μία η περισσότερες χρησιμότητες του πράγματος, οι οποίες αποτελούν περιεχόμενο τέτοιας δουλείας με διάνοια δικαιούχου (οιονεί νομή). Εξάλλου , από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281, 1118, 1119, 1120, 1124, 1125 και 1136 ΑΚ προκύπτει, ότι η πραγματική δουλεία, όπως είναι και η δουλεία οδού, αποσβήνεται αν η άσκηση αυτής έχει καταστεί απολύτως και διαρκώς αδύνατη από λόγους πραγματικούς ή νομικούς. Τέτοια αδυναμία υπάρχει όταν παύει η παροχή ωφέλειας ή χρησιμότητας από το δουλεύον ακίνητο υπέρ του δεσπόζοντος ή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, όταν εκλείπει η ανάγκη εξυπηρέτησης του δεσπόζοντος ακινήτου από τη δουλεία, η οποία (ανάγκη) είχε αποτελέσει στοιχείο του περιεχομένου της δουλείας κατά τη σύστασή της. Τούτο όμως μπορεί να συμβεί μόνο όταν η έκλειψη της πιο πάνω ανάγκης επέρχεται εξαιτίας αυτάρκειας του δεσπόζοντος ή κατ'άλλη έκφραση όταν η άσκηση της δουλείας καθίσταται περιττή και μάταιη, εφόσον όμως η αυτάρκεια του δεσπόζοντος περιλαμβάνει όλο το περιεχόμενο του δικαιώματος της δουλείας. Η, παρά την κατά τα άνω αυτάρκεια του δεσπόζοντος ακινήτου εξακολούθηση άσκησης της δουλείας συνιστά κατάχρηση δικαιώματος και συνεπώς αποτελεί και νομικό λόγο αδυναμίας άσκησης της πραγματικής δουλείας, διότι υπερβαίνει τα όρια τα οποία τάσσονται από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, εφόσον το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει να μην παρεμποδίζεται με άσκοπους περιορισμούς η οικονομική εκμετάλλευση των ακινήτων (ΑΠ 1360/2006). Τέλος, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 560 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται, αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ'ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Στην προκείμενη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Καλαμάτας που δίκασε ως Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Ο ενάγων (και ήδη αναιρεσίβλητος) Ε. Μ. είναι κύριος ενός αγροτικού ακινήτου (ελαιοκτήματος), ακριβούς εμβαδού 10.153,14 τ.μ., κειμένου στη θέση "..."του δημοτικού διαμερίσματος Χαρακοπιού Δήμου Κορώνης Μεσσηνίας. Το ακίνητο απεικονίζεται στο από μηνός Αυγούστου 2001 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Ι. Σ. και συνορεύει βορείως με ιδιοκτησίες Γ. και Α. Α., ανατολικώς με ιδιοκτησία Φ. Σ., νοτιοανατολικώς με αγροτική οδό, νοτίως με ιδιοκτησίες Ι. και Ν. Π., και δυτικώς με ιδιοκτησία κληρονόμων Ν. Σ., ήτοι των. τεσσάρων πρώτων εναγομένων. Στην ψιλή κυριότητα του ενάγοντος περιήλθε, λόγω αγοράς από τον πατέρα του, Β. Μ., δυνάμει του υπ'αριθμ. .../24-8-1973 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Κορώνης Δημητρίου Τσώνη, νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του τέως Δήμου Κολλωνίδων στις 25-8-1973, στον τόμο … και υπό τον αύξοντα αριθμό …. Η επικαρπία του ακινήτου παρακρατήθηκε από τον ανωτέρω πωλητή υπέρ του ιδίου και της συζύγου του Ά. Μ., εφ'όρου ζωής αμφοτέρων. Μετά το θάνατο και των δύο επικαρπωτών, αρχικώς της μητέρας το έτος 1974 και ύστερα του πατέρα στις 30-4-1988, ο ενάγων κατέστη πλήρης κύριος του ακινήτου και συνέχισε την άσκηση πράξεων νομής εμφανών και αντίστοιχων με τη φύση του ακινήτου ως αγροτικού (περιποίηση, λίπανση και συλλογή ελαιοκάρπου, συντήρηση του εντός του ακινήτου ευρισκόμενου αγροτικού οικίσκου, καθαρισμός, οριοθέτηση και επίβλεψη). Στο δυτικό όριο, όπως προαναφέρθηκε, το ακίνητο του ενάγοντος συνορεύει με την ιδιοκτησία των εξ αδιαθέτου κληρονόμων Ν. Σ., ο οποίος πέθανε στις 13-9-1994, ήτοι της Ρ. Σ. το γένος Χ. (χήρας) και Μ., Γ. και Π. Σ. (θυγατέρων). Το ακίνητο αυτό έχει εμβαδό 8.028,60 τ.μ. και συνορεύει, βορείως με ιδιοκτησία Γ. Α., ανατολικώς με ιδιοκτησίες ενάγοντος και Π. Π. (από βορρά προς νότο), νοτίως με ιδιοκτησία κληρονόμων Π. Π. και δυτικώς με ιδιοκτησία Γ. και Ε. Δ. (πέμπτου και έκτης των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων) όπως εμφαίνεται στο από μηνός Οκτωβρίου 2001 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Ι. Τ.. Ακόμη πιο δυτικά σε σχέση με την ανωτέρω ιδιοκτησία βρίσκεται το ακίνητο συνιδιοκτησίας Γ. Δ. και Ε. συζύγου Γ. Δ., το γένος Ε. Κ. (πέμπτου και έκτης εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων εμβαδού 5.037,70 τ.μ., το οποίο συνορεύει, βορείως με ιδιοκτησία Π. Λ., ανατολικώς με ιδιοκτησία τεσσάρων πρώτων εναγομένων - και ήδη αναιρεσειόντων - κληρονόμων Ν. Σ.), νοτίως με ιδιοκτησία Β. Π. και δυτικώς με αγροτική οδό άγουσα βορείως προς Κόμπους και νοτιοανατολικώς προς Χαρακοπιό, περιήλθε δε στους ανωτέρω, κατά το ήμισυ εξ αδιαιρέτου στον καθένα, λόγω αγοράς από τον Α. Κ., δυνάμει του υπ'αριθμ. .../25-1-1988 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Σωτηρίου Μεντζέλου, νομίμως μεταγεγραμμένου στις 29-1-1988 στα ως άνω βιβλία μεταγραφών, στον τόμο …. και υπό τον αύξοντα αριθμό …. Η πρόσβαση του ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων του, από την προς τα δυτικά δημοτική οδό προς το ακίνητο (ελαιόκτημα), του οποίου γίνεται γεωργική εκμετάλλευση, γινόταν ανέκαθεν μέσω εδαφικής λωρίδος, συνολικού μήκους 192,10 μέτρων και πλάτους 2,90 μέτρων. Η δίοδος αυτή απεικονίζεται στο από μηνός Ιανουαρίου 2002 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Ι. Σ. υπό στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η. Αρχίζει από το δυτικό άκρο της νυν ιδιοκτησίας Δ. (σημείο Α σε απόσταση 10,30 μέτρων από την βόρεια άκρη του ακινήτου), προχωρεί προς τα ανατολικά επί 66,00 μέτρα, κάμπτει ελαφρώς, από το σημείο Β προς τα βορειοανατολικά επί 17,60 μέτρα μέχρι το σημείο Γ, όπου επανακάμπτει ελαφρώς προς τα ανατολικά επί άλλα 28,50 μέτρα, μέχρι το σημείο Δ, όπου βρίσκεται το όριο των ιδιοκτησιών Δ. και κληρονόμων Σ.. Συνολικά διανύει εντός του ακινήτου Δ. μία απόσταση 112,10 μέτρων. Κατόπιν, η δίοδος συνεχίζει προς τα ανατολικά εντός της ιδιοκτησίας Σ. επί 8,00 μέτρα (Δ-Ε, όπου το σημείο Δ απέχει του βορείου άκρου της ιδιοκτησίας 7,60 μέτρα), κάμπτει προς τα βορειοανατολικά επί 39,00 μέτρα (Ε-Ζ) και μετά πάλι προς τα ανατολικά επί 33,00 μέτρα (Ζ-Η, όπου το σημείο Η απέχει του βορείου άκρου της ιδιοκτησίας 6,20 μέτρα) και φθάνει στο δυτικό όριο της ιδιοκτησίας του ενάγοντος. Τη δίοδο αυτή χρησιμοποιούσε ήδη ο παππούς του ενάγοντος, Ε. Μ., από το έτος 1889 περίπου και μετ'αυτόν ο πατέρας του ενάγοντος Β. Μ. από το έτος 1940 μέχρι τον θάνατο του, κατά το έτος 1988, οπότε τον διαδέχθηκε ο ενάγων και συνέχισε να χρησιμοποιεί την ίδια διαδρομή μέχρι και το Σεπτέμβριο 2001, προκειμένου να εισέλθει στο ακίνητο του, προερχόμενος από τους Κόμπους όπου κατοικούσε. Η διέλευση γινόταν σταθερά και αδιατάρακτα, με τη γνώση και συναίνεση των κυρίων των ενδιάμεσων ακινήτων, παλαιότερα με τα πόδια ή με ζώα και αργότερα, μετά το 1973, και με κάθε είδους μεταφορικά μέσα, κυρίως αγροτικά μηχανήματα που χρησιμοποιούνταν για την καλλιέργεια και κάρπωση του ελαιοκτήματος. Το μήκος και πλάτος, καθώς και η κατά τα ανωτέρω διαχρονική και ανεμπόδιστη χρήση της εδαφικής λωρίδας αποδεικνύονται πλήρως και σε λογική αλληλουχία από τις καταθέσεις του μάρτυρος αποδείξεως και των ενόρκως βεβαιούντων, που όλοι έχουν άμεση και ιδίαν αντίληψη των πραγμάτων. Η ύπαρξη και χρήση της εν λόγω οδού συνάγεται και εμμέσως από την ύπαρξη αποθήκης δίπλα στο όριο με την ιδιοκτησία κληρονόμων Σ., για τον λόγο ακριβώς ότι από εκεί προσεγγίζει στην ιδιοκτησία του ο ενάγων. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει επίσης να γίνει για το υπ'αριθμ. .../15-5-1956 πωλητήριο συμβόλαιο του τότε συμβολαιογράφου Καλαμών Χαραλάμπους Λίγγρη, το οποίο στις 20-5-1956 μεταγράφηκε νομίμως στα ως άνω βιβλία μεταγραφών του τέως Δήμου Κολλωνίδων, στον τόμο … και υπό τον αριθμό …. Πρόκειται περί του πωλητηρίου συμβολαίου διά του οποίου ο Ν. Σ., δικαιοπάροχος των τεσσάρων πρώτων εναγομένων, απέκτησε από την Γ. σύζυγο Μ. Μ. την κυριότητα του ανωτέρω περιγραφομένου ακινήτου, ενδιαμέσου μεταξύ αυτού και του ακινήτου Δ.. Στο συμβόλαιο ρητώς αναφέρεται ότι το πωλούμενο ακίνητο "επικοινωνεί με τον προς δυσμάς αυτού αγροτικόν δρόμον δια του παρεμβαλλόμενου κτήματος του Α. Κ. (ήδη Δ.) και ότι διά του πωλουμένου διέρχονται μεταβαίνοντες προς την προς ανατολάς του πωλουμένου ιδιοκτησίαν των οι Π. Π. και Β. Μ.". Η μνεία αυτή δεν αποτελεί νόμιμο τρόπο σύστασης δουλείας, διότι δεν συνεβλήθη σε αυτήν ο κύριος του δεσπόζοντος ακινήτου, ούτε έχει μεταγραφεί ως πραγματική δουλεία οδού. Ωστόσο, έχει μεγάλη αποδεικτική σημασία, διότι αποτελεί ανύποπτου χρόνου μαρτυρία σε δημόσιο έγγραφο του έτους 1956, προερχόμενη από δικαιοπαρόχους των τεσσάρων πρώτων εναγομένων, σε συνδυασμό δε με τις σαφείς και πειστικές μαρτυρικές καταθέσεις αποδεικνύει, ότι, λόγω συνεχούς διέλευσης των δικαιοπαρόχων του ενάγοντος με διάνοια οιονεί δικαιούχων δουλείας οδού από το συγκεκριμένο τμήμα των δύο άλλων δουλευόντων ακινήτων επί χρονικό διάστημα κατά πολύ μεγαλύτερο της εικοσαετίας, τουλάχιστον δε κατά τη χρονική περίοδο 1956-2001, αποκτήθηκε νομίμως, λόγω έκτακτης χρησικτησίας, δικαίωμα δουλείας οδού. Ως προς το ακίνητο του ζεύγους Δ., πρώην Α. Κ., από την ίδια τη διάταξη των ακινήτων σε σχέση με τη δημοτική οδό, μεταξύ της οποίας και του ακινήτου Σ. παρεμβάλλεται το ακίνητο Δ., συνάγεται ότι η αναφερόμενη στο συμβόλαιο διέλευση γινόταν αναγκαία και μέσω του ακινήτου Δ.. Περαιτέρω, με την προβολή σχετικής ένστασης εκ μέρους των εναγομένων, τέθηκε το ζήτημα, κατά πόσον το δεσπόζον ακίνητο ιδιοκτησίας Μ. εξυπηρετείται εξ ίσου ή και καλύτερα από τη διερχόμενη στα νοτιοανατολικά αυτού αγροτική οδό μέσου πλάτους 3,00 μέτρων, η οποία άπτεται του ακινήτου Μ., με υψομετρική διαφορά (όχθο) επί 21,60 μέτρα, με εξαίρεση την κατωτέρω αναφερόμενη κεκλιμένη διέξοδο που έχει κατασκευάσει ο ενάγων, εξακολουθεί στο όριο του ακινήτου Π. και ύστερα κάμπτει προς νότο επί μήκος 89,00 μέτρων, όπου συμβάλλει με την δημοτική οδό Κόμπων - Χαροκοπιού. Η εδαφική αυτή λωρίδα μήκους 89,00 μέτρων και πλάτους 1,10 μέτρων έχει αμετακλήτως αναγνωρισθεί ως κοινόχρηστη οδός, σε δίκη μεταξύ της τότε Κοινότητος Χαρακοπιού και των κληρονόμων Π. Π., με την υπ'αριθμ. 74/31-1-1997 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου, η κατά της οποίας αίτηση αναίρεσης απορρίφθηκε με την υπ'αριθμ. 630/20-4-1999 απόφαση του Αρείου Πάγου. Με τις αποφάσεις αυτές αναγνωρίσθηκε ως κοινόχρηστη οδός, λόγω χρήσης εκ μέρους των κατοίκων της περιοχής από αμνημονεύτων χρόνων, ένα τμήμα πλάτους 1,10 μέτρων και μόνο αυτό, χαρακτηριζόμενο ως "μονοπάτι", δηλαδή κατάλληλο μόνο για πεζή διέλευση, όχι όμως και για κίνηση με τροχοφόρα, επιβατικά αυτοκίνητα ή αγροτικά μηχανήματα ή άλλα βαρύτερα οχήματα. Το δικαίωμα κοινής χρήσεως, του οποίου και μόνο μπορεί να επωφελείται ο ενάγων για διέλευση προς την δημοτική οδό Κόμπων -Χαρακοπιού, αφορά αποκλειστικά σε αυτό το μονοπάτι 1,10 μέτρων και όχι στην υπάρχουσα πλατύτερη ιδιωτική οδό, πλάτους 2,25 μέτρων (1,25 μέτρα εκατέρωθεν της κοινόχρηστης οδού), η οποία έχει παραχωρηθεί προσωρινώς από τις κληρονόμους Π. έναντι αποζημίωσης και δυνάμει της υπ'αριθμ. 16/27-5-1998 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Ειρηνοδικείου Παμίσου, κατόπιν αιτήσεως άλλων κατοίκων της περιοχής για παροχή διόδου κατ'άρθρο 1012 Α.Κ. Ο ενάγων όμως δεν έχει το δικαίωμα χρήσης της διόδου που παραχωρήθηκε σε άλλους, διότι δεν συμμετείχε στη δίκη εκείνη, επειδή οι δικές του ανάγκες για μετακινήσεις και μεταφορές από και προς το ακίνητο του εξυπηρετούνταν επαρκώς από την ανωτέρω περιγραφόμενη δίοδο. Εκτός αυτού η υπέρ αυτού δίοδος μέσω των ακινήτων των εναγομένων είναι πιο ευκολοδιάβατη, σύντομη και ακίνδυνη. Συγκεκριμένα, η κεκλιμένη έξοδος (ράμπα) από το ακίνητο του ενάγοντος στην οδό που βρίσκεται στα νοτιοανατολικά, έχει μεγάλη κλίση (18,50%), όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες και την από 18-1-2003 βεβαίωση του πολιτικού μηχανικού Ι. Σ.. Η χρήση της δυσχεραίνεται ακόμη περισσότερο κατά τη χειμερινή περίοδο λόγω των υδάτων της βροχής. Και αν ακόμη ο ενάγων είχε δικαίωμα διέλευσης με όχημα από το προαναφερόμενο τμήμα των 89,00 μέτρων, φθάνοντας στη συμβολή με τη δημοτική οδό Κόμπων - Χαρακοπιού, είναι αδύνατη η χωρίς ελιγμούς στροφή προς τα δεξιά (δηλαδή προς Κόμπους, όπου η κατοικία του). Η διέλευση μέσω της εν λόγω εναλλακτικής οδού, ιδίως με ελκυστήρα ή βαρέα οχήματα, ενέχει επίσης κίνδυνο ανατροπής και σοβαρού τραυματισμού ή και θανάτου του οδηγού του οχήματος. Επομένως, η διερχόμενη στα νοτιοανατολικά του ακινήτου αγροτική οδός δεν παρέχει ίση και επαρκή ωφέλεια στο ακίνητο του ενάγοντος, σε σχέση με την υπάρχουσα στα δυτικά του ακινήτου νομίμως συνεστημένη δουλεία οδού, η οποία εξυπηρετεί καλύπτρα τον ενάγοντα και μάλιστα χωρίς βλάβη των εναγομένων οι οποίοι κατά το παρελθόν επέτρεπαν στον ενάγοντα τη διέλευση μέσω των ακινήτων τους, μέχρι τις 28-9-2001, κατά την οποία ημερομηνία, παρανόμως, με κοινή τους ενέργεια και κατόπιν συνεννόησης, τοποθέτησαν περίφραξη και του απαγόρευσαν τη διέλευση. Το συμπέρασμα του διορισθέντος πραγματογνώμονος Σ. Κ., ότι δηλαδή η νοτιοανατολικώς του δεσπόζοντος αγροτική οδός παρέχει ίση ωφέλεια με την δουλεία οδού, δεν επαληθεύεται από τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και στηρίζεται στις εσφαλμένες προϋποθέσεις, α') ότι το μέσο πλάτος της νοτιοανατολικής οδού είναι τριών μέτρων, και β') ότι οι κληρονόμοι Π. Π. δεν θα περιφράξουν την ιδιοκτησία τους καθ'ό υπερβαίνει την πλάτους 1,10 μέτρων κοινόχρηστη ατραπό, ενώ αληθές είναι αντιστοίχως, α') ότι το πλάτος της οδού δεν είναι το ίδιο καθ'όλο το μήκος τής Οδού, χαρακτηριστικά δε στο τμήμα των 89,00 μέτρων δεν υπερβαίνει τα 2,25 μέτρα, και β') ότι ανά πάσα στιγμή οι κληρονόμοι Π. έχουν τη δυνατότητα, όπως προαναφέρθηκε, να αποκλείσουν στους τρίτους με τους οποίους δεν αντιδίκησαν στο Ειρηνοδικείο Παμίσου για την παροχή διόδου, την χρήση της ατραπού πέραν του πλάτους 1,10 μέτρου, το οποίο σε καμμία περίπτωση δεν επαρκεί για διέλευση με αγροτικά οχήματα, των οποίων η είσοδος στο ακίνητο του ενάγοντος είναι απαραίτητη. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι, όπως αποδεικνύεται από τη σαφή κατάθεση του μάρτυρος αποδείξεως Θ. Κ. στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και από την ένορκη βεβαίωση/του Π.-Τ., όταν το μήνα Απρίλιο 2001 ο Γ. Δ. περιέφραξε ολόκληρο το ακίνητο του, οχλήθηκε προφορικώς από τον ενάγοντα και αποδέχθηκε ότι έσφαλε μη αναγνωρίζοντας τη δουλεία οδού, κατόπιν δε τούτου, έδωσε εντολή στον Π. Τ. και άνοιξε την περίφραξη στο σημείο από όπου διέρχεται δικαιωματικά ο ενάγων, στον οποίο απέκλεισε παρανόμως τη διέλευση λίγους μήνες αργότερα (28-9-2001). Η άσκηση της αγωγής δεν είναι καταχρηστική, διότι δεν επιφέρει κάποια βλάβη στα δουλεύοντα ακίνητα, ούτε απαιτείται να κοπούν ελαιόδενδρα, η δε επιβάρυνση των δουλευόντων ακινήτων είναι η μικρότερη δυνατή και η ίδια ακριβώς με αυτήν που υπήρχε ήδη από την περίοδο των δικαιοπαρόχων τους, από τους οποίους απέκτησαν τα ακίνητα ήδη βεβαρημένα με τη δουλεία.
Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν οι εκ των άρθρων 281 και 1136 ενστάσεις των (ήδη αναιρεσειόντων) εναγομένων και να γίνει δεκτή η αγωγή ....". Με εκείνα που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το πιο πάνω Δικαστήριο, του οποίου το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1000, 1001, 1045, 1118, 1119, 1120, 1124 και 281 ΑΚ, που επικαλούνται οι αναιρεσείοντες, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, ούτε τις διατάξεις των άρθρων 1012, 1013, 1014, 1116 και 1117 του ίδιου Κώδικα, που αφορούν, αντίστοιχα, α) στην υποχρέωση παροχής διόδου όταν ακίνητο στερείται την αναγκαία δίοδο προς το δρόμο (ΑΚ 1012, 1013, 1014), β) στο δικαίωμα του συγκυρίου να ασκεί έναντι τρίτων για ολόκληρο το πράγμα της αξιώσεις από την κυριότητα (ΑΚ 1116) και γ) στην αναγκαία πάνω στα μέρη όλου του ακινήτου συγκυριότητα του κυρίου ορόφου ή διαμερίσματος της κατά το ν.3741/1929 ιδιοκτησίας κατ'ορόφους (ΑΚ 1117), τις οποίες ορθά δεν εφάρμοσε, εφόσον, από τα προεκτιθέμενα δεδομένα, δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής τους, και, συνεπώς, οι λόγοι αναίρεσης, από το άρθρο 560 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, έκτος, έβδομος και όγδοος, με τους οποίους, από την επίκληση της παραπάνω πλημμέλειας, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Οι περιλαμβανόμενες στους ίδιους αναιρετικούς λόγους αιτιάσεις, επίσης από το άρθρο 560 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., γιατί το ίδιο πιο πάνω Δικαστήριο δέχτηκε, α) ότι το ακίνητο του αναιρεσιβλήτου είναι "περίκλειστο", ενώ αυτό έχει πρόσοψη 31,20 μέτρα σε κοινόχρηστα-δημοτικό δρόμο, κατάλληλο για κάθε είδους οχήματα, από τον οποίο εξυπηρετούνται και πολλοί άλλοι ιδιοκτήτες αγροτικών ακινήτων της περιοχής "Φτερολάγκαδα", στην οποία εντάσσεται και το ακίνητο του αναιρεσιβλήτου, πράγμα το οποίο ενισχύεται και από την παραδοχή του πιο πάνω Δικαστηρίου της ουσίας ότι "...βλάβη (ηθική) ο ενάγων δεν υπέστη, αντιθέτως μάλιστα και μετά την εκ μέρους των εναγομένων παράνομη προσβολή του δικαιώματός του και απαγόρευση διέλευσης συνέλεξε τον ελαιόκαρπο του αγροτικού ακινήτου του και κατά τις ελαιοκομικές περιόδους που ακολούθησαν την προσβολή", β) ότι η πιο πάνω οδός "εξυπηρετεί καλύτερα τον ενάγοντα", εφόσον από την πλευρά των εναγομένων πρόκειται, για διέλευση όχι στο άκρο των κτημάτων τους, και γ) ότι συνεστήθη πραγματική δουλεία οδού με χρησικτησία, αν και πάντοτε καλλιεργείτο και μάλιστα και από τους εναγομένους, οι οποίοι όργωναν πρωτίστως τα ελαιοπερίβολά τους δύο φορές κατ'έτος και ήταν αδύνατο να διέλθει οποιοδήποτε όχημα μέσα από οργωμένο κτήμα, το οποίο μάλιστα έχει έδαφος αργιλώδες και θα "κόλλαγε" (βούλιαζε) στο πρώτο μέτρο της διαδρομής του, ενώ το επί αιώνες πατημένο από ανθρώπους και ζώα και ήδη και από οχήματα έδαφος της "εναλλακτικής οδού"έχει γίνει συμπαγές, το τμήμα δε της οδού αυτής μέσω της ιδιοκτησίας σήμερα Ό. Π. είναι τσιμεντοστρωμένο, πράγμα που σημαίνει ότι δεν ήταν και δεν είναι δυνατή η χρησιμοποίησή του, η παραχώρηση δε της δουλείας αυτής συνεπάγεται αχρήστευση, σχεδόν, των ακινήτων των εναγομένων, αφού δεν θα μπορούν να καλλιεργούν το τμήμα αυτών που αντιστοιχεί στη δουλεία αυτή, και ακολούθως απέρριψε τις ενστάσεις των εναγομένων-αναιρεσειόντων - από τα άρθρα 281 και 1136 ΑΚ και δέχτηκε εν μέρει την ένδικη αγωγή του αναιρεσιβλήτου, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1045, 1121 και 1132 ΑΚ, και αναγνώρισε ότι έχει συσταθεί η περιγραφόμενη πραγματική δουλεία οδού, πεζή και με οχήματα, πλάτους 2,90 μέτρων, με δεσπόζον το αγροτικό ακίνητο του αναιρεσιβλήτου (ενάγοντος) και δουλεύοντα τα ακίνητα των αναιρεσειόντων (εναγομένων), παραβιάζοντας τις προεκτεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, προεχόντως είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, γιατί, υπό την επίφαση της παραβίασης κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, πλήττεται η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση (ανάλυση και στάθμιση) των αποδείξεων, η οποία όμως είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ. Κ.Πολ.Δ.)
ΙΙ. Ο λόγος αναίρεσης που προβλέπεται από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ. - προκειμένου περί αποφάσεων ειρηνοδικείων, καθώς και αποφάσεων πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά αποφάσεων ειρηνοδικείων - αναφέρεται στην παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή, κανόνων που ρυθμίζουν τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση των δικαιωμάτων και τη γένεση των υποχρεώσεων και επιβάλλουν κυρώσεις, χωρίς να ενδιαφέρει σε ποιο επίπεδο εντάσσεται ο κανόνας από άποψη ιεραρχίας των πηγών του δικαίου. Άρα, ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται, όσον αφορά στην παραβίαση δικονομικών διατάξεων, που καθορίζουν τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας. Οι πρώτος και πέμπτος, επομένως, λόγοι της αναίρεσης, με τους οποίους, υπό την επίκληση αναιρετικής πλημμέλειας από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ., πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση των δικονομικών διατάξεων των άρθρων 106 και 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ., περί της αρχής της διάθεσης και της συζήτησης και περί της λήψης αυτεπαγγέλτως υπόψη των διδαγμάτων της κοινής πείρας και χωρίς αποδείξεις, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
ΙΙΙ. Με τους πρώτο και δεύτερο πρόσθετους λόγους αναίρεσης προβάλλονται οι αιτιάσεις, ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, έλαβε υπόψη τον αυτοτελή - κατ'εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1121 και 1045 ΑΚ - ισχυρισμό του αναιρεσιβλήτου (ενάγοντος) περί κτήσης της επίδικης δουλείας οδού με έκτακτη χρησικτησία, που δεν είχε επικαλεστεί με την ένδικη αγωγή του, ενώ δεν έλαβε υπόψη τα αναφερόμενα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία οι πρώτη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτος και έκτη από τους αναιρεσείοντες νόμιμα είχαν προτείνει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επανέφεραν στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας με τις προτάσεις τους της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση προς θεμελίωση της ένστασής τους από την ΑΚ 281 περί καταχρηστικής άσκησης από τον αναιρεσίβλητο (ενάγοντα) του ένδικου δικαιώματός του, και, έτσι, απέρριψε κατ'ουσίαν την ένσταση αυτή και έκανε (και) κατ'ουσίαν δεκτή την ένδικη αγωγή. Οι εξεταζόμενοι αυτοί αναιρετικοί λόγοι, που, παρά την αναφορά τους στον αριθμό 1 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ., στηρίζονται, κατ'ορθή εκτίμησή τους, στις αντίστοιχες πλημμέλειες από τον αριθμό 8 περ. α'και β'του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, εφόσον οι αποδιδόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση αμέσως πιο πάνω πλημμέλειες της λήψης ή μη υπόψη, αντίστοιχα, πραγμάτων που προτάθηκαν ή όχι και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης δεν εμπίπτουν στην περιοριστική απαρρίθμηση των λόγων της αναίρεσης κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12-7-2010 αίτηση των 1) Ρ. χας Ν. Σ., το γένος Χ. κ. ά. και τους πρόσθετους λόγους της για αναίρεση της 62/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, που δίκασε ως Εφετείο.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες εφτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Δημόσιο , Ένδικο μέσο, Νομή, Χρησικτησία.ΑΠ Απόφαση 729 / 2014

$
0
0
Απόφαση 729 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Δημόσιο , Ένδικο μέσο, Νομή, Χρησικτησία.
Περίληψη:
Κτήση κυριότητας κατά το β.ρ.δ. με χρησικτησία. Πότε κατά του δημοσίου (προϋποθέσεις χρησικτησίας επί δημοσίου κτήματος). Έννοια νομής και χρησικτησίας. Ένδικο μέσο αναιρέσεως. Πότε ιδρύονται οι αναιρετικοί λόγοι από τους αρ. 1, 8, 10, 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. [Επικυρώνει ΕφΝαυπλ 62/2010].


Αριθμός 729/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ι. Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων - καθών η κλήση: 1)Γ. Μ. του Ν., 2)Σ. Μ. του Ν. και 3)Β. Μ. του Ν., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γ. Μπότη.

Του αναιρεσιβλήτου - καλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Εμμανουέλα Πανοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ2 του Κ.Πολ.Δικ.
Του αναιρεσιβλήτου - καθού η κλήση: Δήμου Ξυλοκάστρου, που εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/3/1981 αγωγή του αρχικού διαδίκου Ν. Μ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κορίνθου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 543/1981 μη οριστική, 397/2000 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου, 682/2003 μη οριστική και 62/2010 οριστική του Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 30/6/2010 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 1767/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Την υπόθεση επαναφέρει το καλούν Ελληνικό Δημόσιο με την από 4/3/2013 κλήση του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 10/10/2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Δημητρίου Μαζαράκη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους.


ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 568 και 576 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως απουσιάζει ένας από τους αναιρεσίβλήτους και ο αναιρεσίβλητος που επισπεύδει τη συζήτηση έχει επιδώσει σ'αυτόν αντίγραφο του κατατεθέντος δικογράφου της αιτήσεως με κλήση προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο που έχει οριστεί, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία του κλητευθέντος αναιρεσιβλήτου.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, ο δεύτερος αναιρεσίβλητος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση. Όπως δε προκύπτει από τις υπ'αριθμ.2923 και 2924/5-8-2013 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Κορίνθου Γεωργίας Σούκαλη, τις οποίες το πρώτο αναιρεσίβλητο ελληνικό δημόσιο προσκομίζει και επικαλείται, το τελευταίο επέδωσε στον αιτούντα αναιρεσίβλητο, νόμιμα και εμπρόθεσμα, αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως, με την κάτω από αυτήν πράξη με την οποία ορίζεται η ανωτέρω δικάσιμος προς συζήτησή της και με κλήση για να παραστεί κατά τη δικάσιμο αυτή. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, το δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία του κλητευθέντος, ως ανωτέρω, αναιρεσιβλήτου.

