Quantcast
Channel: ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live

Οι Πρόσφατες Αλλαγές στον ΚΠολΔ – Συγκριτικός Πίνακας Παλαιών και Νέων Ρυθμίσεων


ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ - ΜΕΜΨΗ ΑΣΤΟΡΓΟΥ ΔΩΡΕΑΣ - Μέμψη άστοργης δωρεάς. Διαδοχικές δωρεές. Υπολογισμός νόμιμης μοίρας..ΘΕΩΡΙΑ TO ΒΑΣΙΚΟ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΗΣ ΜΟΙΡΑΣ - ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ-ΜΕΜΨΗ ΑΣΤΟΡΓΗΣ ΔΩΡΕΑΣ Αριθμός 854/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

$
0
0

Αναγνωριστική αγωγή ακυρότητας ιδιόγραφης διαθήκης. Άμεσο έννομο συμφέρον για την άσκηση αυτής έχουν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, καθώς ..Αριθμός 708/2015   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Μέμψη άστοργης δωρεάς.
- Μέμψη άστοργης δωρεάς. Διαδοχικές δωρεές. Υπολογισμός νόμιμης μοίρας.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 1835 ΑΚ, κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομουμένου, η οποία κατά το άρθρο 1831 υπολογίζεται στην κληρονομία, μπορεί να ανατραπεί εφόσον η κληρονομία, που υπάρχει, κατά...
το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα. Αν έγιναν διαδοχικές δωρεές, η προηγουμένη είναι δυνατόν να προσβληθεί, εφόσον δεν επαρκεί η ανατροπή της μεταγενέστερης. Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως ο θιγόμενος μεριδούχος θα επιληφθεί πρώτα της τελευταίας χρονικώς δωρεάς και θα προχωρεί σταδιακά στις προγενέστερες δωρεές, μέχρι ότου ικανοποιηθεί πλήρως και συνεπώς η σχετική αγωγή θα απορριφθεί κατ'ουσία, όσο αφορά τις προγενέστερες δωρεές, όταν αποδειχθεί ότι η ανατροπή της τελευταίας χρονικώς δωρεάς αρκεί για την κάλυψη της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος και όχι εκ των προτέρων και από μόνο το λόγο ότι με την αγωγή δεν προσβάλλεται και η τελευταία χρονικώς δωρεά. 
- Κατά μεν τις διατάξεις των παρ.1 και 2 του άρθρου 1831 ΑΚ, ο υπολογισμός της νόμιμης μοίρας γίνεται με βάση την κατάσταση και την αξία της κληρονομίας κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, αφού αφαιρεθούν τα χρέη και οι δαπάνες της κηδείας του και της απογραφής της κληρονομίας. Στην κληρονομία προσθέτονται, με την αξία που είχαν κατά το χρόνο της παροχής, ο,τιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε, όσο ζούσε, χωρίς αντάλλαγμα σε μεριδούχο είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο και επίσης οποιαδήποτε δωρεά, που ο κληρονομούμενος έκανε τα τελευταία δέκα χρόνια πριν το θάνατό του, εκτός αν την επέβαλαν λόγοι ευπρέπειας ή ιδιαίτερο ηθικό καθήκον, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1833 παρ.1 ΑΚ, στη νόμιμη μοίρα καταλογίζονται οι παροχές σε μεριδούχο, με την αξία, που είχαν, όταν έγιναν, εφόσον προσθέτονται στην κληρονομία, σύμφωνα με το άρθρο 1831, εκτός αν ο κληρονομούμενος όρισε διαφορετικά όταν έδωσε την παροχή. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 1825 και 1827 ΑΚ, συνάγεται ότι για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας οποιουδήποτε μεριδούχου, που είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας του, λαμβάνεται ως βάση η κατάσταση και η αξία της κληρονομίας κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, δηλαδή όλα τα κατά τον χρόνο αυτό υπάρχοντα στην κληρονομία στοιχεία, δεκτικά κληρονομικής διαδοχής (πραγματική κληρονομική ομάδα), από την οποία αφαιρούνται τα χρέη της κληρονομίας και οι δαπάνες της κηδείας του κληρονομουμένου και της απογραφής της κληρονομίας, προσθέτονται δε ακολούθως και θεωρούνται ως υπάρχοντα στην κληρονομία (πλασματική κληρονομική ομάδα), με την αξία, που είχαν κατά το χρόνο της παροχής, όσα ο κληρονομούμενος παραχώρησε όσο ζούσε, σε μεριδούχο με τον όρο να καταλογισθούν στη νόμιμη μοίρα του, όπως και κάθε δωρεά κατά τα τελευταία δέκα χρόνια πριν από το θάνατό του και επί της προσδιοριζομένης έτσι αυξημένης κληρονομικής ομάδας εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του κληρονόμου, στην οποία καταλογίζονται και όσα, κατά τα ανωτέρω, ο κληρονομούμενος παραχώρησε στο μεριδούχο. Γίνεται, δηλαδή, λογιστική συνεισφορά με απλή έκπτωση της αξίας του συνεισενεκτέου, υπολογιζομένης με βάση το χρόνο παροχής από το μερίδιο του υποχρέου κατά το στάδιο της διανομής. Όταν, όμως, μετά την καταλογιστέα στη νόμιμη μοίρα παροχή και μέχρι το θάνατο του κληρονομουμένου επέλθει ουσιώδης υποτίμηση στην τρέχουσα αξία της δραχμής ή μεταβολή του νομίσματος, πρέπει, κατ'εφαρμογή και της, κατά το άρθρο 288 ΑΚ, αρχής της καλής πίστεως, να αναχθεί η κατά το χρόνο της παροχής αξία του συνεισενεκτέου σε δραχμές, στο ισάξιο του ποσού κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου, κατά τον οποίο αποτιμάται και η κληρονομία, για να συγχρονίζονται, κατ'αγοραστική αξία, τα αθροιζόμενα ποσά, διότι, κατά το πνεύμα του νόμου, ισχύει εδώ η αρχή της πραγματικής αξίας και όχι η νομιναλιστική αρχή.

ΘΕΩΡΙΑ
TO ΒΑΣΙΚΟ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΗΣ ΜΟΙΡΑΣ - ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ-ΜΕΜΨΗ ΑΣΤΟΡΓΗΣ ΔΩΡΕΑΣ

Υπάρχους δύο τρόποι να εγκατασταθεί κάποιος κληρονόμος. Με διαθήκη ή χωρίς διαθήκη, (εξ αδιαθέτου κληρονόμος). Εξ αδιαθέτου κληρονόμοι είναι οι εγγύτεροι συγγενείς του θανόντος, όπως προκύπτουν από το ομώνυμο πιστοποιητικό που εκδίδεται από το Δήμο που ήταν εγγεγραμμένος ο θανών.

Αν ο αποβιώσας είχε σύζυγο και 2 τέκνα τότε αυτοί είναι οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του και τον κληρονομούν κατά τα εξής ποσοστά: Κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου η σύζυγος και κατά τα υπόλοιπα 3/4 εξ αδιαιρέτου τα τέκνα. Στην περίπτωση δε που είναι δύο όπως στο παράδειγμα μας κατά 3/8 εξ αδιαιρέτου έκαστος.

Αν ένα τέκνο είχε προαποβιώσει του θανόντος τότε στην μερίδα του υπεισέρχονται και κληρονομούν τα δικά του τέκνα (εγγόνια). Αν είναι ένα κληρονομεί τα 3/8 αν είναι δύο τα 3/16 το καθένα  κ.τ.λ. Αν ο αποβιώσας δεν είχε τέκνα τότε κληρονομείται από την σύζυγο κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου και τα αδέλφια του ή τους γονείς του που υπεισέρχονται στο άλλο 1/2 εξ αδιαιρέτου.

Ο/Η σύζυγος, τα τέκνα, τα εγγόνια και οι γονείς  ονομάζονται  «αναγκαίοι κληρονόμοι» και έχουν δικαίωμα στην κληρονομιαία περιουσία ακόμα κι αν η επιθυμία του θανόντος ήταν να αποκλειστούν από αυτήν. Αυτοί θα λάβουν ως κληρονομιά το μέρος εκείνο της κληρονομικής περιουσίας, που ονομάζεται «νόμιμη μοίρα» και προβλέπεται από τις διατάξεις της «αναγκαστικής κληρονομικής διαδοχής» του κληρονομικού δικαίου. Οι διατάξεις αυτές ενεργοποιούνται μόνο στην περίπτωση που ο διαθέτης άφησε με διαθήκη την περιουσία του αποκλείοντας με αυτήν κάποιους από τους αναγκαστικούς κληρονόμους ή αφήνοντας τους ελάχιστα περιουσιακά στοιχεία που η αξία τους είναι μικρότερη και από αυτήν της νόμιμης μοίρας.

Από τους ανωτέρω συγγενείς αναγκαίοι κληρονόμοι θα γίνουν μόνο οι κατιόντες και η σύζυγος, στην περίπτωση που ο κληρονομούμενος άφησε κατιόντες, και οι γονείς και η σύζυγος, στην περίπτωση που ο κληρονομούμενος δεν άφησε κατιόντες αλλά μόνο γονείς. Γίνεται λοιπόν ήδη φανερό ότι ο/η σύζυγος του κληρονομούμενου γίνεται αναγκαία κληρονόμος σε κάθε περίπτωση αναγκαστικής κληρονομικής διαδοχής, οι δε γονείς γίνονται αναγκαίοι κληρονόμοι μόνο εάν ο κληρονομούμενος δεν κατέλειπε τέκνα ή εγγόνια.

Η νόμιμη μοίρα είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας, δηλαδή η νόμιμη μοίρα είναι το μισό του υποθετικού ποσοστού, το οποίo θα ελάμβανε ο αναγκαίος κληρονόμος, αν ο κληρονομούμενος δεν είχε αφήσει διαθήκη και κληρονομούνταν με βάση την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή. Για να βρούμε επομένως ποιο ποσοστό θα λάβει ο κάθε κληρονόμος πρέπει να γνωρίζουμε ποιο είναι το ποσοστό το οποίο θα ελάμβανε ως κανονικός κληρονόμος με βάση την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή.

Ο/Η σύζυγος περιορίζεται στο 1/8 της κληρονομίας ήτοι το μισό του 1/4 που δικαιούται με την εξ αδιαθέτου διαδοχή εφόσον υπάρχουν τέκνα ή εγγόνια, σε κάθε άλλη περίπτωση στο 1/4  εξ αδιαιρέτου.

Η νόμιμη μοίρα είναι δικαίωμα που δεν παραγράφεται και μπορεί να διεκδικηθεί ανά πάσα στιγμή από τον αναγκαίο κληρονόμο ή ακόμα και από τον δικό του κληρονόμο μόνο επί της πραγματικής κληρονομίας.

Για τον υπολογισμό της αξίας της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου α) εκτιμάται η αξία όλων των αντικειμένων της κληρονομιάς κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, αφού αφαιρεθούν τα έξοδα κηδείας και τα υπόλοιπα χρέη [πραγματική κληρονομιά] β) προσθέτονται με την αξία που είχαν κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν, οι παροχές του κληρονομούμενου προς τους μεριδούχους ή τρίτους, (δωρεές, γονικές παροχές), [πλασματική κληρονομιά], γ) με βάση την αυξημένη (πλασματική) κληρονομική ομάδα, που προσδιορίζεται κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του μεριδούχου και δ) σχηματίζεται ένα κλάσμα με αριθμητή το ποσό της εξευρισκόμενης με τον πιο πάνω τρόπο νόμιμης μοίρας του και παρανομαστή την αξία εκείνων των στοιχείων της πραγματικής ομάδας, από τα οποία θα λάβει ο μεριδούχος το απαιτούμενο ποσοστό για τη συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του. Το κλάσμα αυτό ή δεκαδικός αριθμός που προκύπτει από τη διαίρεση του αριθμητή με τον παρανομαστή παριστά το ποσοστό που πρέπει να πάρει ο μεριδούχος αυτούσιο σε κάθε αντικείμενο της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς, για να λάβει έτσι τη νόμιμη μοίρα του.

Για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας πρέπει να προστεθεί για την εξεύρεση της αυξημένης κληρονομικής ομάδας στην πραγματική κληρονομική ομάδα, η αξία κατά τον χρόνο που έγιναν όλων των δωρεών ή γονικών παροχών, που έκανε εν ζωή ο διαθέτης προς τους άλλους μεριδούχους.

Κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομουμένου, η οποία υπολογίζεται στην κληρονομία, μπορεί να ανατραπεί, εφόσον η κληρονομία που υπάρχει κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου [πραγματική κληρονομιά] δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα.

Όταν η πραγματική κληρονομική ομάδα δεν επαρκεί για να καλύψει την νόμιμη μοίρα του αναγκαίου κληρονόμου, οι παροχές εκ μέρους του διαθέτη τυγχάνουν ακυρωτέες ως άστοργες, αφού μ` αυτές προσβάλλεται το δικαίωμα των αναγκαίων κληρονόμων στη νόμιμη μοίρα. Η αγωγή αυτή ονομάζεται αγωγη μέμψης αστόργου δωρέας και η προθεσμία άσκησής της είναι δύο χρόνια από το θάνατο του διαθέτη.

Συνεπώς, για να λάβει κάποιος τη νόμιμη μοίρα που του αναλογεί κατά το ελλείπον ποσοστό από την κληρονομιαία περιουσία του διαθέτη, πρέπει να λάβει την αξία της υπολειπομένης νομίμου μοίρας του τόσο από την πραγματική κληρονομική ομάδα, όσο και με ανατροπή των τυχόν υπαρχουσών δωρεών κατά το μέτρο που η αξία των δωρηθέντων καλύπτει το ελλείπον ποσοστό της νομίμου μοίρας του.

Με βάση τα ανωτέρω, οι προϋποθέσεις της μέμψεως είναι: α) η ύπαρξη αναγκαίων κληρονόμων, β) η προσβολή της νόμιμης μοίρας, γ) η αδυναμία καλύψεως της νόμιμης μοίρας με την πραγματική κληρονομία  και δ) η ύπαρξη άστοργης δωρεάς με την οποία προσβάλλεται η νόμιμη μοίρα ως τοιαύτης νοουμένης και της δωρεάς εν ζωή προς τρίτους που έγινε κατά την προ του θανάτου του κληρονομουμένου δωρητή δεκαετία και δεν την επέβαλαν λόγοι ευπρέπειας ή ιδιαίτερο ηθικό καθήκον.

Εν όψει αυτών: 1. Η μέμψη άστοργης δωρεάς είναι η αγωγή του μεριδούχου, του οποίου η νόμιμη μοίρα προσβάλλεται με δωρεά, 2. χωρεί μόνον κατά το μέρος που η πραγματική κληρονομία δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του δικαιώματος της νόμιμης μοίρας. 3. Σε μέμψη υπόκεινται μόνον δωρεές, που κατά το άρθρο 1831 παρ.2 ΑΚ συνυπολογίζονται στον καθορισμό της κληρονομίας, με βάση την οποία υπολογίζεται η νόμιμη μοίρα. 4. Αν οι δωρεές είναι περισσότερες η μέμψη αρχίζει από την χρονικά τελευταία δωρεά και προχωρεί στις χρονικά αμέσως προηγούμενες δωρεές, εωσότου φθάσουμε σε δωρεά, που δεν θίγει τη νόμιμη μοίρα, κατά της οποίας και δεν χωρεί μέμψη.

Για να διαπιστωθεί η προσβολή της νόμιμης μοίρας, η οποία είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδος, είναι απαραίτητο να καθοριστεί, όχι το ποσοστό της, αλλά η αξία της.

Συνεπώς για τον προσδιορισμό της νομίμου μοίρας προς ανατροπή δωρεάς κατά το μέρος που λείπει από τη νόμιμη μοίρα, πρέπει να γνωρίζουμε την αξία όλης της καταλειφθείσης κληρονομίας κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, καθώς και την αξία των υπό του θανόντος εις τους μεριδούχους οποτεδήποτε παραχωρηθέντων άνευ ανταλλάγματος, καθώς και των σε οποιουσδήποτε (τρίτους ή μεριδούχους) δωρηθέντων υπ’ αυτού εντός της τελευταίας προ του θανάτου δεκαετίας, αξία την οποία κάθε παροχή είχε κατά το χρόνο πραγματοποιήσεως της και η οποία προστίθεται λογιστικώς στην υπάρχουσα κληρονομιά, ώστε να προκύψει το ποσοστό της νομίμου μοίρας του καθενός και η τυχόν ανάγκη της ανατροπής της δωρεάς κατά το μέρος που λείπει, διότι άλλως δεν μπορεί να διακριβωθεί αν η κληρονομία που υπάρχει κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, επαρκεί ή όχι για την ικανοποίηση της νομίμου μοίρας του μεριδούχου και κατά συνέπεια εάν πρέπει να ανατραπεί και κατά ποιο μέτρο η δωρεά της οποίας ζητείται η ανατροπή, αλλά και διότι δεν γίνεται δυνατός ο ακριβής υπολογισμός της νομίμου μοίρας της οποίας και ζητείται η ικανοποίηση με την ανατροπή της άστοργου δωρεάς.


Προκειμένου δε να βρεθεί το ποσοστό κατά το οποίο ανατρέπεται η δωρεά, τίθεται ως αριθμητής του κλάσματος το ποσόν που δικαιούται ο μεριδούχος και ως παρανομαστής το ποσόν της προς ανατροπή δωρεάς και όχι όλης της κληρονομικής ομάδος.


Διατάξεις: 
ΑΚ: 288, 1825, 1827, 1831, 1835
ΚΠολΔ: 111, 216, 224, 

Αριθμός 854/2007 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 

Γ΄ Πολιτικό Τμήμα 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Βασίλειο Νικόπουλο, Αντιπρόεδρο, Γεώργιο Καπερώνη, Σταύρο Γαβαλά, Ιωάννη Ιωαννίδη και Μίμη Γραμματικούδη, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 20 Δεκεμβρίου 2006, με την παρουσία και της γραμματέως Γραμματικής Κονταξή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: 

Των αναιρεσειόντων: 1) Χ1, 2) Χ2 και 3) Χ3, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευστάθιο Ζάγκα. 

Των αναιρεσίβλητων: 1) ΧΧΧ, 2) ΧΧΧ και 3) ΧΧΧ, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Τσουμάνη. 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 12-8-1998 και 14-11-1998 αγωγές των ήδη αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 286/1999 μη οριστική,127/2003 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 168/2005 του Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 9-5-2005 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Καπερώνης ανέγνωσε την από 11-12-2006 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της, από 9-5-2005, αίτησης αναίρεσης της 168/2005 απόφασης του Εφετείου Ιωαννίνων. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσίβλητων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 

Ι. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 1835 ΑΚ, κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομουμένου, η οποία κατά το άρθρο 1831 υπολογίζεται στην κληρονομία, μπορεί να ανατραπεί εφόσον η κληρονομία, που υπάρχει, κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα. Αν έγιναν διαδοχικές δωρεές, η προηγουμένη είναι δυνατόν να προσβληθεί, εφόσον δεν επαρκεί η ανατροπή της μεταγενέστερης. Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως ο θιγόμενος μεριδούχος θα επιληφθεί πρώτα της τελευταίας χρονικώς δωρεάς και θα προχωρεί σταδιακά στις προγενέστερες δωρεές, μέχρι ότου ικανοποιηθεί πλήρως και συνεπώς η σχετική αγωγή θα απορριφθεί κατ'ουσία, όσο αφορά τις προγενέστερες δωρεές, όταν αποδειχθεί ότι η ανατροπή της τελευταίας χρονικώς δωρεάς αρκεί για την κάλυψη της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος και όχι εκ των προτέρων και από μόνο το λόγο ότι με την αγωγή δεν προσβάλλεται και η τελευταία χρονικώς δωρεά. Εξάλλου, κατά μεν τις διατάξεις των παρ.1 και 2 του άρθρου 1831 ΑΚ, ο υπολογισμός της νόμιμης μοίρας γίνεται με βάση την κατάσταση και την αξία της κληρονομίας κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, αφού αφαιρεθούν τα χρέη και οι δαπάνες της κηδείας του και της απογραφής της κληρονομίας. Στην κληρονομία προσθέτονται, με την αξία που είχαν κατά το χρόνο της παροχής, ο,τιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε, όσο ζούσε, χωρίς αντάλλαγμα σε μεριδούχο είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο και επίσης οποιαδήποτε δωρεά, που ο κληρονομούμενος έκανε τα τελευταία δέκα χρόνια πριν το θάνατό του, εκτός αν την επέβαλαν λόγοι ευπρέπειας ή ιδιαίτερο ηθικό καθήκον, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1833 παρ.1 ΑΚ, στη νόμιμη μοίρα καταλογίζονται οι παροχές σε μεριδούχο, με την αξία, που είχαν, όταν έγιναν, εφόσον προσθέτονται στην κληρονομία, σύμφωνα με το άρθρο 1831, εκτός αν ο κληρονομούμενος όρισε διαφορετικά όταν έδωσε την παροχή. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 1825 και 1827 ΑΚ, συνάγεται ότι για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας οποιουδήποτε μεριδούχου, που είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας του, λαμβάνεται ως βάση η κατάσταση και η αξία της κληρονομίας κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, δηλαδή όλα τα κατά τον χρόνο αυτό υπάρχοντα στην κληρονομία στοιχεία, δεκτικά κληρονομικής διαδοχής (πραγματική κληρονομική ομάδα), από την οποία αφαιρούνται τα χρέη της κληρονομίας και οι δαπάνες της κηδείας του κληρονομουμένου και της απογραφής της κληρονομίας, προσθέτονται δε ακολούθως και θεωρούνται ως υπάρχοντα στην κληρονομία (πλασματική κληρονομική ομάδα), με την αξία, που είχαν κατά το χρόνο της παροχής, όσα ο κληρονομούμενος παραχώρησε όσο ζούσε, σε μεριδούχο με τον όρο να καταλογισθούν στη νόμιμη μοίρα του, όπως και κάθε δωρεά κατά τα τελευταία δέκα χρόνια πριν από το θάνατό του και επί της προσδιοριζομένης έτσι αυξημένης κληρονομικής ομάδας εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του κληρονόμου, στην οποία καταλογίζονται και όσα, κατά τα ανωτέρω, ο κληρονομούμενος παραχώρησε στο μεριδούχο. Γίνεται, δηλαδή, λογιστική συνεισφορά με απλή έκπτωση της αξίας του συνεισενεκτέου, υπολογιζομένης με βάση το χρόνο παροχής από το μερίδιο του υποχρέου κατά το στάδιο της διανομής. Όταν, όμως, μετά την καταλογιστέα στη νόμιμη μοίρα παροχή και μέχρι το θάνατο του κληρονομουμένου επέλθει ουσιώδης υποτίμηση στην τρέχουσα αξία της δραχμής ή μεταβολή του νομίσματος, πρέπει, κατ'εφαρμογή και της, κατά το άρθρο 288 ΑΚ, αρχής της καλής πίστεως, να αναχθεί η κατά το χρόνο της παροχής αξία του συνεισενεκτέου σε δραχμές, στο ισάξιο του ποσού κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου, κατά τον οποίο αποτιμάται και η κληρονομία, για να συγχρονίζονται, κατ'αγοραστική αξία, τα αθροιζόμενα ποσά, διότι, κατά το πνεύμα του νόμου, ισχύει εδώ η αρχή της πραγματικής αξίας και όχι η νομιναλιστική αρχή. 
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως, από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει, το Εφετείο δέχθηκε, σε σχέση με τα θιγόμενα, με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, ζητήματα, τα ακόλουθα: "Από το συνδυασμό των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1835 ΑΚ και, ενόψει του ότι, κατά τις εν λόγω διατάξεις, επί πλειόνων διαδοχικών δωρεών, η μέμψις αυτών, συντρεχουσών των προϋποθέσεων της πρώτης παραγράφου, δεν χωρεί συμμέτρως, αλλά υπόκειται σε μέμψη πρώτα η μεταγενέστερη και μόνο αν και καθ'ο μέρος η ανατροπή αυτής δεν επαρκεί για την κάλυψη της νομίμου μοίρας, υπόκεινται διαδοχικώς σε μέμψη οι προγενέστερες, συνάγεται, ότι η προσβολή ως αστόργου προγενεστέρας δωρεάς, κατά παράλειψη μεταγενεστέρας, δεν επάγεται, άνευ ετέρου, την απόρριψη της σχετικής αγωγής, εκτός εάν, κατά την έρευνα της αντενστάσεως του ενάγοντος περί ανεπαρκείας της μεταγενεστέρας δωρεάς, προτεινομένης κατά της ενστάσεως του εναγομένου περί υπάρξεως μεταγενεστέρας δωρεάς, προκύψει, ότι η αξία της μεταγενεστέρας δωρεάς καλύπτει τη νόμιμη μοίρα του ενάγοντος εν όλω ή εν μέρει, οπότε, αναλόγως, ήτοι εν όλω ή εν μέρει, απορρίπτεται κατ'ουσίαν και η αγωγή. Εν όψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορρίψαν, με την εκκαλουμένη απόφασή του, όπως από αυτή προκύπτει, την από 14-11-1998 (αρ. κατ. 487/18-11-1998) αγωγή των εκκαλούντων της πρώτης των ενδίκων εφέσεων κατά του εφεσιβλήτου της ιδίας εφέσεως, κατά το αίτημά της, περί μέμψεως της αναφερομένης δωρεάς ακινήτου, περί ης το ΧΧΧ συμβόλαιο, εκ μόνου του λόγου ότι της δωρεάς αυτής προς τον εφεσίβλητο προηγείται χρονικώς, η περί ης το ΧΧΧ συμβόλαιο, δωρεά ετέρου ακινήτου του ιδίου δωρητή προς τον ΧΧΧ, εσφαλμένα τις διατάξεις του ανωτέρω άρθρου ερμήνευσε και εφήρμοσε...... Περαιτέρω, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 111, 216 παρ.1 και 224 ΚΠολΔ, συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσεως της αγωγής η δια των προτάσεων επίκληση από τον ενάγοντα, για τη θεμελίωση του αγωγικού αιτήματος, νέων πραγματικών περιστατικών, ήτοι περιστατικών, τα οποία είναι διάφορα των επικληθέντων με την αγωγή και τα οποία συνιστούν νέα αυτοτελή βάση αγωγής. Η δια της μεταβολής αυτής νέα βάση της αγωγής, επειδή δεν τείνει στη συμπλήρωση, διευκρίνιση ή διόρθωση της αρχικής, απορρίπτεται, ελλείψει προδικασίας και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη και ερευνάται η αρχική βάση, εφόσον ο ενάγων επεφυλάχθη αυτής, αφού η μεταβολή της ιστορικής βάσεως της αγωγής, εν αμφιβολία ενέχει παραίτηση της αρχικώς προταθείσης. Εν προκειμένω, οι ενάγοντες με την, εφ'ης η εκκαλουμένη απόφαση, από 12-8-1998 (αρ.κατ. 347/17-8-1998) αγωγή ζητούν, ως νόμιμοι μεριδούχοι του θανόντος Χ2, την αναγνώριση του δικαιώματός τους νομίμου μοίρας επί της αποτελουμένης, από τα αναφερόμενα επτά ακίνητα, πραγματικής ομάδας της κληρονομίας του ανωτέρω κληρονομουμένου. Με τις από 2-4-2003 προτάσεις τους της μετ'απόδειξη συζητήσεως της εν λόγω αγωγής τους ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ισχυριζόμενοι το πρώτον ότι κατέστησαν (συγ)κύριοι των αναφερομένων τριών εκ των ανωτέρω επτά ακινήτων (και) με τις μνημονευόμενες στις εν λόγω προτάσεις πράξεις εφαρμογής του οικείου ρυμοτομικού σχεδίου, αιτούνται "και την εκ του λόγου τούτου αναγνώριση του παραπάνω κληρονομικού τους δικαιώματος επί των ανωτέρω ακινήτων". Ενόψει τούτων, σύμφωνα με την προεκτεθείσα σκέψη, ο ανωτέρω ισχυρισμός των εναγόντων περί κυριότητάς τους στα παραπάνω ακίνητα με τις προαναφερθείσες πράξεις εφαρμογής, συνιστά απαράδεκτη μεταβολή της αρχικής βάσεως της αγωγής τους. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μη απορρίψαν την ανωτέρω νέα βάση της αγωγής ως απαράδεκτη και μη χωρήσαν, εν συνεχεία, στην έρευνα της αρχικής βάσεως, αφού οι ενάγοντες, ενόψει του προεκτεθέντος περιεχομένου του ερευνωμένου, δια των ανωτέρω προτάσεών τους, ισχυρισμού τους, αιτούμενοι "και την εκ του λόγου τούτου"αναγνώριση του ενδίκου κληρονομικού δικαιώματός τους, επεφυλάχθησαν σχετικώς, αλλά απορρίψαν την αγωγή ως προς τα παραπάνω τρία ακίνητα με την εκκαλουμένη απόφασή του, όπως από αυτή προκύπτει, για έλλειψη εννόμου πλέον συμφέροντος των εναγόντων, εκ του ότι, κατά τις παραδοχές του, αυτοί κατέστησαν πλέον κύριοι των ανωτέρω ακινήτων, εσφαλμένα τις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων ερμήνευσε και εφήρμοσε...... Εξάλλου, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1831 παρ. 2, 1832 και 1833 ΑΚ, προκειμένου για παροχές του κληρονομουμένου, οι οποίες υπόκεινται σε συνεισφορά, επειδή η πρόσθεσή τους στην κληρονομία γίνεται με την αξία, την οποία είχαν κατά το χρόνο κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκαν, αν, μετά την παροχή και πριν από το θάνατο του κληρονομουμένου, κατά τον οποίο αποτιμάται και η κληρονομία, επέλθει ουσιώδης υποτίμηση στην τρέχουσα αξία του νομίσματος ή μεταβολή αυτού, πρέπει, κατ'εφαρμογή της, κατ'άρθρο 288 ΑΚ, αρχής της καλής πίστεως, η αξία της παροχής σε δραχμές, κατά το χρόνο πραγματοποιήσεώς της, να αναχθεί στο ισάξιο του ποσού αυτού σε δραχμές στο χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου". Στη συνέχεια το Εφετείο, αφού έλαβε υπόψη "τις καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων... και τα έγγραφα και τις φωτογραφίες, τα οποία νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, που εκτιμώνται και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων..."θεώρησε, ανελέγκτως, ως αποδειχθέντα τα εξής: α) Ότι τα στην από 12-8-1998, αγωγή με στοιχεία Α1, Α2 και Α7 ακίνητα περιλαμβάνονται οπωσδήποτε στην κληρονομία του κατά την 26-1-1998 αποβιώσαντος Χ2, β) ότι η αξία των κληρονομιαίων ακινήτων, καθώς και εκείνων, που μεταβιβάσθηκαν, λόγω δωρεάς, από τον ανωτέρω κληρονομούμενο ανερχόταν, κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, στο προσδιοριζόμενο, με την προσβαλλομένη απόφαση, για καθένα από αυτά, ποσό (για ορισμένα με αναγωγή, κατ'άρθρο 288 ΑΚ), γ) ότι ο κληρονομούμενος "είχε χορηγήσει την περίοδο 1993-1997 στον πρώτο εναγόμενο, λόγω δωρεάς, το συνολικό ποσό των 50.000.000 δραχμών"και δ) ότι "το 1/3 της αξίας της πραγματικής ομάδας είναι μικρότερο της νομίμου μοίρας εκάστου των εναγόντων, που ανερχόταν σε 31.643.327 δρχ. για την πρώτη των εναγόντων, σε 18.530.731 δρχ. για τον δεύτερο και σε 31.982.769 δρχ. για τον τρίτο και δεν μπορούσε να καλυφθεί με την ανατροπή της τελευταίας και μόνο δωρεάς του κληρονομουμένου"και με τις παραδοχές αυτές δέχθηκε και κατ'ουσία τις αντίθετες εφέσεις των διαδίκων κατά της 127/2003 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, εξαφάνισε την απόφαση αυτή, δέχθηκε μερικώς κατ'ουσία τις από 12-8-1998 και από 14-11-1998 αγωγές των αναιρεσιβλήτων καθ'όλων των αναιρεσειόντων (πρώτη) και κατά μόνου του πρώτου αναιρεσείοντος (δεύτερη), αναγνώρισε το κληρονομικό δικαίωμα των αναιρεσιβλήτων στα, στην πρώτη αγωγή ακίνητα, αναγνώρισε ότι η σύμβαση πωλήσεως που έγινε με το ΧΧΧ συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ιωαννίνων ΧΧΧ είναι άκυρη, ως εικονική και υποκρύπτει δωρεά του σ'αυτή ακινήτου από τον κληρονομούμενο προς τον Χ1, την οποία ανέτρεψε (το Εφετείο) ως άστοργη, αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου (Χ1) να μεταβιβάσει το ανωτέρω ακίνητο στους ενάγοντες και να καταβάλει σ'αυτούς, αντιστοίχως, 10652 ευρώ (στην πρώτη), 2421 ευρώ (στο δεύτερο) και 10864 ευρώ (στον τρίτο) και υποχρέωσε τον ίδιο εναγόμενο (Χ1) να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα το ποσό των 3198,50 ευρώ. Με αυτά, που δέχθηκε και έτσι, που αποφάσισε το Εφετείο, αφενός ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, σύμφωνα και με τη μείζονα σκέψη της παρούσας, τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 1835, 1831 παρ.2 και 1833 ΑΚ, καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 68 και 224 ΚΠολΔ και ορθώς δεν κήρυξε απαράδεκτο το αίτημα της πρώτης αγωγής, όσο αφορά τα τρία πρώτα ακίνητα και συνεπώς είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι ο δεύτερος (εξολοκλήρου) και οι πρώτος και τρίτος (κατά το αντίστοιχα μέρη τους) λόγοι της υπό κρίση αιτήσεως και αφετέρου διέλαβε, στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες και κατέληξε σε πλήρες και σαφές αποδεικτικό πόρισμα, μνημονεύοντας και τα αποδεικτικά μέσα, στα οποία το στήριξε, δεν είχε δε υποχρέωση να αξιολογήσει ειδικότερα τα ληφθέντα υπόψη αποδεικτικά μέσα, ούτε να κάνει διάκριση από ποιά αποδεικτικά μέσα συνήγαγε άμεση και από ποιά έμμεση απόδειξη και επομένως πρέπει να απορριφθούν και οι πρώτος, από τις διατάξεις των αριθ.14 (και όχι 12, όπως αναφέρεται στο αναιρετήριο) και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, τρίτος και τέταρτος, κατά τα αντίστοιχα μέρη τους, λόγοι της υπό κρίση αιτήσεως. 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την, από 9 Μαΐου 2005, αίτηση των Χ1, Χ2 και Χ3 για αναίρεση της 168/2005 αποφάσεως του Εφετείου Ιωαννίνων. Και 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε χίλια εκατόν εβδομήντα (1.170,00) ευρώ. 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Μαρτίου 2007. 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Απριλίου 2007. 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ - ΘΕΩΡΙΑ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

$
0
0

Αναγνωριστική αγωγή ακυρότητας ιδιόγραφης διαθήκης. Άμεσο έννομο συμφέρον για την άσκηση αυτής έχουν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, καθώς ..Αριθμός 708/2015   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

[1]
Περιεχόμενα
§1.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ.......................................................................................................................... 4
I. Η ελευθερία του διατιθέναι και η προστασία της οικογένειας.............................. 4
II. Διάγραμμα μελέτης ............................................................................................... 5
 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ.............................................................. 6
Η ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ ΚΑΙ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ.............................. 6
§2. Έννοια, σκοπός και νομική φύση του δικαιώματος νόμιμης μοίρας................................. 6
I. Έννοια και σκοπός της νόμιμης μοίρας................................................................. 6
II. Νομική φύση δικαιώματος νόμιμης μοίρας........................................................... 7
§3. Δικαιούχοι νόμιμης μοίρας-Ύψος και τρόπος υπολογισμού της νόμιμης μοίρας. .. 8
I. Δικαιούχοι νόμιμη μοίρας..................................................................................... 8
II. Ύψος και τρόπος υπολογισμού νόμιμης μοίρας.................................................... 9
1. Αποτίμηση της πραγματικής κληρονομιάς.......................................................... 12
- Ειδικά η περίπτωση της προσωπικής δουλείας της επικαρπίας ............................. 14
2. Αφαίρεση χρεών, δαπανών κηδείας και απογραφής της κληρονομιάς................... 15
3. Πρόσθεση χαριστικών εν ζωή εκποιητικών δικαιοπραξιών.................................... 17
III. Περίπτωση μη ύπαρξης πραγματικής κληρονομιάς και τρόπος υπολογισμού
νόμιμης μοίρας.............................................................................................................. 19
§4. Τρόποι προσβολής της νόμιμης μοίρας από τον κληρονομούμενο................................... 20
I. Εισαγωγικά.......................................................................................................... 20
I. Προσβολή της νόμιμης μοίρας με διαθήκη ......................................................... 20
1. Ολική παράλειψη μεριδούχου-Περί κλήρου αγωγή............................................ 20
2. Μερική κατάλειψη της νόμιμης μοίρας............................................................... 23
3. Περιορισμοί που βαρύνουν τη νόμιμη μοίρα και προστασία του μεριδούχου ως
προς αυτούς................................................................................................................... 24
 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ........................................................ 26
ΜΕΜΨΗ ΑΣΤΟΡΓΗΣ ΔΩΡΕΑΣ ................................................................................. 26
§5. Έννοια, δικαιολογητικός λόγος και σχέση μέμψης άστοργης δωρεάς με την ........ 26
παρεχόμενη προστασία όταν η νόμιμη μοίρα προσβάλλεται με διαθήκη. ................... 26
I. Έννοια και δικαιολογητικός λόγος μέμψης άστοργης δωρεάς............................ 26
II. Σχέση άστοργης δωρεάς και παρεχόμενης προστασίας όταν η νόμιμη μοίρα
προσβάλλεται με διαθήκη............................................................................................. 27
§6. Προϋποθέσεις μέμψης άστοργης δωρεάς ............................................................... 30
[2]
I. Δικαιοπραξίες που υπόκεινται σε μέμψη ................................................................ 30
Α) Δωρεές προς τρίτους ................................................................................................. 30
Β) Δωρεές προς μεριδούχους......................................................................................... 33
Γ) Το ζήτημα των υποκείμενων σε μέμψη δικαιοπραξιών ............................................. 34
α) Δωρεά της ΑΚ 496 .................................................................................................... 35
β) Μικτή δωρεά ............................................................................................................ 35
γ) Δωρεά υπό τρόπο...................................................................................................... 36
δ) Γονική Παροχή......................................................................................................... 36
ε) Προίκα....................................................................................................................... 38
στ) Εικονική δικαιοπραξία ............................................................................................ 39
 Έννοια Εικονικότητας.......................................................................................... 39
 Απόλυτη Εικονικότητα............................................................................................ 40
 Σύμβαση πώλησης με εικονικό τίμημα ................................................................. 42
ζ) Κατάθεση σε κοινό λογαριασμό................................................................................. 43
η) de facto παροχές χωρίς αντάλλαγμα......................................................................... 46
θ) Σύσταση ιδρύματος.................................................................................................... 47
ι) Συμμετοχή σε ομόρρυθμη εταιρία.............................................................................. 47
- Η περίπτωση της δωρεάς αιτία θανάτου .................................................................. 47
II. Μη επάρκεια κληρονομίας για κάλυψη νόμιμης μοίρας......................................... 49
§7. Διαδοχικές δωρεές............................................................................................................. 52
§8. Άσκηση της μέμψης άστοργης δωρεάς............................................................................. 54
I. Τρόπος άσκησης.................................................................................................. 54
II. Ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση στην άσκηση της αγωγής μέμψης
άστοργης δωρεάς.......................................................................................................... 55
Α. Ενεργητική Νομιμοποίηση......................................................................................... 55
Β. Παθητική Νομιμοποίηση............................................................................................ 56
III. Στοιχεία ορισμένου και αίτημα της αγωγής μεμψης άστοργης δωρεάς.............. 57
Α) Στοιχεία ορισμένου αγωγής μέμψης άστοργης δωρεάς.......................................... 57
Β) Αίτημα της αγωγής..................................................................................................... 58
IV. Δικονομικά Ζητήματα ......................................................................................... 59
V. Σώρευση της αγωγής μέμψεως με άλλες αγωγές................................................ 59
§9. Άμυνα εναγομένου με την αγωγή μέμψης άστοργης δωρεάς. .......................................... 61
§10. Αποτελέσματα της ανατροπής μετά από άσκηση αγωγής μέμψης άστοργης δωρεάς .... 65
I. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις................................................................................. 65
II. Το ζήτημα της ευθύνης του δωρεοδόχου ανάλογα με τον «κρίσιμο χρόνο» ...... 66
§11. Η ρύθμιση της ΑΚ 1836 εδ. β’ σε συνδυασμό με αυτή της ΑΚ 1837 ............................ 70
[3]
I. Γενικά.................................................................................................................. 70
II. Το ζήτημα της επιδίκασης τόκων υπερημερίας επί της καταβολής του ισάξιου. 71
Κριτική αξιολόγηση της παραπάνω άποψης................................................................ 73
§ 12. Απόσβεση του δικαιώματος της μέμψης........................................................................ 77
I. Παραίτηση........................................................................................................... 77
II. Παραγραφή.......................................................................................................... 77
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ.............................................................................................................. 79
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ............................................................................................................ 2
[4]



§1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
I. Η ελευθερία του διατιθέναι και η προστασία της οικογένειας
 Βασική αρχή του κληρονομικού δικαίου αποτελεί η ελευθερία του διατιθέναι, η οποία καθιερώνεται νομοθετικά στη διάταξη του άρθρου 1712 ΑΚ. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή ο κληρονομούμενος μπορεί να εγκαταστήσει κληρονόμο με μονομερή διάταξη αιτία θανάτου (διαθήκη1 ), δηλαδή να καθορίσει με μονομερή διάταξη τελευταίας βούλησης την τύχη της περιουσίας του για το χρόνο μετά το θάνατό του.
 Η ελευθερία διάθεσης αποτελεί ατομικό δικαίωμα2 και συνάμα έκφραση της ατομικής ελευθερίας για διάθεση, η οποία βρίσκει έρεισμα στα άρθρα 17 §1 και 5§1 του Συντάγματος. Ειδικότερα, τα περιουσιακά στοιχεία του κληρονομουμένου, τα οποία καταλείπονται με τη διαθήκη στους κληρονόμους εμπίπτουν στη συνταγματική έννοια της ιδιοκτησίας και το δικαίωμα στη διάθεσή τους προστατεύεται από το άρθρο 17§1 του Συντάγματος, ως αναγκαίο συμπλήρωμα των εξουσιών του φορέα του δικαιώματος.
 Όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία του κληρονομουμένου που δεν εμπίπτουν στην συνταγματική έννοια της ιδιοκτησίας, το δικαίωμα στη διάθεσή τους προστατεύεται από το άρθρο 5§1 ως εκδήλωση της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του διαθέτη και ειδικότερα της οικονομικής του ελευθερίας.
3 Ωστόσο, το δικαίωμα ελεύθερης διάθεσης του κληρονομουμένου περιορίζεται από το δίκαιο της νόμιμης μοίρας4 , το οποίο στηρίζεται στην συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της προστασίας της οικογένειας (άρθρο 21§1 Συντ), η οποία αποτελεί ομοίως θεμελιώδη αρχή του κληρονομικού δικαίου.
 Από τις παραπάνω αρχές προβάδισμα ο νομοθέτης δίνει στην αρχή της προστασία της οικογένειας με διατάξεις οι οποίες καθιερώνουν ένα σύστημα προστασίας των κληρονομικών δικαιωμάτων των προσώπων που δικαιούνται νόμιμη μοίρα. Με άλλα λόγια, το δικαίωμα του διαθέτη για ελεύθερη επιλογή των διαδόχων
1 Διαθήκη είναι η μονομερής αιτία θανάτου δικαιοπραξία που περιέχει τη δήλωση βούλησης με την οποία ο κληρονομούμενος-διαθέτης ρυθμίζει, κατά κύριο λόγο, την τύχη της κληρονομικής του διαδοχής. Ουσιαστικά, η διαθήκη αποτελεί το μέσο άσκησης του δικαιώματος του κληρονομουμένου να «διαθέσει» ελεύθερα την περιουσία του για τον μετά το θάνατό του χρόνο.
2 Παπαντωνίου Ν., Κληρονομικό Δίκαιο5
(1989) §35 ΙΙΙ σ. 213.
3 Ψούνη Ν., Κληρονομικό Δίκαιο3 (2012) Τόμος Ι, §1 ΙΙ σ.3.
4 Παπαντωνίου, ΚληρΔ, §35 ΙΙ σ. 212.
[5] του περιορίζεται υπέρ των μεριδούχων του (κατιόντων, γονέων και συζύγου του), έτσι ώστε να υποχωρεί τελικά η ελευθερία του διατιθέναι υπέρ της αρχής της προστασίας της οικογένειας του κληρονομουμένου5 .
 Η αναγκαστική διαδοχή ή διαδοχή από νόμιμη μοίρα είναι διαδοχή από το νόμο, ρυθμίζεται από τα άρθρα 1825 επ. του ΑΚ, που εισάγουν αναγκαστικό δίκαιο και έχει προτεραιότητα, όπως έχει ήδη αναφερθεί, έναντι της από διαθήκης διαδοχής, με αποτέλεσμα ο κληρονομούμενος να μην μπορεί να αποκλείσει από την κληρονομική του διαδοχή τους νόμιμους μεριδούχους του, εκτός εάν έχει λόγους αποκλήρωσης, από τους περιοριστικά αναφερόμενους στα άρθρα 1840-1842 του ΑΚ
και κατ’ επιταγή του άρθρου 1839 του ΑΚ μνημονεύονται ρητά στη διαθήκη που
συντάσσει ο κληρονομούμενος.
II. Διάγραμμα μελέτης
 Αντικείμενο της παρούσας μελέτης, αποτελεί ο θεσμός της μέμψης άστοργης
δωρεάς, ο οποίος ρυθμίζεται στο κεφάλαιο Ε’ του πέμπτου βιβλίου του Αστικού
Κώδικα και συγκεκριμένα στα άρθρα 1835 επ. ΑΚ και εντάσσεται στην ύλη του
του κληρονομικού δικαίου.
 Στο πρώτο κεφάλαιο κρίνεται σκόπιμο, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για την
κατανόηση των ρυθμίσεων του εν λόγω θεσμού, η ανάλυση της έννοιας της νόμιμης
μοίρας, η παράθεση του τρόπου υπολογισμού, των τρόπων με τους οποίους αυτή
μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονομούμενο, καθώς και η διαφορετική
προστασία που προβλέπει ο νόμος υπέρ του νόμιμου μεριδούχου ανάλογα με τον
τρόπο προσβολής της νόμιμης μοίρας.
 Στο δεύτερο κεφάλαιο, εξετάζεται ο θεσμός της μέμψης άστοργης δωρεάς ως
προς τις προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος, προκειμένου να μπορέσει ο μεριδούχος να
ενεργοποιήσει την προστασία που έχει ταχθεί από το νόμο υπέρ αυτού, η αγωγή
μέμψεως της άστοργης δωρεάς ως προς τις προϋποθέσεις του παραδεκτού και του
βασίμου αλλά και ως προς το αίτημα αυτής, οι δυνατότητες άμυνας του εναγομένου
κατ’ αυτής και τέλος τα αποτελέσματα, δηλαδή οι έννομες συνέπειες που αυτή
επιφέρει στις έννομες σχέσεις των διαδίκων.

5 ΕφΑθ 3327/1999 ΝοΒ 48(2000), 485.
[6]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ ΚΑΙ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ
§2. Έννοια, σκοπός και νομική φύση του δικαιώματος νόμιμης μοίρας
I. Έννοια και σκοπός της νόμιμης μοίρας
 Νόμιμη μοίρα είναι το κληρονομικό μερίδιο που αναγνωρίζεται από το νόμο
και παρά την τυχόν αντίθετη βούληση του διαθέτη σε ορισμένα πρόσωπα, στους
αναγκαίους κληρονόμους ή νόμιμους μεριδούχους6
.
 Σκοπός του θεσμού της νόμιμης μοίρας, όπως προκύπτει από τη συνολική
επισκόπηση των άρθρων 1825 επ. ΑΚ, είναι η προστασία των στενών συγγενών και
του συζύγου του κληρονομουμένου, ουσιαστικά δηλαδή του θεσμού της
οικογένειας, από το δικαίωμα που έχει αναγνωριστεί στο διαθέτη να ορίζει με
διαθήκη του τους κληρονόμους του7
. Ο νομοθέτης δεν αφήνει ελεύθερο τον
κληρονομούμενο να ρυθμίσει κατά βούληση την τύχη της περιουσίας του μετά το
θάνατό του, αν έχει οικογένεια (υπό στενή έννοια). Στην περίπτωση αυτή
«δεσμεύει» μέρος της κληρονομιάς υπέρ της οικογένειας (νόμιμους μεριδούχους).8
 Με την εισαγωγή του θεσμού της νόμιμης μοίρας είναι φανερή η προσπάθεια
του νομοθέτη για συγκερασμό αφενός της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας, με την
ειδικότερη μορφή του δικαιώματος του κληρονομουμένου να διαθέτει μεταθανάτια
την περιουσία του σύμφωνα με τη βούλησή του, αφετέρου της αρχής της
προστασίας της οικογένειας. Αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής είναι ο
συμβιβασμός των δύο αυτών αντιτιθέμενων συμφερόντων, υπό την έννοια ότι ο
διαθέτης που έχει στην οικογένεια του νόμιμους μεριδούχους δικαιούται να
μεταθέσει ελεύθερα μετά θάνατον τη μισή κληρονομιά του, ενώ η άλλη μισή
εξαιρείται από την αυτονομία του και περιέρχεται αναγκαστικά στους νόμιμους

6 Παπαντωνίου, ΚληρΔ,§108 Ι, σ. 409· Ψούνη, ΚληρΔ, §9 Ι, σ.401.
7 Παπαντωνίου, ΚληρΔ,§108 Ι, σ. 411.
8
Σταθόπουλος, σε Γεωργιάδη Απ.- Σταθόπουλου Μιχ,. Αστικός Κώδιξ, Κατ’ άρθρον Ερμηνεία,
Κληρονομικό Δίκαιο,( Τόμος ΙΧ), άρθρα 1710-1870, Εισαγ.Παρατ. στα άρθρα 1825-1845 αρ.4.
[7]
μεριδούχους και μάλιστα στον καθένα από αυτούς κατά την αναλογούσα σε αυτόν
μερίδα.9
II. Νομική φύση δικαιώματος νόμιμης μοίρας
 Ως προς τη φύση του δικαιώματος στη νόμιμη μοίρα, κυρίως ως προς το αν
αυτό συνιστά ενοχικό ή εμπράγματο δικαίωμα, ο Έλληνας νομοθέτης, επιδιώκοντας
να εξασφαλίσει για τον μεριδούχο το ίδιο τρόπο κτήσης της νόμιμης μοίρας με αυτόν
του κληρονόμου, όρισε στο άρθρο 1825§2 ΑΚ ότι ο μεριδούχος μετέχει στην
κληρονομιά, κατά το ποσοστό της νόμιμής του μοίρας ως κληρονόμος.
 Η ρύθμιση αυτή έχει την έννοια ότι ο νόμιμος μεριδούχος αποκτά εμπράγματο
δικαίωμα στα κληρονομιαία στοιχεία, μέχρι το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του, με
την επαγωγή (ΑΚ 1846)10
. Τούτο σημαίνει ότι, ο αστικός κώδικας δεν αναγνωρίζει
στο μεριδούχο ενοχικό δικαίωμα11 να απαιτήσει τη νόμιμή του μοίρα, αλλά ότι ο
μεριδούχος αποκτά τη νόμιμή του μοίρα «εμπραγμάτως», δηλαδή αμέσως και
αυτοδικαίως12 Μάλιστα, ο μεριδούχος αποκτά «εμπραγμάτως» ίδιας φύσης δικαίωμα
με εκείνο του κληρονομουμένου13, ευθυνόμενος παράλληλα, κατά το ποσοστό της
νόμιμης μοίρας, και για τα χρέη της κληρονομιάς.
14
 Στο δίκαιο της νόμιμης μοίρας, λοιπόν, ισχύει η αρχή της «άμεσης
συμμετοχής» του μεριδούχου στα στοιχεία της κληρονομίας από την επαγωγή15, ενώ
πριν από την επαγωγή ούτε δικαίωμα υπό αίρεση υπάρχει ούτε και δικαίωμα

9
Σταθόπουλος, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, Εισαγ.Παρατ. στα άρθρα 1825-1845, αρ. 8.
10 Παπαντωνίου, ΚληΔ,§110 Ι, σ.415.
11 Ο γερμ ΑΚ (§2303 Ι BGB) καθιερώνει το δικαίωμα του μεριδούχου ως ενοχικό, προσδιορίζοντας τη
νόμιμη μοίρα στο χρηματικό ισάξιο, στην αξία το μισού της εξ αδιαθέτου μερίδας. Αντίθετα κατά το
γαλλικό δίκαιο (άρθρο 1011 γαλλΑΚ) ο κληρονομούμενος έχει δικαίωμα να διαθέτει μόνο το
διαθέσιμο μέρος της περιουσίας του, την «quotite disponible», που αποτελεί ποσοστό το οποίο
κυμαίνεται ανάλογα με τον αριθμό των κατιόντων, ενώ το υπόλοιπο, η «reserve», πρέπει να
διατηρηθεί για να περιέλθει στους αναγκαίους κληρονόμους. Με το γαλλικό δίκαιο ο μεριδούχος έχει
εμπράγματο δικαίωμα στη reserve. Βλ. σχετικά Παπαντωνίου, ΚληρΔ, §110 Ι, σ.414 επ.
12
 Παπαντωνίου, ΚληρΔ, §110 Ι, σ. 415· Ψούνη, ΚληρΔ , §9 Ι, σ. 403.
13 π.χ. αν ο κληρονομούμενος είχε κυριότητα σε ένα αντικείμενο της κληρονομίας ο μεριδούχος
αποκτά κυριότητα και όχι απλώς ενοχική αξίωση να ζητήσει τη μεταβίβαση της κυριότητας από τον
εγκατάστατο με διαθήκη κληρονόμο.
14 Σύμφωνα με την ΑΚ 1885 τα χρέη διαιρούνται αυτοδικαίως μεταξύ των συγκληρονόμων, ανάλογα
με τη μερίδα του καθενός.
15 Σταθόπουλος, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, Εισαγ.Παρατ. στα άρθρα 1825-1845 αρ.17
[8]
προσδοκίας. Γι’ αυτό, άλλωστε, και ο μεριδούχος δεν έχει δικαίωμα άσκησης
αναγνωριστικής αγωγής για την ύπαρξη δικαιώματος νόμιμης μοίρας.16
§3. Δικαιούχοι νόμιμης μοίρας-Ύψος και τρόπος υπολογισμού της νόμιμης
μοίρας.
I. Δικαιούχοι νόμιμη μοίρας
 Κατά την ΑΚ 1825§1 εδ.α΄ νόμιμοι μεριδούχοι είναι οι κατιόντες και οι
γονείς του κληρονομουμένου, ο σύζυγος που επιζεί καθώς και ο σύντροφος του
κληρονομουμένου από σύμφωνο συμβίωσης (άρθρο 11§2 ν. 3719/2008)17. Ωστόσο,
τα πρόσωπα αυτά είναι in abstracto μεριδούχοι, ενώ, σε κάθε συγκεκριμένη
περίπτωση, δικαίωμα νόμιμης μοίρας αναγνωρίζεται μόνο σε εκείνα από τα
παραπάνω πρόσωπα που θα είχαν κληθεί ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι (in concreto
μεριδούχοι). Συνεπώς, δικαίωμα νόμιμης μοίρας έχει ο in abstracto μεριδούχος που
είναι, συγχρόνως, και in concreto μεριδούχος, με την παραπάνω έννοια.
 Σύμφωνα με τη ρύθμιση της ΑΚ 1825 οι in abstracto μεριδούχοι ανήκουν είτε
στην πρώτη τάξη εξ αδιαθέτου διαδοχής (κατιόντες- ΑΚ 1813) είτε στην δεύτερη
τάξη εξ αδιαθέτου διαδοχής (γονείς –ΑΚ 1824) είτε τέλος στην πρώτη εως και
πέμπτη, κατά τις διακρίσεις του νόμου (ο σύζυγός, ΑΚ 1820)18. Σύμφωνα δε με την
ΑΚ 1819, η ύπαρξη κληρονόμων προηγούμενης τάξης αποκλείει την κλήση στην
κληρονομιά των κληρονόμων των επόμενων τάξεων. Για το εαν θα κληθεί η πρώτη ή
η δεύτερη τάξη κρίσιμο είναι το αν υπάρχουν κατιόντες. Αν υπάρχουν, αποκλείονται
ως μεριδούχοι οι γονείς και μόνοι μεριδούχοι μένουν οι ανήκοντες στην πρώτη τάξη
πλησιέστεροι κατιόντες (διαδοχή κατά ρίζες-ΑΚ 1813§1 και 2) και ο τυχόν επιζών
σύζυγος. Αν δεν υπάρχουν κατιόντες, μεριδούχοι είναι οι γονείς και ο τυχόν επιζών
σύζυγος. Αν λείπουν τόσο κατιόντες όσο και γονείς μόνος μεριδούχος είναι ο επιζών
σύζυγος, όποια τάξη κι αν καλείται στην εξ αδιαθέτου διαδοχή.

16
 Βαρθακοκοίλης Β., Ερμηνεία-Νομολογία Αστικού Κώδικα (ΕΡΝΟΜΑΚ), Τόμος ΣΤ,Ημίτομος Α’
:Κληρονομικό Δίκαιο, άρθρο 1825 αρ. 8.
17 Σούρλας Κ., Τα πρόσωπα των μεριδούχων εν των κληρονομικό δίκαιο και σχετικά επ’αυτών
ζητήματα, ΕλλΔνη 11 (1970) ,σ. 169 επ.
18 Για να κληθεί ο σύζυγος ως μεριδούχος του κληρονομουμένου συζύγου του θα πρέπει η ιδιότητα
του συζύγου να υπάρχει κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, έστω κι αν ο γάμος είναι
άκυρος ή ακυρώσιμος, αλλά δεν έχει ακυρωθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, βλ. Ψούνη,
ΚληρΔ, § 9 ΙΙΙ, σ. 407.
[9]
II. Ύψος και τρόπος υπολογισμού νόμιμης μοίρας
 Σύμφωνα με την ΑΚ 1825 §1 εδ. β’, η νόμιμη μοίρα είναι το μισό (½) της εξ
αδιαθέτου μερίδας, αποτελεί δηλαδή ποσοστό της κληρονομικής μερίδας που θα
κληρονομούσε ο μεριδούχος με την εξ αδιαθέτου διαδοχή. Από τη ρύθμιση αυτή
συνάγεται ότι λογική προϋπόθεση για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας είναι ο
προσδιορισμός της κληρονομιάς, αφού η νόμιμη μοίρα αποτελεί ποσοστό της.19

 Πράγματι, σύμφωνα με την ΑΚ 1831§1: «Ο υπολογισμός της νόμιμης μοίρας
γίνεται με βάση την κατάσταση και την αξία της κληρονομίας κατά το χρόνο του
θανάτου του κληρονομουμένου, αφού αφαιρεθούν τα χρέη και οι δαπάνες της
κηδείας του και της απογραφής της κληρονομίας»
20
. Με τον όρο «κατάσταση της
κληρονομιάς» νοούνται όλα τα αντικείμενα της κληρονομίας, ενσώματα ή
ασώματα, δηλαδή όλα τα στοιχεία που συνθέτουν το ενεργητικό της, καθώς και όλα
τα στοιχεία του παθητικού της, ενώ κρίσιμος χρόνος για τον καθορισμό της αξίας
της είναι ο χρόνος θανάτου του κληρονομουμένου.21 Βάσει δηλαδή της κατάστασης
των στοιχείων της κληρονομιάς και της αξίας αυτών κατά τον κρίσιμο χρόνο,
γίνεται ο υπολογισμός της νόμιμης μοίρας.
 Περαιτέρω, σύμφωνα με την ΑΚ 1831§2: Στην κληρονομιά που υπάρχει
κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, η οποία συνιστά την «πραγματική
κληρονομιά», αφού αφαιρεθούν, κατά τα ως άνω, τα χρέη, οι δαπάνες της κηδείας
του κληρονομουμένου και αυτές της απογραφής της κληρονομιάς «προσθέτονται, με
την αξία που είχαν κατά το χρόνο της παροχής, οτιδήποτε ο κληρονομούμενος
παραχώρησε, όσο ζούσε, χωρίς αντάλλαγμα σε μεριδούχο είτε με δωρεά είτε με άλλο
τρόπο και επίσης οποιαδήποτε δωρεά που ο κληρονομούμενος έκανε στα τελευταία
δέκα χρόνια πριν από το θάνατό του, εκτός εάν την επέβαλαν λόγοι ευπρέπειας ή
ιδιαίτερο ηθικό καθήκον». Με αυτόν τον τρόπο ανευρίσκεται η «πλασματική
κληρονομιά».
 Με τη ρύθμιση αυτή ο νομοθέτης παρέχει προστασία στο μεριδούχο για την
περίπτωση όπου ο κληρονομούμενος μείωσε εν ζωή την περιουσία του,

19
 Παπαντωνίου, ΚληρΔ, §120 Ι, σ. 436
20 Η ρύθμιση αυτή εναρμονίζεται προς την ιδιότητα του μεριδούχου ως κληρονόμου (ΑΚ 1825§2),
απόρροια της οποίας είναι η σε αυτόν επαγωγή της νόμιμης μοίρας αυτοδικαίως από το θανάτου του
κληρονομουμένου.
21 ΕφΙωανν 187/2007 Αρμ 2008 , 414.
[10]
προβαίνοντας σε χαριστικές διαθέσεις περιουσιακών δικαιωμάτων του είτε σε
άλλους μεριδούχος είτε σε τρίτους, καθώς αυτές συνυπολογίζονται στην κληρονομιά
που υπάρχει κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, προκειμένου να
υπολογιστεί η εξ αδιαθέτου κληρονομική μερίδα του μεριδούχου και ακολούθως η
νόμιμοι μοίρα που αυτός δικαιούται.
 Ο συνυπολογισμός των παροχών της ΑΚ 1831§2, καταλογιστέων ή μη, στη
νόμιμη μοίρα του μεριδούχου, χωρεί ανεξάρτητα από τη θέληση του
κληρονομουμένου.22
 Η νόμιμη μοίρα ανευρίσκεται επί της πλασματικής κληρονομιάς. Ειδικότερα,
με βάση την πλασματική ομάδα της κληρονομιάς βρίσκεται η αξία της πλασματικής
εξ αδιαθέτου μερίδας, η οποία στη συνέχεια διαιρείται δια δύο, αφού η νόμιμη μοίρα
είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας κατά την ΑΚ 1825§1 εδ. 2. Το ποσό που
βρίσκεται αποτελεί την αξία στην οποία ανταποκρίνεται η νόμιμη μοίρα.23

22 ΑΠ 1412/2000 ΕλλΔνη 42(2001), 711 σύμφωνα με την οποία «Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου
1831 παρ. 1 εδ. β’ του Α.Κ, για να εξευρεθεί η αξία της κληρονομίας, επί της οποίας υπολογίζεται η
νόμιμη μοίρα των κατιόντων, προστίθεται σε αυτή και οποιαδήποτε δωρεά, που ο κληρονομούμενος
έκανε στα τελευταία δέκα χρόνια πριν από το θάνατό του, εκτός αν την επέβαλαν λόγοι ευπρέπειας ή
ιδιαίτερο ηθικό καθήκον. Εντεύθεν, ο ισχυρισμός ότι μια τέτοια δωρεά δεν είναι συνεισενεκτέα, γιατί
υπαγορεύθηκε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή την επέβαλαν λόγοι ευπρέπειας αποτελεί ένσταση, την
οποία προτείνει και αποδεικνύει ο επικαλούμενος την εξαίρεση, ενώ η κρίση του δικαστηρίου της
ουσίας για τη βασιμότητα αυτής είναι ανέλεγκτη, ως αναγόμενη σε πράγματα (ΚΠολΔ 561 παρ.1). Εξ
άλλου, από το συνδυασμό αυτής προς τη διάταξη του άρθρου 1833 Α.Κ, οι οποίες, σύμφωνα με το
άρθρο 88 του ν. 1329/1983, εφαρμόζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση όπως είχαν πριν από την
τροποποίησή τους, προκύπτει ότι ο συνυπολογισμός παροχών, καταλογιστέων ή μη στη νόμιμη μοίρα
του μεριδούχου, χωρεί ανεξάρτητα από τη θέληση του κληρονομουμένου»· όμοια η ΕφΑθ 5675/2002
ΕλλΔνη 2003, 845, σύμφωνα με την οποία «από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1831 παρ.
1 εδ. β και 1833 ΑΚ, προκύπτει ότι ο συνυπολογισμός παροχών, καταλογιστέων ή μη στη νόμιμη
μοίρα του μεριδούχου, χωρεί ανεξάρτητα από τη θέληση του κληρονομουμένου».
23 Ψούνη, ΚληρΔ, §9 ΙΧ,σελ.466· ΕφΑθ 5675/2002 ΕλλΔνη 2003, 845, η οποία αναφέρει στη μείζονα
σκέψη της «Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεών των άρθρων 1831 και 1833 ΑΚ, για
τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας οποιουδήποτε μεριδούχου, η οποία είναι το μισό της εξ αδιαθέτου
μερίδας (άρ. 1825 παρ. 1 ΑΚ), λαμβάνεται ως βάση η κατάσταση και η αξία της κληρονομίας κατά το
χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, δηλαδή όλα τα υπάρχοντα κατά το χρόνο αυτό στην
κληρονομία περιουσιακά στοιχεία δεκτικά κληρονομικής διαδοχής (πραγματική κληρονομική ομάδα),
από την οποία αφαιρούνται τα χρέη της κληρονομίας, οι δαπάνες κηδείας του κληρονομουμένου,
καθώς και οι δαπάνες απογραφής της κληρονομίας, προστίθενται δε ακολούθως σε αυτά και
θεωρούνται ως υπάρχοντα στην κληρονομία (πλασματική κληρονομική ομάδα) οι αναφερόμενες στα
άρθρα 1831 παρ. 2 και 1833 ΑΚ παροχές του κληρονομουμένου, όσο αυτός ζούσε, προς τους
μεριδούχους ή τρίτους (δωρεές που έγιναν εντός της τελευταίας δεκαετίας πριν από το θάνατό του), επί
της προσδιοριζομένης δε με τον τρόπο αυτό αυξημένης (πλασματικής) κληρονομικής ομάδας
εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του αναγκαίου κληρονόμου. Το ποσοστό της νόμιμης μοίρας αποτελεί
ποσοστό της καθαρής πραγματικής κληρονομίας, από την οποία λαμβάνει αυτό ο μεριδούχος, ο
οποίος, κατά το ποσοστό αυτό συντρέχει ως κληρονόμος. Στην περίπτωση κατά την οποία η
προσθετέα παροχή είναι και καταλογιστέα στη νόμιμη μοίρα, κατά το άρθρο 1833 ΑΚ, τότε πρέπει να 
[11]
 Από την αξία της νόμιμης μοίρας που υπολογίστηκε κατά τα ως άνω, σύμφωνα
με την ΑΚ 1833 §1, αφαιρείται η αξία της χαριστικής εν ζωή παροχής που έλαβε ο
μεριδούχος, ώστε να διαπιστωθεί εάν η χαριστική παροχή καλύπτει τη νόμιμη μοίρα
ή όχι, οπότε κι αυτός θα δικαιούται υπόλοιπο. Από την αντιπαραβολή άλλωστε, της
αξίας της νόμιμης μοίρας που δικαιούται να λάβει ο μεριδούχος και της αξίας της
χαριστικής εν ζωή παροχής που έλαβε αυτός, βρίσκεται το αν θίγεται η νόμιμή του
μοίρα.24
 Μάλιστα κατά την ΑΚ 1833§2, ο καταλογισμός της παροχής που έλαβε ο
μεριδούχος εν ζωή γίνεται και αν στη θέση του κατιόντος που έλαβε την παροχή
υπεισέρχεται ως μεριδούχος άλλος κατιών. Η υπεισέλευση του νέου μεριδούχου
μπορεί να είναι αποτέλεσμα θανάτου του αρχικού μεριδούχου πριν την επαγωγή ή
έκπτωσής του αλλά με αναδρομικά αποτελέσματα (πχ παραίτηση). Η διάταξη εννοεί
ασφαλώς κατιόντες της ίδιας ρίζας με τον αρχικό μεριδούχο. Δεν ισχύει όμως το ίδιο
επί νέου μεριδούχου με αυτοτελές δικαίωμα, του οποίου το ποσοστό διευρύνεται
λόγω ανυπαρξίας άλλου κατιόντος. Δηλαδή, η ρύθμιση αυτή δεν εφαρμόζεται όταν
χωρεί διαδοχή τάξεων.25
 Καταρχήν, κάθε παροχή που προσθέτεται στην πραγματική κληρονομιά
προκειμένου να εξευρεθεί η πλασματική κληρονομιά είναι εκ του νόμου
καταλογιστέα26. Ωστόσο, κατ’ εξαίρεση, αυτή δεν καταλογίζεται στον μεριδούχο
μόνο εάν ο κληρονομούμενος όρισε διαφορετικά κατά το χρόνο της παροχής.
Αναγνωρίζεται, δηλαδή, στον διαθέτη η δυνατότητα να ορίσει τον μην καταλογισμό
όταν δίνει την παροχή, ενώ δεν μπορεί να προβλέψει το μη συνυπολογισμό των
χαριστικών παροχών προς εξεύρεση της πλασματικής κληρονομιάς.27
 Επειδή όμως η νόμιμη μοίρα δεν είναι ποσό αλλά ποσοστό επί της
πραγματικής κληρονομίας, το κληρονομικό δικαίωμα του μεριδούχου υπολογίζεται
μεν επί της πλασματικής κληρονομίας, αλλά υπάρχει και συγκεντρώνεται στην

εξευρίσκεται η αξία της καταλογιστέας παροχής. Το ποσοστό που θα προκύψει ανάγεται σε ποσοστό
της καθαρής πραγματικής κληρονομίας. Κατά το ποσοστό αυτό ο νόμιμος μεριδούχος συντρέχει ως
κληρονόμος».
24 Βαρθακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρο 1831 αρ. 9.
25 Βαρθακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρο 1833 αρ. 9
26 Για να χωρήσει συνυπολογισμός στη νόμιμη μοίρα παροχής που έγινε στο μεριδούχο, πρέπει αυτή
να έχει εκπληρωθεί ως το θάνατο του κληρονομουμένου, αλλιώς το αντικείμενο που αναφέρεται στην
υποσχετική δικαιοπραξία θεωρείται ότι δεν εξήλθε από την κληρονομιά και πρέπει να συμπεριληφθεί
στην πραγματική της ομάδα, Βλ. Βαρθακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρο 1833 αρ. 3.
27 Ψούνη, ΚληρΔ, §9 ΙΧ ,σ. 467.
[12]
πραγματική κληρονομιά.28 Τούτο πρακτικά γίνεται εαν το ποσό, που μετά τον
υπολογισμό βρεθεί ότι αντιστοιχεί στο ποσοστό της νόμιμης μοίρας, αποτελέσει τον
αριθμητή κλάσματος με παρανομαστή την αξία της πραγματικής κληρονομιάς.29 Το
ποσοστό που αντιπροσωπεύει το κλάσμα αυτό ή ο δεκαδικός αριθμός, ο οποίος
προκύπτει από τη διαίρεση του αριθμητή με τον παρονομαστή, αποτελεί το ποσοστό
το οποίο πρέπει να λάβει ο μεριδούχος προς συμπλήρωση της νόμιμής του μοίρας.
 Συνοπτικά, τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσει κάποιος προκειμένου να
υπολογίσει τη νόμιμη μοίρα είναι τα ακόλουθα:
1. Αποτίμηση της πραγματικής κληρονομιάς
 Όπως προαναφέρθηκε αφετηρία για τον προσδιορισμό της αξίας της
πλασματικής κληρονομιάς είναι η πραγματική κληρονομιά, δηλαδή η περιουσία του
κληρονομουμένου κατά το χρόνο θανάτου του (ΑΚ 1710§1, 1831§1)30. Στην
πραγματική κληρονομία περιλαμβάνονται οι άμεσες ή έμμεσες κληροδοσίες (ΑΚ
1996) που έχει προβλέψει ο κληρονομούμενος με τη διαθήκη του, τα στοιχεία που
αποτελούν αντικείμενο δωρεάς αιτία θανάτου, απαιτήσεις του κληρονομουμένου
κατά του κληρονόμου, έστω κι αν επέρχεται απόσβεση λόγω σύγχυσης (ΑΚ 453).
Επιπροσθέτως, στην πραγματική κληρονομιά υπολογίζονται και αντικείμενα επί των
οποίων ο κληρονομούμενος είχε νομή ή κατοχή, ακόμη κι αν είχε αποβληθεί από
αυτή.31
 Αντίθετα, δεν περιλαμβάνονται στην πραγματική κληρονομιά περιουσιακά
στοιχεία που περιέρχονται στους κληρονόμους, λόγω του θανάτου του
κληρονομουμένου, χωρίς όμως να ανήκουν σε αυτόν, όπως π.χ. η αξίωση κατά
ασφαλιστικής εταιρείας για ασφάλεια ζωής υπέρ των κληρονόμων, που είχε συνάψει
ο κληρονομούμενος ή η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα που έχει ο επιζών
σύζυγος (ΑΚ 1400), διότι σε αυτές τις περιπτώσεις οι παραπάνω δικαιούχοι
αποκτούν τα σχετικά δικαιώματα εξ ιδίου δικαίου κι όχι υπό την ιδιότητα του
κληρονόμου.32

28 Βαρθακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρο 1831 αρ. 9.
29 ΕφΠατρ 856/2008 ΝΟΜΟΣ
30 ΕφΑθ 5140/2005 ΕλλΔνη 48 (2007), 576.
31 ΑΠ 1996/2006 ΝΟΜΟΣ.
32Σταθόπουλος, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρα 1831-1834 αρ.14.
[13]
 Κατά την εκτίμηση της κληρονομιάς υπολογίζονται και τα δικαιώματα που
τελούν υπό διαλυτική αίρεση (ΑΚ 1832§2 εδ. α’) σαν να μην υπήρχε η διαλυτική
αίρεση. Αν η αίρεση πληρωθεί θα γίνει η προσήκουσα εξίσωση, δηλαδή θα
αφαιρεθεί από την αξία της κληρονομιάς η αξία του δικαιώματος που χάνεται, άρα
θα αναπροσαρμοσθεί αντίστοιχα και η αξία της νόμιμης μοίρας. Αντίθετα, κατά την
ίδια διάταξη δικαίωμα που τελεί υπό αναβλητική αίρεση δεν υπολογίζεται κατά την
εκτίμηση, αλλά αν πληρωθεί η αίρεση θα προστεθεί η αξία του δικαιώματος στην
αρχική αξία της κληρονομιάς.33
 Κρίσιμος χρόνος για τον καθορισμό της αξίας της πραγματικής κληρονομιάς
είναι σύμφωνα με την ΑΚ 1831§1 ο χρόνος θανάτου του κληρονομουμένου34. Η
κληρονομιά εκτιμάται με αναφορά στα περιουσιακά στοιχεία του κληρονομουμένου
που υπήρχαν και στην κατάσταση στην οποία βρίσκονταν και την αξία που είχαν
κατά το χρόνο αυτόν, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη επιγενόμενα περιστατικά, που
επιφέρουν βελτίωση ή χειροτέρευση των κληρονομιαίων στοιχείων.
 Η αξία της κληρονομιάς κατά την 1832 §1, εφόσον είναι αναγκαίο, βρίσκεται
με «εκτίμηση» που γίνεται σε χρήμα.35 Αποφασιστική είναι η αληθινή αξία των
περιουσιακών στοιχείων της κληρονομιάς, η οποία σε ομαλές οικονομικές συνθήκες
συμπίπτει με την αγοραία, δηλαδή η αξία τους όπως διαμορφώνεται στις συναλλαγές
και όχι η υποκειμενική αξία που δίνουν οι ενδιαφερόμενοι στα διάφορα περιουσιακά
στοιχεία της κληρονομιάς36. Οι εκτιμήσεις που γίνονται για φορολογικούς σκοπούς
μπορούν να αποτελέσουν ένα οδηγό αλλά δεν είναι δεσμευτικές37
. Επίσης, για την
αποτίμηση των στοιχείων της κληρονομιάς σημασία έχει αν αυτά αποτελούν
οικονομική ενότητα. Έτσι, τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν επιχείρηση δεν
θα αποτιμηθούν το καθένα ξεχωριστά ως πράγματα, αλλά ως τμήματα της
οικονομικής ενότητας κατά την εσωτερική τους αξία.

33 Ψούνη, ΚληρΔ, §9 ΙΧ ,σ.450 επ.
34 ΑΠ 996/2006 ΝΟΜΟΣ· ΕφΑθ 3926/2002 ΕλλΔνη 45 (2004), 1487.
35 Αναγκαία παρίσταται για τον προσδιορισμό της νόμιμης μοίρας, η αποτίμηση σε χρήμα των
κληρονομιαίων στοιχείων, όταν καταλείπεται στο μεριδούχο με δικαιοπραξία εν ζωή ή με διάταξη
τελευταίας βούλησης, όχι ποσοστό επί της κληρονομιάς αλλά ορισμένο στοιχείο αυτής. Με την
εκτίμηση καθίσταται δυνατός ο προσδιορισμός σε ποιο ποσοστό της κληρονομιάς αντιστοιχεί αυτό
που επιδόθηκε και συνακόλουθα ποιο το καλυπτόμενο μέρος της νόμιμης μοίρας, βλ. Βαρθακοκοίλης,
ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρο 1832 αρ. 4.
36 Σταθόπουλος , στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρα 1831-1834 αρ.15.
37
 Παπαντωνίου, ΚληρΔ, §122, σ. 442.
[14]
- Ειδικά η περίπτωση της προσωπικής δουλείας της επικαρπίας
 Ζήτημα γεννιέται αν, στην υποθετική περίπτωση που ο κληρονομούμενος είχε
παραχωρήσει από ελευθεριότητα, με χαριστική δικαιοπραξία εν ζωή την ψιλή
κυριότητα επί ακινήτου παρακρατώντας υπέρ αυτού εφ’ όρου ζωής του δικαιώματος
της επικαρπίας, η επικαρπία αποτελεί στοιχείο της κληρονομιάς.
 Σχετικά, υποστηρίζονται στη νομολογία δύο απόψεις: Σύμφωνα με πρώτη
άποψη38
, η οποία στηρίζεται στο συνδυασμό των διατάξεων των ΑΚ 1167, 1168,
1710 και 1831 εδ.α’, η επικαρπία ενός πράγματος που ανήκει στον κληρονομούμενο
και η οποία επανέρχεται με τον θάνατό του στον ψιλό κύριο του πράγματος, και
εφόσον ο ψιλός κύριος είναι συγχρόνως και κληρονόμος του επικαρπωτή, αποτελεί
στοιχείο της κατά το χρόνο του θανάτου αυτού καταλειπόμενης κληρονομικής
περιουσίας του και λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας των
μεριδούχων κατά την αξία που είχε κατά το χρόνο του θανάτου του
κληρονομουμένου επικαρπωτή. Δηλαδή, σύμφωνα με την άποψη αυτή, η αξία της
επικαρπίας που είχε ο κληρονομούμενος θα αποτελέσει στοιχείο της πραγματικής
κληρονομιάς, προκειμένου να υπολογιστεί, με τον τρόπο που περιγράφηκε
παραπάνω, η αξία της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου. Ως προς τον υπολογισμό της
αξίας της επικαρπίας θα εφαρμοσθούν οι ακόλουθες ρυθμίσεις: α) το άρθρο 3 παρ. 4
του ΑΝ 1521/1950 «περί φόρου μεταβιβάσεως ακινήτου», όπως αντικαταστάθηκε
με το άρθρο 42 παρ. 1 του Ν 12/1975, β) τα άρθρα 15 και 16 του ΝΔ 118/1973 «περί
Κώδικος Φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, προικών και κερδών εκ λαχείου» από
τα προκύπτει ότι η αξία της ψιλής κυριότητας εξευρίσκεται με αφαίρεση από την
αξία της πλήρους κυριότητας της αξίας της επικαρπίας (άρθρο 16 παρ. 5) καθώς και
ότι επί ισόβιας ή αορίστου χρόνου επικαρπίας και εφόσον η ηλικία του επικαρπωτή
υπερβαίνει τα 70ο
έτος η αξία της επικαρπίας ανέρχεται σε ποσοστό 2/10 επί της
αξίας της πλήρους κυριότητας.
 Αντίθετα, σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη39
, η επικαρπία εφόσον δεν έχει
ορισθεί διαφορετικά αποσβήνεται με το θάνατο του επικαρπωτή, καθώς αποτελεί
δικαίωμα προσωποπαγές και καταρχήν ακληρονόμητο, αποσβεννυόμενο, εφόσον δεν
ορίστηκε διαφορετικά, με το θάνατο του επικαρπωτή και μετάγεται στον ψιλό κύριο
εξ ιδίου δικαίου και όχι υπό την ιδιότητά του ως κληρονόμου του επικαρπωτή.

38 ΑΠ 1595/2008 ΝΟΜΟΣ·ΕφΑθ 78/2010 ΝΟΜΟΣ
39 ΑΠ 1854/2009 ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΑθ 4590/2007 ΝΟΜΟΣ.
[15]
Δηλαδή, κατά την άποψη αυτή με το θάνατο του επικαρπωτή η επικαρπία ενώνεται
με την ψιλή κυριότητα αυτομάτως και ανεξάρτητα από το αν ο ψιλός κύριος είναι
κληρονόμος του επικαρπωτή. Με τα δεδομένα αυτά υποστηρίζεται πως, αν
δωρήθηκε η ψιλή κυριότητα πράγματος και παρακρατήθηκε η επικαρπία από τον
δωρητή κληρονομούμενο εφόρου ζωής αυτού ή τρίτου, για τον υπολογισμό της
αξίας της κληρονομίας λαμβάνεται υπ’ υπόψη μόνον η αξία της ψιλής κυριότητας
κατά το χρόνο της δωρεάς. Κι αυτή προς ανεύρεση της πλασματικής κληρονομιάς,
ακόμη κι αν επικαρπία αποσβεσθεί αργότερα προς όφελος του δωρεοδόχου ψιλού
κυρίου. Συνεπώς, κατά την άποψη αυτή δεν ενδιαφέρει για τον υπολογισμό της
νόμιμης μοίρας του μεριδούχου η αξία του πράγματος κατά τον χρόνο θανάτου του
δωρητή-κληρονομούμενου είτε κατ’ επικαρπία, είτε κατά ψιλή κυριότητα καθώς η
αξία της επικαρπίας δεν προσμετράται ως στοιχείο της πραγματικής κληρονομιάς
του κληρονομουμένου.
 Από τις παραπάνω απόψεις ορθότερη και σύμφωνη με το σκοπό της νόμιμης
μοίρας, ο οποίος συνίσταται στην προστασία της οικογένειας υπό στενή έννοια του
κληρονομουμένου, πρέπει να θεωρηθεί η πρώτη καθώς σύμφωνα με αυτήν η αξία
του εμπραγμάτου δικαιώματος της επικαρπίας συνυπολογίζεται ως αξία στην
κληρονομιά προκειμένου να υπολογιστεί κατά την διάταξη του άρθρου 1831 ΑΚ η
αξία της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου που θίγεται.
2. Αφαίρεση χρεών, δαπανών κηδείας και απογραφής της κληρονομιάς
 Σύμφωνα με την ΑΚ 1831 §1 από την αξία της πραγματικής κληρονομιάς θα
πρέπει τα αφαιρεθούν τα χρέη που είχε ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο θανάτου
του, καθώς και οι δαπάνες της κηδείας του και της απογραφής της κληρονομιάς. Οι
δαπάνες της κηδείας πρέπει να νοηθούν υπό ευρεία έννοια, δηλαδή θα
περιλαμβάνονται σε αυτές και τα έξοδα μεταφοράς του νεκρού, για τον τάφο κλπ,
όχι όμως έξοδα μνημοσύνων και ανάλογων τελετών και εκδηλώσεων μετά την
κηδεία40. Ορθά υποστηρίζεται, ότι θα πρέπει να αφαιρούνται και τα τέλη
δημοσίευσης διαθήκης, κατά ανάλογη εφαρμογή της διάταξης (ιδίως της πρόβλεψης
για τις δαπάνες απογραφής).41 Δεν αφαιρούνται όμως οποιαδήποτε άλλα έξοδα

40 Παπαντωνίου, ΚληρΔ. § 120 ΙΙ, σ.438.
41 Εμμ.Βούζικας, Κληρονομικόν Δίκαιον §145 Α V· Σταθόπουλος, σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου,
άρθρα 1831-1834 αρ. 21.
[16]
κηδείας συνδέονται με το θάνατο του κληρονομουμένου π.χ. έξοδα για την
προάσπιση συμφερόντων των κληρονόμων.
 Στην έννοια των χρεών που αφαιρούνται εμπίπτει το σύνολο του παθητικού
της περιουσίας του κληρονομουμένου, η οποία υπάρχει κατά το χρόνο θανάτου του
και περιλαμβάνονται τόσο τα χρέη προς τρίτους όσο και τα χρέη προς τους
κληρονόμους.42 Το γεγονός ότι τα τελευταία κληρονομούνται, σύμφωνα με τους
κανόνες της καθολικής διαδοχής, από τους κληρονόμους κι έτσι επέρχεται απόσβεσή
τους λόγω σύγχυσης, σύμφωνα με την ΑΚ 453, δεν σημαίνει ότι δεν αποτελούν χρέη
του κληρονομουμένου που μειώνουν την αξία της περιουσίας του.43 Επίσης,
αφαιρούνται τα χρέη που τελούν υπό διαλυτική αίρεση, γιατί, όπως αναφέρθηκε και
παραπάνω, στην συγκεκριμένη περίπτωση η αίρεση δεν υπολογίζεται, όχι όμως και
τα τελούντα υπό αναβλητική αίρεση.
 Αντίθετα, δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των χρεών που αφαιρούνται από
την πραγματική κληρονομιά, χρέη που δεν ανήκαν στην κληρονομιά που καταλείπει
ο κληρονομούμενος, αλλά δημιουργούνται το πρώτον με την επαγωγή, όπως οι
ενοχικές κληροδοσίες της ΑΚ 1995 και οι τρόποι.44 Τα χρέη αυτά είναι χρέη από
χαριστική αιτία, δηλαδή από ελευθεριότητα του κληρονομουμένου, ο οποίος όμως
δεν μπορεί να μειώνει την κληρονομιά με χαριστικές πράξεις σε βάρος της νόμιμης
μοίρας. Άλλωστε θα ήταν αντιφατικό να αφαιρούνται οι χαριστικές παροχές αιτία
θανάτου και να ανατρέπονται, όπως θα δούμε παρακάτω, οι χαριστικές παροχές εν
ζωή.45
 Σημειωτέον, ότι το στάδιο της αφαίρεσης των χρεών κρίνεται άσκοπο, στις
περιπτώσεις που δεν υπάρχουν προσθετέες παροχές εν ζωή στην πραγματική
κληρονομιά (ΑΚ 1831), αφού σύμφωνα με την ΑΚ 1885 τα χρέη διαιρούνται
αυτοδικαίως μεταξύ των συγκληρονόμων. Δηλαδή, είτε αφαιρέσουμε τα χρέη
εξαρχής είτε δεχτούμε ότι ο μεριδούχος συμμετέχει στα χρέη ανάλογα με τη μερίδα
του, εφόσον δεν προσθέτουμε παροχές της ΑΚ 1831, το αποτέλεσμα είναι
μαθηματικά το ίδιο.46

42 Ψούνη, ΚληρΔ. §9 ΙΧ Β, σ. 453.
43 Σταθόπουλος, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρα 1831-1834 αρ. 21.
44 Βούζικας, ΚληρΔ, §145 Α· Παπαντωνίου, ΚληρΔ § 120 ΙΙ, σ. 437.
45 Σταθόπουλος, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρα 1831-1834 αρ. 25
46 Παπαντωνίου, ό.π § 120 ΙΙ, σ. 437.
[17]
3. Πρόσθεση χαριστικών εν ζωή εκποιητικών δικαιοπραξιών
 Μετά από τα παραπάνω στάδια ακολουθεί το στάδιο της πρόσθεσης των
χαριστικών παροχών είτε προς μεριδούχος είτε προς τρίτους, στις οποίες προέβην ο
κληρονομούμενος με κατάρτιση εκποιητικών δικαιοπραξιών εν ζωή, με την αξία
που αυτές οι παροχές είχαν κατά το χρόνο της παροχής.
 Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι για να εξευρεθεί η νόμιμη μοίρα του
μεριδούχου, οι παροχές που προσθέτονται στην πραγματική κληρονομιά,
υπολογίζονται καταρχήν με την αξία που είχαν κατά το χρόνο της παροχής (ΑΚ
1831§ 2). Ωστόσο, υπάρχει η πιθανότητα μεταξύ του χρόνου της παροχής και του
χρόνου θανάτου του κληρονομουμένου να έχει επέλθει ουσιώδης υποτίμηση της
αξίας του νομίσματος ή ακόμη και μεταβολή αυτού47. Για την αντιμετώπιση αυτού
του προβλήματος, έχουν υποστηριχθεί δύο απόψεις.
 Σύμφωνα με πρώτη άποψη,
48 ως αξία του χρόνου της παροχής δεν νοείται η
ονομαστική, αλλά η πραγματική αξία. Δηλαδή, και αν η τότε αξία της παροχής
αποτυπώθηκε σε χρήμα, το χρήμα δεν λαμβάνεται υπόψη, σύμφωνα με το σκοπό της
ΑΚ 1831§ 2, ως φορέας αξίας, άρα δεν ισχύει η νομιναλιστική αρχή, βάσει της
οποίας «δραχμή ίσον δραχμή». Το χρήμα λειτούργει απλώς ως μέτρο αξίας της
χαριστικής παροχής, η οποία παριστάνει την κρίσιμη οικονομική αξία. Θα πρέπει
επομένως να γίνει η ανάλογη αναπροσαρμογή της, κατά το χρόνο της δωρεάς,
ονομαστικής αξίας, για την ανεύρεση του χρηματικού ποσού κατά το χρόνο θανάτου
του κληρονομουμένου, που θα αποδίδει με την σε αυτό το χρονικό σημείο τιμή του
νομίσματος την τότε πραγματική αξία της παροχής. Δηλαδή, σύμφωνα με την
άποψη αυτή, σε περίπτωση που επέλθει σοβαρή υποτίμηση της αγοραστικής
δύναμης του εκάστοτε νομίσματος (δραχμής ή ευρώ) θα πρέπει να γίνει η αναγωγή
του εν ζωή επιδοθέντος ποσού δραχμών-ευρώ σε ποσό το οποίο κατά το χρόνο
θανάτου του κληρονομουμένου, είχε την ίδια αγοραστική δύναμη, την οποία είχε το
ποσόν εκείνο κατά το χρόνο της επιδόσεως και η πλασματική προσθήκη του ποσού
που βρέθηκε με τον άνω τρόπο στην αξία της κληρονομιάς.

