Quantcast
Channel: ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live

ΜΠρΑθ 122/2015 Ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ κατά διαταγής πληρωμής από οφειλόμενα κοινόχρηστα - Διαδικασία

$
0
0
ΜΠρΑθ 122/2015
Ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ κατά διαταγής πληρωμής από οφειλόμενα κοινόχρηστα - Διαδικασία -.

Το Δικαστήριο προκρίνοντας ως ορθότερη την απόψη που εκφράσθηκε με απόφαση του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου..
Αθηνών, εκδικασε την υπόθεση κατά τη διαδικασία των μισθωτικών διαφορών και όχι κατά τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων όπως προβλέπεται από το άρθρο 14 Ν. 4055/12 που τροποποίησε το άρθρο 632 ΚΠολΔ. Ερημοδικία ανακόπτοντος. Απόρριψη ως απαράδεκτης της ανακοπής.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αριθμός απόφασης 122/2015

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(Διαδικασία Μισθωτικών Διαφορών)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Θεοδούλη Οικονόμου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Ιωάννα Βέττου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6-12-2013, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των ανακοπτουσών: 1) Ανώνυμης κατασκευαστικής εταιρείας με την επωνυμία «ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΕ», που εδρεύει στο Ηράκλειο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) ... ατομικά και ως μέλους και εκπροσώπου της Κοινοπραξίας με την επωνυμία Κ/Ξ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΕ - ... και το διακριτικό τίτλο ΠΡΟΤΥΠΟΣ ΔΟΜΗΣΗ, που εδρεύει στο Ν. Ηράκλειο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) ... ατομικά και ως μέλους και εκπροσώπου της Κοινοπραξίας με την επωνυμία Κ/Ξ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΕ - ... και το διακριτικό τίτλο ΠΡΟΤΥΠΟΣ ΔΟΜΗΣΗ, που εδρεύει στο

Του καθ'ου η ανακοπή: ..., κατοίκου Α. Λιοσίων Αττικής, με την ιδιότητα του διαχειριστή του κτιρίου 2 από συγκρότημα 4 κτιρίων που βρίσκεται επί των οδών ..., ... και ... στα Α. Λιόσια Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Δημητρίου Αβραάμ.

Οι ανακόπτουσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 20-3-2013 ανακοπή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης 43036/529/2013 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του καθ'ου η ανακοπή, αφού ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσε.


ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ


Έως την πρόσφατη εισαγωγή του ν. 4055/2012, η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής εκδικαζόταν ανέκαθεν με τη διαδικασία εκείνη, τακτική ή ειδική, όπου υπαγόταν η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής. Η λύση αυτή προέκυπτε, πέρα από την ίδια τη φύση της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, και από τη διάταξη της § 3 του άρθρου 632 ΚΠολΔ -όπως ίσχυε πριν απαλειφθεί με τις διατάξεις του ν. 4055/2012, σύμφωνα με την οποία «αν η διαφορά από την απαίτηση, για την οποία έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής, δικάζεται σύμφωνα με ειδική διαδικασία, η ανακοπή εκδικάζεται κατά τις διατάξεις της ειδικής αυτής διαδικασίας» [Π. Αρβανιτάκης, Η διαταγή πληρωμής κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (2012), § ΧΜ.Δ, σ. 347]. Με το άρθρο 14 § 1 ν. 4055/2012 (που κατά το άρθρο 110 § 20 του νόμου αυτού ισχύει από 12.5.2012) καταργήθηκε πλέον η παλαιά διάταξη της § 3 του άρθρου 632 ΚΠολΔ, ενώ εισήχθη νέα § 2 στην ίδια διάταξη, η οποία προβλέπει ότι «(η) άσκηση της ανακοπής, η συζήτηση της οποίας προσδιορίζεται υποχρεωτικά εντός εξήντα ημερών ή εντός ενενήντα ημερών αν ο διάδικος διαμένει στην αλλοδαπή ή έχει άγνωστη διαμονή, και εκδικάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις ; . των άρθρων 643 και 591 παράγραφος 1 περίπτωση α΄ ΚΠολΔ». Δεδομένου ότι, αντίθετα με ό,τι αναφέρει η Αιτιολογική Εκθεση επί του Σχεδίου Νόμου, η νέα § 2 παραπέμπει αποκλειστικά στο άρθρο 643 ΚΠολΔ (παράλληλα με την εφαρμογή του άρθρου 591 § 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ), και όχι συλλήβδην στην ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων (ή των άρθρων 635 επ. ΚΠολΔ), το ζήτημα της προσήκουσας διαδικασίας εκδίκασης της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής παραμένει, μετά την κατάργηση της παλαιάς § 3 του άρθρου 632 ΚΠολΔ, κατ'αρχήν αδιευκρίνιστο (βλ. Π. Αρβανιτάκη, ό.π., § ΧΙΙ.Δ, σ. 347). Η αμφισβήτηση που δημιουργήθηκε, μάλιστα, εν όψει της ανωτέρω κακότεχνης διατύπωσης του νόμου, έδωσε αφορμή να διατυπωθούν ποικίλες απόψεις στα πλαίσια της επιστήμης αναφορικά με το ζήτημα αυτό (βλ. αναλυτικά για τη διχογνωμία το έγγραφο που εξέδωσε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που τιτλοφορείται «Αρθρο 632 ΚΠολΔ - Διαδικασία εκδίκασης ανακοπών κατά διαταγής πληρωμής», όπου και παράθεση των υποστηριζόμενων απόψεων).  Κατά την άποψη, την οποία το παρόν Δικαστήριο προκρίνει ως ορθότερη, (βλ. Π. Αρβανιτάκη, ό.π., § ΧΙΙ.Δ, σ. 347 --348- Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ - Οι τροποποιήσεις του ν. 4055/2012, άρθρο 632 αριθ. 55, 72 και 77, σ. 81, 87 και 88, αντίστοιχα το ανωτέρω έγγραφο του ΤριμΣυμβΔιοικΕιρΑΘ) υποστηρίζεται ότι εφόσον μετά την τροποποίηση της § 3 του άρθρου 632 ΚΠολΔ δεν γίνεται πλέον διάκριση της διαδικασίας, που θα ακολουθηθεί, με κριτήριο την απαίτηση για την οποία εκδόθηκε  η  διαταγή πληρωμής,  αλλά ούτε καθιερώνεται  ρητά ειδική διαδικασία για την εισαγωγή και εκδίκαση της ανακοπής, δεδομένου ότι αν ο νομοθέτης ήθελε να είναι αυτή των πιστωτικών τίτλων θα παρέπεμπε στο σύνολο των σχετικών διατάξεων και όχι μόνο σε εκείνη του άρθρου 643 ΚΠολΔ (ενώ παράλληλα δεν τροποποιεί και εκείνη του άρθρου 635 του ίδιου Κώδικα, όπου ρητά αναφέρονται οι διαφορές που μπορούν να εκδικαστούν με τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων), εφαρμόζεται κατ'αρχήν η τακτική διαδικασία ή η προβλεπόμενη από τη φύση της απαίτησης ειδική διαδικασία, με τις αποκλίσεις όμως που εισάγονται από το πλέγμα των διατάξεων των άρθρων 591 § 1 εδ. α , 632 § 2, 643, 649 και 650 ΚΠολΔ. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός της συνεφαρμογής στην ανακοπή του άρθρου, 632 ΚΠολΔ και των γενικών διατάξεων για τις ανακοπές των άρθρων 588 έως 585 ΚΠολΔ, όπου επίσης καθιερώνεται κατ'αρχήν για την εκδίκασή τους η τακτική διαδικασία, εκτός αν βάσει ειδικών διατάξεων ορίζεται η τήρηση ειδικής διαδικασίας (βλ. το ανωτέρω έγγραφο του ΤριμΣυμβΔιοικΕιρΑΘ). Επιχείρημα υπέρ της γνώμης αυτής μπορεί να συναχθεί και από την αντίστοιχη ανακοπή κατά της εκτέλεσης, κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ, η οποία, παρά την απουσία ρητής ρύθμισης, υπάγεται, όπως γίνεται δεκτό, κατ’ αρχήν στην τακτική διαδικασία, εκτός και αν για τη διάγνωση της αξίωσης, για την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση, εφαρμόζεται ειδική διαδικασία, οπότε αυτή ακολουθείται και για την εκδίκαση της ανακοπής (Π. Αρβανιτάκης, ό.π., § XII.Δ, σ. 348). Παράλληλα επισημαίνεται (βλ. το ανωτέρω έγγραφο του ΤριμΣυμβΔιοικΕιρΑΘ), ότι με την υιοθέτηση της συγκεκριμένης άποψης εξυπηρετείται και ο σκοπός του νομοθέτη για κοινή δικονομική αντιμετώπιση των ανακοπών κατά διαταγής πληρωμής και εκείνης κατά της εκτέλεσης, όπου επίσης κατά την εκδίκαση της ακολουθείται η ίδια διάκριση, αφού με το άρθρο 19 του ν. 4055/2012 προστέθηκε στο άρθρο 937 ΚΠολΔ και τρίτη παράγραφος, ομοίου περιεχομένου με εκείνη του εδ. β'της § 2 άρθρου 632 ΚΠολΔ  (βλ.  για  την παραπάνω  άποψη  το ως  άνω  έγγραφο  του ΤριμΣυμβΔιοικΕιρΑΘ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 218 παρ. 1 ΚΠολΔ περισσότερες απαιτήσεις του ιδίου ενάγοντος κατά του ιδίου εναγομένου, οι οποίες πηγάζουν από την ίδια ή διαφορετική αιτία, αφορούν τον ίδιο ή διαφορετικό λόγο, μπορούν να ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο της αγωγής: α) αν δεν είναι αντιφατικές μεταξύ τους, β) αν στο σύνολο τους υπάγονται λόγω ποσού στο δικαστήριο που εισάγονται, γ) αν υπάγονται στο ίδιο είδος διαδικασίας και ε) αν η σύγχρονη εκδίκασή τους δεν επιφέρει σύγχυση.


Από το προσκομιζόμενο αντίγραφο του δικογράφου της ανακοπής, με την επισυναπτόμενη σ'αυτό έκθεση κατάθεσης δικογράφου, προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής κατέθεσε στο παρόν Δικαστήριο στις 20-3-2013 ο υπογράφων την ανακοπή πληρεξούσιος δικηγόρος των ανακοπτουσών Νικόλαος Καραμανλής, στην δε πράξη καταθέσεως δικογράφου επισυνάπτεται πράξη ορισμού συζήτησης, κατά την οποία η συζήτηση της ανακοπής ορίστηκε για την παρούσα δικάσιμο. Κατά συνέπεια αποδεικνύεται ότι η παρούσα συζήτηση έγινε με επιμέλεια των ανακοπτουσών, οπότε αφού αυτές δεν εμφανίστηκαν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της θα πρέπει να δικασθούν ερήμην, η συζήτηση όμως, θα πρέπει να συνεχισθεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (632, 933, 649 ΚΠολΔ).


Με την κρινόμενη ανακοπή οι ανακόπτουσες, για τους λόγους που αναφέρονται σ'αυτήν, ζητούν την ακύρωση της υπ'αριθμ. 3659/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε σε βάρος τους βάσει απαίτησης 620,52 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, προερχόμενη από οφειλή κοινοχρήστων, καθώς και την ακύρωση της από 20-2-2013 επιταγής προς πληρωμή, που είναι γραμμένη κάτω από το ακριβές επικυρωμένο φωτοαντίγραφο α'απογράφου εκτελεστού αυτής.


Οι ανακόπτουσες, στο δικόγραφο της υπό κρίση ανακοπής, σωρεύουν, αφενός μεν την ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ, αφετέρου δε την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Η σώρευση αυτή είναι επιτρεπτή, διότι οι ανακοπές αυτές υπάγονται στην καθ'ύλη και κατά τόπο αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου, στο αυτό είδος διαδικασίας, η οποία είναι αυτή των μισθωτικών διαφορών, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στην παραπάνω μείζονα σκέψη, εφόσον η βασική απαίτηση, εφ'ης εκδόθηκε η με αριθ. 3659/2013 διαταγής πληρωμής, αφορά οφειλή από καθυστερούμενα κοινόχρηστα, εν τέλει δε η συνεκδίκασή τους, δεν επιφέρει σύγχυση, δηλαδή εν προκειμένω, συντρέχουν οι εκ του άρθρου 218 παρ. 1 ΚΠολΔ, επιβαλλόμενες προϋποθέσεις για τη σώρευση τους. Ωστόσο δεν αποδεικνύεται ότι η ανακοπή με τα σωρευόμενα αιτήματα της έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθ. 632, 934 ΚΠολΔ) από τις έχουσες το βάρος απόδειξης ανακόπτουσες, καθόσον με δεδομένη την απουσία των τελευταίων δεν προσκομίζεται η οικεία έκθεση επίδοσης, από την οποία να προκύπτει ο χρόνος που επιδόθηκε η ανακοπή στον καθ'ου η ανακοπή, ενώ ούτε ο τελευταίος επικαλείται, ούτε και προσκομίζει σχετική έκθεση επίδοσης της υπό κρίση ανακοπής προς αυτόν. Επομένως, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, θα πρέπει να απορριφθεί η ανακοπή ως απαράδεκτη, να επικυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη του καθ'ου η ανακοπή σε βάρος των ανακοπτουσών λόγω της ήττας τους (άρθρο 176 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να ορισθεί κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των ερημοδικαζόμενων ανακοπτουσών κατ'άρθ. 653, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ μόνο κατά της ανακοπής κατά της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, καθόσον για τη σωρευόμενη ανακοπή κατά της 20-2-2013 επιταγής προς πληρωμή δεν επιτρέπεται ανακοπή ερημοδικίας (937 ΚΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


- Δικάζει ερήμην των ανακοπτουσών την υπό κρίση ανακοπή στην οποία σωρεύεται ανακοπή κατά της υπ'αριθμ. 3659/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου και ανακοπή κατά της από 20-2-2013 επιταγής προς πληρωμή, που είναι γραμμένη κάτω από το ακριβές επικυρωμένο φωτοαντίγραφο α'απογράφου εκτελεστού αυτής.

- Ορίζει το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της ανακοπής κατά της υπ'αριθμ. 3659/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου εκ μέρους των ερημοδικαζόμενων ανακοπτουσών στο ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ.

- Απορρίπτει την ανακοπή κατά της υπ'αριθμ. 3659/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου.

- Επικυρώνει την υπ'αριθμόν 3659/2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου.

- Απορρίπτει την ανακοπή κατά της από 20-2-2013 επιταγής προς πληρωμή, που είναι γραμμένη κάτω από το ακριβές επικυρωμένο φωτοαντίγραφο α'απογράφου εκτελεστού της με αριθμ. 3659/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου.

- Επιβάλλει σε βάρος των ανακοπτουσών τη δικαστική δαπάνη του καθ'ου η ανακοπή την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

- Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα στις 23.1.15 στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



ΕιρΞυλοκ 112/2014 Διεκδικητική αγωγή - Έκτακτη χρησικτησία - Κοινωνία συγκυρίων επί του ίδιου πράγματος - Νομή - Γνωστοποίηση

$
0
0
ΕιρΞυλοκ 112/2014
Διεκδικητική αγωγή - Έκτακτη χρησικτησία - Κοινωνία συγκυρίων επί του ίδιου πράγματος - Νομή - Γνωστοποίηση -.


Ο εξ αδιαιρέτου συγκύριος, αν κατέχει ολόκληρο το κοινό, θεωρείται ότι το κατέχει στο όνομα και των λοιπών συγκυριών και κοινωνών και, επομένως, δεν μπορεί να αντιτάξει κατ'αυτών κτητική ή αποσβεστική παραγραφή, προτού καταστήσει σ'αυτούς γνωστή την απόφασή του να νέμεται στο εξής ποσοστό μεγαλύτερο από τη μερίδα του ή ολόκληρο το κοινό αποκλειστικώς για δικό του λογαριασμό, διότι, σε περίπτωση αντιποιήσεως της νομής από τον αντιπρόσωπο του νομέα, αυτή δεν απόλλυται για τον τελευταίο, εκτός αν εκδηλώσει την απόφασή του να νέμεται εφεξής το πράγμα αποκλειστικώς για δικό του λογαριασμό είτε ρητώς είτε με πράξεις που φανερώνουν τέτοια απόφασή του, λάβουν δε γνώση αυτής και οι άλλοι συγκύριοι. Τέτοια, όμως, γνωστοποίηση δεν απαιτείται στην περίπτωση που οι συγκοινωνοί, ύστερα από άτυπη συμφωνία μεταξύ τους, παραχώρησαν τη νομή του κοινού ακινήτου σ'έναν από τους συγκυρίους ή μετά από άτυπη δωρεά, διανομή ή πώληση μεταξύ των συγκυριών, εφόσον έκτοτε ο κάτοχος του κοινού σαφώς εκδηλώνει τη βούλησή του να νέμεται αυτό αποκλειστικοί για δικό του λογαριασμό, οι δε λοιποί που μετείχαν στη σχετική συμφωνία αποδέχθηκαν τη βούλησή του αυτή να το νέμεται αποκλειστικά για τον εαυτό του.

Αριθμός Απόφασης 112/2014


ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΞΥΛΟΚΑΣΤΡΟΥ


ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Ειρηνοδίκη Ακριβή Ταμπακοπούλου, την οποία όρισε η Πρόεδρος Πρωτοδικών Κορίνθου και από την Γραμματέα Ειρήνη Σιγάλα.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Ιουνίου 2014 για να δικάσει την αγωγή μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΥΣΩΝ - ΚΑΛΟΥΣΩΝ 1) Β. συζύγου Ν.Π., το γένος Κ.Φ., κατοίκου Λυκοποριάς του Δήμου Ξυλοκάστρου-Ευρωστίνης Κορινθίας, 2) Π. συζύγου Ι.Β. το γένος Κ.Φ., κατοίκου Βάρης Αττικής, οδός …….. αρ. … και 3) Α.Φ. του Κ., κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής, οδός ……… αρ. …, πού παραστάθηκαν η 1η μετά και οι 2η και 3η δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Παρασκευά Μπέζα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ - ΚΑΘΏΝ Η ΚΛΗΣΗ 1) Σ.Μ. του Μ., κατοίκου Κυψέλης Αθηνών, οδός …….. αρ. … και 2) Ε.Μ. του Μ., κατοίκου Κυψέλης Αθηνών, οδός …….. αρ. …, που παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Αλεξάνδρου Μίντζια, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

ΟΙ ΕΝΑΓΟΥΣΕΣ - ΚΑΛΟΥΣΕΣ ΖΗΤΟΥΝ να γίνει δεκτή, για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτή, η από 12-12-2011 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 92/14-12-2011 και κατόπιν ματαίωσής της και επαναφοράς της με κλήση συζητήθηκε στη δικάσιμο της 20ης Σεπτεμβρίου 2013, οπότε ανέσταλη η εκδίκασή της με την υπ’ αριθ. 174/2013 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, προκειμένου να προσκομισθεί από τις ενάγουσες πιστοποιητικό του αρμόδιου οικονομικού εφόρου περί δήλωσης φόρου κληρονομιάς, ήδη δε επαναφέρεται εκ νέου με την από 20.12.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: 289/30-12-2013 κλήση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί αρχικά στις 20-3-2014'κατόπιν αναβολής στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, λαμβάνοντας αρ. πιν. 23.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν προφορικά στους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν εμπρόθεσμα και νομότυπα.


ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


Εισάγεται προς συζήτηση η από 12-12-2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 92/14-12-2011 αγωγή, επί της οποίας, συζητηθείσας κατά τη δικάσιμο της 20ης Σεπτεμβρίου 2013, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 174/2013 απόφαση, αυτού του Δικαστηρίου, που διέταξε την αναστολή της εκδίκασης της υπόθεσης προκειμένου να προσκομισθεί από τις ενάγουσες πιστοποιητικό του αρμόδιου οικονομικού εφόρου περί δήλωσης φόρου κληρονομιάς. Ήδη προσκομίζονται οι προβλεπόμενες στο άρθρο 102 παρ. 5 περίπτωση α'του Ν. 3842/2010, όπως ισχύει κατόπιν της κατάργησής του με το άρθρο 13 παρ. 1 Ν. 4223/2013 και σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Ν. 4172/2013 «Νέος Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος, υπεύθυνες δηλώσεις των εναγουσών και ληξιαρχική πράξη θανάτου του αποβιώσαντος το έτος 1987 πατέρα τους, τον οποίο κληρονόμησαν εξ αδιαιρέτου κατά ποσοστό 1/3 έκαστη, βάσει των οποίων εγγράφων διαπιστώνεται η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για την επιβολή και είσπραξη φόρων σε υποθέσεις για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε μέχρι τις 31-12-1994, καθώς και ότι δεν συντρέχει περίπτωση μετάθεσης του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης. Πρέπει επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω η κρινόμενη αγωγή ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, αφού περί του παραδεκτού ορισμένου και νομίμου αυτής έχει ήδη κριθεί με την προαναφερόμενη 174/2013 μη οριστική απόφαση, αποτελούσας της παρούσας δίκης συνέχεια της προηγούμενης, κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ.


Κατά μεν το άρθρο 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μία εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο, γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ'αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των αμέσως πιο πάνω άρθρων προς εκείνη του άρθρου 1051 ΑΚ, με τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας αποκτά την κυριότητα ακινήτου εκείνος, που έχει στη νομή του το ακίνητο για μια εικοσαετία (ανεξάρτητα από καλή πίστη και νόμιμο τίτλο), με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του ακινήτου με καθολική ή ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις, επίσης, των άρθρων 976 και 983 ΑΚ, η νομή αποκτάται είτε με παράδοση αυτής στον αποκτώντα με τη βούληση τού έως τώρα νομέα ή και με μόνη τη μεταξύ τους συμφωνία για μεταβίβαση αυτής, εφόσον ο αποκτών είναι σε θέση να ασκεί την εξουσία πάνω στο πράγμα, είτε με κληρονομική διαδοχή. Από το συνδυασμό των αμέσως πιο πάνω διατάξεων με εκείνες των άρθρων 158, 361, 369 και 973 του ίδιου Κώδικα προκύπτει, ότι η συμφωνία περί μεταβίβασης της νομής ακινήτου, η οποία δεν είναι εμπράγματο δικαίωμα, αφού δεν περιλαμβάνεται μεταξύ αυτών που περιοριστικά μνημονεύονται στο άρθρο 973 του πιο πάνω Κώδικα, δεν υπόκειται στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, κατ'εφαρμογή του άρθρου 369 ΑΚ ούτε και σε μεταγραφή, κατ'εφαρμογή των άρθρων 1033 και 1198 του ίδιου Κώδικα, αλλά αποτελεί αφηρημένη ή αναιτιώδη δικαιοπραξία, το κύρος της οποίας δεν επηρεάζεται από την ακυρότητα ή την ανυπαρξία της αιτίας, εκτός εάν, κατά τη βούληση των μερών, το κύρος της συμφωνίας περί μεταβίβασης της νομής εξαρτήθηκε από την αιτία που την υπαγόρευσε, το τελευταίο δε διατυπώθηκε απ'αυτά ως αίρεση της δικαιοπραξίας. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 787, 974, 980, 981, 982, 983, 984, 994 AK, οι οποίες κατά τα άρθρα 1113 και 1884 ΑΚ εφαρμόζονται και στην κοινωνία μεταξύ των συγκυριών ή συγκληρονόμων επί του ιδίου πράγματος, σαφώς προκύπτει, ότι ο εξ αδιαιρέτου συγκύριος, αν κατέχει ολόκληρο το κοινό, θεωρείται ότι το κατέχει στο όνομα και των λοιπών συγκυριών και κοινωνών και, επομένως, δεν μπορεί να αντιτάξει κατ'αυτών κτητική ή αποσβεστική παραγραφή, προτού καταστήσει σ'αυτούς γνωστή την απόφασή του να νέμεται στο εξής ποσοστό μεγαλύτερο από τη μερίδα του ή ολόκληρο το κοινό αποκλειστικώς για δικό του λογαριασμό, διότι, σε περίπτωση αντιποιήσεως της νομής από τον αντιπρόσωπο του νομέα, αυτή δεν απόλλυται για τον τελευταίο, εκτός αν εκδηλώσει την απόφασή του να νέμεται εφεξής το πράγμα αποκλειστικώς για δικό του λογαριασμό είτε ρητώς είτε με πράξεις που φανερώνουν τέτοια απόφασή του, λάβουν δε γνώση αυτής και οι άλλοι συγκύριοι. Τέτοια, όμως, γνωστοποίηση δεν απαιτείται στην περίπτωση που οι συγκοινωνοί, ύστερα από άτυπη συμφωνία μεταξύ τους, παραχώρησαν τη νομή του κοινού ακινήτου σ'έναν από τους συγκυρίους ή μετά από άτυπη δωρεά, διανομή ή πώληση μεταξύ των συγκυριών, εφόσον έκτοτε ο κάτοχος του κοινού σαφώς εκδηλώνει τη βούλησή του να νέμεται αυτό αποκλειστικοί για δικό του λογαριασμό, οι δε λοιποί που μετείχαν στη σχετική συμφωνία αποδέχθηκαν τη βούλησή του αυτή να το νέμεται αποκλειστικά για τον εαυτό του (ΟλΑΠ 485/1982, ΑΠ 610/2012, ΑΠ 784/2012, ΑΠ 1421/2011 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).


Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης στο ακροατήριο, όπως περιέχονται στα ταυτάριθμα της 174/2013 απόφασης πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου της 20ης Σεπτεμβρίου 2013, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, καθώς και από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων από τις ενάγουσες φωτογραφιών, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με το υπ’ αριθ. 22095/2-3-1937 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου ……, νόμιμα μεταγεγραμμένο, ο Σ.Β. πώλησε στην Α.Φ. του Α., μετέπειτα νύφη του και σύζυγο του γιου του Γ.Β., το ήμισυ ανωγείου οικίας μετά του αντίστοιχου προαυλίου και προς το αρκτικό μέρος οριζοντίως προς την όμορη ιδιοκτησία Δ.Γ. και με την είσοδο κοινή για αγοράστρια και πωλητή, από ένα οικόπεδό που βρίσκεται εντός σχεδίου πόλης Ξυλοκάστρου Κορινθίας, έχει έκταση 476,33 τμ και πρόσωπο στην Π.Ε.Ο Κορίνθου-Πατρών, εντός αυτού δε είναι κτισμένη αφενός η προαναφερθείσα διώροφη οικία εμβαδού 178,69 τμ, παρακείμενη ισόγειος αποθήκη εμβαδού 58,66 τμ και ακόμα μία αποθήκη εμβαδού 117,03 τμ, που χρησιμοποιούταν κατά το χρόνο κατάρτισης της ανωτέρω πώλησης ως χάνι. Στις 2-11-1974 η Α. σύζυγος Γ.Β. απεβίωσε αιφνιδίως, ούσα άτεκνη και χωρίς να αφήσει διαθήκη, την κληρονόμησαν δε κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου αφενός ο σύζυγός της Γ.Β. του Σ., αφετέρου ο εν ζωή αδερφός της Κ.Φ. του Α., χορηγηθέντος σχετικά και του υπ’ αριθ. 2004/1-11-1984 κληρονομητηρίου του Πρωτοδικείου Κορίνθου. Εντωμεταξύ, ο Γ.Β. είχε αποκτήσει το έτερο 1/2 εξ αδιαιρέτου του περιγραφόμενού οικοπέδου μετά της οικίας και των παραρτημάτων του, από κληρονομιά του αποβιώσαντος το έτος 1946 πατέρα του, Σ.Β., την κληρονομιά του οποίου αποδέχθηκε με την υπ’ αριθ. 2549/12-9-1959 πράξη αποδοχής του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου …….. Μετά τον θάνατο, της συζύγου του, ο Γ.Β. ήλθε σε δεύτερο γάμο με τη Σ.Κ. του Γ., συνέχισε δε να διαμένει μαζί της στο παραπάνω ακίνητο, που αποτελεί το επίδικο, νεμόμενος αυτό ως συζυγική στέγη, με την ίδια χρήση δηλαδή που είχε ανέκαθεν το ακίνητο και όσο ζούσε η πρώτη του σύζυγος Α.Φ. Στις 21-6-1987 απεβίωσε αδιάθετος ο Κ.Φ., αδερφός της πρώτης συζύγου Β. και πατέρας των εναγουσών, που τον κληρονόμησαν σε ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου καθεμία σε όλη την περιουσία του, η οποία αποτελούταν από το 1/4 εξ αδιαιρέτου του επιδίκου, όπως αυτός το είχε κληρονομήσει από την προαποβιώσασα αδερφή του, χωρίς ωστόσο να προβούν σε δήλωση αποδοχής της κληρονομιάς του συμβολαιογραφικά. Στις 8-10-1992 απεβίωσε ο Γ.Β. και με την υπ’ αριθ. 22019/9-12-1977 δημόσια διαθήκη του ενώπιον του Συμβολαιογράφου ……., που δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθ. 291/16-12-1992 πρακτικό του Πρωτοδικείου Κορίνθου, εγκατέστησε γενική κληρονόμο του σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του την δεύτερη σύζυγό του Σ.Β. το γένος Γ. Η τελευταία με την υπ’ αριθ. 10202/6-11-2002 πράξη αποδοχής κληρονομιάς εκ διαθήκης της Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου …….. αποδέχθηκε όλο το επίδικο ακίνητο, ήτοι τόσο τα 3/4 εξ αδιαιρέτου του θανόντος συζύγου της όσο το 1/4 εξ αδιαιρέτου που ανήκε από κοινού στις ενάγουσες, συνέχισε δε να διαμένει εντός της οικίας και να τη νέμεται μέχρι το τέλος της ζωής της το έτος 2011. Κατά τον επισυμβάντα στις !2-3-2011 θάνατό της, η Σ.Β., επίσης άτεκνη, κατέλειπε την από 13-11-2010 ιδιόγραφη διαθήκη, που δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθ. 209/4-5-2011 πρακτικό του Πρωτοδικείου Κορίνθου και με την οποία εγκαθιστούσε μοναδικούς κληρονόμους στο ακίνητο τους εναγόμενους, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου τον καθένα, επειδή την φρόντιζαν μέχρι το τέλος της ζωής της. Οι εναγόμενοι, μικρανίψια της διαθέτη από την πλευρά της προαποβιώσασάς αδερφής της Ε.Κ.-Μ., αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομιά με την υπ’ αριθ. 16915/27-10-2011 πράξη αποδοχής της Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου ……., νόμιμα μεταγεγραμμένης, ενώ κατά τον ίδιο χρόνο προέβησαν και οι ενάγουσες σε αποδοχή κληρονομιάς του αποβιώσαντος το έτος 1987, όπως προαναφέθήκε, πατέρα τους Κ.Φ. με την υπ’ αριθ. 17493/19-10-2011 δήλωση αποδοχής του Συμβολαιογράφου Δερβενιού …….., νόμιμα μεταγεγραμμένης.


Ωστόσο, από την προσκομιζόμενη από τους εναγόμενους από 25-10-1976 επιστολή του Γ.Β. προς τον Κ.Φ., της οποίας η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε, συνάγεται ότι ο συντάκτης Γ.Β. αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί μετά το θάνατο της πρώτης του συζύγου Α.Φ. επειδή ήταν μόνος στη ζωή και χωρίς κανέναν κοντινό άνθρωπο να τον φροντίζει. Εξομολογούμενος δε το παράπονό του στον κουνιάδο του Κ.Φ., του αποκαλύπτει ότι καθόσον δεν μπορεί να τον φροντίζουν ο ίδιος και οι κόρες του (ενάγουσες), έχει βρεθεί γυναίκα που δέχεται να τον παντρευτεί για να τον γηροκομήσει, υπό τον όρο όμως να της προσφέρει προς εξασφάλισή της ολόκληρο το σπίτι, ζητάει δε με την εν λόγω επιστολή ο Γ.Β. στον Κ.Φ. να παραιτηθεί από το δικαίωμά του επί του 1/4 εξ αδιαιρέτου της κυριότητας επί του επιδίκου, δεδομένου ότι αφενός είναι μικρό ποσοστό, αφετέρου δεν το χρησιμοποιεί, ενώ επίσης του αναφέρει ότι σε περίπτωση που γίνει ο γάμος, κουμπάρος θα είναι ο Ν.Π. από τη Λυκοποριά, σύζυγος της πρώτης των εναγουσών, που εγκρίνει ανεπιφύλακτα τη νέα νύφη. Καθότι εντέλει επακολούθησε ο γάμος του Γ.Β. με τη Σ.Κ., αποδεικνύεται ότι ο δικαιοπάροχος πατέρας των εναγουσών Κ.Φ., πράγματι δέχτηκε να παραιτηθεί από το δικαίωμά του και άτυπα συμφώνησε να παραχωρήσει τη νομή του κοινού ακινήτου στον συγκύριο, κατά τα 3/4 αυτού, Γ.Β. Έκτοτε, ο κάτοχος του κοινού Γ.Β., σαφώς εκδήλωσε τη βούλησή του να νέμεται το όλο ακίνητο αποκλειστικά για δικό του λογαριασμό, όπως συνάγεται από το γεγονός ότι όλοι οι λογαριασμοί κοινής ωφέλειας εκδίδονταν στο όνομά του, εκμίσθωνε το ισόγειο του ακινήτου στην οικογένεια Χ. από το έτος 1981 και εφεξής εισπράττοντας πάντα στο όνομά του το ενοίκιο, προέβαινε στο όνομά του και για λογαριασμό του στις αναγκαίες εργασίες συντήρησης της οικίας και των παραρτημάτων της, καταβάλλοντας τις δαπάνες εξ ιδίων και χωρίς καμία συμμετοχή από την πλευρά των συγκυριών και συγκληρονόμων Φ. Με τον τρόπο αυτό, ήτοι με τη συνεχή και αδιατάρακτη νομή του επί του επιδίκου για λογαριασμό του αποκλειστικά και κατόπιν της παραίτησης του συγκοινωνού του από το δικαίωμα νομής του επ’ αυτού κατά το ποσοστό που του αντιστοιχούσε, ο Γ.Β. απέκτησε κυριότητα σε όλο το ακίνητο με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού από το έτος 1976 μέχρι το 1992 που πέθανε έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο της αξιούμενης εκ του νόμου εικοσαετίας στη νομή του ακινήτου. Εξάλλου, οι ενάγουσες ουδόλως κατάφεραν να αποδείξουν ότι προέβαιναν σε διακατοχικές πράξεις νομής επί του επίδικου, όπως ισχυρίζονται, αφού κανένα αποδεικτικό στοιχείο περί συμβολής τους σε λειτουργικές δαπάνες του σπιτιού ή σε οποιοδήποτε έξοδο συντήρησης δεν προσκομίζουν, ούτε και λάμβαναν ποτέ ποσοστό από το ενοίκιο. Αντίστοιχα, ο μάρτυράς τους στο ακροατήριο έχει ιδία αντίληψη περί των οικογενειακών σχέσεων των εναγουσών και του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του επιδίκου μέχρι το 1965, οπότε σταμάτησε να εργάζεται ως υπάλληλος στο κατάστημα που διατηρούσε ο Γ.Β., ενώ όσα κατέθεσε περί πράξεων νομής επί του επίδικου ακινήτου εκ μέρους των εναγουσών τα τελευταία τριάντα τουλάχιστον χρόνια, τα γνωρίζει εξ ακοής από τις ίδιες τις ενάγουσες, μη κρινομένων για τον λόγο αυτό ως πειστικών. Τέλος, η γνώση των εναγουσών περί της άτυπης παραχώρησης της νομής του επιδίκου εκ μέρους του πατέρα τους όσο αυτός ζούσε, αλλά και η αποδοχή της βούλησης του Γ.Β. να νέμεται το επίδικο μόνο για τον εαυτό του, συνάγεται μεταξύ άλλων, και από το γεγονός ότι ο σύζυγος της πρώτης ενάγουσας στεφάνωσε τον Γ. και τη Σ.Β., έχοντας προφανώς γνώση των προϋποθέσεων που είχε θέσει η τελευταία προκειμένου να προβεί στο γάμο αυτό, ενώ επίσης οι ενάγουσες γνώριζαν ότι η Σ.Β. είχε αποδεχθεί ήδη από το έτος 2002 ολόκληρο το επίδικο ακίνητο αλλά δεν έπραξαν τίποτα για να την αντικρούσουν τα χρόνια που ακολούθησαν κατά τα οποία εκείνη συνέχιζε να το νέμεται μόνη της ως καθολική διάδοχος του δικαιοπαρόχου συζύγου της. Οι ίδιες αποδέχθηκαν δε την κληρονομιά του πατέρα τους μόλις το έτος 2011, μετά τον θάνατο της Σ.Β. και τη δημοσίευση της διαθήκης της, το περιεχόμενο της οποίας ήταν απρόσμενο για τις ενάγουσες, καθότι προφανώς προσδοκούσαν να αφήσει σε εκείνες το ακίνητο η θανούσα, καθότι πέθανε άτεκνη και χωρίς κοντινούς συγγενείς και κληρονόμους πρώτης τάξης.


Κατόπιν όλων των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγουσες κανένα δικαίωμα συγκυριότητας δεν έχουν επί του επίδικου ακινήτου, καθότι η δικαιοπάροχος των εναγόμενων Σ.Β. είχε αποκτήσει την κυριότητα ολόκληρου του επίδικου με έκτακτη χρησικτησία, νεμόμενη αυτό ανεπίλληπτα και αδιατάρακτα επί 35 ολόκληρα χρόνια, 19 χρόνια από τον θάνατο του συζύγου της το 1992 και μέχρι το έτος 2011 που απεβίωσε η ίδια, και ακόμα 16 χρόνια προσμετρούμενης στη δική της και της νομής του δικαιοπαρόχου συζύγου της, ο οποίος την εγκατέστησε μοναδική του κληρονόμο, έχοντας ήδη ο ίδιος ξεκινήσει να μετράει χρόνο αποκλειστικής για τον εαυτό του νομής επί του όλου του επιδίκου από το έτος 1976, κατόπιν της άτυπης συμφωνίας του συγκοινωνού του κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου πατέρα των εναγουσών να παραχωρήσει τη νομή στον Γ.Β. και να το χρησιμοποιεί ο τελευταίος αποκλειστικά για λογαριασμό του εφεξής, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, ορθώς δε οι εναγόμενοι αποδέχθηκαν ως κληρονομιαίο ολόκληρο το επίδικο ακίνητο.


Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη'αγωγή ως αβάσιμη στην ουσία και να καταδικασθούν οι ενάγουσες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων, κατόπιν υποβολής νόμιμου αιτήματος εκ μέρους τους (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


Δικάζει με παρόντες τους διαδίκους.

Απορρίπτει την αγωγή.

Καταδικάζει τις ενάγουσες στα δικαστικά έξοδα, το ύψος των οποίων ορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο Ξυλόκαστρο, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 16-9-2014.

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕιρΕλευσίνας 32/2014 ΕΕΤΗΔΕ - Ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής - Διαδικασία - Ένσταση εξόφλησης από τον καθ’ου

$
0
0
ΕιρΕλευσίνας 32/2014
ΕΕΤΗΔΕ - Ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής - Διαδικασία - Ένσταση εξόφλησης από τον καθ’ου ...


Kάθε ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, ανεξάρτητα από τη φύση της απαίτησης, εκδικάζεται με τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, παρόλο που στο άρθρο 14 παρ. 2 ν. 4055/2012 γίνεται αναφορά μόνο στο άρθρο 643 ΚΠολΔ. Επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, που ασκήθηκε κατά την τακτική διαδικασία και όχι κατά τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, το Δικαστήριο αποφαίνεται γι'αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάσσει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά την προσήκουσα διαδικασία. να είναι ορισμένη η ένσταση εξόφλησης από τον καθ’ου, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε, εκτός εάν πρόκειται για μια και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά και τα επί μέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία κα ο χρόνος καταβολής αυτών. Στοιχεία ορισμένου της ένστασης συμψηφισμού.


ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΤΙΤΛΩΝ

Αριθμός 32/2014
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Πηνελόπη Αϊβαλή, Ειρηνοδίκη Ελευσίνας και τη Γραμματέα Ελένη Μπέκα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 13.02.2014 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της ανακόπτουσας: ………… ……. του ……, κατοίκου Μάνδρας Αττικής, οδός ……… αρ. …, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Παναγιώτη Σταθόπουλου.

Της καθ'ης η ανακοπή: …… ……… του ……, κατοίκου Μάνδρας Αττικής, οδός …. αρ. …, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μαρίας Τζαβέλα

Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 02.04.2013 ανακοπή της κατά της καθ'ης και της υπ'αρ. 48/2013 διαταγής πληρωμής, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 48/03.04.2013 και προσδιορίστηκε προς συζήτηση αρχικά για τη δικάσιμο της 13.06.2013, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της προκείμενης, για όσους λόγους αναφέρονται σε αυτήν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

Ακολούθησε συζήτηση, όπως αναφέρεται στα πρακτικά.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Μετά την ισχύ του ν. 4055/2012, ήτοι από 02.04.2012 (βλ. άρθρο 113, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στο άρθρο 110, σχετικά με τις ρυθμίσεις διαχρονικού δικαίου), η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής δικάζεται πάντοτε με τις διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α ΚΠολΔ (βλ. άρθρο 632 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 ν. 4055/2012). Η πρώτη από τις διατάξεις αυτές εντάσσεται στη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, ενώ η δεύτερη καθορίζει την προθεσμία κλήτευσης των διαδίκων στη δίκη της ανακοπής, κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στο άρθρο 639 ΚΠολΔ, που ορίζει διαφορετική προθεσμία κλήτευσης των διαδίκων, όταν εκδικάζεται αγωγή με βάση τους πιστωτικούς τίτλους. Στην αιτιολογική έκθεση του άρθρου 14 ν. 4055/2012 γίνεται ρητή αναφορά στην ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, σε πλήρη εναρμόνιση με την εκδίκαση της ανακοπής κατά της εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 937 παρ. 3 ΚΠολΔ. Ως εκ τούτου, κάθε ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, ανεξάρτητα από τη φύση της απαίτησης, εκδικάζεται με τη διαδικασία αυτή, παρόλο που στο ως άνω άρθρο 14 παρ. 2 ν. 4055/2012 γίνεται αναφορά μόνο στο άρθρο 643 ΚΠολΔ (Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος II, έκδοση 2012, άρθρο 632, αρ. 30, σελ. 64• Στ. Πανταζόπουλου, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, β'έκδοση, σελ. 263). Επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, που ασκήθηκε κατά την τακτική διαδικασία και όχι κατά τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, το Δικαστήριο αποφαίνεται γι'αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάσσει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά την προσήκουσα διαδικασία (ΜΠρΠειρ 782/2001, ΑρχΝ 2002, 201• Μ. Μαργαρίτη, ό.π., άρθρο 632, σελ. 67).

Με την κρινόμενη ανακοπή, η ανακόπτουσα ζητεί να ακυρωθεί για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους η με αριθμό 48/2013 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ'ης η ανακοπή το ποσό των 3.285,20 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση που προέρχεται από μισθώματα. Η ανακοπή αυτή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (632 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στην ανακόπτουσα σης 13.03.2013 (βλ. την υπ'αριθμ. 2.011Ε'/13.03.2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείου Πειραιά, Δημητρίου Χρυσικόπουλου, την οποία νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται η καθ'ης η ανακοπή), ενώ η κρινόμενη ανακοπή κατατέθηκε ενώπιον της Γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου στις 03.04.2013 και επιδόθηκε στην καθ'ης αυθημερόν και εμπροθέσμως, αφού στην προθεσμία των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών δεν υπολογίζονται τα Σάββατα, τα οποία δεν θεωρούνται ως εργάσιμες ημέρες (άρθρο 144 παρ. 3 ΚΠολΔ - βλ. την με αριθμό 48/03.04.2013 έκθεση κατάθεσης δικογράφου της κρινόμενης ανακοπής και την υπ'αρ. 136/03.04.2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Αλέξανδρου Γκαρδιάκου, την οποία νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται η ανακόπτουσα). Αρμοδίως δε και παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι καθ'ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 14 παρ. 1 στ. α', 625, 632 παρ. 1, 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 14 παρ. 1 ν. 4055/2012, καθόσον η υπό κρίση ανακοπή κατατέθηκε μετά τη δημοσίευση και την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, στις 02.04.2012). Θα πρέπει δε να δικασθεί κατά τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων (άρθρα 635 επ. ΚΠολΔ) και όχι κατά την τακτική διαδικασία, κατά την οποία ασκήθηκε, καθώς σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη, αυτή είναι η προσήκουσα διαδικασία. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η ανακοπή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 633 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Από τη διάταξη του άρθ. 416 ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία της ένστασης εξόφλησης είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Επομένως, για να είναι ορισμένη, ειδικότερα, η υποβαλλομένη ένσταση εξόφλησης, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε, εκτός εάν πρόκειται για μια και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά και τα επί μέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία κα ο χρόνος καταβολής αυτών (ΑΠ 178/2010• ΑΠ 191,192 και 193/2011• ΑΠ 339/2011• ΑΠ 250/2002 όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι κατά την αποχώρησή της από το μίσθιο στις 19.11.2012, η οφειλή της σχετικά με τα μισθώματα αφορούσε μόνο το μήνα Οκτώβριο 2012, καθώς και το χρονικό διάστημα από 1η έως 19η Νοεμβρίου του ίδιου έτους και ακολούθως προβάλλει ένσταση εξοφλήσεως για τα οφειλόμενα μισθώματα των μηνών Ιουλίου έως και Οκτωβρίου 2012. Σύμφωνα όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη, ο συγκεκριμένος λόγος ανακοπής, με τον οποίο προβάλλεται η ένσταση εξόφλησης των ως άνω μισθωμάτων είναι απορριπτέος ως αορίστως προβαλλόμενος, καθώς η ανακόπτουσα δεν αναφέρει τα επιμέρους ποσά, που έχει καταβάλει και τον χρόνο καταβολής αυτών.

Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 623 ΚΠολΔ για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει εκτός άλλων προϋποθέσεων να συντρέχουν και οι ακόλουθες: α) να πρόκειται για χρηματική απαίτηση με αντικείμενο τη παροχή ποσού χρημάτων, όπως συνήθως είναι το μίσθωμα (Β. Μπέη, ΚΠολΔ, άρθρο 623, σελ. 161), β) η απαίτηση να αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο πρέπει να έχει συνταχθεί κατ'αποδεικτικό τύπο και να αποδεικνύει κατ'αναμφισβήτητο τρόπο την απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό, ήτοι να αποδεικνύεται η μισθωτική σύμβαση και το οφειλόμενο μίσθωμα και γ) το οφειλόμενο χρηματικό ποσό (μίσθωμα) να είναι ορισμένο (άρθρο 624 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για την πληρωμή των οφειλόμενων μισθωμάτων, εφόσον το μίσθωμα είναι ορισμένο και συνιστά χρηματική απαίτηση, με βάση το μισθωτήριο, εφόσον από αυτό προκύπτει η μισθωτική σχέση, η διάρκειά της, η παράδοση της χρήσης του μισθίου στο μισθωτή, το ύψος του μισθώματος και τα οφειλόμενα μισθώματα, για τα οποία ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής να ανάγονται στο χρόνο διάρκειας της μίσθωσης (Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 623, αρ. 33• Π. Ζέπο, Ειδικό Ενοχικό, Έκδοση 1965, §7, VII, 1, σελ 238• ΕφΑΘ 7151/1973 ΝοΒ 22,228).

Με το δεύτερο λόγο της ανακοπής, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής είναι άκυρη, διότι εκδόθηκε χωρίς την επίκληση αποδεικτικών στοιχείων σε ό,τι αφορά στην οφειλή της από μη καταβληθέντα μισθώματα Ιουλίου έως και Νοεμβρίου 2012. Συγκεκριμένα, εκθέτει ότι, με εξαίρεση το προσκομισθέν από την καθ'ης μισθωτήριο, από το οποίο προκύπτει η ύπαρξη της μισθωτικής σχέσης και το συμφωνηθέν μίσθωμα, η καθ'ης ουδέν άλλο έγγραφο προσκόμισε, το οποίο να αποδεικνύει την ύπαρξη της οφειλής της προς την καθ'ης και το ύψος αυτής. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις προαναφερθείσες διατάξεις και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 599 παρ. 1 και 592 του Α.Κ., συνάγεται, ότι ο μισθωτής έχει υποχρέωση, να αποδώσει το μίσθιο στον εκμισθωτή, κατά την λήξη της μισθώσεως, στην κατάσταση που το παρέλαβε ήτοι χωρίς φθορές, πλην εκείνων που προκλήθηκαν από την, σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη, συνήθη χρήση αυτού. Η υποχρέωση αυτή του μισθωτού ισχύει για την, για οποιοδήποτε λόγο, λύση της συμβάσεως μισθώσεως. Λύση της μίσθωσης είναι δυνατόν να επέλθει, μετά την κατάρτιση αυτής, στα πλαίσια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, που καθιερώνεται με την διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, με νεότερη συμφωνία των μερών, η οποία υπάρχει και όταν, προ της παρελεύσεως του συμβατικού ή νομίμου χρόνου, ο μισθωτής αποδίδει το μίσθιο στον εκμισθωτή και ο τελευταίος το παραλαμβάνει, με σκοπό την λύση της μισθώσεως. Εξάλλου, το χρηματικό ποσό, το οποίο δίδεται, κατά την κατάρτιση της σύμβασης μίσθωσης, από τον μισθωτή στον εκμισθωτή, «ως εγγύηση» (στην πραγματικότητα εγγυοδοσία), διέπεται, ως προς την λειτουργία του και ιδίως την τύχη του, από την ειδικότερη συμφωνία των συμβαλλομένων, στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων, κατά την αυτή διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ. Έτσι, αυτό είναι δυνατόν να δόθηκε ως συμβατική εγγυοδοσία, είτε προς εξασφάλιση του μισθώματος και μάλιστα ως προκαταβολή αυτού, είτε ως ποινική ρήτρα. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 404, 405, 406 και 407 ΑΚ, προκύπτει ότι, σε περίπτωση που στην σύμβαση μίσθωσης το διδόμενο ποσό χρηματικής εγγυήσεως, για την πιστή τήρηση των όρων της συμβάσεως, έχει χαρακτήρα ποινικής ρήτρας, η κατάπτωσή της υπέρ του εκμισθωτή, μπορεί να συμφωνηθεί, λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα του άρθρου 406 ΑΚ, για κάθε περίπτωση αντίστοιχης παραβιάσεως, ανεξαρτήτως άλλης ζημίας του εκμισθωτή. Η αξίωση του μισθωτή για απόδοση της εγγυοδοσίας, γίνεται ληξιπρόθεσμη, με την λήξη της μισθώσεως και επιστρέφεται αν ο εκμισθωτής δεν έχει απαιτήσεις για μισθώματα ή αποζημίωση για ζημίες στο μίσθιο και εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά (ΑΠ 236/2010 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 440 και 441 ΑΚ, το διαπλαστικό δικαίωμα της πρότασης συμψηφισμού δημιουργείται από τότε που δύο αντίθετες απαιτήσεις, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν. Από το χρονικό αυτό σημείο, παρέχεται κατά νόμο η δυνατότητα αφενός στο δικαιούχο της (αντ)απαιτήσεως να αποσβέσει μονομερώς την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό, αφετέρου στους δανειστές και οφειλέτες να προβούν σε συμβατικό συμψηφισμό (συμβιβασμό). Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων αναδρομικά, δηλαδή από τότε που συνυπήρξαν. Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 262 παρ. 1 και 222 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός περί μονομερούς συμψηφισμού ή η ένσταση συμψηφισμού πρέπει να γίνεται αναφορά, με τρόπο σαφή και ορισμένο των περιστατικών που θεμελιώνουν κατά νόμο την προβλεπόμενη σε συμψηφισμό ληξιπρόθεσμη και ομοειδή ανταπαίτησή του κατά του δανειστή, χωρίς να υφίσταται δυνατότητα αναπλήρωσης και κατ'ακολουθία θεραπείας της για το λόγο αυτό αοριστίας της ένστασης με αναφορά σε άλλα έγγραφα, που αναφέρονται τα περιστατικά αυτά, με ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση αυτή των όσων ισχύουν για το ορισμένο της αγωγής (ΑΠ 7/1976 ΝοΒ 24, 537• ΕφΘεσσ 3396/1987 Αρμ43, 36• Β. Βαθρακοκοίλη, Αναλυτική Ερμηνεία Νομολογία Αστικού Κώδικα, Τόμος 1°*% σελ. 613). Ειδικότερα, για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός περί μονομερούς συμψηφισμού ή η ένσταση συμψηφισμού, πρέπει να διαλαμβάνεται σαφής έκθεση των δικαιοπαραγωγικών της ανταπαίτησης γεγονότων, ήτοι πρέπει να αναφέρεται: α) περιγραφή, χρόνος γέννησης και το ποσό των αμοιβαίων απαιτήσεων, που προτείνονται σε συμψηφισμό (ΑΠ 793/2005 ΕλλΔνη 49, 205), β) ότι οι απαιτήσεις είναι ομοειδείς (ΑΠ 386/1978 ΝοΒ 27, 174), γ) ότι οι απαιτήσεις είναι υποστατές και έγκυρες (ΑΠ 181/1995 ΕλλΔνη 1996, 1344) και δ) ότι οι αξιώσεις είναι ληξιπρόθεσμες και αγώγιμες (Κατρά, Αγωγές και ενστάσεις ΑΚ, έκδοση 2008, § 159 σελ. 1170). Ειδάλλως, ήτοι εφόσον δεν εξειδικεύονται τα παραγωγικά της ανταπαιτήσεως πραγματικά περιστατικά ή δεν καθορίζονται επακριβώς τα επιμέρους χρηματικά κονδύλια που απαρτίζουν τη ανταπαίτηση κατά του δανειστή, ώστε να καταστεί εφικτό στον ενάγοντα να απαντήσει σε αυτή, στο δε Δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο σχετικός ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως αόριστος (ΑΠ 7/1976 ΝοΒ 24, 537• ΑΠ 789/1975 ΝοΒ 24, 755). Ως εκ τούτου, για να είναι ορισμένη η ένσταση συμψηφισμού, πρέπει, μεταξύ άλλων, να αναφέρεται η απαίτηση του ενάγοντος δανειστή στην οποία αναφέρεται η δήλωση συμψηφισμού, το ποσό αυτής και ο χρόνος κατά τον οποίο γεννήθηκε. Αν δε οι απαιτήσεις του δανειστή είναι περισσότερες, τότε δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται σε ποια από αυτές αντιτάσσεται ο συμψηφισμός, διότι στην περίπτωση αοριστίας της δηλώσεως του οφειλέτη, εφαρμογή έχει η διάταξη του άρθρου 422 ΑΚ, που ρυθμίζει τον καταλογισμό του καταβαλλόμενου ποσού σε περίπτωση περισσότερων χρεών, οπότε συμπληρώνεται η αόριστη δήλωση και ο συμψηφισμός είναι έγκυρος (ΑΠ 1519/2008 ΝΟΜΟΣ).

Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εξεδόθη με πλημμελή στοιχεία, καθώς η καθ'ης με την αίτηση της ενώπιον της Ειρηνοδίκη του Δικαστηρίου τούτου, υποστήριξε ότι μεταξύ αυτής και της ανακόπτουσας υπήρχε μόνο ένα μισθωτήριο, ενιαύσιας διάρκειας, ήτοι από 02.12.2011 έως και 02.12.2012, στο οποίο ουδόλως αναφέρεται η κατάθεση εκ μέρους της ανακόπτουσας εγγύησης ποσού 450,00 ευρώ. Εκθέτει δε ότι η μισθωτική σχέση μεταξύ των διαδίκων ξεκίνησε με το από 22.10.2009 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, οπότε και καταβλήθηκε το ως άνω ποσό ως εγγύηση και το οποίο συμφωνητικό στη συνέχεια ανανεώθηκε με το προαναφερθέν από 02.12.2011 μισθωτήριο. Σε ό,τι αφορά το ποσό της εγγύησης, ισχυρίζεται ότι έκανε καλή χρήση του μισθίου καθ'όλη τη διάρκεια της μίσθωσης, από τις 22.10.2009 έως τις 19.11.2012 και επομένως, θα πρέπει το ποσό αυτό να της επιστραφεί ή άλλως να συμψηφισθεί με το μίσθωμα του Οκτωβρίου 2012, ποσού 480,00 ευρώ, το οποίο αποδέχεται ότι οφείλει στην καθ'ης η ανακοπή. Επιπλέον, εκθέτει ότι κατά το οικονομικό έτος 2011 κατέβαλε δυο φορές το τέλος ΕΕΤΗΔΕ, ποσού 80,96 ευρώ εκάστη δόση και συνολικά ποσό 161,80 ευρώ, αν και έπρεπε να καταβληθεί αυτό από την καθ'ης - εκμισθώτρια και προβάλλει τον ισχυρισμό ότι το ποσό αυτό θα πρέπει να συμψηφισθεί με το πραγματικά οφειλόμενο από αυτήν ποσό των μισθωμάτων των μηνών Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 2012. Στη συνέχεια, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της στο ακροατήριο, αλλά και με τις νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις της (άρθρα 115 παρ. 3, 224, 236 ΚΠολΔ), η ανακόπτουσα διόρθωσε παραδεκτά το καταβληθέν από αυτήν ποσό για το ΕΕΤΗΔΕ, το οποίο στην πραγματικότητα ανέρχεται σε 211,20 ευρώ και ζητά εν τέλει να συμψηφισθεί το τελευταίο αυτό ποσό με το οφειλόμενο από αυτήν ποσό μισθωμάτων των μηνών Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 2012. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη, είναι ορισμένος όσον αφορά στην πρόταση συμψηφισμού του ποσού της εγγύησης και νόμιμος, στηριζόμενος στις ως άνω διατάξεις και πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Αντίθετα, η πρόταση συμψηφισμού του ποσού που έχει καταβάλει η ανακόπτουσα για το ΕΕΤΗΔΕ του έτους 2011 πρέπει να απορριφθεί, ως αορίστως προβαλλόμενη, καθώς η ανακόπτουσα δεν αναφέρει πότε ακριβώς κατέβαλε κάθε επιμέρους ποσό των δόσεων του ΕΕΤΗΔΕ, ενώ και μετά και τη διόρθωση του ποσού κατά τα προεκτεθέντα, δεν αναφέρει πόσες ακριβώς δόσεις κατέβαλε και τι ύψους ήταν εκάστη εξ αυτών.

Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα αρνείται ότι οφείλει το ποσό των 136,01 ευρώ έναντι της Υπηρεσίας Ύδρευσης Μάνδρας για το χρονικό διάστημα από 25.05.2012 έως και 01.10.2012, διότι από το σχετικό παραστατικό της ως άνω Υπηρεσίας, το οποίο προσκομίστηκε και λήφθηκε υπόψη για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής δεν προκύπτει ότι η συγκεκριμένη οφειλή αφορά το δικό της ρολόι παροχής ή τη δική της κατανάλωση, αλλά και γιατί στην πραγματικότητα καθ'όλη τη διάρκεια της μίσθωσης το μίσθιο και η όμορη κατοικία της καθ'ης η ανακοπή - εκμισθώτριας, που βρίσκεται στον πρώτο όροφο της ίδιας οικοδομής, είχαν το ίδιο ρολόι παροχής ύδρευσης. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Περαιτέρω, η κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ ανακοπή κατά διαταγή πληρωμής, που αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. του ιδίου Κώδικα, ασκείται όπως και η αγωγή και πρέπει στο δικόγραφό της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο όλοι οι λόγοι κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής. Νέοι λόγοι, μη περιεχόμενοι στο δικόγραφο της ανακοπής, δεν επιτρέπεται να προταθούν από τον ανακόπτοντα για πρώτη φορά, με τρόπο διάφορο του οριζόμενου στο άρθρο 585 παρ. 2 εδ. β'ΚΠολΔ και δη με τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος. Μόνο το περιεχόμενο της ανακοπής και εκείνο των τυχόν ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής, ακόμη και αν πρόκειται για αιτιάσεις που ανάγονται στο κατά νόμο παραδεκτό της εκδόσεως της διαταγής πληρωμής, ούτε επιτρέπεται συμπλήρωση των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις (ΑΠ 1043/2009 ΝΟΜΟΣ). Ως εκ τούτου, οι ισχυρισμοί της ανακόπτουσας ότι: α) η υπ'αρ. 15017254/02 παροχή της ΔΕΗ, που αφορά το μίσθιο είναι στο όνομά της και ως εκ τούτου η καθ'ης δεν νομιμοποιούνταν να ζητήσει να της επιδικασθεί το ποσό των 492,08 ευρώ, που αφορά σε τιμολόγιο της ΔΕΗ για την περίοδο από 13.09.2012 έως 14.11.2012 και το οποίο εν τέλει της επιδικάσθηκε με την ανακοπτόμενη και β) ότι το επιδικασθέν με την ανακοπτόμενη κονδύλιο, ποσού 257,20 ευρώ για πετρέλαιο θέρμανσης είναι αόριστο και καταχρηστικό, διότι δεν προκύπτει και πάντως είναι δυσαπόδεικτος ο τρόπος υπολογισμού του, προβάλλονται απαραδέκτως το πρώτον με τις προτάσεις της ανακόπτουσας, που κατατέθηκαν επί της έδρας και πρέπει να απορριφθούν.

Από την εκτίμηση της κατάθεσης του μάρτυρα της ανακόπτουσας, που εξετάσθηκε νόμιμα στο ακροατήριο και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και όλων των εγγράφων, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και λαμβάνοντας αυτεπαγγέλτως υπόψη τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 338 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ύστερα από αίτηση της καθ'ης η ανακοπή εκδόθηκε η με αριθμό 48/2013 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας, δυνάμει της οποίας η ανακόπτουσα διατάχθηκε να καταβάλλει στην καθ'ης το ποσό των 3.285,29 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων και συγκεκριμένα: α) ποσό 2.400,00 ευρώ για οφειλόμενα μισθώματα των μηνών Ιουλίου έως και Νοεμβρίου 2012, ποσού εκάστου 480,00 ευρώ, β) ποσό 492,08 ευρώ για το τιμολόγιο της ΔΕΗ, με περίοδο κατανάλωσης από 13.09.2012 έως 14.11.2012, γ) ποσό 136,01 ευρώ για λογαριασμό ύδρευσης με περίοδο κατανάλωσης από 25.05.2012 έως 01.10.2012 και δ) ποσό 257,20 ευρώ για την αναλογία της στις δαπάνες θέρμανσης για την περίοδο 2011-2012. Η ως άνω διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση τα προσκομιζόμενα από την καθ'ης έγγραφα και συγκεκριμένα: α) το από 02.11.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, νόμιμα κατατεθειμένο στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Ελευσίνας με αριθμό κατάθεσης 7399/20.12.2011, β) επικυρωμένο αντίγραφο του τιμολογίου της Δ.Ε.Η. για την περίοδο από 13.09.2012 έως 14.11.2012, γ) επικυρωμένο αντίγραφο της υπηρεσίας ύδρευσης του Δήμου Μάνδρας - Ειδυλλίας για την περίοδο κατανάλωσης από 25.02.2012 έως 01.10.2012, δ) βεβαίωση υπολογισμού πετρελαίου θέρμανσης για την περίοδο κατανάλωσης 2011-2012 από τον διαχειριστή της πολυκατοικίας, ε) το υπ'αρ. 801/17.12.2003 συμβόλαιο σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας της συμβολαιογράφου Ελευσίνας ... και στ) το με αριθμό πρωτοκ. γεν. έκθ. 30/2845 πιστοποιητικό μεταγραφής του Υποθηκοφυλακείου Ελευσίνας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η καθ'ης εκμίσθωσε στην ανακόπτουσα με το από 22.10.2009 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης κατοικίας ένα διαμέρισμα, ευρισκόμενο σε οικοδομή, κείμενη στο Δήμο Μάνδρας - Ειδυλλίας Αττικής, επί της οδού ………. αρ. … και πεζοδρόμου, το οποίο συμφωνήθηκε να χρησιμοποιηθεί από αυτήν αποκλειστικά ως χώρος κατοικίας. Το μηνιαίο μίσθωμα ορίστηκε σε 450,00 ευρώ και ήταν καταβλητέο το πρώτο τριήμερο εκάστου μηνός, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό. Για την ακριβή εκπλήρωση των όρων της μίσθωσης, η ανακόπτουσα κατέβαλε κατά τη σύναψη του συμφωνητικού στην καθ'ης ποσό 450,00 ευρώ ως εγγυοδοσία, το οποίο σύμφωνα με τον όρο 4 του συμφωνητικού συμφωνήθηκε να της επιστραφεί μετά την εμπρόθεσμη κατά τη λήξη της σύμβασης αποχώρηση αυτής από το μίσθιο, την παράδοση αυτού και των κλειδιών του, καθώς και την εκκαθάριση όλων των τυχόν εκκρεμών λογαριασμών. Συμφωνήθηκε δε ρητά, ότι το ως άνω ποσό δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συμψηφισθεί με τα μισθώματα ή άλλες οφειλές της ανακόπτουσας προς την καθ'ης. Περαιτέρω, με τον όρο 17 του ίδιου συμφωνητικού ορίστηκε ότι η μη εμπρόθεσμη καταβολή από το μισθωτή του μισθώματος, της αναλογίας του στις δαπάνες κοινοχρήστων χώρων και θέρμανσης, των λογαριασμών που αφορούν το μίσθιο και κάθε άλλη πρόσθετη υποχρέωση του μισθωτή, ή παράβαση οποιουδήποτε από τους όρους του συμφωνητικού ή του νόμου, παρέχει στον εκμισθωτή το δικαίωμα να καταγγείλει και να λύσει μονομερώς τη σύμβαση, να αποβάλει το μισθωτή από το μίσθιο και να ζητήσει αποζημίωση για κάθε ζημία του, στις περιπτώσεις δε αυτές καταπίπτει σαν ποινική ρήτρα υπέρ του εκμισθωτή η εγγύηση που δόθηκε. Ακολούθως, υπογράφηκε μεταξύ των διαδίκων το από 02.12.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, που τροποποίησε κάποιους από τους όρους του προηγούμενου συμφωνητικού και συγκεκριμένα όρισε ότι το μηνιαίο μίσθωμα θα ανέρχεται σε 480,00 ευρώ και η διάρκεια της μίσθωσης θα είναι για ένα επιπλέον έτος, ήτοι από 03.12.2011 έως 02.12.2012, ενώ στο πρώτο ως άνω συμφωνητικό δεν είχε ορισθεί η διάρκεια της μίσθωσης. Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, σχετικά με τα επιδικασθέντα μισθώματα, το έγγραφο που προσκόμισε η καθ'ης και ειδικότερα το από 02.12.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης ήταν επαρκές για την έκδοση της ανακοπτόμενης, όσον αφορά στο κονδύλιο των μισθωμάτων, καθώς από αυτό προκύπτει η μισθωτική σχέση, η διάρκειά της, η παράδοση της χρήσης του μισθίου στη μισθώτρια - ανακόπτουσα και το ύψος του μισθώματος, τα οφειλόμενα δε μισθώματα, για τα οποία ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής ανάγονται πράγματι στο χρόνο διάρκειας της μίσθωσης. Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ακολούθως, το γεγονός ότι η ανακόπτουσα κατά το χρόνο αποχώρησής της από το μίσθιο στις 19.11.2012 όφειλε στην καθ'ης τα μισθώματα των μηνών Ιουλίου έως και Νοεμβρίου 2012 -άλλωστε και η ίδια ομολογεί ότι όφειλε στην καθ'ης το μίσθωμα του Οκτωβρίου και ένα μέρος από το μίσθωμα του Νοεμβρίου 2012- συνιστά λόγο κατάπτωσης, ως ποινικής ρήτρας, του ποσού των 450,00 ευρώ, που είχε δοθεί σύμφωνα με τα προαναφερθέντα από την ανακόπτουσα ως εγγυοδοσία. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί και ο τρίτος λόγος ανακοπής, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένος και με τον οποίο η ανακόππτουσα ζητά να συμψηφισθούν τα οφειλόμενα από αυτήν μισθώματα με το ποσό της εγγυοδοσίας, κατά τα ανωτέρω αναλυτικά εκτιθέμενα, ως ουσιαστικά αβάσιμος. Τέλος, αποδείχθηκε ότι το επικυρωμένο αντίγραφο λογαριασμού της υπηρεσίας ύδρευσης του Δήμου Μάνδρας - Ειδυλλίας για την περίοδο κατανάλωσης 25.05.2011 έως 01.10.2012, που προσκομίσθηκε από την καθ'ης για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής αναγράφει ως ιδιοκτήτρια - οφειλέτρια την καθ'ης η ανακοπή και συνεπώς δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι αφορά το μίσθιο διαμέρισμα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι από την αποδεικτική διαδικασία προέκυψε μεν ότι υπάρχουν δυο υδρομετρητές στην οικοδομή, όπου βρίσκεται το μίσθιο, στον πρώτο όροφο της οποίας διαμένει η καθ'ης η ανακοπή - εκμισθώτρια και άρα είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός της ανακόπτουσας ότι είχαν ένα κοινό ρολόι με την καθ'ης, ωστόσο δεν προέκυψε ποιος υδρομετρητής αφορά στο μίσθιο διαμέρισμα και ως εκ τούτου ακύρως εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής αναφορικά με το κονδύλιο του συγκεκριμένου λογαριασμού ύδρευσης, βάσει του ως άνω προσκομισθέντος λογαριασμού. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 632 παρ. 1, 633 παρ. 1, 623, 624 παρ. 1, 262 παρ. 1 και 2, 628 και 629 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, είναι ο έλεγχος της νομιμότητας και του κύρους της διαταγής πληρωμής και όχι η διάγνωση της ουσιαστικής αξίωσης. Το Δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή εξετάζει την κατά το χρόνο εκδόσεως της διαταγής πληρωμής, συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων, βάσει της αίτησης προς έκδοση αυτής και δεν έχει την ευχέρεια μεταβολής της βάσης της αίτησης, γιατί ως προς αυτήν δεν έχει τηρηθεί η κατ'άρθρο 112 ΚΠολΔ προδικασία, χωρίς ωστόσο η απόφαση να παράγει δεδικασμένο επί του δικαιώματος, το οποίο ουδόλως διεγνώσθη (ΑΠ 1098/2006, ΑΠ 1620/2008 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος της υπό κρίση ανακοπής και να ακυρωθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ως προς το προαναφερθέν κονδύλιο και να επικυρωθεί αυτή κατά τα λοιπά, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, η δικαστική δαπάνη θα πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων, καθόσον η ερμηνεία των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


Δικάζει κατ'αντιμωλία των διαδίκων.


Δέχεται εν μέρει την ανακοπή.

Ακυρώνει την υπ'αρ. 48/2013 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας, κατά το ποσό των 136,01 ευρώ, που αφορά σε δαπάνες ύδρευσης για την περίοδο κατανάλωσης από 25.05.2012 έως 01.10.2012.

Επικυρώνει κατά τα λοιπά την υπ'αριθμ. 48/2013 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Ελευσίνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στις 31.10.2014, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.




N 4334 - 2015 - Ο νόμος για τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και τις Τράπεζες όπως ψηφίστηκε

ΠΟΙΝΙΚΟ ΑΠ 134/2015 - Καταδίκη του οφειλέτη σε ποινή που απείλησε το Δικαστήριο

$
0
0

ΜΠρΑθ 122/2015 Ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ κατά διαταγής πληρωμής από οφειλόμενα κοινόχρηστα - Διαδικασία

Έτος:2015
Νούμερο:134
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2'Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Απόστολο Παπαγεωργίου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα ...
Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 11η Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων:

1. Aνώνυμης Eταιρείας με την επωνυμία "Ε... Σ.... ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", που εδρεύει στην Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, προελθούσας από μετατροπή κατ'αρθ. 3 παρ. 8 του ΝΔ 400/1970 της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Ε. Σ."και με τον δ.τ. "EXPRESS SERVICE AE"εγκριθείσας της τροποποιήσεως αυτής με την υπ'αριθμ Κ3-10633 (Κ3-10300) / 4.11.2002 απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης, η οποία δημοσιεύθηκε στο υπ'αριθμ. 11259/6.11.2002 ΦΕΚ τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ,

2. Ι. Ρ. του Π. κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους Θεμιστοκλή Σοφό και Ανδρέα Γαβαλά και κατέθεσαν προτάσεις.

Των αναιρεσίβλητων:

1. Ανώνυμης Ελληνικής εταιρείας γενικών ασφαλειών με την επωνυμία "Η E..... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους Σπυρίδωνα Τσαντίνη που ανακάλεσε την από 6-11-2014 δήλωσή του για παράσταση κατ'άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παραστάθηκε στο ακροατήριο και τους Τριανταφυλλάκη Γεώργιο και Λύτρα Θεόδωρο και κατέθεσαν προτάσεις.

2. Του εγκατεστημένου στην Ελλάδα Υποκαταστήματος (Άγιος Δημήτριος Αττικής) της εδρεύουσας στη Γαλλία αλλοδαπής Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία "A... INTERNATIONAL S.A."που εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους Δημήτριο Πάσχο και Ιωάννη Καραγκούνη με δήλωση κατ'άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3-4-2012 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1645/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 3214/2014 Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 26-6-2014 αίτησή τους και τους από 8-10-2014 προσθέτους λόγους επ'αυτής. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας διάβασε την από 31-10-2014 έκθεσή του με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η από 26.6.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 492/2014 αίτηση και το από 8.10.2014 δικόγραφο προσθέτων λόγων αναίρεσης, που κατατέθηκε την 9.10.2014 της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Ε. Σ. ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ"και του Ι. Ρ. του Π. κατά της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "Η Ε. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ"και του εγκατεστημένου στην Ελλάδα Υποκαταστήματος της εδρεύουσας στη Γαλλία Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία "A. INTERNATIONAL S.A."περί αναιρέσεως της υπ'αριθμ. 3214/2014 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και των επ'αυτής προσθέτων λόγων, οι πληρεξούσιοι της 1ης αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 558 ΚΠολΔ "η αναίρεση απευθύνεται κατά εκείνων οι οποίοι ήταν διάδικοι στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση ή των καθολικών διαδόχων ή των κληρονόμων τους". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η αίτηση αναίρεσης του καθού η πρόσθετη παρέμβαση, δεν απευθύνεται κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, γιατί αυτός δεν είναι κύριος διάδικος, εκτός αν κατά τη δίκη εκείνη, ανέλαβε τον δικαστικό αγώνα, οπότε κατέστη κύριος διάδικος ή η αναίρεση αφορά την πρόσθετη παρέμβαση. Περαιτέρω, από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 82 εδ.γ και 81 παρ. 3 του ίδιου κώδικα προκύπτει, ότι ο προσθέτως παρεμβάς πρέπει να καλείται στη συζήτηση της αναιρέσεως, χωρίς δε την κλήτευση αυτή παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, ειδική εφαρμογή της οποίας αποτελούν οι προαναφερόμενες διατάξεις και δημιουργείται απαράδεκτο της συζητήσεως της αναιρέσεως, το οποίο ως αναφερόμενο στην προδικασία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο. Πάντως, αν η αναίρεση του καθού η παρέμβαση απευθυνθεί και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος, δεν ιδρύεται απαράδεκτο και εκτιμάται ως κλήση κατά τη συζήτηση της αναιρέσεως (ΑΠ 1033/2014, 569/2013). Αν όμως η πρόσθετη παρέμβαση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, ο παρεμβάς δεν καλείται στις περαιτέρω διαδικαστικές πράξεις(ΑΠ 1033/2014, 2192/2013, 1117/2003). Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης απευθύνεται και κατά του προσθέτως παρεμβάντος, υπέρ της εκκαλούσας - εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης, εγκατεστημένου στην Ελλάδα Υποκαταστήματος της εδρεύουσας στη Γαλλία αλλοδαπής ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "A. INTERNATIONAL S.A.", καίτοι η αναίρεση δεν έπρεπε να απευθύνεται και κατά του ως άνω υπέρ της αναιρεσίβλητης προσθέτως παρεμβάντος, πλην όμως η απεύθυνση αυτή εκτιμάται ως κλήση αυτού στην προκείμενη δίκη της αναίρεσης, στην οποία αυτό νομίμως παρίσταται, ζητώντας ν'απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στη δικαστική του δαπάνη. Περαιτέρω από την παραδεκτή κατ'άρθρο 561 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, προκύπτει ότι κατά τη συζήτηση της ένδικης διαφοράς στο Μονομελές Εφετείο Αθηνών, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη με την αίτηση αναίρεσης και τον πρόσθετο λόγο αυτής απόφαση (3214/2014), ασκήθηκε με αυτοτελές δικόγραφο πρόσθετη παρέμβαση από την "Ένωση Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος"υπέρ της τότε εκκαλούσας - εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Η Ε.". Η παρέμβαση εκείνη απορρίφθηκε με την προσβαλλομένη απόφαση ως απαράδεκτη, λόγω μη ολοκληρώσεως της ασκήσεώς της με επίδοσή της και στην υπέρ ης η παρέμβαση. Εν όψει αυτών δεν απαιτείται για το παραδεκτό της συζητήσεως της αίτησης αναίρεσης, κλήτευση και αυτής της παρεμβαίνουσας. Κατά το άρθρο 70 Κ.Πολ.Δ., όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Ως έννομη σχέση, η ύπαρξη ή η ανυπαρξία της οποίας είναι αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής και της επ'αυτής εκδοθησομένης αποφάσεως, νοείται η νομικά ρυθμιζόμενη σχέση ενός προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα (ΑΠ 356/2013, ΑΠ 508/2013, ΑΠ 941/1997). Δεν αποτελούν έννομη σχέση υπό την άνω έννοια τα απλά πραγματικά περιστατικά ή τα αφηρημένα νομικά ζητήματα χωρίς τη σύνδεσή τους με έννομη σχέση της οποίας ζητείται διά της αγωγής η προστασία (ΑΠ 941/1997). Επίσης δεν αποτελεί έννομη σχέση η διαπίστωση πραγματικών ή νομικών καταστάσεων χωρίς καθορισμό των προσαπτομένων από το δίκαιο συνεπειών, έστω και αν μνημονεύεται ο κανόνας ή η νομική αρχή, στα οποία υπάγονται τα περιστατικά αυτά (ΑΠ 508/2013). Από την ως άνω διάταξη συνάγεται ακόμη, ότι για την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής απαιτείται ο ενάγων να έχει έννομο συμφέρον, τέτοιο δε υφίσταται όταν η προκαλούμενη με την αγωγή αυτή δικαστική απόφαση είναι σε θέση να διαλευκάνει την αμφισβητούμενη ύπαρξη ή ανυπαρξία της έννομης σχέσης, να άρει τη σχετική αβεβαιότητα και να αποτρέψει σχετικές μ'αυτό παρούσες ή μέλλουσες δικαστικές διενέξεις και μάλιστα οριστικά και με δύναμη δεδικασμένου.
Συνεπώς, αποφάσεις που δεν διαλευκαίνουν οριστικά την έννομη σχέση, αλλά μόνο στοιχεία αυτής ή προδικαστικά της ζητήματα, δεν είναι ικανές για παραγωγή δεδικασμένου και άρα ούτε και για αναγνώριση των εν λόγω μεμονωμένων στοιχείων, γιατί πρέπει να προστεθούν και άλλα γεγονότα για την οριστική απόφαση επί της όλης έννομης σχέσης (ΑΠ 941/1997). Μεμονωμένα δηλαδή στοιχεία της έννομης σχέσης ή προδικαστικά αυτής στοιχεία δεν μπορούν να καταστούν αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής. Εξ άλλου κατά το άρθρο 947 παρ.1 ΚΠολΔ "όταν ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να παραλείψει ή να ανεχθεί πράξη, το δικαστήριο, για την περίπτωση που παραβεί την υποχρέωση του, απειλεί για κάθε παράβαση χρηματική ποινή έως 5.900 ευρώ υπέρ του δανειστή και προσωπική κράτηση έως ένα έτος. Αν η απειλή της χρηματικής ποινής και της προσωπικής κράτησης δεν περιέχεται στην απόφαση που καταδικάζει τον οφειλέτη να παραλείψει ή να ανεχθεί πράξη, απαγγέλλεται από το μονομελές πρωτοδικείο. Το δικαστήριο αυτό είναι αρμόδιο να βεβαιώσει την παράβαση και να καταδικάσει στη χρηματική ποινή και στην προσωπική κράτηση...". Από την ανωτέρω διάταξη, η οποία κατά το μέρος που προβλέπει ποινές έχει χαρακτήρα κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον με αυτή θεσπίζεται ενοχή από αδικοπραξία (ΑΠ 54/2012, ΑΠ 1257/2011, ΑΠ 1274/2010), προκύπτει ότι για την καταδίκη του οφειλέτη στην ποινή που απείλησε το δικαστήριο με προηγούμενη απόφαση του για την περίπτωση παραβάσεως των διατάξεων της, απαιτείται να έχει ο οφειλέτης πρόθεση να παραβεί τις διατάξεις της προηγούμενης αυτής απόφασης. Η πρόθεση όμως, ως γνώση και θέληση του παραπάνω αποτελέσματος, δεν έχει ανάγκη εξειδικεύσεως των στοιχείων που τη συγκροτούν, αλλά αρκεί να αναφέρεται στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι ο οφειλέτης ενήργησε από πρόθεση ή να συνάγεται από τα εκτιθέμενα παραδοχή του δικαστηρίου περί υπάρξεως τέτοιας προθέσεως (ΑΠ 54/2012). Η με το άρθρο αυτό θεσπιζόμενη διαδικασία της έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης διέρχεται δύο στάδια και απαιτεί την έκδοση δύο δικαστικών αποφάσεων.

Κατά το πρώτο στάδιο βεβαιώνεται με την απόφαση η υποχρέωση του εναγομένου σε παράλειψη ή ανοχή της πράξης, απειλούνται εναντίον του, για την περίπτωση παράβασης της σχετικής υποχρέωσής του, οι ποινές αθροιστικά και καθορίζονται το ποσό της χρηματικής ποινής και ο χρόνος της προσωπικής κράτησης. Κατά το δεύτερο στάδιο γίνεται διάγνωση της παράβασης, βεβαιώνεται δηλαδή η εκ μέρους του καθ'ου η εκτέλεση παραβίαση της υποχρέωσής του προς παράλειψη ή ανοχή και καταδικάζεται ο οφειλέτης στην καταβολή της χρηματικής ποινής και σε προσωπική κράτηση (ΑΠ 1274/2010). Η αγωγή με την οποία ζητείται η καταδίκη σε χρηματική ποινή και σε προσωπική κράτηση λόγω της παραβάσεως είναι αγωγή καταψηφιστική. Ιδιαίτερο αίτημα για τη βεβαίωση της παραβάσεως δεν απαιτείται, διότι στο αίτημα για την καταδίκη σε χρηματική ποινή και σε προσωπική κράτηση εμπεριέχεται και αίτημα για τη βεβαίωση της παραβάσεως, αφού η τελευταία αποτελεί τον πυρήνα της αγωγής και προϋπόθεση της καταδίκης (ΑΠ 705/2009). Στην δίκη του άρθρου 947 του ΚΠολΔ λαμβάνονται στην ουσία ρυθμιστικά μέτρα για την εξασφάλιση της πορείας της εκτέλεσης, με απώτερο σκοπό την κάμψη της αντιτιθέμενης βούλησης του οφειλέτη και τον εξαναγκασμό του σε συμμόρφωση. Η κατά την παράγραφο 1γ'του άρθρου 947 ΚΠολΔ δίκη είναι διαγνωστικού χαρακτήρα. Αυτό που κατάγεται προς διάγνωση είναι η μία και μοναδική αξίωση του ενάγοντος προς επιβολή των νομίμων κυρώσεων που ενεργοποιούνται μέσω της πραγμάτωσης της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως της παράβασης. Το πραγματικό γεγονός της παράβασης αποτελεί την ιστορική βάση της αγωγής και αντίστοιχα την αιτιολογία (ελάσσονα πρόταση) της εκδιδομένης αποφάσεως και γι'αυτό πρέπει να προτείνεται και να αποδεικνύεται από τον ενάγοντα. Η διάγνωση της αξίωσης προς επιβολή των νόμιμων κυρώσεων οδηγεί στη συνέχεια, στην επέλευση της αιτούμενης έννομης συνέπειας, δηλαδή στην καταψήφιση της χρηματικής ποινής και στην απαγγελία της προσωπικής κρατήσεως ή της μιας εκ των δύο κατά την από την αρχή της διαθέσεως πηγάζουσα βούληση του ενάγοντα δανειστή που εκδηλώνεται με το σχετικό προς τούτο αίτημα. Η διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών της ύπαρξης της παράβασης του ουσιαστικού περιεχομένου του τίτλου, αποτελώντας προϋπόθεση για την επιβολή της έννομης συνέπειας της καταδίκης σε χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής και αποφάσεως. Τέτοια ανεπίτρεπτη αναγνωριστική αγωγή είναι και εκείνη που κατά το αίτημά της περιορίζεται απλώς στη βεβαίωση της παραβάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες στην ένδικη, από 3.4.2012 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου 1409/2012, αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ιστορούσαν ότι επί της με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 25123/1996 αγωγής τους κατά της εναγόμενης και ήδη αναιρεσίβλητης και άλλων δύο ασφαλιστικών εταιριών, με την οποία ζητούσαν να απαγορευθεί στις εναγόμενες να ενεργούν σε βάρος τους αθεμίτως ανταγωνιστικές πράξεις σχετικές με τη κατάρτιση από αυτές συμβάσεων οδικής βοήθειας, που δεν πληρούσαν τους όρους του νόμου, εκδόθηκε η 24327/2007 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή τους. Ότι οι ανωτέρω ασφαλιστικές εταιρίες (μεταξύ των οποίων και εναγομένη) και οι ενάγοντες άσκησαν (αντίθετες) εφέσεις κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Εφετείου Θεσσαλονίκης, επί των οποίων εκδόθηκε η με αριθμό 743/2009 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία αυτό, δικάζον επί της ως άνω αγωγής, έκανε δεκτή εν μέρει αυτή και μεταξύ άλλων απαγόρευσε στην εναγόμενη, με απειλή χρηματικής ποινής 2.000 ευρώ για κάθε μελλοντική παραβίαση "να συνάπτει συμβάσεις παροχής οδικής βοήθειας, να διαφημίζει στο κοινό ότι παρέχει οδική βοήθεια και να προσφέρει οδική βοήθεια, χωρίς η ίδια ή οι συνεργαζόμενες, προς το σκοπό αυτό, με αυτή επιχειρήσεις να διαθέτουν οχήματα προορισμένα και διαμορφωμένα για την υπηρεσία αυτή, κατά τις ισχύουσες διατάξεις και χωρίς το ανάλογο προσωπικό και την εν γένει απαραίτητη υλικοτεχνική υποδομή και εγκαταστάσεις για την παροχή στους πελάτες τους της σχετικής υπηρεσίας παροχής οδικής βοήθειας". Ότι οι ενάγοντες κοινοποίησαν στην εναγόμενη στις 14.5.2009 την απόφαση αυτή, με επιταγή προς εκτέλεση, επιτάσσοντας τη να συμμορφωθεί με το διατακτικό της. Ότι η εναγόμενη έλαβε γνώση των υποχρεώσεων της από την πιο πάνω απόφαση, εντούτοις από 18.5.2009 μέχρι 31.8.2010 παραβίασε από πρόθεση το διατακτικό της συνάπτοντας 170.881 συμβάσεις παροχής οδικής βοήθειας και 561.916 συμβάσεις τοπικής ρυμούλκησης και συνολικά 732.797 συμβάσεις, συνεργαζόμενη για το σκοπό αυτό με τη μικτή επιχείρηση οδικής βοήθειας Mondial Assistance, που δεν πληρούσε τους όρους του νόμου (ν.3651/2008) για τη παροχή οδικής βοήθειας.