ΙΙ. Κατά το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του Αστικού κώδικα κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα πραγματικά γεγονότα για την απόκτησή τους. Έτσι, κατά τις διατάξεις των ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν. Κωδ. (7.31) Βασ. 50 (10.4), ν. 12 Πανδ. (2.53) και τις αντίστοιχες με αυτές διατάξεις των άρθρων 1033, 1041 και 1045 ΑΚ, η κυριότητα ακινήτου αποκτάται, κατά παράγωγο μεν τρόπο με σύμβαση που καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγράφεται νόμιμα, πρωτότυπα δε με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1, Κωδ. (7.39) 9 παρ. 1 (Βασ. 50.14), γίνεται κάποιος κύριος ακινήτου πράγματος με έκτακτη χρησικτησία, αν νεμηθεί αυτό συνέχεια επί μία τριακονταετία με καλή πίστη, δηλαδή, με την πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής δεν προσβάλλεται κατ'ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου (ν. 27, Πανδ. (18.1.), 15 παρ. 3, 48 Πανδ. (41.3), 2 παρ. 4 και 7, 11 Πανδ. (51.4), 5 παρ. 1 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16), ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 65 του ΕισΝΑΚ, από την έναρξη της ισχύος του ΑΚ αρκεί η για μια εικοσαετία νομή με διάνοια κυρίου. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορρωμαϊκού Δικαίου, ν.2 παρ. 2, Πανδ. (41.4), ν. 5, Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (13.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3), για το συνυπολογισμό του χρόνου χρησικτησίας των προκτητόρων εκείνου που χρησιδεσπόζει στον ίδιο αυτού χρόνο, προς συμπλήρωση του πιο πάνω χρόνου που ήταν αναγκαίος για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη και τακτική χρησικτησία, απαιτούνταν νόμιμη αιτία, δηλαδή, ειδική ή καθολική διαδοχή. Κατά τη διάταξη, επίσης, του άρθρου 1051 του ΑΚ, εκείνος που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή ειδική διαδοχή μπορεί να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Από την τελευταία αυτή διάταξη, συνδυαζόμενη προς εκείνη του άρθρου 1045, καθώς και προς αυτές των άρθρων 249, 271, 974 και 976 ΑΚ, προκύπτει ότι στην έκτακτη χρησικτησία για το συνυπολογισμό της νομής των προκτητόρων του χρησιδεσπόζοντος πράγμα κινητό ή ακίνητο στην ίδια αυτού νομή, προς συμπλήρωση του αξιούμενου γι'αυτή από το νόμο χρόνου νομής (εικοσαετίας), δεν απαιτείται ειδική διαδοχή στο επί του πράγματος δικαίωμα κυριότητας, αλλά αρκεί απλώς ειδική διαδοχή στη νομή, η οποία (ειδική διαδοχή επί νομής), αναγνωριζόμενη από τον ΑΚ, χωρεί με παράδοση που γίνεται με τη βούληση του νομέα (976 ΑΚ) και έχει την έννοια ότι στον αποκτώντα μεταβιβάζεται η ίδια νομή, την οποία είχε ο μεταβιβάζων και παραδίδων (Ολ.ΑΠ 1593/1979). Άσκηση δε φυσικής εξουσίας επί του ακινήτου, η οποία εμπίπτει στην έννοια της νομής κατά το άρθρο 974 ΑΚ και η οποία (φυσική εξουσίαση) επέρχεται όταν υπάρχουν οι πραγματικοί όροι, έτσι ώστε κατά τη συνηθισμένη και ομαλή πορεία των πραγμάτων, σύμφωνα και με τις κρατούσες στις συναλλαγές αντιλήψεις, το πράγμα να θεωρείται ότι τέθηκε στη διάθεση του αποκτώντος και να τελεί υπό την εξουσία του, συνιστούν όλες οι πράξεις οι προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου και είναι δηλωτικές της εξουσίασής του απ'αυτόν. Από το συνδυασμό, επίσης, των διατάξεων των ν. 8 παρ. 1, Κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1, Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ. 20, Πανδ. (41.4), ν. 6 παρ. Πανδ. (44-3), ν. 76 παρ. 1, Πανδ. (18.1) και ν. 7 παρ. 3, Πανδ. (23.3) του Βυζαντινορρωμαϊκού Δικαίου, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21-6/3.7.1837 "περί διακρίσεως κτημάτων", προκύπτει περαιτέρω ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν, και σε δημόσια κτήματα, όπως είναι και τα δημόσια δάση, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915. Και αυτό γιατί μετά την αμέσως πιο πάνω ημερομηνία δεν ήταν επιτρεπτή η χρησικτησία στα δημόσια κτήματα, όπως, ειδικότερα, προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου", που εκδόθηκαν κατ'εξουσιοδότησή του, και αφετέρου του άρθρου 21 του Ν.Δ. της 22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης", που κυρώθηκε με τη με αριθμό 24/1926 Συντακτική Απόφαση, κατά την οποία τα δικαιώματα του Δημοσίου επί των ακίνητων κτημάτων δεν υπόκεινται σε καμιά παραγραφή στο μέλλον, ενώ, εξάλλου, αυτή που άρχισε, δεν έχει καμιά συνέπεια, αν μέχρι τη δημοσίευση του πιο πάνω διατάγματος δεν είχε συμπληρωθεί η παραγραφή των τριάντα ετών, κατά τους νόμους που ίσχυαν. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος της αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ'ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Κατά δε το άρθρο 559 αρ. 19 του Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.Απ. 24/1992). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του, σχετικά με την ένδικη αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή του ενάγοντος και ήδη δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων και την ένσταση ιδίας κυριότητας του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο Ζ. Μ. είχε αποκτήσει στην πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή του με παραχώρηση από το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο δυνάμει των με αριθμούς 51990/3-1-1881, 52044/3-1-1881 και 245786/31-8-1918 παραχωρητηρίων αυτού, που μεταγράφηκαν νόμιμα (...), τέσσερις συνεχόμενους ξηρικούς αγρούς, εκτάσεως του πρώτου 2 στρεμμάτων, του δεύτερου 6 στρεμμάτων και του τρίτου και τέταρτου, που περιελήφθησαν αμφότεροι στο τρίτο παραχωρητήριο, 3 και 4 στρεμμάτων, αντιστοίχως, ενόλω δε (2+6+3+4=) 15 στρεμμάτων, που βρίσκονται στη θέση "Νησί"της κτηματικής περιφέρειας της πρώην Κοινότητας και ήδη Δημοτικού Διαμερίσματος Καμαρίου του Δήμου Ξυλοκάστρου Κορινθίας (...). Την 22.4.1915 ο Ζ. Μ. με το υπ'αριθμόν ... πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Β. Δ., που μεταγράφηκε νόμιμα (...), πούλησε και μεταβίβασε στους υιούς του Γ. Μ. και Η. Μ. και κατά το ήμισυ εξ αδιαιρέτου στον καθένα, μεταξύ άλλων ακινήτων, και το υπ'αριθμόν 7 περιγραφόμενο στο παραπάνω συμβόλαιο, δηλαδή "έναν αγρό εκ 12 περίπου στρεμμάτων, κείμενον στη θέση "Νησί"και "οροθετούμενον με ομοίους Θ. Κουρή, δρόμον, κληρονόμων Καραβούλη και ακτήν θαλάσσης", τον οποίον είχε αποκτήσει "συνεπεία δηλώσεώς του ως εθνικό". Πρόκειται για τους παραπάνω δύο ξηρικούς αγρούς εκτάσεως 2 και 6 στρεμμάτων, ενόλω δε 8 στρεμμάτων, τους οποίους ο πωλητής κατά το χρόνο της πώλησης είχε αποκτήσει από το εναγόμενο με τα ... και ... παραχωρητήρια αυτού. Ενώ όμως στα τελευταία η έκταση που του παραχωρήθηκε ανέρχεται σε 8 μόνο στρέμματα, με το προαναφερόμενο μεταγενέστερο πωλητήριο συμβόλαιο πωλεί και μεταβιβάζει στους υιούς του αγρό 12 στρεμμάτων, δηλαδή έκταση κατά 4 στρέμματα μεγαλύτερη από εκείνη που του είχε παραχωρηθεί. Περαιτέρω από την ίδια αυτή αγροτική έκταση των 8 στρεμμάτων ο ίδιος ο Ζ. Μ. με το υπ'αριθμόν ... πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Τρικάλων Β. Δ., που μεταγράφηκε νόμιμα, πούλησε και μεταβίβασε στον Γ. Α. ένα τμήμα εκτάσεως 1.680 τετ. μέτρων, ενώ οι υιοί του Γ. και Η. Μ. από την υπόλοιπη έκταση την οποίαν ο πατέρας τους τους μεταβίβασε με το προαναφερόμενο ... πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Τρικάλων Β. Δ. πούλησαν και μεταβίβασαν διαδοχικά με τα υπ'αριθμούς ... των Συμβολαιογράφων Τρικάλων Β. Δ., Κ. Δ., Β. Δ. και Β. Δ. που μεταγράφτηκαν νόμιμα στους Β. σύζυγο Α. Χ. το γένος Α., Ι. Κ., Ε. σύζυγο Π. Ρ. το γένος Α. και Γ. σύζυγο Σ. Κ.υ μερικότερα τμήματα εκτάσεως 1.350 τετ. μέτ, 1.000 τετ. μέτρων, 1.905 τετ. μέτ. και 1.000 τετ. μέτ. αντιστοίχως. Μετά τις διαδοχικές αυτές πωλήσεις, αρχικά εκ μέρους του Ζ. Μ. και ακολούθως εκ μέρους των ειδικών διαδόχων του, υιών του, Γεωργίου και Η. Μ., από την αρχική αγροτική έκταση των 8 στεμμάτων την οποίαν το εναγόμενο είχε παραχωρήσει στον πρώτο με τα δύο πρώτα, υπ'αριθμούς ..., παραχωρητήρια απέμεινε στους ειδικούς αυτούς διαδόχους του υιούς του Γ. και Η. Μ. αγροτική έκταση (8.000 - 1.680 - 1.350 - 1.000 - 1905 - 1.000 =) 1.065 τετ. μέτρων. Το έτος 1926 απεβίωσε ο Ζ. Μ., χωρίς να αφήσει διαθήκη, και κληρονομήθηκε κατά την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή από τα δύο πιο πάνω άρρενα τέκνα του, Γ. και Η. Μ.. Κατά το χρόνο του θανάτου του Ζ. Μ. στην κληρονομιά του ανήκαν και οι δύο ξηρικοί αγροί εκτάσεως 3 και 4 στρεμμάτων στη θέση "Νησί", τους οποίους το εναγόμενο του είχε παραχωρήσει με το μεταγενέστερο, τρίτο κατά σειράν, υπ'αριθμόν 245786/1918 παραχωρητήριο. Οι αγροί αυτοί, συνολικής εκτάσεως 7 στρεμμάτων, η οποία δεν είχε απομειωθεί με μεταγενέστερες πωλήσεις, περιήλθαν κατά την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή στους υιούς του αποβιώσαντος Γ. και Η. Μ. και κατά το ήμισυ εξ αδιαιρέτου στον καθένα τους. Έτσι, οι τελευταίοι μετά τον θάνατο του πατέρα τους το έτος 1926 έγιναν κύριοι αγροτικής εκτάσεως 8 περίπου στρεμμάτων, με την προσθήκη στο κληρονομιαίο ακίνητο των επτά στρεμμάτων και του ενός στρέμματος που τους είχε απομείνει από την έκταση των 8 στρεμμάτων των δύο προγενέστερων ... και ... παραχωρητηρίων μετά τις προαναφερόμενες προς τρίτους διαδοχικές πωλήσεις τμημάτων αυτής πρώτα από τον πατέρα τους και ύστερα από τους ίδιους. Την 16.9.1936 οι Γ. και Η. Μ. με το υπ'αριθμόν ... διανεμητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Πάνου Γιαννόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα, διένειμαν την κοινή αμφοτέρων ακίνητη περιουσία, στην οποίαν ανήκε και το αναφερόμενο υπ'αριθμόν 6 στο παραπάνω συμβόλαιο ακίνητο, ήτοι "αγρός 8 στρεμμάτων περίπου εις θέσιν Νησί οριζόμενος με δρόμον, ακτήν θαλάσσης, Σ. Σ. και κληρονόμους Θ. Κ.". Το παραπάνω ακίνητο είναι αυτό που περιήλθε στους συμβαλλομένους από τον πατέρα τους, κατά μεν τα επτά στρέμματα, από κληρονομία του, κατά δε το ένα στρέμμα από την προς αυτούς εκ μέρους του πώληση με το υπ'αριθμόν ... συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Β. Δ., στον δε πατέρα τους αμφότερα τα τμήματα αυτά είχαν περιέλθει το μεν πρώτο των 7 στρεμμάτων με το υπ'αριθμόν 245786/1918 παραχωρητήριο του εναγομένου, το δε δεύτερο του 1 στρέμματος ως τμήμα μείζονος εκτάσεως 8 στρεμμάτων με τα υπ'αριθμούς ... και ... παραχωρητήρια του εναγομένου, η οποία εν τω μεταξύ είχε απομειωθεί στο 1 στρέμμα με τις προαναφερόμενες προς τρίτους διαδοχικές πωλήσεις τμημάτων της. Οι Γ. και Η. Μ. διένειμαν τον παραπάνω ξηρικό αγρό των 8 στρεμμάτων έτσι ώστε το 1/4 αυτού προς το ανατολικό μέρος να το λάβει ο Γ.ς Μ., το ήμισυ του όλου συνεχομένως του ως άνω τμήματος να το λάβει ο Η. Μ. και το 1/4 προς το δυτικό μέρος αυτού να το λάβει ο Γ.ς Μ.. Έτσι από τον κοινό αγρό των οκτώ στρεμμάτων στη θέση "Νησί"ο Η. Μ. έλαβε 4 στρέμματα στο μέσον αυτού και ο Γ.ς Μ. ανά 2 στρέμματα ανατολικά και δυτικά. Με το πιο πάνω διανεμητήριο συμβόλαιο οι αδελφοί Γ. και Η. Μ. διένειμαν την κοινή τους περιουσία, αποτελούμενη από δεκαεπτά συνολικά ακίνητα, "επισημοποιήσαντες", όπως χαρακτηριστικά αναγράφεται σε αυτό, "την αγράφως μεταξύ των προ δωδεκαετίας γενομένην διανομήν".
Συνεπώς, εκτός από τα παραπάνω οκτώ στρέμματα στη θέση "Νησί"της πρώην Κοινότητας Καμαρίου δεν είχαν άλλη επιπλέον κοινή έκταση στην ίδια θέση, συνεχόμενη της πρώτης, που για κάποιο λόγο δεν την συμπεριέλαβαν στο πιο πάνω διανεμητήριο συμβόλαιο και την άφησαν εκτός αυτού, αφού η θέλησή τους ήταν να εκκαθαρίσουν δι'αυτού και "επισήμως", όπως οι ίδιοι αναγράφουν, τη μεταξύ τους σχέση κοινωνίας. Περαιτέρω ο Γ.ς Μ. 1) με το υπ'αριθμόν ... προικοσύμφωνο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Γεωργίου Φελούκα, που μεταγράφηκε νόμιμα (...), συνέστησε υπέρ της θυγατέρας του Χ.ς και ενόψει του γάμου της με τον Β. Χ. προίκα αποτελούμενη, εκτός από άλλα ακίνητα, και "από το 1/2 διαιρετώς και ορθίως προς ανατολάς ενός αγρού χερσώδους και αγόνου εκτάσεως τεσσάρων στρεμμάτων περίπου κειμένου εις θέσιν "Νησί"Καμαρίου και οριζομένου με Θ. Κ., Α. Μ., Η. Μ., θάλασσαν και Δημοσιαν Οδόν", και 2) με το αμέσως επόμενο υπ'αριθμόν 387/1.10.1956 πωλητήριο συμβόλαιο του ίδιου πιο πάνω Συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα (...) πούλησε και μεταβίβασε στον μέλλοντα γαμβρό του Β. Χ. "έναν αγρόν εκτάσεως δύο περίπου στρεμμάτων χερσώδη και άγovov κείμενον εις θέσιν "Νησί"περιφερείας κοινότητας Καμαρίου και οριζόμενον με προικώον Β. Χ., Θ. Κ., Α. Μ., Η. Μ., θάλασσαν και δρόμον. Με τα προαναφερόμενα δύο συμβόλαια ο Γ.ς Μ. διπλασιάζει τον αγρό των 2 στρεμμάτων που είχε αποκτήσει με το προαναφερόμενο διανεμητήριο συμβόλαιο προς το δυτικό μέρος του όλου ακινήτου των οκτώ στρεμμάτων που διένειμε με τον αδελφό του Η. Μ. και τον εμφανίζει ως έχοντα έκταση 4 στρεμμάτων και εξ αυτών τα δύο στρέμματα ανατολικώς τα συστήνει προίκα στη θυγατέρα του Χ., τα έτερα δύο δε δυτικώς τα πουλάει στον γαμβρό του Β. Χ.. Ο γάμος όμως της θυγατέρας του Χ.ς με τον Β. Χ. λύθηκε με διαζύγιο το έτος 1960 και ο προικολήπτης Β. Χ. δια μεν του υπ'αριθμόν ... συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Κορίνθου Σπυρίδωνος Γαρούφη, που μεταγράφηκε νόμιμα, απέδωσε στην πρώην σύζυγο του Χ. θυγατέρα Γ. Μ. τον πιο πάνω προικώο αγρό των δύο στρεμμάτων, δια δε του υπ'αριθμόν ... πωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Πάνου Γιαννόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα, πούλησε και μεταβίβασε στους Θ. Γ. και Ν. Σ. τον έτερο αγρό των δύο στρεμμάτων, τον συνεχόμενο του προικώου, τον οποίον είχε αγοράσει από τον πατέρα της πρώην συζύγου του Γ. Μ. με το προαναφερόμενο πωλητήριο συμβόλαιο. Μετά ταύτα ο ενάγων προβαίνει στις ακόλουθες αγορές. 1) Την 15.12.1962 αγοράζει με το υπ'αριθμόν ... πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Πάνου Γιαννόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα, από τους Θ. Γ. και Ν. Σ. τον παραπάνω αγρό των 2 στρεμμάτων που τους είχε πουλήσει ο Β. Χ., 2)Την 2.2.1963 αγοράζει με το υπ'αριθμόν ... πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Πάνου Γιαννόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα, από την Χ. θυγατέρα Γ. Γ. τον έτερο αγρό των 2 στρεμμάτων, τον προς ανατολάς συνεχόμενο εκείνου του πρώην συζύγου της Β. Χ., το οποίον ο πατέρας της είχε δώσει προίκα και με τη λύση του γάμου της απεδόθη, 3) Την 28.4.1963 αγοράζει με το υπ'αριθμόν ... πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Γεωργίου Φελούκα, που μεταγράφηκε νόμιμα, από τους Ι. Α. Μ., Ν. Α. Μ., Β. Α. Μ., Δ. Α. Μ., Κ. θυγατέρα Α. Μ., Μ. θυγατέρα Α. Μ. και Α. θυγατέρα Α. Μ. "έναν αγρόν συνολικής εκτάσεως τριών περίπου στρεμμάτων ή όσης εκτάσεως είναι κείμενον εις θέσιν "Ποτάμι της περιφερείας και κοινότητας Καμαρίου του τέως Δήμου Τρικάλων οριζόμενον γύρωθεν με ακτήν θαλάσσης, ποταμόν Φονίσσης, Ν. Μ. και Θ. Κ.". Στο συμβόλαιο αυτό οι πιο πάνω πωλητές δηλώνουν ότι "Το άνω ακίνητο κέκτηνται κατά τα 3/28 έκαστος εξ αδιαιρέτου παρά του κατά την 5.9.1960 αποβιώσαντος πατρός των Α. Ι. Μ., κατοίκου Καμαρίου και ως εξ αδιαθέτου και εξ αδιαιρέτου κληρονόμοι τούτου και κατά το 1/28 έκαστος εξ αδιαιρέτου εκ κληρονομιάς της κατά την 30.12.1961 αποβιωσάσης μητρός των Ο. χήρας Α. Μ. κατοίκου ... ως εξ αδιαθέτου και εξ αδιαιρέτου κληρονόμοι ταύτης", ουδέν όμως αναφέρουν σε αυτό σχετικά με τον τρόπο κατά το οποίον οι γονείς τους το είχαν αποκτήσει, ουδέν καν περί χρησικτησίας, παρόλο ότι αυτοί είχαν προσφάτως, κατά χρόνο της σύνταξης του συμβολαίου, αποβιώσει. Kαι 4)ο ενάγων την 20.11.1963 αγοράζει με το υπ'αριθμόν ... πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Γεωργίου Φελούκα, που μεταγράφηκε νόμιμα, από τον Η. Μ. του Ζ. "έναν αγρό αμμώδη, συνολικής εκτάσεως τριών περίπου στρεμμάτων ή όσης εκτάσεως είναι, κείμενον εις θέσιν "Ποτάμι Φονίσσης ή Νησί"της περιφερείας και Κοινότητας Καμαρίου του τέως Δήμου Τρικάλων οριζόμενον γύρωθεν με Γ. Μ., Ν.ν Μυλωνά, ακτήν θαλάσσης και δημόσιον δρόμον και τον οποίον κέκτηται εκ διανομής και δυνάμει του υπ'αριθμόν ... διανεμητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Πάνου Γιαννόπουλου, νομίμως μεταγραφέντος". Την 2.7.1969 απεβίωσε ο Γ.ς Μ. και με την υπ'αριθμόν ... δημόσια διαθήκη του που συντάχθηκε ενώπιον του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Γεωργίου Φελούκα και δημοσιεύθηκε με το υπ'αριθμόν 41/4.3.1970 πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου άφησε στην ετέρα θυγατέρα του Μ. Μ., μεταξύ άλλων ακινήτων, και "έναν αγρό τεσσάρων περίπου στρεμμάτων εις θέσιν "Νησί Καμαρίου"οριζόμενον ανατολικώς με Κ. Γ. και κληρονόμων Σ. Σ., δυτικώς με Ν. Μ. (πρώην Η. Μ.), βορείως με ακτήν θαλάσσης και νοτίως με παλαιόν δρόμον Καμαρίου", τον οποίον η ως άνω κληρονόμος αποδέχθηκε, μαζί με την λοιπή κληρονομία του πατέρα της, με την υπ'αριθμόν ... πράξη αποδοχής κληρονομίας του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Γεωργίου Φελούκα, που μεταγράφηκε νόμιμα. Με την παραπάνω διαθήκη ο Γ.ς Μ. έκανε με το ανατολικό τμήμα των 2 στρεμμάτων που είχε λάβει με τη διανομή του έτους 1935 ό, τι έκανε και με το δυτικό, το οποίο έδωσε προίκα στην άλλη κόρη του Χ., διπλασίασε δηλαδή την έκτασή του από 2 σε 4 στρέμματα, ώστε η κόρη του Μ. να λάβει και αυτή 4 στρέμματα, όσα έλαβε και η Χ.. Το ενιαίο της μεθόδου που εφάρμοσε ο Γ.ς Μ. για να διπλασιάσει τα 4 στρέμματα που είχε αποκτήσει με τη διανομή του 1935 σε 8 προκύπτει από το ότι η πιο πάνω δημόσια διαθήκη προς την κόρη του Μ., αφενός, και τα προικοσύμφωνο και πωλητήριο συμβόλαια προς την άλλη κόρη του Χ. και τον γαμπρό του Β. Χ., αφετέρου, με τα οποία διπλασιάζονται οι παραπάνω εκτάσεις, συντάσσονται την ίδια χρονική περίοδο. Η επίδικη εδαφική έκταση αποτυπώνεται στο από Ιουλίου 1999 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Α. Μ., το οποίο επισυνάπτεται στην από 30.7.1999 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του, υπό τα περιμετρικά αλφαβητικά στοιχεία Δ - ζ - η - θ-ι - Α - Β - σ - τ - υ - Γ - Δ και έχει έκταση 6.222 τετ. μέτ. Σύμφωνα με τον εν λόγω πραγματογνώμονα από την επίδικη έκταση: α)το προς δυσμάς τμήμα ι - Α - Β - σ - ι εκτάσεως 1.220 τετ. μέτρων εμπίπτει στο υπ'αριθμόν ... συμβόλαιο αγοράς εκ μέρους του ενάγοντος των 3 στρεμμάτων από τους κληρονόμους του Α. Μ., β) το ανατολικώς του προηγουμένου συνεχόμενο τμήμα η - θ - ι - σ-τ - η εκτάσεως 2.000 τετ. μέτρων εμπίπτει στο υπ'αριθμόν ... συμβόλαιο αγοράς εκ μέρους του ενάγοντα των 2 στρεμμάτων από τους Θ. Γ. και Ν. Σ., γ)το ανατολικώς του προηγουμένου συνεχόμενο τμήμα ζ - η - τ - υ - ζ εκτάσεως 2.000 τετ.μέτρων εμπίπτει στο υπ'αριθμόν ... συμβόλαιο αγοράς εκ μέρους του ενάγοντος των 2 στρεμμάτων από την Χ. θυγατέρα Γ. Μ. και δ)το ανατολικώς του προηγουμένου συνεχόμενο τμήμα Δ - ζ - υ - Γ -Δ εκτάσεως 1.002 τετ μέτρων εμπίπτει στο υπ'αριθμόν 6571/2003 συμβόλαιο αγοράς εκ μέρους του ενάγοντος των 3 στρεμμάτων από τον Η. Μ.. Επίσης στο ίδιο αυτό τοπογραφικό διάγραμμα ο "αμμώδης αγρός συνολικής εκτάσεως τριών περίπου στρεμμάτων ή όσης εκτάσεως είναι"τον οποίον ο ενάγων αγόρασε από τον Η. Μ. με το προαναφερόμενο υπ'αριθμόν 6571/1963 συμβόλαιο αποτυπώνεται υπό τα περιμετρικά στοιχεία α - β-γ - δ - Ε - Δ - ζ - υ - Γ - φ - χ -ψ - α, με πλευρικές διαστάσεις: χ - ψ - α = 129,3 μέτρα, ζ - υ = 124,50 μέτρα, χ -φ - Γ - υ = 53,5 μέτρα και α-β - γ-δ - ε - Δ - ζ = 65,2 μέτρα, από τις οποίες προκύπτει ότι τούτο υπερβαίνει σε έκταση κατά πολύ τα τρία στρέμματα που αναγράφονται στο παραπάνω συμβόλαιο και εγγίζει τα οκτώ στρέμματα. Έτσι ο παραπάνω πραγματογνώμονας αποφάνθηκε καταφατικά για το ζήτημα αν το επίδικο εμπίπτει ή όχι στα προαναφερόμενα 4 πωλητήρια συμβόλαια τα οποία ο ενάγων επικαλείται για να θεμελιώσει το αμφισβητούμενο δικαίωμα κυριότητας του στο επίδικο. Δεν αποφάνθηκε όμως και για το αν το επίδικο εμπίπτει ή όχι και στους τίτλους των δικαιοπαρόχων του ενάγοντος, άμεσους και απωτέρους, ώστε η πραγματογνωμοσύνη του να είναι τεκμηριωμένη, ενώ ουδεμία εξήγηση παρέσχε για το πώς o αμμώδης αγρός που ο ενάγων αγόρασε από τον Η. Μ., ενώ στο παραπάνω συμβόλαιο φέρεται να έχει εμβαδόν τρία μόνο στρέμματα, μετά την καταμέτρηση και την αποτύπωση του στο παραπάνω τοπογραφικό διάγραμμα βρέθηκε να έχει εμβαδόν που εγγίζει τα οκτώ στρέμματα. Τις ελλείψεις αυτές της πρωτοδίκως διεξαχθείσης πραγματογνωμοσύνης κλήθηκε να συμπληρώσει ο διορισθείς με την 682/2003 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου πραγματογνώμονας τοπογράφος - μηχανικός Ε. Μ.. Ο εν λόγω πραγματογνώμονας, όπως προκύπτει από τη σχετική από 24.4.2005 έκθεση του, δεν προέβη σε επιτόπου εφαρμογή των τίτλων ούτε του ίδιου ενάγοντος, όπως τουλάχιστον έπραξε ο πρωτοδίκως διορισθείς συνάδελφος του, ούτε των δικαιοπαρόχων του, άμεσων και απώτερων μέχρι του Ζ. Μ., όπως του υπέδειξε η παραπάνω απόφαση, με την αιτιολογία ότι στους τίτλους αυτούς τα εμβαδά ορίζονται αόριστα με εκφράσεις του τύπου "περίπου ή όσον και αν είναι"και δεν -επισυνάπτονται τοπογραφικά διαγράμματα ή έστω σκαριφήματα ικανά να υποστηρίξουν την επιτόπου εφαρμογή τους, αλλά "θεώρησε την υπάρχουσα σήμερα κατάσταση και τα υπάρχοντα σήμερα εμβαδά σαν αληθή 'και αξιόπιστα", χρησιμοποίησε "τον ορθοφωτοχάρτη του Υπουργείου Γεωργίας της περιοχής Καμαρίου σε κλίμακα 1 : 5000, τοποθέτησε πάνω σε αυτόν τον χάρτη της αποτύπωσης του 1985 της Τοπογραφικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας", διαπίστωσε ότι οι δύο αυτοί χάρτες ταυτίζονται και ότι επομένως δεν μεταβλήθηκαν καθόλου οι ιδιοκτησίες των διαδίκων στα είκοσι χρόνια που διέρρευσαν από το 1985 μέχρι τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης, "τοποθέτησε πάνω στους χάρτες αυτούς όλα τα συμβόλαια αγοραπωλησιών του ενάγοντος σύμφωνα με τα εμβαδά τους με μια ευρύτερη έκφραση ως προς αυτά"και απεφάνθη ότι "το επίδικο ακίνητο περιλαμβάνεται πλήρως στους αναφερομένους στο σκεπτικό της προδικαστικής απόφασης τίτλους κυριότητας του ενάγοντος και δη τόσον τους δικούς του όσο και των δικαιοπαρόχων του άμεσων και απώτερων σύμφωνα με την περιγραφή τους". Ο παραπάνω πραγματογνώμονας παρεξέκλινε εντελώς από τις υποδείξεις της 682/2003 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, δεν εφάρμοσε επί τόπου τους τίτλους του ενάγοντα και των δικαιοπαρόχων του, ακολούθησε μέθοδο της δικής του εμπνεύσεως και στηρίχθηκε σε στοιχεία που δεν είναι πρόσφορα για να επιλυθεί το ζήτημα το οποίο τέθηκε υπό την κρίση του (όπως, υπάρχουσα σήμερα κατάσταση και υπάρχοντα εμβαδά, κατάσταση του έτους 1985). Επομένως, το πιο πάνω, ευνοϊκό για τον ενάγοντα, πόρισμα στο οποίο κατέληξε είναι αυθαίρετο και όχι αποτέλεσμα λεπτολόγου και επιστημονικά τεκμηριωμένης εξέτασης και έρευνας του ζητήματος επί του οποίου κλήθηκε να αποφανθεί. Από την αλληλουχία και το περιεχόμενο των τίτλων που παρατίθενται παραπάνω προκύπτει ότι οι αδελφοί Γ. και Η. Μ. μετά τη διανομή του έτους 1935 μόνο οκτώ στρέμματα στη θέση "Νησί"μπορούσαν εγκύρως να μεταβιβάσουν, από τέσσερα έκαστος, στους διαδόχους τους, ειδικούς και καθολικούς, από τις αρχικές εκτάσεις των τριών παραχωρητηρίων των ετών 1881 και 1918, διότι τόσα τους είχαν απομείνει κατά το χρόνο της διανομής, μετά τις πέντε διαδοχικές αγοραπωλησίες τμημάτων τους που προηγήθηκαν και αναφέρονται παραπάνω, και τόσα ακριβώς στρέμματα συμπεριέλαβαν ρητώς στη διανομή. Άλλη επιπλέον έκταση στην ίδια θέση αυτοί δεν είχαν, όπως εκτίθεται παραπάνω, διότι, υπό την αντίθετη εκδοχή, θα την συμπεριλάμβαναν και αυτήν στη διανομή. Αφαιρούμενης από τα οκτώ αυτά στρέμματα της ανατολικώς του όλου ακινήτου εκτάσεως των δύο στρεμμάτων την οποίαν ο Γ.ς Μ. άφησε στην κόρη του Μ. με τη δημόσια διαθήκη του 1957, εμφανίζοντας την ως έκταση τεσσάρων στρεμμάτων, απέμειναν έξι στρέμματα, τέσσερα του Η. Μ. στο μέσον και δύο του Γ. Μ. στο δυτικό μέρος του όλου ακινήτου. Τόσα δε ακριβώς στρέμματα, δηλαδή 4 και 2 και εν όλω 6, μπορούσε και ο ενάγων να αγοράσει εγκύρως από τον Η. και τον Γ. Μ. ή από τους ειδικούς διαδόχους τους. Ωστόσο ο ενάγων από μεν τους προαναφερόμενους ειδικούς διαδόχους του Γ. Μ., δηλαδή από την κόρη του Χ. και από τους Θ. Γ. και Ν. Σ. αγόρασε 4 στρέμματα, δηλαδή δύο παραπάνω από όσα πράγματι μπορούσαν αυτοί να του μεταβιβάσουν, διότι ο Γ.ς Μ., όταν πάντρεψε την κόρη του αυτή με τον Β. Χ., διπλασίασε την έκταση που τους έδωσε με τα προαναφερόμενα, προικώο και πωλητήριο, συμβόλαια, από δε τον Η. Μ. αγόρασε στην πραγματικότητα οκτώ στρέμματα, δηλαδή τέσσερα στρέμματα παραπάνω από όσα εκείνος μπορούσε εγκύρως να του μεταβιβάσει. Και ναι μεν στο σχετικό 6571/1963 συμβόλαιο ανεγράφη μικρότερη έκταση "τριών περίπου στρεμμάτων ή όσης έκτασης είναι", το ότι όμως με αυτό πουλήθηκε στην πραγματικότητα μεγαλύτερη έκταση, εγγίζουσα τα οκτώ στρέμματα προκύπτει από την αποτύπωση του πωληθέντος στο συνημμένο στην από 30.7.1999 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Α. Μ. από Ιουλίου 1999 τοπογραφικό διάγραμμα αυτού και τις αναγραφόμενες σε αυτό πλευρικές διαστάσεις του, όπως αυτές εκτίθενται παραπάνω, αλλά και από τη σύγκριση του τιμήματος των 70.000 δραχμών που ο ενάγων πλήρωσε για να το αγοράσει από τον Η. Μ. με εκείνο των 35.000 δραχμών που ο ίδιος πλήρωσε για να αγοράσει από τους κληρονόμους του Α. Μ. με το υπ'αριθμόν ... συμβόλαιο τον προς δυσμάς συνεχόμενο αμμώδη αγρό των τριών στρεμμάτων, διότι δεν είναι δυνατόν για το πρώτο ακίνητο, το οποίο γειτνιάζει με το δεύτερο, έχει την ίδια έκταση με αυτό και πωλείται την ίδια εποχή, να συμφωνείται και να καταβάλλεται διπλάσιο τίμημα από εκείνο που συμφωνείται και καταβάλλεται για το δεύτερο. Οκτώ, επομένως, στρέμματα στην πραγματικότητα ο Η. Μ. πούλησε και μεταβίβασε στον ενάγοντα με το παραπάνω συμβόλαιο και όχι τρία που αναγράφονται σε αυτό, από τα οκτώ όμως αυτά στρέμματα μόνο τα 4 μπορούσε εγκύρως να του μεταβιβάσει, διότι μόνο τόσα είχε από τη διανομή του 1935. Από τα παραπάνω έπεται ότι οι αδελφοί Γ. και Η. Μ. στον αγρό των οκτώ στρεμμάτων που ανάγεται στα τρία παραχωρητήρια των ετών 1881 και 1918 και στο διανεμητήριο του 1935 προσέθεσαν και άλλα οκτώ στρέμματα, επεκτεινόμενοι ανατολικά του παραπάνω αγρού ο οποίος πράγματι τους ανήκε και καταλαμβάνοντας παράνομα ακίνητο το οποίο ανήκε στο εναγόμενο και από τα 16 συνολικά στρέμματα τα 4 προς το ανατολικό μέρος του όλου ακινήτου τα έλαβε η θυγατέρα του Γ. Μ. Μ. από κληρονομία του με την προαναφερόμενη δημόσια διαθήκη του 1957 και τα υπόλοιπα 12 τα αγόρασε ο ενάγων, 8 από τον Η. Μ. και 4 από τους ειδικούς διαδόχους του Γ. Μ., οι οποίοι όμως μόνο τα μισά, δηλαδή έξι, μπορούσαν εγκύρως να του μεταβιβάσουν. Τα έξι δε στρέμματα τα οποία ο ενάγων εγκύρως αγόρασε από τον Η. Μ. και τους ειδικούς διαδόχους του Γ. Μ. με τα προαναφερόμενα πωλητήρια συμβόλαια κείνται ανατολικότερα της επίδικης έκτασης των 6.222 τετ. μέτρων, διότι η τελευταία δεν εμπίπτει στους τίτλους τους, δηλαδή στο προαναφερόμενο διανεμητήριο συμβόλαιο και στα παραχωρητήρια των ετών 1881 και 1918, αλλά αποτελεί προϊόν αυθαίρετης και παράνομης εκ μέρους των επέκτασης προς δυσμάς και κατάληψης ξένου κτήματος ανήκοντος στο εναγόμενο. Περαιτέρω η επίδικη εδαφική έκταση γειτνιάζει προς δυσμάς με τον χείμαρρο "Φόνισσα", ο οποίος αποτελεί το φυσικό διαχωριστικό όριο μεταξύ των πρώην κοινοτήτων και ήδη δημοτικών διαμερισμάτων Καμαρίου και Λουτρού. Παλαιότερα η κοίτη του χειμάρρου αυτού είχε εύρος 150 μέτρων, με την πάροδο του χρόνου όμως αυτή συρρικνώθηκε σε 30 μέτρα και περιορίστηκε προς τα δυτικά, με αποτέλεσμα να απελευθερωθούν προς τα ανατολικά αντίστοιχες εκτάσεις τις οποίες κατελάμβανε η παλαιά κοίτη. Βεβαίως το επίδικο δεν αποδεικνύεται ότι αποτελεί τμήμα της εγκαταλειφθείσης παλαιάς κοίτης του Χειμάρρου "Φόνιοσα", αποδεικνύεται όμως ότι παλαιότερα βρισκόταν εγγύτερον προς την κοίτη και, όταν σε περιόδους έντονων βροχοπτώσεων, ο χείμαρρος υπερχείλιζε, κατακλυζόταν από τα όμβρια ύδατα. Έτσι το έδαφος του ήταν αμμώδες, άγονο και απρόσφορο για οποιαδήποτε καλλιέργεια, ως τέτοιο δε περιγράφεται σε όλους τους τίτλους που ο ενάγων επικαλείται. Γι'αυτό, άλλωστε, το εναγόμενο δεν το συμπεριέλαβε ούτε στα προαναφερόμενα προς τον απώτερο δικαιοπάροχο του ενάγοντος Ζ. Μ. παραχωρητήρια ούτε σε κάποιο άλλο προς τρίτους. Αντιθέτως αποδεικνύεται ότι ελεύθερη πρόσβαση σε αυτό είχαν οι κάτοικοι της κοινότητας Καμαρίου και ιδίως οι νέοι για αθλοπαιδιές και αναψυχή. Ουδείς επομένως άσκησε ποτέ στο επίδικο νομή διανοία κυρίου και μάλιστα συνεχώς επί τριάντα έτη πριν από το 1915 ώστε να αποκτήσει δικαίωμα κυριότητας πάνω σε αυτό και να μπορεί να το αντιτάξει κατά του εναγομένου, όπως ο νόμος απαιτεί. Νομή το πρώτον στο επίδικο άσκησε ο ενάγων μετά την αγορά του το έτος 1963 με τα παραπάνω πωλητήρια συμβόλαια, όταν αυτό απέκτησε οικοπεδική αξία, από την οποία όμως νομή αποβλήθηκε το έτος 1976 με το από 5.8.1976 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής του Οικονομικού Εφόρου Ξυλοκάστρου, που επικυρώθηκε, ως προς την επίδικη έκταση, με την υπ'αριθμόν 154/1978 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου. Ακολούθως το εναγόμενο με την υπ'αριθμόν 167/29.1.1989 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου παραχώρησε στον προσθέτως παρεμβαίνοντα Δήμο Ξυλοκάστρου τη χρήση του επιδίκου για αόριστο χρόνο προς το σκοπό της δημιουργίας και λειτουργίας σε αυτό χώρων παιδικής χαράς και αθλοπαιδιών, ήδη δε ο τελευταίος έχει κατασκευάσει σε τμήμα του γήπεδα μπάσκετ και βόλλευ". Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο έκρινε ότι ο αρχικός ενάγων Ν.ς Μ., στη δικονομική θέση του οποίου υπεισήλθαν λόγω κληρονομικής διαδοχής οι ήδη αναιρεσείοντες, οι οποίοι νόμιμα συνεχίζουν τη δίκη, ούτε κατά παράγωγο τρόπο ούτε πρωτοτύπως, με έκτακτη χρησικτησία, συμπληρωθείσα από τους ως άνω απώτερους δικαιοπαρόχους του μέχρι 12-9-1915, έχει αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου, το οποίο αντίθετα ανήκει κατά κυριότητα στο εναγόμενο και ήδη πρώτο αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο. Κατόπιν τούτου δέχτηκε την ασκηθείσα από το εναγόμενο και ήδη πρώτο αναιρεσίβλητο έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει αντίθετα, και απέρριψε την ένδικη διεκδικητική αγωγή. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν. Κωδ. (7.31) Βασ. 50 (10.4), ν. 12 Πανδ. (2.53), ν. 8 παρ. 1, Κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 (Βασ. 50.14), ν. 27, Πανδ. (18.1.), 15 παρ. 3, 48 Πανδ. (41.3), 2 παρ. 4 και 7, 11 Πανδ. (51.4), 5 παρ. 1 Πανδ. (41.10), 109 Πανδ. (50.16), ν.2 παρ. 2, Πανδ. (41.4), ν. 5, Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (13.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) και ν. 6 παρ. Πανδ. (44-3), του προϊσχύσαντος Βυζαντινορρωμαϊκού Δικαίου, των άρθρων 974, 1045, 1051 ΑΚ και ιδίως των άρθρων 51 Εισ.Ν.Α.Κ. και 21 του νόμου της 21-6/3.7.1837 "περί διακρίσεως κτημάτων", που αναφέρονται στο αναιρετήριο, τις οποίες διατάξεις ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, διότι διέλαβε σ'αυτή πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς το ουσιώδες ζήτημα ότι οι άμεσοι και απώτεροι δικαιοπάροχοι των ήδη αναιρεσειόντων δεν άσκησαν πράξεις νομής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη στο επίδικο ακίνητο τουλάχιστον για μια τριακονταετία πριν από τις 11-9-1915 και δεν απέκτησαν έτσι κυριότητα σ'αυτό, το οποίο ανήκει κατά κυριότητα στο πρώτο αναιρεσίβλητο. Ειδικότερα το Εφετείο δέχτηκε ότι ο άμεσος δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων αγόρασε εγκύρως από τον Η. Μ. και τους ειδικούς διαδόχους του Γ. Μ. μόνο έξι (6) στρέμματα, τα οποία κείνται ανατολικότερα της επίδικης έκτασης, η οποία δεν εμπίπτει στους τίτλους τους, δηλαδή στα ως άνω διανεμητήριο συμβόλαιο του 1935 και παραχωρητήρια των ετών 1881 και 1918, αλλά αποτελεί προϊόν αυθαίρετης και παράνομης εκ μέρους τους επέκτασης προς δυσμάς και κατάληψης ξένου κτήματος που ανήκει στο αναιρεσίβλητο, ότι κανένας από τους απώτερους δικαιοπαρόχους των αναιρεσειόντων άσκησε ποτέ στο επίδικο νομή διανοία κυρίου και μάλιστα συνεχώς επί τριάντα έτη πριν από το 1915/και ότι το πρώτον άσκησε νομή στο επίδικο ο άμεσος δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων Ν.ς Μ. το έτος 1963, από την οποία όμως νομή αποβλήθηκε το έτος 1976 με πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής. Επομένως, οι τέταρτος, κατά το δεύτερο μέρος του, και πρώτος, από τους αριθμούς 1 και 19, αντίστοιχα, του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.


ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 368, 387, 388 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η διάταξη πραγματογνωμοσύνης επί συγκεκριμένου ζητήματος ή η διάταξη νέας ή επανάληψη ή συμπλήρωση της γενομένης, από τους αυτούς ή άλλους πραγματογνώμονες, εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Η δε εσφαλμένη κρίση των πραγματογνωμόνων ή η μη λήψη υπόψη από αυτούς κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων δεν καθιστά άκυρη την έκθεσή τους, αφού στο δικαστήριο εναπόκειται να αποδώσει σε αυτή την προσήκουσα αποδεικτική βαρύτητα.
Συνεπώς είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο, υπό την επίκληση αναιρετικής πλημμέλειας από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, στην πραγματικότητα πλήττεται η αναιρεσιβαλλομένη για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συγκεκριμένα ότι το Εφετείο δεν διέταξε την διενέργεια νέας πραγματογνωμοσύνης, αφού δέχτηκε ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η από 24-4-2005 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Ε. Μ., που διατάχθηκε με την 682/2003 μη οριστική απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, και κατά το οποίο το επίδικο περιλαμβάνεται στους αναφερόμενους τίτλους κυριότητας των απωτέρων και άμεσων δικαιοπαρόχων τους, είναι αυθαίρετο και όχι αποτέλεσμα λεπτολόγου και επιστημονικά τεκμηριωμένης εξέτασης και έρευνας του ζητήματος.
IV. Ο από το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος της παραμόρφωσης εγγράφου ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στο έγγραφο περιεχόμενο καταδήλως διαφορετικό από το αληθινό και καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Ως έγγραφα, η παραμόρφωση του περιεχομένου των οποίων θεμελιώνει τον αμέσως πιο πάνω λόγο αναιρέσεως, νοούνται τα αναφερόμενα στα άρθρα 338 και 432 ΚΠολΔ ως αποδεικτικά μέσα, κατά συνέπεια δε δεν θεωρούνται έγγραφα με την εν λόγω έννοια μεταξύ των άλλων και η έγγραφη γνωμοδότηση του πραγματογνώμονα επί ζητήματος για το οποίο διατάχθηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, κατά τα άρθρα 368 επ. ΚΠολΔ, η οποία αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο κατά το άρθρο 339 του ίδιου Κώδικα, διακρινόμενο των εγγράφων. Ο τρίτος, επομένως, λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπως εκτιμάται, η από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια (και όχι από τον αριθμό 11 του ίδιου άρθρου, που αναφέρεται στο αναιρετήριο), ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της υπ'αριθμ. 8/2005 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Ε. Μ. τοπογράφου μηχανικού της Πολεοδομίας, που διατάχθηκε με την 682/2003 μη οριστική απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, με το να δεχτεί ότι ο πραγματογνώμονας δεν εφάρμοσε επί τόπου τους τίτλους του ενάγοντος και δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων, με την αιτιολογία ότι στους τίτλους δεν επισυνάπτονται τοπογραφικά διαγράμματα ή σκαριφήματα για να υποστηρίξουν την επί τόπου εφαρμογή, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
V. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, υπό την έννοια της πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασης τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού η δικονομικού δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 25/2003), όχι δε και εκείνοι που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής και αποτελούν άρνηση αυτής ούτε και εκείνοι που δεν έχουν αυτοτέλεια και αποτελούν επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ.ΑΠ 469/1984). Στην προκείμενη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με τον τέταρτο, κατά το πρώτο μέρος του, αλλά και τελευταίον, λόγο αναιρέσεως προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β'ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τον αυτοτελή ισχυρισμό τους ότι τόσο οι απώτεροι όσο και οι άμεσοι δικαιοπάροχοι τους έγιναν κύριοι του επίδικου ακινήτου με τακτική και έκτακτη χρησικτησία. Από την προσβαλλόμενη απόφαση, όμως, πρόκυπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τον ως άνω ισχυρισμό των αναιρεσειόντων και τον απέρριψε ως κατ'ουσίαν αβάσιμο. Επομένως και ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι αβάσιμος.
VI. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν'απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερομένη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου ελληνικού δημοσίου, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρ. 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 22 ν.3693/57).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 30-6-2010 αίτηση των Γ. Μ. κ.λπ. για αναίρεση της υπ'αριθμ.62/2010 απόφασης του Εφετείου Ναυπλίου. Και

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου ελληνικού δημοσίου, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 4η Μαρτίου 2014.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 2η Απριλίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Χρησικτησία..Οι εμφανείς υλικές ενέργειες επί ακινήτου, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει ποικίλουν ανάλογα με τον προορισμό του ακινήτου και είναι μεταξύ των άλλων η οριοθέτηση, η περίφραξη, ΑΠ Απόφαση 838 / 2014

$
0
0
Απόφαση 838 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Χρησικτησία.
Περίληψη:
Οι εμφανείς υλικές ενέργειες επί ακινήτου, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει ποικίλουν ανάλογα με τον προορισμό του ακινήτου και είναι μεταξύ των άλλων ..
η οριοθέτηση, η περίφραξη, η καλλιέργεια ακόμη δε και η απλή επίσκεψη, επίβλεψη ή επισκόπηση του ακινήτου, που γίνεται αυτοπροσώπως ή με αντιπρόσωπο.



