Quantcast
Channel: ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live

ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ - ΚΥΡΙΟΤΗΤΑ - ΑΠ Απόφαση 1102 / 2014 - Αγωγή διεκδικητική, Αποδεικτικά μέσα, Έγγραφα, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Χρησικτησία

$
0
0
Απόφαση 1102 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Αγωγή διεκδικητική, Αποδεικτικά μέσα, Έγγραφα, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Χρησικτησία.
Περίληψη:

Διεκδικητική αγωγή ακινήτου. Παράγωγος από αγορά και πρωτότυπος από τακτική χρησικτησία τρόπος αποκτήσεως ακινήτου (άρθρ. 1033, 1192 αρ. 1, 1041,1042, 1051 ΑΚ) ΠΔ 31.12.2005 απαγορεύεται η κατάτμηση, εκτός αν το μεταβιβαζόμενο ακίνητο έχει επιφάνεια 8 στρεμ. Η ανατροπή που απευθύνεται κατά του ομοδίκου προσθέτως παρεμβάντα είναι απαράδεκτη. Πρόσθετη παρέμβαση ασκείται το πρώτον και στον Άρειο Πάγο. 559 αρ. 22 η άποψη περί διαφορετικής εκτιμήσεως, πλήττει την ανέλεγκτη, περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου 559 αρ.20 Δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός, αν το έγγραφο συνεκτιμήθηκε με τα λοιπά έγγραφα και το δικαστήριο δεν στήριξε σ'αυτό αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο την κρίση του. 559 αρ. 19 εν ιδρύεται ο λόγος αν αφορά σε ελλείψεις ως προς την αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε ως προς την επάρκεια των επιχειρημάτων.



Αριθμός 1102/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ’ Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. 
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ν. Ζ. του Μ. και 2) Γ. Ζ. του Μ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπυριδούλα - Αγγελική Λιώση. 
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Γ. του Γ. και 2) Α. Α. του Σ., κατοίκων ... . Ο 1ος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Χρυσούλα Τζοβάρα και η 2η δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Της προσθέτως παρεμβαίνουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΙΟΝΙΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ, ΕΜΠΟΡΙΚΗ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ"με διακριτικό τίτλο "ΙΟΝΙΟΣ Α.Ε."που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Φανή Καραγιάννη. Υπέρ των αναιρεσειόντων και κατά των αναιρεσιβλήτων. 
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/3/2001 αγωγή του ήδη 1ου αναιρεσιβλήτου και με την από 3/12/2001 πρόσθετη παρέμβαση της ήδη 2ης αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 299/2003 μη οριστική, 1242/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 407/2009 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 29/6/2009 αίτησή τους. Η προσθέτως παρεμβαίνουσα με την από 19/1/2010 παρέμβαση προς το Δικαστήριο τούτο, ζήτησε όσα αναφέρονται σε αυτή. 
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 5/10/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Σπυρίδωνος Μιτσιάλη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 29-6-2009 αίτησης για αναίρεση της 407/2009 απόφασης του Εφετείου Πατρών και της από 19/1/2010 πρόσθετης παρέμβασης υπέρ των αναιρεσειόντων της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Ιόνιος ανώνυμη τεχνική, εμπορική, βιομηχανική και τουριστική εταιρεία". 
Οι πληρεξούσιες των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους, καθεμία δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. 5291Β/25-1-2010, 11528 Β/2-11-2012 και 1668 Γ/1-10-2013 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικού επιμελήτριας Κεφαλληνίας Α. Θ. Β., ακριβές αντίγραφο της από 29-6-2009 αιτήσεως αναιρέσεως, καθώς και κλήση για συζήτηση για τη δικάσιμο της 20-2-2013, κατά την οποία νόμιμα αναβλήθηκε η συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στη δεύτερη αναιρεσίβλητη Α. Α. του Σ.. Στην οποία, ως εκ περισσού, κοινοποιήθηκε πρακτικό αναβολής, αφού, ενόψει της απουσίας της, δεν χρειαζόταν, νέα κλήτευση, η δε αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρ. 575 και 226 παρ.4 εδ.γ ΚΠολΔικ).
Συνεπώς εφόσον η εν λόγω αναιρεσίβλητη δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ’ αυτό, ούτε κατέθεσε δήλωση ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔικ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία αυτών (άρθρ. 576 παρ.2 ΚΠολΔικ).
Επειδή κατά τις διατάξεις των άρθρων 80, 81 παρ.1 εδ.α και 215 παρ.1 του ΚΠολΔικ, αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, ως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της κύριας δίκης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίζει το διάδικο αυτόν. Η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους. Επομένως είναι παραδεκτή στην κατά αναίρεση δίκη η πρόσθετη παρέμβαση (Ολ.ΑΠ 14/2008, Ολ.ΑΠ 13/2006, Ολ.ΑΠ 25/2004). Στην προκειμένη περίπτωση από τα διαδικαστικά έγγραφα της υπόθεσης προκύπτουν τα ακόλουθα: Το Εφετείο Πατρών με την προσβαλλομένη υπ’ αριθμ. 407/2009 απόφασή του, δέχθηκε την ένδικη διεκδικητική αγωγή του πρώτου αναιρεσίβλητου κατά των αναιρεσειόντων. Με την από 19-1-2010 πρόσθετη παρέμβασή της, υπέρ των αναιρεσειόντων, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Ιόνιος Ανώνυμη Τεχνική Εμπορική Βιομηχανική και Τουριστική Εταιρεία"με διακριτικό τίτλο "ΙΟΝΙΟΣ ΑΕ"επικαλείται ότι έχει έννομο συμφέρον να αποβεί η δίκη υπέρ των αναιρεσειόντων, καθόσον μετά την άσκηση της αγωγής, έχει αποκτήσει το επίδικο ακίνητο, με το νόμιμα μεταγραμμένο υπ’ αριθμ. .../16-11-2011 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβ/φου Αργοστολίου Παν. Καραβιώτη, στο οποίο βρίσκονται εγκαταστάσεις απαραίτητες για τη λειτουργία της ασκουμένης από αυτής και στο συνεχόμενο του επιδίκου και αποκτηθέν με το ίδιο συμβόλαιο ακίνητο, επιχείρησης παραγωγής σκυροδέματος. Ενόψει των περιστατικών αυτών, η παρεμβαίνουσα έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης υπέρ των αναιρεσειόντων, αφού η απόφαση που θα εκδοθεί θα έχει συνέπειες για αυτήν (προσθέτως παρεμβάσα).
Συνεπώς η πρόσθετη αυτή παρέμβαση, η οποία, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. 5292Β/25-1-2010, 5293Β/25-1-2010, 5204Β/25-1-2010 και 5290Β/25-1-2010 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικού επιμελήτριας ... κοινοποιήθηκε νόμιμα στους διαδίκους και φέρεται για συζήτηση, μαζί με την αίτηση της αναίρεσης με την από 28-12-2011 κλήση των αναιρεσειόντων (και μετ’ αναβολή από την ορισθείσα με την κλήση αυτή δικάσιμο της 20-2-2013) είναι τυπικά δεκτή.
Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 74, 556 και 558 εδ.α του ΚΠολΔικ, συνάγεται ότι η αναίρεση δεν επιτρέπεται να απευθυνθεί εναντίον εκείνου που υπήρξε ομόδικος του αναιρεσείοντος στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, όπως, κατά το άρθρο 80 του ίδιου κώδικα, είναι και ο προσθέτως υπέρ αυτού παρεμβάς, τούτο δε για προφανή έλλειψη εννόμου συμφέροντος του αναιρεσείοντος (ΑΠ 1718/2010, ΑΠ 688/2003). Στην προκειμένη περίπτωση, από την ίδια την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει, ότι η σύμφωνα με τα προαναφερθέντα απολιπομένη δεύτερη αναιρεσίβλητη, υπήρξε ομόδικος των αναιρεσειόντων, κατόπιν πρόσθετης παρέμβασης που άσκησε υπέρ αυτών στην πρωτοβάθμια δίκη. Ενόψει τούτων η προκειμένη αίτηση, κατά το μέρος που στρέφεται εναντίον της, είναι απαράδεκτη και γι’ αυτό πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 577 παρ.2 ΚΠολΔικ.
Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 1033 Ακ για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά ότι μετατίθεται σ’ αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμα αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο που κατά το άρθρο 1192 αρ.1 ΑΚ υποβάλλεται σε μεταγραφή. Για τη μεταβίβαση με τον παράγωγη αυτό τρόπο της κυριότητας του ακινήτου, αποτελεί προϋπόθεση το να ήταν κύριος εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042 και 1051 ΑΚ του ίδιου κώδικα συνάγεται ότι για της κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο για μία δεκαετία, με δυνατότητα του νομέα να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Ο νομέας βρίσκεται κατά’ το άρθρο 1042 ΑΚ σε καλή πίστη όταν με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά έχει την πεποίθηση, χωρίς να τον βαρύνει βαριά αμέλεια, όταν απέκτησε την κυριότητα του ακινήτου και η πεποίθησή του αυτή πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο κτήσης της νομής του ακινήτου. Άσκηση νομής αποτελούν, όταν πρόκειται για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς, πάνω σ’ αυτά πράξεις, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα για δικό του, τέτοιες δε πράξεις, μεταξύ άλλων είναι η εποπτεία, η επίβλεψη, η περίφραξη, η εγκατάσταση μονίμων ή μη κατασκευών, η οριοθέτηση, η σύνταξη τοπογραφικών κλπ, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας. Τέλος κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία, για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγινα δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού (υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται, (διατυπώνεται) με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας του. Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό, στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή την κατάλυση δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσω, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που ανέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 24/1992). Τα επιχειρήματα δηλαδή αυτά δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία"της απόφασης, ώστε να επιδέχεται αυτή στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔικ μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος (ΑΠ 495/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως, σ’ αυτό, επικληθέντων και προσκομισθέντων, από τους διαδίκους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ’ ανέλεγκτη κρίση ως προς την διεκδικητική αγωγή του πρώτου αναιρεσίβλητου, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Ο ενάγων, με το υπ’ αρ. .../13-10-1988 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του Συμ/φου Αργοστολίου Παναγάγγελου Καραβιώτη, που μεταγράφηκε νόμιμα, απέκτησε την κυριότητα ενός οικοπέδου επιφανείας 5.539,65 τ.μ., που βρίσκεται στην τοποθεσία "..."της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Αργοστολίου και απεικονίζεται στο από 23-9-1988 τοπογραφικό διάγραμμα της πολιτικού υπομηχανικού Μ. Α.-Μ. με τα στοιχεία Α.Β.Γ.Δ.Ε.Ζ.Η.Α, συνορεύει δε ΒΑ με ιδιοκτησία αδελφών Γ. Π., ανατολικά και νοτιοανατολικά με τον περιφρειακό δρόμο γύρου Κουτάβου, νότια με ιδιοκτησία των εναγομένων, ΝΑ με ιδιοκτησία Π. Γ., αδελφού του ενάγοντος και βορειοδυτικά με αιγιαλό και πέραν αυτού με θάλασσα. Πωλήτρια του ακινήτου ήταν η Α. Α. η οποία ήταν κυρία πολύ μεγαλύτερης έκτασης (πλέον των 15 στρεμμάτων) στην ίδια περιοχή, δυνάμει του υπ’ αρ. .../27.5.1970 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του Συμ/φου Αργοστολίου Γεράσιμου Αυγερινού, που μεταγράφηκε νόμιμα, από τον Γ. Α.. Η ίδια ως άνω πωλήτρια το έτος 1984 είχε πωλήσει στους εναγόμενους άλλο ακίνητο εκτάσεως 4.106 τ.μ., όπως εμφαίνεται στο από Μαρτίου 1984 τοπογραφικό διάγραμμα του τεχνολόγου-πολιτικού μηχανικού Γ. Β., με τα στοιχεία Α.Β.Γ.Δ.Ε.Ζ.Η.Θ.Ι.Α, δυνάμει του υπ’ αρ. .../4.4.1984 συμβολαίου του Συμ/φου Ληξουρίου Παναγάγγελου Καραβιώτη, που μεταγράφηκε νόμιμα . Το εν λόγω ακίνητο στο οποίο οι εναγόμενοι είναι συγκύριοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, συνορεύει με το ακίνητο του ενάγοντος κατά τη νότια πλευρά του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το έτος 1977 οι εναγόμενοι σύστησαν ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "Ν. Ζ. και Σία Ο.Ε", με αντικείμενο την παραγωγή ετοίμου σκυροδέματος και μίσθωσαν από την Α. Α. την έκταση των 4.106 τ.μ., την οποία στη συνέχεια αγόρασαν, όπως προελέχθη, το 1984, όπου και εγκατέστησαν την επιχείρησή τους. Το έτος 1989, οι εναγόμενοι κατέλαβαν ένα μέρος της ιδιοκτησίας του ενάγοντος, ο οποίος είχε αγοράσει το 1988 την προαναφερθείσα έκταση από την ίδια ως άνω κοινή δικαιοπάροχο, εμβαδού 654 τ.μ. και εγκατέστησαν δύο σιλό (σιδερένιες κατασκευές) μέσα σ’ αυτή (βλ. σχετική κατάθεση μάρτυρα απόδειξης, ο οποίος είναι αδελφός του ενάγοντος και έχει ιδία αντίληψη της καταστάσεως, αφού και αυτός έχει όμορο ακίνητο ;που αγόρασε από την ίδια κοινή δικαιοπάροχο όλων). Ο ενάγων αντέδρασε ήπια στην προσβολή της νομής του επί του επίδικου τμήματος, γιατί είχε για πολλά έτη επαγγελματική συνεργασία με τους εναγόμενους και γι’ αυτό συμφώνησε μαζί τους να παραχωρήσει σ’ αυτούς το επίδικο τμήμα και σε αντάλλαγμα να μεταβιβάσει η κοινή δικαιοπάροχος τους Α. Α. στον αδελφό του Π. Γ. ένα άλλο τμήμα συνεχόμενο με αυτό που είχε αγοράσει πιο παλιά από αυτήν, το έτος 1984. Η συμφωνία αυτή αποτυπώθηκε στο από Απριλίου 1990 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου -μηχανικού Δ. Α., στο οποίο εμφαίνονται τα ακίνητα του ενάγοντος, των εναγομένων, του Π. Γ., το επίδικο καταληφθέν τμήμα και το τμήμα της ιδιοκτησίας της Α. Α., που θα μεταβιβαζόταν στον Π. Γ.. Η συμφωνία αυτή επικυρώθηκε το 1996 με την υπογραφή των διαδίκων στο εν λόγω τοπογραφικό. Όμως τελικά η παραπάνω συμφωνία δεν υλοποιήθηκε. Αντίθετα, οι εναγόμενοι, με τη σύμπραξη της Α. Α., δυνάμει του από το Δεκέμβριο του 1998 τοπογραφικού διαγράμματος του τοπογράφου - μηχανικού Δ. Α., συνέταξαν το υπ’ αρ. .../1999 συμβόλαιο του Συμ/φου Αργοστολίου Παναγαγγέλου Καραβιώτη, με το οποίο διόρθωσαν το αρχικό υπ’ αρ. .../4.4.1984 συμβόλαιο τους και περιέλαβαν στην ιδιοκτησία τους το επίδικο τμήμα του ακινήτου του ενάγοντος που κατέλαβαν . Οι εναγόμενοι ισχυρίσθηκαν ότι κατέλαβαν το επίδικο το 1983 και έχουν γίνει κύριοι αυτού με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας από το έτος 1987 τουλάχιστον; μέχρι την άσκηση της αγωγής το 2001. Ο μάρτυς ανταποδείξεως που κατέθεσε πρωτόδικα, ο οποίος είναι και πατέρας των εναγομένων, ισχυρίσθηκε ότι η κατάληψη έγινε το 1986. Από τη σύγκριση των τοπογραφικών διαγραμμάτων των διαδίκων (1984 των εναγομένων και 1988 του ενάγοντος), δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχαν τα σιλό μέχρι το έτος 1988, ενώ αντιθέτως υπήρχε το κτίσμα, του οποίου μία μικρή μεταλλική προεξοχή εισερχόταν στο επίδικο. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και η διορισθείσα με την υπ’ αρ. 299/2003 μη οριστική απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, πραγματογνώμων, τοπογράφος -μηχανικός Α. Α., η οποία εξέτασε και αεροφωτογραφίες της περιοχής, του έτους 1986. Σημειώνει όμως ότι σ’ αυτές, στην ιδιοκτησία των εναγομένων "παρατηρούνται διάσπαρτα σκούρες κηλίδες που πιθανόν να είναι εγκαταστάσεις της επιχείρησης των Αφών Ζ., ενώ διακρίνεται καθαρά το κτίσμα της αποθήκης από λαμαρίνες, που αναφέρεται και στον τίτλο της ιδιοκτησίας", το οποίο, όπως προελέχθη, εισέρχεται ελάχιστα στο επίδικο, ώστε να μη αποτελεί ουσιαστικά προσβολή της νομής του ενάγοντος, σε σχέση με τα σιδερένια σιλό. Έτσι όπως είναι διατυπωμένες οι παραπάνω σκέψεις της πραγματογνώμονος, δεν μπορούν να οδηγήσουν το Δικαστήριο σε πλήρη δικανική πεποίθηση, ότι δηλαδή υπήρχαν τα σιλό πριν το έτος 1986 στην επίδικη έκταση. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκαν οι ισχυρισμοί των εναγομένων, ότι υπήρχε μανδρότοιχος μεταξύ των δύο ιδιοκτησιών από το έτος 1983 και πρέπει να απορριφθούν, αφού και γιαυτό η πραγματογνώμων αποφαίνεται ότι δεν προκύπτει από τις παραπάνω αεροφωτογραφίες ότι υπήρχε το έτος 1986, αλλά το πρώτον εμφανίζεται στο τοπογραφικό διάγραμμα του 1990, που σημαίνει ότι κατασκευάστηκε μετά την κατά το ίδιο έτος συμφωνία των διαδίκων και καταλήγει συμπερασματικά ότι το επίδικο τμήμα ανήκει στην ιδιοκτησία του ενάγοντος. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1044 Α.Κ. η καλή πίστη πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο απόκτησης της νομής. Η μεταγενέστερη κακή πίστη δεν βλάπτει. Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι, κατά το χρόνο κτήσης της νομής, το έτος 1989, δεν τελούσαν σε καλή πίστη, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, εφόσον είχαν επαγγελματική συνεργασία με τον ενάγοντα και τον αδελφό του Π. Γ., πρέπει να έλαβαν γνώση ότι το όμορο με το δικό τους ακίνητο της Α. Α. μεταβιβάστηκε το 1988 στον ενάγοντα, στο οποίο περιλαμβανόταν και το επίδικο τμήμα και αυτό ενισχύεται ότι το επίδικο για πρώτη φορά εμφαίνεται στο τοπογραφικό διάγραμμα του 1990 και όχι στο τοπογραφικό διάγραμμα που προσαρτάται στο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο τους. Επομένως, οι εναγόμενοι δεν απέκτησαν την κυριότητα του επίδικου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας (διάνοια κυρίου, καλή πίστη και παρέλευση δέκα (10) ετών από την προσβολή της νομής) και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων πρέπει να απορριφθούν, καθώς και ο πρώτος λόγος της έφεσής τους με τον οποίο ισχυρίζονται τα ίδια. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι δεν άσκησε καταχρηστικά ο ενάγων το δικαίωμα αναγνώρισης της κυριότητος του στο επίδικο τμήμα, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους, διότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο ενάγων διαμαρτυρήθηκε άμεσα στους εναγομένους και άρχισαν από το επόμενο έτος της κατάληψης της νομής του επίδικου (1990) οι διαδικασίες ανταλλαγής του τελευταίου με ίσης έκτασης εδαφικό τμήμα από ακίνητο της Α. Α. (βλ. το τοπογραφικό διάγραμμα του 1990, το οποίο υπεγράφη το 1996). Σε κάθε περίπτωση όμως οι εναγόμενοι δεν θα υφίσταντο οικονομική ζημία από την απομάκρυνση των δύο σιδερένιων σιλό που υπάρχουν στο επίδικο, λόγω του ότι αυτά είναι προσθαφαιρούμενα, αλλά και για τον πρόσθετο λόγο ότι λίγο χρονικό διάστημα μετά την άσκηση της από 8.3.2001 αγωγής του ενάγοντος, μεταβίβασαν το ακίνητο τους, με τις εντός αυτού εγκαταστάσεις, στην εταιρεία με το διακριτικό τίτλο "ΙΟΝΙΟΣ ΑΕ",με το υπ’ αρ. .../16.11.2001 συμβόλαιο του Συμ/φου Αργοστολίου Παν. Καραβιώτη . Επομένως, απορριπτέος ως αβάσιμος κρίνεται και ο δεύτερος λόγος της έφεσης των εναγομένων. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν ότι το συμβόλαιο μεταβίβασης του ενάγοντος είναι άκυρο κατ’ άρθρο 180 ΑΚ, γιατί έγινε κατά παράβαση του από 3.12.1985 π.δ., που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ με αριθμό 2/20.1.1986, με το οποίο η περιοχή του γύρου Κουτάβου, όπου βρίσκονται τα ακίνητα των διαδίκων, κηρύχθηκε Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου (Ζ.Ο.Ε.) και ορίστηκε ως ελάχιστο όριο κατάτμησης των ακινήτων τα οκτώ στρέμματα, ενώ του ενάγοντος ήταν 5.539,65 τ.μ., όπως προελέχθη. Το ακίνητο του ενάγοντος, μαζί με το επίδικο τμήμα, αποτελούσε τμήμα μεγαλύτερης εδαφικής έκτασης της Α. Α., η οποία το έτος 1984 μεταβίβασε, εκτός του ακινήτου των εναγομένων, έκτασης 4.106 τ.μ., στον Γ. Π. ακίνητο 1.200 τ.μ. με το υπ’ αρ. .../22.3.1984 συμβόλαιο του Συμ/φου Ληξουρίου Παν. Καραβιώτη και στον αδελφό του ενάγοντος Π. Γ. ακίνητο 4.259 τ.μ. με το υπ’ αρ. .../21.1.1984 συμβόλαιο του Συμ/φου Αργοστολίου Γεράσιμου Αυγερινού, το δε ακίνητο του ενάγοντος συνορεύει με τις παραπάνω ιδιοκτησίες, με αιγιαλό και πέραν αυτού με θάλασσα, όπως διαπίστωσε και η πραγματογνώμων, κατά την εφαρμογή των τίτλων των εν λόγω ιδιοκτησιών. Επομένως, από τα συμβόλαια των διαδίκων και τα συνοδεύοντα αυτά τοπογραφικά διαγράμματα αποδεικνύεται ότι η Α. Α. δεν είχε άλλη ιδιοκτησία, η οποία να συνόρευε με το ακίνητο του ενάγοντος, γιατί στην αντίθετη περίπτωση αυτό θα αναφερόταν στο συμβόλαιο του ενάγοντος του 1988, στο οποίο αναφέρεται ότι το ακίνητο συνορεύει Β.Δ με αιγιαλό και πέραν αυτού με θάλασσα. Η Α. Α. το έτος 1988, εκτός του ακινήτου του ενάγοντος, μεταβίβασε ακίνητο 2.155 τ.μ. σε κάποιον ονόματι Β. με το υπ’ αρ. .../1988 συμβόλαιο και κράτησε για τον εαυτό της ακίνητο 1.500 τ.μ., που εκμίσθωσε στον Γ. Ν.. Τα εν λόγω ακίνητα δεν συνορεύουν με την ιδιοκτησία του ενάγοντος. Οι εναγόμενοι επικαλούμενοι ότι η πραγματογνώμων διαπίστωσε ότι μεταξύ της ιδιοκτησίας τους και της ιδιοκτησίας του ενάγοντος υπάρχει "κενή"περιοχή, εκτάσεως 743,53 τ.μ., ισχυρίζονται ότι αυτή ανήκει στην Α. Α. και επομένως είχε ιδιοκτησία, συνορεύουσα με το ακίνητο του ενάγοντος, το έτος μεταβίβασής του σ’ αυτόν (1988) και ότι έτσι υπάρχει κατάτμηση κατά την έννοια του παραπάνω π.δ. Η έκταση αυτή δεν απεικονίζεται στα τοπογραφικά διαγράμματα του 1984 και 1988 και εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο τοπογραφικό διάγραμμα του 1998, βάσει του οποίου διορθώθηκε το συμβόλαιο αγοράς των εναγομένων. Από όλο το αποδεικτικό υλικό, το Δικαστήριο σχηματίζει δικανική πεποίθηση ότι αυτή η "κενή"περιοχή περιλαμβανόταν στο πωληθέν και μεταβιβασθέν ακίνητο στους εναγόμενους και αποτυπώθηκε το πρώτο στο τοπογραφικό διάγραμμα του 1998, στο οποίο περιελήφθη και η επίδικη έκταση. Τα ίδια δέχθηκε και η πραγματογνώμων, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι στο τοπογραφικό του ενάγοντος του 1988 στη θέση της "κενής"περιοχής, αναφέρονται ως συνορίτες οι εναγόμενοι αδελφοί Ζ. και ότι τα όρια της ιδιοκτησίας υποδείχθηκαν επί τόπου υπό της ιδιοκτήτου, ότι δηλαδή η "κενή"περιοχή υποδείχθηκε από την ίδια την Α. Α. ότι ανήκε στην ιδιοκτησία των αδελφών Ζ.. Εξάλλου, ότι η Α. Α. το 1988, μετά τη μεταβίβαση των ακινήτων στον ενάγοντα και τους λοιπούς προαναφερθέντες, ήταν κυρία μόνο του ακινήτου που είχε εκμισθώσει στον Γ. Ν., προέκυψε κατά την αυτοψία που έγινε στην επίδικη περιοχή του γύρου Κούταβου από τη Δ/νση Πολεοδομίας Αργοστολίου (βλ. Το υπ’ αρ. πρωτ. 2632/10.12.1997 έγγραφο της Προϊσταμένης της Πολεοδομίας Αργοστολίου). Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι η Α. Α. δεν είχε άλλη ιδιοκτησία όμορη με το πωληθέν προς τον ενάγοντα ακίνητο, αφού, εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα αναφερόταν στο συμβόλαιο του τελευταίου. Έτσι, το 1988 το ακίνητο του ενάγοντος είχε γίνει αυτοτελές, μετά τις γενόμενες το έτος 1984 προαναφερθείσες μεταβιβάσεις από την Α. Α. στους εναγομένους, στον Γ. Π. και Π. Γ..
Συνεπώς δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω το παραπάνω π.δ. του 1985 και το συμβόλαιο αγοράς του ενάγοντος της έκτασης των 5.539,65 τ.μ., στο οποίο περιλαμβάνεται και η επίδικη έκταση, δεν πάσχει ακυρότητα. Οι ισχυρισμοί των εναγομένων ότι στο τοπογραφικό διάγραμμα του 1990, που επικυρώθηκε το 1996, το ακίνητο του ενάγοντος εμφαίνεται ότι είναι εμβαδού 8.500 τ.μ. περίπου και ότι αυτό έγινε για να μη κηρυχθεί άκυρο το συμβόλαιο του, ενόψει του ως άνω π.δ/τος και αληθείς υποτιθέμενοι δεν έχουν έννομη επιρροή, εφόσον αποδείχθηκε ότι δεν υπήρξε κατάτμηση στην προκειμένη περίπτωση. Επομένως και ο σχετικός τρίτος λόγος της έφεσης περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος στην άσκηση της αγωγής, λόγω της ακυρότητος του συμβολαίου του με το ως άνω π.δ., πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι ζητούν να διαταχθεί νέα πραγματογνωμοσύνη, επειδή η ορισθείσα πραγματογνώμων δεν προσδιόρισε με ακρίβεια τη συνολική έκταση της ιδιοκτησίας της Α. Α., να διευκρινήσει επαρκώς την ύπαρξη "κενής"περιοχής ανάμεσα στα ακίνητα του ενάγοντος και των εναγομένων, να εξηγήσει τη μετατόπιση της ιδιοκτησίας του ενάγοντος στα τοπογραφικά διαγράμματα "προς τα μέσα"και τη δημιουργία συνεχόμενης με τη μεταβιβασθείσα στον ενάγοντα έκτασης, 6.244,15 τ.μ. και να δικαιολογήσει την ταύτιση της ιδιοκτησίας του ενάγοντος με αυτή που αναγράφεται στο συμβόλαιο του. Επί αυτών πρέπει να λεχθεί ότι η ορισθείσα με την 293/2003 μη οριστική απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πραγματογνώμων, αφού έλαβε υπόψη τις αεροφωτογραφίες των ετών 1945, 1960, 1972 και 1986, καθώς και όλα τα προσαχθέντα από τους διαδίκους έγγραφα, συμβόλαια, τοπογραφικά διαγράμματα κ.λπ., έκανε όσο το δυνατόν ακριβή και λεπτομερή καταγραφή της κατάστασης που υπήρχε στην περιοχή της αρχικής ιδιοκτήτριας Α. Α. και εφάρμοσε με επάρκεια στο έδαφος τα όρια των ακινήτων, όχι μόνο των διαδίκων, αλλά και των άλλων όμορων ιδιοκτητών, έχοντας να αντιμετωπίσει την πρόσθετη δυσκολία ότι δεν συντάχθηκε τοπογραφικό διάγραμμα που να συνοδεύει το αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του 1970, με το οποίο η Α. Α. αγόρασε την έκταση, που κατατμήθηκε στη συνέχεια. Την ίδια δυσκολία αντιμετώπισαν και οι συντάξαντες τα τοπογραφικά διαγράμματα για τις επί μέρους μεταβιβάσεις και κατατμήσεις της αρχικής έκτασης, ώστε να προσδιορίσουν με ακρίβεια τα επί μέρους και τα συνολικά εμβαδά των κατατμηθέντων ακινήτων και γι’ αυτό, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, υπήρξαν αποκλίσεις ως προς ορισμένα εδαφικά τμήματα, ύπαρξη "κενών"περιοχών, μετατόπιση ορίων κ.λπ, αφού είναι γνωστό ότι πολλές φορές τα τοπογραφικά διαγράμματα δεν απεικονίζουν κατ’ απόλυτο τρόπο την εδαφική πραγματικότητα. Όμως τα παραπάνω, δεν εμπόδισαν το Πρωτοβάθμιο, αλλά και το παρόν Δικαστήριο, να διακριβώσει την αληθή κατάσταση που είχε διαμορφωθεί, βοηθούμενο σε αρκετά σημεία από τη διεξαχθείσα πραγματογνωμοσύνη.
Συνεπώς, κρίνεται ότι δεν απαιτείται η διεξαγωγή νέας πραγματογνωμοσύνης, απορριπτομένου του σχετικού αιτήματος των εναγομένων". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι όπως παραπάνω έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού τα πραγματικά περιστατικά, που με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα, ήταν αρκετά για την εφαρμογή των προδιαληφθεισών περί παραγώγου και πρωτοτύπου τρόπου αποκτήσεως κυριότητας διατάξεων (1033, 1192 αρ.1, 1041, 1042 ΑΚ) καθώς και του ΠΔ της 31-12-1985 (ΦΕΚ 2/20-1-1986) ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος. Ειδικότερα διαλαμβάνεται στην απόφαση ότι ο ενάγων έγινε κύριος του επιδίκου ακινήτου, το οποίο αποτελεί τμήμα μεγαλυτέρου ακινήτου που αυτός απέκτησε με το νόμιμα μεταγραμμένο υπ’ αριθμ. .../1988 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβ/φου Αργοστολίου Παναγάγγελου Καραβιώτη και ότι στο πρόσωπο των εναγομένων δεν συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις της τακτικής χρησικτησίας, καθόσον αυτοί κατά τον χρόνο καταλήψεως του επιδίκου, ήτοι το 1989 δεν είχαν καλή πίστη, ενώ συμπεριέλαβαν το ακίνητο αυτό στο τίτλο αιτήσεώς τους (συμβ..../4-4-1984) με το διορθωτικό του τίτλου αυτού υπ’ αριθμ..../99 συμβόλαιο του προαναφερθέντος συμβολαιογράφου, χωρίς τούτο να τους ανήκει και ακόμη ότι ο τίτλος αιτήσεως των εναγόντων δεν είναι άκυρος, κατά το ΠΔ της 3-12-1985, γιατί με τη σύμβαση αυτή δεν επήλθε κατάτμηση, καθόσον η πωλήτρια Α. Α., κατά το χρόνο καταρτίσεως του εν λόγω τίτλου (13-10-1988) δεν είχε στην ιδιοκτησία της άλλο ακίνητο που να συνορεύει με το πωληθέν στον ενάγοντα. Ενόψει τούτων οι από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αιτιάσεις των δύο πρώτων λόγων της αναιρέσεως, με τις οποίες αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών είναι αβάσιμοι. Περαιτέρω οι ίδιοι λόγοι αναιρέσεως κατά το μέρος, που με αυτούς οι αναιρεσείοντες προβάλλουν αιτιάσεις για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, για τον συσχετισμό και ανάλυση των αποδείξεων, για τη μη αιτιολόγηση της αποδοχής ή μη των αποδεικτικών μέσων και δη των μαρτυρικών καταθέσεων, των εγγράφων και της εκθέσεως πραγ/νης καθώς και για την επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, είναι κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτες, γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και περί την αποδοχή πραγματικών περιστατικών ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αριθμ.11 περ.γ του ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίλυση αυτών από τον διάδικο. Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου, όταν είναι σαφής και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Καμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (μάρτυρες, έγγραφα κλπ). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.ΑΠ 2/2008) ή κατ’ άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.ΑΠ 14/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, και υπό την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι το Εφετείο κατά το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος περί μη ακυρότητάς του τίτλου κτήσεως του ενάγοντος λόγω μη συνδρομής παραβιάσεως του από 3-12-1985 πδ δεν έλαβε υπόψη το από Απριλίου 1990 τοπογραφικό διάγραμμα του Δ. Α.. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος γιατί από την προσβαλλόμενη απόφαση και την αναφορά της σε "όλα τα επικαλούμενα και νόμιμα προσκομιζόμενα έγγραφα", στα οποία περιλαμβάνονται, κατά το άρθρο 390 ΚΠολΔικ, και τα τοπογραφικά διαγράμματα (Ολ.ΑΠ 8/2005, Ολ.ΑΠ 12/2005) και την ιδιαίτερη αναφορά της στα 4α και 8α φύλλα της στο επίμαχο τοπογραφικό διάγραμμα του 1990, καθώς και τις διαπιστώσεις της, δεν καταλείπεται καμιά απολύτως αμφιβολία ότι το αποδεικτικό αυτό μέσο λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε με τις λοιπές αποδείξεις, για τη στήριξη του αποδεικτικού πορίσματος. Εξάλλου η αξιολόγηση του περιεχομένου του αποδεικτικού αυτού μέσου ανάγεται στην εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας, η οποίας είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Η άποψη ότι διαφορετική εκτίμηση του αποδεικτικού αυτού μέσου θα οδηγούσε το δικαστήριο της ουσίας, σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν ως προς την εγκυρότητα του τίτλου κτήσεως των αναιρεσιβλήτων, οδηγεί σε έλεγχο της προσβαλλομένης αποφάσεως για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ήτοι σε αποτέλεσμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελιώδη επιλογή του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔικ.
Επειδή, ο από το άρθρο 559 αρ.20 ΚΠολΔικ, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας, παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα, διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου. Για την ίδρυση του λόγου αυτού δεν αρκεί η εσφαλμένη ανάγνωση του αποδεικτικού, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔικ, εγγράφου, αλλά πρέπει επί πλέον το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το συνεκτιμήσει απλώς μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (Ολ.ΑΠ 2/2008, ΑΠ 495/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και κατά το δεύτερο μέρος του αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση επικουρικά ως προς το από το άρθρο 559 αρ.11 εδ.γ λόγο του πρώτου μέρους καθόσον διαφορετικά θα υπήρχε αντίφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, της παραμορφώσεως του Απριλίου 1990 τοπογραφικού διαγράμματος του Δ. Α., με το να δεχθεί ότι σ’ αυτό δεν υφίσταται κενή περιοχή 743,53 τ.μ, που ανήκει στην πωλήτρια Α. Α. και συνορεύει με το ακίνητο του αναιρεσιβλήτου η ύπαρξη της οποίας καθιστά άκυρο τον τίτλο κτήσεώς του λόγω παραβιάσεως του από 3-12-1985 π.δ. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον το δικαστήριο δεν στήριξε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο το αποδεικτικό του πόρισμα ως προς την εγκυρότητα του επίμαχου τίτλου στο τοπογραφικό αυτό διάγραμμα, το οποίο ο αναιρεσείων το υπολαμβάνει ως αποδεικτικό έγγραφο κατά την έννοια των άρθρων 335 επ. αλλά το συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, (έκθεση πραγ/νης, τοπογραφικά διαγράμματα των ετών 1984, 1988, 1998, έγγραφο πολεοδομίας Αργοστολίου) η δε επικαλούμενη πλημμέλεια αφορά στην ανέλεγκτη αναιρετικά αποδεικτική αξιολόγησή του. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός, κατά το ερευνώμενο μέρος του, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, αλλά και η πρόσθετη υπέρ των αναιρεσειόντων παρέμβαση πρέπει να απορριφθούν. Οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη του πρώτου αναιρεσίβλητου (άρθρ. 176, 180 παρ.1 και 183 ΚΠολΔικ), και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 
Απορρίπτει την από 29-6-2009 αίτηση των Ν. Ζ. του Μ. και Γ. Ζ. του Μ. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 407/2009 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών και την υπέρ των αναιρεσειόντων, από 19-1-2010, πρόσθετη παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Ιόνιος Ανώνυμη, Τεχνική, Εμπορική, Βιομηχανική και Τουριστική Εταιρεία".
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του πρώτου αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου 2014. 
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Μαΐου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ - ΚΥΡΙΟΤΗΤΑ - ΑΠ Απόφαση 2246 / 2014 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Δάση, Δημόσια κτήματα, Νομή, Χρησικτησία. Περίληψη: Απόκτηση κυριότητας ακινήτου - δασικής έκτασης με χρησικτησία, που συμπληρώθηκε μέχρι την 15-9-1915

$
0
0
Απόφαση 2246 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Δάση, Δημόσια κτήματα, Νομή, Χρησικτησία.
Περίληψη:

Απόκτηση κυριότητας ακινήτου - δασικής έκτασης με χρησικτησία, που συμπληρώθηκε μέχρι την 15-9-1915. Σχετικές διατάξεις. Έννοια νομής και καλής πίστης κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο. Αβάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ (Επικυρώνει ΕφΑθ 2972/13).




Αριθμός 2246/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ'Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. 
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Τoυ αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Βασίλειο Κορκίζογλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ε. χας Α. Κ., το γένος Κ. Κ., 2)Ι. Κ. του Α., κατοίκων αμφοτέρων …, και 3) νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Ιερά Κοινοβιακή Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Πεντέλης"που εδρεύει στην Παλαιά Πεντέλη Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα. Οι 1η και 2η εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Κωνσταντίνα Κατσίφα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και το 3ο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ματθαίο Βαραγγούλη. 
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4/11/2009 αγωγή και την από 2/2/2010 προσεπίκληση των 1ης και 2ης των ήδη αναιρεσιβλήτων καθώς και την από 14/4/2010 πρόσθετη παρέμβαση του 3ου ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2709/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 2972/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το Ελληνικό Δημόσιο με την από 15/10/2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 30/9/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του 3ου αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), ν. 2 Παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν. 6 παρ.1 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 (Πανδ. 18.1), ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι οποίες τυγχάνουν εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση, κατ'άρθρον 51 Εισ. Ν.Α.Κ., μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία κατόπιν ασκήσεως νομής, ως τέτοιας νοούμενης της άσκησης σ'αυτό εμφανών και συνεχών πράξεων που εκδηλώνουν βούληση εξουσίασης του νομέα πάνω στο ακίνητο, όπως καλλιέργεια, εκμίσθωση, εποπτεία, φύλαξη και άλλες πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση του ακινήτου, με καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέα ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ'ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, γεγονός που συνάγει το δικαστήριο της ουσίας, ενόψει της φύσης της καλής πίστης ως ενδιάθετης κατάστασης, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 20 παρ. 12 πανδ. (5.8), 27 πανδ. (18.1), από περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, και διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 974 και 1045 ΑΚ προκύπτει ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση φυσικής εξουσίας πάνω στο πράγμα με διάνοια κυρίου επί συνεχή εικοσαετία. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν. της 21.6/13.7-1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων", συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν και σε δημόσια κτήματα, όπως είναι και τα δάση, τα οποία είναι εθνικά (εκτός των διαλαμβανομένων στα άρθρα 1 και 2 του από 17-11/1-12-1836 Β. Δ/τος, τα οποία θεωρούνται ως ιδιωτικά υπό τις στο άρθρο 3 του εν λόγω Β. Δ/τος προϋποθέσεις), εφόσον η τριακονταετής νομή τους είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου"που εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 12-9-1915 μέχρι και της 16-5-1926 και του άρθρου 21 του ν. δ. της 22.4/16-5-1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κ.λ.π", που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του αν. ν. 1539/1938 "περί προστασίας τον δημοσίων κτημάτων"και διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 53 Εισ.Ν. ΑΚ., με τις οποίες διατάξεις ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, άρα και η χρησικτησία πάν σ'αυτά. Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχε νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δ. αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Ως ζητήματα δε, σε σχέση με τα οποία η έλλειψη, η αντιφατικότητα ή η ανεπάρκεια των αιτιολογιών στερεί από νόμιμη βάση την απόφαση, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που συγκροτούν την ιστορική βάση αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, όχι όμως και οι ελλείψεις που αφορούν την εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ειδικότερα αναφέρονται στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται από αυτές, αρκεί μόνο το πόρισμα να εκτίθεται με σαφήνεια. Η απόφαση που αναγνωρίζει κυριότητα σε ακίνητο από έκτακτη χρησικτησία για να μη στερείται νομίμου βάσεως πρέπει να αναφέρει στο αιτιολογικό της μεταξύ των άλλων στοιχείων της χρησικτησίας και τις πράξεις του νομέα ή του αντιπροσώπου του, που συνιστούν την επί του πράγματος άσκηση της νομής του, καθώς και την καλή πίστη του νομέα, αν εμπίπτει στον χρόνο ισχύος του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων εκτίμησή του, τα εξής ουσιώδη αναφορικά με την ένδικη αναγνωριστική κυριότητος αγωγή των αναιρεσιβλήτων, πραγματικά περιστατικά: "Δυνάμει της υπ'αριθμ. .../18.9.1980 πράξης αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Αθηνών Αλέξανδρου Ζιάκα, που έχει μεταγραφεί νόμιμα, περιήλθε κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου στην Ε. χήρα Α. Κ. και κατά ποσοστό 3/4 στην Ι. Κ. του Α., ως μοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αποβιώσαντος στις 7.6.1980 Α. Κ. του Ε., συζύγου της πρώτης ενάγουσας και πατέρα της δεύτερης, μεταξύ άλλων, και ένα αγροτεμάχιο εκτάσεως 1.000 τ.μ. περίπου, κείμενο στη θέση "Προφήτης Ηλίας"Μελισσιών Αττικής. Το ακίνητο αυτό εμφαίνεται με τον αριθμό 53/272 και δη με τον αριθμό 5 του … Οικοδομικού Τετραγώνου στο από 26.6.1975 σχεδιάγραμμα του μηχανικού Γ. Μ., που προσαρτάται στο υπ'αριθμ. .../27.6.1975 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Αλέξανδρου Δημόπουλου, και συνορεύει (...). Στον δικαιοπάροχο των προαναφερομένων Α. Κ. περιήλθε το ως άνω ακίνητο λόγω αγοράς από την Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Πεντέλης δυνάμει του υπ'αριθμ..../27.6.1975 συμβολαίου συμβιβαστικής πωλήσεως του συμβολαιογράφου Αθηνών Αλέξανδρου Δημόπουλου, που έχει μεταγραφεί νόμιμα, σε συνδυασμό και με την υπ'αριθμ. 383/2.4.1978 πράξη εξοφλήσεως τιμήματος και άρσης διαλυτικής αίρεσης, που έχει μεταγραφεί νόμιμα. Κατά νεότερη δε καταμέτρηση του ακινήτου αυτού στο από Σεπτεμβρίου 2008 σχεδιάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού Θεόδωρου Κωστόπουλου, το οποίο προσκομίζεται από τις ενάγουσες, αυτό είναι συμβατό ως προς το σχήμα, τα όρια και το εμβαδόν του ακινήτου προς τις αντίστοιχες καταχωρήσεις στο κτηματολογικό διάγραμμα αυτού. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 13α του Ν.2664/1998, το ακίνητο αυτό έχει έκταση 992,07 τ.μ., βρίσκεται στη θέση Προφήτης Ηλίας Μελισσιών, κείται εκτός σχεδίου πόλεως και εμφαίνεται με τον αριθμό 53/272 του … Οικοδομικού Τετραγώνου, με τα στοιχεία ΑΒΓΔΕΑ (...). Το αγροτεμάχιο αυτό ο δικαιοπάροχος των εναγουσών είχε καταλάβει και κατείχε τουλάχιστον από το έτος 1954 και κατά καιρούς ζητούσε προφορικά και εγγράφως με την υπ'αριθμ.68/14.2.1975 αίτηση του προς το Ηγούμενο συμβούλιο της Ιεράς Μονής τη συμβιβαστική προς αυτόν εκ μέρους της Ιεράς Μονής μεταβίβαση του επιδίκου αντί ευλόγου και δικαίου τιμήματος. Για τη μεταβίβαση αυτή του επιδίκου ακινήτου από την Ιερά Μονή Πεντέλης προς τον άμεσο δικαιοπάροχο των εναγουσών προηγήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις και ειδικότερα: α) με την υπ'αριθμ. πρωτ. 39949/21.7.1953 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας άρθηκαν οι απαγορεύσεις του Ν.2148/1952 και επιτράπηκε στην Ιερά Μονή Πεντέλης η πώληση 72 στρεμμάτων στην περιοχή της Νέας και Παλαιάς Πεντέλης, β) με την υπ'αριθμ. Ε/II 836 απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας εγκρίθηκε η πώληση έκτασης 85 στρεμμάτων στην περιοχή Πάτημα Προφήτου Ηλία Νέας Πεντέλης, γ) με την υπ'αριθμ. πρωτ. 317/1539/979/27.3.1970 απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας- περί συμβιβαστικής εκποιήσεως- που εγκρίθηκε νόμιμα με την υπ'αριθμ. Α870/10.3.1975 απόφαση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και δόθηκε η κατά νόμο άδεια με την υπ'αριθμ. 2/10.4.1975 απόφαση του Κ.Δ.Σ. ΟΔΔΕΠ και δ) με την υπ'αριθμ. 5883/11.2.1970 απόφαση του Νομάρχη Αττικής, ενώ κατεβλήθησαν στο Ταμείο Γενικών Εσόδων τα νόμιμα τέλη υπέρ του Ειδικού Ταμείου Εποικισμού. Στο ίδιο συμβόλαιο δηλώθηκε από τους συμβαλλόμενους ότι δεν πρόκειται περί δάσους ή δασικής έκτασης και δεν υπάγεται στην αναδασωτέα περιοχή του λεκανοπεδίου Αττικής, η οποία καθορίστηκε με την υπ'αριθ. 108424/13.9.1934 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, κείται εκτός σχεδίου πόλεως και πρόκειται περί αγροτεμαχίου. Η επίδικη έκταση αποτελεί τμήμα ενός πολύ μεγάλου κτήματος της Ιεράς Μονής Πεντέλης ονομαζόμενου "Γεροτσακούλι"ή "Χεροτσακούλι", εκτάσεως χιλιάδων στρεμμάτων, το οποίο περιελάμβανε κυρίως δάση και δασότοπους, αλλά και βοσκήσιμες και καλλιεργήσιμες γαίες καθώς και αγρούς και συνόρευε ανατολικά από τη Ραφήνα μέχρι το χωριό Νέα Μάκρη στη θέση Πλαίσια ή Πλέστι με θάλασσα, βόρεια με την κορυφογραμμή του Πεντελικού όρους, νότια με τις θέσεις "Γαργητός", "Κάντζα", "Χαρβάτι", "Ντράφι"και "Πικέρμι"και με την οδό Μεσογείων μέχρι Ραφήνα και δυτικά με τα όρια της ιδιοκτησίας της Μονής Πετράκη στις τοποθεσίες Κοκκιναράς και Παλαιός Άγιος Ιωάννης (Παληάγιαννης) και με το δρόμο από το Μαρούσι προς Μεσόγεια, συμπεριλαμβανομένων των θέσεων Πηγή Μελισσιών, Μελίσσια, Αγία Μαρίνα και Βριλήσσια. Μεγάλο τμήμα του κτήματος αυτού η Ιερά Μονή Πεντέλης απέκτησε το έτος 1578 κατά την ίδρυση της από δωρεές Χριστιανών και το υπόλοιπο τμήμα κατά το έτος 1600 περίπου από ένα Οθωμανό από την Κάρυστο, ονομαζόμενο Καγκάδη με τίτλους αγοραπωλησίας, οι οποίοι όμως καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Καθόλο αυτό το χρονικό διάστημα η άνω Μονή ασκούσε φυσική εξουσία επί του άνω κτήματος χωρίς να ενοχληθεί από κανένα. Αλλά και μετά τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους η Μονή εξακολουθούσε αδιάκοπα και αδιατάρακτα να ασκεί τη φυσική εξουσία επ'αυτού με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη, διενεργώντας όλες τις διακατοχικές πράξεις που αρμόζουν στη φύση του. Συγκεκριμένα είχε φύλακες για να το φυλάσσουν, δημοπρατούσε την υλοτομία των δένδρων που υπήρχαν σ'αυτό, συνέλεγε ρητίνη από τα πεύκα ή εκμίσθωνε το δικαίωμα ρητινο συλλογή ς σε διάφορους μισθωτές, εκμίσθωνε τα βοσκήσιμα τμήματα του κτήματος σε κτηνοτρόφους για βοσκή και τα καλλιεργήσιμα, κυρίως με αμπέλια, τμήματα σε καλλιεργητές για καλλιέργεια (ενδεικτικά αναφέρονται στην απόφαση αντίστοιχα μισθωτήρια συμβόλαια των ετών 1867, 1869, 1870-1874, 1876-1879, 1881, 1884, 1885, 1886, 1896, 1898, 1900, 1909, 1920, 1929, 1932, 1938, 1942, 1943). Τις προαναφερόμενες πράξεις η Ιερά Μονή Πεντέλης ασκούσε με διάνοια κυρίας, γιατί ενεργώντας με τα όργανα της, είχε τη θέληση να εξουσιάζει το ως άνω κτήμα για δικό της λογαριασμό, ως κυρία αυτού. Λόγω καταστροφής των τίτλων αγοράς του μείζονος ως άνω ακινήτου από τη Μονή Πεντέλης, με διαταγή της Ελληνικής Κυβερνήσεως συντάχθηκαν τα έτη 1836 και 1837 ως "μαρτυρικά"έγγραφα οι δύο Κώδικες που σώζονται μέχρι σήμερα, ο ένας από τους οποίους θεωρήθηκε τον Φεβρουάριο του έτους 1836 από τον Επαρχιακό Διευθυντή Αττικής, που δεν αποτελούν μεν τίτλους ιδιοκτησίας, έχουν όμως ιδιαίτερη αξία ως αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά τις εκτάσεις που νεμόταν η Μονή (στις οποίες περιλαμβάνεται το άνω μείζον ακίνητο), διότι συντάχτηκαν από Δημόσια Υπηρεσία (την επιτροπή Β.Δ. της 1-12-1834) και με βάση τις μαρτυρίες των κατοίκων των πλησίον του κτήματος αυτού χωρίων, στο δεύτερο δε απ'αυτούς περιλαμβάνεται λεπτομερής περιγραφή των ορίων του κτήματος. Η ανωτέρω πεποίθηση των αρμοδίων οργάνων της Μονής ενισχύθηκε και από την συμπεριφορά του Ελληνικού Δημοσίου. Ειδικότερα στην κατάσταση πινάκων υλοτομίας του δάσους "Χεροτσακούλι"του Δασονομείου Αττικής αυτό αναφέρεται κατά τα έτη 1842-1844 ως διαφιλονικούμενο, το 1853 ως μοναστηριακό, τα έτη 1857, 1858, 1881 και 1882 ως εκκλησιαστικό, τα έτη 1875,1882-1883 ως εθνικό, το έτος 1866 με επιφύλαξη, τα έτη 1864-1865-1867-1869, 1874-1877-1879, 1883-1884 έως και 1901 ως ιδιόκτητο. Μέχρι τότε το Ελληνικό Δημόσιο δεν είχε ενοχλήσει τη Μονή στην άσκηση των πράξεων νομής, στις οποίες αυτή προέβαινε. Το 1884 η Μονή δώρησε στο Ελληνικό Δημόσιο μέρος του επίμαχου κτήματος εκτάσεως 1.377,325 στρεμμάτων και η δωρεά εγκρίθηκε με Βασιλικό διάταγμα (ΦΕΚ 45/3.2.1884). Το 1895 η Μονή διεκδίκησε την επιστροφή του δωρηθέντος και δικαιώθηκε με την υπ'αριθμ. 4033/1897 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, διότι κρίθηκε ότι η δωρεά ήταν άκυρη ελλείψει συμβολαιογραφικού εγγράφου. Η Μονή εγκαταστάθηκε εκ νέου στο εν λόγω τμήμα του κτήματος το έτος 1898. Το Δημόσιο ήγειρε αμφισβητήσεις για τα δικαιώματα της Μονής από το 1901 και εντεύθεν, όμως αργότερα, πριν την 11.9.1915 αποδέχθηκε την κυριότητα επί του ακύρως δωρηθέντος τμήματος του όλου ακινήτου με το υπ'αριθμ. .../1912 συμβόλαιο συμβιβασμού του συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Γρηγορόπουλου. Το έτος 1900 η Μονή άσκησε την από 20.8.1900 αγωγή ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών για προστασία της νομής της στο κτήμα "Χεροτσακούλι"κατά του Αλέξανδρου Σκουζέ, ο οποίος είχε κτήμα συνοδευόμενο με το ανωτέρω από το οποίο είχε υλοτομήσει κατά την αγωγή 100.000 πεύκα χωρίς δικαίωμα. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ'αριθμ.471/1903 απόφαση, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή κατά την ως άνω βάση της. Εξάλλου, από το υπ'αριθμ.πρωτοκ.137693/30.12.1941 έγγραφο του Υπουργείου Γεωργίας προς την Υπηρεσία Κρατικών Προμηθειών προκύπτει ότι ο Διευθυντής του εν λόγω Υπουργείου γνωστοποιεί στην πιο πάνω υπηρεσία ότι το δάσος "Χεροτσακούλι"ανήκει στην Ιερά Μονή Πεντέλης και, προκειμένου να γίνει εκμετάλλευση αυτού για τις ανάγκες του νοσοκομείου παίδων, πρέπει να ζητηθεί η συγκατάθεση της δασοκτήμονος Ιεράς Μονής. Για τις επί του άνω κτήματος (περιλαμβάνοντος, όπως αναφέρθηκε, το επίδικο) πράξεις νομής της Ιεράς Μονής Πεντέλης τουλάχιστον από το έτος 1836 μέχρι και τις 11-9-1915, αλλά και μεταγενέστερα, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση και τη διατήρηση της νομής αυτής δεν προσβάλλει δικαίωμα κυριότητας άλλου, σαφής είναι η κατάθεση τόσο του μάρτυρα των εφεσίβλητων- εναγόντων όσο και του μάρτυρα της εφεσίβλητης-προσθέτως παρεμβαίνουσας. Επομένως, η απώτερη δικαιοπάροχος των εφεσιβλήτων-εναγουσών Ιερά Μονή Πεντέλης, αφού νεμήθηκε με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, το ως άνω μείζον κτήμα, στο οποίο περιλαμβάνεται και το επίδικο, από τα μέσα του 16ου αιώνα, που, κατά τα προαναφερθέντα, περιήλθε σε αυτήν, μέχρι τη μεταβίβαση της εκτάσεως των 992,07 τ.μ. το έτος 1975 στον δικαιοπάροχο των εναγουσών Α. Κ., έγινε κυρία του κτήματος (και του επιδίκου) με έκτακτη χρησικτησία για την οποία, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ισχύσαντος πριν τον ΑΚ Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου, απαιτείται επί χρονικό διάστημα τριάντα ετών συνεχώς νομή με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, την οποία αποτελεί η ειλικρινής πεποίθηση του νομέα ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ'ουσία το δικαίωμα κυριότητας άλλου επ'αυτού (...). Το γεγονός ότι για τα δασικά τμήματα του μείζονος κτήματος δεν τηρήθηκε η διαδικασία του από 17-11/1.12.1836 Β.Δ "περί ιδιωτικών δασών", δηλαδή δεν προσήχθησαν τίτλοι ιδιοκτησίας από την Ιερά Μονή Πεντέλης στην επί των Οικονομικών Γραμματεία εντός έτους από της δημοσιεύσεως του άνω β.δ/τος, είχε μεν ως συνέπεια να θεωρηθούν τα προαναφερόμενα τμήματα (δασικά) του μείζονος κτήματος ως εθνικά (δημόσια), αφού όμως η Ιερά Μονή Πεντέλης νεμήθηκε με καλή πίστη και το τμήμα αυτό (μαζί με το υπόλοιπο κτήμα) συνεχώς από τα μέσα του 16ου αιώνα μέχρι το έτος 1975, έγινε κυρία και αυτού του τμήματος με έκτακτη χρησικτησία, δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην πιο πάνω νομική σκέψη, και επί δημοσίων κτημάτων ήταν δυνατή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, ,εφόσον η επ'αυτών τριακονταετής συνεχής νομή με καλή πίστη είχε συμπληρωθεί μέχρι την 11-9-1915, όπως εν προκειμένω συνέβη με τη νομή της Ιεράς Μονής Πεντέλης. Τις ανωτέρω πράξεις νομής η Ιερά Μονή εξακολούθησε να τις ασκεί συνεχώς με την πεποίθηση ότι ήταν κυρία μέχρι τις 27.6.1975 που μεταβίβασε στον Α. Κ., δικαιοπάροχο των εναγουσών, την έκταση των 1.000 τ.μ. και κατά νεότερη καταμέτρηση 992,07 τ.μ., ενώ το Ελληνικό Δημόσιο δεν αποδείχτηκε ότι προέβη σε οποιαδήποτε διακατοχική πράξη αυτής. Εξάλλου, η κυριότητα της Ιεράς Μονής επί του δασοαγροκτήματος "Γεροτσακούλι"ουδέποτε αμφισβητήθηκε από το Δημόσιο μέχρι το έτος 1983, αλλά απεναντίας τούτο αντιμετώπιζε αυτό ως ιδιωτική έκταση που ανήκε στην Ι. Μονή, όπως προκύπτει από σειρά δημοσίων εγγράφων. Ειδικότερα α)στο από 30-12-1941 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών του Υπουργείου Γεωργίας προς την Υπηρεσία Κρατικών Προμηθειών ρητά μνημονεύεται ότι το δάσος "Γεροτσακούλι"ανήκει στην Ιερά Μονή Πεντέλης, β)με το από 28-5-1953 έγγραφο του το Δασαρχείο Πεντέλης απευθυνόμενο προς την Ι.Μονή ζητεί τη συγκατάθεση της για την διάνοιξη δρόμου και την υλοτομία πευκοδένδρων, γ)το υπ'αριθμ.634/200/25.7.1916 έγγραφο του Προτύπου Δασαρχείου Αττικής απευθύνεται επί λέξει "Προς τον ιδιοκτήτη του δάσους Χεροτσακούλι, Βουρβά, Γέρακα, Ηγουμενοσυμβούλιον της Ιεράς Μονής Πεντέλης"περί προστατευτικών λωρίδων κατά της πυρκαγιάς, δ)στο υπ'αριθμ.πρωτοκ.4560/21.8.1918 έγγραφο του Δασαρχείου Αττικής που απευθύνεται προς την Ιερά Μονή Πεντέλης και με το οποίο αποστέλλεται προς αυτή σχέδιο απαγορευτικής διατάξεως σχετικά με δασική έκταση ιδιοκτησίας της, η οποία βρίσκεται στην πλευρά του Πεντελικού που στρέφεται προς το λεκανοπέδιο Αθηνών, για να εκφέρει γνώμη, ε) με την υπ'αριθμ.77782/12.4.1944 απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας με την οποία αίρεται η επίταξη του καμμένου μη δασικού δάσους ιδιοκτησίας της Ιεράς Μονής Πεντέλης, στ)στην υπ'αριθμ. πρωτοκ. 137.693/30.12.1941 επιστολή του Υπουργείου Γεωργίας προς την Υπηρεσία Κρατικών προμηθειών (Γραφείο Τροφίμων), με την οποία ο Διευθυντής του Υπουργείου γνωστοποιεί στην Υπηρεσία αυτή ότι το δάσος "Γεροτσακούλι"ανήκει στην Ιερά Μονή Πεντέλης και προκειμένου να γίνει εκμετάλλευση του δάσους για τις ανάγκες του Νοσοκομείου Παίδων πρέπει να ζητηθεί από αυτό η συγκατάθεση της δασοκτήμονος Ιεράς Μονής, ζ)στην υπ'αριθμ. πρωτοκ. 64010/7.8.1942 επιστολή του Υπουργείου Γεωργίας προς τον Δασάρχη Αναδασώσεων, με την οποία του γνωστοποιεί την τροποποίηση της προβλεπόμενης σειράς υλοτομίας τμημάτων του Μοναστηριακού Δάσους Πεντέλης, η)στο υπ'αριθμ.πρωτοκ.606/26.1.1942 διαβιβαστικό έγγραφο του Δασαρχείου Πεντέλης προς την Ιερά Μονή, με το οποίο της κοινοποιήθηκε η υπ'αριθμό 137.363/10.1.1942 απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας, με την οποία επιτάχθηκε το δάσος Γεροτσακούλι περιφέρειας Αττικής, ιδιοκτησίας της Ιεράς Μονής, μέχρι την 1.5.1942, υπέρ της Υπηρεσίας Κρατικών Προμηθειών προς χρήση του Νοσοκομείου Παίδων "Η Αγία Σοφία", με μίσθωμα δι'οκάν καυσόξυλων τρεις (3) δραχμές, θ)στην υπ'αριθμ. πρωτοκ. 1326/28.5.1953 επιστολή του Δασάρχη Πεντέλης προς την Ιερά Μονή, με την οποία ερωτάται η τελευταία αν είναι σύμφωνη για διάνοιξη δρόμου και υλοτομία πεύκων, ι) στην με αριθμ.πρωτοκ.39949/21.7.1953 απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας με την οποία επετράπη στην Ιερά Μονή η πώληση 72 στρεμμάτων κείμενων στην περιοχή Νέας και Παλαιάς Πεντέλης, ια) στην υπ'αριθμ.πρωτοκ.123.576/5.8.1955 απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας, με την οποία χορηγήθηκε στην ιερά Μονή η άδεια να πωλήσει δασική έκταση 270 στρεμμάτων κειμένων στη θέση Αγία Βαρβάρα - Γεροτσακούλι της περιφέρειας της Κοινότητας Ραφήνας, στην απόφαση δε αυτή επισυνάπτονται οι προηγηθείσες αυτής από 1.4.1955 και 2.8.1955 γνωμοδοτικές εκθέσεις της κατά Νόμον Επιτροπής εξ ανωτάτων υπηρεσιακών παραγόντων του Υπουργείου Γεωργίας, Παιδείας και Οικονομικών, στις οποίες γίνεται λόγος περί δάσους της Μονής Πεντέλης, και ιβ) στην υπ'αριθμ. πρωτοκ. Ε/11.836/24.3.1960 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, με την οποία χορηγήθηκε στην Ιερά Μονή η άδεια να πωλήσει διάφορες δασικές εκτάσεις πολλών στρεμμάτων κειμένων σε διάφορες θέσεις της Κοινότητας Πεντέλης, όπως Μαγειρίνα-πάτημα Προφήτη Ηλία και Μαντριά Καπράλου. Τέλος, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η περιοχή, εντός της οποίας βρίσκεται το επίδικο, ήταν ανέκαθεν αγροτική, επίπεδη και εκαλλιεργείτο με δημητριακά και αμπέλια. Ήταν ανέκαθεν αγρός, ουδέποτε είχε δασικό χαρακτήρα και η ύπαρξη ενός και μόνον πεύκου δεν αρκεί καθεαυτή να προσδώσει στο εν λόγω ακίνητο την ιδιότητα του δάσους, ως μη αποτελούσα οργανική ενότητα, με την έννοια που έχει ήδη αναπτυχθεί στην αντίστοιχη νομική σκέψη της παρούσας, οι δε μικροί θάμνοι δεν παράγουν δασικά προϊόντα κατόπιν δασικής εκμετάλλευσης. Εξάλλου και το εναγόμενο ουδέποτε αμφισβήτησε μέχρι το 2003 ότι ήταν αγρός. Τότε το πρώτον ισχυρίσθηκε ότι είναι δασική έκταση και, με βάση το μαχητό τεκμήριο κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, υπέβαλε την υπ'αριθ. πρωτοκ. 25893/13.1.2003 ένσταση κατά των αναρτηθέντων στοιχείων κτηματογράφησης του Ο.Κ.Χ.Ε. στο Κτηματολογικό Γραφείο Αμαρουσίου για το Δήμο Μελισσιών για την παραπάνω έκταση με ΚΑΕΚ ... εμβαδού 992,07 τ.μ. Τις ανωτέρω διακατοχικές πράξεις, ως προαναφέρθηκε, εξακολούθησε να ασκεί συνεχώς η Ιερά Μονή Πεντέλης με την πεποίθηση ότι ήταν κυρία μέχρι το έτος 1975, που μεταβίβασε το επίδικο στον άμεσο δικαιοπάροχο των εναγουσών Α. Κ.. Ο τελευταίος από το έτος αυτό και οι ενάγουσες από το έτος 1980 όταν περιήλθε σε αυτές το επίδικο, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού, συνεχώς μέχρι την άσκηση της αγωγής νέμονταν το επίδικο με διάνοια κυρίου, καλή πίστη δηλαδή χωρίς βαριά αμέλεια έχοντας την πεποίθηση ότι απέκτησαν την κυριότητα και με βάση τους πιο πάνω τίτλους τους. Συγκεκριμένα το επισκέπτονταν, το καθάριζαν και το επέβλεπαν, ενώ το Ελληνικό Δημόσιο δεν προέκυψε ότι προέβη σε οποιαδήποτε διακατοχική πράξη. Έτσι οι ενάγουσες έγιναν συγκυρίες του άνω επιδίκου ακινήτου κατά τα αναφερόμενα ποσοστά κυριότητας τόσον παραγώγως όσον και πρωτοτύπως (τακτική και έκτακτη χρησικτησία), αφού νεμήθηκαν αυτό με τα άνω προσόντα πέραν της εικοσαετίας". Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί, τα ίδια, δέχθηκε την ένδικη αναγνωριστική αγωγή των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων και αναγνώρισε τις τελευταίες συγκυρίες του επιδίκου κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου την καθεμιά. Από τις προπαρατεθείσες παραδοχές του Εφετείου προκύπτει ότι το δικαστήριο περιέχει στην απόφασή του τις πράξεις νομής, τις διακατοχικές δηλ. πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση του ακινήτου και εκδηλώνουν τη βούλησή του νομέα να εξουσιάζει το ακίνητο, τις οποίες η απώτερη δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων Ι.Μ. Πεντέλης από της αποκτήσεως του επιδίκου ακινήτου, εκτάσεως 992,07 τ.μ., ως τμήματος του περιγραφομένου μείζονας ακινήτου (1578-1600), μέχρι την κατά το έτος 1975 μεταβίβασή του στον άμεσο δικαιοπάροχο των (αναιρεσιβλήτων-εναγουσών δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ'αριθμ. .../1975 συμβολαίου, ασκούσε στο επίδικο τμήμα, ως ανέκαθεν καλλιεργήσιμον αγρό, το οποίο εφύλασσε, μαζί με τη μείζονα έκταση, δια φυλάκων και επέβλεπε, και εκμίσθωνε σε τρίτους κτηνοτρόφους τα βοσκήσιμα τμήματά του και σε καλλιεργητές τα καλλιεργήσιμα, για καλλιέργεια, κυρίως με αμπέλια και δημητριακά, καθώς (περιέχει το Εφετείο) και τις πράξεις νομής που ο δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων Α. Κ. σύζυγος της πρώτης και πατέρας της δεύτερης των αναιρεσιβλήτων, ασκούσε στο επίδικο τμήμα από την κατά τα ανωτέρω απόκτησή του (1975) μέχρι τον θάνατό του (1980), έκτοτε δε οι αναιρεσίβλητες, στις οποίες περιήλθε το επίδικο δυνάμει της αναφερόμενης και νομίμως μεταγεγραμμένης πράξεως αποδοχής κληρονομίας του Α. Κ.υ, οι οποίοι επισκέπτονταν και επέβλεπαν το επίδικο, το οποίο, και καθάριζαν, μέχρι την άσκηση της αγωγής, και του οποίου άλλωστε(επιδίκου) οι αναιρεσίβλητες και ο ειρημένος άμμεσος δικαιοπάροχος τους είχαν γίνει κύριοι ήδη με παράγωγο τρόπο, κατά τα προεκτεθέντα. Περιέχει δε περαιτέρω το Εφετείο και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η καλή πίστη, ως στοιχείο της χρησικτησίας υπό το Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, η ειλικρινής δηλαδή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του ακινήτου δεν προσβάλλεται κατ'ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, την οποία (καλή πίστη) δέχεται το δικαστήριο ως υπάρχουσα στην δικαιοπάροχο των (αναιρεσιβλήτων Ι.Μ. Πεντέλης καθ'όλον τον προαναφερθέντα χρόνο νομής, όπως (τέτοια περιστατικά) είναι κυρίως η έναντι της Μονής συμπεριφορά του ίδιου του Ελληνικού δημοσίου, το οποίο όχι μόνο δεν είχε αντιδράσει ποτέ στην μακρόχρονη, εμφανή νομή της Μονής και την εκμετάλλευση από την τελευταία του μείζονος ακινήτου και του επίδικου τμήματος του (δημοπρατήσεις, εκμισθώσεις καλλιέργειες), αλλά αναγνώριζε και μη πράξεις των δικών του οργάνων την Ι.Μ. Πεντέλης ως νομέα και κυρία του ακινήτου, όπως η σύνταξη, με εντολή της Ελληνικής Κυβέρνησης των δυο Κωδικών-μαρτυρικών εγγράφων των ετών 1836 και 1837 που προαναφέρθηκαν, η κατάσταση πινάκων υλοτομίας του Δασονομείου Αττικής, που επίσης προαναφέρθηκε, η δωρεά προς το Ελληνικό δημόσιο εκ μέρους της Μονής εκτάσεως 1377,325 στρεμμάτων εν έτει 1884 κ.λπ., και η εν γένει αδιατάρακτη νομή της Ι.Μονής επί του επιδίκου επί αιώνες, μέχρι το έτος 2003, οπότε το ελληνικό δημόσιο αμφισβήτησε για πρώτη φορά την κυριότητά των αναιρεσιβλήτων και των δικαιοπαρόχων τους, κατ'ουσίαν δηλαδή της Ι.Μ Πεντέλης, ισχυριζόμενο ότι το επίδικο ήταν δασική έκταση και ως τέτοια ανήκει στην κυριότητά του. Η επίκληση άλλωστε από το αναιρεσείον της ιδιότητας του επίδικου ως δασικής έκτασης δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, ενόψει του ότι κατά τις παραδοχές του Εφετείου η Ι.Μ Πεντέλης ενέμετο το ακίνητο με καλή πίστη επί τριακονταετία κα πλέον μέχρι των 11-9-1915, οπότε και είχε γίνει κυρία του ακινήτου και από την εκδοχή ακόμη της τυχόν δασικής του μορφής, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη. Επομένως τα αντίθετα που υποστηρίζει το αναιρεσείον Ελληνικό δημόσιο, με τους δυο, από το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, λόγους της αιτήσεώς του, ότι δηλ. το Εφετείο δεν διαλαμβάνει στην απόστασή του επαρκείς αιτιολογίες ως προς τις πράξεις νομής και την καλή πίστη των δικαιοπαρόχων των αναιρεσιβλήτων, ιδίως δε της Ι.Μ Πεντέλης, επί του επιδίκου, είναι αβάσιμα. Πρέπει επομένως να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστεί το αναιρεσείον Ελληνικό δημόσιο στη δικαστική δαπάνη του τρίτου των αναιρεσιβλήτων, που παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέβαλε σχετικό αίτημα (άρθρο 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και 22 ν. 3693/1957), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 
Απορρίπτει την από 15-10-2013 αίτηση του Ελληνικού δημοσίου για αναίρεση της υπ'αριθμ. 2972/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη του τρίτου των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. 
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Δεκεμβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Δεκεμβρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΜΠρΠατρών (ΑσφΜ) 158/2015 Επιμέλεια - Διατροφή -. Πρωτότυπη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων: συγχωρείται η έκδοση μη οριστικής απόφασης στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, διατάσσεται διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης για την ψυχική κατάσταση της αιτούσας - μητέρας.

$
0
0
ΜΠρΠατρών (ΑσφΜ) 158/2015
Επιμέλεια - Διατροφή -.
Πρωτότυπη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων: συγχωρείται η έκδοση μη οριστικής απόφασης στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, διατάσσεται διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης για την ψυχική κατάσταση της αιτούσας - μητέρας......



ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης 158/2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ


ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Πρόεδρο Πρωτοδικών Βασιλική Καρβέλα.


ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, στις 24-09-2014, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει:

Α) Την από 24-06-2014 (με αριθμό κατάθεσης 820/30-06-2014) αίτηση :

ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ : ..., κατοίκου Πατρών, ως εκπροσώπου των ανηλίκων τέκνων της ...., κατοίκων ομοίως, η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίου δικηγόρου της Αδαμαντίας Παχουμίου (Δ.Σ. Πατρών) και κατέθεσε σημείωμα,

ΚΑΤΑ

ΤΟΥ ΚΑΘ'ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ : ..., κατοίκου Πατρών, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Βασιλείου Γαλανόπουλου (Δ.Σ. Πατρών) και κατέθεσε σημείωμα.