Με βάση τα ανωτέρω ιστορούμενα οι ενάγοντες ζητούσαν να βεβαιωθούν οι παραβιάσεις αυτές και να καταδικασθεί η εναγομένη να τους καταβάλει χρηματική ποινή 2.000 ευρώ στον καθένα τους για κάθε παραβίαση της αποφάσεως. Κατά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου οι ενάγοντες, με προφορική δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων τους που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και τις προτάσεις που νομίμως κατέθεσαν, παραιτήθηκαν του αιτήματός τους για καταδίκη της εναγομένης στην ως άνω χρηματική ποινή για κάθε παραβίαση της απόφασης και περιόρισαν το αίτημά τους μόνο στην βεβαίωση (αναγνώριση) της παραβίασης επί 732.797 φορές του διατακτικού της με αριθμό 743/2009 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την απόφασή του, αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή, δέχτηκε αυτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και βεβαίωσε την παραβίαση του διατακτικού της με αριθμό 743/2009 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης από την εναγόμενη, 732.797 φορές κατά το χρονικό διάστημα από 18.5.2009 έως 31.8.2010. Κατά της αποφάσεως αυτής του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, οι ενάγοντες άσκησαν την από 4.7.2013, με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 4068/2013 έφεση ενώπιον του Εφετείου Αθηνών. Το τελευταίο, δικάζοντας αντιμωλία των κυρίων διαδίκων και των ενώπιόν του παρεμβάντων υπέρ της εκκαλούσας - εναγομένης, με την προσβαλλομένη 3214/2014 οριστική απόφασή του, αφού απέρριψε ως απαράδεκτη τη μία παρέμβαση, δέχθηκε την έφεση και την δεύτερη υπέρ της εκκαλούσας εναγομένης πρόσθετη παρέμβαση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, και δικάζοντας την αγωγή απέρριψε αυτή ως μη νόμιμη με την αιτιολογία, ότι μετά τη μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής κατά το σκέλος του καταψηφιστικού αιτήματος, δεν ερείδεται πλέον στο νόμο το αναγνωριστικό αίτημα της αγωγής για τη βεβαίωση μόνο των παραβιάσεων της υποχρεώσεως προς παράλειψη, η διαπίστωση δηλαδή πραγματικών γεγονότων, όπως είναι η ύπαρξη της παραβάσεων του ουσιαστικού περιεχομένου του τίτλου. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο ορθά ερμήνευσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 947 παρ. 1 γ'ΚΠολΔ την οποία δεν παραβίασε με την μη εφαρμογή της , κρίνοντας την αγωγή ως μη νόμιμη. Επομένως, οι περί του αντιθέτου πρώτος και δεύτερος λόγοι του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως και ο πρόσθετος λόγος, από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Από τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε η δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα η απαράδεκτο, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται μόνον όταν η πλημμέλεια αναφέρεται σε παράβαση δικονομικών διατάξεων, δηλαδή διατάξεων που ρυθμίζουν τη διαδικασία και τον τύπο των διαδικαστικών πράξεων (ολΑΠ 1/1999, ολΑΠ 12/2000, ΑΠ 145/2014, ΑΠ 204/2014, ΑΠ 712/2013). Επομένως, ο τρίτος λόγος του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση του Εφετείου Αθηνών η από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, της κηρύξεως δηλαδή απαραδέκτου παρά το νόμο με την απόρριψη της αγωγής ως μη νόμιμης και συγκεκριμένα ως μη ερειδόμενης στη διάταξη του άρθρου 947 παρ. 1 γ'ΚΠολΔ, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί διάταξη ουσιαστικού δικαίου, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες ως ηττηθέντες διάδικοι, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης και του προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνοντος (άρθρο 176, 182, 183 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ:

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 26.6.2014 αίτηση και τον από 8.10.2014 πρόσθετο λόγο των: α) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Ε. Σ. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ"και β) Ι. Ρ. του Π. κατά της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Η Ε.", για αναίρεση της υπ'αριθ. 3214/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσόν των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ και του προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνοντος, τα οποία ορίζει σε χίλια διακόσια (1200) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις13 Ιανουαρίου 2015.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Φεβρουαρίου 2015.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 89/2015 - Δωρεά ακινήτου

$
0
0

ΠΟΙΝΙΚΟ ΑΠ 134/2015 - Καταδίκη του οφειλέτη σε ποινή που απείλησε το Δικαστήριο

Δωρεά ακινήτου
Έτος:2015
Νούμερο:89
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη...
Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Κ. Γ. του Π., συζ. Α. Π., και 2) Α. Π. του Δ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Παναγιώτα Ζερβομπεάκου, με δήλωση κατ'άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Κ. του Π., 2) Ε. Μ. του Ι., συζ. Α. Κ., κατοίκων ..., και 3) Π. Κ. του Α., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μιχαήλ Χάνο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/10/2005 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Κύμης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 17/2007 μη οριστική, 10/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 77/2013 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδος. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 26/2/2014 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 25/9/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κατά το άρθρο 560 αρ. 1 εδ. α-β'του ΚΠολΔ λόγοι αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου και παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας δεν ιδρύονται, αντίστοιχα, όταν το δικαστήριο δεν εφαρμόζει κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εν όψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου δεν ήταν εφαρμοστέος στην συγκεκριμένη περίπτωση, επειδή δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, και όταν τα φερόμενα ως παραβιασθέντα διδάγματα της κοινής πείρας δεν αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή πραγματικών γεγονότων σ'αυτούς, αλλά χρησιμεύουν για την εκτίμηση αποδείξεων.

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο που την εξέδωσε, δικάζοντας ως Εφετείο, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το .../08-12-1980 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κύμης Αναστασίου Τσακουμάνη, νομίμως μεταγεγραμμένου (...), ο Α. Κ. του Π., κάτοικος εν ζωή ..., παππούς της πρώτης εκκαλούσης - εναγούσης, δώρησε στην ανωτέρω εγγονή του μία ισόγειο οικία επιφανείας 24 τ.μ., κειμένη στον Οξύλιθο Κύμης Ευβοίας, στη θέση "Κ.", μετά του οικοπέδου, του φρέατος και της συνεχομένης αυλής της, εκτάσεως 90 τ.μ. περίπου. Το δωρηθέν ακίνητο συνορεύει, κατά τον ως άνω τίτλο κτήσεως, ανατολικώς με Ε. Π., βορείως με Ο. Χ. και Π. Κ., δυτικώς και νοτίως με Π. Κ.. Το ακίνητο περιήλθε στην κυριότητα του ανωτέρω δωρητή, λόγω κληρονομικής διαδοχής του πατρός του Π. Κ., δυνάμει της .../1930 δημοσίας διαθήκης, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Κύμης Ευαγγέλου Κανιάστα και δημοσιεύθηκε νομίμως. Στην προαναφερομένη δωρεά, τέθηκε ο όρος ο δωρητής να παρακρατήσει την επικαρπία επί του δωρηθέντος και, μετά θάνατον, να περιέλθει το δικαίωμα αυτό στη σύζυγό του Ε., το γένος Γ. Κ.. Η τελευταία προαποβίωσε του εν λόγω δωρητού, στις 12-11-1982. Ο δωρητής αποβίωσε, στις 30-12-1992, με αποτέλεσμα η πρώτη εφεσίβλητη - ενάγουσα να καταστεί αποκλειστική κυρία του ανωτέρω περιουσιακού στοιχείου. Η έκταση αυτή, σύμφωνα με νεώτερη καταμέτρηση, αποτυπωθείσα στο από Σεπτεμβρίου 2008 τοπογραφικό διάγραμμα, το οποίο συνοδεύει την προαναφερομένη έκθεση πραγματογνωμοσύνης, έχει εμβαδό 116,561 τ.μ. και αποτυπώνεται στο προαναφερθέν τοπογραφικό διάγραμμα υπό στοιχεία Α1-Α2-Α3-Α4-Α5-A6-A7-A8-A9-A1. Στη βόρεια πλευρά της συνορεύει με εδαφική έκταση 15,65 τ.μ. Η έκταση αυτή, η οποία αποτελεί την επίδικη - διεκδικούμενη από τους εκκαλούντες - ενάγοντες έκταση, εμφαίνεται στο ίδιο τοπογραφικό διάγραμμα υπό στοιχεία Ε-Α4-Α5-Α6-Δ-Γ-Β-Ε. Η επίδικη έκταση δεν περιλαμβάνεται στον προαναφερόμενο τίτλο, γεγονός που και οι ίδιοι οι ενάγοντες συνομολογούν, αλλά ούτε και παραχωρήθηκε ατύπως στην εκκαλούσα - ενάγουσα, το έτος 1982, από τον προαναφερόμενο δωρητή. Αντιθέτως, περιλαμβάνεται στο .../16-07-1969 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κύμης Αναστασίου Τσακουμάνη, δια του οποίου ο προαναφερόμενος δωρητής Α. Κ. μεταβίβασε στη θυγατέρα του Ο., σύζυγο Ν. Χ., ακίνητο, κείμενο στον Οξύλιθο Κύμης Ευβοίας, στη θέση "Κ.", "...μετά της αντιστοιχούσης εις την ημίσειαν ταύτην οικίαν αυλής μέχρι των σταλαγμών της οικία Α. Κ....". Από τη διατύπωση αυτή προκύπτει ότι η ιδιοκτησία της Ο. Χ. συνορεύει με τους σταλαγμούς της οικίας του δικαιοπαρόχου της πρώτης εκκαλούσης -εφεσιβλήτου και ήδη αποβιώσαντος Α. Κ.. Με δεδομένο ότι οι σταλαγμοί της ως άνω οικίας τίθενται ως σύνορο μεταξύ των δύο ιδιοκτησιών, τότε η επίδικη έκταση, η οποία, βάσει του πραναφερομένου τοπογραφικού διαγράμματος κείται βορείως της εν λόγω οικίας, η οποία αποτελεί όριο, ανήκε στην ιδιοκτησία της Ο. Χ.. Επιπλέον, σε ανύποπτο χρόνο, όταν συντάχθηκε το από 20-09-2002 τοπογραφικό διάγραμμα καλύψεως του πολιτικού μηχανικού Γ. Β., κατ'εντολήν και συμφώνως των υποδείξεων της πρώτης εκκαλούσης - εναγούσης, το οποίο συνόδευε την 560/2002 οικοδομική άδεια του Πολεοδομικού Γραφείου Κύμης, διαπιστώνεται ότι η επίδικη έκταση δεν περιλαμβάνεται στην προρρηθείσα έκταση της ως άνω διαδίκου, αλλά παρουσιάζεται ως δημοτική οδός, η οποία δεν αποτελεί κτήμα της ιδιοκτησίας της. Αν συνέβαινε το αντίθετο, τότε το επίδικο θα έπρεπε να είχε περιληφθεί στον προαναφερθέν τοπογραφικό διάγραμμα, ως τμήμα της ιδιοκτησίας της πρώτης εκκαλούσης - εναγούσης, δεδομένου ότι, κατά τα υπό αυτής εκτιθέμενα στην αγωγή της, το επίδικο της είχε παραχωρηθεί, ατύπως, από τον αποβιώσαντα παππού της Α. Κ. πολύ ενωρίτερα, ήτοι από το έτος 1982. Απεναντίας, το πρώτον παρουσιάζεται το επίδικο ως τμήμα της ιδιοκτησίας της πρώτης εκκαλούσης - εναγούσης στο από Ιανουαρίου 2005 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Α. Π., το οποίο, επίσης, συντάχθηκε συμφώνως των υποδείξεών της και οι αποτυπώσεις του οποίου έρχονται σε αντίθεση με τα όσα είχαν αποτυπωθεί σε ανύποπτο χρόνο στο σκαρίφημα, το οποίο συνόδευε το προαναφερθέν .../08-12-1980 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κύμης Αναστασίου Τσακουμάνη. Ακολούθως, το γεγονός ότι δεν έχει διαμορφωθεί κάποια δίοδος, η οποία να ενώνει το επίδικο με την νοτίως αυτού κείμενη ιδιοκτησία της πρώτης εκκαλούσης - εναγούσης, το ότι η νότια πλευρά τη ιδιοκτησίας της τελευταία είναι "τυφλή", δηλαδή δεν έχει κάποιο άνοιγμα προς το επίδικο, και ότι δεν έχει διαμορφωθεί οτιδήποτε άλλο από αυτή, όπως μπαλκόνι, άγουν στο συμπέρασμα ότι ουδέποτε οι εκκαλούντες - ενάγοντες άσκησαν πράξεις νομής επί του επιδίκου και ενισχύει τη θέση ότι το επίδικο ευρίσκεται ακριβώς στο όριο του βορείου συνόρου της ιδιοκτησίας των εκκαλούντων.

Η επικαλούμενη από τους εκκαλούντες περίφραξη - περιτοίχιση που υπήρχε στη βόρεια πλευρά του επιδίκου, δικαιολογείται από την υψομετρική διαφορά μεταξύ του επιδίκου και τμήματος και της ιδιοκτησίας που ο απώτερος δικαιοπάροχος Α. Κ., μεταβίβασε στην εκκαλούσα. Αντιθέτως, εμφανείς πράξεις νομής επί της διεκδικουμένης εκτάσεως έχει ασκήσει ο πρώτος εφεσίβλητος - εναγόμενος, ήτοι φύτευση μικρών φυτών και κατασκευή ψησταριάς. Αυτά, ενισχύουν τον αρνητικό της αγωγής ισχυρισμό ότι το επίδικο μετεβιβάσθηκε στον Π. Κ., πατέρα και δικαιοπάροχο του πρώτου εφεσιβλήτου - εναγομένου, ατύπως, το έτος 1970, από τους κληρονόμους της ήδη αποβιωσάσης κατά το ίδιο έτος Ο. Χ., δηλαδή το σύζυγό της Ν. Χ. και τον υιό της Α. Χ., ο οποίος Ν. Χ., για την άτυπη αυτή μεταβίβαση, ενεργούσε, εν τοις πράγμασι, ως εκπρόσωπος του υιού του Ν. Χ., ο οποίος τότε ήταν ανήλικος. Έκτοτε, αυτός νεμόταν το ακίνητο αυτό (συμπεριλαμβανομένου του επιδίκου τμήματος με χρήση του τελευταίου αυτού ως βόθρου και ως αποθηκευτικού χώρου) και έτσι έγινε κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Κατόπιν, ο Παναγιώτης Κεράτσας, με το .../09-03-2002 συμβόλαιο γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Κύμης Σπ. Μάγκου, νομίμως μεταγεγραμμένου, μεταβίβασε το επίδικο στον πρώτο εφεσίβλητο - εναγόμενο. Τα προαναφερόμενα ενισχύονται από την 36/2008 έκθεση πραγματογνωμοσύνης της τοπογράφου μηχανικού Σ. Μ., η οποία διορίστηκε πραγματογνώμονας με την 37/2007 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, καθώς και την από Οκτωβρίου 2009 συμπληρωματική έκθεση πραγματογνωμοσύνης της ως άνω μηχανικού (...)". Δέχεται δηλαδή το δικαστήριο ότι το επίδικο εδαφικό τμήμα, εμβαδού 15,59 τ.μ., που δεν περιέχεται στο υπ'αριθμ. .../1980 μεταγεγραμμένο συμβόλαιο, με το οποίο η πρώτη ενάγουσα-αναιρεσίβλητη έγινε κυρία του αναφερόμενου σ'αυτό ακινήτου, εμβαδού 116,561 τ.μ., δεν περιήλθε στην ενάγουσα, αυτή (και δικαιοπάροχο του δεύτερου ενάγοντος -αναιρεσείοντος στο ανωτέρω ακίνητο κατά τα 10% εξ αδιαιρέτου) ούτε με άτυπη δωρεά από τον δικαιοπάροχό της Α. Κ. το έτος 1982 και εντεύθεν με έκτακτη χρησικτησία, όπως οι αναιρεσείοντες είχαν ισχυρισθεί με την απορριφθείσα πρωτοδίκως και κατ'έφεση αγωγή τους, αφού δεν αποδείχθηκε, ότι η ενάγουσα αυτή είχε ποτέ στη νομή της το επίδικο τμήμα, το οποίο, αντιθέτως, εμπίπτει στο νομίμως μεταγεγραμμένο υπ'αριθμ. .../1969 συμβόλαιο με το οποίο ο ίδιος δικαιοπάροχος Α. Κ. μεταβίβασε στη θυγατέρα του Ο. το αναφερόμενο σ'αυτό ακίνητο, οι κληρονόμοι της οποίας μεταβίβασαν ατύπως το ακίνητο αυτό στον Π. Κ., που το νεμόταν έκτοτε και ο οποίος το μεταβίβασε στον πρώτο αναιρεσίβλητο - εναγόμενο Α. Π. Κ. δυνάμει του υπ'αριθμ. .../2002 συμβολαίου, νομίμως μεταγραφέντος, που νέμεται το επίδικο τμήμα, με τη φύτευση σ'αυτό μικρών φυτών και την τοποθέτηση ψησταριάς. Υπό τις πραγματικές αυτές παραδοχές του δικαστηρίου, ότι δηλ. οι αναιρεσείοντες-ενάγοντες δεν είχαν ποτέ στη νομή τους το επίδικο εδαφικό τμήμα, δεν συνέτρεχαν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής των περί χρησικτησίας διατάξεων των άρθρων 974 και 1045 του ΑΚ, τις οποίες δεν παραβίασε το δικαστήριο με εσφαλμένη (μη) εφαρμογή, και είναι αβάσιμα τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον δεύτερο από το άρθρο 560 αρ. 1α του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους. Τα δε διδάγματα της κοινής πείρας που ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες ότι παραβιάστηκαν από το δικαστήριο και σύμφωνα με τα οποία ενόψει της περίφραξης-περιτοίχισης που υπήρχε στη βόρεια πλευρά του επιδίκου αποδεικνύεται ότι τούτο ανήκε σ'αυτούς σχετίζονται με το αποδεικτέο ουσιαστικό ζήτημα (εκτίμηση αποδείξεων) και δεν αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή πραγματικών γεγονότων σ'αυτούς.

Επομένως και σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε ο σχετικός πρώτος, από το άρθρο 560 αρ. 1β'του ΚΠολΔ, λόγος του αναιρετηρίου είναι απαράδεκτος και απορριπτέος. Τέλος, με τον τρίτο, από το άρθρο 560 αρ. 1α'του ΚΠολΔ, λόγο του αναιρετηρίου, υποστηρίζεται ότι με το να δεχθεί το δικαστήριο ότι οι κληρονόμοι της Ο. Χ. Ν. Χ., σύζυγός της, και Α. Χ., υιός της, ανήλικος τότε, μεταβίβασαν ατύπως τη νομή του επιδίκου στον δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων το έτος 1970, παραβίασαν τις διατάξεις των άρθρων 1055 και 1045 του ΑΚ, κατά την πρώτη από τις οποίες εξαιρούνται της χρησικτησίας πράγματα που ανήκαν σε πρόσωπα τα οποία τελούν υπό γονική μέριμνα. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης, παρεκτός του ότι είναι αόριστος, αφού δεν αναφέρεται η ηλικία του ανήλικου Α. Χ., ώστε να κριθεί επί πόσον χρόνο το μερίδιό του στο επίδικο ήταν ανεπίδεκτο χρησικτησίας, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, αφού το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των αναιρεσειόντων ως αναπόδεικτη και όχι κατά παραδοχήν ενστάσεως ιδίας κυριότητας των αναιρεσιβλήτων. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν'απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).-

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 26-2-2014 αίτηση των Κ. Γ. κ.λ.π. για αναίρεση της υπ'αριθμ. 77/2013 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Δεκεμβρίου 2014.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 2015.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 85/2015 - Έκτακτη Χρησικτησία Αγωγή με την οποία ζητείται να αναγνωριστεί δικαιούχος δουλείας και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να άρουν την προσβολή αυτής και να παραλείψουν κάθε μελλοντική της διατάραξη

$
0
0

ΑΠ 89/2015 - Δωρεά ακινήτου

Έκτακτη Χρησικτησία
Έτος:2015
Νούμερο:85
 Ετικέτες: νομολογία δικηγόροι χρησικτησία
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο ...
Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ε. χήρας Η. Χ., το γένος Β. Φ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Κριθαρά, με δήλωση κατ'άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Θ. Μ. του Σ., κατοίκου ..., και 2) Μ. Μ. του Σ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Παπαδημητροπούλου.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1/6/2006 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Καλαμάτας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 38/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 166/2009 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 29/9/2009 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ελένη Διονυσοπούλου ανέγνωσε την από 24/10/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή κατά το άρθρο 1051 ΑΚ εκείνος που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή ειδική διαδοχή μπορεί να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 249, 271, 974, 976, 983 και 1045 ΑΚ συνάγεται ότι στην έκτακτη χρησικτησία δεν απαιτείται για το συνυπολογισμό της νομής των προκτητόρων του χρησιδεσπόζοντος στη δική του νομή προς συμπλήρωση του προβλεπόμενου γι αυτήν στο νόμο χρόνου νομής (εικοσαετία) ειδική διαδοχή στο δικαίωμα της κυριότητας επί του πράγματος, αλλά αρκεί απλώς ειδική διαδοχή στη νομή του πράγματος, η οποία χωρεί με παράδοση με οικεία βούληση του νομέα (άρθρο 976 ΑΚ) και έχει την έννοια ότι στον αποκτώντα μεταβιβάζεται η ίδια νομή που έχει ο μεταβιβάζων. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι και στην περίπτωση κατά την οποία ο δικαιοπάροχος του νομέα κατέστη κύριος, λόγω συμπλήρωσης στο πρόσωπό του, του απαιτούμενου χρόνου χρησικτησίας, ο ειδικός διάδοχος αυτού στη νομή μπορεί να επικαλεσθεί το συνυπολογισμό του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου του, προκειμένου να αντιτάξει κατά τρίτων κυριότητα επί ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Περαιτέρω κατά τις διατάξεις των άρθρων 1118, 1119 και 1121 ΑΚ επί ακινήτου μπορεί να αποκτηθεί εμπράγματο δικαίωμα υπέρ του εκάστοτε κυρίου άλλου ακινήτου, που να του παρέχει κάποια ωφέλεια δηλαδή πραγματική δουλεία, όπως είναι και η δουλεία οδού. Η σύσταση του εμπραγμάτου αυτού δικαιώματος μπορεί να γίνει και με έκτακτη χρησικτησία, ως προς την οποία εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την κτήση της κυριότητας ακινήτων με έκτακτη χρησικτησία, εφαρμοζομένου αναλόγως και του άρθρου 1051 ΑΚ, έτσι ώστε εκείνος που επικαλείται κτήση πραγματικής δουλείας με έκτακτη χρησικτησία μπορεί να συνυπολογίσει το χρόνο της οιονεί νομής του στο χρόνο της οιονεί νομής του δικαιοπαρόχου του. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1045, 974 και 975 ΑΚ, συνάγεται ότι η φυσική εξουσία επί ακινήτων επί συνεχή εικοσαετία επιφέρει την, κτήση μεν κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία αν είναι καθολική, περιλαμβάνει δηλαδή όλες τις χρησιμότητες του πράγματος και ασκείται με διάνοια κυρίου (νομή), κτήση δε πραγματικής δουλείας αν είναι μερική, περιλαμβάνει δηλαδή μια ή ορισμένες μόνο χρησιμότητες του πράγματος, που αποτελούν περιεχόμενο τέτοιας δουλείας και ασκείται υπέρ του δεσπόζοντος ακινήτου από τον κύριο αυτού με διάνοια δικαιούχου (οιονεί νομή). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ακόμα ότι για την κτήση πραγματικής δουλείας με τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας απαιτείται εκείνος που ασκεί την οιονεί νομή δουλείας στο δουλεύον ακίνητο, να είναι κύριος του δεσπόζοντος ακινήτου και συνεπώς αν ασκεί χρησικτησία και επί του ακινήτου αυτού, ή έναρξη της χρησικτησίας για την απόκτηση της πραγματικής δουλείας, δεν μπορεί να γίνει πριν από τη συμπλήρωση στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος εικοσαετούς με διάνοια κυρίου νομής αυτού επί του δεσπόζοντος ακινήτου.

Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., που είναι ταυτόσημο με το άρθρο 559 του ίδιου κώδικα, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ. (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή αν η αγωγή, κυρία παρέμβαση, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ'ουσίαν (ΟλΑΠ 10/2011). Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, τα οποία ο Άρειος Πάγος εκτιμά κατ'άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή της, ομολογήσεως πραγματικής δουλείας οδού, που άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου, ισχυρίσθηκε, κατ'εκτίμηση του δικογράφου της, ότι απέκτησε την κυριότητα του δεσπόζοντος ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, καθ'όσον νέμεται τούτο με διάνοια κυρίας από το 1975, με τις διακατοχικές πράξεις που ειδικότερα εκθέτει συνέχεια μέχρι και το χρόνο άσκησης της αγωγής (2006), μετά την άτυπη παραχώρηση της νομής του, κατά τον παραπάνω χρόνο, από τον πατέρα της, ο οποίος είχε καταστεί κύριος του ίδιου ακινήτου κατά το χρόνο μεταβίβασης της νομής σ'αυτήν, με έκτακτη χρησικτησία, ως νεμηθείς τούτο από το 1947 με τις ίδιες διακατοχικές πράξεις, προσμετρώντας στη νομή της και το χρόνο της δικής του νομής. Ότι έχει αποκτήσει δικαίωμα πραγματικής δουλείας οδού επί εδαφικής λωρίδας, διερχομένης από το δουλεύον ακίνητο των εναγομένων, με έκτακτη χρησικτησία, καθ'όσον χρησιμοποιεί την εδαφική αυτή λωρίδα για να επικοινωνεί με το περίκλειστο δεσπόζον παραπάνω ακίνητό της με διάνοια δικαιούχου συνέχεια μέχρι και το 2005, οπότε οι εναγόμενοι απέκλεισαν τη διέλευσή της, με την προσμέτρηση στη δική της οιονεί νομή, της ίδιας νομής του δικαιοπαρόχου της, που άρχισε το 1947. Ζήτησε δε να αναγνωρισθεί δικαιούχος της προαναφερομένης δουλείας και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να άρουν την προσβολή αυτής και να παραλείψουν κάθε μελλοντική της διατάραξη. Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή ήταν νόμιμη στηριζόμενη τόσον για την απόκτηση της κυριότητας του δεσπόζοντος ακινήτου, όσον και του δικαιώματος της πραγματικής δουλείας οδού στην έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, από τις οποίες προκύπτει ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί εικοσαετία, για την κτήση δε δικαιώματος πραγματικής δουλείας με έκτακτη χρησικτησία άσκηση οιονεί νομής επί εικοσαετία, που αρχίζει στην περίπτωση απόκτησης της κυριότητας του δεσπόζοντος με έκτακτη χρησικτησία μετά τη συμπλήρωση του χρόνου αυτής, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του ακινήτου με καθολική ή ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής ή οιονεί νομής του δικαιοπαρόχου του, ανεξαρτήτως του αν ο τελευταίος έχει καταστεί κύριος του ακινήτου, λόγω συμπλήρωσης στο πρόσωπό του, του απαιτούμενου χρόνου χρησικτησίας, Επομένως το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο και έκρινε με την προσβαλλομένη απόφαση νομικά αβάσιμη την αγωγή, δεχόμενο ότι με βάση τα εκτιθέμενα σ'αυτήν η ενάγουσα, δεν απέκτησε το ένδικο δικαίωμα δουλείας, καθόσον από την έναρξη του χρόνου της έκτακτης χρησικτησίας προς απόκτηση αυτής, που αρχίζει το 1995, δηλαδή μετά την απόκτηση της κυριότητας του δεσπόζοντος ακινήτου και μέχρι το χρόνο προσβολής της δουλείας το 2005, δε συμπληρώθηκε εικοσαετής οιονεί νομή και ότι δεν μπορεί να συνυπολογίσει η τελευταία στο χρόνο της δικής της νομής το χρόνο της ίδιας νομής του δικαιοπαρόχου της, προς συμπλήρωση του χρόνου της έκτακτης χρησικτησίας για την απόκτηση της κυριότητας του δεσπόζοντος ακινήτου επειδή αυτός είχε συμπληρώσει κατά το χρόνο της μεταβίβασης της νομής, δηλαδή το 1975, εικοσαετή νομή με διάνοια κυρίου και έτσι είχε καταστεί κύριος του δεσπόζοντος ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία από το 1967, οπότε έκτοτε και μέχρι το 1975 δε χρησιδέσποζε τούτο με συνέπεια να μην εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 1051 ΑΚ, στην προκειμένη περίπτωση, αφού ο χρόνος που διανύθηκε μετά την απόκτηση της κυριότητας και μέχρι τη μεταβίβαση της νομής του επιδίκου ακινήτου δεν αποτελεί χρόνο χρησικτησίας παραβίασε τις προδιαληφθείσες ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 1045 και 1051 ΑΚ, τις οποίες εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε, αφού προσέδωσε σ'αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή.

Συνεπώς ο μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης από τον αρ. 1 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ. είναι βάσιμος. Κατ'ακολουθίαν τούτων πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές και να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι, ως ηττηθέντες διάδικοι στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 166/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας.

Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Καλαμάτας, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην αυτών που εξέδωσαν την αναιρουμένη απόφαση.

Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει στο ποσόν των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Ιανουαρίου 2015.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 2015.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 82/2015 - Αγωγή ακύρωσης διαθήκης Αγωγή για την αναγνώριση εγγράφων ως πλαστών-διαδικασία αναψηλάφησης-προθεσμία- προϋποθέσεις.

$
0
0

ΑΠ 85/2015 - Έκτακτη Χρησικτησία Αγωγή με την οποία ζητείται να αναγνωριστεί δικαιούχος δουλείας και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να άρουν την προσβολή αυτής και να παραλείψουν κάθε μελλοντική της διατάραξη

Αγωγή ακύρωσης διαθήκης
Έτος:2015
Νούμερο:82
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη ..
Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Β. Τ. του Ε., κατοίκου ..., μοναδικού εκ διαθήκης κληρονόμου του αρχικού διαδίκου Β. Ε. Τ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Κατσαρό, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

Της αναιρεσίβλητης: Ρ. συζ. Δ. Μ., θυγ. Ρ. Τ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Λεωνίδα Γκότη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23/10/1981 αγωγή του αρχικού διαδίκου Β. Ε. Τ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 115/1986 του ίδιου Δικαστηρίου, 941/1986 του Εφετείου Λάρισας και μετά από αίτηση αναίρεσης, η 460/1989 του Αρείου Πάγου. Στη συνέχεια η ήδη αναιρεσίβλητη άσκησε την από 19/11/1990 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας.

Εκδόθηκε η 659/1991 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, 302/1993 του Εφετείου Λάρισας, που ανέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λάρισας, το οποίο εξέδωσε την 294/2006 απόφασή του, η οποία επικυρώθηκε με την 181/2008 απόφαση του Εφετείου Λάρισας. Κατόπιν αυτών η ήδη αναιρεσίβλητη άσκησε την από 29/4/2010 αίτηση αναψηλάφησης ενώπιον του Εφετείου Λάρισας, επί της οποίας εκδόθηκε η 265/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 3/12/2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 30/9/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη υπ'αριθμ. 265/2013 απόφαση του Εφετείου Λάρισας. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ'αριθμ.265/2013 αποφάσεως του Εφετείου Λαρίσης έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ.1 και 4, 552 επ. και 564 του ΚΠολΔ. Επομένως η αίτηση είναι παραδεκτή, και πρέπει να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρ.571, 577 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτουν τα ακόλουθα. Ο δικαιοπάροχος του αναιρεσείοντος - παππούς του Β. Τ., που απεβίωσε την 10-12-2000 και κληρονομήθηκε με διαθήκη από τον αναιρεσείοντα, εγγονό του από ανεψιό, άσκησε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λαρίσης την από 23-10-1981 αγωγή του με την οποία και ζήτησε να αναγνωρισθεί άκυρη, επειδή δεν είχε γραφεί και υπογραφεί με το χέρι της διαθέτιδας, η από 20-12-1976 ιδιόγραφη διαθήκη της συζύγου του Χ. Τ. που απεβίωσε την 10-6-1978, με την οποία, δημοσιευθείσα νόμιμα και κηρυχθείσα κυρία, η αποβιώσασα κατέλειπε ως μοναδική κληρονόμο της την ήδη αναιρεσίβλητη, ανεψιά της, και όρισε ότι ο σύζυγός της - ενάγων θα είχε εφ'όρου ζωής το δικαίωμα οικήσεως στην αναφερόμενη οικία της. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Λαρίσης με την υπ'αριθμ.115/1986 απόφασή του απέρριψε την ανωτέρω αγωγή του δικαιοπαρόχου του αναιρεσείοντος, το Εφετείο Λαρίσης όμως, που επελήφθη της υποθέσεως μετά από έφεση του ενάγοντος, με την υπ'αριθμ.941/1986 απόφασή του, που κατέστη αμετάκλητη, δέχθηκε την αγωγή και αναγνώρισε ως άκυρη την επίδικη διαθήκη, για τον αναφερόμενο στην αγωγή ως άνω λόγο. Μετά από αυτά και επειδή η ποινική διαδικασία που είχε αρχίσει κατόπιν μηνύσεως που κατέθεσε η αναιρεσίβλητη κατά του αναιρεσείοντος για πλαστογραφία των κατωτέρω δύο εγγράφων κ.λπ. δεν μπορούσε να συνεχισθεί λόγω παραγραφής των καταγγελθέντων εγκλημάτων, η αναιρεσίβλητη άσκησε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λαρίσης την από 19-11-1990 αγωγή της, με την οποία ζητούσε να αναγνωριστούν πλαστά τα υπ'αριθμ..../1972 και .../1973 ειδικά πληρεξούσια που έφεραν την υπογραφή της διαθέτιδας και στα οποία, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, το Εφετείο είχε κυρίως στηρίξει την κρίση του για την ακυρότητα (πλαστότητα) της επίδικης διαθήκης, η αγωγή δε αυτή έγινε εν τέλει δεκτή με την υπ'αριθμ.181/2008 αμετάκλητη απόφαση του ίδιου Εφετείου Λαρίσης, με την οποία και αναγνωρίστηκε ότι τα ειρημένα έγγραφα συγκριτικά στοιχεία (ειδικά πληρεξούσια) ήταν πλαστά και δεν είχαν υπογραφεί από τη διαθέτιδα. Μετά την τελευταία αυτή απόφαση η αναιρεσίβλητη άσκησε στο Εφετείο Λαρίσης την από 27-4-2010 αίτηση για αναψηλάφηση της προαναφερθείσης υπ'αριθμ.941/1986 αποφάσεως του ίδιου Εφετείου με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή ακυρώσεως της διαθήκης, επί της αναψηλαφήσεως δε αυτής εκδόθηκε η ήδη αναιρεσιβαλλόμενη υπ'αριθμ.265/2013 απόφαση του Εφετείου, με την οποία και έγινε δεκτή η αναψηλάφηση, εξαφανίστηκε η προσβληθείσα υπ'αριθμ.941/1986 απόφαση και απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή ακυρώσεως της διαθήκης, με επικύρωση της πρωτόδικης υπ'αριθμ.115/1986 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαρίσης, που είχε κρίνει ομοίως, κατά τα προεκτεθέντα.

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 544 αρ.6 και 545 αρ.5 εδ.β'του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αναψηλάφηση επιτρέπεται και όταν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε εκτός των άλλων και σε πλαστά έγγραφα, εφόσον η πλαστότητα αναγνωρίστηκε με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή απόφαση πολιτικού δικαστηρίου που εκδίδεται επί σχετικής αγωγής, αν η άσκηση της ποινικής αγωγής ή η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας είναι αδύνατη, η προθεσμία δε για την άσκηση της αναψηλαφήσεως στην περίπτωση αυτή είναι ένα έτος από τη δημοσίευση της αμετάκλητης απόφασης των ποινικών ή των πολιτικών δικαστηρίων, που όμως δεν αρχίζει πριν από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατά την έννοια δε της πρώτης από τις διατάξεις αυτές, για τη θεμελίωση του ανωτέρω λόγου αναψηλαφήσεως πρέπει να προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το πλαστό έγγραφο είχε αποφασιστική επίδραση στην κρίση του δικαστηρίου που την εξέδωσε. Μπορεί επομένως η απόφαση να στηρίζεται και σε άλλα αποδεικτικά μέσα, πρέπει όμως το πλαστό έγγραφο να στηρίζει την απόφαση αποκλειστικά ή παράλληλα με άλλα αποδεικτικά μέσα, τα οποία όμως, χωρίς την ύπαρξη του πλαστού, δεν θα μπορούσαν να στηρίξουν την απόφαση. Εξάλλου η κατά το άρθρο 307 παρ.1 του ΚΠολΔ επανάληψη της συζητήσεως λόγω αδυναμίας εκδόσεως αποφάσεως μετά το τέλος της συζήτησης και η κατά την επανάληψη συζήτηση αποτελεί συνέχεια της προηγουμένης (αρχικής) συζητήσεως, με αποτέλεσμα να μην απαιτείται κατάθεση νέων προτάσεων κατά την νέα συζήτηση, οι δε κατατεθείσες εμπροθέσμως προτάσεις κατά την αρχική συζήτηση να θεωρούνται ως εμπροθέσμως κατατεθείσες στην κατά την επανάληψη συζήτηση. Επομένως το Εφετείο, που έκρινε α)ότι η ένδικη αίτηση αναψηλαφήσεως είναι εμπρόθεσμη και παραδεκτή, αφού ασκήθηκε στην ανωτέρω προθεσμία του άρθρου 545 αρ.5 εδ.β'του ΚΠολΔ, και β)ότι κατά τη συζήτηση της αναψηλάφησης που έγινε την 22-3-2013, κατόπιν επαναλήψεως της συζητήσεως που είχε γίνει την 16-9-2011, επειδή δεν εκδόθηκε απόφαση μετά τη συζήτηση αυτή (της 16-9-2011) λόγω αδυναμίας του εισηγητή να καταρτίσει την εισήγησή του, δεν ήταν απαραίτητη η υποβολή νέων προτάσεων, οι δε προτάσεις που είχε καταθέσει εμπροθέσμως η αιτούσα την αναψηλάφηση κατά την αρχική συζήτηση ήταν ισχυρές και για την κατά την επανάληψη συζήτηση (22-3-2013), μετά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δεν υπέπεσε (το Εφετείο) στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.14 του ΚΠολΔ, της παρά τον νόμο δηλαδή μη κηρύξεως απαραδέκτου (της αιτήσεως αναψηλαφήσεως και των ειρημένων προτάσεων), και τα αντίθετα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει με τους πρώτον και δεύτερο, από την ανωτέρω διάταξη, λόγους του αναιρετηρίου, είναι αβάσιμα.

IV. Κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.19 του ΚΠολΔ η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και δημιουργείται ο αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως όταν στο αιτιολογικό της, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε.

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε τα ακόλουθα, βάσει των οποίων και έκανε δεκτή την ένδικη αναψηλάφηση της αναιρεσίβλητης και εξαφάνισε την προσβληθείσα με αυτήν υπ'αριθμ.941/1986 απόφασή του: "Από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης (το προπαραθέτει όχι αυτολεξεί) είναι σαφέστατο ότι τα υπ'αριθμ..../20-12-1972 και .../28-2-1973 πληρεξούσια (...) για τα οποία κρίθηκε αμετακλήτως με την υπ'αριθμ.294/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας (...) ότι οι τεθείσες υπογραφές δεν τέθηκαν από την κληρονομουμένη αλλά από τον σύζυγό της Β.Τ., είχαν αποφασιστική επίδραση στην κρίση του δικαστηρίου που εξέδωσε την ως άνω υπ'αριθμ.941/1986 απόφαση, η οποία στηρίχθηκε σ'αυτά. Συνεκτιμήθηκαν βέβαια για την ως άνω κρίση του δικαστηρίου και άλλα αποδεικτικά μέσα, όμως χωρίς την ύπαρξη των ως άνω πλαστών εγγράφων τα υπόλοιπα δεν θα μπορούσαν να τη στηρίξουν αυτοτελώς. Πράγματι τα ως άνω έγγραφα, που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι τα μοναδικά συγκριτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν από τον ενάγοντα για την αμφισβήτηση της γραφής και υπογραφής της θανούσας στην από 20-12-1976 διαθήκη. Εξάλλου η ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη του γραφολόγου Μ.Μ. έγινε βάσει μόνο του ως άνω υπ'αριθμ..../20-12-1972 ειδικού πληρεξουσίου. Στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρονται διάφορα περιστατικά και επιχειρήματα άσχετα με τη γραφή και υπογραφή της κληρονομουμένης, τα οποία όμως έχουν καθαρά ενισχυτικό ρόλο της βάσης της απόφασης, που πηγάζει από τα ως άνω δύο ειδικά πληρεξούσια και τη διενεργηθείσα βάσει του ενός από αυτά ιδιωτική γραφολογική πραγματογνωμοσύνη του Μ.Μ.". Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την προσβληθείσα με την αναψηλάφηση υπ'αριθμ.941/1986 απόφαση του ίδιου Εφετείου Λαρίσης, το δικαστήριο δέχθηκε με αυτήν τα εξής: "Από τις καταθέσεις που περιέχονται στη 298/ 1985 Εισηγητική Έκθεση του Δικαστή του Πρωτοδικείου Λάρισας, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, ανάμεσα στα οποία και η από 16.1.1979 ιατρική βεβαίωση του θεραπευτηρίου Αθηνών "Άγιος Παντελεήμων"και η από 1.3.1979 έγγραφη γνωμοδότηση του επιστήμονα γραφολόγου Μ. Μ. που το Δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα (390 ΚΠολΔ), και τα οποία δύο τελευταία αποδεικτικά στοιχεία, παρόλο που προσκομίστηκαν και πρωτόδικα, δεν λήφθηκαν καθόλου 'υπόψη από την εκκαλούμενη οριστική απόφαση, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Στις 10.6.1978, πέθανε στα Φάρσαλα όπου κατοικούσε η Χ. Τ., σύζυγος του ενάγοντος και αδελφή του προαποβιώσαντος πατρός της εναγομένης, ύστερα από μακροχρόνια ασθένεια καρκίνου από την οποία είχε προσβληθεί. Στις 3.11.1978 δημοσιεύεται με τα 190/1978 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, η υπό του συμβολαιογράφου Λαμίας Νικολάου Ταξιαρχοπούλου αποσταλείσα στον Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, μέσα σε ανοικτό φάκελο, από 22.12.1976 ιδιόγραφος διαθήκη της αποβιωσάσης, με την οποία καθιστά κληρονόμο της σε όλη την περιουσία της, που αποτελείται από μία οικία τεσσάρων δωματίων μετά του οικοπέδου της, μέσα στο οποίο βρίσκεται και άλλη παληά οικία, και όλων των σκευών οικιακής χρήσεως και του ιματισμού, την εναγομένη ανεψιά της, ενώ στον ενάγοντα σύζυγό της αφήνει το δικαίωμα ιδιοκατοικήσεως εφόρου ζωής του. Ακολούθως, με επιμέλεια της εναγομένης, η ιδιόγραφος αυτή διαθήκη με την 276/22.11.1980 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, κηρύσσεται κυρία. Η διαθήκη παραδόθηκε στον πιό πάνω συμβολαιογράφο Λαμίας για να επιμεληθεί τη δημοσίευσή της, από τη μάρτυρα, αδελφή της αποβιωσάσης, χωρίς όμως να αποδεικνύεται πότε, αφού δε συντάχθηκε καμιά πράξη καταθέσεως της. Ο φάκελος της διαθήκης που είναι με όμοια γραφή με αυτήν, αναφέρει "Ιδιόγραφος διαθήκη Κας Χ. Β. Τ. - Προς κατάθεσην εις Συμβολαιογράφον Κου Ταξιαρχόπουλον Λαμίαν". Το περιεχόμενο της διαθήκης αρχίζει με την επικεφαλίδα "Ιδιόγραφος Διαθήκη της Κας Χ. Τ."και κλείνει με την φράση "Εν Φαρσάλοις τη 20 Δεκεμβρίου 1976. Η συντάξασα Χ. Β. Τ.". Είναι γραμμένη σε άπταιστη καθαρεύουσα και γεμάτη από νομικούς όρους τους οποίους δεν ήταν δυνατό να κατέχει και να χρησιμοποιεί η αποβιώσασα που ήταν απόφοιτος της δευτέρας ή το πολύ της τρίτης τάξεως δημοτικού σχολείου. Πρέπει να έχει αντιγραφεί από σχέδιο που συνέταξε νομικός. Στη γνωμοδότησή του ο γραφολόγος που αναφέρθηκε πιό πάνω, συγκρίνοντας τη γραφή με υπογραφή της αποβιωσάσης στο .../20.12.1972 ειδικό πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Φαρσάλων Πέτρου Γ. Καραμανώλη, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η διαθήκη δεν φέρει την γνήσια υπογραφή και υπογραφή, αλλά ξένου προσώπου. Στις 20.12.1976, που φέρεται να γράφεται η διαθήκη στα Φάρσαλα, αποδεικνύεται ότι η αποβιώσασα νοσηλεύονταν στο θεραπευτήριο "Αγιος Παντελεήμων", στο οποίο μπήκε στις 5.11.76 και βγήκε στις 23.12.1976. Από τον ενάγοντα προσκομίζεται και άλλο ειδικό πληρεξούσιο, το .../28.2.1973 του συμβολαιογράφου Φαρσάλων Καραμανώλη, στο οποίο υπάρχει όμοια υπογραφή της αποβιωσάσης με εκείνη που έβαλε στο παραπάνω πληρεξούσιο που σύγκρινε ο γραφολόγος. Τα πληρεξούσια αυτά δεν τα αναγνωρίζει η εναγομένη και οι μάρτυρές της. Λένε ότι δεν υπογράφτηκαν από την αποβιώσασα. Αντ'αυτών ισχυρίζονται ότι ένα άλλο δανειστικό συμβόλαιο, το 12933/1972 του συμβολαιογράφου Λάρισας Βασιλείου Νάνου, και μία αίτηση της αποβιωσάσης από 7.11.1970 φέρουν την πραγματική υπογραφή της και η γραφή της διαθήκης είναι όμοια με τις από 2.4.1958 και 14.4.1958 ανυπόγραφες επιστολές και κάτι λέξεις, γραμμένες πάνω σε βεντάλια, τα οποία επικαλείται η εναγομένη ως προερχόμενα από την αποβιώσασα. Όλα αυτά όμως, δεν πα αναγνωρίζει ο ενάγων σαν γνήσια, ισχυρίζεται ότι γράφτηκαν από το ίδιο χέρι που έγραψε τη διαθήκη, με σκοπό να παραπλανήσουν το Δικαστήριο και προς απόδειξη επικαλείται τα γραφόμενα στο πίσω μέρος μιας καρτ -ποστάλ που έχει γραφτεί από τη μάρτυρα Ε. Δ., της οποίας η γραφή, όπως ισχυρίζεται και καταθέτουν και οι μάρτυρές του, είναι όμοια με τη γραφή της διαθήκης και των πιο πάνω εγγράφων. Βασική μάρτυρας στην προκειμένη δίκη είναι η αδελφή της αποβιωσάσης, Ε. Δ., πού καταθέτει ότι επί παρουσία της η διαθέτιδα άρχισε να γράφει στην Αθήνα, δέκα ημέρες πριν αναχωρήσουν από την κλινική, τη διαθήκη της την οποία τελείωσε στα Φάρσαλα. Όμως δεν εξηγεί γιατί στο τέλος φέρει χρονολογία 20.12.1976, ημέρα κατά την οποία νοσηλεύονταν (μέχρι τις 23.12.76), στην Αθήνα. Εξάλλου και από το κείμενο της διαθήκης δεν προκύπτει ότι αυτή έγινε κατά διαστήματα, διότι είναι συνεχόμενη και με το ίδιο στυλό γραμμένο όλο το κείμενό της. Σε άλλο σημείο της καταθέσεώς της αναφέρει ότι, όταν άρχισε να γράφεται η διαθήκη στην Αθήνα, ο ενάγων βρίσκονταν στα Φάρσαλα και παρά κάτω ότι από την Αθήνα επέστρεψαν μαζί. Πουθενά δεν καταθέτει ότι η διαθέτιδα χρησιμοποίησε σχέδιο από το οποίο αντέγραψε τη διαθήκη, ούτε πότε της παρέδωσε την διαθήκη η αδελφή της να την καταθέσει σε συμβολαιογράφο Λαμίας, ούτε πότε την κατέθεσε, δηλαδή πριν από το θάνατο ή μετά και γιατί, αφού την κατέθεσε, δεν συντάχθηκε έκθεση καταθέσεως από το συμβολαιογράφο. Αντίθετα, ο μάρτυρας του ενάγοντος Α. Μ., αποκλειστικός θεράπων ιατρός της αποβιωσάσης στα Φάρσαλα, καταθέτει ότι, όταν στις αρχές Νοεμβρίου 1976 έστειλε την αποβιώσασα στην Αθήνα, ήταν σχεδόν σε παραλυτική κατάσταση, λόγω μεταστάσεων του καρκίνου στον πνεύμονα, τον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό, για να τη μεταφέρουν στο αυτοκίνητο την σήκωσαν 3-4 άτομα, είχε θόλωση διανοίας και δεν μπορούσε να γράψει, αλλά και με την βελτίωση που τυχόν θα παρουσίασε στην Αθήνα θα μπορούσε ίσως να γράψει 5-6 σειρές, αλλά όχι όμως να γράψει αυτή τη διαθήκη. Από όλα αυτά και από το γεγονός που από όλους τους μάρτυρες κατατίθεται, ότι η αποβιώσασα ζούσε τελείως αρμονικά με τον ενάγοντα τον οποίο αγαπούσε και δεν είχε κανένα λόγο να τον αποκληρώσει, το Δικαστήριο αυτό καταλήγει στην κρίση, ότι η επίδικη ιδιόγραφη διαθήκη δεν γράφτηκε από το χέρι της και για το λόγο αυτό είναι άκυρη...".

Ενόψει των ανωτέρω παραδοχών του δικαστηρίου που εξέδωσε την υπ'αριθμ.941/1986 απόφαση και ιδίως ότι α)η επίδικη διαθήκη είναι γραμμένη σε άπταιστη καθαρεύουσα και είναι "γεμάτη"από νομικούς όρους, τους οποίους δεν ήταν δυνατόν να κατέχει και να χρησιμοποιεί η αποβιώσασα, που ήταν απόφοιτος της δευτέρας ή το πολύ της τρίτης τάξεως δημοτικού σχολείου, β)η ίδια διαθήκη φέρεται να έχει γραφεί και υπογραφεί στα Φάρσαλα την 20-12-1976, ενώ κατά τον χρόνο αυτόν η διαθέτιδα νοσηλευόταν στο θεραπευτήριο Αθηνών "Άγιος Παντελεήμων"από την 5-11-1976 έως την 23-12-1976, και μάλιστα με πολύ κακή κατάσταση της υγείας της, γ)ο θεράπων ιατρός της θανούσης Α. Μ. κατέθεσε ότι κατά τον χρόνο της εισαγωγής της στο ανωτέρω θεραπευτήριο, η ασθενής ήταν σχεδόν σε παραλυτική κατάσταση, με θόλωση της διανοίας, και δεν μπορούσε να γράψει, παρά την όποια βελτίωσή της στο Νοσοκομείο περισσότερο από 5-6 σειρές, όχι όμως και αυτή τη διαθήκη, και δ)ότι καταλήγοντας το Εφετείο αναφέρει "από όλα αυτά και από το γεγονός που από όλους τους μάρτυρες κατατίθεται ότι η αποβιώσασα ζούσε τελείως αρμονικά με τον ενάγοντα, τον οποίο αγαπούσε και δεν είχε κανένα λόγο να τον αποκληρώσει, το δικαστήριο καταλήγει στην κρίση ότι η επίδικη διαθήκη δεν γράφτηκε από το χέρι της και για το λόγο αυτό είναι άκυρη", η προπαρατεθείσα αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης που την οδήγησε στο επίσης προαναφερθέν συμπέρασμα ότι "είναι σαφέστατο, ότι τα αναγνωρισθέντα ως άνω πλαστά πληρεξούσια συμβόλαια ήταν τα μόνα κρίσιμα που στήριξαν την υπ'αριθμ.941/86 απόφαση περί ακυρότητας της διαθήκης και χωρίς τα έγγραφα αυτά τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα δεν θα μπορούσαν να στηρίξουν αυτοτελώς την απόφαση, είναι (η αιτιολογία) ανεπαρκής σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, αφού το Εφετείο δεν εξηγεί πώς αντιπαρέρχεται τις ανωτέρω παραδοχές, τις οποίες, στηριζόμενες σε άλλα αποδεικτικά μέσα και προφανώς κρίσιμες, φαίνεται να μην λαμβάνει υπόψη, ενώ δεν αναφέρει επίσης ποια είναι τα "διάφορα περιστατικά και επιχειρήματα άσχετα με τη γραφή και υπογραφή της κληρονομουμένης"που δέχεται το Εφετείο ότι περιέχονται στην προσβληθείσα με την αναψηλάφηση υπ'αριθμ. 941/1986 απόφασή του. Εξαιτίας των ανωτέρω ανεπαρκών αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλομένης καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής εκ μέρους του Εφετείου της διάταξης ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 544 αρ.6 του ΚΠολΔ που έχει προαναφερθεί, με αποτέλεσμα η απόφαση να μην έχει νόμιμη βάση κατά την οικεία ως άνω διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 του ΚΠολΔ, όπως βάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον τρίτο, από τη διάταξη αυτή, λόγο της αιτήσεώς του. Πρέπει επομένως, κατά παραδοχήν αυτού του λόγου, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που την εξέδωσε και του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ.3 του ΚΠολΔ), να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στον καταθέσαντα αναιρεσείοντα (άρθρ. 495 παρ.4 ΚΠολΔ), και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, κατά το νόμιμο αίτημά του τελευταίου (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ'αριθμ. 265/2013 απόφαση του Εφετείου Λαρίσης.

Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στον καταθέσαντα αναιρεσείοντα. Και

Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Δεκεμβρίου 2014.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 2015.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 80/2015 - Έκτακτη Χρησικτησία Περιπτώσεις εφαρμογής του Οθωμανικού Νόμου περί γαιών.

$
0
0

ΑΠ 85/2015 - Έκτακτη Χρησικτησία Αγωγή με την οποία ζητείται να αναγνωριστεί δικαιούχος δουλείας και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να άρουν την προσβολή αυτής και να παραλείψουν κάθε μελλοντική της διατάραξη

Έκτακτη Χρησικτησία
Έτος:2015
Νούμερο:80
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη ..
Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Χ. χας Σ. Κ. το γένος Σ. Μ., 2) Χ. Κ. του Σ. κατοίκων ..., 3) Ν. Μ. του Ξ., κατοίκου ..., 4) Β. Π. του Α., 5) Μ. Π. του Α., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Βάννα Τσιορβά.

Του αναιρεσιβλήτου: Α. Κ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευτύχιο Νικόπουλο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-3-2004 αγωγή των 3ου, 4ου, 5ου των ήδη αναιρεσειόντων και του αποβιώσαντος Σ. Κ. του Χ., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 14223/2006 του ίδιου Δικαστηρίου, 2322/2008 μη οριστική και 181/2012 οριστική του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 16-7-2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης, ανέγνωσε την από 20-12-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 (1856) του οποίου οι διατάξεις, που ρυθμίζουν τα δικαιώματα ιδιωτικής φύσης επί των γαιών αυτών, διατηρήθηκαν σε ισχύ, με το άρθρο 2 του ν. 147/1914, στις νέες χώρες, που ήσαν προηγουμένως υπό την κυριαρχία του Οθωμανικού Κράτους, δημόσιες γαίες είναι οι αγροί, οι λειμώνες, οι χειμερινές και θερινές βοσκές, τα δάση και οι παρόμοιοι με αυτούς τόποι, η δε κυριότητα επ'αυτών ανήκει στο Τουρκικό Δημόσιο, το οποίο μετά την απελευθέρωση των ανωτέρω χωρών, διαδέχθηκε σ'αυτή το Ελληνικό Δημόσιο. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 9, 19, 30, 68 και 71 του ίδιου πιο πάνω Οθωμανικού νόμου, επί των δημόσιων γαιών μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ) μπορούν να αποκτήσουν οι ιδιώτες, με την έκδοση έγγραφου τίτλου, ταπίου, που φέρει την αυτοκρατορική σφραγίδα ή μονόγραμμα και στο οποίο ρητά αναφέρεται το είδος των παραχωρούμενων γαιών. 'Οπως δε προκύπτει από τα άρθρα 36 και 37 του ίδιου νόμου περί γαιών, το πιο πάνω δικαίωμα μπορούσε να αποκτήσει και ο σφετεριστής, ο οποίος καταλάμβανε, εξουσίαζε και καλλιεργούσε δημόσιες γαίες επί δεκαετία, χωρίς δικαστική αμφισβήτηση και χωρίς να απαιτείται η έκδοση "ταπίου"στο όνομά του, το οποίο άλλωστε ήταν αποδεικτικό και όχι συστατικό του δικαιώματος "τεσσαρούφ". Προυπόθεση, όμως, για την κτήση του άνω δικαιώματος δινηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ) από το σφετεριστή είναι όχι μόνον η χωρίς δικαστική αμφισβήτηση κατοχή του αγρού επί μία δεκαετία, αλλά και η καλλιέργεια αυτού. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 1248 και 1660 του Οθωμανικού ΑΚ, στην πρώτη από την οποία προβλέπονται οι τρόπο κτήσης κυριότητας, στους οποίους δεν περιλαμβάνεται η χρησικτησία, και στη δεύτερη που προβλέπει τη δεκαπενταετή αποσβεστική παραγραφή υπέρ του κατόχου, χωρίς συγχρόνως να αναγνωρίζει την κτητική παραγραφή (χρησικτησία), προκύπτει, ότι δεν είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με χρησικτησία από το κράτος του Οθωμανικού δικαίου, με την επιφύλαξη των προαναφερθέντων για την κτήση δικαιώματος διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ) από εκείνον που καλλιέργησε δημόσια γη επί δεκαετία, κατά το άρθρο 78 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών ΓΑΠ 1817/2011 ΕλλΔνη 54.1013,1014). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μία εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία. Αποτελούν δε πράξεις νομής, όταν πρόκειται για ακίνητο, οι υλικές και εμφανείς πάνω σ'αυτό πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα για δικό του.

Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικοί δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ'ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "To επίδικο, όπως συνομολογείται και από τον εκκαλούντα-εναγόμενο (ήδη αναιρεσίβλητο) είναι ένα ακίνητο εκτάσεως 1.399 τ.μ., το οποίο αποτελεί τμήμα ενός μεγαλύτερου ακινήτου εκτάσεως 5.595 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση "ΛΙΣΚΑ"της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Χορτιάτη Νομού Θεσσαλονίκης, το οποίο (τμήμα των 1.399 τ.μ.) συνορεύει βορείως με ακίνητο ιδιοκτησίας Κ., νοτίως με ιδιοκτησία Α. Ρ., ανατολικά με δρόμο και ιδιοκτησία Β. Κ., και δυτικά με υπόλοιπο του μείζονος ακινήτου. Αρχικά, όπως συνομολογείται και από τον εναγόμενο, το όλο ακίνητο των 5.595 τμ, το οποίο σήμερα συνορεύει βόρεια με Κ., νότια με Ι. Κ. και Α. Ρ. ανατολικά με αγροτικό δρόμο και περαιτέρω με Β. Κ., και τέλος δυτικά με Κ. Τ., αποτελούνταν από δύο επιμέρους όμορα ακίνητα, ήτοι ενός καλλιεργήσιμου τόπου, εμβαδού ενός παλαιού στρέμματος και μίας αμπέλου εμβαδού τριών παλαιών στρεμμάτων και δυο αυλακιών, εξουσιάζετο από το Δ. Κ. του Κ., ο οποίος τα καλλιεργούσε ως αμπέλια, επ'ονόματι του οποίου και είχαν καταχωρηθεί σχετικές φορολογικές εγγραφές με αύξοντες αριθμούς (α/α) 1767 και 1768 αντίστοιχα, στο Β'Πρόχειρο Φορολογικό Βιβλίο (Μουσφετέ) χωρίου Ασβεστοχωρίου του τουρκικού έτους 1323 (χριστιανικού 1907) που διαφυλάσσεται στην Υπηρεσία του Ιστορικού Αρχείου Μακεδονίας. Οι εν λόγω φορολογικές εγγραφές προσκομίζονται σε νόμιμα φωτοαντίγραφα, καθώς και νόμιμη μετάφραση αυτών και από τις δύο διάδικες πλευρές. Ο ως άνω Δ. Κ. του Κ. εξουσίαζε τα δύο ακίνητα, κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας, και μέχρι το θάνατό του, ο οποίος και δεν αποδείχθηκε πότε ακριβώς επήλθε. Όπως επίσης συνομολογείται από τον εναγόμενο, με τις έγγραφες προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά και με το δικόγραφο της έφεσής του, ο παραπάνω αρχικός εξουσιαστής Δ. Κ. του Κ. είναι ένα και το αυτό πρόσωπο με το Δ. Κ. του Κ. ή Π.. Η εν λόγω δικαστική ομολογία του εναγομένου αποτελεί πλήρη απόδειξη για την επικαλούμενη με την αγωγή ως άνω ταυτοπροσωπία του αρχικού ως άνω εξουσιαστή, που δεσμεύει το Δικαστήριο, καθόσον πρόκειται για σύνθετη ομολογία (άρθρο 353 ΚΠολΔ), αφού στη συνέχεια ο εναγόμενος με βάση αυτή (ομολογία) προβάλλει και ωφέλιμο γι'αυτόν αυτοτελή ισχυρισμό (ένσταση) ιδίας κυριότητας στηριζόμενη τόσο στον παράγωγο (κληρονομική διαδοχή) με απώτερο δικαιοπάροχο τον αδελφό του αρχικού εξουσιαστή, όσο και στον πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία), με αποτέλεσμα το ομολογούμενο επιζήμιο γεγονός, της ταυτοπροσωπίας, δηλαδή του αρχικού εξουσιαστή, αποχωριζόμενο, να θεωρείται πλήρως αποδεδειγμένο, με την απόδειξη δε του επωφελούς, δηλαδή της ένστασης ιδίας κυριότητας, βαρύνεται ο εκκαλών-εναγόμενος που ομολογεί.

Συνεπώς το Δικαστήριο, δεσμευόμενο από την ως άνω ομολογία του εναγομένου, δεν μπορεί να κρίνει διαφορετικά όσον αφορά το εν λόγω ζήτημα, ότι δηλαδή ο παραπάνω αρχικός εξουσιαστής Δ. Κ. του Κ. δεν ταυτίζεται με το Δ. Κ. του Κ. ή Π.. Το ευρύτερο ακίνητο, που αναφέρεται στις προαναφερθείσες φορολογικές εγγραφές, ανήκε στις καλλιεργήσιμες γαίες και ως εκ τούτου ήταν δεκτικό εξουσιάσεως κατά τις διατάξεις του Οθωμανικού Δικαίου, κατά δε τις σχετικές διατάξεις το δικαίωμα αυτό εξουσιάσεως με τη δεκαετή κατοχή και καλλιέργεια αναγνωρίσθηκε από το διάταγμα 2468 της Προσωρινής Κυβερνήσεως της Θεσσαλονίκης (άρθρο 2) που κυρώθηκε με το ν. 1072/1917 και το ν. 2052/1920 (άρθρο 50), εφόσον η δεκαετία είχε συμπληρωθεί μέχρι 20-5-1917 και περαιτέρω με το άρθρο 49 του τελευταίου νόμου ορίσθηκε ότι όποιος έχει δικαίωμα εξουσιάσεως αποκτά δικαίωμα πλήρους και αμετάκλητης κυριότητος κατά τα 4/5 εξ αδιαιρέτου του κτήματος, το δε δημόσιο συγκυριότητος και συνδιακατοχής κατά το υπόλοιπο 1/5, το οποίο όμως δικαίωμα του Ελληνικού Δημοσίου δυνάμει των άρθρων 101-104 του Διατάγματος της 11/12-11-1929, που εκδόθηκε κατ'εξουσιοδότηση του άρθρου 2 του ν. 4229/1929 και τροποποιήθηκε με τα άρθρα 14, 18 και 19 του ν. 1540/1938, περιήλθε αυτοδικαίως και χωρίς εγγραφή στα βιβλία μεταγραφών στους, κατά την έναρξη της ισχύος αυτού του διατάγματος, συνιδιοκτήτες κατά τα 4/5 και έκτοτε συνεπώς ήταν δεκτικό χρησικτησίας. Το εν λόγω ευρύτερο ακίνητο, όπως με την αγωγή και τις προτάσεις τους συνομολογούν οι εφεσίβλητοι- ενάγοντες (και ήδη αναιρεσείοντες), κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής είχε συνολική έκταση 6.425 τ.μ. και ήταν χωρισμένο σε τέσσερα τμήματα και κατέχεται το μεν ανατολικό τμήμα του, εκτάσεως 1399 τ.μ., από τον Α. Κ. ήδη εκκαλούντα (και ήδη αναιρεσίβλητο), έτερο συνεχόμενο τμήμα ίδιας έκτασης κατ'ισομοιρία από τους Θ. Κ., Χ. Κ. και Λ. συζ. Κ. Α. το γένος Π. Χ., έτερο τμήμα ίδιας έκτασης από τη Ζ. Σ.-Κ. και το υπόλοιπο τμήμα, έκτασης 2.228 τ.μ., από τον Χ. Χ.. Όπως προαναφέρθηκε, αντικείμενο της ένδικης αγωγής είναι το διαιρετό τμήμα, που κατέχεται από τον ήδη εκκαλούντα - εναγόμενο (και ήδη αναιρεσίβλητο) Α. Κ.. Σχετικά με τη κτήση συγκυριότητας από τον πρώτο αρχικά ενάγοντα Σ. Κ. με κληρονομική διαδοχή ποσοστού 40/64 εξ αδιαιρέτου του επίδικου ακινήτου, οι ενάγοντες, με την αγωγή τους, όπως με λεπτομέρεια το περιεχόμενο της εκτέθηκε στην υπ'αριθμ. 2322/2008 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, επικαλούνται αλλεπάλληλες κληρονομικές διαδοχές και συγκεκριμένα ότι το ως άνω ακίνητο μετά το θάνατο του παραπάνω αρχικού εξουσιαστή περιήλθε στο γιο του Ν. Κ. ή Κ., που το νεμόταν καλόπιστα με διάνοια κυρίου και το κατείχε μέχρι του θανάτου του το έτος 1919, και στη συνέχεια κατόπιν άτυπης διανομής περιήλθε στο γιο του Χ. Κ. ο οποίος το νεμόταν μέχρι το έτος 1956, και μετά το θάνατο και του τελευταίου στα τέκνα του Σ. και Κ. Κ.. Δηλαδή, κρίσιμο εν προκειμένω γεγονός είναι, η επικαλούμενη συγγενική σχέση του απώτερου δικαιοπαρόχου τους Ν. με τον αρχικό εξουσιαστή, αφού στην επικαλούμενη κληρονομική διαδοχή από το Ν. στηρίζεται το δικαίωμα της κυριότητας του πρώτου αρχικά ενάγοντος επί του επιδίκου κατά παράγωγο τρόπο. Όμως δεν αποδείχθηκε ότι ο Ν. ήταν γιος του Δ. Κ. ή Κ. του Κ. ή Π...... Συνακόλουθα oι ενάγοντες, που φέρουν και το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν απέδειξαν τη συγγενική σχέση του Ν. με τον αρχικό εξουσιαστή του ευρύτερου ακινήτου Δ. Κ. ή Κ. του Κ. ή Π., και δη ότι ο Ν. ήταν γιος του τελευταίου, από τον οποίο (Ν.) ισχυρίζονται ότι έλκουν τα δικαιώματά τους στο επίδικο ακίνητο με αλλεπάλληλες κληρονομικές διαδοχές και ως εκ τούτου ο παράγωγος τρόπος με κληρονομική διαδοχή του πρώτου αρχικού ενάγοντος για το ποσοστό 40/64 εξ αδιαιρέτου, για τον οποίο και μόνο είχε κριθεί νόμιμη η αγωγή κατά τη βάση της περί κτήσεως κυριότητας με παράγωγο τρόπο (κληρονομική διαδοχή), δεν αποδείχθηκε, ενώ ως προς τους λοιπούς ενάγοντες η δια παραγώγου τρόπου σχετική βάση της είχε απορριφθεί με την εκκαλούμενη απόφαση ως αόριστη και κατά το μέρος αυτό δεν ασκήθηκε έφεση από τους ενάγοντες και συνεπώς κατά το μέρος αυτό δεν μεταβιβάσθηκε η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο.

Συνεπώς, η βάση της εν λόγω διεκδικητικής αγωγής περί κτήσεως κυριότητας, που στηρίζεται στον παράγωγο τρόπο (κληρονομική διαδοχή) και μόνο όσον αφορά τον πρώτο αρχικό ενάγοντα και κατά το ποσοστό 40/64 εξ αδιαιρέτου του επίδικου ακινήτου, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη". Περαιτέρω, το Εφετείο δέχτηκε και τα ακόλουθα περιστατικά: "Όπως παραπάνω εκτέθηκε το ευρύτερο ακίνητο έχει έκταση 5.595 τ.μ., τμήμα του οποίου αποτελεί και το επίδικο τμήμα των 1.399 τ.μ., που κατέχεται'από τον εναγόμενο, αποτελούνταν από δύο επιμέρους όμορα ακίνητα, ήτοι ενός καλλιεργήσιμου τόπου, εμβαδού ενός παλαιού στρέμματος και μίας αμπέλου εμβαδού τριών παλαιών στρεμμάτων και δυο αυλακιών και εξουσιάζετο από τον Δ. Κ. του Κ., επ'ονόματι του οποίου και είχαν καταχωρηθεί οι προαναφερθείσες φορολογικές εγγραφές, ο δε παραπάνω εξουσιαστής είναι ένα και το αυτό πρόσωπο με τον Δ. Κ. του Κ. (ή Π.), όπως παραπάνω αποδείχθηκε, ενόψει της ομολογίας του εναγομένου. Όπως επίσης προεκτέθηκε δεν αποδείχθηκε ότι ο εν λόγω αγρός περιήλθε στον Χ. Κ. από κληρονομιά του πατέρα του Ν., αφού δεν αποδείχθηκε ότι ο τελευταίος ήταν γιος του αρχικού εξουσιαστή. Αλλά επίσης δεν αποδείχθηκε ότι ο Χ. Κ. νεμόταν με διάνοια κυρίου τον επίδικο αγρό από το χρόνο εισαγωγής του ΑΚ (1946) μέχρι το θάνατο του το έτος 1956 και ακολούθως οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, δηλαδή τα τέκνα του Σ. (αρχικός πρώτος ενάγων) και Κ. (απώτερος δικαιοπάροχος των λοιπών εναγόντων) και η δεύτερη σύζυγος του Μ. Σ. (μητέρα του αρχικού πρώτου ενάγοντος). Ειδικότερα, είναι γεγονός ότι ολόκληρο το επίδικο ακίνητο από το έτος 1945 μέχρι και το 1968 καλλιεργεί το ως αγρός, χωρίς όμως και να αποδεικνύεται ποιος από τους δικαιοπαρόχους των διαδίκων πλευρών καλλιεργούσε τον αγρό αυτό, ενώ μεταξύ των ετών 1968 μέχρι το 1993 αυτό δεν καλλιεργείται, όπως ρητά αναφέρει στο συμπέρασμά της η διορισθείσα πραγματογνώμονας από τη σχετική μελέτη των αεροφωτογραφιών. Το μόνο στοιχείο που επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγοντες είναι οι με αριθμούς 335/14-6-1980 και 360/28-6-1982 αποδείξεις του Α. Χ. -εμπόριο σιδηρικών- για αγορά υλικών περίφραξης από τον αρχικά πρώτο ενάγοντα Σ. Κ. για ακίνητο στην περιοχή του επιδίκου, χωρίς όμως και να προκύπτει ότι τα εν λόγω υλικά τοποθετήθηκαν στο εν λόγω ακίνητο, ενόψει του ότι η πραγματογνώμονας στη σχετική έκθεσή της ρητά αναφέρει ότι στις αεροφωτογραφίες της περιοχής του επιδίκου, λήψεως 1945, 1960, 1978, 1979, 1980 και 1988 το ευρύτερο ακίνητο οριοθετείται εξωτερικά από φυσική βλάστηση, της οποίας μάλιστα στις αεροφωτογραφίες λήψεως 1988 κατά μήκος της Βόρειας και Νότιας πλευράς το πλάτος της περιμετρικής ζώνης αυξάνεται για το λόγο ότι με την πάροδο των ετών η βλάστηση πυκνώνει και αποκτά δενδρώδη μορφή και ουδέν αναφέρει για την ύπαρξη τεχνικής περίφραξης στις αεροφωτογραφίες των ετών μετά το 1980, η δε αναφορά για περίφραξη γίνεται το πρώτον κατά τη μελέτη των αεροφωτογραφιών 1993 και 1998 και του ορθοφωτοχάρτη έτους 1996, δηλαδή για το χρόνο που το ευρύτερο ακίνητο ήδη έχει χωρισθεί σε τέσσερα τμήματα και κατέχεται (κατά τμήματα) από τον εναγόμενο και τους προαναφερθέντες τρίτους και μη διαδίκους στην παρούσα δίκη. Επίσης, η κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης Α. Ζ. ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αλλά και του παρόντος ότι το ευρύτερο ακίνητο το περιέφραξε ο αρχικός πρώτος ενάγων Σ. Κ. το 1986-1987 δεν κρίνεται πειστική, καθόσον και ανεξάρτητα του ότι ο μάρτυρας προσδιορίζει διαφορετικό χρόνο κατασκευής της περίφραξης από τον επικαλούμενο από τους ενάγοντες, αντικρούεται η εν λόγω κατάθεσή του πλήρως από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, αφού ουδόλως σ'αυτή αναφέρεται η ύπαρξη τεχνικής περίφραξης για το χρόνο πριν το έτος 1993, ούτε τούτο διαπιστώθηκε κατά την αυτοψία που διενήργησε η ως άνω πραγματογνώμονας. Αλλά και η σχετική για το θέμα της περίφραξης κατάθεση του μάρτυρα Χ. Σ. στην 4336/2007 ένορκη βεβαίωση ότι ο Σ. Κ. κατασκεύασε περίφραξη με σιδηροπασσάλους και σύρμα δεν κρίνεται πειστική, αφού αντικρούεται από την προαναφερθείσα πραγματογνωμοσύνη. Επίσης και σε κάθε περίπτωση και αν ακόμα θεωρηθεί ότι τα υλικά περίφραξης, που αναφέρονται στις παραπάνω αποδείξεις, τοποθετήθηκαν στο ίδιο ευρύτερο ακίνητο, πρόκειται για μεμονωμένη πράξη νομής στο χρόνο εκείνο, χωρίς έκτοτε να αποδειχθεί ότι οι Σ. και Κ. (τέκνα του Χ.) ή και οι κληρονόμοι του τελευταίου, μετά το θάνατο του (δικαιοπάροχοι των δεύτερου, τρίτου και τέταρτου των εναγόντων), άσκησαν στο επίδικο άλλες εμφανείς πράξεις νομής, μέχρι το έτος 1992, που ισχυρίζονται ότι καταλήφθηκε το επίδικο τμήμα από τον εναγόμενο. Εξάλλου μόνη η αναφορά στο υπ'αριθμ. 234/30-4-1934 συμβόλαιο αγοράς του άλλοτε συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Γ. Δεστούνη, που αφορά το όμορο προς Νότο γεωτεμάχιο ως Βόρειου συνορίτη του Χ. Κ. (και όχι Κ.) και η ίδια αναφορά στην 489/2001 δήλωση αποδοχής κληρονομίας των κληρονόμων Ι. Κ. (σημερινών ιδιοκτητών), καθώς και η όμοια αναφορά στην επικαλούμενη από τους εφεσlβλητους-ενάγοντες από 17-4-1968 ιδιόχειρη κατάσταση καταγραφής ακινήτων εντός του δάσους (που ποτέ δεν έλαβε επίσημο χαρακτήρα), που επαναλαμβάνουν τα όρια της παραπάνω ιδιοκτησίας με βάση το ίδιο ως άνω συμβόλαιο του 1934, δεν μπορεί να οδηγήσει σε κρίση περί άσκησης πράξεων νομής από το δικαιοπάροχο των εναγόντων Χ. Κ., αφού και ανεξάρτητα από τη μη ταυτότητα των επωνύμων αυτό δεν ενισχύεται από κανένα άλλο πειστικό αποδεικτικό στοιχείο, μόνη δε η αναφορά του ως ιδιοκτήτη του όμορου ακινήτου, δεν αποτελεί εμφανή υλική πράξη νομής, που οδηγεί στη κτήση κυριότητας με χρησικτησία. Επίσης, αν το ευρύτερο ακίνητο ανήκε στον πατέρα του Χ. Ν., όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες και ο Ν. απεβίωσε το έτος 1940, όπως επίσης αυτοί κατά την παρούσα δευτεροβάθμια δίκη ισχυρίζονται, ο τελευταίος θα έπρεπε να αναφέρεται ως βόρειος συνορίτης του προς Νότο γεωτεμαχίου, αφού το ευρύτερο ακίνητο κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς περιήλθε στο γιο του Χ., μετά από άτυπη διανομή της κληρονομιαίας περιουσίας μεταξύ των τέκνων του Ν., δηλαδή μετά το έτος 1940, με βάση το διαφορετικό από την αγωγή χρόνο θανάτου του Ν., που οι ίδιοι αποδέχονται. Βέβαια όλοι οι μάρτυρες από τη πλευρά των εφεσιβλήτων - εναγόντων καταθέτουν ότι τον εν λόγω αγρό καλλιεργούσε ο Χ. και ειδικότερα ο Κ. Μ., στην με αριθμό .../2005 ένορκη βεβαίωση, ότι ο παραπάνω, λόγω της φυλλοξήρας που ενέσκηψε πριν το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο (1940), ένωσε τα δύο ακίνητα σε ένα και τα καλλιεργούσε με σιτάρι, σίκαλη, ενώ σε ένα μέρος του είχε φυτέψει δρυς, "για να βόσκουν τα βόδια του ή για να βρίσκουν δροσιά", ότι ο ίδιος (Χ.) κατασκεύασε ξερολιθιά, μέρος της οποίας σώζεται μέχρι σήμερα, στο μεγαλύτερο μέρος του κτήματος, ότι αυτός ένωσε τα δύο και στη συνέχεια οι κληρονόμοι του, δηλαδή τα τέκνα του Σ. (αρχικός ενάγων) και Κ. (απώτερος δικαιοπάροχος των λοιπών εναγόντων) και η σύζυγος του νέμονταν το ευρύτερο ακίνητο, δεν κρίνονται πειστικές, αφού δεν ενισχύονται από κάποιο άλλο αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο, αλλά αντίθετα αντικρούονται από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης τόσο στο πρωτοβάθμιο όσο και στο παρόν Δικαστήριο, ο οποίος ρητά καταθέτει ότι ο παραπάνω δικαιοπάροχος των εναγόντων Χ. Κ. διατηρούσε ψιλικατζίδικο στο Ασβεστοχώρι και δεν ασχολιόταν με αγροτικές εργασίες.

Αλλά και από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον εναγόμενο υπ'αριθμ. .../1998 δημόσια διαθήκη του Κ. Κ., σαφώς προκύπτει ότι σ'αυτή ουδεμία αναφορά γίνεται από το διαθέτη στο επίδικο ακίνητο, αφού σ'αυτή το μόνο περιουσιακό στοιχείο του διαθέτη που αναφέρεται και διατέθηκε, είναι ένα διαμέρισμα, γεγονός που ενισχύει την παραπάνω κρίση, ότι ο παραπάνω διαθέτης, όπως και ο αδελφός του Σ., δεν ασκούσαν πράξεις νομής στο επίδικο ευρύτερο ακίνητο. Όπως δε αποδείχθηκε το επίδικο τμήμα του ευρύτερου ως άνω ακινήτου, εμβαδού 1399 τ.μ., όπως αυτό (τμήμα) εμφαίνεται στο τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Α. Χ., που είναι συνημμένο στην αγωγή, με τα στοιχεία Β'-Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Β'και συνορεύει βόρεια με ακίνητο ιδιοκτησίας Κ. σε πλευρά Β1-Α μήκους 25,75 γ.μ., νότια με ακίνητο ιδιοκτησίας Α. Ρ. σε πλευρά Ε-Ζ-Η- θ-Ι συνολικού μήκους 33,15 γ.μ., ανατολικά με δρόμο και με ακίνητο ιδιοκτησίας Β. Κ. σε πλευρά Α-Β-Γ-Δ-Ε μήκους 41,73 γ.μ. και δυτικά με υπόλοιπο ακίνητο σε πλευρά Ι-Β μήκους 48,71 γ.μ., στο νότιο τμήμα του οποίου, όπως συνομολογείται υπήρχε παλαιά καλύβα, η οποία δεν αποδείχθηκε από τη διαδικασία ποιος την είχε κτίσει, κατέχεται τουλάχιστον από το έτος 1985 από τον εναγόμενο". Ακολούθως, όμως, δέχτηκε - το Εφετείο - ότι ο εναγόμενος δεν έγινε κύριος του επίδικου ακινήτου με παράγωγο τρόπο ή με τα προσόντα της τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας και απέρριψε την ένστασή του ιδίας κυριότητας από τις αιτίες αυτές, ενώ "σχετικά με τους αγωγικούς ισχυρισμούς για κτήση κυριότητας με χρησικτησία (τακτική ή έκτακτη) δέχτηκε και τα ακόλουθα: Ενισχυτικό της παραπάνω κρίσης, ότι δηλαδή οι κληρονόμοι του Χ. Κ. και συγκεκριμένα τα τέκνα του Σ. και Κ., δεν ασκούσαν εμφανείς πράξεις νομής στο ευρύτερο ακίνητο, είναι και το γεγονός ότι παρά την κατάληψη του επίδικου τμήματος του ακινήτου από τον εναγόμενο, τουλάχιστον από το έτος 1985, του δε υπολοίπου μεταγενέστερα από τους προαναφερθέντες, ουδόλως αντέδρασαν και δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε εξώδικη ή δικαστική ενέργεια κατά του εναγομένου, παρότι ο τελευταίος ήδη από το έτος 1990 είχε ανεγείρει και οικία επ'αυτού. Αντίθετα, μόνο μετά την έναρξη των διαδικασιών του Κτηματολογίου στην περιοχή του επιδίκου ο πρώτος αρχικός ενάγων και οι λοιποί ενάγοντες προέβησαν στη σύνταξη των προαναφερόμενων δηλώσεων αποδοχής κληρονομιάς και των διορθωτικών και με βάση αυτές και τη μεταβίβαση ακολούθως του ιδανικού μεριδίου από το Ν. Κ. στο δεύτερο ενάγοντα ζήτησαν την εγγραφή επ'ονόματι τους ολόκληρου του ευρύτερου ακινήτου. Έτσι, ενώ κατά τις αρχικές εγγραφές το επίδικο τμήμα ανεγράφη επ'ονόματι των εναγόντων, ακολούθως έγινε δεκτή η υπ'αριθμ. 17689 σχετική ένσταση του εκκαλούντος-εναγομένου και το επίδικο τμήμα, με σχετική απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Ενστάσεων του ΟΚΧΕ, ενεγράφη επ'ονόματι του τελευταίου. Όμοια δε κρίθηκαν από τον ΟΚΧΕ και οι σχετικές ενστάσεις της Ζ. Σ.-Κ. για το έτερο ίσης έκτασης τμήμα του ευρύτερου ακινήτου......