Αριθμός 838/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Δ. Γ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Κουτσουράκη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Κ. Σ. του Γ., 2)Δ. Σ. του Γ., 3)Θ. Σ. του Γ., κατοίκων ... 4)Κ. Σ. του Μ., κατοίκου ..., 5)Σ. Σ. του Μ., συζ. Κ. Σ., 6)Κ. Λ. του Ι., 7)Α. Λ. του Ι., 8)Μ. Λ. του Ι., κατοίκων ... 9)Ε. Λ. του Ι. συζ. Α. Κ., κατοίκου ..., 10)Α. Λ. του Ι., συζ. Χ. Π. και 11)Μ. Λ. του Ι., κατοίκων ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Κουρουκλή, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/2/2004 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 143/2005 του ίδιου Δικαστηρίου, 555/2006 μη οριστική του Εφετείου Κρήτης και 24/2013 οριστική του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 17/4/2013 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 8/1/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1045, 1051 ΑΚ προκύπτει, ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. 'Ασκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ'αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Τέτοιες ενέργειες, οι οποίες ποικίλουν ανάλογα με τον προορισμό του ακινήτου, είναι μεταξύ των άλλων, η οριοθέτηση, η περίφραξη, η καλλιέργεια, ακόμη δε και η απλή επίσκεψη, επίβλεψη ή επισκόπηση του ακινήτου, που γίνονται αυτοπροσώπως ή με αντιπρόσωπο. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 976 ΑΚ προκύπτει, ότι για τη μεταβίβαση της νομής απαιτείται συμφωνία μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, η οποία είναι άτυπη και αναιτιώδης ακόμη και αν αφορά ακίνητο, και παράδοση του πράγματος. Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ'ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Επίδικο είναι, ένα ακίνητο (αγριάδα) για την ταυτότητα του οποίου δεν υπάρχει αμφισβήτηση κατά το πλείστον ακαλλιέργητο, πετρώδες και βραχώδες, το οποίο βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του δημοτικού διαμερίσματος Ελαίας του Δήμου Γουβών, περιφερείας Ειρηνοδικείου και Υποθηκοφυλακείου Ηρακλείου, στη θέση "..."ή "..."ή "...", εκτάσεως περί τα 63.226,34 τ.μ. και όπως τούτο εικονίζεται στο από 4-2-2004 τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του Τεχνολόγου Τοπογράφου Μηχανικού Κ. Ζ..........Το ακίνητο τούτο, οι άμεσοι δικαιοπάροχοι των εναγόντων, Γ. Σ., Μ. Σ. και Λ. Λ., οι οποίοι ήταν αδέλφια, το συγκατείχαν και το συννέμονταν κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, μετά από άτυπη παραχώρηση του πατέρα τους Κ. Σ. του Ε., κατά το έτος 1950. Επί του ακινήτου τούτου ασκούσαν πράξεις νομής και κατοχής τουλάχιστον από το έτος αυτό (1950), οι ως άνω δικαιοπάροχοι των εναγόντων και οι ίδιοι οι ενάγοντες μετά την παραχώρησή του σ'αυτούς, συνεχώς και αδιαλείπτως, μέχρι και την άσκηση της αγωγής (2004). Ειδικότερα, αδιαίρετα περιήλθε στον καθένα από τους ενάγοντες, από άτυπη δωρεά των ως άνω δικαιοπαρόχων τους, που έγινε κατά το έτος 1968 για τους τρεις πρώτους, από τον πατέρα τους Γ. Σ. και κατά ποσοστό 1/6 στον καθένα, το έτος 1980 για τους τέταρτο, πέμπτη, έκτο, έβδομο και όγδοο αυτών από τον πατέρα τους Μ. Σ. και κατά ποσοστό 1/18 στον καθένα και το έτος 1982 για τους ένατη, δέκατη και ενδέκατη τούτων, από τη μητέρα τους Λ. συζ. Ι. Λ., το γένος Κ. Σ. και κατά ποσοστό 1/9 στον καθένα, αντίστοιχα. Από το χρόνο κτήσεως του παραπάνω ακινήτου και έκτοτε οι ενάγοντες εξ αδιαιρέτου κατέχουν και νέμονται τούτο, ο καθένας κατά το ως άνω ποσοστό της συγκυριότητάς του σ'αυτό, με διάνοια κυρίου, συνεχώς, ασκώντας επ'αυτού όλες τις προσιδιάζουσες προς τη φύση τoυ, διακατοχικές εμφανείς στους κατοίκους της περιοχής πράξεις νομής και κατοχής, όπως επίσκεψη, επίβλεψη του ακινήτου αυτοπροσώπως, περίφραξη τούτου με συρματόπλεγμα, καθόσον λόγω της ιδιομορφίας του (ως βραχώδες και πετρώδες κατά το πλείστον), δεν ήταν δυνατόν να καλλιεργηθεί, γενόμενοι, έτσι, συγκύριοι αυτού, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού από την αρχική κτήση της νομής τους μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής (2004), έχουν περάσει πάνω από είκοσι έτη και από δε το χρόνο της νομής των δικαιοπαρόχων, πάνω από 50 έτη, συνεχώς και αδιαλείπτως, χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από κάποιον ή να αμφισβητηθεί η νομή τους επ'αυτού. Περί των ανωτέρω πραγματικών γεγονότων, κατέθεσε με σαφήνεια και εξ ιδίας αντιλήψεως ο με επιμέλεια των εναγόντων εξετασθείς, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, μάρτυρας Ε. Μ., ο οποίος ως συγχωριανός τους, γνωρίζει την οικογένεια των εναγόντων αλλά και το ίδιο το επίδικο ακίνητο από το έτος 1960. Ο ανωτέρω μάρτυρας με γνώση και κατά κατηγορηματικό τρόπο, κατέθεσε, μεταξύ άλλων, και ότι, " ... το επίδικο ακίνητο ήταν του παππού των εναγόντων Κ. Σ., είναι περιφραγμένο από τους Σ. τώρα και 15 χρόνια". Η κατάθεση του ανωτέρω μάρτυρα στηρίζεται σ'όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα, η οποία, χωρίς να αναιρείται από κατάθεση άλλου μάρτυρα που εξετάστηκε με την επιμέλεια του εναγομένου, ενισχύεται, τόσο από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Β. Λ. και Ν. Λ., οι οποίοι ως όμοροι ιδιοκτήτες με το επίδικο, καταθέτουν και αυτοί ότι το επίδικο ανήκει στον παππού των εναγόντων, που τον έλεγαν "Μ.", το οποίο επιτηρούσαν και ότι η περιοχή που βρισκόταν το επίδικο, λεγόταν "η Χαλέπα του Μ.", όσο και από τ'ακόλουθα νομίμως προσκομιζόμενα έγγραφα, (α) από το με αριθμό 10|2007 πρακτικό αυτοψίας, του Εισηγητή Εφέτη Νικόλαου Βεργιτσάκη, όπου διαπιστώνεται ότι νοτιοδυτικά του επίδικου ακίνητου υπήρχε πράγματι παλαιά περίφραξη και υφίσταται βραχώδης υψομετρική διαφορά (πρανές-γκρεμός) ύψους από 10 έως 30 περίπου μέτρων, προς το ακίνητο του εναγομένου, (β) τις έξι (6) φωτογραφίες που προσκομίζονται από τους ενάγοντες και απεικονίζουν την περίφραξη από συρματόπλεγμα, (γ) τα με χρονολογία από 14-6-2003 και από 8-8-2003 δύο τοπογραφικά διαγράμματα, του Τοπογράφου μηχανικού Κ. Ζ., (που εξετάστηκε και ως μάρτυρας από τον εκκαλούντα), όπου το επίδικο, στο μεν πρώτο τοπογραφικό φέρεται έκτασης εμβαδού 63.092,90 τ.μ,, εκ του οποίου αποκόπτεται τμήμα εμβαδού 19.348,72, (σύμφωνα με το υπ'αριθμ..../22-7-2003 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβ\φου Ηρακλείου, Ειρήνης Χατζάκη) και το μεταβιβάζει (πωλεί) ο εναγόμενος στον Ι. Κ., στο δε δεύτερο τοπογραφικό, το οποίο προσκομίζει ο τελευταίος, προς αντίκρουση της υπό κρίση αγωγής και όταν υποβάλλει τις αντιρρήσεις του κατά της με αριθμό 6943/4-12-2003 πράξης χαρακτηρισμού της Διεύθυνσης Δασών Ηρακλείου, όπου με το δεύτερο αυτό τοπογραφικό διάγραμμα του ίδιου τοπογράφου, εμφανίζεται ο εναγόμενος να είναι κύριος ακινήτου συνολικής εκτάσεως 98.501 τ.μ, αντί των 63.092,90 τ.μ. που εμφάνιζε με το ως άνω πρώτο τοπογραφικό, εκ του οποίου απέκοψε το τμήμα αυτό των 19.348,72 και το πούλησε και δ) από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης {πατέρα του εναγομένου), ο οποίος καταθέτει ότι ο ίδιος το έτος 1979 έκαμε περίφραξη στην ανατολική πλευρά του ακινήτου του κάτω από τον γκρεμό, δηλαδή περιέφραξε ακριβώς στα όρια του ακινήτου του. Σημειώνεται, ότι η εκτίμηση του αγρονόμου-τοπογράφου μηχανικού Ε. Α., που ορίστηκε από τον εναγόμενο ως τεχνικός του σύμβουλος, που περιέχεται στην από 10-3-2012 τεχνική του έκθεση, ότι το επίδικο ανήκει στην ιδιοκτησία του εναγομένου -εκκαλούντος, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η τεχνική αυτή έκθεση, όπως προαναφέρθηκε, εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο, δεν ασκεί επιρροή ως προς το ζήτημα της νομής του εναγομένου και του δικαιοπαρόχου του, ως αναγκαίου στοιχείου για την απόκτηση της κυριότητος του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, καθόσον το στοιχείο τούτο αποτελεί ζήτημα νομικής φύσεως. Περαιτέρω......δεν αποδείχθηκε, ότι ο εναγόμενος άσκησε συγκεκριμένες εμφανείς πράξεις νομής στο επίδικο ακίνητο κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα. Και τούτο, διότι δεν άσκησε σ'αυτό πράξεις νομής, υπό την έννοια που αναφέρεται στη σχετική νομική σκέψη (με στοιχ. III) της παρούσας, καθόσον οι επικαλούμενες απ'αυτόν πράξεις νομής, δεν μπορεί να θεωρηθούν εμφανείς πράξεις νομής, ικανές να προσπορίσουν στον εναγόμενο το επικαλούμενο δικαίωμα κυριότητας, καθόσον όταν πρόκειται για ακίνητο που δεν είναι επιδεκτικό καλλιέργειας, όπως εν προκειμένω, πράξεις νομής αποτελούν η απλή επίσκεψη, η επισκόπηση και η επίβλεψη του ακινήτου αυτοπροσώπως ή με αντιπρόσωπο, που ήταν εμφανείς στους κατοίκους της περιοχής. Οι πράξεις όμως τις οποίες ισχυρίζεται ότι ασκούσε επ'αυτού ο εναγόμενος, όπως, (α) η δήλωση ακινήτου έκτασης 100.000 τ.μ, στο έντυπο Ε9 της εφορίας, που υπέβαλε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. το έτος 1997, για τον αναλογούντα φόρα ακίνητης περιουσίας, ως ανήκοντος κατά κυριότητα στον δηλούντα εναγόμενο, αφενός μεν, δεν αποτελεί εμφανή πράξη νομής κατά την προαναφερόμενη έννοια και αφετέρου, από μόνη της η πράξη αυτή ως δήλωση, εφόσον δεν συνδυάζεται και με άλλα αποδεικτικά στοιχεία, δεν μπορεί, να θεωρηθεί ότι εξ αιτίας της δήλωσης αυτής, το δηλωθέν ακίνητο, ανήκει στον εναγόμενο δηλούντα και (β) η εντολή εκπόνησης τοπογραφικών διαγραμμάτων από τον εναγόμενο, τα οποία άλλωστε ως ιδιωτικά έγγραφα δεν παρέχουν βεβαιότητα ως προς την έκτασή τους και το χρόνο σύνταξής τους και ως ανήκοντος κατά κυριότητα στον εντολέα, δεν αποτελούν πράξεις νομής, αφού αυτές δεν ήταν εμφανείς στους κατοίκους της περιοχής (στους συγχωριανούς τους). Αλλά και η βόσκηση ποιμνίου στο επίδικο από κτηνοτρόφους, όπως ισχυρίζεται ο εκκαλών-εναγόμενος, αν και είναι εμφανής πράξη νομής, δεν μπορεί να καταλογιστεί στον τελευταίο, καθόσον από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχτηκαν περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι ο εναγόμενος εκμίσθωνε το επίδικο σε κτηνοτρόφους και μάλιστα στους Ε. Π. και Β., καθόσον δεν προσκόμισε κάποιο ιδιωτικό μεταξύ τους έγγραφο παραχώρησης ή εκμίσθωσης του επιδίκου σ'αυτούς, η κατάθεση δε του μάρτυρα (πατέρα του) που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με την επιμέλεια του εναγομένου, είναι τελείως ασαφής ως προς το σημείο τούτο, ενώ και οι μάρτυρες που εξετάστηκαν με την επιμέλειά του στις ένορκες ως άνω βεβαιώσεις, δεν κάνουν καθόλου μνεία για το κρίσιμο τούτο αποδεικτικό στοιχείο της εκμίσθωσης του επίδικου". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχτηκε ως βάσιμη και κατ'ουσίαν την ένδικη - από 26.2.2004 - αναγνωριστική συγκυριότητος ακινήτου αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων εναγόντων και απέρριψε την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος εναγομένου κατά της εκκαλουμένης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει όμοια κρίση. Με βάση αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, σωστά τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 974, 976, 1045 και 1051 ΑΚ ερμήνευσε και εφάρμοσε, περιέλαβε δε στην απόφασή του πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων που προαναφέρθηκαν. Αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος το Εφετείο με σαφή αιτιολογία δέχτηκε, ότι οι δικαιοπάροχοι των ήδη αναιρεσιβλήτων εναγόντων (Γ. Σ., Μ. Σ. και Λ. Λ.), από το έτος 1950 συγκατείχαν και συννέμονταν το επίδικο ακίνητο, ως έχοντας περιέλθει σ'αυτούς, και ακολούθως οι ίδιοι οι ενάγοντες (από το έτος 1968 οι τρεις πρώτοι, από το έτος 1980 οι επόμενοι πέντε και από το έτος 1982 οι λοιποί) μέχρι την άσκηση - το έτος 2004 - της ένδικης αναγνωριστικής συγκυριότητας του επίδικου ακινήτου αγωγής του, ήτοι για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας (ΑΚ 1045), ασκώντας σ'αυτό με διάνοια συγκυρίων εμφανείς πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση του, όπως αυτές της επίσκεψης και της επίβλεψής του αυτοπροσώπως, αλλά και της περίφραξής του με συρματόπλεγμα, καταστάντες, έτσι, συγκύριοι αυτού - επίδικου ακινήτου - με τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας που αποτελεί και τη βάση της αγωγής. Εξάλλου - το Εφετείο - δέχθηκε με σαφήνεια, ότι "η εντολή εκπόνησης τοπογραφικών διαγραμμάτων από τον εναγόμενο"δεν αποτελεί πράξη νομής, διότι "δεν ήταν εμφανής στους κατοίκους της περιοχής (συγχωριανούς του)", πέραν του ότι - όπως δέχτηκε το Εφετείο - τα τοπογραφικά αυτά διαγράμματα "δεν παρέχουν βεβαιότητα ως προς την έκτασή τους και το χρόνο σύνταξής τους και ως ανήκοντος κατά κυριότητα στον εντολέα"και επομένως και ως προς την κτήση της νομής. Γι'αυτό ο πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τους οποίους, υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει ν'απορριφθούν.
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο 'Αρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης είχε προταθεί στο δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και μάλιστα ότι είχε προταθεί νόμιμα. Το γεγονός εξάλλου, ότι ο ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει σημασία, γιατί, στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο παραβίασε μεν το νόμο, λόγος, όμως, αναίρεσης δεν μπορεί να ιδρυθεί, αν ο σχετικός ισχυρισμός δεν είχε προταθεί νόμιμα από το διάδικο, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ. Με τα δεδομένα αυτά, πρέπει ο ισχυρισμός να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε και ο χρόνος και τρόπος πρότασής του ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί με βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος. Όπως δε περαιτέρω προκύπτει από την αμέσως πιο πάνω διάταξη, το καθιερούμενο απαράδεκτο αναφέρεται σε όλους τους προβλεπόμενους από τη διάταξη λόγους αναίρεσης, ακόμη και σε εκείνους των αριθμών 1 και 19, αντίστοιχα, του εν λόγω άρθρου. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον τρίτο και τέταρτο λόγους της αναίρεσης, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις αναιρετικές πλημμέλειες των αριθμών 11 περ.α'και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο παρά το νόμο έλαβε υπόψη απαράδεκτα αποδεικτικά μέσα τα οποία οι αναιρεσίβλητοι με τις προτάσεις τους στο Εφετείο, της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, επικαλέστηκαν και προσκόμισαν και συγκεκριμένα τις υπ'αριθμ. 4468 και 4469/14.9.2009 ένορκες βεβαιώσεις των Β. Λ. και Ν. Λ., αντίστοιχα, στη συμβολαιογράφο Ηρακλείου Αθηνά Ζαχαριουδάκη, αφού δεν προσκόμισαν νόμιμα με επίκληση εκθέσεις επίδοσης "για την απόδειξη της νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσής του - του αναιρεσείοντος-", αλλά και διότι οι ένορκες αυτές βεβαιώσεις "υπερέβαιναν το ανώτατο όριο των τριών, που μπορούσαν - κατ'άρθρο 270 παρ. 2 εδαφ. γ'ΚΠολΔ - να προσκομίσουν και επικαλεστούν οι αναιρεσίβλητοι". Οι αναιρετικοί αυτοί λόγοι, παρεκτός του ότι το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, έλαβε υπόψη μόνο τις άνω δύο ένορκες βεβαιώσεις, προεχόντως, είναι απορριπτέοι ως αόριστοι, εφόσον ο αναιρεσείων δεν αναφέρει στο αναιρετήριο ότι οι περί απαραδέκτου των εν λόγω ενόρκων βεβαιώσεων ανωτέρω ισχυρισμοί του, στους οποίους οι λόγοι αυτοί στηρίζονται - και δεν εμπίπτουν σε καμία από τους εξαιρέσεις της παρ. 2 του άρθρου 562 ΚΠολΔ - είχαν προβληθεί από αυτόν νόμιμα στο Εφετείο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17.5.2013 αίτηση του Δ. Γ. για αναίρεση της 24/2013 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Διατάσσει να εισαχθεί το κατατεθέν παράβολο στο δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου 2014. Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Απριλίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Χρησικτησία έκτακτη, Κυριότητα. Περίληψη:Για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται νομή και χρόνος (εικοσαετία). Δεν απαιτείται καλή πίστη η (και) νόμιμος τίτλος. Αναιρετικός λόγος από τον αριθμ.1 άρθρ. 560 Κ.Πολ.Δ., βάσιμος. Αναιρεί Πολ.Πρ.Αθηνών 6656/2007 - ΑΠ Απόφαση 1248 / 2013

Next: ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ - ΑΠ Απόφαση 1834 / 2014.από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Καλαϊτζή.. όσο και με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία), αφού ο αναιρεσίβλητος και οι δικαιοπάροχοί του νέμονταν το επίδικο, ασκώντας όλες τις προαναφερθείσες πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση του ακινήτου (καλλιέργεια, εποπτεία, περίφραξη, άδεια κατασκευής πρόχειρου παραπήγματος στον αδελφό του), συνεχώς και αδιαλείπτως χωρίς αμφισβήτηση από τρίτους,
$
0
0

Απόφαση 1248 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Χρησικτησία έκτακτη, Κυριότητα.
Περίληψη:


Για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται νομή και χρόνος (εικοσαετία). Δεν απαιτείται καλή πίστη η (και) νόμιμος τίτλος. Αναιρετικός λόγος από τον αριθμ.1 άρθρ. 560 Κ.Πολ.Δ., βάσιμος. Αναιρεί Πολ.Πρ.Αθηνών 6656/2007.



Αριθμός 1248/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειουσών: 1) Μ. χήρας Χ. Κ., το γένος Β. Ν., και 2) Ε. συζ. Δ. Δ., το γένος Β. Ν., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αντώνιο Ξενάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Φ. χήρας Δ. Σ., το γένος Α. Α., κατοίκου ..., 2) Κ. συζ. Χ. Κ., το γένος Δ. Σ., κατοίκου ..., και 3) Μ. συζ. Β. Μ., το γένος Δ. Σ., κατοίκου ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευάγγελο Χριστοδούλου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/1/1998 αγωγή των ήδη αναιρεσειουσών, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Κρωπίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 215/2000, 211/2004 μη οριστικές, 551/2005 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 6656/2007 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 21/5/2008 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 30/10/2009 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Λεωνίδα Ζερβομπεάκου, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του πρώτου και την απόρριψη του δεύτερου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο κατά το άρθρο 560 αρ.1 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αντίστοιχος του λόγου αναιρέσεως του άρθρου 559 αρ. 1 του ίδιου Κώδικα, ιδρύεται και όταν το δικαστήριο για να κρίνει βάσιμη την αγωγή που εξέτασε κατ'ουσίαν απαίτησε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτούνται κατά νόμον για τη θεμελίωση του δικαιώματος που ασκήθηκε με αυτήν (αγωγή). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 1045 του ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος του πράγματος (έκτακτη χρησικτησία)", προκύπτει ότι για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία δεν απαιτείται καλή πίστη ούτε νόμιμος τίτλος, αλλά μόνο ύπαρξη νομής και ορισμένος χρόνος, ο οποίος είναι ενιαίος για κινητά και ακίνητα και ορίζεται σε είκοσι χρόνια.
Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο κατ'αποφάσεως ειρηνοδικείου, έγιναν ανελέγκτως δεκτά τα παρακάτω: "Το επίδικο ακίνητο, έκτασης 295,76 τ.μ., κείται στη θέση "Κοκκιναράς", της κτηματικής περιφέρειας του δήμου Κορωπίου, νομού Αττικής και συνορεύει (...). Από κανένα όμως αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι οι ενάγουσες απέκτησαν κυριότητα επί του άνω επιδίκου ακινήτου, και συγκεκριμένα κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου η καθεμιά τους, με τα προσόντα της τακτικής, άλλως έκτακτης χρησικτησίας, καθόσον δεν αποδείχθηκε αφενός ότι νέμονταν το επίδικο με καλή πίστη, βάσει τίτλου, από το θάνατο της μητέρας τους Α. χήρας Β. Ν., που επισυνέβη την 29-9-1944, αφετέρου ότι νέμονταν αυτό με καλή πίστη, περισσότερο από 30 χρόνια (κατά το β.ρ. δίκαιο), δεδομένου ότι ο μάρτυρας (...). Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έσφαλε που με την εκκαλούμενη απόφασή του είπε τα ίδια, σωστά εκτιμώντας τις αποδείξεις, οι δε περί του αντιθέτου λόγοι έφεσης κρίνονται ουσία αβάσιμοι και ως εκ τούτου απορριπτέοι, όπως και η υπό κρίση έφεση στο σύνολο της".
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, επικυρώνοντας την απόφαση του Ειρηνοδικείου με την απόρριψη της εφέσεως των αναιρεσειουσών κατ'αυτής, απέρριψε ως αβάσιμη κατ'ουσίαν την ένδικη από 8-1-1998 διεκδικητική αγωγή τους κατά των αναιρεσιβλήτων (και) ως προς την επικουρική της βάση, που ερείδεται ως προς την κτήση της κυριότητας στην έκτακτη χρησικτησία. Με την κρίση του όμως αυτή το Πολυμελές Πρωτοδικείο παραβίασε την προαναφερθείσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, διότι για την εφαρμογή της απαίτησε περισσότερα στοιχεία από εκείνα που αυτή απαιτεί και συγκεκριμένα απαίτησε για την εφαρμογή της και τα στοιχεία της καλής πίστης και του νομίμου τίτλου για την κτήση της κυριότητας πράγματος με έκτακτη χρησικτησία, ενώ αρκεί η επί εικοσαετία νομή των εναγουσών επί του επίδικου ακινήτου, όπως βάσιμα οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν με τον πρώτο, από τον αριθ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους. Πρέπει επομένως, κατά παραδοχήν αυτού του λόγου, μετά την οποία και παρέλκει η έρευνα του δευτέρου, που αναφέρεται στους τίτλους κτήσεως κυριότητας των αναιρεσιβλήτων, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρούμενη αυτή απόφαση και του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσειουσών, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ).-

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ'αριθμ. 6656/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που δίκασε ως Εφετείο.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειουσών, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 5 Ιουνίου 2013.
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Ιουνίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ - ΑΠ Απόφαση 1834 / 2014.από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Καλαϊτζή.. όσο και με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία), αφού ο αναιρεσίβλητος και οι δικαιοπάροχοί του νέμονταν το επίδικο, ασκώντας όλες τις προαναφερθείσες πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση του ακινήτου (καλλιέργεια, εποπτεία, περίφραξη, άδεια κατασκευής πρόχειρου παραπήγματος στον αδελφό του), συνεχώς και αδιαλείπτως χωρίς αμφισβήτηση από τρίτους,

$
0
0
Απόφαση 1834 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 1834/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'Πολιτικό Τμήμα 

...από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Καλαϊτζή...