Β) Την προφορικώς στο ακροατήριο ασκηθείσα ανταίτηση :

ΤΟΥ ΑΝΤΑΙΤΟΥΝΤΟΣ : ..., κατοίκου Πατρών, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Βασιλείου Γαλανόπουλου (Δ.Σ. Πατρών) και κατέθεσε σημείωμα,

ΚΑΤΑ

ΤΗΣ ΚΑΘ'ΗΣ Η ΑΝΤΑΙΤΗΣΗ : ..., κατοίκου Πατρών, ως εκπροσώπου των ανηλίκων τέκνων της ..., κατοίκων ομοίως, η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίου δικηγόρου της Αδαμαντίας Παχουμίου (Δ.Σ. Πατρών) και κατέθεσε σημείωμα.

Η αιτούσα ζήτησε να γίνει δεκτή η άνω αίτηση της, της οποίας η συζήτηση προσδιορίσθηκε για τις 04-08-2014, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Ο καθ'ου η άνω αίτηση άσκησε προφορικώς στο ακροατήριο ανταίτηση και ζήτησε να γίνει δεκτή.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.


ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


I. Στην υπό κρίση αίτηση της, η αιτούσα ζητεί Α) να της ανατεθεί προσωρινά η αποκλειστική επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων της ..., τα οποία απέκτησε στις 10-04-2002, στις 31-10-2003 και στις 21-09-2006 αντίστοιχα από το γάμο της με τον καθ'ου, ο οποίος τελέσθηκε, κατά το δόγμα της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, στην Πάτρα στις 02-01-2000, Β) να υποχρεωθεί ο καθ'ου να της καταβάλλει εντός του πρώτου πενθήμερου εκάστου μηνός, αρχής γενομένης από την επίδοση της αίτησης και νομιμοτόκως από την καθυστέρηση καταβολής κάθε δόσης έως την εξόφληση, ως προσωρινή μηνιαία διατροφή των άνω τέκνων της, τα οποία στερούνται εισοδημάτων και περιουσίας, το ποσό των 350 ευρώ για την … και το ποσό των 300 ευρώ για έκαστο των λοιπών δύο τέκνων (...), επικαλούμενη ότι ο καθ'ού αποκερδαίνει από την εργασία του ως τεχνικού γραφέα στη ΔΕΗ Πατρών το ποσό των 1.500 ευρώ μηνιαίως, η δε απασχόληση του κατά τις απογευματινές ώρες ως ηλεκτρολόγου - υδραυλικού - σιδηρουργού για την επισκευή ηλεκτρολογικών και λοιπών εγκαταστάσεων αυξάνει τις μηνιαίες αποδοχές του κατά 500 ευρώ, κατά τρόπον ώστε αυτές να ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 2.000 ευρώ, ενώ διαθέτει την αναφερόμενη στο δικόγραφο κινητή και ακίνητη περιουσία, Γ) να διαταχθεί η προσωρινή μετοίκηση του από την κείμενη επί της οδού … στην Πάτρα συζυγική εστία (υπό στοιχεία Α-1 διαμέρισμα του πρώτου ορόφου της εκεί πολυώροφης οικοδομής), της αποκλειστικής αυτού κυριότητας και να απαγορευθεί η επάνοδος του σε αυτήν διότι από λόγους που ανάγονται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του καθ'ού, όπως αυτοί λεπτομερώς εκτίθενται στο δικόγραφο, έχει καταστεί αφόρητη πλέον για την ίδια η εξακολούθηση της έγγαμης με εκείνον συμβίωσης της και Δ) να καταδικασθεί ο καθ'ού στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.


II. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση, κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ), ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο είναι προς τούτο αρμόδιο, τόσο καθ'ύλην (άρθρα 683 § 1 και 17 αριθ. 2 ΚΠολΔ), όσο και κατά τόπον, αφού στην περιφέρεια του βρίσκεται η κατοικία τόσο των δικαιούχων της διατροφής (βλ. ΕφΘεσ 3312/1998 ΕλλΔικ 40/1387, ΕφΑθ 594/1996 Αρμ Ν/1137, Εφθεσ 386/1988 Αρμ ΜΒ/332, ΕφΘεσ 153/1988 Αρμ ΜΒ/602, ΕφΑθ 3961/1986 ΕλλΔικ 27/1323, Β. Βαθρακοκοίλη, Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο, άρθρο 1485, § 23, σελ. 701), όσο και του καθ'ού ως προς το αίτημα περί προσωρινής ανάθεσης της επιμέλειας των ανηλίκων στην αιτούσα (ΕφΘεσ 805/2003 Αρμ 2003/1605), είναι δε πλήρως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 293 § 2, 341, 345 εδ. α, 346 εδ. α, 1485, 1486, 1489 εδ. β, 1493, 1496 εδ. α, 1498, 1510, 1513, 1514, 1518 § 1 Α.Κ., 176, 682 § 1, 728 § 1 περ. α, 729 § 1 και 735 ΚΠολΔ, πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Σημειωτέον ότι από το όλο περιεχόμενο και αιτητικό του υπό κρίση δικογράφου σαφώς προκύπτει ότι οι σε αυτό σωρευόμενες αιτήσεις ανάθεσης στην αιτούσα της επιμέλειας των τέκνων και μετοίκησης του καθ'ού απ'τη συζυγική εστία έχουν ασκηθεί από την τελευταία ατομικώς για την ίδια, νομιμοποιούμενης έτσι ενεργητικώς στην άσκηση τους, παρά το ότι στην επικεφαλίδα του δικογράφου αναγράφεται ότι αυτή ενεργεί ως εκπρόσωπος των τέκνων, καθόσον γίνεται δεκτό ότι δεν είναι άκυρο το δικόγραφο εκ του ότι δεν αναγράφονται στην επικεφαλίδα του τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η διαδικαστική θέση κάθε διαδίκου, αρκεί αυτά να προκύπτουν από το όλο περιεχόμενο του δικογράφου (ΕφΑΘ 11687/1995 ΕλλΔικ 37/1116, ΕφΑΘ 1527/1992 ΕλλΔικ 35/435, ΕφΑΘ 11675/1986 ΕλλΔικ 28/1336, ΜΠρΡοδ 2076/2009 ΝΟΜΟΣ, Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 118, § 50, σελ. 741). Περαιτέρω παραδεκτώς, χωρίς την τήρηση προδικασίας, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του που καταχωρίσθηκε από τη Δικαστή στο δικόγραφο της αίτησης και περιέχεται σε έγγραφο που κατατέθηκε επί της έδρας, επαναλαμβάνεται δε στο κατατεθέν έγγραφο σημείωμα του, άσκησε ο καθ'ού η αίτηση ανταίτηση (Π. Τζίφρα "Ασφαλιστικά Μέτρα", έκδοση Δ, 1985, σελ. 33, Κ. Γεωργίου "Ασφαλιστικά Μέτρα", έκδοση Β, αριθ. 16, 17 και 19, I. Χαμηλοθώρη, "Ασφαλιστικά Μέτρα", 2010, §§ 157 -159, σελ. 42), με την οποία ζητεί Α) να ανατεθεί σε αυτόν προσωρινώς η αποκλειστική επιμέλεια των τέκνων τους, ισχυριζόμενος ότι είναι ο μόνος κατάλληλος προς τούτο γονέας, πλην της ιδιαίτερης αγάπης και στοργής που τρέφει προς τα τέκνα του "και λόγω των πολύ σοβαρών ψυχολογικών προβλημάτων της αιτούσας που θέτουν σε μεγάλο κίνδυνο τον εαυτό της και τα τέκνα τους", αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι η αιτούσα "έχει αποπειραθεί στο παρελθόν να αυτοκτονήσει", Β) να υποχρεωθεί η τελευταία να του καταβάλλει ως προσωρινή μηνιαία διατροφή των τέκνων το ποσό των 100 ευρώ για έκαστο αυτών και Γ) να διαταχθεί η μετοίκηση της από τη συζυγική εστία της αποκλειστικής κυριότητας του, επικουρικώς δε Δ) να ρυθμισθεί προσωρινά το δικαίωμα επικοινωνίας του με τα τέκνα του κατά τον αναφερόμενο σε αυτήν τρόπο. Η ανταίτηση είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489 εδ. β, 1493, 1496 εδ. α, 1498, 1510, 1513, 1514, 1518 § 1, 1520 Α.Κ., 176, 682 § 1, 728 § 1 περ. α, 729 § 1 και 735 ΚΠολΔ, πρέπει επομένως να συνεκδικασθεί με την κύρια αίτηση, αφενός λόγω της φανερής μεταξύ τους συνάφειας (άρθρο 31 § 3 ΚΠολΔ), αφετέρου επειδή αμφότερες υπάγονται στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, με τη δε συνεκδίκασή τους επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρο 246 ΚΠολΔ).


III. Από την ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ένορκη κατάθεση της μάρτυρος της αιτούσας ..., την ανώμοτη εξέταση του καθ'ού, τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκόμισαν, μεταξύ των οποίων και οι δοθείσες ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πατρών ... υπ'αριθ. 24996-/15-07-2009 και 24998/16-07-2009 ένορκες βεβαιώσεις της ... του  ... αντίστοιχα, οι οποίες νομίμως λαμβάνονται υπόψη, παρά το ότι λήφθηκαν με επιμέλεια του καθ'ού χωρίς κλήτευση της αιτούσας [αφού, κατά την άποψη που το Δικαστήριο αυτό ακολουθεί ως ορθότερη, σε υποθέσεις που δικάζονται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, παραδεκτώς λαμβάνονται υπόψη και ένορκες βεβαιώσεις που έχουν ληφθεί χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντίδικου (ΑΠ 221/1993 ΕΕΔ 53/343, ΑΠ 1515/1991 ΕλλΔικ 33/1544, ΑΠ 1435/1991 ΕλλΔικ 34/58, ΑΠ 739/1988 ΕΕΝ 1989/384, ΑΠ 6459/1987 ΑΝ 38/785, ΕφΘρακ 223/1999 Δ 31/-105, ΜΠρΑθ 4946/2007 ΕλλΔικ 49/302, Τζίφρας, "Ασφαλιστικά Μέτρα", έκδοση τέταρτη, σελ. 53)], προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στα πλαίσια προηγουμένων μεταξύ των ιδίων διαδίκων αντιθέτων αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων, επί των οποίων, συνεκδικασθεισών με προφορικώς ασκηθείσα ανταίτηση του εδώ καθ'ου, εκδόθηκε η υπ'αριθ. 2732/2009 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), επομένως θα εκτιμηθούν ως απλά έγγραφα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων καθόσον δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 134-/2012 ΝΟΜΟΣ), γενομένης, για το λόγο αυτό, ως εκ περισσού ειδικής μνείας τους στην παρούσα απόφαση (ΑΠ 411/2012 ΧΡΙΔ 2012/613), πλην της προσαχθείσας απ'την αιτούσα από 25-09-2014 υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 του Ν 1599/1986 της …., η οποία δεν θα εκτιμηθεί ούτε προς συναγωγή δικαστικού τεκμηρίου, αφού δόθηκε στα πλαίσια της παρούσας δίκης, συνεπώς συνιστά όχι απλώς άκυρο, αλλά ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο (ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988/75, ΑΠ 394/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 554/2012 ΕΦΑΔ 2012/878 και πάγια περί αυτού νομολογία), καθώς και από το σύνολο της αποδεικτικής διαδικασίας, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ... και η ... τέλεσαν νόμιμο (πρώτο γι'αμφότερους) γάμο, κατά τους κανόνες της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, στις 02-01-2000 στον Πύργο Ηλείας, από το γάμο τους δε αυτό απέκτησαν τρία τέκνα, την ... που γεννήθηκε στις 10-04-2002, την ... που γεννήθηκε στις 31-10-2003 και τον ... που γεννήθηκε στις 21-09-2006, ήτοι ηλικίας κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης περίπου 12 ετών και 6 μηνών, 11 ετών και 8 ετών αντίστοιχα. Το ζευγάρι γνωρίσθηκε στον Πύργο Ηλείας, όπου η αιτούσα σπούδαζε στην εκεί Σχολή Νοσηλευτικής και συνδέθηκαν με τα δεσμά του γάμου λόγω του μεγάλου έρωτα που αισθάνθηκαν ο ένας για τον άλλον, απόδειξη δε αυτού είναι ότι η αιτούσα, παρά τις αντιρρήσεις των γονέων της να παντρευτεί τον καθ'ου, ο οποίος λόγω ασθένειας που τον προσέβαλε σε ηλικία μόλις δύο (2) ετών υπέστη τελικώς ακρωτηριασμό του δεξιού κάτω άκρου κάτωθεν του γόνατος του και χρησιμοποιεί τεχνητό μέλος (κνημιαία πρόθεση με θήκη από carbon), δεν υποχώρησε στις σχετικές πιέσεις που της ασκήθηκαν από το οικογενειακό της περιβάλλον και προχώρησε στην τέλεση του γάμου της με τον καθ'ου. Τα πρώτα προβλήματα άρχισαν να εμφανίζονται στην έγγαμη συμβίωση του ζεύγους περί το έτος 2002, όταν η αιτούσα, θέλοντας να αποκαταστήσει τις, κλονισμένες λόγω του γάμου της με τον καθ'ου, σχέσεις της με τους γονείς της, ζητούσε από αυτόν να επισκέπτονται τους τελευταίους στην κατοικία τους στη Μαγούλα της Ηλείας, κάτι που ο καθ'ου αρχικώς αποδέχθηκε, πλην όμως στη συνέχεια άρχισε να δυσανασχετεί λόγω της βαθμιαίας αύξησης της συχνότητας αυτών των επισκέψεων, το εν λόγω δε γεγονός αποτέλεσε την αφορμή για τη δημιουργία έντονων συγκρούσεων και διενέξεων μεταξύ των συζύγων, στα πλαίσια των οποίων ο καθ'ου άρχισε να επιδεικνύει έντονα υβριστική και επιθετική συμπεριφορά προς την αιτούσα λόγω του οξύθυμου χαρακτήρα του, η οποία πολλές φορές εκδηλωνόταν με την άσκηση σωματικής και ψυχολογικής βίας εναντίον της, ήτοι, ενδεικτικώς, τη γρονθοκοπούσε στην κεφαλή και το πρόσωπο, την εξύβριζε με ακατονόμαστες φράσεις και την απειλούσε ότι θα τη σκοτώσει, χαρακτηριστικά δε είναι τα κατατεθέντα από τη μάρτυρα της αιτούσας, η οποία κάνει ιδιαίτερα μαθήματα στα τρία ανήλικα τέκνα των διαδίκων, ότι το Φεβρουάριο του 2014, επειδή η αιτούσα θέλησε να παρακολουθήσει σεμινάριο νοσηλευτικής στην Αθήνα, ο καθ'ου δεν δίστασε να βιαιοπραγήσει σε βάρος της καθόσον είχε αντιρρήσεις για τη συμμετοχή της στο εν λόγω σεμινάριο, σπρώχνοντας την με τέτοια ένταση ώστε έσπασε το περιδέραιο που έφερε η αιτούσα στο λαιμό της, από τα χέρια δε του καθ'ου κατάφερε να τη γλυτώσει η ανωτέρω μάρτυρας, η οποία ήταν παρούσα στο επεισόδιο, όπως το ίδιο συνέβη τον Απρίλιο του 2014 όταν η αιτούσα, αφού την κτύπησε ο καθ'ού, κατέφυγε στην οικία της μάρτυρος, όπου και παρέμεινε επί δύο ημέρες, αρνούμενη να επιστρέψει στην οικογενειακή στέγη, φοβούμενη για τη σωματική της ακεραιότητα, αλλά και στις 16-05-2014 όταν το ζεύγος διαπληκτίσθηκε μέσα στο αυτοκίνητο του καθ'ου, ενώ κατευθύνονταν προς τον Πύργο για να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές της 18ης-05-2014, με αφορμή το γεγονός ότι η αιτούσα εξέφρασε την επιθυμία της να παραμείνει στον Πύργο και την επομένη των εκλογών ημέρα (Δευτέρα) μαζί με τα ανήλικα τέκνα τους, οπότε ο καθ'ου δεν δίστασε να την κτυπήσει για μία ακόμη φορά στο πρόσωπο και στο λαιμό και μάλιστα παρουσία των τέκνων τους, με αποτέλεσμα η αιτούσα να βρεθεί εκτός του οχήματος υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες (η ίδια λέγει στην αίτηση της ότι ο καθ'ου την πέταξε έξω από το αυτοκίνητο, ο δε καθ'ου στην ανώμοτη εξέταση του κατέθεσε ότι αναγκάσθηκε να σταματήσει το όχημα καθόσον η αιτούσα βρισκόταν σε τόσο έξαλλη κατάσταση, ώστε προσπάθησε να ανοίξει το παράθυρο για να εξέλθει του οχήματος όσο βρισκόταν εν κινήσει) και να βρεθεί μόνη επί της Εθνικής Οδού Πατρών Πύργου (ενώ ο καθ'ου συνέχισε την πορεία του μαζί με τα τέκνα προς την Ηλεία), απ'όπου - και συγκεκριμένα από την περιοχή της ΒΙ.ΠΕ. Πατρών - την περιμάζεψε η εξετασθείσα στο ακροατήριο μάρτυρας, η οποία κατέθεσε ότι είδε την αιτούσα κτυπημένη στο πρόσωπο και στο λαιμό και μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε, "πρησμένη", μαρτυρία η οποία ως προς τις προαναφερθείσες περικοπές της ως άκρως αξιόπιστη ελέγχεται λόγω της στενής και σχεδόν καθημερινής επαφής της μάρτυρος με την οικογένεια των διαδίκων, γεγονός που την καθιστούσε πολλές φορές αυτόπτη μάρτυρα των μεταξύ τους διενέξεων "εξ αιτίας των οποίων όλη η γειτονιά ακούει τις φωνές τους"και της πάσης μορφής βίας που η αιτούσα υφίστατο από τον καθ'ου, ενώ άλλωστε και ίδιος ο καθ'ου κατέθεσε, εξεταζόμενος ανωμοτί, ότι "τσακώνεται συνεχώς με τη σύζυγο του", χαρακτήρισε δε την επικρατούσα στην οικογενειακή στέγη κατάσταση ως "μακελειό". Βέβαια στην ανωτέρω κακή συμπεριφορά του καθ'ού συνέβαλλε και η αιτούσα με την υπερβολική προσκόλληση της στην πατρική της οικογένεια, ενδεικτικό δε αυτής ήταν το γεγονός ότι ανάγκασε τον καθ'ου να αποδεχθεί να φιλοξενήσουν στην οικία τους για δύο έτη την εξαδέλφη της ..., προκειμένου να την φροντίζουν καθώς αντιμετώπιζε πρόβλημα υγείας, αγνοώντας τις αντιρρήσεις του καθ'ού που οφείλονταν κυρίως στην οικονομική αδυναμία τους να επιφορτισθούν με τα έξοδα συντήρησης ενός ακόμη ατόμου, στις οποίες όμως (αντιρρήσεις) η αιτούσα όχι μόνο κώφευσε, αλλά επί πλέον δήλωσε στον καθ'ου σύζυγο της ξεκάθαρα ότι "πρώτα θα φύγεις εσύ και μετά η εξαδέλφη μου", η δε υβριστική και πολλές φορές απαξιωτική προς το πρόσωπο του καθ'ου συμπεριφορά της αιτούσας, η οποία δεν δίσταζε να τον εκδιώκει από τη συζυγική εστία, η οποία του ανήκει κατά πλήρη κυριότητα, οπότε ο καθ'ου φιλοξενείτο από φίλους του , δύο δε φορές από το φίλο και συνάδελφο του ... - ο οποίος ενόρκως βεβαίωσε ότι η αιτούσα με την άνω συμπεριφορά της "δημιούργησε στον καθ'ου ψυχολογικά προβλήματα από την πίεση που του ασκούσε, καθώς ήθελε να περνάει μόνο το δικό της και αδιαφορούσε πλήρως γι'αυτόν", ενώ "έβγαινε και διασκέδαζε μόνη της με τους φίλους της και τον καθ'ου τον ήθελε μόνο για να φυλάει και να φροντίζει τα παιδιά" - αύξανε τον εκνευρισμό του και τροφοδοτούσε την τάση του να ασκεί σε βάρος της συζύγου του σωματική, λεκτική και ψυχολογική βία, καθώς αισθανόταν ότι η αιτούσα, όπως ο ίδιος κατέθεσε ανωμοτί στο Δικαστήριο "τον ακύρωνε στα μάτια των τέκνων τους", αίσθηση που ασφαλώς γινόταν εντονότερη λόγω της αναπηρίας του καθ'ού και της ανεπάρκειας που, όπως είναι φυσικό, ένιωθε έναντι της αρτιμελούς συζύγου του με αφορμή την προς αυτόν κακή συμπεριφορά της, ανώμοτη κατάθεση που συνάδει με την υπ’ αριθ. 24996/2009 ένορκη βεβαίωση της ... - αναδόχου του καθ'ου και κουμπάρας του ζεύγους - ότι, όταν ο καθ'ου, κατά τη διάρκεια νοσηλείας της πεθεράς του στο Νοσοκομείο της Πάτρας, όπου της συμπαραστεκόταν η αιτούσα, ζήτησε από την κουνιάδα του (αδελφή της συζύγου του) να βοηθήσει και αυτή τη μητέρα της κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της ώστε να ελαττωθούν οι ώρες απουσίας της αιτούσας από την οικογενειακή εστία, η τελευταία κτύπησε τον καθ'ου με βέργα στην πλάτη "για να μην πει κάτι και στενοχωρήσει την αδελφή της", παρά το γεγονός ότι ο τελευταίος είχε πολλές φορές φιλοξενήσει την πεθερά του στην οικογενειακή στέγη κατά τη διάρκεια θεραπειών στις οποίες εκείνη υποβαλλόταν στο Νοσοκομείο Πατρών, όπου την πήγαινε και την επέστρεφε ο ίδιος στην οικία του μετά το τέλος εκάστης θεραπείας, ενώ τα Σαββατοκύριακα τη μετέφερε με το αυτοκίνητο του στην οικία της στη Μαγούλα. Πιθανολογήθηκε όμως περαιτέρω ότι η αιτούσα στις 18-10-2011 έκανε απόπειρα αυτοκτονίας, λαμβάνοντας είκοσι (20) ταμπλέτες (χάπια) του φαρμάκου Xanax των 0,5 mg και δέκα (10) ταμπλέτες του φαρμάκου Seroxat των 20 mg, αμφότερα των οποίων ανήκουν στην κατηγορία των ψυχιατρικών φαρμάκων. Ειδικότερα το σκεύασμα με την εμπορική ονομασία "Seroxat"περιέχει τη χημική ουσία παροξετίνη, ανήκει σε μια κατηγορία φαρμάκων που ονομάζονται εκλεκτικοί ανταγωνιστές της επαναπρόσληψης σεροτονίνης, επηρεάζει χημικές ουσίες στον εγκέφαλο που μπορεί να προκαλούν κατάθλιψη, πανικό, άγχος ή ιδεοψυχαναγκαστικά συμπτώματα, χρησιμοποιείται δε (η παροξετίνη) κυρίως στη θεραπεία της κατάθλιψης, της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής, της γενικευμένης αγχώδους διαταραχής, της κοινωνικής αγχώδους διαταραχής (κοινωνική φοβία) και της μετατραυματικής αγχώδους διαταραχής και είναι αποτελεσματική σε δόσεις το πολύ 20 mg ημερησίως για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης, ενώ η αιτούσα έλαβε την ημέρα εκείνη 200 mg του συγκεκριμένου φαρμάκου. Εξάλλου το σκεύασμα με την εμπορική ονομασία "Xanax"περιέχει τη χημική ουσία αλπραζολάμη, η οποία χρησημοποιείται για την αντιμετώπιση του άγχους, της νευρικότητας και της υπερέντασης που σχετίζεται με τις αγχώδεις διαταραχές, καθώς και στη θεραπεία των διαταραχών πανικού και του άγχους που συνοδεύει την κατάθλιψη, είναι δε αποτελεσματική σε δόσεις από 2-6 mg ημερησίως, ενώ η αιτούσα έλαβε στις 18-10-2011 συνολικά 10 mg της άνω φαρμακευτικής ουσίας. Τα συμπτώματα υπερδοσολογίας του ανωτέρω φαρμάκου περιλαμβάνουν υπνηλία, ζάλη, σύγχυση, βραδυκαρδία, δυσκολία στην αναπνοή, δυσκολία στην ομιλία και τη βάδιση, εμφάνιση σαν μεθυσμένου και στο τέλος αναισθησία, οπότε, σε περίπτωση εμφάνισης οποιουδήποτε από τα συμπτώματα αυτά μετά από λήψη μεγάλης ποσότητας αλπραζολάμης απαιτείται η άμεση παροχή ιατρικής βοήθειας. Πιθανολογήθηκε επίσης ότι η αιτούσα στις 18-10-2011 βρισκόταν ήδη υπό φαρμακευτική αγωγή που περιελάμβανε ημερησίως μισή ταμπλέτα Seroxat των 20 mg, ήτοι 10 mg του φαρμάκου αυτού, 0,5 mg του φαρμάκου Xanax και 5 mg του φαρμάκου Tranxene, το οποίο περιέχει τη χημική ουσία κλοραζεπάτη, η οποία ανήκει σε μια κατηγορία Φαρμάκων που λέγονται βενζοδιαζεπίνες και έχουν αγχολυτικές, υπνωτικές, επιληπτικές και μυοχαλαρωτικές ιδιότητες, χρησιμοποιείται για την του άγχους, της νευρικότητας και της υπερέντασης που σχετίζεται με τις  αγχώδεις διαταραχές και για να ελαφρύνει κάποια συμπτώματα που σχετίζονται με το σύνδρομο στέρησης από αλκοόλ (πληροφορίες ληφθείσες, κατ'αυτεπάγγελτη του Δικαστηρίου ενέργεια, από το διαδίκτυο). Κατόπιν της επείγουσας μεταφοράς της στην Παθολογική Κλινική του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Πατρών, η αιτούσα υποβλήθηκε, μετά από επικοινωνία με το Κέντρο Δηλητηριάσεων, σε πλύσεις στομάχου και σε χορήγηση ενεργού άνθρακα, ενώ στο μεταξύ οι θεράποντες ιατροί την κρατούσαν σε καταστολή του σώματος και του αναπνευστικού της συστήματος, τελικώς δε εξήλθε του Νοσοκομείου στις 20-10-2011 με διάγνωση εξόδου "Φαρμακευτική δηλητηρίαση επί εδάφους καταθλίψεως"και της συνεστήθη τακτική ψυχιατρική παρακολούθηση, ενώ συνταγογραφήθηκε να λαμβάνει μισή ταμπλέτα του φαρμάκου Seroxat των 20 mg μία φορά την ημέρα και για πέντε ημέρες και έκτοτε μία ολόκληρη ταμπλέτα του ιδίου φαρμάκου μία φορά την ημέρα. Όλα τα ανωτέρω προκύπτουν από το από 20-10-2011 "Ενημερωτικό Σημείωμα Εξόδου"του Επιμελητή της Παθολογικής Κλινικής του ανωτέρω Νοσοκομείου ... και του ειδικευόμενου ιατρού ... που προσκόμισε ο καθ'ου, ο οποίος στο έγγραφο σημείωμα του υποστηρίζει ότι η αιτούσα σύζυγος του ουδέποτε συμμορφώθηκε στη σύσταση των ιατρών για τακτική ψυχιατρική παρακολούθηση της, αφού ουδέποτε επισκέφθηκε Ψυχίατρο για τη βελτίωση της ψυχικής της κατάστασης, ότι καταναλώνει ποσότητες ηρεμιστικών φαρμάκων, ότι είναι πολύ νευρική, ότι πολλά Σαββατοκύριακα εγκαταλείπει χωρίς προειδοποίηση τον καθ'ου και τα τέκνα τους στην οικογενειακή στέγη και απομονώνεται χωρίς να γνωρίζουν πού βρίσκεται, ότι παθαίνει συχνά κρίσεις πανικού, ότι προσπάθησε για μία ακόμη φορά να βλάψει τον εαυτό της στις 16-05-2014, όταν κατά τον μεταξύ τους προρρηθέντα διαπληκτισμό που έλαβε χώρα στο αυτοκίνητο του καθ'ου κατά τη μετάβαση τους στον Πύργο, παρόντων των τέκνων τους, "επεχείρησε να κατέβει απ'το αυτοκίνητο ενώ εκινείτο με μεγάλη ταχύτητα αλλά ο καθ'ου τη συγκράτησε"και ότι "διακατέχεται από αυτοκαταστροφικές και καταθλιπτικές τάσεις". Ταυτοχρόνως ο καθ'ου προσκόμισε δύο (2) ιδιόγραφα σημειώματα της αιτούσας, απευθυνόμενα το πρώτο στον ίδιο και το δεύτερο στην πατρική της οικογένεια, τα οποία έγραψε πριν προβεί στην ανωτέρω προσπάθεια αφαίρεσης της ζωής της, από την ανάγνωση των οποίων προκύπτει ότι η αιτούσα αισθάνθηκε προδομένη από τον καθ'ου, τον οποίο "λάτρεψε αλλά εκείνος δεν το εκτίμησε"και του αφιέρωσε όλη την αγάπη της, "την οποία αυτός μπέρδεψε τελείως στο μυαλό του με την αγάπη της για τους άλλους (ενδεχομένως εννοεί την πατρική της οικογένεια)", συμπληρώνοντας ότι επιλέγει να εγκαταλείψει τη ζωή "την οποία του χαρίζει", γιατί ο καθ'ου "την πλήγωσε πολύ και πολλές φορές", η ίδια δε "δεν μπορεί άλλο να πονάει, δεν αντέχει άλλο", ενώ διατυπώνει τις τελευταίες επιθυμίες της για τα τέκνα τους, ζητώντας απ'τον καθ'ου να τους δώσει αγάπη και να τα αγκαλιάζει, να φροντίσει για τις σπουδές τους και να τα αποκαταστήσει οικονομικά, καταλήγοντας με την ευχή προς τον καθ'ου "να διώξει από πάνω του το δηλητήριο που τους κατέστρεψε"και προς τα τέκνα της να τη συγχωρήσουν που θα μεγαλώσουν χωρίς μητέρα "γιατί και η ίδια γνωρίζει τι σημαίνει να στερηθείς τη μάνα σου", στο δε σημείωμα που άφησε "προς τους δικούς της", τους ζητά "να δείξουν κατανόηση και να συγχωρέσουν τον καθ'ού γι’ αυτά που έκανε, δεν το ήθελε, του έλειπε αγάπη, φοβόταν μην την χάσει και γι'αυτό φερόταν έτσι", συμπληρώνοντας ότι ο καθ'ού "κατά βάθος είναι καλό παιδί, είμαι σίγουρη γι’ αυτό". Ενόψει των ανωτέρω, ο καθ'ού ζητεί να διατάξει το Δικαστήριο τη διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, αφού "η ψυχιατρική εικόνα της συζύγου του βαίνει διαρκώς επιδεινούμενη, μη αποκλειουμένης σε επόμενο στάδιο και της ανάγκης εγκλεισμού της προς αποτροπή επόμενης απόπειρας αυτοκτονίας ... λαμβανομένου υπόψη ότι είναι σύνηθες γεγονός οι αυτόχειρες γονείς να "παίρνουν"μαζί τους και τα παιδιά τους, ιδίως εάν αυτά είναι μικρά". Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η αιτούσα δεν προέβη στο έγγραφο σημείωμα της σε αντίκρουση των ανωτέρω ισχυρισμών του αντιδίκου της περί της κατάστασης της ψυχικής υγείας της, παρά το γεγονός ότι το περιστατικό της απόπειρας αυτοκτονίας της τέθηκε όχι μόνο στην προφορικώς ασκηθείσα ανταίτηση του καθ'ού, το περιεχόμενο της οποίας περιελήφθη σε έγγραφο που ο πληρεξούσιος δικηγόρος του κατέθεσε επί της έδρας, αλλά και κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, όπου η μάρτυρας της, σε σχετική ερώτηση περί του ανωτέρω απονενοημένου διαβήματος της αιτούσας, δεν το αρνήθηκε, αλλά το απέδωσε "στο θάνατο της μητέρας της", το χρόνο επέλευσης του οποίου δεν προσδιόρισε (προκύπτει όμως από τα ιδιόγραφα σημειώματα ότι συνέβη προ της 18-10-2011) και "στους ξυλοδαρμούς που είχε υποστεί από τον καθ'ού". Κατ'ακολουθία των προρρηθέντων, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αχθεί με ασφάλεια στην κρίση περί του ποιος από τους δύο γονείς είναι ο πλέον ικανός να αναλάβει την άσκηση της προσωρινής επιμέλειας των τέκνων, αφενός διότι, όπως προεκτέθηκε, η αιτούσα ελάμβανε προγενέστερα της απόπειρας αυτοκτονίας αγωγή με ψυχιατρικά φάρμακα που χορηγούνται για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης, αφετέρου διότι ο λόγος πρόκλησης της ψυχικής αυτής κατάστασης της, όποιος και αν είναι, δεν μπορεί να εξουδετερώσει τον κίνδυνο που κάθε καταθλιπτικός γονέας εν δυνάμει αποτελεί για τα τέκνα του, ιδίως όταν δεν παρακολουθείται από Ψυχίατρο και δεν λαμβάνει την απαιτούμενη φαρμακευτική αγωγή που οι ιατροί συνέστησαν μετά την αποφυγή του θανάτου του πάσχοντος - αυτόχειρος γονέα, όπως πιθανολογείται ότι συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση ενόψει της απόλυτης επί του θέματος σιωπής της αιτούσας (αντιθέτως, μία μητέρα που προσπάθησε να αφαιρέσει τη ζωή της ωθούμενη στην πράξη της αυτή από απογοήτευση για την πορεία της σχέσης της με το σύζυγο της καταδεικνύει άτομο που σε μία οποιαδήποτε δύσκολη φάση της ζωης του θα μπορούσε να επιλέξει τον ίδιο αυτοκαταστροφικό δρόμο), εκ τρίτου δε και κατά κύριο λόγο κατόπιν της συνεκτίμησης των συμπερασμάτων στα οποία η Δικαστής του παρόντος Δικαστηρίου κατέληξε κατά την επικοινωνία της με τα τέκνα των διαδίκων, από τα οποία τα δύο θήλεα τέκνα σαφέστατα εξεδήλωσαν όχι μόνο την επιθυμία τους να διαμείνουν με τη μητέρα τους (ο … εξέφρασε την αγάπη του γι'αμφότερους τους γονείς του και δεν μπορούσε να επιλέξει), αλλά και το φόβο τους για τον πατέρα τους, ενώ η ανήλικη … διεφάνη ότι διακατέχεται από πολύ περισσότερο αρνητικά συναισθήματα γι’ αυτόν (ως και η μάρτυρας της αιτούσας κατέθεσε). Επομένως, το Δικαστήριο κρίνει ότι στην προκείμενη περίπτωση συντρέχει σοβαρός λόγος απόκλισης από την ακολουθούμενη από την πλειοψηφία της νομολογίας και μέρος της θεωρίας άποψη ότι δεν συγχωρείται η έκδοση μη οριστικής απόφασης στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (ΜΠρΡοδ 3313/2005 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΗρακλ 389/2003 ΝΟΜΟΣ, I. Χαμηλοθώρη, Ασφαλιστικά Μέτρα, 2010, αριθ. 202, σελ. 51) και ότι πρέπει να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης κατ'άρθρο 254 ΚΠολΔ προκειμένου να διεξαχθεί πραγματογνωμοσύνη περί του εάν η αιτούσα - μητέρα των ανηλίκων βρίσκεται σε ψυχική κατάσταση που να της επιτρέπει να ασκεί την επιμέλεια του προσώπου τους, χωρίς να προκύπτει από την εν λόγω άσκηση κίνδυνος για τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα και την ψυχική υγεία της μητέρας και των τέκνων, η οποία θα διενεργηθεί από την αναφερομένη στο διατακτικό Ψυχίατρο που περιλαμβάνεται στον κατάλογο πραγματογνωμόνων του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 371 και 372 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό διαλαμβανόμενα (βλ. υπέρ της άποψης αυτής Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 254, αριθ. 5, σελ. 164 και a contrario ΜΠρΝαξ 524/2014 ΝΟΜΟΣ), διατηρούμενης στο μεταξύ της συνοίκησης των συζύγων στην οικογενειακή στέγη, από την οποία δεν απέστησαν ποτέ οριστικά, αφού, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στην αίτηση, μετά από πλείστες όσες διαμάχες του ζεύγους που οδηγούσαν στην προσωρινή αποχώρηση του καθ'ού από αυτήν, πάντοτε αποκαθίστατο η έγγαμη συμβίωση και η αιτούσα τον δεχόταν πίσω, ακόμη και αφού είχαν εκδοθεί αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων του Δικαστηρίου τούτου, δυνάμει των οποίων ανετίθετο προσωρινά η επιμέλεια των τέκνων στη μητέρα τους και καταδικαζόταν ο πατέρας να καταβάλλει προσωρινή μηνιαία διατροφή αυτών (ως οι υπ'αριθ. 2732/2009 και 841/2012 αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου), συνοίκηση η οποία εξακολουθεί μέχρι και σήμερα, ενόψει του ότι η αιτούσα, κατά την κατάθεση της ένδικης αίτησης της, με την οποία ζητεί μεταξύ άλλων τη μετοίκηση του καθ'ού από τη συζυγική οικία, δεν ζήτησε την έκδοση προσωρινής διαταγής με αυτό το περιεχόμενο, όπως είθισται σε ανάλογες περιπτώσεις όταν ο αιτών διάδικος κρίνει ότι συντρέχει εξαιρετικά επείγων προς τούτο λόγος.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 24-06-2014 (με αριθμό κατάθεσης 820/30-06-2014) αίτηση και την προφορικώς στο ακροατήριο ασκηθείσα ανταίτηση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της ενώπιον του συζήτησης των ανωτέρω υποθέσεων προκειμένου να διενεργηθεί προηγουμένως η αμέσως κατωτέρω πραγματογνωμοσύνη με την φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων.

ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονα την Ψυχίατρο ..., κάτοικο Πατρών, οδός Ερμού 56 - 58, τηλ. ..., η οποία, αφού δώσει το νόμιμο όρκο του πραγματογνώμονα εντός προθεσμίας τριών (3) εργασίμων ημερών από την προς αυτήν κοινοποίηση της παρούσας απόφασης ενώπιον της Δικαστού του παρόντος Δικαστηρίου και, σε περίπτωση κωλύματος της, ενώπιον του νομίμου αναπληρωτή της, στο κατάστημα του Πρωτοδικείου Πατρών, σε ημέρα και ώρα που θα ορισθεί αρμοδίως κατόπιν κλήσης του επιμελέστερου των διαδίκων και αφού λάβει γνώση όλων των κρίσιμων εγγράφων της δικογραφίας, συγκεντρώσει από τους διαδίκους όσες πληροφορίες κρίνει απαραίτητες και ενεργήσει κάθε αναγκαία πράξη, όπως π.χ. τη λήψη του ιατρικού ιστορικού της αιτούσας ..., του βιβλιαρίου ασθενείας της κ.λπ., γνωμοδοτήσει με πλήρως αιτιολογημένη έκθεση της για την ψυχική κατάσταση της ανωτέρω αιτούσας, για το εάν παρακολουθείται για την πορεία της ψυχικής της υγείας από Ψυχίατρο, από ποιόν και με ποιά συχνότητα, για το εάν ακολουθεί συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή (ενδεχομένως αντιψυχωσική ή άλλη), ποιά είναι η αγωγή αυτή και για ποιό λόγο της χορηγήθηκε και για το κατά πόσον η παρούσα ψυχική της κατάσταση θα της επιτρέψει να ασκήσει την επιμέλεια του προσώπου των ανηλίκων τέκνων της ... και της ... χωρίς να προκύψει από την εν λόγω άσκηση κίνδυνος για τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα και την ψυχική υγεία τόσο της ιδίας της αιτούσας - μητέρας όσο και, πρωτίστως, των άνω τέκνων της ή, σε αντίθετη περίπτωση, ποιοι κίνδυνοι ελλοχεύουν κυρίως για τα τέκνα από την ανάθεση της επιμέλειας τους στη μητέρα τους. Την άνω έκθεση της (γνωμοδότηση) πρέπει να καταθέσει η προρρηθείσα Ψυχίατρος, εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από την κατά τα άνω όρκιση της, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, η δε νέα συζήτηση της υπόθεσης θα προσδιοριστεί με την κλήση του επιμελέστερου των διαδίκων μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης με την τήρηση των διατυπώσεων και της προθεσμίας του άρθρου 254 §§ 2 και 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 § 2 του Ν 3994/2011.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Πάτρα, στο ακροατήριο του, σε έκτακτη, δημόσια αυτού συνεδρίαση, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 13-02-2015.


ΣτΕ 819/2015 Αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος Δημοσίου - Διοικητική διαφορά ουσίας - Μη συμμόρφωση Δημοσίου - Επιτρεπτή κατάσχεση εσόδων από Δ.Ο.Υ.

$
0
0

ΣτΕ 819/2015
Αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος Δημοσίου - Διοικητική διαφορά ουσίας - Μη συμμόρφωση Δημοσίου - Επιτρεπτή κατάσχεση εσόδων από Δ.Ο.Υ. -....


Κρίθηκε ότι η κρινόμενη διαφορά, η οποία ανέκυψε από την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του αναιρεσείοντος Δημοσίου για την ικανοποίηση απαιτήσεως του αναιρεσιβλήτου, η οποία απορρέει από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου και επιδικάσθηκε σʼ αυτόν με αμετάκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, είναι διοικητική διαφορά ουσίας υπαγομένη στη δικαιοδοσία του διοικητικών δικαστηρίων, όπως ορθά έκρινε εν προκειμένω το δικάσαν Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο. Περαιτέρω, νομίμως η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έκρινε ότι οι εισπράξεις των ΔΟΥ κατατίθενται μεν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 και 68 του ΚΔΛ, στην Τράπεζα της Ελλάδας σε λογαριασμούς που ορίζονται από τον Υπ. Οικονομικών, και σε χρέωση αυτών πραγματοποιούνται αναλήψεις χρηματικών ποσών για την πληρωμή των εγγεγραμμένων στον ετήσιο προϋπολογισμό δαπανών για τις λειτουργικές δραστηριότητες ή σκοπούς του δημοσίου, ο προορισμός, όμως, των χρημάτων αυτών, διά μέσου του κρατικού προϋπολογισμού, δεδομένου ότι γίνεται για την κάλυψη αδιακρίτως οποιοδήποτε δημόσιας δαπάνης, δεν αρκεί για να καταστούν ακατάσχετα στο σύνολο τους τα χρηματικά διαθέσιμα του Δημοσίου που βρίσκονται στα ταμεία των ΔΟΥ, αλλά, ενόψει του ότι η επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης υπηρετεί το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα δικαστικής προστασίας, απαιτείται επιπλέον να δημιουργείται κίνδυνος ανατροπής της εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού ως προς την εκπλήρωση των δαπανών, ισχυρισμό που, εν προκειμένω, το Δημόσιο δεν προέβαλε. Απόρριψη αίτησης Δημοσίου.



Αριθμός 819/2015

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Στʼ


Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Οκτωβρίου 2014, με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Στ΄ Τμήματος, Μ. Καραμανώφ, Π. Ευστρατίου, Β. Αραβαντινός, Κ. Φιλοπούλου, Σύμβουλοι, Μ.-Ε. Παπαδημήτρη, Π. Χαλιούλιας, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα, Γραμματέας του Στʼ Τμήματος.

Για να δικάσει την από 15 Σεπτεμβρίου 2004 αίτηση:

των Υπουργών: 1) Οικονομίας και Οικονομικών και 2) Εθνικής Άμυνας, οι οποίοι παρέστησαν με τον Θεόδωρο Ράπτη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

κατά του ……, κατοίκου Αθηνών (…), ο οποίος δεν παρέστη.

Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες Υπουργοί επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπʼ αριθμ. 13583/2003 απόφαση του Tριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο των αναιρεσειόντων Υπουργών, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Μ. Καραμανώφ.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι


Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο


1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά νόμο η καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 13583/2003 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, κατόπιν αποδοχής εφέσεως του αναιρεσείοντος, αφού εξαφανίσθηκε η 2761/2002 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, έγινε εν μέρει δεκτή ανακοπή του τελευταίου κατά της 942/20.7.2000 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης κινητής περιουσίας δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, βάσει της οποίας, με επίσπευση του αναιρεσίβλητου, κατασχέθηκε από το Ταμείο της Δ.Ο.Υ. Ενσήμων Αθηνών χρηματικό ποσό ύψους 7.769.000 δρχ., σε εκτέλεση αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της 4047/1997 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.


2. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος κατόπιν της υπʼ αριθμ. 2385/2014 παραπεμπτικής αποφάσεως της πενταμελούς συνθέσεως αυτού.


3. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 95 παρ. 1 εδ. α΄ και 94 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος προκύπτει ότι διοικητική διαφορά (ακυρωτική ή ουσίας) γεννάται από μονομερή πράξη (παράλειψη ή υλική ενέργεια) της Διοίκησης, η οποία, στο πλαίσιο των διατάξεων που διέπουν τη διοικητική δράση, εκδίδεται κατʼ ενάσκηση δημοσίας εξουσίας και αποβλέπει στην επίτευξη δημοσίου σκοπού (πρβλ. ΣτΕ 3776/2012). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 93 παρ. 1, του άρθρου 94 του Συντάγματος, του άρθρου 1 παρ. 1 και παρ. 2 περ. ια του ν. 1406/1983 και του άρθρου 199 του ΚΔΔ συνάγεται ότι το Σύνταγμα οργανώνει την απονομή της δικαιοσύνης με την λειτουργία δικαιοδοτικών οργάνων αντιστοίχων προς τη φύση των αναφυομένων δικαστικών διαφορών, ως ιδιωτικών ή διοικητικών, κατά τα λοιπά δε αναθέτει στον κοινό νομοθέτη την υποχρέωση να θεσπίζει τους κατάλληλους δικονομικούς κανόνες για την εκδίκαση των ιδιωτικών διαφορών από τα πολιτικά δικαστήρια και των διοικητικών διαφορών από το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα διοικητικά δικαστήρια με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Εξαίρεση από τον κανόνα της κατανομής της δικαιοδοσίας, ανάλογα με τη φύση της διαφοράς ως ιδιωτικής ή διοικητικής, επιτρέπεται με τις τασσόμενες στο άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος προϋποθέσεις. Εξάλλου, οι αναφυόμενες κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας περί είσπραξης δημοσίων εσόδων διαφορές υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, εφόσον η υποκείμενη σχέση, στην οποία στηρίζεται ο αποτελών το θεμέλιο της διοικητικής εκτέλεσης τίτλος, είναι σχέση δημοσίου δικαίου. Άλλως, αν δηλαδή η υποκείμενη σχέση, είναι ιδιωτικού δικαίου, υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 5, 8/1989,18/1993). Συναφώς, η υποκείμενη σχέση, στην οποία στηρίζεται ο τίτλος που αποτελεί το θεμέλιο της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά τις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ., εξετάζεται για τον καθορισμό της δικαιοδοσίας και στην περίπτωση που ιδιώτης επιδιώκει την ικανοποίηση απαίτησής του από καταψηφιστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου εις βάρος του Δημοσίου ή νπδδ. Κατά συνέπεια, εκτός από τις σχετικές με τη διοικητική εκτέλεση διαφορές (άρθρο 217 ΚΔΔ), και οι περί την αναγκαστική εκτέλεση διαφορές, όταν η εκτέλεση επισπεύδεται από ιδιώτη σε βάρος του Δημοσίου ή νπδδ, με βάση τις κατά την παρ. 1 του άρθρου 199 ΚΔΔ καταψηφιστικές αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων που αποτελούν τίτλο εκτελεστό, εμπίπτουν, ως διοικητικές διαφορές ουσίας, στην κατά τα άρθρα 94 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 παρ. 1 του ν. 1406/1983 δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, τα οποία εφαρμόζουν αναλόγως, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 199 ΚΔΔ, τις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ. για την αναγκαστική εκτέλεση των καταψηφιστικών αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων.


4. Επειδή, περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 1 και 94 παρ. 1, 2 και 4 του Συντάγματος, συνάγεται ότι η αξίωση για δικαστική προστασία έχει ως αντικείμενο την προστασία του δικαιώματος, όχι μόνο με τη μορφή της δεσμευτικής διάγνωσης, αλλά και με τη μορφή της αναγκαστικής εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης, ώστε να καθίσταται ενεργός η παρεχόμενη δικαστική προστασία με τον εξαναγκασμό του ηττωμένου διαδίκου να συμμορφωθεί προς αυτήν. Υπό την έννοια αυτή, τα δικαστήρια που είναι αρμόδια κατά το Σύνταγμα και τους νόμους να δικάσουν την κρίσιμη διαφορά, καθίστανται αρμόδια να αποφανθούν και επί των θεμάτων που ανακύπτουν κατά το στάδιο εκτέλεσης των εκδιδομένων από αυτά δικαστικών αποφάσεων. Επομένως, εφόσον αποκλειστικά αρμόδια για την αναγνώριση και καταψήφιση δικαιωμάτων που απορρέουν από σχέση δημοσίου δικαίου είναι, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, τα διοικητικά δικαστήρια, στα δικαστήρια αυτά ανήκει και η δικαιοδοσία για την εκδίκαση των θεμάτων που ανακύπτουν κατά το στάδιο εκτέλεσης των εκδιδόμενων από αυτά αποφάσεων.


5. Επειδή, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν, μεταξύ άλλων, τα εξής: Με την 4047/1997 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία κατέστη αμετάκλητη μετά την απόρριψη έφεσης του αναιρεσείοντος Δημοσίου κατʼ αυτής με την 644/1999 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, το τελευταίο υποχρεώθηκε να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο, ως αποζημίωση, το ποσό των 2.265.045 δραχμών νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής (6.6.1992), λόγω τραυματισμού που υπέστη από την πρόσκρουση στρατιωτικού οχήματος, στο οποίο επέβαινε, σε δέντρο και την ανατροπή αυτού. Ακολούθως, μετά την περιαφή του εκτελεστήριου τύπου, ο αναιρεσίβλητος κοινοποίησε στις 6.4.2000 στο Ελληνικό Δημόσιο αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της 4047/1997 δικαστικής απόφασης με επιταγή προς εκτέλεση, στο οποίο αναφέρεται ότι το αναιρεσείον υποχρεούται να καταβάλει: α) για κεφάλαιο 2.265.045 δρχ. β) για τόκους από 16.6.1992 έως την ημερομηνία επίδοσης του απογράφου (6.4.2000) 5.041.215 δρχ. και γ) για απόγραφο, αντίγραφο, σύνταξη επιταγής και κοινοποίηση αυτής 463.027 δρχ. και συνολικά 7.769.287 δρχ. Στη συνέχεια, με την 942/20.7.2000 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης κινητών πραγμάτων Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, κατασχέθηκε στο ταμείο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Ενσήμων Αθηνών, δυνάμει της από 5.7.2000 εντολής που παρασχέθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσίβλητου, χρηματικό ποσό ύψους 7.769.000 δραχμών, το οποίο και κατατέθηκε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, σύμφωνα με το άρθρο 956 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Κατά της ανωτέρω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης το αναιρεσείον άσκησε ανακοπή του 933 ΚΠολΔ ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, με την πρωτόδικη απόφαση κρίθηκε ότι «επί των διαφορών από τις πράξεις της αναγκαστικής εκτελέσεως, στερούνται δικαιοδοσίας τα διοικητικά δικαστήρια, δεδομένου ότι: α) η πρώτη πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας από την οποία (αν προσβληθεί) γεννάται η διαφορά, δηλαδή η επίδοση αντιγράφου του απογράφου με επιταγή προς εκτέλεση και οι ακολουθούσες επί μέρους εκτελεστικές πράξεις, δεν είναι διοικητικές και, άρα, από αυτές δεν αναφύεται διοικητική διαφορά ουσίας, επί των οποίων και μόνο έχουν δικαιοδοσία τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια κατʼ άρθρ. 1 και 2 του ΚΔΔ και β) η σχέση από την οποία γεννήθηκε η καταψηφισθείσα χρηματική αξίωση του διοικουμένου κατά του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ, που αναμφιβόλως είναι δημοσίου δικαίου, αποτελεί καθοριστικό στοιχείο μόνο για τον καθορισμό της δικαιοδοσίας του διοικητικού δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της αγωγής, ενώ κατά την ικανοποίηση της απαιτήσεως με αναγκαστική εκτέλεση λαμβάνεται υπόψη η επιδικασθείσα απαίτηση χωρίς την αιτία της, η δε αναφυόμενη διαφορά από την δια της αναγκαστικής εκτελέσεως προσβολή των ιδιωτικών δικαιωμάτων του Δημοσίου είναι ιδιωτική, η δε επίλυσή της ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια». Η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίσθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση κατόπιν αποδοχής σχετικής εφέσεως του Δημοσίου, με την αιτιολογία ότι, εφόσον η απαίτηση του αναιρεσίβλητου που επιδικάσθηκε με την ανωτέρω 4047/1997 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης απορρέει από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, η ένδικη διαφορά που ανέκυψε από την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του αναιρεσείοντος της απόφασης αυτής, υπάγεται στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, «η αναγωγή στην έννομη σχέση που αποτελεί την αιτία της εκκίνησης του μηχανισμού της αναγκαστικής εκτέλεσης αποτελεί το αναγκαίο κριτήριο για τον καθορισμό της δικαιοδοσίας και σε περίπτωση κατά την οποία ιδιώτης επιδιώκει εις βάρος του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ., σύμφωνα με τις διατάξεις του Όγδοου Βιβλίου του Κ.Πολ.Δ., την υλοποίηση του περιεχομένου καταψηφιστικής απόφασης διοικητικού δικαστηρίου, η οποία κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 199 (παρ.1) του Κ.Διοικ.Δικ. (...) αποτελεί εκτελεστό τίτλο. Και τούτο, λόγω του άρρηκτου δεσμού μεταξύ της διαγνωστικής δίκης και της εκτελεστικής διαδικασίας, αφού και οι δύο κατατείνουν στην πλήρη και αποτελεσματική προστασία του φορέα της αξίωσης. Άλλωστε, οι διαφορές αυτές ανέκαθεν αποτελούσαν διοικητικές διαφορές ουσίας, η εκδίκαση των οποίων είχε απλώς ανατεθεί προσωρινά στα πολιτικά δικαστήρια (άρθρο 59 του π.δ/τος 341/1978), μετά δε την θέση σε ισχύ του άρθρου 1 (παρ.1) του ν. 1406/1983 μεταφέρθηκαν οριστικά στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων».


6. Επειδή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη σκέψη 4, η κρινόμενη διαφορά, η οποία ανέκυψε από την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του αναιρεσείοντος Δημοσίου για την ικανοποίηση απαιτήσεως του αναιρεσιβλήτου, η οποία απορρέει από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου και επιδικάσθηκε σʼ αυτόν με αμετάκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, είναι διοικητική διαφορά ουσίας υπαγομένη στη δικαιοδοσία του διοικητικών δικαστηρίων, όπως ορθά έκρινε εν προκειμένω το δικάσαν Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο.


7. Επειδή, από το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος, το οποίο επιτάσσει τη συμμόρφωση προς τις δικαστικές αποφάσεις, σε περίπτωση εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως η οποία, κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις, υποχρεώνει το Δημόσιο σε συμμόρφωση και εφʼ όσον η υποχρέωση αυτή συνίσταται στην καταβολή χρηματικού ποσού, ο ιδιώτης διάδικος δύναται, για την ικανοποίηση της απαιτήσεως του, να χρησιμοποιήσει τα μέσα αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του Δημοσίου και, ειδικότερα, να προβεί στην αναγκαστική κατάσχεση ταμειακών διαθεσίμων, χρημάτων δηλαδή του Δημοσίου, στην οικεία οικονομική υπηρεσία. Και τούτο, διότι στην ιδιωτική, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 3068/2002, περιουσία του Δημοσίου, στην οποία και μόνον επιτρέπεται να γίνει αναγκαστική κατάσχεση, περιλαμβάνονται και τα χρηματικά διαθέσιμα του Δημοσίου, ανεξάρτητα από την πηγή από την οποία προέρχονται, η οποία, άλλωστε, είναι αδύνατον να διαγνωσθεί. Δεν συνιστά δε πρόσφορο, εν προκειμένω, κριτήριο διαφοροποιήσεως των χρηματικών διαθεσίμων του Δημοσίου σε κατασχετά ή μη η καθʼ ύλην ή κατά τόπο αρμοδιότητα των οικείων οικονομικών υπηρεσιών του ή ο κωδικός εσόδου, με τον οποίο καταχωρίζονται τα εισπραττόμενα από το Δημόσιο ποσά, διότι, τα στοιχεία αυτά ανάγονται σε ζητήματα εσωτερικής οργανώσεως των υπηρεσιών του Δημοσίου, μη κρίσιμα εν προκειμένω ούτε δυνάμενα να παρακωλύσουν την τήρηση των εν λόγω υποχρεώσεών του, που απορρέουν από το Σύνταγμα. Αντίθετο επιχείρημα δεν δύναται να αντιταχθεί από την διάταξη του άρθρου 79 περ. 2 του Συντάγματος, διότι, πάντως, τα σχετικά χρηματικά ποσά έχουν εισαχθεί, αδιακρίτως της προελεύσεώς τους, στον προϋπολογισμό προς κάλυψη των υποχρεώσεων του Δημοσίου και εκπλήρωση των δημοσίων σκοπών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η συνταγματικώς κατοχυρωμένη υποχρέωση συμμορφώσεως του Κράτους προς τις δικαστικές αποφάσεις.


8. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι είναι επιτρεπτή η κατάσχεση των εσόδων από τη διαχείριση ενσήμων, αξιών και κάθε άλλου υλικού, η πώληση του οποίου έχει ανατεθεί στη ΔΟΥ Ενσήμων, δεν είναι νόμιμη, διότι πρόκειται για δημόσια περιουσία αφιερωμένη στην εκπλήρωση δημοσίων σκοπών. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι οι εισπράξεις των ΔΟΥ κατατίθενται μεν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 και 68 του ΚΔΛ, στην Τράπεζα της Ελλάδας σε λογαριασμούς που ορίζονται από τον Υπ. Οικονομικών, και σε χρέωση αυτών πραγματοποιούνται αναλήψεις χρηματικών ποσών για την πληρωμή των εγγεγραμμένων στον ετήσιο προϋπολογισμό δαπανών για τις λειτουργικές δραστηριότητες ή σκοπούς του δημοσίου, ο προορισμός, όμως, των χρημάτων αυτών, διά μέσου του κρατικού προϋπολογισμού, δεδομένου ότι γίνεται για την κάλυψη αδιακρίτως οποιοδήποτε δημόσιας δαπάνης, δεν αρκεί για να καταστούν ακατάσχετα στο σύνολο τους τα χρηματικά διαθέσιμα του Δημοσίου που βρίσκονται στα ταμεία των ΔΟΥ, αλλά, ενόψει του ότι η επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης υπηρετεί το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα δικαστικής προστασίας, απαιτείται επιπλέον να δημιουργείται κίνδυνος ανατροπής της εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού ως προς την εκπλήρωση των δαπανών, ισχυρισμό που, εν προκειμένω, το Δημόσιο δεν προέβαλε. Η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως είναι, κατά τα προεκτεθέντα, νόμιμη, έστω και με διαφορετική, εν μέρει, αιτιολογία, και, κατά συνέπεια ο προβαλλόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί, καθώς και η αίτηση στο σύνολό της.


Δ ι ά τ α ύ τ α


Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.

Επιβάλλει εις βάρος του Δημοσίου τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου εξ ευρώ 460.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 21 Οκτωβρίου 2014 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 9ης Μαρτίου 2015.

Ο Πρόεδρος του Στ΄ Τμήματος    Η Γραμματέας του Στ΄ Τμήματος

Αθ. Ράντος           Ελ. Γκίκα



ΜΠρΑθ 2116/2015 Ακύρωση έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας με την οποία εκπλειστηριαζόταν η πρώτη κατοικία της οφειλέτιδος την 13-3-2013. Ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 19 παρ. 1 Ν. 3869/2010

$
0
0
ΜΠρΑθ 2116/2015
Ακύρωση έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας με την οποία εκπλειστηριαζόταν η πρώτη κατοικία της οφειλέτιδος την 13-3-2013. Ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 19 παρ. 1 Ν. 3869/2010....



ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΤΙΤΛΩΝ


ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 2116/2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ


Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ρηγίνα Αλεξίου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, και τη Γραμματέα Σταυρούλα Λεβέντη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, την 13η.05.2014, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της ανακόπτουσας - ασκήσασας πρόσθετους λόγους: ..., κατοίκου Βούλας Ν. Αττικής, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο διά της πληρεξούσιας Δικηγόρου της Άννας Τσουλφίδου.

Της καθ'ης η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής: ανώνυμης τραπεζιτικής εταιρίας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «ALPHA ΒΑΝΚ», εδρεύουσας στην Αθήνα Ν. Αττικής και νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο διά του πληρεξουσίου Δικηγόρου της Νικόλαου Βασιλείου.

Η ανακόπτουσα - ασκήσασα πρόσθετους λόγους ζητεί να γίνει δεκτή η από 28.02.2013 ανακοπή της, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 33422/3071/01.03.2013, καθώς και οι από 27.02.2014 και υπ'αριθ. έκθεσης κατάθεσης 27486/3576/28.02.2014 πρόσθετοι λόγοι αυτής, αμφότερα δε τα εν λόγω δικόγραφα προσδιορίστηκαν, για να συζητηθούν, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν, ως εκ περισσού, στο πινάκιο.

Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις έγγραφες προτάσεις των εντολέων τους.


ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


Σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 246 ΚΠολΔ, «Το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων». Η συνεκδίκαση, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, αποσκοπεί στην ενοποίηση της διαδικασίας, προς διευκόλυνση ή επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης ή προς μείωση των εξόδων, αποτελούσα ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της οικονομίας της δίκης, χωρίς, όμως, να επιφέρει καμία μεταβολή στις σχέσεις των διαδίκων των ενωμένων διαφορετικών δικών, οι οποίες διατηρούν την αυτοτέλεια τους (ΑΠ 28/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1355/2004 ΕλλΔ/νη 2005, σελ. 1448, ΕφΚρ 114/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, φέρονται προς συζήτηση, κατά τα ως άνω εκτεθέντα, στην ίδια δικάσιμο: Α) η από 28.02.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 33422/3071/01.03.2013 ανακοπή, και Β) οι από 27.02.2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 27486/3576/28.02.2014 πρόσθετοι λόγοι αυτής, που πρέπει να συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθόσον αφορούν στο ίδιο επίδικο βιοτικό συμβάν, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και στην καθ'ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα του ιδίου Δικαστηρίου, από την ένωση δε και συνεκδίκασή τους διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται μείωση των εξόδων αυτής, ενώ, παράλληλα, αποφεύγεται ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων για το ίδιο προς απόδειξη θέμα (άρθρα 31 παρ.1, 3, 246, 585 ΚΠολΔ).

Στην προκείμενη περίπτωση, η ανακόπτουσα με την κρινόμενη ανακοπή της και τους ασκηθέντες με αυτοτελές δικόγραφο πρόσθετους λόγους αυτής, κατά τη δέουσα εκτίμηση των εισαγωγικών της δίκης δικογράφων της και ορθή νοηματική απόδοση του περιεχομένου τους, ζητεί να ακυρωθούν, για τους αναφερόμενους από αυτήν λόγους, η υπ'αριθ. 93/02.07.2012 κατασχετήρια έκθεση ακινήτων της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ..., και οι από 02.07.2012 και υπ'αριθ. 94/06.07.2012 περιλήψεις αυτής, καθώς και να καταδικαστεί η καθ'ης στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής απαραδέκτως εισάγονται ενώπιον του καθ'ύλην και κατά τόπο αρμοδίου παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 14, 218 παρ. 1, 584, 585, 933 παρ. 1, 2 και 937 ΚΠολΔ), για να δικασθούν κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώ, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 937 ΚΠολΔ, όπως αυτή ισχύει μετά το Ν. 4055/2012 (άρθρο 19 παρ. 4 αυτού) και εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση (καθότι η εν λόγω ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής ασκήθηκαν μετά την έναρξη εφαρμογής του εν λόγω νόμου, την 02α.04.2012, δεδομένης της κατάθεσης αυτών στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 01η.03.2013 και την 28η.02.2014, αντίστοιχα), η ένδικη υπόθεση υπάγεται προς εκδίκαση στην ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους (άρθρα 635 επ. ΚΠολΔ, 14 Ειδικού Μέρους της Αιτιολογικής Έκθεσης του Ν. 4055/2012). Ωστόσο, κατ'εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 591 παρ. 2 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο θα κρατήσει την υπό κρίση υπόθεση και θα δικάσει αυτήν κατά την αρμόζουσα διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους (άρθρα 635 επ. ΚΠολΔ), με γνώμονα την αρχή της οικονομίας της δίκης, εφόσον δεν επιβάλλεται από άλλη δικονομική αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της η παραπομπή σε ιδιαίτερη συζήτηση για προπαρασκευή των διαδίκων, λόγω της ύπαρξης ουσιωδών αποκλίσεων μεταξύ της αρχικώς τηρηθείσας τακτικής διαδικασίας και της τηρητέας, κατά τα ανωτέρω, ειδικής διαδικασίας, η δε διαφορά ως προς την εγγραφή στο πινάκιο (άρθρο 642 ΚΠολΔ) δεν ασκεί έννομη επιρροή, αφού αυτή απαιτείται μόνο για την ολοκλήρωση του προσδιορισμού της δικασίμου (ΕφΔωδ 17/2007, Α'δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 157/2002, ΑχΝομ 2003, σελ. 256, ΕφΑΘ 1999/2000, ΕΔΠΟΛ 2002, σελ. 182, ΕφΠειρ 108/1997, ΕλλΔ/νη 1997, σελ. 1623, ΕφΑΘ 2591/1995, ΑΡΜ 1995, σελ. 1187, ΕφΑΘ 7006/1993, ΕλλΔ/νη 1994, σελ. 1115, ΕφΘεσ/νικης 2891/1989, ΕλλΔ/νη 1991, σελ. 1280). Επιπλέον, η υπό κρίση ανακοπή, καθώς και οι υποβληθέντες με αυτοτελές δικόγραφο πρόσθετοι λόγοι αυτής, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 585 παρ. 2 ( βλ. τη νομίμως μετ'επικλήσεως προσκομιζόμενη υπ'αριθ. 5083Β/28.02.2014 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Γεωργίου Στ. Δήμου ) και 934 παρ. 1 περ. α'και β'ΚΠολΔ, δεν προκύπτει η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης, ήτοι η επακολούθηση άλλων πράξεων εκτέλεσης μετά τη σύνταξη της υπ'αριθ. 93/02.07.2012 κατασχετήριας έκθεση ακινήτων της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …, και των από 02.07.2012 και υπ'αριθ. 94/06.07.2012 περιλήψεων αυτής, γι αυτό και πρέπει τα εν λόγω ένδικα βοηθήματα να γίνουν τυπικά δεκτά και να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό, καθώς και η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων τους.

Περαιτέρω, ο Ν. 3869/2010 (ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων προσώπων και άλλες διατάξεις), προέβλεψε τη δυνατότητα των φυσικών προσώπων που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, για τη ρύθμιση τούτων και την απαλλαγή, ακολουθώντας τη διαδικασία που σχετικώς ορίζεται. Δυνάμει, μάλιστα, του άρθρου 9 παρ. 2 του ιδίου νόμου, προς το σκοπό προστασίας της κύριας κατοικίας, μπορεί να εξαιρεθεί από τη διαδικασία ρευστοποίησης της περιουσίας του οφειλέτη, που υπέβαλε αίτηση ρύθμισης χρεών του, το ακίνητο που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία, η προστασία, εξάλλου, του ακινήτου, ισχύει και εφόσον ο οφειλέτης έχει την επικαρπία ή ψιλή κυριότητα ή ιδανικό μερίδιο επί αυτών (όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 προστέθηκε με την παράγραφο 5 του άρθρου 85 Ν. 3996/2011, ΦΕΚ Α 70/05.08.2011). Σύμφωνα δε με το άρθρο 19, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με, το άρθρο 5 της από 18.12.2012 Π.Ν.Π. (ΦΕΚ Α 246/18.12.2012), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 4128/2013 (ΦΕΚ Α 51/28.02.2013) «Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου (ήτοι από την 03η.08.2010) και μέχρι την 31η. 12.2013 απαγορεύεται ο πλειστηριασμός του ακινήτου της παραγράφου 2 του άρθρου 9». Βάσει δε της παρ. 2 του άρθρου 46 Ν. 3986/2011, στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 19 Ν. 3869/2010, προστέθηκε το ακόλουθο εδάφιο: «Η διάταξη εφαρμόζεται για κάθε φυσικό πρόσωπο ανεξαρτήτως αν στερείται πτωχευτικής ικανότητας». Εκ του συνδυασμού των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται, ότι, πλέον, και έως την 31η. 12.2013 απαγορεύεται ο πλειστηριασμός ακινήτου που χρησιμεύει ως πρώτη κατοικία, κατά τα οριζόμενα από το άρθρο 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010, ακόμη και όταν τούτος (πλειστηριασμός) επισπεύδεται σε βάρος φυσικού προσώπου που δεν στερείται πτωχευτικής ικανότητας, ήτοι δεν εμπίπτει στις ρυθμίσεις του προαναφερόμενου Ν. 3869/2010. Το προαναφερθέν, εξάλλου, άρθρο 46 παρ. 2 Ν. 3986/2011, που τροποποίησε το άρθρο 19 παρ. 1 Ν. 3869/2010, όπως ίσχυε με την προηγούμενη τροποποίηση του με το άρθρο 36 Ν. 3910/08.02.2011, στόχο έχει να διαφυλάξει τη διατήρηση της κύριας κατοικίας, για τους σκοπούς του άρθρου 9 του κατά τα ανωτέρω νόμου, στο ενδιάμεσο διάστημα, μέχρι την πραγματική και απρόσκοπτη ενεργοποίηση της δυνατότητας υπαγωγής των οφειλετών στη διαδικασία του Ν. 3869/2010 (εξώδικος συμβιβασμός, αίτηση στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο, δικαστικός συμβιβασμός ή δικαστική απόφαση), ενόψει και του συνεχώς αυξανόμενου ενδιαφέροντος που εκδηλώνεται μετά την εναρκτήρια φάση της εφαρμογής του, από την 03η.01.2011. Συνεπεία δε των προεκτεθέντων, δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 19 του Ν. 3869/2010, όπως ισχύει, περί αναστολής πλειστηριασμών, η προηγούμενη υποβολή αίτησης του οφειλέτη προς εξώδικο συμβιβασμό ή, μετά την αποτυχία αυτού, η υποβολή αίτησης του άρθρου 4 του ιδίου νόμου στο κατά τόπο αρμόδιο Ειρηνοδικείο (ΜονΠρωτΧαλκ 105/2014, Α'δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρωτΖακυνθ 3/2013, Α'δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα διατείνεται, ότι οι ένδικες προσβαλλόμενες πράξεις της κύριας διαδικασίας της επισπευδόμενης εις βάρος της εκτέλεσης πάσχουν ακυρότητας, καθόσον παράνομα και κατά κατάχρηση δικαιώματος επισπεύδεται πλειστηριασμός σε βάρος του ακινήτου της που αποτελεί την κύρια και μοναδική κατοικία της και που, συνεπώς, εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 9 του Ν. 3869/2010, ενώ, βάσει του άρθρου 19 του ιδίου νόμου, απαγορεύονται οι πλειστηριασμοί ακινήτων που αποτελούν κύρια κατοικία μέχρι την 31η.12.2013. Ο εν λόγω ισχυρισμός παραδεκτώς (άρθρα 216, 217, 118 ΚΠολΔ) και νομίμως προβάλλεται, κατά τις διατάξεις του Ν. 3869/2010, τυγχάνει δε περαιτέρω ερευνητέος και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα, πρέπει όμως να απορριφθεί κατά το σκέλος του που αφορά στην κατά κατάχρηση δικαιώματος συνέχιση του πλειστηριασμού από την καθ'ης, ως στερούμενος νομίμου ερείσματος, καθόσον η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ, 116, 933 ΚΠολΔ, 25 παρ. 3 Συντάγματος) προϋποθέτει την ύπαρξη δικαιώματος, το οποίο για κάποιο λόγο ασκείται καταχρηστικά, ενώ η ανακόπτουσα επικαλείται, εν προκειμένω, ανυπαρξία αξίωσης της καθ'ης η ανακοπή να προβεί στην ικανοποίηση της απαίτησης της δι'αναγκαστικής εκτέλεσης, λόγω συνδρομής στο πρόσωπο της εν λόγω οφειλέτριας των προϋποθέσεων εφαρμογής του Ν. 3869/2010 περί απαγόρευσης την πλειστηριασμών της πρώτης κατοικίας έως την 31η. 12.2013.

Από τη συνεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης, ο οποίος νομίμως εξετάστηκε επιμέλεια της ανακόπτουσας - ασκήσασας πρόσθετους λόγους, ενώπιον του ακροατηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, και η οποία (κατάθεση) περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου, εκτιμώμενη κατά το λόγο της γνώσης και το μέτρο της αξιοπιστίας του, όλων ανεξαιρέτως των νομίμως, κατά τά άρθρα 115 παρ. 3, 237 παρ. 1, 2, 5, 238, 346, 635 επ., 937 παρ. 3, 591 παρ. 1 εδ. α'ΚΠολΔ, μετ'επικλήσεως προσκομιζόμενων εγγράφων, για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία κατωτέρω, χωρίς πάντως να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339, 340, 346, 395 και 591 παρ. 1 εδ. α'ΚΠολΔ, ΑΠ 1286/2003, ΕλλΔ/νη 2005, σελ. 406), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ'αριθ. 93/02.07.2012 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτων της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ..., και προς εκτέλεση πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ'αριθ. 149/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή   του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με επιταγή προς εκτέλεση συνολικού ποσού 37.335,84 ευρώ σε βάρος της ..., η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «ALPHA ΒΑΝΚ», εδρεύουσα στην Αθήνα Ν. Αττικής, επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της περιουσίας της ανακόπτουσας με την κατάσχεση της κάτωθι αναφερόμενης αυτοτελούς και οριζόντιας ιδιοκτησίας της με τα παρακολουθήματά της και με την εξ αδιαιρέτου αναλογία τους επί του οικοπέδου και των κοινοχρήστων και κοινόκτητων χώρων της πολυκατοικίας, ορίστηκε δε η 13η.03.2013 ως ημερομηνία διεξαγωγής του πλειστηριασμού, ο οποίος έχει ήδη ανασταλεί βάσει της υπ'αριθ. 2808/2013 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων).