Εξάλλου, ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων-εναγόντων, που περιέχεται στην αγωγή τους, ότι ο εκκαλών-εναγόμενος προέβη στην κατά των συγγενικών σχέσεων του πρώτου αρχικά ενάγοντος με τον αδελφό του Κ., καθώς και τη μακρά απουσία του τελευταίου από το Ασβεστοχώρι λόγω ασθένειας, τον οποίο επιβεβαιώνουν και οι μάρτυρες Κ. Μ. και Χ. Σ. στις προσκομιζόμενες από τους εφεσιβλήτους ένορκες βεβαιώσεις, προκειμένου να δικαιολογήσουν την αδράνεια των εναγόντων, δεν δικαιολογεί την επί τόσα έτη, μετά την κατά το έτος 1985 κατάληψη του ακινήτου από τον εναγόμενο, έλλειψη οποιασδήποτε διαμαρτυρίας, εξώδικης η δικαστικής, για την κατάληψη αυτή, καθόσον αν οι παραπάνω κληρονόμοι του Χ. Κ. είχαν πράγματι οποιοδήποτε δικαίωμα κυριότητας στο ευρύτερο ακίνητο, όπως αυτοί ισχυρίζονται, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και ανεξάρτητα της επικαλούμενης διάρρηξης των μεταξύ τους σχέσεων, θα αντιδρούσαν σε εύλογο χρόνο στην κατάληψή του και στην άσκηση των προαναφερθέντων εμφανών σε όλους πράξεων νομής επί του επιδίκου από τον εκκαλούντα- εναγόμενο. Τέλος πρέπει να λεχθεί ότι η επικαλούμενη από τους εφεσιβλήτους-ενάγοντες υποβολή των από 18-10-2002 αντιρρήσεων του αρχικά πρώτου ενάγοντος Σ. Κ. κατά της υπ'αριθμ. 4550/16-8-2002 πράξης χαρακτηρισμού του Δασάρχη Θεσσαλονίκης, με την οποία χαρακτηρίστηκαν τμήματα του ευρύτερου ακινήτου των 5.595 τ.μ. ως δασική έκταση, δεν διαφοροποιεί την παραπάνω κρίση, ότι, δηλαδή, οι ενάγοντες και οι δικαιοπάροχοι τους, πριν την κατάληψη του ακινήτου από τον εναγόμενο, δεν ασκούσαν εμφανείς πράξεις νομής στο ευρύτερο ακίνητο και στο επίδικο τμήμα αυτού, καθόσον αφ'ενός μεν πρόκειται για πράξη χωρίς σωματική στο ακίνητο επενέργεια και όχι πράξη άσκησης νομής, αλλά μόνο προπαρασκευή της τελευταίας, αφ'ετέρου δε διενεργήθηκε σε πολύ μεταγενέστερο χρόνο από την κατά το έτος 1985 κατάληψη του ακινήτου από τον εναγόμενο. Από τα προαναφερθέντα αποδεικνύεται, όπως και παραπάνω εκτέθηκε, ότι μέχρι το έτος 1985 κανένας από τους δικαιοπαρόχους των ήδη διαδίκων ή οι ίδιοι, ασκούσαν εμφανείς πράξεις νομής στο επίδικο τμήμα, αλλά και στο ευρύτερο ακίνητο των 5.595 τ.μ., καθόσον αυτό, πού εξουσιαζόταν κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας από το Δ. Κ. του Κ., επ'ονόματι του οποίου υπάρχουν οι δύο φορολογικές εγγραφές και ο οποίος ταυτίζεται με το Δ. Κ. του Π. ή Κ., όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες και ομολογεί ο εναγόμενος, τον οποίο και οι δύο διάδικες πλευρές φέρουν ως απώτατο δικαιοπάροχο τους, μετά το θάνατο του παραπάνω αρχικού εξουσιαστή (ο οποίος και δεν προέκυψε πότε συνέβη), δεν αποδείχθηκε ότι βρισκόταν στη νομή κάποιου των δικαιοπαρόχων των διαδίκων, αλλά αυτό, όντας εγκαταλελειμμένο και ακαλλιέργητο, καταλήφθηκε εν μέρει κατά τρία ισομεγέθη τμήματα των 1.399 τ.μ. έκαστο, από τους κληρονόμους των Γ., Ι. και Σ. (τέκνα του Α. Κ.) και συγκεκριμένα το ήδη επίδικο ανατολικό τμήμα αρχικά από τον Α. Κ., ήδη εναγόμενο - εκκαλούντα (τέκνο του Γ.) κατά το έτος 1985, ακολούθως κατά το έτος 1993 το συνεχόμενο έτερο τμήμα από τους Ν., Χ. και Σ. Κ. (τέκνα του Ι.) και το συνεχόμενο τμήμα επίσης κατά το έτος 1993 από τη Ζ. Κ. χήρα Χ. Σ. και τον αδελφό της Ι. (τέκνα του Σ.), ενώ το υπόλοιπο μεγαλύτερο τμήμα κατέχεται από τον Χ. Χ. και δεν προηγήθηκε αποβολή των κληρονόμων του Χ. Κ., δηλαδή του πρώτου αρχικού ενάγοντος Σ. Κ. και του αδελφού του Κ., αφού οι τελευταίοι δεν αποδείχθηκε ότι σε προγενέστερο της κατάληψης χρόνο είχαν εγκατασταθεί στη νομή του, είτε ως κληρονόμοι, είτε ως αυθαίρετοι κάτοχοι. Δηλαδή, από όλα τα αποδεικτικά στοιχεία της ένδικης υπόθεσης είναι φανερό ότι τόσο ο αρχικός πρώτος ενάγων και οι κληρονόμοι του αδελφού του Κ. και δικαιοπάροχοι των λοιπών εναγόντων, όσο και ο εναγόμενος έχοντας όλοι το επώνυμο Κ., όπως και οι προαναφερθέντες Θ., Χ. και Σ. Κ. τέκνα του Ι., κάτοχοι άλλου τμήματος του ευρύτερου ακινήτου, αλλά και οι κληρονόμοι του Σ. (Ζ. Κ.-Σ. και ο αδελφός της Ι.) επιχείρησαν με τις προαναφερθείσες ενέργειές τους (αποδοχές κληρονομιάς, κατοχή από τον εναγόμενο του επιδίκου τμήματος και από τους λοιπούς, μη διαδίκους στην παρούσα δίκη, των υπολοίπων τμημάτων κλπ.) να αποκτήσουν εμπράγματα δικαιώματα επί του ακινήτου, που αναφέρεται στις παραπάνω φορολογικές εγγραφές επ'ονόματι Δ. γιου Κ. Κ.. και ταυτίζεται με το ήδη ευρύτερο ακίνητο, που ήταν εγκαταλελειμμένο. Σημειώνεται ότι και κατά των προαναφερθέντων κατόχων των λοιπών τμημάτων οι ενάγοντες έχουν ασκήσει σχετικές αγωγές ομοίου περιεχομένου. Επομένως, οι ενάγοντες δεν κατέστησαν συγκύριοι του επιδίκου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας από την εισαγωγή του ΑΚ και εφεξής, με προσμέτρηση στο δικό τους χρόνο νομής του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων τους, αφού δεν αποδείχθηκε εικοσαετής νομή στα επίδικα των ιδίων και των άνω δικαιοπαρόχων τους, δηλαδή πράξεις νομής ικανές να τους προσπορίσουν το επικαλούμενο απ'αυτούς δικαίωμα κυριότητας στο επίδικο, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, αλλά ούτε και ο αρχικός πρώτος ενάγων κατέστη συγκύριος αυτού κατά ποσοστό 40/64 εξ αδιαιρέτου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, αφού δεν αποδείχθηκε ότι του μεταβιβάσθηκε η νομή του κατά το θάνατο της μητέρας του κατά το έτος 1989, καθόσον η τελευταία δεν ήταν νομέας αυτού και δεν επικαλείται την ύπαρξη νόμιμου τίτλου στο πρόσωπο της πιο πάνω δικαιοπαρόχου του ώστε να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 1051 ΑΚ για προσμέτρηση του χρόνου νομής αυτής .... δεδομένου μάλιστα ότι δική του αποκλειστική νομή από το χρόνο μεταγραφής της υπ'αριθμ. .../14-1-2002 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Αθηνάς Νικολαΐδου δεν αποδείχθηκε, αφού ήδη από το έτος 1985 το επίδικο τμήμα νεμόταν αποκλειστικά ο εναγόμενος μέχρι την άσκηση της εναντίον του αγωγής.

Συνεπώς και οι εδώ ερευνώμενες βάσεις της διεκδικητικής αγωγής περί κτήσεως κυριότητας στο επίδικο από όλους μεν τους ενάγοντες με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας από την εισαγωγή του ΑΚ και εφεξής και επιπρόσθετα όσον αφορά τον πρώτο αρχικό ενάγοντα και κατά το ποσοστό 40/64 εξ αδιαιρέτου του επίδικου ακινήτου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες". Με βάση αυτά που δέχτηκε και, έτσι, που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις προεκτεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και μάλιστα εκείνες των άρθρων 974 και 1045 ΑΚ που επικαλούνται οι αναιρεσείοντες, τις οποίες ορθά δεν εφάρμοσε, εφόσον υπό τα προεκτιθέμενα δεδομένα δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής τους, περιέλαβε δε στην απόφασή του πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία που καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων, γι'αυτό και οι τρίτος και τέταρτος από τον αριθμό 1 και δεύτερος, κατά το δεύτερο μέρος του και ένατος από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθούν. Η περιλαμβανόμενη στον τρίτο αναιρετικό λόγο αιτίαση από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο δεν παρέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφασή του τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 54 επ. του Οθωμανικού Νόμου περί Γαιών και των 8 παρ. και 1§1 Κωδ (7.39) 9 §1 βασ (50.14) του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, που έχει, σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 64 του ΕισΝΑΚ, εφαρμογή ως προς το χρόνο πριν από την ισχύ του ΑΚ, όσον αφορά την κύρια βάση της αγωγής από την κληρονομική διαδοχή, την οποία και απέρριψε, είναι απορριπτέα, προεχόντως, ως απαράδεκτη, εφόσον η έλλειψη μείζονος πρότασης στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, η παντελής δηλαδή παράλειψη παράθεσης των νομικών διατάξεων στις οποίες βρίσκει έρεισμα το αγωγικό αίτημα δεν καθιστά την απόφαση αναιρετέα για το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ή για ένα από τους λοιπούς αναιρετικούς λόγους που θεσπίζονται περιοριστικά στα άρθρα 559 και 560 ΚΠολΔ (ολΑΠ 3/1997, ΑΠ 780/2004), αλλά αρκεί να υφίστανται και να δικαιολογούν, με βάση τις προαναφερόμενες ουσιαστικές παραδοχές της, το διατακτικό της, οπότε ο Άρειος Πάγος μπορεί να τις συμπληρώσει κατά το άρθρο 578 ΚΠολΔ.

ΙΙ. Με το δεύτερο, κατά το πρώτο μέρος του, λόγο της αναίρεσης αποδίδεται στο Εφετείο, ότι υπέπεσε στην από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί, ενώ δέχτηκε, ότι"... οι ενάγοντες ισχυρίζονται στην αγωγή τους αόριστα ότι ο Ν. απεβίωσε το 1919, ότι για το θάνατό του δεν υπάρχει σχετική ληξιαρχική καταγραφή και ότι το ακίνητο περιήλθε στο γιό του Χ., επικαλούμενοι άτυπη διανομή της κληρονομιαίας περιουσίας μεταξύ των τέκνων του Ν., χωρίς να προσδιορίζουν το χρόνο αυτής (διανομής), καθώς και πόσοι και ποιοι ήταν οι κληρονόμοι του παραπάνω (Ν.), μεταξύ των οποίων έλαβε χώρα η επικαλούμενη άτυπη διανομή", και ακολούθως, ότι "αντίθετα όμως με τα ως άνω διαλαμβανόμενα στην αγωγή τους το πρώτον στην παρούσα δευτεροβάθμια δίκη επικαλούνται και προσκομίζουν την υπ'αριθμ. 16/17.1.1940 ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξιάρχου της Κοινότητας Ασβεστοχωρίου του Ν. Κ. του Δ. ..."κατέληξε στην κρίση, ότι "οι ενάγοντες, που φέρουν το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν απέδειξαν τη συγγενική σχέση του Ν. με τον αρχικό εξουσιαστή του ευρύτερου ακινήτου Δ. Κ. ή Κ. ή Π., και δη ότι ο Ν. ήταν γιός του τελευταίου, από τον οποίο (Ν.) ισχυρίζονται ότι έλκουν τα δικαιώματά τους στο επίδικο ακίνητο με αλλεπάλληλες κληρονομικές διαδοχές"και εν τέλει απέρριψε την αγωγή στην ουσία της ως προς τη βάση της "που στηρίζεται στον παράγωγο τρόπο (κληρονομική διαδοχή) και μόνο όσον αφορά τον πρώτο αρχικό ενάγοντα και κατά ποσοστό 40/64 εξ αδιαιρέτου του επίδικου ακινήτου", ενώ έπρεπε να την απορρίψει και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας της. Όμως, τα "περί αοριστίας"που διαλαμβάνονται, ως άνω, στην προσβαλλόμενη απόφαση, αποτελούν, όπως αυτό προκύπτει και από το σύνολο των σκέψεων που περιέχονται σ'αυτήν, επιχειρήματα αντλούμενα από την έρευνα για στήριξη ουσιαστική ή όχι της αγωγής. Γι'αυτό ο λόγος αυτός της αναίρεσης - πέραν, μάλιστα, του ότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 562 § 2, ΚΠολΔ, προβάλλεται απαραδέκτως, αφού από τη συμπεριφορά του αναιρεσείοντος δεν δημιουργείται λόγος αναίρεσης ενόψει και του ότι δεν πρόκειται περί ζητήματος που αφορά τη δημόσια τάξη - είναι, πάντως, αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

ΙΙΙ. Από τα άρθρα 339 και 352 ΚΠολΔ συνάγεται ότι ομολογία είναι η παραδοχή της συνδρομής ενός κρίσιμου (ουσιώδους δηλαδή κατά το άρθρο 335) γεγονότος, η οποία γίνεται από τον αντίδικο εκείνου που φέρει το βάρος επίκλησης και απόδειξής του. Είναι δε δικαστική ομολογία αυτή που απευθύνεται στο δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση με σκοπό αποδοχής της και είναι σαφής και ορισμένη. Κατά το άρθρο 354 του ίδιου Κώδικα, όποιος ομολόγησε μπορεί να ανακαλέσει την ομολογία του να αμφισβητήσει, δηλαδή, μεταγενέστερα το ομολογημένο γεγονός μόνο αν αυτός αποδείξει ότι δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Η ανάκληση ομολογίας - δικαστικής ή εξώδικης - δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό, δεδομένου ότι δεν ενέχει προβολή νέου πραγματικού ισχυρισμού, ώστε να έχουν εφαρμογή τα άρθρα 269 και 527 ΚΠολΔ. Αν όμως η ομολογία έγινε στον πρώτο βαθμό από τον ηττηθέντα διάδικο, η ανάκληση πρέπει να προταθεί νομίμως με λόγο έφεσης χωρίς να είναι αναγκαία πανηγυρική δήλωσή του ότι ανακαλεί το ομολογημένο γεγονός, αλλά αρκεί να προκύπτει ότι ήδη το αμφισβητεί ενώ, αν η έφεση ευδοκιμήσει για άλλο λόγο - η ανάκληση - μπορεί να γίνει και στο στάδιο της έρευνας της αγωγής. Πάντως, ως νέοι ισχυρισμοί, η προβολή των οποίων στο Εφετείο είναι κατά τα άρθρα 269 και 527 ΚΠολΔ απαράδεκτη, νοούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που χαρακτηρίζονται και εισάγονται στη δίκη με τη μορφή ένστασης, αντένστασης, επανένστασης κλπ, δηλαδή του αυτοτελούς ισχυρισμού, και, συνεπώς, όχι και η άρνηση της αγωγής. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες από τους αριθμούς 12 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να σχηματίσει το αποδεικτικό πόρισμά του και καταλήξει στην κρίση του περί απόρριψης ως κατ'ουσίαν αβάσιμης της ένδικης αγωγής παρά το νόμο "παρέλειψε 1) να κάνει δεκτή την πρωτοβάθμια δικαστική ομολογία του νυν αναιρεσιβλήτου εναγομένου σχετικά με τη συγγενική σχέση πατέρα προς γιό του Δ. προς το Ν. ως κρίσιμου στοιχείου της ιστορικής βάσης της κύριας νομικής βάσης της αγωγής (παράγωγη κτήση κυριότητας με αλλεπάλληλες κληρονομικές διαδοχές - άρθρο 559 αριθμό 12 ΚΠολΔ) και 2) να κηρύξει - κατ'άρθρα 269 και 527 ΚΠολΔ - απαράδεκτο το σχετικό ισχυρισμό του - εν λόγω αναιρεσιβλήτου εναγομένου - ότι "συγγενική σχέση πατέρα προς γιό του Δ. προς το Ν. δεν υπάρχει", ως προβληθέντα το πρώτον κατ'έφεση, "παραβλέποντας σχετική και νομίμως προβληθείσα ένσταση των ήδη αναιρεσειόντων εναγόντων (άρθρο 559 αριθμό 14 ΚΠολΔ", είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, εφόσον ο ήδη αναιρεσίβλητος εναγόμενος, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της από 4.6.2006 έφεσή του κατά της απόφασης - 14223/2006 - του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου - Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης - ως ηττηθείς στον πρώτο βαθμό, ανακάλεσε την "πρωτοβάθμια δικαστική αυτή ομολογία του"με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, ο οποίος και κρίθηκε ως βάσιμος και κατ'ουσίαν, εφόσον το Εφετείο ειδικότερα δέχτηκε, ότι "συγγενική σχέση πατέρα προς γιό του Δ. προς το Ν. δεν υπάρχει", ήτοι, ότι η "πρωτοβάθμια δικαστική αυτή ομολογία του"δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Μάλιστα, όσον αφορά την αποδιδόμενη πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως απαράδεκτος, εφόσον ο άνω, περί μη συγγενικής σχέσης πατέρα προς γιό του Δ. προς το Ν. ισχυρισμός του ήδη αναιρεσιβλήτου εναγομένου, δεν είναι αυτοτελής κατά την έννοια που προπαρατέθηκε, αλλά αποτελεί άρνηση της προεκτεθείσας βάσης (της παράγωγης κτήσης κυριότητας με αλλεπάλληλες κληρονομικές διαδοχές) της αγωγής.

ΙV. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. β'ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 106, 237 § 1 στοιχ. Β', 346 και 453 § 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ως αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Όπως, όμως, ειδικότερα, προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 346 ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται, ότι τα αποδεικτικά μέσα που έχει προσκομίσει ένα διάδικος λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο και για την απόδειξη των ισχυρισμών άλλου διαδίκου, καθιερώνεται η αρχή της κοινότητας των αποδεικτικών μέσων, με την έννοια ότι τα τελευταία λαμβάνονται υπόψη προς απόδειξη όλων των πραγματικών γεγονότων, ανεξάρτητα από ποιο διάδικο έχουν προσκομιστεί. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 11 περ. β'του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της ένδικης αγωγής, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις τα, ειδικότερα, σ'αυτόν μνημονευόμενα έγγραφα, δηλαδή: α) την υπ'αριθμ. .../1998 δημόσια διαθήκη του Κ. Κ., β) την υπ'αριθμ. 39.209/21.9.1994 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου (που από αβλεψία ονομάζεται Πρωτοδικείου) Θεσσαλονίκης, και γ) το υπ'αριθμ. πρωτοκ. 297 ΕΚ/38325/ 21.10.2002 έγγραφο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Νομού Θεσσαλονίκης, τα οποία ο ήδη αναιρεσίβλητος δεν τα είχε επικαλεστεί ούτε τα είχε προσκομίσει ενώπιόν του - Εφετείου - κατά τη συζήτηση της έφεσής του στις 26.11.2010. Όπως, όμως, προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση των προτάσεων των διαδίκων της συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, που προσκομίζονται σε πιστά αντίγραφα με την προσθήκη και αντίκρουση που κατατέθηκε τη 1.12.2010, και ειδικότερα των σελίδων 43 των από 19.11.2010 προτάσεων των αναιρεσειόντων και 11 και 19 των από 19.3.2010 προτάσεων του αναιρεσιβλήτου, τα υπό στοιχεία (β) και (γ) προσκόμισαν νόμιμα με επίκληση οι αναιρεσείοντες και ρητά το υπό στοιχείο (γ) επικαλέστηκε ο αναιρεσίβλητος και το υπό στοιχείο (α) προσκόμισε νόμιμα με επίκληση ο τελευταίος - αναιρεσίβλητος -, όπως άλλωστε αυτό βεβαιώνει και το Εφετείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του (βλ. τη σελ. 39 αυτής). Επομένως, ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 16.7.2012 αίτηση των 1) Χ. χήρας Σ. Κ. το γένος Σ. Μ., κ.ά. για αναίρεση της 181/2012 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Διατάσσει να εισαχθεί το κατατεθέν παράβολο στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου 2014.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 4 Φεβρουαρίου 2015.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 37/2015 - Έκτακτη χρησικτησία Προτάσεις κατά την επανάληψη συζήτησης

$
0
0

ΑΠ 80/2015 - Έκτακτη Χρησικτησία Περιπτώσεις εφαρμογής του Οθωμανικού Νόμου περί γαιών.

Έκτακτη χρησικτησία
Έτος:2015
Νούμερο:27
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη ..
Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Δ. Ν. του Ε., 2) Ν. Ν. του Ε. και 3) Σ. Ν. του Ε., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Σπανορρήγα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Α. του Π., κατοίκου ..., και 2) Π. Α. του Π., κατοίκου ..., ως εκ διαθήκης κληρονόμων της (αρχικής ενάγουσας) Π. χήρας Μ. Π., το γένος Ν. Ν., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Σαμουρέλη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9/3/2007 αγωγή της αρχικής διαδίκου Π. Π. και την από 13/9/2007 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7677/2008 του ίδιου Δικαστηρίου, 2515/2010 μη οριστική και 626/2013 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 18/6/2013 αίτησή τους και τους από 2/4/2014 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 31/3/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την από 15/4/2014 συμπληρωματική έκθεση του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθούν (και) οι από 2/4/2014 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως κατά της υπ'αριθμ. 626/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Το άρθρο 254 του ΚΠολΔ παρέχει στο δικαστήριο τη δυνατότητα να διατάξει επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περαιωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υποθέσεως ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση, και ορίζει περαιτέρω ότι η συζήτηση που επαναλαμβάνεται με τον τρόπο αυτό θεωρείται συνέχεια της προηγουμένης. Εκ τούτου παρέπεται ότι κατά την επανάληψη της συζήτησης δεν είναι αναγκαία η κατάθεση ιδιαίτερων εγγράφων προτάσεων οι προτάσεις δε που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη αρκούν και ισχύουν και για την κατά την επανάληψη συζήτηση, με αποτέλεσμα όσα ο διάδικος επικαλέστηκε και προέβαλε με τις έγγραφες προτάσεις του της προηγούμενης συζήτησης (μετά την οποία διατάχθηκε η επανάληψη) να θεωρούνται ως επικληθέντα και προβληθέντα και κατά την επανάληψή της, και δη είτε ο διάδικος δεν κατέθεσε εκ νέου, κατ'αυτήν (επανάληψη), προτάσεις είτε κατέθεσε προτάσεις στις οποίες απλώς ενσωμάτωσε εκείνες της προηγούμενης συζήτησης, ταύτα δε ισχύουν και στις περιπτώσεις όπου το δικαστήριο διατάσσει αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων στο ακροατήριο κατά το άρθρο 245 παρ. 1 του ΚΠολΔ ή (και) την εκ νέου εξέταση ενός ή περισσοτέρων μαρτύρων προς συμπλήρωση ή διευκρίνιση των καταθέσεών τους κατά το άρθρο 411 του ίδιου ΚΠολΔ (Ολομ. ΑΠ 30/1997). Επομένως στην περίπτωση της επανάληψης της συζήτησης κατά τα ανωτέρω, το δικαστήριο νομίμως λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που ο διάδικος είχε επικαλεστεί με τις προτάσεις που κατέθεσε νομίμως και εμπροθέσμως κατά τη συζήτηση μετά την οποία (ή της οποίας) διατάχθηκε η επανάληψη και τις οποίες (προτάσεις) ενσωματώνει ήδη, κατά την επανάληψη της συζήτησης, στις κατατιθέμενες κατά την επανάληψη προτάσεις, υπό τον όρο βεβαίως της προσκομίσεως των αποδεικτικών μέσων, και δεν υποπίπτει (το δικαστήριο) στην περίπτωση αυτή στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β'του ΚΠολΔ, της παρά τον νόμο δηλαδή λήψεως υπόψη αποδείξεων που δεν προσκομίστηκαν, με τις οποίες ισοδυναμούν και οι αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν νομίμως και οι οποίες εκ του λόγου αυτού δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο.

Εν προκειμένω, το Εφετείο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την υπ'αριθμ. 2515/2010 παρεμπίπτουσα απόφασή του δέχθηκε τυπικά τις συνεκδικασθείσες αντίθετες εφέσεις των διαδίκων κατά της πρωτόδικης υπ'αριθμ. 7677/2008 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ανέβαλε κατά τα λοιπά την έκδοση της οριστικής του απόφασης και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο προκειμένου να εξεταστούν εκ νέου (ενώπιόν του) οι μάρτυρες Δ. Α. και Β. Κ. που είχαν εξεταστεί πρωτοδίκως, προς συμπλήρωση και διευκρίνιση των καταθέσεών τους. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως μετά την οποία εκδόθηκε η ανωτέρω μη οριστική, περί επαναλήψεώς της, απόφαση, η ενάγουσα και εκκαλούσα εφεσίβλητη Π. Π., αποβιώσασα ήδη μητέρα και δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων, κατέθεσε νομίμως και εμπροθέσμως έγγραφες προτάσεις, με τις οποίες εκτός των άλλων επικαλέστηκε και τα αναφερόμενα σ'αυτές αποδεικτικά μέσα (έγγραφα κ.λ.π.), η ίδια δε διάδικος, κατά την επανάληψη της συζητήσεως που έλαβε χώραν την 31-5-2012 και μετά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη υπ'αριθμ. 626/2013 οριστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, υπέβαλε στο δικαστήριο τις από 30-5-2012 έγγραφες προτάσεις της, στις οποίες ενσωμάτωσε τις προηγούμενες ως ανωτέρω προτάσεις, στις οποίες, όπως προαναφέρθηκε, έκανε επίκληση και των αποδεικτικών της μέσων. Σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, η κατά τον τρόπο αυτό επίκληση των αποδεικτικών μέσων στην μετά τη διαταχθείσα επανάληψη συζήτηση της υποθέσεως, που αποτελεί συνέχεια της προηγουμένης, ήταν νόμιμη, μη απαιτουμένης υποβολής νέων (αυτοτελών) προτάσεων, και το Εφετείο, που έλαβε υπόψη τα προταθέντα ως ανωτέρω, προσκομισθέντα δε, αποδεικτικά μέσα για τον σχηματισμό της κρίσεώς του και την έκδοση της οριστικής του, αναιρεσιβαλλομένης, απόφασης, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αρ. 11 περ. β'του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, και είναι αβάσιμα τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον πρώτο, από τη διάταξη αυτή, λόγω της αιτήσεώς τους.

ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 1045 και 1051 του ΑΚ προκύπτει ότι όποιος έχει στη νομή του επί μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος του πράγματος με έκτακτη χρησικτησία, δυνάμενος να συνυπολογίσει στον δικό του χρόνο χρησικτησίας και τον χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 974 και 976 εδ. α'του ΑΚ προκύπτει ότι νομή είναι η φυσική εξουσία επί του πράγματος (κατοχή) που ασκείται διανοία κυρίου, αποκτάται δε η νομή, όταν το πράγμα βρίσκεται στη νομή άλλου, και με παράδοση στον αποκτώντα που γίνεται με τη βούληση του μέχρι τότε νομέα. Τέλος, ως πράξεις νομής κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων νοούνται οι υλικές και εμφανείς ενέργειες που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του πράγματος και με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα ως δικό του, τέτοιες δε πράξεις νομής αποτελούν προκειμένου περί αγροτικού ακινήτου, μεταξύ των άλλων η επίβλεψη και επιστασία του ακινήτου, η καλλιέργεια και η συλλογή των καρπών, η ανόρυξη φρέατος για την άδρευσή του, η εκμίσθωσή του προς τρίτους για εκμετάλλευση κ.λ.π. Εξάλλου ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο που εξέτασε την υπόθεση κατ'ουσίαν εφαρμόζει κανόνα δικαίου του οποίου συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου. Ο δε λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου 559 ΚΠολΔ για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών ή (και) αντιφατικών αιτιολογιών δεν ιδρύεται επίσης όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του προσήκοντος κανόνα δικαίου. Αντιφατική αιτιολογία, ειδικότερα, δεν συντρέχει όταν το δικαστήριο, επί διεκδικητικής κυριότητας αγωγής, στηριζόμενης σε παράγωγο (αγορά από κύριο, κληρονομική διαδοχή κ.λ.π.) τρόπο, αλλά και σε πρωτότυπο (χρησικτησία), δέχεται ότι ο ενάγων έγινε κύριος του επιδίκου τόσον με τον παράγωγο όσο και με τον πρωτότυπο τρόπο, αφού οι τρόποι αυτοί της απόκτησης της κυριότητας στηρίζουν αυτοτελώς ο καθένας την αγωγή και δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους, ούτε ο ένας αποκλείει τον άλλο. Τέλος, όταν το διατακτικό της απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε περισσότερες της μιας αιτιολογίες (επάλληλη αιτιολογία), η προσβολή με λόγον αναιρέσεως της μιας από τις αιτιολογίες αυτές παρίσταται αλυσιτελής και ο σχετικός λόγος αναιρέσεως απορριπτέος, αφού και υπό την εκδοχή της τυχόν βασιμότητάς του δεν οδηγεί στην ανατροπή (αναίρεση) της απόφασης.

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχθηκε ότι η ενάγουσα-δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων έγινε κυρία του επίδικου ακινήτου, ήτοι ενός αγροτεμαχίου, εμβαδού 2325,59 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "Ν.", στο Πόρτο Ράφτη Αττικής, με κληρονομική εκ διαθήκης διαδοχή και ειδικότερα με την νομίμως δημοσιευθείσα από 20-12-1992 ιδιόγραφη διαθήκη του συζύγου της Μ. Π. που απεβίωσε την 16-4-1994 και ήταν κύριος του επιδίκου και του οποίου την κληρονομία η ενάγουσα αποδέχθηκε και μετέγραψε το σχετικό συμβόλαιο, "σε κάθε δε περίπτωση", δέχεται το Εφετείο, η ενάγουσα κατέστη κυρία του επιδίκου (και) με έκτακτη χρησικτησία, νεμόμενη το ακίνητο αυτό με τις λεπτομερώς αναφερόμενες, ως κατωτέρω, πράξεις νομής από τον κατά τα ανωτέρω θάνατο του συζύγου της (1994) μέχρι την εν έτει 2003 αποβολή της από τη νομή αυτή εκ μέρους των αναιρεσειόντων, προσμετρώντας στον χρόνο της δικής της χρησικτησίας και τον χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου-πατέρας της, αρχομένης από του έτους 1953, ήτοι επί χρόνο περισσότερο της εικοσαετίας. Ως προς το ζήτημα αυτό της χρησικτησίας το Εφετείο δέχεται ειδικότερα ότι το επίδικο, συνολικού εμβαδού, όπως προαναφέρθηκε, 2325,59 τ.μ., περιήλθε στον δικαιοπάροχο της ενάγουσας Π. Π., δικαιοπαρόχου των ήδη αναιρεσιβλήτων, κατά μεν το προσδιοριζόμενο τμήμα του, εμβαδού 1000 τ.μ, με αγορά από τον Β. Δ. δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ'αριθμ. .../1951 συμβολαίου, κατά το έτερο τμήμα του, εμβαδού 1020 τ.μ. με άτυπη δωρεά από τον πατέρα του εν έτει 1949 και κατά το υπόλοιπο τμήμα του, εμβαδού 304 τ.μ. με άτυπη ανταλλαγή ακινήτων με τους κληρονόμους Δ. Μ. εν έτει 1953, ότι από την κατά τα ανωτέρω παράδοση της νομής των επιμέρους τμημάτων του επιδίκου από τους μέχρι τότε νομείς τους στον δικαιοπάροχο της ενάγουσας, ο τελευταίος, που το έτος 1953 ενοποίησε τα αποκτηθέντα αυτά τμήματα ώστε να αποτελούν έκτοτε ενιαίο ως ανωτέρω ακίνητο (το επίδικο), ο τελευταίος ασκούσε στο επίδικο τις αναφερόμενες πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου ως αγροτεμαχίου, ήτοι φύτευση και καλλιέργεια σε όλη την έκτασή του βασιλικών συκόδενδρων, συλλογή και εμπορία των καρπών τους, ανόρυξη φρέατος στο κέντρο του ακινήτου για την άρδευσή του, καθαρισμό και επιστασία του ακινήτου έναντι των τρίτων, και, τέλος, εκμίσθωσή του στον Ε. Ν. (δικαιοπάροχο των αναιρεσειόντων) αντί του συμβολικού, λόγω των στενών οικογενειακών τους σχέσεων, ποσού των 50.000 δραχμών ετησίως, μέχρι τον θάνατό του (16-4-1994), τις ίδιες δε πράξεις νομής εξακολούθησε έκτοτε να ασκεί η ενάγουσα δια του ανωτέρω μισθωτή, ο οποίος συνέχισε να καλλιεργεί το επίδικο καταβάλλοντας κατ'έτος το προαναφερθέν μίσθωμα στην ενάγουσα και περιφράσσοντάς το με συρματόπλεγμα προς τη βόρεια και νότια πλευρά του κατόπιν εγκρίσεως της ενάγουσας, ενώ ο ίδιος (δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων-μισθωτής) ουδέποτε άσκησε πράξεις νομής στο επίδικο για δικό του λογαριασμό, μη αντιποιηθείς ποτέ τη νομή της ενάγουσας και του δικαιοπαρόχου της, μέχρι τον θάνατό του (21-6-2003), μετά τον οποίο (θάνατο) οι κληρονόμοι του-αναιρεσείοντες κατέλαβαν το επίδικο και απέβαλαν την ενάγουσα από αυτό. Οι κατά τα ανωτέρω παραδοχές του Εφετείου ότι η ενάγουσα απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου με παράγωγο τρόπο (κληρονομική διαδοχή), αλλά και με πρωτότυπο (χρησικτησία) δεν είναι αντιφατικές, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, και τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον δεύτερο, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους είναι αβάσιμα.

Περαιτέρω, υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς τα ουσιώδη ζητήματα της απόκτησης της νομής του επιδίκου από τον δικαιοπάροχο-πατέρα της ενάγουσας δια της παραδόσεώς της (νομής) σ'αυτόν εκ μέρους των μέχρι τότε (1949-1953) νομέων, καθώς και της ασκήσεως της νομής αυτής εκ μέρους του δικαιοπαρόχου της ενάγουσας έκτοτε και μέχρι τον θάνατό του (1994) και της ίδιας της ενάγουσας από τότε (1994) μέχρι την κατάληψη του επιδίκου από τους αναιρεσείοντες (2003), με τις αναφερόμενες ως ανωτέρω πράξεις νομής επί του επιδίκου, ενώ τέτοιες πράξεις νομής δεν άσκησε ο δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων, κατά τις ίδιες παραδοχές του Εφετείου. Οι αιτιολογίες αυτές του δικαστηρίου στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και το διατακτικό της απόφασής του, με την οποία έγινε δεκτή η ένδικη διεκδικητική αγωγή της δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων και απορρίφθηκε η αντίθετη αγωγή των αναιρεσειόντων και επιτρέπουν (οι ανωτέρω αιτιολογίες) τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων ως άνω ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 1045, 1051 και 974, 976 του ΑΚ, τις οποίες το Εφετείο δεν παραβίασε, ούτε ευθέως, με εσφαλμένη εφαρμογή, ούτε εκ πλαγίου, με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες. Επομένως τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τους τρεις, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, που ασκήθηκαν νομίμως, είναι αβάσιμα. Τέλος, με τον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου, επίσης, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια των ανεπαρκών αιτιολογιών ως προς την παραδοχή της ότι η προαναφερθείσα ιδιόγραφη διαθήκη του θανόντος πατέρα της ενάγουσας, με την οποία περιήλθε, κατά τα προεκτεθέντα, το επίδικο στην τελευταία, ήταν έγκυρη και ισχυρή, αφού είχε γραφεί καθ'ολοκληρίαν με το χέρι του διαθέτη, είχε χρονολογηθεί και υπογραφεί από αυτόν, ο ίδιος δε (διαθέτης) ήταν ικανός κατά τον χρόνο της συντάξεώς της να συντάξει τη διαθήκη. Ενόψει της παραδοχής του Εφετείου που προαναφέρθηκε ότι η ενάγουσα κατέστη κυρία του επιδίκου εν πάση περιπτώσει και με έκτακτη χρησικτησία, η οποία παραδοχή στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της απόφασης, ο προβαλλόμενος ως άνω λόγος είναι, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, απορριπτέος προεχόντως ως αλυσιτελής, αφού δεν οδηγεί στην ανατροπή (αναίρεση) της απόφασης, τούτο δε πέραν του ότι η αναιρεσιβαλλομένη περιέχει και ως προς ανωτέρω ζήτημα επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 1721 επ. του ΑΚ.

ΙΙ.- Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).-

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 18-6-2013 αίτηση των Δ. Ν. κ.λ.π., όπως διαμορφώθηκε με τους από 2-4-2014 πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 626/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Δεκεμβρίου 2014.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Ιανουαρίου 2015.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ 28/2015 - Παραίτηση δικογράφου στον Άρειο Πάγο Παραίτηση δικογράφου στον Άρειο Πάγο σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας

$
0
0

ΑΠ 80/2015 - Έκτακτη Χρησικτησία Περιπτώσεις εφαρμογής του Οθωμανικού Νόμου περί γαιών.

Παραίτηση δικογράφου στον Άρειο Πάγο
Έτος:2015
Νούμερο:28
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία ..
Προγάκη, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Νοεμβρίου 2014 με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1)Α. συζ. Ν. Ζ., το γένος Γ. Μ., 2)Ν. Μ. του Γ., κατοίκων ..., και 3)Κ. Π. του Δ., κατοίκου .... Η 1η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Αλαχούζο, με δήλωση κατ'άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και οι 2ος και 3ος δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ο. T. (O. - Θ. Τ.), το γένος Ν. Μ. του Ν., 2)Ο. Τ., το γένος Ν. Μ., κατοίκων ..., 3)M. (Μ.) χήρας Ν. Μ., κατοίκου ..., 4)Θ. συζ. Ν. ..., τα γένος Η. Μ., 5)Φ. συζ. Γ. Σ., το γένος Η. Μ., κατοίκων ..., 6)Κ. Μ. του Γ., κατοίκου ..., 7)Ν. Μ. του Γ., 8)Α. συζ. Δ. Ν., το γένος Γ. Μ., κατοίκου ..., 9)T. (Τ.) Μ., 10)Γ. Μ. και 11)M. (Θ.) Μ., συζ. Φ. Μ., κατοίκων .... Οι 6ος και 7ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπύρο Ασημακόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και οι λοιποί δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/11/1980 αγωγή των ήδη 1ης και 2ου των αναιρεσειόντων και προσώπων που δεν είναι διάδικοι στη δίκη αυτή, η οποία κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Καστοριάς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 160/1981, 56/2004 μη οριστικές, 38/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 145/2008 του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 29/12/2008 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 26/3/2012 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Δημητρίου Μαζαράκη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 294, 296, 297 και 299 ΚΠολΔικ, που εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου κώδικα και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, προκύπτει ότι η παραίτηση, ολική ή μερική από το δικόγραφο του ενδίκου μέσου που έχει ασκηθεί, όπως είναι και η αναίρεση (άρθ. 495 παρ. 1 ΚΠολΔικ), γίνεται με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου. Με τις διατάξεις αυτές ορίζονται αποκλειστικά οι τρόποι, με τους οποίους μπορεί να γίνει η παραίτηση από το δικόγραφο της αναίρεσης (Ολ ΑΠ 1187/1981). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 76 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, τούτο έχει ως κύρια συνέπεια ότι οι πράξεις του καθενός ομοδίκου ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους. Κατά την παρ 2 του ίδιου άρθρου η κοινή διαδικαστική πορεία της παρ. 1 αποκλείει το ενδεχόμενο της διασπάσεως της δικονομικής ενότητας που απαρτίζουν οι αναγκαίοι ομόδικοι, όπως είναι οι ομόδικοι της δίκης διανομής, στην οποία λόγω της φύσεως της διαφοράς δεν μπορούν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους. Γι'αυτό δεν μπορεί ο ένας να συμβιβασθεί ο άλλος να αποδεχθεί την αγωγή ή να παραιτηθεί από αυτήν και ο τρίτος να συμφωνήσει διαιτητική επίλυση της επίδικης διαφοράς. Για να επιχειρηθούν οι διαδικαστικές αυτές πράξεις χρειάζεται η σύμπραξη όλων των αναγκαίων ομοδίκων, η δε τυχόν χωριστή επιχείρηση από τον ένα από αυτούς είναι ανίσχυρη τόσο έναντι των άλλων, όσο και έναντι εκείνου που τις επιχείρησε, σε κάθε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας. Στην προκειμένη περίπτωση οι δεύτερος και τρίτος των αναιρεσειόντων με την από 16.2.2009 δήλωσή τους, που υπογράφεται από τους ίδιους και τον προς τούτο εξουσιοδοτηθέντα δικηγόρο τους Χρήστο Τσακλίδη και έχει επιδοθεί στους έκτο και έβδομο των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι και προσκομίζουν τα επιδοθέντα σ'αυτούς αντίγραφα, με τις οικείες σημειώσεις των διενεργησάντων τις επιδόσεις δικαστικών επιμελητών Θεσ/κης και Καστοριάς Α. Η. Κ. και Α. Π. Μ. παραιτούνται από το δικόγραφο της αναιρέσεως. Πλην όμως κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη η παραίτηση αυτή είναι ανίσχυρη, καθόσον η επίδικη διαφορά αφορά σε διανομή επικοίνου ακινήτου και ο δεσμός που συνδέει τους διαδίκους και των δύο πλευρών είναι εκείνος της αναγκαστικής ομοδικίας και συνακόλουθα η επίμαχη παραίτηση, εφόσον δεν γίνεται από όλους μαζί τους αναιρεσείοντες δεν επιφέρει τα οριζόμενα από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ΚΠολΔικ αποτελέσματα τόσο για τους αναιρεσείοντες, όσο και για εκείνους από τους αναιρεσίβλητους, στους οποίους επιδόθηκε (έκτο και έβδομο). Ενόψει τούτων η παραίτηση αυτή πρέπει να θεωρηθεί ανίσχυρη, μη παράγουσα ουδένα έννομο αποτέλεσμα. Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι αν κάποιος από τους ομοδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολιπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται ως να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός τους, τότε ερευνάται αν ο απολιπόμενος ή ο μη παριστάμενος, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, διάδικος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί, ενώ σε αποφατική περίπτωση κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου αν στη δίκη μετέχουν περισσότεροι, συνδεόμενοι με αναγκαστική ομοδικία και κάποιος από αυτούς είτε δεν κλητεύθηκε, είτε δεν εκπροσωπείται από πληρεξούσιο δικηγόρο, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους. Εξάλλου κατά το άρθρο 94 παρ. 1 ΚΠολΔικ στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά το άρθρο 96 του ίδιου κώδικα, η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 104, για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως, το δε δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της. Τις κλητεύσεις επικαλούνται και αποδεικνύουν οι παριστάμενοι διάδικοι. Περαιτέρω κατά το άρθρο 134 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔικ, αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον Εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή το οποίο εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση. Η διάταξη αυτή, με την οποία καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον Εισαγγελέα, όταν εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, εξακολουθεί να ισχύει και μετά την κύρωση της από 15 Νοεμβρίου 1965 Διεθνούς Συμβάσεως της Χάγης με το νόμο 1334/1983. Η διεθνής αυτή σύμβαση δεν καταργεί τις περί επιδόσεως διατάξεις του εσωτερικού δικαίου των χωρών που την υπέγραψαν, αλλά αποκλείει να θεωρηθεί η πλασματική επίδοση ως ολοκληρωθείσα με την απλή παράδοση του επιδοτέου εισαγωγικού της δίκης ή άλλου ισοδυνάμου δικογράφου στον Εισαγγελέα, όπως ορίζει το άρθρο 136 παρ. 1 ΚΠολΔικ, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν παραλείφθηκε από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται, κατά τον οριζόμενο στη σύμβαση αυτή τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται η θεμελιώδης αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως.

Ειδικότερα, με τις διατάξεις της πιο πάνω Διεθνούς Συμβάσεως, η οποία, σύμφωνα με την από 3/17.8.1983 ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών, τέθηκε σε ισχύ ως προς την Ελλάδα από 18.9.1983, έχοντας την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ρυθμίστηκαν τα της επιδόσεως και κοινοποιήσεως στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όταν το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται το έγγραφο έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3, 5 και 6 της εν λόγω συμβάσεως, την οποία έχουν κυρώσει και η Γαλλία και οι ΗΠΑ, όταν πρόκειται να γίνει επίδοση σε πρόσωπο που διαμένει σε συμβαλλόμενο κράτος, η σχετική αίτηση απευθύνεται προς την αρμόδια αρχή της χώρας στην οποία γίνεται η επίδοση, η δε επίδοση διενεργείται, είτε σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους στο οποίο γίνεται σύμφωνα με τον τύπο ή τη διαδικασία που επιθυμεί ο επισπεύδων, αρκεί να μην αντιβαίνει στη νομοθεσία του Κράτους στο οποίο γίνεται η επίδοση και αποδεικνύεται από βεβαίωση που συντάσσει η αρμόδια αρχή του κράτους όπου έγινε η επίδοση, σύμφωνα με την οποία (βεβαίωση) θα προσδιορίζεται ο τύπος, η ημερομηνία εκτελέσεως της επιδόσεως και το πρόσωπο που παρέλαβε το επιδοτέο έγγραφο. Επομένως, κατά τις διατάξεις της παραπάνω διεθνούς συμβάσεως, η επίδοση σε πρόσωπο που διαμένει στην επικράτεια ενός από τα συμβαλλόμενα κράτη, που γίνεται με επίσπευση υπηκόου του άλλου κράτους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συντελέστηκε από την παράδοση στον Εισαγγελέα του επιδοτέου εγγράφου, αλλά απαιτείται και η κατά τον παραπάνω τρόπο απόδειξη ότι πράγματι η επίδοση έγινε στο πρόσωπο προς το οποίο απευθυνόταν. Η επίδοση αποδεικνύεται με την προσκομιδή της παραπάνω βεβαιώσεως της αρμοδίας αρχής, ενώ για τον υπολογισμό της κατά το άρθρο 568 παρ. 4 ΚΠολΔικ προθεσμίας των ενενήντα ημερών, για τους διαμένοντες στο εξωτερικό, λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος της πραγματικής περιελεύσεως του δικογράφου σε εκείνον που αφορά η επίδοση και δεν έχει σημασία το χρονικό σημείο, κατά το οποίο επιδίδεται το έγγραφο αυτό, στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (Ολ ΑΠ 23-29/2009).

Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Η αναίρεση εισήχθη προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο της 4-4-2012, κατά την οποία, όπως προκύπτει από το οικείο πινάκιο παραστάθηκαν οι μεν αναιρεσείοντες δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου, οι δε έκτος και έβδομος των αναιρεσιβλήτων με δήλωση, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του πληρεξουσίου τους δικηγόρου, ενώ οι λοιποί αναιρεσίβλητοι δεν παραστάθηκαν. Η υπόθεση στη συνέχεια αναβλήθηκε για τις δικασίμους της 18-9-2013, της 2-4-2014 και της αναφερομένης στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο της 5-11-2014. Νέα κλήτευση, για τις μετ'αναβολή δικασίμους, των παραστάντων κατά την αρχική δικάσιμο διαδίκων δεν χρειαζόταν, αφού η εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των νομίμως παραστάντων διαδίκων (άρθρο 575 και 226 παρ. 4 ΚΠολΔικ) αυτοί δε πλην του δεύτερου και τρίτου των αναιρεσειόντων, παραστάθηκαν, κατά τις μετ'αναβολή δικασίμους, όπως και στην αρχική. Οι απολιπόμενοι της αρχικής δικασίμου διάδικοι δεν προκύπτουν ότι είχαν κλητευθεί από την επισπεύδουσα τη συζήτηση πρώτη αναιρεσείουσα τόσο κατά την αρχική δικάσιμο της 4-4-2012 όσο και για τις μετ'αναβολή ορισθείσες της 18-9-2013 και 2-4-2014 ενώ οι κλητεύσεις που έχουν γίνει για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο της 5-11-2014 δεν είναι νόμιμες, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια. Ειδικότερα για τον δεύτερο και τρίτο των αναιρεσειόντων που, όπως έχει αναφερθεί παραστάθηκε κατά την αρχική δικάσιμο της 4-4-2012 και απουσίασε κατά τις εν συνεχεία μετ'αναβολή δικασίμους, δεν αποδεικνύεται η παροχή πληρεξουσιότητας στον δικηγόρο που τους εκπροσώπησε δια της προσκομιδής του οικείου, κατά το άρθρο 96 ΚΠολΔικ πληρεξουσίου συμβολαίου. Επομένως οι εν λόγω αναιρεσείοντες, ως μη νομίμως παριστάμενοι, δικάζονται ερήμην και ανακύπτει θέμα όπως αναφέρεται παρακάτω του νομίμου της κλητεύσεως για την αρχική δικάσιμο από την επισπεύδουσα πρώτη αναιρεσείουσα. Για τις τρεις πρώτες αναιρεσίβλητες, που είναι κάτοικοι Γαλλίας και τους τρεις τελευταίους ήτοι την 9η τον 10ο και την 11η που είναι κάτοικοι Νέας Υόρκης έχει γίνει επίδοση, στον Εισαγγελέα του δικαστηρίου τούτου τόσο του πρακτικού αναβολής της 2-4-2014 (κατά το οποίο η υπόθεση αναβάλλεται για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο) όσο και της αιτήσεως αναιρέσεως, όπως τούτο προκύπτει από τις υπ'αριθμ. 2502Δ, 2503Δ, 2504Δ, 2501Δ, 2499Δ, 2500Δ, της 29-7-2014 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Πειραιά Α. Τ. Πλην όμως ως προς τους εν λόγω αναιρεσιβλήτους δεν προσκομίζεται η προαναφερόμενη βεβαίωση του άρθρου 6 της παραπάνω Διεθνούς Συμβάσεως περί πραγματοποιήσεως της επιδόσεως. Αντίθετα προσκομίζονται ως προς τους 9η, 10ο και 11η οι υπ'αριθμ. πρωτ. 3887/18.9.2014, 3773/12.9.2014, 4227/9.10.2014 και 5143/18.12.2014 και με αριθμούς 30233532/25.8.2014 και 30233534/9.10.2014 απαντήσεις των αρμοδίων αρχών των ΗΠΑ (Γραφείο Διεθνούς Δικαστικής Συνδρομής) όπου αναφέρεται ότι δεν πραγματοποιήθηκαν οι επιδόσεις, ενώ ως προς την τρίτη αναιρεσίβλητη προσκομίζεται η εν λόγω βεβαίωση των αρμοδίων αρχών της Γαλλίας, στην οποία όμως αναφέρεται ότι οι επίμαχες επιδόσεις έγιναν στις 8-8-2014, ήτοι σε διάστημα μικρότερο της προθεσμίας των 90 τουλάχιστον ημερών πριν από τη δικάσιμο της 5.11.2014 (άρθρο 568 παρ. 4 ΚΠολΔικ). Στην τέταρτη, πέμπτη και όγδοη από τις αναιρεσίβλητες έχει γίνει επίδοση του πρακτικού αναβολής της 2-4-2014, όχι όμως και του αναιρετηρίου, όπως τούτο προκύπτει από τις υπ'αριθμ. 4485Δ/16.7.2013, 4456Δ/14-7-2013 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Γ. Δ. και 5184Β/15.7.2014 της δικαστικής επιμελήτριας Θεσσαλονίκης Σ. Κ.. Εφόσον λοιπόν οι απολιπόμενοι αναιρεσίβλητοι δεν έχουν νόμιμα κλητευθεί για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, ενώ περαιτέρω η επισπεύδουσα τη συζήτηση πρώτη αναιρεσείουσα δεν αποδεικνύει την κλήτευση των μη νομίμως παραστάντων (εκπροσωπηθέντων) κατά την αρχική δικάσιμο, δευτέρου και τρίτου των αναιρεσειόντων, η συζήτηση είναι απαράδεκτη για όλους αυτούς τους απολιπομένους διαδίκους και συνακόλουθα και για τους παρισταμένους διαδίκους, ήτοι ως προς όλους τους διαδίκους κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 3 ΚΠολΔικ, καθόσον, όπως έχει ήδη αναφερθεί, η υπόθεση αφορά σε διανομή επίκοινου ακινήτου και οι διάδικοι συνδέονται μεταξύ τους με τον δεσμό της αναγκαστικής ομοδικίας. Ενόψει τούτων, θα πρέπει η συζήτηση να κηρυχθεί απαράδεκτη για όλους τους διαδίκους.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΘΕΩΡΕΙ ανίσχυρη την από 16.2.2009 παραίτηση των Ν. Μ. του Γ. και Κ. Π. του Δ., από το δικόγραφο της από 29-12-2008 αιτήσεως για αναίρεση της υπ'αριθ. 145/2008 αποφάσεως του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της αναιρέσεως αυτής.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Δεκεμβρίου 2014.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Ιανουαρίου 2015.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΙΡΗΝ.ΕΛΕΥΣ 44/2013 - Εξαίρεση εκποίησης κατοικίας Εξαίρεση εκποίησης κατοικίας- Προϋποθέσεις υπαγωγής στο νόμο φυσικών προσώπων που ασκούσαν στο παρελθόν εμπορική δραστηριότητα και τα χρέη τους προέρχονται από αυτήν την δραστηριότητα.

$
0
0

ΑΠ 28/2015 - Παραίτηση δικογράφου στον Άρειο Πάγο Παραίτηση δικογράφου στον Άρειο Πάγο σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας

Εξαίρεση εκποίησης κατοικίας
Έτος:2013
Νούμερο:44
Ειρηνοδικείο Ελευσίνας 
Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Πηνελόπη Αϊβαλή, Δόκιμη Ειρηνοδίκη Ελευσίνας και τη Γραμματέα Κωνσταντίνα..
Νέου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15.05.2013 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αιτούσας: ............ κατοίκου ............. που παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Δημητρίου Αναστασόπουλου.

Των μετεχουσών στη δίκη πιστωτριών, οι οποίες κατέστησαν διάδικοι μετά την νόμιμη κλήτευση τους (άρθρα 5 ν. 3869/2010 και 748 παρ. 3 ΚΠολΔ) και παρίστανται ως εξής:

1) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία .............., που εδρεύει ................ και εκπροσωπείται νόμιμα, όπως η επωνυμία της τροποποιήθηκε με την οπό 29.06.2012 Γενική Συνέλευση των μετόχων της, η οποία εγκρίθηκε με την υπ'αρ. Κ2-
5558/02.08.2012 απόφαση της Διεύθυνσης ΑΕ και Πίστεως της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ ΑΕ-ΕΓΤΕ και ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΜΗΤΡΩΟΥ 8195/03.08.2012, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της ..........

2) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ............., που εδρεύει ............... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της ..................

Η αιτούσα με την από 05.03.2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 52/06.03.2012 αίτησή της, που απευθύνεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ζήτησε να γίνει δεκτή για όσους λόγους επικαλείται σ'αυτή.

Κατά την δικάσιμο που ορίστηκε και αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η υπόθεση αυτή εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

Το Δικαστήριο άκουσε τους πληρεξούσιους δικηγόρους των παρόντων διαδίκων, οι οποίοι ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

Ακολούθησε η συζήτηση όπως αναφέρεται στα πρακτικά.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ TΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 05.03.2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 52/06.03.2012 αίτησή της, η αιτούσα, επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της προς τις πιστώτριες, που αναφέρονται στην περιεχόμενη στην αίτηση κατάσταση, ζητά τη ρύθμιση των χρεών της με την εξαίρεση της κύριας κατοικίας της σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης, που υποβάλλει και αφού ληφθούν υπόψη η οικονομική και οικογενειακή της κατάσταση, που εκθέτει αναλυτικά, και κυρίως το γεγονός ότι έχει μηδενικά εισοδήματα, με σκοπό την πλήρη απαλλαγή της από αυτά με μηδενικές καταβολές.

Με το παραπάνω περιεχόμενο η αίτηση παραδεκτά και αρμόδια φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρ. 741 επ. ΚΙΙολΔ (άρθρο 3 ν. 3869/2010), εφόσον για το παραδεκτό της τηρήθηκε: α) η προδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού (άρθρ. 2 παρ. 2 ν. 3869/2010 - βλ. με την από 02.02.2012 βεβαίωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της αιτούσας, Δημητρίου Αναστασόπουλου), β) κατατέθηκε μέσα στην εξάμηνη προθεσμία του άρθρου 2 παρ. 1 ν. 3869/2010 από την αποτυχία του εξωδικαστικού συμβιβασμού και γ) δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση της αιτούσας για ρύθμιση των χρεών της στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτησή της για ουσιαστικούς λόγους, όπως διαπιστώθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο κατ'άρθρο 13 παρ. 2 ν. 3869/2010. Παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση μετά: α) την εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση των μετεχουσών πιστωτριών, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 ν. 3869/2010 (βλ. αντίστοιχα τις με αριθμό 9800/07.03.2012 και 9813/07.03.2012 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, ..................., β) την εμπρόθεσμη κατάθεση στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού των εγγράφων του άρθρου 4 παρ. 2 ν. 3869/2010 (βεβαίωσης αποτυχίας του εξωδικαστικού συμβιβασμού, υπεύθυνης δήλωσης για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων, που προβλέπονται στις περιπτώσεις α'και β'της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3869/2010 και για τις μεταβιβάσεις εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων, στις οποίες προέβη η αιτούσα την τελευταία τριετία) και γ) την αποτυχία του δικαστικού συμβιβασμού, δοθέντος ότι δεν έχει γίνει δεκτό το σχέδιο διευθέτησης οφειλών από τις μετέχουσες πιστώτριες (βλ. αντίστοιχα τις έγγραφες από 02.05.2012 και από 27.04.2012 παρατηρήσεις των μετεχουσών πιστωτριών). Περαιτέρω, η αίτηση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 6 παρ. 3, 8, 9 και 11 του ν. 3869/2010, καθόσον με βάση τα εκτιθέμενα σε αυτή περιστατικά συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της αιτούσας στη ρύθμιση του νόμου, εφόσον πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, στερούμενο πτωχευτικής ικανότητας, τα χρέη της δεν περιλαμβάνονται στα εξαιρούμενα της ρύθμισης και έχει ήδη περιέλθει σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών της, επομένως πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Η πρώτη καθ'ης-μετέχουσα τραπεζική εταιρεία, προφορικά, αλλά και με τις νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις της, αρνείται την ένδικη αίτηση ως αβάσιμη, προς απόκρουσή της δε προτείνει τις ακόλουθες ενστάσεις: 1) Ένσταση αοριστίας της ένδικης αίτησης, διότι η αιτούσα δεν αναφέρει οι αυτήν τα περιουσιακά στοιχεία του συζύγου της, η οποία είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 στ. α'ν. 3869/2010, η αίτηση πρέπει να περιγράφει αναλυτικά κάθε περιουσιακό στοιχείο της οφειλέτριας και τα πάσης φύσεως εισοδήματα της ίδιας και του συζύγου της και επομένως η ρύθμιση δεν επεκτείνεται και στα περιουσιακά στοιχεία του συζύγου της, καθώς η οφειλέτρια ευθύνεται απέναντι στους πιστωτές της μόνο με την περιουσία της. Εξάλλου, η υποχρέωση της αιτούσας περί αναφοράς των πάσης φύσεως εισοδημάτων του συζύγου της επιβάλλεται, προ κειμένου να καθορισθεί η συνεισφορά αυτού στις οικογενειακές δαπάνες και να εκτιμηθεί με τον τρόπο αυτό το ποσό, το οποίο μπορεί να διαθέσει η οφειλέτρια για την αποπληρωμή των χρεών της (βλ. Αθ. Κρητικού, ό.π., σε)» 91-92• I. Βενιέρη - θ. Κατσά, ό.π., σελ 121). 2) Ένσταση απαραδέκτου, διότι η αιτούσα δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση της υπό κρίση αίτησης, καθώς διατηρούσε ατομική επιχείρηση πρατηρίου ψωμιού και άλλων ειδών αρτοποιίας. Επί της ένστασης αυτής, λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 ν. 3869/2010, στη ρύθμιση του νόμου αυτού υπάγονται φυσικά πρόσωπα, που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους. Από τη ρύθμιση του νόμου αποκλείονται τα φυσικά πρόσωπα, που έχουν πτωχευτική ικανότητα, την οποία, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 35887007), έχουν οι έμποροι, δηλαδή, όσοι ασκούν κατά σύνηθες επάγγελμα εμπορικές πράξεις (άρθρο 1 ΕμπΝ).

Για τους χαρακτηριζόμενους ως εμπόρους, σε περίπτωση αδυναμίας εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων τους κατά τρόπο γενικό και μόνιμο, ισχύουν οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα και όχι του ν. 3869/2010. Επομένως, κρίσιμο ζήτημα για την εφαρμογή ή μη του ν. 3869/2010 αποτελεί η ιδιότητα του αιτούντος ως εμπόρου ή μη, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης. Έτσι, στη ρύθμιση του ν. 3869/2010 υπάγονται και όσοι ήταν έμποροι αλλά έπαψαν την εμπορία ή την οικονομική τους δραστηριότητα, χωρίς κατά την παύση αυτή να έχουν παύσει τις πληρωμές τους (άρθρο 2 παρ. 3 ΠτΚ• βλ. Κρητικό, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, έκδοση 2012, άρθρο 1, σελ. 46-50). Ένα φυσικό πρόσωπο, το οποίο είχε κατά το παρελθόν την εμπορική ιδιότητα, υπάγεται στη ρύθμιση του ν. 3869/2010, ακόμα και εάν μετά την παύση της εμπορικής του ιδιότητας εξακολουθεί να οφείλει εμπορικά χρέη, τα οποία είχαν γεννηθεί όσο ο οφειλέτης είχε την εμπορική ιδιότητα, υπό την προϋπόθεση ότι μέχρι την παύση της εμπορικής του δραστηριότητας και συνακόλουθα ιδιότητας εξυπηρετούσε τα χρέη του (ΜΠρΑΘ 8340/2010, ΧρηΔικ 2010. 383• ΕιρΧαν 101/2013, ΝΟΜΟΣ• ΕιρΑΘ 29/2011, αδημ• Ειρθεσσ 6759/2011 αβημ.• ΕιρΑΘ 142/2011, αδημ.• ΕιρΑΘ 17/2011, ΝΟΜΟΣ• ΕιρΑΘ 127/2011, αδημ.• βλ. 1. Βενιέρη - Θ. Κατσά, Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, σελ. 56 επ.).

Επομένως, η ως άνω ένσταση προβάλλεται παραδεκτά και θα πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Στη συνέχεια, η πρώτη των καθ'ων προτείνει μεν με τις προτάσεις της, αλλά όχι και προφορικά στο ακροατήριο τις ενστάσεις της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και της δόλιας περιέλευσης της αιτούσας σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών. Από τις διατάξεις των άρθρων 115 παρ. 2 και 3,238 και 237 παρ. 1 εδ. β'ΚΠολΔ, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 741 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, καθώς δεν είναι αντίθετες προς ειδικές διατάζεις και προσαρμόζονται στη διαδικασία αυτή, προκύπτει ότι στον πρώτο βαθμό, καθώς και στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική• ενώπιον του Ειρηνοδικείου οι διάδικοι έχουν δικαίωμα και όχι υποχρέωση να υποβάλλουν προτάσεις. Όταν η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική, οι διάδικο» οφείλουν να προτείνουν όλους τους πραγματικούς τους ισχυρισμούς, προφορικά στο ακροατήριο και να καταχωρηθούν οτα πρακτικά και δεν αρκεί η αναφορά τους στις έγγραφες προτάσεις (ΑΠ 1239/2007, ΧρΙΔ 2008, 238• Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τ. I, έκδοση 2012, άρθρο 215, αρ. 2-4, σελ. 225-226). Περαιτέρω, οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται προφορικά κατά τη συζήτηση, με καταχώρισή τους στα πρακτικά, ούτως ώστε να παρέχεται η ευχέρεια στον καθ'ου η ένσταση να αμυνθεί κατά τη διεξαγωγή της δίκης (AΠ 1253/2004, ΕλλΔνη 2005, 119). Μάλιστα, ακόμα και εάν έχουν κατατεθεί προτάσεις, στις οποίες περιέχονται αυτοτελείς ισχυρισμοί, απαιτείται προφορική πρόταση αυτών, η οποία σημειώνεται στα πρακτικά, η δε σημείωση αυτών πρέπει να προκύπτει ευθέως από τα πρακτικά και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της πρότασης των ισχυρισμών αυτών από το περιεχόμενο των υποβαλλόμενων έγγραφων προτάσεων (ΟλΑΠ 2/2005, ΝοΒ 2005, 1052• ΑΠ 1275/2009, ΝοΒ 2010, 893• Μαργαρίτη, ό.π., άρθρο 238, αρ. 7, σελ. 448). Επομένως, οι ως άνω ισχυρισμοί της πρώτης των καθ'αν προβάλλονται απαραδέκτως με τις κατατεθείσες προτάσεις της, καθώς δεν τους πρότεινε και προφορικά στο ακροατήριο, με αποτέλεσμα να μην καταχωρηθούν στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά.

Στη συνέχεια, η δεύτερη καθ'ης-μετέχουσα πιστώτρια, προφορικά αλλά και μβ τις νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις της, αρνείται, επίσης, την υπό κρίση αίτηση ως αβάσιμη, προς απόκρουσή της δε προβάλλει τις ακόλουθες ενστάσεις:

1) Ένσταση καταχρηστικής άσκησης της αίτησης, διότι αφενός μεν η αιτούσα δεν έχει «περιέλθει σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής, καθώς είναι προσωρινά άνεργη και αφετέρου με το σχέδιο διευθέτησης των οφειλών της προτείνει την πλήρη απαλλαγή της από αυτές. Σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό της δεύτερης των καθ'ων ότι η αιτούσα δεν έχει περιέλθει σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της, στην πραγματικότητα αποτελεί άρνηση και όχι ένσταση και επομένως, θα αποτελέσει αντικείμενο της αποδεικτικής διαδικασίας, ενώ περαιτέρω η ως άνω ένσταση καταχρηστικότητας κατά το δεύτερο σκέλος της είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθώς σβ κάθε περίπτωση το σχέδιο διευθέτησης οφειλών διαμορφώνεται κατά την ελεύθερη κρίση του οφειλέτη και σε περίπτωση, που το Δικαστήριο κρίνει αυτό ως μη εύλογο και αποδεκτό, επεμβαίνει και διαμορφώνει τις πληρωμές του οφειλέτη προς τους πιστωτές, αποκλίνοντας οπό όσα ζητά ο οφειλέτης (βλ. Αθ. Κρητικού, ό.π., σελ. 97 I. Βενιέρη-Θ. Κατσά, ό.π., σελ 133-136).

2) Ένσταση απαραδέκτου, διότι η κατατεθείσα οπό την αιτούσα υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 4 παρ. 2 ν. 3869/2010 δεν πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου, καθώς α) φέρει ημερομηνία 0S.03.2012, ενώ η υπό κρίση αίτηση κατατέθηκε στις 06.03.2012 και συνεπώς αυτή δεν καλύπτει το χρόνο κατάθεσης της αίτησης, β) στο κείμενο της ως άνω υπεύθυνης δήλωσης γίνεται αναφορά στην με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 52/05.03.2012 αίτηση, ενώ η υπό κρίση αίτηση φέρει αριθμό έκθεσης κατάθεσης 52/06.03.2012 και γ) η δήλωση δεν φέρει ημερομηνία κατάθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και δεν προκύπτει αν αυτή κατατέθηκε εμπρόθεσμα ή όχι. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι η υπό κρίση αίτηση είναι απαράδεκτη και για το λόγο ότι η βεβαίωση αποτυχίας του εξωδικαστικού συμβιβασμού δεν φέρει ημερομηνία κατάθεσης στο Δικαστήριο τούτο και συνεπώς δεν προκύπτει αν κατατέθηκε εμπρόθεσμα, εντός μηνός από την κατάθεση της υπό κρίση αίτησης. Όπως προκύπτει από την ένδικη αίτηση, αυτή φέρει ημερομηνία 05.03.2012 και κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στις 06.03.2012 με αριθμό έκθεσης κατάθεση; 52/06.03.2012. Η ημερομηνία της υπεύθυνης δήλωσης ταυτίζεται με αυτήν της επίδικης αίτησης, στο δε κείμενο της ως άνω υπεύθυνης δήλωσης η αιτούσα αναφέρει σαφώς ότι οι καταστάσεις του άρθρου 4 παρ. 1 στ. α και β ν. 3869/2010 «που περιέχονται στην από 05.03.2012 με αριθμό κατάθεσης 52/2012 αίτησή της είναι ορθές και πλήρεις». Ως εκ τούτου, προκύπτει ότι η ημερομηνία της υπεύθυνης δήλωσης τέθηκε εκ προφανούς παραδρομής, λόγω και του ότι η αίτησή της έφερε την ημερομηνία 05.03.2012, καθώς δεν ήταν δυνατό η αιτούσα ήδη από τις 05.03.2012 να γνωρίζει τον αριθμό έκθεσης κατάθεσης, που θα ελάμβανε η υπό κρίση αίτησή της την επόμενη ημέρα. Περαιτέρω, από την ως άνω υπεύθυνη δήλωση και τη βεβαίωση αποτυχίας του εξωδικαστικού συμβιβασμού δεν προκύπτει ότι αυτές κατατέθηκαν εμπρόθεσμα, αλλά ούτε και το αντίθετο, ότι δηλαδή κατατέθηκαν εκπρόθεσμα. Εξάλλου, η προβλεπόμενη από το άρθρο 4 παρ. 2 ν. 3869/2010 προθεσμία είναι ενδεικτική για τον οφειλέτη και δεν επιφέρει απώλεια κάποιου δικαιώματός του, οε περίπτωση εκπρόθεσμης κατάθεσης των απαραίτητων εγγράφων (ΕιρΠειρ 80/2011, ΝΟΜΟΣ• ΕιρΠειρ 92/2010, αδημ). Ο νόμος θέτει τη σχετική προθεσμία του ενός μηνός, προκειμένου να είναι σε θέση οι πιστωτές να εκθέσουν πς απόψεις τους και ως εκ τούτου η εκπρόθεσμη κατάθεση των ως άνω εγγράφων έχει ως μόνη κύρωση, ότι δεν τίθεται σε κίνηση την προθεσμία, από την παρέλευση της οποίας τεκμαίρεται ότι οι πιστωτές συμφωνούν με το σχέδιο ρύθμισης του οφειλέτη (I. Βενιέρη - θ. Κατσά, ό.π., σελ 154-156). Επομένως, η ως άνω ένσταση της δεύτερης καθ'ης είναι απορριπτέα κατά το πρώτο σκέλος της ως αβάσιμη kui κατά το δεύτερο σκέλος ως μη νόμιμη.

3) Ένσταση απαραδέκτου, διότι η αιτούσα διατηρούσε ατομική επιχείρηση πρατηρίου άρτου, φέρει την εμπορική ιδιότητα και μάλιστα το μεγαλύτερο ποσοστό των οφειλών της αφορά σε εμπορικά χρέη, ισχυρίζεται δε η δεύτερη των καθ'ων ότι η αιτούσα κατέστη υπερήμερη έναντί της ήδη από τις 10.08.2010, ήτοι σε χρόνο που αυτή διατηρούσε την εμπορική της επιχείρηση. Η ένσταση αυτή, κατά το σκέλος που αφορά το εάν η αιτούσα φέρει την εμπορική ιδιότητά ή όχι, καθώς και το εάν ήταν έμπορος, όταν έπαυσε τις πληρωμές της προς αυτήν, προβάλλεται παραδεκτά και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος των χρηματικών οφειλών της αιτούσας προς τις μετέχουσες-πιστώτριες αφορά σε εμπορικά χρέη, δεν αρκεί για να καταστήσει την υπό κρίση αίτηση απαράδεκτη, ούτε και αποδεικνύει αυτό μόνο, ότι η αιτούσα φέρει και σήμερα την ιδιότητα του εμπόρου. Εξάλλου, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, το φυσικό πρόσωπο, το οποίο είχε κατά το παρελθόν την εμπορική ιδιότητα, υπάγεται στη ρύθμιση του ν. 3869/2010, ακόμα και εάν μετά την παύση της εμπορικής του ιδιότητας εξακολουθεί να οφείλει εμπορικά χρέη, τα οποία είχαν γεννηθεί όσο ο οφειλέτης είχε την εμπορική ιδιότητα, υπό την προϋπόθεση ότι μέχρι την παύση της εμπορικής του δραστηριότητας και ιδιότητας εξυπηρετούσε το χρέη του (ΜΠρΑΘ 8340/2010, ΧρηΔικ 2010. 383• ΕιρΑΘ 29/2011, αδημ.• Ειρθεσσ 6759/2011, αδημ.• ΕιρΑΘ 142/2011, αδημ.• ΕιρΑΘ 17/2011, ΝΟΜΟΣ• ΕιρΑΘ 127/2011, αδημ* βλ I. Βενιέρη - Θ. Κατσά, ό.π, σελ. 56 επ.).

4) Ένσταση αοριστίας, διότι η αιτούσα δεν προσδιορίζει στην ένδικη αίτηση τις επί μέρους βιοτικές δαπάνες της, αλλά αρκείται σε αναφορά του συνολικού κόστους διαβίωσής της, δεν προσδιορίζει την κινητή και ακίνητη περιουσία της ίδιας και του συζύγου της, την αξιόλογη οικοσκευή της, τα κάθε φύσης εισοδήματα της ίδιας και του συζύγου της, το εάν έχουν μεταβληθεί τα εισοδήματά της σε σχέση με το χρόνο λήψης των δανείων από τις μετέχουσες πιστώτριες, αλλά και τους λόγους για τους οποίους περιήλθε αυτή σε αδυναμία πληρωμής των χρηματικών οφειλών της. Η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα κυρίως ως α βάσιμη, καθώς στην αίτηση, πέραν των στοιχείων που αναφέρονται στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών από τον οφειλέτη - φυσικό πρόσωπο, πρέπει να περιέχεται, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 ν. 3869/2010 και: α) κατάσταση της περιουσίας του αιτούντα και των εισοδημάτων του συζύγου του, β) κατάσταση των πιστωτών του και των απαιτήσεών τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και γ) σχέδιο διευθέτησης οφειλών, στοιχεία που περιέχονται σε αυτήν (βλ Αθ. Κρητικού, ό.π.. σελ. 106 και Ε. Κιουπτσίδου, Αρμεν 64, Ανάτυπο, σελ 1477) και ουδέν άλλο στοιχείο απαιτείται για την πληρότητα του ορισμένου της και από αυτήν την άποψη, η ένδικη αίτηση κρίνεται από το Δικαστήριο ως επαρκώς ορισμένη. Επομένως, στην αίτηση της οφειλέτριας δεν είναι απαραίτητο να εξειδικεύονται οι λόγοι για τους οποίους αυτή περιήλθε σε οικονομική αδυναμία, ούτε καν να αναφέρονται επακριβώς τα επιμέρους στοιχεία του κόστους κάλυψης των βιοτικών της αναγκών, ούτε ποια ήταν τα εισοδήματά της, όταν έλαβε το δάνειο από τον πιστωτή (ΕιρΘεσ 5105/2011 και 5106/2011, ΝΟΜΟΣ• Αθ. Κρητικού, ό.π., σελ. 93 και 107• I. Βενιέρη-Θ. Κατσά, ό.π., σελ 126 και 137).

Περαιτέρω δε η ως άνω ένσταση κατά το σκέλος, που αφορά τα περιουσιακά στοιχεία του συζύγου της αιτούσας είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 στ. α'ν. 3869/2010 και όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, ότι δηλαδή η αίτηση πρέπει να περιγράφει αναλυτικά κάθε περιουσιακό στοιχείο της οφειλέτριας και τα πάσης φύσεως εισοδήματα της ίδιας και του συζύγου της και επομένως η ρύθμιση δεν επεκτείνεται και στα περιουσιακά στοιχεία του συζύγου της, καθώς η οφειλέτρια ευθύνεται απέναντι στους πιστωτές της μόνο με την περιουσία της.

Από την ανομωτί εξέταση της αιτούσας, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συζητήσεως της υποθέσεως και από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, από τις ομολογίες των διαδίκων, αλλά και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ, αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα εξής: Η αιτούσα είναι 44 ετών, έγγαμη και έχει δυο τέκνα, ένα ενήλικο, ηλικίας 24 ετών, το οποίο είναι άνεργο και εργάζεται περιστασιακά ως σερβιτόρος και ένα ανήλικο, ηλικίας 16 ετών, το οποία φοιτά στην β'τάξη του λυκείου (βλ υπ'αρ. πρωτ. 16653/13.09.2011 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του ...........)• Παλαιότερα εργαζόταν ως βοηθός λογιστή σε εταιρείες και στη συνέχεια ξεκίνησε να έχει εμπορική δραστηριότητα, λειτουργώντας αρχικά κατάστημα με την επωνυμία ................ και αργότερα, από τον Ιανουάριο του έτους 2010 ατομική επιχείρηση πρατηρίου ψωμιού και άλλων ειδών αρτοποιίας.

Στις 07.05.2011 προέβη σε παύση εργασιών της ως άνω ατομικής της επιχείρησης, χωρίς ωστόσο να έχει προβεί και σε παύση πληρωμών, καθώς συνέχισε να αποπληρώνει χρέη της προς τις μετέχουσες πιστώτριες μέχρι και το Νοέμβριο του έτους 2011 (βλ από 18.01.2012 επανεκτύπωση βεβαίωσης διακοπής εργασιών φυσικού προσώπου επιτήδευματος, καθώς και τις από 18.01.2012 τις από 18.01.2012 εκτυπώσεις κινήσεων των υπ'αρ. λογαριασμών της δεύτερης των καθ'ων). Ως εκ τούτου, όταν υπέβαλε την υπό κρίση αίτησή της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου είχε παύσει η εμπορική της ιδιότητα, ενώ η παύση πληρωμών από εκείνη επήλθε μετά το γεγονός αυτό και επομένως είναι απορριπτέες οι σχετικές ενστάσεις των καθ'ων, ότι η αιτούσα απαραδέκτως άσκησε την ένδικη αίτησή της, λόγω εμπορικής της ιδιότητας. Από το Μάιο του 2011, η αιτούσα είναι άνεργη και δεν επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ (βλ. την με αριθμό κάρτα ανεργίας της αιτούσας, η οποία φέρει ανανεώσεις, που καλύπτουν χρονικό διάστημα από το έτος 2011 έως και τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας). Περαιτέρω, ο σύζυγός της, ο οποίος είναι 45 ετών, ήταν άνεργος, όταν κατετέθη η υπό κρίση αίτηση, στη συνέχεια όμως και συγκεκριμένα το Δεκέμβριο του έτους 2012 βρήκε εργασία ως ιδιωτικός υπάλληλος στην εταιρεία ........ από την οποία λαμβάνει μηνιαίως, το ποσό των 350 ευρώ. Παράλληλα, εργάζεται περιστασιακά, όποιε αυτό είναι δυνατό. παίζοντας μουσική σε εκδηλώσεις γάμων και βαπτίσεων, προκειμένου να συμπληρώσει το οικογενειακό εισόδημα.

Το ποσό που είναι αναγκαίο να δαπανάται από την αιτούσα κάθε μήνα για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών της ίδιας και της οικογενείας της, λαμβανομένων υπόψη και των αντικειμενικών συνθηκών διαβίωσης μιας μέσης οικογένειας κατά τις παρούσες χρονικές συνθήκες, ανέρχεται στο ποσό των 1.030,00 ευρώ μηνιαίως, που αναλύονται ως εξής: ποσό 350,00 ευρώ για ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ και τηλεφωνία, ποσό 400,00 ευρώ για διατροφή, ποσό 80,00 ευρώ για δαπάνη θέρμανσης, ποσό 50,00 ευρώ για στοιχειώδη έξοδα ένδυσης-υπόδησης, ποσό 50,00 ευρώ για έξοδα μετακίνησης και ποσό 100 ευρώ για λοιπά έξοδα στα οποία περιλαμβάνονται ιατρικά έξοδα, αλλά και έκτακτα έξοδα κλπ.. Ωστόσο, το ποσό, το οποίο λαμβάνει από την εργασία του ο σύζυγός της, αλλά και ο ενήλικος γιος της, ο οποίος εργάζεται περιστασιακά, δεν επαρκεί για την κάλυψη των ανωτέρω αναγκών τους, με αποτέλεσμα πολλές φορές να μην είναι σε θέση να αντεπεξέλθει στις καθημερινές βιοτικές ανάγκες της και ως εκ τούτου, λόγω της ένδειας στην οποία έχει περιέλθει, λαμβάνει δυο φορές το μήνα τρόφιμα από το Δήμο. Ακόμα, καταβάλλει συνεχείς προσπάθειες ανεύρεσης εργασίας, καθώς, πέραν του ότι είναι εγγεγραμμένη στα μητρώα ανέργων του ΟΑΕΔ, έχει εγγράφει και στους καταλόγους ανέργων των όπου και απευθύνεται συχνά τους αρμόδιους υπαλλήλους, προκειμένου να ανεύρει εργασία.

Η αιτούσα, σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της αίτησης, είχε αναλάβει τα παρακάτω χρέη, προς τις μετέχουσες στη δίκη πιστώτριες τράπεζες, τα οποία ήδη με την κοινοποίηση της αίτησης θεωρούνται κατά πλάσμα του νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 του ν. 3869/2010, ληξιπρόθεσμα και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά το χρόνο κοινοποιήσεως της αίτησης (Αθ. Κρητικού, ό.π., σελ. 144-145), είναι δε τα εξής:

Από την πρώτη μετέχουσα πιστώτρια ........... της έχουν χορηγηθεί:

1) το με αριθμό σύμβασης .............. επαγγελματικό δάνειο, από το οποίο η συνολική απαίτηση ανερχόταν στις 14.09.2011 στο ποσό των 66.089,65 ευρώ (και ειδικότερα κεφάλαιο 64.713,89 ευρώ, τόκοι 1.365,26 ευρώ και έξοδα 10,50 ευρώ), το οποίο είναι εξασφαλισμένο με α΄ προσημείωση υποθήκης στην κύρια κατοικία της αιτούσας και 2) το με αριθμό σύμβασης επαγγελματικό δάνειο, από το οποίο η συνολική απαίτηση ανερχόταν στις 14.09.2011 στο ποσό των 26.953,15 ευρώ (και ειδικότερα κεφάλαιο 26.387,73 ευρώ, τόκοι 551,92 ευρώ και έξοδα 13,50 ευρώ), το οποίο είναι επίσης εξασφαλισμένο με α΄ προσημείωση υποθήκης στην κύρια κατοικία της αιτούσας. Η συνολική οφειλή της προς την παραπάνω πιστώτρια ανέρχεται στο ποσό των 93.042,80 ευρώ.

Από τη  δεύτερη μετέχουσα πιστώτρια ........... της έχουν χορηγηθεί: 

1) η με αριθμ. ................ σύμβαση στεγαστικού δανείου, από την οποία η συνολική απαίτηση ανερχόταν στις 20.09.2011 στο ποσό των 9.353,89 ευρώ (και ειδικότερα κεφάλαιο 9.313,04 ευρώ, τόκοι 40,85 ευρώ και έξοδα 0,00 ευρώ), η οποία είναι εξασφαλισμένη με β'προσημείωση υποθήκης στην κύρια κατοικία της αιτούσας και 2) η με αριθμό σύμβαση στεγαστικού δανείου, από την οποία η συνολική απαίτηση ανερχόταν στις 20.09.2011 στο ποσό των 30.888,97 ευρώ (και ειδικότερα κεφάλαιο 30.401,86 ευρώ, τόκοι 289,00 ευρώ και έξοδα 198,11 ευρώ), η οποία είναι επίσης εξασφαλισμένη με β'προσημείωση υποθήκης στην κύρια κατοικία της αιτούσας. Η συνολική οφειλή της αιτούσας προς την παραπάνω πιστώτρια ανέρχεται στο ποσό των 40.242,86 ευρώ.

Πλέον, η αιτούσα έχει περιέλθει σε τέτοια κατάσταση, ώστε το οικογενειακό εισόδημα της ίδιας και του συζύγου της να μην επαρκεί για την αξιοπρεπή διαβίωση της οικογενείας τους, επομένως, έχει περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία να πληρώσει τις ανωτέρω οφειλές της, κατάσταση στην οποία περιήλθαν μετά τη λήψη των ανωτέρω δανείων. Στα περιουσιακά στοιχεία της αιτούσας περιλαμβάνεται κατά πλήρη κυριότητα μια ισόγεια μονοκατοικία, έτους κατασκευής 1990, επιφανείας 108 τ.μ, που βρίσκεται εντός οικοπέδου ευρισκόμενου στη ............. εντός του εγκεκριμένου σχεδίου, στη θέση .................. εντός του ................ Οικοδομικού Τετραγώνου, το οποίο (οικόπεδο) έχει επιφάνεια 334 τ.μ.. Το οικόπεδο αυτό περιήλθε στην πλήρη κυριότητά της, δυνάμει της υπ'αρ. ............. συμβολαιογραφικής πράξης γονικής παροχής του συμβολαιογράφου το οποίο έχει μεταγραφεί νόμιμα και εν συνεχεία η αιτούσα έκτισε σε αυτό την ως άνω ισόγεια μονοκατοικία, δυνάμει των οικοδομικών αδειών της ................... Η εμπορική αξία της ως άνω μονοκατοικίας εκτιμάται σε 80.000 ευρώ, λαμβανομένης υπόψη της παλαιότητάς της, της περιοχής στην οποία βρίσκεται, του εμβαδού της και των συνθηκών, που επικρατούν σήμερα στην αγορά ακινήτων λόγω της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας. Το ακίνητο αυτό αποτελεί την κύρια κατοικία της αιτούσας και η αξία του δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης αποκτήσεως πρώτης κατοικίας, τo οποί για έγγαμο φορολογούμενο ανέρχεται σε 250.000 ευρώ, προσαυξημένο κατά 50% και προσαυξάνεται, περαιτέρω κατά 25.000 ευρώ για κάθε ένα από τα δυο πρώτα τέκνα της αιτούσας.