 
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ασπασία Μαγιάκου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Χ. Κ. του Β., 2) Ν. Κ. του Β. και 3) Θ. Κ. του Β., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Σαμψών.
Του αναιρεσιβλήτου: Κ. Τ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Καλαϊτζή, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/4/2007 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Γρεβενών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 123/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 147/2011 του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 4/4/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ασπασία Μαγιάκου ανέγνωσε την από 30/10/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόσθηκε, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ'ουσία, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν, κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της διάταξης που εφαρμόστηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν ορθώς εφαρμόστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα δε, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για την οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1045 ΑΚ, για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία αρκεί η επί εικοσαετία νομή του πράγματος, δηλαδή η με διάνοια κυρίου φυσική εξουσίαση αυτού (άρθρο 974 ΑΚ). Εκείνος, που προβάλλει τη χρησικτησία, πρέπει να επικαλεσθεί τη νομή και να καθορίσει συνάμα και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θελήσεως του κατόχου να κατέχει το ακίνητο ως κύριος. Επί διεκδικητικής δε ή αναγνωριστικής της κυριότητας ακινήτου αγωγής, η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, με την οποία έγινε δεκτό, ότι ο διάδικος έγινε κύριος του επίδικου ακινήτου επί είκοσι τουλάχιστον έτη, στερείται νόμιμης βάσεως, εάν δεν αναφέρονται στο αιτιολογικό της συγκεκριμένες πράξεις αυτού επί του επίδικου ακινήτου, ώστε να κριθεί εάν αυτές είναι ικανές να προσπορίσουν στο διάδικο την κυριότητα του ακινήτου αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ'αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει, όπως θεωρούνται, μεταξύ άλλων, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η οριοθέτηση, ο καθαρισμός, η φύλαξη του ακινήτου κ.α., με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του ακινήτου με καθολική ή ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 ΑΚ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 795, 798, 800, 1033 ΑΚ σαφώς προκύπτει ότι η εξώδικη διανομή, που αποσκοπεί στη λύση της συγκυριότητας με την αμοιβαία μεταβίβαση της ιδανικής μερίδας καθενός κοινωνού στον άλλον, περιέχει διάθεση του πράγματος, και ειδικότερα απαλλοτρίωση αυτού έναντι ανταλλάγματος, είναι ισοδύναμη με ανταλλακτική σύμβαση (πώληση, ανταλλαγή κλπ.) και υπόκειται στην ίδια με εκείνη ρύθμιση.
Συνεπώς, αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας και εφόσον αντικείμενο της διανομής είναι κοινό ακίνητο, η περί αυτής συμφωνία υποβάλλεται στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και σε μεταγραφή. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του το Εφετείο, αναφορικά με την ένδικη από 11-4-2007 αναγνωριστική κυριότητας αγωγή των αναιρεσειόντων Χ., Ν. και Θ. Κ. κατά του αναιρεσιβλήτου Κ. Τ. δέχθηκε, μετ'εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα περιστατικά: "Εντός του εγκεκριμένου σχεδίου του οικισμού "…"της πόλης των Γρεβενών, βρίσκεται ένα οικόπεδο, εμβαδού 448 τμ., το οποίο συνορεύει ανατολικά σε πλευρά μήκους 38,60 μ. με ιδιωτική οδό πλάτους 4 μ., πέραν της οποίας υπήρχε το δημοτικό νεκροταφείο, νότια σε πλευρά 12,50 μέτρων με ιδιοκτησία κληρονόμων Ι. Κ., δυτικά σε πλευρά μήκους 37 μ. με οικόπεδο ιδιοκτησίας Χ. συζ. Π. Ρ. και βόρεια σε πλευρά 12,55 μέτρων με την οδό …, όπου και η πρόσοψή του. Το οικόπεδο τούτο, το οποίο έχει καταχωρηθεί στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Γρεβενών, με αριθμό ΚΑΕΚ … και με εμβαδό 480 τμ., αποτελεί τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, το οποίο ανήκε αρχικώς στη συγκυριότητα των Β. συζ. Δ. Τ., κατά ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου και Ν. Χ. Π., κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου. Περιήλθε δε σε αυτούς από αγορά, από τους Δ. Α. Ν., Γ. Χ. Ν., Θ. Χ. Ν., Χ. Α. Ν. και Μ. θυγ. Α. Ν., δυνάμει του υπ'αριθμ. .../1952 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Γρεβενών Αθανασίου Στέργου, που μεταγράφηκε νομίμως. Κατά τον τίτλο κτήσεως, το εν λόγω ακίνητο είχε εμβαδόν 2 1/2 στρέμματα. Στις 15-2-1960 απεβίωσε χωρίς να συντάξει διαθήκη η Β. συζ. Δ. Τ. και άφησε ως πλησιέστερους συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμους της, επί των 28/42 εξ αδιαιρέτου ποσοστών της επί τους ως άνω ακινήτου, το σύζυγό της, Δ. Β. Τ., κατά ποσοστό 7/42 εξ αδιαιρέτου και τα τέκνα της 1)Α. Δ. Τ., 2)Λ. Δ. Τ. (ενάγοντα), 3)Β. Δ. Τ., 4)Κ. Δ. Τ., 5)Γ. Δ. Τ., 6)Μ. συζ. Ι. Π., το γένος Δ. Τ. και 7)Ε. συζ. Γ. Σ., το γένος Δ. Τ., κατά ποσοστό 3/42 εξ αδιαιρέτου τον καθένα. Οι προαναφερόμενοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομία με την υπ'αριθμ. .../1969 δήλωσή τους, ενώπιον του συμβολαιογράφου Γρεβενών Βασιλείου Αδάμου, που μεταγράφηκε νομίμως. Στις 15-3-1965 απεβίωσε ο Ν. Χ. Π., χωρίς να συντάξει διαθήκη και άφησε ως πλησιέστερους συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του επί των 16/48 εξ αδιαιρέτου ποσοστών του επί του άνω ακινήτου, τη σύζυγό του Μ. Χηρ. Ν. Π., κατά ποσοστό 4/48 εξ αδιαιρέτου και τα τέκνα του 1)Θ. συζ. Γ. Τ., το γένος Ν. Π., 2)Σ. Ν. Π., 3)Π. συζ. Μ. Σ., το γένος Ν. Π. και 4)Χ. συζ. Π. Ρ., το γένος Ν. Π., κατά ποσοστό 3/48 εξ αδιαιρέτου τον καθένα. Οι τελευταίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομία, με την υπ'αριθμ. .../1968 δήλωση αποδοχής, ενώπιον του ίδιου συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νομίμως. Στη συνέχεια, με το υπ'αριθμ. .../1969 συμβόλαιο, του ίδιου συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νομίμως, οι 1)Δ. Β. Τ. και 2)Κ. Δ. Τ., δώρισαν τα 10/42 εξ αδιαιρέτου ποσοστά τους (7/41 ο πρώτος και 3/42 ο δεύτερος) επί του παραπάνω ακινήτου προς τους α)Α. Δ. Τ., β)ΚΛ. Δ. Τ., γ)Β. Δ. Τ., δ)Μ. συζ. Ι. Π., το γένος Δ. Τ., ε)Γ. Δ. Τ. και στ)Ε. συζ. Γ. Σ., το γένος Δ. Τ.. Κατόπιν, οι 1)Α. Δ. Τ., 2)Γ. Δ. Τ., 3)Ε. συζ. Γ. Σ., το γένος Δ. Τ. και 4)Β. Δ. Τ., με το υπ'αριθμ. .../1970 συμβόλαιο του ίδιου συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νομίμως, πώλησαν στον Α. Ν. Κ. 398 τμ. από την μερίδα τους στο εν λόγω οικόπεδο. Περαιτέρω, με το υπ'αριθμ. .../1968 συμβόλαιο του ίδιου συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νομίμως, οι 1)Μ. Χηρ. Ν. Π. και 2)Θ. συζ. Γ. Τ., το γένος Ν. Π., συνέστησαν προς τον Π. Θ. Ρ. την προίκα της Χ. Ν. Π. και λόγω προίκας μεταβίβασαν σε αυτόν, η μεν πρώτη το ήμισυ επί της ως άνω οικοπέδου μερίδα της, ήτοι τα 2/48 εξ αδιαιρέτου ποσοστά, η δε δεύτερη ολόκληρη τη μερίδα της των 3/48 εξ αδιαιρέτου ποσοστών. Τέλος, με το υπ'αριθμ. ... συμβόλαιο, του αυτού ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νομίμως, οι 1)Μ. Χηρ. Ν. Π. και 2)Σ. Ν. Π., δώρισαν προς την Π. συζ. Μ. Σ., το γένος Ν. Π. η μεν πρώτη το υπόλοιπο ήμισυ της ως άνω εξ αδιαιρέτου μερίδα τους των 3/48 εξ αδιαιρέτου ποσοστών. Με βάση, λοιπόν, τα παραπάνω, κατέστησαν συγκύριοι του ως άνω ακινήτου οι 1)Α. Δ. Τ., 2)Γ. Δ. Τ., 3)Β. Δ. Τ., 4)Ε. συζ. Γ. Σ., το γένος Δ. Τ., 5)Κ. Δ. Τ., 6)Μ. συζ. Ι. Π., το γένος Δ. Τ., 7)Α. Ν. Κ., 8)Π. συζ. Μ. Σ., το γένος Ν. Π., 9)Χ. συζ. Π. Ρ., το γένος Ν. Π.. Η τελευταία είχε και την ψιλή κυριότητα (κατά ποσοστό 4/48), ενώ επικαρπωτής κατά το αυτό ποσοστό ήταν ο σύζυγός της Π. Ρ.. Το κοινό τούτο οικόπεδό τους διένειμαν οι προαναφερόμενοι εκουσίως και εξωδίκως, με το υπ'αριθμ. .../1973 συμβόλαιο του παραπάνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νομίμως. Ειδικότερα, αφού το κατάτμησαν σε οκτώ (8) αυτοτελή και ανεξάρτητα οικόπεδα και εξίσωσαν τις μερίδες με την καταβολή χρημάτων, διένειμαν με την προαναφερόμενη πράξη τα αυτοτελή τεμάχια που προέκυψαν και ο καθένας έλαβε από ένα, ο δε ενάγων το επίδικο, που περιγράφεται στην αρχή της παρούσας.
Προσέτι αποδείχθηκε ότι οι προαναφερόμενοι συγκύριοι του παραπάνω ακινήτου νέμονταν τούτο ασκώντας επ'αυτού όλες τις προσιδιάζουσες πράξεις νομής, από το έτος 1952, χωρίς αμφισβήτηση από τρίτους. Ειδικότερα, το επόπτευαν και το καλλιεργούσαν με τριφύλλι και άλλοτε σιτάρι, χωρίς αμφισβήτηση από τρίτους. Μετά δε την ως άνω εξώδικη διανομή και την περιέλευση του επίδικου τμήματος στον ενάγοντα, ο τελευταίος συνέχισε να νέμεται τούτο αδιαλείπτως, ασκώντας επ'αυτού όλες τις προσιδιάζουσες πράξεις νομής, που αρμόζουν στον κύριο και στη φύση και τον προορισμό του, χωρίς αμφισβήτηση από τρίτους. Ειδικότερα, επόπτευε τούτο, το περιέφραξε με σιδερένιους πασσάλους και συρματόπλεγμα (βλ. και τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες) και φύτευσε εντός αυτού οπωροφόρα δένδρα (δαμασκηνιές, μηλιές). Εκτός τούτων, επέτρεψε στον αδελφό του, Κ. Τ., να κατασκευάσει εντός αυτού πρόχειρο παράπηγμα για τις κότες του αντιθέτως δεν αποδείχθηκε ότι, είτε οι εναγόμενοι είτε οι δικαιοπάροχοί τους άσκησαν πράξεις νομής επί του επίδικου ακινήτου και ότι τούτο περιήλθε σε αυτούς από κληρονομία του πατέρα τους, την οποία αποδέχθηκαν με την υπ'αριθμ. …/29003 δήλωση αποδοχής, της συμβολαιογράφου Γρεβενών Θεολογίας Παπαθανασίου, που μεταγράφηκε νομίμως. Το ακίνητο των εναγομένων, που βρίσκεται στην ίδια περιοχή, ουδεμία σχέση έχει με το επίδικο, με το οποίο συνορεύει προς τη νότια πλευρά του (επιδίκου). Με βάση τα παραπάνω, ο ενάγων κατέστη κύριος του επιδίκου, με τρόπο παράγωγο. Σε κάθε δε περίπτωση, απέκτησε την κυριότητα τούτου και με τρόπο πρωτότυπο και, συγκεκριμένα, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, καθόσον το είχε στη νομή του συνεχώς για χρονικό διάστημα τουλάχιστον είκοσι (20) ετών (άρθρα 974 και 1045 ΑΚ), αφού από το 1973 μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής νέμεται τούτο, οι δε δικαιοπάρχοί του από το 1952 το αρχικό μεγαλύτερο ακίνητο. Επίσης, αποδείχθηκε ότι στις 12-9-2003, οι εναγόμενοι, για πρώτη φορά αμφισβήτησαν την κυριότητα του ενάγοντος επί του επιδίκου, όταν υπέβαλαν στο Κτηματολογικό Γραφείο Γρεβενών τις υπ'αριθμ. 16680, 16681 και 16682/12-9-2003 δηλώσεις τους, στις οποίες περιέλαβαν τούτο, ισχυριζόμενοι ότι ανήκει στη συγκυριότητά τους, στον πρώτο κατά ποσοστό 33,34% εξ αδιαιρέτου και στους δεύτερο και τρίτη κατά ποσοστό 33,33% εξ αδιαιρέτου στον καθένα, και ότι περιήλθε σε αυτούς με την παραπάνω δήλωση αποδοχής. Μετά δε τις ως άνω δηλώσεις τους, το επίδικο καταχωρήθηκε στα κτηματολογικά βιβλία και έλαβε αριθμό ΚΑΕΚ ….
Τα παραπάνω προκύπτουν από την κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος, Π. Θ. Ρ., ο οποίος ως ιδιοκτήτης όμορου ακινήτου, που προέκυψε σύμφωνα με την προαναφερόμενη κατάτμηση του μεγαλύτερου ακινήτου, έχει ίδια αντίληψη των γεγονότων. Ο μάρτυρας αυτός, με τη σαφή και πλήρως αναλυτική κατάθεσή του, επιβεβαιώνει πλήρως τους ισχυρισμούς του ενάγοντος. Η κατάθεση δε αυτού δεν αναιρείται από τη γενική και αόριστη ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα των εναγομένων Α. Ε. Ρ., του οποίου η ηλικία, ο τόπος γέννησης, η σχέση τους με την επίδικη περιοχή ως στοιχεία της γνώσης του, δεν αναφέρονται σε αυτήν, όπως δεν αναφέρεται και η όποια πηγή της γνώσης του, με συνέπεια τούτη να κρίνεται μη πειστική. Η ως άνω κρίση του δικαστηρίου ενισχύεται και από τα παρακάτω: α)Στο απόσπασμα του κτηματολογικού πίνακα του αγροκτήματος Γρεβενών, έτους 1936, έχουν καταγραφεί μεταξύ των ιδιοκτητών του υπ'αριθμ. 400 αγρού, συνολικού εμβαδού 53.895 τμ. και οι κληρονόμοι του Χ. Ν., ήτοι οι πωλητές του μεγαλύτερου ακινήτου, από την κατάτμηση του οποίου προσήλθε το επίδικο. Στη συνέχεια, η πρώτη τοπογραφική αποτύπωση και λεπτομερής καταγραφή του ως άνω αγρού (από τον οποίο προήλθε το ακίνητο), ως ιδιοκτησία των κληρονόμων Δ. Τ. (προφανώς της συζύγου του Β. Τ.) και Ν. Π., με εμβαδόν 3.813 τ.μ. και αριθμό τεμαχίου …., έγινε το έτος 1966, από την αρμόδια κρατική υπηρεσία (βλ. την υπ'αριθμ. Πρωτ. 591/2008 βεβαίωση του Τμήματος τοπογραφίας της Ν.Α. Γρεβενών, το υπ'αριθμ. Πρωτ. 591/2008 απόσπασμα του χάρτη του αγροκτήματος Γρεβενών με το σχετικό υπόμνημα, καθώς και το απόσπασμα του κτηματολογικού πίνακα). Από τα εν λόγω έγγραφα, εκτός από την έκταση του ως άνω ακινήτου προκύπτουν και τα όρια τούτου, κατά το έτος 1966, ήτοι προς βορρά με δρόμο με αριθμό τεμαχίου … , προς νότο με ιδιοκτησίες του Γεωργικού Συνεταιρισμού με αριθμό τεμαχίου … , των κληρονόμων Κ. (εναγομένων με αριθμό τεμαχίου … , του Ν. Ν. με αριθμό τεμαχίου … , του Α. Μ. με αριθμό τεμαχίου … , προς δυσμάς με ιδιοκτησία Ε. Ζ. με αριθμό τεμαχίου … και προς ανατολάς το νεκροταφείο Γρεβενών με αριθμό τεμαχίου …. β)Στο τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού υπομηχανικού Η. Κ., που συντάχθηκε σε ανύποπτο χρόνο, το Μάρτιο του 1969, μετά από εντολή των συγκυρίων του ως άνω μεγαλύτερου ακινήτου, ενόψει της κατάτμησης και διανομής του, τούτο βρέθηκε να έχει εμβαδόν 3.420 τμ., εντός των συγκεκριμένων ορίων του. Επίσης, το εν λόγω διάγραμμα αποτέλεσε τη βάση για τη διανομή του ακινήτου που ακολούθησε και σ'αυτό αποτυπώνονται και τα οκτώ (8) τεμάχια που προέκυψαν από τη διανομή, μεταξύ αυτών και το επίδικο με αριθμό 1, εμβαδόν 448 τμ., το οποίο βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του όλου ακινήτου, προς το νεκροταφείο. γ)Η ίδια κατάσταση, όπως προηγουμένως, με το όλο το οικόπεδο και τα τμήματα, στα οποία άτυπα αρχικά είχε συμφωνηθεί η κατάτμησή του, αποτυπώνεται και στην υπ'αριθμ. 135/19-8-1970 άδεια οικοδομής του Γραφείου Πολεοδομίας Γρεβενών, που αφορά την ανοικοδόμηση του δυτικά του επιδίκου κειμένου οικοπέδου ιδιοκτησίας Χ. Ρ., ως και το συνημμένο σ'αυτήν από έτους 1970 τοπογραφικό διάγραμμα, που συνέταξε ο πολιτικός μηχανικός Α. Μ.. Το επίδικο αποτυπώνεται λεπτομερώς και ως ιδιοκτησία Α/φων Τ.. Ομοίως, όλα τα ανωτέρω αποτυπώνονται και στα σχετικά έγγραφα και σχέδια της πράξης εφαρμογής της επέκτασης του σχεδίου πόλης των Γρεβενών, όπως προκύπτει τούτο από το υπ'αριθμ. πρωτ. 11451/2008 έγγραφο του Δήμου Γρεβενών, το σχετικό πίνακα και το απόσπασμα του σχετικού διαγράμματος της πράξης. Το επίδικο ακίνητο αποτυπώνεται με αριθμ. …, ως ιδιοκτησία του ενάγοντος, με εμβαδόν 489,67 τμ. δ)Σε όλες τις παραπάνω συμβολαιογραφικές πράξεις και τις τοπογραφικές αποτυπώσεις, από της αγοράς του όλου οικοπέδου, προς ανατολάς το όριο του ακινήτου (είτε στην αρχική του μορφή είτε ως αυτοτελές τμήμα) είναι ο δρόμος και το νεκροταφείο Γρεβενών, χωρίς να παρεμβάλλεται οποιαδήποτε άλλη ιδιοκτησία, που δεν περισσότερο των εναγομένων. Και ε)οι εναγόμενοι με την υπ'αριθμ. …/25-10-1999 δήλωση αποδοχής κληρονομίας, που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ελένης Αδάμου και μεταγράφηκε νόμιμα, αποδέχθηκαν την κληρονομία του πατέρα τους, χωρίς να περιλάβουν σε αυτή το επίδικο, ενώ περιέλαβαν τον αγρό, εμβαδού 13 στρεμμάτων, που βρίσκεται στην ένδικη περιοχή ("…"). Στη συνέχεια, συνέταξαν νέα, την υπ'αριθμ. …/22-8-2003, ενώπιον της συμβολαιογράφου Γρεβενών Θεολογία Παπαϊωάννου, στην οποία συμπεριέλαβαν, για πρώτη φορά μεταξύ άλλων και το επίδικο, όταν άρχισε και βρισκόταν σε εξέλιξη η διαδικασία εγγραφών στο κτηματολόγιο. Τέλος, όταν με την υπ'αριθμ. …/1997 δήλωση αποδοχής κληρονομίας, ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ελένης Αδάμου, αποδέχθηκαν την κληρονομία της μητέρας τους, η οποία κατά τα ιστορούμενα και στην έφεσή τους ήταν συγκυρία του επιδίκου, δεν έκαναν αναφορά στο επίδικο. Εκεί γίνεται λόγος για τον αγρό των 13 στρεμμάτων, που βρίσκεται στην ένδικη περιοχή. Η ως άνω κρίση του δικαστηρίου δεν αναιρείται: α) από το γεγονός ότι στον αρχικό τίτλο κυριότητας των δικαιοπαρόχων του ενάγοντος (υπ'αριθμ. …/1952) το όλο ακίνητο φέρεται να έχει εμβαδόν 2 1/2 στρέμματα, ενώ στην πρώτη τοπογραφική αποτύπωση και λεπτομερή καταγραφή του, που έγινε από την αρμόδια κρατική υπηρεσία, φέρεται να έχει εμβαδόν 3.813 τμ. Η οποία απόκλιση ενδεχομένως να οφείλετο και στη διάκριση μεταξύ παλαιού και νέου στρέμματος (ένα παλαιό στρέμμα ισούται προς 1.270 τμ.). Το σίγουρο είναι ότι την ακριβή έκτασή του αποτύπωσε η επίσημη καταγραφή, ενώ τόσο ο ενάγων όσο και οι δικαιoπάροχοί του νέμονταν τη συγκεκριμένη έκταση, όπως προέκυψε από την επίσημα καταγραφή, συνεχώς και αδιαλείπτως ασκώντας επ'αυτής όλες τις προσιδιάζουσες πράξεις νομής, από μεν το έτος 1952 οι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος το όλο ακίνητο και από το 1973 ο τελευταίος το επίδικο, χωρίς αμφισβήτηση από τρίτους. β) Ούτε από το ότι ο ενάγων δεν δήλωσε τα δικαιώματά του στο κτηματολόγιο, με αποτέλεσμα το επίδικο, στις δύο αναρτήσεις (Α'και Β') να φαίνεται ως αγνώστου ιδιοκτήτη και γ)ούτε, τέλος, από το από μηνός Μαΐου 2008 τοπογραφικό διάγραμμα του Π. Γ. Σ., αρχιτέκτονα μηχανικού, που προσκομίζουν οι εναγόμενοι, στο οποίο αποτυπώνεται το επίδικο ως ιδιοκτησία Ν. Κ., καθόσον το περιεχόμενο τούτου αναιρείται από όλες τις ως άνω παραδοχές. Με τις παραπάνω ενέργειές τους, οι εναγόμενοι αμφισβητούν τη κυριότητα του ενάγοντος επί του επιδίκου και συνεπώς ο τελευταίος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί το δικαίωμά του αυτό".
Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκρινε ότι η ένδικη αναγνωριστική αγωγή κυριότητας του αναιρεσιβλήτου είναι βάσιμη και απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση που είχε εκφέρει όμοια κρίση. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 974 και 1045 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, περιέλαβε δε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, υπό τα ως άνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για την κτήση εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου του επικαλουμένου (με την ένδικη αγωγή) δικαιώματος κυριότητας στο επίδικο ακίνητο τόσο με παράγωγο τρόπο, με βάση το .../1973 συμβόλαιο εκούσιας (εξώδικης) διανομής του συμβολαιογράφου Γρεβενών Βασιλείου Αδάμου, που μεταγράφηκε νόμιμα, όσο και με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία), αφού ο αναιρεσίβλητος και οι δικαιοπάροχοί του νέμονταν το επίδικο, ασκώντας όλες τις προαναφερθείσες πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση του ακινήτου (καλλιέργεια, εποπτεία, περίφραξη, άδεια κατασκευής πρόχειρου παραπήγματος στον αδελφό του), συνεχώς και αδιαλείπτως χωρίς αμφισβήτηση από τρίτους, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας και δη από το 1952 μέχρι το 2003 που οι αναιρεσείοντες αμφισβήτησαν για πρώτη φορά την κυριότητά του. Δεν ήταν απαραίτητο για την πληρότητα της αιτιολογίας να αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση "ο ακριβής χρόνος των διακατοχικών πράξεων", αφού η σαφής παραδοχή του Εφετείου ότι ο αναιρεσίβλητος και οι δικαιοπάροχοί του ασκούσαν από το 1952 μέχρι το 2033 τη νομή του επίδικου ακινήτου, συνεχώς και αδιαλείπτως, επαρκώς στηρίζει το διατακτικό της απόφασης. Επομένως, οι πρώτος και έκτος, κατά το τέταρτο μέρος, λόγοι της αναίρεσης από τους αριθ. 1 και 19, αντίστοιχα, του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, ο πρώτος κατά το δεύτερο μέρος, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια της παραβίασης των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 1054 και 1055 ΑΚ, διότι δεν δέχθηκε ότι: α)τμήμα του επίδικου ακινήτου παραχωρήθηκε από τους απώτερους δικαιοπαρόχους τους, το έτος 1918, προς την Μητρόπολη Γρεβενών για την επέκταση του κοιμητηρίου, και ότι έτσι αυτό κατέστη ανεπίδεκτο χρησικτησίας, β)το επίδικο ακίνητο περιλαμβάνεται στην κληρονομιαία περιουσία του πατέρα τους, κατά το θάνατο του οποίου το έτος 1946 αυτοί (αναιρεσείοντες) ήταν ανήλικοι και τελούσαν υπό τη γονική μέριμνα της μητέρας τους και ότι από τότε μέχρι το έτος 2003 που προέβησαν στη δήλωση αποδοχής της κληρονομίας του (πατέρα τους), το πιο πάνω ακίνητο εξαιρούνταν της χρησικτησίας από άλλον, καθώς και ο έκτος (κατά σειρά επίκλησης), κατά το δεύτερο μέρος, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδονται στο Εφετείο οι αιτιάσεις ότι: α)"αγνόησε το γεγονός ότι η μητέρα των αναιρεσειόντων ήταν ασφαλισμένη στον ΟΓΑ έως το θάνατό της το 1995, ασκώντας έτσι λογαριασμό των ανήλικων τέκνων της όλες τις απαραίτητες πράξεις νομής και β)δεν έλαβε υπόψη το πλήθος των αντιφάσεων του αναιρεσιβλήτου, καθώς και ότι το επίδικο σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα εμφανίζεται ότι είναι αγνώστου ιδιοκτήτη και σε άλλα ως ιδιοκτησία αδελφών Τ. και όχι μόνο του αντιδίκου"είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, διότι πλήττουν τις ανεπίδεκτες αναιρετικού ελέγχου πραγματικές παραδοχές του Εφετείου ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, επί πλέον δε στηρίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το επίδικο άνηκε στην κληρονομιαία περιουσία του πατέρα των αναιρεσειόντων, ενώ το Εφετείο δέχθηκε το αντίθετο, ότι δηλαδή το επίδικο περιλαμβάνεται στους επικαλούμενους από τον αναιρεσίβλητο τίτλους κυριότητας.
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ'ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί κα μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 340 ΚΠολΔ, υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος προς απόδειξη με το αποδεικτικό μέσο ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ ΑΠ 2/2008), επιδρά δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης, καμία, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλ'αρκεί η γενική μνεία των κατ'είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη. Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τους δεύτερο και πέμπτο λόγους της αίτησης αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Εφετείο κατ'εκτίμηση την αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 11γ'ΚΠολΔ (και όχι από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ που αναφέρεται στο αναιρετήριο, ως προς τον πέμπτο λόγο) ότι δεν έλαβε υπόψη κατά τη διατύπωση του πιο πάνω αποδεικτικού του πορίσματος τα έγγραφα που αυτοί επικαλέστηκαν και προσκόμισαν για την απόδειξη της κυριότητάς τους στο επίδικο ακίνητο, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται το τοπογραφικό διάγραμμα και οι φωτογραφίες αυτού. Από την επισκόπηση, όμως, του προσκομιζόμενου αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης και, ειδικότερα, από την περιεχόμενη σε αυτήν γενική μνεία ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα κατ'είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και μάλιστα και τα έγγραφα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, σε συνδυασμό με το υπόλοιπο περιεχόμενο αυτής, δε γεννάται αμφιβολία ότι το Εφετείο, για τη συναγωγή του ως άνω αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τα έγγραφα αυτά. Επομένως, οι ανωτέρω λόγοι είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 10 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά, χωρίς απόδειξη. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται ποιος ήταν ο ισχυρισμός που έλαβε υπόψη το δικαστήριο χωρίς απόδειξη και ποια ήταν η ουσιώδης επίδραση στο διατακτικό. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες στον τέταρτο λόγο του αναιρετηρίου αναφέρουν ότι "κατά το άρθρο 559 αρ. 10 ΚΠολΔ, παραδοχή πραγμάτων από το δικαστήριο ως αληθινών χωρίς απόδειξη ή παράλειψη διάταξης αποδείξεων ως λόγος αναίρεσης". Ο λόγος αυτός είναι παντελώς αόριστος και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού εκτός από την παράθεση του (εν μέρει τροποποιηθέντος με το άρθρο 17 του ν. 2915/2001) κειμένου της πιο πάνω διάταξης δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στο ποια ήταν τα πράγματα που δέχθηκε το δικαστήριο ως αληθινά χωρίς απόδειξη, τα οποία είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.
Ο καθιερούμενος με το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως δημιουργείται όταν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο αποδεικτικού, κατά την έννοια των άρθρων 339 και 432 επ. ΚΠολΔ, εγγράφου, ήτοι προέβη σε σφαλμένη ανάγνωση του κειμένου του, αποδίδοντας σ'αυτό περιεχόμενο καταδήλως διαφορετικό από το αληθινό, στη συνέχεια δε, στηρίζοντας την κρίση του αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο αυτό, κατέληξε σε επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα αποδεικτικό πόρισμα αναφορικώς με πράγματα έχοντα ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (Ολ ΑΠ 1/1999). Δεν αποτελούν, όμως, έγγραφα κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, μεταξύ άλλων, τα διαδικαστικά έγγραφα της ίδιας δίκης, οι ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, τα τοπογραφικά διαγράμματα, τα πρακτικά συνεδρίασης που περιέχουν τις καταθέσεις μαρτύρων κ.α., και επομένως δεν ιδρύεται ο από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης. Επίσης, ο ίδιος λόγος δεν ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, μετά από εκτίμηση του περιεχομένου του εγγράφου καταλήγει σε διαπίστωση διαφορετική από εκείνη που ο αναιρεσείων θεωρεί ως σωστή, καθώς και όταν σχημάτισε την κρίση του από τη συνεκτίμηση περισσότερων αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων και τα επίμαχα έγγραφα, χωρίς αυτά να εξαίρονται ιδιαιτέρως. Στην προκείμενη περίπτωση, με τους πρώτο κατά το τρίτο μέρος, και τον έκτο (κατά σειρά επίκλησης), κατά το πρώτο μέρος, λόγους της αίτησης αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο: α)των φωτογραφιών, με βάση τις οποίες δέχθηκε την ύπαρξη οπωροφόρων δένδρων, πασσάλων και περίφραξης στο επίδικο, ενώ είναι πασιφανές από τις προσκομισθείσες φωτογραφίες ότι δεν υπήρχαν ούτε οπωροφόρα δέντρα ούτε περίφραξη, παρά μόνο πεταμένα μάρμαρα από το όμορο κοιμητήριο, καθώς και μόνη η περίφραξη του κοιμητηρίου, που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε η άσκηση διακατοχικών πράξεων διανοία κυρίου από τον αναιρεσίβλητο"β)της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα του αναιρεσιβλήτου Π. Ρ., εξαίροντας τη σημασία της, και αναφέροντας ότι ο εν λόγω μάρτυρας έχει ίδια αντίληψη των γεγονότων και επιβεβαιώνει πλήρως με τη σαφή και αναλυτική κατάθεσή του τους ισχυρισμούς του αναιρεσιβλήτου, χωρίς να εξηγεί πως με την κατάθεση αυτή οδηγήθηκε (το Εφετείο) στο λανθασμένο συμπέρασμα της άσκησης διακατοχικών πράξεων διανοία κυρίου από τον αναιρεσίβλητο", γ)της εφημερίδας της Κυβερνήσεως του 1953, δ)του δωρητηρίου συμβολαίου του 1918 προς τη Μητρόπολη Γρεβενών, "με το οποίο επιτράπηκε η επέκταση του κοιμητηρίου προς δυσμάς, δηλαδή προς την ιδιοκτησία των αναιρεσειόντων ως προς το επίδικο ακίνητο", ε)όλων των τίτλων ιδιοκτησίας που προσκομίσθηκαν και αποδεικνύουν τη συνεχή και αδιάλειπτη ιδιοκτησία των αναιρεσειόντων και των δικαιοπαρόχων τους στο επίδικο από το έτος 1917, στ)της δήλωσής τους στο κτηματολογικό Γραφείο Γρεβενών, 7)της ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρά τους, ο οποίος, σε αντίθεση με το μάρτυρα του ενάγοντος δεν έχει ίδιον περιουσιακό όφελος, η)του τοπογραφικού διαγράμματος του Η. Κ., που αποδίδει το επίδικο στους αδελφούς Τ., ενώ ο αντίδικος (αναιρεσίβλητος) είναι μόνον ένας, ως φερόμενος ιδιοκτήτης.
Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι, ως προς τις υπό στοιχεία β', ζ', η'αιτιάσεις, ως απαράδεκτοι, διότι δεν υπόκεινται σε παραμόρφωση, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, η ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του αναιρεσιβλήτου (που περιέχεται στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου), η ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα των αναιρεσειόντων και το τοπογραφικό διάγραμμα, ενώ ως προς τις λοιπές, υπό στοιχεία α', γ', δ', ε', στ'αιτιάσεις, οι ίδιοι λόγοι είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, διότι όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, αφού συνεκτίμησε το περιεχόμενό τους, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, κατέληξε σε αντίθετο αποδεικτικό πόρισμα από εκείνο που οι αναιρεσείοντες θεωρούν ως σωστό.
Με τον έκτο, κατά το τρίτο μέρος του, λόγο της αίτησης αναίρεσης, ο οποίος, κατ'εκτίμηση, υπάγεται στη ρύθμιση του αρ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στο Εφετείο η αιτίαση ότι απέρριψε το αίτημα των αναιρεσειόντων για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού το πιο πάνω αίτημα εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου της ουσίας και δεν ιδρύεται λόγος αναίρεσης, εάν απορριφθεί (ΑΠ 1817/2009, ΑΠ 40/2008).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4-4-2012 αίτηση των Χ. Κ.η κλπ για αναίρεση της 147/2011 απόφασης του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Ιουλίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 17 Σεπτεμβρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δικαστικές αποφάσεις βάζουν φρένο στους αναδρομικούς ελέγχους των φορολογουμένων

Previous: ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ - ΑΠ Απόφαση 1834 / 2014.από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Καλαϊτζή.. όσο και με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία), αφού ο αναιρεσίβλητος και οι δικαιοπάροχοί του νέμονταν το επίδικο, ασκώντας όλες τις προαναφερθείσες πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση του ακινήτου (καλλιέργεια, εποπτεία, περίφραξη, άδεια κατασκευής πρόχειρου παραπήγματος στον αδελφό του), συνεχώς και αδιαλείπτως χωρίς αμφισβήτηση από τρίτους,
$
0
0

Οι έλεγχοι γύρω από τη λίστα Λαγκάρντ, τη λίστα εμβασμάτων και τη λίστα Νικολούδη στηρίζονται κατά κόρον στο άνοιγμα τραπεζικών ..
λογαριασμών, σε έμμεσες τεχνικές ελέγχων και αναδρομικά πρόστιμα για μια δεκαετία πριν. 
Η Εφορία κατάφερε να τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί δεκάδες χιλιάδες ελεγχόμενους, χρησιμοποιώντας τέσσερα νέα όπλα:
1. Συνεχής επέκταση του χρόνου παραγραφής ώστε να παραμένουν επί μία δεκαετία ανοιχτές προς έλεγχο υποθέσεις ως και το 2001, ακόμα κι αν έχουν υπαχθεί σε νόμο περαίωσης, παρόλο που δεν υπάρχει υποχρέωση (ή και η δυνατότητα) φύλαξης στοιχείων ούτε από τον ελεγχόμενο, ούτε στις τράπεζες, ούτε καν την ίδια την Εφορία.
2. Καθιέρωση έμμεσων τεχνικών υπολογισμού του φορολογητέου εισοδήματος με τις οποίες η Εφορία προσδιορίζει από μόνη της φόρους και πρόστιμα, ακόμη κι αν τα δηλωθέντα υπερκαλύπτουν τεκμήρια και «πόθεν έσχες».
3. Νέου τύπου αναδρομικοί έλεγχοι με βάση πληροφορίες για κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών (εμβάσματα, καταθέσεις και αναλήψεις, στοιχεία πελατών τραπεζών του εξωτερικού) προκειμένου να διαπιστωθεί αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας.
4. Μεταφορά στον ελεγχόμενο της υποχρέωσης να αποδείξει ο ίδιος πως είναι αθώος αντί στη φορολογική αρχή που τον ελέγχει και τον ενοχοποιεί με τις διαπιστώσεις της.
Επιπλέον, το πρόβλημα γίνεται μεγαλύτερο από τα πολλά, διαφορετικά ή και αντιφατικά πορίσματα που εκδίδονται για τον ΑΦΜ ενός ελεγχόμενου (ή και για οικογένειες ολόκληρες που ελέγχονται για κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς) από το ίδιο το υπουργείο Οικονομικών, τις ΔΟΥ, το ΣΔΟΕ, το ΚΕΦΟΜΕΠ ή και τους εισαγγελείς, στην ίδια χώρα και με τους ίδιους νόμους, αλλά χρησιμοποιούν διαφορετικές μεθόδους (ροές καταθέσεων το ΣΔΟΕ, έμμεσες τεχνικές οι ΔΟΥ κ.λπ.) και κρίνουν διαφορετικά για παραβάσεις και ποσά φοροδιαφυγής, αποδυναμώνοντας σε μεγάλο βαθμό τη βαρύτητα των ευρημάτων των ελέγχων.
Δικαίωση
Ολα τα μέτρα και οι πρακτικές με τα οποία οι εφορίες -εφαρμόζοντας πρόσφατους νόμους- καταστρατηγούν την παραγραφή και επιβάλλουν φόρους και πρόστιμα κατά το δοκούν αμφισβητούνται πλέον από τη Δικαιοσύνη.
Νέες δικαστικές αποφάσεις δίνουν «όπλο» σε 100.000 φορολογουμένους που έχουν στοχοποιηθεί για έλεγχο από την Εφορία να αποκρούσουν τη φοροεπιδρομή που έχει εξαπολύσει σε βάρος τους το Δημόσιο, καθώς κρίνεται ότι:
Η Εφορία δεν έχει δικαίωμα να ζητεί στοιχεία και να επιβάλλει πρόστιμα για χρήσεις ως το 2001 που ελέγχθηκαν μαζικά τα τελευταία χρόνια, επειδή έχουν παραγραφεί.
Οι έλεγχοι των τραπεζικών καταθέσεων που επεκτείνονται αναδρομικά στα έτη πριν από τις 30/9/2010 γίνονται εν πολλοίς στον αέρα, χωρίς ισχυρή νομική βάση.
Κακώς μεταφέρεται το βάρος της απόδειξης από τη φορολογική αρχή στον φορολογούμενο.


Μεγάλη ανατροπή
Επειδή το υπουργείο Οικονομικών δεν μπόρεσε ποτέ στο παρελθόν να ασκήσει έγκαιρα τον προβλεπόμενο φορολογικό έλεγχο, από το 2010 και μετά επιστράτευσε νέες μεθόδους εντοπισμού και ανακήρυξης παραβατών, μέσω των κινήσεων τραπεζικών λογαριασμών, στοιχείων εμβασμάτων κ.λπ., υποκαθιστώντας τον κανονικό τύπο ελέγχων φορολογίας εισοδήματος, ΚΒΣ, ΦΠΑ και άλλων φορολογικών αντικειμένων, που ίσχυε ως τότε. 
Οι δικαστικές αποφάσεις κρίνουν ότι οι πρακτικές αυτές είναι σαθρές και αυθαίρετες, ειδικά όταν εφαρμόζονται αναδρομικά για χρόνια στα οποία δεν επιτρέπεται να φτάσουν. Απορρίπτουν μάλιστα την επινόηση των νόμων της εποχής Παπακωνσταντίνου ότι ο ελεγχόμενος είναι ταυτόχρονα και ένοχος, εκτός αν αποδείξει πως «δεν είναι ελέφαντας», καταργώντας ουσιαστικό το τεκμήριο της αθωότητας, ενώ επέτρεπαν στην Εφορία να θεωρεί αδήλωτο εισόδημα κάθε κατάθεση μετρητών στην τράπεζα, χωρίς να αποδεικνύεται πως δεν προέρχονται από νόμιμη εργασία ή άλλη συναλλαγή του ελεγχόμενου!
Συγκεκριμένα:
1  Αθέμιτη η παράταση παραγραφής.  Με απόφαση του Εφετείου Αθηνών, την οποία προκάλεσε εταιρεία στην οποία η Εφορία κοινοποίησε εντολή ελέγχου 12 έτη μετά, ακυρώθηκαν πρόστιμα 9 εκατ. ευρώ που της επιβλήθηκαν το 2012 για τις χρήσεις από το 2004 και μετά, με τη χρήση έμμεσων τεχνικών ελέγχου.
Καταρχήν το Εφετείο καταρρίπτει τις απανωτές παρατάσεις που δίνονταν συνήθως στο τέλος του χρόνου προκειμένου το Δημόσιο να ελέγχει χρήσεις που κανονικά θα είχαν παραγραφεί προ πολλού λόγω παρέλευσης 5ετίας. Το δικαστήριο θεωρεί πως παραβιάζεται το άρθρο 78 του Συντάγματος και ότι οι πολλαπλές διαδοχικές παρατάσεις ισοδυναμούν με αναδρομική και «μη θεμιτή» επιβολή φόρου και προστίμων.
«Η πρακτική αυτή καθιστά υπερδεκαετή την προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να κοινοποιήσει πράξεις επιβολής προστίμων», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην απόφαση.

2  Στην Εφορία το βάρος της απόδειξης. Με άλλη απόφαση, το Εφετείο Χανίων δέχεται πως «η φορολογική αρχή φέρει το βάρος της απόδειξης της συνδρομής των υπό του νόμου οριζομένων προϋποθέσεων» για να γίνει έλεγχος δεκαετίας και όχι ο φορολογούμενος που προσπαθεί να τον αποφύγει.
Η υπόθεση αφορούσε μαιευτήρα του οποίου τους τραπεζικούς λογαριασμούς άνοιξε το ΣΔΟΕ. Εφαρμόζοντας τον νόμο 3888/2010, το ΣΔΟΕ διαπίστωσε πως τα ποσά των καταθέσεων σε μετρητά που δεν δικαιολογούνται από δηλωθείσες αμοιβές «λογίζονται ως προσαύξηση περιουσίας προερχόμενη από υπηρεσίες ελευθερίων επαγγελμάτων» και πρέπει να φορολογηθούν με 40% και από το πρώτο ευρώ, χωρίς να εκπίπτουν καν δαπάνες.
Ο γιατρός προσκόμισε υπόμνημα πως είχε μεν τα δικαιολογητικά και τις αποδείξεις, αλλά τα κατέστρεψε μετά από φορολογική περαίωση των ετών ως το 2006.
Οπως τονίζεται στην απόφαση, από τη Φορολογία Εισοδήματος προβλέπεται πενταετής παραγραφή. Κοινοποίηση φύλλου ελέγχου δεν μπορεί να γίνει μετά την πάροδο πενταετίας από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο λήγει η προθεσμία δήλωσης. Με ειδικές διατάξεις η παραγραφή του έτους 2001 παρατάθηκε από το 2006 αρχικά ως και το 2008, και μετά ως το τέλος του 2011. Τότε ξεκίνησε ο έλεγχος από την Εφορία, η οποία όμως το 2012 επικαλέστηκε νεότερα στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση της το 2011 (άνοιγμα λογαριασμών) και, βάσει του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος που ίσχυε (ν.2238/1994), η ΔΟΥ τα προσμέτρησε εκτός του ορίου παραγραφής.
Το δικαστήριο όμως έκρινε ότι είναι «απορριπτέος και αβάσιμος ο λόγος που επικαλείται το Δημόσιο» και, εντέλει, «δεν νοείται επιβολή προστίμων του ΚΒΣ στα πλαίσια ελεγκτικών ενεργειών στην έρευνα του “πόθεν έσχες”, το οποιοδήποτε αποτέλεσμα του οποίου αντανακλάται στη φορολογία εισοδήματος», όταν ο φορολογούμενος καλείται να δικαιολογήσει την απόκτησή του. Για τον λόγο αυτό διέγραψε τους φόρους και τα πρόστιμα που του επιβλήθηκαν το 2011 για τα έτη από το 2001 και μετά.
Δεν φορολογείται η προσαύξηση περιουσίας
Το ίδιο δικαστήριο δέχτηκε και τον ισχυρισμό του φορολογουμένου πως δεν δικαιολογείται από νεότερα δεδομένα η έρευνα για κινήσεις λογαριασμών περασμένων ετών που έχουν κανονικά παραγραφεί, αφού η Εφορία ήταν και πάλι εκείνη που δεν τις ερευνούσε τόσα χρόνια και δεν φταίει σε τίποτε ο φορολογούμενος να ταλαιπωρείται να βρει στοιχεία για να δικαιολογήσει καταθέσεις περασμένων ετών προκειμένου να μη θεωρηθούν αδικαιολόγητος πλουτισμός. Αλλά και το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους καταρρίπτει το επιχείρημα της Εφορίας ότι οι καταθέσεις που δεν μπορούν να δικαιολογηθούν αποτελούν κρυφό εισόδημα και φορολογείται αναδρομικά, έστω κι αν ο ελεγχόμενος δεν έχει συλληφθεί για φορολογικές παραβάσεις (π.χ. για μη έκδοση αποδείξεων, πλαστά και εικονικά κ.λπ.). Συγκεκριμένα, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, μετά την εφαρμογή των νέων μεθόδων από το 2010 και μετά, τονίζει ότι «κατά την έννοια και το πνεύμα του Συντάγματος και του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ως εισόδημα φορολογείται, έστω και αν δεν κατονομάζεται ρητώς από τον νόμο, το αντάλλαγμα της προσωπικής εργασίας ή οι καρποί περιουσιακών στοιχείων του φορολογουμένου και όχι κάθε άλλη προσαύξηση της περιουσίας του, εκτός αν αυτή, δυνάμει ειδικής διάταξης νόμου, λογίζεται για την υπαγωγή στον φόρο ως εισόδημα».
Στην παγίδα του νόμου
Τα δικαστήρια δέχτηκαν επίσης ότι οι διατάξεις των νόμων αυτών τέθηκαν σε ισχύ από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από τις 30/09/2010 και μετά. Συνεπώς και η υποχρέωση του φορολογουμένου να τηρεί στοιχεία για την τεκμηρίωση των συναλλαγών του ισχύει από 30/09/2010 και μετά. 
Συνεπώς δεν είναι θεμιτό να αξιώνεται αναδρομικά και αιφνιδιαστικά από τη φορολογική αρχή (υπό την απειλή επιβολής φόρου και προσαυξήσεων) η εκπλήρωση άλλης φύσης υποχρέωσης, όπως η τεκμηρίωση κάθε μιας συναλλαγής ξεχωριστά, τραπεζικής ή μη. Αρμόδια στελέχη του υπουργείου Οικονομικών εξέφραζαν την ανησυχία τους για τις νέες δικαστικές αποφάσεις, αλλά δείχνουν να οχυρώνονται πίσω από άλλες διατάξεις για ξέπλυμα μαύρου χρήματος, που θεωρείται διαρκές έγκλημα με ορίζοντα παραγραφής τη 15ετία.

ΤΙ ΛΕΝΕ ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ
Η Εφορία δεν έχει δικαίωμα να ζητεί στοιχεία και να επιβάλλει πρόστιμα για χρήσεις ως το 2001 που ελέγχθηκαν μαζικά τα τελευταία χρόνια επειδή έχουν παραγραφεί.
Οι έλεγχοι των τραπεζικών καταθέσεων που επεκτείνονται αναδρομικά στα έτη πριν από τις 30/9/2010 γίνονται χωρίς ισχυρή νομική βάση.
Κακώς μεταφέρεται το βάρος της απόδειξης από τη φορολογική αρχή στον φορολογούμενο.
19/5/2015
Πηγή: www.protothema.gr

ΑΚΙΝΗΤΟ - Η συγκυριότητα των διαδίκων στο διανεμητέο ακίνητο ως βάση της αγωγής διανομής κοινού πράγματος. ΑΠ 1705/2008

$
0
0
 ΑΚΙΝΗΤΟ
- Η συγκυριότητα των διαδίκων στο διανεμητέο ακίνητο ως βάση της αγωγής διανομής κοινού πράγματος..


 - Η συγκυριότητα των διαδίκων στο διανεμητέο ακίνητο ως βάση της αγωγής διανομής κοινού πράγματος.


- Η συγκυριότητα των διαδίκων στο διανεμητέο ακίνητο ως βάση της αγωγής διανομής κοινού πράγματος. Το απαράδεκτο λόγου αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό που δεν είχε προταθεί νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας. Αναίρεση λόγω μη λήψης υπόψη των αποδεικτικών μέσων. Διακοπή δίκης λόγω θανάτου και επίσπευση της επανάληψης της δίκης από τον αντίδικο.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 1113, 799 ΑΚ και 478 έως 481 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι βάση της αγωγής διανομής κοινού πράγματος είναι η συγκυριότητα των διαδίκων στο διανεμητέο πράγμα. Το στοιχείο αυτό πρέπει να περιέχεται στην αγωγή, χωρίς όμως να είναι αναγκαίο να εκτίθεται στην αγωγή και ο τρόπος με τον οποίο ο ενάγων έγινε συγκύριος του κοινού, εκτός αν ο εναγόμενος, αμφισβητώντας τη νομιμοποίηση εκείνου, αρνηθεί την επ’ αυτού συγκυριότητά του, οπότε ο ενάγων οφείλει να καθορίζει με τις προτάσεις του τον τρόπο με τον οποίο έγινε συγκύριος του διανεμητέου. Αν δε ο ενάγων στηρίζει την συγκυριότητά του σε κληρονομική διαδοχή, αρκεί για την πληρότητα της αγωγής του να επικαλεσθεί με τις προτάσεις του τη κυριότητα του κληρονομουμένου στο επίδικο ακίνητο, την αποδοχή της κληρονομίας απ'αυτόν, ως και την μεταγραφή, υπό την ισχύ του ΑΚ, της περί αποδοχής αυτής δήλωσης, εκτός εάν ο εναγόμενος αμφισβητήσει με τις προτάσεις της πρώτης πρωτοβάθμιας συζήτησης και την κυριότητα των δικαιοπαρόχων του, οπότε πρέπει να επικαλεσθεί και αυτήν ώστε να φθάσει σε κτήση κυριότητας με πρωτότυπο τρόπο.
- Kατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή ν'αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης, είχε προταθεί στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, και μάλιστα ότι είχε προταθεί νομίμως. Συνεπώς ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε και ο χρόνος και τρόπος πρότασής του ή επαναφοράς του στο ανωτέρω δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί, αν ήταν νόμιμος (Oλ ΑΠ 43/1990).
- Από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338 έως 341 και 346 ΚΠολΔ (όπως το άρθρο 341 ίσχυε πριν από το N. 2915/2001 και που εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη υπόθεση) προκύπτει ότι το δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση περί της αληθείας ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα (αλλά και μόνον εκείνα), τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Η παράβαση της ανωτέρω υποχρεώσεως του ιδρύει τον από το άρθρο 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης της απόφασης.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 286 παρ. 1 στοιχ. α, 291 παρ. 1, 2 και 292 ΚΠολΔ, οι οποίες εφαρμόζονται κατά το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, και κατά την αναιρετική διαδικασία, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 1846 και 1847 ΑΚ, προκύπτει, ότι, εφόσον επέλθει διακοπή της δίκης λόγω θανάτου ενός διαδίκου, ο αντίδικος εκείνου του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης και ο ομόδικός του, μπορούν να επισπεύδουν την επανάληψη της διακοπείσας δίκης, με πρόσκληση προς τους αρχικούς διαδίκους και τους κληρονόμους του θανόντος, που γίνεται μετά την παρέλευση της τασσόμενης από το νόμο τετράμηνης προθεσμίας προς αποποίηση της κληρονομίας.

Διατάξεις:
ΑΚ: 799, 1113, 1846, 1847
ΚΠολΔ: 106, 286, 291, 292, 335, 338-341, 346, 478-481, 559 αριθ. 11, 562, 573
Νόμοι: 2915/2001
ΚΥΡΙΑΚΗ
Αριθμός 1705/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Γ'Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου), Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Χαράλαμπο Παπαηλιού και Ιωάννη Σίδερη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 16 Απριλίου 2008, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων-καθών η κλήση: 1. Χ1, 2. Χ2, ως μοναδικών κληρονόμων της αρχικής αναιρεσείουσας αποβιωσάσης Χ, 3. Χ3 και 4. Χ4, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Οι 1ος, 2ος, 3η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θωμά Παπαγιάννη.