Αναλυτικότερα, κατασχέθηκε το υπό στοιχείο (Α-2) διαμέρισμα του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου της ευρισκόμενης στο Δήμο Βούλας Ν. Αττικής, και ήδη Δημοτική Ενότητα Βούλας του Δήμου Βάρης - Βούλας - Βουλιαγμένης, της Περιφερειακής Ενότητας Ανατολικής Αττικής, στη διασταύρωση των οδών ..., και .., αριθ. .., πολυώροφης οικοδομής, εμβαδού 64 τ.μ., στο οποίο ανήκει κατ'αποκλειστική χρήση η με στοιχεία (...) θέση στάθμευσης του ισογείου (πυλωτής), έκτασης 10,35 τ.μ., και στο οποίο αντιστοιχούν, ως παραρτήματα, οι επίσης κατασχεθείσες α) υπό στοιχείο (...) αποθήκη του υπογείου, επιφάνειας 10 τ.μ., και β) υπό στοιχείο (...) κλειστή θέση στάθμευσης του ισογείου (πυλωτής), έκτασης 33 τ.μ.. Η εν λόγω δε οριζόντια ιδιοκτησία αποτελεί την κύρια και μοναδική κατοικία της ανακόπτουσας, που περιήλθε στην αποκλειστική κυριότητα της βάσει του - υπ'αριθ. .../10.12.2004 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., νομίμως μεταγεγραμμένου στα Βιβλία Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Βούλας (Τόμος .., Αύξων Αριθμός ...), τούτου συναγομένου τόσο εκ της μνείας στον προαναφερθέντα τίτλο κτήσης περί του ότι η ανακόπτουσα απηλλάγη της καταβολής του φόρου μεταβίβασης μέχρι του ύψους του αντιτίμου των 65.000 ευρώ, λόγω απόκτησης πρώτης κατοικίας, όσο και εκ των νομίμως μετ'επικλήσεως προσκομιζόμενων φύλλων Ε1 και Ε9 της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος οικονομικών ετών 2013 και 2006, αντιστοίχως, της …. Επιπροσθέτως, από τα ίδια κατά τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε, ότι η ανακόπτουσα είναι άνεργη, με μοναδικό εισόδημα εκείνο των προς διανομή κερδών της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «Selvec εμπορική τεχνική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης», στην οποία συμμετέχει με μία μερίδα συμμετοχής των 20 εταιρικών μεριδίων, συνολικής αξίας 600 ευρώ, η οποία απέδωσε το ποσό των 341,10 ευρώ για τη χρήση του έτους 2012, καθώς και εκείνο από καταθέσεις και κινητές αξίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό, μη υπερβαίνον, την 20η. 11.2013, το ποσό των 15.000 ευρώ - χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή η πτωχευτική της ή μη ικανότητα, λόγω της εν λόγω εταιρικής της ιδιότητας, μετά και την επέκταση, κατά την παρ. 2 του άρθρου 46 του ν. 3986/2011, της ευεργετικής διάταξης του άρθρου 1 του Ν. 3869/03.08.2010 και σε πρόσωπα που έχουν πτωχευτική ικανότητα -, είναι επιβαρυμένη και με έτερη οφειλή, ύψους 207.319,50 ευρώ, απορρέουσας εκ της υπ'αριθ. .../18.01.2005 σύμβασης στεγαστικού δανείου και των πρόσθετων πράξεων αυτής, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι αυτή δολίως περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής του επίδικου χρέους, ούτε, άλλωστε, το επικαλείται η καθ'ης, αντίθετα τούτο πηγάζει από αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης, αναληφθείσας κατά το έτος 2002, και δεν πρόκειται περί χρέους εξ αδικοπραξίας που τελέστηκε με δόλο, η δε αξία του κατασχεθέντος ακινήτου (διαμέρισμα και παρακολουθήματα αυτού) υπολείπεται του προβλεπόμενου από τις ισχύουσες διατάξεις (άρθρο 21 Ν. 3842/2010) ορίου αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας (200.000 ευρώ, εν προκειμένω, αφού η ανακόπτουσα είναι άγαμη), προσαυξημένου κατά 50%, καθόσον η αντικειμενική του αξία εκτιμήθηκε στο συνολικό ποσό των 183.000 ευρώ, ενώ ως τιμή πρώτης προσφοράς ορίστηκε το συνολικό ποσό των 122.000 ευρώ. Μάλιστα, η ανακόπτουσα έχει ήδη λάβει από την καθ'ης η ανακοπή την από 18.12.2012 αναλυτική κατάσταση της οφειλής της από τη μεταξύ τους συναφθείσα υπ'αριθ. .../23.12.2002 σύμβαση χορήγησης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, και της έχει κοινοποιήσει, την 16η.01.2013, την από 07.01.2013 πρόταση της περί εξωδικαστικού συμβιβασμού, χωρίς όμως σχετική ανταπόκριση μέχρι σήμερα από την δανείστρια τραπεζική εταιρία. Επισημαίνεται δε ότι, βάσει των διαλαμβανομένων στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αφενός μεν δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 19 Ν. 3869/2010 περί αναστολής πλειστηριασμών, η προηγούμενη υποβολή αίτησης του άρθρου 4 Ν. 3869/2010 στο κατά τόπο αρμόδιο Ειρηνοδικείο από την ..., μετά την αποτυχία του επιχειρούμενου εξώδικου συμβιβασμού, αφετέρου δε η υπ'αριθ. .../15.04.2013 δήλωση υποκατάστασης της αρχικής επισπεύδουσας εταιρίας από την ίδια ως δανείστρια της ανακόπτουσας εξ άλλης αιτίας, ήτοι της υπ'αριθ. 304/2012 διαταγής πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ανεξάρτητα από την εγκυρότητα ή μη αυτής, δεν θίγει τις μέχρι τότε διενεργηθείσες πράξεις εκτέλεσης, καθόσον η εκτελεστική διαδικασία παραμένει η ίδια και συνεχίζεται από τον νέο δανειστή (ΜονΠρωτΘεσ/νικης 2722/2012, ΕΦΑΔ 2012, σελ. 628, ΜονΠρωτΡοδ 2185/2010, Α'δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρωτΡοδ 72/2009, Α'δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρωτΤριπ 63/2003, ΔΙΚΗ 2003, σελ. 1328, βλ. και I. Μπρίνια, «Αναγκαστική Εκτέλεσις», Τόμος Β', Β'έκδοση, άρθρο 973, παρ. 396°, υποπαρ. I, σελ. 1028). Εκ των ανωτέρω εκτεθέντων, λοιπόν, συνάγεται, ότι παράνομα επισπεύδεται ο ένδικος πλειστηριασμός εις βάρος της πρώτης κατοικίας της ανακόπτουσας, γι αυτό και πρέπει η υπό κρίση ανακοπή να γίνει δεκτή και ως κατ'ουσίαν βάσιμη, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών προταθέντων λόγων της και των πρόσθετων λόγων αυτής (ΕφΠειρ 526/2003, ΔΕΕ 2004, σελ. 59, ΕφΑθ 5824/2001, ΕλλΔ/νη 2002, σελ. 185, 189), να ακυρωθεί η υπ'αριθ. 93/02.07.2012 κατασχετήρια έκθεση ακινήτων της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …, και οι από 02.07.2012 και υπ'αριθ. 94/06.07.2012 περιλήψεις αυτής, και να καταδικασθεί, τέλος, η καθ'ης, ένεκα της ήττας της, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ανακόπτουσας (άρθρα 106, 176, 189, 190 και 191 ΚΠολΔ, 63, 65, 68 παρ. 1 Ν. 4194/2013, βλ. και ΑΠ 1031/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όλα τα ανωτέρω κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ'αριθ. 93/02.07.2012 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …, και τις από 02.07.2012 και υπ'αριθ. 94/06.07.2012 περιλήψεις της εν λόγω κατασχετήριας έκθεσης της ιδίας Δικαστικής Επιμελήτριας.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ'ης η ανακοπή στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ανακόπτουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων πενήντα (750) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, παρουσία της γραμματέως και απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους, στις 22-4-2015.


              Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



ΜΠρΑθ 2965/2015 Ασφαλιστικά μέτρα - Αίτηση επίδειξης εγγράφου - Έννομο συμφέρον - Λογιστής Φορολογικά έγγραφα επιτηδευματιών και επιχειρήσεων - Φορολογικό απόρρητο - Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα - Στοιχεία ορισμένου αίτησης - Απόρριψη αίτησης -.

$
0
0
ΜΠρΑθ 2965/2015
Ασφαλιστικά μέτρα - Αίτηση επίδειξης εγγράφου - Έννομο συμφέρον - Λογιστής Φορολογικά έγγραφα επιτηδευματιών και επιχειρήσεων - Φορολογικό απόρρητο - Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα - Στοιχεία ορισμένου αίτησης - Απόρριψη αίτησης -....


Αίτηση με την οποία ζητείται, με την επίκληση έννομου συμφέροντος και επείγουσας περίπτωσης, να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα και ειδικότερα να υποχρεωθεί η καθ'ης να επιδείξει στην αιτούσα: Α) αντίγραφα των Ε3, Ε5 και δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος των αναφερομένων στην αίτηση επιτηδευματιών, ελεύθερων επαγγελματιών και επιχειρήσεων, Β) τους κλειδάριθμους των αναφερομένων στην αίτηση επιτηδευματιών και εταιρειών, Γ) την έναρξη εργασιών της καθ'ης στο τμήμα μητρώου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. και το σύνολο των μεταβολών των εργασιών της, Δ) την έναρξη εργασιών της καθ'ης στον Ο.Α.Ε.Ε. ως λογίστριας-φοροτεχνικού και Ε) τον αναλυτικό κατάλογο για έκαστο των επιτηδευματιών και επιχειρήσεων γενόμενα κατά το επίδικο χρονικό διάστημα με τη συνολική αξία των παρασχεθέντων από την αιτούσα προς αυτούς υπηρεσιών, των γενομένων από καθένα εκ των ανωτέρω πελατών καταβολών και των μέχρι σήμερα ανεξόφλητων οφειλών. Απόρριψη της αίτησης αυτής αναφορικά: α) με τα υπό στοιχεία Α, Β και Γ αιτήματα της ως μη νόμιμης, καθόσον με τη χορήγηση των ανωτέρω αιτούμενων εγγράφων, παραβλάπτεται το φορολογικό απόρρητο τόσο, μη διαδίκων τρίτων, όσο και της καθ'ης, β) με το υπό στοιχεία Δ αίτημα ως μη νόμιμης, καθόσον με την επίδειξη του εγγράφου της έναρξης της καθ'ης στον ΟΑΕΕ ως λογίστρια-φοροτεχνικός παραβλάπτονται τα δεδομένα προσωπικού της χαρακτήρα, και γ) με το υπό στοιχείο Ε αίτημα ως αόριστης, καθόσον δεν αναφέρονται με ακρίβεια τα επιδεικτέα, παρά εντελώς αόριστα γίνεται αναφορά σε κατάλογο/λίστα των πελατών, στα οποία πρέπει να αναφέρεται η συνολική αξία των παρασχεθέντων από την ίδια (αιτούσα), προς αυτούς (πελάτες) υπηρεσιών, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα καθώς και των γενομένων καταβολών από κάθε πελάτη μετά των υφιστάμενων, έως σήμερα ανεξόφλητων οφειλών, χωρίς να γίνεται αναφορά αναλυτικά στα έγγραφα αυτά, την επίδειξη των οποίων ζητά.



ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ


Αριθιμός απόφασης 2965/2015

Αριθμός κατάθεσης αίτησης 93510/10412/2014


ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

(διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)


Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Κοσμία Γιαννούση, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίσθηκε με κλήρωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3327/2005, χωρίς της σύμπραξη γραμματέα.

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριο του, στις 6 Οκτωβρίου 2014, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Της αιτούσας: ……, κατοίκου Χαλανδρίου (οδός ……), η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της, Νικολάου Κουτκια (AM ΔΣΑ 25658).

Της καθ'ης η αίτηση: ……, κατοίκου Αθηνών (οδός …….), η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της, Βασιλείου Κούσουλα (AM ΔΣΑ 12585).

Η αιτούσα απηύθηνε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, την από 24-7-2014 αίτηση της, η οποία προσδιορίσθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Κατά τη σημερινή δημόσια συζήτηση της υποθέσεως οι διάδικοι παραστάθηκαν ως ανωτέρω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.


ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


I) Η επίδειξη εγγράφου κατά τη διάρκεια εκκρεμούς δίκης ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 450-452 ΚΠολΔ, ενώ αν δεν υπάρχει εκκρεμής δίκη, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 902- 903 ΑΚ. Κατά το άρθρο 902 ΑΚ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να πληροφορηθεί το περιεχόμενο ενός εγγράφου που βρίσκεται στη κατοχή άλλου, έχει δικαίωμα να απαιτήσει την επίδειξη ή και αντίγραφο του, αν το έγγραφο συντάχθηκε για το συμφέρον αυτού που το ζητεί ή πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά και αυτόν ή σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση, είτε απευθείας από τον ίδιο είτε για το συμφέρον του, με τη μεσολάβηση τρίτου. Η επίδειξη εγγράφου ή χορήγηση αντιγράφου μπορεί να ζητηθεί με αγωγή, ανταγωγή, ή και με τις προτάσεις, ενώ κατά την κρατούσα στη νομολογία και τη θεωρία άποψη, δύναται να επιδιωχθεί και με αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων, εφόσον συντρέχει επείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος (βλ. ΜΠρΑΘ 8430/2009 ΑρχΝ 2010.456, ΜΠρΡόδου 2048/2009 «ΝΟΜΟΣ» ΜΠρΤριπ 98/2008 ΔΕΕ 2008.814, Ι.Χαμηλοθώρης, Ασφαλιστικά Μέτρα, εκδ.2010, σελ. 328). Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της ενοχικής, εκ του νόμου, αξίωσης για την επίδειξη εγγράφου ή για τη χορήγηση αντιγράφου που αξιώνονται από την 902 ΑΚ, είναι αφενός η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του ζητούντος την επίδειξη, που εξειδικεύεται στις τρεις, περιοριστικά στο νόμο αναφερόμενες, περιπτώσεις του παραπάνω άρθρου, και αφετέρου η κατοχή του εγγράφου από τον καθού κατά του οποίου στρέφεται η σχετική αξίωση. Όμως, τέτοιο έννομο συμφέρον λείπει, όταν από τον ενάγοντα δεν προβάλλονται πραγματικοί ισχυρισμοί, αλλά η αίτηση επίδειξης εγγράφου αποβλέπει στην αποκάλυψη για πρώτη φορά, με την επίδειξη, κρίσιμων πραγματικών γεγονότων (ΑΠ 9/2005 ΕλλΔνη 2005.768). Αν στο πρόσωπο του ζητούντος την επίδειξη λείπει το έννομο συμφέρον, γιατί δεν συντρέχει μία από τις αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις, τότε η αγωγή απορρίπτεται για έλλειψη εννόμου   συμφέροντος, που συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση και συνεπάγεται την, για το λόγο αυτό, απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Ειδικότερα, οι περιπτώσεις που προβλέπονται διαζευκτικά στο άρθρο 902 ΑΚ και εξειδικεύουν το έννομο συμφέρον είναι οι εξής: α) Αν το έγγραφο συντάχθηκε προς το συμφέρον του αιτούντος. Για να κριθεί αν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή ερευνάται η πρόθεση που επικράτησε κατά το χρόνο σύνταξης του εγγράφου. Τέτοιο έννομο συμφέρον υπάρχει, όταν το έγγραφο συντάχθηκε προς σύσταση, απόδειξη ή διατήρηση γενικά των δικαιωμάτων του αιτούντος την επίδειξη. Το έγγραφο δεν απαιτείται να αφορά αποκλειστικά το συμφέρον του αιτούντος την επίδειξη. Αρκεί να έχει συνταχθεί έστω και προς το συμφέρον του. Πάντως, έννομο συμφέρον δεν υπάρχει, αν το έγγραφο έχει συνταχθεί αποκλειστικά προς το συμφέρον του εναγομένου κατόχου του, β) Αν το έγγραφο πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά και τον αιτούντα. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται κυρίως τα έγγραφα, συστατικά ή αποδεικτικά μιας δικαιοπραξίας, που έχει καταρτιστεί με τον κάτοχο του εγγράφου ή με κάποιον τρίτο, τα οποία πιστοποιούν έννομη σχέση που αφορά και τον αιτούντα. Πρέπει, πάντως, κατά την κρατούσα ερμηνεία της ως άνω διάταξης, να έχει λάβει ο αιτών μέρος στη δικαιοπραξία που εμπεριέχεται στο έγγραφο και γ) Αν το έγγραφο σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση είτε απευθείας από τον ίδιο τον αιτούντα, είτε για το συμφέρον του, με τη μεσολάβηση τρίτου. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα έγγραφα εκείνα, που δεν πιστοποιούν μεν μια έννομη σχέση, αφορούν όμως τις σχετικές μ'αυτήν διαπραγματεύσεις, ανεξάρτητα αν αυτές κατέληξαν ή όχι σε κατάρτιση σύμβασης (ΕφΑΘ 673/2009 ΕλλΔνη 2009.1474, ΕφΑΘ 2456/2002 ΕλλΔνη 46.208). Εξάλλου, εκτός από τα άρθρα 902-903 του ΑΚ, υπάρχουν, όπως προεκτέθηκε στην αρχή, και οι διατάξεις των άρθρων 450 έως 452 ΚΠολΔ, οι οποίες αφορούν, επίσης, την επίδειξη εγγράφων - χορήγηση αντιγράφων. Οι τελευταίες δεν κατήργησαν τις σχετικές διατάξεις του ΑΚ, είναι ειδικότερες και ρυθμίζουν την υποχρέωση των διαδίκων ή τρίτων προς επίδειξη, κατά τη διάρκεια εκκρεμούς δίκης, στην οποία το επιδεικτέο έγγραφο πρόκειται να χρησιμεύσει για απόδειξη. Αντίθετα, οι διατάξεις του ΑΚ, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί που αναφέρονται σ'αυτές ως προς τη δημιουργία της αξίωσης για επίδειξη, εφαρμόζονται μόνον όταν δεν υπάρχει εκκρεμής δίκη. Η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του ΚΠολΔ σε ορισμένη έκταση δεν αποκλείεται, αλλά πάντως δεν είναι δυνατόν να αφορά τις περιπτώσεις εννόμου συμφέροντος για τη δημιουργία της σχετικής αξίωσης (ΕφΑΘ 673/2009). Περαιτέρω, στην αγωγή ή στην αίτηση επιδείξεως εγγράφου-χορήγησης αντιγράφου νομιμοποιείται παθητικά ο κάτοχος αυτού, ο οποίος μπορεί να είναι και τρίτος, έστω και αν δεν υπάρχει εναντίον του αξίωση σχετική με το έγγραφο (ΜΠρΑΘ 2560/2008 ΕΦΑΔ 2010.101). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 450 παρ.2 και 451 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι κάθε διάδικος ή τρίτος υποχρεούται να επιδείξει τα έγγραφα, τα οποία κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος, ο οποίος δικαιολογεί τη μη επίδειξη τους, ο δε αντίδικος του κατέχοντος το έγγραφο, εφόσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον, μπορεί να ζητήσει την επίδειξη του εγγράφου, υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή και σύννομη, τουτέστιν να γίνεται επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικο, να προσδιορίζεται σαφώς το έγγραφο και να περιγράφεται με ακρίβεια το περιεχόμενο του, ώστε να μπορεί να κριθεί αν σχετίζεται με το αντικείμενο απόδειξης και να εκτίθενται   συγκεκριμένα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος, δηλαδή ότι το έγγραφο είναι πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή προς ανταπόδειξη τέτοιου ισχυρισμού του αντιδίκου του (ΑΠ 2095/2009, ΑΠ 681/2007 «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1045/2004 ΕλλΔνη 48.162), ελλειπουσών δε των προϋποθέσεων αυτών, η αίτηση-αγωγή επίδειξης του εγγράφου είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας (βλ. ΑΠ 1402/2008, ΑΠ 776/2005 «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑΘ 673/2009, ΕφΑΘ 3788/2008 ΕλλΔνη 2009.210, ΕφΑΘ  442/2006 ΕλΔνη 2007.1127, ΕφΛαρ 191/2006 ΑρχΝ 2007.185). Ειδικότερα, η ανάγκη σαφούς προσδιορισμού των επιδεικτέων εγγράφων επιβάλλεται: α) από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 ΚΠολΔ, που αξιώνει τον ακριβή προσδιορισμό του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής, β) από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 του ίδιου Κώδικα, οι οποίες καθιστούν αντικείμενο αποδείξεως μόνο τα πραγματικά γεγονότα, δηλαδή συγκεκριμένα περιστατικά και γ) από τη διάταξη του άρθρου 916 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι αναγκαστική εκτέλεση δεν μπορεί να γίνει, αν δεν προκύπτει απ'τον εκτελεστό τίτλο η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 452 παρ.1 ΚΠολΔ, η εκτέλεση της απόφασης που διατάζει την επίδειξη γίνεται κατά τις διατάξεις που αφορούν την εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων που συνίστανται στην απόδοση και στην παράδοση πράγματος ή την ενέργεια πράξης. Τέτοιες είναι εκείνες των άρθρων 941 και 946 ΚΠολΔ, από το συνδυασμό των οποίων σαφώς προκύπτει ότι το αντικείμενο της εκτέλεσης πρέπει να είναι εντελώς εξατομικευμένο, άλλως η εκτέλεση δεν είναι εφικτή (ΑΠ 776/2005, ΕφΑΘ 3788/2008, ΕφΘεσ 2475/2008 Αρμ 2009.243,1185-πρβλ.ΜΠρΑθ 11918/2011 «ΝΟΜΟΣ»). Τέλος, από την επιστήμη και τη νομολογία γίνεται δεκτό ότι σε επείγουσες περιπτώσεις ή για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου καθένας που έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να ζητήσει, ως ασφαλιστικό μέτρο, να διαταχθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, σε εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 682 παρ. 1, 683, 686 επομ. 731, 732 ΚΠολΔ, η επίδειξη εγγράφων, λόγω του κατεπείγοντος (βλ. ΑΠ 1613/2000 ΕλΔνη 42.681, ΜονΠρωτΘεσ. 27021/1998 Αρμ. 99.417, ΜονΠρΘεσ. 24679/97 Αρμ. 97.1278, ΜονΠρΘεσ. 7106/94 Αρμ. 94.669, Τζίφρα "Ασφαλιστικά Μέτρα" 2η έκδοση, σελ. 354, 355, Κρουσταλάκη όπου ανωτέρω). Επίσης μπορεί να διαταχθεί η χορήγηση αντιγράφου στον αιτούντα με δαπάνες του (βλ. Τζίφρα "Ασφαλιστικά Μέτρα" 2η έκδοση, σελ. 355, ΜονΠρΑθ. 15854/1981 Δ. 13.201).


II) Περαιτέρω, κατά το άρθρο 5 παρ.1 του ν.2690/1999 (Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας) «κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτηση του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων. Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως παρ.2 «όποιος έχει ειδικό έννομο συμφέρον δικαιούται ύστερα από γραπτή αίτηση του, να λαμβάνει γνώση των ιδιωτικών εγγράφων που φυλάσσονται στις δημόσιες υπηρεσίες και είναι σχετικά με υπόθεση του η οποία εκκρεμεί σε αυτές ή έχει διεκπεραιωθεί από αυτές», παρ. 3 «το κατά τις προηγούμενες παραγράφους δικαίωμα δεν υφίσταται στις περιπτώσεις που το έγγραφο αφορά την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου, ή αν παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις...». Στην έννοια του «κάθε ενδιαφερόμενος» περιλαμβάνεται, κατά μείζονα λόγο, και αυτός που έχει εύλογο έννομο συμφέρον, (ΣτΕ 1397/1993, ΣτΕ 841/1997, ΣτΕ 205/2000, ΣτΕ 3130/2000 και Λαζαράτο, Δ 1998,1230 για την έννοια του ευλόγου ενδιαφέροντος, ΣτΕ 1214/2000 ΔιΔικ 2006,1200), στην έννοια του «όποιος έχει ειδικό έννομο συμφέρον», περιλαμβάνεται και αυτός που αναφέρεται σε επιδίωξη δικαστικής προστασίας, (Σπηλιωτόπουλο, ό.π. σελ 165, Γέροντα, ΔΤΑ 2000, 571). Κατά την εισηγητική έκθεση του άρθρου 5 ΚΔΔ - το άρθρο αυτό διαλαμβάνονται οι ισχύουσες διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 1599/1986, με ουσιώδεις πάντως διαφοροποιήσεις. Έτσι, προβλέπεται η πρόσβαση, όχι μόνο στα διοικητικά έγγραφα, αλλά και στα ιδιωτικά τα οποία φυλάσσονται από τις διοικητικές αρχές. Ως προς τα διοικητικά έγγραφα επαναλαμβάνεται ο ήδη ισχύων κανόνας (άρθρο 16 του ν. 1599/1986) για το δικαίωμα λήψης γνώσης τους χωρίς την ανάγκη επίκλησης και απόδειξης εννόμου συμφέροντος (ΓνωμΝΣΚΟλ 149/1990 Αρμ.1991, 1283, ΣτΕ 3943/1995 Αρμ 1996,102). Αντιθέτως ως προς τα φυλασσόμενα ιδιωτικά έγγραφα, απαιτείται η ύπαρξη ειδικού έννομου συμφέροντος. Προς τούτο θα πρέπει τα έγγραφα αυτά να είναι σχετικά  με υπόθεση του ενδιαφερομένου εκκρεμή ή περαιωμένη». Κατά το άρθρο 1 του αυτού νόμου «οι διατάξεις του κώδικα αυτού εφαρμόζονται στο δημόσιο, στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και στα άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου». Ως διοικητικά έγγραφα, τα οποία στις άνω διατάξεις αναγράφονται ενδεικτικά, νοούνται αυτά που συντάσσονται-εκδίδονται από διοικητικό όργανο, δηλαδή που ανήκει σε δημόσια υπηρεσία του κράτους ή ΝΠΔΔ, ήτοι δήμος, κοινότητα. Είναι αδιάφορο αν αφορούν τον αιτούντα ή τρίτον (βλ.Σπηλιωτόπουλο, ό.π., σελ. 165), όπως επίσης δεν απαιτείται να έχουν το χαρακτήρα των εκτελεστών πράξεων [βλ. Σιούτη σε Διοικητικό Δίκαιο (2004) σελ 255], περιλαμβάνεται δε κάθε έγγραφο που έχει συνταχθεί από τις δημόσιες υπηρεσίες. Επίσης ως διοικητικά έγγραφα θεωρούνται, ως εκ του σκοπού των άνω διατάξεων, και αυτά που χρησιμοποιήθηκαν ή λήφθηκαν υπόψη για τον καθορισμό της διοικητικής δράσης ή τη διαμόρφωση γνώμης ή κρίσης διοικητικού οργάνου (ΓνωμΕισΑΠ 6/2006, 1/2005, 212003, 1/2005, Δετσαρίδη, ό.π., σελ. 100 και ΓνωμΝΣΚ 503/2002, 243/2000). Κατά την εισηγητική έκθεση του ν. 1599/1986 -σε σχέση με το άνω άρθρο 16 αυτού- περιλαμβάνονται «ό,τι υπάρχει μέσα στα αρχεία της διοίκησης» (Γέροντας, ΔΤΑ 2000,570). Περιλαμβάνονται και τα δικαιολογητικά (ΓνωμΝΣΚ 620/1999, 465/1998,1191,1997, 338/1996). Να σημειωθεί εδώ ότι τα ιδιωτικά   έγγραφα, όταν πρωτοκολληθούν στην υπηρεσία, αποκτούν χαρακτήρα δημοσίου εγγράφου (βλ. και άρθρα 12, 16 Ν. 2690/1999 = ΚΔΔ). Τα άνω ιδιωτικά έγγραφα είναι αδιάφορο αν αφορούν άλλον πλην του αιτούντος. Όμως, το κατά τα ανωτέρω δικαίωμα γνώσης, αργεί (και) όταν τα έγγραφα αναφέρονται στην ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτων (δηλ. άλλων πλην του αιτούντος) - βλ. άρθρα 16 παρ. 1,5 του ν.1599/1986, 5 παρ. 3 εδ.α'του ν.2690/1999 όταν  παραβλάπτεται το απόρρητο, το οποίο προστατεύεται - προβλέπεται από ειδικές διατάξεις - (βλ άρθρο 5 παρ.3 εδ. α' Ν 2690/1999), όπως π.χ. το φορολογικό απόρρητο. Απαιτείται τουτέστιν, στην τελευταία περίπτωση, να υπάρχει απόρρητο που προβλέπεται από ειδική διάταξη, στη διαφύλαξη του οποίου αποβλέπει η διάταξη του άρθρου 5 παρ.3 Ν. 2690/1999, η οποία στο σημείο αυτό διευρύνει το άρθρο 16 Ν. 1599/1986. Το λεγόμενο φορολογικό απόρρητο καθιερώνεται με πολλές διατάξεις. Ειδικότερα όμως με το άρθρο 85 παρ. 1 του ν.2238/1994 «οι φορολογικές δηλώσεις, τα φορολογικά στοιχεία, οι εκθέσεις, οι πράξεις προσδιορισμού αποτελεσμάτων, τα φύλλα ελέγχου και κάθε στοιχείο του φακέλου που έχει σχέση με τη φορολογία ή άπτεται αυτής είναι απόρρητα...». Θεσπίζοντας ο νομοθέτης το φορολογικό απόρρητο σκοπό έχει κυρίως την προστασία του συμφέροντος του φορολογουμένου και συνεπώς λειτουργεί υπέρ αυτού και συνιστά την αντιπαροχή του κράτους στην οποία αυτό προβαίνει λόγω του καθήκοντος και υποχρέωσης του φορολογουμένου να δηλώνει με ακρίβεια, αλήθεια και ειλικρίνεια όλα τα περιστατικά της οικονομικής του δραστηριότητας από τα οποία προσδιορίζεται η φύση και η έκταση της φορολογικής αξιώσεως του. Σκοπείται συνεπώς η ενθάρρυνση των φορολογουμένων, όπως εμφανίσουν στις δηλώσεις τους τα πραγματικά αποτελέσματα της επιχείρησης τους ή την πραγματική φορολογική ύλη (εισηγητική έκθεση του ν. 1618/1951 με τον οποίο κυρώθηκε ο α.ν. 1520/1950). Καλύπτει, επομένως, το φορολογικό απόρρητο, το σύνολο των στοιχείων εκείνων τα οποία δημιουργούν ή προσδιορίζουν τη φορολογική ενοχή του προσώπου στα πλαίσια της (άμεσης ή έμμεσης) φορολογίας [πρβλ την Εισηγ. Εκθ. του άρθρου 69 ΝΔ 3231 1955 στον ΚΝΒ 3 σελ 660 επ. και Αναστόπουλο - Φορτσάκη, Φορολογικό δίκαιο (2003) σελ 496-πρβλ.ΜΠρΡοδ 2048/2009 «ΝΟΜΟΣ»].


ΙIΙ) Εξάλλου, κατά τη διάταξη 17 του ν.4174/2013 ορίζεται ότι «1. Πρόσωπα που είναι ή έχουν διατελέσει υπάλληλοι της Φορολογικής Διοίκησης και εν γένει του Υπουργείου Οικονομικών ή συνδέονται ή συνδέονταν με οποιαδήποτε σχέση εργασίας ή έργου με αυτά, καθώς και οποιοδήποτε πρόσωπο, στο οποίο έχουν ή είχαν ανατεθεί αρμοδιότητες ή καθήκοντα της Φορολογικής Διοίκησης οφείλουν να τηρούν ως απόρρητα όλα τα στοιχεία και πληροφορίες φορολογουμένων, τα οποία περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, και δύνανται να τα αποκαλύπτουν μόνο στα ακόλουθα πρόσωπα: α) άλλους υπαλλήλους της Φορολογικής Διοίκησης «και μέλη του κυρίου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους» στο πλαίσιο εκτέλεσης των καθηκόντων τους, β) διωκτικές αρχές στο πλαίσιο διερεύνησης ή δίωξης αδικημάτων, γ) δικαστικές αρχές στο πλαίσιο εκδίκασης «οποιασδήποτε ποινικής ή φορολογικής υπόθεσης ή αστικής υπόθεσης με διάδικο το Δημόσιο ή Φορέα της Γενικής Κυβέρνησης», δ) φορολογικές αρχές της αλλοδαπής, σύμφωνα  με τα οριζόμενα στις διεθνείς συμβάσεις, το ν.4170/2013  στον  οποίο  ενσωματώθηκαν  οι  διατάξεις  της  Οδηγίας 2011/16/ΕΕ σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας, καθώς και τη νομοθεσία για τη δικαστική   συνδρομή, ε) «υπηρεσίες των φορέων Γενικής Κυβέρνησης», εφόσον κρίνεται αναγκαίο από τη Φορολογική Διοίκηση, προκειμένου να προσδιοριστούν οι υποχρεώσεις, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, των φορολογουμένων προς αυτούς τους φορείς και να εντοπιστούν πηγές αποπληρωμής των απαιτήσεων τους, στ) σε εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους δημοσίων υπηρεσιών, Ν.Π.Δ.Δ. και δημοσίων οργανισμών με αρμοδιότητα διαχείρισης, παρακολούθησης και ελέγχου χρηματοδοτήσεων και ενισχύσεων ή επιδοτήσεων από εθνικούς ή ενωσιακούς πόρους «καθώς και  σε εξουσιοδοτημένο προσωπικό ή εξουσιοδοτημένα πρόσωπα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του ν.3832/2010, όπως ισχύει, στην οποία ορίζεται η διασφάλιση σε κάθε περίπτωση, της τήρησης του απορρήτου των στοιχείων, ζ) σε διαζευγμένους ή συζύγους σε διάσταση για τον καθορισμό διατροφής κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, για τα στοιχεία που αναγράφονται ρητά σε αυτήν, η) στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της που ορίζονται στο ν.3691/2008, όπως ισχύει, θ) σε τρίτους, κατόπιν αιτιολογημένης εισαγγελικής παραγγελίας,  ότι  δεν συντρέχει περίπτωση φορολογικού απορρήτου, ι) σε φορολογουμένους που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, κατόπιν αιτήσεως τους, και μόνο καθ'ο μέρος αυτό είναι απολύτως αναγκαίο, προκειμένου να διακριβωθεί η φορολογική ή η επαγγελματική υπόσταση άλλου φορολογουμένου που ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα. 2.Τα πρόσωπα, τα οποία λαμβάνουν γνώση απόρρητων στοιχείων ή πληροφοριών, σύμφωνα με την παράγραφο 1, οφείλουν να τηρούν το απόρρητο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Η χρήση των πληροφοριών και στοιχείων γίνεται αποκλειστικά και μόνο για την επίτευξη του σκοπού, για τον οποίο χορηγήθηκαν. 3.Με εξαίρεση τις περιπτώσεις άρσης του απορρήτου, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 4, κάθε πρόσωπο στο οποίο περιέρχονται πληροφορίες ή στοιχεία, τα οποία προστατεύονται με φορολογικό απόρρητο οφείλει να μην τα αποκαλύπτει και να επιστρέφει στη Φορολογική Διοίκηση τυχόν έγγραφα που περιήλθαν στην κατοχή του και περιλαμβάνουν τέτοιες πληροφορίες ή στοιχεία. 4.Στοιχεία ή πληροφορίες σχετικά με φορολογούμενο είναι δυνατόν να αποκαλύπτονται σε τρίτο, κατόπιν αιτήσεως, με την έγγραφη συναίνεση του φορολογουμένου...».


IV) Τέλος, κατά το άρθρο 2α του ν.2472/1997, όπως ισχύει, ορίζεται ότι είναι «Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Δεν λογίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα στατιστικής φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πλέον να προσδιορισθούν τα υποκείμενα των δεδομένων...».


   Στην προκειμένη περίπτωση η αιτούσα εκθέτει ότι είναι λογίστρια -φοροτεχνικός και διατηρεί ατομική επιχείρηση παροχής λογιστικών και φοροτεχνικών υπηρεσιών με έδρα το Χαλάνδρι, επί της οδού ….., στην οποία, στις 9-5-2012, προσλήφθηκε η καθ'ης, με την ειδικότητα της βοηθού λογιστή. Ότι στις 29-4-2013 τοποθέτησε την καθ'ης σε παράρτημα της ατομικής της επιχείρησης κείμενο στην περιοχή του Γκύζη κι επί της οδού …, όπου και πριν λειτουργούσε επίσης λογιστικό γραφείο της εκμισθώτριας και κυρίας του ακινήτου, ..., με την οποία (εκμισθώτρια του ακινήτου) παράλληλα συμφωνήθηκε και η μεταβίβαση στην αιτούσα μέρους της επιχείρησης της, της πελατείας της από τριάντα επτά νομικά πρόσωπα κι επιτηδευματίες, αντί του ποσού των 30.000 ευρώ. Ότι παρά την τοποθέτηση της καθ'ης στο ανωτέρω παράρτημα, και την ανάληψης της υποχρέωσης της τελευταίας να εξυπηρετεί για λογαριασμό της αιτούσας το ανωτέρω πελατολόγιο, από αρχές του έτους 2014 προβλήματα παρουσιάσθηκαν στο υποκατάστημα αυτό, με τον Μάιο του 2014 να επέρχεται η λύση της επαγγελματικής μίσθωσης του ως άνω υποκαταστήματος, με την καθ'ης, να προβαίνει, τον Ιούνιο του 2014, σε οικειοθελή αποχώρηση από την επιχείρηση αιτούσας, χωρίς, όμως, να της παραδίδει τους φακέλους τριάντα δύο (32) πελατών, που αυτή (καθ'ης) διαχειριζόταν στο κατάστημα του Γκύζη καθώς και τη λίστα με το ακριβές υπόλοιπο οφειλών εκάστου πελάτη, με την τελευταία (καθ'ης), ήδη από τον Ιανουάριο του 2014, να έχει ξεκινήσει ατομική επιχείρηση παροχής λογιστική υπηρεσιών στο αυτό υποκατάστημα, επί της οδού …, κάνοντας χρήση του πελατολογίου της (αιτούσας) με αποτέλεσμα της προκληθεί ζημία ανερχόμενη τουλάχιστον στο ύψος των 18.925,56 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύεται στην αίτηση. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, και καθόσον η αιτούσα προτίθεται να ασκήσει σε βάρος της καθ'ης αγωγή αποζημίωσης αλλά κι έγκληση για την αδικοπρακτική κατά του προσώπου της συμπεριφορά της καθ'ης, όπως αυτή ειδικότερα στην αίτηση αναλύεται, ζητεί, επικαλούμενη έννομο συμφέρον κι επείγουσα περίπτωση, να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα και ειδικότερα να υποχρεωθεί η καθ'ης να επιδείξει σ'αυτήν: Αα) αντίγραφα των Ε3 οικονομικού έτους 2013 (χρήση 2012) των 32 επιτιδευματιών κι επιχειρήσεων που αναφέρονται αναλυτικά στην αίτηση, Αβ) αντίγραφα των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος και τα Ε5 του οικονομικού έτους 2013, των έξι επιχειρήσεων που αναφέρονται ειδικά στην αίτηση, Αγ) αντίγραφα δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους 2013 των εικοσιέξι αναφερομένων στην αίτηση ελεύθερων επαγγελματιών, Β) τους κλειδάριθμους των στην αίτηση αναφερομένων τριάντα δύο επιτηδευματιών κι εταιρειών, Γ) την έναρξη εργασιών της καθ'ης στο τμήμα μητρώου της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας και το σύνολο των μεταβολών των εργασιών της, Δ) την έναρξη εργασιών της καθ'ης στον ΟΑΕΕ ως λογίστρια - φοροτεχνικός καθώς και Ε) τον αναλυτικό κατάλογο για έκαστο εκ των τριάντα δύο επιτηδευματιών κι επιχειρήσεων γενόμενα κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2014 έως 5-6-2014,  με τη συνολική αξία των παρασχεθέντων από την αιτούσα προς αυτούς υπηρεσιών, των γενομένων από καθένα εκ των ανωτέρω πελατών καταβολών και των μέχρι σήμερα ανεξόφλητων οφειλών. Τα ανωτέρω ζητεί να της χορηγηθούν με δικές της δαπάνες με την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης της καθ'ης, καταδικαζομένης, περαιτέρω, αυτής στη δικαστική της δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο η ένδικη αίτηση, παραδεκτά κι αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ., 731 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι έχουν προσκομισθεί από τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων μερών ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατ'εφαρμογή των άρθρων 61 παρ.1, 165 παρ.11 του ν.4194/2013 τα γραμμάτια προκαταβολής εισφορών (βλ. τα Π0273216 και Π0281921 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών), ωστόσο, η ένδικη αίτηση αναφορικά: α) με τα υπό στοιχεία Α (Αα, Αβ, Αγ), Β έως και Γ αιτήματα της κρίνεται απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον με τη χορήγηση των ανωτέρω αιτούμενων εγγράφων, παραβλάπτεται το φορολογικό απόρρητο τόσο, μη διαδίκων τρίτων, όσο και της καθ'ης, που προβλέπεται και προστατεύεται από το ν.2238/1994 όπως τροποποιήθηκε με το ν.4174/2013. β) Επίσης, μη νόμιμο κι ως εκ τούτου απορριπτέο κρίνεται και το υπό στοιχείο Δ'αίτημα αυτής (αίτησης), καθόσον με την επίδειξη του εγγράφου της έναρξης της καθ'ης στον ΟΑΕΕ ως λογίστρια/φοροτεχνικός παραβλάπτονται τα δεδομένα προσωπικού της χαρακτήρα. Τέλος, και το υπό στοιχείο Ε'αίτημα, της ένδικης αίτησης, κρίνεται απορριπτέο συνεπεία της αοριστίας του, καθόσον δεν αναφέρονται με ακρίβεια τα επιδεικτέα, παρά εντελώς αόριστα γίνεται αναφορά σε κατάλογο/λίστα των τριάντα δύο πελατών, (που αναγράφονται στην αίτηση), στα οποία πρέπει να αναφέρεται η συνολική αξία των παρασχεθέντων από την ίδια (αιτούσα), προς αυτούς (πελάτες) υπηρεσιών, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2014 έως 5-6-2014 καθώς και των γενομένων καταβολών από κάθε πελάτη μετά των υφιστάμενων, έως σήμερα ανεξόφλητων οφειλών, χωρίς να γίνεται αναφορά αναλυτικά στα έγγραφα αυτά, την επίδειξη των οποίων ζητά. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, η ένδικη αίτηση κρίνεται καθ'ολοκληρίαν απορριπτέα, με τα δικαστικά έξοδα να συμψηφίζονται μεταξύ των διάδικων μερών, λόγω δυσερμήνευτου του εφαρμοσθέντος κανόνα δικαίου.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων

Απορρίπτει την αίτηση.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, Αποφασίσθηκε και Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στην Αθήνα, στις 9 Απριλίου 2015.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


ΜΠρΑθ 39/2015 Κοινή γονική μέριμνα - Επιμέλεια - Επικοινωνία - Διατροφή -Αναστολή δικηγόρου

$
0
0
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΕΚΝΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 39/2015..

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ


ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή Ιωάννη Σταυρόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου, και από το Γραμματέα Ηλία Ηλιάδη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στην Αθήνα την 3.11.2014, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: ..., κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής, ατομικά και υπό την ιδιότητα της ως ασκούσας προσωρινά την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων της ..., η οποία εμφανίσθηκε στο Δικαστήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Μιχόπουλο.

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ..., κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής, ατομικά και υπό την ιδιότητά του ως ασκούντος τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων του ..., ο οποίος εμφανίσθηκε στο Δικαστήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Νικολόπουλο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 21.1.2013 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 115/2013, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, και γράφθηκε στο πινάκιο.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 15.9.2014 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 2000/2014, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, και γράφθηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


Νόμιμα φέρονται προς συζήτηση οι υπό κρίση αγωγές των διαδίκων, οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν, διότι είναι πρόδηλη η συνάφεια τους και με αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται δε μείωση των εξόδων (άρθρο 246 Κ.Πολ.Δ).


I. Με την υπ'αριθ. 115/2013 αγωγή η ενάγουσα ζητεί, όπως παραδεκτά συμπλήρωσε αυτήν και περιόρισε το αίτημα της δια των νομότυπα κατατεθειμένων προτάσεων της (άρθρο 223 εδ.β'Κ.Πολ.Δ.) αλλά και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενώπιον του ακροατηρίου, να ανατεθεί οριστικά στην ίδια η επιμέλεια του προσώπου των ως άνω ανηλίκων τέκνων της, που έχει αποκτήσει με τον εναγόμενο, των οποίων ο έγγαμος βίος έχει διασπασθεί, να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλλει για λογαριασμό των ως άνω ανηλίκων τέκνων τους, καθόσον αυτά αδυνατούν να διαθρέψουν τον εαυτό τους, την ανάλογη με βάση τις οικονομικές του δυνάμεις διατροφή σε χρήμα, για το μεν ... ποσού 750 ευρώ μηνιαίως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και για μια διετία από τη συζήτηση της αγωγής, ήτοι μέχρι την 2.11.2016, για τη δε ... ποσού 470 ευρώ μηνιαίως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι και τον Αύγουστο 2013 και ποσού 711 ευρώ από το Σεπτέμβριο 2013 μέχρι την 2.11.2016, άπαντα τα ανωτέρω ποσά προκαταβλητέα εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση κάθε ληξιπρόθεσμης παροχής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την καταψηφιστική της διάταξη, να απειληθεί σε βάρος του εναγομένου χρηματική ποινή 150 ευρώ και προσωπική κράτηση ενός μηνός για κάθε παράβαση της εκδοθησομένης απόφασης σχετικά με την ανάθεση της επιμέλειας σε αυτήν και την καταβολή της διατροφής εκ μέρους του εναγομένου και να καταδικαστεί αυτός στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή εισάγεται παραδεκτώς για να εκδικαστεί ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρα 1 περ.α', 17 αρ.2, 22, 39Α, 64§1, 70 Κ.Πολ.Δ) κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ., 681 Β'και Γ'Κ.Πολ.Δ και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489§2, 1493, 1496-1510, 1511, 1512, 1513, 1514, 1518, 341 και 345 ΑΚ και 176 Κ.Πολ.Δ, πλην των απορριπτέων ως μη νομίμων παρεπομένων αιτημάτων περί κήρυξης της εκδοθησομένης απόφασης προσωρινά εκτελεστής και περί απειλής χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης σε βάρος του εναγομένου, καθόσον, ως προς το μεν αίτημα της ανάθεσης της επιμέλειας των ανηλίκων στην ίδια, η εκδοθησομένη απόφαση είναι διαπλαστική και δεν εκτελείται, ενώ επίσης μη εκτελεστή είναι και ως προς το σχετικό με την υποχρέωση καταβολής διατροφής αίτημα κατόπιν του περιορισμού του σε αναγνωριστικό κατά τα ανωτέρω. Πρέπει, επομένως, η υπό κρίση αγωγή να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της, καθόσον: α) έχουν προκαταβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 173 αρ.4 Κ.Πολ.Δ από τον εναγόμενο τα έξοδα της δίκης (βλ. την από 3.11.2014 απόδειξη προκαταβολής εξόδων του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας), β) τηρήθηκε η προβλεπόμενη επί ποινή απαραδέκτου κατ'άρθρ. 681Γ ΚΠολΔ απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο ενώπιον του Δικαστηρίου (βλ. τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης) και γ) για την τήρηση της προβλεπόμενης επί ποινή απαραδέκτου κατ'άρθρο 681 Γ§ 2 Κ.Πολ.Δ προδικασίας, που περιλαμβάνει την έρευνα από όργανα της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας των συνθηκών διαβίωσης του ανηλίκου και την υποβολή στο Δικαστήριο έως την ημέρα της συζήτησης σχετικής αναλυτικής έκθεσης, απαιτείται η κατά τα άρθρ. 49 επ. Ν. 2447/1996 ίδρυση των κατά Πρωτοδικείο Κοινωνικών Υπηρεσιών που θα λειτουργούν ως αυτοτελείς αποκεντρωμένες υπηρεσίες. Συνεπώς, έως την έκδοση των σχετικών προεδρικών διαταγμάτων η τήρηση της πιο πάνω προϋπόθεσης ατονεί και έτσι δεν δημιουργείται απαράδεκτο (βλ. ΕφΔωδ 198/2004 Τραπ. Νομ. Πληροφ. «ΝΟΜΟΣ», ΕΑ 1388/2007 ΕΦΑΔ 2008. 229, ΕφΠατρ 522/2003 ΑχαΝομ 2004.166), λαμβανομένου υπόψη ότι η μη υποβολή έκθεσης της κοινωνικής έρευνας δεν κωλύει την πρόοδο της δίκης κατ'άρθρ. 19 παρ. 4 Ν. 2521/1997.

Ο εναγόμενος αρνείται την αγωγή και επιπλέον προβάλλει τον ισχυρισμό ότι για τον καθορισμό του ποσού που αντιστοιχεί στη διατροφή των ανηλίκων τέκνων του, πρέπει να συνυπολογισθούν και οι οικονομικές δυνάμεις της ενάγουσας, που έχει υποχρέωση συνεισφοράς στη διατροφή αυτών, και, επομένως, πρέπει να μειωθεί ανάλογα η δική του συνεισφορά κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στις προτάσεις του. Ενόψει, ωστόσο, του ότι η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή δεν ζητεί το συνολικό ποσό που αντιστοιχούν στις διατροφικές ανάγκες των ανηλίκων τέκνων της, αλλά μόνο το ποσό που αναλογικά βαρύνει τον εναγόμενο, ο ισχυρισμός αυτός του τελευταίου εκλαμβάνεται ως αρνητικός της ιστορικής βάσης της αγωγής (Εφθεσ 2944/2004 Αρμ 2005, 866).


II. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1510 § 1 και 1518 § 1 ΑΚ προκύπτει ότι οι γονείς ασκούν από κοινού τη γονική μέριμνα του ανήλικου τέκνου τους, η οποία, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του, αυτή δε η τελευταία περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου διαμονής του. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1513§1 και 1514 ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης, το δικαστήριο μπορεί, μεταξύ άλλων, να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στους δύο γονείς απο κοινού, αν αυτοί συμφωνούν ορίζοντας συγχρόνως τον τόπο διαμονής του τέκνου. Συνεπώς, σε περίπτωση διαζυγίου (ή διακοπής της συμβίωσης), για την ανάθεση της άσκησης της γονικής μέριμνας από κοινού και στους δύο γονείς απαιτείται, εκτός από τη λήψη υπόψη εκ μέρους του δικαστηρίου του συμφέροντος του τέκνου καθώς και των κριτηρίων των άρθρων 1511 §2 και 1513§2 ΑΚ, και η προηγούμενη συμφωνία των γονέων ως προς την ίδια την ανάθεση αλλά και ως προς τον τόπο διαμονής του τέκνου (βλ. και Παπαδόπουλο, Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τ. Β'. σ. 269). Περαιτέρω, το Δικαστήριο σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης των διαδίκων συζύγων έχει τη δυνατότητα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1513 παρ. 1 εδ. 2,1514 ΑΚ να κατανείμει μεταξύ αυτών την άσκηση της γονικής μέριμνας του ανηλίκου τέκνου τους όπως και την άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του (Βλ. σχετ. ΑΠ 1079/1986 ΕλλΔνη 28,842, ΑΠ 22/1989 ΕΕΝ 56,127, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας τόμ. VIII, 2η έκδοση, υπ'άρθρα 1513-1514, αρ. 77 επ.). Η εν λόγω κατανομή μπορεί να είναι λειτουργική, δηλ. ανάθεση ορισμένων λειτουργών στον ένα γονέα και των υπολοίπων στον άλλο ή χρονική δηλαδή εναλλασσόμενη άσκηση της γονικής μέριμνας και της επιμέλειας (βλ. σχετ. ΑΠ 861/1985 ΕΕΝ 93,302).

Με την υπ'αριθ. 2000/2014 αγωγή ο ενάγων ζητεί, κατ'εκτίμηση του δικογράφου, όπως παραδεκτά συμπλήρωσε αυτό και περιόρισε το αίτημα του δια των νομότυπα κατατεθειμένων προτάσεων του (άρθρο 223 εδ.β'Κ.Πολ.Δ.) αλλά και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενώπιον του ακροατηρίου, να κατανεμηθεί χρονικά η άσκηση του συνόλου της γονικής μέριμνας (επομένως και της επιμέλειας) των ανηλίκων τέκνων και να ασκείται αυτή από τον ίδιο ανά δεύτερη εβδομάδα εναλλασσόμενος με την εναγομένη, άλλως να ανατεθεί μέρος της επιμέλειας του προσώπου των ανηλίκων τέκνων του (παιδεία, υγεία, αθλητισμός) από κοινού στον ίδιο και την εναγομένη, να ρυθμιστεί η άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας του με τα ανήλικα τέκνα, κατά τον τρόπο που ο ίδιος υποδεικνύει, να υποχρεωθεί η εναγομένη, για την περίπτωση που γίνει δεκτό το αίτημα της χρονικής κατανομής της γονικής μέριμνας, να του καταβάλλει για λογαριασμό των ως άνω ανηλίκων τέκνων τους, καθόσον αυτά αδυνατούν να διαθρέψουν τον εαυτό τους, την ανάλογη με βάση τις οικονομικές της δυνάμεις διατροφή σε χρήμα ποσού 150 ευρώ μηνιαίως για το καθένα, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και για μια διετία, προκαταβλητέα εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση κάθε ληξιπρόθεσμης παροχής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή εισάγεται παραδεκτώς για να εκδικαστεί ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 30 § 3 Κ.Πολ.Δ) κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ., 681 Β'και Γ Κ.Πολ.Δ, ενώ απορριπτέος είναι ο ισχυρισμός της εναγομένης, κατ'εκτίμηση του, περί του ότι ο ενάγων δεν μπορεί να παρίσταται με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, επειδή ο τελευταίος έχει την ιδιότητα του πανεπιστημιακού στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, καθόσον, όπως προκύπτει από την από 4.11.2014 βεβαίωση της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Προσωπικού του ως άνω ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντος υπηρετεί στη Νομική Σχολή αυτού ως λέκτορας και, επομένως, δεν εμπίπτει στις αναφερόμενες στο άρθρο 32§1 του Κώδικα Δικηγόρων περιπτώσεις μερικής αναστολής άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος. Περαιτέρω, η υπό κρίση αγωγή είναι νόμιμη, πλην του απορριπτέου ως μη νομίμου επικουρικού αιτήματος περί ανάθεσης μέρους της επιμέλειας του προσώπου των ανηλίκων τέκνων του από κοινού στον ίδιο και την εναγομένη, εφόσον, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη, αυτό προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, συμφωνία των διαδίκων ως προς την ίδια την ανάθεση, η οποία προφανώς δεν υφίσταται ενόψει της προκείμενης αντιδικίας μεταξύ τους. Σημειωτέον ότι και το κύριο αίτημα του ενάγοντος περί χρονικής κατανομής της άσκησης της γονικής μέριμνας μεταξύ των διαδίκων δεν νοείται ως από κοινού ανάθεση της σε αυτούς, όπως το εισάγει ο ενάγων, αλλά ως ανάθεση της αποκλειστικής άσκησης της στον καθένα από αυτούς για το χρονικό διάστημα που του αναλογεί. Περαιτέρω, η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489§2, 1493, 1496, 1513, 1514, 1520§1, 341 και 345 ΑΚ, 907, 910 αρ. 4 και 69§1 περ. δ', 176 Κ.Πολ.Δ, πρέπει, επομένως, η υπό κρίση αγωγή να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της, καθόσον: α) έχει καταβληθεί για το καταψηφιστικό αίτημα αυτής το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις ανάλογες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (βλ. τα υπ'αριθ. 400639 και 249120 Σειρά Α'αγωγόσημα μετά των επικολληθέντων ενσήμων), β) δεν αμφισβητείται ότι η εναγομένη έχει προκαταβάλει σύμφωνα με το άρθρο 173 αρ.4 Κ.Πολ.Δ τα έξοδα της δίκης, γ) τηρήθηκε η προβλεπόμενη επί ποινή απαραδέκτου κατ'άρθρ. 681Γ ΚΠολΔ απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο ενώπιον του Δικαστηρίου (βλ. τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης) και δ) για την τήρηση της προβλεπόμενης επί ποινή απαραδέκτου κατ'άρθρο 681 Γ § 2 Κ.Πολ.Δ προδικασίας, που περιλαμβάνει την έρευνα από όργανα της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας των συνθηκών διαβίωσης του ανηλίκου και την υποβολή στο Δικαστήριο έως την ημέρα της συζήτησης σχετικής αναλυτικής έκθεσης, απαιτείται η κατά τα άρθρ. 49 επ. Ν. 2447/1996 ίδρυση των κατά Πρωτοδικείο Κοινωνικών Υπηρεσιών που θα λειτουργούν ως αυτοτελείς αποκεντρωμένες υπηρεσίες. Συνεπώς, έως την έκδοση των σχετικών προεδρικών διαταγμάτων η τήρηση της πιο πάνω προϋπόθεσης ατονεί και έτσι δεν δημιουργείται απαράδεκτο (βλ. ΕφΔωδ 198/2004 Τραπ. Νομ. Πληροφ. «ΝΟΜΟΣ», ΕΑ 1388/2007 ΕΦΑΔ 2008. 229, ΕφΠατρ 522/2003 ΑχΝομ 2004.166), λαμβανομένου υπόψη ότι η μη υποβολή έκθεσης της κοινωνικής έρευνας δεν κωλύει την πρόοδο της δίκης κατ'άρθρ. 19 παρ. 4 Ν. 2521/1997.


III. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, των ενόρκων βεβαιώσεων που λήφθηκαν με την επιμέλεια των διαδίκων κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου τους στα πλαίσια της μεταξύ τους δίκης ασφαλιστικών μέτρων, που χρησιμοποιούνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, των εγγράφων και των φωτογραφιών που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, αποδεικνύονται τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο την 9.7.2005 στην Κομοτηνή, κατά τη διάρκεια του οποίου απέκτησαν δύο τέκνα, το ... και την ..., που γεννήθηκαν την 19.10.2006 και την 12.2.2009 αντίστοιχα. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων δεν εξελίχθηκε ομαλά και διασπάστηκε τον Ιούλιο του 2011 με την αποχώρηση του εναγομένου-ενάγοντος από την οικογενειακή στέγη στο Μαρούσι Αττικής. Περαιτέρω, επί των σχετικών αιτήσεων των διαδίκων εκδόθηκε η υπ'αριθ. 13002/2012 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ανατέθηκε προσωρινά στην ενάγουσα-εναγομένη η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του εναγομένου-ενάγοντος με αυτά και υποχρεώθηκε ο τελευταίος να καταβάλλει στην ενάγουσα-εναγομένη για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων τους προσωρινή μηνιαία διατροφή ποσού 275 ευρώ για το … και 225 ευρώ για την …. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα-εναγομένη, η οποία από τη διάσπαση του έγγαμου βίου της μέχρι σήμερα κατοικεί μαζί με τα ανήλικα τέκνα της στην ως άνω οικογενειακή στέγη στο Μαρούσι Αττικής, είναι πολύ καλή μητέρα και τους επιδεικνύει στοργή και αγάπη, έχει αφιερωθεί στο μητρικό ρόλο και επιθυμεί το καλύτερο δυνατό για τα τέκνα της, τα οποία δεν έχουν απομακρυνθεί ποτέ από εκείνην και έχουν αναπτύξει σταθερό ψυχικό σύνδεσμο μαζί της. Το αίτημα του εναγομένου-ενάγοντος για χρονική κατανομή της άσκησης της γονικής μέριμνας, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η επιμέλεια, σε κάθε ένα από τους διαδίκους ανά εβδομάδα προσκρούει αναμφίβολα στο συμφέρον των ανηλίκων τέκνων, με γνώμονα του οποίου και μόνο κρίνει το Δικαστήριο, εφόσον μια τέτοια λύση, πέραν του ότι θα υποβάλει τα τέκνα σε μια διαρκή μετακίνηση από τη μία οικία στην άλλη, θα είχε ενδεχομένως κάποιο νόημα, αν υπήρχε σύμπνοια και ταύτιση απόψεων μεταξύ των διαδίκων ως προς τον τρόπο ανατροφής και διαπαιδαγώγησης των τέκνων τους. Στην προκειμένη περίπτωση, όχι μόνο οι ίδιες οι σχέσεις μεταξύ των διαδίκων είναι τεταμένες, αλλά παρατηρείται και από τους ισχυρισμούς τους σαφώς διαφορετική φιλοσοφία και τρόπος σκέψης ως προς τα ανωτέρω ζητήματα, γεγονός που θα καθιστούσε τα τέκνα δέκτες διαφορετικών υποδείξεων, προτροπών και μηνυμάτων, αν προκρινόταν η παραπάνω λύση, με αναπόφευκτες συνέπειες στην ψυχοσύνθεση τους και με προφανή τον κίνδυνο για τη διάσπαση της προσωπικότητας τους. Ως εκ τούτου, το συμφέρον των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, όπως προσδιορίζεται από την ανάγκη της ομαλής σωματικής και ψυχοπνευματικής ανάπτυξης τους και καθορίζεται από τις βιοτικές τους ανάγκες, επιβάλλει να ανατεθεί η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου τους στην ενάγουσα-εναγομένη μητέρα τους, η οποία ανταποκρίνεται με επάρκεια στα από την επιμέλεια απορρέοντα καθήκοντα της, ενώ απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο είναι και το αίτημα του εναγομένου-ενάγοντος περί καταβολής διατροφής σε αυτόν για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων ως αυτόθροης συνέπειας της απόρριψης του αιτήματος του περί χρονικής κατανομής της άσκησης της γονικής μέριμνας. Ακολούθως, μετά την ανάθεση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων στην ενάγουσα - εναγομένη μητέρα τους, συντρέχει περίπτωση για τη ρύθμιση του νόμιμου δικαιώματος επικοινωνίας του εναγομένου-ενάγοντος πατέρα τους με αυτά, ο οποίος ζητεί τον καθορισμό του τρόπου άσκησης της όπως ο ίδιος υποδεικνύει. Με γνώμονα το πραγματικό συμφέρον των τέκνων των διαδίκων, που επιβάλλει τη διατήρηση διαρκούς επικοινωνίας τους με τον εναγόμενο-ενάγοντα πατέρα τους προκειμένου να μην αποξενωθούν ψυχικά από αυτόν και να ενισχυθούν οι μεταξύ τους υφιστάμενοι δεσμοί αίματος και τα αισθήματα αμοιβαίας αγάπης και στοργής, πάντα με σκοπό την ομαλή ανάπτυξη τους, το Δικαστήριο κρίνει ότι η επικοινωνία του εναγομένου-ενάγοντος με τα ανήλικα τέκνα τους πρέπει να πραγματοποιείται, όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό της παρούσας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων αδυνατούν να διαθρέψουν τον εαυτό τους, καθόσον στερούνται πλήρως εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή και δεν έχουν τη δυνατότητα, λόγω της ηλικίας τους, να εργαστούν. Συνεπώς, υπόχρεοι προς διατροφή τους είναι οι γονείς τους από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις οικονομικές του δυνάμεις, ενώ το μέτρο της διατροφής του πρέπει να προσδιοριστεί με βάση τις ανάγκες τους, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες διαβίωσής τους, και περιλαμβάνει όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση, την περίθαλψη και ανατροφή τους. Η ενάγουσα-εναγομένη είναι δικαστική λειτουργός, που υπηρετεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο με το βαθμό του Παρέδρου και κατά το έτος 2013 είχε μηναία εισοδήματα ποσού 3.023 ευρώ, ενώ κατά το έτος 2014 αυτά ανήλθαν στο ποσό των 3.474 ευρώ. Επιπλέον, έχει την πλήρη κυριότητα ενός διαμερίσματος, επιφάνειας 139 τ.μ., στο Μαρούσι Αττικής, στο οποίο και διαμένει μαζί με τα ανήλικα τέκνα, καθώς και ενός οικοπέδου, έκτασης 1.000 τ.μ. στο Κάτω Σούλι Μαραθώνα και ενός αγροτεμαχίου 50 στρεμμάτων στην Αγία Μαρίνα Ζακύνθου, χωρίς να προκύπτει ότι αυτά τα δύο τελευταία ακίνητα της αποφέρουν κάποιο εισόδημα, λαμβάνονται όμως υπόψη για την εκτίμηση της περιουσιακής της κατάστασης. Τέλος, είναι κυρία του υπ'αριθ. ΙΒΝ … ΙΧΕ αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής HONDA, 1.600 κ.ε., έτους πρώτης κυκλοφορίας 2004. ʼλλα εισοδήματα, πόρους από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία δεν διαθέτςι η ενάγουσα-εναγομένη, που δεν βαρύνεται με υποχρέωση διατροφής τρίτων προσώπων, πέραν των τέκνων της, βαρύνεται όμως με τις λειτουργικές δαπάνες της ως άνω οικίας αυτής κατά την αναλογία της (ηλεκτρικού, ύδατος, τηλεφώνου, θέρμανσης κ.λπ.), καθώς και με την καταβολή μηνιαίας δόσης ποσού 1.441 ευρώ προς την πρώην Αγροτική Τράπεζα έναντι στεγαστικού δανείου ποσού 350.000 ευρώ που έλαβε από αυτήν για την αγορά του ως άνω διαμερίσματος, ενώ οι λοιπές ανάγκες διαβίωσης της είναι αντίστοιχες γυναικών παρόμοιας με αυτήν ηλικίας. Ο εναγόμενος-ενάγων είναι δικαστικός λειτουργός, που υπηρετεί στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών με το βαθμό του Πρωτοδίκη και κατά το έτος 2013 είχε μηναία εισοδήματα ποσού 2.372, ενώ κατά το έτος 2014 αυτά ανήλθαν στο ποσό των 2.500 ευρώ περίπου μέχρι τον Ιούλιο και στο ποσό των 2.900 ευρώ περίπου από τον Αύγουστο και μετά. Επιπλέον, είναι κύριος του υπ'αριθ. ΚΟΕ … ΙΧΕ αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής FORD, 1.600 κ.ε., έτους πρώτης κυκλοφορίας 2001. ʼλλα εισοδήματα, πόρους από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία δεν διαθέτει ο εναγόμενος-ενάγων, που δεν βαρύνεται με υποχρέωση διατροφής τρίτων προσώπων, πέραν των τέκνων του, βαρύνεται όμως με την καταβολή μηνιαίου μισθώματος 450 ευρώ για τη μίσθωση του διαμερίσματος, που διαμένει στο Μαρούσι Αττικής καθώς και με τις λειτουργικές δαπάνες της εν λόγω οικίας (ηλεκτρικού, ύδατος, τηλεφώνου, θέρμανσης κ.λπ.), ενώ οι λοιπές ανάγκες διαβίωσης του είναι αντίστοιχες ανδρών παρόμοιας με αυτόν ηλικίας. Περαιτέρω, τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων διαμένουν, όπως προαναφέρθηκε, με τη μητέρα τους στην ως άνω οικία αυτής και βαρύνονται με τις λειτουργικές δαπάνες αυτής κατά το μέρος που τους αναλογεί. Φοιτούν ο μεν … στην τρίτη τάξη του Δημοτικού, η δε … στο νηπιαγωγείο του ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου «Ελληνογαλλική Σχολή Ουρσουλινών». Το κόστος των διδάκτρων για τη φοίτηση τους, η οποία περιλαμβάνει και αθλητικές δραστηριότητες, ανέρχεται για το … στο ποσό των 492 ευρώ για το σχολικό έτος 2012-2013, στο ποσό των 385 ευρώ για το σχολικό έτος 2013-2014 και στο ποσό των 368 ευρώ για το σχολικό έτος 2013-2014 και μετά, ενώ για την … στο ποσό των 372 ευρώ για το σχολικό έτος 2013-2014 και στο ποσό των 404 ευρώ για το σχολικό έτος 2014-2015 και μετά. Κατά τα λοιπά οι δαπάνες διαβίωσης των ως άνω ανηλίκων, ήτοι σίτισης, ένδυσης, ψυχαγωγίας, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης κ.λπ. είναι οι συνήθεις δαπάνες παιδιών αντίστοιχης με αυτά ηλικίας. Με βάση τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων και τις εν γένει περιστάσεις, η κατά μήνα διατροφή για τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων, προσδιοριζόμενη από τις συνθήκες ζωής και ανταποκρινόμενη στα απαραίτητα έξοδα για τις ως άνω αναφερόμενες αιτίες, πρέπει να καθοριστεί ως προς το … στο ποσό των 800 ευρώ μηνιαίως και ως προς την … στο πόσο των 400 ευρώ μηνιαίως μέχρι και τον Αύγουστο του 2013 και στο ποσό των 750 ευρώ μηνιαίως από το Σεπτέμβριο του 2013 και μετά. Στο ποσά αυτά συνυπολογίζεται και η προσφορά της προσωπικής εργασίας και απασχόλησης της ενάγουσας-εναγομένης για την περιποίηση και τη φροντίδα τους, η οποία είναι αποτιμητή σε χρήμα. Από τα ποσά αυτό ο εναγόμενος-ενάγων μπορεί, ενόψει της οικονομικής και περιουσιακής του κατάστασης, να καταβάλλει για το μεν … το ποσό των 360 ευρώ μηνιαίως, για τη δε … το ποσό των 180 ευρώ μηνιαίως μέχρι τον Αύγουστο του 2013 και το ποσό των 340 ευρώ από το Σεπτέμβριο 2014 και μετά. Κατά τα υπόλοιπα ποσά, που απαιτούνται για τη διατροφή των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, συμμετέχει η ενάγουσα-εναγομένη μητέρα του με τα εισοδήματα της και την προσφορά της προσωπικής της εργασίας και απασχόλησης για την περιποίηση και φροντίδα τους, ο δε συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, εφόσον η ενάγουσα-εναγομένη ζητεί με την υπό κρίση αγωγή όχι το σύνολο του κόστους των διατροφικών αναγκών των τέκνων τους αλλά εκείνο το μέρος, που βαρύνει κατ'αναλογία τον εναγόμενο-ενάγοντα, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στη μείζονα σκέψη. Επομένως, πρέπει: Α) η υπ'αριθ. 115/2013 η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να ανατεθεί η αποκλειστική επιμέλεια του προσώπου των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, … και …, στην ενάγουσα-εναγομένη, να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος-ενάγων οφείλει να καταβάλλει στην ενάγουσα-εναγομένη, για λογαριασμό των ως άνω ανηλίκων τέκνων τους, διατροφή σε χρήμα, για το μεν …, ποσού τριακοσίων εξήντα (360) ευρώ μηνιαίως, για τη δε …, ποσού εκατόν ογδόντα (180) ευρώ μηνιαίως μέχρι και τον Αύγουστο 2013 και ποσού τριακοσίων σαράντα (340) ευρώ μηνιαίως από το Σεπτέμβριο 2013 και μετά, για το χρονικό διάστημα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι και την 2.11.2016, άπαντα τα ανωτέρω ποσά προκαταβλητέα εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση κάθε ληξιπρόθεσμης παροχής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, Β) η υπ'αριθ. 2000/2014 αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς το σκέλος αυτής που αφορά στο αίτημα χρονικής κατανομής της άσκησης της γονικής μέριμνας και το συνακόλουθο αίτημα περί καταβολής διατροφής από την ενάγουσα-εναγομένη, να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη κατά τα λοιπά, να ρυθμιστεί η επικοινωνία του εναγομένου-ενάγοντος με τα ανήλικα τέκνα του, όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό της παρούσας, και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων, εφόσον πρόκειται για διαφορά μεταξύ συζύγων (άρθρο 179 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την υπ'αριθ. 115/2013 αγωγή.

ΑΝΑΘΕΤΕΙ την αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας του προσώπου των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, … και …, στην ενάγουσα.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλλει στην ενάγουσα, για λογαριασμό των ως άνω ανηλίκων τέκνων τους, διατροφή σε χρήμα, για το μεν …, ποσού τριακοσίων εξήντα (360) ευρώ μηνιαίως, για τη δε …, ποσού εκατόν ογδόντα (180) ευρώ μηνιαίως μέχρι και τον Αύγουστο 2013, και ποσού τριακοσίων σαράντα (340) ευρώ μηνιαίως από το Σεπτέμβριο 2013 και μετά, για το χρονικό διάστημα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι και την 2.11.2016, άπαντα τα ανωτέρω ποσά προκαταβλητέα εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση κάθε ληξιπρόθεσμης παροχής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ'αριθ. 2000/2014 αγωγή ως προς το σκέλος αυτής, που αφορά στο αίτημα χρονικής κατανομής της άσκησης της γονικής μέριμνας και το συνακόλουθο αίτημα περί καταβολής διατροφής από την εναγομένη, καθώς και το επικουρικό αίτημα περί από κοινού άσκησης μέρους της επιμέλειας του προσώπου των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την ως άνω αγωγή.