47 Σημειωτέον, ότι εάν για οποιοδήποτε λόγο επέλθει αύξηση της αξίας του δωρηθέντος από της
σύστασης της δωρεάς μέχρι του χρόνου του θανάτου του κληρονομουμένου, κατά τον οποίο γεννάται
το δικαίωμα στη νόμιμη μοίρα δεν ενδιαφέρει για τον υπολογισμό της αξίας αυτής, βλ. ΕφΑθ
4060/2006 ΕλλΔνη 2008 σελ. 278,
48 Μαριδάκη Γ.-Σόντη Ι., Γνωμοδότηση ΝοΒ 19 (1971) σελ. 417επ.
[18]
 Σύμφωνα με δεύτερη γνώμη49, η οποία ακολουθείται και από την νομολογία,
στην περίπτωση που μεταξύ του χρόνου της παροχής και του χρόνου του θανάτου
του κληρονομουμένου, ο οποίος είναι ο κρίσιμος κατά το άρθρο 1831 ΑΚ για τον
υπολογισμό της αξίας της κληρονομιάς, μεσολάβησε νομισματική έκπτωση,
υποτίμηση ή σοβαρή διακύμανση, τότε πρέπει, κατ΄εφαρμογή της προβλεπόμενης
από τη διάταξη της ΑΚ 288 αρχής της καλής πίστης, η οποία διέπει οποιαδήποτε
ενοχή και την άσκηση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που πηγάζουν απ` αυτήν,
η αξία του χρόνου της παροχής να υπολογιστεί σε νόμισμα της αυτής πραγματικής
αξίας, την οποία αυτή είχε κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου. Η
αξία δηλαδή του χρόνου της παροχής θα αναχθεί, με βάση την ως άνω αρχή του
άρθρου 288 ΑΚ, στο ισάξιο της κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου,
αφού ληφθεί υπόψη η αγοραστική αξία της χρυσής λίρας κατά το χρόνο της παροχής
και ακολούθως του θανάτου του κληρονομουμένου και η μεταξύ τους σύγκριση,
αλλά και η αύξηση στο μεταξύ του τιμαρίθμου, όχι δε και η αξία του αντικειμένου
της παροχής κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, αφού ο νόμος
θέλησε να ληφθεί υπόψη μόνον η αξία κατά το χρόνο της παροχής. Προς το σκοπό
αυτό, η αξία της παροχής σε δραχμές ή ευρώ, δηλαδή του νομίσματος που
κυκλοφορούσε κατά το χρόνο σύστασής της χαριστικής εκποιητικής δικαιοπραξίας,
με αντικείμενο τη συγκεκριμένη παροχή, πρέπει να αναχθεί σε χρυσές λίρες
Αγγλίας, με την τιμή τους στον ίδιο χρόνο, έπειτα δε να καθοριστεί η σχέση της
αγοραστικής αξίας της χρυσής λίρας του χρόνου αυτού προς την αγοραστική αξία
της χρυσής λίρας του χρόνου θανάτου του κληρονομουμένου και αφού βρεθεί έτσι
το αντίστοιχο ποσό χρυσών λιρών του τελευταίου αυτού χρόνου, να μετατραπεί
αυτό σε δραχμές ή ευρώ με την τιμή της χρυσής λίρας κατά το χρόνο επίσης του
θανάτου του κληρονομουμένου, λαμβανομένης υπόψη και της χωρήσασας στο
μεταξύ μεταβολής του τιμαρίθμου. Τα στοιχεία αυτά, δηλαδή η τιμή της χρυσής
λίρας Αγγλίας κατά το χρόνο της παροχής και κατά το χρόνο θανάτου του
κληρονομουμένου, καθώς και οι αλλαγές του δείκτη τιμών καταναλωτή κατά το
διαρρεύσαν διάτημα μεταξύ των δύο αυτών χρονικών σημείων, εφόσον
αμφισβητούνται, δεν είναι απαραίτητο να αποδεικνύονται από το διάδικο εκείνο που

49 ΑΠ 1176/2002 ΝοΒ 51(2003), 1010· ΑΠ 1047/1998 ΕλλΔνη 40 (1999), 125· ΕφΑθ 4060/2006
ΕλλΔνη 49 (2008) ,278.
[19]
ζητεί τον υπολογισμό και τον καταλογισμό και ισχυρίζεται ότι έχει μεσολαβήσει
υποτίμηση του νομίσματος ή αλλαγή του νομισματικού συστήματος.
50
 Από τις ανωτέρω εκτιθέμενες απόψεις, ορθότερη είναι η δεύτερη, καθότι
παρουσιάζει το πλεονέκτημα της σταθερότητας της σύγκρισης ενός μεταβλητού,
από άποψης αξίας, νομίσματος με ένα σταθερό, όπως είναι η χρυσή λίρα Αγγλίας.
III. Περίπτωση μη ύπαρξης πραγματικής κληρονομιάς και τρόπος
υπολογισμού νόμιμης μοίρας
 Υπάρχει το ενδεχόμενο κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, να μην
υφίσταται πραγματική κληρονομιά, αλλά ο κληρονομούμενος να έχει προβεί σε
δωρεές εν ζωή. Σε αυτή την περίπτωση, η αξία της κληρονομίας θα προσδιοριστεί
από την συνολική αξία των δωρεών κατά το χρόνο που έγιναν και όχι κατά το χρόνο
θανάτου του κληρονομουμένου. Ακολούθως το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του
θιγόμενου μεριδούχου θα υπολογιστεί με βάση την αξία, των ως άνω δωρεών αυτών
κατά το χρόνο που έχουν έγιναν.51

50 ΑΠ 1233/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1176/2002, ό.π, ΕφΑθ 3289/2001 ΕλλΔ/νη 42, 819 , σύμφωνα με τις
οποίες «Τα στοιχεία αυτά (τιμή χρυσής λίρας και τιμάριθμος) δεν είναι αναγκαίο να διαλαμβάνει
αναλυτικά στον ισχυρισμό του ο διάδικος, ο οποίος ζητεί την αναγωγή της αξίας παροχής που έγινε
από τον κληρονομούμενο, από τον χρόνο που αυτή έγινε στην αξία του χρόνου θανάτου του
κληρονομούμενου, διότι αυτά θα προκύψουν από τα αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι θα
επικαλεστούν και προσκομίσουν, ενώ το δικαστήριο μπορεί να προσφύγει και στα διδάγματα τους
κοινής πείρας για την ανάλυση σχετικών αποδείξεων. Είναι δε τα διδάγματα της κοινής πείρας γενικές
αρχές, που συνάγονται επαγωγικά από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας,
τη συμμετοχή στις συναλλαγές στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι
οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των
αορίστων νομικών εννοιών και για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ή την εκτίμηση των
αποδείξεων και δεν χρειάζεται να γίνει επίκληση και απόδειξη των αλλά εφαρμόζονται αυτεπάγγελτα
από το δικαστήριο. Έτσι με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας για την αναγωγή της αξίας της
παροχής, που έγινε από τον κληρονομούμενο από τον χρόνο της παροχής στο χρόνο του θανάτου του
κληρονομούμενου, μπορεί να ληφθεί υπόψη η αγοραστική αξία της χρυσής λίρας κατά το χρόνο της
παροχής και ακολούθως κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου και η μεταξύ των σύγκριση
καθώς και η χωρήσασα στο μεταξύ μεταβολή (αύξηση) του τιμάριθμου τα στοιχεία δε αυτά δεν είναι
αναγκαίο να εκτίθενται στην αγωγή»· βλ. όμως και αντίθετη άποψη στην ΕφΛαμ 212/2007 ΕλλΔνη 49
(2008),891, σύμφωνα με την οποία « Τα στοιχεία αυτά πρέπει να διαλαμβάνει αναλυτικά ο διάδικος, ο
οποίος ζητεί την αναγωγή της αξίας παροχής που έγινε από τον κληρονομούμενο από την αξία του
χρόνου που έγινε στην αξία του χρόνου του θανάτου του».
51 Παπαδόπουλος Κ. Αγωγές Κληρονομικού Δικαίου (1995), Τόμος Β’ σελ. 144· ΕφΠατρ 835/2008
ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΘεσ 20958/2006, Αρμ 2007 , 1164.
[20]
§4. Τρόποι προσβολής της νόμιμης μοίρας από τον κληρονομούμενο
I. Εισαγωγικά
 Η νόμιμη μοίρα μπορεί να προσβληθεί τόσο από τον κληρονομούμενο, όσο
και από τρίτο. Ωστόσο, όταν αυτήν προσβάλλεται από τρίτο π.χ. συγκληρονόμο ή
νομέα της κληρονομιάς, πρόκειται για προσβολή συνήθους δικαιώματος και όχι της
νόμιμης μοίρας καθεαυτής, η οποία ως ιδιόμορφο κληρονομικό δικαίωμα ,μπορεί να
προσβληθεί μόνο από τον κληρονομούμενο με διάφορους τρόπους.52 Μάλιστα
γίνεται δεκτό ότι, ενώ ο τρίτος μπορεί να προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα
ποικιλοτρόπως, ο κληρονομούμενος μπορεί να την προσβάλλει μόνο με
δικαιοπραξίες. 53
 Ειδικότερα, η προσβολή της νόμιμης μοίρας από τον κληρονομούμενο μπορεί
να γίνει με έναν από τους ακόλουθους τρόπους: α) ο κληρονομούμενος δεν
καταλείπει στον μεριδούχο παντελώς το μέρος της κληρονομιάς που αντιστοιχεί στη
νόμιμη μοίρα (ολική μη κατάλειψη), β) ο κληρονομούμενος καταλείπει στον
μεριδούχο μέρος μόνον της κληρονομιάς, το οποίο δεν καλύπτει πλήρως τη νόμιμη
του μοίρα (μερική κατάλειψη), γ) ο κληρονομούμενος καταλείπει μεν στον
μεριδούχο τη νόμιμή του μοίρα, αλλά με διάφορους περιορισμούς και δ) ο
κληρονομούμενος με διάφορες χαριστικές εν ζωή πράξεις μειώνει τόσο την
περιουσία του, ώστε να μην καταλείπεται επαρκής κληρονομιαία περιουσία
προκειμένου ο μεριδούχος να λάβει τη νόμιμή του μοίρα.
I. Προσβολή της νόμιμης μοίρας με διαθήκη
1. Ολική παράλειψη μεριδούχου-Περί κλήρου αγωγή

 Όπως παρατηρήσαμε και παραπάνω54, το δικαίωμα του κληρονομουμένου να
επιλέξει τα πρόσωπα που επιθυμεί να εγκαταστήσει με διαθήκη του ως κληρονόμους
του ή και να τιμήσει με άλλη ιδιότητα π.χ. ως κληροδόχους, δεν είναι απεριόριστο,

52
 Σπυριδάκης Ι., Η μέμψη της άστοργης δωρεάς, 1998, σ.1 · Σταθόπουλος, στον ΑΚ Γεωργιάδη-
Σταθόπουλου , άρθρα1827-1829 αρ.34.
53 Σπυριδάκης, Η μέμψη……, σ. 2.
54 βλ.παραπάνω σελ. 6
[21]
στο μέτρο που αυτός δεν μπορεί με τη διαθήκη του να αγνοήσει τις διατάξεις της
νόμιμης μοίρας, που αποτελούν αναγκαστικό δίκαιο.
 Στο μέτρο, έτσι, που ο διαθέτης με τη διαθήκη του δε εξασφαλίζει σε μεριδούχο
του το ποσοστό της νόμιμης μοίρας που δικαιούται εκ του νόμου, αλλά διαθέτει όλη
την περιουσία του, είτε σε εξωτικούς είτε σε άλλο μεριδούχο ή συγγενή του, χωρίς να
συντρέχει κάποιος λόγος από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 1839 επ.
(αποκλήρωση με στενή έννοια)55, ουσιαστικά θα πρόκειται για σιωπηρή αποκλήρωση
(αποκλήρωση με ευρεία έννοια) του μεριδούχου του από την εξ αδιαθέτου
κληρονομική διαδοχή (ΑΚ 1713)56
. Ωστόσο, με την υπό ευρεία έννοια αποκλήρωση,
ο μεριδούχος δεν μπορεί κατά την ΑΚ 1713 να στερηθεί τη νόμιμή του μοίρα.
57Στην
περίπτωση αυτή εφαρμόζεται ευθέως η ΑΚ 1825 §2, η οποία είναι αναγκαστικού
δικαίου και ο μεριδούχος συντρέχει ως κληρονόμος κατά το ποσοστό της νόμιμης του
μοίρας σε όλα τα κληρονομιαία στοιχεία58 και αποκτά άμεσο κληρονομικό δικαίωμα
επ’αυτών από το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου59, υπό την προϋπόθεση ότι ο
κληρονομούμενος δεν είχε φροντίσει να του καταλείψει τη νόμιμή του μοίρα ούτε με
χαριστικές παροχές όσο ζούσε. Δεν έχει, δηλαδή, ενοχικό απλώς δικαίωμα εναντίον
των άλλων κληρονόμων για να του συμπληρώσουν τη νόμιμη του μοίρα, αλλά άμεσο
κληρονομικό δικαίωμα κατά το ποσοστό αυτό σε όλα τα κληρονομικά στοιχεία.
60
 Όπως προκύπτει από τη συνδυαστική ερμηνεία των άρθρων 1825§2, 1829, 1827
και 174 ΑΚ, η διαθήκη είναι άκυρη και σύμφωνα με την ΑΚ 180 ανίσχυρη61
.
 Η εν λόγω ακυρότητα είναι αυτοδίκαιη, μερική και σχετική62
, καθώς έχει ταχθεί
μόνον υπέρ του μεριδούχου που παραλείφθηκε. Δηλαδή, η ακυρότητα της διαθήκης

55 Αποκλήρωση με στενή έννοια κατά την ΑΚ 1839, είναι η με διάταξη τελευταίας βούλησης στέρηση
από το μεριδούχο της νόμιμής του μοίρας, για ορισμένους λόγους που αναφέρονται στο νόμο. Για να
υπάρχει έγκυρη αποκλήρωση πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) ύπαρξη
διαθήκης, β) βούληση του διαθέτη για στέρηση της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου, γ) ύπαρξη λόγου
αποκλήρωσης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο νόμο (ΑΚ 1840-1842), δ) αναφορά του
λόγου αποκλήρωσης στη διαθήκη, ε) ύπαρξη του λόγου αποκλήρωσης κατά το χρόνο σύνταξης της
διαθήκης και στ) μη παροχή συγγνώμης, για αναλυτική παρουσίαση του θέματος, βλ. Ψούνη, ΚληρΔ,
§5 Ι, σ. 152 επ.
56 Σιωπηρή αποκλήρωση με ευρεία έννοια είναι αυτή που προκύπτει έμμεσα από τις διατάξεις της
διαθήκης, όπως στην περίπτωση που ο διαθέτης διαθέτει όλη του την κληρονομιαία περιουσία σε άλλο
κληρονόμο, χωρίς να εγκαθιστά κληρονόμο πρόσωπο που θα καλούνταν στην εξ αδιαθέτου διαδοχή
του, εάν αυτός πέθανε αδιάθετος, βλ.σχετ. ΠΠρΘεσ 8173/2007 ΝΟΜΟΣ
57 Φίλιος Π., Κληρονομικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος 8 , §1Β σημ. 4.
58 Σταθόπουλος, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου , άρθρα 1827-1829, αρ.37.
59 ΟλΑΠ 815/1975 ΝοΒ 23, 1083·ΑΠ 736/1974 ΝοΒ 23, 313.
60 Παπαντωνίου, ΚληρΔ, §130 Ι, σ. 463· Βαρθακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρο 1825, αρ. 20.
61 Ψούνη, ΚληρΔ, §2, 4Δ. σ. 79· Γεωργιάδης Απ., ΚληρΔ (2010), σ. 48 αρ. 20.
[22]
που μειώνει τη νόμιμη μοίρα αφορά μόνο το μέρος της που προσβάλλει τη νόμιμη
μοίρα, ενώ κατά τα λοιπά η διαθήκη είναι έγκυρη.63Αυτό σημαίνει ότι η
(πραγματική) κληρονομιά του κληρονομουμένου-παρά τυχόν αντίθετες διατάξεις
του κληρονομουμένου που περιέχονται σε διαθήκη- παραμένει στη «διάθεση»
μεριδούχου για την ικανοποίηση από αυτήν του δικαιώματος της νόμιμής του
μοίρας.64
 Συγκεκριμένα, ο μεριδούχος αποκτά σε όλα τα κληρονομιαία στοιχεία εξ
αδιαιρέτου δικαίωμα, και με την επιφύλαξη της μεταγραφής της αποδοχής της
κληρονομιάς αποκτά και συγκυριότητα στα κληρονομιαία ακίνητα, ενώ επέρχεται
ανάλογη μείωση, κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του παραλειφθέντος
μεριδούχου, των κληρονομικών μεριδίων που έχουν καταληφθεί στους τιμώμενους
με διαθήκη65
.
 Σε αυτήν την περίπτωση, ο μεριδούχος έχει τη δυνατότητα να ασκήσει εναντίον
των συγκληρονόμων του, που κατακρατούν την κληρονομιαία περιουσία
επικαλούμενοι δικό τους κληρονομικό δικαίωμα από τη διαθήκη, την περί κλήρου
αγωγή (ΑΚ 1871).
 Ενεργητικά νομιμοποιούνται να ασκήσουν την περί κλήρου αγωγή πέρα από
τον μεριδούχο, του οποίου προσβλήθηκε η νόμιμή του μοίρα, οι κληρονόμοι του
αλλά και ο αγοραστής του ποσοστού της κληρονομιάς που αντιστοιχεί στην νόμιμη
μοίρα του μεριδούχου (ειδικός διάδοχος- 1942 ΑΚ), εφόσον όμως συνεκχωρήθηκε
σε αυτόν και η περί κλήρου αξίωση (ΑΚ 470, 455 επ.), αλλά και πλαγιαστικά οι
δανειστές του μεριδούχου, υπό την προϋπόθεση ότι ο μεριδούχος αποδέχθηκε τη
νόμιμή του μοίρα.66
 Στην άσκηση της περί κλήρου αγωγής από τον μεριδούχο νομιμοποιούνται
παθητικά, όχι όλοι οι συνεγκατάστατοι με τη διαθήκη, αλλά εκείνοι που νέμονται
pro herede αντικείμενα της κληρονομίας που ανήκουν και στον ενάγοντα. Η αγωγή
περί κλήρου ασκείται δηλαδή εναντίον εκείνων που αντιποιούνται το κληρονομικό

62 ΑΠ 1135/2002 ΕλλΔνη 45 (2004) 461·ΑΠ 362/2002 ΕλλΔνη 43 (2002) 752.
63 Σταθόπουλος, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου , άρθρα 1827-1829, αρ.73· Παπαντωνίου, ΚληρΔ,
§130 Ι, σ. 463.
64 Σπυριδάκη, Η μέμψη……. σ. 29
65 Ψούνη, ΚληρΔ, §9 VIII, σ. 430.
66 Ψούνη, ΚληρΔ §9 ΧΙ,Σ. 486. 
[23]
δικαίωμα του ενάγοντος67, καθώς και των κληρονόμων αυτών, αλλά και κατά αυτών
που αποκτούν την κληρονομική μερίδα με σύμβαση σύμφωνα με την ΑΚ 1882.
 Η περί κλήρου αγωγή περιλαμβάνει δύο αιτήματα: Αφενός το αναγνωριστικό,
με το οποίο ο ενάγων ζητά να αναγνωριστεί το κληρονομικό του δικαίωμα κατά το
ποσοστό της νόμιμής του μοίρας, αφετέρου το καταψηφιστικό, με το οποίο ζητά την
απόδοση των κληρονομιαίων. Διαπλαστικό αίτημα δεν είναι δυνατό να σωρευτεί
καθώς η προσβολή της νόμιμης μοίρας συνεπάγεται αυτοδίκαιη ακυρότητα των
διατάξεων της διαθήκης που τη θίγουν.
 Αν στον μεριδούχο έχει καταλειφθεί κληρονομιαία περιουσία, η οποία όμως
δεν επαρκεί για την κάλυψη της νόμιμής του μοίρας, το άμεσο κληρονομικό του
δικαίωμα εκτείνεται σε όλα τα στοιχεία της κληρονομιαίας περιουσίας, κατά το
ποσοστό που μένει προκειμένου να καλυφθεί αυτή. Σε αυτή την περίπτωση, ο
θιγόμενος μεριδούχος νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση της περί κλήρου
αγωγής. Όμως, για να είναι ορισμένη η αγωγή του, θα πρέπει να εκθέσει πέρα από
την αξία των αντικειμένων της κληρονομιάς κατά το χρόνο θανάτου του
κληρονομουμένου και την αξία των περιουσιακών στοιχείων που έχει αφήσει ο
κληρονομούμενος στον ενάγοντα μεριδούχο, προκειμένου να ανευρεθεί το ποσοστό
της νόμιμης μοίρας που λείπει και δικαιούται να λάβει ο ενάγων.68
 Στο μέτρο που με την περί κλήρου αγωγή ζητείται και η απόδοση
κληρονομιαίου ακινήτου, πρέπει αυτή κατά το άρθρο 220§1του ΚΠολΔ να εγγραφεί
στα βιβλία διεκδικήσεων, άλλως απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη69
.
2. Μερική κατάλειψη της νόμιμης μοίρας
 Η ΑΚ 1827 αναφέρεται στην προστασία του μεριδούχου όταν του έχει
καταλειφθεί μικρότερο ποσοστό από τη νόμιμη μοίρα που δικαιούται, όταν δηλαδή
προσβάλλεται η αρχή της ακεραιότητας της νόμιμης μοίρας.
 Κατάλειψη στο μεριδούχο μικρότερου ποσοστού από τη νόμιμή του μοίρα
μπορεί να υπάρξει και όταν αυτός εγκαθίσταται με διαθήκη σε δήλο πράγμα, στο

67Παπαντωνίου, ΚληρΔ, §130, σ. 463·Σταθόπουλος στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρα 1827-
1829, αρ 73.
68 Παπαδόπουλος Κ., Αγωγές Κληρονομικού Δικαίου, σ. 112.
69 Ψούνη, ΚληρΔ, §9 ΧΙ,σ . 489.
[24]
μέτρο που η αξία του δήλου σε σχέση με το σύνολο της κληρονομιάς δεν καλύπτει
το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου.70
 Στην περίπτωση αυτή ο μεριδούχος θα κληθεί ως κληρονόμος από διαθήκη κατά
το ποσοστό ή το δήλο, αντίστοιχα, που του καταλείπεται με τη διαθήκη και καλύπτει
μέρος της νόμιμής του μοίρας και ως προς το υπόλοιπο θα κληθεί από το νόμο. Κατά
συνέπεια αυτός καλείται σε περισσότερες μερίδες από περισσότερους λόγους και
σύμφωνα με την ΑΚ 1853 μπορεί κάθε μία από αυτές τις μερίδες να την αποποιηθεί
χωριστά71
.
 Και σε αυτήν την περίπτωση ο μεριδούχος έχει τη δυνατότητα άσκησης της περί
κλήρου αγωγής, κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας που δεν του έχει καταλειφθεί.
3. Περιορισμοί που βαρύνουν τη νόμιμη μοίρα και προστασία του
μεριδούχου ως προς αυτούς.
 Υπάρχει περίπτωση ο κληρονομούμενος με τη διαθήκη του να εγκαταστήσει
μεριδούχο του σε ποσοστό της κληρονομιάς το οποίο να καλύπτει τη νόμιμη μοίρα
του, αλλά να προσθέσει περιορισμούς που να βαρύνουν το ποσοστό αυτό. Την
περίπτωση αυτή ρυθμίζει η ΑΚ 1829, σύμφωνα με την οποία «Κάθε περιορισμός του
μεριδούχου από διαθήκη, όσο βαρύνει τη νόμιμη μοίρα, θεωρείται σαν να μην έχει
γραφεί». Δηλαδή, η διάταξη της διαθήκης που θέτει τον περιορισμό είναι εκ του
νόμου άκυρη και ως εκ τούτου παραμένει στο μεριδούχο το καταλειφθέν με τη
διαθήκη, αλλά ελεύθερο από τον περιορισμό που έθεσε ο διαθέτης.
72
 Εξ αντιδιαστολής προκύπτει ότι αν ο διαθέτης κατέλειψε στο μεριδούχο
ποσοστό κληρονομιάς μεγαλύτερο από τη νόμιμη μοίρα οι περιορισμοί, που αυτός
έθεσε, παραμένουν ισχυροί για τον πέραν της νόμιμης μοίρας ποσοστό.73 Ωστόσο,
αναγνωρίζεται στο διαθέτη που καταλείπει σε μεριδούχο του ποσοστό μεγαλύτερο
της νόμιμής του μοίρας, η δυνατότητα να επιβάλει εγκύρως περιορισμούς για το
σύνολο της κληρονομιάς, προσθέτοντας «σοκίνειο ρήτρα»74
. Ως σοκίνειος ρήτρα,
ορίζεται η ρήτρα την οποία δικαιούται να θέσει ο διαθέτης που καταλείπει στο

70 ΕφΑθ 1428/1999 ΕλλΔνη 41 (2000), 517.
71 Ψούνη, ΚληρΔ, §9 VIIΙ,σ. 433.
72 Παπαντωνίου, ΚληρΔ, §130, σ. 429· Ψούνη, ΚληρΔ §9 VIIΙ,σ. 433.
73 ΟλΑΠ 935/1975, ΝοΒ 1975, 1267.
74 Για το ότι η επιβολή σοκίνειας ρήτρας θεωρείται έγκυρη βλ. ΕφΑθ 7883/1990 ΕλλΔνη 33 (1992),
360.
[25]
μεριδούχο περισσότερο από την νόμιμη μοίρα που του αναλογεί, αλλά με
περιορισμούς, ορίζοντας, με τη ρήτρα αυτή, ότι αν ο μεριδούχος δεν αποδεχτεί τον
περιορισμό στο σύνολο της κληρονομιάς που του καταλείπεται, τότε θα περιοριστεί
στη νόμιμη μοίρα.75 Στην περίπτωση αυτή, ο μεριδούχος έχει τις εξής δυνατότητες
είτε να αποδεχτεί την καταλειπόμενη σε αυτόν κληρονομική μερίδα-που είναι
μεγαλύτερη από τη νόμιμη μοίρα, αλλά με τους περιορισμούς που έχει θέσει ο
κληρονομούμενος, παραιτούμενος ουσιαστικά από το δικαίωμά του να προβάλει την
ακυρότητα των διατάξεων της διαθήκης που περιέχει τους περιορισμούς, κατά την
ΑΚ 1829 είτε να επικαλεστεί την ακυρότητα των περιορισμών, περιοριζόμενος στη
νόμιμή του μοίρα.
 Ως περιορισμοί76, στο πλαίσιο της ΑΚ 1829, νοούνται οποιουδήποτε είδους
βάρη που προσθέτονται από το διαθέτη και βαρύνουν το μεριδούχο, τα οποία μπορεί
να συνίστανται σε επιβολή οικονομικών υποχρεώσεων σ’ αυτόν, όπως κληροδοσία,
τρόπος, καταπίστευμα, ενώ δεν αποκλείεται να μην αποτιμώνται σε χρήμα, όπως ο
διορισμός εκτελεστή διαθήκης.
77


75 Παπαντωνίου, ΚληρΔ,§118 ΙΙΙ, σ. 433.
76 Σχετικά με τις περιπτώσεις που έχει κριθεί ότι συνιστούν περιορισμό στη νόμιμα μοίρα βλ. Ψούνη,
ΚληρΔ, §9 VIIΙ,σ. 435 επ.
77 Σπυριδάκης Ι, Η αναγκαστική κληρονομική διαδοχή, (1999) , σ. 125 επ.
[26]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΜΕΜΨΗ ΑΣΤΟΡΓΗΣ ΔΩΡΕΑΣ
§5. Έννοια, δικαιολογητικός λόγος και σχέση μέμψης άστοργης δωρεάς με την
παρεχόμενη προστασία όταν η νόμιμη μοίρα προσβάλλεται με διαθήκη.
I. Έννοια και δικαιολογητικός λόγος μέμψης άστοργης δωρεάς
 Όπως ειπώθηκε και παραπάνω η νόμιμη μοίρα μεριδούχου δεν προσβάλλεται
μόνο με διάταξη διαθήκης του κληρονομουμένου αλλά και με διαθέσεις, από
ελευθεριότητα των περιουσιακών του στοιχείων, στις οποίες προέβη ο τελευταίος
όσο ζούσε (χαριστικές δικαιοπραξίες εν ζωή).78
 Ενώ ο νομοθέτης αναγνωρίζει στον καθένα πλήρη ελευθερία να διαθέτει
περιουσιακά του στοιχεία με επαχθείς δικαιοπραξίες, ελέγχει, για το συμφέρον των
μεριδούχων, τις διαθέσεις από ελευθεριότητα. Πράγματι οι εν ζωή δικαιοπραξίες
διάθεσης είναι καταρχάς ελεύθερες περιορισμού για τον κληρονομούμενο, διότι
αυτός δεν είναι υποχρεωμένος να ζει με φειδώ προκειμένου να καταλείψει νόμιμη
μοίρα στους μεριδούχους του, αλλά δικαιούται να προβεί σε κάθε πράξη
απαλλοτριώσεως ή αναλώσεως. Κατ’ εξαίρεση όμως για τις εν ζωή δωρεές του
κληρονομουμένου τάσσονται περιορισμοί.79 Για την περίπτωση όπου ο
κληρονομούμενος μείωσε τόσο πολύ το ενεργητικό της περιουσίας του με χαριστικές
εν ζωή δικαιοπραξίες, ώστε να μην επαρκεί αυτή κατά το χρόνο του θανάτου του
προκειμένου να καλύψουν οι νόμιμοι μεριδούχοι του τη νόμιμη τους μοίρα, ο
νομοθέτης προέβλεψε στο άρθρο 1835 ΑΚ την αγωγή μέμψης άστοργης δωρεάς.
 Σύμφωνα με τη ΑΚ 1835 «Κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομουμένου, η οποία
κατά το άρθρο 1831 υπολογίζεται στην κληρονομία, μπορεί να ανατραπεί εφόσον η
κληρονομιά που υπάρχει κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου δεν επαρκεί
για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα. Αν έγιναν διαδοχικές δωρεές, η προηγούμενη είναι
δυνατόν να προσβληθεί εφ’ όσον δεν επαρκεί η ανατροπή της μεταγενέστερης».

78
 Παπαντωνίου, ΚληρΔ, §131 Ι,σ. 465.
79
 Μπαλής Γ., Κληρονομικό Δίκαιον 5,( 1965), §155, σ. 235· Τούση Α., Κληρονομικόν Δίκαιον (1969)
§ 115, σ. 298· ΟλΑΠ 398/1975 ΝοΒ 23,1164
[27]
 Ως μέμψη αστόργου δωρεάς χαρακτηρίζεται η ειδική αγωγή που παρέχεται
στον μεριδούχο για την ανατροπή των προσβλητικών της νόμιμής του μοίρας εν ζωή
χαριστικών πράξεων του κληρονομουμένου.80
 Παρόλο που η φράση «μέμψη άστοργης δωρεάς» ηχεί απαξιωτικά τόσο για τον
κληρονομούμενο δωρητή όσο και για τον δωρεοδόχο, πρόκειται ουσιαστικά για
τεχνικό νομικό όρο που δεν ενέχει απόδοση μομφής, ούτε χαρακτηρισμό του
κληρονομουμένου ως «άστοργου», αλλά δηλώνει απλά τη διαδικαστική δράση του
μεριδούχου προς ανατροπή της εν ζωή δωρεάς που προσβάλλει τη νόμιμή του μοίρα.
 Ειδικότερα, ο όρος «μέμψη» αποδίδει την έννοια της αγωγής και σε καμία
περίπτωση δεν σημαίνει «μομφή». Ως προς τον χαρακτηρισμό του «αστόργου»,
αυτός δεν αναφέρεται στον κληρονομούμενο-δωρητή, αλλά στη δωρεά, όπως αυτή
εμφανίζεται αντικειμενικά κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου.
81
 Ο δικαιολογητικός λόγος της ρύθμισης αυτής συναρτάται άμεσα με την
διεύρυνση της κληρονομιάς που θα αποτελέσει τη βάση για τον υπολογισμό της
νόμιμης μοίρας κατά την ΑΚ 1831 §2. Πράγματι, εάν ο νόμος δεν προέβλεπε την
προσθήκη των χαριστικών παροχών στην κληρονομιά, δεν θα ετίθετο ζήτημα
προσβολής της νόμιμης μοίρας από αυτές τις εν ζωή πράξεις του κληρονομουμένου,
αφού η νόμιμη μοίρα θα υπολογίζονταν αποκλειστικά επί τη βάση της κληρονομιάς
που υπάρχει κατά τον χρόνο θανάτου του (πραγματική κληρονομιά). Ουσιαστικά, η
ρύθμιση των άρθρων 1835-1838 ΑΚ ολοκληρώνει την προστασία που παρέχει στον
νόμιμο μεριδούχο η ΑΚ 1831. Αν ο νόμος δεν αναγνώριζε στον μεριδούχο τη
δυνατότητα προσβολής των χαριστικών εν ζωή πράξεων του κληρονομουμένου που
θίγουν τη νόμιμη μοίρα του, η πλασματική προσθήκη των παροχών αυτών για την
εξεύρεση της νόμιμης μοίρας του θα ήταν αλυσιτελής σε περίπτωση που η
πραγματική κληρονομιά δεν επαρκούσε για την κάλυψή της.82
II. Σχέση άστοργης δωρεάς και παρεχόμενης προστασίας όταν η νόμιμη
μοίρα προσβάλλεται με διαθήκη
 Όπως προκύπτει με σαφήνεια από το άρθρο 1835 ΑΚ, προκειμένου ο
μεριδούχος να προστατευθεί όταν η νόμιμη μοίρα του προσβάλλεται με χαριστικές
εν ζωή πράξεις του κληρονομουμένου, πρέπει να προσβάλει με αγωγή τη χαριστική

80 Απ. Γεωργιάδης , Κληρονομικό Δίκαιο (2010), σ.498, Ψούνη, ό.π §9 ΙΧ , σ. 489.
81 Σπυριδάκης, Η μέμψη…. σ. 10
82 Βούζικας , ΚληρΔ,§ 149, σ. 865.
[28]
δικαιοπραξία, με στόχο την ανατροπή της. Χωρίς αυτή την ενέργεια εκ μέρους του
μεριδούχου που θίγεται, η χαριστική δικαιοπραξία παραμένει ισχυρή και
συνακόλουθα το δικαίωμα του στη νόμιμη μοίρα ανικανοποίητο.
83
 Αντίθετα, όπως εξετάσθηκε ήδη παραπάνω, όταν η προσβολή της νόμιμης
μοίρας γίνεται με διαθήκη αυτή κατά τις διατάξεις της που θίγουν τη νόμιμη μοίρα
μεριδούχου του κληρονομουμένους είναι αυτοδικαίως άκυρη κι ο μεριδούχος
μετέχει άμεσα και αυτοδίκαια στην κληρονομιαία περιουσία ως κληρονόμος κατά το
ποσοστό της νόμιμης του μοίρας. Δηλαδή, δεν χρειάζεται να παρεμβληθεί
οποιαδήποτε ενέργεια από μέρους του μεριδούχου ή δικαστική κρίση για τη
συμμετοχή του στην κληρονομια. Αυτή είναι και η βασική διαφορά ως προς την
παρεχόμενη προστασία του μεριδούχου στις δύο περιπτώσεις προσβολής της
νόμιμής του μοίρας.
 Ο λόγος της διαφορετικής αντιμετώπισης (ακυρότητα στις αιτία θανάτου
δικαιοπραξίες-ανατροπή στις εν ζωή δικαιοπραξίες) και η λιγότερη δραστική
προστασία του μεριδούχου στην περίπτωση που η νόμιμη μοίρα του θίγεται από
χαριστικές εν ζωή δικαιοπραξίες του κληρονομουμένου σε σχέση με εκείνη που του
παρέχεται όταν προσβάλλεται η νόμιμη μοίρα με διαθήκη, συναρτάται άμεσα με το
αίτημα ασφάλειας των συναλλαγών και ειδικότερα των συναλλαχθέντων με τον
κληρονομούμενο κατά τη διάρκεια της ζωής του.84 Πράγματι, είναι πιθανό ο χρόνος
που παρήλθε μεταξύ κατάρτισης της χαριστικής εν ζωή εκποιητικής δικαιοπραξίας
και θανάτου του κληρονομουμένου να είναι μακρός και καθ’ όλο αυτό το χρονικό
διάστημα η εν λόγω παροχή ούσα ισχυρή, να είχε αναπτύξει όλα τα αποτελέσματά
της. Η ασφάλεια των συναλλαγών, λοιπόν, επιβάλλει να μην ανατρέπεται η εν ζωή
δικαιοπραξία εύκολα, παρά μόνο σε περίπτωση ανάγκης, αν δηλαδή δεν υπάρχει
άλλος τρόπος συμπλήρωσης της νόμιμης μοίρας.85
 Εξάλλου η διαφορετική τους μεταχείριση δικαιολογείται για έναν ακόμη λόγο,
ο οποίος συνίσταται στο γεγονός ότι όταν οι χαριστικές δικαιοπραξίες επιχειρούνται
δεν είναι ακόμη βέβαιο ότι υπάρχει προσβολή της νόμιμης μοίρας. Η «αστοργία»
(με την έννοια της ανεπάρκεια της κληρονομιαίας περιουσίας να καλύψει την νόμιμη
μοίρα) συντελείται ή έστω επιτείνεται με τις μεταγενέστερες χαριστικές πράξεις.

83 Γεωργιάδης , ΚληρΔ, σ..498· Σταθόπουλος, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου , άρθρα 1835-
1838αρ.3· Βασιλάκης Χ, Κληρονομικόν Δίκαιον (1966), σ. 183.
84 Σπυριδάκης, Η μέμψη…. σ. 5.
85 Σταθόπουλος στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου , άρθρα 1835-1838, αρ. 3
[29]
Όσο μεταγενέστερη είναι η χαριστική εκποιητική δικαιοπραξία τόσο περισσότερο
μειώνει την αυριανή κληρονομιά και, άρα, τόσο περισσότερο φέρει την κηλίδα της
αστοργίας. Τελευταίες, με διαπιστωμένη πια την ανεπάρκεια της κληρονομιάς είναι
οι παροχές τις διαθήκης, που ενεργοποιούνται με το θάνατο του κληρονομουμένου.86
 Για τους παραπάνω αναφερόμενους λόγους η προστασία του μεριδούχου με σε
περίπτωση προσβολής της νόμιμης μοίρας με χαριστικές εν ζωή δικαιοπραξίες είναι
επικουρική σε σχέση με την δραστικότερη προστασία που του παρέχεται όταν αυτή
προσβάλλεται με διαθήκη. Πράγματι, μέμψη άστοργης δωρεάς χωρεί μόνον εφόσον
-και στο μέτρο που-με την ακυρότητα των χρονικά μεταγενέστερων δικαιοπραξιών
αιτία θανάτου δεν επιτυγχάνεται ικανοποίηση της νόμιμης μοίρας. Αν αντίθετα με
την ακυρότητα επιτυγχάνει ικανοποίηση του μεριδούχου, δεν χωρεί ανατροπή των
χαριστικών εν ζωή δικαιοπραξιών του κληρονομουμένου.87

86 Σταθόπουλος στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρα 1835-1838 αρ.3.
87 Σπυριδάκης, Η μέμψη….. σ. 6· Γεωργιάδης, ΚληρΔ, σ. 590.
[30]
§6. Προϋποθέσεις μέμψης άστοργης δωρεάς
 Πέρα από την ύπαρξη μεριδούχων, τη μη νόμιμη αποκλήρωσή τους και την
προσβολή της νόμιμης μοίρας τους με την έννοια ότι το ποσοστό της δεν καλύπτεται
ολικά ή μερικά από την πραγματική κληρονομιά, πρόσθετες ειδικές προϋποθέσεις
για την άσκηση μέμψης άστοργης δωρεάς, κατά την ΑΚ 1835, είναι αφενός η
ύπαρξη δικαιοπραξιών που υπόκεινται σε μέμψη, αφετέρου η μη επάρκεια της
κληρονομιάς κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου για την κάλυψη της
νόμιμης μοίρας.88
 Παρακάτω ακολουθεί η διάκριση των χαριστικών δικαιοπραξιών με κριτήριο
την ιδιότητα του αντισυμβαλλομένου του κληρονομουμένου ως μεριδούχου ή ως
τρίτου, η παράθεση των δικαιοπραξιών οι οποίες υπόκεινται σε ανατροπή και η
εξειδίκευση της έννοιας της «ανεπάρκειας» της κληρονομιάς.
I. Δικαιοπραξίες που υπόκεινται σε μέμψη
 Κατά την ΑΚ 1835§1 «Κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομουμένου, η οποία
κατά το άρθρο 1831 υπολογίζεται στην κληρονομία, μπορεί να ανατραπεί…». Από
τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της μέμψης ενδιαφέρουν μόνο οι εν ζωή
δωρεές του κληρονομουμένου, το αντικείμενο των οποίων προστίθεται στην
πραγματική κληρονομιά, κατά την ΑΚ 1831§2 και η αξία του οποίου
συνυπολογίζεται προκειμένου να ανευρεθεί η πλασματική κληρονομιά κατά την ΑΚ
1831.
 Η ΑΚ 1831§2 διακρίνει τις «προσθετέες παροχές» σε δωρεές προς τρίτους (α’
περίπτωση) και σε εκείνες που πραγματοποιήθηκαν χωρίς αντάλλαγμα σε μεριδούχο
( β’ περίπτωση).
Α) Δωρεές προς τρίτους
 Σύμφωνα με την ΑΚ 1831§2 για να προστεθεί στην κληρονομιά, και συνεπώς
να δύναται να ανατραπεί, δωρεά που έγινε από τον κληρονομούμενο προς τρίτο,
πρέπει αυτή να έγινε την τελευταία δεκαετία πριν από το θάνατο του
κληρονομουμένου-δωρητή και να μην έγινε από λόγους ευπρέπειας ή από ιδιαίτερο

88 Βούζικας, ΚληρΔ §149 Ι, σ. 865· Σπυριδάκης, Η μέμψη….. σ. 29-30· Ψούνη,ΚληρΔ, §9 ΧΙ, σ. 491. 
[31]
ηθικό καθήκον.89Δηλαδή για να ανατραπεί δωρεά που έγινε σε μη μεριδούχο (τρίτο),
από το συνδυασμό των άρθρων 1835 §1 και 1831§2 ΑΚ προκύπτει ότι τίθενται δύο
προϋποθέσεις, μια θετική (η δωρεά να έγινε την τελευταία δεκαετία πριν από το
θάνατο του κληρονομουμένου) και μία αρνητική (να μην επιβλήθηκε από λόγους
ευπρέπειας ή ιδιαίτερο ηθικό καθήκον)90
.
 Ως ιδιαίτερο ηθικό καθήκον νοείται εκείνο το οποίο κάτω από ειδικές
συνθήκες και περιστάσεις, υποδεικνύεται ως επιβεβλημένο από τις επιταγές της
ηθικής και της αλληλεγγύης. Στα πλαίσια των εν λόγω συνθηκών λαμβάνεται
υπόψη η περιουσία του δωρητή, η κοινωνική του θέση καθώς και οι προσωπικές
σχέσεις του με το δωρεοδόχο91
. Δηλαδή, η ύπαρξή του κρίνεται αντικειμενικά και
όχι με βάση τα συναισθήματα του δωρητή, αλλά τις κρατούσες ηθικές και
κοινωνικές αντιλήψεις και με ταυτόχρονη λήψη υπόψη και αξιολόγηση όλων των
συνθηκών της κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης.92
 Ο νομοθέτης έθεσε την αρνητική προϋπόθεση της μη υπαγόρευσης της δωρεάς
από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον προκειμένου αυτή να μπορεί να ανατραπεί με αγωγή
μέμψης άστοργης δωρεάς, διότι έχει κρίνει ότι σε περίπτωση ύπαρξης ιδιαίτερου
ηθικού καθήκοντος το συμφέρον του δωρεοδόχου, το οποίο συνίσταται στη
διατήρηση της δωρεάς, είναι υπέρτερο του συμφέροντος του μεριδούχου για
ικανοποίηση του δικαιώματος της νόμιμης του μοίρας. Αυτό συμβαίνει διότι όταν η
δωρεά έχει υπαγορευθεί από λόγους ευπρέπειας ή από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον, η
χαριστική αυτή δικαιοπραξία χάνει σε μεγάλο βαθμό το χαρακτήρα της καθαρής
ελευθεριότητας και ως ένα βαθμό παρουσιάζει αναλογίες προς τις μη χαριστικές και
μάλιστα τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις. Δηλαδή, οι λόγοι ευπρέπειας ή το ιδιαίτερο
καθήκον που υπαγόρευσαν τη δωρεά αποτελούν, έστω και σε ηθικό/συναισθηματικό
επίπεδο, «αντάλλαγμα» για τον δωρητή και συνακόλουθα η δωρεά του αυτή
αποτελεί κατά κάποιο τρόπο «λύτρο» για τις ηθικές υποχρεώσεις του δωρητή.93

89
 Παπαντωνίου, ΚληρΔ, §131 ΙΙ σ. 467, πριν την τροποποίηση των άρθρων 1831 και 1833 από τον ν.
1329/1983 μπορούσε να προσβληθεί α) κάθε δωρεά που είχε κάνει ο κληρονομούμενο τα τελευταία
δέκα χρόνια της ζωής του, είτε προς μεριδούχο είτε προς τρίτο, εφόσον δεν την επέβαλαν ιδιαίτερο
ηθικό καθήκον ή λόγοι ευπρέπειας και β) δωρεά που είχε γίνει και πριν από την δεκαετία , εφόσον είχε
συμφωνηθεί με τον όρο να καταλογιστεί στη νόμιμη μοίρα.
90 ΟλΑΠ 1404/1984 ΝοΒ 33 (1985),97.
91 ΑΠ 1527/2000 Δ/νη 2001,1295· ΑΠ 1567/2009 ΝΟΜΟΣ .
92Κορνηλάκης Π., Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Τόμος Ι, (2002), § 14. 1, σ. 75 επ.
93 Σπυριδάκης, Η μέμψη…., σ. 14 επ.· βλ. και Βούζικα, ΚληρΔ, §149,σ.867, ο οποίος υποστηρίζει ότι
σε αυτήν την περίπτωση η παροχή γίνεται προς εκπλήρωση φυσική ενοχής( causa solvendi)
[32]
 Για την απόδειξη της ύπαρξης ιδιαίτερου ηθικού καθήκοντος ή λόγων
ευπρέπειας, οι οποίοι υπαγόρευσαν την δωρεά, δεν αρκεί μόνη η περιεχόμενη στο
δωρητήριο συμβόλαιο δήλωση του δωρητή ότι η δωρεά έγινε από ιδιαίτερο ηθικό
καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας. Η άνω δήλωση, καίτοι περιέχεται σε δημόσιο
έγγραφο, δεν δεσμεύει το δικαστήριο, το οποίο θα κρίνει με βάση τα προταθέντα
και αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, εάν πράγματι η δωρεά έγινε για κάποιον
από τους παραπάνω λόγους, άσχετα με τον χαρακτηρισμό που έδωσαν σε αυτήν οι
συμβαλλόμενοι και τα ελατήρια της ενέργειας του δωρητή.
94 Το βάρος της
αποδείξεως ότι η δωρεά έγινε από λόγους ευπρέπειας ή από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον
φέρει, όπως προκύπτει και από το γράμμα της ΑΚ 1831 §2 («εκτός αν»), αυτός που
ισχυρίζεται ότι η δωρεά δεν είναι προσθετέα και δεν υπόκειται σε μέμψη. Αντίθετη
εκδοχή άλλωστε θα ματαίωνε ουσιαστικώς και τον σκοπό της διατάξεως του άρθρ.
1831 ΑΚ , η οποία αποβλέπει εις την προστασία του μεριδούχου έναντι πράξεων
του κληρονομουμένου, με τις οποίες επέρχεται αποστέρηση ή μείωση της νόμιμης
μοίρας, δεδομένου ότι ο μεριδούχος ενάγων θα βρίσκεται σε αδυναμία να γνωρίζει
τα παραγωγικά αίτια της βούλησης του κληρονομουμένου, που τον ώθησαν να
προβεί στη δωρεά.
95
 Επίσης, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, για να ανατραπεί δωρεά προς τρίτο
πρέπει αυτή να έγινε την τελευταία δεκαετία από το θάνατο του κληρονομουμένου
(θετική προϋπόθεση). Και σε αυτήν την περίπτωση κρίνεται υπέρτερο το συμφέρον
του δωρεοδόχου έναντι του μεριδούχου, καθώς εάν από το χρόνο εκπληρώσεως της
δωρεάς έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν κρίνεται εύλογο να ανατραπεί
αυτή καθώς έχει παγιωθεί η δημιουργηθείσα με αυτήν οικονομική κατάσταση. Ο
υπολογισμός της δεκαετίας γίνεται κατά τις διατάξεις των ΑΚ 241§1 και 243§3. Για
να υπόκειται η δωρεά σε ανατροπή κατόπιν ευδοκίμησης της αγωγής μέμψης, αρκεί
η εντός αυτής της προθεσμίας εκπλήρωση της υποχρέωσης της δωρεάς και είναι
αδιάφορος ο χρόνο ανάληψης της προς τούτο υποχρέωσης, δηλαδή δεν ενδιαφέρει ο

94 ΕφΔωδ 15/2004 ΝΟΜΟΣ· ΕφΘεσ 696/1989 ΕλλΔνη 1989, 1012·Γίνεται δεκτό από τη νομολογία
ότι στην έννοια των δωρεών από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον υπάγονται και οι ανταποδοτικές δωρεές,
δηλαδή αυτές με τις οποίες ο κληρονομούμενος ήθελε να ανταμείψει τον δωρεοδόχο για τις υπηρεσίες
που προσέφερε, χωρίς να έχει κατ’ εκείνου αξίωση από το νόμο για καταβολή αμοιβής, βλ. ΑΠ
111/1996 ΝοΒ 46,338.
95 ΟλΑΠ 1404/1984 ΝοΒ 33 (1985), 97, όπου παρατίθεται αυτούσια και η αγόρευση του Εισαγγελέα
του Αρείου Πάγου, Κων/νου Φαφούτη σχετικά με το ζήτημα της κατανομής του βάρους απόδειξης·
ΕφΘεσ 508/1978 Αρμ 1979, 41.
[33]
χρόνος κατάρτισης της υποσχετικής δικαιοπραξίας της δωρεάς, αλλά η σε
εκπλήρωση αυτής κατάρτισης της σχετικής εκποιητικής δικαιοπραξίας 96

Β) Δωρεές προς μεριδούχους
 Σε αντίθεση με τη δωρεά που έγινε προς τρίτο, για την πρόσθεση στην
πραγματική κληρονομιά, σύμφωνα με την ΑΚ 1831§2, της δωρεάς που έγινε από τον
κληρονομούμενο προς μεριδούχο και την ανατροπή της δεν ενδιαφέρει το χρονικό
σημείο κατά το οποίο αυτή έλαβε χώρα, ούτε κι αν υπαγορεύθηκε από λόγους
ευπρέπειας ή από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον97
.
 Κατά κανόνα σε μέμψη υπόκειται κάθε δωρεά προς μεριδούχο, εφόσον αυτή
υπερβαίνει τη νόμιμη του μοίρα. Ωστόσο, δωρεές του κληρονομουμένου προς
προαποβιώσαντα τέκνα του δεν υπάγονται στη ρύθμιση όταν πρόκειται για τη
νόμιμη μοίρα των γονέων του ή του επιβιώσαντος συζύγου του όταν αυτός συντρέχει
με συγγενείς δεύτερης τάξης, ούτε και δωρεές του κληρονομουμένου προς τους
γονείς του όταν in concreto μεριδούχοι είναι οι κατιόντες αυτού προσθέτονται στην
πραγματική κληρονομιά σύμφωνα με την ΑΚ 1831 §2 και υπόκειται σε μέμψη κατά
την ΑΚ 1835§1, μόνο εάν έγιναν στα τελευταία χρόνια πριν από το θάνατό του98
.
 Επίσης, μετά την τροποποίηση της ΑΚ 1831§2 από το ν. 1329/1983 όλες οι
δωρεές του κληρονομούμενου προς μεριδούχου είναι «προσθετέες» στην
πραγματική κληρονομιά προκειμένου ανευρεθεί η πλασματική και περαιτέρω η
νόμιμη μοίρα, ο κληρονομούμενος όμως μπορεί να ορίσει ότι αυτές δεν είναι
«καταλογιστέες» στη νόμιμη μοίρα του μεριδούχου-δωρεοδόχου.
 Ενόψει της ρύθμισης αυτής γίνεται δεκτό ότι και οι μη «καταλογιστέες»
παροχές υπόκεινται σε μέμψη, όπως γενικά οι δωρεές προς μεριδούχο99 και αυτό
διότι κατά την 1831 §2 ΑΚ οι δωρεές προς μεριδούχο είναι πάντοτε και χωρίς
προϋποθέσεις «προσθετέες» είτε είναι καταλογιστέες είτε όχι.

96 Βαρθακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρο 1835 αρ. 13.
97 Ειδικότερα έχει νομολογηθεί (βλ. ΕφΘεσ 660/1990 Αρμ 1990, 840· ΕφΘεσ 30/1983 Αρμ 37, 666)
ότι η περίθαλψη του κληρονομουμένου επί μακρό από μεριδούχους-κατιόντες του δεν συνιστά
ιδιαίτερο ηθικό καθήκον αλλά αντίθετα εκπλήρωση νομικής υποχρέωσης στα πλαίσια των άρθρων
1485 επ. ΑΚ.
98 Ψούνη, ΚληρΔ.,§9 ΧΙ 2Β, σ. 492· Γεωργίαδης, ΚληρΔ, σ. 420.
99 Σπυριδάκης, Η μέμψη…. σ. 39. Πριν από την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 1329/1983 οι δωρεές
προς μεριδούχο υπόκειντο σε μέμψη εάν είχαν ορισθεί από τον κληρονομούμενο ως μη καταλογιστέες,
μόνον εφόσον εγένετο εντός της προ του θανάτου του κληρονομουμένου δεκαετίας, βλ.σχετικά
Βασιλάκη, ΚληρΔ. σελ. 184.
[34]
 Παρατηρείται, έτσι, ότι στον κληρονομούμενο δωρητή αναγνωρίζεται η
δυνατότητα να ορίσει το «μη καταλογισμό» όταν δίνει την παροχή, ενώ δεν μπορεί
να προβλέψει το «μη συνυπολογισμό» των χαριστικών παροχών για να βρεθεί η αξία
της πλασματικής κληρονομιάς που θα αποτελέσει τη βάση για την εξεύρεση της
νόμιμης μοίρας, για τον λόγο ότι η ΑΚ 1831§2 είναι αναγκαστικού δικαίου.100
 Για τις δωρεές προς μεριδούχους η ΑΚ 1838 διευκρινίζει ότι η ανατροπή του
χωρεί μόνο για ό,τι ο μεριδούχος έλαβε «επιπλέον της νόμιμης μοίρας που του
αναλογεί». Πράγματι, είναι αυτονόητο ότι η νόμιμη μοίρα του ενάγοντος μεριδούχου
και του εναγομένου, ομοίως μεριδούχου του ιδίου κληρονομουμένου,
αλληλοεπηρεάζονται ως προς το ύψος τους, αφού αυτό και για τους δύο καθορίζεται
σε ποσοστό επί της πλασματικής κληρονομιάς. Και τα δύο ποσοστά «χωρούν» στην
κληρονομιά. Το ύψος της νόμιμης μοίρας του ενός προκύπτει με συνεκτίμηση και
του ύψους της άλλης. Σύγκρουση των δύο νόμιμων μοιρών δεν υπάρχει.101
 Διχογνωμία υπήρξε σχετικά με το εάν ως «δωρεά» πρέπει να θεωρηθεί μόνον
αυτή που έχει εκπληρωθεί μέχρι το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου102 ή
και αυτή που δεν έχει ακόμη (κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου-
δωρητή) εκπληρωθεί103. Ορθότερη πρέπει να θεωρηθεί η πρώτη άποψη διότι έτσι
προστατεύονται πληρέστερα τα συμφέροντα του μεριδούχου, στην προστασία των
οποίων αποσκοπεί η όλη ρύθμιση.104
Γ) Το ζήτημα των υποκείμενων σε μέμψη δικαιοπραξιών

 Με αφορμή την αναφορά της ΑΚ 1835 σε «εν ζωή δωρεά» η οποία κατά την
ΑΚ 1831§ 2 υπολογίζεται στην κληρονομιά, αμφισβήτηση υπάρχει ως προς το εάν η
μέμψη αναφέρεται μόνο σε δωρεές η και σε κάθε παροχή χωρίς αντάλλαγμα.
Σχετικά υποστηρίζονται δύο απόψεις.
 Κατά μία άποψη105
, σε μέμψη υπάγονται μόνο οι δωρεές της ΑΚ 496 και όχι
άλλες χαριστικές πράξεις. Κατά την αντίθετη υποστηριζόμενη άποψη106
, η

100 Ψούνη, ΚληρΔ.,§9ΙΧ, σ. 467.
101 Σταθόπουλος , στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ,άρθρα 1835-1838 αρ. 6.
102 Βούζικα, ΚληρΔ. §149 Α2, σ.867 ο οποίος υποστηρίζει ότι οι δωρεές που δεν έχουν εκπληρωθεί
ακόμη είναι αυτοδικαίως άκυρες κατά το μέρος που βαρύνουν τη νόμιμη μοίρα.
103 Φίλιος, ΚληρΔ.§338 Α1, σ.645
104 Βαρθακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρο 1833 αρ.3.
105
 Βούζικας, ΚληρΔ.. §149 Α, σ. 866 επ.· Φίλιος, ΚληρΔ., §338 Α1, σ. 646.
[35]
διατύπωση των άρθρων 1831, 1835 ΑΚ αναφέρεται στη συνήθη περίπτωση, ενώ το
πραγματικό τους νόημα είναι ευρύτερο και καλύπτει κάθε περιουσιακή μετακίνηση
από χαριστική αιτία. Ουσιαστικά αυτή η άποψη εξομοιώνει δωρεές strictο sensu και
άλλου είδους παροχές χωρίς αντάλλαγμα.
 Από τις παραπάνω απόψεις ορθότερη φαίνεται να είναι η δεύτερη, για το λόγο
ότι διαφορετικά ο κληρονομούμενος με άλλου είδους παραχωρήσεις χωρίς
αντάλλαγμα θα μπορούσε να παρακάμψει την αναγκαστικού χαρακτήρα ρύθμιση με
τη νομική μορφή άλλου είδους δωρεάς χωρίς αντάλλαγμα.
 Έτσι κατά την παραπάνω υιοθετούμενη εδώ παραδοχή στις υποκείμενες σε
μέμψη πράξεις περιλαμβάνονται:
α) Δωρεά της ΑΚ 496
 Δωρεά είναι η ενοχική, υποσχετική, χαριστική και αυστηρά ετεροβαρής
σύμβαση, με την οποία ο δωρητής παρέχει ή υπόσχεται να παράσχει στο δωρεοδόχο
χωρίς αντάλλαγμα ένα περιουσιακό αντικείμενο, έτσι ώστε να αυξηθεί η περιούσια
του δωρεοδόχου και να μειωθεί η περιουσία του δωρητή.107
β) Μικτή δωρεά
 Πρόκειται για μικτή σύμβαση, όπου μια οριστική περιουσιακή επίδοση-
συνήθως η μεταβίβαση της κυριότητας πράγματος-επιχειρείται κατά τη συμφωνία
των μερών εν μέρει με αντάλλαγμα και εν μέρει χαριστικά, όπως λ.χ. η πώληση και
μεταβίβαση πράγματος με τίμημα κατώτερο από την αγοραία αξία του. Πάντως,
μόνη η ανισότητα ανάμεσα στην αξία της επίδοσης και στο παρεχόμενο αντάλλαγμα
δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση της μικτής δωρεάς, αλλά απαιτείται οι
συμβαλλόμενοι να είχαν συνείδηση αυτής της ανισότητας και να συμφώνησαν, έστω
και σιωπηρά, ότι το ιδανικό μέρος του πράγματος, που δεν καλύπτεται από το
αντάλλαγμα, δωρίζεται από τον ένα συμβαλλόμενο στον άλλο.

106 Σταθόπουλος, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ 1835-1838 αρ. 7·.Ψούνη, ΚληρΔ,§ 9 ΧΙ, 2Β,
σ. 493· Γεωργιάδης, ΚληρΔ. σ. 421· βλ.όμως και Σπυριδάκη, Η μέμψη…. σελ. 32, ο οποίος καταρχήν
δέχεται ότι ως δωρεές νοούνται οι υπό ευρεία έννοια χαριστικές παροχές, αλλά ότι πρέπει ενδεχομένως
να γίνει δεκτός περιορισμός της ευρύτητας αυτής, με την αναγνώριση της ευχέρειας στο δικαστήριο να
μη θεωρεί δωρεά κάποια παροχή χωρίς αντάλλαγμα π.χ. χρησιδάνειο ελάχιστης διάρκειας.
107 Κορνηλάκης Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο Ι, §5.1. σ.32.
[36]
 Ως προς τη νομική αντιμετώπιση της μικτής δωρεάς, η μάλλον κρατούσα
γνώμη δέχεται τη «θεωρία του χωρισμού», βάσει της οποίας το κάθε τμήμα της
σύμβασης (πώληση- δωρεά) υπόκειται στους κανόνες του αντίστοιχου τύπου. Από
την παραπάνω θεωρία συνάγεται ότι σε μέμψη υπόκειται η εν λόγω σύμβαση μόνο
στο μέτρο που η παροχή υπερβαίνει την αντιπαροχή του δωρεοδόχου-
κληρονομούμενου.
108
γ) Δωρεά υπό τρόπο
 Τρόπος είναι η συμφωνία που προστίθεται στη δωρεά και με την οποία ο
δωρεοδόχος υποχρεώνεται σε ορισμένη παροχή.109 Ο τρόπος, δηλαδή η παροχή που
υποχρεώνεται να εκπληρώσει ο δωρεοδόχος, μπορεί να συνίσταται σε οποιαδήποτε
νοητή ενέργεια ή παράλειψη με περιουσιακό ή μη χαρακτήρα 110 Εφόσον ο τρόπος
έχει περιουσιακό χαρακτήρα υπόκειται σε μέμψη η δωρεά υπό τρόπο, μόνο όμως
κατά το υπερβάλλον.111
δ) Γονική Παροχή
 Όπως διευκρινίστηκε και παραπάνω σε ανατροπή υπόκεινται, κατά την
ορθότερη άποψη, όχι μόνο οι δωρεές με τη στενή του όρου έννοια, αλλά και
οτιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε όσο ζούσε χωρίς αντάλλαγμα σε
μεριδούχο είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο. Παραχώρηση χωρίς αντάλλαγμα «με
άλλο τρόπο» συνιστούν κυρίως οι γονικές παροχές.
 Η γονική παροχή, σύμφωνα με την ΑΚ 1509, είναι η παροχή περιουσίας στο
τέκνο από οποιοδήποτε γονέα του είτε για τη δημιουργία, ή τη διατήρηση
οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας, είτε για την εξακολούθηση επαγγέλματος.
Αυτή, σύμφωνα με την προμνημονευόμενη διάταξη αποτελεί δωρεά και υπόκειται σε
μέμψη, εφόσον υπερβαίνει το ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο. Ως
ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο θεωρείται το ανάλογο προς την οικονομική
κατάσταση, την κοινωνική θέση του γονέα κατά το χρόνο σύστασης της παροχής και

108 Μπαλής, ΚληρΔ.§ 156, σ.236· Τούσης, ΚληρΔ. §116 α’, σ.299· Παπαντωνίου, ΚληρΔ. §131 ΙΙ,
σ.466 επ.
109 Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο,§12.1, σ. 65
110 Λχ. παροχή διατροφής, περίθαλψη, μεταβίβαση ορισμένου ποσοστού εξ αδιαιρέτου κ.α
111 ΑΠ 166/1990 ΝοΒ 39, 72.
[37]
την οικογενειακή του κατάσταση, δηλαδή τον αριθμό των τέκνων του, την ηλικία
του, τις ανάγκες του τέκνου προς το οποίο γίνεται η παροχή, την οικονομική
κατάσταση των άλλων τέκνων, ενώ το μέτρο αυτό δεν εξαρτάται από την αξία της
νόμιμης μοίρας του δικαιούχου ή την κληρονομική του μερίδα, ο σκοπός του οποίου
είναι διαφορετικός. Απορία του τέκνου για τη σύσταση της γονικής παροχής δεν
απαιτείται, παρά μόνο η συνδρομή ανάγκης με την έννοια της διατάξης του άρθρου
ΑΚ 1509 .
 Από το συνδυασμό των διατάξεων ΑΚ 1831§1 και 2, 1835 και 1509 συνάγεται
ότι η γονική παροχή, ως παραχώρηση χωρίς αντάλλαγμα του κληρονομουμένου σε
μεριδούχο, προστίθεται στην κληρονομιά προκειμένου να υπολογισθεί η αξία της
πλασματικής κληρονομιάς και κατ’ επέκταση να ανευρεθεί η νόμιμη μοίρα, άσχετα
από το εάν αποτελεί δωρεά, αρκεί ότι γίνεται από ελευθεριότητα και όχι από νομική
υποχρέωση.
 Όμως, σύμφωνα με την ΑΚ 1835 σε μέμψη υπόκεινται, από τις παροχές που
προσθέτονται στην κληρονομιά κατ’άρθρον 1831§2 ΑΚ, μόνο αυτές που περιήλθαν
στον μεριδούχο ή τρίτο λόγω δωρεάς. Το γεγονός ότι η παροχή του γονέα προς το
τέκνο, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 1509 εδ. α’ ΑΚ, δεν αποτελεί δωρεά όταν
είναι μέσα στα όρια που επιβάλλουν οι περιστάσεις, έχει ως συνέπεια, η τελευταία
να μην προσβάλλεται ως άστοργή, έστω κι αν θίγει τη νόμιμη μοίρα του
μεριδούχου, αφού κατά την παραπάνω διάταξη σε μέμψη υπόκεινται μόνο οι
δωρεές.112
 Κατά τις παραπάνω παραδοχές, όταν με αγωγή μέμψη προσβάλλεται γονική
παροχή, για να είναι αυτή ορισμένη πρέπει να εκτίθενται σαφώς και να
αποδεικνύονται τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει, ότι η γονική παροχή είναι
δωρεά στο σύνολό της ή μερικώς, ότι δηλαδή υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν
οι περιστάσεις. Επομένως, σε μέμψη υπόκειται η γονική παροχή , μόνο εάν αποτελεί
στο σύνολο της δωρεά, οπότε σε ανατροπή υπόκειται όλη, ή εάν κριθεί μερικώς ως
δωρεά, οπότε ανατρέπεται μόνον κατά το υποβάλλον.
113

112 ΑΠ 491/2009 ΝΟΜΟΣ·ΑΠ 236/1984 ΝοΒ 33, 354· ΕφΠατρ 105/2007 ΝΟΜΟΣ· ΕφΑθ
4060/2006 ΕλλΔ/νη 2008, 278· ΕφΑθ 8560/2002 ΕλλΔ/νη 2004 , 574· ΜΠρΘεσσαλ 20958/2006 Αρμ
2007, 1164.
113 ΑΠ 518/2006 ΝΟΜΟΣ· ΕφΔωδ 328/2005 ΝΟΜΟΣ· ΕφΛαρ 409/2003 ΝΟΜΟΣ· ΠΠρΡοδ
78/2009 ΝΟΜΟΣ.
[38]
ε) Προίκα
 Για να δούμε εάν η προίκα υπόκειται σε μέμψη θα πρέπει να εξετάσουμε τη
λειτουργία του καταργηθέντος αυτού θεσμούς.
 Στην αρχική ρύθμιση του Αστικού Κώδικα, το 1946, η προίκα δινόταν υπέρ της
γυναίκας στον άνδρα, είτε κατά κυριότητα είτε κατ'επικαρπία. Όταν την έπαιρνε
κατά κυριότητα, δεν είχε καμιά υποχρέωση επιστροφής και η γυναίκα δεν είχε καμιά
υποχρέωση αναζήτησης της μετά τη λύση του γάμου. Στον Αστικό Κώδικα
ρυθμιζόταν μόνον η προίκα που δινόταν στον άνδρα κατ'επικαρπία και διοίκηση,
ενώ η γυναίκα είχε την ψιλή κυριότητα.
 Σε περίπτωση θανάτου του συζύγου ή κυρίως λύσης του γάμου, η γυναίκα
ανακτούσε την πλήρη κυριότητα των προικώων. Τα προικώα, επειδή είχαν ως στόχο
την ελάφρυνση του άνδρα στα βάρη του γάμου, αλλά και την εξασφάλιση της
γυναίκας σε περίπτωση λύσης του γάμου, δεν επιτρεπόταν να εκποιηθούν, παρά
μόνον με άδεια του δικαστηρίου, το οποίο όριζε και την τοποθέτηση του προϊόντος
της πώλησης.
 Όλα αυτά ίσχυαν μέχρι την εφαρμογή του νόμου 1329/1983, ο οποίος κατήργησε
την προίκα ως θεσμό, απαγόρευσε τη σύσταση προίκας και οι προίκες που είχαν
μέχρι τότε συσταθεί ανέκαμψαν στις γυναίκες κατά πλήρη κυριότητα.
 Σύμφωνα με την γνώμη που κρατούσε στη νομολογία πριν τον ν. 1329/1983, που
κατήργησε το θεσμό, ως προς τον άνδρα δεν υπόκειτο σε ανατροπή κατά της περί
μέμψεως άστοργης δωρεάς διατάξεις των άρθρων 1835 επ. ΑΚ, με τη δικαιολογία
ότι η προίκα δεν αποτελούσε δωρεά ως προς τον άνδρα, αφού αυτός τη λάμβανε όχι
«χωρίς αντάλλαγμα», όπως απαιτείται για την ανατροπή, αλλά ως αντιστάθμισμα
των βαρών του γάμου. Αντίθετα, ως προς τη γυναίκα γινόταν δεκτό ότι αυτή
υπόκειται σε μέμψη μόνο όμως όταν συστήνονταν από τρίτου μη υπόχρεου ή από
τον υπόχρεο αλλά πέραν της νομικής υποχρέωσης που βάρυνε αυτόν.
114
 Η παραπάνω εκτεθείσα άποψη είχε δεχτεί κριτική. Ειδικότερα, είχε
υποστηριχθεί ότι ο σκοπός της μέμψεως αστόργου δωρεάς, ο οποίος συνίσταται στη
διαφύλαξη της νόμιμης μοίρας, επέβαλε αναλογική επέκταση των περί μέμψεως
διατάξεων και ως προς τον άνδρα επί προικός που συστήθηκε από τρίτο μη υπόχρεο
ή από υπόχρεο πέραν όμως από τη νόμιμη υποχρέωση αυτού προς προίκιση.115 Κατά

114 ΑΠ 514/1968 ΝοΒ 17, 33· ΑΠ 510/1973 ΝοΒ 21, 1411· ΕφΑθ 937/1959 ΝοΒ 7, 965.
115 Βούζικας, ΚληρΔ, §153, σ. 887.
[39]
την άποψη αυτή, η πρώτη εκτεθείσα γνώμη δεν παρέχει στον μεριδούχο την
επιδιωκόμενη προστασία, γιατί αυτός προς λήψη της νόμιμής του μοίρας θα έπρεπε
να ανάμενε τη λύση του γάμου της γυναίκας με τον προικολήπτη.
 Σήμερα, τα παραπάνω δεν έχουν καμία σημασία για τους νόμιμους μεριδούχους
καθώς με το ν. 1329/1983 οι προίκες που είχαν μέχρι τότε συσταθεί ανέκαμψαν στις
γυναίκες κατά πλήρη κυριότητα. Επομένως, αυτές ως χαριστικές πράξεις θα έχουν
ανάλογη μεταχείριση με τις δωρεές εν ζωή.
στ) Εικονική δικαιοπραξία
 Είναι δυνατόν ο κληρονομούμενος να προέβη εν ζωή σε κατάρτιση εικονικής
συμβάσεως, ετεροβαρους ή αμφετεροβαρούς. Για να εξετασθεί το ζήτημα της
πρόσθεσης του αντικειμένου της συμβάσεως αυτής, δηλαδή της παροχής, στην
κληρονομιά κατά την ΑΚ 1831§2 και ειδικότερα το αν είναι δυνατόν αυτό να
αποτελέσει αντικείμενο της πραγματικής κληρονομιάς, ή της πλασματικής θα πρέπει
πρώτα να εξετασθούν οι προϋποθέσεις της εικονικότητας και οι έννομες συνέπειες
που αυτή επισύρει.
 Έννοια Εικονικότητας
 Ως εικονικότητα ορίζεται η νομική κατάσταση, κατά την οποία η δήλωση
βουλήσεως ή δικαιοπραξία, αφενός δεν έγινε στα σοβαρά αφετέρου έγινε
φαινομενικά, με σκοπό να ανταποκριθεί στην αναμενόμενη πίστη των τρίτων για το
ότι είναι σοβαρή και μη φαινομενική και, παραπέρα, με σκοπό να παραπλανηθούν ή
να εξαπατηθούν οι τρίτοι.116
 Όπως προκύπτει από την ΑΚ 138 § 1, αντικείμενο της εικονικότητας μπορεί να
είναι η δήλωση βούλησης, η οποία μπορεί να υπάρξει ως αυθύπαρκτη νομική
οντότητα. Ωστόσο, επειδή η δήλωση βούλησης είναι ενταγμένη στο πραγματικό της
δικαιοπραξίας και περαιτέρω της σύμβασης, η οποία συνιστά δικαιοπραξία στην
κατάρτιση της οποίας συμμετέχουν, με δηλώσεις βούλησης που συμπίπτουν ως προς
το έννομο αποτέλεσμα, δύο τουλάχιστον πρόσωπα, γίνεται δεκτό ότι αντικείμενο
εικονικότητας μπορεί να είναι τόσο η μονομερής δικαιοπραξία, όσο και η σύμβαση.

116
 Καρύμπαλη-Τσίπτσιου Γ., Η ακυρότητα λόγω εικονικότητας- Συμβολή στην ερμηνεία των ΑΚ
138§1-139, σ. 50.
[40]
 Για να κριθεί όμως μια σύμβαση εικονική θα πρέπει στις δηλώσεις βουλήσεως
αμφοτέρων των συμβαλλομένων να εντοπίζονται τα γνωρίσματα του «μη σοβαρού»
και του «φαινομενικού». «Μη σοβαρή» είναι μία δήλωση βούλησης όταν απουσιάζει
η πρόθεση νομικής δέσμευσης από πλευράς του δηλούντος, ενώ η ίδια δήλωση
χαρακτηρίζεται «φαινομενική», όταν ο δηλών προβαίνει σε αυτήν προκειμένου να
προβάλει συνειδητά και εκούσια μια απατηλή εικόνα της πραγματικότητας σε όσους
αγνοούν την όλη κατάσταση.
 Από τα παραπάνω εκτεθέντα καθίσταται σαφές, ότι η ελαττωματικότητα της
δήλωσης βούλησης οφείλεται στην απουσία της δικαιοπρακτικής βούλησης εκ
μέρους του δηλούντος, ο οποίος έχει μόνο βούληση πράξης και συνείδηση βούλησης.
 Για τη σύναψη μιας σύμβασης απαιτείται όχι μόνο περιέλευση της δήλωσης
βούλησης του προτείνοντος σε συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά και αποδοχή του
τελευταίου, δηλαδή τόσο γνώση του περιεχομένου της πρότασης, όσο και συμφωνία
ως προς όλα τα στοιχεία του πραγματικού της εκ μέρους του λήπτη. Επομένως για να
χαρακτηρισθεί μια σύμβαση εικονική απαιτείται η συμμετοχή του
αντισυμβαλλομένου στην εικονικότητα, με την έννοια ότι η δήλωσή αποδοχής του
πρέπει κι αυτή να συγκεντρώνει τα γνωρίσματα του μη σοβαρού και φαινομενικού.
117
 Στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης, κρίνεται σκόπιμο να εξετασθούν οι
ακόλουθες δύο περιπτώσεις:
 Απόλυτη Εικονικότητα
 Σύμφωνα με την ΑΚ 138§ 1, συνέπεια της εικονικής σύμβασης είναι η απόλυτη
ακυρότητα αυτής και σύμφωνα με την ΑΚ 180, η οποία εισάγοντας νομικό πλάσμα
εξομοιώνει την άκυρη δικαιοπραξία με δικαιοπραξία που δεν έγινε ποτέ, η μη
παραγωγή εννόμων συνεπειών. Συνακόλουθα, εάν έχει καταρτισθεί εικονική
υποσχετική δικαιοπραξία, η οποία αποτελεί αιτία εκποιητικής αιτιώδους δικαιοπραξία
π.χ. ΑΚ 1033, η ακυρότητα της αιτίας συνεπάγεται την ακυρότητα και της
τελευταίας, ενώ εάν η εικονικη υποσχετική δικαιοπραξία αποτελεί αιτία εκποιητικής,
αναιτιώδους δικαιοπραξίας π.χ. ΑΚ 1034, η ακυρότητα της αιτίας δεν επηρεάζει το

117
.Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, Η ακυρότητα λόγω εικονικότητας…, σελ. 105-106.
[41]
κύρος της εκποιητικής που καταρτίζεται σε εκπλήρωσή της, όμως παρέχεται στον
οφειλέτη προστασία με τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ.
 Βάσει των παραπάνω εξάγουμε το συμπέρασμα, πώς εάν ο κληρονομούμενος
συμμετείχε σε κατάρτιση οποιασδήποτε εικονικής σύμβασης εν ζωή, λόγω της
ακυρότητας από την οποία πάσχει αυτή, θεωρείται ότι δεν επήλθαν τα έννομα
αποτελέσματά της και επομένως το αντικείμενο αυτό θεωρείται ότι βρίσκεται ακόμη
στην περιουσία του κληρονομουμένου (πραγματική κληρονομιά) και ότι δεν εξήλθε
ποτέ από αυτήν. Για το λόγο αυτό και υπό την προϋπόθεση ότι η εικονική σύμβαση
είναι αυτή της δωρεάς, ο νόμιμος μεριδούχος δεν μπορεί να ζητήσει την ανατροπή
της με αγωγή μέμψης, παρά μόνο να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή (άρθρο 70
ΚΠολΔ) με αντικείμενο την αναγνώριση της ακυρότητας της δωρεάς, κατά του
φερόμενου ως δωρεοδόχου ή και διεκδικητική αγωγή εάν ο τελευταίος το
κατακρατεί.
 Σχετική Εικονικότητα
 Υπάρχει περίπτωση οι συμβαλλόμενοι να εμφανίζουν στον εξωτερικό κόσμο μία
σύμβαση, τα έννομα αποτελέσματα της οποίας δεν επιθυμούν αμφότεροι να
επέλθουν, χωρίς ωστόσο να είναι ολότελα αρνητικοί στην επέλευση οποιασδήποτε
έννομης συνέπειας, αλλά επιθυμούν την επέλευση των εννόμων συνεπειών μιας
σύμβασης, διαφορετικής από την εικονική, την οποία δεν εμφανίζουν στον εξωτερικό
κόσμο, της χαρακτηριζόμενης «καλυπτόμενης δικαιοπραξίας» (μορφή σχετικής
εικονικότητας).
 Την περίπτωση αυτή ρυθμίζει η διάταξη της ΑΚ 138 §2, βάσει της οποίας
«Άλλη δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική είναι έγκυρη αν τα μέρη
την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της».
 Η νομική οντότητα που καλύπτεται κάτω από την εικονική δικαιοπραξία, η
οποία χαρακτηρίζεται ως «καλυπτόμενη δικαιοπραξία», δεν μπορεί να εκτιμάται,
καταρχήν, ως καταρτισμένη δικαιοπραξία, διότι η βούληση αυτών που επιθυμούν τη
σύνδεση έννομων αποτελεσμάτων με αυτή τη νομική οντότητα δεν εξωτερικεύεται
με σχετική δήλωση βούλησης.118 Στο σημείο αυτό επεμβαίνει δημιουργικά ο νόμος
(ΑΚ 138 §2) αποδίδοντας στις δηλώσεις βουλήσεως που συγκροτούν το πραγματικό
της δικαιοπραξίας, τα νομοτυπικά στοιχεία της καλυπτόμενης δικαιοπραξίας,

118 Κορνηλάκης Π., Αρμ 1980 σ..952, Παρατηρ. στην ΕφΘεσ 612/1980
[42]
προάγοντας ουσιαστικά την καλυπτόμενη νομική οντότητα σε καταρτισμένη και
έγκυρη δικαιοπραξία, διαφορετική από την εικονική.
 Στην περίπτωση αυτή, εφόσον η δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την
εικονική είναι αυτή της δωρεάς και υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχουν οι όροι της
ΑΚ 138 §2 (βούληση των συμβαλλομένων και τήρηση των όρων που απαιτούνται
για τη σύστασή της), αυτή υπόκειται σε ανατροπή κατά την ΑΚ 1835 §1, αρκεί ο
μεριδούχος να επικαλείται και να αποδεικνύει το στοιχείο της εικονικότητας της
δικαιοπραξίας της εμφανιζόμενης στον εξωτερικό κόσμο δικαιοπραξίας.
 Σύμβαση πώλησης με εικονικό τίμημα
 Συνήθης περίπτωση στις συναλλαγές είναι η κατάρτιση δωρεάς καλυπτόμενης
υπό συμβάσεως πώλησης. Ειδικότερα, πώληση σύμφωνα με την ΑΚ 513, είναι η
σύμβαση με την οποία ο ένας συμβαλλόμενος (πωλητής) αναλαμβάνει την
υποχρέωση να μεταβιβάσει στον άλλο συμβαλλόμενο (αγοραστή) την κυριότητα ενός
πράγματος ή ενός δικαιώματος, και αν αντικείμενο της πώλησης είναι το πράγμα, να
το παραδώσει σε αυτόν, ενώ ο αγοραστής αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει
στον πωλητή το συμφωνημένο τίμημα. Πρόκειται για σύμβαση ενοχική, υποσχετική
και αμφετεροβαρή. Τα ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης πώλησης είναι το πράγμα ή
το δικαίωμα, που είναι αντικείμενο της πώλησης, το τίμημα και η σχετική με αυτά
συμφωνία των μερών για μετάθεση της κυριότητας του αντικειμένου της πώλησης
και καταβολής του τιμήματος.
 Η συμφωνία των μερών ως προς το τίμημα μπορεί να είναι εικονική, δηλαδή να
μην έγινε στα σοβαρά αλλά μόνο κατά φαινόμενο κι από τους δύο συμβαλλόμενους,
οπότε η υποσχετική σύμβαση της πώλησης, βάσει της ΑΚ 138 § 1 θα είναι άκυρη.
Σε αυτήν όμως την περίπτωση θα πρέπει να γίνει η ακόλουθη διάκριση:
Α) Τα συμβαλλόμενα μέρη δεν θέλησαν να καταρτίσουν ούτε πώληση ούτε
οποιαδήποτε άλλη δικαιοπραξία (μορφή απόλυτης εικονικότητας), οπότε σύμφωνα
με την ΑΚ 138 §1, δεν παράγεται κανένα έννομο αποτέλεσμα κι ως εκ τούτου το
αντικείμενο της εικονικής πώλησης, θεωρείται ότι ουδέποτε εξήλθε της περιουσίας
του κληρονομουμένου και συνακόλουθα ότι αποτελεί στοιχείο της πραγματικής
κληρονομιάς.
Β) Τα συμβαλλόμενα μέρη δεν θέλησαν μεν να καταρτίσουν πώληση, αφού παρά
την δήλωση τους περί καταβολής ορισμένου τιμήματος, η πραγματική τους βούληση 
[43]
ήταν να μην καταβληθεί καθόλου τίμημα, ήθελαν όμως να καταρτίσουν κάτω από
τον μανδύα της πώλησης μία άλλη δικαιοπραξία, π.χ. δωρεά Σε αυτή την περίπτωση
βάσει της ΑΚ 138 § 2 η δωρεά θα είναι έγκυρη υπό την προϋπόθεση ότι οι
συμβαλλόμενοι ήθελαν τη δωρεά και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη
σύσταση της, όπως είναι ο συμβολαιογραφικός τύπος. Από τις διατάξεις αυτές
προκύπτει ότι, όταν μεταξύ των όρων που απαιτούνται για την κατάρτιση της υπό
την εικονική καλυπτόμενη άλλης δικαιοπραξίας είναι συστατικός τύπος, όπως το
συμβολαιογραφικό έγγραφο, αρκεί ότι ο τύπος αυτός τηρήθηκε για την εικονική
δικαιοπραξία και δεν απαιτείται να προκύπτει από τον τύπο αυτόν και το είδος και
γενικότερα το περιεχόμενο της καλυπτόμενης δικαιοπραξίας.119
 Στην περίπτωση αυτή θα πρόκειται για παροχή που προστίθεται στην
κληρονομιά βάσει της ΑΚ 1831 και ως χαριστική θα υπόκειται σύμφωνα με την ΑΚ
1835 σε ανατροπή με αγωγή μέμψεως.
ζ) Κατάθεση σε κοινό λογαριασμό
 Με το ν.5638/1932 θεσπίστηκε ο κοινός διαζευκτικός τραπεζικός λογαριασμός
με την πραγματοποίηση χρηματικής κατάθεσης σε τράπεζα στο όνομα δύο ή
περισσότερων προσώπων από κοινού, τον οποίο μπορούν να χρησιμοποιούν και να
κινούν είτε καθένας χωριστά, είτε όλοι μαζί.
 Για την τύχη του κοινού τραπεζικού λογαριασμού σε περίπτωση θανάτου ενός
από τους συγκαταθέτες πρέπει να διακριθούν οι ακόλουθες περιπτώσεις:
 Α) Αν δεν έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 του ν. 5638/1932, ότι δηλαδή μετά το
θάνατο κάποιου συγκαταθέτη η κατάθεση και ο λογαριασμός θα περιέλθει
αυτοδικαίως στους λοιπούς επιζώντες συνδικαιούχους, οι κληρονόμοι του καταθέτη
δεν υπεισέρχονται έναντι της τράπεζας στη θέση του συνδικαιούχου της κατάθεσης
με βάση το κληρονομικό τους δικαίωμα, λόγω της σχετικής απαγόρευσης του
άρθρου 3 του ν. 5638/1932120, το οποίο ορίζει ότι οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος

119 ΟλΑΠ 36/1998 ΕλλΔνη 40,40·ΕφΑθ 3289/2001 ΕλλΔνη 2001, 1394· ΠΠρΠειρ 2474/2009
ΝΟΜΟΣ.
120 Σύμφωνα με το άρθρο 3 §1 του ν. 5638/1932, το οποίο εφαρμόζεται σε κάθε κατάθεση
ανεξαρτήτως της προσθήκης ή όχι του άρθρου 2, τα δικαιώματα από την κατάθεση που έχει ο κάθε
δικαιούχος απέναντι στην τράπεζα είναι αμεταβίβαστα τόσο εν ζωή, όσο και αιτία θανάτου. Το δε
πραγματικό νόημα της διάταξης είναι ότι το αμεταβίβαστο ισχύει στις σχέσεις απέναντι στην τράπεζα
και όχι σε αυτές απέναντι στους άλλους δικαιούχους βλ. ΑΠ 540/1998 ΔΕΕ 1998, 723, η οποία
υποστηρίζει ότι το άρθρο 3 ρυθμίζει σχέσεις μεταξύ τράπεζα και καταθετών.
[44]
συνδικαιούχου δεν έχουν κανένα δικαίωμα στην κατάθεση, αλλά απλώς έχουν το
δικαίωμα να απαιτήσουν από τους υπόλοιπους συγκαταθέτες το μέρος εκείνο της
κατάθεσης που αντιστοιχεί στον δικαιοπάροχό τους με βάση την εσωτερική τους
σχέση121
.
 Επομένως, στην περίπτωση αυτή, δεν τίθεται ζήτημα μέμψεως, διότι δεν
συντελείται καμία δωρεά και ο νόμος δίνει απευθείας δικαίωμα στους κληρονόμους-
μεριδούχος του αποβιώσαντος συγκαταθέτη να αναζητήσουν το ποσό της κατάθεση
που ανήκε στον αποβιώσαντα122
.
 Β) Αν αντίθετα, έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 του ν. 5638/1932, οι κληρονόμοι
του αποβιώσαντος συνδικαιούχου, αποξενώνονται πλήρως από το ποσό της
κατάθεσης, το οποίο εξαιρείται από την κληρονομιά και περιέρχεται αυτοδικαίως
στους λοιπούς, επιζώντες συνδικαιούχους, χωρίς να μπορούν οι κληρονόμοι να
αντλήσουν δικαιώματα από την εσωτερική σχέση των τελευταίων με τον
κληρονομούμενο και να στραφούν κατά αυτών, όπως στην πρώτη περίπτωση.
123
 Οι συνδικαιούχοι που αποκτούν με τον τρόπο αυτό το υπόλοιπο της κατάθεσης
του κοινού λογαριασμού δεν θεωρούνται κληρονόμοι του συγκαταθέτη που
απεβίωσε και ασκούν τα σχετικά με την κατάθεση δικαιώματα εξ ιδίου
δικαίου.124Αποτέλεσμα, λοιπόν, της προσθήκης του άρθρου 2, είναι να μένουν εκτός
κληρονομιάς τα ποσά του κοινού λογαριασμού που αναλογούσαν στον
αποβιώσαντα, σύμφωνα με τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών.
 Για να εξισορροπηθούν οι παραπάνω εξαιρετικά ευνοϊκές διατάξεις υπέρ των
καταθετών κοινού λογαριασμού και αντίστοιχα οι αυστηρές ρυθμίσεις σε βάρος των
αναγκαίων κληρονόμων, για τους οποίους οι σχετικές διατάξεις είναι αναγκαστικού
δικαίου (αρ. 1825 επ. ΑΚ), εισήχθη η διάταξη του άρθρου 117 του ΕισΝΑΚ, η οποία
ορίζει «Σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό του Ν. 5638/ της
31ης Αυγούστου/7ης Σεπτεμβρίου 1932 «περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν» η

121
 βλ. ΕφΠατρ 451/1997 ΔΕΕ 1998, 297, σύμφωνα με την οποία «σε περίπτωση θανάτου ενός από
τους καταθέτες δεν χωρεί υποκατάσταση αυτού από τους τυχόν κληρονόμους του έναντι της τράπεζας,
κατά της οποίας και δεν μπορούν να στραφούν επικαλούμενοι το κληρονομικό τους δικαίωμα, διότι
διαφορετικά θα επήρχετο μεταβολή του προσώπου του καταθέτη χωρίς τη συγκατάθεση της τράπεζας.
Ο επιζών καταθέτης, ως εις ολόκληρον δανειστής έναντι της τράπεζας, μπορεί να εισπράξει και
ολόκληρο το ποσό της καταθέσεως, οπότε οι κληρονόμοι του αποθανόντος θα μπορούν ν` αξιώσουν
από αυτόν το τμήμα εκείνο της καταθέσεως που αναλογεί στο δικαιοπάροχό τους με βάση τις
εσωτερικές σχέσεις των καταθετών».
122 ΕφΘεσ 362/1990 ΕλλΔνη 31 (1990), 321· ΜΠρΒολ 1215/2003 ΝΟΜΟΣ.
123 ΑΠ 540/1998 ΔΕΕ 1998,723· ΜΠρΘεσ 20958/2006 Αρμ 2007, 1164.
124 ΕφΑθ 9395/1999 ΝΟΜΟΣ· ΕφΘεσ 2035/1991 Αρμ 1991, 879.
[45]
κατάθεση, αν με αυτήν πραγματοποιήθηκε δωρεά, κρίνεται ως προς το δίκαιο της
νόμιμης μοίρας ως δωρεά, εφόσον πρόκειται για κληρονομία καταθέτη που πέθανε
μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα». Σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη οι
κληρονόμοι του αποβιώσαντος συνδικαιούχου και μάλιστα αποκλειστικά οι
αναγκαίοι (μεριδούχοι), έχουν δικαίωμα να επιδιώξουν την ολική ή μερική ανατροπή
της περιέλευσης της κατάθεσης στους επιζώντες συνδικαιούχους του λογαριασμού
και στο βαθμό που θίγεται η νόμιμη μοίρα που τους αντιστοιχεί.125
 Για να τύχει εφαρμογής το άρθρο 117 ΕισΝΑΚ και να γεννηθεί το δικαίωμα του
αναγκαίου κληρονόμου επί του ποσού του κοινού λογαριασμού για το μέρος που
υπολείπεται της νόμιμής του μοίρας πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις :α)
ύπαρξη κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό, β) συντέλεση δωρεάς με την κατάθεση
αυτή και γ) ο θάνατος του καταθέτη να επήλθε μετά την 23-2-1946, δηλαδή μετά την
έναρξη ισχύος του Αστικού Κώδικα.
 Για να διευκρινισθεί ποιος θα είναι ο τρόπος προστασίας των νόμιμων
μεριδούχων του αποβιώσαντα συγκαταθέτη είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί η
νομική φύση της πραγματοποιούμενης, με τη χρηματική κατάθεση, επιδόσεως υπέρ
του συγκαταθέτου της.
 Η διάταξη του άρθρου 117 ΕισΝΑΚ χρησιμοποιεί τον όρο δωρεά, τόσο ως
δωρεά εν ζωή όσο και ως δωρεά αιτία θανάτου. Θα πρόκειται για δωρεά αιτία
θανάτου (ΑΚ 2032) αν στον κοινό λογαριασμό κατατέθηκε από χαριστική αιτία
ποσό από την περιουσία του αποβιώσαντος, χωρίς στο μεταξύ και μέχρι το θάνατό
του, να έχουν προβεί οι συνδικαιούχοι σε κάποια ανάληψη, με το σκεπτικό ότι ετέθη
έστω και σιωπηρά ως προϋπόθεση από όλους, ότι η περιέλευση της ωφέλειας σε
αυτούς θα γίνει με το θάνατο του καταθέτη-δωρητή126
. Η δωρεά αυτή
αντιμετωπίζεται ως κληροδοσία και θα είναι αυτοδικαίως άκυρη κατά το μέρος που
προσβάλει τη νόμιμη μοίρα. Οι μεριδούχοι θα πρέπει να ασκήσουν την αγωγή περί

125 Φουντεδάκη Κ., Κατάθεση σε κοινό λογαριασμό και προστασία του νόμιμου μεριδούχου, Αρμ 1997
σ. 593 επ.
126 ΕφΑθ 5774/1995 ΝοΒ 45 (1997), 218, κατά την οποία «…όταν κατατίθεται χρηματικό ποσό από
χαριστική αιτία σε κοινό λογαριασμό προκειμένου να επωφεληθεί ο συγκαταθέτης του ενεργητικού
υπολοίπου της καταθέσεως ακόμη και όταν προϋπόθεση της περιέλευσης της ωφέλειας είναι ο θάνατος
του παρέχοντος και η επιβίωση του λήπτη, θα μπορεί να γίνει λόγος για κληροδοσία (αρθρ. 1714 ΑΚ)
μόνον εφόσον θα έχει συνταχθεί νομοτύπως διαθήκη του παρέχοντος. Διαφορετικά, όπως συμβαίνει
συνήθως, θα πρόκειται περί δωρεάς. Η ενλόγω δωρεά θα είναι αιτία θανάτου, αν η συμφωνία των
ενδιαφερομένων συγκαταθετών, δηλαδή η εσωτερική τους σχέση, ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του
άρθρου 2032 ΑΚ, αλλιώς θα είναι δωρεά εν ζωή». 
[46]
κλήρου κατά των συνδικαιούχων του αποβιώσαντα (άρθρα 2035, 1825§2, 1829,
1967 επ. ΑΚ) .
 Αντίθετα, θα πρόκειται για δωρεά εν ζωή όταν ο αποβιώσας κατέθεσε ποσό
στον κοινό λογαριασμό με τη συμφωνία ότι οι άλλοι συνδικαιούχοι έχουν το
δικαίωμα και πριν από το θάνατο του να το αποσύρουν και να το κρατήσουν για τον
εαυτό τους χωρίς αντάλλαγμα. Σε αυτήν την περίπτωση ο μεριδούχος θα
προστατευτεί ασκώντας την αγωγή μέμψεως αστόργου δωρεάς κατά των
συνδικαιούχων του αποβιώσαντα.
 Εξάλλου, για να ισχύσει η υπέρ του συγκαταθέτη χαριστική επίδοση ως δωρεά
(εν ζωή ή αιτία θανάτου) χρειάζεται και η συγκέντρωση των λοιπών προϋποθέσεων
του κύρους των εν λόγω δικαιοπραξιών και συγκεκριμένα συμφωνία των
συγκαταθετών, σύμφωνα με τα άρθρα 496 επ., 2032 ΑΚ και συμβολαιογραφικό
έγγραφο, την έλλειψη του οποίου αναπληρώνει και στις δύο περιπτώσεις η κατάθεση
των χρημάτων στον κοινό λογαριασμό, από τον οποίο τα αποσύρει μετά ο
δωρεοδόχος-συγκαταθέτης.127
 Το χρηματικό ποσό που αποτελεί αντικείμενο της χαριστικής επίδοσης θα
προστεθεί στην κληρονομία για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας με τους
περιορισμούς ή όχι της ΑΚ 1831, ανάλογα με την περίπτωση. Ειδικότερα αν μεν
πρόκειται για δωρεά αιτία θανάτου, η αξία της θα προστεθεί σύμφωνα με το άρθρο
1831§ 1 ΑΚ ως στοιχείο της πραγματικής κληρονομιάς στο ενεργητικό της, αν δε
πρόκειται για δωρεά εν ζωή τότε η αξία της κατάθεσης υπολογίζεται ως στοιχείο της
πλασματικής κληρονομιάς κατά την ΑΚ 1831§ 2.
η) de facto παροχές χωρίς αντάλλαγμα
 Υποστηρίζεται ότι στο πνεύμα της ΑΚ 1831§2 εμπίπτουν de factoπαροχές που
για οποιοδήποτε λόγο αποκτώνται οριστικά από το λήπτη, με το σκεπτικό ότι άλλως
θα είχαμε καταστρατήγηση της προστασίας του μεριδούχου.128 Ωστόσο129, η
γενικότητα της εφαρμογής κρίνεται σκόπιμο να περιοριστεί, ώστε οι de facto

127 ΕφΔωδ 29/1999 ΕπισκΕΔ Β/2000, 419·ΠΠρΠειρ 694/2009 ΝΟΜΟΣ.
128 Σταθόπουλος, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρα 1831-1834 αρ. 33
129 Σπυριδάκης, , Η μέμψη…. σ. 35, παραπομπή αρ.15
[47]
παροχές να θεωρούνται δωρεές μόνο όταν πραγματικά υπάρχει χαριστική αιτία της
περιουσιακής επίδοσης130
.
θ) Σύσταση ιδρύματος
 Η σύσταση ιδρύματος, η οποία κατά την ΑΚ 115 εξομοιώνεται με δωρεά,
υπόκειται σε ανατροπή με μέμψη άστοργης δωρεάς, στο μέτρο που θίγεται η νόμιμη
μοίρα του μεριδούχου. Αν όμως η ιδρυτική πράξη έγινε με διαθήκη, η δωρεά αυτή
ισχύει ως δωρεά αιτία θανάτου. Οπότε κατ΄εφαρμογή των διατάξεων 2035,1829 ΑΚ
θα είναι αυτοδικαίως άκυρη και δεν χρειάζεται να ανατραπεί με αγωγή.131
ι) Συμμετοχή σε ομόρρυθμη εταιρία
 Υπάρχει περίπτωση ο κληρονομούμενος να είναι ομόρρυθμος εταίρος σε
προσωπική εταιρεία και με το καταστατικό αυτής να προβλέπεται ότι σε περίπτωση
θανάτου αυτού η λειτουργία της εταιρείας θα συνεχίζεται με έναν μόνο από τους
κληρονόμους του κληρονομουμένου-εταίρου, ο οποίος θα υπεισέρχεται στη θέση
αυτού. Η πράξη αυτή, κατά μία άποψη132
, συνιστά δωρεά, οπότε χωρεί μέμψη
άστοργης δωρεάς και η αξία της νόμιμης μοίρας θα ικανοποιηθεί από την αξία του
μεριδίου του κληρονόμου στην ομόρρυθμη εταιρία Κατ’ άλλη όμως άποψη133
, οι
μεριδούχοι που δεν γίνονται ομόρρυθμοι εταίροι κληρονομούν μόνον απαίτηση κατά
της εταιρίας ανάλογη με το κληρονομικό τους μερίδιο.
- Η περίπτωση της δωρεάς αιτία θανάτου
 Δωρεά αιτία θανάτου είναι, σύμφωνα με την ΑΚ 2032, η δωρεά που
συμφωνείται με την αναβλητική αίρεση ότι θα προαποβιώσει ο δωρητής ή θα
συναποβιώσουν οι συμβαλλόμενοι, χωρίς να έχει στο μεταξύ ο δωρεοδόχος την
απόλαυση των δωρηθέντων.134
 Η δωρεά αιτία θανάτου, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, αποτελεί
χαριστική δικαιοπραξία εν ζωή και όχι αιτία θανάτου και τούτο διότι ο δωρεοδόχος

130 π.χ. άκυρη δωρεά πράγματος, αν αυτό παραδόθηκε στο δωρεοδόχο και αυτός τελικά το απέκτησε
με χρησικτησία.
131 Βαρθακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ , άρθρο 1835 αρ. 12
132 Σπυριδάκης, Η μέμψη….., σ. 34
133 Παπαντωνίου, ΚληρΔ. § 131, σ. 467· Παπαδοπουλος, Αγωγές ΚληρΔ, σ. 146.
134 Ψούνη Ν., Κληρονομικό Δίκαιο (2004), Τόμος ΙΙ,§24 Ι, σ. 471.
[48]
δεν αποκτά από την κληρονομιά, αλλά βάσει της έννομης σχέσης που είχε
δημιουργηθεί εν ζωή με το δωρητή135
.
 Σχετικά με το ζήτημα που εξετάζουμε στην παρούσα μελέτη, δηλαδή της μέμψη
άστοργης δωρεάς, ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση που ο κληρονομούμενος
προέβη εν ζωή σε κατάρτιση δωρεάς αιτία θανάτου (είτε αυτή καταρτίστηκε ως
υποσχετική είτε ως εκποιητική δικαιοπραξία136) ως προς το ζήτημα του τρόπου
προστασίας τους μεριδούχου έναντι αυτής.
 Ειδικότερα, σύμφωνα με την ΑΚ 2032, στη δωρεά αιτία θανάτου εφαρμόζονται
οι διατάξεις για τις δωρεές, εφόσον όμως ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά.
Διαφορετική ρύθμιση εισάγεται στη δωρεά αιτία θανάτου, σε σχέση με τις δωρεές εν
ζωή, με την ΑΚ 2035 σε δύο περιπτώσεις: α) όταν αυτές προσβάλλουν τη νόμιμη
μοίρα μεριδούχου και β) όταν μειώνουν την περιουσία του δωρητή με αποτέλεσμα
να προκαλείται βλάβη στους δανειστές.
 Κατά τους ορισμούς της ΑΚ 2035, στις δωρεές αιτία θανάτου που προσβάλλουν
τη νόμιμη μοίρα των μεριδούχων εφαρμόζονται οι διατάξεις για την κληροδοσία.
Συνεπώς, οι δωρεές αυτές σε αντίθεση με τις δωρεές εν ζωή δεν ανατρέπονται με την
άσκηση της μέμψης άστοργης δωρεάς, αλλά είναι αυτοδικαίως άκυρες, όπως οι
κληροδοσίες (ΑΚ 1829) και άρα ματαιώνεται η επέλευση της κτήσης του
δωρηθέντος.
 Παρόλο που τα παραπάνω γίνονται ομόφωνα δεκτά, στασιάζεται το ζήτημα
σχετικά με το αν οι δωρεές αιτία θανάτου προστίθενται στην κληρονομιά κατ’
άρθρον 1831§1 ΑΚ, προκειμένου να βρεθεί η πλασματική κληρονομιά και
περαιτέρω η νόμιμη μοίρα του μεριδούχου, ή αν αυτές αποτελούν στοιχείο του
ενεργητικού της (πραγματικής) κληρονομιάς, οπότε και δεν προστίθενται.
 Σύμφωνα με μία άποψη137, οι δωρεές αιτία θανάτου δεν προστίθενται στην
κληρονομιά, όπως γίνεται με τις άλλες χαριστικές παροχές (άρθρο 1831§2 ΑΚ),

135 Οι δικαιοπραξίες ανάλογα με το χρονικό σημείο κατά το οποίο επιφέρουν τα έννομα
αποτελέσματά τους διακρίνονται σε εν ζωή και αιτία θανάτου. Βλ. σχετικώς για τη σχετική διάκριση
Αγαλλοπούλου Π., Βασικές Έννοιες Αστικού Δικαίου (2003), σ. 120· Ασπρογέρακας Κ., Γενικές Αρχές
του Αστικού Δικαίου (1981), §53, σ. 235 - 236· Απ. Γεωργιάδη, ΓενΑρχ, § 29, αρ. 13-15, σ. 344–
345· Μπαλής, ΓενΑρχ, §33, σ .110· Παπαντωνίου, ΓενΑρχ3
(1983), §54, σ . 265 - 266.
136 Βλ. σχετικά με το ζήτημα Γεωργιάδη Αγγ., στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, ΕισαγΠαρατηρ στα
άρθρα 2032-2035 αρ. 4.
137 Γαζής Ανδρεάς, Καταλογισμός αιτία θανάτου δωρεάς στη νόμιμη μοίρα-Φύση συμφωνίας περί μη
καταλογισμού-Έννοια διαθήκης περί σεβασμού αυτής-Υπεύθυνοι για τη συμπλήρωση της νόμιμης
μοίρας όλοι οι κληρονόμοι, ΝοΒ 35 (1987) σ. 697·Παπαντωνίου, ΚληρΔ, § 29 ΙV, σ.167 ·Γεωργιάδη 
[49]
ώστε να διαπιστωθεί η πλασματική κληρονομιά, δεδομένου ότι τα δωρηθέντα
υπάρχουν στην κληρονομιά κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου και
αποτελούν στοιχεία της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς (άρθρο 1831§1 ΑΚ).
 Σύμφωνα με άλλη όμως άποψη,138γίνεται διάκριση ανάλογα με το εαν η δωρεά
καταρτίσθηκε ως υποσχετική ή εκποιητική δικαιοπραξία. Εάν μεν πρόκειται για
υποσχετική δωρεά αιτία θανάτου, τα αντικείμενά της θεωρούνται ότι ανήκουν στην
πραγματική κληρονομιά, δηλαδή αποτελούν στοιχεία του ενεργητικού της και δεν
αφαιρούνται από την κληρονομιά ως χρέη. Αντίθετα, εάν πρόκειται για εκποιητική
δωρεά αιτία θανάτου, αυτή προσθέτεται σύμφωνα με την ΑΚ 1831§2 στην
πραγματική κληρονομιά προκειμένου να βρεθεί η πλασματική. Η άποψη αυτή
στηρίζεται στο γεγονός ότι εάν η δωρεά αιτία θανάτου καταρτιστεί ως εκποιητική,
με την πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης της προαποβίωσης του δωρητή, ο
δωρεοδόχος αποκτά αμέσως και αυτοδικαίως το δωρηθέν και όχι απλώς δικαίωμα να
απαιτήσει το δωρηθέν από τους κληρονόμους του δωρητή.139


II. Μη επάρκεια κληρονομίας για κάλυψη νόμιμης μοίρας
 Αυτονόητη προϋπόθεση για τη μέμψη άστοργης δωρεάς είναι η μη επάρκεια
της πραγματικής κληρονομίας που υπάρχει κατά το χρόνο θανάτου του
κληρονομουμένου για την κάλυψη της νόμιμης μοίρας μεριδούχου. Αυτό συμβαίνει
είτε όταν το ενεργητικό της κληρονομιάς είναι μηδενικό είτε όταν αυτό που
υπάρχει δεν αρκεί για να καλύψει το ελλείπον της νόμιμης μοίρας του
μεριδούχο.
140141
 Με την προϋπόθεση αυτή, που τίθεται από την ΑΚ 1835§1, καθιερώνεται «η
αρχή της επικουρικότητας» της μέμψης άστοργης δωρεάς, σύμφωνα με την οποία ο
μεριδούχος έχει τη δυνατότητα να προσφύγει σε ανατροπή των χαριστικών εν ζωή

Αγγ., στον Γεωργιάδη Απ.- Σταθόπουλου Μιχ,. Αστικός Κώδιξ, Κατ’ άρθρον Ερμηνεία, Τόμος Χ,
(άρθρα 1871-2035 ΑΚ), άρθρο 2035 αρ. 3.
138 Ψούνη, ΚληρΔ,§24 V, σ. 482.
139 Ψούνη, ΚληρΔ,§24 Ι, σ. 474.
140 Ψούνη, ΚληρΔ. σ. 496 επ.· Φίλιος, ΚληρΔ. §337, σ.644· Γεωργιάδης, ΚληρΔ., σ.592.
141 Κατ άλλη διατύπωση ανεπάρκεια της κληρονομιάς υπάρχει όταν η αξία του καθαρού ενεργητικού
της είναι μικρότερη από την αξία της νόμιμης μοίρας. Αυτό μπορεί να συμβεί γιατί, όπως σημειώθηκε
και παραπάνω, για την εξέρευση της νόμιμης μοίρας προσθέτονται στην πραγματική κληρονομιά
πλασματικά διάφορες παροχές του κληρονομουμένου. Βλ. σχετικά Παπαδόπουλος, Αγωγές ΚληρΔ, σ.
143
[50]
παροχών του κληρονομουμένου μόνον εφόσον δεν υπάρχει άλλος τρόπος
ικανοποίησης της νόμιμης μοίρας, δηλαδή μόνον εάν και εφόσον η νόμιμη μοίρα δεν
δύναται να καλυφθεί δια των δυνάμεων της (πραγματικής) κληρονομιάς142
.
 Κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου κρίνεται έτσι όχι μόνο η
επάρκεια ή μη της κληρονομιάς, αλλά και η αστοργία της δωρεάς, δηλαδή το εάν
εξαιτίας αυτής δεν επαρκεί η πραγματική κληρονομία για την κάλυψη της νόμιμης
μοίρας.
 Κατ’ ακολουθίαν της αρχής της επικουρικότητας της μέμψης άστοργης δωρεάς
η ικανοποίηση της νόμιμης μοίρας γίνεται κατά πρώτον λόγο εις βάρος των
διατάξεων τελευταίας βούλησης(κληρονομικών εγκαταστάσεων, καταπιστευμάτων,
κληροδοσιών) ως και των αιτία θανάτου δωρεών, οι οποίες ενόψει της προσβολής
της νόμιμης μοίρας εξομοιώνονται προς τις διατάξεις τελευταίας βούλησης,
σύμφωνα με την ΑΚ 2035 η οποία ορίζει «Σε δωρεές αιτία θανάτου, που μειώνουν
την περιουσία του δωρητή με αποτέλεσμα να προκαλείται βλάβη στους δανειστές ή που
προσβάλλουν τη νόμιμη μοίρα των μεριδούχων, εφαρμόζονται οι διατάξεις για τις
κληροδοσίες». Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι για τις δωρεές αιτία θανάτου δεν
χρειάζεται μέμψη της άστοργης δωρεάς, αφού αυτή είναι αυτοδικαίως άκυρη στο
μέτρο που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα, όπως κι οι κληροδοσίες.143
 Αυτή η νομοθετική ρύθμιση οφείλεται στο ότι τόσο επί διατάξεων τελευταίας
βούλησης, όσο και επί αιτία θανάτου δωρεών, ως εκ της φύσεως αυτών ως αιτία
θανάτου δικαιοπραξιών, το δικαίωμα του υπέρ ων αυτών δεν αποκτάται παρά μόνο
από το θάνατο του κληρονομουμένου. Ως εκ τούτου το δικαίωμα αυτό είναι από
άποψη χρόνου κτήσεως μεταγενέστερο από το εκ δωρεάς εν ζωή δικαίωμα του
δωρεοδόχου, το οποίο αποκτήθηκε όταν ο κληρονομούμενος-δωρητής βρισκόταν
ακόμη εν ζωή144
.
 Αν ο κληρονομούμενος δεν άφησε κληρονομιαία περιουσία ενώ υπάρχουν
δωρεές, η νόμιμη μοίρα θα υπολογιστεί στη συνολική αξία των δωρεών κατά τους
χρόνους που έχουν συσταθεί.145
 Εξ αυτού προκύπτει ότι απαραίτητο στοιχείο της βάσεως της αγωγής μέμψεως
αστόργου δωρεάς είναι η αξία των δωρηθέντων κατά το χρόνο σύστασης της

142 Βούζικας, ΚληρΔ, §149, σ.869.
143 Σταθόπουλος, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ,άρθρα 1831-1834 αρ. 37
144
 Βούζικας , ΚληρΔ. § 149, σ.869.
145
 Παπαδόπουλος, Αγωγές ΚληρΔ σελ. 144, ΜΠρΘεσ 20958/2006· Αρμ 2007,1164.
[51]
δωρεάς, ώστε με βάση την αξία αυτή να υπολογιστεί το ποσοστό της νόμιμης μοίρας
του ενάγοντος.146

146 ΜΠρΘεσ 20958/2006, Αρμ 2007, 1164.
[52]
§7. Διαδοχικές δωρεές
 Σύμφωνα με την ΑΚ 1835 §2 «Αν έγιναν διαδοχικές δωρεές, η προηγούμενη
είναι δυνατόν να προσβληθεί εφόσον δεν επαρκεί η ανατροπή της μεταγενέστερης».
 Το σύστημα το οποίο ακολουθεί ο ΑΚ δεν είναι το σύστημα της σύμμετρης
ικανοποίησης των περισσότερων δωρεών, αλλά αυτό της αντίστροφης χρονικής
προτεραιότητας, με την έννοια ότι οι δωρεές ανατρέπονται από το θάνατο του
κληρονομούμενο αναδρομικά, αρχής γενομένης από την εγγύτερη προς το χρόνο του
θανάτου του και μέχρι συμπληρώσεως της νόμιμης μοίρας.147 Ως χρόνος δε της
δωρεάς νοείται αυτός της εκπλήρωσής της και όχι απλώς της συνομολόγησής της
ενοχικής σύμβασης, γιατί μόνο από την εκπλήρωσή της το δωρηθέν εξέρχεται από
την περιουσία του κληρονομούμενου και συνακόλουθα πραγματώνεται η προσβολή
της νόμιμης μοίρας.
148
 Δικαιολογητικός λόγος καθιέρωσης του συστήματος αυτού είναι ότι, αν δεν
υπήρχαν οι μεταγενέστερες (=οι χρονικά πλησιέστερες προς το θάνατο του
κληρονομουμένου/δωρητή) δωρεές, η πραγματική κληρονομιά θα επαρκούσε, ίσως,
για την κάλυψη της νόμιμης μοίρας. Εξάλλου, όσο πιο απομακρυσμένη από το
χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου/δωρητή είναι μια δωρεά, τόσο εντονότερη
είναι η παγίωση της οικονομικής καταστάσεως που δημιουργήθηκε με τη δωρεά κι
έτσι δικαιολογείται η διατήρησή της.
 Προϋπόθεση κατά τα ανωτέρω για την ανατροπή της αμέσως προηγούμενης
δωρεάς αποτελεί, η παρά την ανατροπή της μεταγενέστερης, ανεπάρκεια της
κληρονομιάς για να καλυφθεί η νόμιμη μοίρα του μεριδούχου. Η ανεπάρκεια αυτή
μπορεί να οφείλεται σε οποιοδήποτε λόγο εξαιτίας του οποίου ο δωρεοδόχος δεν
είναι σε θέση να αποδώσει το δωρηθέν (ή το αντάλλαγμα που έλαβε εξ αυτού),
ακόμη δηλαδή και στην αφερεγγυότητα του δωρεοδόχου. Επομένως τον σχετικό
κίνδυνο φέρει ο προηγούμενος δωρεοδόχος και όχι ο μεριδούχος.
149
 Αν οι περισσότερες δωρεές έγιναν την ίδια μέρα πρέπει να γίνει η ακόλουθη
διάκριση: (α) Αν οι δωρεές έγιναν κατά διαφορετικά χρονικά σημεία της ίδιας

147 Βασιλάκης, ΚληρΔ. σελ. 182·Βούζικας, ΚληρΔ § 150, σ. 870·Παπαντωνίου ΚληρΔ § 131, σ. 468·
Φίλιος, ΚληρΔ §338 Β σ. 647·Σπυριδάκης, Η μέμψη….σ. 43· ΑΠ 854/2007 ΧρΙΔ 7, 977· ΕφΙωανν
168/2005 ΕλλΔνη 47, 578· ΠΠρΠειρ 332/1986 ΕλλΔνη 27, 868.
148 Βαρθακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ , άρθρο 1835 αρ. 15.
149 Βούζικας, ΚληρΔ. § 150 ΙΙ, σ.872 ·Φίλιος,§338 Β, σ. 647.
[53]
μέρας, πρόκειται για διαδοχικές δωρεές και εφαρμόζεται η ΑΚ 1835 §2,με
αποτέλεσμα να ανατραπεί η δωρεά που έγινε κατ΄ ελάχιστο χρόνο μεταγενέστερα,
(β) αν οι δωρεές έγιναν συγχρόνως, δηλαδή με το ίδιο συμβολαιογραφικό έγγραφο
θα χωρέσει σύμμετρη ανατροπή τους, δηλαδή θα συμμετέχουν κατά το ίδιο ποσοστό
η καθεμία στην ικανοποίηση του μεριδούχου.150
 Ζήτημα προκύπτει σχετικά με την ευχέρεια του κληρονομουμένου δωρητή να
ορίσει διαφορετική σειρά μέμψης των διαφόρων δωρεών. Κατά την κρατούσα στη
θεωρία άποψη151
, η διάταξη του άρθρου 1835 §2 ΑΚ είναι αναγκαστικού δικαίου κι
επομένως τυχόν ρήτρα της δωρεάς περί της κατά προτίμηση μέμψεως της
προγενέστερης δωρεάς είναι άκυρη κατ’ άρθρον 174 ΑΚ. Ωστόσο έχει υποστηριχθεί
μεμονωμένα κι η άποψη152 ότι, επειδή η δωρεά είναι χαριστική δικαιοπραξία λόγω
αυτής της φύσης της θα μπορούσε (ευχερέστερα από ό,τι στις επαχθείς
δικαιοπραξίες) να αναγνωρισθεί στο δωρητή η ευχέρεια να επιβάλει στο δωρεοδόχο
να ανεχθεί την ανατροπή της προς αυτόν δωρεάς, έστω κι αν αυτή είναι
προγενέστερη σε σχέση με άλλες. Τεχνικά, σύμφωνα με την άποψη αυτή, αυτό θα
μπορούσε να επιτευχθεί με τη συνομολόγηση διαλυτικής αίρεσης υπό την οποία θα
τελεί η δωρεά, με το εξής περιεχόμενο «Αν η νόμιμη μοίρα δεν καλύπτεται από την
πραγματική κληρονομία, η δωρεά ανατρέπεται κατά το μέρος που απαιτείται για την
κάλυψη νόμιμης μοίρας μεριδούχου».