Των αναιρεσιβλήτων-καλούντων: 1. Ψ1, 2. Ψ2, 3. Ψ3, 4. Ψ4, 5. Ψ5, 6. Ψ6 και 7. Ψ7. Εκπροσωπήθηκαν όλοι από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αναστάσιο Μαντέλη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-9-1987 αγωγή των ήδη 1ης και 2ου αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κεφαλονιάς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 181/1995 προδικαστική, 82/1998 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 103/2003 προδικαστική, 285/2005 οριστική του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση των 103/2003 και 285/2005 αποφάσεων ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 25-5-2005 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ιωάννης Σίδερης ανέγνωσε την από 6-3-2007 έκθεσή του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου τούτου Αρεοπαγίτη Ζήση Βασιλόπουλου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση των 285/2005 και 103/2003 αποφάσεων του Εφετείου Πατρών. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I.Από τις διατάξεις των άρθρων 286 παρ. 1 στοιχ. α, 291 παρ. 1, 2 και 292 ΚΠολΔ, οι οποίες εφαρμόζονται κατά το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, και κατά την αναιρετική διαδικασία, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 1846 και 1847 ΑΚ, προκύπτει, ότι, εφόσον επέλθει διακοπή της δίκης λόγω θανάτου ενός διαδίκου, ο αντίδικος εκείνου του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης και ο ομόδικός του, μπορούν να επισπεύδουν την επανάληψη της διακοπείσας δίκης, με πρόσκληση προς τους αρχικούς διαδίκους και τους κληρονόμους του θανόντος, που γίνεται μετά την παρέλευση της τασσόμενης από το νόμο τετράμηνης προθεσμίας προς αποποίηση της κληρονομίας. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 21.3.2006, εμφανίσθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος των αναιρεσειόντων και γνωστοποίησε, με προφορική του δήλωση στο ακροατήριο, την επελθούσα βίαιη διακοπή της δίκης, λόγω του θανάτου της πρώτης αναιρεσείουσας Χ, στις 23.11.2005. Οι αναιρεσίβλητοι, με την από 23-3-2007 κλήση τους, μετά την παρέλευση της τασσόμενης από το νόμο τετράμηνης προθεσμίας προς αποποίηση της κληρονομίας, προσεκάλεσαν νομίμως και εμπροθέσμως τους αρχικούς διαδίκους, ως και τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους της θανούσας αναιρεσείουσας Χ, ήτοι τους Χ1 και Χ2, να επαναλάβουν την δίκη, που διακόπηκε βίαια. Ο θάνατος της ως άνω αναιρεσείουσας και οι συγγενικές σχέσεις των καλουμένων που στηρίζουν την κληρονομική διαδοχή, αποδεικνύονται από την προσκομιζόμενη οικεία ληξιαρχική πράξη θανάτου, το αντίστοιχο πιστοποιητικό οικογενειακής καταστάσεως, ως και το με αριθ. ΧΧΧ πιστοποιητικό του Γραμματέα Πρωτοδικών Κεφαλληνίας περί μη δημοσιεύσεως διαθήκης, δεν αμφισβητούνται δε ειδικώς από τους παρόντες τρεις πρώτους από τους ήδη αναιρεσείοντες (αρθρ. 261 ΚΠολΔ). Επίσης, όπως προκύπτει από την με αριθμό ΧΧΧ έκθεση επιδόσεως του δικ επιμελητού του Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας ΧΧΧ, ακριβές αντίγραφο της πιο πάνω από 23.3.2007 κλήσεως, μετά της πράξεως ορισμού δικασίμου για την εκδίκαση της αναιρέσεως και προς παράσταση στη σημερινή δικάσιμο της 16.4.2008 επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, με επιμέλεια των αναιρεσιβλήτων, στον τέταρτο των αναιρεσειόντων, πλην όμως ο τελευταίος δεν εμφανίσθηκε κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης. Επομένως, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία αυτού, σαν να ήταν και αυτός παρών.
II. Από τις διατάξεις των άρθρων 1113, 799 ΑΚ και 478 έως 481 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι βάση της αγωγής διανομής κοινού πράγματος είναι η συγκυριότητα των διαδίκων στο διανεμητέο πράγμα. Το στοιχείο αυτό πρέπει να περιέχεται στην αγωγή, χωρίς όμως να είναι αναγκαίο να εκτίθεται στην αγωγή και ο τρόπος με τον οποίο ο ενάγων έγινε συγκύριος του κοινού, εκτός αν ο εναγόμενος, αμφισβητώντας τη νομιμοποίηση εκείνου, αρνηθεί την επ` αυτού συγκυριότητά του, οπότε ο ενάγων οφείλει να καθορίζει με τις προτάσεις του τον τρόπο με τον οποίο έγινε συγκύριος του διανεμητέου. Αν δε ο ενάγων στηρίζει την συγκυριότητά του σε κληρονομική διαδοχή, αρκεί για την πληρότητα της αγωγής του να επικαλεσθεί με τις προτάσεις του τη κυριότητα του κληρονομουμένου στο επίδικο ακίνητο, την αποδοχή της κληρονομίας απ'αυτόν, ως και την μεταγραφή, υπό την ισχύ του ΑΚ, της περί αποδοχής αυτής δήλωσης, εκτός εάν ο εναγόμενος αμφισβητήσει με τις προτάσεις της πρώτης πρωτοβάθμιας συζήτησης και την κυριότητα των δικαιοπαρόχων του, οπότε πρέπει να επικαλεσθεί και αυτήν ώστε να φθάσει σε κτήση κυριότητας με πρωτότυπο τρόπο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή ν'αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης, είχε προταθεί στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, και μάλιστα ότι είχε προταθεί νομίμως. Συνεπώς ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε και ο χρόνος και τρόπος πρότασής του ή επαναφοράς του στο ανωτέρω δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί, αν ήταν νόμιμος (Oλ ΑΠ 43/1990). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως, κατά το πρώτο μέρος του από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο παρά τον νόμο δεν απέρριψε ως αόριστη την περί δικαστικής διανομής αγωγή, μολονότι οι αρχικοί αναιρεσείοντες, τόσο με την έφεσή τους, όσο και με τις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις τους, είχαν αμφισβητήσει, ως εναγόμενοι, την επί των διανεμητέων ακινήτων κυριότητα των δικαιοπαρόχων των αναιρεσιβλήτων-εναγόντων, των οποίων οι τελευταίοι εφέροντο με την αγωγή, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι. Ο λόγος όμως αυτός της αναιρέσεως, για τον οποίο δεν συντρέχει περίπτωση εξαιρέσεώς του από τον κανόνα του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο ότι ο περί αμφισβητήσεως της κυριότητας των δικαιοπαρόχων των αναιρεσιβλήτων - εναγόντων επί των διανεμητέων ακινήτων προτάθηκε, κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με τις προτάσεις των αναιρεσείοντων, οι οποίες σε κάθε περίπτωση δεν προσάγονται. Εξάλλου απορριπτέος ως αόριστος είναι και ίδιος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το δεύτερο μέρος του από τον αριθμ. 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες μέμφονται το Εφετείο ότι δεν απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, ως προς το 18° επίδικο ακίνητο, το οποίο κατά την αγωγή περιήλθε στον πρώτο από τους αρχικώς εναγομένους κατά το 1/6 εξ αδιαιρέτου από την κληρονομιά της Α, λόγω της μη αναφοράς της πράξεως αποδοχής κληρονομιάς και του αριθμού και τόμου μεταγραφής της, καθόσον δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο ότι αμφισβητήθηκε, με τις προτάσεις της πρώτης συζητήσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η παθητική νομιμοποίηση της αγωγής, δια της προβολής του ισχυρισμού ότι ο πρώτος των εναγομένων ουδέν δικαίωμα κυριότητας είχε επί του συγκεκριμένου ακινήτου, για να υποχρεούνται, συνεπεία τούτου, οι ενάγοντες - αναιρεσίβλητοι να καθορίσουν, με τις προτάσεις τους παραδεκτώς τον τρόπο κατά τον οποίο ο πρώτος των αρχικώς εναγομένων (XXX) κατέστη συγκύριος του εν λόγω ακινήτου και τούτο ενόψει του γεγονότος ότι δεν αποτελεί στοιχείο της βάσεως της αγωγής διανομής ο τρόπος κτήσεως της κυριότητας του εναγομένου επί του διανεμητέου.
III. Από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338 έως 341 και 346 ΚΠολΔ (όπως το άρθρο 341 ίσχυε πριν από το N. 2915/2001 και που εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη υπόθεση) προκύπτει ότι το δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση περί της αληθείας ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα (αλλά και μόνον εκείνα), τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Η παράβαση της ανωτέρω υποχρεώσεως του ιδρύει τον από το άρθρο 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης της απόφασης. Εξάλλου, από τις ισχύουσες, πριν από το N. 2915/2001, διατάξεις των άρθρων 237 παρ. 1 και 3 και 239 παρ. 2 του ΚΠολΔ, που κατά το άρθρο 524 παρ. 1 εφαρμόζονται και ενώπιον του Εφετείου, προκύπτει ότι, η επίκληση και προσκόμιση αποδεικτικών μέσων με την προσθήκη των προτάσεων, που κατατίθεται μετά το τέλος της συζήτησης της υπόθεσης και μέσα στην προθεσμία των αντικρούσεων, είναι απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον δεύτερο λόγο από τον αριθ. 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όπως εκτιμάται ο λόγος αυτός, μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη την 349/1994 απόφαση του Εφετείου Πατρών, την οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν με την από 17.1.2005 προσθήκη των προτάσεων τους ενώπιόν του και με την οποία βεβαιωνόταν η αναξιοπιστία του βασικού μάρτυρα αναιρεσιβλήτων. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση 285/2005 του Εφετείου η συζήτηση ενώπιον του έγινε στις 13.1.2005 και συνεπώς, αφού το άνω αποδεικτικό μέσο προσκομίστηκε με επίκληση, μετά τη συζήτηση, μέσα στην προθεσμία αντικρούσεων, ορθώς έπραξε το Εφετείο και δεν το έλαβε υπόψη, αφού η προσαγωγή και επίκλησή του δεν ήταν νόμιμη. Επομένως και ο λόγος αυτός πρέπει ν'απορριφθεί.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 25.5.2005 αίτηση των αναιρεσειόντων για αναίρεση της υπ'αριθ. 285/2005 οριστικής αποφάσεως, καθώς και της συμπροσβαλλομένης υπ'αριθ. 103/2003 μη οριστικής αποφάσεως, του Εφετείου Πατρών.

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) Ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2008.

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο την 1η Οκτωβρίου 2008.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Απαραίτητο περιεχόμενο έκθεσης κατάσχεσης ακινήτου.Αριθμός 48223/2007 ΜΟΝΠΡΩΤΘΕΣ

$
0
0
- Απαραίτητο περιεχόμενο έκθεσης κατάσχεσης ακινήτου. Ελλείψεις της κατασχετήριας έκθεσης. 


- Απαραίτητο περιεχόμενο έκθεσης κατάσχεσης ακινήτου. Ελλείψεις της κατασχετήριας έκθεσης. Διάκριση μεταξύ της ανακοπής του ΚΠολΔ 954 παρ. 4 και της ανακοπής του ΚΠολΔ 933 και πότε ασκείται η δεύτερη σε περίπτωση ελλείψεων της έκθεσης. Καταχρηστικότητα και προϋποθέσεις ακυρώσεως της κατασχετήριας έκθεσης.
- Σύμφωνα με τα άρθρα 954, παρ. 2, 992, και 993 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, η έκθεση κατάσχεσης ακινήτου πρέπει να περιέχει, πλην άλλων, α') ακριβή περιγραφή του κατασχεθέντος ακινήτου, ως προς το είδος, τη θέση, τα όρια και την έκτασή του, με τα συστατικά του και τα παραρτήματα που κατασχέθηκαν, ώστε να μη χωρεί αμφιβολία για την τοπική και οικονομική του ταυτότητα, β’) αναφορά της ημέρας και του τόπου του πλειστηριασμού και γ') μνεία της εκτιμήσεως του κατασχεθέντος που έκανε ο δικαστικός επιμελητής ή ο πραγματογνώμονας. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 159 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης επιφέρει ακυρότητα, 1) εάν την τήρηση της διάταξης απαιτεί ρητά ο νόμος με την ποινή της ακυρότητας, 3) εάν για την παράβαση αυτήν επιτρέπεται αναίρεση ή αναψηλάφηση και 3) σε κάθε άλλη περίπτωση, αν ο δικαστής κρίνει ότι η παράβαση προκάλεσε στο διάδικο που την προτείνει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, η κατά τα παραπάνω ατελής περιγραφή του κατασχεθέντος ακινήτου ή η λανθασμένη αναγραφή του τόπου του πλειστηριασμού επιφέρει ακυρότητα μόνον εάν προκάλεσε βλάβη στον προτείνοντα αυτή διάδικο, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνον με την κήρυξη της ακυρότητας, καθόσον η ως άνω παράβαση δεν έχει ταχθεί με την ποινή ακυρότητας στις παραπάνω διατάξεις, ούτε επιτρέπεται γι'αυτήν αναίρεση ή αναψηλάφηση (βλ. ΑΠ 314/2000 Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά το νόμο 2298/1995), «ύστερα από ανακοπή του επισπεύδοντος ή του καθού η εκτέλεση ή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, το αρμόδιο κατά το άρθρο 933 δικαστήριο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, μπορεί να διατάξει τη διόρθωση της έκθεσης κατάσχεσης, ιδίως ως προς την περιγραφή του κατασχεθέντος, την εκτίμηση...», ενώ περαιτέρω ορίζεται ότι «αν η ανακοπή γίνει δεκτή... η απόφαση κατατίθεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και, αφού η σχετική διόρθωση γίνει και στην περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης, τηρούνται οι διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 960 παρ. 2 του ΚΠολΔ». Από τη διατύπωση της διάταξης αυτής, από την οποία γίνεται παραπομπή στη διάταξη του άρθρου 933 ΚΠολΔ μόνον για τον προσδιορισμό της υλικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου για την εκδίκαση της ανακοπής, συνάγεται ότι δεν πρόκειται για την ανακοπή του άρθρου 933. Συνεπώς, πλημμέλειες αναγόμενες στην περιγραφή του κατασχεθέντος ακινήτου με τα συστατικά και τα παραρτήματα αυτού ή του τόπου πλειστηριασμού, όπως και κάθε έλλειψης της έκθεσης κατάσχεσης, δικαιολογούν την ανακοπή του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ, η οποία είναι ιδιώνυμη ανακοπή, που προσομοιάζει με αίτηση για τη λήψη ρυθμιστικού μέτρου της αναγκαστικής εκτέλεσης, αφού δεν προσβάλλεται το κύρος της κατάσχεσης. Έτσι, ο οφειλέτης δεν έχει, παράλληλα με την ανακοπή του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ, δυνατότητα να ασκήσει και την ανακοπή του άρθρου 933, επιδιώκοντας την ακύρωση της έκθεσης κατάσχεσης λόγω των προαναφερθεισών πλημμελειών, διότι ο νομοθέτης, διευρύνοντας το αντικείμενο της ανακοπής του άρθρου 954 με την προσθήκη ως λόγων διόρθωσης όχι μόνον της ατελούς περιγραφής, αλλά και κάθε είδους άλλη ατέλειας ή παράλειψης της κατασχετήριας έκθεσης, σκόπευε για λόγους επιτάχυνσης της εκτελεστικής διαδικασίας στο στάδιο της κατάσχεσης, να καταργήσει μερικώς το δυνατό περιεχόμενο των λόγων της κατά το άρθρο 933 ανακοπής: εκείνων ακριβώς που αναφέρονται στο άρθρο 954 παρ. 4 (βλ. Γέσιου - Φαλτσή, Δίκαιο αναγκαστικής εκτέλεσης, Ειδ. Μέρος, 2001, σελ. 210 παρ. 69, Νικολόπουλο, σε Κεραμέα - Κονδύλη - Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, άρθρ. 954 αριθ. 2-3) και να περιορίσει τη δυνατότητα άσκησης της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ με παράλληλη επίκληση ακυρότητας λόγω πρόσκλησης δικονομικής ή περιουσιακής βλάβης (άρθρ. 159 παρ.3 ΚΠολΔ), μόνον στις περιπτώσεις εκείνες που προτείνονται ελλείψεις της έκθεσης κατάσχεσης ιδιαίτερα σοβαρές (όπως λ.χ. έλλειψη σύμπραξης ή υπογραφής της έκθεσης από τον κατά νόμο απαιτούμενο μάρτυρα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 954 παρ. 3), που δεν επιδέχονται ίαση με απλή διόρθωση μέσω της ανακοπής του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ. Εξάλλου, δικονομική βλάβη δεν μπορεί να είναι νοητή στην περίπτωση θεραπείας των ελλείψεων της κατασχετήριας έκθεσης με τη διόρθωση αυτών από το δικαστήριο κατόπιν ασκήσεως της από το άρθρο 954 παρ. 4 ΚΠολΔ ανακοπής (βλ. Νικολόπουλο ό.π., σχετ. ΑΠ 1497/2003 ΕλλΔνη 2004.433). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, η τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση από τον δικαστικό επιμελητή ή τον πραγματογνώμονα της αξίας των κατασχεθέντων και της τιμής πρώτης προσφοράς δεν καθιστά άκυρη την έκθεση κατασχέσεως, αλλά παρέχει το δικαίωμα στον έχοντα έννομο συμφέρον να ασκήσει ανακοπή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ και να ζητήσει τη διόρθωση της αξίας και της τιμής πρώτης προσφοράς από το δικαστήριο.

Διατάξεις:
ΚΠολΔ: 116, 159, 933, 954, 992, 993

ΚΥΡΙΑΚΗ(Απόσπασμα)

Αριθμός 48223/2007

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ


(…) Σύμφωνα με τα άρθρα 954, παρ. 2, 992, και 993 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, η έκθεση κατάσχεσης ακινήτου πρέπει να περιέχει, πλην άλλων, α') ακριβή περιγραφή του κατασχεθέντος ακινήτου, ως προς το είδος, τη θέση, τα όρια και την έκτασή του, με τα συστατικά του και τα παραρτήματα που κατασχέθηκαν, ώστε να μη χωρεί αμφιβολία για την τοπική και οικονομική του ταυτότητα, β’) αναφορά της ημέρας και του τόπου του πλειστηριασμού και γ') μνεία της εκτιμήσεως του κατασχεθέντος που έκανε ο δικαστικός επιμελητής ή ο πραγματογνώμονας. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 159 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης επιφέρει ακυρότητα, 1) εάν την τήρηση της διάταξης απαιτεί ρητά ο νόμος με την ποινή της ακυρότητας, 3) εάν για την παράβαση αυτήν επιτρέπεται αναίρεση ή αναψηλάφιση και 3) σε κάθε άλλη περίπτωση, αν ο δικαστής κρίνει ότι η παράβαση προκάλεσε στο διάδικο που την προτείνει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, η κατά τα παραπάνω ατελής περιγραφή του κατασχεθέντος ακινήτου ή η λανθασμένη αναγραφή του τόπου του πλειστηριασμού επιφέρει ακυρότητα μόνον εάν προκάλεσε βλάβη στον προτείνοντα αυτή διάδικο, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνον με την κήρυξη της ακυρότητας, καθόσον η ως άνω παράβαση δεν έχει ταχθεί με την ποινή ακυρότητας στις παραπάνω διατάξεις, ούτε επιτρέπεται γι'αυτήν αναίρεση ή αναψηλάφηση (βλ. ΑΠ 314/2000 Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά το νόμο 2298/1995), «ύστερα από ανακοπή του επισπεύδοντος ή του καθού η εκτέλεση ή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, το αρμόδιο κατά το άρθρο 933 δικαστήριο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, μπορεί να διατάξει τη διόρθωση της έκθεσης κατάσχεσης, ιδίως ως προς την περιγραφή του κατασχεθέντος, την εκτίμηση...», ενώ περαιτέρω ορίζεται ότι «αν η ανακοπή γίνει δεκτή... η απόφαση κατατίθεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και, αφού η σχετική διόρθωση γίνει και στην περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης, τηρούνται οι διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 960 παρ. 2 του ΚΠολΔ». Από τη διατύπωση της διάταξης αυτής, από την οποία γίνεται παραπομπή στη διάταξη του άρθρου 933 ΚΠολΔ μόνον για τον προσδιορισμό της υλικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου για την εκδίκαση της ανακοπής, συνάγεται ότι δεν πρόκειται για την ανακοπή του άρθρου 933. Συνεπώς, πλημμέλειες αναγόμενες στην περιγραφή του κατασχεθέντος ακινήτου με τα συστατικά και τα παραρτήματα αυτού ή του τόπου πλειστηριασμού, όπως και κάθε έλλειψης της έκθεσης κατάσχεσης, δικαιολογούν την ανακοπή του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ, η οποία είναι ιδιώνυμη ανακοπή, που προσομοιάζει με αίτηση για τη λήψη ρυθμιστικού μέτρου της αναγκαστικής εκτέλεσης, αφού δεν προσβάλλεται το κύρος της κατάσχεσης. Έτσι, ο οφειλέτης δεν έχει, παράλληλα με την ανακοπή του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ, δυνατότητα να ασκήσει και την ανακοπή του άρθρου 933, επιδιώκοντας την ακύρωση της έκθεσης κατάσχεσης λόγω των προαναφερθεισών πλημμελειών, διότι ο νομοθέτης, διευρύνοντας το αντικείμενο της ανακοπής του άρθρου 954 με την προσθήκη ως λόγων διόρθωσης όχι μόνον της ατελούς περιγραφής, αλλά και κάθε είδους άλλη ατέλειας ή παράλειψης της κατασχετήριας έκθεσης, σκόπευε για λόγους επιτάχυνσης της εκτελεστικής διαδικασίας στο στάδιο της κατάσχεσης, να καταργήσει μερικώς το δυνατό περιεχόμενο των λόγων της κατά το άρθρο 933 ανακοπής: εκείνων ακριβώς που αναφέρονται στο άρθρο 954 παρ. 4 (βλ. Γέσιου - Φαλτσή, Δίκαιο αναγκαστικής εκτέλεσης, Ειδ. Μέρος, 2001, σελ. 210 παρ. 69, Νικολόπουλο, σε Κεραμέα - Κονδύλη - Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, άρθρ. 954 αριθ. 2-3) και να περιορίσει τη δυνατότητα άσκησης της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ με παράλληλη επίκληση ακυρότητας λόγω πρόσκλησης δικονομικής ή περιουσιακής βλάβης (άρθρ. 159 παρ.3 ΚΠολΔ), μόνον στις περιπτώσεις εκείνες που προτείνονται ελλείψεις της έκθεσης κατάσχεσης ιδιαίτερα σοβαρές (όπως λ.χ. έλλειψη σύμπραξης ή υπογραφής της έκθεσης από τον κατά νόμο απαιτούμενο μάρτυρα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 954 παρ. 3), που δεν επιδέχονται ίαση με απλή διόρθωση μέσω της ανακοπής του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ. Εξάλλου, δικονομική βλάβη δεν μπορεί να είναι νοητή στην περίπτωση θεραπείας των ελλείψεων της κατασχετήριας έκθεσης με τη διόρθωση αυτών από το δικαστήριο κατόπιν ασκήσεως της από το άρθρο 954 παρ. 4 ΚΠολΔ ανακοπής (βλ. Νικολόπουλο ό.π., σχετ. ΑΠ 1497/2003 ΕλλΔνη 2004.433). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, η τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση από τον δικαστικό επιμελητή ή τον πραγματογνώμονα της αξίας των κατασχεθέντων και της τιμής πρώτης προσφοράς δεν καθιστά άκυρη την έκθεση κατασχέσεως, αλλά παρέχει το δικαίωμα στον έχοντα έννομο συμφέρον να ασκήσει ανακοπή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ και να ζητήσει τη διόρθωση της αξίας και της τιμής πρώτης προσφοράς από το δικαστήριο. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της ανακοπής ο ανακόπτων, επικαλούμενος δικονομική και περιουσιακή βλάβη, ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης έκθεσης κατάσχεσης, αποδίδοντας σε αυτήν διάφορες πλημμέλειες ως προς την περιγραφή της κατασχεθείσας ακίνητης περιουσίας του και των συστατικών και παραρτημάτων της που κατασχέθηκαν, καθώς και την παράλειψη αναγραφής της αντικειμενικής αξίας. Ειδικότερα, διότι ο δικαστικός επιμελητής προέβη στην κατάσχεση ποσοστού 1/2 εξ αδιαιρέτου (συγ)κυριότητας του ανακόπτοντος επί τριών αγροτεμαχίων (των με αριθμό 64, 66 και 67), στο ένα από τα οποία (στο 64) υπάρχει βιομηχανική κατασκευή εμβαδού 1.000 τ.μ., αποτελούμενη από χώρους γραφείων, αποθήκη και βοηθητικούς χώρους, καθώς και χώρος συνεργείου εμβαδού 200 τ.μ., κρίνοντας εσφαλμένα ότι τα ως άνω αυτοτελή αγροτεμάχια αποτελούν ενιαίο οικονομικό σύνολο και ότι σε όλα αυτά είναι εγκατεστημένη η εν λόγω βιομηχανική κατασκευή, ενώ επιπλέον δεν αναφέρει στην έκθεσή του ότι το με αριθμό 64 από αυτά έχει παραχωρηθεί με σύμβαση χρησιδανείου σε τρίτον, ούτε αναφέρει τα φυτά και δένδρα που υπάρχουν μέσα στα με αριθμό 64 και 67 αγροτεμάχια, ούτε τον αριθμό και το εμβαδό των γραφείων και των βοηθητικών χώρων της βιομηχανικής κατασκευής, ούτε, τέλος, την αντικειμενική αξία του ενιαίου οικονομικού συνόλου ή κάθε αγροτεμαχίου ξεχωριστά, ώστε να κριθεί αν η καθορισθείσα από αυτόν (Δικαστικό επιμελητή) τιμή εκτίμησης των 400.000 ευρώ υπολείπεται ή όχι της αντικειμενικής. 0 ως άνω λόγος πρέπει, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, να απορριφθεί ως μη νόμιμος και τούτο διότι οι επικαλούμενες πλημμέλειες, ακόμη και αν υποτεθεί ότι μπορεί να προκαλούν δικονομική ή περιουσιακή βλάβη στον ανακόπτοντα, είναι από εκείνες που μπορούν να θεραπευθούν με τη διόρθωσή τους μέσω της ανακοπής του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ, αφού αφορούν στοιχεία που σχετίζονται με την τοπική και οικονομική ταυτότητα των ακινήτων και την εκτίμηση της αξίας αυτών και συνεπώς δεν συντρέχει η προϋπόθεση της διάταξης του άρθρου 159 στοιχ. 3 του ΚΠολΔ για την κήρυξη ακυρότητας της επίδικης διαδικαστικής πράξης, δηλαδή η αδυναμία αποκατάστασης των πλημμελειών αυτών με άλλον τρόπο, πλην της κήρυξης της ακυρότητάς της, όσον αφορά δε τη μη αναγραφή της αντικειμενικής αξίας, διότι αυτή δεν αποτελεί καν απαραίτητο στοιχείο της κατασχετήριας έκθεσης (άρθρ. 993 παρ. 2, 954 παρ. 2 ΚΠολΔ). (…)

ΑΠ Αριθμός 1526/2006 -- Κοινό κληρονομιαίο ακίνητο. Χρησικτησία μεταξύ συγκληρονόμων.

$
0
0
- Κοινό κληρονομιαίο ακίνητο. Χρησικτησία μεταξύ συγκληρονόμων.
- Από τη διάταξη του άρθρου 983 ΑΚ που ...
ορίζει ότι η νομή μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του νομέα, συνάγεται ότι ο κληρονόμος και χωρίς να αποκτήσει τη φυσική εξουσία επί των κληρονομιαίων πραγμάτων, ακόμη δε και χωρίς να έχει γνώση της επαγωγής της κληρονομίας και των αντικειμένων αυτής, θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως νομέας αυτών, διαδεχόμενος ολόκληρη την έννομη σχέση της νομής και τα εξ αυτής δικαιώματα. Αυτά ισχύουν και επί συννομής σύμφωνα με το άρθρ. 994 του ίδιου Κώδικα, και επομένως ο συγκληρονόμος θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου συννομέας χωρίς να έχει αποκτήσει τη φυσική εξουσία επί του πράγματος, επί πλέον δε όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρ. 785 – 787, 981, 982 και 1113 ΑΚ αν ο συγκληρονόμος κατέχει ολόκληρο το κοινό κληρονομιαίο πράγμα θεωρείται ότι το κατέχει και επ'ονόματι των λοιπών συγκληρονόμων – συννομέων κατά την ιδανική μερίδα που τους ανήκει, οι οποίοι έτσι θεωρούνται κατά πλάσμα του νόμου συννομείς, ασκώντας την συννομή δια του συγκληρονόμου συννομέα και δεν την αποβάλλουν ούτε έναντι του τελευταίου, ο οποίος νέμεται το όλο κοινό πράγμα, πριν εκείνος καταστήσει γνωστό σ'αυτούς ότι νέμεται το πράγμα αποκλειστικά για τον εαυτό του, αλλά μπορούν να την αντιτάξουν και κατ'αυτού, και αν συμπληρώθηκε ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας στην πλασματική συννομή μπορούν να αντιτάξουν και την με βάση αυτήν κτηθείσα συγκυριότητα, χωρίς να είναι αναγκαίο να επικαλεσθούν άλλη αντιπροσωπευτική, κατ'άρθρ. 980 § 1 ΑΚ, στην άσκηση της συννομής σχέση, όπως εντολή, χρησιδάνειο, μίσθωση κ.α.
- Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 78, 787, 980, 981, 982 επ. και 994 ΑΚ συνάγεται ότι ο κοινωνός, όπως είναι και ο συγκληρονόμος, αν έχει στη νομή του ολόκληρο το κοινό, θεωρείται ότι κατέχει τούτο επ'ονόματι και των λοιπών κοινωνών – συγκληρονόμων και δεν μπορεί να αντιτάξει κατ'αυτών ούτε αποσβεστική ούτε κτητική με χρησικτησία παραγραφή, προτού καταστήσει σ'αυτούς γνωστό ότι νέμεται για δικό του λογαριασμό αποκλειστικά μεγαλύτερο μέρος από τη μερίδα του ή ολόκληρο το κοινό.

Διατάξεις:
ΑΚ: 78, 785, 786, 787, 980, 981, 982 επ., 994, 1113, 

Αριθμός 1526/2006

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ΄ Πολιτικό Τμήμα


ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αλέξανδρο Κασιώλα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Βασίλειο Νικόπουλο, Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Δημήτριο Κανελλόπουλο και Γεώργιο Καπερώνη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Μαϊου 2006, με την παρουσία και της γραμματέως Γραμματικής Κονταξή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) ΧΧΧ, 2) ΧΧΧ, 3) ΧΧΧ και 4) ΧΧΧ, κατοίκων Αθηνών, ως κληρονόμων του αρχικώς εναγόμενου ΧΧΧ, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Απόστολο Γεωργιάδη.

Της αναιρεσίβλητης: ΧΧΧ, κατοίκου ΧΧΧ Αττικής, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Φαλαγκαράκη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-6-1987 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Μυλοποτάμου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 31/1987 του ίδιου Δικαστηρίου η οποία παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρεθύμνου λόγω αρμοδιότητας, 234/1989, 303/1998 προδικαστικές, 54/2003 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνου και 393/2004 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 14-10-2004 αίτησή τους και με τους από 5-4-2006 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Βασίλειος Νικόπουλος ανέγνωσε την από 3-5-2006 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της από 14-10-2004 αιτήσεως αναιρέσεως των Ευφροσύνης χήρας Χρόνη Πολυμίλη κλπ κατά της υπ΄ αριθ.393/2004 αποφάσεως του Εφετείου Κρήτης κατά παραδοχή του πρώτου λόγου αυτής. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή των, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