ΡΥΘΜΙΖΕΙ την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας του ενάγοντος με τα ανωτέρω ανήλικα τέκνα του και ορίζει ότι αυτός θα επικοινωνεί μαζί τους, παραλαμβάνοντας αυτά από την κατοικία της εναγομένης και επιστρέφοντας αυτά στην κατοικία της κατά τη λήξη της επικοινωνίας, ως ακολούθως: 1) Το δεύτερο και τέταρτο Σαββατοκύριακο κάθε μήνα από ώρα 10.00 το πρωί του Σαββάτου έως 18.00 το βράδυ της Κυριακής, 2) κάθε Τετάρτη, από ώρα 17.30 έως ώρα 20.30, και κάθε Παρασκευή, όταν δεν θα επικοινωνεί το Σαββατοκύριακο, από ώρα 17.30 έως ώρα 21.00, 3) κατά τη διάρκεια των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, για μία εβδομάδα τα Χριστούγεννα ή την Πρωτοχρονιά εναλλάξ κάθε χρόνο, δηλαδή από ώρα 10.00 το πρωί της 24ης Δεκεμβρίου έως ώρα 19.00 το βράδυ της 30ης Δεκεμβρίου ή από ώρα 10.00 το πρωί της 31ης Δεκεμβρίου έως ώρα 19.00 το βράδυ της 6ης Ιανουαρίου, αρχής γενόμενης από το πρώτο διάστημα, 4) κατά τη διάρκεια της εορτής του Πάσχα εναλλάξ κάθε χρόνο, από ώρα 10.00 το πρωί της Μεγάλης Δευτέρας έως ώρα 19.00 το βράδυ της Κυριακής του Πάσχα ή από ώρα 10.00 το πρωί της Δευτέρας του Πάσχα έως ώρα 19.00 το βράδυ της Κυριακής του Θωμά, αρχής γενόμενης από το πρώτο διάστημα και 5) κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών για είκοσι (20) ημέρες συνολικά, συναπτές ή τμηματικά, κατά το μήνα Ιούλιο ή το μήνα Αύγουστο, κατόπιν συνεννόησης μεταξύ των διαδίκων. Σημειώνεται επίσης ότι α) κατά την ονομαστική  εορτή και τα γενέθλια των τέκνων των διαδίκων θα δύναται να τα επισκέπτεται και ο γονέας, με τον οποίο δεν διαμένουν τη συγκεκριμένη ημέρα και να συμμετέχει σε ενδεχόμενη εορταστική εκδήλωση και β) κάθε διάδικος, με τον οποίο δεν διαμένουν τα τέκνα κάποια συγκεκριμένη ημέρα, θα δικαιούται να επικοινωνεί για λίγα λεπτά μαζί τους τηλεφωνικά κατά το χρονικό διάστημα από 19.00 έως 20.00 της ημέρας εκείνης.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 23-1-2015 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                               Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



ΠΠρΑθ 21/2015 Ασφαλιστικά μέτρα - Αίτηση αναστολής εκτέλεσης - Έφεση κατά απόφασης προσωρινά εκτελεστής - Ερημοδικία εκκαλούντος - Υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη - Σοβαρός κλονισμός επιχειρηματικής δραστηριότητας - Οικονομική κρίση

$
0
0
ΠΠρΑθ 21/2015
Ασφαλιστικά μέτρα - Αίτηση αναστολής εκτέλεσης - Έφεση κατά απόφασης προσωρινά εκτελεστής - Ερημοδικία εκκαλούντος - Υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη - Σοβαρός κλονισμός επιχειρηματικής δραστηριότητας - Οικονομική κρίση -...


Αίτηση με την οποία ζητείται η αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης που εξεδόθη ερήμην της αιτούσας κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία υποχρεώθηκε η τελευταία να καταβάλει στην καθ'ης η αίτηση το χρηματικό ποσό των 217.500 ευρώ και η οποία κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, έως ότου εκδοθεί απόφαση επί της έφεσης που η αιτούσα έχει ασκήσει ενώπιον του Εφετείου Αθηνών. Κρίθηκε ότι ήδη η ερημοδικασθείσα αιτούσα, με την έφεση της, προβάλλει, μεταξύ άλλων, λόγους έφεσης που πλήττουν την ουσιαστική βασιμότητα της αξίωσης της καθ'ης η αίτηση, αρνούμενη τα πραγματικά περιστατικά της βάσης της αγωγής, τούτο συνεπάγεται αναγκαίως εξαφάνιση της εκκαλουμένης σε όλη την έκταση. Πιθανολογήθηκε ότι από την προσωρινή εκτέλεση της εκκληθείσας πρωτοβάθμιας εν όλω προσωρινώς εκτελεστής αποφάσεως σε βάρος της, η αιτούσα εταιρεία θα υποστεί αυτόθροη ανεπανόρθωτη βλάβη, δεδομένου ότι η προειρημένη έφεση της θα γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, οπότε η εκκαλουμένη θα εξαφανισθεί, επιπλέον, δε, θα έχει ως συνέπεια την υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση της αιτούσας, που υπό τις συνθήκες της τρέχουσας οικονομικής κρίσης, μπορεί να επιφέρει σοβαρό κλονισμό της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, ενώ η καθ'ης η αίτηση δεν θα υποστεί βλάβη αφού πρόκειται για επιχείρηση με πολύ μεγαλύτερο κύκλο εργασιών σε σχέση με την αιτούσα.


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ


Αριθμός αποφάσεως 21/2015

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

(Διαδικασία Ασφαλιστικών μέτρων)


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Χαρίκλεια Κ. Ηλιοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών-Εισηγητρια (η οποία ορίσθηκε κατόπιν κληρώσεως σύμφωνα με το νόμο από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοικήσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών) και τους Παναγιώτη Γκιόκα και Στυλιανή Αργύρη, Πρωτοδίκες (οι οποίοι ορίσθηκαν από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοικήσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών) και από τη Γραμματέα Γεωργία Μιχοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 12 Νοεμβρίου 2014, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αιτούσας: της εταιρείας με την επωνυμία «Τ. ΑΝΩΝΥΜΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «Τ. ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΗ Α.Ε.Β.Ε.» (πρώην Σ. ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ) που εδρεύει στη Μεταμόρφωση Αττικής, … χλμ. Εθνικής Οδού Αθηνών-Λαμίας, νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τις πληρεξούσιες δικηγόρους της, Αικατερίνη Γαλανοπούλου και Ειρήνη Ζήση.

Της καθ'ης η αίτηση: της εταιρείας με την επωνυμία «Τ. E.» που εδρεύει στο Μόναχο Γερμανίας (…………. Munchen), νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Διονύσιο Σκαλτσά και Δήμο Παπαδήμο.

Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 30.9.2014 αίτηση της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αύξοντα αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 110985/245/2014 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.


ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ


Κατά τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 44 § 2 ν. 3994/2011, εάν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Από την αντιπαραβολή της διατάξεως αυτής «αν ασκηθεί έφεση ... η απόφαση εξαφανίζεται» προς το άρθρο 535 παρ. του ίδιου Κώδικα «αν ο λόγος της έφεσης κριθεί βάσιμος, η απόφαση ... εξαφανίζεται», προκύπτει ότι η εξαφάνιση της ερήμην αποφάσεως επέρχεται με μόνη την άσκηση νομότυπης και εμπρόθεσμης εφέσεως, ανεξαρτήτως αν οι λόγοι αυτής είναι και βάσιμοι κατ'ουσίαν. Πραγματικά, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 271 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 29 ν. 3994/2011, αν ο εναγόμενος δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος σε αυτήν κανονικά, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται νομικά αβάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Εκ του λόγου αυτού ακριβώς, παρέχεται στο διάδικο, που δεν εμφανίσθηκε στον πρώτο βαθμό, το δικαίωμα να αναστρέψει με μόνη την άσκηση του ένδικου μέσου της εφέσεως την εν απουσία αυτού εκδοθείσα πρωτόδικη απόφαση, ώστε, μετά την εξαφάνιση αυτής, να ερευνηθεί εκ νέου η ουσία της υποθέσεως στον δεύτερο βαθμό με τη συμμετοχή όλων των διαδίκων μερών και να μη στερηθεί ο διάδικος αυτός της δυνατότητας προβολής των πραγματικών ισχυρισμών, τους οποίους κάθε διάδικος έχει δικαίωμα να προτείνει πρωτοδίκως. Περαιτέρω, η αυτή ως άνω διάταξη του άρθρου 528 του ΚΠολΔ, ορίζει ότι η εξαφάνιση επέρχεται «μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους». Η διάταξη αυτή, κατά το μέρος με το οποίο προσδιορίζει τα όρια της εξαφανίσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν εισάγει νεωτερισμό, αλλά είναι ταυτόσημη με το περιεχόμενο του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, με το οποίο εκφράζεται η από μακρού χρόνου ισχύουσα γενική δικονομική αρχή, ότι με την έφεση δεν μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο η υπόθεση στο σύνολο της, αλλά μόνον ως προς τα κεφάλαια εκείνα της πρωτόδικης αποφάσεως που πλήττονται με το εφετήριο και τους πρόσθετους λόγους. Επομένως: α) αν με την έφεση ο εναγόμενος που δικάστηκε πρωτοδίκως ερήμην, προβάλλει ότι η αγωγή είναι νόμω αβάσιμη, αόριστη και απαράδεκτη, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ερευνά τις ως άνω ελλείψεις, χωρίς να εξαφανίσει προηγουμένως την προσβαλλόμενη απόφαση, β) αν ο ενάγων ή ο εναγόμενος, που δικάσθηκαν πρωτοδίκως ερήμην, προβάλλουν ως λόγο έφεσης, την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολο της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της, γ) επί αγωγής, η οποία έγινε δεκτή ως προς το κεφάλαιο και τους τόκους, αν ο εναγόμενος παραπονείται μόνο κατά του κεφαλαίου επί του οποίου επιδικάστηκαν τόκοι, η απόφαση εξαφανίζεται μόνο κατά το κεφάλαιο αυτό, δ) αν με την έφεση ο εναγόμενος προβάλει μόνο καταλυτικές της αγωγής ενστάσεις, όπως είναι η ένσταση εξοφλήσεως ή παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος με το οποίο κρίθηκε ως βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνο κατά το διατακτικό της. Έτσι, αν ο λόγος εφέσεως συνίσταται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, ο συλλογισμός καταστρώσεως της πρωτόδικης αποφάσεως ανακόπτεται εξ υπαρχής και η απόφαση εξαφανίζεται ολοσχερώς. Περαιτέρω, πρέπει να τονισθεί ότι για να επέλθει το αποτέλεσμα της εξαφανίσεως της αποφάσεως, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν ερευνά αν ο λόγος εφέσεως είναι βάσιμος, αν όμως ο λόγος αυτός είναι μη νόμιμος, αόριστος ή αλυσιτελής απορρίπτεται και η απόφαση δεν εξαφανίζεται. Μετά την εξαφάνιση της αποφάσεως, χωρεί ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου νέα συζήτηση της υποθέσεως, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως είχε δικαίωμα να προτείνει, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 ΚΠολΔ (Σ. Σαμουήλ «Η έφεση», έκδοση 2003. αρ. 228 δ, σ. 99, Κεραμέα - Κονδύλη - Νίκα, ΚΠολΔ, συμπλήρωμα 2003, άρθρο 528, σ. 68). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 912 ΚΠολΔ «Αν ασκηθεί εμπρόθεσμο ανακοπή ή έφεση κατά της απόφασης που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή σύμφωνα με το άρθρο 908 ή 910, μπορεί έως την συζήτηση στο ακροατήριο της ανακοπής ή της έφεσης, να διαταχθεί, αν το ζητήσει ο διάδικος που νικήθηκε, να ανασταλεί οριστικά ή εν μέρει η εκτέλεση ώσπου να εκδοθεί οριστική απόφαση, με τον όρο να δοθεί εγγύηση η οποία ορίζεται από την απόφαση που διατάζει την αναστολή ή και χωρίς εγγύηση, εφόσον πιθανολογείται η ευδοκίμηση της ανακοπής ή της έφεσης» (παρ. 1). «Την αναστολή της παρ. 1 διατάζει το Δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που προσβάλλεται. Η αίτηση συζητείται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ....» (παρ. 2). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, εάν μια δικαστική απόφαση κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή, ο διάδικος που ηττήθηκε δικαιούται να ζητήσει από το Δικαστήριο που την εξέδωσε την αναστολή της εκτελέσεως της, (είτε απειλείται είτε άρχισε η αναγκαστική εκτέλεση), με σχετική αίτηση του, αφού η ως άνω διάταξη δεν προϋποθέτει έναρξη εκτελέσεως, αλλά απλώς εκτελεστότητα. Προϋπόθεση χορηγήσεως της αναστολής είναι να έχει ασκηθεί, από τον ηττηθέντα διάδικο, παραδεκτώς ανακοπή ή έφεση κατά της αποφάσεως και να πιθανολογείται η ευδοκίμηση ενός τουλάχιστον λόγου αυτών, οπότε τότε μόνο το Δικαστήριο, για τη χορήγηση ή μη της αναστολής, ερευνά αθροιστικώς και τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης από την εκτέλεση της αποφάσεως στο πρόσωπο του αιτούντος, η οποία (βλάβη) άλλως (δηλ. αν το ένδικο μέσο ασκήθηκε απαραδέκτως ή αν δεν πιθανολογείται η ευδοκίμηση του), δεν ερευνάται. Ειδικότερα, επί ασκηθείσης εφέσεως κατά προσωρινώς εκτελεστής αποφάσεως, η ουσιαστική βασιμότητα της αιτήσεως εξαρτάται από την πιθανολόγηση βλάβης στο πρόσωπο του αιτούντος σε περίπτωση παραδοχής της εφέσεως και λόγω της εξαφανίσεως της αποφάσεως που πρόκειται να εκτελεσθεί. Το επιλαμβανόμενο Δικαστήριο δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Για το λόγο αυτό απαιτείται επιπροσθέτως η πιθανολόγηση της συνδρομής επείγουσας περιπτώσεως ή της αποτροπής επικειμένου κινδύνου.


Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση, επιδιώκεται να διαταχθεί η αναστολή της εκτελέσεως της υπ'αριθμ. 1812/2014 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, που εξεδόθη ερήμην της ήδη αιτούσας κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία υποχρεώθηκε η τελευταία να καταβάλει στην ήδη καθ'ης η αίτηση το χρηματικό ποσό των 217.500 ευρώ και η οποία κηρύχθηκε εν όλω προσωρινώς εκτελεστή, έως ότου εκδοθεί απόφαση επί της από 22.9.2014 εφέσεως που η αιτούσα έχει ασκήσει νομότυπα και εμπρόθεσμα ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, για το λόγο ότι η έφεση έχει μεγάλες πιθανότητες να ευδοκιμήσει, ενώ η τυχόν καταβολή του επιδικασθέντος ποσού θα επιφέρει στην αιτούσα υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη. Ζητεί, τέλος, να επιβληθούν εις βάρος της καθ'ης η αίτηση τα δικαστικά της έξοδα.


Η αίτηση αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. και 912 παρ. 2 του ΚΠΟΛΔ), έχει, δε, το παρόν Δικαστήριο διεθνή δικαιοδοσία να τη δικάσει, εφόσον και η καθ'ης δεν αντιλέγει (άρθρο 3 του ΚΠΟΛΔ), εφαρμοστέο, δε, δίκαιο είναι το ελληνικό, εφόσον τις διατάξεις αυτού επικαλείται η αιτούσα και δεν αντιλέγει η καθ'ης η αίτηση, υφισταμένης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας σχετικά με την εφαρμογή του (άρθρο 3 παρ. 2 και 10 παρ. 2 του ν. 1792/1988). Σημειώνεται ότι οι πληρεξούσιες δικηγόροι της αιτούσας, ..., έχουν καταθέσει τα υπ'αριθμ. Π0363643 και Π0373608 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών στον ΔΣΑ αντίστοιχα, οι δε πληρεξούσιοι δικηγόροι της καθ'ης η αίτηση, Διονύσιος Σκαλτσάς και Δήμος Παπαδήμος, έχουν καταθέσει τα υπ'αριθμ. Π0360683 και Π0360678 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών στον ΔΣΑ αντίστοιχα (άρθρα 61 παρ. 1 και 4 του ν. 4194/2013). Είναι δε επαρκώς ορισμένη, απορριπτόμενου του αντίθετου ισχυρισμού της καθ'ης η αίτηση και νόμιμη, στηριζομένη στη διάταξη του άρθρου 912 του ΚΠΟΛΔ, πλην του αιτήματος περί επιδικάσεως των δικαστικών εξόδων εις βάρος της καθ'ης η αίτηση, το οποίο είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθώς, επί αιτήσεως αναστολής εκτελεστότητας, τα δικαστικά έξοδα επιβάλλονται πάντοτε εις βάρος του αιτούντος (άρθρο 84 παρ. 2 του ν. 4194/2013 όπως τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ.3 του ν. 4236/2014). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ'ουσίαν.


Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ... και … που εξετάσθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο με επιμέλεια της αιτούσας και της καθ 'ης η αίτηση αντίστοιχα, από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν, από τις υπ'αριθμ. 51950/7.11.2014 και 51953/10.11.2014 ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζει η αιτούσα, οι οποίες έχουν δοθεί ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ..., μετά από κλήτευση της καθ'ης η αίτηση (όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο σε ελληνική μετάφραση με ημερομηνία 28.10.2014 αποδεικτικό επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Ειρηνοδικείο Μονάχου ....), από την υπ'αριθμ. 9527/11.11.2014 ένορκη βεβαίωση που προσκομίζει η καθ 'ης η αίτηση, η οποία έχει δοθεί ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., μετά από κλήτευση της αιτούσας (όπως προκύπτει από την υπ'αριθμ. 7297/6.11.2014 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ...), από τα προφορικώς αναπτυχθέντα στο ακροατήριο από τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, καθώς και από όλους τους εμπεριεχόμενους στα έγγραφα σημειώματα που οι διάδικοι κατέθεσαν ισχυρισμούς, πιθανολογούνται τα ακόλουθα: Στις 24.7.2006, η αιτούσα και η καθ'ης η αίτηση υπέγραψαν στην Αθήνα, σύμβαση, με βάση την οποία η τελευταία ανέλαβε την εκτέλεση του έργου της μηχανολογικής σχεδιάσεως, κατασκευής και τοποθετήσεως κινητών στεγάστρων, επί βάσης υποδομής για τη στέγαση των τριών υπαίθριων χώρων του εμπορικού κέντρου AVENUE που βρίσκεται επί της ... στο Μαρούσι Αττικής. Στις 28.9.2011, η ήδη καθ'ης η αίτηση κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (Τακτική Διαδικασία) την από 27.9.2011 (αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. 162183/9212/2011) αγωγή της κατά της ήδη αιτούσας, η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 4ης Δεκεμβρίου 2013, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η τελευταία να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 217.500 ευρώ, νομιμοτόκως κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή ως υπόλοιπο εργολαβικού ανταλλάγματος. Στις 18.11.2013, η ήδη αιτούσα κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (Τακτική διαδικασία) την από 14.11.2013 (αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. 152913/4413/2013) αγωγή της, που προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 20ής Ιανουαρίου 2016, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η ήδη καθ ης η αίτηση να της καταβάλει το ποσό των 787.800 ευρώ ως αχρεωστήτως καταβληθέν λόγω μειώσεως τιμήματος, το ποσό των 314.751,43 ευρώ ως ζημία λόγω ελλείψεως συμφωνηθείσας ιδιότητας του έργου και το ποσό των 75.000 ευρώ ως συμφωνηθείσα ποινική ρήτρα. Κατά τη δικάσιμο της 4ης Δεκεμβρίου 2013, κατά την οποία είχε ορισθεί να συζητηθεί η πρώτη εκ των ως άνω δύο αγωγών, εμφανίσθηκε η πληρεξούσια δικηγόρος της ήδη αιτούσας, Ειρήνη Ζήση, μόνον για την υποβολή αιτήματος αναβολής προς συνεκδίκαση με την δεύτερη εκ των ως άνω δύο αγωγών. Το αίτημα αυτό απερρίφθη από το Δικαστήριο, η ως άνω πληρεξούσια δικηγόρος της ήδη αιτούσας δεν έλαβε μέρος στην αποδεικτική διαδικασία και, ως εκ τούτου, η ήδη αιτούσα (και τότε εναγομένη) εταιρεία δικάσθηκε ερήμην, κατ'εφαρμογή του άρθρου 280 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Επί της αγωγής της ήδη καθ'ης η αίτηση εξεδόθη η υπ'αριθμ. 1812/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία έγινε δεκτή την αγωγή της τότε ενάγουσας (και ήδη καθ'ης η αίτηση) ως και κατ'ουσίαν βάσιμη κατ'εφαρμογή του τεκμηρίου ομολογίας λόγω ερημοδικίας της τότε εναγομένης (και ήδη αιτούσας). Ειδικότερα, με την ως άνω απόφαση υποχρεώθηκε η ήδη αιτούσα να καταβάλει στην ήδη καθ'ης η αίτηση το συνολικό ποσό των 217.500 ευρώ, με το νόμιμο τόκο α) από την 18.12.2007 για το ποσό των 144.050 ευρώ και β) από την 4.12.2008, για το ποσό των 73.450 ευρώ, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, κηρύχθηκε, δε, εν όλω προσωρινώς εκτελεστή. Ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της παραπάνω αποφάσεως επεδόθη στην ήδη αιτούσα στις 22.9.2014 (όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας ... επί του προσκομιζομένου από την αιτούσα αντιγράφου της υπ'αριθμ. 1812/2014 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου). Ήδη, η αιτούσα έχει καταθέσει στις 24.9.2014 στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την από 24.9.2014 (αυξ. αριθ. εκθ. καταθ. 6192/2014) έφεση της κατά της παραπάνω αποφάσεως, η οποία έφεση έχει προσδιορισθεί για τη δικάσιμο της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, έχοντας καταβάλει προς τούτο το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠΟΛΔ παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ. Με δεδομένο ότι ήδη η ερημοδικασθείσα αιτούσα, με την έφεση της, προβάλλει - μεταξύ άλλων - λόγους έφεσης που πλήττουν την ουσιαστική βασιμότητα της αξίωσης της καθ'ης η αίτηση, αρνούμενη τα πραγματικά περιστατικά της βάσης της αγωγής, τούτο συνεπάγεται αναγκαίως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν, εξαφάνιση της εκκαλουμένης σε όλη την έκταση. Από την προσωρινή εκτέλεση της ανωτέρω εκκληθείσας πρωτοβάθμιας εν όλω προσωρινώς εκτελεστής αποφάσεως εις βάρος της, η αιτούσα εταιρεία πιθανολογείται ότι θα υποστεί αυτόθροη ανεπανόρθωτη βλάβη, δεδομένου ότι η προειρημένη έφεση της θα γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, οπότε η εκκαλουμένη θα εξαφανισθεί, επιπλέον, δε, θα έχει ως συνέπεια την υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση της αιτούσας, που υπό τις συνθήκες της τρέχουσας οικονομικής κρίσης, μπορεί να επιφέρει σοβαρό κλονισμό της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, ενώ η καθ'ης η αίτηση δεν θα υποστεί βλάβη αφού πρόκειται για επιχείρηση με πολύ μεγαλύτερο κύκλο εργασιών σε σχέση με την αιτούσα.


Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση ως και κατ'ουσίαν βάσιμη και να χορηγηθεί η αιτούμενη ολική αναστολή της εκτέλεσης μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της ασκηθείσας εφέσεως, πρέπει, δε, η αιτούσα να υποχρεωθεί, κατά μερική παραδοχή του σχετικού αιτήματος της καθ'ης η αίτηση, σε εγγυοδοσία (άρθρο 912 παρ. 1 του ΚΠΟΛΔ) υπέρ της τελευταίας, με τη μορφή καταθέσεως εκ μέρους της αιτούσας εγγυητικής επιστολής αξιόχρεης Τράπεζας, ποσού εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, η οποία θα κατατεθεί στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της παρούσας. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της καθ'ης η αίτηση πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της αιτούσας (άρθρο 84 παρ. 2 του ν. 4194/2013 όπως τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ.3 του ν. 4236/2014).



ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


ΔΙΚΑΖΕΙ κατ'αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την εκτέλεση της υπ'αριθ. 1812/2014 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου που εξεδόθη κατά την τακτική διαδικασία και κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της εφέσεως που έχει ασκήσει η αιτούσα, υπό τους όρους: α) ότι η ασκηθείσα έφεση θα συζητηθεί κατά την προσδιορισθείσα γι αυτήν δικάσιμο και β) ότι θα κατατεθεί από την αιτούσα εγγυοδοσία υπό τη μορφή εγγυητικής επιστολής αξιόχρεης Τράπεζας ποσού εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ υπέρ της καθ'ης η αίτηση. Η παραπάνω εγγυητική επιστολή θα πρέπει να κατατεθεί στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της παρούσας.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ εις βάρος της αιτούσας τα δικαστικά έξοδα της καθ'ης η αίτηση, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28-1-2015

            Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στην Αθήνα, στις

            Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



ΜΠρΑθ 122/2015 Ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ κατά διαταγής πληρωμής από οφειλόμενα κοινόχρηστα - Διαδικασία

$
0
0
ΜΠρΑθ 122/2015
Ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ κατά διαταγής πληρωμής από οφειλόμενα κοινόχρηστα - Διαδικασία -.

Το Δικαστήριο προκρίνοντας ως ορθότερη την απόψη που εκφράσθηκε με απόφαση του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου..
Αθηνών, εκδικασε την υπόθεση κατά τη διαδικασία των μισθωτικών διαφορών και όχι κατά τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων όπως προβλέπεται από το άρθρο 14 Ν. 4055/12 που τροποποίησε το άρθρο 632 ΚΠολΔ. Ερημοδικία ανακόπτοντος. Απόρριψη ως απαράδεκτης της ανακοπής.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αριθμός απόφασης 122/2015

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(Διαδικασία Μισθωτικών Διαφορών)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Θεοδούλη Οικονόμου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Ιωάννα Βέττου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6-12-2013, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των ανακοπτουσών: 1) Ανώνυμης κατασκευαστικής εταιρείας με την επωνυμία «ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΕ», που εδρεύει στο Ηράκλειο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) ... ατομικά και ως μέλους και εκπροσώπου της Κοινοπραξίας με την επωνυμία Κ/Ξ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΕ - ... και το διακριτικό τίτλο ΠΡΟΤΥΠΟΣ ΔΟΜΗΣΗ, που εδρεύει στο Ν. Ηράκλειο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) ... ατομικά και ως μέλους και εκπροσώπου της Κοινοπραξίας με την επωνυμία Κ/Ξ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΕ - ... και το διακριτικό τίτλο ΠΡΟΤΥΠΟΣ ΔΟΜΗΣΗ, που εδρεύει στο

Του καθ'ου η ανακοπή: ..., κατοίκου Α. Λιοσίων Αττικής, με την ιδιότητα του διαχειριστή του κτιρίου 2 από συγκρότημα 4 κτιρίων που βρίσκεται επί των οδών ..., ... και ... στα Α. Λιόσια Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Δημητρίου Αβραάμ.

Οι ανακόπτουσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 20-3-2013 ανακοπή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης 43036/529/2013 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του καθ'ου η ανακοπή, αφού ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσε.


ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ


Έως την πρόσφατη εισαγωγή του ν. 4055/2012, η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής εκδικαζόταν ανέκαθεν με τη διαδικασία εκείνη, τακτική ή ειδική, όπου υπαγόταν η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής. Η λύση αυτή προέκυπτε, πέρα από την ίδια τη φύση της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, και από τη διάταξη της § 3 του άρθρου 632 ΚΠολΔ -όπως ίσχυε πριν απαλειφθεί με τις διατάξεις του ν. 4055/2012, σύμφωνα με την οποία «αν η διαφορά από την απαίτηση, για την οποία έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής, δικάζεται σύμφωνα με ειδική διαδικασία, η ανακοπή εκδικάζεται κατά τις διατάξεις της ειδικής αυτής διαδικασίας» [Π. Αρβανιτάκης, Η διαταγή πληρωμής κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (2012), § ΧΜ.Δ, σ. 347]. Με το άρθρο 14 § 1 ν. 4055/2012 (που κατά το άρθρο 110 § 20 του νόμου αυτού ισχύει από 12.5.2012) καταργήθηκε πλέον η παλαιά διάταξη της § 3 του άρθρου 632 ΚΠολΔ, ενώ εισήχθη νέα § 2 στην ίδια διάταξη, η οποία προβλέπει ότι «(η) άσκηση της ανακοπής, η συζήτηση της οποίας προσδιορίζεται υποχρεωτικά εντός εξήντα ημερών ή εντός ενενήντα ημερών αν ο διάδικος διαμένει στην αλλοδαπή ή έχει άγνωστη διαμονή, και εκδικάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις ; . των άρθρων 643 και 591 παράγραφος 1 περίπτωση α΄ ΚΠολΔ». Δεδομένου ότι, αντίθετα με ό,τι αναφέρει η Αιτιολογική Εκθεση επί του Σχεδίου Νόμου, η νέα § 2 παραπέμπει αποκλειστικά στο άρθρο 643 ΚΠολΔ (παράλληλα με την εφαρμογή του άρθρου 591 § 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ), και όχι συλλήβδην στην ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων (ή των άρθρων 635 επ. ΚΠολΔ), το ζήτημα της προσήκουσας διαδικασίας εκδίκασης της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής παραμένει, μετά την κατάργηση της παλαιάς § 3 του άρθρου 632 ΚΠολΔ, κατ'αρχήν αδιευκρίνιστο (βλ. Π. Αρβανιτάκη, ό.π., § ΧΙΙ.Δ, σ. 347). Η αμφισβήτηση που δημιουργήθηκε, μάλιστα, εν όψει της ανωτέρω κακότεχνης διατύπωσης του νόμου, έδωσε αφορμή να διατυπωθούν ποικίλες απόψεις στα πλαίσια της επιστήμης αναφορικά με το ζήτημα αυτό (βλ. αναλυτικά για τη διχογνωμία το έγγραφο που εξέδωσε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που τιτλοφορείται «Αρθρο 632 ΚΠολΔ - Διαδικασία εκδίκασης ανακοπών κατά διαταγής πληρωμής», όπου και παράθεση των υποστηριζόμενων απόψεων).  Κατά την άποψη, την οποία το παρόν Δικαστήριο προκρίνει ως ορθότερη, (βλ. Π. Αρβανιτάκη, ό.π., § ΧΙΙ.Δ, σ. 347 --348- Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ - Οι τροποποιήσεις του ν. 4055/2012, άρθρο 632 αριθ. 55, 72 και 77, σ. 81, 87 και 88, αντίστοιχα το ανωτέρω έγγραφο του ΤριμΣυμβΔιοικΕιρΑΘ) υποστηρίζεται ότι εφόσον μετά την τροποποίηση της § 3 του άρθρου 632 ΚΠολΔ δεν γίνεται πλέον διάκριση της διαδικασίας, που θα ακολουθηθεί, με κριτήριο την απαίτηση για την οποία εκδόθηκε  η  διαταγή πληρωμής,  αλλά ούτε καθιερώνεται  ρητά ειδική διαδικασία για την εισαγωγή και εκδίκαση της ανακοπής, δεδομένου ότι αν ο νομοθέτης ήθελε να είναι αυτή των πιστωτικών τίτλων θα παρέπεμπε στο σύνολο των σχετικών διατάξεων και όχι μόνο σε εκείνη του άρθρου 643 ΚΠολΔ (ενώ παράλληλα δεν τροποποιεί και εκείνη του άρθρου 635 του ίδιου Κώδικα, όπου ρητά αναφέρονται οι διαφορές που μπορούν να εκδικαστούν με τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων), εφαρμόζεται κατ'αρχήν η τακτική διαδικασία ή η προβλεπόμενη από τη φύση της απαίτησης ειδική διαδικασία, με τις αποκλίσεις όμως που εισάγονται από το πλέγμα των διατάξεων των άρθρων 591 § 1 εδ. α , 632 § 2, 643, 649 και 650 ΚΠολΔ. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός της συνεφαρμογής στην ανακοπή του άρθρου, 632 ΚΠολΔ και των γενικών διατάξεων για τις ανακοπές των άρθρων 588 έως 585 ΚΠολΔ, όπου επίσης καθιερώνεται κατ'αρχήν για την εκδίκασή τους η τακτική διαδικασία, εκτός αν βάσει ειδικών διατάξεων ορίζεται η τήρηση ειδικής διαδικασίας (βλ. το ανωτέρω έγγραφο του ΤριμΣυμβΔιοικΕιρΑΘ). Επιχείρημα υπέρ της γνώμης αυτής μπορεί να συναχθεί και από την αντίστοιχη ανακοπή κατά της εκτέλεσης, κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ, η οποία, παρά την απουσία ρητής ρύθμισης, υπάγεται, όπως γίνεται δεκτό, κατ’ αρχήν στην τακτική διαδικασία, εκτός και αν για τη διάγνωση της αξίωσης, για την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση, εφαρμόζεται ειδική διαδικασία, οπότε αυτή ακολουθείται και για την εκδίκαση της ανακοπής (Π. Αρβανιτάκης, ό.π., § XII.Δ, σ. 348). Παράλληλα επισημαίνεται (βλ. το ανωτέρω έγγραφο του ΤριμΣυμβΔιοικΕιρΑΘ), ότι με την υιοθέτηση της συγκεκριμένης άποψης εξυπηρετείται και ο σκοπός του νομοθέτη για κοινή δικονομική αντιμετώπιση των ανακοπών κατά διαταγής πληρωμής και εκείνης κατά της εκτέλεσης, όπου επίσης κατά την εκδίκαση της ακολουθείται η ίδια διάκριση, αφού με το άρθρο 19 του ν. 4055/2012 προστέθηκε στο άρθρο 937 ΚΠολΔ και τρίτη παράγραφος, ομοίου περιεχομένου με εκείνη του εδ. β'της § 2 άρθρου 632 ΚΠολΔ  (βλ.  για  την παραπάνω  άποψη  το ως  άνω  έγγραφο  του ΤριμΣυμβΔιοικΕιρΑΘ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 218 παρ. 1 ΚΠολΔ περισσότερες απαιτήσεις του ιδίου ενάγοντος κατά του ιδίου εναγομένου, οι οποίες πηγάζουν από την ίδια ή διαφορετική αιτία, αφορούν τον ίδιο ή διαφορετικό λόγο, μπορούν να ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο της αγωγής: α) αν δεν είναι αντιφατικές μεταξύ τους, β) αν στο σύνολο τους υπάγονται λόγω ποσού στο δικαστήριο που εισάγονται, γ) αν υπάγονται στο ίδιο είδος διαδικασίας και ε) αν η σύγχρονη εκδίκασή τους δεν επιφέρει σύγχυση.


Από το προσκομιζόμενο αντίγραφο του δικογράφου της ανακοπής, με την επισυναπτόμενη σ'αυτό έκθεση κατάθεσης δικογράφου, προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής κατέθεσε στο παρόν Δικαστήριο στις 20-3-2013 ο υπογράφων την ανακοπή πληρεξούσιος δικηγόρος των ανακοπτουσών Νικόλαος Καραμανλής, στην δε πράξη καταθέσεως δικογράφου επισυνάπτεται πράξη ορισμού συζήτησης, κατά την οποία η συζήτηση της ανακοπής ορίστηκε για την παρούσα δικάσιμο. Κατά συνέπεια αποδεικνύεται ότι η παρούσα συζήτηση έγινε με επιμέλεια των ανακοπτουσών, οπότε αφού αυτές δεν εμφανίστηκαν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της θα πρέπει να δικασθούν ερήμην, η συζήτηση όμως, θα πρέπει να συνεχισθεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (632, 933, 649 ΚΠολΔ).


Με την κρινόμενη ανακοπή οι ανακόπτουσες, για τους λόγους που αναφέρονται σ'αυτήν, ζητούν την ακύρωση της υπ'αριθμ. 3659/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε σε βάρος τους βάσει απαίτησης 620,52 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, προερχόμενη από οφειλή κοινοχρήστων, καθώς και την ακύρωση της από 20-2-2013 επιταγής προς πληρωμή, που είναι γραμμένη κάτω από το ακριβές επικυρωμένο φωτοαντίγραφο α'απογράφου εκτελεστού αυτής.


Οι ανακόπτουσες, στο δικόγραφο της υπό κρίση ανακοπής, σωρεύουν, αφενός μεν την ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ, αφετέρου δε την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Η σώρευση αυτή είναι επιτρεπτή, διότι οι ανακοπές αυτές υπάγονται στην καθ'ύλη και κατά τόπο αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου, στο αυτό είδος διαδικασίας, η οποία είναι αυτή των μισθωτικών διαφορών, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στην παραπάνω μείζονα σκέψη, εφόσον η βασική απαίτηση, εφ'ης εκδόθηκε η με αριθ. 3659/2013 διαταγής πληρωμής, αφορά οφειλή από καθυστερούμενα κοινόχρηστα, εν τέλει δε η συνεκδίκασή τους, δεν επιφέρει σύγχυση, δηλαδή εν προκειμένω, συντρέχουν οι εκ του άρθρου 218 παρ. 1 ΚΠολΔ, επιβαλλόμενες προϋποθέσεις για τη σώρευση τους. Ωστόσο δεν αποδεικνύεται ότι η ανακοπή με τα σωρευόμενα αιτήματα της έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθ. 632, 934 ΚΠολΔ) από τις έχουσες το βάρος απόδειξης ανακόπτουσες, καθόσον με δεδομένη την απουσία των τελευταίων δεν προσκομίζεται η οικεία έκθεση επίδοσης, από την οποία να προκύπτει ο χρόνος που επιδόθηκε η ανακοπή στον καθ'ου η ανακοπή, ενώ ούτε ο τελευταίος επικαλείται, ούτε και προσκομίζει σχετική έκθεση επίδοσης της υπό κρίση ανακοπής προς αυτόν. Επομένως, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, θα πρέπει να απορριφθεί η ανακοπή ως απαράδεκτη, να επικυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη του καθ'ου η ανακοπή σε βάρος των ανακοπτουσών λόγω της ήττας τους (άρθρο 176 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να ορισθεί κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των ερημοδικαζόμενων ανακοπτουσών κατ'άρθ. 653, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ μόνο κατά της ανακοπής κατά της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, καθόσον για τη σωρευόμενη ανακοπή κατά της 20-2-2013 επιταγής προς πληρωμή δεν επιτρέπεται ανακοπή ερημοδικίας (937 ΚΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


- Δικάζει ερήμην των ανακοπτουσών την υπό κρίση ανακοπή στην οποία σωρεύεται ανακοπή κατά της υπ'αριθμ. 3659/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου και ανακοπή κατά της από 20-2-2013 επιταγής προς πληρωμή, που είναι γραμμένη κάτω από το ακριβές επικυρωμένο φωτοαντίγραφο α'απογράφου εκτελεστού αυτής.

- Ορίζει το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της ανακοπής κατά της υπ'αριθμ. 3659/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου εκ μέρους των ερημοδικαζόμενων ανακοπτουσών στο ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ.

- Απορρίπτει την ανακοπή κατά της υπ'αριθμ. 3659/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου.

- Επικυρώνει την υπ'αριθμόν 3659/2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου.

- Απορρίπτει την ανακοπή κατά της από 20-2-2013 επιταγής προς πληρωμή, που είναι γραμμένη κάτω από το ακριβές επικυρωμένο φωτοαντίγραφο α'απογράφου εκτελεστού της με αριθμ. 3659/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου.

- Επιβάλλει σε βάρος των ανακοπτουσών τη δικαστική δαπάνη του καθ'ου η ανακοπή την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

- Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα στις 23.1.15 στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


ΕιρΞυλοκ 112/2014 Διεκδικητική αγωγή - Έκτακτη χρησικτησία - Κοινωνία συγκυρίων επί του ίδιου πράγματος - Νομή - Γνωστοποίηση

$
0
0
ΕιρΞυλοκ 112/2014
Διεκδικητική αγωγή - Έκτακτη χρησικτησία - Κοινωνία συγκυρίων επί του ίδιου πράγματος - Νομή - Γνωστοποίηση -.


Ο εξ αδιαιρέτου συγκύριος, αν κατέχει ολόκληρο το κοινό, θεωρείται ότι το κατέχει στο όνομα και των λοιπών συγκυριών και κοινωνών και, επομένως, δεν μπορεί να αντιτάξει κατ'αυτών κτητική ή αποσβεστική παραγραφή, προτού καταστήσει σ'αυτούς γνωστή την απόφασή του να νέμεται στο εξής ποσοστό μεγαλύτερο από τη μερίδα του ή ολόκληρο το κοινό αποκλειστικώς για δικό του λογαριασμό, διότι, σε περίπτωση αντιποιήσεως της νομής από τον αντιπρόσωπο του νομέα, αυτή δεν απόλλυται για τον τελευταίο, εκτός αν εκδηλώσει την απόφασή του να νέμεται εφεξής το πράγμα αποκλειστικώς για δικό του λογαριασμό είτε ρητώς είτε με πράξεις που φανερώνουν τέτοια απόφασή του, λάβουν δε γνώση αυτής και οι άλλοι συγκύριοι. Τέτοια, όμως, γνωστοποίηση δεν απαιτείται στην περίπτωση που οι συγκοινωνοί, ύστερα από άτυπη συμφωνία μεταξύ τους, παραχώρησαν τη νομή του κοινού ακινήτου σ'έναν από τους συγκυρίους ή μετά από άτυπη δωρεά, διανομή ή πώληση μεταξύ των συγκυριών, εφόσον έκτοτε ο κάτοχος του κοινού σαφώς εκδηλώνει τη βούλησή του να νέμεται αυτό αποκλειστικοί για δικό του λογαριασμό, οι δε λοιποί που μετείχαν στη σχετική συμφωνία αποδέχθηκαν τη βούλησή του αυτή να το νέμεται αποκλειστικά για τον εαυτό του.

Αριθμός Απόφασης 112/2014


ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΞΥΛΟΚΑΣΤΡΟΥ


ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Ειρηνοδίκη Ακριβή Ταμπακοπούλου, την οποία όρισε η Πρόεδρος Πρωτοδικών Κορίνθου και από την Γραμματέα Ειρήνη Σιγάλα.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Ιουνίου 2014 για να δικάσει την αγωγή μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΥΣΩΝ - ΚΑΛΟΥΣΩΝ 1) Β. συζύγου Ν.Π., το γένος Κ.Φ., κατοίκου Λυκοποριάς του Δήμου Ξυλοκάστρου-Ευρωστίνης Κορινθίας, 2) Π. συζύγου Ι.Β. το γένος Κ.Φ., κατοίκου Βάρης Αττικής, οδός …….. αρ. … και 3) Α.Φ. του Κ., κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής, οδός ……… αρ. …, πού παραστάθηκαν η 1η μετά και οι 2η και 3η δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Παρασκευά Μπέζα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ - ΚΑΘΏΝ Η ΚΛΗΣΗ 1) Σ.Μ. του Μ., κατοίκου Κυψέλης Αθηνών, οδός …….. αρ. … και 2) Ε.Μ. του Μ., κατοίκου Κυψέλης Αθηνών, οδός …….. αρ. …, που παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Αλεξάνδρου Μίντζια, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

ΟΙ ΕΝΑΓΟΥΣΕΣ - ΚΑΛΟΥΣΕΣ ΖΗΤΟΥΝ να γίνει δεκτή, για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτή, η από 12-12-2011 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 92/14-12-2011 και κατόπιν ματαίωσής της και επαναφοράς της με κλήση συζητήθηκε στη δικάσιμο της 20ης Σεπτεμβρίου 2013, οπότε ανέσταλη η εκδίκασή της με την υπ’ αριθ. 174/2013 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, προκειμένου να προσκομισθεί από τις ενάγουσες πιστοποιητικό του αρμόδιου οικονομικού εφόρου περί δήλωσης φόρου κληρονομιάς, ήδη δε επαναφέρεται εκ νέου με την από 20.12.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: 289/30-12-2013 κλήση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί αρχικά στις 20-3-2014'κατόπιν αναβολής στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, λαμβάνοντας αρ. πιν. 23.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν προφορικά στους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν εμπρόθεσμα και νομότυπα.


ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


Εισάγεται προς συζήτηση η από 12-12-2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 92/14-12-2011 αγωγή, επί της οποίας, συζητηθείσας κατά τη δικάσιμο της 20ης Σεπτεμβρίου 2013, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 174/2013 απόφαση, αυτού του Δικαστηρίου, που διέταξε την αναστολή της εκδίκασης της υπόθεσης προκειμένου να προσκομισθεί από τις ενάγουσες πιστοποιητικό του αρμόδιου οικονομικού εφόρου περί δήλωσης φόρου κληρονομιάς. Ήδη προσκομίζονται οι προβλεπόμενες στο άρθρο 102 παρ. 5 περίπτωση α'του Ν. 3842/2010, όπως ισχύει κατόπιν της κατάργησής του με το άρθρο 13 παρ. 1 Ν. 4223/2013 και σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Ν. 4172/2013 «Νέος Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος, υπεύθυνες δηλώσεις των εναγουσών και ληξιαρχική πράξη θανάτου του αποβιώσαντος το έτος 1987 πατέρα τους, τον οποίο κληρονόμησαν εξ αδιαιρέτου κατά ποσοστό 1/3 έκαστη, βάσει των οποίων εγγράφων διαπιστώνεται η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για την επιβολή και είσπραξη φόρων σε υποθέσεις για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε μέχρι τις 31-12-1994, καθώς και ότι δεν συντρέχει περίπτωση μετάθεσης του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης. Πρέπει επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω η κρινόμενη αγωγή ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, αφού περί του παραδεκτού ορισμένου και νομίμου αυτής έχει ήδη κριθεί με την προαναφερόμενη 174/2013 μη οριστική απόφαση, αποτελούσας της παρούσας δίκης συνέχεια της προηγούμενης, κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ.


Κατά μεν το άρθρο 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μία εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο, γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ'αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των αμέσως πιο πάνω άρθρων προς εκείνη του άρθρου 1051 ΑΚ, με τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας αποκτά την κυριότητα ακινήτου εκείνος, που έχει στη νομή του το ακίνητο για μια εικοσαετία (ανεξάρτητα από καλή πίστη και νόμιμο τίτλο), με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του ακινήτου με καθολική ή ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις, επίσης, των άρθρων 976 και 983 ΑΚ, η νομή αποκτάται είτε με παράδοση αυτής στον αποκτώντα με τη βούληση τού έως τώρα νομέα ή και με μόνη τη μεταξύ τους συμφωνία για μεταβίβαση αυτής, εφόσον ο αποκτών είναι σε θέση να ασκεί την εξουσία πάνω στο πράγμα, είτε με κληρονομική διαδοχή. Από το συνδυασμό των αμέσως πιο πάνω διατάξεων με εκείνες των άρθρων 158, 361, 369 και 973 του ίδιου Κώδικα προκύπτει, ότι η συμφωνία περί μεταβίβασης της νομής ακινήτου, η οποία δεν είναι εμπράγματο δικαίωμα, αφού δεν περιλαμβάνεται μεταξύ αυτών που περιοριστικά μνημονεύονται στο άρθρο 973 του πιο πάνω Κώδικα, δεν υπόκειται στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, κατ'εφαρμογή του άρθρου 369 ΑΚ ούτε και σε μεταγραφή, κατ'εφαρμογή των άρθρων 1033 και 1198 του ίδιου Κώδικα, αλλά αποτελεί αφηρημένη ή αναιτιώδη δικαιοπραξία, το κύρος της οποίας δεν επηρεάζεται από την ακυρότητα ή την ανυπαρξία της αιτίας, εκτός εάν, κατά τη βούληση των μερών, το κύρος της συμφωνίας περί μεταβίβασης της νομής εξαρτήθηκε από την αιτία που την υπαγόρευσε, το τελευταίο δε διατυπώθηκε απ'αυτά ως αίρεση της δικαιοπραξίας. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 787, 974, 980, 981, 982, 983, 984, 994 AK, οι οποίες κατά τα άρθρα 1113 και 1884 ΑΚ εφαρμόζονται και στην κοινωνία μεταξύ των συγκυριών ή συγκληρονόμων επί του ιδίου πράγματος, σαφώς προκύπτει, ότι ο εξ αδιαιρέτου συγκύριος, αν κατέχει ολόκληρο το κοινό, θεωρείται ότι το κατέχει στο όνομα και των λοιπών συγκυριών και κοινωνών και, επομένως, δεν μπορεί να αντιτάξει κατ'αυτών κτητική ή αποσβεστική παραγραφή, προτού καταστήσει σ'αυτούς γνωστή την απόφασή του να νέμεται στο εξής ποσοστό μεγαλύτερο από τη μερίδα του ή ολόκληρο το κοινό αποκλειστικώς για δικό του λογαριασμό, διότι, σε περίπτωση αντιποιήσεως της νομής από τον αντιπρόσωπο του νομέα, αυτή δεν απόλλυται για τον τελευταίο, εκτός αν εκδηλώσει την απόφασή του να νέμεται εφεξής το πράγμα αποκλειστικώς για δικό του λογαριασμό είτε ρητώς είτε με πράξεις που φανερώνουν τέτοια απόφασή του, λάβουν δε γνώση αυτής και οι άλλοι συγκύριοι. Τέτοια, όμως, γνωστοποίηση δεν απαιτείται στην περίπτωση που οι συγκοινωνοί, ύστερα από άτυπη συμφωνία μεταξύ τους, παραχώρησαν τη νομή του κοινού ακινήτου σ'έναν από τους συγκυρίους ή μετά από άτυπη δωρεά, διανομή ή πώληση μεταξύ των συγκυριών, εφόσον έκτοτε ο κάτοχος του κοινού σαφώς εκδηλώνει τη βούλησή του να νέμεται αυτό αποκλειστικοί για δικό του λογαριασμό, οι δε λοιποί που μετείχαν στη σχετική συμφωνία αποδέχθηκαν τη βούλησή του αυτή να το νέμεται αποκλειστικά για τον εαυτό του (ΟλΑΠ 485/1982, ΑΠ 610/2012, ΑΠ 784/2012, ΑΠ 1421/2011 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).


Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης στο ακροατήριο, όπως περιέχονται στα ταυτάριθμα της 174/2013 απόφασης πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου της 20ης Σεπτεμβρίου 2013, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, καθώς και από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων από τις ενάγουσες φωτογραφιών, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με το υπ’ αριθ. 22095/2-3-1937 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου ……, νόμιμα μεταγεγραμμένο, ο Σ.Β. πώλησε στην Α.Φ. του Α., μετέπειτα νύφη του και σύζυγο του γιου του Γ.Β., το ήμισυ ανωγείου οικίας μετά του αντίστοιχου προαυλίου και προς το αρκτικό μέρος οριζοντίως προς την όμορη ιδιοκτησία Δ.Γ. και με την είσοδο κοινή για αγοράστρια και πωλητή, από ένα οικόπεδό που βρίσκεται εντός σχεδίου πόλης Ξυλοκάστρου Κορινθίας, έχει έκταση 476,33 τμ και πρόσωπο στην Π.Ε.Ο Κορίνθου-Πατρών, εντός αυτού δε είναι κτισμένη αφενός η προαναφερθείσα διώροφη οικία εμβαδού 178,69 τμ, παρακείμενη ισόγειος αποθήκη εμβαδού 58,66 τμ και ακόμα μία αποθήκη εμβαδού 117,03 τμ, που χρησιμοποιούταν κατά το χρόνο κατάρτισης της ανωτέρω πώλησης ως χάνι. Στις 2-11-1974 η Α. σύζυγος Γ.Β. απεβίωσε αιφνιδίως, ούσα άτεκνη και χωρίς να αφήσει διαθήκη, την κληρονόμησαν δε κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου αφενός ο σύζυγός της Γ.Β. του Σ., αφετέρου ο εν ζωή αδερφός της Κ.Φ. του Α., χορηγηθέντος σχετικά και του υπ’ αριθ. 2004/1-11-1984 κληρονομητηρίου του Πρωτοδικείου Κορίνθου. Εντωμεταξύ, ο Γ.Β. είχε αποκτήσει το έτερο 1/2 εξ αδιαιρέτου του περιγραφόμενού οικοπέδου μετά της οικίας και των παραρτημάτων του, από κληρονομιά του αποβιώσαντος το έτος 1946 πατέρα του, Σ.Β., την κληρονομιά του οποίου αποδέχθηκε με την υπ’ αριθ. 2549/12-9-1959 πράξη αποδοχής του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου …….. Μετά τον θάνατο, της συζύγου του, ο Γ.Β. ήλθε σε δεύτερο γάμο με τη Σ.Κ. του Γ., συνέχισε δε να διαμένει μαζί της στο παραπάνω ακίνητο, που αποτελεί το επίδικο, νεμόμενος αυτό ως συζυγική στέγη, με την ίδια χρήση δηλαδή που είχε ανέκαθεν το ακίνητο και όσο ζούσε η πρώτη του σύζυγος Α.Φ. Στις 21-6-1987 απεβίωσε αδιάθετος ο Κ.Φ., αδερφός της πρώτης συζύγου Β. και πατέρας των εναγουσών, που τον κληρονόμησαν σε ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου καθεμία σε όλη την περιουσία του, η οποία αποτελούταν από το 1/4 εξ αδιαιρέτου του επιδίκου, όπως αυτός το είχε κληρονομήσει από την προαποβιώσασα αδερφή του, χωρίς ωστόσο να προβούν σε δήλωση αποδοχής της κληρονομιάς του συμβολαιογραφικά. Στις 8-10-1992 απεβίωσε ο Γ.Β. και με την υπ’ αριθ. 22019/9-12-1977 δημόσια διαθήκη του ενώπιον του Συμβολαιογράφου ……., που δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθ. 291/16-12-1992 πρακτικό του Πρωτοδικείου Κορίνθου, εγκατέστησε γενική κληρονόμο του σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του την δεύτερη σύζυγό του Σ.Β. το γένος Γ. Η τελευταία με την υπ’ αριθ. 10202/6-11-2002 πράξη αποδοχής κληρονομιάς εκ διαθήκης της Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου …….. αποδέχθηκε όλο το επίδικο ακίνητο, ήτοι τόσο τα 3/4 εξ αδιαιρέτου του θανόντος συζύγου της όσο το 1/4 εξ αδιαιρέτου που ανήκε από κοινού στις ενάγουσες, συνέχισε δε να διαμένει εντός της οικίας και να τη νέμεται μέχρι το τέλος της ζωής της το έτος 2011. Κατά τον επισυμβάντα στις !2-3-2011 θάνατό της, η Σ.Β., επίσης άτεκνη, κατέλειπε την από 13-11-2010 ιδιόγραφη διαθήκη, που δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθ. 209/4-5-2011 πρακτικό του Πρωτοδικείου Κορίνθου και με την οποία εγκαθιστούσε μοναδικούς κληρονόμους στο ακίνητο τους εναγόμενους, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου τον καθένα, επειδή την φρόντιζαν μέχρι το τέλος της ζωής της. Οι εναγόμενοι, μικρανίψια της διαθέτη από την πλευρά της προαποβιώσασάς αδερφής της Ε.Κ.-Μ., αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομιά με την υπ’ αριθ. 16915/27-10-2011 πράξη αποδοχής της Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου ……., νόμιμα μεταγεγραμμένης, ενώ κατά τον ίδιο χρόνο προέβησαν και οι ενάγουσες σε αποδοχή κληρονομιάς του αποβιώσαντος το έτος 1987, όπως προαναφέθήκε, πατέρα τους Κ.Φ. με την υπ’ αριθ. 17493/19-10-2011 δήλωση αποδοχής του Συμβολαιογράφου Δερβενιού …….., νόμιμα μεταγεγραμμένης.


Ωστόσο, από την προσκομιζόμενη από τους εναγόμενους από 25-10-1976 επιστολή του Γ.Β. προς τον Κ.Φ., της οποίας η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε, συνάγεται ότι ο συντάκτης Γ.Β. αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί μετά το θάνατο της πρώτης του συζύγου Α.Φ. επειδή ήταν μόνος στη ζωή και χωρίς κανέναν κοντινό άνθρωπο να τον φροντίζει. Εξομολογούμενος δε το παράπονό του στον κουνιάδο του Κ.Φ., του αποκαλύπτει ότι καθόσον δεν μπορεί να τον φροντίζουν ο ίδιος και οι κόρες του (ενάγουσες), έχει βρεθεί γυναίκα που δέχεται να τον παντρευτεί για να τον γηροκομήσει, υπό τον όρο όμως να της προσφέρει προς εξασφάλισή της ολόκληρο το σπίτι, ζητάει δε με την εν λόγω επιστολή ο Γ.Β. στον Κ.Φ. να παραιτηθεί από το δικαίωμά του επί του 1/4 εξ αδιαιρέτου της κυριότητας επί του επιδίκου, δεδομένου ότι αφενός είναι μικρό ποσοστό, αφετέρου δεν το χρησιμοποιεί, ενώ επίσης του αναφέρει ότι σε περίπτωση που γίνει ο γάμος, κουμπάρος θα είναι ο Ν.Π. από τη Λυκοποριά, σύζυγος της πρώτης των εναγουσών, που εγκρίνει ανεπιφύλακτα τη νέα νύφη. Καθότι εντέλει επακολούθησε ο γάμος του Γ.Β. με τη Σ.Κ., αποδεικνύεται ότι ο δικαιοπάροχος πατέρας των εναγουσών Κ.Φ., πράγματι δέχτηκε να παραιτηθεί από το δικαίωμά του και άτυπα συμφώνησε να παραχωρήσει τη νομή του κοινού ακινήτου στον συγκύριο, κατά τα 3/4 αυτού, Γ.Β. Έκτοτε, ο κάτοχος του κοινού Γ.Β., σαφώς εκδήλωσε τη βούλησή του να νέμεται το όλο ακίνητο αποκλειστικά για δικό του λογαριασμό, όπως συνάγεται από το γεγονός ότι όλοι οι λογαριασμοί κοινής ωφέλειας εκδίδονταν στο όνομά του, εκμίσθωνε το ισόγειο του ακινήτου στην οικογένεια Χ. από το έτος 1981 και εφεξής εισπράττοντας πάντα στο όνομά του το ενοίκιο, προέβαινε στο όνομά του και για λογαριασμό του στις αναγκαίες εργασίες συντήρησης της οικίας και των παραρτημάτων της, καταβάλλοντας τις δαπάνες εξ ιδίων και χωρίς καμία συμμετοχή από την πλευρά των συγκυριών και συγκληρονόμων Φ. Με τον τρόπο αυτό, ήτοι με τη συνεχή και αδιατάρακτη νομή του επί του επιδίκου για λογαριασμό του αποκλειστικά και κατόπιν της παραίτησης του συγκοινωνού του από το δικαίωμα νομής του επ’ αυτού κατά το ποσοστό που του αντιστοιχούσε, ο Γ.Β. απέκτησε κυριότητα σε όλο το ακίνητο με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού από το έτος 1976 μέχρι το 1992 που πέθανε έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο της αξιούμενης εκ του νόμου εικοσαετίας στη νομή του ακινήτου. Εξάλλου, οι ενάγουσες ουδόλως κατάφεραν να αποδείξουν ότι προέβαιναν σε διακατοχικές πράξεις νομής επί του επίδικου, όπως ισχυρίζονται, αφού κανένα αποδεικτικό στοιχείο περί συμβολής τους σε λειτουργικές δαπάνες του σπιτιού ή σε οποιοδήποτε έξοδο συντήρησης δεν προσκομίζουν, ούτε και λάμβαναν ποτέ ποσοστό από το ενοίκιο. Αντίστοιχα, ο μάρτυράς τους στο ακροατήριο έχει ιδία αντίληψη περί των οικογενειακών σχέσεων των εναγουσών και του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του επιδίκου μέχρι το 1965, οπότε σταμάτησε να εργάζεται ως υπάλληλος στο κατάστημα που διατηρούσε ο Γ.Β., ενώ όσα κατέθεσε περί πράξεων νομής επί του επίδικου ακινήτου εκ μέρους των εναγουσών τα τελευταία τριάντα τουλάχιστον χρόνια, τα γνωρίζει εξ ακοής από τις ίδιες τις ενάγουσες, μη κρινομένων για τον λόγο αυτό ως πειστικών. Τέλος, η γνώση των εναγουσών περί της άτυπης παραχώρησης της νομής του επιδίκου εκ μέρους του πατέρα τους όσο αυτός ζούσε, αλλά και η αποδοχή της βούλησης του Γ.Β. να νέμεται το επίδικο μόνο για τον εαυτό του, συνάγεται μεταξύ άλλων, και από το γεγονός ότι ο σύζυγος της πρώτης ενάγουσας στεφάνωσε τον Γ. και τη Σ.Β., έχοντας προφανώς γνώση των προϋποθέσεων που είχε θέσει η τελευταία προκειμένου να προβεί στο γάμο αυτό, ενώ επίσης οι ενάγουσες γνώριζαν ότι η Σ.Β. είχε αποδεχθεί ήδη από το έτος 2002 ολόκληρο το επίδικο ακίνητο αλλά δεν έπραξαν τίποτα για να την αντικρούσουν τα χρόνια που ακολούθησαν κατά τα οποία εκείνη συνέχιζε να το νέμεται μόνη της ως καθολική διάδοχος του δικαιοπαρόχου συζύγου της. Οι ίδιες αποδέχθηκαν δε την κληρονομιά του πατέρα τους μόλις το έτος 2011, μετά τον θάνατο της Σ.Β. και τη δημοσίευση της διαθήκης της, το περιεχόμενο της οποίας ήταν απρόσμενο για τις ενάγουσες, καθότι προφανώς προσδοκούσαν να αφήσει σε εκείνες το ακίνητο η θανούσα, καθότι πέθανε άτεκνη και χωρίς κοντινούς συγγενείς και κληρονόμους πρώτης τάξης.


Κατόπιν όλων των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγουσες κανένα δικαίωμα συγκυριότητας δεν έχουν επί του επίδικου ακινήτου, καθότι η δικαιοπάροχος των εναγόμενων Σ.Β. είχε αποκτήσει την κυριότητα ολόκληρου του επίδικου με έκτακτη χρησικτησία, νεμόμενη αυτό ανεπίλληπτα και αδιατάρακτα επί 35 ολόκληρα χρόνια, 19 χρόνια από τον θάνατο του συζύγου της το 1992 και μέχρι το έτος 2011 που απεβίωσε η ίδια, και ακόμα 16 χρόνια προσμετρούμενης στη δική της και της νομής του δικαιοπαρόχου συζύγου της, ο οποίος την εγκατέστησε μοναδική του κληρονόμο, έχοντας ήδη ο ίδιος ξεκινήσει να μετράει χρόνο αποκλειστικής για τον εαυτό του νομής επί του όλου του επιδίκου από το έτος 1976, κατόπιν της άτυπης συμφωνίας του συγκοινωνού του κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου πατέρα των εναγουσών να παραχωρήσει τη νομή στον Γ.Β. και να το χρησιμοποιεί ο τελευταίος αποκλειστικά για λογαριασμό του εφεξής, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, ορθώς δε οι εναγόμενοι αποδέχθηκαν ως κληρονομιαίο ολόκληρο το επίδικο ακίνητο.


Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη'αγωγή ως αβάσιμη στην ουσία και να καταδικασθούν οι ενάγουσες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων, κατόπιν υποβολής νόμιμου αιτήματος εκ μέρους τους (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


Δικάζει με παρόντες τους διαδίκους.

Απορρίπτει την αγωγή.

Καταδικάζει τις ενάγουσες στα δικαστικά έξοδα, το ύψος των οποίων ορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο Ξυλόκαστρο, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 16-9-2014.

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕιρΕλευσίνας 32/2014 ΕΕΤΗΔΕ - Ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής - Διαδικασία - Ένσταση εξόφλησης από τον καθ’ου

$
0
0
ΕιρΕλευσίνας 32/2014
ΕΕΤΗΔΕ - Ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής - Διαδικασία - Ένσταση εξόφλησης από τον καθ’ου ...


Kάθε ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, ανεξάρτητα από τη φύση της απαίτησης, εκδικάζεται με τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, παρόλο που στο άρθρο 14 παρ. 2 ν. 4055/2012 γίνεται αναφορά μόνο στο άρθρο 643 ΚΠολΔ. Επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, που ασκήθηκε κατά την τακτική διαδικασία και όχι κατά τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, το Δικαστήριο αποφαίνεται γι'αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάσσει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά την προσήκουσα διαδικασία. να είναι ορισμένη η ένσταση εξόφλησης από τον καθ’ου, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε, εκτός εάν πρόκειται για μια και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά και τα επί μέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία κα ο χρόνος καταβολής αυτών. Στοιχεία ορισμένου της ένστασης συμψηφισμού.


ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΤΙΤΛΩΝ

Αριθμός 32/2014
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Πηνελόπη Αϊβαλή, Ειρηνοδίκη Ελευσίνας και τη Γραμματέα Ελένη Μπέκα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 13.02.2014 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της ανακόπτουσας: ………… ……. του ……, κατοίκου Μάνδρας Αττικής, οδός ……… αρ. …, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Παναγιώτη Σταθόπουλου.

Της καθ'ης η ανακοπή: …… ……… του ……, κατοίκου Μάνδρας Αττικής, οδός …. αρ. …, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μαρίας Τζαβέλα

Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 02.04.2013 ανακοπή της κατά της καθ'ης και της υπ'αρ. 48/2013 διαταγής πληρωμής, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 48/03.04.2013 και προσδιορίστηκε προς συζήτηση αρχικά για τη δικάσιμο της 13.06.2013, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της προκείμενης, για όσους λόγους αναφέρονται σε αυτήν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

Ακολούθησε συζήτηση, όπως αναφέρεται στα πρακτικά.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Μετά την ισχύ του ν. 4055/2012, ήτοι από 02.04.2012 (βλ. άρθρο 113, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στο άρθρο 110, σχετικά με τις ρυθμίσεις διαχρονικού δικαίου), η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής δικάζεται πάντοτε με τις διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α ΚΠολΔ (βλ. άρθρο 632 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 ν. 4055/2012). Η πρώτη από τις διατάξεις αυτές εντάσσεται στη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, ενώ η δεύτερη καθορίζει την προθεσμία κλήτευσης των διαδίκων στη δίκη της ανακοπής, κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στο άρθρο 639 ΚΠολΔ, που ορίζει διαφορετική προθεσμία κλήτευσης των διαδίκων, όταν εκδικάζεται αγωγή με βάση τους πιστωτικούς τίτλους. Στην αιτιολογική έκθεση του άρθρου 14 ν. 4055/2012 γίνεται ρητή αναφορά στην ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, σε πλήρη εναρμόνιση με την εκδίκαση της ανακοπής κατά της εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 937 παρ. 3 ΚΠολΔ. Ως εκ τούτου, κάθε ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, ανεξάρτητα από τη φύση της απαίτησης, εκδικάζεται με τη διαδικασία αυτή, παρόλο που στο ως άνω άρθρο 14 παρ. 2 ν. 4055/2012 γίνεται αναφορά μόνο στο άρθρο 643 ΚΠολΔ (Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος II, έκδοση 2012, άρθρο 632, αρ. 30, σελ. 64• Στ. Πανταζόπουλου, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, β'έκδοση, σελ. 263). Επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, που ασκήθηκε κατά την τακτική διαδικασία και όχι κατά τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, το Δικαστήριο αποφαίνεται γι'αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάσσει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά την προσήκουσα διαδικασία (ΜΠρΠειρ 782/2001, ΑρχΝ 2002, 201• Μ. Μαργαρίτη, ό.π., άρθρο 632, σελ. 67).

Με την κρινόμενη ανακοπή, η ανακόπτουσα ζητεί να ακυρωθεί για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους η με αριθμό 48/2013 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ'ης η ανακοπή το ποσό των 3.285,20 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση που προέρχεται από μισθώματα. Η ανακοπή αυτή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (632 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στην ανακόπτουσα σης 13.03.2013 (βλ. την υπ'αριθμ. 2.011Ε'/13.03.2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείου Πειραιά, Δημητρίου Χρυσικόπουλου, την οποία νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται η καθ'ης η ανακοπή), ενώ η κρινόμενη ανακοπή κατατέθηκε ενώπιον της Γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου στις 03.04.2013 και επιδόθηκε στην καθ'ης αυθημερόν και εμπροθέσμως, αφού στην προθεσμία των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών δεν υπολογίζονται τα Σάββατα, τα οποία δεν θεωρούνται ως εργάσιμες ημέρες (άρθρο 144 παρ. 3 ΚΠολΔ - βλ. την με αριθμό 48/03.04.2013 έκθεση κατάθεσης δικογράφου της κρινόμενης ανακοπής και την υπ'αρ. 136/03.04.2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Αλέξανδρου Γκαρδιάκου, την οποία νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται η ανακόπτουσα). Αρμοδίως δε και παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι καθ'ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 14 παρ. 1 στ. α', 625, 632 παρ. 1, 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 14 παρ. 1 ν. 4055/2012, καθόσον η υπό κρίση ανακοπή κατατέθηκε μετά τη δημοσίευση και την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, στις 02.04.2012). Θα πρέπει δε να δικασθεί κατά τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων (άρθρα 635 επ. ΚΠολΔ) και όχι κατά την τακτική διαδικασία, κατά την οποία ασκήθηκε, καθώς σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη, αυτή είναι η προσήκουσα διαδικασία. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η ανακοπή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 633 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Από τη διάταξη του άρθ. 416 ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία της ένστασης εξόφλησης είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Επομένως, για να είναι ορισμένη, ειδικότερα, η υποβαλλομένη ένσταση εξόφλησης, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε, εκτός εάν πρόκειται για μια και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά και τα επί μέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία κα ο χρόνος καταβολής αυτών (ΑΠ 178/2010• ΑΠ 191,192 και 193/2011• ΑΠ 339/2011• ΑΠ 250/2002 όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι κατά την αποχώρησή της από το μίσθιο στις 19.11.2012, η οφειλή της σχετικά με τα μισθώματα αφορούσε μόνο το μήνα Οκτώβριο 2012, καθώς και το χρονικό διάστημα από 1η έως 19η Νοεμβρίου του ίδιου έτους και ακολούθως προβάλλει ένσταση εξοφλήσεως για τα οφειλόμενα μισθώματα των μηνών Ιουλίου έως και Οκτωβρίου 2012. Σύμφωνα όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη, ο συγκεκριμένος λόγος ανακοπής, με τον οποίο προβάλλεται η ένσταση εξόφλησης των ως άνω μισθωμάτων είναι απορριπτέος ως αορίστως προβαλλόμενος, καθώς η ανακόπτουσα δεν αναφέρει τα επιμέρους ποσά, που έχει καταβάλει και τον χρόνο καταβολής αυτών.

Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 623 ΚΠολΔ για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει εκτός άλλων προϋποθέσεων να συντρέχουν και οι ακόλουθες: α) να πρόκειται για χρηματική απαίτηση με αντικείμενο τη παροχή ποσού χρημάτων, όπως συνήθως είναι το μίσθωμα (Β. Μπέη, ΚΠολΔ, άρθρο 623, σελ. 161), β) η απαίτηση να αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο πρέπει να έχει συνταχθεί κατ'αποδεικτικό τύπο και να αποδεικνύει κατ'αναμφισβήτητο τρόπο την απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό, ήτοι να αποδεικνύεται η μισθωτική σύμβαση και το οφειλόμενο μίσθωμα και γ) το οφειλόμενο χρηματικό ποσό (μίσθωμα) να είναι ορισμένο (άρθρο 624 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για την πληρωμή των οφειλόμενων μισθωμάτων, εφόσον το μίσθωμα είναι ορισμένο και συνιστά χρηματική απαίτηση, με βάση το μισθωτήριο, εφόσον από αυτό προκύπτει η μισθωτική σχέση, η διάρκειά της, η παράδοση της χρήσης του μισθίου στο μισθωτή, το ύψος του μισθώματος και τα οφειλόμενα μισθώματα, για τα οποία ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής να ανάγονται στο χρόνο διάρκειας της μίσθωσης (Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 623, αρ. 33• Π. Ζέπο, Ειδικό Ενοχικό, Έκδοση 1965, §7, VII, 1, σελ 238• ΕφΑΘ 7151/1973 ΝοΒ 22,228).