Με βάση τα προλεχθέντα, συντρέχουν στο πρόσωπο της αιτούσας οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του ν. 3869/2010 και ειδικότερα αυτή των άρθρων 8 παρ, 2 και 5 και 9 παρ. 2. Συγκεκριμένα, στο πρόσωπο της αιτούσας συντρέχουν εξαιρετικές περιπτώσεις και δη χρόνια ανεργία, καθώς είναι άνεργη επί δυο έτη και ανεπάρκεια εισοδήματος για την κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών της. Γι'αυτό θα πρέπει, εφόσον διατυπώνεται και σχετικό αίτημα, κατ'εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 5 ν. 3869/2010 να οριστούν μηδενικές καταβολές, συγχρόνως δε να οριστεί νέα δικάσιμος η 21.05.2014, προκειμένου να ελεγχθεί η τυχόν μεταβολή της περιουσιακής της κατάστασης και των εισοδημάτων της και να προσδιοριστούν ενδεχομένως μηνιαίες καταβολές επί τετραετία (ΕιρΚορ 233/2013, ΝΟΜΟΣ• ΕιρΠατρ 16/2012, ΝΟΜΟΣ• ΕιρΚαβ 161/2012, ΝΟΜΟΣ- ΕιρΛαρ 106/2011, ΤΝΠ ΔΣΑ). Η επανεξέταση της υπόθεσης αφορά τη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2 ν. 3869/2010 για καταβολές επί τετραετία, η οποία είναι ανεξάρτητη της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 ν. 3869/2010 ρύθμισης για τη διάσωση της κύριας κατοικίας, που είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο εφόσον υποβάλλεται σχετικό αίτημα, όπως στην προκειμένη περίπτωση (βλ. Κρητικό, ό.π. σελ. 215). Έτσι, θα πρέπει να ορισθούν μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της, για την οποία θα πρέπει να καταβάλει στις πιστώτριές της ποσό μέχρι το 85% της εμπορικής της αξίας, δηλαδή μέχρι το ποσό των 68.000 ευρώ (80.000 x 85%), πρέπει δε στη συγκεκριμένη περίπτωση να οριστεί στο ποσό των 50.000 ευρώ, αφού ληφθούν υπόψη η ηλικία της αιτούσας, η χρόνια ανεργία της, οι εξαιρετικά μειωμένες οικονομικές δυνατότητες αυτής, που σχετίζονται με τη βιωσιμότητα της ρύθμισης και η μη προοπτική βελτίωσης της οικονομικής της κατάστασης (βλ. ΕιρΑχαρν 12/2013, ΝΟΜΟΣ• ΕιρΑΘ 18/2011, ΝΟΜΟΣ• ΕιρΘεσσ 5105/2011, ΝΟΜΟΣ• ΕιρΑΘ 12/2011, ΧρηΔικ 2011, 287 ΑΘ. Κρητικό, ό.π., σελ. 217 επ. και 222 I. Βενιέρη - Θ. Κατσά, ό.π., σελ. 302). Η αποπληρωμή του ποσού αυτού θα γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου, με το κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Θα ξεκινήσει τέσσερα χρόνια μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, ο δε χρόνος εξόφλησής του πρέπει να οριστεί σε 20 χρόνια. Από τις καταβολές αυτές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας θα ικανοποιηθούν προνομιακά οι απαιτήσεις των καθ'ων, οι οποίες είναι εξασφαλισμένες με εμπράγματη ασφάλεια και συγκεκριμένα η διάθεση των κεφαλαίων στους εμπραγμάτως εξασφαλισμένους πιστωτές κατά το άρθρο 9 παρ. 2 ν. 3869/2010 θα γίνει σύμφωνα με την αρχή της χρονικής προτεραιότητας, κατά τα άρθρα 1250, 1272 και 1300 ΑΚ.

Συνεπώς, από τις απαιτήσεις των καθ'ων, θα ικανοποιηθούν προνομιακά οι απαιτήσεις της πρώτης των καθ'ων, Τράπεζας ................, από τα επαγγελματικά δάνεια με αριθμούς σύμβασης ........ από τα οποία η συνολική οφειλή της αιτούσας προς την παραπάνω πιστώτρια ανέρχεται στο ποσό των 93.042,80 ευρώ και είναι εξασφαλισμένη με α προσημείωση υποθήκης. Η προνομιακή ικανοποίηση της πιστώτριας αυτής για τις ως άνω εμπραγμάτως εξασφαλισμένες απαιτήσεις της θα γίνει μέχρι το ποσό των
50.000 ευρώ, απαλλασσομένου του υπολοίπου των χρεών της αιτούσας με την τήρηση και αυτής της ρύθμισης με καταβολές επί 20 χρόνια, που θα αρχίσουν μετά τη λήξη της περιόδου χάριτος, δηλαδή αυτή της τετραετίας από τη δημοσίευση της απόφασης, ποσού 208,33 ευρώ το μήνα x 240 μήνες. Ως προς το υπόλοιπο των απαιτήσεων της ανωτέρω πρώτης πιστώτριας, αλλά και της δεύτερης πιστώτριας κατά το μέρος που δεν θα καλυφθούν, αφενός από τις ήδη ορισθείσες μηδενικές καταβολές και αφετέρου από τις τυχόν ορισθεισόμενες κατά τη νέα δικάσιμο για τον υπολειπόμενο της τετραετίας χρόνο καταβολές, μετά την εξάντληση του ποσού των 50.000 ευρώ για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της αιτούσας, δεν μπορούν να ικανοποιηθούν και απαλλάσσεται. Σημειωτέον, ότι η αναφερόμενη στην παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010 δυνατότητα του Δικαστηρίου να ρυθμίσει την ικανοποίηση απαιτήσεων των πιστωτών μέχρι συνολικό ποσό, που ανέρχεται σε ποσοστό 85% της εμπορικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας, δεν σημαίνει ότι η ρύθμιση θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να ανέρχεται στο 85% της εμπορικής της αξίας, όταν οι υπάρχουσες απαιτήσεις ξεπερνούν την αξία αυτή (του 85%), διότι σε περιπτώσεις, όπως η ένδικη, αν επιβληθούν στην αιτούσα βάρη μεγαλύτερα των δυνατοτήτων της, τούτο θα οδηγήσει ευθέως στην μη βιωσιμότητα της ρυθμίσεως, αναιρώντας τις παραδοχές της αποφάσεως του Δικαστηρίου. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα οδηγούνταν η οφειλέτρια από την ίδια την απόφαση, που ρυθμίζει τις οφειλές της, στην αδυναμία καταβολής των δόσεων και τελικώς στην ανατροπή της ρυθμίσεως και την ακύρωση των σκοπών της επανένταξης του υπερχρεωμένου πολίτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή, που υπηρετεί ο ν. 3869/2010.

Κατά συνέπεια των παραπάνω, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση ως εν μέρει βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και να ρυθμιστούν τα χρέη της αιτούσας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό με τον καθορισμό μηδενικών καταβολών, να οριστεί νέα δικάσιμος, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 8 ν. 3869/2010, όχι νωρίτερα από πέντε μήνες για επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων δόσεων (βλ. και Αθ. Κρητικό, ό.π., σελ. 197-199), με σκοπό την απαλλαγή της με την τήρηση των όρων της ρύθμισης, εξαιρουμένης της εκποίησης της κύριας κατοικίας της, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται σύμφωνα με το άρθρο 8 § 6 του ν. 3869/2010.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ'αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται εν μέρει την αίτηση.

Καθορίζει ως μηδενικές τις μηνιαίες επί μία τετραετία καταβολές της αιτούσας προς τις πιστώτριές.

Εξαιρεί από την εκποίηση την κύρια κατοικία της αιτούσας, ήτοι μια ισόγεια μονοκατοικία, έτους κατασκευής 1990, επιφανείας 108 τ.μ., που βρίσκεται εντός οικοπέδου ευρισκόμενου στη ............. εντός του εγκεκριμένου σχεδίου, στη θέση εντός του υπ'αρ. ............... Οικοδομικού Τετραγώνου.

Καθορίζει το καταβλητέο από την αιτούσα για την αμέσως παραπάνω αιτία συνολικό ποσό σε 50.000,00 ευρώ, που θα πληρωθεί με μηνιαίες καταβολές ύψους 208,33 ευρώ για διάστημα 20 ετών. Η καταβολή των μηνιαίων αυτών δόσεων θα ξεκινήσει την πρώτη μέρα του πρώτου μήνα τέσσερα χρόνια μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης και θα γίνει χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου, με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Ορίζει νέα δικάσιμο, την 21η Μαΐου 2014, για την εκ νέου συζήτηση της υπό κρίση αίτησης, για επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Ελευσίνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στις 14.06.2013, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Η Ειρηνοδίκης
Πηνελόπη Αϊβαλή

Η Γραμματέας
Κωνσταντίνα Νέου

ΑΠ 82/2006 - Σύγχυσης ορίων ακινήτων

$
0
0

ΑΠ 28/2015 - Παραίτηση δικογράφου στον Άρειο Πάγο Παραίτηση δικογράφου στον Άρειο Πάγο σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας

Σύγχυσης ορίων ακινήτων
Έτος:2006
Νούμερο:82
 Ετικέτες: νομολογία δικηγόροι ακίνητα
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Γκιάφη, Αντιπρόεδρο, Αλέξανδρο Κασιώλα, Χαράλαμπο Αντωνιάδη, Γεώργιο Φώσκολο και Βασίλειο Νικόπουλο, ..
Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 2 Νοεμβρίου 2005, με την παρουσία και της γραμματέως Γραμματικής Κονταξή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Π. Σ. του Κ., κατοίκου ... και 2) Μ. χήρας Κ. Σ., το γένος Π. Μ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Τσίχλη.

Των αναιρεσίβλητων: 1)Ι. Μ. του Γ. κατοίκου ..., 2) Ζ. Δ. του Η., Ι. Μ., κατοίκου ..., οι οποίοι ο πρώτος δι'εαυτόν ατομικώς και αμφότεροι ως ασκούντες την γονική μέριμνα της ανηλίκου θυγατέρας τους Α. Μ., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Κουτουλάκο, ο οποίος δήλωσε ότι οι ανωτέρω γονείς έπαυσαν να ασκούν την γονική μέριμνα της θυγατέρας τους Μ. Μ. του Ι. διότι ήδη ενηλικιώθηκε και δηλώνει ότι συνεχίζει ατομικώς την δίκη και εκπροσωπείται από αυτόν τον ίδιο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-5-2001 αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Γυθείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 52/2002 του ίδιου Δικαστηρίου και 52/2003 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γυθείου. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 31-3-2004 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Αλέξανδρος Κασιώλας ανέγνωσε την από 10-10-2005 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως της 52/2003 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γυθείου.

Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσίβλητων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, κατά το άρθρο 1020 ΑΚ σε περίπτωση σύγχυσης των ορίων χωρεί κανονισμός τους από το δικαστήριο. Αν είναι ανέφικτη η εξακρίβωσής τους προσδιορίζονται σύμφωνα με την υπάρχουσα κατάσταση της νομής. Αν δεν μπορεί και αυτή να εξακριβωθεί κατανέμεται η αμφισβητούμενη έκταση κατά ίσο μέρος σε καθένα από τα ακίνητα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αγωγή κανονισμού ορίων, η οποία πηγάζει από το δικαίωμα της κυριότητας και αποβλέπει στην προστασία αυτού, προϋποθέτει αφενός εφαπτόμενα ακίνητα, αστικά ή αγροτικά, που ανήκουν σε διαφορετικούς ιδιοκτήτες, αφετέρου δε αβεβαιότητα ως προς την αληθή θέση της μεταξύ τους οριοθετικής γραμμής. Η αβεβαιότητα αυτή μπορεί να είναι είτε αντικειμενική, όταν οι ιδιοκτήτες δεν μπορούν να καθορίσουν τα όρια μεταξύ των ακινήτων τους, είτε υποκειμενική, όταν δεν συμφωνούν ως προς την πραγματική θέση της οριακής γραμμής, δεν ενδιαφέρει δε η αιτία από την οποία προέκυψε αυτή η αβεβαιότητα, η οποία μπορεί να οφείλεται σε ενέργεια κάποιου από τους ιδιοκτήτες ή των δικαιοπαρόχων τους ή τρίτου ή σε άλλη αιτία. Εξάλλου, για την άσκηση της αγωγής απαιτείται και αρκεί να επικαλείται ο ενάγων ότι υπάρχει αμφισβήτηση των ορίων του ακινήτου του με το συνεχόμενο ακίνητο είτε από τον ίδιο, είτε από τον αντίδικό του και να ζητεί από το δικαστήριο τον καθορισμό των ορίων που έχουν καταστεί αβέβαια. Δεν αποκλείεται ο ενάγων να υποδεικνύει ορισμένη οριοθετική γραμμή, την οποία αυτός θεωρεί ακριβή, οπότε το δικαστήριο αν κρίνει το σχετικό ισχυρισμό αβάσιμο δεν θα απορρίψει την αγωγή, αλλά θα προβεί στον προσδιορισμό των ορίων σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1020 ΑΚ. Εξάλλου, από μεν το άρθρο 239 ΑΚ συνάγεται ότι διάθεση αντικειμένου από μη δικαιούχο κατ'αρχήν είναι άκυρη, κατά δε το άρθρο 369 ΑΚ συμβάσεις που έχουν αντικείμενο τη σύσταση, μετάθεση ή αλλοίωση ή κατάργηση εμπράγματων δικαιωμάτων επάνω σε ακίνητα απαιτείται να γίνονται ενώπιον συμβολαιογράφου, ενώ κατά το άρθρο 1033 ΑΚ για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία, μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ'αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, η εν λόγω δε συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το ως Εφετείο δικάσαν πρωτοδικείο δέχθηκε τα εξής: Δυνάμει του υπ'αριθμ.... συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Οιτύλου Παναγιώτας Μπεχράκη, που μεταγράφηκε νόμιμα ο πρώτος ενάγων Ι. Μ. είχε αποκτήσει την κυριότητα ενός ακινήτου, εκτάσεως 2000, 24 τ.μ., όπως εμφαίνεται τούτο με τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία Α-Ε-Ζ-Δ-Α στο από 9-11-1992 τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του διπλωματούχου πολιτικού μηχανικού Δ. Ζ. που προσαρτάται στον τίτλο αυτό, το οποίο βρίσκεται εντός του οικισμού ... του Δήμου Γυθείου Λακωνίας στην θέση "..."και συνορεύει κατά τον τίτλο κτήσεως βόρεια και σε πλευρά Δ-Α μήκους 37 μ. με δημοτικό δρόμο και πέραν τούτου με ιδιοκτησία Μ. χήρας Κ. Σ., ανατολικά σε πλευρά Α-Ε μήκους 52,80 μ. με δημοτικό δρόμο και πέραν τούτου με ιδιοκτησία Κ. Τ., νότια σε πλευρά Ε-Ζ μήκους 39 μέτρων με ιδιοκτησία Γ. Π. Μ. και Μ. Γ. Μ. και δυτικά σε πλευρά Ζ-Δ μήκους 52,50 μ. με ιδιοκτησία κληρονόμων Ι. Μ. και το οποίο προήρχετο από τεμαχισμό της αρχικής ιδιοκτησίας των παρεχόντων γονέων του Γ. και Μ. συζ. Γ. Μ., συνολικής έκτασης κατά τον τίτλο κτήσεως 3.850 τ.μ. και κατά νεώτερη και ακριβή καταμέτρηση 4.000,42 τ.μ. συνορευομένης κατά τον τίτλο κτήσεως με αγρούς Μ. Β. Κ., Σ. Σπ. Δ., χήρας Λ. Κ., κληρονόμων Δ. Ι. Μ., δρομίσκο και πέραν του δρομίσκου με αγρόν Μ. συζ. Κ. Σ., στους οποίους είχε περιέλθει κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα από αγορά από τον Δ. Δ. δυνάμει του υπ'αριθμ. ... συμβολαίου του συμβολαιογράφου Γυθείου Θεοδώρου Λιακάκου, που μεταγράφηκε νόμιμα. Επί του ακινήτου αυτού ο πρώτος ενάγων, προτιθέμενος να ανεγείρει οικοδομή συνέστησε με την υπ'αριθμ. ... συμβολαιογραφική πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας της συμβολαιογράφου Καλυαρίας Ειρήνης Παγκάλου, που μεταγράφηκε νόμιμα τις αναφερόμενες σ'αυτή (πράξη) δώδεκα (12) μελλοντικές και αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες επί οικοδομής μετά του υπογείου και στην συνέχεια δυνάμει του υπ'αριθμ.... συμβολαίου γονικής παροχής της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε στις ενάγουσες ανήλικες θυγατέρες του Α. και Μ. το δικαίωμα υψούν των ανφερομένων στο συμβόλαιο αυτό οριζοντίων ιδιοκτησιών του ισογείου και πρώτου ορόφου μετά της συνολικής αναλογίας τους επί του οικοπέδου εξ 850/000. Επίσης δυνάμει του υπ'αριθμ. ... συμβολαίου γονικής παροχής της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου που μεταγράφηκε νόμιμα, ο πρώτος ενάγων μεταβίβασε αιτία γονικής παροχής στις προαναφερόμενες ανήλικες θυγατέρες του Μ. και Α. την ψιλή κυριότητα του 1/2 εξ αδιαιρέτου στην καθεμιά του υπογείου ορόφου της ανωτέρω οικοδομής παρακρατώντας την επικαρπία αυτού ισοβίως υπέρ του εαυτού του και της συζύγου του Ζ. Δ. συζ. Ι. Μ. έχοντος ποσοστό συνιδιοκτησίας 150.000 του όλου ακινήτου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι δυνάμει του υπ'αριθμ. ... προικοσυμφώνου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Γυθείου Θεοδώρου Λιακάκου, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο σύζυγος της δεύτερης εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας Κ. Σ. είχε λάβει από τον πατέρα της Π. Μ. ως προίκα κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή ένα ακίνητο έκτασης κατά τον τίτλο κτήσεως 2,50 περίπου στρεμμάτων, που βρίσκεται στη θέση "..." ... του Δήμου Γυθείου και συνορεύει κατά τον τίτλο κτήσεως ανατολικά με δρόμο και πέραν τούτου με ελαιοπερίβολο Γ. Γ., δυτικά με υπόλοιπο κτήμα προικοδότη, νοτίως με περιβόλια κληρονόμων Λ. Κ., Δ. Τζ. Δ. και Δ. Ι. Μ. και βορείως ως δημόσιο δρόμο Γυθείου-Αρεοπόλεως. Μετά τον θάνατό του ως άνω προικολήπτη, κατά το έτος 1980, η κυριότητα του παραπάνω προικώου ακινήτου περιήλθε αυτοδίκαια στην υπερ ής η προίκα δεύτερη εναγομένη, η οποία έκανε δήλωση περί αναλήψεως της προίκας με την υπ'αριθμ. ... πράξη του συμβολαιογράφου Γυθείου Θεοδώρου Λιακάκου, που μεταγράφηκε νόμιμα. Επί του ακινήτου αυτού, έκτασης, κατά νεώτερη ακριβή τοπογραφική καταμέτρησή του, 30.071,60 τ.μ., η δεύτερη εναγομένη (Μ. χήρα Κ. Σ.), συνέστησε με την υπ'αριθμ. ... συμβολαιογραφική πράξη του συμβολαιογράφου Γυθείου Θεοδώρου Λιακάκου, που μεταγράφηκε νόμιμα, τις περιγραφόμενες σ'αυτή τρεις (3) ανεξάρτητες και αυτοτελείς κάθετες ιδιοκτησίες που εμφαίνονται με τους λατινικούς αριθμούς Ι, ΙΙ, ΙΙΙ στο από Ιουνίου 1995 τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του Τοπογράφου-μηχανικού Σ. Κ., που έχει προσαρτηθεί στην πράξη αυτή. Ακολούθως, δυνάμει του υπ'αριθμ. ... συμβολαίου γονικής παροχής του ιδίου παραπάνω συμβολαιογράφου, η δεύτερη εναγομένη μεταβίβασε, αιτία γονικής παροχής, στον πρώτο εναγόμενο και ήδη πρώτο αναιρεσείοντα Π. Σ. την ψιλή κυριότητα της αναφερομένης σ'αυτό και με τον λατινικό αριθμό ΙΙ κάθετης ιδιοκτησίας με την αναλογία της στο οικόπεδο και τα κοινόχρηστα και κοινόκτητα του οικοπέδου, παρακρατώντας για τον εαυτό της και για το υπόλοιπο της ζωής της το δικαίωμα της επικαρπίας (ισόβια επικαρπία) πάνω στην κάθετη αυτή ιδιοκτησία. Τα προαναφερθέντα δύο γειτονικά ακίνητα, δηλαδή το ακίνητο των εναγόντων και το ακίνητο των εναγομένων, για τα όρια των οποίων ζητείται ο κανονισμός από τους ενάγοντες, είναι εφαπτόμενα και διαχωρίζονται με πέτρινο μανδρότοιχο που έχουν κατασκευάσει οι εναγόμενοι στην νότια πλευρά του ακινήτου τους και σε επαφή με το ακίνητο των εναγόντων. Πράγματι αποδείχθηκε ότι κατά τη σύναψη του προικοσυμφώνου, το έτος 1946, οπότε και δόθηκε το παραπάνω ακίνητο ως προίκα στον σύζυγο της δεύτερης εναγομένης, προς διάκριση από το υπόλοιπο κτήμα του προικοδότη, αλλά και των λοιπών ομόρων προς νότον ιδιοκτησιών Δ. Τζ. Δ. μετέπειτα Γ. και Μ. Μ., οι οποίοι είναι οι δικαιοπάροχοι των τεσσάρων εναγόντων και Δ. Ι. Μ., εμφυτέθηκε μια τσιμεντοκολώνα με ένα σιδηροπάσαλο εντός αυτής, στερεά και βαθιά στο έδαφος, ενώ προς βορράν εμφυτεύθηκε δεύτερη τσιμεντοκολώνα στο τέλος των δύο ιδιοκτησιών στα σύνορά τους με τον δημόσιο δρόμο Γυθείου-Αρεοπόλεως, και η νοητή τους ευθεία διαχώριζε τις ιδιοκτησίες προικοδότη και προικολήπτη, υπάρχουν δε αυτές (τσιμεντοκολώνες) μέχρι σήμερα (βλ. προσκομιζόμενες από τους εκκαλούντες σχετικές φωτογραφίες).

Στη συνέχεια το έτος 1963 ο ως άνω προικολήπτης Κ. Σ. περιέφραξε το προικώο ακίνητο με πλεκτό συρματόπλεγμα, τσιμεντοκολώνες και σιδηροπασάλους, λαμβάνοντας υπόψη για την οριοθέτηση τις ως άνω τσιμεντοκολώνες. Οι τσιμεντοκολώνες αυτές κτίστηκαν μέσα στον πέτρινο μανδρότοιχο που κατασκεύασαν οι εναγόμενοι το έτος 1998 και δεικνύουν τα όρια του ακινήτου τους. Ετσι στο βόρειο όριο του ακινήτου των εναγόντων υπήρχαν σταθερά ορόσημα, τα όρια δε αυτά απεικονίζονται και στο από Οκτωβρίου 1985 τοπογραφικό διάγραμμα του Τοπογράφου-μηχανικού Σ. Κ., που συνετάγη κατ'εντολήν της δεύτερης εναγόμενης και επί τη βάσει του οποίου εκδόθηκε στο όνομα της τελευταίας η υπ'αριθμ. 275/1985 οικοδομική άδεια. Σύμφωνα δε με το ως άνω τοπογραφικό το δυτικό όριο του ακινήτου της δεύτερης εναγομένης (με βάση το οποίο προσδιορίζεται και το βόρειο όριο του ακινήτου των εναγόντων) προσδιορίζεται σε 52,80 μ. Πλην όμως στο από Ιουνίου 1995 τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του ιδίου ως άνω Τοπογράφου-μηχανικού, που έχει προσαρτηθεί στην υπ'αριθμ.... συμβολαιογραφική πράξη του συμβολαιογράφου Γυθείου Θεοδώρου Λιακάκου, φαίνεται να επεκτείνεται από 52,80 μ. που αναφέρεται στο ως άνω τοπογραφικό του 1985, στα 55,80 μ. Οι εναγόμενοι δεν αμφισβητούν ότι επί της νότιας πλευράς του ακινήτου τους υπάρχει περιτοίχιση (πέτρινος μανδρότοιχος) και ότι αυτή είναι το νότιο όριο του ακινήτου τους. Ισχυρίζονται όμως, κατά την εκτίμηση των ισχυρισμών τους από το δικαστήριο, ότι τα προαναφερθέντα γειτονικά ακίνητα δεν είναι εφαπτόμενα, αλλά διαχωρίζονται με δρόμο, ο οποίος διέρχεται με κατεύθυνση από ανατολικά προς δυτικά σε μήκος 37 μέτρων και πλάτος 3 μέτρων, μεταξύ της βόρειας πλευράς του ακινήτου των εναγόντων και της αντίστοιχης νότιας πλευράς του ακινήτου των εναγομένων επί της οποίας υπάρχει περιτοίχηση (πέτρινος) μανδρότοιχος). Ο ισχυρισμός όμως αυτός των εναγομένων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Με βάση τα περιστατικά αυτά το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε ότι συντρέχει νόμιμη περίπτωση για τον κανονισμό των ορίων των παραπάνω ακίνητα των διαδίκων και κατ'αποδοχή της αγωγής, καθόρισε το όριο αυτών κατά τον αναφερόμενο στην προσβαλλομένη απόφαση τρόπο. Με αυτά που δέχτηκε και έτσι που απεφάσισε το Πρωτοδικείο, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 239, 369 και 1033 ΑΚ σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου1020 του ίδιου Κώδικα, αφού δέχθηκε ότι οι ενάγοντες- αναιρεσίβλητοι με τους επικαλούμενους τίτλους απέκτησαν εξ αληθών κυρίων την κυριότητα του ακινήτου που προέβαλαν ως δικό τους, το οποίο εφάπτεται με το ακίνητο των κατ'αποδοχή της αγωγής αναιρεσειόντων. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 31 Μαρτίου 2004 αίτηση των Π. Σ. κλπ για αναίρεση της υπ'αριθ. 52/2003 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γυθείου. Και

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, που παραστάθηκαν και κατέθεσαν προτάσεις, εκ χιλίων εκατόν εβδομήντα (1170) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Δεκεμβρίου 2005. Και

Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 11 Ιανουαρίου 2006.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΣΤΕ 2290/2015 - Μειώσεις επικουρικών συντάξεων

$
0
0

ΑΠ 82/2006 - Σύγχυσης ορίων ακινήτων

Μειώσεις επικουρικών συντάξεων
Έτος:2015
Νούμερο:2290
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2014, με την εξής σύνθεση: ........................


Για να δικάσει την από 12 Μαρτίου 2012 αγωγή:

των...........,

κατά του .........

Η πιο πάνω αγωγή εισάγεται στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κατόπιν της από 8 Οκτωβρίου 2013 πράξεως της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3900/2010 και της υπ'αριθμ. 3663/2014 παραπεμπτικής αποφάσεως του Α΄ Τμήματος καθώς και της από 27 Οκτωβρίου 2014 πράξεως του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.=

Με την αγωγή αυτή ζητείται να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ταμείο να καταβάλει στους ενάγοντες τα ποσά τα οποία αντιστοιχούν στην μείωση της επικουρικής συντάξεώς τους, βάσει των διατάξεων του άρθρου 2 του ν. 4024/2011. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως από την .................

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των εναγόντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους της αγωγής και ζήτησε να γίνει δεκτή η αγωγή και τις πληρεξουσίες του εναγόμενου Ταμείου, οι οποίες ζήτησαν την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή λόγω κωλύματος, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του π.δ. 18/1989 (Α΄8), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008 (Α΄ 241), ........................

2. Επειδή με αγωγή, η οποία εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Α΄ Τμήματος υπό επταμελή σύνθεση, κατ'εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, κατόπιν της 16/8-10-2013 πράξεως της Επιτροπής του ως άνω άρθρου και της 4188/2013 πράξεως του Προέδρου του Α΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ήδη δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κατόπιν της 3663/2014 παραπεμπτικής αποφάσεως του Α΄ Τμήματος λόγω σπουδαιότητος των τιθεμένων ζητημάτων, οι ενάγοντες, πρώην υπάλληλοι της Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος και ήδη συνταξιούχοι του εναγομένου Ταμείου, ως προς την επικουρική τους σύνταξη, ζητούν, κατ'επίκληση των άρθρων 105 και 106 Εισ.Ν.Α.Κ., να υποχρεωθή το εναγόμενο να τους καταβάλη νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής (4-4-2012) ποσά: α) 1647,26€ στον πρώτο, β) 1779,84€ στον δεύτερο και γ) 633,60 € στην τρίτη, τα οποία αντιστοιχούν στη ζημία των από την περικοπή, κατά το χρονικό διάστημα από 1-11-2011 έως 30-6-2012, των επικουρικών των συντάξεων, κατ΄ εφαρμογή των αντικειμένων, κατά τους ισχυρισμούς των, στο Σύνταγμα και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, διατάξεων του άρθρου 2 του ν. 4024/2011.

3. Επειδή, ο ν. 3900/2010 (Α΄ 213) όρισε, αρχικά, στο άρθρο 1 παρ. 1 αυτού τα ακόλουθα: «Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς Επιτροπής, αποτελουμένης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ'ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. Μετά την επίλυσή του, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής. 2. Όταν διοικητικό δικαστήριο επιλαμβάνεται υπόθεσης, στην οποία ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, μπορεί με απόφασή του, που δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα να υποβάλει σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Το δεύτερο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται αναλόγως. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που υπέβαλε το ερώτημα και δεσμεύει τους παρεμβάντες ενώπιόν του». Οι διατάξεις αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51/12.3.2012) ως εξής: «Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρο του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ'ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Τα αιτήματα των διαδίκων συνοδεύονται, επί ποινή απαραδέκτου, από παράβολο τριακοσίων (300) ευρώ υπέρ του Δημοσίου. Το ύψος του ποσού του παραβόλου μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η πράξη της Επιτροπής δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. Η αναστολή δεν καταλαμβάνει την προσωρινή δικαστική προστασία. Μετά την επίλυση του ζητήματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιον του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής». Η ισχύς του ως άνω άρθρου 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012 άρχισε, σύμφωνα με το άρθρο 113 του νόμου αυτού, στις 2.4.2012.

4. Επειδή, η αίτηση των εναγόντων, η οποία έγινε δεκτή με την αναφερόμενη στην σκέψη 2 πράξη της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 λόγω του τιθεμένου ζητήματος της συνταγματικότητος των διατάξεων του άρθρου 2 του ν. 4024/2011 που αφορά ευρύτερο κύκλο προσώπων, κατετέθη στις 29-3-2012, δηλαδή σε χρόνο, κατά τον οποίο δεν είχε αρχίσει η ισχύς των διατάξεων του άρθρου 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012. Συνεπώς, η αίτηση αυτή παραδεκτώς κατετέθη χωρίς καταβολή του προβλεπόμενου με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012, επί ποινή απαραδέκτου, παραβόλου. Εξ άλλου, η 16/2012/8-10-2013 πράξη της Επιτροπής του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, εδημοσιεύθη, συμφώνως προς τις διατάξεις του άρθρου 1 ν. 3900/2010, στις εφημερίδες ΤΑ ΝΕΑ (29-10-2013) και ΕΣΤΙΑ (25-10-2013). Συνεπώς, το τιθέμενο με την ανωτέρω αγωγή ζήτημα συνταγματικότητος των διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 2 ν. 4024/2011 παραδεκτώς φέρεται προς επίλυση, κατά τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 ν. 3900/2010, και είναι εξεταστέο.

5. Επειδή, με το άρθρο 35 του ν. 4052/2012 (φ. 41 τ. Α΄) συνεστήθη το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ). Με το άρθρο 36 του ιδίου νόμου, ορίζονται τα εξής: « Ένταξη 1. Στο ΕΤΕΑ εντάσσονται από την έναρξη λειτουργίας του: α) ... δ) το Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ) ως προς την επικουρική ασφάλιση, ε) ... Το ΕΤΕΑ λειτουργεί με ενιαία διοικητική και οικονομική οργάνωση. 2. Μέχρι την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του ΕΤΕΑ τα αναφερόμενα στην προηγούμενη παράγραφο ταμεία, τομείς και κλάδοι δύνανται με αποφάσεις των αντιπροσωπευτικότερων οργανώσεων των ασφαλισμένων κάθε ταμείου ή τομέα ή κλάδου να εξαιρούνται από την ανωτέρω ένταξη.». Εξ άλλου, σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 12 της από 31-12-2012 Π.Ν.Π., (φ. 256 τ. Α΄), κυρωθείσης με το άρθρο 1 ν. 4147/2013 (φ. 98 τ. Α΄): «1. Από 1.1.2013 εντάσσονται υποχρεωτικά στο Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ) τα ταμεία και οι τομείς επικουρικής ασφάλισης για τα οποία υποβλήθηκε αίτημα εξαίρεσης από την ένταξη τους στο ΕΤΕΑ σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 36 του ν. 4052/2012 (Α' 41), εφόσον μέχρι 31.12.2012 α) δεν έχουν υποβληθεί στο Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας αναλογιστικές μελέτες και καταστατικά κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 7 και 8 του ν. 3029/2002 (Α'160) ή β) έχουν υποβληθεί και απορριφθεί. Για όσες περιπτώσεις έχουν υποβληθεί μέχρι 31.12.2012 αναλογιστικές μελέτες και καταστατικά και εκκρεμεί η επεξεργασία τους στην Εθνική Αναλογιστική Αρχή και στην αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας αντίστοιχα, η προθεσμία υποχρεωτικής ένταξης τους στο ΕΤΕΑ παρατείνεται έως την 28.2.2013». Δεδομένου δε ότι αίτηση της ΟΤΟΕ για τη μετατροπή του Ταμείου αυτού σε επαγγελματικό ταμείο υποχρεωτικής ασφαλίσεως (ΝΠΙΔ) απερρίφθη [βλ. Φ21250/4231/165/27-3-2013 έγγραφο του Υπουργού Εργασίας, Κοιν. Ασφαλίσεως και Προνοίας], το ΕΤΑΤ ενετάγη, από 1-3-2013, στο ΕΤΕΑ. Υπό τα δεδομένα αυτά, από της ημερομηνίας εκείνης (1-3-2013), νομιμοποιείται πλέον παθητικώς ως διάδικος στην παρούσα δίκη το ΕΤΕΑ, το οποίο και συνεχίζει τη δίκη, χωρίς διακοπή, κατά το άρθρο 48 παρ. 5 του ιδίου ν. 4052/2012 και, συνεπώς, νομίμως παρίσταται.

6. Επειδή, για την εκδίκαση της κρινομένης αγωγής έχουν εφαρμογή, όπως έχει γίνει δεκτό (ΣτΕ 601/2012 Ολομ. κ.ά.), ως προς μεν την πληρεξουσιότητα, οι διατάξεις του άρθρου 27 του π.δ.18/1989 (Α 8), ως προς δε το παραδεκτό και το βάσιμο της αγωγής, οι οικείες διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (φ. 97 τ. Α΄).

7. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει, στο άρθρο 2 παρ. 1, ότι «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας»∙ στο άρθρο 4 ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» (παρ. 1) και ότι «συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους» (παρ. 5)∙ στο άρθρο 22 παρ. 5 ότι «το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει»∙ στο δε άρθρο 25 ότι «τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους», ότι «Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει ... να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας ...» (παρ. 1), και ότι «το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης» (παρ. 4). Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος, «Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγονται τα εξής: Το Σύνταγμα, με το άρθρο 22 παρ. 5, κατοχυρώνει το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως των εργαζομένων και ανάγει τη μέριμνα για την προαγωγή του σε σκοπό του Κράτους. Βασικό περιεχόμενο της εν λόγω ασφαλίσεως αποτελεί η, έναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων (γήρας, ασθένεια, αναπηρία κλπ.) οι οποίοι αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται (ασφαλιστικοί κίνδυνοι), και, συνακόλουθα, τείνουν να υποβαθμίσουν τις συνθήκες διαβιώσεώς του. [Οι ανωτέρω καταστάσεις (γήρας, ασθένεια, αναπηρία) – ασυνδέτως, όμως, προς την παροχή εργασίας και την καταβολή εισφοράς – αποτελούν, μεταξύ άλλων, και περιπτώσεις που, κατά το άρθρο 21 παρ. 1, 2, 3 και 6 του Συντάγματος, επιβάλλουν στο κράτος την παροχή διακεκριμένης μορφής κοινωνικής προστασίας, υπό μορφήν παροχών εις χρήμα ή εις είδος, προς συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, με σκοπό την εξασφάλιση στοιχειώδους επιπέδου αξιοπρεπούς, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, διαβιώσεως («κοινωνική πρόνοια»)]. Εφ'όσον επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο ασφαλισμένος παύει να καταβάλλει εισφορές και αποκτά, κατ'αρχήν, αξίωση έναντι του ασφαλιστικού φορέα να του χορηγήσει παροχή, η οποία, χωρίς να απαιτείται να αντιστοιχεί ευθέως σε καταβληθείσες εισφορές του ή να αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήματός του, πρέπει να είναι ικανή να του εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο διαβιώσεως, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου. Πέραν του ανωτέρω δημοσίου σκοπού, μέσω του θεσμού της κοινωνικής ασφαλίσεως, εκδηλώνεται – όπως και μέσω της κοινωνικής πρόνοιας – η κοινωνική αλληλεγγύη και ασκείται κοινωνική πολιτική, ειδικότερα δε, αναδιανομή εισοδήματος με σκοπό την άμβλυνση κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν κατοχυρώνεται συνταγματικώς στην κοινωνική ασφάλιση η ευθεία αναλογία (αμιγής ανταποδοτικότητα) μεταξύ εισφορών και παροχών (ΣτΕ 3487/2008 Ολ. κ.ά.), επιτρέπονται δε η θέσπιση ανωτάτου ορίου παροχών, η απονομή συντάξεως επί εργατικού ατυχήματος ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών ή η μη χορήγηση συντάξεως, παρά την καταβολή εισφορών, σε περίπτωση μη θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος. Εν όψει των ανωτέρω και, ιδιαιτέρως, του προπεριγραφέντος δημοσίου σκοπού (διασφάλιση στους εργαζομένους ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως εγγύς εκείνου που είχαν κατά τον εργασιακό τους βίο), δικαιολογείται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, η κατοχύρωση από το νομοθέτη της κοινωνικής ασφαλίσεως ως υποχρεωτικής (με θέσπιση υποχρεώσεως καταβολής ασφαλιστικών εισφορών) και, εντεύθεν, η παροχή αυτής αποκλειστικώς από το κράτος ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολ., 2690, 2692/1993 Ολ., 3096-3101/2001 Ολ.). Η ανάθεση, με την ως άνω συνταγματική διάταξη, της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, τόσο της κύριας όσο και της επικουρικής, σε δημόσιους φορείς (κράτος ή ν.π.δ.δ.) έγινε για λόγους δημοσίου συμφέροντος και, ειδικότερα, ως εγγύηση προς όσους υποχρεωτικώς ασφαλίζονται ή καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές έναντι των επιχειρηματικών κινδύνων που συνδέονται με την άσκηση της ασφαλιστικής λειτουργίας από ιδιωτικούς φορείς (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολ.). Εξ άλλου, η κρατική μέριμνα για την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (κύρια και επικουρική) δεν εξαντλείται στην ίδρυση από το κράτος των φορέων αυτών, στον ορισμό των διοικούντων αυτούς οργάνων, στην άσκηση εποπτείας της δραστηριότητάς τους και της διαχειρίσεως της περιουσίας τους και στη θέσπιση των σχετικών κανόνων, αλλά περιλαμβάνει και τη μέριμνα για την προστασία του ασφαλιστικού τους κεφαλαίου, δηλαδή για τη βιωσιμότητά τους χάριν και των επομένων γενεών, μέριμνα η οποία εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, με τη θέσπιση ρυθμίσεων για την προστασία και την αξιοποίηση της περιουσίας τους και τη διαχείριση των αποθεματικών τους, με τον καθορισμό εκάστοτε των οικείων συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, με την πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, και, κυρίως, με την απ'ευθείας συμμετοχή στην χρηματοδότηση των εν λόγω φορέων μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Και τούτο διότι, εφ'όσον καθιερώνει υποχρέωση των εργαζομένων και των εργοδοτών τους να καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές, το κράτος, ως εγγυητής, οφείλει να διασφαλίζει την επάρκεια των παροχών και τη βιωσιμότητα των οικείων ασφαλιστικών οργανισμών (η οποία, κατά τα ανωτέρω, δεν συναρτάται, αποκλειστικώς ή προεχόντως, με το ύψος των εισφορών), φέρει δε την κύρια ευθύνη για την κάλυψη των ελλειμμάτων τους (βλ. γνωμοδότηση Ολομέλειας Ελεγκτικού Συνεδρίου 24.6.2010). [Ήδη, τακτική συμμετοχή του κράτους στη χρηματοδότηση των οργανισμών υποχρεωτικής κύριας ασφαλίσεως προβλέπεται με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 2084/1992, ειδικώς δε ως προς το Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. με το άρθρο 4 παρ. 1-5 του ν. 3029/2002]. Το ύψος της κρατικής συμμετοχής στη χρηματοδότηση των φορέων της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως – συμμετοχής η οποία πρέπει να είναι επαρκής για την εξυπηρέτηση των προεκτεθέντων συνταγματικώς επιβεβλημένων σκοπών (επάρκεια παροχών προς διασφάλιση ικανοποιητικού κατά τα ανωτέρω επιπέδου διαβιώσεως και διασφάλιση της βιωσιμότητας του οικείου ασφαλιστικού φορέα) – προσδιορίζεται εκάστοτε από τον κρατικό προϋπολογισμό, λαμβανομένων υπ'όψιν και των διατάξεων του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού (ν. 2362/1995, Α΄ 247) περί μεταφοράς πιστώσεων (άρθρο 15 παρ. 3-5, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 17 του ν. 3871/2010, Α΄ 141∙ ήδη άρθρο 71 παρ. 2-5 ν. 4270/2014, Α΄ 143) και περί συμπληρωματικών προϋπολογισμών (άρθρο 8Α του ν. 2362/1995, που προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 3871/2010∙ήδη άρθρο 60 ν. 4270/2014). Όταν, όμως, σε περιπτώσεις εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών, προκύπτει αιτιολογημένως ότι το κράτος αδυνατεί να παράσχει επαρκή, κατά τα άνω, χρηματοδότηση στους ασφαλιστικούς οργανισμούς και ότι δεν υφίσταται δυνατότητα διασφαλίσεως της βιωσιμότητας αυτών με άλλα μέσα (τροποποίηση συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, αποτελεσματικότερη διαχείριση αποθεματικών και περιουσίας, πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών), δεν αποκλείεται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, η επέμβαση του νομοθέτη για τη μείωση και των απονεμηθεισών ακόμη συντάξεων, εφεξής. Σε τέτοιες, άλλωστε, εξαιρετικές περιπτώσεις, ο νομοθέτης μπορεί, κατ'αρχήν, να θεσπίζει για την περιστολή των δημοσίων δαπανών (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι δαπάνες χρηματοδοτήσεως των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως), μέτρα που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, όπως είναι η μείωση των συντάξεων όσων συνταξιοδοτούνται από το δημόσιο ή από χρηματοδοτούμενους από αυτό ασφαλιστικούς οργανισμούς, λόγω της άμεσης εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας των μέτρων αυτών για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Και στις εξαιρετικές όμως αυτές περιπτώσεις, η δυνατότητα του νομοθέτη να περικόπτει τις ασφαλιστικές παροχές δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται κατά πρώτον από τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος), οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξ ίσου το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και από την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), σύμφωνα με την οποία το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να είναι πράγματι πρόσφορο και αναγκαίο για την αντιμετώπιση του προβλήματος (πρβλ. ΣτΕ 2192-2196/2014 Ολ.).

Σε κάθε δε περίπτωση, η περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει αυτό που αποτελεί, κατά τα ανωτέρω, τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση δηλαδή στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, όχι μόνο εξασφαλίζοντας τους όρους της φυσικής του υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου (πρβλ. απόφαση Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 9.2.2010, 1 Bvl 1/09, 1 Bvl 3/09, 1 Bvl 4/09, ιδίως Rn 135). Προκειμένου, εξ άλλου, να ανταποκριθεί στις εν λόγω δεσμεύσεις του και να μην υπερβεί τα όρια που χαράσσει το Σύνταγμα, ο νομοθέτης, όταν λαμβάνει μέτρα συνιστάμενα, κατά τα ανωτέρω, σε περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών, οφείλει, εν όψει και της γενικότερης υποχρέωσής του για «προγραμματισμό και συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης» (ανωτ. άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος), να έχει προβεί σε ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, από την οποία να προκύπτει αφ'ενός μεν ότι τα συγκεκριμένα μέτρα είναι πράγματι πρόσφορα αλλά και αναγκαία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως εν όψει και των παραγόντων που το προκάλεσαν, έτσι ώστε η λήψη των μέτρων αυτών να είναι σύμφωνη με τις πιο πάνω συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, αφ'ετέρου δε ότι οι επιπτώσεις από τα μέτρα αυτά στο βιοτικό επίπεδο των πληττομένων προσώπων, συνδυαζόμενες με άλλα τυχόν ληφθέντα μέτρα (φορολογικά κ.ά.), αλλά και με το σύνολο των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της δεδομένης συγκυρίας, δεν έχουν, αθροιστικά λαμβανόμενες, αποτέλεσμα τέτοιο που να οδηγεί σε ανεπίτρεπτη, κατά τα προεκτεθέντα, παραβίαση του πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος σε κοινωνική ασφάλιση. Με δεδομένο, άλλωστε, τον κατ'εξοχήν πολύπλοκο και τεχνικό χαρακτήρα των σχετικών ζητημάτων, η έλλειψη τέτοιας μελέτης, και μάλιστα διατυπωμένης με τρόπο κατανοητό και ελέγξιμο από το δικαστή κατά τις βασικές της θέσεις, θα καθιστούσε κατ'ουσίαν ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο των οικείων νομοθετικών μέτρων από τις ανωτέρω συνταγματικές απόψεις. Έλεγχο, ο οποίος ναι μεν δεν εκτείνεται στην ορθότητα των πολιτικών εκτιμήσεων και επιλογών, οφείλει όμως, ως προς το αντικείμενό του, την τήρηση δηλαδή των συνταγματικών υποχρεώσεων του νομοθέτη, να ασκείται με ουσιαστικό και αποτελεσματικό τρόπο. Παρεκκλίσεις ως προς την αναγκαιότητα της υπάρξεως ή ως προς το περιεχόμενο της ανωτέρω μελέτης θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν μόνο σε ακραίες περιπτώσεις, όταν συντρέχει άμεση απειλή κατάρρευσης της οικονομίας της Χώρας και τα συγκεκριμένα μέτρα λαμβάνονται κατεπειγόντως για την αποτροπή του κινδύνου. Σε τέτοιες περιπτώσεις θα μπορούσε, από τη φύση του πράγματος, να είναι σε πρώτη φάση αρκετή η αιτιολογημένη εκτίμηση του νομοθέτη για την ύπαρξη, τη σοβαρότητα και τον άμεσο χαρακτήρα της απειλής, καθώς και για την ανάγκη, εν όψει των περιστάσεων, να ληφθούν τα συγκεκριμένα μέτρα για την άμεση αντιμετώπιση της κατάστασης. Και τούτο όμως, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα δεν παρίστανται προδήλως απρόσφορα ή μη αναγκαία και ότι δεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι υπερβαίνουν το όριο θυσίας των θιγομένων από αυτά∙πάντως δε, ενόσω εξακολουθεί να συντρέχει στην ίδια ένταση ο κατεπείγων λόγος που υπαγόρευσε την επιβολή τους.

8. Επειδή, ..............την ακόλουθη γνώμη: Από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, των οποίων έχει ήδη παρατεθεί το περιεχόμενο, συνάγονται τα εξής: Η μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα ως θεσμική εγγύηση, στο πλαίσιο της οποίας ο κοινός νομοθέτης, διαθέτοντας ευρεία προς τούτο εξουσία και λαμβάνοντας υπ'όψιν τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, θέτει τους κανόνες για την ασφαλιστική κάλυψη και προστασία του πληθυσμού έναντι συγκεκριμένων κινδύνων (γήρας, θάνατος, αναπηρία και ασθένεια) με γνώμονα, αφ'ενός, την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την εξυπηρέτηση της αναλογιστικής βάσεως, στην οποία στηρίζεται η οικονομία των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως, δηλαδή την προστασία της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών, χάριν και των μελλοντικών γενεών και, αφ'ετέρου, την διασφάλιση υπέρ των συνταξιούχων ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως όσο το δυνατόν εγγύτερα σε εκείνο που είχαν κατακτήσει κατά την διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Η προστασία της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος αποτελεί υποχρέωση του νομοθέτη που επιβάλλει, όταν διαπιστώνεται μεταβολή των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που εγκυμονεί κινδύνους γι'αυτήν, την αναπροσαρμογή των ασφαλιστικών παροχών και εισφορών και τον επανακαθορισμό των προϋποθέσεων θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος, καθώς και την διάθεση κρατικών οικονομικών πόρων για την στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος. Οι προς τούτο αναγκαίες, κατά την επιλογή του νομοθέτη, επεμβάσεις επιτρέπεται, σε περίπτωση εξαιρετικά δυσχερών οικονομικών συνθηκών, να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και την μείωση του ύψους απονεμηθεισών παροχών, όταν το ύψος της κρατικής χρηματοδοτήσεως του ασφαλιστικού συστήματος, το οποίο καθορίζεται, κατ'αρχήν, από τις πολιτικές επιλογές για την διάθεση των κρατικών πόρων προς εκπλήρωση των ποικίλων αποστολών του κράτους, δεν επαρκεί για την βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών. Ως εκ τούτου, το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, δεν απαγορεύει την επί το δυσμενέστερο μεταβολή του συστήματος της κοινωνικής ασφαλίσεως όταν αιτιολογημένα προκύπτει ότι η βιωσιμότητά του μόνο με αυτές τις επεμβάσεις μπορεί να διασφαλισθεί, δηλαδή όταν αυτές κρίνονται πρόσφορες και αναγκαίες. Τέτοιες όμως επεμβάσεις, που μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και μείωση ασφαλιστικών παροχών που έχουν ήδη απονεμηθεί, πρέπει να σέβονται τις λοιπές διατάξεις του Συντάγματος και, ιδίως, την αρχή της ισότητας των πολιτών κατά την συμμετοχή στα δημόσια βάρη ώστε να αξιώνεται από τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους η τήρηση της υποχρεώσεως για κοινωνική αλληλεγγύη, πάντως δε, όριο στην ελευθερία επιλογών του νομοθέτη κατά τον καθορισμό, ειδικότερα, του ύψους των διατιθέμενων για την κοινωνική ασφάλιση κρατικών οικονομικών πόρων αποτελεί η διασφάλιση στους συνταξιούχους παροχών που επιτρέπουν την αξιοπρεπή διαβίωση αυτών, δηλαδή εισοδήματος ικανού να εξασφαλίσει όχι μόνο τους όρους της φυσικής τους υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή) αλλά και την δυνατότητα συμμετοχής στην κοινωνική ζωή. Μείωση δε απονεμηθεισών ασφαλιστικών παροχών υπό τους ως άνω όρους και προϋποθέσεις δεν νοείται ως προσκρούουσα στο άρθρο 17 του Συντάγματος. Περαιτέρω, κατά την ίδια γνώμη, περικοπές σε ήδη απονεμηθείσες συντάξεις ορισμένων μόνο κατηγοριών συνταξιούχων, που κρίνονται αναγκαίες από τον νομοθέτη για την διασφάλιση της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών, δεν είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτές, και όταν ακόμη οι κατηγορίες αυτές προκύπτουν βάσει θεμιτών κριτηρίων, εφ'όσον, σε συγκεκριμένη περίπτωση, αδιαφόρως του ότι δεν θίγουν το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως, εξικνούνται πέραν ενός ορίου καθιστώντας, από της απόψεως της ισότητας των πολιτών κατά την συμμετοχή τους στα δημόσια βάρη, την μείωση του εισοδήματος ορισμένων εξ αυτών υπέρμετρη θυσία τους και, ως εκ τούτου, δυσανάλογη συμμετοχή τους στην επίτευξη του σκοπού του νόμου. Τέτοια δε μη συνταγματικώς ανεκτή θυσία εισοδήματος, υπό περιστάσεις νομοθετικής επεμβάσεως για την διασφάλιση της βιωσιμότητας ασφαλιστικών οργανισμών εν μέσω οξείας δημοσιονομικής κρίσεως, συνιστά περικοπή συντάξεως, η οποία, είτε μόνη αυτή είτε συνυπολογιζόμενη με προηγηθείσες για τον ίδιο σκοπό, έχει ως συνέπεια μείωση στο ήμισυ του εκ της συντάξεως εισοδήματος. Συνεπώς, κατά την επιλογή από τον νομοθέτη κατηγοριών συνταξιούχων αναλόγως του ύψους του εκ συντάξεων εισοδήματος, προκειμένου αυτοί να υποστούν περικοπή του εν λόγω εισοδήματός τους χάριν της διασφαλίσεως της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών, απαιτείται πρόσθετη σχετική πρόνοια του νόμου, η οποία να διασφαλίζει ότι η προβλέπουσα την περικοπή της συντάξεως διάταξη δεν μπορεί, κατά την εφαρμογή της στην ατομική περίπτωση, να έχει ως συνέπεια μείωση της απονεμηθείσας συντάξεως στο ήμισυ αυτής. Σε περίπτωση δε απουσίας τέτοιας πρόνοιας του νόμου ο θιγόμενος έχει δικαίωμα δικαστικής προστασίας επικαλούμενος την διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Εξ άλλου, πέραν των ως άνω υποχρεώσεων οι οποίες προκύπτουν από τις εκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και τις οποίες ο νομοθέτης οφείλει να τηρεί όταν, υπό συνθήκες οξείας δημοσιονομικής κρίσεως, καταφεύγει θεμιτώς, κατά τα ανωτέρω, στη άμεση μείωση του συνταξιοδοτικού κόστους του Δημοσίου, ουδείς άλλος όρος τίθεται από το Σύνταγμα για το κύρος των σχετικών ρυθμίσεων και, δη, προηγούμενη εκπόνηση μελέτης επιπτώσεων των ρυθμίσεων αυτών στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων συνταξιούχων κατόπιν συνυπολογισμού και των λοιπών οικονομικών επιβαρύνσεων αυτών. Τούτο δε για τους ακόλουθους λόγους: Όταν ο νομοθέτης, προκειμένου να αντιμετωπίσει οξεία δημοσιονομική κρίση και έχοντας διαγνώσει, υπό ορισμένη σκοπιά, τα αίτια που την προκάλεσαν, επιλέγει, εν μέσω υφέσεως της οικονομίας, ως σχέδιο κατάλληλο κατά την εκτίμησή του, την λήψη ταυτοχρόνως μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών (μείωση μισθών και συντάξεων, μείωση δαπανών για την δημόσια υγεία, την δημόσια παιδεία κλπ) και αυξήσεως των δημοσίων εσόδων (επιβολή νέων φόρων, αύξηση των υφιστάμενων κ.λπ.), η μείωση τού προ της κρίσεως βιοτικού επιπέδου εκάστου είναι αυτονόητη και αναπόφευκτη. Όταν δε, στο πλαίσιο τέτοιου σχεδίου, αποφασίζεται νομοθετική παρέμβαση στο πεδίο της κοινωνικής ασφαλίσεως συνιστάμενη, μεταξύ άλλων, στη μείωση του εισοδήματος από συντάξεις, ο δικαστικός έλεγχος του σεβασμού της αρχής της αναλογικότητας είναι εφικτός με βάση τις κατ'ιδίαν παραμέτρους της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος (εισροές και εκροές του ασφαλιστικού κεφαλαίου, λόγος ασφαλισμένων προς συνταξιούχους, δημογραφική γήρανση, αύξηση του προσδόκιμου ζωής, οικονομική ύφεση, ανεργία), τις οποίες λαμβάνει υπ'όψιν ο νομοθέτης και με τις οποίες αιτιολογεί την δράση του - είτε αυτές ανάγονται σε δεδομένα που δεν αποτελούν συμπέρασμα ειδικής μελέτης είτε ανάγονται σε επιστημονικές προβλέψεις με βάση τα δεδομένα αυτά - σε συνδυασμό με τον διακηρυχθέντα στόχο της νομοθετικής παρεμβάσεως. Ο δικαστικός δε έλεγχος του σεβασμού των λοιπών σχετικών συνταγματικών διατάξεων είναι εφικτός με βάση τα χαρακτηριστικά της νομοθετικής ρυθμίσεως. Εκπόνηση ειδικής μελέτης, η οποία, άλλωστε, τα ίδια στοιχεία θα είχε ως βάση, ουδέν ιδιαίτερο θα ήταν σε θέση να προσφέρει στον δικαστικό έλεγχο, είναι δε διάφορα τα ζητήματα αν ορθώς διαγνώσθηκαν τα αίτια και το μέγεθος της κρίσεως, αν επιλέχθηκε το κατάλληλο σχέδιο δράσεως για την αντιμετώπισή της ή αν τα μέτρα που αποφασίσθηκαν εφαρμόσθηκαν με αποτελεσματικό τρόπο, ζητήματα για τα οποία το Σύνταγμα ουδόλως εγγυάται. Περαιτέρω, ναι μεν κάθε ένα από τα μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών και αυξήσεως των δημοσίων εσόδων, τα οποία λαμβάνονται υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες, έχει άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο εκάστου πλην ο βαθμός των επιπτώσεων αυτών ποικίλλει αναλόγως της προ της κρίσεως οικονομικής καταστάσεως των θιγομένων και των προσωπικών τους αναγκών. Ως εκ τούτου, παρίσταται ανέφικτη η εκ των προτέρων εκτίμηση, κατόπιν μελέτης, των επιπτώσεων ειδικώς της μειώσεως των συντάξεων στο βιοτικό επίπεδο ομάδας ατόμων τα οποία ως μόνο κοινό χαρακτηριστικό έχουν την απόσυρση από τον εργασιακό βίο. Άλλωστε, το οποιοδήποτε συμπέρασμα μελέτης για τις επιπτώσεις της παρεμβάσεως αυτής στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα των λοιπών δράσεων, στο πλαίσιο του ίδιου σχεδίου για την αντιμετώπιση της κρίσεως, θα ήταν άχρηστο για την αξιολόγηση της συγκεκριμένης δράσεως, κατά τον δικαστικό έλεγχο, ως σύμφωνης ή μη προς το Σύνταγμα. Πράγματι, το (αυτονόητο) συμπέρασμα ότι μείωση εισοδήματος από συντάξεις, καίτοι, καθ'εαυτή, θεμιτή κατά τους προαναφερθέντες συνταγματικούς κανόνες, επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την οικονομική κατάσταση των θιγομένων λόγω της παράλληλης επιβαρύνσεώς τους με αυξημένα φορολογικά βάρη και της διογκώσεως των οικονομικών τους υποχρεώσεων προς τρίτους ουδόλως θα ανέτρεπε την συμφωνία του νομοθετικού αυτού μέτρου προς το Σύνταγμα, όταν μάλιστα προκύπτει ότι ο νομοθέτης επέλεξε να θίξει τις πλέον οικονομικά εύρωστες κατηγορίες συνταξιούχων και, άρα, τις ευρισκόμενες σε καλύτερη θέση να επωμισθούν το σχετικό βάρος, αλλ'ενδεχομένως θα δικαιολογούσε αναθεώρηση των φορολογικών μέτρων ή νομοθετική δράση για την ανακούφιση των πληττομένων από την οικονομική ύφεση.

9. Επειδή, ................ διατυπώνοντας την ακόλουθη γνώμη: Όπως εκτέθηκε στην σκέψη 7, μειώσεις συντάξεων μόνο σε περιπτώσεις εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών μπορούν να χωρήσουν και, επομένως, η παράλειψη της επιβεβλημένης, για τους εκτιθέμενους στην ίδια ως άνω σκέψη λόγους, εκπονήσεως μελέτης των επιπτώσεων που επιφέρουν στο βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων μειώσεις των απονεμηθεισών σ'αυτούς συντάξεων δεν μπορεί να συγχωρηθεί, κατά τις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις, με την επίκληση τέτοιων δημοσιονομικών συνθηκών και την κατεπείγουσα ανάγκη αντιμετωπίσεως των αναδυόμενων υπό τις συνθήκες αυτές κινδύνων για την οικονομία της Χώρας.

10. Επειδή, εξ άλλου, ................. διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Με την διάταξη του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ο συντακτικός νομοθέτης περιέβαλε με συνταγματικό κύρος, εντάσσοντας την στους σκοπούς του κράτους, την αρχή της κοινωνικής ασφαλίσεως με γνώμονα την κάλυψη ολόκληρου του εργαζομένου πληθυσμού της χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και ανέθεσε στον κοινό νομοθέτη την εξειδίκευση της ανάλογα με τις εκάστοτε επικρατούσες οικονομικές συνθήκες. Κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού, ο νομοθέτης έχει ευρεία εξουσία για τη ρύθμιση των σχετικών ζητημάτων και τον ειδικώτερο καθορισμό του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, υποκείμενος μόνο στους περιορισμούς, που επιβάλλονται από άλλες συνταγματικές διατάξεις (ΣτΕ 2197 - 2200/2010 Ολ., 2180/2004 Ολ.). Η μόνη δέσμευση που επιβάλλεται με την ανωτέρω συνταγματική διάταξη αναφέρεται, όπως έχει κριθή, στη μορφή του ασφαλιστικού φορέα, στις περιπτώσεις που ο νόμος καθιερώνει υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, θεσπίζοντας την υποχρεωτική καταβολή εισφοράς είτε εκ μέρους του εργαζομένου, είτε εκ μέρους του εργοδότου. Στις περιπτώσεις αυτές, κατά την έννοια της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως, φορείς της κοινωνικής ασφαλίσεως δύνανται να είναι μόνο το κράτος ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΣτΕ 5024/1987 Ολομ., 3096/2001 Ολομ.). Μέσα στο συνταγματικό αυτό πλαίσιο, ο θεσμός της κοινωνικής ασφαλίσεως διασφαλίζεται με τη λειτουργία βιώσιμων ασφαλιστικών οργανισμών, οι οποίοι απαιτείται να είναι οικονομικά εύρωστοι για να μπορούν να ανταποκρίνονται στην κατά το Σύνταγμα αποστολή τους. Ειδικώτερα, έργο του Κράτους είναι να διασφαλίζη, μέσω των σχετικών ρυθμίσεων, την βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, χάριν και των μελλοντικών γενεών. Έτσι από την συνταγματική αυτή διάταξη προκύπτει ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να επιφέρη μεταβολές στο σύστημα της κοινωνικής ασφαλίσεως και στους όρους και τις προϋποθέσεις χορηγήσεως συντάξεων και άλλων παροχών, μεταβολές, οι οποίες, μάλιστα, είναι δυνατόν να επιβαρύνουν οικονομικά τους ασφαλιστικούς οργανισμούς (όπως ρυθμίσεις με αντικείμενο τη συγχώνευση τέτοιων οργανισμών, την ένταξη νέων κατηγοριών ασφαλισμένων σε αυτούς ή την αύξηση των χορηγουμένων από τους οργανισμούς αυτούς παροχών), μόνο όμως ύστερα από τη σύνταξη από το Κράτος ειδικών μελετών οικονομικού περιεχομένου ή από τους οικείους ασφαλιστικούς φορείς αναλογιστικών μελετών, στις οποίες πρέπει να απεικονίζεται η συνολική οικονομική κατάσταση τους (πρβλ. ΣτΕ 2199/2010 Ολ.). Υποχρέωση χρηματοδοτήσεως του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως εκ μέρους του Κράτους δεν επιβάλλεται από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, δοθέντος ότι αυτές καταλείπουν στον νομοθέτη την ευχέρεια να προσδιορίζη και να οργανώνη εκάστοτε το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως – άρα και τον τρόπο χρηματοδοτήσεως του. Παρέχουν, όμως, εν πάση περιπτώσει, κατ'αρχήν, οι διατάξεις αυτές συνταγματικό έρεισμα σε χρηματοδότηση εκ μέρους του Κράτους, τυχόν πρόβλεψη της οποίας απόκειται στην ευχέρεια του κοινού νομοθέτη, δεδομένου ότι, πάντως, κατά τα προεκτεθέντα, η κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων εντάσσεται με αυτές στους σκοπούς του κράτους. Από την ανωτέρω συνταγματική διάταξη, εξ άλλου, δεν συνάγεται ότι είναι υποχρεωτική η πρόβλεψη στο νόμο της προηγουμένης συντάξεως τέτοιων οικονομικών ή αναλογιστικών μελετών από το κράτος ή τους ασφαλιστικούς φορείς όταν λαμβάνεται ένα συγκεκριμένο γενικού χαρακτήρος μέτρο περιορισμού (περικοπής) συνταξιοδοτικών παροχών στο πλαίσιο γενικώτερου πλέγματος αμέσων μέτρων οικονομικής πολιτικής, ούτε ότι η προηγούμενη κατάρτιση αναλογιστικών μελετών αποτελεί ουσιώδη τύπο ή αναγκαίο όρο ή απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη τέτοιας φύσεως νομοθετικών μέτρων (ΣτΕ 1285/2012 Ολ.). Περαιτέρω, από την ανωτέρω συνταγματική διάταξη δεν επιβάλλεται στο κράτος υποχρέωση να διατηρή σε ωρισμένο ύψος τις καταβαλλόμενες κοινωνικές παροχές. Ειδικώτερα, δεν εμποδίζεται, από την διάταξη αυτή, ο νομοθέτης να μεταβάλη το ύψος των καταβλητέων συντάξεων και μάλιστα επί τα χείρω, αν τούτο επιβάλλεται εκ λόγων δημοσίου συμφέροντος. Τέτοιος λόγος δημοσίου συμφέροντος δε, είναι εν πάση περιπτώσει και η ανάγκη διασφαλίσεως της βιωσιμότητος του συνταξιοδοτικού συστήματος, την οποία επιβάλλει, κατά τα προεκτεθέντα, η ειδικώτερη αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών που διέπει το δίκαιο της κοινωνικής ασφαλίσεως. Τούτο παρίσταται ιδιαιτέρως επιτακτικό σε περιπτώσεις κρίσεως χρέους, εφ'όσον για την στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος διατίθεται σημαντικό μέρος των κρατικών πόρων. Η τυχόν μείωση των συνταξιοδοτικών παροχών, στις περιπτώσεις αυτές, όμως, δεν δύναται να χωρήση παρά μόνον βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, στο πλαίσιο των συνταγματικών αρχών της ισότητος και της αναλογικότητος. Απαιτείται, επομένως, εκ των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων, σε περίπτωση που λόγοι δημοσίου συμφέροντος επιβάλλουν μείωση των προβλεπομένων συνταξιοδοτικών και εν γένει ασφαλιστικών παροχών, η μείωση αυτή να μην υπερβαίνη το απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού μέτρο και να μην θίγη τον πυρήνα του σχετικού δικαιώματος, κάτι το οποίο διασφαλίζεται και με την διατήρηση - και μετά τις τυχόν μειώσεις - ενός ελαχίστου ποσοστού αναπληρώσεως των συντάξεων. Απαιτείται, δηλαδή, να διατηρήται η στοιχειώδης αντιστοιχία της καταβαλλομένης συνταξιοδοτικής παροχής με τις ελάχιστες απαιτήσεις αξιοπρεπούς διαβιώσεως του ενδιαφερομένου, εν όψει και της οικονομικοκοινωνικής θέσεως την οποία αυτός κατείχε, όταν ευρίσκετο στην ενέργεια, καθώς, επίσης, και δή ειδικώς προκειμένου περί της επικουρικής ασφαλίσεως, οι καταβαλλόμενες ασφαλιστικές παροχές να μην τελούν σε προφανή δυσαναλογία με τις καταβληθείσες από τους ενδιαφερομένους, εν όσω ήσαν στην ενέργεια, εισφορές.

11. Επειδή, από τις αρχές του προηγουμένου αιώνος, με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 281/1914 (φ.171 τ. Α΄) και των άρθρων 33 επ. του από 15/20-5-1920 β. δ/τος «περί επαγγελματικών σωματείων» (φ. 112 τ. Α΄) προεβλέφθη η δυνατότητα των αναγνωρισμένων επαγγελματικών σωματείων να ιδρύουν, ως ίδια νομικά πρόσωπα με χωριστή διαχείριση, και να συντηρούν Αλληλοβοηθητικά Ταμεία (με σκοπό, εκτός των άλλων, την περίθαλψη των μελών τους και τη χορήγηση παροχών σε χρήμα σε «μέλη ανίκανα προς εργασίαν ένεκα γήρατος, δυστυχήματος ή νόσου ή εις οικογενείας αποβιωσάντων μελών». Εν συνεχεία η επικουρική κοινωνική ασφάλιση θεσμοθετήθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τις διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 6298/1934 «Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων» (φ. 346 τ. Α΄). Με το άρθρο αυτό, αφού προεβλέφθη η διατήρηση των λειτουργούντων βάσει του ανωτέρω β.δ/τος Αλληλοβοηθητικών Ταμείων εφ'όσον παρέχουν τουλάχιστον τις οριζόμενες από τον εν λόγω νόμο παροχές (παρ. 2), ορίσθηκαν στην παρ. 2 τα εξής: «Από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου απαγορεύεται η σύστασις νέων ταμείων, παρά μόνον επικουρικών τοιούτων δια τας επί πλέον των υπό του παρόντος νόμου οριζομένων παροχών ... Ως επί πλέον παροχαί θεωρούνται αι είτε κατ'είδος είτε κατά ποσόν ή κατ'αμφότερα ανώτεραι των υπό του Ιδρύματος, ... παρεχομένων τοιούτων, παροχαί.». Ακολούθως, με τον ν. 997/1979 (φ. 287 τ. Α΄), εν όψει του, κατά την οικεία αιτιολογική έκθεση, αιτήματος καθολικεύσεως της επικουρικής ασφαλίσεως, συνεστήθη το Ταμείο Επικουρικής Ασφαλίσεως Μισθωτών (Τ.Ε.Α.Μ.), ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.), υπό την εποπτεία του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών (άρθρο 1), ως σκοπός δε αυτού ορίσθηκε: «η πρόσθετος ασφάλισις των, περί ων το επόμενον άρθρον, προσώπων, δια της χορηγήσεως εις ταύτα μηνιαίας παροχής (συντάξεως) καταβαλλομένης περιοδικώς. ...» (άρθρο 2). Με το άρθρο 3 παρ. 1 του ανωτέρω νόμου, όπως αντικαταστάθηκε - μετά την ένταξη του Τ.Ε.Α.Μ. ως αυτοτελούς κλάδου στο Ι.Κ.Α. (με την επωνυμία Ι.Κ.Α. – Τ.Ε.Α.Μ.)- από το άρθρο 18 παρ. 3 του ν. 1902/1990 (Α΄ 138), ορίσθηκαν τα εξής: «Στην ασφάλιση του ταμείου υπάγονται υποχρεωτικώς τα πρόσωπα, τα οποία ασφαλίζονται, δυνάμει των κειμένων περί υποχρεωτικής ασφάλισης διατάξεων, στο Ι.Κ.Α ή άλλο φορέα κύριας ασφάλισης μισθωτών και δεν υπάγονται, για την αυτή απασχόληση, στην ασφάλιση άλλου φορέα, κλάδου ή λογαριασμού ασφαλίσεων που λειτουργεί με τη μορφή Ν.Π.Δ.Δ. Κατ'εξαίρεση τα επικουρικά ταμεία, κλάδοι, λογαριασμοί ασφάλισης μισθωτών που λειτουργούν με τη μορφή Ν.Π.Ι.Δ., ως και κάθε άλλος φορέας επικουρικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως ονομασίας και νομικής μορφής, που έχουν συσταθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, εξακολουθούν να διέπονται από τις καταστατικές τους διατάξεις και τα πρόσωπα που ασφαλίζονται σ'αυτά εξαιρούνται από την ασφάλιση του Ι.Κ.Α. - Τ.Ε.Α.Μ.». Ακολούθως, με σειρά νομοθετημάτων [άρθρο 57 ν. 1140/1981 (φ. 68 τ. Α΄), άρθρο τρίτο ν. 1305/1982 (φ. 146 τ. Α΄), 6 ν. 3029/2002 (φ. 160 τ. Α΄) κ.λπ.], η επικουρική ασφάλιση επεξετάθη περαιτέρω, έχει δε υποχρεωτικό και καθολικό (από του έτους 1983) χαρακτήρα. Με τον επακολουθήσαντα ν. 2082/1992 «Αναμόρφωση της Κοινωνικής Ασφάλισης και άλλες διατάξεις» (φ. 165 τ. Α΄) επεδιώχθη, όπως προκύπτει από την σχετική εισηγητική έκθεση, η αναμόρφωση του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως για την εξασφάλιση της βιωσιμότητος του στο μέλλον. Με τον νόμο αυτό, ως προς όλα τα ταμεία επικουρικής ασφαλίσεως μισθωτών, προσδιορίσθηκε το ύψος της εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη σε ποσοστό 3% για τον καθένα, υπολογιζόμενο επί των πάσης φύσεως, κατά το άρθρο 22 παρ. 2 του νόμου τούτου, αποδοχών (άρθρα 32 παρ. 1 και 52 παρ. 1), ενώ ορίσθηκε ότι το ύψος της χορηγουμένης από τους φορείς αυτούς συντάξεως «καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μετά από σύνταξη αναλογιστικής μελέτης και γνώμη του Δ.Σ. κάθε επικουρικού φορέα και γνωμοδότηση του Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφάλισης, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση κάθε φορέα, όπως αυτή διαμορφώνεται μετά τις ρυθμίσεις του νόμου αυτού σχετικά με τις εισφορές, τις χρονικές προϋποθέσεις συνταξιοδότησης και τα όρια ηλικίας...» (άρθρο 54, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 παρ. 2 του ν. 2556/1997, Α΄ 270). Επακολούθησε ο ν. 3029/2002 «Μεταρρύθμιση Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης» (Α΄ 160), με το άρθρο 6 του οποίου συνεστήθη ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών» (Ε.Τ.Ε.Α.Μ.), τελούν υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και διεπόμενο από το σύνολο των διατάξεων του καταργούμενου Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ. (παρ. 1), ορίσθηκε δε ότι «Το Ε.Τ.Ε.Α.Μ. αποτελεί καθολικό διάδοχο του καταργούμενου Ι.Κ.Α. - Τ.Ε.Α.Μ. και υπεισέρχεται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτού» (παρ. 3) και «έχει σκοπό την επικουρική ασφάλιση για παροχή σύνταξης των προσώπων που υπάγονται στην ασφάλισή του σε περίπτωση γήρατος, αναπηρίας, καθώς και των μελών της οικογένειάς τους σε περίπτωση θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου» (παρ. 7), ότι «Στην ασφάλιση του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. υπάγονται υποχρεωτικά τα πρόσωπα που βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας υπήγοντο στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. - Τ.Ε.Α.Μ.» (παρ. 8), ότι «Οι κατά την ισχύ του παρόντος νόμου ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του Ι.Κ.Α. - Τ.Ε.Α.Μ. καθίστανται ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. και διέπονται από τη νομοθεσία του, όπως κάθε φορά ισχύει» (παρ. 9) και ότι «Πόροι του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. αποτελούν τα πάσης φύσης έσοδα του καταργούμενου Ι.Κ.Α. - Τ.Ε.Α.Μ., τα έσοδα από εισφορά ασφαλισμένου, εργοδότη, οι πρόσοδοι περιουσίας, η απόδοση των κεφαλαίων και αποθεματικών και κάθε άλλο έσοδο που προκύπτει από τη δραστηριότητά του» (παρ. 11). Περαιτέρω, με την παρ. 13 του εν λόγω άρθρου 6 προβλέφθηκε ότι το Ε.Τ.Ε.Α.Μ. διοικείται από επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο, διοριζόμενο από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, και ότι στις συνεδριάσεις αυτού μετέχει άνευ ψήφου Κυβερνητικός Επίτροπος, οριζόμενος, επίσης, από τον ανωτέρω Υπουργό. Με το άρθρο 4 παρ. 5 του Κανονισμού Οικονομικής Οργάνωσης και Λογιστικής Λειτουργίας του Ε.Τ.Ε.Α.Μ., ο οποίος εγκρίθηκε με την 14679/2955/2007 απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας (Β΄ 2337), ορίσθηκε ότι «Τα Έσοδα και Έξοδα του Ταμείου προσδιορίζονται για κάθε οικονομικό έτος με τον Προϋπολογισμό, ο οποίος περιλαμβάνει: Στο μεν σκέλος των εσόδων του: α. Την επιχορήγηση από τον κρατικό προϋπολογισμό. β. Τα εξ ασφαλιστικών εισφορών βεβαιωθέντα έσοδα τρέχοντος έτους και τα βεβαιωθέντα εντός του έτους από καθυστερούμενες εισφορές και πρόσθετα τέλη ανεξάρτητα από τη χρονική περίοδο που ανάγονται. γ. Οι πρόσοδοι περιουσίας. δ. Τα από κοινωνικούς πόρους έσοδα. ε. Τα από οποιαδήποτε άλλη πηγή έσοδα...», ενώ με το άρθρο 5 παρ. 3 του αυτού Κανονισμού ορίσθηκε ότι «Ο Προϋπολογισμός με την Εισηγητική Έκθεση, μετά την έγκρισή του από το Διοικητικό Συμβούλιο, υποβάλλεται για έγκριση στον Υπουργό Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, ...». Εξ άλλου, με το άρθρο 7 του ανωτέρω ν. 3029/2002 εισήχθη θεσμικό πλαίσιο για την ίδρυση και λειτουργία, υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, των «Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης», τα οποία αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρος (παρ. 1) και «έχουν ως σκοπό την παροχή στους ασφαλισμένους και δικαιούχους των παροχών, επαγγελματικής ασφαλιστικής προστασίας πέραν της παρεχόμενης από την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση για τους ασφαλιστικούς κινδύνους και ενδεικτικά τους κινδύνους γήρατος, θανάτου, αναπηρίας, επαγγελματικού ατυχήματος, ασθένειας, διακοπής της εργασίας...» (παρ. 2). Τα Ταμεία αυτά «ιδρύονται προαιρετικά ανά επιχείρηση ή κλάδο ή κλάδους εργαζομένων ...» (παρ. 3), όσα δε εξ αυτών χορηγούν συνταξιοδοτικές παροχές λειτουργούν με βάση το κεφαλαιοποιητικό σύστημα (παρ. 5), ενώ η υπαγωγή στην ασφάλιση αυτών είναι προαιρετική (παρ. 9). Εν όψει των ανωτέρω χαρακτηριστικών της, η παρεχόμενη από τα τελευταία αυτά Ταμεία ασφάλιση διακρίνεται από την επικουρική ασφάλιση, η οποία έχει, κατά τα προεκτεθέντα, υποχρεωτικό και καθολικό χαρακτήρα.

12. Επειδή, εξ άλλου, δυνάμει των ανωτέρω διατάξεων του β.δ. από 15/20-5-1920 ιδρύθηκε, το 1934, το Ταμείο Υγείας Προσωπικού Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος, στο Καταστατικό του οποίου αναφέρονται τα εξής: «Άρθρο 1 (Σύσταση και επωνυμία): Με την από 18 Σεπτεμβρίου 1934 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μελών του Επαγγελματικού Σωματείου, που εδρεύει στην Αθήνα με την επωνυμία "Σύλλογος των Υπαλλήλων της Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος"και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 33 και επόμενα του από 15/20.5.1920 Β. Δ/τος "περί επαγγελματικών Σωματείων"ιδρύεται Αλληλοβοηθητικό Ταμείο Περίθαλψης με την επωνυμία "ΤΑΜΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ". Το Αλληλοβοηθητικό αυτό Ταμείο, που θα αποκαλείται στη συνέχεια για συντομία "Ταμείο"ή "Τ.Υ.Π.Α.Τ.Ε."έχει δική του νομική προσωπικότητα και διέπεται από τις διατάξεις που ισχύουν για τα αλληλοβοηθητικά Σωματεία και τις διατάξεις του Καταστατικού αυτού. Άρθρο 3 (Σκοποί): Σκοποί του Ταμείου είναι: 1. ... 2. ... 3. Η παροχή μηνιαίας επικούρησης ή και άλλων οικονομικών βοηθημάτων από τον Ειδικό Λογαριασμό που δημιουργείται για το σκοπό αυτό με τον τίτλο ΕΙΔΙΚΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΕΠΙΚΟΥΡΗΣΗΣ ΜΕΛΩΝ (ΕΛΕΜ), τον οποίο θα διαχειρίζεται 5μελής Διαχειριστική Επιτροπή (Δ.Ε.) ..., και ο οποίος θα εξυπηρετείται αποκλειστικώς με δικούς του πόρους, μη αναμιγνυόμενους, σε καμιά περίπτωση και για κανένα απολύτως λόγο, με αυτούς του κλάδου περίθαλψης και πρόνοιας του Ταμείου ή του Ειδικού Λογαριασμού Αποκατάστασης Τέκνων (ΕΛΑΤ). Η επικούρηση παρέχεται σ'εκείνα από τα μέλη του και τους δικαιοδόχους των που συνταξιοδοτούνται από το Ταμείο Συντάξεων και Προνοίας προσωπικού της ΑΤΕ. ... 4. ... Άρθρο 4 (Μέλη του Ταμείου): Τα μέλη του Ταμείου διακρίνονται σε τακτικά, έκτακτα και επίτιμα. 1. Τακτικά μέλη είναι: α) Οι εργαζόμενοι στην ΑΤΕ με σχέση εξαρτημένης εργασίας και με πλήρη, συνεχή και τακτική απασχόληση. ... . β) ... 2. Έκτακτα μέλη είναι: α) Οι μετά ενεργό υπηρεσία στην ΑΤΕ και τις εταιρίες του εδ. γ'της παρ. 1 συνταξιοδοτούμενοι. ... β) ...». Εξάλλου, στο άρθρο 1 του Κανονισμού του ΕΛΕΜ ορίζονται οι σκοποί του, οι οποίοι συνίστανται «στην παροχή μηνιαίας επικούρησης και λοιπών παροχών, όπως προβλέπονται από τον παρόντα Κανονισμό και το Νόμο...», στο δε άρθρο 8 του Κανονισμού προβλέπονται οι πόροι του ΕΛΕΜ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται α) εισφορά της ΑΤΕ 9% επί των αποδοχών των εργαζομένων και β) εισφορά 3% των εργαζομένων επί των τακτικών και έκτακτων μηνιαίων αποδοχών τους. Ακολούθως, με το άρθρο 60 του ν. 3371/2005 (φ. 178 τ. Α' /14-2-2005) ιδρύθηκε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΤΡΑΠΕΖΟΫΠΑΛΛΗΛΩΝ" (Ε.Τ.Α.Τ.), τελούν υπό την εποπτεία του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας. Με το άρθρο 61 του ιδίου νόμου, όπως συνεπληρώθη με το άρθρο 16 παρ. 2 ν. 3455/2006 (φ. 84 τ. Α'), ωρίσθη ότι: «Σκοπός του Ε.Τ.Α.Τ. είναι: α) Η καταβολή της διαφοράς των ποσών συντάξεων που προκύπτουν από τον υπολογισμό της σύνταξης βάσει των καταστατικών διατάξεων του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. και των καταστατικών διατάξεων των οικείων επικουρικών ταμείων ή κλάδων ή λογαριασμών ή ενώσεων προσώπων του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992. β) Οι όροι και οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης από τα οικεία ταμεία ή κλάδους ή ειδικούς λογαριασμούς ή ενώσεις προσώπων για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992 δεν θίγονται. ... γ) Η καταβολή πρόσθετης συνταξιοδοτικής παροχής για τους ασφαλισμένους από 1.1.1993 στα ταμεία επικουρικής ασφάλισης των πιστωτικών ιδρυμάτων για το χρονικό διάστημα από 1.1.1993 έως την υπαγωγή στο Ε.Τ.Α.Τ. για το οποίο έχουν καταβάλει επιπλέον πρόσθετες ασφαλιστικές εισφορές από τις κατά νόμον προβλεπόμενες του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. . ... δ) Η είσπραξη των εισφορών εργαζομένου και εργοδότη. ε) Η απονομή των συντάξεων που δικαιούται το προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων από το Ε.Τ.Α.Τ.. στ) Η λειτουργία ως φορέα σύνδεσης και διαμεσολάβησης μεταξύ του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων, του Ε.Τ.Α.Τ., του Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. και του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. ζ) Η παροχή ποσών συντάξεων που προκύπτουν από τις καταστατικές διατάξεις δευτερεύοντος επικουρικού ταμείου ή κλάδου, σωματειακής μορφής ή ειδικού λογαριασμού ή ένωσης προσώπων. Στην περίπτωση αυτή, το προσωπικό του πιστωτικού ιδρύματος υπάγεται στο Ε.Τ.Α.Τ. για την ανωτέρω δευτερεύουσα επικουρική ασφάλιση του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 62, όπως ισχύουν κάθε φορά και εξαιρείται από την ασφάλιση του Ε.Τ.Ε.Α.Μ.». Με το άρθρο 62 του ιδίου νόμου ωρίσθη ότι: «1. Στην ασφάλιση του Ε.Τ.Α.Τ. υπάγονται υποχρεωτικά τα πρόσωπα που εργάζονται στα πιστωτικά ιδρύματα του ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α΄) και ασφαλίζονται για επικουρική ασφάλιση στα οικεία ταμεία ασφάλισης του προσωπικού τους μετά τη διάλυση τους σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην επόμενη παράγραφο. 2. ... 6. Εάν δεν αποφασισθεί η διάλυση των επικουρικών ταμείων ή ... ή ειδικών λογαριασμών με τις προβλεπόμενες διαδικασίες ..., το Ε.Τ.Α.Τ., με αίτημα του αρμόδιου οργάνου του εργοδότη ή των εργαζομένων ή του ταμείου, ..., αναλαμβάνει την διεκπεραίωση και διαχείριση των κάθε φύσεως υποθέσεων των ασφαλισμένων και συνταξιούχων των οικείων επικουρικών ταμείων που αφορούν ασφαλιστικά ή συνταξιοδοτικά τους ζητήματα, όπως είσπραξη εισφορών ή απονομή και καταβολή συντάξεων. ... . Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, μετά γνώμη του Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφάλισης (Σ.Κ.Α.), καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις διαχείρισης και διεκπεραίωσης των θεμάτων, ο τρόπος κατανομής χρονικά του ποσού της δαπάνης που θα καταβάλει ο εργοδότης και κάθε θέμα αναγκαίο για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής. ... 7. ...». Με το άρθρο 63 του νόμου αυτού ωρίσθη: «Πόροι Ε.Τ.Α.Τ.. Πόροι του Ε.Τ.Α.Τ. είναι: α) Ποσό εισφοράς κάθε πιστωτικού ιδρύματος, το προσωπικό του οποίου έχει ειδικά δικαιώματα πρόσθετης επικουρικής σύνταξης από το Ε.Τ.Α.Τ. κατά το άρθρο 61. Το ποσό της εισφοράς αυτής καθορίζεται με νόμο μετά εκπόνηση ειδικής οικονομικής μελέτης και καταβάλλεται μέσα σε δέκα έτη. β) Η περιουσία των ταμείων επικουρικής ασφάλισης που εντάσσονται στο Ε.Τ.Α.Τ.. γ) Οι πρόσοδοι περιουσίας των ως άνω ταμείων επικουρικής ασφάλισης. δ) Κάθε άλλος πόρος που ήθελε ορισθεί με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ως αντάλλαγμα των πιστωτικών ιδρυμάτων για τις υπηρεσίες διαχείρισης που παρέχει το Ε.Τ.Α.Τ.». Κατ'επίκληση των ανωτέρω εξουσιοδοτικών διατάξεων του άρθρου 62 παρ. 6 του ν. 3371/2005, εξεδόθη το πδ 209/2006 (φ. 209 τ. Α΄), με το οποίο ωρίσθησαν τα εξής: «Άρθρο 1. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Προεδρικού Διατάγματος τα επικουρικά ταμεία ή οι κλάδοι συντάξεως των Ταμείων που λειτουργούν ως ν.π.ι.δ. σωματειακής μορφής ή ειδικού λογαριασμού ή ένωσης προσώπων αποκαλούνται εφεξής "Ταμεία". Άρθρο 2. Διαδικασία διαχείρισης και διεκπεραίωσης των πάσης φύσεως υποθέσεων των ασφαλισμένων και συνταξιούχων από το Ε.Τ.Α.Τ. 1. Το Ε.Τ.Α.Τ. υποχρεούται να τηρεί πλήρες μητρώο των ασφαλισμένων και συνταξιούχων, τη διαχείριση των υποθέσεων των οποίων έχει αναλάβει. ... 2. ... 3. Οι ασφαλιστικές εισφορές ασφαλισμένων και εργοδοτών παρακρατούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα και καταβάλλονται στο Ε.Τ.Α.Τ. ... 4. ... 5. ... Άρθρο 3. Διαδικασία απονομής ασφαλιστικών παροχών από το Ε.Τ.Α.Τ. 1. ... 3. Στους ήδη συνταξιούχους των Ταμείων καταβάλλονται τα ποσά σύνταξης που κατέβαλε το Ταμείο από το οποίο συνταξιοδοτήθηκαν. ... 4. Οι εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη, οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης και οι παροχές είναι οι προβλεπόμενες από τις καταστατικές διατάξεις των επιμέρους Ταμείων και από τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας. 5. ...». Εξ άλλου, δυνάμει της παρ. 2 του άρθρου 38 του ν. 3522/2006 (φ. 276 τ. Α΄) ο κλάδος συντάξεως του Ταμείου Συντάξεων και Προνοίας Προσωπικού Α.Τ.Ε. ενετάγη υποχρεωτικώς, από 1-1-2007 στον κλάδο συντάξεων του Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. Με την ίδια διάταξη δε, ωρίσθησαν και τα εξής: «... Από 1.1.2007 οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρησης Μελών Προσωπικού της Αγροτικής Τράπεζας (Ε.Λ.Ε.Μ.) που έχει συσταθεί στο ταμείο Υγείας Προσωπικού της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, υπάγονται υποχρεωτικά στο Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (Ε.Τ.Α.Τ.). Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 62 του ν. 3371/2005 (ΦΕΚ 178 Α΄) και οι διατάξεις του π.δ. 209/2006 (ΦΕΚ 209 Α΄). Η οικονομική επιβάρυνση του Ε.Τ.Α.Τ. και του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. από την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3371/2005 και του παρόντος άρθρου καλύπτεται, πέραν των προβλεπομένων από τις καταστατικές διατάξεις του Ε.Λ.Ε.Μ. εισφορών εργαζομένου και εργοδότη, από την καταβολή από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. του ποσού των τριακοσίων ογδόντα εκατομμυρίων (380.000.000) ευρώ. Από το ποσό αυτό τα διακόσια ογδόντα εκατομμύρια (280.000.000) ευρώ καταβάλλονται εντός του μηνός Ιανουαρίου 2007, και το υπόλοιπο ποσό, σαν έκτακτη εισφορά, των εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) ευρώ καταβάλλεται σε 10 ισόποσες ετήσιες δόσεις στην αρχή κάθε έτους. Η προβλεπόμενη από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Καταστατικού του Ε.Λ.Ε.Μ. εισφορά της Α.Τ.Ε. μειώνεται σταδιακά και ισόποσα από 9% σε 7,5% εντός τριών ετών, αρχής γενομένης από 1.1.2007. Με τα παραπάνω ποσά των έκτακτων εισφορών και οικονομικών επιβαρύνσεων προς το Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. και Ε.Τ.Α.Τ. – Ε.Τ.Ε.Α.Μ. εξαντλείται η υποχρέωση της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος για κάλυψη επιπλέον εισφορών ή παροχών προς τα ταμεία αυτά που απορρέουν από τις κείμενες διατάξεις. Με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας καθορίζεται κάθε θέμα που προκύπτει από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. 3. ... ». Από τα ανωτέρω συνάγεται, ότι οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι της ΑΤΕ, που υπήγοντο στον ΕΛΕΜ, ως προς την επικουρική τους ασφάλιση, η οποία έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα και διέπεται από το διανεμητικό σύστημα, υπήχθησαν, κατά τούτο, με την παρ. 2 του άρθρου 38 του ν. 3522/2006, στο ΕΤΑΤ, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το οποίο έχει αναλάβει την διεκπεραίωση και διαχείριση των κάθε φύσεως υποθέσεων των, που αφορούν ασφαλιστικά ή συνταξιοδοτικά τους ζητήματα, όπως είσπραξη εισφορών ή η απονομή και καταβολή των συντάξεων των. Τέλος, με το άρθρο 35 του ν. 4052/2012 συνεστήθη ν.π.δ.δ. με την επωνυμία Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (Ε.Τ.Ε.Α.), υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, με σκοπό την «παροχή μηνιαίας επικουρικής σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου στους εργαζόμενους στον ιδιωτικό, δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, στις τράπεζες και τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους», στο οποίο, έχει ήδη ενταχθή, κατά τα προεκτεθέντα, ως προς την επικουρική ασφάλιση το ΕΤΑΤ. Όπως συνάγεται από τις οικείες ως άνω διατάξεις, τα προμνησθέντα επικουρικά ταμεία (Τ.Ε.Α.Μ., Ε.Τ.Ε.Α.Μ., ΕΤΑΤ, Ε.Τ.Ε.Α.) συνεστήθησαν ως φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως και, εν όψει τούτου, ως ν.π.δ.δ., τα στοιχεία δε αυτά (υποχρεωτικότητα, μορφή ν.π.δ.δ.) δικαιολογούνται συνταγματικώς, κατά τα εκτεθέντα στην όγδοη σκέψη, από το γεγονός ότι με τη λειτουργία τους τα εν λόγω Ταμεία συμβάλλουν – διά της χορηγήσεως παροχών συμπληρωματικών («επί πλέον», κατά τη διατύπωση του άρθρου 13 του ν. 6298/1934) εν σχέσει προς τις χορηγούμενες από τα Ταμεία υποχρεωτικής κύριας ασφαλίσεως – στην επίτευξη του προεκτεθέντος, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, δημοσίου σκοπού, στην διασφάλιση δηλαδή υπέρ των συνταξιούχων ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως, κατά το δυνατόν εγγύς εκείνου το οποίο είχαν αυτοί κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου.

