Quantcast
Channel: ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live

176/2014 ΕΦ ΔΩΔ - Αγωγή αναγνωριστική ακινήτου. Χρησικτησία. Δημόσιες Γαίες. Δίκαιο Δωδεκανήσου. Κτηματολογικός κανονισμός. Οι διατάξεις του άρθρου 4 §§ 1 και 2 του ν. 3127/2003, αποτελούν κοινό δίκαιο για όλη την επικράτεια και για τη Δωδεκάνησο. Εισάγεται εξαίρεση

$
0
0

ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ - 100/2010 ΕΙΡ ΡΟΔ - Κτητική παραγραφή (έκτακτη χρησκτησία). Αοριστία. Νομική φύση. Αόριστη η αγωγή, εάν δεν γίνεται επίκληση ή μνεία της νομικής φύσης του επιδίκου ακινήτου, ώστε να καθίσταται σαφής και ορισμένη η περιγραφή του

176/2014 ΕΦ ΔΩΔ ( 633362)

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αγωγή αναγνωριστική ακινήτου. Χρησικτησία. Δημόσιες Γαίες. Δίκαιο Δωδεκανήσου. Κτηματολογικός κανονισμός. Οι διατάξεις του άρθρου 4 §§ 1 και 2 του ν. 3127/2003, αποτελούν κοινό δίκαιο για όλη..
την επικράτεια και για τη Δωδεκάνησο. Εισάγεται εξαίρεση από τις διατάξεις του άρθρου 4 §§ 1 και 2 του α.ν. 1539/1938. Προϋποθέσεις. Αγωγή αναγνώρισης κυριότητας λόγω χρησικτησίας κατά του Δημοσίου. Στο δικόγραφο πρέπει να αναφέρεται ότι ο ενάγων ή και οι δικαιοπάροχοί του νέμοντο, με συγκεκριμένες εμφανείς υλικές πράξεις, το ακίνητο επί τριάντα έτη συνεχώς μέχρι την 19.3.2003. Δεν απαιτείται και η επίκληση συνδρομής καλής πίστεως ότι είχαν αποκτήσει την κυριότητα. Το εναγόμενο Δημόσιο, φέρει το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως της κακής πίστης του ενάγοντος ή και των δικαιοπαρόχων του κατά τον χρόνο κτήσεως της νομής του. Το ακίνητο (αρζι μιρι) που βρίσκεται εντός οικισμού προ του 1923 φέρεται εγγεγραμμένο στο όνομα της Κυβερνήσεως των Νήσων του Αιγαίου, περιήλθε δε στο Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του Ιταλικού Δημοσίου σύμφωνα με την από 10.2.1947 Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ των Συμμάχων χωρών και της Ιταλίας. Κρίθηκε ότι από το 1940 ενέμετο αδιατάρακτα η γιαγιά του ενάγοντος το επίδικο και μετέπειτα η μητέρα του η οποία και το μεταβίβασε στον ενάγοντα ο οποίος το ενέμετο από το 1996 με συγκεκριμένες υλικές πράξεις πιστεύοντας καλή τη πίστη ότι το απέκτησε από την μητέρα του που το καλλιεργούσε πολλά έτη. Ουδέποτε οχλήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο. Νόμιμα έγινε πρωτόδικα δεκτή η αγωγή. Συμπλήρωση αιτιολογίας. Πρόσθετοι λόγοι. Παραδεκτό. Απορρίπτει έφεση κατά της υπ` αριθμ. 118/2009 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου.



Αριθμός Απόφασης

176/2014

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Σάββα Κυριακίδη, Πρόεδρο Εφετών, Γλυκερία Μουρίκη, Θεώνη Μπούρη [Εισηγήτρια], Εφέτες, και τη Γραμματέα Καθολική Γεωργίου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 14η Μαρτίου 2014, για να δικάσει την ακόλουθη υπόθεση:

(Α)

Του Εκκαλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, το οποίο παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας Παρέδρου του ΝΣΚ Μαρίας Ελευθερίου.

Του Εφεσιβλήτου: ... του ..., κατοίκου .. Ρόδου, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Σάββα Παπαγεωργίου (αρ. γραμ. 2329/2013 ΔΣΡ).

(Β) Του Προσθέτως Εκκαλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, το οποίο παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας Παρέδρου του ΝΣΚ Μαρίας Ελευθερίου. Του Καθ’ ου οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης: .. του .., κατοίκου .. Ρόδου, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Σάββα Παπαγεωργίου (αρ. γραμ. 2329/2013 ΔΣΡ).

Ο ενάγων (εφεσίβλητος) άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου κατά του εναγομένου (εκκαλούντα) την από 24-11-2007 και με αριθ. εκθ. κατ. 512/18-12-2007 αγωγή του. Το Δικαστήριο εκείνο με την 118/2009 οριστική απόφασή του, δέχθηκε την αγωγή, αντιμωλία των διαδίκων. Κατά της οριστικής αυτής απόφασης, το εναγόμενο άσκησε: α) στο δικαστήριο που την εξέδωσε, απευθυνόμενη στο παρόν την ένδικη από 22-10-2010 και με αριθ. εκθ. κατ. 277/25-10- 2010 έφεσή του, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος με αριθ. εκθ. κατ. 82/22-3-2012. Για τη συζήτηση δε αυτής ορίστηκε δικάσιμος η 15-3-2013 και μετά απ’ αναβολή η 14-3-2014. Και β) στο παρόν δικαστήριο τους από 21-3-2013 και με αριθμ. εκθ. κατ. 2/22-32-2013 πρόσθετους λόγους έφεσης, για την συζήτηση δε αυτών ορίστηκε δικάσιμος αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με την σειρά της από το σχετικό πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και αναφέρθηκαν στις γραπτές προτάσεις που κατέθεσαν.

Μελέτησε Τη Δικογραφία

Σκέφθηκε Σύμφωνα Με Το Νόμο

Η υπό κρίση από 22.10.2010 (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 277/25.10.2010 και αριθμό Εφετείου 82/22.3.2012) έφεση του ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ.118/2009 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε την από 24.11.2007 (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 512/18.12.2007) αγωγή του εφεσιβλήτου, αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου. Όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 2066Δ΄/30.9.2010 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Τερέζας Παντούβερη, περί επιδόσεως της εκκαλουμένης στο εκκαλούν την 30.9.2010, σε συνδυασμό με το χρόνο καταθέσεως της εφέσεως στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (25.10.2010), συνάγεται ότι η έφεση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα (άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ). Επειδή δε έχει ασκηθεί και νομότυπα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 επ. και 511 επ. του ίδιου Κώδικα, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση. Περαιτέρω, το εκκαλούν άσκησε νομότυπα και εμπρόθεσμα πρόσθετους λόγους [με την κατάθεση του υπ’ αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως 2/22.3.2013 δικογράφου στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και την κοινοποίηση αυτού στον εφεσίβλητο στις 10.1.2014 (βλ. την υπ’ αριθμ. 9104Ζ΄/10.1.2014 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ρόδου Νικολάου Χρυσάνθη), ήτοι πριν από την προθεσμία των τριάντα ημερών από την ημερομηνία συζητήσεως της εφέσεως]. Οι πρόσθετοι αυτοί λόγοι, οι οποίοι αφορούν σε κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με την έφεση και συνέχονται αναγκαστικά με αυτά (άρθρ. 520 παρ.2 του ΚΠολΔ) πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο αυτών, συνεκδικαζόμενοι με την έφεση (άρθρα 246, 524 παρ.1 του ΚΠολΔ). Με τη διάταξη μεν του άρθρου 2 του ν. 510 της 29/30 Δεκεμβρίου 1947 εισήχθησαν στη Δωδεκάνησο ο ΑΚ, ο Εισαγωγικός Νόμος ΑΚ και το ν.δ. της 7 - 10 Μαΐου 1946 "περί αποκαταστάσεως του ΑΚ και του Εισαγωγικού αυτού νόμου", με τη διάταξη δε του άρθρου 8 § 2 του ίδιου πιο πάνω νόμου ορίστηκε, ότι "αι περί κτηματολογίου ισχύουσαι εν Δωδεκανήσω διατάξεις διατηρούνται εν ισχύϊ". Από τις συνδυασμένες αυτές διατάξεις προκύπτει, ότι προβλέφθηκε, με την εισαγωγή μεν στη Δωδεκάνησο από την 30.12.1947 η ενότητα του Αστικού Δικαίου μεταξύ της Δωδεκανήσου και της λοιπής Ελλάδος, με την παράλληλη δε διατήρηση σε ισχύ στη Δωδεκάνησο των διατάξεων περί κτηματολογίου η διαφύλαξη των βασικών πλεονεκτημάτων του Κτηματολογικού Κανονισμού, που θεσπίστηκε με το 132/1929 Κυβερνητικό Διάταγμα και ίσχυσε στη Ρόδο, στην Κω και σε τμήμα της Λέρου από την 1.9.1929, δηλαδή των αρχών της νομιμότητας, που καθιερώθηκαν με τα άρθρα 41, 53 και 61 του κτηματολογικού βιβλίου και που συνιστούν τις βασικές αρχές του συστήματος αυτού από εκείνο της μεταγραφής του ΑΚ. Από την παράλληλη αυτή εφαρμογή στη Δωδεκάνησο των διατάξεων του ΑΚ αφενός και των περί κτηματολογίου διατάξεων αφετέρου, δημιουργήθηκε σχέση μεταξύ κοινού δικαίου προς τοπικό δίκαιο, κατά γενική δε ερμηνευτική αρχή, την οποία όχι μόνο δεν απέκλεισε, αλλά έμμεσα καθιέρωσε ο ν. 510/1947 στη διάταξη του άρθρου 8 § 3, σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ αυτών, υπερισχύει το τυπικό δίκαιο, εκτός αν οι υπό εφαρμογή διατάξεις του κοινού δικαίου είναι απόλυτες ή αποκλειστικές, εκφράζουν δηλαδή αρχές που υπαγορεύτηκαν από το γενικότερο σκοπό ή συμφέρον, οι οποίες πρέπει να εφαρμόζονται ενιαία σε ολόκληρη τη χώρα (ΟλΑΠ 129/1984). Εξάλλου, σύμφωνα μεν με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 4 του πιο πάνω Κτηματολογικού Κανονισμού διατηρείται κατ’ αρχάς η διάκριση των γαιών σε κατηγορίες α) δημόσιων γαιών (μιρί, αρζί μιρί, μετρουκέ, μεβάτ), β) ελεύθερης ιδιοκτησίας (μουλκ) και γ) βακουφίων, όπως είχε κατά το προϊσχύσαν στη Δωδεκάνησο Οθωμανικό Δίκαιο, σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 63 εδάφιο τελευταίο του ίδιου Κτηματολογικού Κανονισμού, δεν είναι ποτέ παραδεκτή η παραγραφή της πλήρους ή ψιλής κυριότητας ως προς τις γαίες μιρί ή αρζί μιρί, σε βάρος των δημόσιων περιουσιακών (ιδιόκτητων) κτημάτων. Σύμφωνα, επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 4 §§ 1 και 2 του α.ν. 1539/1938, που τέθηκε σε ισχύ στη Δωδεκάνησο με το β. δ/μα της 31-12-1948/10-1-1949 "τα επί των ακινήτων κτημάτων δικαιώματα του Δημοσίου εις ουδεμίαν υπόκεινται παραγραφήν, τοιαύτη δε αρξαμένη προ της ισχύος του (νόμου), ουδεμίαν νόμιμην συνέπειαν έχει, αν αυτή δεν συνεπληρώθη προ της ενάρξεως της ισχύος του κατά τους προϊσχύσαντας νόμους". Ως εκ της γενικότητας των αμέσως πιο πάνω διατάξεων προκύπτει ότι απαγορεύεται η παραγραφή κάθε δικαιώματος, νομικής φύσεως μουλκ, σε ακίνητα ιδιοκτησίας του Δημοσίου (ΑΠ 821/2010 Δνη 2011/784).

Περαιτέρω, με τις διατάξεις των §§ 1 και 2 του άρθρου 4 του ν. 3127 της 17/19-3-2003 "Τροποποίηση και συμπλήρωση των νόμων 2310/1995 και 2664/1998 για την Κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις"ορίζεται, ότι: "1. Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό, που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου, εφόσον: α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23.2.1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη, ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός αν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στο χρόνο νομής, που ορίζεται στις περιπτώσεις α΄και β΄, προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων, που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 ΑΚ. 2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2.000 τμ. Για ενιαίο ακίνητο, εμβαδού μεγαλύτερου των 2.000 τμ., οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται μόνον εφόσον στο ακίνητο υφίσταται κατά την 31.12.2002 κτίσμα, που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον 30% του ισχύοντος συντελεστή δόμησης στην περιοχή". Εξάλλου, κατά το άρθρο 1042 ΑΚ, ο νομέας βρίσκεται σε καλή πίστη, όταν χωρίς βαριά αμέλεια έχει την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα. Με τις προμνημονευόμενες διατάξεις του άρθρου 4 §§ 1 και 2 του ν. 3127/2003, που αποτελεί κοινό δίκαιο, ισχύον για όλη την επικράτεια, εφόσον υπαγορεύτηκε από το γενικότερο συμφέρον, και, συνακόλουθα και για τη Δωδεκάνησο (ΑΠ 821/2010 ό.π.), εισάγεται εξαίρεση από τις διατάξεις του άρθρου 4 §§ 1 και 2 του α.ν. 1539/1938, που ρυθμίζουν το απαράγραπτο των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των ακινήτων κτημάτων του και ισχύουν, όπως έχει ήδη εκτεθεί, για τη Δωδεκάνησο. Έτσι, από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου που ανήκει στο Δημόσιο, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1 του Ν. 3127/2003, πρέπει ο νομέας, μεταξύ άλλων, να έχει την πεποίθηση, χωρίς να τον βαρύνει βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα του ακινήτου και η πεποίθησή του αυτή, πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο κτήσης της νομής του ακινήτου. Ο νομέας θεωρείται κακής πίστης μόνο αν γνωρίζει ότι δεν έγινε κύριος ή αγνοεί τούτο από βαριά αμέλεια. Αν μεσολάβησε διαδοχή στη νομή, ο χρόνος νομής που διανύθηκε, με τις ίδιες προϋποθέσεις, στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου, συνυπολογίζεται στο χρόνο νομής του διαδόχου (ΑΠ 4/2013 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 411/2012 Αρμ 2013/474, ΑΠ 1120/2008 δημ. ΝΟΜΟΣ). Για τη διαδικαστική, έτσι, πληρότητα του δικογράφου της σχετικής αγωγής αρκεί, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 216 §1 α`ΚΠολΔ, να αναφέρεται σ`αυτό, ότι ο ενάγων ή και οι δικαιοπάροχοί του ενέμοντο, με συγκεκριμένες εμφανείς υλικές πράξεις, το ακίνητο επί τριάντα έτη συνεχώς μέχρι την 19.3.2003, χωρίς να απαιτείται και η επίκληση συνδρομής στο πρόσωπο αυτών καλής πίστεως, δηλαδή πεποιθήσεώς τους ότι είχαν αποκτήσει την κυριότητα. Αντιθέτως, το εναγόμενο Δημόσιο, στο πλαίσιο του καθιερούμενου, με το άρθρο 4 § 1 του Ν. 3127/2003, διακωλυτικού της κτήσεως κυριότητας κανόνα, φέρει το βάρος επικλήσεως (και αποδείξεως) της κακής πίστεως του ενάγοντος ή και των δικαιοπαρόχων του, ότι δηλαδή αυτοί γνώριζαν ή υπαιτίως (από βαριά αμέλεια) αγνοούσαν ότι δεν είχαν γίνει κύριοι του ακινήτου κατά το χρόνο κτήσεως της νομής του (ΑΠ 786/2012, ΑΠ 1777/2011 δημ. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την ένδικη αγωγή, ο ενάγων εκθέτει ότι από το έτος 1996 έως και την έναρξη ισχύος (19-3-2003) του Ν. 3127/2003, νέμεται το αναφερόμενο οικόπεδο, εκτάσεως 270 τμ., που βρίσκεται εντός οικισμού Αρχιπόλεως του Δήμου Αφάντου Ρόδου, καλοπίστως και με συγκεκριμένες υλικές πράξεις. Ότι το εν λόγω ακίνητο απέκτησε με άτυπη δωρεά από τη μητέρα του, η οποία το ενέμετο με τις αναφερόμενες πράξεις καλοπίστως από το έτος 1972, οπότε το απέκτησε άτυπα ως προίκα από τη μητέρα της, η οποία το ενέμετο από το έτος 1940. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος ότι συμπληρώθηκε στο πρόσωπό του, με το συνυπολογισμό και του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων του, περισσότερα από τριάντα (30) χρόνια συνεχούς νομής στο εν λόγω ακίνητο, ζήτησε να αναγνωριστεί το δικαίωμα κυριότητάς του επί του ως άνω ακινήτου. Η αγωγή, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, είναι σαφής και ορισμένη, περιέχουσα για τη δικαστική εκτίμησή της όλα τα αξιούμενα από τα άρθρα 118 και 216 ΚΠολΔ στοιχεία εγκυρότητας του δικογράφου της, κατά τα εκτιθέμενα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Συνεπώς, κρίνονται αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου σχετικοί λόγοι της εφέσεως και των προσθέτων λόγων της.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος αποδείξεως ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως αυτού, από τις προσκομιζόμενες με επίκληση φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τα διδάγματα κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Το επίδικο ακίνητο είναι ένα οικόπεδο, εκτάσεως 270 τ.μ., νομικής φύσης «αρζί μιρί», που βρίσκεται στην περιοχή «Αλώνια», εντός οικισμού (βλ. το από Νοεμβρίου 2008 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού............ ..............) του Δ.Δ. Αρχιπόλεως, που προϋφίσταται του έτους 1923 (βλ. την υπ’ αριθμ. 582/2014 βεβαίωση του Δήμου Ρόδου), του Δήμου Αφάντου της νήσου Ρόδου. Το ανωτέρω ακίνητο, με αριθμό κτηματολογικής μερίδας 512, τόμος 15, φύλλο 2, φάκελος 1900 του Κτηματολογίου της Ρόδου, με βάση την υπ’ αριθμ. 1900/22.5.1929 αρχική θεμελιώδη εγγραφή, φέρεται εγγεγραμμένο στο όνομα της Κυβερνήσεως των Νήσων του Αιγαίου, περιήλθε δε στο Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του Ιταλικού Δημοσίου σύμφωνα με την από 10.2.1947 Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ των Συμμάχων χωρών και της Ιταλίας. Το επίδικο ακίνητο ενέμετο αδιατάρακτα από το έτος 1940 η γιαγιά του ενάγοντος, .... ...., χρησιμοποιώντας αυτό ως αλώνι και για την καλλιέργεια σιτηρών μέχρι το έτος 1972, οπότε το παραχώρησε ατύπως, ως προίκα, στη θυγατέρα της ... (μητέρα του ενάγοντος). Η τελευταία συνέχισε τις πράξεις νομής επί του ακινήτου, με διάνοια κυρίας και με καλή πίστη, μετατρέποντας αυτό σε κήπο και καλλιεργώντας το με οπωροκηπευτικά μέχρι το έτος 1996, οπότε το παραχώρησε με άτυπη δωρεά στο γιο της (ενάγοντα), ο οποίος τη διαδέχθηκε στη νομή του ακινήτου. Συγκεκριμένα, ο ενάγων το περιέφραξε με σιδηρούς πασσάλους και συρματόπλεγμα και εξακολούθησε να το καλλιεργεί με εποχιακές καλλιέργειες (ντοματιές, πιπεριές κλπ.) συνεχώς μέχρι την άσκηση της αγωγής. Ο ενάγων κατά την, πιο πάνω, κτήση της νομής του επιδίκου ακινήτου βρισκόταν σε καλή πίστη, καθόσον είχε την ειλικρινή πεποίθηση ότι το απέκτησε από τη μητέρα του, καθόσον αυτή το καλλιεργούσε επί πολλά έτη, καθώς και ότι η μητέρα του επίσης το είχε αποκτήσει από τη δική της μητέρα (γιαγιά του), που το κατείχε από το έτος 1940, ασκώντας συνεχώς τις αναφερόμενες πιο πάνω πράξεις νομής στο επίδικο. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο ουδέποτε όχλησε τον ενάγοντα ή τις προαναφερθείσες δικαιοπαρόχους του στην, κατά τα ανωτέρω, άσκηση της νομής τους στο επίδικο οικόπεδο, αλλά ούτε άσκησε οιαδήποτε διακατοχική πράξη σ` αυτό. Τέτοια όχληση ή άσκηση οποιασδήποτε διακατοχικής πράξεως στο επίδικο δεν επικαλείται ούτε το ίδιο το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Πέραν των προαναφερθέντων, αξίζει να σημειωθεί ότι το εναγόμενο μέχρι την άσκηση της αγωγής δεν είχε κάν επιμεληθεί να εγγράψει στα οικεία κτηματολογικά βιβλία το δικαίωμά του επί του επιδίκου, ενώ η σχετική καταχώρηση έλαβε χώρα την 16.7.2008 (βλ. την υπ’ αριθμ. 8781/16.7.2008 κτηματολογική εγγραφή επί του επιδίκου). Επομένως, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι ο ενάγων από βαριά αμέλεια αγνοούσε ότι δεν ήταν κύριος του επιδίκου οικοπέδου, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το Ελληνικό Δημόσιο, ενόψει και του ότι, κατά τα προαναφερόμενα, ουδέποτε υπήρξε όχληση στον ίδιο και στις δικαιοπαρόχους του στην άσκηση της νομής επί του επιδίκου για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των εξήντα (60) ετών. Κατά συνέπεια, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ο ενάγων έγινε κύριος του επιδίκου ακινήτου πρωτοτύπως με χρησικτησία, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1 και 2 του Ν. 3127/2003, αφού αποδείχθηκε ότι ενέμετο αυτό, μέχρι την έναρξη ισχύος του άνω νόμου, αδιατάρακτα για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, με το συνυπολογισμό στο δικό του χρόνο νομής και του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων του, τελούσε δε σε καλή πίστη, έχοντας την πεποίθηση κατά το χρόνο κτήσεως της νομής αυτού, χωρίς να τον βαρύνει βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα του ως άνω ακινήτου. Με τα δεδομένα αυτά, έπρεπε η ένδικη αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε στην ίδια κρίση, έστω και εν μέρει με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρ. 534 ΚΠολΔ), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους της είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και να καταδικασθεί το εκκαλούν, λόγω της ήττας του, στην αιτούμενη πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του εφεσιβλήτου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 189 παρ.1, 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), μειωμένης, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957, όπως ισχύει μετά την 134423/8-12-1992 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών - Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β΄ 11/20-1-1993 - ΟλΑΠ 5/2002, Δνη 43/377, ΑΠ 322/2008, δημ. ΝΟΜΟΣ) κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων. Συνεκδικάζει την έφεση και τους πρόσθετους λόγους της. Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση και τους πρόσθετους λόγους της κατά της υπ` αριθμ. 118/2009 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου. Καταδικάζει το εκκαλούν στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του εφεσιβλήτου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στη Ρόδο την 7η Μαϊου 2014 σε μυστική διάσκεψη και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στη Ρόδο τη 10η Ιουλίου 2014 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, με παρούσα τη γραμματέα. Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας

Π.Β.

2084/2012 ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ - Κληροτεμάχια: Αν περιληφθούν στην οριστική διανομή ξένα τεμάχια, αυτά είτε αποδίδονται στον προηγούμενο κάτοχό τους, εφόσον παραμένουν αδιάθετα ή είναι δυνατή η παραχώρηση στον κληρούχο άλλων διαθέσιμων τεμαχίων, είτε θεωρείται άτι απαλλοτριώθηκαν για

$
0
0

ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ - 100/2010 ΕΙΡ ΡΟΔ - Κτητική παραγραφή (έκτακτη χρησκτησία). Αοριστία. Νομική φύση. Αόριστη η αγωγή, εάν δεν γίνεται επίκληση ή μνεία της νομικής φύσης του επιδίκου ακινήτου, ώστε να καθίσταται σαφής και ορισμένη η περιγραφή του

2084/2012 ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ ( 619679) 

(ΑΡΜ 2013/1259) Κληροτεμάχια: Αν περιληφθούν στην οριστική διανομή ξένα τεμάχια, αυτά είτε αποδίδονται στον προηγούμενο κάτοχό τους, εφόσον παραμένουν αδιάθετα ή είναι δυνατή η παραχώρηση στον κληρούχο ..
άλλων διαθέσιμων τεμαχίων, είτε θεωρείται άτι απαλλοτριώθηκαν για δημάσια ωφέλεια και τελούν σε νάμιμη επίταξη μέχρι την καταβολή της νάμιμης αποζημίωσης, αντί της οποίας μπορεί να παραχωρηθούν ως αντάλλαγμα διαθέσιμες εκτάσεις μετά απά αίτηση των πρώην κατόχων. Η διάρκεια της επίταξης δεν προσμετράται στο χρόνο παραγραφής ή χρησικτησίας. Ειδική διαδικασία για την αναγνώριση της κυριότητας στα ξένα τεμάχια, που περιλαμβάνει αφενός διοικητική προδικασία ενώπιον της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων και αφετέρου προσφυγή ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων με τις διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας. Στοιχεία που πρέπει να περιέχει η προσφυγή σε περίπτωση παράγωγης κτήσης του δικαιώματος κυριότητας. Αποδοχή κληρονομιάς: Αν ο κληρονομούμενος απεβίωσε πριν την έναρξη ισχύος του ΑΚ (23.2.1946), δεν απαιτείται η αποδοχή κληρονομιάς ή η έκδοση κληρονομητηρίου και η μεταγραφή τους- τρόπος κτήσης της κληρονομιάς για τους εκούσιους ή εξωτικούς κληρονόμους, τους υπεξούσιους κατιόντες και τους οικείους. Χρησικτησία: Προϋποθέσεις τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας κατά τον ΑΚ και το προϊσχύσαν β.ρ. δίκαιο- προϋποθέσεις έκτακτης χρησικτησίας δημοσίων κτημάτων κατά το προϊσχύσαν β.ρ. δίκαιο και τον Οθωμανικό ΑΚ. Αν ο αναγκαίος κατά το προϊσχύσαν δίκαιο χρόνος συμπληρώνεται πριν το βραχύτερο χρόνο που προβλέπεται στον ΑΚ, η χρησικτησία ολοκληρώνεται μόλις διαρρεύσει ο χρόνος του προϊσχύσαντος δικαίου, αλλά η καλή πίστη απαιτείται να υπάρχει μέχρι την έναρξη ισχύος των διατάξεων του ΑΚ. Αοριστία: Στοιχεία που πρέπει να περιέχει η αγωγή αναγνώρισης της κυριότητας ακινήτου, όταν ο ενάγων επικαλείται χρησικτησία είτε κατά τον ΑΚ είτε κατά το προϊσχύσαν β.ρ. δίκαιο. Το ανακριτικό σύστημα, που ισχύει στην εκούσια δικαιοδοσία και παρέχει στο δικαστήριο την ελευθερία της αυτεπάγγελτης έρευνας, δεν φτάνει μέχρι το σημείο να θεραπεύσει μία αόριστη αίτηση. (Με σημείωση του Α.Ν.Α.Λ. στον Αρμενόπουλο 2013/1263). Η περίληψη ελήφθη από το περιοδικό "ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ", εκδόσεως του Δ.Σ. Θεσσαλονίκης. 


  
ΕφΘεσ 2084/2012

Πρόεδρος: Δημήτριος - Στέφανος Βόσκας. Δικαστές: Ιωαν. Ψώνη, Αγ. Δερέ (Εισηγήτρια). Δικηγόροι: Δ. Λαζίδης - Ζ. Μαυρίδου.

Στις διατάξεις των παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 242 του ανωτέρω Αγροτικού Κώδικα (β.δ. Της 2910/6.12.1949) ορίζονται τα εξής: α) αν από οποιονδήποτε λόγο περιληφθούν ξένα τεμάχια στην οριστική διανομή, αυτή παραμένει έγκυρη και απρόσβλητη και τα ξένα αυτά τεμάχια θεωρούνται ως απαλλοτριωθέντα για δημόσια ωφέλεια δυνάμει του άρθρου 17 του Συντάγματος, και μέχρι να καταβληθεί η αποζημίωση τα ενλόγω τεμάχια θεωρούνται ότι αποτελούν σε νόμιμη επίταξη, β) αν τα τεμάχια αυτά αποτελούν ακέραιο τεμάχιο οριστικής διανομής ή τμήμα ενός μόνο τεμαχίου αυτής, αποδίδονται με απόφαση του Υπουργού της Γεωργίας, μετά από σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Εποικισμού, αυτούσια στον πρώην κάτοχο αυτών, εφόσον παρέμειναν αδιάθετα ή είναι δυνατή η παραχώρηση στον κληρούχο στον οποίο αποφασίστηκε να δοθούν αυτά άλλων διαθεσίμων εκτάσεων ή εκτάσεων κοινοχρήστων από τις προβλεπόμενες στα άρθρα 31 εδάφ. δ` και ζ και 164 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και γ) αντί της οφειλόμενης αποζημίωσης για τα παραπάνω απαλλοτριούμενα ξένα τεμάχια μπορεί να παραχωρηθεί αντάλλαγμα σε γαίες από τις τυχόν διαθέσιμες εκτάσεις ή τις παραπάνω κοινόχρηστες. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι, εάν από οποιοδήποτε λόγο περιληφθούν ξένα τεμάχια στην οριστική διανομή προς αποκατάσταση ακτημόνων κατά τον Κώδικα αυτό (ξένα τεμάχια είναι οι εκτάσεις που δεν έχουν περιληφθεί στην απαλλοτρίωση, είτε αυτές ανήκουν σε τρίτο είτε στον ιδιοκτήτη της έκτασης που απαλλοτριώθηκε -βλ. σχετ. Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, Τόμος Ι, σελ. 511, ΑΠ 1344/06, ΑΠ 883/87, Εφθεσ 21/07 Νόμος), αυτή παραμένει έγκυρη και απρόσβλητη, και τα ξένα τεμάχια αποδίδονται στον προηγούμενο κάτοχο τους, εφόσον παραμένουν αδιάθετα ή είναι δυνατή η παραχώρηση άλλων διαθεσίμων εκτάσεων στον κληρούχο που έλαχαν αυτά, άλλως θεωρούνται απαλλοτριωθέντα για δημόσια ωφέλεια και τελούν σε νόμιμη επίταξη μέχρι την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, αντί της οποίας πάντως δύναται να παραχωρηθεί αντάλλαγμα από τις διαθέσιμες εκτάσεις κατ` αίτηση των τέως ιδιοκτητών μετά την αναγνώριση της κυριότητας τους, κατά την, από το άρθρο 246 του ιδίου Κώδικα, προβλεπόμενη διαδικασία (ΑΠ 861/11, ΑΠ 308/08, ΑΠ 1344/06, ΑΠ 266/03, ΑΠ 1373/97 Νόμος). Για να θεωρηθεί το ξένο τεμάχιο που περιλήφθηκε στην οριστική διανομή ως απαλλοτριωθέν, κατ` άρθρο 17 του Συντάγματος, δεν απαιτείται να διατεθεί κατά τη διανομή αυτή, απλώς αν αποτελεί ακέραιο τεμάχιο της διανομής ή τμήμα ενός μόνο τεμαχίου αυτής μπορεί να αποδοθεί αυτούσιο, όπως ορίζεται στην παρ. 2 αυτού, στον πρώην κάτοχο του, εφόσον όμως παρέμεινε αδιάθετο ή είναι δυνατή η παραχώρηση στο δικαιούχο κληρούχο άλλης διαθέσιμης ή κοινόχρηστης έκτασης (ΑΠ 1373/97 ό.π.). Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό και με το άρθρο 153 του ιδίου Αγροτικού Κώδικα, προκύπτει ότι κατά παρέκκλιση των συνταγματικών και για την αναγκαστική απαλλοτρίωση διατάξεων, επιτρέπεται η κατάληψη των περιληφθέντων στην οριστική διανομή απαλλοτριουμένων ξένων τεμαχίων και πριν την καταβολή ή κατάθεση της δικαστικώς προσδιορισθείσας αποζημίωσης, αφότου επέρχεται και η συντέλεση της απαλλοτρίωσης, και μέχρι τότε τα απαλλοτριούμενα ξένα τεμάχια τελούν σε νόμιμη επίταξη, η οποία ως πολιτειακή πράξη που δεσμεύει, αναγκαστικός, τη χρήση των επιταχθέντων ακινήτων, δεν δύναται η διάρκεια της να ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό παραγραφής ή για τη χρησιδεσποτεία τρίτου προσώπου (ΑΠ 1344/06, ΑΠ 266/03 Νόμος). Με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3147/2003 (ΦΕΚ Α` 135/5.6.2003) προστέθηκε στην παράγραφο 1 του άρθρου 242 του Αγροτικού Κώδικα εδάφιο γ που ορίζει «το δικαίωμα κυριότητας επί των ξένων τεμαχίων αποσβέννυται, εφόσον από τον χρόνο κύρωσης της οριστικής διανομής έχει παρέλθει εικοσαετία» και ορίστηκε ότι «Οι διατάξεις του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 242 του Αγροτικού Κώδικα δεν εφαρμόζονται για αιτήσεις που υποβλήθηκαν κατά τους ορισμούς του άρθρου 246 του ίδιου Κώδικα και εκκρεμούν», και τέλος, με τις διατάξεις του άρθρου 37 παρ. 1 του ν. 4061/22.3.2012 καταργήθηκε το ως άνω προστεθέν με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3147/2003 εδ. γ`. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 246 παρ. 1 και 5 του ίδιου Κώδικα, για την κυριότητα των κατά το ν. 4887 και το παραπάνω άρθρο 242 απαλλοτριωθέντων κτημάτων αποφαίνεται, ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων, η αρμόδια επιτροπή απαλλοτριώσεων και μέσα σε τρίμηνη ανατρεπτική προθεσμία από την κοινοποίηση της απόφασης, τόσο το Δημόσιο, όσο και οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να προσφύγουν κατά της απόφασης αυτής στο αρμόδιο κατά τόπο Πρωτοδικείο, το οποίο αποφασίζει κατά την επ` αναφορά διαδικασία των άρθρων 640 επ. ΚΠολΔ και από την εισαγωγή του ΚΠολΔ κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας των άρθρων 786-827 υπό την ισχύ του ΚΠολΔ 1968 και των άρθρων 739-781 υπό την ισχύ του ισχύοντος ΚΠολΔ. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 του ΕισΝΚΠολΔ οι εκδιδόμενες στα πλαίσια της πιο πάνω διαδικασίας αποφάσεις των (Μονομελών) Πρωτοδικείων υπόκεινται σε έφεση, όπως αυτό συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 1, 529 του υπό την ισχύ του ΚΠολΔ 1968 και των άρθρων 12 παρ. 1, 511 και 741 του ισχύοντος ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 1049/1975, ΑΠ 746/70 ΝοΒ 19.324). Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι ο νόμος, με σκοπό την τάχιστη εκκαθάριση των διαφορών για την αναγνώριση της κυριότητας του ισχυριζόμενου ότι ακίνητο του περιλήφθηκε ως ξένο σε οριστική διανομή, οργανώνει ειδική διαδικασία, που προβλέπει αφενός διοικητική προδικασία (αίτηση ενώπιον της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων) και αφετέρου διαδικασία ενώπιον των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων ειδικής μορφής, ήτοι προσφυγή στην οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις της διαδικασίας της εκουσίας δικαιοδοσίας. Η διαδικασία αυτή, που μάλιστα διέρχεται όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας και πληροί τις κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος απαιτήσεις για την παροχή έννομης προστασίας, αποτελεί ειδική και αποκλειστική διαδικασία επίλυσης των συγκεκριμένων διαφορών (ΟλΑΠ 33/09, ΑΠ 861/11, ΑΠ 308/08, ΑΠ 1459/03, ΑΠ 895/02, πρβλ. ΟλΑΠ 5/07 Νόμος). Απ` αυτό συνάγεται ότι όταν την προσφυγή κατά της απόφασης Επιτροπής Απαλλοτρίωσης ασκεί ο ενδιαφερόμενος να αναγνωριστεί κύριος στο περιληφθέν στην οριστική διανομή ξένο δικό του ακίνητο, οφείλει για το ορισμένο της προσφυγής, κατά τις ως άνω διατάξεις και το άρθρο 742 παρ. 2 του ΚΠολΔ, να επικαλεστεί τα πραγματικά περιστατικά κτήσης της κυριότητας στο απαλλοτριωθέν ακίνητο, δεδομένου ότι αφενός η διαδικασία αυτή για αναγνώριση της κυριότητας του είναι αποκλειστική, και αφετέρου αν γίνει δεκτή η προσφυγή και ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων, τότε το δικαστήριο θα πρέπει να κρίνει και την κυριότητα ή μη του προσφεύγοντος. Αντικείμενο της δίκης αποτελεί η αναγνώριση της κυριότητας του προσφεύγοντος. Αν η προσφυγή, αντίστοιχο της αγωγής σε εισαγωγικό δικόγραφο θεμελιώνεται σε παράγωγο τρόπο κτήσης, αρκεί να προβληθούν με αυτήν όσα περιστατικά απαιτούνται για τη μεταβίβαση του δικαιώματος. Ειδικότερα, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1033,1094,1192,1710 παρ. 1, 1193,1195,1198 και 1199 ΑΚ, η με σύμβαση ή με κληρονομική διαδοχή (είτε αυτή χωρεί εκ του νόμου, είτε εκ διαθήκης), αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας, και στη σχετική αγωγή πρέπει, εκτός των άλλων, να αναφέρεται στην πρώτη περίπτωση ότι κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου για ορισμένη αιτία με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή και ότι ο άμεσος δικαιοπάροχος του ήταν κύριος του πράγματος που μεταβίβασε, και στην δεύτερη περίπτωση ότι έγινε αποδοχή με δημόσιο έγγραφο της κληρονομίας, μεταγραφή της αποδοχής ή έκδοση κληρονομητηρίου και μεταγραφή αυτού, καθώς η κυριότητα των ακινήτων που περιλαμβάνεται στην κληρονομιά, όπως και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα σ` αυτό, μεταβιβάζεται στον κληρονόμο αναδρομικώς από το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, μόνο εφόσον λάβει χώρα μεταγραφή της αποδοχής κληρονομίας ή του κληρονομητηρίου (πρβλ. για την αγωγή ΑΠ 1192/11, 1432/11, ΑΠ 1292/02, ΑΠ 1333/00 Νόμος). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 51 και 55 ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι για την κτήση κυριότητας μέχρι της ισχύος του Αστικού Κωδικός (23.2.1946), εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαικού δικαίου. Σύμφωνα με το άρθρο 92 του Εισαγωγικού Νόμου του ΑΚ, στη περίπτωση που ο θάνατος του κληρονομουμένου επήλθε πριν από την εισαγωγή του ΑΚ (23.2.1946), δεν απαιτείται η αναφορά των προαναφερομένων στοιχείων, διότι η κληρονομιά διέπεται από τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαικού δικαίου, οι οποίες δεν απαιτούσαν την τήρηση των διατυπώσεων αυτών. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 12 πανδ. (28.7), ν. 14 παρ. 8 πανδ. (11.7) και ν. 69 πανδ. (29.2) του προϊσχύσαντος του ΑΚ β.ρ.δ, οι εκούσιοι ή εξωτικοί κληρονόμοι, στους οποίους περιλαμβάνονται η σύζυγος, καθώς και οι μη υπεξούσιοι κατιόντες του κληρονομουμένου, δηλαδή οι ενήλικοι κατιόντες, αποκτούν την κληρονομιά με μονομερή δήλωση της βούλησης τους για αποδοχή αυτής, που αποτελεί δικαιοπραξία μη απευθυντέα (υπεισέλευση στην κληρονομία). Η δήλωση αυτή μπορεί να είναι είτε ρητή (έγγραφη ή προφορική) είτε σιωπηρή, συναγόμενη από συμπεριφορά ή πράξεις που φανερώνουν την πρόθεση εκείνου που καλείται στην κληρονομία για ανάμιξη σ` αυτή και απόκτηση της. Σύμφωνα, επίσης, με τις διατάξεις των ν. 2 Εισ. (2-19), 3 Εισ. (3-14), 14 πανδ. (38.16), οι οικείοι (sui), δηλαδή τα ανήλικα τέκνα του κληρονομουμένου, που τελούσαν υπό την άμεση πατρική εξουσία του τελευταίου, κατά το χρόνο του θανάτου του, αποκτούσαν αυτοδικαίως την κληρονομία του εξουσιαστή πατέρα τους, χωρίς τη γνώση ή βούληση τους, είτε επρόκειτο για κληρονομική διαδοχή από το νόμο (εξ αδιαθέτου), είτε από διαθήκη. Επί κληρονομικής, επομένως, διαδοχής, που έλαβε χώραν υπό την ισχύ του β.ρ.δ, πρέπει για την πληρότητα κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, της αναγνωριστικής αγωγής, να αναφέρονται σ` αυτήν τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία για την επαγωγή της κληρονομίας στον κληρονόμο, δηλαδή είτε το ότι ο τελευταίος ήταν, κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, ανήλικος και τελούσε υπό την άμεση πατρική εξουσία αυτού, οπότε η κληρονομία επάγεται αυτοδικαίως σ` αυτόν, είτε ο ίδιος υπεισήλθε στην κληρονομία με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του και αναμίχθηκε σ; αυτή με πρόθεση κληρονόμου (ΑΠ 1432/11, ΑΠ 1169/11, ΑΠ 217/08, ΑΠ 690/96 ΕλλΔνη 1999.1581, ΑΠ 249/93, ΕλλΔ/νη 1994.1520, ΑΠ 337/87 ΝοΒ 36.555, ΑΠ 929/79 ΝοΒ 28.275). Κατά τις διατάξεις ν. 10, πανδ. (29.2), Βασ. 10 (35.14) του προ- ϊσχύσαντος β.ρ.δ., η υπεισέλευση του κληρονόμου σε μέρος της κληρονομίας ισχύει για το όλο επί του οποίου και καθίσταται αυτός συγκοινωνός μαζί με τους λοιπούς κληρονόμους (ΑΠ 810/10, ΕφΝαυπλ 273/03 Νόμος). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1043, 1045, 1051 ΑΚ, προκύπτει ότι, για την κτήση της κυριότητας ακινήτου, με τακτική χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο ή νομιζόμενο τίτλο για μια δεκαετία, και με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα και στις δύο περιπτώσεις, εκείνου που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπάροχου του (ΑΠ 114/11, ΑΠ 295/11 Νόμος). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 974 ΑΚ, νομή, η οποία μπορεί να οδηγήσει και σε κτήση κυριότητας με, έκτακτη ή τακτική χρησικτησία είναι η φυσική εξουσία που ασκείται πάνω στο πράγμα με πρόθεση κυριότητας, δηλαδή με διάνοια κυρίου. Φυσική εξουσία είναι η άσκηση πράξεων που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του πράγματος, ώστε, κατά την αντίληψη των συναλλαγών, να θεωρείται ότι αυτό βρίσκεται κατά τρόπο σταθερό στη διάθεση του νομέα. Τέτοιες πράξεις είναι λχ. και η επίβλεψη, καταμέτρηση, οριοθέτηση και εκμίσθωση του ακινήτου. Υπάρχει επίσης, φυσική εξουσία, όταν ο νομέας δεν βρίσκεται σε διαρκή σωματική επαφή με το πράγμα, αλλά έχει την εποπτεία του και τη δυνατότητα άσκησης φυσικής εξουσίας κάθε στιγμή (ΑΠ 405/11, ΑΠ 157/09, ΑΠ 393/99 Νόμος). Κατά τις προϊσχύουσες διατάξεις του β.ρ.δ., γίνεται κάποιος κύριος ακινήτου πράγματος με χρησικτησία, αν νεμηθεί αυτό συνέχεια, δηλαδή με άσκηση σ` αυτό εμφανών και συνεχών πράξεων που εκδηλώνουν βούληση εξουσίασης του νομέα πάνω στο ακίνητο, όπως είναι η καλλιέργεια, η εκμίσθωση, η εποπτεία, η φύλαξη και άλλες πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση του ακινήτου, με καλή πίστη, δηλαδή με την πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής δεν προσβάλλεται κατ` ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου (ν. 27, Πανδ. (18.1), 15 παρ. 3 48 Πανδ. (41.3), 2 παρ. 4 και 7,11 Πανδ. (51.4), 5 παρ. 1 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16) για μία τριακονταετία στην έκτακτη χρησικτησία (ν. 8 παρ. 1, Κωδ. (7.39) 9 παρ. 1 (Βασ. 50.14) (ΑΠ 501/11, ΑΠ 266/10, ΑΠ 96/10), ή για δέκα έτη μεταξύ παρόντων, ήτοι ενοικούντων στην αυτή επικράτεια και είκοσι μεταξύ απόντων στην τακτική χρησικτησία (ν. 8 παρ. 1 κωδ. (7.39) ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4) ν. 6 παρ. 1 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του β.ρ.δ, βλ. ΑΠ 361/66 ΝοΒ 15.126) και, επιπλέον, στην τελευταία περίπτωση και νόμιμο τίτλο, ο οποίος πρέπει να υποβληθεί σε μεταγραφή σύμφωνα με τις διατάξεις των αρθ. 1 και 4 ν. Τ/1856 (ΑΠ 783/92 Νόμος), ενώ κατά το β.ρ.δ, η μη υποκείμενη στη διατύπωση της μεταγραφής κληρονομική, δεν αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας ούτε νόμιμο τίτλο για τακτική χρησικτησία, συνιστά, όμως, νόμιμη αιτία συνυπολογισμού του χρόνου χρησικτησίας του κληρονομούμενου από τον κληρονόμο του, για έκτακτη χρησικτησία (ΕφΑΘ 5893/87 ΕλλΔνη 29.691, ΕφΑΘ 1579/86 ΕλλΔνη 27.658, Εφθεσ 398/78 Νόμος). Κατά το ίδιο β.ρ.δ, (ν. 18.24 παρ. 1 Πανδ. (41-3) παρ. 9 Εισ (2-9), ν. 2 κωδ. (7-30) Βασ. (50-10), που ίσχυε πριν από τον ΑΚ, είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία τα δημόσια κτήματα (ΑΠ 840/10 Νόμος), σε αντίθεση με τα ακίνητα που ανήκαν σε ιδιώτη και συνέτρεχαν οι προαναφερθέντες προϋποθέσεις, ενώ τα δημόσια κτήματα ήταν δεκτικά έκτακτης χρησικτησίας, η οποία όμως ήταν αδύνατη στις Νέες Χώρες καθώς η 30ετία θα έπρεπε να έχει συμπληρωθεί μέχρι την 11.9.1/1915 (αρθρ. 21 του από 22.4.1926/16.5.1926 ν.δ. «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της αεροπορικής άμυνας», 18 και 21 του ν. της 21-6/3.7.1837, «Περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», του ν. ΔΞΗ/1912, των διαταγμάτων «Περί δικαιο-στασίου», 1248 και 1614 του Οθωμανικού Αστικού Κώδικα ΟλΑΠ 75/87, ΑΠ 1340/10, ΑΠ 217/09, ΑΠ 77/07 Νόμος). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 64 και 65 ΕισΝΑΚ προκύπτει ότι όταν ο χρόνος της χρησικτησίας του δικαίου που ίσχυε πριν από τον ΑΚ, συμπληρώνεται νωρίτερα από τον οριζόμενο στον ΑΚ, βραχύτερο, η χρησικτησία συμπληρώνεται μόλις περάσει ο χρόνος του δικαίου που ίσχυε πριν από τον ΑΚ, και η καλή πίστη απαιτείται στη περίπτωση αυτή, μέχρι την 23.2.1946, χρόνο έναρξης της ισχύος του ΑΚ (ΑΠ 223/12, ΑΠ 1167/11 Νόμος). Τέλος, ο διάδικος που προβάλει τη χρησικτησία ως τρόπο κτήσης της κυριότητας του ακινήτου, είτε κατά το β.ρ.δ, είτε κατά τον ΑΚ πρέπει στην αγωγή του να επικαλεστεί τη νομή αυτού, και, αν είναι αναγκαίο, στο πρόσωπο του δικαιοπάροχου του (ΑΚ 1051), καθορίζοντας ταυτόχρονα τις μερικότερες εμφανείς υλικές πράξεις πάνω στο ακίνητο, οι οποίες προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του να το κατέχει ως δικό του (ΑΠ 1145/11, ΑΠ 1775/10, ΑΠ 267/07, ΑΠ 1816/05, ΑΠ 567/80 Νόμος). Κατά τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, παράλειψη των απαιτούμενων στην αγωγή στοιχείων, καθιστά την τελευταία αόριστη, η οποία δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις της πρώτης συζήτησης της αγωγής. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 744 ΚΠολΔ εισάγεται απόκλιση από τη ρύθμιση του άρθρου 106 ΚΠολΔ και καθιερώνεται για τις υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας το ανακριτικό σύστημα το οποίο παρέχει στο δικαστήριο ελευθερία αυτεπάγγελτης ενέργειας και συλλογής του αποδεικτικού υλικού και εξακρίβωσης πραγματικών γεγονότων, ακόμη και μη προταθέντων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έτσι, το δικαστήριο που δικάζει κατά την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας μπορεί και αυτεπάγγελτα να λάβει υπόψη πραγματικούς ισχυρισμούς που δεν προτάθηκαν από τους διαδίκους για την εξακρίβωση της αλήθειας των πραγματικών γεγονότων (ΑΠ 1374/05, ΑΠ 41/03, ΑΠ 1131/87 Νόμος). Η ευχέρεια, όμως, αυτή του δικαστηρίου δεν φτάνει στο σημείο να δύναται αυτό με αυτεπάγγελτη ενέργεια του να προβεί στη θεραπεία μίας αόριστης αίτησης, η οποία δεν φέρει τα απαιτούμενα στοιχεία, που καθορίζονται κατ` ανάλογο τρόπο από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 2 ΚΠολΔ, ειδικά στις περιπτώσεις όπου η σχετική δίκη δύναται να κινηθεί αποκλειστικά με την υποβολή αίτησης εκ μέρους του διαδίκου και όχι με έναρξη της διαδικασίας με αυτεπάγγελτη ενέργεια του δικαστηρίου, όπως κατ` εξαίρεση προβλέπεται σε ορισμένες περιπτώσεις π.χ. 796 παρ. 2-3 ΚΠολΔ σε συνδ. με 1591 ΑΚ, 801 ΚΠολΔ σε συνδ. με 1667 ΑΚ (ΕφΑΘ 4462/02 Νόμος, Π. Αρβανιτάκης σε Ερμηνεία ΚΠολΔ, Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, τόμος II, άρθρα 744 αρ. 8,747 αρ. 7, σελ. 1480,1485).

Ρ.Κ.

125/2012 ΜΠΡ ΡΟΔ - Τεσσαρούφ (εξουσίαση δημόσιας γης). Προδικαστικό ζήτημα. Τέτοιο ζήτημα είναι αν ο αποβιώσας δικαιοπάροχος του ενάγοντα απέκτησε κυριότητα με χρησικτησία. Δημόσιες γαίες. Σε δημόσια γη χρησικτησία δεν ήταν δυνατή είτε διότι δεν προβλεπόταν ο θεσμός είτε διότι δεν μπορούσε να συμπληρωθεί ο απαιτούμενος από τα εκάστοτε ισχύοντα αλλοδαπά στη Δωδεκάνησο δίκαια χρόνος νομής

$
0
0

ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ - 100/2010 ΕΙΡ ΡΟΔ - Κτητική παραγραφή (έκτακτη χρησκτησία). Αοριστία. Νομική φύση. Αόριστη η αγωγή, εάν δεν γίνεται επίκληση ή μνεία της νομικής φύσης του επιδίκου ακινήτου, ώστε να καθίσταται σαφής και ορισμένη η περιγραφή του

125/2012 ΜΠΡ ΡΟΔ ( 607982) 
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Τεσσαρούφ (εξουσίαση δημόσιας γης). Προδικαστικό ζήτημα. Τέτοιο ζήτημα είναι αν ο αποβιώσας δικαιοπάροχος του ενάγοντα απέκτησε κυριότητα με χρησικτησία. Δημόσιες γαίες. Σε ..
δημόσια γη χρησικτησία δεν ήταν δυνατή είτε διότι δεν προβλεπόταν ο θεσμός είτε διότι δεν μπορούσε να συμπληρωθεί ο απαιτούμενος από τα εκάστοτε ισχύοντα αλλοδαπά στη Δωδεκάνησο δίκαια χρόνος νομής. Ομως το τεσσαρούφ που αποκτάτο με δεκαετή συμπληρωμένη πριν το 1949 εξουσίαση, στη συνέχεια δυνάμει του ν. 2100/1952 μετατράπηκε σε δικαίωμα κυριότητας.


  
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 125/2012

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ (Τακτική διαδικασία)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Μαρίνα Κρανίτη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος Πρωτοδικών και το Γραμματέα Γεώργιο Λαουδίκο. 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 24η Μαΐου 2012 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: 

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Ο. Ν., κατοίκου Ρόδου, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Νικολάου Σκορδίλη.

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, και το οποίο εκπροσωπήθηκε στη δίκη από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ελληνικού Δημοσίου, Μαρία Ελευθερίου, Πάρεδρο Ν.Σ.Κ. 

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 01-04-2011 και με αριθμό κατάθεσης 239/28-04-2011 αγωγή του, η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν. 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με το άρθρο 2 § 1 στοιχείο α` του ν. 510/1947 που ίσχυσε από τη δημοσίευση του στην Ε.Τ.Κ. (30.12.1947), σύμφωνα με το άρθρο 14 αυτού, εισήχθησαν στη Δωδεκάνησο ο ΑΚ, ο ΕισΝΑΚ και το ν.δ. 7/10.5.1945. Με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ ορίζεται ότι η κτήση της κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος που επήλθε πριν την εισαγωγή αυτού, κρίνεται κατά το δίκαιο το οποίο ίσχυε, καθ` ον χρόνο έλαβαν χώρα τα προς κτήση αυτού πραγματικά γεγονότα. Περαιτέρω η ακίνητη περιουσία στη Δωδεκάνησο ρυθμιζόταν από το Οθωμανικό δίκαιο, πριν την εισαγωγή του Ιταλικού ΑΚ/1865 στη Δωδεκάνησο, η οποία έλαβε χώρα από 1.1.1932 με το υπ` αριθμ. 200/31.10.1931 διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη. Με το άρθρο 1 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών της 17ης Ραμαζάν 1274 (1856) σε συνδυασμό προς τα άρθρα 2-5, 91-102 και 103-105 του ιδίου νόμου, η ακίνητη ιδιοκτησία διακρίνεται: σε α) ιδιόκτητες γαίες (μούλκ), στις οποίες έχουν πλήρες και απόλυτο δικαίωμα κυριότητας αυτοί που τις εξουσιάζουν, β) δημόσιες γαίες (εραζί-εμιριέ ή αρζί-μιρί), γ) γαίες αφιερωμένες σ` ευαγή σκοπό (μεβκουφέ) δ) γαίες προοριζόμενες για την κοινή και δημόσια χρήση (μετρουκέ) οι οποίες είναι δημόσιες και ε) νεκρές γαίες (μεβάτ), οι οποίες δεν ανήκουν στην κυριότητα ιδιωτών, ούτε είναι δυνατή από τη φύση τους η καλλιέργεια τους και δεν κατέχονται ούτε εξουσιάζονται από κανένα, όπως είναι οι πετρώδεις εκτάσεις, τα βράχια κλπ, οι οποίες είναι επίσης δημόσιες (Θεοδωρόπουλος, το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον, εκδ. β σελ. 182 και 171, Α. Καλικλής, το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι εκδ. 1931 σελ. 64 επομ.). Στην κατηγορία των δημοσίων γαιών (εραζί- εμιριέ ή αρζί-μιρί) ανήκουν οι αγροτικές εκτάσεις και συγκεκριμένα οι καλλιεργήσιμοι αγροί, οι χειμερινές και θερινές βοσκές, οι λειμώνες (τσαϊρια), τα δάση, οι εκτάσεις που έχουν φυτευθεί με δένδρα, που δεν καλλιεργεί κανένας, όχι όμως τα οικόπεδα, έστω κι αν καλλιεργούνται με κηπευτικά και οπωροφόρα δένδρα, τα οποία εξ αντιδιαστολής έχουν τον χαρακτήρα «μουλκ» (Παπαδόπουλος, Αγωγαί εμπράγματου δικαίου, τομ. πρώτος σελ. 561, Καλικλής, ε.α. σελ. 65, ειδικά γι` αγρούς ΑΠ 563/1979 ΝοΒ 27.1600, ΑΠ 620/1976 ΝοΒ 25.10, ΑΠ 748/1975 Νοβ 27.554). Οι ως άνω δημόσιες εκτάσεις μπορούσαν να παραχωρηθούν από το Οθωμανικό δημόσιο σε ιδιώτες με την καταβολή δικαιώματος (ταπίου) και ετήσιας δόσης, με την έκδοση σχετικού τίτλου (ταπίου). Με την έκδοση όμως του τίτλου αυτού, οι ιδιώτες δεν αποκτούσαν πλήρες δικαίωμα κυριότητος επί της παραχωρηθείσας δημόσιας έκτασης, αλλά δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης ή «ωφέλιμης κυριότητας» (τεσσαρούφ), ενώ το δικαίωμα ψιλής κυριότητος (ρεκαμπέ) διατηρούσε το Οθωμανικό Δημόσιο, ειδικά δε επί καλλιεργήσιμων αγρών, δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ) μπορούσε να αποκτήσει και ο σφετεριστής, ο οποίος καταλάμβανε, εξουσίαζε και καλλιεργούσε δημόσιες γαίες επί δεκαετία, χωρίς δικαστική αμφισβήτηση, και χωρίς να απαιτείται και η έκδοση «ταπίου» στο όνομα του, το οποίο άλλωστε ήταν αποδεικτικό και όχι συστατικό του δικαιώματος «τεσσαρούφ» (ΑΠ 563/1979 ΝοΒ 27.1600, ΑΠ 748/1978 ΝοΒ 27.554). Προϋπόθεση όμως για την κτήση του ως άνω δικαιώματος διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ) από τον σφετεριστή είναι όχι μόνον η χωρίς δικαστική αμφισβήτηση κατοχή του αγρού επί μία δεκαετία, αλλά και η καλλιέργεια αυτού (Θεοδωρόπουλος, ε.α. σελ. 156, Δωρής, τα δημόσια κτήματα σε 409, Παπαδόπουλος, ε.α. σελ. 561). Περαιτέρω από το συνδυασμό της διάταξης του άρθρου 1248 Οθωμανικού ΑΚ, όπου αναφέρονται οι διάφοροι τρόποι κτήσης της κυριότητας, στους οποίους δεν περιλαμβάνεται η χρησικτησία της διάταξης του άρθρου 1660 του Οθωμανικού ΑΚ, που προβλέπει την δεκαπενταετή αποσβεστική παραγραφή υπέρ του κατόχου, χωρίς συγχρόνως να αναγνωρίζει την κτητική παραγραφή (χρησικτησία), προκύπτει ότι δεν είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με χρησικτησία υπό το κράτος του Οθωμανικού δικαίου και μάλιστα ίσο επί των ακινήτων ελευθέρας κυριότητας (μούλκ), όσο και επί των δημοσίων γαιών (εραζί-εμιριέ ή αρζί-μιρί) (Θεοδωρόπουλος, ε.α. σ. 192, ΑΠ 1053/1982 ΕλΔνη 24.210, ΑΠ 162/1974 ΝοΒ 22.1049, ΑΠ 416/1963 ΕΕΝ 30.875, ΑΠ 147/1962 ΝοΒ 10.718, ΑΠ 492/1956 ΝοΒ 5.122), με την επιφύλαξη των προαναφερθέντων για την κτήση δικαιώματος διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ) από τον σφετεριστή που καλλιέργησε δημόσια γη επί δεκαετία κατά το άρθρο 78 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών. Οι ως άνω διακρίσεις των ακινήτων, σύμφωνα με την Οθωμανική νομοθεσία, διατηρήθηκαν σε ισχύ ως τοπικό δίκαιο, με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 4 του Κτηματολογικού Κανονισμού (με αριθμό 132/1929 διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη), ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα με το άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 510/1947 (30.12.1947). Ο θεσμός της χρησικτησίας εισήχθη το πρώτον στην Δωδεκάνησο, μετά την εισαγωγή σ` αυτήν του ΙταλΑΚ/1865 με το με αριθ. 200/31 Οκτωβρίου 1931 Διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη, από 1.1.1932. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 685, 686, 2105, 2106 και 2135 του ΙταλΑΚ/1865, προκύπτει ότι ο έχων στη συνεχή, όχι διακεκομμένη δημόσια, ειρηνική, αναμφίβολη νομή αυτού ακίνητο με διάνοια κυρίου, αποκτά επ` αυτού εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας μετά την πάροδο τριάντα ετών (κτητική παραγραφή) (ΑΠ 1256/1988 ΕλΔνη 32.796). Η ως άνω κτητική παραγραφή τυγχάνει εφαρμογής και επί ακινήτων ανηκόντων στην ιδιωτική περιουσία του κράτους κατά το άρθρο 2114 Ιταλ.ΑΚ/1865. Στη συνέχεια ως προς το ζήτημα της χρησικτησίας, μετά την εφαρμογή του ΙταλΑΚ/1942 από 21.4.1942 με το υπ` αριθ. 170/1942 Διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη, τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 1140 και 1158 ΙταλΑΚ/1942 από τις οποίες προκύπτει ότι είναι δυνατή η κτήση κυριότητας επί πράγματος, μετά την πάροδο εικοσαετίας στην φυσική εξουσία του πράγματος από τον νομέα αυτού, ο οποίος ασκεί επί του πράγματος διανοία κυρίου δραστηριότητες που ανταποκρίνονται προς την ενάσκηση της επ` αυτού κυριότητας. Τέλος, μετά την έναρξη της ισχύος του Ελληνικού ΑΚ στη Δωδεκάνησο από 30.12.1947 (άρθρο 2 παρ.1 στοιχ. α` ν. 510/1947) εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 1045 και 974 ΑΚ, από τις οποίες προκύπτει ότι αυτός που έχει την φυσική εξουσία επί του πράγματος διανοία κυρίου (νομή) και ασκήσει αυτήν για χρονικό διάστημα είκοσι ετών καθίσταται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία (Θεοδωρόπουλος, Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον, 6214, ΑΠ 1966/1988 ΝοΒ 37.1042, ΑΠ 1491/1984 ΝΟΒ 33.1009, ΑΠ 899/1981 ΝοΒ 30.449). Ενόψει όμως του ότι το Οθωμανικό δίκαιο, όπως ήδη αναφέρθηκε δεν αναγνωρίζει τον θεσμό της χρησικτησίας, χρόνος νομής που διανύθηκε, όταν ίσχυε το Οθωμανικό δίκαιο, ήτοι πριν την 1.1.1932, δεν υπολογίζεται για την συμπλήρωση του χρόνου χρησικτησίας στην Δωδεκάνησο (Παπαδόπουλος, ό.π. σ. 562, Θεοδωρόπουλος, σ. 192, Α.Π. 147/1962 ΝοΒ 10.718, ΑΠ 492/1956 ΝοΒ 5.122). Κατ` ακολουθία των ανωτέρω εάν κάποιος καταλάβει και καλλιεργήσει δημόσια γη οποτεδήποτε πριν την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα δεν είναι δυνατή απ` αυτόν η κτήση κυριότητας του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, με βάση τις προαναφερθείσες διατάξεις του ΙταλΑΚ 1865, ΙταλΑΚ, 1942 και Ελληνικού ΑΚ, διότι από 1.1.1932, οπότε αρχίζει να τρέχει ο χρόνος χρησικτησίας μέχρι 10.1.1949, οπότε εισάγεται το πρώτον στην Δωδεκάνησο, με το από 31 Δεκεμβρίου 1948/10 Ιανουαρίου 1949 β.δ/γμα, ο α.ν. 1539/1938 «περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων», ο οποίος απαγορεύει την παραγραφή κάθε δικαιώματος του Δημοσίου επί ακινήτων, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 αυτού, δεν συμπληρώνονται σύμφωνα και με τις περί τούτου διατάξεις των άρθρων 64 και 65 ΕισΝΑΚ, ο αναγκαίος χρόνος στην νομή του πράγματος. Είναι όμως δυνατή η απ` αυτόν κτήση δικαιώματος διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ), εφ` όσον αυτός συμπλήρωσε δεκαετία στην καλλιέργεια της δημόσιας γης μέχρι τις 10.1.1949, αφού μετά την ως άνω ημερομηνία τυγχάνει ωσαύτως εφαρμογής το άρθρο 4 § 2 α.ν. 1539/1938 και αποκλείεται η συμπλήρωση της τυχόν μη εισέτι συμπληρωθείσας δεκαετίας στην καλλιέργεια του ακινήτου, για την κτήση δικαιώματος διηνεκούς εξουσίασης (ΑΠ 1602/1991 ΕλλΔνη 34.329). Η κτήση δικαιώματος εξουσίασης (τεσσαρούφ) είναι δυνατή και μετά την έναρξη ισχύος του Κτηματολογικού Κανονισμού και μάλιστα, όχι μόνο στις ήδη παραχωρηθείσες σε ιδιώτες εκτάσεις, κατά τη σύνταξη του Κτηματολογίου, αλλά και στις μη παραχωρηθείσες εκτάσεις (ΑΠ 162/1991 ΕλΔνη 34.329), όπως είναι όλες οι εκτάσεις στην Δωδεκάνησο όπου δεν έλαβε χώρα κατάρτιση κτηματολογίου, όπως στην Κάρπαθο, αφού δεν υπήρχε λόγος να μην συνεχισθεί το ίδιο καθεστώς όπως και προηγουμένως (άρθρ. 4 εδ. στ` Κτ. Κανονισμού). Τέλος, με το άρθρο 9 § 1 εδ. α` ν. 2100/1952 που ισχύει από 26.4.1952 ορίσθηκε ότι το δικαίωμα κυριότητας του Δημοσίου επί κτημάτων στην Δωδεκάνησο, που υπάγονται στην κατηγορία των δημοσίων γαιών (εραζί-εμιριέ) αποσβένυται, οι δε έχοντες δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ) επί των ανωτέρω κτημάτων αποκτούν την πλήρη κυριότητα επ` αυτών αυτοδικαίως δυνάμει της ως άνω διάταξης και χωρίς καμία άλλη διατύπωση. Κατ` ακολουθία των ανωτέρω οι καλλιεργούντες δημόσιες γαίες στη νήσο Κάρπαθο για μια δεκαετία πριν την έναρξη εφαρμογής του α.ν. 1539/1938, ήτοι πριν την 10.1.1949 έχουν καταστεί κύριοι των ακινήτων αυτών, διότι το κτηθέν απ` αυτούς με βάση το άρθρο 78 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ) έχει τραπεί σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας αυτών με το άρθρο 9 § 1 εδάφ. α` του ν. 2100/1952, μετά την απόσβεση του δικαιώματος ψιλής κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου το οποίο απέκτησε όλη την ακίνητη περιουσία του Ιταλικού Κράτους στη Δωδεκάνησο με το άρθρο 1 του παραρτήματος ΧΙV της από 20.2.1947 συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων μεταξύ των συνασπισμένων συμμαχικών δυνάμεων και της Ιταλίας που κυρώθηκε με το ν.δ. 423/1947 (βλ. ΕφΔωδ 13/2007 ΝΟΜΟΣ, 270/2005 ΝΟΜΟΣ, 319/2005 ΝΟΜΟΣ, 188/2005, 355/2002, 103/1999, 220/1997 και 164/1996).

Εν προκειμένω ο ενάγων ισχυρίζεται, με την υπό κρίση αγωγή του και κατ` ορθή εκτίμηση του δικογράφου, ότι είναι κύριος, νομέας και κάτοχος, του λεπτομερώς περιγραφόμενου στην αγωγή ακινήτου, κείμενου στην κτηματική περιφέρεια Κανδυλί Ρόδου, νομικής φύσης «Ντεμανιάλε». Οτι το εν λόγω ακίνητο νεμόταν από το έτος 1927 έως το έτος 1963 ο δικαιοπάροχος πατέρας του, (…), ο οποίος λόγω παρόδου δεκαετίας από το έτος 1932 έως το έτος 1949, οπότε ίσχυσε στη Ρόδο ο α.ν. 1538/1938, απέκτησε δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) επί του ακινήτου, λόγω συνεχούς καλλιέργειας αυτού κατά το ως άνω διάστημα, το οποίο εν συνεχεία μετατράπηκε σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας, από το έτος δε 1963 και εντεύθεν, μεταβιβάστηκε το επίδικο σε αυτόν ατύπως από τον δικαιοπάροχό του, αυτός δε ασκεί πράξεις νομής συνεχώς και αδιαλείπτως, διανοία κυρίου, επί αυτού. Με βάση αυτό το ιστορικό ζητεί να αναγνωριστεί ότι συμπληρώθηκαν τόσο στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου του, όσο και στο πρόσωπο το δικό του, και σε βάρος του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, ο νόμιμος χρόνος προς κτητική παραγραφή της επ` ονόματι του τελευταίου κτηματολογικής εγγραφής, που αφορά το εις την αγωγή αναφερόμενο ακίνητο, να μεταγραφεί το επίδικο ακίνητο στο όνομά του στα αντίστοιχα Κτηματολογικά Βιβλία, και να επιβληθούν σε βάρος του εναγόμενου τα δικαστικά του έξοδα.

Η ως άνω αγωγή είναι νόμιμη, καθώς στηρίζεται στις διατάξεις του Οθωμανικού Δικαίου και του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου, κατά τα στη μείζονα της παρούσας αναφερθέντα, ως και στις διατάξεις των άρθρων 9 § 1 εδ. α` ν. 2100/1952, 70 και 176 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος με το οποίο ζητείται να αναγνωριστεί ότι συμπληρώθηκε στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου του, και σε βάρος του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, ο νόμιμος χρόνος προς κτητική παραγραφή, όσον αφορά στο επίδικο, καθόσον το σχετικό θέμα συνιστά προδικαστικό ζήτημα της παρούσας δίκης και όχι κύριο αντικείμενο αυτής, αφού άλλωστε ο ήδη αποβιώσας πατέρας του ενάγοντος δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη. Επίσης μη νόμιμο είναι και το αίτημα να διαταχθεί η μεταγραφή της απόφασης που θα εκδοθεί, καθόσον η παρούσα απόφαση δεν εκτελείται αμέσως κατά του προϊσταμένου του κτηματολογικού γραφείου, ούτε υποκαθιστά τη δική του ενέργεια, αλλά δημιουργεί εις βάρος του την υποχρέωση να προβεί στη σχετική καταχώρηση. Τούτο διότι η μεταγραφή της σχετικής απόφασης, η οποία είναι διοικητική πράξη αποτελεί καθήκον του προϊσταμένου του κτηματολογικού γραφείου, το οποίο οφείλει να εκτελεί χωρίς διαταγή, ώστε μόνο σε περίπτωση άρνησής του να προβεί στη ζητούμενη ενέργεια να μπορεί αυτός να υποχρεωθεί σ` αυτήν δικαστικά σύμφωνα με το άρθρο 791 ΚΠολΔ και κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Κατά τα λοιπά, πρέπει η αγωγή αυτή, καθ` ο μέρος κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής, τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία, ήτοι α) επεδόθη στο εναγόμενο η σύμφωνα με το ά 8§1 του ν. 1539/1938 αίτηση το (βλ. προσκομιζόμενη μετ` επικλήσεως υπ` αριθ. 1710Β/18-03-2011 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, (…) και β) η αγωγή νομίμως και εμπροθέσμως ενεγράφη στα βιβλία Κτηματολογίου Ρόδου (βλ. το υπ` αριθ. 4754/2011 πιστοποιητικό του Κτηματολογίου Ρόδου). 

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, (…), ο οποίος εξετάστηκε με επιμέλεια του ενάγοντος (το εναγόμενο δεν εξέτασε μάρτυρα), και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, όλα τα προσκομιζόμενα μετ` επικλήσεως έγγραφα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μερικά εκ των οποίων αναφέρονται κατωτέρω, χωρίς ωστόσο να παραλείπεται κάποιο για την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Στην κτηματική περιφέρεια Κανδυλί Ρόδου, βρίσκεται το κάτωθι ακίνητο: αγρός εκτάσεως 7.500 τ.μ., νομικής φύσης «Ντεμανιάλε», ήτοι δημόσια γαία μη παραχωρημένη, με κτηματολογικά στοιχεία (…) του Κτηματολογίου Ρόδου, και συνορεύει (…). Φέρεται δε εγγεγραμμένο από θεμελιώδους καταγραφής επ` ονόματι του Ιταλικού Δημοσίου, εν έτει δε 1947 περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, ως διαδόχου του Ιταλικού Δημοσίου, δυνάμει της συνθήκης των Παρισίων. Οπως προέκυψε από την κατάθεση του μάρτυρα, για την αξιοπιστία του οποίου ουδέν λόγο έχει να αμφιβάλλει το Δικαστήριο τούτο, ο πατέρας του ενάγοντος, (…), κατείχε και νεμόταν το επίδικο διανοία κυρίου, ήδη από την εποχή της Ιταλοκρατίας και μάλιστα για διάστημα πλέον των δέκα ετών πριν το έτος 1949. Συγκεκριμένα, οι γονείς του ενάγοντος καλλιεργούσαν το επίδικο και φύτευαν οπωροκηπευτικά, τα οποία μετέπειτα πουλούσαν. Εκτοτε και χωρίς να ενοχληθούν από κανέναν, συνέχιζαν διαρκώς και αδιαλείπτως τις πράξεις νομής επί του επιδίκου, μέχρι το έτος 1963, οπότε και το επίδικο μεταβιβάστηκε ατύπως στον ενάγοντα. Επομένως, ο δικαιοπάροχος του ενάγοντα, ο οποίος νεμήθηκε με διάνοια κυρίου και καλλιεργούσε το επίδικο, το οποίο έχει τα χαρακτηριστικά δημόσιας γαίας, συνεχώς και αδιαταράκτως από το έτος 1927 μέχρι το έτος 1963, οπότε και το μεταβίβασε άτυπα στον ενάγοντα, δηλαδή το καλλιεργούσε για χρονικό διάστημα πλέον της δεκαετίας πριν τη 10.1.1949, που τέθηκε σε ισχύ στα Δωδεκάνησα ο α.ν. 1539/1938 «περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων», είχε αποκτήσει τη 10.1.1949 δικαίωμα ωφέλιμης κυριότητας (τεσσαρούφ) έναντι του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με το άρθρο 78 του από 17 Ραμαζάν 1274 Οθωμανικού νόμου περί γαιών. Ακολούθως με το άρθρο 9 του ν. 2100/1952 απέκτησε αυτοδικαίως χωρίς καμία άλλη διατύπωση, την πλήρη κυριότητα επ` αυτού και αποσβέστηκε το δικαίωμα ψιλής κυριότητας του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, απέκτησε όλη την ακίνητη περιουσία του Ιταλικού Κράτους στη Δωδεκάνησο με το άρθρο 1 του παραρτήματος χιν της από 20.2.1947 συνθήκης των Παρισίων μεταξύ των συνασπισμένων συμμαχικών δυνάμεων και της Ιταλίας, που κυρώθηκε με το ν.δ. 423/1947. Καθόσον δε ο ενάγων συνέχισε να νέμεται αδιαλείπτως, διανοία κυρίου το επίδικο, μέχρι και σήμερα, ο προκάτοχός του δε, όπως ήδη ειπώθηκε, είχε αποκτήσει πλήρη κυριότητα επ` αυτού, συμπληρώθηκε και στο πρόσωπο του ενάγοντος και σε βάρος του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, ο νόμιμος χρόνος της κτητικής παραγραφής, προσμετρούμενης και της νομής του δικαιοπαρόχου του επί του περιγραφόμενου ως άνω ακινήτου. Κατ` ακολουθίαν όλων των προαναφερομένων η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας, καθώς ο προκάτοχος του ενάγοντος κατέστη κύριος του επιδίκου με την τροπή του δικαιώματος τεσσαρούφ σε κυριότητα, ο δε ενάγων απέκτησε δε αυτό εν συνεχεία με τη συμπλήρωση στο πρόσωπό του, του νομίμου χρόνου της κτητικής παραγραφής. Τέλος το Ελληνικό Δημόσιο λόγω της ήττας του, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος κατ` άρθρα 176, 183 σε συνδ. με το άρθρο 191 § 1 ΚΠολΔ, μειωμένα όμως σύμφωνα με το άρθρο 22 § 1 του ν. 3693/1957, όπως η §1 ισχύει μετά την υπ` αριθ. 134423/8.12.1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β 11/20.1.1993), που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 5 § 12 του ν. 1738/1987 (ΑΠ 436/01 Δνη 43-397), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔIΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων. 

AΠOPPΙΠTEI ό,τι κρίθηκε απορριπτέο. 

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή. 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι συμπληρώθηκε στο πρόσωπο του ενάγοντος, και σε βάρος του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, ο νόμιμος χρόνος της κτητικής παραγραφής και της πρόσκτησης έτσι με τα προσόντα της χρησικτησίας, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, ενός αγρού εκτάσεως 7.500 τ.μ., νομικής φύσης «Ντεμανιάλε», ήτοι δημόσια γαία μη παραχωρημένη, με κτηματολογικά στοιχεία (…) του Κτηματολογίου Ρόδου, και συνορεύει (…). 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ. 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Ρόδο, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση την 20η Νοεμβρίου 2012.



Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



Ε.Φ.

102/2010 ΑΠ - Ακίνητα. Προϋποθέσεις κτήσεως κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με το β.ρ. δίκαιο. Ειδικότερα η έννοια της καλής πίστης. Εμφανείς υλικές πράξεις νομής. Χρησικτησία με αυτές τις προϋποθέσεις χωρεί και επί δημοσίων κτημάτων, αρκεί ...

$
0
0

ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ - 100/2010 ΕΙΡ ΡΟΔ - Κτητική παραγραφή (έκτακτη χρησκτησία). Αοριστία. Νομική φύση. Αόριστη η αγωγή, εάν δεν γίνεται επίκληση ή μνεία της νομικής φύσης του επιδίκου ακινήτου, ώστε να καθίσταται σαφής και ορισμένη η περιγραφή του

102/2010 ΑΠ ( 514001) 
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Ακίνητα. Προϋποθέσεις κτήσεως κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με το β.ρ. δίκαιο. Ειδικότερα η έννοια της καλής πίστης. Εμφανείς υλικές πράξεις νομής. Χρησικτησία με...
αυτές τις προϋποθέσεις χωρεί και επί δημοσίων κτημάτων, αρκεί να έχει συμπληρωθεί ο χρόνος αυτής μέχρι τις 11/9/1915. Μετά το χρονικό αυτό σημείο απαγορεύεται οποιαδήποτε χρησικτησία δημοσίου κτήματος. Προϋποθέσεις ιδιοκτησίας ιδιωτικού δάσους. Εννοια της δασικής έκτασης. Προϋποθέσεις κτήσης κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία υπό το καθεστώς του ΑΚ. Δικονομία πολιτική. Εφεση. Στοιχεία ορισμένου αυτής. Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα αυτής. (Επικυρώνει την υπ΄ αριθμ. 195/2006 ΕφΚαλαμάτας).

  
Αριθμός 102/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο, Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Δημήτριο Μαζαράκη, Αρεοπαγίτες. 

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Νοεμβρίου 2009, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Χ, κατοίκου ......... , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Παπανικολάου. Του αναιρεσίβλητου: Ελληνικού Δημοσίου, που εδρεύει στην .... .... και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Βασιλική Παπαθεοδώρου Πάρεδρο Ν.Σ.Κ με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-6-2000 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κυπαρισσίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 41/2001 μη οριστική, 75/2002 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 195/2006 του Εφετείου Καλαμάτας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 18-4-2008 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 20-10-2009 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.

Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.8 παρ.8 κωδ. (7-39), ν.9 παρ.1 πανδ. (50-4), ν.2 παρ.20, πανδ.(41-4), ν. 6 πανδ. (44-3), ν.76 παρ.1, πανδ.,(18-1) και 7 παρ.3 πανδ. (23-3) του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, με τις οποίες κρίνεται η απόκτηση του δικαιώματος κυριότητας πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, κατ` άρθρο 51 Εισαγ. Ν.Α.Κ., μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία, μετά από άσκηση νομής με καλή πίστη και διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού, ο οποίος χρησιδέσποζε, να συνυπολογίζει στο χρόνο της νομής του και εκείνου του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Ως "καλή πίστη"νοείται, κατά τις διατάξεις των ν. 27 πανδ. (18.1), 15 παρ.3,48 πανδ.(41.3) 11 πανδ. (51.4), 5 παρ.5, 1 (41.10) και 109 πανδ. (50.16) η ειλικρινής πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ` ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας, άλλου επ` αυτού. Οι εμφανείς υλικές πράξεις νομής πρέπει να αναφέρονται στην αγωγή και σε περίπτωση αμφισβητήσεως να αποδεικνύονται από εκείνον, ο οποίος επικαλείται βούληση περί εξουσιάσεως του πράγματος, ενώ τη συνδρομή της καλής πίστεως συνάγει το δικαστήριο, ενόψει της φύσεώς της, ως ενδιάθετης κατάστασης, συμπερασματικώς από τα αποδεικνυόμενα αποδεικτικά περιστατικά. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν.δ/τος της 21.6/10.7.1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων", προκύπτει ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που προεκτέθηκαν και σε δημόσια κτήματα, εφόσον όμως, η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915. Τούτο συνάγεται από τις διατάξεις του ν. ΔΞΗ`/1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου"που εκδόθηκαν με βάση αυτόν και του άρθρου 21 ν. δ/τος της 22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης", με τις οποίες ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του και συνεπώς και η χρησικτησία τρίτων σ` αυτά. Ούτε, τέλος, απαιτείτο από τις παραπάνω διατάξεις, ως προϋπόθεση της αξιούμενης καλής πίστεως για την κτήση κυριότητας επί δημοσίου κτήματος με έκτακτη χρησικτησία, η ύπαρξη ταπίου υπέρ του χρησιδεσπόζοντος, ή στην περίπτωση δάσους, η εκ μέρους αυτού υποβολή τίτλων ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 3 του από 17 Νοεμβρίου 1836 β.δ/τος "περί ιδιωτικών δασών" (ΑΠ 178/2004, ΑΠ 546/2003). Εξάλλου, με το άρθρο 3 του τελευταίου αυτού διατάγματος, επιβλήθηκε στους ιδιοκτήτες ιδιωτικών δασών η υποχρέωση, μέσα σε προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευσή του, να παρουσιάσουν στο Γραμματέα επί των Οικονομικών τους νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας τους, για να εξετασθεί η νομιμοποίησή τους ως ιδιοκτητών ιδιωτικού δάσους. Από την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας, όλα τα δάση για τα οποία δεν θα παρουσιάζονταν τίτλοι από τους ιδιοκτήτες, θεωρούνται αδιαφιλονίκητα ως εθνικά δάση και δεν διατίθενται. Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 3 του προαναφερόμενου από 17/19-11- 1836 διατάγματος "περί ιδιωτικών δασών"και της διάταξης του άρθρου 1 του νόμου ΛΧΝ/1888 "περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών", η οποία περιελήφθη ως άρθρο 57 στο Ν. 3077/1924 "περί δασικού κώδικα"και που βασικά δεν απομακρύνεται από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ.1 και 3 του Ν.998/1979, προκύπτει ότι στην έννοια του δάσους ή της δασικής εκτάσεως περιλαμβάνονται και οι εντός αυτών οποιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις, χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι, καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλιτύες αυτών. Δεν ασκεί δε επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση, ασκεπή ή βραχώδη (ΑΠ 351/2003, ΑΠ 552/1998). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Με τις διατάξεις αυτές για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνοπολογήσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του κατ` άρθρο 1051 ΑΚ. Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ` αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τέλος, κατά το άρθρο 559 αρ.19 του Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Eλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.Απ. 24/1992). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, σχετικά με την ένδικη αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος και την ένσταση ιδίας κυριότητας του εναγόμενου και ήδη αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο, εμβαδού 7.083 τμ, βρίσκεται στη θέση ... της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου ... και συνορεύει βόρεια, εν μέρει με υπόλοιπη ιδιοκτησία του ενάγοντος και εν μέρει με αγρό Ω, νότια, εν μέρει με αγρό Ζ1 και εν μέρει με έκταση για την οποία έχει εκδοθεί το 2/1980 Πρωτόκολλο Διοικητικής Αποβολής κατά Ζ1 και Ζ2, ανατολικά με υπόλοιπη ιδιοκτησία του ενάγοντος και δυτικά, εν μέρει με υπόλοιπη ιδιοκτησία του ενάγοντος και εν μέρει με βραχώδη ακτή. Η πιο πάνω έκταση αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης έκτασης αγρού, εμβαδού 15.417 τμ, που εμφαίνεται στο από 15/5/2000 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ... με τα περιμετρικά στοιχεία ΑΒΓΔΕΖΗΘΙΑ και συνορεύει ανατολικά επί πλευράς ΕΖ μήκους 109 μέτρων με ιδιοκτησία κληρονόμων Β, δυτικά επί πλευράς ΑΒ μήκους 116 μέτρων με βραχώδη ακτή θάλασσας, βόρεια επί πλευράς ΑΙ μήκους 30 μέτρων και ΙΘ μήκους 31 μέτρων και ΘΗ μήκους 58 μέτρων και ΗΖ μήκους 11 μέτρων, με ιδιοκτησία Ω και νότια με ιδιοκτησία κληρονόμων Ζ1. Ο ενάγων με το ... αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου ..., που έχει μεταγραφεί νόμιμα στις 2/9/1958 στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου ..., αγόρασε από την ... τμήμα του πιο πάνω αργιλοαμμώδους, πετρώδους και άγονου κατά το πλείστον ακινήτου, εμβαδού δέκα (10) στρεμμάτων, ως έγγιστα, το οποίο τμήμα συνορεύει ανατολικά με αγρό κληρονόμων Β, δυτικά με ακτή θαλάσσης, βόρεια με αγρό κληρονόμων Ζ1, και νότια με αγρούς ... και .... Με το ίδιο πιο πάνω συμβόλαιο ο ενάγων αγόρασε και άλλο τμήμα του όλου ακινήτου, εκτάσεως πέντε (5) ως έγγιστα πλέον ή έλαττον στρεμμάτων, συνεχόμενο νότια προς το αμέσως ανωτέρω τμήμα αγρού, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, που συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Β, δυτικά με ακτή θαλάσσης, βόρεια με αγρό Ω και νότια με αγρό της πωλήτριας .... Το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο και ήδη εκκαλούν δεν αμφισβητεί την κυριότητα του ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων του, του υπολοίπου πιο πάνω ακινήτου, πλην του παραπάνω περιγραφόμενου επίδικου ακινήτου, για το οποίο ο Δασάρχης ... εξέδωσε το 32/11-12-1990 Πρωτόκολλο Διοικητικής Αποβολής από δημόσια δασική έκταση, εμβαδού 7,083 τμ., διότι διαπιστώθηκε ότι ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα από 21/2/1989 έως 28/2/1989 προέβη στην εκχέρσωση και κατάληψη της έκτασης αυτής, που βρίσκεται πολύ κοντά στη θάλασσα, έχει μεγάλη οικοπεδική αξία και καλυπτόταν πριν εκχερσωθεί από σχίνα, πουρνάρια, σφάλακτρα και αφάνες με μεγάλη πυκνότητα, (βλ. το από Οκτωβρίου 2001 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ... , σε εκτέλεση της 41/2001 προδικαστικής απόφασης με την οποία ο τελευταίος διορίστηκε πραγματογνώμονας, από το οποίο προκύπτουν τα περιγραφόμενα στο παραπάνω. ... συμβόλαιο ακίνητα, συνολικού εμβαδού 15.004, 40 τμ., η διαχωριστική γραμμή με στοιχεία (2-9) των δύο τμημάτων (νότιο και βόρειο) 10 και 5 στρεμμάτων αντίστοιχα, των περιγραφομένων στο ίδιο πιο πάνω συμβόλαιο... και το επίδικο, δυνάμει του 32/1990 Π.Δ.Α Δασαρχείου ..., εμβαδού 7.083 μέτρων, με στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Α), το οποίο περιλαμβάνεται ολόκληρο στον τίτλο που επικαλείται ο ενάγων, ήτοι το ... συμβόλαιο. Με την 9... απόφαση του Νομάρχη ...που δημοσιεύθηκε με σχετικό σχεδιάγραμμα στο 439/23-8-1990 ΦΕΚ, Τ`, Δ`, η επίδικη έκταση κηρύχθηκε αναδασωτέα με σκοπό την προστασία για την επαναδημιουργία της δασικής βλάστησης που καταστράφηκε από παράνομη εκχέρσωση στην οποία προέβη ο ενάγων κατά το πιο πάνω χρονικό διάστημα από 21-28/2/1989. Το επίδικο ακίνητο αποτελούσε πάντοτε δασική έκταση, για την οποία κανένας, ούτε ο ενάγων, ούτε οι επικαλούμενοι από τον τελευταίο δικαιοπάροχοί του από την έναρξη ισχύος του Β.Δ/τος της 17/11/1836 "περί ιδιωτικών δασών"δεν εμφάνισε μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του παραπάνω νόμου, τίτλους ιδιοκτησίας για την αναγνώρισή του ως κυρίου. Επίσης κανένας δεν παρουσίασε έγγραφη παραχώρηση εκ μέρους της Τουρκικής εξουσίας ή έγγραφη απόδειξη Οθωμανικής Αρχής, ότι ανήκε το επίδικο ακίνητο πριν από τον περί Ανεξαρτησίας Αγώνα σε ιδιώτες. Αυτό μέχρι την έναρξη αυτού του αγώνα ανήκε στο Τουρκικό Δημόσιο και περιήλθε στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, ως διάδοχο του Τουρκικού Κράτους με κυριαρχικό δικαίωμα, δυνάμει της από 9 Ιουλίου 1832 συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και των από 6 Ιουνίου 1830 και 7 Ιουλίου 1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, περί περιελεύσεως των εθνικών γαιών και των δασικών εκτάσεων στο Ελληνικό Δημόσιο. Το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο νεμόταν το επίδικο δάσος με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, με ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του δεν προσβάλλεται κατ` ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου, με βάση τους παραπάνω τίτλους από την απελευθέρωση του Ελληνικού Κράτους, συνεχώς από τότε και μέχρι την αγωγή, αφού με τα αρμόδια κρατικά όργανα το επόπτευε, το φρόντιζε και το προστάτευε από πυρκαγιές και καταπατητές μαζί με άλλες παρακείμενες και γειτνιάζουσες με το επίδικο δασικές εκτάσεις, εξέδωσε δε, το πιο πάνω Πρωτόκολλο Διοικητικής Αποβολής κατά του ενάγοντος (32/11-12-1990) καθώς και το πιο πάνω 2/1980 πρωτόκολλο Διοικητικής Αποβολής κατά Ζ1 και Ζ2 για ακίνητο, κείμενο και συνορευόμενο νοτίως του επιδίκου. Συνεχίζει δε το Εφετείο, ότι το γεγονός ότι το επίδικο ακίνητο ήταν πάντοτε δάσος πριν εκχερσωθεί από τον ενάγοντα κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα ενισχύεται και από τις καταθέσεις των μαρτύρων του ενάγοντος, αλλά και του εναγομένου που περιέχονται στην πιο πάνω εισηγητική έκθεση. Επίσης ενισχύεται και από το από 7/10/1993 ιδιωτικό συμφωνητικό ενοικιάσεως του επιδίκου, που καταρτίστηκε μεταξύ του ενάγοντος εκμισθωτή του επιδίκου και του Ε μισθωτή, από το οποίο προκύπτει ότι κατά το χρόνο καταρτίσεως αυτού, υπήρχαν στο επίδικο πέτρες, αφάνες, σφάλακτρα, πουρνάρια και άλλα επιβλαβή θαμνοειδή φυτά, τα οποία ο μισθωτής υποχρεούται να καθαρίσει και απομακρύνει από το επίδικο ακίνητο (βλ. υπ` αρ. 5 όρο του πιο πάνω ιδιωτικού συμφωνητικού). Ομοίως ενισχύεται και από την από ... έκθεση φωτοερμηνείας του Δασολόγου ... , ο οποίος την 4/11/1991 μετά την εκχέρσωση (21/2/1989-28/2/1989) περιήλθε το επίδικο και εντόπισε αυτό στο ζεύγος αεροφωτογραφιών (Α/Φ) Ν. 139/9079 και Ν. 140/9079 έτους λήψεως 1945, καθώς και στο ζεύγος Ν. 11723 και Ν. 11724 έτους λήψεως 1965. Ο τελευταίος εκθέτει στην έκθεση αυτή ότι από την στερεοσκοπική παρατήρηση των αεροφωτογραφιών προκύπτει ότι η επίδικη έκταση κατά το έτος 1945 καλυπτόταν από δασική βλάστηση θαμνώδους μορφής, εκτός από την έκταση η οποία περικλείεται από τα σημεία (Α` Β` Γ Δ` Η` Ζ` Ε` Λ` Κ` Γ θ` Ν` Μ` Λ` Η` Α`) και δεν ήταν δασική. Το έτος 1965 η υπόψη (επίδικη) έκταση καλυπτόταν από δασική βλάστηση όπως το 1945, δηλαδή θαμνώδους μορφής, εκτός από την έκταση η οποία περικλείεται από τα σημεία (Α` Β` Γ Δ` Ε` Λ Κ Γ Θ` Ν` Μ` Λ` Η Α`) και δεν ήταν δασική. Oμως, δέχτηκε το Εφετείο, στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του επίδικου ακινήτου δεν ασκεί επιρροή, το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά τους πιο πάνω χρόνους 1945 και 1965 εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση, ασκεπή ή βραχώδη, ή πετρώδη και αργιλοαμμώδη, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην οικεία πιο πάνω μείζονα σκέψη και ολόκληρο το επίδικο ακίνητο ήταν μέχρι την εκχέρσωση δάσος. Ο αντίθετος ισχυρισμός του ενάγοντος ότι το επίδικο ακίνητο δεν ήταν δάσος με πετρώδη σύσταση εδάφους αλλά ήταν ελαφρώς πετρώδης αγρός καλλιεργούμενος με άμπελο όπου υπήρχε χώμα μέχρι το έτος 1930 και μετέπειτα με δημητριακά και κηπευτικά μέχρι την εκχέρσωση και δεν γειτνίαζε με οποιαδήποτε δασική έκταση (βλ. την από Ιανουάριο 1999 τεχνική έκθεση φωτοερμηνείας από αεροφωτογραφίες της ΓΥΣ και του ΥΠΕΧΩΔΕ των ετών 1945, 1959, 1960 και 1990, του φωτοερμηνευτή Μηχανικού ...), έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του. Άλλωστε από τα ίδια πιο πάνω αποδεικτικά μέσα δεν προέκυψε η επικαλούμενη από τον ενάγοντα καλή πίστη των δικαιοπαρόχων του, η ειλικρινής πεποίθηση αυτών, ότι με την κτήση της νομής του επίδικου δάσους με πετρώδη σύσταση εδάφους, γειτνιάζοντος νοτιοανατολικά με λόγγο, πυκνό δάσος και με δασική λωρίδα από ..., όπου το επίδικο, δεν προσέβαλαν κατ` ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου στο επίδικο δάσος. Αντίθετα, από τα πιο πάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά συνάγεται η κακή πίστη των δικαιοπαρόχων του ενάγοντος, αλλά και του τελευταίου, ο οποίος με την εκχέρσωση της κηρυχθείσας αναδασωτέας επίδικης εκτάσεως, μετέβαλε αυτή σε καλλιεργήσιμη έκταση, αφού αυτοί δεν εμφάνισαν έγγραφη απόδειξη Οθωμανικής Αρχής, ότι το επίδικο δάσος ανήκε πριν από τον περί Ανεξαρτησίας Αγώνα, σε ιδιώτες, ή έγγραφη παραχώρηση εκ μέρους του Τουρκικής εξουσίας ή ακόμη και κάποιο έγγραφο που δεν αποτελεί νόμιμο τίτλο κυριότητος, αλλά από το περιεχόμενο του οποίου να μπορεί να συναχθεί από το Δικαστήριο η καλή πίστη, η προαναφερόμενη ειλικρινής πεποίθηση των δικαιοπαρόχων του ενάγοντος κατά το χρονικό διάστημα που επικαλείται ο τελευταίος (πριν το 1870 έως 11/9/1915), ανεξαρτήτως ότι αυτός δεν προσδιορίζει επακριβώς το πριν το 1870 χρονικό διάστημα, ούτε επικαλείται καλή πίστη από το 1836 και μέχρι το 1870, χρονικό διάστημα, για το οποίο, όπως είναι επόμενο δεν αποδείχθηκε καλή πίστη του απώτατου τελευταίου δικαιοπαρόχου του ενάγοντος από το 1836 έως το 1870. Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές, το Εφετείο έκρινε ότι οι επικαλούμενοι από τον ενάγοντα δικαιοπάροχοί του δεν νέμονταν με καλή πίστη το επίδικο δάσος από το έτος 1870 έως την 11-9-1915 με ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσέβαλαν κατ` ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου σ` αυτό από το έτος 1830, δυνάμει τίτλων και δεν απέκτησαν κυριότητα στο επίδικο ακίνητο (δάσος) και ότι και ο ενάγων δεν απέκτησε κυριότητα στο επίδικο ακίνητο, διότι οι δικαιοπάροχοί του δεν είχαν κυριότητα μέχρι 12-9-1915. Κατόπιν τούτου δέχτηκε την ασκηθείσα από το εναγόμενο έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει αντίθετα και απέρριψε την αγωγή. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 973, 999, 1000, 1113, 1045, 1051 ΑΚ, καθώς και των διατάξεων των ν. 8 παρ. 1 κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν 6 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ.1 Πανδ. 18.1), ν 7 παρ.3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος Β.Ρ. δικαίου, 3 Β.Δ/τος 17/29-1-1836, 21 του από 21-6-1837 ν. δ/τος .... ... περί διακρίσεως κτημάτων>>, που εφάρμοσε, αφού δεν απαίτησε για την κτήση της κυριότητας συνεχή νομή του επιδίκου από τους δικαιοπαρόχους του ενάγοντος από το 1830 έως τις 11-9-1915, και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, διότι διέλαβε σ` αυτή πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα ότι ο ενάγων, καθώς και οι άμεσοι και απώτεροι δικαιοπάροχοί του δεν άσκησαν πράξεις νομής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη στο επίδικο ακίνητο (δάσος) τουλάχιστον για μια τριακονταετία πριν από τις 11-9-1915και δεν απέκτησαν έτσι κυριότητα σ` αυτό, οι οποίες αιτιολογίες επιτρέπουν τον έλεγχο της ορθής εφαρμογής των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων. Επομένως, ο τέταρτος λόγος της αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.

Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ. 4, 520 παρ. 1 και 522 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το έγγραφο της εφέσεως πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιέχει αίτηση και τους λόγους αυτής. Και ως προς μεν την αίτηση, αυτή υπάρχει και είναι ορισμένη εάν ζητείται η εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης ως προς όλες ή μερικές από τις διατάξεις της, σχετικώς με το αιτητικό της αγωγής, ανταγωγής κλπ, οι δε λόγοι εφέσεως συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλουμένης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Στα τελευταία ανάγεται και η πλημμελής εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται εκ της μνείας ότι εξ αυτής οδηγήθηκε το δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων περί την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το Εφετείο εξαιτίας του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 ΚΠολΔ) επανεκτιμά εξ υπαρχής την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού, κατ` άρθρο 534 του ίδιου κώδικα (ΑΠ 824/2007, ΑΠ 1855/2006). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης προβάλλεται ότι η έφεση του αναιρεσίβλητου κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή του αναιρεσείοντος, κατά τους λόγους της κακής εκτίμησης των αποδείξεων ήταν αόριστη και παρά το νόμο δεν απορρίφθηκε λόγω της αοριστίας της από το Εφετείο, όπως πρότεινε ο αναιρεσείων. Όπως προκύπτει από το δικόγραφο της από 11-4-2003 έφεσης του ήδη αναιρεσιβλήτου, κατά της 75/2002 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κυπαρισσίας, προβλήθηκαν με αυτή λόγοι συνιστάμενοι στην αιτίαση ότι συνεπεία κακής εκτιμήσεως των αποδείξεων η εκκαλουμένη δέχθηκε την κατ` αυτού αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, ενώ έπρεπε να την απορρίψει στο σύνολό της, ζητώντας γι` αυτό την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ώστε να απορριφθεί η αγωγή. Με τους λόγους αυτούς της έφεσης πλήττεται, καίτοι συνοπτικώς, κατά τρόπο όμως σαφή και ορισμένο, η ορθότητα της εκτιμήσεως των αποδείξεων. Επομένως, οι προβληθέντες πιο πάνω λόγοι έφεσης ήταν ορισμένοι, αφού προσδιοριζόταν, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, με αυτούς η πλημμέλεια περί την εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα το Εφετείο που δεν κήρυξε άκυρο το δικόγραφο της εφέσεως εξαιτίας της επικαλούμενης παραπάνω αοριστίας των λόγων της έφεσης δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμός 14 Κ.Πολ.Δ. και συνεπώς ο πιο πάνω λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. β` του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την αληθινή έννοια της διάταξης αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β`, 346 και 453 του ΚΠολΔ, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός αναίρεσης πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο α) ποιές είναι οι αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν ή των οποίων δεν έγινε νόμιμη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε, β) ο ισχυρισμός, για τον οποίο το δικαστήριο έλαβε υπόψη τις αποδείξεις και η επίδραση που έχει αυτός στο διατακτικό της απόφασης και γ) ο λόγος για τον οποίο δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη ο ισχυρισμός αυτός (ΑΠ 2312/2009). Στην προκείμενη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης ο αναιρεσείων προβάλλει κατά της προσβαλλόμενης απόφασης αιτίαση από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. β` ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα και να απορρίψει την ένδικη αναγνωριστική κυριότητας αγωγή του κατά του Ελληνικού Δημοσίου, έλαβε υπόψη αποδείξεις που προσκομίστηκαν ενώπιόν του, χωρίς όμως να γίνεται νόμιμη επίκληση αυτών με τις προτάσεις που υπέβαλε σ` αυτό οποιοσδήποτε των διαδίκων κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, και ειδικότερα έλαβε υπόψη το από 7-10-1993 ιδιωτικό συμφωνητικό ενοικιάσεως του επίδικου ακινήτου, το οποίο καταρτίστηκε μεταξύ του αναιρεσείοντος ως εκμισθωτή και του Ε ως μισθωτή. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αόριστος, αφού δεν προσδιορίζεται σ` αυτόν ούτε το αποδεικτικό περιεχόμενο του παραπάνω εγγράφου, ούτε ο ισχυρισμός, για τον οποίο το δικαστήριο έλαβε υπόψη το έγγραφο αυτό, καθώς και η επίδραση που έχει ο ισχυρισμός στο διατακτικό της απόφασης. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 17 παρ. 2 του ν. 2915/2001 και έτσι διαχρονικώς έχει εφαρμογή στην εξεταζόμενη υπόθεση, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη ή δεν διέταξε απόδειξη γι` αυτά. Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισμούς οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη γι` αυτά ή χωρίς να έχει διατάξει τις σχετικές αποδείξεις (ΑΠ 1038/2008). Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον τρίτο και τελευταίο εξεταζόμενο λόγο αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από την ως άνω διάταξη πλημμέλεια ότι το Εφετείο έκρινε ότι <<η επίδικη έκταση κηρύχθηκε αναδασωτέα με σκοπό την προστασία για την επαναδημιουργία της δασικής βλάστησης, που καταστράφηκε από παράνομη εκχέρσωση, στην οποία προέβη ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα από 21-28-2-1989>>, χωρίς να διατάξει αποδείξεις. Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης όμως, προκύπτει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε την 41/2001 προδικαστική απόφασή του, με την οποία έταξε τις σχετικές μαρτυρικές αποδείξεις και τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, οι οποίες και διεξήχθησαν, ενώ από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο κατέληξε στο παραπάνω αποδεικτικό του πόρισμα, αναφορικά με το κατ` ουσίαν αβάσιμο της αγωγής, εκτιμώντας όλες τις προαναφερόμενες αποδείξεις και όχι χωρίς απόδειξη. Επομένως, ο λόγος αυτός αναίρεσης, που υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμος. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, μειωμένα όμως κατά το άρθρο 22 ν. 3693/1957. 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

Απορρίπτει την από 18-4-2008 αίτηση του Χ για αναίρεση της 195/2006 αποφάσεως του Εφετείου Καλαμάτας. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1 Δεκεμβρίου 2009. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Ιανουαρίου 2010. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

1758/2009 ΑΠ - Ακίνητα. Προϋποθέσεις κτήσεως της κυριότητας σε ακίνητο αφενός με τακτική και αφετέρου με έκτακτη χρησικτησία. Δημόσια κτήματα. Εγκαταλειμένα ακίνητα. Κατάληψη από το Δημόσιο και κτήση κυριότητας απ΄ αυτό. Τα δημόσια κτήματα είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας. ....

$
0
0

ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ - 100/2010 ΕΙΡ ΡΟΔ - Κτητική παραγραφή (έκτακτη χρησκτησία). Αοριστία. Νομική φύση. Αόριστη η αγωγή, εάν δεν γίνεται επίκληση ή μνεία της νομικής φύσης του επιδίκου ακινήτου, ώστε να καθίσταται σαφής και ορισμένη η περιγραφή του

1758/2009 ΑΠ ( 510765) 
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Ακίνητα. Προϋποθέσεις κτήσεως της κυριότητας σε ακίνητο αφενός με τακτική και αφετέρου με έκτακτη χρησικτησία. Δημόσια κτήματα. Εγκαταλειμένα ακίνητα. Κατάληψη από το Δημόσιο και κτήση κυριότητας απ΄ αυτό. Τα δημόσια κτήματα είναι ανεπίδεκτα ...
χρησικτησίας. Διαδικασία διοικητικής καταλήψεως. Δικονομία πολιτική. Αναιρετικοί λόγοι. Προϋποθέσεις παραδεκτού της ευθείας και εκ πλαγίου παραβιάσεως των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου. Η αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων δεν ελέγχεται αναιρετικά. Εννοια "πραγμάτων"κατ΄ αρ. 559 περ. 10 ΚΠολΔ και αρ. 559 περ. 8. Παραμόρφωση περιεχομένου εγγράφου. Προϋποθέσεις παραδεκτού του λόγου αυτού. Αποδεικτικά μέσα. Αρκεί γενική μνεία, ότι λήφθηκαν αυτά. Προϋποθέσεις ορισμένου της ενστάσεως περί καταχρήσεως του δικαιώματος. "Αίτηση"αδίκαστη. Εννοια αιτήσεως. Ισχυρισμός περί δεδικασμένου. Δεν αφορά τη δημόσια τάξη και γι΄ αυτό πρέπει ως ισχυρισμός να έχει προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας. (Επικυρώνει την 181/2006 ΕφΘράκης).


  
Αριθμός 1758/2009 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ` Πολιτικό Τμήμα 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο, Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Μίμη Γραμματικούδη, Ιωάννη Σίδερη και Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αρεοπαγίτες. 

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαϊου 2009, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Χ, κατοίκου ..... , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Κρεμεζή. Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Δημήτριο Κάμαρη Πάρεδρο Ν.Σ.Κ με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-6-2003 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ροδόπης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 61/2004 του ίδιου Δικαστηρίου που παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ροδόπης λόγω αρμοδιότητας, 100/2004 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης και 181/2006 του Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 7-12-2006 αίτησή του. 

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Μίμης Γραμματικούδης ανέγνωσε την από 6-3-2008 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. 

Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1043, 1045 ΑΚ, προκύπτει ότι, για την κτήση της κυριότητας ακινήτου, με τακτική μεν χρησικτησία, απαιτείται άσκηση της φυσικής εξουσίας πάνω στο πράγμα, με διάνοια κυρίου, με καλή πίστη και νόμιμο ή νομιζόμενο τίτλο για μια δεκαετία, με έκτακτη δε χρησικτησία, απαιτείται άσκηση της φυσικής εξουσίας πάνω στο πράγμα, με διάνοια κυρίου επί συνεχή εικοσαετία. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, όταν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στο οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως τέτοια δε νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που συγκροτούν την ιστορική βάση αγωγής, ανταγωγής ένστασης ή αντένστασης, και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικως ανέλεγκτη εκτίμησή του πραγματικών γεγονότων (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), τα εξής ουσιώδη, αναφορικώς με την ένδικη αναγνωριστική αγωγή κυριότητας ακινήτου του ήδη αναιρεσείοντος:Το επίδικο ακίνητο, εμβαδού 94 τ.μ. περίπου, κείται επί της οδού ... αριθ. ... της ... και συνορεύει όπως στην απόφαση αυτή αναφέρεται. Κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, αυτό ήταν ιδιόκτητη γαία "μουλκ". Κατά τον χρόνο της ελληνικής νομοθεσίας στη Θράκη, ο ιδιοκτήτης του ήταν άγνωστος και δεν κατεχόταν από κανένα. Το έτος 1925 περίπου, οι αδελφοί ΒΒ και ΓΓ, πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, κατέλαβαν το ακίνητο αυτό και το χρησιμοποιούσαν για τις ανάγκες της επιχείρηση εμπορίας ξυλανθράκων. Όμως δεν κατείχαν τούτο με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, μέχρι την 23-2-1946,ή έκτοτε μόνο με διάνοια κυρίου. Οι ίδιοι, με την από 19-3-1968 δήλωσή τους προς τον τότε Οικονομικό Έφορο ..., αναγνώρισαν ότι δεν έγιναν κύριοι αυτού και δήλωσαν ότι αυτό ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο. Μάλιστα με την από 18-2-1970 αίτησή τους, την οποία υπέγραψε, ως πληρεξούσιος δικηγόρος τους, ο ενάγων-ήδη αναιρεσείων, ζήτησαν να τους χορηγηθεί βεβαίωση που να εμφαίνεται ότι το επίδικο ανήκει στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, προκειμένου να την χρησιμοποιήσουν για φορολογική τους υπόθεση που είχαν με τον Δήμο ... . 

Ύστερα από έρευνα και ειδική εντολή του Υπουργείου Οικονομικών, το επίδικο καταλήφθηκε από το Δημόσιο, ως εγκαταλελειμμένο. Η κατάληψή του έγινε στις 20-2-1970 από τον τότε Οικονομικό Eφορο ..... και το Διοικητή του Α` Αστυνομικού Τμήματος ... της περιοχής που βρίσκεται το ακίνητο, και συντάχθηκε το από 20-2-1970 πρωτόκολλο με το σχετικό σχεδιάγραμμα, όρια κλπ, και καταγράφηκε στο γενικό βιβλίο Καταγραφής Δημοσίων Κτημάτων με αριθμό ... . Η κατάληψη αυτή γνωστοποιήθηκε στις 18-4-1974 στους κληρονόμους του κατόχου ΒΒ, που είχε αποβιώσει στις 6-12-1970,και το σχετικό αποδεικτικό μάλιστα υπέγραψε ο ενάγων δικηγόρος, ως εκπρόσωπος αυτών. Με το ... πρωτόκολλο καθορίσθηκε σε βάρος του ΒΒ αποζημίωση χρήσης του επιδίκου για το χρονικό διάστημα από 1-1-1961 έως 31-12-1973, ύψους 1500 δραχμών. Μετά την κατάληψη του ακινήτου και μέχρι το έτος 2001 δεν ζητήθηκε από κανένα η απόδοσή του, ούτε έγινε κάποια άλλη ενέργεια προς τη διοίκηση από μέρους του ενάγοντος ή τρίτου, σχετικώς με αυτό, παρόλο ότι ο ενάγων γνώριζε τη διοικητική κατάληψή του, σε αντίθεση με το αναφερόμενο στην απόφαση όμορο ακίνητο, που καταλήφθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο, με το ίδιο πρωτόκολλο κατάληψης, του οποίου την απόδοση ζήτησαν, και πέτυχαν, οι κληρονόμοι του κατόχου αυτού με την 17/1984 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης. Ο πατέρας του ενάγοντος ΑΑ, δημοτικός υπάλληλος του Δήμου ..., στις 27-1-1970 αγόρασε, με ιδιωτικό συμφωνητικό, από τον ΒΒ μόνο, το επίδικο ακίνητο, αντί αναγραφέντος τιμήματος 80.000 δραχμών. Με το από 1-10-1979 μισθωτήριο ο ενάγων εκμίσθωσε το επίδικο στους ... και ... και με από 1-7-1996 μισθωτήριο στον ..., με το δε από 14-7-1999 ιδιωτικό συμφωνητικό επέτρεψε στην εταιρία "............"να τοποθετήσει μηχανισμό ενός κλιματιστικού μηχανήματος. 

Κατά του ενάγοντος εκδόθηκε το ..... πρωτόκολλο καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης δημόσιου κτήματος, το οποίο ακυρώθηκε με την 75/2002 απόφαση του Ειρηνοδικείου Κομοτηνής, κατά την οποίας άσκησε έφεση το Ελληνικό Δημόσιο, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κομοτηνής. Με βάση τις παραδοχές αυτές, έκρινε το Εφετείο, ότι οι ΒΒ και ΓΓ δεν κατέστησαν κύριοι του επίδικου ακινήτου, αφού δεν το νέμονταν με διάνοια κυρίου, ότι κύριος τούτου κατέστη το Ελληνικό Δημόσιο μετά παρέλευση 10ετίας από την κατά την 20-2-1970 νομότυπη κατάληψή του, ήτοι από 20-2-1980, και ότι έκτοτε αυτό, ως πράγμα του Δημοσίου, είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας, επομένως οι ανωτέρω διακατοχικές πράξεις του ενάγοντος και του πατέρα του δεν μπορούν να προσπορίσουν κυριότητα, με χρησικτησία, στον πρώτο Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, που έκρινε ως αβάσιμη την ένδικη αγωγή του ενάγοντος και επικύρωσε την εκκληθείσα απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που έκρινε ομοίως, διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, αναφορικώς με το ουσιώδες ζήτημα της μη κτήσης της κυριότητας του επίδικου ακινήτου, με έκτακτη χρησικτησία από τους ΒΒ και ΓΓ, αφού δέχθηκε ότι αυτοί δεν κατείχαν το ακίνητο με διάνοια κυρίου, οι οποίες επιτρέπουν τον έλεγχο περί του αν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν συνέτρεχαν οι όροι των άρθρων 974, 1041, 1045 ΑΚ, τις οποίες ορθώς δεν εφάρμοσε, αφού τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή τους. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επίσης, στην απόφαση διαλαμβάνεται σαφής αιτιολογία, ότι το ακίνητο καταλήφθηκε από το αναιρεσίβλητο, ως εγκαταλελειμμένο, ο δε ένατος λόγος αναίρεσης, πέμπτο μέρος, από τον αριθ.19 της ίδιας ως άνω διάταξης, με τον οποίο προβάλλεται, έλλειψη νόμιμης βάσης της πληττόμενης απόφασης, ως προς το ζήτημα αυτό, διότι στην απόφαση,άλλοτε μεν το επίδικο αναφέρεται ως εγκαταλελειμμένο και άλλοτε, ως αδέσποτο, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, με αυτήν έγινε δεκτό ότι το επίδικο ακίνητο καταλήφθηκε από το αναιρεσίβλητο ως εγκαταλελειμένο, η δε αναφορά "αδέσποτο"γίνεται στην μείζονα σκέψη του Εφετείου, όπου παρατίθενται οι διατάξεις του άρθρου 972 ΑΚ, 2 παρ.1 α.ν. 1539/1938, η οποία και δεν αποτελεί παραδοχή τούτου επί ζητήματος που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο ένατος λόγος αναίρεσης, ένατο μέρος, από το άρθρο 559 αριθ.8β ΚΠολΔ, με τον οποίο ,όπως εκτιμήθηκε, προβάλλεται ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, ότι το επίδικο ακίνητο, ανήκε, κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας στη Θράκη στον Μουσουλμάνο ..., ο οποίος το πώλησε ατύπως στον ΒΒ, ο οποίος συνέχισε να το νέμεται, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι , από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι οι ισχυρισμοί αυτοί λήφθηκαν υπόψη από το Εφετείο και απορρίφθηκαν εκ του πράγματος. Επειδή, κατά το άρθρο 34 του Α.Ν. 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων", "2. Ακίνητα, εγκαταλελειμμένα παρά των ιδιοκτητών των και μη διαχειριζόμενα παρ` αυτών ουδέ δι`αντιπροσώπων καταλαμβάνονται παρά του Δημοσίου και διαχειρίζονται παρ` αυτού ως διοικητού αλλοτρίων. 3. Η κατάληψις γίνεται διοικητικώς δια πρωτοκόλλου, συντασσομένου υφ` ενός δημοσίου υπαλλήλου, λαμβάνοντος προς τούτο ειδικήν εντολήν του Υπουργείου των Οικονομικών (διευθύνσεως δημοσίων κτημάτων) και του Προϊσταμένου της αρμοδίας αστυνομικής Αρχής ή του υπό τούτου οριζομένου αστυνομικού οργάνου. 4. Εφ` όσον ο ιδιοκτήτης είναι γνωστός εις την αρμοδίαν υπηρεσίαν περίληψις του Πρωτοκόλλου καταλήψεως του ακινήτου ως εγκαταλελειμμένου, αναφέρουσα και το ονοματεπώνυμον του ιδιοκτήτου, καταχωρείται εις τα βιβλία μεταγραφών και εις την μερίδα του ιδιοκτήτου, επιμελεία της διευθύνσεως δημοσίων κτημάτων του Υπουργείου των Οικονομικών, αποτελεί δε πλήρη απόδειξιν περί της κατοχής του ακινήτου υπό του Δημοσίου ως διοικητού αλλοτρίων. 5.Η προς τον ιδιοκτήτην απόδοσις του καταληφθέντος κτήματος γίνεται κατ` αίτησιν αυτού, κοινοποιουμένην προς το Δημόσιον δι` αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών μετά γνώμιν του κατ` άρθρ. 10 Συμβουλίου". 6. Εις τον αναλαμβάνοντα το ακίνητόν του ιδιοκτήτη αποδίδονται, κατά την εν τη προηγουμένη παρ. 5 καθοριζομένην διαδικασίαν, και τα εισπραχθέντα τυχόν παρά του Δημοσίου μισθώματα, μειούμενα παρά τας γενομένας δαπάνας και κατά 20% λόγω εξόδων διαχειρίσεως. 7. Εάν απορριφθή η αίτησις του ιδιοκτήτου ή δεν εκδοθή απόφασις του υπουργού εντός 6 μηνών από της κοινοποιήσεως της αιτήσεως του ιδιοκτήτη ή εντός της υπό του κατά το άρθρο 10 συμβουλίου ταχθείσης, κατά την παρ. 4 του άρθρου 11, προθεσμίας, δύναται ούτος να ζητήση την απόδοσιν δι` αιτήσεώς του, υποβαλλομένης προς τον αρμόδιον ως εκ της τοποθεσίας του ακινήτου, προέδρον των πρωτοδικών. 8. Μετά πάροδον δεκαετίας από της υπό του Δημοσίου καταλήψεως κτήματος ως εγκαταλελειμμένου, το δικαίωμα κυριότητος αποσβέννυται και η κυριότης του ακινήτου περιέρχεται εις το Δημόσιον". 

Εξάλλου, η έκδοση από διοικητικές αρχές πρωτοκόλλων κατάληψης ακινήτων επί των οποίων το Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει δικαιώματα κυριότητας, αποτελεί διοικητική πράξη, που, χωρίς να συνιστά μέσο οριστικής επίλυσης διαφοράς, οδηγεί σε ικανοποίηση ιδιωτικού δικαιώματος αυτογνώμονη, δηλαδή χωρίς την παρέμβαση των δικαστικών αρχών, η οποία κατ` αρχήν απαιτείται προς τον σκοπό αυτό, γι`αυτό πρέπει, λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα της, να προβλέπεται ειδικώς από το νόμο, μη αναγόμενη στα ευρύτερα διοικητικά καθήκοντα των οργάνων που την επιχειρούν. Επομένως, πρωτόκολλο κατάληψης που εκδίδεται, κατά την προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 34 του α.ν 1539/1938 διαδικασία, για ακίνητα εγκαταλελειμμένα από τους ιδιοκτήτες τους, με πρόθεση παραίτησής τους από την κυριότητα, προς τον σκοπό τη διαχείριση από το Δημόσιο, ως διοικητή αλλοτρίων των ακινήτων αυτών, και την απόκτηση της κυριότητας τούτου από αυτό μετά την πάροδο 10ετίας από της κατάληψής του, είναι νόμιμο, αφού από τις ανωτέρω διατάξεις ρητώς προβλέπεται η έκδοση του πρωτοκόλλου κατάληψης, και καθορίζονται, κατά τρόπο σαφή, οι προϋποθέσεις έκδοσής του και τήρησης της αρχής της δημοσιότητας, με καταχώριση τούτου στα βιβλία μεταγραφών, στην μερίδα του ιδιοκτήτη, εφόσον αυτός είναι γνωστός στην αρμόδια υπηρεσία. Περαιτέρω, οι ανωτέρω διατάξεις του α.ν. 1539/1938, οι οποίες έχουν ως δικαιολογητικό λόγο την ανάγκη αξιοποίησης των εγκαταλελειμμένων από τους ιδιοκτήτες τους ακινήτων, με πρόθεση παραίτησής τους από την κυριότητα αυτών, από το Ελληνικό Δημόσιο και την απόκτηση της κυριότητάς τους από το τελευταίο μετά παρέλευση δεκαετίας από την κατάληψη, και άρα την ικανοποίηση του γενικού, ή του δημόσιου, συμφέροντος και την άρση της αμφισβήτησης ως προς την κυριότητα των ακινήτων αυτών, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιβαίνουν στις διατάξεις του Συντάγματος, του άρθρου 4 παρ.1,2, περί ισότητας των Ελλήνων, του άρθρου 20 περί του δικαιώματος καθενός στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, του άρθρου 17 παρ.1,2 και του άρθρου 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α, οι οποίες προστατεύουν την ιδιοκτησία όπως την προσδιορίζει αυτή ο κοινός νομοθέτης, ο οποίος μπορεί και να θεσμοθετεί τις προϋποθέσεις κτήσης και απώλειας αυτής στο πλαίσιο ικανοποίησης όχι μόνο του ατομικού αλλά και του γενικού συμφέροντος, αφού αυτές, προς προστασία των ιδιοκτητών από μη σύννομες καταλήψεις, αφενός ορίζουν, κατά τρόπο σαφή, τις προϋποθέσεις έκδοσης του πρωτοκόλλου κατάληψης των ακινήτων αυτών και τήρησης της αρχής της δημοσιότητας τούτου, όπως ανωτέρω αναφέρεται, εφόσον ο ιδιοκτήτης του ακινήτου είναι γνωστός στην αρμόδια υπηρεσία, αφετέρου προνοούν για την απόδοση του καταληφθέντος ακινήτου προς τον ιδιοκτήτη, με απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών, καθώς και, σε αρνητική περίπτωση, για τη δυνατότητα προσφυγής αυτού στο αρμόδιο δικαστήριο, προς τον σκοπό αυτό. 

Συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, πρώτο μέρος, με τον οποίο προβάλλεται, κατά την γενόμενη εκτίμησή του, ότι το Εφετείο, με το να δεχθεί, ότι έγινε νόμιμη κατάληψη του ακινήτου, με πρωτόκολλο κατάληψης, υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, διότι οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 34 του α.ν. 1539/1938, με τις οποίες προβλέπεται κατάληψη ακινήτων εγκαταλελειμμένων από τους ιδιοκτήτες τους, με πρωτόκολλο κατάληψης, ήτοι με διοικητική πράξη των οργάνων του Δημοσίου, η οποία εκδίδεται αυθαίρετα και ανεξέλεγκτα, ως προς τις προϋποθέσεις έκδοσής της, της οποίας δεν προβλέπεται τήρηση της αρχής της δημοσιότητας, με κοινοποίηση στον εμφανιζόμενο ως κύριο ή κάτοχο του ακινήτου, ή με καταχώρισή της στα βιβλία μεταγραφών, με συνέπεια την αποστέρηση από τον ενδιαφερόμενο του δικαιώματος της έννομης προστασίας, αντίκεινται στις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ, για την πληρότητα του λόγου αναίρεσης με τον οποίο αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας παραβίαση των κανόνων ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. 1 περ. α ΚΠολΔ), πρέπει να διαλαμβάνει, πλην των άλλων, τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου που φέρονται ότι παραβιάστηκαν, σε τι συνίσταται η παραβίαση του ουσιαστικού κανόνα δικαίου, εφόσον το δικαστήριο εξέτασε την ουσία της υπόθεσης, την ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, ήτοι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο, υπό τα οποία συντελέσθηκε η προβαλλόμενη παραβίαση των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, καθώς και την επίδραση που είχε το σφάλμα στο διατακτικό της απόφασης, ώστε από το αναιρετήριο να προκύπτει η νομική πλημμέλεια, δοθέντος ότι η αοριστία του λόγου της αναίρεσης δε μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο. Εξάλλου, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας η νομική πλημμέλεια ότι η απόφασή του στερείται νόμιμης βάσης (άρθρο 559 αριθ.19 ΚΠολΔ), πρέπει να αναφέρονται, πλην των άλλων, οι ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου, υπό τις οποίες συντελέσθηκε η αποδιδόμενη παράβαση και η αιτία συνεπεία της οποίας συμβαίνει τούτο, ήτοι αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε πρέπει να καθορίζεται σε τι συνίσταται η αντίφαση και από ποία αντιτιθέμενα μέρη προκύπτει, ή εάν έχει ανεπαρκείς αιτιολογίες, οπότε πρέπει περαιτέρω να καθορίζεται σε τι συνίσταται η ανεπάρκειά τους, ποίο δηλαδή το στοιχείο που λείπει που είναι αναγκαίο για την επάρκειά τους. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο, δεύτερο μέρος, αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ 1 περ.α, αποδίδεται ως πλημμέλεια παραβίαση των διατάξεων, από το δικαστήριο της ουσίας, του άρθρου 192 παρ.8 ν.δ. 2888/1954, καθώς επίσης και των διατάξεων περί χρησικτησίας και παραγραφής, ως προς τις οποίες δέχθηκε ομοιότητα με τις διατάξεις του α.ν. 1539/1938,με τον δε ένατο λόγο, πρώτο μέρος, αναίρεσης, της διάταξης του άρθρου 972 ΑΚ, χωρίς περαιτέρω να αναφέρονται στο αναιρετήριο τα ανωτέρω, αναγκαία για το ορισμένο του λόγου αυτού στοιχεία. Με τους πέμπτο, πρώτο μέρος, ένατο, ενδέκατο μέρος, λόγους αναίρεσης, γίνεται απλή επίκληση της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, χωρίς να αποδίδεται καμία απολύτως συγκεκριμένη νομική πλημμέλεια στην πληττόμενη απόφαση για παραβίαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, ώστε να μπορεί να κριθεί αν παραβιάσθηκαν από το Εφετείο οι ορισμοί της ανωτέρω διάταξης, με τον δε ένατο λόγο αναίρεσης, δεύτερο μέρος, από την ίδια διάταξη, αποδίδεται παραβίαση, από το Εφετείο, των διατάξεων των ν.79/1913, 147/1914, 6018/1934, χωρίς περαιτέρω να αναφέρονται στο αναιρετήριο οι συγκεκριμένες διατάξεις των νόμων αυτών που φέρονται ότι παραβιάσθηκαν. Επομένως, οι λόγοι αυτοί αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως αόριστοι. Με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, πρώτο μέρος, από την ίδια διάταξη, αποδίδεται παραβίαση του άρθρου 34 α.ν. 1539/1938, διότι το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ως νόμιμο το από 20-2-1970 πρωτόκολλο κατάληψης του επίδικου ακινήτου, παρόλο ότι, όπως ο αναιρεσείων προέβαλε, δεν προηγήθηκε τούτου η αναφερόμενη στον ως άνω νόμο ειδική εντολή από την αρμόδια προϊσταμένη Αρχή του Οικονομικού Εφόρου. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι υπό την επίκληση της ανωτέρω διάταξη του άρθρου 559 αριθ 1α ΚΠολΔ, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση πραγματικών γεγονότων του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο δέχθηκε ότι η κατάληψη του επιδίκου έγινε κατόπιν έρευνας και ειδικής εντολής του Υπουργείου Οικονομικών και συντάχθηκε το ανωτέρω πρωτόκολλο με σχετικό σχεδιάγραμμα. Επειδή κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. β` ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις, που δεν προσκομίστηκαν. Η βεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας περί προσαγωγής ή μη αποδεικτικού μέσου, ως αναγόμενη σε πράγματα, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, κατ` άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, με τους λόγους αναίρεσης, δεύτερο, δεύτερο μέρος και τέταρτο, πρώτο μέρος, από τον αριθ. 11 περ. β` του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στο Εφετείο η αιτίαση, ότι παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδεικτικό μέσο που δεν προσκομίσθηκε, ήτοι την από το άρθρο 34 α.ν. 1539/1938 προβλεπόμενη ειδική εντολή του Υπουργείου Οικονομικών προς το αρμόδιο για την κατάληψη υπάλληλο, με πρωτόκολλο κατάληψης, του επίδικου ακινήτου, καθώς και την ανωτέρω αναφερόμενη από 19-3-1968 δήλωση των ΒΒ και ΓΓ προς τον Οικονομικό Έφορο .. , τα οποία δεν προσκομίσθηκαν από το αναιρεσίβλητο. Oπως όμως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, στην παραδοχή του ότι, κατόπιν έρευνας και ειδικής εντολής του υπουργείου Οικονομικών το επίδικο ακίνητο καταλήφθηκε,με πρωτόκολλο κατάληψης, στις 20-2-1970 και ότι οι ΒΒ και ΓΓ με την από 19-3-1968 δήλωσή τους προς τον τότε Οικονομικό Έφορο ... αναγνώρισαν ότι δεν έγιναν κύριοι του επίδικου ακινήτου, κατέληξε ύστερα από εκτίμηση, όπως βεβαιώνεται στην απόφαση, και των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, δηλαδή δέχθηκε ανελέγκτως, ότι τα διάδικα μέρη προσκόμισαν τα πιο πάνω έγγραφα. Επομένως, οι λόγοι αυτοί αναίρεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 περ. α του ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά, χωρίς απόδειξη, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση τον δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει από ποία αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την απόδειξη γι` αυτά. Δεν απαιτείται όμως το Δικαστήριο να αξιολογεί τα επί μέρους αποδεικτικά μέσα ή να εξειδικεύει τα έγγραφα. Στην κρινόμενη υπόθεση, με τους λόγους αναίρεσης, δεύτερο, τρίτο μέρος, πέμπτο, τρίτο μέρος και ένατο έκτο μέρος, από την ανωτέρω διάταξη, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ως πλημμέλεια, η παραδοχή ως αληθινού, χωρίς απόδειξη, ότι τηρήθηκε η προβλεπόμενη από το άρθρο 34 α.ν. 1539/1938 προϋπόθεση για την έκδοση του ως άνω πρωτοκόλλου κατάληψης του επίδικου ακινήτου, ήτοι ότι παρασχέθηκε η ειδική εντολή του Υπουργείου Οικονομικών προς το αρμόδιο για την κατάληψη υπάλληλο, ότι οι ΒΒ και ΓΓ δε νεμήθηκαν το επίδικο ακίνητο με διάνοια κυρίου και ότι το επίδικο ακίνητο ήταν εγκαταλελειμμένο. Oπως όμως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο, στην παραδοχή των πιο πάνω περιστατικών, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, κατέληξε ύστερα από εκτίμηση, όπως βεβαιώνεται στην απόφαση, των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάσθηκαν πρωτοδίκως. Επομένως στις ως άνω παραδοχές του το Εφετείο δεν κατέληξε χωρίς απόδειξη και πρέπει οι λόγοι αυτοί αναίρεσης να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.8 περ. α` ΚΠολΔ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα",κατά την έννοια της διάταξης αυτής θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης. Αντιθέτως δεν αποτελούν πράγματα με την έννοια της παραπάνω διάταξης οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής ή συμπεράσματα του δικαστηρίου της ουσίας που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Στην υπόθεση που κρίνεται, με το δεύτερο μέρος του πέμπτου λόγου αναίρεσης προβάλλεται ότι το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθ. 8 περ. α` του άρθρου 559 ΚΠολΔ γιατί έλαβε υπόψη ισχυρισμό που δεν προτάθηκε από το αναιρεσίβλητο ήτοι ότι ο ΒΒ και ΓΓ δε νεμόταν με διάνοια κυρίου το επίδικο ακίνητο και, συνεπώς, δεν έγιναν κύριοι τούτου με χρησικτησία. Τα ανωτέρω όμως δεν αποτελούν "πράγματα"κατά την έννοια που προεκτέθηκε, αλλά άρνηση της αγωγής, καθώς και συμπεράσματα που συνήγαγε το δικαστήριο της ουσίας από τις αποδείξεις κατά την κυριαρχική του εκτίμηση και επομένως ο επικαλούμενος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.

Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται περί των αναφερόμενων σ` αυτήν εξαιρέσεων, προκύπτει ότι για το παραδεκτό του λόγου αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης, είχε προταθεί στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, και μάλιστα ότι είχε προταθεί νομίμως. Στην υπόθεση που κρίνεται, με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης, δεύτερο μέρος, από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. α ΚΠολΔ, αποδίδεται σφάλμα στην προσβαλλόμενη απόφαση, διότι έλαβε υπόψη την από 18-2-1970 αίτηση των ΒΒ και ΓΓ, την οποία επικαλέσθηκε και προσκόμισε το αναιρεσίβλητο, η οποία όμως δεν ήταν νόμιμο αποδεικτικό μέσο, για τους αναφερόμενους στον λόγο αυτό αναίρεσης λόγους. Ο λόγος αυτός αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί, ως αόριστος, διότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο αν ο ισχυρισμός, που στηρίζει το λόγο αυτό, ο οποίος δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ, διότι δεν πρόκειται ούτε για παράβαση που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, αφού ο αναιρεσείων έλαβε γνώση των από 10-11-2005 προτάσεων του αναιρεσιβλήτου ενώπιον του Εφετείου, με τις οποίες έγινε επίκληση του ως άνω αποδεικτικού μέσου, και επομένως μπορούσε ακόμη και με την προσθήκη και αντίκρουση των προτάσεών του (άρθρ. 237 παρ.3, 524 παρ.1 ΚΠολΔ), να προβάλλει τον ισχυρισμό του, περί της μη νομιμότητας του αποδεικτικού αυτού μέσου, ούτε για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, ούτε για ισχυρισμούς που αφορούν τη δημόσια τάξη, προτάθηκε στο Εφετείο κατά τη συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Επειδή, ο από το αρθρ. 559 αρ. 20 ΚΠολΔ. λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, δηλαδή κατάδηλη παραμόρφωση του νοητικού πορίσματος του αποδεικτικού μέσου του εγγράφου, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας διαπράττει διαγνωστικό λάθος και αποδίδει σε ορισμένο έγγραφο περιεχόμενο διαφορετικό από το αληθινό, με αποτέλεσμα, εξ αιτίας του σφάλματος αυτού, να καταλήγει σε συμπέρασμα τελείως διαφορετικό από αυτό που προκύπτει από το έγγραφο ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του πραγματικού γεγονότος για την απόδειξη του οποίου προσκομίσθηκε το έγγραφο. Αντίθετα, δεν ιδρύεται ο από την διάταξη αυτή προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης όταν το δικαστήριο προβαίνει στην αποδεικτική αξιολόγηση του περιεχομένου του εγγράφου, η οποία ανήκει στην κυριαρχική του εξουσία, και από το γεγονός το οποίο πράγματι υφίσταται, συνάγει συμπέρασμα διαφορετικό από εκείνο που υποστηρίζει ο αναιρεσείων ως ορθό. Εξάλλου, για το ορισμένο του λόγου αυτού αναίρεσης από τον αριθ 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο, εκτός των άλλων, α) το αληθινό περιεχόμενο του φερόμενου ότι παραμορφώθηκε εγγράφου ώστε από τη σύγκριση με εκείνο που δέχθηκε η απόφαση να υπάρχει δυνατότητα να κριθεί από τον Αρειο Πάγο, αν υφίσταται διαγνωστικό σφάλμα, και β)το από την προσβαλλόμενη απόφαση δεκτό γενόμενο διαφορετικό από το αληθινό περιεχόμενο. 

Στην κρινόμενη υπόθεση, με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης, τρίτο μέρος, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από την ανωτέρω διάταξη πλημμέλεια της παραμόρφωσης του περιεχομένου της από 18-2-1970 αίτησης των ΒΒ και ΓΓ, διότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι η υπάρχουσα σ`αυτό υπογραφή του αναιρεσείοντος, προέρχεται από πληρεξούσιο δικηγόρο των αιτούντων, καθώς και ως προς την υπάρχουσα στο έγγραφο αυτό ανυπόγραφη προσθήκη, η οποία δεν προέρχεται από τον αναιρεσείοντα και το περιεχόμενο της οποίας δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο λόγος αυτός, καθόσον αφορά την αποδιδόμενη πλημμέλεια, ως προς την υπογραφή του αναιρεσείοντος, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι η πλημμέλεια αυτή δεν αναφέρεται σε διαγνωστικό λάθος του δικαστηρίου της ουσίας, αλλά στην εκτίμηση ότι ο υπογράφων το έγγραφο ενήργησε ως πληρεξούσιος των αιτούντων. Καθόσον αφορά την πλημμέλεια, ως προς την υπάρχουσα στο έγγραφο αυτό προσθήκη, είναι απορριπτέος, ως αόριστος, διότι δεν αναφέρονται στο αναιρετήριο, τα ανωτέρω αναγκαία για το ορισμένο του λόγου αυτού περιστατικά, ήτοι το αληθινό περιεχόμενο του φερόμενου ότι παραμορφώθηκε εγγράφου, ώστε από τη σύγκριση με εκείνο που δέχθηκε η απόφαση να υπάρχει δυνατότητα να κριθεί αν υφίσταται διαγνωστικό σφάλμα, και το από την προσβαλλόμενη απόφαση δεκτό γενόμενο διαφορετικό από το αληθινό περιεχόμενο του εγγράφου. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339 και 340 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλόμενων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για άμεση ή έμμεση απόδειξη, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, από δε την αναφορά στην απόφαση μερικών από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, γιατί έχουν ιδιαίτερη σημασία, δεν συνάγεται αναγκαστικά ότι δεν εκτιμήθηκαν και τα μη αναφερόμενα. Στην υπόθεση που κρίνεται, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά τα οποία έγιναν δεκτά από το Εφετείο, αναφορικώς με τους ισχυρισμούς των διαδίκων, αποδείχθηκαν, εκτός των άλλων, από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν πρωτοδίκως, σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της απόφασης, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και εκτίμησε, και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων του αναιρεσείοντος που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την 61/2004 πρωτόδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης πρακτικά συνεδρίασης τούτου, καθώς και την 75/2002 απόφαση του Ειρηνοδικείου Κομοτηνής, όπως, επίσης, και την ... κατακυρωτική έκθεση, το .. συμβόλαιο αγοραπωλησίας, το από 24-2-1966 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, το από 27-1-1970 ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης του επίδικου ακινήτου, την 22/1975 απόφαση του Ειρηνοδικείου Κομοτηνής και τα ταυτάριθμα με αυτήν πρακτικά συνεδρίασης τούτου, την 17/1984 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, τα πρακτικά 17β/1982, 15/1984, την 225/1984 απόφαση του Εφετείου Θράκης και την αντίστοιχη 300/1987 του Αρείου Πάγου. Επομένως, οι λόγοι αναίρεσης, πέμπτος, τέταρτο μέρος και ένατος δέκατο μέρος, από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ ΚΠολΔ, με τους οποίους ψέγεται η πληττόμενη απόφαση ότι δεν έλαβε υπόψη τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Επειδή, με τον έκτο λόγο αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ 1α ΚΠολΔ, προβάλλεται ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με το να δεχθεί ως έγκυρες την ανωτέρω, από 19-3-1968 δήλωση και την από 18-2-1970 αίτηση των ΒΒ και ΓΓ, με τις οποίες, υπέλαβε, ότι αναγνωρίζουν ότι το επίδικο ακίνητο δεν ανήκει σ` αυτούς αλλά στο αναιρεσίβλητο, ήτοι ότι περιέχουν μονομερείς δηλώσεις αυτών εγκατάλειψης της κυριότητας του επιδίκου, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 217, 1192 ΑΚ, αφού για το έγκυρό τους οι μονομερείς αυτές δηλώσει έπρεπε να περιληφθούν το τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου. 

Ο λόγος αυτός αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον, από την πληττόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο, τα εν λόγω έγγραφα δεν υπέλαβε ως δηλώσεις παραίτησης των ανωτέρω αναφερόμενων προσώπων από εμπράγματα δικαιώματα αυτών επί του επίδικου ακινήτου, αλλά ως τεκμήρια, ενισχυτικά της παραδοχής του, ότι τα πρόσωπα αυτά δεν άσκησαν διακατοχικές πράξεις, με διάνοια κυρίου, επί του ακινήτου αυτού. Επειδή, με τον έβδομο λόγο αναίρεσης, πρώτο μέρος, από το άρθρ.559 αριθ.1 περ.α, 19 ΚΠολΔ,αποδίδονται ως πλημμέλειες, ότι το Εφετείο, το οποίο δέχθηκε ότι η κατάληψη του επίδικου ακινήτου από το αναιρεσίβλητο, στις 18-4-1974, γνωστοποιήθηκε στους κληρονόμους του ήδη αποβιώσαντος, στις 6-12-1970, κατόχου αυτού ΒΒ, με κοινοποίηση του σχετικού αποδεικτικού στον αναιρεσείοντα, ως πληρεξούσιο αυτού, ότι εις βάρος του ανωτέρω, αποβιώσαντος ήδη, προσώπου εκδόθηκε το .. πρωτόκολλο αποζημίωσης για το χρονικό διάστημα από 1-1-1961 έως 31-12-1973,το οποίο δεν επιδόθηκε σε κανένα και ως εκ τούτου δεν είχε καμία έννομη συνέπεια, καθώς και ότι μετά την κατάληψη του επιδίκου από το αναιρεσίβλητο μέχρι και το 2001 δεν έγινε καμία ενέργεια του αναιρεσείοντος προς τη Διοίκηση σχετικώς με το επίδικο, παρόλο ότι η Διοίκηση γνώριζε ότι αυτός (αναιρεσείων) κατείχε και νεμόταν το επίδικο ακίνητο, το οποίο από το 1992 έως το 2001 ήταν διαγεγραμμένο από τα βιβλία καταγραφής Δημοσίων Κτημάτων, παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 223 ΑΚ και τις περί επίδοσης διατάξεις,επίσης δε διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς τα ανωτέρω ζητήματα. Ο λόγος αυτός αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, διότι οι αποδιδόμενες πλημμέλειες πλήττουν αιτιολογίες της απόφασης οι οποίες εκφέρονται εκ περισσού, αφού υπάρχει άλλη κύρια αιτιολογία, που στηρίζει το διατακτικό της απόφασης, ότι ο φερόμενος ως δικαιοπάροχος του αναιρεσείοντος ΒΒ, και ο αδελφός του ΓΓ, που ήταν στην κατοχή του επιδίκου από το έτος 1925 έως 1968 δεν κατέστησαν κύριοι τούτου (με χρησικτησία), αφού δεν το νέμονταν με διάνοια κυρίου, ότι το αναιρεσίβλητο, το οποίο στις 20-2-1970 προέβη σε νομότυπη κατάληψη του ακινήτου, ως εγκαταλελειμμένου, έγινε κύριος τούτου από 20-2-1980, και έκτοτε αυτό κατέστη ανεπίδεκτο χρησικτησίας, συνεπώς οι διακατοχικές πράξεις που έγιναν από τον αναιρεσείοντα επ`αυτού δεν μπορούν να οδηγήσουν σε κατάλυση της κυριότητας αυτής και στην από μέρους του απόκτηση της κυριότητάς του. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης, δεύτερο μέρος, από το άρθρο 559 αριθ.20 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση της παραμόρφωσης του περιεχομένου της από 18-4-1974 γνωστοποίησης της κατάληψης του επιδίκου από το αναιρεσίβλητο, στους κληρονόμους του ΒΒ, τους οποίους η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρει, καθόσον το έγγραφο αυτό απευθυνόταν στον ΒΒ, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι η αποδιδόμενη πλημμέλεια δεν αναφέρεται σε διαγνωστικό λάθος του δικαστηρίου της ουσίας, αλλά στην εκτίμηση ότι το εν λόγω έγγραφο απευθύνεται στους κληρονόμους του ΒΒ. Επειδή, κατά το άρθρο 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης, που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Aρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης είχε προταθεί και, μάλιστα, νόμιμα, στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στη διάταξη αυτή εξαιρέσεις. Αν με την αναίρεση προσβάλλεται απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, δεν αρκεί ο ισχυρισμός, που στηρίζει τον λόγο αναίρεσης, να είχε προταθεί παραδεκτά και νόμιμα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά πρέπει να είχε επαναφερθεί νόμιμα και στο δεύτερο βαθμό. Ο ηττημένος στον πρώτο βαθμό αναιρεσείων επαναφέρει νόμιμα τους ισχυρισμούς του στο εφετείο, πριν από την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, μόνο με το δικόγραφο της έφεσης ή με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων (άρθρ.520 ΚΠολΔ). 

Ο κανόνας αυτός ισχύει για το παραδεκτό του λόγου αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 1α ΚΠολΔ, και αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, εφόσον για την εφαρμογή του νόμου απαιτείται η υποβολή στο δικαστήριο της ουσίας κάποιας πρότασης, οπότε πρέπει ο αναιρεσείων να προτείνει την υποβολή της πρότασης αυτής στο Εφετείο και να αναγράφει στο αναιρετήριο ότι αυτό έχει γίνει. Εξάλλου, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 25 παρ. 3 Συντάγματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη η ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Μόνη η μακρά αδράνεια του δικαιούχου, ακόμη και αν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι αυτός δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του, δεν καθιστά τη μεταγενέστερη άσκησή του καταχρηστική, εκτός αν συνοδεύεται από ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, λόγω των οποίων η με τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε συνεπάγεται επαχθείς, όχι δε κατ` ανάγκην αφόρητες ή υπέρμετρα επαχθείς, συνέπειες, για την αποτροπή των οποίων κρίνεται, με γνώμονα την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον οικονομικό σκοπό του αξιούμενου δικαιώματος, επιβεβλημένη η θυσία του. Από τις διατάξεις αυτές και το συνδυασμό τους με τη διάταξη του άρθρου 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για το ορισμένο της ένστασης αυτής, πρέπει να αναφέρονται τα ανωτέρω περιστατικά που την θεμελιώνουν. Στην κρινόμενη υπόθεση, με τον όγδοο, πρώτο μέρος, λόγο αναίρεσης, από το άρθρο 550 αριθ.1, προβάλλεται η πλημμέλεια της παραβίασης από το Εφετείο, των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ και 25 παρ. 3 Συντ. , διότι το από 20-2-1970 πρωτόκολλο κατάληψης του επιδίκου από το αναιρεσίβλητο, είναι ανίσχυρο, καθόσον εκδόθηκε καταχρηστικώς, λόγω της αδράνειας του τελευταίου να ασκήσει το δικαίωμά του αυτό επί 50 έτη (1920-1970) και της παγιωθείσας εν τω μεταξύ πραγματικής κατάστασης, με την απόκτηση δικαιωμάτων, με χρησικτησία, επ` αυτού. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος, διότι στο αναιρετήριο δεν αναφέρεται ότι ο ισχυρισμός, που στηρίζει τον λόγο αυτό, και για τον οποίο δεν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ εξαιρέσεις, προτάθηκε παραδεκτά στο Εφετείο από τον εκκαλούντα και ήδη αναιρεσείοντα, ήτοι ότι με τον ισχυρισμό του εν λόγω διαδίκου, για κατάχρηση δικαιώματος του Δημοσίου, γινόταν επίκληση όλων των ανωτέρω, αναγκαίων για το ορισμένο αυτού, ειδικών περιστάσεων, εξαιτίας των οποίων η με τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον ήδη αναιρεσείοντα. 

Πρέπει, συνεπώς, ο λόγος αυτός να απορριφθεί ως αόριστος. Με την ίδια αιτιολογία πρέπει να απορριφθεί ο ίδιος λόγος αναίρεσης, δεύτερο μέρος, από τον αριθ.8β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται ότι το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη την ανωτέρω ένσταση του αναιρεσείοντος. Ο αυτός λόγος αναίρεσης, τρίτο μέρος, από το άρθρο 559 αριθ. 9 γ ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται ως πλημμέλεια ότι το Εφετείο άφησε αδίκαστη την ως άνω ένσταση, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι ως αίτηση, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, θεωρείται η αίτηση που αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης και προκαλεί εκκρεμοδικία και όχι για παραδοχή ένστασης. Επειδή, με τον ίδιο όγδοο λόγο αναίρεσης, τέταρτο, πέμπτο, έκτο μέρος, προβάλλονται αιτιάσεις από το άρθρο 559 αριθ.1, 8 περ.β, 19 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο, παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη ισχυρισμό του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος, οι οποίοι υποβλήθηκαν με τις προτάσεις και την προσθήκη- αντίκρουση των προτάσεών του, περί ακυρότητας, για τους αναφερόμενους στο λόγο αυτό αναίρεσης λόγους, της 884/2001 απόφασης της Προϊσταμένης της Κτηματικής Υπηρεσίας ..., με την οποία ανακλήθηκε η 415/1992 απόφαση του Νομάρχη ..., ότι έτσι παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 9 α.ν. 1539/1938,την οποία δεν εφάρμοσε,και ότι στέρησε από την προσβαλλόμενη απόφασή του νόμιμη βάση ως προς το ζήτημα αυτό. Οι λόγοι αυτοί αναίρεσης, πρέπει να απορριφθούν, ως αλυσιτελείς, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμησή του πραγματικών περιστατικών, ότι η 415/1992 απόφαση του Νομάρχη ..., με την οποία διατάχθηκε η διαγραφή από τα βιβλία καταγραφής των Δημοσίων Κτημάτων του ΒΚ ... ακινήτου για τον λόγο ότι εκδόθηκε η 17/1984 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, αφορά όμορο ακίνητο του επιδίκου. Επειδή, οι λόγοι αναίρεσης, όγδοος, έβδομο μέρος, ένατος, τέταρτο και έβδομο μέρος, τους οποίους ο αναιρεσείων προσπαθεί να στηρίξει στο άρθρο 559 αριθ.20,10 και 20 ΚΠολΔ, αντιστοίχως, με μόνη την αριθμητική επίκληση του άρθρου αυτού, είναι απορριπτέοι ως αόριστοι, διότι καμία συγκεκριμένη νομική πλημμέλεια δεν αποδίδεται με αυτούς στην αναιρεσιβαλλομένη, ώστε να μπορεί να κριθεί αν παραβιάσθηκαν από το Εφετείο οι ορισμοί των ανωτέρω διατάξεων Επειδή, με τον ένατο λόγο αναίρεσης, τρίτο μέρος, από το άρθρο 559 αριθ. 11γ ΚΠολΔ, αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια διότι δεν έλαβε υπόψη, ως αποδεικτό μέσο, το από 20-2-1970 πρωτόκολλο κατάληψης του επίδικου ακινήτου από το αναιρεσίβλητο, ενώ με τον ίδιο λόγο αναίρεσης, όγδοο μέρος, προβάλλονται αιτιάσεις από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ.α, όπως εκτιμήθηκε, 8 β και 10 ΚΠολΔ, διότι το ίδιο Δικαστήριο δέχθηκε το εν λόγω έγγραφο ως ισχυρό, χωρίς να λάβει υπόψη τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος περί ακυρότητάς του και χωρίς απόδειξη ως προς τα περιστατικά αυτά. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι, λόγω της μεταξύ τους αντιφατικότητας. Επειδή, το δεδικασμένο, αν και λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 332 ΚΠολΔ, δεν αφορά τη δημόσια τάξη και γιαυτό για να δημιουργηθεί λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ πρέπει ο ισχυρισμός για ύπαρξη (ή μη) δεδικασμένου να έχει προταθεί νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας (άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να αναφέρεται τούτο στο αναιρετήριο και δεν μπορεί να προταθεί το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον ένατο λόγο αναίρεσης, ενδέκατο μέρος, από το άρθρο 559 αριθ.16 ΚΠολΔ προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη το δεδικασμένο, ως προς την ακυρότητα του από 20-2- 1970 πρωτοκόλλου κατάληψης του επίδικου ακινήτου από το αναιρεσίβλητο, που απέρρεε από την 225/1984 απόφαση του Εφετείου Θράκης και από την 300/1987 αντίστοιχη απόφαση του Αρείου Πάγου. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός για την ύπαρξη του δεδικασμένου προτάθηκε στο Εφετείο. 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

Απορρίπτει την από 7-12-2006 αίτηση του Χ για αναίρεση της 181/2006 απόφασης του Εφετείου Θράκης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Ιουνίου 2009. Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στις 9 Ιουλίου 2009. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

11/2008 ΕΦ ΠΑΤΡ - Αναγνωριστική αγωγή. Ασκείται από εκείνον που έχει έννομο συμφέρον για να αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή μη κάποιας έννομης σχέσης. Αντικείμενο έχει την αυθεντική διάγνωση κάποιας έννομης σχέσης και όχι βεβαίωση γεγονότων που δεν συνεπάγονται έννομες συνέπειες και νομικών γεγονότων, που έχουν αποσυνδεθεί από τις έννομες συνέπειές τους

$
0
0

ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ - 100/2010 ΕΙΡ ΡΟΔ - Κτητική παραγραφή (έκτακτη χρησκτησία). Αοριστία. Νομική φύση. Αόριστη η αγωγή, εάν δεν γίνεται επίκληση ή μνεία της νομικής φύσης του επιδίκου ακινήτου, ώστε να καθίσταται σαφής και ορισμένη η περιγραφή του

11/2008 ΕΦ ΠΑΤΡ ( 524117) 
(ΑΧΑΝΟΜ 2009/278) Αναγνωριστική αγωγή. Ασκείται από εκείνον που έχει έννομο συμφέρον για να αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή μη κάποιας έννομης σχέσης. Αντικείμενο έχει την αυθεντική διάγνωση κάποιας έννομης..
σχέσης και όχι βεβαίωση γεγονότων που δεν συνεπάγονται έννομες συνέπειες και νομικών γεγονότων, που έχουν αποσυνδεθεί από τις έννομες συνέπειές τους. Θετική και αρνητική. Εννοια. Διεκδικητική και αναγνωριστική αγωγή της κυριότητας. Αν η έκτακτη χρησικτησία άρχισε πριν την έναρξη ισχύος του Α.Κ. για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται η εικοσαετία να υπάρχει και υπό την ισχύ του ΑΚ. Ιόνιος Αστικός Κώδικας. Διατάξεις για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία. Δημόσια κτήματα και δημόσια δάση δεν υπήρχαν κατά τον Ιόνιο Κώδικα ούτε υφίσταται τεκμήριο κυριότητας. Συνυπολογισμός ετών χρησικτησίας και χρόνου χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου εφόσον η νομή αποκτήθηκε με καθολική ή ειδική διαδοχή (1051 ΑΚ). Ενόψει ότι η νομή μεταβιβάζεται στους κληρονόμους (983 ΑΚ), δεν απαιτείται στην έκτακτη χρησικτησία για το συνυπολογισμό της νομής του προκατόχου χρησιδεσπόζοντος πράγμα κινητό ή ακίνητο ειδική ή καθολική διαδοχή στο δικαίωμα κυριότητας, αλλά αρκεί ειδική ή καθολική διαδοχή στη νομή. Ούτε είναι αναγκαία η αποδοχή προηγουμένως της κληρονομίας με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή. Η περίληψη αυτή ελήφθη από το περιοδικό "ΑΧΑΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ", εκδόσεως του Δ.Σ. Πατρών.



220/2006 ΠΠΡ ΡΟΔ - Κτητική παραγραφή (έκτακτη χρησικτησία) δημοσίων ακινήτων (εραζί-εμιριέ). Στοιχεία της αγωγής. Κτήση δικαιώματος πλήρους κυριότητας (μουλκ) επί ακινήτου εραζί-εμιριέ με μόνη την καταγραφή ως τέτοιο στο Κτηματολόγιο (Ν. 2100/1952). Σύνορα. Επιτρεπτή η έκτακτη χρησικτησία επί συνόρων ομόρων ακινήτων όταν δεν επέρχεται απλώς μεταβολή της συνοριακής γραμμής αλλά ουσιαστική αλλοίωση της έκτασής τους.

$
0
0

Υιοθεσία αλλοδαπού ανηλίκου  – Διεθνής δικαιοδοσία –  Εφαρμοστέο δίκαιο – Επιφύλαξη της δημόσιας τάξης... Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Αριθμός απόφασης: 1960/2013

220/2006 ΠΠΡ ΡΟΔ (411449) 
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Κτητική παραγραφή (έκτακτη χρησικτησία) δημοσίων ακινήτων (εραζί-εμιριέ). Στοιχεία της αγωγής. Κτήση δικαιώματος πλήρους κυριότητας (μουλκ) επί ακινήτου εραζί-εμιριέ με μόνη την..
καταγραφή ως τέτοιο στο Κτηματολόγιο (Ν. 2100/1952). Σύνορα. Επιτρεπτή η έκτακτη χρησικτησία επί συνόρων ομόρων ακινήτων όταν δεν επέρχεται απλώς μεταβολή της συνοριακής γραμμής αλλά ουσιαστική αλλοίωση της έκτασής τους. Μέσα επιθέσεως και άμυνας. Πότε είναι παραδεκτή η προβολή τους και πότε η προβολή νέων ισχυρισμών στην κατ΄ έφεση δίκη. Αιτιολογημένη άρνηση. Δεν απαιτείται καταχώριση στα πρακτικά.

  

Αριθμός 220/2006

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ιωάννη Γερωνυμάκη, Πρωτοδίκη, Ανδρονίκη Αθανασιάδη, Πρωτοδίκη - Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Φωτεινή Καραγιάννη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 2 Μαρτίου 2006 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας - εναγομένης: Σ. συζ. Ι.Μ., κατοίκου Ρόδου, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ιωάννης Χάριτος, συμπαρισταμένης και της ασκούμενης δικηγόρου Ειρήνης Χωνιανάκη.

Της εφεσίβλητης - ενάγουσας: Ε. συζ. Γ.Ζ., κατοίκου Ρόδου, η οποία εμφανίσθηκε στο Δικαστήριο με την πληρεξούσια της δικηγόρο Λυγία Παπαθεοδωράκη - Διακοσταυριανού, συμπαρισταμένης και της ασκούμενης δικηγόρου, Δήμητρας Διακοσταυριανού.

Η εφεσίβλητη, με την από 5-11-2001 και αριθμ. 1203/2001 αγωγή της προς το Ειρηνοδικείο Ρόδου, ζήτησε τα σε αυτήν αναφερόμενα. Το παραπάνω Δικαστήριο με την 627/2004 απόφαση του, έκανε δεκτή την αγωγή. Ήδη, η εκκαλούσα με την από 15-2-2005 έφεση της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με αύξοντα αριθμό κατάθεσης δικογράφου 207/2005, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη σημερινή δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την απόφαση αυτή.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η έφεση κατά της 627/2004 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Ρόδου, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει παρέλθει η προθεσμία άσκησης της ή άλλος λόγος απαραδέκτου (άρθρα 495 παρ.1, 511, 513 παρ. 1 περ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α`, 518 παρ. 1 και 520 ΚΠολΔ) και αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 18 ΚΠολΔ). Συνεπώς, αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Κατά την παρ. 1 της διάταξης του άρθρου 269 ΚΠολΔ, «Μέσα επίθεσης και άμυνας μπορούν να προβάλλονται με τις προτάσεις, διαφορετικά είναι απαράδεκτα. Το απαράδεκτο αυτό δεν ισχύει για τους ισχυρισμούς που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή που μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης». Κατά την παρ. 2, εξάλλου, του ίδιου άρθρου «Μέσα επίθεσης και άμυνας μπορεί να προβληθούν παραδεκτά έως και τη συζήτηση με τις προτάσεις ή και προφορικά, α) αν το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, β) αν προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, γ) αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου, δ) αν αποδεικνύονται εγγράφως και το δικαστήριο κρίνει ότι ο διάδικος δεν γνωρίζει ούτε μπορούσε να πληροφορηθεί εγκαίρως την ύπαρξη των εγγράφων. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 527 του ίδιου Κώδικα είναι απαράδεκτη στην κατ` έφεση δίκη η προβολή πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν πρωτοδίκως, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει προς υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει με κύρια παρέμβαση για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη ή παρεμβαίνει με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, 3) συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269. Το απαράδεκτο αυτό λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Η άρνηση, όμως, της αγωγής δεν εντάσσεται στα μέσα επίθεσης και άμυνας του άρθρου 269 ΚΠολΔ και δεν υπάγεται στη ρύθμιση του άρθρου 527 ΚΠολΔ και συνεπώς είναι επιτρεπτή η προβολή των θεμελιωτικών της άρνησης πραγματικών περιστατικών στην κατ` έφεση δίκη, αφού αυτή δεν τείνει στη θεμελίωση ή την κατάλυση του επιδίκου ουσιαστικού δικαιώματος (Β. Βαθρακοκοίλη ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 527, αρ. 7). Από τις διατάξεις, εξάλλου, των άρθρων 216 παρ.1 ΚΠολΔ, 9 παρ.1 και 2 ν. 2100/1952 και 1, 4 επ, 20 επ, 40, 43, 44, 45, 46, 47, 51 επ, 61, 63; 65, 68 και 69 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου (Κυβερνητικού Διατάγματος 132 της 1 Σεπτεμβρίου 1929), που διατηρήθηκε σε ισχύ, προκύπτει ότι επί αγωγής από το άνω άρθρο 63 του Κτηματολογικού Κανονισμού, με την οποία διώκεται η αναγνώριση της προβλεπόμενης από αυτό δεκαπενταετούς παραγραφής, κατά αρχικής (θεμελιώδους) εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία ακινήτου κειμένου στην περιφέρεια του Κτηματολογίου Ρόδου, φερόμενου δε με την αγωγή ως ανήκοντος προηγουμένως στην κατηγορία των κατά τον Οθωμανικό Νόμο δημόσιων γαιών επί των οποίων είχε αποκτηθεί κατά τον ίδιο νόμο δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) από ιδιώτη, ήτοι ακινήτου ανήκοντος στην κατηγορία των εραζί-εμιριέ (αρζί-μιρί) και καταστάντος στην συνέχεια τοιούτου ελεύθερης ιδιοκτησίας (μούλκ) κατά το άνω άρθρο 9 παρ.1 και 2 ν. 2100/1952 διότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του τελευταίου, αρκεί για την πληρότητα της ως προς τον χαρακτήρα του εν λόγω ακινήτου ως «μούλκ» να γίνεται επίκληση και να αναφέρονται σ΄ αυτή: α) η νομική φύση του ακινήτου, β) η θεμελιώδης κτηματολογική εγγραφή, γ) ο αρχικός τιτλούχος του ακινήτου, δ) ότι ο αρχικός τιτλούχος του ακινήτου απέκτησε το επί τούτου δικαίωμα «τεσσαρούφ» προ της ενάρξεως των εργασιών καταρτίσεως του Κτηματολογίου Ρόδου και ε) ότι διετηρήθη τούτο στο όνομα του συνεχώς μέχρι τη δημοσίευση του παραπάνω ν. 2100/1952 (ΑΠ 403/1999 ΕλλΔνη 1999.1561).

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 63 παρ. 2 του Κτηματολογικού Κανονισμού η 15ετής παραγραφή, στην οποία αναφέρεται η παρ. 1 του άρθρου αυτού και για την οποία έγινε λόγος προηγουμένως, δεν επιτρέπεται, οσάκις, έχει ως συνέπεια την τροποποίηση των συνόρων των καταγεγραμμένων ακινήτων. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής α) Η μεταβολή, που έχει ως συνέπεια το μη επιτρεπτό (απαράδεκτο της κτητικής παραγραφής, πρέπει να συνεπάγεται αναγκαίως τη μεταβολή της διαγραφόμενης στον κτηματολογικό χάρτη μεθοριακής γραμμής και για τα δύο όμορα ακίνητα και β) με τη διάταξη αυτή σκοπείται η αποτροπή της, δια της μεθόδου της χρησικτησίας, λαθραίας μεταβολής των αποτυπωθέντων στον οικείο κτηματολογικό χάρτη συνόρων ομόρων ακινήτων με τις βαθμηδόν και κατ` ολίγον μετατοπίσεις αυτών σε βάρος του ιδιοκτήτη ενός απ` αυτά, καθόσον τέτοια ενέργεια συνεπάγεται ρευστότητα καταστάσεως δυσδιάκριτη ως εκ της συνεχόμενης γύρω από το όριο νομής. Δηλαδή, είναι επιτρεπτή η προβολή της 15ετούς κτητικής παραγραφής όταν μ` αυτή δεν σκοπείται μεταβολή της αναγνωρισμένης μεθοριακής γραμμής, αλλά η νομιμοποίηση της κατοχής του γείτονα συνεπεία χρησικτησίας ενός συγκεκριμένου και σαφώς καθορισμένου τμήματος του γειτονικού ακινήτου (Π. Θεοδωροπούλου «Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον», Ε΄ έκδοση, παρ. 649). Με την έννοια αυτή και το ίδιο πνεύμα έχει κριθεί νομολογιακά, ότι είναι επιτρεπτή η αναγνώριση της κτητικής αυτής παραγραφής, εφόσον αυτή αφορά σε συγκεκριμένο και σαφώς καθοριζόμενο εδαφικό τμήμα γειτονικής μερίδας και όχι σε χρησικτησία λωρίδας περί τα όρια ομόρων ακινήτων, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την απαγορευμένη τροποποίηση αυτών (ΑΠ 1645/1990 στην εκδοθείσα από το Δικηγορικό σύλλογο Ρόδου συλλογή νομολογίας για τον Κτηματολογικό Κανονισμό, εκδ. 1998, σελ. 161) ή κατ` άλλη διατύπωση, είναι επιτρεπτή η χρησικτησία όταν αφορά μέρος του ενός από τα καταγεγραμμένα όμορα ακίνητα και έτσι μ` αυτή δεν επέρχεται μόνο μεταβολή της συνοριακής γραμμής, αλλά ουσιαστική αλλοίωση της έκτασης των ομόρων ακινήτων (ΑΠ 131/1997 στην ίδια ως άνω συλλογή νομολογίας, σελ. 217), όταν δηλαδή η χρησικτησία αφορά τμήμα ακινήτου τόσης εκτάσεως, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να υπερβαίνει την απλή περί τα όρια διαφορά (Γ. Παντελίδη, επισκόπηση της επί του Κτηματολογικού Κανονισμού νομολογίας, Δωδ. Νομ. Επιθ. 2, σελ. 96 επ. 104, ΕφΔωδ 86/2002 ΔωδΝομ 2003.69).

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη στην από 5-11-2001 και με αριθμό κατάθεσης 1203/20-11-2001 αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ρόδου, εξέθετε ότι από άτυπη δωρεά, από τη μητέρα της, Φ. σύζ. Σ.Π., που έγινε το έτος 1972, περιήλθαν σε αυτήν, τα περιγραφόμενα στην αγωγή, κατά θέση, έκταση και όρια ακίνητα. Ότι ως αδιάσπαστη ενότητα με τα παραπάνω ακίνητα, η δικαιοπάροχος μητέρα της,, της μεταβίβασε, μεταξύ των παραπάνω, και τη νομή του επιδίκου, εκτάσεως 24 τ.μ., που αποτελεί τμήμα της κτηματομεριδας 2690 γαιών Απολλώνων -Ρόδου, ιδιοκτησίας της εναγομένης. Ότι έκτοτε αυτή, κατέχει και νέμεται με διάνοια κυρίας το επίδικο, ασκώντας επ` αυτού, όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής και κατοχής, με αποτέλεσμα να αποκτήσει την κυριότητα επ` αυτού, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας.

Ότι το επίδικο τμήμα, το οποίο αποτελούσε αδιάσπαστη ενότητα με τις κτηματομερίδες 2689 και 193 γαιών Απολλώνων - Ρόδου και οικοδομών Απολλώνων - Ρόδου, αντίστοιχα, θεμελιώδης τιτλούχος των οποίων είναι η γιαγιά της ενάγουσας, Δ. συζ. Β. Κ., είχε καταλάβει, η τελευταία, από το έτος 1943 και έκτοτε νεμόταν τούτο με διάνοια κυρίας, ασκώντας επ` αυτού τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής και κατοχής έως το έτος 1953, οπότε το δώρισε άτυπα στην κόρη της Φ. συζ. Σ.Π. Κατόπιν των παραπάνω ζητούσε. για το λόγο ότι η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, που είναι κύρια, της όμορης, δυτικά προς το δικό της ακίνητο, κτηματομερίδας με αριθμό 2690, αμφισβητεί την κυριότητα της επί του επιδίκου, να αναγνωρισθεί ότι στο πρόσωπο της συμπληρώθηκε ο νόμιμος χρόνος κτητικής παραγραφής για την απόκτηση κυριότητας επ` αυτού (επιδίκου) και να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη. Η αγωγή αυτή είναι νόμιμη και καθόλα ορισμένη, παρά τα όσα αντιθέτως διατείνεται η εκκαλούσα, καθόσον για την πληρότητα της ως προς τον χαρακτήρα του επιδίκου ακινήτου ως μουλκ, διαλαμβάνει όλα τα απαιτούμενα γεγονότα για την μετατροπή του ακινήτου αυτού από εραζί - εμιριέ (αρζί - μιρί) σε μουλκ, σύμφωνα και με την προδιαληφθείσα νομική αιτιολογία. Ο ισχυρισμός, εξάλλου, της εκκαλούσας ότι το επίδικο δεν είναι δεκτικό χρησικτησίας λόγω της φύσης του ως «αρζί μιρί» με αποτέλεσμα να μην έχει αποκτήσει η ενάγουσα την κυριότητα επ` αυτού, συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής και όχι ένσταση και ως εκ τούτου, δεν απαιτείτο η καταχώρηση του ισχυρισμού αυτού στα πρακτικά της πρωτόδικης δίκης, όπως εσφαλμένα διατείνεται η εφεσίβλητη, προκειμένου να προβληθεί αυτός παραδεκτώς και στην κατ` έφεση δίκη, μη εφαρμοζομένων εν προκειμένω των διατάξεων των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία κρίθηκε νόμιμη η αγωγή, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 63 του Κτηματολογικού Κανονισμού, 9 παρ. 1 και 2 ν. 2100/1952, 8 ν. 510/1947, 974, 1045 ΑΚ και 70 ΚΠολΔ, στη συνέχεια δε έγινε δεκτή αυτή ως κατ` ουσίαν βάσιμη, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εναγομένη και ζητεί για τους λόγους, που αναφέρονται στην έφεση της και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και στην πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, να γίνει δεκτή η έφεση και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή καθώς και να καταδικασθεί η ενάγουσα στη δικαστική της δαπάνη.

Κατά της διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 4 του Κτηματολογικού Κανονισμού, που κυρώθηκε με το 132/1929 διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη στην Δωδεκάνησο και διατηρήθηκε σε ισχύ ως τοπικό δίκαιο και μετά την προσάρτηση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, δυνάμει του άρθρου 8 παρ.2 του από 30-12-1947 ισχύοντος νόμου 510/1947, διατηρείται κατ` αρχήν η διάκριση των γαιών σε κατηγορίες: α) δημοσίων γαιών (εραζί - εμιριέ, μιρί κ.λπ), β) ελεύθερης ιδιοκτησίας (μούλκ) και γ) βακουφιών, όπως έχει κατά το προϊσχύσαν στην Δωδεκάνησο Οθωμανικό Δίκαιο. Ως δημόσια κτήματα (γαίαι) της κατηγορίας «εραζί-εμιριέ» θεωρούνται οι γαίες που είχαν παραχωρηθεί κάποτε σε ιδιώτες με παραχωρητήρια (ταπία) μόνο για την ωφέλιμη κυριότητα «τεσσαρούφ» καθώς και εκείνες οι οποίες λόγω ελλείψεως τίτλου, θέλουν αναγνωρισθεί και ταξινομηθεί από τα όργανα του Κτηματολογίου κατά την ενέργεια της βεβαιώσεως, στην ανωτέρω κατηγορία, οπότε η καταγραφή αυτή, μετά την παρέλευση των προθεσμιών των άρθρων 37 και 39, καθίσταται αμετάκλητη (αρθρ. 61 εδ. β`). Κατά δε το άρθρο 63 παρ. 5 του ίδιου Κτηματολογικού Κανονισμού δεν συγχωρείται εις βάρος των δημοσίων περιουσιακών κτημάτων η παραγραφή της πλήρους ή ψιλής κυριότητας ως προς τις γαίες «μιρί ή εραζί-εμιριέ» Από το τελευταίο αυτό άρθρο συνδυαζόμενο και προς το άρθρο 4 εδ στ` με το οποίο προβλέπεται η από της ισχύος του Κανονισμού παραχώρηση της ωφέλιμης κυριότητας των δημοσίων περιουσιακών κτημάτων μόνο με πράξη του Κυβερνήτη, σαφώς συνάγεται ότι επιτρέπεται πλέον μόνο η παραγραφή (κτητική) του δικαιώματος ωφέλιμης κυριότητας (τεσσαρούφ) των δημοσίων κτημάτων και μάλιστα οπωσδήποτε αυτών που έχουν παραχωρηθεί, ενώ αντιθέτως δεν συγχωρείται η παραγραφή του δικαιώματος ψιλής κυριότητας των ίδιων κτημάτων. Με το άρθρο, όμως, 65 του ίδιου Κτηματολογικού Κανονισμού ορίσθηκε ότι τα δημόσια κτήματα οποτεδήποτε και αν αναγνωρίσθηκαν ως τέτοια, ακόμη και αν η παραχώρηση τους σε ιδιώτες έγινε μετά την ιταλική κατάληψη των νήσων του Αιγαίου (1912), εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις του Οθωμανικού δικαίου, που ίσχυε κατά τον χρόνο της κατάληψης, εφόσον συμβιβάζονται προς στις παρούσες κτηματολογικές διατάξεις. Επομένως, ισχύει για τα ανωτέρω κτήματα και το άρθρο 78 του από 17 Ραμαζάν 1274 Οθωμανικού νόμου περί γαιών, με το οποίο αναγνωρίζεται δικαίωμα ανάλογο προς την χρησικτησία, κατ` εξαίρεση των διατάξεων του Οθωμανικού Αστικού Κώδικα, οι οποίες δεν αναγνωρίζουν τον θεσμό της χρησικτησίας, ως κτητική παραγραφή, και μάλιστα με περιεχόμενο όμοιο με εκείνο που αποκτάται με έκδοση τίτλου και παραχώρηση από το Δημόσιο (τεσσαροΰφ), αφού η ανωτέρω διάταξη ορίζει ότι εκείνος ο οποίος έχει εξουσιάσει και καλλιεργήσει για 10 συνεχή έτη, χωρίς δικαστική αμφισβήτηση, δημόσιες γαίες (εραζί-εμιριέ), όχι όμως βακουφικές, αποκτά επ` αυτών δικαιώματα διηνεκούς εγκαταστάσεως, νομιμοποιούμενος στην δημιουργηθείσα και υφιστάμενη πραγματική κατάσταση (δικαίωμα ωφέλιμης κυριότητας). Έτσι, και μετά την ισχύ του Κτηματολογικού Κανονισμού στην Δωδεκάνησο, είναι κατά νόμο δυνατή η απόκτηση δικαιώματος «τεσσαρούφ» επί δημοσίου κτήματος όχι μόνο με παραχώρηση από το Κράτος (τον Κυβερνήτη), αλλά και με δεκαετή εξουσίασή του, και μάλιστα χωρίς να είναι απαραίτητο, στην δεύτερη περίπτωση, να έχει αυτό παραχωρηθεί προηγουμένως σε ιδιώτη και να έχει καταγραφεί η σχετική πράξη στο κτηματολόγιο. Η ανωτέρω 10ετής κτητική παραγραφή στην ωφέλιμη κυριότητα επί δημοσίας γης, ισχύει κατά του Δημοσίου, εφόσον αυτή έχει συμπληρωθεί πριν από την ισχύ του α.ν. 539/1938, ο οποίος έχει εισαχθεί στην Δωδεκάνησο με το Β.Δ/γμα της 31/12/1948 - 10/1/1949, δεδομένου ότι μετά από αυτήν, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1 και 2 του ανωτέρω νόμου, τα δικαιώματα του Δημοσίου επί ακινήτων κτημάτων δεν υπόκεινται σε καμία παραγραφή, τέτοια δε παραγραφή που άρχισε πριν από την ισχύ του νόμου αυτού δεν έχει καμία νόμιμη συνέπεια, αν αυτή δεν συμπληρώθηκε μέχρι την έναρξη της ισχύος κατά του ανωτέρω αναγκαστικού νόμου. Εξάλλου, ο νόμος 2100/1952, «περί συστάσεως οργανισμού ακινήτου περιουσίας του Δημοσίου εν Δωδεκανήσω κ.λπ» με το άρθρο 9 του οποίου ορίσθηκε ότι επί των ακινήτων της κατηγορίας δημοσίων γαιών, επί των οποίων υπάρχει δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) αποσβέννυται οποιοδήποτε δικαίωμα του Δημοσίου και οι έχοντες δικαίωμα εξουσιάσεως αποκτούν αυτοδικαίως, χωρίς καμία άλλη διατύπωση, την πλήρη κυριότητα επ` αυτών, έχει εφαρμογή ειδικώς για τα κτήματα των περιφερειών των κτηματολογίων Ρόδου και Κω, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το ανωτέρω δικαίωμα εξουσιάσεως αποκτήθηκε πριν από την έναρξη της καταρτίσεως του Κτηματολογίου και διατηρήθηκε τούτο εξακολουθητικώς μέχρι της δημοσιεύσεως του ανωτέρω νόμου (26-4-1952) με την έννοια ότι φέρεται καταχωρημένο στο Κτηματολόγιο στο όνομα κάποιου εξουσιαστή (παραχωρησιούχου) (ΑΠ 447/2001 ΕλλΔνη 2002.397). Για την απόκτηση δε του παραπάνω δικαιώματος δεν απαιτείται καμία άλλη διατύπωση και ιδίως απόδειξη ότι το δικαίωμα αυτό είχε αποκτηθεί πριν την έναρξη της κατάρτισης του Κτηματολογίου, αλλά αρκεί η καταγραφή του ακινήτου σε αυτό ως «εραζί-εμιριέ». Εξάλλου, κατά διατάξεις των άρθρων 37 - 40 - 45 παρ. 1, 46 παρ. 1, 51, 61 παρ. 1 και 2, 63 παρ. 4 και 5, 65 και 68 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 8 παρ. 2 ν. 510/1947, το επί των δημοσίων γαιών της κατηγορίας εραζί-εμιριέ του Οθωμανικού Νόμου περί γαιών δικαίωμα εξουσιασεως (τεσσαρούφ) που είχε αποκτηθεί πριν από την αρχική θεμελιώδη εγγραφή στο Κτηματολόγιο, αποδεικνύεται από την καταγραφή αυτή.

Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται και ιδίως από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του και των φωτογραφιών, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αρ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, είναι κυρία ενός ακινήτου, που βρίσκεται στη θέση «Ξερόκαμπος» της κτηματικής περιφέρειας Απολλώνων Ρόδου., που προήλθε από την ενοποίηση των μερίδων 2689 Α γαιών Απολλώνων Ρόδου και 193 οικοδομών Απολλώνων Ρόδου. Τα ακίνητα αυτά, απέκτησε η ενάγουσα από τη μητέρα της Φ. συζ. Σ.Π., το γένος Β.Κ., η οποία της τα μεταβίβασε μετά από άτυπη δωρεά, που έλαβε χώρα το έτος 1972 και έκτοτε τα νέμεται με διάνοια κυρίας, ασκώντας επ` αυτών όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση τους πράξεις νομής. Η μητέρα, εξάλλου, της εναγομένης, τα είχε αποκτήσει από την αρχική τίτλούχο - μητέρα της, Δ. συζ. Β.Κ., το γένος Β.Χ., μετά από άτυπη δωρεά που έλαβε χώρα το έτος 1953. Όλα τα παραπάνω, δεν αμφισβητήθηκαν ειδικώς από την εναγομένη και, ως εκ τούτου, συνάγεται ομολογία της ως προς τα πραγματικά αυτά περιστατικά κατά τις διατάξεις των άρθρων 261 και 352 παρ. 1 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, η εναγόμενη είναι κυρία όμορου, με τα παραπάνω, ακινήτου, που βρίσκεται Δυτικά της κτηματομερίδας 2689 Α και Νότια της κτηματομερίδας 193, με κτηματολογικά στοιχεία; μερίδα 2690, τόμος 39 (παλαιός) 8, γαιών Απολλώνων Ρόδου, φύλλο 36 (παλαιό 84) και φάκελος 982, νομικής φύσεως «αρζί μιρί», εκτάσεως 940 τ.μ. Το ακίνητο αυτό απέκτησε με αγορά δυνάμει του με αριθμ. 2995/8-5-1980 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Ρόδου, Γ.Ρ., νόμιμα μεταγεγραμμένου στην οικεία κτηματομερίδα (βλ. με αριθμ. 3136/17-5-1980 πράξη του κτηματολογικού δικαστή) από την αρχική τιτλούχο, Κ.Σ.. Σύμφωνα δε με την προδιαληφθείσα νομική αιτιολογία, αφού η απόκτηση του δικαιώματος πλήρους κυριότητας, σ` αυτούς που έχουν δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ) στα δημόσια κτήματα (εραζί-εμιριέ), αποκτάται αυτοδικαίως και χωρίς καμία άλλη διατύπωση, στα πρόσωπα επ` ονόματι των οποίων φέρονται εγγεγραμμένα τα κτήματα στο Κτηματολόγιο, αρκούσης της καταγραφής του ακινήτου σε αυτό ως εραζί-εμιριέ, η αρχική τιτλούχος απέκτησε την πλήρη κυριότητα επ` αυτού και μετατράπηκε αυτοδικαίως το παραπάνω ακίνητο από εραζί-εμιριέ σε ακίνητο ελεύθερης ιδιοκτησίας (μουλκ), με αποτέλεσμα να επιτρέπεται σε βάρος του η δεκαπενταετής κτητική παραγραφή του άρθρου 63 παρ. 2 εδ. 2 του πιο πάνω Κτηματολογικού Κανονισμού. Το επίδικο, εκτάσεως 24 τ. μ. όπως εμφαίνεται με στοιχεία γωνιών Β -Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Β, στο από 5 Νοεμβρίου 2001 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Σ.Κ., που επισυνάπτεται στην αγωγή, αποτελεί τμήμα της κτηματομερίδας 2690 και εκτείνεται σε όλο το μήκος της ανατολικής της πλευράς. Το τμήμα αυτό, που διαχωρίζεται από το ακίνητο της εναγομένης με μανδρότοιχο (βασταό) και αποτελεί συνέχεια του μη αμφισβητούμενου ακινήτου της ενάγουσας, κατείχε και νεμόταν με διάνοια κυρίας η Φ. συζ. Σ.Π. - άμεση δικαιοπάροχος της ενάγουσας, ασκώντας τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής και κατοχής. Συγκεκριμένα, εντός του επιδίκου, υπήρχε πηγάδι και στέρνα τα οποία χρησιμοποιούσε για την ύδρευση του υπολοίπου κτήματος της. Τμήμα δε αυτού, καταλάμβανε παλαιά οικία στην οποία διέμενε η δικαιοπάροχος της ενάγουσας, μητέρα της, με την οικογένεια της. Το τελευταίο τούτο, εκθέτει με σαφήνεια ο μάρτυρας της ενάγουσας Ε.Τ., στην ένορκη εξέταση του, που εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, δημόσιας συνεδρίασης, η κατάθεση του οποίου κρίνεται πειστική ενόψει και της ιδίας αντίληψης του ως κατοίκου της περιοχής, από την παιδική του ηλικία. Το έτος δε 1970, η δικαιοπάροχος της ενάγουσας Φ.Π., παραχώρησε το άνω ενιαίο ακίνητο μαζί με το επίδικο στην ενάγουσα και έκτοτε αυτή το κατέχει και το νέμεται με διάνοια κυρίας, ασκώντας επ1 αυτού όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής, καθόσον συνέχισε να ποτίζει από το προαναφερόμενο πηγάδι τα κηπευτικά που καλλιεργούσε στο ακίνητο της και να μένει στην παλαιά οικία έως το έτος 1980. 

Στη συνέχεια το έτος 1994, η ενάγουσα κατεδάφισε την υπάρχουσα οικία και προέβη στην ανέγερση διώροφης οικοδομής, της οποίας το μεγαλύτερο μέρος του κλιμακοστασίου της, κατασκευάσθηκε επί του επιδίκου. Παρά δε το γεγονός ότι η διώροφη αυτή οικοδομή, καταλαμβάνει εννέα (9) μέτρα από το επίδικο, η ενάγουσα, και πριν από αυτήν η δικαιοπάροχος της, νέμεται και κατέχει με διάνοια κυρίας ολόκληρο το επίδικο τμήμα, είκοσι τεσσάρων (24), συνολικά, μέτρων, όπως αυτό λεπτομερώς περιγράφηκε ως άνω. Αντίθετα από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι η εναγομένη ασκούσε επί του επιδίκου πράξεις νομής με διάνοια κυρίας. Παρά δε το γεγονός ότι από το έτος 1994 είχε ήδη αρχίσει η ανέγερση της διώροφης ως άνω οικοδομής, η εναγομένη, για πρώτη φορά αμφισβήτησε τη νομή τής ενάγουσας επί του επιδίκου, το έτος 1997, εγείροντας σχετική περί τούτου αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, επί της οποίας δεν εκδόθηκε απόφαση καθόσον συνάφθηκε σχετικό πρακτικό συμβιβασμού, την υπογραφή της, όμως, επί του οποίου αμφισβητεί η εναγομένη. Συνεπώς, συμπληρώθηκε στο πρόσωπο της ενάγουσας, ο νόμιμος χρόνος κτητικής παραγραφής, για την κτήση από αυτήν, της κυριότητας του επιδίκου με χρησικτησία. Όπως αποδείχθηκε, εξάλλου, το επίδικο, είναι συγκεκριμένο και σαφώς καθορισμένο εδαφικό τμήμα της γειτονικής μερίδας της εναγομένης, με αριθμό 2690 και με τη χρησικτησία αυτή από μέρους της ενάγουσας, δεν επέρχεται απλώς μεταβολή της συνοριακής γραμμής των όμορων ιδιοκτησιών των διαδίκων, αλλά ουσιαστική αλλοίωση της έκτασης τους.

Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ομοίως και δέχτηκε την αγωγή, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε. Με βάση δε το σύνολο των παραδοχών του Πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της ουσίας, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι τούτο, για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, συνεκτίμησε, αν και δεν κάνει ιδιαίτερη μνεία όλων τούτων, και τα προσκομισθέντα με επίκληση από την εναγομένη έγγραφα. Οι αντίθετοι δε ισχυρισμοί της εναγομένης είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι, απορριπτόμενου και του αιτήματος της εναγομένης-εκκαλούσας για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, καθόσον από το προσκομιζόμενο αποδεικτικό υλικό δεν καταλείπεται αμφιβολία για την ουσιαστική αλήθεια. Ως εκ τούτου, οι λόγοι εφέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τ1 αντίθετα, πρέπει ν` απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι, όπως και η έφεση στο σύνολο της. Τα δικαστικά έξοδα της κατ` έφεση δίκης βαρύνουν την εκκαλούσα λόγω της ήττας της {αρθρ. 106, 176 παρ. 1, 183 και 191 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό της μέρος.

Απορρίπτει την έφεση κατά το ουσιαστικό της μέρος.

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, την οποία ορίζει για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας σε τριακόσια (300) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στη Ρόδο στις 21 Ιουνίου δημοσιεύθηκε δε στο ίδιο μέρος στις 27 Ιουλίου 2006, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


229/2006 ΜΠΡ ΡΟΔ - Κτητική παραγραφή (έκτακτη χρησικτησία). Δημόσιες γαίες. Ποια στοιχεία πρέπει να μνημονεύονται για τη μετατροπή της νομικής φύσης από αρζί μιρί σε μουλκ. Αόριστη η αγωγή χωρίς μνεία του αριθμού και της ημερομηνίας της κτηματολογικής διάταξης της θεμελιώδους εγγραφής στο...

Next: 84/2004 ΠΠΡ ΡΟΔ - Στη Δωδεκάνησο ισχύει ως τοπικό δίκαιο η κατά την ιταλική νομοθεσία παραγραφή εναντίον τιτλούχου με πράξη, άλλως δικαστική απόφαση εναντίον του ή κληρονόμων του, άλλως του διευθυντή κτηματολογίου ακινήτων ελευθέρας ιδιοκτησίας (μουλκ) μετά δεκαπενταετή νομή διανοία κυρίου που ρυθμίζεται από τον ΑΚ. Κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο που ίσχυε πριν τον ΑΚ χωρούσε έκτακτη χρησικτησία δημοσίων κτημάτων μετά τριακονταπενταετή νομή με διάνοια κυρίου και καλή πίστη αρκεί η παραγραφή να είχε συμπληρωθεί την 12.9.1915.
$
0
0

ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ - 100/2010 ΕΙΡ ΡΟΔ - Κτητική παραγραφή (έκτακτη χρησκτησία). Αοριστία. Νομική φύση. Αόριστη η αγωγή, εάν δεν γίνεται επίκληση ή μνεία της νομικής φύσης του επιδίκου ακινήτου, ώστε να καθίσταται σαφής και ορισμένη η περιγραφή του

229/2006 ΜΠΡ ΡΟΔ ( 475510) 
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Κτητική παραγραφή (έκτακτη χρησικτησία). Δημόσιες γαίες. Ποια στοιχεία πρέπει να μνημονεύονται για τη μετατροπή της νομικής φύσης από αρζί μιρί σε μουλκ. Αόριστη η αγωγή...
χωρίς μνεία του αριθμού και της ημερομηνίας της κτηματολογικής διάταξης της θεμελιώδους εγγραφής στο όνομα του αρχικού δικαιούχου, η οποία αποδεικνύει υπέρ του προσώπου στο όνομα του οποίου έγινε το δικαίωμα εξουσιάσεως κατά το χρόνο ενάρξεως καταρτίσεως του Κτηματολογίου. Περιστατικά αοριστίας λόγω σύγχυσης στον υπολογισμό των ποσοστών συνιδιοκτησίας.


  
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 229/2006

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή Πέτρο Καραγκουνίδη, Πρωτοδίκη, τον οποίον όρισε ο Πρόεδρος Πρωτοδικών του Πρωτοδικείου Ρόδου και από τη Γραμματέα Καθολική Γεωργίου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στη Ρόδο, στις 28 Σεπτεμβρίου 2006, για να δικάσει τη με αριθ. έκθ. κατάθ 328/16-9-2004 αγωγή, μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ζ. θυγ. Ν. Π., κατοίκου Ρόδου, που παραστάθηκε μετά των πληρεξουσίων της δικηγόρων Αθανασίου Στέργου και Κωνσταντίνου Σαρρή, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) ....... 4) ......, κατοίκων Ρόδου, οι οποίοι παραστάθηκαν δια των πληρεξουσίων δικηγόρων τους Βασιλείου Καβουριού και Μιχαήλ Καντιδενού, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.

Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ της παρούσας είχε οριστεί αρχικώς για τις 27-10-2005 και μετά από αναβολή, για την παρούσα δικάσιμο.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώθηκε παραπάνω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά την § 1 του άρθρου 216 ΚΠολΔ, η αγωγή (εκτός των άλλων απαιτούμενων στοιχείων) πρέπει να περιέχει και σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Τούτο απαιτείται, προκειμένου η αγωγή να είναι δεκτική δικαστικής εκτίμησης και να καθίσταται εφικτή στον μεν εναγόμενο να απαντήσει σ` αυτή, στο δε Δικαστήριο, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να τάξει τις προσήκουσες αποδείξεις. Η έλλειψη σαφούς, επαρκούς και συγκεκριμένης εξειδίκευσης των ως άνω περιστατικών καθιστά την αγωγή αόριστη και ως εκ τούτου έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη της και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτης (βλ. ΑΠ 266/1991 ΕΕΝ 1992.154, ΑΠ 127/1987 Δ 18.695). Εξάλλου, η αοριστία της αγωγής δεν μπορεί να θεραπευθεί, ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου (βλ. ΑΠ 56/1984 ΕλλΔνη 25.1353), ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (βλ. ΑΠ 1296/83 ΝοΒ 32/1028), γιατί τούτο αντίκειται στην, περί τήρησης της προδικασίας, διάταξη του άρθρου 111 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 216 § 1 ΚΠολΔ, 9 § 1 και 2 του ν. 2100/1952 και 1, 4 επ., 20 επ. 40, 43, 44, 45, 46, 47, 51 επ., 61, 63, 65, 68 και 69 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου (Κυβερνητικού Διατάγματος 132 της 1ης Σεπτεμβρίου 1929), που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 8 § 2 του ν. 510/1947, προκύπτει ότι επί αγωγής από το άνω άρθρο 63 του Κτηματολογικού Κανονισμού, με την οποία διώκεται η αναγνώριση της προβλεπόμενης από αυτό δεκαπενταετούς παραγραφής κατά αρχικής (θεμελιώδους) εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία ακινήτου, κειμένου στην περιφέρεια του Κτηματολογίου Ρόδου, φερομένου δε με την αγωγή ως ανήκοντος προηγουμένως στην κατηγορία των κατά τον Οθωμανικό Νόμο δημόσιων γαιών, επί των οποίων είχε αποκτηθεί κατά τον ίδιο νόμο δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) από ιδιώτη, δηλαδή ακινήτου ανήκοντος στην κατηγορία των εραζί - εμιριέ (αρζί - μιρί) και καταστάντος στη συνέχεια ελεύθερης ιδιοκτησίας (μουλκ) κατά το πιο πάνω άρθρο 9 § 1 και 2 του ν. 2100/1952, διότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του τελευταίου, απαιτείται για την πληρότητα της, ως προς το χαρακτήρα του εν λόγω ακινήτου ως "μουλκ"να γίνεται επίκληση και να αναφέρονται σ` αυτή α) η νομική φύση του ακινήτου, β) η θεμελιώδης κτηματολογική εγγραφή, γ) ο αρχικός τιτλούχος του ακινήτου, δ) ότι ο αρχικός τιτλούχος του ακινήτου απέκτησε το επί τούτου δικαίωμα "τεσσαρούφ"προ της ενάρξεως των εργασιών καταρτίσεως του Κτηματολογίου και ε) ότι διατηρήθηκε τούτο στο όνομα του συνεχώς μέχρι τη δημοσίευση του Ν. 2100/1952 (βλ. ΑΠ 403/1999 ΕλλΔνη 40 1560, ΑΠ 193/1997, ΕλλΔνη 38.1572, ΑΠ 641/1995 ΕλλΔνη 39.586, ΕφΔωδ 86/2002 ΔωδΝομ 2003.69, ΕφΔωδ 62/2002 ΔωδΝομ 2003.68).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι το, αναλυτικώς περιγραφόμενο στην αγωγή ακίνητο, νομικής φύσης «αρζί μιρί» και ήδη, μετά τη δημοσίευση του Ν. 2100/1952, «μουλκ», εφέρετο κατά τη θεμελιώδη εγγραφή του εγγεγραμμένο εξ` ολοκλήρου στο όνομα του Σ. Τ. Οτι στη συνέχεια μεταβιβάστηκε στους Μ. Τ. κατά 3/4 εξ` αδιαιρέτου και Μ. Κ. κατά το 1/4 εξ` αδιαιρέτου. Οτι ένας εκ των συγκληρονόμων της Μ. Τ. και δη ο Σ. Α. κληρονόμησε μετά το θάνατο αυτής ποσοστό 3/12 εξ` αδιαιρέτου επί του μεριδίου της. Οτι περαιτέρω ο Σ. Α. μεταβίβασε λόγω πώλησης το μερίδιό του, ήτοι τα 3/16 εξ` αδιαιρέτου του ακινήτου, στον πατέρα της ενάγουσας Ν. Π., αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να του μεταβιβάσει και τα υπόλοιπα 9/12 εξ` αδιαιρέτου επί του ακινήτου, όταν αποκτούσε την κυριότητα αυτών, πλην όμως ο τελευταίος απεβίωσε και δεν προέβη στην εν λόγω μεταβίβαση. Οτι μετά το θάνατο του Ν. Π. ο υιός του Τ. Α. κατέστη μετά από αγωγή χρησικτησίας ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ρόδου κύριος των 3/16 εξ` αδιαιρέτου του παραπάνω ακινήτου. Οτι ο τελευταίος αποβίωσε και κληρονομήθηκε κατά τα αναφερόμενα ποσοστά από τους εναγομένους. Οτι παρά τις ως άνω κτηματολογικές εγγραφές, τόσο ο πατέρας της, όσο και η ίδια η ενάγουσα νέμονται από το 1974 και έκτοτε όλο το επίδικο ακίνητο. Με αυτό το ιστορικό ζητεί, προσμετρώντας και τον χρόνο νομής του πατέρα της, να αναγνωριστεί ότι έχει γίνει κυρία και των λοιπών 13/16 εξ` αδιαιρέτου του ακινήτου καθώς συμπληρώθηκε στο πρόσωπο της ο νόμιμος χρόνος της κτητικής παραγραφής, σύμφωνα με το άρθρο 63 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή είναι αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, κατά παραδοχή της αντιστοίχου νομίμου ενστάσεως των εναγομένων, καθώς δεν εκτίθενται με σαφήνεια τα θεμελιωτικά αυτής γεγονότα, ώστε να είναι ευχερής τόσο η διάγνωση της διαφοράς από το Δικαστήριο όσο και η αντίστοιχη απάντηση των εναγομένων σε αυτήν.

Πιο συγκεκριμένα: α) ενώ αρχικώς στην αγωγή αναφέρεται ότι ο Σ. Α. κληρονόμησε ποσοστό 3/12 εξ` αδιαιρέτου επί του μεριδίου της Μ. Τ., το οποίο ήταν 3/4 εξ` αδιαιρέτου, ήτοι ποσοστό 3/16 εξ αδιαιρέτου επί όλου του ακινήτου, στη συνέχεια αναφέρεται ως δικό του ποσοστό συνιδιοκτησίας τα 3/12 εξ` αδιαιρέτου επί όλου του ακινήτου κι όχι επί του μεριδίου της αποβιώσασας δικαιοπαρόχου του, καταλείποντας στο Δικαστήριο σαφείς αμφιβολίες περί του πραγματικού ποσοστού του συνιδιοκτησίας επί του ακινήτου, το οποίο μεταβίβασε στον πατέρα της ενάγουσας, β) Αναφέρεται στην αγωγή ότι ο υιός του Σ. Α., ο Τ., πέτυχε την έκδοση δικαστικής αποφάσεως με την οποία αναγνωρίστηκε κύριος των 3/16 εξ αδιαιρέτου του παραπάνω ακινήτου, τα οποία και μεταβιβάστηκαν μετά το θάνατο του, λόγω διαθήκης, στους εναγομένους. Ετσι όμως το ποσοστό συνιδιοκτησίας των εναγομένων φέρεται, σύμφωνα με τα παραπάνω, να είναι 3/16 εξ` αδιαιρέτου και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το αίτημα της αγωγής κατά αυτών που είναι να αναγνωριστεί ότι συμπληρώθηκε στο πρόσωπο της ενάγουσας η κτητική παραγραφή του άρθρου 63 στα 13/16 εξ` αδιαιρέτου του ακινήτου που φέρονται, κατά την αγωγή, να ανήκουν στους εναγομένους. Κατά συνέπεια, λόγω της ανωτέρω σύγχυσης στον υπολογισμό των ως άνω ποσοστών συνιδιοκτησίας από την ενάγουσα, καταλείπεται σοβαρή αμφιβολία στο Δικαστήριο σχετικά με τα ερωτήματα επί ποίου ποσοστού εξ` αδιαιρέτου του ακινήτου ζητείται η αναγνώριση κυριότητος λόγω χρησικτησίας, πώς φέρονται οι εναγόμενοι τυπικά κύριοι του εν λόγω ποσοστού αλλά και μήπως υπάρχουν και τυχόν άλλοι συνιδιοκτήτες του ακινήτου που θα έπρεπε να είχαν ομοίως εναχθεί από την ενάγουσα.

Εξάλλου, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αντίστοιχη διόρθωση σε κάποια ποσοστά που έκαναν οι δικηγόροι της ενάγουσας με δήλωσή τους στα πρακτικά, πέρα του γεγονότος ότι δεν επέλυσε πλήρως τις ήδη εκτεθείσες αντιφάσεις της αγωγής καθώς, επί παραδείγματι δε δίνει απάντηση στο κενό περί του πώς οι εναγόμενοι απέκτησαν το εν λόγω, διορθωμένο, ποσοστό των 9/12 εξ` αδιαιρέτου όταν ο δικαιοπάροχός τους φέρεται να είχε αναγνωριστεί με δικαστική απόφαση κύριος μόνο των 3/16 εξ` αδιαιρέτου επί του ακινήτου, μη νομίμως προβλήθηκε κατ` αυτόν τον τρόπο, ιδίως κατά το σκέλος της με το οποίο διορθώνει το αίτημα της αγωγής από το 13/16 εξ` αδιαιρέτου στο ορθό, κατά την ενάγουσα, 9/12 εξ` αδιαιρέτου, καθώς μία τέτοια διόρθωση αποτελεί απαράδεκτη μεταβολή του αιτήματος της αγωγής κατ` άρθρο 223 § 1 ΚΠολΔ σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στην αρχή της παρούσας, με τη επισήμανση ότι ομοίως απαραδέκτως συμπληρώθηκαν και οι, πέραν του αιτητικού της αγωγής, αλλαγές των ιστορούμενων ποσοστών συνιδιοκτησίας στα λοιπά σημεία της αγωγής, καθότι η εν λόγω αοριστία, όντας νομική και όχι ποσοτική, δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις, πολύ δε περισσότερο δεν μπορεί να θεραπευθεί με απλή δήλωση στα πρακτικά. Περαιτέρω θα πρέπει να σημειωθεί ότι, επιπλέον των ανωτέρω, η αγωγή είναι αόριστη και για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν αναφέρει, σύμφωνα με τα όσα έχουν εκτεθεί στην αρχή της παρούσας, τον αριθμό και την ημερομηνία της κτηματολογικής διάταξης του Κτηματολογικού Δικαστή, που αφορά τη θεμελιώδη εγγραφή στο όνομα του αρχικού δικαιούχου, η οποία διάταξη αποδεικνύει υπέρ του προσώπου, στο όνομα του οποίου έγινε, το προμνησθέν δικαίωμα εξουσιάσεως κατά το χρόνο ενάρξεως της καταρτίσεως του Κτηματολογίου. Κατά συνέπεια των ανωτέρω, η αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί λόγω της εκτεθείσας αοριστίας της ως απαράδεκτη. Τέλος τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας, η οποία χάνει τη δίκη (αρ. 176 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων σε βάρος της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού στη Ρόδο, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 19 Δεκεμβρίου 2006.



Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ε.Φ.




84/2004 ΠΠΡ ΡΟΔ - Στη Δωδεκάνησο ισχύει ως τοπικό δίκαιο η κατά την ιταλική νομοθεσία παραγραφή εναντίον τιτλούχου με πράξη, άλλως δικαστική απόφαση εναντίον του ή κληρονόμων του, άλλως του διευθυντή κτηματολογίου ακινήτων ελευθέρας ιδιοκτησίας (μουλκ) μετά δεκαπενταετή νομή διανοία κυρίου που ρυθμίζεται από τον ΑΚ. Κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο που ίσχυε πριν τον ΑΚ χωρούσε έκτακτη χρησικτησία δημοσίων κτημάτων μετά τριακονταπενταετή νομή με διάνοια κυρίου και καλή πίστη αρκεί η παραγραφή να είχε συμπληρωθεί την 12.9.1915.

$
0
0

ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ - 100/2010 ΕΙΡ ΡΟΔ - Κτητική παραγραφή (έκτακτη χρησκτησία). Αοριστία. Νομική φύση. Αόριστη η αγωγή, εάν δεν γίνεται επίκληση ή μνεία της νομικής φύσης του επιδίκου ακινήτου, ώστε να καθίσταται σαφής και ορισμένη η περιγραφή του
84/2004 ΠΠΡ ΡΟΔ (365947) 
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Στη Δωδεκάνησο ισχύει ως τοπικό δίκαιο η κατά την ιταλική νομοθεσία παραγραφή εναντίον τιτλούχου με πράξη, άλλως δικαστική απόφαση εναντίον του ή κληρονόμων του, άλλως του ...διευθυντή κτηματολογίου ακινήτων ελευθέρας ιδιοκτησίας (μουλκ) μετά δεκαπενταετή νομή διανοία κυρίου που ρυθμίζεται από τον ΑΚ. Κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο που ίσχυε πριν τον ΑΚ χωρούσε έκτακτη χρησικτησία δημοσίων κτημάτων μετά τριακονταπενταετή νομή με διάνοια κυρίου και καλή πίστη αρκεί η παραγραφή να είχε συμπληρωθεί την 12.9.1915. 



Αριθμός αποφάσεως 84/2004

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ

Αποτελούμενο από τους: Ανδρέα Κράνη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ελευθέριο Καλογερόπουλο, Πρωτοδίκη, Φωτεινή Καρανικόλα, Δικ. Πάρεδρο-Εισηγήτρια και τη γραμματέα Καλλιόπη-Αλεξάνδρα Κούρκουλου

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 5-1-2004, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της καλούσας: Δ. συζ. Ι.Ε., κατοίκου Νέας Χαλκηδόνας Αττικής,η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βενετία Χιωτάκη.

Των καθών η κλήση: 1) Ε.Μ., κατοίκου Κοσκινού Ρόδου και 2) Σ.Μ., κατοίκου Ρόδου, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Γιασεμώ Καραγιάννη

Η καλούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 10-2-2003 και με αριθμό καταθέσεως 99/2003 κλήση της κατά των παραπάνω καθών η κλήση, με την οποία επαναφέρεται μετά την εξέταση μαρτύρων προς απόδειξη, δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε η παραπάνω αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους που κατέθεσαν νόμιμα και ζήτησαν αυτά που αναφέρονται σ` αυτές.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΎΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η ενάγουσα νομότυπα φέρει με κλήση την αγωγή, για να συζητηθεί περαιτέρω μετά τη διεξαγωγή των αποδείξεων που διέταξε το Δικαστήριο με την υπ` αριθμ. 280/1999 προδικαστική απόφαση του.

Κατά το άρθρο 63 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου, που κυρώθηκε με το υπ` αριθμ. 132/1929 διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη Δωδεκανήσου και διατηρήθηκε σε ισχύ, ως τοπικό δίκαιο, και μετά την προσάρτηση της Δωδεκανήσου και την εισαγωγή σ` αυτή της ελληνικής νομοθεσίας, με το άρθρο 8 παρ. 2 ν. 510/1947, κατά των εγγραφών του κτηματικού βιβλίου, που αφορούν ακίνητα ελεύθερης ιδιοκτησίας (μουλκ) συγχωρείται η παραγραφή κατά τις αρχές της ιταλικής νομοθεσίας, μετά από δεκαπενταετία από την εγγραφή που έγινε, ο δε νομέας που χρησιδέσποσε μπορεί να επιτύχει την εγγραφή του είτε με πράξη, με την οποία συνομολογείται η συνεχής 15ετής νομή του από μέρους του τιτλούχου που είναι εγγεγραμμένος, είτε με δικαστική απόφαση που αναγνωρίζει έναντι του τελευταίου τιτλούχου ή των κληρονόμων του ή αν αυτοί δεν υπάρχουν, τον διευθυντή του κτηματολογικού γραφείου, ότι η παραγραφή συμπληρώθηκε. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται έκτακτη χρησικτησία (κτητική παραγραφή) με 15ετή νομή, ως προς τα άλλα δε στοιχεία αυτής, ήτοι τις προϋποθέσεις έναρξης, διαδρομής και συμπλήρωσης της δεκαπενταετούς αυτής κτητικής παραγραφής, παραπέμπει στις διατάξεις της ιταλικής νομοθεσίας. Η παραπομπή όμως αυτή, που είναι γνησία, έχει την έννοια ότι η συμπλήρωση των παραπάνω διατάξεων γίνεται όχι με εκείνες της αστικής νομοθεσίας που ίσχυε κατά τη θέσπιση τους, αλλά με αυτές που ισχύουν κάθε φορά. Συνεπώς, ενόψει και του ερμηνευτικού κανόνα του άρθρου 3 ΕισΝΑΚ, κατά τον οποίο «στις περιπτώσεις που στην ισχύουσα νομοθεσία γίνεται παραπομπή σε διατάξεις που καταργούνται με το νόμο αυτό εφαρμόζονται στη θέση τους οι αντίστοιχες διατάξεις του Α.Κ», είναι σαφές ότι από 30.12.1947, που έχει εισαχθεί στη Δωδεκάνησο, με το άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. α` του πιο πάνω ν. 510/1947, ο Α.Κ, ο ΕισΝΑΚ και το ν.δ. 7/10.05.1946 «περί αποκαταστάσεως του Α.Κ και του Εισαγωγικού αυτού Νόμου», η παραπομπή της παραπάνω διάταξης του άρθρου 63 παρ. 1 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου στις αρχές της ιταλικής νομοθεσίας έχει πλέον την έννοια της παραπομπής στις αντίστοιχες διατάξεις του ελληνικού Α.Κ, που ισχύει πλέον στη Δωδεκάνησο, από τις οποίες τώρα διέπεται η δεκαπενταετής κτητική παραγραφή που προβλέπει ο κανονισμός αυτός, ως προς τις προϋποθέσεις έναρξης διαδρομής και συμπλήρωσης αυτής. Επομένως, μετά την εισαγωγή της ελληνικής νομοθεσίας στη Δωδεκάνησο, αρκεί, κατά τα άρθρα 974, 976-979 και 1045 Α.Κ προς κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία η επί πλήρη δεκαπενταετία άσκηση νομής με διάνοια κυρίου (Α.Π 887/2002 ΕλλΔνη 44, 1371).

Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Βασ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι οποίες, κατά το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για τον πριν από την εισαγωγή του Α.Κ χρόνο, μπορούσε να αποκτηθεί κυριότητα επί ακινήτου και με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν ασκήσεως επ` αυτού νομής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί συνεχή τριαντακονταετία, εκείνος δε που χρησιδέσποζε μπορούσε να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο όμοια νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21.6/3.7.1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν, και σε δημόσια κτήματα, εφόσον η τριαντακονταετή παραγραφή είχε συμπληρωθεί μέχρι την 12.9.1915, όπως αυτό προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 21 του ν.δ. της 22.4.1926 «περί διοικητικής αποβολής κ.λ.π.» και των διαταγμάτων που εξεδόθησαν προς εκτέλεση των διατάξεων του ν. ΔΞΗ/1912, με τις οποίες έγινε αναστολή κάθε παραγραφής ή δικαστικής προθεσμίας σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε η οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματα του, επομένως και η χρησικτησία τρίτων πάνω σ` αυτά (ΟλΑ.Π 75/1987, Α.Π 1619/1999 ΕλλΔνη 41, 450, ΕΑ 8339/2000 ΕλλΔνη 42, 458).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα ισχυρίζεται με τις έγγραφες προτάσεις της, ότι κατά της ενστάσεως των εναγομένων, σύμφωνα με την οποία έχουν καταστεί κύριοι του επιδίκου τμήματος, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, η οποία κρίθηκε, από την ως άνω προδικαστική απόφαση, νόμιμη ένσταση ιδίας κυριότητας και τάχθηκε θέμα απόδειξης αυτής, είχε προβάλλει νομίμως τον ισχυρισμό ότι μέχρι το έτος 1989 τιτλούχος του επιδίκου ακινήτου ήταν το Ελληνικό Δημόσιο, κατά του οποίου δεν χωρεί χρησικτησία. Ότι τον ως άνω όμως ισχυρισμό δεν έλαβε υπόψη η προδικαστική απόφαση και κατόπιν αυτού ζητά την ανάκληση της ως προς το σημείο αυτό, κατ` άρθρο 341 παρ. 9 Κ.Πολ.Δ, όπως ίσχυε η διάταξη αυτή, πριν καταργηθεί με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2915/2001. Ο ως άνω ισχυρισμός, ο οποίος είχε προταθεί νομίμως και εμπροθέσμως από την ενάγουσα και κατά την πρώτη συζήτηση, συνιστά νόμιμη αντένσταση, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη μείζονα σκέψη και επομένως πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 254 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή κατά τη διάσκεψη, παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. 

Η απόφαση μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης.

Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα, επικαλείται με τις προτάσεις της το υπ` αριθμ. 4286/1998 πιστοποιητικό ιδιοκτησίας του Κτηματολογίου Ρόδου, από το οποίο προκύπτει ότι το επίδικο ακίνητο, το οποίο απεδόθη σ` αυτήν με την υπ` αριθμ. 2049/81/18.8.1989 απόφαση του Νομάρχη Δωδεκανήσου περί αποδόσεως Δημοσίων Κτημάτων, έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία Κτηματολογίου στον τόμο 5, φύλλο 101, φάκελο 1646. Πλην όμως παραλείπει να προσκομίσει το ως άνω έγγραφο, το οποίο είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, κρίσιμο, καθώς από αυτό θα αποδειχθεί αν κατά το διάστημα από το έτος 1980 έως 1989, τιτλούχος του επιδίκου ακινήτου ήταν το Δημόσιο, κατά του οποίου δεν χωρεί χρησικτησία, ώστε να κριθεί περαιτέρω η ευδοκίμηση ή μη της ως άνω αντενστάσεως της ενάγουσας. Κατόπιν αυτού, το Δικαστήριο πρέπει να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να προσκομιστεί το ως άνω πιστοποιητικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την έκδοση της απόφασης.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την με επιμέλεια της ενάγουσας προσκόμιση του υπ`αριθμ. 4286/1998 πιστοποιητικού ιδιοκτησίας του Κτηματολογίου Ρόδου, ώστε να διαπιστωθεί αν κατά το κρίσιμο διάστημα από το έτος 1980 έως το, 1989 τιτλούχος του επιδίκου ακινήτου ήταν το Ελληνικό Δημόσιο.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στη Ρόδο στις 2-4-2004, δημοσιεύθηκε δε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, στις 5-4-2004.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ: Ειδικά ζητήματα πολιτικής αγωγής ΕΠΙΚΑΙΡΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Previous: 84/2004 ΠΠΡ ΡΟΔ - Στη Δωδεκάνησο ισχύει ως τοπικό δίκαιο η κατά την ιταλική νομοθεσία παραγραφή εναντίον τιτλούχου με πράξη, άλλως δικαστική απόφαση εναντίον του ή κληρονόμων του, άλλως του διευθυντή κτηματολογίου ακινήτων ελευθέρας ιδιοκτησίας (μουλκ) μετά δεκαπενταετή νομή διανοία κυρίου που ρυθμίζεται από τον ΑΚ. Κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο που ίσχυε πριν τον ΑΚ χωρούσε έκτακτη χρησικτησία δημοσίων κτημάτων μετά τριακονταπενταετή νομή με διάνοια κυρίου και καλή πίστη αρκεί η παραγραφή να είχε συμπληρωθεί την 12.9.1915.
$
0
0

ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ - 100/2010 ΕΙΡ ΡΟΔ - Κτητική παραγραφή (έκτακτη χρησκτησία). Αοριστία. Νομική φύση. Αόριστη η αγωγή, εάν δεν γίνεται επίκληση ή μνεία της νομικής φύσης του επιδίκου ακινήτου, ώστε να καθίσταται σαφής και ορισμένη η περιγραφή του

ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ:
Ειδικά ζητήματα πολιτικής αγωγής
ΕΠΙΚΑΙΡΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Αγόρευση συνηγόρου πολιτικής αγωγής
ΑΠ 1757/10 (Π.Χρ.2011, σελ.686)

Περίληψη.....

Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως και για όλους τους λόγους. – Η υπεράσπιση της πολιτικής αγωγής αγορεύει μόνον επί της ενοχής του κατηγορουμένου και δεν δικαιούται να αγορεύσει και επί της ποινής, ούτε επί ζητημάτων που σχετίζονται με την ποινή, όπως για το αν η έφεση του καταδικασθέντος θα έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ή για το αν το δικαστήριο είναι αρμόδιο να χορηγήσει την αναστολή. – Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής σχετικά με α) την αναστολή εκτελέσεως της ποινής κάθειρξης 20 ετών που επεβλήθη στον καταδικασθέντα για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και β) την αρμοδιότητα του συγκεκριμένου δικαστηρίου να προσδώσει στην έφεση του καταδικασθέντος ανασταλτικό αποτέλεσμα. – Αρμόδιο να αποφασίσει για το ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως είναι το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, δηλαδή το ΜΟΔ, και όχι οι τακτικοί δικαστές του. – Άνευ υπερβάσεως εξουσίας χορηγήθηκε ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση του καταδικασθέντος από το ΜΟΔ.



Ανήλικοι


ΑΠ 118/11

(Π.Χρ.2012, σελ.35)



Περίληψη



Ποιος δύναται να είναι δικαιούχος της χρηματικής ικανοποίησης επί παραστάσεως πολιτικής αγωγής. – Τι πρέπει να περιλαμβάνει επί ποινή απαραδέκτου η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής. – Πώς κρίνεται το επιτρεπτό της παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος και πώς η ουσιαστική βασιμότητα της αξίωσης. – Ποια είναι η έννοια του “παθόντος” που έχει δικαίωμα υποβολής εγκλήσεως στα κατ’ έγκλησιν διωκόμενα εγκλήματα. – Ποιος νομιμοποιείται ενεργητικά σε άσκηση πολιτικής αγωγής. – Πώς κρίνεται το αν ο αμέσως ζημιούμενος έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση πολιτικής αγωγής. – Πώς ασκείται η πολιτική αγωγή όταν ο παθών είναι ανήλικος. – Η έγκληση πρέπει να υποβάλλεται μέσα σε ορισμένο χρόνο, αφού συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση για την έγκυρη γένεση της ποινικής δίκης και η υποβολή της εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. – Πότε επέρχεται υπέρβαση εξουσίας λόγω μη νομότυπης υποβολής της έγκλησης. – Αναιρείται η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για απλή σωματική βλάβη ανηλίκου (μετά από μεταβολή της κατηγορίας από επικίνδυνη σωματική βλάβη) α) λόγω απόλυτης ακυρότητας, διότι έγινε εσφαλμένως δεκτή η παράσταση πολιτικής αγωγής του πατέρα του παθόντος ανηλίκου για την ηθική βλάβη που υπέστη ο ίδιος ατομικώς και όχι το ανήλικο τέκνο του, χωρίς να διευκρινίζεται γιατί παρίσταται μόνος ως πολιτικώς ενάγων ο πατέρας, αν του έχει ανατεθεί με δικαστική απόφαση αποκλειστικώς η άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας του παθόντος ανηλίκου τέκνου του και αν συντρέχει επείγουσα περίπτωση για να ενεργεί μόνος, χωρίς την σύμπραξη της μητέρας του ανηλίκου, η οποία εξετάσθηκε ως μάρτυρας υπερασπίσεως και δήλωσε ότι έχει την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων της και ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη της κατηγορουμένης μητέρας, της και β) λόγω υπερβάσεως εξουσίας, διότι η έγκληση υπεβλήθη μόνον από τον πατέρα του ανηλίκου, χωρίς να διερευνηθεί το εμπρόθεσμον αυτής και ο λόγος ένεκα του οποίου δεν συνέπραξε και η μητέρα του ανηλίκου


Αξίωση από κακοδικία κατά συμβολαιογράφου


ΑΠ 1392/10

(Νόμος)



…Ακόμη, διορίζει ως αντίκλητο τον ......... ... , κάτοικο ..... , οδός ... και επισυνάπτει στην έγκληση το 004184 γραμμάτιο παραβόλου πολιτικής αγωγής, περί της καταθέσεως του οποίου γίνεται ειδική μνεία από το γραμματέα που παρέλαβε την έγκληση, στο άνω μέρος της πρώτης σελίδας αυτής. Υπό τις περιστάσεις αυτές δεν παραμένει καμιά αμφιβολία για την σαφή και άμεση πρόθεση του εγκαλούντος να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου, ασκών ήδη από την προδικασία τα δικαιώματα που του προσδίδει η ιδιότητα αυτή. Το γεγονός ότι η έγκληση στρέφεται κατά παντός υπέχοντος ποινική ευθύνη και όχι ονομαστικώς κατά του αναιρεσείοντος, δεν δημιουργεί ασάφεια ως προς την παθητική νομιμοποίηση αυτού, αφού και ο αναιρεσείων κατονομάζεται μεταξύ των προσώπων συνέπραξαν στην κατάρτιση των επίμαχων συμβολαίων (ήταν ο συμβολαιογράφος) και, εφ` όσον από την ανακριτική έρευνα ήθελε προκύψει ποινική ευθύνη και γι` αυτόν, το δεδομένο αυτό θα είχε ως επακόλουθο και την αστική του ευθύνη. Ως εκ τούτου, η από 1-8-2002 δήλωση παραστάσεως του εγκαλούντος ως πολιτικώς ενάγοντος υπήρξε ισχυρή και υποβλήθηκε πριν περάσουν έξι μήνες από την ημέρα κατάρτισης (και πολύ περισσότερο από την ημέρα γνώσεως του πολιτικώς ενάγοντος περί αυτής, βλ. ΟλΑΠ 20/2000, ΑΠ 400/2001) των επίμαχων, από 26-2-2002 συμβολαίων. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται το πρώτον ότι η εν λόγω δήλωση ήταν ατελής και δεν επήγαγε έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, όταν επαναλήφθηκε εγκύρως κατά την εξέταση του πολιτικώς ενάγοντος ενώπιον του ανακριτή, την 23-6-2004, να επιχειρηθεί απαραδέκτως, λόγω παρόδου της εξάμηνης αποκλειστικής προθεσμίας του άρθρου 73 παρ.5 του ΕισΝΚΠολΔ, που προβλέπεται για την άσκηση των αγωγών κακοδικίας κατά συμβολαιογράφων κλπ και με περαιτέρω συνέπεια τη δημιουργία απόλυτης ακυρότητας λόγω παράνομης παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο (ΚΠοινΔ 171 παρ.2, 510 παρ.1 στοιχ. Α`), είναι αβάσιμος...



Ένδικα μέσα


ΑΠ 2134/09

(Π.Χρ.2010, σελ.681)



Περίληψη


Ο πολιτικώς ενάγων δεν δικαιούται να ασκήσει έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης του τριμελούς εφετείου κακουργημάτων, ακόμη και αν η πολιτική αγωγή έχει απορριφθεί επειδή δεν στηριζόταν στον νόμο. – Πότε θεωρείται ότι η πολιτική αγωγή απορρίπτεται ως μη στηριζόμενη στον νόμο. – Κρίνεται ως παραδεκτή η αίτηση αναιρέσεως των πολιτικώς εναγόντων κατ’ αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κακουργημάτων με την οποία απερρίφθη η πολιτική αγωγή ως μη στηριζόμενη στον νόμο, αφού η επίμαχη απόφαση δεν μπορεί να προσβληθεί με έφεση. – Έννοια “θετικής” και “αρνητικής” υπέρβασης εξουσίας. – Η αιτιολογία απαιτείται και ως προς την απόρριψη των ισχυρισμών του πολιτικώς ενάγοντος, τέτοιος δε είναι και ο περί περιορισμού του χρηματικού μεγέθους της απαίτησής του. – Αναιρείται, λόγω ελλείψεως αιτιολογίας και υπερβάσεως εξουσίας, η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία αποβλήθηκαν από την διαδικασία οι πολιτικώς ενάγοντες, ως προς το ζήτημα της απόρριψης του ισχυρισμού τους ότι είχαν περιορίσει την απαίτησή τους κατά την εκδίκαση αυτής υπό του πολιτικού δικαστηρίου, προκειμένου να την εισαγάγουν ενώπιον του ποινικού, διότι δεν εκτίθεται αφενός μεν αν ελήφθησαν υπόψιν οι προτάσεις των πολιτικώς εναγόντων στις οποίες, κατά τους ισχυρισμούς τους, είχε διατυπωθεί ο περιορισμός του αιτήματος των αγωγών τους που κρίθηκαν από το πολυμελές πρωτοδικείο, αφετέρου δε ο λόγος για τον οποίο ο επίμαχος περιορισμός ήταν μη νόμιμος ή παρέμεινε αναπόδεικτος.



ΑΠ 1333/09

(Π.Χρ.2010, σελ.385)



Περίληψη



Ποιος δικαιούται σε παράσταση πολιτικής αγωγής. – Πώς κρίνεται το επιτρεπτόν της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος. – Πότε έχει δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως κατ’ αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου ο πολιτικώς ενάγων. – Έννοια “μη στηριζόμενης στον νόμο” πολιτικής αγωγής. – Κατά της απόφασης του πλημμελειοδικείου που δεν είναι ανέκκλητη ο διάδικος δεν επιτρέπεται να ασκήσει αναίρεση, όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, έστω κι αν έχει καταστεί τελεσίδικη λόγω της άπρακτης παρόδου της προθεσμίας προς άσκησιν εφέσεως. – Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κατ’ αθωωτικής απόφασης για ψευδορκία μάρτυρος και ηθική αυτουργία σε αυτήν, ως προς την απόρριψη την παράστασης της πολιτικής αγωγής, λόγω συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής του αδικήματος, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση μπορούσε να προσβληθεί με έφεση από την πολιτικώς ενάγουσα.



Εξουσία του ποινικού δικαστηρίου επί της πολιτικής αγωγής


Ανεκκαθάριστη απαίτηση


ΑΠ 1342/10

(Π.Χρ.2011, σελ.447)



Περίληψη



Αναιρείται λόγω ελλείψεως αιτιολογίας η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απερρίφθη η πολιτική αγωγή του Ελληνικού Δημοσίου για χρηματική ικανοποίηση εκ του εγκλήματος της φοροδιαφυγής ως ανεκκαθάριστη, χωρίς στην συνέχεια να παραπεμφθεί η σχετική απαίτηση ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων κατ’ αρ. 65 παρ. 2 ΚΠΔ.



Προήγηση οριστικής απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου



ΑΠ 1001/10

(Π.Χρ.2011, σελ.279)



Περίληψη



…Έναντι ποίων ευθύνονται ο Νομάρχης και τα μέλη του Νομαρχιακού Συμβουλίου για πράξεις ή παραλείψεις τους που τελέσθηκαν εκ δόλου ή βαριάς αμέλειας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. − Ο αμέσως ζημιωθείς από το έγκλημα της παραβάσεως καθήκοντος που τέλεσε νομάρχης ή νομαρχιακός σύμβουλος δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στο ακροατήριο προς υποστήριξη και μόνο της κατηγορίας, τις δε αστικές απαιτήσεις του (για αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση) θα τις εισαγάγει στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο· αν το τελευταίο εκδώσει οριστική απόφαση επί της αγωγής τού ζημιωθέντος, ο δικαιούχος της αξίωσης δεν μπορεί, πλέον, να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου. − Η παράνομη παράσταση της πολιτικής αγωγής επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. − Αναιρείται λόγω απολύτου ακυρότητος η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για παράβαση καθήκοντος, διότι έγινε εσφαλμένως δεκτή η παράσταση πολιτικής αγωγής στον δεύτερο βαθμό, μολονότι μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης εξεδόθη οριστική απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή της πολιτικώς ενάγουσας κατά της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως και επιδικάσθηκε σε αυτήν χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τις πράξεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων, μελών του νομαρχιακού συμβουλίου…



Προήγηση οριστικής απόφασης του πολιτικού δικαστηρίου



ΑΠ 1319/07

(Π.Χρ.2008, σελ.349)



Περίληψη



Στην περίπτωση κατά την οποία ο δικαιούχος αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης από αδικοπραξία άσκησε ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου αγωγή, με την οποία ζήτησε να του επιδικασθεί το μεγαλύτερο μέρος της απαίτησής του και επιφυλάχθηκε να εισαγάγει και ένα μέρος αυτής στο ποινικό δικαστήριο, είναι παραδεκτή η παράστασή του στο ποινικό δικαστήριο ως πολιτικώς ενάγοντος για το μέρος της απαίτησής του που δεν έχει εισαχθεί στο πολιτικό δικαστήριο, ανεξάρτητα από το αν έχει εκδοθεί οριστική ή τελεσίδικη απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος λόγω παρανόμου παράστασης πολιτικής αγωγής λόγος αναιρέσεως



ΤρΠλημΧαλκ 3157/10

(Π.Χρ.2012, σελ.216)



Περίληψη



Δεν είναι κατ’ αρχήν δυνατή η άσκηση πολιτικής αγωγής ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξ αδικοπραξίας, σε περίπτωση που έχει ήδη εκδοθεί επ’ αυτής οριστική απόφαση πολιτικού δικαστηρίου. – Κατ’ εξαίρεσιν, είναι νόμιμη η άσκηση πολιτικής αγωγής εφόσον ο δικαιούχος επιφυλάχθηκε να ζητήσει μέρος της απαιτήσεώς του ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, ανεξαρτήτως του αν το πολιτικό δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ή επιδίκασε μέρος ή το σύνολο της σχετικής απαιτήσεως. – Διατάσσεται η αποβολή της πολιτικής αγωγής με αίτημα την χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, αφού οι πολιτικώς ενάγοντες, σύζυγος και υιός του θανόντος, αντιστοίχως, άσκησαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο την αγωγή τους κατά του πρώτου κατηγορουμένου, χωρίς να επιφυλαχθούν ως προς την άσκηση μέρους της απαιτήσεώς τους ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, η δε αγωγή τους απερρίφθη από το πολιτικό δικαστήριο. – Η νομότυπη και παραδεκτή άσκηση πολιτικής αγωγής ενώπιον ποινικού δικαστηρίου εξομοιώνεται με την άσκηση αγωγής ενώπιον του πολιτικού. – Πώς διαπιστώνεται εάν η ποινική παραγραφή της εξ αδικοπραξίας κολάσιμης πράξεως είναι μεγαλύτερη της αστικής· η αφετηρία της πρώτης μπορεί να διαφέρει από εκείνην της δεύτερης. – Επί πλημμελημάτων, το κατ’ αρ. 113 παρ. 3 ΠΚ μέγιστο διάστημα της τριετούς αναστολής της παραγραφής δεν υπολογίζεται προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η ποινική παραγραφή είναι μακρότερη της πολιτικής. – Άσκηση αγωγής που διακόπτει την παραγραφή, κατ’ αρ. 261 ΑΚ, συνιστά και η, κατόπιν δηλώσεως παραστάσεως πολιτικής αγωγής, εισαγωγή στο ποινικό δικαστήριο προς δικαστική κρίση της αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. – Γίνεται δεκτή η ένσταση των δευτέρου, τρίτου και τετάρτου των κατηγορουμένων περί παραγραφής της αστικής αξιώσεως των πολιτικώς εναγόντων, αφού αφενός μεν, ως προς τους δύο πρώτους, καίτοι ασκήθηκε πολιτική αγωγή εναντίον τους, εντούτοις παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, χωρίς εν τω μεταξύ να επαναληφθεί η δήλωση παραστάσεως ή να ασκηθεί αγωγή ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου, ώστε να διακοπεί εκ νέου η παραγραφή, αφετέρου δε, ως προς τον δεύτερο, ουδέποτε ασκήθηκε αγωγή, επομένως δεν διεκόπη η παραγραφή…



Η ανωμοτί εξέταση του πολιτικώς ενάγοντος ως αποδεικτικό μέσο


ΑΠ 2089/09

(Π.Χρ.2010, σελ.677)



Περίληψη



Για την πληρότητα της αιτιολογίας τόσο της καταδικαστικής όσο και της απαλλακτικής κρίσης του δικαστηρίου αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων. – Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος δεν αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου και δεν απαιτείται να μνημονεύεται ειδικά στην αιτιολογία μεταξύ των ληφθέντων υπόψιν αποδεικτικών μέσων. – Αιτιολογημένως αθωώθηκε για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση ο κατηγορούμενος, αφού έγινε δεκτό ότι τα όσα κατήγγειλε εις βάρος της εγκαλούσης με την μηνυτήρια αναφορά του ήσαν μεν αναληθή, όπως κατέθεσε ο ανωμοτί εξετασθείς πολιτικώς ενάγων, σύζυγος της ήδη αποβιώσασας εγκαλούσης, πλην όμως ο κατηγορούμενος πίστευε ότι ήσαν αληθινά και δεν είχε σκοπό εξύβρισής της, με αποτέλεσμα, καίτοι δεν αναφέρεται ότι ελήφθη υπόψιν και η κατάθεση του ανωμοτί εξετασθέντος πολιτικώς ενάγοντος μεταξύ των ληφθέντων υπόψιν αποδεικτικών μέσων, αλλά μόνον οι καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν ενόρκως, να προκύπτει από το περιεχόμενο της αιτιολογίας της προσβαλλομένης ότι αξιολογήθηκε και η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος.



Νομικά πρόσωπα


Α.Ε.



ΣυμβΑΠ 48/2007

(Π.Χρ.2007, σελ.594)



Περίληψη 



Δικαστική εκπροσώπηση ΑΕ. Ανάθεση από το Δ.Σ. ανώνυμης

εταιρείας σε τρίτο πρόσωπο να ασκήσει μήνυση ή να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής. Διατυπώσεις χορήγησης της σχετικής εντολής. Το πρακτικό του ΔΣ που

περιέχει τη σχετική απόφασή του και το οποίο προσαρτάται στην εγχειριζόμενη

έγκληση, πρέπει να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής των μελών

του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας στην περίπτωση που η πληρεξουσιότητα

παρέχεται με απλή έγγραφη δήλωση, ενώ δεν απαιτείται η διατύπωση αυτή στην

περίπτωση που το πληρεξούσιο παρέχεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο.



Ε.Π.Ε.


ΑΠ 1573/09

(Π.Χρ.2010, σελ.550)



Περίληψη



Δικαιούχος της έγκλησης επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής (και πριν ρυθμισθεί νομοθετικά το σχετικό ζήτημα με το αρ. 15 παρ. 3 του Ν. 3472/2006) δεν είναι μόνο ο τελευταίος κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε όταν εμφανίσθηκε η επιταγή στον πληρωτή, αλλά και κάθε άλλος υπογραφέας αυτής που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής της, αφού εκείνος τελικά υφίσταται την ζημία από την μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία του είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή. – Ο άδικος χαρακτήρας της πράξης δεν επηρεάζεται και το αξιόποινο της συμπεριφοράς του εκδότη της ακάλυπτης επιταγής δεν αίρεται από το γεγονός ότι αυτός είχε παύσει τις πληρωμές του κατά τον χρόνο εκδόσεως της επιταγής. – Πότε είναι παράνομη η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο. – Ποιος νομιμοποιείται να παραστεί κατά του υπαιτίου ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ως πολιτικώς ενάγων. – Πώς κρίνεται το επιτρεπτόν της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος και η ουσιαστική βασιμότητα της αξίωσής του. – Το νομικό πρόσωπο της (μονοπρόσωπης) ΕΠΕ συμπίπτει μεν με το φυσικό πρόσωπο που την εκπροσωπεί, αλλά δεν ταυτίζεται με αυτό, κάθε δε ενέργεια του φυσικού προσώπου πρέπει να διακρίνεται αναλόγως του αν γίνεται επ’ ονόματί του και με ατομική του ευθύνη ή ως εκπροσώπου της μονοπρόσωπης ΕΠΕ της οποίας είναι μέτοχος και διαχειριστής. – Αναιρείται λόγω απολύτου ακυρότητος η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής κατ’ εξακολούθησιν, εφόσον έγινε δεκτό ότι ενομιμοποιείτο να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων ατομικώς, και να του επιδικασθεί αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω του αδικήματος, ο νόμιμος εκπρόσωπος της μονοπρόσωπης ΕΠΕ εις διαταγήν της οποίας είχαν εκδοθεί οι επίμαχες τρεις επιταγές, διότι έγινε σύγχυση μεταξύ της ιδιότητας της εγκαλούσας και αυτής του πολιτικώς ενάγοντος, αφού δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής είχε μόνον η εγκαλούσα ΕΠΕ.



Ιερές Μονές



ΑΠ 778/09

(Π.Χρ.2010, σελ.200)



Περίληψη



Παρά τον νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στην διαδικασία του ακροατηρίου υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης για την άσκηση της πολιτικής αγωγής ή όταν παραβιάσθηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και τον χρόνο ασκήσεως και υποβολής της. – Δικαιούχος της χρηματικής ικανοποίησης είναι μόνον ο φορέας του δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος που έχει προσβληθεί. – Το δικαίωμα παραστάσεως πολιτικής αγωγής έχουν και το Ελληνικό Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης την οποία υπέστησαν από την άδικη πράξη που τελέσθηκε εις βάρος τους και έχει αντίκτυπο στην πίστη, στο κύρος και στην φήμη τους έναντι των τρίτων. – Από το έγκλημα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία άμεσα ζημιούμενος και δικαιούμενος να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική διαδικασία για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης είναι ο κύριος του υπεξαιρεθέντος πράγματος. – Ο δημόσιος υπάλληλος και ο υπάλληλος του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου δεν ευθύνεται για πράξεις ή παραλείψεις του που προήλθαν από δόλο ή βαρεία αμέλειά του και έγιναν κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σ’ αυτόν δημοσίας εξουσίας, αλλ’ υπέχει ευθύνη μόνο έναντι του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου για την αποζημίωση την οποία κατέβαλε ή υποχρεούται να καταβάλει το τελευταίο στον αμέσως από το αδίκημα παθόντα για αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας ή για χρηματική του ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. – Ο νομιμοποιούμενος σε άσκηση πολιτικής αγωγής σε δίκη εις βάρος υπαλλήλου μπορεί να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων κατά του κατηγορουμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας και μόνο. – Η σχετική δήλωση μπορεί να γίνει τόσο κατά την προδικασία όσο και στο ακροατήριο, πρέπει δε να περιέχει, με ποινή το απαράδεκτο, συνοπτική έκθεση της υποθέσεως και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα της παραστάσεως. – Δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται στην δήλωση του εκπροσώπου του Δημοσίου ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου που παρίσταται ως πολιτικώς ενάγον η βλάβη, γιατί αυτή αναφέρεται στον αντίκτυπο που προκλήθηκε στο νομικό πρόσωπο από την αξιόποινη πράξη. – Το επιτρεπτό της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται από το περιεχόμενο της απαιτήσεως που περιέχει η δήλωσή του και από το κατηγορητήριο, η δε ουσιαστική βασιμότητα της αξιώσεως από την αποδεικτική διαδικασία. – Όταν η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό. – Οποιαδήποτε άλλη πλημμέλεια ή έλλειψη που αναφέρεται στην παράσταση ή την εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος δεν ασκεί επιρροή στην νομιμότητα της παραστάσεως. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος λόγος αναιρέσεως, συνιστάμενος στην παρά τον νόμο παράσταση ως πολιτικής αγωγής της Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και Αγίου Εφραίμ (διά της ηγουμένης Μοναχής ως εκπροσώπου αυτής) προς υποστήριξη της κατηγορίας της υπεξαίρεσης χρηματικού ποσού ανήκοντος στην κυριότητα της Μονής, πράξη φερομένη ως τελεσθείσα από τον κατηγορούμενο Μητροπολίτη, αφού α) αν ήταν ορθό ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη ως Εκκλησιαστική Αρχή της Επαρχίας του και για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης της ενάγουσας έπρεπε να εφαρμοσθούν οι διατάξεις των αρ. 105 και 106 ΕισΝΑΚ, τότε η πολιτικώς ενάγουσα θα μπορούσε να παρασταθεί στο δικαστήριο ζητώντας και την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης και β) απαραδέκτως προβάλλεται η αιτίαση ότι η πολιτική αγωγή ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν εκπροσωπούσε νομίμως την Ιερά Μονή, διότι, όταν η πολιτική αγωγή ασκείται ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου και αφορά μόνο την χρηματική ικανοποίηση, η έλλειψη της τήρησης της προδικασίας αυτής ή η τυχόν ακυρότητά της δεν επάγεται την ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω κακής παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος. – Στοιχεία υπεξαίρεσης στην υπηρεσία. – Ο Μητροπολίτης είναι υπάλληλος κατά την έννοια των αρ. 13 εδ. α΄ και 263α ΠΚ. – Οι Ορθόδοξες Ιερές Μονές της Ελλάδος είναι αυτοδιοικούμενα και αυτοδιαχειριζόμενα Καθιδρύματα και Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, ο επιχώριος δε Μητροπολίτης ασκεί πνευματική εποπτεία και έχει την μέριμνα για την σύμφωνη με τους Ιερούς Κανόνες λειτουργία της μονής και τον έλεγχο της νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισης αυτής. – Έννοια κατ’ εξακολούθησιν εγκλήματος.



Οικογένεια του θύματος


ΑΠ 1577/10

(Π.Χρ.2011, σελ.600)



Περίληψη



…Επέρχεται απόλυτη ακυρότητα λόγω παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής, όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης για την άσκηση της πολιτικής αγωγής. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος, ένεκα παρανόμου παραστάσεως της πολιτικής αγωγής, λόγος αναιρέσεως των κατηγορουμένων, αφού στο δικαστήριο προσκομίσθηκε σε νόμιμη μετάφραση έγγραφο συμβολαιογράφου της Αλβανίας, με το οποίο βεβαιώνεται ότι οι γονείς και τα αδέρφια του θύματος εξουσιοδοτούν συγκεκριμένο συνήγορο να τους εκπροσωπήσει στα ποινικά και πολιτικά δικαστήρια και να ζητήσει για λογαριασμό τους τα αναφερόμενα ποσά για την πράξη της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας εις βάρος του γιου και αδελφού τους, αλβανικής επίσης υπηκοότητας, το δε πληρεξούσιο φέρει τις υπογραφές όλων των παραπάνω προσώπων, ενώ στο τέλος του υπάρχει υπογραφή και σφραγίδα του Κοινοτάρχη με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος λόγος αναιρέσεως των κατηγορουμένων, συνιστάμενος στην παράνομη παράσταση ως πολιτικώς εναγόντων των αδελφών του θανόντος, επειδή δεν ανήκουν στην “οικογένεια του θύματος” σύμφωνα με την αλβανική νομοθεσία, στην οποία δεν προσδιορίζεται η έννοια της οικογένειας ούτε προβλέπεται ο θεσμός της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, αφού έλαβε χώρα ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των αρ. 192 “περί διατροφής” και 360 “περί κληρονομικής διαδοχής” του αλβανικού Αστικού Κώδικα, με την παραδοχή ότι τα αδέλφια του θύματος είναι μέλη της οικογένειάς του και δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση, δεδομένου ότι κατά το μεν αρ. 192 υφίσταται υποχρέωση διατροφής αδελφών έναντι των αδελφών, κατά δε το αρ. 360 στην εξ αδιαθέτου διαδοχή, αμέσως μετά τα τέκνα, τα εγγόνια και την σύζυγο, καλούνται οι γονείς του θανόντος και τα αδέλφια του.



ΑΠ 1317/10

(Π.Χρ.2011, σελ.443)



Περίληψη



Εκείνος που υπέστη από την πράξη άμεση ζημία, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, νομιμοποιείται να παραστεί κατά του υπαιτίου ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ως πολιτικώς ενάγων και να ασκήσει τις αξιώσεις του. – Το επιτρεπτό της παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται από το περιεχόμενο της απαίτησης που περιέχει η δήλωσή του και από το κατηγορητήριο, η δε ουσιαστική βασιμότητα της αξίωσης από την αποδεικτική διαδικασία. – Κατά το δίκαιο της πολιτείας στην οποία τελέσθηκε το αδίκημα κρίνονται, μεταξύ άλλων, το πρόσωπο του δικαιούχου και του υποχρέου προς αποζημίωση από το αδίκημα, καθώς και η έκταση της οφειλόμενης αποζημίωσης, κατ’ εφαρμογήν του αρ. 26 ΑΚ. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος λόγος αναιρέσεως των κατηγορουμένων, αφού νομίμως δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής κατά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας η μητέρα της θανούσης, Αγγλίδα υπήκοος, με αίτημα την επιδίκαση σε αυτήν χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης για τον θάνατο της θυγατέρας της…



Ουσιαστική νομιμοποίηση της πολιτικής αγωγής

(Περιπτωσιολογία αδικημάτων)


Άσεμνα δημοσιεύματα



ΑΠ 1567/10

(Π.Χρ.2011, σελ.595)



Περίληψη



Οι διατάξεις των αρ. 29 παρ. 1 εδ. α΄ και 30 εδ. α΄ του Ν. 5060/1931 διαφυλάσσουν την δημόσια ηθική και αποβλέπουν στην προστασία μόνον του γενικού συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου, ως εκ τούτου δε είναι ασυμβίβαστες με την έννοια του ιδιωτικού συμφέροντος, που δύναται να αποκατασταθεί με την πραγματική ή συμβολική επιδίκαση ορισμένου χρηματικού ποσού. – Υφίσταται παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στην διαδικασία του ακροατηρίου, όταν στο πρόσωπο εκείνου που δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων δεν συντρέχουν οι όροι της ενεργητικής νομιμοποίησης για την άσκηση πολιτικής αγωγής. – Σε άσκηση πολιτικής αγωγής για επιδίκαση αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης νομιμοποιούνται μόνο όσοι έχουν ζημιωθεί αμέσως από το διωκόμενο έγκλημα. – Άνευ απολύτου ακυρότητος παραστάθηκε ως πολιτικώς ενάγουσα για την ηθική βλάβη που υπέστη από το αδίκημα της παράβασης των αρ. 29 και 30 του Ν. 5060/1931 η παθούσα, άσεμνες φωτογραφίες της οποίας (σε ερωτική στάση) δημοσιεύθηκαν από τους κατηγορουμένους…


Έκδοση και χρήση πλαστών πιστοποιητικών για κατάθεση μετοχών


ΑΠ 1907/09

(Π.Χρ.2010, σελ.604)



Περίληψη


Απόλυτη ακυρότητα επέρχεται από την παρά τον νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος κατά την ενώπιον του ακροατηρίου διαδικασία. – Η πολιτική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να ασκηθεί μόνον από τα πρόσωπα που ζημιώθηκαν αμέσως από το αδίκημα. – Ποιος ήταν ο στόχος του νομοθέτη της διάταξης του αρ. 58 του Ν. 2190/1920 και ποιοι είναι οι αμέσως εκ του αδικήματος παθόντες. – Ορθώς απερρίφθη η ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής για έλλειψη νομιμοποίησης των πολιτικώς εναγόντων, μετόχων εταιρείας, επειδή αφενός μεν αμέσως παθούσα από την πράξη του αρ. 58 εδ. β΄ του Ν. 2190/1920 είναι η ανώνυμη εταιρεία, και όχι οι μέτοχοι αυτής, αφετέρου δε οι τελευταίοι παραιτήθηκαν του δικαιώματός τους με το να μην παραστούν ενώπιον του Αρείου Πάγου, κατά την συζήτηση της ασκηθείσας από τον κατηγορούμενο αναιρέσεως που στρεφόταν εναντίον τους και κατ’ αποφάσεως πολιτικού δικαστηρίου, αφού οι εγκαλούντες α) ενομιμοποιούντο σε παράσταση πολιτικής αγωγής, εφόσον υπέστησαν ηθική βλάβη που συνίσταται στην προσβολή των διοικητικών και περιουσιακών δικαιωμάτων τους, δεδομένου ότι, καίτοι ήσαν κύριοι (ο καθένας) 7.375 μετοχών της εταιρείας, σύμφωνα με πλαστά πιστοποιητικά καταθέσεως μετοχών αυτές εφέροντο ότι ανήκαν κατά κυριότητα στον κατηγορούμενο και στην σύζυγό του, με συνέπεια την νόθευση του αποτελέσματος της γενικής συνέλευσης της εταιρείας, και β) δεν παραιτήθηκαν από το δικαίωμα να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες στην ποινική δίκη. – Αιτιολογημένως καταδικάσθηκε για παράβαση του αρ. 58 του Ν. 2190/1920 ο κατηγορούμενος, ο οποίος ως μέλος του Δ.Σ. ανωνύμου εταιρείας, εν γνώσει της πλαστότητας, έκανε χρήση πιστοποιητικών καταθέσεως μετοχών, όπου βεβαιωνόταν ψευδώς ότι εκείνος και η σύζυγός του ήσαν κύριοι 14.750 μετοχών της εταιρείας, μολονότι αληθινοί κύριοι αυτών ήσαν οι εγκαλούντες, παραπλανώντας τους τελευταίους, την εταιρεία και την αρμόδια προς άσκησιν εποπτείας επί των ανωνύμων εταιρειών αρχή, με σκοπό την άσκηση δικαιώματος ψήφου στις γενικές συνελεύσεις της εταιρείας, δεδομένου ότι η γνώση του κατηγορουμένου προκύπτει από την επίκληση του περιεχομένου της αγωγής που κατέθεσε ο ίδιος και η σύζυγός του στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, με αίτημα την καταδίκη των ήδη πολιτικώς εναγόντων σε δήλωση βουλήσεως μεταβίβασης της κυριότητας των επίμαχων μετοχών.


Περιύβριση νεκρών



ΑΠ 1652/09

(Π.Χρ.2010, σελ.567)



Περίληψη



Ποιο είναι το έννομο αγαθό που προστατεύεται από το αδίκημα της περιύβρισης νεκρών. – Ποιος δύναται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική διαδικασία επί του αδικήματος της περιύβρισης νεκρών. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος λόγος αναιρέσεως του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι οι συγγενείς των νεκρών (παππούς και μητέρα) ενομιμοποιούντο να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες ενώπιον του δικαστηρίου και να ζητήσουν την αποκατάσταση της ηθικής τους βλάβης κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, αφού ήσαν άμεσα ζημιωθέντες από την αξιόποινη πράξη του αρ. 201 ΠΚ. – Τρόποι τελέσεως και στοιχειοθέτηση του αδικήματος της περιύβρισης νεκρών. – Ορθώς και αιτιολογημένως καταδικάσθηκε για περιύβριση νεκρών κατ’ εξακολούθησιν ο κατηγορούμενος, ο οποίος, ως ιδιοκτήτης γραφείου τελετών, προέβη σε αυθαίρετη διάνοιξη οικογενειακού τάφου, προκειμένου να εναποθέσει εκεί άλλον νεκρό, καταστρέφοντας τον τάφο και τον μαρμάρινο σταυρό του, αφαίρεσε δε και εξαφάνισε τα ευρισκόμενα εντός του τάφου οστά της ενταφιασμένης εκεί μητέρας και γιαγιάς των εγκαλούντων, καθώς και μαρμάρινο οστεοφυλάκιο, όπου φυλάσσονταν τα οστά του υιού της εγκαλούσας.



Υποβάθμιση περιβάλλοντος



ΑΠ 1865/09

(Π.Χρ.2010, σελ.601)



Περίληψη


Πότε είναι παράνομη η παράσταση της πολιτικής αγωγής. – Νομιμοποιούμενος προς άσκησιν πολιτικής αγωγής για την επιδίκαση αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είναι μόνον ο αμέσως εκ του εγκλήματος ζημιωθείς. – Είναι δυνατή η παράσταση πολιτικής αγωγής του Δημοσίου, των ΟΤΑ ή του Τεχνικού Επιμελητηρίου σε δίκη για κάποιο από τα εγκλήματα του αρ. 28 παρ. 1 του Ν. 1650/1986 περί προστασίας του περιβάλλοντος, σύμφωνα με την παρ. 7 του ίδιου άρθρου. – Η ως άνω δυνατότητα δεν αποκλείει την ταυτόχρονη παράσταση άλλων προσώπων, φυσικών ή νομικών, τα οποία, κατά την γενική διάταξη του αρ. 68 ΚΠΔ, έχουν δικαίωμα παραστάσεως. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος εκ του αρ. 171 αριθμ. 2 ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως του αναιρεσείοντος, κατηγορουμένου για παράβαση του Ν. 1650/1986, αφού οι επικαλούμενοι ηθική βλάβη (ιδιώτες, κάτοχοι γειτονικών ακινήτων) νομίμως παρέστησαν ως πολιτικώς ενάγοντες



Σημείωση : Το επίμαχο άρθρο 28 § 7 ν.1650/86 τροποποιήθηκε αρχικώς (αρ. 16 § 5 ν.3937/11) ως εξής :


7.«Στις περιπτώσεις εγκλημάτων κατά της βιοποικιλότητας, του φυσικού

κεφαλαίου και του περιβάλλοντος εν γένει, ως πολιτικώς ενάγων μπορεί να

παρίσταται το Δημόσιο, καθώς και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, στην

περιφέρεια των οποίων τελέστηκε το έγκλημα, το Τεχνικό Επιμελητήριο της

Ελλάδας, το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, πανεπιστήμια, άλλοι

επιστημονικοί φορείς, δικηγορικοί σύλλογοι, φορείς διαχείρισης

προστατευόμενων περιοχών, μη κυβερνητικές οργανώσεις και φυσικά πρόσωπα,

ανεξάρτητα αν έχουν υποστεί περιουσιακή ζημιά, με αίτημα την αποκατάσταση

των πραγμάτων, στο μέτρο που αυτή είναι δυνατή. Έγγραφη προδικασία δεν

απαιτείται.»


και στη συνέχεια (αρ. 7 § 7 ν.4042/12) έλαβε την ακόλουθη μορφή :


«7. Στις περιπτώσεις εγκλημάτων του κεφαλαίου αυτού ως πολιτικώς ενάγων μπορεί να

παρίσταται το Δημόσιο, καθώς και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην περιφέρεια των

οποίων τελέσθηκε το έγκλημα, το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος, το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο

της Ελλάδος, πανεπιστήμια, άλλοι επιστημονικοί φορείς, δικηγορικοί σύλλογοι, φορείς διαχείρισης

προστατευόμενων περιοχών, μη κυβερνητικές οργανώσεις και φυσικά πρόσωπα, ανεξάρτητα αν

έχουν υποστεί περιουσιακή ζημία, προς υποστήριξη της κατηγορίας και μόνο και με αίτημα ιδίως την αποκατάσταση των πραγμάτων στο μέτρο που είναι δυνατή. Έγγραφη προδικασία δεν

απαιτείται.»



Παραγραφή της αστικής αξίωσης


Ένσταση παραγραφής ως όρος για τη θεμελίωση παράνομης παράστασης


ΑΠ 617/10

(Πειρ.Νομ.2010, σελ.200)



Περίληψη



Ως άσκηση αγωγής που διακόπτει την παραγραφή, κατ’ άρθρο 261 ΑΚ, νοείται και η εισαγωγή προς δικαστική κρίση της αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης με τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής, κατά την ποινική διαδικασία. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση λόγω υπέρβασης εξουσίας, καθώς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την προβαλλόμενη από τον κατηγορούμενο ένσταση αποβολής πολιτικής αγωγής, μολονότι είχε παρέλθει από το χρονικό σημείο της δήλωσής της η από το νόμο οριζόμενη πενταετία και συνεπώς η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης είχε υποπέσει σε παραγραφή


ΑΠ 232/08

(Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.)


Περίληψη


Πολιτική αγωγή - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης -Παραγραφή - Αυτεπάγγελτη έρευνα - Ένσταση - Αιτιολογία -. Το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως το κατά πόσον η αξίωση του πολιτικώς ενάγοντος για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, έχει υποπέσει στην προβλεπόμενη πενταετή παραγραφή, πλην όμως εάν προβληθεί σχετική ένσταση από τον κατηγορούμενο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, οφείλει να απαντήσει αιτιολογημένα σε αυτήν (ομοίως ΑΠ 1240/07 ΠραξΛογΠΔ 2007/260).



Εφαρμογή επί παράστασης προς αποκλειστική υποστήριξη της κατηγορίας


ΑΠ 925/09

(Π.Χρ.2010, σελ.226)



Περίληψη



Η παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος, η οποία γεννά την απόλυτη ακυρότητα του αρ. 171 αριθμ. 2 ΚΠΔ και ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως, συνίσταται αποκλειστικώς σε ελλείψεις σχετικά με την ενεργητική ή παθητική νομιμοποίηση της πολιτικής αγωγής ή παραβάσεις ως προς την ακολουθητέα διαδικασία σχετικά με τον τρόπο και τον χρόνο ασκήσεως και υποβολής της. – Δεν υφίσταται παράνομη παράσταση, υπό την ως άνω έννοια, όταν συντρέχουν οποιουδήποτε άλλου είδους πλημμέλειες της πολιτικής αγωγής, όπως αυτή που δημιουργείται από την συμπλήρωση της κατ’ αρ. 937 ΑΚ πενταετούς παραγραφής της αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδίκημα, εφόσον δεν έχει προταθεί ένσταση παραγραφής από τον κατηγορούμενο. – Ο χρόνος έναρξης της ποινικής παραγραφής δύναται να διαφέρει από εκείνον της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως· ποιος ο τρόπος διαπίστωσης της μακρότερης παραγραφής σε τέτοιες περιπτώσεις. – Διακοπή της παραγραφής, κατά την διάταξη του αρ. 270 ΑΚ, επέρχεται και όταν, κατόπιν της ασκήσεως πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εισάγεται προς κρίσιν η επίμαχη αξίωση. – Σε δίκη δημοσίου υπαλλήλου για εκ δόλου ή εκ βαρείας αμελείας τελεσθέν αδίκημα, υποχρέωση για αποζημίωση του παθόντος ή χρηματική ικανοποίησή του έχει, δυνάμει του αρ. 85 παρ. 1 του Υπαλληλικού Κώδικα, το Δημόσιο, το οποίο φέρει την ιδιότητα του αστικώς υπευθύνου. – Όταν από την εγκληματική πράξη πλήττονται έννομα συμφέροντα τόσο ιδιωτικά όσο και του Δημοσίου, δικαίωμα παραστάσεως πολιτικής αγωγής έχει και ο αμέσως ζημιωθείς από το έγκλημα, μόνον όμως για την υποστήριξη της κατηγορίας και όχι για την επιδίκαση αποζημίωσης, με αποτέλεσμα να μην λαμβάνεται εν προκειμένω υπόψιν η εκ του αρ. 937 ΑΚ τασσόμενη προθεσμία παραγραφής· τέτοια περίπτωση συνιστά και η δίκη για παράβαση καθήκοντος ή δωροδοκία υπαλλήλου, εφόσον παράλληλα με το συμφέρον του Δημοσίου περί διατηρήσεως της εμπιστοσύνης των πολιτών στην καλή λειτουργία και καθαρότητα της υπηρεσίας θίγονται και δικαιώματα τρίτου προσώπου. – Απορρίπτονται οι ενστάσεις των δημοσίων υπαλλήλων, προϊσταμένου και υπαλλήλου ΔΟΥ, κατηγορουμένων για κατ’ εξακολούθησιν παθητική δωροδοκία και παράβαση καθήκοντος και για κατ’ εξακολούθησιν παράβαση καθήκοντος αντιστοίχως, περί αποβολής της πολιτικής αγωγής ένεκα παραγραφής, διότι αφενός μεν το Δημόσιο ενομιμοποιείτο σε παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, θεμελιούμενη στην μείωση του κύρους των υπηρεσιών του που υπέστη από τις ανωτέρω πράξεις, ενώ επιπροσθέτως δεν είχε παρέλθει η προθεσμία από την γνώση της πράξεως και των υπαιτίων έως την το πρώτον παράσταση της πολιτικής αγωγής υπ’ αυτού (του Δημοσίου), αφετέρου δε η παράσταση ως ετέρου πολιτικώς ενάγοντος προς υποστήριξιν της κατηγορίας ιδιώτη-φορολογουμένου, ζημιωθέντος από την έκνομη δραστηριότητα των κατηγορουμένων, ήταν παραδεκτή, καθώς δεν ασκεί καμία επιρροή επ’ αυτής η τυχόν παρέλευση της πενταετούς προθεσμίας του αρ. 937 ΑΚ. – Κατά την αντίθετη εισαγγελική αγόρευση, επήλθε απόλυτη ακυρότητα λόγω παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής, ως προς την παράσταση του προαναφερθέντος ιδιώτη, αφού η δήλωση παραστάσεως, έστω και αν γίνεται μόνον προς υποστήριξιν της κατηγορίας, είναι αρρήκτως συνδεδεμένη με την αξίωση για αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, η δε εν προκειμένω συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής, παράλληλα με την προβολή της αντίστοιχης ενστάσεως από τους κατηγορουμένους, θα έπρεπε να οδηγήσει στην αποβολή της πολιτικής αγωγής.


Σχέση με την παραγραφή του προϊσχύοντος άρθρου 432 § 2 ΚΠΔ



ΑΠ 416/12

(Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.)



… Αν περαιτέρω η αναφερόμενη στο άρθρο 937 εδ, γ του ΑΚ παραγραφή ασκηθείσας στο ποινικό δικαστήριο απαίτησης αστικής αξίωσης της πολιτικώς ενάγουσας, (από αδικοπραξία) που συνάμα αποτελεί κολάσιμο πράξη, υπόκειται στο αναφερόμενο στο εδάφιο β του ιδίου άρθρου 937 όριο εικοσαετούς παραγραφής, σε κάθε περίπτωση ή ισχύει και εδώ και προσμετράται και η τυχόν μεγαλύτερη, κατά τα παραπάνω παραγραφή, λόγω αναστολής της παραγραφής, ζήτημα που επηρεάζει το νόμιμο της γενόμενης παράστασης της πολιτικής αγωγής στο ΜΟΕ Θεσσαλονίκης και ειδικότερα: α) αν στην παραγραφή της πολιτικής αγωγής ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ισχύει σε κάθε περίπτωση το οριζόμενο από την παράγραφο 3 του άρθρου 113 του ΠΚ μέγιστο διάστημα της πενταετούς αναστολής για κακουργήματα, κατά το οποίο διαρκεί η κυρία διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, ή δεν υπολογίζεται στην άνω παραγραφή και πενταετή αναστολή η ειδική αναστολή του άρθρου 432 παρ.2 ΚΠΔ, όπως ίσχυε, κατά την εκδίκαση της κακουργηματικής υποθέσεως σε δεύτερο βαθμό, την 3-12-2010, προ της τροποποιήσεώς του, δια του άρθρου 21 του ν. 3904/23-12-2010 ή θα εφαρμοσθεί και επ'αυτής ομοίως ως παραπάνω η νέα δια του άρθρου 21 του ν. 3904/23-12-2010 τροποποίηση, ως ευμενέστερη για τον εναγόμενο κατηγορούμενο και επομένως ισχύει στην προκειμένη υπόθεση σε κάθε περίπτωση ο περιορισμός της πενταετούς αναστολής και  β) αν επί παραγραφής της ασκηθείσας στο ποινικό δικαστήριο πολιτικής αγωγής ισχύουν οι διατάξεις του ΑΚ περί διακοπής και αναστολής της παραγραφής. Επειδή όμως τα ζητήματα αυτά, κατά την ομόφωνη γνώμη των μελών του δικαστηρίου τούτου, κρίνονται ως γενικότερου νομικού ενδιαφέροντος, ενόψει της προαναφερθείσας διάστασης απόψεων σε νομολογία και θεωρία, πρέπει η κρινόμενη αίτηση, να παραπεμφθεί στην ποινική τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τα άρθρα 23 παρ.1 του ν. 1756/88 και 3 παρ.2 του ν. 3810/57, το οποίο έχει διατηρηθεί σε ισχύ ως προς τις ποινικές υποθέσεις με το άρθρο 64 παρ.5 του ΕισΝ ΚΠολΔ, προκειμένου η τελευταία, να λάβει θέση επί των ζητημάτων αυτών που ανεφύησαν στο ποινικό αυτό τμήμα του Αρείου Πάγου, για να αποφανθεί για το βάσιμο ή μη των προβληθέντων με την από 29-4-2011 αίτηση αναιρέσεως, πρώτου και δευτέρου, αντίστοιχων σχετικών λόγων αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, πρώτου λόγου, της υπέρβασης εξουσίας, λόγω παραγραφής της αξιόποινης πράξης (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η'ΚΠΔ) και δεύτερου λόγου, της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, λόγω παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής, συνεπεία παραγραφής, μη διακοπείσας δια ασκήσεώς της στον πρώτο βαθμό, της αστικής αξίωσης της πολιτικώς ενάγουσας (άρθρο 171 παρ.2, 510 παρ.1 στοιχ. Α'ΚΠΔ)...


Υπολογισμός της μακρότερης παραγραφής κατά το άρθρο 937 § 2 ΑΚ



ΟλΑΠ 21/03

(Π.Χρ.2003, σελ.971)



Περίληψη


Προϋποθέσεις εφαρμογής του αρ. 937 παρ. 2 AK. – Για την διακρίβωση του εάν επί πλημμελημάτων η ποινική παραγραφή είναι μακρότερη της αστικής δεν συνυπολογίζεται το οριζόμενο από το αρ. 113 παρ. 3 ΠΚ μέγιστο διάστημα της αναστολής, διότι αφενός η ασφάλεια δικαίου ως έκφανση της αρχής του κράτους δικαίου επιβάλλει να είναι εξ αρχής προσδιορισμένη η διάρκεια της παραγραφής και αφετέρου ο συνυπολογισμός της τριετίας της ποινικής αναστολής προκαλεί σύγχυση με την διακοπή και την αναστολή της αστικής παραγραφής. – Δεν παραβιάσθηκε το αρ. 937 ΑΚ εκ της αποδοχής της ενστάσεως παραγραφής τής επίδικης απαίτησης, εφόσον η αγωγή για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης επιδόθηκε στην αναιρεσίβλητη μετά παρέλευση πέντε (όχι όμως και οκτώ) ετών από την γνώση εκ μέρους τού αναιρεσείοντος της ζημίας και του υπόχρεου, έστω και αν η παραγραφή του εγκλήματος, εκ του οποίου πήγαζε η απαίτηση, είχε μετατραπεί σε οκταετή λόγω επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος. – Κατά την γνώμη της μειοψηφίας η προσβαλλομένη έπρεπε να αναιρεθεί λόγω παράβασης των αρ. 937 ΑΚ και 111-113 ΠΚ, διότι επί απαιτήσεως από αδικοπραξία δεν γίνεται καμία διάκριση στον νόμο ούτε για κατηγορίες αδικημάτων ούτε για αρχική ή μετ’ αναστολήν παραγραφή, αλλά αυτή υπόκειται στην μακρότερη συνολικά παραγραφή, η οποία επί πλημμελημάτων φθάνει τα οκτώ έτη, αφού ο νομοθέτης θέλησε τόσο η αξίωση της Πολιτείας για την τιμωρία του δράστη της αξιόποινης πράξης, όσο και η απαίτηση του αδικηθέντος να υπόκεινται στον αυτό χρόνο παραγραφής.


Παράσταση πολιτικής αγωγής μόνο για υποστήριξη της κατηγορίας


Αιρετά όργανα των Ο.Τ.Α.



ΑΠ 986/08

(Νόμος)



Περίληψη



…Παράβαση καθήκοντος από τους εκλεγέντες δημοτικούς συμβούλους που έθιξαν τη

δραστηριότητα του καταστήματος της μηνύτριας. Περιορισμός αστικής ευθύνης

αιρετών οργάνων, τα οποία δεν υπέχουν ατομική ευθύνη τα ίδια προς αποζημίωση

τρίτων. Δυνατότητα πολιτικής αγωγής κατά του κατηγορουμένου από τον αμέσως εκ του αδικήματος παθόντα, (εταιρεία και όχι εταίρο) προς υποστήριξη εδώ της

κατηγορίας και μόνον, και όχι χρηματικής ικανοποίησης. Παράνομη

παράσταση πολιτικής αγωγής για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβαθμίου

Δικαστηρίου..



Ανάγκη νομοθετικής πρόβλεψης



ΑΠ 2338/08

(Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.)



…Ειδικότερα κατά το άρθρο 63 ΚΠΔ η πολιτική αγωγή για την αποζημίωση και την αποκατάσταση από το έγκλημα και για την χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τους δικαιουμένους σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα - "σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνο που έπαθε προσβολή της υγείας του ... ". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος συναρτάται πάντοτε με υλική ζημία στο πρόσωπό του (πολιτικώς ενάγοντος) ή με χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στην περίπτωση της προσβολής της υγείας του. Παράσταση πολιτικής αγωγής για υπεράσπιση της κατηγορίας στον πρώτο βαθμό ή ενώπιον του Εφετείου επί καταδικαστικής αποφάσεως, χωρίς να ζητείται η επιδίκαση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης είναι ανεπίτρεπτη και η τοιαύτη δήλωση συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα, εφόσον γίνει δεκτή από το δικάσαν δικαστήριο, κατ'άρθρο 171 παρ. 2 ΚΠΔ, κατά το οποίο "αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του δικαστηρίου"επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, η οποία προτείνεται κατά πάσα στάση της δίκης και ωσότου η απόφαση καταστεί αμετάκλητη (άρθρο 173 αρ. 1 ΚΠΔ). Εξαίρεση του ανωτέρω αποτελεί ως προς την παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος για υποστήριξη της κατηγορίας και μόνο, όταν από την άποψη του χρόνου αυτή γίνεται μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στον πρώτο βαθμό και παράλληλα από διάταξη νόμου η υποχρέωση για την αποκατάσταση της ζημίας ή την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης περιορίζεται αποκλειστικά σε τρίτο αστικώς υπεύθυνο…



Δικονομικές συνέπειες από την επιδίκαση του τυχόν αιτηθέντος ποσού



ΑΠ 604/09

(Π.Χρ.2010, σελ.122)



Περίληψη



Δικαιούχος της χρηματικής ικανοποίησης είναι μόνον ο φορέας του δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος που έχει προσβληθεί. – Το δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής έχουν και το Ελληνικό Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την άδικη πράξη και έχει αντίκτυπο στην πίστη, στο κύρος και στην φήμη τους έναντι των τρίτων. – Πότε δεν είναι απαραίτητο να εξειδικεύεται η βλάβη στην δήλωση του εκπροσώπου του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που παρίστανται ως πολιτικώς ενάγοντες. – Πώς κρίνεται το επιτρεπτό και η ουσιαστική βασιμότητα της παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος. – Τι πρέπει να περιέχει η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής όταν επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. – Εκείνος που ζημιώθηκε αμέσως από το έγκλημα δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στο ακροατήριο προς υποστήριξη μόνο της κατά του κατηγορουμένου δημοσίου υπαλλήλου κατηγορίας, χωρίς να είναι αναγκαίο να διευκρινίζεται αν παρίσταται για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης ή για αποκατάσταση υλικής ζημίας, αφού τέτοιες απαιτήσεις δεν έχει έναντι του κατηγορουμένου υπαλλήλου και συνεπώς δεν του επιδικάζονται, τυχόν δε επιδίκαση της απαίτησης του πολιτικώς ενάγοντος συνεπάγεται υπέρβαση εξουσίας, αλλά η παραδοχή του λόγου αναιρέσεως δεν επάγεται την αναίρεση της απόφασης στο σύνολό της, αλλά μόνο ως προς την διάταξή της περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως στην πολιτική αγωγή. – Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο περί απολύτου ακυρότητος λόγος αναιρέσεως, συνιστάμενος στην παράνομη παράσταση στο ακροατήριο ως πολιτικώς ενάγοντος Αναγκαστικού Συνεταιρισμού προς υποστήριξη της κατηγορίας για υπόθαλψη εγκληματία, επειδή ο Συνεταιρισμός δήλωσε ότι παρίσταται για χρηματική ικανοποίηση από την ηθική βλάβη που υπέστη από την παράνομη πράξη των κατηγορουμένων. – Ορθώς και αιτιολογημένως καταδικάσθηκαν για υπόθαλψη εγκληματία οι κατηγορούμενοι, υπάλληλοι της Διεύθυνσης Δασών, οι οποίοι παρόλο που διαπίστωσαν ύστερα από αυτοψία ότι αμφότεροι οι δράστες διέπραξαν παράνομη υλοτόμηση σε συνεταιριστικό δάσος Αναγκαστικού Συνεταιρισμού, δεν κατέθεσαν μήνυση εναντίον του ενός εκ των δύο, ματαιώνοντας καταρχήν την δίωξή του, ούτε περιέλαβαν στην δικογραφία σχετική ένορκη κατάθεση του προέδρου του επίμαχου Αναγκαστικού Συνεταιρισμού



ΑΠ 1010/07

(Π.Χρ.2008, σελ.322)



Περίληψη



Οι δημόσιοι υπάλληλοι (όπως είναι οι ιατροί του Εθνικού Συστήματος Υγείας και οι ανήκοντες στο ιατρικό προσωπικό των νοσοκομείων οιασδήποτε μορφής, αλλά και οι υπάλληλοι των Ν.Π.Δ.Δ.) δεν ευθύνονται αστικώς έναντι εκείνων που ζημιώθηκαν αμέσως από τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις τους που τελέσθηκαν με δόλο ή βαρειά αμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και την διενέργεια συναφών προς αυτά πράξεων ή παραλείψεών τους. – Ο αμέσως ζημιωθείς από το έγκλημα δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων κατά την έναρξη της διαδικασίας και να υποστηρίξει μόνο την κατά του κατηγορουμένου δημοσίου υπαλλήλου ή υπαλλήλου Ν.Π.Δ.Δ. απαγγελθείσα κατηγορία, χωρίς να δύναται να επιδιώξει την υπέρ αυτού επιδίκαση αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης (εις βάρος του υπαλλήλου). – Το ποινικό δικαστήριο της ουσίας που υποχρεώνει τον καταδικασθέντα δημόσιο υπάλληλο ή υπάλληλο Ν.Π.Δ.Δ. να καταβάλει για την από αυτόν τελεσθείσα αξιόποινη πράξη χρηματική ικανοποίηση στον παθόντα υποπίπτει στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας, με αποτέλεσμα να επέρχεται η αναίρεση της αποφάσεως μόνο ως προς την διάταξη της επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης, χωρίς να υφίσταται ανάγκη για μετ’ αναίρεσιν παραπομπή της υπόθεσης στο δικάσαν δικαστήριο. – Αναιρείται λόγω υπερβάσεως εξουσίας η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία υποχρεώθηκαν οι κατηγορούμενοι (δημόσιοι πολιτικοί υπάλληλοι), λόγω της ιδιότητάς τους (επιμελητής της νευροχειρουργικής κλινικής του νοσοκομείου ο πρώτος, και ειδικευόμενος βοηθός της ίδιας κλινικής ο δεύτερος), να καταβάλουν κατ’ ίσα μέρη στον καθένα από τους πολιτικώς ενάγοντες το ποσό των 45 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. – Επεκτείνεται το αναιρετικό αποτέλεσμα και στον συγκατηγορούμενό τους και απαλείφεται η καταψηφιστική περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποίησης διάταξη της προσβαλλομένης



Εξόφληση της αστικής απαίτησης



ΟλΑΠ 1/97

(Νόμος)



Περίληψη



Δικονομία ποινική. Η πολιτική αγωγή ασκείται στο ποινικό δικαστήριο από τους δικαιουμένους σύμφωνα με τον ΑΚ και ειδικότερα τα άρθρα 932 και 933 αυτού. Το ποινικό δικαστήριο στερείται του δικαιώματος να ασχοληθεί με την πολιτική αγωγή, όταν αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να ασκηθεί δίωξη ή απαλλάσσει τον κατηγορούμενο. Η πολιτική αγωγή έχει εκτός του αστικού και ποινικό χαρακτήρα, αφού αποβλέπει στην υποστήριξη της κατηγορίας κατά του υπαιτίου του εγκλήματος. Η καταβολή ή η δημόσια παρακατάθεση της αποζημίωσης δεν επηρεάζουν την ποινική λειτουργία της πολιτικής αγωγής. Έτσι ο πολιτικώς ενάγων που έχει προβεί στη σχετική δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής ή οι κληρονόμοι, μπορούν να παρίστανται ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου για την υποστήριξη μόνο της κατηγορίας και την περαιτέρω διασφάλιση της αστικής αξίωσης, αφού σε περίπτωση απαλλαγής του κατηγορουμένου, ο τελευταίος μπορεί να αναζητήσει ό,τι κατέβαλε κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Απορρίπτεται η αναίρεση για απόλυτη ακυρότητα λόγω παράστασης των κληρονόμων του πολιτικώς ενάγοντα στην κατ’ έφεση δίκη μετά την καταβολή της επιδικασθείσης αποζημιώσεως. Αντίθετη μειοψηφία







Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς



ΑΠ 1384/08

(Ποιν.Δικ.2009, σελ.282)



Περίληψη



Απορρίπτεται ο αναιρετικός λόγος για απόλυτη ακυρότητα λόγω παράνομης παράστασης πολιτικής αγωγής, δεδομένου ότι στην ένδικη υπόθεση, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέστη, όπως και πρωτοδίκως, ως πολιτικώς ενάγουσα για την υποστήριξη της κατηγορίας, σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 6 Ν 3340/2005…



«Παρά τον νόμο» παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος


Επιφύλαξη του δικαστηρίου επί των αντιρρήσεων κατά της πολιτικής αγωγής



ΑΠ 1264/10

(Π.Χρ.2011, σελ.435)



Περίληψη



Εφόσον αμφισβητείται κατ’ ουσίαν από την υπεράσπιση του κατηγορουμένου η ενεργητική νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος και η ύπαρξη της τελευταίας εξαρτάται από την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, το δικαστήριο δύναται να αποφασίσει για την αποβολή της πολιτικής αγωγής μετά την λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και τις αγορεύσεις των συνηγόρων χωρίς να γεννάται ακυρότητα από την μέχρι τότε παραμονή του πολιτικώς ενάγοντος στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία.



ΑΠ 486/10

(Π.Χρ.2011, σελ.181)



Περίληψη



…Πότε υπάρχει απόλυτη ακυρότητα, ένεκα παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής. – Πότε δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα από την μη αποβολή του πολιτικώς ενάγοντος από την διαδικασία. – Ορθώς, αιτιολογημένως και άνευ απολύτου ακυρότητος καταδικάσθηκε για νόθευση (κατ’ ακριβή νομικό χαρακτηρισμό) εγγράφων κατ’ εξακολούθησιν μετά χρήσεως και απάτη επί δικαστηρίω ο κατηγορούμενος, αφού στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται: α) η εκ μέρους του νόθευση των τιμολογίων της εταιρείας του, ώστε να εμφανίζουν πώληση εμπορευμάτων αξίας 94.708,56 ευρώ προς την εγκαλούσα εταιρεία και η υπογραφή τους κατ’ απομίμησιν της υπογραφής του διευθυντή της εγκαλούσας, ώστε να φαίνεται ότι ο τελευταίος παρέλαβε τα εμπορεύματα ένεκα πωλήσεως και όχι ένεκα συμβάσεως έργου, β) η χρησιμοποίηση των τιμολογίων για την έκδοση διαταγής πληρωμής, γ) η ψευδής παράσταση προς τον δικαστή ότι τα τιμολόγια αντιπροσωπεύουν πώληση εμπορευμάτων, με αποτέλεσμα την έκδοση της διαταγής πληρωμής, και δ) η ζημία της εγκαλούσης ποσού των 43.582,56 ευρώ, όπως προέκυψε μετά την αφαίρεση από το ποσό των 94.708,56 ευρώ του ποσού των 51.120 ευρώ, αφού το τελευταίο αφορούσε τα υλικά που πράγματι παραδόθηκαν βάσει της καταρτισθείσας συμβάσεως έργου. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος λόγος αναιρέσεως, συνιστάμενος αφενός μεν στο ότι η παράσταση πολιτικής αγωγής αποβλήθηκε μετά την λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και τις αγορεύσεις των συνηγόρων, αφετέρου δε στο ότι ο πολιτικώς ενάγων κατέθεσε ενόρκως στο ακροατήριο.