ΕΠΕΙΔΗ, από τη διάταξη του άρθρου 983 ΑΚ που ορίζει ότι η νομή μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του νομέα, συνάγεται ότι ο κληρονόμος και χωρίς να αποκτήσει τη φυσική εξουσία επί των κληρονομιαίων πραγμάτων, ακόμη δε και χωρίς να έχει γνώση της επαγωγής της κληρονομίας και των αντικειμένων αυτής, θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως νομέας αυτών, διαδεχόμενος ολόκληρη την έννομη σχέση της νομής και τα εξ αυτής δικαιώματα. Αυτά ισχύουν και επί συννομής σύμφωνα με το άρθρ. 994 του ίδιου Κώδικα, και επομένως ο συγκληρονόμος θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου συννομέας χωρίς να έχει αποκτήσει τη φυσική εξουσία επί του πράγματος, επί πλέον δε όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρ. 785 – 787, 981, 982 και 1113 ΑΚ αν ο συγκληρονόμος κατέχει ολόκληρο το κοινό κληρονομιαίο πράγμα θεωρείται ότι το κατέχει και επ'ονόματι των λοιπών συγκληρονόμων – συννομέων κατά την ιδανική μερίδα που τους ανήκει, οι οποίοι έτσι θεωρούνται κατά πλάσμα του νόμου συννομείς, ασκώντας την συννομή δια του συγκληρονόμου συννομέα και δεν την αποβάλλουν ούτε έναντι του τελευταίου, ο οποίος νέμεται το όλο κοινό πράγμα, πριν εκείνος καταστήσει γνωστό σ'αυτούς ότι νέμεται το πράγμα αποκλειστικά για τον εαυτό του, αλλά μπορούν να την αντιτάξουν και κατ'αυτού, και αν συμπληρώθηκε ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας στην πλασματική συννομή μπορούν να αντιτάξουν και την με βάση αυτήν κτηθείσα συγκυριότητα, χωρίς να είναι αναγκαίο να επικαλεσθούν άλλη αντιπροσωπευτική, κατ'άρθρ. 980 § 1 Α.Κ., στην άσκηση της συννομής σχέση, όπως εντολή, χρησιδάνειο, μίσθωση κ.α. Τέλος από το αρθρ. 559 αρ. 1 και 8α΄ ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι από αυτό προβλεπόμενοι λόγοι αναιρέσεως α) για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού Δικαίου και β) για λήψη υπόψη πραγμάτων που δεν προτάθηκαν ιδρύονται εφόσον και το σφάλμα περί την ερμηνεία ή εφαρμογή της διατάξεως ουσιαστικού δικαίου και τα πράγματα που παρά το νόμο λήφθηκαν υπόψη ενώ δεν είχαν προταθεί, είναι ουσιώδη με την έννοια ότι ασκούν ανατρεπτική επίδραση στο διατακτικό της απόφασης.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά γεγονότα: Στις 21-8-1960 αποβίωσε η ΧΧΧ, μητέρα της ενάγουσας και του αρχικού εναγομένου ΧΧΧ, η οποία κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τον σύζυγό της ΧΧΧ και τα τρία τέκνα της ΧΧΧ, ενάγουσα, και ήδη αναιρεσίβλητη, ΧΧΧ και ΧΧΧ αρχικό εναγόμενο, κατά ποσοστόν … εξ αδιαιρέτου έκαστος. Η ως άνω κληρονομούμενη κατά τον χρόνο του θανάτου της, είχε στην αποκλειστική της νομή το πρώτο από τα τρία επίδικα ακίνητα, ένα αγρό εκτάσεως τριών περίπου στρεμμάτων, την οποία (νομήν) μετά τον θάνατό της απέκτησαν οι ως άνω κληρονόμοι της καταστάντες πλασματικοί συννομείς του επιδίκου αυτού κατά το ως άνω ποσοστό. Στις 17-8-1962 απεβίωσε και ο σύζυγος της ως άνω αρχικής κληρονομουμένης ΧΧΧ, ο οποίος κληρονομήθηκε από τα ως άνω τρία τέκνα του κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου. Αυτός κατά τον χρόνο του θανάτου του είχε στην αποκλειστική του νομή τα άλλα δύο επίδικα ακίνητα ένα οικόπεδο εκτάσεως 1022,06 τ.μ. και ένα αγρό έκτασης 12142,64 τ.μ. καθώς και την συννομή του ? εξ αδιαιρέτου επί του πρώτου επιδίκου ακινήτου, η οποία με το θάνατό του μεταβιβάσθηκε στους ως άνω κληρονόμους του κατά το προαναφερθέν ποσοστόν εξ αδιαιρέτου, οι οποίοι έτσι έγιναν πλασματικοί συννομείς και των επίδικων αυτών ακινήτων. Από το θάνατο της μητέρας του και μητέρας της ενάγουσας, ο αρχικός εναγόμενος συγκληρονόμος εκείνης νεμόταν ολόκληρο το πρώτο ακίνητο ασκώντας σ'αυτό τις αναφερόμενες στην αναιρεσιβαλλομένη υλικές πράξεις νομής που προσιδίαζαν στην φύση και τον προορισμό του. Το ίδιο συνέβη και με τα δύο άλλα επίδικα ακίνητα, τα οποία μετά τον θάνατο του ανωτέρω και πατέρα της ενάγουσας νεμόταν ολόκληρα ο πρώτος εναγόμενος, ασκώντας σ'αυτά τις συγκεκριμένες πράξεις νομής που αναφέρονται επίσης στην αναιρεσιβαλλομένη. Ο αρχικός εναγόμενος επελήφθηκε των επιδίκων ακινήτων ως συννομέας και ασκούσε την νομή σε ολόκληρα τα επίδικα υπό την ιδιότητά του αυτή, χωρίς ποτέ να αντιποιηθεί την συννομή των λοιπών συγκληρονόμων, όπως ήταν και η ενάγουσα, αφού ποτέ δεν γνωστοποίησε σ'αυτή ότι νέμεται τα επίδικα αποκλειστικά για τον εαυτό του. Επομένως στις όποιες πράξεις νομής ασκούσε αυτός στα επίδικα τις ασκούσε και για λογαριασμό της ενάγουσας μέχρι και το 1985 που για πρώτη φορά ο αρχικός εναγόμενος εκδήλωσε πρόθεση αντιποίησης της συννομής εκείνης, νεμόμενος πλέον τα επίδικα ολόκληρα αποκλειστικά για τον εαυτό του. Μέχρι τότε όμως (1985) και για περισσότερα από είκοσι χρόνια (1960, 1962-1985) η ενάγουσα βρισκόταν στη συννομή των επιδίκων ως πλασματική συννομέας εκ κληρονομικής διαδοχής, την οποία ασκούσε μέσω του εναγομένου συννομέα και αυτού, και έτσι κατέστη συγκυρία κατά τα ως άνω ποσοστά των επιδίκων με έκτακτη χρησικτησία. Περαιτέρω, αλλά εκ περισσού, το Εφετείο δέχθηκε ότι η ενάγουσα παραχώρησε τη χρήση του ιδανικού της μεριδίου της συννομής της στα δύο πρώτα επίδικα ακίνητα στον αρχικό εναγόμενο αδελφό της χωρίς αντάλλαγμα, και έδωκε σ'αυτόν την εντολή να διαχειρίζεται το τρίτο για λογαριασμό της και έτσι εκείνος ασκούσε την συννομή επί αυτών ως αντιπρόσωπός της. Με βάση αυτά το Εφετείο αφού απέρριψε την έφεση των ήδη αναιρεσειόντων κληρονόμων του αρχικού εναγομένου που τον διαδέχθηκαν μετά τον θάνατό του, κατά της πρωτόδικης απόφασης που αποφάνθηκε ομοίως, επικύρωσε αυτήν και έκανε δεκτή την αγωγή, αναγνωρίζοντας συγκυρία των επιδίκων την ενάγουσα κατά τα ως άνω ποσοστά εξ αδιαιρέτου και υποχρεώνοντας τους ήδη αναιρεσείοντες σε απόδοση αυτών. Κατ'ακολουθίαν ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως και ως προς τα δύο μέρη αυτού από το άρθρο 559 αρ. 1 και 8α΄ ΚΠολΔικ με τον οποίο προβάλλονται ότι το Εφετείο με το να δεχθεί σιωπηρή σύναψη σύμβασης χρησιδανείου μεταξύ της ενάγουσας και του αρχικού εναγομένου, με την οποία παραχωρήθηκε χωρίς αντάλλαγμα η χρήση του ιδανικού μεριδίου της συννομής της στα δύο πρώτα επίδικα ακίνητα και σύμβαση εντολής με την οποία η ενάγουσα ανέθεσε στον εναγόμενο αδελφό της τη διαχείριση για λογαριασμό της του τρίτου επίδικου ακινήτου α) παραβίασε τις διατάξεις περί χρησιδανείου (810 επ) καθόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου για την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που επικαλέσθηκε η ενάγουσα και δέχθηκε εκείνο, στις περί χρησιδανείου διατάξεις και β) έλαβε υπόψη παρά το νόμο πράγματα που δεν προτάθηκαν, ήτοι την εντολή της ενάγουσας προς τον εναγόμενο όσον αφορά ειδικώς την διαχείριση του τρίτου επιδίκου ακινήτου, την οποία εκείνη δεν πρότεινε, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι τόσο η προβαλλόμενη παραβίαση των περί χρησιδανείου διατάξεων, όσο και τα παρά το νόμο ληφθέντα υπόψη από το Εφετείο πράγματα δεν είναι ουσιώδη για την έκβαση της δίκης δεδομένου ότι το διατακτικό της απόφασης στηρίζεται επαρκώς στη γενόμενη δεκτή από το Εφετείο πλασματική συννομή της ενάγουσας επί των επιδίκων ακινήτων που αποκτήθηκε με κληρονομική διαδοχή, την οποία αυτή ασκούσε επί χρόνο μεγαλύτερο της εικοσαετίας δια του συγκληρονόμου και συννομέα αδελφού της, ο οποίος νεμόταν ολόκληρα τα επίδικα με την ιδιότητά του αυτή χωρίς να καταστήσει γνωστό στην ενάγουσα ότι προ της συμπληρώσεως της εικοσαετίας νέμεται τα επίδικα αποκλειστικά για τον εαυτό του και επομένως με βάση την υπερεικοσαετή πλασματική συννομή της επ'αυτών η ενάγουσα έγινε συγκυρία των επιδίκων κατά τα ιδανικά ποσοστά που απέκτησε από την κληρονομία των γονέων της. Τέλος όσον αφορά το δεύτερο από τα επίδικα ακίνητα, για το οποίο το Εφετείο δέχθηκε ότι αυτό το νεμόταν κατά τον χρόνο του θανάτου ο πατέρας των αρχικών διαδίκων ΧΧΧ και μετά τον θάνατό του που συνέβη την 17/8/1968 τα ως άνω παιδιά του τα οποία και έτσι κατέστησαν πλασματικοί συννομείς αυτού το Εφετείο με αυτά που δέχθηκε δεν στέρησε την απόφαση της νόμιμης βάσης διότι με σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες δέχεται ότι ο πατέρας των αρχικών διαδίκων ήταν κατά τον χρόνο του θανάτου του νομέας αυτού, είχε δηλαδή αυτό στη φυσική του εξουσία την οποία ασκούσε για διάνοια κυρίου, χωρίς να είναι αναγκαίο κατά νό.. να αναφέρει και πως απέκτησε αυτήν και επομένως ο περί του αντιθέτου τρίτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΕΠΕΙΔΗ, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 78, 787, 980, 981, 982 επ. και 994 Α.Κ. συνάγεται ότι ο κοινωνός, όπως είναι και ο συγκληρονόμος, αν έχει στη νομή του ολόκληρο το κοινό, θεωρείται ότι κατέχει τούτο επ'ονόματι και των λοιπών κοινωνών – συγκληρονόμων και δεν μπορεί να αντιτάξει κατ'αυτών ούτε αποσβεστική ούτε κτητική με χρησικτησία παραγραφή, προτού καταστήσει σ'αυτούς γνωστό ότι νέμεται για δικό του λογαριασμό αποκλειστικά μεγαλύτερο μέρος από τη μερίδα του ή ολόκληρο το κοινό.
Εξάλλου ο από το άρθρ. 559 αρ. 8 εδ. α΄ ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν. Ως πράγματα κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουμένου με την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (ΟλΑΠ 3/1997). Επομένως στην κατά τα άνω έννοια του πράγματος εμπίπτουν και τα πραγματικά γεγονότα που θεμελιώνουν ένσταση παραγραφής της αγωγικής αξίωσης. Εν προκειμένω οι αναιρεσείουσες προβάλλουν με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης κατά της προσβαλλόμενης απόφασης τις από το άρθρ. 559 αρ. 1 και 8 εδ. α΄ ΚΠολΔικ αιτιάσεις ότι ενώ ο αρχικός εναγόμενος ΧΧΧ πρότεινε κατά της αξίωσης της ενάγουσας περί διεκδικήσεως των επί των επιδίκων ακινήτων ποσοστών συγκυριότητας, που απόκτησε δήθεν με κληρονομική διαδοχή, την ένσταση παραγραφής, ισχυριζόμενος ότι τα επίδικα ακίνητα κατέχει ο ίδιος ολόκληρα από το έτος 1932 το ένα, το 1936 το άλλο, το 1950 το τρίτο και το 1954 το τέταρτο, όταν του παραδόθηκαν με άτυπη δωρεά τα δύο από την κυρία αυτών μητέρα του και μητέρα της ενάγουσας, και με άτυπη σύμβαση πώλησης τα άλλα δύο από τους κυρίους αυτών, και έκτοτε νεμόταν αυτά συνεχώς, αδιαλείπτως και αδιατάραχτα, χωρίς ποτέ κανένας να αμφισβητήσει την επ'αυτών νομή του μέχρι και του κατά το έτος 1960 και 1962 θάνατο των γονέων τους, όταν η ενάγουσα κατέστη συγκληρονόμος αυτών αλλά και μετά το 1962 μέχρι και την κατά το έτος 1987 άσκηση της αγωγής και έτσι κατέστη κύριος αυτών με έκτακτη χρησικτησία, η οποία είχε συμπληρωθεί για μεν τα δύο από αυτά πριν από τον θάνατο των γονέων τους και συγκεκριμένα το έτος 1952 και 1954, και επομένως αυτά δεν ανήκαν κατά τον χρόνο της επαγωγής της κληρονομίας των γονέων των (1960 και 1962) σ'εκείνους, για δε τα άλλα δύο το έτος 1970 και 1976 αντίστοιχα, χωρίς η ενάγουσα να ασκήσει την αξίωσή της από το 1960 και 1962 που έλαβε χώρα η επαγωγή της γονικής κληρονομίας, και συνεπώς έκτοτε αυτή ήταν δικαστικά επιδιώξιμη, με αποτέλεσμα να υποπέσει αυτή στην εικοσαετή παραγραφή, το Εφετείο δέχθηκε ότι ο εναγόμενος πρόβαλε την ένσταση αυτή σε συνδυασμό με τον επικαλούμενο από την ενάγουσα τρόπο κτήσης του ποσοστού συγκυριότητάς της με το σύστημα της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, αφού υπολογίζει την πάροδο της εικοσαετίας από την υποτιθέμενη κατ'αυτόν επαγωγή της κληρονομίας των γονέων τους χωρίς όμως να επικαλείται για την πληρότητα της ενστάσεως ότι αυτός γνωστοποίησε στη συγκληρονόμο του ενάγουσα ότι νέμεται τα κληρονομιαία ακίνητα αποκλειστικά για τον εαυτό του και απέρριψε την ένσταση της παραγραφής ως αόριστη και έτσι υπέπεσε στις προβαλλόμενες αναιρετικές πλημμέλειες, αφού, αφενός μεν δέχθηκε παρά το νόμο πράγματα που δεν προτάθηκαν ήτοι τον ισχυρισμόν ότι τα επίδικα ανήκαν στην κληρονομία των γονέων τους και επομένως αυτός με την ενάγουσα ήταν συγκληρονόμοι και ότι ο ίδιος μετά την επαγωγή της κληρονομίας κατέλαβε αυτά εξ ολοκλήρου και τα νεμόταν αποκλειστικά για τον εαυτό του, αφετέρου δε εφάρμοσε εσφαλμένα τις προδιαληφθείσες διατάξεις και εκείνων των άρθρ. 1049, 113, 1884 Α.Κ. αφού δεν συνέτρεχαν οι ανωτέρω όροι εφαρμογής αυτών. Οι λόγοι αυτοί της αναίρεσης είναι απορριπτέοι διότι στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως ότι τα επίδικα ακίνητα ήταν κληρονομιαία ως ανήκοντα στην κληρονομία των γονέων των αρχικών διαδίκων, και ότι συνεπώς και ο αρχικός εναγόμενος ήταν συγκληρονόμος και κατείχε αυτά από την ιδιότητά του αυτή.
ΕΠΕΙΔΗ, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται η από το αρθρ. 559 αρ. 11 γ΄ ΚΠολΔικ πλημμέλεια της μη λήψη υπόψη από το Εφετείο του από 20.4.1962 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως μεταξύ του αρχικού εναγομένου ως εκμισθωτή και του ΧΧΧ ως μισθωτή, το οποίο προσκόμισε με επίκληση ο αρχικός εναγόμενος στη πρωτόδικη δίκη και στη συνέχεια μετά τον θάνατό του, οι συνεχίσαντες τη δίκη ήδη αναιρεσείοντες, ενώπιον του Εφετείου κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη, προς απόδειξη του γεγονότος ότι τα επίδικα ακίνητα δεν ήσαν κληρονομιαία όπως αρνούμενος την αγωγή, ισχυρίσθηκε ο αρχικός εναγόμενος. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από την γενική βεβαίωση του Εφετείου που περιέχεται στην αναιρεσιβαλλομένη ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, σε συνδυασμό προς το όλο περιεχόμενο αυτής, προκύπτει κατά τρόπο αδιστάκτως βέβαιο ότι ελήφθη υπόψη και το ως άνω έγγραφα, αφού μάλιστα το Εφετείο αναφέρεται ρητώς στην ως άνω μίσθωση.
ΕΠΕΙΔΗ, με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση από το αρθ. 559 αρ. 8 α΄ ΚΠολΔικ πλημμέλεια της λήψης υπόψη από το Εφετείο πραγμάτων που δεν προτάθηκαν και ειδικώτερα του ενισχυτικού της κρίσεώς του περί συγκυριότητας των διαδίκων στα επίδικα γεγονότος ότι το 1982 οι διάδικοι αποφάσισαν να διανείμουν μεταξύ τους τα τρία επίδικα ακίνητα και ανέθεσαν προς τούτο σε τοπογράφο μηχανικό την εμβαδομέτρησή τους καταβάλλοντας σ'αυτόν αμοιβή 4.000 δρχ., ισχυρισμόν όμως που δεν πρότείνε η ενάγουσα. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος διότι τα ανωτέρω δεν συνιστούν «πράγματα» κατά την έννοια του νόμου, αλλά επιχειρήματα αντλούμενα από τις αποδείξεις, τα οποία δεν μπορούν να θεμελιώσουν αυτόν.
ΕΠΕΙΔΗ, κατά την έννοια του άρθρ. 281 ΑΚ το δικαίωμα θεωρείται ως ασκούμενο καταχρηστικώς, πλην άλλων, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεώς του και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το μεσολαβήσαν διάστημα δεν δικαιολογούν επαρκώς τη μεταγενέστερη ενάσκησή του, από την οποία προκύπτει αντιθέτως, προφανής υπέρβαση των ορίων της καλής πίστεως. Ειδικώτερα στην περίπτωση της μακράς αδράνειας του δικαιούχου υπάρχει τέτοια κατάχρηση, εφόσον συντρέχουν προσθέτως περιστατικά αναγόμενα στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά τόσο αυτού, όσο και του αποκρούοντος το δικαίωμα, από τα οποία γεννάται στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ'αυτού, έτσι ώστε η με τη μεταγενέστερη άσκηση επιδίωξη ανατροπής της δημιουργηθείσης καταστάσεως να συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις (ΟλΑΠ 62/1990). Εν προκειμένω με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης προβάλλονται οι από τους αριθ. 1, 8 εδ. β΄ και 19 ΚΠολΔικ αιτιάσεις ότι το Εφετείο παραβίασε την ουσιαστικά δικαίου διάταξη του άρθρ. 281 Α.Κ. αφού χωρίς να λάβει υπόψη όλα τα πραγματικά περιστατικά που ο εναγόμενος επικαλέσθηκε και πρότεινε για τη θεμελίωσή της από τη διάταξη αυτή ένστασης έκρινε αυτήν μη νόμιμη χωρίς να διαλάβει επαρκείς περί τούτου αιτιολογίες. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης καθό μέρος στηρίζεται στον αρ. 19 του άρθ. 559 ΚΠολΔικ είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι προϋποθέτει για την θεμελίωσή του την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ενώ στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο απέρριψε την ένσταση από το αρθ. 281 ΑΚ ως μη νόμιμη και επομένως δεν εξέφερε ουσιαστική κρίση επ'αυτής. Κατά τα λοιπά, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των προτάσεων των αναιρεσιβλήτων ενώπιον του Εφετείου στη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αυτοί πρότειναν κατά της αγωγής την και πρωτοδίκως υποβληθείσα ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως του αγωγικού δικαιώματος, επικαλούμενοι προς θεμελίωση αυτής ότι η ενάγουσα άσκησε την ένδικη αγωγή το 1987, δηλαδή 27 χρόνια μετά τον θάνατο της μητέρας της και 25 έτη μετά το θάνατο του πατέρα της, ενώ εγνώριζε τις πράξεις νομής που έκανε με καλή πίστη και διάνοια κυρίου ο αρχικός εναγόμενος στα επίδικα ακίνητα, παραλείποντας οποιαδήποτε αμφισβήτηση των δικαιωμάτων εκείνου και τη αναζήτηση καρπών και περαιτέρω δεν αναμίχθηκε ποτέ στα επίδικα, επειδή γνώριζε ότι αυτά δεν ήταν κληρονομιαία, διότι οι γονείς της τα είχαν ήδη διαθέσει με πράξεις εν ζωή και ακόμα ότι ο εναγόμενος είχε προικίσει την αδελφή της ενάγουσας και τέλος ότι ο άλλος εναγόμενος υιός της άλλης αδελφής της ενάγουσας Καλλιόπης «τοποθετήθηκε στη θέση του εναγομένου βάσει σχεδίου παρόλο που ο ίδιος σε άλλη δίκη είχε καταθέσει ως μάρτυρας ότι το ένα από τα επίδικα ακίνητα ανήκε αποκλειστικά στον αρχικό εναγόμενο δικαιοπάροχο των ήδη αναιρεσειόντων». Τα περιστατικά αυτά όμως ως πράγματα κατά την έννοια του αρθ. 559 αρ. 8 ΚΠολΔικ, δεν είναι ουσιώδη διότι δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν την από το αρθ. 281 ΑΚ προβληθείσα ένσταση δεδομένου ότι άλλα από αυτά, όπως σύσταση προικός από τον αρχικό εναγόμενο προς την αδελφή του και αδελφή της ενάγουσας και η εικονική τοποθέτηση του υιού εκείνης ως εναγομένου στη δίκη δεν σχετίζονται με την άσκηση του αγωγικού δικαιώματος, άλλα, όπως η γνώση της ενάγουσας ότι τα επίδικα δεν ήταν κληρονομιαία, αναφέρονται στην αρνητική απάντηση του εναγομένου στην αγωγή και συνεπώς δεν είναι στοιχεία της ενστάσεως και τα υπόλοιπα ανάγονται στην αδράνεια καθεαυτή της ενάγουσας στο να ασκήσει την αγωγή, η οποία μόνο αυτή δεν αρκεί προς θεμελίωση της από το αρθρ. 281 ΑΚ ενστάσεως, και επομένως το Εφετείο δεν είχε από το νόμο υποχρέωση να τα λάβει υπόψη του με αποτέλεσμα η από το άρθ. 559 αρ. 8 εδ. β ΚΠολΔικ προβαλλόμενη πλημμέλεια να είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Περαιτέρω το Εφετείο δεχόμενο, όπως από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, ότι τα εναπομείνοντα περιστατικά που στηρίζουν την ένσταση του εναγομένου συνιστάμενα στο ότι η ενάγουσα αμφισβήτησε το πρώτον το δικαίωμα της αποκλειστικής κυριότητας του ίδιου επί των επιδίκων τον Σεπτέμβριο του 1982, παρόλο που αυτός κατείχε αυτά το μεν από το 1932, το δε από το 1936 και του τρίτου ολοκλήρωσε την κατοχή το 1954, και έτσι του δημιούργησε την πεποίθηση ότι τον αναγνωρίζει μοναδικό κύριο των επιδίκων και δεν πρόκειται να διεκδικήσει δικαιώματα συγκυριότητας επ'αυτών, ώστε η άσκηση μετά ταύτα της ένδικης αγωγής είναι αντίθετη στην καλή πίστη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, και αληθή υποτιθέμενα δεν επαρκούν για να θεμελιώσουν την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος, αλλά απαιτούνται πρόσθετα τέτοια αναγόμενα στον ίδιο χρόνο και στη συμπεριφορά τόσο της ενάγουσας όσο και του ίδιου του ενισταμένου, καθώς και η διαμόρφωση κατάστασης αντιτιθέμενης στο δικαίωμα, η γνώση αυτής και η ανοχή της από την ενάγουσα και ακόμη ότι η άρση της κατάστασης αυτής θα επιφέρει αφόρητες συνέπειες για την δικαιούχο, και για αυτό απέρριψε την ένσταση ως μη νόμιμη. Κρίνοντας έτσι ορθώς την διάταξη του άρθρ. 281 Α.Κ. ερμήνευσε και εφάρμοσε, ο δε για το αντίθετο ως άνω λόγος αναιρέσεως από το άρθρ. 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 14.10.2004 αίτηση αναιρέσεως της ΧΧΧ κ.τ.λ. κατά της υπ΄ αριθμ. 393/2004 αποφάσεως του Εφετείου Κρήτης. ΚΑΙ

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία καθορίζει σε χίλια εκατόν εβδομήντα (1.170) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Ιουνίου 2006. Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Ιουλίου 2006.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ Αριθμός 1601/2008 - Απόκτηση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία.

$
0
0
- Απόκτηση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Τι πρέπει να επικαλεστεί ο ενάγων ..
και πότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Αναίρεση λόγω παραβίασης ουσιαστικού κανόνα καθώς και λόγω έλλειψης νόμιμης βάσης. Βίαιη διακοπή της δίκης λόγω θανάτου του διαδίκου. Πότε επέρχεται και πότε η απόφαση είναι υποστατή και προσβλητή με αναίρεση. Αναίρεση που απευθύνεται κατά αποβιώσαντος.
- Για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με το άρθρο 1045 ΑΚ, αρκεί η επί 20ετία νομή του πράγματος, δηλαδή η με διάνοια κυρίου φυσική εξουσίαση του πράγματος (άρθρο 974 ΑΚ). Ο ενάγων που προβάλει την χρησικτησία, ως τρόπο κτήσεως της κυριότητας του ακινήτου, πρέπει να επικαλεσθεί τη νομή αυτού και εν ανάγκη και τη νομή του δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 ΑΚ), καθορίζοντας ταυτόχρονα και τις μερικότερες εμφανείς, υλικές διακατοχικές πράξεις στο ακίνητο από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το ακίνητο ως κύριος. Επί αναγνωριστικής δε της κυριότητας ακινήτου αγωγής, η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, με την οποία αναγνωρίζεται, ότι ο ενάγων έγινε κύριος του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατά το άρθρο 1045 του Αστικού Κώδικα, γιατί νεμήθηκε αυτό με διάνοια κύριου επί είκοσι τουλάχιστον έτη, στερείται νόμιμης βάσεως, εάν δεν αναφέρονται στο αιτιολογικό της συγκεκριμένες πράξεις νομής αυτού ή του αντιπροσώπου του επί του επιδίκου ακινήτου, ώστε να κριθεί εάν αυτές είναι ικανές να προσπορίσουν στον ενάγοντα την κυριότητα του ακινήτου αυτού με έκτακτη χρησικτησία.
- Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσης έννομης συνέπειας ή την άρνησή της.
- Kατά την έννοια του αριθ. 19 του ιδίου άρθρου, ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία, που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νομίμου βάσεως, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση.
- Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 62, 73, 286 επ. και 313 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κάποιος διάδικος αποβιώσει κατά την διάρκεια της δίκης και μέχρι το τέλος της προφορικής συζητήσεως μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση και εφόσον τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώσεις, μεταξύ των οποίων είναι και εκείνη της γνωστοποιήσεως του θανάτου στον αντίδικο του αποβιώσαντος, επέρχεται διακοπή της δίκης και όλες οι διαδικαστικές πράξεις που επιχειρούνται μέχρι την νόμιμη επανάληψη της διαδικασίας λογίζονται άκυρες. Αν δεν γίνει η γνωστοποίηση του θανάτου δεν επέρχεται διακοπή της δίκης η δε απόφαση που εκδίδεται είναι υποστατή και μπορεί να προσβληθεί με το ένδικο μέσο της αναιρέσεως. Σε περίπτωση που ο διάδικος αποβιώσει μετά το πέρας της προφορικής συζητήσεως μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση ή πολύ περισσότερο μετά την έκδοση της τελευταίας, όταν δηλαδή δεν υφίσταται πλέον εκκρεμής δικαστικός αγών, δεν υπάρχει στάδιο εφαρμογής των διατάξεων περί διακοπής της δίκης. Σε κάθε περίπτωση τα ένδικα μέσα που ασκούνται κατά της οριστικής αποφάσεως, άρα και η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απευθύνονται, σύμφωνα με το άρθρο 558 ΚΠολΔ κατά των καθολικών διαδοχών (κληρονόμων) του αποβιώσαντος, απευθυνόμενα δε κατ` αυτού είναι άκυρα, υπό την προϋπόθεση ότι ο αναιρεσείων διάδικος είχε λάβει γνώση του θανάτου του αντιδίκου του με οποιονδήποτε τρόπο, ώστε να διαπιστώσει τους κληρονόμους του και να απευθύνει κατ` αυτών την αναίρεση. Επομένως, η αναίρεση που απευθύνεται κατά αποβιώσαντος, χωρίς όμως να γνωρίζει τον θάνατο ο αναιρεσείων, δεν είναι άκυρη και η συζήτησή της χωρεί νομίμως με τους κληρονόμους του αποβιώσαντος, εάν αυτοί εμφανίζονται κατά την συζήτηση με την ιδιότητα αυτήν, στην θέση του αποβιώσαντος αναιρεσιβλήτου και προβάλλουν υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς (ΟλΑΠ 27/1987).

Διατάξεις:
ΑΚ: 974, 1045, 1051
ΚΠολΔ: 62,73, 286 επ., 313, 558, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19
 Αριθμός 1601/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ'Πολιτικό Τμήμα


ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου), Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Χαράλαμπο Παπαηλιού και Ιωάννη Σίδερη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Μαΐου 2008, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Χ, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Στο σημείο αυτό ο πληρεξούσιος διικηγόρος Παναγιώτης Λυμπερόπουλος δήλωσε ότι ο αναιρεσείων απεβίωσε στις 20-4-2001 και κληρονομήθηκε από τους : Χ1 και Χ2, οι οποίοι συνεχίζουν την βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον (ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο) Παναγιώτη Λυμπερόπουλο και Χ3, ο οποίος δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Των αναιρεσίβλητων: Ψ1, Ψ2, Ψ3, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αλέξανδρο Στριμπέρη και Ψ4, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Στο σημείο αυτό ο ανωτέρω πληρεξούσιος δικηγόρος δήλωσε ότι ο 4ος αναιρεσίβλητος απεβίωσε στις 27-10-1999 και κληρονομήθηκε από τους : Ψ5, Ψ6, και Ψ7, οι οποίοι συνεχίζουν την βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αλέξανδρο Στριμπέρη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-3-1993 αγωγή των αρχικών αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κοζάνης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 8/1999 του ίδιου Δικαστηρίου και 100/2000 του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 15-11-2000 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ιωάννης Σίδερης ανέγνωσε την από 12-5-2008 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι). Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 62,73, 286 επ. και 313 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κάποιος διάδικος αποβιώσει κατά την διάρκεια της δίκης και μέχρι το τέλος της προφορικής συζητήσεως μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση και εφόσον τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώσεις, μεταξύ των οποίων είναι και εκείνη της γνωστοποιήσεως του θανάτου στον αντίδικο του αποβιώσαντος, επέρχεται διακοπή της δίκης και όλες οι διαδικαστικές πράξεις που επιχειρούνται μέχρι την νόμιμη επανάληψη της διαδικασίας λογίζονται άκυρες. Αν δεν γίνει η γνωστοποίηση του θανάτου δεν επέρχεται διακοπή της δίκης η δε απόφαση που εκδίδεται είναι υποστατή και μπορεί να προσβληθεί με το ένδικο μέσο της αναιρέσεως. Σε περίπτωση που ο διάδικος αποβιώσει μετά το πέρας της προφορικής συζητήσεως μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση ή πολύ περισσότερο μετά την έκδοση της τελευταίας, όταν δηλαδή δεν υφίσταται πλέον εκκρεμής δικαστικός αγών, δεν υπάρχει στάδιο εφαρμογής των διατάξεων περί διακοπής της δίκης. Σε κάθε περίπτωση τα ένδικα μέσα που ασκούνται κατά της οριστικής αποφάσεως, άρα και η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απευθύνονται, σύμφωνα με το άρθρο 558 ΚΠολΔ κατά των καθολικών διαδοχών (κληρονόμων) του αποβιώσαντος, απευθυνόμενα δε κατ` αυτού είναι άκυρα, υπό την προϋπόθεση ότι ο αναιρεσείων διάδικος είχε λάβει γνώση του θανάτου του αντιδίκου του με οποιονδήποτε τρόπο, ώστε να διαπιστώσει τους κληρονόμους του και να απευθύνει κατ` αυτών την αναίρεση. Επομένως, η αναίρεση που απευθύνεται κατά αποβιώσαντος, χωρίς όμως να γνωρίζει τον θάνατο ο αναιρεσείων, δεν είναι άκυρη και η συζήτησή της χωρεί νομίμως με τους κληρονόμους του αποβιώσαντος, εάν αυτοί εμφανίζονται κατά την συζήτηση με την ιδιότητα αυτήν, στην θέση του αποβιώσαντος αναιρεσιβλήτου και προβάλλουν υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς. (Ολ. ΑΠ 27/1987). Στην προκειμένη περίπτωση κατά την συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, που κατατέθηκε στις 28.11.2000, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των αναιρεσιβλήτων δήλωσε, ότι ο τέταρτος απ'αυτούς απεβίωσε στις 27.10.1999 και κατέλιπε ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους του την σύζυγό του Ψ5 και τα τέκνα του Ψ6 και Ψ7, οι οποίοι δήλωσαν ότι παρίστανται και συνεχίζουν την δίκη. Ο θάνατος του ως άνω αναιρεσιβλήτου και οι συγγενικές σχέσεις που στηρίζουν την κληρονομική διαδοχή αποδεικνύονται από την προσκομιζόμενη οικεία ληξιαρχική πράξη θανάτου, το αντίστοιχο πιστοποιητικό οικογενειακής καταστάσεως, ως και το με αριθ. 33472/2008 πσκ του Γραμματέα πρωτοδικών Αθηνών περί μη δημοσιεύσεως διαθήκης του τετάρτου των αναιρεσιβλήτων, τα γεγονότα δε αυτά δεν αμφισβητούνται ειδικώς από τους ήδη αναιρεσείοντες (αρθρ. 261 Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτει, ότι ο κατά την 27.10.1999 θάνατος του τετάρτου αναιρεσίβλητου έλαβε χώρα κατά την διάρκεια της δευτεροβάθμιας δίκης ενώπιον του Εφετείου, ήτοι πριν από την προφορική συζήτηση της υποθέσεως (1.3.2000) μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη οριστική απόφαση, χωρίς να γίνει στην δίκη αυτήν γνωστοποίηση του θανάτου ώστε να επέλθει διακοπή της δίκης. Από κανένα όμως αποδεικτικό μέσο δεν προκύπτει, ότι ο αναιρεσείων, κατά την άσκηση αυτής, γνώριζε τον θάνατο αυτού, οι δε εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του τετάρτου αναιρεσιβλήτου παρίστανται νομίμως στην θέση του κληρονομηθέντος διαδίκου και δηλώνουν, ότι συνεχίζουν την δίκη και προβάλλουν υπεράσπιση επί της ουσίας της υποθέσεως. Επομένως, η αίτηση αυτή είναι έγκυρη και κατά το μέρος της που στρέφεται κατά προσώπου που είχε αποβιώσει πριν την άσκησή της και μπορεί να χωρήσει νομίμως η συζήτηση επί της αναιρέσεως. Εξάλλου ο αναιρεσείων Χ, όπως προκύπτει από την XXX ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξιάρχου Δήμου Ελίμειας, απεβίωσε στις 20.4.2001, ήτοι μετά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως. Όπως δε προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, ως και το XXX πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δήμου Ελιμείας, ο αναιρεσείων κατέλιπε, όπως συνομολογείται και από τους αναιρεσιβλήτους, μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τους Χ1, Χ2, και Χ3, οι δύο πρώτοι από τους οποίους γνωστοποίησαν δια του πληρεξουσίου των δικηγόρου το ως άνω γεγονός με δήλωσή τους, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά του παρόντος δικαστηρίου, ενώ, περαιτέρω, δήλωσαν ότι επαναλαμβάνουν τη διακοπείσα λόγω του θανάτου δίκη. Επίσης, όπως προκύπτει από την με αριθμό XXX έκθεση επιδόσεως του δικ. επιμελητού του Πρωτοδικείου Κοζάνης XXX, ακριβές αντίγραφο της από 15.11.2000 αιτήσεως, μετά της πράξεως ορισμού δικασίμου για την εκδίκαση της αναιρέσεως και κλήσεως προς παράσταση στη σημερινή δικάσιμο της 21.5.2008 επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, με επιμέλεια των αναιρεσιβλήτων, στον Χ3, ως εξ αδιαθέτου κληρόνομο του αναιρεσείοντος πατρός του, πλην όμως ο τελευταίος δεν εμφανίσθηκε κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης. Επομένως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία αυτού, σαν να ήταν και αυτός παρών.
II). Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσης έννομης συνέπειας ή την άρνησή της. Εξάλλου, κατά την έννοια του αριθ. 19 του ιδίου άρθρου, ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία, που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νομίμου βάσεως, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Περαιτέρω για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με το άρθρο 1045 ΑΚ, αρκεί η επί 20ετία νομή του πράγματος, δηλαδή η με διάνοια κυρίου φυσική εξουσίαση του πράγματος (άρθρο 974 ΑΚ). Ο ενάγων που προβάλει την χρησικτησία, ως τρόπο κτήσεως της κυριότητας του ακινήτου, πρέπει να επικαλεσθεί τη νομή αυτού και εν ανάγκη και τη νομή του δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 ΑΚ), καθορίζοντας ταυτόχρονα και τις μερικότερες εμφανείς, υλικές διακατοχικές πράξεις στο ακίνητο από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το ακίνητο ως κύριος. Επί αναγνωριστικής δε της κυριότητας ακινήτου αγωγής, η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, με την οποία αναγνωρίζεται, ότι ο ενάγων έγινε κύριος του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατά το άρθρο 1045 του Αστικού Κώδικα, γιατί νεμήθηκε αυτό με διάνοια κύριου επί είκοσι τουλάχιστον έτη, στερείται νόμιμης βάσεως, εάν δεν αναφέρονται στο αιτιολογικό της συγκεκριμένες πράξεις νομής αυτού ή του αντιπροσώπου του επί του επιδίκου ακινήτου, ώστε να κριθεί εάν αυτές είναι ικανές να προσπορίσουν στον ενάγοντα την κυριότητα του ακινήτου αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Το επίδικο ακίνητο είναι οικόπεδο, εκτάσεως 1.000 τ.μ. περίπου, το οποίο βρίσκεται στον XXX. Στους δε διαδίκους περιήλθε εκ της εξ αδιαθέτου διαδοχής του πατέρα τους, ως και του θείου τους Ψ1, που απεβίωσαν τα έτη 1944 και 1956, αντιστοίχως, δοθέντος ότι οι κατέχουσες αρχικώς τα 4/10 του οικοπέδου θείες των διαδίκων Α, Ψ2 και Γ παραιτήθηκαν σιωπηρώς των δικαιωμάτων τους επί του επιδίκου, και συνεπώς, μετά τον θάνατο αυτών, η νομή, κατοχή και κυριότητα του περιήλθε, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, στους διαδίκους. Στις 18.8.1963 ο εναγόμενος επώλησε με ιδιωτικό συμφωνητικό στους αδελφούς Γ και Δ τμήμα 170 τ.μ. του αρχικού οικοπέδου των 1.000 τ.μ. Στις 5.9.1964, από κοινού με τον τέταρτο ενάγοντα, ο εναγόμενος επώλησε άλλα 170 τ.μ του ιδίου οικοπέδου στους αυτούς αγοραστές, χωρίς να εκφρασθεί οιαδήποτε αντίδρασις των λοιπών διαδίκων. Στη συνέχεια το έτος 1974, ο εναγόμενος με άδεια που του χορηγήθηκε από το Γραφείο Πολεοδομικών Εφαρμογών του Ν. Κοζάνης την 2.5.1974, ανήγειρε διώροφη οικοδομή, όπου και διαμένει, εντός τμήματος 140 τ.μ. και έτσι αυτός έλαβε για τον εαυτό του 140 τ.μ. πλέον των 255 (175+85) τ.μ, τα οποία επώλησε και συνολικώς έλαβε 395 τ.μ. του αρχικού οικοπέδου των 1.000 τ.μ., μεγαλυτέρα, δηλαδή, μερίδα από την δικαιουμένη εις αυτόν. Κατά το έτος 1991 οι ενάγοντες απεφάσισαν να ανεγείρουν στο εναπομείναν τμήμα οικοδομή τεσσάρων διαμερισμάτων, ένα για τον καθένα τους, ανέθεσαν δε την μελέτη για την έκδοση της αδείας οικοδομής στον υιό του μάρτυρος αποδείξεως, Ε, στον οποίο είχε ανατεθεί και από τον εναγόμενο η μελέτη για την έκδοση αδείας οικοδομής της ιδικής του οικίας στο οικοπεδικό τμήμα των 140 τ.μ. Η άδεια οικοδομής εξεδόθη την 24.10.1991 από την πολεοδομία της Νομαρχίας Κοζάνης, οι εργασίες, όμως, ανεγέρσεως της οικοδομής δεν προχώρησαν, εξ αιτίας της αντιδικίας μεταξύ των διαδίκων για το θέμα της κυριότητας του επιδίκου. Σύμφωνα δε με τις κρίσεις του αυτές το Εφετείο έκρινε, απορρίπτοντας την ένσταση ιδίας κυριότητας του εναγομένου, ότι κατά το έτος 1974 ο εναγόμενος προέβη, ως συγκύριος του επιδίκου σε άτυπη διανομή του, την οποία απεδέχθησαν οι ενάγοντες σιωπηρώς, καταστάντες συγκύριοι του διεκδικουμένου οικοπέδου, κατά ποσοστό 1/4 εξ'αδιαιρέτου ο καθένας τους, ως νεμόμενοι από κοινού αυτό για χρονικό διάστημα μείζον της εικοσαετίας.....". Ενόψει κυρίως των άνω παραδοχών του το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου εφαρμοστέες διατάξεις των άρθρων 974 και 1045 του Α.Κ., στέρησε δε την προσβαλλόμενη απόφασή του νόμιμης βάσης σε σχέση με τα άνω ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και υπέπεσε εκ τούτου στις από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔ πλημμέλειες, αφού δέχθηκε, ότι οι ενάγοντες απέκτησαν την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, η οποία, κατά την προσβαλλομένη απόφαση, αποτελεί τον μοναδικό τρόπο κτήσεως της κυριότητας των αναιρεσιβλήτων - εναγόντων επί του διεκδικουμένου αυτοτελούς τμήματος των 605 τ.μ του ενιαίου οικοπέδου των 1000 τ.μ., μολονότι δέχθηκε, ότι οι αναιρεσίβλητοι νεμήθηκαν ως αποκλειστικοί κύριοι (εξ ολοκλήρου) το επίδικο κατά το χρονικό διάστημα από του έτους 1974 και μέχρι του έτους 1991, ήτοι για χρονικό διάστημα μικρότερο της εικοσαετίας. Επί πλέον δεν εκτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση καμία συγκεκριμένη πράξη νομής των αναιρεσιβλήτων επί του επιδίκου ακινήτου, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, ώστε να κριθεί εάν, με τέτοιες πράξεις, μπορούσαν να γίνουν αυτοί συγκύριοι με έκτακτη χρησικτησία του ακινήτου αυτού. Τέλος, διέλαβε η προσβαλλόμενη απόφαση ασαφείς αιτιολογίες ως προς την απόρριψη της ενστάσεως ιδίας κυριότητας του αναιρεσείοντος, ιδίως ως προς το ζήτημα της καταρτίσεως ή μη άτυπης σύμβασης διανομής μεταξύ των διαδίκων και την συνεπεία αυτής δυνατότητα κτήσεως κυριότητας επί του διεκδικουμένου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, χωρίς να απαιτείται προηγουμένως γνωστοποίηση της βουλήσεως του αναιρεσείοντος να νέμεται το ακίνητο αυτό αποκλειστικά για δικό του λογαριασμό (Ολ. ΑΠ 485/82). Πρέπει, επομένως, οι σχετικοί πρώτος και δεύτερος, αντίστοιχα, λόγοι της αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται οι αμέσως πιο πάνω πλημμέλειες, να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, εφόσον είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 100/2000 απόφαση του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.

Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο πιο πάνω Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση.

Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στη δικαστική δαπάνη των παρόντων αναιρεσειόντων, την οποία ορίζει σε χίλια τριακόσια (1.300) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Ιουνίου 2008.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Ιουλίου 2008.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ Αριθμός 1704/2008 - Το δικαίωμα του κυρίου ακινήτου να απαιτήσει δίοδο προς το δρόμο.

$
0
0

- Το δικαίωμα του κυρίου ακινήτου να απαιτήσει δίοδο προς το δρόμο. Υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης. Βίαιη διακοπή της δίκης λόγω θανάτου διαδίκου και η εκούσια συνέχισή της από τους κληρονόμους του...

- Kατά το άρθρο 1012 του ΑΚ, αν ακίνητο στερείται την αναγκαία δίοδο προς το δρόμο, έχει δικαίωμα ο κύριός του να απαιτήσει δίοδο από τους γείτονες έναντι ανάλογης αποζημιώσεως, κατά δε το άρθρο 1013 του ίδιου Κώδικα, η κατεύθυνση της διόδου και η έκταση του δικαιώματος για χρήση της, καθώς και η αποζημίωση που πρέπει να καταβληθεί, καθορίζονται με δικαστική απόφαση. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγονται, πλην άλλων, τα εξής: α) ως ακίνητο στερούμενο την αναγκαία δίοδο προς την οδό θεωρείται εκείνο που στερείται κάθε επικοινωνία με δημόσια, δημοτική ή κοινοτική οδό, αναγκαία για την εκμετάλλευση ή τη χρησιμοποίηση του, σύμφωνα με τον προορισμό του, καθώς και εκείνο που έχει μεν δίοδο, πλην όμως αυτή εξυπηρετεί ατελώς τις ανάγκες του, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για ακίνητο αστικό ή αγροτικό, οικοδομημένο εν μέρει ή ασκεπή χώρο, εντός ή εκτός σχεδίου. β) η έκταση του δικαιώματος προς χρήση διόδου, η οποία πρέπει να ανταποκρίνεται προς την οικονομική χρησιμότητα του, καθώς και η επάρκεια της διόδου, κρίνονται αντικειμενικά, σύμφωνα με τις κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής συγκεκριμένες συνθήκες, ενόψει και των αναγκών του ακινήτου, του προορισμού του και της θέσης ή της περιοχής αυτού και γ) στο δικαστήριο της ουσίας παρέχεται η εξουσία, κατά την έρευνα της σχετικής αγωγής, να καθορίζει, εκτιμώντας τις περιστάσεις, τις διαστάσεις της διόδου και την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθεί αυτή, με την επιλογή της προσφορότερης διελεύσεως, η οποία θα έχει ως κριτήριο την όσο το δυνατό μικρότερη ζημία των γειτονικών ακινήτων.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α', 287, 291 και 292 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται κατά το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται, αν μετά την άσκηση της αίτησης αναιρέσεως και μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του Αρείου Πάγου, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Ο θάνατος του διαδίκου, που επιφέρει τη βίαιη διακοπή της δίκης, καθώς και η εκούσια επανάληψη αυτής από τους κληρονόμους του, μπορούν να γνωστοποιηθούν διαδοχικά με ενιαία δήλωση στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης προς συζήτηση, εφόσον δεν υπάρξει αμφισβήτηση της ιδιότητας τους ως κληρονόμων, οπότε ακολουθεί η άμεση συζήτηση της υπόθεσης.

Διατάξεις:
ΑΚ: 1012, 1013
ΚΠολΔ: 286, 287, 291, 292, 573

Αριθμός 1704/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ'Πολιτικό Τμήμα


ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (κωλυομέ-νου του Αντιπροέδρου), Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Χαράλαμπο Παπαηλιού και Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 16 Απριλίου 2008, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Χ, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κούκο.