Με το δεύτερο λόγο της ανακοπής, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής είναι άκυρη, διότι εκδόθηκε χωρίς την επίκληση αποδεικτικών στοιχείων σε ό,τι αφορά στην οφειλή της από μη καταβληθέντα μισθώματα Ιουλίου έως και Νοεμβρίου 2012. Συγκεκριμένα, εκθέτει ότι, με εξαίρεση το προσκομισθέν από την καθ'ης μισθωτήριο, από το οποίο προκύπτει η ύπαρξη της μισθωτικής σχέσης και το συμφωνηθέν μίσθωμα, η καθ'ης ουδέν άλλο έγγραφο προσκόμισε, το οποίο να αποδεικνύει την ύπαρξη της οφειλής της προς την καθ'ης και το ύψος αυτής. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις προαναφερθείσες διατάξεις και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 599 παρ. 1 και 592 του Α.Κ., συνάγεται, ότι ο μισθωτής έχει υποχρέωση, να αποδώσει το μίσθιο στον εκμισθωτή, κατά την λήξη της μισθώσεως, στην κατάσταση που το παρέλαβε ήτοι χωρίς φθορές, πλην εκείνων που προκλήθηκαν από την, σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη, συνήθη χρήση αυτού. Η υποχρέωση αυτή του μισθωτού ισχύει για την, για οποιοδήποτε λόγο, λύση της συμβάσεως μισθώσεως. Λύση της μίσθωσης είναι δυνατόν να επέλθει, μετά την κατάρτιση αυτής, στα πλαίσια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, που καθιερώνεται με την διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, με νεότερη συμφωνία των μερών, η οποία υπάρχει και όταν, προ της παρελεύσεως του συμβατικού ή νομίμου χρόνου, ο μισθωτής αποδίδει το μίσθιο στον εκμισθωτή και ο τελευταίος το παραλαμβάνει, με σκοπό την λύση της μισθώσεως. Εξάλλου, το χρηματικό ποσό, το οποίο δίδεται, κατά την κατάρτιση της σύμβασης μίσθωσης, από τον μισθωτή στον εκμισθωτή, «ως εγγύηση» (στην πραγματικότητα εγγυοδοσία), διέπεται, ως προς την λειτουργία του και ιδίως την τύχη του, από την ειδικότερη συμφωνία των συμβαλλομένων, στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων, κατά την αυτή διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ. Έτσι, αυτό είναι δυνατόν να δόθηκε ως συμβατική εγγυοδοσία, είτε προς εξασφάλιση του μισθώματος και μάλιστα ως προκαταβολή αυτού, είτε ως ποινική ρήτρα. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 404, 405, 406 και 407 ΑΚ, προκύπτει ότι, σε περίπτωση που στην σύμβαση μίσθωσης το διδόμενο ποσό χρηματικής εγγυήσεως, για την πιστή τήρηση των όρων της συμβάσεως, έχει χαρακτήρα ποινικής ρήτρας, η κατάπτωσή της υπέρ του εκμισθωτή, μπορεί να συμφωνηθεί, λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα του άρθρου 406 ΑΚ, για κάθε περίπτωση αντίστοιχης παραβιάσεως, ανεξαρτήτως άλλης ζημίας του εκμισθωτή. Η αξίωση του μισθωτή για απόδοση της εγγυοδοσίας, γίνεται ληξιπρόθεσμη, με την λήξη της μισθώσεως και επιστρέφεται αν ο εκμισθωτής δεν έχει απαιτήσεις για μισθώματα ή αποζημίωση για ζημίες στο μίσθιο και εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά (ΑΠ 236/2010 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 440 και 441 ΑΚ, το διαπλαστικό δικαίωμα της πρότασης συμψηφισμού δημιουργείται από τότε που δύο αντίθετες απαιτήσεις, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν. Από το χρονικό αυτό σημείο, παρέχεται κατά νόμο η δυνατότητα αφενός στο δικαιούχο της (αντ)απαιτήσεως να αποσβέσει μονομερώς την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό, αφετέρου στους δανειστές και οφειλέτες να προβούν σε συμβατικό συμψηφισμό (συμβιβασμό). Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων αναδρομικά, δηλαδή από τότε που συνυπήρξαν. Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 262 παρ. 1 και 222 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός περί μονομερούς συμψηφισμού ή η ένσταση συμψηφισμού πρέπει να γίνεται αναφορά, με τρόπο σαφή και ορισμένο των περιστατικών που θεμελιώνουν κατά νόμο την προβλεπόμενη σε συμψηφισμό ληξιπρόθεσμη και ομοειδή ανταπαίτησή του κατά του δανειστή, χωρίς να υφίσταται δυνατότητα αναπλήρωσης και κατ'ακολουθία θεραπείας της για το λόγο αυτό αοριστίας της ένστασης με αναφορά σε άλλα έγγραφα, που αναφέρονται τα περιστατικά αυτά, με ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση αυτή των όσων ισχύουν για το ορισμένο της αγωγής (ΑΠ 7/1976 ΝοΒ 24, 537• ΕφΘεσσ 3396/1987 Αρμ43, 36• Β. Βαθρακοκοίλη, Αναλυτική Ερμηνεία Νομολογία Αστικού Κώδικα, Τόμος 1°*% σελ. 613). Ειδικότερα, για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός περί μονομερούς συμψηφισμού ή η ένσταση συμψηφισμού, πρέπει να διαλαμβάνεται σαφής έκθεση των δικαιοπαραγωγικών της ανταπαίτησης γεγονότων, ήτοι πρέπει να αναφέρεται: α) περιγραφή, χρόνος γέννησης και το ποσό των αμοιβαίων απαιτήσεων, που προτείνονται σε συμψηφισμό (ΑΠ 793/2005 ΕλλΔνη 49, 205), β) ότι οι απαιτήσεις είναι ομοειδείς (ΑΠ 386/1978 ΝοΒ 27, 174), γ) ότι οι απαιτήσεις είναι υποστατές και έγκυρες (ΑΠ 181/1995 ΕλλΔνη 1996, 1344) και δ) ότι οι αξιώσεις είναι ληξιπρόθεσμες και αγώγιμες (Κατρά, Αγωγές και ενστάσεις ΑΚ, έκδοση 2008, § 159 σελ. 1170). Ειδάλλως, ήτοι εφόσον δεν εξειδικεύονται τα παραγωγικά της ανταπαιτήσεως πραγματικά περιστατικά ή δεν καθορίζονται επακριβώς τα επιμέρους χρηματικά κονδύλια που απαρτίζουν τη ανταπαίτηση κατά του δανειστή, ώστε να καταστεί εφικτό στον ενάγοντα να απαντήσει σε αυτή, στο δε Δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο σχετικός ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως αόριστος (ΑΠ 7/1976 ΝοΒ 24, 537• ΑΠ 789/1975 ΝοΒ 24, 755). Ως εκ τούτου, για να είναι ορισμένη η ένσταση συμψηφισμού, πρέπει, μεταξύ άλλων, να αναφέρεται η απαίτηση του ενάγοντος δανειστή στην οποία αναφέρεται η δήλωση συμψηφισμού, το ποσό αυτής και ο χρόνος κατά τον οποίο γεννήθηκε. Αν δε οι απαιτήσεις του δανειστή είναι περισσότερες, τότε δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται σε ποια από αυτές αντιτάσσεται ο συμψηφισμός, διότι στην περίπτωση αοριστίας της δηλώσεως του οφειλέτη, εφαρμογή έχει η διάταξη του άρθρου 422 ΑΚ, που ρυθμίζει τον καταλογισμό του καταβαλλόμενου ποσού σε περίπτωση περισσότερων χρεών, οπότε συμπληρώνεται η αόριστη δήλωση και ο συμψηφισμός είναι έγκυρος (ΑΠ 1519/2008 ΝΟΜΟΣ).

Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εξεδόθη με πλημμελή στοιχεία, καθώς η καθ'ης με την αίτηση της ενώπιον της Ειρηνοδίκη του Δικαστηρίου τούτου, υποστήριξε ότι μεταξύ αυτής και της ανακόπτουσας υπήρχε μόνο ένα μισθωτήριο, ενιαύσιας διάρκειας, ήτοι από 02.12.2011 έως και 02.12.2012, στο οποίο ουδόλως αναφέρεται η κατάθεση εκ μέρους της ανακόπτουσας εγγύησης ποσού 450,00 ευρώ. Εκθέτει δε ότι η μισθωτική σχέση μεταξύ των διαδίκων ξεκίνησε με το από 22.10.2009 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, οπότε και καταβλήθηκε το ως άνω ποσό ως εγγύηση και το οποίο συμφωνητικό στη συνέχεια ανανεώθηκε με το προαναφερθέν από 02.12.2011 μισθωτήριο. Σε ό,τι αφορά το ποσό της εγγύησης, ισχυρίζεται ότι έκανε καλή χρήση του μισθίου καθ'όλη τη διάρκεια της μίσθωσης, από τις 22.10.2009 έως τις 19.11.2012 και επομένως, θα πρέπει το ποσό αυτό να της επιστραφεί ή άλλως να συμψηφισθεί με το μίσθωμα του Οκτωβρίου 2012, ποσού 480,00 ευρώ, το οποίο αποδέχεται ότι οφείλει στην καθ'ης η ανακοπή. Επιπλέον, εκθέτει ότι κατά το οικονομικό έτος 2011 κατέβαλε δυο φορές το τέλος ΕΕΤΗΔΕ, ποσού 80,96 ευρώ εκάστη δόση και συνολικά ποσό 161,80 ευρώ, αν και έπρεπε να καταβληθεί αυτό από την καθ'ης - εκμισθώτρια και προβάλλει τον ισχυρισμό ότι το ποσό αυτό θα πρέπει να συμψηφισθεί με το πραγματικά οφειλόμενο από αυτήν ποσό των μισθωμάτων των μηνών Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 2012. Στη συνέχεια, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της στο ακροατήριο, αλλά και με τις νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις της (άρθρα 115 παρ. 3, 224, 236 ΚΠολΔ), η ανακόπτουσα διόρθωσε παραδεκτά το καταβληθέν από αυτήν ποσό για το ΕΕΤΗΔΕ, το οποίο στην πραγματικότητα ανέρχεται σε 211,20 ευρώ και ζητά εν τέλει να συμψηφισθεί το τελευταίο αυτό ποσό με το οφειλόμενο από αυτήν ποσό μισθωμάτων των μηνών Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 2012. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη, είναι ορισμένος όσον αφορά στην πρόταση συμψηφισμού του ποσού της εγγύησης και νόμιμος, στηριζόμενος στις ως άνω διατάξεις και πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Αντίθετα, η πρόταση συμψηφισμού του ποσού που έχει καταβάλει η ανακόπτουσα για το ΕΕΤΗΔΕ του έτους 2011 πρέπει να απορριφθεί, ως αορίστως προβαλλόμενη, καθώς η ανακόπτουσα δεν αναφέρει πότε ακριβώς κατέβαλε κάθε επιμέρους ποσό των δόσεων του ΕΕΤΗΔΕ, ενώ και μετά και τη διόρθωση του ποσού κατά τα προεκτεθέντα, δεν αναφέρει πόσες ακριβώς δόσεις κατέβαλε και τι ύψους ήταν εκάστη εξ αυτών.

Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα αρνείται ότι οφείλει το ποσό των 136,01 ευρώ έναντι της Υπηρεσίας Ύδρευσης Μάνδρας για το χρονικό διάστημα από 25.05.2012 έως και 01.10.2012, διότι από το σχετικό παραστατικό της ως άνω Υπηρεσίας, το οποίο προσκομίστηκε και λήφθηκε υπόψη για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής δεν προκύπτει ότι η συγκεκριμένη οφειλή αφορά το δικό της ρολόι παροχής ή τη δική της κατανάλωση, αλλά και γιατί στην πραγματικότητα καθ'όλη τη διάρκεια της μίσθωσης το μίσθιο και η όμορη κατοικία της καθ'ης η ανακοπή - εκμισθώτριας, που βρίσκεται στον πρώτο όροφο της ίδιας οικοδομής, είχαν το ίδιο ρολόι παροχής ύδρευσης. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Περαιτέρω, η κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ ανακοπή κατά διαταγή πληρωμής, που αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. του ιδίου Κώδικα, ασκείται όπως και η αγωγή και πρέπει στο δικόγραφό της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο όλοι οι λόγοι κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής. Νέοι λόγοι, μη περιεχόμενοι στο δικόγραφο της ανακοπής, δεν επιτρέπεται να προταθούν από τον ανακόπτοντα για πρώτη φορά, με τρόπο διάφορο του οριζόμενου στο άρθρο 585 παρ. 2 εδ. β'ΚΠολΔ και δη με τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος. Μόνο το περιεχόμενο της ανακοπής και εκείνο των τυχόν ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής, ακόμη και αν πρόκειται για αιτιάσεις που ανάγονται στο κατά νόμο παραδεκτό της εκδόσεως της διαταγής πληρωμής, ούτε επιτρέπεται συμπλήρωση των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις (ΑΠ 1043/2009 ΝΟΜΟΣ). Ως εκ τούτου, οι ισχυρισμοί της ανακόπτουσας ότι: α) η υπ'αρ. 15017254/02 παροχή της ΔΕΗ, που αφορά το μίσθιο είναι στο όνομά της και ως εκ τούτου η καθ'ης δεν νομιμοποιούνταν να ζητήσει να της επιδικασθεί το ποσό των 492,08 ευρώ, που αφορά σε τιμολόγιο της ΔΕΗ για την περίοδο από 13.09.2012 έως 14.11.2012 και το οποίο εν τέλει της επιδικάσθηκε με την ανακοπτόμενη και β) ότι το επιδικασθέν με την ανακοπτόμενη κονδύλιο, ποσού 257,20 ευρώ για πετρέλαιο θέρμανσης είναι αόριστο και καταχρηστικό, διότι δεν προκύπτει και πάντως είναι δυσαπόδεικτος ο τρόπος υπολογισμού του, προβάλλονται απαραδέκτως το πρώτον με τις προτάσεις της ανακόπτουσας, που κατατέθηκαν επί της έδρας και πρέπει να απορριφθούν.

Από την εκτίμηση της κατάθεσης του μάρτυρα της ανακόπτουσας, που εξετάσθηκε νόμιμα στο ακροατήριο και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και όλων των εγγράφων, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και λαμβάνοντας αυτεπαγγέλτως υπόψη τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 338 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ύστερα από αίτηση της καθ'ης η ανακοπή εκδόθηκε η με αριθμό 48/2013 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας, δυνάμει της οποίας η ανακόπτουσα διατάχθηκε να καταβάλλει στην καθ'ης το ποσό των 3.285,29 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων και συγκεκριμένα: α) ποσό 2.400,00 ευρώ για οφειλόμενα μισθώματα των μηνών Ιουλίου έως και Νοεμβρίου 2012, ποσού εκάστου 480,00 ευρώ, β) ποσό 492,08 ευρώ για το τιμολόγιο της ΔΕΗ, με περίοδο κατανάλωσης από 13.09.2012 έως 14.11.2012, γ) ποσό 136,01 ευρώ για λογαριασμό ύδρευσης με περίοδο κατανάλωσης από 25.05.2012 έως 01.10.2012 και δ) ποσό 257,20 ευρώ για την αναλογία της στις δαπάνες θέρμανσης για την περίοδο 2011-2012. Η ως άνω διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση τα προσκομιζόμενα από την καθ'ης έγγραφα και συγκεκριμένα: α) το από 02.11.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, νόμιμα κατατεθειμένο στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Ελευσίνας με αριθμό κατάθεσης 7399/20.12.2011, β) επικυρωμένο αντίγραφο του τιμολογίου της Δ.Ε.Η. για την περίοδο από 13.09.2012 έως 14.11.2012, γ) επικυρωμένο αντίγραφο της υπηρεσίας ύδρευσης του Δήμου Μάνδρας - Ειδυλλίας για την περίοδο κατανάλωσης από 25.02.2012 έως 01.10.2012, δ) βεβαίωση υπολογισμού πετρελαίου θέρμανσης για την περίοδο κατανάλωσης 2011-2012 από τον διαχειριστή της πολυκατοικίας, ε) το υπ'αρ. 801/17.12.2003 συμβόλαιο σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας της συμβολαιογράφου Ελευσίνας ... και στ) το με αριθμό πρωτοκ. γεν. έκθ. 30/2845 πιστοποιητικό μεταγραφής του Υποθηκοφυλακείου Ελευσίνας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η καθ'ης εκμίσθωσε στην ανακόπτουσα με το από 22.10.2009 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης κατοικίας ένα διαμέρισμα, ευρισκόμενο σε οικοδομή, κείμενη στο Δήμο Μάνδρας - Ειδυλλίας Αττικής, επί της οδού ………. αρ. … και πεζοδρόμου, το οποίο συμφωνήθηκε να χρησιμοποιηθεί από αυτήν αποκλειστικά ως χώρος κατοικίας. Το μηνιαίο μίσθωμα ορίστηκε σε 450,00 ευρώ και ήταν καταβλητέο το πρώτο τριήμερο εκάστου μηνός, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό. Για την ακριβή εκπλήρωση των όρων της μίσθωσης, η ανακόπτουσα κατέβαλε κατά τη σύναψη του συμφωνητικού στην καθ'ης ποσό 450,00 ευρώ ως εγγυοδοσία, το οποίο σύμφωνα με τον όρο 4 του συμφωνητικού συμφωνήθηκε να της επιστραφεί μετά την εμπρόθεσμη κατά τη λήξη της σύμβασης αποχώρηση αυτής από το μίσθιο, την παράδοση αυτού και των κλειδιών του, καθώς και την εκκαθάριση όλων των τυχόν εκκρεμών λογαριασμών. Συμφωνήθηκε δε ρητά, ότι το ως άνω ποσό δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συμψηφισθεί με τα μισθώματα ή άλλες οφειλές της ανακόπτουσας προς την καθ'ης. Περαιτέρω, με τον όρο 17 του ίδιου συμφωνητικού ορίστηκε ότι η μη εμπρόθεσμη καταβολή από το μισθωτή του μισθώματος, της αναλογίας του στις δαπάνες κοινοχρήστων χώρων και θέρμανσης, των λογαριασμών που αφορούν το μίσθιο και κάθε άλλη πρόσθετη υποχρέωση του μισθωτή, ή παράβαση οποιουδήποτε από τους όρους του συμφωνητικού ή του νόμου, παρέχει στον εκμισθωτή το δικαίωμα να καταγγείλει και να λύσει μονομερώς τη σύμβαση, να αποβάλει το μισθωτή από το μίσθιο και να ζητήσει αποζημίωση για κάθε ζημία του, στις περιπτώσεις δε αυτές καταπίπτει σαν ποινική ρήτρα υπέρ του εκμισθωτή η εγγύηση που δόθηκε. Ακολούθως, υπογράφηκε μεταξύ των διαδίκων το από 02.12.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, που τροποποίησε κάποιους από τους όρους του προηγούμενου συμφωνητικού και συγκεκριμένα όρισε ότι το μηνιαίο μίσθωμα θα ανέρχεται σε 480,00 ευρώ και η διάρκεια της μίσθωσης θα είναι για ένα επιπλέον έτος, ήτοι από 03.12.2011 έως 02.12.2012, ενώ στο πρώτο ως άνω συμφωνητικό δεν είχε ορισθεί η διάρκεια της μίσθωσης. Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, σχετικά με τα επιδικασθέντα μισθώματα, το έγγραφο που προσκόμισε η καθ'ης και ειδικότερα το από 02.12.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης ήταν επαρκές για την έκδοση της ανακοπτόμενης, όσον αφορά στο κονδύλιο των μισθωμάτων, καθώς από αυτό προκύπτει η μισθωτική σχέση, η διάρκειά της, η παράδοση της χρήσης του μισθίου στη μισθώτρια - ανακόπτουσα και το ύψος του μισθώματος, τα οφειλόμενα δε μισθώματα, για τα οποία ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής ανάγονται πράγματι στο χρόνο διάρκειας της μίσθωσης. Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ακολούθως, το γεγονός ότι η ανακόπτουσα κατά το χρόνο αποχώρησής της από το μίσθιο στις 19.11.2012 όφειλε στην καθ'ης τα μισθώματα των μηνών Ιουλίου έως και Νοεμβρίου 2012 -άλλωστε και η ίδια ομολογεί ότι όφειλε στην καθ'ης το μίσθωμα του Οκτωβρίου και ένα μέρος από το μίσθωμα του Νοεμβρίου 2012- συνιστά λόγο κατάπτωσης, ως ποινικής ρήτρας, του ποσού των 450,00 ευρώ, που είχε δοθεί σύμφωνα με τα προαναφερθέντα από την ανακόπτουσα ως εγγυοδοσία. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί και ο τρίτος λόγος ανακοπής, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένος και με τον οποίο η ανακόππτουσα ζητά να συμψηφισθούν τα οφειλόμενα από αυτήν μισθώματα με το ποσό της εγγυοδοσίας, κατά τα ανωτέρω αναλυτικά εκτιθέμενα, ως ουσιαστικά αβάσιμος. Τέλος, αποδείχθηκε ότι το επικυρωμένο αντίγραφο λογαριασμού της υπηρεσίας ύδρευσης του Δήμου Μάνδρας - Ειδυλλίας για την περίοδο κατανάλωσης 25.05.2011 έως 01.10.2012, που προσκομίσθηκε από την καθ'ης για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής αναγράφει ως ιδιοκτήτρια - οφειλέτρια την καθ'ης η ανακοπή και συνεπώς δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι αφορά το μίσθιο διαμέρισμα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι από την αποδεικτική διαδικασία προέκυψε μεν ότι υπάρχουν δυο υδρομετρητές στην οικοδομή, όπου βρίσκεται το μίσθιο, στον πρώτο όροφο της οποίας διαμένει η καθ'ης η ανακοπή - εκμισθώτρια και άρα είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός της ανακόπτουσας ότι είχαν ένα κοινό ρολόι με την καθ'ης, ωστόσο δεν προέκυψε ποιος υδρομετρητής αφορά στο μίσθιο διαμέρισμα και ως εκ τούτου ακύρως εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής αναφορικά με το κονδύλιο του συγκεκριμένου λογαριασμού ύδρευσης, βάσει του ως άνω προσκομισθέντος λογαριασμού. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 632 παρ. 1, 633 παρ. 1, 623, 624 παρ. 1, 262 παρ. 1 και 2, 628 και 629 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, είναι ο έλεγχος της νομιμότητας και του κύρους της διαταγής πληρωμής και όχι η διάγνωση της ουσιαστικής αξίωσης. Το Δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή εξετάζει την κατά το χρόνο εκδόσεως της διαταγής πληρωμής, συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων, βάσει της αίτησης προς έκδοση αυτής και δεν έχει την ευχέρεια μεταβολής της βάσης της αίτησης, γιατί ως προς αυτήν δεν έχει τηρηθεί η κατ'άρθρο 112 ΚΠολΔ προδικασία, χωρίς ωστόσο η απόφαση να παράγει δεδικασμένο επί του δικαιώματος, το οποίο ουδόλως διεγνώσθη (ΑΠ 1098/2006, ΑΠ 1620/2008 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος της υπό κρίση ανακοπής και να ακυρωθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ως προς το προαναφερθέν κονδύλιο και να επικυρωθεί αυτή κατά τα λοιπά, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, η δικαστική δαπάνη θα πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων, καθόσον η ερμηνεία των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


Δικάζει κατ'αντιμωλία των διαδίκων.


Δέχεται εν μέρει την ανακοπή.

Ακυρώνει την υπ'αρ. 48/2013 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας, κατά το ποσό των 136,01 ευρώ, που αφορά σε δαπάνες ύδρευσης για την περίοδο κατανάλωσης από 25.05.2012 έως 01.10.2012.

Επικυρώνει κατά τα λοιπά την υπ'αριθμ. 48/2013 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Ελευσίνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στις 31.10.2014, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.




ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ - ΝΟΜΗ

$
0
0

ΣΤΕ 2289/2015 - Αντισυνταγματική η μείωση των επικουρικών συντάξεων Η περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος.

Η νομή
Ένας αγρότης υπερασπίζεται τη νομή του στο αγροτεμάχιό του που προσβάλλεται
Νομή πράγματος είναι η φυσική εξουσία που ασκείται επάνω στο πράγμα από πρόσωπο που ενεργεί με διάνοια κυρίου, η χρησιμοποίηση δηλαδή ..
κάποιου πράγματος από τον νομέα με ταυτόχρονη θέλησή του να ασκεί σε αυτό διαρκή, απεριόριστη και αποκλειστική εξουσία, ίδια με αυτή που θα είχε εάν ήταν κύριος του πράγματος.

Σύμφωνα με τη με αριθμό 3016/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών: «για την απόκτηση της νομής επί πράγματος απαιτείται αφενός μεν βούληση του αποκτώντος να εξουσιάζει το πράγμα ως κύριος, αφετέρου δε φυσική εξουσία στο πράγμα. Η ταυτόχρονη κατά κανόνα συνύπαρξη των στοιχείων αυτών, είναι δημιουργική του μη εμπραγμάτου δικαιώματος της νομής. Η διάνοια κυρίου συνίσταται στην πρόθεση του κατέχοντος να κατέχει και εξουσιάζει το πράγμα κατά τρόπο διαρκή, απεριόριστο και αποκλειστικά. Εκδηλώνεται δε με πράξεις επί του πράγματος που αρμόζουν στον κύριο αυτού. Αν λείπει το πνευματικό στοιχείο της νομής (βούληση) υπάρχει μόνο κατοχή η οποία κατά κανόνα ασκείται στο όνομα και για λογαριασμό του κυρίου, δυνάμει ενοχικής σχέσεως ισχυρής ή όχι (ΑΠ 1025/02 Ε.Δ. 43.1680).»

Με ποιες πράξεις εκδηλώνεται η νομή;

Πράξεις νομής είναι οι υλικές πράξεις που κάνουν έκδηλη προς τους τρίτους την εξουσία του νομέα στο πράγμα. Ενδεικτικά αναφέρονται ως πράξεις νομής: η εκμίσθωση ακινήτου, η περίφραξη οικοπέδου, η καλλιέργεια αγροτεμαχίου, η δενδροφύτευση, κλπ.

Σύμφωνα με τη με αριθμό 1798/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου: «Ως πράξεις νομής, όταν πρόκειται για ακίνητο, θεωρούνται, μεταξύ άλλων, η επίσκεψη, η επίβλεψη και εποπτεία τούτου και των ορίων του από τυχόν καταπατήσεις, ο καθαρισμός αυτού, ως και οι καταμετρήσεις και η σύνταξη διαγραμμάτων.»

Πότε αρχίζει να έχει κάποιος τη νομή ενός πράγματος;

Από τη στιγμή που εκδηλώνεται ως άνω φυσική εξουσία στο πράγμα με διάνοια κυρίου, θεωρείται ότι αποκτάται και η νομή του πράγματος.

Διακρίσεις της νομής

Η νομή διακρίνεται σε πρωτότυπη και παράγωγη. Πρωτότυπη νομή έχουμε όταν ξεκινούν να συντρέχουν στο πρόσωπο του νομέα η φυσική εξουσία στο πράγμα με τη διάνοια κυρίου. Τότε ο νομέας αποκτά στο πράγμα νέα νομή που είναι ανεξάρτητη από άλλες που τυχόν προϋφίσταντο πριν τη δική του. Παράγωγη νομή υπάρχει όταν παραδίδεται αυτή από τον προηγούμενο νομέα με τη θέλησή του στον επόμενο νομέα. Η νομή δηλαδή μπορεί να μεταβιβαστεί από τον ένα νομέα στον επόμενο.

Σύμφωνα με τη με αριθμό 572/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου: «κατά τη διάταξη του άρθρου 976 εδ.α'του ΑΚ, σε πράγμα που βρίσκεται στη νομή άλλου η νομή αποκτάται με παράδοση που γίνεται με τη βούληση του νομέα. Από τη διάταξη αυτή, η οποία καθιερώνει παράγωγο τρόπο κτήσης της νομής, με ειδική διαδοχή, η οποία συντελείται με απλή παράδοση της νομής, σύμφωνα με τη βούληση του μέχρι της μεταβιβάσεως νομέα (Α.Π.1605/1992), προκύπτει ότι προϋποθέσεις για την κτήση της νομής με παράδοση είναι :α) Η ύπαρξη της ιδιότητας του νομέα κατά το χρόνο παράδοσης της νομής, σ'αυτόν που μεταβιβάζει τη νομή β) η κτήση της φυσικής εξουσίας του πράγματος από τον αποκτώντα και γ) η μετάθεση της φυσικής εξουσίας από τον μέχρι τώρα νομέα στον αποκτώντα να γίνεται με τη θέληση και των δύο, δηλαδή και αυτού που μεταβιβάζει τη νομή. Αν τη μεταβίβαση της νομής επιχειρεί, χωρίς τη γνώση του νομέα, εκείνος που κατέχει το πράγμα στο όνομα αυτού, ο λήπτης, εφόσον πρόκειται για κινητό πράγμα, αποκτά παράγωγη νομή, η οποία όμως μπορεί να είναι επιλήψιμη, οπότε μπορεί να εναχθεί από το νομέα με την αγωγή περί αποβολής από τη νομή (άρθρα 984, 1036 παρ.2 ΑΚ).»

Απώλεια της νομής

Η νομή χάνεται ότι εκλείψουν το ένα από τα δύο ή ακόμη και τα δύο στοιχεία που τη συνιστούν, δηλαδή η φυσική εξουσία στο πράγμα και η διάνοια κυρίου. Αυτό μπορεί σε συμβεί είτε εκούσια, όταν ο νομέας εγκαταλείψει τη νομή, είτε ακούσια, όταν ο νομέας χάσει τη νομή από κάποιον άλλο. Η νομή δεν χάνεται πάντως με το θάνατο του νομέα, αλλά κληρονομείται στους νόμιμους κληρονόμους του.

Αποβολή από τη νομή – Διατάραξη της νομής

Η νομή προσβάλλεται είτε με αποβολή, είτε με διατάραξη. Η διάκριση αυτή έχει σημασία για την προστασία της νομής αλλά παράλληλα και για τη ρύθμιση της προστασίας της ιδιαίτερης μορφής, της συννομής (ΑΚ 994). Πρέπει επομένως να προσδιοριστούν αυτά τα εννοιολογικά στοιχεία της προσβολής.

Αποβολή είναι κάθε πράξη που συνεπάγεται για το νομέα ολική ή μερική απώλεια της νομής του. Χαρακτηριστικό της αποβολής είναι, ότι ο μέχρι τώρα νομέως χάνει πλήρως τη φυσική εξουσία επάνω στο πράγμα ή σε μέρος αυτού.

Διατάραξη είναι κάθε παρεμπόδιση ή παρακώλυση της φυσικής εξουσίας επάνω στο πράγμα που δε φτάνει μέχρι την αποβολή. Αποτελεί μερική προσβολή της νομής, γιατί ο νομέας δεν στερείται πλήρως τη φυσική εξουσία αλλά παρακωλύεται σε κάποια από τις εκδηλώσεις της, δηλαδή σε κάποια από τις χρησιμότητες του πράγματος.

Προσβολή της νομής από συννομέα

Όταν τον συννομέα προσβάλλει κάποιος από τους άλλους συννομείς, "τότε δεν παρέχεται η προστασία από τη νομή εφόσον πρόκειται για τα όρια της χρήσης του πράγματος που αρμόζει στον καθένα. Δηλαδή πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ αποβολής και διαταράξεως. Αν η προσβολή συνίσταται σε ολική ή μερική αποβολή, αυτός που προσβλήθηκε έχει κατά του συννομέα που τον προσέλαβε το δικαίωμα αυτοδικίας (ΑΚ 985 παρ. 3), την αγωγή της αποβολής και ασφαλώς τη δυνατότητα αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων (Κ.Πολ.Δικ. 733-734). Αν όμως η προσβολή συνίσταται απλώς σε διατάραξη, τότε ο νόμος αποκλείει την προστασία της νομής (αυτοδύναμη και ένδικη) και αφήνει να επιλυθεί η διαφορά η διαφορά με βάση την εσωτερική σχέση μεταξύ των συννομέων (ΑΠ 604/1964 ΝοΒ 13.302). Η απαγόρευση της ΑΚ 994 εδ. 2 αφορά αποκλειστικά την αυτοδύναμη και ένδικη προστασία της νομής. Άρα δεν περιλαμβάνει την αυτοπροστασία κατά τις γενικές διατάξεις (ΑΚ 282, 284), την αξίωση αποζημιώσεως και την προσφυγή στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (Κ.Πολ.Δικ. 731-732).

Ειδικά για τη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων διδάσκεται ότι δεν αποτελεί ένδικη άσκηση μιας διαφορετικής ουσιαστικής αξιώσεως που τείνει στη ρύθμιση της καταστάσεως που προέκυψε από την προσβολή της νομής (Γεωργιάδης Εμπράγματο δίκαιο παρ. 30 σελ. 213, Μπαλής παρ. 13, σελ. 43).

Τέλος, απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων είναι η συνδρομή της επείγουσας περιπτώσεως (Κ.Πολ.Δικ. 682 παρ. 1). Ειδικότερα σε περίπτωση προσβολής της νομής με διατάραξη ή αποβολή, υφίσταται επείγουσα περίπτωση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων όταν η πρόοδος του χρόνου μέχρι την άσκηση της τακτικής αγωγής πρόκειται να επιφέρει ουσιώδη βλάβη, οποιασδήποτε εκτάσεως, στην υλική φύση του αντικειμένου (Ειρ. Φλωρ. 30/1972 Αρχ. Ν. ΚΓ' 419, Ειρ. Ηρ. 66/1979 Δ 10.439 και σχόλια κάτω από αυτή, μελέτη Π. Τζίφρα ΝοΒ 19.1192).

Προστασία της νομής: Αγωγή λόγω αποβολής από τη νομή

Σύμφωνα με το άρθρο 987 του Αστικού Κώδικα: «Ο νομέας που αποβλήθηκε παράνομα από τη νομή έχει δικαίωμα να αξιώσει την απόδοσή της απ'αυτόν που νέμεται επιλήψιμα απέναντί του. Αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται». Ασκείται δηλαδή σε αυτήν την περίπτωση η αγωγή αποβολής του 987 Α.Κ., με την οποία ο νομέας που αποβλήθηκε από τη νομή παρά τη θέλησή του και παράνομα, ζητά από αυτόν που νέμεται την νομή επιλήψιμα απέναντί του την απόδοσή της.

Από τις διατάξεις των άρθρων 974, 976 εδ. α', 984 § 1 εδ. β'και 987 εδ. α'ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αναγκαία στοιχεία της αγωγής περί προστασίας της νομής λόγω αποβολής από τη νομή ακινήτου είναι, εκτός των άλλων:

α) ότι ο ενάγων είχε τη νομή του επιδίκου ακινήτου και δη απέκτησε και κατείχε με διάνοια κυρίου και εξουσίαζε ως κύριος το επίδικο ακίνητο κατά το χρόνο της αποβολής, χωρίς να ενδιαφέρει πόσο χρόνο νωρίτερα ο ενάγων νεμόταν το επίδικο ακίνητο και πότε άρχισε να το νέμεται (ΑΠ 1417/2002 ΕλΔ 44.184, ΑΠ 1368/1996 ΕλΔ 38.1127, ΑΠ 1202/1993 ΕλΔ 36.187, ΕφΑΘ 9630/ 2002 ΕλΔ 45.586, ΕφΑΘ 5578/2005, ΕφΑΘ 2732/ 2005)

β) η παράνομη και χωρίς τη θέληση του προσβολή της νομής με την αποβολή (ΑΠ 1417/2002 ΕλΔ 44.184, ΑΠ 1368/1996 ο.π., ΑΠ 1202/ 1993 ο.π., ΕφΑΘ 9630/2002 ο.π., ΕφΑΘ 5578/2005 ο.π., ΕφΑΘ 2732/2005 ο.π.)

γ) η περιγραφή του επίδικου ακινήτου (ΑΠ 1417/2002 ο.π., ΕφΠειρ 330/1995 ΕλΔ 37.1427, ΕφΑΘ 5509/2006, ΕφΑΘ 5578/2005 ο.π., ΕφΑΘ 2732/2005 ο.π.), με προσδιορισμό του είδους, της έκτασης, της θέσης και των ορίων του, ώστε αυτό να εξατομικεύεται πλήρως και να μη γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητα του (ΑΠ 2002/2006, ΑΠ 712/1993 ΕλΔ 36.93, ΑΠ 1614/1980 ΝοΒ 29.1053, ΑΠ 559/1979 ΝοΒ 27.1598, ΕφΑΘ 5509/2006 ο.π., ΕφΑΘ 2732/2005 ο.π., ΕφΠειρ 239/1998 ΕλΔ 39.887, ΕφΠειρ 330/1995 ο.π., Εφθεσ 2076/1990 Αρμ 44.631, ΕφΑΘ 3690/1985 ΕλΔ 26.1173), και εφόσον πρόκειται για αποβολή από τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, με προσδιορισμό της θέσης αυτού στο μεγαλύτερο ακίνητο και των ορίων του (ΑΠ 2002/2006 ο.π., ΕφΑΘ 5509/2006 ο.π., ΕφΠειρ 239/1998 ο.π., ΕφΠειρ 330/1995 ο.π.), χωρίς παραπομπή σε σχεδιάγραμμα, εκτός αν αυτό ενσωματώνεται στο δικόγραφο (ΑΠ 2002/2006 ο.π., ΑΠ 712/1993 ο.π., ΕφΑΘ 5509/2006 ο.π.).

Η σχετική αγωγή στρέφεται κατά του προσβολέα, ο οποίος ταυτόχρονα με την απώλεια της νομής του ενάγοντος μετά την εκβολή του, απέκτησε νομή επί αυτού την οποία διατηρεί κατά την άσκηση της αγωγής (ΑΠ 1260/1998 ΕλΔ 40.66, ΑΠ 1202/1993 ο.π., ΕφΑΘ 9630/2002 ο.π., ΕφΠειρ 330/1995 ο.π.) ενώ αίτημα της αγωγής αυτής είναι η απόδοση της νομής (ΑΠ 1417/2002 ο.π., ΑΠ 1260/1998 ο.π., ΑΠ 1202/1993 ο.π., ΕφΑΘ 9630/2002 ο.π., ΕφΠειρ 330/1995 ο.π.), αφού σκοπός της αγωγής είναι η αποκατάσταση της νομής που έχει αφαιρεθεί, χωρίς βέβαια να αποκλείεται η άσκηση της απλής αναγνωριστικής αγωγής σε περίπτωση απλής αμφισβήτησης της νομής που είναι ανεξάρτητη και αυτοτελής των αγωγών περί νομής (λόγω αποβολής ή διατάραξης) (ΑΠ 1417/2002 Ο.Π., ΑΠ 324/2002 ΕλΔ 44.184, ΑΠ 1058/1996 ΕλΔ 38.1836).

Όπως προαναφέρθηκε, προσβολή της νομής με αποβολή αποτελεί η εκ μέρους του προσβολέα παράνομη εκβολή του νομέα από τη νομή του πράγματος και αντίστοιχη απώλεια της εν λόγω νομής από αυτόν και ταυτόχρονα απόκτηση της νομής από τον προσβολέα, την οποία διατηρεί κατά την άσκηση της αγωγής. Η εν λόγω δε αγωγή διαφέρει από την αγωγή προσβολής της νομής λόγω διατάραξης, που είναι η εκ μέρους του προσβολέα παράνομη παρενόχληση στην άσκηση της νομής, την οποία ο ενάγων είχε, τόσο κατά το χρόνο της προσβολής, όσο και κατά το χρόνο της άσκησης της αγωγής, που δε φθάνει (η διατάραξη) μέχρι την αποβολή και έχει αίτημα την άρση της διατάραξης και την παράλειψη της στο μέλλον και αυτά είναι και τα στοιχεία της αγωγής αυτής (ΑΠ 864/2005 ΕλΔ 49.184, ΑΠ 1260/1998 ο.π„ ΑΠ 1360/1996 ΕλΔ 38.1837, ΑΠ 52/1999 ΕλΔ 40.628), ενώ οι κατά τα προαναφερόμενα έννοιες της αποβολής και της διατάραξης είναι διαφορετικές μεταξύ τους και σε κάθε περίπτωση θα κριθεί αν κάποια πράξη εκ μέρους του προσβολέα συνιστά αποβολή ή διατάραξη (ΑΠ 1260/1998 ο.π.).

Σύμφωνα με τη με αριθμό 197/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου: «Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 974, 984 § 1 εδ. β΄, 987 εδ. α΄ και 989 εδ. α΄ ΑΚ προκύπτει ότι η προσβολή της νομής αν είναι παράνομη και γίνεται χωρίς τη θέληση του νομέα παρέχει στον τελευταίο αγωγή που τείνει σε αποκατάσταση της πριν από την προσβολή κατάστασης. Προσβολή της νομής αποτελεί κάθε θετική πράξη ή παράλειψη του προσβολέα που επάγει είτε αποβολή του νομέα από τη νομή, είτε διατάραξή του στην άσκηση της νομής του (ΑΠ 306/2004 ΕλλΔνη 2004. 1423). Ειδικότερα, από το άρθρο 987 εδ. α΄ ΑΚ προκύπτει ότι στοιχεία της βάσης αγωγής αποβολής από τη νομή είναι ότι ο ενάγων είχε τη νομή του επιδίκου ακινήτου κατά το χρόνο της αποβολής και προσβολής της νομής παράνομα και χωρίς τη θέλησή του, ενώ είναι αδιάφορο πόσο χρόνο πριν ο ενάγων νεμόταν το επίδικο ακίνητο και πότε άρχισε να το νέμεται. Η σχετική αγωγή στρέφεται κατά του προσβολέα, ο οποίος ταυτόχρονα με την απώλεια της νομής του ενάγοντος απέκτησε επιλήψιμα νομή στο πράγμα, την οποία διατηρεί κατά την άσκηση της αγωγής, αίτημα δε αυτής είναι να καταδικαστεί ο εναγόμενος σε απόδοση της νομής του πράγματος στον εναγόμενο (ΑΠ 1260/1998 ΕλλΔνη 1999. 66, ΕφΑθ 9630/2002 ΕλλΔνη 2004. 587). Αντίστοιχα, από το άρθρο 989 εδ. α΄ ΑΚ προκύπτει ότι στοιχεία της αγωγής διατάραξης της νομής είναι η νομή του ενάγοντος στο πράγμα κατά το χρόνο της διατάραξης και επίδοσης της αγωγής και η προσβολή αυτής από τον εναγόμενο με διατάραξη που έγινε παράνομα και χωρίς τη θέληση του νομέα ενάγοντος. Διατάραξη της νομής, η οποία υπάρχει όταν δεν αποβάλλεται ο νομέας από το πράγμα, αλλά εξακολουθεί να διατηρεί τη νομή του σε αυτό, συνιστά κάθε θετική πράξη ή παράλειψη που αποτελεί παρενόχληση του νομέα στην άσκηση της νομής του. Θετικά εκδηλώνεται η διατάραξη είτε με πράξη του προσβολέα στο πράγμα είτε με παρεμπόδιση πράξης του νομέα, ενώ αρνητικά, με παράλειψη, όταν ο προσβολέας δεν προβαίνει στην επιβαλλόμενη ενέργεια προς αποτροπή ή παύση της διατάραξης, όπως συμβαίνει και όταν αυτός παραλείπει να άρει διαταρακτικό κατασκεύασμα ή αντικείμενο που συνεπάγεται διαρκή και εξακολουθητική παρενόχληση του νομέα στην άσκηση της νομής του (ΑΠ 1717/2006 ΕλλΔνη 2007. 184). Η σχετική αγωγή στρέφεται κατά του προσβολέα και το αίτημά της είναι να καταδικαστεί ο εναγόμενος να παύσει τη διατάραξη, εφόσον αυτή συνεχίζεται κατά την άσκηση της αγωγής, και να παραλείψει τη διατάραξη στο μέλλον. Οι κατά τα ανωτέρω αποβολή και διατάραξη είναι έννοιες διαφορετικές μεταξύ τους και το κατά πόσο συντρέχει η μία ή η άλλη κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με τα προεκτιθέμενα κριτήρια (ΑΠ 1260/1998 ό.π.).»

Προστασία της νομής: Αγωγή λόγω διατάραξης της νομής

Σύμφωνα με το άρθρο 989 του Αστικού Κώδικα: «Ο νομέας που διαταράχθηκε παράνομα έχει δικαίωμα να αξιώσει την παύση της διατάραξης καθώς και την παράλειψή της στο μέλλον. Αξίωση αποζημίωσης κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται». Με την αγωγή διατάραξης δηλαδή ο νομέας που διαταράχθηκε η νομή του παράνομα και χωρίς τη θέλησή του αξιώνει από αυτόν που του προσέβαλλε τη νομή την παύση της διατάραξης και την παράλειψή της στο μέλλον.

Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 974, 984 εδάφ. α'και 989 εδάφ. α'του ΑΚ, στοιχεία της αγωγής διατάραξης της νομής είναι η νομή του ενάγοντος στο πράγμα κατά το χρόνο της διατάραξης και της επίδοσης της αγωγής και η προσβολή αυτής από τον εναγόμενο με διατάραξη που έγινε παράνομα και χωρίς τη θέληση του νομέα ενάγοντος. Διατάραξη της νομής, η οποία υπάρχει όταν δεν αποβάλλεται ο νομέας από το πράγμα, αλλά εξακολουθεί να διατηρεί τη νομή του σ'αυτό, συνιστά κάθε θετική πράξη ή παράλειψη που αποτελεί παρενόχληση του νομέα στην άσκηση της νομής του.

Θετικά εκδηλώνεται ή διατάραξη είτε με πράξη του προσβολέα στο πράγμα είτε με παρεμπόδιση πράξης του νομέα, ενώ αρνητικά, με παράλειψη, όταν ο προσβολέας δεν προβαίνει στην επιβαλλόμενη ενέργεια προς αποτροπή ή παύση της διατάραξης, όπως συμβαίνει και όταν αυτός παραλείπει να άρει διαταρακτικό κατασκεύασμα ή αντικείμενο που συνεπάγεται διαρκή και εξακολουθητική παρενόχληση του νομέα στην άσκηση της νομής του.

Κατά το άρθρο 992 Α.Κ. οι αξιώσεις από την αποβολή και τη διατάραξη της νομής παραγράφονται μετά ένα έτος από την αποβολή ή τη διατάραξη. Η ενιαύσια αυτή παραγραφή των αξιώσεων του νομέα από την αποβολή ή τη διατάραξη υπόκειται σε διακοπή για τους λόγους που αναφέρονται στα άρθρα 261 - 263, 264, 270 του Α.Κ.

Προσωρινή προστασία της νομής με ασφαλιστικά μέτρα

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 682 παρ.1 και 690 παρ.1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων σε κάθε είδους περί νομής ή κατοχής υποθέσεις (άρθρο 733, 734 ΚΠολΔ), απαραίτητη προϋπόθεση είναι εκτός των άλλων και η πιθανολόγηση επείγουσας περιπτώσεως ή αποτροπής επικειμένου κινδύνου. Ειδικότερα κατά την προσβολή της νομής με διατάραξη ή αποβολή, υφίσταται επείγουσα περίπτωση όταν καθίσταται αναγκαίο να ρυθμιστεί άμεσα αυτή δια δικαστικής παρεμβάσεως, όπως συμβαίνει όταν η πάροδος του χρόνου μέχρι την άσκηση της τακτικής αγωγής πρόκειται να επιφέρει ουσιαστική βλάβη οποιασδήποτε εκτάσεως στην υλική φύση του αντικειμένου, επικείμενος δε κίνδυνος υπάρχει όταν η απειλούμενη βλάβη από στιγμή σε στιγμή επικρέμεται επί του πράγματος ή των διαδίκων, με την έννοια ότι αυτός είναι στο αντικείμενο της νομής ή στα διάδικα μέρη, δηλαδή δεν αρκεί να είναι απλώς ενδεχόμενος, αλλά πρέπει να επίκειται βλάβη που να δημιουργεί την έννοια του κινδύνου, οπότε και πρέπει να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα για αποτροπή της βλάβης (βλ. Ασφ. Μέτρα Π. Τζίφρα εκδ. 1980 σελ. 11, 12, Ν. Βερβεσός Δίκη 2 σελ. 530 επ., Μητσόπουλος «Η πιθανολόγηση» κ.λ.π. σελ. 70-73, ΑΠ 127/1993 ΝοΒ 21/884, ΑΠ 422/1970 ΝοΒ 18/1147, Ειρ.Πυρ. 100/73 Δνη 1973 σελ. 556). Στην έννοια του επικειμένου κινδύνου ή της επείγουσας περίπτωσης, που θα πρέπει να καθορίζεται απαραίτητα στην αίτηση περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων (βλ. ΜπρΠειρ. 1020/78 Δ 9/339, Μπέη Πολ. Δικ. τεύχος 24 σελ. 87 αριθμ.5), γίνεται δεκτό ότι δεν περιλαμβάνεται και ο κίνδυνος συγκρούσεων και διαπληκτισμών μεταξύ των διαδίκων (βλ. ΑΠ 127/73 ΝοΒ 21.890, Πολ.Πρωτ.Βόλου 278/1990 ΑρχΝ ΜΓ.268, Π.Πρ.Λαρ. 67/1999 ΑρχΝ 2000 σελ. 546, Μπέη ΚΠολΔ άρθρο 689 παρ. 42 σελ. 31). Η άποψη αυτή στηρίζεται αφενός στο ότι από τέτοιο κίνδυνο δεν είναι δυνατόν να επέλθει βλάβη ή ματαίωση του επιδίκου δικαιώματος και αφετέρου στο ότι η στη νομολογία κρατούσα αντίληψη θεωρεί την προσωρινή ρύθμιση της νομής στο πλαίσιο του άρθρου 734 ΚΠολΔ, ως ασφαλιστικό και όχι ως αστυνομικό μέτρο, που σαν τέτοιο, κατά το προϊσχύσαν δίκαιο, διατασσόταν για αποτροπή κινδύνου συγκρούσεων μεταξύ των διαδίκων (Ράμμος Στοιχεία ΙΙΙ παρ. 14 σελ. 68, Ειρ.Πειρ. 207/73 Δ 5/258, Ειρ.Ηρ. 66/79 Δ. 10/439, Ειρ.Λαρ. 2058/72 Αρχ.Ν ΚΓ.909). Η δε ύπαρξη ή όχι επείγουσας περίπτωσης ή επικειμένου κινδύνου προς αποτροπή των οποίων ζητείται να διαταχθεί ασφαλιστικό μέτρο εναπόκειται σε κάθε περίπτωση στην κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου (ΑΠ 422/70 ΝοΒ 18/1197).

Αντιποίηση της νομής από μισθωτή

Κατά την επικρατούσα στην νομολογία άποψη ο νομέας για να εγείρει την εκ του άρθρου 987 του Α.Κ. αγωγή, λόγω αποβολής από την νομή κατά του κατόχου-μισθωτή απαιτείται όπως ο κάτοχος εκδηλώσει εναντίον του νομέα την βούληση να αντιποιηθεί την νομή. Τούτο ιδίως συμβαίνει όταν λυθεί από κάποιο λόγο η μίσθωση και ο μισθωτής αρνείται την απόδοση του μισθίου, ισχυριζόμενος ότι έχει ίδιο δικαίωμα επί αυτού. Προφανώς δεν υπάρχουν οι όροι της αποβολής και δεν χωρεί συνεπώς η αγωγή του άρθρου 987 του Α.Κ. ούτε αίτηση περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων κατά του κατόχου μισθωτού, όταν αυτός αρνείται την απόδοση, χωρίς όμως η άρνηση του αυτή να συνιστά αντιποίηση της νομής του αντιπροσωπευόμενου, αλλά όταν ισχυρίζεται ότι δεν λύθηκε η μίσθωση, οπότε η αγωγή του άρθρου 987 του Α.Κ, καθώς και η αίτηση περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων νομής, πρέπει να απορριφθούν διότι δεν συντρέχουν οι όροι του νόμου (998 Α.Κ.) και ο εκμισθωτής πρέπει να ασκήσει την αγωγή από την σύμβαση της μίσθωσης για να επιτύχει την απόδοση του μισθίου (βλ. Ολ. Α.Π. 104/1952, Αρχ Νομ. Γ', 22, Πρωτ. Bερ. 110/1983, ΝοΒ 1983, 858 επ. Ειρ. Σπάρτης, 58/1978 ΝοΒ 1990, σελ. 1477 επ., Ειρ. Αθ. 1349/1980, Αρχ. Νομ. 1981, 92 επ., Μπαλή Εμπρ. Δ. Παράγραφος 28 περ. 4 έκδοση Δ', Χ. Παπαδάκη αγωγές απόδοσης μισθίου έκδοση 1990, περ. 625 - 629). Εννοείται όμως ότι η επίκληση της μίσθωσης και η αμφισβήτηαη της λύσης ή όχι της σύμβασης πρέπει να είναι ευλογοφανής γιατί εάν είναι καταφανώς αστήρικτη, θα πρόκειται για συγκαλυμμένη αντιποίηση της νομής η οποία αν αποδεικνύεται θα συνεπάγεται την παραδοχή της αγωγής εκ της νομής ή της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων (βλ. Ολ. Α.Π. 104/1952, ο.π., Εφ.Αθ. 1670/78, ΝοΒ 26, 1377, Ειρ. Αθ. 1349/1980 ο.π., Γεωργιάδης - Σταθόπουλος αστικός κώδικας άρθρο 998, περ. 4, Χ. Παπαδάκη αγωγές απόδοσης μισθίου, περ. 630).

Απόδοση της νομής ως αδικαιολόγητο πλουτισμό

Η νομή δεν είναι μόνο φυσική εξουσία επί του πράγματος (κατοχή) εκείνου που την απέκτησε, αλλά αποτελεί και περιουσιακό στοιχείο που προσπορίζει ωφέλεια στον αποκτώντα και συνεπώς αν η κτήση της νομής γίνει χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία άλλου ο αποκτών υπόκειται στην ενοχική αξίωση προς απόδοση αυτής ως αδικαιολόγητου πλουτισμού. Προϋποθέσεις για την κατά νόμο θεμελίωση της σχετικής, από το άρθρο 904 ΑΚ, αγωγής του αδικαιολόγητου πλουτισμού, όταν με αυτήν ζητείται η απόδοση της νομής μετά την ετήσια παραγραφή των από τα άρθρα 987 και 989 του ίδιου κώδικα ενδίκων βοηθημάτων προστασίας της νομής έναντι αποβολής ή διατάραξης, είναι η ύπαρξη της νομής του ενάγοντος κατά το χρόνο της απώλειάς της και η από τον εναγόμενο κατάληψη και κατοχή του επιδίκου, ο οποίος έτσι έγινε αδικαιολόγητα πλουσιώτερος σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος.

Σύμφωνα με τη με αριθμό 207/2008 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου: «Εξάλλου, για να είναι νόμιμη η από το άρθρο 904 ΑΚ αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, όταν με αυτή ζητείται η απόδοση της νομής, μετά την παραγραφή των αξιώσεων των ένδικων βοηθημάτων από τα άρθρα 987 και 989 του ίδιου Κώδικα, απαιτείται η ύπαρξη της νομής του ενάγοντος κατά τον χρόνο που αυτός την απώλεσε και η από τον εναγόμενο κατάληψη και κατοχή του επίδικου ακινήτου, ο οποίος έτσι έγινε αδικαιολόγητα πλουσιότερος, ενώ αίτημα της είναι η αποβολή του εναγομένου, ο οποίος εξακολουθεί να βρίσκεται στη νομή του ακινήτου κατά τον χρόνο της επίδοσης της αγωγής, και η απόδοση της νομής στον ενάγοντα. Η εν λόγω αγωγή δεν αποτελεί ένδικο βοήθημα προστασίας της νομής, αλλά είναι ενοχική προς απόδοση του πλουτισμού. Η ίδια αγωγή είναι επιβοηθητικής φύσης και γι'αυτό μπορεί να ασκηθεί μόνο αν λείπουν οι προϋποθέσεις αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία ή άλλη παρόμοια αιτία (ΑΠ 632/2006, ΝΟΜΟΣ).»

Παραγραφή της διεκδικητικής αγωγής κυριότητας

Κατά τη διάταξη του άρθρου 247 ΑΚ το δικαίωμα να απαιτήσει κάποιος από άλλον μια πράξη ή παράλειψη (αξίωση) παραγράφεται. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 249, 251, 1094 και 1095 ΑΚ σαφώς συνάγεται ότι η διεκδικητική της κυριότητος αγωγή υπόκειται σε εικοσαετή παραγραφή, που αρχίζει, αφού πρόκειται για αξίωση απορρέουσα από το απόλυτο δικαίωμα της κυριότητας, από την κατάληψη του πράγματος, με την οποία και προσβάλλεται το δικαίωμα της κυριότητας, με τη δημιουργία πραγματικής καταστάσεως αντιτιθεμένης σ'αυτό, οπότε και γεννάται η σχετική αξίωση και είναι αυτή επιδιώξιμη. Τέτοια προσβολή δεν υπάρχει αν έγινε η κατάληψη και κατοχή του πράγματος, με βάση έννομη σχέση (ενοχική ή εμπράγματη), που παρέχει, έναντι του ενάγοντος ιδιοκτήτη ή του δικαιοπαρόχου του, δικαίωμα νομής ή κατοχής του επιδίκου, παρά μόνο από τη λήξη της παραπάνω σχέσεως ή και πριν από αυτή, εφόσον ο κατέχων επ'ονόματι και για λογαριασμό άλλου αντιποιηθεί τη νομή τούτου, νεμόμενος πλέον, καθ'υπέρβαση του παραχωρηθέντος σ'αυτόν δικαιώματος, για δικό του λογαριασμό. Τούτο, όμως, ισχύει όταν η έννομη σχέση συνδέει τον κύριο του επιδίκου ή τον δικαιοπάροχο του με τον νομέα αυτού και όχι τον τελευταίο με κάποιο τρίτο. Εξάλλου η σχέση, που συνδέει τους μελλοντικούς πωλητή και αγοραστή ενός ακινήτου, δυνάμει της οποίας παραδίδεται στον αγοραστή η νομή του ακινήτου από την υπογραφή του προσυμφώνου, δεν παύει υφισταμένη με την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου αγοραπωλησίας, οπότε (και μετά βεβαίως τη σχετική μεταγραφή) μεταβιβάζεται και η κυριότητα του ακινήτου στον μέχρι τότε νομέα του. Τέλος το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας παραμένει και μετά την παραγραφή της εμπράγματης αξιώσεως, πλην όμως τούτο έχει σημασία μόνο για την τυχόν μελλοντική δίκη του κυρίου με τρίτο (που δεν θα καλύπτεται από το δεδικασμένο) και όχι με τον νομέα του ακινήτου, η κατά του οποίου αξίωση του κυρίου για απόδοση του ακινήτου έχει παραγραφεί και έναντι του οποίου δεν έχει έννομο συμφέρον ο ενάγων προς αναγνώριση απλώς της κυριότητας του.

Μεταβίβαση της νομής στους κληρονόμους

Από τις διατάξεις των άρθρων 974, 976, 983, 1051, 1872 παρ. 1, 1846 ΑΚ συνάγεται, ότι με τον θάνατο του κληρονομουμένου η νομή ακινήτου που είχε αυτός μεταβιβάζεται στον κληρονόμο και χωρίς αποδοχή της κληρονομιάς και μεταγραφή της σχετικής δήλωσης ή του κληρονομητηρίου.

Σύμφωνα με τη με αριθμό 5117/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών: «Από τη διάταξη του άρθρου 983 του ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι "η νομή μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του νομέα", συνάγεται ότι ο κληρονόμος και χωρίς να αποκτήσει φυσική εξουσία στα ενσώματα αντικείμενα της κληρονομιάς ή να γνωρίζει την επαγωγή ή την ταυτότητα των κληρονομιαίων, θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως νομέας αυτών, διαδεχόμενος έτσι στη νομή τη θέση του κληρονομούμενου και ως εκ τούτου δυνάμενος να ασκήσει και τις περί νομής αγωγές (αρθρ. 984 ΑΚ). Για να αποκτήσει ο κληρονόμος και φυσική εξουσία πρέπει να καταλάβει σωματικά το πράγμα. Άρα το νόημα της άνω διάταξης του άρθρου 983 ΑΚ, είναι ότι στον κληρονόμο μεταβιβάζεται το δικαίωμα νομής, δυνάμει του οποίου μπορεί πλέον αυτός να επιληφθεί του πράγματος και να ιδρύσει νέα, τη δική φυσική εξουσία (ΑΠ 1526/06 Δνη 2006, 1434, ΑΠ 202/05 Δνη 2005, 503, Γεωργιάδης-Σταθόπουλος - Αστ. Κώδιξ, αρθρ. 983 αρ. 1, 2, 3, 7, 8).

Εάν τρίτος επιληφθεί της νομής κληρονομιαίου πράγματος πριν ή ο κληρονόμος επιληφθεί αυτού (μετά το θάνατο του κληρονομουμένου), τότε αυτός μεν (τρίτος) αποκτά τη νομή ο δε κληρονόμος θεωρείται ως απολέσας αυτήν και έχει κατά του τρίτου την περί αποβολής από τη νομή αγωγή (όπως θα είχε και ο κληρονομούμενος εάν ζούσε). (ΕΘεσ. 1242/88 Αρμ. 1988, 1205 - Μπαλής, Εμπρ. Δίκαιο, άρθρο 983 παρ. 4.). Εάν όμως ο κληρονόμος επιχειρήσει την εκ νέου ανάκτηση της νομής αυτογνωμόνως και χωρίς, τη θέληση του εν τω μεταξύ καταστάντος νομέως τρίτου, προσβάλλει παρανόμως την κτηθείσα απ'αυτόν νομή, εκτός αν ο τρίτος είχε αποκτήσει επιληψίμως παρ'αυτού εντός του τελευταίου έτους κατ'άρθρο 988 ΑΚ.»
ΠΗΗ:http://www.nomikosodigos.info/Συντάχθηκε από τον/την Θάνος Ρόζου.

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΝΟΜΗΣ - ΣΥΝΝΟΜΗ - ΕΙΡΗΝ ΦΛΩΡΙΝ 66/2000