150 ΕφΘεσ 497/1971 Αρμ 25 ,785·Βούζικας, ΚληρΔ, §150ΙΙΙ, σ. 872·.Σπυριδάκης, Η μέμψη…. σ. 47·
Σταθόπουλος, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου άρθρα 1835-1838 αρ 11.
Αντίθετα ο Παπαντωνίου (ΚληρΔ.§131 ΙΙΙ, σ.468-469), υποστηρίζει ότι για να αποτραπεί η
δημιουργία περισσότερων κοινωνιών, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως «μεταγενέστερη δωρεά» αυτή που
αναγράφεται τελευταία στο συμβόλαιο.
151 Βούζικας, ΚληρΔ. §150 ΙΙΙ, σ. 872·Σταθόπουλος, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρα 1835-
1838 αρ. 11·Ψούνη ΚληρΔ. §9 Β β, σ.497· Π.Φίλιου, ΚληρΔ. §338 Β, σ.647.
152 Σπυριδάκης, Η μέμψη…, σ. 44 επ.
[54]
§8. Άσκηση της μέμψης άστοργης δωρεάς
I. Τρόπος άσκησης
 Η ανατροπή της δωρεάς γίνεται δικαστικώς, δηλαδή με άσκηση και έκδοση
δικαστικής απόφασης. Τούτο συνάγεται από την προϊστορία του θεσμού153, από το
πνεύμα της ΑΚ 1835 και τέλος από τη ρητή επιβεβαίωση στην ΑΚ 1836§1, η οποία
ορίζει «Την αγωγή ασκούν…..». Ο νόμος εδώ προτάσσει την ασφάλεια των
συναλλαγών, η οποία απαιτεί δικαστική διαπίστωση της συνδρομής των
προϋποθέσεων της μέμψης και βεβαιότητα προκειμένου να επέλθει η ανατροπή της
δωρεάς.154
 Η αγωγή και η απόφαση είναι διαπλαστικές, αφού με την έκδοση της απόφασης
διαπλάσσεται νέα έννομη κατάσταση. Πρόκειται για αγωγή με την οποία ασκείται
δικαίωμα που απορρέει από τη νόμιμη μοίρα και η οποία υπάγεται στην
αμφισβητούμενη διαδικασία και εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία.
155
 Η καθ’ ύλη αρμοδιότητα ρυθμίζεται κατά τις γενικές διατάξεις των άρθρων 13
επ. ΚΠολΔ με κριτήριο την αξία του μέρους που λείπει για την κάλυψη της νόμιμης
μοίρας ή σε περίπτωση ολικής προσβολής του δικαιώματος της νόμιμης μοίρας, από
την συνολική αξία αυτής. Ωστόσο, εάν η αξία του δωρηθέντος είναι μικρότερη από
αυτήν του ελλείποντος της νόμιμης μοίρας, ως κριτήριο λαμβάνεται υπόψη η αξία
αυτή. Κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της παραπάνω αξίας και συνακόλουθα
την κατάθεση της αγωγής μέμψεως αστόργου δωρεάς στο καθ’ ύλην αρμόδιο
δικαστήριο είναι ο χρόνος κατάθεσης της αγωγής, όπως προκύπτει από την
συνδυαστική ερμηνεία των άρθρων 10 και 221§1 β’ του ΚΠολΔ.
 Η κατά τόπον αρμοδιότητα ρυθμίζεται από την ΚΠολΔ 30, κατά την οποία
«διαφορές που αφορούν απαιτήσεις από νόμιμη μοίρα υπάγονται στην αποκλειστική
αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου ο κληρονομούμενος όταν
πέθανε είχε την κατοικία του και αν δεν είχε την κατοικία του τη διαμονή του».

153 Η querela inofficiosae donationis του ρωμαικού δικαίου ήταν αγωγή βλ. Κρασσά, Κληρονομικόν
των Ρωμαίων Δίκαιον3
(1886),§134 σε συνδ. με § 107.
154 Σταθόπουλος, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου άρθρα 1835-1838 αρ. 12.
155 Σπυριδάκης, Η μέμψη…., σ. 49.
[55]
II. Ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση στην άσκηση της αγωγής
μέμψης άστοργης δωρεάς
 Διάδικοι στη δίκη που αρχίζει με την άσκηση της αγωγής μέμψεως αστόργου
δωρεάς είναι αφενός ο μεριδούχος, του οποίου θίγεται με τη δωρεά ή νόμιμη μοίρα
και αφετέρου ο δωρεοδόχος ή οι κληρονόμοι του. Ειδικότερα:
Α. Ενεργητική Νομιμοποίηση
 Κατά την ΑΚ 1836 §1 εδ. α’ ενάγων στην αγωγή για την ανατροπή της
άστοργης δωρεάς μπορεί να είναι ο μεριδούχος του οποίου θίγεται η νόμιμη μοίρα ή
οι διάδοχοί του.
 Ο μεριδούχος δεν είναι απαραίτητο να είχε την σχετική ιδιότητα κατά το χρόνο
που καταρτίστηκε η δωρεά.
 Έτσι, ενάγων μπορεί να είναι λχ. και τέκνο του κληρονομουμένου που
γεννήθηκε ύστερα από μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση. Στην περίπτωση αυτή,
το τέκνο μπορεί να μην ήταν ούτε συνειλημμένο, όχι μόνο κατά την κατάρτιση της
δωρεάς, αλλά και κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου και να απέκτησε
την ιδιότητα του μεριδούχου μεταγενέστερα και μάλιστα αναδρομικά (ΑΚ 1711 εδ.
β’).156
 Είναι προφανές ότι στο πλαίσιο της ΑΚ 1836§1 εδ. α΄ νομιμοποιείται ενεργητικά
στην άσκηση της μέμψης ο in concreto μεριδούχος, είτε καλείται κατά πρώτο είτε
μετά την έκπτωση άλλου κατά διαδοχή βαθμών ή τάξεων, σύμφωνα με την ΑΚ
1826. Εάν οι μεριδούχοι είναι περισσότεροι ο καθένας ασκεί τη μέμψη άστοργης
δωρεάς αυτοτελώς και ανεξάρτητα από τους υπολοίπους. Ακόμη κι αν την
ασκήσουν με κοινό δικόγραφο η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ τους είναι αυτή
της απλής ομοδικίας κι όχι αυτή της αναγκαστικής.157
 Αναφορικά με τους διαδόχους, εφόσον η διάταξη δεν διακρίνει, ενεργητικά
νομιμοποιούνται τόσο οι καθολικοί διάδοχοι (από διαθήκη, εξ αδιαθέτου ή
αναγκαστική διαδοχή), όσο και οι ειδικοί διάδοχοι (από επαχθή ή χαριστική αιτία)
του μεριδούχου, αυτοί δηλαδή στους οποίους μεταβιβάζεται η σχετική αξίωση.

156 Ψούνη ΚληρΔ. §9 ΧΙ, Γ β. σ.499.
157 Μπαλής, ΚληρΔ. §157, σ. 238·Βούζικας, ΚληρΔ. §151 A V, σ.875 · Τούσης, ΚληρΔ. §116, σ. 301
σημ.9.
[56]
 Τη σχετική αγωγή δεν μπορούν να ασκήσουν πλαγιαστικά ούτε οι ατομικοί
δανειστές του μεριδούχου, ούτε και οι δανειστές της κληρονομιάς, διότι ο θεσμός
της νόμιμης μοίρας έχει θεσμοθετηθεί για την προστασία μόνο του μεριδούχου.158159

Β. Παθητική Νομιμοποίηση
 Η αγωγή μέμψης άστοργης δωρεάς στρέφεται μόνο κατά του δωρεοδόχου, είτε
αυτός είναι μεριδούχος είτε τρίτος, καθώς και κατά των κληρονόμων αυτού.160
 Αν υπάρχουν περισσότεροι δωρεοδόχοι, προς τους οποίες έγιναν από τον
κληρονομούμενο δωρεές συγχρόνως, και κατά τα ανωτέρω αυτοί ενέχονται
συμμέτρως, η αγωγή μπορεί να στρέφεται εναντίον όλων, ορισμένων ή ενός από
αυτούς, ανάλογα με την μερίδα που αντιστοιχεί στον καθένα.161
 Αν υπάρχουν περισσότεροι δωρεοδόχοι, οι οποίοι απέκτησαν τα δωρηθέντα με
διαδοχικές δωρές και ενέχονται κατά την αρχή της αντίστροφής χρονικής
προτεραιότητας, η αγωγή θα στρέφεται κατ’ αρχήν κατά του πλέον πρόσφατου
δωρεοδόχου.162
 Βάσει της ΑΚ 1836 § 1 μόνο οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος δωρεοδόχου, όχι
και τυχόν ειδικοί διάδοχοί του μπορεί να είναι εναγόμενοι. Σε περίπτωση που ο
δωρεοδόχος μεταβίβασε περαιτέρω το δωρηθέν θα ευθύνεται ο ίδιος στο μέτρο που
οι εφαρμοζόμενες διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού το επιτρέπουν.

158 Βούζικας, ΚληρΔ. §151 Α ΙV, σ. 875· .Σπυριδάκης , Η μέμψη….. σ.. 51 επ.· Γεωργιάδης, ΚληρΔ.
σ. 595· Ψούνη ΚληρΔ. §9 ΙΧ, Γ β, σ. 499· Παπαδόπουλος, Αγωγές ΚληρΔ, σ. 151
159 Υποστηρίζεται μεμονωμένα η άποψη σύμφωνα με την οποία αν ο μεριδούχος έγινε κληρονόμος με
το ευεργέτημα της απογραφής, οι δανειστές του κληρονομουμένου δεν μπορούν να ωφεληθούν από τη
μέμψη και άρα δεν μπορούν να επιληφθούν περιουσιακών στοιχείων που περιήλθαν στον
κληρονομούμενο με αυτό τον τρόπο. Ως επιχείρημα υπέρ της άποψης αυτής προβάλλεται ότι τα
περιουσιακά αυτά στοιχεία με την εν ζωή χαριστική παροχή έχουν πάψει οριστικά να ανήκουν στην
περιουσία του κληρονόμου και αντιμετωπίζονται ως μέρος της ατομικής περιουσίας του
μεριδούχου.(βλ. Βούζικα , Κληρ.Δ. §151 Α ΙΙΙ, σ. 875).
Ορθά ωστόσο η άποψη αυτή επικρίνεται, αφού ο μεριδούχος μετά την ευδοκίμηση της αγωγής
μέμψης αποκτά τα δωρηθέντα με την ιδιότητα του κληρονόμου, γεγονός που σημαίνει ότι αυτά
ουσιαστικά αντιμετωπίζονται ως μέρος του ενεργητικού της κληρονομιάς και άρα θα πρέπει ο
μεριδούχος να ευθύνεται για τις υποχρεώσεις της κληρονομιάς και με τα δωρηθέντα που του
αποδόθηκαν μετά την ανατροπή της άστοργης δωρεάς , τα οποία ουσιαστικά αποτελούν μέρος του
ενεργητικού της κληρονομιάς.(βλ. Σπυριδάκης, Η μέμψη…. σ. 52, υποσημ, 6)
160 ΑΠ 520/2000 ΝοΒ 48,1133· ΠΠρΛαρ 660/1990 ΝοΒ 40, 98.
161 Σπυριδάκης, Η μέμψη…. σ. 52 επ.· Γεωργιάδης, ΚληρΔ. σ.595, αρ. 33.
162 Σπυριδάκης , Η μέμψη…. σ. 53.
[57]
III. Στοιχεία ορισμένου και αίτημα της αγωγής μεμψης άστοργης δωρεάς
Α) Στοιχεία ορισμένου αγωγής μέμψης άστοργης δωρεάς
 Η αγωγή μέμψης άστοργης δωρεάς για να είναι ορισμένη, πρέπει να περιέχει
καταρχήν, τα ακόλουθα στοιχεία:
163α)Τα στοιχεία της ταυτότητας του
κληρονομουμένου-δωρητή, το χρόνος θανάτου του, καθώς και τον τόπο της
τελευταίας πριν από το θάνατό του κατοικίας του ή διαμονής του, β) την ιδιότητα
του ενάγοντος ως νόμιμου μεριδούχου του κληρονομουμένου, ήτοι την συνδέουσα
αυτόν με τον κληρονομούμενο συγγενική σχέση στην οποία στηρίζει την κλήση του
στην κληρονομιά ως μεριδούχου, γ) όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τον
προσδιορισμό της αξίας της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος και η αξία αυτής, δ) την
αξία των αντικειμένων που καταλήφθηκαν από τον κληρονομούμενο στον ενάγοντα,
εκτός κι αν αυτός δεν έλαβε τίποτε, ε) την αξία της πραγματικής κληρονομιάς και
την ανεπάρκεια της να καλύψει τη νόμιμη μοίρα, στ) τα χρέη του κληρονομουμένου,
τις δαπάνες της κηδείας και τις δαπάνες της απογραφής της κληρονομιάς, ζ) τις
«προσθετέες» κατά το άρθρο 1831 § 2 ΑΚ παροχές και την αξία τους κατά το χρόνο
της παροχής164
, η) τα στοιχεία εξατομίκευσης της δωρεάς που προσβάλλει τη νόμιμη
μοίρα του ενάγοντος (ονοματεπώνυμο δωρεοδόχου, δωρηθέν αντικείμενο κλπ), θ)
την αξία της δωρεάς, της οποίας ο ενάγων επιδιώκει τη μερική ή ολική ανατροπή και
την προσβολή της νόμιμης μοίρας από την δωρεά αυτή.
 Η αναφορά της αξίας της δωρεάς κατά το χρόνο που έγινε είναι απαραίτητη,
ιδίως όταν δεν υπάρχει κανένα περιουσιακό στοιχείο στην κληρονομιά, οπότε το
ποσοστό της νόμιμης μοίρας υπολογίζεται στην παραπάνω αξία της δωρεάς.165

163ΕφΑθ 7305/1995 ΕλλΔ/νη 1997,. 632· ΕφΘεσ 673/1985 Αρμ. 1986 , 684·.Σπυριδάκης, Η μέμψη….
σελ. 56 επ· Γεωργιάδης, ΚληρΔ., σ. 596 , αρ. 35.
164 ΑΠ 1769/2006 ΕλλΔνη 48, 481, σύμφωνα με την οποία απαραίτητο στοιχείο της βάσεως της
αγωγής είναι η αναφορά της αξίας που είχε το αντικείμενο που δωρήθηκε κατά το χρόνο που έγινε η
δωρεά, άλλως η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη.
165 Για τον τρόπο υπολογισμού της αξίας της νόμιμης μοίρας επί ανυπαρξίας πραγματικής κληρονομιάς
βλ. ΑΠ 1796/2006 ΕλλΔνη 48, 481,σύμφωνα με την οποία στην περίπτωση που δεν υπάρχει κανένα
περιουσιακό στοιχείο στην πραγματική ομάδα της κληρονομίας , είναι απαραίτητο να προσδιορίζεται
στην αγωγή η αξία που είχε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που δώρισε ο κληρονομούμενος κατά
το χρόνο που έγινε η δωρεά αυτού, ώστε επί της αξίας αυτής να υπολογιστεί το ποσοστό της νόμιμης
μοίρας του ενάγοντος και η σ’ αυτό αντιστοιχούσα αξία του δωρηθέντος· όμοια η ΕφΑθ 5140/2005
ΕλλΔνη 48, 576.
[58]
 Εάν υφίστανται διαδοχικές δωρεάς, στην αγωγή θα πρέπει είτε να αναφέρεται
ότι η προσβαλλόμενη δωρεά είναι η μεταγενέστερη είτε ότι η μέμψη στρέφεται κατά
την προγενέστερης δωρεάς λόγω ανεπάρκειας της μεταγενέστερης.
 Εάν με την αγωγή προσβάλλεται δωρεά, η οποία καλύπτεται υπό εικονική
πώληση, στην αγωγή πρέπει να αναφέρονται όλα τα στοιχεία από τα οποία
προκύπτει η εικονικότητα της πώλησης, η βούληση των μερών να καταρτίσουν
δωρεά καθώς και η τήρηση του απαιτούμενου συστατικού τύπου, δηλαδή αυτόν του
συμβολαιογραφικού εγγράφου.
Β) Αίτημα της αγωγής
 Για να ανατραπεί η δωρεά πρέπει το δικαστήριο να αναγνωρίσει αφενός την
ιδιότητα του ενάγοντος ως νόμιμου μεριδούχου (ή ως διαδόχου του νόμιμου
μεριδούχου), αφετέρου την ιδιότητα της δωρεάς ως άστοργης, ως προσβάλλουσας
δηλαδή το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος.166
 Συνακόλουθα, το αίτημα της αγωγής είναι αναγνωριστικό ως προς την ιδιότητα
του ενάγοντος ως μεριδούχου και ως προς την προσβολή της νόμιμης μοίρας από τη
δωρεά και διαπλαστικό ως προς την ανατροπή της δωρεάς κατά το μέρος που αυτή
προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα.
 Γίνεται δεκτό ότι το αναγνωριστικό αίτημα ακόμη κι αν δεν διατυπώνεται ρητά
εμπεριέχεται σιωπηρά στο διαπλαστικό της ανατροπής.
167
 Το κύριο αίτημα της αγωγής, που είναι η ανατροπή της δωρεάς, είναι
διαπλαστικό, καθώς με αυτό ζητείται από το δικαστήριο η μεταβολή μιας
υφιστάμενης έννομης σχέσης.168
 Ειδικότερα, η ανατροπή της άστοργης δωρεάς συνεπάγεται ενοχική μόνο
διάπλαση, η οποία συνίσταται στην ανατροπή της υποσχετικής σύμβασης της
δωρεάς και όχι σε μεταβολή των εμπραγμάτων αποτελεσμάτων που επήλθαν με την
εκπλήρωση της δωρεάς. Συνέπεια της ανατροπής ο δωρεοδόχος οφείλει να αποδώσει
το δωρηθέν στον ενάγοντα κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Έτσι,
γίνεται δεκτό ότι ο ενάγων μπορεί να σωρεύσει στην αγωγή μέμψης και
καταψηφιστικό αίτημα, δηλαδή να ζητά την καταδίκη του εναγομένου να

166 Σπυριδάκης, Η μέμψη….. σ. 60· Ψούνη, ΚληρΔ, §9 ΙΧ Γγ, σ. 500.
167
 Ψούνη, ΚληρΔ. §9 ΙΧ Γγ, σ. 501.
168
 Γεωργιάδης ΚληρΔ. σ. 596 αρ.36.
[59]
ικανοποιήσει από τη δωρεά το μεριδούχο και συγκεκριμένα είτε να αποδώσει το
αντικείμενο της δωρεάς είτε να καταβάλλει τόσο μέρος από την αξία της δωρεάς,
όση χρειάζεται για τη συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου169
. Το
καταψηφιστικό αυτό αίτημα στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό του
δωρεοδόχου λόγω «λήξης» της αιτίας της δωρεάς.170
 Υποστηρίζεται ακόμη ότι αρκεί στην αγωγή να περιέχεται μόνο το
καταψηφιστικό αίτημα, στο οποίο εμπεριέχεται ως λογικά πρότερο το διαπλαστικό
αίτημα της ανατροπής.171
IV. Δικονομικά Ζητήματα
 Η αγωγή μέμψης άστοργης δωρεάς, ως διαπλαστική, δεν υπόκειται σε καταβολή
δικαστικού ενσήμου.172Όταν όμως σε αυτήν σωρεύεται και καταψηφιστικό αίτημα
για την απόδοση του αντικειμένου της δωρεάς είναι αναγκαία η καταβολή
δικαστικού ενσήμου. Το ίδιο ισχύει και όταν σωρεύεται η αγωγή μέμψης με την
αγωγή περί κλήρου διότι η τελευταία έχει καταψηφιστικό αίτημα.
 Επίσης, η αγωγή μέμψης δεν εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων, ούτε
καταχωρείται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, ακόμη και όταν με αυτή
ζητείται η ανατροπή δωρεάς με αντικείμενο ακίνητο. Κι αυτό διότι η ανατροπή,
όπως ειπώθηκε παραπάνω, έχει μόνο ενοχική ενέργεια.173
V. Σώρευση της αγωγής μέμψεως με άλλες αγωγές174
 Ο ενάγων μπορεί να σωρεύσει αντικειμενικά, κατ’ άρθρον 218 ΚΠολΔ, στο
δικόγραφο την αγωγή μέμψης άστοργης δωρεάς και τις εξής αγωγές:
1. Την καταψηφιστική αγωγή για ανάληψη του αντικειμένου της δωρεάς.
2.Την αναγνωριστική αγωγή για το ότι το αναφερόμενο σε αυτήν πωλητήριο
συμβόλαιο, με το οποίο φέρεται ότι διάφορα εμπράγματα δικαιώματα του
κληρονομουμένου είχαν μεταβιβασθεί από αυτόν στον εναγόμενο αιτία πωλήσεως,
είναι εικονικό και συνεπώς άκυρο ως προς της σύμβαση της πώλησης, έγκυρο όμως

169
 Γεωργιάδης ΚληρΔ. σ.596 αρ. 36· ΠΠρΠειρ 694/2009 ΝΟΜΟΣ.
170
 Σπυριδάκης, Η μέμψη…., σ. 62.
171
 Φίλιος, ΚληρΔ.,§337, σ. 644.
172 Μπαλής, ΚληρΔ. §157, σ. 238·Βούζικας, ΚληρΔ. §152, σ. 880 επ· ΑΠ 1274/1986 ΝΟΜΟΣ.
173
 ΕφΑθ 6939/1986 ΕλλΔνη 28, 666· ΠΠρΑθ 14306/1973 ΝοΒ 22, 685.
174 Για την όλη προβληματική, βλ. Παπαδόπουλο, Αγωγές ΚληρΔ, σ. 165
[60]
ως προς την καλυπτόμενη υπό το μανδύα της πώλησης δωρεά, εαν η πραγματική
βούληση των συμβαλλομένων συνίστατο στην κατάρτιση δωρεάς
3. Την αγωγή περί κλήρου για συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας (ΑΚ 1825§ 1 εδ. β’,
1827, 1831, 1832, 1871 επ. ΑΚ) μόνο αν η αγωγή ασκείται από το μεριδούχο κατά
των συγκληρονόμων του και όχι κατά τρίτου. Έτσι, ο μεριδούχος που ασκεί την
αγωγή μέμψεως άστοργης δωρεάς κατά συγκληρονόμων του μπορεί να σωρεύσει
στο ίδιο δικόγραφο και την αγωγή περί κλήρου για συμπλήρωση του ποσοστού της
νόμιμης μοίρας που του λείπει, δηλαδή αγωγή με εμπράγματο χαρακτήρα.
Επομένως, έχει ο μεριδούχος έννομο συμφέρον να ασκήσει την αγωγή αυτή, διότι το
δικαίωμα του, στο οποίο θα αναφέρεται η δικαστική απόφαση, θα έχει όλα τα
χαρακτηριστικά του εμπράγματου δικαιώματος, δηλαδή εξουσία πάνω στο πράγμα
έννομη, άμεση και απόλυτη, τα οποία δεν έχουν τα ενοχικά δικαιώματα.
Αντίθετα, δεν μπορούν να σωρευτούν στο ίδιο δικόγραφο:
α) Η αγωγή περί κλήρου με την αγωγή μέμψεως αστόργου δωρεάς, που ασκεί ο
νόμιμος μεριδούχος κατά τρίτου. Κι αυτό διότι στην περίπτωση αυτή λείπει η
παθητική νομιμοποίηση, καθώς η αγωγή περί κλήρου στρέφεται μόνο κατά αυτού
που κατακρατεί τα κληρονομιαία ως κληρονόμος, ιδιότητα που απουσιάζει από τον
τρίτο175
,
β) Η αγωγή περί κλήρου κατά συγκληρονόμου χωρίς την άσκηση προηγουμένως της
αγωγής μέμψεως αστόργου δωρεάς. Κι αυτό γιατί θα λείπει η παθητική
νομιμοποίηση του εναγομένου, αφού πριν την ανατροπή της δωρεάς εκείνα τα
αντικείμενα που δωρήθηκαν, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκουν στην κληρονομιά,
ώστε να εγερθεί η αγωγή περί κλήρου από το μεριδούχο με αντικείμενο τα
δωρηθέντα.
176



175 ΠΠρΛαρ 660/1990 ΝοΒ 40, 98 επ.
176 ΑΠ 245/1982 ΕΕΝ 50,138.
[61]
§9. Άμυνα εναγομένου με την αγωγή μέμψης άστοργης δωρεάς.
 Ο εναγόμενος δωρεοδόχος μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγής μέμψης με τα
συνήθη μέσα άμυνας. Δηλαδή, μπορεί να αρνηθεί την αλήθεια των στοιχείων της
βάσεως της αγωγής (άρνηση της αγωγής) ή μπορεί να μην αμφισβητήσει ή και να
ομολογήσει την αλήθεια των στοιχείων της βάσης της αγωγής, να προτείνει όμως
συγχρόνως νέα πραγματικά γεγονότα, που παρεμποδίζουν οριστικά ή προσωρινά την
άσκηση του δικαιώματος του ενάγοντος (ενστάσεις).177
 Από τις ενστάσεις που μπορεί να προβληθούν κατά του ενάγοντος,
σημαντικότερες είναι οι εξής:
1. Η ένσταση ότι η αναφερόμενη στην αγωγή δωρεά δεν υπόκειται σε ανατροπή
με τις ΑΚ 1835 επ. διότι έγινε από τον κληρονομούμενο προς αυτόν για
λόγους ευπρέπειας ή από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον. Ο εναγόμενος με τον
ισχυρισμό αυτό εμποδίζει τη γένεση του δικαιώματος του ενάγοντος. Όπως
σημειώθηκε και παραπάνω,178 το βάρος απόδειξης των πραγματικών
περιστατικών που θεμελίωσαν κατά το χρόνο της δωρεάς το ιδιαίτερο ηθικό
καθήκον φέρει ο εναγόμενος-δωρεοδόχος. Αυτό άλλωστε είναι σύμφωνο και
με το σκοπό του νομοθέτη να προστατεύσει το νόμιμο μεριδούχο, ο οποίος
κατά κανόνα δεν θα είναι σε θέση να γνωρίζει και συνακόλουθα να
επικαλεσθεί τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η δωρεά.179
2. Η ένσταση καταβολής ή προσφοράς του ισάξιου . Πράγματι, σύμφωνα με
την ΑΚ 1836 §1 εδ. β’, ο εναγόμενος μπορεί να αποφύγει την ανατροπή
καταβάλλοντας το ισάξιο εκείνου που λείπει. Η ΑΚ 1836§1 εδ. β’ παρέχει
διαζευκτική ευχέρεια στον δωρεοδόχο εναγόμενο να αντιτάξει στον ενάγοντα
μεριδούχο το δικαίωμα καταβολής ή προσφοράς σε χρήμα της αξίας του
μέρους της νόμιμης μοίρας που λείπει, προκειμένου να αποφύγει την
ανατροπής της δωρεάς. Τυχόν άσκηση του δικαιώματος αυτού από τον
δωρεοδόχο εναγόμενο, υπό τον χρονικό περιορισμό των άρθρων 527 και 269
ΚΠολΔ, υποχρεώνει το δικαστήριο να δεχτεί το εν λόγω αίτημα. Η
κατάφαση του αιτήματος δεν οδηγεί ωστόσο, σε απόρριψη της αγωγής αλλά
σε έκδοση διαπλαστικής απόφασης με διαζευκτική καταδίκη του

177 Νίκας Ν.,Πολιτική Δικονομία ΙΙ (2005),§ 67, σ. 256.
178 ????
179 Γεωργιάδης, ΚληρΔ.§36 αρ.6, σ. 
[62]
εναγομένου. Ο τελευταίος καταδικάζεται να καταβάλει στον μεριδούχο
ενάγοντα το ισάξιο σε ευρώ του μέρους της νόμιμης μοίρας που λείπει εντός
της καθοριζόμενης από το δικαστήριο εύλογης προθεσμίας και σε
περίπτωση που δεν προβεί σε εμπρόθεσμη καταβολή, να του αποδώσει
αυτούσιο το αντικείμενο της δωρεάς180
.
3. Η ένσταση παραγραφής του δικαιώματος. Κατά την ΑΚ 1836§2 το δικαίωμα
μέμψης παραγράφεται δύο χρόνια μετά τον θάνατο του κληρονομουμένου
και μάλιστα χωρίς να εξετάζεται η γνώση ή μη του γεγονότος αυτού από τον
ενάγοντα-μεριδούχο. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι το δικαίωμα του
ενάγοντος έχει παραγραφεί αποτελεί γνήσια, αυτοτελή181, ανατρεπτική182
ένσταση, καθώς στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά (και όχι σε αντίθετο
δικαίωμα όπως οι γνήσιες ενστάσεις) που έχουν επιφέρει την απόσβεση του
διαπλαστικού δικαιώματος του ενάγοντος.
 Η ένσταση παραγραφής προβάλλεται παραδεκτά και όταν δεν σώζονται
τα αντικείμενα της δωρεάς και ο δωρεοδόχος ευθύνεται σύμφωνα με τις
διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Αυτό συμβαίνει γιατί και σε
αυτήν την περίπτωση είναι η ίδια η αγωγή μέμψης αστόργου δωρεάς και η
μόνο μεταβολή που επέρχεται είναι ως προς την ευθύνη του δωρεοδόχου. Αν
δεν υπήρχαν οι διατάξεις που στηρίζουν την αγωγή αυτή, δηλαδή των
άρθρων 1835 και 1836 ΑΚ, ούτε αδικαιολόγητος πλουτισμός θα υπήρχε
εφόσον η δωρεά θα παρέμενε ισχυρή ως αιτία και επομένως δεν θα υπήρχε
δυνατότητα να εφαρμοσθούν τα άρθρα 904 επ. ΑΚ.183
4. Η ένσταση τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας αναφορικά με ορισμένο
ενσώματο αντικείμενο της κληρονομίας και όχι του κληρονομικού
δικαιώματος, διότι τέτοια χρησικτησία δεν αναγνωρίζεται από το νόμο. Κατά
την ΑΚ 1871 νομέας της κληρονομιάς είναι εκείνος που κατακρατεί ως
κληρονόμος αντικείμενα της κληρονομιάς. Επομένως στη συγκεκριμένη

180 Βλ. και παρακάτω σελ.
181 Οι γνήσιες ενστάσεις διακρίνονται σε αυτοτελείς ή μη αυτοτελείς, ανάλογα από το εάν εξαρτώνται
από άλλο ουσιαστικό δικαίωμα. Εάν δεν στηρίζονται σε κάποιο άλλο ουσιαστικό δικαίωμα
χαρακτηρίζονται ως αυτοτελείς, ενώ εάν στηρίζουν την ύπαρξή τους σε ορισμένο άλλο δικαίωμα,
εμπράγματο ή ενοχικό, χαρακτηρίζονται ως μη αυτοτελείς, βλ. σχετικά Νίκα, Πολ.Δικ. ΙΙ,§68 Ι, σ. 267.
182 Ως ανατρεπτικές χαρακτηρίζονται οι ενστάσεις που παραλύουν οριστικά το δικαίωμα κατά του
οποίου αντιτάσσονται και αποκλείουν την ενέργεια του στο μέλλον, βλ. σχετικά, Γεωργιάδη Αστ., Οι
ενστάσεις στην πολιτική δίκη (1992), σ. 46.
183 ΑΠ 995/1983 ΝοΒ 1984, 500, Παπαδόπουλος, Αγωγές ΚληρΔ,σ. 152. Αντίθετα, Βούζικας, ΚληρΔ,
§152 σ. 884.
[63]
περίπτωση, ο δωρεοδόχος είναι νεμόμενος με ειδικό νόμιμο τίτλο (δωρεά),
δεν είναι νομέας της κληρονομιάς και κατ’ επέκταση δεν εφαρμόζεται επ’
αυτού η ΑΚ 1879, σύμφωνα με την οποία, εφόσον δεν έχει παραγραφεί η
περί κλήρου αγωγή, ο νομέας της κληρονομιάς δεν μπορεί να επικαλεστεί
κατά του κληρονόμου τη χρησικτησία πράγματος που το νέμεται σαν να
ανήκει στην κληρονομιά.184Ωστόσο, εάν ο εναγόμενος επικαλεστεί ότι η
γενόμενη προς αυτόν δωρεά ήταν άκυρη κι ότι αυτός απέκτησε το
«δωρηθέν» με τα προσόντα της τακτικής ή της έκτακτης χρησικτησίας, θα
πρόκειται για αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής καθώς αυτός ουσιαστικά
αρνείται την ιδιότητά του ως δωρεοδόχου.185
5. Η ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος (ΑΚ 281)186
.
Πράγματι, ενδέχεται η άσκηση της αγωγής εκ μέρους του μεριδοόχου να
αποτελεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, καταχρηστική άσκηση δικαιώματος.
Έχει, ωστόσο, κριθεί ότι η υπό του μεριδούχου άσκηση της αγωγής μέμψης
για τη συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας δεν καθίσταται καταχρηστική από
μόνο το λόγο ότι αυτός ευεργετήθηκε με πολλούς τρόπους από τον
κληρονομούμενο, όσο ζούσε187
6. Επίσης, κατά τη νομολογία, αποτελεί ένσταση ο ισχυρισμός του εναγομένου,
ότι τα υπάρχοντα κληρονομιαία περιουσιακά στοιχεία καλύπτουν τη νόμιμη
μοίρα του ενάγοντος.188Ορθότερο όμως είναι να θεωρηθεί η περίπτωση αυτή
ως αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, διότι ο εναγόμενος αρνείται την
ιστορική βάση αυτής και συγκεκριμένα τη συνδρομή της προϋπόθεσης περί
ανεπάρκειας της πραγματικής κληρονομιάς. Η ένσταση, αντίθετα,
προϋποθέτει, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, κατάφαση των πραγματικών
περιστατικών που διαλαμβάνει ο ενάγων στην αγωγή του και προβολή νέων
ισχυρισμών που εμποδίζουν την επέλευση του έννομου αποτελέσματος που
επιδιώκεται με την αγωγή. Η πρακτική σημασία της διάκρισης έγκειται στο

184 Γεωργιάδης, Κληρ.Δ, σ. 601, αρ. 49.
185 Σπυριδάκης, Η μέμψη… σ. 66.
186 Η ένσταση αυτή θεωρείται από τη νομολογία καταχρηστική, βλ. ΟλΑΠ 10/1993 ΝοΒ 1994, 378.
187 ΕφΑθ 7614/1995 Αρμ. 3, 68.8
188 ΑΠ 1311/2003 ΧρΙΔ 4, 222: Ενόψει της επικουρικότητας της μέμψης άστοργης δωρεάς με την
έννοια ότι η μέμψη χωρεί μόνον εφόσον η νόμιμη μοίρα δεν μπορεί να καλυφθεί από τα στοιχεία της
πραγματικής κληρονομιάς (ΑΚ 1835§1), ο εναγόμενος δύναται να προβάλει την ένσταση ότι τα
υπάρχοντα στην κληρονομιά κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου στοιχεία επαρκούν για την
ολική κατάληψη της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος. Όμοιες οι ΕφΑθ 6349/1999 ΕλλΔνη 41, 1415·
ΕφΠατρ 615/1996 ΑχΝομ 1997 ,136.
[64]
ότι τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αγωγή, εφόσον
αμφισβητούνται από τον εναγόμενο, πρέπει να αποδειχθούν από τον
ενάγοντα. Αντίθετα, τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν την ένσταση,
εφόσον αμφισβητούνται από τον ενάγοντα, αποδεικνύονται από τον
ενιστάμενο, δηλαδή από τον εναγόμενο.189
7. Η ένσταση ότι υπάρχει μεταγενέστερη δωρεά που αποκλείει ολικά ή μερικά
την ευθύνη του εναγομένου (ΑΚ 1835 §2).190


189 Γεωργιάδης, ΚληρΔ. σ. 591 αρ.6 σημ. 53·Ψούνη, ΚληρΔ., § 9 ΧΙ, σ. 502.
190 ΕφΙωαν 168/2005 ΕλλΔνη 47 (2007) , 578· βλ. αντίθετα, Γεωργιάδης , Κληρ.Δ., §36 αρ.6, σ. ,
σύμφωνα με τον οποία αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής με την αιτιολογία που
αναπτύχθηκε αμέσως παραπάνω.
[65]
§10. Αποτελέσματα της ανατροπής μετά από άσκηση αγωγής μέμψης άστοργης
δωρεάς
I. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
 Εάν η αγωγή μέμψης άστοργης δωρεάς ευδοκιμήσει, η απόφαση που θα εκδοθεί
θα είναι διαπλαστική191, αφού με την τελεσιδικία της θα ανατρέπει ενοχικά τη
δωρεά, δηλαδή θα διαπλάθει μια νέα κατάσταση. Η άστοργη δωρεά, η οποία ήταν
ισχυρή και ενεργός από τη σύστασή της εως την έκδοση της τελεσίδικης δικαστικής
απόφασης που έκανε δεκτή την αγωγή μέμψης αστόργου δωρεάς, παύει να ισχύει
εφεξής, εν όλω ή εν μέρει ανάλογα με τις περιστάσεις.192 Ειδικότερα με αυτήν δεν
επέρχεται ακύρωση κατ’ άρθρον 184 ΑΚ της δωρεάς, αλλά ανατρέπεται για το
μέλλον η υποσχετική σύμβαση της δωρεάς, η οποία μέχρι το χρόνο έκδοσης της άνω
απόφασης λειτουργούσε ως το ενοχικό υποβάθρο που δικαιολογούσε την
περιουσιακή μετακίνηση του δωρηθέντος από την περιουσία του κληρονομουμένου-
δωρητή στην περιουσία του δωρεοδόχου, προς το σκοπό της κάλυψης της νόμιμης
μοίρας του μεριδούχου193. Πρόκειται δηλαδή για μια διαπλαστική απόφαση η οποία
δεν έχει αναδρομική ισχύ αλλά ενεργεί μόνο για το μέλλον (ex nunc).
 Η ανατροπής της δωρεάς ωστόσο, δεν έχει εμπράγματη παρά μόνο ενοχική
ενέργεια. Ειδικότερα, η ex nunc ενέργεια της ανατροπής (διάπλασης) σημαίνει ότι η
δωρεά παύει εφεξής να αποτελεί το λόγο (την «αιτία») για τον οποίο ο δωρεοδόχος
είχε το δωρηθέν περιουσιακό στοιχείο, με αποτέλεσμα ως προς αυτό, είναι εφεξής
αδικαιολόγητα πλουσιότερος. Δηλαδή η δωρεά παύει να αποτελεί τη νόμιμη αιτία
διατήρησης του αντικειμένου της δωρεάς από το δωρεοδόχο.
194 Ο μεριδούχος με την
ανατροπή της δωρεάς αποκτά αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού κατά του
δωρεοδόχου με αντικείμενο το δωρηθέν. Συγκεκριμένα, πρόκειται για αξίωση
αδικαιολογήτου πλουτισμού για «αιτία που έληξε», αφού εως την ανατροπή της
δωρεάς, ο δωρεοδόχος είχε «αιτία» διατήρησης του πλουτισμού, δηλαδή του
αντικειμένου της δωρεάς, η οποία έπαψε να υπάρχει με την ανατροπή.
 Η διάπλαση, που αναδύεται από τη δικαστική απόφαση που δέχεται την αγωγή
μέμψης, αυτή εμφανίζει μια ιδιαιτερότητα, διότι αυτή δεν επέρχεται απέναντι σε

191 ΠΠρΠειρ 694/2009 ΝΟΜΟΣ.
192 Σπυριδάκης, Η μέμψη…. σ. 79
193 Σταθόπουλος, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ , άρθρα 1835-1838 αρ. 16· Παπαντωνίου,
ΚληρΔ, § 131, σ. 469.
194 ΕφΠατρ 856/2008 ΝΟΜΟΣ.
[66]
οποιονδήποτε τρίτο, αλλά μόνο μεταξύ των μερών, μεταξύ των οποίων επέρχεται
ανατροπή της δωρεάς .
 Ειδικότερα, το διαπλαστικό δικαίωμα της προς τούτο εκδιδόμενης απόφασης,
συνίσταται στην υπόψη περίπτωση, στη γέννηση ενοχικής υποχρέωσης του
δωρεοδόχου προς αποκατάσταση των πραγμάτων. Κατ΄εφαρμογή των διατάξεων του
αδικαιολογήτου πλουτισμού εφόσον η αγωγή μέμψης γίνει τελεσιδίκως δεκτή ο
δωρεοδόχος οφείλει καταρχήν να αποδώσει το δωρηθέν αυτούσιο στον μεριδούχο-
ενάγοντα, στο μέτρο που αυτό σώζεται. Στην περίπτωση της αυτούσιας απόδοσης το
διαπλαστικό αποτέλεσμα της απόφασης συνίσταται στο ότι γεννάται ενοχή του
δωρεοδόχου να μεταβιβάσει κατά κυριότητα και νομή στον μεριδούχο το ποσοστό
της νόμιμης μοίρας που δέχτηκε ότι λείπει.195Μάλιστα, γίνεται δεκτό ότι ο
μεριδούχος μπορεί να ζητήσει την απόδοση του πλουτισμού αυτού σωρεύοντας
παραδεκτά κατ’ άρθρο 218 §1 ΚΠολΔ, στο ίδιο δικόγραφο και καταψηφιστικό
αίτημα.196
II. Το ζήτημα της ευθύνης του δωρεοδόχου ανάλογα με τον «κρίσιμο χρόνο»
 Υπάρχει περίπτωση κατά το χρόνο έκδοσης της τελεσίδικης δικαστικής
απόφασης με την οποία διατάσσεται η ανατροπής της δωρεάς, να μην σώζεται το
δωρηθέν αυτούσιο στην περιουσίας του δωρεοδόχου, οπότε κατά τις διατάξεις του
αδικαιολογήτου πλουτισμού η ευθύνη του δωρεοδόχου διαφοροποιείται ανάλογα με
το κρίσιμο χρόνο197. Διάσταση απόψεων στη θεωρία δημιουργήθηκε ως προς το
ποιο χρονικό σημείο αποτελεί τον «κρίσιμο χρόνο» από τον οποίο και μετά έχουμε
επίταση της ευθύνης του δωρεοδόχου ως λήπτη του πλουτισμού, με την έννοια της
ευθύνης αυτού παρά την τυχαία καταστροφή ή απώλεια του αντικειμένου της
δωρεάς (πλουτισμού). Κατά μία άποψη198
, ως κρίσιμος χρόνος πρέπει να θεωρηθεί
αυτός κατά τον οποίο ο δωρεοδόχος συνειδητοποίησε ότι η δωρεά είναι ενδεχόμενο
κατά το θάνατο του κληρονομουμένου να ανατραπεί και, σε κάθε περίπτωση, ο
χρόνος θανάτου του κληρονομουμένου. Κατά τη γνώμη αυτή, η αστοργία της

195
 Βαρθακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ, αρ. 1835 αρ. 19
196
 Βούζικας, ΚληρΔ. § 152 Ι, σ. 877.
197 Ως κρίσιμος χρόνος ορίζεται το χρονικό σημείο, στο οποίο εξετάζεται το αν ο λήπτης εξακολουθεί
να είναι πλουσιότερος, το αν δηλαδή «σώζεται» το δωρηθέν.
198
 Μπαλής, ΚληρΔ, § 157,σ. 239· Τούσης, Κληρ.Δ § 116, σ. 302· Βασιλάκης Κληρ.Δ σελ.184,
Φίλιος, Κληρ.Δ § 340 Β, σ. 651· Γεωργιάδης, Κληρ.Δ.,σ. 604 αρ. 57· Ψούνη, Κληρ.Δ., § 9ΧΙ, σ. 503
επ.
[67]
δωρεάς αναφαίνεται κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, δηλαδή εκ των
υστέρων. Συνεπώς, πριν από αυτό το χρονικό σημείο δεν μπορεί να γίνει λόγος για
αστοργία της δωρεάς, ούτε για κακή πίστη του δωρεοδόχου με την έννοια της
δυνατότητα γνώσεως εκ μέρους αυτού ότι η δωρεά προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα και
συνακόλουθα για αυξημένη ευθύνη του199
. Επίσης, προς επίρρωση της θέσης τους,
οι υποστηρικτές της άποψης αυτής αντλούν επιχείρημα από τη διάταξη του άρθρου
1837 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία «Ο δωρεοδόχος ή οι κληρονόμοι του κατά το
μέρος που επήλθε ανατροπή της δωρεάς ενέχονται και για τους καρπούς, από το
χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου». Συγκεκριμένα, με αναλογική εφαρμογή
της εν λόγω διάταξης, υποστηρίζουν ότι η ευθύνη του δωρεοδόχου μετά το θάνατο
του κληρονομουμένου υπάρχει, πέρα από τους καρπούς, και για το ίδιο το
πράγμα.200
 Στα πλαίσια της παραπάνω πρώτης γνώμης, εάν το δωρηθέν δεν σώζεται στην
περιουσία του δωρεοδόχου κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου
εφαρμογής τυγχάνουν οι διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΚ 904 επ.),
βάσει των οποίων εάν το αντικείμενο της δωρεάς (πλουτισμού) δεν σώζεται, επειδή
απαλλοτριώθηκε από τον δωρεοδόχο με επαχθή αιτία, όσο ζούσε ο
κληρονομούμενος, υπάρχει υποχρέωση αυτού να αποδώσει το αντικατάλλαγμα,
σύμφωνα την ΑΚ 908 εδ. α’ Ως αντικατάλλαγμα ορίζεται αυτό που έλαβε ο
δωρεοδόχος, με οποιονδήποτε τρόπο, σαν υποκατάστατο του αντικειμένου του
αρχικού πλουτισμού, δηλαδή του δωρηθέντος201
. Αν το αντικατάλλαγμα έχει
μικρότερη αξία από αυτήν που είχε το δωρηθέν, ο δωρεοδόχος θα αποδώσει
αυτούσιο το μικρότερο σε αξία αντάλλαγμα. Εάν ο δωρεοδόχος προσπόρισε το
δωρηθέν σε τρίτο με χαριστική αιτία πριν τον κρίσιμο χρόνο του θανάτου του
κληρονομουμένου και χωρίς να εξοικονομεί κάποια δαπάνη, ο μεριδούχος μπορεί
βάσει της ΑΚ 913 να εγείρει κατά του τρίτου την αγωγή αδικαιολογήτου
πλουτισμού. Στην περίπτωση αυτή, ο τρίτος αποκτά έγκυρα το δωρηθέν και μάλιστα
από δικαιούχο. Ωστόσο, επειδή δεν έδωσε κάποιο αντάλλαγμα για το αντικείμενο

199 Μπαλής, ΚληρΔ, § 157 , σ. 239.
200 Σταθόπουλος, σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρα 1835-1838 αρ. 19·Φίλιος, ΚληρΔ, § 340 Β,
σ. 651, οποίος χαρακτηριστικά αναφέρει ότι «θα ήταν άτοπο από αυτό το χρόνο να αρχίζει η ευθύνη
για τα ωφελήματα-έλλασον- και να μην αρχίζει για το ίδιο το πράγμα-μείζον!».
201 Κορνηλάκης Π., Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Τόμος 1ος §69.2, ΙΙ.1 σ. 418, σύμφωνα με τον οποίο στη
ρύθμιση του άρθρου 908 εδ. α’ εντάσσεται κάθε μορφής υποκατάστατο του αρχικού αντικειμένου του
πλουτισμού, εφόσον η είσοδος του στην περιουσία του λήπτη συνδέεται αιτιωδώς με την απώλεια του
αρχικού πλουτισμού.
[68]
που περιήλθε σε αυτόν από τον δωρεοδόχο, ο νόμος δεν τον θεωρεί άξιο
προστασίας, τη στιγμή μάλιστα που την κτήση του αυτή δεν την καλύπτει η βούληση
του προσώπου στον οποίο ανήκε ουσιαστικά το αντικείμενο της χαριστικής πράξης.
Εάν το δωρηθέν καταστραφεί από υπαιτιότητα τρίτου, ο δωρεοδόχος οφείλει να
εκχωρήσει την αξίωση αποζημίωσης κατά του υπαιτίου στον μεριδούχο ή αν την
έχει εισπράξει ήδη να του την αποδώσει. Εάν όμως το δωρηθέν έχει απωλεσθεί η
καταστραφεί τυχαία τότε η ευθύνη του δωρεοδόχου αποσβήνεται κατά την ΑΚ 909.
 Η ευθύνη όμως του δωρεοδόχου επιτείνεται εάν το δωρηθέν καταστραφεί
τυχαία σε χρόνο μεταγενέστερο του θανάτου του κληρονομουμένου και
συγκεκριμένα αυτός ευθύνεται όπως ο κακής πίστεως νομέας στη διεκδικητική
αγωγή. Δηλαδή, από το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, δεν τίθεται
ζήτημα απαλλαγής του δωρεοδόχου από την ευθύνη του προς απόδοση του
δωρηθέντος, καθώς αυτός από το χρόνο αυτό εξομοιώνεται με κακόπιστο νομέα
(1096, 1098 ΑΚ) και ευθύνεται κατά τις γενικές διατάξεις των άρθρων 346 και 348
ΑΚ. Επομένως, αν το δωρηθέν συνίσταται σε χρήματα οριστικοποιείται το ύψος του
ποσού που πρέπει να αποδοθεί και οι νόμιμοι τόκοι αυτού, ενώ εάν αυτό συνίσταται
σε αντικείμενο κατ’ είδος ορισμένο (ενοχή είδους), ο δωρεοδόχος ευθύνεται σε
πλήρη αποζημίωση του μεριδούχου, μέχρι του ύψους που απαιτείται για τη
συμπλήρωση της νόμιμής του μοίρας, αν το αντικείμενο της δωρεάς για οποιοδήποτε
λόγο δεν είναι δυνατό να του αποδοθεί.
 Κατά τη δεύτερη άποψη202, ο κρίσιμος χρόνος, από τον οποίο και μετά ο
δωρεοδόχος έχει αυξημένη ευθύνη, κατά τα άνω αναφερόμενα, πρέπει να
τοποθετείται στο χρονικό σημείο της επίδοσης της αγωγής μέμψης αστόργου
δωρεάς, εκτός κι εαν ο δωρεοδόχος όφειλε να προβλέψει τη αναζήτηση του
δωρηθέντος σε προγενέστερο χρονικό σημείο, οπότε κι η ευθύνη του επιτείνεται από
αυτό το χρονικό σημείο.
 Από τις παραπάνω εκτεθείσες απόψεις ορθότερη φαίνεται η πρώτη καθώς το
δικαίωμα της νόμιμης μοίρας είναι ενεργό από το χρόνο θανάτου του
κληρονομουμένου κι επομένως είναι εύλογο και η ανατροπή της άστοργής δωρεάς
να ανατρέχει ως προς το οικονομικό αποτέλεσμα στο χρονικό αυτό σημείο.
Εξάλλου, η άποψη αυτή προστατεύει πληρέστερα και τα συμφέροντα του
μεριδούχου, προς όφελος του οποίου εισήχθη η όλη ρύθμιση, καθώς σε διαφορετική

202 Βούζικας, ΚληρΔ. §152 Ι. 2, σ. 878· Σπυριδάκης, Η μέμψη…. σ. 85-86.
[69]
περίπτωση ο δωρεοδόχος θα μπορούσε σε χρόνο μεταγενέστερο του θανάτου του
κληρονομουμένου να προέβαινε σε δόλια απαλλοτρίωση του δωρηθέντος και
περαιτέρω σε κατασπατάληση του αντικαταλλάγματος (χρήματος) καθιστώντας, με
τον τρόπο αυτό, την αξίωση του μεριδούχου για λήψη της νόμιμής του μοίρας άνευ
αντικειμένου. Άλλωστε, όπως σημειώθηκε παραπάνω, η ανατροπή της δωρεάς
περιάγει τον δωρεοδόχο σε κατάσταση αδικαιολογήτου πλουτισμού για λήξασα
αιτία, ενώ κατά το συνήθως συμβαίνον ο δωρεοδόχος γνωρίζει το θάνατο του
κληρονομουμένου και μπορεί ήδη από τον χρόνο αυτό να προβλέψει την αναζήτηση
του δωρηθέντος, δηλαδή την έγερση εναντίον του της αγωγής μέμψεως αστόργου
δωρεάς.
 Σημειωτέον πως, εαν ο δωρεοδόχος τυγχάνει κι αυτός μεριδούχος του
κληρονομουμένου, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 1838 ΑΚ, σύμφωνα με την
οποία «Αν ο δωρεοδόχος είναι μεριδούχος, η ανατροπή της δωρεάς χωρεί μόνο για
ό,τι έλαβε επιπλέον της νόμιμης μοίρας που του αναλογεί». Είναι αυτονόητο ότι η
νόμιμη μοίρα του ενάγοντος μεριδούχου, που επιδιώκει την μέμψη και η νόμιμη
μοίρα του εναγομένου (δωρεοδόχου) αλληλοεπηρεάζονται ως προς το ύψος τους,
αφού αυτό καθορίζεται και για τις δύο σε ποσοστό επί της πλασματικής
κληρονομιάς. Το ύψος της νόμιμης μοίρας του ενός προκύπτει με συνεκτίμηση και
του ύψους της άλλης. Και τα δύο ποσοστά «χωρούν» στην κληρονομία, χωρίς να
υπάρχει περίπτωση σύγκρουσή των. Αν πχ η νόμιμη μοίρα του δωρεοδόχου
ικανοποιείται από ένα μέρος της προς αυτόν δωρεάς, η νόμιμη μοίρα του άλλου θα
ικανοποιηθεί από άλλα στοιχεία της πλασματικής κληρονομιάς ή άλλα τμήματά
τους από εκείνα που λαμβάνει ο πρώτος, άρα επομένως κι από το λοιπό-ελεύθερο
από την νόμιμη μοίρα του πρώτου, τμήμα της δωρεάς.203

203 Σταθόπουλος, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου άρθρα 1835-1838 αρ. 6.
[70]
§11. Η ρύθμιση της ΑΚ 1836 εδ. β’ σε συνδυασμό με αυτή της ΑΚ 1837
I. Γενικά
 Σύμφωνα με το άρθρο 1836 εδ. β’ «Ο δωρεοδόχος μπορεί να αποφύγει την
ανατροπή καταβάλλοντας το ισάξιο εκείνου που λείπει». Με την παραπάνω διάταξη
καθιερώνεται η διαζευκτική ευχέρεια του δωρεοδόχου ή των κληρονόμων αυτού να
αποφύγουν την ανατροπή της δωρεάς καταβάλλοντας στον ενάγοντα-μεριδούχο το
ισάξιο του ελλείποντος της νόμιμης μοίρας και όχι την αξία του δωρηθέντος
αντικειμένου. 204
 Κατά μία άποψη205
, την καταβολή δύναται να κάνει ο δωρεοδόχος είτε προ της
αγωγής είτε και μετά από αυτήν το αργότερο όμως μέχρι την επ’ακροατηρίου
συζήτηση, καταβάλλοντας ταυτόχρονα και τα δικαστικά έξοδα.206 Ωστόσο, η άποψη
αυτή είναι πρακτικά ανεφάρμοστή καθότι για να μπορεί να καταβληθεί το ισάξιο
από τον δωρεοδόχο, θα πρέπει προηγουμένως να κριθεί δικαστικά η αναγκαιότητα ή
μη ανατροπής της άστοργης δωρεάς, πράγμα που θα αποτελέσει και την αναγκαία
λογική προϋπόθεση για την, σε μεταγενέστερο στάδιο, χρήση της διαζευκτικής
ευχέρειας εκ μέρους του δωρεοδόχου.
 Κατ’ άλλη ορθότερη άποψη207
, ο εναγόμενος μπορεί να προσφερθεί στην
καταβολή (σε χρήμα) του ισάξιου του ελλείποντος εκ της νόμιμης μοίρας, το οποίο
θα καθορίσει η δικαστική απόφαση, που θα εκδοθεί επί της αγωγής μέμψης, καθώς
πριν από την έκδοση της δικαστικής απόφασης δεν είναι δυνατός ο καθορισμός της
αξίας του ισάξιου από τον εναγόμενο.208 Μάλιστα γίνεται δεκτό ότι αν ο δωρεοδόχος
ασκήσει το ανωτέρω δικαίωμά του, το δικαστήριο έχει υποχρέωση να ικανοποιήσει
το σχετικό αίτημα και όχι απλή ευχέρεια.
 Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 1837 ΑΚ «Ο δωρεοδόχος ή οι
κληρονόμοι του κατά το μέρος που επήλθε ανατροπή της δωρεάς ενέχονται και για
τους καρπούς, από το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου». Συγκρίνοντας τη

204 Βούζικας, ΚληρΔ §152 αρ. 4ΙΙ, σ.
205 Πανάγος Γ., Αγωγή Μέμψεως Αστόργου Δωρεάς (1835 ΑΚ)-Τόκοι Υπερημερίας-Καρποί στην
περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 1836 εδ. β’ ΑΚ, ΝοΒ 2001 σ. 1245 επ.
206 Μπαλής,ΚληρΔ. § 157, σ.
207 ΑΠ 837/1989 ΕλλΔνη 31, 278· ΑΠ 892/1970 ΝοΒ 21, 342.
208 Βούζικας, Κληρ.Δ. §152 αρ. 4ΙΙ, σ.
[71]
διάταξη αυτή με εκείνη του άρθρου 912 §2 σύμφωνα με την οποία « Ο λήπτης έχει
την υποχρέωση να αποδώσει τους καρπούς μόνο αφότου μάθει ότι η αιτία….έληξε»
παρατηρείται ότι η διάταξη εισάγει παρέκκλιση από όσα ισχύουν επί αδικαιολογήτου
πλουτισμού και ότι η ευθύνη του δωρεοδόχου για τους καρπούς σύμφωνα με την
ΑΚ 1837 είναι αυστηρότερη από ότι αυτή που καθιερώνει η διάταξη του άρθρου 912
§2 ΑΚ, διότι η πρώτη δεν εξαρτά την ευθύνη του από την γνώση ή την άγνοιά του,
ενώ η δεύτερη θεσπίζει την ευθύνη αυτού μόνο «αφότου ο λήπτης μάθει ότι η αιτία
έληξε».209
II. Το ζήτημα της επιδίκασης τόκων υπερημερίας επί της καταβολής του
ισάξιου
 Ζήτημα γεννήθηκε σχετικά με το εάν ο δωρεοδόχος, στην περίπτωση που κάνει
χρήση του δικαιώματος που του παρέχει το άρθρο 1836 εδ. β’ ΑΚ, προκειμένου να
αποφύγει την ανατροπή της δωρεάς, καταβάλλοντας το ισάξιο του ελλείποντος της
νόμιμης μοίρας, θα οφείλει πέραν αυτού και καρπούς, δηλαδή τόκους υπερημερίας,
από το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου.
 Σχετικά με το ζήτημα αυτό έχουν υποστηριχθεί τρεις διαφορετικές απόψεις.
 Κατά πρώτη άποψη, η οποία παγιώθηκε με την υπ’αριθ 510/2000 απόφαση του
Ανώτατου Ακυρωτικού210
, τόκοι υπερημερίας δεν οφείλονται επί του ισάξιου του
ελλείποντος της νόμιμης μοίρας. Το Ανώτατο Ακυρωτικό αιτιολόγησε την κρίση του
αυτή με το εξής σκεπτικό: «Κατά τη διάταξη του άρθρου 1836 εδ β’, η οποία ορίζει
ότι ο δωρεοδόχος μπορεί να αποφύγει την ανατροπή καταβάλλοντας το ισάξιο
εκείνου που λείπει, παρέχεται διαζευκτική ευχέρεια στον δωρεοδόχο-εναγόμενο με
αγωγή μέμψης αστόργου δωρεάς, να αντιτάξει στον ενάγοντα-μεριδούχο στην περί
τούτο δίκη το δικαίωμα καταβολής ή προσφοράς σε καταβολή της χρηματικής αξίας
του μέρους της νόμιμης μοίρας που λείπει, προκειμένου να αποφύγει την ανατροπή.
Η τυχόν άσκηση αυτού του δικαιώματος από τον εναγόμενο μεριδούχο υπό τον
χρονικό περιορισμό των άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔ, υποχρεώνει το δικαστήριο να
δεχθεί το εν λόγω αίτημα και να εκδώσει διαπλαστική απόφαση με διαζευκτική
καταδίκη, εφόσον γίνει δεκτή η μέμψη, ήτοι να υποχρεώσει τον δωρεοδόχο

209 Σταθόπουλος, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ,άρθρα 1835-1838 αρ. 19.
210 ΑΠ 837/1989 ΕλλΔνη 31, 278· ΑΠ 510/2000 ΝοΒ 2000, 1133·ΕφΔωδ 15/2004 ΝΟΜΟΣ.
[72]
εναγόμενο να καταβάλει στον μεριδούχο-ενάγοντα το ισάξιο, σε χρήμα του μέρους
της νόμιμης μοίρας που λείπει, κατά τον χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου
(άρθρ. 1835 Α.Κ), άλλως την αυτούσια απόδοση του ποσοστού της νόμιμης μοίρας
που λείπει. Στην τελευταία περίπτωση της αυτούσιας απόδοσης το διαπλαστικό
αποτέλεσμα της αποφάσεως συνίσταται στο ότι γεννάται ενοχή του δωρεοδόχου να
μεταβιβάσει κατά κυριότητα και νομή στον μεριδούχο το ποσοστό της νόμιμης
μοίρας που δέχτηκε ότι λείπει, συνάμα δε και το αναλογούν σε αυτό (ελλείπον)
ποσοστό των συλλεγέντων και συλλεκτέων καρπών ή άλλων ωφελημάτων, από του
χρόνου του θανάτου του κληρονομουμένου και εφεξής, αν υπήρξε σχετικό περί
τούτου αίτημα της αγωγής, που έγινε δεκτό, σύμφωνα με το άρθρο 1837 Α.Κ., το
οποίο ρητώς επιτάσσει ότι ο δωρεοδόχος ή οι κληρονόμοι του κατά το μέρος που
επήλθε ανατροπή της δωρεάς ενέχονται και για τους καρπούς, από το χρόνο του
θανάτου του κληρονομουμένου, όπως η έννοια των καρπών και των ωφελημάτων
ορίζεται στα άρθρα 961 και 962 Α.Κ, πλην τόκων επί του ισαξίου του ελλείποντος
μέρους της νόμιμης μοίρας, καίτοι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 961 Α.Κ.
καρπός δικαιώματος είναι και ο τόκος. Αυτό συμβαίνει, κατά την ακολουθούμενη
από τη νομολογία άποψη, διότι οι τόκοι επί του ισαξίου του ελλείποντος μέρους της
νόμιμης μοίρας αποκλείονται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 1836
και 1837 Α.Κ. αφού, κατά το τελευταίο (1837), προϋπόθεση της «ενοχής και για
τους καρπούς», από του θανάτου του κληρονομουμένου, είναι η «ανατροπή της
δωρεάς», η οποία αναγκαίως δεν επέρχεται, αν ο δωρεοδόχος ασκήσει το ως άνω
δικαίωμα, προκειμένου «να αποφύγει την ανατροπή, καταβάλλοντας το ισάξιο
εκείνου που λείπει», όπως ορίζει το εδάφιο β’ του άρθρου 1836 Α.Κ. Δηλαδή στην
περίπτωση της μέμψεως άστοργης δωρεάς ο νόμος (άρθρ. 1837 ΑΚ) εξαρτά την
επιδίκαση των καρπών του ελλείποντος της νόμιμης μοίρας από την «ανατροπή» της
δωρεάς, άλλως δεν επιδικάζονται.
 Μάλιστα, κατά την άποψη αυτή, αποκλείεται η εφαρμογή της διάταξης του
άρθρου 1837 ΑΚ και στην περίπτωση όπου η αγωγή μέμψεως αφορά μόνο
χρηματική απαίτηση, διότι η κληρονομιαία περιουσία περιορίζεται και εξαντλείται
μόνο σε μετρητά χρήματα ή σε λογαριασμό πιστωτικού ιδρύματος, και τούτο διότι
στις περιπτώσεις αυτές το αίτημα της αγωγής του μεριδούχου θα είναι χρηματικό και
συνεπώς ούτε ο δωρεοδόχος μπορεί να ασκήσει την εκ του άρθρου 1836 εδ. β Α.Κ.
διαζευκτική ευχέρεια, για καταβολή ισαξίου, ούτε η απόφαση μπορεί να εκδοθεί με
διαζευκτική καταδίκη, κατά τα ανωτέρω. Η τοκοδοσία στις περιπτώσεις αυτές 
[73]
εξαρτάται από την συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων των άρθρων 340, 341, 345 και
346 Α.Κ. Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 1837 Α.Κ., ο δωρεοδόχος εναγόμενος
εξομοιούται με τον κακής πίστεως νομέα (άρθρ. 1098 Α.Κ.) και ενέχεται και για
τους συλλεγέντας και συλλεκτέους καρπούς μόνο του αυτουσίως, λόγω μέμψεως,
μεταβιβαζομένου κατά κυριότητα και νομή στον μεριδούχο ενάγοντα,
κληρονομιαίου πράγματος, όχι δε και για τους τόκους του ισαξίου σε χρήμα αυτού,
που προσφέρεται να καταβάλλει ο δωρεοδόχος, για να αποφύγει την ανατροπή της
δωρεάς.
Κριτική αξιολόγηση της παραπάνω άποψης
 Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο με την παραπάνω αναφερόμενη απόφαση-
σταθμό, ορθά δέχεται ότι η επιδίκαση τόκων υπερημερίας στον παραληφθέντα
μεριδούχο, ο οποίος ασκεί την αγωγή μέμψης αστόργου δωρεάς, δεν είναι δυνατή,
καθότι η γέννηση τόκων προϋποθέτει αφενός χρηματική αξίωση, αφετέρου όχληση,
προϋποθέσεις εξ ορισμού ασυμβίβαστες στην αγωγή περί μέμψεως, το αίτημα της
οποίας είναι μόνο η ανατροπή των άστοργων δωρεών προκειμένου ο παραληφθείς
μεριδούχος να λάβει τη νόμιμη μοίρα του και όχι η ικανοποίηση χρηματικής
απαίτησης αυτού. Ζήτημα χρήματος (ισάξιου) σύμφωνα με την ΑΚ 1836 εδ. β’ ΑΚ
εμφανίζεται ως ενδεχόμενο πολύ αργότερα της ασκήσεως της αγωγής,
λαμβανομένου υπόψη ότι αυτή διέρχεται υποχρεωτικά από τα ακόλουθα στάδια:
Α) Στάδιο διαζευκτικής ή υπαλλακτικής ευχέρειας
 Μολονότι η έννοια δεν ρυθμίζεται ευθέως εκ του νόμου γίνεται δεκτό ότι
συνίσταται στο δικαίωμα που έχει ο οφειλέτης ή ο δανειστής ορισμένης παροχής
προσδιορισμένης κατ’ είδος ή κατά γένος να καταβάλει ή να απαιτήσει άλλη παροχή
αντί εκείνης, που από την αρχή οφείλεται και μάλιστα αντίθετα από τη θέληση του
άλλου μέρους211
 Στα πλαίσια της μέμψεως αστόργου δωρεάς, ο νόμος αφενός θεσπίζει την
αξίωση του παραληφθέντος μεριδούχου για ανατροπή της δωρεάς, αφετέρου
χορηγεί στον δωρεοδόχο το δικαίωμα της εξοφλήσεως σε χρήμα προς αποτροπή της
ανατροπής.

211 Κρητικός, σε Γεωργιάδη Απ.- Σταθόπουλου Μιχ,. Αστικός Κώδιξ, Κατ’ άρθρον Ερμηνεία, Γενικό
Ενοχικό Δίκαιο, Τόμος ΙΙ, (άρθρα 287-495) , Εισαγ.Παρατηρ. στα άρθρα 305-315, αρ.8.
[74]
Β) Στάδιο διαζευκτικής ενοχής212
 Σύμφωνα με την ΑΚ 305 «Εάν εκ δύο πλειόνων οφειλομένων παροχών μόνο η
μία δέον να καταβληθεί το δικαίωμα επιλογής εν αμφιβολία έχει ο οφειλέτης»
 Στην υπό κρίση περίπτωση μετά την αναγνώριση εκ μέρους του Δικαστηρίου :α)
της ανάγκης ανατροπής της δωρεάς για την ικανοποίηση της νόμιμης μοίρας και β)
του δικαιώματος του δωρεοδόχου να καταβάλει το ισάξιο σε χρήμα προς ματαίωση
της ανατροπής, η διαζευκτική ευχέρεια μετατρέπεται σε διαζευκτική ενοχή για τον
δωρεοδόχο, αφού αυτός ελευθερώνεται καταβάλλοντας οποιαδήποτε εκ των δύο
παροχών και μάλιστα ανεξαρτήτως της βουλήσεως του ενάγοντος.
Γ) Στάδιο επιλογής (απλοποιήσεως της ενοχής)
 Σύμφωνα με τα άρθρα 306 και 307 ΑΚ η διαζευκτική οφειλή του δωρεοδόχου
τερματίζεται με την επιλογή αυτού213. Εάν ο δωρεοδόχος επιλέξει να καταβάλει σε
χρήμα το ισάξιο της ελλείπουσας νόμιμης μοίρας, από το χρονικό αυτό σημείο της
επιλογής μπορεί να γίνει λόγος για χρηματική αξίωση του δανειστή-ενάγοντα.
 Το ερώτημα που τίθεται είναι, τι δικαιούται ο ενάγων κατά τον κρίσιμο χρόνο.
Την απάντηση στο ερώτημα αυτό δίνει η ΑΚ 1836 εδ. β’ ΑΚ «το ισάξιο εκείνου που
λείπει». Κατά την άποψη που κρατεί στη νομολογία, όπως αυτή εκτέθηκε παραπάνω,
αυτό αντιστοιχεί αποκλειστικά και μόνο στην χρηματική αξία του ελλείποντος της
νόμιμης μοίρας κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου.
 Κατ’ άλλη, όμως, ορθότερη άποψη214 «το ισάξιο εκείνου που λείπει» αντιστοιχεί
στο κεφάλαιο και τους καρπούς από τον θάνατο του κληρονομουμένου-δωρητή
μέχρι του χρόνου της επιλογής-απλοποίησης της ενοχής. Η άποψη αυτή στηρίζεται
τόσο στην γραμματική, όσο και στην τελολογική ερμηνεία του νόμου.

212 Γνώρισμα της διαζευκτικής ενοχής είναι η ύπαρξη αοριστίας. Η αοριστία αναφέρεται όχι
στο αν ο οφειλέτης υποχρεούται να παράσχει, αλλά στο τι πρέπει να παράσχει. Η ενοχή είναι
μία και ενιαία, μία και ενιαία γεννώσα αξίωση. Η διάζευξη αναφέρεται στην ύπαρξη
περισσοτέρων της μιας παροχών, από τις οποίες τελικώς καταβλητέα είναι μία. βλ.
Γεωργιάδη Αστ, Ενοχικό Δίκαιο Γενικό Μέρος4
(2003), Τόμος Ι,§7, σ.181.
213 Ως «επιλογή» ορίζεται η μονομερής δήλωση βούλησης του προσώπου που έχει το σχετικό
δικαίωμα, δυνάμει της οποίας απλοποιείται η διαζευκτική ενοχή, με την έννοια ότι αίρεται η αοριστία
της και η ενοχή συγκεντρώνεται σε μία από τις διαζευκτικά οφειλόμενες παροχές, βλ. Γεωργίάδη Αστ,
ΕνοχΔ, §7 σ. 185.
214
 Γ.Πανάγου, Αγωγή Μέμψεως Αστόργου Δωρεάς (1835 ΑΚ)-Τόκοι Υπερημερίας-Καρποί στην
περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 1836 εδ. β’ ΑΚ, ΝοΒ 2001, 1245 επ.· Βαρθακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ,
άρθρα 1837-1839 αρ. 2.
[75]
 Σύμφωνα με αυτήν, το άρθρο 1836 εδ. β’ ορίζει ότι «ο δωρεοδόχος μπορεί να
αποφύγει την ανατροπή της δωρεάς καταβάλλοντας το ισάξιο εκείνου που λείπει»,
χωρίς να κάνει λόγο για χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, όπως οι διατάξεις
των άρθρων 1835 και 1837 ΑΚ, ακριβώς επειδή βούληση του νομοθέτη ήταν να μη
γίνεται ο προσδιορισμός του ισάξιου κατά τον χρόνο θανάτου. Το συμπέρασμα αυτό
συνάγεται αβίαστα και από το σκοπό του νόμου, ο οποίος συνίσταται στο να δίδεται
αυτό που λείπει από τη νόμιμη μοίρα τη στιγμή που το δικαιούται και εφόσον το
χρήμα το δικαιούται με την επιλογή, λογικό είναι να το λαμβάνει τότε στην έκταση
που αυτό πραγματικά καλύπτει τη νόμιμη μοίρα.
 Η αντίθετη άποψη, δηλαδή η καταβολή του κατά το χρόνο του θανάτου
«ισάξιου» αναπόφευκτά μειώνει τα δικαιώματα του παραληφθέντος μεριδούχου σε
περίπτωση που λαμβάνει αυτό σε χρήμα, καθώς άλλη αξία είναι αυτή του θανάτου
και η άλλη η κατά το χρόνο της επιλογής. Γι’ αυτό και σύμφωνα με το άρθρο 1837
ΑΚ ο νομοθέτης θεωρεί τον δωρεοδόχο κακόπιστο νομέα και τον υποχρεώνει να
δώσει και τους καρπούς από τον χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου. Το
αντίθετο, ούτε με τη λογική δεν συμβιβάζεται, καθώς εάν ίσχυε κάτι τέτοιο ο
δωρεοδόχος θα διάλεγε πάντοτε την καταβολή του ισάξιου σε χρήμα, δεδομένου ότι
δεν θα υποχρεώνονταν σε καταβολή τόκων υπερημερίας. Απόρροια της άποψης
αυτής είναι και η βλάβη των συμφερόντων του παραληφθέντος νόμιμου μεριδούχου
για την προστασία του οποίου, έχουν θεσπιστεί οι διατάξεις περί αναγκαστικής
διαδοχής.
 Επίσης, έχει υποστηριχθεί και τρίτη άποψη215 επί του θέματος αυτού, η οποία
καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με την δεύτερη άποψη, ότι δηλαδή οφείλονται τόκοι
υπερημερίας από το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, στηριζόμενη όμως σε
διαφορετικά επιχειρήματα. Συγκεκριμένα, η άποψη αυτή συμπυκνούται στο ότι δεν
πρέπει να δίνεται μεγάλη σημασία στον όρο «ανατροπή» που χρησιμοποιείται στη
διάταξη του άρθρου 1837 ΑΚ, γιατί και η προσφορά του ισάξιου σε χρήμα δεν
εξαφανίζει τη διάπλαση, η οποία γίνεται υποχρεωτικά από το Δικαστήριο εάν το
ζητήσει ο δωρεοδόχος. Εξ ορισμού δηλαδή κατά την άποψη αυτή η διάπλαση
περικλείει εννοιολογικώς και την ανατροπή, ασχέτως του γεγονότος ότι ο
μεριδούχος δεν λαμβάνει αυτούσια πράγματα ως συνέπεια της μη, υπό του

215 Σταθόπουλος, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ 1835-1838, σ.508.
[76]
δωρεοδόχου, ασκήσεως του δικαιώματος αυτούσιας απόδοσης της ελλείπουσας
νόμιμης μοίρας.
 Συνοψίζοντας, καταλήγουμε ότι ορθότερη πρέπει να θεωρηθεί η δεύτερη
άποψη, κατά την οποία του ισάξιο προσδιορίζεται τόσο από την χρηματική αξία του
ελλείποντος της νόμιμης μοίρας όσο και από τους αντιστοιχούντες σε αυτήν τόκους
υπερημερίας, από το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου εως και το χρόνο της
επιλογής, καθώς συνάδει με το σκοπό της καθιέρωσης των διατάξεων περί του
νομίμου μοίρας, ο οποίος συνίσταται στην προστασία των δικαιωμάτων των
μεριδούχων.
[77]
§ 12. Απόσβεση του δικαιώματος της μέμψης
I. Παραίτηση
 Ο μεριδούχος, οποτεδήποτε μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, μπορεί να
παραιτηθεί από το δικαίωμα της μέμψης, δηλαδή από το δικαίωμα της νόμιμης
μοίρας (ΑΚ 1826).
 Μάλιστα υποστηρίζεται ότι η σχετική παραίτηση, η οποία αποτελεί διαπλαστική
πράξη και συνεπάγεται την απώλεια διαπλαστικού δικαιώματος, μπορεί να γίνει και
πριν από την έκδοση της δικαστικής απόφασης που δέχεται την μέμψη με μονομερή,
απευθυντέα, άτυπη δικαιοπραξία. Δεν αποκλείεται όμως η παραίτηση να λάβει χώρα
και μετά την έκδοση της διαπλαστικής απόφασης που διατάζει την ανατροπή της
δωρεάς, όμως στην περίπτωση αυτή απαιτείται σύμβαση μεταξύ του μεριδούχου και
του δωρεοδόχου κατά την ΑΚ 454216
.
 Η παραίτηση από το δικαίωμα μέμψης δεν αποτελεί «έκπτωση» του μεριδούχου
κατά την έννοια της ΑΚ 1826 και συνεπώς στην περίπτωση αυτή δεν χωρεί διαδοχή
στη νόμιμη μοίρα.217
II. Παραγραφή
 Στην ΑΚ 1836 §2 προβλέπεται σύντομη διετής παραγραφή της αγωγής μέμψης
άστοργης δωρεάς με χρονικό σημείο έναρξης το θάνατο του κληρονομουμένου και
μάλιστα ανεξάρτητα από το ένα ο μεριδούχος γνωρίζει ή όχι αυτό το γεγονός218. Ο
νομοθέτης καθιερώνει σύντομη παραγραφή, ώστε να αποφεύγεται η παράταση της
εκκρεμότητας σχετικά με την τύχη των δωρηθέντων. Ορθά όμως παρατηρείται ότι
δεν πρόκειται για παραγραφή αλλά για αποσβεστική προθεσμία στο μέτρο που η
σχετική αναφορά του νόμου αφορά το διαπλαστικό δικαίωμα της μέμψης.219
 Αν η δωρεά καλύπτεται υπό εικονική πώληση γίνεται δεκτό220ότι η παραγραφή
διακόπτεται με την άσκηση αγωγής για την αναγνώριση της εικονικότητας. Η γνώμη
αυτή στηρίζεται στο επιχείρημα ότι μόνο μετά την διαπίστωση ότι υπάρχει δωρεά

216 ΕφΠειρ 532/1997, ΕλλΔνη 42 (2001), 643.
217 Γεωργιάδης, Κληρ.Δ., σ. 606· Ψούνη, ΚληρΔ §9 ΧΙ, σ. 508.
218 ΑΠ 191/2001 ΕλλΔνη 42, 727.
219 Σταθόπουλος, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΙV αρ. 2· ΕφΑιγ 104/1976 Αρμ 32, 579.
220 ΑΠ 1879/1980 ΝοΒ 29, 1084· ΕφΘεσ 1860/1990 ΕλλΔνη 1990, 1343.
[78]
(και όχι πώληση) μπορεί να γίνει λόγος για μέμψη και ακολούθως για παραγραφή
της σχετικής αξίωσης.221Εντούτοις, η γνώμη αυτή έχει επικριθεί, όχι μόνο διότι
αντιτίθεται στο σκοπό της καθιερώσεως της σύντομης διετούς παραγραφής αλλά
και διότι είναι δυνατή η αντικειμενική σώρευση της αγωγής για την αναγνώριση της
εικονικότητας της πώλησης και της μέμψεως στο ίδιο δικόγραφο.
 Επίσης, υποστηρίζεται222
,ότι ορθότερο είναι η διετής παραγραφή να ισχύσει όχι
μόνο όταν το αντικείμενο της άστοργης δωρεάς σώζεται στην περιουσία του
δωρεοδόχου κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, οπότε και αυτός
ενέχεται για αυτούσια απόδοση, αλλά και όταν αυτό δεν σώζεται, οπότε αυτός
ενέχεται μόνο κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού.223
 Η παραγραφή αυτή ή κατά την ορθότερη άποψη αποσβεστική προθεσμία
υπόκειται στους γενικούς περί παραγραφής κανόνες του Αστικού Κώδικα.
Ειδικότερα από το συνδυασμό των άρθρων 279, 280, 261 και 270 ΑΚ προκύπτει ότι
η διακοπή της νόμιμης παραγραφής ή της αποσβεστικής προθεσμίας επέρχεται με τη
διενέργεια οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξης εκ μέρους οποιουδήποτε των
διαδίκων. Αποτέλεσμα αυτής της διακοπής είναι να ξεκινά νέα παραγραφή από το
χρονικό σημείο της διακοπής. Κατά συνέπεια, εφόσον μεταξύ των δύο
διαδικαστικών πράξεων παρέλθει ολόκληρος ο οριζόμενος από το νόμο χρόνος της
παραγραφής, ο οποίος στη δεδομένη περίπτωση είναι μικρός και η πιθανότητα αυτή
σφοδρή, εμφιλοχωρεί παραγραφή της αξίωσης εν επιδικία224, ενώ ανάλογα ισχύουν
και για την αποσβεστική προθεσμία.

221 ΑΠ 1274/1986 ΕΕΝ 1987 , 508, σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης αυτής η αναγνωριστική
της εικονικότητας αγωγή αποτελεί προϋπόθεση του κύρους της αγωγής μέμψης με την οποία στη
συνέχεια μπορεί στη συνέχει ο μεριδούχος να ασκήσει το δικαίωμά του για ανατροπή της δωρεάς και
για το λόγο αυτό κατά το άρθρο 261 ΑΚ, η έγερσή της αν γίνει πριν περάσει η παραγραφή των δύο
ετών που τάσσει η ΑΚ 1836 για την κύρια αγωγή, διακόπτει την παραγραφή της τελευταίας.
222 Βούζικα,Κληρ.Δ.§152 ΙV, σ.883.
223 Σπυριδάκης, Η μέμψη…., σ.. 68· Ψούνη, ΚληρΔ. §9 ΧΙ. σ. 508· ΑΠ 995/1983 ΝοΒ 32, 500·ΑΠ
1679/1980 ΝοΒ 29 σελ. 1084·ΠΠρΑθ 5967/2007 ΝΟΜΟΣ , η οποία στο αιτιολογικό της αναφέρει
ρητά « η ίδια παραγραφή (του άρθρου 1836 §2) ισχύει και όταν τα αντικείμενα της δωρεάς δεν
σώζονται και ο δωρεοδόχος ευθύνεται κατά τις διατάξεις τους αδικαιολογήτου πλουτισμού».
224 ΕφΑθ 1210/1973 ΝοΒ 21 σελ. 790.
[79]
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΟλΑΠ 36/1998 ΕλλΔνη 40,40
ΟλΑΠ 1404/1984 ΝοΒ 33 (1985),97.
ΟλΑΠ 10/1993 ΝοΒ 42(1994), 378.
ΟλΑΠ 815/1975 ΝοΒ 23, 1083
ΟλΑΠ 398/1975 ΝοΒ 23,1164
ΑΠ 1854/2009 ΝΟΜΟΣ
ΑΠ 1567/2009 ΝΟΜΟΣ
ΑΠ 1233/2009 ΝΟΜΟΣ
ΑΠ 491/2009 ΝΟΜΟΣ
ΑΠ 1595/2008 ΝΟΜΟΣ
ΑΠ 854/2007 ΧρΙΔ 7, 977·
ΑΠ 1796/2006 ΕλλΔνη 48, 481
ΑΠ 996/2006 ΝΟΜΟΣ
ΑΠ 518/2006 ΝΟΜΟΣ
ΑΠ 1311/2003 ΧρΙΔ 4, 222
ΑΠ 1176/2002 ΝοΒ 51(2003), 1010
ΑΠ 1135/2002 ΕλλΔνη 45 (2004) 461
ΑΠ 362/2002 ΕλλΔνη 43 (2002) 752.
ΑΠ 1527/2000 Δ/νη 2001,1295
ΑΠ 1412/2000 ΕλλΔνη 42(2001), 711
ΑΠ 520/2000 ΝοΒ 48,1133
ΑΠ 191/2001 ΕλλΔνη 42, 727.
ΑΠ 1047/1998 ΕλλΔνη 40 (1999), 125
ΑΠ 540/1998 ΔΕΕ 1998, 723,
ΑΠ 111/1996 ΝοΒ 46,338
ΑΠ 166/1990 ΝοΒ 39, 72
ΑΠ 837/1989 ΕλλΔνη 31, 278
ΑΠ 1274/1986 ΕΕΝ 1987 , 508
ΑΠ 236/1984 ΝοΒ 33, 354
ΑΠ 995/1983 ΝοΒ 32(1984), 500
ΑΠ 245/1982 ΕΕΝ 50,138.
ΑΠ 1879/1980 ΝοΒ 29, 1084
ΑΠ 1679/1980 ΝοΒ 29
ΑΠ 892/1970 ΝοΒ 21, 342.
ΑΠ 736/1974 ΝοΒ 23, 313.
ΑΠ 510/1973 ΝοΒ 21, 1411
ΑΠ 514/1968 ΝοΒ 17, 33·
ΕφΑθ 78/2010 ΝΟΜΟΣ
ΕφΠατρ 856/2008 ΝΟΜΟΣ
ΕφΙωανν 187/2007 Αρμ 2008 , 414
ΕφΛαμ 212/2007 ΕλλΔνη 49 (2008),891
ΕφΠατρ 105/2007 ΝΟΜΟΣ
ΕφΑθ 4060/2006 ΕλλΔνη 49 (2008) ,278
ΕφΑθ 5140/2005 ΕλλΔνη 48 (2007), 576.
[80]
ΕφΔωδ 328/2005 ΝΟΜΟΣ
ΕφΙωανν 168/2005 ΕλλΔνη 47, 578
ΕφΔωδ 15/2004 ΝΟΜΟΣ
ΕφΛαρ 409/2003 ΝΟΜΟΣ
ΕφΑθ 5675/2002 ΕλλΔνη 2003, 845
ΕφΑθ 8560/2002 ΕλλΔ/νη 2004 , 574
ΕφΑθ 3926/2002 ΕλλΔνη 45 (2004), 1487
ΕφΑθ 3289/2001 ΕλλΔ/νη 42, 819
ΕφΑθ 9395/1999 ΝΟΜΟΣ
ΕφΑθ 6349/1999 ΕλλΔνη 41, 1415
ΕφΑθ 3327/1999 ΝοΒ 48(2000), 485.
ΕφΑθ 1428/1999 ΕλλΔνη 41 (2000), 517
ΕφΔωδ 29/1999 ΕπισκΕΔ Β/2000, 419
ΕφΠειρ 532/1997, ΕλλΔνη 42 (2001), 643
ΕφΠατρ 451/1997 ΔΕΕ 1998, 297
ΕφΠατρ 615/1996 ΑχΝομ 1997 ,136.
ΕφΑθ 7614/1995 Αρμ. 3, 68.8
ΕφΑθ 7305/1995 ΕλλΔ/νη 1997
ΕφΑθ 5774/1995 ΝοΒ 45 (1997), 218
ΕφΘεσ 2035/1991 Αρμ 1991, 879
ΕφΘεσ 1860/1990 ΕλλΔνη 1990, 1343
ΕφΘεσ 660/1990 Αρμ 1990, 840
ΕφΘεσ 362/1990 ΕλλΔνη 31 (1990),
ΕφΘεσ 696/1989 ΕλλΔνη 1989, 1012
ΕφΑθ 6939/1986 ΕλλΔνη 28, 666
ΕφΘεσ 673/1985 Αρμ. 1986 , 684
ΕφΘεσ 30/1983 Αρμ 37, 666
ΕφΘεσ 508/1978 Αρμ 1979, 41
ΕφΑιγ 104/1976 Αρμ 32, 579
ΕφΑθ 1210/1973 ΝοΒ 21 , 790
ΕφΘεσ 497/1971 Αρμ 25 ,785
ΠΠρΠειρ 2474/2009 ΝΟΜΟΣ.
ΠΠρΠειρ 694/2009 ΝΟΜΟΣ
ΠΠρΡοδ 78/2009 ΝΟΜΟΣ
ΠΠρΘεσ 8173/2007 ΝΟΜΟΣ
ΠΠρΑθ 5967/2007 ΝΟΜΟΣ
ΠΠρΛαρ 660/1990 ΝοΒ 40, 98
ΠΠρΠειρ 332/1986 ΕλλΔνη 27, 868
ΠΠρΑθ 14306/1973 ΝοΒ 22, 685.
ΜΠρΑθ 4590/2007 ΝΟΜΟΣ.
ΜΠρΘεσ 20958/2006, Αρμ 2007 , 1164.
ΜΠρΒολ 1215/2003 ΝΟΜΟΣ.
81
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Μπαλής Γ., Κληρονομικό Δίκαιον, 1965, 5η
έκδοση
- Βασιλάκης Χ., Κληρονομικόν Δίκαιον, 1966
- Τούσης Αν., Κληρονομικόν Δίκαιον, Ημίτομος ΙΙ, 1969
- Βούζικας Εμμ., Κληρονομικόν Δίκαιον, Τόμος Β’,1976
- Παπαντωνίου Ν., Κληρονομικό Δίκαιο,5η έκδοση 1989
- Σπυριδάκης Ι., Η μέμψη της άστοργης δωρεάς, 1998,
- Σπυριδάκης Ι, Η αναγκαστική κληρονομική διαδοχή,1999
- Ψούνη Ν., Κληρονομικό Δίκαιο, Α’ έκδοση,
- Ψούνη Ν., Κληρονομικό Δίκαιο, 3η’ έκδοση 2012
- Γεωργιάδης Απ. , Κληρονομικό Δίκαιο 2010
- Φίλιος Π, Κληρονομικό Δίκαιο, 8η
έκδοση, 2011
- Κατ’ άρθρο ερμηνεία Αστικού Κώδικα, Απ.Γεωργιάδη-Μιχ.Σταθόπουλου
Τόμος 4ος ,Κληρονομικό Δίκαιο
- Βαρθακοκοίλης Β., Ερμηνεία-Νομολογία Αστικού Κώδικα, Τόμος ΣΤ,Ημίτομος
Α’Κληρονομικό Δίκαιο
- Κρασσά, Κληρονομικόν των Ρωμαίων Δίκαιον3
(1886)
- Αγαλλοπούλου Π., Βασικές Έννοιες Αστικού Δικαίου (2003),
- Ασπρογέρακας Κ., Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου (1981)
- Γεωργιάδης Απ., Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, έκδ. Γ
- Μπαλής, Γ., Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου, έκδ. 8η
(1961)
- Παπαντωνίου Ν., Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου, έκδ. Γ΄ (1983)
 - Κορνηλάκης Π., Ειδικό Ενοχικό ΙΙ, 2002
81
- Γεωργιάδης Αστ., Ενοχικό Δίκαιο Γενικό Μέρος, Τόμος Ι, , 4η
έκδοση,2003
- Καρύμπαλη-Τσίπτσιου Γ., Η ακυρότητα λόγω εικονικότητας- Συμβολή στην
ερμηνεία των ΑΚ 138§1-139, β’ έκδοση
- Νίκας Ν., Πολιτική Δικονομία ΙΙ 2005
- Κορνηλάκης Π., Παρατηρ. στην ΕφΘεσ/νικης 612/1980 Αρμ 1980, σ. 952.
- Φουντεδάκη Κ., Κατάθεση σε κοινό λογαριασμό και προστασία του νόμιμου
μεριδούχου, Αρμ 1997 σελ. 593 επ.
- Τροβάς, Νομοθετική κηδεμονία της ελευθερίας της βούλησης και αναγκαστική
διαδοχή, Αρμ. 50 (1996) σ. 118 επ.
- Μαριδάκη-Σόντη, Γνωμοδότηση ΝοΒ 19 σ. 417.
- Γ.Πανάγος, Αγωγή Μέμψεως Αστόργου Δωρεάς (1835 ΑΚ)-Τόκοι
Υπερημερίας-Καρποί στην περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 1836 εδ. β’ ΑΚ,
ΝοΒ 2001 σ. 1245 επ.
- Σούρλας Κ., Τα πρόσωπα των μεριδούχων εν των κληρονομικό δίκαιο και
σχετικά επ’αυτών ζητήματα, ΕλλΔνη 11 (1970) ,σ. 169 επ.
- Γαζής Ανδρέας, Καταλογισμός αιτία θανάτου δωρεάς στη νόμιμη μοίρα-Φύση
συμφωνίας περί μη καταλογισμού-Έννοια διαθήκης περί σεβασμού αυτής-
Υπεύθυνοι για τη συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας όλοι οι κληρονόμοι, ΝοΒ 35
(1987) σ. 697.
81

Νόμιμη μοίρα. Μέμψη άστοργης δωρεάς. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση...Αριθμός 1769/2006 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

$
0
0
Αναγνωριστική αγωγή ακυρότητας ιδιόγραφης διαθήκης. Άμεσο έννομο συμφέρον για την άσκηση αυτής έχουν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, καθώς ..Αριθμός 708/2015   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Νόμιμη μοίρα.
- Νόμιμη μοίρα. Μέμψη άστοργης δωρεάς. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση.
- Για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας πρέπει να γίνει αποτίμηση, των μεν στοιχείων της κληρονομίας με βάση την αξία τους κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, της δε...
καταλογιστέας παροχής (δωρεάς,κ.λ.π.) κατά την αξία που είχε η παροχή αυτή κατά το χρόνο που έγινε. Η έννοια της φράσεως του άρθρου 1831 εδ.2 ΑΚ "στην κληρονομία προσθέτονται"οι αναφερόμενες στο άρθρο αυτό παροχές, δεν έχει την έννοια ότι αυτές ανήκουν πραγματικά στην κληρονομία, αλλ ότι η αξία αυτών, υπολογιζόμενη κατά το χρόνο της παροχής, θεωρείται λογιστικώς υπάρχουσα στην κληρονομία, για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας. Όταν η πραγματική ομάδα της κληρονομίας, που υπάρχει κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα του ενάγοντος μεριδούχου, κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομουμένου, που υπολογίζεται κατ’ άρθρο 1831 ΑΚ στην κληρονομία, υπόκειται σε ανατροπή (μέμψη), κατά τους όρους του άρθρου 1835 του ΑΚ. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει κανένα περιουσιακό στοιχείο στην κληρονομία, τότε η αξία της κληρονομίας θα προσδιορισθεί από την αξία που είχε η άστοργη δωρεά κατά το χρόνο που έγινε και όχι κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου και το ποσοστό της νόμιμης μοίρας θα υπολογισθεί στην παραπάνω αξία, δηλαδή στην αξία που είχε η παραπάνω δωρεά κατά το χρόνο που έγινε. Επομένως και στην περίπτωση που δεν υπάρχει κανένα περιουσιακό στοιχείο στην πραγματική ομάδα της κληρονομίας και ενάγει ο νόμιμος μεριδούχος με αίτημα να ανατραπεί η άστοργη δωρεά, απαιτείται να προσδιορίζεται στην αγωγή η αξία που είχε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο, που δώρισε ο κληρονομούμενος, κατά το χρόνο που έγινε η δωρεά αυτού, ώστε, επί της αξίας αυτής, να υπολογισθεί το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος και η σ'αυτό (ποσοστό νόμιμης μοίρας) αντιστοιχούσα αξία του δωρηθέντος. Μάλιστα, το άρθρο 1836 Α.Κ. παρέχει την ευχέρεια στον εναγόμενο δωρεοδόχο να καταβάλει την παραπάνω αξία του ποσοστού της νόμιμης μοίρας και να αποφύγει την ανατροπή της άστοργης δωρεάς.
Συνεπώς, αποτελεί στοιχείο της βάσεως της παραπάνω αγωγής η αναφορά της αξίας που είχε το αντικείμενο που δωρήθηκε κατά το χρόνο που έγινε η δωρεά αυτή, έστω και αν δεν υπάρχει κανένα περιουσιακό στοιχείο στην κληρονομία του δωρητή-κληρονομουμένου.
- Ο νεμόμενος με ειδικό νόμιμο τίτλο (εξ αγοράς ή εκ δωρεάς) δεν είναι νομέας της κληρονομίας. Κατά ταύτα, επί του νεμόμενου με ειδικό τίτλο, μη όντος νομέα της κληρονομίας, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 1879 του ΑΚ, κατά το οποίο, εφόσον δεν έχει παραγραφεί η περί κλήρου αγωγή, ο νομέας της κληρονομίας δεν μπορεί να επικαλεσθεί κατά του κληρονόμου τη χρησικτησία πράγματος που το νέμεται σαν να ανήκει στην κληρονομία, διότι η εφαρμογή του άνω άρθρου προυποθέτει νομέα της κληρονομίας, που νέμεται με τίτλο κληρονομίας (pro herede) πράγμα σαν να ανήκει στην κληρονομία.