ΑΠ 174/09

(Π.Χρ.2010, σελ.95)



Περίληψη



Πότε επέρχεται απόλυτη ακυρότητα λόγω παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής. – Σε περίπτωση αθωώσεως του κατηγορουμένου και ασκήσεως εφέσεως από τον εισαγγελέα, αυτός που νομίμως παρέστη ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δικαιούται να παραστεί με την αυτή ιδιότητα και στην κατ’ έφεσιν δίκη, αλλά μόνον προς υποστήριξιν της κατηγορίας. – Σε περίπτωση ασκήσεως εφέσεως κατ’ αθωωτικής αποφάσεως από τον εισαγγελέα, αν ο πολιτικώς ενάγων δεν είχε παρασταθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν δικαιούται να παραστεί το πρώτον στο εφετείο ούτε προς υποστήριξη της κατηγορίας, τυχόν δε παρασταθείσα πολιτική αγωγή πρέπει να αποβληθεί πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, άλλως δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. – Αναιρείται λόγω απολύτου ακυρότητος η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία, αφού έγινε δεκτή η έφεση του Εισαγγελέως κατά της πρωτοδίκου αθωωτικής αποφάσεως για κλοπή και υπεξαίρεση, έγινε επίσης δεκτή και η παράσταση της δηλωθείσας το πρώτον στο εφετείο πολιτικής αγωγής για υποστήριξη της κατηγορίας, μετά δε το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας (που διεξήχθη με την παρουσία της πολιτικής αγωγής), η πολιτική αγωγή αποβλήθηκε, επειδή δεν είχε ασκηθεί και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο


ΑΠ 1748/08

(Ποιν.Δικ.2009, σελ.649)



Περίληψη



…Απορρίπτονται επίσης και οι λόγοι της παραβίασης δεδικασμένου και της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας λόγω του ότι για την ίδια πράξη έχουν ασκηθεί εναντίον του δύο ποινικές διώξεις, αφού τα βουλεύματα που επικαλείται αφορούν την κήρυξη ως απαραδέκτων ποινικών διώξεων που έχουν ασκηθεί κατά άλλου προσώπου, καμία δε ακυρότητα δεν δημιουργείται από την παρά το νόμο παράσταση μέχρι το τέλος της διαδικασίας του εκπροσώπου του πολιτικώς ενάγοντος νομικού προσώπου που έφερε την επωνυμία «ΟΙΚΟΣ ΝΑΥΤΟΥ ΝΠΔΔ», παρόλο που είχε ως προς την περιουσιακή ζημία του ολοσχερώς εξοφληθεί από αυτόν, διότι όταν υπάρχει σύμφωνα με δήλωση του πολιτικώς ενάγοντα και τη σε βάρος του τελεσθείσα αξιόποινη πράξη ενεργητική νομιμοποίηση αυτού, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει για την αποβολή ή όχι της πολιτικής αγωγής μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και τις αγορεύσεις των συνηγόρων, συνεπώς η παραμονή του πολιτικώς ενάγοντα στη διαδικασία μέχρι το ως άνω χρονικό όριο δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης για παρά το νόμο παράσταση αυτού.



Κρίσιμες πλημμέλειες για τη διάγνωση παράνομης παράστασης


ΑΠ 753/10

(Π.Χρ.2011, σελ.214)



Περίληψη



Η παρά τον νόμο παράσταση της πολιτικής αγωγής επάγεται απόλυτη ακυρότητα· παρά τον νόμο παράσταση της πολιτικής αγωγής υπάρχει και όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης για την άσκησή της. – Η παραγραφή του δικαιώματος άσκησης πολιτικής αγωγής δεν ερευνάται αυτεπαγγέλτως, αλλά πρέπει να προταθεί από τον κατηγορούμενο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. – Πότε και πώς πρέπει να προταθεί η επίμαχη ένσταση παραγραφής ειδικά ενώπιον του εφετείου. – Ορθώς απερρίφθη ο περί αποβολής της πολιτικής αγωγής ισχυρισμός των αναιρεσειόντων, συνιστάμενος στο ότι με την έγκληση δεν διευκρινίσθηκε για ποιο αδίκημα γίνεται η δήλωση της παράστασης πολιτικής αγωγής, δεν καταβλήθηκε το απαραίτητο παράβολο και η αξίωση της πολιτικώς ενάγουσας έχει ήδη υποπέσει σε παραγραφή, αφού α) από την επισκόπηση της έγκλησης προκύπτει ότι η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής αφορούσε τόσο τα αδικήματα της ψευδορκίας μάρτυρος και της συκοφαντικής δυσφήμησης όσο και της ηθικής αυτουργίας σε αυτά, τούτο άλλωστε επιβεβαιώθηκε και από την επανάληψη της σχετικής δήλωσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, β) εφόσον η δήλωση παραστάσεως της πολιτικής αγωγής έγινε με την έγκληση που υπεβλήθη στις 9.8.2002, δεν υποχρεούτο η πολιτικώς ενάγουσα να καταθέσει και το οικείο παράβολο, διότι η επίμαχη υποχρέωση επιβλήθηκε αργότερα επί ποινή απαραδέκτου της πολιτικής αγωγής, και γ) ο ισχυρισμός περί αποβολής της πολιτικώς ενάγουσας προβλήθηκε το πρώτον στο εφετείο, χωρίς να αποτελεί λόγο της ασκηθείσας εφέσεως.

ΑΠ 1161/09

(Ποιν.Δικ.2010, σελ.424)



… Περαιτέρω κατά το άρθρο 171 παρ. 2 του ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, η οποία λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και θεμελιώνει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, προκαλείται αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου. Παράνομη δε είναι η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο σύμφωνα με τα άρθρα 63, 64 και 68 ΚΠΔ, όταν υπάρχει έλλειψη ως προς το χρόνο και τον τρόπο άσκησής της ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ή ως προς την ενεργητική ή παθητική νομιμοποίηση του δικαιούχου, όχι δε και όταν υφίσταται άλλη έλλειψη ή πλημμέλεια ως προς την παράσταση ή την εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος, η οποία δεν θίγει το συμφέρον του κατηγορουμένου ούτε πλήττει τη δημόσια τάξη. Έτσι, δεν είναι παράνομη η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος, επί παραβιάσεως από αυτόν των διατάξεων για τα δικαστικά τέλη και έξοδα και τη σχετική νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου του. Τέλος, δεν υπάρχει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο για παράνομη παράσταση πολιτικής αγωγής, από μόνο το λόγο ότι το δικαστήριο δεν εξέδωσε παρεμπίπτουσα απόφαση με την οποία να δέχεται την πολιτική αγωγή της οποίας ζητήθηκε η αποβολή από τον κατηγορούμενο. Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για απόλυτη ακυρότητα, που συνίσταται το μεν γιατί εσφαλμένα το Δικαστήριο που την εξέδωσε, δέχθηκε ότι η εγκαλούσα είναι η άμεσα παθούσα από την αξιόποινη πράξη της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας για την οποία καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, με τις διακρίσεις της συμμετοχικής δράσης του καθένα απ'αυτούς, το δε γιατί το ίδιο Δικαστήριο μετά την υποβολή από μέρους τους, της σχετικής ενστάσεως περί αποβολής της πολιτικής αγωγής, επιφυλάχθηκε να εκδώσει την επί της ενστάσεώς τους παρεμπίπτουσα απόφαση, την οποία δεν εξέδωσε μέχρι τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Ο σχετικός, όμως, ισχυρισμός, κατ'αμφότερα τα σκέλη του, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και συγκεκριμένα κατά το πρώτο μέρος, γιατί η παθούσα, η οποία είχε το δικαίωμα της αποκλειστικής εκμεταλλεύσεως του ως άνω Ρ/Σ, νομιμοποιούνταν αυτή να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγουσα και να επιδιώξει την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω της ηθικής βλάβης που αυτή υπέστη από την αξιόποινη συμπεριφορά των αναιρεσειόντων. Επίσης, και κατά το έτερο σκέλος του είναι αβάσιμος, ο εν λόγω ισχυρισμός των αναιρεσειόντων γιατί δεν δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα στην περίπτωση που το Δικαστήριο, δεν εκδώσει παρεμπίπτουσα απόφαση ως προς τη νομιμότητα της πολιτικής αγωγής…


ΑΠ 2051/08

(Νόμος)



…Ι. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 ΚΠΔ, απόλυτη

ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναίρεσης της απόφασης, κατ` άρθρο 510 παρ. 1

στοιχ. Α` του ίδιου Κώδικα, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε

στάση της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, επιφέρει η παρά τον νόμο

παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει

όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της

ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης για την άσκηση της πολιτικής αγωγής,

σύμφωνα με τις διατάξεις των αρθρ. 63 και 64 Κ.Π.Δ. και όταν παραβιάσθηκε η

διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και τον χρόνο της

άσκησης και της υποβολής αυτής, κατά το αρθρ. 68 του ίδιου κώδικα. Εξάλλου

από τον συνδυασμό των διατάξεων των αρθρ. 63 Κ. Π. Δ. και 614 και 932 Α. Κ.,

προκύπτει ότι δικαιούνται να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες μόνον εκείνοι

που ζημιώνονται άμεσα από το έγκλημα ή υφίστανται ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη από αυτό και όχι και εκείνοι που βλάπτονται έμμεσα, όπως τα μέλη του νομικού

προσώπου, τα οποία δεν νομιμοποιούνται ενεργητικά στην άσκηση της πολιτικής

αγωγής από αδίκημα που στρέφεται κατά νομικού προσώπου, το οποίο και μόνο

ζημιώνεται άμεσα από αυτό (Ολ. Α.Π. 5/1994). Ηθική βλάβη μπορεί να υποστεί

και το νομικό πρόσωπο από τον αντίκτυπο που έχει στην πίστη, το κύρος και

την φήμη του η άδικη πράξη που διαπράχθηκε σε βάρος του, στην δήλωση του

εκπροσώπου του οποίου, όταν παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων, δεν είναι

αναγκαίο να εξειδικεύεται η βλάβη, γιατί αυτή αναφέρεται στον ανωτέρω

αντίκτυπο. Έτσι από τις προαναφερόμενες διατάξεις των αρθρ. 63, 64, 68

Κ.Π.Δ. συνάγεται ότι απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας προκαλείται μόνον

οσάκις υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως ή όταν δεν

τηρήθηκε η επιβαλλομένη διαδικασία σχετικώς προς τον χρόνο και τον τρόπο

ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής εις το ποινικό δικαστήριο.



Οποιαδήποτε άλλη πλημμέλεια ή έλλειψη αναφερομένη στην παράσταση ή την

εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος δεν ασκεί επιρροή στην νομιμότητα της

παραστάσεως, όπως επί εταιρίας η έλλειψη εγκρίσεως της Γενικής Συνελεύσεως

(Α.Π. 1575/98, 2266/2002)…


Ποινικές δίκες ανεπίδεκτες πολιτικής αγωγής


Αξιόποινες πράξεις δικαστικών λειτουργών



ΣυμβΑΠ 1127/11

(Νόμος)



Σύμφωνα με το άρθρο 15 και 16 του ΚΠΔ, εκτός των άλλων περιοριστικώς αναφερομένων

προσώπων, και ο πολιτικώς ενάγων στο στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως μπορεί να ζητήσει την εξαίρεση των εισαγγελικών λειτουργών που ασχολούνται με την έγκληση του. Προϋπόθεση για την υποβολή αιτήματος εξαιρέσεως από τον πολιτικώς ενάγοντα είναι: α) αυτός να είναι αμέσως παθών από το έγκλημα που κατήγγειλε β) να δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων και γ) να έχει δηλώσει νομότυπα παράσταση πολιτικής αγωγής. Αν ο εγκαλών δεν έχει το δικαίωμα από τον Νόμο να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων για το έγκλημα που κατήγγειλε, τότε δεν έχει το δικαίωμα να υποβάλλει και αίτημα εξαιρέσεως (ΑΠ 631/2010, ΑΠ 1151/1995). Σε έγκληση κατά δικαστικών λειτουργών είναι ανεπίτρεπτη, σύμφωνα με αρθρ. 99 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, 6 του Ν. 693/1977 και 105 του Εισ.Ν.Α.Κ, η παράσταση πολιτικής αγωγής και ο παθών μπορεί να επιδιώξει τις απαιτήσεις του μόνο στο Ειδικό Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας (ΑΠ 751/2003, ΑΠ 1531/1993, ΑΠ 248/1987, ΑΠ 256/1996, ΑΠ 821/1986, Ειδ. Δικ. Κακοδικίας 4/1987). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι αυτός που υποβάλλει έγκληση κατά δικαστικών λειτουργών για π.χ. παράβαση καθήκοντος ή κατάχρηση εξουσίας σε βάρος του, δεν μπορεί στη συνέχεια να ζητήσει την εξαίρεση άλλων δικαστικών λειτουργών που ερευνούν την έγκλησή του επειδή δεν μπορεί σύμφωνα με το νόμο να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων εναντίον τους στην ποινική δίκη (ΑΠ 518/1975)...



Αυθαίρετες κατασκευές



ΑΠ 1123/10

(Ποιν.Δικ.2010, σελ.1285)



Περίληψη


Αναιρείται εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, μόνο κατά το μέρος που αφορά στο αδίκημα του άρθρου 17 παρ. 8 Ν 1337/1983 (αυθαίρετες κατασκευές) και ως προς την επιδίκαση-προσδιορισμό χρηματικής ικανοποίησης που επιδικάσθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο ως ηθική βλάβη, λόγω απόλυτης ακυρότητας που προκλήθηκε στο ακροατήριο από την παράνομη παράσταση του Ελληνικού Δημοσίου ως πολιτικώς ενάγοντος, δεδομένου ότι αυτό δεν είναι άμεσα παθόν από την ως άνω εγκληματική πράξη



Πολιτική αγωγή ενώπιον του Δικαστηρίου Ανηλίκων


ΜονΔικΑνηλΑμαλ 73/09

(Ποιν.Δικ.2010, σελ.1144)



Περίληψη


Κατά των ανηλίκων επιτρέπεται η παράσταση πολιτικής αγωγής ενώπιον του Δικαστηρίου Ανηλίκων, αλλιώς δεν θα είχε θέση η ρύθμιση του άρθρου 488 ΚΠΔ περί παροχής έφεσης στον πολιτικώς ενάγοντα. Αν στην παράσταση αναφέρεται και κάποιο χρηματικό ποσό, τούτο δεν καθιστά τη δήλωση απαράδεκτη, αφού αυτή ισχύει μόνο για την υποστήριξη της κατηγορίας. Άλλωστε ο παρασταθείς προς υποστήριξη της κατηγορίας έχει όλα τα δικαιώματα του πολιτικώς ενάγοντος, μπορεί δηλαδή να ασκήσει και ένδικα μέσα



Προστασία του πολιτικώς ενάγοντος από το άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ


ΕΔΔΑ – Απόφαση της 11.02.2010 (Υπόθεση Συγγελίδης κατά Ελλάδας)

(Πειρ.Νομ.2011, σελ.106)



… Α. Επί του παραδεκτού

1. Ισχυρισμοί των διαδίκων

23. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η άρνηση της ελληνικής Βουλής να άρει την ασυλία της Μ.Α. δεν δημιούργησε ζητήματα στη βάση του άρθρου 6 της Σύμβασης, διότι δεν έθιξε τα δικαιώματα αστικής φύσεως του προσφεύγοντα. Κατά πρώτον, υποστήριξε ότι η συμπεριφορά του προσφεύγοντα έδειξε ότι ο σκοπός της δήλωσης παράστασής του ως πολιτικής αγωγής ήταν κατά κύριο λόγο να επιτύχει την καταδίκη της κατηγορουμένης. Η Κυβέρνηση επεσήμανε ως προς τούτο ότι, όταν κατέθεσε τη μήνυσή του στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, ο προσφεύγων απλώς αξίωσε το συμβολικό ποσό των δέκα ευρώ, χωρίς να παραβλάπτεται η ικανοποίηση όλων των δικαιωμάτων του αστικής φύσεως ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Κατά δεύτερον, η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι ακόμα κι αν ο προσφεύγων κατάφερνε να επιτύχει μία καταδίκη σε βάρος την πρώην συζύγου του, αυτή δε θα ήταν «άμεσα αποφασιστική» καθώς οποιεσδήποτε συνέπειες της εν λόγω καταδίκης επί της συμμόρφωσής της προς τους όρους της πρόσβασης του προσφεύγοντος στο παιδί του θα ήταν αβέβαιες και αόριστες. Κατά τρίτον, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η παρούσα προσφυγή δεν εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου 6 παρ. 1 διότι η απόφαση αριθ. 528/2005, με την οποία η σύζυγος του προσφεύγοντος παρέλειψε να συμμορφωθεί, συνιστούσε προσωρινό μέτρο σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο...

… 2. Εκτίμηση του Δικαστηρίου

α) Ως προς την εφαρμογή του άρθρου 6 παρ. 1 της Σύμβασης

27. Σε ό,τι αφορά την αστική φύση της διαδικασίας, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι η Σύμβαση δεν παραχωρεί αφ’εαυτού το δικαίωμα της δίωξης ή καταδίκης τρίτων για ένα ποινικό αδίκημα. Προκειμένου να υπεισέρχεται στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης, το εν λόγω δικαίωμα πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την εκ μέρους του θύματος άσκηση του δικαιώματός του να ασκήσει την αστική αγωγή που προσφέρεται από το εθνικό δίκαιο, έστω και ενόψει της επίτευξης μιας συμβολικής επανόρθωσης ή της προστασίας ενός δικαιώματος αστικής φύσεως, όπως το δικαίωμα της απόλαυσης μιας «καλής φήμης» (βλέπε Perez κατά Γαλλίας [GC], no.47287/99, παρ. 70, ECHR 2004-I).

28. Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι το άρθρο 6 παρ. 1 της Σύμβασης εφαρμόζεται σε διαδικασίες που σχετίζονται με μηνύσεις με παράσταση πολιτικής αγωγής από τη στιγμή της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής, εκτός αν ο μηνυτής έχει παραιτηθεί κατά τρόπο μη διφορούμενο από την άσκηση του δικαιώματός του σε επανόρθωση (βλέπε πιο πάνω αναφερόμενη απόφαση Perez, παρ. 66).

29. Εν προκειμένω, ο προσφεύγων δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής για ποσό που ισοδυναμούσε με δέκα ευρώ, όταν κατέθεσε μήνυση ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, στη βάση του άρθρου 232Α του Ποινικού Κώδικα. Συνεπώς, η διαδικασία ήταν αστικής φύσεως καθώς είχε οικονομική πτυχή, κάτι που προκύπτει από το ποσό των δέκα ευρώ, όσο συμβολικό κι αν είναι αυτό, για το οποίο ο προσφεύγων δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής (βλέπε Γώρου κατά Ελλάδας (αριθ.2) [GC], no. 12686/03, παρ. 24-26, 20 Μαρτίου 2009).

30. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά το επιχείρημα της Κυβέρνησης που σχετίζεται με τον αποφασιστικό χαρακτήρα της διαδικασίας για το εν λόγω δικαίωμα, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι αυτή αφορούσε την αποζημίωση του προσφεύγοντος για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της επικαλούμενης παραβίασης της απόφασης αριθ. 528/2005 από την πρώην σύζυγό του και όχι τη ρύθμιση της πρόσβασής του στον γιο του. Ως εκ τούτου, το δικαίωμα του προσφεύγοντος να αποζημιωθεί για την επικαλούμενη μη συμμόρφωση προς την απόφαση αριθ. 528/2005 διακυβευόταν άμεσα στην επίδικη διαδικασία (βλέπε Gorraiz Lizarraga και λοιποί κατά Ισπανίας, αριθ. 62543/00, παρ. παρ. 46-47, ECHR 2004-III).

31. Τέλος, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι παρόλο που η μήνυση που κατέθεσε ο προσφεύγων ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών βασιζόταν στην επικαλούμενη μη συμμόρφωση της πρώην συζύγου του προσφεύγοντος προς την προηγούμενη προσωρινή διαταγή, ωστόσο εισήγαγε ένα εντελώς αυτοτελές αίτημα αποζημίωσης για την ηθική βλάβη που υπέστη. Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί από τη φύση της «προσωρινή». Λαμβανομένων υπόψη των παραπάνω, το Δικαστήριο θεωρεί ότι το άρθρο 6 παρ. 1 έχει εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση και ότι οι ενστάσεις της Κυβέρνησης πρέπει να απορριφθούν…



…37. Επιπλέον, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο δεν είχε περιορισθεί στην παρούσα υπόθεση δεδομένου ότι η εσωτερική διαταγή διασφάλιζε την πιθανότητα διεκδίκησης αποζημίωσης ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων για υλική ζημία και ηθική βλάβη που προκλήθηκαν λόγω της επικαλούμενης μη νόμιμης συμπεριφοράς της Μ.Α. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι μία αστική αγωγή αποτελούσε ένα ένδικο μέσο ισοδύναμο με την παράσταση ως πολιτικής αγωγής στην ποινική διαδικασία κατά της Μ.Α. Η διεκδίκηση αστικής αποζημίωσης μόνο μέσω της ποινικής διαδικασίας θα υπονόμευε ολόκληρο τον σκοπό της χορήγησης ασυλίας στους βουλευτές, ήτοι την ελευθερία και τον αυθόρμητο χαρακτήρα των βουλευτικών συζητήσεων...



…Το Δικαστήριο διαφωνεί με αυτή την προσέγγιση. Όπως έχει ήδη παρατηρήσει σε πολλές περιπτώσεις, όταν η εσωτερική έννομη τάξη προσφέρει ένα ένδικο μέσο όπως η υποβολή μήνυσης με δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, το Κράτος υποχρεούται να μεριμνά ώστε ο πολιτικώς ενάγων να απολαμβάνει τις θεμελιώδεις εγγυήσεις του άρθρου 6 (βλέπε Αναγνωστόπουλος κατά Ελλάδας, αριθ. 54589/2000, παρ. 32, 3 Απριλίου 2003)…



Αποκλίνουσα γνώμη του δικαστή Φλογαΐτη:

Δε συμφωνώ με την πλειοψηφία στην παρούσα υπόθεση. Κατανοώ ότι υφίστανται σημαντικά νομολογιακά προηγούμενα σε περιπτώσεις όπου κατατέθηκαν δηλώσεις παράστασης πολιτικής αγωγής σε ποινικές δίκες ενώπιον των δικαστηρίων. Πιστεύω, ωστόσο, ότι οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής ποινικής διαδικασίας με εμποδίζουν από το να δεχθώ ότι η επίδικη διαδικασία ήταν από τη φύση της αστική και, συνεπώς, από το να καταλήξω ότι το άρθρο 6 παρ. 1 έχει εφαρμογή.

Σύμφωνα με το ελληνικό ποινικό δίκαιο, μία ποινική δίκη έχει εξ ολοκλήρου δημόσιο χαρακτήρα: ο εισαγγελέας είναι εκείνος που αποφασίζει ποιον να συλλάβει, ασκούνται διώξεις στο όνομα του δημοσίου συμφέροντος, και είναι ευθύνη του εισαγγελέα η εισαγωγή μίας υπόθεσης ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου κατά ενός ατόμου που θεωρείται ύποπτο για παραβίαση του νόμου. Η ποινική δίκη γίνεται ως εκ τούτου ανάμεσα στον εκπρόσωπο του δημοσίου συμφέροντος και τον κατηγορούμενο.

Όταν το «θύμα» ενός εγκλήματος επιθυμεί να παρέμβει στη διαδικασία, μόνο ένας θεσμός του επιτρέπει να συμμετάσχει επισήμως στην ποινική δίκη: η αστική αγωγή.

Ο πολιτικώς ενάγων που αξιώνει αποζημίωση συμμετέχει στην ποινική δίκη με πρόσχημα τη διεκδίκηση αποζημίωσης για τη ζημία που υπέστη. Στην πραγματικότητα, επιδιώκει να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως το άτομο που υπέφερε ως αποτέλεσμα του εγκλήματος και που επιδιώκει να αποκαλύψει την αλήθεια. Άλλως ειπείν, ζητώντας από το ποινικό δικαστήριο να του επιδικάσει αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη, ο πολιτικώς ενάγων στην πραγματικότητα επιζητεί την αναγνώριση του βασάνου του από τις δημόσιες αρχές και την απονομή δικαιοσύνης προς όφελός του. Τούτο θα συμβεί μόνο αν ο κατηγορούμενος κριθεί ένοχος για το έγκλημα με απόφαση του δικαστηρίου. Επιπλέον, η ικανοποίηση των αξιώσεων του πολιτικώς ενάγοντος που απορρέουν από το έγκλημα αποτελεί στοιχείο του δημόσιου σκοπού της ποινής, αφού όχι μόνο παρέχει επανόρθωση για τον πολιτικώς ενάγοντα αλλά είναι ομοίως σημαντική για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε στην κοινωνία.

Η συμμετοχή του πολιτικώς ενάγοντα που αξιώνει αποζημίωση στην ποινική δίκη ομοίως συμβάλλει στην επίτευξη μίας καλύτερης διάγνωσης της προσωπικότητας του κατηγορουμένου και σε μία μεγαλύτερη αποσαφήνιση, τόσο των ψυχολογικών συνθηκών υπό τις οποίες τελέστηκε το έγκλημα, όσο και των συνεπειών του. Όταν λαμβάνονται υπόψη αυτοί οι παράγοντες, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να εκτιμήσουν καλύτερα το επίπεδο ευθύνης του κατηγορούμενου και την προσήκουσα ποινή. Η παρουσία του πολιτικώς ενάγοντος είναι ομοίως αναγκαία προκειμένου τα δικαστήρια ή οι δημόσιες αρχές να κινούν με ταχύτητα τις ποινικές διαδικασίες.

Το επιχείρημα ότι σκοπός του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική διαδικασία είναι να διασφαλίσει την ποινική καταδίκη του κατηγορουμένου ομοίως ενισχύεται από το γεγονός ότι α) το ποσό που αξιώνει ο πολιτικώς ενάγων ως αποζημίωση είναι πολύ μικρό, 10 ή 20 ευρώ, και συνήθως επιφυλάσσεται του δικαιώματος να εισάγει την υπόθεση ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων για μεγαλύτερη αποζημίωση, και β) η ποινική διαδικασία επιτρέπει στο θύμα να συμμετάσχει στην ποινική δίκη και να προσπαθήσει να διασφαλίσει την καταδίκη του κατηγορούμενου χωρίς να αξιώσει αστική αποζημίωση. Πιο συγκεκριμένα, τούτο είναι δυνατό σε περιπτώσεις όπου i) υπεύθυνος για την καταβολή αποζημίωσης για τη ζημία που προκλήθηκε από το έγκλημα είναι κάποιος τρίτος και όχι ο κατηγορούμενος, ii) οι δημόσιες αρχές ασκούν αστική αγωγή για ένα έγκλημα που σχετίζεται με φόρους και δασμούς, iii) o εισαγγελέας ασκεί έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, και γ) η διαδικασία δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής είναι απλουστευμένη καθώς αυτή μπορεί να γίνει προφορικά στην πορεία της δίκης, μπορεί να διορισθεί δικηγόρος, η πολιτική αγωγή καλείται να εμφανισθεί ενώπιον του δικαστηρίου και έχει το δικαίωμα ακρόασης.



Τυπική νομιμοποίηση της πολιτικής αγωγής


Ι. ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ


Διατύπωση της δήλωσης


ΟλΣυμβΑΠ 7/06

(Ποιν.Δικ.2006, σελ.551)



Περίληψη


Η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής πρέπει να διατυπώνεται κατά τρόπο σαφή, βέβαιο και ανεπιφύλακτο, να μην τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία και να μην αναφέρεται στο μέλλον, αλλά στο παρόν. Σε αντίθετη περίπτωση, είναι απαράδεκτη και δεν προσδίδει στον δηλούντα την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος, με συνέπεια να μην έχει δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων. Δεν είναι όμως απαραίτητη η χρήση συγκεκριμένου τρόπου εκφράσεως, αλλά αρκεί από το κείμενο της δηλώσεως ή και της διαλαμβάνουσας αυτή εγκλήσεως να μην δημιουργείται αμφιβολία για τη νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος και να προκύπτει ότι το νόημα της διατυπωθείσας δήλωσής του ήταν η άμεση παράσταση αυτού κατά την προδικασία, με σκοπό την απόκτηση των δικαιωμάτων που ο νόμος παρέχει στον πολιτικώς ενάγοντα. Η περιεχόμενη στην έγκληση λεκτική διατύπωση «δηλώνω ότι θα παρασταθώ ως πολιτικώς ενάγων για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστην από την αξιόποινη συμπεριφορά του δράστη, για το ποσό των 44 ευρώ με επιφύλαξη του υπολοίπου» έχει το νόημα της άμεσης και ανεπιφύλακτης, κατά την υποβολή της εγκλήσεως, παραστάσεως του δηλούντος ως πολιτικώς ενάγοντος. Το νόημα αυτό καθίσταται εναργέστερο αν συντρέχουν και άλλα στοιχεία, όπως είναι ο διορισμός δικηγόρου ως πληρεξουσίου και αντικλήτου του δηλούντος ή η συνυποβολή του γραμματίου καταθέσεως παραβόλου πολιτικής αγωγής. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η κατά τα ανωτέρω δήλωση του αναιρεσείοντος ήταν άμεση και ανεπιφύλακτη, –και όχι απλώς μία προαγγελία μελλοντικής παραστάσεώς του σε μη προσδιοριζόμενο χρόνο– αυτός απέκτησε την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος και είχε ως εκ τούτου δικαίωμα στην άσκηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης (αντίθ. εισαγγ. πρότ.).


Περιεχόμενο της δήλωσης



Αντίκλητος


ΣυμβΑΠ 52/10

(Ποιν.Δικ.2010, σελ.990)



Περίληψη


Αναιρείται το προσβαλλόμενο βούλευμα, διότι το Συμβούλιο Εφετών υπερέβη θετικά την εξουσία του με το να κάνει τυπικά δεκτή την έφεση του πολιτικώς ενάγοντα κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, ενώ όφειλε να την έχει απορρίψει ως απαράδεκτη λόγω της μη νομότυπης δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής από αυτόν, αφού διόρισε ως αντικλήτους, δικηγόρους που δεν υπηρετούσαν στην περιφέρεια του δικαστηρίου όπου κατατέθηκε η έφεση.



ΣυμβΑΠ 26/10

(Π.Χρ.2010, σελ.813)



Περίληψη



Ως “έδρα” του δικαστηρίου νοείται η πόλη στην οποία εδρεύει το δικαστήριο κατά τα φυσικά της όρια με τους συνοικισμούς της που αποτελούν συνέχεια ή προέκτασή της, κατά τρόπον ώστε, μαζί με αυτούς, να εμφανίζεται ως μία πόλη, ανεξαρτήτως του αν οι συνοικισμοί έχουν αναγνωρισθεί ως ιδιαίτεροι δήμοι ή κοινότητες. – Σε περίπτωση απαράδεκτης δήλωσης πολιτικής αγωγής, αυτός που προέβη σε αυτήν δεν αποκτά την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος και δεν νομιμοποιείται στην άσκηση ενδίκου μέσου εναντίον απόφασης ή βουλεύματος. – Η θέσπιση της υποχρέωσης του πολιτικώς ενάγοντος για τον διορισμό αντικλήτου στην έδρα του δικαστηρίου, εφόσον αυτός που κάνει την δήλωση δεν διαμένει μόνιμα εκεί, δεν παραβιάζει ούτε το δικαίωμα για παροχή έννομης προστασίας, ούτε το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, αφού σκοπός της είναι η διευκόλυνση της συντόμευσης των επιδόσεων, συνεπώς δε και της προδικασίας. – Αναιρείται λόγω απολύτου ακυρότητος και υπερβάσεως εξουσίας το προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο έγινε τυπικώς δεκτή η έφεση του πολιτικώς ενάγοντος κατά απαλλακτικού βουλεύματος για ζωοκλοπή, διότι ο πολιτικώς ενάγων δεν διόρισε ούτε κατά την προδικασία με την δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής ούτε με την έφεσή του αντίκλητο δικηγόρο στην έδρα του δικαστηρίου.


Ειδολογική αποσαφήνιση της επελθούσας ζημίας


ΣυμβΑΠ 1542/09

(Π.Χρ.2010, σελ.478)



Περίληψη



Ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου ασκεί αναίρεση κατά οιουδήποτε βουλεύματος του συμβουλίου εφετών, εκτός αν ο νόμος ρητώς το απαγορεύει. – Η απάλειψη της φράσεως “ή του βουλεύματος” από το αρ. 476 παρ. 2 ΚΠΔ δεν αφορά τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. – Παραδεκτώς ασκήθηκε η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου. – Πότε δικαιούται ο πολιτικώς ενάγων να ασκήσει έφεση κατά του απαλλακτικού βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών. – Πότε είναι παραδεκτή η δήλωση παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος. – Το αν αναφέρθηκε ή όχι στην δήλωση του πολιτικώς ενάγοντος ότι η παράσταση πολιτικής αγωγής αφορά αποζημίωση λόγω υλικής ζημίας ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης ερευνάται και αυτεπαγγέλτως σε οποιαδήποτε στάση της προδικασίας. – Πότε λαμβάνει χώρα παραδεκτώς η σχετική δήλωση περί παραστάσεως πολιτικής αγωγής όταν περιέχεται στην έγκληση. – Γίνεται δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως. – Αναιρείται λόγω παράνομης απόρριψης της έφεσης ως απαράδεκτης το προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο κηρύχθηκε απαράδεκτη η έφεση της πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας κατά απαλλακτικού βουλεύματος για απάτη με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία άνω του ποσού των 73.000 ευρώ κατά συναυτουργία, επειδή δεν προέκυπτε αν με την δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής η εταιρεία επεδίωκε αποζημίωση για υλική ζημία ή χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή σωρευτικώς και τις δύο αξιώσεις, διότι σύμφωνα με την έγκληση η δήλωση αφορούσε αξίωση αποζημιώσεως για αποκατάσταση της προξενηθείσης περιουσιακής ζημίας και εφόσον το Συμβούλιο Εφετών δεν δέχθηκε ότι η εγκαλούσα πολιτικώς ενάγουσα είχε αποβληθεί της ποινικής διαδικασίας προ της εκδόσεως του πρωτοδίκου βουλεύματος, παρά τον νόμο απέρριψε ως απαράδεκτη την έφεσή της κατ’ αυτού.








ΙΙ. ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ



Δυνατότητα παράστασης δια πληρεξουσίου



ΑΠ 1305/07

(Π.Χρ.2008, σελ.348)



Περίληψη


Εκείνος που δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να υποβάλει την απαίτησή του στο ποινικό δικαστήριο, ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, είτε αυτοπροσώπως είτε δι’ ειδικού πληρεξουσίου που διαθέτει έγγραφη προς τούτο πληρεξουσιότητα κατ’ αρ. 42 παρ. 2 ΚΠΔ. – Η δι’ ειδικού πληρεξουσίου παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική δίκη δεν αντίκειται προς τις διατάξεις του αρ. 6 της ΕΣΔΑ και δεν φαλκιδεύει κανένα δικαίωμα του κατηγορουμένου, αφού ο τελευταίος έχει δικαίωμα κατ’ αρ. 327 παρ. 2 ΚΠΔ να ζητήσει από την αρμόδια αρχή να κλητεύσει υποχρεωτικά έναν τουλάχιστον μάρτυρα της εκλογής του αν κατηγορείται για πλημμέλημα και να ζητήσει από το δικαστήριο να διατάξει κρείσσονες αποδείξεις, προκειμένου να εξετασθούν και άλλοι μάρτυρες. – Απορρίπτεται ο περί ελλείψεως αιτιολογίας λόγος αναιρέσεως του κατηγορουμένου συνιστάμενος στην παρά τον νόμο παράσταση της πολιτικής αγωγής διά πληρεξουσίου.



Ειδικές ρυθμίσεις για τα αγροτικά αδικήματα



ΑΠ 874/09

(Π.Χρ.2010, σελ.215)



Περίληψη



Η αρχή της ενασκήσεως της αξιώσεως από εκείνον που υπέστη ζημία συνεπεία τελέσεως αγροτικού αδικήματος με την υποβολή απλής αιτήσεως, υποβαλλομένης είτε στον αγρονόμο εγγράφως είτε στο ακροατήριο, καθώς και ο αποκλεισμός της αποκατάστασης της ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης ένεκα τέτοιου αδικήματος αναφέρονται μόνο σε παραβάσεις που κολάζονται σε βαθμό πταίσματος και εφαρμόζονται μόνο κατά την ενώπιον του πταισματοδικείου ή του αγρονόμου διαδικασία, επί των λοιπών δε αδικημάτων κατά των αγροτικών κτημάτων, που τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. – Η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος είναι παράνομη όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης και όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που επιβάλλεται ως προς τον χρόνο και τον τρόπο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου. – Εκείνος που υπέστη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη από την τέλεση εγκλήματος εις βάρος του μπορεί να υποβάλλει την περί χρηματικής ικανοποιήσεως αξίωσή του ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία. – Η παρά τον νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. – Ορθώς έγινε δεκτή η παράσταση πολιτικής αγωγής των πολιτικώς εναγόντων για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία είχαν υποστεί από την εις βάρος τους πράξη της αγροτικής κλοπής από κοινού κατά συρροή, αντικειμένου αξίας ανώτερης των 60 ευρώ, αφού η πράξη τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος, βάσει του προσδιορισθέντος κατά την κατηγορία ποσού της αξίας των κλαπέντων αγροτικών κινητών πραγμάτων.










«Ειδικά ζητήματα πολιτικής αγωγής»





ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ





1) Φ. Ανδρέου, Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη, Νομοθεσία-Βιβλιογραφία-Ερμηνεία-Νομολογία, 3η έκδοση, 2006.


2) Ν. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 3η έκδοση, 2007, σελ. 81-99, 364-382, 396-398.


3) Ν. Αποστολίδης, Το δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη (Θεμελίωση – Δικονομικές προϋποθέσεις ενάσκησης), Μονογραφίες Ποινικού Δικονομικού Δικαίου 2, 2010


4) Θ. Δαλακούρας, Ποινική Δικονομία, Βασικά ζητήματα της ποινικής δίκης για ανακριτικούς υπαλλήλους, Τόμος Α΄, 2007, σελ. 140-155.


5) Δ. Ιακώβου, Η πολιτική αγωγή εις την ποινικήν δίκην, 2η έκδοση, 1997.


6) Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι - Λ. Μαργαρίτης, Ποινικό Δίκαιο & Άρειος Πάγος, Εκδόσεις Ουσιαστικού και Δικονομικού Ποινικού Δικαίου 2, 2008, σελ. 77.


7) Α. Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 4η έκδοση, 2011, σελ. 403-420, 422-423, 665-669, 671, 674, 678, 737-738.


8) Λ. Μαργαρίτης, Εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία, Θεωρία – Νομολογία, 2006, σελ. 64-73, 127-128, 367-442, 564-566.


9) Λ. Μαργαρίτης, Εφαρμοσμένη Ποινική Δικονομία 2, Διαδικασία στο ακροατήριο Ι, Θεωρία-νομολογία-υποδείγματα, με σχόλια και παρατηρήσεις, 2η έκδοση, 2006, σελ. 167-168.


10) Λ. Μαργαρίτης - Α. Ζαχαριάδης, Εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία, Λόγος (Νομολογία) - Αντίλογος (Θεωρία), Πρακτικά ζητήματα, 1999, σελ. 242.


11) Λ. Μαργαρίτης, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο Ανηλίκων, Κριτική επισκόπηση νομολογίας, 1994, σελ. 84.


12) Λ. Μαργαρίτης, Μελέτες για εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία Β΄, 1992, σελ. 49.


13) Α. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, Θεωρία-Πράξη-Νομολογία, 5η έκδοση, 2011, σελ. 51-52, 158-162, 165-169, 177, 180, 188.


14) Α. Ψαρούδα Μπενάκη, Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη, Νομική φύση-Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος, 1982.





ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ





1) Η. Αλατσάς, Η προκαταρκτική εξέταση, ΝΟΜΟΣ.


2) Η. Αναγνωστόπουλος, Σημείωση στην ΑΠ 925/09, Π.Χρ.2010, σελ. 226.


3) Η. Αναγνωστόπουλος, Σημείωση στην ΟλΑΠ 21/03, Π.Χρ.2003, σελ. 971.


4) Ν. Αποστολίδης, Η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη δευτεροβάθμια δίκη που διανοίγεται από την εισαγγελική έφεση κατά της πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης, Π.Χρ.2010, σελ. 158.


5) Ι. Γιαρένη, Η έννοια του παρανόμου οφέλους στο υπηρεσιακό έγκλημα της παράβασης καθήκοντος (άρθρο 259 ΠΚ) και το ζήτημα της παράστασης πολιτικής αγωγής, Ποιν.Δικ.2007, σελ. 96.


6) Θ. Δαλακούρας, Προκαταρκτική εξέταση : Όψεις ενός δυναμικού θεσμού μετά τη διαμόρφωσή του με τις ρυθμίσεις των Ν.3160/2003 και 3346/2005, Ποιν.Δικ.2007, σελ. 1326.


7) Α. Δημάκης, Προβληματισμοί σχετικά με τις ειδικές ρυθμίσεις για την πολιτική αγωγή, Ταυτόχρονα μερικές σκέψεις για το μέλλον του θεσμού προς την κατεύθυνση μιας παράστασης αμιγώς ποινικού χαρακτήρα, Π.Χρ.2010,                σελ. 529.


8) Γ. Δημήτραινας, Παρατηρήσεις στη ΜΟΔΚατερ 20-22/92, Υπερ.1992,            σελ. 885.


9) Ν. Δημητράτος, Το δικαίωμα συνεχίσεως της παραστάσεως πολιτικής αγωγής από τους κληρονόμους (Με αφορμή το υπ'αρ. 2117/1992 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ΠοινΧρ ΜΓ΄ σελ.203 επ.), Π.Χρ.1993, σελ. 234.


10) Α. Ζύγουρας, Η παράστασις του πολιτικώς ενάγοντος εις την ποινικήν δίκην και η επιφύλαξις τούτου εις την πολιτικήν δίκην δια μέρος της απαιτήσεώς του, Ποιν.Δικ.2001, σελ. 65.


11) Α. Ζύγουρας, Η απουσία του πολιτικώς ενάγοντος και η αναβολή της ποινικής δίκης, Νο.Β.1998, σελ. 1028.


12) Θ. Κονταξής, Η δυνατότητα ή μη παράστασης πολιτικής αγωγής από εργαζόμενο σε βάρος του εργοδότη του σε περίπτωση μη καταβολής μισθών, Ποιν.Δικ.2010, σελ. 246.


13) Θ. Κονταξής, Παράσταση πολιτικής αγωγής δια πληρεξουσίου προς υποστήριξη της κατηγορίας (γνωμ.), Ποιν.Δικ.2004, σελ. 594.


14) Θ. Κονταξής, Παράσταση πολιτικής αγωγής – Η έννοια της αμεσότητας και οι λογικές υπερβάσεις, Ποιν.Δικ.2003, σελ. 821.


15) Α. Κωνσταντινίδης, Επίκαιροι προβληματισμοί σχετικά με τον θεσμό της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη, Τιμητικός τόμος για τον Νικόλαο Κ. Ανδρουλάκη : Festschrift fuer Nikolaos K.Androulakis, επιμέλεια : Αργύριος Καρράς, 2003, σελ. 955.


16) Α. Κωνσταντινίδης, Δικαιώματα του θύματος ως πολιτικώς ενάγοντος στην κύρια διαδικασία, Ελλ.Δ/νη 1989, σελ. 1140.


17) Λ. Μαργαρίτης, Πολιτική αγωγή : ποινική δικαστική έκφρασή της, Ποιν.Δικ.2005, σελ. 582.


18) Λ. Μαργαρίτης, Πολιτική αγωγή : σχέση αστικής και ποινικής δίκης, Ποιν.Δικ.2005, σελ. 717.


19) Λ. Μαργαρίτης, Αντιρρήσεις κατά της δηλώσεως παραστάσεως πολιτικής αγωγής, Ποιν.Δικ.2005, σελ. 1425.


20) Λ. Μαργαρίτης, Παρατηρήσεις στη ΣυμβΑΠ 52/95, Υπερ.1995, σελ. 732.


21) Ν. Νίκας - Α. Παπαδαμάκης, Η σχέση ποινικής και πολιτικής δίκης στο χώρο της πολιτικής αγωγής, Ποιν.Δικ.2009, σελ. 1121.


22) Γ. Νούσκαλης, Παρατηρήσεις στη ΣυμβΕφΙωαν 56/02, Ποιν.Δικ.2002, σελ. 1033.


23) Α. Παπαδαμάκης, Λειτουργία «παρατράπεζας» με πλαστογραφίες κατ’ εξακολούθηση. Ποιων τα έννομα συμφέροντα βλάπτονται και πώς κολάζεται ποινικά η πράξη, Αρμ.2005, σελ. 143.


24) Α. Παπαδαμάκης, Η φύση της πλαστογραφίας στο πλαίσιο «παρατραπεζικής» δραστηριότητας : όροι και όρια στην εφαρμογή του Ν.1608/1950 (γνωμ.), Ποιν.Δικ.2005, σελ. 73.


25) Α. Παπαδαμάκης, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1416/1996, Υπερ.1997, σελ.310.


26) Π. Παπανδρέου, Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη, Ποιν.Δικ.2009,                       σελ. 345, 476.


27) Χ. Παπαχαραλάμπους, Παράλειψη σύνταξης εκθέσεως εγχειρίσεως και παραδεκτή δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής (με αφορμή το βουλ.ΣυμβΑΠ 52/95), Π.Χρ.1995, σελ. 382.


28) Γ. Πυρομάλλης, Είναι δυνατή η παράσταση πολιτικής αγωγής το πρώτον στη νέα, μετά την ακύρωση, συζήτηση της υποθέσεως ; Π.Χρ.2004, σελ. 176.


29) Θ. Σάμιος, Ενημερωτικό σημείωμα στην ΑΠ 604/09, Π.Χρ.2010, σελ. 122.


30) Α. Σπίγγος, Ποινική Δικονομία : Ακυρότητα κλήσης σε περίπτωση άσκησης έφεσης – αρ.500 ΚΠοινΔ – αποβολή πολιτικής αγωγής κατ’ αρ. 84 ΚΠΔ, Ιον.Επιθ.τ.Δικ.2002, σελ. 80.


31) Γ. Σταθέας, Αγωγή κακοδικίας κατά δικηγόρων, συμβολαιογράφων, διαιτητών, δικαστικών γραμματέων και δικαστικών επιμελητών, Δ. 2005, σελ.277.


32) Γ. Συλίκος, Η ανώνυμη εταιρία, που πτώχευσε, παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα για ηθική βλάβη με τον πριν από την πτώχευση εκπρόσωπό της και όχι με τον σύνδικο της πτώχευσης (υπό την ΑΠ 1998/03), Π & Λ.Π.Δ.2003, σελ. 530.


33) Ν. Χατζηνικολάου, Η εκπροσώπηση της ανώνυμης εταιρείας στην ποινική δίκη, Ποιν.Δικ.2002, σελ. 762.


34) Π. Χριστόπουλος, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1518/05, Π.Χρ.2006, σελ.495.





ΕΠΙΚΑΙΡΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ





Αγόρευση συνηγόρου πολιτικής αγωγής 





ΑΠ 1757/10


(Π.Χρ.2011, σελ.686)





Περίληψη





Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως και για όλους τους λόγους. – Η υπεράσπιση της πολιτικής αγωγής αγορεύει μόνον επί της ενοχής του κατηγορουμένου και δεν δικαιούται να αγορεύσει και επί της ποινής, ούτε επί ζητημάτων που σχετίζονται με την ποινή, όπως για το αν η έφεση του καταδικασθέντος θα έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ή για το αν το δικαστήριο είναι αρμόδιο να χορηγήσει την αναστολή. – Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής σχετικά με α) την αναστολή εκτελέσεως της ποινής κάθειρξης 20 ετών που επεβλήθη στον καταδικασθέντα για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και β) την αρμοδιότητα του συγκεκριμένου δικαστηρίου να προσδώσει στην έφεση του καταδικασθέντος ανασταλτικό αποτέλεσμα. – Αρμόδιο να αποφασίσει για το ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως είναι το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, δηλαδή το ΜΟΔ, και όχι οι τακτικοί δικαστές του. – Άνευ υπερβάσεως εξουσίας χορηγήθηκε ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση του καταδικασθέντος από το ΜΟΔ.





Ανήλικοι 





ΑΠ 118/11


(Π.Χρ.2012, σελ.35)





Περίληψη





Ποιος δύναται να είναι δικαιούχος της χρηματικής ικανοποίησης επί παραστάσεως πολιτικής αγωγής. – Τι πρέπει να περιλαμβάνει επί ποινή απαραδέκτου η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής. – Πώς κρίνεται το επιτρεπτό της παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος και πώς η ουσιαστική βασιμότητα της αξίωσης. – Ποια είναι η έννοια του “παθόντος” που έχει δικαίωμα υποβολής εγκλήσεως στα κατ’ έγκλησιν διωκόμενα εγκλήματα. – Ποιος νομιμοποιείται ενεργητικά σε άσκηση πολιτικής αγωγής. – Πώς κρίνεται το αν ο αμέσως ζημιούμενος έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση πολιτικής αγωγής. – Πώς ασκείται η πολιτική αγωγή όταν ο παθών είναι ανήλικος. – Η έγκληση πρέπει να υποβάλλεται μέσα σε ορισμένο χρόνο, αφού συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση για την έγκυρη γένεση της ποινικής δίκης και η υποβολή της εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. – Πότε επέρχεται υπέρβαση εξουσίας λόγω μη νομότυπης υποβολής της έγκλησης. – Αναιρείται η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για απλή σωματική βλάβη ανηλίκου (μετά από μεταβολή της κατηγορίας από επικίνδυνη σωματική βλάβη) α) λόγω απόλυτης ακυρότητας, διότι έγινε εσφαλμένως δεκτή η παράσταση πολιτικής αγωγής του πατέρα του παθόντος ανηλίκου για την ηθική βλάβη που υπέστη ο ίδιος ατομικώς και όχι το ανήλικο τέκνο του, χωρίς να διευκρινίζεται γιατί παρίσταται μόνος ως πολιτικώς ενάγων ο πατέρας, αν του έχει ανατεθεί με δικαστική απόφαση αποκλειστικώς η άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας του παθόντος ανηλίκου τέκνου του και αν συντρέχει επείγουσα περίπτωση για να ενεργεί μόνος, χωρίς την σύμπραξη της μητέρας του ανηλίκου, η οποία εξετάσθηκε ως μάρτυρας υπερασπίσεως και δήλωσε ότι έχει την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων της και ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη της κατηγορουμένης μητέρας, της και β) λόγω υπερβάσεως εξουσίας, διότι η έγκληση υπεβλήθη μόνον από τον πατέρα του ανηλίκου, χωρίς να διερευνηθεί το εμπρόθεσμον αυτής και ο λόγος ένεκα του οποίου δεν συνέπραξε και η μητέρα του ανηλίκου





Αξίωση από κακοδικία κατά συμβολαιογράφου 





ΑΠ 1392/10 


(Νόμος)





…Ακόμη, διορίζει ως αντίκλητο τον ......... ... , κάτοικο ..... , οδός ... και επισυνάπτει στην έγκληση το 004184 γραμμάτιο παραβόλου πολιτικής αγωγής, περί της καταθέσεως του οποίου γίνεται ειδική μνεία από το γραμματέα που παρέλαβε την έγκληση, στο άνω μέρος της πρώτης σελίδας αυτής. Υπό τις περιστάσεις αυτές δεν παραμένει καμιά αμφιβολία για την σαφή και άμεση πρόθεση του εγκαλούντος να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου, ασκών ήδη από την προδικασία τα δικαιώματα που του προσδίδει η ιδιότητα αυτή. Το γεγονός ότι η έγκληση στρέφεται κατά παντός υπέχοντος ποινική ευθύνη και όχι ονομαστικώς κατά του αναιρεσείοντος, δεν δημιουργεί ασάφεια ως προς την παθητική νομιμοποίηση αυτού, αφού και ο αναιρεσείων κατονομάζεται μεταξύ των προσώπων συνέπραξαν στην κατάρτιση των επίμαχων συμβολαίων (ήταν ο συμβολαιογράφος) και, εφ` όσον από την ανακριτική έρευνα ήθελε προκύψει ποινική ευθύνη και γι` αυτόν, το δεδομένο αυτό θα είχε ως επακόλουθο και την αστική του ευθύνη. Ως εκ τούτου, η από 1-8-2002 δήλωση παραστάσεως του εγκαλούντος ως πολιτικώς ενάγοντος υπήρξε ισχυρή και υποβλήθηκε πριν περάσουν έξι μήνες από την ημέρα κατάρτισης (και πολύ περισσότερο από την ημέρα γνώσεως του πολιτικώς ενάγοντος περί αυτής, βλ. ΟλΑΠ 20/2000, ΑΠ 400/2001) των επίμαχων, από 26-2-2002 συμβολαίων. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται το πρώτον ότι η εν λόγω δήλωση ήταν ατελής και δεν επήγαγε έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, όταν επαναλήφθηκε εγκύρως κατά την εξέταση του πολιτικώς ενάγοντος ενώπιον του ανακριτή, την 23-6-2004, να επιχειρηθεί απαραδέκτως, λόγω παρόδου της εξάμηνης αποκλειστικής προθεσμίας του άρθρου 73 παρ.5 του ΕισΝΚΠολΔ, που προβλέπεται για την άσκηση των αγωγών κακοδικίας κατά συμβολαιογράφων κλπ και με περαιτέρω συνέπεια τη δημιουργία απόλυτης ακυρότητας λόγω παράνομης παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο (ΚΠοινΔ 171 παρ.2, 510 παρ.1 στοιχ. Α`), είναι αβάσιμος...





Ένδικα μέσα





ΑΠ 2134/09


(Π.Χρ.2010, σελ.681)





Περίληψη





Ο πολιτικώς ενάγων δεν δικαιούται να ασκήσει έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης του τριμελούς εφετείου κακουργημάτων, ακόμη και αν η πολιτική αγωγή έχει απορριφθεί επειδή δεν στηριζόταν στον νόμο. – Πότε θεωρείται ότι η πολιτική αγωγή απορρίπτεται ως μη στηριζόμενη στον νόμο. – Κρίνεται ως παραδεκτή η αίτηση αναιρέσεως των πολιτικώς εναγόντων κατ’ αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κακουργημάτων με την οποία απερρίφθη η πολιτική αγωγή ως μη στηριζόμενη στον νόμο, αφού η επίμαχη απόφαση δεν μπορεί να προσβληθεί με έφεση. – Έννοια “θετικής” και “αρνητικής” υπέρβασης εξουσίας. – Η αιτιολογία απαιτείται και ως προς την απόρριψη των ισχυρισμών του πολιτικώς ενάγοντος, τέτοιος δε είναι και ο περί περιορισμού του χρηματικού μεγέθους της απαίτησής του. – Αναιρείται, λόγω ελλείψεως αιτιολογίας και υπερβάσεως εξουσίας, η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία αποβλήθηκαν από την διαδικασία οι πολιτικώς ενάγοντες, ως προς το ζήτημα της απόρριψης του ισχυρισμού τους ότι είχαν περιορίσει την απαίτησή τους κατά την εκδίκαση αυτής υπό του πολιτικού δικαστηρίου, προκειμένου να την εισαγάγουν ενώπιον του ποινικού, διότι δεν εκτίθεται αφενός μεν αν ελήφθησαν υπόψιν οι προτάσεις των πολιτικώς εναγόντων στις οποίες, κατά τους ισχυρισμούς τους, είχε διατυπωθεί ο περιορισμός του αιτήματος των αγωγών τους που κρίθηκαν από το πολυμελές πρωτοδικείο, αφετέρου δε ο λόγος για τον οποίο ο επίμαχος περιορισμός ήταν μη νόμιμος ή παρέμεινε αναπόδεικτος.





ΑΠ 1333/09


(Π.Χρ.2010, σελ.385)





Περίληψη





Ποιος δικαιούται σε παράσταση πολιτικής αγωγής. – Πώς κρίνεται το επιτρεπτόν της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος. – Πότε έχει δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως κατ’ αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου ο πολιτικώς ενάγων. – Έννοια “μη στηριζόμενης στον νόμο” πολιτικής αγωγής. – Κατά της απόφασης του πλημμελειοδικείου που δεν είναι ανέκκλητη ο διάδικος δεν επιτρέπεται να ασκήσει αναίρεση, όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, έστω κι αν έχει καταστεί τελεσίδικη λόγω της άπρακτης παρόδου της προθεσμίας προς άσκησιν εφέσεως. – Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κατ’ αθωωτικής απόφασης για ψευδορκία μάρτυρος και ηθική αυτουργία σε αυτήν, ως προς την απόρριψη την παράστασης της πολιτικής αγωγής, λόγω συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής του αδικήματος, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση μπορούσε να προσβληθεί με έφεση από την πολιτικώς ενάγουσα.





Εξουσία του ποινικού δικαστηρίου επί της πολιτικής αγωγής 





Ανεκκαθάριστη απαίτηση





ΑΠ 1342/10


(Π.Χρ.2011, σελ.447)





Περίληψη





Αναιρείται λόγω ελλείψεως αιτιολογίας η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απερρίφθη η πολιτική αγωγή του Ελληνικού Δημοσίου για χρηματική ικανοποίηση εκ του εγκλήματος της φοροδιαφυγής ως ανεκκαθάριστη, χωρίς στην συνέχεια να παραπεμφθεί η σχετική απαίτηση ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων κατ’ αρ. 65 παρ. 2 ΚΠΔ.





Προήγηση οριστικής απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου





ΑΠ 1001/10


(Π.Χρ.2011, σελ.279)





Περίληψη





…Έναντι ποίων ευθύνονται ο Νομάρχης και τα μέλη του Νομαρχιακού Συμβουλίου για πράξεις ή παραλείψεις τους που τελέσθηκαν εκ δόλου ή βαριάς αμέλειας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. − Ο αμέσως ζημιωθείς από το έγκλημα της παραβάσεως καθήκοντος που τέλεσε νομάρχης ή νομαρχιακός σύμβουλος δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στο ακροατήριο προς υποστήριξη και μόνο της κατηγορίας, τις δε αστικές απαιτήσεις του (για αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση) θα τις εισαγάγει στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο· αν το τελευταίο εκδώσει οριστική απόφαση επί της αγωγής τού ζημιωθέντος, ο δικαιούχος της αξίωσης δεν μπορεί, πλέον, να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου. − Η παράνομη παράσταση της πολιτικής αγωγής επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. − Αναιρείται λόγω απολύτου ακυρότητος η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για παράβαση καθήκοντος, διότι έγινε εσφαλμένως δεκτή η παράσταση πολιτικής αγωγής στον δεύτερο βαθμό, μολονότι μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης εξεδόθη οριστική απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή της πολιτικώς ενάγουσας κατά της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως και επιδικάσθηκε σε αυτήν χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τις πράξεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων, μελών του νομαρχιακού συμβουλίου…





Προήγηση οριστικής απόφασης του πολιτικού δικαστηρίου





ΑΠ 1319/07 


(Π.Χρ.2008, σελ.349)





Περίληψη





Στην περίπτωση κατά την οποία ο δικαιούχος αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης από αδικοπραξία άσκησε ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου αγωγή, με την οποία ζήτησε να του επιδικασθεί το μεγαλύτερο μέρος της απαίτησής του και επιφυλάχθηκε να εισαγάγει και ένα μέρος αυτής στο ποινικό δικαστήριο, είναι παραδεκτή η παράστασή του στο ποινικό δικαστήριο ως πολιτικώς ενάγοντος για το μέρος της απαίτησής του που δεν έχει εισαχθεί στο πολιτικό δικαστήριο, ανεξάρτητα από το αν έχει εκδοθεί οριστική ή τελεσίδικη απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος λόγω παρανόμου παράστασης πολιτικής αγωγής λόγος αναιρέσεως





ΤρΠλημΧαλκ 3157/10


(Π.Χρ.2012, σελ.216)





Περίληψη





Δεν είναι κατ’ αρχήν δυνατή η άσκηση πολιτικής αγωγής ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξ αδικοπραξίας, σε περίπτωση που έχει ήδη εκδοθεί επ’ αυτής οριστική απόφαση πολιτικού δικαστηρίου. – Κατ’ εξαίρεσιν, είναι νόμιμη η άσκηση πολιτικής αγωγής εφόσον ο δικαιούχος επιφυλάχθηκε να ζητήσει μέρος της απαιτήσεώς του ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, ανεξαρτήτως του αν το πολιτικό δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ή επιδίκασε μέρος ή το σύνολο της σχετικής απαιτήσεως. – Διατάσσεται η αποβολή της πολιτικής αγωγής με αίτημα την χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, αφού οι πολιτικώς ενάγοντες, σύζυγος και υιός του θανόντος, αντιστοίχως, άσκησαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο την αγωγή τους κατά του πρώτου κατηγορουμένου, χωρίς να επιφυλαχθούν ως προς την άσκηση μέρους της απαιτήσεώς τους ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, η δε αγωγή τους απερρίφθη από το πολιτικό δικαστήριο. – Η νομότυπη και παραδεκτή άσκηση πολιτικής αγωγής ενώπιον ποινικού δικαστηρίου εξομοιώνεται με την άσκηση αγωγής ενώπιον του πολιτικού. – Πώς διαπιστώνεται εάν η ποινική παραγραφή της εξ αδικοπραξίας κολάσιμης πράξεως είναι μεγαλύτερη της αστικής· η αφετηρία της πρώτης μπορεί να διαφέρει από εκείνην της δεύτερης. – Επί πλημμελημάτων, το κατ’ αρ. 113 παρ. 3 ΠΚ μέγιστο διάστημα της τριετούς αναστολής της παραγραφής δεν υπολογίζεται προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η ποινική παραγραφή είναι μακρότερη της πολιτικής. – Άσκηση αγωγής που διακόπτει την παραγραφή, κατ’ αρ. 261 ΑΚ, συνιστά και η, κατόπιν δηλώσεως παραστάσεως πολιτικής αγωγής, εισαγωγή στο ποινικό δικαστήριο προς δικαστική κρίση της αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. – Γίνεται δεκτή η ένσταση των δευτέρου, τρίτου και τετάρτου των κατηγορουμένων περί παραγραφής της αστικής αξιώσεως των πολιτικώς εναγόντων, αφού αφενός μεν, ως προς τους δύο πρώτους, καίτοι ασκήθηκε πολιτική αγωγή εναντίον τους, εντούτοις παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, χωρίς εν τω μεταξύ να επαναληφθεί η δήλωση παραστάσεως ή να ασκηθεί αγωγή ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου, ώστε να διακοπεί εκ νέου η παραγραφή, αφετέρου δε, ως προς τον δεύτερο, ουδέποτε ασκήθηκε αγωγή, επομένως δεν διεκόπη η παραγραφή…





Η ανωμοτί εξέταση του πολιτικώς ενάγοντος ως αποδεικτικό μέσο





ΑΠ 2089/09


(Π.Χρ.2010, σελ.677)





Περίληψη 





Για την πληρότητα της αιτιολογίας τόσο της καταδικαστικής όσο και της απαλλακτικής κρίσης του δικαστηρίου αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων. – Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος δεν αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου και δεν απαιτείται να μνημονεύεται ειδικά στην αιτιολογία μεταξύ των ληφθέντων υπόψιν αποδεικτικών μέσων. – Αιτιολογημένως αθωώθηκε για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση ο κατηγορούμενος, αφού έγινε δεκτό ότι τα όσα κατήγγειλε εις βάρος της εγκαλούσης με την μηνυτήρια αναφορά του ήσαν μεν αναληθή, όπως κατέθεσε ο ανωμοτί εξετασθείς πολιτικώς ενάγων, σύζυγος της ήδη αποβιώσασας εγκαλούσης, πλην όμως ο κατηγορούμενος πίστευε ότι ήσαν αληθινά και δεν είχε σκοπό εξύβρισής της, με αποτέλεσμα, καίτοι δεν αναφέρεται ότι ελήφθη υπόψιν και η κατάθεση του ανωμοτί εξετασθέντος πολιτικώς ενάγοντος μεταξύ των ληφθέντων υπόψιν αποδεικτικών μέσων, αλλά μόνον οι καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν ενόρκως, να προκύπτει από το περιεχόμενο της αιτιολογίας της προσβαλλομένης ότι αξιολογήθηκε και η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος.





Νομικά πρόσωπα 





Α.Ε.





ΣυμβΑΠ 48/2007


(Π.Χρ.2007, σελ.594)





Περίληψη 





Δικαστική εκπροσώπηση ΑΕ. Ανάθεση από το Δ.Σ. ανώνυμης 


εταιρείας σε τρίτο πρόσωπο να ασκήσει μήνυση ή να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής. Διατυπώσεις χορήγησης της σχετικής εντολής. Το πρακτικό του ΔΣ που


περιέχει τη σχετική απόφασή του και το οποίο προσαρτάται στην εγχειριζόμενη


έγκληση, πρέπει να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής των μελών 


του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας στην περίπτωση που η πληρεξουσιότητα


παρέχεται με απλή έγγραφη δήλωση, ενώ δεν απαιτείται η διατύπωση αυτή στην


περίπτωση που το πληρεξούσιο παρέχεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο.





Ε.Π.Ε.





ΑΠ 1573/09


(Π.Χρ.2010, σελ.550)





Περίληψη 





Δικαιούχος της έγκλησης επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής (και πριν ρυθμισθεί νομοθετικά το σχετικό ζήτημα με το αρ. 15 παρ. 3 του Ν. 3472/2006) δεν είναι μόνο ο τελευταίος κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε όταν εμφανίσθηκε η επιταγή στον πληρωτή, αλλά και κάθε άλλος υπογραφέας αυτής που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής της, αφού εκείνος τελικά υφίσταται την ζημία από την μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία του είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή. – Ο άδικος χαρακτήρας της πράξης δεν επηρεάζεται και το αξιόποινο της συμπεριφοράς του εκδότη της ακάλυπτης επιταγής δεν αίρεται από το γεγονός ότι αυτός είχε παύσει τις πληρωμές του κατά τον χρόνο εκδόσεως της επιταγής. – Πότε είναι παράνομη η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο. – Ποιος νομιμοποιείται να παραστεί κατά του υπαιτίου ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ως πολιτικώς ενάγων. – Πώς κρίνεται το επιτρεπτόν της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος και η ουσιαστική βασιμότητα της αξίωσής του. – Το νομικό πρόσωπο της (μονοπρόσωπης) ΕΠΕ συμπίπτει μεν με το φυσικό πρόσωπο που την εκπροσωπεί, αλλά δεν ταυτίζεται με αυτό, κάθε δε ενέργεια του φυσικού προσώπου πρέπει να διακρίνεται αναλόγως του αν γίνεται επ’ ονόματί του και με ατομική του ευθύνη ή ως εκπροσώπου της μονοπρόσωπης ΕΠΕ της οποίας είναι μέτοχος και διαχειριστής. – Αναιρείται λόγω απολύτου ακυρότητος η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής κατ’ εξακολούθησιν, εφόσον έγινε δεκτό ότι ενομιμοποιείτο να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων ατομικώς, και να του επιδικασθεί αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω του αδικήματος, ο νόμιμος εκπρόσωπος της μονοπρόσωπης ΕΠΕ εις διαταγήν της οποίας είχαν εκδοθεί οι επίμαχες τρεις επιταγές, διότι έγινε σύγχυση μεταξύ της ιδιότητας της εγκαλούσας και αυτής του πολιτικώς ενάγοντος, αφού δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής είχε μόνον η εγκαλούσα ΕΠΕ.





Ιερές Μονές





ΑΠ 778/09


(Π.Χρ.2010, σελ.200)





Περίληψη 





Παρά τον νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στην διαδικασία του ακροατηρίου υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης για την άσκηση της πολιτικής αγωγής ή όταν παραβιάσθηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και τον χρόνο ασκήσεως και υποβολής της. – Δικαιούχος της χρηματικής ικανοποίησης είναι μόνον ο φορέας του δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος που έχει προσβληθεί. – Το δικαίωμα παραστάσεως πολιτικής αγωγής έχουν και το Ελληνικό Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης την οποία υπέστησαν από την άδικη πράξη που τελέσθηκε εις βάρος τους και έχει αντίκτυπο στην πίστη, στο κύρος και στην φήμη τους έναντι των τρίτων. – Από το έγκλημα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία άμεσα ζημιούμενος και δικαιούμενος να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική διαδικασία για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης είναι ο κύριος του υπεξαιρεθέντος πράγματος. – Ο δημόσιος υπάλληλος και ο υπάλληλος του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου δεν ευθύνεται για πράξεις ή παραλείψεις του που προήλθαν από δόλο ή βαρεία αμέλειά του και έγιναν κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σ’ αυτόν δημοσίας εξουσίας, αλλ’ υπέχει ευθύνη μόνο έναντι του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου για την αποζημίωση την οποία κατέβαλε ή υποχρεούται να καταβάλει το τελευταίο στον αμέσως από το αδίκημα παθόντα για αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας ή για χρηματική του ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. – Ο νομιμοποιούμενος σε άσκηση πολιτικής αγωγής σε δίκη εις βάρος υπαλλήλου μπορεί να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων κατά του κατηγορουμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας και μόνο. – Η σχετική δήλωση μπορεί να γίνει τόσο κατά την προδικασία όσο και στο ακροατήριο, πρέπει δε να περιέχει, με ποινή το απαράδεκτο, συνοπτική έκθεση της υποθέσεως και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα της παραστάσεως. – Δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται στην δήλωση του εκπροσώπου του Δημοσίου ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου που παρίσταται ως πολιτικώς ενάγον η βλάβη, γιατί αυτή αναφέρεται στον αντίκτυπο που προκλήθηκε στο νομικό πρόσωπο από την αξιόποινη πράξη. – Το επιτρεπτό της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται από το περιεχόμενο της απαιτήσεως που περιέχει η δήλωσή του και από το κατηγορητήριο, η δε ουσιαστική βασιμότητα της αξιώσεως από την αποδεικτική διαδικασία. – Όταν η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό. – Οποιαδήποτε άλλη πλημμέλεια ή έλλειψη που αναφέρεται στην παράσταση ή την εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος δεν ασκεί επιρροή στην νομιμότητα της παραστάσεως. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος λόγος αναιρέσεως, συνιστάμενος στην παρά τον νόμο παράσταση ως πολιτικής αγωγής της Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και Αγίου Εφραίμ (διά της ηγουμένης Μοναχής ως εκπροσώπου αυτής) προς υποστήριξη της κατηγορίας της υπεξαίρεσης χρηματικού ποσού ανήκοντος στην κυριότητα της Μονής, πράξη φερομένη ως τελεσθείσα από τον κατηγορούμενο Μητροπολίτη, αφού α) αν ήταν ορθό ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη ως Εκκλησιαστική Αρχή της Επαρχίας του και για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης της ενάγουσας έπρεπε να εφαρμοσθούν οι διατάξεις των αρ. 105 και 106 ΕισΝΑΚ, τότε η πολιτικώς ενάγουσα θα μπορούσε να παρασταθεί στο δικαστήριο ζητώντας και την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης και β) απαραδέκτως προβάλλεται η αιτίαση ότι η πολιτική αγωγή ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν εκπροσωπούσε νομίμως την Ιερά Μονή, διότι, όταν η πολιτική αγωγή ασκείται ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου και αφορά μόνο την χρηματική ικανοποίηση, η έλλειψη της τήρησης της προδικασίας αυτής ή η τυχόν ακυρότητά της δεν επάγεται την ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω κακής παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος. – Στοιχεία υπεξαίρεσης στην υπηρεσία. – Ο Μητροπολίτης είναι υπάλληλος κατά την έννοια των αρ. 13 εδ. α΄ και 263α ΠΚ. – Οι Ορθόδοξες Ιερές Μονές της Ελλάδος είναι αυτοδιοικούμενα και αυτοδιαχειριζόμενα Καθιδρύματα και Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, ο επιχώριος δε Μητροπολίτης ασκεί πνευματική εποπτεία και έχει την μέριμνα για την σύμφωνη με τους Ιερούς Κανόνες λειτουργία της μονής και τον έλεγχο της νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισης αυτής. – Έννοια κατ’ εξακολούθησιν εγκλήματος.





Οικογένεια του θύματος 





ΑΠ 1577/10


(Π.Χρ.2011, σελ.600)





Περίληψη 





…Επέρχεται απόλυτη ακυρότητα λόγω παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής, όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης για την άσκηση της πολιτικής αγωγής. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος, ένεκα παρανόμου παραστάσεως της πολιτικής αγωγής, λόγος αναιρέσεως των κατηγορουμένων, αφού στο δικαστήριο προσκομίσθηκε σε νόμιμη μετάφραση έγγραφο συμβολαιογράφου της Αλβανίας, με το οποίο βεβαιώνεται ότι οι γονείς και τα αδέρφια του θύματος εξουσιοδοτούν συγκεκριμένο συνήγορο να τους εκπροσωπήσει στα ποινικά και πολιτικά δικαστήρια και να ζητήσει για λογαριασμό τους τα αναφερόμενα ποσά για την πράξη της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας εις βάρος του γιου και αδελφού τους, αλβανικής επίσης υπηκοότητας, το δε πληρεξούσιο φέρει τις υπογραφές όλων των παραπάνω προσώπων, ενώ στο τέλος του υπάρχει υπογραφή και σφραγίδα του Κοινοτάρχη με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος λόγος αναιρέσεως των κατηγορουμένων, συνιστάμενος στην παράνομη παράσταση ως πολιτικώς εναγόντων των αδελφών του θανόντος, επειδή δεν ανήκουν στην “οικογένεια του θύματος” σύμφωνα με την αλβανική νομοθεσία, στην οποία δεν προσδιορίζεται η έννοια της οικογένειας ούτε προβλέπεται ο θεσμός της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, αφού έλαβε χώρα ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των αρ. 192 “περί διατροφής” και 360 “περί κληρονομικής διαδοχής” του αλβανικού Αστικού Κώδικα, με την παραδοχή ότι τα αδέλφια του θύματος είναι μέλη της οικογένειάς του και δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση, δεδομένου ότι κατά το μεν αρ. 192 υφίσταται υποχρέωση διατροφής αδελφών έναντι των αδελφών, κατά δε το αρ. 360 στην εξ αδιαθέτου διαδοχή, αμέσως μετά τα τέκνα, τα εγγόνια και την σύζυγο, καλούνται οι γονείς του θανόντος και τα αδέλφια του.





ΑΠ 1317/10


(Π.Χρ.2011, σελ.443)





Περίληψη 





Εκείνος που υπέστη από την πράξη άμεση ζημία, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, νομιμοποιείται να παραστεί κατά του υπαιτίου ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ως πολιτικώς ενάγων και να ασκήσει τις αξιώσεις του. – Το επιτρεπτό της παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται από το περιεχόμενο της απαίτησης που περιέχει η δήλωσή του και από το κατηγορητήριο, η δε ουσιαστική βασιμότητα της αξίωσης από την αποδεικτική διαδικασία. – Κατά το δίκαιο της πολιτείας στην οποία τελέσθηκε το αδίκημα κρίνονται, μεταξύ άλλων, το πρόσωπο του δικαιούχου και του υποχρέου προς αποζημίωση από το αδίκημα, καθώς και η έκταση της οφειλόμενης αποζημίωσης, κατ’ εφαρμογήν του αρ. 26 ΑΚ. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος λόγος αναιρέσεως των κατηγορουμένων, αφού νομίμως δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής κατά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας η μητέρα της θανούσης, Αγγλίδα υπήκοος, με αίτημα την επιδίκαση σε αυτήν χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης για τον θάνατο της θυγατέρας της…





Ουσιαστική νομιμοποίηση της πολιτικής αγωγής 


(Περιπτωσιολογία αδικημάτων) 





Άσεμνα δημοσιεύματα





ΑΠ 1567/10


(Π.Χρ.2011, σελ.595)





Περίληψη





Οι διατάξεις των αρ. 29 παρ. 1 εδ. α΄ και 30 εδ. α΄ του Ν. 5060/1931 διαφυλάσσουν την δημόσια ηθική και αποβλέπουν στην προστασία μόνον του γενικού συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου, ως εκ τούτου δε είναι ασυμβίβαστες με την έννοια του ιδιωτικού συμφέροντος, που δύναται να αποκατασταθεί με την πραγματική ή συμβολική επιδίκαση ορισμένου χρηματικού ποσού. – Υφίσταται παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στην διαδικασία του ακροατηρίου, όταν στο πρόσωπο εκείνου που δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων δεν συντρέχουν οι όροι της ενεργητικής νομιμοποίησης για την άσκηση πολιτικής αγωγής. – Σε άσκηση πολιτικής αγωγής για επιδίκαση αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης νομιμοποιούνται μόνο όσοι έχουν ζημιωθεί αμέσως από το διωκόμενο έγκλημα. – Άνευ απολύτου ακυρότητος παραστάθηκε ως πολιτικώς ενάγουσα για την ηθική βλάβη που υπέστη από το αδίκημα της παράβασης των αρ. 29 και 30 του Ν. 5060/1931 η παθούσα, άσεμνες φωτογραφίες της οποίας (σε ερωτική στάση) δημοσιεύθηκαν από τους κατηγορουμένους…





Έκδοση και χρήση πλαστών πιστοποιητικών για κατάθεση μετοχών





ΑΠ 1907/09


(Π.Χρ.2010, σελ.604)





Περίληψη





Απόλυτη ακυρότητα επέρχεται από την παρά τον νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος κατά την ενώπιον του ακροατηρίου διαδικασία. – Η πολιτική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να ασκηθεί μόνον από τα πρόσωπα που ζημιώθηκαν αμέσως από το αδίκημα. – Ποιος ήταν ο στόχος του νομοθέτη της διάταξης του αρ. 58 του Ν. 2190/1920 και ποιοι είναι οι αμέσως εκ του αδικήματος παθόντες. – Ορθώς απερρίφθη η ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής για έλλειψη νομιμοποίησης των πολιτικώς εναγόντων, μετόχων εταιρείας, επειδή αφενός μεν αμέσως παθούσα από την πράξη του αρ. 58 εδ. β΄ του Ν. 2190/1920 είναι η ανώνυμη εταιρεία, και όχι οι μέτοχοι αυτής, αφετέρου δε οι τελευταίοι παραιτήθηκαν του δικαιώματός τους με το να μην παραστούν ενώπιον του Αρείου Πάγου, κατά την συζήτηση της ασκηθείσας από τον κατηγορούμενο αναιρέσεως που στρεφόταν εναντίον τους και κατ’ αποφάσεως πολιτικού δικαστηρίου, αφού οι εγκαλούντες α) ενομιμοποιούντο σε παράσταση πολιτικής αγωγής, εφόσον υπέστησαν ηθική βλάβη που συνίσταται στην προσβολή των διοικητικών και περιουσιακών δικαιωμάτων τους, δεδομένου ότι, καίτοι ήσαν κύριοι (ο καθένας) 7.375 μετοχών της εταιρείας, σύμφωνα με πλαστά πιστοποιητικά καταθέσεως μετοχών αυτές εφέροντο ότι ανήκαν κατά κυριότητα στον κατηγορούμενο και στην σύζυγό του, με συνέπεια την νόθευση του αποτελέσματος της γενικής συνέλευσης της εταιρείας, και β) δεν παραιτήθηκαν από το δικαίωμα να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες στην ποινική δίκη. – Αιτιολογημένως καταδικάσθηκε για παράβαση του αρ. 58 του Ν. 2190/1920 ο κατηγορούμενος, ο οποίος ως μέλος του Δ.Σ. ανωνύμου εταιρείας, εν γνώσει της πλαστότητας, έκανε χρήση πιστοποιητικών καταθέσεως μετοχών, όπου βεβαιωνόταν ψευδώς ότι εκείνος και η σύζυγός του ήσαν κύριοι 14.750 μετοχών της εταιρείας, μολονότι αληθινοί κύριοι αυτών ήσαν οι εγκαλούντες, παραπλανώντας τους τελευταίους, την εταιρεία και την αρμόδια προς άσκησιν εποπτείας επί των ανωνύμων εταιρειών αρχή, με σκοπό την άσκηση δικαιώματος ψήφου στις γενικές συνελεύσεις της εταιρείας, δεδομένου ότι η γνώση του κατηγορουμένου προκύπτει από την επίκληση του περιεχομένου της αγωγής που κατέθεσε ο ίδιος και η σύζυγός του στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, με αίτημα την καταδίκη των ήδη πολιτικώς εναγόντων σε δήλωση βουλήσεως μεταβίβασης της κυριότητας των επίμαχων μετοχών.





Περιύβριση νεκρών





ΑΠ 1652/09 


(Π.Χρ.2010, σελ.567)





Περίληψη 





Ποιο είναι το έννομο αγαθό που προστατεύεται από το αδίκημα της περιύβρισης νεκρών. – Ποιος δύναται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική διαδικασία επί του αδικήματος της περιύβρισης νεκρών. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος λόγος αναιρέσεως του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι οι συγγενείς των νεκρών (παππούς και μητέρα) ενομιμοποιούντο να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες ενώπιον του δικαστηρίου και να ζητήσουν την αποκατάσταση της ηθικής τους βλάβης κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, αφού ήσαν άμεσα ζημιωθέντες από την αξιόποινη πράξη του αρ. 201 ΠΚ. – Τρόποι τελέσεως και στοιχειοθέτηση του αδικήματος της περιύβρισης νεκρών. – Ορθώς και αιτιολογημένως καταδικάσθηκε για περιύβριση νεκρών κατ’ εξακολούθησιν ο κατηγορούμενος, ο οποίος, ως ιδιοκτήτης γραφείου τελετών, προέβη σε αυθαίρετη διάνοιξη οικογενειακού τάφου, προκειμένου να εναποθέσει εκεί άλλον νεκρό, καταστρέφοντας τον τάφο και τον μαρμάρινο σταυρό του, αφαίρεσε δε και εξαφάνισε τα ευρισκόμενα εντός του τάφου οστά της ενταφιασμένης εκεί μητέρας και γιαγιάς των εγκαλούντων, καθώς και μαρμάρινο οστεοφυλάκιο, όπου φυλάσσονταν τα οστά του υιού της εγκαλούσας.





Υποβάθμιση περιβάλλοντος





ΑΠ 1865/09


(Π.Χρ.2010, σελ.601)





Περίληψη





Πότε είναι παράνομη η παράσταση της πολιτικής αγωγής. – Νομιμοποιούμενος προς άσκησιν πολιτικής αγωγής για την επιδίκαση αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είναι μόνον ο αμέσως εκ του εγκλήματος ζημιωθείς. – Είναι δυνατή η παράσταση πολιτικής αγωγής του Δημοσίου, των ΟΤΑ ή του Τεχνικού Επιμελητηρίου σε δίκη για κάποιο από τα εγκλήματα του αρ. 28 παρ. 1 του Ν. 1650/1986 περί προστασίας του περιβάλλοντος, σύμφωνα με την παρ. 7 του ίδιου άρθρου. – Η ως άνω δυνατότητα δεν αποκλείει την ταυτόχρονη παράσταση άλλων προσώπων, φυσικών ή νομικών, τα οποία, κατά την γενική διάταξη του αρ. 68 ΚΠΔ, έχουν δικαίωμα παραστάσεως. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος εκ του αρ. 171 αριθμ. 2 ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως του αναιρεσείοντος, κατηγορουμένου για παράβαση του Ν. 1650/1986, αφού οι επικαλούμενοι ηθική βλάβη (ιδιώτες, κάτοχοι γειτονικών ακινήτων) νομίμως παρέστησαν ως πολιτικώς ενάγοντες





Σημείωση : Το επίμαχο άρθρο 28 § 7 ν.1650/86 τροποποιήθηκε αρχικώς (αρ. 16 § 5 ν.3937/11) ως εξής :





7.«Στις περιπτώσεις εγκλημάτων κατά της βιοποικιλότητας, του φυσικού 


κεφαλαίου και του περιβάλλοντος εν γένει, ως πολιτικώς ενάγων μπορεί να 


παρίσταται το Δημόσιο, καθώς και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, στην 


περιφέρεια των οποίων τελέστηκε το έγκλημα, το Τεχνικό Επιμελητήριο της 


Ελλάδας, το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, πανεπιστήμια, άλλοι 


επιστημονικοί φορείς, δικηγορικοί σύλλογοι, φορείς διαχείρισης 


προστατευόμενων περιοχών, μη κυβερνητικές οργανώσεις και φυσικά πρόσωπα, 


ανεξάρτητα αν έχουν υποστεί περιουσιακή ζημιά, με αίτημα την αποκατάσταση 


των πραγμάτων, στο μέτρο που αυτή είναι δυνατή. Έγγραφη προδικασία δεν 


απαιτείται.»





και στη συνέχεια (αρ. 7 § 7 ν.4042/12) έλαβε την ακόλουθη μορφή :





«7. Στις περιπτώσεις εγκλημάτων του κεφαλαίου αυτού ως πολιτικώς ενάγων μπορεί να 


παρίσταται το Δημόσιο, καθώς και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην περιφέρεια των 


οποίων τελέσθηκε το έγκλημα, το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος, το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο 


της Ελλάδος, πανεπιστήμια, άλλοι επιστημονικοί φορείς, δικηγορικοί σύλλογοι, φορείς διαχείρισης 


προστατευόμενων περιοχών, μη κυβερνητικές οργανώσεις και φυσικά πρόσωπα, ανεξάρτητα αν 


έχουν υποστεί περιουσιακή ζημία, προς υποστήριξη της κατηγορίας και μόνο και με αίτημα ιδίως την αποκατάσταση των πραγμάτων στο μέτρο που είναι δυνατή. Έγγραφη προδικασία δεν 


απαιτείται.»





Παραγραφή της αστικής αξίωσης





Ένσταση παραγραφής ως όρος για τη θεμελίωση παράνομης παράστασης





ΑΠ 617/10


(Πειρ.Νομ.2010, σελ.200)





Περίληψη 





Ως άσκηση αγωγής που διακόπτει την παραγραφή, κατ’ άρθρο 261 ΑΚ, νοείται και η εισαγωγή προς δικαστική κρίση της αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης με τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής, κατά την ποινική διαδικασία. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση λόγω υπέρβασης εξουσίας, καθώς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την προβαλλόμενη από τον κατηγορούμενο ένσταση αποβολής πολιτικής αγωγής, μολονότι είχε παρέλθει από το χρονικό σημείο της δήλωσής της η από το νόμο οριζόμενη πενταετία και συνεπώς η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης είχε υποπέσει σε παραγραφή





ΑΠ 232/08


(Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.)





Περίληψη 





Πολιτική αγωγή - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης -Παραγραφή - Αυτεπάγγελτη έρευνα - Ένσταση - Αιτιολογία -. Το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως το κατά πόσον η αξίωση του πολιτικώς ενάγοντος για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, έχει υποπέσει στην προβλεπόμενη πενταετή παραγραφή, πλην όμως εάν προβληθεί σχετική ένσταση από τον κατηγορούμενο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, οφείλει να απαντήσει αιτιολογημένα σε αυτήν (ομοίως ΑΠ 1240/07 ΠραξΛογΠΔ 2007/260).





Εφαρμογή επί παράστασης προς αποκλειστική υποστήριξη της κατηγορίας





ΑΠ 925/09


(Π.Χρ.2010, σελ.226)





Περίληψη 





Η παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος, η οποία γεννά την απόλυτη ακυρότητα του αρ. 171 αριθμ. 2 ΚΠΔ και ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως, συνίσταται αποκλειστικώς σε ελλείψεις σχετικά με την ενεργητική ή παθητική νομιμοποίηση της πολιτικής αγωγής ή παραβάσεις ως προς την ακολουθητέα διαδικασία σχετικά με τον τρόπο και τον χρόνο ασκήσεως και υποβολής της. – Δεν υφίσταται παράνομη παράσταση, υπό την ως άνω έννοια, όταν συντρέχουν οποιουδήποτε άλλου είδους πλημμέλειες της πολιτικής αγωγής, όπως αυτή που δημιουργείται από την συμπλήρωση της κατ’ αρ. 937 ΑΚ πενταετούς παραγραφής της αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδίκημα, εφόσον δεν έχει προταθεί ένσταση παραγραφής από τον κατηγορούμενο. – Ο χρόνος έναρξης της ποινικής παραγραφής δύναται να διαφέρει από εκείνον της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως· ποιος ο τρόπος διαπίστωσης της μακρότερης παραγραφής σε τέτοιες περιπτώσεις. – Διακοπή της παραγραφής, κατά την διάταξη του αρ. 270 ΑΚ, επέρχεται και όταν, κατόπιν της ασκήσεως πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εισάγεται προς κρίσιν η επίμαχη αξίωση. – Σε δίκη δημοσίου υπαλλήλου για εκ δόλου ή εκ βαρείας αμελείας τελεσθέν αδίκημα, υποχρέωση για αποζημίωση του παθόντος ή χρηματική ικανοποίησή του έχει, δυνάμει του αρ. 85 παρ. 1 του Υπαλληλικού Κώδικα, το Δημόσιο, το οποίο φέρει την ιδιότητα του αστικώς υπευθύνου. – Όταν από την εγκληματική πράξη πλήττονται έννομα συμφέροντα τόσο ιδιωτικά όσο και του Δημοσίου, δικαίωμα παραστάσεως πολιτικής αγωγής έχει και ο αμέσως ζημιωθείς από το έγκλημα, μόνον όμως για την υποστήριξη της κατηγορίας και όχι για την επιδίκαση αποζημίωσης, με αποτέλεσμα να μην λαμβάνεται εν προκειμένω υπόψιν η εκ του αρ. 937 ΑΚ τασσόμενη προθεσμία παραγραφής· τέτοια περίπτωση συνιστά και η δίκη για παράβαση καθήκοντος ή δωροδοκία υπαλλήλου, εφόσον παράλληλα με το συμφέρον του Δημοσίου περί διατηρήσεως της εμπιστοσύνης των πολιτών στην καλή λειτουργία και καθαρότητα της υπηρεσίας θίγονται και δικαιώματα τρίτου προσώπου. – Απορρίπτονται οι ενστάσεις των δημοσίων υπαλλήλων, προϊσταμένου και υπαλλήλου ΔΟΥ, κατηγορουμένων για κατ’ εξακολούθησιν παθητική δωροδοκία και παράβαση καθήκοντος και για κατ’ εξακολούθησιν παράβαση καθήκοντος αντιστοίχως, περί αποβολής της πολιτικής αγωγής ένεκα παραγραφής, διότι αφενός μεν το Δημόσιο ενομιμοποιείτο σε παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, θεμελιούμενη στην μείωση του κύρους των υπηρεσιών του που υπέστη από τις ανωτέρω πράξεις, ενώ επιπροσθέτως δεν είχε παρέλθει η προθεσμία από την γνώση της πράξεως και των υπαιτίων έως την το πρώτον παράσταση της πολιτικής αγωγής υπ’ αυτού (του Δημοσίου), αφετέρου δε η παράσταση ως ετέρου πολιτικώς ενάγοντος προς υποστήριξιν της κατηγορίας ιδιώτη-φορολογουμένου, ζημιωθέντος από την έκνομη δραστηριότητα των κατηγορουμένων, ήταν παραδεκτή, καθώς δεν ασκεί καμία επιρροή επ’ αυτής η τυχόν παρέλευση της πενταετούς προθεσμίας του αρ. 937 ΑΚ. – Κατά την αντίθετη εισαγγελική αγόρευση, επήλθε απόλυτη ακυρότητα λόγω παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής, ως προς την παράσταση του προαναφερθέντος ιδιώτη, αφού η δήλωση παραστάσεως, έστω και αν γίνεται μόνον προς υποστήριξιν της κατηγορίας, είναι αρρήκτως συνδεδεμένη με την αξίωση για αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, η δε εν προκειμένω συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής, παράλληλα με την προβολή της αντίστοιχης ενστάσεως από τους κατηγορουμένους, θα έπρεπε να οδηγήσει στην αποβολή της πολιτικής αγωγής.





Σχέση με την παραγραφή του προϊσχύοντος άρθρου 432 § 2 ΚΠΔ





ΑΠ 416/12


(Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.)