Των αναιρεσίβλητων: 1. Ψ1 και 2. Ψ2 (που είναι το ορθό αντί XXX που αναγράφεται στην αίτηση αναιρέσεως), ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Ο 1ος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Γεώργιο Πολυχρονόπουλο και Ανδρέα Οικονόμου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Στο σημείο αυτό εμφανίσθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Ανδρέας Οικονόμου και ανακάλεσε την από 10-4-2008 δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔικ και δήλωσε ότι απεβίωσε ο 2ος αναιρεσίβλητος (Ψ2) στις 18-2-2008 και κληρονομήθηκε από την σύζυγό του Ψ3 και τα τέκνα του α) Ψ4 και β) Ψ5, οι οποίοι συνεχίζουν την βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπήθηκαν από τους ως άνω δικηγόρους.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-8-2004 αγωγή του ήδη 1ου αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Ακράτας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 35/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 65/2006 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καλαβρύτων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 2-3-2007 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Μιχαήλ Θεοχαρίδης ανέγνωσε την από 8-4-2008 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

ΕΠΕΙΔΗ, από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ.α', 287, 291 και 292 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται κατά το άρθρο 573 παρ.1 του ίδιου Κώδικα και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται, αν μετά την άσκηση της αίτησης αναιρέσεως και μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του Αρείου Πάγου, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Ο θάνατος του διαδίκου, που επιφέρει τη βίαιη διακοπή της δίκης, καθώς και η εκούσια επανάληψη αυτής από τους κληρονόμους του, μπορούν να γνωστοποιηθούν διαδοχικά με ενιαία δήλωση στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης προς συζήτηση, εφόσον δεν υπάρξει αμφισβήτηση της ιδιότητας τους ως κληρονόμων, οπότε ακολουθεί η άμεση συζήτηση της υπόθεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της υπόθεσης, ο δεύτερος των αναιρεσιβλήτων Ψ2 αποβίωσε στις 18-2-2008, δηλαδή μετά την κατάθεση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης (9-3-2007), η δε σύζυγος αυτού Ψ3 και τα τέκνα του Ψ4 και Ψ5, ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, που έγινε στο ακροατήριο και καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά, γνωστοποίησαν στον αναιρεσείοντα το γεγονός του θανάτου του ως άνω καθολικού δικαιοπαρόχου τους και ταυτόχρονα δήλωσαν, ότι συνεχίζουν για εκείνον τη διακοπείσα δίκη. Ενόψει αυτών νομίμως επαναλήφθηκε η προκειμένη δίκη. -ΕΠΕΙΔΗ, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ.1 εδ.α'του ΚΠολΔ, κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά αποφάσεων των ειρηνοδικείων αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο λόγος αυτός αναίρεσης, για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόστηκε, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ'ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1012 του ΑΚ, αν ακίνητο στερείται την αναγκαία δίοδο προς το δρόμο, έχει δικαίωμα ο κύριός του να απαιτήσει δίοδο από τους γείτονες έναντι ανάλογης αποζημιώσεως, κατά δε το άρθρο 1013 του ίδιου Κώδικα, η κατεύθυνση της διόδου και η έκταση του δικαιώματος για χρήση της, καθώς και η αποζημίωση που πρέπει να καταβληθεί, καθορίζονται με δικαστική απόφαση. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγονται, πλην άλλων, τα εξής: α) ως ακίνητο στερούμενο την αναγκαία δίοδο προς την οδό θεωρείται εκείνο που στερείται κάθε επικοινωνία με δημόσια, δημοτική ή κοινοτική οδό, αναγκαία για την εκμετάλλευση ή τη χρησιμοποίηση του, σύμφωνα με τον προορισμό του, καθώς και εκείνο που έχει μεν δίοδο, πλην όμως αυτή εξυπηρετεί ατελώς τις ανάγκες του, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για ακίνητο αστικό ή αγροτικό, οικοδομημένο εν μέρει ή ασκεπή χώρο, εντός ή εκτός σχεδίου. β) η έκταση του δικαιώματος προς χρήση διόδου, η οποία πρέπει να ανταποκρίνεται προς την οικονομική χρησιμότητα του, καθώς και η επάρκεια της διόδου, κρίνονται αντικειμενικά, σύμφωνα με τις κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής συγκεκριμένες συνθήκες, ενόψει και των αναγκών του ακινήτου, του προορισμού του και της θέσης ή της περιοχής αυτού και γ) στο δικαστήριο της ουσίας παρέχεται η εξουσία, κατά την έρευνα της σχετικής αγωγής, να καθορίζει, εκτιμώντας τις περιστάσεις, τις διαστάσεις της διόδου και την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθεί αυτή, με την επιλογή της προσφορότερης διελεύσεως, η οποία θα έχει ως κριτήριο την όσο το δυνατό μικρότερη ζημία των γειτονικών ακινήτων. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε κατ'έφεση, δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση του, σε σχέση με την ένδικη αγωγή των αναιρεσιβλήτων περί παροχής σ'αυτούς διόδου μέσω του ακινήτου του ήδη αναιρεσείοντος-εναγομένου, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι είναι κύριοι τριών, αντίστοιχα, ομόρων μεταξύ τους, ακινήτων, που βρίσκονται στη θέση "XXX"του Δ.Δ. XXX του Δήμου XXX, και συγκεκριμένα ο πρώτος ενάγων είναι κύριος ενός αγροτεμαχίου, εκτάσεως 1.030,05 τ.μ., που συνορεύει βόρεια και δυτικά με ακίνητο του εναγομένου, ανατολικά με ιδιοκτησία Α και νότια με ακίνητο του δεύτερου ενάγοντος, το οποίο περιήλθε στην κυριότητα του δυνάμει των υπ'αριθ. XXX και XXX συμβολαίων αγοραπωλησίας και του XXX συμβολαίου δωρεάς του συμβολαιογράφου Δύμης Μ. Γρηγοροπούλου, που μεταγράφηκαν νόμιμα, ο δεύτερος ενάγων είναι κύριος ενός αγροτεμαχίου, εκτάσεως 445, 45 τ.μ., που συνορεύει βόρεια με το ως άνω ακίνητο του πρώτου ενάγοντος, ανατολικά με ιδιοκτησία Α, νότια με ιδιοκτησίες Β και Α και δυτικά με ιδιοκτησία του εναγομένου, το οποίο περιήλθε στην κυριότητα του, δυνάμει του υπ'αριθ. XXX συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Πατρών Ανδριανής Ανδρικοπούλου, που μεταγράφηκε νόμιμα, και, τέλος, ο εναγόμενος είναι κύριος ενός αγροτεμαχίου, εκτάσεως 1.289, 89 τ.μ., που συνορεύει βόρεια με αγροτικό δρόμο, ανατολικά εν μέρει με ιδιοκτησία Α και εν μέρει με ιδιοκτησίες των εναγόντων, νότια με ιδιοκτησία του πρώτου ενάγοντος και με ιδιοκτησίες Α και Γ και δυτικά με ιδιοκτησία Γ. Τα πιο πάνω ακίνητα των εναγόντων δεν έχουν πρόσβαση στον παραπάνω αγροτικό δρόμο και μέχρι πριν από πέντε χρόνια αυτοί εξυπηρετούνταν, προκειμένου να μεταβαίνουν σ'αυτά, από δίοδο, η οποία διερχόταν κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του ακινήτου του εναγομένου. Οι ενάγοντες επιδίωξαν δικαστικώς να αναγνωρισθεί ότι έχουν αποκτήσει δικαίωμα δουλείας επί της ως άνω διόδου, πλην όμως η σχετική αγωγή τους απορρίφθηκε τελεσίδικα με την υπ'αριθ. 42/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καλαβρύτων. Εξάλλου η τυχόν πρόσβαση των εναγόντων στον πιο πάνω αγροτικό δρόμο μέσω του νοτίως παρακείμενου λαγκαδιού με την ονομασία "XXX"είναι ιδιαίτερα δυσχερής, διότι πρόκειται για δύσβατη περιοχή, χωρίς διαμορφωμένο δρόμο, που απέχει 150 μέτρα από τα ακίνητα των εναγόντων, στην οποία βρίσκονται περιφραγμένες ιδιοκτησίες τρίτων. Ενόψει των ανωτέρω τα ακίνητα των εναγόντων είναι περίκλειστα, υπό την έννοια ότι δεν έχουν πρόσβαση στο δρόμο και σε κάθε περίπτωση η τυχόν πρόσβαση σε αυτόν είναι δυσχερής και εξυπηρετεί ατελώς τις ανάγκες τους. Το όμορο ακίνητο του εναγομένου έχει πρόσβαση στον βορείως αυτού υπάρχοντα αγροτικό δρόμο και συνεπώς οι ενάγοντες έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν από τον εναγόμενο την παροχή διόδου, προκειμένου να μεταβαίνουν στα ακίνητα τους. Η αναγκαία δίοδος, που πρέπει να παραχωρήσει ο εναγόμενος, είναι επί εδαφικής λωρίδας του ακινήτου του, συνολικού εμβαδού 20, 80 τ.μ., η οποία αρχίζει από τη βορειοδυτική γωνία του ακινήτου του πρώτου ενάγοντος και κατευθυνόμενη από νότο προς βορρά καταλήγει στον προαναφερθέντα αγροτικό δρόμο, έχει δε πλάτος 4 μέτρα και μήκος στη δυτική πλευρά της 4 μέτρα και στην ανατολική πλευρά της 8 μέτρα. Από αυτήν θα διέρχονται οι ενάγοντες για να μεταβαίνουν στα ακίνητα τους, ο δε δεύτερος ενάγων θα συνεχίζει μέσω του ακινήτου του πρώτου ενάγοντος μέχρι να εισέλθει στο δικό του ακίνητο. Πρόκειται για την πιο ενδεδειγμένη λύση, αν ληφθεί υπόψη ότι η εν λόγω δίοδος αφενός παρέχει στους ενάγοντες την πιο εύκολη και σύντομη πρόσβαση στον αγροτικό δρόμο και αφετέρου δεν προκαλεί ζημία στο ακίνητο του εναγομένου, του οποίου η αρτιότητα δεν θίγεται, διότι η παροχή της διόδου δεν προκαλεί κατάτμηση του ακινήτου του, ούτε περιορίζει το δικαίωμα κυριότητας του εναγομένου στο ακίνητο του, επί του οποίου, άλλωστε, υπάρχει ήδη οικοδομημένη οικία. Εξάλλου, οι ενάγοντες πρέπει να καταβάλουν στον εναγόμενο, εφάπαξ και πριν από τη χρήση της ως άνω διόδου, αποζημίωση, η οποία, ενόψει της αντικειμενικής αξίας του βαρυνόμενου ακινήτου, πρέπει να ορισθεί σε 25 ευρώ ανά τετραγ. μέτρο και συνολικά στο ποσό των 520 ευρώ. Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Πολυμελές Πρωτοδικείο έκρινε ότι"για την επικοινωνία των ακινήτων των εναγόντων και η δη αναιρεσιβλήτων, που είναι περίκλειστα, με τη ρηθείσα αγροτική οδό, είναι αναγκαία η παραχώρηση σ', αυτούς της πιο πάνω αναφερόμενης διόδου, που διέρχεται από το μέσον του όμορου ακινήτου του αναιρεσείοντος εναγομένου και, ακολούθως, αφού δέχθηκε την έφεση των αναιρεσιβλήτων και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει αντιθέτως, δέχθηκε ως κατ'ουσίαν βάσιμη την ένδικη αγωγή των αναιρεσιβλήτων περί παροχής σ'αυτούς της παραπάνω διόδου. Έτσι, που έκρινε το Πρωτοδικείο, παραβίασε, με εσφαλμένη εφαρμογή, τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 1012 και 1013 του ΑΚ, διότι, σύμφωνα με τις ανέλεγκτες παραδοχές αυτού, έκρινε, ότι η ως άνω επιλεγείσα δίοδος, που παρέχει στους αναιρεσιβλήτους ενάγοντες την πιο εύκολη και σύντομη πρόσβαση στον αγροτικό δρόμο, είναι η προσφορότερη για την επικοινωνία αυτών με την οδό, χωρίς να δεχθεί ότι είναι ταυτόχρονα και η λιγότερο επαχθής δίοδος για το βαρυνόμενο ακίνητο του αναιρεσείοντος εναγομένου. Επομένως, ο μοναδικός, από το άρθρο 560 αριθ.1 του ΚΠολΔ, λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει κατά της προσβαλλόμενης απόφασης την αιτίαση για παραβίαση των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων του ΑΚ είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατ'ακολουθίαν, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Πρωτοδικείο, που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που την είχαν δικάσει (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Η δικαστική δαπάνη θα επιβληθεί σε βάρος των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ'αριθμ. 65/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καλαβρύτων, που δίκασε ως Εφετείο.

Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Πρωτοδικείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που την είχαν δικάσει προηγουμένως.

Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Σεπτεμβρίου 2008.

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο την 1η Οκτωβρίου 2008.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ Αριθμός 69/2008 - Προσδιορισμός τιμής μονάδας για συστατικά ακινήτου.

$
0
0
- Προσδιορισμός τιμής μονάδας για συστατικά ακινήτου.
- Ως καταβλητέα αποζημίωση για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης και τη δυνατότητα ..
κατάληψης νοείται η κατά την παρ. 2 του άρθρου 17 του Συντάγματος "πλήρης", η οποία πρέπει, συνεπώς, να περιλαμβάνει και την αξία των κατά το άρθρο 953 ΑΚ συστατικών του ακινήτου, τα οποία συναπαλλοτριώνονται αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 4 ν. 2882/2001 περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων.
- Αν προσκομίζεται κτηματολογικός πίνακας για το ακίνητο, υπάρχει η αναγκαία προδικασία έστω και αν στον πίνακα αυτό δεν περιέχονται συστατικά του απαλλοτριωθέντος ακινήτου. Ως προς τα συστατικά που δεν περιλαμβάνονται στον κτηματολογικό πίνακα το δικαστήριο έχει εξουσία να προσδιορίσει τιμή μονάδας αποζημίωσης, εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα. Έχει δε το δικαστήριο την ευχέρεια κατ'άρθρο 20 παρ. 6 και 7 του ιδίου νόμου, είτε να διατάξει τη συμπλήρωση του πίνακα είτε να προχωρήσει στον καθορισμό τιμής και για τα παραλειφθέντα συστατικά, βάσει των προσκομιζόμενων ή τασσόμενων και διεξαγόμενων αποδείξεων (λ.χ πραγματογνωμοσύνης).

Διατάξεις:
ΑΚ: 953,
Νόμοι: 2882/2001 άρθ. 4, 20, 

Αριθμός 69/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ'Πολιτικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Παπανικολάου, Αντιπρόεδρο, Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Γεώργιο Πετράκη, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο και Γεωργία Λαλούση, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 2 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Χ1, 2) ΧΧΧ, 3) Χ3, 4) ΧΧΧ, 5) Χ2, που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, 6) ΧΧΧ, 7) ΧΧΧ και 8) ΧΧΧ. Οι 1ος, 2ος, 3η, 4η, 6η, 7ος και 8ος αναιρεσείοντες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Τσαούσογλου, που δήλωσε: α) ότι ανακαλεί την από 29-10-2007 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και παρίσταται και β) ότι η 5η των αναιρεσειόντων Χ2 απεβίωσε την 17-11-2006 και κληρονομήθηκε από την 3η των αναιρεσειόντων Χ3, που συνεχίζει την βιαίως διακοπείσα δίκη.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών και τον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος και 2) Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων (ΤΑΠΑ), που εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκαν από τον Παναγιώτη Δημόπουλο, Πάρεδρο Ν.Σ.Κ., βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 19-1-2003, 2-2-2003, 4-2-2003, 7-2-2003, 10-2-2003, 19-2-2003, 11-3-2003, 10-4-2003, 15-4-2003, 16-4-2003, 21-4-2003, 9-5-2003 και 4-6-2003 αιτήσεις και ανταιτήσεις των διαδίκων, που κατατέθηκαν στο Εφετείο Πατρών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκε η 1158/2003 απόφαση, την αναίρεση της οποίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 14-10-2004 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Πετράκης, διάβασε την από 27-10-2006 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί οι δεύτερος και τρίτος, κατά τα δύο πρώτα μέρη του, λόγοι της αναιρέσεως και ν'απορριφθούν οι άλλοι λόγοι αυτής. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 86 περ. α' 287 παρ. 1, 290 και 573 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, μετά τη διακοπή της δίκης ως προς την αρχικώς αναιρεσείουσα Χ2, λόγω θανάτου της που επήλθε στις 17-11-2006 (βλ. ΧΧΧ ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιάρχου του Δήμου Πατρέων), νομίμως επαναλαμβάνεται εκουσίως η δίκη από την εκ διαθήκης κληρονόμο της θανούσης ήδη τρίτη αναιρεσείουσα Χ3 (βλ. ΧΧΧ δημόσια διαθήκη της συμβολαιογράφου Πάτρας ΧΧΧ, που δημοσιεύτηκε με το 215/20-4-2007 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών). Επειδή από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 2 και 3 του ισχύοντος Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το Ν.Δ 53/1974 και κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος έχει αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ, συνάγεται ότι για το ν προσδιορισμό της πλήρους αποζημιώσεως του απαλλοτριουμένου ακινήτου λαμβάνεται υπόψη η αξία αυτού κατά το χρόνο της πρώτης συζητήσεως ενώπιον του δικαστηρίου της αιτήσεως καθορισμού (προσωρινού ή οριστικού σε περίπτωση παραλείψεως του προσωρινού) της αποζημιώσεως αυτής, καθώς και η δαπάνη του ιδιοκτήτη του απαλλοτριουμένου ακινήτου. Εξάλλου στο άρθρο 13 παρ. 1 και 2 του Ν. 2882/2001 Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτου (ΚΑΑΑ), όπως ισχύει μετά τον Ν. 2985/2002, που εφαρμόζεται από 1-1-2002, ορίζεται ότι "ως κριτήριο για την εκτίμηση της αξίας του απαλλοτριουμένου λαμβάνεται υπόψη ιδίως η αξία, που έχουν κατά τον κρίσιμο χρόνο παρακείμενα και ομοειδή ακίνητα, που προσδιορίζεται κυρίως από την αντικειμενική αξία, τα τιμήματα σε συμβόλαια μεταβίβασης κυριότητας ακινήτων, τα οποία συντάχθηκαν κατά το χρόνο της κήρυξης της απαλλοτριώσεως, καθώς και η πρόσοδος του απαλλοτριουμένου" (παρ. 1 τελ. εδαφ.) και "ενδεχόμενη μεταβολή της αξίας του απαλλοτριουμένου κατά τη δημοσίευση της πράξης της απαλλοτρίωσης και μόνο εξαιτίας της δεν λαμβάνεται υπόψη. Επίσης δεν υπολογίζεται ανατίμηση προερχόμενη από ενέργειες του ιδιοκτήτη στο απαλλοτριούμενο, που έγιναν μετά την οριζόμενη από το άρθρο 3 ανακοίνωση της απαλλοτρίωσης και μόνο εξαιτίας αυτής" (παρ. 3). Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 του Κ.Πολ.Δ., η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση κι'έτσι ιδρύεται ο εκ του άρθρου αυτού λόγος αναιρέσεως, όταν στις αιτιολογίες της, που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο στήριξε την κρίση του επί ζητήματος, που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κι'έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα δικαίου, που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου, που δεν εφαρμόστηκε. Είναι δε ανεπαρκής η αιτιολογία, όταν τα εκτιθέμενα στην απόφαση περιστατικά δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία του πραγματικού του κανόνα για την επέλευση της απαγγελθείσης έννομης συνέπειας.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δικάζοντας αίτηση των αναιρεσιβλήτων και αιτήσεις και ανταιτήσεις των καθών εκείνη εικαζομένων ιδιοκτητών, μεταξύ των οποίων και οι από 19-2-2003 και 7-2-2003 αιτήσεις των αναιρεσειόντων περί καθορισμού της οριστικής αποζημιώσεως των ακινήτων της επίδικης αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, δέχθηκε και τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που εδώ ενδιαφέρουν. Ότι η απαλλοτριωθείσα έκταση βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Πατρέων, πλησίον του οικισμού της ΧΧΧ, απέχει 4-5 χιλ. από το κέντρο της πόλης των Πατρών και εξυπηρετείται από όλα τα δίκτυα κοινής ωφέλειας και από αστική συγκοινωνία. Ότι η όλη περιοχή έχει αποκτήσει οικοπεδική αξία, για το λόγο ότι είναι πλησίον της άνω πόλεως και του οικισμού, με θέα προς τον Πατραϊκό κόλπο και το Παναχαϊκό όρος και δυτικό προσανατολισμό, προσφέρεται δε για την κατασκευή εξοχικών κατοικιών, άλλωστε δε τελευταία παρατηρείται σημαντική οικιστική ανάπτυξη. Ότι εκτός από τμήμα του με αριθμό κτημ. πιν. ΧΧΧ ακινήτου, που βρίσκεται εκτός οικισμού, η υπόλοιπη απαλλοτριούμενη έκταση είναι εκτός σχεδίου, εκτός οικισμού και εντός ζώνης. Με βάση τα παραπάνω χαρακτηριστικά της απαλλοτριουμένης εκτάσεως και τα συγκριτικά στοιχεία που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, καθώς και με την περαιτέρω παραδοχή της προσβαλλομένης ότι από τα απαλλοτριούμενα ακίνητα άλλα εφάπτονται του οικισμού και έχουν θέα προς τον Πατραϊκό κόλπο, άλλα δεν εφάπτονται του οικισμού, αλλά έχουν καλή θέα, και άλλα έχουν θέα και στον Πατραϊκό κόλπο και στο Παναχαϊκό όρος, αλλά έχουν μεγάλη κλίση εδάφους, το Εφετείο κατέταξε τα ανωτέρω ακίνητα σε τέσσερις κατηγορίες και προσδιόρισε την αξία τους ως προς το έδαφος, κατά τον κρίσιμο χρόνο της συζητήσεως της υποθέσεως για τον καθορισμό της προσωρινής αποζημιώσεως ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου ως εξής : 1) για τα αναφερόμενα στον κτημ. Πίνακα με τους αριθμούς ΧΧΧ, ΧΧΧ, ΧΧΧ, ΧΧΧ, ΧΧΧ, ΧΧΧ, ΧΧΧ και ΧΧΧ στο ποσό των 8.000 δραχμών ή 23,48 ευρώ το τ.μ., 2) για τα αναφερόμενα στον ίδιο πίνακα με τους αριθμούς ΧΧΧ και ΧΧΧ στο ποσό των 9.000 δραχμών ή 26,41 ευρώ το τ.μ., 3) για τα με αριθμούς κτημ. πίνακα ΧΧΧ, ΧΧΧ και ΧΧΧ το ποσό των 7.000 δραχμών ή 20,54 ευρώ το τ.μ. και 4) για τα αναφερόμενα στον ίδιο πίνακα με τους αριθμούς ΧΧΧ, ΧΧΧ, ΧΧΧ, ΧΧΧ και ΧΧΧ στο ποσό των 10.000 δραχμών. ή 29,35 ευρώ το τ.μ.. Από τα απαλλοτριούμενα αυτά ακίνητα οι αναιρεσείοντες φέρονται ιδιοκτήτες ο πρώτος του με αριθ. κ.π. ΧΧΧ, η δεύτερος έως και πέμπτη του με αριθ. κ.π. ΧΧΧ ακινήτου και οι έβδομος και όγδοος του με αριθ. κ.π. ΧΧΧ ακινήτου, τα οποία κατατάχθηκαν στην πρώτη κατηγορία ακινήτων και προσδιορίστηκε η αξία τους σε 23,48 ευρώ το τ.μ. και η έκτη των με αριθ. κ.π. ΧΧΧ ακινήτου, που κατατάχθηκε στην τρίτη κατηγορία και η αξία του προσδιορίστηκε σε 20,54 ευρώ, το τ.μ. Ακολούθως, το Εφετείο έκανε εν μέρει δεκτές την αίτηση των αναιρεσιβλήτων και τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων και καθόρισε την οριστική τιμή μονάδας αποζημιώσεως των τελευταίων στα πιο πάνω ποσά. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δηλαδή την πραγματική αξία των απαλλοτριουμένων ακινήτων των αναιρεσειόντων. Ειδικότερα, δεν προσδιορίζει, όπως θα έπρεπε, α) με βάση ποια χαρακτηριστικά των απαλλοτριουμένων ακινήτων από αυτά που δέχθηκε σχετικά με τη θέση έναντι του οικισμού, τη θέα και την κλίση του εδάφους, κατέταξε τα ακίνητα σε κάθε κατηγορία, β) αν τα ακίνητα των αναιρεσειόντων εφάπτονται ή όχι και στην τελευταία περίπτωση σε ποια απόσταση κείνται από τον οικισμό ΧΧΧ, γ) αν αυτά έχουν ή όχι θέα προς τον Πατραϊκό κόλπο ή το Παναχαϊκό όρος ή και στα δύο, δ) όταν είναι επίπεδα ή έχουν κλίση, μικρή ή μεγάλη και ε) ως προς ποια προσόντα πλεονεκτούν τα ακίνητα της δεύτερης ή της τέταρτης κατηγορίας, για τα οποία καθορίστηκε η αξία τους σε μεγαλύτερο ποσό, έναντι των ακινήτων των αναιρεσειόντων, αλλά και τα ακίνητα της πρώτης κατηγορίας έναντι του καταταχθέντος στην τρίτη κατηγορία ακινήτου της έκτης αναιρεσειούσης, που η αξία του προσδιορίστηκε σε μικρότερο από εκείνα ποσό. Εξαιτίας των παραπάνω ασαφειών και ελλείψεων της αναιρεσιβαλλομένης δεν είναι εφικτός ο έλεγχος του Αρείου Πάγου για την ορθή ή μη εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων ουσιαστικού δικαίου σε σχέση με την αξία των απαλλοτριουμένων ακινήτων των αναιρεσειόντων και τον καθορισμό της πλήρους αποζημιώσεως αυτών. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Επειδή ως καταβλητέα αποζημίωση για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης και τη δυνατότητα κατάληψης νοείται η κατά την παρ. 2 του άρθρου 17 του Συντάγματος "πλήρης", η οποία πρέπει, συνεπώς, να περιλαμβάνει και την αξία των κατά το άρθρο 953 ΑΚ συστατικών του ακινήτου, τα οποία συναπαλλοτριώνονται αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 4 ν. 2882/2001 περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 16 παρ. 1 και 17 παρ. 3 του ίδιου νόμου η προσαγωγή στη δίκη καθορισμού της αποζημιώσεως, πλην άλλων στοιχείων, του κτηματολογικού πίνακα είναι στοιχείο της προδικασίας, άνευ δε αυτού η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 ν. 2882/2001 αναφέρεται στην καθόλου παράλειψη προσαγωγής κτηματολογικού πίνακα. Επομένως, αν προσκομίζεται κτηματολογικός πίνακας για το ακίνητο, υπάρχει η αναγκαία προδικασία έστω και αν στον πίνακα αυτό δεν περιέχονται συστατικά του απαλλοτριωθέντος ακινήτου. Ως προς τα συστατικά που δεν περιλαμβάνονται στον κτηματολογικό πίνακα το δικαστήριο έχει εξουσία να προσδιορίσει τιμή μονάδας αποζημίωσης, εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα. Έχει δε το δικαστήριο την ευχέρεια κατ'άρθρο 20 παρ. 6 και 7 του ιδίου νόμου, είτε να διατάξει τη συμπλήρωση του πίνακα είτε να προχωρήσει στον καθορισμό τιμής και για τα παραλειφθέντα συστατικά, βάσει των προσκομιζόμενων ή τασσόμενων και διεξαγόμενων αποδείξεων (λ.χ πραγματογνωμοσύνης). Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο πίνακας θα συμπληρωθεί, αν υπάρχει ανάγκη, εκ των υστέρων, προκειμένου να υπολογισθεί η συνολικώς καταβλητέα, για τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως, αποζημίωση (ΟλΑΠ 5/2002, ΑΠ 641/2004).
Συναφώς, κατά την παρ. 1 του άρθρου 16 του προαναφερθέντος ΚΑΑΑ, ο προσδιορισμός της αποζημιώσεως του απαλλοτριουμένου ακινήτου και η αναγνώριση των δικαιούχων κατά τα άρθρα 18 επ. και 26 επ. αντιστοίχως, γίνεται με βάση τα κατά το άρθρο 3 παρ. 1 κτηματολογικό διάγραμμα και κτηματολογικό πίνακα. Κατά την παρ. 2 εδαφ. α'του ίδιου άρθρου σε περίπτωση που ο εικαζόμενος ιδιοκτήτης ή κάθε ενδιαφερόμενος θεωρεί ότι το διάγραμμα και ο πίνακας είναι εσφαλμένα, μπορούν με αίτηση να ζητήσουν τη διόρθωση ή τη συμπλήρωσή τους, η οποία (αίτηση) εξετάζεται κατά τη διαγραφόμενη στις επόμενες παραγρ. 3, 4 και 6 του ίδιου άρθρου διαδικασία και κατά την παράγρ. 8 του ίδιου άνω άρθρου, κάθε αμφισβήτηση για την ακρίβεια ή την πληρότητα των στοιχείων του κτηματολογικού διαγράμματος και πίνακα λύεται κατά τη δίκη για την αναγνώριση των δικαιούχων, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, η οποία δύναται να ασκηθεί και προφορικώς καταχωριζόμενη στα πρακτικά. Εξάλλου, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 17 του ισχύοντος Συντάγματος, όπως ερμηνεύονται ενόψει των διατάξεων του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που, κατά τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη έχει κυρωθεί με νόμο, αντικείμενο της δίκης του καθορισμού της αποζημίωσης είναι η αποζημίωση στο σύνολό της δηλαδή η χορήγηση αποζημιώσεως σε σχέση με την αξία του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, ο προσδιορισμός της ωφέλειας του ιδιοκτήτη του, όπου η ύπαρξή της επηρεάζει τις αξιώσεις του από την απαλλοτρίωση, αλλά και κάθε άλλο θέμα συναφές με την απαλλοτρίωση και η δικαστική δαπάνη. Ο προβλεπόμενος στο άνω άρθρο 17 του Συντάγματος περιορισμός της αρμοδιότητας του Εφετείου σε μόνο τον προσδιορισμό της αποζημιώσεως είναι ανίσχυρος ως προσκρούων στη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (ΟλΑΠ 10-11/2004). Συναφής με την απαλλοτρίωση υπόθεση είναι και εκείνη, που αφορά την κατά την πιο πάνω παρ. 8 του άρθρου 16 του ΚΑΑΑ αμφισβήτηση της ακρίβειας και της πληρότητας του κτηματολογικού διαγράμματος και πίνακα κι'επομένως το Εφετείο κατά την ενώπιόν του δίκη για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημιώσεως του απαλλοτριουμένου, είναι αρμόδιο να εξετάσει και τη σχετική με την αμφισβήτηση αυτή αίτηση που υποβάλλει ενδιαφερόμενος διάδικος, δεδομένου ότι ο προβλεπόμενος στην εν λόγω διάταξη περιορισμός της επιλύσεως τέτοιας αμφισβητήσεως, μόνο κατά τη δίκη για την αναγνώριση των δικαιούχων της αποζημιώσεως, ως προσκρούων στη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΔΑ, είναι ανίσχυρος. Περαιτέρω "πράγματα"κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 8 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ, αποτελούν και οι βάσεις της αγωγής ή της αιτήσεως και πραγματικά περιστατικά, που τις θεμελιώνουν. Επομένως, η μη λήψη υπόψη αυτών από το δικαστήριο συνιστά πλημμέλεια, η οποία εμπίπτει στον προβλεπόμενο από την ανωτέρω διάταξη λόγο αναιρέσεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθμ. 9 του ίδιου άνω Κώδικα ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως αίτηση νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή αυτής, που δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα δίκης. Τέτοια αίτηση είναι ιδίως το αίτημα της αγωγής, της ανταγωγής, της αιτήσεως της κύριας παρεμβάσεως, της τριτανακοπής και κάθε ένδικου μέσου. Ο πιο πάνω λόγος στοιχειοθετείται εφόσον το αίτημα αυτό είναι παραδεκτό και νόμιμο. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτώς επισκοπούμενη από το δικαστήριο τούτο (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ) αίτηση του αναιρεσείοντος Χ1, όπως ορθώς εκτιμάται το περιεχόμενό της, ο διάδικος αυτός ισχυρίστηκε, μεταξύ των άλλων, ότι η ακριβής έκταση του με αριθμό κτηματολογικού πίνακα ΧΧΧ απαλλοτριωθέντος ακινήτου του είναι 7.994.246 τ.μ., εντός της οποίας υπάρχει αποθήκη 42 τ.μ., πλην όμως από παραδρομή έχει αναγραφεί εσφαλμένα στον ανωτέρω πίνακα, ότι η έκταση του ακινήτου αυτού είναι 7.517,15, ενώ δεν περιελήφθη στον ίδιο κτηματολογικό πίνακα, επίσης από παραδρομή, η εν λόγω αγροταποθήκη ζήτησε δε τη διόρθωση του κτηματολογικού πίνακα κατά το μέρος αυτό, δεδομένου ότι δεν είχε προηγηθεί η διοικητική διαδικασία διορθώσεώς του και να προσδιορισθεί οριστική τιμή μονάδας αποζημίωσης για όλο μεν το πράγματι απαλλοτριούμενο ακίνητό του, εμβαδού 7.994,246 τ.μ στο ποσό των 65 ευρώ ανά τ.μ. εδάφους, για δε την αποθήκη στο ποσό των 400 ευρώ ανά τ.μ. Τα αιτήματα αυτά παραδεκτώς υποβλήθηκαν ενώπιον του Εφετείου κατά τη δίκη του προσδιορισμού της οριστικής αποζημιώσεως του απαλλοτριωθέντος ακινήτου και είναι νόμιμα, ως στηριζόμενα στις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΑΑΑ. Το Εφετείο όμως όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του ούτε στο αιτιολογικό ούτε στο διατακτικό διέλαβε σκέψη και κρίση για τα ανωτέρω αιτήματα της αιτήσεως του αναιρεσείοντος. Έτσι, υπέπεσε στις από τους αριθ. 8 και 9 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. πλημμέλειες κατά τον βάσιμο τρίτο, κατά το πρώτο και δεύτερο μέρος του, λόγο της αναιρέσεως.
Επειδή κατ'ακολουθίαν των προεκτεθέντων παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και δη μόνο καθόσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των παρόντων διαδίκων, που αναφέρεται στον προσδιορισμό της οριστικής αποζημιώσεως των απαλλοτριωθέντων ακινήτων των αναιρεσειόντων ως προς την εδαφική έκταση αυτών, καθώς και στην αίτηση του αναιρεσείοντος Χ1 για διόρθωση του κτηματολογικού πίνακα ως προς την έκταση του ακινήτου του και την επ'αυτού αποθήκη και τον καθορισμό οριστικής αποζημίωσης για το όλο το φερόμενο ως απαλλοτριούμενο ακίνητό του και την επ'αυτού αποθήκη, καθώς και την διάταξη περί δικαστικής δαπάνης μεταξύ των διαδίκων να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το άνω μέρος, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ) και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ), δεδομένου ότι στην παρούσα δίκη δεν χωρεί μείωση ή περιορισμός αυτών κατ'άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί εν μέρει την 1158/2003 απόφαση του Εφετείου Πατρών και συγκεκριμένα κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της, που αφορά τις μεταξύ των αναιρεσειόντων και των αναιρεσιβλήτων σχέσεις.

Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.

Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει σε χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Νοεμβρίου 2007.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 9 Ιανουαρίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ Αριθμός 5/2002 - Προσδιορισμός τιμής μονάδας για συστατικά ακινήτου.

$
0
0

- Προσδιορισμός τιμής μονάδας για συστατικά ακινήτου.
- Ως καταβλητέα αποζημίωση για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης και τη δυνατότητα..
κατάληψης νοείται η κατά την ως άνω διάταξη της παρ. 2 «πλήρης», η οποία πρέπει συνεπώς να περιλαμβάνει και την αξία των κατά το άρθρο 953 ΑΚ συστατικών του ακινήτου, τα οποία συναπαλλοτριώνονται αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 3 ΝΔ 797/71 περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, η ισχύς του οποίου διατηρήθηκε από το Σύνταγμα του 1975 (άρθρ. 112 παρ. 1), έστω και αν αυτά δεν έχουν περιληφθεί ρητώς στην περί κηρύξεως της απαλλοτριώσεως απόφαση. Τέλος, κατά μεν το άρθρο 16 παρ. 2 ίδιου ν.δ/τος, η προσαγωγή στη δίκη καθορισμού της αποζημιώσεως, πλην άλλων στοιχείων, του κτηματολογικού πίνακα είναι στοιχείο της προδικασίας, άνευ δε αυτού η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, κατά δε τα άρθρα 18 παρ. 6 και 19 παρ. 9 β΄ ΝΔ 797/71, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως οποιοδήποτε στοιχείο συμβάλλει στην εκτίμηση της βασιμότητας της αιτήσεως και μπορεί να υποδεικνύει στους διαδίκους την προσαγωγή παντός χρήσιμου εγγράφου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 240 ΚΠολΔικ, που εφαρμόζονται αναλόγως. Η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 ν.δ. 797/71, αναφέρεται στην καθόλου παράλειψη προσαγωγής κτηματολογικού πίνακα. Επομένως, αν προσκομίζεται κτηματολογικός πίνακας για το ακίνητο, υπάρχει η αναγκαία προδικασία έστω και αν στον πίνακα αυτόν δεν περιέχονται συστατικά του απαλλοτριωθέντος ακινήτου. Ως προς τα συστατικά που δεν περιλαμβάνονται στον κτηματολογικό πίνακα το δικαστήριο έχει εξουσία να προσδιορίζει τιμή μονάδας αποζημίωσης εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα. ΄Εχει δε το δικαστήριο την ευχέρεια, είτε να διατάξει τη συμπλήρωση του πίνακα είτε να προχωρήσει στον καθορισμό τιμής και για τα παραλειφθέντα συστατικά, βάσει των προσκομιζόμενων ή τασσόμενων και διεξαγόμενων αποδείξεων (λ.χ. πραγματογνωμοσύνης). Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο πίνακας θα συμπληρωθεί, αν υπάρχει ανάγκη, εκ των υστέρων, προκειμένου να υπολογισθεί η συνολικώς καταβλητέα, για τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως, αποζημίωση. Διάφορο είναι το μη ένδικο ζήτημα αν, σε περίπτωση που δεν κατέστη δυνατός ο καθορισμός αποζημιώσεως για τα συστατικά, επειδή αυτά δεν περιλαμβάνονται στον πίνακα, μπορεί ο ιδιοκτήτης του απαλλοτριωθέντος ακινήτου να ζητήσει αποζημίωση βάσει του άρθρου 105 ΕισνΑΚ.

Διατάξεις:
ΑΚ: 953,
ΝΔ: 797/1971 άρθ. 3, 16, 17, 18, 19,  

Αριθμός 5/2002

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Β΄ Σύνθεσης: Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο, Πέτρο Κακκαλή, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Γρηγόριο Φιλιππάτο, Παναγιώτη Φιλιππόπουλο, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Γεώργιο Χριστόφιλο, Ν. Γ., Κ. Β. - Εισηγητή, Κ. Βαλμαντώνη, Δημήτριο Παπαμήτσο, Γεράσιμο Σιμόπουλο, Αθανάσιο Κρητικό, Ρωμύλο Κεδίκογλου, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Χρήστο Μπαλντά, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Ανάργυρο Πλατή, Ευριπίδη Αντωνίου και Χρήστο Μπαβέα, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 22 Νοεμβρίου 2001, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Διονυσίου Κατσιρέα και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ:

Των καλούντων - αναιρεσιβλήτων: 1. ΧΧΧ, κατοίκου Κερατσινίου Αττικής και 2. ΧΧΧ, κατοίκου Κυκλάδων, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μ. Μαγγίβας.