Διατάξεις:
ΑΚ: 1831, 1833, 1835, 1836, 1871, 1879, 1895
ΚΠολΔ: 216, 559 

Αριθμός 1769/2006 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

A1'Πολιτικό Τμήμα 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές : Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Ρήγα, Γεώργιο Καλαμίδα, Δημήτριο Κανελλόπουλο και Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2006, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Γιαννέλη, για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: ΧΧΧ, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Μόσχοβα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Των αναιρεσιβλήτων: ΧΧΧ, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σωτήριο Μέγα.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-10-2001 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις : 9620/2003 οριστική του ίδιου δικαστηρίου και 1558/2004 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 13 Ιουλίου 2004 αίτησή της. 
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. 
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Καλαμίδας ανέγνωσε την από 22 Σεπτεμβρίου 2006 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να κριθούν βάσιμοι οι τρίτος και ένατος λόγοι αναιρέσεως και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να απορριφθούν δε οι λοιποί λόγοι της αναιρέσεως. 
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη της αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1831, 1833, 1835 και 1895 του Α.Κ., προκύπτει ότι, για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας πρέπει να γίνει αποτίμηση, των μεν στοιχείων της κληρονομίας με βάση την αξία τους κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, της δε καταλογιστέας παροχής (δωρεάς,κ.λ.π.) κατά την αξία που είχε η παροχή αυτή κατά το χρόνο που έγινε. Η έννοια της φράσεως του άρθρου 1831 εδ.2 Α.Κ. "στην κληρονομία προσθέτονται"οι αναφερόμενες στο άρθρο αυτό παροχές, δεν έχει την έννοια ότι αυτές ανήκουν πραγματικά στην κληρονομία, αλλ'ότι η αξία αυτών, υπολογιζόμενη κατά το χρόνο της παροχής, θεωρείται λογιστικώς υπάρχουσα στην κληρονομία, για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας. Όταν η πραγματική ομάδα της κληρονομίας, που υπάρχει κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα του ενάγοντος μεριδούχου, κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομουμένου, που υπολογίζεται κατ’ άρθρο 1831 Α.Κ. στην κληρονομία, υπόκειται σε ανατροπή (μέμψη), κατά τους όρους του άρθρου 1835 του Α.Κ. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει κανένα περιουσιακό στοιχείο στην κληρονομία, τότε η αξία της κληρονομίας θα προσδιορισθεί από την αξία που είχε η άστοργη δωρεά κατά το χρόνο που έγινε και όχι κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου και το ποσοστό της νόμιμης μοίρας θα υπολογισθεί στην παραπάνω αξία, δηλαδή στην αξία που είχε η παραπάνω δωρεά κατά το χρόνο που έγινε. Επομένως και στην περίπτωση που δεν υπάρχει κανένα περιουσιακό στοιχείο στην πραγματική ομάδα της κληρονομίας και ενάγει ο νόμιμος μεριδούχος με αίτημα να ανατραπεί η άστοργη δωρεά, απαιτείται να προσδιορίζεται στην αγωγή η αξία που είχε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο, που δώρισε ο κληρονομούμενος, κατά το χρόνο που έγινε η δωρεά αυτού, ώστε, επί της αξίας αυτής, να υπολογισθεί το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος και η σ αυτό (ποσοστό νόμιμης μοίρας) αντιστοιχούσα αξία του δωρηθέντος. Μάλιστα, το άρθρο 1836 Α.Κ. παρέχει την ευχέρεια στον εναγόμενο δωρεοδόχο να καταβάλει την παραπάνω αξία του ποσοστού της νόμιμης μοίρας και να αποφύγει την ανατροπή της άστοργης δωρεάς.
Συνεπώς, αποτελεί στοιχείο της βάσεως της παραπάνω αγωγής η αναφορά της αξίας που είχε το αντικείμενο που δωρήθηκε κατά το χρόνο που έγινε η δωρεά αυτή, έστω και αν δεν υπάρχει κανένα περιουσιακό στοιχείο στην κληρονομία του δωρητή-κληρονομουμένου. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, προβάλλει ότι, ενώ η αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ήταν αόριστη, λόγω μη αναφοράς σ αυτή της αξίας των μεταβιβασθέντων ακινήτων κατά το χρόνο σύστασης της υποκρυπτόμενης δωρεάς (10-4-1990),η προσβαλλόμενη απόφαση αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από όσα ο νόμος απαιτεί για το ορισμένο της αγωγής μέμψεως αστόργου δωρεάς των εναγόντων-αναιρεσιβλήτων και παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1831,1833,1835 και 1895 του Α.Κ., υποπεσούσα έτσι στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ1 Κ.Πολ.Δ. Όπως από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει, σ'αυτή δεν αναφέρεται η αξία των μεταβιβάσθέντων ως άνω ακινήτων κατά το χρόνο της (κατά την αγωγή) εικονικής πωλήσεως και πραγματικής δωρεάς τους, ήτοι κατά το χρόνο υπογραφής του 1365/10-4-1990 συμβολαίου της Συμ/φου Θεσσαλονίκης Γ.Κ.-Κ., αφού σ αυτή (αγωγή) αναφέρεται ότι "η εναγομένη δεν κατέβαλε ως δήθεν αγοράστρια στον δήθεν πωλητή της (Π. Α. του Ν. και της Κ.) το σ’ αυτό (οριστικό συμβόλαιο πώλησης) αναφερόμενο και πολύ κατώτερο της πραγματικής αξίας των ακινήτων συνολικό τίμημα των 3.600.000 δρχ.".Ητοι, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η πραγματική αξία των, κατ αυτή, εικονικώς πωληθέντων και πραγματικώς δωρηθέντων ακινήτων, κατά τον ανωτέρω χρόνο που έγινε η δωρεά τους (10-4-1990), ήταν πολύ ανώτερη του στο άνω συμβόλαιο αναφερόμενου τιμήματος των 3.600.000 δραχμών, δεν αναφέρεται, όμως σ αυτή (αγωγή) το ακριβές ποσό στο οποίο ανέρχεται η πραγματική αξία των δωρηθέντων ακινήτων κατά το χρόνο που έγινε η δωρεά τους (10-4-1990). Επομένως, η αγωγή, λόγω μη αναφοράς σ αυτή της αξίας των δωρηθέντων ακινήτων κατά τον άνω χρόνο που έγινε η δωρεά τους, δεν περιέχει τα κατ άρθρο 216 Κ.Πολ.Δ. αναγκαία για το ορισμένο της στοιχεία και είναι αόριστη και το Εφετείο που την έκρινε ορισμένη, διότι υπέλαβε ότι η αξία των ακινήτων αυτών κατά τον αναφερθέντα χρόνο που έγινε η δωρεά τους ανερχόταν σε 3.600.000 δρχ., αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για το ορισμένο της αγωγής αυτής, παραβιάσαν εντεύθεν τις άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και ο εκ του άρθρου 559 αριθ.1 Κ.Πολ.Δ. λόγος αυτός της αναιρέσεως (τρίτος) είναι βάσιμος.
Κατά το άρθρο 1871 του Α.Κ., νομέας της κληρονομίας είναι εκείνος που κατακρατεί ως κληρονόμος αντικείμενα της κληρονομίας. Επομένως, ο νεμόμενος με ειδικό νόμιμο τίτλο (εξ αγοράς ή εκ δωρεάς) δεν είναι νομέας της κληρονομίας. Κατά ταύτα, επί του νεμόμενου με ειδικό τίτλο, μη όντος νομέα της κληρονομίας, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 1879 του Α.Κ., κατά το οποίο ,εφόσον δεν έχει παραγραφεί η περί κλήρου αγωγή, ο νομέας της κληρονομίας δεν μπορεί να επικαλεσθεί κατά του κληρονόμου τη χρησικτησία πράγματος που το νέμεται σαν να ανήκει στην κληρονομία, διότι η εφαρμογή του άνω άρθρου προυποθέτει νομέα της κληρονομίας, που νέμεται με τίτλο κληρονομίας (pro herede) πράγμα σαν να ανήκει στην κληρονομία.
Εν προκειμένω, όπως από την επισκόπηση των προτάσεών της προκύπτει, η εκκαλούσα-αναιρεσείουσα προέβαλε παραδεκτά τον ισχυρισμό ότι από την γενόμενη με το άνω συμβόλαιο πώληση των επίδικων ακινήτων (1990) μέχρι την αγωγή (2001) νέμεται τα ακίνητα αυτά με νόμιμο (εξ αγοράς, δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος ως άνω συμβολαίου) τίτλο και καλή πίστη και κατέστη έτσι κυρία αυτών με τακτική χρησικτησία. Το Εφετείο, όπως από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, απέρριψε τον άνω ισχυρισμό της εκκαλούσας-αναιρεσείουσας με την αιτιολογία ότι "ο ισχυρισμός αυτός, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 1879 Α.Κ. είναι αβάσιμος και απορριπτέος".Όπως εκτέθηκε, η αναιρεσείουσα, ως νεμόμενη, σύμφωνα με τον άνω ισχυρισμό της, τα επίδικα ακίνητα με τον ανωτέρω νόμιμο ειδικό τίτλο, δεν είναι νομέας της κληρονομίας του άνω κληρονομουμένου και δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 1879 Α.Κ. Κατ'ακολουθίαν, το Εφετείο, που εφάρμοσε στην προκειμένη περίπτωση, για να απορρίψει τον ισχυρισμό αυτό της εκκαλούσας-αναιρεσείουσας, την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άνω άρθρου, ενώ δεν έπρεπε, την παραβίασε ευθέως και ο εκ του άρθρου 559 αρ.1 του Κ.Πολ.Δ. ένατος λόγος αναιρεσέως, κατά το πρώτο μέρος του, είναι βάσιμος. Επομένως, κριθέντων βασίμων των άνω δύο λόγων αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές (Κ.Πολ.Δ. 580 παρ.3).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

Αναιρεί την 1558/2004 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν την υπόθεση. Και 

Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Οκτωβρίου 2006. Και 

Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 8 Νοεμβρίου 2006.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ακυρώνεται η γονική παροχή λόγω νομίμου μοίρας

$
0
0

Αναγνωριστική αγωγή ακυρότητας ιδιόγραφης διαθήκης. Άμεσο έννομο συμφέρον για την άσκηση αυτής έχουν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, καθώς ..Αριθμός 708/2015   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ακυρώνεται η γονική παροχή λόγω νομίμου μοίρας; 

Οι γονείς μπορούν κατά το ελληνικό δίκαιο να μεταβιβάζουν στα παιδιά τους ακίνητα με γονική παροχή, απολαμβάνοντας μάλιστα υψηλού αφορολογήτου (150.000 ευρώ σήμερα) ανά τέκνο. Όταν...
οι γονικές παροχές γίνονται περίπου ισομερώς προς όλα τα τέκνα, δεν αναμένεται να προκύψουν αντιδικίες αναφορικώς με την κληρονομία του γονέα. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις όπου για διάφορους λόγους ο γονέας έχει προβεί σε γονική παροχή ακινήτου προς το ένα τέκνο του, ενώ προς το άλλο ενδεχομένως να είχε προβεί σε άλλους είδους παροχές κατά το παρελθόν. Όταν αποβιώσει ο γονέας, το παιδί που δεν είχε λάβει γονική παροχή μπορεί να δικαιούται, υπό προϋποθέσεις, να ακυρώσει την γονική παροχή, ή τμήμα αυτής, που είχε κάνει ο γονέας του προς τον αδελφό ή την αδελφή του, κυρίως αν η κληρονομία δεν επαρκεί για την νόμιμη μοίρα. Γονική παροχή που έλαβε χώρα μέχρι δέκα έτη προ του θανάτου του γονέα μπορεί να ακυρωθεί προκειμένου να συμπληρωθεί η νόμιμη μοίρα του τέκνου, εφόσον θεωρηθεί ότι η γονική παροχή αποτελεί δωρεά. Η γονική παροχή θεωρείται ότι δεν αποτελεί δωρεά όταν έχει γίνει από λόγους ευπρεπείας ή από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον. Επίσης, ο νόμος ορίζει ότι η γονική παροχή στο τέκνο από οποιονδήποτε γονέα του για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας, ή για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος, αποτελεί δωρεά μόνο ως προς το ποσόν που υπερβαίνει το μέτρο, το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις. Όταν η περιουσία του κληρονομουμένου δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα του τέκνου, αυτό δικαιούται να ασκήσει αγωγή για να προσπαθήσει να ακυρώσει τη γονική παροχή, στο μέτρο που η γονική παροχή θα θεωρηθεί δωρεά. Εάν επί παραδείγματι ο γονέας έκανε γονική παροχή στο ένα από τα δύο του τέκνα, δύο χρόνια πριν αποβιώσει, ακίνητο αξίας 100.000 ευρώ, ενώ όταν απεβίωσε δεν άφησε περιουσία και οι πλησιέστεροι συγγενείς του είναι τα δύο τέκνα του, η νόμιμη μοίρα του άλλου τέκνου είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας του, είναι δηλαδή το 1/4 της κληρονομίας. Ο θανών γονέας όμως δεν άφησε καθόλου περιουσιακά στοιχεία κατά τον θάνατό του, με αποτέλεσμα το τέκνο που δεν έλαβε νόμιμη μοίρα να επιχειρήσει με αγωγή στα δικαστήρια κατά του αδελφού του να ακυρώσει το γονική παροχή αξίας 100.000 ευρώ, όχι για να λάβει όλο αυτό το ποσό, αλλά για να λάβει το 1/4, δηλ. 25.000 ευρώ. Σημαντικό μέρος της δίκης θα κριθεί από το σε ποιόν βαθμό η γονική παροχή θα θεωρηθεί δωρεά. Αν κριθεί ότι ήταν δωρεά στο συνολό της, τότε ο ενάγων θα λάβει το 1/4 της αξίας της, δηλ. 25.000 ευρώ. Αν όμως κριθεί ότι ήταν δωρεά μόνο κατά το ήμισυ αυτής, δηλαδή κατά τις 50.000 ευρώ, τότε θα λάβει το 1/4 των 50.000 ευρώ, ήτοι 12.500 ευρώ. Το παράδειγμα είναι ενδεικτικό, καθώς η κάθε υπόθεση έχει ειδικές περιστάσεις και πολλά οικογενειακά δεδομένα, που παίζουν σημαντικό ρόλο στο τι θα θεωρηθεί δωρεά, τι θα θεωρηθεί ότι υπερβαίνει το μέτρο και ποιά περιστατικά θα κρίνει το δικαστήριο ότι αποτελούν λόγους ευπρεπείας ή ιδιαιτέρου ηθικού καθήκοντος, ποιές ήταν οι αξίας παροχών των γονέων προς τα τέκνα τους κλπ. Πάντως τα δικαστήρια έχουν παγίως κρίνει, όπως και η υπ’ αριθ. 1769/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου, ότι η αγωγή με την οποία ο ένας αδελφός διεκδικεί την ακύρωση της γονικής παροχής ή της δωρεάς για να λάβει τη νόμιμη μοίρα του πρέπει να αναφέρει την αξία της κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα. Αυτό διευκολύνει και τον εναγόμενο, δηλαδή τον αδελφό που έχει λάβει την γονική παροχή, διότι σε περίπτωση που η αγωγή γίνει δεκτή και κληθεί να επιστρέψει στον αδελφό του επί παραδείγματι το 1/4 της κληρονομίας, αντί να ακυρώσει την γονική παροχή και να ανατρέψει ένα συμβόλαιο, δηλ. έναν τίτλο ακινήτου, δύναται να επιλέξει να καταβάλει την αξία εις χρήμα του 1/4 και να αποφύγει την ακύρωση του συμβολαίου του ακινήτου. Αν στην αγωγή δεν αναφέρεται η αξία της δωρεάς, η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη. 
http://nomika-themata.blogspot.gr/2012/02/blog-post_21.html
του Χρήστου Ηλιόπουλου
Copy the BEST Traders and Make Money : http://bit.ly/fxzulu

Προσβολή νόμιμης μοίρας μεριδούχου με γονική παροχή. Μέμψη άστοργης δωρεάς...ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΗΣ 212/2009

$
0
0

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ - ΜΕΜΨΗ ΑΣΤΟΡΓΟΥ ΔΩΡΕΑΣ - Μέμψη άστοργης δωρεάς. Διαδοχικές δωρεές. Υπολογισμός νόμιμης μοίρας..ΘΕΩΡΙΑ TO ΒΑΣΙΚΟ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΗΣ ΜΟΙΡΑΣ - ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ-ΜΕΜΨΗ ΑΣΤΟΡΓΗΣ ΔΩΡΕΑΣ Αριθμός 854/2007   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Προσβολή νόμιμης μοίρας μεριδούχου με γονική παροχή. Μέμψη άστοργης δωρεάς

ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΗΣ 212/2009
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η γονική παροχή, είτε για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας, είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος, αποτελεί δωρεά, που...
υπόκειται σε ανατροπή (μέμψη), εφ όσον υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις μέτρο.

Ως ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο θεωρείται το ανάλογο προς την οικονομική κατάσταση, την κοινωνική θέση του γονέα κατά τη σύσταση της παροχής και την οικογενειακή κατάσταση, δηλαδή τον αριθμό των παιδιών, την ηλικία τους, τις ανάγκες του τέκνου προς το οποίο γίνεται η παροχή, την οικονομική κατάσταση των άλλων παιδιών κλπ.

Σε ανατροπή (μέμψη) υπόκειται εκείνη η δωρεά, η οποία υπολογίζεται στην κληρονομία δηλαδή, οτιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε όσο ζούσε χωρίς αντάλλαγμα σε μεριδούχο είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο και οποιαδήποτε δωρεά που έκανε ο κληρονομούμενος και σε τρίτο, εκτός αν την επέβαλαν λόγοι ευπρέπειας ή ιδιαίτερο ηθικό καθήκον.

Κάθε δωρεά μπορεί να ανατραπεί, εφ όσον η κληρονομία, που υπάρχει, κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα.

Αν έγιναν διαδοχικές δωρεές, η προηγουμένη προσβάλλεται εφ όσον δεν επαρκεί η ανατροπή της μεταγενέστερης.

Η προσβολή προγενέστερης δωρεάς, κατά παράλειψη μεταγενέστερης, δεν επάγεται, χωρίς άλλο, την απόρριψη της σχετικής αγωγής, εκτός εάν, κατά την έρευνα της αντένστασης του ενάγοντος περί ανεπαρκείας της μεταγενέστερης δωρεάς, προτεινομένης κατά της ένστασης του εναγομένου περί ύπαρξης μεταγενέστερης δωρεάς, προκύψει ότι η αξία της μεταγενέστερης δωρεάς καλύπτει τη νόμιμη μοίρα του ενάγοντος εν όλω ή εν μέρει, οπότε, αναλόγως, ήτοι εν όλω ή εν μέρει, απορρίπτεται κατ` ουσίαν και η αγωγή.



ΑΠΟΦΑΣΗ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΗΣ 212/2009

Απόσπασμα…..….Από τα άρθρα 1825 και 1831-1834 του ΑΚ, σε συνδυασμό και με τα άρθρα 1813 περ. 1 εδ. α και 1820 εδ. α του Α.Κ. συνάγονται τα εξής: Τα τέκνα του κληρονομουμένου και ο τυχόν συντρέχων με εκείνα επιζών αυτού σύζυγος έχουν δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομία αυτού κατά ορισμένο ιδανικό ποσοστό, κατά το εν λόγω δε ποσοστό καθένας εξ εκείνων μετέχει της κληρονομίας αυτού ως κληρονόμος. Το εν λόγω δε ποσοστό, που αποτελεί τη νόμιμη μοίρα καθενός εξ εκείνων, είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας, η οποία εξ αδιαθέτου μερίδα, σε περίπτωση που τα τέκνα είναι δύο, ανέρχεται για μεν τον επιζώντα σύζυγο στο 1/4 ή στα 4/16, για δε καθένα των τέκνων στα 6/16. Οι ανωτέρω κατά το ποσοστό αυτό συντρέχουν ως αναγκαίοι κληρονόμοι, δηλ. αποκτούν αυτοδικαίως και αμέσως (εμπραγμάτως) το ποσοστό της νομίμου μοίρας των επί όλων των κληρονομιαίων στοιχείων που αποτελούν την πραγματική ομάδα της κληρονομιάς κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου. (ΑΠ 392/1980 ΝοΒ 29, 687). Μολονότι όμως το δικαίωμα του κάθε νόμιμου μεριδούχου ασκείται επί των στοιχείων αυτών της κληρονομιάς δηλ. της πραγματικής κληρονομίας, για τον υπολογισμό αυτού (δικαιώματος νόμιμης μοίρας) λαμβάνεται υπόψη, κατά το άρθρο 1831 ΑΚ, τόσο η αξία της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς, όσον και η -εκτός άλλων- αξία, κατά τον χρόνο της συστάσεως της, κάθε δωρεάς εν ζωή του κληρονομουμένου, που έγινε εντός της δεκαετίας, πριν από το θάνατο του, εφόσον δεν επιβάλλεται από ιδιαίτερο καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας, η οποία (αξία) προστίθεται λογιστικά στην αξία της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς. Αν η έτσι υπολογιζόμενη νόμιμη μοίρα δεν καλύπτεται κατά την αξία της από τα στοιχεία, που πράγματι βρέθηκαν στην κληρονομιά, τότε κάθε δωρεά που έγινε με τις παρακάτω προϋποθέσεις εν ζωή του κληρονομουμένου υπόκειται, κατά τα άρθρα 1835 και 1836 του ΑΚ, μετά από αγωγή του μεριδούχου σε ανατροπή, κατά το μέρος που η υπάρχουσα κληρονομιά, κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, δεν επαρκεί να καλύψει την αξία της νόμιμης μοίρας του. Μετά την ισχύ του ν. 1329/1983 κατά το άρθρο 1835 ΑΚ σε ανατροπή υπόκειται εκείνη η δωρεά, η οποία κατά τη διάταξη του άρθρου 1831 ΑΚ υπολογίζεται στην κληρονομία δηλαδή αα) οτιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε όσο ζούσε χωρίς αντάλλαγμα σε μεριδούχο είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο και ββ) οποιαδήποτε δωρεά που έκανε ο κληρονομούμενος και σε τρίτο, εκτός αν την επέβαλαν λόγοι ευπρέπειας ή ιδιαίτερο ηθικό καθήκον (ΑΠ 1311/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 8560/2002 ΝΟΜΟΣ). Παραχώρηση χωρίς αντάλλαγμα με άλλο τρόπο, όχι δηλαδή δωρεά, αποτελεί κυρίως η γονική παροχή του άρθρου 1509 ΑΚ. Η παροχή αυτή είτε για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας, είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος, αποτελεί δωρεά, που υπόκειται σε μέμψη, εφόσον υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, όπως, ρητά, ορίζεται στη διάταξη αυτή. Ως ενδεικνυόμενο δε από τις περιστάσεις μέτρο θεωρείται το ανάλογο προς την οικονομική κατάσταση, την κοινωνική θέση του γονέα κατά τη σύσταση της παροχής και την οικογενειακή κατάσταση, δηλαδή τον αριθμό των παιδιών, την ηλικία τους, τις ανάγκες του τέκνου προς το οποίο γίνεται η παροχή, την οικονομική κατάσταση των άλλων παιδιών κλπ. Eτσι για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου, α) εκτιμάται η αξία όλων των αντικειμένων της κληρονομιάς κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, β) αφαιρούνται από την αξία αυτή της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς τα χρέη της και οι δαπάνες κηδείας του κληρονομουμένου και απογραφής της κληρονομιάς, γ) στο ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση των παραπάνω χρεών, προσθέτονται με την αξία που είχαν κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν οι πιο πάνω παροχές του κληρονομουμένου προς τους μεριδούχους ή τρίτους. δ) με βάση την αυξημένη (πλασματική) κληρονομική ομάδα, που προσδιορίζεται κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του μεριδούχου, ε) από το ποσό αυτής (νόμιμης μοίρας) αφαιρείται η αξία των πραγμάτων, στα οποία τυχόν έχει εγκατασταθεί ο μεριδούχος, καθώς και η αξία της παροχής που τυχόν είχε λάβει και υπόκειται σε συνεισφορά και στ) σχηματίζεται ένα κλάσμα με αριθμητή το ποσό της εξευρισκόμενης με τον πιο πάνω τρόπο νόμιμης μοίρας του και παρονομαστή την αξία εκείνων των στοιχείων της πραγματικής ομάδας, από τα οποία, χωρίς αφαίρεση χρεών και δαπανών, θα λάβει ο μεριδούχος το απαιτούμενο ποσοστό για τη συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του. Το κλάσμα αυτό ή δεκαδικός αριθμός που προκύπτει από τη διαίρεση του αριθμητή με τον παρονομαστή παριστά το ποσοστό που πρέπει να πάρει ο μεριδούχος αυτούσιο σε κάθε αντικείμενο της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς, για να λάβει έτσι τη νόμιμη μοίρα του (ΑΠ 71/1998 ΝοΒ 47. 405, ΕΑ 557/2003, ΕΑ 3289/2001 ΕλλΔ 42.1392, ΕΑ 2576/1998 ΕλλΔ 40.414, ΕΑ 1604/1997 ΕλΔ 39.179). Περαιτέρω, ως προαναφέρεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 1835 ΑΚ, κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομουμένου, η οποία κατά το άρθρο 1831 υπολογίζεται στην κληρονομία, μπορεί να ανατραπεί εφόσον η κληρονομία, που υπάρχει, κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα. Αν έγιναν διαδοχικές δωρεές, η προηγουμένη είναι δυνατόν να προσβληθεί, εφόσον δεν επαρκεί η ανατροπή της μεταγενέστερης. Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως ο θιγόμενος μεριδούχος θα επιληφθεί πρώτα της τελευταίας χρονικώς δωρεάς και θα προχωρεί σταδιακά στις προγενέστερες δωρεές, μέχρι ότου ικανοποιηθεί πλήρως και συνεπώς η σχετική αγωγή θα απορριφθεί κατ` ουσία, όσο αφορά τις προγενέστερες δωρεές, όταν αποδειχθεί ότι η ανατροπή της τελευταίας χρονικώς δωρεάς αρκεί για την κάλυψη της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος και όχι εκ των προτέρων και από μόνο το λόγο ότι με την αγωγή δεν προσβάλλεται και η τελευταία χρονικώς δωρεά. Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1835 ΑΚ και, ενόψει του ότι, κατά τις εν λόγω διατάξεις, επί πλειόνων διαδοχικών δωρεών, η μέμψις αυτών, συντρεχουσών των προϋποθέσεων της πρώτης παραγράφου, δεν χωρεί συμμέτρως, αλλά υπόκειται σε μέμψη πρώτα η μεταγενέστερη και μόνο αν και καθ`ο μέρος η ανατροπή αυτής δεν επαρκεί για την κάλυψη της νομίμου μοίρας, υπόκεινται διαδοχικώς σε μέμψη οι προγενέστερες, συνάγεται, ότι η προσβολή ως αστόργου προγενεστέρας δωρεάς, κατά παράλειψη μεταγενεστέρας, δεν επάγεται, άνευ ετέρου, την απόρριψη της σχετικής αγωγής, εκτός εάν, κατά την έρευνα της αντενστάσεως του ενάγοντος περί ανεπαρκείας της μεταγενεστέρας δωρεάς, προτεινομένης κατά της ενστάσεως του εναγομένου περί υπάρξεως μεταγενεστέρας δωρεάς, προκύψει, ότι η αξία της μεταγενεστέρας δωρεάς καλύπτει τη νόμιμη μοίρα του ενάγοντος εν όλω ή εν μέρει, οπότε, αναλόγως, ήτοι εν όλω ή εν μέρει, απορρίπτεται κατ` ουσίαν και η αγωγή. Περαιτέρω όπως γίνεται πάγια δεκτό, αν η αγωγή έχει απορριφθεί πρωτόδικα ως ουσιαστικά αβάσιμη και κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εκκαλών-ενάγων για την κατ` ουσία απόρριψη της αγωγής του, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ) έχει την εξουσία να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως τη νομική βασιμότητα, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής, μπορεί, αν κρίνει ότι η αγωγή είναι αόριστη, να εξαφανίσει την απόφαση και να απορρίψει την αγωγή γιατί, στην περίπτωση αυτή, απλή αντικατάσταση της απορριπτικής αιτιολογίας δεν αρκεί, επειδή η απόρριψη της αγωγής για τυπικούς λόγους οδηγεί σε διάφορο, κατ` αποτέλεσμα, διατακτικό και ότι τα παραπάνω μπορεί να πράξει το Εφετείο και χωρίς ειδικό παράπονο, αφού η απόφασή του αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (Σ. Σαμουήλ Η έφεση Ε΄ έκδοση παρ.854, Α.Π 731/91 ΕλλΔνη 37. 584, Εφ. Δωδ 228/2005 ΔΗΜ. ΝΟΜΟΣ ΕφΘεσ. 2834/2001 Αρμ. 2002. 372, ΕφΘεσ. 3467/1989 Αρμ 1990. 97, ΕφΘεσ. 174/83 Αρμ 1983. 1108, ΕφΑθ. 5298/1986 ΕλλΔνη 28. 132). 
ΠΗΓΗ:http://xkarampagias.gr/

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΔΩΡΕΑΣ ΜΕ ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗ ΕΠΙΚΑΡΠΙΑΣ