… Αν περαιτέρω η αναφερόμενη στο άρθρο 937 εδ, γ του ΑΚ παραγραφή ασκηθείσας στο ποινικό δικαστήριο απαίτησης αστικής αξίωσης της πολιτικώς ενάγουσας, (από αδικοπραξία) που συνάμα αποτελεί κολάσιμο πράξη, υπόκειται στο αναφερόμενο στο εδάφιο β του ιδίου άρθρου 937 όριο εικοσαετούς παραγραφής, σε κάθε περίπτωση ή ισχύει και εδώ και προσμετράται και η τυχόν μεγαλύτερη, κατά τα παραπάνω παραγραφή, λόγω αναστολής της παραγραφής, ζήτημα που επηρεάζει το νόμιμο της γενόμενης παράστασης της πολιτικής αγωγής στο ΜΟΕ Θεσσαλονίκης και ειδικότερα: α) αν στην παραγραφή της πολιτικής αγωγής ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ισχύει σε κάθε περίπτωση το οριζόμενο από την παράγραφο 3 του άρθρου 113 του ΠΚ μέγιστο διάστημα της πενταετούς αναστολής για κακουργήματα, κατά το οποίο διαρκεί η κυρία διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, ή δεν υπολογίζεται στην άνω παραγραφή και πενταετή αναστολή η ειδική αναστολή του άρθρου 432 παρ.2 ΚΠΔ, όπως ίσχυε, κατά την εκδίκαση της κακουργηματικής υποθέσεως σε δεύτερο βαθμό, την 3-12-2010, προ της τροποποιήσεώς του, δια του άρθρου 21 του ν. 3904/23-12-2010 ή θα εφαρμοσθεί και επ'αυτής ομοίως ως παραπάνω η νέα δια του άρθρου 21 του ν. 3904/23-12-2010 τροποποίηση, ως ευμενέστερη για τον εναγόμενο κατηγορούμενο και επομένως ισχύει στην προκειμένη υπόθεση σε κάθε περίπτωση ο περιορισμός της πενταετούς αναστολής και  β) αν επί παραγραφής της ασκηθείσας στο ποινικό δικαστήριο πολιτικής αγωγής ισχύουν οι διατάξεις του ΑΚ περί διακοπής και αναστολής της παραγραφής. Επειδή όμως τα ζητήματα αυτά, κατά την ομόφωνη γνώμη των μελών του δικαστηρίου τούτου, κρίνονται ως γενικότερου νομικού ενδιαφέροντος, ενόψει της προαναφερθείσας διάστασης απόψεων σε νομολογία και θεωρία, πρέπει η κρινόμενη αίτηση, να παραπεμφθεί στην ποινική τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τα άρθρα 23 παρ.1 του ν. 1756/88 και 3 παρ.2 του ν. 3810/57, το οποίο έχει διατηρηθεί σε ισχύ ως προς τις ποινικές υποθέσεις με το άρθρο 64 παρ.5 του ΕισΝ ΚΠολΔ, προκειμένου η τελευταία, να λάβει θέση επί των ζητημάτων αυτών που ανεφύησαν στο ποινικό αυτό τμήμα του Αρείου Πάγου, για να αποφανθεί για το βάσιμο ή μη των προβληθέντων με την από 29-4-2011 αίτηση αναιρέσεως, πρώτου και δευτέρου, αντίστοιχων σχετικών λόγων αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, πρώτου λόγου, της υπέρβασης εξουσίας, λόγω παραγραφής της αξιόποινης πράξης (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η'ΚΠΔ) και δεύτερου λόγου, της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, λόγω παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής, συνεπεία παραγραφής, μη διακοπείσας δια ασκήσεώς της στον πρώτο βαθμό, της αστικής αξίωσης της πολιτικώς ενάγουσας (άρθρο 171 παρ.2, 510 παρ.1 στοιχ. Α'ΚΠΔ)...





Υπολογισμός της μακρότερης παραγραφής κατά το άρθρο 937 § 2 ΑΚ





ΟλΑΠ 21/03 


(Π.Χρ.2003, σελ.971)





Περίληψη 





Προϋποθέσεις εφαρμογής του αρ. 937 παρ. 2 AK. – Για την διακρίβωση του εάν επί πλημμελημάτων η ποινική παραγραφή είναι μακρότερη της αστικής δεν συνυπολογίζεται το οριζόμενο από το αρ. 113 παρ. 3 ΠΚ μέγιστο διάστημα της αναστολής, διότι αφενός η ασφάλεια δικαίου ως έκφανση της αρχής του κράτους δικαίου επιβάλλει να είναι εξ αρχής προσδιορισμένη η διάρκεια της παραγραφής και αφετέρου ο συνυπολογισμός της τριετίας της ποινικής αναστολής προκαλεί σύγχυση με την διακοπή και την αναστολή της αστικής παραγραφής. – Δεν παραβιάσθηκε το αρ. 937 ΑΚ εκ της αποδοχής της ενστάσεως παραγραφής τής επίδικης απαίτησης, εφόσον η αγωγή για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης επιδόθηκε στην αναιρεσίβλητη μετά παρέλευση πέντε (όχι όμως και οκτώ) ετών από την γνώση εκ μέρους τού αναιρεσείοντος της ζημίας και του υπόχρεου, έστω και αν η παραγραφή του εγκλήματος, εκ του οποίου πήγαζε η απαίτηση, είχε μετατραπεί σε οκταετή λόγω επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος. – Κατά την γνώμη της μειοψηφίας η προσβαλλομένη έπρεπε να αναιρεθεί λόγω παράβασης των αρ. 937 ΑΚ και 111-113 ΠΚ, διότι επί απαιτήσεως από αδικοπραξία δεν γίνεται καμία διάκριση στον νόμο ούτε για κατηγορίες αδικημάτων ούτε για αρχική ή μετ’ αναστολήν παραγραφή, αλλά αυτή υπόκειται στην μακρότερη συνολικά παραγραφή, η οποία επί πλημμελημάτων φθάνει τα οκτώ έτη, αφού ο νομοθέτης θέλησε τόσο η αξίωση της Πολιτείας για την τιμωρία του δράστη της αξιόποινης πράξης, όσο και η απαίτηση του αδικηθέντος να υπόκεινται στον αυτό χρόνο παραγραφής.





Παράσταση πολιτικής αγωγής μόνο για υποστήριξη της κατηγορίας 





Αιρετά όργανα των Ο.Τ.Α.





ΑΠ 986/08


(Νόμος)





Περίληψη 





…Παράβαση καθήκοντος από τους εκλεγέντες δημοτικούς συμβούλους που έθιξαν τη


δραστηριότητα του καταστήματος της μηνύτριας. Περιορισμός αστικής ευθύνης 


αιρετών οργάνων, τα οποία δεν υπέχουν ατομική ευθύνη τα ίδια προς αποζημίωση 


τρίτων. Δυνατότητα πολιτικής αγωγής κατά του κατηγορουμένου από τον αμέσως εκ του αδικήματος παθόντα, (εταιρεία και όχι εταίρο) προς υποστήριξη εδώ της 


κατηγορίας και μόνον, και όχι χρηματικής ικανοποίησης. Παράνομη


παράσταση πολιτικής αγωγής για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβαθμίου


Δικαστηρίου..





Ανάγκη νομοθετικής πρόβλεψης





ΑΠ 2338/08


(Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.)





…Ειδικότερα κατά το άρθρο 63 ΚΠΔ η πολιτική αγωγή για την αποζημίωση και την αποκατάσταση από το έγκλημα και για την χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τους δικαιουμένους σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα - "σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνο που έπαθε προσβολή της υγείας του ... ". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος συναρτάται πάντοτε με υλική ζημία στο πρόσωπό του (πολιτικώς ενάγοντος) ή με χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στην περίπτωση της προσβολής της υγείας του. Παράσταση πολιτικής αγωγής για υπεράσπιση της κατηγορίας στον πρώτο βαθμό ή ενώπιον του Εφετείου επί καταδικαστικής αποφάσεως, χωρίς να ζητείται η επιδίκαση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης είναι ανεπίτρεπτη και η τοιαύτη δήλωση συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα, εφόσον γίνει δεκτή από το δικάσαν δικαστήριο, κατ'άρθρο 171 παρ. 2 ΚΠΔ, κατά το οποίο "αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του δικαστηρίου"επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, η οποία προτείνεται κατά πάσα στάση της δίκης και ωσότου η απόφαση καταστεί αμετάκλητη (άρθρο 173 αρ. 1 ΚΠΔ). Εξαίρεση του ανωτέρω αποτελεί ως προς την παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος για υποστήριξη της κατηγορίας και μόνο, όταν από την άποψη του χρόνου αυτή γίνεται μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στον πρώτο βαθμό και παράλληλα από διάταξη νόμου η υποχρέωση για την αποκατάσταση της ζημίας ή την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης περιορίζεται αποκλειστικά σε τρίτο αστικώς υπεύθυνο…





Δικονομικές συνέπειες από την επιδίκαση του τυχόν αιτηθέντος ποσού





ΑΠ 604/09


(Π.Χρ.2010, σελ.122)





Περίληψη 





Δικαιούχος της χρηματικής ικανοποίησης είναι μόνον ο φορέας του δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος που έχει προσβληθεί. – Το δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής έχουν και το Ελληνικό Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την άδικη πράξη και έχει αντίκτυπο στην πίστη, στο κύρος και στην φήμη τους έναντι των τρίτων. – Πότε δεν είναι απαραίτητο να εξειδικεύεται η βλάβη στην δήλωση του εκπροσώπου του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που παρίστανται ως πολιτικώς ενάγοντες. – Πώς κρίνεται το επιτρεπτό και η ουσιαστική βασιμότητα της παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος. – Τι πρέπει να περιέχει η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής όταν επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. – Εκείνος που ζημιώθηκε αμέσως από το έγκλημα δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στο ακροατήριο προς υποστήριξη μόνο της κατά του κατηγορουμένου δημοσίου υπαλλήλου κατηγορίας, χωρίς να είναι αναγκαίο να διευκρινίζεται αν παρίσταται για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης ή για αποκατάσταση υλικής ζημίας, αφού τέτοιες απαιτήσεις δεν έχει έναντι του κατηγορουμένου υπαλλήλου και συνεπώς δεν του επιδικάζονται, τυχόν δε επιδίκαση της απαίτησης του πολιτικώς ενάγοντος συνεπάγεται υπέρβαση εξουσίας, αλλά η παραδοχή του λόγου αναιρέσεως δεν επάγεται την αναίρεση της απόφασης στο σύνολό της, αλλά μόνο ως προς την διάταξή της περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως στην πολιτική αγωγή. – Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο περί απολύτου ακυρότητος λόγος αναιρέσεως, συνιστάμενος στην παράνομη παράσταση στο ακροατήριο ως πολιτικώς ενάγοντος Αναγκαστικού Συνεταιρισμού προς υποστήριξη της κατηγορίας για υπόθαλψη εγκληματία, επειδή ο Συνεταιρισμός δήλωσε ότι παρίσταται για χρηματική ικανοποίηση από την ηθική βλάβη που υπέστη από την παράνομη πράξη των κατηγορουμένων. – Ορθώς και αιτιολογημένως καταδικάσθηκαν για υπόθαλψη εγκληματία οι κατηγορούμενοι, υπάλληλοι της Διεύθυνσης Δασών, οι οποίοι παρόλο που διαπίστωσαν ύστερα από αυτοψία ότι αμφότεροι οι δράστες διέπραξαν παράνομη υλοτόμηση σε συνεταιριστικό δάσος Αναγκαστικού Συνεταιρισμού, δεν κατέθεσαν μήνυση εναντίον του ενός εκ των δύο, ματαιώνοντας καταρχήν την δίωξή του, ούτε περιέλαβαν στην δικογραφία σχετική ένορκη κατάθεση του προέδρου του επίμαχου Αναγκαστικού Συνεταιρισμού





ΑΠ 1010/07


(Π.Χρ.2008, σελ.322)





Περίληψη 





Οι δημόσιοι υπάλληλοι (όπως είναι οι ιατροί του Εθνικού Συστήματος Υγείας και οι ανήκοντες στο ιατρικό προσωπικό των νοσοκομείων οιασδήποτε μορφής, αλλά και οι υπάλληλοι των Ν.Π.Δ.Δ.) δεν ευθύνονται αστικώς έναντι εκείνων που ζημιώθηκαν αμέσως από τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις τους που τελέσθηκαν με δόλο ή βαρειά αμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και την διενέργεια συναφών προς αυτά πράξεων ή παραλείψεών τους. – Ο αμέσως ζημιωθείς από το έγκλημα δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων κατά την έναρξη της διαδικασίας και να υποστηρίξει μόνο την κατά του κατηγορουμένου δημοσίου υπαλλήλου ή υπαλλήλου Ν.Π.Δ.Δ. απαγγελθείσα κατηγορία, χωρίς να δύναται να επιδιώξει την υπέρ αυτού επιδίκαση αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης (εις βάρος του υπαλλήλου). – Το ποινικό δικαστήριο της ουσίας που υποχρεώνει τον καταδικασθέντα δημόσιο υπάλληλο ή υπάλληλο Ν.Π.Δ.Δ. να καταβάλει για την από αυτόν τελεσθείσα αξιόποινη πράξη χρηματική ικανοποίηση στον παθόντα υποπίπτει στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας, με αποτέλεσμα να επέρχεται η αναίρεση της αποφάσεως μόνο ως προς την διάταξη της επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης, χωρίς να υφίσταται ανάγκη για μετ’ αναίρεσιν παραπομπή της υπόθεσης στο δικάσαν δικαστήριο. – Αναιρείται λόγω υπερβάσεως εξουσίας η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία υποχρεώθηκαν οι κατηγορούμενοι (δημόσιοι πολιτικοί υπάλληλοι), λόγω της ιδιότητάς τους (επιμελητής της νευροχειρουργικής κλινικής του νοσοκομείου ο πρώτος, και ειδικευόμενος βοηθός της ίδιας κλινικής ο δεύτερος), να καταβάλουν κατ’ ίσα μέρη στον καθένα από τους πολιτικώς ενάγοντες το ποσό των 45 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. – Επεκτείνεται το αναιρετικό αποτέλεσμα και στον συγκατηγορούμενό τους και απαλείφεται η καταψηφιστική περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποίησης διάταξη της προσβαλλομένης





Εξόφληση της αστικής απαίτησης





ΟλΑΠ 1/97 


(Νόμος)





Περίληψη 





Δικονομία ποινική. Η πολιτική αγωγή ασκείται στο ποινικό δικαστήριο από τους δικαιουμένους σύμφωνα με τον ΑΚ και ειδικότερα τα άρθρα 932 και 933 αυτού. Το ποινικό δικαστήριο στερείται του δικαιώματος να ασχοληθεί με την πολιτική αγωγή, όταν αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να ασκηθεί δίωξη ή απαλλάσσει τον κατηγορούμενο. Η πολιτική αγωγή έχει εκτός του αστικού και ποινικό χαρακτήρα, αφού αποβλέπει στην υποστήριξη της κατηγορίας κατά του υπαιτίου του εγκλήματος. Η καταβολή ή η δημόσια παρακατάθεση της αποζημίωσης δεν επηρεάζουν την ποινική λειτουργία της πολιτικής αγωγής. Έτσι ο πολιτικώς ενάγων που έχει προβεί στη σχετική δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής ή οι κληρονόμοι, μπορούν να παρίστανται ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου για την υποστήριξη μόνο της κατηγορίας και την περαιτέρω διασφάλιση της αστικής αξίωσης, αφού σε περίπτωση απαλλαγής του κατηγορουμένου, ο τελευταίος μπορεί να αναζητήσει ό,τι κατέβαλε κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Απορρίπτεται η αναίρεση για απόλυτη ακυρότητα λόγω παράστασης των κληρονόμων του πολιτικώς ενάγοντα στην κατ’ έφεση δίκη μετά την καταβολή της επιδικασθείσης αποζημιώσεως. Αντίθετη μειοψηφία











Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς





ΑΠ 1384/08


(Ποιν.Δικ.2009, σελ.282)





Περίληψη 





Απορρίπτεται ο αναιρετικός λόγος για απόλυτη ακυρότητα λόγω παράνομης παράστασης πολιτικής αγωγής, δεδομένου ότι στην ένδικη υπόθεση, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέστη, όπως και πρωτοδίκως, ως πολιτικώς ενάγουσα για την υποστήριξη της κατηγορίας, σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 6 Ν 3340/2005…





«Παρά τον νόμο» παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος 





Επιφύλαξη του δικαστηρίου επί των αντιρρήσεων κατά της πολιτικής αγωγής





ΑΠ 1264/10


(Π.Χρ.2011, σελ.435)





Περίληψη 





Εφόσον αμφισβητείται κατ’ ουσίαν από την υπεράσπιση του κατηγορουμένου η ενεργητική νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος και η ύπαρξη της τελευταίας εξαρτάται από την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, το δικαστήριο δύναται να αποφασίσει για την αποβολή της πολιτικής αγωγής μετά την λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και τις αγορεύσεις των συνηγόρων χωρίς να γεννάται ακυρότητα από την μέχρι τότε παραμονή του πολιτικώς ενάγοντος στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία.





ΑΠ 486/10


(Π.Χρ.2011, σελ.181)





Περίληψη 





…Πότε υπάρχει απόλυτη ακυρότητα, ένεκα παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής. – Πότε δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα από την μη αποβολή του πολιτικώς ενάγοντος από την διαδικασία. – Ορθώς, αιτιολογημένως και άνευ απολύτου ακυρότητος καταδικάσθηκε για νόθευση (κατ’ ακριβή νομικό χαρακτηρισμό) εγγράφων κατ’ εξακολούθησιν μετά χρήσεως και απάτη επί δικαστηρίω ο κατηγορούμενος, αφού στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται: α) η εκ μέρους του νόθευση των τιμολογίων της εταιρείας του, ώστε να εμφανίζουν πώληση εμπορευμάτων αξίας 94.708,56 ευρώ προς την εγκαλούσα εταιρεία και η υπογραφή τους κατ’ απομίμησιν της υπογραφής του διευθυντή της εγκαλούσας, ώστε να φαίνεται ότι ο τελευταίος παρέλαβε τα εμπορεύματα ένεκα πωλήσεως και όχι ένεκα συμβάσεως έργου, β) η χρησιμοποίηση των τιμολογίων για την έκδοση διαταγής πληρωμής, γ) η ψευδής παράσταση προς τον δικαστή ότι τα τιμολόγια αντιπροσωπεύουν πώληση εμπορευμάτων, με αποτέλεσμα την έκδοση της διαταγής πληρωμής, και δ) η ζημία της εγκαλούσης ποσού των 43.582,56 ευρώ, όπως προέκυψε μετά την αφαίρεση από το ποσό των 94.708,56 ευρώ του ποσού των 51.120 ευρώ, αφού το τελευταίο αφορούσε τα υλικά που πράγματι παραδόθηκαν βάσει της καταρτισθείσας συμβάσεως έργου. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος λόγος αναιρέσεως, συνιστάμενος αφενός μεν στο ότι η παράσταση πολιτικής αγωγής αποβλήθηκε μετά την λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και τις αγορεύσεις των συνηγόρων, αφετέρου δε στο ότι ο πολιτικώς ενάγων κατέθεσε ενόρκως στο ακροατήριο.





ΑΠ 174/09


(Π.Χρ.2010, σελ.95)





Περίληψη 





Πότε επέρχεται απόλυτη ακυρότητα λόγω παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής. – Σε περίπτωση αθωώσεως του κατηγορουμένου και ασκήσεως εφέσεως από τον εισαγγελέα, αυτός που νομίμως παρέστη ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δικαιούται να παραστεί με την αυτή ιδιότητα και στην κατ’ έφεσιν δίκη, αλλά μόνον προς υποστήριξιν της κατηγορίας. – Σε περίπτωση ασκήσεως εφέσεως κατ’ αθωωτικής αποφάσεως από τον εισαγγελέα, αν ο πολιτικώς ενάγων δεν είχε παρασταθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν δικαιούται να παραστεί το πρώτον στο εφετείο ούτε προς υποστήριξη της κατηγορίας, τυχόν δε παρασταθείσα πολιτική αγωγή πρέπει να αποβληθεί πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, άλλως δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. – Αναιρείται λόγω απολύτου ακυρότητος η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία, αφού έγινε δεκτή η έφεση του Εισαγγελέως κατά της πρωτοδίκου αθωωτικής αποφάσεως για κλοπή και υπεξαίρεση, έγινε επίσης δεκτή και η παράσταση της δηλωθείσας το πρώτον στο εφετείο πολιτικής αγωγής για υποστήριξη της κατηγορίας, μετά δε το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας (που διεξήχθη με την παρουσία της πολιτικής αγωγής), η πολιτική αγωγή αποβλήθηκε, επειδή δεν είχε ασκηθεί και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο





ΑΠ 1748/08


(Ποιν.Δικ.2009, σελ.649)





Περίληψη 





…Απορρίπτονται επίσης και οι λόγοι της παραβίασης δεδικασμένου και της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας λόγω του ότι για την ίδια πράξη έχουν ασκηθεί εναντίον του δύο ποινικές διώξεις, αφού τα βουλεύματα που επικαλείται αφορούν την κήρυξη ως απαραδέκτων ποινικών διώξεων που έχουν ασκηθεί κατά άλλου προσώπου, καμία δε ακυρότητα δεν δημιουργείται από την παρά το νόμο παράσταση μέχρι το τέλος της διαδικασίας του εκπροσώπου του πολιτικώς ενάγοντος νομικού προσώπου που έφερε την επωνυμία «ΟΙΚΟΣ ΝΑΥΤΟΥ ΝΠΔΔ», παρόλο που είχε ως προς την περιουσιακή ζημία του ολοσχερώς εξοφληθεί από αυτόν, διότι όταν υπάρχει σύμφωνα με δήλωση του πολιτικώς ενάγοντα και τη σε βάρος του τελεσθείσα αξιόποινη πράξη ενεργητική νομιμοποίηση αυτού, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει για την αποβολή ή όχι της πολιτικής αγωγής μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και τις αγορεύσεις των συνηγόρων, συνεπώς η παραμονή του πολιτικώς ενάγοντα στη διαδικασία μέχρι το ως άνω χρονικό όριο δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης για παρά το νόμο παράσταση αυτού.





Κρίσιμες πλημμέλειες για τη διάγνωση παράνομης παράστασης





ΑΠ 753/10


(Π.Χρ.2011, σελ.214)





Περίληψη 





Η παρά τον νόμο παράσταση της πολιτικής αγωγής επάγεται απόλυτη ακυρότητα· παρά τον νόμο παράσταση της πολιτικής αγωγής υπάρχει και όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης για την άσκησή της. – Η παραγραφή του δικαιώματος άσκησης πολιτικής αγωγής δεν ερευνάται αυτεπαγγέλτως, αλλά πρέπει να προταθεί από τον κατηγορούμενο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. – Πότε και πώς πρέπει να προταθεί η επίμαχη ένσταση παραγραφής ειδικά ενώπιον του εφετείου. – Ορθώς απερρίφθη ο περί αποβολής της πολιτικής αγωγής ισχυρισμός των αναιρεσειόντων, συνιστάμενος στο ότι με την έγκληση δεν διευκρινίσθηκε για ποιο αδίκημα γίνεται η δήλωση της παράστασης πολιτικής αγωγής, δεν καταβλήθηκε το απαραίτητο παράβολο και η αξίωση της πολιτικώς ενάγουσας έχει ήδη υποπέσει σε παραγραφή, αφού α) από την επισκόπηση της έγκλησης προκύπτει ότι η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής αφορούσε τόσο τα αδικήματα της ψευδορκίας μάρτυρος και της συκοφαντικής δυσφήμησης όσο και της ηθικής αυτουργίας σε αυτά, τούτο άλλωστε επιβεβαιώθηκε και από την επανάληψη της σχετικής δήλωσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, β) εφόσον η δήλωση παραστάσεως της πολιτικής αγωγής έγινε με την έγκληση που υπεβλήθη στις 9.8.2002, δεν υποχρεούτο η πολιτικώς ενάγουσα να καταθέσει και το οικείο παράβολο, διότι η επίμαχη υποχρέωση επιβλήθηκε αργότερα επί ποινή απαραδέκτου της πολιτικής αγωγής, και γ) ο ισχυρισμός περί αποβολής της πολιτικώς ενάγουσας προβλήθηκε το πρώτον στο εφετείο, χωρίς να αποτελεί λόγο της ασκηθείσας εφέσεως.


ΑΠ 1161/09


(Ποιν.Δικ.2010, σελ.424)





… Περαιτέρω κατά το άρθρο 171 παρ. 2 του ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, η οποία λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και θεμελιώνει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, προκαλείται αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου. Παράνομη δε είναι η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο σύμφωνα με τα άρθρα 63, 64 και 68 ΚΠΔ, όταν υπάρχει έλλειψη ως προς το χρόνο και τον τρόπο άσκησής της ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ή ως προς την ενεργητική ή παθητική νομιμοποίηση του δικαιούχου, όχι δε και όταν υφίσταται άλλη έλλειψη ή πλημμέλεια ως προς την παράσταση ή την εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος, η οποία δεν θίγει το συμφέρον του κατηγορουμένου ούτε πλήττει τη δημόσια τάξη. Έτσι, δεν είναι παράνομη η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος, επί παραβιάσεως από αυτόν των διατάξεων για τα δικαστικά τέλη και έξοδα και τη σχετική νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου του. Τέλος, δεν υπάρχει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο για παράνομη παράσταση πολιτικής αγωγής, από μόνο το λόγο ότι το δικαστήριο δεν εξέδωσε παρεμπίπτουσα απόφαση με την οποία να δέχεται την πολιτική αγωγή της οποίας ζητήθηκε η αποβολή από τον κατηγορούμενο. Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για απόλυτη ακυρότητα, που συνίσταται το μεν γιατί εσφαλμένα το Δικαστήριο που την εξέδωσε, δέχθηκε ότι η εγκαλούσα είναι η άμεσα παθούσα από την αξιόποινη πράξη της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας για την οποία καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, με τις διακρίσεις της συμμετοχικής δράσης του καθένα απ'αυτούς, το δε γιατί το ίδιο Δικαστήριο μετά την υποβολή από μέρους τους, της σχετικής ενστάσεως περί αποβολής της πολιτικής αγωγής, επιφυλάχθηκε να εκδώσει την επί της ενστάσεώς τους παρεμπίπτουσα απόφαση, την οποία δεν εξέδωσε μέχρι τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Ο σχετικός, όμως, ισχυρισμός, κατ'αμφότερα τα σκέλη του, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και συγκεκριμένα κατά το πρώτο μέρος, γιατί η παθούσα, η οποία είχε το δικαίωμα της αποκλειστικής εκμεταλλεύσεως του ως άνω Ρ/Σ, νομιμοποιούνταν αυτή να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγουσα και να επιδιώξει την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω της ηθικής βλάβης που αυτή υπέστη από την αξιόποινη συμπεριφορά των αναιρεσειόντων. Επίσης, και κατά το έτερο σκέλος του είναι αβάσιμος, ο εν λόγω ισχυρισμός των αναιρεσειόντων γιατί δεν δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα στην περίπτωση που το Δικαστήριο, δεν εκδώσει παρεμπίπτουσα απόφαση ως προς τη νομιμότητα της πολιτικής αγωγής…





ΑΠ 2051/08


(Νόμος)



…Ι. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 ΚΠΔ, απόλυτη 


ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναίρεσης της απόφασης, κατ` άρθρο 510 παρ. 1


στοιχ. Α` του ίδιου Κώδικα, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε


στάση της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, επιφέρει η παρά τον νόμο 


παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει


όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της 


ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, 


σύμφωνα με τις διατάξεις των αρθρ. 63 και 64 Κ.Π.Δ. και όταν παραβιάσθηκε η


διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και τον χρόνο της


άσκησης και της υποβολής αυτής, κατά το αρθρ. 68 του ίδιου κώδικα. Εξάλλου


από τον συνδυασμό των διατάξεων των αρθρ. 63 Κ. Π. Δ. και 614 και 932 Α. Κ.,


προκύπτει ότι δικαιούνται να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες μόνον εκείνοι 


που ζημιώνονται άμεσα από το έγκλημα ή υφίστανται ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη από αυτό και όχι και εκείνοι που βλάπτονται έμμεσα, όπως τα μέλη του νομικού 


προσώπου, τα οποία δεν νομιμοποιούνται ενεργητικά στην άσκηση της πολιτικής


αγωγής από αδίκημα που στρέφεται κατά νομικού προσώπου, το οποίο και μόνο


ζημιώνεται άμεσα από αυτό (Ολ. Α.Π. 5/1994). Ηθική βλάβη μπορεί να υποστεί


και το νομικό πρόσωπο από τον αντίκτυπο που έχει στην πίστη, το κύρος και


την φήμη του η άδικη πράξη που διαπράχθηκε σε βάρος του, στην δήλωση του


εκπροσώπου του οποίου, όταν παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων, δεν είναι


αναγκαίο να εξειδικεύεται η βλάβη, γιατί αυτή αναφέρεται στον ανωτέρω


αντίκτυπο. Έτσι από τις προαναφερόμενες διατάξεις των αρθρ. 63, 64, 68


Κ.Π.Δ. συνάγεται ότι απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας προκαλείται μόνον


οσάκις υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως ή όταν δεν


τηρήθηκε η επιβαλλομένη διαδικασία σχετικώς προς τον χρόνο και τον τρόπο


ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής εις το ποινικό δικαστήριο.

Οποιαδήποτε άλλη πλημμέλεια ή έλλειψη αναφερομένη στην παράσταση ή την 


εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος δεν ασκεί επιρροή στην νομιμότητα της 


παραστάσεως, όπως επί εταιρίας η έλλειψη εγκρίσεως της Γενικής Συνελεύσεως 


(Α.Π. 1575/98, 2266/2002)…





Ποινικές δίκες ανεπίδεκτες πολιτικής αγωγής 





Αξιόποινες πράξεις δικαστικών λειτουργών


 ΣυμβΑΠ 1127/11


(Νόμος)


 Σύμφωνα με το άρθρο 15 και 16 του ΚΠΔ, εκτός των άλλων περιοριστικώς αναφερομένων


προσώπων, και ο πολιτικώς ενάγων στο στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως μπορεί να ζητήσει την εξαίρεση των εισαγγελικών λειτουργών που ασχολούνται με την έγκληση του. Προϋπόθεση για την υποβολή αιτήματος εξαιρέσεως από τον πολιτικώς ενάγοντα είναι: α) αυτός να είναι αμέσως παθών από το έγκλημα που κατήγγειλε β) να δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων και γ) να έχει δηλώσει νομότυπα παράσταση πολιτικής αγωγής. Αν ο εγκαλών δεν έχει το δικαίωμα από τον Νόμο να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων για το έγκλημα που κατήγγειλε, τότε δεν έχει το δικαίωμα να υποβάλλει και αίτημα εξαιρέσεως (ΑΠ 631/2010, ΑΠ 1151/1995). Σε έγκληση κατά δικαστικών λειτουργών είναι ανεπίτρεπτη, σύμφωνα με αρθρ. 99 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, 6 του Ν. 693/1977 και 105 του Εισ.Ν.Α.Κ, η παράσταση πολιτικής αγωγής και ο παθών μπορεί να επιδιώξει τις απαιτήσεις του μόνο στο Ειδικό Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας (ΑΠ 751/2003, ΑΠ 1531/1993, ΑΠ 248/1987, ΑΠ 256/1996, ΑΠ 821/1986, Ειδ. Δικ. Κακοδικίας 4/1987). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι αυτός που υποβάλλει έγκληση κατά δικαστικών λειτουργών για π.χ. παράβαση καθήκοντος ή κατάχρηση εξουσίας σε βάρος του, δεν μπορεί στη συνέχεια να ζητήσει την εξαίρεση άλλων δικαστικών λειτουργών που ερευνούν την έγκλησή του επειδή δεν μπορεί σύμφωνα με το νόμο να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων εναντίον τους στην ποινική δίκη (ΑΠ 518/1975)...





Αυθαίρετες κατασκευές

ΑΠ 1123/10


(Ποιν.Δικ.2010, σελ.1285)

Περίληψη 


 Αναιρείται εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, μόνο κατά το μέρος που αφορά στο αδίκημα του άρθρου 17 παρ. 8 Ν 1337/1983 (αυθαίρετες κατασκευές) και ως προς την επιδίκαση-προσδιορισμό χρηματικής ικανοποίησης που επιδικάσθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο ως ηθική βλάβη, λόγω απόλυτης ακυρότητας που προκλήθηκε στο ακροατήριο από την παράνομη παράσταση του Ελληνικού Δημοσίου ως πολιτικώς ενάγοντος, δεδομένου ότι αυτό δεν είναι άμεσα παθόν από την ως άνω εγκληματική πράξη



Πολιτική αγωγή ενώπιον του Δικαστηρίου Ανηλίκων 


ΜονΔικΑνηλΑμαλ 73/09


(Ποιν.Δικ.2010, σελ.1144)


Περίληψη 

Κατά των ανηλίκων επιτρέπεται η παράσταση πολιτικής αγωγής ενώπιον του Δικαστηρίου Ανηλίκων, αλλιώς δεν θα είχε θέση η ρύθμιση του άρθρου 488 ΚΠΔ περί παροχής έφεσης στον πολιτικώς ενάγοντα. Αν στην παράσταση αναφέρεται και κάποιο χρηματικό ποσό, τούτο δεν καθιστά τη δήλωση απαράδεκτη, αφού αυτή ισχύει μόνο για την υποστήριξη της κατηγορίας. Άλλωστε ο παρασταθείς προς υποστήριξη της κατηγορίας έχει όλα τα δικαιώματα του πολιτικώς ενάγοντος, μπορεί δηλαδή να ασκήσει και ένδικα μέσα




Προστασία του πολιτικώς ενάγοντος από το άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ


ΕΔΔΑ – Απόφαση της 11.02.2010 (Υπόθεση Συγγελίδης κατά Ελλάδας) 

(Πειρ.Νομ.2011, σελ.106)

… Α. Επί του παραδεκτού


1. Ισχυρισμοί των διαδίκων


23. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η άρνηση της ελληνικής Βουλής να άρει την ασυλία της Μ.Α. δεν δημιούργησε ζητήματα στη βάση του άρθρου 6 της Σύμβασης, διότι δεν έθιξε τα δικαιώματα αστικής φύσεως του προσφεύγοντα. Κατά πρώτον, υποστήριξε ότι η συμπεριφορά του προσφεύγοντα έδειξε ότι ο σκοπός της δήλωσης παράστασής του ως πολιτικής αγωγής ήταν κατά κύριο λόγο να επιτύχει την καταδίκη της κατηγορουμένης. Η Κυβέρνηση επεσήμανε ως προς τούτο ότι, όταν κατέθεσε τη μήνυσή του στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, ο προσφεύγων απλώς αξίωσε το συμβολικό ποσό των δέκα ευρώ, χωρίς να παραβλάπτεται η ικανοποίηση όλων των δικαιωμάτων του αστικής φύσεως ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Κατά δεύτερον, η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι ακόμα κι αν ο προσφεύγων κατάφερνε να επιτύχει μία καταδίκη σε βάρος την πρώην συζύγου του, αυτή δε θα ήταν «άμεσα αποφασιστική» καθώς οποιεσδήποτε συνέπειες της εν λόγω καταδίκης επί της συμμόρφωσής της προς τους όρους της πρόσβασης του προσφεύγοντος στο παιδί του θα ήταν αβέβαιες και αόριστες. Κατά τρίτον, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η παρούσα προσφυγή δεν εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου 6 παρ. 1 διότι η απόφαση αριθ. 528/2005, με την οποία η σύζυγος του προσφεύγοντος παρέλειψε να συμμορφωθεί, συνιστούσε προσωρινό μέτρο σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο...


… 2. Εκτίμηση του Δικαστηρίου


α) Ως προς την εφαρμογή του άρθρου 6 παρ. 1 της Σύμβασης 


27. Σε ό,τι αφορά την αστική φύση της διαδικασίας, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι η Σύμβαση δεν παραχωρεί αφ’εαυτού το δικαίωμα της δίωξης ή καταδίκης τρίτων για ένα ποινικό αδίκημα. Προκειμένου να υπεισέρχεται στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης, το εν λόγω δικαίωμα πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την εκ μέρους του θύματος άσκηση του δικαιώματός του να ασκήσει την αστική αγωγή που προσφέρεται από το εθνικό δίκαιο, έστω και ενόψει της επίτευξης μιας συμβολικής επανόρθωσης ή της προστασίας ενός δικαιώματος αστικής φύσεως, όπως το δικαίωμα της απόλαυσης μιας «καλής φήμης» (βλέπε Perez κατά Γαλλίας [GC], no.47287/99, παρ. 70, ECHR 2004-I).


28. Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι το άρθρο 6 παρ. 1 της Σύμβασης εφαρμόζεται σε διαδικασίες που σχετίζονται με μηνύσεις με παράσταση πολιτικής αγωγής από τη στιγμή της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής, εκτός αν ο μηνυτής έχει παραιτηθεί κατά τρόπο μη διφορούμενο από την άσκηση του δικαιώματός του σε επανόρθωση (βλέπε πιο πάνω αναφερόμενη απόφαση Perez, παρ. 66).


29. Εν προκειμένω, ο προσφεύγων δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής για ποσό που ισοδυναμούσε με δέκα ευρώ, όταν κατέθεσε μήνυση ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, στη βάση του άρθρου 232Α του Ποινικού Κώδικα. Συνεπώς, η διαδικασία ήταν αστικής φύσεως καθώς είχε οικονομική πτυχή, κάτι που προκύπτει από το ποσό των δέκα ευρώ, όσο συμβολικό κι αν είναι αυτό, για το οποίο ο προσφεύγων δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής (βλέπε Γώρου κατά Ελλάδας (αριθ.2) [GC], no. 12686/03, παρ. 24-26, 20 Μαρτίου 2009).


30. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά το επιχείρημα της Κυβέρνησης που σχετίζεται με τον αποφασιστικό χαρακτήρα της διαδικασίας για το εν λόγω δικαίωμα, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι αυτή αφορούσε την αποζημίωση του προσφεύγοντος για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της επικαλούμενης παραβίασης της απόφασης αριθ. 528/2005 από την πρώην σύζυγό του και όχι τη ρύθμιση της πρόσβασής του στον γιο του. Ως εκ τούτου, το δικαίωμα του προσφεύγοντος να αποζημιωθεί για την επικαλούμενη μη συμμόρφωση προς την απόφαση αριθ. 528/2005 διακυβευόταν άμεσα στην επίδικη διαδικασία (βλέπε Gorraiz Lizarraga και λοιποί κατά Ισπανίας, αριθ. 62543/00, παρ. παρ. 46-47, ECHR 2004-III).


31. Τέλος, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι παρόλο που η μήνυση που κατέθεσε ο προσφεύγων ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών βασιζόταν στην επικαλούμενη μη συμμόρφωση της πρώην συζύγου του προσφεύγοντος προς την προηγούμενη προσωρινή διαταγή, ωστόσο εισήγαγε ένα εντελώς αυτοτελές αίτημα αποζημίωσης για την ηθική βλάβη που υπέστη. Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί από τη φύση της «προσωρινή». Λαμβανομένων υπόψη των παραπάνω, το Δικαστήριο θεωρεί ότι το άρθρο 6 παρ. 1 έχει εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση και ότι οι ενστάσεις της Κυβέρνησης πρέπει να απορριφθούν…





…37. Επιπλέον, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο δεν είχε περιορισθεί στην παρούσα υπόθεση δεδομένου ότι η εσωτερική διαταγή διασφάλιζε την πιθανότητα διεκδίκησης αποζημίωσης ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων για υλική ζημία και ηθική βλάβη που προκλήθηκαν λόγω της επικαλούμενης μη νόμιμης συμπεριφοράς της Μ.Α. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι μία αστική αγωγή αποτελούσε ένα ένδικο μέσο ισοδύναμο με την παράσταση ως πολιτικής αγωγής στην ποινική διαδικασία κατά της Μ.Α. Η διεκδίκηση αστικής αποζημίωσης μόνο μέσω της ποινικής διαδικασίας θα υπονόμευε ολόκληρο τον σκοπό της χορήγησης ασυλίας στους βουλευτές, ήτοι την ελευθερία και τον αυθόρμητο χαρακτήρα των βουλευτικών συζητήσεων...





…Το Δικαστήριο διαφωνεί με αυτή την προσέγγιση. Όπως έχει ήδη παρατηρήσει σε πολλές περιπτώσεις, όταν η εσωτερική έννομη τάξη προσφέρει ένα ένδικο μέσο όπως η υποβολή μήνυσης με δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, το Κράτος υποχρεούται να μεριμνά ώστε ο πολιτικώς ενάγων να απολαμβάνει τις θεμελιώδεις εγγυήσεις του άρθρου 6 (βλέπε Αναγνωστόπουλος κατά Ελλάδας, αριθ. 54589/2000, παρ. 32, 3 Απριλίου 2003)…





Αποκλίνουσα γνώμη του δικαστή Φλογαΐτη: 


Δε συμφωνώ με την πλειοψηφία στην παρούσα υπόθεση. Κατανοώ ότι υφίστανται σημαντικά νομολογιακά προηγούμενα σε περιπτώσεις όπου κατατέθηκαν δηλώσεις παράστασης πολιτικής αγωγής σε ποινικές δίκες ενώπιον των δικαστηρίων. Πιστεύω, ωστόσο, ότι οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής ποινικής διαδικασίας με εμποδίζουν από το να δεχθώ ότι η επίδικη διαδικασία ήταν από τη φύση της αστική και, συνεπώς, από το να καταλήξω ότι το άρθρο 6 παρ. 1 έχει εφαρμογή.


Σύμφωνα με το ελληνικό ποινικό δίκαιο, μία ποινική δίκη έχει εξ ολοκλήρου δημόσιο χαρακτήρα: ο εισαγγελέας είναι εκείνος που αποφασίζει ποιον να συλλάβει, ασκούνται διώξεις στο όνομα του δημοσίου συμφέροντος, και είναι ευθύνη του εισαγγελέα η εισαγωγή μίας υπόθεσης ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου κατά ενός ατόμου που θεωρείται ύποπτο για παραβίαση του νόμου. Η ποινική δίκη γίνεται ως εκ τούτου ανάμεσα στον εκπρόσωπο του δημοσίου συμφέροντος και τον κατηγορούμενο.


Όταν το «θύμα» ενός εγκλήματος επιθυμεί να παρέμβει στη διαδικασία, μόνο ένας θεσμός του επιτρέπει να συμμετάσχει επισήμως στην ποινική δίκη: η αστική αγωγή.


Ο πολιτικώς ενάγων που αξιώνει αποζημίωση συμμετέχει στην ποινική δίκη με πρόσχημα τη διεκδίκηση αποζημίωσης για τη ζημία που υπέστη. Στην πραγματικότητα, επιδιώκει να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως το άτομο που υπέφερε ως αποτέλεσμα του εγκλήματος και που επιδιώκει να αποκαλύψει την αλήθεια. Άλλως ειπείν, ζητώντας από το ποινικό δικαστήριο να του επιδικάσει αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη, ο πολιτικώς ενάγων στην πραγματικότητα επιζητεί την αναγνώριση του βασάνου του από τις δημόσιες αρχές και την απονομή δικαιοσύνης προς όφελός του. Τούτο θα συμβεί μόνο αν ο κατηγορούμενος κριθεί ένοχος για το έγκλημα με απόφαση του δικαστηρίου. Επιπλέον, η ικανοποίηση των αξιώσεων του πολιτικώς ενάγοντος που απορρέουν από το έγκλημα αποτελεί στοιχείο του δημόσιου σκοπού της ποινής, αφού όχι μόνο παρέχει επανόρθωση για τον πολιτικώς ενάγοντα αλλά είναι ομοίως σημαντική για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε στην κοινωνία. 


Η συμμετοχή του πολιτικώς ενάγοντα που αξιώνει αποζημίωση στην ποινική δίκη ομοίως συμβάλλει στην επίτευξη μίας καλύτερης διάγνωσης της προσωπικότητας του κατηγορουμένου και σε μία μεγαλύτερη αποσαφήνιση, τόσο των ψυχολογικών συνθηκών υπό τις οποίες τελέστηκε το έγκλημα, όσο και των συνεπειών του. Όταν λαμβάνονται υπόψη αυτοί οι παράγοντες, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να εκτιμήσουν καλύτερα το επίπεδο ευθύνης του κατηγορούμενου και την προσήκουσα ποινή. Η παρουσία του πολιτικώς ενάγοντος είναι ομοίως αναγκαία προκειμένου τα δικαστήρια ή οι δημόσιες αρχές να κινούν με ταχύτητα τις ποινικές διαδικασίες.


Το επιχείρημα ότι σκοπός του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική διαδικασία είναι να διασφαλίσει την ποινική καταδίκη του κατηγορουμένου ομοίως ενισχύεται από το γεγονός ότι α) το ποσό που αξιώνει ο πολιτικώς ενάγων ως αποζημίωση είναι πολύ μικρό, 10 ή 20 ευρώ, και συνήθως επιφυλάσσεται του δικαιώματος να εισάγει την υπόθεση ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων για μεγαλύτερη αποζημίωση, και β) η ποινική διαδικασία επιτρέπει στο θύμα να συμμετάσχει στην ποινική δίκη και να προσπαθήσει να διασφαλίσει την καταδίκη του κατηγορούμενου χωρίς να αξιώσει αστική αποζημίωση. Πιο συγκεκριμένα, τούτο είναι δυνατό σε περιπτώσεις όπου i) υπεύθυνος για την καταβολή αποζημίωσης για τη ζημία που προκλήθηκε από το έγκλημα είναι κάποιος τρίτος και όχι ο κατηγορούμενος, ii) οι δημόσιες αρχές ασκούν αστική αγωγή για ένα έγκλημα που σχετίζεται με φόρους και δασμούς, iii) o εισαγγελέας ασκεί έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, και γ) η διαδικασία δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής είναι απλουστευμένη καθώς αυτή μπορεί να γίνει προφορικά στην πορεία της δίκης, μπορεί να διορισθεί δικηγόρος, η πολιτική αγωγή καλείται να εμφανισθεί ενώπιον του δικαστηρίου και έχει το δικαίωμα ακρόασης.





Τυπική νομιμοποίηση της πολιτικής αγωγής 

Ι. ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ
Διατύπωση της δήλωσης

ΟλΣυμβΑΠ 7/06

(Ποιν.Δικ.2006, σελ.551)

Περίληψη

Η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής πρέπει να διατυπώνεται κατά τρόπο σαφή, βέβαιο και ανεπιφύλακτο, να μην τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία και να μην αναφέρεται στο μέλλον, αλλά στο παρόν. Σε αντίθετη περίπτωση, είναι απαράδεκτη και δεν προσδίδει στον δηλούντα την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος, με συνέπεια να μην έχει δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων. Δεν είναι όμως απαραίτητη η χρήση συγκεκριμένου τρόπου εκφράσεως, αλλά αρκεί από το κείμενο της δηλώσεως ή και της διαλαμβάνουσας αυτή εγκλήσεως να μην δημιουργείται αμφιβολία για τη νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος και να προκύπτει ότι το νόημα της διατυπωθείσας δήλωσής του ήταν η άμεση παράσταση αυτού κατά την προδικασία, με σκοπό την απόκτηση των δικαιωμάτων που ο νόμος παρέχει στον πολιτικώς ενάγοντα. Η περιεχόμενη στην έγκληση λεκτική διατύπωση «δηλώνω ότι θα παρασταθώ ως πολιτικώς ενάγων για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστην από την αξιόποινη συμπεριφορά του δράστη, για το ποσό των 44 ευρώ με επιφύλαξη του υπολοίπου» έχει το νόημα της άμεσης και ανεπιφύλακτης, κατά την υποβολή της εγκλήσεως, παραστάσεως του δηλούντος ως πολιτικώς ενάγοντος. Το νόημα αυτό καθίσταται εναργέστερο αν συντρέχουν και άλλα στοιχεία, όπως είναι ο διορισμός δικηγόρου ως πληρεξουσίου και αντικλήτου του δηλούντος ή η συνυποβολή του γραμματίου καταθέσεως παραβόλου πολιτικής αγωγής. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η κατά τα ανωτέρω δήλωση του αναιρεσείοντος ήταν άμεση και ανεπιφύλακτη, –και όχι απλώς μία προαγγελία μελλοντικής παραστάσεώς του σε μη προσδιοριζόμενο χρόνο– αυτός απέκτησε την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος και είχε ως εκ τούτου δικαίωμα στην άσκηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης (αντίθ. εισαγγ. πρότ.).





Περιεχόμενο της δήλωσης





Αντίκλητος 





ΣυμβΑΠ 52/10 


(Ποιν.Δικ.2010, σελ.990)





Περίληψη 





Αναιρείται το προσβαλλόμενο βούλευμα, διότι το Συμβούλιο Εφετών υπερέβη θετικά την εξουσία του με το να κάνει τυπικά δεκτή την έφεση του πολιτικώς ενάγοντα κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, ενώ όφειλε να την έχει απορρίψει ως απαράδεκτη λόγω της μη νομότυπης δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής από αυτόν, αφού διόρισε ως αντικλήτους, δικηγόρους που δεν υπηρετούσαν στην περιφέρεια του δικαστηρίου όπου κατατέθηκε η έφεση.





ΣυμβΑΠ 26/10


(Π.Χρ.2010, σελ.813)





Περίληψη 





Ως “έδρα” του δικαστηρίου νοείται η πόλη στην οποία εδρεύει το δικαστήριο κατά τα φυσικά της όρια με τους συνοικισμούς της που αποτελούν συνέχεια ή προέκτασή της, κατά τρόπον ώστε, μαζί με αυτούς, να εμφανίζεται ως μία πόλη, ανεξαρτήτως του αν οι συνοικισμοί έχουν αναγνωρισθεί ως ιδιαίτεροι δήμοι ή κοινότητες. – Σε περίπτωση απαράδεκτης δήλωσης πολιτικής αγωγής, αυτός που προέβη σε αυτήν δεν αποκτά την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος και δεν νομιμοποιείται στην άσκηση ενδίκου μέσου εναντίον απόφασης ή βουλεύματος. – Η θέσπιση της υποχρέωσης του πολιτικώς ενάγοντος για τον διορισμό αντικλήτου στην έδρα του δικαστηρίου, εφόσον αυτός που κάνει την δήλωση δεν διαμένει μόνιμα εκεί, δεν παραβιάζει ούτε το δικαίωμα για παροχή έννομης προστασίας, ούτε το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, αφού σκοπός της είναι η διευκόλυνση της συντόμευσης των επιδόσεων, συνεπώς δε και της προδικασίας. – Αναιρείται λόγω απολύτου ακυρότητος και υπερβάσεως εξουσίας το προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο έγινε τυπικώς δεκτή η έφεση του πολιτικώς ενάγοντος κατά απαλλακτικού βουλεύματος για ζωοκλοπή, διότι ο πολιτικώς ενάγων δεν διόρισε ούτε κατά την προδικασία με την δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής ούτε με την έφεσή του αντίκλητο δικηγόρο στην έδρα του δικαστηρίου.





Ειδολογική αποσαφήνιση της επελθούσας ζημίας 





ΣυμβΑΠ 1542/09


(Π.Χρ.2010, σελ.478)





Περίληψη 





Ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου ασκεί αναίρεση κατά οιουδήποτε βουλεύματος του συμβουλίου εφετών, εκτός αν ο νόμος ρητώς το απαγορεύει. – Η απάλειψη της φράσεως “ή του βουλεύματος” από το αρ. 476 παρ. 2 ΚΠΔ δεν αφορά τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. – Παραδεκτώς ασκήθηκε η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου. – Πότε δικαιούται ο πολιτικώς ενάγων να ασκήσει έφεση κατά του απαλλακτικού βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών. – Πότε είναι παραδεκτή η δήλωση παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος. – Το αν αναφέρθηκε ή όχι στην δήλωση του πολιτικώς ενάγοντος ότι η παράσταση πολιτικής αγωγής αφορά αποζημίωση λόγω υλικής ζημίας ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης ερευνάται και αυτεπαγγέλτως σε οποιαδήποτε στάση της προδικασίας. – Πότε λαμβάνει χώρα παραδεκτώς η σχετική δήλωση περί παραστάσεως πολιτικής αγωγής όταν περιέχεται στην έγκληση. – Γίνεται δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως. – Αναιρείται λόγω παράνομης απόρριψης της έφεσης ως απαράδεκτης το προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο κηρύχθηκε απαράδεκτη η έφεση της πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας κατά απαλλακτικού βουλεύματος για απάτη με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία άνω του ποσού των 73.000 ευρώ κατά συναυτουργία, επειδή δεν προέκυπτε αν με την δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής η εταιρεία επεδίωκε αποζημίωση για υλική ζημία ή χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή σωρευτικώς και τις δύο αξιώσεις, διότι σύμφωνα με την έγκληση η δήλωση αφορούσε αξίωση αποζημιώσεως για αποκατάσταση της προξενηθείσης περιουσιακής ζημίας και εφόσον το Συμβούλιο Εφετών δεν δέχθηκε ότι η εγκαλούσα πολιτικώς ενάγουσα είχε αποβληθεί της ποινικής διαδικασίας προ της εκδόσεως του πρωτοδίκου βουλεύματος, παρά τον νόμο απέρριψε ως απαράδεκτη την έφεσή της κατ’ αυτού.


 ΙΙ. ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ


Δυνατότητα παράστασης δια πληρεξουσίου


ΑΠ 1305/07

(Π.Χρ.2008, σελ.348)

Περίληψη 


Εκείνος που δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να υποβάλει την απαίτησή του στο ποινικό δικαστήριο, ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, είτε αυτοπροσώπως είτε δι’ ειδικού πληρεξουσίου που διαθέτει έγγραφη προς τούτο πληρεξουσιότητα κατ’ αρ. 42 παρ. 2 ΚΠΔ. – Η δι’ ειδικού πληρεξουσίου παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική δίκη δεν αντίκειται προς τις διατάξεις του αρ. 6 της ΕΣΔΑ και δεν φαλκιδεύει κανένα δικαίωμα του κατηγορουμένου, αφού ο τελευταίος έχει δικαίωμα κατ’ αρ. 327 παρ. 2 ΚΠΔ να ζητήσει από την αρμόδια αρχή να κλητεύσει υποχρεωτικά έναν τουλάχιστον μάρτυρα της εκλογής του αν κατηγορείται για πλημμέλημα και να ζητήσει από το δικαστήριο να διατάξει κρείσσονες αποδείξεις, προκειμένου να εξετασθούν και άλλοι μάρτυρες. – Απορρίπτεται ο περί ελλείψεως αιτιολογίας λόγος αναιρέσεως του κατηγορουμένου συνιστάμενος στην παρά τον νόμο παράσταση της πολιτικής αγωγής διά πληρεξουσίου.




Ειδικές ρυθμίσεις για τα αγροτικά αδικήματα

ΑΠ 874/09
(Π.Χρ.2010, σελ.215)

περίληψη 

Η αρχή της ενασκήσεως της αξιώσεως από εκείνον που υπέστη ζημία συνεπεία τελέσεως αγροτικού αδικήματος με την υποβολή απλής αιτήσεως, υποβαλλομένης είτε στον αγρονόμο εγγράφως είτε στο ακροατήριο, καθώς και ο αποκλεισμός της αποκατάστασης της ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης ένεκα τέτοιου αδικήματος αναφέρονται μόνο σε παραβάσεις που κολάζονται σε βαθμό πταίσματος και εφαρμόζονται μόνο κατά την ενώπιον του πταισματοδικείου ή του αγρονόμου διαδικασία, επί των λοιπών δε αδικημάτων κατά των αγροτικών κτημάτων, που τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. – Η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος είναι παράνομη όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης και όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που επιβάλλεται ως προς τον χρόνο και τον τρόπο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου. – Εκείνος που υπέστη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη από την τέλεση εγκλήματος εις βάρος του μπορεί να υποβάλλει την περί χρηματικής ικανοποιήσεως αξίωσή του ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία. – Η παρά τον νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. – Ορθώς έγινε δεκτή η παράσταση πολιτικής αγωγής των πολιτικώς εναγόντων για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία είχαν υποστεί από την εις βάρος τους πράξη της αγροτικής κλοπής από κοινού κατά συρροή, αντικειμένου αξίας ανώτερης των 60 ευρώ, αφού η πράξη τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος, βάσει του προσδιορισθέντος κατά την κατηγορία ποσού της αξίας των κλαπέντων αγροτικών κινητών πραγμάτων.

















ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1) Φ. Ανδρέου, Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη, Νομοθεσία-Βιβλιογραφία-Ερμηνεία-Νομολογία, 3η έκδοση, 2006.

2) Ν. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 3η έκδοση, 2007, σελ. 81-99, 364-382, 396-398.

3) Ν. Αποστολίδης, Το δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη (Θεμελίωση – Δικονομικές προϋποθέσεις ενάσκησης), Μονογραφίες Ποινικού Δικονομικού Δικαίου 2, 2010

4) Θ. Δαλακούρας, Ποινική Δικονομία, Βασικά ζητήματα της ποινικής δίκης για ανακριτικούς υπαλλήλους, Τόμος Α΄, 2007, σελ. 140-155.

5) Δ. Ιακώβου, Η πολιτική αγωγή εις την ποινικήν δίκην, 2η έκδοση, 1997.

6) Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι - Λ. Μαργαρίτης, Ποινικό Δίκαιο & Άρειος Πάγος, Εκδόσεις Ουσιαστικού και Δικονομικού Ποινικού Δικαίου 2, 2008, σελ. 77.

7) Α. Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 4η έκδοση, 2011, σελ. 403-420, 422-423, 665-669, 671, 674, 678, 737-738.

8) Λ. Μαργαρίτης, Εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία, Θεωρία – Νομολογία, 2006, σελ. 64-73, 127-128, 367-442, 564-566.

9) Λ. Μαργαρίτης, Εφαρμοσμένη Ποινική Δικονομία 2, Διαδικασία στο ακροατήριο Ι, Θεωρία-νομολογία-υποδείγματα, με σχόλια και παρατηρήσεις, 2η έκδοση, 2006, σελ. 167-168.

10) Λ. Μαργαρίτης - Α. Ζαχαριάδης, Εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία, Λόγος (Νομολογία) - Αντίλογος (Θεωρία), Πρακτικά ζητήματα, 1999, σελ. 242.

11) Λ. Μαργαρίτης, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο Ανηλίκων, Κριτική επισκόπηση νομολογίας, 1994, σελ. 84.

12) Λ. Μαργαρίτης, Μελέτες για εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία Β΄, 1992, σελ. 49.

13) Α. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, Θεωρία-Πράξη-Νομολογία, 5η έκδοση, 2011, σελ. 51-52, 158-162, 165-169, 177, 180, 188.

14) Α. Ψαρούδα Μπενάκη, Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη, Νομική φύση-Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος, 1982.



ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ



1) Η. Αλατσάς, Η προκαταρκτική εξέταση, ΝΟΜΟΣ.

2) Η. Αναγνωστόπουλος, Σημείωση στην ΑΠ 925/09, Π.Χρ.2010, σελ. 226.

3) Η. Αναγνωστόπουλος, Σημείωση στην ΟλΑΠ 21/03, Π.Χρ.2003, σελ. 971.

4) Ν. Αποστολίδης, Η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη δευτεροβάθμια δίκη που διανοίγεται από την εισαγγελική έφεση κατά της πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης, Π.Χρ.2010, σελ. 158.

5) Ι. Γιαρένη, Η έννοια του παρανόμου οφέλους στο υπηρεσιακό έγκλημα της παράβασης καθήκοντος (άρθρο 259 ΠΚ) και το ζήτημα της παράστασης πολιτικής αγωγής, Ποιν.Δικ.2007, σελ. 96.

6) Θ. Δαλακούρας, Προκαταρκτική εξέταση : Όψεις ενός δυναμικού θεσμού μετά τη διαμόρφωσή του με τις ρυθμίσεις των Ν.3160/2003 και 3346/2005, Ποιν.Δικ.2007, σελ. 1326.

7) Α. Δημάκης, Προβληματισμοί σχετικά με τις ειδικές ρυθμίσεις για την πολιτική αγωγή, Ταυτόχρονα μερικές σκέψεις για το μέλλον του θεσμού προς την κατεύθυνση μιας παράστασης αμιγώς ποινικού χαρακτήρα, Π.Χρ.2010,                σελ. 529.

8) Γ. Δημήτραινας, Παρατηρήσεις στη ΜΟΔΚατερ 20-22/92, Υπερ.1992,            σελ. 885.

9) Ν. Δημητράτος, Το δικαίωμα συνεχίσεως της παραστάσεως πολιτικής αγωγής από τους κληρονόμους (Με αφορμή το υπ'αρ. 2117/1992 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ΠοινΧρ ΜΓ΄ σελ.203 επ.), Π.Χρ.1993, σελ. 234.

10) Α. Ζύγουρας, Η παράστασις του πολιτικώς ενάγοντος εις την ποινικήν δίκην και η επιφύλαξις τούτου εις την πολιτικήν δίκην δια μέρος της απαιτήσεώς του, Ποιν.Δικ.2001, σελ. 65.

11) Α. Ζύγουρας, Η απουσία του πολιτικώς ενάγοντος και η αναβολή της ποινικής δίκης, Νο.Β.1998, σελ. 1028.

12) Θ. Κονταξής, Η δυνατότητα ή μη παράστασης πολιτικής αγωγής από εργαζόμενο σε βάρος του εργοδότη του σε περίπτωση μη καταβολής μισθών, Ποιν.Δικ.2010, σελ. 246.

13) Θ. Κονταξής, Παράσταση πολιτικής αγωγής δια πληρεξουσίου προς υποστήριξη της κατηγορίας (γνωμ.), Ποιν.Δικ.2004, σελ. 594.

14) Θ. Κονταξής, Παράσταση πολιτικής αγωγής – Η έννοια της αμεσότητας και οι λογικές υπερβάσεις, Ποιν.Δικ.2003, σελ. 821.

15) Α. Κωνσταντινίδης, Επίκαιροι προβληματισμοί σχετικά με τον θεσμό της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη, Τιμητικός τόμος για τον Νικόλαο Κ. Ανδρουλάκη : Festschrift fuer Nikolaos K.Androulakis, επιμέλεια : Αργύριος Καρράς, 2003, σελ. 955.

16) Α. Κωνσταντινίδης, Δικαιώματα του θύματος ως πολιτικώς ενάγοντος στην κύρια διαδικασία, Ελλ.Δ/νη 1989, σελ. 1140.

17) Λ. Μαργαρίτης, Πολιτική αγωγή : ποινική δικαστική έκφρασή της, Ποιν.Δικ.2005, σελ. 582.

18) Λ. Μαργαρίτης, Πολιτική αγωγή : σχέση αστικής και ποινικής δίκης, Ποιν.Δικ.2005, σελ. 717.

19) Λ. Μαργαρίτης, Αντιρρήσεις κατά της δηλώσεως παραστάσεως πολιτικής αγωγής, Ποιν.Δικ.2005, σελ. 1425.

20) Λ. Μαργαρίτης, Παρατηρήσεις στη ΣυμβΑΠ 52/95, Υπερ.1995, σελ. 732.

21) Ν. Νίκας - Α. Παπαδαμάκης, Η σχέση ποινικής και πολιτικής δίκης στο χώρο της πολιτικής αγωγής, Ποιν.Δικ.2009, σελ. 1121.

22) Γ. Νούσκαλης, Παρατηρήσεις στη ΣυμβΕφΙωαν 56/02, Ποιν.Δικ.2002, σελ. 1033.

23) Α. Παπαδαμάκης, Λειτουργία «παρατράπεζας» με πλαστογραφίες κατ’ εξακολούθηση. Ποιων τα έννομα συμφέροντα βλάπτονται και πώς κολάζεται ποινικά η πράξη, Αρμ.2005, σελ. 143.

24) Α. Παπαδαμάκης, Η φύση της πλαστογραφίας στο πλαίσιο «παρατραπεζικής» δραστηριότητας : όροι και όρια στην εφαρμογή του Ν.1608/1950 (γνωμ.), Ποιν.Δικ.2005, σελ. 73.

25) Α. Παπαδαμάκης, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1416/1996, Υπερ.1997, σελ.310.

26) Π. Παπανδρέου, Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη, Ποιν.Δικ.2009,                       σελ. 345, 476.

27) Χ. Παπαχαραλάμπους, Παράλειψη σύνταξης εκθέσεως εγχειρίσεως και παραδεκτή δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής (με αφορμή το βουλ.ΣυμβΑΠ 52/95), Π.Χρ.1995, σελ. 382.

28) Γ. Πυρομάλλης, Είναι δυνατή η παράσταση πολιτικής αγωγής το πρώτον στη νέα, μετά την ακύρωση, συζήτηση της υποθέσεως ; Π.Χρ.2004, σελ. 176.

29) Θ. Σάμιος, Ενημερωτικό σημείωμα στην ΑΠ 604/09, Π.Χρ.2010, σελ. 122.

30) Α. Σπίγγος, Ποινική Δικονομία : Ακυρότητα κλήσης σε περίπτωση άσκησης έφεσης – αρ.500 ΚΠοινΔ – αποβολή πολιτικής αγωγής κατ’ αρ. 84 ΚΠΔ, Ιον.Επιθ.τ.Δικ.2002, σελ. 80.

31) Γ. Σταθέας, Αγωγή κακοδικίας κατά δικηγόρων, συμβολαιογράφων, διαιτητών, δικαστικών γραμματέων και δικαστικών επιμελητών, Δ. 2005, σελ.277.

32) Γ. Συλίκος, Η ανώνυμη εταιρία, που πτώχευσε, παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα για ηθική βλάβη με τον πριν από την πτώχευση εκπρόσωπό της και όχι με τον σύνδικο της πτώχευσης (υπό την ΑΠ 1998/03), Π & Λ.Π.Δ.2003, σελ. 530.

33) Ν. Χατζηνικολάου, Η εκπροσώπηση της ανώνυμης εταιρείας στην ποινική δίκη, Ποιν.Δικ.2002, σελ. 762.

34) Π. Χριστόπουλος, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1518/05, Π.Χρ.2006, σελ.495.

http://criminal.law.duth.gr/

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ - ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ-μία προσπάθεια ενατένισης των τύπων υπό το πρίσμα της ουσίας