13. Επειδή, στα πλαίσια της επισημανθείσης από τον Ιανουάριο του 2010 δημοσιονομικής κρίσεως και μετά τη διαπίστωση, με την 2010/182 απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Φεβρουαρίου 2010 (L 83/13), της καταστάσεως υπερβολικού ελλείμματος, στην οποία είχε περιέλθει η Ελληνική Δημοκρατία, και της ανάγκης λήψεως μέτρων για τη μείωση αυτού, θεσπίστηκε ο ν. 3845/2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη-μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» (Α΄ 65/6.5.2010), στο άρθρο τρίτο του οποίου περιελήφθησαν τα πρώτα μέτρα σχετικά με την περικοπή συντάξεων. Ειδικότερα, το άρθρο αυτό ορίζει, στην παράγραφο 10 (όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε από τότε που ίσχυσε με το άρθρο 24 Ν. 4038/2012, Α΄ 14, 2.2.2012), ότι «Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη νόμου ή κανονιστικής πράξης, για τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους όλων των Φορέων Κύριας Ασφάλισης, με εξαίρεση τους συνταξιούχους του Ο.Γ.Α., χορηγούνται εφόσον ο δικαιούχος έχει υπερβεί το 60ό έτος της ηλικίας και το ύψος τους καθορίζεται ως εξής: α) Το επίδομα εορτής Χριστουγέννων, στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ. β) Το επίδομα εορτής Πάσχα, στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ. γ) Το επίδομα αδείας, στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ. Ειδικά για τους συνταξιούχους που λαμβάνουν σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας ή λόγω θανάτου, το ποσό της οποίας είναι μικρότερο των τετρακοσίων (400) ευρώ, τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και το επίδομα αδείας, δεν μπορούν να είναι μεγαλύτερα των ποσών που ελάμβαναν με βάση τις προϊσχύουσες του ν. 3845/2010 διατάξεις...», στην παράγραφο 11, ότι «από το όριο ηλικίας που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο εξαιρούνται όσοι εξ ιδίου δικαιώματος λαμβάνουν σύνταξη λόγω αναπηρίας ή με το καθεστώς των βαρέων και ανθυγιεινών ή των οικοδομικών επαγγελμάτων, καθώς και οι δικαιούχοι εκ μεταβιβάσεως, εφόσον οι τελευταίοι: α) είναι δικαιούχοι λόγω θανάτου συζύγου, ή β) δεν έχουν υπερβεί το 18ο έτος ή αν σπουδάζουν, το 24ο έτος της ηλικίας τους, ή γ) είναι ανίκανοι για άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος σε ποσοστό μεγαλύτερο του 67%», στην παράγραφο 12, ότι «αν καταβάλλονται στο ίδιο πρόσωπο δύο κύριες συντάξεις από οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα κύριας ασφάλισης, τα επιδόματα της παραγράφου 10 καταβάλλονται μόνο από τον φορέα που καταβάλλει την μεγαλύτερη σύνταξη», στην παράγραφο 13, ότι «αν στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι εκ μεταβιβάσεως, το ποσό των επιδομάτων επιμερίζεται αναλόγως στα συνδικαιούχα πρόσωπα» και, στην παράγραφο 14, ότι «τα επιδόματα της παραγράφου 10 δεν καταβάλλονται, εφόσον οι καταβαλλόμενες συντάξεις, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων της παραγράφου 10, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση υπερβαίνουν κατά μήνα, τα δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων της παραγράφου 10, οι καταβαλλόμενες συντάξεις υπερβαίνουν το ύψος αυτό, τα επιδόματα της παραγράφου 10 καταβάλλονται μέχρι του ορίου των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ, με ανάλογη μείωση τους». Στον ανωτέρω νόμο προσαρτήθηκαν ως Παραρτήματα ΙΙΙ και ΙV, αντιστοίχως, το «Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής - 3 Μαΐου 2010» και το «Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής - 3 Μαΐου 2010», που αποτελούν τα δύο από τα τρία μέρη, από τα οποία απαρτίζεται το «Μνημόνιο Συνεννόησης» (Memorandum of Understanding), που υπεγράφη στις 3.5.2010 αφ'ενός από τον Υπουργό Οικονομικών και το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως εκπροσώπους της Ελληνικής Δημοκρατίας, και αφ'ετέρου από τον Επίτροπο Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, ως εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενεργούσης για λογαριασμό των κρατών – μελών της Ευρωζώνης∙όπως δε έχει κριθεί (Ολ. ΣτΕ 668/2012, σκ. 28), το εν λόγω Μνημόνιο Συνεννόησης δεν αποτελεί διεθνή συνθήκη, αλλά «το πρόγραμμα της Ελληνικής Κυβερνήσεως, με το οποίο καθορίζονται οι στόχοι της γενικότερης πολιτικής της και τα μέσα επιτεύξεώς τους για την επόμενη τριετία, καθώς και το χρονοδιάγραμμα για την θέσπιση των μέτρων αυτών, προς το σκοπό της αντιμετωπίσεως της, κατά την Κυβέρνηση, συντρεχούσης κατά τον χρόνο της εξαγγελίας του εν λόγω προγράμματος οξείας δημοσιονομικής κρίσεως και του κινδύνου χρεοκοπίας της χώρας με την ενεργοποίηση και του αποφασισθέντος, στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας». Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω ν. 3845/2010, «το αίτηµα της Κυβέρνησης για ενεργοποίηση αυτού του µηχανισµού αποτέλεσε πράξη ευθύνης και ιστορική υποχρέωση απέναντι στον κίνδυνο κατάρρευσης της οικονοµίας λόγω αδυναµίας δανεισµού. Η προσφυγή στο µηχανισµό ήταν το τελευταίο καταφύγιο για να αποτραπεί η χρεοκοπία της χώρας. Ταυτόχρονα η ανάγκη προσφυγής στο µηχανισµό στήριξης µας οδηγεί στην ανάγκη να λάβουµε πρόσθετα µέτρα, για να εγγυηθούν οι εταίροι µας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και το Διεθνές Νοµισµατικό Ταµείο τη χρηµατοδότηση των αναγκών µας, αλλά και για να βγούµε ασφαλείς από την κρίση. Το πρόγραµµα σταθερότητας που σχεδιάστηκε και τα πρόσθετα µέτρα που προτείνονται µε το σχέδιο νόµου, θέτουν σε εφαρµογή τον µηχανισµό στήριξης της ελληνικής οικονοµίας από τα κράτη - µέλη της ευρωζώνης και το Διεθνές Νοµισµατικό Ταµείο µε την παροχή χρηµατοδότησης ... Το µακροοικονοµικό σενάριο προβλέπει ύφεση 4% το 2010 και επιστροφή σε θετικούς ρυθµούς ανάπτυξης από το 2012 και µετά. ... τα µέτρα που προτείνονται είναι επώδυνα. Είναι όµως απαραίτητα για να προστατευθεί το υπέρτερο δηµόσιο συµφέρον, που υπό τις παρούσες πρωτόγνωρες ιστορικά δυσµενείς συνθήκες της οικονοµίας είναι και εθνικό συµφέρον. Είναι απαραίτητα για να αυξηθούν τα έσοδα, να περιοριστούν οι δαπάνες, να συνεχιστεί η λειτουργία του κράτους, να διατηρηθεί η δυνατότητα να καταβάλλονται µισθοί και συντάξεις χωρίς να υποθηκεύεται το µέλλον των επόµενων γενεών. Για να µπορέσει να ανταποκριθεί το κράτος στις συνταγµατικές του υποχρεώσεις: να παρέχει ασφάλεια, υγεία, παιδεία και να ασκεί κοινωνική πολιτική ... Με τα µέτρα που προτείνονται οι Έλληνες πολίτες θα υποστούν θυσίες. Όµως η εναλλακτική πορεία θα ήταν η κατάρρευση και η καταστροφή. Τα µέτρα που η κυβέρνηση προτείνει, επιφέρουν µείωση του εισοδήµατος των εργαζοµένων στο Δηµόσιο και τον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα, αλλά και των συνταξιούχων. Καταβλήθηκε τεράστια προσπάθεια κατά τη διάρκεια της διαπραγµάτευσης, ώστε να θιγούν όσο γίνεται λιγότερο τα χαµηλά και µεσαία επίπεδα µισθών και συντάξεων, ...». Εξ άλλου, στο «Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής- 3 Μαΐου 2010» αναφέρονται τα εξής: «Ι. ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ: 1. Η οικονομική ύφεση εντάθηκε το 2010. Το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας μειώθηκε κατά 2% το 2009 και οι δείκτες υποδεικνύουν ότι η οικονομική δραστηριότητα θα αποδυναμωθεί περαιτέρω το 2010 ... 2. ... Λόγω της υιοθέτησης αδύναμων πολιτικών εσόδων και χαλαρής φορολογικής διαχείρισης, ..., τα έσοδα μειώθηκαν αισθητά. Οι δαπάνες, εντωμεταξύ, αυξήθηκαν σημαντικά, ιδιαίτερα για μισθούς και επιδόματα, ... Το έλλειμμα εκτινάχθηκε στο εκτιμώμενο 13.6% του ΑΕΠ ενώ το δημόσιο χρέος αυξήθηκε σε πάνω από 115% του ΑΕΠ το 2009 ... 3. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει επηρεαστεί αρνητικά... 4. (...) II. ΒΑΣΙΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ: 5. Οι κύριοι στόχοι του προγράμματος είναι η διόρθωση των δημοσιονομικών και εξωτερικών ανισορροπιών και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης ... 6. Η κυβέρνηση προβλέπει μία εκτεταμένη περίοδο προσαρμογής: Ο ρυθμός ανάπτυξης του πραγματικού ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα περιοριστεί σημαντικά το 2010-2011, αλλά αναμένεται να ανακάμψει σταδιακά στη συνέχεια. Το οικονομικό πρόγραμμα βασίζεται στην υπόθεση αρνητικής ανάπτυξης 4% το 2010 και 2½ % το 2011 ... III. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ: 7. ... Η εισοδηματική πολιτική και η πολιτική κοινωνικής προστασίας πρέπει να στηρίξουν την προσπάθεια για δημοσιονομική προσαρμογή και την επανάκτηση της ανταγωνιστικότητας. Η προσαρμογή των εισοδημάτων σε βιώσιμα επίπεδα είναι αναγκαία για τη στήριξη της δημοσιονομικής διόρθωσης και της μείωσης του πληθωρισμού σε επίπεδα κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, καθώς και για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους και τιμών σε μόνιμη βάση. Τα προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης θα πρέπει να ενδυναμωθούν για να αντιμετωπίσουν υποβόσκουσες διαρθρωτικές ανισορροπίες που οφείλονται στη γήρανση του πληθυσμού, ... Καθώς οι μεγαλύτερες υπερβάσεις ετησίως στον προϋπολογισμό προέρχονται συστηματικά από τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης, οι μεταρρυθμίσεις για την περιφρούρηση της βιωσιμότητας του συστήματος δεν μπορούν πλέον να αναβληθούν... 8. Η κυβέρνηση δεσμεύεται σε δίκαιη κατανομή του κόστους προσαρμογής. Η δέσμευση για την προστασία των πιο ευάλωτων από τις συνέπειες της οικονομικής ύφεσης λαμβάνεται υπόψη στο σχεδιασμό των πολιτικών προσαρμογής. Στην εξυγίανση των δημοσιονομικών, μεγαλύτερη θα είναι η συνεισφορά από όσους δεν έχουν κατά παράδοση συμβάλει με το μερίδιο που τους αναλογεί στη φορολογική επιβάρυνση ...: Μειώσεις στις συντάξεις: η απάλειψη της 13ης και της 14ης σύνταξης αντισταθμίζεται για όσους λαμβάνουν λιγότερο από €2500 μηνιαίως με την υιοθέτηση ενός νέου ενιαίου επιδόματος €800 ετησίως. Η μείωση βαραίνει περισσότερο όσους λαμβάνουν υψηλότερες συντάξεις. ... Επιπλέον, οι ελάχιστες συντάξεις και τα οικογενειακά επιδόματα δε θα περικοπούν ... 11. ... Για το υπόλοιπο του 2010, ... τα τρία σημαντικότερα άμεσα μέτρα είναι η άμεση μείωση του λογαριασμού μισθοδοσίας του δημοσίου τομέα και των δαπανών για πληρωμές συντάξεων... 12. Για το 2011 και μετά έχουν προσδιοριστεί επιπλέον μέτρα αύξησης των εσόδων και μείωσης των δαπανών προκειμένου να εξασφαλιστούν οι δημοσιονομικοί στόχοι. ... Οι δαπάνες θα μειωθούν κατά ένα ισοδύναμο γύρω στο 7% του ΑΕΠ μέχρι το 2013 ... οι δαπάνες από μισθούς και επιδόματα θα πρέπει να περιοριστούν ... 13. Εκτός από αυτά τα άμεσα δημοσιονομικά μέτρα για τον προϋπολογισμό, η κυβέρνηση έχει επίσης δρομολογήσει μια σειρά σημαντικών διαρθρωτικών δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων. Αυτές θα ενισχύσουν τη βιωσιμότητα, συμβάλλοντας στην ενίσχυση του ελέγχου επί των εσόδων και των δαπανών: • Ασφαλιστική Μεταρρύθμιση: Το σημερινό συνταξιοδοτικό σύστημα δεν είναι βιώσιμο και θα περιέλθει σε αδυναμία πληρωμών εάν δεν ληφθούν υπεύθυνα μέτρα προκειμένου να τεθεί σε μια υγιή βάση. Η κυβέρνηση έχει ξεκινήσει μια μεταρρύθμιση η οποία θα πρέπει να εγκριθεί πριν από τα τέλη Ιουνίου 2010. Η Εθνική Αναλογιστική Αρχή θα εκπονήσει μια μελέτη προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι παράμετροι του νέου συστήματος διασφαλίζουν μακροπρόθεσμη αναλογιστική ισορροπία. Τα υπάρχοντα ασφαλιστικά ταμεία θα συγχωνευθούν σε τρία. Η μεταρρύθμιση θα εισάγει ένα νέο σύστημα το οποίο θα βασίζεται στην ενίσχυση της σύνδεσης μεταξύ εισφορών και παροχών, με ενιαίους κανόνες που θα ισχύουν κατ'αναλογία σε όλους τους σημερινούς και μελλοντικούς εργαζόμενους. Η κανονική ηλικία συνταξιοδότησης θα οριστεί στα 65 έτη, αυξανόμενη παράλληλα με το προσδόκιμο ζωής. Οι παροχές θα πρέπει να τιμαριθμοποιούνται. Η μεταρρύθμιση επίσης θα περιορίσει την πρόωρη συνταξιοδότηση, ακόμα και για τους ασφαλισμένους προ του 1993, και θα περιορίσει τον κατάλογο των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων. Το νέο σύστημα θα προβλέπει επίσης μια σύνταξη κοινωνικού χαρακτήρα με εισοδηματικά κριτήρια για όλους τους πολίτες που βρίσκονται πάνω από την κανονική ηλικία συνταξιοδότησης, ώστε να παρέχεται ένα σημαντικό δίχτυ ασφαλείας, συμβατό με τη βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών ...» Παραλλήλως, στο «Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής- 3 Μαΐου 2010» αναφέρονται τα ακόλουθα: «Οι τριμηνιαίες εκταμιεύσεις της διμερούς οικονομικής βοήθειας από τα Κράτη-Μέλη της Ευρωζώνης θα βασίζονται σε τριμηνιαίους απολογισμούς των προϋποθέσεων για όλη τη χρονική διάρκεια της συμφωνίας. Η αποδέσμευση των δόσεων θα βασίζεται στην τήρηση των ποσοτικών κριτηρίων επιδόσεων και στη θετική αξιολόγηση της προόδου στα κριτήρια πολιτικής του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής (ΜΟΧΠ) και αυτού του Μνημονίου, ... Πριν από την καταβολή των δόσεων, οι αρχές πρέπει να παρέχουν μια έκθεση συμμόρφωσης σχετικά με την εκπλήρωση των προϋποθέσεων. 1. Ενέργειες για τον πρώτο απολογισμό (να έχουν ολοκληρωθεί ως το τέλος του δεύτερου τριμήνου 2010): i. Δημοσιονομική Εξυγίανση: ... -Μείωση των δώρων Πάσχα, Χριστουγέννων και επιδόματος αδείας που καταβάλλονται στους συνταξιούχους, με ταυτόχρονη προστασία αυτών που λαμβάνουν χαμηλότερες συντάξεις, με τις καθαρές εξοικονομήσεις να ανέρχονται σε 1.900 εκ. ευρώ για ένα πλήρες έτος (1.500 εκ. ευρώ το 2010)·... -Μείωση των υψηλότερων συντάξεων, με στόχο την εξοικονόμηση 500 εκ, ευρώ για ένα πλήρες έτος (350 εκ. ευρώ το 2010) ... 2. Ενέργειες για τη δεύτερη αξιολόγηση (να έχουν ολοκληρωθεί ως το τέλος του τρίτου τριμήνου 2010): i. ... ii. Διαρθρωτικές δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις: ... Το Κοινοβούλιο θα υιοθετήσει τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος προκειμένου να εξασφαλιστεί μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα η βιωσιμότητα του ... Η μεταρρύθμιση θα πρέπει να περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία: ... -Μείωση του ανώτατου ορίου στις συντάξεις· ... -Μείωση των συνταξιοδοτικών παροχών (κατά 6% ετησίως) για τα άτομα που συνταξιοδοτούνται μεταξύ των ηλικιών 60 και 65, με περίοδο συνεισφορών μικρότερη των 40 ετών˙ ...».

14. Επειδή, ακολούθησε η θέσπιση του ν. 3863/2010, «Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις» (Α΄ 115/15.7.2010). Στο άρθρο 1 του νόμου αυτού ορίσθηκε ότι «1. Το Δημόσιο εγγυάται τη βιωσιμότητα του Ασφαλιστικού Συστήματος της χώρας με σκοπό τη διασφάλιση αξιοπρεπούς σύνταξης για κάθε δικαιούχο. 2. Βασική σύνταξη: Το ποσό της σύνταξης που δεν αναλογεί σε ασφαλιστικές εισφορές και χορηγείται μετά την 1.1.2015, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος αυτός. 3. Αναλογική σύνταξη: Το ποσό της σύνταξης που αναλογεί στο ύψος των ασφαλιστικών εισφορών για τα έτη ασφάλισης, από 1.1.2011 και εφεξής, κάθε ασφαλισμένου που θεμελιώνει δικαίωμα σύνταξης μετά την 1.1.2015 σε φορείς κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο. Το αναλογικό ποσό σύνταξης βαρύνει τους προϋπολογισμούς των ασφαλιστικών οργανισμών κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο για τους ασφαλισμένους του Δημοσίου. 4. ...» και στο άρθρο 2 ότι «1. Από 1.1.2015 και εφεξής καθιερώνεται βασική σύνταξη. Το ύψος της βασικής σύνταξης, για το έτος 2010, καθορίζεται στο ποσό των τριακοσίων εξήντα (360,00) ευρώ μηνιαίως, για δώδεκα μήνες και αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του νόμου αυτού. 2. Την ανωτέρω βασική σύνταξη δικαιούνται: Α. Οι ασφαλισμένοι των οργανισμών κύριας ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, καθώς και οι τακτικοί υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου ... που θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από την 1.1.2015 και εφεξής». Περαιτέρω, στο άρθρο 37 του ν. 3863/2010 ορίσθηκαν τα ακόλουθα: «Από 1.1.2011 και εφεξής οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και το NAT επιχορηγούνται με βάση την ισχύουσα νομοθεσία και ειδικά για τα έτη 2010-2013, τηρουμένων των στόχων του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης και του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας (ν. 3845/2010). Από 1.1.2015 το κράτος αναλαμβάνει τη χρηματοδότηση της βασικής σύνταξης όλων των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και του NAT, πλην των Ε.Τ.Α.Α., Ε.Τ.Α.Π.-Μ.Μ.Ε. και του συστήματος ασφάλισης προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος. Το ποσό αυτό επιμερίζεται στους οργανισμούς ανάλογα με τον αριθμό των δικαιούχων και των ποσών που καταβάλλονται...». Εξ άλλου, στο άρθρο 38 του αυτού ως άνω νόμου, όπως η μεν παρ. 1 αυτού τροποποιήθηκε από τα άρθρα 138 παρ. Β περ. 10 του ν. 4052/2012 και 30 παρ. 3 του ν. 4075/2012 (Α΄ 89, 11.4.2012) η δε παρ. 3 από το άρθρο 37 παρ. 2 α του ν. 3996/2011, Α΄ 170, 5.8.2011, ορίσθηκαν τα εξής: «1. Από 1.8.2010 θεσπίζεται Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) η οποία τηρείται σε λογαριασμό με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια, στο Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών (ΑΚΑΓΕ) το οποίο συστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 149 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄). Σκοπός του Λογαριασμού είναι η κάλυψη ελλειμμάτων των κλάδων κύριας σύνταξης Φ.Κ.Α., καθώς και η χρηματοδότηση του προγράμματος "Πρόγραμμα κατ'οίκον φροντίδας συνταξιούχων". 2. Η Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων παρακρατείται μηνιαία κατά την καταβολή της σύνταξης από τις συντάξεις κύριας ασφάλισης των συνταξιούχων του Δημοσίου, NAT και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης υπολογίζεται στο συνολικό ποσό της σύνταξης και καθορίζεται ως εξής: α. Για συντάξεις από 1.400,01 € έως 1.700,00 €, ποσοστό 3% β. Για συντάξεις από 1.700,01 € έως 2.000,00 €, ποσοστό 4% γ. Για συντάξεις από 2.000,01 € έως 2.300,00 €, ποσοστό 5% δ. Για συντάξεις από 2.300,01 € έως 2.600,00 €, ποσοστό 6% ε. Για συντάξεις από 2.600,01 € έως 2.900,00 €, ποσοστό 7% στ. Για συντάξεις από 2.900,01 € έως 3.200,00 €, ποσοστό 8% ζ. Για συντάξεις από 3.200,01 € έως 3.500,00 €, ποσοστό 9% η. Για συντάξεις από 3.500,01 € και άνω, ποσοστό 10%. 3.α. Για την πρώτη κατηγορία το ποσό της σύνταξης μετά την παρακράτηση της εισφοράς δεν μπορεί να υπολείπεται των χιλίων τετρακοσίων ευρώ (1.400 €). β. ... γ. Εξαιρούνται της παρακράτησης της Ειδικής Εισφοράς οι συνταξιούχοι που λαμβάνουν το εξωϊδρυματικό επίδομα του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68), όπως ισχύει, καθώς και οι συνταξιούχοι της παρ. 3 του άρθρου 42 του ν. 1140/1981, όπως ισχύει, και της παρ. 2 του άρθρου 30 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165), που λαμβάνουν προσαύξηση της κύριας σύνταξής τους λόγω απόλυτης αναπηρίας. δ. ... ε. ... 4. Τα ποσά που παρακρατούνται με ευθύνη του Δημοσίου, του NAT και των Φ.Κ.Α. αποδίδονται στο Λογαριασμό του ΑΚΑΓΕ το αργότερο μέχρι το τέλος του επομένου, από την παρακράτηση, μήνα. 5. Η οικονομική και λογιστική λειτουργία του Λογαριασμού της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων είναι η ίδια με αυτή που ισχύει για το Α.Κ.Α.Γ.Ε.. Τα κεφάλαια του Λογαριασμού επενδύονται στο Κοινό Κεφάλαιο Τραπέζης Ελλάδος. 6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται η διαδικασία: α) απόδοσης της εισφοράς στο Λογαριασμό και β) η διαδικασία μεταφοράς των ποσών στους Φ.Κ.Α.. Με όμοια απόφαση καθορίζεται το ύψος του ποσού που απαιτείται κάθε φορά για κάλυψη του ελλείμματος του κλάδου κύριας σύνταξης. 7. Μετά την 1.1.2015 τα ποσά της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων μεταφέρονται στο Α.Κ.Α.Γ.Ε. και αποτελούν έσοδο του Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών...». Τέλος, στο άρθρο 39 του ν. 3863/2010 ορίσθηκαν τα εξής: «1. Από 1.1.2011 η σύνταξη και οι λοιπές συνταξιοδοτικές παροχές που καταβάλλονται στους δικαιούχους όλων των Ασφαλιστικών Οργανισμών κύριας και επικουρικής ασφάλισης, διαχωρίζονται λογιστικά στο οργανικό και στο προνοιακό τμήμα. 2. Για την τήρηση τους διατηρούνται δύο αυτοτελείς λογιστικοί λογαριασμοί με την ονομασία «Λογαριασμός Οργανικού Ποσού» και «Λογαριασμός Συμπληρωματικού- Προνοιακού Ποσού» με διαφορετικούς κωδικούς, οι οποίοι εγγράφονται στους Προϋπολογισμούς των κατ'ιδίαν Ασφαλιστικών Οργανισμών και Τομέων αντίστοιχα. Το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης στον δικαιούχο εξακολουθεί να αποτελείται από το συνολικό άθροισμα των δύο ανωτέρω τμημάτων. 3. Προνοιακές παροχές αποτελούν: το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (άρθρο 24 του ν. 2556/1997, όπως ισχύει), το Εξωιδρυματικό Επίδομα και το Επίδομα Απολύτου Αναπηρίας του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (ΦΕΚ 68 Α΄) όπως ισχύει, το Συμπληρωματικό- Προνοιακό ποσό της σύνταξης, καθώς και κάθε άλλη παροχή, η οποία απονέμεται από τους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς χωρίς την καταβολή ασφαλιστικής εισφοράς». Στη αιτιολογική έκθεση του ν. 3863/2010 αναφέρεται ότι αυτός «συνιστά τη θεσμική απάντηση της Πολιτείας σε μία χρόνια, διαρκώς επιδεινούμενη και ήδη πλέον ανεξέλεγκτη κρίση: την κρίση του ασφαλιστικού μας συστήματος.». Περαιτέρω, αναφέρεται ότι με το νόμο επιχειρείται «ριζικός μετασχηματισμός» του συστήματος, που «έχει ως αφετηρία και βάση του την αποσαφήνιση των ρόλων που διαδραματίζουν στα ασφαλιστικά μας πράγματα το κράτος, οι κοινωνικοί εταίροι και ο κάθε εργαζόμενος ξεχωριστά. Η αποσαφήνιση των ρόλων γίνεται κυρίως με τη διάκριση μεταξύ ασφάλισης και αλληλεγγύης. Σκοπός μας είναι να καταστούν απολύτως σαφή στους συμπολίτες μας δύο πράγματα: τι υποχρεούνται να εισφέρουν και τι δικαιούνται να προσδοκούν. Θεμέλιο του συστήματος είναι η διάκριση ... μεταξύ βασικής και αναλογικής σύνταξης. ... πρόκειται για κεφαλαιώδη τομή που εκλογικεύει το συνταξιοδοτικό μας σύστημα διαχωρίζοντας τις προνοιακού τύπου παροχές από τις κατά κυριολεξία συντάξεις. Οι πρώτες... συνιστούν έκφραση της κοινωνικής αλληλεγγύης... Οι δεύτερες αποτελούν παροχές των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης προς τους ασφαλισμένους τους, ήτοι αναλογική ανταπόδοση για τις εισφορές που κατέβαλαν κατά τη διάρκεια του ασφαλιστικού τους βίου. Η βασική σύνταξη αποτελεί έμπρακτη εφαρμογή της αρχής της διανεμητικής δικαιοσύνης, η δε αναλογική έμπρακτη εφαρμογή της αρχής της ανταποδοτικής δικαιοσύνης. ... Ως έμπρακτη τήρηση της αρχής της διαγενεακής αλληλεγγύης λαμβάνεται πρόνοια, ώστε να διαφυλαχθούν οι πόροι του συστήματος προς όφελος όχι μόνο της παρούσας αλλά και των μελλοντικών γενεών. ... Η συνεχής μετακύλιση, μέσω του δανεισμού και της διόγκωσης των ελλειμμάτων, όλων των βαρών στις μέλλουσες γενεές, αλλά και η άρνηση της Πολιτείας να λάβει τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα, συνιστούν ευθεία προσβολή της ισότητας των γενεών και πράξη ασύγγνωστης πολιτικής ανευθυνότητας και κοινωνικής αδικίας. ... Η χώρα βρίσκεται σε περίοδο έκτακτης ανάγκης. ... Με το νέο συνταξιοδοτικό σύστημα ... δεν ανασυγκροτούμε μόνο το θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης, διασώζοντας τον από την κατάρρευση ..., αλλά ... συμβάλλουμε στην επίτευξη ενός εξίσου χρήσιμου και πλέον επιτακτικού στόχου, που είναι η αποφυγή της χρεοκοπίας, η εξυγίανση των δημοσιονομικών της χώρας και η είσοδος σε μια νέα περίοδο βιώσιμης ανάπτυξης. ... Το βαρύ έργο που επωμιζόμαστε να συμπίπτει με δύο σημεία καμπής της νεώτερης οικονομικής ιστορίας. Το πρώτο είναι η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση ...Το δεύτερο είναι η δραματική κατάσταση των εθνικών μας δημοσιονομικών μεγεθών. Συνέπεια ... είναι ότι ... ο δανεισμός πλέον δεν προσφέρεται ...». Περαιτέρω, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3863/2010 ως μείζονες παράμετροι της ασφαλιστικής κρίσης αναφέρονται «η δημογραφική, η δημοσιονομική και η αναπτυξιακή, ... κοινές σε όλες της χώρες της Ευρώπης». Επισημαίνεται, όμως, ότι «...στην περίπτωση της Ελλάδας ... χρόνιες ενδηµικές και κρίσιµες ανεπάρκειες ..., όπως η δύσκαµπτη και γραφειοκρατική δομή των ασφαλιστικών οργανισμών, η πέραν κάθε ελέγχου έκταση της εισφοροδιαφυγής και της εισφοροκλοπής, το πελατειακό πολιτικό σύστηµα (λ.χ. µε τις ανά καιρούς εθελούσιες εξόδους και τις αναγνωρίσεις πλασµατικού συντάξιµου χρόνου), η κατά καιρούς διαφθορά αλλά και η σπατάλη συνετέλεσαν και συντελούν τα µέγιστα στην υπονόµευση της βιωσιµότητας του συστήµατος ... Το Υπουργείο Εργασίας καλείται να οργανώσει την οµαλή µετάβαση από το νυν στο νέο σύστηµα χωρίς να αντλήσει επιπρόσθετους πόρους από τον κρατικό προϋπολογισµό. Υπό τις παρούσες συνθήκες, όπως είναι προφανές, τέτοια δυνατότητα δεν υπάρχει. Το γεγονός αυτό µας ανάγκασε να αναζητήσουµε εκείνο το είδος της µετάβασης το οποίο δεν θα είχε ως συνέπειά του µεγάλες πρόσθετες δαπάνες. Και να αναζητήσουµε ταυτοχρόνως, την αυτοχρηµατοδότηση του υφισταµένου ασφαλιστικού συστήµατος µε συµβολή των συνταξιούχων από ένα επίπεδο σύνταξης και άνω, στην αντιµετώπιση των τρεχουσών οικονοµικών δυσχερειών. ...». Τέλος, ειδικώς ως προς το άρθρο 38, η αιτιολογική έκθεση του ν. 3863/2010 αναφέρει ότι «...η επιβολή ειδικής εισφοράς υπό µορφή περιορισµού σε ορισµένου ύψους συντάξεις στοχεύει να εξοµαλύνει τις δηµοσιονοµικές υπερβάσεις από τις οποίες µαστίζεται ο Κρατικός Προϋπολογισµός όσον αφορά τους ΦΚΑ µε την σε τακτά χρονικά διαστήµατα κάλυψη των ελλειµµάτων τους, χωρίς να θίγεται η περιουσιακή κατάσταση εκάστου δικαιούχου, αφού, τελικώς, αυτός θα είναι ο αποδέκτης της σχετικής ωφέλειας, η οποία θα συντελέσει στην αύξηση ή και στη διατήρηση σε όσο το δυνατό µεγαλύτερο ύψος της σύνταξης που λαµβάνει (µελλοντική ανταποδοτικότητα του συστήµατος) ... η Ε.Α.Σ. επιβάλλεται µε κριτήρια κοινωνικής δικαιοσύνης και δίκαιης κατανοµής των βαρών. Επιβάλλεται δε, προκειµένου και οι συνταξιούχοι στους οποίους καταβάλλεται µια ικανοποιητική σύνταξη να συµβάλλουν και αυτοί στην µεγάλη προσπάθεια για την αντιµετώπιση των τεράστιων δηµοσιονοµικών προβληµάτων της χώρας αλλά κυρίως και στην διάσωση του ασφαλιστικού συστήµατος, µε την λήψη µέτρων δηµοσιονοµικής προσαρµογής που στόχο έχουν να διαφυλάξουν τα ασφαλιστικά κεφάλαια αλλά να διασφαλίσουν και για το µέλλον την οµαλή και έγκαιρη καταβολή των συντάξεων ...».

15. Επειδή, εν συνεχεία, θεσπίστηκε ο ν. 3985/2011 «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015» (Α΄ 151/1.7.2011), στα πρότυπα της δημοσιονομικής διαχειρίσεως που εισήχθησαν με το ν. 3871/2010. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού, ο οποίος είναι απλώς τυπικός, εξομοιούμενος με προϋπολογισμό περισσοτέρων ετών, το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (Μ.Π.Δ.Σ.) αποτελεί «βασικό στοιχείο μιας διαφορετικής φιλοσοφίας στη διαχείριση των δημόσιων πόρων και το πρώτο βήμα για τη μετάβαση σε πολυετείς προϋπολογισμούς, καθώς συμβάλλει στην εμπέδωση της έννοιας του πολυετούς προγραμματισμού των οικονομικών του Δημοσίου». Το πρόγραμμα αυτό, κατά την ίδια αιτιολογική έκθεση, «περιλαμβάνει για το έτος προϋπολογισμού και τα τρία επόμενα έτη κατά κύριο λόγο: • τους μεσοπρόθεσμους στόχους για τη γενική κυβέρνηση και τους επί μέρους φορείς της. • την περιγραφή και αξιολόγηση των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών εξελίξεων και προβλέψεων για τα δύο προηγούμενα έτη, το τρέχον έτος, το έτος προϋπολογισμού και τα επόμενα τρία έτη. • όλες τις παραδοχές των οικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων (..., αριθμό εργαζομένων, μισθολογικές και συνταξιοδοτικές εξελίξεις, ...) • ... • τα συνολικά ανώτατα όρια δαπανών για τη γενική κυβέρνηση, καθώς και τα ανώτατα όρια του Κρατικού Προϋπολογισμού και των ΟΤΑ και ΟΚΑ για την περίοδο, • τις δαπάνες και τα έσοδα σε κεντρική κυβέρνηση, τοπική αυτοδιοίκηση, κοινωνική ασφάλιση για τα αντίστοιχα έτη, •... • τις εκτιμήσεις ανά οικονομική κατηγορία των ακαθάριστων εξόδων, εσόδων και του ελλείμματος ή πλεονάσματος του κοινωνικού προϋπολογισμού ...». Περαιτέρω, στην ως άνω αιτιολογική έκθεση, μεταξύ των μακροοικονομικών κινδύνων, αναφέρεται και η «επιδείνωση του µακροοικονοµικού σεναρίου ... που θα µπορούσε να επηρεάσει αρνητικά και την αγορά εργασίας, σε ό,τι αφορά την ανεργία, µε περαιτέρω επιπτώσεις στην ιδιωτική κατανάλωση και τα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές», ενώ γίνεται μνεία της αποκλίσεως από τον προϋπολογισμό του έτους 2010 ως προς το ισοζύγιο των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφαλίσεως, «καθώς η μεγαλύτερη από το αναμενόμενο αύξηση της ανεργίας οδήγησε σε μείωση των ασφαλιστικών εισφορών», εκτιμάται δε ότι «η απόκλιση έρχεται κυρίως ως αποτέλεσµα της βαθύτερης, από το αναµενόµενο, ύφεσης της ελληνικής οικονοµίας που επηρεάζει τα φορολογικά έσοδα, αλλά και τις ασφαλιστικές εισφορές» και προβλέπεται ότι η, λίγο µεγαλύτερη από την προβλεφθείσα για το έτος 2010, ύφεση «συρρικνώνει τα φορολογικά έσοδα και τις ασφαλιστικές εισφορές και αυξάνει τις κοινωνικές παροχές του κράτους». Ως «κύριες παρεμβάσεις πολιτικής με δημοσιονομικές επιπτώσεις στον προϋπολογισμό του έτους 2012» εξαγγέλθηκαν, μεταξύ άλλων, με την εν λόγω αιτιολογική έκθεση, η «μείωση των δαπανών για κοινωνική ασφάλιση (1.260 εκατ. ευρώ), µέσω προσαρµογής των επικουρικών συντάξεων, ...», και η «µείωση των δαπανών για επιδόµατα κοινωνικής ασφάλισης µέσω επανελέγχου των στοιχείων των δικαιούχων», εκτιμήθηκε δε ότι με την «επανεξέταση της σκοπιµότητας και τον επαναπροσδιορισµό του συνόλου των µεταβιβάσεων από τον κρατικό προϋπολογισµό, µεταξύ άλλων, και προς το ασφαλιστικό σύστηµα ... θα επιτευχθεί σημαντική εξοικονόμηση στις δαπάνες επιχορήγησης του ασφαλιστικού συστήματος εν γένει, συνολικού ύψους 2.099,37 εκατ. ευρώ», ενώ αναφέρεται ότι με τους ν. 3762/2009, ν. 3863/2010 και ν. 3883/2010 «που αποτελούν επανάσταση στο ασφαλιστικό σύστηµα, εξασφαλίστηκε αφενός µεν σε µεγάλο βαθµό η βιωσιµότητα του ασφαλιστικού συστήµατος, αφετέρου δε διορθώνονται πλήθος στρεβλώσεων και αδικιών ...».

16. Επειδή, οι προβλεπόμενες στο ν. 3985/2011 παρεμβάσεις στο πλαίσιο της δεύτερης δέσμης μέτρων για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος πραγματοποιήθηκαν με το ν. 3986/2011 «Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015» (Α΄ 152/1.7.2011). Ειδικότερα, στο άρθρο 44 του ως άνω νόμου, όπως η μεν παρ. 11 περ. γ αυτού αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23 του ν. 4038/2012 η δε παρ. 12 αυτού από το άρθρο 2 παρ. 7 του ν. 4024/2011, ορίσθηκαν τα εξής: «1. ... 2. ... 10. Από 1.8.2011, τα ποσοστά των περιπτώσεων (β) έως και (η) της παραγράφου 2 του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115), καθώς και του άρθρου 11 του ν. 3865/2010 (Α΄ 120) αναπροσαρμόζονται σε 6%, 7%, 9%, 10%, 12%, 13% και 14% αντίστοιχα. 11. α) Από 1.8.2011, στους συνταξιούχους του Δημοσίου, του NAT και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης που δεν έχουν συμπληρώσει το 60ό έτος ηλικίας, παρακρατείται επιπλέον μηνιαία εισφορά ως εξής: i. Για συντάξεις από 1.700,01 € έως 2.300,00 €, ποσοστό 6%. ii. Για συντάξεις από 2.300,01 € έως 2.900,00 €, ποσοστό 8% και iii. Για συντάξεις από 2.900,01 € και άνω, ποσοστό 10%. β) Οι παρακρατήσεις υπολογίζονται στο συνολικό ποσό της σύνταξης, όπως διαμορφώνεται μετά την παρακράτηση της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων της προηγούμενης παραγράφου. γ) Εξαιρούνται της ανωτέρω εισφοράς όσοι αποστρατεύθηκαν με πρωτοβουλία της Υπηρεσίας ή έχουν συνταξιοδοτηθεί λόγω αυτοδίκαιης λύσης της εργασιακής σχέσης, πλην εκείνων που συνταξιοδοτούνται από ασφαλιστικούς οργανισμούς αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Επίσης εξαιρούνται της ανωτέρω εισφοράς και οι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνουν το Εξωιδρυματικό Επίδομα ή το Επίδομα Απολύτου Αναπηρίας του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68), όπως ισχύει, και της παρ. 2 του άρθρου 30 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165) ή το επίδομα ανικανότητας του άρθρου 54 του π.δ. 169/2007 (Α΄ 210), ή πρόκειται για θύματα τρομοκρατικών ενεργειών ή βιαίων συμβάντων, καθώς και ορφανικές οικογένειες αυτών. δ) Η παραπάνω παρακράτηση διακόπτεται τον επόμενο μήνα από τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας. ε) Για την πρώτη κατηγορία το ποσό της σύνταξης μετά την παρακράτηση της επιπλέον εισφοράς δεν μπορεί να υπολείπεται των χιλίων επτακοσίων ευρώ (1.700 €). στ) Κατά τα λοιπά, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 και του άρθρου 11 του ν. 3865/2010. 12. α) Από 1.8.2011, οι διατάξεις των παραγράφων 10 και 11 εφαρμόζονται στο 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης, που χορηγείται από το ΕΤΑΤ και το ΕΤΕΑΜ, σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος. Κατά τα λοιπά, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115). β) Η παράγραφος 13 καταλαμβάνει από 1.9.2011 και το 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης, που χορηγείται από το ΕΤΑΤ και το ΕΤΕΑΜ σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος. 13. α) Από 1.9.2011 θεσπίζεται Ειδική Εισφορά Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης, η οποία τηρείται σε λογαριασμό με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια, στο Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών (Α.Κ.Α.ΓΕ.), το οποίο συστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 149 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58). Σκοπός του Λογαριασμού είναι η κάλυψη ελλειμμάτων φορέων και κλάδων επικουρικής σύνταξης. β) Η Ειδική Εισφορά Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης παρακρατείται μηνιαία κατά την καταβολή της σύνταξης των συνταξιούχων των φορέων επικουρικής ασφάλισης, αρμοδιότητας όλων των Υπουργείων, καθώς και των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), τα οποία χορηγούν επικουρικές συντάξεις, δυνάμει ασφάλισης η οποία έχει χωρήσει σε υποκατάσταση υποχρεωτικής ασφάλισης σε Φ.Κ.Α.. Η εισφορά υπολογίζεται στο συνολικό ποσό της σύνταξης και καθορίζεται ως εξής: i. Για συντάξεις από 300,01 € έως 350,00 €, ποσοστό 3% ii. Για συντάξεις από 350,01 € έως 400,00 €, ποσοστό 4% iii. Για συντάξεις από 400,01 € έως 450,00 €, ποσοστό 5% iv. Για συντάξεις από 450,01 € έως 500,00 €, ποσοστό 6% v. Για συντάξεις από 500,01 € έως 550,00 €, ποσοστό 7% vi. Για συντάξεις από 550,01 € έως 600,00 €, ποσοστό 8% vii. Για συντάξεις από 600,01 € έως 650,00 €, ποσοστό 9% viii. Για συντάξεις από 650,01 € και άνω, ποσοστό 10%. γ) Για την πρώτη κατηγορία το ποσό της σύνταξης μετά την παρακράτηση της εισφοράς δεν μπορεί να υπολείπεται των τριακοσίων ευρώ (300 €). δ) Εξαιρούνται της παρακράτησης της ειδικής εισφοράς οι συνταξιούχοι που λαμβάνουν το Εξωιδρυματικό Επίδομα του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68), όπως ισχύει, καθώς και οι συνταξιούχοι της παραγράφου 3 του άρθρου 42 του ν. 1140/1981, όπως ισχύει, και της παραγράφου 2 του άρθρου 30 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165), που λαμβάνουν προσαύξηση της σύνταξής τους λόγω απόλυτης αναπηρίας. ε) Στις περιπτώσεις που στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι, για τον προσδιορισμό των ποσών σύνταξης της παραγράφου (β) λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό της σύνταξης που έχει μεταβιβασθεί και το παρακρατηθέν ποσό επιμερίζεται ανάλογα. στ) Τα ποσά που παρακρατούνται με ευθύνη των φορέων αποδίδονται σε Λογαριασμό του Α.Κ.Α.ΓΕ. το αργότερο μέχρι το τέλος του επόμενου, από την παρακράτηση, μήνα. ζ) Η οικονομική και λογιστική λειτουργία του Λογαριασμού της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων είναι η ίδια με αυτή που ισχύει για το Α.Κ.Α.ΓΕ.. Τα κεφάλαια του Λογαριασμού επενδύονται στο Κοινό Κεφάλαιο Τραπέζης Ελλάδος. η) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού καθορίζεται το ύψος του ποσού που απαιτείται κάθε φορά για κάλυψη του ελλείμματος του κλάδου επικουρικής σύνταξης. θ) Μετά την 1.1.2015 τα ποσά της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων μεταφέρονται στο Α.Κ.Α.ΓΕ. και αποτελούν έσοδο του Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών». Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 3986/2011 « [η] χώρα βρίσκεται σε βαθιά δηµοσιονοµική κρίση και σε κατάσταση οιονεί δηµοσιονοµικής εξάρτησης. Χρόνιες παθογένειες και δηµοσιονοµικές αστάθειες, σε συνδυασµό µε ένα περιβάλλον πρωτοφανούς αβεβαιότητας στο διεθνές χρηµατοπιστωτικό σύστηµα, συντέλεσαν στο σταδιακό αποκλεισµό της Ελλάδας από τις πηγές διεθνούς δανεισµού και στην αδυναµία εξυπηρέτησης των δανειακών αναγκών της χώρας. Η χώρα µας ζει τη µεγαλύτερη κρίση της πρόσφατης ιστορίας της ... Λόγω της κρίσιµης δηµοσιονοµικής κατάστασης της χώρας, είναι ανάγκη να προταχθούν µέτρα άµεσης εφαρµογής και απόδοσης. Αυτά αποδίδουν αµέσως αποτέλεσµα, ενώ τα άλλα και κυρίως τα µέτρα που αφορούν τη σύλληψη της φοροδιαφυγής, τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, τα άτυπα φαινόµενα στην ελληνική πολιτική, την ελληνική κοινωνία και την ελληνική οικονοµία, χρειάζονται προετοιµασία, σύστηµα, δηµόσια διοίκηση, δύσκολα τα συλλαµβάνει κανείς και στην καλύτερη περίπτωση αποδίδουν µεσοπρόθεσµα...». Ειδικώς, ως προς το ανωτέρω άρθρο 44, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3986/2011 - αφού επαναλαμβάνονται όσα εκτίθενται στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3863/2010 ως προς το άρθρου 38 αυτού (βλ. ενδέκατη σκέψη) - αναφέρεται ότι «...προκειµένου να επιτευχθεί η περαιτέρω µείωση των επιχορηγήσεων από την πλευρά του κρατικού προϋπολογισµού προς τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και δεδοµένης της αναγκαιότητας για τον περιορισµό του ελλείµµατος της γενικής κυβέρνησης, προτείνεται η αναπροσαρµογή της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων στις κύριες συντάξεις και η θέσπιση Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης, ώστε να εξασφαλισθεί η οµαλή χρηµατοδότηση των φορέων και κλάδων κύριας και επικουρικής σύνταξης ...». Ως προς την καθιερούμενη δε με την παρ. 13 του εν λόγω άρθρου 44 Ειδική Εισφορά Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης, αναφέρεται, ειδικότερα, ότι «Σκοπός της συγκεκριμένης ρύθμισης είναι η αντιμετώπιση των ελλειμμάτων φορέων και κλάδων επικουρικής σύνταξης, όπως αυτά θα προκύψουν μετά την ολοκλήρωση των αναλογιστικών μελετών, ώστε να διασφαλίζεται η απρόσκοπτη καταβολή των συντάξεων αυτών».

17. Επειδή, η επόμενη μείωση στις κύριες και επικουρικές συντάξεις επήλθε με τον ν. 4024/2011 «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015» (Α΄ 226/27.10.2011). Ειδικότερα, στο άρθρο 2 του νόμου αυτού, με τίτλο «Ρύθμιση θεμάτων ασφαλιστικών φορέων», όπως οι παρ. 1 και 2 αυτού τροποποιήθηκαν από το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 4038/2012, ορίζονται τα εξής: «1. Από 1.11.2011 στους συνταξιούχους του NAT και των φορέων κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας μειώνεται κατά 40% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ. Η ανωτέρω μείωση καταλαμβάνει και το 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης, που χορηγείται από το ΕΤΑΤ και το ΕΤΕΑΜ, σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος. Για την παραπάνω μείωση λαμβάνεται υπόψη το ποσό της κύριας σύνταξης που εναπομένει μετά την παρακράτηση από το συνολικό ποσό της μηνιαίας σύνταξης της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων και της επιπλέον εισφοράς της παρ. 11 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152). Η κατά τα ανωτέρω μείωση διακόπτεται από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνον κατά τον οποίο συμπληρώνεται το 55ο έτος της ηλικίας. Εξαιρούνται της ανωτέρω μείωσης οι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνουν το εξωιδρυματικό επίδομα ή το επίδομα απολύτου αναπηρίας του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68) και του άρθρου 30 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165) ή πρόκειται για θύματα τρομοκρατικών ενεργειών ή βίαιων συμβάντων, καθώς και οι ορφανικές οικογένειες αυτών ή είναι συνταξιούχοι του ν. 3185/2003 (Α΄ 229) ή του άρθρου 5 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, ή της παραγράφου 3 του άρθρου 16 του ν. 2227/1994 (Α΄ 129), καθώς και όσοι έχουν συνταξιοδοτηθεί με το καθεστώς υπερβαρέων επαγγελμάτων, όσοι έχουν συνταξιοδοτηθεί με τριάντα πέντε (35) τουλάχιστον έτη πραγματικής ασφάλισης και συνταξιούχοι του NAT. Επίσης εξαιρούνται της ανωτέρω μείωσης: α) οι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας ή γήρατος, οι οποίοι είχαν το δικαίωμα να συνταξιοδοτηθούν βάσει των διατάξεων του άρθρου 5 του ν. 3232/2004, αλλά συνταξιοδοτήθηκαν σύμφωνα με άλλες διατάξεις, β) οι συνταξιούχοι λόγω γήρατος, των οποίων αποδεδειγμένα η αναπηρία, όπως αυτή προσδιορίζεται στο ν. 612/1977 (Α΄ 164) και στο άρθρο 42 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68), όπως αυτοί έχουν συμπληρωθεί, τροποποιηθεί και ισχύουν, επήλθε μετά τη συνταξιοδότηση τους. Τα ποσά που προέρχονται από την κατά τα ανωτέρω μείωση των συντάξεων αποτελούν έσοδα του οικείου φορέα στον οποίο ανήκει ο συνταξιούχος. 2. Από 1.11.2011 στους συνταξιούχους του NAT και των φορέων κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην μείωση της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, μειώνεται κατά 20% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.200 ευρώ. Η ανωτέρω μείωση καταλαμβάνει και το 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης, που χορηγείται από το ΕΤΑΤ και το ΕΤΕΑΜ σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος. Για την παραπάνω μείωση λαμβάνεται υπόψη το ποσό της κύριας σύνταξης που εναπομένει μετά την παρακράτηση από το συνολικό ποσό της μηνιαίας σύνταξης της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων και της επιπλέον εισφοράς της παρ. 11 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011. Εξαιρούνται της ανωτέρω μείωσης οι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνουν το εξωιδρυματικό επίδομα ή το επίδομα απολύτου αναπηρίας του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 και του άρθρου 30 του ν. 2084/1992 ή πρόκειται για θύματα τρομοκρατικών ενεργειών ή βίαιων συμβάντων, καθώς και οι ορφανικές οικογένειες αυτών, ή είναι συνταξιούχοι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, ή της παραγράφου 3 του άρθρου 16 του ν. 2227/1994 (Α΄ 129). Επίσης εξαιρούνται της ανωτέρω μείωσης: α) οι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας ή γήρατος, οι οποίοι είχαν το δικαίωμα να συνταξιοδοτηθούν βάσει των διατάξεων του άρθρου 5 του ν. 3232/2004, αλλά συνταξιοδοτήθηκαν σύμφωνα με άλλες διατάξεις, β) οι συνταξιούχοι λόγω γήρατος, των οποίων αποδεδειγμένα η αναπηρία, όπως αυτή προσδιορίζεται στο ν. 612/1977 (Α' 164) και στο άρθρο 42 του ν. 1140/1981 (Α' 68), όπως αυτοί έχουν συμπληρωθεί, τροποποιηθεί και ισχύουν, επήλθε μετά τη συνταξιοδότηση τους. Τα ποσά που προέρχονται από την κατά τα ανωτέρω μείωση των συντάξεων αποτελούν έσοδα του οικείου φορέα στον οποίο ανήκει ο συνταξιούχος. 3. Από 1.11.2011 και εφεξής, στους συνταξιούχους του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ), το τμήμα της μηνιαίας επικουρικής σύνταξης, το οποίο, μετά την τυχόν παρακράτηση της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης της παραγράφου 13 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152), υπερβαίνει το ποσό των 150 ευρώ, μειώνεται κατά ποσοστό 30%. Το ποσό της σύνταξης μετά την ανωτέρω μείωση, δεν δύναται να υπολείπεται των 150 ευρώ. 4. Από 1.11.2011 και εφεξής, στους συνταξιούχους του Κλάδου Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ του ΤΑΥΤΕΚΩ, των Τομέων «ΤΕΑΠ-ΟΤΕ», «ΤΕΑΠ-ΕΛΤΑ», «ΤΕΑΠ-ΕΤΒΑ» του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του ΤΑΥΤΕΚΩ και στους συνταξιούχους του ΕΤΑΤ που λαμβάνουν μόνο επικουρική σύνταξη, καθώς και στους συνταξιούχους του ΕΤΑΤ στο 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης, που χορηγείται από το ΕΤΑΤ και το ΕΤΕΑΜ, σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος, το ποσό της μηνιαίας επικουρικής σύνταξης μειώνεται κατά ποσοστό 15% και για τους συνταξιούχους του Μ.Τ.Π.Υ. κατά ποσοστό 20%. Σε περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 13 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011, προηγείται η παρακράτηση της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης. Ειδικά για το Μ.Τ.Π.Υ., το τμήμα του μερίσματος που, μετά τις ανωτέρω παρακρατήσεις υπερβαίνει τα 500 ευρώ μηνιαίως, μειώνεται κατά 50%. 5. Τα εισπραττόμενα ποσά από τις αναφερόμενες στις προηγούμενες δύο παραγράφους μειώσεις αποτελούν πόρο των ανωτέρω φορέων-τομέων. 6. ...». Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού αναφέρονται, σε σχέση με τις νέες μειώσεις, τα εξής: «Άµεση προτεραιότητα ζωτικού δηµοσίου συµφέροντος είναι η επίτευξη των στόχων και η εφαρµογή του Μεσοπρόθεσµου Πλαισίου Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής 2012-2015, που ψηφίστηκε µε το ν. 3985/2011 (Α΄ 151) και εξειδικεύθηκε µε τις διατάξεις των ν. 3986/2011 (Α΄ 152) και ν. 4002/2011 (Α΄ 180). Στην προσπάθεια αυτή καλείται να συµβάλει το σύνολο των οικονοµικών και κοινωνικών δυνάµεων της χώρας. Η χώρα αντιµετωπίζει την κατάσταση ανάγκης, υπό συνθήκες εξαιρετικά πιεστικές. Στόχος να διαφυλαχθεί η υπόσταση και η προοπτική της χώρας, ... Για το λόγο αυτό πρωταρχικός στόχος είναι η εφαρµογή των αποφάσεων µε τις οποίες διασφαλίζεται η µακροπρόθεσµη, πραγµατική βιωσιµότητα του ελληνικού δηµοσίου χρέους [ώστε να] καταστεί δυνατή η παραγωγή πρωτογενών πλεονασµάτων τα επόµενα χρόνια...». Ειδικώς, ως προς το άρθρο 2 του ν. 4024/2011, στην αιτιολογική έκθεση αυτού αναφέρεται ότι «Με τις διατάξεις της παρ. 1 προβλέπεται µείωση κατά 40% του ποσού της κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.000,00 ευρώ και χορηγείται στους συνταξιούχους κάτω των 55 ετών. Η ρύθµιση είναι αναγκαία λόγω της δαπάνης που προκαλεί στους ασφαλιστικούς οργανισµούς κύριας ασφάλισης η λήψη σύνταξης σε τόσο µειωµένο όριο ηλικίας. Για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης εξαιρούνται από την ανωτέρω µείωση οι συνταξιούχοι αναπηρίας ή γήρατος που λαµβάνουν το εξωιδρυµατικό επίδοµα ή το επίδοµα απολύτου αναπηρίας, οι συνταξιούχοι που αποστρατεύθηκαν µε πρωτοβουλία της υπηρεσίας καθώς και τα θύµατα τροµοκρατικών ενεργειών. Με τις διατάξεις της παρ. 2 προβλέπεται µείωση κατά 20% του ποσού της κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.200 ευρώ και χορηγείται στους συνταξιούχους που δεν εµπίπτουν στη µείωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1. Η µείωση αυτή θεσπίζεται ως συνεισφορά των συνταξιούχων µε σχετικό ικανοποιητικό ύψος ποσού κύριας σύνταξης στον ασφαλιστικό τους φορέα. Από τη µείωση αυτή εξαιρούνται για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης µόνο οι συνταξιούχοι γήρατος και αναπηρίας που λαµβάνουν το εξωιδρυµατικό επίδοµα ή το επίδοµα απολύτου αναπηρίας καθώς και τα θύµατα τροµοκρατικών ενεργειών ...».

18. Επειδή, εξ άλλου, οι ενάγοντες, με την κρινομένη αγωγή, φερόμενοι ως συνταξιούχοι της Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος, ήδη συνταξιοδοτούμενοι, ως προς την κύρια σύνταξη από το ΙΚΑ ΕΤΑΜ και ως προς την επικουρική από το εναγόμενο (ΕΤΑΤ ήδη ΕΤΕΑ), δεδομένου ότι ο τηρούμενος στο Ταμείο Υγείας Προσωπικού Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος Ειδικός Λογαριασμός Επικούρησης Μελών (Ε.Λ.Ε.Μ.) ενετάγη υποχρεωτικώς στο ΕΤΑΤ, δυνάμει του ν. 3522/06, ισχυρίζονται ότι, κατ'εφαρμογήν του άρθρου 2 του ν. 4024/2011 η μηνιαία επικουρική των σύνταξη υπέστη, από 1-11-2011, μείωση 15%, μείωση, για την οποία λαμβάνεται υπ΄ όψιν η παρακράτηση της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφαλίσεως της παρ. 13 του άρθρου 44 ν. 3986/2011 και ότι, ειδικώτερα, όπως προκύπτει από τα σχετικά εκκαθαριστικά των συντάξεων των: α) ο πρώτος των εναγόντων έχει υποστή μείωση της συντάξεως του κατά 182,81 ευρώ και συνολικώς η ζημία του για το διάστημα 1-11-2011 έως 30-6-2012 ανέρχεται στο ποσό αυτό επί 9 μήνες, ήτοι 1645,29 ευρώ, β) ο δεύτερος των εναγόντων έχει υποστή μείωση της συντάξεως του κατά 197,76 ευρώ και συνολικώς η ζημία του για το διάστημα 1-11-2011 έως 30-6-2012 ανέρχεται στο ποσό αυτό επί 9 μήνες, ήτοι 1779,84 ευρώ και γ) η τρίτη των εναγόντων έχει υποστή μείωση της συντάξεως της κατά 70,40 ευρώ και συνολικώς η ζημία της για το διάστημα 1-11-2011 έως 30-6-2012 ανέρχεται στο ποσό αυτό επί 9 μήνες, ήτοι 633,60 ευρώ. Προβάλλουν δε, ότι οι ανωτέρω διατάξεις του ν. 4024/2011, δυνάμει των οποίων εχώρησε η περικοπή των συντάξεων των, «που άγουν στην περικοπή των συντάξεων των και μάλιστα κατά σημαντικότατο ποσοστό και ποσό, λαμβανομένων δε υπόψη των ήδη επιβληθεισών περικοπών, μειώσεων και επιβαρύνσεων με πλήθος προγενεστέρων νομοθετικών ρυθμίσεων (Ν. 3833/2010, 3845/2010, 3985/2011, 3986/2011, 4002/2011 κ. ά.)», αντίκεινται ευθέως σε βασικές συνταγματικές διατάξεις, καθώς και σε διατάξεις διεθνών συμβάσεων, οι οποίες τυγχάνουν υπερνομοθετικής ισχύος, κατ'άρθρο 28 του Συντάγματος, και άρα η περικοπή της μηνιαίας κύριας συντάξεως των, κατ'εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, τυγχάνει ευθέως παράνομη και αντισυνταγματική. Ειδικώτερα, προβάλλουν ότι οι εν λόγω διατάξεις παραβιάζουν τα άρθρα 2 παρ. 1, 4, 17, 22 παρ. 4 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος και προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Τούτο δε, κατά τους ισχυρισμούς τους, διότι οι διατάξεις αυτές προβλέπουν μέτρα παντελώς δυσανάλογα σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, αφού από την σχετική εισηγητική του νόμου έκθεση, πέρα από την απλή αναφορά του δημοσίου συμφέροντος α) δεν προκύπτουν –από παράθεση συγκεκριμένων στατιστικών και συγκριτικών στοιχείων, που να επιτρέπουν τη διαπίστωση της υπάρξεως δημοσίου συμφέροντος διαφορετικού από το απλό ταμειακό συμφέρον του δημοσίου- συγκεκριμένοι οικονομικοί λόγοι, που να δικαιολογούν την εξαίρεση από την συνταγματική και υπερνομοθετική προστασία, ούτε β) γίνεται μνεία περί εναλλακτικών μέτρων προς επίτευξη του σκοπού ούτε παρατίθεται αιτιολογία σχετικά με την προτίμηση του ανωτέρω μέτρου έναντι ηπιοτέρων, ούτε γ) προβλέπεται συγκεκριμένη χρονική διάρκεια των μέτρων. Περαιτέρω προβάλλουν ότι οι ανωτέρω διατάξεις, προβλέποντας εξαιρετικά μεγάλη μείωση των ήδη μειωθεισών βάσει προγενεστέρων προσφάτων νομοθετημάτων (ν. 3833/2010, 3845/2010, 4002/2011) συντάξεων των εναγόντων και θίγοντας κεκτημένα συνταξιοδοτικά των δικαιώματα, παραβιάζουν την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου (25 παρ. 1 Συντ.), από την οποία συνάγονται οι αρχές της ασφάλειας δικαίου, υπό την έννοια της σταθερότητος και προβλεψιμότητος των νομικών καταστάσεων που έχουν νομίμως διαμορφωθή και του αποκλεισμού των αιφνιδίων και απροσδόκητων μεταβολών τους, της πρστατευομένης εμπιστοσύνης, και της χρηστής διοικήσεως Περαιτέρω, προβάλλουν, ότι οι διατάξεις αυτές, παραβιάζουν το άρθρο 4 παρ. 1 εν συνδυασμώ προς το άρθρο 22 παρ. 5 Συντ., από τα οποία απορρέει υποχρέωση του νομοθέτη για ίση ρύθμιση ομοίων καταστάσεων και προκειμένου περί της κοινωνικής ασφαλίσεως και κατοχυρώνεται η αρχή της ανταποδοτικότητος μεταξύ ασφαλιστικών εισφορών και παροχών, επικαλούμενοι ότι εν προκειμένω, το ασφαλιστικό κεφάλαιο του εναγομένου έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα [8 Κανονισμού ΕΛΕΜ, 63 ν. 3371/05(πόροι ΕΤΑΤ)].

19. Επειδή, εξ άλλου, εκ του φακέλου προκύπτει ότι α) ο πρώτος των εναγόντων ο οποίος προσελήφθη στην ΑΤΕ την 13-10-1960 και απεχώρησε την 30-11-1995 με συνολικό χρόνο υπηρεσίας 35 έτη και 14,5 μήνες, ελάμβανε πριν τις περικοπές του 2010 μηνιαία επικουρική σύνταξη 1297 περίπου ευρώ, από 1-9-2011 1013,90 ευρώ, από 1-11-2011 858,10 ευρώ και από 1-1-2012 669,99 ευρώ, β) ο δεύτερος των εναγόντων ο οποίος προσελήφθη στην ΑΤΕ την 22-12-1962 και απεχώρησε την 28-06-1990 με συνολικό χρόνο υπηρεσίας 32 έτη και 14,5 μήνες, ελάμβανε πριν τις περικοπές του 2010 μηνιαία επικουρική σύνταξη 1445 περίπου ευρώ, από 1-9-2011 1071,70 ευρώ, από 1-11-2011 903,16 ευρώ και από 1-1-2012 687,19 ευρώ και γ) η τρίτη των εναγόντων η οποία προσελήφθη στην ΑΤΕ την 21-11-1993 και απεχώρησε την 10-07-2006 με συνολικό χρόνο υπηρεσίας 16 έτη και 14,5 μήνες, ελάμβανε πριν τις περικοπές του 2010 μηνιαία επικουρική σύνταξη 598 περίπου ευρώ, από 1-9-2011 422,63 ευρώ, από 1-11-2011 359,22 ευρώ και από 1-1-2012 278,26 ευρώ.

20. Επειδή, όπως συνάγεται από τα ανωτέρω παρατεθέντα, στις σκέψεις 13-17, νομοθετήματα και τις αιτιολογικές τους εκθέσεις, με την εμφάνιση της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του 2010, ο νομοθέτης, εκτιμώντας ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας και χρεοκοπίας της Χώρας και ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση ήταν η προσφυγή στη χρηματοδοτική υποστήριξη από τα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έλαβε, έναντι της υποστηρίξεως αυτής, κυριαρχικώς, σειρά μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών, μεταξύ των οποίων και η διενέργεια περικοπών και μειώσεων συνταξιοδοτικών παροχών των συνταξιοδοτουμένων από τους φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως. Οι περικοπές και οι μειώσεις αυτές, οι οποίες ξεκίνησαν από τα επιδόματα εορτών και αδείας των οργανισμών κύριας ασφάλισης (άρθρο τρίτο παρ. 10-14 του ν. 3845/2010), και συνεχίσθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα με την εισφορά αλληλεγγύης των συνταξιούχων κύριας ασφάλισης (άρθρο 38 του ν. 3863/2010), την εν συνεχεία αναπροσαρμογή και τη συμπλήρωση της εισφοράς αυτής και την επέκτασή της στην επικουρική ασφάλιση (άρθρο 44 παρ. 10-13 του ν. 3986/2011), καθώς και τις μειώσεις στις συντάξεις των κάτω των 55 ετών συνταξιούχων και στις κύριες και επικουρικές συντάξεις που υπερβαίνουν, αντιστοίχως, τα 1200 και τα 150 ευρώ (άρθρο 2 παρ. 1-5 του ν. 4024/2011), εντάσσονται στις δέσμες μέτρων που έχουν ως βάση τις προβλέψεις του πρώτου «Μνημονίου» και του πρώτου «Μεσοπροθέσμου Πλαισίου», και συνιστούν, κατά τα προεκτεθέντα, μέτρα «άμεσης απόδοσης» για την εξεύρεση πόρων προς αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης στην οποία βρέθηκε η Χώρα. Με τα δεδομένα αυτά, οι εν λόγω περικοπές, έχοντας αποφασισθεί υπό την πίεση των ως άνω όλως εξαιρετικών περιστάσεων, και επιβαλλόμενες κατά την εκτίμηση του νομοθέτη για την άμεση αντιμετώπιση της κρίσεως, δεν παραβιάζουν τις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις. Ειδικότερα, κατά τα εκτεθέντα στην έβδομη σκέψη, οι πιο πάνω περικοπές, εν όψει του ύψους και των εν γένει χαρακτηριστικών τους, καθώς και των συνθηκών υπό τις οποίες θεσπίσθηκαν, ούτε στην αρχή της αναλογικότητας αντίκεινται, καθώς δεν παρίστανται, πάντως, απρόσφορες ή μη αναγκαίες να υπηρετήσουν το δημόσιο σκοπό για τον οποίο επεβλήθησαν, ούτε τον πυρήνα του δικαιώματος σε κοινωνική ασφάλιση προσβάλλουν, καθώς δεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι θίγουν το περιγραφόμενο στην αυτή ως άνω σκέψη, εγγυημένο από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως των συνταξιούχων. Εν όψει, άλλωστε, των ανωτέρω συνθηκών της θεσπίσεώς τους, δεν απαιτείτο, κατά τα προεκτεθέντα, περαιτέρω εκτίμηση των επιπτώσεών τους από το νομοθέτη ούτε υπεχρεούτο ο νομοθέτης, βάσει της αρχής της αναλογικότητος, να προβλέψει και να περιορίσει την ισχύ των μέτρων αυτών σε ωρισμένο χρονικό διάστημα. Τέλος, δεν δύναται να γεννηθεί ζήτημα παραβιάσεως της αρχής της προστατευομένης εμπιστοσύνης, δεδομένου ότι τα ληφθέντα μέτρα επεβλήθησαν, όπως αναφέρθηκε, εν όψει εκτάκτων και απροβλέπτων συνθηκών και είχαν επείγοντα χαρακτήρα. Κατόπιν αυτών, οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 4024/2011, καθ'ο μέρος με αυτές επιβάλλεται μείωση της επικουρικής συντάξεως των εναγόντων, συνάδουν με τις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και αρχές περί κοινωνικής ασφαλίσεως. Τέλος, οι επίδικες περικοπές δεν αντίκεινται ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, εφ'όσον, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δεν κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος που τις υπαγόρευσε και των περιοριζομένων με αυτές περιουσιακών δικαιωμάτων. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι αβάσιμα.

21. Επειδή κατά την ........... από τις παρατεθείσες νομοθετικές ρυθμίσεις και τις αιτιολογικές εκθέσεις που τις συνοδεύουν προκύπτουν τα εξής: Η οξύτατη κρίση ελλειμμάτων και χρέους, η οποία ενέσκηψε κατά το έτος 2010, κατέστησε αναγκαία την υιοθέτηση ενός μείζονος προγράμματος εξυγιάνσεως των δημοσιονομικών μεγεθών του Κράτους (υπό την ευρεία του όρου έννοια), εκτεινόμενου σε όλες τις οικονομικές του λειτουργίες, έναντι της χρηματοδοτικής υποστηρίξεως, με την μορφή διμερών διακρατικών δανείων, από τα λοιπά κράτη μέλη της Ευρωζώνης λόγω της αδυναμίας της Χώρας να καλύψει τις δανειακές της ανάγκες από τις διεθνείς αγορές. Το πρόγραμμα αυτό, γνωστό ως «Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής», περιελάμβανε δημοσιονομικά μέτρα μειώσεως των δαπανών της «γενικής κυβέρνησης», στην οποία συμπεριλαμβάνονται και οι οργανισμοί κοινωνικής ασφαλίσεως. Από τα δημοσιονομικά αυτά μέτρα, άλλα ήταν άμεσης αποδόσεως, συνέβαλλαν δηλαδή άμεσα στην περιστολή των δημοσίων δαπανών, άλλα δε θεωρούνταν ως «διαρθρωτικά», υπό την έννοια ότι αποσκοπούσαν στην σταδιακή αναδιανομή των κρατικών πόρων με τους οποίους χρηματοδοτούνται οι προς εκπλήρωση των συνταγματικών επιταγών ακολουθούμενες πολιτικές· όλα, δε, μαζί τα δημοσιονομικά μέτρα συνέθεταν το πιο σημαντικό τμήμα του ως άνω προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προωθήσεως διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο, συνολικώς εφαρμοζόμενο, αποσκοπούσε τόσο στην αντιμετώπιση της, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, άμεσης ανάγκης καλύψεως οικονομικών αναγκών της χώρας όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής και οικονομικής της καταστάσεως. Οι στόχοι αυτοί συνιστούν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και αποτελούν, ταυτοχρόνως, και σκοπούς κοινού ενδιαφέροντος των κρατών μελών της Ευρωζώνης, ενόψει της καθιερούμενης από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρεώσεως δημοσιονομικής πειθαρχίας και διασφαλίσεως της σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της (πρβ ΣτΕ 668/2012 Ολομ. σκ. 35). Στο πλαίσιο αυτό, οι επελθούσες δυνάμει του άρθρου πρώτου παρ. 10 του ν. 3845/2010 περικοπές των επιδομάτων εορτών και αδείας που καταβάλλονταν στους συνταξιούχους όλων των ασφαλιστικών φορέων κύριας ασφαλίσεως συνιστούσαν δημοσιονομικά μέτρα άμεσης αποδόσεως (ΣτΕ 1285/2012 Ολομ. σκ. 13). Αντιθέτως, οι θεσπισθείσες δυνάμει των άρθρων 38 του ν. 3863/2010, 44 του ν. 3986/2011 και 2 του ν. 4024/2011 περικοπές των συνταξιοδοτικών παροχών συνιστούν διαρθρωτικά δημοσιονομικά μέτρα και εντάσσονται στο πλαίσιο μίας συνολικής μεταρρυθμίσεως του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, η οποία έχει, προδήλως, και δημοσιονομικό χαρακτήρα. Ειδικότερα, οι διαπιστώσεις, αφ'ενός, ότι επίκειται άμεσος (από το έτος 2015) και ουσιώδης κλονισμός της βιωσιμότητας του συστήματος εξ αιτίας της γηράνσεως του πληθυσμού (με αναλογία 1,7 εργαζομένων για κάθε 1 συνταξιούχο, ενώ κατά το έτος 1950 η αναλογία ήταν 4 προς 1, αντιστοίχως, με την προοπτική 5.000.000 συνταξιούχων σε πληθυσμό 11.000.000 ) και της αναντιστοιχίας εισφορών - παροχών (προβλήματα, άλλωστε, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του ν. 3863/2010, προ πολλού χρόνου γνωστά στο νομοθέτη), και, αφ'ετέρου, ότι οι διαρκείς υπερβάσεις ετησίως στον κρατικό προϋπολογισμό προέρχονταν συστηματικά από τους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως, με αποκορύφωμα την αύξηση της τακτικής και έκτακτης κρατικής χρηματοδοτήσεως το έτος 2009 στα 17 δισεκατομμύρια ευρώ ή στο ποσοστό 7,22% του ΑΕΠ, κατέστησαν αναγκαία την προώθηση της ασφαλιστικής μεταρρυθμίσεως, προκειμένου το σύστημα να τεθεί εκ νέου σε υγιή βάση. Η μεταρρύθμιση αυτή υλοποιήθηκε με το ν. 3863/2010, με τον οποίο ο θεσμός κοινωνικής ασφαλίσεως μεταβάλλει προσανατολισμό, αποκτώντας στοιχεία ανταποδοτικότητας (μέσω της ενισχύσεως της συνδέσεως εισφορών και παροχών) προσιδιάζουσας σε διανεμητικό σύστημα προκαθορισμένων εισφορών, στο πλαίσιο του οποίου τον κίνδυνο αναλαμβάνουν οι ασφαλισμένοι. Η δομική αυτή διαφοροποίηση συνεπάγεται την σταδιακή υποχώρηση του Κράτους, το οποίο, επιδιώκοντας να αποδεσμεύσει πόρους προς αναπτυξιακές δραστηριότητες, περιορίζει προοδευτικά την αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης σε ποσοστό 2,5% του ΑΕΠ, ποσοστό το οποίο και αποτελεί εφ'εξής (για το χρονικό διάστημα 2010-2060) την οροφή της αυξήσεως της χρηματοδοτήσεως και θέτει ως στόχο το ύψος της συνολικής κρατικής χρηματοδοτήσεως προς τους ασφαλιστικούς φορείς σταθερά σε ποσοστό 5% του Α.Ε.Π. μέχρι το έτος 2030. Για τη διασφάλιση της μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας του υφιστάμενου συστήματος και προκειμένου να καταστεί ομαλή η μετάβαση στο νέο, το κενό που καταλείπεται αναλαμβάνουν να καλύψουν, για όσο χρόνο αυτό είναι αναγκαίο ώστε να αποδώσουν τα μακροπρόθεσμα μέτρα, οι ίδιοι οι συνταξιούχοι («αυτοχρηματοδότηση», κατά την αιτιολογική έκθεση του ν. 3863/2010) και, μάλιστα, οι, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, περισσότερο ευνοημένοι από αυτούς, στο πλαίσιο της αρχής της διαγενεακής αλληλεγγύης. Οι ρυθμίσεις του άρθρου 38 του ν. 3863/2010, με τις οποίες εισήχθη (εκ νέου) στην ελληνική έννομη τάξη ο θεσμός της «εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων» στοχεύουν στην άντληση πόρων, ιδίως από εκείνους που λαμβάνουν συνολική κύρια σύνταξη άνω των 1.400 ευρώ, ανεξαρτήτως ηλικίας εξόδου. Όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ν. 3863/2010, με την εν λόγω εισφορά επιβαρύνεται περίπου το 20% των συνταξιούχων, η δε ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης περικοπής έγκειται στο ότι τα ποσά αυτά εντάσσονται σε ειδικό λογαριασμό με λογιστική και οικονομική αυτοτέλεια και προορίζονται για την χρηματοδότηση των ελλειμμάτων όλων των κλάδων κύριας σύνταξης των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, από την οποία ωφελείται ποσοστό 55% - 60% των συνταξιούχων. Στην ίδια μεταρρυθμιστική λογική, άλλωστε, εντάσσεται και το μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής προσαρμογής (ν. 3985/2011), στο πλαίσιο του οποίου προβλέφθηκε η λήψη περισσότερων δημοσιονομικών μέτρων για τη διασφάλιση της μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης. Τα μέτρα αυτά εξειδικεύθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 44 του ν. 3986/2011 και 2 του ν. 4024/2011. Με τις πρώτες επιδιώχθηκε η προσήλωση στο στόχο της μειώσεως της εξαρτήσεως των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως από την κρατική χρηματοδότηση, από τον οποίο υπήρξε παρέκκλιση εξαιτίας της μεγαλύτερης, σε σχέση με τις προβλέψεις, υφέσεως της ελληνικής οικονομίας (7,4% στο τέταρτο τρίμηνο του 2010), της δραματικής αυξήσεως της ανεργίας και της συνεφελκόμενης αδυναμίας εισπράξεως ικανού ποσού ασφαλιστικών εισφορών, παρέκκλιση που κατέστησε αναγκαία την επιπλέον χρηματοδότηση με 1,132 δισεκατομμύριο ευρώ εκ των οποίων 600 εκατομμύρια ευρώ κατευθύνθηκαν στο ΙΚΑ - ΕΤΑΜ. Η αποκατάσταση επιδιώχθηκε α) με την αναπροσαρμογή (αύξηση) των συντελεστών της «εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων», την περαιτέρω μείωση των συντάξεων εκείνων των συνταξιούχων που δεν έχουν συμπληρώσει το 60ο έτος της ηλικίας τους (και μέχρι να το συμπληρώσουν) και λαμβάνουν σύνταξη άνω των 1.700 ευρώ και γ) με τη θέσπιση «εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων επικουρικής ασφάλισης» στις επικουρικές συνολικές συντάξεις άνω των 300 ευρώ, για τον ίδιο ακριβώς με εκείνο του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 σκοπό και με την ίδια ακριβώς αιτιολόγηση. Τέλος, με το άρθρο 2 του ν. 4024/2011, με τον οποίο εξειδικεύθηκε έτι περαιτέρω το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής, επήλθε νέα μείωση των συντάξεων εκείνων των συνταξιούχων, οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας τους και λαμβάνουν σύνταξη άνω των 1.000 ευρώ (ποσοστό μείωσης 40% του ποσού που υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ), τη μείωση όλων των συντάξεων άνω των 1.200 ευρώ (ποσοστό μείωσης 20% του ποσού που υπερβαίνει τα 1.200 ευρώ). Ειδικώτερα δε, με την παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 4024/2011, επήλθε μείωση των επικουρικών συντάξεων των εκεί αναφερομένων συνταξιούχων ωρισμένων ασφαλιστικών φορέων, μεταξύ των οποίων το ΕΤΑΤ (ήδη ΕΤΕΑ) -και υπό τις στη διάταξη αυτή διακρίσεις ως προς τους συνταξιούχους του ΕΤΑΤ- κατά 15%. Η μείωση δε αυτή επιβάλλεται αφού προηγηθή – εφ'όσον προβλέπεται - η παρακράτηση της ειδικής εισφοράς συνταξιούχων επικουρικής ασφάλισης (υπέρ ΑΚΑΓΕ). Κριτήριο για την επιβολή τόσο των περικοπών του ν. 4024/2011, όσο και των προγενέστερων, αποτέλεσε το ύψος των συντάξεων ώστε να επιβαρυνθούν εκείνοι από τους συνταξιούχους που, σε σχέση με τους υπόλοιπους, λαμβάνουν υψηλές συντάξεις, καθώς και εκείνοι οι οποίοι συνταξιοδοτήθηκαν σε μικρή ηλικία, επωφελούμενοι από διατάξεις της νομοθεσίας που προξένησαν ανισορροπίες στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι οι περικοπές συντάξεων του ν. 4024/2011 εντάσσονται σε ένα πλέγμα ρυθμίσεων με τις οποίες ο νομοθέτης, αντιμέτωπος με την οικονομική κατάρρευση της χώρας και αδυνατώντας να χρηματοδοτεί τους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως στον ίδιο βαθμό με το παρελθόν, εγκαθίδρυσε νέο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως τη βιωσιμότητα του οποίου στηρίζουν, παράλληλα με τους διατιθέμενους προς τούτο, μειωμένους, κρατικούς πόρους, συγκεκριμένες κατηγορίες συνταξιούχων με τα προεκτεθέντα χαρακτηριστικά. Επομένως, αυτές οι κατηγορίες συνταξιούχων υποβάλλονται σε θυσία μέρους του εκ συντάξεων εισοδήματός τους χάριν τόσο της αποκαταστάσεως της δημοσιονομικής ισορροπίας όσο και της βιωσιμότητας των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως. Εν όψει τούτων, κατά την γνώμη αυτή, οι επίμαχες περικοπές στις επικουρικές συντάξεις επήλθαν δυνάμει του άρθρου 2 του ν. 4024/2011, δηλαδή ευρίσκουν έρεισμα στο νόμο, και, κατά τα προεκτεθέντα, εντάσσονται, μαζί με τις προηγηθείσες περικοπές των κυρίων συντάξεων και την εισφορά αλληλεγγύης του ν. 3863/2010, σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα , αφ'ενός, για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας της Χώρας και, αφ'ετέρου, σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, χάριν της βιωσιμότητάς του.