$
0
0

Ακυρώνεται η γονική παροχή λόγω νομίμου μοίρας

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΔΩΡΕΑΣ ΜΕ ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗ ΕΠΙΚΑΡΠΙΑΣ
Α. Εισαγωγή 1. Η πολύ συνηθισμένη στην πράξη, ιδίως μεταξύ γονέων και τέκνων, δωρεά1 με παρακράτηση, υπέρ του δωρητή2 , της επικαρπίας3 του αντικειμένου που δωρίζεται..
δημιουργεί, σε περίπτωση θανάτου του δωρητή, ερωτήματα ως προς τον τρόπο υπολογισμού της νόμιμης μοίρας των αναγκαστικών κληρονόμων του4 . Τα ζητήματα που ανακύπτουν αφορούν τόσο τον υπολογισμό της πλασματικής κληρονομίας κατ’ άρθρο 1831 ΑΚ όσο και την αποτίμηση της δωρεάς που καταλογίζεται στον δωρεοδόχο κατ’ άρθρο 1833 ΑΚ εφόσον αυτός είναι ταυτόχρονα και μεριδούχος. 2. Όσον αφορά καταρχάς τον υπολογισμό της αξίας της πλασματικής κληρονομίας κατ’ άρθρο 1831 ΑΚ, είναι αναμφίβολο ότι στην υφιστάμενη κατά τον χρόνο θανάτου κληρονομιαία περιουσία πρέπει να προστεθεί η ψιλή κυριότητα που απέκτησε ο δωρεοδόχος, εφόσον πληρούνται οι όροι του άρθρου 1831 § 2 1. Με τους όρους «δωρεά», «δωρητής», «δωρεοδόχος» κ.λπ. που χρησιμοποιούνται στην παρούσα μελέτη δεν εννοούνται μόνο περιπτώσεις δωρεάς σε στενή έννοια (άρθρα 496 επ. ΑΚ), αλλά κάθε περίπτωση χαριστικής παροχής εφόσον έχει σημασία στο πλαίσιο των διατάξεων για τη νόμιμη μοίρα, ιδίως επειδή αποτελεί παροχή που ο «κληρονομούμενος παραχώρησε, όσο ζούσε, χωρίς αντάλλαγμα σε μεριδούχο» κατά την έννοια του άρθρου 1831 ΑΚ. Έτσι, από τον όρο «δωρεά», όπως χρησιμοποιείται εδώ, καταλαμβάνονται και γονικές παροχές προς μεριδούχους κατά την έννοια του άρθρου 1509 ΑΚ (βλ. ενδεικτικά Σταθόπουλο, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρ. 1831-1834, αρ. 35). Όπου είναι πάντως αναγκαίο, γίνεται ρητά διαφοροποίηση ανάμεσα σε δωρεές σε στενή έννοια και άλλες παροχές του κληρονομούμενου. 2. Στην παρούσα μελέτη εξετάζεται κυρίως η δωρεά πράγματος με παρακράτηση της επικαρπίας υπέρ του δωρητή. Δυνατή είναι και όμως η παρακράτηση της επικαρπίας υπέρ τρίτου προσώπου, η οποία εν πολλοίς δεν δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα σε σχέση με την παρακράτηση της επικαρπίας υπέρ του δωρητή. Στη συνέχεια πάντως γίνονται οι αναγκαίες διαφοροποιήσεις όπου υπάρχει ανάγκη. 3. Με τον όρο «επικαρπία» περιγράφεται εδώ το εμπράγματο δικαίωμα που παρέχει στον δικαιούχο εξουσία για πλήρη χρήση και κάρπωση του πράγματος, χωρίς να αφήνει στον ψιλό κύριο καμία αντίστοιχη δυνατότητα, περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένη (για τη δυνατότητα εξαίρεσης από την επικαρπία ορισμένων εξουσιών χρήσης και κάρπωσης του πράγματος υπέρ του ψιλού κυρίου βλ. ενδεικτικά Γεωργιάδη, Εμπρ. Δίκ. ΙΙ, 1993, § 76 αρ. 4). Πάντως, οι σκέψεις που ακολουθούν μπορούν να εφαρμοστούν, με τις αναγκαίες διαφοροποιήσεις, και στις περιπτώσεις που η επικαρπία δεν περιλαμβάνει όλες τις εξουσίες χρήσης και κάρπωσης του πράγματος, πρβλ. και υποσ. 4. 4. Αντίστοιχα ζητήματα ανακύπτουν και στις δωρεές με παρακράτηση δικαιώματος οίκησης ή άλλων περιορισμένων προσωπικών δουλειών υπέρ του δωρητή ή τρίτου. Οι αναπτύξεις που ακολουθούν αφορούν mutatis mutandis και τις άλλες, πλην της επικαρπίας, προσωπικές δουλείες. Digesta 2010 Υπολογισμός της νόμιμης μοίρας 137 ΑΚ5 . Πρέπει όμως να προστεθεί και η επικαρπία που διέθετε ο κληρονομούμενος μέχρι και την τελευταία στιγμή που υπήρξε ζωντανός, δεδομένου ότι κατά κανόνα (άρθρο 1167 ΑΚ) η επικαρπία αποσβήνεται με τον θάνατο του επικαρπωτή; Στην καταφατική απάντηση, την οποία υποστηρίζει η νομολογία6 για τις περιπτώσεις τουλάχιστον που ο δωρεοδόχος είναι ταυτόχρονα και κληρονόμος7 , μπορεί κανείς, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, να αντιτάξει ότι η επικαρπία δεν αποτελεί πραγματικά μέρος της κληρονομιαίας περιουσίας, της περιουσίας δηλαδή που καταλείπει ο κληρονομούμενος, αφού η επικαρπία ως δικαίωμα και περιουσιακό αγαθό έπαψε να υφίσταται με τον θάνατο του τελευταίου. Από την άλλη πλευρά, η αρνητική απάντηση φαίνεται να παραγνωρίζει το γεγονός ότι με την απόσβεση της επικαρπίας συντελείται πρακτικά μια περιουσιακή μετακίνηση, αφού ο μέχρι τον θάνατο του κληρονομούμενου ψιλός κύριος καθίσταται με την απόσβεση της επικαρπίας πλήρης κύριος. Στην ουσία δηλαδή είναι σαν να «μεταβιβάζεται» με τον θάνατο του κληρονομούμενου η επικαρπία από τον κληρονομούμενο στον δωρεοδόχο. Συνεπώς, και δεδομένου ότι η εν λόγω περιουσιακή μετακίνηση γίνεται χωρίς κάποιο αντάλλαγμα, φαίνεται εύλογη η εξομοίωσή της με δωρεά («δωρεά της επικαρπίας» του πράγματος από τον κληρονομούμενο στον ψιλό κύριο) και η συνακόλουθη πρόσθεση της αξίας της επικαρπίας στην πλασματική κληρονομία κατ’ άρθρο 1831 § 2 ΑΚ. 3. Η τελευταία αυτή σκέψη θέτει επιπλέον τον προβληματισμό αν είναι πράγματι αναγκαία η ύπαρξη δωρεάς με παρακράτηση επικαρπίας για να επιβάλλεται ο συνυπολογισμός της επικαρπίας στην πλασματική κληρονομία. Αν θεωρήσει κανείς ότι η επικαρπία «μεταβιβάζεται» ουσιαστικά στον ψιλό κύριο με τον θάνατο του επικαρπωτή, η περιουσιακή αυτή μετακίνηση φαίνεται να γίνεται ούτως ή άλλως χωρίς αντάλλαγμα, ανεξάρτητα δηλαδή από το αν η αρχική μεταβίβαση της κυριότητας με παρακράτηση της επικαρπίας έγινε με ή χωρίς αντάλλαγμα. Για παράδειγμα, αν ο κληρονομούμενος πώλησε όσο ζούσε ένα ακίνητο παρακρατώντας την επικαρπία για τον εαυτό του, το τίμημα που έλαβε 5. Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1595/2008, ΧρΙΔ 2009, 624· ΑΠ 560/2008, ΤΝΠ ΔΣΑ. 6. ΑΠ 1595/2008, ΧρΙΔ 2009, 624· ΑΠ 560/2008, ΤΝΠ ΔΣΑ· ΑΠ 27/1973, ΝοΒ 1973, 733· ΑΠ 602/1971, ΝοΒ 1972, 56· ΕφΙωανν 295/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΕφΑθ 5140/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΕφΠειρ 332/1986, ΤΝΠ ΔΣΑ. Από τη θεωρία σύμφωνος με τη θέση της νομολογίας Καράσης, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρ. 1143, αρ. 20. Αντίθετα, υπέρ του συνυπολογισμού στην πλασματική κληρονομία κατ’ άρθρο 1831 ΑΚ μόνο της αξίας της ψιλής κυριότητας, ακόμη κι αν η δωρεά έγινε προς κληρονόμο του δωρητή, ΕφΑθ 1689/2006, ΧρΙΔ 2007, 139· ΠολΠρωτΛάρ 660/1990, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Βλ. ακόμη ΕφΑθ 4060/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΕφΑθ 8560/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΕφΑθ 1398/2002, ΤΝΠ ΔΣΑ· ΕφΑθ 3873/1996, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΕφΘεσ 246/1982, Αρμ. 1982, 895· ΜονΠρωτΑθ 4590/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Από τη θεωρία βλ. Βουζίκα, Κληρ. Δίκ., τ. Β΄, 1976, § 145 IV 1 (σελ. 797)· Παπαδόπουλο, Αγωγές Κληρον. Δικαίου, τ. Β΄, 1995, σελ. 144. 7. Βλ. υποσ. 13. 138 Αντώνης Παπαδημητρόπουλος Digesta 2010 ανταποκρίνεται αποκλειστικά στην αξία της ψιλής κυριότητας, αφού η επικαρπία παρακρατήθηκε από τον πωλητή. Συνεπώς, η «απόκτηση της επικαρπίας» του ακινήτου από τον ψιλό κύριο (κατά νομική κυριολεξία η μετατροπή της ψιλής κυριότητας σε πλήρη) με την απόσβεση της επικαρπίας γίνεται καθαυτή χωρίς αντάλλαγμα, πράγμα που με τη σειρά του θέτει το ερώτημα αν η εν λόγω περιουσιακή μετακίνηση καταλαμβάνεται από τη ρύθμιση του άρθρου 1831 § 2 ΑΚ. 4. Αντίστοιχο ζήτημα ανακύπτει και στην περίπτωση που η επικαρπία, η οποία είχε συσταθεί υπέρ του κληρονομούμενου, δεν παρακρατήθηκε στο πλαίσιο μιας (με ή χωρίς αντάλλαγμα) μεταβίβασης της κυριότητας του πράγματος από τον κληρονομούμενο - επικαρπωτή στον ψιλό κύριο, αλλά συστάθηκε (με ή χωρίς αντάλλαγμα) αυτοτελώς σε πράγμα που ανήκε ήδη προηγουμένως (κατά πλήρη κυριότητα) στον ψιλό κύριο. Παράδειγμα: Ο σύζυγος συστήνει υπέρ της συζύγου επικαρπία στο διαμέρισμα που κατοικούν. Σε περίπτωση προαποβίωσης της συζύγου η περιουσιακή μετακίνηση την οποία συνεπάγεται η απόσβεση της επικαρπίας (μετατροπή της ψιλής σε πλήρη κυριότητα) φαίνεται να συντελείται χωρίς αντάλλαγμα, ανεξάρτητα από το αν καθαυτή η σύσταση της επικαρπίας έγινε με ή χωρίς αντάλλαγμα 8 . Γενικά, όμοια προβλήματα δημιουργούνται ανεξάρτητα από τους λόγους και την αιτία, επαχθή ή χαριστική, που προσπόρισαν την ψιλή κυριότητα στον μεριδούχο και την επικαρπία στον κληρονομούμενο. Παραδείγματα: 1) Ο Α συστήνει υπέρ του κληρονομούμενου επικαρπία επί ενός ακινήτου του και στη συνέχεια δωρίζει ή πωλεί στον μεριδούχο την ψιλή κυριότητα. 2) Ο κληρονομούμενος μεταβιβάζει στον Β ένα ακίνητο με παρακράτηση της επικαρπίας, ενώ στη συνέχεια ο Β μεταβιβάζει για κάποια (χαριστική ή επαχθή) αιτία την ψιλή κυριότητα στον μεριδούχο. 3) Ο επικαρπωτής Γ δωρίζει στον κληρονομούμενο την επικαρπία ενός ακινήτου, η οποία είχε συμφωνηθεί ως μεταβιβάσιμη (άρθρο 1166 εδ. α΄ ΑΚ), ενώ ο μεριδούχος αγοράζει την ψιλή κυριότητα από τον (μέχρι τότε) ψιλό κύριο. 5. Εφόσον τελικά κρίνει κανείς, ενόψει των παραπάνω, ως πειστικότερη τη θέση ότι η αξία της επικαρπίας πρέπει, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, να προστίθεται στην πλασματική κληρονομία κατ’ άρθρο 1831 ΑΚ σαν να επρόκειτο για δωρεά της επικαρπίας προς τον ψιλό κύριο, τίθεται το ερώτημα με ποια αξία θα πρέπει να συνυπολογιστεί η επικαρπία στην κληρονομιαία περιουσία. Νοητές είναι καταρχήν δύο εναλλακτικές: αφενός η πρόσθεση της επικαρπίας με την αξία που αυτή είχε την τελευταία λογική στιγμή πριν από τον θάνατο του κληρονομούμενου, και αφετέρου η πρόσθεση της επικαρπίας με την αξία κατά την οποία αυξάνεται η περιουσία του ψιλού κυρίου λόγω της απόσβεσης της επικαρπίας και της 8. Αρνητικός στον συνυπολογισμό της επικαρπίας στην πλασματική κληρονομία ειδικά για την περίπτωση αυτή Καστρήσιος, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1595/2008, ΧρΙΔ 2009, 627. Digesta 2010 Υπολογισμός της νόμιμης μοίρας 139 μετατροπής της ψιλής σε πλήρη κυριότητα. Καθεμία από τις δύο αυτές εναλλακτικές μπορεί να οδηγήσει σε ουσιωδώς διαφορετικά αποτελέσματα: Υπό την πρώτη εναλλακτική, η οποία, εφόσον η απόσβεση της επικαρπίας εξομοιώνεται τελικά με «δωρεά της επικαρπίας» στον ψιλό κύριο ή εφόσον θεωρηθεί ότι η επικαρπία αποτελεί στην ουσία στοιχείο της καταλειπόμενης κληρονομικής περιουσίας9 , φαίνεται να βρίσκεται εγγύτερα στη λειτουργία του άρθρου 1831 ΑΚ, η επικαρπία θα είχε ουσιαστικά μηδενική αξία δεδομένου ότι επρόκειτο, ενόψει του επικείμενου θανάτου, να διαρκέσει μόνο για μια λογική στιγμή. Αντίθετα, υπό τη δεύτερη εναλλακτική, η αύξηση της περιουσίας του δωρεοδόχου λόγω της απόσβεσης της επικαρπίας φαίνεται σημαντικά μεγαλύτερη από την αξία της επικαρπίας αμέσως πριν από τον θάνατο του δωρητή - επικαρπωτή. Διότι η κυριότητα του δωρεοδόχου, η οποία ήταν απογυμνωμένη από κάθε ουσιαστικό περιεχόμενο («ψιλή») και δεν επέτρεπε κάποια οικονομική εκμετάλλευση, μετατρέπεται, με την απόσβεση της επικαρπίας, σε πλήρη κυριότητα, η οποία έχει προφανώς μεγαλύτερη αξία και μπορεί να αποφέρει ουσιώδες εισόδημα. 6. Βεβαίως, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η αξία της επικαρπίας δεν θα πρέπει να προσδιορίζεται ex post, με βάση δηλαδή τη μεταγενέστερη γνώση για τον ακριβή χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου, αλλά ex ante, στη χρονική δηλαδή στιγμή αμέσως πριν από τον θάνατο, οπότε θεωρητικά ήταν ακόμη άγνωστος ο χρόνος θανάτου του κληρονομούμενου. Και αυτή η λύση ωστόσο δεν θα ήταν απαλλαγμένη από προβλήματα, αφού η ex ante εκτίμηση της αξίας της επικαρπίας δεν θα μπορούσε να αγνοεί υφιστάμενα δεδομένα ως προς τον αναμενόμενο χρόνο ζωής του επικαρπωτή, όπως είναι η ηλικία, η κατάσταση της υγείας, ο τρόπος ζωής του κ.λπ. 10, τα οποία γίνονται όλο και ακριβέστερα όσο περισσότερο πλησιάζει κανείς στον χρόνο του θανάτου 11. Κατ’ αποτέλεσμα λοιπόν η ex ante προσέγγιση ταυτίζεται εν πολλοίς με την ex post προσέγγιση, αν ως κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό του αναμενόμενου χρόνου θανάτου του επικαρπωτή λαμβάνεται ο χρόνος αμέσως πριν από τον θάνατό του. Αν πάλι 9. Έτσι πράγματι ΑΠ 1595/2008, ΧρΙΔ 2009, 627· ΑΠ 602/1971, ΝοΒ 1972, 56· ΕφΑθ 5140/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΕφΠειρ 332/1986, ΤΝΠ ΔΣΑ· Καστρήσιος, ΧρΙΔ 2009, 627. 10. ΑΠ 27/1973, ΝοΒ 1973, 733. 11. Δεν θα μπορούσε να παρακάμψει κανείς το πρόβλημα επικαλούμενος κάποια αντικειμενικοποιημένη αξία, όπως λ.χ. αυτή που προκύπτει από τις διατάξεις για την φορολογία κληρονομιών (βλ. λ.χ. άρθρο 15 Κωδ. Φορολογίας Κληρονομιών), αφού, όπως γίνεται γενικά δεκτό, αποφασιστική κατ’ άρθρο 1831 § 2 ΑΚ είναι η πραγματική συναλλακτική αξία του αντικειμένου της δωρεάς, βλ. ενδεικτικά ΕφΑθ 1398/2002, ΤΝΠ ΔΣΑ· Παπαντωνίου, Κληρ. Δίκ., 5η έκδ., 1989, § 122· Σταθόπουλο, ό.π. (υποσ. 1), αρ. 15· Lange σε Münchener Kommentar zum BGB, 4η έκδ., 2004, § 2311, αρ. 19. Α.ά. ΜονΠρωτΑθ 4590/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΠολΠρωτΛάρ 660/1990, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ: Υπολογισμός της αξίας της ψιλής κυριότητας βάσει αναλογικής εφαρμογής των διατάξεων για τη φορολογία δωρεών και κληρονομιών. 140 Αντώνης Παπαδημητρόπουλος Digesta 2010 προέκρινε κανείς ως κρίσιμο χρόνο για την ex ante αποτίμηση της επικαρπίας κάποια στιγμή στο απώτερο παρελθόν πριν από τον θάνατο του επικαρπωτή - κληρονομούμενου12, τότε όχι μόνο θα εισήγαγε ένα στοιχείο αυθαιρεσίας ως προς την επιλογή του κρίσιμου χρονικού σημείου, αλλά προπάντων θα δημιουργούσε μια μάλλον ανυπέρβλητη αντίφαση προς την αξιολόγηση του νομοθέτη για πρόσθεση των δωρεών στην πλασματική κληρονομία «με την αξία που είχαν κατά τον χρόνο της παροχής» (άρθρο 1831 § 2 ΑΚ): Αν η περιουσιακή μετακίνηση που η απόσβεση της επικαρπίας συνεπάγεται για τον ψιλό κύριο λαμβάνει χώρα με τον θάνατο του επικαρπωτή, ο «χρόνος της παροχής» ταυτίζεται ακριβώς με τον χρόνο θανάτου του τελευταίου. 7. Στα προβλήματα που παρουσιάζει η εφαρμογή του άρθρου 1831 ΑΚ όταν ο κληρονομούμενος ήταν δικαιούχος επικαρπίας η οποία αποσβήνεται με τον θάνατό του κατ’ άρθρο 1167 ΑΚ, συγκαταλέγεται το ερώτημα αν ο τυχόν συνυπολογισμός της αξίας της επικαρπίας στην πλασματική κληρονομία πρέπει να εξαρτάται από την ιδιότητα του ψιλού κυρίου ως κληρονόμου ή μεριδούχου του επικαρπωτή. Η καταφατική απάντηση, την οποία χωρίς ιδιαίτερη θεμελίωση δέχεται η νομολογία13, φαίνεται να προσκρούει ευθέως στη ρύθμιση του άρθρου 1831 § 2 ΑΚ που επιβάλλει τον συνυπολογισμό στην πλασματική κληρονομία δωρεών και προς τρίτους εφόσον έγιναν εντός της τελευταίας δεκαετίας πριν από τον θάνατο του κληρονομούμενου: Ακόμη κι αν ο ψιλός κύριος δεν ήταν κληρονόμος ή μεριδούχος, η περιουσιακή «μετακίνηση», την οποία συνεπάγεται υπέρ αυτού η απόσβεση της επικαρπίας, φαίνεται να μην διαφέρει στην ουσία της από πραγματική δωρεά του κληρονομούμενου, πράγμα που με τη σειρά του φαίνεται να επιβάλει την (αναλογική) εφαρμογή του άρθρου 1831 § 2 ΑΚ. Επιπλέον, η άποψη της νομολογίας θέτει το ερώτημα αν ο συνυπολογισμός της αξίας της επικαρπίας στην πλασματική κληρονομία είναι αναγκαίος και στις περιπτώσεις στις οποίες η δωρεά έγινε μεν προς δωρεοδόχο ο οποίος ήταν μεριδούχος ή κληρονόμος του δωρητή, ο δωρεοδόχος όμως μεταβίβασε στη συνέχεια περαιτέρω την ψιλή κυριότητα που του δωρίστηκε, με αποτέλεσμα ο κατά τον χρόνο θανάτου του 12. Πρβλ. Draschka, Zum Beginn der Zehnjahresfrist des § 2325 III Halbs. 1 BGB bei Grundstücksschenkungen unter Nießbrauchsvorbehalt, NJW 1993, 437. 13. ΑΠ 1595/2008, ΧρΙΔ 2009, 624 και ΑΠ 602/1971, ΝοΒ 1972, 56: «[…] εφόσον ο ψιλός κύριος είναι συγχρόνως και κληρονόμος του επικαρπωτή […]»· ΕφΙωανν 295/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Πρβλ. ακόμη ΕφΑθ 4000/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΕφΝαυπλ 41/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, που συνυπολογίζουν στην πλασματική κληρονομία κατ’ άρθρο 1831 ΑΚ μόνο την αξία της ψιλής κυριότητας χωρίς να θέτουν ρητά περαιτέρω προϋποθέσεις, στις κρινόμενες περιπτώσεις όμως η δωρεά έγινε όχι προς κληρονόμο ή μεριδούχο του δωρητή, αλλά προς τρίτο. Από τη θεωρία σύμφωνος με τη θέση της νομολογίας Καράσης, ό.π. (υποσ. 6), αρ. 20. Αντίθετα, υπέρ του συνυπολογισμού της επικαρπίας στην πλασματική κληρονομία ακόμη κι αν ο δωρεοδόχος δεν είναι κληρονόμος του δωρητή ΕφΑθ 5140/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Digesta 2010 Υπολογισμός της νόμιμης μοίρας 141 δωρητή - επικαρπωτή ψιλός κύριος να μην είναι κάποιος κληρονόμος ή μεριδούχος. 8. Αν πάντως προκρίνει κανείς την άποψη ότι και δωρεές προς τρίτους, μη μεριδούχους, επιβάλλουν τον συνυπολογισμό της επικαρπίας που παρακρατήθηκε στην πλασματική κληρονομία κατ’ άρθρο 1831 ΑΚ, τίθεται το ερώτημα αν ο συνυπολογισμός αυτός αφορά και δωρεές που έγιναν προς μη μεριδούχους εφόσον ανάμεσα στη δωρεά και τον θάνατο του κληρονομούμενου έχει μεσολαβήσει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας (άρθρο 1831 § 2 ΑΚ). Ενόψει των σκέψεων που προηγήθηκαν14, η αρνητική απάντηση δεν είναι αυτονόητα ορθή. Διότι η πραγματοποίηση της δωρεάς απέχει μεν στην περίπτωση αυτή περισσότερο της δεκαετίας από τον θάνατο του κληρονομούμενου (δωρητή)∙ ωστόσο η περιουσιακή μετακίνηση, την οποία συνεπάγεται υπέρ του ψιλού κυρίου (δωρεοδόχου) η απόσβεση της επικαρπίας, συντελείται μόλις κατά τον χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου (δωρητή)15 . 9. Περαιτέρω, όσον αφορά τις παροχές που καταλογίζονται στον δωρεοδόχο επειδή αυτός είναι ταυτόχρονα και μεριδούχος, προκύπτει το δίλλημα αν η (ευθεία ή αναλογική) εφαρμογή του άρθρου 1833 ΑΚ επιβάλλει τον καταλογισμό της αξίας της επικαρπίας ή τον καταλογισμό της αύξησης που επιφέρει στην αξία της κυριότητας του δωρεοδόχου η απόσβεση της επικαρπίας λόγω θανάτου του επικαρπωτή. Το ζήτημα αυτό τέθηκε μεν και προηγουμένως όσον αφορά τον υπολογισμό της πλασματικής κληρονομίας κατ’ άρθρο 1831 ΑΚ16, η απάντηση όμως που είναι ορθή στο πλαίσιο του άρθρου 1831 ΑΚ δεν είναι απαραίτητα ορθή και αναφορικά με το άρθρο 1833 ΑΚ. Διότι, σε αντίθεση προς το άρθρο 1831 ΑΚ που αφορά τον υπολογισμό της περιουσίας επί της οποίας προσδιορίζονται τα μερίδια που περιέρχονται στους μεριδούχους στο πλαίσιο της αναγκαστικής διαδοχής, το άρθρο 1833 ΑΚ αφορά τον προσδιορισμό της αξίας που θεωρείται ότι έχει ήδη λάβει ο μεριδούχος προκειμένου να αφαιρεθεί αυτή από το μερίδιό του στην πραγματική κληρονομία 17. Συνεπώς, για το άρθρο 1833 ΑΚ φαίνεται να έχει αποφασιστική σημασία μάλλον η ωφέλεια που πραγματικά αποκόμισε ο μεριδούχος με την απόσβεση της επικαρπίας και τη συνακόλουθη ανάπτυξη της ψιλής σε πλήρη κυριότητα, παρά η αξία της επικαρπίας ως περιουσιακού στοιχείου του κληρονομούμενου. 14. Βλ. παραπάνω αρ. 2. 15. Υπό το πρίσμα αυτό δέχεται ο Καστρήσιος, ΧρΙΔ 2009, 627, ότι, αν η δωρεά προς μη μεριδούχο καταρτίστηκε σε χρόνο που απείχε περισσότερο από δέκα χρόνια από τον θάνατο του δωρητή ή επιβαλλόταν από λόγους ευπρέπειας ή από κάποιο ιδιαίτερο ηθικό καθήκον, η μεν αξία της ψιλής κυριότητας που περιήλθε στον δωρεοδόχο κατά τον χρόνο της δωρεάς δεν προστίθεται στην κληρονομία κατ’ άρθρο 1831 § 2 ΑΚ, προστίθεται όμως η κατά τον θάνατο του δωρητή αξία της επικαρπίας κατ’ άρθρο 1831 § 1 ΑΚ. 16. Βλ. παραπάνω αρ. 5. 17. Βλ. λ.χ. Σταθόπουλο, ό.π. (υποσ. 1), αρ. 2 και 5. 142 Αντώνης Παπαδημητρόπουλος Digesta 2010 10. Σε σχέση με τα παραπάνω ερωτήματα ανακύπτει επιπλέον το ζήτημα αν οι οικείες απαντήσεις διαφοροποιούνται αφενός στις περιπτώσεις που η επικαρπία δεν αποσβήνεται με τον θάνατο του επικαρπωτή (κληρονομούμενου) επειδή λ.χ. είχε συσταθεί για συγκεκριμένη χρονική διάρκεια (διαλυτική προθεσμία18) η οποία κατά τον θάνατο του δωρητή - κληρονομούμενου δεν έχει ακόμη παρέλθει, και αφετέρου στις περιπτώσεις που η παρακράτηση της επικαρπίας έγινε όχι υπέρ του ίδιου του δωρεοδόχου, αλλά ενός τρίτου, με τη διάρκεια της επικαρπίας είτε να είναι ίση με τη διάρκεια ζωής του επικαρπωτή (άρθρο 1167 ΑΚ) είτε να προσδιορίζεται βάσει άλλου μελλοντικού (βέβαιου ή αβέβαιου) γεγονότος19 . Β. Μεταβίβαση κυριότητας με παρακράτηση της επικαρπίας: Νομική φύση και αντιμετώπιση στο πλαίσιο του δικαίου της νόμιμης μοίρας 11. Γίνεται γενικά δεκτό ότι η μεταβίβαση κυριότητας με παρακράτηση της επικαρπίας πραγματοποιείται με την κατάρτιση δύο δικαιοπραξιών: Επειδή δεν είναι δυνατή η σύσταση επικαρπίας στο πρόσωπο του ίδιου του κυρίου του πράγματος έτσι ώστε να αποχωριστεί η επικαρπία από την κυριότητα πριν από τη μεταβίβαση της (ψιλής πλέον) κυριότητας στον αποκτώντα, είναι αναγκαία η κατάρτιση αφενός μιας σύμβασης για τη μεταβίβαση της πλήρους κυριότητας ανάμεσα στον κύριο του πράγματος και σ’ αυτόν που αποκτά, η οποία προηγείται λογικά, και αφετέρου μιας σύμβασης για τη σύσταση επικαρπίας υπέρ του μέχρι τότε κυρίου του πράγματος, η οποία ακολουθεί λογικά τη μεταβίβαση της κυριότητας. Στην πράξη βέβαια οι δύο αυτές συμβάσεις καταρτίζονται με μία εξωτερικά ενιαία πράξη και ενσωματώνονται, αν πρόκειται για ακίνητο, σε ένα συμβολαιογραφικό έγγραφο20. Αντίστοιχα ισχύουν και για την περίπτωση που η επικαρπία παρακρατείται υπέρ ενός τρίτου προσώπου ή υπέρ αυτού που μεταβιβάζει και ενός τρίτου21. Βεβαίως, η προσέγγιση αυτή δεν είναι η μόνη 18. Για τη δυνατότητα αυτή βλ. ενδεικτικά Γεωργιάδη, ό.π. (υποσ. 3), § 77 αρ. 11. 19. Βλ. για παράδειγμα την υπόθεση που έκρινε η ΑΠ 27/1973, ΝοΒ 1973, 733: Ο δωρητής παρακράτησε την επικαρπία στο ακίνητο που δώρισε όχι μόνο υπέρ του ίδιου, αλλά και υπέρ της συζύγου του. Ο ΑΠ έκρινε ότι για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας των αναγκαστικών κληρονόμων του δωρητή η επικαρπία έπρεπε να συνυπολογιστεί στην πλασματική κληρονομία με την αξία που είχε κατά τον χρόνο του θανάτου όχι του ίδιου του δωρητή, αλλά της επικαρπώτριας συζύγου του, με τον θάνατο της οποίας (μεταγενέστερος του θανάτου του δωρητή) αποσβέστηκε η επικαρπία και συνενώθηκε με την (έως τότε ψιλή) κυριότητα του δωρεοδόχου. 20. Βλ. μεταξύ άλλων Καράση, ό.π. (υποσ. 6), αρ. 8· Γεωργιάδη, ό.π. (υποσ. 3), § 76 αρ. 22. 21. Το αν είναι αναγκαία στις περιπτώσεις αυτές η σύμπραξη του τρίτου στη σύμβαση με την οποία συστήνεται η επικαρπία εξαρτάται από την απάντηση στο ερώτημα αν επιτρέπεται η εμπράγματη σύμβαση υπέρ τρίτου: Αν η απάντηση είναι καταφατική, η σύμβαση για τη σύσταση της επικαρπίας καταρτίζεται μεταξύ του μεταβιβάζοντα και του αποκτώντα το πράγμα, ενώ ο τρίτος δεν απαιτείται να συμβληθεί ο ίδιος προκειμένου να αποκτήσει την επικαρπία. Βλ. σχετικά Καράση, ό.π. (υποσ. 6), αρ. 9 Digesta 2010 Υπολογισμός της νόμιμης μοίρας 143 δυνατή: Ο ΑΚ δεν διαλαμβάνει ρητή απαγόρευση της σύστασης επικαρπίας υπέρ του κυρίου του πράγματος· επίσης, η αρχή «ουδενί δουλεύει το ίδιον» διατυπώνεται στον ΑΚ μόνο αναφορικά με το ενέχυρο (άρθρο 1209 ΑΚ) και την υποθήκη (άρθρο 1257 ΑΚ), ενώ για τις προσωπικές δουλείες συνάγεται ερμηνευτικά22. Συνεπώς, είναι ζητούμενο αν η ελληνική έννομη τάξη απαγορεύει πραγματικά τη σύσταση επικαρπίας υπέρ του κυρίου του πράγματος και τη συνακόλουθη μεταβίβαση μόνο της ψιλής κυριότητας. Άλλωστε, και στο πλαίσιο της γερμανικής έννομης τάξης η κρατούσα γνώμη δέχεται πλέον ότι κατά βάση είναι δυνατή η σύσταση επικαρπίας υπέρ του κυρίου του ακινήτου23 . 12. Ανεξάρτητα από την ορθότητά της, η κρατούσα για την ελληνική έννομη τάξη γνώμη θέτει το ερώτημα αν, στο πλαίσιο των διατάξεων για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας, ως «δωρεά» ή «παραχώρηση χωρίς αντάλλαγμα με άλλο τρόπο» (άρθρο 1831 § 2 ΑΚ) νοείται μόνο η μεταβίβαση της πλήρους κυριότητας από τον δωρητή προς τον δωρεοδόχο, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η σύσταση της επικαρπίας, η οποία συνιστά δημιουργία δικαιώματος υπέρ του δωρητή και όχι παραχώρηση προς τον δωρεοδόχο. Με άλλα λόγια, υπό το πρίσμα της θέσης ότι στη δωρεά με παρακράτηση της επικαρπίας η σύσταση της επικαρπίας υπέρ του δωρητή έπεται λογικά της απόκτησης της πλήρους κυριότητας από τον δωρεοδόχο, γεννιέται το ερώτημα αν ενδεχομένως όχι η αξία της ψιλής, αλλά της πλήρους κυριότητας θα πρέπει να προστίθεται στην πλασματική κληρονομία για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας (άρθρο 1831 ΑΚ) και να καταλογίζεται στον δωρεοδόχο, αν αυτός είναι ταυτόχρονα και μεριδούχος (άρθρο 1833 ΑΚ). Ομοίως, στην περίπτωση που η επικαρπία παρακρατείται όχι υπέρ του δωρητή αλλά ενός τρίτου, ανακύπτει το ζήτημα αν στο πλαίσιο των άρθρων 1831 και 1833 ΑΚ η σύσταση της επικαρπίας πρέπει πράγματι να λαμβάνεται υπόψη, δεδομένου ότι συνιστά δημιουργία δικαιώματος υπέρ του τρίτου όχι από τον ίδιο τον δωρητή, αλλά από τον δωρεοδόχο, ο οποίος έχει προηγουμένως αποκτήσει πλήρη κυριότητα. 13. Μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν όμως εσφαλμένη. Καταρχάς, ήδη από τη διατύπωση του άρθρου 1831 ΑΚ («παραχώρηση χωρίς αντάλλαγμα, είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο» προς μεριδούχους και «δωρεά» προς άλλα πρόσωπα) προκύπτει ότι αποφασιστικές δεν είναι οι εμπράγματες δικαιοπραξίες στις οποίες προβαίνει ο και 9α· Γεωργιάδη, ό.π. (υποσ. 3), § 76 αρ. 23. Στην περίπτωση πάντως που η παρακράτηση της επικαρπίας γίνεται αποκλειστικά υπέρ ενός τρίτου ο οποίος συμμετέχει στην κατάρτιση της σχετικής σύμβασης μπορεί να προηγηθεί η σύσταση της επικαρπίας υπέρ του τρίτου από τον δωρητή και να ακολουθήσει η μεταβίβαση της ψιλής πλέον κυριότητας από τον δωρητή στον δωρεοδόχο. 22. Βλ. ενδεικτικά Γεωργιάδη, ό.π. (υποσ. 3), § 85 αρ. 19. 23. Βλ. μεταξύ πολλών Pohlmann, σε Münchener Kommentar zum BGB, 5η έκδ., 2009, § 1030, αρ. 99· Frank, σε Staudingers Kommentar zum BGB, 2009, § 1030, αρ. 31 επ, με περαιτέρω παραπομπές. 144 Αντώνης Παπαδημητρόπουλος Digesta 2010 κληρονομούμενος, αλλά οι ενοχικές που αποτελούν την αιτία τους. Διότι, προφανώς, μόνο βάσει των ενοχικών δικαιοπραξιών σε εκτέλεση των οποίων καταρτίζονται οι κρίσιμες εμπράγματες δικαιοπραξίες μπορεί να καθοριστεί αν και σε ποια έκταση ο κληρονομούμενος προβαίνει σε κάποια δωρεά ή σε παραχώρηση χωρίς αντάλλαγμα με άλλο τρόπο, η οποία πρέπει να συνυπολογιστεί στην πλασματική κληρονομία (άρθρο 1831 ΑΚ) και ενδεχομένως να καταλογιστεί στη νόμιμη μοίρα κάποιου μεριδούχου (άρθρο 1833 ΑΚ). Όχι η εμπράγματη δικαιοπραξία καθαυτή, αλλά η υποκείμενη αιτία της καθορίζει λοιπόν, ανάλογα με το αν είναι χαριστική ή επαχθής, αν η εμπράγματη δικαιοπραξία καταλαμβάνεται ή όχι από τα άρθρα 1831 και 1833 ΑΚ. 14. Είναι λοιπόν προφανές ότι η μεταβίβαση της κυριότητας και η σύσταση του δικαιώματος επικαρπίας υπέρ του δωρητή ή άλλου προσώπου πρέπει να εξετάζονται ενιαία στο βαθμό που και η ενοχική σύμβαση, η οποία αποτελεί την αιτία τους, αντιμετωπίζει τις δύο αυτές δικαιοπραξίες ως τμήμα μιας ενιαίας περιουσιακής μετακίνησης. Εφόσον επομένως η δωρεά, ως ενοχική σύμβαση, αποσκοπεί στην προσπόριση στον δωρεοδόχο της ψιλής μόνο κυριότητας του πράγματος, θα πρέπει, στο πλαίσιο των διατάξεων για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας, να θεωρείται ότι μόνο η ψιλή κυριότητα δωρίζεται στον δωρεοδόχο ακόμη κι αν το αποτέλεσμα αυτό είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί μόνο με δύο διαδοχικές δικαιοπραξίες (μεταβίβαση πλήρους κυριότητας και σύσταση επικαρπίας). Με άλλα λόγια, οι εμπράγματες δικαιοπραξίες θα θεωρηθούν ότι συνιστούν εν προκειμένω «δωρεά» ή άλλου είδους «παραχώρηση χωρίς αντάλλαγμα» κατά την έννοια του άρθρου 1831 § 2 ΑΚ μόνο στην έκταση που τα αποτελέσματά τους καλύπτονται από τη (χαριστική) ενοχική σύμβαση που αποτελεί την αιτία τους. Εφόσον λοιπόν η δωρεά ως ενοχική σύμβαση καλύπτει μόνο την απόκτηση της ψιλής κυριότητας από τον δωρεοδόχο, μόνο η τελευταία θα πρέπει να θεωρηθεί ότι δωρίζεται σ’ αυτόν, μολονότι στην πραγματικότητα μεταβιβάζεται αρχικά η πλήρης κυριότητα πριν ακολουθήσει η σύσταση της επικαρπίας υπέρ του δωρητή ή τρίτου. 15. Συνεπώς, όσον αφορά τουλάχιστον τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας, η κατάρτιση δύο ξεχωριστών συμβάσεων (μεταβίβαση πλήρους κυριότητας και σύσταση επικαρπίας) πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια καθαρά νομοτεχνική επιλογή για τον τρόπο επίτευξης του αποτελέσματος που επιδιώκουν τα μέρη (προσπόριση της ψιλής κυριότητας στον δωρεοδόχο και διατήρηση της επικαρπίας από τον δωρητή), χωρίς γενικότερη σημασία24. Κρίσιμη στο πλαίσιο των διατάξεων για τον 24. Ομοίως, η επιλογή αυτή δεν συνδέεται με κάποια λογική ή νομική αναγκαιότητα (βλ. και υποσ. 23): Είναι καταρχήν απολύτως νοητή η απευθείας μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας στον αποκτώντα με μία δικαιοπραξία (πρβλ. Liedel, Pflichtteilsergänzung nach aktueller Rechtsprechung, MittBayNot 1992, 240, για το ρωμαϊκό και το γαλλικό δίκαιο) κατά τον ίδιο τρόπο που η ελληνική Digesta 2010 Υπολογισμός της νόμιμης μοίρας 145 υπολογισμό της νόμιμης μοίρας είναι αντιθέτως αποκλειστικά η τελική νομική κατάσταση, επειδή αυτή αντανακλά τις πραγματικές περιουσιακές μετακινήσεις που πραγματοποιούνται με τις δικαιοπραξίες στις οποίες προβαίνουν δωρητής και δωρεοδόχος25, 26 . 16. Η προσέγγιση αυτή θεμελιώνεται επιπλέον στην τελεολογία των οικείων διατάξεων: Με την πρόβλεψη των άρθρων 1825 § 2 και 1829 ΑΚ που επιβάλλουν καταρχήν την αυτούσια συμμετοχή των μεριδούχων στην κληρονομιαία περιουσία27 διασφαλίζεται ότι ο διαθέτης δεν μπορεί να εμποδίσει τους μεριδούχους να καταστούν κληρονόμοι του στο ποσοστό που αντιστοιχεί στη νόμιμη μοίρα καθενός από αυτούς. Ωστόσο, χωρίς τις προβλέψεις των άρθρων 1831 επ. ΑΚ ο κληρονομούμενος θα μπορούσε να αποφύγει πρακτικά τους περιορισμούς που επιβάλλουν οι διατάξεις για τη νόμιμη μοίρα όσον αφορά την ισότιμη συμμετοχή των μεριδούχων στην περιουσία του και να αποκληρώσει στην ουσία ορισμένους ή όλους τους αναγκαίους κληρονόμους τους, εξανεμίζοντας, έως τον θάνατό του, την περιουσία του με εν ζωή χαριστικές παροχές προς (ορισμένους) μεριδούχους ή τρίτους, έτσι ώστε η τελικά καταλειπόμενη περιουσία να μην έχει τελικά την αξία που θα έπρεπε φυσιολογικά να έχει. Συνεπώς, από μόνο του το γεγονός ότι οι μεριδούχοι καθίστανται τυπικά κληρονόμοι δεν οδηγεί αναγκαστικά στην ουσιαστική ικανοποίηση των συμφερόντων που προστατεύουν οι διατάξεις για τη νόμιμη μοίρα. Ακριβώς την ουσιαστική συμμετοχή των αναγκαίων κληρονόμων στην περιουσία του κληρονομούμενου επιδιώκει να διασφαλίσει ο νομοθέτης με τις διατάξεις των άρθρων 1831 επ. ΑΚ, αποβλέποντας όχι απλώς στην τυπική (άρθρα 1825 § 2 και 1829 ΑΚ), αλλά πλέον και στην οικονομική διάσταση της συμμετοχής των μεριδούχων στην κληρονομία, μέσω της προστασίας της συμμετοχής αυτής από αντιτιθέμενες χαριστικές παραχωρήσεις του κληρονομούμενου. 17. Ενόψει της νομοθετικής αυτής επιδίωξης, στο πλαίσιο των άρθρων 1831 επ. ΑΚ δεν είναι καταρχήν αποφασιστικής σημασίας η νομοτεχνική διάθρωση μιας χαριστικής περιουσιακής μετακίνησης εφόσον δεν έχει κάποιο ουσιαστικό αντίκτυπο στην περιουσιακή κατάσταση των εμπλεκομένων. Με άλλα λόγια, έννομη τάξη επιτρέπει τη μεταβίβαση με μία δικαιοπραξία από τον μοναδικό κύριο του πράγματος ενός ιδανικού μεριδίου της κυριότητας. 25. Την ενιαία αντιμετώπιση των δύο δικαιοπραξιών δεν αμφισβητεί ούτε η νομολογία, η οποία λαμβάνει υπόψη για τον υπολογισμό της πλασματικής κληρονομίας (άρθρο 1831 ΑΚ) και καταλογίζει στον δωρεοδόχο (άρθρο 1833 ΑΚ) την αξία μόνο της ψιλής και όχι της πλήρους κυριότητας, βλ. τις αποφάσεις που αναφέρονται στις υποσ. 5 επ. 26. Πρβλ. τη θέση που γίνεται δεκτή στη Γερμανία ότι από τη δωρεά ακινήτου με παρακράτηση της επικαρπίας ο περιορισμένα ικανός ανήλικος δωρεοδόχος αποκτά απλώς έννομο όφελος, βλ. λ.χ. BGH, 3.2.2005, NJW 2005, 1430 (1431)· Wilhelm, Sachenrecht, 2007, αρ. 819 επ. 27. Για τον λόγο αυτόν δεν είναι πάντα αναγκαία η αποτίμηση της αξίας της νόμιμης μοίρας, βλ. ενδεικτικά Φίλιο, Ειδ. Κληρον. Δίκαιο, 2006, § 55 Α 1 με περαιτέρω παραπομπές. 146 Αντώνης Παπαδημητρόπουλος Digesta 2010 επειδή ο σκοπός που επιδιώκεται με τα άρθρα 1831 επ. ΑΚ είναι προφανώς οικονομικός –ουσιαστική συμμετοχή των αναγκαίων κληρονόμων στην κληρονομιαία περιουσία–, οικονομική πρέπει να είναι κατά κανόνα και η προσέγγιση των δικαιοπραξιών που καταρτίζει ο κληρονομούμενος, με την έννοια ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ουσιαστικά περιουσιακά αποτελέσματα που προκαλούν οι δικαιοπραξίες αυτές28. Για τον λόγο ακριβώς αυτόν οι εδώ εξεταζόμενες συμβάσεις (μεταβίβαση πλήρους κυριότητας και σύσταση επικαρπίας) δεν πρέπει να εξετάζονται ξεχωριστά η μία από την άλλη, αλλά ενιαία, όπως ακριβώς απέβλεψαν σ’ αυτές και τις πραγματοποίησαν τα εμπλεκόμενα μέρη. Αντίστοιχα, είναι δικαιολογημένο να γίνεται εν προκειμένω –και πράγματι γίνεται στη συνέχεια της παρούσας μελέτης– λόγος όχι μόνο για «δωρεά», αλλά, παρά την νομική ανακριβολογία που εμπεριέχεται σ’ αυτού του είδους την ορολογία, ακόμη και για «μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας» όταν ο κύριος δωρίζει ή μεταβιβάζει την κυριότητα του πράγματος με παρακράτηση της επικαρπίας 29 . Γ. Σύγκριση δωρεάς με παρακράτηση της επικαρπίας και δωρεάς αιτία θανάτου 18. Με σκοπό την επίλυση ορισμένων τουλάχιστον από τα ζητήματα που παρουσιάστηκαν προηγουμένως30 , έχει προταθεί η εξομοίωση της δωρεάς με παρακράτηση της επικαρπίας προς τη δωρεά αιτία θανάτου31. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η δωρεά αιτία θανάτου και η δωρεά με παρακράτηση της επικαρπίας διαφέρουν μεν κατά το ότι ο ψιλός κύριος, όσον αφορά την απόκτηση της χρήσης και κάρπωσης του πράγματος με την απόσβεση της επικαρπίας λόγω θανάτου του 28. Πρβλ. ιδίως την ευρεία διατύπωση του άρθρου 1831 § 2 ΑΚ («[…] οτιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε, όσο ζούσε, χωρίς αντάλλαγμα σε μεριδούχο είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο […]») όσον αφορά χαριστικές παροχές προς μεριδούχους: Ο ακριβής τρόπος με τον οποίο πραγματοποιούνται οι παροχές δεν έχει σημασία ενόψει του αποφασιστικού στοιχείου της έλλειψης ανταλλάγματος. 29. Ομοίως, στις περιπτώσεις που η παρακράτηση της επικαρπίας γίνεται όχι υπέρ του δωρητή, αλλά (ενδεχομένως υπέρ του δωρητή και) ενός τρίτου, η απόκτηση της επικαρπίας από τον τρίτο πρέπει να αντιμετωπίζεται καταρχήν ως δωρεά του δωρητή προς τον τρίτο. Αυτό ισχύει ακόμη κι αν η σύσταση της επικαρπίας γίνεται από αυτόν που αποκτά την κυριότητα απευθείας στο πρόσωπο του τρίτου (για τη νομοτεχνική κατασκευή στην περίπτωση αυτή βλ. παραπάνω αρ. 11 και ιδίως υποσ. 21). Διότι ο δωρεοδόχος που αποκτά την κυριότητα ενεργεί στην ουσία για λογαριασμό του δωρητή όταν συστήνει την επικαρπία υπέρ του τρίτου· επομένως, ο δωρητής είναι αυτός που παρέχει την επικαρπία στον τρίτο χρησιμοποιώντας προς τον σκοπό αυτόν ένα τρίτο πρόσωπο. Στην ουσία, η περίπτωση αυτή δεν διαφέρει ιδιαίτερα από τη δωρεά ενός πράγματος που δεν ανήκει στον δωρητή, οπότε ο τελευταίος αγοράζει το πράγμα από τον κύριο με τη συμφωνία να το μεταβιβάσει ο τελευταίος απευθείας στον δωρεοδόχο. 30. Βλ. παραπάνω αρ. 2 επ. 31. Καστρήσιος, ΧρΙΔ 2009, 626 επ. Digesta 2010 Υπολογισμός της νόμιμης μοίρας 147 δωρητή, δεν είναι (καθολικός ή ειδικός) διάδοχος του τελευταίου, αλλά αποκτά εξ ιδίου δικαίου (δυνάμει του δικαιώματος κυριότητας)32, ενώ ο δωρεοδόχος αιτία θανάτου αποκτά την πλήρη κυριότητα του πράγματος ως ειδικός διάδοχος του δωρητή. Τα δύο μορφώματα παρουσιάζουν όμως ουσιώδεις ομοιότητες στην οικονομική τους λειτουργία. Συγκεκριμένα, όταν δωρίζεται η κυριότητα με παρακράτηση της επικαρπίας, ο δωρεοδόχος (ψιλός κύριος) αποκτά τη χρήση και κάρπωση του πράγματος με τον θάνατο του δωρητή και τη συνακόλουθη απόσβεση της επικαρπίας. Το ίδιο όμως συμβαίνει και στη δωρεά αιτία θανάτου: Δεδομένου ότι αυτή συνιστά δωρεά με την αναβλητική αίρεση της προαποβίωσης του δωρητή ή συναποβίωσης των συμβαλλομένων και τελεί υπό την προϋπόθεση ότι ο δωρεοδόχος δεν έχει στο μεταξύ την απόλαυση των αντικειμένων που δωρίζονται (άρθρο 2032 ΑΚ), η χρήση και κάρπωση του πράγματος αποκτώνται από τον δωρεοδόχο με τον θάνατο του δωρητή. Επιπλέον, σε περίπτωση δωρεάς με παρακράτηση της επικαρπίας ο δωρεοδόχος αποκτά μεν την χρήση και κάρπωση του πράγματος με την απόσβεση της επικαρπίας εκ του νόμου, επειδή δηλαδή είναι, κατά τον χρόνο θανάτου του δωρητή, ψιλός κύριος. Επειδή όμως η (ψιλή) κυριότητα είχε περιέλθει στον δωρεοδόχο με τη βούληση του δωρητή, μπορεί να λεχθεί ότι και η απόκτηση της χρήσης και κάρπωσης του πράγματος στηρίζεται τελικά στην ίδια αυτή βούληση, όπως ακριβώς συμβαίνει με την απόλαυση του αντικειμένου της δωρεάς αιτία θανάτου, την οποία ο δωρεοδόχος αποκτά με την πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης της προ- ή συναποβίωσης του δωρητή. 19. Σύμφωνα με την εξεταζόμενη άποψη, οι προαναφερόμενες ομοιότητες της δωρεάς με παρακράτηση της επικαρπίας αφενός και της δωρεάς αιτία θανάτου αφετέρου επιβάλλουν, όσον αφορά τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας, την αναλογική εφαρμογή στις δωρεές με παρακράτηση της επικαρπίας όσων ισχύουν για τις δωρεές αιτία θανάτου. Συγκεκριμένα, για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας οι δωρεές αιτία θανάτου προστίθενται στην πραγματική κληρονομία με την αξία της παροχής κατά τον χρόνο θανάτου του δωρητή. Ο κανόνας αυτός θεμελιώνεται είτε στο άρθρο 1831 § 1 ΑΚ, με το επιχείρημα ότι το αντικείμενο της δωρεάς βρίσκεται κατά τον χρόνο θανάτου του δωρητή ακόμη στο ενεργητικό της κληρονομιαίας περιουσίας, είτε στο άρθρο 1831 § 2 ΑΚ, το οποίο καταλαμβάνει όλες τις δωρεές, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για δωρεές αιτία θανάτου ή για δωρεές εν ζωή33. Η αναλογική εφαρμογή του εν λόγω κανόνα στις δωρεές με 32. Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1641/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΕφΔωδ 356/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 33. Η πρακτική διαφορά των δύο απόψεων σχετικά με την αντιμετώπιση των δωρεών αιτία θανάτου κατά τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας έγκειται στο ερώτημα αν στην πλασματική κληρονομία συνυπολογίζονται δωρεές αιτία θανάτου προς μη μεριδούχους που έγιναν από λόγους ευπρέπειας ή από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον. Για τις δύο αυτές απόψεις, οι οποίες πάντως δεν θα απασχολήσουν περαιτέρω εδώ, βλ. αναλυτικά Καστρήσιο, ΧρΙΔ 2009, 626, με περαιτέρω παραπομπές. 148 Αντώνης Παπαδημητρόπουλος Digesta 2010 παρακράτηση της επικαρπίας έχει λοιπόν ως συνέπεια την προσθήκη της επικαρπίας στην πλασματική κληρονομία του επικαρπωτή με την αξία που είχε κατά τον χρόνο του θανάτου του, και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν ο δωρεοδόχος (ψιλός κύριος) είναι κατά τον χρόνο του θανάτου του δωρητή κληρονόμος αυτού34 . 20. Η εξομοίωση της δωρεάς με παρακράτηση της επικαρπίας προς δωρεά αιτία θανάτου προκειμένου να συνυπολογίζεται η αξία της επικαρπίας στην πλασματική κληρονομία κατ’ άρθρο 1831 ΑΚ παρουσιάζει καταρχάς τα ίδια πρακτικά και θεωρητικά προβλήματα που συνδέονται γενικά με την αποτίμηση της αξίας της επικαρπίας που αποσβέστηκε με τον θάνατο του επικαρπωτή35. Επιπλέον, είναι εκτεθειμένη στις ίδιες αντιρρήσεις που εγείρονται γενικά κατά του συνυπολογισμού της επικαρπίας στην πλασματική κληρονομία κατ’ άρθρο 1831 ΑΚ και του καταλογισμού της αξίας της στον δωρεοδόχο αν οι τελευταίος είναι ταυτόχρονα και μεριδούχος κατ’ άρθρο 1833 ΑΚ36. Ωστόσο, και η ίδια η βάση της αναλογίας, η ουσιαστική ομοιότητα δηλαδή ανάμεσα στη δωρεά με παρακράτηση της επικαρπίας και στη δωρεά αιτία θανάτου, φαίνεται αμφίβολη. Η παρατήρηση αυτή δεν αφορά τόσο τη διαπίστωση ότι η απόκτηση της χρήσης και κάρπωσης του αντικειμένου της δωρεάς από τον δωρεοδόχο στη δωρεά με παρακράτηση της επικαρπίας και στη δωρεά αιτία θανάτου στηρίζεται εν τέλει στη δικαιοπρακτική βούληση του δωρητή, όσο την υπόρρητη υπόθεση ότι υπό αμφότερα τα μορφώματα ο δωρεοδόχος αποκτά στην ουσία το ίδιο περιουσιακό αντικείμενο. 21. Στη δωρεά με παρακράτηση της επικαρπίας ο δωρεοδόχος αποκτά ήδη κατά τον χρόνο εκπλήρωσης της δωρεάς οριστικά την ψιλή κυριότητα του πράγματος, την οποία μπορεί χωρίς πρόβλημα να αξιοποιήσει οικονομικά, ιδίως μέσω της πώλησης του δικαιώματός του σε τρίτους ή της επιβάρυνσής του με υποθήκη, χωρίς να εξαρτάται ούτε από τη βούληση του δωρητή ούτε από την επέλευση ή μη αβέβαιων γεγονότων. Ομοίως, ο δωρεοδόχος αποκτά από τον δωρητή τη βέβαιη προσδοκία μελλοντικής κτήσης της χρήσης και κάρπωσης του πράγματος με την απόσβεση της επικαρπίας· αβέβαιος είναι αποκλειστικά ο χρόνος της κτήσης, κι αυτό μόνο υπό την προϋπόθεση (άρθρο 1167 ΑΚ) ότι τα μέρη δεν καθόρισαν κάποιο συγκεκριμένο χρονικό σημείο για την απόσβεση της επικαρπίας37. Συνεπώς, η νομική θέση του δωρεοδόχου στην περίπτωση δωρεάς με παρακράτηση της 34. Πάντως, κατά την άποψη που εξετάζεται εδώ, στις δωρεές με παρακράτηση της επικαρπίας δεν εφαρμόζεται αναλογικά ο κανόνας σύμφωνα με τον οποία η δωρεά αιτία θανάτου είναι άκυρη στην έκταση που θίγει το δικαίωμα νόμιμης μοίρας (άρθρα 2035 και 1829 ΑΚ), επειδή η περιέλευση έστω και ιδανικού μεριδίου της επικαρπίας στον μεριδούχο θα αντέβαινε στον κανόνα του ακληρονόμητου της επικαρπίας (άρθρο 1167 ΑΚ)· αντ’ αυτού εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις για τη μέμψη άστοργης δωρεάς (άρθρα 1835 επ. ΑΚ), Καστρήσιος, ΧρΙΔ 2009, 628. 35. Βλ. παραπάνω αρ. 5 επ. 36. Βλ. παρακάτω αρ. 38 επ. 37. Βλ. υποσ. 18. Digesta 2010 Υπολογισμός της νόμιμης μοίρας 149 επικαρπίας δεν υπόκειται σε ανατροπή ούτε όσον αφορά τις παροντικές δυνατότητες αξιοποίησης του αντικειμένου της δωρεάς (ψιλή κυριότητα) ούτε όσον αφορά την απόκτηση της χρήσης και κάρπωσης του πράγματος κάποια (ορισμένη ή μη) στιγμή στο μέλλον. Αντίθετα, στη δωρεά αιτία θανάτου ο δωρεοδόχος δεν αποκτά οριστικά το αντικείμενο της δωρεάς: Η απόκτησή του εξαρτάται αφενός από την πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης προαποβίωσης του δωρητή ή συναποβίωσης των συμβαλλομένων (άρθρο 2032 ΑΚ) και αφετέρου από τη μη ανάκληση της δωρεάς από τον δωρητή, η οποία, κατά τη σύλληψη του νομοθέτη, είναι κατά κανόνα ελεύθερη (άρθρο 2033 § 1 ΑΚ), σε κάθε περίπτωση είναι δε δυνατή υπό τους όρους των άρθρων 505 επ. ΑΚ (άρθρο 2034 ΑΚ). Τέλος, το κύρος της δωρεάς αιτία θανάτου εξαρτάται πάντα από την επάρκεια της υπόλοιπης κληρονομιαίας περιουσίας για την ικανοποίηση της νόμιμης μοίρας των μεριδούχων (άρθρα 2035 και 1829 ΑΚ). Αντίθετα, η δωρεά με παρακράτηση της επικαρπίας, εφόσον θίγει τη νόμιμη μοίρα, υπόκειται στη σαφώς ευνοϊκότερη για τον δωρεοδόχο ρύθμιση των διατάξεων για τη μέμψη άστοργης δωρεάς (άρθρα 1835 επ. ΑΚ)38 . 22. Οι προαναφερόμενες διαφορές συνδέονται τελικά με τον διαφορετικό βαθμό στον οποίο μπορεί να μιλήσει κανείς, υπό ουσιαστικό - οικονομικό πρίσμα, για ένταξη του αντικειμένου της δωρεάς στην περιουσία του δωρεοδόχου ή, υπό το αντίθετο πρίσμα, για διατήρησή του στην περιουσία του δωρητή ήδη κατά τον χρόνο συντέλεσης της δωρεάς: Ενώ με τη δωρεά με παρακράτηση της επικαρπίας συντελείται, ήδη στον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας, μια ουσιαστική περιουσιακή μετακίνηση από τον δωρητή προς τον δωρεοδόχο (απόκτηση της ψιλής κυριότητας και της βέβαιης προσδοκίας απόκτησης της χρήσης και κάρπωσης του πράγματος), η αντίστοιχη περιουσιακή μετακίνηση στη δωρεά αιτία θανάτου είναι πολύ πιο χαλαρή, δεδομένου ότι η οριστική απόκτηση του αντικειμένου της δωρεάς από τον δωρεοδόχο εξαρτάται από την πλήρωση πολλών προϋποθέσεων. 23. Στη δωρεά με παρακράτηση της επικαρπίας ο δωρητής αποξενώνεται λοιπόν από το αντικείμενο της δωρεάς σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι ο δωρητής στη δωρεά αιτία θανάτου. Η διαπίστωση αυτή δικαιολογεί τη διαφορετική αντιμετώπιση των δύο μορφωμάτων κατά τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας. Όσον αφορά τη δωρεά αιτία θανάτου, η απόκτηση της χρήσης και κάρπωσης του πράγματος από τον δωρεοδόχο είναι, μέχρι τον θάνατο του δωρητή, ιδιαίτερα αβέβαιη. Με άλλα λόγια, μέχρι τον θάνατο του δωρητή η χρήση και κάρπωση του πράγματος βρίσκεται ουσιαστικά ακόμη στην εξουσία διάθεσης του τελευταίου, δεδομένης της αβεβαιότητας αφενός ως προς την πλήρωση της αναβλητικής 38. Βλ. παρακάτω αρ. 69 επ. Αναφορικά με το ερώτημα αν σε μέμψη άστοργης δωρεάς υπόκεινται και δωρεές με παρακράτηση της επικαρπίας προς μη μεριδούχους οι οποίες καταρτίστηκαν πριν από την τελευταία δεκαετία που προηγήθηκε του θανάτου του δωρητή βλ. παρακάτω αρ. 59 επ. 150 Αντώνης Παπαδημητρόπουλος Digesta 2010 αίρεσης υπό την οποία εξαρτάται η δωρεά αιτία θανάτου (άρθρο 2032 ΑΚ) και αφετέρου ως προς την ανάκληση της δωρεάς (άρθρα 2033 επ. ΑΚ). Συνεπώς, είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι το αντικείμενο της δωρεάς βρίσκεται κατά τον χρόνο του θανάτου του δωρητή ακόμη στην κληρονομιαία περιουσία ή, σε κάθε περίπτωση, ότι πρέπει τουλάχιστον να συνυπολογιστεί σ’ αυτήν. Αντίθετα, στη δωρεά με παρακράτηση της επικαρπίας η απόκτηση, με την απόσβεση της επικαρπίας, της χρήσης και κάρπωσης του πράγματος από τον δωρεοδόχο (ή έστω τους διαδόχους του) είναι απολύτως βέβαιη, ενώ προφανώς ούτε η παράταση της διάρκειας της επικαρπίας με πράξεις του δωρητή είναι εφικτή. Συνεπώς, μπορεί να λεχθεί ότι η (μελλοντική) χρήση και η (μελλοντική) κάρπωση του πράγματος ανήκουν κατά κάποιο τρόπο στον δωρεοδόχο ως ψιλό κύριο ήδη από τον χρόνο της δωρεάς· απλώς η απόκτησή τους αναβάλλεται μέχρι την απόσβεση της επικαρπίας. Κατά τούτο φαίνεται δικαιολογημένη η προσμέτρηση της επικαρπίας μάλλον στην περιουσία του δωρεοδόχου παρά στην περιουσία του δωρητή και συνακόλουθα η μη προσμέτρησή της στην πλασματική κληρονομία κατ’ άρθρο 1831 ΑΚ39 . Αντιθέτως, το αντίστροφο συμπέρασμα φαίνεται ορθότερο όσον αφορά τη δωρεά αιτία θανάτου: Δεδομένων των αυξημένων πιθανοτήτων να μην περιέλθει ποτέ το αντικείμενο της δωρεάς στον δωρεοδόχο ή στους κληρονόμους του, είναι οικονομικά εύλογη η ένταξη της χρήσης και κάρπωσης του πράγματος που απολαμβάνει μέχρι τον θάνατό του ο δωρητής στην περιουσία μάλλον του τελευταίου παρά του δωρεοδόχου. Δ. Η αξία της δωρεάς με παρακράτηση της επικαρπίας 24. Από την ανάλυση που μόλις προηγήθηκε καθίσταται μάλλον σαφές ότι τα ζητήματα που ανακύπτουν κατά τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας στη δωρεά με παρακράτηση της επικαρπίας δεν μπορούν να επιλυθούν χωρίς μια οικονομική προ- σέγγιση των δημιουργούμενων έννομων καταστάσεων. Ιδίως είναι αναγκαία μια οικονομική προσέγγιση των περιουσιακών μετακινήσεων που συντελούνται τόσο κατά τον χρόνο πραγματοποίησης της δωρεάς όσο και κατά τον χρόνο απόσβεσης της επικαρπίας, συνήθως κατά τον χρόνο θανάτου του δωρητή (άρθρο 1167 ΑΚ). Ο λόγος που επιβάλλει μια τέτοιου είδους οικονομική προσέγγιση έγκειται, όπως προ- αναφέρθηκε40, στην τελεολογία των οικείων διατάξεων, οι οποίες αποβλέπουν στην ουσιαστική συμμετοχή των μεριδούχων στην κληρονομιαία περιουσία. 1. Κρίσιμος χρόνος υπολογισμού - νομοθετική κατανομή του κινδύνου μεταβολής της αξίας του αντικειμένου της δωρεάς 39. Η κατ’ ουσίαν οικονομική αυτή εκτίμηση επιβεβαιώνεται και από την ανάλυση που ακολουθεί, βλ. παρακάτω αρ. 28 επ. 40. Βλ. παραπάνω αρ. 16 επ. Digesta 2010 Υπολογισμός της νόμιμης μοίρας 151 25. Η διατύπωση των άρθρων 1831 § 2 και 1833 § 1 ΑΚ καθιστά αναμφίβολη τη νομοθετική απόφαση για τον κρίσιμο χρόνο στον οποίο υπολογίζεται η αξία των παροχών του κληρονομούμενου προς μεριδούχους ή τρίτους: Τόσο αναφορικά με τον υπολογισμό της πλασματικής κληρονομίας (άρθρο 1831 ΑΚ) όσο και αναφορικά με τον καταλογισμό σε μεριδούχο κάποιας παροχής του κληρονομούμενου (άρθρο 1833 ΑΚ) αποφασιστική είναι η αξία της παροχής στον χρόνο που έγινε (έτσι η διατύπωση του άρθρου 1833 § 1 ΑΚ∙ το ίδιο νόημα έχει και η διατύπωση του άρθρου 1831 § 2 ΑΚ: «κατά τον χρόνο της παροχής»41), ενώ δεν λαμβάνονται υπόψη μεταγενέστερες μεταβολές. Με αυτή τη ρητή απόφασή του για το κρίσιμο χρονικό σημείο στο οποίο υπολογίζονται οι αξίες των προσθετέων στην πλασματική κληρονομία (άρθρο 1831 ΑΚ) και καταλογιστέων στους μεριδούχους (άρθρο 1833 ΑΚ) δωρεών στον χρόνο της δωρεάς και όχι του θανάτου του δωρητή, ο νομοθέτης προέβη σε μια συνειδητή κατανομή υπέρ και κατά των εμπλεκομένων (δωρεοδόχων, μεριδούχων και λοιπών κληρονόμων) του κινδύνου μεταβολής της αξίας του αντικειμένου της δωρεάς εντός του χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί ανάμεσα στην πραγματοποίηση της δωρεάς και στον θάνατο του δωρητή42 . 26. Όσον αφορά καταρχάς τον υπολογισμό της πλασματικής κληρονομίας κατ’ άρθρο 1831 ΑΚ, αν μειωθεί η αξία του αντικειμένου μιας δωρεάς του κληρονομούμενου προς κάποιον μη μεριδούχο, από τη ρύθμιση του κρίσιμου χρόνου ευνοούνται οι αναγκαίοι κληρονόμοι του δωρητή επειδή η νόμιμη μοίρα τους θα υπολογιστεί στη βάση μιας μεγαλύτερης συνολικά αξίας, αφού στην πραγματική κληρονομία προστίθεται το δώρο με τη μεγαλύτερη αξία που είχε κατά τον χρόνο που έγινε η δωρεά. Αντίστοιχα, τον κίνδυνο μείωσης της αξίας του αντικειμένου της δωρεάς τον φέρουν οι μη αναγκαίοι κληρονόμοι και κληροδόχοι, η εγκατάσταση των οποίων μπορεί να είναι άκυρη (άρθρο 1829 ΑΚ) στον βαθμό που περιορίζει τη νόμιμη μοίρα, ή οι δωρεοδόχοι, οι οποίοι υπόκεινται ενδεχομένως 41. Σε σχέση με τον νομοθετικό αυτόν προσδιορισμό του κρίσιμου χρόνου τίθεται καταρχάς το ερώτημα αν κρίσιμος είναι ο χρόνος κατάρτισης της ενοχικής δικαιοπραξίας, με την οποία ο κληρονομούμενος υποσχέθηκε την παροχή, ή ο χρόνος κατάρτισης της εμπράγματης δικαιοπραξίας, με την οποία εκπληρώνεται η ενοχική. Η κρατούσα και μάλλον ορθή άποψη (βλ. ενδεικτικά Βουζίκα, ό.π. (υποσ. 6), § 146 II 4 (σελ. 815)· Olshausen σε Staudingers Kommentar zum BGB, 2006, § 2325, αρ. 94 και 95, με περαιτέρω παραπομπές), η οποία αποβλέπει στον χρόνο κατάρτισης της εμπράγματης δικαιοπραξίας, επιβεβαιώνεται στο ελληνικό δίκαιο (πρβλ. αντιθέτως τη λιγότερο σαφή § 2325 II ΓερμΑΚ που κάνει λόγο για «Wert zur Zeit der Schenkung») και από τη διατύπωση των άρθρων 1831 § 2 και 1833 § 1 ΑΚ που αναφέρονται στον χρόνο της «παροχής» (πρβλ. και τη διατύπωση της § 2315 ΙΙ ΓερμΑΚ: «Zeit der Zuwendung»). Εννοείται ότι το ερώτημα που τίθεται εδώ δεν έχει πρακτική σημασία όταν ενοχική και εμπράγματη δικαιοπραξία συμπίπτουν χρονικά όπως συμβαίνει συχνά στην πράξη. 42. Πρβλ. Haas σε Staudingers Kommentar zum BGB, 2006, § 2315, αρ. 47· Lange, ό.π. (υποσ. 11), § 2315, αρ. 15· Keim, Παρατηρήσεις στην OLG Nürnberg, 5.10.2004, ZEV 2006, 363. 152 Αντώνης Παπαδημητρόπουλος Digesta 2010 σε μέμψη άστοργης δωρεάς εφόσον η πραγματική κληρονομία δεν επαρκεί για την ικανοποίηση της νόμιμης μοίρας των αναγκαίων κληρονόμων (άρθρα 1835 επ. ΑΚ)43. Αντίστροφα, αν η αξία του αντικειμένου της δωρεάς προς κάποιον μη μεριδούχο αυξηθεί μετά τη δωρεά, ευνοούνται οι μη αναγκαίοι κληρονόμοι του δωρητή, των οποίων η εγκατάσταση δεν θίγει (στην ίδια τουλάχιστον έκταση) τη νόμιμη μοίρα των μεριδούχων, ή οι δωρεοδόχοι, οι οποίοι δεν υπόκεινται (στην ίδια τουλάχιστον έκταση) σε μέμψη άστοργης δωρεάς. Τον κίνδυνο αύξησης της αξίας του αντικειμένου της δωρεάς τον φέρουν με άλλα λόγια οι μεριδούχοι44 . 27. Όσον αφορά αντιθέτως τον κατ’ άρθρο 1833 ΑΚ καταλογισμό στους μεριδούχους παροχών του κληρονομούμενου προς αυτούς είναι προφανές ότι, στις περιπτώσεις που μετά την παροχή αυξάνεται η αξία του αντικειμένου της δωρεάς, η νομοθετική ρύθμιση του κρίσιμου χρόνου ευνοεί τον μεριδούχο που έλαβε την παροχή έναντι των υπόλοιπων κληρονόμων, αναγκαίων και μη, ή των άλλων δωρεοδόχων, που υπόκεινται ενδεχομένως σε μέμψη άστοργης δωρεάς. Ο λόγος είναι ότι στη νόμιμη μοίρα του μεριδούχου καταλογίζεται μικρότερη αξία από αυτήν που θα καταλογιζόταν αν κρίσιμος ήταν ο χρόνος θανάτου του δωρητή. Αντίστοιχα, οι υπόλοιποι μεριδούχοι, κληρονόμοι και δωρεοδόχοι φέρουν τον κίνδυνο αύξησης της αξίας του αντικειμένου της δωρεάς προς κάποιον μεριδούχο. Αντίστροφη είναι βέβαια η κατάσταση που δημιουργείται αν μετά τη δωρεά και ως τον χρόνο θανάτου του δωρητή μειωθεί η αξία του δώρου: Στην περίπτωση αυτή 43. Παράδειγμα: Ο Κ δωρίζει στον φίλο του Φ ένα ακίνητο αξίας 1.000.000 € κατά τον χρόνο της δωρεάς. Ο Κ πεθαίνει μερικά χρόνια αργότερα αφήνοντας ως μοναδικό κληρονόμο του τον γιο του Α, ο οποίος δεν είχε λάβει τίποτα από τον πατέρα του που θα μπορούσε να καταλογιστεί στη νόμιμη μοίρα του κατ’ άρθρο 1833 § 1 ΑΚ. Αν τώρα η αξία της καταλειπόμενης πραγματικής κληρονομίας, στην οποία ο Κ εγκαθιστά με διαθήκη τον ανιψιό του Ε ως κληρονόμο, ανέρχεται σε ύψος 200.000 €, τότε η αξία της πλασματικής κληρονομίας ανέρχεται σε ύψος (200.000 € + 1.000.000 € =) 1.200.000 €, και η νόμιμη μοίρα του Α, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 1831 ΑΚ, θα υπολογιστεί βάσει του ποσού αυτού, ανέρχεται στο ύψος των (1.200.000 € x ½ =) 600.000 €. Στην περίπτωση αυτή, η δωρεά προς τον Φ υπόκειται σε μέμψη για το ποσό των 400.000 €, κατά το οποίο η πραγματική κληρονομιαία περιουσία (200.000 €) υπολείπεται για τη συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του Α, μετά και την ακυρότητα της εγκατάστασης του Ε ως κληρονόμου (άρθρο 1829 ΑΚ). Αν λοιπόν κατά τον χρόνο θανάτου του Κ η αξία του ακινήτου έχει μειωθεί στο ύψος των 600.000 €, είναι προφανές ότι ευνοημένος από τον νομοθετικά καθορισμένο χρόνο υπολογισμού της αξίας της δωρεάς είναι ο Α, αφού διαφορετικά, αν δηλαδή λαμβανόταν υπόψη η αξία του ακινήτου στον χρόνο του θανάτου, η νόμιμη μοίρα του Α θα υπολογιζόταν σε πλασματική κληρονομία αξίας (600.000 € + 200.000 € =) 800.000 € και θα ανερχόταν στο ύψος των (800.000 € x ½ =) 400.000 €. Στην περίπτωση αυτή, η δωρεά προς τον Φ θα υπέκειτο σε μέμψη μόνο για το ποσό των 200.000 €, κατά το οποίο η κληρονομιαία περιουσία (200.000 €) θα υπολειπόταν για τη συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του Α, μετά και την ακυρότητα της εγκατάστασης του Ε ως κληρονόμου (άρθρο 1829 ΑΚ). 44. Αυτό γίνεται κατανοητό αν αντιστρέψει κανείς το παράδειγμα της υποσ. 43 θεωρώντας ότι η αξία του ακινήτου ανέρχεται, κατά τον χρόνο της δωρεάς, στα 600.000 € και κατά τον χρόνο θανάτου του Κ στο 1.000.000 €. Digesta 2010 Υπολογισμός της νόμιμης μοίρας 153 επιβαρύνεται ο μεριδούχος - δωρεοδόχος45. Μάλιστα, η κατανομή του κινδύνου μεταβολής της αξίας του αντικειμένου της δωρεάς την οποία επιφέρει η ρύθμιση του άρθρου 1833 ΑΚ δεν αναιρείται από τη διαπίστωση ότι η δωρεά προς κάποιον μεριδούχο δεν καταλογίζεται απλώς στη νόμιμη μοίρα του (άρθρο 1833 ΑΚ), αλλά προσαυξάνει και το ύψος της πλασματικής κληρονομίας επί τη βάσει της οποίας υπολογίζεται η νόμιμη μοίρα (άρθρο 1831 ΑΚ)46. Διότι η προσαύξηση της πλασματικής κληρονομίας κατ’ άρθρο 1831 ΑΚ ευνοεί τον μεριδούχο - δωρεοδόχο μόνο κατά το ήμισυ, όσο δηλαδή και το ύψος της νόμιμης μοίρας σε σχέση με την εξ αδιαθέτου κληρονομική μερίδα του (άρθρο 1825 § 1 εδ. β΄ ΑΚ), ενώ ο καταλογισμός της παροχής που έλαβε από τον δωρητή κατ’ άρθρο 1833 ΑΚ γίνεται για όλη την αξία της παροχής47 . 45. Βλ. και Lange, ό.π. (υποσ. 11), § 2315, αρ. 15· Keim, ZEV 2006, 363. Παράδειγμα: Ο Κ δωρίζει στον γιο του Α ένα ακίνητο αξίας, κατά τον χρόνο της δωρεάς, 1.000.000 €. Μερικά χρόνια αργότερα ο Κ πεθαίνει αφήνοντας με διαθήκη όλη την περιουσία του, η αξία της οποίας ανέρχεται σε ύψος 2.000.000 €, στον ανιψιό του Ε, αγνοώντας τον μοναδικό αναγκαίο κληρονόμο του (Α). Εδώ, η αξία της πλασματικής κληρονομίας (άρθρο 1831 ΑΚ) ανέρχεται σε (2.000.000 € + 1.000.000 € =) 3.000.000 €, συνεπώς η νόμιμη μοίρα του Α ανέρχεται σε ύψος (3.000.000 € x ½ =) 1.500.000 €. Στον Α καταλογίζεται, βάσει του άρθρου 1833 § 1 ΑΚ, η δωρεά που έλαβε από τον Κ με την αξία του 1.000.000 €, επομένως απομένουν προς συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του 500.000 €, για τα οποία η εγκατάσταση του Ε είναι άκυρη (άρθρο 1829 ΑΚ). Στην περίπτωση τώρα που μετά τη δωρεά προς τον Α αυξήθηκε η αξία του ακινήτου και ανέρχεται πλέον στο 1.300.000 €, ο Α ευνοείται επειδή, παρά την αύξηση αυτή, συνεχίζει να καταλογίζεται στη νόμιμη μοίρα του μόνο το ποσό του 1.000.000 € και συνεπώς συνεχίζουν να υπολείπονται ακόμη 500.000 € για τη συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του. Αν αντιθέτως η αξία του ακινήτου μειώθηκε μετά τη δωρεά στο ύψος των 700.000 €, η ρύθμιση του κατ’ άρθρο 1833 ΑΚ κρίσιμου χρόνου ευνοεί τον Ε, επειδή ο Α συμμετέχει στην κληρονομιαία περιουσία ως αναγκαίος κληρονόμος μόνο για το ποσό των (1.500.000 € - 1.000.000 € =) 500.000 €, το οποίο απομένει μετά τον καταλογισμό στη νόμιμη μοίρα του της αξίας του ακινήτου που είχε λάβει από τον Κ, μολονότι η αξία του ακινήτου είναι πλέον μικρότερη του 1.000.000 €. 46. Βλ. αμέσως παραπάνω αρ. 26. 47. Στο παράδειγμα της υποσ. 45, σε περίπτωση μείωσης της αξίας του αντικειμένου της δωρεάς, ο Α ευνοείται μεν από τον κανόνα του άρθρου 1831 ΑΚ επειδή, παρά τη μείωση, η πλασματική κληρονομία υπολογίζεται με βάση τη (μεγαλύτερη) αξία του δώρου κατά τον χρόνο της δωρεάς. Στο παράδειγμα που εξετάζεται εδώ, η πλασματική κληρονομία, επί της οποίας προσδιορίζεται η νόμιμη μοίρα του Α υπολογίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 1831 ΑΚ, σε ύψος (2.000.000 € + 1.000.000 € =) 3.000.000 € και όχι σε ύψος (2.000.000 € + 700.000 € =) 2.700.000 €, όπως θα υπολογιζόταν αν αποφασιστική ήταν η αξία του αντικειμένου της δωρεάς κατά τον χρόνο του θανάτου. Αντίστοιχα, η νόμιμη μοίρα του Α υπολογίζεται, λόγω του άρθρου 1831 ΑΚ σε ύψος (3.000.000 € x ½ =) 1.500.000 € και όχι σε ύψος (2.700.000 € x ½ =) 1.350.000 €, όπως θα γινόταν αν κρίσιμη ήταν η αξία κατά τον χρόνο του θανάτου. Ωστόσο, σε περίπτωση μείωσης της αξίας του αντικείμενου της δωρεάς, ο κανόνας του άρθρου 1833 ΑΚ επιβαρύνει τον Α περισσότερο απ’ όσο τον ευνοεί ο κανόνας του άρθρου 1831 ΑΚ: Στη νόμιμη μοίρα του Α καταλογίζονται 1.000.000 €, συνεπώς υπολείπονται για τη συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του (1.500.000 € - 1.000.000 € =) 500.000 €. Αν αντιθέτως κρίσιμη για τον υπολογισμό ήταν η αξία του δώρου κατά τον χρόνο του θανάτου, για τη συμπλήρωση της νόμιμης 154 Αντώνης Παπαδημητρόπουλος Digesta 2010 2. Η αξία της ψιλής κυριότητας και η μελλοντική απόσβεση της επικαρπίας 28. Κομβικό για τα ζητήματα που εξετάζονται στην παρούσα μελέτη είναι το ερώτημα σε τι ακριβώς συνίσταται η αξία της ψιλής κυριότητας, η οποία, σε περίπτωση δωρεάς με παρακράτηση της επικαρπίας, προσμετράται στην πλασματική κληρονομία (άρθρο 1831 ΑΚ) και καταλογίζεται στο δωρεοδόχο αν αυτός είναι ταυτόχρονα και μεριδούχος (άρθρο 1833 ΑΚ)48 . 29. Με τη σύσταση της επικαρπίας ο επικαρπωτής αποκτά δικαίωμα για πλήρη 49 χρήση και κάρπωση του ξένου πράγματος χωρίς να θίγει την ουσία του (άρθρο 1142 ΑΚ). Αντίστοιχα, η κυριότητα απογυμνώνεται από κάθε εξουσία χρήσης και κάρπωσης του πράγματος50. Η απογύμνωση αυτή θέτει το ερώτημα πού έγκειται η αξία της ψιλής κυριότητας για τον ψιλό κύριο. Τυχόν απάντηση με το περιεχόμενο ότι ο κύριος μπορεί να μεταβιβάζει την ψιλή κυριότητα ή να την επιβαρύνει με ενέχυρο, αν πρόκειται για κινητό, ή υποθήκη, αν πρόκειται για ακίνητο, είναι προφανώς ανεπαρκής: Η μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας μπορεί να αποφέρει κάποιο όφελος για τον ψιλό κύριο στο πλαίσιο κάποιας ανταλλακτικής σύμβασης, μόνο εφόσον ο αυτός που την αποκτά, ο νέος ψιλός κύριος, μπορεί να προσδοκά κάποιο πρακτικό όφελος που δικαιολογεί το αντάλλαγμα που καταβάλλει γι’ αυτήν και ούτως καθεξής. Ομοίως, η παραχώρηση ενεχύρου ή υποθήκης έχει νόημα για τον ενεχυρούχο ή ενυπόθηκο δανειστή μόνο αν η ψιλή κυριότητα μπορεί να εκπλειστηριαστεί, μόνο εφόσον δηλαδή υπάρχουν ενδιαφερόμενοι να την αποκτήσουν έναντι κάποιου ανταλλάγματος, πράγμα που προϋποθέτει με τη σειρά του ότι ο μελλοντικός ψιλός κύριος μπορεί να προσδοκά κάποιο πρακτικό όφελος από αυτήν. 30. Η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα καθίσταται μάλλον προφανής εξ μοίρας του Α θα υπολείπονταν (1.350.000 € - 700.000 € =) 650.000 €. 48. Εννοείται ότι εδώ ενδιαφέρει όχι η λεγόμενη από διαθέσεως αξία της ψιλής κυριότητας, η οποία προφανώς δεν έχει καμία σημασία στο πλαίσιο των άρθρων 1831 και 1833 ΑΚ, αλλά η οικονομική της αξία, όπως αποτυπώνεται κατά κύριο λόγο στην αγοραία αξία της, πρβλ. υποσ. 11. 49. Για την παράλειψη του όρου «πλήρη» από το κείμενο του ΑΚ στη δημοτική βλ. Γεωργιάδη, ό.π. (υποσ. 3), § 76 αρ. 1 υποσ. 2. 50. Θεωρητικά βέβαια, ακόμη κι αν δεν έχουν παρακρατηθεί ορισμένες εξουσίες χρήσης και κάρπωσης του πράγματος υπέρ του ψιλού κυρίου (βλ. υποσ. 3), δεν αποκλείεται να αποκομίσει ο ψιλός κύριος κάποια –σε ευρεία έννοια– ωφελήματα από το πράγμα. Για παράδειγμα, «[κ]αρποί που συνέλεξε ο επικαρπωτής καθ’ υπέρβαση της τακτικής εκμετάλλευσης ή εξαιτίας έκτακτων περιστατικών περιέρχονται κατά το πλεόνασμα στον κύριο» σύμφωνα με το άρθρο 1150 ΑΚ. Επίσης, στον κύριο ανήκει ο θησαυρός που τυχόν θα βρεθεί στο ακίνητο (άρθρο 1151 ΑΚ). Αυτές όμως οι ωφέλειες του ψιλού κυρίου είναι τόσο ασήμαντες πρακτικά που δεν ασκούν κάποια αισθητή επιρροή στην αξία της ψιλής κυριότητας· για τον λόγο αυτόν μπορούν χωρίς πρόβλημα να αγνοηθούν στην παρούσα ανάλυση, ενώ σε κάθε περίπτωση μπορούν να συνεκτιμώνται κατά την αποτίμηση της ψιλής κυριότητας. Digesta 2010 Υπολογισμός της νόμιμης μοίρας 155 αντιδιαστολής, αν επιχειρήσει κανείς να προσδιορίσει την αξία της ψιλής κυριότητας στην περίπτωση που η επικαρπία δεν αποσβηνόταν ποτέ, είτε επειδή, κατ’ απόκλιση από τον κανόνα του άρθρου 1167 ΑΚ, συστάθηκε ως κατά κυριολεξία αναπόσβεστη51, είτε επειδή παραχωρήθηκε σε νομικό πρόσωπο που δεν αναμένεται να εκλείψει εντός ανθρώπινα προβλέψιμου χρονικού διαστήματος, όπως είναι λ.χ. η επικαρπία που συστήνεται υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση η ψιλή κυριότητα δεν θα είχε απολύτως καμία αξία και μάλιστα ανεξάρτητα από το πόσο μεγάλη θα ήταν η αξία της πλήρους κυριότητας: Δεδομένου ότι ο (εκάστοτε) ψιλός κύριος δεν μπορεί να αναμένει ότι θα αποκτήσει ποτέ ο ίδιος ή οι διάδοχοί του το δικαίωμα χρήσης και κάρπωσης του πράγματος, αφού αυτό ανήκει αέναα στον επικαρπωτή, η ψιλή κυριότητα δεν μπορεί καθ’ οιονδήποτε πρακτικά σημαντικό τρόπο να επιφέρει κάποιου είδους παροντική ή μελλοντική βελτίωση της θέσης του ψιλού κυρίου, έτσι ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπεριέχει κάποια οικονομική αξία. Χωρίς έστω την ελπίδα ότι η ψιλή κυριότητα θα αναπτυχθεί κάποτε σε πλήρη κυριότητα μέσω της ένωσής της με την επικαρπία, η ύπαρξη του δικαιώματος ψιλής κυριότητας ταυτίζεται οικονομικά με την ανυπαρξία οποιουδήποτε δικαιώματος επί του πράγματος. 31. Δεν χωρεί λοιπόν αμφιβολία ότι η αξία της ψιλής κυριότητας συνίσταται αποκλειστικά και μόνο στην προσδοκία ότι κάποτε θα ενωθεί με την επικαρπία και ο τότε ψιλός κύριος θα αποκτήσει ο ίδιος δικαίωμα χρήσης και κάρπωσης του πράγματος. Με άλλα λόγια, η αξία της ψιλής κυριότητας ταυτίζεται απολύτως με την αξία της προσδοκίας που εμπεριέχεται στο δικαίωμα ψιλής κυριότητας να καταστεί κάποτε στο μέλλον, με την απόσβεση της επικαρπίας, πλήρης κυριότητα· αυτοτελώς, ανεξάρτητα δηλαδή από την προσδοκία αυτή, η ψιλή κυριότητα δεν έχει απολύτως καμία οικονομική αξία. Για τον λόγο αυτόν, μολονότι η σύσταση επικαρπίας δεν συνδέεται με κάποιου είδους χειροτέρευση ή μείωση της χρησιμότητας του πράγματος καθαυτό, η αξία της ψιλής κυριότητας υπολείπεται πάντα της αξίας της πλήρους κυριότητας, επειδή ο ψιλός κύριος στερείται την – συχνά χρηματικά αποτιμήσιμη– ωφέλεια που θα συνεπάγονταν γι’ αυτόν η χρήση και κάρπωση του πράγματος, τις οποίες αποκτά αντίστοιχα ο επικαρπωτής για όσο χρόνο διαρκεί η επικαρπία. Αν για παράδειγμα ένα ακίνητο, η αξία του οποίου σε κάποια δεδομένη στιγμή ανέρχεται σε 1.000.000 €, μπορεί να αποφέρει στον ιδιοκτήτη του (αποπληθωρισμένα και φορολογημένα) μισθώματα ύψους 10.000 € κατ’ έτος, στην περίπτωση που συσταθεί επικαρπία επ’ αυτού για 20 χρόνια η αξία του για τον ψιλό κύριο μειώνεται τουλάχιστον52 κατά το ποσό των μισθωμάτων που 51. Για το ζήτημα αν είναι πραγματικά επιτρεπτή η σύσταση αέναης επικαρπίας, όπως εκ πρώτης όψεως προκύπτει από τον ενδοτικό χαρακτήρα της ρύθμισης του άρθρου 1167 ΑΚ, βλ. μεταξύ άλλων Γεωργιάδη, ό.π. (υποσ. 3), § 77 αρ. 14 με περαιτέρω παραπομπές. 52. Πρβλ. υποσ. 61. Επιπλέον, θα πρέπει να συνυπολογιστεί εδώ το κέρδος που θα είχε ο 156 Αντώνης Παπαδημητρόπουλος Digesta 2010 δεν θα μπορέσει να εισπράξει (20 x 10.000 € = 200.000 €). 32. Με δεδομένο ότι η οικονομική αξία της ψιλής κυριότητας ταυτίζεται με την προσδοκία της ανάπτυξής της σε πλήρη κυριότητα κάποια στιγμή στο μέλλον, είναι ευνόητο ότι η αξία της ψιλής κυριότητας συναρτάται αποκλειστικά με δύο μεγέθη: αφενός το μελλοντικό χρονικό σημείο στο οποίο αναμένεται να ενωθεί η επικαρπία με την ψιλή κυριότητα και να αποκτήσει ο τότε ψιλός κύριος τη χρήση και κάρπωση του πράγματος, και αφετέρου την προβλεπόμενη αξία της πλήρους κυριότητας κατά το παραπάνω χρονικό σημείο. Όσον αφορά τον πρώτο παράγοντα, το χρονικό δηλαδή σημείο στο οποίο μπορεί να αναμένεται η απόσβεση της επικαρπίας και η ανάπτυξη της ψιλής σε πλήρη κυριότητα, είναι προφανές ότι η αξία της ψιλής κυριότητας μεγεθύνεται όσο εγγύτερα βρίσκεται το χρονικό αυτό σημείο. Έτσι, αν θεωρήσει κανείς ως δεδομένο τον χρόνο στον οποίο πρόκειται να αποσβεστεί η επικαρπία, λ.χ. επειδή η επικαρπία έχει συσταθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα53, η αξία της ψιλής κυριότητας μεγαλώνει διαρκώς με την πάροδο του χρόνου, όσο δηλαδή πλησιάζει χρονικά η απόσβεση της επικαρπίας54 . Ομοίως, αν ο χρόνος απόσβεσης της επικαρπίας είναι αβέβαιος, ιδίως επειδή, όπως συμβαίνει κατά κανόνα (άρθρο 1167 ΑΚ), η επικαρπία αποσβήνεται με τον θάνατο του επικαρπωτή, η αξία της ψιλής κυριότητας μεγαλώνει όσο μεγαλώνει η πιθανότητα να αποσβεστεί σύντομα η επικαρπία και μειώνεται όσο μικραίνει η πιθανότητα αυτή55. Όσον αφορά τον δεύτερο παράγοντα, είναι προφανές ότι κάθε μεταβολή της αναμενόμενης αξίας της πλήρους κυριότητας κατά τον χρόνο απόσβεσης της επικαρπίας συμπαρασύρει ευθέως σε ανάλογες μεταβολές την αξία της ψιλής κυριότητας. 33. Ενόψει της αβεβαιότητας που παρουσιάζει η πρόβλεψη μελλοντικών γεγονότων και συγκεκριμένα εν προκειμένω η εκτίμηση του χρόνου απόσβεσης της επικαρπίας και της αξίας της πλήρους κυριότητας κατά τον χρόνο αυτόν, των δύο παραγόντων δηλαδή που καθορίζουν την αξία της ψιλής κυριότητας, είναι αναπόφευκτο, στις περιπτώσεις που πρέπει να υπολογιστεί η παροντική αξία της ψιλής κυριότητας, να θεμελιώνεται ο οποιοσδήποτε υπολογισμός σε υποθέσεις για την μελλοντική πορεία των πραγμάτων. Συνεπώς, και μολονότι ασφαλώς οι εκμισθωτής από την τοποθέτηση των μισθωμάτων σε κάποια ασφαλή επένδυση, λ.χ. ο τόκος από την κατάθεσή τους σε τραπεζικό λογαριασμό. 53. Βλ. υποσ. 18. 54. Πρβλ. BGH, 30.5.1990, NJW-RR 1990, 1158 (1159)· BGH, 10.11.1982, NJW 1983, 1485 (1487). 55. Από την άποψη αυτή είναι συνεπείς οι φορολογικές διατάξεις οι οποίες, σε περίπτωση ισόβιας επικαρπίας, προσδιορίζουν την αξία της ψιλής κυριότητας σε ποσοστό επί της αξίας της πλήρους κυριότητας ανάλογα με την ηλικία του επικαρπωτή (άρθρο 16 § 5 σε συνδυασμό με άρθρο 15 § 4 Κωδ. Φορολ. Κληρονομιών κ.λπ.)· διότι όσο μεγαλύτερη είναι η ηλικία του επικαρπωτή τόσο μεγαλώνουν οι πιθανότητες θανάτου του τελευταίου και συνεπώς απόσβεσης της επικαρπίας προς όφελος του μέχρι τότε ψιλού κυρίου. Digesta 2010 Υπολογισμός της νόμιμης μοίρας 157 υποθέσεις αυτές πρέπει να στηρίζονται σε αξιολόγηση και συνεκτίμηση κατά το δυνατόν όλων των κρίσιμων περιστάσεων, η αξία της ψιλής κυριότητας που προκύπτει με τον τρόπο αυτό συνιστά πάντα αποτέλεσμα πιθανολόγησης56 . Βεβαιότητα ως προς την αξία της ψιλής κυριότητας υπάρχει επομένως μόνο μια λογική στιγμή πριν την απόσβεση της επικαρπίας, όταν δηλαδή είναι πλέον βέβαιος τόσο ο χρόνος συνένωσης της τελευταίας με την ψιλή κυριότητα όσο και η αξία της πλήρους κυριότητας 57 . 34. Αντίθετα με τον υπολογισμό της παροντικής αξίας της ψιλής κυριότητας, ο οποίος είναι πάντα λιγότερο ή περισσότερο πιθανολογικής φύσης, ο υπολογισμός της αξίας της ψιλής κυριότητας σε κάποιο σημείο στο παρελθόν είναι δυνατόν να μην στηρίζεται σε υποθέσεις. Αυτό θα συμβαίνει όταν η αξία της ψιλής κυριότητας υπολογίζεται όταν έχει αποσβεστεί η επικαρπία, οπότε είναι πλέον γνωστός με βεβαιότητα τόσο ο χρόνος απόσβεσής της όσο και η αξία της πλήρους κυριότητας κατά τον χρόνο αυτό. Τα δεδομένα αυτά μπορούν να προβληθούν στο παρελθοντικό χρονικό σημείο στο οποίο επιζητείται η αποτίμηση της ψιλής κυριότητας και βάσει αυτών να υπολογιστεί, χωρίς αβεβαιότητες πλέον, η αξία της ψιλής κυριότητας (ex post προσέγγιση). Για παράδειγμα, αν ο επικαρπωτής πέθανε το 2009 και η αξία του ακινήτου που είχε στην επικαρπία του ανερχόταν τον χρόνο αυτόν σε 1.000.000 €, ο υπολογισμός της αξίας της ψιλής κυριότητας στο έτος 1999 μπορεί καταρχήν να βασιστεί σ’ αυτά τα δεδομένα, τα οποία το 1999 δεν θα μπορούσαν να είναι γνωστά με βεβαιότητα, παρά μόνο να πιθανολογηθούν. Συγκεκριμένα, θα μπορούσε να θέσει κανείς το ερώτημα πώς θα αποτιμούσε η αγορά την αξία ενός αντίστοιχου ακινήτου επιβαρυμένου με επικαρπία διάρκειας δέκα ετών, στη λήξη της οποίας η αξία του ακινήτου θα ανερχόταν στο 1.000.000 €. 35. Ωστόσο, αυτός ο τρόπος υπολογισμού θα ήταν σε μεγάλο βαθμό πλασματικός κατά το ότι δεν θα ανταποκρινόταν ποτέ στην πραγματική αγοραία αξία του 56. Στις σκέψεις αυτές δεν μπορεί να αντιταχθεί το επιχείρημα ότι η αξία της ψιλής κυριότητας προκύπτει από τις συνθήκες της αγοράς και από τις τιμές που διαμορφώνονται σ’ αυτήν όσον αφορά δικαιώματα ψιλής κυριότητας αντίστοιχης αξίας με το εκάστοτε υπό εξέταση, και ότι συνεπώς πρόκειται για υπολογισμό που θεμελιώνεται όχι σε υποθέσεις, αλλά σε γεγονότα. Το επιχείρημα αυτό δεν θα ήταν ορθό στο πλαίσιο της παρούσας συζήτησης επειδή και οι αγοραίες τιμές είναι στην πραγματικότητα αποτέλεσμα αντίστοιχων πιθανολογήσεων στις οποίες (αναμένεται να) προβαίνουν οι δραστηριοποιούμενοι στη συγκεκριμένη αγορά οι οποίοι με τη δράση τους (προσφορά και ζήτηση) διαμορφώνουν το επίπεδο των τιμών. 57. Τότε όμως δεν έχει πια νόημα να μιλάει πια κανείς για ψιλή κυριότητα, αφού αυτή θα διατηρηθεί ως τέτοια για μια λογική μόνο στιγμή, ενώ σε κάθε περίπτωση η αξία της ψιλής κυριότητας ταυτίζεται στην περίπτωση αυτή ουσιαστικά απολύτως με την αξία της πλήρους κυριότητας στην οποία η ψιλή κυριότητα εξελίσσεται την αμέσως επόμενη λογική στιγμή. Πρβλ. και παραπάνω αρ. 5 όσον αφορά τη μηδενική πλέον αξία της επικαρπίας κατά τον χρόνο θανάτου του επικαρπωτή. 158 Αντώνης Παπαδημητρόπουλος Digesta 2010 συγκεκριμένου πράγματος κατά τον κρίσιμο χρόνο στο παρελθόν: Διότι τότε δεν υπήρχε η γνώση για τη μεταγενέστερη εξέλιξη των πραγμάτων και συνεπώς καμία προσφορά δεν θα μπορούσε να γίνει πραγματικά επί τη βάσει της ανύπαρκτης αυτής γνώσης. Στο προηγούμενο παράδειγμα, αν ο επικαρπωτής ήταν το 1999 είκοσι ενός ετών και το ακίνητο άξιζε τον χρόνο εκείνο 200.000 €, υπό ομαλές συνθήκες κανείς εχέφρων συναλλασσόμενος δεν θα προσέφερε το 1999 για την απόκτηση της ψιλής κυριότητας πραγματικά το ποσό των 700.000 €, το οποίο αντιθέτως θα ήταν ενδεχομένως εύλογο αν ήταν δυνατή η γνώση για τη μεταγενέστερη εξέλιξη των πραγμάτων ως προς τον χρόνο ζωής του επικαρπωτή και την αύξηση της αξίας του ακινήτου. 36. Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίζεται επί τη βάσει μιας ex ante προσέγγισης, η οποία υπολογίζει την αξία της ψιλής κυριότητας σε κάποιο χρονικό σημείο στο παρελθόν στηριζόμενη στα δεδομένα που θα μπορούσαν να έχουν οι συναλλασσόμενοι κατά το κρίσιμο χρονικό σημείο αγνοώντας τις μεταγενέστερες εξελίξεις, οι οποίες ασφαλώς δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις εκτιμήσεις τους. Συγκεκριμένα, μια τέτοια ex ante προσέγγιση οφείλει να λαμβάνει υπόψη όλες κατά το δυνατόν τις κατά το κρίσιμο χρονικό σημείο βάσιμες και από οικονομική άποψη χειροπιαστές πιθανολογήσεις ως προς τον χρόνο θανάτου του επικαρπωτή και την αξία του πράγματος στον χρόνο εκείνο58. Στο προηγούμενο παράδειγμα θα μπορούσε ενδεχομένως να τεθεί σαν βάση για τον υπολογισμό της κατά το έτος 1999 αξίας της ψιλής κυριότητας ως πιθανότερος χρόνος απόσβεσης της επικαρπίας το 2039, 40 χρόνια δηλαδή μετά από το 199959, παρότι ο επικαρπωτής πέθανε τελικά μόλις το 2009, και ως πιθανότερη αξία της πλήρους κυριότητας κατά τον χρόνο αυτόν η αξία του ακινήτου το 1999 προσαυξημένη κάθε έτος κατά ένα εύλογο ποσοστό πληθωρισμού. Εννοείται ότι αυτού του είδους η ex ante προσέγγιση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη και ιδιαίτερες περιστάσεις που καθιστούν ενδεχομένως αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση, για τον συγκεκριμένο επικαρπωτή και το συγκεκριμένο πράγμα, μια απόκλιση από το συνήθως συμβαίνον, όπως λ.χ. μια ανίατη ασθένεια του επικαρπωτή που κάνει πιθανότερο ένα σχετικά σύντομο χρόνο θανάτου. Συγκρινόμενος με την ex post προσέγγιση, ο ex ante υπολογισμός της αξίας της ψιλής κυριότητας αντιμετωπίζει πάντα τις όποιες μελλοντικές εξελίξεις όχι ως βεβαιότητες, αλλά ως πιθανότητες, και για τον λόγο αυτόν προσομοιώνει ακριβέστερα την πραγματική λειτουργία της αγοράς60 . 58. Πρβλ. Haas, ό.π. (υποσ. 42), § 2315, αρ. 47. 59. Μια θεμελιωμένη εκτίμηση θα έπρεπε να λαμβάνει υπόψη τόσο τον μέσο όρο ζωής και την αναμενόμενη αύξησή του λόγω των εξελίξεων της ιατρικής επιστήμης όσο και τις πιθανότητες ενός «πρόωρου» θανάτου. Ο ακριβής τρόπος υπολογισμού δεν ενδιαφέρει πάντως περαιτέρω εδώ. 60. Βλ. παραπάνω αρ. 33. Digesta 2010 Υπολογισμός της νόμιμης μοίρας 159 37. Όσα προαναφέρονται για τον υπολογισμό της αξίας της ψιλής κυριότητας ισχύουν mutatis mutandis και για την αξία της επικαρπίας, η οποία συνιστά εν προκειμένω την αντίστροφη, κατά κάποιον τρόπο, όψη της ψιλής κυριότητας: Όπως η αξία της ψιλής κυριότητας ταυτίζεται στην ουσία με την προσδοκία απόκτησης της χρήσης και κάρπωσης του πράγματος από τον ψιλό κύριο, η αξία της επικαρπίας συνίσταται αποκλειστικά στην προσδοκία διατήρησης της χρήσης και της κάρπωσης του πράγματος από τον επικαρπωτή. Ωστόσο, η απόκτηση της χρήσης και κάρπωσης του πράγματος από τον ψιλό κύριο προϋποθέτει την απώλειά τους από τον επικαρπωτή· με άλλα λόγια, η απόκτηση της χρήσης και κάρπωσης του πράγματος από τον ψιλό κύριο και η διατήρησή τους από τον επικαρπωτή συνιστούν αλληλοαποκλειόμενα γεγονότα. Συνεπώς, αν θεωρηθεί δεδομένη η αξία της πλήρους κυριότητας, όσο αυξάνεται η αξία που αποδίδει η αγορά στην προσδοκία απόκτησης της χρήσης και κάρπωσης του πράγματος από τον ψιλό κύριο, όσο συντομότερη και/ή πιθανότερη καθίσταται δηλαδή η απόσβεση της επικαρπίας, τόσο μειώνεται η αξία της τελευταίας· το ίδιο ισχύει και αντίστροφα, όσον αφορά δηλαδή την αξία της προσδοκίας για διατήρηση της χρήσης και κάρπωσης του πράγματος από τον επικαρπωτή σε σχέση με την αξία της ψιλής κυριότητας. Υπό την οπτική αυτή, μπορεί να λεχθεί ότι η αξία της ψιλής κυριότητας και η αξία της επικαρπίας συνιστούν μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα μεταξύ τους61 . 61. Δεν θα ήταν ωστόσο ορθό το συμπέρασμα ότι το άθροισμα της αξίας της ψιλής κυριότητας και της αξίας της επικαρπίας ενός πράγματος ισούται πάντα με την αξία της πλήρους κυριότητας - έτσι όμως BGH, 8.4.1992, NJW 1992, 2887. Διότι, από τη μια πλευρά, η αξία της ψιλής κυριότητας επιβαρύνεται με την αδυναμία ακριβούς πρόβλεψης των υφιστάμενων κατά τον χρόνο μελλοντικής απόσβεσης της επικαρπίας συνθηκών, ιδίως των δεδομένων της αγοράς, πράγμα που αποτρέπει ως έναν βαθμό επενδύσεις του ψιλού κυρίου ενόψει της απόσβεσης αυτής. Από την άλλη πλευρά, η αξία της επικαρπίας μειώνεται επειδή η διάρκειά της είναι αβέβαιη ή τόσο σύντομη που δεν επιτρέπει τους μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς οι οποίοι είναι αναγκαίοι για την αποδοτικότητα μιας επένδυσης. Για παράδειγμα, συμφέρει ενδεχομένως τον κύριο ενός ακινήτου να εγείρει μια οικοδομή σ’ αυτό για τις ανάγκες στέγασης του ίδιου και της οικογένειάς του. Ωστόσο, δεν ισχύει απαραίτητα το ίδιο για τον επικαρπωτή λόγω της αβεβαιότητας ως προς τον χρόνο διάρκειας της επικαρπίας· ομοίως, μπορεί να μην συμφέρει ούτε τον ψιλό κύριο να αναβάλει την οικοδόμηση ως τον χρόνο απόσβεσης της επικαρπίας είτε επειδή προβλέπει ότι θα αργήσει να συμβεί το γεγονός αυτό και δεν προτίθεται να αναμένει έως τότε, είτε λόγω της αβεβαιότητας ως προς τον χρόνο που θα αποκτήσει την χρήση και κάρπωση του ακινήτου, η οποία αποτρέπει λ.χ. τη σύναψη μακροχρόνιας σύμβασης μίσθωσης μιας άλλης κατοικίας. Στο παράδειγμα αυτό λοιπόν δεν συμφέρει οικονομικά η οικοδόμηση του οικοπέδου λόγω της διάσπασης κυριότητας και επικαρπίας, πράγμα που οδηγεί σε μείωση της συνολικής αξίας των δύο δικαιωμάτων εν συγκρίσει προς την αξία της πλήρους κυριότητας η οποία δεν συνεπάγεται αντίστοιχους περιορισμούς. Με άλλα λόγια, το άθροισμα της αξίας της ψιλής κυριότητας και της αξίας της επικαρπίας υπολείπεται κατά κανόνα της αξίας της πλήρους κυριότητας επειδή η διάσπαση των δύο δικαιωμάτων εξαφανίζει την υπεραξία που συνήθως δημιουργεί η συνύπαρξη όλων των κρίσιμων εξουσιών πάνω στο πράγμα (χρήσης, κάρπωσης και διάθεσης) στο ίδιο πρόσωπο. 160 Αντώνης Παπαδημητρόπουλος Digesta 2010 3. Η αξία της ψιλής κυριότητας κατά τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας 38. Δεδομένου ότι στο πλαίσιο των άρθρων 1831 και 1833 ΑΚ κρίσιμη είναι η συναλλακτική, η αγοραία αξία του αντικειμένου της δωρεάς62 κατά τον χρόνο της παροχής, προκύπτει από όσα προαναφέρθηκαν ότι μόνο η ex ante αποτίμηση της ψιλής κυριότητας ανταποκρίνεται στη νομοθετική ρύθμιση του κρίσιμου χρόνου: Η αγοραία αξία του αντικειμένου της δωρεάς μπορεί να επηρεάζεται μόνο από δεδομένα, συμπεριλαμβανομένων και πιθανολογήσεων για μελλοντικές εξελίξεις, που είναι γνωστά στις συναλλαγές, και όχι από τη γνώση μεταγενέστερων περιστάσεων, τις οποίες οι συναλλασσόμενοι δεν μπορούν, κατά τον χρόνο της παροχής, να προβλέψουν με βεβαιότητα, όπως λ.χ. ο χρόνος θανάτου του επικαρπωτή. Αντίθετα, η ex post προσέγγιση θα αντέβαινε ευθέως στη νομοθετική ρύθμιση, η οποία, αποβλέποντας στον χρόνο της παροχής, αποκλείει τη λήψη υπόψη μεταγενέστερων εξελίξεων. 39. Η ρύθμιση λοιπόν των άρθρων 1831 και 1833 ΑΚ επιβάλλει να προστίθεται η δωρεά της ψιλής κυριότητας στην πλασματική κληρονομία (άρθρο 1831 ΑΚ) και να καταλογίζεται στον δωρεοδόχο αν είναι ταυτόχρονα και μεριδούχος (άρθρο 1833 ΑΚ) με την αξία που είχε η ψιλή κυριότητα κατά τον χρόνο της δωρεάς ενόψει ασφαλώς και του πιθανολογούμενου τότε χρόνου θανάτου του επικαρπωτή. Αδιάφορο είναι αντιθέτως το αν τελικά η επικαρπία αποσβέστηκε σε διαφορετικό χρόνο από τον αρχικά πιθανολογούμενο. Συνεπώς, η κατά τα άρθρα 1831 και 1833 ΑΚ ρύθμιση του κρίσιμου χρόνου δεν αποκλείει τη λήψη υπόψη μεταγενέστερων εξελίξεων μόνο αναφορικά με την αξία του πράγματος που μεταβιβάζεται, αλλά και αναφορικά με την αναμενόμενη διάρκεια της επικαρπίας63. Κατά τούτο, όσον αφορά τη δωρεά ψιλής κυριότητας, τα άρθρα 1831 και 1833 ΑΚ κατανέμουν στα εμπλεκόμενα πρόσωπα τις συνέπειες από το ενδεχόμενο να αποκλίνει του αναμενόμενου η διάρκεια ζωής του επικαρπωτή, με τρόπο ανάλογο της κατανομής του ενδεχομένου μεταβολών στην αξία του αντικειμένου της δωρεάς64. Αντίστοιχα ισχύουν προφανώς και για τις περιπτώσεις στις οποίες η διάρκεια της επικαρπίας συνδέεται με άλλα μελλοντικά γεγονότα, όπως λ.χ. ο θάνατος τρίτου προσώπου, ο χρόνος επέλευσης των οποίων δεν μπορεί να προσδιοριστεί με βεβαιότητα κατά τον χρόνο της δωρεάς. 40. Απ’ όσα έγιναν δεκτά προηγουμένως65 προκύπτει ότι η κρίσιμη για την 62. Βλ. υποσ. 11. 63. Για τους παράγοντες που καθορίζουν την αξία της ψιλής κυριότητας βλ. παραπάνω αρ. 32. 64. Βλ. παραπάνω αρ. 26 επ. Αντίθετα, η ex post προσέγγιση καταργεί στην ουσία την ίδια την έννοια του κινδύνου ως απλώς πιθανή εξέλιξη με δυσμενείς συνέπειες για κάποιον από τους εμπλεκόμενους, αντιμετωπίζοντας τις μεταγενέστερες μεταβολές στην αξία του αντικειμένου της δωρεάς ως δεδομένες. 65. Βλ. παραπάνω αρ. 30 επ. Digesta 2010 Υπολογισμός της νόμιμης μοίρας 161 εφαρμογή των άρθρων 1831 και 1833 ΑΚ αξία της ψιλής κυριότητας ταυτίζεται με την αξία που έχει η προσδοκία απόκτησης της χρήσης και κάρπωσης του πράγματος κατά τον χρόνο της δωρεάς, ιδίως ενόψει του πιθανολογούμενου χρόνου απόσβεσης της επικαρπίας. Βεβαίως, δεν αποκλείεται η απόσβεση της επικαρπίας να επέλθει τελικά νωρίτερα ή αργότερα από το αναμενόμενο· ωστόσο η εξέλιξη αυτή δεν λαμβάνεται υπόψη. Συνεπώς, με τον υπολογισμό της αξίας της ψιλής κυριότητας κατά τον χρόνο της δωρεάς έχει ήδη προεξοφληθεί, στον χρόνο αυτόν, η απόσβεση της επικαρπίας και η συνένωσή της με την ψιλή κυριότητα66. Με άλλα λόγια, η αξία της ψιλής κυριότητας κατά τον χρόνο της δωρεάς συνιστά την αξία της μελλοντικής πλήρους κυριότητας στον χρόνο αυτόν, αφού αφαιρεθεί δηλαδή η αξία που στερείται ο ψιλός κύριος επειδή, λόγω της υφιστάμενης επικαρπίας, δεν πρόκειται να διαθέτει τη χρήση και κάρπωση του πράγματος για το χρονικό διάστημα που πιθανολογείται ότι θα διαρκέσει η επικαρπία67. Συνεπώς, κατά τον υπολογισμό της αξίας της ψιλής κυριότητας έχει ήδη ληφθεί υπόψη η μεταγενέστερη απόσβεση της επικαρπίας και η συνεπακόλουθη «περιουσιακή μετακίνηση» προς όφελος του ψιλού κυρίου, ο οποίος αποκτά τη χρήση και κάρπωση του πράγματος που μέχρι τότε στερούνταν. Αντίστοιχα, η απόσβεση της επικαρπίας πραγματώνει απλώς την προσδοκία που είχε ήδη αποκτήσει ο δωρεοδόχος, η αξία της οποίας εμπεριέχεται ή, για την ακρίβεια, συνιστά την αξία της ψιλής κυριότητας που ήταν το αντικείμενο της δωρεάς. 41. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μόνο η αξία της ψιλής κυριότητας κατά τον χρόνο της δωρεάς πρέπει να προστίθεται στην πλασματική κληρονομία κατ’ άρθρο 1831 ΑΚ και να καταλογίζεται στον δωρεοδόχο, αν αυτός είναι και μεριδούχος, κατ’ άρθρο 1833 ΑΚ68 . Αντίθετα, πρέπει να αγνοείται εντελώς κατά τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας η όποια αξία είχε η επικαρπία, για τον επικαρπωτή ή για τον ψιλό κύριο69, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο70 . Με άλλα 66. Πρβλ. ΕφΑθ 4060/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΕφΑθ 8560/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜονΠρωτΑθ 4590/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 67. Στο ίδιο πνεύμα BGH, 30.5.1990, NJW-RR 1990, 1158 (1159)· BGH, 29.4.1992, NJW 1992, 2888. 68. Το ίδιο ισχύει και για τον καταλογισμό της δωρεάς σε περίπτωση συνεισφοράς, αφού το άρθρο 1834 § 2 ΑΚ παραπέμπει στο άρθρο 1833 ΑΚ. 69. Πρβλ. παραπάνω αρ. 5. 70. Παρεμφερής είναι η θέση ότι σε περίπτωση δωρεάς ψιλής κυριότητας λαμβάνεται υπόψη η αξία της πλήρους κυριότητας αφού αφαιρεθεί (κεφαλαιοποιημένη) η ωφέλεια που, ενόψει και της αναμενόμενης διάρκειας ζωής του, αποκομίζει ο δωρητής από την παρακράτηση της επικαρπίας υπέρ του, βλ. BGH, 30.5.1990, NJW-RR 1990, 1158 (1159)· BGH, 8.4.1992, NJW 1992, 2887· BGH, 29.4.1992, NJW 1992, 2888· Dingerdissen, Pflichtteilsergänzung bei Grundstücksschenkung unter Berücksichtigung der neueren Rechtsprechung des BGH, JZ 1993, 403 επ. Η άποψη αυτή θα ήταν απολύτως ορθή, αν μέσω της αφαίρεσης από την αξία της πλήρους κυριότητας της ωφέλειας του δωρητή προέκυπτε πάντα η αξία της ψιλής κυριότητας. Αυτό όμως δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις, αφού συχνά το άθροισμα της αξίας της ψιλής κυριότητας και της αξίας της επικαρπίας υπολείπεται της 162 Αντώνης Παπαδημητρόπουλος Digesta 2010 λόγια, η δωρεά της ψιλής κυριότητας στο πλαίσιο των άρθρων 1831 και 1833 ΑΚ δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται διαφορετικά από τη δωρεά της πλήρους κυριότητας· η μόνη διαφορά έγκειται απλώς στη μειωμένη αξία της ψιλής κυριότητας. Διαφορετική προσέγγιση θα οδηγούσε στο αποτέλεσμα να λαμβάνεται υπόψη δύο φορές η ίδια περιουσιακή μετακίνηση71: Η απόκτηση της χρήσης και κάρπωσης του πράγματος θα προστίθετο στην πλασματική κληρονομία (άρθρο 1831 ΑΚ) και θα καταλογιζόταν στον δωρεοδόχο - μεριδούχο (άρθρο 1833 ΑΚ) μια φορά στον χρόνο της δωρεάς υπό το ένδυμα της αποτίμησης της αξίας της ψιλής κυριότητας, και μια ακόμη φορά στον χρόνο του θανάτου (ή ενδεχομένως σε κάποιο άλλο χρονικό σημείο72) υπό το ένδυμα της αποτίμησης της επικαρπίας που αποσβήνεται. Μια τέτοια διπλή λήψη υπόψη της ίδιας περιουσιακής μετακίνησης είναι αντίθετη προς το πνεύμα του νομοθέτη 73, ο οποίος με τους κανόνες των άρθρων 1831 και 1833 ΑΚ θέλησε απλώς να προστατεύσει τους μεριδούχους από την απαξίωση της κληρονομιαίας περιουσίας μέσω εν ζωή χαριστικών διαθέσεων από τον κληρονομούμενο74 (πρβλ. και άρθρο 1834 § 2 ΑΚ: «[…] για τη μισή της μόνο αξία»). Άλλωστε, ένας τέτοιος διπλός υπολογισμός θα διαφοροποιούσε χωρίς κάποιο εμφανή λόγο τη δωρεά ψιλής κυριότητας σε σχέση με όλες τις άλλες δωρεές του κληρονομούμενου, οι οποίες, κατά τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας, λαμβάνονται υπόψη μόνο μια φορά. 42. Μάλιστα, έχει ορθά επισημανθεί75 ότι, λόγω της παρακράτησης της επικαρπίας, ο δωρητής αποκτά εισοδήματα από την εκμετάλλευση του πράγματος (για παράδειγμα τα μισθώματα από την εκμίσθωσή του σε τρίτους) ή αποφεύγει να προβεί σε δαπάνες για να ικανοποιήσει τις ανάγκες που εξυπηρετούνται από τη χρήση του πράγματος (για παράδειγμα ο επικαρπωτής ενός διαμερίσματος εξοικονομεί τα μισθώματα που θα κατέβαλλε για τη μίσθωση άλλης κατοικίας). Τα ποσά όμως που αποκομίζει ή εξοικονομεί ο δωρητής προσαυξάνουν σε τελική ανάλυση την κληρονομιαία περιουσία και ωφελούν έτσι συνολικά τους αναγκαίους αξίας της πλήρους κυριότητας στο ίδιο χρονικό σημείο (βλ. υποσ. 61). Στις περιπτώσεις αυτές θα ήταν αντίθετο με το πνεύμα του νόμου να αφαιρείται απλώς η ωφέλεια του δωρητή λόγω της επικαρπίας, επειδή με τον τρόπο αυτό δεν θα προέκυπτε η αξία του δώρου (της ψιλής κυριότητας), η οποία στο πλαίσιο των άρθρων 1831 και 1833 ΑΚ είναι το μόνο κρίσιμο μέγεθος. 71. Πρβλ. BGH, 30.5.1990, NJW-RR 1990, 1158 (1159): Αν λαμβανόταν υπόψη αυτοτελώς, εκτός από την αξία της ψιλής κυριότητας, και η αξία της επικαρπίας, κατ’ αποτέλεσμα θα αντιμετωπιζόταν ο δωρεοδόχος εν πολλοίς σαν να είχε αποκτήσει από την αρχή την πλήρη κυριότητα του πράγματος. 72. Βλ. παραπάνω αρ. 6. 73. Πρβλ. Kornexl, Παρατηρήσεις στην OLG Koblenz, 17.10.2001, ZEV 2002, 463. 74. Βλ. ενδεικτικά Leipold, Παρατηρήσεις στην BGH, 27.4.1994, JZ 1994, 1121. 75. BGH, 8.4.1992, NJW 1992, 2887· BGH, 29.4.1992, NJW 1992, 2888· Link, Nießbrauchsvorbehalt und Pflichtteilsergänzung, ZEV 2005, 285. Digesta 2010 Υπολογισμός της νόμιμης μοίρας 163 και μη κληρονόμους του76. Αντίστοιχα, ο ψιλός κύριος στερήθηκε την ωφέλεια από την χρήση και κάρπωση του πράγματος για το ίδιο χρονικό διάστημα που η επικαρπία ανήκε στον δωρητή. Με άλλα λόγια, η δωρεά με παρακράτηση της επικαρπίας είχε ως αποτέλεσμα μια περιουσιακή μετακίνηση (ορθότερα: ένα περιορισμό της περιουσιακής αξίας που λόγω της δωρεάς μεταβιβάστηκε στον δωρεοδόχο), όσον αφορά την ωφέλεια από τη χρήση και κάρπωση του πράγματος, από τον δωρεοδόχο στον δωρητή και έμμεσα στους κληρονόμους του τελευταίου. Ακριβώς στην περιουσιακή αυτή μετακίνηση οφείλεται και η μειωμένη αξία της ψιλής εν συγκρίσει προς την πλήρη κυριότητα77. Μπορεί λοιπόν να θεωρήσει κανείς ότι η αξία της χρήσης και κάρπωσης του πράγματος για τον χρόνο που διήρκησε η επικαρπία δεν αποτέλεσε ποτέ μέρος της δωρεάς, αλλά διατηρήθηκε στην περιουσία του δωρητή αποτελώντας έτσι μέρος της κληρονομιαίας περιουσίας78 . 43. Διαφορετική θα ήταν ίσως η αρμόζουσα αντιμετώπιση του ζητήματος αν ο νομοθέτης τοποθετούσε τον κατά τα άρθρα 1831 και 1833 ΑΚ κρίσιμο χρόνο όχι στον χρόνο που συντελείται η δωρεά, αλλά στον χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου, ανεξάρτητα από τυχόν μεταβολές στην αξία του δώρου ανάμεσα στον χρόνο της δωρεάς και στον χρόνο θανάτου του δωρητή79. Στην περίπτωση αυτή δεν θα υπήρχε ίσως λόγος να διαφοροποιήσει κανείς ανάμεσα σε αυτόν που αποκτά την πλήρη κυριότητα του πράγματος και σ’ αυτόν που αποκτά απλώς την ψιλή κυριότητα: Επειδή στην περίπτωση αυτή η αποτίμηση της ψιλής κυριότητας θα γινόταν στον χρόνο θανάτου του δωρητή, η αξία της θα ταυτιζόταν στην ουσία με την αξία της πλήρους κυριότητας, εφόσον με τον θάνατο του δωρητή αποσβήνεται η επικαρπία. Η δωρεά της ψιλής κυριότητας θα μπορούσε δηλαδή να αντιμετωπιστεί ως χρονικά παρατεταμένη απόκτηση της πλήρους κυριότητας από τον δωρεοδόχο, η οποία θα ξεκινούσε με τη μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας και θα ολοκληρωνόταν με την απόσβεση της επικαρπίας80: Αφού ούτως ή άλλως κρίσιμη θα ήταν η αξία κατά τον χρόνο του θανάτου, δεν θα είχε σημασία αν η πλήρης κυριότητα αποκτήθηκε σε μια φάση (δωρεά της πλήρους κυριότητας) ή σε περισσότερες (δωρεά μόνο της ψιλής κυριότητας αρχικά και απόσβεση της επικαρπίας μεταγενέστερα). Με άλλα λόγια, αν υπολογιζόταν η αξία της ψιλής κυριότητας κατά τον χρόνο θανάτου του δωρητή (ή έστω μια λογική μόνο στιγμή πριν από αυτόν), η προσδοκία απόκτησης της χρήσης και κάρπωσης του 76. Εφόσον βέβαια δεν ωφέλησαν αποκλειστικά τον ίδιο τον δωρητή επειδή πρόκειται για καταναλωτικά αγαθά που δεν θα αποκτούσε διαφορετικά. 77. Βλ. και παραπάνω αρ. 31. 78. Link, ZEV 2005, 285. 79. Πρβλ. BGH, 8.4.1992, NJW 1992, 2887. Πρβλ. όμως αντιθέτως Link, ZEV 2005, 286. 80. Πρβλ. Reiff, NJW 1992, 2857 (2862). 164 Αντώνης Παπαδημητρόπουλος Digesta 2010 πράγματος, η οποία συνιστά την αξία της ψιλής κυριότητας81, θα ήταν πρακτικά ίση με την αξία της πλήρους κυριότητας, αφού η προσδοκία αυτή πρόκειται, την επόμενη κιόλας λογική στιγμή, να πραγματωθεί με την απόσβεση της επικαρπίας και την ανάπτυξη της ψιλής σε πλήρη κυριότητα. 44. Η θέση που υποστηρίζεται εδώ επιβεβαιώνεται από τη σύγκριση της δωρεάς με παρακράτηση της επικαρπίας υπέρ του δωρητή προς τη δωρεά με παρακράτηση της επικαρπίας υπέρ τρίτου. Στη δεύτερη περίπτωση, εφόσον και η σύσταση της επικαρπίας υπέρ του τρίτου έγινε χωρίς αντάλλαγμα, ο δωρητής καταρτίζει στην ουσία δύο δωρεές, μία προς αυτόν που αποκτά την (ψιλή) κυριότητα (πρώτος δωρεοδόχος) και μία προς αυτόν που αποκτά την επικαρπία (δεύτερος δωρεοδόχος)82. Ως εκ τούτου, στην πλασματική κληρονομία κατ’ άρθρο 1831 ΑΚ δεν προστίθεται μόνο η ψιλή κυριότητα με την αξία που είχε όταν μεταβιβάστηκε στον πρώτο δωρεοδόχο, αλλά και η επικαρπία που παρακρατήθηκε υπέρ του δεύτερου με την αξία που είχε κατά τον χρόνο αυτόν. Στην περίπτωση αυτή, αν η αξία της επικαρπίας συνυπολογιζόταν στην πλασματική κληρονομία όχι μόνο λόγω της δωρεάς προς τον δεύτερο δωρεοδόχο, αλλά επιπρόσθετα και κατά τον χρόνο θανάτου του δωρητή με την αιτιολογία ότι η απόσβεση της επικαρπίας συνιστά περιουσιακή μετακίνηση υπέρ του ψιλού κυρίου που αποκτά πλέον και τη χρήση και κάρπωση του πράγματος, η αξία της επικαρπίας θα λαμβανόταν υπόψη δύο φορές: Μία κατά την παρακράτηση της επικαρπίας υπέρ του τρίτου και μια κατά την απόσβεσή της με τον θάνατο του δωρητή. Το συμπέρασμα όμως αυτό θα ήταν προφανώς άτοπο, αφού ο κληρονομούμενος προέβη στη δωρεά της επικαρπίας του πράγματος μόνο μία φορά. Η απόκτηση της χρήσης και κάρπωσης του πράγματος από τον ψιλό κύριο με την απόσβεση της επικαρπίας δεν συνιστά κάποιου είδους δωρεά του κληρονομούμενου ούτε βέβαια του (μέχρι την απόσβεση της επικαρπίας) επικαρπωτή προς τον ψιλό κύριο· η απόκτηση της χρήσης και κάρπωσης του πράγματος εμπεριέχεται ήδη στην ψιλή κυριότητα και, ως προσδοκία, έχει ήδη αποτιμηθεί με τον υπολογισμό της αξίας της. Η κατάσταση αυτή δεν διαφέρει ουσιαστικά από την περίπτωση της παρακράτηση της επικαρπίας υπέρ του δωρητή83: Η απόκτηση της χρήσης και κάρπωσης του πράγματος με την απόσβεση της επικαρπίας δεν συνιστά μια δεύτερη δωρεά του κληρονομούμενου προς τον μέχρι τότε ψιλό κύριο και δεν μπορεί επομένως να αντιμετωπίζεται ως τέτοια στο πλαίσιο των άρθρων 1831 και 1833 ΑΚ. 45. Ενδεχομένως, θα μπορούσε να αντιπροβάλει κανείς το επιχείρημα ότι με τη δωρεά της ψιλής κυριότητας τα μέρη επιδιώκουν στην ουσία την απόκτηση της 81. Βλ. παραπάνω αρ. 30 επ. 82. Βλ. υποσ. 29. 83. Βλ. και BGH, 8.4.1992, NJW 1992, 2887. Digesta 2010 Υπολογισμός της νόμιμης μοίρας 165 πλήρους κυριότητας από τον δωρεοδόχο, όχι όμως ήδη κατά τον χρόνο της δωρεάς, αλλά κατά τον χρόνο θανάτου του δωρητή οπότε αποσβήνεται κατά κανόνα η επικαρπία84. Το επιχείρημα αυτό θα εξομοίωνε στην ουσία τη δωρεά ψιλής κυριότητας με δωρεά πλήρους κυριότητας υπό την (αναβλητική) προθεσμία του θανάτου του δωρητή, θεωρώντας ταυτόχρονα ότι στην περίπτωση αυτή κρίσιμη είναι η αξία του αντικειμένου της δωρεάς κατά τη λήξη της προθεσμίας. Το επιχείρημα όμως αυτό δεν θα ήταν λυσιτελές ακόμη κι αν γινόταν δεκτό ότι τα μέρη μιας δωρεάς με παρακράτηση της επικαρπίας δεν αποβλέπουν στη δωρεά της ψιλής κυριότητας αλλά στη δωρεά της πλήρους κυριότητας σε ένα μεταγενέστερο χρονικό σημείο. 46. Κρίσιμο είναι εδώ το ερώτημα ποιος ακριβώς είναι ο χρόνος της παροχής κατά την έννοια των άρθρων 1831 και 1833 ΑΚ στην περίπτωση που το πράγμα μεταβιβάζεται υπό αναβλητική προθεσμία: ο χρόνος κατάρτισης της μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας ή ο χρόνος λήξης της προθεσμίας, οπότε ο δωρεοδόχος αποκτά την κυριότητα85. Νομίζω ότι για το ερώτημα αυτό ως χρόνος της παροχής πρέπει να θεωρείται το αργότερο ο χρόνος στον οποίο τα μέρη, και ιδίως ο δωρητής, έχουν προβεί σε κάθε αναγκαία ενέργεια για τη μεταβίβαση του αντικειμένου της δωρεάς, συμπεριλαμβανομένης για τα ακίνητα και της μεταγραφής της μεταβιβαστικής σύμβασης, έτσι ώστε η πλήρης απόκτηση του αντικειμένου της δωρεάς από τον δωρεοδόχο να μην εξαρτάται πλέον από κάποια ενέργειά τους86. Ο λόγος που επιβάλλει τη θέση αυτή έγκειται στη διαπίστωση ότι από το χρονικό αυτό σημείο και έπειτα η απόκτηση του αντικειμένου της δωρεάς έχει καταστεί αμετάκλητη87: Η αύξηση της περιουσίας του δωρεοδόχου είναι πλέον βέβαιη και τα μέρη μπορούν να θεωρούν την προοπτική οριστικής απόκτησης του δικαιώματος από τον δωρεοδόχο ως αναπόσπαστο τμήμα της περιουσίας του τελευταίου, ο οποίος μπορεί να διαθέτει σε τρίτους το αντικείμενο της δωρεάς χωρίς να φοβάται κάποια ανατροπή (βλ. άρθρο 206 σε συνδυασμό με άρθρο 210 ΑΚ). Και αντίστροφα, στο προαναφερόμενο χρονικό σημείο έχει, κατά αντίστοιχο τρόπο, ήδη μειωθεί η περιουσία του δωρητή. Με άλλα λόγια, το αργότερο τη στιγμή που τα μέρη, και προπάντων ο δωρητής, δεν μπορούν να κάνουν πλέον κάτι για να εμποδίσουν την οριστική μεταβίβαση του αντικειμένου της δωρεάς, μπορεί 84. Πρβλ. Reiff, NJW 1992, 2857 (2862), ο οποίος μιλάει για χρονικά παρατεταμένη απόκτηση της πλήρους κυριότητας από τον δωρεοδόχο. 85. Η κρατούσα γνώμη (βλ. υποσ. 41) θεωρεί μεν ως κρίσιμο χρόνο τον χρόνο συντέλεσης της εμπράγματης δικαιοπραξίας, η θέση όμως αυτή πρέπει να γίνεται κατανοητή μάλλον υπό το πρίσμα της αντιδιαστολής προς την ενοχική δικαιοπραξία που αποτελεί την αιτία της εμπράγματης, και όχι τόσο σε σχέση με το ερώτημα τι γίνεται σε περίπτωση μεταβίβασης υπό προθεσμία. Πρβλ. όμως υποσ. 88. 86. Πρβλ. όμως BGH, 2.6.1993, NJW 1993, 2737· OLG Koblenz, 17.10.2001, ZEV 2002, 460 (462). 87. Πρβλ. όσα αναφέρονται παραπάνω αρ. 21 για τις διαφορές ανάμεσα στη δωρεά της ψιλής κυριότητας και στη δωρεά της πλήρους κυριότητας αιτία θανάτου. 166 Αντώνης Παπαδημητρόπουλος Digesta 2010 να θεωρείται ότι η κρίσιμη περιουσιακή μετακίνηση έχει ήδη συντελεστεί. Αν λοιπόν ο νομοθέτης θεώρησε ως κρίσιμο χρονικό σημείο αποτίμησης του αντικειμένου της δωρεάς για την εφαρμογή των άρθρων 1831 και 1833 ΑΚ τον χρόνο στον οποίο οριστικοποιείται η μεταβίβασή του στον δωρεοδόχο, η οριστικοποίηση αυτή επέρχεται το αργότερο τη στιγμή που η συντέλεση της περιουσιακής μετακίνησης έχει εκφύγει πλέον από την εξουσία των μερών, και ιδίως του δωρητή. 47. Αν η παραπάνω θέση είναι σωστή, δεν έχει σημασία για την προβληματική που εξετάζεται εδώ αν η δωρεά της ψιλής κυριότητας μπορεί να εξομοιωθεί με δωρεά της πλήρους κυριότητας υπό την προθεσμία της απόσβεσης της επικαρπίας, επειδή αμφότερα τα νομικά μορφώματα πρέπει, στο πλαίσιο των άρθρων 1831 και 1833 ΑΚ, να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο: Και στις δύο περιπτώσεις η αξία της δωρεάς πρέπει να αποτιμάται στον χρόνο που συντελούνται όλες οι κρίσιμες για τη μεταβίβαση ενέργειες των μερών (στα ακίνητα αφού γίνει και η μεταγραφή - άρθρο 1198 ΑΚ). Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι και στις δύο περιπτώσεις ο δωρεοδόχος δεν αποκτά με τη μεταβίβαση τη δυνατότητα εκμετάλλευσης του πράγματος, παρά μόνο τη βέβαιη προσδοκία για απόκτηση της πλήρους κυριότητας στο μέλλον, κατά τον θάνατο δηλαδή του δωρητή, μειώνει την αξία της δωρεάς σε σχέση με τη δωρεά της πλήρους κυριότητας88 . Ε. Συνέπειες για το δίκαιο της νόμιμης μοίρας 48. Βασική θέση της παρούσας μελέτης είναι ότι η απόσβεση της επικαρπίας δεν συνιστά κάποια αυτοτελή περιουσιακή μετακίνηση υπέρ του ψιλού κυρίου η οποία να μην εμπεριέχεται ήδη στην αξία της ψιλής κυριότητας. Συνεπώς, ενώ η δωρεά της ψιλής κυριότητας αποτιμάται καταρχήν σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες όπως κάθε άλλο αντικείμενο μιας δωρεάς του κληρονομούμενου, η απόσβεση της επικαρπίας δεν λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο των άρθρων 1831 και 1833 ΑΚ. Αυτό ισχύει ανεξάρτητα από το αν η επικαρπία αποσβήνεται με τον θάνατο του δωρητή, όπως συμβαίνει κατά κανόνα (άρθρο 1167 ΑΚ), ή σε κάποιο άλλο χρονικό σημείο, βέβαιο ή μη, πριν ή μετά τον θάνατο του δωρητή, όπως λ.χ. ο θάνατος τρίτου προσώπου89 . 49. Με τη θέση αυτή λύνονται εν τη γενέσει τους πολλά από τα ζητήματα που τέθηκαν στην αρχή της παρούσας μελέτης. Πράγματι, επειδή δεν ανακύπτει καν το 88. Όσον αφορά το –διαφορετικό αλλά μάλλον παρεμφερές– ζήτημα πώς αποτιμώνται δωρεές δικαιωμάτων τα οποία τελούν υπό αναβλητική ή διαλυτική προθεσμία (υπό προθεσμία δηλαδή δεν τελούν οι ίδιες οι δωρεές), η κρατούσα γνώμη (Σταθόπουλος, ό.π. (υποσ. 1), αρ. 18· Βουζίκας, ό.π. (υποσ. 6), § 145 Β III 6 (σελ. 804)· Παπαντωνίου, ό.π. (υποσ. 11), § 121) θεωρεί ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος γέννησης ή λήξης των δικαιωμάτων με αντίστοιχη μείωση της αξίας, στην οποία αποτιμώνται ενόψει της προθεσμίας, έναντι της αξίας που θα είχαν χωρίς την προθεσμία. 89. Πρβλ. παραπάνω αρ. 10. Digesta 2010 Υπολογισμός της νόμιμης μοίρας 167 πρόβλημα του υπολογισμού της αξίας της επικαρπίας και της περιουσιακής μετακίνησης που εκ πρώτης όψεως συντελείται με την απόσβεσή της, δεν τίθεται θέμα εφαρμογής των άρθρων 1831 και 1833 ΑΚ στις περιπτώσεις που ο ψιλός κύριος απέκτησε την ψιλή κυριότητα από τον κληρονομούμενο ή από τρίτο όχι με δωρεά αλλά βάσει κάποιας επαχθούς αιτίας90, ούτε θέμα καθορισμού του προσώπου εκείνου από τη σκοπιά του οποίου θα υπολογιστεί η αξία της επικαρπίας (του επικαρπωτή ή του ψιλού κυρίου)91 ούτε θέμα προσδιορισμού κάποιου κρίσιμου χρόνου για τον υπολογισμό αυτόν92 . 50. Στη συνέχεια εξετάζονται ορισμένα ειδικότερα ζητήματα επί τη βάσει της παραπάνω θέσης. 1. Δωρεά ψιλής κυριότητας σε μεριδούχο 51. Αν ο κληρονομούμενος είχε προβεί εν ζωή σε δωρεά της ψιλής κυριότητας ενός πράγματος προς κάποιον από τους μεριδούχους, η αξία της ψιλής κυριότητας προστίθεται στην κληρονομία κατ’ άρθρο 1831 ΑΚ και καταλογίζεται στον μεριδούχο κατ’ άρθρο 1833 ΑΚ, ενώ αγνοείται εντελώς η αξία της επικαρπίας. Το ίδιο ισχύει αν ο κληρονομούμενος είχε προηγουμένως καταστεί ο ίδιος ψιλός κύριος (με κάποιον τρίτο ως επικαρπωτή) και εν συνεχεία μεταβίβασε την ψιλή κυριότητα στον μεριδούχο. 52. Επίσης, όπως προκύπτει από τη θεμελίωση που προηγήθηκε, η αγνόηση, κατά τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας, της επικαρπίας που παρακρατήθηκε είναι, αντίθετα με όσα δέχεται σημαντική μερίδα της νομολογίας93, ανεξάρτητη από την ιδιότητα του δωρεοδόχου ως κληρονόμου ή μη του δωρητή94. Ο λόγος είναι ότι η απόκτηση της χρήσης και κάρπωσης του πράγματος από τον ψιλό κύριο δεν συναρτάται με κάποιο κληρονομικής φύσης δικαίωμα του ψιλού κυρίου95 . Αντίστοιχα, ούτε η προσδοκία απόκτησης, με την απόσβεση της επικαρπίας, της χρήσης και κάρπωσης του πράγματος, η οποία κατά τα προαναφερόμενα αποτιμάται ήδη κατά τον υπολογισμό της αξίας της ψιλής κυριότητας, συνδέεται με την τυχόν ιδιότητα του ψιλού κυρίου ως κληρονόμου του επικαρπωτή. 2. Δωρεά ψιλής κυριότητας σε μη μεριδούχο 53. Στις δωρεές ψιλής κυριότητας προς μη μεριδούχους δεν τίθεται ασφαλώς θέμα καταλογισμού κατ’ άρθρο 1833 ΑΚ, αλλά μόνο ζήτημα προσδιορισμού της κρίσιμης πλασματικής κληρονομίας κατ’ άρθρο 1831 ΑΚ, το οποίο εφαρμόζεται και στις δωρεές προς μη μεριδούχους καταρχήν με τον ίδιο τρόπο που εφαρμόζεται 90. Βλ. παραπάνω αρ. 3 επ. 91. Βλ. παραπάνω αρ. 5 και 9. 92. Βλ. παραπάνω αρ. 6. 93. Βλ. υποσ. 13. 94. Έτσι, αν και από εντελώς διαφορετική οπτική, Καστρήσιος, ΧρΙΔ 2009, 627. 95. Βλ. υποσ. 32. 168 Αντώνης Παπαδημητρόπουλος Digesta 2010 και αναφορικά με μεριδούχους: Στην πλασματική κληρονομία προστίθεται μόνο η αξία της ψιλής κυριότητας κατά τον χρόνο της δωρεάς. Ως εκ τούτου, δεν τίθεται καν το ερώτημα αν η επικαρπία συνυπολογίζεται στην πλασματική κληρονομία εφόσον η δωρεά της ψιλής κυριότητας έγινε σε χρόνο που απείχε από τον θάνατο του δωρητή περισσότερο από δέκα χρόνια ή, ανεξάρτητα από τον χρόνο που έγινε, επιβαλλόταν από λόγους ευπρέπειας ή από κάποιο ιδιαίτερο ηθικό καθήκον96 . 54. Τελείως διαφορετικό είναι το ερώτημα αν στις περιπτώσεις δωρεάς προς μη μεριδούχους η παρακράτηση της επικαρπίας επηρεάζει, και συγκεκριμένα αν αναβάλει με κάποιο τρόπο, την έναρξη της κατ’ άρθρο 1831 § 2 ΑΚ (και συνακόλουθα της κατ’ άρθρο 1835 §1 ΑΚ) προθεσμίας. Διότι παρακρατώντας την επικαρπία, ο δωρητής μπορεί να προβαίνει σε δωρεές που μειώνουν την κληρονομιαία περιουσία και συνεπώς θίγουν στην ουσία το δικαίωμα των μεριδούχων στη νόμιμη μοίρα, χωρίς ο ίδιος να στερείται κάποιο ουσιώδες όφελος από το πράγμα. Η δυνατότητα αυτή φαίνεται να επιτρέπει την καταστρατήγηση του νόμου που επιτρέπει την αποκλήρωση μόνο για συγκεκριμένους λόγους (άρθρα 1839 επ. ΑΚ). Παράδειγμα: Ο Κ, επιθυμεί να αποκληρώσει την κόρη του. Επειδή όμως δεν συντρέχει κάποιος λόγος από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 1840 ΑΚ προβαίνει σε δωρεά όλης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του προς τον φίλο του Φ με παρακράτηση της επικαρπίας. Αν ο Κ είναι «τυχερός» και μεσολαβήσει διάστημα μεγαλύτερο των δέκα ετών από τη στιγμή της δωρεάς, η τελευταία αφενός δεν θα συνυπολογιστεί για την εξεύρεση της νόμιμης μοίρας της κόρης του (άρθρο 1831 § 2 ΑΚ) και αφετέρου θα ισχυροποιηθεί έναντι της άσκησης μέμψης άστοργης δωρεάς (άρθρο 1835 ΑΚ)· έτσι, ο Κ θα έχει επιτύχει τον σκοπό του χωρίς ο ίδιος να έχει στερηθεί ουσιαστικά τίποτα. 55. Το πρόβλημα που θίγεται εδώ αφορά τον προσδιορισμό του χρόνου στον οποίο θα γίνει δεκτό ότι ο κληρονομούμενος «έκανε τη δωρεά», σύμφωνα με τη διατύπωση του άρθρου 1831 ΑΚ, προκειμένου να αρχίσει η προθεσμία που θεσπίζει το άρθρο αυτό. Η κρατούσα γνώμη στην Ελλάδα97 δέχεται ότι για τον υπολογισμό της δεκαετίας κατ’ άρθρο 1831 § 2 ΑΚ λαμβάνεται υπόψη και ο χρόνος κατάρτισης της ενοχικής σύμβασης: Εντός της τελευταίας δεκαετίας πριν από τον θάνατο του κληρονομούμενου θα πρέπει, σύμφωνα με την άποψη αυτή, να έχουν καταρτιστεί και η ενοχική και η εμπράγματη δικαιοπραξία. Συνεπώς, η κρατούσα γνώμη δεν συνδέει κάποια συνέπεια με το γεγονός ότι ο κληρονομούμενος συνεχίζει να διατηρεί τη χρήση και την κάρπωση του πράγματος μετά την πραγματοποίηση της δωρεάς: Ο κληρονομούμενος μπορεί να προβαίνει σε ενοχικές συμβάσεις δωρεάς χωρίς να καταρτίζει τις εμπράγματες συμβάσεις που 96. Βλ. υποσ. 15. 97. Σταθόπουλος, ό.π. (υποσ. 1), αρ. 42· Φίλιος, ό.π. (υποσ. 27), § 55 Β IV 2β. Α.ά. Βουζίκας, ό.π. (υποσ. 6), § 146 VIII (σελ. 834). Digesta 2010 Υπολογισμός της νόμιμης μοίρας 169 απαιτούνται για την εκπλήρωσή τους και έτσι να διατηρεί την πλήρη κυριότητα του πράγματος98. Αν λοιπόν η ενοχική σύμβαση της δωρεάς απέχει περισσότερο της δεκαετίας από τον χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου, η δωρεά εκφεύγει, κατά την κρατούσα γνώμη, της εφαρμογής του άρθρου 1831 ΑΚ και δεν συνυπολογίζεται στην πλασματική κληρονομία, παρότι ο δωρητής δεν στερήθηκε ποτέ τη χρήση και κάρπωση του πράγματος και παρότι ενδεχομένως προέβη στην εν λόγω δωρεά ακριβώς με σκοπό την κατ’ ουσίαν αποκλήρωση των αναγκαίων κληρονόμων του99 . 56. Ωστόσο η κρατούσα άποψη δεν φαίνεται ορθή. Καταρχάς, η επικέντρωση στην ενοχική σύμβαση της δωρεάς όσον αφορά τη δεκαετή προθεσμία έρχεται σε αντίθεση προς τη ρύθμιση του άρθρου 1831 ΑΚ όσον αφορά τον κρίσιμο για την αποτίμηση της δωρεάς χρόνο, ο οποίος ορθά εντοπίζεται στον χρόνο συντέλεσης της παροχής, ιδίως στο χρόνο μεταβίβασης του πράγματος100. Κρισιμότερη είναι όμως η τελεολογική ερμηνεία της διάταξης. Συγκεκριμένα, με την καθιέρωση της δεκαετούς προθεσμίας του άρθρου 1831 § 2 ΑΚ (και του άρθρου 1835 § 1 ΑΚ που παραπέμπει στον άρθρο 1831 ΑΚ) ο νομοθέτης επιδίωξε, σε συνδυασμό ασφαλώς και με σκέψεις ασφάλειας των συναλλαγών ειδικά όσον αφορά τη μέμψη άστοργης δωρεάς (άρθρο 1835 § 1 ΑΚ), προπάντων να αποτρέψει καταστρατήγηση των διατάξεων για τη νόμιμη μοίρα101: Σε τελική ανάλυση, εφόσον ο δωρητής είναι διατεθειμένος να στερηθεί για ένα τόσο μεγάλο διάστημα την περιουσία του, μπορεί εύλογα να θεωρηθεί ότι δεν είχε σκοπό να αποστερήσει τους αναγκαίους κληρονόμους του από τη νόμιμη μοίρα τους και ότι συνεπώς δεν πρόκειται για κακόβουλη δωρεά102 . 57. Αντίθετα όμως προς τη νομοθετική επιδίωξη αποφυγής καταστρατηγήσεων, η κρατούσα γνώμη, η οποία επικεντρώνεται στην κατάρτιση της ενοχικής δικαιοπραξίας, διανοίγει στον κληρονομούμενο πολλές δυνατότητες για καταστρατήγηση των διατάξεων για τη νόμιμη μοίρα. Παράδειγμα: Ο Κ θέλοντας να είναι βέβαιος ότι την κατάλληλη στιγμή θα είναι σε θέση να εκβιάζει τον γιο του 98. Πρβλ. Σταθόπουλο, ό.π. (υποσ. 1), αρ. 42, ο οποίος φαίνεται να μην προσμετρά ούτε τις δωρεές αιτία θανάτου στην πλασματική κληρονομία κατ’ άρθρο 1831 ΑΚ εφόσον καταρτίστηκαν πριν από την τελευταία δεκαετία που προηγήθηκε του θανάτου του δωρητή. 99. Αντίθετη η κρατούσα γνώμη στη Γερμανία, η οποία δέχεται ότι η παροχή («Leistung»), με την έννοια της § 2325 III ΓερμΑΚ (παρόμοια διάταξη με αυτή του άρθρου 1831 § 2 ΑΚ), ως γεγονός εναρκτήριο της δεκαετούς προθεσμίας δεν νοείται πριν την εμπράγματη δικαιοπραξία με την οποία εκπληρώνεται η δωρεά, και ιδίως όχι πριν από τη μεταγραφή της μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας αν πρόκειται για ακίνητο, βλ. ενδεικτικά Kipp/Coing, Erbrecht, 1990, σελ. 93· BGH, 27.4.1994, NJW 1994, 1791. Μάλιστα, κατά τη γερμανική νομολογία δεν αρκεί απλώς η υποβολή της αίτησης για μεταγραφή της μεταβίβασης, παρότι συχνά μεσολαβεί αρκετός χρόνος από την αίτηση ως την μεταγραφή, BGH, 2.12.1987, NJW 1988, 821 (822). 100. Βλ. υποσ. 41. 101. Βλ. λ.χ. Σταθόπουλο, ό.π. (υποσ. 1), αρ. 42. 102. Βλ. ιδίως BGH, 17.9.1986, DNotZ 1987, 315 (317)· BGH, 27.4.1994, NJW 1994, 1791. 170 Αντώνης Παπαδημητρόπουλος Digesta 2010 Α απειλώντας τον με αποκλήρωση, «προνοεί» και καταρτίζει έγκαιρα μια ενοχική σύμβαση δωρεάς για όλη την ακίνητη περιουσία του με τον φίλο του Φ. Η δωρεά συμφωνείται ως ελεύθερα ανακλητή, ο δε χρόνος εκπλήρωσης της παροχής επαφίεται στον ίδιο τον δωρητή (Κ). Στην κατάλληλη στιγμή, λίγο πριν από τον θάνατο του, ο Κ θα μπορεί κατά βούληση είτε να προβεί στην κατάρτιση και των αντίστοιχων εμπράγματων δικαιοπραξιών με τον Φ, αποκληρώνοντας στην πράξη τον Α, είτε να ανακαλέσει τη δωρεά προς τον Φ. Υπό την κρατούσα γνώμη θα έπρεπε καταρχήν να δεχτεί κανείς ότι στη δωρεά προς τον Φ δεν εφαρμόζεται το άρθρο 1831 § 2 ΑΚ, αν έχει παρέλθει δεκαετία από την ενοχική σύμβαση, και κατ’ ακολουθία ούτε το άρθρο 1835 § 1 ΑΚ103 . Αντίθετα, η τοποθέτηση του κρίσιμου χρόνου στη στιγμή της κατάρτισης της εμπράγματης δικαιοπραξίας φαίνεται να λύνει κατά κανόνα το πρόβλημα της καταστρατήγησης 104 . 58. Επιπλέον, ανεξάρτητα από εκτιμήσεις για τις ενδεχομένως κακόβουλες προθέσεις του δωρητή, η δεκαετής προθεσμία του άρθρου 1831 § 2 ΑΚ δικαιολογείται και με τη σκέψη ότι, όσο μεγαλώνει η χρονική απόσταση ανάμεσα στη δωρεά και τον θάνατο του δωρητή, τόσο περισσότερο μειώνεται αντικειμενικά η πιθανότητα να βρισκόταν το αντικείμενο της δωρεάς στην κληρονομιαία περιουσία ακόμη κι αν δεν είχε προηγηθεί η δωρεά. Κατά τούτο, με την πάροδο του χρόνου εξασθενίζει ολοένα και περισσότερο η σύνδεση του αντικειμένου της δωρεάς με την υφιστάμενη κατά τον χρόνο θανάτου κληρονομιαία περιουσία, επί της οποίας (βλ. άρθρο 1825 § 2 ΑΚ) ασκείται κατά κανόνα (πρβλ. όμως άρθρα 1835 επ. ΑΚ) το δικαίωμα νόμιμης μοίρας105. Η προσέγγιση αυτή δικαιολογεί την επικέντρωση στην εμπράγματη δικαιοπραξία, επειδή μόνο με τη συντέλεση της μεταβίβασης ξεκινά πραγματικά η αποσύνδεση του πράγματος από την κληρονομιαία περιουσία, αποσύνδεση η οποία συν τω χρόνω αποκτά όλο και πιο «οριστικό» χαρακτήρα. 59. Κατ’ εξαίρεση όμως το πρόβλημα της καταστρατήγησης παραμένει ακόμη κι αν θεωρήσει κανείς ως κρίσιμη την κατάρτιση της εμπράγματης δικαιοπραξίας, αφού σε ορισμένες περιπτώσεις ο δωρητής δεν στερείται τις εξουσίες και ωφέλειες που του παρέχει το αντικείμενο της δωρεάς. Πράγματι, στη δωρεά με παρακράτηση 103. Πρακτικά βέβαια, λύση θα ήταν ίσως δυνατόν να βρεθεί σε μια τέτοια ακραία περίπτωση και επί τη βάσει του άρθρου 281 ΑΚ. Παρά ταύτα, η καταρχήν ένταξη της όλης προβληματικής στο δίκαιο της νόμιμης μοίρας συνιστά την ορθότερη μεθοδολογικά προσέγγιση επειδή διευκολύνει την εξεύρεση, εκλέπτυνση και κυρίως γενίκευση των αποφασιστικών για την κατάφαση της απαγορευμένης συμπεριφοράς κριτηρίων με σκοπό την ομοιόμορφη και αποτελεσματική εφαρμογή τους πέραν των πραγματικά ακραίων περιπτώσεων καταστρατήγησης. 104. Στη Γερμανία είναι απολύτως κρατούσα η γνώμη ότι η έναρξη της δεκαετούς προθεσμίας σε σχέση με την αντίστοιχη διάταξη της § 2325 III ΓερμΑΚ ξεκινά το νωρίτερο με την εμπράγματη δικαιοπραξία που εκπληρώνει την υποσχετική σύμβαση. Για την όλη προβληματική βλ. μεταξύ άλλων Olshausen, ό.π. (υποσ. 41), αρ. 53 επ, με περαιτέρω παραπομπές. 105. Leipold, JZ 1994, 1122. Digesta 2010 Υπολογισμός της νόμιμης μοίρας 171 της επικαρπίας ο δωρητής, εφόσον προβεί στη μεταβίβαση πριν τη δεκαετία του άρθρου 1831 § 2 ΑΚ, αποκλείει μεν τους αναγκαίους κληρονόμους του από το αντικείμενο της δωρεάς, ο ίδιος όμως δεν στερείται την ωφέλεια από τη χρήση και κάρπωση του πράγματος. Ενόψει της κατάστασης αυτής, το Γερμανικό Ακυρωτικό δέχεται ότι η δωρεά, ως σημείο εναρκτήριο της δεκαετούς προθεσμίας στο πλαίσιο της –αντίστοιχης του άρθρου 1831 § 2 ΑΚ– § 2325 III ΓερμΑΚ, προϋποθέτει να στερείται ο δωρητής την απόλαυση του αντικειμένου της· αυτό όμως δεν συμβαίνει στις δωρεές με παρακράτηση της επικαρπίας, αφού ο δωρητής δεν εγκαταλείπει ποτέ τη χρήση και κάρπωση του πράγματος. Στις περιπτώσεις αυτές λοιπόν η δεκαετής προθεσμία δεν ξεκινά πριν από την απόσβεση της επικαρπίας, με αποτέλεσμα να συνυπολογίζονται οι οικείες δωρεές πάντα στην πλασματική κληρονομία. Όμοια είναι η θέση του Γερμανικού Ακυρωτικού για την παρακράτηση άλλων εμπράγματων δικαιωμάτων, λ.χ. δουλεία οίκησης, ή για τη συνομολόγηση ενοχικών αξιώσεων που επιτρέπουν στον δωρητή να συνεχίζει να χρησιμοποιεί το πράγμα106 . 60. Ωστόσο, η άποψη του Γερμανικού Ακυρωτικού δεν φαίνεται πειστική, τουλάχιστον όσον αφορά τις δωρεές με παρακράτηση της επικαρπίας ή άλλων λιγότερο επιβαρυντικών της κυριότητας δικαιωμάτων 107. Οι λόγοι που θεμελιώνουν το συμπέρασμα αυτό παρουσιάστηκαν στην ουσία ήδη προηγουμένως σε σχέση με την αξία της ψιλής κυριότητας108: Με τη δωρεά με παρακράτηση της επικαρπίας ο δωρητής δεν δωρίζει τίποτε περισσότερο από την ψιλή κυριότητα του πράγματος, τη βέβαιη δηλαδή προσδοκία απόκτησης της πλήρους κυριότητας με την απόσβεση της επικαρπίας. Αντίστοιχα, τα οφέλη από την επικαρπία συνεχίζουν να ανήκουν στον δωρητή και να αυξάνουν την κληρονομιαία περιουσία. Ο δωρητής λοιπόν, προβαίνοντας στη δωρεά με παρακράτηση της επικαρπίας, δεν αποστερείται τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από αυτό που δώρισε, ήτοι την ψιλή κυριότητα, πρακτικά δηλαδή τη δυνατότητα ελεύθερης διάθεσης (ιδίως πώλησης) του πράγματος σε τρίτους. Κατά τούτο, δεν μπορεί πραγματικά να γίνει λόγος για καταστρατήγηση των διατάξεων για τη νόμιμη μοίρα: Από οικονομική άποψη οι αναγκαίοι κληρονόμοι δεν στερούνται, εφόσον από τη στιγμή της δωρεάς έχει παρέλθει η απαιτούμενη δεκαετία, τίποτα περισσότερο από το αντικείμενο της δωρεάς (την ψιλή κυριότητα), αφού αντιθέτως η επικαρπία, για όσο χρόνο διήρκησε, αύξησε τελικά την κληρονομιαία περιουσία προς όφελος και των μεριδούχων109 . 106. Βλ. ιδίως BGH, 27.4.1994, NJW 1994, 1791 επ. Για την εξέλιξη της νομολογίας του Γερμανικού Ακυρωτικού βλ. ιδίως Olshausen, ό.π. (υποσ. 41), αρ. 54 επ. 107. Βλ. και Kollhosser, Aktuelle Fragen der vorweggenommenen Erbfolge, AcP 194 (1994), 263· Olshausen, ό.π. (υποσ. 41), αρ. 58· Nieder, DNotZ 1987, 320. 108. Βλ. παραπάνω αρ. 28 επ. 109. Βλ. παραπάνω αρ. 42. 172 Αντώνης Παπαδημητρόπουλος Digesta 2010 61. Συνεπώς, η τυχόν μικρή επιβάρυνση που ενδεχομένως υφίσταται στην πράξη ο δωρητής δεν οφείλεται στο ότι δεν στερείται μια ωφέλεια που «κανονικά» θα αναμενόταν να στερείται, αλλά στο γεγονός ότι αυτό που δωρίζει, και συνεπώς η απώλεια που υφίσταται από τη δωρεά, δεν έχει ίσως τόσο μεγάλη σημασία για αυτόν. Με άλλα λόγια, η διατήρηση της εξουσίας χρήσης και κάρπωσης του πράγματος από τον δωρητή είναι σύμφυτη με τον περιορισμένο, σε σχέση με την πλήρη κυριότητα, χαρακτήρα του δικαιώματος που δώρισε. Έτσι, η κατάσταση στη δωρεά με παρακράτηση της επικαρπίας δεν διαφέρει για παράδειγμα από την περίπτωση που ο δωρητής, ανίκανος πλέον να οδηγεί, δωρίζει το αυτοκίνητό του σε κάποιον φίλο του. Αν η δωρεά απέχει από τον θάνατο του δωρητή περισσότερο από δέκα χρόνια, οι αναγκαίοι κληρονόμοι στερούνται την αξία που ενσωμάτωνε το αυτοκίνητο, ενώ ο ίδιος ο δωρητής δεν στερείται πρακτικά καμία ωφέλεια λόγω της δωρεάς. Το γεγονός όμως αυτό προφανώς δεν δικαιολογεί την αναβολή της κατ’ άρθρο 1831 ΑΚ προθεσμίας με το επιχείρημα της αποτροπής καταστρατηγήσεων. 62. Άλλωστε, είναι ως ένα σημείο παραπλανητικό να θεωρεί κανείς ότι η δωρεά της ψιλής κυριότητας δεν στερεί ουσιαστικά τον δωρητή από την απόλαυση του πράγματος. Ο δωρητής χάνει από τη στιγμή της δωρεάς την εξουσία να μεταβιβάζει ή να επιβαρύνει το πράγμα, με όλα τα –οικονομικά ιδίως– οφέλη που συνδέονται με την εξουσία αυτή, στην οποία ακριβώς έγκειται ένα μεγάλο μέρος της αξίας της κυριότητας πάνω στο πράγμα. Κατά τούτο, δύσκολα θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι ο δωρητής δεν αισθάνεται κάποια ουσιαστική απώλεια προβαίνοντας στη δωρεά με παρακράτηση της επικαρπίας. Παράλληλα, και δεδομένου ότι η έναρξη της δεκαετούς προθεσμίας συνδέεται και με τη δυνατότητα των αναγκαίων κληρονόμων για μέμψη άστοργης δωρεάς κατ’ άρθρο 1835 § 1 ΑΚ, στις παραπάνω σκέψεις πρέπει να προστεθούν και αξιολογήσεις σχετικές με την ασφάλεια του δικαίου και των συναλλαγών110. Αντίστοιχα ισχύουν όχι μόνο για την επικαρπία, αλλά και για μικρότερης έκτασης ή σημασίας δικαιώματα που παρακρατεί υπέρ του ο δωρητής, όπως ιδίως η δουλεία οίκησης ή ενοχικές αξιώσεις κατά του δωρεοδόχου. 63. Από την άλλη πλευρά υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ο δωρητής, παρά την ολοκλήρωση της μεταβίβασης, δεν στερείται στην ουσία το αντικείμενο της 110. Βλ. και Kollhosser, AcP 194 (1994), 263· Olshausen, ό.π. (υποσ. 41), αρ. 58· Dickhuth-Harrach, Vorweggenommene Erbfolge und Pflichtteilsergänzung, DNotZ 1994, 798. Ειδικά όσον αφορά το ελληνικό δίκαιο θα μπορούσε να αντλήσει κανείς επιχείρημα κατά της άποψης του Γερμανικού Ακυρωτικού από το γεγονός ότι ο Έλληνας νομοθέτης δεν περιέλαβε στον ΑΚ διάταξη αντίστοιχη με αυτήν της § 2325 ΙΙΙ εδ. γ΄ ΓερμΑΚ, όπως ισχύει σήμερα, σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση δωρεάς προς τον σύζυγο του κληρονομούμενου, η προθεσμία δεν ξεκινάει πριν την λύση του γάμου. Η διάταξη αυτή εκκινεί προφανώς από τη σκέψη ότι η δωρεά προς τον σύζυγο δεν στερεί ουσιαστικά τον δωρητή από την απόλαυση του αντικειμένου της δωρεάς, βλ. Olshausen, ό.π. (υποσ. 41), αρ. 60· Kipp/Coing, ό.π. (υποσ. 99), σελ. 93· BGH, 17.9.1986, DNotZ 1987, 315 (317). Digesta 2010 Υπολογισμός της νόμιμης μοίρας 173 δωρεάς. Αν για παράδειγμα ο δωρητής δεν παρακρατά απλώς την επικαρπία, αλλά επιπλέον, μέσω της συνομολόγησης της σχετικής διαλυτικής αίρεσης, επιφυλάσσει στον εαυτό του τη δυνατότητα μονομερούς αναδρομικής κατάργησης της μεταβιβαστικής σύμβασης, όχι μόνο δεν στερείται τη χρήση και κάρπωση του πράγματος που «δωρίζει», αλλά διατηρεί πρακτικά και την πλήρη εξουσία εκποίησής του111. Εν προκειμένω, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική από την απλή δωρεά με παρακράτηση της επικαρπίας, επειδή, παρά τη μεταβίβαση, είναι αμφίβολο αν ο δωρητής προβαίνει πραγματικά σε οποιουδήποτε είδους παροχή προς τον δωρεοδόχο. Στην ουσία λοιπόν, σε τέτοιες περιπτώσεις η τυπική ολοκλήρωση της μεταβίβασης δεν αποκλείει την καταστρατήγηση των διατάξεων για τη νόμιμη μοίρα ούτε εμποδίζει την αποσύνδεση του αντικειμένου της δωρεάς από την κληρονομιαία περιουσία. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να τεθεί ως βάση για τον υπολογισμό του κρίσιμου χρόνου έναρξης της προθεσμίας των άρθρων 1831 § 2 και 1835 § 1 ΑΚ. 64. Το αποφασιστικό κριτήριο για το αν συντρέχει η μία ή άλλη περίπτωση μπορεί ίσως να εντοπιστεί στο ερώτημα αν η από νομική άποψη συντέλεση της μεταβίβασης (εμπράγματη σύμβαση και μεταγραφή για τα ακίνητα - άρθρο 1033 ΑΚ) οδηγεί από οικονομική άποψη σε ουσιαστική αποκοπή του αντικειμένου της δωρεάς από την περιουσία του δωρητή και προσπόρισή του στον δωρεοδόχο112 . Βάσει του κριτηρίου αυτού πρέπει να γίνει δεκτό ότι η δεκαετής προθεσμία των άρθρων 1831 § 2 και 1835 § 1 ΑΚ στη μεν δωρεά με παρακράτηση της επικαρπίας ξεκινάει από τη στιγμή της μεταβίβασης της κυριότητας και τη σύσταση της επικαρπίας, επειδή από το σημείο αυτό η ψιλή κυριότητα έχει πλέον εκφύγει οριστικά από την περιουσία του δωρητή. Αντίθετα, η μεταβίβαση της κυριότητας υπό τη διαλυτική αίρεση της ανάκλησης της δωρεάς κατά την ελεύθερη βούληση του δωρητή δεν αποκόπτει, από οικονομική άποψη, το αντικείμενο της δωρεάς, είτε πρόκειται για πλήρη είτε για ψιλή κυριότητα, από την περιουσία του δωρητή· συνεπώς, η δεκαετής προθεσμία δεν ξεκινάει πριν από τον θάνατο του δωρητή, οπότε ματαιώνεται η αίρεση και οριστικοποιείται η απόκτηση της κυριότητας από τον δωρεοδόχο. 65. Ασφαλώς είναι νοητές και δωρεές στις οποίες δεν είναι απολύτως σαφές αν μπορεί να γίνει λόγος για αποκοπή του αντικειμένου της δωρεάς από την περιουσία 111. Kollhosser, AcP 194 (1994), 264· Olshausen, ό.π. (υποσ. 41), αρ. 59. Αντίστοιχα, στο παράδειγμα που αναφέρεται παραπάνω στον αρ. 57, ο δωρητής θα μπορούσε, ταυτόχρονα με την ενοχική σύμβαση που συνάπτει με τον Φ, να καταρτίσει και την εμπράγματη μεταβιβαστική σύμβαση υπό τη διαλυτική, αναδρομικά ενεργούσα αίρεση της ανάκλησης της δωρεάς, έτσι ώστε να μην δεσμεύεται πρακτικά από τη μεταβίβαση. 112. Πρβλ. BGH, 17.9.1986, DNotZ 1987, 315 (318)· BGH, 2.12.1987, NJW 1988, 821 (822), που απαιτούν την «wirtschaftliche Ausgliederung» του αντικειμένου της δωρεάς από την περιουσία του δωρητή. 174 Αντώνης Παπαδημητρόπουλος Digesta 2010 του δωρητή. Για παράδειγμα, είναι δυνατό να συμφωνείται ότι ο δωρητής έχει δικαίωμα ανάκλησης της δωρεάς και μαζί μ’ αυτήν της μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Η αντιμετώπιση των περιπτώσεων αυτών εξαρτάται εν πολλοίς από το εύρος και το είδος των προϋποθέσεων που οδηγούν σε ανατροπή της δωρεάς: Όσο πιο χαλαρές είναι οι προϋποθέσεις αυτές και όσο περισσότερο συνδέονται με την ελεύθερη βούληση του δωρητή, τόσο δυσκολότερα θα μπορεί να γίνει λόγος για ουσιαστική αποκοπή του αντικειμένου της δωρεάς από την περιουσία του τελευταίου. Ενόψει πάντως της αναγκαίας ασφάλειας των συναλλαγών, θα πρέπει εν αμφιβολία να γίνεται δεκτό ότι η προθεσμία των άρθρων 1831 § 2 και 1835 § 1 ΑΚ αρχίζει με την ολοκλήρωση της μεταβίβασης (στα ακίνητα με τη μεταγραφή). 66. Οι σκέψεις που προηγήθηκαν αφορούν αποκλειστικά το ζήτημα αν και πότε ξεκινά η προθεσμία των άρθρων 1831 § 2 και 1835 § 1 ΑΚ, ενώ δεν σχετίζονται με το ερώτημα με ποια αξία υπολογίζονται οι οικείες δωρεές, εφόσον τελικά προσμετρούνται στην πλασματική κληρονομία κατ’ άρθρο 1831 ΑΚ113: Το ερώτημα αυτό κρίνεται με βάση τους γενικούς κανόνες. Παράδειγμα: Ο δωρητής πεθαίνει το 2009. Το 1995 είχε προβεί σε μια δωρεά προς μη μεριδούχο η οποία συντελέστηκε –με την έννοια πάντα της μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας– το 1995. Αν υποτεθεί ότι παρά ταύτα η δεκαετής προθεσμία των άρθρων 1831 § 2 και 1835 § 1 ΑΚ ξεκινά το 2007, επειδή τότε μόλις αποκόπηκε ουσιαστικά το αντικείμενο της δωρεάς από την περιουσία του δωρητή κατά τα προαναφερόμενα, κρίσιμο για την κατ’ άρθρο 1831 ΑΚ αποτίμηση της αξίας της δωρεάς είναι το έτος 1995 και όχι το έτος 2007. 3. Δωρεά με παρακράτηση επικαρπίας υπέρ τρίτου 67. Οι κανόνες που διατυπώνονται στην παρούσα μελέτη για τη δωρεά με παρακράτηση της επικαρπίας υπέρ του δωρητή εφαρμόζονται και στη δωρεά με παρακράτηση της επικαρπίας υπέρ ενός τρίτου προσώπου: Η δωρεά της επικαρπίας προς τον τρίτο υπόκειται βέβαια στους κανόνες των άρθρων 1831 και 1833 ΑΚ (προστίθεται στην κληρονομία και καταλογίζεται ενδεχομένως στον τρίτο), η επικαρπία όμως δεν προστίθεται ακόμη μια φορά στην πλασματική κληρονομία κατά την απόσβεσή της ούτε καταλογίζεται στον ψιλό κύριο, αν αυτός είναι μεριδούχος, με την αιτιολογία ότι αυτός απέκτησε επιπλέον τη χρήση και κάρπωση του πράγματος 114. Η ίδια αντιμετώπιση αρμόζει κι όταν η παρακράτηση της επικαρπίας έγινε μεν αρχικά υπέρ του δωρητή, στη συνέχεια όμως η επικαρπία μεταβιβάστηκε από τον δωρητή στον τρίτο (υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι η επικαρπία συμφωνήθηκε ως μεταβιβαστή - άρθρο 1166 εδ. α΄ ΑΚ): Αν η επικαρπία μεταβιβάστηκε στον τρίτο λόγω δωρεάς εφαρμόζονται οι κανόνες των άρθρων 113. Βλ. και BGH, 27.4.1994, NJW 1994, 1791 (1792). 114. Βλ. και παραπάνω αρ. 44. Digesta 2010 Υπολογισμός της νόμιμης μοίρας 175 1831 και 1833 ΑΚ· δεν εφαρμόζονται όμως για την απόσβεση της επικαρπίας υπέρ του ψιλού κυρίου. 68. Παρόμοιες με τις εδώ εξεταζόμενες είναι και οι περιπτώσεις στις οποίες ο κληρονομούμενος, όντας ο ίδιος ψιλός κύριος –λ.χ. επειδή είχε προηγηθεί δωρεά κάποιου τρίτου προς τον κληρονομούμενο με παρακράτηση της επικαρπίας ή επειδή ο ίδιος ο κληρονομούμενος είχε εν ζωή συστήσει επικαρπία υπέρ κάποιου τρίτου–, δωρίζει εν ζωή κατά κυριολεξία την ψιλή κυριότητα του πράγματος στον δωρεοδόχο. Στις κατά κυριολεξία δωρεές της ψιλής κυριότητας εφαρμόζονται, λόγω της προφανώς όμοιας κατάστασης συμφερόντων (ο δωρεοδόχος αποκτά με χαριστική αιτία την ψιλή κυριότητα από τον δωρητή, ενώ κάποιος τρίτος διατηρεί την επικαρπία), οι ίδιοι κανόνες που εφαρμόζονται στις δωρεές με παρακράτηση της επικαρπίας υπέρ τρίτου. 4. Δωρεά ψιλής κυριότητας που βλάπτει τη νόμιμη μοίρα 69. Από την ανάλυση που προηγήθηκε115 προκύπτει ότι η απόσβεση της επικαρπίας δεν συνιστά δωρεά του επικαρπωτή προς τον ψιλό κύριο, ακόμη κι αν ο ψιλός κύριος απέκτησε την ψιλή κυριότητα λόγω δωρεάς: Η απόκτηση της χρήσης και κάρπωσης του πράγματος από τον ψιλό κύριο λόγω απόσβεσης της επικαρπίας συνδέεται άρρηκτα με το δικαίωμα της (ψιλής) κυριότητας116 και δεν συνεπάγεται κάποια περιουσιακή μετακίνηση που δεν έχει ήδη συνυπολογιστεί στην κατά τον χρόνο της μεταβίβασης αξία της ψιλής κυριότητας. Συνεπώς, η συνένωση της επικαρπίας με την (ψιλή) κυριότητα και η συνακόλουθη απόκτηση της χρήσης και κάρπωσης του πράγματος από τον ψιλό κύριο δεν συνιστούν περιορισμούς της νόμιμης μοίρας των αναγκαίων κληρονόμων του δωρητή κατά την έννοια του άρθρου 1829 ΑΚ. Τη νόμιμη μοίρα προσβάλλει ενδεχομένως μόνο η δωρεά της ψιλής κυριότητας στην οποία προέβη εν ζωή ο κληρονομούμενος, επειδή αυτή οδηγεί στην περιέλευση της χρήσης και κάρπωσης του πράγματος στον ψιλό κύριο με την απόσβεση της επικαρπίας, όχι όμως και η συνένωση της επικαρπίας με την κυριότητα που ακολουθεί την απόσβεση. Ως εκ τούτου, η προστασία του μεριδούχου που προσβάλλεται στη νόμιμη μοίρα του από τη δωρεά με παρακράτηση της επικαρπίας επιτυγχάνεται, ανεξάρτητα από το αν ο δωρεοδόχος ήταν κι ο ίδιος μεριδούχος, αποκλειστικά με τη μέμψη άστοργης δωρεάς (άρθρα 1835 επ. ΑΚ) και όχι με την κατ’ άρθρο 1829 ΑΚ ακυρότητα117. Άλλωστε, κατά 115. Βλ. παραπάνω αρ. 28 επ. 116. Βλ. υποσ. 32. 117. Συνεπής προς την άποψή του ότι η δωρεά με παρακράτηση της επικαρπίας πρέπει να εξομοιωθεί με δωρεά αιτία θανάτου (βλ. παραπάνω αρ. 18 επ.) δέχεται ο Καστρήσιος, ΧρΙΔ 2009, 627 επ, ότι η απόκτηση της χρήσης και κάρπωσης του πράγματος λόγω απόσβεσης της επικαρπίας θα ήταν άκυρη βάσει των άρθρων 1829 και 2035 ΑΚ, αν η περιέλευση έστω και ιδανικού μεριδίου της επικαρπίας στον μεριδούχο δεν αντέβαινε στον κανόνα του ακληρονόμητου της επικαρπίας (άρθρο 176 Αντώνης Παπαδημητρόπουλος Digesta 2010 κανόνα η αξία της επικαρπίας έχει σε μεγάλο βαθμό ενσωματωθεί στην κληρονομιαία περιουσία ωφελώντας όλους τους (αναγκαίους και μη) κληρονόμους118 . 70. Δεδομένου λοιπόν ότι η ένωση της επικαρπίας με την ψιλή κυριότητα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δωρεά που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα, μόνο η δωρεά με παρακράτηση της επικαρπίας υπόκειται σε μέμψη άστοργης δωρεάς κατά τα άρθρα 1835 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται καταρχήν χωρίς αποκλίσεις οι κανόνες που διέπουν γενικά τη μέμψη άστοργης δωρεάς, αφού βεβαίως ληφθεί υπόψη η ιδιαίτερη φύση του δικαιώματος ψιλής κυριότητας που απέκτησε ο δωρεοδόχος. Η σκέψη αυτή συνδέεται κυρίως119 με τη διαπίστωση ότι με την απόσβεση της επικαρπίας δεν υφίσταται πλέον ψιλή, αλλά μόνο πλήρης κυριότητα. Συνεπώς, η όποια υποχρέωση του δωρεοδόχου για ικανοποίηση του μεριδούχου μέσω αυτούσιας απόδοσης (μέρους) του αντικειμένου της δωρεάς120 μπορεί να είναι μόνο υποχρέωση για απόδοση πλήρους κυριότητας121. Αντίστοιχα, το γεγονός ότι η αξία του αντικειμένου της δωρεάς (κυριότητα επιβαρυμένη με επικαρπία) αυξήθηκε λόγω της απόσβεσης της επικαρπίας (πλήρης κυριότητα), λαμβάνεται υπόψη κατά τον προσδιορισμό του τμήματος εκείνου του πράγματος που ο δωρεοδόχος θα πρέπει να αποδώσει στον μεριδούχο μετά την ανατροπή της δωρεάς κατ’ άρθρο 1835 § 1 ΑΚ. Ο λόγος έγκειται στον σκοπό της μέμψης άστοργης δωρεάς που έγκειται στην κάλυψη του δικαιώματος νόμιμης μοίρας κατά το μέρος που δεν επαρκεί η πραγματική κληρονομία: Το δικαίωμα νόμιμης μοίρας ικανοποιείται πλήρως όταν στον μεριδούχο αποδίδεται η αξία κατά την οποία η κληρονομία δεν καλύπτει το δικαίωμά του (πρβλ. και άρθρο 1836 § 1 εδ. β΄ ΑΚ), ανεξάρτητα από την αξία της δωρεάς κατά τον χρόνο που έγινε122. Το συμπέρασμα 1167 ΑΚ), βλ. υποσ. 34. 118. Βλ. παραπάνω αρ. 42. Αντίστοιχα, η αξία του πράγματος, η οποία απομένει μετά την επιβάρυνση της κυριότητας με επικαρπία, έχει ενσωματωθεί, όσον αφορά την μετά την απόσβεση της επικαρπίας απόκτηση της χρήσης και κάρπωσης από τον (μέχρι τότε ψιλό) κύριο, στην κατά τα άρθρα 1831 και 1833 ΑΚ υπολογιζόμενη αξία της ψιλής κυριότητας. 119. Για το ζήτημα της έναρξης της κατ’ άρθρο 1835 § 1 ΑΚ (σε συνδυασμό με το άρθρο 1831 § 2 ΑΚ) δεκαετούς προθεσμίας στη δωρεά με παρακράτηση της επικαρπίας βλ. παραπάνω αρ. 54 επ. 120. Για τα αποτελέσματα της μέμψης άστοργης δωρεάς βλ. μεταξύ άλλων Σταθόπουλο, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρ. 1835-1838, αρ. 16 επ. 121. Πρβλ. την αρχή της ελαστικότητας της κυριότητας και τη θέση ότι η ψιλή κυριότητα δεν διαφέρει κατά τη νομική φύση της από την πλήρη κυριότητα, βλ. μεταξύ άλλων Γεωργιάδη, Εμπρ. Δίκ. Ι, 1991, § 27 αρ. 6. 122. Παράδειγμα: Ο Κ δωρίζει το 2003 στον φίλο του Φ κατά πλήρη κυριότητα ένα ακίνητο αξίας, κατά τον χρόνο της δωρεάς, 1.000.000 €. Επίσης δωρίζει το 2005 στον φίλο του Α ένα άλλο ακίνητο παρακρατώντας την επικαρπία για τον εαυτό του· η αξία της ψιλής κυριότητας κατά τον χρόνο της δωρεάς ήταν 500.000 €, ενώ η αξία της πλήρους κυριότητας κατά τον θάνατο του Κ, λόγω απόσβεσης της επικαρπίας, ανερχόταν σε 1.000.000 €. Το 2009 πεθαίνει ο Κ χωρίς καμία περιουσία αφήνοντας ως Digesta 2010 Υπολογισμός της νόμιμης μοίρας 177 αυτό ισχύει μάλιστα γενικά, με την έννοια ότι η αύξηση της αξίας του αντικείμενου της δωρεάς λόγω μεταγενέστερων γεγονότων, όπως εν προκειμένω λόγω απόσβεσης της επικαρπίας, ωφελεί τον δωρεοδόχο εφόσον το δικαίωμα νόμιμης μοίρας του μεριδούχου ικανοποιείται με μικρότερο ποσό: Η δωρεά «ανατρέπεται» (άρθρο 1835 § 1 ΑΚ) μόνο για το ποσό αυτό. μοναδικό κληρονόμο του τον γιο του Β. Η πλασματική κληρονομία κατ’ άρθρο 1831 ΑΚ ανέρχεται σε ύψος (1.000.000 € + 500.000 € =) 1.500.000 €, συνεπώς η νόμιμη μοίρα του Β ανέρχεται σε ύψος (1.500.000 € x ½ =) 750.000 €. Ο Β μπορεί να ασκήσει τη μέμψη άστοργης δωρεάς κατά του Α για να ανατραπεί η δωρεά κατά το μέρος που λείπει από τη νόμιμη μοίρα, για το ποσό δηλαδή των 750.000 €, μολονότι η αξία της δωρεάς προς τον Α ανερχόταν, όταν έγινε, σε ύψος 500.000 €. Αντίστοιχα, ο Α οφείλει να αποδώσει στον Β, αν δεν θέλει να του καταβάλει 750.000 € (άρθρο 1836 § 1 εδ. β΄ ΑΚ), τμήμα του ακινήτου ή, ενδεχομένως, ιδανικό μερίδιο της (πλήρους) κυριότητας επ’ αυτού με αξία ανερχόμενη στις 750.000 €.