Των καθών η κλήση - αναιρεσειόντων: 1. Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών και ειδικά στην περίπτωση αυτή και από τον Νομάρχη Κυκλάδων και ήδη τον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου και 2. Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων (Τ.Α.Π.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, τα οποία εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους Θ. Θεοφανόπουλος και Α.Κλαδιάς, Νομικό Σύμβουλο και Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, αντίστοιχα.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-9-1995 αίτηση των ήδη καθών η κλήση-αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Εφετείο Αιγαίου και συνεκδικάσθηκε με την δια των προτάσεων ασκηθείσα ανταίτηση (αντιπροσφυγή) των ήδη καλούντων-αναιρεσίβλητων. Εκδόθηκε η 96/1996 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζήτησαν τα αναιρεσείοντα με την από 7-1-1997 αίτησή τους.
Στη συνέχεια εκδόθηκε η 1587/1999 απόφαση του Γ΄ Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε το μοναδικό λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 5-6-2001 κλήση των αναιρεσίβλητων η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοί τους ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται στις προτάσεις τους και ζήτησαν οι μεν των αναιρεσειόντων την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, ο δε των αναιρεσίβλητων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
Ο Εισαγγελέας πρότεινε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη των αναιρεσειόντων στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσίβλητων.
Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγούμενα είχαν αναπτύξει.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με κλήση των αναιρεσιβλήτων εισάγεται στην Ολομέλεια ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔικ, που παραπέμφθηκε με την απόφαση 1587/1999 του Γ΄ Τμήματος λόγω διαφοράς μιας ψήφου. Ειδικότερα παραπέμφθηκε το ζήτημα αν επί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ακινήτου είναι παραδεκτός ή όχι, στη δίκη του προσδιορισμού τιμής μονάδας αποζημιώσεως, ο καθορισμός τιμής και για τα συστατικά παρά το ότι αυτά δεν αναφέρονται στο κτηματολογικό διάγραμμα και τον κτηματολογικό πίνακα.
Επειδή, κατά το άρθρο 17 παρ. 2 του Συντάγματος "Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζητήσεως στο δικαστήριο…". Κατά δε την παρ. 4 του ίδιου άρθρου "Η αποζημίωση ορίζεται από τα αρμόδια δικαστήρια… Πριν καταβληθεί η οριστική ή προσωρινή αποζημίωση διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη". Ως καταβλητέα αποζημίωση για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης και τη δυνατότητα κατάληψης νοείται η κατά την ως άνω διάταξη της παρ. 2 "πλήρης", η οποία πρέπει συνεπώς να περιλαμβάνει και την αξία των κατά το άρθρο 953 ΑΚ συστατικών του ακινήτου, τα οποία συναπαλλοτριώνονται αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 3 ν.δ. 797/71 περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, η ισχύς του οποίου διατηρήθηκε από το Σύνταγμα του 1975 (άρθρ. 112 παρ. 1), έστω και αν αυτά δεν έχουν περιληφθεί ρητώς στην περί κηρύξεως της απαλλοτριώσεως απόφαση. Τέλος, κατά μεν το άρθρο 16 παρ. 2 ίδιου ν.δ/τος, η προσαγωγή στη δίκη καθορισμού της αποζημιώσεως, πλην άλλων στοιχείων, του κτηματολογικού πίνακα είναι στοιχείο της προδικασίας, άνευ δε αυτού η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, κατά δε τα άρθρα 18 παρ. 6 και 19 παρ. 9 β΄ ν.δ. 797/71, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως οποιοδήποτε στοιχείο συμβάλλει στην εκτίμηση της βασιμότητας της αιτήσεως και μπορεί να υποδεικνύει στους διαδίκους την προσαγωγή παντός χρήσιμου εγγράφου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 240 ΚΠολΔικ, που εφαρμόζονται αναλόγως. Η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 ν.δ. 797/71, αναφέρεται στην καθόλου παράλειψη προσαγωγής κτηματολογικού πίνακα. Επομένως, αν προσκομίζεται κτηματολογικός πίνακας για το ακίνητο, υπάρχει η αναγκαία προδικασία έστω και αν στον πίνακα αυτόν δεν περιέχονται συστατικά του απαλλοτριωθέντος ακινήτου. Ως προς τα συστατικά που δεν περιλαμβάνονται στον κτηματολογικό πίνακα το δικαστήριο έχει εξουσία να προσδιορίζει τιμή μονάδας αποζημίωσης εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα. Έχει δε το δικαστήριο την ευχέρεια, είτε να διατάξει τη συμπλήρωση του πίνακα είτε να προχωρήσει στον καθορισμό τιμής και για τα παραλειφθέντα συστατικά, βάσει των προσκομιζόμενων ή τασσόμενων και διεξαγόμενων αποδείξεων (λ.χ. πραγματογνωμοσύνης). Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο πίνακας θα συμπληρωθεί, αν υπάρχει ανάγκη, εκ των υστέρων, προκειμένου να υπολογισθεί η συνολικώς καταβλητέα, για τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως, αποζημίωση. Διάφορο είναι το μη ένδικο ζήτημα αν, σε περίπτωση που δεν κατέστη δυνατός ο καθορισμός αποζημιώσεως για τα συστατικά, επειδή αυτά δεν περιλαμβάνονται στον πίνακα, μπορεί ο ιδιοκτήτης του απαλλοτριωθέντος ακινήτου να ζητήσει αποζημίωση βάσει του άρθρου 105 Εισ.ν.Α.Κ. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον από την προσβαλλόμενη απόφασή του προκύπτει ότι το Εφετείο Αιγαίου έκρινε παραδεκτή την προσφυγή-ανταίτηση των αναιρεσιβλήτων, καθόρισε δε οριστική τιμή μονάδας αποζημιώσεως και για τη λίθινη περίφραξη, ως συστατικό του οικοπέδου που απαλλοτριώθηκε, μολονότι η περίφραξη δεν περιλαμβανόταν στον κτηματολογικό πίνακα, δεν παρέλειψε παρά το νόμο (άρθρο 16 παρ. 2 ν.δ. 797/71) να κηρύξει απαράδεκτο και δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 14 Κ.Πολ.Δικ. Επομένως είναι αβάσιμος ο περί του αντιθέτου μοναδικός λόγος αναιρέσεως που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια και η όλη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Μειοψηφούν δύο μέλη του δικαστηρίου, οι Αρεοπαγίτες Γεώργιος Χριστόφιλος και Χρήστος Μπαλντάς, κατά τη γνώμη των οποίων έπρεπε, για το παραδεκτό της αιτήσεως, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, να υποβληθεί ως αναγκαίο στοιχείο προδικασίας για τον προσδιορισμό αποζημιώσεως, και για τη λίθινη περίφραξη του
απαλλοτριωθέντος ακινήτου, κτηματολογικός πίνακας και ως προς το συστατικό αυτό, ώστε το εφετείο, που έκρινε αντιθέτως, υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔικ και η αίτηση αναιρέσεως έπρεπε να γίνει δεκτή.
Επειδή, τα αναιρεσείοντα (Ελ. Δημόσιο και Ν.Π.Δ.Δ.), που ηττώνται, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη μειωμένη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 1 ν. 3693/1957, 5 παρ. 12 του ν. 1738/1987 και 2 της 134.423/1992 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 7.1.1997 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου και του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, για αναίρεση της αποφάσεως 96/1996 του Εφετείου Αιγαίου.
Καταδικάζει τα αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, εκ τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2002 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Ιανουαρίου 2002.

ΑΠ Αριθμός 975/2007 - Αυτούσια διανομή ακινήτου.

$
0
0
- Αυτούσια διανομή ακινήτου. Διδάγματα κοινής πείρας.
- Από το συνδυασμό των διατάξεων των..
άρθρων 795, 798, 799, 800 και 1113 ΑΚ και 480 παρ. 1, 480Α παρ. 1 και 2 και 481 αρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, για να διατάξει την αυτούσια διανομή ακάλυπτου και οικοδομήσιμου οικοπέδου, πρέπει να είναι δυνατή η διαίρεσή του σε μέρη ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών, δίχως να μειώνεται η αξία του ή να κρίνεται εφικτή (ύστερα από αίτηση κοινωνού), χωρίς να αντιβαίνει στο συμφέρον των λοιπών συγκυρίων, η σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου στα οποία θα είναι δυνατή η ανέγερση χωριστών οικοδομημάτων σύμφωνα με τις πολεοδομικές διατάξεις.
- Ρητά στο άρθρο 481 παρ. 1 ΚΠολΔ ορίζεται ότι το δικαστήριο, προκειμένου να αποφασίσει τον τρόπο με τον οποία θα γίνει η διανομή, δεν είναι υποχρεωμένο να διατάξει αποδείξεις περί του ότι η αυτούσια διανομή είναι ή δεν είναι προδήλως δυνατή και συμφέρουσα, η σχετική δε κρίση του, ως αναγόμενη σε πραγματικά περιστατικά, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη κατ'άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, εκτός αν συντρέχει περίπτωση παραβάσεως των διδαγμάτων της κοινής πείρας ή έλλειψη νομίμου βάσεως κατά το άρθρο 559 αριθμός 1 και 19 ΚΠολΔ.
- Κατά το άρθρο 559 αριθμ. 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποίησε ή παρέλειψε να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας για την ανεύρεση, με βάση αυτά, της αληθινής έννοιας κανόνα δικαίου ή για την υπαγωγή στον κανόνα αυτό των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς. Εξάλλου, ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται οι ορισμοί και οι αφηρημένες υποθετικές κρίσεις που αντλούνται από την παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας με τη βοήθεια των φυσικών επιστημών και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών.

Διατάξεις:
ΑΚ: 795, 798, 799, 800, 1113,
ΚΠολΔ: 480, 480Α, 481, 559 αριθ. 1,  

Αριθμός 975/2007

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ'Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές:Βασίλειο Νικόπουλο, Αντιπρόεδρο, Γεώργιο Καπερώνη, Σταύρο Γαβαλά, Ιωάννη Ιωαννίδη και Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Μαρτίου 2007, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας:Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Θ. ΚΑΙ Κ. Κ. ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑΙ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΑΙ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ"που εδρεύει στον Λιμένα Χερσονήσου και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Σαββόπουλο.

Της αναιρεσίβλητης: ΧΧΧ, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Έλλη Ανδριανάκη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-11-2001 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσα που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 356/2003 του ίδιου Δικαστηρίου και 236/2005 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητά η αναιρεσείουσα με την από 22-6-2006 αίτησή της και των από 10-1-2007 προσθέτων λόγων.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Λεωνίδας Ζερβομπεάκος ανέγνωσε την από 26-2-2007 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 22-6-2006 αιτήσεως αναιρέσεως της 236/2005 απόφασης του Εφετείου Κρήτης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 795, 798, 799, 800 και 1113 ΑΚ και 480 παρ.1, 480 Α παρ. 1 και 2 και 481 αρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, για να διατάξει την αυτούσια διανομή ακάλυπτου και οικοδομήσιμου οικοπέδου, πρέπει να είναι δυνατή η διαίρεσή του σε μέρη ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών, δίχως να μειώνεται η αξία του ή να κρίνεται εφικτή (ύστερα από αίτηση κοινωνού), χωρίς να αντιβαίνει στο συμφέρον των λοιπών συγκυρίων, η σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου στα οποία θα είναι δυνατή η ανέγερση χωριστών οικοδομημάτων σύμφωνα με τις πολεοδομικές διατάξεις. Εξάλλου, ρητά στο άρθρο 481 παρ. 1 ΚΠολΔ ορίζεται ότι το δικαστήριο, προκειμένου να αποφασίσει τον τρόπο με τον οποία θα γίνει η διανομή, δεν είναι υποχρεωμένο να διατάξει αποδείξεις περί του ότι η αυτούσια διανομή είναι ή δεν είναι προδήλως δυνατή και συμφέρουσα, η σχετική δε κρίση του, ως αναγόμενη σε πραγματικά περιστατικά, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη κατ'άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, εκτός αν συντρέχει περίπτωση παραβάσεως των διδαγμάτων της κοινής πείρας ή έλλειψη νομίμου βάσεως κατά το άρθρο 559 αριθμός 1 και 19 ΚΠολΔ.
Εν προκειμένω, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως από αυτήν προκύπτει, δέχτηκε τα εξής: "Το επίδικο ακίνητο είναι οικόπεδο εμβαδού 191, 39 τ.μ., βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου ΧΧΧ εντός του σχεδίου πόλεως στη θέση "ΧΧΧ"και συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησία ..., νότια με το ρυμοτομούμενο μέρος του επιδίκου, βόρεια με ιδιοκτησία ΧΧΧ και δυτικά με την οδό ΧΧΧ Επί του ακινήτου αυτού η ενάγουσα τυγχάνει συγκύρια κατά ποσοστό 4/6 εξ αδιαιρέτου και η εναγομένη κατά ποσοστό 2/6 εξ αδιαιρέτου. Με βάση τους ισχύοντες στην περιοχή όρους δομήσεως η αυτούσια διανομή του επιδίκου σε δύο ανεξάρτητα και αυτοτελή τμήματα ανάλογα με τις μερίδες των διαδίκων είναι αδύνατη, αφού οδηγεί στη δημιουργία μη άρτιων και οικοδομήσιμων οικοπέδων, ενώ είναι εφικτή και δεν αντιβαίνει στο συμφέρον των διαδίκων η αυτούσια διανομή του επίδικου ακινήτου με σύσταση χωριστής (κάθετης) ιδιοκτησίας, κατά τις διατάξεις του Ν.Δ. 1024/1971, σε δύο διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου, ανάλογα με τα ποσοστά συγκυριότητας εκάστου, στα οποία είναι δυνατή η ανέγερση χωριστών οικοδομημάτων σύμφωνα με τις πολεοδομικές διατάξεις (άρθρο 480 Α παρ. 2 ΚΠολΔ). Η μόνη λύση που αντισταθμίζει τα εκατέρωθεν συμφέροντα των κοινωνών είναι να επιδικασθεί στην ενάγουσα, σύμφωνα με τα άρθρα 480 Α και 486 παρ. 2 του ΚΠολΔ το αναφερόμενο στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης τμήμα Α της λύσης 2 του Σχ.5, συνολικού εμβαδού 127, 59 τ.μ, που αποτυπώνεται με τα στοιχεία … στο τοπογραφικό διάγραμμα (Σχ. 5) του πραγματογνώμονα Τοπογράφου μηχανικού ΧΧΧ, που συνοδεύει την έκθεση Πραγματογνωμοσύνης και στην εναγομένη το τμήμα Β της λύσης 2 του Σχ. 5, συνολικού εμβαδού 63, 80 τ.μ. που αποτυπώνεται με τα στοιχεία ...... στο αυτό ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα. Το ποσοστό συγκυριότητας επί του ενιαίου οικοπέδου θα είναι ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου για την ενάγουσα και 1/3 εξ αδιαιρέτου για την εναγομένη. Το δομήσιμο τμήμα του Α τμήματος θα είναι 72, 19 τ.μ ενώ το δομήσιμο τμήμα του Β τμήματος θα είναι 36, 09 τ.μ. Ο συντελεστής δόμησης στην περιοχή είναι 2, 10 ενώ το ποσοστό κάλυψης 70% υποχρεωτικά δε η εξάντληση του συντελεστή δόμησης θα γίνει σε τέσσερις ορόφους. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι σύμφωνα με την παραπάνω λύση το ακίνητο Α που θα λάβει η ενάγουσα, εμβαδού 127, 59 τ.μ έχει αξία 73.364, 25 ευρώ με τιμή αγοραίας αξίας 500 ευρώ ανά τ.μ. (127, 59 Χ 500Χ 1, 15 ως γωνιαίο), ενώ το ακίνητο Β που θα λάβει η εναγομένη, εμβαδού 63, 80 τ.μ έχει αξία 31.900 ευρώ (63, 80 Χ 500). Η συνολική λοιπό αξία του ενιαίου ακινήτου είναι 105.264, 25 ευρώ (73.364, 25 + 31.900). Η αξία συνεπώς του τμήματος Α (βάσει του αναλογούντος ποσοστού συγκυριότητας) θα έπρεπε να είναι 35.088, 08 ευρώ (105.264, 25: 3), άρα προκύπτει ότι στο ακίνητο Β (εναγομένης), οφείλονται από το ακίνητο Α (ενάγουσας), 3.188, 08 ευρώ (35.088, 08 - 31.900). Για το λόγο αυτό πρέπει σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 481 του ΚΠολΔ, να υποχρεωθεί η ενάγουσα να πληρώσει στην εναγομένη την παραπάνω διαφορά των 3.188, 08 ευρώ και με την καταβολή αυτή εξισώνονται, με βάση το αναλογούν ποσοστό συγκυριότητας, τα δύο τμήματα. Όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω προκύπτουν με σαφήνεια από την προαναφερθείσα έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα που διόρισε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Ειδικότερα, καθόσον αφορά το εφικτό της αυτούσιας διανομής με σύσταση χωριστής (κάθετης) ιδιοκτησίας, ο παραπάνω πραγματογνώμονας αποφαίνεται ότι είναι εφικτή κατά τον προαναφερθέντα τρόπο, κρίνει όμως περαιτέρω ότι δεν είναι σκόπιμη, λόγω της ανάγκης αποζημίωσης, κατά τα άνω, του ενός συνιδιοκτήτη από τον άλλο και της ανάγκης κατασκευής χωριστού κλιμακοστασίου- ασανσέρ ελάχιστου εμβαδού 14, 90 τ.μ από κάθε συνιδιοκτήτη, γεγονός που περιορίζει τα οφέλη από τη μελλοντική δόμηση του ακινήτου. Όμως το γεγονός της ανάγκης αποζημίωσης ενός συνιδιοκτήτη από τον άλλο δεν αποτελεί λόγο αποκλεισμού της αυτούσιας κατά τα άνω διανομής με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας, αφού κάτι τέτοιο προβλέπεται από το νόμο κατά τα προεκτεθέντα, άλλωστε το ποσό αυτό της αποζημίωσης είναι αρκετά μικρό σε σχέση με την αξία του όλου ακινήτου. Καθόσον αφορά την ανάγκη δημιουργίας χωριστού κλιμακοστασίου πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό θίγει κυρίως την ιδιοκτησία που θα λάβει η εναγομένη, λόγω του μικρού εμβαδού αυτής, όμως παρά το γεγονός αυτό η εναγομένη τόσο με την έφεση όσο και με τις προτάσεις της, τόσο ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου όσο και ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου εμμένει στην αυτούσια διανομή με σύσταση χωριστής κάθετης ιδιοκτησίας, συμφωνώντας τόσο με την κατά τα άνω λύση που πρότεινε ο πραγματογνώμονας και δέχθηκε και το παρόν Δικαστήριο ως συμφέρουσα όσο και με την άλλη λύση (1), με γωνιαίο το δικό της τμήμα (εναγομένης) και συνεχόμενο αυτό της ενάγουσας, που πρότεινε ο ίδιος πραγματογνώμονας. Την αυτούσια διανομή του ως άνω ακινήτου, με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας, θεωρεί και ο Πολιτικός Μηχανικός ΧΧΧ τον οποίο διόρισε η εναγομένη, ως συμφερότερη λύση για αμφότερους του διαδίκους, από τον πλειστηριασμό του επικοίνου ακινήτου, τόσο στην από 30-11-2004 έκθεσή του, όσο και κατά την κατάθεσή του, ως μάρτυρα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Αντίθετα ο μάρτυρας της ενάγουσας που εξετάσθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, θεωρεί ως συμφερότερη λύση τον πλειστηριασμό, κυρίως λόγω του απαιτούμενου εμβαδού για κάθε κλιμακοστάσιο το οποίο όμως αναβιβάζει σε 18 τ.μ ενώ κατά τον πραγματογνώμονα αυτό είναι 14, 90 τ.μ. Πέραν των ανωτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι το επίκοινο ακίνητο βρίσκεται σε τουριστική προνομιούχο περιοχή με καταστήματα, γραφεία και ξενοδοχεία και είναι σημαντικότατης αξίας, και δεν υπάρχουν οικόπεδα ή τα υπάρχοντα είναι ελάχιστα προς πώληση στην περιοχή αυτή, συνεπώς είναι προς το συμφέρον των διαδίκων η κατά τα άνω αυτούσια διανομή του επικοίνου ώστε οι συγκύριοι αυτού να μη στερηθούν την ιδιοκτησία τους, την οποία μπορούν να εκμεταλλευτούν με την ανέγερση καταστημάτων στο ισόγειο και γραφείων ή μικρών διαμερισμάτων (για την εναγομένη διαμερισμάτων τύπου Studios) στους ορόφους". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχτηκε την αγωγή διανομής της αναιρεσείουσας και διέταξε, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος της αναιρεσίβλητης εναγομένης, την αυτούσια διανομή του επίδικου ακινήτου δια της επ'αυτού συστάσεως κάθετης ιδιοκτησίας. Κρίνοντας έτσι δεν παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία τις άνω ουσιαστικού περιεχομένου διατάξεις ούτε στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και σχετίζεται με την εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Και αυτό διότι, πράγματι, με τα πιο πάνω και με πλήρη αιτιολογία, γενόμενα δεκτά, η κατόπιν αιτήματος της εναγομένης διαταχθείσα αυτούσια, με σύσταση χωριστής (κάθετης) ιδιοκτησίας σε δύο διακεκριμένα μέρη του επίδικου οικοπέδου, διανομή τούτου είναι εφικτή και δεν αντιβαίνει στο συμφέρον της μόνης συγκύριας με την εναγομένη ενάγουσας, τούτου, δηλαδή του συμφέροντος της ενάγουσας, ουδόλως αναιρουμένου από την αναγκαιότητα, για την κατά τον προορισμό τους λειτουργική αυτοτέλεια των μελλουσών να ανεγερθούν χωριστών ιδιοκτησιών, της κατασκευής χωριστού κλιμακοστασίου- ανελκυστήρα για κάθε ιδιοκτησία, γι'αυτό και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, οι περί του εναντίον από τους αριθμ. 19 και 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος και δεύτερος κύριοι λόγοι αναίρεσης. Περαιτέρω, ο τρίτος από τους κυρίους λόγος αναίρεσης από τον αριθμ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της παράβασης του άρθρου 66 της με αριθμό 530992/28-9-1987 (ΦΕΚ 557 Β) απόφασης του Γενικού Γραμματέα του ΕΟΤ, διότι, ενώ σύμφωνα με την ως άνω απόφαση για να λειτουργήσει νόμιμα ξενοδοχείο επιπλωμένων διαμερισμάτων τύπου Studios απαιτείται τα δωμάτια να έχουν ελάχιστο συνολικό εμβαδό 33 τ.μ., η προσβαλλόμενη απόφαση διέταξε την ως άνω αυτούσια διανομή του επίδικου με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας επί των προαναφερθέντων μερών τούτου και ότι το εμβαδόν εκάστου ορόφου της χωριστής ιδιοκτησίας της αναιρεσίβλητης ανέρχεται σε 18, 09 τ.μ με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η νόμιμη λειτουργία ξενοδοχείου τύπου επιπλωμένων διαμερισμάτων στην χωριστή ιδιοκτησία της τελευταίας, είναι απορριπτέος, προεχόντως λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, διότι την ως άνω πλημμέλεια μπορεί στην προκειμένη περίπτωση (όπου η αυτούσια διανομή διατάχθηκε αφού τη ζήτησε η αναιρεσίβλητη και δεν αντιβαίνει στο συμφέρον της αναιρεσείουσας) να προβάλλει μόνο η αναιρεσίβλητη και όχι η αναιρεσείουσα.
ΙΙ. Επειδή κατά το άρθρο 559 αριθμ. 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποίησε ή παρέλειψε να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας για την ανεύρεση, με βάση αυτά, της αληθινής έννοιας κανόνα δικαίου ή για την υπαγωγή στον κανόνα αυτό των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς. Εξάλλου, ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται οι ορισμοί και οι αφηρημένες υποθετικές κρίσεις που αντλούνται από την παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας με τη βοήθεια των φυσικών επιστημών και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών.
Εν προκειμένω, ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα με τον μοναδικό πρόσθετο λόγο αναίρεσης από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1β΄ ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο παραβίασε με την προσβαλλόμενη απόφασή του τα διδάγματα της κοινής πείρας για την ερμηνεία των άρθρων 480 Α παρ. 2 και 484 παρ. 1 ΚΠολΔ και για την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις διατάξεις των εν λόγω άρθρων, με τα οποία διατάσσεται από το δικαστήριο η πώληση με πλειστηριασμό του κοινού οικοπέδου αν η αυτούσια διανομή του με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου είναι ανέφικτη ή ασύμφορη. Και τούτο διότι "η κοινή πείρα καταδεικνύει ότι η διαταχθείσα σύσταση καθέτου συνιδιοκτησίας είναι παντελώς ασύμφορη και για τους δύο διαδίκους διότι: α) λόγω της δημιουργίας δύο οικοδομών η σύσταση καθέτου ιδιοκτησίας θα συνεπάγεται την ανάγκη δημιουργίας επιπλέον ανελκυστήρα, κλιμακοστασίου και πλατύσκαλου εμβαδού 59, 60 τ.μ, τα οποία θα στερηθεί το ακίνητο, με απλό δε υπολογισμό και με βάση ότι η αξία του οικοπέδου είναι 500 ευρώ ανά τ.μ., προκύπτει συνολική απώλεια του ακινήτου (500 Χ 59, 60) 29.800 ευρώ, από τα οποία μου αναλογεί ποσοστό ζημίας (29.800 Χ 2/3) 19.866 ευρώ., β) η διανομή με σύσταση καθέτου συνιδιοκτησίας δημιουργεί ανάγκη αποζημίωσης του ενός συγκυρίου από τον άλλο, γ) με τη σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας δεν θα είναι δυνατή η αξιοποίηση του ως επιπλωμένα διαμερίσματα, όπως αναλυτικά εκθέτω στον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου, δ) το ακίνητο που βρίσκεται στη συμβολή των δύο οδών (το δυτικό) θα έχει μεγαλύτερη αξία από το άλλα (το ανατολικό), οπότε είναι ασύμφορη και αδύνατη και εκ του λόγου τούτου η διανομή αυτή χωρίς βλάβη του κοινωνού, ο οποίος θα λάβει την ανατολική ιδιοκτησία, ε) η κατάτμηση θα έχει ως αποτέλεσμα να οικοδομηθούν δύο μικρά κουτιά με προφανή αισθητική υποβάθμιση της ιδιοκτησίας και θα αποκλειστεί και η δυνατότητα συνένωσης με γειτονικό ακίνητο". Ο ως άνω λόγος αναιρέσεως, κατά μεν τα εκτιθέμενα υπό στοιχεία α΄, β΄, γ΄ και ε΄, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι σχετικά με την προϋπόθεση της μη αντίθεσης της, διαταχθείσας με αίτημα της συγκύριας αναιρεσίβλητης, αυτούσιας διανομής του ακάλυπτου κοινού οικοπέδου με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη αυτού προς το συμφέρον της συγκυρίας ενάγουσας, δεν υφίσταται δίδαγμα της κοινής πείρας με το ανωτέρω περιεχόμενο, κατά δε τα εκτιθέμενα υπό στοιχ. δ΄ πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, διότι, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, η ενάγουσα θα λάβει με την διαταχθείσα αυτούσια διανομή του επίδικου κοινού οικοπέδου το ευρισκόμενη στη συμβολή των οδών διακεκριμένο μέρος αυτού.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 22-6-2006 αίτηση και τον από 10-1-2007 πρόσθετο λόγο αναίρεσης της 236/2005 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε εξακόσια πενήντα (650) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Απριλίου 2007.

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στις 3 Μαΐου 2007.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΣτΕ Αριθμός 851/2005 - Φορολογία επιχειρήσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης.

$
0
0
Φορολογία επιχειρήσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης. Ως μισθώματα επί του ύψους των οποίων υπολογίζεται το εκπεστέο ποσοστό έως 2% για..
την κάλυψη επισφαλών απαιτήσεων των επιχειρήσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης λαμβάνονται τα μη εισπραχθέντα στις 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους δεδουλευμένα μισθώματα (ληξιπρόθεσμα ή όχι) από όλες τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης και όχι το σύνολο των μισθωμάτων που προκύπτουν από τις συμβάσεις αυτές, διότι, στην τελευταία περίπτωση, κατά τη διαδοχή των χρήσεων τα ίδια ποσά θα εκπίπτονται περισσότερες από μία φορές, ανάλογα με τη διάρκεια της οικείας συμβάσεως.

Διατάξεις:
Νόμοι: 1665/1986 άρθ. 6

Αριθμός 851/2005

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β΄


Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2003, με την εξής σύνθεση: Φ. Στεργιόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β'Τμήματος, Δ. Κωστόπουλος, Ε. Γαλανού, Ν. Σκλίας, Α. Συγγούνα, Σύμβουλοι, Ι. Γράβαρης, Ι. Σύμπλης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Μπερδεμπέ, Γραμματέας του Β΄ Τμήματος.

Για να δικάσει την από 17 Νοεμβρίου 2000 αίτηση:

του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Αθηνών, ο οποίος παρέστη με τον Α. Τ., Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΛΗΖΙΝΓΚ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΩΝ ΜΙΣΘΩΣΕΩΝ», που εδρεύει στην Αθήνα (ΧΧΧ), η οποία παρέστη με τους δικηγόρους: 1) Γεωργ. Τσαρούχα (Α.Μ. 718), και 2) Θεοδ. Κοζύρη (Α.Μ. 1873), που τους διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1109/2000 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Δ. Κωστόπουλου. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τους πληρεξουσίους της αναιρεσίβλητης εταιρείας, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή με την κρινόμενη αίτηση, για την οποία δεν απαιτείται κατά νόμον η καταβολή τελών και παραβόλου, ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της υπ’ αριθ. 1109/2000 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία αφορά φορολογία εισοδήματος οικονομικού έτους 1994.
2. Επειδή, στην παρ. 8 του άρθρ. 6 του ν. 1665/1986 «Συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης» (Α΄194) ορίζονται τα εξής: «Για τον υπολογισμό των καθαρών κερδών των εταιρειών αυτού του νόμου επιτρέπεται να ενεργείται για την κάλυψη επισφαλών απαιτήσεών τους έκπτωση έως 2% του ύψους των μισθωμάτων (ληξιπροθέσμων ή όχι) από όλες τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης τα οποία δεν είχαν εισπραχθεί στις 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Η έκπτωση αυτή φέρεται σε ειδικό αποθεματικό πρόβλεψης». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ως μισθώματα επί του ύψους των οποίων υπολογίζεται το εκπεστέο ποσοστό έως 2% για την κάλυψη επισφαλών απαιτήσεων των επιχειρήσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης λαμβάνονται τα μη εισπραχθέντα στις 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους δεδουλευμένα μισθώματα (ληξιπρόθεσμα ή όχι) από όλες τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης και όχι το σύνολο των μισθωμάτων που προκύπτουν από τις συμβάσεις αυτές, διότι, στην τελευταία περίπτωση, κατά τη διαδοχή των χρήσεων τα ίδια ποσά θα εκπίπτονται περισσότερες από μία φορές, ανάλογα με τη διάρκεια της οικείας συμβάσεως. Κατά τη γνώμη όμως του Προέδρου του Τμήματος Φ. Σ. και της συμβούλου Ε. Γαλανού, με την οποία συντάχθηκε ο πάρεδρος Ι. Σύμπλης, εφόσον η παρατεθείσα διάταξη δεν διακρίνει, ως βάση υπολογισμού της εκπτώσεως πρέπει να λαμβάνεται το σύνολο των μισθωμάτων, τα οποία δεν έχουν εισπραχθεί στις 31 Δεκεμβρίου.
3. Επειδή στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών της αναιρεσίβλητης εταιρείας η φορολογική αρχή αναμόρφωσε τα κέρδη που προέκυπταν από τα βιβλία της με την προσθήκη λογιστικών διαφορών, μεταξύ των οποίων και κονδύλιο 85.031.004 δρχ. που αφορά προβλέψεις για την κάλυψη επισφαλών απαιτήσεων βάσει της ανωτέρω διατάξεως. Ειδικότερα, το ποσό αυτό, που αποτελεί τη διαφορά μεταξύ της έκπτωσης που διενήργησε η αναιρεσίβλητη εκ δρχ. 100.000.000 και εκείνης την οποία, κατά την άποψη της φορολογικής αρχής, δικαιούταν να διενεργήσει εκ δρχ. 14.968.006, δεν αναγνωρίσθηκε προς έκπτωση από τη φορολογική αρχή με την αιτιολογία ότι στη βάση υπολογισμού της ένδικης εκπτώσεως πρέπει να περιλαμβάνεται το σύνολο των οφειλομένων για κάθε χρήση μισθωμάτων, δηλαδή τα υπόλοιπα της 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους α) του λογαριασμού «πελάται», όπου περιλαμβάνεται το ποσό των μισθωμάτων που έχει τιμολογηθεί και δεν έχει εισπραχθεί και β) του λογαριασμού «έσοδα χρήσεως εισπρακτέα», όπου περιλαμβάνεται το δεδουλευμένο τμήμα των μισθωμάτων που δεν είναι απαιτητά στη χρήση αυτή, ενώ η αναιρεσίβλητη εξέπεσε από τα ακαθάριστα έσοδά της το ποσό που προέκυπτε από την εφαρμογή του ποσοστού 2% επί των υφισταμένων αλλά και των μελλοντικών απαιτήσεών της, δοθέντος ότι περιέλαβε όλα τα άληκτα μισθώματα κάθε σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης που επρόκειτο να καταστούν απαιτητά και να τιμολογηθούν στο διάστημα μέχρι τη λήξη της διάρκειας της κάθε σύμβασης. Έκρινε δε το διοικητικό εφετείο ότι η ένδικη έκπτωση υπολογίζεται στο σύνολο των ληξιπροθέσμων ή μη μισθωμάτων από όλες τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης που δεν έχουν εισπραχθεί μέχρι 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους και όχι μόνο το σύνολο των δεδουλευμένων σε κάθε χρήση, με τη σκέψη δε αυτή εξαφάνισε, κατ΄αποδοχή της εφέσεως της αναιρεσιβλήτου, την τα αντίθετα δεχθείσα πρωτόδικη απόφαση και μεταρρύθμισε το οικείο φύλλο ελέγχου. Σύμφωνα όμως με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, κρίνοντας ως ανωτέρω το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και πλημμελώς εφάρμοσε τον νόμο και για το λόγο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνηση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα, νόμιμη κρίση.

Διά ταύτα

Δέχεται την αίτηση.

Αναιρεί την υπ’ αριθ. 1109/2000 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση, κατά το σκεπτικό. Και

Επιβάλλει στην αναιρεσίβλητη εταιρεία επτακόσια εξήντα (760) ευρώ ως δικαστική δαπάνη του Δημοσίου.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 8 Απριλίου 2003 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 23ης Μαρτίου 2005.

Ο Πρόεδρος του Β'Τμήματος Η Γραμματέας του Β'Τμήματος

Φ. Στεργιόπουλος Μ. Μπερδεμπέ

Ο νόμος για τη διαταγή πληρωμής όπως ψηφίστηκε

$
0
0
 
Ο νόμος για τη διαταγή πληρωμής όπως ψηφίστηκε
 0
Διαβάστε τον νόμο για τη διαταγή πληρωμής όπως ψηφίστηκε-Θα ενημερωθείτε για την δημοσίευση του νόμου σε ΦΕΚ από τη ιστοσελίδα μας
Τα κυριότερα σημεία του νομοσχεδίου είναι τα παρακάτω:

Με την παρ. Ζ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 προσαρμόστηκε η εθνική νομοθεσία στην Οδηγία 2011/7/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές.
Σκοπός είναι να αντιμετωπιστούν οι καθυστερήσεις πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να ενισχυθεί με τον τρόπο αυτό η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των μικρών και μεσαίων.
Με το ψηφισθέν νομοσχέδιο καθορίζονται οι προϋποθέσεις έκδοσης διαταγής πληρωμής. Ειδικότερα, διαταγή πληρωμής επιτρέπεται να εκδοθεί για χρηματικές αξιώσεις οι οποίες δεν αμφισβητούνται.
Μια αξίωση θεωρείται «μη αμφισβητούμενη» εάν:
«α) την έχει αναγνωρίσει ρητά ο οφειλέτης, μέσω αποδοχής της αξίωσης ή μέσω συμβιβασμού που επικυρώθηκε από δικαστήριο ή καταρτίσθηκε ενώπιον δικαστηρίου κατά τη διάρκεια διαδικασίας, ή
β) ο οφειλέτης ουδέποτε αντιτάχθηκε προς αυτήν σύμφωνα με τις σχετικές δικονομικές απαιτήσεις του δικαίου του κράτους μέλους προέλευσης κατά τη διάρκεια διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου, ή
γ) ο οφειλέτης δεν παρέστη ή δεν εκπροσωπήθηκε στη σχετική με την εν λόγω αξίωση ακροαματική διαδικασία αφού είχε αντιταχθεί αρχικά στην αξίωση κατά τη διάρκεια διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου, εφόσον η συμπεριφορά αυτή ισοδυναμεί με σιωπηρή αποδοχή της αξίωσης ή των πραγματικών περιστατικών τα οποία επικαλέσθηκε ο πιστωτής σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης, ή
δ) την έχει αναγνωρίσει ρητά ο οφειλέτης σε δημόσιο έγγραφο.».
Προσδιορίζεται ποιος είναι αρμόδιος για την έκδοση της διαταγής πληρωμής. Για λόγους ταχύτητας, η αρμοδιότητα για την έκδοση της διαταγής πληρωμής ανατίθεται στην αρμοδιότητα του δικαστή του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου της έδρας του αντισυμβαλλόμενου φορέα, ή, εφόσον αντισυμβαλλόμενος φορέας είναι το Δημόσιο δια μέσου των υπηρεσιών του, της έδρας της υπηρεσίας που κατά περίπτωση συμβλήθηκε. Ο τόπος (τοπική αρμοδιότητα) για την έκδοση της διαταγής πληρωμής συγκεντρώνεται στην έδρα αντισυμβαλλόμενου, όπου τεκμαίρεται ότι είναι ευχερής η πρόσβαση του αιτούντος και η συλλογή του αναγκαίου υλικού.
Το περιεχόμενο της αίτησης είναι το απολύτως αναγκαίο για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, ιδίως σε ό,τι αφορά τις θετικές προϋποθέσεις για την έκδοσή της και το σχετικό αποδεικτικό υλικό. Για την αίτηση καταβάλλεται το ανάλογο δικαστικό ένσημο. Αντίγραφο της αίτησης κοινοποιείται στον αντισυμβαλλόμενο με επιμέλεια του αιτούντος, ο οποίος οφείλει να προσκομίσει αμελλητί στη γραμματεία του δικαστηρίου τα σχετικά αποδεικτικά επίδοσης. Επίσης, ο αντισυμβαλλόμενος υποχρεούται, μέσα σε 30 ημέρες, να προσκομίσει στη γραμματεία του δικαστηρίου βεβαίωση της αρμόδιας για την εκκαθάριση και την έκδοση της εντολής πληρωμής υπηρεσίας ως προς την ολοκλήρωση ή μη και το αποτέλεσμα του προληπτικού ελέγχου της σχετικής δαπάνης, χωρίς όμως να καλείται στη σχετική διαδικασία, αφού ρητά προβλέπεται ότι κατά την έκδοση δεν χωρεί οποιαδήποτε συζήτηση.
Τυχόν παράλειψη του αντισυμβαλλόμενου να επιμεληθεί την προσκομιδή του σχετικού εγγράφου οδηγεί στο (μαχητό) τεκμήριο ότι ο προληπτικός έλεγχος έχει ολοκληρωθεί και έχει αποβεί θετικός. Το συγκεκριμένο τεκμήριο, μπορεί να καταρριφθεί μόνο με την ανακοπή, που ασκείται στη συνέχεια, με αίτημα την ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Λόγο της ανακοπής, επομένως, δύναται να αποτελέσει και η εκπρόθεσμη (μετά την πάροδο του 30νθημέρου) κατά τα ανωτέρω βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας περί μη ολοκλήρωσης του προληπτικού ελέγχου ή αρνητικού αποτελέσματος αυτού κατά το χρόνο της υποβολής της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής.
Προβλέπεται η έκδοση της διαταγής πληρωμής το ταχύτερο και πάντως εντός 60 ημερών από την κατάθεση της βεβαίωσης ή από την άπρακτη παρέλευση της οριζόμενης από την ίδια παράγραφο προθεσμίας.
Προβλέπεται η δυνατότητα του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων να συντάσσει, για την ταχύτητα της διαδικασίας, υπόδειγμα διαταγής πληρωμής, το οποίο αναρτάται σε πίνακα ανακοινώσεων ή στην οικεία ιστοσελίδα.
Ο αιτών βαρύνεται με την υποχρέωση επίδοσης της διαταγής πληρωμής εντός προθεσμίας 30 ημερών από την έκδοσή της στον αντισυμβαλλόμενο. Σε περίπτωση που αντισυμβαλλόμενος φορέας είναι το Δημόσιο, το οποίο συμβλήθηκε μέσω υπηρεσίας του, πρέπει να γίνει επίδοση τόσο στην υπηρεσία που έχει συμβληθεί για λογαριασμό του, όσο και στον Υπουργό Οικονομικών, ως εκπρόσωπο του Δημοσίου. Η παρέλευση άπρακτης της ανωτέρω προθεσμίας συνεπάγεται την αυτοδίκαιη παύση της ισχύος της διαταγής πληρωμής.
Επίσης, προβλέπεται υποχρέωση του αρμόδιου γραμματέα να καταχωρίσει την ημεροχρονολογία της επίδοσης της διαταγής πληρωμής στο οικείο βιβλίο δημοσιεύσεων.
Η διαταγής πληρωμής αποτελεί εκτελεστό τίτλο.
Η παράλειψη του υπόχρεου να ασκήσει την προβλεπόμενη ανακοπή εντός 30 ημερών από την επίδοση της διαταγής πληρωμής, ή η τυχόν παραίτηση αυτού από την ήδη ασκηθείσα ανακοπή, επάγεται έκπτωσή του από την επιχείρηση της συγκεκριμένης διαδικαστικής πράξης και καθιστά τη διαταγή πληρωμής απρόσβλητη, με παραδεκτή μόνο την άσκηση αίτησης αναθεώρησης για όσους λόγους προβλέπονται στα άρθρα 101 επ. του Κ.Δ.Δ.
Προβλέπεται ως διακοπτικός λόγος της παραγραφής της σχετικής αξίωσης η επίδοση της διαταγής πληρωμής, ενώ σε περίπτωση ακύρωσής της η παραγραφή θεωρείται ότι έχει ανασταλεί από την επίδοσή της μέχρι τη δημοσίευση οριστικής απόφασης επί της ανακοπής.
Newsroom Oenet

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΣΤΑ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΑ

$
0
0

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΣΤΑ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΑ

Κατόπιν εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 4055/2012 σχετικά με την μεταφορά της ύλης εκούσιας δικαιοδοσίας στα Ειρηνοδικείααπό 1ης Μαρτίου 2013, σας παραθέτουμε τα σχετικά με την διαδικασία υποδείγματα – έγγραφα, προς διευκόλυνση των συναδέλφων :


Α. ΔΙΑΘΗΚΕΣ
1. ΑΙΤΗΣΕΙΣ
2. ΑΠΟΔΟΧΕΣ-ΑΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ
3. ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΑ

Β. ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΤΗΡΙΟ

Γ. ΣΩΜΑΤΕΙΑ



ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ ΕΔΩ!!!!!
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>