$
0
0

74701F793500BA1F7BF661081732426C

ΕΙΣΑΓΩΓIKEΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
 Στα πλαίσια του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου έχει εκφραστεί η αντίληψη ότι σκοπός της ποινικής δίκης είναι η ικανοποίηση της ποινικής αξιώσεως της πολιτείας. Πράγματι, η άποψη αυτή φαίνεται ορθή δεδομένου ότι η ποινή για ένα έγκλημα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η οργανωμένη ...
κοινωνική αντίδραση της οργανωμένης πολιτείας στην προσβολή των εννόμων αγαθών που είτε διακινδύνευσαν είτε υπέστησαν βλάβη από το δράστη. Πολλές φορές όμως συμβαίνει τα έννομα αγαθά να είναι ατομικά ή κρατικά και να ανήκουν σε συγκεκριμένο φορέα φυσικό πρόσωπο ή στο κράτος ως νομικό πρόσωπο (ζωή, σωματική ακεραιότητα, προσωπική ελευθερία, ιδιοκτησία, περιουσία κτλ), ενώ δεν είναι λίγες και οι περιπτώσεις που σε ένα έγκλημα παράλληλα με το προστατευόμενο υπερατομικό έννομο αγαθό που δεν ανήκει σε συγκεκριμένο φορέα, υπάγεται στο βεληνεκές του αδίκου και ένα ατομικό έννομο αγαθό.Η προσβολή όμως των παραπάνω ατομικών εννόμων αγαθών δεν έχει αντίκτυπο μόνο στο θύμα αλλά παράλληλα οδηγεί σε διάβρωση των θεμελίων της κοινωνικής ζωής, σε αποδυνάμωση της αυθεντίας του δικαίου, σε κλονισμό της ασφάλειας και της ελευθερίας των πολιτών. Ως εκ τούτου, η επιβολή ποινής, ακόμη και για ένα έγκλημα κατά ατομικού εννόμου αγαθού παύει να αποτελεί ιδιωτική υπόθεση του θύματος και καθίσταται δημόσια υπόθεση της πολιτείας.
Τίθεται όμως εδώ ένα σημαντικό ερώτημα: Το θύμα του εγκλήματος, αυτό που άμεσα προσβλήθηκε από το έγκλημα, είναι δίκαιο και ορθό να μένει έξω από την όλη ποινική διαδικασία η οποία από την ποινική δίωξη (με εξαίρεση τα κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα) έως και την επιβολή ποινής ανήκει μονοπωλιακά στο κράτος και στα διωκτικά όργανα που δρουν με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον ; Η απάντηση προκύπτει εύκολα από ένα εκ των πολλών σκοπών της επιβολής ποινής, και συγκεκριμένα από την ειδική πρόληψη. Η ικανοποίηση του αδικηθέντος εντάσσεται στην ειδική πρόληψη , στα πλαίσια του σκοπού αποτροπής του εγκληματία από τη διάπραξη νέων εγκλημάτων, βελτίωσης και αναπροσαρμογής του. Εν τέλει δηλαδή έχουμε το σχήμα: “ικανοποίηση του παθόντος προς το συμφέρον του… εγκληματία”. Αρκετές είναι οι διατάξεις οι οποίες αποτυπώνουν στο Ποινικό μας σύστημα τη σημασία της ικανοποιήσεως του παθόντος στα πλαίσια της ειδικής πρόληψης (100 παρ. 1, 3 ΠΚ, 106 παρ. 1 ΠΚ (πριν από την τροποποίηση), 66 παρ. 1 ΠΚ, 77 ΠΚ), 7 με κορυφαία τη διάταξη του άρ. 79 παρ. 2 η οποία αφορά την επιμέτρηση της ποινής. Για την επιμέτρηση λοιπόν παίζει σπουδαίο ρόλο «η επελθούσα εκ του εγκλήματος βλάβη ή ο εκ τούτου προκληθείς κίνδυνος», στοιχεία που δεν αναφέρονται μόνο στις αναφερόμενες στην αντικειμενική υπόσταση συνέπειες από το έγκλημα, δηλαδή στην ένταση και το μέγεθος της προσβολής, αλλά και σε περαιτέρω συνέπειες οι οποίες άμεσα προκαλούνται από το έγκλημα στον παθόντα, σε τρίτους ή στην κοινωνική ολότητα (πχ. αδυναμία ασκήσεως επαγγέλματος, ψυχική οδύνη των στενών συγγενών από θανάτωση ενός προσώπου).
Εξάλλου, το θύμα του εγκλήματος έχει υποστεί διττή βλάβη, η οποία συνίσταται αφενός στην αστική ζημία από την υλική ή την ηθική βλάβη αφετέρου στη βαθύτερη εκείνη βλάβη που προκάλεσε σε αυτό το έγκλημα και που άμεσα αισθάνθηκε πάνω στο σώμα, στην τιμή, στην ελευθερία , στην περιουσία του κτλ. Η μεν πρώτη αποκαθίσταται με την επιδίκαση ορισμένου χρηματικού ποσού, η δεύτερη όμως αποκαθίσταται μόνο με την κήρυξη της ενοχής του δράστη .Από όλα τα παραπάνω λοιπόν συνάγεται ότι είναι άδικο να μη δώσουμε το δικαίωμα στο θύμα να συμπράξει άμεσα προς την κατεύθυνση αυτή, να καταστεί άμεσος παράγοντας και κύριος διάδικος της ποινικής δίκης. Γι’ αυτό ακριβώς και στο δίκαιό μας υπάρχει ο θεσμός της πολιτικής αγωγής στα πλαίσια της ποινικής δίκης που αποτελεί το μέσο διά του οποίου ο παθών από το έγκλημα καθίσταται διάδικος της ποινικής δίκης, εξασφαλισμένος με σειρά δικονομικών δικαιωμάτων που του παρέχει η Ποινική Δικονομία9. Οι επικριτές του θεσμού έκαναν λόγο για νόθευση του δημόσιου χαρακτήρα της ποινικής δίκης και για εν μέρει αναβίωση του πρωτόγονου τρόπου ιδιωτικής δίωξης με την ύπαρξη ενός ιδιωτικού κατηγόρου παράλληλα με την κατηγορούσα αρχή. Τα επιχειρήματά τους όμως καταρρίπτονται αν λάβει κανείς υπόψη του ότι η πολιτική αγωγή δεν έχει μόνο αστική φύση αλλά ταυτόχρονα και ποινική. Έργο του ποινικού δικαστηρίου είναι η πανηγυρική διακήρυξη της ενοχής του κατηγορουμένου, μέρος της οποίας είναι και η αναγνώριση του εγκληματικού αδίκου που πραγματώθηκε σε βάρος του αδικηθέντος. Εξάλλου, η αποκατάσταση του θύματος ενυπάρχει στην ειδική πρόληψη ως σκοπού της ποινής και επιπλέον δε φαίνεται να υφίσταται κάποιος άλλος τρόπος αποκατάστασης εκείνης της «ηθικής» βλάβης του θύματος που έπληξε άμεσα τα έννομα αγαθά του, παρά από τη συμμετοχή του στην ποινική δίκη.Πρακτική δε απόρροια του εν μέρει ποινικού χαρακτήρα της πολιτικής αγωγής αποτελεί το γεγονός ότι ο πολιτικός ενάγων πολύ λίγο ενδιαφέρεται για την αποζημίωση από τη βλάβη ή την αποκατάσταση της πρότερης κατάστασης ή την χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης ή ψυχικής οδύνης, αλλά αντιθέτως έχει ως σκοπό την καταδίκη του κατηγορουμένου και την δικαστική αναγνώριση της ενοχής του.
 Β΄ ΜΕΡΟΣ:
 ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΤΤΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΙΣ ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ – ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΜΕ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ
 1. Επίδραση του διττού χαρακτήρα της πολιτικής αγωγής επί της ουσιαστικής νομιμοποίησης
 Διττός λοιπόν είναι ο χαρακτήρας της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη, τόσο αστικός όσο και ποινικός. Αυτός ο διττός χαρακτήρας, αποτελεί εκείνον τον κατάλληλο ερμηνευτικό οδηγό για την επίλυση διαφόρων ζητημάτων, ιδίως αυτών που αφορούν την νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική δίκη, τόσο την ουσιαστική όσο και την τυπική. Ο τρόπος νομιμοποίησης στα πλαίσια της ελληνικής ποινικής δικονομίας φαίνεται ιδιαίτερα προσκολλημένος στην αστική φύση της πολιτικής αγωγής, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την μετουσίωση εκείνη που η πολιτική αγωγή υφίσταται όταν ενσωματώνεται στην ποινική δίκη και ότι απλά η πολιτική αγωγή αποτελεί έναν «μανδύα»κάτω από τον οποίο κρύβεται η προσπάθεια για την απόδειξη της ενοχής του κατηγορουμένου.
Έτσι, ως προς την ουσιαστική νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας παραπέμπει ολοκληρωτικά στις διατάξεις του Αστικού Δικαίου και δη στη γενική ρήτρα του άρ. 914 ΑΚ, μεταφέροντας την γενικότητα και την ευρύτητα του Αστικού Δικαίου που ασχολείται με τις αποζημιώσεις και τις χρηματικές αποκαταστάσεις στον ευαίσθητο χώρο του Ποινικού Δικαίου και της Ποινικής Δίκης, σε ένα χώρο δηλαδή όπου δεσπόζει ο στιγματισμός και η αντι-προσβολή εννόμων αγαθών του δράστη.
Στο χώρο λοιπόν αυτόν οι ουσιαστικά δικαιούμενοι προς παράσταση πολιτικής αγωγής, ως καθιστάμενοι ιδιώτες κατήγοροι εις βάρος του κατηγορουμένου, θα πρέπει να μην προσδιορίζονται και νομιμοποιούνται αμιγώς με τα ευρέα κριτήρια του Αστικού Δικαίου αλλά ταυτόχρονα και με όρους ουσιαστικού – δικονομικού ποινικού δικαίου οι οποίοι θα αποτελέσουν το «φίλτρο» εκείνο διά του οποίου θα επιλέγονται μόνο όσοι πληρούν τις αστικού χαρακτήρα τιθέμενες εκ του νόμου προϋποθέσεις της νομιμοποίησης, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα του ουσιαστικού και δικονομικού Ποινικού Δικαίου. Έτσι, το κριτήριο της ουσιαστικής νομιμοποίησης, εν ολίγοις, πληρούν μόνον όσοι έχουν υποστεί από το έγκλημα αφενός άμεση ζημία, δηλαδή όσοι εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο της παραβιασθείσας ποινικής διάταξης, εφόσον η τελευταία αποτελεί και το αντικείμενο της συγκεκριμένης κάθε φορά δίκης, αφετέρου προσωπική ζημία, δηλαδή ζημία ευθεία και προσωπική, (όχι ενδιάμεση ούτε κατ’ αντανάκλαση) από το εκδικαζόμενο έγκλημα.
 2. Επίδραση του διττού ποινικού χαρακτήρα της πολιτικής αγωγής επί των διατυπώσεων παράστασης πολιτικής αγωγής
Όπως προαναφέρθηκε, η πολιτική αγωγή εισερχομένη στην ποινική δίκη μετουσιώνεται σε αξίωση με δύο φύσεις αλλά μία υπόσταση. Η μία φύση της επιδιώκει την κήρυξη της ενοχής του κατηγορουμένου, ενώ η άλλη φύση της επιδιώκει την ικανοποίηση αστικών απαιτήσεων, ήτοι της αποκατάστασης της ζημίας ή την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης.
Επομένως, για να μελετήσει κανείς τις διατυπώσεις παράστασης πολιτικής αγωγής, δηλαδή εκείνες τις τυπικές προϋποθέσεις που θα πρέπει να τηρήσει κάποιος ώστε να παραστεί στην ποινική δίκη ως πολιτικώς ενάγων, θα πρέπει να λάβει υπόψη του τα καίρια εκείνα σημεία στα οποία συγκρούονται οι αρχές μεταξύ πολιτικής και ποινικής δίκης. Περαιτέρω, θα πρέπει να ερευνήσει αν και κατά πόσο δύνανται (ή δεν δύνανται) οι επικρατούσες στην πολιτική δίκη αρχές να μεταβάλουν το χαρακτήρα της ποινικής δίκης, δίνοντας στην τελευταία πολιτική χροιά, τουλάχιστον όσον αφορά το σκέλος των μελετώμενων διατυπώσεων παράστασης της πολιτικής αγωγής.
Στην πολιτική δίκη κρατούν μεταξύ άλλων οι αρχές της διαθέσεως του αντικειμένου της διαφοράς, της δέσμευσης του δικαστηρίου από τα αιτήματα των διαδίκων, της εξουσίας διαθέσεως και εξόδου από τη δίκη, του συζητητικού και του συγκεντρωτικού συστήματος. Εν ολίγοις, στην πολιτική δίκη οι διάδικοι είναι αυτοί που έχουν την εξουσία έναρξης, συνέχισης και τερματισμού της δίκης, καθώς και την πρωτοβουλία συλλογής και προσκόμισης στο δικαστήριο του αναγκαίου αποδεικτικού υλικού, ενώ ο δικαστής είναι δέσμιος των αιτημάτων τους, όπως εξάλλου σαφώς προκύπτει από τον αναιρετικό λόγο του άρ. 559 αρ. 11 ΚΠολΔ. Κυριαρχεί δε κατά κανόνα η απαίτηση σαφήνειας, ενώ απορρίπτονται αβίαστα αγωγές, ανταγωγές, αιτήματα, ισχυρισμοί, ενστάσεις και ένδικα μέσα που προβάλλονται με τρόπο αόριστο. Ο τύπος στην πολιτική αγωγή μετατρέπεται, θα έλεγε κανείς, σε ουσία.
Δεν θα ήταν υπερβολή ο ισχυρισμός ότι στον αντίποδα της πολιτικής αγωγής βρίσκεται η ποινική δίκη. Τα θεμελιώδη αιτήματα αυτής είναι αφενός η ανάγκη ανακάλυψης της ουσιαστικής αλήθειας ώστε να ανακαλυφθούν οι τυχόν δράστες, να δοθεί απάντηση στο έγκλημα και να αποκατασταθεί η διασαλευμένη εμπιστοσύνης των πολιτών στην έννομη τάξη διαμέσου μιας ταχείας και αποτελεσματικής διερεύνησης και εκδίκασης της υπόθεσης, αφετέρου η ανάγκη προστασίας του κατηγορουμένου.
Αφού εκθέσαμε το βασικό πλαίσιο τόσο της πολιτικής όσο και της ποινικής δίκης, ας προχωρήσουμε να δούμε από κοντά εάν είναι ορθό να απαιτήσουμε την σχεδόν άκαμπτη τυπικότητα της πολιτικής δίκης και επί των διατυπώσεων παράστασης πολιτικής αγωγής.
Θεμελιώδες αίτημα της ποινικής δίκης είναι η διαρκής αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, από τότε που ο Εισαγγελέας καθ’ οιονδήποτε τρόπο πληροφορείται την τέλεση εγκλήματος μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης. Εάν ο νόμος, ο ερμηνευτής και ο εφαρμοστής αυτού απαιτήσει από τον πολιτικώς ενάγοντα την τήρηση υπερβολικών και άτεγκτων τύπων, που σε τίποτα δεν εξυπηρετούν την αναζήτηση της ουσίας, το πιο πιθανό είναι ότι ο πολιτικός ενάγων ως επί το πλείστον θα αποβάλλεται από την ποινική δίκη επειδή δεν τήρησε καν ή δεν τήρησε δεόντως, έστω και έναν από αυτούς τους ανούσιους τύπους (για τους τύπους που υποκρύπτουν ουσία δεν τίθεται θέμα προβληματισμού).
Και εδώ ακριβώς τίθεται το κρίσιμο ερώτημα: Eάν ο πολιτικός ενάγων αποβληθεί από την πολιτική αγωγή (επειδή δεν τήρησε κάποιους τύπους – εκείνους που δεν υποκρύπτουν ουσία) υπόκειται σε τρώση πρώτον η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και δεύτερον η προστασία του κατηγορουμένου;
Ως προς την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, ο πολιτικώς ενάγων φαίνεται να διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην ποινική δίκη. Ρόλο ο οποίος δε θα μπορούσε να υποκατασταθεί από την απλή κλήτευση αυτού να καταθέσει απλώς ως μάρτυρας κατηγορίας. Σε τι συνίσταται η συμβολή στον προσανατολισμό του οργάνου που θα τον παραπέμψει σε δίκη (επί της παράστασης στην προδικασία) ή του δικαστηρίου (επί της παράστασης στην κύρια διαδικασία) εκείνου που (εφόσον νομιμοποιείται ουσιαστικά ως αμέσως και προσωπικά παθών ή ζημιωθείς) γνωρίζει «από πρώτο χέρι» την υπόθεση, είναι εύκολο να γίνει αντιληπτό αν συνυπολογιστούν τα εξής:
Πρώτον, ο πολιτικώς ενάγων παρίσταται στις ανακριτικές πράξεις, διατυπώνει ερωτήσεις και παρατηρήσεις και αιτείται την εγγραφή αυτών στις διάφορες εκθέσεις που συντάσσονται επί των ανακριτικών πράξεων (99 ΚΠΔ)
Δεύτερον, υποβάλλει προτάσεις ή αιτήσεις στον ανακριτή και στο δικαστικό συμβούλιο (307 ΚΠΔ)
Τρίτον, διορίζει τεχνικό σύμβουλο αν διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη
Τέταρτον, ζητά την εξαίρεση δικαστικών προσώπων των οποίων η συμμετοχή θα ετίθετο εις βάρος της αλήθειας
Πέμπτον, υποβάλλει έγγραφα προκειμένου να επηρεαστεί η ετυμηγορία του συμβουλίου (309 παρ. 2 ΚΠΔ)
Έκτον, κλητεύει μάρτυρες στο ακροατήριο (326 παρ. 2 ΚΠΔ)
Έβδομον, κάνει ερωτήσεις σε μάρτυρες και παρατηρήσεις επί αναγνωσθέντων εγγράφων (358 ΚΠΔ)
Όγδοον, κατά την απολογία του κατηγορουμένου υποβάλει ερωτήσεις σε αυτόν διά του διευθύνοντος (366 ΚΠΔ)
Ένατον, έχει δικαίωμα να προβάλει απόλυτες και σχετικές ακυρότητες τόσο στην προδικασία όσο και στο ακροατήριο (170 επ.)
Ένατον, αγορεύει επί της ενοχής (369 παρ. 1ΚΠΔ)
Κατόπιν αυτών, δύσκολα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι το θύμα, περιβεβλημένο με την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος (και όχι απλώς του μάρτυρα), δεν συμβάλει στην καθοδήγηση και στον σωστό προσανατολισμό του κατά περίπτωση δικαστικού οργάνου προς αναζήτηση της αλήθειας.
Ως προς την προστασία του κατηγορουμένου από την κρατική αυθαιρεσία, αυτή κατοχυρώνεται πλήρως όχι με την καθιέρωση πλειάδος τύπων που εμποδίζουν την είσοδο του φερομένου ως αμέσως και προσωπικώς ζημιωθέντος στην ποινική δίκη, αλλά ακριβώς με την αποβολή εκείνου που δεν είναι αμέσως και προσωπικά ζημιωθείς, ήτοι με τον εξονυχιστικό έλεγχο της ουσιαστικής νομιμοποίησης, ώστε ο κατηγορούμενος να έχει έναν «άξιο» αντίπαλο και όχι έναν άσχετο τρίτο.
Εάν δηλαδή είναι σημαντικό από όλους εκείνους τους κατά το αστικό δίκαιο δικαιούμενους σε αποζημίωση ή αποκατάσταση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης να επιλέξουμε μόνο αυτούς των οποίων η παρουσία συνάδει με το χώρο της ποινικής δίκης, φαίνεται από την άλλη επιτακτική η ανάγκη να μην υποβάλλουμε τους τελευταίους στην υπερβολική τήρηση τύπων ούτε να απαιτούμε από αυτούς την τήρησή τους κατά γράμμα, στα πλαίσια μιας «δικονομικής τυπολατρίας» και εξεζητημένης ανελαστικότητας. Και εάν μεν θεωρήσουμε τη συμμετοχή του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη ως ένα δικαίωμα που εμπεριέχεται σε αυτό της δικαστικής προστασίας του άρ. 20 παρ. 1 Σ, δεν τίθεται κανένα πρόβλημα από τη θέσπιση δικονομικών προϋποθέσεων, στο μέτρο που οι τελευταίες, εφόσον δεν κονιορτοποιούν το δικαίωμα και δεν το πλήττουν στον πυρήνα του θεωρούνται θεμιτές. Εάν όμως συνεκτιμήσουμε ότι το διφυές αυτό δικαίωμα (αστικού και ποινικού χαρακτήρα) σχετίζεται άμεσα με μια ποινική δίκη, της οποίας τα μέσα και οι στόχοι διαφέρουν ουσιωδώς από δίκες που λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια της πολιτικής διαδικασίας, τότε θα πρέπει από όλους εκείνους τους τύπους να επιλέξουμε μόνον τους συμβατούς με την ποινική διαδικασία.
Όποιος δικονομικός τύπος δεν διαπνέεται από τη ratio των παραπάνω στοιχείων, θα πρέπει να θεωρείται ως ξένο σώμα προς την ποινική δίκη, να αποφεύγεται η νομοθετική του καθιέρωση, ή να καταργείται η τυχόν υπάρχουσα, ειδάλλως ο δικαστής να προβαίνει σε μία τέτοια ερμηνεία της διάταξης ώστε να διαφυλάσσει την ποινική δίκη από τυχόν αυθαίρετες και ασύμβατες με την ποινική διαδικασία νομοθετικές παρεμβάσεις.
Τέτοιοι «τύποι» επί των οποίων πρέπει να ισχύουν οι παραπάνω διαπιστώσεις είναι και ορισμένοι (δηλαδή όχι όλοι) από τους συν-αποτελούντες τις διατυπώσεις παράστασης πολιτικής αγωγής που αφορούν την είσοδο στην ποινική δίκη του πληρούντος το ουσιαστικό κριτήριο νομιμοποίησης ζημιωθέντος. Σε περίπτωση όμως που ο μεν νομοθέτης δε λαμβάνει υπόψη του τον προορισμό και τα αιτήματα μιας ποινικής δίκης ο δε δικαστής είναι αδύνατον να αχθεί σε μια, διά της ερμηνείας, ορθή εφαρμογή των παραπάνω «τύπων» (διότι δε χωρεί εκ των πραγμάτων τέτοια ερμηνεία), (θεωρώ ότι) ο μόνος δρόμος που απομένει είναι η μη εφαρμογή της σχετικής διάταξης ως αντίθετης προς το Σύνταγμα (άρ. 93 παρ. 4 Σ) και συγκεκριμένα προς την παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων η οποία κατά μία άποψη θεμελιώνεται στη γενική αρχή της ισότητας του άρ. 4 παρ. 1 Σ ενώ κατ’ άλλη άποψη αποτελεί περιεχόμενο του δικαιώματος δικαστικής ακρόασης του άρ. 20 Σ το οποίο πρέπει να διανέμεται ισότιμα.
Γενικότερα, η διείσδυση της αρχής της ισότητας των όπλων και στην ποινική δίκη έχει ως αποτέλεσμα την επέκταση και στον πολιτικώς ενάγοντα ενός δικαιώματος που προβλέπεται (όχι αποκλειστικά) για τον κατηγορούμενο. Η εφαρμογή όμως της εν λόγω αρχής στη μελετώμενη περίπτωση, (κατά τη γνώμη μου) μπορεί να ειδωθεί και υπό την έννοια ότι δεν είναι δυνατόν από τη μια η παραχρήμα – άνευ όρων και προϋποθέσεων – απονομή δικαιωμάτων στο πρόσωπο που έχει λάβει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, ενώ η απονομή αντίστοιχων δικαιωμάτων στο πρόσωπο που έχει ουσιαστικά αδικηθεί να περνά από τις «συμπληγάδες πέτρες» τύπων που τίποτε το ουσιαστικό δεν έχουν να προσφέρουν στα πλαίσια των θεμελιωδών αιτημάτων και των αρχών της ποινικής δίκης.
Θα μπορούσε εδώ να αντιτείνει κανείς ότι αφενός αναμφίβολα ο κατηγορούμενος βρίσκεται σε εγγενώς δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τον ζημιωθέντα που σπεύδει να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής, αφετέρου η ισότητα των όπλων (κατά την άποψη που τη θεμελιώνει στο άρ. 4 παρ. 1 Σ) δεν είναι τυπική-αριθμητική αλλά ουσιαστική-αναλογική (στοχεύει δηλαδή σε ίση μεταχείριση ομοίων και διαφορετική μεταχείριση των ανομοίων). Ωστόσο, η προστασία του κατηγορουμένου, όπως και η θεώρηση της ισότητας υπό την ουσιαστική της εκδοχή, διαδραματίζουν ουσιώδη ρόλο ακριβώς στο επίπεδο της ουσιαστικής νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος, και επιβάλλουν στο νομοθέτη, στον ερμηνευτή και στον εφαρμοστή του δικαίου, να επιλέξουν μ ό ν ο ν τους ουσιαστικά αδικηθέντες ως φορείς άξιους απονομής της ιδιότητας και των δικαιωμάτων του πολιτικώς ενάγοντος ώστε να μην εισέρχεται στην ποινική δίκη ο καθένας που κατά τους ισχυρισμούς του εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο του παραβιασθέντος και αποτελούντος αντικείμενο της εν λόγω δίκης κανόνα του ποινικού δικαίου. Τα πράγματα όμως (θεωρώ πως) διαφοροποιούνται όταν ο (ήδη κριθείς ως) ουσιαστικά αδικηθείς υποβάλλεται σε κάποιους τύπους ανούσιους. Τέτοιου είδους τύποι δεν είναι σωστό να συνδέονται με την προστασία του κατηγορουμένου και συνακόλουθα η μη εφαρμογή τους λόγω πρόσκρουσης προς την αρχή της ισότητας να αναχαιτίζεται από την συνεκτίμηση της ανάγκης προστασίας του κατηγορουμένου.
Η τελευταία υφίσταται για να αναπτύσσει τη δράση της ακριβώς σε εκείνες τις περιπτώσεις που η μονόπλευρη ρητή απονομή δικαιωμάτων αποκλειστικά στον κατηγορούμενο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αντίθετη προς την ισότητακαι όχι για να δικαιολογεί τη μη απονομή των σύμφυτων με την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος δικαιωμάτων στον ουσιαστικά αδικηθέντα, διά της θέσπισης ανούσιων τύπων, ασύμβατων με την ποινική διαδικασία.
Εν πάση περιπτώσει, (θεωρώ ότι) θα πρέπει να βρεθεί η χρυσή τομή, για κάθε συγκεκριμένο πρόβλημα που ανακύπτει στην πράξη, ανάμεσα στην προστασία του κατηγορουμένου από τη μια μεριά και στο μη παραγκωνισμό της θέσης του ουσιαστικά αδικηθέντος από την άλλη. Πρόκειται πράγματι για δύο αντίρροπα ζητούμενα (αφενός προστασία κατηγορουμένου αφετέρου διευκόλυνση συμμετοχής του φέροντος τις προϋποθέσεις ουσιαστικής νομιμοποίησης αδικηθέντος) που αποτελούν σε τελική ανάλυση επέκταση της θεώρησης του ποινικού δικαίου (ουσιαστικού και δικονομικού) ως «μέτρου προστασίας των εννόμων αγαθών και μέτρου ελευθερίας των πολιτών». Όσο δηλαδή είναι επιτακτική η ανάγκη της πολιτειακής αντίδρασης στο έγκλημα και της αποκατάστασης της εμπιστοσύνης των πολιτών στην έννομη τάξη, άλλο τόσο είναι επιβεβλημένη η διασφάλιση προστασίας του κατηγορουμένου από τυχόν αυθαιρεσίες και η παροχή της δυνατότητας υπεράσπισης του εαυτού του. Ισχύει όμως και το αντίστροφο! Όσο αξίζει κανείς να προστατεύσει τον κατηγορούμενο, άλλο τόσο οφείλει να λάβει υπόψη του ότι στην αντίπερα όχθη βρίσκεται ένας άνθρωπος που αδικήθηκε άμεσα και προσωπικά, ο οποίος αναμένει περαιτέρω και την τυπική του νομιμοποίηση ώστε να εισέλθει στην ποινική δίκη, καθιστάμενος έτσι ως φορέας εκείνου του τμήματος της ποινικής αξιώσεως της πολιτείας που αντιστοιχεί στη δική του βλάβη και την αντίστοιχη αξίωσή του για δικαίωση, ένας κύριος συμπράττων στην απάντηση κατά του εγκλήματος.
Αλλά ακόμη και αν κληθεί κανείς να προσδιορίσει κατά το δυνατόν τη «χρυσή τομή» εν προκειμένω (θεωρώ ότι) είναι ακριβώς αυτή: από τη μια προσεκτική οριοθέτηση του κύκλου των προσώπων που δικαιούνται να λάβουν μέρος στην ποινική δίκη ως υφιστάμενοι άμεση και προσωπική ζημία (ουσιαστική νομιμοποίηση), από την άλλη όμως, για όσους πληρούν το πρώτο κριτήριο της ουσιαστικής νομιμοποίησης, μη προσκόλληση σε εκείνους τους τύπους που φαίνονται ανούσιοι.
Ειρήσθω τέλος ότι η θέσπιση από το νομοθέτη και η διατήρηση εξεζητημένων δικονομικών τύπων για τη συμμετοχή του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική δίκη αντιτίθεται και προς της εξασφάλιση εκείνων των προϋποθέσεων που εξασφαλίζουν την έμπρακτη εφαρμογή της αρχής της κατ’ αντιδικίαν διεξαγωγής της ποινικής δίκης, ιδίως στη διαδικασία στο ακροατήριο.
3. αντιπαραβολή ουσιαστικής νομιμοποίησης και διατυπώσεων παράστασης πολιτικής αγωγής
Συμπερασματικά, το δικαστήριο (στο ακροατήριο) ή το συμβούλιο (στην προδικασία) θα πρέπει πρώτα να ελέγξει την ουσιαστική νομιμοποίηση του δηλούντος παράσταση πολιτικής αγωγήςκαι με ιδιαίτερη αυστηρότητα και σχολαστικότητα να ερευνά τη συνδρομή τόσο της άμεσης όσο και της προσωπικής ζημίας ώστε να μην διευρυνθεί υπέρμετρα ο κύκλος των δικαιουμένων σε παράσταση πολιτικής αγωγής. Δεν είναι πρέπον να δίνεται η δυνατότητα συμμετοχής στον ευαίσθητο χώρο της ποινικής δίκης στον «καθένα». Εξάλλου, η συμμετοχή του πολιτικώς ενάγοντα έχει εξαιρετικό χαρακτήρα στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης.
Αφότου όμως το αποφασίζον δικαστικό όργανο πεισθεί ως προς την ουσιαστική νομιμοποίηση, θα πρέπει να διευκολύνει τη συμμετοχή του προσώπου στην ποινική δίκη, προβαίνοντας στον εξής διαχωρισμό: Όσον αφορά εκείνες τις διατυπώσεις παράστασης πολιτικής αγωγής οι οποίες έχουν να προσφέρουν κάτι το ουσιώδες σε σχέση και με τα αιτήματα της ποινικής δίκης, θα πρέπει να τις ερευνά προσεκτικά. Κατά τα άλλα, όσον αφορά εκείνους τους τύπους που διαπνέονται μόνον από τη ratio της αναχαίτισης της εισόδου στην ποινική δίκη, η προσκόλληση και η εμμονή της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας σε αυτούς καταντά πλέον «τυπολατρία». Γι’ αυτό και ο δικαστής, σύμφωνα και με όσα υποστηρίξαμε παραπάνω, θα πρέπει διά της ερμηνείας να τους προσπερνά. Σε καμία δε περίπτωση η Νομολογία δε θα πρέπει, όπως πράγματι συμβαίνει, να προβαίνει σε ερμηνεία που οδηγεί σε διεύρυνση των τύπων που δεν ανταποκρίνονται σε ουσιαστικές αρχές της ποινικής δίκης.
Στον παραπάνω διαχωρισμό φαίνεται να προβαίνει σιωπηρά ακόμη και το ΕΔΔΑ ως προς τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη, εν όψει της υπαγωγής του δηλούντος παράσταση πολιτικής αγωγής θύματος στο προστατευτικό πεδίο του άρ. 6 παρ. 1 εδ. α΄ ΕΣΔΑ ως φορέα αστικής φύσης αξιώσεων.Έτσι, ενώ δέχεται πως και η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη, ως εμπίπτουσα στο άρ. 6 ΕΣΔΑ, θεμιτά υπόκειται σε περιορισμούς διαδικαστικών προϋποθέσεων στα πλαίσια επιβολής από τα κράτη προϋποθέσεων παραδεκτού για κάθε είδους «προσφυγή»,ωστόσο υπήρξαν περιπτώσεις που αγνόησε την προσκόλληση σε τύπους, άλλοτε επικαλούμενο την εθνική Νομολογία, βασιζόμενο και εναρμονιζόμενο με αυτήν, και άλλοτε αγνοώντας παντελώς τα κρατούντα στην Νομολογία ενός κράτους, εν όψει της διαφύλαξης της ουσίας. Σε ένα τέτοιο πνεύμα λοιπόν θα πρέπει να κινείται και ο έλληνας δικαστής, εναρμονιζόμενο με τις επιταγές της ΕΣΔΑ, που κατά το άρ. 28 παρ. 1 Σ υπερισχύει από κάθε άλλη εθνική διάταξη νόμου, όπως αυτή ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ.
Γ΄ ΜΕΡΟΣ
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ
1. Η έννοια «των διατυπώσεων παράστασης πολιτικής αγωγής» ως τμήμα των διαδικαστικών προϋποθέσεων
Ο νομοθέτης, έχοντας ως σημείο εκκίνησης τις προϋποθέσεις και τους όρους νομιμοποίησης του ενάγοντος στην πολιτική διαδικασία, διαμόρφωσε τις ειδικές δικονομικές προϋποθέσειςσυμμετοχής του θύματος στην ποινική δίκη ως πολιτικώς ενάγοντος, οι οποίες σε κάποια σημεία ομοιάζουν ενώ σε άλλα παρεκκλίνουν, είτε ελαφρώς είτε πολύ, από τις αντίστοιχες διαδικαστικές προϋποθέσεις (άρ. 62 επ. ΚΠολΔ) της πολιτικής διαδικασίας.
Ειδικότερα, οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική δίκη είναι οι εξής .
α) η δήλωση παράστασης κατά τις νόμιμες διατυπώσεις
β) η επί της πολιτικής αγωγής δικαιοδοσία και αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων
γ) η ικανότητα προς το είναι διάδικον
δ) η ικανότητα προς το παρίστασθαι σε δικαστήριο και διεξάγειν τη δίκη ιδίω ονόματι
Οι μελετώμενες διατυπώσεις περιλαμβάνονται στο παραπάνω υπό α΄ στοιχείο και αφορούν το χρόνο, τον τρόπο και το περιεχόμενο δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής. Περιγράφονται στα άρ. 83 και 84 για την προδικασία και στο άρ. 68 ΚΠΔ για το ακροατήριο.Βέβαια, στη θεωρία του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου, φαίνεται οι εν λόγω διατυπώσεις να καλούνται κοντολογίς ως «τυπική νομιμοποίηση».Ας ειπωθεί δε ότι η δήλωση παράστασης αποτελεί στο χώρο της ποινικής δίκης το αντίστοιχο του εισαγωγικού τηςπολιτικής δίκης εγγράφου του δικογράφου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
2. Οι επιμέρους διατυπώσεις παράστασης πολιτικής αγωγής
Οι διατυπώσεις της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής μπορούν να διαχωριστούν με κριτήριο το χρόνο, τον τρόπο και το περιεχόμενο της δήλωσης παράστασης τόσο κατά την προδικασία όσο και κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο.
α. διατυπώσεις που αφορούν το χρόνο δήλωσης
αα. Το θεμιτό των διατυπώσεων του χρόνου
Καταρχήν, ας ειπωθεί ότι όλες οι πρoϋποθέσεις που συνέχονται με το χρόνο δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής τόσο κατά την προδικασία όσο και στο ακροατήριο, φαίνονται να εναρμονίζονται πλήρως με τα θεμελιώδη αιτήματα της ποινικής δίκης. Δεν αποτελούν εξεζητημένους όρους, αν ληφθεί υπόψη, πρώτον, η οικονομία της δίκης και η ανάγκη ταχείας διεξαγωγής αυτής, υπό την έννοια ότι το θέμα παράστασης πολιτικής αγωγής, κάποτε, σε κάποιο συγκεκριμένο χρονικό σημείο, θα πρέπει να «κλείσει» και να μη μένει επ’ αόριστον ανοιχτό αν θα παραστεί ή όχι κάποιος ως πολιτικώς ενάγων. Δεύτερον, από τον καθορισμό ενός ασφαλούς χρονικού σημείου μετά το οποίο δεν είναι δυνατή η παράσταση πολιτικής αγωγής, πέρα από την ασφάλεια δικαίου, δημιουργείται και ασφάλεια στον ίδιο τον κατηγορούμενο ο οποίος θα γνωρίζει ως βέβαιο ότι πλέον δε θα έχει πέρα από την κατηγορούσα αρχή να αντιμετωπίσει και έναν «ιδιώτη κατήγορο». Τρίτον, η απαίτηση του νομοθέτη να δηλώνει εντός συγκεκριμένης προθεσμίας την παράστασή του δεν αντιτίθεται ούτε και προς το δικαίωμα της ισότητας των όπλων, δεδομένου ότι και ο ίδιος ο κατηγορούμενος, του οποίου τα δικαιώματα κυρίως τρώσκονται στην ποινική δίκη, έχει σε ορισμένες περιπτώσεις συγκεκριμένα χρονικά περιθώρια να αμυνθεί.
ββ. Ο χρόνος δήλωσης κατά την προδικασία
Ως προς το χρόνο κατά την προδικασία, η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, όπως προκύπτει από το άρ. 83 παρ. 1 ΚΠΔ, που παραπέμπει στο άρ. 308 ΚΠΔ, μπορεί να υποβληθεί μέχρι το πέρας της ανάκρισης. Ωστόσο ως πέρας της ανάκρισης νοείται τόσο η τυπική, δηλαδή η γνωστοποίηση του ανακριτή προς τους διαδίκους της ολοκλήρωσης των οικείων εργασιών ανάκρισηςόσο και η ουσιαστική, ήτοι η έκδοση Πρωτόδικου βουλεύματος από το Συμβούλιο, και ως εκ τούτου φαίνεται να προκύπτει προβληματισμός περί του ακριβούς καταληκτικού χρονικού σημείου δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής.
Ειδικότερα, εάν το τελειωτικό χρονικό σημείο δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής δεχτούμε ότι είναι η τυπική περάτωση της ανάκρισης, συρρικνώνεται κατά πολύ ο χρόνος παράστασης πολιτικής αγωγής, δεδομένου ότι μετά την τυπική περάτωση, ο δηλώσας παράσταση στερείται του δικαιώματος επανάληψης τυχόν λανθασμένης δήλωσής του, είτε απεβλήθη (διά της έκδοσης βουλεύματος) μέχρι και την τυπική περάτωση, είτε μετά από αυτήν. Τα πράγματα θα έχουν διαφορετικά, εάν η προθεσμία γίνει δεκτό ότι επεκτείνεται μέχρι την έκδοση οριστικού βουλεύματος, δεδομένου ότι τυχόν αποβολή της πολιτικής αγωγής διά αμετακλήτουπαρεμπίπτοντος βουλεύματος, σε τίποτα δεν κωλύει τον πολιτικώς ενάγοντα να επαναλάβει ορθώς τη δήλωσή του, πάντως πριν από την έκδοση οριστικού βουλεύματος.
Ο νομοθέτης φαίνεται να εννοούσε την ουσιαστική περάτωση (άποψη απόλυτα κρατούσα σε θεωρία και Νομολογία) όπως προκύπτει από το (σήμερα καταργημένο) άρ. 480 παρ. 2 κατά το οποίο ο πολιτικώς ενάγων είχε δικαίωμα έφεσης κατά των απαλλακτικών βουλευμάτων «αν πριν από την έκδοση του βουλεύματος δήλωσε ότι παρίσταται με την ιδιότητά του αυτή και δεν έχει αποβληθεί». Έτσι, ακόμα κι αν ο δηλώσας παράσταση αποβλήθηκε με (παρεμπίπτον) βούλευμα που εκδόθηκε μέχρι την ουσιαστική περάτωση, εν συνεχεία μπορεί να επαναλάβει σωστά την δήλωσή του και επομένως να ασκήσει και το προβλεπόμενο στο άρ. 309 παρ. 2 εδ. στ΄ δικαίωμα κάθε διαδίκου να επηρεάσει την επικείμενη ετυμηγορία του συμβουλίου με την υποβολή εγγράφων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων προς το συμβούλιο, πράγμα που θα ήταν αδύνατον σε περίπτωση που καταληκτικό σημείο της νομιμοποίησης πολιτικής αγωγής ήταν η τυπική περάτωση της ανάκρισης. Περαιτέρω, γίνεται σαφώς δεκτό (με βάση και τη γραμματική διατύπωση του καταργημένου άρ. 480 παρ 2 ΚΠΔ) ότι απώτερο χρονικό σημείο είναι η έκδοση του πρωτοβάθμιου βουλεύματος, και ειδικότερα η υπογραφή του, αμέσως μετά την καθαρογραφή, από τον προεδρεύοντα δικαστή και το γραμματέα, και όχι η επίδοσή του.
Περαιτέρω, για τα εγκλήματα που η περάτωση της κύριας ανάκρισης λαμβάνει χώρα με έκδοση Βουλεύματος Συμβουλίου Εφετών (άρ. 308 εδ. γ΄), η έκδοση αυτού του Βουλεύματος είναι το απώτατο χρονικό σημείο της δήλωσης παράστασης Πολιτικής αγωγής, ενώ όταν η παραπομπή πραγματοποιείται με απευθείας κλήση (όπως συμβαίνει στην ευθύτατη παραπομπή, στην προανάκριση –άρ. 245 παρ. 1 ΚΠΔ ή στην ανάκριση που περατώνεται με απευθείας κλήση : άρ. 308 παρ. 3, 308 Α παρ. 2) το χρονικό όριο είναι η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος.Επίσης, σε περίπτωση που εξεδόθη σε πρώτο βαθμό βούλευμα που διατάσσει περαιτέρω ανάκριση, είναι δυνατή η δήλωση παράστασης κατά το νέο αυτό στάδιο της ανάκρισης.Τίθεται ζήτημα όμως αν συμβαίνει το ίδιο και σε περίπτωση που το Συμβούλιο εφετών, κρίνοντας σε δεύτερο βαθμό κατόπιν έφεσης κατά του πρωτοβάθμιου βουλεύματος, διατάσσει περαιτέρω ανάκριση. Κάποιοι συγγραφείς, όπως και η Νομολογία, δέχονται αυτή τη δυνατότητα με το επιχείρημα της συνέχισης της ανακριτικής διαδικασίας και συνακόλουθα παρέκτασης της τασσόμενης περί νομιμοποίησης προθεσμίας, ενώ άλλοι την απορρίπτουν στηριζόμενοι (μεταξύ άλλων) πρώτον στη γραμματική διατύπωση του άρ. 83 παρ. 1 εδ. α΄ΚΠΔ το οποίο παραπέμπει μόνο στο άρ. 308 ΚΠΔ και όχι στο άρ. 318 ΚΠΔ, υποδεικνύοντας έτσι ως κρίσιμο γεγονός την έκδοση του πρωτοβάθμιου αποκλειστικά οριστικού βουλεύματος, δεύτερον στο γεγονός ότι η διάταξη από το δευτεροβάθμιο συμβούλιο εφετών περαιτέρω ανάκρισης επιφέρει μάλλον κατά κυριολεξία αναβίωση της ήδη ουσιαστικά, με την έκδοση του πρωτοβάθμιου βουλεύματος, τερματισθείσας ανάκρισης, παρά συνέχισή της, και επομένως δεν είναι δυνατόν να παρατείνει μια ήδη ανενεργό προθεσμίας, και τρίτον σε δικαιοπολιτικά επιχειρήματα όπως η έκθεση της ποινικής δίκης σε κίνδυνο επικίνδυνων παλινωδιών, με κύριο αποδέκτη τον ίδιο τον κατηγορούμενο ο οποίος ενώ με την ουσιαστική περάτωση της ανάκρισης είχε αποκτήσει την εύλογη πεποίθηση αναφορικά με την απουσία αντιδικίας, τώρααιφνιδιάζεται αποκτώντας ξαφνικά, χωρίς να συντρέχει εύλογος λόγος, έναν ακόμη κατήγορο. Η δεύτερη άποψη φαίνεται να έχει σαφώς ένα πλήρες, οργανωμένο και πειστικότερο πλέγμα επιχειρημάτων. Συν τοις άλλοις συνάδει απολύτως με τα ουσιώδη αιτήματα της ποινικής δίκης, δηλαδή τόσο με την επιτάχυνση της δίκης η οποία κάποτε μάλιστα πρέπει να τερματιστεί και άρα δεν μπορεί το θέμα της νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος να παραμένει επ’ αόριστον εκκρεμές όσο και με την προστασία, κατά τα προεκτεθέντα, του κατηγορουμένου.
β. διατυπώσεις που αφορούν το χρόνο δήλωσης στο ακροατήριο
Ως προς το ακροατήριο, το απώτατο χρονικό σημείο της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής είναι η έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας (άρ. 6 παρ. 2 ΚΠΔ), η οποία λαμβάνει χώρα με την εξέταση μάρτυρα ή τη διεξαγωγή άλλης αποδείξεως π.χ. ανάγνωση εγγράφου (συνδυασμός άρθρων 339, 343, 350 ΚΠΔ). Το άρ. 68 παρ. 1 αναφέρεται σαφώς στη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ωστόσο στην πράξη ανακύπτουν πολλαπλά ζητήματα τα οποία θα μελετήσουμε στη συνέχεια.
Πρώτον, αυτός ο οποίος νομιμοποιήθηκε ως πολιτικών ενάγων κατά την προδικασία και δεν αποβλήθηκε είναι υποχρεωμένος κατά την διαδικασία στο ακροατήριο να επαναλάβει τη σχετική δήλωση και αν ναι μέχρι ποίου σημείου. Δεύτερον, είναι δυνατόν να δηλωθεί παράσταση πολιτικής αγωγής το πρώτον κατά την μετ΄ αναβολή δίκη και να γίνει αυτή δεκτή; Τρίτον, είναι δυνατόν να δηλωθεί παράσταση πολιτικής αγωγής το πρώτον κατά την δίκη ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, μετά από διαπίστωση αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή μετά από την παραπομπή του άρ. 136 ΚΠΔ; Tέταρτον, είναι δυνατόν να δηλωθεί παράσταση πολιτικής αγωγής το πρώτον κατά την δίκη κατόπιν ευδοκίμησης αίτησης ακύρωσης διαδικασίας (341 ΚΠΔ) ή απόφασης (430 ΚΠΔ); Πέμπτον, όταν έχει λάβει χώρα αναβολή και ενώ έχει ήδη δηλωθεί η παράσταση κατά τη δίκη προ της αναβολής, είναι υποχρεωμένος ο πολιτικός ενάγων να δηλώσει ξανά την παράστασή του και αν ναι μέχρι ποίου σημείου; Έκτον, είναι δυνατόν να δηλωθεί το πρώτον παράσταση πολιτικής αγωγής κατά την εκδίκαση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό εφόσον ο δηλών παράσταση πολιτικής αγωγής δεν παραστάθηκε ως πολιτικώς ενάγων στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση; Εβδομον, ο πολιτικώς ενάγων που νομιμοποιήθηκε κατά τη διαδικασία στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι υποχρεωμένος να την επαναλάβει και στο δευτεροβάθμιο και μέχρι ποίου σημείου; Και, τέλος, όγδοον, θα ερευνηθεί το ζήτημα της δυνατότητας παράστασης πολιτικής αγωγής από το θύμα κατά τη συζήτηση που αφορά διόρθωση ή συμπλήρωση δικαστικής απόφασης κατ’ άρ. 145 ΚΠΔ.
Ως προς το πρώτο ζήτημα, γίνεται ορθά δεκτό ότι το άρ. 68 έχει τεθεί για την περίπτωση που κάποιος είτε δεν προέβη σε δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στην προδικασία είτε προέβη αλλά αποβλήθηκε. Εάν αντιθέτως παρέστη κατά την προδικασία και δεν αποβλήθηκε, τότε η δήλωση στο ακροατήριο έχει διαπιστωτικό χαρακτήρα και συνιστά απλώς πιστοποίηση, όπως συνάγεται και από το άρ. 343 εδ. α΄ υποεδ. α΄. Η νομιμοποίηση που έλαβε χώρα κατά την προδικασία ισχύει και ενώπιον του ακροατηρίου, επομένως είναι περιττό ο ήδη πολιτικώς ενάγων να επαναδιατυπώνει τη δήλωση παράστασης με κάθε λεπτομέρεια, εφόσον το έπραξε ήδη κατά την προδικασία. Αρκεί, αλλά και είναι αναγκαία, η αποσαφήνιση του θύματος ότι εξακολουθεί να μετέχει ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική δίκη. Πλην όμως η δήλωση δεν υπάγεται εδώ στα πλαίσια του άρ. 68 ΚΠΔ παρά μόνον στα πλαίσια του άρ. 343 εδ. α΄ υποεδ. α΄.Ως προς το δεύτερο ζήτημα, νομοθετικά υφίσταται η διάταξη του άρ. 68 παρ. 3 εδ. β΄ η οποία με μια πρώτη πρόχειρη ανάγνωση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πάντοτε είναι δυνατή η δήλωση το πρώτον στη μετ’ αναβολή δίκη.
Ωστόσο, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι όταν η αναβολή της υπόθεσης λαμβάνει χώρα για κρείσσονες αποδείξεις, πράγμα που σημαίνει ότι ήδη η αποδεικτική διαδικασία έχει ξεκινήσει, και άρα το τασσόμενο χρονικό όριο του άρ. 68 παρ. 2 ΚΠΔ παρήλθε, για να παραστεί νομίμως ο πολιτικώς ενάγων κατά τη νέα συζήτηση πρέπει ήδη να έχει νομιμοποιηθεί πριν από την αναβολή της συζήτησης, όπως συνάγεται και από την προσεκτική διατύπωση του άρ. 68 παρ. 3 εδ. β΄ που αναφέρεται όχι στην άσκηση αλλά στην κατά την (για οποιοδήποτε λόγο) μετ’ αναβολή συζήτηση υποστήριξη (της ήδη ασκηθείσας) δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής. Όμως οι υποστηρικτές της πρώτης άποψης, μεταξύ άλλων επιστρατεύουν ως επιχείρημα και την επανεκδίκαση της υπόθεσης εξ’ αρχής και ολοκληρωτικά στη μετ’ αναβολή δικάσιμο σε κάθε περίπτωση. Επ’ αυτού θα έλεγε κανείς ότι η παραπάνω άποψη συνδέει απλώς την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας με την αναμενόμενη νέα συζήτηση και μόνον, ενώ εδώ χρήζει έρευνας το αν η προηγηθείσα επεξεργασία των αποδείξεων συνιστά για την επικείμενη συζήτηση μια παράμετρο υπολογίσιμη ή αδιάφορη. Στο μέτρο λοιπόν που οι κρείσσονες αποδείξεις εισφέρουν απλά συμπλήρωση ή επανόρθωση σε τυχόν ατέλειες των αποδείξεων που προηγήθηκαν, οι τελευταίες «πρέπει να εκληφθούν ως κεκτημένη υποδομή, λειτουργικά αλληλένδετη και αξιολογικά συνεκτιμητέα με τα προσκομιζόμενα το πρώτον στο ακροατήριο στοιχεία».
Ας διευκρινισθεί επίσης ότι όταν η αναβολή έλαβε χώρα για άλλο λόγο πλην των κρεισσόνων αποδείξεων  και επιπλέον δεν έχει καν ξεκινήσει η αποδεικτική διαδικασία, παραδεκτά προβάλλεται η δήλωση παράστασης το πρώτον. Φαίνεται τέλος αυτονόητο ότι επιτρέπεται το πρώτον η δήλωση όταν η αναβολή έλαβε χώρα για κρείσσονες αποδείξεις, πλην όμως δεν ξεκίνησε καν η αποδεικτική διαδικασία πριν από την αναβολή.
Για να απαντήσουμε στο τρίτο ερώτημα (θεωρώ ότι) θα πρέπει πρώτα να λάβουμε υπόψη μας ότι τέτοιο ζήτημα τίθεται πρώτον, όταν από την συζήτηση προέκυψε η αναρμοδιότητα (δηλαδή σαφώς μετά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας) ενώ το έγκλημα ανήκε σε αρμοδιότητα ανώτερου δικαστηρίου (119 παρ. 2 ΚΠΔ) και δεύτερον, όταν η αναρμοδιότητα προέκυψε πριν από τη συζήτηση.
Το ζήτημα (θεωρώ ότι) θα επιλυθεί ως ακολούθως: Eάν στο αναρμόδιο δικαστήριο που παρέπεμψε είχε ήδη ξεκινήσει η αποδεικτική διαδικασία, θα αποκλειστεί μάλλον η δυνατότητα νέας δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής, δεδομένου του ενιαίου και αδιάσπαστου της αποδεικτικής διαδικασίας, (όπως έγινε δεκτό και για την περίπτωση της αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις)
Εάν όμως, παρά την παρέλευση του κρίσιμου αυτού χρονικού σημείου, μπορούν να υπάρχουν παράγοντες τέτοιοι που αποκλείουν αυτόν τον ενιαίο και αδιάσπαστο χαρακτήρα, τότε φαίνεται εφικτή η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στο δικαστήριο μετά την παραπομπή. Τέτοια περίπτωση σαφώς συντρέχει όταν λαμβάνει χώρα ολική επαναφορά της υπόθεσης από τη διαδικασία στο ακροατήριο στο στάδιο της προδικασίας, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που έχουμε αλλαγή δικαιοδοσίας (όταν για παράδειγμα ως αρμόδιο κρίνεται το στρατιωτικό δικαστήριο) ή στην περίπτωση που καθ’ ύλην αναρμόδιο δικαστήριο ήταν το μονομελές πλημμελειοδικείο ή το πταισματοδικείο (120 παρ. 3 ΚΠΔ)Εν προκειμένω, θα φαινόταν κάπως υπερβολικό να θεωρήσει κανείς ότι και σε μια τέτοια περίπτωση νοείται και διατηρείται διατηρηθεί το αδιάσπαστο και ενιαίο ανάμεσα σε αποδεικτική διαδικασία προ και μετά την παραπομπή.
Στην περίπτωση της κατά τόπον αναρμοδιότητας, δε φαίνεται να υφίσταται πρόβλημα χρονικά παραδεκτής δήλωσης της πολιτικής αγωγής σε περίπτωση που το δικαστήριο διαπιστώσει αυτή και παραπέμψει στο τοπικά αρμόδιο πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Το πρόβλημα όμως υφίσταται, εάν το δικαστήριο επιφυλαχθεί να αποφασίσει αργότερα, με βάση τις αποδείξεις. Θεωρώ πως στην συγκεκριμένη περίπτωση, εφόσον οι αποδείξεις αφορούν κατά κύριο λόγο την κατά τόπον αρμοδιότητα και δεν επεκτείνονται επί της ουσίας της υπόθεσης, χωρεί το πρώτον πολιτική αγωγή στο δικαστήριο μετά την παραπομπή διότι δεν ξεκίνησε επί της ουσίας η αποδεικτική διαδικασία.
Ως προς το τέταρτο ερώτημα λεκτέα τα εξής: O ζημιωθείς που κατά την συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η ερήμην του κατηγορουμένου καταδικαστική απόφαση είτε είχε δηλώσει (68 παρ. 2 ΚΠΔ) είτε είχε επαναδιατυπώσει (343 εδ. α΄ ΚΠΔ) δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής προ της ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας μπορεί σαφώς να παραστεί νόμιμα και κατά τη νέα συζήτηση της υπόθεσης. Πρόβλημα τίθεται σε περίπτωση που ο ζημιωθείς το πρώτον δηλώνει παράσταση του άρ. 68 ΚΠΔ κατά τη νέα συζήτηση. Οι υποστηρικτές της καταφατικής τοποθέτησηςεπικαλούνται την αναλογική εφαρμογή του άρ. 68 παρ. 3 εδ. β΄, παραβλέποντας αφενός την διατύπωση του νόμου περί υποστήριξης (της ήδη ασκηθείσας) παράστασης πολιτικής αγωγής αφετέρου ότι κρίσιμο στοιχείο εδώ αποτελεί, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω για την αναβολή, το υπολογίσιμο ή το αδιάφορο των αποδεικτικών στοιχείων και της επεξεργασίας τους που έλαβαν χώρα κατά την ερήμην του κατηγορουμένου συζήτηση. Και ως προς τα τελευταία, κάθε άλλο παρά αδιάφορη είναι η προδιανυθείσα αποδεικτική διαδικασία, διότι με την αίτηση ακύρωσης αποφάσεως ή διαδικασίας το μόνο που επέρχεται μεν άρσης της νομικής υπόστασης των ερήμην εκδοθεισών δικαιοδοτικών κρίσεων αλλά παράλληλα παραμένει ισχυρή η ήδη διανυθείσα αποδεικτική διαδικασία, χωρίς να περιθωριοποιείται, και επομένως βρίσκεται, όπως συμβαίνει και με την αναβολή για κρείσσονες αποδείξεις, σε αδιάσπαστη ενότητα με την επακολουθούσα κατά τη νέα συζήτηση. Το σπουδαιότερο όμως επιχείρημα προκύπτει και από την ιδιομορφία της αιτήσεως ακυρώσεως διαδικασίας (341 ΚΠΔ) και αποφάσεως (430 ΚΠΔ) ως ενδίκων βοηθημάτων που ναι μεν δεν ανήκουν τυπικά στα ένδικα μέσα ούτε και επιρρίπτουν σφάλμα στην προεκδοθείσα απόφαση, πλην όμως, στο μέτρο που αποσκοπούν σε επανεκτίμηση μιας κατάστασης, διέπονται από τους γενικούς ορισμούς των άρ. 462 επ. ΚΠΔ. Ως εκ τούτου υπόκεινται στην αρχή
της μη χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου, πράγμα το οποίο αναντίρρητα επιφέρει η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής το πρώτον κατά την νέα, μετά την ευδοκίμηση της αίτησης των άρ, 341 και 430 ΚΠΔ, συζήτηση της υπόθεσης.Περαιτέρω, ορθό φαίνεται και στην περίπτωση δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση της ίδιας της αίτησης των άρ. 341 και 430 ΚΠΔ να δοθεί ομόρροπη με τα αμέσως προηγηθέντα λύση.
Για την απάντηση στο πέμπτο ερώτημα που θέσαμε είναι ορθό να ακολουθήσει κανείς την ίδια συλλογιστική που δεν απαιτεί εκ νέου νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος όταν αυτός ήδη νομιμοποιήθηκε κατά την προδικασία. Έτσι, αρκεί (πολλώ μάλλον) εδώ απλώς μια διαπίστωση, πιστοποίηση και επαλήθευση της ήδη δηλωθείσας παράστασης στα πλαίσια του άρ. 343 εδ. α΄ υποεδ. α΄. Εξάλλου είναι σαφής η νομοθετική διατύπωση περί απλής υποστήριξης (και όχι εκ νέου άσκησης) της ήδη ασκηθείσας παράστασης πολιτικής αγωγής, για οποιοδήποτε λόγο κι αν έχει λάβει χώρα η
αναβολή. Κατόπιν αυτών (θεωρώ πως) είναι λανθασμένη η αντίληψη που έχει
διατυπωθεί από τη Νομολογία πως η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής όταν επαναλαμβάνεται στη μετ’ αναβολή δίκη πρέπει να περιέχει όλα τα κατά νόμον απαιτούμενα στοιχεία. Πάντως, ένα ακόμα επιχείρημα που θα μπορούσε να επιστρατευθεί ιδίως για την περίπτωση αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις είναι ότι δεν απαιτείται στη μετ’ αναβολή συζήτηση εκ νέου άσκηση παράστασης πολιτικής αγωγής με όλους τους νόμιμους τύπους, με την ίδια ακριβώς ratio που αποκλείεται το πρώτον η δήλωση παράστασης δεδομένης της προηγηθείσας έναρξης αποδεικτικής διαδικασίας σε συνδυασμό και με τον ενιαίο και αδιάσπαστο χαρακτήρα ήδη προηγηθείσας αφενός και ακολουθούσας αποδεικτικής διαδικασίας αφετέρου.
Ως προς το έκτο ζήτημα, σύσσωμη η θεωρία και Νομολογία θεωρούν πως η δήλωση παράστασης το πρώτον στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο αποκλείεταικαθώς αντιβαίνει εμμέσως στη βασική αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου στα ένδικα μέσα, η οποία είναι δυνατόν να επέλθει εξαιτίας της πιθανότητας επιδίκασης αποζημίωσης. Εξάλλου, επιβαρύνεται και δικονομικά η θέση του κατηγορουμένου, καθώς ο κατηγορούμενος αποκτά έναν επιπλέον κατήγορο που μάχεται «μανιωδώς» υπέρ της ενοχής του. Συνεπώς, σωστά η Νομολογία αποκλείει στο παραπάνω χρονικό σημείο το πρώτον δήλωση παράστασης Πολιτικής Αγωγής. Ειρήσθω δε ότι ίδιας αντιμετώπισης θα πρέπει να τύχει και η περίπτωση του πρωτοδίκως αποβληθέντος πολιτικώς ενάγοντος ο οποίος επανέρχεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο καθώς και του ήδη παραστάντος κατά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο πολιτικώς ενάγοντος, υπό διαφορετική ιδιότητα όμως αυτή τη φορά. Ας σημειωθεί όμως ότι πρoϋπόθεση για την εφαρμογή της απαγόρευσης της nonreformationinpejus αποτελεί η άσκηση ενδίκου μέσου εναντίον καταδικαστικής απόφασης από τον ίδιο τον κατηγορούμενο ή από άλλο δικαιούμενο πρόσωπο υπέρ αυτού (470 ΚΠΔ).
Συντρεχόντων λοιπόν των όρων του 470 ΚΠΔ, στην απαγόρευση της χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου θεμελιώνεται περαιτέρω και η αδυναμία παράστασης πολιτικής αγωγής το πρώτον τόσο ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά τη συζήτηση αναίρεσης όσο και στο δικαστήριο της παραπομπής μετά από ευδοκίμηση ασκηθείσας αναίρεσης, είτε πρωτοβάθμιο (εφόσον η αναίρεση ασκήθηκε κατά ανέκκλητης πρωτόδικης απόφασης) είτε δευτεροβάθμιο. Αποκλείεται επιπλέον με την ίδια σκέψη (σε περίπτωση συνδρομής των όρων του 470 ΚΔ) και η δήλωση το πρώτον παράστασης πολιτικής αγωγής τόσο κατά τη συζήτηση αίτησης επανάληψης της διαδικασίας όσο και ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας το οποίο επελήφθη εκ νέου της υπόθεσης, εφόσον έγινε δεκτή η αίτηση επανάληψης από το δικαστικό συμβούλιο. Και για τις δύο αυτές περιπτώσεις θα ήταν αντιφατικό από τη μια να προβλέπεται η εν λόγω ειδική διαδικασία προς το συμφέρον του κατηγορουμένου και από την άλλη να είναι δυνατή η χειροτέρευση της θέσης του. Εξάλλου, καίτοι η επανάληψη της διαδικασίας είναι ένδικο βοήθημα και όχι ένδικο μέσο, είναι δυνατόν να συναχθεί, σε συνδυασμό και με την αρχή της εν γένει προστασίας του κατηγορουμένου, η αναλογική εφαρμογή αρχών των ενδίκων μέσων. Ειδικότερα δε για την περίπτωση της ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας εκ νέου διαδικασία, ρητά προβλέπεται, προς αποφυγή διχογνωμιών, η μη ισχύς τηςnonreformationinpejus (530 παρ. 2 εδ. ε΄ΚΠΔ). Εάν λοιπόν ρητά προβλέπεται για την περίπτωση αυτή, δε φαίνεται ορθό να αρνηθεί κανείς την αναλογική εφαρμογή της ίδιας ρύθμισης και επί της συζήτησης της αίτησης.
Είναι περαιτέρω δύσκολη η αντιμετώπιση του ζητήματος που το θύμα δηλώνει το πρώτον παράσταση πολιτικής αγωγής σε περίπτωση εκδίκασης ενδίκου μέσου κατά το οποίο δεν ισχύει η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου, όπως για παράδειγμα σε περίπτωση έφεσης από τον κατηγορούμενο κατά καταδικαστικής απόφασης και άσκησης αντίθετης έφεσης από τον εισαγγελέα ή από τον πολιτικώς ενάγοντα (σε περίπτωση δηλαδή που ήδη κατά την δίκη σε πρώτο βαθμό υπήρχε παράσταση πολιτικής αγωγής και τώρα κατά τη συζήτηση σε δεύτερο βαθμό, σπεύδει και άλλο πρόσωπο να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής) ή σε περίπτωση έφεσης από τον εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης (εδώ βέβαια η πολιτική αγωγή μόνο προς υποστήριξη της κατηγορίας νοείται) ή σε περίπτωση άσκησης αναίρεσης (και) από τον εισαγγελέα εις βάρος του κατηγορουμένου ή σε περίπτωση υποβολής αίτησης επανάληψης της διαδικασίας από τον εισαγγελέα σε περίπτωση αθωωτικής απόφασης (526 παρ. 2)Η θέση που θα λάβει κανείς επί του ζητήματος αυτού εξαρτάται πλήρως από το αν θα λάβει υπόψη του, ιδίως στις περιπτώσεις της έφεσης, το ότι η υπόθεση συζητείται από την αρχή και ολοκληρωτικά, ή αν θα ενστερνιστεί εκείνη την ερμηνευτική εκδοχή που κάνει λόγο για αλληλένδετο
της προηγηθείσας και της νυν αποδεικτικής διαδικασίας εξαιτίας της συνεκτίμησης και μη ακύρωσης των όσων αποδεικτικών στοιχείων διημείφθησαν και αποτυπώθηκαν κατά την πρωτόδικη κρίση. Ορθότερη φαίνεται η άποψη που θα αρνούνταν και εδώ την δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής το πρώτον και σε αυτές τις περιπτώσεις, εν όψει της (κατά τη γνώμη μας) πλήρους αποκοπής του συνεκτικού δεσμού της δήλωσης, ιδίως στις περιπτώσεις της αναίρεσης και της επανάληψης της διαδικασίας, με το καταληκτικό όριο της εκ του άρ. 68 παρ. 2 ΚΠΔ τασσομένης προθεσμίας, αλλά και στα πλαίσια της άποψης που ήδη εκφράσαμε για σχετικά γρήγορη εκκαθάριση (από άποψη χρόνου) του θέματος της ένταξης του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη.
Τέλος, ως προς το έβδομο ζήτημα που θέσαμε, η Νομολογία ορθά φαίνεται να μην θεωρεί απαραίτητη την επανάληψη της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο που έλαβε χώρα νομότυπα και έγινε δεκτή στο πρωτοβάθμιο. Πράγματι, για την συζήτηση της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δε φαίνεται να υφίσταται αντίστοιχη διάταξη με αυτή του άρ. 343 εδ. α΄, ενώ υπέρ της άποψης της Νομολογίας συνηγορεί (κατά την άποψή μου) και το άρ. 500 ΚΠΔ που επιβάλλει την κλήτευση όλων των διαδίκων που παραστάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, άρα και του πολιτικώς ενάγοντα. Ειρήσθω όμως ότι τα παραπάνω ισχύουν υπό τον όρο της μη μεταβολής του είδους της αιτουμένης ικανοποίησης, ενώ απλή ανατίμηση του αιτουμένου ποσού δε δημιουργεί πρόβλημα, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, παραβλέποντας το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων, επιδικάσει το τυχόν αυξημένο αιτούμενο κονδύλιο, υποπίπτοντας έτσι σε υπέρβαση εξουσίας. Περαιτέρω, υπάρχουν και αποφάσεις που σε περίπτωση επανάληψης δήλωσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο καθιστούν σαφές ότι δεν απαιτούν η νέα δήλωση, όταν επαναλαμβάνεται να περιέχει όλα τα κατά νόμον απαιτούμενα στοιχεία αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό.Δεν απαιτείται δε κατά την Νομολογία (και ορθά) για την παράσταση στην κατ’ έφεση δίκη να έχει ασκήσει έφεση και ο πολιτικώς ενάγων, εκτός αν η Πολιτική αγωγή είχε απορριφθεί με την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.
Τέλος, ως προς το όγδοο θέμα, η περίπτωση της δήλωσης παράστασης για πρώτη φορά σε περίπτωση διόρθωσης ή συμπλήρωσης δικαστικής απόφασης θα πρέπει προεχόντως να αποκλειστεί, όπως εξάλλου προκύπτει σαφέστατα και από το γράμμα του νόμου που ορίζει ότι «Η διόρθωση ή συμπλήρωση διατάσσεται με απόφαση ή διάταξη, ύστερα από κλήτευση και ακρόαση των διαδίκων που εμφανίστηκαν» (145 παρ. 2 εδ. β΄). Επομένως, αποκλείεται η παρέμβαση και συμμετοχή οποιουδήποτε δεν ήταν διάδικος στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η ελλιπής απόφαση.
γ. διατυπώσεις που αφορούν τον τρόπο της δήλωσης στην προδικασία
Στην προδικασία η δήλωση όπως προκύπτει από το γράμμα του άρ. 83 παρ. 1 μπορεί να γίνει με τρεις τρόπους: α) με αυτοτελές έγγραφο β) με την έγκληση και γ) με δήλωση στον ανακριτή κατά την εξέταση του ζημιωμένου ως μάρτυρα.
Το αυτοτελές έγγραφο μπορεί να εγχειρισθεί κατά το γράμμα του νόμου ενώπιον του αρμοδίου εισαγγελέα, αλλά εφόσον το χρονικό όριο είναι η περάτωση της ανάκρισης, γίνεται δεκτό ότι μπορεί να εγχειρισθεί και στον ανακριτή ή στον γενικό ή ειδικό προανακριτικό υπάλληλο.Εξάλλου, το παραπάνω προκύπτει και από τη διατύπωση του νόμου στο άρ. 83 παρ. 1 εδ. γ΄ .(Τέλος, η δήλωση μπορεί να γίνει και σ’ αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, ακόμη και (άρα και πρωτύτερα) κατά το χρόνο που εξετάζεται ως μάρτυρας ο ζημιωμένος).Στην περίπτωση δε αυτή ισχύουν όλοι οι σχετικοί περί εμπρόθεσμης και νομότυπης εγχείρησης του εγγράφου προς τον εισαγγελέα.
Περαιτέρω, ενόψει της εκ του άρ. 83 παρ. 1 εδ. β΄ απαίτησης σύνταξης έκθεσης εγχειρήσεως του εγγράφου του άρ. 83 παρ. 1 εδ. α΄, έχει σημειωθεί ισχυρή διχοστασία σχετικά με το αν η μη τήρηση του όρου αυτού συνεπάγεται το απαράδεκτο της παράστασης πολιτικής αγωγής. Η Νομολογία δέχεται ότι η έκθεση συνιστά συστατικό τύπο της δήλωσης και ως εκ τούτου η μη τήρησή του επιφέρει ακυρότητα της δήλωσης και μη κτήση της ιδιότητας του πολιτικώς ενάγοντος. Η άποψη αυτή στηρίζεται στο επιχείρημα ότι εάν δε συνταχθεί έκθεση, δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί ούτε ο χρόνος ούτε το πρόσωπο που κατά νόμον δικαιούται σε παράσταση πολιτικής αγωγής αλλά ούτε και το περιεχόμενο του υποβληθέντος εγγράφου. Έτσι όμως, το μόνο που καταφέρνει είναι να αναδείξει ακόμα περισσότερο τον αποδεικτικό (και άρα όχι συστατικό) χαρακτήρα της σύνταξης έκθεσης. Προς την αντίρροπη κατεύθυνση η δεύτερη άποψη επικαλείται τη σκέψη όπου ο νόμος θέλησε την επί ποινή απαραδέκτου τήρηση ορισμένης διατυπώσεως έχει εκφραστεί ρητά (άρ. 17, 18, 430, 476, 527 ΚΠΔ) και εξάλλου, ως προς την πολιτική αγωγή προβλέπεται απαράδεκτο μόνο στο άρ. 84 που αφορά το περιεχόμενο της δήλωσης. Ωστόσο, αν τηρήσει κανείς αυτή την ελαστική συλλογιστική, τόσο η παράτυπη αντιπροσώπευση όσο και η εκπρόθεσμη δήλωση, συμπεριλαμβανόμενες και αυτές στο άρ. 83, δε θα έπρεπε να συνεπάγονται καμία κύρωση. Τρίτον, υφίσταται και η ενδιάμεση άποψη που δέχεται το απαράδεκτο της δήλωσης μόνο αν από κανένα άλλο στοιχείο αποδεικτικά ισοδύναμο με την έκθεση( υποβληθείσα αίτηση για τη λήψη αντιγράφων της δικογραφίας, κατατεθέν παράβολο κτλ) δεν μπορεί να προκύψει ο χρόνος και το δικαιούμενο πρόσωπο που προέβη σε δήλωση.
Η τελευταία αυτή άποψη φαίνεται και ορθότερη διότι βλέπει πίσω από τον «τύπο» της σύνταξης έκθεσης την «ουσία», τη ratio για την οποία αυτός θεσπίστηκε. Aς ληφθεί δε υπόψη ότι η εν λόγω λύση εξυπηρετεί και τους στόχους της ποινικής δίκης, διότι και τον κατηγορούμενο προστατεύει, και την επιτάχυνση της διαδικασίας σέβεται (αφού όταν δεν είναι δυνατόν από κανένα άλλο στοιχείο να διαπιστωθεί το εμπρόθεσμο της δήλωσηςκαθώς και το πρόσωπο που δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής τότε ισχύει το απαράδεκτο αναγκαστικά), αλλά και την ισότητα των όπλων λαμβάνει υπόψη υπό την έννοια ότι δεν οδηγεί σε αποβολή του πολιτικώς ενάγοντος, παραγκωνίζοντάς τον σε κάθε περίπτωση μη σύνταξης έκθεσης, αλλά δέχεται το απαράδεκτο της παράστασης πολιτικής αγωγής ως ύστατη λύση, μόνο δηλαδή όταν έχει εξαντλήσει δικονομικά όλες τις δυνατότητες εύρεσης αποδεικτικού μέσου που εξυπηρετεί τους ίδιους στόχους με την έκθεση.
Η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής μπορεί επίσης να γίνει και με την έγκληση. Η έγκληση μπορεί να υποβληθεί είτε εγγράφως είτε προφορικά. Αν γίνει με έγγραφο τύπο η δήλωση παράστασης περιλαμβάνεται στο περιεχόμενο του ίδιου του εγγράφου, ενώ αν γίνει προφορικά, τόσο η έγκληση όσο και η δήλωση καταχωρούνται στη συντασσόμενη έκθεση. Απαιτείται δε για το παραδεκτό της δήλωσης παράστασης να τηρούνται οι διαδικαστικές προϋποθέσεις που τίθενται από το νόμο για την άσκηση της έγκλησης (46 και 42 ΚΠΔ).
Περαιτέρω, τίθεται θέμα εάν η δήλωση παράσταση πολιτικής αγωγής μπορεί να υποβληθεί και διαμέσου της μήνυσης. Η άποψη που αποκλείει μια τέτοια δυνατότητα επικαλείται μεταξύ άλλων καiτο εξής: Δυνατότητα παράστασης πολιτικής αγωγής συντρέχει στο πρόσωπο τόσο του παθόντος, (όταν δηλαδή η παραβιασθείσα από τον κατηγορούμενο ποινική διάταξη προστατεύει ατομικό έννομο αγαθό) όσο και του αμέσως ζημιωθέντος (όταν δηλαδή η παραβιασθείσα ποινική διάταξη προστατεύει ένα κοινωνικό έννομο αγαθό, πλην όμως στο βεληνεκές αδίκου υπάγονται και εξατομικεύσιμα ιδιωτικά συμφέροντα).Από την άλλη, το άρ. 46 ΚΠΔ φαίνεται με μια πρώτη ανάγνωση να δίνει δυνατότητα υποβολής έγκλησης στον παθόντα, μην αναφέροντας και τον αμέσως ζημιωθέντα, ενώ το άρ. 42 ΚΠΔ αποκλείει τον αδικηθέντα από την υποβολή της μήνυσης. Με αυτά τα δεδομένα τίθεται προβληματισμός σε ποιες από τις δύο διατάξεις θα υπαχθεί ο αμέσως ζημιωθείς. Η επίλυσή του όμως είναι απλή δεδομένης αφενός της εννοιολογικής συγγένειας μεταξύ παθόντος και αμέσως αδικηθέντος αφετέρου της διατύπωσης του άρ. 46 ΚΠΔ πριν από τη μεταγλώττισή του στη δημοτική, το οποίο έκανε λόγο για «αδικηθέντα». Το ζήτημα δε του νομικού χαρακτηρισμού μιας καταγγελίας από την εισαγγελική αρχή(ανεξαρτήτως του τίτλου που φέρουν – συνήθως όλα τιτλοφορούνται ως μηνύσεις εξαιτίας της άγνοιας που υφίσταται) ως έγκλησης ή ως μήνυσης με βάση το πρόσωπο το οποίο της υποβάλλει και εν γένει το περιεχόμενό της είναι σπουδαιότατο, δεδομένου ότι ο καταγγέλλων, στη μεν περίπτωση της έγκλησης έχει δυνατότητα προσφυγής (48 ΚΠΔ) στη δε περίπτωση της μήνυσης ο νόμος δε φαίνεται να τον εξοπλίζει με παρόμοιο μέσο.(42 – 45 ΚΠΔ). Παρόλα αυτά υφίσταται και η αντίθετη άποψη που δίνει τη δυνατότητα δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής και διαμέσου της μήνυσης. Ωστόσο, ορθότερη είναι η τελευταία αυτή άποψη, (όχι επειδή υπάγει στην έννοια του άρ. 42 και τον αμέσως ζημιωθέντα, πράγμα που με βάση τα προλεχθέντα αποκλείεται αλλά) διότι (κατά τη γνώμη μου) φαίνεται να έχει σπουδαία πρακτική αξία σε εκείνη ακριβώς την περίπτωση που ο εισαγγελέας εσφαλμένα χαρακτήρισε την καταγγελία ως μήνυση ενώ θα έπρεπε να την χαρακτηρίσει ως έγκληση. Σε αυτή την περίπτωση αν αποκλείσουμε την δυνατότητα δήλωσης πολιτικής αγωγής και με τη (εσφαλμένως χαρακτηρηθείσα) μήνυση, ο δηλώσας παράσταση πολιτικής αγωγής θα παραμείνει, εξαιτίας του σφάλματος της εισαγγελικής αρχής, μετέωρος, άνευ νομιμοποιήσεως.
Ως προς τη σχέση της έγκλησης και της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής ισχύουν τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρ. 82 παρ. 3 σε συνδυασμό με το άρ. 50 ΚΠΔ, η δήλωση παράστασης δεν αναπληρώνει την έγκληση, όταν το έγκλημα είναι κατ’ έγκληση διωκόμενο. Έχει ωστόσο εκφραστεί και η άποψη ότι η δήλωση παράστασης στο ακροατήριο αναπληροί
την ελλείπουσα έγκληση, εφόσον δεν έχει παρέλθει το τρίμηνο, με τη σκέψη ότι η έννοια της παράστασης πολιτικής αγωγής περιέχει (πρωτίστως) το αίτημα καταδίκης του κατηγορουμένου. Άλλη άποψη θεωρεί πως μόνο σε περίπτωση που στη δήλωση παράστασης στο ακροατήριο περιέχεται και αίτημα καταδίκης, δύναται η δήλωση αυτή να αναπληρώνει και την μη υποβληθείσα έγκληση. Ούτε όμως και η έγκληση αναπληροί τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής.Περαιτέρω, η παραίτηση από την έγκληση (εννοείται όταν το έγκλημα είναι αυτεπαγγέλτως διωκόμενο) δεν εμποδίζει την παράσταση του παθόντος ως πολιτικώς ενάγοντος ενώ ούτε και η παραίτηση από την πολιτική αγωγή σημαίνει παραίτηση από το δικαίωμα εγκλήσεως ή ανάκληση της τυχόν υποβληθείσας έγκλησης. Επιπρόσθετα, η υποβολή της έγκλησης δεν αποτελεί προϋπόθεση παραδεκτού της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής.
Τελευταίος τρόπος δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής είναι η εξέταση του ζημιωμένου ως μάρτυρα στα πλαίσια της προανακρίσεως ή της κύριας ανακρίσεως.Ο τρόπος αυτός δεν απαιτεί τη σύνταξη εκθέσεως εγχείρησης της δήλωσης παράστασης, εφόσον η δήλωση αυτή εγγράφεται στη συντασσόμενη έκθεση καταθέσεως μάρτυρα.
Πέρα από τους τρεις αυτούς τρόπους, δε φαίνεται να έχει γίνει είτε από την επιστήμη είτε από τη Νομολογία δεκτός άλλος τρόπος ο οποίος είτε να αναπληρώνει την ελλείπουσα είτε να θεραπεύει τη μη σύννομη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής.
Κλείνοντας τον τρόπο παράστασης πολιτικής αγωγής κατά την προδικασία, ας μελετήσουμε συλλήβδην τη δυνατότητα υποβολής της δήλωσης διαμέσου πληρεξουσίου. Καταρχήν, στην περίπτωση της υποβολής δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής διαμέσου της έγκλησης ή ειδικού εγγράφου , το άρ. 83 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠΔ ορίζει ότι η υποβολή δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής μπορεί να γίνει και από πληρεξούσιο εφοδιασμένο με γενική ή ειδική και γραπτή ενώ περαιτέρω παραπέμπει στο άρ. 42 παρ. 2 εδ. β΄ και γ΄ πράγμα που σημαίνει ότι το έγγραφο της πληρεξουσιότητας δεν απαιτείται να είναι συμβολαιογραφικό (όπως παλαιότερα προβλεπόταν), αλλά αρκεί και απλή έγγραφη δήλωση, με βεβαίωση της υπογραφής του εντολέα από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Γίνεται δε δεκτό ότι εδώ ως δικηγόρος νοείται και ο ίδιος ο εντολοδόχος. Από την εν λόγω δε παραπομπή συνάγεται ότι ο πληρεξούσιος δεν απαιτείται να έχει τη δικηγορική ιδιότητα. Ως προς το περιεχόμενο της πληρεξουσιότητας,(σε αντίθεση με την πληρεξουσιότητα για την έγκληση η οποία κατ’ άρ. 46 σε συνδ. με 42 παρ. 2 εδ. α΄ΚΠΔ απαιτείται να είναι ειδική) αυτή μπορεί να είναι είτε ειδική (μόνον για την υποβολή της εν λόγω δήλωσης) είτε γενική, περιλαμβάνουσα αντιπροσώπευση που εκτείνεται σε όλο το φάσμα των διαδικαστικών πράξεων. Ωστόσο, στην τελευταία αυτή περίπτωση, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι τέτοια ευρεία πληρεξουσιότητα, ως εκ του περιεχομένου της, συνάπτεται άμεσα με την δικηγορική ιδιότητα του αντιπροσώπου.Αξιοσημείωτο δε είναι ότι η πληρεξουσιότητα προς υποβολή έγκλησης δεν καλύπτει και την εν λόγω δήλωση, όπως προκύπτει από τα 83 παρ. 1 εδ. α΄ και 82 παρ. 3 ΚΠΔ.
Άξιο έρευνας είναι αν χωρεί πληρεξουσιότητα στην περίπτωση του άρ. 83 παρ. 1 εδ. γ΄. Το ζήτημα συνάπτεται άμεσα με τη δυνατότητα να καταθέσει ως μάρτυρας αντί του ζημιωθέντος κάποιος υποκατάστατος, δικηγόρος ή μη, στα πλαίσια προανάκρισης ή ανάκρισης. Μια τέτοια δυνατότητα ορθότερο είναι να αποκλείεται δεδομένης της φύσης αλλά και των σκοπών μιας τέτοιας εξέτασης που απαιτεί μία προσωπική παρουσία και επικοινωνία. Δέον να συνεκτιμηθεί αφενός ο αποκλεισμός (κατά την κρατούσα άποψη) της «δι’ αντιπροσώπου» παροχής μαρτυρίας στο ακροατήριο εκ μέρους του πολιτικώς ενάγοντος ο οποίος παρίσταται «διά πληρεξουσίου δικηγόρου» αφετέρου ο παρόμοιος αποκλεισμός απολογίας του κατηγορουμένου όταν δε βρίσκεται ο ίδιος στο ακροατήριο αλλά εκπροσωπείται από συνήγοροΠεραιτέρω, ερευνητέο αν δύναται ο ζημιωθείς, αντί της μαρτυρίας του, να καταθέσει διά πληρεξουσίου δικηγόρου υπόμνημα στο οποίο ο πληρεξούσιος δικηγόρος, (τηρουμένων βέβαια των προϋποθέσεων του άρ. 83 παρ. 1 εδ. α΄ σαν αν επρόκειτο για ειδικό έγγραφο) να δηλώνει αντί του ζημιωθέντος παράσταση πολιτικής αγωγής. Σε περίπτωση που κάνουμε δεκτή μια τέτοια δυνατότητα κατάθεσης υπομνήματος, σαφώς και δύναται να χωρήσει αναλογική εφαρμογή του άρ. 83 παρ. 1 εδ. α΄. Ωστόσο, έχει διατυπωθεί η γνώμη περί αποκλεισμού δυνατότητας υποβολής υπομνήματος από τον ζημιωθέντα, τουλάχιστον στα πλαίσια της ανάκρισης όπου δεν προβλέπεται παρόμοια δυνατότητα ούτε για τον κατηγορούμενο (άρ. 100 ΚΠΔ σε αντιπαραβολή με 104 παρ. 2 για την προανάκριση), με τo επιχείρημα ότι έτσι καταστρατηγείται η αρχή της ισότητας των όπλωνγια την οποία εξάλλου κάναμε λόγο στην αρχή ως μία από τις κατευθυντήριες γραμμές της παρούσας εργασίας.
δ. διατυπώσεις που αφορούν τον τρόπο της δήλωσης στο ακροατήριο
Ως προς τον τρόπο παράστασης στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία, φαίνεται απλουστευμένος σε σχέση με τα όσα αναπτύχθηκαν αμέσως παραπάνω, εφόσον αρκεί η προφορική δήλωση στο ακροατήριο έως την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, χωρίς να προβλέπεται κάποιος ιδιαίτερος τύπος. Ωστόσο, η παραπάνω διαπίστωση ισχύει με μία επιφύλαξη. Δηλαδή, ενώ στην παράσταση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης αρκεί μόνον η προφορική δήλωση, για την παράσταση για αποζημίωση και αποκατάσταση από το έγκλημα, απαιτείται η επίδοση δικογράφου αγωγής κατά τους κανόνες της Πολιτικής Δικονομίας (άρ. 167 ΚΠΔ) πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο. ( άρ. 68 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ). Η πρόβλεψη αυτή του νόμου αποτελεί κατάλοιπο της παλαιάς Ποινικής Δικονομίας, στην οποία προβλέπονταν αφενός η καθαρά αστικού χαρακτήρα πολιτική αγωγή για τις ιδιωτικές απαιτήσεις, αφετέρου ο θεσμός της ιδιωτικής κατηγορίας. Η νομοθετική αυτή πρόβλεψη όμως σήμερα, που αφενός η πολιτική αγωγή υφίσταται ως θεσμός που με την διείσδυση στην ποινική δίκη μετουσιώνεται και λαμβάνει και ποινικό χαρακτήρα, αφετέρου ο πολιτικώς ενάγων ελάχιστα ενδιαφέρεται για την ικανοποίηση των αστικών απαιτήσεών του αλλά πρωτίστως για την απόδειξη της ενοχής του κατηγορουμένου, η πρόβλεψη του άρ. 68 παρ. 1 θωρείται πια ξεπερασμένη. Ως εκ τούτου, η ίδια η πράξη έχει ελαχιστοποιήσει την εφαρμογή του, εφόσον ο πολιτικώς ενάγων για την είσοδό του στην Ποινική δίκη επιλέγει όχι το μανδύα της επιδίωξης αποζημίωσης και αποκατάστασης της υλικής ζημίας του, αλλά το εισιτήριο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης.Παρόλη όμως την αχρησία του άρ. 68 παρ. 1, ναυάγησαν οι προθέσεις κατάργησής του στο ΣχΚΠΔ 1995.
Περαιτέρω, τίθεται ζήτημα και για την επ’ ακροατηρίω διαδικασία, δεδομένης της σιωπής του νομοθέτη, αν χωρεί παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος του έχοντος γενική ή ειδική πληρεξουσιότητα δικηγόρου. Έχουν σχετικά υποστηριχθεί δύο απόψεις. Η πρώτη που απαντά καταφατικά, επικαλείται ως επιχειρήματα πρώτον την αναλογική εφαρμογή του άρ. 83 παρ. 1 εδ. α΄ και για την διαδικασία στο ακροατήριο και δεύτερον την ευθεία εφαρμογή της δυνατότητας παράστασης του διαδίκου διά πληρεξουσίου δικηγόρου που ισχύει στα πλαίσια της πολιτικής δικονομίας. Η αποφατική αντίθετα τοποθέτηση εδράζεται στα εξής: πρώτον δεν είναι δυνατή η αναλογική εφαρμογή του άρ. 83 παρ. 1 εδ. α΄ διότι το τελευταίο ρυθμίζει μόνο την διά πληρεξουσίου δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής και όχι γενικά την εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος, δεύτερον τα κρατούντα στην πολιτική δικονομία δεν είναι δυνατόν να γίνουν δεκτά για την πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη εν όψει του δισυπόστατου χαρακτήρα της, αστικού και ποινικού, τρίτον τα της εκπροσώπησης του κατηγορουμένου από συνήγορο (340 παρ. 2 ΚΠΔ) δε νοείται να εφαρμοστούν στην παρούσα ανόμοια δικονομική κατάσταση και τέταρτον η συμμετοχή του πολιτικώς ενάγοντος, ως εκ της ιδιότητάς του (συνηθέστατα είναι ουσιώδης μάρτυρας), εμπεριέχει την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του και δε νοείται δίχως αυτή.
Έχουν εκφραστεί περαιτέρω και δύο ενδιάμεσες απόψεις. Η πρώτη εξ αυτών αποκλείει τη δυνατότητα παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος διά πληρεξουσίου δικηγόρου όταν αυτός είναι ουσιώδης μάρτυρας, εξεταζόμενος ανωμοτί (222 περ. δ΄ ΚΠΔ) ενώ η δεύτερη δέχεται σε κάθε περίπτωση την περί ου ο λόγος δυνατότητα του πολιτικώς ενάγοντος η οποία καταλαμβάνει όλες τις συνυφασμένες με την ιδιότητα του τελευταίου ως διαδίκου δικονομικές πράξεις (προβολή δικονομικών ακυροτήτων, άσκηση ενδίκων μέσων σύμφωνα με 486 περ. β΄, 488, 492, 505 περ. γ΄, 506 περ. γ΄) με την επιφύλαξη όμως της μη δυνατότητας του πληρεξουσίου να καταθέσει ως μάρτυρας αντί του πολιτικώς ενάγοντος.
Το ζήτημα (θεωρώ ότι) πρέπει να λυθεί υπέρ της τελευταίας αυτής άποψης, με βάση ακριβώς το κριτήριο της αρχής της ισότητας των όπλων. Έτσι θα πρέπει να σκεφτούμε ως εξής: Όπως ο κατηγορούμενος, καίτοι απολαμβάνει του δικαιώματος της διά συνηγόρου εκπροσώπησης (340 παρ. 2 εδ. α΄), ανά πάσα στιγμή είναι δυνατόν να κληθεί από το δικαστήριο σε αυτοπρόσωπη εμφάνιση (340 παρ. 2 εδ. δ΄), αλλά κι αν δεν προσέλθει η μόνη επίπτωση είναι η κατ’ άρ. 340 παρ. 2 εδ. ε΄ βίαιη προσαγωγή του (αν φυσικά πραγματοποιηθεί) ειδάλλως αν η τελευταία δεν πραγματωθεί, και πάλι ο κατηγορούμενος εκπροσωπείται από το συνήγορό του για όλες τις διαδικαστικές πράξεις(340 παρ. 2 εδ. γ΄) και άρα δε δικάζεται ωσεί παρώναλλά θεωρείται παρώνμε μόνη πρακτική συνέπεια την αδυναμία του να απολογηθεί διά του συνηγόρου του (366 ΚΠΔ), έτσι, τα ίδια θα πρέπει να γίνουν αναλογικά δεκτά και για τον πολιτικώς ενάγοντα. Εάν δηλαδή κληθεί αυτός ως ουσιώδης μάρτυρας (αντίστοιχη υποχρέωση με αυτήν της κατ’ άρ. 340 παρ. 2 εδ. αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου εφόσον διαταχθεί από το δικαστήριο) τότε μπορεί να εκπροσωπηθεί από συνήγορο για όλες τις διαδικαστικές πράξεις (όπως και ο κατηγορούμενος) εκτός από την κατάθεση μαρτυρίας (αντίστοιχο της απολογίας) διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του.
Πριν μεταβούμε στη μελέτη της επόμενης θεματικής, θα ήταν απαραίτητο να αναφερθούμε και σε μια ακόμα διαδικαστική προϋπόθεση η οποία συνέχεται άμεσα με τις διατυπώσεις δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής και δη με τον τρόπο. Πρόκειται για τον όρο που τίθεται στο άρ. 63 εδ. β΄ και γ΄ ΚΠΔ και που απαιτεί επί ποινή απαραδέκτου την καταβολή χρηματικού ποσού πενήντα ευρώ ως τέλος παράστασης πολιτικής αγωγής είτε κατά την προδικασία είτε κατά την κύρια διαδικασία. Γενικότερα, η νομοθετική πρόβλεψη δικαστικών δαπανημάτων κρίνεται συνταγματικά ανεκτή στα πλαίσια του άρ. 20 παρ. 1 Σ στο μέτρο που αυτά κατατείνουν απλώς στη συναγωγή τεκμηρίου για τη σοβαρότητα της πρόθεσης του αιτούντος οποιοδήποτε είδος δικαστικής προστασίας. Ως φραγμοί δε της παραπάνω πρόβλεψης ας αναφερθούν πρώτον το δυσανάλογα μεγάλο ύψος του δικαστικού δαπανήματος (δεδομένου ότι σε μια τέτοια περίπτωση το κράτος μετακυλύει ένα μεγάλο μέρος της υποχρέωσής του προς συμμετοχή στο κόστος λειτουργίας της δικαιοσύνης στους πολίτες του) και δεύτερον η δυσανάλογη κύρωση του απαραδέκτου που συνεπάγεται η μη πληρωμή του σε συνάρτηση και με το είδος του δαπανήματος (το οποίο κάποιες φορές δε συνάπτεται ούτε με τη λειτουργία της δικαιοσύνης ούτε με την απονεμόμενη δικαστική προστασία).Η αλήθεια είναι ότι το ποσό των 50 € δεν είναι ούτε ιδιαίτερα υψηλό και επιπλέον φαίνεται να συνδέεται με τη λειτουργία της δικαιοσύνης.
Οι προαναφερθέντες όμως συλλογισμοί περί ενδεχόμενης ανεκτικότητας της εν λόγω προϋπόθεσης από απόψεως συνταγματικού δικαίου μπορούν εύκολα να καταρριφθούν αν λάβουμε υπόψη μας τις σκέψεις που κάναμε ήδη από την αρχή της παρούσης εργασίας. Η θεσπιζόμενη με το άρ. 63 εδ. β΄ και γ΄ ΚΠΔ προϋπόθεση δεν αφορά την αστική ή τη διοικητική δίκη, οπότε ίσως θα μπορούσε να θεωρηθεί συνταγματική, αλλά αφορά την ποινική δίκη η οποία έχει μια ιδιαίτερη χροιά και κινείται στην τροχιά της δικής της ratio. Κανέναν λοιπόν ουσιαστικό στόχο της δε φαίνεται να εξυπηρετεί η εν λόγω προϋπόθεση. Απαιτεί την πληρωμή του εν λόγω ποσού υπό τη δαμόκλειο σπάθη του αποκλεισμού της συμμετοχής του σε μια δίκη της οποία σκοπός είναι προπάντων η ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας για την οποία ναι μεν ο δικαστής είναι επιφορτισμένος διαμέσου του διερευνητικού/διαγνωστικού ρόλου του, πλην όμως και ο ουσιαστικά ζημιωθείς με τη συμμετοχή του έχει να προσφέρει τα μέγιστα και συνεπώς να προσανατολίσει και αυτός το δικαστή προς τη σωστή κατεύθυνση (ενδεικτικά ας αναφερθεί η δυνατότητά του περί προβολής δικονομικών ακυροτήτων, το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων, η δυνατότητά του να διατυπώνει ερωτήσεις και παρατηρήσεις (99 ΚΠΔ), ο ουσιώδης και διαρκής ρόλος του στο ακροατήριο κτλ126). Αλλά ούτε και με την επιτάχυνση της διαδικασίας φαίνεται να συνέχεται η εν λόγω προϋπόθεση (σε αντίθεση για παράδειγμα με τις προϋποθέσεις που αφορούν το χρόνο της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής). Εξάλλου, εφόσον η συμμετοχή του πολιτικώς ενάγοντος συμβάλλει στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας, τα σκοτεινά σημεία της υπόθεσης θα διαφωτιστούν πιο εύκολα και πιο γρήγορα με τη συμμετοχή και του ουσιαστικά ζημιωμένου ο οποίος είναι πέρα για πέρα αδιανόητο να αποκλείεται επειδή δεν πλήρωσε το ποσό των 50 €. Αλλά ούτε και στο «μήκος κύματος» της προστασίας του κατηγορουμένου φαίνεται να
βρίσκεται η εν λόγω καθαρά τυπικού χαρακτήρα προϋπόθεση σε αντιδιαστολή με άλλες προϋποθέσεις.(όπως σαφώς συμβαίνει με τις προϋποθέσεις του χρόνου ή, όπως παρακάτω θα δούμε, με την προϋπόθεση που απαιτεί σύντομη έκθεση της υπόθεσης ώστε να διαφανεί διαυγέστερα το αν με βάση τα πραγματικά περιστατικά, αληθινά υποτιθέμενα, ο δηλών παράσταση πολιτικής αγωγής είναι και ουσιαστικά δικαιούμενος).Συνεπώς, αφού δεν βρίσκει η εν λόγω ρύθμιση κανένα δικαιολογητικό έρεισμα σχετικό με τους ιδιόμορφους σκοπούς της ποινικής δίκης, αποτελεί αδικαιολόγητο όρο της νομιμοποίησης της πολιτικής αγωγής και, αποκλείοντας τον πολιτικώς ενάγοντα, συν τοις άλλοις, αντιτίθεται σαφώς και προς την ισότητα των διαδίκων με την έννοια που ειδώθηκε στις απαρχές της παρούσας εργασίας.
Το θετικό πάντως είναι πως η μη αποβολή του πολιτικώς ενάγοντα λόγω μη πληρωμής του τέλους παράστασης πολιτικής αγωγής δε στοιχειοθετεί «παρά το νόμον» παράσταση ούτε, άρα, συνδέεται με οποιαδήποτε ακυρότητα.
ε. Διατυπώσεις που αφορούν το περιεχόμενο της δήλωσης στην προδικασία
Το αναγκαίο περιεχόμενο της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής στην προδικασία καθορίζεται από το άρ. 84 ΚΠΔ. Οι προϋποθέσεις που περιλαμβάνονται σε αυτό είναι πρώτον η συνοπτική έκθεση της υπόθεσης, δεύτερον οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα παράστασης και τρίτον ο διορισμός αντικλήτου στην έδρα του δικαστηρίου εάν ο δηλών δε μένει μόνιμα εκεί. Γίνεται λοιπόν φανερό, με την πρώτη κιόλας ανάγνωση, ότι οι εν λόγω όροι σαφώς και είναι λιγότεροι από εκείνους που απαιτούνται για την άσκηση αγωγής στα πλαίσια της πολιτικής διαδικασίας (216 ΚΠΔ) όπου εκεί γίνεται λίγος για σ α φ ή έκθεση της υπόθεσης και α κ ρ ι β ή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς. Το άρ. 84 ΚΠΔ λοιπόν εν πρώτοις στρέφεται προς τη σωστή κατεύθυνση. Στην πορεία όμως, σε συνδυασμό ιδίως με την προβληματική πολλές φορές ερμηνεία του, δυστυχώς «λοξοδρομεί», αν λάβει κανείς υπόψη του αφενός την απαίτηση τύπων που τίποτε το ουσιαστικό δεν έχουν να προσφέρουν στα πλαίσια της ποινική διαδικασίας, αφετέρου την «άνευ άλλης ευκαιρίας» αποβολή του πολιτικώς ενάγοντος που συνεπάγεται η μη τήρηση, μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας των εκ του νόμου καθορισμένων τύπων
Ως προς την πρώτη προϋπόθεση, η «συνοπτική έκθεση της υπόθεσης» δηλώνει την παράθεση εκείνων των πραγματικών περιστατικών που, αληθή υποτιθέμενα, στοιχειοθετούν την πλήρωση της νομοτυπική μορφής του εκάστοτε εφαρμοστέου κανόνα δικαίου.Η αναφορά σε συνοπτικότητα της έκθεσης καθιστά περιττή την επέκταση σε λεπτομέρειες καθώς και την επίκληση αποδεικτικών ερεισμάτων.
Τίθεται όμως ζήτημα ποιο είναι το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω προϋπόθεσης του νόμου, δεδομένου ότι η επίκληση των εν λόγω πραγματικών περιστατικών λαμβάνει συνηθέστατα χώρα τόσο κατά την εγχείρηση της έγκλησης όσο και κατά την εξέτασή του ως μάρτυρα, κατά την οποία μάλιστα η έκθεση των αναγκαίων περιστατικών εκμαιεύεται και από τον ανακρίνοντα. Έτσι, αληθινό πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης είναι η περίπτωση υποβολής δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής με αυτοτελές έγγραφοΗ ίδια όμως ratio της ήδη γενομένης έκθεσης των πραγματικών περιστατικών φαίνεται να διέπει και την περίπτωση που πριν από την υποβολή της αυτοτελούς δήλωσης το θύμα είχε προβεί σε υποβολή έγκλησης. Σε μια τέτοια όμως περίπτωση, θα ήταν συνεπέστερο να απαιτήσει κανείς τη ρητή παραπομπή στην ήδη υποβληθείσα έγκληση.
Η δεύτερη προϋπόθεση της παράθεσης των λόγων που θεμελιώνουν το δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής υποκρύπτει την απαίτηση για παράθεση της επελθούσας εκ του εγκλήματος ζημίας στο δηλούντα καθώς και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ ζημίας και τέλεσης του εγκλήματος.Έτσι συνέχεται άμεσα με την παράθεση των όρων ουσιαστικής νομιμοποίησης του δηλούντος παράσταση πολιτικής αγωγής, ως υποστάντος άμεση και προσωπική ζημία και εμπίπτοντος στο προστατευτικό πεδίο της ποινικής διάταξης, της οποίας η πλήρωση της νομοτυπικής μορφής αποτελεί και το αντικείμενο της εκάστοτε δίκης.
Ωστόσο, είναι γεγονός ότι η ουσιαστική νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος ελέγχεται στα πλαίσια του διερευνητικού ρόλου του ποινικού δικαστή. Δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί η ουσιαστική νομιμοποίηση ως «κάτι που δηλώνεται», διότι αποτελεί μέγεθος αξιολογήσιμο και όχι εκθέσιμο ή περιγράψιμοΥπό το πρίσμα αυτό λοιπόν κρίσιμο κριτήριο αποβαίνει η παράθεση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης προς εξασφάλιση ελέγχου από το δικαστή (αλλά και ως εγγύηση για τα δικαιώματα του κατηγορουμένου) της ουσιαστικής νομιμοποίησης. Ωστόσο, η παράθεση των πραγματικών περιστατικών ήδη πληρούται από την προηγούμενη προϋπόθεση της συνοπτικής έκθεσης της υπόθεσης. Η δε συνοπτική έκθεση της υπόθεσης περιττεύει εν όψει είτε συνυποβολής της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής με την έγκληση ή τη λήψη μαρτυρίας από το θύμα είτε μνείας των πραγματικών περιστατικών σε προηγουμένως υποβληθείσα έγκληση. Συνακόλουθα, και η εν λόγω προϋπόθεση παράθεσης των λόγων στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής φαίνεται ορθότερο να αντιμετωπιστεί ομόρροπα.
Διχογνωμία υφίσταται μεταξύ Νομολογίας και κρατούσας θεωρίας από τη μια και μέρους της θεωρίας από την άλλη,εξαιτίας της τάσης των δικαστηρίων για διευκρίνιση κατά το στάδιο της προδικασίας του είδους τόσο της ζημίας όσο και της εξ αυτής απαίτησης. Έτσι το θύμα θα πρέπει να προκρίνει είτε την επέλευση ηθικής βλάβης είτε την επέλευση περιουσιακής ζημίας, ενώ είναι περαιτέρω αναγκαίο, κατά την κρατούσα άποψη, να διευκρινίσει εάν σε κάθε περίπτωση αιτείται χρηματική ικανοποίηση ή αποζημίωση ή αποκατάσταση.
Η πρώτη άποψη στηρίζει την ορθότητά της στη ρητή παραπομπή του άρ. 82 παρ. 1 ΚΠΔ στο άρ. 63 κατά το οποίο αντικείμενο της πολιτικής αγωγής είναι η αποζημίωση και αποκατάσταση από το έγκλημα και η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Τίθεται ωστόσο ζήτημα εάν ο χαρακτηρισμός της βλάβης και ο ακριβής προσδιορισμός του αιτήματος είναι προϋποθέσεις που αφορούν τη νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος ή που ανάγονται στην κατά την όψιμη φάση του ακροατηρίου, μετά την καταδίκη του κατηγορουμένου, επιδίκαση των αιτουμένων.Η ανεύρεση της ορθής λύσης είναι δυνατόν να βρεθεί με βάση τις σκέψεις που εκφράστηκαν ήδη ως οδοδείκτες για την επίλυση των επιμέρους προβλημάτων. Γενικότερα, τύποι που αφορούν τη νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος και δεν ανταποκρίνονται σε θεμελιώδη αιτήματα ουσίας, θα πρέπει να απορρίπτονται. Βέβαια, ως προς τις εν λόγω προϋποθέσεις έχει εκφραστεί η άποψη ότι δεν πρόκειται για τυπολατρία, παρά για εφαρμογή της κείμενης νομοθεσίας.Ωστόσο, οφείλει να ομολογήσει κανείς πως ο νομοθέτης δεν απαιτεί ρητά, μεταξύ των διαδικαστικών προϋποθέσεων, την εξειδίκευση της ζημίας και της απαίτησης παρά απαιτεί την «συνοπτική έκθεση της υπόθεσης» και την έκθεση των «λόγων εφ’ ων ερείδεται το δικαίωμα». Πρόκειται λοιπόν για υιοθέτηση μιας ερμηνευτικής εκδοχής που απορρέει από το άρ. 82 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρ. 63 ΚΠΔ και που απαιτεί την επί ποινή απαραδέκτου ειδολογική αποσαφήνιση της ζημίας και του αιτήματος. Ο διττός χαρακτήρας όμως της πολιτικής αγωγής επιβάλλει στη μεν περίπτωση που τύποι μη εξυπηρετούντες την «ουσία» της ποινικής δίκης συνάγονται εμμέσως διά μιας (μεταξύ δύο) ερμηνευτικής εκδοχής, την απόκρουσή της, στη δε περίπτωση που τέτοιοι τύποι προβλέπονται ρητά από το νόμο, την απαλοιφή τους είτε διά της ερμηνείας (εάν είναι δυνατόν) είτε διά της νομοθετικής τροποποίησης. Έτσι και στη μελετώμενη περίπτωση, δεδομένου ότι ο νομοθέτης δεν απαιτεί ρητά και ξεκάθαρα, ως διατύπωση παράστασης πολιτικής αγωγής, την εξειδίκευση της ζημίας και του αιτήματος θα πρέπει να αποκλειστεί εκείνη η ερμηνευτική εκδοχή που εντάσσει μεταξύ των διαδικαστικών προϋποθέσεων που επισύρουν το απαράδεκτο και την αποσαφήνιση του είδους της ζημίας και του αιτήματος. Όπως προαναφέρθηκε, κρίσιμο ζήτημα στα πλαίσια της ποινικής δίκης αποτελεί η ουσιαστική νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος, δηλαδή η διάγνωση του δικαιώματος ανέλιξης του θύματος σε διάδικο της ποινικής δίκης ως αμέσου και προσωπικώς ζημιωθέντος. Αρκούντως ικανή όμως φαίνεται για τη διάγνωση αυτή η εξιστόρηση της αξιόποινης πράξης και των πραγματικών περιστατικών, ενώ παρέλκει μάλλονο χαρακτηρισμός της (οπωσδήποτε μνημονευθείσας, για λόγους ελέγχου της ουσιαστικής νομιμοποίησης) βλάβης, καθώς και ο προσδιορισμός του είδους του αιτήματος. Πράγματι, μηδενική πρακτική σημασία φαίνεται να έχει η διασάφηση του αιτήματος, δεδομένου ότι εν πάση περιπτώσει ο πολιτικώς ενάγων βρίσκεται, τουλάχιστον στο στάδιο της π ρ ο δ ι κ α σ ί α ς, στην ίδια θέση τόσο από άποψη διατυπώσεων όσο και από άποψη δικαιωμάτων. Σημειωτέον επίσης ότι ο προσδιορισμός του είδους του αιτήματος ανάγεται στην όψιμη φάση του ακροατηρίου, μετά την τυχόν καταδίκη του κατηγορουμένου.
Και ενώ για το ζήτημα της εξειδίκευσης της ζημίας και του αιτήματος υφίσταται η προαναφερθείσα διχογνωμία, ομόφωνα η θεωρία και η Νομολογία δεν απαιτούν και τον ακριβή προσδιορισμό του χρηματικού ποσού ως προϋπόθεση νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος. Η θέση αυτή είναι ορθή και υπαγορεύεται από την προαναφερθείσα ανάγκη να μην δημιουργούνται διατυπώσεις παράστασης πολιτικής αγωγής που δεν εξυπηρετούν ζητήματα «ουσίας», όταν αυτές δεν προκύπτουν ευθέως από το γράμμα του νόμου. Επίσης ορθά η Νομολογία δεν απαιτεί επί ηθικής βλάβης την περαιτέρω εξειδίκευσή της όταν αυτή προκύπτει ευθέως από το έγκλημα ή όταν αναφέρεται στο κύρος, την πίστη και τη φήμη νομικού προσώπου.
Τρίτη διατύπωση παράστασης πολιτικής αγωγής αποτελεί η προβλεπόμενη στο άρ. 84 ΚΠΔ για τον επί ποινή απαραδέκτου διορισμό αντικλήτου στην έδρα του δικαστηρίου αν αυτός που κάνει τη δήλωση δεν διαμένει μόνιμα εκεί. Αν και ο νομοθέτης προέβλεψε την παραπάνω προϋπόθεση, δε φρόντισε ωστόσο να αποσαφηνίσει περαιτέρω το περιεχόμενό της, με αποτέλεσμα ο προσδιορισμός της έδρας του δικαστηρίου, της μόνιμης διαμονής του θύματος και της λειτουργικής τους διασύνδεσης να αφεθεί παντελώς σε θεωρία και Νομολογία με αναπόφευκτη περαιτέρω την δημιουργία ανασφάλειας δικαίου.
Τίθεται εν πρώτοις ζήτημα πώς ερμηνεύεται η έννοια δικαστήριο του άρ. 84. Έτσι ως δικαστήριο θα μπορούσε να νοηθεί αυτό ενώπιον του οποίου υποβλήθηκε η καταγγελία για το έγκλημα ή αυτό στο οποίο βρίσκεται η υπηρεσιακή έδρα του ανακρίνοντος ή ακόμη και το εκτός έδρας Πταισματοδικείο το οποίο πολλές φορές προβαίνει σε διενέργεια επιμέρους διαδικαστικών πράξεων ή ακόμη και σε προκαταρκτική εξέταση. Από θεωρία και Νομολογία φαίνεται να αποκλείονται οι παραπάνω εκδοχέςενώ γίνεται δεκτό ότι ως δικαστήριο νοείται αυτό στο οποίο πράγματι διεξάγεται η ανάκριση και πρόκειται να προβεί στην έκδοση του βουλεύματος.
Κατά πάγια Νομολογία ως «έδρα» του δικαστηρίου νοείται η πόλη όπου εδρεύει το δικαστήριο κατά τη φυσική της έκταση και τα γεωγραφικά της σύνορα, με τους τυχόν συνοικισμούς της που αποτελούν συνέχεια ή προέκτασή της ώστε να εμφανίζεται μαζί με αυτούς ως ενιαία πόλη, ανεξάρτητα από τη τυχόν ανακήρυξη των τελευταίων σε δήμους ή –σπανιότερα- κοινότητες. Παρόλη όμως την νομολογιακή προσπάθεια για υιοθέτηση ενός ενιαίου κριτηρίου, διαπνεόμενου μάλιστα από προθέσεις ελαστικότητας, η ακατάπαυστα επεκτεινόμενη δόμηση στα πολυπληθή αστικά κέντρα, ιδίως της Αθήνας και του Πειραιά, δημιούργησε τεράστια προβλήματα ασφάλειας δικαίου, ιδίως εξαιτίας της α υ θ α ί ρ ε τ η ς τακτικής των δικαστηρίων –χωρίς κοινό γνώμονα- άλλοτε να δέχονται και άλλοτε να αποκλείουν κάποιους νέους συνοικισμούς από τη θεώρησή τους ως συνέχεια ή προέκταση της πόλης.
Προβληματικός όμως φαίνεται και ο τρόπος που η Νομολογία εκλαμβάνει την έννοια της μόνιμης διαμονής ως προς το θύμα, ταυτίζοντάς την με την έννοια της κατοικίας, και μη θεωρώντας ως μόνιμη διαμονή την επαγγελματική στέγη. Όπως όμως ορθά έχει παρατηρηθεί, «η μόνιμη διαμονή» βρίσκεται ως έννοια στο μέσον μεταξύ των όρων «κατοικία» και «προσωρινή διαμονή» του άρ. 122 παρ. 1 ΚΠΔκαι όχι ως ταυτόσημο της κατοικίας. Πέρα όμως από αυτό, η άποψη της Νομολογίας προς αποκλεισμό της επαγγελματικής στέγης ως έννοιας υπαγομένης στην κατοικία, φαίνεται λογικά άτοπη ιδίως σε εκείνες τις περιπτώσεις που το έγκλημα συναρτάται άμεσα με το επάγγελμα κάποιου (όπως για παράδειγμα ληστεία σε κατάστημα, δυσφήμηση εις βάρος κάποιου ως επαγγελματία) και όπου η αναλογική εφαρμογή του άρ. 51 εδ. γ΄ ΑΚ θα ήταν επιβεβλημένη. Σημειωτέον ότι ως προς τα νομικά πρόσωπα ως «μόνιμη διαμονή» του άρ. 84 ΠΚ θα πρέπει να νοηθεί η (πραγματική) έδρα αυτών, ανεξαρτήτως από τον τόπο μόνιμης διαμονής του εκπροσώπου του νομικού προσώπου.
Η ενασχόληση με την πλευρά του ίδιου του θύματος, μας επιτρέπει στο σημείο αυτό να ασχοληθούμε και με το πρόσωπο του αντικλήτου, καθώς και με την τοπική σχέση που θα πρέπει να έχει προς την έδρα του δικαστηρίου. Η έννοια του αντικλήτου είναι γνωστή και από άλλες διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας που αφορούν τον κατηγορούμενο, όπως τα άρ. 155 παρ. 2 εδ. γ΄και δ΄, 273 περ. γ΄ εδ. η΄ και περ. ε΄ εδ. β΄,γ΄ και ε΄ ΚΠΔ. Ως αντίκλητος λοιπόν θα πρέπει να νοηθεί και εδώ ένα οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο, ακόμη και μη περιβεβλημένο την δικηγορική ιδιότητα, ειδικά καθορισμένο από το θύμα ως προς τα στοιχεία της ταυτότητάς του, επιτετραμμένο με το καθήκον της παραλαβής των διάφορων διαδικαστικών εγγράφων. Ως προς την τοπική σχέση του αντικλήτου προς την έδρα του δικαστηρίου, ορθά έχει παρατηρηθεί ότι η σιωπή του νόμου ως προς την απαιτούμενη τοπική σχέση του αντίκλητου προς την έδρα του δικαστηρίου (σε αντίθεση με τον πολιτικώς ενάγοντα για τον οποίο ως απαιτούμενη τοπική σχέση ορίζεται η μόνιμη διαμονή) δε δίνει περιθώρια για ανελαστικές ερμηνείες που οδηγούν σε αποβολή της πολιτικής αγωγής, απαιτώντας οπωσδήποτε την κατοικία του αντίκλητου στην έδρα του δικαστηρίου, και μη αρκούμενες απλώς στη διατήρηση απλώς επαγγελματικής στέγης (ειδικότερα δικηγορικού γραφείου, για την περίπτωση που ο αντίκλητος τυγχάνει και δικηγόρος).
Απομένει τέλος να εξεταστεί η εναρμόνιση της εν λόγω τυπικής προϋπόθεσης προς ουσιαστικούς σκοπούς της ποινικής δίκης. Καταρχήν, ως σκοπός του διορισμού αντικλήτου στην προκείμενη περίπτωση θα μπορούσε να θεωρηθεί η έγκαιρη επίδοση των διαδικαστικών εγγράφων προς τον πολιτικώς ενάγοντα ώστε να εξασφαλίζεται η χρονική εξοικονόμιση κατά την επέλευση των εννόμων συνεπειών τους με απώτερο στόχο την ταχύτερη απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Πρόκειται όμως για ένα επιχείρημα εύκολα καταριπτέο για τους εξής λόγους. Πρώτον, οι επιδόσεις όλων των διαδικαστικών εγγράφων (γνωστοποίηση πέρατος ανάκρισης, ονομάτων πραγματογνωμόνων κτλ) γίνονται μεν προς όφελος του πολιτικώς ενάγοντος αλλά η παράλειψή τους δεν επάγεται καμία δικονομική ακυρότητα. Έτσι σε περίπτωση μη διορισμού αντικλήτου, ο μόνος που θα φέρει τη ζημία («πληρώνοντας», τρόπον τινά, την παράλειψη διορισμού αντικλήτου) είναι ο ίδιος ο πολιτικώς ενάγων. Παλαιότερα βεβαίως η μόνη πρακτική συνέπεια ήταν η μη έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά του απαλλακτικού βουλεύματος από τον πολιτικώς ενάγοντα, με αποτέλεσμα πράγματι την επιμήκυνση του χρονικού διαστήματος διεκπεραίωσης από τα δικαστήρια της υπόθεσης. Σήμερα όμως που ο πολιτικώς ενάγων στερείται κάθε ενδίκου μέσου κατά απαλλακτικού βουλεύματος , έχει εκλείψει και η εν λόγω πρακτική συνέπεια. Δεύτερον, εν πάση περιπτώσει, όπως ορθά έχει παρατηρηθεί, η σύγχρονη ανάπτυξη των συγκοινωνιών καθιστά ιδιαιτέρως παρωχημένη την αντίληψη που συνδέει τη μελετώμενη ρύθμιση με το σκοπό ταχείας απονομής της δικαιοσύνης.Τρίτον, η μηδενική σκοπιμότητα της εν
λόγω ρύθμισης συνάγεται από τη θεώρηση ως κρίσιμου χρόνου, εκείνου της τυπικής νομιμοποίησης του θύματος, αδιάφορα από μεταγενέστερη εξασθένιση της κρίσιμης σύνδεσης αντικλήτου και έδρας του δικαστηρίου.
Έτσι, ως λύσεις απομένουν οι εξής: Είτε η κήρυξη της εν λόγω διάταξης ως ανντισυνταγματικής (όπως συνέβη και στην Ιταλία) ως αντικείμενη στην αρχή της ισότητας, διότι μεταχειρίζεται άνισα τον πολίτη που διαμένει στην έδρα του δικαστηρίου σε σχέση με εκείνον που δε διαμένει εκεί ή ως αντικείμενη στην ισότητα των όπλων (κατά τα όσα εκφράστηκαν στην αρχή της παρούσας εργασίας), με το να καθιστά δυσχερή την περιβολή της ιδιότητας του πολιτικώς ενάγοντος από το θύμα, είτε η αναλογική εφαρμογή του άρ. 121 ΚΠολΔ που δίνει τη δυνατότητα επίδοσης στη Γραμματεία του δικαστηρίου σε περίπτωση μη διορισμού αντικλήτου.
Διαπνεόμενη από πνεύμα επιείκειας προς τον πολιτικώς ενάγοντα και εκφεύγοντας από τα πλαίσια υπερβολικής τυπικότητας, θα πρέπει τέλος να επικροτηθεί η εισαγωγή με το άρ. 4 παρ. 4 ν. 1653/1986 η πρόσθεση του τελευταίου εδαφίου στο άρ. 84 ΚΠΔ κατά το οποίο ο διορισθείς πληρεξούσιος δικηγόρος θεωρείται στην προκείμενη περίπτωση και αντίκλητος.
Το τελευταίο ζήτημα που αφορά το περιεχόμενο της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής είναι η περίπτωση που το θύμα κατά την προδικασία χρησιμοποιεί μελλοντική έκφραση: «θέλω παραστεί ως πολιτικώς ενάγων» ή «θα παραστώ ως πολιτικώς ενάγων». Έχουν εκφραστεί σθεναρά από τη θεωρία και οι δύο απόψεις. Η μεν πρώτη θεωρεί αποβλητέα εν προκειμένω την πολιτική αγωγή, διότι η δήλωση παράστασης πρέπει να είναι βέβαιη, πλήρης, σαφής, μη εξαρτώμενη από αναβλητική αίρεση ή προθεσμία και να εκφράζει με καθαρότητα τη βούληση του παθόντος για άμεση και όχι μελλοντική παράσταση, ενώ η δεύτερη θεωρεί περιττή την προσήλωση στη γραμματική διατύπωση και προκρίνει την αναζήτηση του αληθινού νοήματος της διατυπωθείσας δήλωσης. Στη δε Νομολογία, μετά από αμφιταλαντεύσεις, καθιερώθηκε η επιεικέστερη λύση με την ΟλΑΠ 7/2006με την αιτιολογία ότι δεν πρόκειται για ασάφεια ή για αοριστία ή για επιφύλαξη, όταν από το κείμενο της δήλωσης ή και της διαλαμβάνουσας αυτής έγκλησης δε δημιουργείται αμφιβολία αλλά προκύπτει ότι το νόημα της δήλωσης ήταν η άμεση παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος κατά την προδικασία με σκοπό την απόκτηση δικαιωμάτων.
Ορθότερη φαίνεται η άποψη που θεωρεί παραδεκτή την παράσταση πολιτικής αγωγής στα πλαίσια του προβαδίσματος που θα πρέπει, όπως και παραπάνω υποστηρίχθηκε, να δίνεται στην ουσιαστική νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος και όχι στην προσκόλληση σε ανούσιους τύπους που δε φαίνεται να εξυπηρετούν τις ουσιώδεις πτυχές της ποινικής δίκης. Εξάλλου,συνήθως η μελλοντική αυτή έκφραση συνάπτεται στην έγκληση, όταν δηλαδή ούτε η ποινική δίωξη έχει κινηθεί αλλά ούτε και προκαταρκτική εξέταση έχει αρχίσει. Έτσι, η μελλοντική έκφραση εδώ μάλλον επιβεβλημένη φαίνεται.
 στ. διατυπώσεις που αφορούν το περιεχόμενο της δήλωσης στο ακροατήριο
 Η δήλωση εν προκειμένω συντελείται με μόνη την προφορική ανακοίνωση του θύματος προς το δικαστήριο ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων. Η εν λόγω δήλωση καταχωρίζεται στα οικεία πρακτικά, προσδίδοντας αμέσως και αυτομάτως στον αδικηθέντα την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος.
Ωστόσο, η έλλειψη οποιασδήποτε νομοθετικής πρόβλεψης ως προς το αναγκαίο περιεχόμενο της δήλωσης στο ακροατήριο οδήγησε εν προκειμένω σε διατύπωση δύο απόψεων. Αφενός εκείνης η οποία απαιτεί αναλογική εφαρμογή του άρ. 84 ΚΠΔ, δηλαδή την επί ποινή απαραδέκτου τήρηση των σχετικών όρων αφετέρου της δεύτερης η οποία δίνει έμφαση στην ουσιαστική νομιμοποίηση και προκρίνει την άμεση επέμβαση του δικαστή προς παροχή όσων διευκρινίσεων κρίνονται απαραίτητες για τη συναγωγή της ιδιότητας του θύματος ως αμέσως και προσωπικώς ζημιωθέντος.
Η δεύτερη άποψη κρίνεται ορθότερη, στα πλαίσια της μη επιτρεπτής δημιουργίας εκ του μη όντος, είτε με αναλογική εφαρμογή (όπως εν προκειμένω) είτε διά της ερμηνείας, τύπων. Το ουσιώδες στοιχείο της ουσιαστικής νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος πληρούται αρκούντως στα πλαίσια της δεύτερης άποψης η οποία και εκπορεύεται από την προφορικότητα του ακροατηρίου. Υπό το ίδιο πνεύμα θα πρέπει να κριθεί και η υφιστάμενη διχογνωμία ως προς την εξειδίκευση του αιτιώδους συνδέσμου.
Επιβεβλημένος ωστόσο φαίνεται ο ποσοτικός προσδιορισμός του αιτήματος, σε αντίθεση με την προδικασία. Η επιδίκαση του αιτουμένου ποσού λαμβάνει χώρα στην όψιμη φάση μετά την καταδίκη του κατηγορουμένου, και επομένως, θα ήταν παράλογο και άτοπο το δικαστήριο να μην γνωρίζει τι ποσό αιτείται ο πολιτικώς ενάγων. Εξάλλου, η πολιτική αγωγή δεν παύει να είναι αγωγή ενσωματωμένη στην ποινική δίκη, επομένως θα ήταν αδιανόητο να μην είχε κάποιο αίτημα. Επίσης το ζήτημα του αιτήματος συγκεκριμένου ποσού συνέχεται άμεσα με τη δυνατότητα του ποινικού δικαστηρίου να παραπέμψει την πολιτική αγωγή ως ανεκκαθάριστη στα πολιτικά δικαστήρια σε περίπτωση υπέρβασης του ποσού των 44 € (65 παρ. 2 ΚΠΔ), ενώ εξυπηρετεί και το πρακτικό ζήτημα της ανάγκης υπολογισμού του καταβλητέου αγωγοσήμου.
Τέλος, αυξημένη πρακτική σημασία φαίνεται να έχει η περίπτωση εκείνη που ο δηλών παράστασης πολιτικής αγωγής (ίσως από υπερβάλλοντα ζήλο) δηλώσει ότι παρίσταται για ηθική βλάβη και για υποστήριξη της κατηγορίας. Εν προκειμένω θα μπορούσαν να υποστηριχθούν δύο απόψεις. Θα μπορούσε αφενός να γίνει λόγος για ασάφεια και αοριστία της δήλωσης και επομένως για συνακόλουθη αποβολή της πολιτικής αγωγής, αφετέρου θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι εδώ ο πολιτικώς ενάγων απλώς διευκρινίζει επιτρεπτά την εν πάση περιπτώσει περιεχόμενη στην παράσταση πολιτικής αγωγής προς αποζημίωση σε περίπτωση υλικής βλάβης ή προς χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης υποστήριξη της κατηγορίας. Σημειωτέον ότι ο κύριος λόγος παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική δίκη είναι η υποστήριξη της κατηγορίας.
Ορθότερη φαίνεται η δεύτερη άποψη, δεδομένου ότι θα ήταν άτοπο στη μεν περίπτωση που χωρεί παράσταση πολιτικής αγωγής μ ό ν ο ν προς υποστήριξη της κατηγορίας και το θύμα δηλώνει παράσταση πολιτικής αγωγής με αίτημα αποζημίωση ή αποκατάσταση ή χρηματική ικανοποίηση, η πολιτική αγωγή να γίνεται δεκτή μόνον για υποστήριξη της κατηγορίας (πράγμα που σημαίνει την λανθάνουσα και σε αυτές τις περιπτώσεις υποστήριξη της κατηγορίας), ενώ στην περίπτωση που απλώς το θύμα ανακοινώνει τον αληθινό λόγο της παράστασής του να αποβάλλεται. Την ίδια άποψη θα είχαν προφανώς και όσοι αρνούνται την υπερβολική προσήλωση στους τύπους, όπως η Α. Ψαρούδα-Μπενάκη και ο Ν.Αποστολίδης.
 Δ΄ ΜΕΡΟΣ:
 ΕΠΙΛΟΓΟΣ
 Γενικότερα στη ζωή των ανθρώπων θα πρέπει να δίνεται προβάδισμα στην ουσία των πραγμάτων. Οι τύποι που εισέρχονται σε οποιαδήποτε έκφανση και επίπεδο της ανθρώπινης ζωής (απονομή της δικαιοσύνης, εξυπηρέτηση των πολιτών από τη διοίκηση, στρατός, σύστημα υγείας κτλ) θα πρέπει να επικροτούνται μόνο όταν πίσω από αυτούς κρύβεται μία ratio η οποία συνδέεται άμεσα με έναν ουσιαστικό σκοπό. Ειδάλλως η ύπαρξη τύπων καταντά εμμονή, τυπολατρία και γραφειοκρατία.
Εάν όμως δεχτούμε ότι η ύπαρξη ανούσιων τύπων αποτελεί μία παραφωνία γενικότερα, αποτελεί αναμφίβολα παραφωνία στο χώρο του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου όπου προέχει η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας στην οποία συμβάλλει και η περιβολή του θύματος με την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος.
============================================


* ΓΡΆΦΕΙ ο   Σίσκος Παναγιώτης είναι Δικηγόρος και ΥπΜΔ Ποινικού Δικαίου ΑΠΘ

ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΑΡΘΡΟ 372 - ΚΛΟΠΗ - ΘΕΩΡΙΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ

Next: ΑΡΙΘΜΟΣ 1625/2010 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ - ΑΡΘΡΟ 372 Κλοπή. Έννοια. Στοιχεία. Μπορεί να αποτελούν αντικείμενο αυτής και έγγραφα αποδεικτικά δικαιώματος. Κλοπή ευτελούς αξίας. Το ευτελές δεν κρίνεται από την αξία του κλαπέντος αυτού καθ'εαυτού, αλλά από εκείνη που έχει στις συναλλαγές. Αιτιολογία πλήρης και εμπεριστατωμένη. Πρέπει να εκτείνεται και επί των αυτοτελών ισχυρισμών. Έννοια τελευταίων. Συνιστά και εκείνος περί του ότι το αντικείμενο της κλοπής είναι ευτελούς αξίας. Πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς η επ'αυτού κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 486/2007). Εσφαλμένη ερμηνεία εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εκ πλαγίου παράβαση. Πότε υπάρχει. Απορρίπτει αίτηση
$
0
0

ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ - 100/2010 ΕΙΡ ΡΟΔ - Κτητική παραγραφή (έκτακτη χρησκτησία). Αοριστία. Νομική φύση. Αόριστη η αγωγή, εάν δεν γίνεται επίκληση ή μνεία της νομικής φύσης του επιδίκου ακινήτου, ώστε να καθίσταται σαφής και ορισμένη η περιγραφή του

Πότε τελείται το έγκλημα της κλοπής (άρθρο 372 Π.Κ.)
                           



Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας - Κλοπή



Αρθρο 372 Ποινικού Κώδικα
1. Οποιος αφαιρεί..
ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών (παρ 1 εδ.β απλώς διακεκριμένη κλοπή - δική μου σημείωση).
2. Κινητό πράγμα θεωρείται κατά τον Κώδικα και η ενέργεια του ηλεκτρισμού, του ατμού και κάθε άλλη ενέργεια.
3. Η διάταξη του άρθρου 72 σχετικά με την παραπομπή του υπαιτίου σε κατάστημα εργασίας εφαρμόζεται και εδώ.



Δηλαδή κατά το παραπάνω άρθρο είναι χρήσιμο απλά να ξέρουμε ότι:
Κλοπή είναι η αφαίρεση από την κατοχή άλλου ξένου κινητού πράγματος (ολικά ή εν μέρει)με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης. Εδώ η κλοπή είναι πλημμέλημα και τιμωρείται μόνο όταν τελείται με δόλο, ο οποίος πρέπει να επικαλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως. Δηλαδή ο δράστης πρέπει να γνωρίζει ότι το πράγμα είναι ξένο, ότι βρίσκεται στην κατοχή άλλου και ακόμη ότι με τη συμπεριφορά του αφαιρεί αυτό διακόπτοντας την ξένη κατοχή και θεμελιώνοντας νέα κατοχή. Πρέπει επιπλέον να υπάρχει σκοπός παράνομης ιδιοποίησης (αυθαίρετης δημιουργίας κυριαρχικής σχέσης προς το πράγμα παρόμοιας με αυτής του κυρίου του πράγματος με οριστικό τρόπο). Ο δράστης πρέπει να έχει δόλο και σκοπό παράνομης ιδιοποίησης κατά τη στιγμή της αφαίρεσης του πράγματος.



Βλέπε Ν.1608/1950 για σχετικά αδικήματα στρεφόμενα κατά Δημοσίου - ΝΠΔΔ , κλπ.



ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ:" 1. Κατά τη διάταξη του άρ. 372 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος αφαιρεί ξένο (ολικό ή εν μέρει) κινητό πράγμα από τη κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο τnς κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής απαιτείται να αφαιρέσει ο δράστης με θετική ενέργεια, από την κατοχή άλλου, ξένο, ολικά ή εν μέρει, κινητό πράγμα, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα.
Αντικείμενο ιδιοποίησης μπορεί να είναι και έγγραφα αποδεικτικά δικαιώματος, δηλαδή η υλική τους υπόσταση, όπως είναι η αστυνομική ταυτότητα, τα οποία δεν ενσωματώνουν αξία, εφόσον η αφαίρεση γίνεται με σκοπό ιδιοποίησης.
Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 45 ΠΚ συναυτουργία είναι η άμεση ή διαδοχική σύμπραξη περισσοτέρων από ένα προσώπων στην τέλεση κάποιου εγκλήματος, το οποίο διαπράττουν με κοινό δόλο, δηλαδή με συναπόφασή τους, την οποίαν έλαβαν, είτε πριν από την πράξη τους ή κατά την τέλεση της, ώστε καθένας τους να θέλει ή να αποδέχεται την τέλεση της και να γνωρίζει ότι και ο άλλος από αυτούς ενεργεί με δόλο τέλεσης της πράξης και να θέλει ή να αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση των άλλων. Είναι δε αδιάφορο αν η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος τελείται από όλους κατά τον αυτό τρόπο και με την αυτή ενέργεια. Αρκεί ότι όλοι τελούν εν γνώσει της πρόθεσης μεταξύ τους για την τέλεση του ίδιου εγκλήματος."



"2.Κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 372 του Ποινικού Κώδικα, όποιος αφαιρεί ξένο, (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών.



Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής απαιτείται να αφαιρέσει ο δράστης με θετική ενέργεια, από την κατοχή άλλου, ξένο, ολικά ή εν μέρει, κινητό πράγμα, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Η αφαίρεση συνίσταται στην άρση της ξένης κατοχής, η οποία υφίσταται στο κινητό πράγμα και στη θεμελίωση νέας σ` αυτό κατοχής από το δράστη ή τρίτο, με τον σκοπό της παράνομης ιδιοποιήσεως του, στην έννοια δε της κατοχής περιλαμβάνεται τόσο η πραγματική εξουσία επί του πράγματος, όσο και η βούληση για την εξουσίασή του.



Η αφαίρεση αυτή απαιτείται να έγινε αυτογνωμόνως και χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου του πράγματος. Εξ άλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Δ` του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ` αυτή με σαφήνεια, πληρότητα, και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, διότι στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.



Ειδικά όμως για την αιτιολογία στην περίπτωση του εγκλήματος της κλοπής, όπως προκύπτει από την ως άνω διάταξη του άρθρου 372 του Ποινικού Κώδικα, δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία του δόλου, εφόσον ο νόμος δεν συνδέει την ύπαρξη του με ορισμένα πρόσθετα περιστατικά, και δεν εμφανίζεται στην συγκεκριμένη περίπτωση και η μορφή ενδεχομένου δόλου, αφού αυτός (ο δόλος) σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 26 § 1 εδάφ. α` και 27 § 1 του ΠΚ, ενυπάρχει στην θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την έννοια της κλοπής."ΑΠΟΦ.1311/2009 ΑΠ



Η ιδιαίτερα διακεκριμένη μορφή του βασικού εγκλήματος της κλοπής τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

                  Διακεκριμένες περιπτώσεις Κλοπής


                            Αρθρο  374 Ποινικού Κώδικα 



         Η Κλοπή τιμωρείται με Κάθειρξη μέχρι δέκα ετών:
 α) αν από τόπο  προορισμένον για  θρησκευτική  λατρεία  αφαιρέθηκε  πράγμα  αφιερωμένο σ`αυτή
 β)   αν   αφαιρέθηκε   πράγμα  επιστημονικής,  καλλιτεχνικής,
 αρχαιολογικής  ή  ιστορικής  σημασίας   που   βρισκόταν   σε   συλλογή
 εκτεθειμένη σε κοινή θέα ή σε δημόσιο οίκημα ή σε άλλο δημόσιο τόπο
γ)  αν   αφαιρέθηκε   πράγμα   που   μεταφερόταν  με  οποιοδήποτε  δημόσιο
 συγκοινωνιακό  μέσο  ή  ήταν  τοποθετημένο  σε  χώρο  προορισμένο  για
 εναπόθεση  πραγμάτων  προς  μεταφορά  ή  παραλαβή  ή  μεταφερόταν  από
 ταξιδιώτη
δ) αν η Κλοπή τελέστηκε  από δύο ή περισσότερους  που  είχαν
 ενωθεί  για  να  διαπράττουν κλοπές ή ληστείες
ε) αν η πράξη τελέστηκε  από πρόσωπο που διαπράττει κλοπές ή ληστείες  κατ`  επάγγελμα  ή κατά συνήθεια  ""ή αν η συνολική αξία των αντικειμένων της Κλοπής υπερβαίνει  το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών".[εβδομήντα  τριών χιλιάδων (73.000)ευρώ.".
** Το ποσό  των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ της περ.ε΄
αναπροσαρμόζεται στο ποσό των εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ με την παρ.1 περ.ι` άρθρου 24 Ν.4055/2012,ΦΕΚ Α 51/12.3.2012. Εναρξη ισχύος 2 Απριλίου 2012.


ΑΡΙΘΜΟΣ 1625/2010 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ - ΑΡΘΡΟ 372 Κλοπή. Έννοια. Στοιχεία. Μπορεί να αποτελούν αντικείμενο αυτής και έγγραφα αποδεικτικά δικαιώματος. Κλοπή ευτελούς αξίας. Το ευτελές δεν κρίνεται από την αξία του κλαπέντος αυτού καθ'εαυτού, αλλά από εκείνη που έχει στις συναλλαγές. Αιτιολογία πλήρης και εμπεριστατωμένη. Πρέπει να εκτείνεται και επί των αυτοτελών ισχυρισμών. Έννοια τελευταίων. Συνιστά και εκείνος περί του ότι το αντικείμενο της κλοπής είναι ευτελούς αξίας. Πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς η επ'αυτού κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 486/2007). Εσφαλμένη ερμηνεία εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εκ πλαγίου παράβαση. Πότε υπάρχει. Απορρίπτει αίτηση

$
0
0

84/2004 ΠΠΡ ΡΟΔ - Στη Δωδεκάνησο ισχύει ως τοπικό δίκαιο η κατά την ιταλική νομοθεσία παραγραφή εναντίον τιτλούχου με πράξη, άλλως δικαστική απόφαση εναντίον του ή κληρονόμων του, άλλως του διευθυντή κτηματολογίου ακινήτων ελευθέρας ιδιοκτησίας (μουλκ) μετά δεκαπενταετή νομή διανοία κυρίου που ρυθμίζεται από τον ΑΚ. Κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο που ίσχυε πριν τον ΑΚ χωρούσε έκτακτη χρησικτησία δημοσίων κτημάτων μετά τριακονταπενταετή νομή με διάνοια κυρίου και καλή πίστη αρκεί η παραγραφή να είχε συμπληρωθεί την 12.9.1915.

Απόφαση 1625 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Κλοπή.


Περίληψη:

Κλοπή. Έννοια. Στοιχεία. Μπορεί να αποτελούν αντικείμενο αυτής και έγγραφα αποδεικτικά δικαιώματος. Κλοπή ευτελούς αξίας. Το ευτελές δεν κρίνεται από την αξία του κλαπέντος αυτού καθ'εαυτού, αλλά από εκείνη που έχει στις συναλλαγές. Αιτιολογία πλήρης και εμπεριστατωμένη. Πρέπει να εκτείνεται και επί των αυτοτελών ισχυρισμών. Έννοια τελευταίων. Συνιστά και εκείνος περί του ότι το αντικείμενο της κλοπής είναι ευτελούς αξίας. Πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς η επ'αυτού κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 486/2007). Εσφαλμένη ερμηνεία εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εκ πλαγίου παράβαση. Πότε υπάρχει. Απορρίπτει αίτηση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1625/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ'ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή, Γεώργιο Μπατζαλέξη-Εισηγητή και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 27 Απριλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Νίκα, περί αναιρέσεως της 221/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας. Το Τριμελές Εφετείο Λαμίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ'αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Δεκεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1764/2009.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 372 του Ποινικού Κώδικα, όποιος αφαιρεί ξένο, (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής απαιτείται να αφαιρέσει ο δράστης με θετική ενέργεια, από την κατοχή άλλου, ξένο, ολικά ή εν μέρει, κινητό πράγμα, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Η αφαίρεση συνίσταται στην άρση της ξένης κατοχής, η οποία υφίσταται στο κινητό πράγμα, και στη θεμελίωση νέας σ'αυτό κατοχής από τον δράστη ή τρίτο, με τον σκοπό της παράνομης ιδιοποιήσεώς του, είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε τελικά, όπως και το κίνητρο της κλοπής, στην έννοια δε της κατοχής, που μπορεί να διαρκέσει και για λίγο χρόνο, περιλαμβάνεται τόσο η πραγματική εξουσία επί του πράγματος, όσο και η βούληση για την εξουσίασή του, δηλαδή να το έχει δικό του, να το χρησιμοποιεί και δεν παύει να υπάρχει τέτοιος σκοπός αν δεν μπορεί να το μεταβιβάσει περαιτέρω σε τρίτο. Η αφαίρεση απαιτείται να έγινε αυτογνωμόνως και χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου του πράγματος. Αντικείμενο ιδιοποίησης μπορεί να είναι και έγγραφα αποδεικτικά δικαιώματος, δηλαδή η υλική τους υπόσταση, όπως είναι φάκελοι που περιέχουν έγγραφα του λογιστηρίου της επιχειρήσεως, λ.χ. τιμολόγια, δελτία αποστολής, παραστατικά δαπανών κλπ. συναλλαγών, που αποτελούν την βάση λογιστικών εγγραφών, τα οποία δεν ενσωματώνουν αξία, εφόσον η αφαίρεση γίνεται με τον, κατά την ανωτέρω έννοια, σκοπό ιδιοποίησης. Η αξία του αντικειμένου της κλοπής δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασής της και εφόσον αυτή δεν χαρακτηρίστηκε ως κλοπή με αντικείμενο ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, πράγμα που αποτελεί επιβαρυντική περίσταση του εγκλήματος αυτού και κρίνεται ανελέγκτως από το δικαστήριο της ουσίας, δεν απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός της αξίας του πράγματος που παράνομα αφαιρέθηκε. Μόνον αν υποβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας αυτοτελής ισχυρισμός ότι το αντικείμενο της κλοπής είναι ευτελούς αξίας, που οδηγεί σύμφωνα με το άρθρο 377 του ίδιου Κώδικα, στην επιεική μεταχείριση του δράστη, ανακύπτει υποχρέωση για ειδικής αιτιολόγησης, κατά τα κατωτέρω, της κρίσεως του δικαστηρίου, αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ή όχι ευτελούς αξίας.
2. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι, κατά τα ανωτέρω και ο ισχυρισμός ότι η πράξη της κλοπής φέρει χαρακτήρα κλοπής ευτελούς αξίας, οπότε η τιμώρηση του δράστη καθίσταται επιεικέστρη, για την άσκηση δε ποινικής δίωξης απαιτείται η υποβολή έγκλησης, ελλείψει της οποίας αυτή τυγχάνει απαράδεκτη, απαιτεί ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε'ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. 3. Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Λαμίας, που, δικάζοντας κατ` έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ` είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, σε σχέση με την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα πράξη της κλοπής:
"Στις 23.12.2001 ο κατηγορούμενος Χ, ο οποίος κατά τον προαναφερόμενο χρόνο ήταν στρατιωτικός και ειδικότερα Αρχισμηνίας της Πολεμικής Αεροπορίας και τελούσε σε εξάμηνη διαθεσιμότητα για λόγους υγείας (βλ. το από 26.2.2009 αντίγραφο φύλλου μητρώου του, του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας) και ο οποίος, ως εκ τούτου, δηλαδή της εξάμηνης διαθεσιμότητας, υπάγεται στην αρμοδιότητα των κοινών ποινικών δικαστηρίων και όχι των στρατιωτικών δικαστηρίων και ειδικότερα του Αεροδικείου (αρθρ. 193 § 2 α'ΣΠΚ), αφαίρεσε από το γραφείο της ευρισκόμενης στην ... μάντρας οικοδομικών υλικών της επιχείρησης του μηνυτή Α2, με την επωνυμία "Βιοτεχνία Τσιμεντόλιθων Α1 και Υιός Ε.Ε.", τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας έγγραφα, που αφορούσαν την εν λόγω επιχείρηση, τα οποία και ιδιοποιήθηκε παράνομα. Τα εν λόγω δε έγγραφα ευρέθησαν στο σαλόνι της οικίας του κατηγορουμένου, όπως τούτο προκύπτει από την με ημερομηνία 23.12.2001 έκθεση έρευνας σε κατοικία και κατάσχεσης κατά την ημέρα, του Ανθ/μου του Τ.Α. .... Στην πράξη του αυτή προέβη ο κατηγορούμενος δεδομένου ότι είχε οικονομικές διαφορές με την εταιρία του μηνυτή, αλλά και με τον τελευταίο, λόγω του χωρισμού του με την αδελφή του Α3. Την παράνομη ιδιοποίηση των εγγράφων τούτων ομολόγησε ο κατηγορούμενος κατά την απολογία του ενώπιον του Δικαστη-ρίου τούτου, με την μη βάσιμη αιτιολογία ότι αφαίρεσε αυτά προκειμένου να πείσει τον μηνυτή να του αποδώσει τα ανήκοντα σ'αυτόν πράγματά του (κατηγορούμενο) τα οποία ευρίσκοντο στην οικία του μηνυτή και είχαν παραμείνει σ'αυτήν μετά τον κατά τα άνω χωρισμό του κατηγορουμένου με την αδελφή του μηνυτή. Είναι δε αβάσιμος ο ισχυρισμός αυτός διότι και η κατ'ελάχιστο έστω χρόνο αφαίρεση από την κατοχή του μηνυτή και της εταιρίας του των επίμαχων εγγράφων, γενομένη με πρόθεση ιδιοποίησης και χωρίς τη θέληση αυτού (μηνυτή), πληροί την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κλοπής που του αποδίδεται. Το ότι δε ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε, αλλά ούτε και ήθελε, να διαθέσει τα παρανόμως υπ'αυτού αφαιρεθέντα και ιδιοποιηθέντα έγγραφα, όπως ισχυρίζεται, δεν αναιρεί τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του ως κλοπής, δεδομένου ότι τα ανωτέρω (μη δυνατότητα διάθεσης των κλοπιμαίων και ανυπαρξία θέλησης προς διάθεση) δεν αποτελούν στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης, αντίστοιχα, του εγκλήματος της κλοπής.
Συνεπώς, ο ισχυρισμός του κατηγο-ρουμένου ότι λόγω έλλειψης των προαναφερομένων στοιχείων δεν στοιχειοθετείται το αποδιδόμενο σ'αυτόν έγκλημα της κλοπής, είναι αβάσιμος και πρέπει ν'απορριφθεί. Περαιτέρω, για τον χαρακτηρισμό της κλοπής ως ευτελούς αξίας δεν απαιτείται αποτίμηση σε χρήμα της αξίας του πράγματος, αλλά τούτο (ευτελές ή μη της αξίας) θα κριθεί με βάση την αξία του πράγματος στις συναλλαγές. Στην προκειμένη δε περίπτωση, μεταξύ των κλαπέντων έγγραφων περιλαμβάνονται τιμολόγια, αποδείξεις καταβολής χρημάτων, έγγραφα που αφορούν το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων κ.ά., τα οποία κατά την κρατούσα στις συναλλαγές αντίληψη και τους κανόνες της κοινής πείρας είναι σημαντικής αξίας. Επομένως, οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου ότι α) τα κλαπέντα έγγραφα είναι ευτελούς αξίας και άρα ο χαρακτήρας της αποδιδόμενης σ'αυτόν κλοπής είναι εκείνος της κλοπής ευτελούς αξίας, του άρθρου 377 § 1 ΠΚ, και όχι εκείνος της απλής κλοπής του άρθρου 372 § 1 ΠΚ, β) ότι λόγω του χαρακτήρα της κλοπής ως ευτελούς αξίας πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η κατ'αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη, διότι αυτή διώκεται κατ'έγκληση (αρθρ. 377 § 2 ΠΚ), που όμως δεν υπάρχει στην προκειμένη περίπτωση, επειδή η από 23.12.2001 μήνυση υποβλήθηκε από τον Α2 και όχι από τον εκπροσωπούντα την προαναφερόμενη παθούσα ετερόρρυθμη εταιρία, Α1 και γ) η κατ'αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη πρέπει να παύσει οριστικά, κατ'άρθρο 31 του Ν. 3346/2005, ως αναφερομένη σε κλοπή ευτελούς αξίας, η οποία τιμωρείται με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Τούτο δε διότι, κατά τα προαναφερόμενα, η τελεσθείσα από τον κατηγορούμενο πράξη φέρει τον χαρακτήρα της απλής κλοπής του άρθρου 372 § 1 ΠΚ, που διώκεται αυτεπάγγελτα, και όχι εκείνον της κλοπής ευτελούς αξίας του άρθρου 377 § 1 ΠΚ, που διώκεται κατ'έγκληση, και η υπό κρίση υπόθεση δεν εμπίπτει στη ρύθμιση του άρθρου 31 του Ν. 3346/2005."Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο της πράξεως της απλής κλοπής με αντικείμενο τα έγγραφα της επιχειρήσεως της αναφερόμενης ομόρρυθμης εταιρίας, όπως αυτά εξειδικεύονται στο διατακτικό της αποφάσεως και, αφού του αναγνώρισε τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 α ΠΚ, του επέβαλε ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ 1, 372 παρ. 1 α ΠΚ, τις οποίες διατάξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, το Δικαστήριο δέχθηκε αιτιολογημένα συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως για την οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο, με την ανωτέρω πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι η κλοπή που του αποδόθηκε είχε αντικείμενο ευτελούς αξίας, δηλαδή πράξη που διώκεται κατ έγκληση και λόγω μη νομίμου υποβολής της από την παθούσα εταιρία, έπρεπε η ποινική δίωξη να κηρυχθεί απαράδεκτη, άλλως να παύσει, λόγω του ύψους της απειλουμένης ποινής (φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή χρηματική ποινή), κατ άρθρο 31 του Ν. 3346/2005. Ειδικότερα, ορθώς ερμηνεύοντας και αφαρμόζοντας την διάταξη του άρθρου 377 ΠΚ, με βάση την παραδοχή ότι, για τον χαρακτηρισμό της κλοπής, ως έχουσας αντικείμενο ευτελούς αξίας, δεν ερευνάται η αποτίμηση σε χρήμα της αξίας του αφαιρεθέντος πράγματος, αλλά αυτή που έχει τούτο στις συναλλαγές, με πλήρη αιτιολογία, έκρινε ότι τα έγγραφα, που αφαιρέθηκαν από τον αναιρεσείοντα, εν αγνοία του νομίμου εκπροσώπου της παθούσης εταιρίας, από τα γραφεία της επιχειρήσεως, τα οποία αναφέρει κατά κατηγορία και είναι έγγραφα αποδεικτικά εμπορικών συναλλαγών (τιμολόγια, δελτία αποστολής), έγγραφα που αφορούσαν την ασφάλιση στο ΙΚΑ των εργαζομένων στην επιχείρηση, αποδείξεις καταβολής χρημάτων (ασφαλιστικών εισφορών στο ΙΚΑ και προς άλλους συναλλασσομένους με αυτή), κατά τις κρατούσες στις συναλλαγές αντιλήψεις και την κοινή πείρα είναι σημαντικής και όχι ευτελούς αξίας, όπως αβάσιμα, κατά τα προκτεθέντα, υποστήριξε ο αναιρεσείων, εκτιμώντας την αξία τους, ως απλών εγγράφων και όχι αποδεικτικών δικαιωμάτων, στο ποσό των 20 €, και επομένως ορθώς καταδικάσθηκε για απλή κλοπή, οπότε δεν μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις που επικαλέσθηκε αυτός και οι κατά νόμο ανωτέρω συνέπειες της εφαρμογής τους. Περαιτέρω, ορθώς, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, το Εφετείο με την ανωτέρω θεμελίωση, έκρινε ότι στοιχειοθετείται η πράξη της απλής κλοπής και δεν ασκούσε έννομη επιρροή η επικαλούμενη από τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα αδυναμία και έλλειψη θελήσεως να διαθέσει περαιτέρω τα αφαιρεθέντα απ αυτόν, κατά τα άνω έγγραφα.
Συνεπώς, το Δικαστήριο, προέβη σε ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 372 παρ 1 α ΠΚ, την οποία και παραθέτει στην απόφαση και ελέγχεται αβάσιμος ο σχετικός υπό στοιχείο
ΙΙ λόγος αναιρέσεως, για μη παράθεση του άρθρου του ποινικού νόμου που προβλέπει και τιμωρεί την πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, τυγχάνει αβάσιμος, ανεξάρτητα ότι πλέον, μετά την τροποποίηση με το άρθρο 50 παρ. 4 Ν. 3160/2003 του άρθρου 510 ΚΠΔ, η εν λόγω παράλειψη δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως. Κατ ακολουθία τούτων οι πρώτος, δεύτερος και τρίτος (υπό στοιχεία
ΙΙ,

ΙΙΙ και VI) από το άρθρο 510 παρ. 1 Η, Δ'και Ε', λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, αντίστοιχα, τυγχάνουν αβάσιμοι και απορριπτέοι. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του υπό στοιχείο

ΙΙΙ λόγου, υπό την επίφαση της ελλείψεως πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και την επί της ουσίας κρίση του Εφετείου και τυγχάνουν απαράδεκτες.
Οι λοιποί, υπό στοιχεία IV και V από το άρθρο 510 παρ 1 Ε ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως έχουν ως προϋπόθεση την βασιμότητα του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος ότι η πράξη που του αποδόθηκε έφερε τον χαρακτήρα κλοπής ευτελούς αξίας (377 ΠΚ) και αναφέρονται στους ανωτέρω, κατ ακολουθία τούτου, προβληθέντες ισχυρισμούς του, περί απαραδέκτου της ποινικής διώξεως, λόγω μη νόμιμης υποβολής εγκλήσεως και παύση της ποινικής διώξεως κατ άρθρο 31 παρ. 1 Ν. 3346/2005, μετά δε την απόρριψη του, κατά τα προεκτεθέντα, ως αβάσιμου, ορθώς απορρίφθηκαν από το Εφετείο, ως αβάσιμοι και συνεπώς τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα με τους λόγους αυτούς, τυγχάνουν αβάσιμα και οι λόγοι πρέπει να απορριφθούν.
5. Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει, την από 11-12-2009 Αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως του Χ για αναίρεση της 221/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λαμίας. Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται, για τον καθένα, σε διακόσια είκοσι (220) €.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 12 Οκτωβρίου 201/0

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΓΩΓΗΣ ΑΠΟ ΑΔΙΟΠΡΑΞΙΑ ΛΟΓΩ ΚΛΟΠΗΣ -

Previous: ΑΡΙΘΜΟΣ 1625/2010 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ - ΑΡΘΡΟ 372 Κλοπή. Έννοια. Στοιχεία. Μπορεί να αποτελούν αντικείμενο αυτής και έγγραφα αποδεικτικά δικαιώματος. Κλοπή ευτελούς αξίας. Το ευτελές δεν κρίνεται από την αξία του κλαπέντος αυτού καθ'εαυτού, αλλά από εκείνη που έχει στις συναλλαγές. Αιτιολογία πλήρης και εμπεριστατωμένη. Πρέπει να εκτείνεται και επί των αυτοτελών ισχυρισμών. Έννοια τελευταίων. Συνιστά και εκείνος περί του ότι το αντικείμενο της κλοπής είναι ευτελούς αξίας. Πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς η επ'αυτού κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 486/2007). Εσφαλμένη ερμηνεία εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εκ πλαγίου παράβαση. Πότε υπάρχει. Απορρίπτει αίτηση
$
0
0

ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ: Ειδικά ζητήματα πολιτικής αγωγής  ΕΠΙΚΑΙΡΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Αριθμός απόφασης /2010
Αριθμός κατάθεσης κλήσης: ………….
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή ………………,
Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και από τη Γραμματέα …………
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της καλούσας-ενάγουσας ……………….., κατοίκου Θέρμης Θεσσαλονίκης, η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας της δικηγόρου …………….., η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Του καθ’ ου η κλήση-εναγομένου …………….., κατοίκου Ν.Μηχανιώνας Θεσσαλονίκης (οδός …………., αριθ. ..), ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας του δικηγόρου ……………, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από …………….. και με αριθμό κατάθεσης στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού …………………. αγωγή της, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της ……………. και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατά τη δικάσιμο εκείνη η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε. Ήδη με την από ………….. και με αριθμό κατάθεσης στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου ………………. κλήση της η ενάγουσα επισπεύδει τη συζήτηση της αγωγής, για την οποία ορίστηκε δικάσιμος η …………….. και γράφτηκε εκ νέου στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρισταμένων διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η ενάγουσα ισχυρίζεται με την υπό κρίση αγωγή της, όπως αυτή παραδεκτά περιορίστηκε με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας της δικηγόρου στο ακροατήριο πριν την έναρξη της συζήτησης, καθώς και με τις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, ότι ο εναγόμενος, εν διαστάσει σύζυγός της, αφαίρεσε την …………… από την οικία της παράνομα και χωρίς την συναίνεσή της τα λεπτομερώς μνημονευόμενα στην αγωγή κινητά, αξίας 8.190,00 ΕΥΡΩ, καθώς και το ποσό των 2.100,00 ΕΥΡΩ, με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, ενώ προξένησε φθορές στην οικία της, ύψους 120,00 ΕΥΡΩ. Ότι από την προπεριγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου η ενάγουσα ζημιώθηκε το συνολικό ποσό των 10.410,00 ΕΥΡΩ. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα, επικαλούμενη τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 10.410,00 ΕΥΡΩ ως αποζημίωση για την θετική της ζημία και το ποσό των 9.000,00 ΕΥΡΩ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής της βλάβης, επικουρικά δε επικαλούμενη τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις το ποσό των 10.410,00 ΕΥΡΩ κατά το οποίο έγινε πλουσιότερος ο εναγόμενος σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας και όλα τα προαναφερόμενα ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες επιβαρύνσεις (βλ. τα υπ’ αριθμό ………………….. γραμμάτια αγογωσήμου με τα επ’ αυτών επικολληθέντα ένσημα του Ταμείου Νομικών), αρμοδίως καθ’ ύλη και κατά τόπο εισάγεται στο Δικαστήριο αυτό (άρθρα 7, 9, 14 παρ. 2 και 22 ΚΠολΔ) για να δικαστεί κατά την τακτική διαδικασία, είναι δε ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330, 345, 346, 914 επ., 932 ΑΚ, 173 επ., 907, 908 παρ. 1 περ. δ΄ ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η υπό κρίση αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Ο εναγόμενος με τις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του, αρνήθηκε αιτιολογημένα την υπό κρίση αγωγή, ισχυριζόμενος ότι τα επίδικα έπιπλα τα έλαβε από την οικία της ενάγουσας για τις ανάγκες της μετεγκατάστασής του μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής του με την ενάγουσα, ενώ αρνήθηκε ότι αφαίρεσε το αναφερόμενο στην αγωγή χρηματικό ποσό και ότι προκάλεσε φθορές στην οικία αυτής.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν νομίμως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου, τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, καθώς και με βάση τα δικαστικά τεκμήρια που συνάγονται από τις ένορκες καταθέσεις μαρτύρων και τις καταθέσεις των κατηγορουμένων που δόθηκαν στα πλαίσια της ποινικής προδικασίας σχετικά με το επίδικο περιστατικό (ΑΠ 58/1993, ΕλλΔνη (36/1995), 628, ΑΠ 288/1971, ΝοΒ (1971), 876), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εναγόμενος, εν διαστάσει σύζυγος της ενάγουσας, μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους αποχώρησε από τη συζυγική τους οικία τον ……… του ……. Ακολούθως, την …………… ο εναγόμενος εισήλθε στην οικία της ενάγουσας, ήτοι στη μέχρι τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων κοινή συζυγική τους οικία, όπου παρέμεινε και συνέχισε να κατοικεί η ενάγουσα με το κοινό ανήλικο τέκνο τους, αφού προηγουμένως ενημερώθηκε από το ηλικίας ….. ετών τέκνο τους ότι η ενάγουσα απουσίαζε από την οικία της. Στη συνέχεια, αφαίρεσε από την οικία της ενάγουσας διάφορα έπιπλα που ανήκαν στην κυριότητά της και συγκεκριμένα α) ένα σαλόνι αποτελούμενο από καναπέ, δύο καρέκλες σκαμπό, συνολικής αξίας 2.800,00 ΕΥΡΩ, β) μία συρταριέρα, αξίας 1.800,00 ΕΥΡΩ και γ) ένα μπουφέ, αξίας 2.500,00 ΕΥΡΩ, ήτοι έπιπλα συνολικής αξίας 7.100,00 ΕΥΡΩ. Την αφαίρεση των επίπλων αυτών και την κυριότητα της ενάγουσας επ’ αυτών δεν αρνήθηκε ο εναγόμενος, αλλά περιορίστηκε μόνο στην αιτιολόγηση της ενέργειάς του αυτής και συγκεκριμένα ισχυρίστηκε ότι είχε σκοπό να τα χρησιμοποιήσει για τις ανάγκες της νέας του οικίας στην οποία μετακόμισε. Πλην, όμως, η χωρίς την θέληση της ενάγουσας αφαίρεση των επίπλων αυτών συνιστά την πράξη της υφαίρεσης, δεδομένου μάλιστα ότι η εξακολούθηση κατοχής των επίπλων αυτών από τον εναγόμενο παρά τη ρητή διαμαρτυρία της ενάγουσας και για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων ετών συνιστά τρόπο ιδιοποίησης αυτών από τον εναγόμενο και αποδεικνύει την πρόθεσή του αυτή. Αντίθετα, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος αφαίρεσε οποιοδήποτε χρηματικό ποσό ούτε τα μνημονευόμενα στην αγωγή χρυσαφικά. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι όπως αποδείχθηκε από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού η ενάγουσα μόλις πριν λίγες ημέρες είχε ξεκινήσει να απασχολείται στην ……………….. ως υπάλληλος και δεν είχε λάβει τον πρώτο της μισθό, ενώ δεν μπόρεσε να δικαιολογήσει την προέλευση και κατοχή του χρηματικού αυτού ποσού. Επομένως, ως προς τα αντίστοιχα αυτά κονδύλια η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Επίσης, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε η φθορά των ρούχων της ενάγουσας από τον εναγόμενο ούτε η αξία αυτών. Σημειώνεται ότι η γενική και αόριστη στο σημείο αυτό κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης δεν κρίνεται πειστική, δεδομένου ότι αυτός δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας ούτε είδε τα μνημονευόμενα στην αγωγή κατεστραμμένα ρούχα της ενάγουσας, αλλά η μοναδική πηγή γνώσης του είναι όσα του μετέφερε η ενάγουσα. Κατά συνέπεια και ως προς το κονδύλιο αυτό η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο είναι και το αίτημα για καταβολή αποζημίωσης λόγω πρόκλησης φθοράς στην οικία της ενάγουσας, δεδομένου ότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε το είδος της επικαλούμενης φθοράς. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι ο μάρτυρας απόδειξης κατέθεσε ότι η ενάγουσα επιβαρύνθηκε με το ποσό των 650,00 ΕΥΡΩ, το οποίο κατέβαλε στον μάρτυρα αυτό για τις επιδιορθώσεις στην οικία της, χωρίς όμως να διευκρινίζει σε τι συνίστανται οι εργασίες που εκτέλεσε και αν αυτές προήλθαν στο σύνολό τους ή κατά ένα μέρος από τον εναγόμενο, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι η ενάγουσα αναφέρει στην αγωγή της ότι οι φθορές που προκάλεσε ο εναγόμενος αποκαταστάθηκαν με κόστος 120,00 ΕΥΡΩ. Επομένως, ο εναγόμενος πρέπει να υποχρεωθεί να αποζημιώσει την ενάγουσα για την προαναφερόμενη ζημία της, ύψους 7.100,00 ΕΥΡΩ που προκάλεσε με την προαναφερόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα πρέπει να επιδικαστεί στην ενάγουσα και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που της προξένησε η κατά τα προαναφερόμενα αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου, η οποία (χρηματική ικανοποίηση) αφού ληφθεί υπόψη το ύψος της ζημίας της ενάγουσας, οι συνθήκες τέλεσης της επίδικης αδικοπραξίας και γενικότερα η οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων, πρέπει να οριστεί σε 3.000,00 ΕΥΡΩ. Επομένως, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει μερικά δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 10.100,00 ΕΥΡΩ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση της απαίτησης. Περαιτέρω, το αίτημα για κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής πρέπει να γίνει μερικά δεκτό, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο διατακτικό, γιατί κατά την κρίση του Δικαστηρίου η καθυστέρηση στην εκτέλεση της απόφασης μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, κατόπιν αιτήματος της τελευταίας, λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων και ανάλογα με το μέρος αυτό (άρθρο 178 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ μερικά την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δέκα χιλιάδων εκατό (10.100,00) ΕΥΡΩ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση της απαίτησης.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση ως προς την αμέσως πιο πάνω καταψηφιστική διάταξή της προσωρινά εκτελεστή κατά ένα μέρος και συγκεκριμένα για το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,00) ΕΥΡΩ.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το οποίο ορίζει σε τριακόσια (300,00) ΕΥΡΩ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, δίχως την παρουσία των διαδίκων, στη Θεσσαλονίκη, στις
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΙΔΙΟΓΡΑΦΗ ΔΙΑΘΗΚΗ - ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΛΟΓΩ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑΣ = ΑΠΟΦΑΣΗ

$
0
0

ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ: Ειδικά ζητήματα πολιτικής αγωγής  ΕΠΙΚΑΙΡΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

ακυρότητα ιδιόγραφης διαθήκης (ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑ)-ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΑΚΤΙΚΗ
Αριθμός απόφασης
……/………

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές …………, Πρόεδρο Πρωτοδικών, …………, Πρωτοδίκη-Εισηγητή, …….., Πρωτοδίκη και από τη Γραμματέα ……………
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………για να δικάσει την υπόθεση:
Των εναγόντων: 1) ………, κατοίκου ……… Κορινθίας, 2) ……….., κατοίκου …….. Κορινθίας και 3) ………, κατοίκου ……… Η.Π.Α., από τους οποίους οι δύο πρώτοι παραστάθηκαν μετά και ο τρίτος δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου ……., ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Του εναγόμενου ………., κατοίκου ……. Η.Π.Α., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου ……, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από …… αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό ………, ορίστηκε δικάσιμος η ……… και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατά τη δικάσιμο εκείνη το Δικαστήριο ανέβαλε τη συζήτηση της υπόθεσης για τη σημερινή δικάσιμο (της ………) και γράφτηκε εκ νέου στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντος παραστάθηκε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις του, που κατέθεσε νομίμως και εμπροθέσμως.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 254 και 368 ΚΠολΔ, όπως το πρώτο ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 9 Ν. 2915/2001, και μετά την απόλυτη κατάργηση της περί αποδείξεως (προδικαστικής) αποφάσεως από το Ν. 2915/2001, γίνεται ερμηνευτικά δεκτό ότι το Δικαστήριο εξετάζοντας την ουσία της υπόθεσης μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη (βλ. έτσι και Κ.Μακρίδου, εις Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ερμηνεία ΚΠολΔ (Συμπλήρωμα), 2003, υπ’ άρθρο 254, αριθ. 2, σελ. 35, Π.Γέσιου-Φαλτσή, εις Π.Γέσιου-Φαλτσή/Χ.Απαλαγάκη/Π.Αρβανιτάκη, η νέα διαδικασία του ΚΠολΔ στον πρώτο και δεύτερο βαθμό, 2004, σελ. 120 επ.). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 368 ΚΠολΔ πραγματογνωμοσύνη μπορεί να διαταχθεί εφόσον κατά την κρίση του δικαστηρίου ανακύπτει ζήτημα, για το οποίο απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης και εφόσον η ανάγκη για τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης ανέκυψε κατά τα ανωτέρω κατά τη μελέτη της υπόθεσης.
Οι ενάγοντες ισχυρίζονται με την υπό κρίση αγωγή τους ότι η από ……. και δημοσιευθείσα με το υπ’ αριθμό …../……. πρακτικό συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου ιδιόγραφη διαθήκη της κατά την …….. αποβιώσασας αδελφής τους, ………, με την οποία εγκατέστησε μοναδικό κληρονόμο της τον εναγόμενο αδελφό τους, με την κατάληψη σ’ αυτόν όλων των περιουσιακών της στοιχείων, ήτοι του λεπτομερώς μνημονευόμενου στην αγωγή ακινήτου, είναι άκυρη διότι δεν γράφηκε ιδιοχείρως από την ίδια (την κληρονομούμενη) ούτε υπογράφηκε από αυτήν. Ότι τέλος οι ενάγοντες νομιμοποιούνται στην άσκηση της ένδικης αγωγής ως αμφιθαλή αδέλφια της θανούσας ………, δεδομένου ότι σε περίπτωση ακύρωσης της επίδικης διαθήκης θα κληθούν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτής ως πλησιέστεροι συγγενείς της μαζί με τον εναγόμενο και τα άλλα τρία αδέλφια τους. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες ζητούν να αναγνωριστεί η ακυρότητα της προαναφερόμενης ιδιόγραφης διαθήκης και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην πληρωμή των δικαστικών τους εξόδων. Με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλη και κατά τόπο εισάγεται στο Δικαστήριο αυτό (άρθρα 7, 9, 14-17, 18 αριθ. 1 και 30 ΚΠολΔ) για να δικαστεί κατά την τακτική διαδικασία, είναι δε νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 70, 180, 1716, 1718, 1721 ΑΚ και 173 επ. ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η υπό κρίση αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν νομίμως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου, τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων και η από ………. τεχνική έκθεση του δικαστικού γραφολόγου ………, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγοντες, καθώς και η υπ’ αριθμό …../…… ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Κορίνθου ………., που επικαλείται και προσκομίζει ο εναγόμενος και η οποία ελήφθη κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως των αντιδίκων του (βλ. την από ………… κλήση του εναγομένου που επιδόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο και αντίκλητο των εναγόντων με την υπ’ αριθμό ………. έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Κορίνθου ………), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις ……… απεβίωσε στην Κόρινθο η …………, αμφιθαλής αδελφή των διαδίκων. Κατά το χρόνο θανάτου της κατέλιπε πλησιέστερους συγγενείς τους διαδίκους (ήτοι τους τρεις ενάγοντες και τον εναγόμενο), καθώς και τα τρία άλλα αδέλφια της (που δεν μετέχουν στην ένδικη υπόθεση), ήτοι την …………, τη ……….. και την …………. Με την από ………. ιδιόγραφη διαθήκη της, που δημοσιεύτηκε με το υπ’ αριθμό …../…….. πρακτικό συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου, η ως άνω αποβιώσασα εγκατέστησε μοναδικό εκ διαθήκης κληρονόμο της τον εναγόμενο. Οι ενάγοντες με την ένδικη αγωγή τους αρνούνται τη γνησιότητα της επίδικης ιδιόγραφης διαθήκης της ως άνω αποβιώσασας αδελφής τους και συγκεκριμένα ισχυρίζονται ότι η διαθήκη αυτή δεν γράφηκε ούτε υπογράφηκε από αυτήν. Προς απόδειξη του ισχυρισμού τους αυτού επικαλούνται και προσκομίζουν μεταξύ άλλων και την από …….. τεχνική έκθεση του δικαστικού γραφολόγου …………, ο οποίος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αφενός η γραφή και υπογραφή στην επίδικη ιδιόγραφη διαθήκη δεν ανήκουν στην θανούσα ……….. αφετέρου η κατάρτιση της επίδικης διαθήκης αποδίδεται πιθανότατα στον εναγόμενο. Αντίθετα, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η επίδικη διαθήκη πράγματι γράφτηκε και υπογράφηκε από την ως άνω θανούσα και βρέθηκε παρουσία και της μάρτυρος ανταπόδειξης στο σπίτι της λίγο μετά το θάνατό της. Περαιτέρω, αμφότερα τα διάδικα μέρη προς ενίσχυση του ισχυρισμού τους επικαλούνται και προσκομίζουν σειρά εγγράφων, στα οποία η θανούσα είχε θέσει την υπογραφή της σε ανύποπτο χρόνο. Κρίσιμο, επομένως, στην ένδικη υπόθεση είναι εάν η γραφή και υπογραφή της επίδικης ιδιόγραφης διαθήκης ανήκουν στη θανούσα …………….. Επειδή, όμως, για το ζήτημα αυτό απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης, κρίνεται απαραίτητο να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο κατ’ άρθρο 254 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκειμένου να διεξαχθεί πραγματογνωμοσύνη, σύμφωνα με όσα λεπτομερώς ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας, ανάγκη που ανέκυψε μετά την περάτωση της συζήτησης στο ακροατήριο. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι μόνη η προαναφερόμενη τεχνική έκθεση, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγοντες δεν κρίνεται αρκετή για την έκδοση οριστικής απόφασης επί της υποθέσεως, ενόψει και του ότι αυτή συντάχθηκε με επιμέλεια των εναγόντων, χωρίς να έχει ο εναγόμενος τη δυνατότητα να αντικρούσει τα πορίσματα του δικαστικού γραφολόγου, ενόψει και του ότι για τη σχετική κρίση απαιτούνται ειδικές γνώσεις.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης της κρινόμενης αγωγής στο ακροατήριο, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη κατά τα αμέσως επόμενα, με τη φροντίδα του επιμελεστέρου των διαδίκων.
ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονα από τον κατάλογο πραγματογνωμόνων που τηρείται στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, τον ………….., δικαστικό γραφολόγο, κάτοικο ………. (οδός ……., αριθ. …), ο οποίος, αφού δώσει τον νόμιμο όρκο, μέσα σε προθεσμία δέκα πέντε (15) ημερών από τη νόμιμη επίδοση σ’ αυτόν της παρούσας απόφασης ενώπιον του Δικαστή …………., Πρωτοδίκη, ή του νόμιμου αναπληρωτή του σε ημέρα και ώρα που θα ορίσει ο τελευταίος και αφού λάβει υπόψη του τα έγγραφα της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων και την από ……… τεχνική έκθεση του δικαστικού γραφολόγου ……….., τα έγγραφα που τυχόν θα προσκομιστούν από τους διαδίκους και κάθε άλλο κατά την κρίση του χρήσιμο στοιχείο, πρέπει να γνωμοδοτήσει εγγράφως με πλήρως αιτιολογημένη έκθεσή του, την οποία θα καταθέσει στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού μέσα σε προθεσμία σαράντα (40) ημερών από την όρκισή του, επί του ακόλουθου ζητήματος: εάν η γραφή και η υπογραφή στην από ………… ιδιόγραφη διαθήκη της …….., η οποία δημοσιεύτηκε με το υπ’ αριθμό …../……….. πρακτικό συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου, ανήκει στην ίδια τη θανούσα ή σε τρίτο πρόσωπο.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Κόρινθο, στις …………
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στις …………….
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ ανάκλησης ιδιόγραφης διαθήκης και αναγνώριση εξ αδιαθ. κληρον. δικαιώματος-ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ

$
0
0

Αριθμός 11/2015   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ -  Εκτακτη χρησικτησία επί ακινήτου του Ελληνικού Δημοσίου. Προϋποθέσεις. Αδιατάρακτη νομή μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 3127/2003.

ανάκληση ιδιόγραφης διαθήκης και αναγνώριση εξ αδιαθ. κληρον. δικαιώματος-ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ..

images-3

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΑΚΤΙΚΗ

Αριθμός απόφασης
……/……..
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές ………, Πρόεδρο Πρωτοδικών, ………., Πρωτοδίκη, …………., Πρωτοδίκη-Εισηγητή και από τη γραμματέα ……………
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………..για να δικάσει την υπόθεση:
Των καλούντων-εναγόντων: ………….., κατοίκων ……………., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου ………., οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Της καθ’ ης η κλήση-εναγομένης ……………., κατοίκου ……….., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου ……….., ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από ……….. αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό …/…, προσδιορίστηκε για την δικάσιμο της …… και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατά τη δικάσιμο εκείνη η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε. Με την από ……. κλήση τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό …./…., οι ενάγοντες επανέφεραν προς συζήτηση την ως άνω αγωγή τους, προσδιορίστηκε δικάσιμος η ………. και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους, που κατατέθηκαν νομίμως και εμπροθέσμως.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τα άρθρα 1763 επ. ΑΚ είναι δυνατή η ανάκληση κάθε διαθήκης. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1765 ΑΚ ειδικά για την ιδιόγραφη διαθήκη προβλέπεται ως τρόπος ανάκλησής της και η επιχείρηση στο έγγραφό της μεταβολών, με τις οποίες συνήθως εκφράζεται η βούληση για ανάκληση έγγραφης δήλωσης. Γίνεται, μάλιστα, σχετικά δεκτό ότι τέτοια μεταβολή συνιστά και η αναγραφή στο κείμενο της διαθήκης λέξεων, όπως «άκυρο», «ανίσχυρο», «άχρηστο», κ.λ.π. (βλ. σχετικά και Ν.Ψούνη, κληρονομικό δίκαιο, τομ. ΙΙ, 2004, σελ. 259). Η κατά τα προαναφερόμενα μεταβολή του περιεχομένου της ιδιόγραφης διαθήκης δημιουργεί κατ’ άρθρο 1765 παρ. 2 ΑΚ μαχητό τεκμήριο σχετικά με την πρόθεση του διαθέτη, ότι δηλαδή έγινε με σκοπό ανάκλησής της. Περαιτέρω, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη σε περίπτωση που αμφισβητείται το εάν η μεταβολή του εγγράφου της διαθήκης έγινε αυτοπροσώπως από τον διαθέτη ή αυθαίρετα από άλλο πρόσωπο, το βάρος απόδειξης φέρει ο επικαλούμενος την ανάκληση της ιδιόγραφης διαθήκης (βλ. ενδεικτικά Ν.Παπαντωνίου, κληρονομικό δίκαιο, παρ. 72α, τον ίδιο σε ΕρμΑΚ, υπ’ άρθρο 1765, αριθ. 29, Ι.Σπυριδάκη, η ανάκληση διαθήκης, σελ. 86). Τέλος, η κατά τα προαναφερόμενα ανάκληση της ιδιόγραφης διαθήκης έχει ως συνέπεια την παύση ισχύος της διαθήκης, με αποτέλεσμα να επέρχεται νέα αιτία θανάτου διαδοχή.
Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες ισχυρίζονται με την υπό κρίση αγωγή τους ότι η από ………. ιδιόγραφη διαθήκη του αδελφού των τριών πρώτων και θείου των λοιπών εναγόντων ……….., κατοίκου εν ζωή ………, η οποία δημοσιεύτηκε με το υπ’ αριθμό ……/……. πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, είχε νομίμως ανακληθεί από το διαθέτη, ο οποίος στο τέλος του εγγράφου της διαθήκης αυτής και κάτω από τη λέξη διαθέτης και στο σημείο όπου προηγουμένως είχε θέσει την υπογραφή του, έγραψε τη λέξη «Άκυρον». Ότι με τον τρόπο αυτό ο διαθέτης εκδήλωσε την πρόθεσή του για ανάκληση της ως άνω διαθήκης. Ότι κατόπιν της ανάκλησης της διαθήκης αυτής καλούνται ως κληρονόμοι του θανόντος, αδελφού των τριών πρώτων και θείου των λοιπών από τα προαποβιώσαντα αδέλφια αυτού, όπως λεπτομερώς εκτίθεται στην ένδικη αγωγή, οι ενάγοντες κατά τα ειδικότερα μνημονευόμενα ποσοστά. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες ζητούν να αναγνωριστεί αφενός η συνεπεία της ως άνω ανακλήσεως παύση ισχύος της ένδικης διαθήκης αφετέρου το (εξ αδιαθέτου) κληρονομικό τους δικαίωμα κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή ποσοστά. Με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλη και κατά τόπο εισάγεται στο Δικαστήριο αυτό (άρθρα 14-17, 18 αριθ. 1 και 30 ΚΠολΔ) κατά την τακτική διαδικασία, είναι δε νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις που αναλυτικά αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 1813 επ. ΑΚ και 70 ΚΠολΔ. Επομένως, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Η εναγομένη με τις έγγραφες προτάσεις της, που κατατέθηκαν νομίμως και εμπροθέσμως στην Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, αρνήθηκε τα θεμελιωτικά της αγωγής πραγματικά περιστατικά ισχυριζόμενη ότι η εγγραφή της λέξης «Άκυρον» στο κείμενο της ένδικης διαθήκης δεν τέθηκε από τον διαθέτη, αλλά από τρίτο πρόσωπο και μάλιστα δίχως τη συναίνεσή του, ισχυρισμός που συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της υπό κρίση αγωγής, σύμφωνα και με τα λεπτομερώς αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη και επομένως το βάρος απόδειξης της γνησιότητας της γραφής της λέξης αυτής από τον διαθέτη φέρουν οι ενάγοντες. Μάλιστα, η εναγομένη επικαλείται και προσκομίζει ανταποδεικτικά την από …….. τεχνική έκθεση της δικαστικής γραφολόγου ………, η οποία δόθηκε για να χρησιμοποιηθεί κατά τη διαδικασία κήρυξης της επίδικης ιδιόγραφης διαθήκης κυρίας.
Επομένως, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα κρίσιμο ζήτημα είναι η προέλευση της λέξης «Άκυρον» επί του κειμένου της επίδικης διαθήκης, εάν δηλαδή αυτή τέθηκε από τον διαθέτη ή από τρίτο πρόσωπο. Επειδή, όμως, για το ζήτημα αυτό απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης, κρίνεται απαραίτητο να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο κατ’ άρθρο 254 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκειμένου να διεξαχθεί πραγματογνωμοσύνη, σύμφωνα με όσα λεπτομερώς ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας, ανάγκη που ανέκυψε μετά την περάτωση της συζήτησης στο ακροατήριο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την έκδοση της οριστικής απόφασης.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης της κρινόμενης αγωγής στο ακροατήριο, προκειμένου να διενεργηθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη κατά τα αμέσως επόμενα.
ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονα από τον κατάλογο πραγματογνωμόνων, που τηρείται στο Δικαστήριο αυτό, τον ………., ειδικό δικαστικό γραφολόγο, κάτοικο ……… (οδός …….., αριθ. …), τηλ. ……., ο οποίος αφού δώσει τον νόμιμο όρκο, μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από τη νόμιμη επίδοση σ’ αυτόν της παρούσας απόφασης ενώπιον του μέλους του Δικαστηρίου ……….., Πρωτοδίκη ή του νόμιμου αναπληρωτή του σε ημέρα και ώρα που θα ορίσει ο τελευταίος και αφού ελέγξει το πρωτότυπο της επίδικης διαθήκης, που δημοσιεύτηκε με το υπ’ αριθμό ………… πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας και λάβει υπόψη του τα έγγραφα της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων και η από ………. τεχνική έκθεση της ειδικής δικαστικής γραφολόγου ……, τα έγγραφα που τυχόν θα προσκομιστούν από τους διαδίκους ως συγκριτικά στοιχεία-δείγματα γραφής του διαθέτη ……… και κάθε άλλο κατά την κρίση του χρήσιμο στοιχείο, πρέπει να γνωμοδοτήσει με πλήρως αιτιολογημένη έκθεσή του, την οποία θα καταθέσει στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την όρκισή του, περί του αν η λέξη «Άκυρον», που είναι γραμμένη κάτω από τη λέξη «Ο Διαθέτης» και η οποία καλύπτει την υπογραφή του διαθέτη, στην από ……….. ιδιόγραφη διαθήκη του προαναφερόμενου διαθέτη, που δημοσιεύτηκε με το ως άνω πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, έχει τεθεί από τον διαθέτη αυτό ή από τρίτο πρόσωπο. Επίσης, να λάβει υπόψη του κατά τη σύνταξη της σχετικής έκθεσής του τη χρήση διαφορετικού μέσου γραφής (ήτοι μαρκαδόρο για τη λέξη «Άκυρον» και στυλό διαρκείας για το υπόλοιπο κείμενο της επίδικης διαθήκης και για τα προσκομιζόμενα συγκριτικά στοιχεία-κείμενα γραφής του διαθέτη).
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Καλαμάτα, στις ………..
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις …………
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ 372 ΠΚ ΚΛΟΠΗ - ΑΡΙΘΜΟΣ 2349/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

$
0
0

 Αριθμός 11/2015   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ -  Εκτακτη χρησικτησία επί ακινήτου του Ελληνικού Δημοσίου. Προϋποθέσεις. Αδιατάρακτη νομή μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 3127/2003.

Κατά τη διάταξη των άρθρων 372 παρ.
 - Κατά τη διάταξη των άρθρων 372 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον..
τριών μηνών. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής, απαιτείται να αφαιρέσει ο δράστης με θετική ενέργεια, από την κατοχή άλλου, ξένο, ολικά ή εν μέρει, κινητό πράγμα, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Η αφαίρεση συνίσταται στην άρση της ξένης κατοχής, η οποία υφίσταται στο κινητό πράγμα και στη θεμελίωση νέας σ'αυτό κατοχής από το δράστη ή τρίτο, με σκοπό της παράνομης ιδιοποιήσεώς του, στην έννοια δε της κατοχής περιλαμβάνεται τόσον η πραγματική εξουσία επί του πράγματος όσο και η βούληση για την εξουσία του. Η αφαίρεση αυτή απαιτείται να έγινε αυτογνωμόνως και χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου του πράγματος. Η αξία του αντικειμένου της κλοπής δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεώς της και εφόσον η πράξη αυτή δεν χαρακτηρίστηκε ω κλοπή αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, πράγμα που αποτελεί επιβαρυντική περίσταση του εγκλήματος αυτού και κρίνεται ανέλεγκτα από το δικαστήριο της ουσίας, δεν απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός της αξίας του πράγματος που παράνομα αφαιρέθηκε. Μόνον αν υποβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας αυτοτελής ισχυρισμός για το ότι το αντικείμενο της κλοπής είναι ευτελούς αξίας, που οδηγεί, σύμφωνα με το άρθρο 377 του ίδιου Κώδικα, στην επιεική μεταχείριση του δράστη, ανακύπτει υποχρέωση για ειδική αιτιολόγηση της κρίσεως του δικαστηρίου, αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ή όχι ευτελούς αξίας.
- H καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των αρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ'ΚΠΔ λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και η αξιολόγησή τους και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ'είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να υπάρχει, όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορό του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, αυτοτελείς ισχυρισμούς. Αυτοί δε είναι εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρ. 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή στη μείωση της ποινής. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης (άρθρο 30 ΠΚ), δηλαδή όταν ο δράστης αγνοεί ή εσφαλμένα αντιλαμβάνεται τι πράττει και αναφέρεται σε περιστατικά της εγκληματικής πράξεως και μάλιστα όχι μόνο σε γεγονότα ή πραγματικές καταστάσεις, αλλά σε νομικές ιδιότητες ή άλλα αξιολογικά στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και είναι αδιάφορο ποια υπήρξε η πηγή της πλάνης.



Διατάξεις: 
ΠΚ: 372, 377, 
ΚΠΔ: 139, 170, 333, 510 
Σ: 93, 
ΑΡΙΘΜΟΣ 2349/2007 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

E΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση 

της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης x1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεοχάρη Δαλακούρα, περί αναιρέσεως της 297/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. 

Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Οκτωβρίου 2006 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1755/2006.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη των άρθρων 372 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής, απαιτείται να αφαιρέσει ο δράστης με θετική ενέργεια, από την κατοχή άλλου, ξένο, ολικά ή εν μέρει, κινητό πράγμα, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Η αφαίρεση συνίσταται στην άρση της ξένης κατοχής, η οποία υφίσταται στο κινητό πράγμα και στη θεμελίωση νέας σ'αυτό κατοχής από το δράστη ή τρίτο, με σκοπό της παράνομης ιδιοποιήσεώς του, στην έννοια δε της κατοχής περιλαμβάνεται τόσον η πραγματική εξουσία επί του πράγματος όσο και η βούληση για την εξουσία του. Η αφαίρεση αυτή απαιτείται να έγινε αυτογνωμόνως και χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου του πράγματος. Η αξία του αντικειμένου της κλοπής δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεώς της και εφόσον η πράξη αυτή δεν χαρακτηρίστηκε ω κλοπή αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, πράγμα που αποτελεί επιβαρυντική περίσταση του εγκλήματος αυτού και κρίνεται ανέλεγκτα από το δικαστήριο της ουσίας, δεν απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός της αξίας του πράγματος που παράνομα αφαιρέθηκε. Μόνον αν υποβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας αυτοτελής ισχυρισμός για το ότι το αντικείμενο της κλοπής είναι ευτελούς αξίας, που οδηγεί, σύμφωνα με το άρθρο 377 του ίδιου Κώδικα, στην επιεική μεταχείριση του δράστη, ανακύπτει υποχρέωση για ειδική αιτιολόγηση της κρίσεως του δικαστηρίου, αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ή όχι ευτελούς αξίας. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των αρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ'ΚΠΔ λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και η αξιολόγησή τους και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ'είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να υπάρχει, όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορό του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, αυτοτελείς ισχυρισμούς. Αυτοί δε είναι εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρ. 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή στη μείωση της ποινής. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης (άρθρο 30 ΠΚ), δηλαδή όταν ο δράστης αγνοεί ή εσφαλμένα αντιλαμβάνεται τι πράττει και αναφέρεται σε περιστατικά της εγκληματικής πράξεως και μάλιστα όχι μόνο σε γεγονότα ή πραγματικές καταστάσεις, αλλά σε νομικές ιδιότητες ή άλλα αξιολογικά στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και είναι αδιάφορο ποια υπήρξε η πηγή της πλάνης. 
Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλομένη υπ'αριθμ. 297/2006 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Θράκης, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ'είδος μνημονεύει εκήρυξε την αναιρεσείουσα ένοχον κλοπής ευτελούς αξίας και της επέβαλε χρηματική ποινή 300 ευρώ, δεχθέν συνάμα ότι αυτή κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως ήταν μετεφηβικής ηλικίας (άρθρ. 133 ΠΚ). Για να καταλήξει στην κρίση του αυτή το δικαστήριο της ουσίας εδέχθη τα ακόλουθα κατά πιστή μεταφορά, πραγματικά περιστατικά: Ότι η κατηγορούμενη τέλεση την αξιόποινη πράξη της κλοπής πράγματος ευτελούς αξίας κατ'ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό της κλοπής που της αποδίδεται και ειδικότερα: Ότι στην XXX, στις 11/12/2004 ήταν δόκιμη στην οικεία Σχολή Δοκίμων Αστυφυλάκων και συγκατοικώντας με την συμφοιτήτριά της Γ1, εκμεταλλευόμενη την μικρή απουσία της τελευταίας, η οποία είχε αφήσει στο δωμάτιο την προσωπική της τσάντα, αφήρεσε από αυτήν μία συσκευή κινητής τηλεφωνίας ΝΟΚΙΑ τύπου XXX, μοντέλο XXX, με αρ. XXX αξίας περίπου 200 ευρώ την οποία και ιδιοποιήθηκε παράνομα. Ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι βρήκε το κινητό πεσμένο στο προαύλιο της Σχολής δεξιά στο ύψος της τουαλέτας και ότι το πήρε χωρίς να σκεφθεί ότι ανήκει σε κάποια συμμαθήτριά της ή σε κάποιον τρίτο και το πήρε γιατί θεωρούσε ότι δεν έχει σημαντική αξία δεν είναι κατά την κρίση του Δικαστηρίου καθόλου πειστικός, δεδομένου ότι την ίδια παραπάνω ημέρα που έλαβε χώρα το περιστατικό της απώλειας του κινητού της άνω ιδιοκτητρίας του Γ1 το κατήγγειλε αμέσως, έγιναν έρευνες και το ζήτημα έλαβε έκταση, χωρίς η κατηγορουμένη να αναφέρει καθόλου ότι βρήκε ένα κινητό πεταμένο, όπως ισχυρίζεται κα αυτό ανεξαρτήτως του όταν η συμμαθήτριά της Γ2 της είδε να κρατάει το συγκεκριμένο κινητό μετά από ημέρες, το οποίο της θύμισε το κινητό της Γ1 (που είχε απωλεσθεί), η κατηγορουμένη της απήντησε ψέματα, ότι της είχαν κάνει δώρο οι γονείς της. Παρά το γεγονός δε ότι η Γ1 από την αρχή την είχε υποπτευθεί ως ύποπτη της κλοπής όντας βεβαία ότι το είχε αφήσει μέσα στην τσάντα της, πριν διαπιστώσει την απώλειά του και ότι τη στιγμή της απουσίας της η μόνη που ήταν στο δωμάτιό τους ήταν η κατηγορουμένη, η οποία ετοιμαζόταν για έξοδο, και υπήρχε έκτοτε ψυχρότητα μεταξύ τους, η κατηγορουμένη, ουδέποτε ανέφερε ότι βρήκε πεταμένο ένα κινητό ούτε το παρέδωσε, παρόλο που το χρώμα και η μάρκα του απωλεσθέντος κινητού της Γ1 της ήταν γνωστό και από μόνη την έκταση που πήρα το ζήτημα της απώλειας - κλοπής του στην Σχολή, όπου έγινε και έλεγχος στα προσωπικά πράγματα και χώρους όλων των φοιτητριών. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι μετά τη διαπίστωση ότι είχε τελικά στα χέρια της το κλαπέν κινητό και τις έρευνες που έγιναν στα πλαίσια ΕΔΕ, όπως ανέφερε η Υποδιοικήτρια της Σχολής XXX, αρχικά ανέφερε ότι το αγόρασε από κάποιον φοιτητή και κατόπιν ότι το βρήκε στο προαύλιο, χωρίς αυτή η συμπεριφορά να δικαιολογείται από τον φόβο της μήπως θεωρηθεί ότι το έκλεψε, όπως ισχυρίσθηκε απολογούμενη, αφού αν το παρέδιδε, όπως όφειλε, εφόσον το βρήκε μέσα στη Σχολή, όπως ισχυρίζεται δεν θα ετίθετο κανένα θέμα. Εξάλλου και το γεγονός ότι μετά την απώλεια του κινητού εστάλησαν προς αυτό κλήσεις, όπως ήταν φυσικό, προκειμένου να διαπιστωθεί αν απαντήσει κάποιος και η κατηγορουμένη δεν απήντησε, ισχυριζόμενη ότι αυτό είναι στοιχείο υπέρ της αθωότητάς της, αντιθέτως ενισχύει την κρίση του Δικαστηρίου περί της ενοχής της ότι δεν το βρήκε το κινητό αλλά το αφήρεσε παράνομα με πρόθεση ιδιοποίησης. Με βάση τα παραπάνω το Δικαστήριο δεν διατηρεί καμιά αμφιβολία περί του ότι η κατηγορουμένη τέλεσε την αξιόποινη πράξη της κλοπής ευτελούς αξίας, κρίση η οποία δεν αναιρείται καθόλου από την κατάθεση του μάρτυρα Γ2, Προϊσταμένου του γραφείου ταυτοτήτων, ότι κάποια κυρία είχε ξεχάσει το πορτοφόλι της και το βρήκε η κατηγορούμενη και το παρέδωσε όπως και ο ίδιος (ο μάρτυρας) είχε ξεχάσει το πορτοφόλι και 700 ευρώ και τα βρήκε η κατηγορουμένη και τα παρέδωσε, ούτε το ότι η τελευταία είχε ήδη δύο κινητά και δεν είχε κανένα λόγο να κλέψει το συγκεκριμένο, καθόσον το γεγονός ότι το κινητό, το οποίο βρέθηκε στα χέρια της μετά την κλοπή, ήταν εκείνο που εκλάπη από τη Γ1 είναι γεγονός αναμφισβήτητο, η δε μετέπειτα συμπεριφορά και οι ισχυρισμοί της κατηγορουμένης απλώς ενισχύουν σε συνδυασμό και με την αξιολόγηση όλων των καταθέσεων και την όλη αποδεικτική διαδικασία την κρίση του Δικαστηρίου περί της ενοχής της. Κατά συνέπεια η κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη κλοπής ευτελούς αξίας κατά τον ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό της κλοπής που της αποδίδεται, με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 133 ΠΚ, καθόσον κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν είχε συμπληρώσει το 2ον έτος της ηλικίας της. Με τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιοποίνου πράξεως της κλοπής εντελούς αξίας, όπως γι'αυτήν καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς επίσης και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη των άρθρων 372 και 377 ΠΚ. Ειδικότερα το Εφετείο, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αναφερόμενα στην αρχή του σκεπτικού της αποφάσεώς του αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των και όπως όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα και όχι μόνο μερικά από αυτά για να μορφώσει την περί ενοχής της αναιρεσείουσας κρίση του και δεν είχε υποχρέωση να αναφέρει και αξιολογήσει κάθε αποδεικτικό μέσο χωριστά ούτε να προβεί σε αξιολογική συσχέτιση μεταξύ των αποδεικτικών μέσων.
Επομένως, οι λόγοι αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως γιατί δεν αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν και εξειδικεύουν τα απαιτούμενα για τη στοιχειοθέτηση του αποδοθέντος στην αναιρεσείουσα, εγκλήματος στοιχεία και γιατί δεν λήφθηκαν υπόψη όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, για την περί ενοχής κρίση του δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Επίσης, και η ειδικότερη αιτίαση ότι δεν ελήφθη υπόψη από το δικαστήριο και η αναγνωσθείσα από XXX βεβαίωση της Εταιρείας Κινητής Τηλεφωνίας VODAFONE που απευθύνεται προς την Υποδιεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων Βόρειας Ελλάδας, καθώς και τα από XXX και XXX έγγραφα της εταιρείας Q TELECOM και της εταιρείας ΤΙΜ αντιστοίχως πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη γιατί από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών προκύπτει ότι τέτοια έγγραφα δεν αναγνώστηκαν. Και ναι μεν γίνεται μνεία των πρώτου ως άνω εγγράφου από τους συνηγόρους της αναιρεσείουσας στους υποβληθέντες εγγράφως προς το δικαστήριο ισχυρισμούς της, πλην όμως δεν προκύπτει ότι εζητήθη η ανάγνωση του εγγράφου αυτού και ότι η διευθύνουσα τη συζήτηση αρνήθηκε την ανάγνωση αυτού, οπότε η αναιρεσείουσα θα έπρεπε να απευθυνθεί στο δικαστήριο εναντίον της διατάξεως της προεδρεύουσας, κατ'άρθρο 335 ΚΠΔ. Προσθέτως, η ειδικότερη αιτίαση ότι, χωρίς την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, απερρίφθη από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ο περί πραγματικής πλάνης, εγγράφως υποβληθείς και προφορικώς αναπτυχθείς ισχυρισμός της αναιρεσείουσας, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη, γιατί, τα επικαλούμενα, προς θεμελίωση της πραγματικής πλάνης, πραγματικά περιστατικά: "Ακόμη είχα αμφιβολίες, αν το κινητό που βρήκα ήταν αυτό της Γ1, δεδομένου ότι είχε διάφορο ανάγλυφο και ήταν λασπωμένο και σε κατάσταση διάλυσης", δεν θεμελιώνουν αυτοτελή ισχυρισμό περί πραγματικής πλάνης, αλλ'απλώς αποτελούν ομολογία της αναιρεσείουσας ότι ιδιοποιήθη παρανόμως ξένο ολικά κινητά πράγμα αγνώστου ιδιοκτήμονος. Πάντως με πλήρη αιτιολογία απερρίφθη ο ισχυρισμός αυτός, όπως προκύπτει από τις παραδοχές της αποφάσεως. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 1 και 369 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η λήψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν ανεγνώσθη κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α'του ιδίου Κώδικα λόγον αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του αυτού Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικώς προς το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημοσίας συζητήσεως, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτέο θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που ανεγνώσθη. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητα του, κατά τρόπον ώστε να μπορεί να διαγνωσθεί ότι ανεγνώσθη όλο το περιεχόμενό του, ώστε ο κατηγορούμενος, γνωρίζων πλήρως την ταυτότητά του, να έχει την ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ ως άνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον επραγματοποιήθη όντως η ανάγνωση των εγγράφωναυτών, παρεσχέθη η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό τους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνον από τον τρόπο κατά τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την, περί της ενοχής, της αναιρεσείουσας, κρίση του και στα αναγνωσθέντα έγγραφα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και: α) φωτοτυπία της συσκευής κινητής τηλεφωνίας (α/α9) καθώς και β) τα προσκομισθέντα πρωτοδίκως από το συνήγορο υπεράσπισης έγγραφα (α/α9). Με την αναφορά αυτή των εν λόγων εγγράφων, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη μνεία προσθέτων στοιχείων προσδιορισμού τους, όπως το περιεχόμενον, ο συντάκτης, η χρονολογία αυτών, τα πρόσωπα εις τα οποία αφορούν κ.λ.π., αφού, με την ανάγνωσή τους στην επ'ακροατηρίου διαδικασία, κατέστησαν γνωστά τα εν λόγω έγγραφα κατά το περιεχόμενό τους στην αναιρεσείουσα, οπότε αυτή είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις εν σχέσει προς το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτήθη πάντας από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Εν πάση περιπτώσει τα, από τον συνήγορο υπεράσπισης, προσκομισθέντα έγγραφα ήταν γνωστά εις την αναιρεσείουσα και δεν μπορεί να γίνει λόγος ότι αυτή εστερήθη των εκ του άρθρου 358 ΚΠΔ δικαιωμάτων της εκ της μη επακριβούς αναφοράς αυτών. Επομένως, ορθώς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη του τα ως άνω έγγραφα και δεν επήλθε εντεύθεν καμμία ακυρότητα. Ως εκ τούτου, ο εκ των άρθρων 510 παρ. 1Α και 171παρ. 1δ ΚΠΔ συναφής λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Απορριπτομένων όλων των λόγων της αιτήσεως και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

Απορρίπτει την από 5 Οκτωβρίου 2006 αίτηση της x1 για αναίρεση της υπ'αριθμ. 297/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Και 

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Νοεμβρίου 2007. 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Δεκεμβρίου 2007.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αναγνωριστική αγωγή ακυρότητας ιδιόγραφης διαθήκης. Άμεσο έννομο συμφέρον για την άσκηση αυτής έχουν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, καθώς ..Αριθμός 708/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

$
0
0

ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΓΩΓΗΣ ΑΠΟ ΑΔΙΟΠΡΑΞΙΑ ΛΟΓΩ ΚΛΟΠΗΣ -

708/2015 ΑΠ ( 655493) 
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αναγνωριστική αγωγή ακυρότητας ιδιόγραφης διαθήκης. Άμεσο έννομο συμφέρον για την άσκηση αυτής έχουν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, καθώς και οι τετιμημένοι με προγενέστερη έγκυρη διαθήκη κληρονόμοι ή κληροδόχου. Αναγκαία στοιχεία του..
κύρους ιδιόγραφης διαθήκης. Η ιδιόγραφη διαθήκη για να έχει αποδεικτική ισχύ, πρέπει ολόκληρο το περιεχόμενό της όπως και η χρονολογία της να έχουν γραφεί ιδιοχείρως, χωρίς να αρκεί να είναι απλώς και μόνο ιδιοχείρως υπογεγραμμένο το κείμενό της. Συνεπώς, η αναγνώριση ή η απόδειξη της γνησιότητας της υπογραφής δεν αρκεί για να ισχύσει το τεκμήριο της γνησιότητας του περιεχομένου ιδιόγραφης διαθήκης. Απαιτείται και η αναγνώριση ή απόδειξη της γνησιότητας του περιεχομένου και της χρονολογίας της. Το βάρος απόδειξης της γνησιότητας, έχει αυτός που επικαλείται τη γνησιότητα. Ένορκες βεβαιώσεις. Προϋποθέσεις του κύρους τους. Δεν αρκεί η σχετική βεβαίωση από το συμβολαιογράφο περί νόμιμης κλήτευσης του αντιδίκου, δεδομένου ότι η κλήτευση και ο χρόνος αυτής, ο έλεγχος των οποίων ανήκει στο δικαστήριο, αποδεικνύεται από την σχετική έκθεση επίδοσης που αποτελεί δημόσιο έγγραφο και παράγει πλήρη απόδειξη και όχι από την ένορκη βεβαίωση αυτή καθ’ εαυτή. Η βεβαίωση δε του δικαστηρίου ότι προσκομίζεται ή όχι ένα έγγραφο, αφορά σε πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά. Γνησιότητα της ένδικης ιδιόγραφης διαθήκης. Απόρριψη αναίρεσης κατά της υπ’ αριθ. 5173/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.


  
Αριθμός 708/2015 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ’ Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Μαρία Βαρελά, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Α. Π., συζ. Α. Μ., 2) Α. Μ. του Ι. - Ν., κατοίκων ...., και 3) Φ. Μ. του Ι. - Ν., κατοίκου ............., οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Παπαπετρόπουλο.

Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Σ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Παχή.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3/10/2002 αγωγή της αρχικής διαδίκου Ε. Π., το γένος Δ. Δ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2947/2004 μη οριστική, 5245/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 3093/2007, 3920/2009 μη οριστικές και 5173/2013 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 12/2/2014 αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Βαρελά ανέγνωσε την από 20/10/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του πρώτου λόγου αναίρεσης και την απόρριψη του δεύτερου λόγου αναίρεσης.

Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 1721 ΑΚ, η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται απ’ αυτόν. Από τη χρονολογία, πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος. Η ιδιόγραφη διαθήκη δεν υποβάλλεται σε κανένα άλλο τύπο. Τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν συστατικούς όρους εγκυρότητας της διαθήκης. Η ιδιόγραφη διαθήκη για να έχει αποδεικτική ισχύ, πρέπει ολόκληρο το περιεχόμενό της όπως και η χρονολογία της να έχουν γραφεί ιδιοχείρως, δεν αρκεί δηλαδή να είναι απλώς και μόνο ιδιοχείρως υπογεγραμμένο το κείμενό της σύμφωνα με το άρθρο 443 ΚΠολΔ.

Συνεπώς, η αναγνώριση ή η απόδειξη της γνησιότητας της υπογραφής δεν αρκεί για να ισχύσει το τεκμήριο της γνησιότητας του περιεχομένου ιδιόγραφης διαθήκης. Απαιτείται και η αναγνώριση ή απόδειξη της γνησιότητας του περιεχομένου και της χρονολογίας της. Το βάρος απόδειξης της γνησιότητας, έχει αυτός που επικαλείται τη γνησιότητα. Η ΑΚ 721, αποτελεί κανόνα δημόσιας τάξης δεν μπορεί δηλαδή η ιδιωτική βούληση να παραμερίσει έστω και κατά το ελάχιστο, τις διατυπώσεις σύνταξης που ορίζει ο νόμος εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 70 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι μπορεί να εγερθεί αναγνωριστική αγωγή για την αναγνώριση της ύπαρξης ή μη ύπαρξης έννομης σχέσης η οποία τελεί σε αβεβαιότητα, εφόσον συντρέχει έννομο συμφέρον.

Απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση για την έγερση αναγνωστικής αγωγής είναι να έχει ο ενάγων έννομο προς τούτο συμφέρον το οποίο πρέπει να είναι άμεσο υπό την έννοια ότι η αβεβαιότητα που περιβάλλει την επίδικη έννομη σχέση είναι ενεστώσα δηλαδή υπάρχει κατά τη συζήτηση επί της οποίας εκδίδεται η απόφαση. Σύμφωνα δε, με τη διάταξη του άρθρου 1719 ΑΚ, διαθήκη για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά. Τέτοιο άμεσο έννομο συμφέρον για έγερση αναγνωριστικής αγωγής για την αναγνώριση ακυρότητας διαθήκης έχουν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμου του διαθέτη, ως και οι τετιμημένοι με προγενέστερη έγκυρη διαθήκη κληρονόμοι ή κληροδόχου. Τέλος, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ελλειψη νόμιμης βάσης κατά την έννοια της διάταξης αυτής υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται δηλαδή ο λόγος αυτός όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάσθηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί απ’ αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό, στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι, όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή κατ’ άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ από τον Αρειο Πάγο, επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, εγένοντο δεκτά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 3.6.2002 απεβίωσε στην Αθήνα η Ό. χήρα Ε. Σ., το γένος Σ. και Σ. Δ., με αιτία θανάτου λοίμωξη αναπνευστικού, καρδιακή ανεπάρκεια, οξεία νεφρική ανεπάρκεια, κάτοικος, εν ζωή, ..., όπου είχε εγκατασταθεί από το έτος 2001. Η αποβιώσασα είχε γεννηθεί στην Νικομήδεια της Μικράς Ασίας, το έτος 1915, βρέθηκε πρόσφυγας, κατά την Μικρασιατική Καταστροφή του έτους 1922, με την οικογένειά της στην Ελλάδα και όταν ενηλικιώθηκε μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα, ερχόμενη τακτικά στην Ελλάδα, δεδομένου ότι είχε μεγάλη περιουσία στην ημεδαπή και διατηρούσε μονοκατοικία στην ..., επί της οδού ..., και στην μονοκατοικία αυτή κατοικούσε, κατά τα τελευταία έτη, προ του θανάτου της, όπως προαναφέρθηκε. Βέβαια η αρχική ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι η αποβιώσασα είχε γεννηθεί κατά το έτος 1907 και για την απόδειξη του ισχυρισμού της αυτού, προσκόμισε την με αριθμό πρωτοκόλλου 6794/1978 απόφαση του Δημάρχου Αμαρουσίου και το από 9-7-2002 απόσπασμα της ληξιαρχικής πράξης θανάτου της κληρονομουμένης με την επισημείωση διόρθωσης του έτους γέννησης αυτής, κατόπιν της από 9.7.2002 εντολής του Ειρηνοδίκη Αμαρουσίου και δήλωση της Α. Μ., πρώτης εχούσης υπεισέλθει στην θέση της αρχικής εφεσίβλητης, ήτοι ένα περίπου μήνα μετά τον θάνατο της κληρονομουμένης, ωστόσο, στο από 5.6.2002, απόσπασμα της ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Ληξίαρχου στο Ληξιαρχείο Αμαρουσίου αναφέρεται ως χρόνος γέννησης της αποβιωσάσης Ό. Σ. Δ. το έτος 1915. Το έτος αυτό αναφέρεται και στο διαβατήριο της αποβιωσάσης, στο από 3.5.1977 πιστοποιητικό του Δημάρχου Αμαρουσίου, στο Δελτίο Αστυνομικής Ταυτότητας εκδόσεως 1945 και στο εκλογικό της βιβλιάριο του έτους 1944, το έτος δε αυτό γέννησης αναφέρει η αποβιώσασα και στην από 21.8.1995 (αρ. εκθ. κατ. 9218/1995) αγωγή της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εναντίον του εκκαλούντος, του αδελφού του Σ. Σ. και του πατέρα τους Δ. Σ.. Ο σύζυγος της ως άνω αποβιωσάσης Ε. Σ. είχε προαποβιώσει και από τον γάμο της με αυτόν δεν είχε αποκτήσει τέκνα. Έτσι, κατά τον χρόνο του θανάτου της η αποβιώσασα Ό. Δ. Σ. άφησε πλησιέστερους συγγενείς πρώτα ξαδέλφια της, μεταξύ των οποίων και η αρχική ενάγουσα Ε. Π., η μητέρα του εναγόμενου Π. Σ., και η Ε. Μ., θυγατέρα του αδελφού της μητέρας της αποβιωσάσης Χ. Α., καθώς και τα τέκνα των ξαδέλφων αυτής, μεταξύ των οποίων τον εναγόμενο, υιό της Π. Σ., τις θυγατέρες της αρχικής ενάγουσας Α. Π. σύζυγο Α. Μ., και Ε. Π. σύζυγο Ι. - Ν. Μ., τα τέκνα της οποίας συνεχίζουν την δίκη, η Δ. Δ., και η Ε. Τ., σύζυγος του εξετασθέντος, με την επιμέλεια της αρχικής ενάγουσας, μάρτυρος.

Με την .../29.5.1996 δημόσια διαθήκη, που συνετάγη από την συμβολαιογράφο Αθηνών .......... .......... , δημοσιεύθηκε με τα 613/2003 πρακτικά της συνεδρίασης της 31.1.2003 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και καταχωρήθηκε στα βιβλία διαθηκών του Πρωτοδικείου Αθηνών στον τόμο ..., με αριθμό 168, η αποβιώσασα εγκατέστησε κληρονόμους της τις μικρανεψιές της Ε. σύζυγο Ι. Τ., εξετασθέντα, με την επιμέλεια της αρχικής ενάγουσας, μάρτυρα και την Δ. Δ., στις οποίες όρισε να περιέλθει από κοινού, αδιαίρετα και κατ’ ισομοιρία το εξ αδιαιρέτου μερίδιο της α) επί μίας ισογείου οικίας στην ... Αττικής (περιοχή Προσφυγικού Συνοικισμού), επί της οδού ..., β) επί ενός οικοπέδου, επιφανείας 487,50 τμ, στη θέση …, της ... Αττικής, επί της οδού ... και γ) επί των αγροτικών ακινήτων, που βρίσκονται στην κτηματική περιφέρεια του ... . Πέραν της διαθήκης αυτής, δημοσιεύθηκε, με τα 3743/2002 πρακτικά της συνεδρίασης της 6.9.2002 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και η από 20.5.2002 ιδιόγραφη διαθήκη της ιδίας, με αίτηση του που έχει καταχωρηθεί στα βιβλία διαθηκών του Πρωτοδικείου Αθηνών στον τόμο ..., με αριθμό 100, με την οποία άφησε κληρονόμο της τον εναγόμενο Ν. Σ., γιο της εξαδέλφης της Π., στα σπίτια της και τις καταθέσεις της στην Αμερική και την Ελλάδα, Αρχές Μαΐου 2002 η διαθέτης, η οποία ήταν έξυπνη, δραστήρια και καθόλα υγιής, εμφάνισε δύσπνοια και οι γιατροί συνέστησαν στον εναγόμενο, ο οποίος φρόντιζε τις υποθέσεις της, την συντήρηση και τα θέματα της υγείας της, την εισαγωγή της διαθέτιδος σε νοσοκομείο. Η εισαγωγή της έγινε προγραμματισμένα την 22.5.2002 στο νοσοκομείου ....., όπου μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο του ιδίου Νοσοκομείου και την συνόδευσε ο ίδιος και η μητέρα του Π. Σ., η οποία υπέγραψε και στο έντυπο εισαγωγής ασθενή του εν λόγω νοσοκομείου, με προδιάγνωση λοίμωξη αναπνευστικού και αιτία προσέλευσης "βήχας - οσφυαλγία", ενώ στα δεδομένα εισαγωγής της ανεγράφη ότι εμφάνισε προ 17 ημερών βήχα και επιδείνωση της οσφυαλγίας, ότι, λόγω του έντονου πόνου, προσπαθούσε να περιορίσει τον βήχα της, ότι έλαβε για μία εβδομάδα Vibramycin με αντιφλεγμονώδη, ότι υποχώρησε μερικώς η οσφυαλγία, παρέμεινε όμως ο βήχας και ότι η ασθενής προσήλθε για περαιτέρω έλεγχο και θεραπευτική αντιμετώπιση.