Επομένως, η θέσπισή τους εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και όχι, απλώς, ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου, τούτο δε προκύπτει και εκ του ότι τα χρηματικά ποσά, κατά τα οποία περικόπτονται οι συντάξεις, δεν αποτελούν έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού αλλά παραμένουν στην περιουσία των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως, δεδομένου ότι αποδίδονται σε ειδικό λογαριασμό, ο οποίος καλύπτει τα ελλείμματα των φορέων κύριας ασφαλίσεως. Από τα μακροοικονομικά στοιχεία (δημοσιονομικά και μη), τα οποία εκτίθενται στις αιτιολογικές εκθέσεις των ανωτέρω νόμων προκύπτει εναργώς ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως των εργαζομένων θα ήταν ανέφικτη χωρίς τη λήψη μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών μέτρων και χωρίς την διαρθρωτική μεταρρύθμιση του θεσμού μακροπρόθεσμα. Επομένως, η συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή, η οποία εντάσσεται στο δημοσιονομικό-διαρθρωτικό σκέλος της ασφαλιστικής μεταρρυθμίσεως (σε αντίθεση με το αμιγώς διαρθρωτικό), αιτιολογείται προσηκόντως, κατά τα λοιπά, δε, εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου, αντικείμενο του οποίου είναι μόνο η υπέρβαση των ακραίων λογικών ορίων της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος. Περαιτέρω, εν όψει του διακηρυχθέντος στόχου του περιορισμού της αυξήσεως των κοινωνικών δαπανών καθώς και του ότι τα επίμαχα μέτρα εντάσσονται στο πλαίσιο ενός ευρύτερου μεσοπρόθεσμου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, τμήμα μόνον του οποίου αποτελούν οι περικοπές στις κύριες και επικουρικές συντάξεις, που έχουν ως αποτέλεσμα την πίεση των εισοδημάτων του συνόλου των πολιτών, τα υπό εξέταση μέτρα δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως μη αναγκαία, διότι ο πολιτικός στόχος του περιορισμού της αυξήσεως των κοινωνικών δαπανών, από την φύση του, επιτυγχάνεται με την μείωση των επιχορηγήσεων και όχι με την περαιτέρω χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, η δε επιβολή φορολογίας επί των υπολοίπων πολιτών για την επίτευξη του στόχου αυτού δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο λιγότερο επαχθές. Εξ άλλου, οι περικοπές χωρούν με όρους κοινωνικής αλληλεγγύης μεταξύ των συνταξιούχων, καθόσον με τα επιλεγέντα κριτήρια (όρια ηλικίας και ύψος συντάξεων) πλήσσονται οι πλέον ισχυροί από αυτούς και αποτρέπεται η επιβάρυνση εκείνων που λαμβάνουν μικρότερη σύνταξη, ειδικά δε καθ'όσον αφορά την κατηγορία συνταξιούχων, στην οποία ανήκει η τρίτη ενάγουσα, η οποία εξήλθε προώρως από την υπηρεσία, και αναμένεται, ενόψει και του προσδόκιμου ζωής, να λαμβάνει συνταξιοδοτικές παροχές για περισσότερα έτη από τα έτη ασφαλίσεώς της, πλήσσονται οι πλέον ευνοημένοι από το προηγούμενο ασφαλιστικό καθεστώς. Εξ άλλου, ακόμη και μετά τις περικοπές, το ύψος της κυρίας συντάξεως των συνταξιούχων που πλήττονται από τις επίμαχες ρυθμίσεις εξακολουθεί να είναι μεγαλύτερο από αυτό της μέσης κύριας συντάξεως που χορηγεί το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ενώ, και κατά τα εκτιθέμενα από το ΕΤΕΑ (ανωτ. σκ 23) οι πληττόμενες από τις περικοπές αυτές επικουρικές συντάξεις των ασφαλισμένων του ΕΤΑΤ, παραμένουν ανώτερες της μέσης συντάξεως, που χορηγεί το ΕΤΕΑ. Επομένως, ζήτημα διακινδυνεύσεως της αξιοπρεπούς διαβιώσεώς τους δεν τίθεται, αν δε σε συγκεκριμένη περίπτωση οι επίμαχες περικοπές είχαν ως αποτέλεσμα να μειωθεί η αρχικώς απονεμηθείσα σύνταξη στο ήμισυ αυτής ο θιγόμενος έχει αξίωση για την ανάκτηση του πέραν του ορίου αυτού τμήματος της συντάξεως. Εν όψει όλων αυτών, οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 4024/2011, δεν αντίκεινται στα άρθρα 22 παρ. 5 και 4 παρ. 5 του Συντάγματος, άρα, ούτε και στο άρθρο 17 αυτού, δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, ανεξαρτήτως δε του χρόνου και των συνθηκών της θεσπίσεώς τους, το συνταγματικό κύρος τους δεν εξαρτάται από προηγούμενη εκπόνηση ειδικής μελέτης επιπτώσεων. Για τους ίδιους δε ως άνω λόγους δεν προσκρούουν στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Επί πλέον, κατά την ............. εν όψει των αναφερομένων στην έκθεση απόψεων και στα κατατεθέντα από το ΕΤΕΑ υπομνήματα (από 2-6-14, 2-12-14 και 19-12-14) περί του καθεστώτος ασφαλίσεως και των ποσοστών αναπληρώσεως των συντάξεών των (πρβλ. και την ανωτέρω παραπεμπτική στην Ολομέλεια απόφαση ΣτΕ 3663/2014 σκ. 23), δεν προκύπτει εν προκειμένω υπέρβαση των ορίων, πέραν των οποίων δεν θα ήτο συνταγματικώς ανεκτή η μείωση των συντάξεων των ασφαλισμένων του ΕΤΑΤ (ήδη ΕΤΕΑ), στους οποίους αφορά η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 ν. 4024/2011, όπως διαμορφώνονται μετά τις επίμαχες μειώσεις.

22. Επειδή, κατά την .............. οι επίμαχες μειώσεις των επικουρικών συντάξεων αντίκεινται στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες, διότι δεν διενεργήθηκαν μετά από μελέτη των συνολικών επιπτώσεών τους στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων συνταξιούχων με αποτέλεσμα να μη καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της συμβατότητός τους με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ.

23. Επειδή, τέλος, τα προβαλλόμενα περί παραβιάσεως εν προκειμένω των άρθρων 73 παρ. 2 και 80 παρ. 1 του Συντάγματος είναι αβάσιμα, διότι οι διατάξεις αυτές αναφέρονται στα συνταξιοδοτικά σχέδια νόμων των δημοσίων υπαλλήλων, των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που συνταξιοδοτούνται από το Δημόσιο Ταμείο και δεν αφορούν σε νομοσχέδια σχετικά με παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι συντάξεις που παρέχονται από οργανισμούς κοινωνικών ασφαλίσεων (πρβλ. ΣτΕ 1988/2012 7μ. σκ. 11, 2087/2012 σκ. 7).

24. Επειδή, μετά την επίλυση των ζητημάτων για τα οποία εισήχθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η κρινόμενη αγωγή πρέπει, κατ'εφαρμογή του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, να παραπεμφθεί προς περαιτέρω εκδίκαση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών.

Διά ταύτα

Επιλύει το ζήτημα της συνταγματικότητας και της συμφωνίας προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4024/2011, σύμφωνα με το σκεπτικό.

Παραπέμπει, κατά τα λοιπά, την αγωγή προς εκδίκαση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, σύμφωνα με το σκεπτικό.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 16 και 17 Φεβρουαρίου 2015 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 10ης Ιουνίου του ίδιου έτους.

ΣΤΕ 2289/2015 - Αντισυνταγματική η μείωση των επικουρικών συντάξεων Η περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος.

$
0
0

ΑΠ 37/2015 - Έκτακτη χρησικτησία Προτάσεις κατά την επανάληψη συζήτησης

Αντισυνταγματική η μείωση των επικουρικών συντάξεων
Έτος:2015
Νούμερο:2289
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2014, με την εξής σύνθεση: ...............


Για να δικάσει την από 12 Μαρτίου 2012 αγωγή:

των ............,
κατά του ...........

Η πιο πάνω αγωγή εισάγεται στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κατόπιν της ....................

Με την αγωγή αυτή ζητείται να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ταμείο να καταβάλει στους ενάγοντες τα ποσά τα οποία αντιστοιχούν στην μείωση της επικουρικής συντάξεώς τους, βάσει των διατάξεων του άρθρου 2 του ν. 4024/2011.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως από τον εισηγητή, ............

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των εναγόντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους της αγωγής και ζήτησε να γίνει δεκτή η αγωγή και τον αντιπρόσωπο του εναγόμενου Ταμείου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του π.δ. 18/1989 (Α΄8), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008 (Α΄ 241), του Συμβούλου ............

2. Επειδή, με καταψηφιστική αγωγή, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Α΄ Τμήματος υπό επταμελή σύνθεση κατ'εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 και κατόπιν της ΠΑ17/8.10.2013 πράξεως της Επιτροπής του ως άνω άρθρου και της από 13.11.2013 πράξεως του Προέδρου του Α΄ Τμήματος περί ορισμού δικασίμου και εισηγητή της υποθέσεως, παραπέμφθηκε δε λόγω σπουδαιότητας ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας με την 3410/2014 απόφαση του Α΄ Τμήματος, οι ενάγοντες ζητούν, κατ'επίκληση των άρθρων 105 και 106 Εισ.Ν.Α.Κ., να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στον πρώτο εξ αυτών ποσό 1.626 ευρώ, στον δεύτερο ποσό 1.626 ευρώ και στην τρίτη ποσό 351 ευρώ προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστησαν κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.2011 έως 30.6.2012 από την περικοπή, κατά 180 ευρώ οι δύο πρώτοι και 39 ευρώ η τρίτη εξ αυτών, της χορηγούμενης από το εναγόμενο κύριας συντάξεως γήρατος κατ'εφαρμογή των, κατά τους ισχυρισμούς τους, αντικείμενων στο Σύνταγμα και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ παραγράφων 1, καθ'όσον αφορά την τρίτη των εναγόντων και 2, καθ'όσον αφορά τους δύο πρώτους εξ αυτών, του άρθρου 2 του ν. 4024/2011. Ειδικότερα, οι ενάγοντες προβάλλουν ότι οι ως άνω διατάξεις α) παραβιάζουν τις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι επιφέρουν ριζική μείωση στις κύριες συντάξεις τους με μοναδικό κριτήριο το ύψος τους και, ειδικά για την τρίτη ενάγουσα, και την ηλικία των συνταξιούχων, β) παραβιάζουν την κατοχυρούμενη στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, λαμβανομένων υπόψη και των προηγούμενων, πάσης φύσεως, μειώσεων. Και τούτο, διότι δεν προκύπτουν οι συγκεκριμένοι οικονομικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος που τις κατέστησαν επιβεβλημένες, μέσα από παράθεση συγκεκριμένων στατιστικών και συγκριτικών στοιχείων, από τα οποία να προκύπτει ότι το δημόσιο συμφέρον δεν ταυτίζεται εν προκειμένω με το ταμειακό. Συναφώς, προβάλλεται ότι δεν γίνεται καμία αναφορά σε εναλλακτικά μέτρα, ενδεχομένως ελαφρύτερα και κοινωνικά δικαιότερα, ενώ δεν προβλέπεται συγκεκριμένη χρονική διάρκεια των μέτρων. Για τους ίδιους, άλλωστε, λόγους υφίσταται και παραβίαση του άρθρου 1 Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι δεν υφίσταται δίκαιη ισορροπία μεταξύ των σκοπών δημοσίου συμφέροντος και της ανάγκης προστασίας των περιουσιακών δικαιωμάτων των εναγόντων, γ) επίσης, αντίκεινται στις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοίκησης, οι οποίες απορρέουν από την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, επιτάσσουσα την προστασία της νόμιμης προσδοκίας του ασφαλισμένου στη διατήρηση της ασφαλιστικής σχέσης και δεν επιτρέπουν την δραστική ανατροπή κεκτημένων δικαιωμάτων, όπως η σύνταξη, και επί σειρά ετών διαμορφωμένων πραγματικών καταστάσεων και δ) τέλος, αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 73 παρ. 2 και 80 παρ. 1 του Συντάγματος περί ειδικότητας των νόμων περί συντάξεων.

3. Επειδή, ο ν. 3900/2010 (Α΄ 213) όρισε, αρχικά, στο άρθρο 1 παρ.1 αυτού τα ακόλουθα: «Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς Επιτροπής, αποτελουμένης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ'ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. Μετά την επίλυσή του, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής. 2. Όταν διοικητικό δικαστήριο επιλαμβάνεται υπόθεσης, στην οποία ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, μπορεί με απόφασή του, που δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα να υποβάλει σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Το δεύτερο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται αναλόγως. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που υπέβαλε το ερώτημα και δεσμεύει τους παρεμβάντες ενώπιόν του». Οι διατάξεις αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012 (Α΄51/12.3.2012) ως εξής: «Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρο του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ'ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Τα αιτήματα των διαδίκων συνοδεύονται, επί ποινή απαραδέκτου, από παράβολο τριακοσίων (300) ευρώ υπέρ του Δημοσίου. Το ύψος του ποσού του παραβόλου μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η πράξη της Επιτροπής δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. Η αναστολή δεν καταλαμβάνει την προσωρινή δικαστική προστασία. Μετά την επίλυση του ζητήματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιον του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής». Η ισχύς του ως άνω άρθρου 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012 άρχισε, σύμφωνα με το άρθρο 113 του νόμου αυτού, στις 2.4.2012.

4. Επειδή, η αναφερόμενη στην σκέψη 2 πράξη της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 περί εισαγωγής της αγωγής προς εκδίκαση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά τις διατάξεις του ως άνω άρθρου έγινε δεκτή λόγω του γενικότερου ενδιαφέροντος ζητήματος της συνταγματικότητας των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του ν. 4024/2011 κατόπιν σχετικής αιτήσεως των εναγόντων, η οποία κατατέθηκε στις 29.3.2012, δηλαδή σε χρόνο κατά τον οποίο δεν είχε αρχίσει η ισχύς των διατάξεων του άρθρου 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012. Συνεπώς, η αίτηση αυτή παραδεκτώς κατατέθηκε χωρίς καταβολή του προβλεπόμενου με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012, επί ποινή απαραδέκτου, παραβόλου. Εξ άλλου, η ΠΑ17/8.10.2013 πράξη της ως άνω Επιτροπής δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες «ΕΣΤΙΑ» (φύλλο της 17.10.2013) και «ΝΕΑ» (φύλλο της 15.10.2013). Επομένως, το τιθέμενο με την ως άνω αγωγή ζήτημα αν και υπό ποιές προϋποθέσεις είναι επιτρεπτή, κατά το Σύνταγμα, μείωση απονεμηθεισών συντάξεων γήρατος παραδεκτώς άγεται προς επίλυση κατά τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 και είναι εξεταστέο.

5. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει, στο άρθρο 2 παρ. 1, ότι «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας»∙στο άρθρο 4 ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» (παρ. 1) και ότι «συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους» (παρ. 5)∙στο άρθρο 22 παρ. 5 ότι «το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει» στο δε άρθρο 25 ότι «τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους», ότι «Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει [...] να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας [...]» (παρ. 1), και ότι «το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης» (παρ. 4). Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος, «Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγονται τα εξής: Το Σύνταγμα, με το άρθρο 22 παρ. 5, κατοχυρώνει το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως των εργαζομένων και ανάγει τη μέριμνα για την προαγωγή του σε σκοπό του Κράτους. Βασικό περιεχόμενο της εν λόγω ασφαλίσεως αποτελεί η, έναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων (γήρας, ασθένεια, αναπηρία κλπ.) οι οποίοι αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται (ασφαλιστικοί κίνδυνοι), και, συνακόλουθα, τείνουν να υποβαθμίσουν τις συνθήκες διαβιώσεώς του. [Οι ανωτέρω καταστάσεις (γήρας, ασθένεια, αναπηρία) – ασυνδέτως, όμως, προς την παροχή εργασίας και την καταβολή εισφοράς – αποτελούν, μεταξύ άλλων, και περιπτώσεις που, κατά το άρθρο 21 παρ. 1, 2, 3 και 6 του Συντάγματος, επιβάλλουν στο κράτος την παροχή διακεκριμένης μορφής κοινωνικής προστασίας, υπό μορφήν παροχών εις χρήμα ή εις είδος, προς συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, με σκοπό την εξασφάλιση στοιχειώδους επιπέδου αξιοπρεπούς, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, διαβιώσεως («κοινωνική πρόνοια»)]. Εφ'όσον επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο ασφαλισμένος παύει να καταβάλλει εισφορές και αποκτά, κατ'αρχήν, αξίωση έναντι του ασφαλιστικού φορέα να του χορηγήσει παροχή, η οποία, χωρίς να απαιτείται να αντιστοιχεί ευθέως σε καταβληθείσες εισφορές του ή να αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήματός του, πρέπει να είναι ικανή να του εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο διαβιώσεως, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου. Πέραν του ανωτέρω δημοσίου σκοπού, μέσω του θεσμού της κοινωνικής ασφαλίσεως, εκδηλώνεται – όπως και μέσω της κοινωνικής πρόνοιας – η κοινωνική αλληλεγγύη και ασκείται κοινωνική πολιτική, ειδικότερα δε, αναδιανομή εισοδήματος με σκοπό την άμβλυνση κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν κατοχυρώνεται συνταγματικώς στην κοινωνική ασφάλιση η ευθεία αναλογία (αμιγής ανταποδοτικότητα) μεταξύ εισφορών και παροχών (ΣτΕ 3487/2008 Ολ.), επιτρέπονται δε η θέσπιση ανωτάτου ορίου παροχών, η απονομή συντάξεως επί εργατικού ατυχήματος ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών ή η μη χορήγηση συντάξεως, παρά την καταβολή εισφορών, σε περίπτωση μη θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος. Εν όψει των ανωτέρω και, ιδιαιτέρως, του προπεριγραφέντος δημοσίου σκοπού (διασφάλιση στους εργαζομένους ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως εγγύς εκείνου που είχαν κατά τον εργασιακό τους βίο), δικαιολογείται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, η κατοχύρωση από το νομοθέτη της κοινωνικής ασφαλίσεως ως υποχρεωτικής (με θέσπιση υποχρεώσεως καταβολής ασφαλιστικών εισφορών) και, εντεύθεν, η παροχή αυτής αποκλειστικώς από το κράτος ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολ., 2690, 2692/1993 Ολ., 3096-3101/2001 Ολ.). Η ανάθεση, με την ως άνω συνταγματική διάταξη, της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, τόσο της κύριας όσο και της επικουρικής, σε δημόσιους φορείς (κράτος ή ν.π.δ.δ.) έγινε για λόγους δημοσίου συμφέροντος και, ειδικότερα, ως εγγύηση προς όσους υποχρεωτικώς ασφαλίζονται ή καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές έναντι των επιχειρηματικών κινδύνων που συνδέονται με την άσκηση της ασφαλιστικής λειτουργίας από ιδιωτικούς φορείς (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολ.).

Εξ άλλου, η κρατική μέριμνα για την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (κύρια και επικουρική) δεν εξαντλείται στην ίδρυση από το κράτος των φορέων αυτών, στον ορισμό των διοικούντων αυτούς οργάνων, στην άσκηση εποπτείας της δραστηριότητάς τους και της διαχειρίσεως της περιουσίας τους και στη θέσπιση των σχετικών κανόνων, αλλά περιλαμβάνει και τη μέριμνα για την προστασία του ασφαλιστικού τους κεφαλαίου, δηλαδή για τη βιωσιμότητά τους χάριν και των επομένων γενεών, μέριμνα η οποία εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, με τη θέσπιση ρυθμίσεων για την προστασία και την αξιοποίηση της περιουσίας τους και τη διαχείριση των αποθεματικών τους, με τον καθορισμό εκάστοτε των οικείων συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, με την πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, και, κυρίως, με την απ'ευθείας συμμετοχή στην χρηματοδότηση των εν λόγω φορέων μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Και τούτο διότι, εφ'όσον καθιερώνει υποχρέωση των εργαζομένων και των εργοδοτών τους να καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές, το κράτος, ως εγγυητής, οφείλει να διασφαλίζει την επάρκεια των παροχών και τη βιωσιμότητα των οικείων ασφαλιστικών οργανισμών (η οποία, κατά τα ανωτέρω, δεν συναρτάται, αποκλειστικώς ή προεχόντως, με το ύψος των εισφορών), φέρει δε την κύρια ευθύνη για την κάλυψη των ελλειμμάτων τους (βλ. γνωμοδότηση Ολομέλειας Ελεγκτικού Συνεδρίου 24.6.2010). [Ήδη, τακτική συμμετοχή του κράτους στη χρηματοδότηση των οργανισμών υποχρεωτικής κύριας ασφαλίσεως προβλέπεται με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 2084/1992, ειδικώς δε ως προς το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. με το άρθρο 4 παρ. 1-5 του ν. 3029/2002]. Το ύψος της κρατικής συμμετοχής στη χρηματοδότηση των φορέων της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως – συμμετοχής η οποία πρέπει να είναι επαρκής για την εξυπηρέτηση των προεκτεθέντων συνταγματικώς επιβεβλημένων σκοπών (επάρκεια παροχών προς διασφάλιση ικανοποιητικού κατά τα ανωτέρω επιπέδου διαβιώσεως και διασφάλιση της βιωσιμότητας του οικείου ασφαλιστικού φορέα) – προσδιορίζεται εκάστοτε από τον κρατικό προϋπολογισμό, λαμβανομένων υπ'όψιν και των διατάξεων του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού (ν. 2362/1995, Α΄ 247) περί μεταφοράς πιστώσεων (άρθρο 15 παρ. 3-5, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 17 του ν. 3871/2010, Α΄ 141∙ήδη άρθρο 71 παρ. 2-5 ν. 4270/2014, Α΄ 143) και περί συμπληρωματικών προϋπολογισμών (άρθρο 8Α του ν. 2362/1995, που προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 3871/2010∙ήδη άρθρο 60 ν. 4270/2014). Όταν, όμως, σε περιπτώσεις εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών, προκύπτει αιτιολογημένως ότι το κράτος αδυνατεί να παράσχει επαρκή, κατά τα άνω, χρηματοδότηση στους ασφαλιστικούς οργανισμούς και ότι δεν υφίσταται δυνατότητα διασφαλίσεως της βιωσιμότητας αυτών με άλλα μέσα (τροποποίηση συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, αποτελεσματικότερη διαχείριση αποθεματικών και περιουσίας, πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών), δεν αποκλείεται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, η επέμβαση του νομοθέτη για τη μείωση και των απονεμηθεισών ακόμη συντάξεων, εφεξής. Σε τέτοιες, άλλωστε, εξαιρετικές περιπτώσεις, ο νομοθέτης μπορεί, κατ'αρχήν, να θεσπίζει για την περιστολή των δημοσίων δαπανών (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι δαπάνες χρηματοδοτήσεως των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως), μέτρα που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, όπως είναι η μείωση των συντάξεων όσων συνταξιοδοτούνται από το δημόσιο ή από χρηματοδοτούμενους από αυτό ασφαλιστικούς οργανισμούς, λόγω της άμεσης εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας των μέτρων αυτών για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Και στις εξαιρετικές όμως αυτές περιπτώσεις, η δυνατότητα του νομοθέτη να περικόπτει τις ασφαλιστικές παροχές δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται κατά πρώτον από τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος), οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξ ίσου το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και από την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), σύμφωνα με την οποία το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να είναι πράγματι πρόσφορο και αναγκαίο για την αντιμετώπιση του προβλήματος (ΣτΕ 2192-2196/2014).

Σε κάθε δε περίπτωση, η περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει αυτό που αποτελεί, κατά τα ανωτέρω, τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση δηλαδή στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, όχι μόνο εξασφαλίζοντας τους όρους της φυσικής του υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου (πρβλ. απόφαση Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 9.2.2010, 1 BvL 1/09, 1BvL 3/09, 1 BvL 4/09, Rn. 135). Προκειμένου, εξ άλλου, να ανταποκριθεί στις εν λόγω δεσμεύσεις του και να μην υπερβεί τα όρια που χαράσσει το Σύνταγμα, ο νομοθέτης, όταν λαμβάνει μέτρα συνιστάμενα, κατά τ'ανωτέρω, σε περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών, οφείλει, εν όψει και της γενικότερης υποχρέωσής του για «προγραμματισμό και συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης» (ανωτ. άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος), να έχει προβεί σε ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, από την οποία να προκύπτει αφ'ενός μεν ότι τα συγκεκριμένα μέτρα είναι πράγματι πρόσφορα αλλά και αναγκαία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως εν όψει και των παραγόντων που το προκάλεσαν, έτσι ώστε η λήψη των μέτρων αυτών να είναι σύμφωνη με τις πιο πάνω συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, αφ'ετέρου δε ότι οι επιπτώσεις από τα μέτρα αυτά στο βιοτικό επίπεδο των πληττομένων προσώπων, συνδυαζόμενες με άλλα τυχόν ληφθέντα μέτρα (φορολογικά κ.ά.), αλλά και με το σύνολο των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της δεδομένης συγκυρίας, δεν έχουν, αθροιστικά λαμβανόμενες, αποτέλεσμα τέτοιο που να οδηγεί σε ανεπίτρεπτη, κατά τα προεκτεθέντα, παραβίαση του πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος σε κοινωνική ασφάλιση. Με δεδομένο, άλλωστε, τον κατ'εξοχήν πολύπλοκο και τεχνικό χαρακτήρα των σχετικών ζητημάτων, η έλλειψη τέτοιας μελέτης, και μάλιστα διατυπωμένης με τρόπο κατανοητό και ελέγξιμο από το δικαστή κατά τις βασικές της θέσεις, θα καθιστούσε κατ'ουσίαν ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο των οικείων νομοθετικών μέτρων από τις ανωτέρω συνταγματικές απόψεις. Έλεγχο, ο οποίος ναι μεν δεν εκτείνεται στην ορθότητα των πολιτικών εκτιμήσεων και επιλογών, οφείλει όμως, ως προς το αντικείμενό του, την τήρηση δηλαδή των συνταγματικών υποχρεώσεων του νομοθέτη, να ασκείται με ουσιαστικό και αποτελεσματικό τρόπο. Παρεκκλίσεις ως προς την αναγκαιότητα της υπάρξεως ή ως προς το περιεχόμενο της ανωτέρω μελέτης θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν μόνο σε ακραίες περιπτώσεις, όταν συντρέχει άμεση απειλή κατάρρευσης της οικονομίας της Χώρας και τα συγκεκριμένα μέτρα λαμβάνονται κατεπειγόντως για την αποτροπή του κινδύνου. Σε τέτοιες περιπτώσεις θα μπορούσε, από τη φύση του πράγματος, να είναι σε πρώτη φάση αρκετή η αιτιολογημένη εκτίμηση του νομοθέτη για την ύπαρξη, τη σοβαρότητα και τον άμεσο χαρακτήρα της απειλής, καθώς και για την ανάγκη, εν όψει των περιστάσεων, να ληφθούν τα συγκεκριμένα μέτρα για την άμεση αντιμετώπιση της κατάστασης. Και τούτο όμως, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα δεν παρίστανται προδήλως απρόσφορα ή μη αναγκαία και ότι δεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι υπερβαίνουν το όριο θυσίας των θιγομένων από αυτά∙ πάντως δε, ενόσω εξακολουθεί να συντρέχει στην ίδια ένταση ο κατεπείγων λόγος που υπαγόρευσε την επιβολή τους.

6. Επειδή........................ διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, των οποίων έχει ήδη παρατεθεί το περιεχόμενο, συνάγονται τα εξής: Η μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα ως θεσμική εγγύηση, στο πλαίσιο της οποίας ο κοινός νομοθέτης, διαθέτοντας ευρεία προς τούτο εξουσία και λαμβάνοντας υπ'όψιν τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, θέτει τους κανόνες για την ασφαλιστική κάλυψη και προστασία του πληθυσμού έναντι συγκεκριμένων κινδύνων (γήρας, θάνατος, αναπηρία και ασθένεια) με γνώμονα, αφ'ενός, την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την εξυπηρέτηση της αναλογιστικής βάσεως, στην οποία στηρίζεται η οικονομία των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως, δηλαδή την προστασία της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών, χάριν και των μελλοντικών γενεών και, αφ'ετέρου, την διασφάλιση υπέρ των συνταξιούχων ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως όσο το δυνατόν εγγύτερα σε εκείνο που είχαν κατακτήσει κατά την διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Η προστασία της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος αποτελεί υποχρέωση του νομοθέτη που επιβάλλει, όταν διαπιστώνεται μεταβολή των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που εγκυμονεί κινδύνους γι'αυτήν, την αναπροσαρμογή των ασφαλιστικών παροχών και εισφορών και τον επανακαθορισμό των προϋποθέσεων θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος, καθώς και την διάθεση κρατικών οικονομικών πόρων για την στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος. Οι προς τούτο αναγκαίες, κατά την επιλογή του νομοθέτη, επεμβάσεις επιτρέπεται, σε περίπτωση εξαιρετικά δυσχερών οικονομικών συνθηκών, να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και την μείωση του ύψους απονεμηθεισών παροχών, όταν το ύψος της κρατικής χρηματοδοτήσεως του ασφαλιστικού συστήματος, το οποίο καθορίζεται, κατ'αρχήν, από τις πολιτικές επιλογές για την διάθεση των κρατικών πόρων προς εκπλήρωση των ποικίλων αποστολών του κράτους, δεν επαρκεί για την βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών. Ως εκ τούτου, το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, δεν απαγορεύει την επί το δυσμενέστερο μεταβολή του συστήματος της κοινωνικής ασφαλίσεως όταν αιτιολογημένα προκύπτει ότι η βιωσιμότητά του μόνο με αυτές τις επεμβάσεις μπορεί να διασφαλισθεί, δηλαδή όταν αυτές κρίνονται πρόσφορες και αναγκαίες. Τέτοιες όμως επεμβάσεις, που μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και μείωση ασφαλιστικών παροχών που έχουν ήδη απονεμηθεί, πρέπει να σέβονται τις λοιπές διατάξεις του Συντάγματος και, ιδίως, την αρχή της ισότητας των πολιτών κατά την συμμετοχή στα δημόσια βάρη ώστε να αξιώνεται από τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους η τήρηση της υποχρεώσεως για κοινωνική αλληλεγγύη, πάντως δε, όριο στην ελευθερία επιλογών του νομοθέτη κατά τον καθορισμό, ειδικότερα, του ύψους των διατιθέμενων για την κοινωνική ασφάλιση κρατικών οικονομικών πόρων αποτελεί η διασφάλιση στους συνταξιούχους παροχών που επιτρέπουν την αξιοπρεπή διαβίωση αυτών, δηλαδή εισοδήματος ικανού να εξασφαλίσει όχι μόνο τους όρους της φυσικής τους υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή) αλλά και την δυνατότητα συμμετοχής στην κοινωνική ζωή. Μείωση δε απονεμηθεισών ασφαλιστικών παροχών υπό τους ως άνω όρους και προϋποθέσεις δεν νοείται ως προσκρούουσα στο άρθρο 17 του Συντάγματος. Περαιτέρω, κατά την ίδια γνώμη, περικοπές σε ήδη απονεμηθείσες συντάξεις ορισμένων μόνο κατηγοριών συνταξιούχων, που κρίνονται αναγκαίες από τον νομοθέτη για την διασφάλιση της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών, δεν είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτές, και όταν ακόμη οι κατηγορίες αυτές προκύπτουν βάσει θεμιτών κριτηρίων, εφ'όσον, σε συγκεκριμένη περίπτωση, αδιαφόρως του ότι δεν θίγουν το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως, εξικνούνται πέραν ενός ορίου καθιστώντας, από της απόψεως της ισότητας των πολιτών κατά την συμμετοχή τους στα δημόσια βάρη, την μείωση του εισοδήματος ορισμένων εξ αυτών υπέρμετρη θυσία τους και, ως εκ τούτου, δυσανάλογη συμμετοχή τους στην επίτευξη του σκοπού του νόμου. Τέτοια δε μη συνταγματικώς ανεκτή θυσία εισοδήματος, υπό περιστάσεις νομοθετικής επεμβάσεως για την διασφάλιση της βιωσιμότητας ασφαλιστικών οργανισμών εν μέσω οξείας δημοσιονομικής κρίσεως, συνιστά περικοπή συντάξεως, η οποία, είτε μόνη αυτή είτε συνυπολογιζόμενη με προηγηθείσες για τον ίδιο σκοπό, έχει ως συνέπεια μείωση στο ήμισυ του εκ της συντάξεως εισοδήματος. Συνεπώς, κατά την επιλογή από τον νομοθέτη κατηγοριών συνταξιούχων αναλόγως του ύψους του εκ συντάξεων εισοδήματος, προκειμένου αυτοί να υποστούν περικοπή του εν λόγω εισοδήματός τους χάριν της διασφαλίσεως της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών, απαιτείται πρόσθετη σχετική πρόνοια του νόμου, η οποία να διασφαλίζει ότι η προβλέπουσα την περικοπή της συντάξεως διάταξη δεν μπορεί, κατά την εφαρμογή της στην ατομική περίπτωση, να έχει ως συνέπεια μείωση της απονεμηθείσας συντάξεως στο ήμισυ αυτής. Σε περίπτωση δε απουσίας τέτοιας πρόνοιας του νόμου ο θιγόμενος έχει δικαίωμα δικαστικής προστασίας επικαλούμενος την διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος.

Εξ άλλου, πέραν των ως άνω υποχρεώσεων οι οποίες προκύπτουν από τις εκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και τις οποίες ο νομοθέτης οφείλει να τηρεί όταν, υπό συνθήκες οξείας δημοσιονομικής κρίσεως, καταφεύγει θεμιτώς, κατά τα ανωτέρω, στη άμεση μείωση του συνταξιοδοτικού κόστους του Δημοσίου, ουδείς άλλος όρος τίθεται από το Σύνταγμα για το κύρος των σχετικών ρυθμίσεων και, δη, προηγούμενη εκπόνηση μελέτης επιπτώσεων των ρυθμίσεων αυτών στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων συνταξιούχων κατόπιν συνυπολογισμού και των λοιπών οικονομικών επιβαρύνσεων αυτών. Τούτο δε για τους ακόλουθους λόγους: Όταν ο νομοθέτης, προκειμένου να αντιμετωπίσει οξεία δημοσιονομική κρίση και έχοντας διαγνώσει, υπό ορισμένη σκοπιά, τα αίτια που την προκάλεσαν, επιλέγει, εν μέσω υφέσεως της οικονομίας, ως σχέδιο κατάλληλο κατά την εκτίμησή του, την λήψη ταυτοχρόνως μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών (μείωση μισθών και συντάξεων, μείωση δαπανών για την δημόσια υγεία, την δημόσια παιδεία κ.λπ.) και αυξήσεως των δημοσίων εσόδων (επιβολή νέων φόρων, αύξηση των υφιστάμενων κ.λπ.), η πτώση του προ της κρίσεως βιοτικού επιπέδου εκάστου είναι αυτονόητη και αναπόφευκτη. Όταν δε, στο πλαίσιο τέτοιου σχεδίου, αποφασίζεται νομοθετική παρέμβαση στο πεδίο της κοινωνικής ασφαλίσεως συνιστάμενη, μεταξύ άλλων, στη μείωση του εισοδήματος από συντάξεις, ο δικαστικός έλεγχος του σεβασμού της αρχής της αναλογικότητας είναι εφικτός με βάση τις κατ'ιδίαν παραμέτρους της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος (εισροές και εκροές του ασφαλιστικού κεφαλαίου, λόγος ασφαλισμένων προς συνταξιούχους, δημογραφική γήρανση, αύξηση του προσδόκιμου ζωής, οικονομική ύφεση, ανεργία), τις οποίες λαμβάνει υπ'όψιν ο νομοθέτης και με τις οποίες αιτιολογεί την δράση του - είτε αυτές ανάγονται σε δεδομένα που δεν αποτελούν συμπέρασμα ειδικής μελέτης είτε ανάγονται σε επιστημονικές προβλέψεις με βάση τα δεδομένα αυτά - σε συνδυασμό με τον διακηρυχθέντα στόχο της νομοθετικής παρεμβάσεως. Ο δικαστικός δε έλεγχος του σεβασμού των λοιπών σχετικών συνταγματικών διατάξεων είναι εφικτός με βάση τα χαρακτηριστικά της νομοθετικής ρυθμίσεως. Εκπόνηση ειδικής μελέτης, η οποία, άλλωστε, τα ίδια στοιχεία θα είχε ως βάση, ουδέν ιδιαίτερο θα ήταν σε θέση να προσφέρει στον δικαστικό έλεγχο, είναι δε διάφορα τα ζητήματα αν ορθώς διαγνώσθηκαν τα αίτια και το μέγεθος της κρίσεως, αν επιλέχθηκε το κατάλληλο σχέδιο δράσεως για την αντιμετώπισή της ή αν τα μέτρα που αποφασίσθηκαν εφαρμόσθηκαν με αποτελεσματικό τρόπο, ζητήματα για τα οποία το Σύνταγμα ουδόλως εγγυάται. Περαιτέρω, ναι μεν κάθε ένα από τα μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών και αυξήσεως των δημοσίων εσόδων, τα οποία λαμβάνονται υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες, έχει άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο εκάστου πλην ο βαθμός των επιπτώσεων αυτών ποικίλλει αναλόγως της προ της κρίσεως οικονομικής καταστάσεως των θιγομένων και των προσωπικών τους αναγκών. Ως εκ τούτου, παρίσταται ανέφικτη η εκ των προτέρων εκτίμηση, κατόπιν μελέτης, των επιπτώσεων ειδικώς της μειώσεως των συντάξεων στο βιοτικό επίπεδο ομάδας ατόμων τα οποία ως μόνο κοινό χαρακτηριστικό έχουν την απόσυρση από τον εργασιακό βίο. Άλλωστε, το οποιοδήποτε συμπέρασμα μελέτης για τις επιπτώσεις της παρεμβάσεως αυτής στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα των λοιπών δράσεων, στο πλαίσιο του ίδιου σχεδίου για την αντιμετώπιση της κρίσεως, θα ήταν άχρηστο για την αξιολόγηση της συγκεκριμένης δράσεως, κατά τον δικαστικό έλεγχο, ως σύμφωνης ή μη προς το Σύνταγμα. Πράγματι, το (αυτονόητο) συμπέρασμα ότι μείωση εισοδήματος από συντάξεις, καίτοι, καθ'εαυτή, θεμιτή κατά τους προαναφερθέντες συνταγματικούς κανόνες, επιδεινώνει την οικονομική κατάσταση των θιγομένων λόγω της παράλληλης επιβαρύνσεώς τους με αυξημένα φορολογικά βάρη και της διογκώσεως των οικονομικών τους υποχρεώσεων προς τρίτους ουδόλως θα ανέτρεπε την συμφωνία του νομοθετικού αυτού μέτρου προς το Σύνταγμα, όταν μάλιστα προκύπτει ότι ο νομοθέτης επέλεξε να θίξει τις πλέον οικονομικά εύρωστες κατηγορίες συνταξιούχων και, άρα, τις ευρισκόμενες σε καλύτερη θέση να επωμισθούν το σχετικό βάρος, αλλ'ενδεχομένως θα δικαιολογούσε αναθεώρηση των φορολογικών μέτρων ή νομοθετική δράση για την ανακούφιση των πληττομένων από την οικονομική ύφεση.

7. Επειδή, .................. διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Με την διάταξη του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ο συντακτικός νομοθέτης περιέβαλε με συνταγματικό κύρος, εντάσσοντας την στους σκοπούς του κράτους, την αρχή της κοινωνικής ασφαλίσεως με γνώμονα την κάλυψη ολόκληρου του εργαζομένου πληθυσμού της χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και ανέθεσε στον κοινό νομοθέτη την εξειδίκευση της ανάλογα με τις εκάστοτε επικρατούσες οικονομικές συνθήκες. Κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού, ο νομοθέτης έχει ευρεία εξουσία για τη ρύθμιση των σχετικών ζητημάτων και τον καθορισμό του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, υποκείμενος μόνο στους περιορισμούς, που επιβάλλονται από άλλες συνταγματικές διατάξεις (ΣτΕ 2197 - 2200/2010 Ολ., 2180/2004 Ολ.). Η μόνη δέσμευση που επιβάλλεται με την ανωτέρω συνταγματική διάταξη αναφέρεται, όπως έχει κριθή, στη μορφή του ασφαλιστικού φορέα, στις περιπτώσεις που ο νόμος καθιερώνει υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, θεσπίζοντας την υποχρεωτική καταβολή εισφοράς είτε εκ μέρους του εργαζομένου, είτε εκ μέρους του εργοδότου. Στις περιπτώσεις αυτές, κατά την έννοια της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως, φορείς της κοινωνικής ασφαλίσεως δύνανται να είναι μόνο το κράτος ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΣτΕ 5024/1987 Ολομ., 3096/2001 Ολομ.). Μέσα στο συνταγματικό αυτό πλαίσιο, ο θεσμός της κοινωνικής ασφαλίσεως διασφαλίζεται με τη λειτουργία βιώσιμων ασφαλιστικών οργανισμών, οι οποίοι απαιτείται να είναι οικονομικά εύρωστοι για να μπορούν να ανταποκρίνονται στην κατά το Σύνταγμα αποστολή τους. Ειδικώτερα, έργο του Κράτους είναι να διασφαλίζη, μέσω των σχετικών ρυθμίσεων, την βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, χάριν και των μελλοντικών γενεών. Έτσι από την συνταγματική αυτή διάταξη προκύπτει ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να επιφέρη μεταβολές στο σύστημα της κοινωνικής ασφαλίσεως και στους όρους και τις προϋποθέσεις χορηγήσεως συντάξεων και άλλων παροχών, μεταβολές, οι οποίες, μάλιστα, είναι δυνατόν να επιβαρύνουν οικονομικά τους ασφαλιστικούς οργανισμούς (όπως ρυθμίσεις με αντικείμενο τη συγχώνευση τέτοιων οργανισμών, την ένταξη νέων κατηγοριών ασφαλισμένων σε αυτούς ή την αύξηση των χορηγουμένων από τους οργανισμούς αυτούς παροχών), μόνο όμως ύστερα από τη σύνταξη από το Κράτος ειδικών μελετών οικονομικού περιεχομένου ή από τους οικείους ασφαλιστικούς φορείς αναλογιστικών μελετών, στις οποίες πρέπει να απεικονίζεται η συνολική οικονομική κατάσταση τους (πρβλ. ΣτΕ 2199/2010 Ολ.). Υποχρέωση χρηματοδοτήσεως του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως εκ μέρους του Κράτους δεν επιβάλλεται από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, δοθέντος ότι αυτές καταλείπουν στον νομοθέτη την ευχέρεια να προσδιορίζη και να οργανώνη εκάστοτε το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως – άρα και τον τρόπο χρηματοδοτήσεως του. Παρέχουν, όμως, εν πάση περιπτώσει, κατ'αρχήν, οι διατάξεις αυτές συνταγματικό έρεισμα σε χρηματοδότηση εκ μέρους του Κράτους, τυχόν πρόβλεψη της οποίας απόκειται στην ευχέρεια του κοινού νομοθέτη, δεδομένου ότι, πάντως, κατά τα προεκτεθέντα, η κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων εντάσσεται με αυτές στους σκοπούς του κράτους. Από την ανωτέρω συνταγματική διάταξη, εξ άλλου, δεν συνάγεται ότι είναι υποχρεωτική η πρόβλεψη στο νόμο της προηγουμένης συντάξεως τέτοιων οικονομικών ή αναλογιστικών μελετών από το κράτος ή τους ασφαλιστικούς φορείς όταν λαμβάνεται ένα συγκεκριμένο γενικού χαρακτήρος μέτρο περιορισμού (περικοπής) συνταξιοδοτικών παροχών στο πλαίσιο γενικώτερου πλέγματος αμέσων μέτρων οικονομικής πολιτικής, ούτε ότι η προηγούμενη κατάρτιση αναλογιστικών μελετών αποτελεί ουσιώδη τύπο ή αναγκαίο όρο ή απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη τέτοιας φύσεως νομοθετικών μέτρων (ΣτΕ 1285/2012).

Περαιτέρω, από την ανωτέρω συνταγματική διάταξη δεν επιβάλλεται στο κράτος υποχρέωση να διατηρή σε ωρισμένο ύψος τις καταβαλλόμενες κοινωνικές παροχές. Ειδικώτερα, δεν εμποδίζεται, από την διάταξη αυτή, ο νομοθέτης να μεταβάλη το ύψος των καταβλητέων συντάξεων και μάλιστα επί τα χείρω, αν τούτο επιβάλλεται εκ λόγων δημοσίου συμφέροντος. Τέτοιος λόγος δημοσίου συμφέροντος δε, είναι εν πάση περιπτώσει και η ανάγκη διασφαλίσεως της βιωσιμότητος του συνταξιοδοτικού συστήματος, την οποία επιβάλλει, κατά τα προεκτεθέντα, η ειδικώτερη αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών που διέπει το δίκαιο της κοινωνικής ασφαλίσεως. Τούτο παρίσταται ιδιαιτέρως επιτακτικό σε περιπτώσεις κρίσεως χρέους, εφ'όσον για την στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος διατίθεται σημαντικό μέρος των κρατικών πόρων. Η τυχόν μείωση των συνταξιοδοτικών παροχών, στις περιπτώσεις αυτές, όμως, δεν δύναται να χωρήση παρά μόνον βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, στο πλαίσιο των συνταγματικών αρχών της ισότητος και της αναλογικότητος. Απαιτείται, επομένως, εκ των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων, σε περίπτωση που λόγοι δημοσίου συμφέροντος επιβάλλουν μείωση των προβλεπομένων συνταξιοδοτικών και εν γένει ασφαλιστικών παροχών, η μείωση αυτή να μην υπερβαίνη το απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού μέτρο και να μην θίγη τον πυρήνα του σχετικού δικαιώματος, κάτι το οποίο, άλλωστε, διασφαλίζεται με την διατήρηση - και μετά τις τυχόν μειώσεις - ενός ελαχίστου ποσοστού αναπληρώσεως των συντάξεων. Απαιτείται, δηλαδή, να διατηρήται η στοιχειώδης αντιστοιχία της καταβαλλομένης συνταξιοδοτικής παροχής με τις ελάχιστες απαιτήσεις αξιοπρεπούς διαβιώσεως του ενδιαφερομένου, εν όψει και της οικονομικοκοινωνικής θέσεως την οποία αυτός κατείχε, όταν ευρίσκετο στην ενέργεια, καθώς, επίσης, και δή ειδικώς προκειμένου περί της επικουρικής ασφαλίσεως, οι καταβαλλόμενες ασφαλιστικές παροχές να μην τελούν σε προφανή δυσαναλογία με τις καταβληθείσες από τους ενδιαφερομένους, εν όσω ήσαν στην ενέργεια, εισφορές.

8. Επειδή, .................... την ακόλουθη γνώμη: Όπως εκτέθηκε στην σκέψη 5, μειώσεις συντάξεων μόνο σε περιπτώσεις εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών μπορούν να χωρήσουν και, επομένως, η παράλειψη της επιβεβλημένης, για τους εκτιθέμενους στην ίδια ως άνω σκέψη λόγους, εκπονήσεως μελέτης των επιπτώσεων που επιφέρουν στο βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων μειώσεις των απονεμηθεισών σ'αυτούς συντάξεων δεν μπορεί να συγχωρηθεί, κατά τις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις, με την επίκληση τέτοιων δημοσιονομικών συνθηκών και την κατεπείγουσα ανάγκη αντιμετωπίσεως των αναδυόμενων υπό τις συνθήκες αυτές κινδύνων για την οικονομία της Χώρας.

9. Επειδή, μετά τη διαπίστωση, με την 2010/182 απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Φεβρουαρίου 2010 (L 83/13), της καταστάσεως υπερβολικού ελλείμματος, στην οποία είχε περιέλθει η Ελληνική Δημοκρατία, και της ανάγκης λήψεως μέτρων για τη μείωσή αυτού, θεσπίστηκε ο ν. 3845/2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη-μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» (Α΄ 65/6.5.2010), στο άρθρο τρίτο του οποίου περιελήφθησαν τα πρώτα μέτρα σχετικά με την περικοπή συντάξεων. Ειδικότερα, το άρθρο αυτό ορίζει, στην παράγραφο 10 ότι «τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη νόμου ή κανονιστικής πράξης για τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους όλων των φορέων κύριας ασφάλισης, με εξαίρεση τους συνταξιούχους του Ο.Γ.Α., χορηγούνται εφόσον ο δικαιούχος έχει υπερβεί το 60ό έτος της ηλικίας του και το ύψος τους καθορίζεται ως εξής: α) Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων, στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ. β) Το επίδομα εορτών Πάσχα, στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ. γ) Το επίδομα αδείας, στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ. Τα ανωτέρω επιδόματα αναπροσαρμόζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για όλους τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και το Δημόσιο κατά ενιαίο ποσοστό έπειτα από οικονομική μελέτη που εκπονείται από τη Διεύθυνση Αναλογιστικών Μελετών της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων και εφόσον το επιτρέπουν οι οικονομικές δυνατότητες των ταμείων και η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας (όπως το τελευταίο αυτό εδάφιο προστέθηκε με το άρθρο 67 του ν. 3863/2010, Α΄ 115/15.7.2010)», στην παράγραφο 11, ότι «από το όριο ηλικίας που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο εξαιρούνται όσοι εξ ιδίου δικαιώματος λαμβάνουν σύνταξη λόγω αναπηρίας ή με το καθεστώς των βαρέων και ανθυγιεινών ή των οικοδομικών επαγγελμάτων, καθώς και οι δικαιούχοι εκ μεταβιβάσεως, εφόσον οι τελευταίοι: α) είναι δικαιούχοι λόγω θανάτου συζύγου, ή β) δεν έχουν υπερβεί το 18ο έτος ή αν σπουδάζουν, το 24ο έτος της ηλικίας τους, ή γ) είναι ανίκανοι για άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος σε ποσοστό μεγαλύτερο του 67%», στην παράγραφο 12, ότι «αν καταβάλλονται στο ίδιο πρόσωπο δύο κύριες συντάξεις από οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα κύριας ασφάλισης, τα επιδόματα της παραγράφου 10 καταβάλλονται μόνο από τον φορέα που καταβάλλει την μεγαλύτερη σύνταξη», στην παράγραφο 13, ότι «αν στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι εκ μεταβιβάσεως, το ποσό των επιδομάτων επιμερίζεται αναλόγως στα συνδικαιούχα πρόσωπα» και, στην παράγραφο 14, ότι «τα επιδόματα της παραγράφου 10 δεν καταβάλλονται, εφόσον οι καταβαλλόμενες συντάξεις, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων της παραγράφου 10, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση υπερβαίνουν κατά μήνα, τα δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων της παραγράφου 10, οι καταβαλλόμενες συντάξεις υπερβαίνουν το ύψος αυτό, τα επιδόματα της παραγράφου 10 καταβάλλονται μέχρι του ορίου των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ, με ανάλογη μείωση τους». Στον ανωτέρω νόμο προσαρτήθηκαν ως Παραρτήματα ΙΙΙ και ΙV, αντιστοίχως, το «Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής- 3 Μαΐου 2010» και το «Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής - 3 Μαΐου 2010», που αποτελούν τα δύο από τα τρία μέρη, από τα οποία απαρτίζεται το «Μνημόνιο Συνεννόησης» (Memorandum of Understanding), που υπεγράφη στις 3.5.2010 αφ'ενός από τον Υπουργό Οικονομικών και το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως εκπροσώπους της Ελληνικής Δημοκρατίας, και αφ'ετέρου από τον Επίτροπο Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, ως εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενεργούσης για λογαριασμό των κρατών – μελών της Ευρωζώνης∙όπως δε έχει κριθεί (Ολ. ΣτΕ 668/2012, σκ. 28), το εν λόγω Μνημόνιο Συνεννόησης δεν αποτελεί διεθνή συνθήκη, αλλά «το πρόγραμμα της Ελληνικής Κυβερνήσεως, με το οποίο καθορίζονται οι στόχοι της γενικότερης πολιτικής της και τα μέσα επιτεύξεώς τους για την επόμενη τριετία, καθώς και το χρονοδιάγραμμα για την θέσπιση των μέτρων αυτών, προς το σκοπό της αντιμετωπίσεως της, κατά την Κυβέρνηση, συντρεχούσης κατά τον χρόνο της εξαγγελίας του εν λόγω προγράμματος οξείας δημοσιονομικής κρίσεως και του κινδύνου χρεοκοπίας της χώρας με την ενεργοποίηση και του αποφασισθέντος, στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας». Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω ν. 3845/2010, «το αίτηµα της Κυβέρνησης για ενεργοποίηση αυτού του µηχανισµού αποτέλεσε πράξη ευθύνης και ιστορική υποχρέωση απέναντι στον κίνδυνο κατάρρευσης της οικονοµίας λόγω αδυναµίας δανεισµού. Η προσφυγή στο µηχανισµό ήταν το τελευταίο καταφύγιο για να αποτραπεί η χρεοκοπία της χώρας. Ταυτόχρονα η ανάγκη προσφυγής στο µηχανισµό στήριξης µας οδηγεί στην ανάγκη να λάβουµε πρόσθετα µέτρα, για να εγγυηθούν οι εταίροι µας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και το Διεθνές Νοµισµατικό Ταµείο τη χρηµατοδότηση των αναγκών µας, αλλά και για να βγούµε ασφαλείς από την κρίση. Το πρόγραµµα σταθερότητας που σχεδιάστηκε και τα πρόσθετα µέτρα που προτείνονται µε το σχέδιο νόµου, θέτουν σε εφαρµογή τον µηχανισµό στήριξης της ελληνικής οικονοµίας από τα κράτη-µέλη της ευρωζώνης και το Διεθνές Νοµισµατικό Ταµείο µε την παροχή χρηµατοδότησης ... Το µακροοικονοµικό σενάριο προβλέπει ύφεση 4% το 2010 και επιστροφή σε θετικούς ρυθµούς ανάπτυξης από το 2012 και µετά. ... τα µέτρα που προτείνονται είναι επώδυνα. Είναι όµως απαραίτητα για να προστατευθεί το υπέρτερο δηµόσιο συµφέρον, που υπό τις παρούσες πρωτόγνωρες ιστορικά δυσµενείς συνθήκες της οικονοµίας είναι και εθνικό συµφέρον. Είναι απαραίτητα για να αυξηθούν τα έσοδα, να περιοριστούν οι δαπάνες, να συνεχιστεί η λειτουργία του κράτους, να διατηρηθεί η δυνατότητα να καταβάλλονται µισθοί και συντάξεις χωρίς να υποθηκεύεται το µέλλον των επόµενων γενεών. Για να µπορέσει να ανταποκριθεί το κράτος στις συνταγµατικές του υποχρεώσεις: να παρέχει ασφάλεια, υγεία, παιδεία και να ασκεί κοινωνική πολιτική ... Με τα µέτρα που προτείνονται οι Έλληνες πολίτες θα υποστούν θυσίες. Όµως η εναλλακτική πορεία θα ήταν η κατάρρευση και η καταστροφή. Τα µέτρα που η κυβέρνηση προτείνει, επιφέρουν µείωση του εισοδήµατος των εργαζοµένων στο Δηµόσιο και τον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα, αλλά και των συνταξιούχων. Καταβλήθηκε τεράστια προσπάθεια κατά τη διάρκεια της διαπραγµάτευσης, ώστε να θιγούν όσο γίνεται λιγότερο τα χαµηλά και µεσαία επίπεδα µισθών και συντάξεων, ...». Εξ άλλου, στο «Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής - 3 Μαΐου 2010» αναφέρονται τα εξής: «Ι. ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ: 1. Η οικονομική ύφεση εντάθηκε το 2010. Το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας μειώθηκε κατά 2% το 2009 και οι δείκτες υποδεικνύουν ότι η οικονομική δραστηριότητα θα αποδυναμωθεί περαιτέρω το 2010 ... 2. ... Λόγω της υιοθέτησης αδύναμων πολιτικών εσόδων και χαλαρής φορολογικής διαχείρισης, ..., τα έσοδα μειώθηκαν αισθητά. Οι δαπάνες, εντωμεταξύ, αυξήθηκαν σημαντικά, ιδιαίτερα για μισθούς και επιδόματα, ... Το έλλειμμα εκτινάχθηκε στο εκτιμώμενο 13.6% του ΑΕΠ ενώ το δημόσιο χρέος αυξήθηκε σε πάνω από 115% του ΑΕΠ το 2009 ... 3. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει επηρεαστεί αρνητικά... 4. (...) II. ΒΑΣΙΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ: 5. Οι κύριοι στόχοι του προγράμματος είναι η διόρθωση των δημοσιονομικών και εξωτερικών ανισορροπιών και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης ... 6. Η κυβέρνηση προβλέπει μία εκτεταμένη περίοδο προσαρμογής: Ο ρυθμός ανάπτυξης του πραγματικού ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα περιοριστεί σημαντικά το 2010-2011, αλλά αναμένεται να ανακάμψει σταδιακά στη συνέχεια. Το οικονομικό πρόγραμμα βασίζεται στην υπόθεση αρνητικής ανάπτυξης 4% το 2010 και 2½ % το 2011 ... III. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ: 7. ... Η εισοδηματική πολιτική και η πολιτική κοινωνικής προστασίας πρέπει να στηρίξουν την προσπάθεια για δημοσιονομική προσαρμογή και την επανάκτηση της ανταγωνιστικότητας. Η προσαρμογή των εισοδημάτων σε βιώσιμα επίπεδα είναι αναγκαία για τη στήριξη της δημοσιονομικής διόρθωσης και της μείωσης του πληθωρισμού σε επίπεδα κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, καθώς και για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους και τιμών σε μόνιμη βάση. Τα προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης θα πρέπει να ενδυναμωθούν για να αντιμετωπίσουν υποβόσκουσες διαρθρωτικές ανισορροπίες που οφείλονται στη γήρανση του πληθυσμού, ... Καθώς οι μεγαλύτερες υπερβάσεις ετησίως στον προϋπολογισμό προέρχονται συστηματικά από τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης, οι μεταρρυθμίσεις για την περιφρούρηση της βιωσιμότητας του συστήματος δεν μπορούν πλέον να αναβληθούν... 8. Η κυβέρνηση δεσμεύεται σε δίκαιη κατανομή του κόστους προσαρμογής. Η δέσμευση για την προστασία των πιο ευάλωτων από τις συνέπειες της οικονομικής ύφεσης λαμβάνεται υπόψη στο σχεδιασμό των πολιτικών προσαρμογής. Στην εξυγίανση των δημοσιονομικών, μεγαλύτερη θα είναι η συνεισφορά από όσους δεν έχουν κατά παράδοση συμβάλει με το μερίδιο που τους αναλογεί στη φορολογική επιβάρυνση ...: Μειώσεις στις συντάξεις: η απάλειψη της 13ης και της 14ης σύνταξης αντισταθμίζεται για όσους λαμβάνουν λιγότερο από €2500 μηνιαίως με την υιοθέτηση ενός νέου ενιαίου επιδόματος €800 ετησίως. Η μείωση βαραίνει περισσότερο όσους λαμβάνουν υψηλότερες συντάξεις. ... Επιπλέον, οι ελάχιστες συντάξεις και τα οικογενειακά επιδόματα δε θα περικοπούν ... 11. ... Για το υπόλοιπο του 2010, ... τα τρία σημαντικότερα άμεσα μέτρα είναι η άμεση μείωση του λογαριασμού μισθοδοσίας του δημοσίου τομέα και των δαπανών για πληρωμές συντάξεων... 12. Για το 2011 και μετά έχουν προσδιοριστεί επιπλέον μέτρα αύξησης των εσόδων και μείωσης των δαπανών προκειμένου να εξασφαλιστούν οι δημοσιονομικοί στόχοι. ... Οι δαπάνες θα μειωθούν κατά ένα ισοδύναμο γύρω στο 7% του ΑΕΠ μέχρι το 2013 ... οι δαπάνες από μισθούς και επιδόματα θα πρέπει να περιοριστούν ... 13. Εκτός από αυτά τα άμεσα δημοσιονομικά μέτρα για τον προϋπολογισμό, η κυβέρνηση έχει επίσης δρομολογήσει μια σειρά σημαντικών διαρθρωτικών δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων. Αυτές θα ενισχύσουν τη βιωσιμότητα, συμβάλλοντας στην ενίσχυση του ελέγχου επί των εσόδων και των δαπανών: • Ασφαλιστική Μεταρρύθμιση: Το σημερινό συνταξιοδοτικό σύστημα δεν είναι βιώσιμο και θα περιέλθει σε αδυναμία πληρωμών εάν δεν ληφθούν υπεύθυνα μέτρα προκειμένου να τεθεί σε μια υγιή βάση. Η κυβέρνηση έχει ξεκινήσει μια μεταρρύθμιση η οποία θα πρέπει να εγκριθεί πριν από τα τέλη Ιουνίου 2010. Η Εθνική Αναλογιστική Αρχή θα εκπονήσει μια μελέτη προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι παράμετροι του νέου συστήματος διασφαλίζουν μακροπρόθεσμη αναλογιστική ισορροπία. Τα υπάρχοντα ασφαλιστικά ταμεία θα συγχωνευθούν σε τρία. Η μεταρρύθμιση θα εισάγει ένα νέο σύστημα το οποίο θα βασίζεται στην ενίσχυση της σύνδεσης μεταξύ εισφορών και παροχών, με ενιαίους κανόνες που θα ισχύουν κατ'αναλογία σε όλους τους σημερινούς και μελλοντικούς εργαζόμενους. Η κανονική ηλικία συνταξιοδότησης θα οριστεί στα 65 έτη, αυξανόμενη παράλληλα με το προσδόκιμο ζωής. Οι παροχές θα πρέπει να τιμαριθμοποιούνται. Η μεταρρύθμιση επίσης θα περιορίσει την πρόωρη συνταξιοδότηση, ακόμα και για τους ασφαλισμένους προ του 1993, και θα περιορίσει τον κατάλογο των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων. Το νέο σύστημα θα προβλέπει επίσης μια σύνταξη κοινωνικού χαρακτήρα με εισοδηματικά κριτήρια για όλους τους πολίτες που βρίσκονται πάνω από την κανονική ηλικία συνταξιοδότησης, ώστε να παρέχεται ένα σημαντικό δίχτυ ασφαλείας, συμβατό με τη βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών ...» Παραλλήλως, στο «Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτική- 3 Μαΐου 2010» αναφέρονται τα ακόλουθα: «Οι τριμηνιαίες εκταμιεύσεις της διμερούς οικονομικής βοήθειας από τα Κράτη-Μέλη της Ευρωζώνης θα βασίζονται σε τριμηνιαίους απολογισμούς των προϋποθέσεων για όλη τη χρονική διάρκεια της συμφωνίας. Η αποδέσμευση των δόσεων θα βασίζεται στην τήρηση των ποσοτικών κριτηρίων επιδόσεων και στη θετική αξιολόγηση της προόδου στα κριτήρια πολιτικής του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής (ΜΟΧΠ) και αυτού του Μνημονίου, ... Πριν από την καταβολή των δόσεων, οι αρχές πρέπει να παρέχουν μια έκθεση συμμόρφωσης σχετικά με την εκπλήρωση των προϋποθέσεων. 1. Ενέργειες για τον πρώτο απολογισμό (να έχουν ολοκληρωθεί ως το τέλος του δεύτερου τριμήνου 2010): i. Δημοσιονομική Εξυγίανση: ... - Μείωση των δώρων Πάσχα, Χριστουγέννων και επιδόματος αδείας που καταβάλλονται στους συνταξιούχους, με ταυτόχρονη προστασία αυτών που λαμβάνουν χαμηλότερες συντάξεις, με τις καθαρές εξοικονομήσεις να ανέρχονται σε 1.900 εκ. ευρώ για ένα πλήρες έτος (1.500 εκ. ευρώ το 2010)·... - Μείωση των υψηλότερων συντάξεων, με στόχο την εξοικονόμηση 500 εκ, ευρώ για ένα πλήρες έτος (350 εκ. ευρώ το 2010) ... 2. Ενέργειες για τη δεύτερη αξιολόγηση (να έχουν ολοκληρωθεί ως το τέλος του τρίτου τριμήνου 2010): i. ... ii. Διαρθρωτικές δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις: ... Το Κοινοβούλιο θα υιοθετήσει τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος προκειμένου να εξασφαλιστεί μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα η βιωσιμότητα του ... Η μεταρρύθμιση θα πρέπει να περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία: ... - Μείωση του ανώτατου ορίου στις συντάξεις· ... - Μείωση των συνταξιοδοτικών παροχών (κατά 6% ετησίως) για τα άτομα που συνταξιοδοτούνται μεταξύ των ηλικιών 60 και 65, με περίοδο συνεισφορών μικρότερη των 40 ετών·...».

10. Επειδή, ακολούθησε η θέσπιση του ν. 3863/2010, «Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις» (Α΄ 115/15.7.2010). Στο άρθρο 1 του νόμου αυτού ορίσθηκε ότι «1. Το Δημόσιο εγγυάται τη βιωσιμότητα του Ασφαλιστικού Συστήματος της χώρας με σκοπό τη διασφάλιση αξιοπρεπούς σύνταξης για κάθε δικαιούχο. 2. Βασική σύνταξη: Το ποσό της σύνταξης που δεν αναλογεί σε ασφαλιστικές εισφορές και χορηγείται μετά την 1.1.2015, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος αυτός. 3. Αναλογική σύνταξη: Το ποσό της σύνταξης που αναλογεί στο ύψος των ασφαλιστικών εισφορών για τα έτη ασφάλισης, από 1.1.2011 και εφεξής, κάθε ασφαλισμένου που θεμελιώνει δικαίωμα σύνταξης μετά την 1.12015 σε φορείς κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο. Το αναλογικό ποσό σύνταξης βαρύνει τους προϋπολογισμούς των ασφαλιστικών οργανισμών κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο για τους ασφαλισμένους του Δημοσίου. 4. ...» και στο άρθρο 2 ότι «1. Από 1.1.2015 και εφεξής καθιερώνεται βασική σύνταξη. Το ύψος της βασικής σύνταξης, για το έτος 2010, καθορίζεται στο ποσό των τριακοσίων εξήντα (360,00) ευρώ μηνιαίως, για δώδεκα μήνες και αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του νόμου αυτού. 2. Την ανωτέρω βασική σύνταξη δικαιούνται: Α. Οι ασφαλισμένοι των οργανισμών κύριας ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, καθώς και οι τακτικοί υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου ... που θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από την 1.1.2015 και εφεξής». Περαιτέρω, στο άρθρο 37 του ν. 3863/2010 ορίσθηκαν τα ακόλουθα: «Από 1.1.2011 και εφεξής οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και το NAT επιχορηγούνται με βάση την ισχύουσα νομοθεσία και ειδικά για τα έτη 2010-2013, τηρουμένων των στόχων του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης και του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας (ν. 3845/2010). Από 1.1.2015 το κράτος αναλαμβάνει τη χρηματοδότηση της βασικής σύνταξης όλων των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και του NAT, πλην των Ε.Τ.Α.Α., Ε.Τ.Α.Π. - Μ.Μ.Ε. και του συστήματος ασφάλισης προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος. Το ποσό αυτό επιμερίζεται στους οργανισμούς ανάλογα με τον αριθμό των δικαιούχων και των ποσών που καταβάλλονται...». ». Εξ άλλου, στο άρθρο 38, με τίτλο «Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων», ορίστηκαν τα εξής: «1. Από 1.8.2010 θεσπίζεται Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) η οποία τηρείται σε λογαριασμό με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια, στο Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών (ΑΚΑΓΕ) το οποίο συστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 149 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄). Σκοπός του Λογαριασμού είναι η κάλυψη ελλειμμάτων των κλάδων κύριας σύνταξης Φ.Κ.Α.. 2. Η Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων παρακρατείται μηνιαία κατά την καταβολή της σύνταξης από τις συντάξεις κύριας ασφάλισης των συνταξιούχων του Δημοσίου, NAT και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης υπολογίζεται στο συνολικό ποσό της σύνταξης και καθορίζεται ως εξής: α. Για συντάξεις από 1.400,01 € έως 1.700,00 €, ποσοστό 3% β. Για συντάξεις από 1.700,01 € έως 2.000,00 €, ποσοστό 4% γ. Για συντάξεις από 2.000,01 € έως 2.300,00 €, ποσοστό 5% δ. Για συντάξεις από 2.300,01 € έως 2.600,00 €, ποσοστό 6% ε. Για συντάξεις από 2.600,01 € έως 2.900,00 €, ποσοστό 7% στ. Για συντάξεις από 2.900,01 € έως 3.200,00 €, ποσοστό 8% ζ. Για συντάξεις από 3.200,01 € έως 3.500,00 €, ποσοστό 9% η. Για συντάξεις από 3.500,01 € και άνω, ποσοστό 10%. 3. α. Για την πρώτη κατηγορία το ποσό της σύνταξης μετά την παρακράτηση της εισφοράς δεν μπορεί να υπολείπεται των χιλίων τετρακοσίων ευρώ (1.400 €). β ... γ. Εξαιρούνται της παρακράτησης της Ειδικής Εισφοράς οι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνουν το Εξωιδρυματικό Επίδομα ή το Επίδομα Απολύτου Αναπηρίας του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (ΦΕΚ 68 Α'), όπως ισχύει. δ. ... ε. ... 4. Τα ποσά που παρακρατούνται με ευθύνη του Δημοσίου, του NAT και των Φ.Κ.Α. αποδίδονται στο Λογαριασμό του ΑΚΑΓΕ το αργότερο μέχρι το τέλος του επομένου, από την παρακράτηση, μήνα. 5. Η οικονομική και λογιστική λειτουργία του Λογαριασμού της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων είναι η ίδια με αυτή που ισχύει για το Α.Κ.Α.Γ.Ε.. Τα κεφάλαια του Λογαριασμού επενδύονται στο Κοινό Κεφάλαιο Τραπέζης Ελλάδος. 6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται η διαδικασία: α) απόδοσης της εισφοράς στο Λογαριασμό και β) η διαδικασία μεταφοράς των ποσών στους Φ.Κ.Α.. Με όμοια απόφαση καθορίζεται το ύψος του ποσού που απαιτείται κάθε φορά για κάλυψη του ελλείμματος του κλάδου κύριας σύνταξης. 7. Μετά την 1.1.2015 τα ποσά της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων μεταφέρονται στο Α.Κ.Α.Γ.Ε. και αποτελούν έσοδο του Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών». Τέλος, στο άρθρο 39 του ν. 3863/2010 ορίσθηκαν τα εξής: «1. Από 1.1.2011 η σύνταξη και οι λοιπές συνταξιοδοτικές παροχές που καταβάλλονται στους δικαιούχους όλων των Ασφαλιστικών Οργανισμών κύριας και επικουρικής ασφάλισης, διαχωρίζονται λογιστικά στο οργανικό και στο προνοιακό τμήμα. 2. Για την τήρηση τους διατηρούνται δύο αυτοτελείς λογιστικοί λογαριασμοί με την ονομασία «Λογαριασμός Οργανικού Ποσού» και «Λογαριασμός Συμπληρωματικού - Προνοιακού Ποσού» με διαφορετικούς κωδικούς, οι οποίοι εγγράφονται στους Προϋπολογισμούς των κατ'ιδίαν Ασφαλιστικών Οργανισμών και Τομέων αντίστοιχα. Το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης στον δικαιούχο εξακολουθεί να αποτελείται από το συνολικό άθροισμα των δύο ανωτέρω τμημάτων. 3. Προνοιακές παροχές αποτελούν: το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (άρθρο 24 του ν. 2556/1997, όπως ισχύει), το Εξωιδρυματικό Επίδομα και το Επίδομα Απολύτου Αναπηρίας του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (ΦΕΚ 68 Α΄) όπως ισχύει, το Συμπληρωματικό - Προνοιακό ποσό της σύνταξης, καθώς και κάθε άλλη παροχή, η οποία απονέμεται από τους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς χωρίς την καταβολή ασφαλιστικής εισφοράς». Στη αιτιολογική έκθεση του ν. 3863/2010 αναφέρεται ότι αυτός «συνιστά τη θεσμική απάντηση της Πολιτείας σε μία χρόνια, διαρκώς επιδεινούμενη και ήδη πλέον ανεξέλεγκτη κρίση: την κρίση του ασφαλιστικού μας συστήματος.». Περαιτέρω, αναφέρεται ότι με το νόμο επιχειρείται «ριζικός μετασχηματισμός» του συστήματος, που «έχει ως αφετηρία και βάση του την αποσαφήνιση των ρόλων που διαδραματίζουν στα ασφαλιστικά μας πράγματα το κράτος, οι κοινωνικοί εταίροι και ο κάθε εργαζόμενος ξεχωριστά. Η αποσαφήνιση των ρόλων γίνεται κυρίως με τη διάκριση μεταξύ ασφάλισης και αλληλεγγύης. Σκοπός μας είναι να καταστούν απολύτως σαφή στους συμπολίτες μας δύο πράγματα: τι υποχρεούνται να εισφέρουν και τι δικαιούνται να προσδοκούν. Θεμέλιο του συστήματος είναι η διάκριση ... μεταξύ βασικής και αναλογικής σύνταξης. ... πρόκειται για κεφαλαιώδη τομή που εκλογικεύει το συνταξιοδοτικό μας σύστημα διαχωρίζοντας τις προνοιακού τύπου παροχές από τις κατά κυριολεξία συντάξεις. Οι πρώτες... συνιστούν έκφραση της κοινωνικής αλληλεγγύης... Οι δεύτερες αποτελούν παροχές των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης προς τους ασφαλισμένους τους, ήτοι αναλογική ανταπόδοση για τις εισφορές που κατέβαλαν κατά τη διάρκεια του ασφαλιστικού τους βίου. Η βασική σύνταξη αποτελεί έμπρακτη εφαρμογή της αρχής της διανεμητικής δικαιοσύνης, η δε αναλογική έμπρακτη εφαρμογή της αρχής της ανταποδοτικής δικαιοσύνης. ... Ως έμπρακτη τήρηση της αρχής της διαγενεακής αλληλεγγύης λαμβάνεται πρόνοια, ώστε να διαφυλαχθούν οι πόροι του συστήματος προς όφελος όχι μόνο της παρούσας αλλά και των μελλοντικών γενεών. ... Η συνεχής μετακύλιση, μέσω του δανεισμού και της διόγκωσης των ελλειμμάτων, όλων των βαρών στις μέλλουσες γενεές, αλλά και η άρνηση της Πολιτείας να λάβει τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα, συνιστούν ευθεία προσβολή της ισότητας των γενεών και πράξη ασύγγνωστης πολιτικής ανευθυνότητας και κοινωνικής αδικίας. ... Η χώρα βρίσκεται σε περίοδο έκτακτης ανάγκης. ... Με το νέο συνταξιοδοτικό σύστημα ... δεν ανασυγκροτούμε μόνο το θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης, διασώζοντας τον από την κατάρρευση ..., αλλά ... συμβάλλουμε στην επίτευξη ενός εξίσου χρήσιμου και πλέον επιτακτικού στόχου, που είναι η αποφυγή της χρεοκοπίας, η εξυγίανση των δημοσιονομικών της χώρας και η είσοδος σε μια νέα περίοδο βιώσιμης ανάπτυξης. ... Το βαρύ έργο που επωμιζόμαστε να συμπίπτει με δύο σημεία καμπής της νεώτερης οικονομικής ιστορίας. Το πρώτο είναι η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση ...Το δεύτερο είναι η δραματική κατάσταση των εθνικών μας δημοσιονομικών μεγεθών. Συνέπεια ... είναι ότι ... ο δανεισμός πλέον δεν προσφέρεται ...». Περαιτέρω, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3863/2010 ως μείζονες παράμετροι της ασφαλιστικής κρίσης αναφέρονται «η δημογραφική, η δημοσιονομική και η αναπτυξιακή, ... κοινές σε όλες της χώρες της Ευρώπης». Επισημαίνεται, όμως, ότι «...στην περίπτωση της Ελλάδας ... χρόνιες ενδηµικές και κρίσιµες ανεπάρκειες ..., όπως η δύσκαµπτη και γραφειοκρατική δομή των ασφαλιστικών οργανισμών, η πέραν κάθε ελέγχου έκταση της εισφοροδιαφυγής και της εισφοροκλοπής, το πελατειακό πολιτικό σύστηµα (λ.χ. µε τις ανά καιρούς εθελούσιες εξόδους και τις αναγνωρίσεις πλασµατικού συντάξιµου χρόνου), η κατά καιρούς διαφθορά αλλά και η σπατάλη συνετέλεσαν και συντελούν τα µέγιστα στην υπονόµευση της βιωσιµότητας του συστήµατος ... Το Υπουργείο Εργασίας καλείται να οργανώσει την οµαλή µετάβαση από το νυν στο νέο σύστηµα χωρίς να αντλήσει επιπρόσθετους πόρους από τον κρατικό προϋπολογισµό. Υπό τις παρούσες συνθήκες, όπως είναι προφανές, τέτοια δυνατότητα δεν υπάρχει. Το γεγονός αυτό µας ανάγκασε να αναζητήσουµε εκείνο το είδος της µετάβασης το οποίο δεν θα είχε ως συνέπειά του µεγάλες πρόσθετες δαπάνες. Και να αναζητήσουµε ταυτοχρόνως, την αυτοχρηµατοδότηση του υφισταµένου ασφαλιστικού συστήµατος µε συµβολή των συνταξιούχων από ένα επίπεδο σύνταξης και άνω, στην αντιµετώπιση των τρεχουσών οικονοµικών δυσχερειών. ...».

Τέλος, ειδικώς ως προς το άρθρο 38, η αιτιολογική έκθεση του ν. 3863/2010 αναφέρει ότι «...η επιβολή ειδικής εισφοράς υπό µορφή περιορισµού σε ορισµένου ύψους συντάξεις στοχεύει να εξοµαλύνει τις δηµοσιονοµικές υπερβάσεις από τις οποίες µαστίζεται ο Κρατικός Προϋπολογισµός όσον αφορά τους ΦΚΑ µε την σε τακτά χρονικά διαστήµατα κάλυψη των ελλειµµάτων τους, χωρίς να θίγεται η περιουσιακή κατάσταση εκάστου δικαιούχου, αφού, τελικώς, αυτός θα είναι ο αποδέκτης της σχετικής ωφέλειας, η οποία θα συντελέσει στην αύξηση ή και στη διατήρηση σε όσο το δυνατό µεγαλύτερο ύψος της σύνταξης που λαµβάνει (µελλοντική ανταποδοτικότητα του συστήµατος) ... η Ε.Α.Σ. επιβάλλεται µε κριτήρια κοινωνικής δικαιοσύνης και δίκαιης κατανοµής των βαρών. Επιβάλλεται δε, προκειµένου και οι συνταξιούχοι στους οποίους καταβάλλεται µια ικανοποιητική σύνταξη να συµβάλλουν και αυτοί στην µεγάλη προσπάθεια για την αντιµετώπιση των τεράστιων δηµοσιονοµικών προβληµάτων της χώρας αλλά κυρίως και στην διάσωση του ασφαλιστικού συστήµατος, µε την λήψη µέτρων δηµοσιονοµικής προσαρµογής που στόχο έχουν να διαφυλάξουν τα ασφαλιστικά κεφάλαια αλλά να διασφαλίσουν και για το µέλλον την οµαλή και έγκαιρη καταβολή των συντάξεων ...».

11. Επειδή, εν συνεχεία, θεσπίστηκε ο ν. 3985/2011 «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015» (Α΄ 151/1.7.2011), στα πρότυπα της δημοσιονομικής διαχειρίσεως που εισήχθησαν με το ν. 3871/2010. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού, ο οποίος είναι απλώς τυπικός, εξομοιούμενος με προϋπολογισμό περισσοτέρων ετών, το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (Μ.Π.Δ.Σ.) αποτελεί «βασικό στοιχείο μιας διαφορετικής φιλοσοφίας στη διαχείριση των δημόσιων πόρων και το πρώτο βήμα για τη μετάβαση σε πολυετείς προϋπολογισμούς, καθώς συμβάλλει στην εμπέδωση της έννοιας του πολυετούς προγραμματισμού των οικονομικών του Δημοσίου». Το πρόγραμμα αυτό, κατά την ίδια αιτιολογική έκθεση, «περιλαμβάνει για το έτος προϋπολογισμού και τα τρία επόμενα έτη κατά κύριο λόγο: • τους μεσοπρόθεσμους στόχους για τη γενική κυβέρνηση και τους επί μέρους φορείς της. • την περιγραφή και αξιολόγηση των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών εξελίξεων και προβλέψεων για τα δύο προηγούμενα έτη, το τρέχον έτος, το έτος προϋπολογισμού και τα επόμενα τρία έτη. • όλες τις παραδοχές των οικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων (..., αριθμό εργαζομένων, μισθολογικές και συνταξιοδοτικές εξελίξεις, ...) • ... • τα συνολικά ανώτατα όρια δαπανών για τη γενική κυβέρνηση, καθώς και τα ανώτατα όρια του Κρατικού Προϋπολογισμού και των ΟΤΑ και ΟΚΑ για την περίοδο, • τις δαπάνες και τα έσοδα σε κεντρική κυβέρνηση, τοπική αυτοδιοίκηση, κοινωνική ασφάλιση για τα αντίστοιχα έτη, •... • τις εκτιμήσεις ανά οικονομική κατηγορία των ακαθάριστων εξόδων, εσόδων και του ελλείμματος ή πλεονάσματος του κοινωνικού προϋπολογισμού ...». Περαιτέρω, στην ως άνω αιτιολογική έκθεση, μεταξύ των μακροοικονομικών κινδύνων, αναφέρεται και η «επιδείνωση του µακροοικονοµικού σεναρίου ... που θα µπορούσε να επηρεάσει αρνητικά και την αγορά εργασίας, σε ό,τι αφορά την ανεργία, µε περαιτέρω επιπτώσεις στην ιδιωτική κατανάλωση και τα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές», ενώ γίνεται μνεία της αποκλίσεως από τον προϋπολογισμό του έτους 2010 ως προς το ισοζύγιο των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφαλίσεως, «καθώς η μεγαλύτερη από το αναμενόμενο αύξηση της ανεργίας οδήγησε σε μείωση των ασφαλιστικών εισφορών», εκτιμάται δε ότι «η απόκλιση έρχεται κυρίως ως αποτέλεσµα της βαθύτερης, από το αναµενόµενο, ύφεσης της ελληνικής οικονοµίας που επηρεάζει τα φορολογικά έσοδα, αλλά και τις ασφαλιστικές εισφορές» και προβλέπεται ότι η, λίγο µεγαλύτερη από την προβλεφθείσα για το έτος 2010, ύφεση «συρρικνώνει τα φορολογικά έσοδα και τις ασφαλιστικές εισφορές και αυξάνει τις κοινωνικές παροχές του κράτους». Ως «κύριες παρεμβάσεις πολιτικής με δημοσιονομικές επιπτώσεις στον προϋπολογισμό του έτους 2012» εξαγγέλθηκαν, μεταξύ άλλων, με την εν λόγω αιτιολογική έκθεση, η «μείωση των δαπανών για κοινωνική ασφάλιση (1.260 εκατ. ευρώ), µέσω προσαρµογής των επικουρικών συντάξεων, ...», και η «µείωση των δαπανών για επιδόµατα κοινωνικής ασφάλισης µέσω επανελέγχου των στοιχείων των δικαιούχων», εκτιμήθηκε δε ότι με την «επανεξέταση της σκοπιµότητας και τον επαναπροσδιορισµό του συνόλου των µεταβιβάσεων από τον κρατικό προϋπολογισµό, µεταξύ άλλων, και προς το ασφαλιστικό σύστηµα ... θα επιτευχθεί σημαντική εξοικονόμηση στις δαπάνες επιχορήγησης του ασφαλιστικού συστήματος εν γένει, συνολικού ύψους 2.099,37 εκατ. ευρώ», ενώ αναφέρεται ότι με τους ν. 3762/2009, ν. 3863/2010 και ν. 3883/2010 «που αποτελούν επανάσταση στο ασφαλιστικό σύστηµα, εξασφαλίστηκε αφενός µεν σε µεγάλο βαθµό η βιωσιµότητα του ασφαλιστικού συστήµατος, αφετέρου δε διορθώνονται πλήθος στρεβλώσεων και αδικιών ...».