Αντώνης Παπαδημητρόπουλος ΔρΝ Παν/μίου Freiburg Γερμανίας, LL.M. -

ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ 1509.- ΠΑΡΟΧΕΣ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΠΡΟΣ ΤΑ ΤΕΚΝΑ ΤΟΥΣ

$
0
0

Ακυρώνεται η γονική παροχή λόγω νομίμου μοίρας


ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ

1509.- ΠΑΡΟΧΕΣ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΠΡΟΣ ΤΑ ΤΕΚΝΑ ΤΟΥΣ.
Η παροχή περιουσίας στο τέκνο από ο­ποιονδήποτε γονέα του, είτε για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας είτε για την..έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλμα­τος, αποτελεί δωρεά μόνο ως προς το ποσόν που υ­περβαίνει το μέτρο, το οποίο επιβάλλουν οι περιστά­σεις. Η ευθύνη όμως απέναντι στο τέκνο, εκείνου που έκανε την παροχή, για πραγματικά ή νομικά ε­λαττώματα του πράγματος, κρίνεται πάντοτε κατά τις διατάξεις για την ευθύνη του δωρητή.
 
 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ
 
Νομική φύση - σχέση με δωρεά
- Επειδή, κατ'άρθρον 1509 εδ. α'ΑΚ η πα­ροχή αυτή αποτελεί εκπλήρωση ηθικής ή φυσικής υποχρεώσεως του γονέως προς τα τέκνα, και δεν αποτελεί δωρεά εφόσον είναι μέσα στα πλαίσια που επιτρέπουν οι συγκεκριμένες συνθήκες, όπερ κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με βάση την περιουσιακή κατάσταση των γονέων, του αριθ­μού των τέκνων, τις ανάγκες των τέκνων, την οικο­νομική κατάσταση των άλλων τέκνων και συνεπώς δεν υπόκεινται εις μέμψη (έστω και αν θίγει την νόμιμο μοίρα).
Αν όμως υπερβαίνουν το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις με τα αμέσως ανωτέρω κριτήρια, τότε για το υπερβάλλον εφαρμόζονται οι διατάξεις για την δωρεά (αρθ. 496 επ. ΑΚ) και υ­πόκειται εις μέμψη (ανατροπήν) (Βαθρακοκοίλη, Ερμ. Αστ. Κωδ. Γ έκδοση 1994 αρθ. 1509 σελ. 2032).
Το αίτημα αυτής είναι να ανατραπεί ή ανασχισθεί υπό του Δικαστηρίου η δωρεά καθ'ο μέρος απαιτείται δια να ικανοποιηθεί η νόμιμος μοίρα του μεριδούχου.
Η δικαστική απόφαση, δεχόμενη την μέμψη, αποτέλεσμα έχει όχι την αρχήθεν ακύρωση υπό την έννοιαν του άρθρου 184 ΑΚ διότι τοιαύτη ακύρωση αναγράφεται μόνον επί προσβολής ένεκα πλάνης, απάτης ή απειλής (154 ΑΚ), αλλά την, με­ταξύ των δύο μερών, ενοχικώς ανατροπήν αυτής.
Επομένως το διαπλαστικόν αποτέλεσμα της απο­φάσεως είναι ότι γεννάται ενοχή του δωρεοδόχου όπως αυτός αποκαταστήσει, δηλαδή μεταβιβάσει κατά κυριότητα και νομήν, εις τον μεριδούχον τό­σον μέρος εκ των δωρηθέντων στοιχείων όσον α­παιτείται προς κάλυψη της νομίμου μοίρας, συνάμα δε μετά του μέρους τούτου και τους από του θανά­του του κληρονομουμένου συλλεγέντας και συλλεκτέους καρπούς ή άλλα ωφελήματα (αρθ. 1837 ΑΚ). (Εφ.Αθ. 8560/2002 – ΕλλΔνη 2004, σελ. 571)
 
Χαριστική δικαιοπραξία
- Επειδή, η γονική παροχή, που θεσμοθετείται με το άρθρο 1509 Α.Κ., συνιστά επίδοση από ελευθεριότητα και, συνεπώς, η περί αυτής δικαιοπραξία είναι χαριστική.
Δεν συνάγεται δε το αντίθετο από το χαρακτηρισμό της, στο α΄ εδάφιο της τελευταίας διάταξης, ως δωρεάς, ως προς το ποσό που υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, αφού αυτό αποσκοπεί στο να αποκλείσει τη δυνατότητα ανάκλησής της, ως προς το μέρος που αυτή δεν αποτελεί δωρεά και όχι να τη χαρακτηρίσει, εξ αντιδιαστολής, ως επαχθή δικαιοπραξία (ΑΠ 638/2004). (Α.Π. 1778/2006 – ΝοΒ 2007, σελ. 338)
 
Δεν αποτελεί νομική υποχρέωση
- Επειδή, το άρθρο 1509 ΑΚ, το οποίο ρυθμίζει τη γονική παροχή, δεν καθιερώνει νομική υποχρέωση των γονέων για παροχή περιουσίας προς το παιδί, αλλά αναγνω­ρίζει απλώς την ηθική υποχρέωση εκείνων να βοηθούν οικο­νομικά, στις προβλεπόμενες περιπτώσεις, τα παιδιά τους (Κουνουγέρη - Μανωλεδάκη, Οικογ. Δίκαιο, τόμος β', 1998, σ. 179, ΕρμΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, άρθρο 1509 αρ. 3 σημ. 2, 0. Παποζήση, Γονική ραροχή, 1987, σ. 45, σχετ. Εφθεσ 2195/1991 Αρμ ΜΕ' 770). (Πολ. Πρωτ. Πατρ. 324/2005 – Αρμ. 2006 , σελ. 1023)
 
Υπόκειται σε διάρρηξη κατ'αρθρο 939 επ. Α.Κ. - Περιπτώσεις
- Επειδή, ως απαλλοτρίωση, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 939 ΑΚ, νοείται κάθε διάθεση, α­διάφορα αν αυτή έγινε από επαχθή ή χαριστική αιτία.
Ε­πομένως, αποτελούν απαλλοτρίωση που υπόκεινται σε διάρρηξη από τους δανειστές και οι παροχές των γονέων προς τα τέκνα τους, οι οποίες προβλέπονται από τη διά­ταξη του άρθρου 1509 ΑΚ, κατά το οποίο «η παροχή πε­ριουσίας στο τέκνο από οποιονδήποτε γονέα του, είτε για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογε­νειακής αυτοτέλειας, είτε για την έναρξη ή την εξακο­λούθηση επαγγέλματος, αποτελεί δωρεά μόνον ως προς το ποσό που υπερβαίνει το μέτρο το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις...» (ΑΠ 325/1995, ΕφΑΘ 5639/1998 ΕλλΔνη 40.1157).
Το αναφερόμενο στη διάταξη αυτή μέτρο, που επιβάλλουν κάθε φορά οι περιστάσεις, πέρα από το ο­ποίο οι αναφερόμενες παροχές των γονέων προς τα τέκνα αποτελούν δωρεές, έχει αξία μόνον για την εφαρ­μογή της διάταξης του άρθρου 942 του ΑΚ, κατά το ο­ποίο δεν απαιτείται η γνώση του τρίτου, να γνωρίζει δη­λαδή ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δα­νειστών του, ενώ αντιθέτως ως προς τις παροχές που είναι κατώτερες του μέτρου και δεν αποτελούν δωρεές απαιτείται και μάλιστα τεκμαίρεται η γνώση των τέκνων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 941 § 2 ΑΚ.
Έτσι, οι γονικές παροχές υπόκεινται σε διάρρηξη, κατά το άρ­θρο 939 ΑΚ, ανεξάρτητα αν υπερβαίνουν ή όχι το ανάλο­γο μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, άσχετα δηλαδή αν αποτελούν δωρεές εν όλω ή εν μέρει, δεδομένου μά­λιστα ότι οι παροχές αυτές δεν αποτελούν νομική υπο­χρέωση των γονέων αλλά εκδήλωση ηθικού καθήκοντος και σαν τέτοιες είναι προφανές ότι πρέπει να έπονται των ενοχικών υποχρεώσεων (ΕφΑΘ 2344/2002 Δνη 43. 1715).
Το ότι μία διάθεση γίνεται για την εκπλήρωση η­θικών υποχρεώσεων ή της κοινωνικής ευπρέπειας του οφειλέτη, δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών ούτε την προτίμηση από τον οφειλέτη των η­θικών του υποχρεώσεων έναντι των νομικών.
Για το λό­γο αυτό δεν αναιρείται ο καταδολιευτικός χαρακτήρας μιας απαλλοτρίωσης, αν, εκτός από την πρόθεση βλάβης των δανειστών, παράλληλα ο οφειλέτης επιδιώκει και άλ­λους σκοπούς, όπως εκείνους της γονικής παροχής (Εφ Αθ 7827/1998 Δνη 40.1162).
Το αποτέλεσμα της διάρρη­ξης είναι ότι ο τρίτος έχει την υποχρέωση να αποκατα­στήσει τα πράγματα στην κατάσταση που ήταν. Η διάρρη­ξη ενεργεί μόνον υπέρ των δανειστών που προσέβαλαν την απαλλοτρίωση. (Μον.Πρ.Θεσσ. 8795/2005 – Αρμ. 2005, σελ. 749, Σχολ/νη)
 
Υπόκειται σε μέμψη άστοργης δωρεάς κατ'άρθρο 1835 Α.Κ. μόνον κατά το υπερβαίνον μέτρο
- Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1509, 1835 και 1831 Α.Κ. προκύπτει, ότι σε μέμψη υπόκεινται μόνοοι δωρεές, οι οποίες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1831 παρ. 2 ΑΚ, προστίθενται στην κληρονομία, όπως αυτό ορίζεται ειδικότερα στη διάταξη του άρθρου 1835 του ίδιου Κώδικα, η οποία δεν τροποποιήθηκε με το ν.1329/1983.
Το γεγονός ότι η παροχή του γονέα προς το τέκνο, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 1509 εδάφ. α’ ΑΚ, δεν αποτελεί δωρεά όταν είναι μέσα στα όρια που επιβάλλουν οι περιστάσεις, έχει ως συνέπεια, ότι η τελευταία δεν προσβάλλεται ως άστοργη έστω και αν θίγει τη νόμιμη μοίρα, αφού, κατά τη διάταξη του άρθρου 1835 ΑΚ, σε μέμψη υπόκεινται μόνο οι δωρεές.
Με τα δεδομένα αυτά, όταν με αγωγή μέμψης προσβάλλεται γονική παροχή που έγινε προς μεριδούχο για τη δημιουργία οικονομικής και οικογενειακής αυτοτέλειάς του, κατά την έννοια του άρθρου 1509 ΑΚ, πρέπει, για να είναι ορισμένη η αγωγή αυτή, να εκτίθεται σαφώς τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει, ότι η γονική παροχή είναι δωρεά στο σύνολό της ή μερικώς, δηλαδή ότι υπερβαίνει το μέτρο, το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις, το οποίο κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με βάση την περιουσιακή κατάσταση των γονέων, τον αριθμό των τέκνων, τις ανάγκες των τέκνων, την οικονομική κατάσταση των άλλων τέκνων κλπ. (Α.Π. 518/2006 – ΝοΒ 2006, σελ. 1492)
 
- Επειδή, οι κατά το άρθρο 1509 ΑΚ γονικές παροχές, είτε για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας, είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος, αποτελούν δωρεές υποκείμενες σε μέμψηεφόσον υπερβαίνουν το επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, όπως ρητά ορίζεται στη διάταξη αυτή, ως ενδεικνυόμενο δε από τις περιστάσεις μέτρο θεωρείται το ανάλογο προς την οικονομική κατάσταση, την κοινωνική θέση του γονέα κατά τη σύσταση της παροχής και την οικογενειακή κατάσταση, δηλαδή τον αριθμό των τέκνων του, την ηλικία τους, τις ανάγκες του τέκνου προς το οποίο γίνεται η παροχή, την οικονομική κατάσταση των άλλων τέκνων κλπ., δεν εξαρτάται δε το μέτρο αυτό από την αξία της νόμιμης μοίρας του δικαιούχου ή την κληρονομική του μερίδα, ο σκοπός των οποίων είναι διαφορετικός.
Απορία του τέκνου δεν απαιτείται για τη σύσταση της γονικής παροχής, αλλά μόνον η συνδρομή ανάγκης με τις παραπάνω προϋποθέσεις του άρθρου 1509 ΑΚ. Αν δεν συντρέχει περίπτωση ανάγκης, τότε η παροχή έχει την έννοια της δωρεάς.
Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων των άρθρων 1831 παρ. 2, όπως το άρθρο αυτό αντικ. με το άρθρο 26 του ν. 1329/1983, 1835 και 1509 ΑΚ συνάγονται τα ακόλουθα:
Για τον προσδιορισμό της κληρονομιάς και κατ'επέκταση για την ανεύρεση της νόμιμης μοίρας, προστίθενται στην κληρονομιά εκτός των άλλων και ο,τιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε όσο ζούσε χωρίς αντάλλαγμα στο μεριδούχο, είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο και επομένως με τη διατύπωση αυτή εννοεί ο νόμος κάθε άλλη παροχή από ελευθεριότητα γονέα προς παιδί, όπως είναι αυτή που προβλέπεται από το άρθρο 1509 εδ. Α ΑΚ, άσχετα αν η παροχή αυτή αποτελεί ή όχι δωρεά σύμφωνα με το άρθρο αυτό και άσχετα αν γίνεται από ελευθεριότητα και όχι από νομική υποχρέωση.
Σε μέμψη όμως υπόκεινται μόνον οι δωρεές, οι οποίες, σύμφωνα με το νέο άρθρο 1831 παρ. 2 ΑΚ, προστίθενται στην κληρονομιά, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 1835 ΑΚ, το οποίο δεν τροποποιήθηκε με το ν. 1329/1983, το γεγονός δε ότι η παροχή του γονέα προς το τέκνο, όταν αυτή είναι μέσα στα όρια που επιβάλλουν οι περιστάσεις, δεν αποτελεί δωρεά, έχει ως συνέπειες ότι αυτή δεν προβάλλεται ως άστοργη, έστω και αν θίγει τη νόμιμη μοίρα, αφού κατά το παραπάνω άρθρο 1835 ΑΚ σε μέμψη υπόκεινται μόνον οι δωρεές (βλ. Κουμάντο, Οικογ. Δίκαιο, τόμος β’, σελ. 161). (Μον. Πρ. Θεσ. 20958/2006 – Αρμ. 2007, σελ.1164, Σχ/νη)
 
Υπόκειται σε ανάκληση κατ'άρθρο 505 Α.Κ. μόνο κατά το υπερβαίνον μέτρο
Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθ. 1509 του ΑΚ προκύπτει ότι ο νομοθέτης χαρακτηρίζει ως γονική παροχή εκείνη που δεν υπερβαίνει το μέτρο το επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίστασης, χωρίς όμως και αυτός να προσδιορίζει τις περιστάσεις.
Ως ενδεικνυόμενο μέτρο από τις περιστάσεις θεωρείται το ανάλογο προς την οικονομική κατάσταση, την κοινωνική θέση του γονέα κατά τη σύσταση της παροχής, και την οικογενειακή κατάσταση, δηλαδή τον αριθμό των τέκνων, την ηλικία του κλπ.
Απορία του τέκνου δεν απαιτείται για τη σύσταση της γονικής παροχής αλλά μόνο η συνδρομή ανάγκης υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις του άρθ. 1509 του ΑΚ. Αν δεν συντρέχει περίπτωση ανάγκης, τότε η παροχή έχει την έννοια της δωρεάς.
Με τα δεδομένα αυτά, η απόφαση με την οποία γίνεται δεκτή αγωγή για ανάκληση γονικής παροχής ως δωρεάς, λόγω αχαριστίας, που έγινε προς τέκνο για τη δημιουργία οικονομικής και οικογενειακής αυτοτέλειας του κατά την έννοια του άρθρου 1509 του ΑΚ., πρέπει να περιλαμβάνει στην ελάσσονα πρόταση της στο πλαίσιο εφαρμογής της διάταξης του άρθ. 93 παρ.3 του Συντάγματος, ως αποδεικτικό πόρισμα, τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που προαναφέρθηκαν, και είναι ανάγκη να τα επικαλείται και ο ενάγων στο δικόγραφο της αγωγής του, από τα οποία, προκύπτει, ότι η γονική παροχή είναι δωρεά γιατί υπερβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση το επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις μέτρο.
Η επαρκής αναφορά των πιο πάνω κρίσιμων πραγματικών περιστατικών στις παραδοχές του αιτιολογικού της αποφάσεως ελέγχεται αναιρετικά στο πλαίσιο της διάταξης του άρθ. 559 αριθ.19 του ΚΠολΔ, ο προσδιορισμός όμως του ενδεικνυόμενου μέτρου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ενεργείται από το Δικαστήριο ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, η οποία δεν υπόκειται αυτοτελώς στον έλεγχο του Αρείου Πάγου γιατί δεν είναι νομική έννοια και τα ιδιαίτερα ατομικά χαρακτηριστικά του μέτρου δεν συμπίπτουν σε όλες τις περιπτώσεις και εξειδικεύονται σε κάθε υπόθεση ανέλεγκτα. (Α.Π. 1990/2007, 510/1973). (Α.Π. 654/2011- ΝοΒ 2011, σελ. 2337 )
 
  

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
  

ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ - ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ ΣΕ ΚΟΙΝΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ

$
0
0
ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ 1509.- ΠΑΡΟΧΕΣ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΠΡΟΣ ΤΑ ΤΕΚΝΑ ΤΟΥΣ

«ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ ΣΕ ΚΟΙΝΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ»