Στο νοσοκομείο η διαθέτης ζήτησε από τον εναγόμενο να συναντήσει δικηγόρο και ο εναγόμενος ειδοποίησε τον Α. Κ.. Στις 31.5.2002 ο ως άνω δικηγόρος επισκέφτηκε την διαθέτη, η οποία του παρέδωσε την ως άνω ιδιόγραφη διαθήκη της, παράλληλα τον συμβουλεύτηκε περί του ποίος ήταν ο επωφελέστερος φορολογικά τρόπος για την μεταβίβαση των οικιών της στην ... και την Αμερική, όταν δε εκείνος την συμβούλευσε ότι ο επωφελέστερος φορολογικά τρόπος ήταν η πώληση, του έδωσε εντολή να καλέσει συμβολαιογράφο, προκειμένου να του χορηγήσει συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο με τις εντολές να γίνουν οι μεταβιβάσεις των ακινήτων στον εναγόμενο. 11ρος τούτο ο ως άνω δικηγόρος ζήτησε και έλαβε την από 3.6.2002 ιατρική βεβαίωση, με την οποία βεβαιώθηκε ότι η διαθέτης νοσηλεύετο στο ως άνω Νοσοκομείο .........λόγω αναπνευστικών προβλημάτων - πιθανή λοίμωξη αναπνευστικού, ότι, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της διαπιστώθηκε νεφρική ανεπάρκεια για την οποία χρήζει υποστήριξης με τεχνικό νεφρό, ότι η γενική κατάσταση είναι σοβαρή και ότι διατηρεί την επαφή της με το περιβάλλον, τους συγγενείς της και τους ιατρούς της και ότι είναι σε κατάσταση να κάνει δικαιοπραξία. Την ίδια ημέρα η διαθέτης απεβίωσε και έτσι ματαιώθηκε η μεταβίβαση των ως άνω περιουσιακών της στοιχείων και με την επιμέλεια του ως άνω δικηγόρου, δημοσιεύθηκε, μετά τον θάνατο αυτής, η ως άνω ιδιόγραφη διαθήκη, που του είχε παραδοθεί, όπως προαναφέρθηκε.

Η διαθέτης Ό. Δ. Σ., είχε παντρέψει τους γονείς του εναγομένου και είχε βαπτίσει τον αδελφό του Σ. Σ. - εξετασθέντα μάρτυρα με την επιμέλεια του εναγομένου, και διατηρούσε στενές σχέσεις με όλη την οικογένεια του εναγομένου, στον οποίο είχε ιδιαίτερη συμπάθεια. Επί σειρά ετών ο πατέρας του εναγομένου, Δ. Σ., χειριζόταν, ως πληρεξούσιος της αποβιωσάσης, τις υποθέσεις αυτής στην Ελλάδα, περιβαλλόμενος από αυτήν με ιδιαίτερη εμπιστοσύνη. Κατά το έτος 1990, οι σχέσεις της αποβιωσάσης με τη οικογένεια του εναγομένου διαταράχθηκαν και στις 9.10.1995 άσκησε εναντίον του πατέρα του εναγομένου Δ. Σ. του ιδίου του εναγομένου Ν. Σ. και του αδελφού του Σ. Σ. την από 21.8.1995 (αρ. εκθ. κατ. 9218/1995) αγωγή της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αίτημα να αναγνωριστεί η ακυρότητα της πωλήσεως των 16/48 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου στον συνοικισμό "..."δυνάμει του .../5.1.1990 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Σπυριδούλας ............ ...............και το δικαίωμα της ιδίας επί της κυριότητας του ακινήτου αυτού, κατά τα ως άνω ιδανικά μερίδια. Επί της αγωγής αυτής δεν εκδόθηκε απόφαση, διότι, κατά την ημερομηνία συζήτησής της ματαιώθηκε η εκδίκασή της, αλλά ούτε και μέχρι τον χρόνο θανάτου της τότε ενάγουσας και ήδη κληρονομούμενης, ωστόσο, απορρίφθηκε με την 2008/2004 ήδη τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μετά την έκδοση της 4439/2005 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, η αίτηση των ως άνω εναγομένων για διαγραφή της αγωγής από τα βιβλία διεκδικήσεων, με το σκεπτικό ότι δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής της αγωγής αναγνώρισης της κυριότητας της ενάγουσας ούτε και οι ενοχικές αγωγές ακύρωσης του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου. Έκτοτε, οι σχέσεις της κληρονομούμενης με τον εναγόμενο αποκαταστάθηκαν, τον περιέβαλε με εμπιστοσύνη και ο εναγόμενος φρόντιζε για τις υποθέσεις της αποβιωσάσης, ενώ από το έτος 2001, που εγκαταστάθηκε πλέον μόνιμα στην Ελλάδα, την επισκεπτόταν τακτικά και φρόντιζε για την συντήρηση της και για τα θέματα της υγείας της. Πιο συγκεκριμένα, στις 25.1.2002 άνοιξε στην ........... τον ... λογαριασμό, με συνδικαιούχο τον εναγόμενο, σε δολάρια ΗΠΑ, ποσού 269.484,29 δολαρίων ΗΠΑ. Την ίδια ημερομηνία υπέβαλε στη ίδια Τράπεζα την .../25.1.2002 αίτησή της για επένδυση, από το ως άνω ποσό, 269.000 δολαρίων ΗΠΑ στο αμοιβαίο κεφάλαιο "............. ................."με συνδικαιούχο τον εναγόμενο, ενώ στις 14.7.1999 μηδένισε τον ... λογαριασμό αρχικής κατάθεσης ποσού 50.000 δολλ. ΗΠΑ, που είχε ανοίξει, στις 13.1.1999, με συνδικαιούχο την πρώτη καλούσα Α. Μ. - Π. και στις 16.1.2002 έκλεισε, με μεταφορά σε άλλον λογαριασμό, τον λογαριασμό της ... στην .... Τράπεζα της Ελλάδος, σε δολάρια ΗΠΑ, με συνδικαιούχο την άλλη θυγατέρα της αρχικής ενάγουσας ..., ποσού 57.454,79 δολαρίων ΗΠΑ. Στις 27.2.2002, ο εναγόμενος προέβη, για λογαριασμό της διαθέτου, στην κατάρτιση σύμβασης υδροληψίας ΕΥΔΑΠ για την υδροδότηση της οικίας αυτής επί της οδού ... στην .... Ο ίδιος ο εναγόμενος κατέβαλε στο Νοσοκομείο ......... τα έξοδα νοσηλείας της κληρονομούμενης, την αμοιβή των αποκλειστικών νοσοκόμων, που ο ίδιος είχε προσλάβει για την φροντίδα της κληρονομουμένης, κατά την διάρκεια της νοσηλείας της, ο ίδιος, μετά τον θάνατο αυτής, φρόντισε για την κηδεία και το 40ήμερο μνημόσυνο αυτής, καθώς και για την κάλυψη των εξόδων τόσο της κηδείας και του μνημοσύνου όσο και της ανακατασκευής του μνημείου της αποβιωσάσης και στις 22.4.2003 κατέβαλε, για λογαριασμό της αποβιωσάσης, 570 ευρώ στην Ε. Ε. Π., χειρούργο οδοντίατρο, για εξόφληση οδοντιατρικών εργασιών της αποβιωσάσης. Μετά την δημοσίευση της ως άνω ιδιόγραφης διαθήκης, ο εναγόμενος, πεπεισμένος για την γνησιότητα της διαθήκης και ως κληρονόμος της ως άνω αποβιωσάσης, με βάση την διαθήκη αυτή, προέβη στην καταβολή των φόρων κληρονομιάς και στις αναγκαίες επισκευές της ως άνω μονοκατοικίας της διαθέτου, έχοντας δαπανήσει σημαντικά ποσά, εν γνώσει της αρχικής ενάγουσας και των λοιπών ως άνω συγγενών της αποβιωσάσης, χωρίς καμία όχληση εκ μέρους αυτών, και μετά ταύτα εγκαταστάθηκε σ’ αυτήν με την οικογένειά του. Με την υπό κρίση αγωγή η αρχική ενάγουσα, μόνη αυτή εκ των ως άνω εγγυτέρων συγγενών της διαθέτου, άσκησε την υπό κρίση αγωγή, ισχυριζόμενη ότι η ένδικη ιδιόγραφη διαθήκη είναι πλαστή, ενώ η Ε. Μ., άλλη πρωτεξαδέλφη της διαθέτου κατέθεσε, στις 24.10.2003, μήνυση εναντίον του εναγομένου, ισχυριζόμενη ότι η διαθήκη αυτή ήταν πλαστή και ότι πλαστογράφος είναι ο εναγόμενος Ν. Σ.. Για την ενίσχυση του ισχυρισμού της αυτού η εγκαλούσα ανέθεσε στον γραφολόγο Μ. Μ. την εξέταση της ένδικης διαθήκης και ο τελευταίος συνέταξε την από 1 8.10.2003 γραφολογική έκθεση με την οποία αποφάνθηκε ότι η διαθήκη δεν είναι γνήσιο γραφικό προϊόν της Ό. Σ. Δ.. Κατόπιν αυτού ο εγκαλούμενος ανέθεσε, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, τη γραφολογική εξέταση της διαθήκης στη γραφολόγο Μ. - Μ. Κ., η οποία με την από 9.2.2004 έκθεσή της αποφάνθηκε ότι η διαθήκη έχει συναχθεί και υπογραφεί από την ίδια τη διαθέτη. Στα πλαίσια της μηνύσεως αυτής και δυνάμει της 315/4.8.2004 διάταξης της Πταισματοδίκου του 24ου Ανακριτικού Τμήματος Αθηνών, διορίστηκε πραγματογνώμων ο ειδικός δικαστικός γραφολόγος Θ. Β., ο οποίος, αφού εξέτασε την ένδικη διαθήκη σε πρωτότυπο, σε σύγκριση με τα έγγραφα που σ’ αυτήν αναφέρονται, η γνησιότητα των οποίων δεν έχει αμφισβητηθεί, με την από 28.9.2004 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης εμπεριστατωμένη επιχειρηματολογία, ότι η ένδικη διαθήκη γράφηκε, χρονολογήθηκε και υπογράφηκε από την ίδια την διαθέτη Ό. Σ. και ότι είναι καθόλα γνήσια, δυνάμει δε της ΕΓ 94- 04/277/24Δ/2004 διάταξης της Εισαγγελέως Πρωτοδικών απορρίφθηκε η ως άνω έγκληση της Ε. χήρας Λ. Μ.. Κατά της διάταξης αυτής η εγκαλούσα άσκησε την 352/2004 προσφυγή, η οποία με την 813/04 διάταξη της Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ’ ουσία.

Η γραφή της ένδικης ιδιόγραφης διαθήκης είναι ευανάγνωστη και επιμελημένη, λόγω της σπουδαιότητας του εγγράφου, χρησιμοποιούνται Ελληνικά γράμματα με ανάμιξη ολίγων γραμμάτων Λατινικής γραφής (Αγγλικά), ο τονισμός είναι ελλιπής (ήτοι από τις 25 λέξεις που παίρνουν τόνο, τονίζονται μόνο έξι, ενώ από τις 9 λέξεις που παίρνουν πνεύματα, έχουν τεθεί μόνο σε μία εξ αυτών), όπως και επί της, μη αμφισβητούμενης γνησιότητας, γραφής της κληρονομουμένης στην πλησιόχρονη, προς την εν λόγω διαθήκη, επιστολή αυτής σε φάκελο με ημερομηνία ταχυδρόμησης 1 2.4.2000, (όπου οι περισσότερες λέξεις δεν έχουν τόνο και από τις ένδεκα λέξεις, που κατά το πολυτονικό σύστημα φέρουν πνεύματα, μόνο τέσσερεις φέρουν αυτά) και η υπογραφή της περιλαμβάνει το όνομα και το επώνυμο της με αγγλικούς χαρακτήρες και μεταξύ αυτών το αρχικό του πατρωνύμου με καλλιγραφική μορφή, όπως και στην, μη αμφισβητουμένης γνησιότητας, υπογραφή της κληρονομουμένης στο 7002093 843 ξενόγλωσσο έγγραφο που περιέχεται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Γ. Χ. και έχει γραφεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί από την ίδια την διαθέτη Ό. Σ., αλλά και σε τραπεζικά έγγραφα, που ο εκκαλών νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει. Την γνησιότητα της ένδικης διαθήκης επιβεβαιώνει και ο εξετασθείς, με την επιμέλεια του εναγομένου, μάρτυρας Σ. Σ., ο οποίος γνώριζε καλά τον γραφικό χαρακτήρα της διαθέτου, που τον είχε βαπτίσει και ελάμβανε τακτικά επιστολές της από την Αμερική. Η κατάθεση αυτού ενισχύεται και από τις ένορκες βεβαιώσεις της Π. Σ., μητέρας του εναγομένου και πρώτης εξαδέλφης της κληρονομουμένης, με την οποία, όπως προαναφέρθηκε, είχε στενές σχέσεις και η οποία γνώριζε καλά τον γραφικό αυτής χαρακτήρα, αλλά και από την ένορκη κατάθεση του Α. Κ., στον οποίο προσωπικά παραδόθηκε από την διαθέτη η ένδικη διαθήκη και στον οποίο διατυπώθηκε από την κληρονομουμένη η πραγματική βούλησή της να μεταβιβαστούν τα ως άνω περιουσιακά της στοιχεία στον εναγόμενο με τον οποίο, άλλωστε, διατηρούσε άριστες σχέσεις, κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Βέβαια, η αρχική ενάγουσα και οι έχοντες υπεισέλθει στην θέση αυτής ισχυρίστηκαν ότι η διαθέτης, κατά τον χρόνο που φέρεται συνταχθείσα η ένδικη διαθήκη, ήταν υπέργηρος και η κατάσταση της υγείας της δεν της επέτρεπε να έχει δεν αποδείχθηκε, ωστόσο, η ουσιαστική βασιμότητα του ισχυρισμού τους αυτού. Η κατάθεση του εξετασθέντος, με την επιμέλεια της αρχικής ενάγουσας, μάρτυρα Ι. Τ., συζύγου της Ε. Τ., μικρανεψιάς της κληρονομουμένης και τετιμημένης με την προαναφερθείσα πρώτη δημόσια διαθήκη αυτής, είναι γενικόλογη και ασαφής και από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που οι έχοντες υπεισέλθει στη θέση της αρχικής εφεσίβλητης νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν δεν συνάγεται απόδειξη ικανή να θεμελιώσει δικανική πεποίθηση περί της αδυναμίας της διαθέτιδος να συντάξει την ως άνω διαθήκη, δεδομένου ότι αποκρούονται από την κατάθεση του εξετασθέντος, με την επιμέλεια του εναγομένου, μάρτυρα, ο οποίος κρίνεται ότι δεν προσδοκά άμεσο έννομο συμφέρον από την έκβαση της δίκης, εφόσον δεν είναι τετιμημένος με τη διαθήκη, αντίθετα, λόγω της ως άνω σχέσης του με την κληρονομούμενη, γνώριζε τον γραφικό χαρακτήρα αυτής και είχε ιδίαν αντίληψη περί της καταστάσεως της υγείας αυτής, κατά τον χρόνο συντάξεως της ένδικης διαθήκης, όπως και για την κατάσταση της υγείας αυτής, όταν είχε εισαχθεί στο νοσοκομείο, βεβαιώνοντας ότι η κληρονομούμενη είχε διαύγεια πνευματική μέχρι τον επελθόντα θάνατο αυτής, αλλά και από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που ο εναγόμενος - εκκαλών νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει. Βέβαια, η διορισθείσα με την 2947/2004 απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου πραγματογνώμονας Β. Σ., όπως και η διορισθείσα με την 3093/2007 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου πραγματογνώμονας Ε. Π., καταλήγουν, στο συμπέρασμα, η μεν πρώτη, ότι η ένδικη διαθήκη δεν έχει γραφεί, χρονολογηθεί και υπογράφει από την κληρονομουμένη Ό. Σ. Δ., η δε δεύτερη ότι πρόκειται περί διαθήκης η οποία δεν είναι γνήσιο γραφικό προϊόν της κληρονομούμενης Ό. Σ. - Δ., αλλά αποτελεί άστοχη απομίμηση της γνήσιας αυτής γραφής και υπογραφής. Υπέρ της γνωμοδότησης αυτών συνηγορούν με τις από 18.10.2003 και 28.12.2005 εκθέσεις τους οι ενεργήσαντες γραφολογική εξέταση της διαθήκης με την επιμέλεια της αρχικής ενάγουσας, δικαστικοί γραφολόγοι Μ. Μ. και Γ. Χ. αντίστοιχα. Από τους γραφολόγους αυτούς, ο πρώτος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται περί διαθήκης η οποία δεν είναι το γνήσιο γραφικό προϊόν της Ο. Σ. - Δ., αλλά αποτελεί χονδροειδή και άστοχη απομίμηση της γνήσιας αυτής γραφής και υπογραφής και ότι τούτο επισφραγίζεται και από το ολιγόστιχο και επιμελημένο του χειρογράφου κειμένου της υπό έλεγχο διαθήκης, τουθ’ όπερ ουδόλως συνάδει προς το βαθύτατο γήρας της διαθέτιδας και της εν γένει υγιεινής αυτής κατάστασης, καθ’ όσον μετ’ ολιγοήμερη παρέλευση από της ημερομηνίας της διαθήκης η εν λόγω διαθέτης απεβίωσε και ο δεύτερος στο τελικό συμπέρασμα ότι η φερόμενη ιδιόγραφη διαθήκη της Ο. Σ. είναι καθ’ ολοκληρίαν πλαστή με αποτυχημένη ελεύθερη απομίμηση γνησίων κειμένων γραφής και γνήσιων υπογραφών της φερόμενης διαθέτιδας και ότι η γραφολογική πραγματογνωμοσύνη του Θ. Β. δεν συντάχθηκε βάσει των αρχών και κανόνων της δικαστικής γραφολογίας και το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει είναι απόλυτα εσφαλμένο. Οι ως άνω εκθέσεις, ωστόσο, δεν κρίνονται ικανές να οδηγήσουν σε αντίθετη ασφαλή κρίση διότι το περιεχόμενο αυτών αναιρείται από τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, αλλά και από την έκθεση της διορισθείσας από τον εναγόμενο τεχνικής σύμβουλου Μ. - Μ. Κ., δικαστικής γραφολόγου, η οποία με την από 15.4.2005 έκθεσή της, καθώς και με την προηγούμενη από 9.2.2004, κατόπιν γραφολογικής έρευνας της διαθήκης, κατ’ εντολή του εναγομένου, καταλήγει στο τελικό συμπέρασμα ότι η από 20.5.2002 ιδιόγραφη διαθήκη είναι γνήσια διαθήκη αυτής, συνταχθείσα και υπογραφείσα με το χέρι της Ο. Σ. και ότι το συμπέρασμα, στο οποίο βασίζεται η από 18.10.2004 έκθεση της διορισθείσας πραγματογνώμονος Β. Σ. είναι τόσο ελλιπές όσο και εσφαλμένο, άποψη που ενισχύεται και από την έκθεση του διορισθέντος, με την 315/2004 διάταξη της 20ης Πταισματοδίκου Αθηνών, πραγματογνώμονος Θ. Β., αλλά και από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα. Η διάσταση των απόψεων των γνωμοδοτησάντων γραφολόγων οφείλεται στην απουσία εγγράφου φέροντος γραφή συσταθείσα κάτω από ανάλογες συνθήκες τυπικότητας ή επισημότητας με το αντίστοιχο της υπό κρίση διαθήκης. Οι συνθήκες αυτές, ωστόσο, ερμηνεύουν τη βραδεία και επιμελή χάραξη του κειμένου αυτής και αιτιολογούν την πλέον καλλιεπή εμφάνιση των στοιχείων της, που, με βάση τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα, κρίνεται ότι είναι χαραγμένα μέσα στα πλαίσια των γραφικών συνηθειών της διαθέτιδος και αντανακλούν την βούληση αυτής να καταστήσει κληρονόμο της τον εναγόμενο στα σπίτια της και τις καταθέσεις της στην Αμερική και την Ελλάδα, και την βούλησή της αυτή είχε εκφράσει και εν ζωή με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, με την συμπεριφορά της προς τον ίδιο τον εναγόμενο - εκκαλούντα, στον οποίο, όπως προαναφέρθηκε, ανέθεσε το σύνολο των υποθέσεων που αφορούσαν την συντήρησή της, την υγεία της και την διαχείριση των οικονομικών της, καθιστώντας τον συνδικαιούχο των σημαντικών ως άνω λογαριασμών της, αλλά και ενώπιον του προαναφερθέντος δικηγόρου Α. Κ., όταν, με την παρουσία και μίας νοσοκόμου, του παρέδωσε την ένδικη διαθήκη. Με βάση τις ως άνω παραδοχές το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του, απέρριψε την ένδικη αγωγή αναγνωρίσεως ακυρότητας της επίδικης ιδιόχειρης διαθήκης, έκανε δεκτή την ασκηθείσα έφεση κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης και εξαφάνισε αυτή που είχε εκφέρει διαφορετική κρίση. Ετσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης εξαιτίας ανεπαρκών αιτιολογιών ως προς τη συνδρομή των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της προδιαληφθείσης ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 1721 ΑΚ που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, διευκρινίζεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι η επίδικη διαθήκη της διαθέτιδος Ο. χήρας Ε. Σ., έχει συνταχθεί, υπογραφεί και χρονολογηθεί από την ίδια τη διαθέτη ώστε με βάσιμη και επαρκή αιτιολογία καταλήγει στην κρίση του το Εφετείο ότι η ιδιόγραφη αυτή διαθήκη είναι καθ’ όλα έγκυρη. Επομένως ο πρώτος λόγος αναίρεσης με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 270 -αρ. 2 εδάφιο γ’ Κ.Πολ.Δ., όπως ήδη ισχύει μετά την αντικατάστασή της με τη διάταξη του άρθρου 17 ν. 2915/2001 από 1-1-2002 (άρθρο 15 ν. 2943/2001) που κατά τη διάταξη του άρθρου 524 § 1 του ίδιου Κώδικα, εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, αν με την έφεση προσβάλλεται απόφαση των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη, ή συμβολαιογράφου ή προξένου, λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρείς για κάθε πλευρά και μόνον αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση ... Έτσι, οι εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις είναι επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο κατά την αντίστοιχη πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια διαδικασία της υπόθεσης και λαμβάνονται υπόψη μόνο αν σωρευτικά συντρέχουν και οι δύο απαιτούμενες προϋποθέσεις δηλαδή να έχουν συνταχθεί 1) πριν από την ημέρα της δικασίμου της υπόθεσης του αντίστοιχου δικαστηρίου στο οποίο προσκομίζονται και 2) να έχουν ληφθεί μετά προηγουμένη κλήτευση του αντιδίκου, δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από αυτές. Δεν αρκεί, όμως, η βεβαίωση ... ένορκη βεβαίωση από το συμβολαιογράφο περί νόμιμης κλήτευσης του αντιδίκου, δεδομένου ότι η κλήτευση και ο χρόνος αυτής, ο έλεγχος των οποίων ανήκει στο δικαστήριο, αποδεικνύεται από τον επικαλούμενο και προσκομίζοντα την ένορκη βεβαίωση με την προσκομιδή της σχετικής έκθεσης επίδοσης που αποτελεί δημόσιο έγγραφο και παράγει πλήρη απόδειξη και όχι από την ένορκη βεβαίωση αυτή καθ’ εαυτή. Η βεβαίωση δε του δικαστηρίου ότι προσκομίζεται ή όχι ένα έγγραφο, αφορά σε πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά (άρθρο 561 §1 Κ.Πολ.Δ.). Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τον αριθμό 11 περ. β’ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια ότι το Δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη την υπ’ αριθμ. …/29-10-2012 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών .................... της μάρτυρος Ε. Τ. - Δ. με την αιτιολογία ότι δεν αποδεικνύεται η νόμιμη κλήτευση του εκκαλούντος δεδομένου ότι δεν αρκεί η αναφορά του συμβολαιογράφου στην ένορκη βεβαίωση του νομοτύπου της γνωστοποιήσεως της εξετάσεως ενώπιον αυτού μάρτυρος, αν και η λήψη της ανωτέρω ένορκης βεβαίωσης έγινε μετά από νόμιμη κατά το άρθρο 270 § 2 Κ.Πολ.Δ. κλήτευση του εναγομένου όπως τούτο βεβαιώνεται από τη συντάξασα την ένορκη βεβαίωση συμβολαιογράφο, η οποία κάνει μνεία του γεγονότος αυτού, στην ανωτέρω ένορκη βεβαίωση. Ο λόγος αυτός σύμφωνα με τα προεκτεθέντα είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, πλήττων την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση περί των πραγμάτων του δικαστηρίου της ουσίας. Επειδή, ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναιρέσεως, είναι το έννομο συμφέρον. Οταν λείπει το έννομο συμφέρον, ο λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος, ιδίως όταν είναι αλυσιτελής διότι η προβαλλομένη πλημμέλεια δεν επιδρά κατά νόμο στο διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης. Έτσι, επί επαλλήλων αιτιολογιών, κύριων ή επικουρικών, κάθε μία από τις οποίες στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό ή το παραδεκτό του αποδεικτικού μέσου, αν έστω και μία δεν πλήττεται ή πλήττεται ανεπιτυχώς διότι απορρίπτονται οι λόγοι κατ’ αυτής, οι λόγοι που πλήττουν τις υπόλοιπες είναι αλυσιτελείς (ΑΠ 164/1994). Με τον ίδιο δεύτερο λόγο αναίρεσης, αποδίδεται πλημμέλεια στην προσβαλλομένη απόφαση, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την ως άνω υπ’ αριθμ. .../29-10-2012 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών .......... ............ της μάρτυρος Ε. Τ. - Δ. και με την πρόσθετη αιτιολογία ότι "έγινε απαραδέκτως επίκληση αυτής με την προσθήκη στις έγγραφες προτάσεις μετά τη συζήτηση μέσα στην προθεσμία της προσθήκης και αντίκρουσης, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε αποδεικνύεται ότι προσκομίστηκε σε αντίκρουση ισχυρισμών του εκκαλούντος που προβλήθηκαν για πρώτη φορά με τις προτάσεις ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου", ενώ έπρεπε να τη λάβει υπόψη σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 237 § 3 Κ.Πολ.Δ., η οποία εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης κατά το άρθρο 524 Κ.Πολ.Δ., εφόσον, προσκόμισαν την ως άνω ένορκη βεβαίωση σε αντίκρουση των ισχυρισμών του αναιρεσιβλήτου που προβλήθηκαν για πρώτη φορά στο Εφετείο με τις από 18-4- 2013 προτάσεις του ότι η κατάσταση της υγείας της Ο. Σ. στις 20-5-2002 όταν φέρεται ότι συνέταξε την επίδικη διαθήκη ήταν κατάσταση ανθρώπου έχοντος σώας τα φρένας χωρίς ιδιαίτερα, ιδίως καρδιοαναπνευστικά προβλήματα και προς απόδειξη του ισχυρισμού αυτού προσεκόμισε ο αναιρεσίβλητος το από 22-5-2002 έντυπο εισαγωγής στο νοσοκομείο .... , το από 22-5-2002 δελτίο δεδομένων εισαγωγής τη συνταγή της ιατρού Μ. και ιατρική βεβαίωση του ιατρού Γ. των οποίων έκανε ειδική μνεία στις προτάσεις του. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής διότι η προβαλλομένη πλημμέλεια δεν επιδρά στο διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης, εφόσον πρόκειται περί επάλληλης αιτιολογίας και η κύρια ως άνω αιτιολογία πλήττεται ανεπιτυχώς με τον προαναφερόμενο λόγο αναίρεσης. Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, η ένδικη αίτηση αναίρεσης έπρεπε να γίνει δεκτή κατά τον πρώτο λόγο αυτής διότι έτσι που έκρινε το Εφετείο στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση εξαιτίας ανεπαρκών αιτιολογιών ως προς τη συνδρομή των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της προδιαληφθείσης ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 1721 ΑΚ που καθιστούν αδύνατο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, δεν διευκρινίζει το Εφετείο αν η επίμαχη διαθήκη της Ο. χήρας Ε. Σ., έχει συνταχθεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί από την ίδια τη διαθέτη ώστε με βάσιμη και επαρκή αιτιολογία καταλήξει στη κρίση του ότι είναι έγκυρη η ιδιόγραφη αυτή διαθήκη. Η αναφορά στην προσβαλλομένη απόφαση στο τέλος πρώτης σελίδας του ένατου φύλλου αυτής, ότι η ένδικη διαθήκη γράφηκε, χρονολογήθηκε και υπογράφηκε από την ίδια τη διαθέτη Ο. Σ. και ότι είναι καθ’ όλα γνήσια, δεν συνιστά παραδοχή της απόφασης που στηρίζει το διατακτικό της διότι η ως άνω κρίση αποδίδεται στον πραγματογνώμονα ειδικό δικαστικό γραφολόγο Θ. Β., ο οποίος διορίστηκε, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 315/4-8-2004 διάταξης της Πταισματοδίκου του 24ου Ανακριτικού Τμήματος Αθηνών στα πλαίσια μηνύσεως εναντίον του εναγομένου για πλαστογραφία της επίδικης ιδιόγραφης διαθήκης. Επίσης, δεν συνιστά παραδοχή της αποφάσεως η αναφορά στη δεύτερη σελίδα του ενάτου φύλλου ότι "η υπογραφή της περιλαμβάνει το όνομα και το επώνυμό της με αγγλικούς χαρακτήρες και μεταξύ αυτών το αρχικό του πατρωνύμου με καλλιγραφική μορφή, όπως και στη μη αμφισβητουμένης γνησιότητας, υπογραφή της κληρονομουμένης στο .................... ξενόγλωσσο έγγραφο που περιέχεται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Γ. Χ. και έχει γραφεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί από την ίδια τη διαθέτη Ο. Σ., αλλά και σε τραπεζικά έγγραφα που ο εκκαλών νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει "αφού αυτή (αναφορά) γίνεται για ξενόγλωσσο έγγραφο που είχε συντάξει και υπογράψει η διαθέτης Ο. Σ. και για τραπεζικά έγγραφα που ο αναιρεσίβλητος επικαλέσθηκε και προσκόμισε. Ούτε βεβαίως συνιστά παραδοχή της απόφασης η αναφορά σ’ αυτή ότι "οι ως άνω εκθέσεις ... δεν κρίνονται ικανές να οδηγήσουν σε αντίθετη ασφαλή κρίση, διότι το περιεχόμενο αυτών αναιρείται από τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, αλλά και από την έκθεση της διορισθείσας από τον εναγόμενο τεχνικής συμβούλου Μ. - Μ. Κ. η οποία με την από 15-4-2005 έκθεσή της ... κατόπιν γραφολογικής έρευνας της διαθήκης κατ’ εντολή του εναγομένου, καταλήγει στο τελικό συμπέρασμα ότι η από 20-5-2002 ιδιόγραφη διαθήκη είναι γνήσια διαθήκη αυτής συνταχθείσα και υπογραφείσα με το χέρι της Ο. Σ.", αφού αυτή αφορά σε αιτιολόγηση της εκθέσεως της διορισθείσης από τον εναγόμενο τεχνικής συμβούλου Μ. - Μ. Κ.. Κατ’ ακολουθίαν των παραπάνω πρέπει να απορριφθεί η ένδικη από 12-2-2014 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 5173/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών και να καταδικασθούν οι ηττώμενοι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου κατά το βάσιμο αίτημα αυτού (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.) και να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 § 4 Κ.Πολ.Δ., όπως προστέθηκε με άρθρο 12 § 2 ν/4055/2012.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 12-2-2014 αίτηση των Α. Π., Α. Μ. Φ. Μ. για αναίρεση της υπ’ αριθ. 5173/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Απριλίου 2015.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 27 Μαΐου 2015.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.



Ιδιόγραφη διαθήκη. Προϋποθέσεις του κύρους της. Κατάθεση της ιδιόγραφης διαθήκης από το διαθέτη σε συμβολαιογράφο για φύλαξη. Στη περίπτωση αυτή ο συμβολαιογράφος θεωρείται κάτοχος της διαθήκης,....Αριθμός 273/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

$
0
0

ΑΡΙΘΜΟΣ 1625/2010   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ - ΑΡΘΡΟ 372 Κλοπή. Έννοια. Στοιχεία. Μπορεί να αποτελούν αντικείμενο αυτής και έγγραφα αποδεικτικά δικαιώματος. Κλοπή ευτελούς αξίας. Το ευτελές δεν κρίνεται από την αξία του κλαπέντος αυτού καθ'εαυτού, αλλά από εκείνη που έχει στις συναλλαγές. Αιτιολογία πλήρης και εμπεριστατωμένη. Πρέπει να εκτείνεται και επί των αυτοτελών ισχυρισμών. Έννοια τελευταίων. Συνιστά και εκείνος περί του ότι το αντικείμενο της κλοπής είναι ευτελούς αξίας. Πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς η επ'αυτού κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 486/2007). Εσφαλμένη ερμηνεία εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εκ πλαγίου παράβαση. Πότε υπάρχει. Απορρίπτει αίτηση

273/2014 ΑΠ ( 639484) 
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Ιδιόγραφη διαθήκη. Προϋποθέσεις του κύρους της. Κατάθεση της ιδιόγραφης διαθήκης από το διαθέτη σε συμβολαιογράφο για φύλαξη. Στη περίπτωση αυτή ο συμβολαιογράφος θεωρείται κάτοχος..
της διαθήκης, οπότε οφείλει να την εμφανίσει για δημοσίευση, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, μόλις πληροφορηθεί το θάνατο του διαθέτη. Αμφισβήτηση της γνησιότητας ιδιόγραφης διαθήκης. Διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Η κρίση του Δικαστηρίου περί της γνησιότητας της επίδικης διαθήκης δεν ήρθη από όσα αναφέρει ο δικαστικός γραφολόγος στη σχετική γνωμοδότησή του, ότι «επί του φύλλου χάρτου στο οποίο έχει γραφεί η διαθήκη είχαν εντοπιστεί «λευκά» εγχάρακτα ίχνη γραφής τα οποία δεν προέρχονταν από το χέρι της διαθέτιδας και τα οποία κατά τη γνώμη αυτού είχαν προέλθει από πρωτότυπες εγγραφές άλλου εγγράφου το οποίο βρισκόταν πάνω στο έντυπο επί του οποίου γράφηκε η ελεγχόμενη διαθήκη, καθόσον το γεγονός και μόνο αυτό δεν καθιστούσε πλαστό το κείμενο της διαθήκης, αφού δεν συνδεόταν, ούτε σχετιζόταν με κάποιο άλλο εύρημα το οποίο να οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι κάτι επιλήψιμο έλαβε χώρα κατά τη σύνταξη της επίδικης διαθήκης. Απορρίπτει την αναίρεση της υπ΄ αριθ. 224/2011 απόφασης του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.


  
Αριθμός 273/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ` Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Aσπασία Μαγιάκου, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1)Μ. Ρ. του Π., 2)Π. Ρ. του Μ., 3)Κ. Ρ. του Μ., 4)Ε. Ρ. του Μ., κατοίκων ... 5) Α. συζ. Α. Τ., το γένος Π. Ρ. και 6)Κ. συζ. Π. Κ., το γένος Π. Ρ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Άγγελο Τσάση.

Του αναιρεσιβλήτου: Γ. Ρ. του Π., κατοίκου ... και προσωρινά ... ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Ράρρη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/11/2006 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Φλώρινας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 24/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 224/2011 του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 24/10/2012 αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Aσπασία Μαγιάκου ανέγνωσε την από 30/10/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.

Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1718 ΑΚ, διαθήκη, για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 ΑΚ είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1721 εδ.α` ΑΚ, η ιδιόγραφη διαθήκη, για να είναι έγκυρη, πρέπει να γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, να χρονολογείται και να υπογράφεται από αυτόν. Σε περίπτωση παράβασης των τριών αυτών όρων επέρχεται κατ` αρχήν η ακυρότητα της διαθήκης, λόγω έλλειψης του ουσιαστικού της τύπου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1722 ΑΚ, η ιδιόγραφη διαθήκη μπορεί να κατατεθεί από το διαθέτη σε συμβολαιογράφο για φύλαξη, κατά τις κοινές διατάξεις για κατάθεση εγγράφων. Ο τελευταίος, μάλιστα, θεωρείται σε αυτή την περίπτωση κάτοχος της διαθήκης, οπότε οφείλει, κατ` άρθρο 1774 ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 807 παρ.1 ΚΠολΔ, να την εμφανίσει για δημοσίευση, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, μόλις πληροφορηθεί το θάνατο του διαθέτη. Εξάλλου, από το συνδυασμό των άρθρων 340, 387, 390 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης και οι γνωμοδοτήσεις προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης σε ζητήματα που αφορούν εκκρεμή δίκη που διόρισε το δικαστήριο ή που συντάχθηκαν με αίτηση κάποιου διαδίκου και προσκομίζονται από αυτόν, εκτιμώνται ελεύθερα από το δικαστήριο, και επομένως, η κρίση αυτού ως προς την εκτίμηση των πιο πάνω εκθέσεων και γνωμοδοτήσεων δεν είναι ανάγκη να αιτιολογείται και δεν ελέγχεται αναιρετικώς. Περαιτέρω, ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ δημιουργείται όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας δεν περιέχονται καθόλου ή δεν περιγράφονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά εκείνα γεγονότα που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του εφαρμοσθέντος κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή αν έγινε ή όχι ορθός νομικός χαρακτηρισμός των κρίσιμων πραγματικών γεγονότων, όχι όμως και όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του συνταχθέντος από αυτές και με σαφήνεια διατυπωμένου αποδεικτικού πορίσματος. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα:

"Η Π. χηρ. Π. Ρ., γεννηθείσα στις 27-2-1917, μητέρα των πρώτου, πέμπτης και έκτης των εναγόντων, του εναγομένου και γιαγιά των λοιπών εναγόντων, μετά το θάνατο του συζύγου της Π. Ρ., το έτος 1983, κατοικούσε μόνη της στη συζυγική οικία, που βρίσκεται στο Δ.Δ. ... του Δήμου .... Μετά από ατύχημα, που συνέβη την 6-10-1997, η προαναφερόμενη υπέστη διατροχαντήριο κάταγμα αριστερού ισχίου, και γι` αυτό νοσηλεύθηκε στο Γ.Ν. Νοσοκομείο Φλώρινας μέχρι τις 21- 10-1997, οπότε και εξήλθε σε σχετικώς καλή γενική κατάσταση. Μετά την έξοδο της από το νοσοκομείο διέμενε για περίπου ένα χρόνο στην οικία του πρώτου ενάγοντος, υιού της, στη .., όπου την φρόντιζαν ο τελευταίος με τη σύζυγο του, ως και η θυγατέρα της Μ., η οποία επισκέπτετο πολύ συχνό την οικία του αδελφού της, προκειμένου να φροντίζει τη μητέρα της. Κατά το χρόνο της παραμονής της στην οικία του υιού της και ενώ βρισκόταν σε κατάσταση αδυναμίας να φροντίσει τον εαυτό της και να αυτοεξυπηρετηθεί, προσκάλεσε εκεί, στις 22-11- 1997, τη συμβολαιογράφο Φλώρινας ............................. , όπου με την παρουσία τριών μαρτύρων συνέταξε την υπ` αριθμ. .../ 22-11-1997 δημόσια διαθήκη της, με την οποία εγκατέστησε κληρονόμους της τους υιούς της Γ. (εναγόμενο) και Μ. (πρώτο ενάγοντα), τις θυγατέρες της Μ. Τ. και Α. Τ. (πέμπτη ενάγουσα) και τα εγγόνια της, Κ., Π. και Ε. Ρ. του Μ. (δεύτερο, τρίτο και τέταρτη ενάγοντες), στους οποίους κατέλειπε όλη την ακίνητη περιουσία της. Ένα χρόνο περίπου μετά το ως άνω ατύχημα, η προαναφερομένη επέστρεψε στην οικία της στη ..., όπου κατοικούσε μόνη της και αυτοεξυπηρετείτο, με τη συνδρομή βεβαίως και των τέκνων της, έχοντας διαύγεια πνεύματος και ικανότητα να γράφει. Ακολούθως, μετά την πάροδο τριών ετών περίπου από τη σύνταξη της ως άνω διαθήκης, η τελευταία προσκάλεσε εκ νέου την ίδια συμβολαιογράφο, ................... , στο ξενοδοχείο με την επωνυμία "........................"στη .., όπου αφού προσήλθε η συμβολαιογράφος στο ... δωμάτιο του πρώτου ορόφου, η Π. Ρ. παρέδωσε σε αυτήν προς φύλαξη ένα κλειστό ταχυδρομικό φάκελο, δηλώνοντας σε αυτήν ταυτοχρόνως ότι ο φάκελος αυτός περιείχε τη διαθήκη της. Η συμβολαιογράφος παρέλαβε το φάκελο, συνέταξε την υπ` αριθμ. .../4-10-2000 πράξη κατάθεσης ιδιόγραφης διαθήκης, την οποία αφού ανάγνωσε, υπέγραψαν αμφότερες και ακολούθως αποχώρησε. Η Π. Ρ., η οποία απεβίωσε την 8-4-2005, σε ηλικία 88 ετών, θέλησε η παράδοση της ιδιόγραφης διαθήκης στη συμβολαιογράφο να γίνει στο παραπάνω ξενοδοχείο, προφανώς διότι ήθελε να παραμείνει μυστική η ύπαρξη και το περιεχόμενο της, φοβούμενη τις αντιδράσεις του πρώτου ενάγοντος, υιού της. Περί τα τέλη του καλοκαιριού του 2005, ο τελευταίος προσκόμισε στην προαναφερομένη συμβολαιογράφο μία ληξιαρχική πράξη θανάτου της μητέρας του και ζήτησε τη δημοσίευση της ως άνω δημόσιας διαθήκης της, αγνοώντας την ύπαρξη της δεύτερης και χρονικά μεταγενέστερης ιδιόγραφης διαθήκης. Στις 13-10-2005, η συμβολαιογράφος προσήλθε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Φλώρινας προσκομίζοντας τόσο τη δημόσια διαθήκη όσο και τον κλειστό φάκελο με τη δεύτερη, ιδιόγραφη διαθήκη και κατέθεσε τις υπ` αριθμ. καταθ. 77 και 78/2005 αιτήσεις της, για δημοσίευση τούτων. Με το υπ` αριθμ. 141/13-10-2005 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Φλώρινας δημοσιεύθηκε η υπ` αριθμ. .../1997 δημόσια διαθήκη της Π. Ρ., ενώ με το υπ` αριθμ. 136/13-10- 2005 πρακτικό του ιδίου δικαστηρίου δημοσιεύθηκε και θεωρήθηκε η από 21-9-1999 ιδιόγραφη διαθήκη της ιδίας. Με την τελευταία αυτή διαθήκη, η Π. Ρ. εγκατέστησε κληρονόμο της σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία της τον υιό της Γ. Ρ. (εναγόμενο), ενώ στα υπόλοιπα τέκνα της, Μ. Ρ., Α. Τ., Κ. Κ. (πρώτο, πέμπτη και έκτη ενάγοντες) και Μ. Τ. άφησε 100.000 δραχμές στον καθένα. Από το περιεχόμενο της τελευταίας και χρονικά μεταγενέστερης διαθήκης, προκύπτει σαφώς ότι η διαθέτης ανακαλεί την προηγούμενη δημόσια διαθήκη της (αρθρ. 1763 και 1764 ΑΚ). Ακολούθως, ο εναγόμενος με την υπ` αριθμ. καταθ. 148/30-11-2005 αίτησή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Φλώρινας, ζήτησε να κηρυχθεί κύρια η από 21-9-1999 ιδιόγραφη διαθήκη. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, την 9-2-2006, άσκησαν παρέμβαση οι πρώτος, πέμπτη και έκτη ενάγοντες, με την οποία αμφισβήτησαν τη γνησιότητα της διαθήκης. Προσκόμισαν δε, μεταξύ άλλων, και την από 1-2-2006 γραφολογική γνωμοδότηση του Χ. Μ., ειδικού δικαστικού γραφολόγου Αθηνών, σύμφωνα με την οποία η εν λόγω διαθήκη δεν συντάχθηκε ούτε υπογράφηκε από την Π. Ρ., αλλά από άγνωστο πρόσωπο, δηλαδή ήταν πλαστή και γι` αυτό ζήτησαν να απορριφθεί η αίτηση. Το Δικαστήριο, με την υπ` αριθμ. 86/2006 απόφαση του, αφού συνεκδίκασε την αίτηση και την παρέμβαση, απέρριψε την τελευταία ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης προδικασίας, καθόσον αυτή ασκήθηκε προφορικώς στο ακροατήριο και όχι με ιδιαίτερο δικόγραφο, ενώ διέταξε επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διενεργηθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, διορίζοντας ως πραγματογνώμονα τον Π. Τ., ειδικό δικαστικό γραφολόγο, κάτοικο ..., για να αποφανθεί περί του αν η επίμαχη διαθήκη είχε γραφεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί εξ ολοκλήρου από το χέρι της Π. Ρ.. Ο πραγματογνώμονας, αφού εξέτασε το πρωτότυπο της διαθήκης στο αρμόδιο γραφείο διαθηκών του Πρωτοδικείου Φλώρινας, αντιπαρέβαλε την περιεχόμενη σε αυτήν γραφή και υπογραφή με δείγματα γραφής και υπογραφής της Π. Ρ., και αφού έκρινε ότι τα υπό εξέταση έγγραφα (αμφισβητούμενο και συγκριτικά.) πληρούν όλες τις προϋποθέσεις της ποιοτικής καταλληλότητας και ποσοτικής επάρκειας για την εξαγωγή βέβαιου συμπεράσματος, κατέληξε με βεβαιότητα στο συμπέρασμα ότι η από 21-9-1999 διαθήκη έχει γραφεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί από το χέρι της Π. Ρ., καθόσον εντάσσετο πλήρως στη γραφική και υπογραφική συνήθεια αυτής και δεν αντικειμενικά ίχνη πλαστότητας. Όπως αναφέρει δε στη σχετική έκθεση την εξαγωγή του συμπεράσματος του έλαβε υπόψη και την από γραφολογική γνωμάτευση της Μ. - Μ. Κ., ειδικής δικαστικής γραφολόγου Αθηνών, που ορίστηκε τεχνική σύμβουλος από τον εναγόμενο, αλλά και την ως άνω από 1-2-2006 γραφολογική γνωμάτευση ειδικού δικαστικού γραφολόγου Χ. Μ., ως και τις άλλες δύο του ιδίου, από 25-2-2006 και 15-4-2006, που στο μεταξύ ο ίδιος συνέταξε, σύμφωνα, με τις οποίες αφενός μεν η ένδικη διαθήκη συντάχθηκε και υπογράφηκε από το Δ. Δ. και όχι από την Π. Ρ., αφετέρου δε και η υπογραφή που φέρεται ότι είχε τεθεί από την τελευταία στην υπ` αριθμ. .../4-10-2000 πράξη κατάθεσης ιδιόγραφης διαθήκης, είχε και αυτή τεθεί από το Δ. Δ., που είναι παντρεμένος με την Ε. Δ., εγγονή της διαθέτιδος και θυγατέρα της θυγατέρας της Μ. Τ.. Κατόπιν τούτων, ο εναγόμενος επανέφερε με κλήση την ως άνω αίτηση του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Φλώρινας, το οποίο με την υπ` αριθμ. 33/2009 απόφαση του, την έκανε δεκτή και κήρυξε κύρια την από 21- 9-1999 ιδιόγραφη διαθήκη.

Στο μεταξύ, οι πρώτος, πέμπτη και έκτη ενάγοντες, αμφισβητώντας τη γνησιότητα της επίμαχης ιδιόγραφης διαθήκης, κατέθεσαν ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Φλώρινας τις από 18-5- 2006 και 21-7-2006 τρεις εγκλήσεις τους, με τις οποίες ισχυρίζοντο ότι ο Δ. Δ., με ηθικό αυτουργό τον Γ. Ρ., πλαστογράφησε την εν λόγω διαθήκη, συντάσσοντας το κείμενο και υπογράφοντας τούτο, καθώς και ότι έθεσε κατ` απομίμηση και την υπογραφή της στην ως άνω πράξη κατάθεσης ιδιόγραφης διαθήκης, εν αγνοία της, χωρίς τη συναίνεση ή έγκρισή της. Με βάση δε αυτά, ζήτησαν την ποινική δίωξη των Γ. Ρ., Δ. Δ. και της συμβολαιογράφου Ειρήνης Κωνσταντινίδου, ισχυριζόμενοι για την τελευταία, ότι εξαπατήσασα το δικαστήριο πέτυχε να δημοσιευθεί η εν λόγω διαθήκη. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Φλώρινας παρήγγειλε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, στο πλαίσιο της οποίας παραγγέλθηκε εκ νέου η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η ένδικη διαθήκη ήταν γνήσια ή όχι και αν η υπογραφή στην υπ` αριθμ.../4-10-2000 πράξη κατάθεσης διαθήκης είχε τεθεί από την Π. Ρ.. Σε εκτέλεση της ως άνω Εισαγγελικής παραγγελίας ορίστηκε πραγματογνώμονας ο Δ. Σ., ειδικός δικαστικός γραφολόγος Θεσσαλονίκης, ο οποίος στην από 8-2-2008 έκθεση του, κατέληξε με βεβαιότητα στο συμπέρασμα ότι ο γραφικός χαρακτήρας στην από 21-9-1999 ιδιόγραφη διαθήκη ανήκει στην Π. Ρ., ότι η υπογραφή στη διαθήκη αυτή τέθηκε από την ίδια και ότι η υπογραφή στην ως άνω πράξη κατάθεσης έχει χαραχθεί από την ίδια. Μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης, η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Φλώρινας απέρριψε ως κατ` ουσίαν αβάσιμες τις ως άνω εγκλήσεις, με την από 30-3-2010 διάταξη της, κατά της οποίας οι παραπάνω ενάγοντες ουδέποτε προσέφυγαν στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών (αρθρ. 48 ΚΠΔ).

Αποδείχθηκε ακόμη, ότι οι αγωγικοί ισχυρισμοί των εναγόντων περί πλαστότητας της ως άνω ιδιόγραφης διαθήκης και της υπογραφής στην ως άνω πράξη κατάθεσης αυτής, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι, όπως προκύπτει τούτο, από την από 14-5-2007 γραφολογική πραγματογνωμοσύνη του ειδικού δικαστικού γραφολόγου Π. Τ., που διενεργήθηκε κατόπιν της υπ` αριθμ. 86/2006 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Φλώρινας και την από 8-2-2008 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του ειδικού δικαστικού γραφολόγου Δ. Σ., που διενεργήθηκε μετά από σχετική παραγγελία του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Φλώρινας, αλλά και την από 24-1-2007 έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης της δικαστικής γραφολόγου Μ. - Μ. Κ.. Από το περιεχόμενο τούτων προκύπτει ότι οι εγγραφές στην διαθήκη φέρουν τα παρακάτω χαρακτηριστικά: Τέθηκαν με αρκετά σταθερή σαφώς προς τα δεξιά κλίση, το μέγεθος των γραμμάτων είναι μέτριο προς μικρό, η γραφική εξέλιξη μέτρια προς χαμηλή, η ασκούμενη πίεση μέτρια προς χαμηλή, οι μεσογραμματικές και μεσολεκτικές αποστάσεις μεγάλες, το γράψιμο ανοργάνωτο, η εικόνα της γραφής ομοιογενής και χωρίς τονισμό, όπως ακριβώς έγραφε η Π. Ρ.. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι τα γράμματα α, β, γ, η, κ, Κ, λ, Μ, π, ρ, σ, τ, υ, Χ, ς καθώς και οι αριθμοί 1, 2, 9 φέρουν την ίδια γραφική φόρμα με αυτή τη γνήσιας γραφής της Π. Ρ., αφού εντάσσονται απόλυτα στη γραφική της συνήθεια. Εκτός τούτων, παρατηρείται ότι υπάρχει σαφής γραφική παθολογικότητα: γραφικός τρόμος στα γράμματα, τριχοειδείς ενάρξεις και απολήξεις, γωνίες αντί καμπυλών, ελαφρά γραφική αστάθεια στην εκμετάλλευση του ωφέλιμου χώρου (οι λέξεις και οι γραφικοί στίχοι δεν τίθενται οριζόντια, αλλά έχουν ελαφρά καθοδική πορεία στο χώρο), όπως είναι φυσιολογικό να γράφει ένας άνθρωπος 82 ετών, ενώ τονίζεται, επίσης, ότι το υλικό της γραφής της διαθέτιδος δεν είναι πλησιόχρονο με τη διαθήκη (πιθανώς προέρχεται από το 1985, δηλαδή 14 χρόνια πριν από την ημεροχρονολογία της διαθήκης) και γι` αυτό το λόγο δεν υπάρχουν σε αυτό ίχνη παθολογικότητας. Εκτός τούτων, ότι η γραφική παθολογικότητα λόγω γήρατος πιστοποιείται ακόμη περισσότερο από το ότι η διαθέτιδα ξεχνά γράμματα στις λέξεις, ενώ υπάρχουν στη διαθήκη επανεγγραφές και μικροδιορθώσεις γραμμάτων, οι οποίες όμως, όπως τονίζεται στην πραγματογνωμοσύνη του Π. Τ., δεν είναι επιτηδευμένες και προσεκτικές, αλλά χοντροκομμένες, στοιχείο το οποίο υποδηλώνει ότι τέθηκαν οπό άτομο με γραφική ακαμψία και όχι από κάποιο που μπορεί να γράψει με άνεση. Τα ίδια άλλωστε χαρακτηριστικά παρατηρούνται και στις δύο υπογραφές που τέθηκαν τόσο στην επίμαχη διαθήκη, όσο και στην υπ` αριθμ. .../4-10-2010 πράξη κατάθεσης της, όπως η γραφική παθολογικότητα, με τα ως άνω γνωρίσματα, η ελαφρύτερη του φυσιολογικού πίεση, η κλίση της γραφής προς τα δεξιά, η έλλειψη τονισμού, οι μεγάλες μεσογραμματικές αποστάσεις και η ταύτιση στη χάραξη των επιμέρους γραμμάτων των κρίσιμων υπογραφών με τις γνήσιες υπογραφές της Π. Ρ.. Στο σημείο αυτό, πρέπει να τονισθεί ότι, οι ορισθέντες από τους ενάγοντες ειδικοί δικαστικοί γραφολόγοι Χ. Β. Μ. και Γ. Ν. Χ., ο μεν πρώτος στις από 1-2-2006, 25-2-2006, 15-4-2006, 4-6-2007 και 10-6-2007 γραφολογικές γνωμοδοτήσεις του, ο δε δεύτερος στην από 8-3-2010 γραφολογική γνωμοδότηση του, αναφέρουν ότι η διστακτικότητα, η αστάθεια, οι διακοπές, οι στάσεις που παρατηρούνται στη χάραξη του κειμένου της επίμαχης διαθήκης, καθώς επίσης, οι συμπληρώσεις, οι τροποποιήσεις, οι επανεγγραφές, οι επαναχαράξεις, τα ορθογραφικά σφάλματα, η ποιότητα και η ένταση της χάραξης, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για πλαστή διαθήκη. Το συμπέρασμα τους όμως αυτό, αντικρούεται πλήρως και με απόλυτη πειστικότητα από το περιεχόμενο των προαναφερθέντων γνωμοδοτήσεων. Ενισχυτικό τούτου, είναι και το γεγονός ότι τα ίδια γραφολογικά γνωρίσματα (όπως διορθωτική επαναχάραξη γραμμάτων, τρεμώδης χάραξη, τριχοειδής χάραξη, ορθογραφικά σφάλματα, έλλειψη τονισμού), εμφανίζονται στις πλησιόχρονες υπογραφές της, που τέθηκαν από αυτήν επί της υπ` αριθμ. .../22-11-1997 δημόσιας διαθήκης. Τέλος, η ως άνω κρίση του Δικαστηρίου (περί της γνησιότητας της διαθήκης) δεν αίρεται από όσα αναφέρει ο δικαστικός γραφολόγος Γ. Χ., στην ως άνω γνωμοδότηση του, ότι δηλαδή "επί του φύλλου χόρτου στο οποίο έχει γραφεί η διαθήκη εντοπίστηκαν `λευκά` εγχάρακτα ίχνη γραφής τα οποία δεν προέρχονται από το χέρι της Π. Ρ. ...", και τα οποία κατά τη γνώμη του "έχουν προέλθει από πρωτότυπες εγγραφές άλλου εγγράφου το οποίο βρισκόταν πάνω στο έντυπο επί του οποίου γράφηκε η ελεγχόμενη διαθήκη", καθόσον το γεγονός και μόνο αυτό ουδόλως καθιστά πλαστό το κείμενο της διαθήκης, αφού δεν συνδέεται, ούτε σχετίζεται με κάποιο άλλο εύρημα το οποίο να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι κάτι επιλήψιμο έλαβε χώρα κατά τη σύνταξη της διαθήκης.

Περαιτέρω, ενισχυτικό της παραπάνω άποψης του Δικαστηρίου, περί γνησιότητας τόσο της από 21-9-1999 ιδιόγραφης διαθήκης, όσο και της υπ` αριθμ. .../4-10-2000 πράξης κατάθεσης της, είναι το γεγονός ότι, ούτε ο, κατά τους ισχυρισμούς των εναγόντων, φερόμενος ως πλαστογράφος Δ. Δ., ούτε και η σύζυγος ή η πεθερά αυτού, εγγονή και θυγατέρα της διαθέτιδας, αντιστοίχως, θα αποκόμιζαν κάποιο όφελος από τη χρονικά μεταγενέστερη ιδιόγραφη διαθήκη. Το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που καταλείπετο στην πεθερά του (Μ. Τ.) από τη μητέρα της, βάσει της εν λόγω διαθήκης, ήταν το χρηματικό ποσό των 100.000 δρχ., ενώ το σύνολο της λοιπής καταλείπετο στον εναγόμενο. Ωστόσο, από το παραπάνω αποδεικτικό υλικό προέκυψε κάποια ιδιαίτερη σχέση του Δ. Δ. με τον εναγόμενο, ώστε να δικαιολογεί το ενδιαφέρον του να τον ωφελήσει με τον οποιοδήποτε τρόπο. Άλλωστε, ούτε οι ενάγοντες ισχυρίζονται κάτι τέτοιο. Τέτοια ιδιαίτερη σχέση δεν προέκυψε ότι υπήρχε μεταξύ της πεθεράς ή της συζύγου του Δ. Δ. και του εναγομένου. Οπωσδήποτε όμως, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο Δ. Δ.ς, χωρίς να προσβλέπει σε συγκεκριμένο ίδιο όφελος, ή χωρίς να επιδιώκει να προσπορίσει τέτοιο σε τρίτο, προχωρούσε σε πλαστογραφία της ένδικης διαθήκης και της πράξης κατάθεσης της, θέτοντας έτσι τον εαυτό του στον κίνδυνο να διωχθεί ο ίδιος για αξιόποινες πράξεις κακουργηματικού χαρακτήρα. Ακόμα, ουδόλως προέκυψε, ότι ο Δ. Δ. είχε επαρκή και πλησιόχρονα της σύνταξης της επίμαχης διαθήκης (21-9-1999), αλλά και της κατάθεσης αυτής (4- 10-2000), δείγματα γραφής και υπογραφής της Π. Ρ., τα οποία θα τον βοηθούσαν στην απομίμησή τους, ούτε ότι είχε τις εξειδικευμένες εκείνες γνώσεις και την ικανότητα της πλήρους και πιστής απομίμησης και υπογραφικής συνήθειας της διαθέτιδας, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε να μπορεί να παραπλανήσει και τους τρεις προαναφερόμενους γραφολόγους, οι οποίοι με βεβαιότητα αποφάνθηκαν για τη γνησιότητα της διαθήκης και των δύο κρίσιμων υπογραφών. Εκτός τούτου, από το ως άνω αποδεικτικό υλικό, δεν προέκυψε οποιοδήποτε συμφέρον της συμβολαιογράφου ........................ το οποίο θα δικαιολογούσε να αποδεχθεί αυτή να πλαστογραφηθεί η υπογραφή της διαθέτιδας στην πράξη κατάθεσης, που η ίδια συνέταξε και στη συνέχεια, μετά το θάνατο της, να εμφανίσει την κατατεθείσα διαθήκη και να ζητήσει τη δημοσίευση της από το Δικαστήριο, αποσιωπώντας μία πλαστογραφία και ακολούθως να προκαλέσει η ίδια τα αποτελέσματα της και μάλιστα με την εξαπάτηση του Δικαστηρίου, διακινδυνεύοντας να υποστεί και η ίδια τις κυρώσεις από μία τέτοια ενέργεια και να εκτεθεί στην ποινική δίωξη για πράξεις κακουργηματικού χαρακτήρα. Αντιθέτως, ενεργώντας όπως ο νόμος ορίζει, μόλις πληροφορήθηκε το θάνατο της Π. Ρ., εμφάνισε στο δικαστήριο τόσο την υπ` αριθμ. .../1999 δημόσια, όσο και την από 21-9-1999 ιδιόγραφη διαθήκη της. Τέλος, στοιχείο ενισχυτικό της γνησιότητας της υπογραφής της διαθέτιδας στην πράξη κατάθεσης της διαθήκης, αποτελεί η δοθείσα στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης κατάθεση της μάρτυρος Θ. Κ., υπαλλήλου του ξενοδοχείου "........... ...............", η οποία θυμόταν ότι πράγματι προσήλθε μία ηλικιωμένη κυρία, συνοδευόμενη από κάποιο κύριο (όπως προέκυψε ήταν ο εναγόμενος), που δήλωσαν ως επίθετο για την κράτηση του δωματίου το όνομα "Ρ." (βλ. και την Α.Π.Υ. υπ` αριθμ. …/4-10-2000, που εξέδωσε το ξενοδοχείο), και ότι στη συνέχεια της ίδιας ημέρας προσήλθε και η συμβολαιογράφος ................ , η οποία αφού πληροφορήθηκε τον αριθμό του δωματίου της ηλικιωμένης, ανέβηκε σε αυτό. Το περιστατικό αυτό, της προσέλευσης της Π. Ρ. στο εν λόγω ξενοδοχείο, για την παράδοση της διαθήκης στην προαναφερομένη συμβολαιογράφο, ομολόγησαν και οι πρώτος, πέμπτη και έκτη ενάγοντες στο κείμενο της ως άνω παρέμβασης τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Φλώρινας, κατά τη συζήτηση της υπ` αριθμ. 148/2005 αίτησης του εναγομένου, όσο και στις σχετικές προτάσεις που κατέθεσαν, όπου έκαναν λόγο για μεταφορά της εκεί από τον εναγόμενο, αδελφό τους, έστω και αν στη συνέχεια αναίρεσαν τα παραπάνω καταγγέλλοντας ταυτόχρονα τη δήθεν πλαστογράφηση της πράξης κατάθεσης της ιδιόγραφης διαθήκης από το Δ. Δ.".

Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές, το Εφετείο έκρινε ότι "αποδείχθηκε πλήρως η γνησιότητα τόσο της από 21/9/1999 ιδιόγραφης διαθήκης, καθόσον έχει γραφεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί από τη διαθέτιδα Π. Ρ., όσο και της υπογραφής στην υπ` αριθ. .../4-10-2000 πράξη κατάθεσης, αφού είχε υπογραφεί από την ίδια". Ακολούθως, απέρριψε την ένδικη αγωγή των αναιρεσειόντων, με την οποία είχαν ζητήσει την αναγνώριση της ακυρότητας της επίμαχης διαθήκης λόγω πλαστότητάς της, αφού απέρριψε την έφεσή τους κατά της πρωτόδικης απόφασης, που είχε εκφέρει όμοια κρίση. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού διέλαβε σ` αυτή, πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς το ουσιώδες ζήτημα περί της εγκυρότητας της εν λόγω ιδιόγραφης διαθήκης. Επομένως, οι πρώτος και τρίτος λόγοι του αναιρετηρίου, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αρ.19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι: 1) χωρίς αιτιολογία δέχθηκε ότι η από 21/9/1999 ιδιόγραφη διαθήκη της Π. Ρ. είναι γνήσια, απορρίπτοντας τις αντίθετες γραφολογικές γνωμοδοτήσεις των Χ. Μ. και Γ. Χ., 2) ότι με ελλιπείς, ανακριβείς και αντιφατικές αιτιολογίες δέχθηκε ότι: α) η πιο πάνω διαθήκη έχει γραφεί και υπογραφεί από την Π. Ρ., χωρίς να προσδιορίζει ποια ήταν η γραφική και υπογραφική της συνήθεια, β) η ύπαρξη λευκών εγχάρακτων ιχνών γραφής επί φύλλου χαρτιού, που δεν προέρχονται από την Π. Ρ., δεν καθιστά πλαστό το κείμενο της επίμαχης διαθήκης, γ) η διαθέτης οδηγήθηκε στο ξενοδοχείο ......................... από τον αναιρεσίβλητο, παρότι δέχθηκε αρχικά ότι αυτή πήγε μόνη της εκεί, δ) οι διάφορες επανεγγραφές και μικροδιορθώσεις γραμμάτων στην ίδια διαθήκη υποδηλώνουν ότι τέθηκαν από άτομο με γραφική ακαμψία, χωρίς να προσδιορίζει το περιεχόμενο αυτής της ακαμψίας, τη μορφή των πιο πάνω επανεγγραφών και μικροδιορθώσεων και το πρόσωπο που θα μπορούσε να γράψει με άνεση και ε) τα γραφολογικά γνωρίσματα εμφανίζονται σε πλησιόχρονες υπογραφές της διαθέτιδος, παρότι δέχθηκε ότι το υλικό γραφής της δεν είναι πλησιόχρονο με τη διαθήκη (πιθανώς προέρχεται κατά τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων από το έτος 1985) είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, αφενός διότι πλήττει τις παραδοχές του Εφετείου, αναφορικά με τις προαναφερθείσες αντίθετες γραφολογικές γνωμοδοτήσεις και πραγματογνωμοσύνες, τις οποίες εκτίμησε ελεύθερα, μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις και κατέληξε σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που θεωρούν ως ορθό οι αναιρεσείοντες, ως προς την πλαστότητα της επίμαχης διαθήκης, κρίση η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικά από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, και αφετέρου διότι, υπό το πρόσχημα συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελίωσής τους, πλήττει την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων από το Εφετείο.

Ο αναιρετικός λόγος του αρ.11γ` του άρθρου 559 ΚπολΔ δημιουργείται, αν το δικαστήριο της ουσίας παρέλειψε να λάβει υπόψη, κατά το σχηματισμό της αποδεικτικής κρίσης του έγγραφα που παραδεκτώς και νομίμως προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν οι διάδικοι και τα οποία ήταν χρήσιμα προς χρήση ή έμμεση απόδειξη πραγματικών γεγονότων με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης (Ολ ΑΠ 42/2002). Για την ουσιαστική βασιμότητα του ίδιου λόγου αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών ως προς τη συνεκτίμηση από το δικαστήριο των με επίκληση προσκομισθέντων εγγράφων, τα οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339 και 340 ΚΠολΔ, είναι υποχρεωτικώς ληπτέα υπόψη από το δικαστήριο κατά την κατάστρωση του αποδεικτικού συλλογισμού του. Ο ίδιος όμως λόγος είναι αβάσιμος κατ` ουσίαν, όταν το δικαστήριο βεβαιώνει ότι έλαβε υπόψη τα με επίκληση προσκομισθέντα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα, έστω και χωρίς στην απόφασή του να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, εκτός αν, παρά τη βεβαίωση αυτή, από το περιεχόμενο της απόφασης, και ιδίως από τις αιτιολογίες της καταλείπονται αμφιβολίες για τη συνεκτίμηση όλων ή ορισμένων εγγράφων, οπότε ο κρίσιμος λόγος είναι βάσιμος. Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου διατυπώνεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τα παρακάτω έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν οι αναιρεσείοντες, και ειδικότερα: 1) το 50/2007 τιμολόγιο, ποσού 1975 ευρώ, για κατεδάφιση κτίσματος που ανήκε εξ αδιαιρέτου στον πρώτο αναιρεσείοντα και τη μητέρα του, 2) τα υπ` αριθ. 031, 133, 0199/2008 και 5019/2009 τιμολόγια-δελτία αποστολής ποσού 7225,45 ευρώ πλέον ΦΠΑ, 3) το υπ` αριθ. 30/2007 δελτίο αποστολής και το υπ` αριθ. 115/2008 δελτίο αποστολής, σε συνδυασμό με το υπ` αριθ. 50/2008 τιμολόγιο ποσού 8501,36 ευρώ για αγορά και τοποθέτηση κουφωμάτων, 4) το υπ` αριθ. 87/2009 τιμολόγιο ποσού 1047,20 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ για επιδιόρθωση της γκαραζόπορτας- καγκελόπορτας, 5) τα υπ` αριθ. 126/2008, 99/2008, 8025100/2009 δελτία αποστολής-τιμολόγια και την υπ` αριθ. 816/2008 απόδειξη λιανικής-δελτίο αποστολής συνολικού ποσού 2777,49 ευρώ για υδραυλικά και τοποθέτηση σωμάτων θέρμανσης για καυστήρα, 6) το 41/2005 δελτίο αποστολής-τιμολογίου και απόδειξη ποσού 1590 ευρώ του γραφείου τελετών Α. και την 22/5/2005 απόδειξη ποσού 1600 ευρώ του Αν. Μ. για τα έξοδα κηδείας και μνημοσύνου της μητέρας του που κατέβαλε ο πρώτος αναιρεσείων, 7) την υπ`αριθ. 5525/2000 απόδειξη επ` ονόματι ............... του ξενοδοχείου ................................ στη … για τη μίσθωση του δωματίου .. , στο οποίο ο αναιρεσίβλητος είχε μεταφέρει τη μητέρα του, 8) την από 24/8/2007 εξώδικη απάντηση του πρώτου αναιρεσείοντα στην από 17/8/2007 εξώδικη όχληση του αναιρεσιβλήτου, σχετικά με την παράδοση αντιγράφου του βιβλίου κίνησης του πιο πάνω ξενοδοχείου, κατά την 4/10/2000, για το υπ` αριθ. ... δωμάτιο, όπου η Π. Ρ. (μητέρα των πρώτου, πέμπτης και έκτης των αναιρεσειόντων και του αναιρεσιβλήτου και γιαγιά των λοιπών αναιρεσειόντων) παρέδωσε στη συμβολαιογράφο Φλώρινας ........................... ένα φάκελο, ο οποίος, όπως της δήλωσε, περιείχε την ιδιόγραφη διαθήκη της (Π. Ρ.), 9) την από 23/11/2005 επιστολή της έκτης αναιρεσείουσας προς το δικηγόρο της, 10)την από 21/11/2005 επιστολή της πέμπτης αναιρεσείουσας προς το δικηγόρο της, 11) την από 17/5/2006 γνωμάτευση του ιατρού χειρουργού ορθοπεδικού Χ. Γ. για την επέμβαση που υποβλήθηκε η Π. Ρ. στις 6/11/1997 για κάταγμα στο αριστερό ισχίο, αναφέροντας ότι το εν λόγω κάταγμα δεν σχετίζεται με γεροντική άνοια, 12) τις από 1/12/2006, 31/7/2008, 3/7/2008 ένορκες καταθέσεις των Γ. Χ. (ιατρού), Ε. Ρ., Κ. Ρ. και Μ. Ρ. αντίστοιχα, τις από 7/11/2006 και 8/8/2008 ανώμοτες καταθέσεις των Ε. Δ. και Γ. Ρ. αντίστοιχα, τις από 18/5/2006, 21/7/2006, 21/7/2006 μηνύσεις των Μ. Ρ., Α. Κ. και Α. Τ. αντίστοιχα, και την από 30/10/2007 εξώδικη δήλωση- διαμαρτυρία των Α. Τ. και Α. Κ., τα έγγραφα δε αυτά αν είχε αξιολογήσει και εκτιμήσει στο σύνολό τους το δικάσαν δικαστήριο, θα είχε καταλήξει σε διαφορετική απόφαση. Από τη βεβαίωση όμως του Εφετείου, ότι διαμόρφωσε την αποδεικτική του κρίση, μεταξύ άλλων, και από όλα ανεξαιρέτως τα επικαλούμενα και νομίμως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, καθώς και από τις αιτιολογίες της απόφασής του δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε τα πιο πάνω έγγραφα των αναιρεσειόντων για το κρίσιμο ζήτημα της εγκυρότητας της από 21/9/1999 ιδιόγραφης διαθήκης της Π.Ρ.. Το γεγονός δε ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν γίνεται ειδική μνεία και αξιολόγηση καθενός από τα προαναφερθέντα έγγραφα δεν δημιουργεί αμφιβολία για τη συνεκτίμησή τους μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα. Επομένως, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 24/10/2012 αίτηση των Μ., Π., Κ. και Ε. Ρ. κλπ για αναίρεση της 224/2011 απόφασης του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 2014.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.



Αναγνωριστική αγωγή ακυρότητας ιδιόγραφης διαθήκης. Προϋποθέσεις. Η ύπαρξη χρονολογίας, από την οποία προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος, απαιτείται για να υπάρχει δυνατότητα ελέγχου της δικαιοπρακτικής ικανότητας του διαθέτη, της αληθινής βουλήσεώς του και ....609/2014 ΑΠ

$
0
0

ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΓΩΓΗΣ ΑΠΟ ΑΔΙΟΠΡΑΞΙΑ ΛΟΓΩ ΚΛΟΠΗΣ -

609/2014 ΑΠ ( 644544) 
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αναγνωριστική αγωγή ακυρότητας ιδιόγραφης διαθήκης. Προϋποθέσεις. Η ύπαρξη χρονολογίας, από την οποία προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος, απαιτείται για να υπάρχει δυνατότητα ελέγχου...
της δικαιοπρακτικής ικανότητας του διαθέτη, της αληθινής βουλήσεώς του και των τυχόν ελαττωμάτων της, καθώς και για να μπορεί να καθοριστεί η ισχύς της διαθήκης όταν υπάρχουν και άλλες ανάλογα με τη χρονολογική τους σειρά. Με έλλειψη της χρονολογίας αυτής ισοδυναμεί και η πλαστογραφημένη χρονολογία, εκείνη δηλαδή που έχει τεθεί στο σώμα της διαθήκης από τρίτο πρόσωπο, κατ’ απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα του διαθέτη, ενώ η ψευδής ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται μόνη της ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης. Αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης λόγω συναφούς εκκρεμούς ποινικής δίκης. Η αναβολή αυτή, η οποία μπορεί να διαταχθεί και στην κατ’ έφεση δίκη, όχι όμως στο αναιρετικό τμήμα του Αρείου Πάγου απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων. Προϋποθέσεις. Απορρίπτει την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 5541/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.


  
Αριθμός 609/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ’ Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ι. Γ. Κ., συζ. Χ. Ν., κατοίκου ............... ....., η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Π. Δ. Π., κατοίκου ...., 2) Δ. Π. - Τ., κατοίκου ..., και 3) Μ. συζ. Η. Π., κατοίκου ... . Οι 1η και 3η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Δημητρακόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και ο 2ος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24/9/2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4172/2007 μη οριστική, 628/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5541/2010 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 19/4/2011 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 12/11/2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 5536Δ/12.9.2011 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ..., με τη συνημμένη σ’ αυτή βεβαίωση παραλαβής δικογράφου και αποστολής συστημένης επιστολής, ακριβές αντίγραφο της από 19.4.2011 αιτήσεως αναιρέσεως, μαζί με κλήση για συζήτηση για τη δικάσιμο της 21.11.2012, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση για την αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τους επισπεύδοντες τη συζήτηση αναιρεσίβλητους προς την αναιρεσείουσα. Νέα κλήση της διαδίκου αυτής, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας (μετ’ αναβολή) δικάσιμο δεν χρειαζόταν, καθόσον η εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (αρθρ. 575 και 226 παρ.4 ΚΠολΔ).

Συνεπώς, εφόσον η αναιρεσείουσα καθώς ο δεύτερος αναιρεσίβλητος, που, όπως προαναφέρθηκε, είναι όπως και οι λοιποί αναιρεσίβλητοι επισπεύδων, δεν παραστάθηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ’ αυτό, ούτε κατέθεσαν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία αυτών (αρθρ. 576 ΚΠολΔ).

Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 1721 ΑΚ, η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται εξ ολοκλήρου με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται κατά τρόπο που να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος και υπογράφεται από αυτόν, αλλά και να μην συντρέχει λόγος ανικανότητας του άρθρου 1723 ΑΚ. Η χρονολογία, από την οποία προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος, απαιτείται για να υπάρχει δυνατότητα ελέγχου της δικαιοπρακτικής ικανότητας του διαθέτη, της αληθινής βουλήσεώς του και των τυχόν ελαττωμάτων της, καθώς και για να μπορεί να καθοριστεί η ισχύς της διαθήκης όταν υπάρχουν και άλλες ανάλογα με τη χρονολογική τους σειρά. Η έλλειψη συνεπώς κάποιου από τους ανωτέρω βασικούς όρους συνεπάγεται την ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης. Με έλλειψη δε της χρονολογίας αυτής ισοδυναμεί και η πλαστογραφημένη χρονολογία, εκείνη δηλαδή που έχει τεθεί στο σώμα της διαθήκης από τρίτο πρόσωπο, κατ’ απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα του διαθέτη, ενώ η ψευδής ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται μόνη της ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης. Αν ελλείπει κάποιο από τα στοιχεία αυτά είναι άκυρη, σύμφωνα με το άρθρο 1718 ΑΚ.

Εξάλλου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού της συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του, για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση, στην συγκεκριμένη περίπτωση, της συνδρομής των όρων του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας του. Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ) το Εφετείο μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ’ αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ’ ανέλεγκτη κρίση, ως προς την ένδικη αναγνωριστική, ακυρότητας ιδιόγραφης διαθήκης αγωγής των αναιρεσιβλήτων, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Την 9-7-2005 απεβίωσε στην Αθήνα, σε ηλικία 79 ετών, χωρίς να αφήσει κατιόντες, η Ε. Π. - Τ. του Δ., κάτοικος εν ζωή ... . Πλησιέστερους, μεταξύ άλλων, κατά το χρόνο του θανάτου της εξ αίματος συγγενείς της, οι οποίοι καλούνται στην δεύτερη τάξη της εξ αδιαθέτου διαδοχής, είχε -(1) την αμφιθαλή αδερφή της και πρώτη ενάγουσα, Π. σύζυγο Δ. Π., το γένος Δ. Π. - Τ., (2) τον δεύτερο ενάγοντα, Δ. Σ. Π. - Τ., ο οποίος τυγχάνει τέκνο του προαποβιώσαντος αυτής αδερφού της Σ. Δ. Π. - Τ. και (3) την τρίτη ενάγουσα Μ. σύζυγο Η. Π., το γένος Δ. και Ε. Φ., η οποία τυγχάνει τέκνο της προαποβιώσασας αυτής αδερφής της, Ε. Φ. το γένος Δ. Π. - Τ., (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. .../25-10-2005 πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών της Κοινότητας Μαρκοπούλου Ωρωπού Αττικής ). Η ως άνω αποβιώσασα φέρεται ότι είχε συντάξει την από 2-5-2005 ιδιόγραφη διαθήκη, που δημοσιεύτηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με το υπ’ αριθ. 1673/10-3-2006 πρακτικό συνεδρίασης και κηρύχθηκε κυρία με την υπ’ αριθ. 657/2006 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της διαθήκης αυτής η εναγομένη εγκαθίσταται κληρονόμος της αποβιώσασας σε ένα ακίνητο της κληρονομιάς, στο οποίο κατοικούσε εν ζωή η κληρονομουμένη, στον ... στην ειδικότερη θέση "...", επί της οδού ... αριθ. .. , επιφανείας περίπου 425 τμ, μετά της επ’ αυτού ισόγειας παλαιάς οικίας εμβαδού 65 τμ. Η διαθήκη αυτή δεν αποδείχθηκε ότι είναι γνήσια διαθήκη της κληρονομουμένης Ε. Π. - Τ., διότι δεν έχει γραφτεί, δεν έχει χρονολογηθεί και δεν έχει υπογραφτεί με το ίδιο της το χέρι. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει η ως άνω διορισθείσα πραγματογνώμονας αντιπαραβάλλοντας την επίδικη ιδιόγραφη διαθήκη με άλλα αναμφισβήτητης γνησιότητας έγγραφα της φερόμενης ως διαθέτιδας, που αναφέρονται στην έκθεση της. Ειδικότερα για τη διερεύνηση της γνησιότητας της γραφής και υπογραφής στην επίδικη διαθήκη χρησιμοποιήθηκαν δειγματικά έγγραφα βεβαίας γνησιότητας, που κρίθηκαν κατάλληλα ποιοτικά και ποσοτικά επαρκή καθώς και δείγματα υπογραφών της θανούσας, που είχαν τεθεί σε βεβαίας γνησιότητας έγγραφα, τα οποία χορηγήθηκαν από την πλευρά των εναγόντων. Η δειγματική γραφή και υπογραφή σε ευχετήρια κάρτα, καθώς και η δειγματική γραφή σε μισό φύλλο τετραδίου, που παραδόθηκαν στην ως άνω πραγματογνώμονα από την εναγομένη, αφού συγκρίθηκαν με τη γραφή και υπογραφή της θανούσας σε αναμφισβήτητα γνήσια έγγραφα και διαπιστώθηκε πως τα δύο αυτά έγγραφα δεν έφεραν γνήσια γραφή και υπογραφή της φερόμενης ως διαθέτιδας, εξαιρέθηκαν δικαιολογημένα από το συγκριτικό υλικό της πραγματογνωμοσύνης. Σύμφωνα με τα πορίσματα της εν λόγω πραγματογνωμοσύνης το κείμενο της επίδικης διαθήκης και η επ’ αυτού υπογραφή, που αποδίδονται στην ανωτέρω κληρονομουμένη, προέρχονται από το ίδιο μεν άτομο, το οποίο όμως δεν είναι αυτή η ίδια. Πράγματι από την συγκριτική αντιπαραβολή της γραφής και υπογραφής επί του ελεγχομένου εγγράφου με τα προαναφερθέντα γνήσια έγγραφα προκύπτουν σημαντικές μεταξύ τους διαφορές επισημαινόμενες μεταξύ άλλων και από την ανωτέρω πραγματογνώμονα και ειδικότερα: (Α) Ως προς τη γραφή, -α) η ταχύτητα χάραξης του κειμένου της διαθήκης είναι γρήγορη και ελεγχόμενη, ενώ η γραφή στα συγκρινόμενα γνήσια έγγραφα είναι αργή, δικαιολογούμενη από την μεγάλη ηλικία της κληρονομουμένης και τις χαμηλές γραμματικές γνώσεις της, β) η γραφή του κειμένου της διαθήκης είναι εν γένει, (πλην περιορισμένων εξαιρέσεων), κάθετη προς τον οριζόντιο άξονα του εγγράφου, ενώ εκείνη στα δειγματικά γνήσια έγγραφα έχει κλίση προς τα δεξιά, γ) η γραφή στην επίμαχη διαθήκη γίνεται με το μονοτονικό σύστημα πλημμελώς εφαρμοζόμενο, αντίθετα η γραφή στα δειγματικά γνήσια έγγραφα προσπαθεί να ακολουθήσει, αν και πλημμελώς, το πολυτονικό σύστημα με χρήση πνευμάτων. (Β) Ως προς την υπογραφή, α) στην επίδικη διαθήκη τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται είναι μεγάλα και στρογγυλά, με χωριστή το καθένα χάραξη και κάθετη ως προς τον οριζόντιο άξονα, ενώ οι αναμφίβολα γνήσιες δειγματικές υπογραφές της κληρονομουμένης γίνονται με στοιχεία ελλειπτικά, πλάγια και με συνεχόμενη χάραξη, β) το μικρό όνομα της κληρονομουμένης έχει διορθωθεί από το αρχικά λανθασμένο "Ε."στο ορθό "Ε.", γεγονός που ουδέποτε παρατηρείται στα αντιπαραβληθέντα έγγραφα, που φέρουν αναμφισβήτητα γνήσιες υπογραφές της ιδίας, αν και το μικρό της όνομα εμφανίζεται μερικές φορές αποτετμημένο κατά τα τελευταία στοιχεία του και γ) το επίθετο της κληρονομουμένης αναγράφεται ως "Π.", αντί του ορθού "Π.", δηλαδή με δύο ομόηχες αρχικές συλλαβές "Πα"αντί τριών κατά την ορθή γραφή, λάθος βασικό για κάθε γνήσιο υπογραφέα, αλλά και ασύνηθες για την ίδια την κληρονομουμένη, η οποία αν και μερικές φορές προβαίνει σε απότμηση της τελευταίας συλλαβής του επιθέτου της για λόγους χώρου (λ.χ. στην αστυνομική της ταυτότητα), εντούτοις δεν συνηθίζει να προβαίνει σε απότμηση της 3ης από τις τρεις ομόηχες πρώτες συλλαβές. Το συμπέρασμα της ανωτέρω πραγματογνωμοσύνης ενισχύεται με ανάλογες παρατηρήσεις και από την ιδιωτική γνωμοδότηση του ειδικού δικαστικού γραφολόγου Γ. Χ., καθώς και από τις καταθέσεις των μαρτύρων των εναγόντων, τόσο εκείνης που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, όσο και εκείνου που χορήγησε την προαναφερθείσα ένορκη βεβαίωση, οι οποίες κρίνονται αντικειμενικές και αξιόπιστες και βεβαιώνουν ότι η εναγομένη δεν υπήρξε ουδέποτε αποκλειστική οικιακή βοηθός της κληρονομουμένης, με στενή σχέση εμπιστοσύνης προς αυτήν, η οποία να δικαιολογεί την κατάλειψη σε αυτήν ενός τόσο σημαντικού περιουσιακού στοιχείου. Αντίθετα από την κατάθεση του εξετασθέντος στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μάρτυρα της εναγομένης Μ. Γ., οδηγού TAXI, που διατηρεί ελεύθερη σχέση μαζί της, δεν δημιουργούνται αμφιβολίες για το ανωτέρω συμπέρασμα, αφού η κατάθεση του δεν κρίνεται αξιόπιστη, αλλά προϊόν διαθέσεως συμπαραστάσεως προς την εναγομένη, ούτε άλλωστε και από τα όψιμα προσκομιζόμενα από την ίδια διάδικο δειγματικά έγγραφα. Από το σύνολο των ανωτέρω αποδειχθέντων περιστατικών προκύπτει ότι η επίδικη ιδιόγραφη διαθήκη είναι άκυρη, ως μη γνήσια διαθήκη της αποβιώσασας Ε. Π. - Τ., οι δε εφεσίβλητοι - ενάγοντες νομιμοποιούνται να επικαλεσθούν την ακυρότητα αυτή και να ζητήσουν την αναγνώριση της, καθόσον τυγχάνουν εξ αδιαθέτου κληρονόμοι στην κληρονομιά της ως άνω αποβιώσασας. Κατά συνέπεια η ένδικη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσία και να αναγνωριστεί η ακυρότητα της ανωτέρω διαθήκης". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι όπως παραπάνω έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση αφού διέλαβε στην απόφασή του, πλήρεις σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της γραφής και υπογραφής της ένδικης ιδιόγραφης διαθήκης από πρόσωπο διαφορετικό από την φερομένη ως συντάκτριά της, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 1721 ΑΚ, την οποία το Εφετείο ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε εκ πλαγίου. Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα δεύτερος λόγος της αναιρέσεως κατά το οικείο μέρος του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες η απόφαση έχει ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς την αποδοχή των συμπερασμάτων της διαταχθείσας από το δικαστήριο γραφολογικής πραγ/νης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθ’ όσον το Δικαστήριο εκτιμά, κατά το άρθρο 387 ΚΠολΔ, ελεύθερα τη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων και επομένως η κρίση του για την εκτίμηση της δικαστικής πραγματογνωμοσύνης δεν είναι ανάγκη να αιτιολογείται και δεν ελέγχεται αναιρετικώς. Υπό την επίκληση δε τις αποδιδομένης κατά τα ανωτέρω πλημμέλειας ο λόγος αυτός πλήττει αποκλειστικά την εκτίμηση από το Εφετείο πραγματικών γεγονότων, η οποία (εκτίμηση) καθ’ εαυτή, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου.

Επειδή κατά το άρθρο 250 ΚΠολΔ "αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή, που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης, εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία". Με τη διάταξη αυτή παρέχεται η δυνατότητα και δεν θεσμοθετείται υποχρέωση, αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης, με απόφαση πάντοτε του δικαστηρίου, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση του διαδίκου, εφόσον υφίσταται εκκρεμής ποινική αγωγή, η οποία επηρεάζει τη διάγνωση της αστικής δικαιολογικής σχέσης. Η αναβολή, η οποία μπορεί να διαταχθεί και στην κατ’ έφεση δίκη, όχι όμως στο αναιρετικό τμήμα του Αρείου Πάγου (αρθρ. 573 παρ.1 ΚΠολΔ) απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, το οποίο δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει την προς τούτο απόφασή του, η οποία είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι παραβίασε την παραπάνω διάταξη του άρθρου 250 ΚΠολΔ, καθόσον μολονότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της δεν ανέστειλε την ενώπιον του Εφετείου δίκη, εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η εκκρεμούσα εναντίον της αναιρεσείουσας - εναγομένης ποινική διαδικασία για πλαστογραφία της ένδικης ιδιόγραφης διαθήκης, μετά την υποβολή μηνύσεως από την τρίτη αναιρεσίβλητη, άλλως ότι απέρριψε το οικείο αίτημα με ανεπαρκείς αιτιολογίες. Οι αιτιάσεις αυτές ανεξάρτητα από το ότι αφορούν στους αναιρετικούς λόγους των διατάξεων των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ που δεν πλήττουν την ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση διατάξεων δικονομικού δικαίου, όπως είναι η ερευνώμενη διάταξη του άρθρου 250 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτες, προεχόντως, γιατί η περί αναβολής - αναστολής της δίκης, κατά το άρθρο 250 ΚΠολΔ, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου.

Επειδή ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 12 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως εξαιτίας της παραβάσεως των ορισμών του νόμου, αναφορικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα δύναμη αποδείξεως μεγαλύτερη ή μικρότερη από εκείνη που δεσμευτικά γι’ αυτό (δικαστήριο) καθορίζει ο νόμος, όχι όμως και στην περίπτωση που εκτιμώντας ελεύθερα όπως έχει το δικαίωμα από το νόμο (άρθρο 340 ΚΠολΔ.) αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, τα οποία κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με άλλα, μεγαλύτερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από τα τελευταία αυτά. Επομένως ο δεύτερος, κατά το οικείο μέρος του, λόγος αναίρεσης που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση με την αιτίαση ότι το Εφετείο που την εξέδωσε δεν προσέδωσε την ίδια βαρύτητα στις καταθέσεις των μαρτύρων αμφοτέρων των διαδίκων αλλά μεγαλύτερη στον μάρτυρα των αναιρεσιβλήτων, κρίνοντας αναξιόπιστη την κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως Μ. Γ., πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Επειδή τέλος η κατά το άρθρο 245 του ΚΠολΔ αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων, που έχει ως αποστολή τη διευκρίνιση αποσαφήνιση και επεξήγηση του πραγματικού υλικού και δεν είναι αποδεικτικό, όπως η εξέταση των διαδίκων, μέσο απόκειται στην κυριαρχική εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο αποφασίζει ελευθέρως και ανελέγκτως, μετά από εκτίμηση της αναγκαιότητας και της συντελεστότητας του μέτρου, για τη διαλεύκανση των εριστών σημείων της διαφοράς και του όλου της υπόθεσης πραγματικού μέρους. Η απορριπτική δε κρίση του Δικαστηρίου δεν ελέγχεται αναιρετικώς ούτε από τον αριθ.19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ.

Επομένως ο ίδιος (δεύτερος) λόγος αναίρεσης, κατά το σκέλος του, με τον οποίο η αναιρεσείουσα καταλογίζει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι χωρίς αιτιολογία απέρριψε το αίτημα της για αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων στο ακροατήριο για παροχή διευκρινίσεων, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί. Η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη διάδικος πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των παρισταμένων αναιρεσιβλήτων (πρώτης και τρίτης) - άρθρ.176 και 183 ΚΠολΔ - και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 19.4.2011 αίτηση της Ι. Γ. Κ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ.5541/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των παρισταμένων πρώτης και τρίτης των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ (και για τις δύο).

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2013.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.

Viewing all 1850 articles
Browse latest View live