$
0
0

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ - ΝΟΜΗ

Ειρηνοδικείο Φλώρινας
Αριθμός αποφάσεως 66/2000
(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)
Δικαστής: Ταρσή Γαλάτου
Δικηγόροι: Ι. Τσομπάνος, Π. Μαρκόπουλος
Απόσπασμα:
Κατά τη διάταξη του άρθρου 984 του ΑΚ, η νομή προσβάλλεται είτε με....
διατάραξη είτε με αποβολή του νομέα, εφόσον αυτές γίνονται παράνομα και χωρίς τη θέληση του. Στην έννοια δε της προσβολής περιλαμβάνεται κάθε πράξη ή παράλειψη που ως αποτέλεσμα έχει είτε τη διατάραξη του νομέα στην άσκηση της νομής του είτε την αποβολή αυτού, χωρίς να απαιτείται βία ή υπαιτιότητα του προσβολέα, αρκεί μόνο το παράνομο της προσβολής και η έλλειψη της βουλήσεως του νομέα (Μπαλής,
Εμπράγματο Δίκαιο, παρ. 13). Εξάλλου, κατά το άρθρο 989 του ΑΚ, ο νομέας που διαταράχθηκε παράνομα έχει δικαίωμα να αξιώσει την παύση της διατάραξης, καθώς και την παράλειψη της στο μέλλον. Για να θεωρηθεί η ενέργεια του εναγομένου ως διατάραξη, πρέπει να είναι επηρεαστική της ελεύθερης άσκησης της νομής του ενάγοντος, χωρίς όμως να συνεπάγεται και την αναίρεση αυτής, διότι τότε χωρεί η αγωγή περί προστασίας της νομής από την αποβολή (ΑΚ 987), και αφενός μεν να έχει κάποια διάρκεια, αφετέρου δε να περικλείει τον κίνδυνο της επαναλήψεως, η δε επί της νομής επενέργεια μπορεί να στρέφεται είτε στην παρεμπόδιση του νομέα να ασκεί ελεύθερα τη νομή στην ενέργεια από τον διαταράσσοντα υλικών μεταβολών στο πράγμα. Περίπτωση διαταράξεως υφίσταται όταν ο νομέας γειτονικού του αιτούντος τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων ακινήτου, το οποίο βρίσκεται εντός ή εκτός σχεδίου πόλεως και είναι άρτιο και οικοδομήσιμο κατά τις σχετικές διατάξεις, προκειμένου να επιτύχει την ανοικοδόμηση επί του δικού του ακινήτου κατά τον τρόπο και τους όρους που εξυπηρετεί την ιδιοκτησία του, εμφανίζει ως δικό του μεγαλύτερης εκτάσεως ακίνητο, συμπεριλαμβάνοντας σ` αυτό μέρος του ομόρου οικοπέδου του αιτούντος, και επιτυγχάνει την έκδοση οικοδομικής άδειας προς τούτο,ανεγείρει δε οικοδομή επί του δικού του ακινήτου, καλύπτοντας όμως παράνομα και χωρίς δικαίωμα περισσότερα τ.μ. των όσων εδικαιούτο να καλύψει επ` αυτού, καθώς και αυτά που αναλογούν επί του τμήματος του νομέα του άλλου οικοπέδου, ή με όρους που διαφορετικά, εάν δεν εμφάνιζε ως δικό του αυτό το τμήμα, δεν θα εδικαιούτο να οικοδομήσει. Στην περίπτωση αυτή διαταράσσεται ο νομέας του άλλου οικοπέδου, διότι αφενός μεν με την ενέργεια εκ μέρους τρίτου προσώπου τέτοιων εξώδικων πράξεων, δηλ. τη μονομερή καταμέτρηση και προσμέτρηση του τμήματος
του οικοπέδου του δημιουργείται σοβαρή αμφιβολία στην κοινωνία, ως προς το δικαίωμα της νομής του και τη νομιμότητα των διακατοχικών πράξεων επί του ακινήτου του (ΕιρΧαλκ 249/1961 ΕλλΔνη 1962.227), αφετέρου δε, αν και δεν οικοδόμησε, διαταράσσεται διότι αποστερείται τη δυνατότητα να ενασκεί ελεύθερα την επ` αυτού νομή και, ειδικότερα, κωλύεται να καλύψει ανά πάσα στιγμή ολόκληρη
την έκταση που δικαιούται, κατά τις οικείες Πολεοδομικές διατάξεις, επί του δικού του ακινήτου, η οποία καλύφθηκε με την ανέγερση οικοδομής από το νομέα του γειτονικού ως άνω ακινήτου. Εξάλλου, ναι μεν η πράξη αυτή του διαταράσσοντας δεν καλύπτει τελείους τη νομή του διαταραχθέντος, επηρεάζει όμως οπωσδήποτε την ελεύθερη ενάσκηση αυτής, της οποίας το περιεχόμενο συνίσταται κυρίως στην ανέγερση οικοδομής και κάλυψη του επιτρεπομένου από την Πολιτεία ποσοστού του οικοπέδου που ανήκει σ` αυτόν κατά νομή (Μπαλής, Εμπράγματο Δίκαιο, παρ. 19), και, συνεπώς, συνιστά πραγματική διατάραξη της νομής, καθόσον εξαφανίζει από τον διαταρασσόμενο τη δυνατότητα να οικοδομήσει εκείνα τα μέτρα τα οποία τυχόν πρόκειται να καλύψει πέραν του ποσοστού που εδικαιούτο η να οικοδομήσει με τους όρους που αυτός δικαιούται (ΕιρΠιερ 22/1979 ΕλλΔνη 1980.472, ΠολΠρΚατ261/1978 Αρμ 33.384, επίσης επί παρεμφερούς ζητήματος βλ. Δ. Δημητρίου, στο Συλλογικό Τόμο "Μνήμη Νικ. Βερβεσού", σελ. 105 επ.).
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 994 και 785 του ΑΚ προκύπτει ότι είναι δυνατή νομή περισσοτέρων αδιαιρέτως και κατ` ιδανικά μέρη επί πράγματος, η οποία μπορεί να δημιουργηθεί από συγκυριότητα, κληρονομιά κλπ., και αν ακόμη το ιδανικό μέρος δεν είναι καθορισμένο σαφώς, οπότε αυτοί λογίζονται σ` αυτή την περίπτωση ως νομείς κατά ίσα μέρη. Στην περίπτωση συννομής, εάν αυτή προσβάλλεται από τρίτον, κάθε ένας από τους συννομείς έχει όλα τα δικαιώματα των άρθρων 985, 987, 989 του ΑΚ προς προστασία αυτής, σαν να επρόκειτο για ένα μόνο νομέα, χωρίς να απαιτείται η προσεπίκληση ή με οποιονδήποτε τρόπο σύμπραξη και των λοιπών συννομέων στο δίκη. Εάν όμως η προσβολή της νομής από τρίτο στρέφεται μόνο κατά του ενός από τους περισσότερους συννομείς, μόνο ο προσβαλλόμενος έχει την αγωγή κατά του προσβάλλοντος. Εάν στρέφεται κατά όλων από αυτούς, τότε μπορούν όλοι μαζί αλλά και ο καθένας χωριστά να επιδιώξουν την προστασία της νομής, οπότε στην τελευταία περίπτωση ο ενάγων συννομέας νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση της προστασίας της συννομής στο σύνολο της υπέρ όλων των συννομέων κατά το άρθρο 1116 του ΑΚ, το οποίο εφαρμόζεται αναλογικά επί της συννομής (Μπαλής, Εμπράγματο Δίκαιο, παρ. 23, αρ. 1, Τούσης, Εμπράγματο Δίκαιο, παρ. 53, Γεωργιάδης, στο Γεωργιάδη - Σταθόπουλου ΑΚ, υπό αρθρ. 994 αρ. 12, σελ. 295, ΠΠρΑιγαίου 105/1983 ΝοΒ 1984. 1056, contra Θηβαίος,
Το Δίκαιο της νομής, Α`.507, ΕιρΠιερ 82/1973 ΕλλΔνη 1974.196, ΕιρΠιερ 9/1974 ΕλλΛνη 1974.417, κατά τους οποίους ο ενάγων συννομέας μπορεί να ζητήσει την προστασία της νομής του και επί της ιδανικής του μερίδας μόνο).
Εξάλλου, το αίτημα της αγωγής δεν απαιτείται να είναι διατυπωμένο με πανηγυρικό τρόπο, αρκεί από ολόκληρο το περιεχόμενο της, και μάλιστα από το ιστορικό ή το αιτιολογικό, να συνάγεται χωρίς αμφιβολία η αληθινή έννοια του. Η τυχόν ανακρίβεια του αναπληρώνεται από το ιστορικό της αγωγής ή της αίτησης, διότι το αιτητικό αποτελεί συμπέρασμα των όσων αναφέρονται στο ιστορικό (ΠΠρΦλωρ 34/1971 Αρμ 25.464, ΜονΠρΘεσ 10/1971 Αρμ 25.258).
Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 690 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, προς το σκοπό της αρχής της οικονομίας της δίκης, είναι υποχρεωτική η προαπόδειξη και συνεπώς σε καμιά περίπτωση δεν εκδίδεται απόφαση που διατάσσει αποδείξεις, αλλά όλες οι διαταγές του Δικαστηρίου για τη συλλογή αποδείξεων εκδίδονται προφορικά. Από τη γενική και άνευ διακρίσεως διατύπωση της διάταξης συνάγεται σαφώς ότι το καθήκον της προαπόδειξης αφορά όλα και όχι ορισμένα αποδεικτικά μέσα. Συνεπώς, οι διάδικοι υποχρεούνται σε προαποδεικτική προσκομιδή όλων των αποδεικτικών τους μέσων, μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα, και προαποδεικτική προσαγωγή των μαρτύρων, ανεξάρτητα αν πρόκειται για κύρια απόδειξη ή ανταπόδειξη, η οποία πρέπει να γίνεται πριν από την έκδοση αποφάσεως και στη διάρκεια οπωσδήποτε της δίκης (Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, έκδ. 1996, τ. Δ`, υπό άρθρο 690, αριθ. 2, σελ. 84), το αργότερο δε εντός της προθεσμίας που ενδεχομένως έχει εκδοθεί από το Δικαστήριο (Δημ. Κράνης, στο συλλογικό έργο των Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, αρθρ. 690, αριθ, 4, σελ. 1346, Ράμμος, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, τ. Γ`, σελ. 1806, πρβλ. ΑΠ 193/1973 ΑρχΝ ΚΕ` 376, ΕφΑθ 6556/1974 ΕΕΝ 12.219), προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στους διαδίκους να πληροφορηθούν σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα που θα χρησιμοποιήσει το Δικαστήριο (Μπέης, Πολ Δ, τ. 14, αρθρ. 690 σημ. 4. 2, σελ. 99). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων 106, 346 και 435 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, για να λάβει υπόψη το Δικαστήριο και να εκτιμήσει ένα αποδεικτικό μέσο, όπως είναι το έγγραφο, πρέπει όχι μόνο να προσκομίζεται αυτό αλλά και να
γίνεται επίκληση του, είτε από εκείνον που το προσκομίζει είτε από τον αντίδικο αυτού. Η επίκληση αυτή μπορεί να γίνει κατά οποιονδήποτε τρόπο, όπως είναι και εκείνος της αναφοράς στο περιεχόμενο του προσκομιζομένου εγγράφου προς απόδειξη ισχυρισμού, αρκεί από τα για το σκοπό αυτόν εκτιθέμενα να συνάγεται η επίκληση του αποδεικτικού μέσου σαφώς (ΑΠ 154/1992 ΕλλΔνη 1992.814, ΑΠ 682/1975 ΝοΒ 24.66). Κατά την αρχή δε της κοινότητας των αποδεικτικών μέσων, η οποία καθιερώνεται από τη διάταξη του άρθρου 346 του ΚΠολΔ, τα μέσα αποδείξεως λαμβάνονται υπόψη για την απόδειξη όλων των αποδεικτέων γεγονότων, ακόμη και
υπέρ του αντιδίκου του προσκομίσαντος (ολ. ΑΠ 58/1978 ΝοΒ 1978.1350).
Στην ένδικη αίτησή του, κατά ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, ο αιτών εκθέτει ότι αυτός και ο αδελφός του Β.Ρ. είναι συννομείς, σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος, του λεπτομερώς περιγραφομένου κατά είδος, έκταση, θέση και όρια ακινήτου, το οποίο συνορεύει Δυτικά με οικόπεδο της καθής σε πλευρά 12 μέτρων. Ότι κατά το μήνα Ιούνιο του 2000 η καθής, προκειμένου να διανοίξει νομίμως πόρτες, παράθυρα και να κατασκευάσει μπαλκόνια σε νεοανεγειρόμενη οικοδομή της επί του παραπάνω οικοπέδου της και να εξασφαλίσει την προς το σκοπό αυτόν απαιτούμενη από τις πολεοδομικές διατάξεις απόσταση των 2,5 μέτρων για την έκδοση της οικοδομικής άδειας, πρόσθεσε στο οικόπεδο της και οικειοποιήθηκε το λεπτομερώς περιγραφόμενο τμήμα του οικοπέδου τους, με αποτέλεσμα να διαταράσσει τη νομή τους επί όλου του οικοπέδου τους. Ζητά δε, επειδή υφίσταται άμεσος κίνδυνος ερίδων και διαπληκτισμών, να αναγνωρισθούν αυτός και ο αδελφός του προσωρινά συννομείς του περιγραφομένου ακινήτου τους, να διαταχθεί η παύση της διατάραξης από την καθής και η παράλειψη αυτής στο μέλλον, με την απειλή χρηματικής ποινής 500.000 δραχμών και προσωπικής κράτησης μέχρι ενός έτους, και να καταδικασθεί αυτή στη δικαστική του δαπάνη.
Η ένδικη αίτηση παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος
αρμοδίου καθ` ύλην και κατά τόπο Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των
άρθρων 686 επ., 733, 734 και 29 του ΚΠολΔ, και είναι νόμιμη εφόσον πρόκειται για
περίπτωση διατάραξης της νομής, η οποία, όπως φέρεται, συνίσταται στην εμφάνιση
εκ μέρους της καθής τμήματος αλλότριου οικοπέδου (του αιτούντος) ως δικού της για
την έκδοση οικοδομικής άδειας, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη.
Στηρίζεται δε στις διατάξεις των άρθρων 974, 984, 989, 994 του ΑΚ, 947 παρ. 1 και
176 του ΚΠολΔ, και πρέπει συνεπώς να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν.
Η καθής η αίτηση, κατά ορθή εκτίμηση των ισχυρισμών της, αρνείται την αίτηση,
ισχυριζόμενη ότι ουδέποτε διατάραξε τη συννομή του αιτούντος παράνομα και
αυθαίρετα, διότι η υφιστάμενη περίφραξη που οριοθετεί τις όμορες ιδιοκτησίες τους,
από την οποία ο αιτών υπολογίζει την απόσταση του νεοανεγειρομένου κτίσματός
της, έχει τοποθετηθεί από αυτόν σε λάθος θέση εντός του ακινήτου της νομής της,
ενώ το νεοανεγειρόμενο κτίσμα της απέχει από το στην πραγματικότητα κοινό όριο
των ιδιοκτησιών μεγαλύτερη από την απαιτούμενη από το νόμο απόσταση.
Περαιτέρω η καθής, με προφορική δήλωση της που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα
με την παρούσα πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου, άσκησε νομότυπα
ανταίτηση (ΚΠολΔ 34, 115 παρ. 3, 356, 268 παρ. 1 και 4), η οποία ειδικότερα
αναπτύχθηκε με το εντός της παρασχεθείσας από το Δικαστήριο προθεσμίας
κατατεθέν σημείωμα της ισχυρισμών, και πρέπει να συνεκδικασθεί με την ειδική
αίτηση σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 34, 285 παρ. 1, 240 και 208 παρ. 5 του
ΚΠολΔ.
Άλλωστε, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρον 268, 686 παρ. 4 και 6, 687
παρ. 2 και 692 παρ. 1 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι ο καθού η αίτηση των ασφαλιστικών
μέτρων δικαιούται να ασκήσει ανταίτηση, ζητώντας τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων
υπέρ αυτού. Η ανταίτηση μπορεί να ασκηθεί προφορικά, με δήλωση του καθού -
ανταιτούντος καταχωριζομένη στα πρακτικά, είτε με τις προτάσεις του, με τον
περιορισμό ότι ο ισχυρισμός στον οποίο θεμελιώνεται η ανταίτηση προτάθηκε κατά
την προφορική συζήτηση της υπόθεσης (Π. Τζίφρας, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδ. 1985,
σελ. 381, ΜονΠρΛαρ 817/1983 ΕλλΔνη 25.414).
Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 111 παρ. 2, 118 παρ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το
δικόγραφο της αγωγής ή της αίτησης πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων, και
ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, η οποία συντελείται με τη σαφή,
ευκρινή, πλήρη και χωρίς αντιφάσεις έκθεση όλων των αναγκαίων κατά το νόμο
πραγματικών περιστατικών για τη συγκρότηση του αξιουμένου από τον ενάγοντα ή
τον αιτούντα δικαιώματος του. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής ή της αίτησης δεν
περιέχονται όλα τα παραπάνω περιστατικά, ή όταν αυτά περιέχονται ασαφώς ή
ελλιπώς, η έλλειψη αυτή δεν καθιστά νομότυπη την άσκηση της και είναι απορριπτέα
ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, η οποία δεν μπορεί να θεραπευθεί ούτε με τις
προτάσεις ούτε με την παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή από την εκτίμηση των
αποδείξεων. Το απαράδεκτο αυτό ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, ως
αναγόμενο στην προδικασία και είναι στοιχείο της αγωγής ή της αίτησης που αφορά
τη δημόσια τάξη (ΑΠ 483/1981 ΝοΒ 30.50, ΑΠ 915/1980 ΝοΒ 29.596, ΕφΘεσ
278/1990 ΕλλΔνη 31.1309, ΕφΠεφ 118/1995 ΕλλΔνη 36.1573, Μπέη, ΠολΔ αρθρ.
216, παρ. 11, σελ. 965). Εξάλλου, στην αγωγή ή στην αίτηση περί προστασίας της
νομής λόγω αποβολής, ο ενάγων ή αιτών έχει υποχρέωση να αναφέρει λεπτομερή
περιγραφή του πράγματος από το οποίο έγινε η αποβολή (Κων. Παπαδόπουλος,
Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, έκδ. 1989, σελ. 158). Ειδικότερα, εφόσον πρόκειται
για ακίνητο, πρέπει να προκύπτει σαφής περιγραφή αυτού κατά θέση, έκταση και
όρια, ώστε αυτό να εξατομικεύεται πλήρως και να μη γεννάται καμία αμφιβολία για
την ταυτότητα του, χωρίς παραπομπή σε άλλα έγγραφα (ΑΠ 559/1979 ΝοΒ 27.1598,
ΠολΠρΜυτ 11/1991 ΕλλΔνη 32.848), όπως λ.χ. σε τοπογραφικό σχεδιάγραμμα ή
τεχνική έκθεση, Στην περίπτωση αποβολής από τμήμα ακινήτου, σαφής περιγραφή
κατά τα ανωτέρω πρέπει να προκύπτει τόσο για το ακίνητο του οποίου το επίδικο
αποτελεί τμήμα όσο και για το ίδιο το τελευταίο (το τμήμα του μεγαλύτερου
ακινήτου), το οποίο φέρεται ως προσβαλλόμενο, προκειμένου να καταστεί δυνατή η
κατ` ουσίαν εξέταση της βασιμότητας του εισαγωγικού δικογράφου αλλά και, σε
περίπτωση παραδοχής της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας του, να καταστεί
δυνατή η άμεση εκτέλεση της δικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 943 του
ΚΠολΔ.
Με την ανταίτησή της η ανταιτούσα ζητά, επικαλούμενη επείγουσα περίπτωση και
άμεσο κίνδυνο ερίδων και διαπληκτισμών, να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα για την
προστασία της νομής της και να αναγνωρισθεί προσωρινώς νομέας και κάτοχος επί
ενός τμήματος του περιγραφομένου ακινήτου, εκτάσεως 15,62 τ.μ., "όπως αυτό
λεπτομερώς εμφαίνεται στο επικαλούμενο και προσκομιζόμενο τοπογραφικό
σχεδιάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Φλώρινας Β.Τ. και τη σχετική
συνοδεύουσα αυτό τεχνική έκθεση", από την οποία αποβλήθηκε παράνομα και
αυθαίρετα από τον και τη ανταίτησή περί τα μέσα Σεπτεμβρίου ενεστώτος έτους.
Υπό το προεκτεθέν περιεχόμενο, σύμφωνα με τα όσα σχετικώς αναφέρονται
παραπάνω στη μείζονα σκέψη, η ένδικη ανταίτησή παραδεκτώς φέρεται προς
συζήτηση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου καθ` ύλην και κατά τόπον Δικαστηρίου,
σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων (186 επ., 733, 734 και 29 του ΚΠολΔ, πλην
όμως δεν εκπληρώνει τους όρους του άρθρου 216 του ΚΠολΔ και μάλιστα τον όρο
για την ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της, καθώς, πέραν της εκτάσεως του
φερομένου ως καταληφθέντος τμήματος ακινήτου, δεν αναφέρεται σαφώς και δεν
προσδιορίζεται επακριβώς ούτε η θέση στην οποία βρίσκεται αυτό εντός του
μεγαλυτέρου ακινήτου ούτε τα όρια αυτού, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει με
σαφήνεια η ταυτότητα του και το Δικαστήριο να μην καθίσταται δυνατόν να εκδώσει
με σαφήνεια την απόφαση του. Επομένως, η ένδικη ανταίτησή είναι αόριστη και
πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, τα δε δικαστικά έξοδα πρέπει να
συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω εύλογης αμφιβολίας για την έκβαση της
δίκης (ΚΠολΔ 179).
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων (ένας για κάθε πλευρά), που
εξετάσθηκαν ενώπιον του ακροατηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την
παρούσα απόφαση πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου και εκτιμώνται αυτοτελώς και
σε συνδυασμό μεταξύ τους, ανάλογα με τη γνώση και το μέτρο της αξιοπιστίας
καθενός από αυτούς, τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους
έγγραφα, μεταξύ των οποίων και οι από την καθής επικαλούμενες και
προσκομιζόμενες φωτογραφίες, πλην του από Οκτωβρίου 1997 τοπογραφικού
διαγράμματος του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Α.Σ. και του υπ` αριθμ.
3185/9.11.2000 εγγράφου του Τμήματος Πολεοδομίας Φλώρινας, τα οποία, με βάση
την υποχρεωτικώς ισχύουσα στα ασφαλιστικά μέτρα προαπόδειξη και την υποχρέωση
επικλήσεως αυτών από τους διαδίκους, κατά τα σχετικώς εκτεθέντα στη μείζονα
σκέψη, δεν λαμβάνονται υπόψη, καθώς αφενός μεν δεν προσκομίσθηκαν εντός της
προθεσμίας που τάχθηκε προς τούτο από το Δικαστήριο, αφετέρου δε δεν γίνεται
επίκληση αυτών από κανέναν από τους διαδίκους, τις ομολογίες που συνάγονται από
το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων, τα διδάγματα της κοινής πείρας και
λογικής, που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο, και την
επιτόπια θεώρηση του επιδίκου πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα: Ο αιτών Μ.Β. και ο
αδελφός του Β.Ρ. είναι συννομείς, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος, ενός
οικοπέδου, εκτάσεως 220 τ.μ., το οποίο βρίσκεται εντός του οικισμού Πισοδερίου
Νομού Φλώρινας και συνορεύει Βόρεια με ιδιοκτησία Α.Β. (επί πλευράς 7,20 μ.),
Νότια με ιδιοκτησία Δ.Κ. (επί πλευράς 12,25 μ.), Ανατολικά με δημόσιο δρόμο (επί
πλευράς 22,70 α.) και Δυτικά με πρώην ιδιοκτησία Π.Κ. και νυν της καθής (επί
συνολικής πλευράς 26,60 μ. και με το οικόπεδο της καθής 10,42 μ.), του οποίου κατά
το έτος 1974 κατέστησαν συγκύριοι, δυνάμει του υπ` αριθμ. 13520/18.7.1974
δωρητηρίου συμβολαίου του τέως συμβολαιογράφου Φλώρινας Χ.Χ., ασκώντας
πράξεις επίβλεψης επ` αυτού. Κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2000 μάλιστα
αναγνωρίσθηκαν ως συννομείς του ως άνω επιδίκου ακινήτου από το σύζυγο της
καθής Δ.Δ. (βλ. επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από την καθής αντίγραφο του υπ`
αριθα. 109/10.7.2000 πρακτικού συμβιβασμού του παρόντος Δικαστηρίου) και περί
τα μέσα του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2000 προκειμένου να αποκαταστήσουν
την κατά το μήνα Οκτώβριο 1099 αποξηλωθείσα από την καθής περίφραξη που
οριοθετούσε τις ιδιοκτησίες τους, προβαίνοντας σε αναγκαστική εκτέλεση του ως
άνω πρακτικού, έφραξαν αυτό με σίδηρο πασσάλους και πλέγμα (βλ. και την
επισυναπτόμενη στο ως άνω αντίγραφο του πρακτικού από 11.9.2000 εντολή προς
επίδοση του πληρεξουσίου δικηγόρου αυτών). Κατά το μήνα Ιούνιο του έτους 2000,
προκειμένου να εκδοθεί οικοδομική άδεια για την ανέγερση από την καθής, επί του
ως άνω ομόρου οικοπέδου της διώροφης οικοδομής με υπόγειο και ανοίγματα
(παράθυρα, πόρτες) και εξώστες στον εξωτερικό τοίχο αυτής προς το οικόπεδο της
συννομής του αιτούντος, συντάχθηκε το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από τον
αιτούντα διάγραμμα κάλυψης, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και τοπογραφικό
διάγραμμα, από το οποίο πιθανολογείται ότι, για την έκδοση οικοδομικής άδειας (της
υπ` αριθ. 235/2000 του Τμήματος Πολεοδομίας Φλώρινας), ως απόσταση μεταξύ των
δύο όμορων οικοπέδων εμφανίσθηκε αυτή των 2,05 μέτρων. Η καθής προέβη σε
εργασίες ανέγερσης οικοδομής επί του ακινήτου της μέχρι τον οικοδομικό σκελετό
αυτής, όμως δεν τήρησε την από το νόμο απαιτούμενη απόσταση των 2,5 μέτρων από
το όριο του οικοπέδου του αιτούντος, απέχοντας από αυτό αποστάσεις 2 έως 1,70
μέτρων (βλ. το υπ` αριθμ. πρωτ. 3071/2.11.2000 έγγραφο της Πολεοδομίας
Φλώρινας). Σημειωτέον δε ως εκ περισσού ότι η παραπάνω απόσταση έπρεπε να
τηρηθεί, έστω και αν η οικοδομή ανεγείρεται με βάση το υφιστάμενο και ισχύον για
τα σεισμόπληκτα κτίσματα νομοθετικό καθεστώς, το οποίο προβλέπει την κατασκευή
ίσου όγκου και εμβαδού οικοδομής με την κατεδαφισθείσα, ως προς δε τα λοιπά, και
ειδικότερα ως προς την τήρηση των νόμιμων αποστάσεων, ισχύουν οι διατάξεις του
Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού. Για το λόγο αυτόν άλλωστε, με βάση την
παραπάνω δηλωθείσα απόσταση των 2,95 μέτρων, επετράπη η διάνοιξη ανοιγμάτων
και κατασκευή εξωστών στον παραπάνω εξωτερικό τοίχο της οικοδομής της καθής.
Κυρίως δε από την επιτόπια θεώρηση του επιδίκου, η οποία διενεργήθηκε στις
31.10.2000, και την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την καθής παλαιά
φωτογραφία, η οποία έχει ληφθεί σε προγενέστερο χρόνο της κατεδάφισης από αυτήν
του προϋφισταμένου κτίσματος, όπως άλλωστε και η ίδια επικαλείται, στην οποία
απεικονίζεται η τότε υφιστάμενη κατάσταση της περίφραξης που οριοθετούσε τα δύο
οικόπεδα, δηλ. των συννομέων και του δικαιοπαρόχου της καθής Π. Ν., και την
αντιπαραβολή αυτής με τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες επίσης από την
καθής πρόσφατες φωτογραφίες, οι οποίες απεικονίζουν την υφιστάμενη σήμερα
κατάσταση της περιφράξεως, πιθανολογείται ότι αυτή έχει τοποθετηθεί και βρίσκεται
στη θέση που βρισκόταν και κατά το παρελθόν, τότε που οριοθετούσε τις ιδιοκτησίες
του αιτούντος και του δικαιοπαρόχου της καθής. Το κτηματολογικό διάγραμμα,
συνεπώς, της Κοινότητας Πισοδερίου, το οποίο καταρτίσθηκε κατά το μήνα
Ιανουάριο του έτους 1997, αποτύπωσε ως υφιστάμενη κατά το έτος αυτό κατάσταση,
αυτήν που εμφαίνεται στην ως άνω παλαιά φωτογραφία. Περαιτέρω, από το
συνδυασμό του επικαλούμενου και προσκομιζόμενου από την καθής
σχεδιαγράμματος του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Ν.Τ., το οποίο συντάχθηκε
κατά το μήνα Νοέμβριο του 2000, λαμβάνεται όμως υπόψη καθόσον προσκομίσθηκε
εντός της προθεσμίας που χορηγήθηκε από το Δικαστήριο για την προσκομιδή από
τους διαδίκους των σημειωμάτων των ισχυρισμών τους και των εγγράφων τους, στο
οποίο αποτυπώνεται α`) η περίφραξη όπως είναι την 1.11.2000, β`) η περίφραξη
όπως αποτυπώθηκε για την έκδοση της οικοδομικής άδειας και γ`) η περίφραξη όπως
έπρεπε να είναι σύμφωνα με την αποτύπωση του έτους 1097 που έγινε για την
Πολεοδομία Φλώρινας, με τα όσα παραπάνω αναφέρθηκαν σχετικά με την ορθώς
υφιστάμενη σήμερα θέση της οριοθετούσας τα δύο οικόπεδα περίφραξης,
πιθανολογείται ότι η καθής οικειοποιήθηκε και πρόσθεσε για την έκδοση της υπ`
αριθμ. 235/2000 οικοδομικής άδειας ένα τμήμα του οικοπέδου της συννομής του
αιτούντος και του αδελφού του, σχήματος τραπεζίου, με Νότια πλευρά 0,50 μέτρων
και Βόρεια 0,80 μέτρων επί της πλευράς που συνορεύουν τα δύο οικόπεδα 10,42
μέτρων, συνολικής έκτασης 6,773 τ.μ. Ειδικότερα, "οικειοποιήθηκε"και "πρόσδεσε"
μέρος του οικοπέδου τους σημαίνει ότι παράνομα και αυθαίρετα το εμφάνισε ως δικό
της κατά την έκδοση της οικοδομικής άδειας, με αποτέλεσμα, όσο ισχύει και
εφαρμόζεται η άδεια αυτή, με τη συνέχιση των εργασιών ανέγερσης της οικοδομής,
να τίθεται σε σοβαρή αμφιβολία και να παρεμποδίζεται και, συνεπώς, να
διαταράσσεται παράνομα και χωρίς τη θέληση των συννομέων η ακώλυτη και
ελεύθερη άσκηση της συννομής τους επί όλου του οικοπέδου τους. Με την ανέγερση
δε της οικοδομής επί του διευρυμένου κατά την οικειοποιούμενη έκταση του
αιτούντος ακινήτου της, με βάση την εκδοθείσα αυτήν άδεια, δημιουργείται
περαιτέρω μια διαρκής κατάσταση, εφόσον αφαιρείται από τον αιτούντα και τον
αδελφό του η δυνατότητα της ανά πάσα στιγμή καλύψεως όλου του ποσοστού που
αναλογεί σε ολόκληρο το οικόπεδο τους, ή η δυνατότητα ανεγέρσεως οικοδομής με
τους όρους που θα επέτρεπε ολόκληρο το οικόπεδό τους.
Συνεπώς, σύμφωνα με τα παραπάνω, και επειδή πιθανολογήθηκε ότι από τις
παραπάνω ενέργειες της καθής προέκυψαν έριδες και διαπληκτισμοί μεταξύ των
διαδίκων και ελλοχεύει τέτοιος κίνδυνος και στο μέλλον, πρέπει, προς αποτροπή
αυτού του κινδύνου, να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα για την προστασία της συννομής
του αιτούντος και του αδελφού του επί του οικοπέδου τους, να γίνει δεκτή η ένδικη
αίτηση ως βάσιμη και κατ` ουσίαν και να αναγνωρισθεί αυτός προσωρινώς
συννομέας του επιδίκου ακινήτου σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, μετά του αδελφού
του Β.Ρ. Επειδή δε το Δικαστήριο, κατά την κυριαρχική του κρίση, καθορίζει αυτό τα
ασφαλιστικά μέτρα που αρμόζουν σε κάθε περίπτωση (ΚΠολΔ 692 παρ. 1), πρέπει να
διαταχθεί η προσωρινή διακοπή των εργασιών επί της οικοδομής της καθής (ΚΠολΔ
731, 732) μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αγαθής για την κύρια
υπόθεση (ΚΠολΔ 693 παρ. 1), προκειμένου αυτή να κριθεί με τα εχέγγυα που παρέχει
η τακτική διαδικασία. Περαιτέρω, πρέπει να υποχρεωθεί η καθής να απέχει από κάθε
πράξη διατάραξης στο μέλλον, με απειλή εναντίον της προσωπικής, κράτησης και
χρηματικής ποινής (ΚΠολΔ 947 παρ. 1). 

ΠΟΛΥΜΠΡΩΤΧΑΝΙΩΝ 24/2005 - Επί προσβολής της νομής με αποβολή ή διατάραξη, επείγουσα περίπτωση που καθιστά αναγκαία τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων συντρέχει μόνον όταν απαιτείται να ρυθμιστεί επειγόντως η νομή προσωρινά, με δικαστική παρέμβασ

$
0
0

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ - ΝΟΜΗ

Επί προσβολής της νομής με αποβολή ή διατάραξη, επείγουσα περίπτωση που καθιστά αναγκαία τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων συντρέχει μόνον όταν απαιτείται να ρυθμιστεί επειγόντως η νομή προσωρινά, με δικαστική παρέμβαση.

- Επί προσβολής της..
νομής με αποβολή ή διατάραξη, επείγουσα περίπτωση που καθιστά αναγκαία τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων συντρέχει μόνον όταν απαιτείται να ρυθμιστεί επειγόντως η νομή προσωρινά, με δικαστική παρέμβαση. Τέτοια ανάγκη υπάρχει σε περίπτωση που οποιαδήποτε καθυστέρηση θα επιφέρει ουσιώδη βλάβη στο αντικείμενο της νομής, όχι όμως και αν υπάρχει κίνδυνος «διαπληκτισμών και ερίδων των διαδίκων» ή κίνδυνος ενσωμάτωσης τμήματος του επιδίκου στην ιδιοκτησία του καθ’ ου, πολλώ δε μάλλον εφόσον δε δημιουργείται μη αναστρέψιμη κατάσταση. 
- Σε περίπτωση που σκοπός του αιτούντος είναι η διασφάλιση των εμπραγμάτων και ενοχικών δικαιμάτων του χωρίς να συντρέχει ο κατά τα άνω επικείμενος κίνδυνος, τα ασφαλιστικα μέτρα είναι απορριπτέα και ο αιτών οφείλει να ακολουθήσει την οδό της τακτικής διαδικασίας. 



Διατάξεις:
KΠολΔ: 111, 117, 118, 216, 217, 682, 688, 
Αθηνά(Απόσπασμα)

Αριθμός 24/2005

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ

.... Από τις διατάξεις των άρθρων 111, 117, 118 αρ. 4, 216 § 1 και 217 ΚΠολΔ (εκ των οποίων τα δύο τελευταία αναφέρονται στην αγωγή, αλλά εφαρμόζονται σε κάθε εισαγωγικό δικόγραφο, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο), προκύπτει ότι για κάθε αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας, γενικά απαιτείται να αναφέρεται στο δικόγραφο, με ποινή απαραδέκτου που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως ως αναγόμενο στην προδικασία, μεταξύ άλλων και το αντικείμενο αυτού, κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο. Ειδικά για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, με τη μορφή της παροχής προσωρινής έννομης προστασίας, κατά συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων με αυτές των άρθρων 682 παρ.1 και 688 παρ.1 ΚΠολΔ, επιβάλλεται η συνοπτική αναφορά των πραγματικών περιστατικών που πιθανολογούν το δικαίωμα για την εξασφάλιση ή τη διατήρηση του οποίου ζητείται το ασφαλιστικό μέτρο ή την κατάσταση της οποίας ζητείται η ρύθμιση, καθώς και τη συνδρομή επείγουσας περίπτωσης ή επικείμενου κινδύνου. Οι δύο τελευταίες προϋποθέσεις (επείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος), που ορίζονται διαζευκτικά και αφορούν διαφορετικές κατηγορίες ασφαλιστικών μέτρων, είναι ουσιαστικές και όχι διαδικαστικές προϋποθέσεις. Η παράλειψη της συνοπτικής μνείας κάποιου από τα ανωτέρω στοιχεία, καθιστά την αίτηση αόριστη και, συνεπώς, απαράδεκτη και απορριπτέα. Συγκεκριμένα, επείγουσα περίπτωση είναι η ύπαρξη επείγουσας ανάγκης να ενεργοποιηθεί προσωρινά η έννομη σχέση, που αποτελεί την κύρια διαφορά. Υπό την έννοια αυτή, επείγουσα περίπτωση νοείται όταν ζητείται η προσωρινή επιδίκαση απαίτησης (άρθρα 728 επ. ΚΠολΔ), καθώς και η προσωρινή ρύθμιση κατάστασης (άρθρα 731 επ. ΚΠολΔ). 
Επί προσβολής της νομής με αποβολή ή διατάραξη, επείγουσα περίπτωση που καθιστά αναγκαία τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, συντρέχει όταν απαιτείται να ρυθμιστεί επειγόντως η νομή προσωρινά με δικαστική παρέμβαση, γιατί π.χ. Η πάροδος του χρόνου έως την άσκηση της κύριας αγωγής θα επιφέρει ουσιώδη βλάβη στο αντικείμενο της νομής, καθώς τα ασφαλιστικά μέτρα έχουν χαρακτήρα εξασφαλιστικό του δικαιώματος. Στην έννοια της επείγουσας περίπτωσης δεν περικλείεται και ο κίνδυνος «διαπληκτισμών και ερίδων των διαδίκων», αφού από τον κίνδυνο αυτό δεν μπορεί να επέλθει βλάβη του ασφαλιστέου δικαιώματος. Η συνήθης επίκληση στις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων νομής του κινδύνου διαπληκτισμών και συγκρούσεων αποτελεί νομικά αβάσιμο ισχυρισμό, αφού τα ασφαλιστικά μέτρα δεν αποτελούν αστυνομικό μέτρο, ώστε να δικαιολογείται η λήψη τους από μόνο τον κίνδυνο αυτό (ΑΠ 127/1973, ΝοΒ 1973.890, ΑΠ 60/1972 ΕΕΝ 39.379, ΕφΑθ 1173/1999 ΕλλΔνη 42.764, ΠολΠρΛαρ 67/1999 ΑρχΝομ 2000.546, Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, έκδ. 1996, τόμος Δ΄, άρθ. 682, αριθ.10 επ., Κ. Μπέη, ΠολΔ, άρθρο 689 παρ. 4, αριθ. 2, σελ. 31, Π. Τζίφρα, Ασφαλ. Μέτρα, έκδ. 1976, σελ. 22). Περαιτέρω, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 ΚΠολΔ), έχει την εξουσία να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως τη νομική βασιμότητα, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής, ως στοιχεία αναγόμενα στην προδικασία και αφορώντα τη δημόσια τάξη. Επομένως, στην περίπτωση που η αόριστη αγωγή (ή αίτηση ανάλογα) έγινε δεκτή στον πρώτο βαθμό κατ’ ουσίαν και ο εκκαλών παραπονείται με την έφεσή του για το γεγονός αυτό, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, διαπιστώνοντας με αυτεπάγγελτη έρευνα την αοριστία, εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση και απορρίπτει την αγωγή (ή την αίτηση) ως αόριστη και μάλιστα χωρίς ειδικό προς τούτο παράπονο και χωρίς εξ αυτού να θεωρείται ότι έλαβε υπόψη πράγματα μη προταθέντα. (ΕφΑθ 190/2000 ΕλλΔνη 41.837, ΕφΘεσ 539/2000 ΔΕΕ 2000.1150, ΕφΘεσ 440/1999 Αρμ ΝΓ.1101, ΕφΘεσ 643/1995 Αρμ ΜΘ.460). 
Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 66/2004 απόφασης του Ειρηνοδικείου Βάμου, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων για την προσωρινή ρύθμιση της νομής πράγματος (άρθρα 682, 733 και 734 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη (άρθρα 18 παρ.2, 495 παρ.1, 511, 518 παρ.2, 532 και 734 παρ.3 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι ασκήθηκε πριν την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στην εκκαλούσα (βλ. την υπ’ αριθμ. ΧΧΧΧ/2004 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Χανίων ΧΧΧ). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 533, 686 επ. και 734 παρ. 3 ΚΠολΔ). Με το από 8.12.2004 δικόγραφο προσθέτων λόγων που κοινοποιήθηκε στον εφεσίβλητο τουλάχιστον τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης (βλ. την υπ’ αριθμ. ΧΧΧ 2004 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Χανίων ΧΧΧ), η εκκαλούσα άσκησε πρόσθετους λόγους έφεσης, οι οποίοι ασκήθηκαν σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμοι (άρθρο 520 ΚΠολΔ). Είναι δε παραδεκτοί, καθόσον αφορά κεφάλαιο της απόφασης που έχει εκκληθεί με την έφεση, διότι το ζήτημα της ύπαρξης ή μη επιλήψιμης νομής της εκκαλούσας επί του επιδίκου αποτελεί το ζήτημα της δίκης για τη νομή. Πρέπει επομένως να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς τη βασιμότητά τους κατά την ίδια διαδικασία, συνεκδικαζόμενοι με την υπό κρίση έφεση λόγω της μεταξύ τους συνάφειας (άρθρο 246 ΚΠολΔ). Με την από 17.5.2004 (αριθ. καταθ. 55/2004) αίτησή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Βάμου, κατ’ ορθή εκτίμηση αυτής, ο αιτών και ήδη εφεσίβλητος, επικαλούμενος αφενός δικαίωμα νομής του επί του περιγραφόμενου ακινήτου και αφετέρου παράνομη και αυθαίρετη αποβολή του από αυτό λόγω αντιποίησης της νομής του από την καθ’ ης (ήδη εκκαλούσα), καθώς και επείγουσα περίπτωση, συνιστάμενη στην απειλή διαπληκτισμών και στον κίνδυνο ενσωμάτωσης της επίδικης έκτασης στο ακίνητο της καθ’ ης, ζητούσε να αναγνωριστεί προσωρινά νομέας της επίδικης εδαφικής λωρίδας, να υποχρεωθεί η καθ’ ης να αποδώσει τη νομή της, να αφαιρέσει το συρματόπλεγμα που έχει τοποθετήσει σ’ αυτήν συμπεριλαμβάνοντάς την στο δικό της ακίνητο, να παραλείπει κάθε προσβολή στο μέλλον με την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής της κράτησης και να καταδικαστεί αυτή στα δικαστικά του έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’ αριθμ. 66/2004 εκκαλουμένη απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την παραπάνω αίτηση, και αναγνώρισε το αιτούντα προσωρινό νομέα μέρους του επιδίκου. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα η εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεσή της, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κακή εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς και για έλλειψη επείγουσας περίπτωσης προς λήψη ασφαλιστικών μέτρων, ζητεί δε την εξαφάνισή της ώστε να απορριφθεί η αίτηση. Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, η εν λόγω αίτηση με το προεκτεθέν περιεχόμενο πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη, αφού ο αιτών - εφεσίβλητος δεν επικαλείται με συγκεκριμένα περιστατικά την ύπαρξη επείγουσας περίπτωσης για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων νομής, και συγκεκριμένα, δεν επικαλείται επικείμενη βλάβη του επίδικου ακινήτου ή έστω επείγουσα ανάγκη χρήσης του, αλλά μάλλον αποβλέπει στην προστασία των δικαιωμάτων του (ενοχικών και εμπράγματων) επί αυτού, η οποία ωστόσο μπορεί να επιτευχθεί ασφαλώς με τακτική αγωγή. Εξάλλου, ο κίνδυνος ενσωμάτωσης της επίδικης έκτασης στο ακίνητο της αντιδίκου αποτελεί το αντικείμενο κάθε διαφοράς που αφορά αποβολή από τη νομή, χωρίς να συνιστά επείγουσα κατάσταση που απαιτεί λήψη ασφαλιστικών μέτρων, αφού μάλιστα δεν πρόκειται για μη αναστρέψιμη κατάσταση. Οι διαπληκτισμοί δε και οι συγκρούσεις που επικαλείται, ακόμα και εάν αποτελούν αληθή κατάσταση, δεν συνιστούν κίνδυνο που αφορά το επίδικο ακίνητο κατά την έννοια του άρθρου 682 § 1 ΚΠολΔ, αντίθετα από το προϊσχύον δίκαιο, που η συνδρομή του οριζόταν ρητά στο άρθρο 4 παρ.3 Ν. ΓΨΗΖ 2/1911. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκανε δεκτή την αίτηση, πιθανολογώντας όμως ύστερα από κατ’ ουσίαν εξέταση της υπόθεσης ότι υφίσταται επείγουσα περίπτωση, έκρινε εσφαλμένα, καθόσον η αίτηση ήταν απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω της παραπάνω αοριστίας της. Για το λόγο αυτό και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα της αοριστίας από το Δικαστήριο αυτό, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, πρέπει να δικαστεί περαιτέρω και να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση ως αόριστη. Τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εφεσίβλητου λόγω της ήττας του (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό... 

Απόφαση 1158/2010 (ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ) ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΚΙΔΑΣ - ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΧΡΗΣΗΣ ΚΙΟΝΟΧΡΗΣΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ - ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ - ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ

$
0
0

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ - ΝΟΜΗ


Απόφαση 1158/2010 (ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ)
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΚΙΔΑΣ

Το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση α) της από 19-10-2009 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης 2077/20-10-2009) αίτησης του συλλόγου με την επωνυμία «...
...................» και των άλλων έντεκα (11) αιτούντων που αναφέρονται προηγουμένως, εναντίον του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΥΔΡΕΥΣΗΣ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΗΣ ΜΕΣΣΑΠΙΩΝ» (Δ.Ε.Υ.Α.Μ.) και β) της από 5-10-2009 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης 2229/5-11-2009) αίτησης του τοπικού συμβουλίου Νεροτριβιάς εναντίον του Δήμου Μεσσαπίων και της Δ.Ε.Υ.Α.Μ., δεδομένου ότι υπάγονται στην ίδια διαδικασία (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) και κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, ενώπιον του οποίου εκκρεμούν, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων από τη συνεκδίκαση των αιτήσεων αυτών (άρθρο 246 του ΚΠολΔ).
Ο σεβασμός και η προστασία των αξιών που συνθέτουν την υπόσταση του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος), ενώ οι συνταγματικές διατάξεις καθιερώνουν, επίσης, το δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος), το οποίο θεωρείται ως κύριο θεμελιώδες δικαίωμα. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 εδ. α του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας [η οποία αποτελεί το σύνολο των αξιών που απαρτίζουν την ουσία του ανθρώπου, ενώ, επίσης, στο δικαίωμα που θεμελιώνεται σ’ αυτήν (προσωπικότητα), το οποίο έχει διαπλαστεί από το νόμο ως ένα δικαίωμα–πλαίσιο, περικλείονται τα έννομα αγαθά της τιμής, της ζωής, της υπόληψης, της υγείας, της ελευθερίας, της σωματικής ακεραιότητας, του απορρήτου της ιδιωτικής ζωής, της εικόνας του προσώπου κ.λπ., τα οποία δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις, εκφάνσεις ή πλευρές του ενιαίου δικαιώματος της προσωπικότητας, έτσι ώστε η προσβολή οποιασδήποτε από τις εκφάνσεις αυτές να συνιστά ταυτόχρονα και προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας (ΑΠ 195/2007, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΕφΑθ 219/2007, ΕΦΑΔ 2008, 67, ΠΠρΑθ 29/2007, ΝοΒ 2007, 626, ΜΠρΧαλκ. 91/2004, ΝοΒ 2005, 320)], ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη εκείνου που προσβάλλει, ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον (ΑΠ 1143/2003, ΕλλΔνη 46, 394, ΕφΑθ 12154/1990, ΕλλΔνη 32, 1673, ΕφΑθ 1688/1998, ΕλλΔνη 39, 667, ΕφΑθ 2750/2006, ΝοΒ 2006, 1008). Συνακόλουθα, το άρθρο 57 του ΑΚ συνιστά μία γενική ρήτρα και αποτελεί συγκερασμό των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1, με συνέπεια στο δικαίωμα της προσωπικότητας να περιλαμβάνεται τόσο ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου που είναι και ο πυρήνας του δικαιώματος, όσο και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας.
Με τη διάταξη του άρθρου 57 του ΑΚ, η προστασία του δικαίου εκτείνεται και σ’ εκείνους τους συντελεστές που αποτελούν την ατομικότητα του προσώπου, είτε αυτοί αναφέρονται στην φυσική του υπόσταση (ζωή, σωματική ακεραιότητα, υγεία), είτε στην πνευματική, ηθική ή κοινωνική του ατομικότητα. Στην έννοια της προσωπικότητας περιέχονται, όπως προαναφέρθηκε, όλες εκείνες οι αστάθμητες αξίες που απαρτίζουν την ουσία του ανθρώπου και προστατεύονται όλα τα αγαθά που τη συγκροτούν, ειδικότερα, δε, μεταξύ άλλων, α) στοιχεία που αναφέρονται στη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα και την υγεία του προσώπου (σωματικά αγαθά), β) στοιχεία που ανάγονται στον ψυχικό και συναισθηματικό κόσμο του ανθρώπου (ψυχικά αγαθά), γ) στοιχεία που σχετίζονται με την ελευθερία προς ανάπτυξη της προσωπικότητας, δ) στοιχεία που συνδέονται με την τιμή του προσώπου, ε) στοιχεία του ιδιωτικού βίου και της σφαίρας του απορρήτου. Στην έννοια του δικαιώματος της προσωπικότητας περιλαμβάνονται όλα τα άυλα αγαθά, τα οποία είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με το πρόσωπο και ανήκουν σ’ αυτό, όπως είναι και η κοινωνική ατομικότητα του ανθρώπου. Από τα προαναφερόμενα απορρέει και το δικαίωμα χρήσης των κοινόχρηστων πραγμάτων (άρθρα 967, 968 – 970 του ΑΚ), όπως είναι και ο ατμοσφαιρικός αέρας, αλλά και μη κοινόχρηστων πραγμάτων (όπως, για παράδειγμα, νερά χωρίς ελεύθερη και αέναη ροή), τα οποία εντάσσονται στην ευρύτερη έννοια του περιβάλλοντος και συμπίπτουν σε ευρεία κλίμακα με τα σημαντικότερα περιβαλλοντικά αγαθά, συνιστώντας τόσο προϋπόθεση ζωής, όσο και στοιχεία για την εξασφάλιση ποιότητας ζωής. Εξάλλου, στο προστατευόμενο από το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος φυσικό περιβάλλον θα πρέπει να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνεται, ως στοιχείο αυτού, και το πόσιμο νερό. Η συνταγματική αυτή διάταξη, σύμφωνα με την οποία, η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα καθενός πολίτη, έχει αναγάγει το φυσικό περιβάλλον σε αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό (ΟλΣτΕ 1672/2005, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS), για τη διαφύλαξη του οποίου το Κράτος έχει υποχρέωση να λαμβάνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Με αυτή, ωστόσο, τη διάταξη, αν και επιβάλλονται σημαντικοί περιορισμοί στους ιδιοκτήτες των ακινήτων, που αποτελούν στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος, κατά παρέκκλιση των ορισμών του άρθρου 17 του Συντάγματος, δεν ανάγονται τα ακίνητα αυτά σε κοινής χρήσης πράγματα, κατά την έννοια των άρθρων 967 και 968 του ΑΚ, ώστε για το λόγο αυτό η κυριότητά τους να ανήκει στο Δημόσιο, σε Δήμο ή Κοινότητα και συνεπώς δεν αποκλείεται η κυριότητα των ακινήτων αυτών, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τα δάση, να ανήκει σε ιδιώτη.
Η αναγωγή του φυσικού περιβάλλοντος σε αυτοτελώς προστατευόμενο κοινόχρηστο αγαθό, καθιερώνει κοινωνικό δικαίωμα επί του περιβάλλοντος και η παράνομη παραβίαση του δικαιώματος απόλαυσης των περιβαλλοντικών αγαθών συνιστά παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του προσώπου που παρεμποδίζεται, η οποία παρέχει σε αυτόν τις προβλεπόμενες από τα άρθρα 57 και 59 του ΑΚ αξιώσεις για άρση της προσβολής και παύση αυτής στο μέλλον, καθώς και, αν υφίστανται οι σχετικές προϋποθέσεις, αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης (ΑΠ 1731/2006, ΝοΒ 2007, 353). Το βάθος του δικαι­ώματος της προσωπικότητας προσδιορίζεται εννοιολογικά και με τις διατά­ξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, παρ. 2 και παρ. 5, 24 παρ. 1 του Συντάγματος, ενώ η συ­μπεριφορά, με την οποία διαταράσσεται από τρίτους περιβαλλοντικό στοιχείο κατά τέτοιον τρόπο, ώστε είτε να αλλοιώνεται ή να καταργείται η κοινή ωφέ­λεια που πηγάζει από τη χρήση του συγκεκριμένου πράγματος, είτε να καθί­σταται αδύνατη η χρήση του στοιχείου αυτού, συνιστά παράνομη προσβολή κατά τις διατάξεις των άρθρων 57 και 970 του ΑΚ, όπως αυτές εμπλουτίζονται από το άρθρο 24 του Συντάγματος.
Επομένως, το δικαίωμα του ανθρώπου στη χρήση και την απόλαυση της ωφέλειας του ζωτικού χώρου του αποτελεί την ιδιωτικού δικαίου έκφανση της κατοχύρωσης από το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος του κοινωνικού δικαιώματος στο περιβάλλον, η συνταγματική, δε, διάταξη αυτή τριτενεργεί, έμμεσα, στις ιδιωτικές έννομες σχέσεις, μέσω των διατάξεων των άρθρων 57 και 967 επ. του ΑΚ. Η με οποιοδήποτε τρόπο προσβολή στοιχείου ζωτικού χώρου του ανθρώπου (ακτινοβολία, ρύπανση της ατμόσφαιρας και γενικότερα του περιβάλλοντος) συνιστά προσβολή του θεμελιώδους συνταγματικού δικαιώματος της αξίας του προσώπου, την οποία δεν μπορεί να νομιμοποιήσει οποιαδήποτε κανονιστική διάταξη της κοινής νομοθεσίας, αφού μια τέτοια διάταξη θα ήταν αντισυνταγματική και παράνομη. Η προστασία του δικαιώματος της προσωπικότητας μέσω των διατάξεων αυτών του ΑΚ απαιτεί τη συνδρομή των ακόλουθων προϋποθέσεων : Α) Προσβολή του δικαιώματος χρήσης που συνίσταται στη διατάραξη από τρίτους κάποιου περιβαλλοντικού στοιχείου κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αλλοιώνεται ή να καταργείται η κοινή ωφέλεια που πηγάζει από τη χρήση του συγκεκριμένου πράγματος ή προσβολή της υγείας (σωματικής ή ψυχικής) του προσώπου. Β) Παράνομος χαρακτήρας της προσβολής, δηλαδή ύπαρξη συμπεριφοράς αντίθετης με τις επιταγές ή απαγορεύσεις της έννομης τάξης, η οποία προσβάλλει την κοινή χρήση ή την κοινή ωφέλεια κοινού σε όλους ή κοινόχρηστου πράγματος ή τη σωματική ή την ψυχική υγεία του ατόμου. Η αξίωση που απορρέει από την προσβολή του δικαιώματος αυτού συνίσταται, εκτός των άλλων, στην άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, εφόσον υπάρχει βάσιμη απειλή επικείμενης προσβολής (προληπτική αξίωση για παράλειψη).
Για την άσκηση των αξιώσεων αυτών νομιμοποιείται ο χρήστης του συγκεκριμένου πράγματος ή το πρόσωπο (ως προς τα σωματικά ή ψυχικά αγαθά) που υπέστη την προσβολή, ο οποίος στην πρώτη περίπτωση θα πρέπει να βρίσκεται σε ορισμένη τοπική σχέση με το αντίστοιχο περιβαλλοντικό αγαθό. Τούτο, δε, διότι η παραδεκτή άσκηση αγωγής με αίτημα της προστασία της προσωπικότητας από το χρήστη του συγκεκριμένου στοιχείου του ζωτικού χώρου, το οποίο υφίσταται προσβολή, προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη έννομου συμφέροντος. Με δεδομένο ότι κάθε πρόσωπο, ως φορέας του δικαιώματος της προσωπικό­τητας, νομιμοποιείται να ζητήσει δικαστική προστασία για την προσβολή του δικαιώματος χρήσης και απόλαυσης των κοινών σε όλους και κοινόχρηστων πραγμάτων και προκειμένου να αποφευχθεί η άσκηση λαϊκής αγωγής (actiopopularis), η καθιέρωση της οποίας δεν βρισκόταν στους σκοπούς του νομοθέτη του αστικού δικονομι­κού δικαίου, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο ενάγων πρέπει να βρίσκεται σε ορισμένη τοπική σχέση με το βλαπτόμενο περιβαλλοντικό αγαθό. Συνήθως, όμως, μια σημαντική προσβολή του ζωτικού χώρου διαχέεται σε ευρύτερη περιοχή, με συνέπεια να διαθέτουν έννομο συμφέρον να ζητήσουν δικαστική προστασία όλοι οι κάτοικοι της περιοχής. Έννομο συμφέρον για την έγερση αγωγής και για την παρέμβαση σε εκκρεμή δίκη με αντικείμενο την προστασία του ζωτικού χώρου με βάση τη διάταξη του άρθρου 57 του ΑΚ, θα πρέπει να αναγνωριστεί και στα νομικά πρόσωπα (συλλογικούς φορείς), στο καταστατικό των οποίων προβλέπεται αντίστοιχος σκοπός, τα οποία βρίσκονται επίσης σε τοπική σχέση με το θιγόμενο περιβαλλοντικό αγα­θό και ενεργούν ως εκπρόσωποι των ατομικών δικαιωμάτων των μελών τους (για όλα τα προαναφερόμενα ζητήματα, βλ. ΠΠρΛαρ. 100/2007, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΠΠρΣαμ. 58/2008, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΠΠρΗρακλ. 109/2009, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΜΠρΚορινθ. 2449/2008, ΧρΙΔ 2009, 122, ΜΠρΗρακλ. 3064/2008, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΜΠρΧαν. 34/2009, ΝοΒ 2009, 513, ΜΠρΗρακλ. 2835/2009, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, όπου και άλλες παραπομπές στη σύμφωνη, με τις θέσεις αυτές, θεωρία και νομολογία). Εξάλλου, για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 57 του ΑΚ δεν αρκεί μόνον η προσβολή της προσωπικότητας κάποιου, αλλά απαιτείται, επιπλέον, η προσβολή να είναι παράνομη, τούτο, δε, συμβαίνει, κατά μία άποψη, όταν η προσβολή γίνεται κατά παράβαση ρητής διάταξης νόμου (ΑΠ 718/2001, ΕλλΔνη 42, 942), ενώ, σύμφωνα με άλλη άποψη, την οποία υιοθετεί ως ορθότερη το Δικαστήριο τούτο, και όταν υπάρχει οποιαδήποτε κοινωνικά απρόσφορη επέμβαση στη σφαίρα του συγκεκριμένου κάθε φορά αγαθού, η οποία λαμβάνει χώρα χωρίς δικαίωμα προς τούτο, ή με την άσκηση, μεν, δικαιώματος, το οποίο, όμως, είτε είναι μικρότερης σπoυδαιότητας σε σύγκριση με το προσβαλλόμενο, είτε ασκείται κάτω από περιστάσεις που καθιστούν την άσκησή του καταχρηστική, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 281 του ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος (ΑΠ 195/2007, ό.π., ΕφΑθ 12154/1990, ό.π., ΕφΑθ 1688/1998, ό.π., ΕφΑθ 6720/2000, ΕλλΔνη 43, 1495, ΕφΠατρ. 357/2004, Αχαϊκή Νομολογία 2005, 4, ΕφΠατρ. 662/2004, Αχαϊκή Νομολογία 2005, 11, ΠΠρΑθ 29/2007, ό.π., ΜΠρΧαλκ. 91/2004, ό.π.), δηλαδή δεν απαιτείται να είναι η συμπεριφορά που προσβάλλει τα αγαθά, απαγορευμένη από ειδική διάταξη νόμου, αλλά αρκεί το γεγονός ότι είναι βλαπτική και κοινωνικά απρόσφορη.
Ενόψει της σύγκρουσης των αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας των άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας, θα πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα έννομα αγαθά και συμφέροντα, ώστε να διακριβώνεται η ύπαρξη προσβολής του δικαιώματος της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της (ΑΠ 195/2007, ό.π.). Την ύπαρξη δικαιώματος για να ενεργήσει με τον επίμαχο επιβλαβή τρόπο υποχρεώνεται να προτείνει και να αποδείξει αυτός που το επικαλείται, κατ’ ένσταση, ενώ την ενδεχόμενη κατάχρηση του δικαιώματος αυτού ή την υστέρησή του σε σπουδαιότητα έναντι του προσβαλλομένου, μπορεί να προτείνει κατ’ αντένσταση ο ενάγων ή αιτών (ΕφΑθ 1688/1998, ό.π., ΕφΘεσ. 2/2006, Αρμ. 2006, 23, ΕφΔωδ. 24/2006, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΕφΑθ 5538/2006, ΝοΒ 2007, 1079, ΕφΑθ 7451/2006, ΔΕΕ 2007, 578, ΕφΑθ 8962/2006, ΕλλΔνη 2007, 1518, ΕφΑιγ. 48/2007, ΔΙΜΕΕ 2008, 70, ΜΠρΧαλκ. 91/2004, ό.π.). Τις αξιώσεις που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 57 του ΑΚ σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας μπορεί να ασκήσει ο προσβαλλόμενος όχι μόνο με τακτική αγωγή, αλλά και με αίτηση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για την προσωρινή ρύθμιση κατάστασης κατά τα άρθρα 731 επ. του ΚΠολΔ (ΜΠρΧαλκ. 91/2004, ό.π.). Ακόμη, η αξίωση για την παράλειψη της προσβολής του δικαιώματος της προσωπικότητας (άρθρο 57 παρ. 1 εδ. α του ΑΚ) προϋποθέτει, καταρχήν, την ύπαρξη προηγούμενης παράνομης προσβολής και αποβλέπει στην αποτροπή στο μέλλον νέων προσβολών, για την επανάληψη των οποίων συντρέχει βάσιμος κίνδυνος, είναι, όμως, δυνατό η αξίωση αυτή να ασκηθεί και προληπτικά, χωρίς, δηλαδή, να έχει προηγηθεί παράνομη προσβολή, πλην, όμως, επίκειται κίνδυνος επέλευσής της (ΕφΛαρ. 431/2000, Αρμ. 2001, 457, ΕφΘεσ. 2645/2002, Αρμ. 2004, 860). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη.
Η διάταξη προστατεύει, εκτός των άλλων, και την οικονομική ελευθερία, εφόσον βέβαια με αυτήν δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα των άλλων, δεν παραβιάζεται το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη. Έτσι, η επιχειρηματική δραστηριότητα, ως οικονομική ελευθερία, πρέπει να ασκείται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μην προσβάλλει την προσωπικότητα των άλλων, στην οποία περιλαμβάνεται και η αξίωση να ζει και να κινείται σε καθαρό και υγιές περιβάλλον. Για το λόγο αυτό, το σύγχρονο Κράτος υποβάλλει σειρά επιχειρηματικών δραστηριοτήτων σε προηγούμενη λήψη άδειας και σε έλεγχο τηρήσεως των όρων της. Η υποβολή της άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας σε προηγούμενη άδεια της Διοίκησης, αποτελεί εκδήλωση της εγγυητικής λειτουργίας του Κράτους και βέβαια δεν αποκλείει την δικαστική εξέταση της προσβολής της προσωπικότητας από την άσκηση της οικονομικής ελευθερίας. Ειδικότερη έκφανση της οικονομικής ελευθερίας αποτελούν οι εφαρμογές των σύγχρονων τεχνολογιών (γενετικά τροποποιημένα προϊόντα, φάρμακα, κεραίες κινητής τηλεφωνίας). Η γνώση των κινδύνων που προκύπτουν από τις δραστηριότητες αυτές είναι ακόμη ανολοκλήρωτη και ελλιπής, με αποτέλεσμα ο κοινός νομοθέτης και η Διοίκηση να ρυθμίζουν τις δραστηριότητες αυτές με βάση όχι αποδεδειγμένους κινδύνους, αλλά με βάση ενδείξεις επικινδυνότητάς τους. Ο κοινός νομοθέτης δεν είναι ελεύθερος να μην λάβει μέτρα για τις δραστηριότητες αυτές. Η υποχρέωσή του αυτή επιβάλλεται από το υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρο 28 παρ. 2 του Συντάγματος) κοινοτικό δίκαιο, ως υποχρέωση ανάπτυξης πολιτικών προφύλαξης.
Ειδικότερα, με το άρθρο 174 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 174 της Συνθήκης του Άμστερνταμ της 2ης.10.1997) ορίστηκε ότι η πολιτική της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος α) συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων, αα) της διατήρησης, προστασίας και βελτίωσης του περιβάλλοντος, ββ) της προστασίας της υγείας του ανθρώπου, γγ) της συνετής και ορθολογικής χρήσης των φυσικών πόρων, δδ) της προώθησης, σε διεθνές επίπεδο, μέτρων για την αντιμετώπιση των περιφερειακών ή παγκόσμιων περιβαλλοντικών προβλημάτων, β) αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας και στηρίζεται στις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης, της επανόρθωσης των καταστροφών του περιβάλλοντος, κατά προτεραιότητα στην πηγή, καθώς και στην αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Η αρχή της προφύλαξης εισήχθη στο κοινοτικό δίκαιο με τη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που υπογράφηκε στο Μάαστριχτ την 7η.2.1992, στο άρθρο 130Ρ . Νομοθετικός ορισμός της αρχής της προφύλαξης δεν υπάρχει, αν και έχουν διατυπωθεί τουλάχιστον δεκαεννέα (19) ορισμοί, ενώ δεν υπάρχει ομοφωνία για το αν η αρχή αυτή είναι δεσμευτικός νομικός κανόνας ή πολιτική αρχή. Η αρχή αυτή αφορά τη διαχείριση της επιστημονικής αβεβαιότητας ως προς την ύπαρξη και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κινδύνων που μπορούν να προκληθούν ιδίως από την κυκλοφορία αγαθών ή την ανάπτυξη έργων ή δραστηριοτήτων και εφαρμόζεται όταν υπάρχει αληθινή αβεβαιότητα ως προς τη διακινδύνευση και όχι σε περιπτώσεις, όπου υφίσταται επαρκής επιστημονική βάση για την αξιολόγηση της διακινδύνευσης και για την ύπαρξη και το βαθμό του κινδύνου. Στη διακήρυξη του Ρίο του έτους 1992 ορίστηκε ότι όταν υπάρχουν απειλές σοβαρής ή ανεπανόρθωτης ζημίας, η έλλειψη πλήρους επιστημονικής βεβαιότητας δεν θα χρησιμοποιείται ως λόγος για την αναβολή λήψης αποδοτικών μέτρων που προλαμβάνουν την περιβαλλοντική υποβάθμιση. Με αυτό το πνεύμα το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει αποφανθεί ότι κάθε φορά που υφίστανται αμφιβολίες ως προς τη συνδρομή ή τη σημασία κινδύνων για την ανθρώπινη υγεία, μπορούν να λαμβάνονται μέτρα προστασίας, χωρίς να αναμένεται να αποδειχθεί πλήρως το υπαρκτό και η σοβαρότητα των κινδύνων αυτών [Μονσάντο, Agricoltura Italia SpA, C-236/2001 (2003), ECR-08105, παρ. 11]. Υπό την αυστηρότερη εκδοχή της, η αρχή της προφύλαξης θεωρεί ότι μόνη η ύπαρξη ενδείξεων ως προς πιθανούς κινδύνους σοβαρής βλάβης, οι οποίοι δεν μπορούν να αποκλειστούν με βάση τα επιστημονικά πορίσματα, επιβάλλει τη λήψη περιοριστικών μέτρων στη κυκλοφορία αγαθών ή στην ανάπτυξη δραστηριοτήτων και υπό προϋποθέσεις δημιουργεί τεκμήριο ύπαρξης κινδύνου. Αλλά και στην περίπτωση αυτή δεν ορίζεται ποιος βαθμός κινδύνου πρέπει να τεκμαίρεται. Κατά την άποψη που το Δικαστήριο αυτό θεωρεί ορθότερη και προκειμένου η αρχή της προφύλαξης να μην καταστεί εργαλείο άλογης ανάσχεσης της έρευνας και της ανάπτυξης, πρέπει να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας ως εργαλείο ορθολογικής διαχείρισης του κινδύνου. Η συναγωγή της αρχής στηρίζεται, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, στη σοβαρότητα και το δυσεπανόρθωτο της βλάβης για την υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον και στο ενδεχόμενο οι βλάβες αυτές να προκαλούνται από δραστηριότητα, για την οποία, υπό τα εκάστοτε διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα, καταλείπεται επιστημονική αβεβαιότητα. Επομένως, δραστηριότητες, για τα αποτελέσματα των οποίων υπάρχει επιστημονική αβεβαιότητα λόγω έλλειψης επαρκούς επιστημονικής γνώσης, ελέγχονται από το Δικαστή ως προς το αν κατά την άσκησή τους λαμβάνουν τα μέτρα προφύλαξης που εξαλείφουν ή μειώνουν τους κινδύνους, έτσι ώστε να προστατεύεται η αξία και η υγεία του προσώπου που αποτελούν μείζονα ατομικά δικαιώματα, τα οποία προστατεύονται από το Σύνταγμα.
Η ύπαρξη άδειας της αρχής δεν εμποδίζει το Δικαστή να εξετάζει κάθε φορά αν αλλοιώνεται ή καταργείται η κοινή ωφέλεια, δηλαδή η απόλαυση ενός υγιούς περιβάλλοντος και ο Δικαστής, κατά την εξέταση αυτή, δεν υπερβαίνει τη δικαιοδοσία του, ούτε υποκαθιστά το νομοθέτη, κατά παράβαση του άρθρου 26 του Συντάγματος (για όλα τα προαναφερόμενα ζητήματα, βλ. ΠΠρΛαρ. 100/2007, ό.π., ΠΠρΣαμ. 58/2008, ό.π., ΠΠρΗρακλ. 109/2009, ό.π., ΜΠρΚορινθ. 2449/2008, ό.π., ΜΠρΗρακλ. 3064/2008, ό.π., ΜΠρΧαν. 34/2009, ό.π., ΜΠρΗρακλ. 2835/2009, ό.π., όπου και άλλες παραπομπές στη σύμφωνη, με τις θέσεις αυτές, θεωρία και νομολογία). Επίσης, είναι, μεν, αληθινό ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 692 παρ. 4 του ΚΠολΔ, τα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει να συνίστανται στην ικανοποίηση του δικαιώματος, η εξασφάλιση ή η διατήρηση του οποίου ζητείται. Η ικανοποίηση, συνεπώς, του δικαιώματος του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή η δημιουργία ουσιαστικής κατάστασης που ανταποκρίνεται προς την έννομη συνέπεια που προκύπτει από το δικαίωμα του ουσιαστικού δικαίου, βρίσκεται εκτός του ασφαλιστικού μέτρου (ΜΠρΑθ 15045/1989, Δίκη 21, 147). Ο κανόνας αυτός έχει εφαρμογή και στο ασφαλιστικό μέτρο της προσωρινής ρύθμισης κατάστασης (άρθρα 731 και 732 του ΚΠολΔ), το οποίο δεν διαφέρει κατά το σκοπό του από τα υπόλοιπα ασφαλιστικά μέτρα, αφού και αυτό συνδέεται τελολογικά με κάποιο δικαίωμα που πρέπει να προστατευθεί προσωρινά, προκειμένου να αποτραπεί η δημιουργία μέχρι την περάτωση της κύριας δίκης αμετάκλητων καταστάσεων που θα μπορούσαν να ματαιώσουν το σκοπό της δίκης αυτής (ΜΠρΑθ 1377/2004, ΝοΒ 2005, 305, ΜΠρΑθ 285/2007, ΕΦΑΔ 2008, 470). Με τη διάταξη αυτή, η ρύθμιση της οποίας υπαγορεύεται από τη φύση της προσωρινής δικαστικής προστασίας, τίθεται απαγορευτικός κανόνας, δεσμευτικός για το Δικαστήριο (ΜΠρΑθ 4629/2004, Αρμ. 2005, 250), κατά τον οποίο τα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει να συνίστανται σε ικανοποίηση του δικαιώματος, του οποίου ζητείται η εξασφάλιση ή η διατήρηση, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η, με ασφαλιστικά μέτρα, δημιουργία αμετάκλητων καταστάσεων στις σχέσεις των διαδίκων, έτσι που να ματαιώνεται ο τελικός σκοπός οριστικής δικαστικής προστασίας (ΜΠρΑθ 1377/2004, ό.π., ΜΠρΑθ 2090/2004, ΝοΒ 2005, 523, ΜΠρΑθ 4629/2004, ό.π.). Σκοπός, με άλλα λόγια, των ασφαλιστικών μέτρων είναι να τεθεί σε προσωρινή λειτουργία η επίδικη έννομη σχέση και όχι να ματαιωθεί ο πρακτικός σκοπός της κύριας δίκης, στην οποία και μόνο θα κριθεί οριστικά η έννομη σχέση. Ο κανόνας του άρθρου 692 παρ. 4 του ΚΠολΔ υποχωρεί μόνο στις ακραίες εκείνες περιπτώσεις, όπου πιθανολογείται κίνδυνος σημαντικής προσβολής της αξίας του ανθρώπου, η οποία διασφαλίζεται συνταγματικά (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος) και όχι απλώς περιουσιακών ζημιών (ΜΠρΑθ 1377/2004, ό.π., ΜΠρΑθ 4629/2004, ό.π.).
Ειδικότερα, τώρα, στην περίπτωση που η οφειλόμενη παροχή είναι εκπληρωτέα εφάπαξ και δεν υπάρχει μία διαρκής έννομη σχέση που να μπορεί να ρυθμιστεί για περιορισμένο χρονικό διάστημα, δεν μπορεί να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο η «προσωρινή» εκπλήρωση της προαναφερόμενης παροχής (ΜΠρΑθ 15611/1989, Δίκη 21, 874, ΜΠρΧαλκ. 585/1991, Δίκη 23, 264, ΜΠρΑθ 14726/1993, ΕλλΔνη 35, 1395, ΜΠρΑθ 11923/1998, ΝοΒ 46, 1480, ΜΠρΑθ 1377/2004, ό.π., ΜΠρΧαλκιδικ. 993/2006, Αρμ. 2007, 1378). Ως «διαρκείς», χαρακτηρίζονται οι συμβάσεις, στις οποίες κατά τη βούληση των μερών, η διάρκεια αποτελεί περιεχόμενο της παροχής (ΜΠρΧαλκ. 203/1991, Δίκη 1992, 223). Σε περίπτωση, κατά την οποία το ασφαλιστέο δικαίωμα απορρέει από διαρκή σύμβαση, νόμιμα ζητείται να εξακολουθήσει προσωρινά αυτή να βρίσκεται σε λειτουργία με τη λήψη του ασφαλιστικού μέτρου της προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης (άρθρα 731 και 732 του ΚΠολΔ), ώσπου να διεξαχθεί η κύρια δίκη. Η λήψη του ασφαλιστικού αυτού μέτρου δεν προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 692 παρ. 4 του ΚΠολΔ, ώστε να υπάρχει (απαγορευμένη) ικανοποίηση του δικαιώματος. Τούτο, δε, διότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται όταν η συμβατική παροχή είναι εκπληρωτέα εφάπαξ, πράγμα που σημαίνει ότι η διάταξη αυτή δεν αποτελεί θεσμοθετημένο εμπόδιο να ρυθμιστεί προσωρινά η κατάσταση όταν υπάρχει μία διαρκής έννομη σχέση. Ακριβώς, διότι λόγω της διάρκειας των παροχών της, η προσωρινή θέση της σε λειτουργία δεν θα συνεπάγεται και ολοσχερή εξόφληση της υποχρέωσης του οφειλέτη, αφού αυτή έχει τόση διάρκεια, όση και η έννομη σχέση, από την οποία απορρέει. Εξάλλου, η ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή ορισμένης πράξης, την οποία μπορεί να διατάξει το Δικαστήριο προσωρινά με τη διάταξη του άρθρου 731 του ΚΠολΔ, δεν ταυτίζεται με το αντικείμενο της ασφαλιστέας αξίωσης, αλλά είναι απλά ειδικότερη εκδήλωση μίας διαρκούς έννομης σχέσης που τίθεται σε προσωρινή λειτουργία (Μπέης, Πολιτική Δικονομία, γενικές αρχές και ερμηνεία άρθρων, τόμος V, 1983, άρθρο 692 αριθ. 4.2.4., σελ. 122-123, αριθ. 5.1.2., σελ. 137-138 και άρθρο 731 αριθ. 3.44., σελ. 771-772, Πανταζόπουλος, παρατηρήσεις στη ΜΠρΜυτ. 93/1986, Δίκη 17, σελ. 805, ΜΠρΠειρ. 2491/1982, ΝοΒ 31, 557, ΜΠρΑθ 15611/1989, Δίκη 21, 874, ΜΠρΧαλκ. 203/1991, ό.π., ΜΠρΑθ 41435/1999, ΕλλΔνη 2001, 249, ΜΠρΑθ 4629/2004, ό.π.). Για τους λόγους αυτούς, ορθά, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, γίνεται δεκτό ότι σε περίπτωση ρύθμισης διαρκών (συμβατικών ή νόμιμων) ενοχών για παροχή ή παράλειψη (τέτοια είναι και η υποχρέωση παράλειψης προσβολής της προσωπικότητας) είναι, κατά κανόνα, δυνατή η προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης, χωρίς τούτο να συνιστά ολοκληρωτική ικανοποίηση του αντίστοιχου δικαιώματος, δεδομένου ότι πρόκειται για ρύθμιση που έχει ως σκοπό να θέσει σε λειτουργία μία διαρκή έννομη κατάσταση, όπως είναι η προστασία της προσωπικότητας και η ρύθμιση αυτή δεν απολήγει σε ικανοποίηση της ασφαλιζόμενης απαίτησης, αφού είναι προσωρινή (ΜΠρΑθ 1347/1989, Δίκη 1989, 319, ΜΠρΑθ 15611/1989, Δίκη 1990, 874, ΜΠρΘεσ. 12162/1993, Αρμ 1994, 182, ΜΠρΒολ. 2785/2003, Αρμ. 2004, 679, ΜΠρΡοδ. 1842/2004, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΜΠρΑθ 1377/2004, ΝοΒ 2005, 305, ΜΠρΘεσ. 19938/2006, Αρμ. 2006, 1076, πρβλ. και ΜΠρΑθ 16255/1989, ΕλλΔνη 1990, 1546).
Οι αιτούντες επικαλούνται τη συνδρομή επείγουσας περίπτωσης και ζητούν, για τους λόγους που εκτίθενται ειδικότερα στα δικόγραφα των αιτήσεών τους, να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα με την ειδικότερη μορφή της προσωρινής ρύθμισης κατάστασης, ειδικότερα, δε, α) ως προς την από 19-10-2009 αίτηση, να απαγορευθεί προσωρινά στην καθ’ ης η αίτηση η διανομή μολυσμένου νερού στην περιοχή του Δήμου Μεσσαπίων που περιλαμβάνεται στο δίκτυό της, λόγω επικείμενου μη αναστρέψιμου κινδύνου βλάβης της υγείας των κατοίκων της περιοχής αυτής και να υποχρεωθεί προσωρινά η καθ’ ης η αίτηση να μεταφέρει στις δεξαμενές ύδρευσής της, με υδροφόρες, νερό που είναι κατάλληλο για οικιακή και βιομηχανική χρήση, ίσης ποσότητας με το διανεμόμενο, σε κάθε, δε, περίπτωση, τέσσερις χιλιάδες (4.000) κυβικά μέτρα νερού ημερησίως, να απειληθεί, σε βάρος της καθ’ ης η αίτηση, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα δημοσιευθεί, χρηματική ποινή, ποσού δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ και προσωπική κράτηση του νόμιμου εκπροσώπου της (Δημάρχου Μεσσαπίων) Αντωνίου Μπαζώτη, διάρκειας ενός έτους, για κάθε παράβαση, από την πλευρά της καθ’ ης η αίτηση, των διατάξεων της απόφασης που θα δημοσιευθεί και να καταδικαστεί η καθ’ ης η αίτηση στα δικαστικά τους έξοδα και β) ως προς την από 5-10-2009 αίτηση, να διαταχθεί ο πρώτος των καθ’ ων η αίτηση, ως προμηθευτής του πόσιμου νερού στο δημοτικό διαμέρισμα Νεροτριβιάς, να παύσει προσωρινά τη διανομή, στην περιοχή της Νεροτριβιάς που ανήκει διοικητικά σ’ αυτόν (πρώτο των καθ’ ων η αίτηση), υδάτων που προέρχονται από τις γεωτρήσεις του μολυσμένου, με υπερβαίνουσες κατά πολύ τις προβλεπόμενες από την Κ.Υ.Α. που αναφέρεται στην αίτηση ανώτατες επιτρεπόμενες τιμές σε εξασθενές χρώμιο, υδροφόρου ορίζοντα της περιοχής, να μεταφέρει στις δεξαμενές ύδρευσής του, με υδροφόρες, νερό που να είναι πόσιμο και κατάλληλο για οικιακή και βιομηχανική χρήση και να παύσει να χρεώνει και να εισπράττει από τους καταναλωτές κατοίκους και χρήστες πάγια τέλη και τίμημα για το προερχόμενο από τις μολυσμένες γεωτρήσεις νερό που διοχετεύθηκε ή διοχετεύεται σ’ αυτούς και, τέλος, να καταδικαστεί ο πρώτος των καθ’ ων η αίτηση στα δικαστικά έξοδα του αιτούντος.
Οι αιτήσεις αυτές αρμοδίως και παραδεκτά εισάγονται για να συζητηθούν στο Δικαστήριο τούτο, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682 παρ. 1, 683 παρ. 1 και παρ. 3 και 686 επ. του ΚΠολΔ), περαιτέρω, δε, κρίνονται νόμιμες. Στηρίζονται στις διατάξεις, οι οποίες μνημονεύονται στη μείζονα (νομική) σκέψη που προηγήθηκε, καθώς επίσης και σ’ εκείνες των άρθρων 200, 281, 288, 914 του ΑΚ, 7 παρ. 1, παρ. 2, παρ. 3 και παρ. 5 του νόμου 2251/1994, όπως έχει τροποποιηθεί με το νόμο 3587/2007 (για τη θεμελίωση των αιτήσεων και στις διατάξεις του νόμου για την προστασία των καταναλωτών, βλ. ΜΠρΘηβ. 923/2008, ΧρΙΔ 2009, 630, με παρατηρήσεις Ιακ. Βενιέρη, σε ΧρΙΔ 2009, σελ. 824 επ. = Δίκη 2009, 1022, με παρατηρήσεις Κων. Μπέη, σε Δίκη 2009, σελ. 1025 επ. = ΝοΒ 2009, 882, με παρατηρήσεις Βασ. Χειρδάρη, σε ΝοΒ 2009, σελ. 885 επ.), 4 παρ. 1 της κοινής απόφασης των Υπουργών α) Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, β) Εθνικής Οικονομίας, γ) Ανάπτυξης, δ) Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και ε) Υγείας και Πρόνοιας, με τον αριθμό Υ2/2600 της 21ηςΙουνίου 2001 (Φ.Ε.Κ. Β’ 892/11-7-2001) και με τίτλο «Ποιότητα νερού ανθρώπινης κατανάλωσης», σε συμμόρφωση προς την οδηγία 98/83/ΕΚ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 3ηςΝοεμβρίου 1998, όπως τροποποιήθηκε από την κοινή απόφαση των Υφυπουργών α) Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και β) Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τον αριθμό ΔΥΓ2/Γ.Π. οικ. 38295 της 22ηςΜαρτίου 2007 (ΦΕΚ Β’ 630/26-4-2007),  176, 731, 732 και 947 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθούν στη συνέχεια οι κρινόμενες αιτήσεις ως προς την ουσιαστική βασιμότητά τους.
Οι καθ’ ων η αίτηση, για την αντίκρουση των κρινόμενων αιτήσεων, με τα έγγραφα σημειώματά τους, εκτός από την αιτιολογημένη άρνηση των αιτήσεων και των πραγματικών περιστατικών που περιέχονται σ’ αυτές, προτείνουν και τους ακόλουθους ισχυρισμούς : Α) Ότι η πρώτη από τις αιτήσεις αυτές (από 19-10-2009) είναι αόριστη, διότι δεν διευκρινίζεται σ’ αυτήν από ποιο ή ποια δίκτυα δημοτικών διαμερισμάτων του Δήμου Μεσσαπίων λήφθηκαν δείγματα νερού, αλλά γενικά αναφέρεται το δίκτυο της Μεσσαπίας. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι η αίτηση κρίνεται επαρκώς ορισμένη, στο μέτρο που από το δικόγραφο της αίτησης προκύπτει ότι ορίζονται σ’ αυτήν τα μέτρα, η λήψη των οποίων ζητείται με την αίτηση αυτή, αναφέρονται σ’ αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που πιθανολογούν την αξίωση του ουσιαστικού δικαίου και την κατάσταση, της οποίας ζητείται η ρύθμιση με τα αιτούμενα μέτρα, καθώς επίσης και τα πραγματικά περιστατικά που συναρτώνται με την επείγουσα περίπτωση (άρθρο 688 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Β) Ότι οι αιτήσεις είναι απαράδεκτες, δεδομένου ότι δεν έχουν επέλθει βλαπτικές, ενδεχομένως, συνέπειες από την κατανάλωση νερού στους κατοίκους του Δήμου Μεσσαπίων. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με εκείνα που αναφέρονται στη μείζονα (νομική) σκέψη που προηγήθηκε, δεδομένου ότι οι αξιώσεις που απορρέουν από την προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας συνίστανται, εκτός των άλλων, στην άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, εφόσον υπάρχει βάσιμη απειλή επικείμενης προσβολής (προληπτική αξίωση για παράλειψη). Με άλλα λόγια, η αξίωση για την παράλειψη προσβολής του δικαιώματος της προσωπικότητας είναι δυνατό να ασκηθεί και προληπτικά, χωρίς, δηλαδή, να έχει προηγηθεί παράνομη προσβολή, όταν επίκειται κίνδυνος επέλευσής της. Γ) Ότι το τοπικό συμβούλιο Νεροτριβιάς δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να υποβάλλει την από 5-10-2009 αίτηση. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 3463/2006 «Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων», στους Δήμους και στις Κοινότητες που συστήθηκαν με το άρθρο 1 του νόμου 2539/1997, η εδαφική περιφέρεια κάθε οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης που καταργήθηκε και κάθε οικισμού που προσαρτήθηκε, αποτελεί υποδιαίρεση της ενιαίας εδαφικής περιφέρειας του νέου Δήμου ή της Κοινότητας και ονομάζεται «Τοπικό Διαμέρισμα» (άρθρο 2 παρ. 4), όργανα του τοπικού διαμερίσματος του Δήμου είναι α) το τοπικό συμβούλιο, τα μέλη του οποίου εκλέγονται με άμεση καθολική και μυστική ψηφοφορία, και β) ο πρόεδρος του τοπικού συμβουλίου (άρθρο 22 παρ. 1), τα τοπικά, δε, συμβούλια ασκούν συγκεκριμένες αρμοδιότητες, στα όρια του τοπικού διαμερίσματος, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η αποκατάσταση επείγοντος χαρακτήρα βλαβών των εσωτερικών δικτύων ύδρευσης, των αντλιοστασίων, των υδρομαστεύσεων και του συστήματος αποχέτευσης (άρθρο 129 παρ. 1, εδάφιο α, υποεδάφιο i). Από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι το τοπικό συμβούλιο Νεροτριβιάς, το οποίο αποτελεί όργανο του τοπικού διαμερίσματος Νεροτριβιάς του Δήμου Μεσσαπίων (το τοπικό αυτό διαμέρισμα περιλαμβάνει την εδαφική περιφέρεια της τέως Κοινότητας Νεροτριβιάς, η οποία καταργήθηκε με το νόμο 2539/1997 και υπάχθηκε στο Δήμο Μεσσαπίων), στο πλαίσιο, δε, των αρμοδιοτήτων του τοπικού συμβουλίου, οι οποίες μεταξύ άλλων σχετίζονται και με την αποκατάσταση επείγοντος χαρακτήρα βλαβών των εσωτερικών δικτύων ύδρευσης, των αντλιοστασίων, των υδρομαστεύσεων και του συστήματος αποχέτευσης, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι το τοπικό συμβούλιο έχει τη δυνατότητα δικαστικής προάσπισης των συμφερόντων των κατοίκων του τοπικού διαμερίσματος, για ζητήματα που σχετίζονται με τις πιο πάνω αναφερόμενες αρμοδιότητές του (άρα, και στην προκείμενη περίπτωση, κατά την οποία το ζήτημα που αναφύεται, σχετίζεται με την ποιότητα του νερού που καταναλώνεται από τους κατοίκους του τοπικού αυτού διαμερίσματος), δεδομένου ότι η επιλογή αυτή υπηρετεί με συνέπεια τη δημοτική αποκέντρωση που υιοθετεί ο νόμος 3463/2006 και την καλύτερη και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των τοπικών υποθέσεων, με τελικό στόχο την άμεση και πληρέστερη προάσπιση των συμφερόντων των δημοτών- κατοίκων του τοπικού διαμερίσματος.
Από τις ένορκες εξετάσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, Αθανασίου Παντελόγλου του Παντελή, Θεοδώρου Θέμελη του Ηλία και Ιωάννη Ρουμπή του Γεωργίου που κατέθεσαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και εκτιμώνται αυτοτελώς και σε συνδυασμό μεταξύ τους και προς τις υπόλοιπες αποδείξεις, κατά το λόγο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα και από όλα, χωρίς εξαίρεση, τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι νομότυπα προσκομίζουν και επικαλούνται, πιθανολογούνται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Το νερό που παρέχεται στην περιοχή του Δήμου Μεσσαπίων Εύβοιας από τους καθ’ ων η αίτηση (Δήμο Μεσσαπίων και Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης – Αποχέτευσης Μεσσαπίων) μέσω του υδροδοτικού δικτύου της περιοχής, το οποίο (νερό) προέρχεται από γεωτρήσεις στην περιφέρεια του Δήμου αυτού, δεν είναι υγιεινό ούτε ασφαλές και εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την υγεία των περίπου 20.000 κατοίκων – καταναλωτών πόσιμου νερού στην περιοχή. Τούτο, δε, διότι σε αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν από την άνοιξη και το θέρος του έτους 2009 μέχρι και το χειμώνα του έτους 2009–2010, διαπιστώθηκε η ύπαρξη εξασθενούς χρωμίου στο πόσιμο νερό, σύμφωνα με τον πίνακα που παρατίθεται στη συνέχεια, στον οποίο ενδεικτικά καταγράφονται ορισμένες από τις μετρήσεις που έχουν λάβει χώρα στην περιοχή του Δήμου Μεσσαπίων Εύβοιας, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα :

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΞΕΤΑΣΗΣ
ΤΙΜΗ ΧΡΩΜΙΟΥ (μg/lt)
ΤΙΜΗ ΕΞΑΣΘΕΝΟΥΣ ΧΡΩΜΙΟΥ (μg/lt)
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΑΛΥΣΗΣ
ΒΡΥΣΗ, ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΔΑΦΝΗ
28-1-2010

29
Ι.Γ.Μ.Ε.
ΠΛΑΤΕΙΑ ΧΩΡΙΟΥ «ΒΡΥΣΗ»
28-1-2010

14
Ι.Γ.Μ.Ε.
Δ.Δ. ΔΑΦΝΗΣ
11-1-2010
19,8
19,6
ΧΗΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ  ΛΙΒΑΔΕΙΑΣ
Δ.Δ. ΝΕΡΟΤΡΙΒΙΑΣ
11-1-2010
6,4


ΠΗΓΗ ΣΤΗ ΘΕΣΗ «ΝΕΡΑΚΙ»
1-12-2009

25
Ι.Γ.Μ.Ε.
ΠΗΓΗ ΣΤΗ ΘΕΣΗ «ΣΚΟΡΠΟΝΕΡΙ»
1-12-2009

12
Ι.Γ.Μ.Ε.
ΠΗΓΗ ΣΤΗ ΘΕΣΗ «ΧΙΟΝΟΠΟΔΑΚΙΑ»
1-12-2009

17
Ι.Γ.Μ.Ε.
ΠΗΓΗ ΣΤΗ ΘΕΣΗ «ΔΕΣΠΟΤΗ ΒΡΥΣΗ»
1-12-2009

20
Ι.Γ.Μ.Ε.
ΠΗΓΗ ΣΤΗ ΘΕΣΗ «ΠΕΤΡΑ»
22-10-2009

30
Ι.Γ.Μ.Ε.
ΒΡΥΣΗ, ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗ
22-10-2009

31
Ι.Γ.Μ.Ε.
ΠΗΓΗ ΣΤΗ ΘΕΣΗ «ΛΟΥΤΣΙΤΣΑ»
22-10-2009

28
Ι.Γ.Μ.Ε.
ΠΗΓΗ ΣΤΗ ΘΕΣΗ «ΚΟΠΛΑ»
22-10-2009

19
Ι.Γ.Μ.Ε.
Δ.Δ. ΝΕΡΟΤΡΙΒΙΑΣ
22-10-2009

16
Ι.Γ.Μ.Ε.
ΠΛΑΤΕΙΑ ΧΩΡΙΟΥ ΒΡΥΣΗ
22-10-2009

18
Ι.Γ.Μ.Ε.
ΠΗΓΗ ΣΤΗ ΘΕΣΗ «ΛΟΥΤΣΙΤΣΑ»
22-10-2009

28
Ι.Γ.Μ.Ε.
ΠΗΓΗ ΣΤΗ ΘΕΣΗ «ΠΑΛΙΑ ΒΡΥΣΗ»
22-10-2009

15
Ι.Γ.Μ.Ε.
ΔΙΚΤΥΟ ΣΤΗΝ ΚΑΣΤΕΛΛΑ
2-9-2009
29,8
28,4
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΝΔΡΕΟΥ
«ΛΟΥΤΣΙΤΣΑ», «ΠΕΤΡΑ», «ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ»
7-8-2009
23, 45, 29
20, 32, 25
POLLUTION CHEMISTS Ο.Ε.
«ΛΟΥΤΣΙΤΣΑ», «ΠΕΤΡΑ», «ΠΑΛΙΑ ΒΡΥΣΗ», «ΚΟΠΛΑ», «ΓΕΩΤΡΗΣΗ», «ΠΛΑΤΕΙΑ ΧΩΡΙΟΥ», ΒΡΥΣΗ – ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ «ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ»
6-8-2009
28, 36, 14, 21, 18, 18, 27
28, 34, 14, 14, 18, 16, 26
Ι.Γ.Μ.Ε.
1ΗΠΕΡΙΟΧΗ ΓΟΡΓΟΫΠΗΚΟΟΥ
13-8-2009
33,2
33
ΧΗΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΛΙΒΑΔΕΙΑΣ
2ΗΠΕΡΙΟΧΗ ΓΟΡΓΟΫΠΗΚΟΟΥ
13-8-2009
43,6
42
ΧΗΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΛΙΒΑΔΕΙΑΣ
3ΗΠΕΡΙΟΧΗ ΓΟΡΓΟΫΠΗΚΟΟΥ
13-8-2009
43,5
42
ΧΗΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΛΙΒΑΔΕΙΑΣ
4ΗΠΕΡΙΟΧΗ ΓΟΡΓΟΫΠΗΚΟΟΥ
13-8-2009
47,3
46
ΧΗΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΛΙΒΑΔΕΙΑΣ
Δ.Δ. ΚΟΝΤΟΔΕΣΠΟΤΙΟΥ
11-1-2010
17,9
17,8
ΧΗΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΛΙΒΑΔΕΙΑΣ
Δ.Δ. ΔΑΦΝΗΣ
11-2-2010
19,8
19,6
ΧΗΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΛΙΒΑΔΕΙΑΣ

Επισημαίνεται στο σημείο τούτο ότι για την ύπαρξη εξασθενούς χρωμίου στο πόσιμο νερό δεν προβλέπεται από τη νομοθεσία παραμετρική τιμή, παρά μόνο        –προβλέπεται από τη νομοθεσία (άρθρο 18, παράρτημα Ι, της κ.υ.α. με τον αριθμό Υ2/2600 της 21ηςΙουνίου 2001)– παραμετρική τιμή για το ολικό χρώμιο, η συγκέντρωση του οποίου στο πόσιμο νερό δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα 50 μικρογραμμάρια ανά λίτρο (50 μg/ltή 50 ppbpartsperbillion). Πιθανολογείται, επομένως, ότι η συγκέντρωση εξασθενούς χρωμίου στο διοχετευόμενο στην περιοχή του Δήμου Μεσσαπίων Εύβοιας νερό είναι ιδιαίτερα αυξημένη [βλ. και την από Ιούλιο του 2009 μελέτη των υδρογεωλόγων Β. Τσιούμα και Β. Ζοράπα και της χημικού μηχανικού Ε. Γκιντώνη του Ινστιτούτου Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (Ι.Γ.Μ.Ε.) με τον τίτλο «Αναγνωριστική υδροχημική – υδρογεωλογική μελέτη για τον προσδιορισμό της προέλευσης του χρωμίου στις υδρευτικές γεωτρήσεις του Δήμου Μεσσαπίων νομού Εύβοιας» στην οποία, μεταξύ άλλων, –σελ. 10 και 11– αναφέρεται ανίχνευση εξασθενούς χρωμίου σε δείγματα νερού από δίκτυο και γεωτρήσεις, με τιμές μεγαλύτερες των 24 μg/ltκαι ορισμένες, δε, περιπτώσεις και μεγαλύτερες των 50 μg/lt, καθώς επίσης και το από 10-6-2009 έγγραφο της Διεύθυνσης Περιβάλλοντος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Εύβοιας, στο οποίο περιέχεται πίνακας αναλύσεων του Τομέα Οικονομικής Γεωλογίας και Γεωχημείας του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, από τον οποίο –πίνακα– προκύπτει ότι έχει ανιχνευθεί εξασθενές χρώμιο σε γεωτρήσεις, πηγάδια και δίκτυο, με τιμές μεγαλύτερες των 50 μg/lt), με αποτέλεσμα η χρησιμοποίηση του νερού αυτού τόσο για πόση, όσο και για τις υπόλοιπες οικιακές ή βιομηχανικές χρήσεις, να εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την υγεία των καταναλωτών. Περαιτέρω πιθανολογείται ότι η παρουσία εξασθενούς χρωμίου στο πόσιμο νερό σε τόσο υψηλές τιμές συνδέεται με (ενδεχομένως, μη αναστρέψιμες ή δυσχερώς επανορθώσιμες) βλάβες του ανθρώπινου οργανισμού, όπως στομαχικές διαταραχές, παθήσεις των νεφρών και του ήπατος, ενώ από πολλές επιστημονικές έρευνες πιθανολογείται αυξημένος κίνδυνος καρκίνου μετά από έκθεση σε εξασθενές χρώμιο, κατά κύριο λόγο μέσω της εισπνοής, αλλά δευτερευόντως και μέσω της κατάποσης. Σε ό,τι αφορά το εξασθενές χρώμιο είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι αποτελεί ένωση του χρωμίου που συναντάται στο περιβάλλον αποκλειστικά, σχεδόν, ως προερχόμενο από δραστηριότητες του ανθρώπου (ανθρωπογενές) και συγκεκριμένα από βιομηχανικές χρήσεις (απόρριψη βιομηχανικών αποβλήτων, στην προκείμενη, δε, περίπτωση, πιθανολογείται ότι τούτο οφείλεται σε απόρριψη βιομηχανικών αποβλήτων από βιομηχανίες μετάλλων, χρωμάτων, βυρσοδεψεία κ.λπ.), προκάλεσε, δε, αυξημένο ενδιαφέρον η επίδρασή του στην ανθρώπινη υγεία, ιδιαίτερα μέσω του μηχανισμού της κατάποσης, περί τα μέσα της δεκαετίας του 1990 λόγω της υπόθεσης της πόλης Hinkleyστην Καλιφόρνια των Η.Π.Α. (υπόθεση «Erin Brockovitch»).
Η υπόθεση αυτή δίχασε τους ειδικούς σε θέματα τοξικότητας του χρωμίου, κυρίως επειδή η έκθεση στο εξασθενές χρώμιο έλαβε χώρα μέσω του πόσιμου ύδατος. Πολλοί ισχυρίστηκαν ότι ο τρόπος αυτός έκθεσης είναι λιγότερο επικίνδυνος σε σχέση με την εισπνοή, επειδή στο στομάχι το εξασθενές χρώμιο ανάγεται σε αδρανές τρισθενές χρώμιο. Ακόμη ισχυρίστηκαν ότι οι εκθέσεις σε εξασθενές χρώμιο ήταν πολύ μικρές και ότι τα στοιχεία που τις συνδέουν με τις ασθένειες των κατοίκων του Hinkley ήταν ανεπαρκή. Ωστόσο, άλλοι υποστήριξαν ότι υπάρχουν πολλά κενά στο θέμα της τοξικότητας του χρωμίου και ότι η τοξική μορφή του χρωμίου μπορεί να διεισδύσει σε κάθε τύπο κυττάρου και επομένως να προκαλέσει βλάβες σε πολλά και διαφορετικά όργανα. Χωρίς αμφιβολία, ωστόσο, έως ότου γίνει γνωστό με ποιόν, ειδικότερα, τρόπο οι διαφορετικές δόσεις και οι τρόποι έκθεσης σε εξασθενές χρώμιο επιδρούν σε διαφορετικούς πληθυσμούς, είναι πολύ νωρίς για να θεωρηθούν ακίνδυνες οι εκθέσεις στην ένωση αυτή χρωμίου, μέσω του πόσιμου ύδατος, ενώ είναι αναντίρρητο ότι η έκθεση σε εξασθενές χρώμιο από τον αέρα, ειδικότερα στον εργασιακό χώρο, είναι πιο σημαντική και επικίνδυνη για την πρόκληση νεοπλασματικών ασθενειών, αφού το εξασθενές χρώμιο έχει χαρακτηριστεί ως αποδεδειγμένα καρκινογόνος ένωση.
Μελέτες σε πειραματόζωα έδειξαν ότι η πόση νερού επιβαρυμένου με εξασθενές χρώμιο μπορεί να προκαλέσει καρκίνο του γαστρεντερικού συστήματος. Ωστόσο, δεν είναι ακόμη σαφές εάν τα επίπεδα εξασθενούς χρωμίου που εντοπίζεται σε πόσιμα ύδατα είναι ικανά να προκαλέσουν καρκίνο. Σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία για την Έρευνα του Καρκίνου (InternationalAgencyforResearchonCancerIARC) του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WorldHealthOrganizationWHO), το εξασθενές χρώμιο που προσλαμβάνεται με το νερό μετατρέπεται σε μεγάλο ποσοστό σε τρισθενές χρώμιο στο όξινο περιβάλλον του στομάχου, γεγονός που δεν επιτρέπει την περαιτέρω απορρόφηση του χρωμίου από τον οργανισμό, καθώς το τρισθενές χρώμιο δεν μπορεί να διαπεράσει την κυτταρική μεμβράνη. Σχετικά πρόσφατα (Μάιος 2007) ανακοινώθηκε από το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας (National Institutesof Health – NIH) των Η.Π.Α. ότι κατόπιν αιτήματος μελών του κοινοβουλίου της Καλιφόρνιας και μετά από τις ανησυχίες που προκάλεσε η προβολή της κινηματογραφικής ταινίας «Erin Brockovitch», πραγματοποιήθηκαν πειράματα με τρωκτικά (ποντικούς και επίμυες), στα οποία για δύο χρόνια παρεχόταν νερό με 14,3 έως 516 mg (χιλιοστογραμμάρια) Na2Cr2O7.2H2O/lt(διχρωμικά ανιόντα). Όπως είναι προφανές, οι συγκεντρώσεις αυτές είναι πολύ μεγάλες [ένα χιλιοστογραμμάριο (mg) ισοδυναμεί με χίλια μικρογραμμάρια (μg)]. Η μικρότερη αντιστοιχεί σε συγκέντρωση εξασθενούς χρωμίου περίπου δέκα φορές μεγαλύτερη από εκείνη του πλέον ρυπασμένου με εξασθενές χρώμιο νερού της Καλιφόρνιας (580 μg/lt) που κατανάλωναν οι κάτοικοι της πόλης Hinkley. Τα πειράματα έδειξαν γαστρεντερική απορρόφηση του εξασθενούς χρωμίου και την ανάπτυξη καλοήθων και κακοήθων όγκων σε σημεία και όργανα των πειραματόζωων, όπου πολύ σπάνια εμφανίζονται όγκοι (βλ. για όλες τις προαναφερόμενες πληροφορίες, ενδεικτικά, την από Νοέμβριο του 2007 μελέτη με τον τίτλο «Η χημική ένωση του μήνα : εξασθενές χρώμιο», αναρτημένη στο διαδικτυακό τόπο του Τμήματος Χημείας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών:
http://www.chem.uoa.gr/chemicals/chem_cr6.htm, την από 16 Μαΐου 2007 μελέτη, συνταγμένη στην αγγλική γλώσσα, με τον τίτλο «Εξασθενές χρώμιο σε πόσιμο νερό προκαλεί καρκίνο σε πειραματόζωα», αναρτημένη στο διαδικτυακό τόπο του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας των Η.Π.Α. :
http://www.nih.gov/news/pr/may2007/niehs-16.htmκαι την από Μάιο του 2009 έρευνα, συνταγμένη στην αγγλική γλώσσα, του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας των Η.Π.Α. με τον τίτλο «Το εξασθενές χρώμιο είναι καρκινογόνο σε αρουραίους και ποντίκια μετά από χρόνια έκθεση μέσω κατάποσης», δημοσιευμένη στο «EnvironmentalHealthPerspectives», Volume117, Number 5, May 2009, σελ. 716 – 722). Στο σημείο τούτο είναι απαραίτητο, ακόμη, να επισημανθεί ότι με την κοινή απόφαση των Υπουργών α) Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, β) Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, γ) Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, δ) Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και ε) Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με τον αριθμό 20488 της 19ηςΜαΐου 2010 (Φ.Ε.Κ. Β’ 749/31-5-2010) και με τίτλο «Καθορισμός Ποιοτικών Περιβαλλοντικών Προτύπων στον ποταμό Ασωπό και Οριακών Τιμών Εκπομπών υγρών βιομηχανικών αποβλήτων στη λεκάνη απορροής του Ασωπού», θεσπίστηκαν (βλ. τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του νόμου αυτού) Ποιοτικά Περιβαλλοντικά Πρότυπα (ΠΠΠ) για τον ποταμό Ασωπό, τους παραποτάμους του και τα ρέματα που βρίσκονται στην υδρογεωλογική λεκάνη του ποταμού Ασωπού, σύμφωνα με τα αντίστοιχα Πρότυπα που έχουν θεσπιστεί σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχετικά με τις ουσίες προτεραιότητας και ορισμένους άλλους ρύπους (Παράρτημα Α, Πίνακας 1), καθώς και για τις υπόλοιπες ουσίες και φυσικοχημικές παραμέτρους (Παράρτημα Α, Πίνακες 2−3), τα ΠΠΠ δίνονται σε όρους Ετήσιας Μέσης Συγκέντρωσης (ΕΜΣ – ΠΠΠ) και Μέγιστης Επιτρεπόμενης Συγκέντρωσης (ΜΕΣ – ΠΠΠ) (άρθρο 3 παρ. 2),  ενώ για κάθε δεδομένη επιφάνεια υδάτινης μάζας, η εφαρμογή της ΕΜΣ−ΠΠΠ σημαίνει ότι, για οποιοδήποτε αντιπροσωπευτικό σημείο παρακολούθησης εντός του ποταμού, ο ετήσιος αριθμητικός μέσος των μετρούμενων συγκεντρώσεων κατά τη διάρκεια του έτους δεν θα υπερβαίνει την αντίστοιχη οριακή τιμή (άρθρο 3 παρ. 3) και για κάθε δεδομένη επιφάνεια υδάτινης μάζας, η εφαρμογή της ΜΕΣ−ΠΠΠ σημαίνει ότι η μετρούμενη συγκέντρωση σε οποιοδήποτε αντιπροσωπευτικό σημείο παρακολούθησης εντός του ποταμού δεν υπερβαίνει την αντίστοιχη οριακή τιμή (άρθρο 3 παρ. 4). Στο Παράρτημα Α με τον τίτλο «Ποιοτικά Περιβαλλοντικά Πρότυπα», στον πίνακα 2 αυτού και με αύξοντα αριθμό 106, έχει καθοριστεί για το εξασθενές χρώμιο (χρώμιο VI) ποιοτικό περιβαλλοντικό πρότυπο σε όρο ετήσιας μέσης συγκέντρωσης 3 μικρογραμμάρια ανά λίτρο και σε όρο μέγιστης επιτρεπόμενης συγκέντρωσης 11 μικρογραμμάρια ανά λίτρο. Βέβαια, όπως προκύπτει από την κ.υ.α., σκοπός της είναι η προστασία, η αναβάθμιση και η αποκατάσταση της καλής κατάστασης, οικολογικής και χημικής, των υδάτων του ποταμού Ασωπού, των παραποτάμων του και των ρεμάτων που βρίσκονται στην υδρογεωλογική λεκάνη του Ασωπού ποταμού, ώστε η ποιότητα των υδάτων να είναι κατάλληλη για κάθε χρήση πλην της παραγωγής νερού για πόση και κολύμβηση, επομένως αφορά τα επιφανειακά ύδατα του ποταμού Ασωπού, των παραποτάμων του κ.λπ., όχι δε και τα υπόγεια ύδατα ή το νερό που προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση, πλην όμως η θέσπιση, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, ποιοτικού περιβαλλοντικού προτύπου σε ό,τι αφορά το εξασθενές χρώμιο σε όρους ετήσιας μέγιστης συγκέντρωσης (ΕΜΣ) και μέγιστης επιτρεπόμενης συγκέντρωσης (ΜΕΣ), αποτελεί αναμφίβολα ισχυρή ένδειξη για την επικινδυνότητα της ουσίας αυτής, όταν ανιχνεύεται στο νερό και αποτελεί ένα πρώτο βήμα, ώστε μετά από την επιστημονική έρευνα της επικινδυνότητας της ουσίας αυτής, να υπάρξει από την πολιτεία κανονιστική ρύθμιση, με τη θέσπιση παραμετρικής τιμής αναφορικά με τη συγκέντρωση της ουσίας αυτής και στο πόσιμο νερό. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, η ανίχνευση εξασθενούς χρωμίου στο πόσιμο νερό, ενόψει των προαναφερομένων, σε συγκέντρωση μέχρι και δύο (2) μικρογραμμάρια ανά λίτρο (μg/lt) δεν καθιστά μη ασφαλές το προϊόν αυτό (πόσιμο νερό), δεδομένου ότι η κατανάλωσή του ενσωματώνει αμελητέο στατιστικά κίνδυνο διακινδύνευσης και, με την έννοια αυτή, κίνδυνο ήσσονος σημασίας για τη ζωή και την υγεία των καταναλωτών πόσιμου νερού. Με βάση τις προαναφερόμενες ουσιαστικές παραδοχές, πιθανολογείται, συνακόλουθα, ότι υφίσταται στην προκείμενη περίπτωση προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας των φυσικών προσώπων – αιτούντων, αλλά και των φυσικών προσώπων – μελών των αιτούντων νομικών προσώπων [για την ενεργητική νομιμοποίηση των τελευταίων, βλ. τη μείζονα (νομική) σκέψη που προηγήθηκε], η οποία –προσβολή– συνίσταται αφενός μεν στη διακινδύνευση των έννομων αγαθών της ζωής και της υγείας των προσώπων αυτών, ως επιμέρους εκδήλωσης – έκφανσης ή πλευράς του ενιαίου δικαιώματος της προσωπικότητας, αφετέρου, δε, στην προσβολή του κοινωνικού αγαθού του φυσικού περιβάλλοντος και του δικαιώματος απόλαυσης των περιβαλλοντικών αγαθών και της ωφέλειας του ζωτικού χώρου, αφού διαταράσσεται από τους καθ’ ων η αίτηση περιβαλλοντικό στοιχείο κατά τέτοιον τρόπο, ώστε αλλοιώνεται ριζικά, μέχρι βαθμού πλήρους κατάργησης, η κοινή ωφέ­λεια που πηγάζει από τη κατανάλωση καθαρού, υγιεινού και ασφαλούς, μη ρυπασμένου και μη επικίνδυνου για την υγεία, πόσιμου ύδατος.
Η προσβολή αυτή του δικαιώματος της προσωπικότητας των προαναφερόμενων προσώπων είναι παράνομη, αφού οι καθ’ ων η αίτηση βαρύνονται με την υποχρέωση λήψης όλων εκείνων των μέτρων πρόνοιας και ασφάλειας και –με την υποχρέωση– τήρησης αντίστοιχων συναλλακτικών υποχρεώσεων κατά την οργάνωση της άντλησης και της διάθεσης πόσιμου ύδατος, ώστε τελικά να παρέχεται στους καταναλωτές – δημότες και κατοίκους της περιοχής του Δήμου Μεσσαπίων Εύβοιας, καθαρό, υγιεινό και ασφαλές, μη ρυπασμένο και μη επικίνδυνο για την υγεία, πόσιμο νερό, η παραβίαση, δε, της υποχρέωσης αυτής από τους καθ’ ων η αίτηση συνιστά επέμβαση, βλαπτική και κοινωνικά απρόσφορη, στη σφαίρα των πιο πάνω αναφερόμενων αγαθών, η οποία λαμβάνει χώρα χωρίς δικαίωμα προς τούτο, δηλαδή αποτελεί συμπεριφορά αντίθετη με τις επιταγές ή απαγορεύσεις της έννομης τάξης [ενόψει και της υποχρέωσης των καθ’ ων η αίτηση να παρέχουν ασφαλές προϊόν –πόσιμο νερό– κατά την έννοια του άρθρου 7 του νόμου 2251/1994, το οποίο καθιερώνει την προληπτική αντιμετώπιση των κινδύνων από ένα μη ασφαλές / επικίνδυνο προϊόν (ως τέτοιο, δε, θεωρείται ένα προϊόν, όταν υπό συνήθεις ή ευλόγως προβλέψιμες συνθήκες χρήσης, συμπεριλαμβανομένης της διάρκειάς της και της θέσης αυτού σε λειτουργία, της εγκατάστασής του και των αναγκών συντήρησής του, είτε δεν παρουσιάζει κανένα κίνδυνο, είτε παρουσιάζει κινδύνους ήσσονος σημασίας, οι οποίοι είναι συνυφασμένοι με τη χρήση του προϊόντος και οι οποίοι θεωρούνται αποδεκτοί, στο πλαίσιο μιας υψηλού βαθμού προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των προσώπων) και προβλέπει τη δέσμευση ή την απόσυρσή του], με αποτέλεσμα να γεννάται αξίωση που απορρέει από την προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας και συνίσταται στην άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, αφενός μεν ενόψει της προσβολής που έχει ήδη επέλθει, αφετέρου, δε, ενόψει εκείνης –προσβολής– που βάσιμα πιθανολογείται ότι υφίσταται κίνδυνος επανάληψής της. Οι πιο πάνω αναφερόμενες παραδοχές θα πρέπει να ιδωθούν και υπό το πρίσμα της αρχής της προφύλαξης, σύμφωνα με τη μείζονα (νομική) σκέψη που προηγήθηκε, δεδομένου ότι η επιστημονική αβεβαιότητα ως προς τη συνδρομή συγκεκριμένου κινδύνου για τη ζωή και την υγεία των ανθρώπων από την κατανάλωση νερού που περιέχει εξασθενές χρώμιο και μάλιστα πάνω από συγκεκριμένη τιμή συγκέντρωσης, δεν θα ήταν δικαιοπολιτικά, αλλά και δικαιοηθικά, επιτρεπτό να μετακυλίεται σε βάρος των πολιτών, με τη μορφή της αδράνειας της Πολιτείας να λάβει όλα τα απαιτούμενα μέτρα για τη διαφύλαξη της ζωής και της υγείας των πολιτών και του δικαιώματός τους να απολαμβάνουν το φυσικό περιβάλλον και τα επιμέρους περιβαλλοντικά αγαθά, απαλλαγμένα από επιβλαβείς ρύπους και μάλιστα από καρκινογόνες ουσίες. Επομένως, στο πλαίσιο της αρχής αυτής είναι επιβεβλημένο να ληφθούν μέτρα προστασίας, ακόμη και χωρίς να έχει αποδειχθεί πλήρως το υπαρκτό, η ένταση και η σοβαρότητα των κινδύνων για τη ζωή και την υγεία των κατοίκων – δημοτών του Δήμου Μεσσαπίων Εύβοιας από την κατανάλωση νερού, ενόψει της πιθανολογούμενης σοβαρότητας και του δυσεπανόρθωτου της βλάβης για την υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον και του ενδεχομένου οι βλάβες αυτές να προκαλούνται από την κατανάλωση νερού με συγκεντρώσεις εξασθενούς χρωμίου, όπως αυτές που μνημονεύονται προηγουμένως στο σκεπτικό της αυτής, για την οποία –κατανάλωση νερού– υπό τα διαθέσιμα αυτή τη στιγμή επιστημονικά δεδομένα, καταλείπεται ορισμένη επιστημονική αβεβαιότητα.
Συνακόλουθα, ενόψει και της συνδρομής επείγουσας περίπτωσης, οι αιτήσεις πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές, ως βάσιμες και κατ’ ουσίαν, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης αυτής. Επισημαίνεται ότι, σε σχέση με τα μέτρα που θα ληφθούν από το Δικαστήριο τούτο στο πλαίσιο της προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης (άρθρα 731 επ. του ΚΠολΔ), για την προστασία της προσωπικότητας των προαναφερόμενων φυσικών προσώπων, λαμβάνεται μέριμνα ώστε τα μέτρα αυτά να είναι α) κατάλληλα, δηλαδή πρόσφορα για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, β) αναγκαία, δηλαδή να συνιστούν μέτρα, τα οποία, σε συνάρτηση με άλλα μέτρα που θα ήταν δυνατό να ληφθούν, επάγονται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τους καθ’ ων η αίτηση και γ) αναλογικά, δηλαδή να τελούν σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια για τους αιτούντες να μην υπολείπεται της βλάβης που η λήψη των μέτρων αυτών συνεπάγεται για τους καθ’ ων η αίτηση. Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τη μείζονα (νομική) σκέψη που προηγήθηκε, τα μέτρα που λαμβάνονται δεν συνιστούν απαγορευμένη ικανοποίηση δικαιώματος (άρθρο 692 παρ. 4 του ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα των αιτούντων, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους (άρθρο 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), βαρύνουν τον καθ’ ου η από 19-10-2009 αίτηση και τους καθ’ ων η από 5-10-2009 αίτηση, σε ίσα μέρη καθέναν από αυτούς, οι οποίοι ηττώνται (άρθρα 176 και 180 παρ. 1 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Διατάσσει την ένωση και συνεκδίκαση α) της από 19-10-2009 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης 2077/20-10-2009) αίτησης του συλλόγου με την επωνυμία «............» και των άλλων έντεκα (11) αιτούντων που αναφέρονται προηγουμένως, εναντίον του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΥΔΡΕΥΣΗΣ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΗΣ ΜΕΣΣΑΠΙΩΝ» (Δ.Ε.Υ.Α.Μ.) και β) της από 5-10-2009 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης 2229/5-11-2009) αίτησης του τοπικού συμβουλίου Νεροτριβιάς εναντίον του Δήμου Μεσσαπίων και της Δ.Ε.Υ.Α.Μ.
Συνεκδικάζει τις αιτήσεις αυτές κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε ως απορριπτέο.
Δέχεται εν μέρει τις αιτήσεις.
Απαγορεύει προσωρινά στους καθ’ ων η αίτηση να διανέμουν στην περιοχή του Δήμου Μεσσαπίων Εύβοιας νερό για οποιαδήποτε χρήση (οικιακή και βιομηχανική), το οποίο να περιέχει εξασθενές χρώμιο σε συγκεντρώσεις μεγαλύτερες από δύο μικρογραμμάρια ανά λίτρο νερού (2 μg/lt).
Απειλεί σε βάρος του καθ’ ου η από 19-10-2009 αίτηση, σε περίπτωση που αυτός παραβαίνει το διατακτικό της απόφασης αυτής και για καθεμία παράβαση, χρηματική ποινή υπέρ των δανειστών (αιτούντων), το ποσό της οποίας ορίζει σε χίλια (1.000) ευρώ και προσωπική κράτηση του νόμιμου εκπροσώπου του καθ’ ου η αίτηση, τη διάρκεια της οποίας ορίζει σε ένα (1) μήνα.
Καταδικάζει τον καθ’ ου η από 19-10-2009 αίτηση στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των αιτούντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.
Καταδικάζει τους καθ’ ων η από 5-10-2009 αίτηση, σε ίσα μέρη καθέναν από αυτούς, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του αιτούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στη Χαλκίδα, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι τους, στις .....












Παρατηρήσεις στην ΜονΠρΧαλκ 1158/2010


Οι αποφάσεις που επικαλούνται την αρχή της αναλογικότητας για να αντιμετωπίσουν τη σύγκρουση του δικαιώματος απόλαυσης περιβαλλοντικών αγαθών με άλλα ιδιωτικά δικαιώματα εμφανίζονται όλο και συχνότερα στην ελληνική νομολογία. Προσφάτως μάλιστα αντιμετωπίζεται και το εξαιρετικά ενδιαφέρον ζήτημα της αξιοποίησης της αρχής της αναλογικότητας προς οριοθέτηση των περιορισμών ιδιωτικών δικαιωμάτων που δικαιολογούνται από την αρχή της προφύλαξης. Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει πάντως ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όχι μόνον για την μεγάλη κοινωνική και περιβαλλοντική σημασία του προβλήματος που αντιμετώπισε (της μόλυνσης του δικτύου ύδρευσης του Δήμου Μεσσαπίων Ευβοίας με εξασθενές χρώμιο), αλλά και λόγω της συλλογιστικής που ακολούθησε: το δικαστήριο δεν αρκέσθηκε στην επίκληση ερμηνευτικών αρχών στο σκεπτικό του, αλλά τις αξιοποίησε προκειμένου, στο πλαίσιο στάθμισης των συγκρουόμενων δικαιωμάτων, να εξειδικεύσει το περιεχόμενο της αξίωσης των αιτούντων να διασφαλίσει ο Δήμος Μεσσαπίων πόσιμο νερό με συγκεκριμένες προδιαγραφές.
Στη μείζονα σκέψη του, το δικαστήριο αναλύει εκτενώς τη θεμελίωση των ιδιωτικών δικαιωμάτων απόλαυσης των περιβαλλοντικών αγαθών και την αναγωγή τους σε συνταγματικές διατάξεις. Ενδιαφέρον είναι μάλιστα ότι το δικαστήριο, ενώ μνημονεύει αρχικά το δικαίωμα χρήσης των κοινών σε όλους και κοινόχρηστων πραγμάτων, το οποίο αποτελεί έκφανση του δικαιώματος της προσωπικότητας, αναφέρεται στη συνέχεια σε ένα, μάλλον ευρύτερο, «δικαίωμα του ανθρώπου στη χρήση και την απόλαυση της ωφέλειας του ζωτικού χώρου του», η αναγνώριση του οποίου αποτελεί συνέπεια του γεγονότος ότι το άρθρο 24 Συντ. «έχει αναγάγει το φυσικό περιβάλλον σε αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό». Η θέση αυτή απηχεί ενδεχομένως την άποψη που υποστηρίζεται σε θεωρία και νομολογία και αναγνωρίζει γενικό ιδιωτικό δικαίωμα στο περιβάλλον, περιεχόμενο του οποίου αποτελεί, μεταξύ άλλων, η χρήση όλων των φυσικών και τεχνητών αγαθών που συνθέτουν το ζωτικό χώρο του ανθρώπου[1].
Το δικαστήριο αξιοποιεί την κατοχύρωση των ιδιωτικών δικαιωμάτων σε συνταγματικές διατάξεις, προκειμένου, επικαλούμενο και την έμμεση τριτενέργεια των συνταγματικών κανόνων μέσω των διατάξεων του κοινού δικαίου, να κατοχυρώσει το ιδιωτικό δικαίωμα απόλαυσης των περιβαλλοντικών αγαθών τόσο από κρατικές προσβολές όσο και στο πλαίσιο της σύγκρουσης με άλλα ιδιωτικά δικαιώματα. Η αναγωγή του ιδιωτικού δικαιώματος σε συνταγματικές διατάξεις (η απόφαση αναφέρει τα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, παρ. 2 και παρ. 5, 24 παρ. 1 Συντ.) ενδυναμώνει την κανονιστική ισχύ του και το ενισχύει σε περίπτωση τυχόν στάθμισής του με άλλα δικαιώματα ή οριοθέτησης του πεδίου ενέργειάς του[2]. Η διατύπωση, βέβαια, του δικαστηρίου ότι «Η με οποιοδήποτε τρόπο προσβολή στοιχείου ζωτικού χώρου του ανθρώπου (ακτινοβολία, ρύπανση της ατμόσφαιρας και γενικότερα του περιβάλλοντος) συνιστά προσβολή του θεμελιώδους συνταγματικού δικαιώματος της αξίας του προσώπου, την οποία δεν μπορεί να νομιμοποιήσει οποιαδήποτε κανονιστική διάταξη της κοινής νομοθεσίας, αφού μια τέτοια διάταξη θα ήταν αντισυνταγματική και παράνομη», θα μπορούσε, στην ευρύτητά της, να συναντήσει επιφυλάξεις. Τούτο, διότι προσβολή στοιχείου του ζωτικού χώρου θα μπορούσε να επέλθει είτε κατά την άσκηση δραστηριότητας που επιδιώκει άλλον σκοπό δημόσιου συμφέροντος (λ.χ. η αποψίλωση μίας έκτασης ή η αποξήρανση μιας λίμνης προκειμένου να ανεγερθεί ένα αεροδρόμιο), είτε κατά την άσκηση δραστηριότητας που αποτελεί εκδήλωση άλλου συνταγματικά προστατευόμενου δικαιώματος (λ.χ. η ρύπανση του ατμοσφαιρικού αέρα ως αποτέλεσμα της λειτουργίας μιας βιομηχανίας). Η θέση ότι τέτοιου είδους προσβολές είναι, στο βαθμό που θίγουν στοιχείο του ζωτικού χώρου, πάντοτε παράνομες, θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι το δικαίωμα στο περιβάλλον κατισχύει ολοκληρωτικά σε κάθε περίπτωση σύγκρουσης, είτε με άλλα δικαιώματα είτε με άλλους κρατικούς σκοπούς[3].
Στην κρινόμενη περίπτωση, το δικαστήριο κλήθηκε να οριοθετήσει τις εξουσίες ιδιωτών που απορρέουν από το ιδιωτικό δικαίωμα απόλαυσης των περιβαλλοντικών αγαθών, σε σχέση, μεταξύ άλλων, και με ιδιωτικά δικαιώματα επενέργειας επί των ίδιων αγαθών. Η σύγκρουση του δικαιώματος χρήσης (και διαφύλαξης αλώβητων) των περιβαλλοντικών αγαθών, με άλλα ιδιωτικά δικαιώματα αποτελεί πεδίο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος σε θεωρία και νομολογία. Η περίπτωση αυτή διαφέρει από τις παραδοσιακές περιπτώσεις σύγκρουσης ομοειδών (εμπράγματων ή ενοχικών) δικαιωμάτων[4]. Στις τελευταίες συγκρούονται κατά κανόνα όμοιας φύσεως δικαιώματα, επί του αυτού αντικειμένου ή παρέχοντα αντίστοιχες εξουσίες· η σύγκρουση αντιμετωπίζεται με την αξιοποίηση χρονικών κατά βάση παραμέτρων (αρχή της χρονικής προτεραιότητας ή της πρόληψης), αποτέλεσμα δε της σύγκρουσης αυτής είναι η πλήρης αδρανοποίηση ορισμένων από τα συγκρουόμενα δικαιώματα, προς όφελος της άσκησης των άλλων. Αντιθέτως, στην περίπτωση της σύγκρουσης του δικαιώματος στο περιβάλλον με άλλα ιδιωτικά δικαιώματα, που παρέχουν εξουσία επιβλαβούς επενέργειας επί περιβαλλοντικών αγαθών, ζητούμενο είναι, κατ’ αρχήν, η εναρμόνιση της άσκησης των αντίρροπων δικαιωμάτων, ώστε να μη θυσιάζεται κανένα ολοκληρωτικά, αλλά αντιθέτως να διευκολύνεται η πραγμάτωση όσο το δυνατόν περισσότερων από τις εξουσίες που αυτά παρέχουν. Στο πλαίσιο αυτό, αναδεικνύεται η σημασία της αξιοποίησης της αρχής της αναλογικότητας, προκειμένου κάθε δικαίωμα να περιορισθεί ερμηνευτικά μόνο στο μέτρο που είναι απολύτως αναγκαίο για τη διασφάλιση της παράλληλης ικανοποίησης του συγκρουόμενου με αυτό δικαιώματος.
Η στάθμιση ανάμεσα στα συγκρουόμενα δικαιώματα εμφανίζεται ακόμη δυσχερέστερη στις περιπτώσεις δραστηριοτήτων, για τις επιπτώσεις των οποίων η γνώση είναι ακόμη ελλιπής, με αποτέλεσμα να μην είναι σαφείς, εξαιτίας του επιπέδου της επιστημονικής γνώσης, οι κίνδυνοι για τα περιβαλλοντικά αγαθά. Όπως ορθά επισημαίνει η απόφαση, στις περιπτώσεις αυτές, η υποχρέωση της έννομης τάξης προς αντιμετώπιση των ενδεχόμενων κινδύνων θεμελιώνεται στην, αναγόμενη στο κοινοτικό δίκαιο, αρχή της προφύλαξης[5]. Εν τούτοις, η εφαρμογή της αρχής οδηγεί ενδεχομένως στον περιορισμό της άσκησης άλλων δικαιωμάτων, με σκοπό την προστασία ενός αντίρροπου δικαιώματος, η βλάβη του οποίου από την άσκηση των περιοριζόμενων δικαιωμάτων δεν είναι βέβαιη, αλλά απλώς ενδεχόμενη, στο εγγύς ή το απώτερο μέλλον. Προτείνεται, δηλαδή, εν τέλει, ο περιορισμός ήδη υφιστάμενων δικαιωμάτων, χάριν ενός απλώς ενδεχόμενου μελλοντικού οφέλους. Τίθεται, εν όψει τούτου, το ερώτημα ως ποιο βαθμό μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένος ο περιορισμός (ενδεχομένως συνταγματικά προστατευόμενων) δικαιωμάτων, με στόχο την αποτροπή απλώς πιθανολογούμενων  και ενδεχόμενων επιβλαβών καταστάσεων.
Στην κατεύθυνση αυτή προτείνεται από θεωρία[6]και νομολογία  η αξιοποίηση, για την στάθμιση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων, της αρχής της αναλογικότητας[7]. Ο έλεγχος με βάση την αρχή της αναλογικότητας μπορεί πράγματι να αποτρέψει ακραίες ερμηνευτικές εκδοχές, στις οποίες θα οδηγούσε ο μονομερής προσανατολισμός στην αποτροπή κάθε ενδεχόμενου, οσοδήποτε απομακρυσμένου, μελλοντικού κινδύνου. Η προσφυγή στην αρχή της αναλογικότητας θα οδηγήσει σε έλεγχο της αναγκαιότητας κάθε συγκεκριμένου περιορισμού, με κριτήριο, μεταξύ άλλων, ότι αυτός επιβάλλεται στις προκείμενες περιπτώσεις όχι προς αποτροπή μίας βέβαιης βλάβης σε έννομα αγαθά άλλων, αλλά ενός απλώς ενδεχόμενου και πιθανολογούμενου κινδύνου. Στις αντίστοιχες αξιολογήσεις, θα πρέπει να συνεκτιμηθεί ο σκοπός που επιδιώκεται με τον περιορισμό στη συγκεκριμένη περίπτωση, και να σταθμισθεί το (πιθανολογούμενο) όφελος με την έκταση του (υπαρκτού) περιορισμού του αντίρροπου δικαιώματος. Σκοπός της στάθμισης θα πρέπει να είναι ο εντοπισμός ενός σημείου ισορροπίας ανάμεσα στην αποτροπή του ενδεχόμενου κινδύνου και στους υπαρκτούς περιορισμούς των αντίρροπων δικαιωμάτων.
Η δημοσιευόμενη απόφαση αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα προς αυτήν την κατεύθυνση, ιδιαίτερα διότι δεν αρκείται σε απλή επίκληση, αλλά εφαρμόζει στην κρινόμενη περίπτωση την αρχή της αναλογικότητας, για να αντιμετωπίσει τα ανακύπτοντα ζητήματα. Το δικαστήριο, καλούμενο να κρίνει αίτημα των αιτούντων να υποχρεωθεί ο καθ’ ου ΟΤΑ να διανέμει πόσιμο νερό με μηδενική περιεκτικότητα σε εξασθενές χρώμιο, μπορούσε, θεωρητικά να κινηθεί στο ευρύ πεδίο ανάμεσα στην αποδοχή του αιτήματος στο σύνολό του και στην απόρριψή του· Εν τούτοις, υπερέβη το δίλημμα της πλήρους ικανοποιήσεως ή της πλήρους αδρανοποιήσεως, εν όψει και της επιστημονικής αβεβαιότητας ως προς τις ακριβείς επιπτώσεις του εξασθενούς χρωμίου στον ανθρώπινο οργανισμό. Στην κατεύθυνση αυτή, αξιοποίησε δεδομένα της επιστημονικής έρευνας, συγκριτικά στοιχεία, κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές και κανονιστικές διατάξεις που ρύθμιζαν τα επιτρεπτά όρια εξασθενούς χρωμίου σε άλλες χρήσεις. Κατέληξε, έτσι, σε ένα αποδεκτό, κατά την κρίση του, όριο συγκέντρωσης εξασθενούς χρωμίου στο διανεμόμενο πόσιμο νερό, κρίνοντας ότι συγκέντρωση μικρότερη του ορίου αυτού«δεν καθιστά μη ασφαλές το προϊόν αυτό (πόσιμο νερό), δεδομένου ότι η κατανάλωσή του ενσωματώνει αμελητέο στατιστικά κίνδυνο διακινδύνευσης και, με την έννοια αυτή, κίνδυνο ήσσονος σημασίας για τη ζωή και την υγεία των καταναλωτών πόσιμου νερού». Με την κρίση του αυτή, το δικαστήριο προέβη σε inconcretoστάθμιση, συνεκτιμώντας τις ιδιαιτερότητες της εφαρμογής της αρχής της προφύλαξης και οδηγήθηκε σε μία αποτελεσματική, στη συγκεκριμένη περίπτωση, προστασία των δικαιωμάτων των αιτούντων, χωρίς να επιβάλει περιορισμούς εκτεινόμενους πέραν του απολύτως αναγκαίου μέτρου.

Ζαφείρης Τσολακίδης
Δρ.Ν.- Δικηγόρος
Λέκτορας Αστικού Δικαίου
Νομικής Αθηνών




[1]Βλ. Καράκωστα, Περιβάλλον και Δίκαιο, 2ηεκδ., 2006, σ. 323-324· Α. Καλαβρό, Προστασία των περιβαλλοντικών αγαθών και ευθύνη κατά τον Αστικό Κώδικα, 2009, σ. 153-154· ΠολΠρΑθ 29/2007, ΝοΒ 55 (2007), 626· ΜονΠρΚαλαμ 109/2003, ΝοΒ 52 (2004)· ΜονΠρωτΤρικ 496/2001 ΝοΒ 50 (2002), 153.
[2]Βλ. επί σχετικά Τσολακίδη, Η επίδραση της αναθεώρησης του άρθρου 24 Συντ. στο ιδιωτικό δίκαιο, στον τόμο: Γ. Παπαδημητρίου (επιμ)., Το άρθρο 24 του Συντάγματος μετά την αναθεώρησή του, 2002, σ. 156-157. Για την κανονιστική επιρροή του άρθρου 24 Συντ. στις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου βλ. και ΕφΑθ 2579/2003 ΕλλΔνη 44 (2003), 1423· ΜΠρΡεθ 186/2004, DeLege 2005, 84· ΜονΠρΒολ 1531/2002 ΕλλΔνη 43 (2002), 1497· ΜονΠρΚορ 2145/2002 ΕλλΔνη 44 (2003), 1246.
[3]Πρβλ. την υποστήριξη κατά περίπτωση αντίστοιχων θέσεων από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας: ΣτΕ 1526-1541/1981· 1239/1982· 2057/1994· 2242/1994· 3065/2001· 2855/2003· 1672/2005.
[4]Βλ. για την οριοθέτηση των παραδοσιακών περιπτώσεων σύγκρουσης Γαζή, Η σύγκρουσις των δικαιωμάτων, 1959, σ. 68 επ.· Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 3ηεκδ., 2002, § 23 αρ. 37· Λαδά, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου Ι, 2007, § 14 αρ. 16· Σημαντήρα, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου 4ηεκδ., 1988, αρ. 295· Μπαλή, Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου, 8ηεκδ., 1961, § 165, σ. 423 επ.· Σπυριδάκη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Α΄, 2007, σ. 207 επ.
[5]Για την αρχή της προφύλαξης βλ. ενδεικτικά Σιούτη, Εγχειρίδιο δικαίου περιβάλλοντος, 2003, σ. 48 επ.· την ίδια, ΠερΔικ 8 (2004), 455 επ.· Δελλή, Κοινοτικό Δίκαιο Περιβάλλοντος, 1998, σ. 88 επ., 119 επ.· Μπάλια, Η αρχή της προφύλαξης, 2005, passim, ιδίως σ. 94 επ.
[6]Βλ. ενδεικτικά Σιούτη, ΠερΔικ 8 (2004), 458· Παπακωνσταντίνου, ΠερΔικ 10 (2006), 228-229.
[7]ολΣτε 1264/2005· ΣτΕ 2544/2005· ΣτΕ 2601/2005· ΠολΠρΗρ 109/2009, NOMOS· ΠολΠρΛαρ 100/2007, ΠερΔικ 11 (2007), 587· ΜονΠρΗρ 2835/2009, NOMOS· ΜονΠρΚορ 2449/2008, ΧρΙΔ 9 (2009), 122, με παρατηρήσεις Τσολακίδη.

Ενδικοφανής προσφυγή: Πώς θα λύσετε τις διαφορές σας με την εφορία

$
0
0

ΣΕ ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ 3.297 ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

Ενδικοφανής προσφυγή: Πώς θα λύσετε τις διαφορές σας με την εφορία

«Οδηγός» από την Κ. Σαββαΐδου προς τους φορολογούμενους που θέλουν να προσφύγουν στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών...

Με άδεια χέρια φεύγουν σχεδόν εννέα στους δέκα φορολογούμενους που προσφεύγουν στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών του υπουργείου Οικονομικών αμφισβητώντας αποφάσεις επιβολής φόρων ή προστίμων της φορολογικής διοίκησης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων σε σύνολο 15.745 ενδικοφανών προσφυγών που υποβλήθηκαν στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών έως το τέλος Ιουνίου 2015, έγιναν δεκτές εν όλω ή εν μέρει μόλις 1.666 ή μόλις το 10,6%.
Οι υπόλοιπες 14.079 που αντιστοιχούν σε ποσοστό 89,4%, είτε απορρίφθηκαν είτε δεν εξετάστηκαν ποτέ και απορρίφθηκαν σιωπηρώς είτε βρίσκονται ακόμη σε εκκρεμότητα. Ειδικότερα σε εκκρεμότητα βρίσκονται 3.297 υποθέσεις, 5.202 υποθέσεις απορρίφθηκαν, ενώ 5.580 απορρίφθηκαν σιωπηρά καθώς δεν πρόλαβαν να εξετασθούν, γιατί εξέπνευσε η προβλεπόμενη από το νόμο προθεσμία χωρίς να ληφθεί απόφαση. Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, όποιος φορολογούμενος θεωρεί ότι αδικήθηκε από κάποια απόφαση επιβολής φόρου ή προστίμου της φορολογικής διοίκησης δεν έχει πλέον το δικαίωμα να προσφύγει απ'ευθείας στα διοικητικά δικαστήρια, αλλά είναι υποχρεωμένος να ασκήσει «ενδικοφανή προσφυγή» υποβάλλοντας σχετική αίτηση στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών του υπουργείου Οικονομικών. Στην περίπτωση αυτή καλείται να καταβάλει το 50% των αμφισβητούμενων ποσών ή να ζητήσει την αναστολή της καταβολής του για σοβαρούς λόγους οικονομικής αδυναμίας. Η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων δίνει απαντήσεις στα βασικότερα ερωτήματα των φορολογούμενων που θέλουν να προσφύγουν στην Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών:
1 Πότε και γιατί υποβάλλονται οι ενδικοφανείς προσφυγές;
Οι ενδικοφανείς προσφυγές υποβάλλονται για την επανεξέταση των πράξεων της φορολογικής διοίκησης στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Στόχος είναι η επίλυση των φορολογικών διαφορών σε σύντομες προθεσμίες, ώστε να επιτυγχάνεται η συντομότερη είσπραξη δημοσίων εσόδων και η αποσυμφόρηση των διοικητικών δικαστηρίων από υποθέσεις που μπορούν να επιλυθούν σε επίπεδο φορολογικής διοίκησης.
2 Ποια υπηρεσία είναι αρμόδια για την εξέταση των ενδικοφανών προσφυγών;
Η ενδικοφανής προσφυγή ασκείται ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της ΓΓΔΕ.
3 Σε ποιες περιπτώσεις και πώς μπορώ να υποβάλω ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών;
Ο υπόχρεος, εφόσον αμφισβητεί πράξεις, ρητές ή σιωπηρές, που εκδίδονται ή συντελούνται από 1/1/2014 και εφεξής σε βάρος του από τη Φορολογική Αρχή και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας οφείλει, πριν από την προσφυγή του στη Διοικητική Δικαιοσύνη, να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα επανεξέτασης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας. Η ενδικοφανής προσφυγή κατατίθεται στην αρμόδια φορολογική αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη. Για την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών δεν απαιτείται παράβολο.
4 Μπορώ να υποβάλω άλλου είδους διοικητική προσφυγή κατά των πράξεων που προσβάλλονται με την ενδικοφανή προσφυγή;
Όχι. Η άσκηση οποιασδήποτε άλλης διοικητικής προσφυγής κατά των υποκειμένων στην ενδικοφανή προσφυγή πράξεων των φορολογικών αρχών είναι απαράδεκτη.
5 Μπορώ να ασκήσω προσφυγή απευθείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια κατά των πράξεων που υπόκεινται σε ενδικοφανή προσφυγή;
Όχι. Η άσκηση προσφυγής απευθείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια κατά των υποκειμένων στην ενδικοφανή προσφυγή πράξεων των φορολογικών αρχών είναι απαράδεκτη.
6 Μέσα σε ποια προθεσμία μπορώ να ασκήσω ενδικοφανή προσφυγή;
Εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 30 ημερών που αρχίζει από την κοινοποίηση της πράξεως ή τη συντέλεση της παράλειψης. Η προθεσμία αυτή αναστέλλεται για το χρονικό διάστημα από την 1η έως την 31η Αυγούστου.
7 Σε ποια υπηρεσία θα καταθέσω την ενδικοφανή προσφυγή;
Η ενδικοφανής προσφυγή κατατίθεται στην αρμόδια φορολογική αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη.
8 Ποιος μπορεί να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή;
Η ενδικοφανής προσφυγή υποβάλλεται από τον υπόχρεο καθώς και από όλα τα ευθυνόμενα φυσικά πρόσωπα για την καταβολή του φόρου εκ μέρους του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας. Ειδικότερα, ασκείται:
  • για σχολάζουσα κληρονομιά από τον κηδεμόνα,
  • για επιδικία από τον προσωρινό διαχειριστή,
  • για μεσεγγύηση από το μεσεγγυούχο,
  • για πτωχεύσαντα από το σύνδικο,
  • για ανήλικο από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα ή τον επίτροπο και επί πλειόνων από τον έναν από αυτούς,
  • για πρόσωπο που τελεί σε δικαστική συμπαράσταση από το δικαστικό συμπαραστάτη,
  • για θανόντα φορολογούμενο από τους κληρονόμους του,
  • οι εκκαθαριστές για νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες σε εκκαθάριση,
  • τα πρόσωπα που είναι πρόεδροι, διευθυντές, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι, εντεταλμένοι στη διοίκηση και εκκαθαριστές των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων κατά το χρόνο της διάλυσης ή συγχώνευσής τους, καθώς και οι κατά τον χρόνο διάλυσης αυτών μέτοχοι ή εταίροι κεφαλαιουχικών εταιρειών, με ποσοστό συμμετοχής τουλάχιστον δέκα τοις εκατό.
9. Με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής αναστέλλεται η καταβολή του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης;
Με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής αναστέλλεται η καταβολή ποσοστού 50% του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης, υπό την προϋπόθεση ότι έχει ήδη καταβληθεί το υπόλοιπο 50%, εκτός αν υποβληθεί γι'αυτό και γίνει αποδεκτό αίτημα αναστολής. Η αναστολή δεν ισχύει επί του άμεσου προσδιορισμού του φόρου, καθώς και επί πράξης διοικητικού προσδιορισμού του φόρου, που εκδίδεται με βάση στοιχεία που έχουν παρασχεθεί από τον φορολογούμενο σε φορολογική του δήλωση.
10. Με ποιο τρόπο μπορώ να υποβάλω αίτημα αναστολής του καταβλητέου ποσοστού 50% του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης;
Ταυτόχρονα με την ενδικοφανή προσφυγή.
11. Σε ποιες περιπτώσεις μπορεί να γίνει δεκτό το αίτημα αναστολής;
Μόνο στην περίπτωση κατά την οποία κρίνεται ότι αυτό θα είχε ως συνέπεια ανεπανόρθωτη βλάβη για τον υπόχρεο.
12. Σε πόσες ημέρες εκδίδεται απόφαση επί του αιτήματος αναστολής;
Η απόφαση εκδίδεται εντός προθεσμίας 30 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της ενδικοφανούς προσφυγής. Σε διαφορετική απόφαση η αίτηση αναστολής θεωρείται ότι έχει απορριφθεί.
Της Μαρίας Βουργάνα/.http://www.imerisia.gr/

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ - ΠΩΣ ΒΡΙΣΚΟΥΜΕ

$
0
0

Προσδιορισμός Αντικειμενικής Αξίας



antikeimenikes-akseies-realestatevaluesΗ αντικειμενική αξία του ακινήτου σας είναι η αξία που ορίζει το κράτος ότι κοστίζει.
Mάθετε τώρα την αντικειμενική αξία του ακινήτου σαςγρήγορα εύκολα και με ελάχιστο κόστος χωρίς να επισκεφθείτε εφορίεςδικηγόρους ή συμβολαιογράφους.
Απλά επιλέξτε το ...
κατάλληλο πεδίο απο τα κατωτέρω: 
Αν πρόκειται για αξία ακινήτου που βρίσκεται μέσα σε οικισμό ή σε σχέδιο πόλεως τότε επιλέξτε ΑΚΙΝΗΤΑ ΕΝΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ-ΟΙΚΙΣΜΟΥ και καταχωρήστε τα δεδομένα σας στα αντίστοιχα πεδία.
Αν πρόκειται για αξία ακινήτου που βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως ή οικισμού, τότε επιλέξτε ΑΚΙΝΗΤΑ ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ-ΟΙΚΙΣΜΟΥ και καταχωρήστε τα δεδομένα σας στα αντίστοιχα πεδία.
Μη παραλείψετε να αφήσετε ένα ενεργό email ώστε να λάβετε την αντικειμενική αξία τουακινήτου σας ή να σας ειδοποιήσουμε αν χρειαστούμε περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με το ακίνητό σας.



 Μάθετε την αξία του Ακινήτου σας 

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ ΓΙΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΕΝΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ-ΟΙΚΙΣΜΟΥ 

 akinita entos sxediou 
   

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ ΓΙΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ-ΟΙΚΙΣΜΟΥ

akinita ektos sxediou 

ΜΠρΑθ 2965/2015 Ασφαλιστικά μέτρα - Αίτηση επίδειξης εγγράφου - Έννομο συμφέρον - Λογιστής Φορολογικά έγγραφα επιτηδευματιών και επιχειρήσεων - Φορολογικό απόρρητο - Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα - Στοιχεία ορισμένου αίτησης - Απόρριψη αίτησης -.

$
0
0
ΜΠρΑθ 2965/2015
Ασφαλιστικά μέτρα - Αίτηση επίδειξης εγγράφου - Έννομο συμφέρον - Λογιστής Φορολογικά έγγραφα επιτηδευματιών και επιχειρήσεων - Φορολογικό απόρρητο - Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα - Στοιχεία ορισμένου αίτησης - Απόρριψη αίτησης -....


Αίτηση με την οποία ζητείται, με την επίκληση έννομου συμφέροντος και επείγουσας περίπτωσης, να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα και ειδικότερα να υποχρεωθεί η καθ'ης να επιδείξει στην αιτούσα: Α) αντίγραφα των Ε3, Ε5 και δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος των αναφερομένων στην αίτηση επιτηδευματιών, ελεύθερων επαγγελματιών και επιχειρήσεων, Β) τους κλειδάριθμους των αναφερομένων στην αίτηση επιτηδευματιών και εταιρειών, Γ) την έναρξη εργασιών της καθ'ης στο τμήμα μητρώου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. και το σύνολο των μεταβολών των εργασιών της, Δ) την έναρξη εργασιών της καθ'ης στον Ο.Α.Ε.Ε. ως λογίστριας-φοροτεχνικού και Ε) τον αναλυτικό κατάλογο για έκαστο των επιτηδευματιών και επιχειρήσεων γενόμενα κατά το επίδικο χρονικό διάστημα με τη συνολική αξία των παρασχεθέντων από την αιτούσα προς αυτούς υπηρεσιών, των γενομένων από καθένα εκ των ανωτέρω πελατών καταβολών και των μέχρι σήμερα ανεξόφλητων οφειλών. Απόρριψη της αίτησης αυτής αναφορικά: α) με τα υπό στοιχεία Α, Β και Γ αιτήματα της ως μη νόμιμης, καθόσον με τη χορήγηση των ανωτέρω αιτούμενων εγγράφων, παραβλάπτεται το φορολογικό απόρρητο τόσο, μη διαδίκων τρίτων, όσο και της καθ'ης, β) με το υπό στοιχεία Δ αίτημα ως μη νόμιμης, καθόσον με την επίδειξη του εγγράφου της έναρξης της καθ'ης στον ΟΑΕΕ ως λογίστρια-φοροτεχνικός παραβλάπτονται τα δεδομένα προσωπικού της χαρακτήρα, και γ) με το υπό στοιχείο Ε αίτημα ως αόριστης, καθόσον δεν αναφέρονται με ακρίβεια τα επιδεικτέα, παρά εντελώς αόριστα γίνεται αναφορά σε κατάλογο/λίστα των πελατών, στα οποία πρέπει να αναφέρεται η συνολική αξία των παρασχεθέντων από την ίδια (αιτούσα), προς αυτούς (πελάτες) υπηρεσιών, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα καθώς και των γενομένων καταβολών από κάθε πελάτη μετά των υφιστάμενων, έως σήμερα ανεξόφλητων οφειλών, χωρίς να γίνεται αναφορά αναλυτικά στα έγγραφα αυτά, την επίδειξη των οποίων ζητά.



ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ


Αριθιμός απόφασης 2965/2015

Αριθμός κατάθεσης αίτησης 93510/10412/2014


ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

(διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)


Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Κοσμία Γιαννούση, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίσθηκε με κλήρωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3327/2005, χωρίς της σύμπραξη γραμματέα.

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριο του, στις 6 Οκτωβρίου 2014, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Της αιτούσας: ……, κατοίκου Χαλανδρίου (οδός ……), η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της, Νικολάου Κουτκια (AM ΔΣΑ 25658).

Της καθ'ης η αίτηση: ……, κατοίκου Αθηνών (οδός …….), η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της, Βασιλείου Κούσουλα (AM ΔΣΑ 12585).

Η αιτούσα απηύθηνε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, την από 24-7-2014 αίτηση της, η οποία προσδιορίσθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Κατά τη σημερινή δημόσια συζήτηση της υποθέσεως οι διάδικοι παραστάθηκαν ως ανωτέρω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.


ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


I) Η επίδειξη εγγράφου κατά τη διάρκεια εκκρεμούς δίκης ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 450-452 ΚΠολΔ, ενώ αν δεν υπάρχει εκκρεμής δίκη, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 902- 903 ΑΚ. Κατά το άρθρο 902 ΑΚ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να πληροφορηθεί το περιεχόμενο ενός εγγράφου που βρίσκεται στη κατοχή άλλου, έχει δικαίωμα να απαιτήσει την επίδειξη ή και αντίγραφο του, αν το έγγραφο συντάχθηκε για το συμφέρον αυτού που το ζητεί ή πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά και αυτόν ή σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση, είτε απευθείας από τον ίδιο είτε για το συμφέρον του, με τη μεσολάβηση τρίτου. Η επίδειξη εγγράφου ή χορήγηση αντιγράφου μπορεί να ζητηθεί με αγωγή, ανταγωγή, ή και με τις προτάσεις, ενώ κατά την κρατούσα στη νομολογία και τη θεωρία άποψη, δύναται να επιδιωχθεί και με αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων, εφόσον συντρέχει επείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος (βλ. ΜΠρΑΘ 8430/2009 ΑρχΝ 2010.456, ΜΠρΡόδου 2048/2009 «ΝΟΜΟΣ» ΜΠρΤριπ 98/2008 ΔΕΕ 2008.814, Ι.Χαμηλοθώρης, Ασφαλιστικά Μέτρα, εκδ.2010, σελ. 328). Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της ενοχικής, εκ του νόμου, αξίωσης για την επίδειξη εγγράφου ή για τη χορήγηση αντιγράφου που αξιώνονται από την 902 ΑΚ, είναι αφενός η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του ζητούντος την επίδειξη, που εξειδικεύεται στις τρεις, περιοριστικά στο νόμο αναφερόμενες, περιπτώσεις του παραπάνω άρθρου, και αφετέρου η κατοχή του εγγράφου από τον καθού κατά του οποίου στρέφεται η σχετική αξίωση. Όμως, τέτοιο έννομο συμφέρον λείπει, όταν από τον ενάγοντα δεν προβάλλονται πραγματικοί ισχυρισμοί, αλλά η αίτηση επίδειξης εγγράφου αποβλέπει στην αποκάλυψη για πρώτη φορά, με την επίδειξη, κρίσιμων πραγματικών γεγονότων (ΑΠ 9/2005 ΕλλΔνη 2005.768). Αν στο πρόσωπο του ζητούντος την επίδειξη λείπει το έννομο συμφέρον, γιατί δεν συντρέχει μία από τις αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις, τότε η αγωγή απορρίπτεται για έλλειψη εννόμου   συμφέροντος, που συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση και συνεπάγεται την, για το λόγο αυτό, απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Ειδικότερα, οι περιπτώσεις που προβλέπονται διαζευκτικά στο άρθρο 902 ΑΚ και εξειδικεύουν το έννομο συμφέρον είναι οι εξής: α) Αν το έγγραφο συντάχθηκε προς το συμφέρον του αιτούντος. Για να κριθεί αν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή ερευνάται η πρόθεση που επικράτησε κατά το χρόνο σύνταξης του εγγράφου. Τέτοιο έννομο συμφέρον υπάρχει, όταν το έγγραφο συντάχθηκε προς σύσταση, απόδειξη ή διατήρηση γενικά των δικαιωμάτων του αιτούντος την επίδειξη. Το έγγραφο δεν απαιτείται να αφορά αποκλειστικά το συμφέρον του αιτούντος την επίδειξη. Αρκεί να έχει συνταχθεί έστω και προς το συμφέρον του. Πάντως, έννομο συμφέρον δεν υπάρχει, αν το έγγραφο έχει συνταχθεί αποκλειστικά προς το συμφέρον του εναγομένου κατόχου του, β) Αν το έγγραφο πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά και τον αιτούντα. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται κυρίως τα έγγραφα, συστατικά ή αποδεικτικά μιας δικαιοπραξίας, που έχει καταρτιστεί με τον κάτοχο του εγγράφου ή με κάποιον τρίτο, τα οποία πιστοποιούν έννομη σχέση που αφορά και τον αιτούντα. Πρέπει, πάντως, κατά την κρατούσα ερμηνεία της ως άνω διάταξης, να έχει λάβει ο αιτών μέρος στη δικαιοπραξία που εμπεριέχεται στο έγγραφο και γ) Αν το έγγραφο σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση είτε απευθείας από τον ίδιο τον αιτούντα, είτε για το συμφέρον του, με τη μεσολάβηση τρίτου. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα έγγραφα εκείνα, που δεν πιστοποιούν μεν μια έννομη σχέση, αφορούν όμως τις σχετικές μ'αυτήν διαπραγματεύσεις, ανεξάρτητα αν αυτές κατέληξαν ή όχι σε κατάρτιση σύμβασης (ΕφΑΘ 673/2009 ΕλλΔνη 2009.1474, ΕφΑΘ 2456/2002 ΕλλΔνη 46.208). Εξάλλου, εκτός από τα άρθρα 902-903 του ΑΚ, υπάρχουν, όπως προεκτέθηκε στην αρχή, και οι διατάξεις των άρθρων 450 έως 452 ΚΠολΔ, οι οποίες αφορούν, επίσης, την επίδειξη εγγράφων - χορήγηση αντιγράφων. Οι τελευταίες δεν κατήργησαν τις σχετικές διατάξεις του ΑΚ, είναι ειδικότερες και ρυθμίζουν την υποχρέωση των διαδίκων ή τρίτων προς επίδειξη, κατά τη διάρκεια εκκρεμούς δίκης, στην οποία το επιδεικτέο έγγραφο πρόκειται να χρησιμεύσει για απόδειξη. Αντίθετα, οι διατάξεις του ΑΚ, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί που αναφέρονται σ'αυτές ως προς τη δημιουργία της αξίωσης για επίδειξη, εφαρμόζονται μόνον όταν δεν υπάρχει εκκρεμής δίκη. Η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του ΚΠολΔ σε ορισμένη έκταση δεν αποκλείεται, αλλά πάντως δεν είναι δυνατόν να αφορά τις περιπτώσεις εννόμου συμφέροντος για τη δημιουργία της σχετικής αξίωσης (ΕφΑΘ 673/2009). Περαιτέρω, στην αγωγή ή στην αίτηση επιδείξεως εγγράφου-χορήγησης αντιγράφου νομιμοποιείται παθητικά ο κάτοχος αυτού, ο οποίος μπορεί να είναι και τρίτος, έστω και αν δεν υπάρχει εναντίον του αξίωση σχετική με το έγγραφο (ΜΠρΑΘ 2560/2008 ΕΦΑΔ 2010.101). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 450 παρ.2 και 451 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι κάθε διάδικος ή τρίτος υποχρεούται να επιδείξει τα έγγραφα, τα οποία κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος, ο οποίος δικαιολογεί τη μη επίδειξη τους, ο δε αντίδικος του κατέχοντος το έγγραφο, εφόσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον, μπορεί να ζητήσει την επίδειξη του εγγράφου, υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή και σύννομη, τουτέστιν να γίνεται επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικο, να προσδιορίζεται σαφώς το έγγραφο και να περιγράφεται με ακρίβεια το περιεχόμενο του, ώστε να μπορεί να κριθεί αν σχετίζεται με το αντικείμενο απόδειξης και να εκτίθενται   συγκεκριμένα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος, δηλαδή ότι το έγγραφο είναι πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή προς ανταπόδειξη τέτοιου ισχυρισμού του αντιδίκου του (ΑΠ 2095/2009, ΑΠ 681/2007 «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1045/2004 ΕλλΔνη 48.162), ελλειπουσών δε των προϋποθέσεων αυτών, η αίτηση-αγωγή επίδειξης του εγγράφου είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας (βλ. ΑΠ 1402/2008, ΑΠ 776/2005 «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑΘ 673/2009, ΕφΑΘ 3788/2008 ΕλλΔνη 2009.210, ΕφΑΘ  442/2006 ΕλΔνη 2007.1127, ΕφΛαρ 191/2006 ΑρχΝ 2007.185). Ειδικότερα, η ανάγκη σαφούς προσδιορισμού των επιδεικτέων εγγράφων επιβάλλεται: α) από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 ΚΠολΔ, που αξιώνει τον ακριβή προσδιορισμό του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής, β) από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 του ίδιου Κώδικα, οι οποίες καθιστούν αντικείμενο αποδείξεως μόνο τα πραγματικά γεγονότα, δηλαδή συγκεκριμένα περιστατικά και γ) από τη διάταξη του άρθρου 916 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι αναγκαστική εκτέλεση δεν μπορεί να γίνει, αν δεν προκύπτει απ'τον εκτελεστό τίτλο η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 452 παρ.1 ΚΠολΔ, η εκτέλεση της απόφασης που διατάζει την επίδειξη γίνεται κατά τις διατάξεις που αφορούν την εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων που συνίστανται στην απόδοση και στην παράδοση πράγματος ή την ενέργεια πράξης. Τέτοιες είναι εκείνες των άρθρων 941 και 946 ΚΠολΔ, από το συνδυασμό των οποίων σαφώς προκύπτει ότι το αντικείμενο της εκτέλεσης πρέπει να είναι εντελώς εξατομικευμένο, άλλως η εκτέλεση δεν είναι εφικτή (ΑΠ 776/2005, ΕφΑΘ 3788/2008, ΕφΘεσ 2475/2008 Αρμ 2009.243,1185-πρβλ.ΜΠρΑθ 11918/2011 «ΝΟΜΟΣ»). Τέλος, από την επιστήμη και τη νομολογία γίνεται δεκτό ότι σε επείγουσες περιπτώσεις ή για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου καθένας που έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να ζητήσει, ως ασφαλιστικό μέτρο, να διαταχθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, σε εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 682 παρ. 1, 683, 686 επομ. 731, 732 ΚΠολΔ, η επίδειξη εγγράφων, λόγω του κατεπείγοντος (βλ. ΑΠ 1613/2000 ΕλΔνη 42.681, ΜονΠρωτΘεσ. 27021/1998 Αρμ. 99.417, ΜονΠρΘεσ. 24679/97 Αρμ. 97.1278, ΜονΠρΘεσ. 7106/94 Αρμ. 94.669, Τζίφρα "Ασφαλιστικά Μέτρα" 2η έκδοση, σελ. 354, 355, Κρουσταλάκη όπου ανωτέρω). Επίσης μπορεί να διαταχθεί η χορήγηση αντιγράφου στον αιτούντα με δαπάνες του (βλ. Τζίφρα "Ασφαλιστικά Μέτρα" 2η έκδοση, σελ. 355, ΜονΠρΑθ. 15854/1981 Δ. 13.201).