12. Επειδή, οι προβλεπόμενες στο ν. 3985/2011 παρεμβάσεις στο πλαίσιο της δεύτερης δέσμης μέτρων για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος πραγματοποιήθηκαν με το ν. 3986/2011 «Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015» (Α΄ 152/1.7.2011). στο άρθρο 44 του οποίου ορίστηκαν τα εξής: «1. ... 2. ... 10. Από 1.8.2011, τα ποσοστά των περιπτώσεων (β) έως και (η) της παραγράφου 2 του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115), καθώς και του άρθρου 11 του ν. 3865/2010 (Α΄ 120) αναπροσαρμόζονται σε 6%, 7%, 9%, 10%, 12%, 13% και 14% αντίστοιχα. 11. α) Από 1.8.2011, στους συνταξιούχους του Δημοσίου, του NAT και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης που δεν έχουν συμπληρώσει το 60ό έτος ηλικίας, παρακρατείται επιπλέον μηνιαία εισφορά ως εξής: i. Για συντάξεις από 1.700,01 € έως 2.300,00 €, ποσοστό 6%. ii. Για συντάξεις από 2.300,01 € έως 2.900,00 €, ποσοστό 8% και iii. Για συντάξεις από 2.900,01 € και άνω, ποσοστό 10%. β) Οι παρακρατήσεις υπολογίζονται στο συνολικό ποσό της σύνταξης, όπως διαμορφώνεται μετά την παρακράτηση της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων της προηγούμενης παραγράφου. γ) Εξαιρούνται της ανωτέρω εισφοράς όσοι έχουν συνταξιοδοτηθεί λόγω αυτοδίκαιης λύσης της εργασιακής σχέσης ή αποστρατεύθηκαν με πρωτοβουλία της Υπηρεσίας και οι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνουν το Εξωιδρυματικό Επίδομα ή το Επίδομα Απολύτου Αναπηρίας του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68), όπως ισχύει, ή το επίδομα ανικανότητας του άρθρου 54 του π.δ.169/2007 (Α΄ 210), ή πρόκειται για θύματα τρομοκρατικών ενεργειών ή βιαίων συμβάντων, καθώς και ορφανικές οικογένειες αυτών. δ) Η παραπάνω παρακράτηση διακόπτεται τον επόμενο μήνα από τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας. ε) Για την πρώτη κατηγορία το ποσό της σύνταξης μετά την παρακράτηση της επιπλέον εισφοράς δεν μπορεί να υπολείπεται των χιλίων επτακοσίων ευρώ (1.700 €). στ) Κατά τα λοιπά, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 και του άρθρου 11 του ν. 3865/2010. 12. Από 1.8.2011, οι διατάξεις των παραγράφων 10 και 11 εφαρμόζονται και στους συνταξιούχους του ΕΤΑΤ που λαμβάνουν σύνταξη σε υποκατάσταση κύριας. Κατά τα λοιπά, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 38 του ν. 3863/2010. 13. α) Από 1.9.2011 θεσπίζεται Ειδική Εισφορά Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης, η οποία τηρείται σε λογαριασμό με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια, στο Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών (Α.Κ.Α.ΓΕ.), το οποίο συστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 149 του ν. 3655/2008 (Α'58). Σκοπός του Λογαριασμού είναι η κάλυψη ελλειμμάτων φορέων και κλάδων επικουρικής σύνταξης. β) Η Ειδική Εισφορά Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης παρακρατείται μηνιαία κατά την καταβολή της σύνταξης των συνταξιούχων των φορέων επικουρικής ασφάλισης, αρμοδιότητας όλων των Υπουργείων, καθώς και των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), τα οποία χορηγούν επικουρικές συντάξεις, δυνάμει ασφάλισης η οποία έχει χωρήσει σε υποκατάσταση υποχρεωτικής ασφάλισης σε Φ.Κ.Α.. Η εισφορά υπολογίζεται στο συνολικό ποσό της σύνταξης και καθορίζεται ως εξής: i. Για συντάξεις από 300,01 € έως 350,00 €, ποσοστό 3% ii. Για συντάξεις από 350,01 € έως 400,00 €, ποσοστό 4% iii. Για συντάξεις από 400,01 € έως 450,00 €, ποσοστό 5% iv. Για συντάξεις από 450,01 € έως 500,00 €, ποσοστό 6% v. Για συντάξεις από 500,01 € έως 550,00 €, ποσοστό 7% vi. Για συντάξεις από 550,01 € έως 600,00 €, ποσοστό 8% vii. Για συντάξεις από 600,01 € έως 650,00 €, ποσοστό 9% viii. Για συντάξεις από 650,01 € και άνω, ποσοστό 10%. γ) Για την πρώτη κατηγορία το ποσό της σύνταξης μετά την παρακράτηση της εισφοράς δεν μπορεί να υπολείπεται των τριακοσίων ευρώ (300 €). δ) Εξαιρούνται της παρακράτησης της ειδικής εισφοράς οι συνταξιούχοι που λαμβάνουν το Εξωιδρυματικό Επίδομα του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (Α' 68), όπως ισχύει, καθώς και οι συνταξιούχοι της παραγράφου 3 του άρθρου 42 του ν. 1140/1981, όπως ισχύει, και της παραγράφου 2 του άρθρου 30 του ν. 2084/1992 (Α' 165), που λαμβάνουν προσαύξηση της σύνταξης τους λόγω απόλυτης αναπηρίας. ε) Στις περιπτώσεις που στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι, για τον προσδιορισμό των ποσών σύνταξης της παραγράφου (β) λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό της σύνταξης που έχει μεταβιβασθεί και το παρακρατηθέν ποσό επιμερίζεται ανάλογα. στ) Τα ποσά που παρακρατούνται με ευθύνη των φορέων αποδίδονται σε Λογαριασμό του Α.Κ.Α.ΓΕ. το αργότερο μέχρι το τέλος του επόμενου, από την παρακράτηση, μήνα. ζ) Η οικονομική και λογιστική λειτουργία του Λογαριασμού της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων είναι η ίδια με αυτή που ισχύει για το Α.Κ.Α.ΓΕ.. Τα κεφάλαια του Λογαριασμού επενδύονται στο Κοινό Κεφάλαιο Τραπέζης Ελλάδος. η) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού καθορίζεται το ύψος του ποσού που απαιτείται κάθε φορά για κάλυψη του ελλείμματος του κλάδου επικουρικής σύνταξης. θ) Μετά την 1.1.2015 τα ποσά της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων μεταφέρονται στο Α.Κ.Α.ΓΕ. και αποτελούν έσοδο του Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών». Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 3986/2011 « [η] χώρα βρίσκεται σε βαθιά δηµοσιονοµική κρίση και σε κατάσταση οιονεί δηµοσιονοµικής εξάρτησης. Χρόνιες παθογένειες και δηµοσιονοµικές αστάθειες, σε συνδυασµό µε ένα περιβάλλον πρωτοφανούς αβεβαιότητας στο διεθνές χρηµατοπιστωτικό σύστηµα, συντέλεσαν στο σταδιακό αποκλεισµό της Ελλάδας από τις πηγές διεθνούς δανεισµού και στην αδυναµία εξυπηρέτησης των δανειακών αναγκών της χώρας. Η χώρα µας ζει τη µεγαλύτερη κρίση της πρόσφατης ιστορίας της ... Λόγω της κρίσιµης δηµοσιονοµικής κατάστασης της χώρας, είναι ανάγκη να προταχθούν µέτρα άµεσης εφαρµογής και απόδοσης. Αυτά αποδίδουν αµέσως αποτέλεσµα, ενώ τα άλλα και κυρίως τα µέτρα που αφορούν τη σύλληψη της φοροδιαφυγής, τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, τα άτυπα φαινόµενα στην ελληνική πολιτική, την ελληνική κοινωνία και την ελληνική οικονοµία, χρειάζονται προετοιµασία, σύστηµα, δηµόσια διοίκηση, δύσκολα τα συλλαµβάνει κανείς και στην καλύτερη περίπτωση αποδίδουν µεσοπρόθεσµα...». Ειδικώς, ως προς το ανωτέρω άρθρο 44, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3986/2011 - αφού επαναλαμβάνονται όσα εκτίθενται στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3863/2010 ως προς το άρθρου 38 αυτού (βλ. σκέψη 7) - αναφέρεται ότι «...προκειµένου να επιτευχθεί η περαιτέρω µείωση των επιχορηγήσεων από την πλευρά του κρατικού προϋπολογισµού προς τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και δεδοµένης της αναγκαιότητας για τον περιορισµό του ελλείµµατος της γενικής κυβέρνησης, προτείνεται η αναπροσαρµογή της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων στις κύριες συντάξεις και η θέσπιση Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης, ώστε να εξασφαλισθεί η οµαλή χρηµατοδότηση των φορέων και κλάδων κύριας και επικουρικής σύνταξης ...». Ως προς την καθιερούμενη δε με την παρ. 13 του εν λόγω άρθρου 44 Ειδική Εισφορά Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης, αναφέρεται, ειδικότερα, ότι «Σκοπός της συγκεκριμένης ρύθμισης είναι η αντιμετώπιση των ελλειμμάτων φορέων και κλάδων επικουρικής σύνταξης, όπως αυτά θα προκύψουν μετά την ολοκλήρωση των αναλογιστικών μελετών, ώστε να διασφαλίζεται η απρόσκοπτη καταβολή των συντάξεων αυτών».

13. Επειδή, η επόμενη μείωση στις κύριες και επικουρικές συντάξεις επήλθε με τον ν. 4024/2011 «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο - βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015» (Α΄ 226/27.10.2011). Ειδικότερα, στο άρθρο 2 του νόμου αυτού, με τίτλο «Ρύθμιση θεμάτων ασφαλιστικών φορέων», ορίζονται τα εξής: «1. Από 1.11.2011 στους συνταξιούχους του NAT και των φορέων κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας μειώνεται κατά 40% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ. Η ανωτέρω μείωση καταλαμβάνει και το 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης, που χορηγείται από το ΕΤΑΤ και το ΕΤΕΑΜ, σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος. Για την παραπάνω μείωση λαμβάνεται υπόψη το ποσό της κύριας σύνταξης που εναπομένει μετά την παρακράτηση από το συνολικό ποσό της μηνιαίας σύνταξης της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων και της επιπλέον εισφοράς της παρ. 11 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152). Η κατά τα ανωτέρω μείωση διακόπτεται από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνον κατά τον οποίο συμπληρώνεται το 55ο έτος της ηλικίας. Εξαιρούνται της ανωτέρω μείωσης οι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνουν το εξωιδρυματικό επίδομα ή το επίδομα απολύτου αναπηρίας του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68) και του άρθρου 30 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165) ή πρόκειται για θύματα τρομοκρατικών ενεργειών ή βίαιων συμβάντων, καθώς και οι ορφανικές οικογένειες αυτών ή είναι συνταξιούχοι του ν. 3185/2003 (Α΄ 229) ή του άρθρου 5 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, ή της παραγράφου 3 του άρθρου 16 του ν. 2227/1994 (Α΄ 129), καθώς και όσοι έχουν συνταξιοδοτηθεί με το καθεστώς υπερβαρέων επαγγελμάτων, όσοι έχουν συνταξιοδοτηθεί με τριάντα πέντε (35) τουλάχιστον έτη πραγματικής ασφάλισης και συνταξιούχοι του NAT. Τα ποσά που προέρχονται από την κατά τα ανωτέρω μείωση των συντάξεων αποτελούν έσοδα του οικείου φορέα στον οποίο ανήκει ο συνταξιούχος. 2. Από 1.11.2011 στους συνταξιούχους του NAT και των φορέων κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην μείωση της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, μειώνεται κατά 20% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.200 ευρώ. Η ανωτέρω μείωση καταλαμβάνει και το 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης, που χορηγείται από το ΕΤΑΤ και το ΕΤΕΑΜ σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος. Για την παραπάνω μείωση λαμβάνεται υπόψη το ποσό της κύριας σύνταξης που εναπομένει μετά την παρακράτηση από το συνολικό ποσό της μηνιαίας σύνταξης της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων και της επιπλέον εισφοράς της παρ. 11 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011. Εξαιρούνται της ανωτέρω μείωσης οι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνουν το εξωιδρυματικό επίδομα ή το επίδομα απολύτου αναπηρίας του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 και του άρθρου 30 του ν. 2084/1992 ή πρόκειται για θύματα τρομοκρατικών ενεργειών ή βίαιων συμβάντων, καθώς και οι ορφανικές οικογένειες αυτών, ή είναι συνταξιούχοι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, ή της παραγράφου 3 του άρθρου 16 του ν. 2227/1994 (Α΄ 129). Τα ποσά που προέρχονται από την κατά τα ανωτέρω μείωση των συντάξεων αποτελούν έσοδα του οικείου φορέα στον οποίο ανήκει ο συνταξιούχος. 3. Από 1.11.2011 και εφεξής, στους συνταξιούχους του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ), το τμήμα της μηνιαίας επικουρικής σύνταξης, το οποίο, μετά την τυχόν παρακράτηση της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης της παραγράφου 13 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152), υπερβαίνει το ποσό των 150 ευρώ, μειώνεται κατά ποσοστό 30%. Το ποσό της σύνταξης μετά την ανωτέρω μείωση, δεν δύναται να υπολείπεται των 150 ευρώ. 4. Από 1.11.2011 και εφεξής, στους συνταξιούχους του Κλάδου Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ του ΤΑΥΤΕΚΩ, των Τομέων «ΤΕΑΠ - ΟΤΕ», «ΤΕΑΠ - ΕΛΤΑ», «ΤΕΑΠ - ΕΤΒΑ» του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του ΤΑΥΤΕΚΩ και στους συνταξιούχους του ΕΤΑΤ που λαμβάνουν μόνο επικουρική σύνταξη, καθώς και στους συνταξιούχους του ΕΤΑΤ στο 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης, που χορηγείται από το ΕΤΑΤ και το ΕΤΕΑΜ, σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος, το ποσό της μηνιαίας επικουρικής σύνταξης μειώνεται κατά ποσοστό 15% και για τους συνταξιούχους του Μ.Τ.Π.Υ. κατά ποσοστό 20%. Σε περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 13 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011, προηγείται η παρακράτηση της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης. Ειδικά για το Μ.Τ.Π.Υ., το τμήμα του μερίσματος που, μετά τις ανωτέρω παρακρατήσεις υπερβαίνει τα 500 ευρώ μηνιαίως, μειώνεται κατά 50%. 5. Τα εισπραττόμενα ποσά από τις αναφερόμενες στις προηγούμενες δύο παραγράφους μειώσεις αποτελούν πόρο των ανωτέρω φορέων-τομέων. 6. ...». Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού αναφέρονται, σε σχέση με τις νέες μειώσεις, τα εξής: «Άµεση προτεραιότητα ζωτικού δηµοσίου συµφέροντος είναι η επίτευξη των στόχων και η εφαρµογή του Μεσοπρόθεσµου Πλαισίου Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής 2012-2015, που ψηφίστηκε µε το ν. 3985/2011 (Α΄ 151) και εξειδικεύθηκε µε τις διατάξεις των ν. 3986/2011 (Α΄ 152) και ν. 4002/2011 (Α΄ 180). Στην προσπάθεια αυτή καλείται να συµβάλει το σύνολο των οικονοµικών και κοινωνικών δυνάµεων της χώρας. Η χώρα αντιµετωπίζει την κατάσταση ανάγκης, υπό συνθήκες εξαιρετικά πιεστικές. Στόχος να διαφυλαχθεί η υπόσταση και η προοπτική της χώρας, ... Για το λόγο αυτό πρωταρχικός στόχος είναι η εφαρµογή των αποφάσεων µε τις οποίες διασφαλίζεται η µακροπρόθεσµη, πραγµατική βιωσιµότητα του ελληνικού δηµοσίου χρέους [ώστε να] καταστεί δυνατή η παραγωγή πρωτογενών πλεονασµάτων τα επόµενα χρόνια...». Ειδικώς, ως προς το άρθρο 2 του ν. 4024/2011, στην αιτιολογική έκθεση αυτού αναφέρεται ότι «Με τις διατάξεις της παρ. 1 προβλέπεται µείωση κατά 40% του ποσού της κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.000,00 ευρώ και χορηγείται στους συνταξιούχους κάτω των 55 ετών. Η ρύθµιση είναι αναγκαία λόγω της δαπάνης που προκαλεί στους ασφαλιστικούς οργανισµούς κύριας ασφάλισης η λήψη σύνταξης σε τόσο µειωµένο όριο ηλικίας. Για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης εξαιρούνται από την ανωτέρω µείωση οι συνταξιούχοι αναπηρίας ή γήρατος που λαµβάνουν το εξωιδρυµατικό επίδοµα ή το επίδοµα απολύτου αναπηρίας, οι συνταξιούχοι που αποστρατεύθηκαν µε πρωτοβουλία της υπηρεσίας καθώς και τα θύµατα τροµοκρατικών ενεργειών. Με τις διατάξεις της παρ. 2 προβλέπεται µείωση κατά 20% του ποσού της κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.200 ευρώ και χορηγείται στους συνταξιούχους που δεν εµπίπτουν στη µείωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1. Η µείωση αυτή θεσπίζεται ως συνεισφορά των συνταξιούχων µε σχετικό ικανοποιητικό ύψος ποσού κύριας σύνταξης στον ασφαλιστικό τους φορέα. Από τη µείωση αυτή εξαιρούνται για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης µόνο οι συνταξιούχοι γήρατος και αναπηρίας που λαµβάνουν το εξωιδρυµατικό επίδοµα ή το επίδοµα απολύτου αναπηρίας καθώς και τα θύµατα τροµοκρατικών ενεργειών ...».

14. Επειδή, όπως συνάγεται από τα ανωτέρω νομοθετήματα και τις αιτιολογικές τους εκθέσεις, με την εμφάνιση της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του 2010, ο νομοθέτης, εκτιμώντας ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας και χρεοκοπίας της Χώρας και ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση ήταν η προσφυγή στη χρηματοδοτική υποστήριξη από τα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έλαβε, έναντι της υποστηρίξεως αυτής, σειρά μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών, μεταξύ των οποίων και η διενέργεια περικοπών και μειώσεων συνταξιοδοτικών παροχών των συνταξιοδοτουμένων από τους φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως. Οι περικοπές και οι μειώσεις αυτές, οι οποίες ξεκίνησαν από τα επιδόματα εορτών και αδείας των οργανισμών κύριας ασφάλισης (άρθρο τρίτο παρ. 10 - 14 του ν. 3845/2010), και συνεχίσθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα με την εισφορά αλληλεγγύης των συνταξιούχων κύριας ασφάλισης (άρθρο 38 του ν. 3863/2010), την εν συνεχεία αναπροσαρμογή και τη συμπλήρωση της εισφοράς αυτής και την επέκτασή της στην επικουρική ασφάλιση (άρθρο 44 παρ. 10 - 13 του ν. 3986/2011), καθώς και τις μειώσεις στις συντάξεις των κάτω των 55 ετών συνταξιούχων και στις κύριες και επικουρικές συντάξεις που υπερβαίνουν, αντιστοίχως, τα 1200 και τα 150 ευρώ (άρθρο 2 παρ. 1 - 5 του ν. 4024/2011), εντάσσονται στις δέσμες μέτρων που έχουν ως βάση τις προβλέψεις του πρώτου «Μνημονίου» και του «Μεσοπροθέσμου Πλαισίου», και συνιστούν, κατά τα προεκτεθέντα, μέτρα «άμεσης απόδοσης» για την εξεύρεση πόρων προς αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης στην οποία βρέθηκε η Χώρα. Με τα δεδομένα αυτά, οι εν λόγω περικοπές, έχοντας αποφασισθεί υπό την πίεση των ως άνω όλως εξαιρετικών περιστάσεων, και επιβαλλόμενες κατά την εκτίμηση του νομοθέτη για την άμεση αντιμετώπιση της κρίσεως, δεν παραβιάζουν τις μνημονευθείσες στη σκέψη 5 συνταγματικές διατάξεις. Ειδικότερα, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη αυτή, οι πιο πάνω περικοπές, εν όψει του ύψους και των εν γένει χαρακτηριστικών τους, καθώς και των συνθηκών υπό τις οποίες θεσπίσθηκαν, ούτε στην αρχή της αναλογικότητας αντίκεινται, καθώς δεν παρίστανται, πάντως, απρόσφορες ή μη αναγκαίες να υπηρετήσουν το δημόσιο σκοπό για τον οποίο επεβλήθησαν, ούτε τον πυρήνα του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση προσβάλλουν, καθώς δεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι θίγουν το περιγραφόμενο στη σκέψη 6, εγγυημένο από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως των συνταξιούχων. Εν όψει, άλλωστε, των ανωτέρω συνθηκών της θεσπίσεώς τους, δεν απαιτείτο, κατά τα προεκτεθέντα, περαιτέρω εκτίμηση των επιπτώσεών τους από το νομοθέτη. Περαιτέρω, δεν δύναται να γεννηθεί ζήτημα παραβιάσεως της αρχής της προστατευομένης εμπιστοσύνης, δεδομένου ότι τα ληφθέντα μέτρα επεβλήθησαν, όπως αναφέρθηκε, εν όψει εκτάκτων και απροβλέπτων συνθηκών και είχαν επείγοντα χαρακτήρα. Κατόπιν αυτών, οι πιο πάνω διατάξεις, καθ'ο μέρος επιβάλλονται με αυτές οι εν λόγω περικοπές και μειώσεις, είναι, από των ανωτέρω απόψεων, συμβατές με το Σύνταγμα∙τούτο δε, ανεξαρτήτως αν οι νόμοι, στους οποίους εντάσσονται οι διατάξεις αυτές, ως προς άλλα ζητήματα – όπως είναι οι διαρθρωτικές μεταβολές του «νέου ασφαλιστικού συστήματος» ή ο χαρακτηρισμός των περικοπών ως εισφοράς εις βάρος συνταξιούχων υπέρ Ειδικού Λογαριασμού του Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών – συνάδουν με τις συνταγματικές διατάξεις και αρχές περί κοινωνικής ασφαλίσεως. Τέλος, οι προπαρατεθείσες περικοπές που θεσπίσθηκαν με τις ανωτέρω διατάξεις των νόμων 3845/2010, 3863/2010, 3986/2011 και 4024/2011 δεν αντίκεινται ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, εφ'όσον, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δεν κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος που τις υπαγόρευσε και των περιοριζομένων με αυτές περιουσιακών δικαιωμάτων.

15. Επειδή, .................. από τις παρατεθείσες νομοθετικές ρυθμίσεις και τις αιτιολογικές εκθέσεις που τις συνοδεύουν προκύπτουν τα εξής: Η οξύτατη κρίση ελλειμμάτων και χρέους, η οποία ενέσκηψε κατά το έτος 2010, κατέστησε αναγκαία την υιοθέτηση ενός μείζονος προγράμματος εξυγιάνσεως των δημοσιονομικών μεγεθών του Κράτους (υπό την ευρεία του όρου έννοια), εκτεινόμενου σε όλες τις οικονομικές του λειτουργίες, έναντι της χρηματοδοτικής υποστηρίξεως, με την μορφή διμερών διακρατικών δανείων, από τα λοιπά κράτη μέλη της Ευρωζώνης λόγω της αδυναμίας της Χώρας να καλύψει τις δανειακές της ανάγκες από τις διεθνείς αγορές. Το πρόγραμμα αυτό, γνωστό ως «Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής», περιελάμβανε δημοσιονομικά μέτρα μειώσεως των δαπανών της «γενικής κυβέρνησης», στην οποία συμπεριλαμβάνονται και οι οργανισμοί κοινωνικής ασφαλίσεως. Από τα δημοσιονομικά αυτά μέτρα, άλλα ήταν άμεσης αποδόσεως, συνέβαλλαν δηλαδή άμεσα στην περιστολή των δημοσίων δαπανών, άλλα δε θεωρούνταν ως «διαρθρωτικά», υπό την έννοια ότι αποσκοπούσαν στην σταδιακή αναδιανομή των κρατικών πόρων με τους οποίους χρηματοδοτούνται οι προς εκπλήρωση των συνταγματικών επιταγών ακολουθούμενες πολιτικές· όλα, δε, μαζί τα δημοσιονομικά μέτρα συνέθεταν το πιο σημαντικό τμήμα του ως άνω προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προωθήσεως διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο, συνολικώς εφαρμοζόμενο, αποσκοπούσε τόσο στην αντιμετώπιση της, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, άμεσης ανάγκης καλύψεως οικονομικών αναγκών της χώρας όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής και οικονομικής της καταστάσεως. Οι στόχοι αυτοί συνιστούν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και αποτελούν, ταυτοχρόνως, και σκοπούς κοινού ενδιαφέροντος των κρατών μελών της Ευρωζώνης, ενόψει της καθιερούμενης από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρεώσεως δημοσιονομικής πειθαρχίας και διασφαλίσεως της σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της (πρβ ΣτΕ 668/2012 Ολομ. σκ. 35). Στο πλαίσιο αυτό, οι επελθούσες δυνάμει του άρθρου πρώτου παρ. 10 του ν. 3845/2010 περικοπές των επιδομάτων εορτών και αδείας που καταβάλλονταν στους συνταξιούχους όλων των ασφαλιστικών φορέων κύριας ασφαλίσεως συνιστούσαν δημοσιονομικά μέτρα άμεσης αποδόσεως (ΣτΕ 1285/2012 Ολομ. σκ. 13). Αντιθέτως, οι θεσπισθείσες δυνάμει των άρθρων 38 του ν. 3863/2010, 44 του ν. 3986/2011 και 2 του ν. 4024/2011 περικοπές των συνταξιοδοτικών παροχών συνιστούν διαρθρωτικά δημοσιονομικά μέτρα και εντάσσονται στο πλαίσιο μίας συνολικής μεταρρυθμίσεως του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, η οποία έχει, προδήλως, και δημοσιονομικό χαρακτήρα. Ειδικότερα, οι διαπιστώσεις, αφ'ενός, ότι επίκειται άμεσος ( από το έτος 2015) και ουσιώδης κλονισμός της βιωσιμότητας του συστήματος εξ αιτίας της γηράνσεως του πληθυσμού (με αναλογία 1,7 εργαζομένων για κάθε 1 συνταξιούχο, ενώ κατά το έτος 1950 η αναλογία ήταν 4 προς 1, αντιστοίχως, με την προοπτική 5.000.000 συνταξιούχων σε πληθυσμό 11.000.000 ) και της αναντιστοιχίας εισφορών-παροχών (προβλήματα, άλλωστε, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του ν. 3863/2010, προ πολλού χρόνου γνωστά στο νομοθέτη), και, αφ'ετέρου, ότι οι διαρκείς υπερβάσεις ετησίως στον κρατικό προϋπολογισμό προέρχονταν συστηματικά από τους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως, με αποκορύφωμα την αύξηση της τακτικής και έκτακτης κρατικής χρηματοδοτήσεως το έτος 2009 στα 17 δισεκατομμύρια ευρώ ή στο ποσοστό 7,22% του ΑΕΠ, κατέστησαν αναγκαία την προώθηση της ασφαλιστικής μεταρρυθμίσεως, προκειμένου το σύστημα να τεθεί εκ νέου σε υγιή βάση. Η μεταρρύθμιση αυτή υλοποιήθηκε με το ν. 3863/2010, με τον οποίο ο θεσμός κοινωνικής ασφαλίσεως μεταβάλλει προσανατολισμό, αποκτώντας στοιχεία ανταποδοτικότητας (μέσω της ενισχύσεως της συνδέσεως εισφορών και παροχών) προσιδιάζουσας σε διανεμητικό σύστημα προκαθορισμένων εισφορών, στο πλαίσιο του οποίου τον κίνδυνο αναλαμβάνουν οι ασφαλισμένοι. Η δομική αυτή διαφοροποίηση συνεπάγεται την σταδιακή υποχώρηση του Κράτους, το οποίο, επιδιώκοντας να αποδεσμεύσει πόρους προς αναπτυξιακές δραστηριότητες, περιορίζει προοδευτικά την αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης σε ποσοστό 2,5% του ΑΕΠ, ποσοστό το οποίο και αποτελεί εφ'εξής (για το χρονικό διάστημα 2010-2060) την οροφή της αυξήσεως της χρηματοδοτήσεως και θέτει ως στόχο το ύψος της συνολικής κρατικής χρηματοδοτήσεως προς τους ασφαλιστικούς φορείς σταθερά σε ποσοστό 5% του Α.Ε.Π. μέχρι το έτος 2030. Για τη διασφάλιση της μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας του υφιστάμενου συστήματος και προκειμένου να καταστεί ομαλή η μετάβαση στο νέο, το κενό που καταλείπεται αναλαμβάνουν να καλύψουν, για όσο χρόνο αυτό είναι αναγκαίο ώστε να αποδώσουν τα μακροπρόθεσμα μέτρα, οι ίδιοι οι συνταξιούχοι («αυτοχρηματοδότηση», κατά την αιτιολογική έκθεση του ν. 3863/2010) και, μάλιστα, οι, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, περισσότερο ευνοημένοι από αυτούς, στο πλαίσιο της αρχής της διαγενεακής αλληλεγγύης. Οι ρυθμίσεις του άρθρου 38 του ν. 3863/2010, με τις οποίες εισήχθη (εκ νέου) στην ελληνική έννομη τάξη ο θεσμός της «εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων» στοχεύουν στην άντληση πόρων, ιδίως από εκείνους που λαμβάνουν συνολική κύρια σύνταξη άνω των 1.400 ευρώ, ανεξαρτήτως ηλικίας εξόδου. Όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ν. 3863/2010, με την εν λόγω εισφορά επιβαρύνεται περίπου το 20% των συνταξιούχων, η δε ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης περικοπής έγκειται στο ότι τα ποσά αυτά εντάσσονται σε ειδικό λογαριασμό με λογιστική και οικονομική αυτοτέλεια και προορίζονται για την χρηματοδότηση των ελλειμμάτων όλων των κλάδων κύριας σύνταξης των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, από την οποία ωφελείται ποσοστό 55% - 60% των συνταξιούχων. Στην ίδια μεταρρυθμιστική λογική, άλλωστε, εντάσσεται και το μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής προσαρμογής (ν. 3985/2011), στο πλαίσιο του οποίου προβλέφθηκε η λήψη περισσότερων δημοσιονομικών μέτρων για τη διασφάλιση της μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης. Τα μέτρα αυτά εξειδικεύθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 44 του ν. 3986/2011 και 2 του ν. 4024/2011. Με τις πρώτες επιδιώχθηκε η προσήλωση στο στόχο της μειώσεως της εξαρτήσεως των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως από την κρατική χρηματοδότηση, από τον οποίο υπήρξε παρέκκλιση εξαιτίας της μεγαλύτερης, σε σχέση με τις προβλέψεις, υφέσεως της ελληνικής οικονομίας (7,4% στο τέταρτο τρίμηνο του 2010), της δραματικής αυξήσεως της ανεργίας και της συνεφελκόμενης αδυναμίας εισπράξεως ικανού ποσού ασφαλιστικών εισφορών, παρέκκλιση που κατέστησε αναγκαία την επιπλέον χρηματοδότηση με 1,132 δισεκατομμύριο ευρώ εκ των οποίων 600 εκατομμύρια ευρώ κατευθύνθηκαν στο ΙΚΑ - ΕΤΑΜ. Η αποκατάσταση επιδιώχθηκε α) με την αναπροσαρμογή (αύξηση) των συντελεστών της «εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων», την περαιτέρω μείωση των συντάξεων εκείνων των συνταξιούχων που δεν έχουν συμπληρώσει το 60ο έτος της ηλικίας τους (και μέχρι να το συμπληρώσουν) και λαμβάνουν σύνταξη άνω των 1.700 ευρώ και γ) με τη θέσπιση «εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων επικουρικής ασφάλισης» στις επικουρικές συνολικές συντάξεις άνω των 300 ευρώ, για τον ίδιο ακριβώς με εκείνο του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 σκοπό και με την ίδια ακριβώς αιτιολόγηση. Τέλος, με το άρθρο 2 του ν. 4024/2011, με τον οποίο εξειδικεύθηκε έτι περαιτέρω το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής, επήλθε νέα μείωση των συντάξεων εκείνων των συνταξιούχων, οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας τους και λαμβάνουν σύνταξη άνω των 1.000 ευρώ (ποσοστό μείωσης 40% του ποσού που υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ), τη μείωση όλων των συντάξεων άνω των 1.200 ευρώ (ποσοστό μείωσης 20% του ποσού που υπερβαίνει τα 1.200 ευρώ. Κριτήριο για την επιβολή τόσο των περικοπών του ν. 4024/2011, όσο και των προγενέστερων, αποτέλεσε το ύψος των συντάξεων ώστε να επιβαρυνθούν εκείνοι από τους συνταξιούχους που, σε σχέση με τους υπόλοιπους, λαμβάνουν υψηλές συντάξεις, καθώς και εκείνοι οι οποίοι συνταξιοδοτήθηκαν σε μικρή ηλικία, επωφελούμενοι από διατάξεις της νομοθεσίας που προξένησαν ανισορροπίες στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι οι περικοπές συντάξεων του ν. 4024/2011 εντάσσονται σε ένα πλέγμα ρυθμίσεων με τις οποίες ο νομοθέτης, αντιμέτωπος με την οικονομική κατάρρευση της χώρας και αδυνατώντας να χρηματοδοτεί τους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως στον ίδιο βαθμό με το παρελθόν, εγκαθίδρυσε νέο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως τη βιωσιμότητα του οποίου στηρίζουν, παράλληλα με τους διατιθέμενους προς τούτο, μειωμένους, κρατικούς πόρους, συγκεκριμένες κατηγορίες συνταξιούχων με τα προεκτεθέντα χαρακτηριστικά. Επομένως, αυτές οι κατηγορίες συνταξιούχων υποβάλλονται σε θυσία μέρους του εκ συντάξεων εισοδήματός τους χάριν τόσο της αποκαταστάσεως της δημοσιονομικής ισορροπίας όσο και της βιωσιμότητας των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως. Εν όψει τούτων, κατά την γνώμη αυτή, οι επίμαχες περικοπές στις κύριες συντάξεις επήλθαν δυνάμει του άρθρου 2 του ν. 4024/2011, δηλαδή ευρίσκουν έρεισμα στο νόμο, είναι οι τέταρτες, κατά σειρά, περικοπές συντάξεων (εισφορά αλληλεγγύης του ν. 3863/2010, αναπροσαρμογή των συντελεστών της με το ν. 3986/2011, περικοπές συντάξεων άνω των 1.700 ευρώ όσων συνταξιούχων δεν έχουν υπερβεί το 60 έτος της ηλικίας τους και πάλι δυνάμει του ν. 3986/2011, και, κατά τα προεκτεθέντα, εντάσσονται, μαζί με εκείνες του ν. 3986/2011, σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα, αφ'ενός, για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας της Χώρας και, αφ'ετέρου, σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, χάριν της βιωσιμότητάς του. Επομένως, η θέσπισή τους εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και όχι, απλώς, ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου, τούτο δε προκύπτει και εκ του ότι τα χρηματικά ποσά, κατά τα οποία περικόπτονται οι συντάξεις, δεν αποτελούν έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού αλλά παραμένουν στην περιουσία των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως, δεδομένου ότι αποδίδονται σε ειδικό λογαριασμό, ο οποίος καλύπτει τα ελλείμματα των φορέων κύριας ασφαλίσεως.

Από τα μακροοικονομικά στοιχεία (δημοσιονομικά και μη), τα οποία εκτίθενται στις αιτιολογικές εκθέσεις των ανωτέρω νόμων προκύπτει εναργώς ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως των εργαζομένων θα ήταν ανέφικτη χωρίς τη λήψη μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών μέτρων και χωρίς την διαρθρωτική μεταρρύθμιση του θεσμού μακροπρόθεσμα. Επομένως, η συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή, η οποία εντάσσεται στο δημοσιονομικό-διαρθρωτικό σκέλος της ασφαλιστικής μεταρρυθμίσεως (σε αντίθεση με το αμιγώς διαρθρωτικό), αιτιολογείται προσηκόντως, κατά τα λοιπά, δε, εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου, αντικείμενο του οποίου είναι μόνο η υπέρβαση των ακραίων λογικών ορίων της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος. Περαιτέρω, εν όψει του διακηρυχθέντος στόχου του περιορισμού της αυξήσεως των κοινωνικών δαπανών καθώς και του ότι τα επίμαχα μέτρα εντάσσονται στο πλαίσιο ενός ευρύτερου μεσοπρόθεσμου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, τμήμα μόνον του οποίου αποτελούν οι περικοπές στις κύριες συντάξεις, που έχουν ως αποτέλεσμα την πίεση των εισοδημάτων του συνόλου των πολιτών, τα υπό εξέταση μέτρα δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως μη αναγκαία, διότι ο πολιτικός στόχος του περιορισμού της αυξήσεως των κοινωνικών δαπανών, από την φύση του, επιτυγχάνεται με την μείωση των επιχορηγήσεων και όχι με την περαιτέρω χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, η δε επιβολή φορολογίας επί των υπολοίπων πολιτών για την επίτευξη του στόχου αυτού δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο λιγότερο επαχθές. Εξ άλλου, οι περικοπές χωρούν με όρους κοινωνικής αλληλεγγύης μεταξύ των συνταξιούχων, καθόσον με τα επιλεγέντα κριτήρια (όρια ηλικίας και ύψος συντάξεων) πλήσσονται οι πλέον ισχυροί από αυτούς και αποτρέπεται η επιβάρυνση εκείνων που λαμβάνουν μικρότερη σύνταξη, ειδικά δε καθ'όσον αφορά την κατηγορία συνταξιούχων, στην οποία ανήκει η τρίτη ενάγουσα, η οποία εξήλθε προώρως από την υπηρεσία, και αναμένεται, ενόψει και του προσδόκιμου ζωής, να λαμβάνει συνταξιοδοτικές παροχές για περισσότερα έτη από τα έτη ασφαλίσεώς της, πλήσσονται οι πλέον ευνοημένοι από το προηγούμενο ασφαλιστικό καθεστώς. Τέλος, ακόμη και μετά τις περικοπές, το ύψος της συντάξεως των συνταξιούχων που πλήττονται από τις επίμαχες ρυθμίσεις εξακολουθεί να είναι μεγαλύτερο από αυτό της μέσης κύριας συντάξεως που χορηγεί το ΙΚΑ - ΕΤΑΜ και, επομένως, ζήτημα διακινδυνεύσεως της αξιοπρεπούς διαβιώσεώς τους δεν τίθεται, αν δε σε συγκεκριμένη περίπτωση οι επίμαχες περικοπές είχαν ως αποτέλεσμα να μειωθεί η αρχικώς απονεμηθείσα σύνταξη στο ήμισυ αυτής ο θιγόμενος έχει αξίωση για την ανάκτηση του πέραν του ορίου αυτού τμήματος της συντάξεως. Εν όψει όλων αυτών, οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 4024/2011, δεν αντίκεινται στα άρθρα 22 παρ. 5 και 4 παρ. 5 του Συντάγματος, άρα, ούτε και στο άρθρο 17 αυτού, δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, ανεξαρτήτως δε του χρόνου και των συνθηκών της θεσπίσεώς τους, το συνταγματικό κύρος τους δεν εξαρτάται από προηγούμενη εκπόνηση ειδικής μελέτης επιπτώσεων. Για τους ίδιους δε ως άνω λόγους δεν προσκρούουν στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

16. Επειδή, κατά την ................, οι επίμαχες μειώσεις των κυρίων συντάξεων αντίκεινται στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες, διότι δεν θεσπίσθηκαν μετά από μελέτη των συνολικών επιπτώσεών τους στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων συνταξιούχων με αποτέλεσμα να μη καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της συμβατότητός τους με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ.

17. Επειδή, ο ειδικότερος ισχυρισμός, περί του ότι ο νομοθέτης υποχρεούτο από την αρχή της αναλογικότητος να καθορίσει περιορισμένο χρονικό διάστημα ισχύος των μέτρων των περικοπών, είναι αβάσιμος, προεχόντως διότι ο νομοθέτης δεν ηδύνατο να προβλέψει τη διάρκεια της δημοσιονομικής κρίσεως. Τέλος, ζήτημα παραβιάσεως εν προκειμένω των άρθρων 73 παρ. 2 και 80 παρ. 1 του Συντάγματος δεν τίθεται, διότι οι διατάξεις αυτές αναφέρονται στα συνταξιοδοτικά σχέδια νόμων των δημοσίων υπαλλήλων, των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που συνταξιοδοτούνται από το Δημόσιο Ταμείο και δεν αφορούν σε νομοσχέδια σχετικά με παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι συντάξεις που παρέχονται από οργανισμούς κοινωνικών ασφαλίσεων (πρβλ. ΣτΕ 1988/2012 7μ. σκ. 11, 2087/2012 σκ. 7).

18. Επειδή, μετά την επίλυση του ζητήματος της συνταγματικότητας των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του ν. 4024/2011 η αγωγή πρέπει, κατ'εφαρμογή του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, να παραπεμφθεί προς εκδίκαση, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο αυτής, στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών.

Διά ταύτα

Επιλύει το ζήτημα της συνταγματικότητας των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του ν. 4024/2011, σύμφωνα με το σκεπτικό.

Παραπέμπει την αγωγή προς εκδίκαση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, σύμφωνα με το σκεπτικό.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 16 και 17 Φεβρουαρίου 2015 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 10ης Ιουνίου του ίδιου έτους.

Ερμηνευτική εγκύκλιος για τις αλλαγές στο «νόμο Κατσέλη» για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα

$
0
0

ΠΟΛΥΜΠΡΩΤΧΑΝΙΩΝ 24/2005 - Επί προσβολής της νομής με αποβολή ή διατάραξη, επείγουσα περίπτωση που καθιστά αναγκαία τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων συντρέχει μόνον όταν απαιτείται να ρυθμιστεί επειγόντως η νομή προσωρινά, με δικαστική παρέμβασ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΥΠΟΔΟΜΩΝ, ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
20 Αυγούστου 2015 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Ερμηνευτική εγκύκλιος σχετικά με τις αλλαγές στο "νόμο Κατσέλη"Το Υπουργείο Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού εξέδωσε σήμερα ερμηνευτική εγκύκλιο, σχετικά..


με τις μεταβολές που επιφέρουν στον νόμο 3869/2010 (γνωστό ως «νόμο Κατσέλη») διατάξεις που περιλαμβάνει ο πρόσφατος νόμος 4336/2015. Η εγκύκλιος μεταξύ άλλων διευκρινίζει ότι:1. Διευρύνεται το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του ν. Κατσέλη και σε ρύθμιση βεβαιωμένων οφειλών προς το Δημόσιο, τη Φορολογική Διοίκηση, τους Οργανισμούς Τοπικής. Οι οφειλές αυτές πρέπει όμως υποχρεωτικά να συντρέχουν με οφειλές προς ιδιώτες.2. Σε περίπτωση προηγούμενης υπαγωγής των οφειλών προς το Δημόσιο σε άλλο ρυθμιστικό πλαίσιο, ο οφειλέτης επιλέγει εάν επιθυμεί να το διατηρήσει ή να υπαχθεί στις διατάξεις του ν. Κατσέλη, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν είναι δυνατή η παράλληλη χρήση άλλου θεσμικού πλαισίου διευθέτησης οφειλών.3. Καθορίζεται η υποχρέωση του οφειλέτη σε σύμμετρη ικανοποίηση των πιστωτών του, μηνιαίως, κατά το σχέδιο αποπληρωμής που έχει επικυρωθεί ή σύμφωνα με την απόφαση προσωρινής διαταγής και αναστέλλεται η παραγραφή των απαιτήσεων των πιστωτών.4. Εξαιρούνται της ρύθμισης, οφειλές αιτία των οποίων είναι τυχόν αδίκημα οφειλόμενο σε δόλο, βαριά αμέλεια (αδικοπραξία). ή σε χρηματικές ποινές ή διοικητικά πρόστιμα. Συνεπώς, δεν είναι δυνατή η ρύθμιση οφειλών που προέρχονται από μη απόδοση Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) καθώς η μη απόδοσή τους αποτελεί αδίκημα. Επίσης αποκλείονται περιπτώσεις δόλιας χρεωκοπίας.5. Στις ρυθμιζόμενες οφειλές δεν συμπεριλαμβάνονται όσες αφορούν υποχρεώσεις διατροφής συζύγου ή ανηλίκου τέκνου.6. Οι παραπάνω οφειλές δεν πρέπει να έχουν δημιουργηθεί κατά το τελευταίο έτος πριν την υποβολή αίτησης υπαγωγής στις διατάξεις του ν. Κατσέλη.7. Οφειλέτες που έχουν ήδη υποβάλει αιτήσεις υπαγωγής αλλά κατά τη δημοσίευση του παρόντος δεν έχει επέλθει δικαστικός συμβιβασμός αυτών, δύνανται να επανυποβάλλουν αιτήσεις προκειμένου να συμπεριληφθούν και οφειλές τους προς το Δημόσιο, παραιτούμενοι από την προηγούμενη αίτηση.8. Η προστασία της κύριας κατοικίας εκτείνεται σε αντικειμενική αξία κύριας κατοικίας ύψους ίσου με το αφορολόγητο ποσό αντικειμενικής αξίας της πρώτης κατοικίας, συν 50%. Στο μέλλον θα εκδοθεί κοινή υπουργική απόφαση που θα καθορίζει πρόσθετα κριτήρια, σχετικά με το εισόδημα του οφειλέτη και το ύψος του συνόλου των οφειλών.9. Διαδικασία Ταχείας Διευθέτησης Μικρο-οφειλών. Η διάταξη αφορά υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα για τα οποία συντρέχουν σωρευτικά:α. Σύνολο οφειλών μέχρι 20.000 ευρώβ. Μηδενικό εισόδημαγ. Δε διαθέτουν ακίνητη περιουσίαδ. Δεν έχουν μεταβιβάσει ή εκποιήσει ακίνητη περιουσία τον τελευταίο χρόνο ε. Το σύνολο της λοιπής περιουσίας τους, συμπεριλαμβανομένων τυχών καταθέσεων δεν υπερβαίνει τα 1.000 ευρώστ. Υπήρξαν συνεργάσιμοι δανειολήπτες, όπως η έννοια προσδιορίζεται στον Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών – Η προϋπόθεση θα λαμβάνεται υπόψη για αιτήσεις που θα υποβληθούν από το 2016, δεδομένου ότι ο Κώδικας Δεοντολογίας Τραπεζών τίθεται σε εφαρμογή σταδιακά.Για αυτούς προβλέπεται :- άμεση διαγραφή οφειλών- περίοδος επιτήρησης 18 μηνών κατά την οποία εάν υπάρξει οποιαδήποτε μεταβολή της περιουσιακής τους κατάστασης οφείλουν να ενημερώσουν τους πιστωτές τους και το δικαστήριο. Επίσης κατά την περίοδο επιτήρησης οι πιστωτές νομιμοποιούνται να ενημερώσουν το δικαστήριο για οποιαδήποτε μεταβολή της περιουσιακής κατάστασης του οφειλέτη περιέλθει σε γνώση τους.- σε περίπτωση μεταβολής της περιουσιακής κατάστασης, οι οφειλέτες νομιμοποιούνται να ζητήσουν μεταρρύθμιση της δικαστικής απόφασης, έτσι ώστε να μπορούν να εφαρμοστούν οι λοιπές διατάξεις του ν. Κατσέλη, προτείνοντας σχέδιο αποπληρωμής.- τυχόν απόκρυψη περιουσιακής μεταβολής από τον οφειλέτη, κατά την περίοδο επιτήρησης, επιφέρει άρση διαγραφής και τις προβλεπόμενες στο ν. 3869/2010 κυρώσεις σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης ειλικρίνειας.- μετά τη λήξη της περιόδου επιτήρησης, η νομική κατάσταση της υπερχρέωσης του οφειλέτη αίρεται.10. Εισάγεται το κριτήριο των ευλόγων δαπανών διαβίωσης του οφειλέτη και της οικογένειάς του (προσδιορίζεται από την ΕΛΣΤΑΤ) ως εξαιρούμενες από το εισόδημα του οφειλέτη και της οικογένειάς του, προκειμένου να καθοριστούν οι μηνιαίες καταβολές προς του πιστωτές του. Ταυτόχρονα όμως προβλέπεται ότι, σε κάθε στάδιο, το τυχόν υπερβαίνον τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, αποδίδεται στους πιστωτές του οφειλέτη, μέσω των μηνιαίων καταβολών.11. Υποχρεούνται όλοι οι οφειλέτες που έχουν υποβάλει αίτηση υπαγωγής στις διατάξεις του ν. Κατσέλη και η υπόθεσή τους εκκρεμεί για διάστημα άνω των 6 μηνών από την υποβολή της αίτησης, χωρίς να έχει εκδικαστεί ή να έχει επέλθει δικαστικός συμβιβασμός, να προσκομίσουν επικαιροποιημένα τα στοιχεία που απαιτούνται για υποβολή της αίτησης. Τυχόν παράβαση της διάταξης και μη υποβολή επικαιροποιημένων στοιχείων, επιφέρει για τον οφειλέτη τις συνέπειες της μη ειλικρινούς δήλωσης και απώλεια προστασίας. 12. Υποχρεούνται όλοι οι οφειλέτες που έχουν υποβάλει αίτηση υπαγωγής στις διατάξεις του ν. Κατσέλη που η υπόθεσή τους έχει προσδιοριστεί να συζητηθεί πέραν μιας τριετίας από το χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος, να υποβάλλουν, εντός 4 μηνών από την έναρξη ισχύος, αίτηση για επαναπροσδιορισμό της συζήτησης της υπόθεσής τους σε συντομότερη δικάσιμο.Για λεπτομερέστερη παρουσίαση των διευκρινίσεων, επισυνάπτεται το κείμενο της εγκυκλίου.από το Γραφείο Τύπου



Πηγή: http://www.taxheaven.gr 

Επιμέλεια ανηλίκου - ΑΠ 66 / 2014

$
0
0

Ερμηνευτική εγκύκλιος για τις αλλαγές στο «νόμο Κατσέλη» για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα

Απόφαση 66 / 2014    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Επιμέλεια ανηλίκου.
Περίληψη:
Επιμέλεια ανηλίκων. Ανατίθεται στον γονέα που υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες επιβάλλει το αληθές συμφέρον του τέκνου. Κρίση του δικαστηρίου ότι..
ενόψει της μικρής ηλικίας των τέκνων δεν είναι αναγκαία να ζητήσει και συνεκτιμήσει τη γνώμη των με ποιον γονέα επιθυμούν να παραμείνουν. Η κρίση αυτή, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγμάτων, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Απορρίπτονται οι λόγοι αναίρεσης από τους αριθμ 1, 11γ, 19, 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.( Επικυρώνει υπ’ αριθμ. 537/2012 απόφαση Εφετείου Αθηνών)



Αριθμός 66/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2'Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Εμμανουήλ Κλαδογένη, και Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αρεοπαγίτες. 
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 23 Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Α. Δ. του Ι., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θωμά Σιώρου.
Της αναιρεσίβλητης: Π. Ζ. του Γ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της Αρτέμιδα Γιανναρά.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/6/2009 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, τις από 21/1/2010 ανταγωγή και 22/1/2010 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 347/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 537/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 24/5/2012 αίτησή του. 
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Χρυσόστομος Ευαγγέλου ανέγνωσε την από 12/9/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. 
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής. Με την υπ'αριθ. 347/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε επί αντιθέτων αγωγών των διαδίκων με αντικείμενο την ανάθεση της επιμέλειας των ανηλίκων και την υποχρέωση καταβολής σ'αυτά διατροφής, καθώς και επί της ανταγωγής που άσκησε ο αναιρεσείων για τη ρύθμιση της επικοινωνίας του με τα ανήλικα τέκνα του, έγινε δεκτή η αγωγή του αναιρεσείοντος, ανατέθηκε σ'αυτόν η επιμέλεια των ανηλίκων και υποχρεώθηκε η αναιρεσίβλητη μητέρα τους να καταβάλει σ'αυτά διατροφή. Κατά της αποφάσεως αυτής η εναγόμενη και ήδη αναιρεσίβλητη άσκησε έφεση, η οποία έγινε δεκτή με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία ανέθεσε την επιμέλεια των ανηλίκων στην αναιρεσίβλητη και υποχρεώθηκε ο αναιρεσείων να καταβάλει στα ανήλικα τέκνα του διατροφή.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1510 έως 1514 του Α.Κ. προκύπτει ότι στην περίπτωση διαζυγίου ή διακοπής της έγγαμης συμβίωσης των συζύγων η επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων, σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων, ρυθμίζεται με απόφαση του δικαστηρίου, η οποία πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον των τέκνων. Εξ'άλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών 173 και 200 του ΑΚ. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 7/2006, Ολ. ΑΠ 4/2005 ). Περαιτέρω, ο από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης, ιδρύεται όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά εκείνα γεγονότα που είναι αναγκαία, για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του οικείου κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή αν έγινε ή όχι ορθός νομικός χαρακτηρισμός των κρίσιμων πραγματικών γεγονότων. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου, έγιναν δεκτά τα εξής : "Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο γάμο στις 29-9-2005, στο Παλαιό Φάληρο Αττικής και εγκαταστάθηκαν σε διαμέρισμα που τους παραχώρησαν οι γονείς του εφεσιβλήτου στον Άγιο Δημήτριο Αττικής. Από το γάμο τους απέκτησαν στις 1-11-2005 δίδυμα τέκνα την Δ. και την Ά.. Από τις αρχές του γάμου τους υπήρχαν προβλήματα στη σχέση τους ως συζύγων που εντάθηκαν με τη γέννηση σε σύντομο διάστημα των διδύμων θυγατέρων τους. Τούτο οφείλετο αφ'ενός στην ανώριμη αντιμετώπιση από την ενάγουσα των ευθυνών που δημιουργήθηκαν ενόψει και της, τότε, σχετικά νεαρής ηλικίας της (24 ετών) αλλά και του γεγονότος ότι βρέθηκε μακριά από το συγγενικό και φιλικό της περιβάλλον απομακρυνόμενη από την ιδιαίτερη πατρίδα της τα Σέρβια Κοζάνης και αφ'ετέρου στο δύστροπο και αυταρχικό χαρακτήρα του εφεσίβλητου. Μετά από συνεχείς εντάσεις και καυγάδες μεταξύ των διαδίκων η εκκαλούσα, τον Απρίλιο 2007 εγκατέλειψε τη συζυγική οικία για δύο ημέρες, το επανέλαβε τον Ιούνιο 2007 επί ένα μήνα, κατά την επάνοδό της δε ζήτησε να προχωρήσουν σε συναινετικό διαζύγιο. Στα πλαίσια του τελευταίου υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων και το από 13-7-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό για την επιμέλεια των ανηλίκων με το οποίο η μητέρα συμφώνησε να ανατεθεί στον πατέρα. Η εκκαλούσα η οποία απομακρύνθηκε κατόπιν αυτού από τη συζυγική οικία επανεμφανίσθη μετά την πάροδο οκτώ μηνών με σκοπό την επανασύνδεση των σχέσεων των διαδίκων. Πλην όμως και πάλι τον Αύγουστο 2008 αποχώρησε οριστικά πλέον από τη συζυγική οικία και εγκαταστάθηκε σε μισθωμένο διαμέρισμα, αφού προηγουμένως είχε εξεύρει εργασία. Με τη με αριθμό 4013/13-5-2009 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που εκδόθηκε επί της από 29-9-2008 αίτησης της εκκαλούσας, ανατέθηκε για πρώτη φορά η άσκηση προσωρινά της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων στην εκκαλούσα μητέρα τους, στην οποία και παραδόθηκαν από τον πατέρα τους, υπό την φροντίδα του οποίου τελούσαν έως τότε. Δηλαδή καθόλα τα παραπάνω διαστήματα που η εκκαλούσα απομακρυνόταν από τη συζυγική κατοικία, λόγω των διαφορών της με τον εφεσίβλητο σύζυγό της, τα ανήλικα παρέμεναν στη συζυγική οικία υπό τη φροντίδα του πατέρα τους και των γονέων του, γιαγιάς και παππού, που διέμεναν στην ίδια πολυκατοικία. Και είναι γεγονός ότι ο πατέρας των ανηλίκων, τα φρόντιζε με στοργή και αγάπη. Επίσης, όπως προαναφέρθηκε η εκκαλούσα μητέρα των ανηλίκων, με το από 13 - 7 - 2007 ιδιωτικό συμφωνητικό συμφώνησε με τον εφεσίβλητο, στα πλαίσια της λύσης του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο, η επιμέλεια των ανηλίκων να ανατεθεί σ'αυτόν. Πρέπει, όμως να λεχθεί, ότι με το ίδιο συμφωνητικό οι διάδικοι συμφώνησαν και όπως η μητέρα, στα πλαίσια της άσκησης της επικοινωνίας της με αυτά, να τα παραλαμβάνει καθημερινά από την οικία του πατέρα τους, αμέσως μετά το πέρας της εργασίας της και να τα παραδίδει σ'αυτόν στις 21.30 μ. μ. ώρα, από τη Δευτέρα έως και Παρασκευή καθώς και δύο Σαββατοκύριακα το μήνα. Ενώ κατά τις ώρες εργασίας και του πατέρα, τα ανήλικα παρέμεναν στη φύλαξη των γονέων του. Δηλαδή, όπως προκύπτει από το συμφωνητικό αυτό, ο εναγόμενος συμφώνησε όλες σχεδόν τις ημέρες του μήνα (πλην των δύο Σαββατοκύριακων) τα παιδιά, μετά την εργασία της, να τα παραλαμβάνει και να τα φροντίζει η μητέρα, στην οποία επομένως και ο ίδιος έδειξε μεγάλη εμπιστοσύνη, παρά την προηγούμενη επιδειχθείσα από αυτή, ουσιαστικά ανώριμη συμπεριφορά προς τα τέκνα της, ενώ τα πρωινά παρέμεναν στη φροντίδα της γιαγιάς τους και ο ίδιος ο εναγόμενος τα παραλάμβανε από τη μητέρα τους και τα φρόντιζε, εκ των πραγμάτων, μόνο τα βράδυα όταν επέστρεφε από την εργασία του. Και δεν παραβλέπεται το γεγονός ότι η εκκαλούσα μητέρα των ανηλίκων, όπως προαναφέρεται, ενάμισι περίπου χρόνο μετά τη γέννησή τους, δηλαδή από τον Απρίλιο 2007 και επί μία διετία περίπου εμφάνιζε, υπό το βάρος των παραπάνω οικογενειακών καταστάσεων που δημιουργήθηκαν μεταξύ των διαδίκων, αντιγονεϊκή συμπεριφορά. Είναι προφανές, όμως, ότι τούτο οφείλετο στο ότι η ίδια εστερείτο παντελώς πόρων και δεν είχε ανεύρει ακόμα εργασία ώστε να δύναται να ανταποκριθεί σε έξοδα μίσθωσης κατοικίας και διατροφής των ανηλίκων, ενώ οι γονείς της, που διαφωνούσαν πλήρως με την απόφασή της να διαλύσει το γάμο της, την απέρριπταν αρνούμενοι οιαδήποτε προς αυτή βοήθεια και τάχτηκαν πλήρως με το μέρος του συζύγου της του οποίου τη θέση έως σήμερα υποστηρίζουν. Μόλις δε η ενάγουσα βρήκε εργασία μίσθωσε διαμέρισμα και διεκδίκησε και έλαβε την προσωρινή άσκηση της επιμέλειας των ανηλίκων, με την οποία διαμένουν πλέον όπως προαναφέρθηκε, από τον Μάιο 2009 έως και σήμερα, χωρίς να παρατηρηθεί οιοδήποτε πρόβλημα στις σχέσεις της με τα ανήλικα, τα οποία περιβάλλει επίσης, όπως και ο πατέρας τους, με στοργή, αγάπη και φροντίδα. Με την με αριθμό 583/2010 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του ως άνω δικαστηρίου που εκδόθηκε επί αιτήσεως του εφεσιβλήτου, ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσιβλήτου με τα ανήλικα. Ειδικότερα η εκκαλούσα - ενάγουσα η οποία είναι πτυχιούχος της Σχολής Τεχνολογικών Εφαρμογών ΤΕΙ σύμφωνα με την από 27-10-201 βεβαίωση της εργοδότριας της εταιρείας 'ΆLFΑ - LAMDA Α.Ε"εργάζεται σ'αυτήν ως υπάλληλος γραφείου με αποδοχές μικτές μηνιαίως 1031,25 ευρώ. Έχει μισθωμένο διαμέρισμα από 2-12-2008 δύο υπνοδωματίων στη Νέα Σμύρνη αντί μηνιαίου μισθώματος 460 ευρώ στο οποίο διαμένει με τα ανήλικη τέκνα της καθώς και με το σύντροφό της Σ. Γ.. Είναι δε σε θέση πλέον να ανταπεξέλθει σ'όλες τις ευθύνες και φροντίδες από την άσκηση της επιμέλειας των τέκνων της, ως μητέρα και το απέδειξε με την έως τώρα συμπεριφορά της. Αναφορικά με τις αιτιάσεις του εφεσίβλητου σχετικά με την συμπεριφορά του Σ. Γ. προς τα ανήλικα, την οποία παρουσιάζει ως αυταρχική και αντιπαιδαγωγική, επικαλούμενος κάποιες διηγήσεις, κατά τα λεγόμενά του, των ανηλίκων, αυτά διαψεύδονται από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης ιδία της Κ. Κ. στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου η οποία από άμεση αντίληψη ως συνάδελφος και φίλη της εκκαλούσας, καταθέτει ότι ο παραπάνω έχει άριστες σχέσεις με τα ανήλικα τα οποία τον αγαπούν. Αυτά σε αντίθεση με όσα κατατίθενται από τους μάρτυρες ανταπόδειξης οι οποίοι δεν έχουν ιδίαν αντίληψη. Οι οικείοι δε της εκκαλούσας (όπως ο πατέρας της) που έχουν ταχθεί υπέρ του συζύγου της έχουν άγνοια για τις συνθήκες ζωής της και του τρόπου άσκησης της επιμέλειας των τέκνων της, γιατί οι σχέσεις τους διακόπηκαν εκ του λόγου ότι, όπως προαναφέρθηκε, αντιτάχθηκαν στη διάλυση του γάμου της ενάγουσας και αρνήθηκαν σ'αυτήν οιαδήποτε βοήθεια μετά την αποχώρησή της από τη συζυγική εστία. Εξ'άλλου, σύμφωνα με την από 23-9-2011 Παιδοψυχιατρική έκθεση του Κέντρου Παιδοψυχικής Υγιεινής ΙΚΑ, που συντάχθηκε κατόπιν Εισαγγελικής Παραγγελίας, μετά από αίτηση της εκκαλούσας, δεν καταγράφεται από τις διηγήσεις των ανηλίκων κάποια μεμπτή σε βάρος τους συμπεριφορά από τον Σ. Γ.. Αντίθετα, η έκθεση αναφέρεται στην αρνητική συμπεριφορά και των δύο γονέων-διαδίκων στις μεταξύ τους σχέσεις όπου ο καθένας εγκλωβίζεται στα δικά του αρνητικά συναισθήματα για τον άλλο, με αποτέλεσμα να παγιδεύονται και τα παιδιά στην όλη διαδικασία, βιώνοντας όλα τα αρνητικά συναισθήματα των γονιών τους. Στο αυτό περίπου συμπέρασμα καταλήγει και η από 18-7-2011 "Συνοπτική Έκθεση Ψυχολογικής Αξιολόγησης των ανηλίκων", της ψυχολόγου Α. Κ. που εξέτασε τα ανήλικα μετά από αίτημα του πατέρα. Από τα προεκτιθέμενα προκύπτει ότι η ενάγουσα η οποία έχει την προσωρινή επιμέλεια των ανηλίκων από το έτος 2009. ασχολείται πλέον αποκλειστικά η ίδια με την ανατροφή και φροντίδα τους και έχει ήδη δημιουργήσει ένα ομαλό περιβάλλον το οποίο είναι αναγκαίο για την ορθή ψυχοσωματική. και πνευματική ανάπτυξη των ανηλίκων ώστε να προσαρμοσθούν ευκολότερα στη νέα οικογενειακή τους κατάσταση, όπως έχει διαμορφωθεί μετά τη διάστασή της με τον εναγόμενο. Και είναι αλήθεια ότι και οι δύο γονείς υπεραγαπούν τα τέκνα τους και φροντίζουν για τη σωστή ανάπτυξη της προσωπικότητας τους, ώστε τα ανήλικα να αισθάνονται ασφάλεια και ψυχική, κατά το δυνατόν, ισορροπία, ενώ ο εναγόμενος διατηρεί προσωπική επικοινωνία με αυτά, ασχολείται μαζί τους και πιστεύει ότι μπορεί να ανταπεξέλθει καλύτερα στα καθήκοντα της επιμέλειας. Όμως ενόψει της διαμορφωθείσης ήδη κατάστασης, όπου τα ανήλικα διαμένουν από το έτος 2009 με τη μητέρα τους και της προσαρμογής τους στο περιβάλλον της με την ιδιαίτερη σημασία που πρέπει να δίνεται στη μη διατάραξη του ομαλού μέχρι σήμερα τρόπου ζωής των ανηλίκων, λαμβάνοντας επίσης υπόψη την τρυφερή και ευαίσθητη ηλικία στην οποία βρίσκονται που ως εκ τούτου έχουν άμεση την ανάγκη των μητρικών φροντίδων και στοργής που θα συμβάλουν στην περαιτέρω ψυχοσωματική και πνευματική τους ανάπτυξη, κρίνεται ότι το αληθινό συμφέρον των ανηλίκων, σύμφωνα και με τα προεκτιθέμενα στη νομική σκέψη, επιβάλλει σαφώς να παραμείνουν στη μητέρα τους και επομένως να ανατεθεί σ'αυτήν αποκλειστικά, οριστικά η άσκηση της επιμέλειάς τους, απορριπτομένων κατόπιν όσων έγιναν δεκτά, των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εφεσιβλήτου ως αβασίμων στην ουσία τους. Πρέπει να λεχθεί ότι δεν κρίνεται αναγκαία ούτε προβλέπεται επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης από το άρθρο 671 παρ. 3. ΚΠολΔικ και η λήψη υπόψη από το παρόν Δικαστήριο της γνώμης των τέκνων, ενόψει της μικρής τους ηλικίας (χρόνος γέννησης 1-11-2005) που δεν έχουν ακόμη την ωριμότητα να αντιληφθούν το πραγματικό τους συμφέρον, προϋπόθεση που εναπόκειται στη κρίση του Δικαστηρίου, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται σχετικά στη νομική σκέψη". Mε βάση τις άνω παραδοχές το Εφετείο δέχθηκε την έφεση ως βάσιμη στην ουσία της, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της και στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή του εφεσίβλητου, δέχθηκε την αγωγή της εκκαλούσας και ανέθεσε σ'αυτήν την επιμέλεια των ανηλίκων. Έτσι που έκρινε η προσβαλλόμενη απόφαση ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε με βάση τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 1511, 1512, 1513 του Α.Κ., τις οποίες δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, αφού διέλαβε σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά αιτιολογίες που δικαιολογούν την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων. Επομένως, οι περί του αντιθέτου πρώτος από το άρθρο 559 αριθ.1 και 19 ΚΠολΔ και δεύτερος από τον αριθ. 19 του ίδιου άρθρου λόγοι του αναιρετηρίου είναι αβάσιμοι.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1511 A.K. και 681 Γ παρ. 3 εδ. α` και 4 εδ. α`, δ` και ε` Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι το δικαστήριο, προκειμένου, επί διακοπής της συμβιώσεως των συζύγων, να ρυθμίσει τη γονική μέριμνα, πρέπει να ζητεί και να συνεκτιμά και τη γνώμη του τέκνου, εφόσον κρίνει ότι έχει την απαιτούμενη ωριμότητα, ότι δηλαδή έχει την ικανότητα να αντιληφθεί το συμφέρον του, για την κρίση του δε αυτή ως προς την ύπαρξη ή μη τέτοιας ωριμότητας, που σχηματίζεται από την ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε ειδική αιτιολογία απαιτείται, ούτε αναιρετικός έλεγχος επιτρέπεται, αφού αυτή αποτελεί εκτίμηση πραγματικού γεγονότος κατ'άρθρ. 561 Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 201/2010 ). Στη προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του έκρινε ότι το συμφέρον των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων επιβάλλει να παραμείνουν με τη μητέρα τους. Στη κρίση του αυτή κατέληξε το Εφετείο χωρίς να ζητήσει και συνεκτιμήσει τη γνώμη των ανηλίκων τέκνων, κρίνοντας ότι, ενόψει της μικρής των ηλικίας, ως γεννηθέντων την 1-11-2005, αυτά δεν έχουν τη δυνατότητα να αντιληφθούν το αληθινό τους συμφέρον, έτσι ώστε να μη κρίνεται απαραίτητη η έκφραση της γνώμης των σχετικά με ποιον από τους γονείς των επιθυμούν να παραμείνουν. Με βάση αυτά, το Εφετείο, δεχόμενο την έφεση της μητέρας των ανηλίκων ανάθεσε σ'αυτήν την επιμέλειά τους. Έτσι δε που έκρινε δεν παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τη διάταξη του άρθρου 1511 παρ. 3 του Α.Κ. Επομένως, ο τρίτος λόγος της αναίρεσης από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο υποστηρίζονται τ'αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Ο προβλεπόμενος στο άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο αποδεικτικού, κατά την έννοια των άρθρων 339 και 432 επ. ΚΠολΔ, εγγράφου, ήτοι προέβη σε εσφαλμένη ανάγνωση του κειμένου του, αποδίδοντας σ'αυτό περιεχόμενο καταδήλως διαφορετικό από το αληθινό, στη συνέχεια δε, στηριζόμενο αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο αυτό, κατέληξε σε επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα αποδεικτικό πόρισμα αναφορικώς με πράγματα έχοντα ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Δεν ιδρύεται όμως ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο, μετά από εκτίμηση του περιεχομένου του εγγράφου, καταλήγει σε διαπίστωση διαφορετική από εκείνη που ο αναιρεσείων θεωρεί σωστή, καθώς και όταν σχημάτισε την κρίση του από τη συνεκτίμηση περισσότερων αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων και το επίμαχο έγγραφο, χωρίς τούτο να εξαίρεται ιδιαιτέρως. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο κατά το πρώτο σκέλος του λόγο του αναιρετηρίου προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του από 13-7-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού το οποίο υπέγραψαν οι διάδικοι ενόψει της υποβολής αιτήσεώς τους για συναινετική λύση του γάμου τους και ειδικότερα τη συμφωνία τους να ανατεθεί η επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων τους στον πατέρα τους και η μητέρα τους να επικοινωνεί με αυτά καθημερινά από Δευτέρα έως Παρασκευή αμέσως μετά την εργασία της και να τα παραδίδει σ'αυτόν στις 21.30 μμ, καθώς και δύο Σαββατοκύριακα το μήνα με διανυκτέρευση στο σπίτι της, ενώ κατά το χρόνο εργασίας του πατέρα των ανηλίκων αυτά θα παραμένουν με τους γονείς του, δέχθηκε ότι "δηλαδή, όπως προκύπτει από το συμφωνητικό αυτό, ο εναγόμενος συμφώνησε όλες σχεδόν τις ημέρες του μήνα ( πλην των δύο Σαββατοκύριακων ) τα παιδιά, μετά την εργασία της, να τα παραλαμβάνει και να τα φροντίζει η μητέρα, στην οποία επομένως και ο ίδιος έδειξε μεγάλη εμπιστοσύνη, παρά την προηγούμενη επιδειχθείσα από αυτή, ουσιαστικά ανώριμη, συμπεριφορά προς τα τέκνα της, ενώ τα πρωϊνά παρέμεναν στη φροντίδα της γιαγιάς τους και τα φρόντιζε, εκ των πραγμάτων, μόνο τα βράδια όταν επέστρεφε από την εργασία του ", δηλαδή δέχθηκε προδήλως ότι η μητέρα των ανηλίκων ασκούσε ουσιαστικά την επιμέλειά τους και ότι στο πρόσωπό της ο αναιρεσείων επέδειξε μεγάλη εμπιστοσύνη, περιστατικά, όμως, που δεν διαλαμβάνονται στο ανωτέρω έγγραφο, το οποίο και παραμόρφωσε. Ο λόγος αυτός προτείνεται απαραδέκτως, διότι υπό τα εκτιθέμενα δεν πρόκειται για παραμόρφωση του ιδιωτικού συμφωνητικού, αλλά για εκτίμηση του περιεχομένου του από το δικαστήριο διαφορετική από εκείνη που ο αναιρεσείων θεωρεί σωστή, η οποία δεν ιδρύει τον από το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης. Με τον τέταρτο, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγο προβάλλεται η αιτίαση, υπό την επίκληση της αναιρετικής πλημμέλειας από το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο αξιολόγησε το περιεχόμενο της από 23-9-2011 Παιδοψυχιατρικής έκθεσης του Κέντρου Παιδοψυχικής Υγιεινής του ΙΚΑ και της από 18-7-2011 συνοπτικής έκθεσης Ψυχολογικής Αξιολόγησης των ανηλίκων της ψυχολόγου Α. Κ. μόνο ως προς το γεγονός της συμπεριφοράς του συντρόφου της μητέρας των ανηλίκων, ενώ δεν ανέγνωσε αυτά κατά το περιεχόμενό τους, το οποίο και παραμόρφωσε αρνητικά, αναφορικά "με τις συνθήκες διαβίωσης και ανάπτυξης των ανηλίκων κατά την ψυχική, συναισθηματική και πνευματική διάσταση της προσωπικότητάς των και ισορροπία, όπως είναι τα προδήλως προκύπτοντα περιστατικά της άρνησης της πατρικής του ιδιότητας, της απόρριψής του, της έλλειψης εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του, της ψυχικής και συναισθηματικής διαταραχής των και συγχύσεως, αν διάβαζε δε και το παραπάνω περιεχόμενο των εγγράφων θα δεχόταν ότι τα ανήλικα υπέστησαν ψυχική, συναισθηματική και πνευματική πίεση, επιρροή και σύγχυση να αποδεχθούν τον σύντροφο της αντιδίκου στη δική μου θέση, όπερ αντίκειται στο αληθές συμφέρον τους και θα ανατίθετο η επιμέλεια αυτών σε αυτόν". Και ως προς το σκέλος αυτό ο προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος, διότι τα επικαλούμενα περιστατικά συνδέονται με συμπεριφορά της αντιδίκου του αναιρεσείοντος και όχι του συντρόφου της μητέρας των ανηλίκων, για τον οποίο το Εφετείο δέχθηκε ότι από τα ανωτέρω έγγραφα δεν προκύπτει ανάρμοστη συμπεριφορά εκείνου έναντι των ανηλίκων, το αποδεικτικό δε πόρισμα του Εφετείου σχετικά με την καταλληλότητα της αναιρεσίβλητης για την ανάθεση της επιμέλειας των ανηλίκων δεν στηρίζεται αποκλειστικά ή κυρίως στα ανωτέρω έγγραφα, τα οποία και δεν εξαίρει ιδιαίτερα, αλλά στο σύνολο των αποδεικτικών μέσων (μάρτυρες και έγγραφα ). Με τον τέταρτο, κατά το τρίτο σκέλος του, από το άρθρο 559 αριθ.11 γ'ΚΠολΔ λόγο του αναιρετηρίου προβάλλεται, επικουρικά, η αιτίαση ότι το Εφετείο κατά την κατανομή της άσκησης της επιμέλειας των ανηλίκων και τον καθορισμό του γονέα που εξυπηρετεί καλύτερα το συμφέρον των, δεν έλαβε υπόψη του τα αναφερόμενα ως άνω δύο έγγραφα, τα οποία επικαλέσθηκε νόμιμα και προσκόμισε ο αναιρεσείων. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο αναφέρει ρητά ότι έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις και τα φερόμενα ως αγνοηθέντα έγγραφα, από το όλο δε περιεχόμενο των αιτιολογιών που παραθέτει δεν ανακύπτει αμφιβολία ότι ελήφθησαν πράγματι υπόψη και τα ανωτέρω έγγραφα.
Κατ'ακολουθίαν, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιότητας αυτών ως συζύγων ( άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 
Απορρίπτει την από 24-5-2012 αίτηση του Α. Δ., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ'αριθ. 537/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Συμψηφίζει τα μεταξύ των διαδίκων δικαστικά έξοδα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Νοεμβρίου 2013. 
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 9 Ιανουαρίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

Διανομή, Αυθαίρετη οικοδομή.Διανομή 799, 800 ΑΚ, 480, 480Α, 481 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Πως γίνεται.ΑΠ 1022 / 2013

Next: Διανομή με σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, καθορισμό μερίδων και επιδίκαση χρηματικού ποσού για την εξίσωση των άνισων μερίδων. 559 αρ.1 ΚΠολΔικ. Δεν ιδρύεται όταν υπό την επίφαση της παραβιάσεως ουσιαστικών διατάξεων πλήττεται η περί τα πράγματα αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. 559 αρ.19 ΚΠολΔικ. Δεν ιδρύεται όταν οι ελλείψεις αφορούν στην αιτιολόγηση του πορίσματος που προέκυψε από τις αποδείξεις. Μόνο τι αποδείχθηκε πρέπει να αναφέρεται στην απόφαση και όχι γιατί αποδείχ...ΑΠ 284 / 2014
$
0
0

Ερμηνευτική εγκύκλιος για τις αλλαγές στο «νόμο Κατσέλη» για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα

Απόφαση 1022 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Διανομή, Αυθαίρετη οικοδομή.
Περίληψη:
55 παρ. 1 και 19
Διανομή 799, 800 ΑΚ, 480, 480Α, 481 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Πως γίνεται. Η κρίση περί αυτούσιας διανομής ανέλεγκτη. Το..
δικαστήριο εξετάζει όλες τις πιθανές περιπτώσεις αυτούσιας διανομής. Αν τα μέρη είναι ίσα γίνεται κλήρωση. Μετά από αίτηση γίνεται επιδίκαση κοινής μερίδας. Αν τα μέρη άνισα καταβάλλεται αποζημ. για εξίσωση μερίδων. 17 παρ. 10 Ν. 1337/83 απαγορεύεται η μεταβίβαση αυθαιρέτου κτίσματος και του οικοπέδου στο οποίο έχει ανεγερθεί. Διαπίστωση του αυθαιρέτου κατά άρθρο 1 ΠΔ 5/83 με διαπιστωτική ατομική πράξη. Εξαιρούνται της κατεδαφίσεως όσα κρίθηκαν διατηρητέα και επιβλήθηκε πρόστιμο διατήρησης. 8 εδ. β 559 Κ.Πολ.Δ. Τα αποδεικτικά μέσα, όπως οι εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων δεν είναι πράγματα. Η αιτίαση αφορά στο ότι δεν έγινε δεκτό το πόρισμα και όχι στο ότι δεν λήφθηκε υπόψη αρ. 9 αδίκαστη αίτηση. Ως αιτήσεις θεωρούνται και οι διαδικαστικές αν είναι υποχρεωτικές. Ανέλεγκτη η κρίση περί αποδοχής πραγ/νης 11 περ. γ αφορά στο ότι δεν έγινε δεκτό το αποδεικτικό μέσο και όχι στο ότι δεν λήφθηκαν υπόψη. Κοινή πείρα αρθ. 559 αρ. 1 εδ.β δεν ιδρύεται ο λόγος όταν τα διδάγμ. χρησιμοποιούνται για έμμεση απόδειξη και για την διαπίστωση απλών πραγματικών γεγονότων. 



Αριθμός 1022/2013 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ'Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. 
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ε. Φ. του Σ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Κόκκαλη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Π. Φ. του Σ., κατοίκου ..., 2) Ν. Φ. του Σ., κατοίκου ..., και 3) Α. Φ. του Σ., κατοίκου ..\. . Οι 1ος και 2ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Καλονόμο και ο 3ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Αποστολόπουλο.