Ι. ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ 
Μια από τις κυριότερες τραπεζικές εργασίες, όπως αυτές απαριθµούνται ενδεικτικά στο άρθρο 24 του Ν. 2076/1992, είναι και η αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων. Ως καταθέσεις νοούνται οι καταθέσεις χρηµάτων ή άλλων αξιών (π.χ. αξιογράφων), εφόσον παρέχεται στη τράπεζα η εξουσία χρησιµοποιήσεώς τους ως κεφάλαια ή προς ενίσχυση της πιστωτικής της λειτουργίας µε υποχρέωση αποδόσεως άλλων χρηµάτων ή αξιών της ίδιας ποσότητας και ποιότητας. Οι καταθέσεις χρηµάτων διακρίνονται ιδίως σε καταθέσεις όψεως, ταµιευτηρίου δεσµευµένες, υπό προειδοποίηση κ.λ.π καθώς και σε καταθέσεις σε κοινό ή αδιαίρετο λογαριασµό. Ο τραπεζικός λογαριασµός είναι συνοπτικός πίνακας όπου απεικονίζονται οι συναλλαγές µεταξύ της τράπεζας και του πελάτη. Από τα άρθρα 8 επ. του ΕµπΝ συνάγεται ότι πρόκειται για µορφή εµπορικού βιβλίου όπου καταγράφονται οι παραπάνω συναλλαγές και το οποίο αναπτύσσει αποδεικτική δύναµη (444 επ. ΚΠολ∆) υπέρ αµφοτέρων των µερών, εκτός εάν κάποιο από αυτά αµφισβητήσει το περιεχόµενό του. Στο λογαριασµό καταγράφονται όλες οι κινήσεις και συγκεκριµένα οι καταβολές που περιέρχονται από τη πλευρά του πελάτη στη τράπεζα καθώς και αυτές στις οποίες προβαίνουν τρίτοι υπέρ αυτού, οι αποκαλούµενες ως πιστωτικές. Εκτός από αυτές στον λογαριασµό εγγράφονται και οι καταβολές που περιέρχονται από τη πλευρά της τράπεζας στο πελάτη ή σε τρίτο για λογαριασµό του πελάτη, οι λεγόµενες χρεωστικές. Είναι σκόπιµο στο σηµείο αυτό να εξετάσουµε τη νοµική φύση του τραπεζικού λογαριασµού. Το άνοιγµα του λογαριασµού προϋποθέτει τραπεζική σύµβαση την οποία και εξυπηρετεί. Από την σύµβαση λοιπόν αυτή και µόνο πηγάζουν οι όποιες απαιτήσεις του πελάτη έναντι της τράπεζας και αντίστροφα και όχι από τη σύµβαση λογαριασµού η οποία έχει παρεπόµενο χαρακτήρα. Η τράπεζα βέβαια έχει από τη σύµβαση του λογαριασµού έναντι του πελάτη της την υποχρέωση προς απεικόνιση των κινήσεων του λογαριασµού ανά πάσα στιγµή. Από πού όµως προκύπτει αυτή η υποχρέωση της τράπεζας προς απεικόνιση. Στο άρθρο 303 ΑΚ ρυθµίζεται η υποχρέωση λογοδοσίας εκείνου που διεξάγει ολικά ή µερικά ξένη υπόθεση. Η δε υποχρέωση αυτή πηγάζει είτε από σύµβαση είτε από το Νόµο. Συνεπώς όταν η τράπεζα ενεργεί ως εντολοδόχος (718 ΑΚ) ή η υποχρέωσή της αυτή απορρέει από σύµβαση, όπως αυτή του λογαριασµού, οφείλει να αποδώσει λογαριασµό καθώς και το αντικείµενο του λογαριασµού όταν αυτό απαιτηθεί από τον πελάτη της. 1. ∆ικαιούχος – οι του τραπεζικού λογαριασµού Στον τραπεζικό λογαριασµό µε βάση την υποχρέωση απεικόνισης που γεννιέται σε βάρος της τράπεζας, αντίστοιχα ο δικαιούχος του λογαριασµού αποτελεί τον δικαιούχο της απαίτησης η οποία απεικονίζεται στο λογαριασµό. Ο λογαριασµός δηλαδή εξατοµικεύεται µε βάση κατά κύριο λόγο το όνοµα του φυσικού ή νοµικού προσώπου στο οποίο ανήκει. Ως δικαιούχοι του λογαριασµού µπορεί να οριστούν περισσότερα του ενός πρόσωπα και τότε θα πρόκειται είτε για κοινό λογαριασµό είτε για αδιαίρετο ή ενωµένο ή συµπλεκτικό λογαριασµό. ∆εν είναι επίσης απαραίτητο ο δικαιούχος του λογαριασµού να είναι το ίδιο πρόσωπο µε αυτό που συνοµολόγησε τη σύµβαση. Μπορεί αυτός που άνοιξε το λογαριασµό να αντιπροσωπεύει τον δικαιούχο π.χ. οι γονείς που ανοίγουν λογαριασµό υπέρ του παιδιού τους στα πλαίσια άσκησης της γονικής µέριµνας ή κάποιος να προέβη στο άνοιγµα του λογαριασµού υπέρ τρίτου προσώπου κατά τις γενικές διατάξεις για τη σύµβαση υπέρ τρίτου. ΙΙ. ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΣΕ ΚΟΙΝΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ Στον κοινό λογαριασµό σε αντίθεση µε τη κατάθεση σε ατοµικό λογαριασµό, υφίσταται η δυνατότητα ανοίγµατος του λογαριασµού από έναν ή περισσότερους στο όνοµα περισσοτέρων. Μέχρι το 1932 δεν υπήρχε ρύθµιση σχετικά µε το κοινό λογαριασµό στο ελληνικό δίκαιο, σε αντίθεση µε άλλες χώρες όπως η Γαλλία και η Αγγλία όπου ήδη λειτουργούσε ο θεσµός του κοινού λογαριασµού. Όµως ο έλληνας νοµοθέτης θέλησε να ενισχύσει την Ελληνική οικονοµία προσελκύοντας ξένα κεφάλαια στην χώρα. Η οικονοµική κατάσταση κατά τη διάρκεια του µεσοπολέµου ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, µε συνέπεια τέτοιες ρυθµίσεις να θεωρούνται αναγκαίες, ώστε ο αντίστοιχος θεσµός του Αγγλοσαξωνικού δικαίου να είναι ευπρόσδεκτος και στην ελληνική πραγµατικότητα. Από το 1932 µέχρι σήµερα ο Νόµος που διέπει το κοινό λογαριασµό είναι ο Ν. 5638/1932 όπως τροποποιήθηκε και συµπληρώθηκε. Αντικείµενο της µελέτης µας είναι ο κοινός διαζευκτικός λογαριασµός, τον οποίο όµως πρέπει να διακρίνουµε από το συναφές είδος του κοινού συµπλεκτικού λογαριασµού µε τον οποίο παρουσιάζουν κοινά στοιχεία πλην όµως και σηµαντικές διαφορές. 1. ∆ιαφορές µεταξύ κοινού και συµπλεκτικού λογαριασµού. Ο κοινός λογαριασµός ονοµάζεται κοινός διαζευκτικός λογαριασµός ενώ ο κοινός συµπλεκτικός που συναντάται σπάνια στην τραπεζική πρακτική, ονοµάζεται και αδιαίρετος ή ενωµένος (άρθρ. 111 Ν.∆. 118/1973). Το σηµαντικό στοιχείο που διαφοροποιεί τα δύο αυτά είδη έγκειται στο τρόπο κίνησης του λογαριασµού. Συγκεκριµένα στη δυνατότητα κάθε δικαιούχου χωριστά να απαιτήσει ολόκληρο ή µέρος του ποσού που είναι κατατεθειµένο στο λογαριασµό ή είναι απαραίτητη η σύµπραξη όλων των δικαιούχων για κάθε κίνηση του λογαριασµού. Εάν στη σύµβαση έχει συνοµολογηθεί ο όρος ότι για κάθε κίνηση του λογαριασµού απαιτείται η από κοινού σύµπραξη των δικαιούχων, τότε θα πρόκειται για κατάθεση σε συµπλεκτικό λογαριασµό1 . Στη περίπτωση αυτή πρόκειται για κατάθεση που πραγµατοποιείται από έναν ή περισσότερους υπέρ περισσοτέρων προσώπων ώστε να δηµιουργείται κοινωνία δικαιώµατος και το ίδιο δικαίωµα – απαίτηση να ανήκει σε περισσότερα του ενός πρόσωπα. Γεννιέται δηλαδή ενεργητική αδιαίρετη ενοχή που διέπεται από τη διάταξη 495 ΑΚ. Στον κοινό συµπλεκτικό λογαριασµό ανάληψη µπορούν να κάνουν µόνο όλοι µαζί οι δικαιούχοι – καταθέτες ή ο καθένας χωριστά, όµως µόνο για το ποσό που του αναλογεί, ή εν αµφιβολία για ίσο µέρος. Αντίθετα στο κοινό διαζευκτικό λογαριασµό ο κάθε δικαιούχος καταθέτης προβαίνει µόνος του σε οποιαδήποτε ανάληψη µέρους ή του συνολικού ποσού χωρίς να έχει σηµασία ποιο ποσό του αναλογεί. Τις περισσότερες φορές όταν περισσότερα πρόσωπα ανοίγουν κοινό λογαριασµό θεωρείται ότι επιθυµούν τον κοινό διαζευκτικό λογαριασµό και όχι τον κοινό συµπλεκτικό επειδή ο δεύτερος δηµιουργεί πρακτικά προβλήµατα για την κίνηση του λογαριασµού, εφόσον απαιτεί τη σύµπραξη όλων των δικαιούχων, ενώ παράλληλα δεν έχει τα πλεονεκτήµατα του κοινού διαζευκτικού τόσο από φορολογικής όσο και από κληρονοµικής φύσης. Η νοµολογία2 δέχεται ότι για να έχουµε κοινό διαζευκτικό λογαριασµό είναι απαραίτητο να τίθεται ο όρος ότι ο κάθε δικαιούχος µπορεί να κινεί το λογαριασµό χωρίς τη σύµπραξη των λοιπών συνδικαιούχων. Εξάλλου και η τραπεζική πρακτική ουσιαστικά έχει καθιερώσει τον κοινό διαζευκτικό λογαριασµό καθώς συνάγεται ότι αυτή είναι και η αληθινή βούληση των καταθετών η οποία προκύπτει έστω και σιωπηρά, λόγω ακριβώς των πλεονεκτηµάτων που παρουσιάζει αυτό το είδος του λογαριασµού όπως θα τα αναλύσουµε διεξοδικά κατωτέρω. 2. Έννοια – Νοµοθετική ρύθµιση Πολλές φορές έχουν απασχολήσει τα δικαστήρια ζητήµατα που άπτονται του κοινού λογαριασµού, ένα είδος λογαριασµού που εισήχθη στη χώρα µας µε το Νόµο 5638 του 1932. Στόχος του νόµου αυτού, ο οποίος εµπνεύστηκε από ξένα νοµοθετικά πρότυπα και κυρίως τον αγγλοσαξωνικό θεσµό του joint account, ήταν η συγκράτηση 1 Βλ. σχετικά, ΠολΠρΑθ 1652/1995, ΕΤρΑξΧρ∆ 1/1997, σελ. 91. 2 Βλ. ΑΠ 2670/1996, Αρµενόπουλος 1997, σελ. 1117. στην Ελλάδα κεφαλαίων αλλά και η προσέλκυση καταθέσεων από το εξωτερικό όπου ήδη λειτουργούσε ο θεσµός του κοινού λογαριασµού3 . Σύµφωνα λοιπόν µε το Ν. 5638/1932 όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 1 του Ν.∆. 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ µε το άρθρο 124 περ. ∆΄ στοιχ. α΄ Ν.∆. 118/1973, έχει κάποιος ή κάποιοι τη δυνατότητα να ανοίξουν λογαριασµό στο όνοµα περισσοτέρων µε συνέπεια «ότι του εκ ταύτης λογαριασµού δύναται να κάµνη χρήσιν εν όλω ή εν µέρει, άνευ συµπράξεως των λοιπών, είτε είς είτε τινές, και πάντες κατ’ ιδίαν οι δικαιούχοι». Στην ελληνική τραπεζική πρακτική θεωρείται ότι το άνοιγµα του κοινού λογαριασµού εµπεριέχει συµφωνία των µερών για τον τρόπο χρήσης του κοινού λογαριασµού είτε από έναν, είτε από µερικούς, είτε από όλους τους καταθέτες κατ’ ιδίαν χωρίς τη σύµπραξη των λοιπών και πάντως κάθε δικαιούχος χωριστά4 . Η συνδροµή αυτής της προϋπόθεσης είναι εκείνη που προσδίδει στη χρηµατική κατάθεση στην τράπεζα, εκ µέρους πολλών, το χαρακτήρα της κατάθεσης σε κοινό λογαριασµό. Από τον συνδυασµό των διατάξεων του Ν. 5638/1932 και του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν.∆. της 17-7/13-8-1923 «περί ειδικών διατάξεων επί Α.Ε.» συνάγεται ότι κατάθεση σε κοινό λογαριασµό είναι όχι µόνο εκείνη που έγινε από περισσότερους µαζί στο όνοµά τους και σε κοινό λογαριασµό των καταθετών, αλλά και εκείνη που έγινε από έναν ή περισσότερους, στο όνοµα και σε κοινό λογαριασµό των καταθετών και άλλων προσώπων, εφόσον περιέχει τον όρο ότι χρήση του λογαριασµού της κατάθεσης µπορούν να κάνουν ολικά ή µερικά χωρίς τη σύµπραξη των υπολοίπων, είτε ένας είτε µερικοί είτε όλοι στο όνοµα των οποίων έγινε η κατάθεση5 . Σύµφωνα δε µε το άρθρο 2 του Ν. 5638/1932 επί της κατάθεσης µε αυτό το περιεχόµενο δύναται να τεθεί πρόσθετα ο όρος ότι µε το θάνατο οποιουδήποτε από τους δικαιούχους, η κατάθεση και ο λογαριασµός εξ’ αυτής περιέρχεται αυτοδικαίως στους λοιπούς επιζώντες µέχρι του τελευταίου. Ο όρος αυτός, όπως θα εκτεθεί 3 Βλ. Λιτζερόπουλο, ΕρµΑΚ, άρ. 117 ΕισΝΑΚ, αρ. 3 επ. 4 Έτσι και στη Γαλλία όπου καθένας από τους δικαιούχους µπορεί να κάνει χρήση του λογαριασµού µε µόνη την υπογραφή του. Βλ. σχετικά Les comptes en banque, Banque et operations de banques de Joseph Hamel, Tome I, σελ. 345 επ. καθώς και Droit Bancaire, Institutions-Comptes-OperationsServices, Christian Gavalda-Jean Stoufflet, σελ. 160. Αντίθετα στην Αγγλία, εάν δεν υπάρχει διαφορετική πρόβλεψη στη σύµβαση, απαιτείται να συµπράξουν όλοι οι δικαιούχοι ή να εξουσιοδοτήσουν προς τούτο έναν ή περισσότερους από αυτούς. Βλ. σχετικά Chorley & Smart Leading Cases in the Law of Banking, sixth edition by P.E. Smart, σελ. 161 καθώς και Paget’s Law of Banking, eighth edition, by Maurice Megrah and F.R. Ryder, London Butterworths 1972, σελ. 30. 5 Βλ. Βελέντζα, ∆ίκαιο Τραπ. Συµβάσεων, 1996, σελ. 125-126. Επίσης ∆ούβλη, Κοινός διαζευκτικός λογαριασµός, προσβολή της νόµιµης µοίρας και κάµψη του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων, 1987, σελ. 15. εκτενώς κατωτέρω, συνιστούσε υπέρµετρο περιορισµό των δικαιωµάτων των νόµιµων µεριδούχων του καταθέτη και για το λόγο αυτό ο νοµοθέτης επενέβη διορθωτικά µε το άρθρο 117 ΕισΝΑΚ για την προστασία του κληρονοµικού τους δικαιώµατος. Μάλιστα ορισµένοι συγγραφείς6 θεωρούν ότι η κατάθεση σε κοινό λογαριασµό αποτελεί εξωκληρονοµική σχέση, η οποία δεν εντάσσεται καν στη διάκριση των κληρονοµητών - ακληρονόµητων εννόµων σχέσεων του κληρονοµούµενου. 3. Επί µέρους στοιχεία του κοινού λογαριασµού. Ο ανωτέρω Νόµος, όπως σωστά ερµηνεύτηκε, αφορά αποκλειστικά τις χρηµατικές καταθέσεις, χωρίς η στενή γραµµατική του διατύπωση να αφήνει περιθώρια για εφαρµογή του σε µη χρηµατικές καταθέσεις7 . Η δε χρηµατική κατάθεση επιτρέπεται να ενεργείται και σε κοινό λογαριασµό µε προθεσµία ή ταµιευτηρίου υπό προειδοποίηση. Τα υποκείµενα του ως άνω Νόµου είναι µόνο φυσικά πρόσωπα και όχι νοµικά, διότι στο Νόµο γίνεται λόγος, για «θάνατο του δικαιούχου» και συνεπώς δεν µπορεί να ισχύσει για νοµικά πρόσωπα τα οποία δεν κληρονοµούνται αλλά διαλύονται και τίθενται σε εκκαθάριση. Από τις ως άνω διατάξεις (άρθρο 1 και 2 του Ν. 5638/1932 και 2 παρ. 1 του Ν.∆. 17-7/13-8-1923 «περί ειδικών διατάξεων επί Α.Ε.») συνδυαζόµενες µε τις 411, 489, 490, 491 και 493 ΑΚ προκύπτει ότι ανεξάρτητα αν τα κατατεθέντα χρήµατα ανήκουν σε έναν ή µερικούς ή σε όλους υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση, παράγεται µεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της καταθέσεως νοµικού προσώπου αφετέρου, ενεργητική ενοχή σε ολόκληρο8 , ώστε η ανάληψη της χρηµατικής καταθέσεως να γίνεται από οποιοδήποτε καταθέτη ατοµικά9 . Σε περίπτωση δε που αναληφθεί όλο το ποσό από ένα µόνο δικαιούχο επέρχεται απόσβεση της απαίτησης σε ολόκληρο έναντι του δέκτη της κατάθεσης και 6 Βλ. Φίλιο, Κληρονοµικό ∆ίκαιο, εκδ. 1998. 7 Βλ. Κ. Ρόκα, Θέµις ΝΘ, σελ. 2. 8 Έτσι και το Γαλλικό δίκαιο που θέλοντας να τονίσει τη φύση αυτή του κοινού λογαριασµού ως ενεργητικής ενοχής σε ολόκληρο τον αποκαλεί compte collectif avec solidarite active. Βλ. σχετικά Droit Bancaire, Institutions-Comptes-Operations-Services, ό.π. σηµ. 4, σελ. 160 καθώς και Les Comptes en Banque, Banque et operations de banques, ό.π. σηµ. 4, σελ. 344 επ. 9 Βλ. σχετικά ΕφΑθ 4095/1993, ΕΤρΑξΧρ∆ 3/1995, σελ. 566. Βλ. επίσης ενδεικτικά ΕφΘράκης 493/1997, ΕπισκΕ∆ Β/2000, σελ. 412 καθώς και ΠολΠρΞάνθης 166/1995, ΑρχΝ 1997, τόµος 48, σελ.60. ως προς τον άλλον, δηλαδή τον µη αναλαβόντα10. Με βάση λοιπόν το άρθρο 489 ΑΚ καθένας από τους δικαιούχους του κοινού λογαριασµού (δανειστές) δικαιούται να απαιτήσει τη παροχή είτε µερικώς είτε ολόκληρη, ο οφειλέτης όµως δηλαδή η τράπεζα έχει υποχρέωση να τη καταβάλλει µία µόνο φορά11. Για το λόγο αυτό άλλωστε, όπως έχει ήδη νοµολογιακά κριθεί, δεν στοιχειοθετείται η αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος της υπεξαίρεσης όταν ο ένας από τους δικαιούχους προβεί στην ανάληψη όλου του ποσού της κατάθεσης ούτε καθίσταται αυτός πλουσιότερος χωρίς νόµιµη αιτία σε βάρος της περιουσίας ή µε ζηµία άλλων12. Το αν στην εσωτερική σχέση µεταξύ των συνδικαιούχων υπάρχει αδικαιολόγητος πλουτισµός µε αναγωγική ενοχή ή όχι θα κριθεί κατά περίπτωση13. Στο είδος του λογαριασµού που εξετάζουµε, κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι ο καθένας από τους δικαιούχους µπορεί να κινεί το λογαριασµό χωρίς τη σύµπραξη των υπολοίπων ώστε να αποφεύγονται πρακτικά προβλήµατα που αφορούν την κοινή σύµπραξη των δικαιούχων για τη στοιχειώδη κίνηση του λογαριασµού. Ο Ν. 5638/32 δεν ρυθµίζει, όπως είναι φυσικό όλες, τις έννοµες σχέσεις που δηµιουργούνται µεταξύ των συνδικαιούχων, συνεπώς εφαρµόζονται παράλληλα τα άρθρα 489 επ. ΑΚ για την ενεργητική σε ολόκληρο ενοχή, εκτός εάν η βούληση των µερών έχει εκτοπίσει κάποιες από τις ενδοτικού δικαίου διατάξεις. Με την ανάληψη λοιπόν ολόκληρου του ποσού της κατάθεσης από ένα δικαιούχο αποσβέννυται έναντι της τράπεζας η απαίτηση και ως προς τον άλλον µη αναλαβόντα καταθέτη. Όµως ο µη αναλαβών δικαιούχος αποκτά απαίτηση έναντι του αναλαβόντος για την καταβολή του αναλογούντος σε αυτόν ποσού14 όπως αυτό προκύπτει από τις εσωτερικές σχέσεις µεταξύ των συνδικαιούχων που µπορεί να είναι δωρεά, εντολή, ή σχέση µεταξύ περισσοτέρων οµορρύθµων εταίρων κ.λ.π. 15 10 Έτσι και στο Γαλλικό δίκαιο όπου από τις αρχές που ισχύουν για την ενεργητική ενοχή σε ολόκληρο προκύπτει ότι ο καθένας από τους συνδικαιούχους καθίσταται δικαιούχος απέναντι στη τράπεζα για ολόκληρο το διαθέσιµο ποσό του λογαριασµού και ότι σε περίπτωση ανάληψης του κατατεθειµένου ποσού από έναν από τους συνδικαιούχους αποσβέννυται έναντι της τράπεζας η απαίτηση και ως προς τους άλλους µη αναλοβόντες καταθέτες. Βλ. σχετικά Droit Bancaire, Institutions-Comptes-OperationsServices, ό.π. σηµ. 4, σελ. 160. 11 Βλ. Π. Ζέπο, Ενοχ. ∆ικ., εκδ. Β΄, σελ. 316, σηµ. 2. Επίσης Π. Βάλληνδα εις ΕρµΑΚ, 1954, άρ 489, αρ. 8-12 και Γεωργιάδη. – Σταθόπουλο, Ερµηνεία κατ’ άρθρο ΑΚ, 1982, σελ. 694 επ. 12 Βλ. εισαγωγικό σηµείωµα, Ι.2, σελ. 507, Κων. Γ. Παµπούκη στην ΕφΑθ 9827/2000, ΕπισκΕ∆ Β/2001, σελ. 506. ΕφΠειρ 1019/1996, ΕπισκΕ∆ Β/1997, σελ. 426. ΠολΠρΘεσ 8565/1998, ΕτρΑξΧρ∆ 3/1998, σελ. 672. ΠολΠρΘεσ 16325/1998, Αρµ. 1999, 10, σελ. 1414. 13 Βλ. Καράση, Οφειλή εις ολόκληρον, 1990, σελ. 499. 14 Βλ. ΕφΑθ. 2361/1997, ∆ΕΕ 1997, σελ. 604. Καθώς και ΑΠ 965/1992, Ελλ∆νη 35 (1994), σελ. 1509. 15 Έτσι και στο Γαλλικό ∆ίκαιο όπου βλέπε σχετικά Droit Bancaire, Institutions-Comptes-OperationsServices, ό.π. σηµ. 4, σελ. 161. Μέρος της θεωρίας και της νοµολογίας διατύπωσε την άποψη ότι ο κοινός λογαριασµός εµπίπτει στην κατηγορία συµβάσεως υπέρ τρίτου16, η οποία µάλλον υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να δικαιολογηθεί το γεγονός ότι στην πράξη δεν είναι αναγκαίο να προβούν όλοι οι δικαιούχοι ταυτόχρονα στο άνοιγµα του λογαριασµού . Η άποψη όµως αυτή δεν φαίνεται να είναι πειστική για πολλούς λόγους. Ο Ν. 5638/32 δεν φαίνεται να καθιερώνει καµία υποχρέωση των συνδικαιούχων να προβούν στην από κοινού κατάθεση, όπως επίσης δεν χρειάζεται κοινή αυτοπρόσωπη εµφάνιση των δικαιούχων για το άνοιγµα του λογαριασµού. Κατά την κρατούσα εξάλλου γνώµη η ενεργητική ενοχή σε ολόκληρο που συνάγεται από τον κοινό λογαριασµό διαφέρει από τη γνήσια υπέρ τρίτου σύµβαση για το λόγο κυρίως, ότι οι παράλληλες αξιώσεις του δέκτη της υπόσχεσης και του τρίτου δεν ταυτίζονται, αφού ο πρώτος δεν µπορεί να αξιώσει την παροχή να γίνει στον εαυτό του αλλά µόνο στο τρίτο, σε αντίθεση µε ότι συµβαίνει στο κοινό λογαριασµό όπου αυτός που προέβη στη κατάθεση των χρηµάτων και το άνοιγµα του λογαριασµού µπορεί να προβεί οποτεδήποτε στην ανάληψή τους, όπως άλλωστε και οι λοιποί συνδικαιούχοι ανεξάρτητα αν τα χρήµατα προέρχονται από την περιουσία τους ή όχι. Πέρα από το ότι οι διατάξεις για την ενεργητική ενοχή σε ολόκληρο είναι ασυµβίβαστες κατά το µεγαλύτερο µέρος µ’ εκείνες για την σύµβαση υπέρ τρίτου. Έτσι λ.χ. συµψηφισµός ποσού κατάθεσης µε ανταπαίτηση της τράπεζας εναντίον ενός από τους δικαιούχους του λογαριασµού είναι επιτρεπτός και ενεργεί αντικειµενικά κατά το άρθρο 491 ΑΚ εναντίον και των λοιπών συνδικαιούχων. Σε αντίθεση µε ότι ισχύει κατά το άρθρο 414 ΑΚ στη σύµβαση υπέρ τρίτου όπου συµψηφισµός για απαίτηση κατά του δέκτη της υπόσχεσης (καταθέτη) είναι ανεπίτρεπτος17. Επίσης στην σύµβαση υπέρ τρίτου δεν υφίσταται δικαίωµα αναγωγής στις σχέσεις δέκτη της υπόσχεσης και τρίτου, όπως ισχύει µεταξύ των δανειστών ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής (493 ΑΚ). Επιπλέον η δυνατότητα ανάκλησης της παροχής κατ’ άρθρο 412 ΑΚ που παρέχεται στον δέκτη της υπόσχεσης σε σύµβαση υπέρ τρίτου δεν υφίσταται στην σύµβαση του κοινού λογαριασµού. Γι’ αυτό άλλωστε δεν είναι δυνατό να επιδιωχθεί και ο συνδυασµός του Ν. 5638/32 για τον κοινό λογαριασµό τόσο µε τις ειδικές όσο 16 Βλ. ΑΠ 467/1990, ΝοΒ 1991, τοµ. 39, σελ. 1205. Επίσης ΑΠ 907/1989, Ελλ∆νη 32 (1991), σελ. 61 και Σταθόπουλο σε ΕΕµπ∆ 1997, σελ. 506-507. 17 Βλ. Βουζίκα, ΕΕΝ 28, 1967, σελ. 815. Π. Κ. Μάζη, παρατηρήσεις υπό την υπ’ αριθµ. ΑΠ 467/1990, ό.π. σηµ. 12. και µε τις γενικές της σύµβασης υπέρ τρίτου διατάξεις των άρθρων 2 του Ν.∆. του 1923 και 411 ΑΚ. Αντίθετα στην καθηµερινή πρακτική έχει παγιωθεί η δυνατότητα ενός προσώπου να ανοίξει λογαριασµό στο όνοµα του ίδιου και άλλων προσώπων χωρίς καν να το γνωρίζουν οι άλλοι συνδικαιούχοι, µε τον όρο ότι ο καθένας από αυτούς θα µπορεί να κάνει χρήση του λογαριασµού χωρίς τη σύµπραξη του άλλου18. Σε αυτό συνηγορεί εξάλλου και το ίδιο το γράµµα του Ν. 5638/1932 που δεν φαίνεται να απαιτεί την αυτοπρόσωπη εµφάνιση των δικαιούχων και την από κοινού κατάθεση των χρηµάτων στην τράπεζα, αφού ως δικαιούχοι του λογαριασµού γίνονται απευθείας από αυτόν τον ίδιο το νόµο όλοι οι ορισθέντες στη σύµβαση του κοινού λογαριασµού. Βέβαια από την άλλη πλευρά δεν δηµιουργείται δικαίωµα του συνδικαιούχου να δώσει εντολή να διαγραφούν τα ονόµατα των υπολοίπων δικαιούχων ώστε να κινεί το λογαριασµό µόνος του. 18 Βλ. σχετικά Εφ∆ωδ 29/1999 ΕπισκΕ∆ Β/2000, σελ. 419, σύµφωνα µε την οποία «στην κατάρτιση της σύµβασης δεν είναι υποχρεωτικό να συµπράξουν όλοι οι δικαιούχοι αλλά µόνο ένας υπό τον όρο βεβαίως ότι η συγκεκριµένη κατάθεση συνοµολογείται επ’ ονόµατι όχι µόνο αυτού, αλλά δύο ή περισσοτέρων.» ΙΙΙ. ∆ΙΑΘΕΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΣΕ ΚΟΙΝΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ Ο Ν. 5638/1932 ορίζει ρητά στο άρθρο 3 ότι α) απαγορεύεται οποιαδήποτε διάθεση της κατάθεσης µε πράξη εν ζωή ή αιτία θανάτου και β) οι κληρονόµοι του αποβιώσαντος δεν αποκτούν κανένα δικαίωµα στην κατάθεση. Με άλλα λόγια σύµφωνα µε την ως άνω διάταξη, δεν επιτρέπεται η υπεισέλευση τρίτου στο σύνολο της έννοµης σχέσης της κατάθεσης, µε καθολική ή ειδική διαδοχή και υποκατάσταση του δικαιούχου στα σχετικά δικαιώµατα και υποχρεώσεις έναντι της τράπεζας, χωρίς την συγκατάθεση της τελευταίας και των υπολοίπων καταθετών19. Βέβαια το πραγµατικό νόηµα της διάταξης δεν είναι η απαγόρευση πράξεων στο κοινό λογαριασµό όπως π.χ. δωρεών, εκχωρήσεων, ενεχυράσεων κ.λ.π. εκ µέρους των συνδικαιούχων του λογαριασµού. Αντίθετη εκδοχή θα αναιρούσε την δυνατότητα χρήσης του λογαριασµού από τους συνδικαιούχους. Ειδικότερα όπως προκύπτει από τη γραµµατική διατύπωση της διάταξης, η απαγόρευση της διάθεσης αφορά την κατάθεση, ενώ ως διάθεση νοείται η υποκατάσταση περισσοτέρων στο σύνολο της σχέσης «κατάθεσης». Κατά την ορθότερη γνώµη τόσο η ρήτρα απαγόρευσης διάθεσης όσο και η ρήτρα αποκλεισµού των κληρονόµων από την κατάθεση αναφέρονται στην εξωτερική σχέση (τράπεζας – 19 Και στο Γαλλικό δίκαιο µε το θάνατο ενός συνδικαιούχου του λογαριασµού, οι κληρονόµοι αυτού δεν υπεισέρχονται αυτοδικαίως στη σχέση της κατάθεσης. Όµως εν αντιθέσει µε το ελληνικό δίκαιο, ο Γαλλικός Αστικός Κώδικας παρέχει στους κληρονόµους το δικαίωµα να ζητήσουν από την τράπεζα να δώσει την συγκατάθεσή της προκειµένου να καταστούν και αυτοί συµβαλλόµενα µέρη στη σύµβαση του κοινού λογαριασµού. Στη τελευταία αυτή περίπτωση τα δικαιώµατα των κληρονόµων του αποβιώσαντος επί της κατάθεσης, περιορίζονται στο ποσοστό που αντιστοιχεί στην κληρονοµική µερίδα του καθενός. Εκτός εάν οι επιζώντες συνδικαιούχοι επιτρέψουν οι κληρονόµοι να έχουν δικαίωµα στο σύνολο της κατάθεσης. Βλ. σχετικά Droit Bancaire, Institutions-Comptes-OperationsServices, ό.π. σηµ. 4, σελ. 161 καθώς και Les comptes en banque, Banque et operations de banques, ό.π. σηµ. 4, σελ. 347 επ. Στο αγγλικό δίκαιο µε το θάνατο ενός συνδικαιούχου η κατάθεση περιέρχεται κατά κανόνα στους λοιπούς επιζώντες, εκτός εάν αποδειχθεί από τις περιστάσεις ότι δεν υπήρχε τέτοια πρόθεση από τα µέρη ή εάν υπήρξε αντίθετη ρητή ή σιωπηρή συµφωνία µεταξύ των µερών. Π.χ στην υπόθεση Marsall v. Crutwell όπου ο κοινός λογαριασµός ήταν στο όνοµα και των δύο συζύγων, το δικαστήριο έκρινε ότι µετά το θάνατο του συζύγου τα χρήµατα έπρεπε να περιέλθουν στους εκτελεστές της διαθήκης και όχι στην σύζυγο. Και αυτό γιατί υπό τις συγκεκριµένες συνθήκες (τα χρήµατα της κατάθεσης προέρχονταν µόνο από τον σύζυγο και οι αναλήψεις εκ µέρους της συζύγου γίνονταν µόνο για κάλυψη οικογενειακών αναγκών) έκρινε το δικαστήριο ότι ο κοινός λογαριασµός µεταξύ τους ανοίχτηκε αποκλειστικά προς διευκόλυνσή τους κατά τη διάρκεια της κοινής τους ζωής και ότι δεν προέκυπτε η πρόθεση του συζύγου να περιέλθουν τα χρήµατα της κατάθεσης στη σύζυγό του, µετά το θάνατό του. Βλ. σχετικά Chorley & Smart Leading Cases in the Law of Banking, ό.π. σηµ. 4, σελ. 196 επ. καθώς και Paget’s Law of Banking, ό.π. σηµ. 4, σελ. 30 επ. και 161 επ.. πελάτη) και αφορούν τον κοινό διαζευκτικό λογαριασµό που αποτελεί το αντικείµενο της µελέτης µας20. Σκοπός της διάταξης όπως συνάγεται, είναι να µην επέλθει µεταβολή της συµβατικής σχέσης µεταξύ του πιστωτικού ιδρύµατος και των συνδικαιούχων µε την υπεισέλευση άµεσα των κληρονόµων αυτών ή των ειδικών διαδόχων, η οποία µπορεί να διαταράξει τη σχέση εµπιστοσύνης µεταξύ των συγκαταθετών21. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον σχετικά µε το ζήτηµα αυτό παρουσιάζει η υπ’ αριθµ. 593/1992 απόφαση του Γ΄ Τµήµατος του Αρείου Πάγου22 η οποία αναφέρεται στις εσωτερικές – εξωτερικές σχέσεις που δηµιουργούνται µε το άνοιγµα του κοινού διαζευκτικού λογαριασµού, καθώς και τη µη υπεισέλευση του κληρονόµου στη σχέση µεταξύ θανόντος συνδικαιούχου και τράπεζας (εξωτερική σχέση). Θεωρεί δε ως νοητή τη γέννηση αξιώσεων κατά των λοιπών επιζώντων συνδικαιούχων µε βάση την εσωτερική σχέση στην απλή µορφή του κοινού διαζευκτικού λογαριασµού δηλ. όταν στη σύµβαση του κοινού λογαριασµού δεν έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2, όπως θα αναλύσουµε διεξοδικά κατωτέρω. Με την υπ’ αριθµ. 540/1998 νεότερη απόφαση του ο Άρειος Πάγος23 δέχθηκε ρητά ότι το άρθρο 2 του Νόµου που κάνει λόγο για «λογαριασµό εκ καταθέσεως» αναφέρεται στις εσωτερικές σχέσεις µεταξύ των καταθετών ενώ το άρθρο 3 που κάνει λόγο µόνο για κατάθεση ρυθµίζει τις σχέσεις µεταξύ της τράπεζας και των περισσοτέρων καταθετών. Ένα ζήτηµα όµως στο οποίο δεν αναφέρονται οι σχολιαζόµενες αποφάσεις αλλά παρουσιάζει έντονο πρακτικό ενδιαφέρον είναι το εάν οι κληρονόµοι του θανόντος συνδικαιούχου δικαιούνται να ζητήσουν πληροφορίες προκειµένου να µπορέσουν να ασκήσουν το δικαίωµα απόδοσης σε αυτούς της αναλογίας του θανόντος στο λογαριασµό κατά το χρόνο του θανάτου του, ενόψει κυρίως της ισχύος του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων. Στην επιστήµη σήµερα κρατεί οµόφωνα η άποψη ότι και ο κοινός λογαριασµός καταλαµβάνεται από το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων. Γεννιέται λοιπόν το ερώτηµα κατά πόσο το πιστωτικό ίδρυµα υποχρεούται να δώσει τις πληροφορίες αυτές εν όψει της υποχρέωσης τήρησης εχεµύθειας που έχει έναντι των επιζώντων συνδικαιούχων, δεδοµένου 20 Βλ. ∆. Κουτσούκη, Το Τραπεζικό απόρρητο στο ιδιωτικό δίκαιο, 1994, σελ. 198 επ. 21 Βλ. Κοσιµόπουλο, Τραπεζική σύµβασις, ΝοΒ 12, σελ 436. 22 ΑΠ 539/1992, ό.π. σηµ 14. 23 ∆ΕΕ 1998, σελ. 723. Βλ. επίσης σχετικά και ΕφΑθ 9827/2000, ό.π. σηµ. 8. µάλιστα ότι οι κληρονόµοι των δικαιούχων της κατάθεσης δεν υπεισέρχονται στη σχέση µεταξύ του αποβιώσαντος δικαιούχου και της Τράπεζας. Το αίτηµα του κληρονόµου θα έχει ως βάση τις διατάξεις των άρθρων 902 και 1710 ΑΚ και το άρθρο 4 του Ν. 5638/1932. Μεταξύ όµως των άρθρων αυτών και του άρθρου 1 § 1 του Ν.∆. 1059/71 υφίσταται µια σύγκρουση η οποία θα πρέπει να αρθεί µε κριτήριο την στάθµιση των εννόµων συµφερόντων όλων των µερών. Κατά τη στάθµιση αυτή το προβάδισµα θα πρέπει µάλλον να δοθεί στους κληρονόµους ώστε να έχουν δικαίωµα για παροχή πληροφοριών από το πιστωτικό ίδρυµα. Και αυτό γιατί η αντίθετη άποψη θα σήµαινε κατάφωρη παραβίαση των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων του κληρονοµικού δικαίου. Επίσης προς αυτή τη κατεύθυνση της διασφάλισης των συµφερόντων των κληρονόµων έναντι αυτών των υπολοίπων συνδικαιούχων µας οδηγεί και η σκέψη πως οι επιζώντες συνδικαιούχοι δεν είναι πλέον άξιοι προστασίας αφού γνώριζαν εκ των προτέρων ότι σε περίπτωση θανάτου του συνδικαιούχου τους, ελλείψει του όρου του άρθρου 2 από τη σύµβαση, θα απέδιδαν στους κληρονόµους την αναλογία στο λογαριασµό που ανήκε στο θανόντα δικαιούχο. Επίσης αντίθετη παραδοχή θα οδηγούσε σε ανεπιεική αποτελέσµατα για τους κληρονόµους ενώ παράλληλα θα σήµαινε αδικαιολόγητο πλουτισµό των επιζώντων συνδικαιούχων και προπαντός θα σήµαινε κατάφωρη παραγνώριση της βούλησης του θανόντος, σύµφωνα µε την οποία η αναλογία του στον λογαριασµό θα έπρεπε να περιέλθει στους κληρονόµους του. Είναι προφανές ότι αν η βούληση του διαθέτη ήταν διαφορετική θα έθετε εξ’ αρχής τη ρήτρα του άρθρου 2 του Ν. 5638/1932. Πάντως πρέπει στο σηµείο αυτό να υπογραµµισθεί ότι ακόµα και µε τη προπαρασκευαστική ενέργεια της παροχής πληροφοριών από το πιστωτικό ίδρυµα οι κληρονόµοι και πάλι δεν θα µπορούσαν να ικανοποιηθούν από το προϊόν της κατάθεσης αφού σύµφωνα µε τη µέχρι πρόσφατα σταθερή νοµολογία του Αρείου Πάγου (βλ. ΟΛ ΑΠ 1224/75, ΝοΒ 24, 1976, σελ.189 και ΟΛ ΑΠ 3/1993, Ελλ∆νη, 1993, σελ. 14) ήταν αδύνατη η κατάσχεση καταθέσεων στα χέρια του πιστωτικού ιδρύµατος ως τρίτου (για την στροφή όµως της νοµολογίας και την πρόσφατη νοµοθετική ρύθµιση αναφορικά µε το τραπεζικό απόρρητο και την άρση του ακατασχέτου των καταθέσεων θα αναφερθούµε διεξοδικά στο οικείο µέρος). Συνεπώς οι παραπάνω πληροφορίες θα ήταν δυνατό να χρησιµοποιηθούν για να αποκτήσουν οι κληρονόµοι ένα εκτελεστό τίτλο κατά των υπόχρεων συνδικαιούχων και να ικανοποιηθούν από άλλα περιουσιακά τους στοιχεία24. 24 Βλ. ∆ηµ. Β. Κουτσούκη, σχόλιο στην ΑΠ 593/1992, Ελλ∆νη 36 (1995), σελ. 607. ΙV. ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ∆ΙΑ∆ΟΧΗ - ΤΥΧΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΥΝ∆ΙΚΑΙΟΥΧΟΥ 1. Κοινός τραπεζικός λογαριασµός µε τον όρο του άρθρου 2 του Ν. 5638/32. Ο Ν. 5638/1932 στο άρθρο 2 ορίζει ότι µπορεί στην κατάθεση να τεθεί επιπρόσθετα ο όρος ότι, όταν πεθάνει ο ένας συνδικαιούχος η κατάθεση περιέρχεται στους λοιπούς επιζώντες συνδικαιούχους χωρίς καµία περαιτέρω διαδικαστική πράξη. Ο Νόµος λοιπόν καθιερώνει µία ενδοτικού χαρακτήρα διάταξη ώστε οι συνδικαιούχοι να δύνανται, χωρίς να υποχρεούνται, να θέσουν τον όρο αυτό. Εφόσον ο όρος αυτός αποτελέσει µέρος της ως άνω σύµβασης παρακάµπτονται οι κανόνες της κληρονοµικής διαδοχής (βλέπε παρ. 2 του άρθρου 2 «η κατάθεσις περιέρχεται εις αυτούς ελευθέρα παντός φόρου κληρονοµίας ή άλλου τέλους»). Η νοµική ενέργεια του άρθρου αυτού συνίσταται, στο ότι οι κληρονόµοι του αποβιώσαντος δικαιούχου δεν µπορούν να στραφούν κατά των επιζώντων συνδικαιούχων του λογαριασµού και να ζητήσουν το τµήµα εκείνο της κατάθεσης που αναλογεί στο δικαιοπάροχό τους, όπως θα µπορούσαν αν δεν είχε τεθεί ο ανωτέρω όρος25. Σύµφωνα µάλιστα µε πολλούς συγγραφείς, στους κληρονόµους του αποβιώσαντος δικαιούχου οι οποίοι ουδέν κληρονοµικό δικαίωµα αποκτούν, περιλαµβάνονται και οι αναγκαίοι κληρονόµοι (νόµιµοι µεριδούχοι του 1825 ΑΚ) 26. Οι συνδικαιούχοι που αποκτούν µε τον τρόπο αυτό το υπόλοιπο της κατάθεσης του κοινού λογαριασµού δεν θεωρούνται κληρονόµοι του συγκαταθέτη που απεβίωσε και ασκούν τα σχετικά µε την κατάθεση δικαιώµατα εξ’ ιδίου δικαίου27. 25 Βλ. ΑΠ 540/1998, ∆ΕΕ 1998, σελ. 723, και Ελλ∆νη 40 (1999), σελ. 148. Βλ. επίσης σχετικά ΑΠ 539/1992, ΕΤρΑξΧρ∆ 3/1994, σελ. 420 και ΕφΑθ 7530/1997, Ελλ∆νη 39 (1998), σελ. 1686. 26 Βλ. Γ. Μπαλή, Εγχειρίδιο Κληρ. ∆ικ., εκδ. Γ΄, 1952, παρ. 237. 27 Βλ. σχετικά και ΕφΑθ 9395/1999 (µε τις εκεί παραποµπές σε θεωρία και νοµολογία), ΕΕµπ∆ 2001, σελ. 569, σύµφωνα µε την οποία όταν έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 και υπάρχει ένας µόνο επιζών δικαιούχος, αυτός λαµβάνει ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης αυτοδικαίως και ιδίω ονόµατι και όχι ως κληρονόµος του θανόντος αλλά µε βάση την συµβατική σχέση που τον συνδέει µε την τράπεζα, κατ’ αποκλεισµό των κληρονόµων του τελευταίου επί της καταθέσεως αυτής. Βλ. επίσης Παµπούκη, ∆ίκαιο Τραπεζικών Πιστωτικών Συµβάσεων, 1962, σελ. 290. Λιτζερόπουλο, ό.π. σηµ. 2. ΕφΘεσ. 2035/1991, Αρµ. 1991, 9, σελ. 879 και ΕφΑθ 2568/1988, ΕΕµπ∆ 1989, σελ. 33. Τίθεται πάντως το ερώτηµα κατά πόσο ο καταθέτης που προβαίνει στο άνοιγµα ενός κοινού λογαριασµού στο όνοµα περισσοτέρων δικαιούχων επιθυµεί την προσθήκη του ως άνω όρου αν δεν το διατυπώσει ρητά προς τον αντισυµβαλλόµενο δηλαδή την τράπεζα. Με βάση την ερµηνεία της δήλωσης βουλήσεώς του µε συνδυασµό των άρθρων 200,173 και 361 ΑΚ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι σε περίπτωση αµφιβολίας η σιωπηρή βούληση των µερών είναι η σχετική σύµβαση να καταρτισθεί µε τον ως άνω όρο αφού αυτός συνιστά την πεµπτουσία της θεσπίσεως του όλου νοµοθετήµατος. Άλλωστε οι περισσότερες τράπεζες στις σχετικές έντυπες συµβάσεις έχουν πάγια συµπεριλάβει τον σχετικό όρο, ο οποίος βέβαια µπορεί να διαγραφεί µε τη θέληση του καταθέτη. Σκοπός βέβαια του καταθέτη είναι να περιέλθει η χρηµατική κατάθεση στους επιζώντες συνδικαιούχους χωρίς επιβάρυνση µε φόρο κληρονοµιάς ή άλλο τέλος (άρθρο 124 παρ. 4 του Ν.∆. 118/1973 που διατήρησε σε ισχύ το Ν. 5638/1932)28. Πάντως η φορολογική αυτή απαλλαγή δεν επεκτείνεται και στους κληρονόµους του τελευταίου αποµείναντος δικαιούχου (βλ. άρθρο 2 παρ. 2 εδ β΄). Η ρύθµιση του άρθρου 2, για µη διέλευση της κατάθεσης και του λογαριασµού µέσω της κληρονοµιάς του αποθανόντος καταθέτη στους κληρονόµους αυτού και η συνεπεία αυτής απαλλαγή από τη φορολογική επιβάρυνση, αποτελεί τον κεντρικό άξονα επί του οποίου στηρίζεται η λειτουργία του κοινού λογαριασµού. Η εισηγητική έκθεση του νόµου, µνηµόνευε ότι σκοπός της διάταξης αυτής είναι η συγκράτηση και η προσέλκυση στη χώρα κεφαλαίων που βρίσκονται κατατεθειµένα σε τράπεζες του εξωτερικού. Βέβαια για να κατανοήσουµε το πνεύµα του νόµου θα πρέπει να εκτιµήσουµε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτός θεσπίστηκε και κυρίως το χρονικό σηµείο κατάρτισής του, όταν δηλαδή η Ελλάδα στα χρόνια του µεσοπολέµου αιµορραγούσε σε οικονοµικό και κοινωνικό επίπεδο29. Αξίζει στο σηµείο αυτό να σηµειώσουµε ότι στο Γαλλικό δίκαιο αντίστοιχη διάταξη για την αποφυγή του φόρου κληρονοµίας που επιτυγχάνονταν µε το άνοιγµα 28 Βλ. Κ. Φωτόπουλο, Η φορολογία κληρον. – δωρεών – γονικ. παροχών, 1985, σελ. 106, 143, 399. 29 Πρβλ. πάντως και άποψη Γ. Μπαλή, Εγχειρίδιο Κληρονοµ. ∆ικ., 1938, σελ. 373-374, ο οποίος εκείνη την εποχή διατύπωσε την γνώµη ότι η διάταξη αυτή είναι αµφίβολης ορθότητας και δηµιουργεί «ανισότητα και αδικία όχι ανεκτή» διότι οι καταθέσεις αυτές διέφευγαν του φόρου κληρονοµίας. κοινού λογαριασµού µεταξύ συγγενών έχει καταργηθεί30, ενώ στο Γερµανικό δεν υφίσταται ανάλογη τέτοια διάταξη. Αναζητώντας λοιπόν το πνεύµα του νοµοθέτη σε συνδυασµό µε τη βούληση του καταθέτη όπως αυτή ελεύθερα διαµορφώνεται, καταλήγουµε στο συµπέρασµα ότι οι κληρονόµοι του αποβιώσαντος καταθέτη αποκλείονται από κάθε δικαίωµα που απορρέει από το κοινό λογαριασµό. Χαρακτηριστική για το θέµα αυτό είναι η υπ. αριθµ. 7530/1997 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (Ελλ∆νη 39, 1998, σελ. 1685) σύµφωνα µε την οποία από τα οριζόµενα στο άρθρο 3 του Ν. 5638/1932 «προκύπτει ότι σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, δεν χωρεί υποκατάσταση αυτού, από τους τυχόν κληρονόµους του έναντι της Τράπεζας, κατά της οποίας και δεν µπορούν να στραφούν επικαλούµενοι το κληρονοµικό τους δικαίωµα, διότι διαφορετικά θα επήρχετο µεταβολή του προσώπου του καταθέτη χωρίς τη συγκατάθεση της Τράπεζας»31. Εάν δε έχει τεθεί στη σύµβαση και ο όρος του άρθρου 2, σύµφωνα πάντα µε την ως άνω απόφαση οι κληρονόµοι του αποβιώσαντος δικαιούχου, δεν µπορούν να στραφούν ούτε κατά των επιζώντων συνδικαιούχων και να ζητήσουν το τµήµα εκείνο της κατάθεσης που µε βάση τις εσωτερικές τους σχέσεις αναλογούσε στον αποβιώσαντα. Η Εφετειακή απόφαση λαµβάνει προφανώς υπ΄ όψιν της, εκτός από τις τυχόν εσωτερικές σχέσεις των συνδικαιούχων και την συµβατική σχέση καταθέτη – τράπεζας (εξωτερική σχέση) η οποία ουσιαστικά αποτελεί ανώµαλη παρακαταθήκη του άρθρου 830 ΑΚ. Με βάση αυτή τη συµβατική ενοχή η κυριότητα του ποσού των χρηµάτων που κατατίθενται µεταβιβάζεται στην τράπεζα και µόνο ο καταθέτης έχει το δικαίωµα να του αποδοθεί σε ορισµένο χρόνο το κατατεθειµένο αυτό ποσό εντόκως32. Επιπλέον σύµφωνα µε το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 5638/1932, όπως έχουµε ήδη αναφέρει, το οποίο εφόσον δεν προβαίνει σε καµία διάκριση εφαρµόζεται σε κάθε κατάθεση ανεξαρτήτως της προσθήκης ή όχι του άρθρου 2, τα δικαιώµατα από την κατάθεση που έχει ο κάθε δικαιούχος απέναντι στην τράπεζα είναι αµεταβίβαστα 30 Έτσι στο γαλλικό δίκαιο καθιερώθηκε µε νόµο η υποχρέωση των τραπεζών να δηλώνουν το άνοιγµα των κοινών λογαριασµών στην αρµόδια φορολογική αρχή. Βλ. σχετικά Les comptes en banque, Banque et operations de banques, ό.π. σηµ. 4, σελ. 349 επ. 31 Βλ. σχετικά µε το θέµα αυτό και ΕφΑθ 9827/2000, ό.π., σηµ. 8. 32 Βλ. σχετικά και την υπ’ αριθµ. 9395/1999 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, (ΕΕµπ∆ 2001, σελ. 569) σύµφωνα µε την οποία η κατάθεση χρηµάτων σε κοινό λογαριασµό από τον έναν δικαιούχο δεν συνιστά από µόνη της, την εµπράγµατη σύµβαση µεταβίβασης της κυριότητας των χρηµάτων στον έτερο συνδικαιούχο γιατί η κυριότητα αυτών περιέχεται µε την κατάθεση, στην τράπεζα, ως θεµατοφύλακα ανώµαλης παρακαταθήκης. τόσο εν ζωή όσο και αιτία θανάτου. Το δε πραγµατικό νόηµα της διάταξης είναι ότι το αµεταβίβαστο ισχύει στις σχέσεις απέναντι στην τράπεζα και όχι σε αυτές απέναντι στους άλλους δικαιούχους. ∆ηλαδή ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος ενός δικαιούχου δεν δικαιούται να αναλάβει εν όλω ή εν µέρει από την τράπεζα το ποσό της κατάθεσης. Μπορεί όµως, αν κάποιος άλλος δικαιούχος αναλάβει το ποσό της κατάθεσης, κατ’ αναγωγή, να απαιτήσει από αυτόν το ποσό που αναλογεί στον δικαιοπάροχό του µε βάση τις εσωτερικές σχέσεις µεταξύ των δικαιούχων, εφόσον φυσικά δεν έχει τεθεί στη σύµβαση ο όρος του άρθρου 2. 2. Έλλειψη του όρου του άρθρου 2 από τη σύµβαση. Αν ο παραπάνω όρος δεν έχει τεθεί στη σύµβαση, οι κληρονόµοι του καταθέτη και πάλι δεν υπεισέρχονται έναντι της τράπεζας στη θέση συνδικαιούχου της κατάθεσης µε βάση το κληρονοµικό τους δικαίωµα, λόγω της απαγόρευσης του άρθρου 3 του Νόµου που ορίζει ότι δεν επιτρέπεται διάθεση της κατάθεσης µε πράξη είτε εν ζωή είτε αιτία θανάτου, οι δε κληρονόµοι του αποβιώσαντος, είτε εξ’ αδιαθέτου είτε και εκ διαθήκης συµπεριλαµβανοµένων και των αναγκαίων κληρονόµων κανένα δικαίωµα δεν αποκτούν επί της κατάθεσης. Έχουν όµως το δικαίωµα να απαιτήσουν από τους λοιπούς συγκαταθέτες το µέρος εκείνο της κατάθεσης που αντιστοιχεί στο δικαιοπάροχο του κληρονοµούµενου µε βάση την εσωτερική σχέση των µερών της κατάθεσης. Αντιπροσωπευτική για το θέµα αυτό είναι η υπ’αριθµ. 362/1990 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης33 η οποία αναφέρει ότι στη περίπτωση της απλής µορφής του κοινού διαζευκτικού λογαριασµού «κάποιος τρίτος δεν δύναται µεν µε την ιδιότητα του ειδικού ή καθολικού διαδόχου κάποιου των καταθετών να αξιώσει από την Τράπεζα να καταβάλει σ’ αυτόν κάποιο ποσό από την κατάθεση ή σε περίπτωση καταθέσεως που είναι αποδοτέα σε όλους από κοινού να αποζηµιώσει αυτόν, διότι επέτρεψε την ανάληψη χωρίς τη σύµπραξή του, µπορεί όµως να αξιώσει από τους λοιπούς ότι αναλογεί από την κατάθεση στο δικαιοπάροχό του, σύµφωνα µε τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών, τις οποίες και θα αποδείξει ο επικαλούµενος αυτές». 33 Βλ. Ελλ∆νη 31 (1990) , σελ 321. Στο ίδιο συµπέρασµα καταλήγει και η υπ’αριθµ. 965/1992 απόφαση του Αρείου Πάγου34 σύµφωνα µε την οποία µπορεί από τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών να προκύπτει ότι αυτός που δεν προέβη στην ανάληψη του ποσού δεν έχει αναγωγικό δικαίωµα κατά αυτού που προέβη στην ανάληψη. Οπότε δηµιουργείται ανάλογη έλλειψη αναγωγικού δικαιώµατος και στους καθολικούς διαδόχους του αποβιώσαντος κατά των επιζώντων για τη µετά τον θάνατο ανάληψη. Το βάρος δε της επικλήσεως και της αποδείξεως της έλλειψης δικαιώµατος αναγωγής έχει ο διάδικος ο οποίος προβάλλει το πιο πάνω εξαιρετικό δικαίωµα. 34 Βλ. ό.π. σηµ. 11. Βλ. επίσης ΑΠ 246/1992, Ελλ∆νη 34 (1993), σελ. 1311 και ΕφΠειρ 1146/1996, Ελλ∆νη 38 (1997), σελ. 1677. V. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΝΟΜΙΜΩΝ ΜΕΡΙ∆ΟΥΧΩΝ (άρθρο 117 ΕισΝΑΚ). Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω όταν στη σύµβαση ανοίγµατος κοινού λογαριασµού έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 του Ν. 5638/32, η κατάθεση και τα ποσά εξ’ αυτής περιέρχονται στους επιζώντες συνδικαιούχους, µε συνέπεια να µένουν εκτός κληρονοµιάς τα ποσά του κοινού λογαριασµού που αναλογούσαν στον αποβιώσαντα σύµφωνα µε τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών. Το ποσό αυτό βέβαια δεν είναι ορισµένο αλλά θα συνάγεται από τις εκάστοτε εσωτερικές σχέσεις µεταξύ των συνδικαιούχων. Το αποτέλεσµα της προσθήκης του άρθρου 2 φάνηκε ιδιαίτερα αυστηρό για τους αναγκαίους κληρονόµους (νόµιµους µεριδούχους) του αποβιώσαντος και γι’ αυτό ο νοµοθέτης θέλησε πράγµατι να άρει αυτήν την αδικία εις βάρος των προσώπων αυτών. Εισήγαγε λοιπόν τη διάταξη του άρθρου 117 του ΕισΝΑΚ η οποία όριζε ότι «Σε περίπτωση χρηµατικής κατάθεσης σε κοινό λογαριασµό του Ν. 5638 της 31ης Αυγούστου / 7ης Σεπτεµβρίου 1932 “περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασµόν” η κατάθεση, αν µε αυτήν πραγµατοποιήθηκε δωρεά, κρίνεται ως προς το δίκαιο της νόµιµης µοίρας ως δωρεά, εφόσον πρόκειται για κληρονοµία καταθέτη που πέθανε µετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα». Βλέπουµε λοιπόν µια προσπάθεια του Νοµοθέτη να άρει τις ανισότητες που προέκυψαν από την οικονοµική αδικία σε βάρος των αναγκαίων κληρονόµων, οι οποίοι άλλωστε τυγχάνουν ιδιαίτερης προστασίας στο Αστικό ∆ίκαιο και µάλιστα µε διατάξεις αναγκαστικού δικαίου. Η ρύθµιση του άρθρου 117 ΕισΝΑΚ σε συνδυασµό µε τη νοµοθετικά κατοχυρωµένη λειτουργία του κοινού λογαριασµού αποτελούν αντικείµενο προβληµατισµού ο οποίος συνεχίζεται µέχρι και σήµερα. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να διερευνηθεί ποιες δικαιοπραξίες νοούνται µε τον όρο δωρεά προκειµένου να αποσαφηνισθεί ποιες περιπτώσεις υπάγονται στο πεδίο εφαρµογής της ως άνω διάταξης. Γενικότερα στο Αστικό ∆ίκαιο και τον Εισαγωγικό Νόµο, χρησιµοποιείται πολλές φορές η έννοια της «δωρεάς». Στην έννοια αυτή άλλοτε εµπεριέχονται όλες γενικότερα οι χαριστικές δικαιοπραξίες και άλλοτε όχι. Επίσης στην έννοια της δωρεάς άλλοτε υπάγεται η έννοια της γονικής παροχής και άλλοτε όχι καθώς ο Νόµος θεωρεί ως δωρεά το υπερβάλλον της γονικής παροχής. Ένα πολύ σηµαντικό ερώτηµα που ανακύπτει και που συναντάται συχνά στη πράξη είναι αν η δωρεά αιτία θανάτου θα υπάγεται στην έννοια της «δωρεάς» του 117 ΕισΝΑΚ ή το άρθρο αναφέρεται µόνο στις δωρεές εν ζωή των άρθρων 496 επ. ΑΚ. Καθίσταται λοιπόν αναγκαία η διερεύνηση της νοµικής φύσης της εσωτερικής σχέσης του καταθέτη προς άλλον συνδικαιούχο καθώς υπάρχουν και άλλες χαριστικές δικαιοπραξίες οι οποίες δεν έχουν απαραίτητα τα στοιχεία της δωρεάς εν ζωή ή δωρεάς αιτία θανάτου (2032 ΑΚ). Αναφέρουµε χαρακτηριστικά την κληροδοσία καθώς και άλλες ιδιόρρυθµες χαριστικές επιδόσεις αιτία θανάτου (βλέπε σύµβαση υπέρ τρίτου αιτία θανάτου). Πρέπει λοιπόν για να τύχει εφαρµογής το άρθρο 117 ΕισΝΑΚ και να γεννηθεί το δικαίωµα του αναγκαίου κληρονόµου επί του ποσού του κοινού λογαριασµού για το µέρος που υπολείπεται της νόµιµης µοίρας του να συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις: α) Ύπαρξη κατάθεσης σε κοινό λογαριασµό του Ν. 5638/32. β) Συντέλεση δωρεάς µε τη κατάθεση αυτή (µε τη νοµική φύση όπως θα τη διερευνήσουµε κατωτέρω και γ) ο θάνατος του καταθέτη να επήλθε µετά την 23/02/1946 δηλ. µετά το χρόνο έναρξης ισχύος του Αστικού Κώδικα. Συνεπώς οι νόµιµοι µεριδούχοι στο δικόγραφο της αγωγής τους πρέπει να επικαλεσθούν τα παραπάνω φέροντας και το βάρος της απόδειξης και κυρίως ότι µε τη κατάθεση συντελέσθηκε δωρεά, το ακριβές ποσό αυτής, καθώς και το κατά πόσο υπολείπεται η νόµιµη µοίρα τους. 1. Πεδίο εφαρµογής της διάταξης του άρθρου 117 ΕισΝΑΚ Σύµφωνα µε την πρώτη από τις υποστηριζόµενες απόψεις σχετικά µε την ερµηνεία της διάταξης, η έννοια της «δωρεάς» αναφέρεται αποκλειστικά στη δωρεά εν ζωή των άρθρων 496 επ. ΑΚ. Κατά συνέπεια άλλες χαριστικές επιδόσεις, όπως π.χ. η κληροδοσία, αποκλείονται από την ίδια την διατύπωση της διάταξης που αναφέρεται µόνο σε δωρεά. Η πρώτη λοιπόν εκδοχή αποκλείει την έννοια της δωρεάς αιτία θανάτου για το λόγο ότι στο δίκαιο της νόµιµης µοίρας η δωρεά αιτία θανάτου δεν αντιµετωπίζεται ως δωρεά αλλά ως κληροδοσία, η οποία όσο προσβάλει τη νόµιµη µοίρα θεωρείται αυτοδικαίως άκυρη (2035 ΑΚ). Το άρθρο 2035 ΑΚ παραπέµπει στο άρθρο 1829 ΑΚ το οποίο µε τη σειρά του παραπέµπει στα άρθρα περί κληροδοσίας 1995-1996 ΑΚ. Σύµφωνα µε µια δεύτερη ερµηνεία της διάταξης στο πεδίο εφαρµογής του άρθρου 117 ΕισΝΑΚ υπάγεται κατ’ αρχήν κάθε χαριστική επίδοση από τον καταθέτη προς άλλον συνδικαιούχο. Το πώς θα χαρακτηρισθεί η χαριστική επίδοση έχει σηµασία για την παραπέρα αντιµετώπισή της από τις διατάξεις για την προστασία της νόµιµης µοίρας. Αν υποθέσουµε ότι η κατάθεση προς συνδικαιούχο αποτελεί δωρεά εν ζωή του άρθρου 496 ΑΚ, τότε οι νόµιµοι µεριδούχοι θα προστατευτούν µε τις διατάξεις για την µέµψη άστοργης δωρεάς µε τις προϋποθέσεις των άρθρων 495 επ., 1835 και 1836 § 2 ΑΚ. Αν από την άλλη πλευρά κριθεί υποθετικά ότι µε την κατάθεση στο λογαριασµό συντελείται δωρεά αιτία θανάτου που αντιµετωπίζεται στον ΑΚ ως κληροδοσία, τότε οι µεριδούχοι θα επικαλεστούν τις διατάξεις περί ακυρότητας της κληροδοσίας όσο αυτή προσβάλει τη νόµιµη µοίρα35 (άρθρα 2035, 1825 § 2, 1829, 1967 επ. ΑΚ). Η δεύτερη ερµηνεία της διάταξης δεν φαίνεται ωστόσο να εναρµονίζεται πλήρως µε το γράµµα του άρθρου 117 ΕισΝΑΚ του οποίου η διατύπωση είναι στενή. Πάντως από νοµικής απόψεως δεδοµένου και του σκοπού της διάταξης που ήταν η προάσπιση των συµφερόντων των νόµιµων µεριδούχων, ίσως να είναι ορθότερη γιατί θα ήταν αντιφατικό και άδικο να προστατεύεται ο µεριδούχος µόνο όταν η κατάθεση σε κοινό λογαριασµό συνιστά δωρεά εν ζωή του αποθανόντος προς τον συνδικαιούχο και όχι όταν πρόκειται για άλλη χαριστική επίδοση όπως π.χ. κληροδοσία ή δωρεά αιτία θανάτου οι οποίες αντιµετωπίζονται αυστηρότερα από το δίκαιο της νόµιµης µοίρας, σε σχέση µε τη δωρεά εν ζωή. Συνεπώς ως δωρεά στην περίπτωση του κοινού λογαριασµού θα θεωρήσουµε τη χρηµατική παροχή του αποβιώσαντος καταθέτη προς τους συνδικαιούχους του λογαριασµού, η οποία έγινε κατά τη συµφωνία των µερών ή µονοµερώς, χωρίς αντάλλαγµα, κάτι που θα κριθεί σε συνάρτηση µε τις εσωτερικές σχέσεις των συνδικαιούχων. Εποµένως οι αναγκαίοι κληρονόµοι του συνδικαιούχου δεν µπορούν να επικαλούνται χωρίς να το αποδεικνύουν, ότι η εσωτερική σχέση που συνδέει τους συνδικαιούχους καλύπτει οπωσδήποτε χαριστική επίδοση, διότι µπορεί να καλύπτει 35 Βλ. σχετικά ΕφΑθ 5774/1995, ΝοΒ, τόµος 45, 1997, σελ. 218 καθώς και ΕφΑιγαίου 147/1989, ΕΕµπ∆ 1990, σελ. 225. και άλλη έννοµη σχέση όπως δάνειο, εντολή ή σχέση µεταξύ περισσοτέρων οµορρύθµων εταίρων. Συµπεραίνουµε λοιπόν ότι οι αναγκαίου κληρονόµοι δεν έχουν απ’ ευθείας και αυτοδίκαια δικαιώµατα επί του ποσού της κατάθεσης σύµφωνα µε τα άρθρα 1825 επ. ΑΚ. 2. Νοµικός χαρακτηρισµός της χαριστικής επίδοσης. Προκειµένου λοιπόν να προσδιορισθούν οι έννοµες συνέπειες, πρέπει πρώτα να εξετάσουµε τις προϋποθέσεις σύστασης των κατ’ ιδίαν χαριστικών παροχών σε συνδυασµό µε την διαδικασία κατάθεσης στο κοινό λογαριασµό . α) ∆ωρεά εν ζωή (496 επ. ΑΚ) Για τη σύστασή της, εκτός από τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του κύρους της δωρεάς, ο νόµος απαιτεί και την τήρηση τύπου και συγκεκριµένα την ύπαρξη συµβολαιογραφικού εγγράφου (αρ. 498 παρ. 1 ΑΚ). Σκοπός της τήρησης τύπου δεν είναι άλλος από το να δοθεί χρόνος στον δωρητή να προβεί σε ώριµη σκέψη εν όψει της χαριστικής διάθεσης ενός περιουσιακού του στοιχείου. Πάντως στη δωρεά κινητού πράγµατος η έλλειψη συµβολαιογραφικού τύπου αναπληρώνεται µε την παράδοση του πράγµατος από τον δωρητή στο δωρεοδόχο (498 παρ. 2 ΑΚ). Το άρθρο 498 παρ. 2 ΑΚ περιλαµβάνει στο πεδίο εφαρµογής του και τη δωρεά χρηµατικού ποσού η οποία συνίσταται έγκυρα µε την παράδοση χαρτονοµισµάτων είτε χρηµατογράφων. Η θεωρία του αστικού δικαίου εµφανίζεται ιδιαιτέρως επιφυλακτική όσο αφορά την αναπλήρωση του συµβολαιογραφικού εγγράφου µε παράδοση της νοµής στο δωρεοδόχο, όταν πρόκειται για δωρεά χρηµατογράφων. Ειδικότερα υποστηρίζει ότι η δωρεά ισχυροποιείται µόνο µε την είσπραξη από το δωρεοδόχο του οικείου ποσού36. Με άλλα λόγια απαιτείται υλική παράδοση της νοµής του κινητού µε σκοπό τη µεταβίβαση της κυριότητάς του στο δωρεοδόχο και µόνο µε τους τρόπους των 36 Βλ. ενδεικτικά ∆εληγιάννη/Κορνηλάκη, Ειδικό ενοχικό δίκαιο Ι (1992) παρ. 15, σελ. 42 επ. Καθώς επίσης και Αλ Λιτζερόπουλο, ΕρµΑΚ ΕισΝΑΚ, άρθρο 117 αριθ. 13. άρθρων 976 εδ α΄ και 978 (δεν αρκεί δηλ. η παράδοση βραχεία ή µακρά χειρί ή η έκταξη ή η αντιφώνηση της νοµής) 37. Βέβαια στην επιστήµη έχει διατυπωθεί και η αντίθετη άποψη σύµφωνα µε την οποία από τη στιγµή που ο καταθέτης - δωρητής θα καταθέσει το προερχόµενο από την περιουσία του ποσό στον κοινό λογαριασµό, εφόσον οι συνδικαιούχοι συµφώνησαν παροχή χωρίς αντάλλαγµα του ενός προς τον άλλον, η δωρεά συντελέσθηκε χωρίς άλλο. Οι λοιποί συνδικαιούχοι θεωρούνται δωρεοδόχοι οι οποίοι έχουν το δικαίωµα να προβούν σε ανάληψη του ποσού οποτεδήποτε θελήσουν. Στην περίπτωση αυτή η µετάβαση στην τράπεζα και η κατάθεση των χρηµάτων στο ταµείο της τράπεζας αναπληρώνει τον παραπάνω σκοπό τήρησης του συµβολαιογραφικού εγγράφου38. Μάλιστα και η νοµολογία προβαίνει συχνά σε τελολογική διεύρυνση της διάταξης του άρθρου 498 § 2 AK. Όπως αυτό συνέβη στην υπ. αρ. 1208/1996 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης39 σύµφωνα µε την οποία έγκυρη δωρεά µπορεί να θεωρηθεί και εκείνη η οποία δεν περιβλήθηκε τον τύπο του συµβολαιογραφικού εγγράφου. Πρόκειται για δωρεά κινητού και η έλλειψη του τύπου αναπληρώνεται µε την παράδοση του πράγµατος «η οποία δεν απαιτείται να είναι υλική ή εγχείριση του πράγµατος, αλλά αρκεί και πλασµατική» όπως στην προκειµένη περίπτωση ήταν η παράδοση του βιβλιαρίου από τον έναν στον άλλο συγκαταθέτη που στην ουσία σήµαινε παραχώρηση της εξουσίας προς ανάληψη των κατατεθειµένων. Σε άλλη περίπτωση κατάθεσης σε κοινό λογαριασµό40 το δικαστήριο προχώρησε ακόµα περισσότερο καθώς έκρινε ότι ο ορισµός και µόνο κάποιου ως συνδικαιούχου σε κοινό λογαριασµό, όπου το ποσό της κατάθεσης δεν προέρχεται από την περιουσία του αλλά από την περιουσία άλλου ή άλλων συνδικαιούχων καλύπτει την ακυρότητα της δωρεάς εξαιτίας έλλειψης συµβολαιογραφικού εγγράφου, καθώς η παράδοση των δωρουµένων κατ’ άρθρο 498 § 2 ΑΚ έχει συντελεσθεί αφού ο δωρεοδόχος – συνδικαιούχος έχει ανά πάσα στιγµή τη 37 Βλ. σχετικά και Π.Κ. Κορνηλάκη, Επίτοµο Ειδικό Ενοχικό ∆ίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 21. Βλ. Επίσης και Εφ Αθ 8139/95, ∆ΕΕ 1996, σελ. 391, η οποία απεφάνθη ότι η παράδοση του βιβλιαρίου του ταµιευτηρίου από τον δωρητή στον δωρεοδόχο δεν ισχυροποιεί τη σύµβαση της δωρεάς των χρηµάτων που είναι κατατεθειµένα στο λογαριασµό, εφόσον δεν συνιστά αυτή υλική παράδοση της νοµής των δωρούµενων χρηµάτων κατ’ άρθρο 498 παρ. 2.. 38 Βλ. σχόλιο του Κων/νου Γ. Παµπούκη υπό την Εφ∆ωδεκανήσου 29/1999, ΕπισκΕ∆ Β/2000, σελ. 424 επ.. 39 Βλ. ΕφΘεσ 1208/1996, ό.π. σηµ. 30 καθώς και ΕφΑιγαίου 147/1989 ό.π. σηµ. 29. 40 Βλ. Εφ∆ωδεκανήσου 29/1999, ΕπισκΕ∆ Β/2000, σελ. 419. δυνατότητα να προβεί στην ανάληψη των χρηµάτων ακόµα και ολόκληρου του ποσού της κατάθεσης. Κατά τη γνώµη µας πάντως, δικαιοπολιτικά ορθότερη πρέπει να θεωρηθεί η άποψη που δέχεται την σύσταση δωρεάς µε ανάληψη των χρηµάτων από συνδικαιούχο είτε πριν είτε µετά το θάνατο του καταθέτη αφού µε τον τρόπο αυτό ουσιαστικά συντελείται η υλική παράδοση της νοµής του κινητού κατ’ άρθρο 498 § 2 ΑΚ. Επίδοση µπορεί επίσης να πραγµατοποιηθεί µε τη ρήτρα του άρθρου 2 του ν. 5638/1932 µε βάση το οποίο µπορεί να συµφωνηθεί στη σύµβαση της κατάθεσης αυτής, ότι το τµήµα που ανήκει σε κάποιον καταθέτη µετά τον θάνατό του θα περιέρχεται στους επιζώντες. Μάλιστα και στην περίπτωση αυτή µπορεί να υποκρύπτεται δωρεά εν ζωή, η οποία σύµφωνα µε τα παραπάνω είναι ισχυρή και χωρίς την τήρηση του συµβολαιογραφικού τύπου41, καθώς καθίσταται έτσι φανερή η βούληση του αποβιώσαντος να τεθούν τα χρήµατα της κατάθεσης στη διάθεση των συνδικαιούχων µετά το θάνατό του, χωρίς οι κληρονόµοι του να αποκτούν κανένα δικαίωµα επί της κατάθεσης. Περαιτέρω αν αποδειχθεί ότι ένας από τους συνδικαιούχους κατέθεσε το ποσό στο κοινό λογαριασµό µε τη συµφωνία ότι οι άλλοι συνδικαιούχοι έχουν το δικαίωµα και πριν το θάνατό του να τα αποσύρουν και να τα κρατήσουν για τον εαυτό τους χωρίς αντάλλαγµα τότε πρόκειται για δωρεά εν ζωή. Επίσης στο ίδιο συµπέρασµα πρέπει να καταλήξουµε εάν δεν είχε τεθεί ο όρος της προαποβίωσης του καταθέτη. Γίνεται επίσης δεκτό ότι πρόκειται για δωρεά εν ζωή όταν κάποιος συνδικαιούχος αναλάβει από τον κοινό λογαριασµό περισσότερα χρήµατα από όσα τυχόν ο ίδιος κατέθεσε ως προς το επιπλέον των αναληφθέντων χρηµάτων. Στην περίπτωση που η εσωτερική σχέση των συνδικαιούχων χαρακτηρισθεί ως δωρεά εν ζωή, πρέπει να τηρηθεί η διαδικασία υπολογισµού της νόµιµης µοίρας κατά το άρθρο 1831 παρ. 2 ΑΚ προκειµένου να βρεθεί το ποσοστό που δικαιούνται οι αναγκαίοι κληρονόµοι του αποβιώσαντος. Η αξία της κατάθεσης υπολογίζεται ως στοιχείο της πλασµατικής κληρονοµιάς. Εφόσον η κληρονοµιά που υπάρχει κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονοµούµενου, δεν επαρκεί για την κάλυψη της νόµιµης 41 Πάντως η ΕφΑθ 5774/1995, ΝοΒ, τόµος 45, 1997, σελ.218, έκρινε ότι η ανάληψη από τη σύζυγο του αποβιώσαντος του συνολικού υπολοίπου των κοινών λογαριασµών, µετά το θάνατό του, κάνοντας χρήση του σχετικού δικαιώµατός της κατ’ άρθρο 2 του Ν. 5638/1932, χωρίς αντάλλαγµα και από χαριστική αιτία, συνιστά δωρεά αιτία θανάτου και ότι την έλλειψη της τήρησης του συµβολαιογραφικού εγγράφου για τη σύσταση της δωρεά αιτία θανάτου αναπληρώνει η κατάθεση των χρηµάτων στον κοινό λογαριασµό από όπου τα αποσύρει µετά ο δωρεοδόχος – συγκαταθέτης. µοίρας, η εν λόγω κατάθεση - δωρεά ανατρέπεται στο βαθµό που θίγει τη νόµιµη µοίρα σύµφωνα µε τα άρθρα 1835 επ. ΑΚ για τη µέµψη άστοργης δωρεάς. Οι νόµιµοι µεριδούχοι πρέπει να ασκήσουν αγωγή κατά των άλλων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασµού µέσα σε προθεσµία δύο ετών από το θάνατο του κληρονοµουµένου-δωρητή, ανεξάρτητα από το πότε οι µεριδούχοι έλαβαν γνώση του θανάτου ή της δωρεάς. Η αγωγή αυτή όπως είναι γνωστό έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, ώστε µε την έκδοση της δικαστικής απόφασης, ανατρέπεται η δωρεά εν ζωή ολικά ή µερικά, ανάλογα µε το ύψος του ποσού που απαιτείται για την κάλυψη της νόµιµης µοίρας. Οι εναγόµενοι συνδικαιούχοι έχουν από την πλευρά τους την ενοχική υποχρέωση να καταβάλουν στους ενάγοντες νόµιµους µεριδούχους το αναγκαίο χρηµατικό ποσό µέχρι τη συµπλήρωση της νόµιµης µοίρας τους. β) ∆ωρεά αιτία θανάτου (2032 ΑΚ). Αντίθετα αν η εσωτερική σχέση των συνδικαιούχων χαρακτηρισθεί ως δωρεά αιτία θανάτου επέρχονται διαφορετικές έννοµες συνέπειες. Αν στον κοινό λογαριασµό κατατέθηκε από χαριστική αιτία ποσό από την περιουσία του αποβιώσαντος, χωρίς στο µεταξύ και µέχρι το θάνατό του, να έχουν προβεί οι συνδικαιούχοι σε κάποια ανάληψη, τότε θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι πρόκειται για δωρεά αιτία θανάτου του άρθρου 2032 ΑΚ. Αυτό το συµπέρασµα συνάγεται από το ότι ετέθη έστω και σιωπηρά ως προϋπόθεση από όλους, ότι η περιέλευση της ωφέλειας σε αυτούς θα γίνει µε το θάνατο του καταθέτη - δωρητή. Αν όµως από την κατάθεση του ποσού µέχρι το θάνατο του καταθέτη, οι επιζώντες συνδικαιούχοι είχαν προβεί σε ανάληψη ορισµένου ποσού πρέπει η ανάληψη αυτή να κριθεί ως δωρεά εν ζωή. Επίσης ως δωρεά αιτία θανάτου πρέπει να κριθεί και η περίπτωση της µετά το θάνατο του κληρονοµούµενου ανάληψης εκ µέρους των συνδικαιούχων του υπολοίπου ποσού και µάλιστα χωρίς αντάλλαγµα κατά τη συµφωνία των µερών. Με την υπ. αρ. 147/1989 απόφασή του το Εφετείο Αιγαίου42 αναφέρεται στην εσωτερική σχέση των συνδικαιούχων και εκτιµά ότι αυτή µπορεί να είναι δωρεά εν ζωή ή αιτία θανάτου ή ακόµα και ανταποδοτική π.χ. για λόγους ευγνωµοσύνης. 42 ό.π. σηµ. 29. Βλ. επίσης και ΑΠ 724/2000 (αδηµοσίευτη) όπου ο συνδικαιούχος του λογαριασµού προέβη σε ανάληψη ολόκληρου του ποσού όσο ζούσε ο κληρονοµούµενος και η οποία έκρινε ότι η δήλωση από τον αποβιώσαντα καταθέτη κάποιου ως συνδικαιούχου ως ένδειξη ευγνωµοσύνης για τις Η ανταποδοτική δωρεά η οποία µπορεί να είναι αιτία θανάτου ή εν ζωή, δεν ρυθµίζεται αυτοτελώς στον ΑΚ. Εποµένως και στην περίπτωσή της, σαν σύµβαση δωρεάς, που υπάρχει ανεξάρτητα από τα µακρύτερα αίτια που την προκάλεσαν ισχύουν γενικά οι κανόνες του ΑΚ για τη δωρεά. Σύµφωνα λοιπόν µε την ως άνω απόφαση η συµφωνία ότι ο δωρεοδόχος δεν θα έχει την απόλαυση των δωρουµένων µέχρι το θάνατο του δωρητή συνιστά δωρεά αιτία θανάτου 2032 ΑΚ , η οποία µπορεί να συσταθεί και µε τον τρόπο (όρο) διατροφής και περίθαλψης. Αντίθετα όµως θα πρόκειται για ανταποδοτική δωρεά εν ζωή που έγινε σαν αντάλλαγµα των περιποιήσεων του δωρεοδόχου στον δωρητή, εάν συσταθεί µε την αναβλητική προθεσµία ότι η µεταβίβαση της κυριότητας των δωρουµένων στον δωρεοδόχο θα γίνει µε το θάνατο του δωρητή. Εφόσον κριθεί ότι πρόκειται για δωρεά αιτία θανάτου, η δωρεά θα συµπεριληφθεί και πάλι στην κληρονοµιά για τον υπολογισµό της νόµιµης µοίρας του µεριδούχου, αλλά πλέον ως κληροδοσία. ∆εν ενδιαφέρει αν έγινε µέσα στα τελευταία δέκα χρόνια από το θάνατο του κληρονοµουµένου ή την επέβαλαν ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή λόγοι ευπρέπειας καθώς οι λόγοι αυτοί προβάλλονται µόνον προκειµένου περί δωρεάς εν ζωή µε τις προϋποθέσεις του άρθρου 1831 ΑΚ, και όχι όταν πρόκειται για δωρεά αιτία θανάτου43. Η δωρεά αυτή που αντιµετωπίζεται πλέον ως κληροδοσία θα είναι αυτοδίκαια άκυρη κατά το µέρος που προσβάλει την νόµιµη µοίρα. Οι µεριδούχοι θα πρέπει να ασκήσουν κατά των επιζώντων συνδικαιούχων την αγωγή περί κλήρου (1871 ΑΚ) ή κατ΄ άλλη γνώµη τη διεκδικητική αγωγή (1094 ΑΚ) 44. ∆ηµιουργείται λοιπόν απαίτηση των µεριδούχων κατά των επιζώντων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασµού, για το µέρος που υπολείπεται της νόµιµης µοίρας τους. γ) Κληροδοσία Ό,τι ακριβώς αναφέρθηκε ανωτέρω για την εσωτερική σχέση της δωρεάς αιτία θανάτου ισχύουν και στην περίπτωση που κατά την ερµηνεία της κατάθεσης πρόκειται για κληροδοσία. ως τότε ευεργεσίες του προς αυτόν, υποκρύπτει έγκυρη δωρεά εν ζωή η οποία αποτελεί ανταποδοτική δωρεά. 43 Βλ. σχετικά και ΕφΑθ 5774/1995, ό.π. σηµ. 29. 44 Βλ. Παπαντωνίου, Κληρονοµικό ∆ίκαιο, 1985, σελ 411. δ) Άλλες χαριστικές επιδόσεις αιτία θανάτου. Οι επιδόσεις αυτές που δεν αποτελούν δωρεά ή κληροδοσία (όπως π.χ. οι υπέρ τρίτου συµβάσεις αιτία θανάτου) υποστηρίζεται ότι πρέπει να αντιµετωπισθούν µε ανάλογη εφαρµογή των διατάξεων για τις κληροδοσίες45. ε) Εξεύρεση µερίδας του αποβιώσαντος Μετά την εκτενή αναφορά στις ποικίλες χαριστικές επιδόσεις που αποτελούν την εσωτερική σχέση των επιζώντων συνδικαιούχων µε τον αποβιώσαντα, ανακύπτει το ζήτηµα της εξεύρεσης της ακριβούς µερίδας του αποβιώσαντος καταθέτη, δηλαδή του ποσού δια του οποίου συντελέσθηκε η χαριστική επίδοση. Το δικαστήριο της ουσίας πρέπει µε κάθε αποδεικτικό µέσο να ανεύρει το ποσό κατά προσέγγιση της µερίδας του κληρονοµουµένου. Γίνεται δεκτή εν αµφιβολία, αν δηλαδή δεν ορίστηκε διαφορετικά από τα µέρη στις εσωτερικές τους σχέσεις ως συνδικαιούχοι, η κατ΄ ίσα µέρη κατανοµή µεταξύ αυτών46, οπότε εφαρµόζεται αναλογικά το τεκµήριο του άρθρου 493 ΑΚ το οποίο βέβαια είναι µαχητό. Οι νόµιµοι µεριδούχοι φέρουν το βάρος της απόδειξης και εφόσον δεν µπορούν να αποδείξουν κάτι διαφορετικό, το ποσό της κατάθεσης που ανήκε στο δωρητή και το οποίο δώρισε στους δωρεοδόχους συνδικαιούχους του κοινού λογαριασµού ισοδυναµεί µε την κεφαλική του µερίδα. Εάν ο ωφελούµενος από τη χαριστική πράξη συνδικαιούχος απέσυρε το υπόλοιπο της κατάθεσης, ο µεριδούχος έχει εναντίον του ενοχική απαίτηση για την απόδοση του µέρους του ποσού που απαιτείται για την συµπλήρωση της νόµιµης µοίρας47. Αν το ποσό της κατάθεσης δεν έχει αναληφθεί ακόµη από το συνδικαιούχο, ο µεριδούχος επέχει τη θέση κληρονόµου του καταθέτη. Συγκεκριµένα δεν αποκτά ευθέως δικαιώµατα κατά της τράπεζας διότι ο νόµιµος µεριδούχος δεν καθίσταται συνδικαιούχος της κατάθεσης του κοινού λογαριασµού, αλλά αποκτά ενοχική απαίτηση κατά των επιζώντων συνδικαιούχων. 45 Βλ. Λιτζερόπουλο, ό.π. σηµ. 30, σελ. 46 – 48. 46 Έτσι και στο Γαλλικό ∆ίκαιο όπου βλέπε σχετικά Les comptes en banque, Banque et operations de banques, ό.π. σηµ. 4, σελ. 346. 47 Βλ. σχετικά ΕφΑθ 5774/1995, ό.π. σηµ. 29 και Αρµεν. 1997, σελ. 504. Όµως δεν θα πρέπει ο νόµιµος µεριδούχος να θεωρηθεί ως απλός δανειστής µέρους του υπολοίπου ποσού του κοινού λογαριασµού. ∆ιατυπώθηκε η άποψη ότι οι νόµιµοι µεριδούχοι εξοµοιώνονται µε ενοχικούς δανειστές των συνδικαιούχων οπότε µπορεί να εφαρµοσθεί το άρθρο 4 του Ν. 5638/32 το οποίο θεσπίστηκε υπέρ των κατασχόντων δανειστών κάποιου συνδικαιούχου, σύµφωνα µε το οποίο «κατάσχεση της καταθέσεως επιτρέπεται, έναντι όµως των κατασχόντων αυτή τεκµαίρεται αµαχήτως, ότι ανήκει σε όλους τους δικαιούχους κατ’ ίσα µέρη. Η άποψη αυτή αποκρούστηκε τόσο από τη θεωρία όσο και από τη νοµολογία, γιατί το άρθρο 4 αποσκοπεί αποκλειστικά στην προστασία των δανειστών των συνδικαιούχων. Η νόµιµη µοίρα δεν ταυτίζεται απλά µε ενοχική αξίωση αλλά αποτελεί απόλυτο κληρονοµικό δικαίωµα προστατευόµενο από αναγκαστικές διατάξεις Νόµου. Άλλωστε το άρθρο 117 του ΕισΝΑΚ είναι µεταγενέστερο του άρθρου 4 του Ν. 5638/32 και συνεπώς υπερισχύει αυτού. Εξάλλου οι νόµιµοι µεριδούχοι δεν εµποδίζονται να αποδείξουν ότι το ποσό της δωρεάς στην οποία προέβη ο αποβιώσας καταθέτης προς τους λοιπούς συνδικαιούχους του κοινού λογαριασµού, αφορά πραγµατικά τµήµα µεγαλύτερο από την κεφαλική µερίδα του αποθανόντος εφόσον, όπως ήδη εκτέθηκε ανωτέρω, το τεκµήριο του άρθρου 493 ΑΚ είναι µαχητό. Η αξίωση του µεριδούχου δεν περιορίζεται µόνο στο τυχόν υπόλοιπο της τραπεζικής κατάθεσης που υπάρχει κατά το χρόνο του θανάτου του καταθέτη – κληρονοµούµενου, αλλά στο σύνολο του ποσού της χαριστικής επίδοσης, µέρος του οποίου µπορεί να έχει αναληφθεί από το συνδικαιούχο όσο ζούσε ο κληρονοµούµενος. Αυτό σηµαίνει ότι για τον υπολογισµό της νόµιµης µοίρας του µεριδούχου θα προστεθεί στη κληρονοµιά ολόκληρο το ποσό της χαριστικής επίδοσης και όχι µόνο το κατά το χρόνο του θανάτου υπόλοιπο της κατάθεσης, εφόσον βέβαια η µείωση του ποσού οφείλεται σε ανάληψη του συνδικαιούχου και όχι του κληρονοµούµενου48. 48 Βλ. Παµπούκη, ό.π. σηµ. 16, σελ. 290. VI. ∆ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ∆ΑΝΕΙΣΤΩΝ ΤΩΝ ∆ΙΚΑΙΟΥΧΩΝ ΕΠΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ. Σύµφωνα λοιπόν µε το άρθρο 4 του Ν. 5638/1932, απέναντι στους δανειστές, στους οποίους για τους ανωτέρω λόγους δεν περιλαµβάνονται και οι νόµιµοι µεριδούχοι, το ποσό της κατάθεσης σε κοινό λογαριασµό, κατ’ αµάχητο τεκµήριο ανήκει στους δικαιούχους κατ’ ίσα µέρη. Με την επιβολή της κατάσχεσης αποχωρίζεται οριστικώς το ποσό αυτό από τη κατάθεση, αφήνοντας το υπόλοιπο οριστικά ελεύθερο από τους δανειστές του ίδιου δικαιούχου. Αυτό βέβαια δεν σηµαίνει ότι το άρθρο 4 ανατρέπει τις εσωτερικές σχέσεις µεταξύ των δικαιούχων. Κατά συνέπεια αν από τις εσωτερικές σχέσεις των συνδικαιούχων προκύπτει ότι ο δικαιούχος εναντίον του οποίου στρέφεται η κατάσχεση δεν έχει εν όλω ή εν µέρει δικαίωµα στο ποσό που του αναλογεί κατ’ άρθρο 4, υπόκειται σε αναγωγή από τους υπολοίπους κατ’ άρθρο 493 ΑΚ49. Επιτυγχάνεται µε αυτόν τον τρόπο εξισορρόπηση των συµφερόντων των δικαιούχων και των δανειστών τους ενώ παράλληλα οι δανειστές ικανοποιούνται ευθέως και µε συνοπτικότερες διαδικασίες. Και αυτό γιατί αν δεν είχε θεσπιστεί η διάταξη αυτή ο δανειστής ενός των δικαιούχων θα µπορούσε να κατάσχει ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης η οποία όµως θα ενεργούσε υποκειµενικά (άρθρα 491 και 492 ΑΚ) δηλαδή δε θα εµπόδιζε κάποιον άλλον συνδικαιούχο να αναλάβει ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης. Εποµένως ο δανειστής δεν θα είχε άλλη επιλογή παρά να κατάσχει στα χέρια του τελευταίου το ποσό που θα αναλογούσε ενδεχοµένως κατ’ αναγωγή στον οφειλέτη (493 ΑΚ). Αν πάλι ευδοκιµούσε η κατάσχεση ο δανειστής θα υπέκειτο σε αναγωγή απέναντι στους άλλους δικαιούχους και ενδεχοµένως και τους δανειστές τους, όπως ακριβώς θα συνέβαινε στη περίπτωση που το ποσό της κατάθεσης είχε αναληφθεί από τον οφειλέτη του. Τελικά ύστερα από όλες αυτές τις διαδικασίες ο δανειστής ενός εκ των συνδικαιούχων θα ικανοποιούνταν µόνο από το ποσό που θα αναλογούσε στον οφειλέτη του κατ’ άρθρο 493 ΑΚ. Με τη ρύθµιση όµως του άρθρου 4, ο δανειστής 49 Βλ. Παµπούκη, ό.π. σηµ. 16, § 114 ΙΙ και ΙΙΙ, σελ. 318 επ. ικανοποιείται ευθέως και µε πιο απλό τρόπο από τη κατάθεση η οποία κατά αµάχητο τεκµήριο ανήκει στους δικαιούχους κατ’ ίσα µέρη. VII. ΕΝΕΧΥΡΑΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ ΑΠΟ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΣΕ ΚΟΙΝΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ Σύµφωνα µε το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 5638/1932, τα δικαιώµατα από την κατάθεση που έχει ο κάθε δικαιούχος απέναντι στην τράπεζα είναι αµεταβίβαστα τόσο εν ζωή όσο και αιτία θανάτου και οι κληρονόµοι του αποβιώσαντος δεν αποκτούν κανένα δικαίωµα από την κατάθεση. Όπως όµως προαναφέραµε, το νόηµα της διάταξης αυτής δεν είναι ότι απαγορεύεται οποιαδήποτε πράξη διαθέσεως της καταθέσεως του κοινού λογαριασµού από τους συνδικαιούχους π.χ. δωρεές, εκχωρήσεις κλπ. Αλλά ότι το αµεταβίβαστο ισχύει µόνο απέναντι στη τράπεζα και έτσι δεν επιτρέπεται η υπεισέλευση τρίτου στο σύνολο της έννοµης σχέσης της καταθέσεως µε ειδική ή καθολική διαδοχή. ∆ιαφορετικά θα αναιρούνταν η ίδια η λειτουργία του κοινού λογαριασµού αφού θα παρεµποδίζονταν εντελώς η χρήση του από τους συνδικαιούχους50. Εποµένως είναι δυνατή και η σύσταση ενεχύρου είτε ολόκληρου είτε µέρους µόνο της καταθέσεως σε κοινό λογαριασµό χάριν εξασφαλίσεως άλλης απαιτήσεως ενός τρίτου στρεφόµενης κατά ενός ή περισσοτέρων ή όλων των συγκαταθετών, στην οποία θα εφαρµοστούν οι σχετικές µε το ενέχυρο απαιτήσεως διατάξεις των άρθρων 1248 επ. του ΑΚ ή οι διατάξεις των άρθρων 35 επ. του Ν.∆. της 17.7/13.8.1923. Καθώς η ενεχύραση απαιτήσεως από κατάθεση σε κοινό λογαριασµό δεν είναι από τα γεγονότα που σύµφωνα µε τα οριζόµενα στο άρθρο 491 ΑΚ ενεργούν αντικειµενικά αλλά υποκειµενικά (492 ΑΚ), συµπεραίνει κανείς ότι οι υπόλοιποι συγκαταθέτες δεν παρακωλύονται στην άσκηση των δικών τους δικαιωµάτων51. ∆ιότι η ενεχύραση παράγει αποτελέσµατα µόνο µεταξύ του ενεχυράζοντα συγκαταθέτη, της τράπεζας στην οποία τηρείται η κατάθεση και του τρίτου ενεχυρούχου δανειστή. Βέβαια στη περίπτωση που όλοι οι συγκαταθέτες συµπράξουν στη σύσταση του 50 Υποστηρίχθηκε βέβαια και η αντίθετη άποψη η οποία θεωρεί ανεπίτρεπτη την ενεχύραση καθώς µε αυτόν τον τρόπο διαταράσσεται η σχέση εµπιστοσύνης µεταξύ των συνδικαιούχων, αφού ο ενεχυρούχος δανειστής, όταν λήξει η απαίτησή του, µπορεί να προβεί σε είσπραξή της από τον κοινό λογαριασµό γινόµενος έτσι τρόπον τινά συνδικαιούχος ενώ παράλληλα οι πληροφορίες που παρέχει η τράπεζα στον ενεχυρούχο δανειστή παραβιάζουν το τραπεζικό απόρρητο των άλλων συνδιακιούχων. Βλ. σχετικά Κουτσούκη ∆ηµ. Το τραπεζικό απόρρητο στο ιδιωτικό δίκαιο, σελ. 209 επ. 51 Βλ. Σχετικά Άλκη Απ. Αργυριάδη, Ενεχύρασις Απαιτήσεως εκ Καταθέσεως εις Κοινόν Λογαριασµόν, Αρµενόπουλος 1978, 8-9, σελ. 522. ενεχύρου ή συναινέσουν ή την εγκρίνουν (239 ΑΚ), τότε αυτή καθίσταται δεσµευτική για όλους τους συγκαταθέτες. Από την άλλη η σύσταση του ενεχύρου ενεργεί αντικειµενικά δηλαδή σε βάρος και των άλλων συγκαταθετών όταν ο ενεχυρούχος δανειστής κάνοντας χρήση του σχετικού δικαιώµατός του εισπράξει την ενεχυρασθείσα απαίτηση. Η ανάληψη δηλαδή από τον ενεχυρούχο δανειστή των κατατεθειµένων χρηµάτων αποτελεί καταβολή εκ µέρους της τράπεζας σύµφωνα µε την ΑΚ 491 σε συνδυασµό µε τις ΑΚ 1253 και 125452. Συχνά ανακύπτει το θέµα κατά πόσο η τράπεζα στην οποία βρίσκεται η κατάθεση σε κοινό λογαριασµό µπορεί να συστήσει ενέχυρο επ’ αυτής προκειµένου να εξασφαλίσει κάποια απαίτησή της κατά κάποιου συνδικαιούχου (π.χ. λόγω παροχής σε αυτόν δανείου). Συνήθως οι προδιατυπωµένες έγγραφες συµβάσεις των τραπεζών αναφέρονται σε ενεχύραση απαίτησης από κατάθεση. Ωστόσο αυτή η δυνατότητα εξασφάλισης της τράπεζας δεν φαίνεται να είναι νοµικά ορθή, για το λόγο ότι η ενεχύραση απαίτησης προϋποθέτει τριµερή σχέση ενώ στη περίπτωση αυτή η τράπεζα καθίσταται ταυτόχρονα οφειλέτης και ενεχυρούχος δανειστής της ίδιας απαίτησης µε αποτέλεσµα να οδηγούµαστε σε απόσβεση των ενοχών λόγω σύγχυσης (453 ΑΚ). Εξάλλου σύµφωνα µε το άρθρο 287 ΑΚ οι υποχρεώσεις από τις ενοχικές σχέσεις πρέπει να απευθύνονται προς έτερον. Για την αποφυγή της σύγχυσης λόγω της ταυτόχρονης ύπαρξης στο πρόσωπο της τράπεζας των ιδιοτήτων του οφειλέτη και του ενεχυρούχου δανειστή της απαίτησης προτείνεται η κατάργηση του κοινού λογαριασµού ως σχέση παρακαταθήκης (π.χ. µε ανάληψη) και σύσταση ενεχύρου επί χρηµάτων ως κινητών πραγµάτων, δεδοµένου ότι το ενέχυρο επί κινητών πραγµάτων δεν προϋποθέτει τριµερή σχέση53. Άλλη δυνατότητα που η τράπεζα έχει στη διάθεσή της σε περίπτωση που το χρέος προς αυτή καταστεί ληξιπρόθεσµο και δεν εξοφληθεί είναι αυτή του συµψηφισµού ή της επίσχεσης των κατατεθέντων χρηµάτων χωρίς κατάργηση της σχέσης ως ανώµαλης παρακαταθήκης, καθώς το συναφές των αξιώσεων που απαιτεί το 325 ΑΚ κατά κανόνα θα συντρέχει στη περίπτωση αυτή αφού η απαίτηση της τράπεζας θα είναι τις περισσότερες φορές χρηµατική. 52 Βλ. σχετικά Άλκη Απ. Αργυριάδη, ό.π. σηµ. 45, σελ. 522 και Ψυχοµάνη, Τραπεζικό∆ίκαιο, ∆ίκαιο Τραπεζικών Συµβάσεων Ι, σελ. 226. 53 Βλέπε Ψυχοµάνη, ό.π. σηµ. 47, σελ. 227. VIII. ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΣ ∆ΙΑΖΕΥΚΤΙΚΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ 1. Νοµοθετικό πλαίσιο – Νοµολογιακή αντιµετώπιση Με το Ν.∆. 1059/1971 καθιερώθηκε το ειδικό απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων. Ως τραπεζικές καταθέσεις νοούνται οι καταθέσεις σε χρήµα άρα και οι καταθέσεις σε κοινό λογαριασµό. Κατά το άρθρο 2 παρ. 1, 2 και 3 του ως άνω Ν.∆., όπως τελικά διαµορφώθηκε µετά από το Ν. 1868/1989, τιµωρούνται µε φυλάκιση τουλάχιστον έξι µηνών οι διοικητές, τα µέλη διοικητικών συµβουλίων ή άλλων συλλογικών οργάνων ή οι υπάλληλοι τραπεζών οι οποίοι κατά τη διάρκεια των καθηκόντων τους λαµβάνουν γνώση των τραπεζικών καταθέσεων και παρέχουν µε οποιονδήποτε τρόπο πληροφορίες αναφορικά µε τις τραπεζικές καταθέσεις. Σηµειωτέον ότι η συναίνεση ή η έγκριση του υπέρ ού το απόρρητο καταθέτη επ’ ουδενί λόγο δεν αίρει τον αξιόποινο χαρακτήρα της πράξης. Με τον ίδιο επίσης νόµο και µε τις µετέπειτα τροποποιήσεις του, προβλέφθηκαν ρητά ειδικές περιπτώσεις άρσης του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων. Ο παραπάνω νόµος τέθηκε σε εφαρµογή για λόγους για τους οποίους δεν επικρατεί οµοφωνία. Κατά µια άποψη µε τη θέσπιση του Ν.∆. 1059/71, ο νοµοθέτης απέβλεψε στην ενίσχυση της εθνικής οικονοµίας µε την αύξηση της εισροής αποταµιεύσεων και την επίτευξη ανάπτυξης των δυνατοτήτων χρηµατοδοτήσεως (όπως άλλωστε αναφέρεται και στην Εισηγητική Έκθεση επί του σχεδίου του ανωτέρω Ν.∆.) Όπως είναι ευνόητο ζητήµατα που άπτονταν του απορρήτου των χρηµατικών καταθέσεων και όχι µόνο, και συνακόλουθα της κατάσχεσης αυτών εκ µέρους των δανειστών ανέκυψαν πολλά. Η νοµολογιακή θέση, παρά τις αντίθετες απόψεις των θεωρητικών, ανεξάρτητα από τις διαφοροποιήσεις των επιχειρηµάτων τους (βλ. ενδεικτικά Κουτσούκη, Μάζη, Μπρίνια, Ψυχοµάνη κ.α.) αλλά και το κοινό περί δικαίου αίσθηµα εξαιτίας της υπόθαλψης µε αυτόν τον τρόπο των συµφερόντων των κακόπιστων οφειλετών, ήταν σταθερή (βλ. ΟΛ ΑΠ 1224/1975, 1225/1975 και 3/1993). Η Ολοµέλεια λοιπόν του Αρείου Πάγου διατύπωσε την άποψη, που έκτοτε ακολουθήθηκε από τα δικαστήρια µε κάποιες εξαιρέσεις, ότι η παροχή πληροφοριών από την τράπεζα περί του ύψους υπολοίπου καταθέσεων πελάτη της σε δανειστή εµπίπτει στις περί προστασίας του τραπεζικού απορρήτου διατάξεις. Κατά συνέπεια απαγορεύεται στη τράπεζα να προβεί στην δήλωση του άρθρου 985 παρ. 1 και 2 ΚΠολ∆ και ενόψει ότι η εφαρµογή της παρ. 3 εδ. α΄ του άρθρου 985 του ΚΠολ∆ προϋποθέτει υποχρέωση του τρίτου να προβεί στη δήλωση, η τυχόν άρνηση της τράπεζας ή έστω η παράλειψή της να προβεί στη δήλωση αυτή δεν συνιστά αρνητική της υπάρξεως της απαιτήσεως δήλωση και δεν είναι δεκτική ανακοπής εκ µέρους του δανειστή κατ’ άρθρο 986 ΚΠολ∆. Έτσι, σύµφωνα πάντα µε την άποψη της Ολοµέλειας, η κατάσχεση αναγκαστική ή συντηρητική, στα χέρια της τράπεζας ως τρίτης κατέστη εµµέσως ανεπίτρεπτη και αν πραγµατωθεί είναι άκυρη 54. Μάλιστα η ΟΛ ΑΠ 3/1993 επισηµαίνει ότι επήλθε και συνακόλουθη σιωπηρή κατάργηση και της διατάξεως του άρθρου 4 του Ν. 5638/1932 που προβλέπει την αναγκαστική κατάσχεση τραπεζικής κατάθεσης σε κοινό τραπεζικό λογαριασµό. Από την άλλη πλευρά όµως, οι τράπεζες προκειµένου να επιτύχουν την ικανοποίηση των δικών τους απαιτήσεων έναντι των πελατών τους, αξιοποιούσαν τις δυνατότητες που τους παρείχε το ουσιαστικό δίκαιο και όχι το δικονοµικό και συγκεκριµένα τα µέσα του µονοµερούς συµψηφισµού (άρθρα 440 – 441 ΑΚ) και της ένστασης επισχέσεως (άρθρο 325 ΑΚ) 55. Και ναι µεν σύµφωνα µε το άρθρο 451 ΑΚ δεν επιτρέπεται συµψηφισµός κατά ακατάσχετης απαίτησης αλλά και επίσχεση κατά απαιτήσεων που δεν επιτρέπεται συµψηφισµός, συνεπώς και κατά των ακατασχέτων (327 ΑΚ), η νοµολογία όµως διατύπωσε την άποψη ότι η πρόταση συµψηφισµού δεν προσκρούει στο απόρρητο που καθιερώνεται µε τις διατάξεις του Ν.∆. 1059/1971. ∆ιότι, όπως υποστήριξε, το απόρρητο αυτό ισχύει έναντι τρίτων και όχι στις 54 Αξίζει να επισηµανθεί ότι στις υπ’ αριθµ. 1224/1975 και 3/1993 αποφάσεις της Ολοµέλειας του Αρείου Πάγου υπήρξαν ισχυρές µειοψηφίες που τάχθηκαν υπέρ του διαχωρισµού του απορρήτου από το ακατάσχετο των καταθέσεων και υποστήριξαν ότι αν στις προθέσεις του νοµοθέτη ήταν και η καθιέρωση του ακατασχέτου θα το όριζε ρητά στο Ν.∆. 1059/1971. Μάλιστα η µειοψηφία στην υπ’ αριθµ. 3/1993 στήριξε την αντίθετη γνώµη της στην διαπίστωση, ότι τα ακατάσχετα που ο νόµος κάθε φορά ορίζει αποτελούν εξαίρεση από το κανόνα και πρέπει να ερµηνεύονται στενά, αφού συχνά δυσχεραίνουν ή αποκλείουν την παροχή έννοµης προστασίας στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά παράβαση του άρθρου 20 παρ. 1 Σ. Περαιτέρω επεσήµανε ότι η καθιέρωση του απορρήτου δεν έγινε µε στόχο να υποθάλψει την κακοπιστία του οφειλέτη. 55 Βλ. Ψυχοµάνη ΕπισκΕ∆ Β 1997, σελ. 113, ο οποίος παρατηρεί ότι οι τράπεζες προσφεύγουν σταθερά στα µέσα αυτά. Βλέπει όµως και µια διάκριση υπέρ των τραπεζών, η οποία αντίκειται στο άρθρο 4 § 1 του Σ. απευθείας σχέσεις της ίδιας της τράπεζας µε τους καταθέτες της, έναντι των οποίων ανεµπόδιστα η τράπεζα µπορεί να προβάλει ανταπαιτήσεις σε συµψηφισµό, προς αντίστοιχες απαιτήσεις των πελατών της, γιατί στην αντίθετη περίπτωση θα διαταρασσόταν το όλο τραπεζικό σύστηµα µε το παράδοξο που θα συνέβαινε, οι µεν πελάτες της τράπεζας να λαµβάνουν από αυτήν ελεύθερα τις καταθέσεις τους, η δε τράπεζα να µην µπορεί να εισπράξει τις δικές της απαιτήσεις που θα είχε ενδεχοµένως κατά αυτών56. Ειδικότερα για τις καταθέσεις σε κοινό λογαριασµό γίνεται δεκτό, ότι λόγω του άρθρου 4 του Ν. 5638/32 σύµφωνα µε το οποίο απέναντι στους δανειστές του καθενός από τους δικαιούχους τεκµαίρεται αµάχητα ότι η κατάθεση τους ανήκει κατ’ ίσα µέρη, η τράπεζα δεν µπορεί να συµψηφίσει απαίτηση που έχει απέναντι σε έναν από τους δικαιούχους για ποσό µεγαλύτερο από εκείνο που του αναλογεί µε βάση το τεκµήριο57. ∆ιότι µπορεί η τράπεζα να έχει στη διάθεσή της δύο µέσα εξαναγκασµού του οφειλέτη της που προέρχονται από το ουσιαστικό δίκαιο, δηλ. τις ενστάσεις του συµψηφισµού και της επίσχεσης, αλλά όταν ενεργοποιώντας τα µέσα αυτά πραγµατώνει την ευθύνη του οφειλέτη της υπόκειται κατ’ αναλογία στον κανόνα του άρθρου 4 του Ν. 5638/193258. Ίσως λοιπόν σύµφωνα µε τα παραπάνω, θα ήταν ακριβέστερο να πούµε ότι λόγω των διατάξεων του απορρήτου και συνακόλουθα του ακατασχέτου των τραπεζικών καταθέσεων, το άρθρο 4 του Ν. 5638/1932 δεν έχασε εντελώς την σηµασία του όπως υποστηρίχθηκε59 εξαιτίας κυρίως της ανωτέρω εκτεθείσας άποψης που διατυπώθηκε στην υπ’ αριθµ. 3/1993 απόφαση της ολοµέλειας του Αρείου Πάγου για την έµµεση κατάργησή του. Αλλά απλά ότι έχασε µεγάλο µέρος από τη σηµασία του, καθώς δεν προκύπτει από πουθενά ότι ο κανόνας του άρθρου 4 δεν εφαρµόζεται σε περίπτωση που κατάσχων δανειστής είναι τράπεζα. Αντίθετα η διάταξη αυτή ισχύει σε κάθε περίπτωση που υπάρχει ζήτηµα ευθύνης ενός από τους δικαιούχους απέναντι στους δανειστές τους. 56 Βλ. ενδεικτικά ΠολΠρΞάνθης 166/1995, Αρχείο Νοµολογίας 1997, τόµος 48, σελ. 60. ΕφΘεςσ 3918/1996, ΕπισκΕ∆ Β/1997, σελ. 456, µε σχόλιο υπό Κων Γ. Παµπούκη. Εφ∆ωδεκανήσου 287/1996, ΕπισκΕ∆ Γ/1997, σελ. 652. 57 Βλ. ΕφΘεσ 3918/1996, ό.π. σηµ. 42, καθώς και ΠολΠρΞάνθης 166/1995, ό.π. σηµ. 42. 58 Έτσι Κων/νος Γ. Παµπούκης, Παρατηρήσεις υπό την ΕφΘεσ 3918/1996, ό.π. σηµ. 42. Βλ. όµως και Εφ∆ωδεκανήσου 287/1996, ό.π. σηµ. 42, η οποία αγνόησε τη διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 5638/1932 και κατά συνέπεια αδίκησε τους υπόλοιπους δικαιούχους των επίδικων έξι καταθέσεων σε κοινό λογαριασµό, δηλ. τη σύζυγο και την κόρη του οφειλέτη της τράπεζας. 59 Βλ. Ψυχοµάνη, Τραπεζικό ∆ίκαιο, ∆ίκαιο Τραπεζικών Συµβάσεων Ι, γ΄ έκδοση, σελ. 224. Από την πρακτική λοιπόν αυτή στερήθηκαν της δυνατότητας ικανοποιήσεως των απαιτήσεών τους πολλές κατηγορίες ατόµων όπως σύζυγοι καταθετών που αξίωναν διατροφή ή τη συµµετοχή τους στα αποκτήµατα (1400 ΑΚ), δανειστές κακόπιστων εµπόρων ή κληρονόµων που ρευστοποιούσαν την κληρονοµιά που τους είχε επαχθεί και κατέθεταν τα χρήµατα σε πιστωτικά ιδρύµατα κ.λ.π. Και φυσικά στερήθηκαν αυτής της δυνατότητας και οι νόµιµοι µεριδούχοι αποβιώσαντος συνδικαιούχου κοινού λογαριασµού που επικαλούντο το άρθρο 117 ΕισΝΑΚ αλλά και οι κληρονόµοι αποβιώσαντος δικαιούχου όπου στη σύµβαση του κοινού λογαριασµού δεν είχε τεθεί ο όρος του άρθρου 2. Αξίζει στο σηµείο αυτό να επισηµάνουµε ότι σε δίκαια όπως το Γερµανικό, το Γαλλικό και το Αγγλικό, όπου επίσης ισχύουν κανόνες για τη διαφύλαξη του τραπεζικού απορρήτου, δεν αµφισβητείται η δυνατότητα εκ µέρους του δανειστή κατάσχεσης του υπολοίπου τραπεζικής κατάθεσης στα χέρια της τράπεζας ως τρίτης60. 2. Κληρονόµοι κοινού λογαριασµού µε τον όρο του άρθρου 2 . Όπως ήδη εκτέθηκε παραπάνω, πρόβληµα δηµιουργείται µε τους αναγκαίους κληρονόµους αποβιώσαντος δικαιούχου κοινού λογαριασµού µε την προϋπόθεση βέβαια ότι οι συνδικαιούχοι δεν συναποβίωσαν όλοι ταυτόχρονα. Η κατάθεση µε το θάνατο ενός συνδικαιούχου, εφόσον στη σύµβαση κατάθεσης έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2, περιέρχεται αυτοδίκαια στους λοιπούς συνδικαιούχους χωρίς οι αναγκαίοι κληρονόµοι να έχουν οποιοδήποτε δικαίωµα στην κατάθεση. Όµως οι νόµιµοι µεριδούχοι στο βαθµό που θίγεται η νόµιµη µοίρα που τους αναλογεί µπορούν να ανατρέψουν τη δωρεά µε τις προϋποθέσεις που αναλύσαµε 60 Στο Γερµανικό δίκαιο αφετηρία της παραδοχής αυτής είναι η διάταξη της παρ. 357 HGB (δηλ. του γερµ. Εµπ.Ν) που ορίζει ότι σε περίπτωση επιβολής κατάσχεσης υπολοίπου τρέχοντος (αλληλοχρέου) λογαριασµού, οι µεταγενέστερες της κατασχέσεως χρεωστικές εγγραφές δεν αντιτάσσονται κατά του κατασχόντος δανειστή. Στο Γαλλικό ∆ίκαιο είναι δυνατή τόσο η επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης υπολοίπου τραπεζικού λογαριασµού (άρθρ. 557 κ. επ. Code de Procedure Civile), όσο και η επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης (άρθρ. 48 κ. επ. Γαλ. Κ. Πολ.∆ικ.). Ανάλογα ισχύουν και στο Αγγλικό δίκαιο όπου µάλιστα είναι δυνατόν στο δανειστή, ο οποίος έχει επιτύχει την έκδοση δικαστικής αποφάσεως ή διαταγής πληρωµής κατά του οφειλέτη του, να ζητήσει από το ∆ικαστήριο την έκδοση της λεγόµενης garnishee order nisi, η οποία αποτελεί διαταγή του ∆ικαστηρίου προς κάθε οφειλέτη του οφειλέτη του δανειστή, περί κατασχέσεως εις χείρας αυτού οποιουδήποτε ποσού οφείλεται από τον ίδιο, προς τον οφειλέτη του επιτυχόντος την έκδοση της εν λόγω διαταγής. Βλ. σχετικά Γεωργόπουλο ∆ηµ. Μιχ., Η Κατάσχεση του υπολοίπου τραπεζικού λογαριασµού καταθέσεων, ΕΕΤ Α΄ Εξαµηνία, 1992, σελ. 117 επ. µε τις εκεί παραποµπές. ανωτέρω. Προκειµένου όµως να κατορθώσουν να υπολογίσουν το ύψος της νόµιµης µοίρας τους, πρέπει πρώτα να λάβουν πληροφορίες από την τράπεζα σχετικά µε το κοινό τραπεζικό λογαριασµό του αποβιώσαντος. Το να απευθυνθούν οι νόµιµοι µεριδούχοι στους επιζώντες συνδικαιούχους και ενδεχοµένως δωρεοδόχους είναι προφανώς ανώφελο, λόγω του ότι δεν πρόκειται να λάβουν κάποια πληροφορία. Έτσι η αξίωση των νόµιµων µεριδούχων για παροχή πληροφοριών έρχεται σε σύγκρουση µε το δικαίωµα των επιζώντων συνδικαιούχων και την υποχρέωση αντίστοιχα της τράπεζας για τήρηση του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων και συνεπώς όλα τα αναφερόµενα στον κοινό λογαριασµό. Πρόκειται για πρόδηλη σύγκρουση συµφερόντων, εποµένως πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ειδικότερες συνθήκες κάθε συγκεκριµένης περίπτωσης. Για τη σύγκρουση αυτή έχουν διαµορφωθεί δύο γνώµες. Κατά την πρώτη η τράπεζα οφείλει να παρέχει πληροφορίες µόνο προς τους νόµιµους µεριδούχους του αποβιώσαντος καταθέτη, εφόσον αυτοί αποδείξουν δυνάµει δικαστικής απόφασης ότι µε την κατάθεση αυτή συντελέστηκε δωρεά προς τους επιζώντες συνδικαιούχους61. Η αξίωση στηρίζεται απευθείας στο νόµο, είναι εξωδικαιοπρακτική αφού δεν προϋποθέτει την ύπαρξη κατάσχεσης και επιτρέπεται µόνο µετά από βεβαίωση µε δικαστική απόφαση της συνδροµής των προϋποθέσεων του επιτρεπτού της, που ο νόµος ορίζει περιοριστικά62. Τα συµφέροντα των επιζώντων συνδικαιούχων για την τήρηση εχεµύθειας είναι αναµφίβολα λιγότερο άξια προστασίας, αφού γνωρίζουν ότι οι αναγκαίοι κληρονόµοι µπορούν να στραφούν εναντίον τους και να ζητήσουν την επιστροφή της δωρεάς (117 ΕισΝΑΚ). Το απόρρητο των καταθέσεων λειτουργεί πλέον αρνητικά εις βάρος άλλων ιδιαίτερα σηµαντικών διατάξεων αναγκαστικού χαρακτήρα. Αν βέβαια δεν προσκοµίζεται κάποιο αποδεικτικό στοιχείο (δικαστική απόφαση) ότι µε την κατάθεση συντελέστηκε δωρεά ή ότι ο καταθέτης έχει κάποιο δικαίωµα στην κατάθεση τότε πρέπει να υπερισχύσει η υποχρέωση εχεµύθειας υπέρ των επιζώντων συνδικαιούχων. ∆ικονοµικά η αξίωση για επίδειξη των στοιχείων του κοινού λογαριασµού ασκείται από τους αναγκαίους κληρονόµους µε αγωγή ή ανταγωγή και στρέφεται 61 Βλ. ΕφΑθ 2257/1985, ΝοΒ 33, σελ. 1036 καθώς και ΜπρΑθ (ασφαλ. µέτρα) 5965/78, ΝοΒ 27, σελ. 442. 62 Βλ. Βαθρακοκοίλη, Αναλυτική Ερµηνεία ΑΚ, σελ. 1170. κατά του πιστωτικού ιδρύµατος και έχει ως αίτηµα την παροχή αναγκαίων πληροφοριών µε τη µορφή της επίδειξης της καρτέλας κίνησης του λογαριασµού. Στο δικόγραφο της αγωγής πρέπει να γίνεται επίκληση και απόδειξη των λόγων οι οποίοι θεµελιώνουν τη συντέλεση της δωρεάς. Η εκδίκαση του αιτήµατος αυτού υπάγεται στη καθ’ ύλην αρµοδιότητα του Πολυµελούς Πρωτοδικείου. Γίνεται επίσης δεκτό ότι η παραπάνω αξίωση εφόσον συντρέχει επείγουσα περίπτωση µπορεί να επιδιωχθεί και µε ασφαλιστικά µέτρα63. Εφόσον πιθανολογηθεί η ύπαρξη δωρεάς του αποθανόντος προς τους λοιπούς συνδικαιούχους του κοινού λογαριασµού και η προσβολή της νόµιµης µοίρας τους, αυτοί µπορούν να ζητήσουν την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης της κατάθεσης στα χέρια του πιστωτικού ιδρύµατος ως τρίτου κατ’ άρθρο 712 ΚΠολ∆ εφαρµοζόµενων αντίστοιχα των διατάξεων των άρθρων 982 επ. ΚΠολ∆64. Κατά τη δεύτερη γνώµη η τράπεζα κωλύεται από το τραπεζικό απόρρητο των καταθέσεων να παρέχει πληροφορίες ακόµα και στους νόµιµους µεριδούχους διότι παρόλο που έχει επέλθει η κληρονοµική διαδοχή αυτοί εξακολουθούν να είναι τρίτοι ως προς τον κοινό λογαριασµό, ώστε να µην δικαιούνται την παροχή οποιασδήποτε πληροφορίας σχετικά µε αυτόν65. Η τράπεζα λοιπόν ούτε σε αυτή τη περίπτωση έχει υποχρέωση κατά νόµο να παράσχει πληροφορίες για τον κοινό λογαριασµό και νόµιµα καλύπτεται από το τραπεζικό απόρρητο, µε το σκεπτικό ότι οι εξαιρέσεις από το νοµοθετικό χαρακτηρισµό του απορρήτου των χρηµατικών καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες ειδικώς καταγράφονται και οριοθετούνται στο νόµο και δεν επεκτείνονται και σε άλλες περιπτώσεις όπου υπάρχουν ατοµικές αξιώσεις. Το ίδιο επίσης ισχύει και στην περίπτωση νόµιµου µεριδούχου που ζητά πληροφορίες ακόµα και αν επικαλείται ότι µε την κατάθεση συντελέστηκε δωρεά κατά το άρθρο 117 ΕισΝΑΚ, αφού ο νόµιµος µεριδούχος στην περίπτωση που συντελέσθηκε µε την κατάθεση δωρεά θα ασκήσει ενοχικώς ως δανειστής τα δικαιώµατά του κατά του καταθέτη που ωφελήθηκε και δεν έχει αµέσως και αυτοδικαίως δικαιώµατα επί της καταθέσεως και ούτε απευθείας κατά της τράπεζας. Εποµένως εφόσον ο νόµιµος µεριδούχος δεν έχει απευθείας δικαιώµατα κατά της τράπεζας, η τελευταία δεν υποχρεούται κατά νόµο να παράσχει πληροφορίες για 63 Βλ. Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, Αθήνα 1985, σελ. 166. 64 Βλ. Ράµµο, Εγχειρίδιο Αστικού ∆ικονοµικού ∆ικαίου, Γ΄ 1982, σελ 1853. 65 Βλ. ενδεικτικά ΕφΑθ 2670/1996, Αρµεν. 1997, σελ. 1117. υπάρχοντα κοινό λογαριασµό και νόµιµα καλύπτεται από το τραπεζικό απόρρητο των καταθέσεων, το οποίο δεν κάµπτεται από την ύπαρξη απλώς εννόµου συµφέροντος στο πρόσωπο του αιτούντος κατά τη διάταξη του άρθρου 902 ΑΚ66. ∆ιαφορετικό σκεπτικό αναπτύσσει η υπ’ αριθµ. 24679/1997 απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Τµήµα Ασφαλιστικών Μέτρων) 67 η οποία αναγνωρίζει δικαίωµα των νόµιµων µεριδούχων να λάβουν γνώση της κατάθεσης και της κίνησης του λογαριασµού στον οποίο έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2, επικαλούµενοι ότι µε τη κατάθεση συντελέστηκε δωρεά (117 ΕισΝΑΚ). Επισηµαίνει µάλιστα ορθώς, ότι σκοπός της θέσπισης της διάταξης του άρθρου 117 ΕισΝΑΚ ήταν να εξισορροπηθούν οι εξαιρετικά ευνοϊκές διατάξεις υπέρ των καταθετών κοινού λογαριασµού και αντίστοιχα οι αυστηρές ρυθµίσεις σε βάρος των αναγκαίων κληρονόµων οι οποίοι, όπως ήδη αναφέρθηκε πιο πάνω, τυγχάνουν ιδιαίτερης προστασίας στο αστικό δίκαιο µε διατάξεις αναγκαστικού δικαίου. Καταλήγει λοιπόν στο συµπέρασµα ότι η διάταξη αυτή του ΕισΝΑΚ εισάγει εξαίρεση από το άρθρο 1 του Ν.∆. 1059/71 που ορίζει ότι κάθε µορφής κατάθεσης είναι απόρρητη. Κατά συνέπεια σύµφωνα µε τη ρητή διάταξη του άρθρου 450 ΚΠολ∆ υποχρεούται να επιδείξει τα έγγραφα που κατέχει και µπορεί να χρησιµεύσουν προς απόδειξη τόσο κάθε τρίτος όσο και κάθε διάδικος, εποµένως στη συγκεκριµένη περίπτωση και το πιστωτικό ίδρυµα. Είναι λοιπόν νόµιµη η αίτηση χορήγησης από την τράπεζα στους αιτούντες αντιγράφου του ευρισκόµενου στην κατοχή της εγγράφου µε το οποίο συνήφθη σύµβαση κοινού λογαριασµού καθώς και της κινήσεως αυτού προκειµένου να χρησιµεύσει αυτό προς απόδειξη του ύψους της δωρεάς, ώστε να µπορέσουν οι αιτούντες να εγείρουν τη σχετική αγωγή διεκδικήσεως του ποσοστού της νόµιµης µοίρας ως αναγκαίοι κληρονόµοι, στηριζόµενη επίσης στις διατάξεις των άρθρων 902 – 903 ΑΚ, 682 επ., 731, 732 ΚΠολ∆. Τέλος η ως άνω απόφαση, λαµβάνοντας προφανώς υπ΄ όψιν της ότι το τραπεζικό απόρρητο των καταθέσεων ισχύει µόνο έναντι τρίτων ορίζει ότι, µε την ικανοποίηση της αιτήσεως και λήψη από την αιτούσα αντιγράφου της καταθέσεως, δεν λαµβάνει γνώση της καταθέσεως και της κίνησης του λογαριασµού τρίτος αλλά 66 Βλ. ΜονΠρΛαρίσης 170/1990 (Ασφ. Μ.), ΝοΒ, 1990, τόµος 38, σελ. 1469 καθώς και Γνµδ ΕισΑΠ 23/1986, Ελλ∆νη 28, σελ. 1150, όπου αναφέρει ότι οι εξαιρέσεις από το νοµοθετικό χαρακτηρισµό του απορρήτου των χρηµατικών καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες ειδικώς καταγράφονται και οριοθετούνται στο νόµο και δεν επεκτείνονται και σε άλλες περιπτώσεις όπου υπάρχουν ατοµικές αξιώσεις, όπως παροχή πληροφοριών στον πρώην σύζυγο καταθέτη για να χρησιµοποιηθούν για τον καθορισµό του ύψους της διατροφής ή για συµµετοχή στα αποκτήµατα. 67 Βλ. ΜονΠρΘεσ 24679/1997, Αρµ. 1997, 10, σελ. 1278. οι ταυτιζόµενοι µε τον καταθέτη κληρονόµοι του. Με άλλα λόγια δηλαδή δεν θεωρεί τους αναγκαίους κληρονόµους τρίτους ως προς την κατάθεση. Παρατηρούµε λοιπόν ότι σε αντίθεση µε όσα αναφέρθηκαν παραπάνω σε προηγούµενη απόφαση όπου δεν έγινε δεκτό το αίτηµα των αναγκαίων κληρονόµων για επίδειξη οποιουδήποτε εγγράφου από την τράπεζα, στην υπ’ αριθµ. 24679/1997 απόφαση το συµφέρον των αναγκαίων κληρονόµων κρίνεται άξιο µεγαλύτερης δικαστικής προστασίας από εκείνο των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασµού. Εφόσον γίνει δεκτή η βασική θέση της νοµολογίας ότι ως εξαιρέσεις από τον κανόνα του απορρήτου νοούνται µόνο οι ρητά θεσπισµένες τότε είναι προφανώς αδύνατη οποιαδήποτε διαδικαστική ενέργεια που θα έχει τέτοιο σκοπό. Αν όµως δεχθούµε ότι µπορούν να υπάρξουν και άλλες εξαιρέσεις, τότε πρέπει να σταθµίσουµε τα συµφέροντα των αναγκαίων κληρονόµων ώστε να είναι άξια µεγαλύτερης προστασίας από αυτά των λοιπών συνδικαιούχων και έτσι να διασπαστεί έστω και σιωπηρά ο κανόνας. 3. ∆ικαιώµατα κληρονόµων στην απλή µορφή του κοινού διαζευκτικού λογαριασµού. Αν βέβαια δεν έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 του Ν. 5638/32, η κληρονοµική διαδοχή επέρχεται κανονικά. Τότε οι κληρονόµοι του αποβιώσαντος καταθέτη δεν υπεισέρχονται µεν στην έννοµη σχέση της κατάθεσης, υπεισέρχονται όµως ως καθολικοί διάδοχοι στις εσωτερικές σχέσεις των συνδικαιούχων του αποβιώσαντος και έχουν αξίωση για απόδοση σ’ αυτούς του µεριδίου που αναλογεί στο δικαιοπάροχό τους. Γίνεται δεκτό από τη θεωρία και τη Νοµολογία68 ότι στην περίπτωση αυτή, οι κληρονόµοι του αποβιώσαντος έχουν έννοµο συµφέρον να ζητήσουν την παροχή πληροφοριών από την τράπεζα και αυτή έχει υποχρέωση να τους παράσχει τις σχετικές πληροφορίες για τις καταθέσεις, χωρίς να δεσµεύεται από το τραπεζικό απόρρητο. Εξάλλου όπως ήδη επισηµάνθηκε παραπάνω, αν η βούληση του διαθέτη ήταν διαφορετική θα έθετε τη ρήτρα του άρθρου 2 του Ν. 5638/1932. Βέβαια και η άποψη κατά την οποία µόνο αν περιλήφθηκε στη σύµβαση του κοινού λογαριασµού ο όρος του άρθρου 2, οι κληρονόµοι δεν έχουν κανένα δικαίωµα 68 Βλ. Βελέντζα ό.π. σηµ. 3, σελ. 132, ∆ούβλη ό.π. σηµ. 3, σελ. 30 και ΕφΑθ 2257/1985, ό.π. σηµ. 45, σελ. 1036. επί της κατάθεσης δεν είναι βάσιµη διότι το άρθρο 3 του νόµου αναφέρεται σε κάθε κατάθεση και όχι µόνο σε εκείνη στην οποία έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 269. 4. Κληρονόµοι του τελευταίου επιζώντος Ας εξετάσουµε στη συνέχεια την περίπτωση αποβίωσης του τελευταίου επιζώντος στον κοινό λογαριασµό µε τον όρο του άρθρου 2 του ν. 5638/32. Γίνεται οµόφωνα δεκτό, αν και µε διαφορετική αιτιολογία, ότι σε αυτή την περίπτωση το πιστωτικό ίδρυµα δεν εµποδίζεται από το απόρρητο των καταθέσεων να παρέχει πληροφορίες ως προς το περιεχόµενο της κατάθεσης στους κληρονόµους. Κατά µία άποψη λοιπόν αν από τους αρχικούς δικαιούχους του λογαριασµού παραµείνει ένας µόνο, τότε λύεται η σύµβαση του κοινού λογαριασµού µεταξύ θανόντος και τράπεζας, ως δηλ. σχέσης προσωποπαγούς και συνεπώς µη κληρονοµητής70. Οι κληρονόµοι του αποβιώσαντος κληρονοµώντας την έννοµη σχέση που συνέδεε τον αποθανόντα µε την τράπεζα κληρονοµούν και το δικαίωµα παροχής πληροφοριών που αυτός είχε έναντι της τράπεζας. Κατ’ άλλη όµως άποψη το πιο πάνω συµπέρασµα περί του ότι η τράπεζα δεν εµποδίζεται να παράσχει πληροφορίες στους κληρονόµους, συνάγεται από τη φύση του απορρήτου ως προσωποπαγούς δικαιώµατος, το οποίο αποσβέννυται µε το θάνατο του τελευταίου επιζώντος καταθέτη71. 5. Νοµολογιακή στροφή και νέα νοµοθετική ρύθµιση. Η κάµψη της νοµολογιακής θέσης περί του µη επιτρεπτού της κατάσχεσης των τραπεζικών καταθέσεων εξαιτίας της επίκλησης του απορρήτου που καθιερώθηκε µε το Ν.∆. 1059/1971, η οποία έβρισκε γενικά αντίθετη τη θεωρία αλλά κυρίως στερούσε επί χρόνια το συνταγµατικά κατοχυρωµένο δικαίωµα για παροχή 69 Βλ. Καυκά, ΕισΝΑΚ, 1947, σελ. 96. 70 Βλ. και ΕφΑθ 13426/1988, Ελλ∆νη 32 (1991), σελ. 190, σύµφωνα µε την οποία λήγει η ιδιότητά του ως κοινού λογαριασµού, δηλαδή η ενεργητική ενοχή σε ολόκληρο και στη περίπτωση που είναι δύο οι δικαιούχοι του λογαριασµού χωρίς να έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 και αποβιώσει ο ένας µε συνέπεια να µην εκτοπίζεται η κληρονοµική του, κατά τις διατάξεις του ΑΚ, διαδοχή. Στην περίπτωση αυτή η οικεία απαίτηση κατά της τράπεζας καθίσταται διαιρετή και κατανέµεται µεταξύ του επιζώντα και των κληρονόµων του αποβιώσαντα µε βάση τις εσωτερικές σχέσεις των δικαιούχων, κατ’ ίσα δε µέρη αν υπάρχει σχετική αµφιβολία σύµφωνα µε τον κανόνα του άρθρου 480 ΑΚ. 71 Βλ. Κουτσούκη, Το Τραπεζικό Απόρρητο, σελ. 203-204. δικαστικής προστασίας σε πολλές κατηγορίες πολιτών, ήρθε µε την υπ’ αριθµ. 785/1999 του Αρείου Πάγου η οποία έκρινε περί υποθέσεως κοινού λογαριασµού που ανήκε κατ’ ισοµοιρία σε συνδικαιούχους. ∆ιότι δεν αρκεί φυσικά µόνο η έκδοση ευνοϊκών αποφάσεων υπέρ των δανειστών αλλά πρέπει αυτές να µπορούν να υλοποιούνται µε τον πιο δραστικό και ουσιαστικό τρόπο που δεν άλλος από την αναγκαστική κατάσχεση διαφορετικά η αξίωση του πολίτη για δικαστική προστασία καθίσταται κενή περιεχοµένου. ∆εδοµένου µάλιστα ότι σήµερα µέσω των πιστωτικών ιδρυµάτων διεξάγεται ο µεγαλύτερος όγκος των συναλλαγών και συγκεντρώνεται το µεγαλύτερο σε αξία µέρος των περιουσιακών αγαθών. Η ως άνω απόφαση λοιπόν διέκρινε το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων από το ακατάσχετο αυτών. Το ερµηνευτικό δηλ. συµπέρασµα της απόφασης αυτής ήταν ότι οι διατάξεις περί του απορρήτου δεν επέφεραν εµµέσως κατάργηση του δικαιώµατος δανειστή να κατάσχει αναγκαστικώς τραπεζική κατάθεση εις χείρας της τράπεζας ως τρίτης (όπως είχε επισηµάνει και η µειοψηφία της Ολ ΑΠ 3/1993), οµοίως δε δεν καταργήθηκε εµµέσως και η διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 5638/1932 που προβλέπει την αναγκαστική κατάσχεση τραπεζικής κατάθεσης σε κοινό τραπεζικό λογαριασµό σε συνδυασµό µε το άρθρο 117 ΕισΝΑΚ. Τη θέση αυτή του Α΄ Τµήµατος του Αρείου Πάγου ήρθε να επιστεγάσει και η υπ’ αριθµ. 19/2001 απόφαση της Ολοµέλειας η οποία έκρινε επί κατασχέσεως υπολοίπου ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασµού. Η ως άνω απόφαση διαχώρισε πλήρως τις διατάξεις περί του απορρήτου των καταθέσεων από αυτές για την κατάσχεση επισηµαίνοντας ότι οι πρώτες αναφέρονται αποκλειστικά στο απόρρητο των καταθέσεων και όχι στη δυνατότητα ή µη της κατασχέσεώς τους. Περαιτέρω προβαίνει στη διαπίστωση η οποία αναµένεται να έχει πολύ σηµαντικές συνέπειες στο µέλλον, ότι η ικανοποίηση του δικαιώµατος του κατασχόντος δανειστή κατισχύει του απορρήτου των καταθέσεων. Η δήλωση λοιπόν εκ µέρους της τράπεζας συνιστά δικονοµική της υποχρέωση απορρέουσα από την κατάσχεση για την ικανοποίηση του δανειστή, η οποία διαφορετικά θα µαταιωνόταν. Στη συνέχεια επαναλαµβάνει προηγούµενη θέση της µειοψηφίας της Ολοµελείας του Αρείου Πάγου (ΟΛ ΑΠ 3/1993) αλλά και πολλών θεωρητικών, ότι η στέρηση της δυνατότητας του δανειστή να προβεί σε κατάσχεση στα χέρια της τράπεζας ως τρίτης λόγω της ύπαρξης του απορρήτου θα προσέκρουε στο άρθρο 20 § 1 του Συντάγµατος που ορίζει ότι ο καθένας έχει δικαίωµα σε παροχή έννοµης προστασίας στην οποία σαφώς περιλαµβάνεται και το δραστικό µέσο της αναγκαστικής κατάσχεσης στα χέρια τρίτου για την ικανοποίηση απαίτησης η οποία διαφορετικά θα απέβαινε ανέφικτη. Και καταλήγει η ως άνω απόφαση ότι το Ν∆ 1059/1971 δεν απαγορεύει την εκ µέρους της τράπεζας δήλωση που προβλέπεται στο άρθρο 985 § 1, 2 του ΚΠολ∆ και η τυχόν άρνησή της να προβεί στη δήλωση αυτή ή η παράλειψή της εντός της οριζόµενης οκταήµερης προθεσµίας, θεωρούµενη ως αρνητική της υπάρξεως της καταθέσεως δήλωση, είναι δεκτική ανακοπής. Μάλιστα η απόφαση αυτή της Ολοµέλειας εξεδόθη δύο µήνες µετά την νοµοθετική πλέον ρύθµιση του ζητήµατος της άρσης του απορρήτου των καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύµατα αλλά και των άυλων µετοχών και του αντίστοιχου δικαιώµατος του δανειστή να κατάσχει την περιουσία του δικαιούχου της κατάθεσης ή της µετοχής, που ήρθε µε το άρθρο 24 του Ν. 2915/2001. Ο νοµοθέτης λοιπόν επικύρωσε και µε νοµοθετική ρύθµιση τη διαφαινόµενη πλέον νοµολογιακή στροφή (ΑΠ 785/1999, ΑΠ 1540/2000) για την άρση του ακατάσχετου των τραπεζικών καταθέσεων εξαιτίας της παράλληλης ισχύος των διατάξεων περί του τραπεζικού απορρήτου. Όπως είναι βέβαια επόµενο, µε αφορµή τη πρόσφατη αυτή νοµοθετική ρύθµιση αλλά και τη σηµειωθείσα νοµολογιακή στροφή αναµένεται να ανακύψουν διάφορα δικονοµικά και όχι µόνο ζητήµατα. Αντικείµενο προβληµατισµού π.χ. θα αποτελέσει στο µέλλον το γεγονός αν ενόψει της διάταξης του άρθρου 90 του Ν.∆. της 17.7/13.8.1923 σύµφωνα µε την οποία «κατάσχεση επιτρέπεται µόνο παρά τω καταστήµατι» καθίσταται άκυρη ή ανυπόστατη η κατάσχεση όταν αυτή γίνεται σε κατάστηµα της τράπεζας διάφορο από αυτό που τηρείται ο λογαριασµός του οφειλέτη. Όπως επίσης το ζήτηµα εάν η τράπεζα υποχρεούται να αποκαλύψει στον δανειστή που έχει δικαίωµα κατάσχεσης την ύπαρξη του λογαριασµού, το κατάστηµα στο οποίο τηρείται ο λογαριασµός του οφειλέτη καθώς και τον αριθµό αυτού προκειµένου αυτός να προχωρήσει στην υλοποίησή της. Περαιτέρω θα πρέπει να διερευνηθεί η σχέση του άρθρου 24 του Ν. 2915/2001 µε το Ν. 2472/1997 περί της προστασίας των προσωπικών δεδοµένων, εφόσον η παροχή πληροφοριών από την τράπεζα θα πραγµατοποιείται χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειµένου, η οποία επιτρέπεται µόνο κατ’ εξαίρεση (άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 2472/1997). Εάν λάβουµε όµως υπ’ όψιν µας ότι κύριος σκοπός της διάταξης του άρθρου 24 είναι η παροχή δραστικής δικαστικής προστασίας και γενικότερα η προστασία εννόµων συµφερόντων που η έννοµη τάξη ενδιαφέρεται να εξασφαλίσει και το άρθρο 5 περ. ε του Ν. 2472/1997 προβλέπει την κατ’ εξαίρεση επεξεργασία των δεδοµένων χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειµένου αν αυτή είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση έννοµου συµφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδοµένα υπό τον όρο ότι αυτό υπερέχει προφανώς των δικαιωµάτων και συµφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδοµένα και δεν θίγονται θεµελιώδεις ελευθερίες αυτών, ίσως να καταλήξουµε στο συµπέρασµα ότι δεν παραβιάζεται ο Ν. 2472/1997. Εξάλλου στην περ. β΄ του άρθρου 5 του Ν. 2472/1997 ορίζεται ότι επιτρέπεται η επεξεργασία όταν αυτή είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρεώσεως του υπευθύνου επεξεργασίας, η οποία επιβάλλεται από το νόµο, όπως συµβαίνει εν προκειµένω και µε τα πιστωτικά ιδρύµατα. IX. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Σύµφωνα µε όλα τα παραπάνω ο κοινός λογαριασµός του Ν. 5638/32 έχει σαν σκοπό τη διευκόλυνση των συνδικαιούχων στις µεταξύ τους εσωτερικές σχέσεις η οποία όµως συνυπάρχει µε την παράλληλη τήρηση του απορρήτου από την πλευρά του πιστωτικού ιδρύµατος. Πλην όµως έγινε αντιληπτό ότι δεν είναι δυνατό να θίγονται τα δικαιώµατα των νόµιµων µεριδούχων από τις τυχόν χαριστικές επιδόσεις που υποκρύπτονται στον κοινό λογαριασµό και έγιναν µε αφορµή το θάνατο ενός συνδικαιούχου. Αρµόδιο για την επίλυση µιας τέτοιας έντονης σύγκρουσης συµφερόντων όπως είναι αυτή των συνδικαιούχων κοινού λογαριασµού και των νόµιµων µεριδούχων αποβιώσαντος δικαιούχου θα πρέπει να είναι το δικαστήριο, το οποίο εκτιµώντας τις ειδικότερες συνθήκες κάθε συγκεκριµένης περίπτωσης, θα αποφανθεί αν απαιτείται η παροχή πληροφοριών στους αναγκαίους κληρονόµους για τη θεµελίωση της ενοχικής τους αξίωσης κατά των επιζώντων δικαιούχων του κοινού λογαριασµού. Ούτως ή άλλως η συµµόρφωση της τράπεζας µε το διατακτικό δικαστικής απόφασης που της επιτάσσει να παρέχει πληροφορίες στους νόµιµους µεριδούχους, αποτελεί, κατ’ ανάλογη εφαρµογή του άρθρου 3 του Ν.∆ 1059/7172, νόµιµο δικαιολογητικό λόγο κάλυψης του απορρήτου που την απαλλάσσει από κάθε ευθύνη. Η πρώτη δυνατότητα που δίνεται στους νόµιµους µεριδούχους απορρέει από την εφαρµογή των άρθρων 902-903 ΑΚ που ρυθµίζουν το δικαίωµα επίδειξης εγγράφου εκείνου που έχει έννοµο συµφέρον να πληροφορηθεί το περιεχόµενο ενός εγγράφου το οποίο βρίσκεται στην κατοχή άλλου. Η δεύτερη δυνατότητα θεµελιώνεται στα άρθρα 450-452 ΚΠολ∆ που αναφέρονται στην επίδειξη εγγράφου κατά τη διάρκεια εκκρεµούς δίκης. 72 Το οποίο ορίζει ότι επιτρέπεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις η παροχή πληροφοριών όσον αφορά στις τραπεζικές καταθέσεις, µε την προϋπόθεση όµως ότι θα εκδοθεί ειδικά αιτιολογηµένη απόφαση ελληνικού δικαστηρίου, εφόσον και στο µέτρο που οι παραπάνω πληροφορίες θεωρούνται απόλυτα αναγκαίες για την ανίχνευση και τιµωρία αξιοποίνων πράξεων που χαρακτηρίζονται ως κακουργήµατα τελεσθέντα στη χώρα µας. Σύµφωνα µε το άρθρο 450 παρ. 2 ΚΠολ∆ κάθε διάδικος ή τρίτος, δηλαδή η τράπεζα έχει υποχρέωση να επιδείξει έγγραφα που κατέχει και τα οποία χρησιµεύουν ως αποδεικτικά στοιχεία. Οι αναγκαίοι κληρονόµοι αφού ασκήσουν κύρια αγωγή για το ποσοστό της νόµιµης µοίρας τους κατά των επιζώντων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασµού, θα ασκήσουν παρεπίµπτουσα αγωγή κατά της τράπεζας η οποία απευθύνεται στο δικαστήριο όπου εκκρεµεί η κύρια δίκη. Μόλις οι αναγκαίοι κληρονόµοι εξοπλίσουν την απαίτησή τους µε εκτελεστό τίτλο θα µπορέσουν να προβούν στην οριστική κατάσχεση των απαιτήσεων τους στα χέρια του πιστωτικού ιδρύµατος ως τρίτου χωρίς αυτό να µπορεί πλέον σύµφωνα µε τα νέα δεδοµένα, να τους αντιτάξει το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων. 






ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Α. ΕΛΛΗΝΙΚΗ Αργυριάδης Απ. Άλκης, Ενεχύρασις Απαιτήσεως εκ Καταθέσεως σε Κοινόν Λογαριασµόν, Αρµενόπουλος 1978, τεύχος 8-9, σελ. 521. Βαθρακοκοίλης, Ερµηνεία Κώδικα Πολιτικής ∆ικονοµίας, άρ. 985 επ. ΚΠολ∆. Βάλληνδας Π., ΕρµΑΚ, 1954, άρ. 489, αρ. 8-12. Βελέντζας Ιωάννης, ∆ίκαιο Τραπεζικών Συµβάσεων, 1996. Βουζίκας, ΕΕΝ 28, 1967. Γεωργιάδης Απ., Γενικές Αρχές Αστικού ∆ικαίου, 1997. Γεωργιάδης/Σταθόπουλος, Ερµηνεία κατ’ άρθρο ΑΚ, 1982, σελ. 694 επ. Γεωργόπουλος ∆ηµ. Μιχ., Η Κατάσχεση του υπολοίπου τραπεζικού λογαριασµού καταθέσεων, ΕΕΤ Α΄ Εξαµηνία, 1992, σελ. 117 επ. Γνµδ. Εισ. ΑΠ 23/1986, Ελλ∆νη 28, σελ. 1150. ∆εληγιάννης/Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό ∆ίκαιο Ι, 1992. ∆ούβλης Βασ., Κοινός ∆ιαζευκτικός Λογαριασµός, προσβολή της νόµιµης µοίρας και κάµψη του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων, 1987. Ζέπος Π., Ενοχ. ∆ικ., έκδοση Β΄, 1965. Καράσης Μ., Οφειλή εις ολόκληρον, 1990. Καυκάς, άρ. 117 ΕισΝΑΚ, 1947. Κοµισόπουλος Χρ., Κατάθεσις εις κοινόν λογαριασµόν Ν. 5638/1932 και προσβολή νοµίµου µοίρας δι’ αυτής, ΝοΒ 1964, σελ. 435-438. - Τραπεζική Σύµβασις, ΝοΒ 12, σελ. 436. Κορνηλάκης Παν., Επίτοµο Ειδικό Ενοχικό ∆ίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2000. Κουτσούκης Β. ∆ηµ., Το Τραπεζικό Απόρρητο στο Ιδιωτικό ∆ίκαιο, Αθήνα, 1994. - Σχόλιο στην υπ’ αριθµ. ΑΠ 593/1992, Ελλ∆νη 36, (1995), σελ. 607. Λιτζερόπουλος Αλ., Γενικό Ενοχικό ∆ίκαιο, Αθήνα, 1965. - ΕρµΑΚ, άρ. 117 ΕισΝΑΚ, αρ. 3 επ. Μάζης Π., παρατηρήσεις στην υπ ‘αριθµ. ΑΠ 467/1990, ΝοΒ 1991, τόµος 39, σελ. 1206. Μαντζούφας Γ., Τριπρόσωπαι Ενοχικαί Σχέσεις,1967. Μπαλής, Εγχειρίδιο Κληρονοµικού ∆ικαίου, έκδοση Γ΄ , 1952, παρ. 237. - Εγχειρίδιο Κληρονοµικού ∆ικαίου, 1938. Παµπούκης Κων., Τραπεζικαί πιστωτικαί συµβάσεις, 1962. - Εισαγωγικό Σηµείωµα, Ι.2, στην ΕφΑθ 9827/2000, ΕπισκΕ∆ Β/2001, σελ. 507. - Νοµολογία, Αθήνα, 1995. - Παρατηρήσεις στην Εφ∆ωδεκανήσου 29/1999, ΕπισκΕ∆ Β/2000, σελ. 424. - Σχόλιο στην υπ’ αριθµ. ΕφΘεσ 3918/1996, ΕπισκΕ∆ Β/1997, σελ. 456. Παπανικολάου Αλ. Παναγ., Κατάχρηση Συµβατικής Ελευθερίας, 1986. Παπαντωνίου Νικ., Κληρονοµικό ∆ίκαιο, 1985. Ράµµος Γ., Εγχειρίδιο Αστικού ∆ικονοµικού ∆ικαίου, έκδοση Γ΄ Αθήνα, 1982. Ρόκας Κ., Κοινός λογαριασµός, Θέµις ΝΘ΄, 1958. Σταθόπουλος Μ., Ζητήµατα εκ της εφαρµογής του Ν. 5638/1932 περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασµόν, ΕΕµπ∆ 1977, σελ. 501. Τζίφρας Π., Ασφαλιστικά Μέτρα, 1985. Φίλιος Π., Κληρονοµικό ∆ίκαιο, Γενικό Μέρος, 1998. Φωτόπουλος Κ., Φορολογία Κληρονοµιών, ∆ωρεών, Γονικών Παροχών, Αθήνα 1985. Ψυχοµάνης Σπ., Τραπεζικό ∆ίκαιο, ∆ίκαιο Τραπεζικών Συµβάσεων,1999. - ΕπισκΕ∆ Β/1997, σελ. 113. Β. ΞΕΝΟΓΛΣΣΗ - Paget’s Law of Banking, eighth edition, by Maurice Megrah and F.R Ryder, LONDON BUTTERWORTHS, 1972. - Chorley & Smart Leading Cases in the Law of Banking, Sixth edition by P.E. Smart, Sweet & Maxwell, The Chartered Institute of Bankers. - Droit Bancaire, Institutions – Comptes – Operations - Services, Christian GavaldaJean Stoufflet. - Banques et Operations de Banques de Joseph Hamel, Tome I, LES COMPTES EN BANQUE, par M. Vasseur et X. Marin.



Επιβλέπoντες Απόστολος Σ. Γεωργιάδης Ιωάννης Σπυριδάκης Αθήνα, Μάιος 2002 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Ι.ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ………………………………………………….…. 1 1. ∆ικαιούχος – οι του τραπεζικού λογαριασµού ………………………… 2 Ι Ι. ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΣΕ ΚΟΙΝΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ………………………….. 3 1. ∆ιαφορές µεταξύ κοινού και συµπλεκτικού λογαριασµού ……………. 3 2. Έννοια – νοµοθετική ρύθµιση ………………………………………… 4 3. Επί µέρους στοιχεία του κοινού λογαριασµού ………………………... 6 ΙΙΙ. ∆ΙΑΘΕΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΣΕ ΚΟΙΝΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ …….… 10 ΙV. ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ∆ΙΑ∆ΟΧΗ – ΤΥΧΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΥΝ∆ΙΚΑΙΟΥΧΟΥ …………………………………………………………….. 14 1. Κοινός τραπεζικός λογαριασµός µε τον όρο του άρθρου 2 του Ν. 5638/1932 ………………………………………………………………………. 14 2. Έλλειψη του όρου του άρθρου 2 από τη σύµβαση …………………. 17 V. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΝΟΜΙΜΩΝ ΜΕΡΙ∆ΟΥΧΩΝ (άρθρο 117 ΕισΝΑΚ) …………. 19 1. Πεδίο εφαρµογής της διάταξης του άρθρου 117 ΕισΝΑΚ …………… 20 2. Νοµικός χαρακτηρισµός της χαριστικής επίδοσης …………………… 22 α) ∆ωρεά εν ζωή (496 επ. ΑΚ) ………………………………………… 22 β) ∆ωρεά αιτία θανάτου (2032 ΑΚ) …………………………………… 25 γ) Κληροδοσία …………………………………………………………. 26 δ) Άλλες χαριστικές επιδόσεις αιτία θανάτου ………………………….. 27 ε) Εξεύρεση µερίδας του αποβιώσαντος ………………………………. 27 VI. ∆ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ∆ΑΝΕΙΣΤΩΝ ΤΩΝ ∆ΙΚΑΙΟΥΧΩΝ ΕΠΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ………………………………………………………………………………… 29 VII. ΕΝΕΧΥΡΑΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ ΑΠΌ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΣΕ ΚΟΙΝΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ …………………………………………………………………………………. 31 VIII. ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΣ ∆ΙΑΖΕΥΚΤΙΚΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ 33 1. Νοµοθετικό πλαίσιο – νοµολογιακή αντιµετώπιση ……………… 33 2. Κληρονόµοι του κοινού λογαριασµού µε τον όρο του άρθρου 2 …. 36 3. ∆ικαιώµατα κληρονόµων στην απλή µορφή του κοινού διαζευκτικού λογαριασµού ………………………………………………………. 40 4. Κληρονόµοι του τελευταίου επιζώντος …………………………… 41 5. Νοµολογιακή στροφή και νέα νοµοθετική ρύθµιση ………………. 41 IX. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ……………………………………………………………. 45 Χ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ……………………………………………………………. 47 Α. ΕΛΛΗΝΙΚΗ …………………………………………………………….. 47 Β. ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ………………………………………………………… 49 ΧΙ. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ……………………………………………………………….. 50 

∆ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Η δωρεά - ΘΕΩΡΙΑ

Next: ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ - ΤΥΧΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ ΣΕ ΚΟΙΝΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ - Έννοια και λειτουργία του κοινού τραπεζικού λογαριασμού κατά το Ελληνικό δίκαιο - Ο κοινός τραπεζικός λογαριασμός μετά τον θάνατο του κληρονομουμένου - Καταθέσεις σε κοινό λογαριασμό – Θάνατος συνδικαιούχου - Πώς ο κληρονόμος διεκδικεί κοινό λογαριασμό του θανόντος - Ο τραπεζικός λογαριασμός μετά το θάνατο του δικαιούχου - Ασφαλιστικά Μέτρα – Κοινός Τραπεζικός Λογαριασμός – Όρος αρ. 2 Ν. 5638/1932 – Προσβολή νόμιμης μοίρας κληρονόμου – Μέμψη άστοργης δωρεάς – Συντηρητική κατάσχεση = Αριθμός απόφασης 108/2013 Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου - Κοινός τραπεζικός λογαριασμός: Δικαιώματα συνδικαιούχων Εφ.Θεσ/νίκης 74/2011
$
0
0
Η δωρεά
Σύμφωνα με το άρθρο 496 του Αστικού Κώδικα «η παροχή σε κάποιον ενός περιουσιακού αντικειμένου αποτελεί δωρεά, εάν γίνεται κατά τη συμφωνία των μερών χωρίς αντάλλαγμα».
Τα συμβαλλόμενα μέρη στη δωρεά είναι ο δωρητής από τη μία πλευρά και ο δωρεοδόχος από την άλλη....

Η δωρεά είναι σύμβαση ετεροβαρής, δηλαδή δημιουργεί υποχρέωση μόνο στον δωρητή, ο οποίος με την κατάρτιση της σύμβασης της δωρεάς αναλαμβάνει την υποχρέωση να παράσχει στον δωρεοδόχο ένα περιουσιακό του στοιχείο, με αποτέλεσμα την αύξηση της περιουσίας του δωρεοδόχου και τη μείωση της περιουσίας του δωρητή.
Η δωρεά πρέπει να διακρίνεται από τις πράξεις φιλοφροσύνης, οι οποίες λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια της κοινωνικής δραστηριότητας, επειδή στις πράξεις φιλοφροσύνης δεν υπάρχει πρόθεση των μερών να δεσμευτούν νομικά. Πράξεις φιλοφροσύνης είναι λόγου χάρη η πρόσκληση κάποιου σε γεύμα, η φιλοξενία στο σπίτι του κλπ.
Η παροχή του περιουσιακού αντικειμένου μπορεί να συμπίπτει χρονικά με τη σύμβαση της δωρεάς. Τότε πρόκειται για «δωρεά άμεσης εκπλήρωσης». Είναι όμως πιθανό να αναλαμβάνεται πρώτα με τη σύμβαση της δωρεάς η υποχρέωση για την παροχή ενός περιουσιακού αντικειμένου και η παροχή αυτή να γίνεται αργότερα. Σε αυτή την περίπτωση πρόκειται για «υποσχετική δωρεά». Υπάρχει επίσης δυνατότητα η περιουσιακή μεταβίβαση να γίνει προγενέστερα της κατάρτισης της σύμβασης της δωρεάς. Τότε όμως η δωρεά δεν ολοκληρώνεται πριν την υπογραφή της σύμβασης, εφόσον ακόμη δεν έχει εκδηλωθεί η βούληση του δωρεοδόχου να αποδεχθεί την περιουσιακή μεταβίβαση.
Η δωρεά επίσης πρέπει να διακρίνεται και από άλλες συμβάσεις, οι οποίες διέπονται από ελευθεριότητα και τέτοιες είναι η εντολή (άρθρα 713 και επόμενα Αστικού Κώδικα), το χρησιδάνειο (άρθρα 810 και επόμενα Αστικού Κώδικα), το άτοκο δάνειο (άρθρα 806 και επόμενα του Αστικού Κώδικα) και την μη αμοιβόμενη παρακαταθήκη (άρθρα 822 και επόμενα του Αστικού Κώδικα).
Ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης δωρεάς είναι αφενός η παροχή ή η υπόσχεση παροχής ενός περιουσιακού στοιχείου και αφετέρου η συμφωνία των συμβαλλομένων (δωρητή και δωρεοδόχου) για την έλλειψη ανταλλάγματος, η οποία υπόκειται σε συμβολαιογραφικό τύπο.
Ανεξάρτητα από το είδος, το αντικείμενο και την αξία της, η σύμβαση της δωρεάς πρέπει να γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα, διαφορετικά η δωρεά είναι απολύτως άκυρη.
Η ακυρότητα όμως της δωρεάς κινητού πράγματος χωρίς την τήρηση του συμβολαιογραφικού τύπου θεραπεύεται, σύμφωνα με το άρθρο 498 παρ. 2 ΑΚ, αφότου ο δωρητής παραδώσει το πράγμα στον δωρεοδόχο. Ειδικότερα, για να τύχει εφαρμογής αυτή η διάταξη πρέπει: α) να πρόκειται να δωρεά κινητού πράγματος και όχι ακινήτου, β) να γίνει υλική παράδοση της νομής του κινητού από τον δωρητή στον δωρεοδόχο με σκοπό την εκπλήρωση της δωρεάς και γ) η παράδοση να γίνεται απευθείας από τον δωρητή ανεξάρτητα αν αυτός γνώριζε ότι απαιτείται η τήρηση συμβολαιογραφικού τύπου για την εγκυρότητα της σύμβασης.
Ο δωρητής δεν έχει κατ'αρχήν ευθύνη για πραγματικά και νομικά ελαττώματα του αντικειμένου της δωρεάς, παρά μόνο αν υποσχέθηκε ότι δεν υπάρχουν τέτοια ελαττώματα ή αν γνώριζε την ύπαρξή τους και τα απέκρυψε με δόλο. Επιπλέον, η έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων του αντικειμένου της δωρεάς γεννά ευθύνη του δωρητή απέναντι στον δωρεοδόχο, εφόσον είχε συμφωνηθεί προγενέστερα ότι το αντικείμενο της δωρεάς θα είχε αυτές τις ιδιότητες.

Η ανάκληση δωρεάς

Κατά το άρθρο 505 ΑΚ ο δωρητής έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ παράπτωμα αχάριστος απέναντι στο δωρητή, στο σύζυγο ή σε στενό συγγενή του και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωση του να διατρέφει το δωρητή. Ως αχαριστία κατά την έννοια της άνω διατάξεως, δικαιολογούσα την ανάκληση της δωρεάς, νοείται η έλλειψη συναισθήματος ευγνωμοσύνης του δωρεοδόχου προς το δωρητή, που εκδηλώνεται με βαριά υπαίτια και δυνάμενη να καταλογισθεί αντικοινωνική συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου προς το δωρητή ή το σύζυγο ή στενό συγγενή του και αντιβαίνει σε κανόνες δικαίου ή σε κρατούσες στην κοινωνία αντιλήψεις περί ηθικής και ευπρέπειας.
Ειδικότερα αχαριστία μπορεί, κατά τις περιστάσεις, να αποτελεί η χωρίς σοβαρό λόγο αδιαφορία του δωρεοδόχου, γενικώς για την τύχη του δωρητή, όταν ο τελευταίος έχει ανάγκη από περίθαλψη, έστω και αν ο δωρεοδόχος, που αδιαφορεί για την τύχη του, δεν ανέλαβε, με τη σύμβαση της δωρεάς, τέτοια υποχρέωση (ΑΠ 1275/1994 ΕλΔ 37. 640, ΕΑ 3386/2003 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών "ΝΟΜΟΣ"). Το ζήτημα αν η καταδεικνύουσα την αχαριστία συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου συνιστά ή όχι βαρύ παράπτωμα αυτού, κρίνεται από το δικαστή, ο οποίος, για τη μόρφωση της κρίσεως του εκτιμά τη συμπεριφορά αυτή με βάση αντικειμενικά κριτήρια, λαμβάνοντας υπόψη και το βαθμό της υπαιτιότητας του δωρεοδόχου και τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητή ή του συζύγου ή στενού συγγενούς του και αποφαίνεται αν η υπ'αυτού γενόμενη δεκτή, ως εμπίπτουσα κατά αντικειμενική κρίση στις νομικές έννοιες του βαρέως παραπτώματος και της αχαριστίας, συμπεριφορά του δωρεοδόχου συνιστά στην συγκεκριμένη περίπτωση βαρύ παράπτωμα και αχαριστία (ΑΠ 905/2002, 605/1998, ΑΠ 982/2004).
Από την περιέλευση στο δωρεοδόχο της δηλώσεως του δωρητή για ανάκληση της δωρεάς (άρθρα 509, 167 ΑΚ) η οποία είναι άτυπη, έστω και αν αφορά ακίνητο, η εμπράγματη κατάσταση που υπάρχει κατά το χρόνο της ανάκλησης δεν μεταβάλλεται, δηλαδή ο δωρητής δεν αποκτά την κυριότητα του αντικειμένου της δωρεάς, αλλά ανατρέπονται αυτοδικαίως για το μέλλον τα αποτελέσματα της ενοχικής συμβάσεως της δωρεάς και ο δωρητής δικαιούται να ζητήσει το αντικείμενο αυτής κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθ. 904 επ. ΑΚ) και ειδικότερα, λόγω λήξεως της αιτίας, για την οποία δόθηκε το πράγμα. Η αγωγή αυτή είναι προσωπική (ενοχική) και όχι εμπράγματη, στηρίζεται δε στην ενοχική υποχρέωση του δωρεοδόχου προς απόδοση του, που το κατέχει χωρίς αιτία μετά την ανάκληση. Ο δωρητής συνεπώς δικαιούται ενοχικώς σε αυτούσια απόδοση του δωρηθέντος πράγματος, ο τρόπος δε της αυτούσιας απόδοσης εξαρτάται από την ιδιαίτερη φύση του συγκεκριμένου κάθε φορά δικαιώματος που απέκτησε ο λήπτης.
Έτσι, αν το δωρηθέν είναι πράγμα ακίνητο και μεταβιβάστηκε στο δωρεοδόχο κατά κυριότητα, η αναμεταβίβαση της κυριότητας μετά τη νόμιμη ανάκληση της δωρεάς γίνεται, εφόσον αρνείται αυτήν ο δωρεοδόχος, με καταδίκη αυτού σε δήλωση βουλήσεως και μεταγραφή της σχετικής τελεσίδικης απόφασης και της δήλωσης του δωρητή ενώπιον συμ/φου περί αποδοχής της απόφασης αυτής (άρθρα 949 Κ.Πολ.Δ., 1192 και 1198 ΑΚ, ΑΠ 840/1994 ΕλΔ 37. 100, Εφ.ΑΘ. 9719/1997 ΕλΔ 39. 1359 και εκεί παραπομπές στη νομολογία και θεωρία). Κατά δε το άρθρο 510 § 1 ΑΚ η ανάκληση της δωρεάς αποκλείεται αν ο δωρητής έδωσε συγγνώμη στο δωρεοδόχο ή αν πέρασε ένα έτος αφότου ο δωρητής έχοντας δικαίωμα να ανακαλέσει, πληροφορήθηκε το λόγο της ανάκλησης. Κατά την έννοια της τελευταίας διάταξης, η τιθέμενη με αυτή ετήσια αποσβεστική προθεσμία προς ανάκληση της δωρεάς, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (βλ. Ερμ. ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου κάτω από άρθρο 510 παρ. II) δεν αρχίζει, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν το λόγο της αχαριστίας είναι εξακολουθητικά και φθάνουν μέχρι την πράξη ανάκλησης της δωρεάς, η οποία μπορεί να γίνει και με την άσκηση της αγωγής ανάκλησης, διότι στην περίπτωση αυτή τα ανωτέρω περιστατικά θεωρούνται και λαμβάνονται υπόψη ως ενιαίο σύνολο, οπότε η προθεσμία προς ανάκληση αρχίζει από την τέλεση του τελευταίου παραπτώματος (ΑΠ 1043/2000 Τρ. Νομ. Πληρ. ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, η ανάκληση της δωρεάς μπορεί να γίνει με μονομερή δήλωση του δωρητή, η οποία πρέπει να γνωστοποιηθεί στο δωρεοδόχο. Η δήλωση αυτή της ανακλήσεως δεν υπόκειται σε συστατικό τύπο, ακόμη και αν αντικείμενο της δωρεάς είναι ακίνητο, μπορεί δε να περιληφθεί και σε δικόγραφο του δωρητή, τα αποτελέσματα της, όμως, επέρχονται μόνον όταν αυτή περιέλθει στο δωρεοδόχο (βλ. Φραγκίστα ό.π. στο άρθ. 509 αριθ. 1 μέχρι 4, ΑΠ 845/1984 ΝοΒ 33.616), από το χρονικό δε αυτό σημείο ανατρέπεται η ενοχική σύμβαση της δωρεάς. Τούτο σημαίνει ότι αν ο δωρητής δεν είχε ακόμη εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, αυτές με την ανάκληση αποσβήνονται, αν όμως είχε προβεί σε περιουσιακές παροχές προς το δωρεοδόχο, αυτές αναζητούνται, όπως προαναφέρθηκε, κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Από τη στιγμή συνεπώς, που ο δωρεοδόχος λάβει γνώση της ανακλήσεως ευθύνεται σαν να του είχε επιδοθεί η από το άρθρο 904 ΑΚ αγωγή (βλ. ΕΑ 4778/1998 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών "ΝΟΜΟΣ", Αθ. Φραγκίστα ό.π., αριθ. 6-7).

Η δωρεά ακινήτου

Από τις διατάξεις των άρθρων 496, 498 § 1, 1033, 1192 § 1, 1194 και 1198 ΑΚ προκύπτει με σαφήνεια, ότι, για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου λόγω δωρεάς, εκτός των άλλων απαιτείται συμφωνία δωρητή και δωρεοδόχου με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή αυτής και ότι κτήση της κυριότητας στο μεταβιβαζόμενο ακίνητο επέρχεται από και δια της μεταγραφής (ΑΠ 1824/ 2001 ΕλΔ 43.1381, Εφθεσ 1762/2003 ό.π.). Επομένως, χωρίς τη μεταγραφή ή με άκυρη μεταγραφή λόγω ουσιωδών ελλείψεων, δεν μεταβιβάζεται η κυριότητα σ'αυτόν που έγινε η μεταβίβαση, ο οποίος, απλά, ενοχικό δικαίωμα έχει για παράδοση του πράγματος, καθόσον η μεταγραφή ενός τίτλου δεν νομιμοποιεί και δεν θεραπεύει ένα άκυρο τίτλο (ΕφΑΘ 1491/2003 ΕλΔ 2004.890).

Η γονική παροχή ως δωρεά

Κατά το άρθρο 1509 εδ. 1 ΑΚ, η παροχή περιουσίας στο τέκνο από οποιονδήποτε γονέα του, είτε για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας, είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση επιτηδεύματος, αποτελεί δωρεά μόνον ως προς το ποσόν που υπερβαίνει το μέτρο, το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις. Το "μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις"αποτελεί αόριστη νομική έννοια εξειδικευόμενη από το δικαστή, ως "περιστάσεις"δε, προς τις οποίες πρέπει να είναι ανάλογο το ποσό της γονικής παροχής, μπορούν να θεωρηθούν η οικονομική κατάσταση του γονέα, οι άλλες υποχρεώσεις του που συναρτώνται με την οικογενειακή του κατάσταση και η ανάγκη του τέκνου προς το οποίο γίνεται η παροχή (ΑΠ 1248/2009).

Η σύμβαση δωρεάς που καλύπτεται από εικονική σύμβαση πώλησης ακινήτου

Επειδή το άρθρο 138 ΑΚ ορίζει ότι δήλωση βουλήσεως που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη. Άλλη δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική είναι έγκυρη, αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για την σύστασή της. Με τη διάταξη αυτή γίνεται διάκριση της εικονικότητας σε απόλυτη, που επιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της εικονικής δικαιοπραξίας και σε σχετική, που επιφέρει την ακυρότητα της φανερής δικαιοπραξίας που δεν έγινε στα σοβαρά, όχι όμως και εκείνης που κρύβεται κάτω απ'αυτή, η οποία είναι έγκυρη αν συντρέχουν οι όροι που ορίζει η διάταξη, αν δηλαδή την ήθελαν τα μέρη και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της. Τέτοια δικαιοπραξία αποτελεί και η υπό την εικονική σύμβαση πωλήσεως ακινήτου καλυπτόμενη σύμβαση δωρεάς (άρθ. 496 ΑΚ), την οποία ήθελαν τα συμβαλλόμενα μέρη και τηρήθηκε ο απαιτούμενος γι'αυτήν συμβολαιογραφικός τύπος, εφόσον η κυριότητα του πράγματος μετεβιβάσθηκε με τη μεταγραφή του συμβολαίου στον δωρεοδόχο και κατά το φαινόμενο αγοραστή, εάν δεν ακολούθησε ανάκληση της δωρεάς από τον δωρητή ή τον κληρονόμο του (άρθ. 505 - 507 ΑΚ) (ΑΠ 1426/2007).

Η μέμψη άστοργης δωρεάς

Από τις διατάξεις των άρθρων 496 επόμενα, 512, 1825, 1831, 1835 και 1836 του Αστικού Κώδικα, σε συνδυασμό προς το άρθρο 88 του ν. 1329/1983, προκύπτει ότι οι αναγκαίοι κληρονόμοι μπορούν να προσβάλουν τη δωρεά που έκανε ο κληρονομούμενος τα τελευταία δέκα χρόνια πριν από το θάνατό του, κατά το μέρος που η κληρονομία που υπάρχει κατά το χρόνο του θανάτου του δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα τους. Κατ'εξαίρεση δεν προσβάλλονται οι δωρεές που έγιναν από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρεπείας. Ως ιδιαίτερο ηθικό καθήκον νοείται εκείνο το οποίο, κάτω από ειδικές συνθήκες, υποδεικνύεται ως επιβεβλημένο από τις επιταγές της ηθικής. Στα πλαίσια των εν λόγω συνθηκών λαμβάνεται υπόψη η περιουσία του δωρητή, η κοινωνική του θέση καθώς και οι προσωπικές σχέσεις αυτού έναντι του δωρεοδόχου.