II) Περαιτέρω, κατά το άρθρο 5 παρ.1 του ν.2690/1999 (Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας) «κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτηση του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων. Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως παρ.2 «όποιος έχει ειδικό έννομο συμφέρον δικαιούται ύστερα από γραπτή αίτηση του, να λαμβάνει γνώση των ιδιωτικών εγγράφων που φυλάσσονται στις δημόσιες υπηρεσίες και είναι σχετικά με υπόθεση του η οποία εκκρεμεί σε αυτές ή έχει διεκπεραιωθεί από αυτές», παρ. 3 «το κατά τις προηγούμενες παραγράφους δικαίωμα δεν υφίσταται στις περιπτώσεις που το έγγραφο αφορά την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου, ή αν παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις...». Στην έννοια του «κάθε ενδιαφερόμενος» περιλαμβάνεται, κατά μείζονα λόγο, και αυτός που έχει εύλογο έννομο συμφέρον, (ΣτΕ 1397/1993, ΣτΕ 841/1997, ΣτΕ 205/2000, ΣτΕ 3130/2000 και Λαζαράτο, Δ 1998,1230 για την έννοια του ευλόγου ενδιαφέροντος, ΣτΕ 1214/2000 ΔιΔικ 2006,1200), στην έννοια του «όποιος έχει ειδικό έννομο συμφέρον», περιλαμβάνεται και αυτός που αναφέρεται σε επιδίωξη δικαστικής προστασίας, (Σπηλιωτόπουλο, ό.π. σελ 165, Γέροντα, ΔΤΑ 2000, 571). Κατά την εισηγητική έκθεση του άρθρου 5 ΚΔΔ - το άρθρο αυτό διαλαμβάνονται οι ισχύουσες διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 1599/1986, με ουσιώδεις πάντως διαφοροποιήσεις. Έτσι, προβλέπεται η πρόσβαση, όχι μόνο στα διοικητικά έγγραφα, αλλά και στα ιδιωτικά τα οποία φυλάσσονται από τις διοικητικές αρχές. Ως προς τα διοικητικά έγγραφα επαναλαμβάνεται ο ήδη ισχύων κανόνας (άρθρο 16 του ν. 1599/1986) για το δικαίωμα λήψης γνώσης τους χωρίς την ανάγκη επίκλησης και απόδειξης εννόμου συμφέροντος (ΓνωμΝΣΚΟλ 149/1990 Αρμ.1991, 1283, ΣτΕ 3943/1995 Αρμ 1996,102). Αντιθέτως ως προς τα φυλασσόμενα ιδιωτικά έγγραφα, απαιτείται η ύπαρξη ειδικού έννομου συμφέροντος. Προς τούτο θα πρέπει τα έγγραφα αυτά να είναι σχετικά  με υπόθεση του ενδιαφερομένου εκκρεμή ή περαιωμένη». Κατά το άρθρο 1 του αυτού νόμου «οι διατάξεις του κώδικα αυτού εφαρμόζονται στο δημόσιο, στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και στα άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου». Ως διοικητικά έγγραφα, τα οποία στις άνω διατάξεις αναγράφονται ενδεικτικά, νοούνται αυτά που συντάσσονται-εκδίδονται από διοικητικό όργανο, δηλαδή που ανήκει σε δημόσια υπηρεσία του κράτους ή ΝΠΔΔ, ήτοι δήμος, κοινότητα. Είναι αδιάφορο αν αφορούν τον αιτούντα ή τρίτον (βλ.Σπηλιωτόπουλο, ό.π., σελ. 165), όπως επίσης δεν απαιτείται να έχουν το χαρακτήρα των εκτελεστών πράξεων [βλ. Σιούτη σε Διοικητικό Δίκαιο (2004) σελ 255], περιλαμβάνεται δε κάθε έγγραφο που έχει συνταχθεί από τις δημόσιες υπηρεσίες. Επίσης ως διοικητικά έγγραφα θεωρούνται, ως εκ του σκοπού των άνω διατάξεων, και αυτά που χρησιμοποιήθηκαν ή λήφθηκαν υπόψη για τον καθορισμό της διοικητικής δράσης ή τη διαμόρφωση γνώμης ή κρίσης διοικητικού οργάνου (ΓνωμΕισΑΠ 6/2006, 1/2005, 212003, 1/2005, Δετσαρίδη, ό.π., σελ. 100 και ΓνωμΝΣΚ 503/2002, 243/2000). Κατά την εισηγητική έκθεση του ν. 1599/1986 -σε σχέση με το άνω άρθρο 16 αυτού- περιλαμβάνονται «ό,τι υπάρχει μέσα στα αρχεία της διοίκησης» (Γέροντας, ΔΤΑ 2000,570). Περιλαμβάνονται και τα δικαιολογητικά (ΓνωμΝΣΚ 620/1999, 465/1998,1191,1997, 338/1996). Να σημειωθεί εδώ ότι τα ιδιωτικά   έγγραφα, όταν πρωτοκολληθούν στην υπηρεσία, αποκτούν χαρακτήρα δημοσίου εγγράφου (βλ. και άρθρα 12, 16 Ν. 2690/1999 = ΚΔΔ). Τα άνω ιδιωτικά έγγραφα είναι αδιάφορο αν αφορούν άλλον πλην του αιτούντος. Όμως, το κατά τα ανωτέρω δικαίωμα γνώσης, αργεί (και) όταν τα έγγραφα αναφέρονται στην ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτων (δηλ. άλλων πλην του αιτούντος) - βλ. άρθρα 16 παρ. 1,5 του ν.1599/1986, 5 παρ. 3 εδ.α'του ν.2690/1999 όταν  παραβλάπτεται το απόρρητο, το οποίο προστατεύεται - προβλέπεται από ειδικές διατάξεις - (βλ άρθρο 5 παρ.3 εδ. α' Ν 2690/1999), όπως π.χ. το φορολογικό απόρρητο. Απαιτείται τουτέστιν, στην τελευταία περίπτωση, να υπάρχει απόρρητο που προβλέπεται από ειδική διάταξη, στη διαφύλαξη του οποίου αποβλέπει η διάταξη του άρθρου 5 παρ.3 Ν. 2690/1999, η οποία στο σημείο αυτό διευρύνει το άρθρο 16 Ν. 1599/1986. Το λεγόμενο φορολογικό απόρρητο καθιερώνεται με πολλές διατάξεις. Ειδικότερα όμως με το άρθρο 85 παρ. 1 του ν.2238/1994 «οι φορολογικές δηλώσεις, τα φορολογικά στοιχεία, οι εκθέσεις, οι πράξεις προσδιορισμού αποτελεσμάτων, τα φύλλα ελέγχου και κάθε στοιχείο του φακέλου που έχει σχέση με τη φορολογία ή άπτεται αυτής είναι απόρρητα...». Θεσπίζοντας ο νομοθέτης το φορολογικό απόρρητο σκοπό έχει κυρίως την προστασία του συμφέροντος του φορολογουμένου και συνεπώς λειτουργεί υπέρ αυτού και συνιστά την αντιπαροχή του κράτους στην οποία αυτό προβαίνει λόγω του καθήκοντος και υποχρέωσης του φορολογουμένου να δηλώνει με ακρίβεια, αλήθεια και ειλικρίνεια όλα τα περιστατικά της οικονομικής του δραστηριότητας από τα οποία προσδιορίζεται η φύση και η έκταση της φορολογικής αξιώσεως του. Σκοπείται συνεπώς η ενθάρρυνση των φορολογουμένων, όπως εμφανίσουν στις δηλώσεις τους τα πραγματικά αποτελέσματα της επιχείρησης τους ή την πραγματική φορολογική ύλη (εισηγητική έκθεση του ν. 1618/1951 με τον οποίο κυρώθηκε ο α.ν. 1520/1950). Καλύπτει, επομένως, το φορολογικό απόρρητο, το σύνολο των στοιχείων εκείνων τα οποία δημιουργούν ή προσδιορίζουν τη φορολογική ενοχή του προσώπου στα πλαίσια της (άμεσης ή έμμεσης) φορολογίας [πρβλ την Εισηγ. Εκθ. του άρθρου 69 ΝΔ 3231 1955 στον ΚΝΒ 3 σελ 660 επ. και Αναστόπουλο - Φορτσάκη, Φορολογικό δίκαιο (2003) σελ 496-πρβλ.ΜΠρΡοδ 2048/2009 «ΝΟΜΟΣ»].


ΙIΙ) Εξάλλου, κατά τη διάταξη 17 του ν.4174/2013 ορίζεται ότι «1. Πρόσωπα που είναι ή έχουν διατελέσει υπάλληλοι της Φορολογικής Διοίκησης και εν γένει του Υπουργείου Οικονομικών ή συνδέονται ή συνδέονταν με οποιαδήποτε σχέση εργασίας ή έργου με αυτά, καθώς και οποιοδήποτε πρόσωπο, στο οποίο έχουν ή είχαν ανατεθεί αρμοδιότητες ή καθήκοντα της Φορολογικής Διοίκησης οφείλουν να τηρούν ως απόρρητα όλα τα στοιχεία και πληροφορίες φορολογουμένων, τα οποία περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, και δύνανται να τα αποκαλύπτουν μόνο στα ακόλουθα πρόσωπα: α) άλλους υπαλλήλους της Φορολογικής Διοίκησης «και μέλη του κυρίου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους» στο πλαίσιο εκτέλεσης των καθηκόντων τους, β) διωκτικές αρχές στο πλαίσιο διερεύνησης ή δίωξης αδικημάτων, γ) δικαστικές αρχές στο πλαίσιο εκδίκασης «οποιασδήποτε ποινικής ή φορολογικής υπόθεσης ή αστικής υπόθεσης με διάδικο το Δημόσιο ή Φορέα της Γενικής Κυβέρνησης», δ) φορολογικές αρχές της αλλοδαπής, σύμφωνα  με τα οριζόμενα στις διεθνείς συμβάσεις, το ν.4170/2013  στον  οποίο  ενσωματώθηκαν  οι  διατάξεις  της  Οδηγίας 2011/16/ΕΕ σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας, καθώς και τη νομοθεσία για τη δικαστική   συνδρομή, ε) «υπηρεσίες των φορέων Γενικής Κυβέρνησης», εφόσον κρίνεται αναγκαίο από τη Φορολογική Διοίκηση, προκειμένου να προσδιοριστούν οι υποχρεώσεις, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, των φορολογουμένων προς αυτούς τους φορείς και να εντοπιστούν πηγές αποπληρωμής των απαιτήσεων τους, στ) σε εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους δημοσίων υπηρεσιών, Ν.Π.Δ.Δ. και δημοσίων οργανισμών με αρμοδιότητα διαχείρισης, παρακολούθησης και ελέγχου χρηματοδοτήσεων και ενισχύσεων ή επιδοτήσεων από εθνικούς ή ενωσιακούς πόρους «καθώς και  σε εξουσιοδοτημένο προσωπικό ή εξουσιοδοτημένα πρόσωπα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του ν.3832/2010, όπως ισχύει, στην οποία ορίζεται η διασφάλιση σε κάθε περίπτωση, της τήρησης του απορρήτου των στοιχείων, ζ) σε διαζευγμένους ή συζύγους σε διάσταση για τον καθορισμό διατροφής κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, για τα στοιχεία που αναγράφονται ρητά σε αυτήν, η) στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της που ορίζονται στο ν.3691/2008, όπως ισχύει, θ) σε τρίτους, κατόπιν αιτιολογημένης εισαγγελικής παραγγελίας,  ότι  δεν συντρέχει περίπτωση φορολογικού απορρήτου, ι) σε φορολογουμένους που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, κατόπιν αιτήσεως τους, και μόνο καθ'ο μέρος αυτό είναι απολύτως αναγκαίο, προκειμένου να διακριβωθεί η φορολογική ή η επαγγελματική υπόσταση άλλου φορολογουμένου που ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα. 2.Τα πρόσωπα, τα οποία λαμβάνουν γνώση απόρρητων στοιχείων ή πληροφοριών, σύμφωνα με την παράγραφο 1, οφείλουν να τηρούν το απόρρητο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Η χρήση των πληροφοριών και στοιχείων γίνεται αποκλειστικά και μόνο για την επίτευξη του σκοπού, για τον οποίο χορηγήθηκαν. 3.Με εξαίρεση τις περιπτώσεις άρσης του απορρήτου, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 4, κάθε πρόσωπο στο οποίο περιέρχονται πληροφορίες ή στοιχεία, τα οποία προστατεύονται με φορολογικό απόρρητο οφείλει να μην τα αποκαλύπτει και να επιστρέφει στη Φορολογική Διοίκηση τυχόν έγγραφα που περιήλθαν στην κατοχή του και περιλαμβάνουν τέτοιες πληροφορίες ή στοιχεία. 4.Στοιχεία ή πληροφορίες σχετικά με φορολογούμενο είναι δυνατόν να αποκαλύπτονται σε τρίτο, κατόπιν αιτήσεως, με την έγγραφη συναίνεση του φορολογουμένου...».


IV) Τέλος, κατά το άρθρο 2α του ν.2472/1997, όπως ισχύει, ορίζεται ότι είναι «Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Δεν λογίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα στατιστικής φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πλέον να προσδιορισθούν τα υποκείμενα των δεδομένων...».


   Στην προκειμένη περίπτωση η αιτούσα εκθέτει ότι είναι λογίστρια -φοροτεχνικός και διατηρεί ατομική επιχείρηση παροχής λογιστικών και φοροτεχνικών υπηρεσιών με έδρα το Χαλάνδρι, επί της οδού ….., στην οποία, στις 9-5-2012, προσλήφθηκε η καθ'ης, με την ειδικότητα της βοηθού λογιστή. Ότι στις 29-4-2013 τοποθέτησε την καθ'ης σε παράρτημα της ατομικής της επιχείρησης κείμενο στην περιοχή του Γκύζη κι επί της οδού …, όπου και πριν λειτουργούσε επίσης λογιστικό γραφείο της εκμισθώτριας και κυρίας του ακινήτου, ..., με την οποία (εκμισθώτρια του ακινήτου) παράλληλα συμφωνήθηκε και η μεταβίβαση στην αιτούσα μέρους της επιχείρησης της, της πελατείας της από τριάντα επτά νομικά πρόσωπα κι επιτηδευματίες, αντί του ποσού των 30.000 ευρώ. Ότι παρά την τοποθέτηση της καθ'ης στο ανωτέρω παράρτημα, και την ανάληψης της υποχρέωσης της τελευταίας να εξυπηρετεί για λογαριασμό της αιτούσας το ανωτέρω πελατολόγιο, από αρχές του έτους 2014 προβλήματα παρουσιάσθηκαν στο υποκατάστημα αυτό, με τον Μάιο του 2014 να επέρχεται η λύση της επαγγελματικής μίσθωσης του ως άνω υποκαταστήματος, με την καθ'ης, να προβαίνει, τον Ιούνιο του 2014, σε οικειοθελή αποχώρηση από την επιχείρηση αιτούσας, χωρίς, όμως, να της παραδίδει τους φακέλους τριάντα δύο (32) πελατών, που αυτή (καθ'ης) διαχειριζόταν στο κατάστημα του Γκύζη καθώς και τη λίστα με το ακριβές υπόλοιπο οφειλών εκάστου πελάτη, με την τελευταία (καθ'ης), ήδη από τον Ιανουάριο του 2014, να έχει ξεκινήσει ατομική επιχείρηση παροχής λογιστική υπηρεσιών στο αυτό υποκατάστημα, επί της οδού …, κάνοντας χρήση του πελατολογίου της (αιτούσας) με αποτέλεσμα της προκληθεί ζημία ανερχόμενη τουλάχιστον στο ύψος των 18.925,56 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύεται στην αίτηση. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, και καθόσον η αιτούσα προτίθεται να ασκήσει σε βάρος της καθ'ης αγωγή αποζημίωσης αλλά κι έγκληση για την αδικοπρακτική κατά του προσώπου της συμπεριφορά της καθ'ης, όπως αυτή ειδικότερα στην αίτηση αναλύεται, ζητεί, επικαλούμενη έννομο συμφέρον κι επείγουσα περίπτωση, να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα και ειδικότερα να υποχρεωθεί η καθ'ης να επιδείξει σ'αυτήν: Αα) αντίγραφα των Ε3 οικονομικού έτους 2013 (χρήση 2012) των 32 επιτιδευματιών κι επιχειρήσεων που αναφέρονται αναλυτικά στην αίτηση, Αβ) αντίγραφα των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος και τα Ε5 του οικονομικού έτους 2013, των έξι επιχειρήσεων που αναφέρονται ειδικά στην αίτηση, Αγ) αντίγραφα δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους 2013 των εικοσιέξι αναφερομένων στην αίτηση ελεύθερων επαγγελματιών, Β) τους κλειδάριθμους των στην αίτηση αναφερομένων τριάντα δύο επιτηδευματιών κι εταιρειών, Γ) την έναρξη εργασιών της καθ'ης στο τμήμα μητρώου της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας και το σύνολο των μεταβολών των εργασιών της, Δ) την έναρξη εργασιών της καθ'ης στον ΟΑΕΕ ως λογίστρια - φοροτεχνικός καθώς και Ε) τον αναλυτικό κατάλογο για έκαστο εκ των τριάντα δύο επιτηδευματιών κι επιχειρήσεων γενόμενα κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2014 έως 5-6-2014,  με τη συνολική αξία των παρασχεθέντων από την αιτούσα προς αυτούς υπηρεσιών, των γενομένων από καθένα εκ των ανωτέρω πελατών καταβολών και των μέχρι σήμερα ανεξόφλητων οφειλών. Τα ανωτέρω ζητεί να της χορηγηθούν με δικές της δαπάνες με την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης της καθ'ης, καταδικαζομένης, περαιτέρω, αυτής στη δικαστική της δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο η ένδικη αίτηση, παραδεκτά κι αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ., 731 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι έχουν προσκομισθεί από τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων μερών ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατ'εφαρμογή των άρθρων 61 παρ.1, 165 παρ.11 του ν.4194/2013 τα γραμμάτια προκαταβολής εισφορών (βλ. τα Π0273216 και Π0281921 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών), ωστόσο, η ένδικη αίτηση αναφορικά: α) με τα υπό στοιχεία Α (Αα, Αβ, Αγ), Β έως και Γ αιτήματα της κρίνεται απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον με τη χορήγηση των ανωτέρω αιτούμενων εγγράφων, παραβλάπτεται το φορολογικό απόρρητο τόσο, μη διαδίκων τρίτων, όσο και της καθ'ης, που προβλέπεται και προστατεύεται από το ν.2238/1994 όπως τροποποιήθηκε με το ν.4174/2013. β) Επίσης, μη νόμιμο κι ως εκ τούτου απορριπτέο κρίνεται και το υπό στοιχείο Δ'αίτημα αυτής (αίτησης), καθόσον με την επίδειξη του εγγράφου της έναρξης της καθ'ης στον ΟΑΕΕ ως λογίστρια/φοροτεχνικός παραβλάπτονται τα δεδομένα προσωπικού της χαρακτήρα. Τέλος, και το υπό στοιχείο Ε'αίτημα, της ένδικης αίτησης, κρίνεται απορριπτέο συνεπεία της αοριστίας του, καθόσον δεν αναφέρονται με ακρίβεια τα επιδεικτέα, παρά εντελώς αόριστα γίνεται αναφορά σε κατάλογο/λίστα των τριάντα δύο πελατών, (που αναγράφονται στην αίτηση), στα οποία πρέπει να αναφέρεται η συνολική αξία των παρασχεθέντων από την ίδια (αιτούσα), προς αυτούς (πελάτες) υπηρεσιών, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2014 έως 5-6-2014 καθώς και των γενομένων καταβολών από κάθε πελάτη μετά των υφιστάμενων, έως σήμερα ανεξόφλητων οφειλών, χωρίς να γίνεται αναφορά αναλυτικά στα έγγραφα αυτά, την επίδειξη των οποίων ζητά. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, η ένδικη αίτηση κρίνεται καθ'ολοκληρίαν απορριπτέα, με τα δικαστικά έξοδα να συμψηφίζονται μεταξύ των διάδικων μερών, λόγω δυσερμήνευτου του εφαρμοσθέντος κανόνα δικαίου.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων

Απορρίπτει την αίτηση.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, Αποφασίσθηκε και Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στην Αθήνα, στις 9 Απριλίου 2015.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


ΜΠρΑθ 39/2015 Κοινή γονική μέριμνα - Επιμέλεια - Επικοινωνία - Διατροφή -Αναστολή δικηγόρου

$
0
0
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΕΚΝΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 39/2015..

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ


ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή Ιωάννη Σταυρόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου, και από το Γραμματέα Ηλία Ηλιάδη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στην Αθήνα την 3.11.2014, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: ..., κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής, ατομικά και υπό την ιδιότητα της ως ασκούσας προσωρινά την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων της ..., η οποία εμφανίσθηκε στο Δικαστήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Μιχόπουλο.

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ..., κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής, ατομικά και υπό την ιδιότητά του ως ασκούντος τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων του ..., ο οποίος εμφανίσθηκε στο Δικαστήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Νικολόπουλο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 21.1.2013 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 115/2013, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, και γράφθηκε στο πινάκιο.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 15.9.2014 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 2000/2014, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, και γράφθηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


Νόμιμα φέρονται προς συζήτηση οι υπό κρίση αγωγές των διαδίκων, οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν, διότι είναι πρόδηλη η συνάφεια τους και με αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται δε μείωση των εξόδων (άρθρο 246 Κ.Πολ.Δ).


I. Με την υπ'αριθ. 115/2013 αγωγή η ενάγουσα ζητεί, όπως παραδεκτά συμπλήρωσε αυτήν και περιόρισε το αίτημα της δια των νομότυπα κατατεθειμένων προτάσεων της (άρθρο 223 εδ.β'Κ.Πολ.Δ.) αλλά και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενώπιον του ακροατηρίου, να ανατεθεί οριστικά στην ίδια η επιμέλεια του προσώπου των ως άνω ανηλίκων τέκνων της, που έχει αποκτήσει με τον εναγόμενο, των οποίων ο έγγαμος βίος έχει διασπασθεί, να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλλει για λογαριασμό των ως άνω ανηλίκων τέκνων τους, καθόσον αυτά αδυνατούν να διαθρέψουν τον εαυτό τους, την ανάλογη με βάση τις οικονομικές του δυνάμεις διατροφή σε χρήμα, για το μεν ... ποσού 750 ευρώ μηνιαίως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και για μια διετία από τη συζήτηση της αγωγής, ήτοι μέχρι την 2.11.2016, για τη δε ... ποσού 470 ευρώ μηνιαίως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι και τον Αύγουστο 2013 και ποσού 711 ευρώ από το Σεπτέμβριο 2013 μέχρι την 2.11.2016, άπαντα τα ανωτέρω ποσά προκαταβλητέα εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση κάθε ληξιπρόθεσμης παροχής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την καταψηφιστική της διάταξη, να απειληθεί σε βάρος του εναγομένου χρηματική ποινή 150 ευρώ και προσωπική κράτηση ενός μηνός για κάθε παράβαση της εκδοθησομένης απόφασης σχετικά με την ανάθεση της επιμέλειας σε αυτήν και την καταβολή της διατροφής εκ μέρους του εναγομένου και να καταδικαστεί αυτός στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή εισάγεται παραδεκτώς για να εκδικαστεί ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρα 1 περ.α', 17 αρ.2, 22, 39Α, 64§1, 70 Κ.Πολ.Δ) κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ., 681 Β'και Γ'Κ.Πολ.Δ και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489§2, 1493, 1496-1510, 1511, 1512, 1513, 1514, 1518, 341 και 345 ΑΚ και 176 Κ.Πολ.Δ, πλην των απορριπτέων ως μη νομίμων παρεπομένων αιτημάτων περί κήρυξης της εκδοθησομένης απόφασης προσωρινά εκτελεστής και περί απειλής χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης σε βάρος του εναγομένου, καθόσον, ως προς το μεν αίτημα της ανάθεσης της επιμέλειας των ανηλίκων στην ίδια, η εκδοθησομένη απόφαση είναι διαπλαστική και δεν εκτελείται, ενώ επίσης μη εκτελεστή είναι και ως προς το σχετικό με την υποχρέωση καταβολής διατροφής αίτημα κατόπιν του περιορισμού του σε αναγνωριστικό κατά τα ανωτέρω. Πρέπει, επομένως, η υπό κρίση αγωγή να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της, καθόσον: α) έχουν προκαταβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 173 αρ.4 Κ.Πολ.Δ από τον εναγόμενο τα έξοδα της δίκης (βλ. την από 3.11.2014 απόδειξη προκαταβολής εξόδων του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας), β) τηρήθηκε η προβλεπόμενη επί ποινή απαραδέκτου κατ'άρθρ. 681Γ ΚΠολΔ απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο ενώπιον του Δικαστηρίου (βλ. τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης) και γ) για την τήρηση της προβλεπόμενης επί ποινή απαραδέκτου κατ'άρθρο 681 Γ§ 2 Κ.Πολ.Δ προδικασίας, που περιλαμβάνει την έρευνα από όργανα της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας των συνθηκών διαβίωσης του ανηλίκου και την υποβολή στο Δικαστήριο έως την ημέρα της συζήτησης σχετικής αναλυτικής έκθεσης, απαιτείται η κατά τα άρθρ. 49 επ. Ν. 2447/1996 ίδρυση των κατά Πρωτοδικείο Κοινωνικών Υπηρεσιών που θα λειτουργούν ως αυτοτελείς αποκεντρωμένες υπηρεσίες. Συνεπώς, έως την έκδοση των σχετικών προεδρικών διαταγμάτων η τήρηση της πιο πάνω προϋπόθεσης ατονεί και έτσι δεν δημιουργείται απαράδεκτο (βλ. ΕφΔωδ 198/2004 Τραπ. Νομ. Πληροφ. «ΝΟΜΟΣ», ΕΑ 1388/2007 ΕΦΑΔ 2008. 229, ΕφΠατρ 522/2003 ΑχαΝομ 2004.166), λαμβανομένου υπόψη ότι η μη υποβολή έκθεσης της κοινωνικής έρευνας δεν κωλύει την πρόοδο της δίκης κατ'άρθρ. 19 παρ. 4 Ν. 2521/1997.

Ο εναγόμενος αρνείται την αγωγή και επιπλέον προβάλλει τον ισχυρισμό ότι για τον καθορισμό του ποσού που αντιστοιχεί στη διατροφή των ανηλίκων τέκνων του, πρέπει να συνυπολογισθούν και οι οικονομικές δυνάμεις της ενάγουσας, που έχει υποχρέωση συνεισφοράς στη διατροφή αυτών, και, επομένως, πρέπει να μειωθεί ανάλογα η δική του συνεισφορά κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στις προτάσεις του. Ενόψει, ωστόσο, του ότι η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή δεν ζητεί το συνολικό ποσό που αντιστοιχούν στις διατροφικές ανάγκες των ανηλίκων τέκνων της, αλλά μόνο το ποσό που αναλογικά βαρύνει τον εναγόμενο, ο ισχυρισμός αυτός του τελευταίου εκλαμβάνεται ως αρνητικός της ιστορικής βάσης της αγωγής (Εφθεσ 2944/2004 Αρμ 2005, 866).


II. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1510 § 1 και 1518 § 1 ΑΚ προκύπτει ότι οι γονείς ασκούν από κοινού τη γονική μέριμνα του ανήλικου τέκνου τους, η οποία, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του, αυτή δε η τελευταία περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου διαμονής του. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1513§1 και 1514 ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης, το δικαστήριο μπορεί, μεταξύ άλλων, να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στους δύο γονείς απο κοινού, αν αυτοί συμφωνούν ορίζοντας συγχρόνως τον τόπο διαμονής του τέκνου. Συνεπώς, σε περίπτωση διαζυγίου (ή διακοπής της συμβίωσης), για την ανάθεση της άσκησης της γονικής μέριμνας από κοινού και στους δύο γονείς απαιτείται, εκτός από τη λήψη υπόψη εκ μέρους του δικαστηρίου του συμφέροντος του τέκνου καθώς και των κριτηρίων των άρθρων 1511 §2 και 1513§2 ΑΚ, και η προηγούμενη συμφωνία των γονέων ως προς την ίδια την ανάθεση αλλά και ως προς τον τόπο διαμονής του τέκνου (βλ. και Παπαδόπουλο, Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τ. Β'. σ. 269). Περαιτέρω, το Δικαστήριο σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης των διαδίκων συζύγων έχει τη δυνατότητα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1513 παρ. 1 εδ. 2,1514 ΑΚ να κατανείμει μεταξύ αυτών την άσκηση της γονικής μέριμνας του ανηλίκου τέκνου τους όπως και την άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του (Βλ. σχετ. ΑΠ 1079/1986 ΕλλΔνη 28,842, ΑΠ 22/1989 ΕΕΝ 56,127, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας τόμ. VIII, 2η έκδοση, υπ'άρθρα 1513-1514, αρ. 77 επ.). Η εν λόγω κατανομή μπορεί να είναι λειτουργική, δηλ. ανάθεση ορισμένων λειτουργών στον ένα γονέα και των υπολοίπων στον άλλο ή χρονική δηλαδή εναλλασσόμενη άσκηση της γονικής μέριμνας και της επιμέλειας (βλ. σχετ. ΑΠ 861/1985 ΕΕΝ 93,302).

Με την υπ'αριθ. 2000/2014 αγωγή ο ενάγων ζητεί, κατ'εκτίμηση του δικογράφου, όπως παραδεκτά συμπλήρωσε αυτό και περιόρισε το αίτημα του δια των νομότυπα κατατεθειμένων προτάσεων του (άρθρο 223 εδ.β'Κ.Πολ.Δ.) αλλά και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενώπιον του ακροατηρίου, να κατανεμηθεί χρονικά η άσκηση του συνόλου της γονικής μέριμνας (επομένως και της επιμέλειας) των ανηλίκων τέκνων και να ασκείται αυτή από τον ίδιο ανά δεύτερη εβδομάδα εναλλασσόμενος με την εναγομένη, άλλως να ανατεθεί μέρος της επιμέλειας του προσώπου των ανηλίκων τέκνων του (παιδεία, υγεία, αθλητισμός) από κοινού στον ίδιο και την εναγομένη, να ρυθμιστεί η άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας του με τα ανήλικα τέκνα, κατά τον τρόπο που ο ίδιος υποδεικνύει, να υποχρεωθεί η εναγομένη, για την περίπτωση που γίνει δεκτό το αίτημα της χρονικής κατανομής της γονικής μέριμνας, να του καταβάλλει για λογαριασμό των ως άνω ανηλίκων τέκνων τους, καθόσον αυτά αδυνατούν να διαθρέψουν τον εαυτό τους, την ανάλογη με βάση τις οικονομικές της δυνάμεις διατροφή σε χρήμα ποσού 150 ευρώ μηνιαίως για το καθένα, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και για μια διετία, προκαταβλητέα εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση κάθε ληξιπρόθεσμης παροχής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή εισάγεται παραδεκτώς για να εκδικαστεί ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 30 § 3 Κ.Πολ.Δ) κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ., 681 Β'και Γ Κ.Πολ.Δ, ενώ απορριπτέος είναι ο ισχυρισμός της εναγομένης, κατ'εκτίμηση του, περί του ότι ο ενάγων δεν μπορεί να παρίσταται με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, επειδή ο τελευταίος έχει την ιδιότητα του πανεπιστημιακού στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, καθόσον, όπως προκύπτει από την από 4.11.2014 βεβαίωση της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Προσωπικού του ως άνω ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντος υπηρετεί στη Νομική Σχολή αυτού ως λέκτορας και, επομένως, δεν εμπίπτει στις αναφερόμενες στο άρθρο 32§1 του Κώδικα Δικηγόρων περιπτώσεις μερικής αναστολής άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος. Περαιτέρω, η υπό κρίση αγωγή είναι νόμιμη, πλην του απορριπτέου ως μη νομίμου επικουρικού αιτήματος περί ανάθεσης μέρους της επιμέλειας του προσώπου των ανηλίκων τέκνων του από κοινού στον ίδιο και την εναγομένη, εφόσον, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη, αυτό προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, συμφωνία των διαδίκων ως προς την ίδια την ανάθεση, η οποία προφανώς δεν υφίσταται ενόψει της προκείμενης αντιδικίας μεταξύ τους. Σημειωτέον ότι και το κύριο αίτημα του ενάγοντος περί χρονικής κατανομής της άσκησης της γονικής μέριμνας μεταξύ των διαδίκων δεν νοείται ως από κοινού ανάθεση της σε αυτούς, όπως το εισάγει ο ενάγων, αλλά ως ανάθεση της αποκλειστικής άσκησης της στον καθένα από αυτούς για το χρονικό διάστημα που του αναλογεί. Περαιτέρω, η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489§2, 1493, 1496, 1513, 1514, 1520§1, 341 και 345 ΑΚ, 907, 910 αρ. 4 και 69§1 περ. δ', 176 Κ.Πολ.Δ, πρέπει, επομένως, η υπό κρίση αγωγή να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της, καθόσον: α) έχει καταβληθεί για το καταψηφιστικό αίτημα αυτής το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις ανάλογες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (βλ. τα υπ'αριθ. 400639 και 249120 Σειρά Α'αγωγόσημα μετά των επικολληθέντων ενσήμων), β) δεν αμφισβητείται ότι η εναγομένη έχει προκαταβάλει σύμφωνα με το άρθρο 173 αρ.4 Κ.Πολ.Δ τα έξοδα της δίκης, γ) τηρήθηκε η προβλεπόμενη επί ποινή απαραδέκτου κατ'άρθρ. 681Γ ΚΠολΔ απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο ενώπιον του Δικαστηρίου (βλ. τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης) και δ) για την τήρηση της προβλεπόμενης επί ποινή απαραδέκτου κατ'άρθρο 681 Γ § 2 Κ.Πολ.Δ προδικασίας, που περιλαμβάνει την έρευνα από όργανα της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας των συνθηκών διαβίωσης του ανηλίκου και την υποβολή στο Δικαστήριο έως την ημέρα της συζήτησης σχετικής αναλυτικής έκθεσης, απαιτείται η κατά τα άρθρ. 49 επ. Ν. 2447/1996 ίδρυση των κατά Πρωτοδικείο Κοινωνικών Υπηρεσιών που θα λειτουργούν ως αυτοτελείς αποκεντρωμένες υπηρεσίες. Συνεπώς, έως την έκδοση των σχετικών προεδρικών διαταγμάτων η τήρηση της πιο πάνω προϋπόθεσης ατονεί και έτσι δεν δημιουργείται απαράδεκτο (βλ. ΕφΔωδ 198/2004 Τραπ. Νομ. Πληροφ. «ΝΟΜΟΣ», ΕΑ 1388/2007 ΕΦΑΔ 2008. 229, ΕφΠατρ 522/2003 ΑχΝομ 2004.166), λαμβανομένου υπόψη ότι η μη υποβολή έκθεσης της κοινωνικής έρευνας δεν κωλύει την πρόοδο της δίκης κατ'άρθρ. 19 παρ. 4 Ν. 2521/1997.


III. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, των ενόρκων βεβαιώσεων που λήφθηκαν με την επιμέλεια των διαδίκων κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου τους στα πλαίσια της μεταξύ τους δίκης ασφαλιστικών μέτρων, που χρησιμοποιούνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, των εγγράφων και των φωτογραφιών που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, αποδεικνύονται τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο την 9.7.2005 στην Κομοτηνή, κατά τη διάρκεια του οποίου απέκτησαν δύο τέκνα, το ... και την ..., που γεννήθηκαν την 19.10.2006 και την 12.2.2009 αντίστοιχα. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων δεν εξελίχθηκε ομαλά και διασπάστηκε τον Ιούλιο του 2011 με την αποχώρηση του εναγομένου-ενάγοντος από την οικογενειακή στέγη στο Μαρούσι Αττικής. Περαιτέρω, επί των σχετικών αιτήσεων των διαδίκων εκδόθηκε η υπ'αριθ. 13002/2012 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ανατέθηκε προσωρινά στην ενάγουσα-εναγομένη η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του εναγομένου-ενάγοντος με αυτά και υποχρεώθηκε ο τελευταίος να καταβάλλει στην ενάγουσα-εναγομένη για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων τους προσωρινή μηνιαία διατροφή ποσού 275 ευρώ για το … και 225 ευρώ για την …. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα-εναγομένη, η οποία από τη διάσπαση του έγγαμου βίου της μέχρι σήμερα κατοικεί μαζί με τα ανήλικα τέκνα της στην ως άνω οικογενειακή στέγη στο Μαρούσι Αττικής, είναι πολύ καλή μητέρα και τους επιδεικνύει στοργή και αγάπη, έχει αφιερωθεί στο μητρικό ρόλο και επιθυμεί το καλύτερο δυνατό για τα τέκνα της, τα οποία δεν έχουν απομακρυνθεί ποτέ από εκείνην και έχουν αναπτύξει σταθερό ψυχικό σύνδεσμο μαζί της. Το αίτημα του εναγομένου-ενάγοντος για χρονική κατανομή της άσκησης της γονικής μέριμνας, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η επιμέλεια, σε κάθε ένα από τους διαδίκους ανά εβδομάδα προσκρούει αναμφίβολα στο συμφέρον των ανηλίκων τέκνων, με γνώμονα του οποίου και μόνο κρίνει το Δικαστήριο, εφόσον μια τέτοια λύση, πέραν του ότι θα υποβάλει τα τέκνα σε μια διαρκή μετακίνηση από τη μία οικία στην άλλη, θα είχε ενδεχομένως κάποιο νόημα, αν υπήρχε σύμπνοια και ταύτιση απόψεων μεταξύ των διαδίκων ως προς τον τρόπο ανατροφής και διαπαιδαγώγησης των τέκνων τους. Στην προκειμένη περίπτωση, όχι μόνο οι ίδιες οι σχέσεις μεταξύ των διαδίκων είναι τεταμένες, αλλά παρατηρείται και από τους ισχυρισμούς τους σαφώς διαφορετική φιλοσοφία και τρόπος σκέψης ως προς τα ανωτέρω ζητήματα, γεγονός που θα καθιστούσε τα τέκνα δέκτες διαφορετικών υποδείξεων, προτροπών και μηνυμάτων, αν προκρινόταν η παραπάνω λύση, με αναπόφευκτες συνέπειες στην ψυχοσύνθεση τους και με προφανή τον κίνδυνο για τη διάσπαση της προσωπικότητας τους. Ως εκ τούτου, το συμφέρον των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, όπως προσδιορίζεται από την ανάγκη της ομαλής σωματικής και ψυχοπνευματικής ανάπτυξης τους και καθορίζεται από τις βιοτικές τους ανάγκες, επιβάλλει να ανατεθεί η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου τους στην ενάγουσα-εναγομένη μητέρα τους, η οποία ανταποκρίνεται με επάρκεια στα από την επιμέλεια απορρέοντα καθήκοντα της, ενώ απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο είναι και το αίτημα του εναγομένου-ενάγοντος περί καταβολής διατροφής σε αυτόν για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων ως αυτόθροης συνέπειας της απόρριψης του αιτήματος του περί χρονικής κατανομής της άσκησης της γονικής μέριμνας. Ακολούθως, μετά την ανάθεση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων στην ενάγουσα - εναγομένη μητέρα τους, συντρέχει περίπτωση για τη ρύθμιση του νόμιμου δικαιώματος επικοινωνίας του εναγομένου-ενάγοντος πατέρα τους με αυτά, ο οποίος ζητεί τον καθορισμό του τρόπου άσκησης της όπως ο ίδιος υποδεικνύει. Με γνώμονα το πραγματικό συμφέρον των τέκνων των διαδίκων, που επιβάλλει τη διατήρηση διαρκούς επικοινωνίας τους με τον εναγόμενο-ενάγοντα πατέρα τους προκειμένου να μην αποξενωθούν ψυχικά από αυτόν και να ενισχυθούν οι μεταξύ τους υφιστάμενοι δεσμοί αίματος και τα αισθήματα αμοιβαίας αγάπης και στοργής, πάντα με σκοπό την ομαλή ανάπτυξη τους, το Δικαστήριο κρίνει ότι η επικοινωνία του εναγομένου-ενάγοντος με τα ανήλικα τέκνα τους πρέπει να πραγματοποιείται, όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό της παρούσας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων αδυνατούν να διαθρέψουν τον εαυτό τους, καθόσον στερούνται πλήρως εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή και δεν έχουν τη δυνατότητα, λόγω της ηλικίας τους, να εργαστούν. Συνεπώς, υπόχρεοι προς διατροφή τους είναι οι γονείς τους από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις οικονομικές του δυνάμεις, ενώ το μέτρο της διατροφής του πρέπει να προσδιοριστεί με βάση τις ανάγκες τους, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες διαβίωσής τους, και περιλαμβάνει όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση, την περίθαλψη και ανατροφή τους. Η ενάγουσα-εναγομένη είναι δικαστική λειτουργός, που υπηρετεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο με το βαθμό του Παρέδρου και κατά το έτος 2013 είχε μηναία εισοδήματα ποσού 3.023 ευρώ, ενώ κατά το έτος 2014 αυτά ανήλθαν στο ποσό των 3.474 ευρώ. Επιπλέον, έχει την πλήρη κυριότητα ενός διαμερίσματος, επιφάνειας 139 τ.μ., στο Μαρούσι Αττικής, στο οποίο και διαμένει μαζί με τα ανήλικα τέκνα, καθώς και ενός οικοπέδου, έκτασης 1.000 τ.μ. στο Κάτω Σούλι Μαραθώνα και ενός αγροτεμαχίου 50 στρεμμάτων στην Αγία Μαρίνα Ζακύνθου, χωρίς να προκύπτει ότι αυτά τα δύο τελευταία ακίνητα της αποφέρουν κάποιο εισόδημα, λαμβάνονται όμως υπόψη για την εκτίμηση της περιουσιακής της κατάστασης. Τέλος, είναι κυρία του υπ'αριθ. ΙΒΝ … ΙΧΕ αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής HONDA, 1.600 κ.ε., έτους πρώτης κυκλοφορίας 2004. ʼλλα εισοδήματα, πόρους από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία δεν διαθέτςι η ενάγουσα-εναγομένη, που δεν βαρύνεται με υποχρέωση διατροφής τρίτων προσώπων, πέραν των τέκνων της, βαρύνεται όμως με τις λειτουργικές δαπάνες της ως άνω οικίας αυτής κατά την αναλογία της (ηλεκτρικού, ύδατος, τηλεφώνου, θέρμανσης κ.λπ.), καθώς και με την καταβολή μηνιαίας δόσης ποσού 1.441 ευρώ προς την πρώην Αγροτική Τράπεζα έναντι στεγαστικού δανείου ποσού 350.000 ευρώ που έλαβε από αυτήν για την αγορά του ως άνω διαμερίσματος, ενώ οι λοιπές ανάγκες διαβίωσης της είναι αντίστοιχες γυναικών παρόμοιας με αυτήν ηλικίας. Ο εναγόμενος-ενάγων είναι δικαστικός λειτουργός, που υπηρετεί στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών με το βαθμό του Πρωτοδίκη και κατά το έτος 2013 είχε μηναία εισοδήματα ποσού 2.372, ενώ κατά το έτος 2014 αυτά ανήλθαν στο ποσό των 2.500 ευρώ περίπου μέχρι τον Ιούλιο και στο ποσό των 2.900 ευρώ περίπου από τον Αύγουστο και μετά. Επιπλέον, είναι κύριος του υπ'αριθ. ΚΟΕ … ΙΧΕ αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής FORD, 1.600 κ.ε., έτους πρώτης κυκλοφορίας 2001. ʼλλα εισοδήματα, πόρους από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία δεν διαθέτει ο εναγόμενος-ενάγων, που δεν βαρύνεται με υποχρέωση διατροφής τρίτων προσώπων, πέραν των τέκνων του, βαρύνεται όμως με την καταβολή μηνιαίου μισθώματος 450 ευρώ για τη μίσθωση του διαμερίσματος, που διαμένει στο Μαρούσι Αττικής καθώς και με τις λειτουργικές δαπάνες της εν λόγω οικίας (ηλεκτρικού, ύδατος, τηλεφώνου, θέρμανσης κ.λπ.), ενώ οι λοιπές ανάγκες διαβίωσης του είναι αντίστοιχες ανδρών παρόμοιας με αυτόν ηλικίας. Περαιτέρω, τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων διαμένουν, όπως προαναφέρθηκε, με τη μητέρα τους στην ως άνω οικία αυτής και βαρύνονται με τις λειτουργικές δαπάνες αυτής κατά το μέρος που τους αναλογεί. Φοιτούν ο μεν … στην τρίτη τάξη του Δημοτικού, η δε … στο νηπιαγωγείο του ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου «Ελληνογαλλική Σχολή Ουρσουλινών». Το κόστος των διδάκτρων για τη φοίτηση τους, η οποία περιλαμβάνει και αθλητικές δραστηριότητες, ανέρχεται για το … στο ποσό των 492 ευρώ για το σχολικό έτος 2012-2013, στο ποσό των 385 ευρώ για το σχολικό έτος 2013-2014 και στο ποσό των 368 ευρώ για το σχολικό έτος 2013-2014 και μετά, ενώ για την … στο ποσό των 372 ευρώ για το σχολικό έτος 2013-2014 και στο ποσό των 404 ευρώ για το σχολικό έτος 2014-2015 και μετά. Κατά τα λοιπά οι δαπάνες διαβίωσης των ως άνω ανηλίκων, ήτοι σίτισης, ένδυσης, ψυχαγωγίας, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης κ.λπ. είναι οι συνήθεις δαπάνες παιδιών αντίστοιχης με αυτά ηλικίας. Με βάση τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων και τις εν γένει περιστάσεις, η κατά μήνα διατροφή για τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων, προσδιοριζόμενη από τις συνθήκες ζωής και ανταποκρινόμενη στα απαραίτητα έξοδα για τις ως άνω αναφερόμενες αιτίες, πρέπει να καθοριστεί ως προς το … στο ποσό των 800 ευρώ μηνιαίως και ως προς την … στο πόσο των 400 ευρώ μηνιαίως μέχρι και τον Αύγουστο του 2013 και στο ποσό των 750 ευρώ μηνιαίως από το Σεπτέμβριο του 2013 και μετά. Στο ποσά αυτά συνυπολογίζεται και η προσφορά της προσωπικής εργασίας και απασχόλησης της ενάγουσας-εναγομένης για την περιποίηση και τη φροντίδα τους, η οποία είναι αποτιμητή σε χρήμα. Από τα ποσά αυτό ο εναγόμενος-ενάγων μπορεί, ενόψει της οικονομικής και περιουσιακής του κατάστασης, να καταβάλλει για το μεν … το ποσό των 360 ευρώ μηνιαίως, για τη δε … το ποσό των 180 ευρώ μηνιαίως μέχρι τον Αύγουστο του 2013 και το ποσό των 340 ευρώ από το Σεπτέμβριο 2014 και μετά. Κατά τα υπόλοιπα ποσά, που απαιτούνται για τη διατροφή των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, συμμετέχει η ενάγουσα-εναγομένη μητέρα του με τα εισοδήματα της και την προσφορά της προσωπικής της εργασίας και απασχόλησης για την περιποίηση και φροντίδα τους, ο δε συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, εφόσον η ενάγουσα-εναγομένη ζητεί με την υπό κρίση αγωγή όχι το σύνολο του κόστους των διατροφικών αναγκών των τέκνων τους αλλά εκείνο το μέρος, που βαρύνει κατ'αναλογία τον εναγόμενο-ενάγοντα, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στη μείζονα σκέψη. Επομένως, πρέπει: Α) η υπ'αριθ. 115/2013 η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να ανατεθεί η αποκλειστική επιμέλεια του προσώπου των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, … και …, στην ενάγουσα-εναγομένη, να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος-ενάγων οφείλει να καταβάλλει στην ενάγουσα-εναγομένη, για λογαριασμό των ως άνω ανηλίκων τέκνων τους, διατροφή σε χρήμα, για το μεν …, ποσού τριακοσίων εξήντα (360) ευρώ μηνιαίως, για τη δε …, ποσού εκατόν ογδόντα (180) ευρώ μηνιαίως μέχρι και τον Αύγουστο 2013 και ποσού τριακοσίων σαράντα (340) ευρώ μηνιαίως από το Σεπτέμβριο 2013 και μετά, για το χρονικό διάστημα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι και την 2.11.2016, άπαντα τα ανωτέρω ποσά προκαταβλητέα εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση κάθε ληξιπρόθεσμης παροχής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, Β) η υπ'αριθ. 2000/2014 αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς το σκέλος αυτής που αφορά στο αίτημα χρονικής κατανομής της άσκησης της γονικής μέριμνας και το συνακόλουθο αίτημα περί καταβολής διατροφής από την ενάγουσα-εναγομένη, να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη κατά τα λοιπά, να ρυθμιστεί η επικοινωνία του εναγομένου-ενάγοντος με τα ανήλικα τέκνα του, όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό της παρούσας, και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων, εφόσον πρόκειται για διαφορά μεταξύ συζύγων (άρθρο 179 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την υπ'αριθ. 115/2013 αγωγή.

ΑΝΑΘΕΤΕΙ την αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας του προσώπου των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, … και …, στην ενάγουσα.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλλει στην ενάγουσα, για λογαριασμό των ως άνω ανηλίκων τέκνων τους, διατροφή σε χρήμα, για το μεν …, ποσού τριακοσίων εξήντα (360) ευρώ μηνιαίως, για τη δε …, ποσού εκατόν ογδόντα (180) ευρώ μηνιαίως μέχρι και τον Αύγουστο 2013, και ποσού τριακοσίων σαράντα (340) ευρώ μηνιαίως από το Σεπτέμβριο 2013 και μετά, για το χρονικό διάστημα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι και την 2.11.2016, άπαντα τα ανωτέρω ποσά προκαταβλητέα εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση κάθε ληξιπρόθεσμης παροχής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ'αριθ. 2000/2014 αγωγή ως προς το σκέλος αυτής, που αφορά στο αίτημα χρονικής κατανομής της άσκησης της γονικής μέριμνας και το συνακόλουθο αίτημα περί καταβολής διατροφής από την εναγομένη, καθώς και το επικουρικό αίτημα περί από κοινού άσκησης μέρους της επιμέλειας του προσώπου των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την ως άνω αγωγή.

ΡΥΘΜΙΖΕΙ την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας του ενάγοντος με τα ανωτέρω ανήλικα τέκνα του και ορίζει ότι αυτός θα επικοινωνεί μαζί τους, παραλαμβάνοντας αυτά από την κατοικία της εναγομένης και επιστρέφοντας αυτά στην κατοικία της κατά τη λήξη της επικοινωνίας, ως ακολούθως: 1) Το δεύτερο και τέταρτο Σαββατοκύριακο κάθε μήνα από ώρα 10.00 το πρωί του Σαββάτου έως 18.00 το βράδυ της Κυριακής, 2) κάθε Τετάρτη, από ώρα 17.30 έως ώρα 20.30, και κάθε Παρασκευή, όταν δεν θα επικοινωνεί το Σαββατοκύριακο, από ώρα 17.30 έως ώρα 21.00, 3) κατά τη διάρκεια των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, για μία εβδομάδα τα Χριστούγεννα ή την Πρωτοχρονιά εναλλάξ κάθε χρόνο, δηλαδή από ώρα 10.00 το πρωί της 24ης Δεκεμβρίου έως ώρα 19.00 το βράδυ της 30ης Δεκεμβρίου ή από ώρα 10.00 το πρωί της 31ης Δεκεμβρίου έως ώρα 19.00 το βράδυ της 6ης Ιανουαρίου, αρχής γενόμενης από το πρώτο διάστημα, 4) κατά τη διάρκεια της εορτής του Πάσχα εναλλάξ κάθε χρόνο, από ώρα 10.00 το πρωί της Μεγάλης Δευτέρας έως ώρα 19.00 το βράδυ της Κυριακής του Πάσχα ή από ώρα 10.00 το πρωί της Δευτέρας του Πάσχα έως ώρα 19.00 το βράδυ της Κυριακής του Θωμά, αρχής γενόμενης από το πρώτο διάστημα και 5) κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών για είκοσι (20) ημέρες συνολικά, συναπτές ή τμηματικά, κατά το μήνα Ιούλιο ή το μήνα Αύγουστο, κατόπιν συνεννόησης μεταξύ των διαδίκων. Σημειώνεται επίσης ότι α) κατά την ονομαστική  εορτή και τα γενέθλια των τέκνων των διαδίκων θα δύναται να τα επισκέπτεται και ο γονέας, με τον οποίο δεν διαμένουν τη συγκεκριμένη ημέρα και να συμμετέχει σε ενδεχόμενη εορταστική εκδήλωση και β) κάθε διάδικος, με τον οποίο δεν διαμένουν τα τέκνα κάποια συγκεκριμένη ημέρα, θα δικαιούται να επικοινωνεί για λίγα λεπτά μαζί τους τηλεφωνικά κατά το χρονικό διάστημα από 19.00 έως 20.00 της ημέρας εκείνης.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 23-1-2015 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                               Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



ΠΠρΑθ 21/2015 Ασφαλιστικά μέτρα - Αίτηση αναστολής εκτέλεσης - Έφεση κατά απόφασης προσωρινά εκτελεστής - Ερημοδικία εκκαλούντος - Υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη - Σοβαρός κλονισμός επιχειρηματικής δραστηριότητας - Οικονομική κρίση

$
0
0
ΠΠρΑθ 21/2015
Ασφαλιστικά μέτρα - Αίτηση αναστολής εκτέλεσης - Έφεση κατά απόφασης προσωρινά εκτελεστής - Ερημοδικία εκκαλούντος - Υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη - Σοβαρός κλονισμός επιχειρηματικής δραστηριότητας - Οικονομική κρίση -...


Αίτηση με την οποία ζητείται η αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης που εξεδόθη ερήμην της αιτούσας κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία υποχρεώθηκε η τελευταία να καταβάλει στην καθ'ης η αίτηση το χρηματικό ποσό των 217.500 ευρώ και η οποία κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, έως ότου εκδοθεί απόφαση επί της έφεσης που η αιτούσα έχει ασκήσει ενώπιον του Εφετείου Αθηνών. Κρίθηκε ότι ήδη η ερημοδικασθείσα αιτούσα, με την έφεση της, προβάλλει, μεταξύ άλλων, λόγους έφεσης που πλήττουν την ουσιαστική βασιμότητα της αξίωσης της καθ'ης η αίτηση, αρνούμενη τα πραγματικά περιστατικά της βάσης της αγωγής, τούτο συνεπάγεται αναγκαίως εξαφάνιση της εκκαλουμένης σε όλη την έκταση. Πιθανολογήθηκε ότι από την προσωρινή εκτέλεση της εκκληθείσας πρωτοβάθμιας εν όλω προσωρινώς εκτελεστής αποφάσεως σε βάρος της, η αιτούσα εταιρεία θα υποστεί αυτόθροη ανεπανόρθωτη βλάβη, δεδομένου ότι η προειρημένη έφεση της θα γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, οπότε η εκκαλουμένη θα εξαφανισθεί, επιπλέον, δε, θα έχει ως συνέπεια την υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση της αιτούσας, που υπό τις συνθήκες της τρέχουσας οικονομικής κρίσης, μπορεί να επιφέρει σοβαρό κλονισμό της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, ενώ η καθ'ης η αίτηση δεν θα υποστεί βλάβη αφού πρόκειται για επιχείρηση με πολύ μεγαλύτερο κύκλο εργασιών σε σχέση με την αιτούσα.


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ


Αριθμός αποφάσεως 21/2015

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

(Διαδικασία Ασφαλιστικών μέτρων)


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Χαρίκλεια Κ. Ηλιοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών-Εισηγητρια (η οποία ορίσθηκε κατόπιν κληρώσεως σύμφωνα με το νόμο από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοικήσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών) και τους Παναγιώτη Γκιόκα και Στυλιανή Αργύρη, Πρωτοδίκες (οι οποίοι ορίσθηκαν από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοικήσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών) και από τη Γραμματέα Γεωργία Μιχοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 12 Νοεμβρίου 2014, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αιτούσας: της εταιρείας με την επωνυμία «Τ. ΑΝΩΝΥΜΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «Τ. ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΗ Α.Ε.Β.Ε.» (πρώην Σ. ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ) που εδρεύει στη Μεταμόρφωση Αττικής, … χλμ. Εθνικής Οδού Αθηνών-Λαμίας, νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τις πληρεξούσιες δικηγόρους της, Αικατερίνη Γαλανοπούλου και Ειρήνη Ζήση.

Της καθ'ης η αίτηση: της εταιρείας με την επωνυμία «Τ. E.» που εδρεύει στο Μόναχο Γερμανίας (…………. Munchen), νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Διονύσιο Σκαλτσά και Δήμο Παπαδήμο.

Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 30.9.2014 αίτηση της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αύξοντα αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 110985/245/2014 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.


ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ


Κατά τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 44 § 2 ν. 3994/2011, εάν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Από την αντιπαραβολή της διατάξεως αυτής «αν ασκηθεί έφεση ... η απόφαση εξαφανίζεται» προς το άρθρο 535 παρ. του ίδιου Κώδικα «αν ο λόγος της έφεσης κριθεί βάσιμος, η απόφαση ... εξαφανίζεται», προκύπτει ότι η εξαφάνιση της ερήμην αποφάσεως επέρχεται με μόνη την άσκηση νομότυπης και εμπρόθεσμης εφέσεως, ανεξαρτήτως αν οι λόγοι αυτής είναι και βάσιμοι κατ'ουσίαν. Πραγματικά, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 271 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 29 ν. 3994/2011, αν ο εναγόμενος δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος σε αυτήν κανονικά, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται νομικά αβάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Εκ του λόγου αυτού ακριβώς, παρέχεται στο διάδικο, που δεν εμφανίσθηκε στον πρώτο βαθμό, το δικαίωμα να αναστρέψει με μόνη την άσκηση του ένδικου μέσου της εφέσεως την εν απουσία αυτού εκδοθείσα πρωτόδικη απόφαση, ώστε, μετά την εξαφάνιση αυτής, να ερευνηθεί εκ νέου η ουσία της υποθέσεως στον δεύτερο βαθμό με τη συμμετοχή όλων των διαδίκων μερών και να μη στερηθεί ο διάδικος αυτός της δυνατότητας προβολής των πραγματικών ισχυρισμών, τους οποίους κάθε διάδικος έχει δικαίωμα να προτείνει πρωτοδίκως. Περαιτέρω, η αυτή ως άνω διάταξη του άρθρου 528 του ΚΠολΔ, ορίζει ότι η εξαφάνιση επέρχεται «μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους». Η διάταξη αυτή, κατά το μέρος με το οποίο προσδιορίζει τα όρια της εξαφανίσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν εισάγει νεωτερισμό, αλλά είναι ταυτόσημη με το περιεχόμενο του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, με το οποίο εκφράζεται η από μακρού χρόνου ισχύουσα γενική δικονομική αρχή, ότι με την έφεση δεν μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο η υπόθεση στο σύνολο της, αλλά μόνον ως προς τα κεφάλαια εκείνα της πρωτόδικης αποφάσεως που πλήττονται με το εφετήριο και τους πρόσθετους λόγους. Επομένως: α) αν με την έφεση ο εναγόμενος που δικάστηκε πρωτοδίκως ερήμην, προβάλλει ότι η αγωγή είναι νόμω αβάσιμη, αόριστη και απαράδεκτη, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ερευνά τις ως άνω ελλείψεις, χωρίς να εξαφανίσει προηγουμένως την προσβαλλόμενη απόφαση, β) αν ο ενάγων ή ο εναγόμενος, που δικάσθηκαν πρωτοδίκως ερήμην, προβάλλουν ως λόγο έφεσης, την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολο της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της, γ) επί αγωγής, η οποία έγινε δεκτή ως προς το κεφάλαιο και τους τόκους, αν ο εναγόμενος παραπονείται μόνο κατά του κεφαλαίου επί του οποίου επιδικάστηκαν τόκοι, η απόφαση εξαφανίζεται μόνο κατά το κεφάλαιο αυτό, δ) αν με την έφεση ο εναγόμενος προβάλει μόνο καταλυτικές της αγωγής ενστάσεις, όπως είναι η ένσταση εξοφλήσεως ή παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος με το οποίο κρίθηκε ως βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνο κατά το διατακτικό της. Έτσι, αν ο λόγος εφέσεως συνίσταται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, ο συλλογισμός καταστρώσεως της πρωτόδικης αποφάσεως ανακόπτεται εξ υπαρχής και η απόφαση εξαφανίζεται ολοσχερώς. Περαιτέρω, πρέπει να τονισθεί ότι για να επέλθει το αποτέλεσμα της εξαφανίσεως της αποφάσεως, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν ερευνά αν ο λόγος εφέσεως είναι βάσιμος, αν όμως ο λόγος αυτός είναι μη νόμιμος, αόριστος ή αλυσιτελής απορρίπτεται και η απόφαση δεν εξαφανίζεται. Μετά την εξαφάνιση της αποφάσεως, χωρεί ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου νέα συζήτηση της υποθέσεως, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως είχε δικαίωμα να προτείνει, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 ΚΠολΔ (Σ. Σαμουήλ «Η έφεση», έκδοση 2003. αρ. 228 δ, σ. 99, Κεραμέα - Κονδύλη - Νίκα, ΚΠολΔ, συμπλήρωμα 2003, άρθρο 528, σ. 68). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 912 ΚΠολΔ «Αν ασκηθεί εμπρόθεσμο ανακοπή ή έφεση κατά της απόφασης που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή σύμφωνα με το άρθρο 908 ή 910, μπορεί έως την συζήτηση στο ακροατήριο της ανακοπής ή της έφεσης, να διαταχθεί, αν το ζητήσει ο διάδικος που νικήθηκε, να ανασταλεί οριστικά ή εν μέρει η εκτέλεση ώσπου να εκδοθεί οριστική απόφαση, με τον όρο να δοθεί εγγύηση η οποία ορίζεται από την απόφαση που διατάζει την αναστολή ή και χωρίς εγγύηση, εφόσον πιθανολογείται η ευδοκίμηση της ανακοπής ή της έφεσης» (παρ. 1). «Την αναστολή της παρ. 1 διατάζει το Δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που προσβάλλεται. Η αίτηση συζητείται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ....» (παρ. 2). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, εάν μια δικαστική απόφαση κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή, ο διάδικος που ηττήθηκε δικαιούται να ζητήσει από το Δικαστήριο που την εξέδωσε την αναστολή της εκτελέσεως της, (είτε απειλείται είτε άρχισε η αναγκαστική εκτέλεση), με σχετική αίτηση του, αφού η ως άνω διάταξη δεν προϋποθέτει έναρξη εκτελέσεως, αλλά απλώς εκτελεστότητα. Προϋπόθεση χορηγήσεως της αναστολής είναι να έχει ασκηθεί, από τον ηττηθέντα διάδικο, παραδεκτώς ανακοπή ή έφεση κατά της αποφάσεως και να πιθανολογείται η ευδοκίμηση ενός τουλάχιστον λόγου αυτών, οπότε τότε μόνο το Δικαστήριο, για τη χορήγηση ή μη της αναστολής, ερευνά αθροιστικώς και τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης από την εκτέλεση της αποφάσεως στο πρόσωπο του αιτούντος, η οποία (βλάβη) άλλως (δηλ. αν το ένδικο μέσο ασκήθηκε απαραδέκτως ή αν δεν πιθανολογείται η ευδοκίμηση του), δεν ερευνάται. Ειδικότερα, επί ασκηθείσης εφέσεως κατά προσωρινώς εκτελεστής αποφάσεως, η ουσιαστική βασιμότητα της αιτήσεως εξαρτάται από την πιθανολόγηση βλάβης στο πρόσωπο του αιτούντος σε περίπτωση παραδοχής της εφέσεως και λόγω της εξαφανίσεως της αποφάσεως που πρόκειται να εκτελεσθεί. Το επιλαμβανόμενο Δικαστήριο δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Για το λόγο αυτό απαιτείται επιπροσθέτως η πιθανολόγηση της συνδρομής επείγουσας περιπτώσεως ή της αποτροπής επικειμένου κινδύνου.


Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση, επιδιώκεται να διαταχθεί η αναστολή της εκτελέσεως της υπ'αριθμ. 1812/2014 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, που εξεδόθη ερήμην της ήδη αιτούσας κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία υποχρεώθηκε η τελευταία να καταβάλει στην ήδη καθ'ης η αίτηση το χρηματικό ποσό των 217.500 ευρώ και η οποία κηρύχθηκε εν όλω προσωρινώς εκτελεστή, έως ότου εκδοθεί απόφαση επί της από 22.9.2014 εφέσεως που η αιτούσα έχει ασκήσει νομότυπα και εμπρόθεσμα ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, για το λόγο ότι η έφεση έχει μεγάλες πιθανότητες να ευδοκιμήσει, ενώ η τυχόν καταβολή του επιδικασθέντος ποσού θα επιφέρει στην αιτούσα υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη. Ζητεί, τέλος, να επιβληθούν εις βάρος της καθ'ης η αίτηση τα δικαστικά της έξοδα.


Η αίτηση αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. και 912 παρ. 2 του ΚΠΟΛΔ), έχει, δε, το παρόν Δικαστήριο διεθνή δικαιοδοσία να τη δικάσει, εφόσον και η καθ'ης δεν αντιλέγει (άρθρο 3 του ΚΠΟΛΔ), εφαρμοστέο, δε, δίκαιο είναι το ελληνικό, εφόσον τις διατάξεις αυτού επικαλείται η αιτούσα και δεν αντιλέγει η καθ'ης η αίτηση, υφισταμένης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας σχετικά με την εφαρμογή του (άρθρο 3 παρ. 2 και 10 παρ. 2 του ν. 1792/1988). Σημειώνεται ότι οι πληρεξούσιες δικηγόροι της αιτούσας, ..., έχουν καταθέσει τα υπ'αριθμ. Π0363643 και Π0373608 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών στον ΔΣΑ αντίστοιχα, οι δε πληρεξούσιοι δικηγόροι της καθ'ης η αίτηση, Διονύσιος Σκαλτσάς και Δήμος Παπαδήμος, έχουν καταθέσει τα υπ'αριθμ. Π0360683 και Π0360678 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών στον ΔΣΑ αντίστοιχα (άρθρα 61 παρ. 1 και 4 του ν. 4194/2013). Είναι δε επαρκώς ορισμένη, απορριπτόμενου του αντίθετου ισχυρισμού της καθ'ης η αίτηση και νόμιμη, στηριζομένη στη διάταξη του άρθρου 912 του ΚΠΟΛΔ, πλην του αιτήματος περί επιδικάσεως των δικαστικών εξόδων εις βάρος της καθ'ης η αίτηση, το οποίο είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθώς, επί αιτήσεως αναστολής εκτελεστότητας, τα δικαστικά έξοδα επιβάλλονται πάντοτε εις βάρος του αιτούντος (άρθρο 84 παρ. 2 του ν. 4194/2013 όπως τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ.3 του ν. 4236/2014). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ'ουσίαν.


Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ... και … που εξετάσθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο με επιμέλεια της αιτούσας και της καθ 'ης η αίτηση αντίστοιχα, από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν, από τις υπ'αριθμ. 51950/7.11.2014 και 51953/10.11.2014 ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζει η αιτούσα, οι οποίες έχουν δοθεί ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ..., μετά από κλήτευση της καθ'ης η αίτηση (όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο σε ελληνική μετάφραση με ημερομηνία 28.10.2014 αποδεικτικό επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Ειρηνοδικείο Μονάχου ....), από την υπ'αριθμ. 9527/11.11.2014 ένορκη βεβαίωση που προσκομίζει η καθ 'ης η αίτηση, η οποία έχει δοθεί ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., μετά από κλήτευση της αιτούσας (όπως προκύπτει από την υπ'αριθμ. 7297/6.11.2014 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ...), από τα προφορικώς αναπτυχθέντα στο ακροατήριο από τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, καθώς και από όλους τους εμπεριεχόμενους στα έγγραφα σημειώματα που οι διάδικοι κατέθεσαν ισχυρισμούς, πιθανολογούνται τα ακόλουθα: Στις 24.7.2006, η αιτούσα και η καθ'ης η αίτηση υπέγραψαν στην Αθήνα, σύμβαση, με βάση την οποία η τελευταία ανέλαβε την εκτέλεση του έργου της μηχανολογικής σχεδιάσεως, κατασκευής και τοποθετήσεως κινητών στεγάστρων, επί βάσης υποδομής για τη στέγαση των τριών υπαίθριων χώρων του εμπορικού κέντρου AVENUE που βρίσκεται επί της ... στο Μαρούσι Αττικής. Στις 28.9.2011, η ήδη καθ'ης η αίτηση κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (Τακτική Διαδικασία) την από 27.9.2011 (αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. 162183/9212/2011) αγωγή της κατά της ήδη αιτούσας, η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 4ης Δεκεμβρίου 2013, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η τελευταία να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 217.500 ευρώ, νομιμοτόκως κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή ως υπόλοιπο εργολαβικού ανταλλάγματος. Στις 18.11.2013, η ήδη αιτούσα κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (Τακτική διαδικασία) την από 14.11.2013 (αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. 152913/4413/2013) αγωγή της, που προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 20ής Ιανουαρίου 2016, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η ήδη καθ ης η αίτηση να της καταβάλει το ποσό των 787.800 ευρώ ως αχρεωστήτως καταβληθέν λόγω μειώσεως τιμήματος, το ποσό των 314.751,43 ευρώ ως ζημία λόγω ελλείψεως συμφωνηθείσας ιδιότητας του έργου και το ποσό των 75.000 ευρώ ως συμφωνηθείσα ποινική ρήτρα. Κατά τη δικάσιμο της 4ης Δεκεμβρίου 2013, κατά την οποία είχε ορισθεί να συζητηθεί η πρώτη εκ των ως άνω δύο αγωγών, εμφανίσθηκε η πληρεξούσια δικηγόρος της ήδη αιτούσας, Ειρήνη Ζήση, μόνον για την υποβολή αιτήματος αναβολής προς συνεκδίκαση με την δεύτερη εκ των ως άνω δύο αγωγών. Το αίτημα αυτό απερρίφθη από το Δικαστήριο, η ως άνω πληρεξούσια δικηγόρος της ήδη αιτούσας δεν έλαβε μέρος στην αποδεικτική διαδικασία και, ως εκ τούτου, η ήδη αιτούσα (και τότε εναγομένη) εταιρεία δικάσθηκε ερήμην, κατ'εφαρμογή του άρθρου 280 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Επί της αγωγής της ήδη καθ'ης η αίτηση εξεδόθη η υπ'αριθμ. 1812/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία έγινε δεκτή την αγωγή της τότε ενάγουσας (και ήδη καθ'ης η αίτηση) ως και κατ'ουσίαν βάσιμη κατ'εφαρμογή του τεκμηρίου ομολογίας λόγω ερημοδικίας της τότε εναγομένης (και ήδη αιτούσας). Ειδικότερα, με την ως άνω απόφαση υποχρεώθηκε η ήδη αιτούσα να καταβάλει στην ήδη καθ'ης η αίτηση το συνολικό ποσό των 217.500 ευρώ, με το νόμιμο τόκο α) από την 18.12.2007 για το ποσό των 144.050 ευρώ και β) από την 4.12.2008, για το ποσό των 73.450 ευρώ, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, κηρύχθηκε, δε, εν όλω προσωρινώς εκτελεστή. Ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της παραπάνω αποφάσεως επεδόθη στην ήδη αιτούσα στις 22.9.2014 (όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας ... επί του προσκομιζομένου από την αιτούσα αντιγράφου της υπ'αριθμ. 1812/2014 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου). Ήδη, η αιτούσα έχει καταθέσει στις 24.9.2014 στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την από 24.9.2014 (αυξ. αριθ. εκθ. καταθ. 6192/2014) έφεση της κατά της παραπάνω αποφάσεως, η οποία έφεση έχει προσδιορισθεί για τη δικάσιμο της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, έχοντας καταβάλει προς τούτο το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠΟΛΔ παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ. Με δεδομένο ότι ήδη η ερημοδικασθείσα αιτούσα, με την έφεση της, προβάλλει - μεταξύ άλλων - λόγους έφεσης που πλήττουν την ουσιαστική βασιμότητα της αξίωσης της καθ'ης η αίτηση, αρνούμενη τα πραγματικά περιστατικά της βάσης της αγωγής, τούτο συνεπάγεται αναγκαίως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν, εξαφάνιση της εκκαλουμένης σε όλη την έκταση. Από την προσωρινή εκτέλεση της ανωτέρω εκκληθείσας πρωτοβάθμιας εν όλω προσωρινώς εκτελεστής αποφάσεως εις βάρος της, η αιτούσα εταιρεία πιθανολογείται ότι θα υποστεί αυτόθροη ανεπανόρθωτη βλάβη, δεδομένου ότι η προειρημένη έφεση της θα γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, οπότε η εκκαλουμένη θα εξαφανισθεί, επιπλέον, δε, θα έχει ως συνέπεια την υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση της αιτούσας, που υπό τις συνθήκες της τρέχουσας οικονομικής κρίσης, μπορεί να επιφέρει σοβαρό κλονισμό της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, ενώ η καθ'ης η αίτηση δεν θα υποστεί βλάβη αφού πρόκειται για επιχείρηση με πολύ μεγαλύτερο κύκλο εργασιών σε σχέση με την αιτούσα.


Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση ως και κατ'ουσίαν βάσιμη και να χορηγηθεί η αιτούμενη ολική αναστολή της εκτέλεσης μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της ασκηθείσας εφέσεως, πρέπει, δε, η αιτούσα να υποχρεωθεί, κατά μερική παραδοχή του σχετικού αιτήματος της καθ'ης η αίτηση, σε εγγυοδοσία (άρθρο 912 παρ. 1 του ΚΠΟΛΔ) υπέρ της τελευταίας, με τη μορφή καταθέσεως εκ μέρους της αιτούσας εγγυητικής επιστολής αξιόχρεης Τράπεζας, ποσού εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, η οποία θα κατατεθεί στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της παρούσας. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της καθ'ης η αίτηση πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της αιτούσας (άρθρο 84 παρ. 2 του ν. 4194/2013 όπως τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ.3 του ν. 4236/2014).



ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


ΔΙΚΑΖΕΙ κατ'αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την εκτέλεση της υπ'αριθ. 1812/2014 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου που εξεδόθη κατά την τακτική διαδικασία και κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της εφέσεως που έχει ασκήσει η αιτούσα, υπό τους όρους: α) ότι η ασκηθείσα έφεση θα συζητηθεί κατά την προσδιορισθείσα γι αυτήν δικάσιμο και β) ότι θα κατατεθεί από την αιτούσα εγγυοδοσία υπό τη μορφή εγγυητικής επιστολής αξιόχρεης Τράπεζας ποσού εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ υπέρ της καθ'ης η αίτηση. Η παραπάνω εγγυητική επιστολή θα πρέπει να κατατεθεί στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της παρούσας.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ εις βάρος της αιτούσας τα δικαστικά έξοδα της καθ'ης η αίτηση, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28-1-2015

            Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στην Αθήνα, στις

            Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Viewing all 1850 articles
Browse latest View live


Latest Images

<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>