Κατά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων, που παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω, ο πληρεξούσιος του αναιρεσειόντος ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης για τους λόγους που ανέπτυξε. 
Το Δικαστήριο διασκέφθηκε επί της έδρας και δια του Προεδεύοντός του απέρριψε το αίτημα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/12/1982 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και της αρχικής διαδίκου Λ. Φ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 38/1984 μη οριστική, 765/1988 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 121/2004, 684/2005, 512/2007 μη οριστικές και 42/2011 οριστική του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 6/5/2011 αίτησή του. 
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 25/1/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την αποδοχή του πρώτου λόγου της αναίρεσης και την απόρριψη των λοιπών. 
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 799 και 800 ΑΚ, καθώς και εκείνων των 480 παρ.1, 3 και 480 Α ΚΠολΔ προκύπτει ότι επί αγωγής διανομής κοινού ακινήτου, το δικαστήριο αποφασίζει την αυτούσια διανομή, αν είναι δυνατή η διαίρεση του διανεμητέου σε μέρη ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών, δίχως να μειώνεται η αξία του (ΑΠ 913/2011, ΑΠ 115/2011). Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 481 αρ.1 ΚΠολΔ, κατά την οποία το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να διατάξει απόδειξη, αν κρίνει ότι η αυτούσια διανομή είναι προδήλως δυνατή, αδύνατη ή ασύμφορη, συνάγεται ότι η κρίση περί του αδυνάτου ή ασυμφόρου της αυτούσιας διανομής ή αντιθέτως περί του δυνατού αυτής, είναι κρίση περί πραγματικών γεγονότων και γι'αυτό είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (ΑΠ 928/2012). Εξάλλου, στο άρθρο 481 περ.2 ορίζεται ότι στις περιπτώσεις των άρθρων 480 και 480Α το δικαστήριο "μπορεί για την εξίσωση άνισων μερίδων να αποφασίσει ότι οι κοινωνοί που λαμβάνουν ορισμένα μέρη θα καταβάλουν σε άλλους κοινωνούς ορισμένο χρηματικό ποσό ή να συστήσει δουλεία σε ορισμένα μέρη υπέρ άλλων κοινωνών". Ακόμη με το άρθρο 486 ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του, με το άρθρο 14 του Ν.1562/1985, ορίζεται ότι "αν τα μέρη είναι ίσα, η αυτούσια διανομή τους μεταξύ των κοινωνών γίνεται με κλήρωση" - παρ.1 - και ότι "αν τα μέρη που σχηματίστηκαν κατά τα άρθρα 480 ή 480 Α είναι άνισα, η αυτούσια διανομή γίνεται με επιδίκαση στους συγκυρίους ή στις ομάδες εκείνων που ζήτησαν κοινή μερίδα, κατά τον λόγο των μερίδων τους" - παρ.2 -. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αυτούσια (ΙΝ ΝΑΤURA) διανομή, που αποτελεί τον φυσικότερο, δικαιότερο και επωφελέστερο τρόπο διανομής, μπορεί να γίνει με τρεις τρόπους και συγκεκριμένα είτε με το σχηματισμό ίσων μερών, κατ'αξία και ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών, έτσι ώστε οποιαδήποτε μερίδα να μπορεί να περιέλθει σε οποιονδήποτε κοινωνό με κλήρωση, είτε με το σχηματισμό άνισων μερίδων και επιδίκαση στον κάθε κοινωνό, με απονέμηση, χωρίς κλήρωση των αντίστοιχων μερών. Στην "απονέμηση"το δικαστήριο αποφασίζει τη διαίρεση του διανεμητέου σε άνισα μέρη, που αντιστοιχούν στις άνισες μερίδες των κοινωνών και διατάσσει την αυτούσια διανομή, με επιδίκαση των αντίστοιχων μερών, χωρίς κλήρωση, εφαρμόζοντας τα οριζόμενα στο άρθρο 481Α για την εξίσωση των μερίδων (ΑΠ 115/2011). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των ίδιων διατάξεων, σαφώς προκύπτει ότι για να οδηγηθεί το δικαστήριο της ουσίας στην κρίση ότι η απαιτούμενη αυτούσια διανομή συγκεκριμένου κοινού ακινήτου, την οποία διώκει, κατά κύριο λόγο και ευνοεί το δίκαιο, είναι εφικτή ή ανέφικτη, πρέπει να διαλάβει στην απόφασή του ότι ερεύνησε όλες τις προταθείσες και τις πιθανές περιπτώσεις αυτούσιας διανομής και ότι από την έρευνα αυτή κατέληξε στην κρίση ότι αυτή είναι ή δεν είναι εφικτή, σύμφωνα με το νόμο και το συμφέρον των κοινωνών (ΑΠ 1735/2011). Εξάλλου, κατά το άρθρο 17 παρ.1 και 10 του Ν. 1337/1983 "επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων κ.λπ""τα αυθαίρετα κτίσματα ή κατασκευές εν γένει, που ανεγείρονται μετά την 31 Ιανουαρίου 1983 εντός ή εκτός εγκεκριμένων σχεδίων πόλων ή οικισμών, που υπάρχουν πριν από το έτος 1923, καθώς και όσα δεν εξαιρούνται, σύμφωνα με το άρθρο 15 του νόμου αυτού, κατεδαφίζονται υποχρεωτικά από τους κυρίους ή συγκυρίους τους, έστω και αν έχει αποπερατωθεί η κατασκευή ή αν το κτίσμα κατοικείται ή χρησιμοποιείται με οποιονδήποτε τρόπο (παρ.1). Πριν από την κατεδάφιση των κατεδαφιστέων αυθαιρέτων του άρθρου αυτού δεν επιτρέπεται α)η μεταβίβασή τους ή η σύσταση εμπραγμάτων δικαιωμάτων σ'αυτά ή στο οικόπεδο, πάνω στο οποίο κατασκευάστηκαν. Κάθε μεταβίβαση που γίνεται κατά παράβαση των ανωτέρω θεωρείται αυτοδίκαια και εξαρχής άκυρη ... . Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του π.δ/τος 5/1983 "περί χαρακτηρισμού και κατεδάφισης νέων αυθαίρετων κατασκευών κ.λπ. που εκδόθηκε κατ'εξουσιοδότηση του άρθρου 17 παρ.7 του Ν. 1337/1983 "Η διαπίστωση και ο χαρακτηρισμός αυθαιρέτου, όταν δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 3 του παρόντος (κτίσματα που εντοπίζονται κατά την ώρα που κατασκευάζονται - επ'αυτοφώρω-) γίνεται ύστερα από αυτοψία υπαλλήλου της κατά τόπο αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας που συντάσσει επί τούτου σχετική έκθεση, η οποία αφορά το αυθαίρετο και μόνο και όχι τον εκάστοτε ιδιοκτήτη, νομέα, κάτοχο ή κατασκευαστή του ... . Η έκθεση περιλαμβάνει επίσης σημείωση ότι κάθε ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δέκα ημερών από την ημερομηνία τοιχοκόλλησης της έκθεσης να υποβάλει ένσταση...Αναφέρεται επίσης η ημερομηνία της αυτοψίας και η ειδοποίηση ότι αν περάσει άπρακτη η προθεσμία αυτό το αυθαίρετο θα κατεδαφιστεί ...". Από τις προαναφερόμενες διατάξεις προκύπτει ότι η κατασκευή κτίσματος χωρίς την απαιτούμενη άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής αρχής, εμπίπτει στην έννοια του αυθαίρετου, εφόσον προηγηθεί η διαπίστωση και ο χαρακτηρισμός αυτού ως αυθαιρέτου, κατόπιν αυτοψίας υπαλλήλου της κατά τόπου αρμοδίας πολεοδομικής υπηρεσίας, ο οποίος συντάσσει επί τόπου σχετική έκθεση, και η οποία υπόκειται σε ένσταση εκ μέρους του θιγομένου, εντός της οριζόμενης από τις προαναφερόμενες διατάξεις προθεσμίας. Κατά συνέπεια οι έννομες συνέπειες του αυθαίρετου χαρακτήρα ενός κτίσματος, μεταξύ των οποίων και οι οριζόμενες από τη διάταξη του άρθρου 17 παρ.10 του Ν. 1337/1983 απαγορεύσεις μεταβιβάσεως, δεν επέρχονται αν δεν προηγηθεί η παραπάνω έκθεση αυτοψίας, η οποία συνιστά διαπιστωτική ατομική διοικητική πράξη. Περαιτέρω, από το άρθρο 15 παρ.1 του ίδιου νόμου, όπως το δεύτερο εδάφιό της αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ.6 του Ν. 1512/1985 "αναστέλλεται η κατεδάφιση των αυθαίρετων κτισμάτων που έχουν ανεγερθεί μέχρι 31.1.1983 και βρίσκονται σε περιοχές εντός ή εκτός σχεδίου πόλης ... αν οι ιδιοκτήτες τους υποβάλλουν εμπρόθεσμα δηλώσεις ... . Για τα εκτός σχεδίου αυθαίρετα η αναστολή από την κατεδάφιση ισχύει μέχρι να ρυθμισθεί η χρήση γης της περιοχής όπου βρίσκεται και κριθεί η οριστική διατήρηση ή όχι κάθε συγκεκριμένου αυθαίρετου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ.3"Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει, ότι η κατά την παρ.10 απαγόρευση της μεταβιβάσεως πριν από την κατεδάφισή τους, των αυθαίρετων κτισμάτων ή κατασκευών εν γένει ή συστάσεως εμπραγμάτων δικαιωμάτων επ'αυτών ή επί του οικοπέδου επί του οποίου έχουν κατασκευασθεί, όπως και η, ως κύρωση, για την παράβαση της απαγορεύσεως αυτής οριζόμενη από την ίδια διάταξη, αυτοδίκαιη και εξαρχής ακυρότητα της οικείας δικαιοπραξίας, αναφέρεται όχι μόνο στα αυθαίρετα κτίσματα ή κατασκευές εν γένει που ανεγείρονται μετά την 31 Ιανουαρίου 1983, αλλά και σε εκείνα που έχουν ανεγερθεί πριν από τη χρονολογία αυτή για τα οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 15 του αυτού Ν. 1337/1983 και κατά τις διατάξεις αυτού δεν εξαιρούνται της κατεδαφίσεως. Κατά λογική ακολουθία, δεν ισχύει η απαγόρευση μεταβιβάσεως και δεν είναι άκυρη η οικεία δικαιοπραξία όταν πρόκειται για αυθαίρετα κτίσματα, τα οποία έχουν μεν ανεγερθεί εκτός σχεδίου μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 1983, αλλά έχει ανασταλεί η κατεδάφισή τους ή έχει κριθεί η οριστική διατήρησή τους και έχει επιβληθεί πρόστιμο διατήρησης, ή αν πρόκειται για κτίσματα που έχουν ανεγερθεί μετά την ημερομηνία αυτή, αλλά έχουν νομιμοποιηθεί με μεταγενέστερα εκδοθείσες διατάξεις (ΑΠ 533/2007). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή. Προς εξεύρεση της παραβιάσεως ελέγχεται ο δικανικός συλλογισμός που διατυπώνεται έστω και ατελώς και συγκροτείται από τη μείζονα πρόταση (νομική διάταξη), την ελάσσονα πρόταση ("πραγματικές παραδοχές") και το συμπέρασμα. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ'ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ.ΑΠ 7/2006, ΑΠ 486/2013, ΑΠ 568/2013). Εξ ετέρου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (Ολ.ΑΠ 12-13/1995, ΑΠ 834/2013). Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση, ή στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας του (ΑΠ 834/2013, ΑΠ 486/2013, ΑΠ 481/2013). 
Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ - ΑΠ 846/2013-) προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων σ'αυτό, από τους διαδίκους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε μεταξύ άλλων, κατ'ανέλεγκτη κρίση ως προς την ουσία της υπόθεσης, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Οι διάδικοι, όπως συνομολογούν, είναι συγκύριοι των επιδίκων ακινήτων σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου ο καθένας. Την συγκυριότητα απέκτησαν με κληρονομική εξ αδιαθέτου διαδοχή των γονέων τους Σ. και Λ. Φ., την κληρονομιά των οποίων αποδέχθηκαν και νόμιμα μετέγραψαν. Ακολουθεί η περιγραφή των ακινήτων ... . Για καθένα από αυτά, με βάση την υφισταμένη κατάσταση προκύπτουν τα παρακάτω αναφερόμενα πραγματικά δεδομένα: 1) το κληροτεμάχιο 5067β παραχωρήθηκε ως αγροτικός κλήρος με έκταση 3680 τμ και κατά την εμβαδομέτρηση από τον πραγματογνώμονα έχει έκταση 3674,47 τμ (περιγράφεται στο διάγραμμα Τ.2, ως τεμάχιο Ε5). Δεν περιλαμβάνεται εντός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως ή οικισμού, δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του ν. 431/1968, όσον αφορά την κατάτμηση του και δεν είναι άρτιο, ούτε οικοδομήσιμο κατά τους ισχύοντες όρους δόμησης. Σε τμήμα του τεμαχίου αυτού και σε τμήμα του ομόρου 5067 γ ιδιοκτησίας, επίσης των διαδίκων, είχε ανεγερθεί στο παρελθόν αποθήκη, εμβαδού 294,74 τμ, η οροφή της οποίας έχει καταστραφεί. Η αξία της σήμερα είναι μηδενική, αφού το κόστος καθαίρεσης είναι περίπου ίδιο με την αξία των υλικών , που μπορούν να ληφθούν από αυτήν. Από την έκταση της αποθήκης τα 183,33 τμ είναι δομημένα εντός του προαναφερόμενου κληροτεμαχίου και τα υπόλοιπα 111,41 τμ εντός του 5067 γ κληροτεμαχίου. Μικρά κτίσματα έχουν καταρρεύσει και η αξία τους είναι μηδενική. Η αξία των επικειμένων δένδρων είναι μικρή και συνυπολογίζεται στην αξία του εδάφους. Το κληροτεμάχιο μπορεί να υπεισέλθει αυτούσιο σε μία από τις τέσσερις μερίδες, αφού η κατάτμισή του απαγορεύεται, σύμφωνα με το ν. 431/1968. Η αξία του, που διαμορφώνεται από την προσδοκία ένταξης στο σχέδιο πόλεως, εκτιμάται σε 65 ευρώ/τμ, δηλαδή συνολικά σε 238.841 ευρώ. 2) το κληροτεμάχιο 5067γ παραχωρήθηκε ως αγροτικός κλήρος με έκταση 1060 τμ και κατά την εμβαδομέτρηση του, έχει έκταση 802,93 τμ (περιγράφεται στο διάγραμμα Τ.2, ως τεμάχιο Ε4). Δεν περιλαμβάνεται εντός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως ή οικισμού, δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του ν. 431/1968. όσον αφορά την κατάτμισή του και δεν είναι άρτιο, ούτε οικοδομήσιμο κατά τους ισχύοντες όρους δόμησης. Σε τμήμα του τεμαχίου αυτού και σε τμήμα του ομόρου 5067 β είχε ανεγερθεί στο παρελθόν ισόγειος πλακοσκεπής οικοδομή, εμβαδού 294,74 τμ, η οποία είναι αυθαίρετη. Από αυτά τα 111,41 τμ είναι δομημένα εντός αυτού και τα υπόλοιπα 183,33 εντός του ομόρου 5067β , όμως είναι μηδενικής αξίας, όπως παραπάνω αναφέρεται. Το τεμάχιο έχει γεώτρηση εντός αυτού βάθους 40 μέτρων, μικρής παροχής. Αξιολογείται το σημερινό κόστος κατασκευής, υπολογιζόμενης της παλαιότητας σε 100 ευρώ ανά μέτρο, με μείωση παλαιότητας 30%, οπότε η συνολική της αξία είναι 2.800 ευρώ. Η αξία των επικειμένων δένδρων είναι μικρή και συνυπολογίζεται στην αξία του εδάφους. Το ακίνητο μπορεί να υπεισέλθει μόνο αυτούσιο σε μία από τις τέσσερις μερίδες, αφού η κατάτμισή του απαγορεύεται, σύμφωνα με το ν. 431/1968. Η αξία του, που διαμορφώνεται από την προσδοκία ένταξης στο σχέδιο πόλεως, εκτιμάται σε 60 ευρώ/τμ και όλου του οικοπέδου με τη γεώτρηση σε 50.976 ευρώ (48.176 ευρώ + 2.800) . 3) το τεμάχιο 5067α παραχωρήθηκε ως αγροτικός κλήρος με έκταση 2600 τμ και κατά την εμβαδομέτρηση έχει έκταση 2589,13 τμ (περιγράφεται στο διάγραμμα Τ.2, ως τεμάχιο Ε6). Δεν περιλαμβάνεται εντός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως ή οικισμού, δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του ν. 431/1968, όσον αφορά την κατάτμισή του και δεν είναι άρτιο, ούτε οικοδομήσιμο κατά τους ισχύοντες όρους δόμησης. Το διανεμητέο ακίνητο μπορεί να υπεισέλθει μόνο αυτούσιο σε μία από τις τέσσερις μερίδες, αφού η κατάτμισή του απαγορεύεται, σύμφωνα με το ν. 431/1968. Η αξία του διαμορφώνεται από την προσδοκία ένταξης στο σχέδιο πόλεως. Το ακίνητο έχει καλλιέργειες ελαιοδένδρων και δεν φέρει κατασκευές που να του προσδίδουν για το λόγο αυτό αξία. Η αξία των επικειμένων δένδρων συνυπολογίζεται στην αξία του εδάφους εκτιμάται σε 65 ευρώ/τμ . Η αξία όλου του οικοπέδου ανέρχεται σε 168.293 ευρώ. 4) το τεμάχιο 5098α παραχωρήθηκε ως αγροτικός κλήρος με έκταση 460 τμ και κατά την εμβαδομέτρηση του, έχει έκταση 461,97 τμ (περιγράφεται στο διάγραμμα Τ.1, ως τεμάχιο Ε1). Δεν περιλαμβάνεται εντός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως ή οικισμού, δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του ν. 431/1968, όσον αφορά την κατάτμισή του και δεν είναι άρτιο, ούτε οικοδομήσιμο κατά τους ισχύοντες όρους δόμησης. Το εν λόγω ακίνητο μπορεί να υπεισέλθει μόνο αυτούσιο σε μία από τις τέσσερις μερίδες, αφού η κατάτμισή του απαγορεύεται, σύμφωνα με το ν. 431/1968. Η αξία του διαμορφώνεται από την προσδοκία ένταξης στο σχέδιο πόλεως. Η αξία του εδάφους εκτιμάται σε 60 ευρώ/τμ και η εμπορική αξία του οικοπέδου ανέρχεται σε 27. 718 ευρώ. 5) το τεμάχιο 5120 παραχωρήθηκε ως αγροτικός κλήρος με έκταση 520 τμ και υφίσταται, όπως στο διάγραμμα της διανομής. Δεν περιλαμβάνεται εντός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως ή οικισμού, δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του ν. 431/1968, όσον αφορά την κατάτμηση του και δεν είναι άρτιο, ούτε οικοδομήσιμο κατά τους ισχύοντες όρους δόμησης. Εντός του τεμαχίου έχει ανεγερθεί διώροφος οικοδομή-οικία κεραμοσκεπής, η οποία από τις ορθοφωτογραφίες διαπιστώθηκε από τον πραγματογνώμονα ότι έχει κάλυψη 100 τμ περίπου, δηλαδή η δομημένη επιφάνεια είναι 200 τμ. Μετά από αυτοψία που διενεργήθηκε από αρμόδιους υπαλλήλους της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Ηρακλείου στις 6-8-1988 και στις 31-7-1997, διαπιστώθηκε ότι η προαναφερόμενη οικοδομή είναι αυθαίρετη και έχει επιβληθεί στον φερόμενο ιδιοκτήτη - εναγόμενο Ε. Φ. πρόστιμο διατήρησης.
Συνεπώς σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, απαγορεύεται η μεταβίβαση ή σύσταση εμπραγμάτων δικαιωμάτων κατά το άρθρο 17 παρ. 10 του ίδιου νόμου και συνακόλουθα δεν μπορεί να αποτελέσει η αυθαίρετη οικοδομή αντικείμενο διανομής και να υπολογισθεί η αξία της στη διανεμητέα περιουσία, η οποία εκτιμήθηκε από τον πραγματογνώμονα σε 240.000 ευρώ. Στην περιοχή αυτή το έδαφος είναι επικλινές, γεγονός που προσδίδει στο κληροτεμάχιο μεγαλύτερη αξία σε σχέση με τα προηγούμενα. Το εν λόγω ακίνητο μπορεί να υπεισέλθει μόνο αυτούσιο σε μία από τις τέσσερις μερίδες. Η αξία του εδάφους εκτιμάται σε 80 ευρώ/τμ και η εμπορική αξία του οικοπέδου σε 44.800 ευρώ.6) το τεμάχιο 5226 παραχωρήθηκε ως αγροτικός κλήρος, αλλά ήδη περιλαμβάνεται εντός σχεδίου στην ενότητα Α, Άγιος Ιωάννης -Φορτσέτα- Μεσαμπελιές και στο οικοδομικό τετράγωνο 288. Το οικόπεδο αποτυπώνεται στο τοπογραφικό διάγραμμα Τ4 που συνοδεύει την πραγματογνωμοσύνη. Οι όροι δόμησης είναι: αρτιότητα κατά κανόνα πρόσωπο 10 μέτρα, εμβαδό 200 τμ, συντελεστής δόμησης 0,8, κάλυψη 70%, ύψος 9 μέτρα, αρτιότητα δίδεται και στα προκύπτοντα από την πράξη εφαρμογής, άρθρο 35 του Ν.1337/1983. Με βάση τον πίνακα εφαρμογής η έκταση του νέου οικοπέδου είναι 237 τμ, είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, δεν μπορεί όμως να κατατμηθεί περαιτέρω σε τέσσερα ίσα μερίδια, διότι έτσι θα δημιουργηθούν τέσσερα μη άρτια και μη οικοδομήσιμα οικόπεδα εμβαδού 59,24 μέτρων το καθένα, γεγονός που δεν επιτρέπεται σύμφωνα με τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις. Επομένως το επίκοινο αυτό οικόπεδο θα υπεισέλθει αυτούσιο σε μία από τις τέσσερις μερίδες. Η αξία του, με βάση τα συγκριτικά στοιχεία των οικοπέδων που βρίσκονται στην περιοχή κυμαίνεται στο ποσό των 650 ευρώ/τμ περίπου. Η εμπορική αξία του οικοπέδου ανέρχεται σε 154.050 ευρώ. 7) το τεμάχιο 5098γ παραχωρήθηκε ως αγροτικός κλήρος με έκταση 2200 τμ και κατά την εμβαδομέτρηση έχει έκταση 2217,41 τμ (περιγράφεται στο διάγραμμα Τ.1, ως τεμάχιο Ε3). Δεν περιλαμβάνεται εντός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως ή οικισμού, δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του ν. 431/1968, όσον αφορά την κατάτμισή του και δεν είναι άρτιο, ούτε οικοδομήσιμο κατά τους ισχύοντες όρους δόμησης. Το εν λόγω ακίνητο μπορεί να υπεισέλθει μόνο αυτούσιο σε μία από τις τέσσερις μερίδες, αφού απαγορεύεται η κατάτμισή του σύμφωνα με το Ν. 431/1968. Η αξία του διαμορφώνεται από την προσδοκία ένταξης στο σχέδιο πόλεως. Η αξία του εδάφους εκτιμάται σε 65 ευρώ/τμ και η εμπορική του αξία οικοπέδου σε 144.132 ευρώ. 8) το τεμάχιο 5098β παραχωρήθηκε ως αγροτικός κλήρος με έκταση 820 τμ και κατά την εμβαδομέτρηση του έχει έκταση 830,68 τμ (διάγραμμα Τ.1, τεμάχιο Ε2). Δεν περιλαμβάνεται εντός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως ή οικισμού, δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του ν. 431/1968, όσον αφορά την κατάτμισή του και δεν είναι άρτιο, ούτε οικοδομήσιμο κατά τους ισχύοντες όρους δόμησης. Το εν λόγω ακίνητο μπορεί να υπεισέλθει μόνο αυτούσιο σε μία από τις τέσσερις μερίδες, αφού απαγορεύεται η κατάτμισή του σύμφωνα με το Ν. 431/1968. Η αξία του εδάφους εκτιμάται σε 65 ευρώ/τμ και η εμπορική αξία του οικοπέδου ανέρχεται σε 53.994 ευρώ.9)το κληροτεμάχιο 4662 παραχωρήθηκε ως αγροτικός κλήρος με έκταση 130,00 τμ, όπως φαίνεται στο διάγραμμα διανομής. Το κληροτεμάχιο έχει απαλλοτριωθεί εν μέρει από την εθνική οδό και από την παράλληλη οδό ..., έχει καταληφθεί εν μέρει από την ανώνυμη κάθετη προς τη ... οδό και κατά το υπόλοιπο μέρος από την ιδιοκτησία Χ. Β. . Με βάση τα στοιχεία του κτηματολογίου, το σύνολο της εκτάσεως, όπως εμβαδομετρήθηκε από το ψηφιακό αρχείο είναι 143,35 τμ και οι καταλήψεις που έλαβαν χώρα, συνολικού εμβαδού 143,25 τμ , είναι οι εξής : α) εθνική οδός Ηρακλείου-Χανίων ΚΑΕΚ ... κατά 45,86 τμ, β) οδός κάθετος στην οδό ..., ΚΑΕΚ ..., κατά 21,60 τμ, γ) ιδιοκτησία Χ. Β. του Α., ΚΑΕΚ ..., κατά 75,79 τμ. Λόγω του μικρού μεγέθους του επικοίνου ακινήτου και του γεγονότος ότι κατέχεται εν μέρει από το Ελληνικό Δημόσιο, το Δήμο Ηρακλείου και από τον προαναφερόμενο ιδιώτη, θα πρέπει να ενταχθεί αυτούσιο σε μία μερίδα, καθόσον θα είναι ευκολότερη η διαχείριση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ιδιοκτησία. Κατά το τμήμα της απαλλοτρίωσης του Δημοσίου υπέρ της εθνικής οδού που έχει απαλλοτριωθεί από τη δεκαετία του 1960 και επομένως για την έκταση αυτή από την οποία θα προσδοκώνται δικαιώματα για όποιον συγκύριο το λάβει στη μερίδα του, θα αφαιρεθεί η έκταση των 45,86 τμ και ως έκταση που θα υπεισέλθει στη μερίδα θα πρέπει να υπολογιστεί η κατάληψη της καθέτου προς τη ... ανωνύμου οδού των 21,60 τμ και η κατάληψη από τον ιδιώτη Χ. Β. 75,79 τμ. Η έκταση επομένως του ακινήτου ανέρχεται σε 97,39 τμ (143,25-45,86) και υπεισέρχεται αυτούσιο σε μία από τις τέσσερις μερίδες. Η αξία του εδάφους εκτιμάται σε 100 ευρώ/τμ και η εμπορική αξία του οικοπέδου ανέρχεται σε 9.739 ευρώ. 10)το τεμάχιο 2186 παραχωρήθηκε ως αγροτικός κλήρος με έκταση 380 τμ και κατά την εμβαδομέτρηση του έχει έκταση 114,92 τμ λόγω απαλλοτριώσεως (φαίνεται στο διάγραμμα Τ.5, ως τεμάχιο Ε9). Δεν περιλαμβάνεται εντός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως ή οικισμού, δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του ν. 431/1968, όσον αφορά την κατάτμισή του και δεν είναι άρτιο, ούτε οικοδομήσιμο κατά τους ισχύοντες όρους δόμησης. Το εν λόγω ακίνητο μπορεί να υπεισέλθει μόνο αυτούσιο σε μία από τις τέσσερις μερίδες, αφού απαγορεύεται η κατάτμηση του σύμφωνα με το Ν. 431/1968. Η αξία του διαμορφώνεται λόγω της μικρής έκτασης και του πλεονεκτήματος που προσδίδει στον όμορο ιδιοκτήτη η εξαγορά του. Η αξία του εδάφους εκτιμάται σε 100 ευρώ/τμ και η εμπορική αξία του οικοπέδου σε 11.492 ευρώ. 11) οικόπεδο στην οδό ..., αριθ.4, προερχόμενο από κληροτεμάχια 1509 και 1507 στο Ατσαλένιο. Το οικόπεδο αυτό βρίσκεται εντός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως στον τομέα 1 του παλαιού σχεδίου, εκτός τειχών πόλεως, όπου ισχύουν οι παρακάτω όροι δόμησης: αρτιότητα πρόσωπο 10 μέτρα, εμβαδό 200 τμ, συντελεστής δόμησης 1,2, κάλυψη 70%, ύψος κατά ΓΟΚ '85. Η αποτύπωση του τεμαχίου αυτού φαίνεται στο διάγραμμα Τ.3. Η συνολική του έκταση είναι 315,61 τμ και το πρόσωπο 12,53 μέτρα. Κατά συνέπεια το τεμάχιο δεν μπορεί να διαιρεθεί σε τέσσερα ίσα μερίδια, καθόσον προκύπτουν μη άρτια οικόπεδα με εμβαδό 50 τμ, και πρόσωπο 2,5 μέτρα το καθένα, γεγονός που αντιβαίνει στις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις. Εντός του οικοπέδου υπάρχει ερειπωμένο κτίσμα και δεν προσδίδει αξία στο ακίνητο, αφού τα έξοδα κατεδάφισης και απομάκρυνσης των υλικών είναι μεγαλύτερα από την αξία χρήσης ενός τέτοιου κτίσματος. Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι η ιδιοκτησία αυτή μπορεί να υπεισέλθει αυτούσια σε μία από τις τέσσερις μερίδες. Η αξία του εδάφους εκτιμάται σε 1000 ευρώ/τμ και η εμπορική αξία του οικοπέδου εκτιμάται σε 315.600,00 ευρώ. Για την εκτίμηση των προαναφερόμενων αξιών του εδάφους και των κτισμάτων ο πραγματογνώμονας Β. Δ. έλαβε υπόψη τον αντικειμενικό προσδιορισμό, τα συγκριτικά στοιχεία της εφορίας, καθώς και αυτά που συγκεντρώνονται από την ελεύθερη αγορά, δηλαδή τα μεσιτικά γραφεία και την γνώση των συνθηκών της οικονομίας. Έτσι η συνολική αξία των επιδίκων ακινήτων ανέρχεται σε 1.459.645 ευρώ και η μέση αξία του μεριδίου κάθε κοινωνού-διαδίκου ανέρχεται σε 364.911 ευρώ (1.459.645 : 4). Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά των επιδίκων ακινήτων, τους περιορισμούς της πολεοδομικής και εποικιστικής νομοθεσίας, ο πραγματογνώμονας αποφαίνεται με σαφήνεια και επιστημονική τεκμηρίωση, ότι είναι δυνατή και συμφέρουσα η αυτούσια διανομή τους, με τη δημιουργία τεσσάρων άνισων μερίδων για την εξίσωση των οποίων ο κάθε συγκύριος που θα λάβει τεμάχια μεγαλύτερης αξίας από αυτή που αναλογεί στη μερίδα του (1/4 εξ αδιαιρέτου), η οποία (αξία) ανέρχεται σε 364.911 ευρώ, θα καταβάλει στους άλλους συγκυρίους ορισμένο χρηματικό ποσό. Για τη δημιουργία των μερίδων έχει ληφθεί υπόψη η πραγματική κατάσταση που επικρατεί στα ακίνητα, καθώς και ότι ορισμένα από αυτά έχουν άμεση δυνατότητα οικοδομικής αξιοποίησης ή είναι ήδη αξιοποιημένα. Τα προνομιούχα αυτά ακίνητα είναι το οικόπεδο στην οδό ... -Ατσαλένιο, το οικόπεδο στην οδό ..., το υπ'αριθμό 5120 επί του οποίου υπάρχει διώροφη κατοικία που έχει ανεγείρει και ήδη κατοικεί ο συγκύριος Ε. Φ. και το ακίνητο που απαρτίζεται από τα υπ'αριθμό 5067 β και 5067 α τεμάχια. Τα εν λόγω ακίνητα τοποθετούνται από ένα στις μερίδες 1, 2, 3 και 4, ώστε να δίνεται η δυνατότητα κάλυψης των στεγαστικών αναγκών και των τεσσάρων συγκυρίων που αποτελεί θέμα βασικό και κύριο για τον αστικό και περαστικό χώρο. Εξασφαλίζεται επίσης με τη διανομή σε κάθε μερίδα γη σε συνεχόμενο ή ανεξάρτητο ακίνητο για την άσκηση αγροτικών δραστηριοτήτων. Συγκεκριμένα, η μερίδα 1 θα περιλαμβάνει αυτούσια τα τεμάχια 5067γ, το οικόπεδο στην οδό ... προερχόμενο απ τα κληροτεμάχια 1507 και 1509, συνολικής αξίας 366.586 ευρώ και ο συγκύριος στον οποίο θα περιέλθει η μερίδα αυτή με επιδίκαση θα καταβάλει το εξισωτικό ποσό των 1675 ευρώ, η μερίδα 2 περιλαμβάνει αυτούσια τα τεμάχια 5098β, 5226 (οικόπεδο στην οδό ...) και 5098γ, συνολικής αξίας 352.176 ευρώ και ο συγκύριος, στον οποίο θα περιέλθει η μερίδα αυτή με επιδίκαση, θα λάβει το ποσό των 12.735 ευρώ, η μερίδα 3 περιλαμβάνει αυτούσια τα τεμάχια 5120 επι του οποίου υπάρχει διώροφη κατοικία, 4662, 5098α και 2186, συνολικής αξίας 333.749 ευρώ και ο συγκύριος στον οποίο θα περιέλθει η μερίδα αυτή με επιδίκαση, θα λάβει το εξισωτικό ποσό των 31.162 ευρώ και τέλος η μερίδα 4 περιλαμβάνει αυτούσια τα τεμάχια 5067β, 5067α από τα οποία απαρτίζεται ένα ενιαίο ακίνητο, αξίας 407.134 ευρώ και ο συγκύριος στον οποίο θα επιδικασθούν, θα καταβάλει το εξισωτικό ποσό των 42.233 ευρώ. Με τη λύση αυτή που προτείνει ο πραγματογνώμονας είναι πρόδηλο ότι είναι τεχνικά δυνατή και οικονομικά, συμφέρουσα η αυτούσια διανομή των επίκοινων ακινήτων, αφού δεν επέρχεται κατάτμηση του καθενός από αυτά, ώστε να μειώνεται η αξία του, αλλά κατανέμονται αυτούσια σε τέσσερα άνισα μέρη για την εξίσωση των οποίων θα καταβληθούν τα προαναφερόμενα χρηματικά ποσά (άρθρα 480 παρ.2 και 481 περ.2 Κ.Πολ.Δ). Η υπ'αριθμό 13/2010 έκθεση πραγματογνωμοσύνης που συνέταξε ο πραγματογνώμονας Β. Δ. κρίνεται επαρκώς αιτιολογημένη και απαντά στο κρίσιμο ζήτημα που έταξε η 121/2004 προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού για τη δυνατότητα ή όχι της αυτούσιας διανομής των επίκοινων ακινήτων. Πρέπει να σημειωθεί ότι η τεχνική έκθεση του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Κ. Μ., που συντάχθηκε κατ'εντολή του εναγομένου ήδη εκκαλούντος -εφεσίβλητου και εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η πραγματογνωμοσύνη του διορισμένου από το Δικαστήριο πραγματογνώμονα Β. Δ. περιέχει σφάλματα ως προς την αξία κυρίως των ακινήτων, τα οποία ενδεικτικά αναφέρει, χωρίς να προσδιορίζει την πραγματική τους αξία και να προτείνει λύσεις, ώστε να κριθεί με ποιον συμφέροντα για τους συγκυρίους τρόπο είναι δυνατή η αυτούσια διανομή, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι εκκαλών -εναγόμενος με την έφεσή του παραπονείται για τον τρόπο διανομής, ότι δηλαδή πρέπει να επιτευχθεί με αυτούσια διανομή και όχι με πλειστηριασμό ... . 
Με βάση τα παραπάνω αναφερόμενα πρέπει να διαταχθεί η αυτούσια διανομή των επίκοινων ακινήτων με την κατανομή τους τέσσερα άνισα μέρη για την εξίσωση των οποίων θα καταβληθούν τα προαναφερόμενα χρηματικά ποσά. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 486 παρ.2 Κ.Πολ.Δ, εφόσον τα μέρη που σχηματίστηκαν είναι άνισα ή αυτούσια διανομή θα γίνει με επιδίκαση στους διαδίκους ως εξής: 1) ο ενάγων Ν. Φ. θα λάβει τη μερίδα 1 που αποτελείται από τα κληροτεμάχια με αριθμούς 5067γ, 1507 και 1509 και θα καταβάλει το εξισωτικό ποσό των 1675,00 ευρώ Α, 2) ο ενάγων Α. Φ. θα λάβει τη μερίδα 2 που αποτελείται από τα κληροτεμάχια με αριθμούς 5098β, 5226 και 5098 γ, καθώς και το εξισωτικό ποσό των 12.735,00 ευρώ, 3) ο εναγόμενος Ε. Φ. θα λάβει τη μερίδα 3 που αποτελείται από τα κληροτεμάχια 5120 στο οποίο υφίσταται διώροφος οικία στην οποία κατοικεί, 4662, 5098α και 2186, καθώς και το εξισωτικό ποσό των 31.162,ευρώ και 4 ) ο ενάγων Π. Φ. θα λάβει τη μερίδα 4 που αποτελείται από τα κληροτεμάχια με αριθμούς 5067β, 5067α και θα καταβάλλει το ποσό των 42.223.00 ευρώ". 
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε τις εφέσεις των διαδίκων ως βάσιμες κατ'ουσίαν, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, που είχε απορρίψει την αγωγή κατά την κύρια, περί αυτούσιας διανομής, βάση της και είχε κάνει δεκτή την επικουρική, περί πωλήσεως με πλειστηριασμό των διανεμητέων και διανομής του εκπλειστηριάσματος και αφού αναδίκασε την υπόθεση, έκανε δεκτή την αγωγή, κατά την κύρια, περί αυτουσίας διανομής βάση της και αφού προσδιόρισε την αξία των διανεμητέων σε 1.459,645 ευρώ, υπολογίζοντας σ'αυτήν και το υπό στοιχείο 5 ακίνητο με την επ'αυτού αυθαίρετη και εξαιρεθείσα της κατεδαφίσεως οικοδομή, για την οποία έχει επιβληθεί πρόστιμο διατήρησης, στη συνέχεια αφού προσδιόρισε την αξία της κάθε απονεμητέας μερίδας στο 1/4 του ποσού αυτού, ήτοι σε 364.911 ευρώ (1.459.645: 4) προσδιόρισε τα ακίνητα που αντιστοιχούν στην κάθε μερίδα και όρισε τα απαιτούμενα για την εξίσωση των εν λόγω προκυψασών ανίσων μερίδων ποσά. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως, ούτε και εκ πλαγίου την προδιαληφθείσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 17 παρ.10 του Ν. 1337/1983, αφού υπό τα ως άνω, ανελέγκτως, γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ως προς το υπό στοιχείο 5 εκτός σχεδίου πόλεως ακίνητο, στο οποίο, κατά τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά η ανεγερθείσα και αρμοδίως με τις από 6-8-1988 και 31-7-1997 εκθέσεις αυτοψίας των υπαλλήλων της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Ηρακλείου, χαρακτηρισθείσα αυθαίρετη οικοδομή, είχε εξαιρεθεί της κατεδαφίσεως, κριθείσα οριστικά διατηρητέα και είχε επιβληθεί στον φερόμενο ως ιδιοκτήτη της - αναιρεσείοντα, πρόστιμο διατήρησης και επομένως δεν ίσχυαν ως προς την οικοδομή αυτή και το οικόπεδο στο οποίο είχε ανεγερθεί οι απαγορεύσεις της παραπάνω διατάξεως και ορθά έγινε δεκτό ότι το όλο ακίνητο (οικόπεδο και οικοδομή) μπορούσε αυτούσιο"να υπεισέλθει σε μία από τις τέσσερις μερίδες". Η όντως ατελής στο σημείο αυτό (φύλλο 4β) επίκληση από την προσβαλλομένη απόφαση της παραπάνω νομικής διατάξεως του άρθρου 17 παρ.10 του Ν. 1337/1983 δεν ιδρύει, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη την επικαλούμενη παραβίαση (ΑΠ 1199/2012), ενώ περαιτέρω η εν λόγω ατελής επίκληση των συνεπειών της διατάξεως αυτής δεν ενέχει αντίφαση με τις προαναφερθείσες παραδοχές της αποφάσεως, αφού οι συνέπειες αυτές δεν αφορούν το ένδικο υπό στοιχ.5 ακίνητο, για το οποίο έχει επιβληθεί πρόστιμο διατήρησης (και συνακόλουθα έχει κριθεί μη κατεδαφιστέο και οριστικά διατηρητέο ως κτίσμα προγενέστερο του 1983). Επομένως ο υποστηρίζων τα αντίθετα πρώτος λόγος της αναιρέσεως κατά το πρώτο και τρίτο σκέλος του και από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 αντίστοιχα του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση και δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις οικείες και παραλλήλως ισχύουσες ουσιαστικού δικαίου περί διανομής διατάξεις του ΑΚ και του ΚΠολΔ (799, 800 ΑΚ και 486 παρ.2 ΚΠολΔ), αφού εξέθεσε σ'αυτήν (απόφαση) χωρίς αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα και που ήταν αναγκαία για την ουσιαστική βασιμότητα της κυρίας βάσεως της αγωγής για αυτούσια διανομή των επικοίνων ακινήτων με επιδίκαση στους συνιδιοκτήτες - κοινωνούς - διαδίκους των ανίσων μερίδων και τον καθορισμό της οφειλομένης ή δικαιουμένης για την εξίσωση των ανίσων αυτών μερών αποζημίωσης. Η αιτίαση περί ανεπαρκούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς τον τρόπο καταρτίσεως των μερίδων και αναφορικά με την κρίση της ως προς το ότι κάποια ακίνητα είναι προνομιούχα είναι απαράδεκτη, καθόσον υπό την επίφαση της ανεπαρκούς αιτιολογίας πλήττει την περί τα πράγματα και ως προς την αξιολόγηση των αποδείξεων ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 834/2013). Εξάλλου η από το άρθρο 486 παρ.1 ΚΠολΔ αιτίαση περί λήψεως υπόψη μη νόμιμα προταθέντος ισχυρισμού ανεξάρτητα από το ότι δεν ιδρύει τον ερευνώμενο από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο, στηρίζεται επί της εσφαλμένης προϋποθέσεως ότι εφαρμόσθηκε η διάταξη αυτή, πράγμα το οποίο όμως δεν συνέβη, αφού δεν προέκυψε περίπτωση κληρώσεως ίσων μερίδων ή επιδικάσεως κοινής μερίδας χωρίς κλήρωση. Ενόψει τούτων ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως και κατά το δεύτερο σκέλος του πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ.8 εδ.β ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα"κατά την έννοια της διατάξεως αυτής είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό (Ολ.ΑΠ 25/2003, ΑΠ 609/2013). Ακόμη "πράγμα"είναι κάθε περιστατικό, που αφηρημένως λαμβανόμενο οδηγεί, κατά νόμο, στη γέννηση ή κατάλυση του ασκουμένου με την αγωγή ή ένσταση δικαιώματος, ανεξάρτητα από τη βασιμότητά τους, η οποία είναι ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι προϋπόθεση αυτοτέλειας του ισχυρισμού (ΑΠ 197/2013). Ενόψει τούτων δεν αποτελούν "πράγματα"με την παραπάνω έννοια οι αιτιολογημένες αρνήσεις, οι νομικές αναλύσεις, καθώς και τα επιχειρήματα των διαδίκων, νομικά ή πραγματικά που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Επίσης δεν αποτελούν "πράγματα", τα κατά τα άρθρα 270 παρ.2, 671 παρ.1 και 339 ΚΠολΔ αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων είναι και οι ως έγγραφα ρυθμιζόμενα ειδικά από το νόμο και εκτιμώμενες ελευθέρως εκθέσεις των διοριζομένων από τους διαδίκους, σε περίπτωση διεξαγωγής, κατά δικαστική επιταγή πραγ/νης, τεχνικών συμβούλων (άρθρ.391, 390 ΚΠολΔ ΑΠ 481/2013) η μη λήψη υπόψη των οποίων δεν ιδρύει τον ερευνώμενο εκ της διατάξεως του αριθμού 8 περ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο (ΑΠ 87/2013). 
Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι μολονότι κάνει αναφορά στο περιεχόμενο της από 13.8.2010 τεχνικής έκθεσης, του διορισθέντα από τον αναιρεσείοντα τεχνικού συμβούλου τοπογράφου - μηχανικού Κ. Μ., η οποία ανέκρουε τα συμπεράσματα της γνωμοδότησης του διορισθέντα από το δικαστήριο ως πραγ/να Β. Δ., εν τούτοις δεν λαμβάνει υπόψη τα συμπεράσματά της, που θα οδηγούσαν το δικαστήριο στην κρίση περί διεξαγωγής νέας πραγ/νης. Ο λόγος αυτός ως αιτίαση από την ερευνώμενη διάταξη του αριθμού 8 περ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος αφού, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, η επικαλούμενη έκθεση του τεχνικού συμβούλου δεν είναι πράγμα κατά την προεκτεθείσα στη νομική σκέψη έννοια, ούτε και τα εξ αυτής συμπεράσματα, τα οποία αφορούν στην αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδείξεων. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, ενώ προσέτι είναι απορριπτέος και γιατί η επικαλουμένη αιτίαση δεν αφορά στο ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα συμπεράσματα και οι εκτιμήσεις της τεχνικής αυτής εκθέσεως, αλλά στο ότι δεν έγιναν δεκτά.
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθμ. 9 περ.γ'ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο άφησε αδίκαστη αίτηση. Ως "αίτηση"νοείται και κάθε μη αυτοτελής αίτηση των διαδίκων στη διαδρομή του δικαστικού αγώνα, εφόσον προκαλεί την ενέργεια του δικαστηρίου και συντελεί έτσι στην εξέλιξη της διαδικασίας, για το σκοπό έκδοσης οριστικής απόφασης, εφόσον αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης. Τέτοιες "αιτήσεις"είναι και οι διαδικαστικές, εφόσον όμως είναι υποχρεωτικές για το δικαστήριο της ουσίας και όχι όταν αυτές υπόκεινται στην κυριαρχική του εξουσία. Δεν ιδρύεται συνεπώς ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο απέρριψε ρητώς ή σιωπηρώς το αίτημα για διεξαγωγή νέας πραγ/νης ή συμπλήρωσης της παλαιάς, καθόσον τούτο, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 368, 387 και 388 ΚΠολΔ ανήκει στην διακριτική του ευχέρεια, η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 87/2013). Μάλιστα το δικαστήριο της ουσίας δεν υποχρεούται να δικαιολογήσει την οικεία απορριπτική του κρίση, καθόσον το σχετικό αίτημα δεν αποτελεί "ζήτημα"κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 559 αρ.19. Τα ίδια ισχύουν και επί αιτήματος διεξαγωγής πραγ/νης, με εξαίρεση την περίπτωση του άρθρου 368 παρ.2 ΚΠολΔ, κατά την οποία αν κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει την διεξαγωγή πραγ/νης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται "ιδιάζουσες"γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, τότε αυτό υποχρεούται να διορίσει πραγ/να, υποπίπτονας διαφορετικά στην ερευνώμενη πλημμέλεια της διατάξεως του αριθμού 9 του άρθρου 559, αλλά και σε εκείνη του αριθμού 10 (ΑΠ 754/2011, ΑΠ 1103/2011). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της προλαβούσας διάταξης του αριθμού 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι άφησε αδίκαστη την αίτηση του αναιρεσείοντος - εκκαλούντος περί διεξαγωγής νέας πραγ/νης ή συμπληρώσεως της ήδη διεξαχθείσας και έτσι υπέπεσε στην πλημμέλεια του να δεχθεί την ήδη διεξαχθείσα πραγ/νη του διορισθέντος από το δικαστήριο πραγ/νος, χωρίς να διατάξει συμπληρωματική απόδειξη. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση (αρθρ. 561 παρ.1 ΚΠολΔ) της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οικείο αίτημα έχει ρητά απορριφθεί και μάλιστα αιτιολογημένα, χωρίς τούτο, δηλ. η αιτιολόγηση, να είναι απαραίτητο, καθόσον, όπως αναφέρεται και στη νομική σκέψη το εν λόγω αίτημα δεν αποτελεί "ζήτημα"κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 559 αρ.19 (σελ.12-13 της προσβαλλομένης - δύο τελευταίο, και δύο πρώτοι αντίστοιχα στίχοι των σελίδων αυτών). Ενόψει τούτων δεν έμεινε αδίκαστη αίτηση, η επί της οποίας απόφανση ρητή ή σιωπηρή, σε κάθε περίπτωση, δεν δημιουργούσε λόγο αναίρεσης, ως αναγομένη στην ανελέγκτη αναιρετικά διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, στην οποία γενικά ανήκει η απόφανση περί συμπληρώσεως των αποδείξεων, ενώ η αιτίαση περί εσφαλμένης αποδοχής του πορίσματος της δικαστικής πραγ/νης είναι απαράδεκτη, ως αναγομένη στην κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση, στάθμιση και αξιολόγηση αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 197/2013, ΑΠ 834/2013). Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθμ. 11 περ.γ'του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο (Ολ.ΑΠ 23/2008, ΑΠ 481/2013). Καμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ'είδος αποδεικτικών μέσων, ενώ η έκθεση των κατά το άρθρο 391 ΚΠολΔ τεχνικών συμβούλων, δεν είναι, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω στον δεύτερο λόγο, ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά έγγραφο που ρυθμίζεται "ειδικά"και η μνεία της απόφασης ότι "λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα"καλύπτει και αυτές (Ολ.ΑΠ 8, 12/2005, ΑΠ 483/2013, ΑΠ 495/2013). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.ΑΠ 2/2008) ή κατ'άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.ΑΠ 13-14-15/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 87, 481, 483, 495/2013). 
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της προλαβούσας διατάξεως του αριθμού 11 περ.γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη το επί μέρους πόρισμα και τις οικείες αιτιολογίες της από 13-8-2010 τεχνικής έκθεσης του τεχνικού συμβούλου Κ. Μ., κατά το οποίο πόρισμα "τμήμα του 5120 κληροτεμαχίου, όπως το αποτυπώνει η πραγ/νη αποτελεί τμήμα του Ελληνικού Δημοσίου", με αποτέλεσμα το εδαφικό αυτό τμήμα να περιληφθεί στο 5120 τεμάχιο της μερίδας του αναιρεσείοντα, το οποίο ως εκ τούτου, υπολείπεται κατά πολύ της αξίας που του προσέδωσε ο πραγ/νας και ότι η προσβαλλομένη απόφαση είναι άδικη κατά τη μερίδα που του επιδικάζει, καθόσον αν έκρινε ορθά θα έπρεπε για την εξίσωση των μερίδων να του επιδικάσει επιπλέον το ποσό των 240.000 ευρώ. Οι πλημμέλειες αυτές δεν αφορούν στο ότι δεν λήφθηκε υπόψη η τεχνική έκθεση, αλλά στο ότι δεν έγινε δεκτό το πόρισμα της και ως εκ τούτου στα πλαίσια της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αρ.11 περ.γ ΚΠολΔ είναι αλυσιτελείς και δεν ιδρύουν τον επικαλούμενο λόγο, ενώ προσέτι πλήττουν την ανέλεγκτη, σύμφωνα με το άρθρο 561 ΚΠολΔ, κρίση του δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων και δη της πραγ/νης και της τεχνικής έκθεσης, των οποίων η αποδεικτική αξία είναι ισοδύναμη (άρθρ.387, 390 και 340 ΚΠολΔ ΑΠ 179/2013), ενώ η συνεκτίμηση τους με άλλα αποδεικτικά μέσα αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 87/2013).
Επειδή, η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, τα οποία πρέπει να καθορίζονται (ΑΠ 567/2013) ιδρύει τον από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ'αυτούς. Ο λόγος πάντως αυτός δεν ιδρύεται όταν τα διδάγματα της κοινής πείρας χρησίμευσαν προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και όταν χρησιμοποιούνται για την υπό του δικαστηρίου εξακρίβωση της ύπαρξης πραγματικών περιστατικών ή την αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και τη συναγωγή πραγματικών επιχειρημάτων, γιατί στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων, εκφεύγουσα, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, του ακυρωτικού ελέγχου (Ολ.ΑΠ 9-13/2005, ΑΠ 567/2013, ΑΠ 92/2013, ΑΠ 87/2013). 
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο της αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι κατά παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας δέχθηκε ότι το απονεμηθέν (επιδικασθέν) στον αναιρεσείοντα υπ'αριθμ. 5120 ακίνητο είναι προνομιούχο γιατί βρίσκεται σ'αυτό οικοδομή, ενώ τόσο το εν λόγω ακίνητο, όσο και τα λοιπά απονεμηθέντα σ'αυτό (αναιρεσείοντα) δεν είναι προνομιούχα, αφού βρίσκονται σε περιοχές εκτός σχεδίου πόλεως και είναι μη άρτια, και μη οικοδομήσιμα. Ο λόγος αυτός αιτώμενος την μη χρησιμοποίηση των, κατά τη γνώμη του αναιρεσείοντος, διδαγμάτων της κοινής πείρας για την εκτίμηση των ιδιοτήτων των απονεμηθέντων ακινήτων ως προνομιούχων και όχι για την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή για την υπαγωγή σ'αυτούς (στους κανόνες δικαίου) πραγματικών περιστατικών είναι απαράδεκτος (Ολ.ΑΠ 9-13/2005). Τούτο ανεξάρτητα από το ότι δεν είναι δίδαγμα της κοινής πείρας, αλλά απλή διαπίστωση πραγματικών περιστατικών, το ότι ένα οικόπεδο εκτός σχεδίου πόλεως, μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο, υπολείπεται κατ'αξίαν ομοίου οικοπέδου με τις αντίθετες ιδιότητες. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στην ξεχωριστή δικαστική δαπάνη των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων και του τρίτου, αφού αυτοί είχαν διαφορετική νομική εκπροσώπηση (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ - ΑΠ 609/2013), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 
Απορρίπτει την από 6-5-2011 αίτηση αναιρέσεως του Ε. Φ. του Σ., περί αναιρέσεως της υπ'αριθμ. 42/2011 αποφάσεως του Εφετείου Κρήτης.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ για τους δύο πρώτους αναιρεσίβλητους και σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ για τον τρίτο από αυτούς.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 2013. 
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Μαΐου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

Διανομή με σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, καθορισμό μερίδων και επιδίκαση χρηματικού ποσού για την εξίσωση των άνισων μερίδων. 559 αρ.1 ΚΠολΔικ. Δεν ιδρύεται όταν υπό την επίφαση της παραβιάσεως ουσιαστικών διατάξεων πλήττεται η περί τα πράγματα αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. 559 αρ.19 ΚΠολΔικ. Δεν ιδρύεται όταν οι ελλείψεις αφορούν στην αιτιολόγηση του πορίσματος που προέκυψε από τις αποδείξεις. Μόνο τι αποδείχθηκε πρέπει να αναφέρεται στην απόφαση και όχι γιατί αποδείχ...ΑΠ 284 / 2014

Next: Διανομή κληρονομιαίων ακινήτων, αναγνωριστική κληρονομικού δικαιώματος και υποχρέωσης συνεισφοράς. Επαναφορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο των επικληθέντων και προσκομισθέντων στο πρωτοβάθμιο αποδεικτικών μέσων. Δεν καλύπτονται οι προϋποθέσεις του άρθρου 240 ΚΠολΔ, με γενική αναφορά ή προσάρτηση πρωτοδίκων προτάσεων, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβαλλομένων προτάσεων. Αναιρείται η απόφαση διότι η αναφορά των προτάσεων στα υπ’ αριθμ. 1 έως και 20 έγγραφα των πρωτοδίκων προτάσεων ...ΑΠ 2076 / 2014
$
0
0

Διανομή, Αυθαίρετη οικοδομή.Διανομή 799, 800 ΑΚ, 480, 480Α, 481 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Πως γίνεται.ΑΠ 1022 / 2013

Απόφαση 284 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Διανομή.
Περίληψη:
Διανομή με σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, καθορισμό μερίδων και επιδίκαση χρηματικού ποσού για την εξίσωση των άνισων μερίδων. 559 αρ.1 ΚΠολΔικ. Δεν ..
ιδρύεται όταν υπό την επίφαση της παραβιάσεως ουσιαστικών διατάξεων πλήττεται η περί τα πράγματα αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. 559 αρ.19 ΚΠολΔικ. Δεν ιδρύεται όταν οι ελλείψεις αφορούν στην αιτιολόγηση του πορίσματος που προέκυψε από τις αποδείξεις. Μόνο τι αποδείχθηκε πρέπει να αναφέρεται στην απόφαση και όχι γιατί αποδείχθηκε. 559 αρ.8 ΚΠολΔικ. Τι είναι «πράγμα». Τα συμπεράσματα του δικαστηρίου ή τα προκύψαντα από τις αποδείξεις δε συνιστούν πράγματα. Επίσης δεν ιδρύεται ο λόγος όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις, τα οποία δεν διαλαμβάνονται στην ιστορική βάση της αγωγής, εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή τους.



Αριθμός 284/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ'Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. 
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Κ. Π. του Κ. , κατοίκου ... , η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Χαρίκλεια Μιχαλοπούλου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: Α. Π. του Κ. , κατοίκου ... , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Σαχπατζίδη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16/11/2010 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Γιαννιτσών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 75/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 1862/2012 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 4/2/2013 αίτησή του. 
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 6/11/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. 
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 799 και 800 ΑΚ, 480 παρ.1, 3 και 480 Α ΚΠολΔ, προκύπτει ότι επί αγωγής διανομής κοινού ακινήτου, το δικαστήριο αποφασίζει την αυτούσια διανομή, αν είναι δυνατή η διαίρεση του διανεμητέου σε μέρη ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών δίχως να μειώνεται η αξία του. Περαιτέρω και υπό την προϋπόθεση του εφικτού της αυτούσιας διανομής του κοινού πράγματος, κάθε συγκύριος οικοπέδου στο οποίο υπάρχει οικοδομή ή χωριστές οικοδομές έχει το δικαίωμα να ζητήσει την αυτούσια διανομή του οικοπέδου, με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας κατ'ορόφους ή σε μέρη ορόφων κατά τους όρους του ν.3741/1929 "περί της ιδιοκτησίας κατ'ορόφους"ή με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου, στα οποία έχουν ανεγερθεί οι χωριστές οικοδομές κατά τους όρους του ν.δ.1024/1971 "περί διηρημένης ιδιοκτησίας επί οικοδομημάτων ανεγειρομένων επί του ενιαίου οικοπέδου", με την επιφύλαξη των πολεοδομικών διατάξεων. Το δικαστήριο αποφασίζει τη διανομή με τον τρόπο αυτό όχι μόνο υπό την προεκτεθείσα προϋπόθεση ότι είναι εφικτή, αλλά και αν αυτή δεν αντιβαίνει στο συμφέρον των λοιπών συγκυριών. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 481 αρ.1 ΚΠολΔ, κατά την οποία το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να διατάξει απόδειξη αν κρίνει ότι η αυτούσια διανομή είναι προδήλως δυνατή, αδύνατη ή ασύμφορη, συνάγεται ότι η κρίση περί αδυνάτου ή ασυμφόρου της αυτούσιας διανομής ή αντιθέτως περί του δυνατού αυτής είναι κρίση περί πραγματικών γεγονότων και γι'αυτό είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. Εξάλλου, στο άρθρο 481 περ.2 ορίζεται ότι στις περιπτώσεις των άρθρων 480 και 480Α το δικαστήριο "μπορεί για την εξίσωση άνισων μερίδων να αποφασίσει ότι οι κοινωνοί που λαμβάνουν ορισμένα μέρη θα καταβάλουν σε ορισμένους κοινωνούς ορισμένο χρηματικό ποσό ή να συστήσει δουλεία σε ορισμένα μέρη υπέρ άλλων κοινωνών". Ακόμη με το άρθρο 486 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 14 του ν.1562/1985 ορίζεται ότι "αν τα μέρη του σχηματίστηκαν κατά τα άρθρα 480 ή 480Α είναι άνισα, η αυτούσια διανομή γίνεται με επιδίκασή τους στους συγκυρίους ή στις ομάδες εκείνων που ζήτησαν κοινή μερίδα, κατά το λόγο των μερίδων τους". Εξάλλου ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου λόγος αναιρέσεως είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση για παραβίαση τέτοιου κανόνα, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Περαιτέρω ο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος για έλλειψη νομίμου βάσεως δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων της διατάξεως που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας της. Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων σ'αυτό, από τους διαδίκους, αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ'ανέλεγκτη κρίση ως προς την αγωγή διανομής του επικοίνου ακινήτου των διαδίκων - αδελφών και κατά το μέρος που αυτή είχε κριθεί τελεσίδικα νόμιμη (λόγω μη εκκλήσεως του απορριπτικού κεφαλαίου περί διανομής των μελλόντων να ανεγερθούν ορόφων του επικοίνου), τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Οι διάδικοι που είναι αδέλφια, είναι συγκύριοι, όπως συνομολογείται, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας ενός οικοπέδου, εμβαδού 900 τ.μ. και μετά από πρόσφατη ρυμοτόμηση 755 τ.μ. που βρίσκεται στην πόλη των …στο οικοδομικό τετράγωνο με αριθμό …, επί της οδού …. …, το οποίο συνορεύει γύρωθεν βορειοανατολικά σε πλευρά τεθλασμένης γραμμής 35,89 γραμμικών μέτρων με δημοτική οδό, βορειοδυτικά σε πλευρά τεθλασμένης γραμμής 17,64 γραμμικών μέτρων με ακίνητο Α. Γ. , νοτιοανατολικά σε πλευρά 31,37 γραμμικών μέτρων με οδό Μ. και νοτιοδυτικά σε πλευρά 24,43 γραμμικών μέτρων με ακίνητο -Α. Γ. . Επί του οικοπέδου αυτού, οι διάδικοι ανήγειραν οικοδομή, με κοινές δαπάνες, δυνάμει της υπ'αριθ. 1740/1978 οικοδομικής άδειας, η οποία αποτελείται από 1) ισόγειο που αποτελείται από δύο καταστήματα, αναφερόμενα στην άνω άδεια υπό στοιχεία ΚΙ και Κ2 και 2) πρώτο όροφο που αποτελείται από δύο διαμερίσματα, αναφερόμενα στην άνω άδεια υπό στοιχεία Α1 και Α2, ενώ μέχρι σήμερα δεν έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία. Το υπό στοιχείο Κ1 κατάστημα, εμβαδού καθαρού 116,56 τ.μ. και μικτού 116,56 τ.μ., έχει πρόσοψη επί της οδού Μ. σε μήκος 7,30 μέτρων και βάθος 15,40 μέτρων και βρίσκεται στα αριστερά της οικοδομής, όπως βλέπει κανείς την οικοδομή από την οδό Μ. και η αξία του ανέρχεται σε 500 ευρώ το τ.μ. και συνολικά σε 58.280 ευρώ. Το υπό στοιχείο Κ2 κατάστημα, εμβαδού καθαρού 151,86 τ.μ. και μικτού 151,86 τ.μ., είναι γωνιακό, έχει πρόσοψη επί της οδού Μ. σε μήκος 10,50 μέτρων και επί της υπό διάνοιξη οδού σε μήκος 15,40 μέτρων και βρίσκεται στα δεξιά της οικοδομής, όπως βλέπει κανείς την οικοδομή από την οδό Μ. , και η αξία του ανέρχεται σε 550 ευρώ το τ.μ. και συνολικά σε 83.523 ευρώ. Το υπό στοιχείο Α1 διαμέρισμα, εμβαδού καθαρού 132,67 τ.μ. και μικτού 152,60 τ.μ., έχει πρόσοψη επί της οδού Μ. σε μήκος 10,20 μέτρων και βρίσκεται στα αριστερά της οικοδομής, όπως βλέπει κανείς την οικοδομή από την οδό Μ. , και η αξία του ανέρχεται σε 750 ευρώ το τ.μ. και συνολικά σε 114.450 ευρώ. Το υπό στοιχείο Α2 διαμέρισμα, εμβαδού καθαρού 147,14 τ.μ. και μικτού 169,26 τ.μ., είναι γωνιακό, έχει πρόσοψη επί της οδού Μ. σε μήκος 10,60 μέτρων και επί της υπό διάνοιξη οδού σε μήκος 15,40 μέτρων και βρίσκεται στα δεξιά της οικοδομής, όπως βλέπει κανείς την οικοδομή από την οδό Μ. , και η αξία του ανέρχεται σε 825 ευρώ το τ.μ. και συνολικά σε 139.639,5 ευρώ. Δηλαδή, η συνολική αξία των διανεμητέων οριζόντιων ιδιοκτησιών ανέρχεται στο ποσό των (58.280 + 83.523 + 114.450 + 139-639,5 =) 395.892,5 ευρώ. Επομένως, καθένας από τους συγκοινωνούς, ο οποίος έχει ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, δικαιούται να λάβει μερίδα αξίας (395.892,5 : 2=)197.946,25 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά το έτος 1979, μετά την αποπεράτωση της ως άνω οικοδομής, οι διάδικοι προέβησαν σε εκούσια ρύθμιση της χρήσης της και συγκεκριμένα, μετά από κλήρωση που διενεργήθηκε ενώπιον των διαδίκων από τους γονείς τους, ο μεν ενάγων έλαβε την αριστερή πλευρά της οικοδομής όπως βλέπει κανείς την οικοδομή από την οδό Μ. , στην οποία αντιστοιχούν το υπό στοιχείο Α1 διαμέρισμα και το υπό στοιχείο Κ1 κατάστημα, ο δε εναγόμενος έλαβε την δεξιά πλευρά της οικοδομής όπως βλέπει κανείς την οικοδομή από την οδό Μ. , στην οποία αντιστοιχούν το υπό στοιχείο Α2 διαμέρισμα και το υπό στοιχείο Κ2 κατάστημα Έκτοτε ο καθένας από αυτούς χρησιμοποιεί το μεν διαμέρισμα ως κύρια κατοικία αυτού και της οικογενείας του, το δε κατάστημα ως χώρο στάθμευσης των αυτοκινήτων της οικογενείας του. Ο εναγόμενος δεν συναινεί στην εξώδικη διανομή του άνω ακινήτου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι είναι εφικτή και συμφέρουσα η αυτούσια διανομή του επίδικου οικοπέδου μετά του επ'αυτού κτίσματος, ώστε κάθε ένας από τους συγκυρίους να λάβει ανάλογο προς τη μερίδα του μέρος αυτού, χωρίς να μειωθεί η αξία του, με σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, που είναι σύμφωνη και με τις πολεοδομικές διατάξεις, έτσι ώστε να δημιουργηθούν αυτοτελείς και διακεκριμένες ιδιοκτησίες, με το αναφερόμενο παρακάτω ποσοστό συγκυριότητας, για κάθε μία από αυτές. Ειδικότερα 1) στο ισόγειο, που αποτελείται από δύο καταστήματα, θα συσταθούν ισάριθμες διαιρετές και διακεκριμένες ιδιοκτησίες, ήτοι α) το υπό στοιχείο Κ1 κατάστημα, εμβαδού καθαρού 116,56 τ.μ. και μικτού 116,56 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 6,43% εξ αδιαιρέτου, συνολικής αξίας 58.280 ευρώ και β) το υπό στοιχείο Κ2 κατάστημα, εμβαδού καθαρού 151,86 τ.μ. και μικτού 151,86 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 8,38% εξ αδιαιρέτου, συνολικής αξίας 83.523 ευρώ και 2) στον πρώτο όροφο, που αποτελείται από δύο διαμερίσματα θα συσταθούν ισάριθμες διαιρετές και διακεκριμένες ιδιοκτησίες, ήτοι α) το υπό στοιχείο Α1 διαμέρισμα, εμβαδού καθαρού 132,67 τ.μ. και μικτού 152,60 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 8,42% εξ αδιαιρέτου, συνολικής αξίας 114.450 ευρώ και β) το υπό στοιχείο Α2 διαμέρισμα, εμβαδού καθαρού 147,14 τ.μ. και μικτού 169,26 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 9,34% εξ αδιαιρέτου, συνολικής αξίας 139.639,5 ευρώ. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι διάδικοι συνομολογούν τον τρόπο αυτό κατανομής των ποσοστών συγκυριότητας στις άνω αυτοτελείς ιδιοκτησίες, καθόσον, όπως συνομολογείται, υπάρχει δυνατότητα ανέγερσης επιπλέον ορόφων, μέχρι την εξάντληση του επιτρεπομένου συντελεστή δόμησης, στους οποίους θα αντιστοιχεί το εναπομένον 67,43% ποσοστό εξ αδιαιρέτου. Μετά τη σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας επί της άνω οικοδομής, η διανομή των διακεκριμένων και αυτοτελών ιδιοκτησιών που προέκυψαν από αυτήν, θα γίνει με επιδίκαση, αφού προηγουμένως προσδιοριστούν τα χωριστά μέρη της οικοδομής που αναλογούν στις μερίδες των συγκυρίων (αρθρ. 480Α παρ. 1 ΚΠολΔ). Για το λόγο αυτό θα ληφθεί υπόψη το εμβαδόν και η αξία των καθεμίας εκ των αυτοτελών ιδιοκτησιών, ώστε να σχηματισθούν δύο μέρη (κατά το δυνατόν ίσα), που να αντιστοιχούν στο ποσοστό συγκυριότητας εκάστου των διαδίκων (1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος). Έτσι, η κατανομή των ακινήτων κατά μέρη (ομάδες) ισάριθμα των μερίδων μπορεί να γίνει ως εξής : Α) το πρώτο μέρος θα περιλαμβάνει 1) το υπό στοιχείο Κ1 κατάστημα, εμβαδού καθαρού 116,56 τ.μ. και μικτού 116,56 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 6,43% εξ αδιαιρέτου, αξίας 58.280 ευρώ και 2) το υπό στοιχείο Α2 διαμέρισμα, εμβαδού καθαρού 147,14 τ.μ. και μικτού 169,26 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 9,34% εξ αδιαιρέτου, 139.639,5 ευρώ, ήτοι συνολικά η αξία των άνω διανεμητέων ακινήτων που θα περιλαμβάνονται στο πρώτο μέρος ανέρχεται σε (58.280 + 139.639,5=) 197.919,5 ευρώ και Β) το δεύτερο μέρος (ομάδα) θα περιλαμβάνει 1) το υπό στοιχείο Κ2 κατάστημα, εμβαδού καθαρού 151,86 τ.μ. και μικτού 151,86 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 8,38% εξ αδιαιρέτου, αξίας 83.523 ευρώ και 2) το υπό στοιχείο Α1 διαμέρισμα, εμβαδού καθαρού 132,67 τ.μ. και μικτού 152,60 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 8,42% εξ αδιαιρέτου, αξίας 114.450 ευρώ, ήτοι συνολικά η αξία των άνω δίανεμητέων ακινήτων που θα περιλαμβάνονται δεύτερο μέρος ανέρχεται σε (83.523 + 114.450=) 197.973 ευρώ. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται'δύο σχεδόν ίσης αξίας μέρη, αφού, όπως ήδη προαναφέρθηκε, καθένας από τους συγκυρίους, δικαιούται να λάβει μερίδα αξίας (395.892,5 : 2=) 197.946,25 ευρώ. Περαιτέρω, λόγω του ότι τα ως άνω μέρη δεν είναι ίσης αξίας, αλλά διαφέρουν κατά τι μεταξύ τους, πρέπει, κατ'εφαρμογή του άρθρου 481 παρ.2 ΚΠολΔ, προς εξίσωση των μερίδων, ο μεν κοινωνός που θα λάβει το δεύτερο μέρος, η συνολική αξία του οποίου, όπως προαναφέρθηκε ανέρχεται σε 197.973 ευρώ, δηλαδή κατά 26,75 ευρώ περισσότερο από την αξία της μερίδας που του αντιστοιχεί, να καταβάλει αυτό το ποσό (26,75 ευρώ) στον κοινωνό που θα λάβει το πρώτο μέρος και έτσι η μερίδα του τελευταίου θα ανέλθει σε (197.919,5 + 26,75=)197.946,25 ευρώ. Με την εξίσωση των μερών η αξία εκάστου μέρους ανέρχεται στο ίδιο ποσό, ήτοι σε 197.946,25 ευρώ. Περαιτέρω, οι διάδικοι συμφωνούν στην αυτούσια διανομή των διαμερισμάτων, έτσι ώστε ο ενάγων να λάβει το υπό στοιχείο Α1 διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, στο οποίο κατοικεί με την οικογένεια του πέραν της τριακονταετίας και ο εναγόμενος να λάβει το υπό στοιχείο Α2 διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, στο οποίο ομοίως και αυτός κατοικεί με την οικογένεια του πέραν της τριακονταετίας. Σχετικά όμως με τα καταστήματα - αποθήκες που υπάρχουν στο ισόγειο, προτείνουν διαφορετικό τρόπο διανομής και συγκεκριμένα ο μεν ενάγων ζητεί να επιδικασθεί σ'αυτόν το υπό στοιχ. Κ2 κατάστημα και στον εναγόμενο το υπό στοιχ. Κ1 κατάστημα, ο δε εναγόμενος, αντίθετα, ζητεί να επιδικασθεί σ'αυτόν το υπό στοιχ. Κ2 κατάστημα και στον ενάγοντα το υπό στοιχ. Κ1 κατάστημα. Ενόψει του ότι όμως τα καταστήματα αυτά έχουν αυτοτελή είσοδο, χωρίς δηλαδή να έχουν εξάρτηση από τα διαμερίσματα, χρησιμοποιούνται ανέκαθεν ως χώροι στάθμευσης των αυτοκινήτων των διαδίκων και επιπλέον δεν αποδείχθηκε, ούτε και οι διάδικοι επικαλούνται, όχι έγιναν εκ μέρους τους κάποιες εργασίες βελτίωσης σ'αυτά, δεν συντρέχει λόγος να επιδικασθεί στον καθένα από αυτούς το κατάστημα το οποίο χρησιμοποιούσε μέχρι σήμερα. Εξάλλου, η προτεινόμενη ως άνω από τον εναγόμενο λύση δεν κρίνεται συμφέρουσα και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο, διότι με τον τρόπο αυτό ο τελευταίος θα λάβει το Κ2 κατάστημα και το Α2 διαμέρισμα, συνολικής αξίας 223.162,5 ευρώ και ο ενάγων το Κ1 κατάστημα και το Α1 διαμέρισμα, συνολικής αξίας 172.730 ευρώ, δηλαδή θα δημιουργηθούν δύο άνισες μερίδες, με σημαντική διαφορά στην αξία τους, με αποτέλεσμα να απαιτείται η καταβολή του σημαντικού ποσού των 25.216,25 ευρώ από τον εναγόμενο προς τον ενάγοντα για την εξίσωση των μερίδων. Σε κάθε περίπτωση, η μέχρι σήμερα χρήση των καταστημάτων - αποθηκών κατά τον προαναφερθέντα τρόπο δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικό από τον αναφερόμενο ως άνω τρόπο προσδιορισμού των διανεμητέων μερών, καθόσον κατά την αυτούσια διανομή των επικοίνων σκοπείται ο σχηματισμός μερών ανάλογων, κατά το δυνατόν, με την μερίδα συγκυριότητας σ'αυτά κάθε κοινωνού, επιπλέον δε λαμβάνεται υπόψη το συμφέρον όλων των συγκυρίων. Επομένως, ανεξάρτητα από το ποιος χρησιμοποιούσε το καθένα από τα άνω καταστήματα, η επιδίκαση θα γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε ο κάθε διάδικος να λάβει το μέρος εκείνο στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το διαμέρισμα στο οποίο κατοικεί.
Συνεπώς, θα πρέπει να επιδικασθεί η πρώτη μερίδα στον εναγόμενο και η δεύτερη μερίδα στον ενάγοντα, καθόσον στην πρώτη από αυτές περιλαμβάνεται το διαμέρισμα στο οποίο κατοικεί ο εναγόμενος, ενώ στη δεύτερη το διαμέρισμα στο οποίο κατοικεί ο ενάγων, λύση που εξυπηρετεί προδήλως το συμφέρον τους. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως κατ'ουσίαν βάσιμη και να διαταχθεί η κατά τον άνω τρόπο αυτούσια διανομή του επιδίκου ακινήτου. Επίσης, πρέπει να υποχρεωθεί ο ενάγων να καταβάλει στον εναγόμενο το ποσό των 26,75 ευρώ, το οποίο απαιτείται για την εξίσωση των μερίδων."Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του κατέληξε σε διαφορετική κρίση και διέταξε τη διανομή των επικοίνων, μετά τη σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, επιδικάζοντας στον ενάγοντα τα υπό στοιχ. Κ1 κατάστημα και Α1 διαμέρισμα, συνολικής αξίας 172.730 ευρώ και στον εναγόμενο τα υπό στοιχ. Κ2 κατάστημα και Α2 διαμέρισμα, συνολικής αξίας 223.162,5 ευρώ, υποχρεώνοντας τον τελευταίο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 25.216,25 ευρώ, για την εξίσωση των μερίδων, έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και την εκτίμηση των αποδείξεων και επομένως, οι σχετικοί δύο πρώτοι λόγοι της έφεσης, πρέπει να γίνουν δεκτοί, ενώ παρέλκει η έρευνα του τρίτου και τελευταίου λόγου της, που προβάλλεται επικουρικά". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε την έφεση του αναιρεσίβλητου - εναγομένου ως βάσιμη κατ'ουσίαν, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση που είχε δεχθεί διαφορετικό τρόπο διανομής και αναδικάζοντας την υπόθεση δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή και αφού διέταξε την αιτούσα διανομή του επικοίνου, συνέστησε επ'αυτού οριζόντια ιδιοκτησία και αφού κατένειμε σε δύο τις συσταθείσες αυτοτελείς ιδιοκτησίες, προσδιόρισε την αξία της κάθε απονεμητέας μερίδας και όρισε το απαιτούμενο από τον ενάγοντα - αναιρεσείοντα για την εξίσωση την εν λόγω μερίδων ποσό. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις μνημονευθείσες και παραλλήλως ισχύουσες ουσιαστικού δικαίου περί διανομής διατάξεις του ΑΚ και του ΚΠολΔ (799, 800 ΑΚ, 480 παρ.1 480Α παρ.1, 481 εδ.2 και 486 παρ.2 ΚΠολΔ), αφού εξέθεσε σ'αυτήν (απόφαση) χωρίς αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα και που ήταν αναγκαία για την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής για σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας επί του επικοίνου ακινήτου, για αυτούσια διανομή των καθορισθεισών ανίσων μερίδων και επιδίκασή τους στους συνιδιοκτήτες - κοινωνούς - αδελφούς - διαδίκους με καθορισμό της οφειλομένης - δικαιουμένης για την εξίσωση των ανίσων αυτών μερών, αποζημίωσης. Ενόψει τούτων οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα και από τους αριθμούς 1 και 19 αντίστοιχα τρίτος και τέταρτος από τους λόγους της αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη, ότι κατά παραβίαση των προαναφερθεισών περί διανομής διατάξεων (αρθρ. 559 αρ.1 ΚΠολΔ) μολονότι δέχθηκε πραγματικά περιστατικά που αφορούσαν στο συμφέρον όλων των κοινωνών, προέβη στη διανομή της επίκοινης ένδικης οικοδομής "με αποκλειστικό γνώμονα τον σχηματισμό μερίδων επακριβώς ίσης αξίας, χωρίς να λάβει υπόψη εάν η διανομή και οι δημιουργηθείσες με αυτών μερίδες, ανταποκρινόντουσαν στο συμφέρον των κοινωνών, ενώ θα έπρεπε να προβεί σε αυτούσια διανομή..."με τον οριζόμενο στο αναιρετήριο τρόπο. Η αιτίαση όμως αυτή είναι απαράδεκτη, γιατί αφορά αποκλειστικά σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και υπό την επίφαση της παραβιάσεως των παραπάνω διατάξεων πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, ως προς την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων. Με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι με εκ πλαγίου παραβίαση των ίδιων διατάξεων (αρθρ.559 αρ.19 ΚΠολΔ) "δεν φέρει καμμιά αιτιολογία για τον τρόπον υπολογισμού της αξίας της επίκοινης οικοδομής, παρά διατυπώνει απλώς κάποιες αξίες (58280 ευρώ το Κ1 διαμέρισμα, 83523 ευρώ το Κ2 κατάστημα 114450 ευρώ το Α1 διαμέρισμα και 139639,5 το Α2 διαμέρισμα) χωρίς να προκύπτει και να καθίσταται σαφές, με ποιο σκεπτικό κατέληξε σ'αυτές". Η αιτίαση αυτή αφορά σε ελλείψεις ως προς την αιτιολόγηση του πορίσματος (αναφορικά με την αξία των επικοίνων ακινήτων) που προέκυψε από τις αποδείξεις, η οποία όμως αιτίαση δεν ιδρύει τον ερευνώμενο λόγο, καθόσον κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Ακόμη οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου, κατά τις οποίες το Εφετείο έχει υποπέσει στις πλημμέλειες των αριθμών 8 και 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ "καθόσον οι αξίες που έκρινε ότι αποδείχθηκαν, ουδέποτε προβλήθηκαν από τους διαδίκους και συνεπώς ουδέποτε αποδείχθηκαν από αυτούς"είναι απαράδεκτες, καθόσον αφορούν σε συμπέρασμα του δικαστηρίου ως προς την αξία των επικοίνων ενδίκων ακινήτων, που προέκυψε από τις αποδείξεις, τα οποία δεν είναι "πράγμα"κατά την έννοια του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 835/2013, ΑΠ 1259/2013), ενώ οι αποδείξεις από την εκτίμηση των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στο επίμαχο συμπέρασμα προσδιορίζονται αναλυτικά στην απόφαση. Ενόψει τούτων οι προεκτεθείσες αιτιάσεις του τετάρτου λόγου είναι απορριπτέες και δή οι δύο πρώτες ως απαράδεκτες και η τρίτη ως αβάσιμη.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.8 εδ.α ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Προς τους μη προταθέντες ισχυρισμούς, εξομοιώνονται και εκείνοι που προτάθηκαν απαραδέκτως. "Πράγματα"κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή κάθε περιστατικό, το οποίο αφηρημένα λαμβανόμενο οδηγεί, κατά το νόμο, στη γέννηση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την αντένσταση, ανεξάρτητα από τη βασιμότητά του, η οποία είναι ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι προϋπόθεση της αυτοτέλειας του ισχυρισμού. Έτσι "πράγματα"υπό την παραπάνω έννοια δεν αποτελούν τα επιχειρήματα ή τα συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Ενώ ως "πράγματα"νοούνται και οι λόγοι εφέσεως ή αντεφέσεως, εφόσον σ'αυτούς περιέχεται ισχυρισμός παραδεκτός, νόμιμος και ορισμένος. Ο παραπάνω λόγος δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη περιστατικά προκύψαντα από τις αποδείξεις, όπως από τις καταθέσεις των μαρτύρων, μη διαλαμβανόμενα στην ιστορική βάση της αγωγής, εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή της, ούτε αν εκθέτει περιστατικά εκ περισσού και όχι προς στήριξη του διατακτικού του. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8 εδ.α του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι έλαβε υπόψη, το πρώτον προβληθέντα, με το δεύτερο λόγο της εφέσεως και χωρίς τις προϋποθέσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ ισχυρισμό του εκκαλούντος - αναιρεσιβλήτου, κατά τον οποίο τα επίκοινα ακίνητα θα έπρεπε να διανεμηθούν με βάση την ίση αξία των μερίδων και όχι με βάση την έως τότε χρήση των διανεμητέων, από τους διαδίκους. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον ο επικαλούμενος ισχυρισμός δεν συνιστά "πράγμα", υπό την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη έννοια, αλλά σε επιχείρημα του αναιρεσίβλητου αντλούμενο από τις περί διανομής διατάξεις, που έγινε δεκτό από το δικαστήριο. Με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης, κατ'εκτίμηση του περιεχομένου του και με την επίκληση της ίδιας διατάξεως του αριθμού 8 εδ.α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι έλαβε υπόψη του ισχυρισμό του αναιρεσιβλήτου - εκκαλούντος - ενάγοντος περί του ότι είχε λάβει χώρα μεταξύ των διαδίκων άτυπη διανομή με κλήρωση, χωρίς ο ισχυρισμός αυτός να περιέχεται στην ιστορική βάση της αγωγής. Ο λόγος αυτός είναι επίσης απαράδεκτος, γιατί η επικαλουμένη πλημμέλεια δεν αφορά σε "πράγμα"κατά την εκτεθείσα στη νομική σκέψη έννοια, αλλά σε περιστατικό που προέκυψε από τις αποδείξεις, το οποίο δεν μεταβάλλει την ιστορική βάση της αγωγής, στην οποία πράγματι δεν περιλαμβάνεται, ούτε στηρίζει το διατακτικό της αποφάσεως. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ.4 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του ν.4055/2012. Ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου (αρθρ.176 και 183 ΚΠολΔ). 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 
Απορρίπτει την από 4-2-2013 αίτηση του Κ. Π. του Κ. κατά του Α. Π. του Κ. για αναίρεση της υπ'αριθμ.1862/2012 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 2014. 
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

Διανομή κληρονομιαίων ακινήτων, αναγνωριστική κληρονομικού δικαιώματος και υποχρέωσης συνεισφοράς. Επαναφορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο των επικληθέντων και προσκομισθέντων στο πρωτοβάθμιο αποδεικτικών μέσων. Δεν καλύπτονται οι προϋποθέσεις του άρθρου 240 ΚΠολΔ, με γενική αναφορά ή προσάρτηση πρωτοδίκων προτάσεων, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβαλλομένων προτάσεων. Αναιρείται η απόφαση διότι η αναφορά των προτάσεων στα υπ’ αριθμ. 1 έως και 20 έγγραφα των πρωτοδίκων προτάσεων ...ΑΠ 2076 / 2014

Next: Δικαστική διανομή. Το δικαίωμα για λύση της κοινωνίας ανήκει στους συγκυρίους μεταξύ των οποίων είναι και ο ψιλός κύριος. Ο επικαρπωτής προσεπικαλείται Προσεπίκληση του επικαρπωτή δεν απαιτείται αν ασκεί από κοινού την αγωγή διανομής. Ο περιορισμός της επικαρπίας στο λαχόν επέρχεται αυτοδίκαια από το νόμο και δεν χρειάζεται σχετική διάταξη του δικαστηρίου. Αίτημα της αγωγής διανομής είναι η λύση της κοινωνίας και αν θα γίνει αυτή αυτούσιας ή με πώληση δια πλειστηριασμού ανήκει στις εξουσίες του ...ΑΠ 106 / 2013
Previous: Διανομή με σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, καθορισμό μερίδων και επιδίκαση χρηματικού ποσού για την εξίσωση των άνισων μερίδων. 559 αρ.1 ΚΠολΔικ. Δεν ιδρύεται όταν υπό την επίφαση της παραβιάσεως ουσιαστικών διατάξεων πλήττεται η περί τα πράγματα αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. 559 αρ.19 ΚΠολΔικ. Δεν ιδρύεται όταν οι ελλείψεις αφορούν στην αιτιολόγηση του πορίσματος που προέκυψε από τις αποδείξεις. Μόνο τι αποδείχθηκε πρέπει να αναφέρεται στην απόφαση και όχι γιατί αποδείχ...ΑΠ 284 / 2014
$
0
0

Διανομή, Αυθαίρετη οικοδομή.Διανομή 799, 800 ΑΚ, 480, 480Α, 481 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Πως γίνεται.ΑΠ 1022 / 2013

Απόφαση 2076 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Αποδεικτικά μέσα, Διανομή, Κληρονομία .
Περίληψη:
Διανομή κληρονομιαίων ακινήτων, αναγνωριστική κληρονομικού δικαιώματος και υποχρέωσης συνεισφοράς. Επαναφορά..
στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο των επικληθέντων και προσκομισθέντων στο πρωτοβάθμιο αποδεικτικών μέσων. Δεν καλύπτονται οι προϋποθέσεις του άρθρου 240 ΚΠολΔ, με γενική αναφορά ή προσάρτηση πρωτοδίκων προτάσεων, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβαλλομένων προτάσεων. Αναιρείται η απόφαση διότι η αναφορά των προτάσεων στα υπ’ αριθμ. 1 έως και 20 έγγραφα των πρωτοδίκων προτάσεων καλύπτει τις προϋποθέσεις του νόμου.



Αριθμός 2076/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ'Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. 
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Χ. Σ. του Α. και 2) Δ. Σ. του Α., κατοίκων Μεθάνων, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μιχαήλ Μιχαλόπουλο. 
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Β. συζ. Η. Α. και 2) Μ. συζ. Γ. Π., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Πρασινάκη, ο οποίος ανακάλεσε την από 12/8/2014 δήλωσή του κατ'άρθρο 242 Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε αυτοπροσώπως. 
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/7/2002 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 374/2005 μη οριστική, 4632/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 100/2013 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 10/9/2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 5/9/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη των αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 11 περ β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ.1 στοιχ. β, 346 και 453 §1 ΚΠολΔικ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση, με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση του αποδεικτικού μέσου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά, δια των προτάσεων αυτών, σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του αποδεικτικού μέσου, κατ'ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔικ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βέβαια στον τρόπο επαναφοράς "ισχυρισμών", έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου. Δεν είναι συνεπώς νόμιμη στην κατ'έφεση δίκη, η επίκληση του αποδεικτικού μέσου προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ισχυρισμού, που κατά το άρθρο 335 ΚΠολΔικ έχει ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, όταν στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου περιέχεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα αποδεικτικά μέσα που ο διάδικος είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει πρωτοδίκως, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβαλλομένων πρωτόδικων προτάσεων, που περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση του αποδεικτικού μέσου ή με ενσωμάτωση των προτάσεων προηγούμενων συζητήσεως (στις οποίες γίνεται επίκληση των αποδεικτικών μέσων) στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης (Ολ ΑΠ 23/2008, 14/2005, 9/2000, ΑΠ 504/2014). Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και κατά το δεύτερο σκέλος του, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η, από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τις νόμιμα ληφθείσες ενώπιον της συμβολαιογράφου Καλαυρίας Φ. Μανιάτη - Κυπριωτάκη ένορκες βεβαιώσεις, με αριθμούς ..., ..., ..., ... και ... στις οποίες οι εξετασθέντες μάρτυρες περιγράφουν την κατάσταση και τη δυνατότητα διανομής των υπ'αριθμ. 1, 3, 4 και 7 ενδίκων διανεμητέων ακινήτων, με την αιτιολογία ότι τα αποδεικτικά αυτά μέσα που ειδικά αναφέρονται στην προσβαλλομένη απόφαση (φύλλο 4β) δεν είχαν επαναφερθεί νόμιμα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με τις ενώπιόν του κατατεθείσες από 17.1.2013 προτάσεις των εκκαλουσών - αναιρεσειουσών και δη με παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβληθεισών, πρωτοδίκων προτάσεων. Πλην όμως όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των επίμαχων προτάσεων, σ'αυτές αναφέρεται ότι οι αναιρεσείουσες - εκκαλούσες προσκομίζουν και επικαλούνται όλα τα αποδεικτικά μέσα, που στις πρωτόδικες προτάσεις, φέρουν τον αριθμό 1 έως και 20. Η παραπομπή αυτή ως προς τα εν λόγω αποδεικτικά μέσα, που στις επανυποβαλλόμενες προτάσεις φέρουν τους αριθμούς 1 έως και 20 και στα οποία περιλαμβάνονται και οι παραπάνω ένορκες βεβαιώσεις καλύπτουν τις, κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ, προϋποθέσεις της νόμιμης, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, επαναφοράς. Ενόψει τούτων ως προς τις εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις και ειδικότερα τις τρείς πρότερον χρονολογικά ληφθείσες (άρθρο 270 § 2 εδ. γ) στοιχειοθετείται ο ερευνώμενος, από τη διάταξη του άρθρου 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως, ο οποίος και πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ενώ ως προς τον αριθμητικό περιορισμό των ενόρκων βεβαιώσεων που θα ληφθούν υπόψη, πρέπει να λεχθεί ότι οι αναφερόμενες στο πρώτο μέρος του ίδιου λόγου υπ'αριθμ. 2801/2010 και 1211/2011 ένορκες βεβαιώσεις, που λήφθηκαν στον Ειρηνοδίκη Αθηνών και Πειραιά αντίστοιχα, είναι ως αποδεικτικά μέσα, έγγραφα και όχι ένορκες βεβαιώσεις, καθόσον δεν είχαν ληφθεί για την ένδικη υπόθεση, αλλά για άλλες, μεταξύ των διαδίκων αγωγές (ΑΠ 504/2014). Κατ'ακολουθίαν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, πλην των πρότερων δικασάντων (άρθρο 580 § 3 ΚΠολΔικ), ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στις αναιρεσείουσες του κατατεθέντος από αυτές παραβόλου (άρθρ. 495 § 4 ΚΠολΔικ). Οι αναιρεσίβλητοι, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειουσών (άρθρ. 176, 180 § 1 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 
Αναιρεί την υπ'αριθμ. 100/2013 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Πειραιώς, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην αυτών που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Διατάσσει την επιστροφή στους αναιρεσείοντες του κατατεθέντος από αυτές, παραβόλου.
Καταδικάζει τις αναιρεσίβλητες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Οκτωβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Νοεμβρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

Viewing all 1850 articles
Browse latest View live


Latest Images

<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>