Η δωρεά αιτία θανάτου

Δωρεά αιτία θανάτου είναι η δωρεά που συμφωνείται με την αναβλητική αίρεση ότι θα προαποβιώσει ο δωρητής ή ότι θα συναποβιώσουν οι συμβαλλόμενοι, χωρίς ο δωρεοδόχος να έχει εν τω μεταξύ την απόλαυση του δωρηθέντος ή των δωρηθέντων. Με την πλήρωση δε της αίρεσης ο δωρεοδόχος αποκτά αμέσως και αυτοδικαίως το δωρηθέν αντικείμενο, χωρίς αυτό να διέλθει από την κληρονομία και δεν έχει απλώς ενοχικό δικαίωμα να το αποκτήσει από τους κληρονόμους του δωρητή, δεδομένου ότι η δωρεά αιτία θανάτου δεν είναι υποσχετική αλλά εκποιητική δικαιοπραξία. Ο κληρονόμος δε του δωρητή ευθύνεται για την εκπλήρωση της δωρεάς έναντι του δωρεοδόχου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1901 επ., 1885, 480 επ. και 499 επόμενα.

Η δωρεά υπό τρόπο

«Τρόπος» είναι μία συμφωνία που τίθεται στη δωρεά, με την οποία ο δωρεοδόχος υποχρεώνεται να εκπληρώσει ορισμένη παροχή. Για τη δωρεά υπό τρόπο θα γίνει αναλυτική αναφορά σε ειδικό ξεχωριστό άρθρο.
http://www.nomikosodigos.info/guide/simple-legal/635-i-dorea.html

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ - ΤΥΧΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ ΣΕ ΚΟΙΝΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ - Έννοια και λειτουργία του κοινού τραπεζικού λογαριασμού κατά το Ελληνικό δίκαιο - Ο κοινός τραπεζικός λογαριασμός μετά τον θάνατο του κληρονομουμένου - Καταθέσεις σε κοινό λογαριασμό – Θάνατος συνδικαιούχου - Πώς ο κληρονόμος διεκδικεί κοινό λογαριασμό του θανόντος - Ο τραπεζικός λογαριασμός μετά το θάνατο του δικαιούχου - Ασφαλιστικά Μέτρα – Κοινός Τραπεζικός Λογαριασμός – Όρος αρ. 2 Ν. 5638/1932 – Προσβολή νόμιμης μοίρας κληρονόμου – Μέμψη άστοργης δωρεάς – Συντηρητική κατάσχεση = Αριθμός απόφασης 108/2013 Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου - Κοινός τραπεζικός λογαριασμός: Δικαιώματα συνδικαιούχων Εφ.Θεσ/νίκης 74/2011

$
0
0

ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ - ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ ΣΕ ΚΟΙΝΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ
Ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό είναι, ότι μπορεί να συμφωνηθεί ότι σε περίπτωση αποβίωσης ενός από τους συνδικαιούχους η κατάθεση περιέρχεται αυτοδικαίως στους επιζώντες δικαιούχους (άρθρο 2 παρ. 1). Κατά τη ρητή ..
διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του ν 5638/1932 οι επιζώντες συνδικαιούχοι δεν υπόκεινται σε φόρο κληρονομίας ή άλλο τέλος για την αυτοδικαίως περιερχόμενη σε αυτούς κατάθεση. Αν δεν έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2, οι κληρονόμοι του καταθέτη δεν υπεισέρχονται κατά την κρατούσα άποψη έναντι της τράπεζας στη θέση συνδικαιούχου της κατάθεσης με βάση το κληρονομικό τους δικαίωμα δεδομένου ότι το άρθρο 3 του Ν 5638/1932  ορίζει ρητά ότι: α) απαγορεύεται οποιαδήποτε διάθεση της κατάθεσης με πράξη εν ζωή ή αιτία θανάτου και β) οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος δεν αποκτούν κανένα δικαίωμα στην κατάθεση.
Προστασία νόμιμων μεριδούχων  (α.117 ΕισΝΑΚ)
Το αποτέλεσμα της προσθήκης του άρθρου 2 φάνηκε ιδιαίτερα αυστηρό για τους αναγκαίους κληρονόμους (νόμιμους μεριδούχους)του αποβιώσαντος και γι’ αυτό ο νομοθέτης θέλησε πράγματι να άρει αυτήν την αδικία εις βάρος των προσώπων αυτών. Εισήγαγε λοιπόν τη διάταξη του άρθρου 117 του ΕισΝΑΚ η οποία όριζε ότι «Σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό του Ν. 5638 της 31ης Αυγούστου / 7ης Σεπτεμβρίου 1932 “περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν” η κατάθεση, αν με αυτήν πραγματοποιήθηκε δωρεά, κρίνεται ως προς το δίκαιο της νόμιμης μοίρας ως δωρεά, εφόσον πρόκειται για κληρονομία καταθέτη που πέθανε μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα».
Γίνεται δεκτό ότι στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 117 ΕισΝΑΚ περιλαμβάνονται τόσο η δωρεά εν ζωή όσο και η δωρεά αιτία θανάτου. Η διάκριση επάγεται διαφορετικές συνέπειες για το νόμιμο μεριδούχο:
Αν πρόκειται για δωρεά εν ζωή, ο μεριδούχος έχει τη δυνατότητα ανατροπής της με μέμψη άστοργης δωρεάς (ΑΚ 1835  επ).
Αν πρόκειται για δωρεά αιτία θανάτου εφαρμόζονται οι διατάξεις για τις κληροδοσίες (ΑΚ 2035) και συνεπώς η δωρεά είναι αυτοδικαίως άκυρη κατά το μέρος που θίγει τη νόμιμη μοίρα.
Απόρρητο και κοινός λογαριασμός
Η προστασία που παρέχει το άρθρο 117 ΕισΝΑΚ στους αναγκαίους κληρονόμους κινδυνεύει να ματαιωθεί λόγω των διατάξεων περί απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων. Το πρόβλημα που εμφανίζεται κατά την εφαρμογή του άρθρου 117 ΕισΝΑΚ εντοπίζεται στο αν οι αποκλειόμενοι σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 3 ν. 5638/1932, μεριδούχοι μπορούν να ζητήσουν από την τράπεζα πληροφορίες – κατά παράκαμψη του τραπεζικού απορρήτου- ως προς την κατάθεση σε κοινό λογαριασμό (ποσό κατάθεσης, κίνηση του λογαριασμού), προκειμένου να ασκήσουν τα δικαιώματά τους που απορρέουν από τη διάταξη αυτή. Δεδομένου ότι οι νόμιμοι μεριδούχοι δεν υπεισέρχονται σύμφωνα με την κρατούσα άποψη στη νομολογία στη θέση του αποβιώσαντος καταθέτη ως συνδικαιούχοι, είτε έχει είτε δεν έχει συνομολογηθεί ο όρος του άρθρου 2 παρ. 1ν.5638/1932, αυτοί θεωρούνται τρίτοι έναντι της τράπεζας σε ό,τι αφορά την κατάθεση και συνεπώς η τράπεζας δεν υποχρεούται να τους παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την κατάθεση.
Η παλαιότερη νομολογία (ΑΠ 1224/1975,ΝοΒ 1976,188 και ΑΠ 3/1993, ΝοΒ 1995,223) συνέδεσε το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων με το ακατάσχετο, κρίνοντας ότι η κατάσχεση τραπεζικών καταθέσεων στα χέρια τράπεζας ως τρίτης είναι άκυρη. Δεδομένου μάλιστα, ότι οι νόμιμοι μεριδούχοι, δεν υπεισέρχονται σύμφωνα με την κρατούσα στη νομολογία άποψη στη θέση του αποβιώσαντος καταθέτη ως συνδικαιούχοι (είτε έχει είτε δεν έχει συνομολογηθεί ο όρος του άρθρου 2 ν. 5638/1932, όπως αναλύθηκε προηγουμένως), αυτοί θεωρούνται  τρίτοι έναντι της τράπεζας, σε ό,τι αφορά την κατάθεση και συνεπώς η τράπεζα δεν υποχρεούται να τους παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την κατάθεση.
Ήδη, με το άρθρο 24 του ν. 2915/2001 από 29.5.2001 αίρεται το  απόρρητο των κάθε μορφής καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα.Με τη νέα αυτή ρύθμιση το τραπεζικό απόρρητο δεν διασπάται μόνον προς προστασία του δημοσίου συμφέροντος (στις περιπτώσεις των άρθρων 13 του ν.δ. 1059/1971), αλλά και για την ικανοποίηση ιδιωτικών αξιώσεων. Από τη διάταξη αυτή δεν καταλαμβάνεται μόνον η περίπτωση που ο δανειστής έχει εκτελεστό τίτλο και προβαίνει σε αναγκαστική  κατάσχεση στα χέρια της τράπεζας ή άλλου πιστωτικού ιδρύματος. Πλεονέκτημα αυτής της ευρύτερης ερμηνείας είναι ότι μπορεί να καλύψει και άλλες περιπτώσεις κατά τις οποίες η τράπεζα υποχρεούται να παράσχει πληροφορίες για την ύπαρξη κατάθεσης όπως πχ όταν ζητούνται στοιχεία από  νόμιμο μεριδούχο.
Η ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΣΕ ΚΟΙΝΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ
Ήδη, με το άρθρο 24 του Ν 2915/2001, ορίζεται ότι «Το απόρρητο των κάθε μορφής καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και των άυλων μετοχών που καταχωρίζονται στο Σύστημα Άυλων τίτλων (ΣΑΤ) του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών (ΚΑΑ) δεν ισχύει έναντι του δανειστή που έχει δικαίωμα κατάσχεσης της περιουσίας του δικαιούχου της κατάθεσης ή της μετοχής. Το απόρρητο αίρεται μόνο για το χρηματικό ποσό που απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή». Με τη νέα αυτή ρύθμιση το τραπεζικό απόρρητο δεν διασπάται μόνο προς προστασία του δημοσίου συμφέροντος (στις περιπτώσεις των άρθρων 1-3 του ΝΔ 1059/1971), αλλά και για την ικανοποίηση ιδιωτικών αξιώσεων. Η άρση, όμως, του απορρήτου είναι περιορισμένης έκτασης καθόσον η ισχύς της ως άνω διατάξεως εκτείνεται μόνο έναντι του δανειστή που έχει δικαίωμα κατάσχεσης της περιουσίας του δικαιούχου της κατάθεσης και μόνο για το χρηματικό ποσό που απαιτείται για την ικανοποίησητου δανειστή. Η ως άνω άρση του απορρήτου συνεπάγεται αναμφισβήτητα και αυτοδίκαιη άρση της απαγόρευσης της κατάσχεσης του κάθε μορφής καταθέσεων. 
Η κατάσχεση, αναγκαστική ή συντηρητική, πρέπει να γίνεται κατά τη διαγραφόμενη στα άρθρα 982 επ. ΚΠολΔ. διαδικασία, με την επίδοση στην τράπεζα κατασχετήριου (του άρθρου 983 ΚΠολΔ). Όμως, συνήθως, ο δανειστής δεν γνωρίζει την ύπαρξη ή μη κατάθεσης σε συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα του οφειλέτη του. Έτσι ο δανειστής, εφόσον έχει δικαίωμα κατάσχεσης, δικαιούται είτε να προβεί άμεσα στην επιβολή της κατάσχεσης είτε να ζητήσει πληροφορίες από την τράπεζα που (υποθέτει ότι) υπάρχει η κατάθεση, προκειμένου να προβεί, στη συνέχεια, στην κατάσχεση στα χέρια του πιστωτικού ιδρύματος.  Επομένως, εφόσον, κριθεί, μετά τη στάθμιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων (δηλαδή μεταξύ του συμφέροντος του καταθέτη και της υποχρέωσης της τράπεζας για τήρηση εχεμύθειας και των συμφερόντων τρίτων (Δημοσίου, ιδιωτών) για παροχή πληροφοριών), ότι πρέπει να αρθεί το απόρρητο, το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να αποκαλύψει και παράσχει στον τρίτο τόσες πληροφορίες όσες είναι αναγκαίες για την ικανοποίηση του δικαιώματος του (τήρηση αρχής αναλογικότητας).
Το άρθρο 4 ν. 5368/1932 έχει πρόσθετα ρυθμίσει ρητά την κατάσχεση τραπεζικών καταθέσεων σε κοινό λογαριασμό, ορίζοντας ότι η «κατάσχεσις της καταθέσεως επιτρέπεται, έναντι όμως των κατασχόντων αύτη τεκμαίρεται αμαχήτως ότι ανήκει εις πάντας τους δικαιούχους κατ’ ίσα μέρη». Το προφανές νόημα του άρθρου 4 ν. 5368/1932 είναι ότι, αν επιβληθεί κατάσχεση στα χέρια Τράπεζας ως τρίτης σε κοινό λογαριασμό από δανειστή ενός μόνον από τους συνδικαιούχους, ο δανειστής αυτός μπορεί να κατάσχει μόνο το μέρος που, κατά το παραπάνω αμάχητο τεκμήριο, ανήκει στον οφειλέτη του(:«ίσο μέρος»).
Έτσι η κατάθεση κατά το υπόλοιπο μέρος που αναλογεί στους λοιπούς δικαιούχους παραμένει απρόσβλητη από το δανειστή αυτόν, καθιερώνεται δηλαδή με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 4  ειδική περίπτωση ακατάσχετου ως προς αυτόν. Όσον αφορά το ζήτημα αν το τεκμήριο του α.4 ν5638/1932 ισχύει και στις περιπτώσεις του συμψηφισμού και της επισχέσεως, κρατούσα είναι η ορθή άποψη, ότι εφόσον ο δανειστής ενός  από τους συνδικαιούχους δεν επιτρέπεται να κατάσχει το μέρος της κατάθεσης που αναλογεί στους λοιπούς συνδικαιούχους του κοινού λογαριασμού, δεν μπορεί ούτε να συμψηφίσει την απαίτηση του προς την απαίτηση αυτών κατά της τράπεζας. Αυτά ισχύουν και στην περίπτωση που επισπεύδων δανειστής είναι η τράπεζα στην οποία έχει γίνει η κατάθεση σε κοινό λογαριασμό. Δεν αποκλείεται όμως η κατάρτιση συμβατικού ή εκούσιου συμψηφισμού δυνάμει της ελευθερίας των συμβάσεων. Στο πλαίσιο αυτό είναι έγκυρος ο όρος που περιέρχεται στη σύμβαση κατάθεσης  σε κοινό λογαριασμό, ότι παρέχεται ανέκκλητη εντολή στην τράπεζα να χρεώνει τον κοινό λογαριασμό με οποιανδήποτε ανταπαίτησή της κατ΄οποιουδήποτε από τους δικαιούχους. Πρόκειται για συμβατικό συμψηφισμό με τον οποίο παρακάμπτεται το κατ’άρθρο 4 ν 5638/1932 τεκμήριο της ισομοιρίας, αφού η τράπεζα μπορεί να προτείνει σε συμψηφισμό απαίτησης της ολόκληρο το ποσό του κοινού λογαριασμού και όχι μόνο το ίσο  μέρος που αναλογεί στο συνδικαιούχο- οφειλέτης της.
http://www.fragou-lawfirm.eu/news.php?p=5&id=5


Έννοια και λειτουργία του κοινού τραπεζικού λογαριασμού κατά το Ελληνικό δίκαιο

Ο κοινός τραπεζικός λογαριασμός στο ελληνικό δίκαιο διέπεται από τις διατάξεις του Ν.5638/1932, όπως τροποποιηθείς και συμπληρωθείς ισχύει.

Σύμφωνα με το άρθρο 1 του άνω νόμου, χρηματική κατάθεση σε Τράπεζα σε ανοικτό λογαριασμό στο όνομα δύο ή περισσοτέρων από κοινού (Compte joint, joint account) είναι η κατάθεση που περιέχει τον όρο ότι δύναται να κάνει  χρήση του λογαριασμού αυτού εν όλω ή εν μέρει, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας  δικαιούχος είτε κάποιοι από αυτούς.

Στην πράξη, ο κοινός τραπεζικός λογαριασμός διακρίνεται σε κοινό διαζευκτικό, που απαντάται  σχεδόν αποκλειστικά  και σε κοινό συμπλεκτικό, που ονομάζεται και αδιαίρετος ή ενωμένος  (άρθρο 111 Ν.Δ 118/1973). Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι στον κοινό διαζευκτικό λογαριασμό κάθε δικαιούχος μπορεί να κινεί το λογαριασμό χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών συνδικαιούχων, ενώ στον αδιαίρετο κοινό λογαριασμό απαιτείται η σύμπραξη όλων των δικαιούχων για κάθε κίνηση, συνιστάμενης με αυτό τον τρόπο κοινωνίας δικαιώματος , ήτοι γεννάται ενεργητική αδιαίρετη ενοχή κατ’  άρθρο 495 ΑΚ.

Από το συνδυασμό των άρθρων 1 και 2 Ν.5638/1932 και 2 παρ.1 Ν.Δ 17-07/13.08.1923, καθώς και 411, 489, 490, 491 και 493 ΑΚ προκύπτει ότι ανεξάρτητα αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκουν σε έναν ή  μερικούς ή σε όλους υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση, παράγεται μεταξύ καταθέτη και τρίτου αφενός και του δέκτη της κατάθεσης νομικού προσώπου (της Τράπεζας) αφετέρου ενεργητική ενοχή εις ολόκληρον, ώστε η ανάληψη της χρηματικής κατάθεσης να γίνεται από οποιοδήποτε καταθέτη, χωρίς καμία σύμπραξη άλλου συνδικαιούχου.

Επομένως, στην περίπτωση που ένας συνδικαιούχος αναλάβει ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης από το λογαριασμό, τότε επέρχεται απόσβεση της απαίτησης εις ολόκληρον έναντι του δέκτη της κατάθεσης (Τράπεζα) και ως προς τους λοιπούς συνδικαιούχους . Δηλαδή η Τράπεζα υποχρεούται να αποδώσει την κατάθεση μόνο μία φορά. Πλην όμως, ο μη αναλαβών το ποσό συνδικαιούχος του λογαριασμού δύναται να αποκτήσει απαίτηση έναντι του δικαιούχου που ανέλαβε την κατάθεση για την καταβολή σε αυτόν του αναλογούντος ποσού βάσει της μεταξύ τους εσωτερικής σχέσης, που μπορεί να είναι π.χ η εντολή, η δωρεά κλπ. Η εσωτερική σχέση που συνδέει τους συνδικαιούχους είναι αντικείμενο απόδειξης και θα κριθεί από το Δικαστήριο.

Στο άρθρο 2 Ν.5638/1932 ορίζεται ότι μπορεί στην κατάθεση να τεθεί επιπρόσθετα ο όρος ότι, εάν αποβιώσει ο ένας εκ των συνδικαιούχων, η κατάθεση θα περιέρχεται στους λοιπούς συνδικαιούχους, χωρίς καμία περαιτέρω διαδικαστική πράξη και προϋπόθεση. Στην πράξη, ο όρος αυτός περιλαμβάνεται στη συντριπτική πλειοψηφία των ανοιγόμενων κοινών λογαριασμών, αφού εξυπηρετεί τον κύριο σκοπό του λογαριασμού αυτού.

Με τον ανωτέρω όρο, παρακάμπτονται οι κανόνες της κληρονομικής διαδοχής,  αφού στην παρ. 2 του άρθρου αυτού προβλέπεται ότι στην περίπτωση αυτή η κατάθεση περιέρχεται στους επιβιώσαντες συνδικαιούχους ελεύθερη κάθε φόρου κληρονομίας ή τέλους, χωρίς η απαλλαγή αυτή βέβαια να επεκτείνεται και επί των κληρονόμων του τελευταίου απομείναντος δικαιούχου. Μάλιστα, η εισηγητική έκθεση του νόμου ανέφερε ότι σκοπός της ρύθμισης αυτής ήταν η συγκράτηση και προσέλκυση στη χώρα κεφαλαίων του εξωτερικού.


Εξαίρεση από την ανωτέρω ρύθμιση εισάγει ο ΕισΝΑΚ με το άρθρο 117, όπου προβλέπεται ότι «σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό του νόμου 5638 της 31 Αυγούστου / 7 Σεπτεμβρίου 1932 περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν η κατάθεση, αν με αυτή πραγματοποιήθηκε δωρεά, κρίνεται ως προς το δίκαιο της νόμιμης μοίρας ως δωρεά, εφόσον πρόκειται για κληρονομία καταθέτη που πέθανε μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα». Επομένως στην περίπτωση αυτή οι νόμιμοι μεριδούχοι θα μπορούν να προστατευθούν με τις διατάξεις για τη μέμψη της άστοργης δωρεάς κατ’  άρθρα 1825 επ. ΑΚ. Και πάλι όμως είναι αντικείμενο απόδειξης για το εάν με την κατάθεση αυτή πραγματοποιήθηκε δωρεά ή όχι.

Ο κοινός τραπεζικός λογαριασμός μετά τον θάνατο του κληρονομουμένου:

Οι νόμιμοι κληρονόμοι του θανόντος δικαιούνται τα χρήματα που βρίσκονται κατατεθειμένα στον κοινό τραπεζικό λογαριασμό. Δικαιούνται δηλαδή να εισπράξουν το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί στο ποσοστό που ήταν δικαιούχος του λογαριασμού ο θανών.
Για παράδειγμα: Εάν ο θανών είναι δικαιούχος σε έναν κοινό λογαριασμό με άλλα τρία άτομα, τότε οι κληρονόμοι του θανόντος θα κληρονομήσουν χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί στο 1/3.
Στην περίπτωση αυτή, οφείλεται φόρος κληρονομιάς ο οποίος υπολογίζεται …..

Οι νόμιμοι κληρονόμοι του θανόντος δεν δικαιούνται τα χρήματα που βρίσκονται κατατεθειμένα στον κοινό τραπεζικό λογαριασμό στην περίπτωση που στους όρους που διέπουν την λειτουργία του λογαριασμού έχει προστεθεί ο όρος ότι με τον θάνατο του ενός από τους συνδικαιούχους το υπόλοιπο χρηματικό ποσό το αναλαμβάνει ο άλλος συνδικαιούχος που επιζεί. Στην περίπτωση αυτή το ποσό του τραπεζικού λογαριασμού εξαιρείται από την κληρονομιά. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο συνιστάται να μπαίνουν συνδικαιούχοι σε τραπεζικούς λογαριασμούς πρόσωπα του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος.  
Στην περίπτωση που τα χρήματα μεταβαίνουν αυτόματα στον επιζήσαντα συνδικαιούχο (όταν δηλαδή προβλέπεται τέτοιος όρος) τότε ΔΕΝ οφείλεται φόρος κληρονομιάς για το συγκεκριμένο χρηματικό ποσό διότι αυτά τα χρήματα δεν λογίζονται ως κληρονομιά.  

Καταθέσεις σε κοινό λογαριασμό – Θάνατος συνδικαιούχου

Κοινός λογαριασμός ή κατάθεση σε κοινό λογαριασμό είναι μόνο η διεπόμενη από το Ν. 5638/1932 συμβατική χρηματική κατάθεση- πλέον και η κατάθεση μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων και άυλων τίτλων- σε τράπεζα, η οποία συνδυαζόμενη με «ανοικτό» (τρέχοντα) λογαριασμό, έχει πλείονες δικαιούχους, έκαστος των οποίων από μόνος του ή μαζί με άλλους δύναται- δικαιούται έναντι της τράπεζας- να κάνει εν όλω ή εν μέρει χρήση του λογαριασμού, χωρίς τη σύμπραξη των υπολοίπων.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 και 3 ν. 5638/1932 συνάγεται ότι, ως προς την τύχη κοινού τραπεζικού λογαριασμού σε περίπτωση θανάτου ενός από τους συγκαταθέτες, πρέπει να διακριθούν οι ακόλουθες περιπτώσεις: α) Αν δεν έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2, ότι δηλαδή μετά το θάνατο κάποιου συγκαταθέτη η κατάθεση και ο λογαριασμός θα περιέλθει αυτοδικαίως στους λοιπούς επιζώντες, οι κληρονόμοι του καταθέτη δεν υπεισέρχονται έναντι της τράπεζας στη θέση συνδικαιούχου της κατάθεσης με βάση το κληρονομικό τους δικαίωμα, λόγω της σχετικής απαγόρευσης του άρθρου 3 ν. 5638/1932, αλλά απλώς έχουν τo δικαίωμα να απαιτήσουν από τους υπόλοιπους συγκατεθέτες το μέρος εκείνο της κατάθεσης που αντιστοιχεί στο δικαιοπάροχό τους με βάση την εσωτερική σχέση, β) Αν, αντίθετα έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 ν. 5638/1932, οι κληρονόμοι αποξενώνονται πλήρως από το ποσό της κατάθεσης, το οποίο εξαιρείται από την κληρονομιά και περιέρχεται αυτοδίκαια στους επιζώντες συγκαταθέτες, χωρίς να μπορούν οι κληρονόμοι να αντλήσουν δικαιώματα από την εσωτερική σχέση των τελευταίων με τον κληρονομούμενο. Ωστόσο, για την προστασία των δικαιωμάτων των νομίμων μεριδούχων, ο νομοθέτης διόρθωσε τις δυσμενείς αυτές συνέπειες με το άρθρο 117 ΕισΝΑΚ, σύμφωνα με το οποίο, εφόσον με την κατάθεση σε κοινό λογαριασμό συντελέσθηκε δωρεά, κρίνεται (προκειμένου για καταθέτη που απεβίωσε μετά την εισαγωγή του ΑΚ) ως προς το δίκαιο της νόμιμης μοίρας ως δωρεά. Έτσι, προστίθεται στην κληρονομία για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας κατά τους όρους του άρθρου 1831 ΑΚ, υπόκειται δε σε ανατροπή ως άστοργος δωρεά κατά το άρθρο 1831 ΑΚ. Αν δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής των περί νόμιμης μοίρας διατάξεων, οι κληρονόμοι δεν έχουν κανένα δικαίωμα πάνω σε ένα τέτοιο λογαριασμό του δικαιοπαρόχου τους (ΑΠ 1393/2011 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» ΑΠ 855/2002 ΕλλΔνη 43 (2002) σελ 1700, ΑΠ 540/1998 ΕλλΔνη 40 (1999) σελ. 148, ΑΠ 539/1992 ΕλλΔνη 35 (1994) σελ. 78, ΕφΑθ 7530/1997 ΕλλΔνη 39 (1998) σελ. 1685, ΜΠρΒολου 1215/2003,τνπ «ΝΟΜΟΣ`, Κ. Φουντεδάκη, «Κατάθεση σε κοινό λογαριασμό και προστασία του νόμιμου μεριδούχου», Αρμ 1997 σελ. 593-601 ιδίως 595, Σ, Ψυχομάνη, «Τραπεζικό δίκαιο Δίκαιο τραπεζικών συμβάσεων», σελ. 189,1. Βελέντζα, Τραπεζικά δίκαιο, σελ. 135).Μαρία Τζαβέλα Δικηγόρος, LL.M


Πώς ο κληρονόμος διεκδικεί κοινό λογαριασμό του θανόντος Του Χρήστου Ηλιόπουλου* 

Οι στενοί συγγενείς του κληρονομουμένου ερίζουν συχνά, είτε μεταξύ τους είτε με τρίτον, για το υπόλοιπο που ήταν κατατεθειμένο σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό του θανόντος. Ο κοινός αυτός λογαριασμός μπορεί να ήταν μεταξύ του θανόντος και ενός εκ των πλησιεστέρων συγγενών του, ή μεταξύ του θανόντος και ενός τρίτου, μη συγγενικού προσώπου. Όταν ο ένας εκ των δικαιούχων ενός κοινού τραπεζικού λογαριασμού αποβιώσει, συνήθως κατά την σύμβαση που έχει υπογραφεί με την τράπεζα κατά το άνοιγμα του κοινού λογαριασμού, το υπόλοιπο των χρημάτων του κοινού λογαριασμού δικαιούται να το αναλάβει ο επιζών δικαιούχος του λογαριασμού και όχι οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εάν ο πατέρας είχε κοινό λογαριασμό με ένα μόνο από τα δύο παιδιά του, μετά τον θάνατο του πατρός, το ένα παιδί που ήταν συνδικαιούχος μπορεί να εισπράξει το υπόλοιπο του λογαριασμού. Το άλλο παιδί μπορεί να διαμαρτυρηθεί ότι το υπόλοιπο του κοινού λογαριασμού ήταν χρήματα του πατέρα τους και πρέπει να υπολογισθεί στην κληρονομιά και να μοιρασθεί αναλόγως και στα δύο παιδιά, ισχυρισμός όμως που συνήθως δεν γίνεται δεκτός από το παιδί που έχει πάρει τα χρήματα από την τράπεζα. Σε πρώτη ανάγνωση, η απάντηση προς τις δύο αντικρουόμενες απόψεις είναι ότι εφόσον κατά το άνοιγμα του κοινού τραπεζικού λογαριασμού είχε τεθεί ο σχετικός όρος (πράγμα που συμβαίνει αυτομάτως σχεδόν σε κάθε άνοιγμα κοινού τραπεζικού λογαριασμού στην Ελλάδα), ο συνδικαιούχος δικαιούται να αναλάβει το υπόλοιπο του ποσού (όπως άλλωστε συνέβαινε και όσο ο πατέρας ήταν εν ζωή) και το ποσό του κοινού λογαριασμού δεν μπορεί να υπολογισθεί στην κληρονομική περιουσία του θανόντος. Ωστόσο, υπάρχει η δυνατότητα το άλλο παιδί να διεκδικήσει μερίδιο από το υπόλοιπο του κοινού λογαριασμού κατά την ημέρα του θανάτου, εφόσον κατά το άρθρο 117 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, αποδείξει ότι με την κατάθεση στον κοινό τραπεζικό λογαριασμό συντελέσθηκε δωρεά από τον πατέρα προς το τέκνο του, το οποίο κατέστησε συνδικαιούχο του κοινού λογαριασμού τους και εφόσον βεβαίως τα χρήματα του λογαριασμού ήταν χρήματα μόνο του πατρός και όχι χρήματα και των δύο. Εάν το παιδί του θανόντος που δεν ήταν συνδικαιούχος του λογαριασμού επιτύχει να αποδείξει ότι επρόκειτο περί δωρεάς, τότε μπορεί να ανατρέψει το αποτέλεσμα της περιέλευσης της κατάθεσης του κοινού λογαριασμού στο ένα μόνο παιδί, στον βαθμό που θίγεται το ποσοστό της νομίμου μοίρας του. Για να γίνει αυτό πρέπει να αποδειχθεί ότι ο σκοπός του πατέρα που έβαλε το ένα μόνο παιδί του συνδικαιούχο του λογαριασμού ήταν να επωφεληθεί το παιδί αυτό από το ενεργητικό υπόλοιπο της καταθέσεως, ακόμη και όταν προϋπόθεση της περιελεύσεως της ωφελείας είναι ο θάνατος του παρέχοντος και η επιβίωση του λήπτη. Σ’ αυτήν την περίπτωση δύναται να υποστηριχθεί ότι επρόκειτο περί δωρεάς (εν ζωή ή αιτία θανάτου), ή εάν είχε συνταχθεί διαθήκη, περί κληροδοσίας. Αν κριθεί ότι επρόκειτο περί δωρεάς αιτία θανάτου (εξομοίωση με την κληροδοσία), το θιγμένο τέκνο που δεν ήταν συγκύριος του κοινού λογαριασμού, θα διεκδικήσει μερίδιο με βάση τις διατάξεις της νομίμου μοίρας, δηλ. στο παράδειγμά μας που υπήρχαν μόνο δύο παιδιά και όχι σύζυγος του θανόντος, η νόμιμη μοίρα είναι το μισό της μερίδας του τέκνου, δηλαδή το μισό του 1/2, άρα το 1/4 του ποσού. Εάν κριθεί ότι η κατάθεση στον κοινό λογαριασμό ήταν δωρεά εν ζωή (του πατρός προς το τέκνο του που έβαλε συνδικαιούχο του λογαριασμού), το άλλο τέκνο μπορεί να διεκδικήσει το μερίδιό του με συνδυασμό των διατάξεων της νομίμου μοίρας και της μέμψεως αστόργου δωρεάς για να επιτύχει ακύρωση μέρους της αποδόσεως της χρηματικής καταθέσεως στον αδελφό του και την αντίστοιχη απόδοση του μέρους αυτού στον ίδιο. *Ο Χρήστος Ηλιόπουλος 

Ο τραπεζικός λογαριασμός μετά το θάνατο του δικαιούχου

Μία δεσμίδα χαρτονομίσματα, ένα κτίριο τράπεζας σε μινιατούρα και ένας υπολογιστής μαθηματικών πράξεων.
Ο τραπεζικός λογαριασμός ανήκει στα πράγματα της κληρονομιάς και ως εκ τούτου μετά το θάνατο του δικαιούχου, ο τραπεζικός λογαριασμός μεταβιβάζεται στους κληρονόμους σύμφωνα με την κληρονομική διαδοχή (άρθρο 1710 Αστικού Κώδικα). Όταν οι κληρονόμοι είναι περισσότεροι από έναν, αναλαμβάνει έκαστος από τον τραπεζικό λογαριασμό το ποσοστό που του αναλογεί, σύμφωνα με τη μερίδα του στην κληρονομία. Εάν για παράδειγμα απεβίωσε κάποιος από τους γονείς αφήνοντας κληρονόμους τα 3 τέκνα του, τότε κληρονομεί το καθένα από αυτά το 1/3 από το ποσό που είναι κατατεθειμένο στον τραπεζικό λογαριασμό.

Τι πρέπει να κάνουν οι κληρονόμοι για να εκταμιεύσουν τα χρήματα από τον τραπεζικό λογαριασμό του κληρονομούμενου;

Για την ανάληψη του ποσού από τον τραπεζικό λογαριασμό, πρέπει ο κληρονόμος να προσκομίσει στην τράπεζα κατά κανόνα κληρονομητήριο ή αναγνωριστική δικαστική απόφαση, ή τουλάχιστον τα έγγραφα που απαιτούνται για την έκδοση κληρονομητηρίου. Η συντριπτική πλειοψηφία όμως των τραπεζών, ίσως όλες, ζητούν την προσκόμιση κληρονομητηρίου. Για την έκδοση κληρονομητηρίου πρέπει να συγκεντρωθούν ορισμένα έγγραφα και να γίνει δικαστήριο. Για λεπτομέρειες σχετικά με την έκδοση του κληρονομητηρίου, παρακαλώ αναφερθείτε στο σχετικό άρθρο κάνοντας κλικ εδώ.

Τι ισχύει με τους κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς, όπου συνδικαιούχοι είναι περισσότεροι του ενός;

Με τη σύμβαση καταθέσεως χρημάτων σε κοινό λογαριασμό, που συνάπτεται ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους ενδιαφερόμενους και μία τράπεζα, συμφωνείται ότι θα καταθέτουν οι δικαιούχοι του λογαριασμού χρήματα σε αυτόν και παράλληλα ο κάθε ένας δικαιούχος θα μπορεί να κάνει μερική ή ολική χρήση του λογαριασμού, εκταμιεύοντας χρήματα από αυτόν χωρίς τη σύμπραξη των άλλων συνδικαιούχων. Με αυτή τη συμφωνία, κάθε δικαιούχος μπορεί να εκταμιεύσει όλα τα χρήματα που είναι κατατεθειμένα στο λογαριασμό και αντίστοιχα η τράπεζα υποχρεούται να αποδώσει τα χρήματα του λογαριασμού μόνο μία φορά.
Επομένως, σε περίπτωση που κάποιος συνδικαιούχος εκταμιεύσει όλα τα χρήματα από κοινό λογαριασμό, η τράπεζα καμία υποχρέωση ή ευθύνη δεν έχει έναντι των υπολοίπων συνδικαιούχων για τα χρήματα αυτά.
Οι υπόλοιπο συνδικαιούχοι έχουν δικαίωμα αναγωγής κατ` εκείνου που ανέλαβε τα χρήματα, εάν μάλιστα οι συνδικαιούχοι ήταν δύο, ο άλλος έχει αξίωση κατά του άλλου για τα μισά από τα χρήματα που ήταν κατατεθειμένα στο λογαριασμό, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από την τυχόν υφιστάμενη εσωτερική σχέση τους.
Λόγου χάρη, τα αδέλφια ΑΑ και ΒΒ έχουν ένα κοινό τραπεζικό λογαριασμό, στον οποίο είναι συνδικαιούχοι. Μία ημέρα ο ΑΑ αναλαμβάνει όλα τα χρήματα από τον κοινό τραπεζικό λογαριασμό. Ο εξοργισμένος ΒΒ ασκεί αγωγή κατά του ΑΑ και ζητά τα μισά χρήματα από το λογαριασμό. Ο ΑΑ όμως επικαλείται ότι, αν και ήταν αδέλφια, ο ΒΒ δεν συνεισέφερε καθόλου στον τραπεζικό λογαριασμό και όλες οι καταθέσεις ήταν του ΑΑ και συνεπώς ο ΒΒ δεν δικαιούται τα χρήματα αυτά. Η αγωγή του ΒΒ απορρίπτεται.

Τι γίνεται όταν στον τραπεζικό λογαριασμό υπήρχαν περισσότεροι του ενός συνδικαιούχοι και κάποιος από αυτούς εκταμίευσε τα χρήματα μετά το θάνατο του ενός εκ των δικαιούχων;

Συχνά ο δικαιούχος του τραπεζικού λογαριασμού, για να αποφύγει να περιέλθει το ποσό που περιλαμβάνει αυτός στους κληρονόμους του, καταφεύγει σε δικαιοπραξίες αιτία θανάτου.
Με τον Ν.5638/1932 θεσπίστηκε ο κοινός, διαζευκτικός, τραπεζικός λογαριασμός, με την πραγματοποίηση χρηματικής κατάθεσης σε τράπεζα στο όνομα δύο ή περισσοτέρων προσώπων από κοινού, τον οποίον μπορούν να κάνουν χρήση και να τον κινούν είτε καθένας χωριστά είτε όλοι μαζί. Σύμφωνα με το άρθρα 2 και 1 του ως άνω νόμου, μπορεί κατά το άνοιγμα του κοινού λογαριασμού να τεθεί πρόσθετα ο όρος με βάση τον οποίο μετά τον θάνατο οποιουδήποτε από τους συνδικαιούχους, η κατάθεση περιέρχεται στους επιζώντες μέχρι τον τελευταίο από αυτούς, ενώ με το άρθρο 3 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος συνδικαιούχου δεν έχουν κανένα δικαίωμα στην κατάθεση.
Για παράδειγμα, ο ηλικιωμένος κ. ΟΟ που θέλει να εξασφαλίσει την επιβίωση της - κατά πολλά χρόνια μικρότερης - αλλοδαπής συμβίας του ΓΓ, καταθέτει ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό σε κοινό με αυτήν τραπεζικό λογαριασμό, ώστε μετά το θάνατό του να το αναλάβει αυτή και να μην το διεκδικήσουν τα αδηφάγα τέκνα του, οι ως άνω ΑΑ αλλά ιδιαίτερα ο χαραμοφάης ΒΒ, που έχει στραφεί ήδη κατά του αδελφού του ΑΑ, όπως είδαμε παραπάνω... Παράλληλα, ο ΟΟ συμφωνεί με την τράπεζα, μετά το θάνατό του, το εναπομείναν ποσό του τραπεζικού λογαριασμού να περιέλθει στην εν ζωή συμβία του ΓΓ, ώστε τα τέκνα του και νόμιμοι κληρονόμοι του ΑΑ και ΒΒ να μην μπορούν να πάρουν από τον τραπεζικό λογαριασμό ευρώ τσακιστό. Ύστερα από λίγους μήνες ο ΟΟ πεθαίνει από καρδιακή προσβολή υπό άγνωστες συνθήκες και η ΓΓ, αφού αναλαμβάνει τα χρήματα από τον κοινό τραπεζικό λογαριασμό ως συνδικαιούχος, ξεκινά την επένδυση αυτών στη ρουλέτα συνοδεία εικοσάχρονου κυρίου φερομένου ως ανεψιού της. Τα τέκνα και νόμιμοι κληρονόμοι του ΟΟ, ΑΑ και ΒΒ, βλέποντας ότι η συμβία του θανόντος πατέρα τους ΓΓ προβαίνει σε επενδύσεις, ενώ αυτοί αδυνατούν, ασκούν αγωγή κατά της ΓΓ ως νόμιμοι κληρονόμοι του πατέρα τους και ζητούν όλο το χρηματικό ποσό που ήταν κατατεθειμένο στον τραπεζικό λογαριασμό κατά το χρόνο θανάτου αυτού, εφόσον τα κατατεθέντα στο λογαριασμό χρήματα ανήκαν στον πατέρα τους, γιατί η ΓΓ δεν εργαζόταν. Η αγωγή των ΑΑ και ΒΒ δυστυχώς απορρίπτεται, διότι η ΓΓ προέβαλε στο Δικαστήριο τον ισχυρισμό ότι κατά το άνοιγμα του κοινού τραπεζικού λογαριασμού, ο ΟΟ και ΓΓ έκαναν πρόσθετη συμφωνία με την τράπεζα, μετά το θάνατο οποιουδήποτε από τους συνδικαιούχους, το υπολοιπόμενο ποσό του λογαριασμού να περιέλθει στον επιζόντα, χωρίς οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος να έχουν οποιοδήποτε δικαίωμα στην κατάθεση.

Δικαιώματα των κληρονόμων του αποβιώσαντος συνδικαιούχου σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό.

Όπως είδαμε παραπάνω, με τον Ν.5638/1932 θεσπίστηκε ο κοινός, διαζευκτικός, τραπεζικός λογαριασμός, με την πραγματοποίηση χρηματικής κατάθεσης σε τράπεζα στο όνομα δύο ή περισσοτέρων προσώπων από κοινού, τον οποίον μπορούν να κάνουν χρήση και να τον κινούν είτε καθένας χωριστά είτε όλοι μαζί. Σύμφωνα με το άρθρα 2 και 1 του ως άνω νόμου, μπορεί κατά το άνοιγμα του κοινού λογαριασμού να τεθεί πρόσθετα ο όρος με βάση τον οποίο μετά τον θάνατο οποιουδήποτε από τους συνδικαιούχους, η κατάθεση περιέρχεται στους επιζώντες μέχρι τον τελευταίο από αυτούς, ενώ με το άρθρο 3 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος συνδικαιούχου δεν έχουν κανένα δικαίωμα στην κατάθεση.
Για να εξισορροπηθούν, όμως οι ευνοϊκές για τους επιζώντες συνδικαιούχους και δυσμενείς για τους αναγκαίους κληρονόμους του αποβιώσαντος συνδικαιούχου ρυθμίσεις του ανωτέρω νόμου, εισήχθη διάταξη κατά την οποία, εφόσον με την κατάθεση σε κοινό λογαριασμό του Ν.5638/1932 συντελέσθηκε δωρεά, αυτή κρίνεται σε σχέση με το δίκαιο της νόμιμης μοίρας (για το τι είναι νόμιμη μοίρα αναφερθείτε στο σχετικό άρθρο) ως δωρεά προκειμένου για καταθέτη που απεβίωσε μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα.
Επειδή ο όρος δωρεά αναφέρεται στην ανωτέρω διάταξη γενικά και χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό του είδους της, τούτο σημαίνει ότι με τον όρο αυτό νοείται κάθε είδους δωρεά, δηλαδή είτε δωρεά εν ζωή είτε δωρεά αιτία θανάτου, για να συντελεστεί όμως η ως άνω δωρεά (εν ζωή ή αιτία θανάτου) χρειάζεται και η συγκέντρωση των λοιπών ουσιαστικών προϋποθέσεων του κύρους των εν λόγω δικαιοπραξιών και συγκεκριμένα συμφωνία των συγκαταθετών σύμφωνα με τα άρθρα 496 και επόμενα ή 2032 του ΑΚ και συμβολαιογραφικό έγγραφο, την έλλειψη του οποίου αναπληρώνει και στις δύο περιπτώσεις η κατάθεση των χρημάτων στον κοινό λογαριασμό από όπου τα αποσύρει ακολούθως ο δωρεοδόχος - συγκαταθέτης.
Επειδή βέβαια το συνολικό ποσό της κατάθεσης στον κοινό λογαριασμό μπορεί να προέρχεται από συμβολή όχι μόνο του δωρητή, αλλά και του δωρεοδόχου, είναι ευνόητο ότι η δωρεά θα αφορά μόνο το ποσό που προήλθε από συμβολή του δωρητή, αφού δεν νοείται δωρεά ποσού που ανήκε στην κυριότητα του δωρεοδόχου.
Επομένως, οι ΑΑ και ΒΒ επανέρχονται με νέα αγωγή κατά της ΓΓ και διεκδικούν τη νόμιμη μοίρα (για το τι είναι η νόμιμη μοίρα αναφερθείτε στο σχετικό άρθρο) από το ποσό που υπήρχε στον τραπεζικό λογαριασμό κατά το θάνατο του πατέρα τους. Διεκδικούν δηλαδή το ½ των χρημάτων που είχε ο λογαριασμός, εφόσον η συμβία ΓΓ του πατέρα τους δεν εργαζόταν και όλο το ποσό του λογαριασμού είχε καταθέσει σταδιακά ο πατέρας τους. Το Δικαστήριο τους δικαιώνει....
Ύστερα από λίγο καιρό, οι ΑΑ, ΒΒ και ΓΓ, μιας και δραστηριοποιούνταν άπαντες στο χώρο των επενδύσεων, άφησαν τα μίση και ένωσαν τις δυνάμεις τους προκειμένου ενωμένοι πλέον να αντιμετωπίσουν το νέο μεγάλο τους αντίπαλο, Μπλακ Τζακ...
(ΑΠΟ ΝΟΜΙΚΟ ΟΔΗΓΟ)

++++++++++++++++++++++++++++++++

Ασφαλιστικά Μέτρα – Κοινός Τραπεζικός Λογαριασμός – Όρος αρ. 2 Ν. 5638/1932 – Προσβολή νόμιμης μοίρας κληρονόμου – Μέμψη άστοργης δωρεάς – Συντηρητική κατάσχεση.

Ασφαλιστικά Μέτρα. Κοινοί Προθεσμιακοί Τραπεζικοί Λογαριασμοί. Ανάληψη ολόκληρου του ποσού των καταθέσεων από τη συνδικαιούχο του λογαριασμού μετά το θάνατο του έτερου συνδικαιούχου. Όρος αρ. 2 Ν. 5638/1932. Μη δικαίωμα κληρονόμου του κληρονόμου του θανόντος συνδικαιούχο να απαιτήσει από την έτερη συνδικαιούχο το μέρος της κατάθεσης που αντιστοιχεί σε αυτόν βάσει της εσωτερικής έννομης σχέσης που συνέδεε αυτήν με το θανόντα συνδικαιούχο. Κρίση ότι η κατάθεση σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό αποτελεί δωρεά. Μέμψη άστοργης δωρεάς κατά το άρθρο 1835 ΑΚ. Προσβολή της νόμιμης μοίρας του κληρονόμου του θανόντος συνδικαιούχου. Επείγουσα περίπτωση. Επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης σε βάρος της επιζήσασας συνδικαιούχου των τραπεζικών λογαριασμών.

Αριθμός απόφασης 108/2013

Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων). Αποτελούμενο από την Πρόεδρο Πρωτοδικών Ελένη Σκριβάνου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14-01-2013 χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ του αιτούντος Μ.Τ. του Λ., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου Δικηγόρου του Γεωργίου Ν. Λαμπαδάκη, δικηγόρου Ρόδου και των καθών 1) Α.Μ. του Ν., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου της Α.Θ., Δικηγόρου Αθηνών, 2) Σ.Τ.Δ., η οποία δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

(…..) Ως προς τη δεύτερη των καθών η αίτηση θεωρείται μη ασκηθείσα, καθώς … ο αιτών έχει ήδη παραιτηθεί του δικογράφου της ένδικης αιτήσεως ως προς αυτήν. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 και 3 Ν. 5638/1932 συνάγεται ότι ως προς την τύχη κοινού τραπεζικού λογαριασμού σε περίπτωση θανάτου ενός από τους συγκαταθέτες, πρέπει να διακριθούν οι ακόλουθες περιπτώσεις: α) Αν δεν έχει τεθεί ο όρος του αρ. 2, ότι δηλαδή μετά το θάνατο κάποιου συγκαταθέτη η κατάθεση και ο λογαριασμός θα περιέλθει αυτοδικαίως στους λοιπούς επιζώντες, οι κληρονόμοι του καταθέτη δεν υπεισέρχονται στη θέση της Τράπεζας στη θέση του συνδικαιούχου της κατάθεσης με βάση το κληρονομικό τους δικαίωμα, λόγω της σχετικής απαγόρευσης του αρ. 3 Ν. 5638/32, αλλά απλώς έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν από τους υπόλοιπους συγκαταθέτες το μέρος εκείνης της κατάθεσης που αντιστοιχεί στο δικαιοπάροχό τους με βάση την εσωτερική σχέση, β) Αν αντίθετα έχει τεθεί ο όρος του αρ. 2 οι κληρονόμοι αποξενώνονται πλήρως από το ποσό της κατάθεσης, το οποίο εξαιρείται από την κληρονομιά και περιέρχεται αυτοδίκαια στους επιζώντες συγκαταθέτες, χωρίς να μπορούν οι κληρονόμοι να αντλήσουν δικαιώματα από την εσωτερική σχέση των τελευταίων με τον κληρονομούμενο. Ωστόσο, για την προστασία των δικαιωμάτων των νομίμων μεριδούχων, ο νομοθέτης διόρθωσε τις δυσμενείς αυτές συνέπειες με το άρθρο 117 ΕισΝΑΚ, σύμφωνα με το οποίο, εφόσον με την κατάθεση σε κοινό λογαριασμό συντελέσθηκε δωρεά, κρίνεται ως προς το δίκαιο της νόμιμης μοίρας ως δωρεά. Έτσι, προστίθεται στην κληρονομιά για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας κατά τους όρους του άρθρου 1831 ΑΚ, υπόκειται δε σε ανατροπή ως άστοργος δωρεά κατά το άρθρο 1835 ΑΚ. Αν δε συντρέχουν οι όροι εφαρμογής των περί νόμιμης μοίρας διατάξεων, οι κληρονόμοι δεν έχουν κανένα δικαίωμα πάνω σε ένα τέτοιο λογαριασμό του δικαιοπαρόχου τους (ΑΠ 1393/2011 τνπ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 855/2002, ΑΠ 540/1998, ΑΠ 539/1992 κ.α.)

(………….) Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης ενώπιον του ακροατηρίου της μάρτυρας του αιτούντος (η πρώτη καθής δεν εξέτασε μάρτυρα) Σ.Π. του Ι., καθώς και των εγγράφων που προσκομίζουν οι διάδικοι και την εν γένει συζήτηση της υπόθεσης πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα: Ο πατέρας του αιτούντος Λ.Τ. του Μ., ο οποίος απεβίωσε στις 11-04-2012 και του οποίου ο αιτών είναι μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος διατηρούσε ενόσω ζούσε δύο κοινούς διαζευκτικούς λογαριασμούς προθεσμιακών καταθέσεων στη δεύτερη καθής Τράπεζα … ποσού €95.000 και €85.000 αντίστοιχα με συνδικαιούχο την πρώτη καθής, πρώτη εξαδέλφη και θεία του αιτούντος. Ο αιτών ισχυρίζεται ότι αρχικά αυτός ήταν συνδικαιούχος στα ποσά αυτά με τον πατέρα του, τα οποία αφορούσαν αποταμιεύσεις τους και ότι ο πατέρας του φοβούμενος μήπως η πρώην σύζυγος του αιτούντος θα διεκδικούσε τμήμα των χρημάτων αυτών ως συμμετοχή στα αποκτήματα γάμου, δημιούργησε κοινούς λογαριασμούς με συνδικαιούχο τον ίδιο και την πρώτη καθής στην οποία είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, με τη συμφωνία ότι σε περίπτωση θανάτου του και για να αποφύγει ο αιτών χρονοβόρες κληρονομικές διαδικασίες θα παραδώσει τα χρήματα αυτά στον αιτούντα-υιό του. Όμως, ανεξάρτητα από το αν ο ισχυρισμός αυτός είναι αληθής ή όχι, σύμφωνα με τους ως άνω λογαριασμούς (και συγκεκριμένα στους γενικούς όρους αυτών, τους οποίους είχε υπογράψει και ο πατέρας του αιτούντος-καταθέτης) περιλήφθηκε και ο όρος του αρ. 2 Ν. 5638/32…. Σύμφωνα λοιπόν με τα προαναφερόμενα, εφόσον στους εν λόγω λογαριασμούς έχει τεθεί ο όρος του αρ. 2 Ν. 5638/32, όπως ισχυρίζεται βάσιμα η δεύτερη καθής, το ποσό τους δεν συμπεριλαμβάνεται στην κληρονομιαία περιουσία του πατέρα του αιτούντος, ο δε τελευταίος (αιτών) ως κληρονόμος αυτού αποξενώθηκε πλήρως από τις καταθέσεις αυτές και το ποσό τους περιήλθε αυτοδικαίως στους επιζώντες συγκαταθέτες, δηλαδή στην πρώτη καθής, χωρίς να μπορεί ο κληρονόμος του, ήτοι ο αιτών, να αντλήσει δικαιώματα από την εσωτερική σχέση της τελευταίας (πρώτης καθής) με τον κληρονομούμενο. Όμως σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ο αιτών-κληρονόμος διατηρεί και σε αυτήν την περίπτωση που έχει τεθεί ο ως άνω όρος απαίτηση νόμιμης μοίρας, εφόσον με την κατάθεση σε κοινό λογαριασμό συντελέσθηκε δωρεά και προσβάλλεται με αυτήν η νόμιμη μοίρα του ως κληρονόμου, όπως υποστηρίζει ο αιτών κατ’ αντένσταση με τις προτάσεις του. Έτσι, προστίθεται στην κληρονομιά για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας κατά τους όρους του άρθρου 1831 ΑΚ, υπόκειται δε σε ανατροπή ως άστοργος δωρεά κατά το άρθρο 1835 ΑΚ. Πιθανολογείται δε ότι προσβάλλεται η νόμιμη μοίρα του αιτούντος, προς συμπλήρωση της οποίας έχει αξίωση ο αιτών, καθώς ο θανών πατέρας του άφησε κατά το χρόνο του θανάτου του τους ως άνω λογαριασμούς καθώς και ένα ισόγειο κατάστημα 39 τ.μ. στην Παλιά Πόλη της Ρόδου αξίας €89.008,92, όπως εκτιμήθηκε από τη Δ.Ο.Υ. Ρόδου, ήτοι συνολική περιουσία αξίας €269.008,92, οπότε η νόμιμη μοίρα του αιτούντος-υιού του και μοναδικού εξ αδιαθέτου κληρονόμου του ανέρχεται στο μισό του ως άνω ποσού, ήτοι €134.504,46, αφαιρουμένης δε της αξίας του ως άνω καταστήματος, το οποίο περιέρχεται στην κληρονομιά του ως άνω θανόντος πατέρα του στον αιτούντα, υπολείπεται το ποσό των €45.495,54, ως προς το οποίο, ως συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του, η ως άνω κατάθεση μπορεί να υποβληθεί σε ανατροπή ως άστοργος δωρεά κατά το άρθρο 1835 ΑΚ. Εφόσον, λοιπόν, πιθανολογείται αφενός μεν αξίωση του αιτούντος πηγάζουσα από τη νόμιμη μοίρα του, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, κατά της πρώτης καθής, αφετέρου δε και η επικείμενη αποξένωση της πρώτης καθής από τα περιουσιακά της στοιχεία, καθώς ήδη αυτή μετά την απόρριψη της προσωρινής διαταγής ανέλαβε όλα τα ως άνω ποσά από τους εν λόγω λογαριασμούς από τη δεύτερη καθής-Τράπεζα, η πράξη της δε αυτή σε συνδυασμό με την εν γένει συμπεριφορά της δημιουργεί άμεσο κίνδυνο μεταβίβασης και των λοιπών περιουσιακών της στοιχείων και ματαίωσης της ικανοποίησης της τυχόν επιδικασθείσας στο μέλλον απαίτησης του αιτούντος κατ’ αυτής.

Πρέπει συνεπώς, κατά τα προεκτεθέντα, η κρινόμενη αίτηση να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της πρώτης καθής, είτε βρίσκεται στα χέρια της είτε στα χέρια τρίτου, μέχρι του ποσού των €50.000 κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό (….)

Ασφαλιστικά Μέτρα. Κοινοί Προθεσμιακοί Τραπεζικοί Λογαριασμοί. Ανάληψη ολόκληρου του ποσού των καταθέσεων από τη συνδικαιούχο του λογαριασμού μετά το θάνατο του έτερου συνδικαιούχου. Όρος αρ. 2 Ν. 5638/1932. Μη δικαίωμα του κληρονόμου του θανόντος συνδικαιούχου να απαιτήσει από την έτερη συνδικαιούχο το μέρος της κατάθεσης που αντιστοιχεί σε αυτόν βάσει της εσωτερικής έννομης σχέσης που συνέδεε αυτήν με το θανόντα συνδικαιούχο. Κρίση ότι η κατάθεση σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό αποτελεί δωρεά. Μέμψη άστοργης δωρεάς κατά το άρθρο 1835 ΑΚ. Προσβολή της νόμιμης μοίρας του κληρονόμου του θανόντος συνδικαιούχου. Επείγουσα περίπτωση. Επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης σε βάρος της επιζήσασας συνδικαιούχου των τραπεζικών λογαριασμών. (Αριθμός Απόφασης 108/2013 Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου, δημοσιευμένη απόφαση στην τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ και στο νομικό περιοδικό Αρμενόπουλος 2013, 905 επ.)


Κοινός τραπεζικός λογαριασμός: Δικαιώματα συνδικαιούχων



Εφ.Θεσ/νίκης 74/2011: (..) Σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης στο όνομα του ίδιου του καταθέτη και τρίτου ή τρίτων σε κοινό λογαριασμό παράγεται, ανεξαρτήτως του εάν τα χρήματα που κατατέθηκαν ανήκαν σε όλους ή σε μερικούς υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση, ενεργητική σε ολόκληρο ενοχή μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της κατάθεσης νομικού προσώπου αφετέρου, με αποτέλεσμα η ανάληψη των χρημάτων της κατάθεσης (ολικώς ή μερικώς) από έναν από τους δικαιούχους να γίνεται εξ ιδίου δικαίου, εάν δε αναληφθεί ολόκληρο το ποσό της χρηματικής κατάθεσης από έναν μόνο δικαιούχο, επέρχεται απόσβεση της απαίτησης καθ` ολοκληρία έναντι της Τράπεζας και ως προς τον άλλο,
δηλ. τον μη αναλαβόντα δικαιούχο, ο οποίος εκ του νόμου αποκτά απαίτηση, έναντι εκείνου που ανέλαβε ολόκληρη την κατάθεση, για την καταβολή ποσού ίσου προς το μισό της κατάθεσης, εκτός εάν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα επί ολοκλήρου του ποσού ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής εκ μέρους αυτού που δεν έκανε ανάληψη του ποσού. Με την κατάθεση δε σε κοινό λογαριασμό οι δικαιούχοι του λογαριασμού, ακόμη και αν δεν κατατέθηκαν δικά τους χρήματα, γίνονται συγκύριοι των χρημάτων του λογαριασμού, ανεξάρτητα από τον σκοπό της κατάθεσης, γι` αυτό και η ανάληψη των χρημάτων από οποιονδήποτε των δικαιούχων δεν συνιστά υπεξαίρεση και κατ` επέκταση αδικοπραξία (…)
Η ανάληψη οποιουδήποτε ποσού της χρηματικής κατάθεσης από τον παραπάνω συνδικαιούχο (είτε όλου είτε μέρους αυτού), έγινε, όπως προαναφέρθηκε στη σχετική νομική σκέψη, εξ ιδίου δικαίου, και επέφερε απόσβεση της απαίτησης εις ολόκληρον έναντι του δέκτη της κατάθεσης (εναγόμενης) και ως προς τον άλλον, δηλαδή τον δικαιούχο που δεν ανέλαβε, ο οποίος από τον νόμο πλέον αποκτά απαίτηση έναντι εκείνου, που ανέλαβε ολόκληρη την κατάθεση, για την καταβολή ποσού ίσου προς το μισό της κατάθεσης, εκτός εάν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα σε ολόκληρο το ποσό ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής, από μέρους αυτού που δεν προέβη στην ανάληψη του ποσού. Σε περίπτωση δε θανάτου ενός των καταθετών, αν ο επιζών καταθέτης (ως εις ολόκληρον δανειστής έναντι της τράπεζας) εισπράξει, έχοντας το δικαίωμα, ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης, δεν χωρεί υποκατάσταση του άλλου (αποβιώσαντος) από τους τυχόν κληρονόμους του έναντι της τράπεζας, κατά της οποίας δεν μπορούν να στραφούν, επικαλούμενοι το κληρονομικό τους δικαίωμα, διότι διαφορετικά θα επερχόταν μεταβολή του προσώπου του καταθέτη χωρίς τη συγκατάθεση της (τράπεζας). Έτσι, οι κληρονόμοι του αποθανόντος, στην περίπτωση που πρόκειται οι ενάγοντες, θα μπορούν να αξιώσουν από αυτόν το τμήμα εκείνο της κατάθεσης που αναλογεί στον δικαιοπάροχο τους με βάση τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών (δημοσίευση τνπ Nomos)

Ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου στον έναν γονέα του λόγω διακοπής της έγγαμης συμβίωσης των συζύγων. Κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο είναι μεταξύ άλλων...317/2015 ΑΠ

Previous: ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ - ΤΥΧΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ ΣΕ ΚΟΙΝΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ - Έννοια και λειτουργία του κοινού τραπεζικού λογαριασμού κατά το Ελληνικό δίκαιο - Ο κοινός τραπεζικός λογαριασμός μετά τον θάνατο του κληρονομουμένου - Καταθέσεις σε κοινό λογαριασμό – Θάνατος συνδικαιούχου - Πώς ο κληρονόμος διεκδικεί κοινό λογαριασμό του θανόντος - Ο τραπεζικός λογαριασμός μετά το θάνατο του δικαιούχου - Ασφαλιστικά Μέτρα – Κοινός Τραπεζικός Λογαριασμός – Όρος αρ. 2 Ν. 5638/1932 – Προσβολή νόμιμης μοίρας κληρονόμου – Μέμψη άστοργης δωρεάς – Συντηρητική κατάσχεση = Αριθμός απόφασης 108/2013 Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου - Κοινός τραπεζικός λογαριασμός: Δικαιώματα συνδικαιούχων Εφ.Θεσ/νίκης 74/2011
$
0
0

ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ 1509.- ΠΑΡΟΧΕΣ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΠΡΟΣ ΤΑ ΤΕΚΝΑ ΤΟΥΣ

317/2015 ΑΠ ( 646926) 
Ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου στον έναν γονέα του λόγω διακοπής της έγγαμης συμβίωσης των συζύγων. Κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο είναι μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του γονέα για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης..
και της περίθαλψης του ανηλίκου τέκνου, και οι έως τότε δεσμοί του τέκνου με τους γονείς του, η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα του κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση αυτών. Συμφέρον του ανήλικου τέκνου. Οι ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, η πνευματική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η ικανότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας μέσα στα πλαίσια της λογικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης, περιλαμβάνονται στα κριτήρια προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου. Αυτό ισχύει ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα των γονέων ως προς το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης. Σφάλμα του Εφετείου που επικυρώνοντας τη πρωτόδικη απόφαση ανέθεσε την επιμέλεια του τέκνου των διαδίκων στην αναιρεσίβλητη. Έλλειψη νόμιμης βάσης και παραβίαση των διατάξεων ουσιαστικού δικαίου από την προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικές διαδικασίες. Διαφορές από διατροφή και επιμέλεια τέκνων. Η μη κατάθεση από τον αναιρεσείοντα κατά την κατάθεση της αίτησης αναίρεσης του προβλεπόμενου από το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ παραβόλου, δεν καθιστούσε αυτή απαράδεκτη εφόσον επρόκειτο για διαφορά που εκδικαζόταν κατά το άρθρο 681Β ΚΠολΔ. Αναιρεί την υπ` αριθμ. 226/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Παραπέμπει.


  
Αριθμός 317/2015 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

A1` Πολιτικό Τμήμα 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Γεώργιο Λέκκα, Αθανάσιο Καγκάνη και Χαράλαμπο Μαχαίρα, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Μαρτίου 2015, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ν. Μ. του Γ., κατοίκου ...., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Ζήση με δήλωση κατ` άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις. 

Της αναιρεσιβλήτου: Χ. Λ. του Γ., κατοίκου ......... , η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Παπανικολάου με δήλωση κατ` άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/7/2008 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος και την από 25/2/2009 ανταγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 75/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 226/2013 του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 15/1/2014 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αντώνιος Ζευγώλης ανέγνωσε την από 6/10/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί οι πρώτος και τρίτος λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, όπως αυτοί κατά τα ανωτέρω συμπληρώνονται, και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να απορριφθούν δε οι λοιποί λόγοι αυτής.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 και ισχύει κατά το άρθρο 113 του νόμου αυτού από 02-04-2012 <<εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφισης, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο ποσού διακοσίων (200), τριακοσίων (300) και τετρακοσίων (400) ευρώ αντίστοιχα, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας.....Σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικό μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο ως απαράδεκτο....Η υποχρέωση της παρούσας παραγράφου δεν ισχύει για τις διαφορές των άρθρων 663, 677 και 681Β. Εξάλλου, κατά το άρθρο 681Β ΚΠολΔ, δικάζονται οι διαφορές που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων, ειδικότερα δε κατά την περ. β`του άνω άρθρου δικάζονται οι διαφορές που αφορούν την άσκηση ή αφαίρεση της γονικής μέριμνας αναφορικά με το τέκνο κατά τη διάρκεια του γάμου και σε περίπτωση διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή όταν πρόκειται για τέκνο χωρίς γάμο των γονέων του, η διαφωνία των γονέων κατά την κοινή άσκηση απ` αυτούς της γονικής μέριμνας, καθώς και την επικοινωνία των γονέων και των υπόλοιπων ανιόντων με το τέκνο. Με την κρινομένη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 681Β επ. ΚΠολΔ υπ` αριθ. 226/2013 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, το οποίο δίκασε την από 31- 10-2011 έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ` αριθ. 75/2011 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης, το οποίο συνεκδίκασε την από 17-7-2008 αγωγή του αναιρεσείοντος κατά της αναιρεσίβλητης, με την οποία ζητούσε να ανατεθεί σ` αυτόν η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου τους, με την από 25-2-2009 διά των προτάσεων ασκηθείσα ανταγωγή της τελευταίας, με την οποία ζητούσε να της ανατεθεί η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου της και να επιδικασθεί σ` αυτήν ατομικώς και υπέρ του ανηλίκου τέκνου διατροφή από τον ενάγοντα, επικουρικά δε να ρυθμιστεί η επικοινωνία της με το ανήλικο τέκνο τους. Με την άνω πρωτόδικη απόφαση, απορρίφθηκε η αγωγή του αναιρεσείοντος, κατά το άνω αίτημά της, ενώ έγινε δεκτή κατά ένα μέρος η ανταγωγή και ανατέθηκε η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων στην αναιρεσίβλητη μητέρα του, το δε Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε την έφεση κατ` αυτής, επικυρώνοντας έτσι την άνω πρωτόδικη απόφαση. Ενόψει των ανωτέρω, κατά τα αναφερόμενα στην αρχή της παρούσης σκέψεως, η μη κατάθεση από τον αναιρεσείοντα κατά την κατάθεση της αίτησης αναίρεσης του προβλεπόμενου από το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ παραβόλου, δεν καθιστά αυτή απαράδεκτη εφόσον πρόκειται για διαφορά που δικάζεται κατά το άρθρο 681Β ΚΠολΔ, η προβληθείσα δε διά των προτάσεων της αναιρεσίβλητης ένσταση περί απαραδέκτου της αιτήσεως αναιρέσεως για τον λόγο αυτό, είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Κατά τα λοιπά, η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566§1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της (άρθρ. 577§3 ΚΠολΔ). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 1510, 1511, 1512, 1513, 1514 και 1518 ΑΚ συνάγεται, ότι η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του (η οποία εμπεριέχει την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του τέκνου, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του), επί πλέον δε και την διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη που αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του. Στην περίπτωση διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, όταν ανατρέπονται πλέον οι συνθήκες της ζωής της οικογένειας, καταργείται ο συζυγικός οίκος, δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση του καθενός από τους γονείς και ανακύπτει το θέμα της διαμονής των ανηλίκων τέκνων πλησίον του πατέρα ή της μητέρας τους, η ρύθμιση δε της γονικής μέριμνας και της επιμέλειας αυτών γίνεται από το δικαστήριο. Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησής της είναι το αληθινό συμφέρον του τέκνου, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μία ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Για την εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής έννοιας δεν παρέχονται από τον νομοθέτη εκ των προτέρων προσδιοριστικά στοιχεία πέραν από το επιβαλλόμενο στον δικαστή καθήκον να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσιακής - οικονομικής κατάστασής τους. Η μικρή ηλικία του ανηλίκου τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο κατά νόμο στοιχείο για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του ανηλίκου αναφορικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στον ένα ή τον άλλο από τους γονείς του, γιατί η άποψη ότι η γονική μέριμνα των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους λόγω του ότι έχουν ανάγκη της μητρικής στοργής και ιδιαίτερων περιποιήσεων, εξακολουθεί να ισχύει, κατά τις νεότερες ιατρικές παιδαγωγικές και ψυχολογικές έρευνες, μόνο για την νηπιακή ηλικία, για την οποία αναγνωρίζεται σαφής βιοκοινωνική υπεροχή στη μητέρα, ενώ για το μεταγενέστερο χρόνο αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου. Στην δικαστική, συνεπώς, κρίση καταλείπεται ευρύ πεδίο ώστε, αφού ληφθούν υπόψη, όλες οι σχέσεις και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε ρύθμιση τέτοια, που να εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου. Κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανηλίκου τέκνου, και οι έως τότε δεσμοί του τέκνου με τους γονείς του. Για το σκοπό αυτό λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα του κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση τούτων (ΑΠ 952/2007). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις συνάγεται επίσης, ότι οι ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, η πνευματική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η ικανότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας μέσα στα πλαίσια της λογικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης, περιλαμβάνονται στα κριτήρια προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου. Αυτό δε ισχύει ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα των γονέων ως προς το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης. Τέλος, το συμφέρον του τέκνου λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια, προς διαπίστωση δε της συνδρομής του εξετάζονται πάντα τα επωφελή και πρόσφορα για τον ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις. Ουσιώδους σημασίας είναι και η επισημαινόμενη στο νόμο ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμησή του, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού της ωριμότητάς του, καθώς και οι τυχόν συμφωνίες που έκαναν οι γονείς του τέκνου σχετικά με την επιμέλεια και τη διοίκηση της περιουσίας του. Με δεδομένη την ύπαρξη του εν λόγω δεσμού του τέκνου προς το συγκεκριμένο γονέα, αυτός θεωρείται ότι έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαπαιδαγώγησης προς όφελος του ανηλίκου και επομένως ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για την επιμέλειά του, όμως υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο ιδιαίτερος αυτός δεσμός του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα ως ψυχική στάση, η οποία είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου, που έχει την στοιχειώδη ικανότητα διακρίσεως. Πρέπει δε να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμη ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητά του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στο σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον ένα από τους γονείς, οπότε η προτίμηση του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το αληθές συμφέρον του. Η διάσπαση εξάλλου της έγγαμης συμβίωσης των γονέων, με συνεπακόλουθο και την διάσπαση της οικογενειακής συνοχής κλονίζει σοβαρώς την ψυχική ισορροπία του τέκνου που αισθάνεται ανασφάλεια και επιζητεί στήριγμα. Οι μεταξύ των συζύγων δημιουργούμενες έντονες αντιθέσεις ενίοτε αποκλείουν κάθε συνεννόηση μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τα τέκνα τους, τα οποία όχι σπανίως χρησιμοποιούνται ως όργανα για την άσκηση παντοειδών πιέσεων και την ικανοποίηση εκδικητικών διαθέσεων. Έτσι, υπό το κράτος της κατάστασης αυτής ο γονέας που αναλαμβάνει την γονική μέριμνα ή την επιμέλεια έχει, κατά την επιταγή του νόμου, πρόσθετα καθήκοντα και αυξημένη την ευθύνη της αντιμετώπισης των ως άνω ειδικών περιστάσεων κατά προέχοντα λόγο, και αυτό προϋποθέτει την εξασφάλιση στο τέκνο κατάλληλων συνθηκών προσαρμογής (ΑΠ 1910/2005). Εξάλλου, εφόσον το συμφέρον του τέκνου συνιστά αόριστη νομική έννοια με αξιολογικό περιεχόμενο, το οποίο εξειδικεύεται από το ουσιαστικό δικαστήριο, η κρίση του ως προς το αν, ενόψει των περιστάσεων που δέχθηκε, για την ύπαρξη των οποίων κρίνει ανέλεγκτα, εξυπηρετείται το συμφέρον του τέκνου, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, αν η απόφαση περιέχει κρίση για την εξυπηρέτηση του συμφέροντος του τέκνου, πλην όμως αυτή είναι εσφαλμένη, δημιουργείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αν δε η απόφαση δεν έχει ως προς τούτο καθόλου αιτιολογίες ή έχει ανεπαρκείς, ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες υπόκειται σε αναίρεση κατ` άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ (ΑΠ 1218/2006, 1910/2005). Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από το άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (ΟλΑΠ 27, 28/1998). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ αναίρεση χωρεί αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ανεπάρκεια αιτιολογιών, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, υπάρχει όταν δεν προκύπτουν από την απόφαση σαφώς και επαρκώς τα περιστατικά που είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή όταν η απόφαση έχει ελλείψεις, όσον αφορά το νομικό χαρακτηρισμό των κρίσιμων περιστατικών που έγιναν δεκτά. Αντιφατικότητα δε αιτιολογιών υπάρχει όταν εξ αιτίας της δεν προκύπτει ποια πραγματικά περιστατικά δέχθηκε το δικαστήριο για να στηρίξει το διατακτικό, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί αν σωστά εφάρμοσε το Νόμο (ΑΠ 164/1994). Η αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια πρέπει να έχει σχέση με ουσιώδεις ισχυρισμούς και κεφάλαια παροχής έννομης προστασίας και επιθετικά ή αμυντικά μέσα και όχι με την επιχειρηματολογία των διαδίκων ή του δικαστηρίου, ούτε την εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή διατυπώνεται σαφώς (Ολ.ΑΠ 24/1992, Ολ.ΑΠ 1/1999). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 226/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, μετά από την συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που αναφέρει, στα οποία έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να συμπεριλαμβάνεται και η υποβολή της προβλεπόμενης από το άρθρο 681 Γ παρ. 2 εδ. α` του ΚΠολΔ, έκθεσης έρευνας των συνθηκών διαβίωσης του ανηλίκου από την αρμόδια κοινωνική υπηρεσία, έγιναν δεκτά τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά την ανέλεγκτη επί της ουσίας εκτίμηση των αποδείξεων: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο, σύμφωνα με τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στις 10-9-2005, στον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδας Αμφιθέας του Δήμου Διρφύων Ευβοίας. Από το γάμο τους απέκτησαν στις 10-5-2007 ένα άρρεν τέκνο, που έλαβε το κύριο όνομα Π. και είναι ανήλικο (βλ. αντίγραφο της με αριθ. 203/Β/18-5-2007 ληξιαρχικής πράξης γέννησης της Ληξιάρχου Αλεξανδρούπολης). Μετά τον γάμο τους, ο ενάγων (ήδη αναιρεσείων), που υπηρετεί στις τάξεις του στρατού ως μόνιμος αξιωματικός, μετατέθηκε σε μονάδα της Αλεξανδρούπολης και οι σύζυγοι εγκαταστάθηκαν στην πόλη αυτή (αρχικά στην οδό ...... αριθ. .. , στην συνέχεια στην οδό ................ .), όπου και διέμειναν έκτοτε. Αρχικά οι σχέσεις τους ήταν αρμονικές. Όμως, τον μήνα Μάρτιο του έτους 2006 η ενάγουσα παρουσίασε επιπλοκές κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης της, που για τον λόγο αυτό είχε δυσμενή κατάληξη. Μάλιστα, στις 27-3-2006 υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση αφαίρεση δεξιάς σάλπιγγας, στην ιδιωτική κλινική ".........."Αθηνών. Η θλίψη και η αναστάτωσή της από το συγκεκριμένο συμβάν, σε συνδυασμό με τα παράπονα για την πλημμελή φροντίδα και συνδρομή του συζύγου της κατά το διάστημα της αναφερόμενης κύησης και με την προδιάθεσή της σε συμπτώματα ψυχολογικής αστάθειας, αποτέλεσε έναυσμα για την εκδήλωση στην συνέχεια διαταραχών στην συμπεριφορά της. Αρχισε σταδιακά να κατηγορεί το σύζυγό της ότι έχει συνάψει εξωσυζυγικό δεσμό, με έρεισμα την παραπάνω συμπεριφορά του, ενώ κάτι τέτοιο δεν αποδείχθηκε, δημιουργώντας επανειλημμένες σκηνές ζηλοτυπίας. Έγινε εριστική, εξύβριζε τον ενάγοντα και προκαλούσε φθορές στα οικιακά τους σκεύη, ενώ δημιούργησε επανειλημμένα εντάσεις, διενέξεις και παρεξηγήσεις με πρόσωπα του οικογενειακού, του φιλικού, αλλά και του επαγγελματικού του περιβάλλοντος. Ενδεικτικά, στις 20-6-2007 επικοινώνησε με την μητέρα της κουμπάρας τους και της δήλωσε ότι η τελευταία διατηρεί ερωτικό δεσμό με τον ενάγοντα, ενώ στις 17-1-2008 η εναγομένη τηλεφώνησε στο Διοικητή της Μονάδας που υπηρετούσε ο σύζυγός της και τον κατηγόρησε ότι διατηρεί εξωσυζυγικό δεσμό. Η νέα κύησή της και η αγωνία για την ομαλή της έκβαση, επέτειναν τα παραπάνω προβλήματα και κλιμάκωσαν τις εντάσεις του ζεύγους. Από την άλλη πλευρά και ο ενάγων δεν επέδειξε την δέουσα κατανόηση και υπομονή για την κατάσταση της υγείας της συζύγου του, που διήγαγε δύο δύσκολες εγκυμοσύνες και δεν την περιέβαλε με την απαραίτητη στοργή. Αντίθετα, επηρεαζόμενος από τους γονείς του, οι οποίοι όπως προέκυψε, ποτέ δεν είχαν αποδεχθεί την εναγομένη-αντενάγουσα ως νύφη τους, απομακρύνθηκε από αυτήν και έγινε σταδιακά επιθετικός, άρχισε να την εξυβρίζει, καταλήγοντας να χειροδικήσει εναντίον της την πρώτη φορά κατά τον 5ο μήνα της δεύτερης κύησής της, κατόπιν στις 20-6-2007, και κατά τη διάρκεια ενός από τους συχνούς πλέον, κατά τον τελευταίο καιρό της έγγαμης συμβίωσής τους, μεταξύ τους διαπληκτισμούς, οπότε και εκτόξευσε απειλές για τη σωματική της ακεραιότητα (βλ. την από 3-7-2007 εξώδικη δήλωση της αντενάγουσας που επιδόθηκε στον αντίδικό της στις 10-7-2007, όπως προκύπτει από τη με αριθμό 2193β`/10-7-2007 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης Δ. Κ. και το με το αριθ. πρωτ. 1019/26/1086 από 22-6-2007 απόσπασμα βιβλίου αδικημάτων του Α/Τ Αλεξανδρούπολης). Η προκατάληψη των γονιών του συζύγου της, συνάγονται από την με αριθμό .../19-11-2009, ένορκη βεβαίωση του Γ. Μ. του Ν., πατέρα του ενάγοντος, όταν στην προσπάθειά του να υποστηρίξει το αντίθετο, ανέφερε ότι ο πατέρας της εναγομένης δεν έδωσε στο γιο του- σύζυγό της, την προίκα που του έταξαν, ούτε καν εσώρουχα, που αναγκάσθηκε να της αγοράσει ο γιος του, και ότι η εναγομένη είναι άσπλαχνη και άστοργη μάνα και όλη η οικογένειά της έχουν σκοπό την εκδίκηση, αλλά ο ίδιος βεβαιών παραδέχεται ότι η νύφη του είχε ενημερώσει τον γιο του για την αρρώστια της. Στις 26-6-2007 η εναγομένη, έπειτα από το παραπάνω περιγραφόμενο μεταξύ τους επεισόδιο, δίχως να ενημερώσει το σύζυγό της, πήρε το ανήλικο, μόλις σαράντα (40) ημερών τότε τέκνο της και εγκατέλειψε την συζυγική εστία, μεταβαίνοντας στην πατρική της οικία στην Αμφιθέα του Ν. Ευβοίας. Από εκεί επέστρεψε στις 7-7-2007, κατόπιν επίδοσης εξώδικης δήλωσης του συζύγου της, με την οποία την καλούσε να επανέλθει στην συζυγική στέγη (βλ. την με αριθμό 7026/2-7-2007 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Χαλκίδας Μ. Α.). Η παραπάνω κατάσταση δεν βελτιώθηκε και η εναγομένη στις 5-2-2008 εγκατέλειψε εκ νέου την συζυγική στέγη, όπου επέστρεψε στις 7-2-2008 (βλ. τα με αριθμό 1019/26/1075-0/08, 1019/26/1086β/08 και 1019/26/1086γ` αποσπάσματα του βιβλίου συμβάντων του Α/Τ Αλεξανδρούπολης). Στις 22-2-2008, δυνάμει της με αριθμό 8/2008 παραγγελίας της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, κατόπιν αίτησης του πατρός της, η αντενάγουσα εισήχθη στην ψυχιατρική κλινική του ΕΣΥ του Π.Π.Ν. Αλεξανδρούπολης, όπου νοσηλεύθηκε και εξήλθε στις 13-3-2008 από την κλινική, αφού διαπιστώθηκε βελτίωση της κατάστασής της, με οδηγίες για φαρμακευτική αγωγή και εξακολούθηση της ιατρικής παρακολούθησής της στον τόπο διαμονής της στην πατρική της κατοικία (βλ. τα από 17-4-2008 ιατρικά πιστοποιητικά της ψυχιάτρου Α. Α. και της παιδοψυχιάτρου Ε. Κ. του Π.Π.Ν. Αλεξανδρούπολης). Στις 8-3-2008 φέρεται ότι επήλθε ο θάνατος της μητρός της Ε. Λ., δίχως όμως ν` αποδεικνύεται και ο τρόπος θανάτου αυτής (αυτοκτονία), όπως υποστηρίζει ο αντίδικός της. Ο γάμος των διαδίκων λύθηκε με την υπ` αριθ. 126/2009 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού. Εν τω μεταξύ, δυνάμει της με αριθμό 756/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), ανατέθηκε προσωρινά η επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου τέκνου στον πατέρα του (ενάγοντα). Το ανήλικο ανέλαβε ο τελευταίος, ο οποίος ασκεί το λειτούργημά του με τη συνδρομή των γονέων του, ενώ δεν υπήρξε καμιά επικοινωνία με την εναγομένη, από τότε μέχρι σήμερα, ήτοι επί πέντε έτη. Ο ενάγων-αντεναγόμενος υπηρετεί, ως μόνιμος αξιωματικός, με τον βαθμό του υπασπιστή, στις τάξεις του ελληνικού στρατού και λάμβανε κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής σταθερές μηνιαίες αποδοχές 1.600 ευρώ περίπου. Από τις προσκομιζόμενες εκθέσεις ικανότητας της υπηρεσίας του, κρίνεται ηθικός, με σταθερή προσωπικότητα και ευσυνειδησία (βλ. τις προσκομιζόμενες εκθέσεις ικανότητας της υπηρεσίας του), ενώ στην από 16-3-2012 ένορκη βεβαίωση η ενόρκως βεβαιούσα μητέρα του Ε. Μ. τονίζει τις μη αμφισβητούμενες από κανένα αρετές του (δεν καπνίζει, δεν πίνει, φροντίζει το παιδί του). Κατά το χρονικό σημείο της διάστασης της έγγαμης συμβίωσης των συζύγων, υπηρετούσε στην Αλεξανδρούπολη και κατοικούσε σε διαμέρισμα που μίσθωνε στην ίδια πόλη (στην οδό Πλωτινουπόλεως αριθ. 6). Αρχικά, το τέκνο του διέμενε εκεί, όπου είχαν μετοικήσει για κάποιο διάστημα και οι γονείς του διαδίκου, προκειμένου να του προσφέρουν συνδρομή στην φροντίδα του. Ο ενάγων-αντεναγόμενος μετατέθηκε όμως στο Λιτώχωρο Πιερίας (οδός ...), όπου κατοικεί πλέον και οι γονείς του, που είναι κάτοικοι Φαρσάλλων και επέστρεψαν ήδη στη μόνιμη κατοικία τους, όπου μετέφεραν και το ανήλικο τέκνο, το οποίο διαμένει στο εξής μαζί τους. Η εναγομένη ενάγουσα, από την διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής της, μετοίκησε στην πατρική κατοικία (Αμφιθέα Δήμου Δυρφύων Ν. Ευβοίας), όπου διαμένει με τον πατέρα, τον αδελφό και την αδελφή της. Είναι απόφοιτη του Ινστιτούτου Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΙΕΚ) Χαλκίδας με την ειδικότητα του Διοικητικού και Οικονομικού Στελέχους Επιχειρήσεων. Αναφορικά με την κατάσταση της υγείας της εναγομένης-αντενάγουσας, προκύπτει ότι αρχικά ήταν ελεύθερη συμπτωμάτων επί οκτώ έτη, παρουσίασε την ως άνω έξαρση, προφανώς λόγω των συζυγικών διαπληκτισμών και των κυήσεων. Η εισαγωγή και νοσηλεία της τις 22-2-2008 έως τις 13-3-2008 στην ψυχιατρική κλινική του ΕΣΥ του Π.Π.Ν. Αλεξανδρούπολης, αποδίδεται σε συναισθηματική διαταραχή από τον τοκετό και την αντίδραση σε στρεσσογόνα γεγονότα (διάσταση). Ειδικότερα, διαγνώσθηκε ότι πάσχει από ήπια ιδεοφυγή και παρανοϊκό ιδεασμό που αφορούσε κυρίως σε πρόσωπα από το συγγενικό της περιβάλλον, συμπτώματα τα οποία, κατά το ιατρικό πόρισμα άρχισαν να εμφανίζονται σταδιακά κατά την περίοδο της δεύτερης εγκυμοσύνης της και κυρίως της λοχείας, όμως δεν έγιναν αντιληπτά από την ίδια και τον πρώην σύζυγό της. Μάλιστα, αυτά εκδηλώθηκαν και επιτάθηκαν από την έκρυθμη κατάσταση που διήγε το ζευγάρι και τις συγκρούσεις του αντιδίκου της με τα μέλη της πατρικής της οικογένειας. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της, συνεργάστηκε με τους θεράποντες ιατρούς της, ακολούθησε φαρμακευτική αγωγή στην οποία ανταποκρίθηκε σύντομα και σε μεγάλο βαθμό, με σημαντική βελτίωση, με αποτέλεσμα να εξέλθει στις 13-3-2008 με διάγνωση "συναισθηματική διαταραχή σε έδαφος περιόδου λοχείας", η οποία κατά την εκτίμηση των ιατρών της, τυγχάνει συνήθως καλής διάγνωσης. Εξάλλου, και από την με ημερομηνία 22-2-2008 εξέταση της παιδοψυχιάτρου της παραπάνω δημόσιας κλινικής, διαπιστώθηκε η ύπαρξη σταθερότητας και συνέχειας της συναισθηματικής φροντίδας του βρέφους (τότε οκτώ περίπου μηνών), το οποίο είχε καλή σωματική ανάπτυξη και καλή επικοινωνία και δεν εγκατέλειπε την αγκαλιά της μητέρας του. Η παραπάνω ιατρός παρατήρησε ακόμη ότι η διάδικος ήταν καλή ως μητέρα στην σχέση με το τέκνο της και στη συναισθηματική του φροντίδα, εκτός του διαστήματος των δύο τελευταίων μηνών που βρισκόταν σε αντιπαράθεση με το σύζυγό της, εξαιτίας του επικείμενου διαζυγίου τους και ενδεχόμενης αναζωπύρωσης της ψυχικής της διαταραχής (βλ. το με αριθμό 1039/24-1-2011 πιστοποιητικό νοσηλείας της ψυχιατρικής κλινικής του ΕΣΥ του Π.Π.Ν. Αλεξανδρούπολης, και τις από 17-4-2008 ιατρικές γνωματεύσεις των θεραπόντων ιατρών Διευθυντή του Τμήματος ψυχιάτρου Κ. Μ. και της παιδοψυχιάτρου Ε. Κ.). Το περιεχόμενο της γνωμάτευσης της παραπάνω παιδοψυχιάτρου, καθιστά μη πειστική την κατάθεση του πατέρα του ενάγοντος στην με αριθμό .../19-11-2009 ένορκη βεβαίωσή του, αναφορικά με τα γεγονότα αλλά και τις προσωπικές του κρίσεις που την παρουσιάζουν ως αδιάφορη και άστοργη μητέρα. Η διάδικος, μετά την έξοδό της ακολούθησε συστηματική φαρμακευτική αγωγή, και είναι νορμοθυμική χωρίς να παρουσιάσει άλλωστε κανένα σύμπτωμα ή διαταραχή στη συμπεριφορά της. Αντίθετα, χαρακτηρίστηκε λειτουργική και φροντίζει, όχι μόνο τον εαυτό της, αλλά συνεισφέρει στις ανάγκες για οικιακές και εξωτερικές εργασίες, όπως και στην αποκλειστική περίθαλψη της αδελφής του πατρός της, που διαμένει μαζί τους. Κρίνεται ικανή να αναλάβει την φροντίδα του ανηλίκου τέκνου της, η οποία είναι ευνοϊκή και όχι επιβαρυντική γι` αυτήν (βλ. το από 9-3-2010 ιατρικό σημείωμα του ιδιώτη ψυχιάτρου Κ. Ζ. και το με αριθμό 9877/9-2-2010 πιστοποιητικό της ψυχιάτρου Χ. Λ., ιατρού του δημόσιου Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής "Δρομοκαείτειο ΝΠΔΔ"). Η εναγομένη-αντενάγουσα υποβλήθηκε και σε πρόσφατες εξετάσεις των αναφερθέντων θεραπόντων ιατρών της, καθώς βρίσκεται υπό συστηματική ψυχοθεραπευτική παρακολούθηση και διαγνώσθηκε ότι, πέραν του ιστορικού της διπολικής συστηματικής διαταραχής, δεν εκδηλώθηκε κανένα νέο σύμπτωμα. Αντίθετα, η φαρμακευτική αγωγή που ακολουθεί μειώθηκε στο ελάχιστο, αφού παρουσιάζει σταθερότητα επί τέσσερα και πλέον έτη. Παρατηρείται ότι έχει καλό υποστηρικτικό περιβάλλον από την οικογένειά της, κρίνεται και πάλι ικανή για την ανάληψη της φροντίδας του τέκνου της, η οποία επισημαίνεται ότι είναι θετική γι` αυτήν, καθώς την στεναχωρεί ιδιαίτερα ότι έχει μέχρι τώρα ουσιαστικά αποκλεισθεί από την επιμέλειά του, αλλά και την επικοινωνία με αυτό (βλ. το με αριθμό πρωτ. 10255/17-5-2010 πιστοποιητικό της ψυχιάτρου Χ. Λ., ιατρού του δημόσιου Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής "Δρομοκαείτειο ΝΠΔΔ"και το από 2-3-2011 ιατρικό σημείωμα του ιδιώτη ψυχιάτρου Κ. Ζ.), είναι δε χαρακτηριστικό ότι η εφεσίβλητη, παρόλο που κέρδισε την πρωτόδικη δίκη, όχι μόνο δεν πήρε από τον εκκαλούντα την επιμέλεια του τέκνου τους, αλλά αυτός της στερεί την επικοινωνία με αυτό εδώ και πέντε έτη (το τέκνο είναι τώρα 6 ετών και ουσιαστικά ανατρέφεται από τους εκ πατρός παππού και γιαγιά). Όπως προκύπτει από το από 3-3-2012 αντίγραφο από το δελτίο συμβάντων του Α/Τ Φαρσάλων σε μία απόπειρα επικοινωνίας της αντενάγουσας με το τέκνο της, ώρα 16:00, αυτό δεν επιθυμούσε να είναι μαζί της μετά την πάροδο δύο λεπτών, διότι δεν την γνώριζε. Τούτο δε, κατά την κρίση του δικαστηρίου, ερμηνεύεται ως παρεμπόδιση της μητέρας, από τον πατέρα και τους γονείς αυτού, να επικοινωνεί με το τέκνο της, διότι δεν νοείται ένα παιδί πέντε ετών να μην γνωρίζει τη μητέρα του. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου ενισχύεται από το γεγονός ότι την ίδια ημέρα και ώρα 12 η αντενάγουσα δέχθηκε να επικοινωνήσει με το τέκνο της μόνο για δέκα λεπτά στην είσοδο της πολυκατοικίας του ενάγοντος και το τέκνο της αρνήθηκε, τότε εκείνη άφησε στο διάδρομο διάφορα πράγματα ως δώρα (ρούχα κλπ), τα οποία ο ενάγων σε έξαλλη κατάσταση και παρουσία των αστυνομικών τα πέταξε έξω. Από όσα αναφέρθηκαν προέκυψε ότι, η εναγομένη-αντενάγουσα είχε προδιάθεση ψυχικής αστάθειας, η οποία εκδηλώθηκε από τις κυήσεις και τη συμπεριφορά του συζύγου της, ο οποίος έφθασε στο σημείο να χειροδικήσει εις βάρος της, ενώ ήταν έγκυος και να την απειλήσει. Η κατάσταση αυτή, που αντεδεικνύεται για κάθε γυναίκα, η οποία διάγει το στάδιο της λοχείας και είναι, σύμφωνα με την κοινή πείρα, επιρρεπής σε επιλόχειες ψυχικές διαταραχές, ήταν ασφαλώς καταλυτική για την συγκεκριμένη, που είχε ήδη ψυχική προδιάθεση. Περαιτέρω, συνάγεται ότι το παραπάνω ανήλικο τέκνο λόγω της νηπιακής του ηλικίας (τεσσάρων ετών κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής) έχει πρωτίστως ανάγκη της μητρικής φροντίδας και στοργής, που επί πέντε έτη στερήθηκε. Η θαλπωρή αυτή και η σχέση με την μητέρα του δεν μπορεί να αναπληρωθεί από τις φροντίδες και το ενδιαφέρον του παππού και της γιαγιάς του, οι οποίοι ανεξάρτητα από την αγάπη και την στοργή τους, δεν δύνανται να εξοβελίσουν την εγγενή ψυχική του ανάγκη να απολάβει την μητρική αγάπη. Επιπλέον, ο πατέρας του ανηλίκου είναι υποχρεωμένος, λόγω του επαγγέλματός του, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, σε συχνές μεταθέσεις και πολυήμερες απουσίες από τον εκάστοτε τόπο κατοικίας του, έστω και αν ο ίδιος υποστηρίζει ότι οι αξιωματικοί που αποτελούν μονογονεϊκές οικογένειες, όπως αυτός, δεν τοποθετούνται σε νυκτερινές βάρδιες. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο ανήλικος γιος του ουσιαστικά δε διαμένει μαζί του στο Λιτόχωρο, όπου αυτός υπηρετεί, αλλά με τον παππού και τη γιαγιά στα Φάρσαλα. Οι τελευταίοι, λόγω της ηλικίας τους, ο πρώτος ήδη 72 ετών και η δεύτερη 69 ετών περίπου, είναι δεδομένο ότι δεν έχουν την δυνατότητα να παρέχουν στο τέκνο τις φροντίδες, την ανατροφή, την ψυχαγωγία που απαιτούνται για την ηλικία του. Ήδη, όπως αναφέρθηκε, κατοικεί μαζί τους, στερούμενο στην ουσία την ενδελεχή παρουσία και φροντίδα αμφότερων των γονιών του. Αντίθετα, η εναγομένη-αντενάγουσα δεν εργάζεται, έχει τον απαιτούμενο χρόνο και είναι πλέον, με την κατάλληλη φαρμακοθεραπεία, ικανή να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην φροντίδα του τέκνου της, την ανατροφή και την διαπαιδαγώγησή του, εφόσον δεν εργάζεται. Η ψυχική κατάστασή της είναι επαρκής και δεν θα επιβαρυνθεί από την επιμέλεια του ανηλίκου, αλλά σύμφωνα με τις διαγνώσεις των θεραπόντων ιατρών της αντίθετα θα είναι ευεργετική γι` αυτήν. Αλλωστε, η διατάραξη της υγείας της, την οποία επικαλείται ως το σημαντικότερο πρόσκομμα ο εκκαλών, δεν εκδηλώθηκε απρόκλητα, αλλά, όπως εκτέθηκε, κατά την περίοδο μεγάλης και διαρκούς έντασης. Εξάλλου, κατά την διάρκεια της παραπάνω κρίσιμης κατάστασής της, ο πρώην σύζυγό της-ενάγων, όχι μόνο δεν της συμπαραστάθηκε, αλλά επέδειξε επιθετική συμπεριφορά εναντίον της και έλλειψη υπευθυνότητας, ενώ η προσπάθειά του να αποκλείσει την επικοινωνία της μητέρας με το τέκνο της δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες για την ύπαρξη στο πρόσωπό του περισσότερων εχέγγυων από αυτήν, για την ανάληψη της αποκλειστικής επιμέλειας του τέκνου τους. Επίσης, πρέπει να τονιστεί ότι οι γιατροί ουδέποτε διέγνωσαν επικινδυνότητα, ή ακόμη ακαταλληλότητα της εναγομένης-αντενάγουσας για την επιμέλεια του τέκνου της, αφού ακόμη και από την παιδοψυχίατρο που εξετάσθηκε αυτή στις 22-2-2008, δηλαδή κατά το χρονικό σημείο που βρισκόταν σε έξαρση η διατάραξη της ψυχικής της ηρεμίας και νοσηλευόταν, παρατηρήθηκε πως δεν απεμπόλησε την μέριμνα για την περιποίηση του τέκνου της, ούτε απώλεσε την σταθερότητά της συναισθηματικής φροντίδας της για το ανήλικο και δεν το εγκατέλειψε, όπως αβάσιμα ισχυρίσθηκε ο ενάγων, αλλά διατηρούσε καλή επικοινωνία με αυτό, το οποίο ήταν αντίστοιχα συναισθηματικά δεμένο μαζί της (όπως επί λέξει αναφέρεται στο από 17-4-2008 πιστοποιητικό της παιδοψυχιάτρου Ε. Κ. του Π.Γ.Ν. Αλεξανδρούπολης, "το παιδί δεν έφευγε από την αγκαλιά της μητέρα του"). Επίσης, όπως επισημάνθηκε, η διάδικος βιώνει πλέον σε ήρεμο υποστηρικτικό περιβάλλον, που εκτός από την συνδρομή του πατρός της (ηλικίας 62 ετών), έχει και αυτή του αδελφού της και της αδελφής της, που είναι και οι δύο άγαμοι, δίχως άλλες υποχρεώσεις πρόθυμοι να συνεισφέρουν στη μητέρα και το τέκνο, κατοικούν δε σε ιδιόκτητη διώροφη οικία, που είναι κατάλληλη για τη διαμονή του τέκνου. Έτσι, εκτιμάται πως η αλλαγή περιβάλλοντος δεν θα προκαλέσει στην συγκεκριμένη στιγμή, κατόπιν και των επανειλημμένων μεταβολών στις οποίες ήδη υποβλήθηκε το ανήλικο, αποτρεπτικό παράγοντα.

Συνεπώς, τo Δικαστήριο, δίχως να παραβλέπει την αγάπη αμφότερων των διαδίκων γονέων προς το τέκνο τους, αλλά με αποκλειστικό γνώμονα το αληθινό συμφέρον του ανηλίκου, όπως το καθορίζουν οι βιοτικές και ψυχικές ανάγκες του, η ηλικία, καθώς και οι προσωπικές ιδιότητες των διαδίκων, κρίνει ότι πρέπει να ανατεθεί στην ενάγουσα αποκλειστικά η άσκηση της επιμέλειάς του. Και τούτο, διότι κρίνει ότι η έμφυτη ανάγκη κάθε νήπιου για την μητρική στοργή στο ευαίσθητο αυτό σημείο της νηπιακής ηλικίας δεν δύναται να υποκατασταθεί από τις φροντίδες των παππούδων του, αφετέρου διότι άγεται στην κρίση ότι παρέχει η διάδικος μητέρα τα εχέγγυα για τη σωστή ανατροφή, διαπαιδαγώγηση, όπως και ορθή ψυχοσωματική και συναισθηματική ανάπτυξή του, ως καταλληλότερη βάσει των συνθηκών διαβίωσής της, του χρόνου και της δυνατότητας για αποκλειστική απασχόληση με αυτό, αλλά και ως ικανής από άποψης ψυχικής υγείας, διατηρούμενης δε της από κοινού άσκησης από τους διαδίκους, των υπολοίπων λειτουργιών της γονικής μέριμνας του τέκνου τους. Περαιτέρω, βάσει των προσκομιζομένων γνωματεύσεων ψυχιάτρων και παιδοψυχιάτρων, οι περισσότεροι από τους οποίους υπηρετούν σε δημόσια νοσοκομεία και μάλιστα πανεπιστημιακά δεν υφίσταται ανάγκη, για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης, της διενέργειας ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, οπότε πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος ο σχετικός λόγος της έφεσης. Με τις σκέψεις του αυτές το Εφετείο, απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος, επικυρώνοντας έτσι την ομοίως κρίνασα απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, το οποίο, αφού απέρριψε την αγωγή του αναιρεσείοντος, κατά το μέρος που ζητούσε να ανατεθεί σ` αυτόν η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου που απέκτησε από τον γάμο του με την αναιρεσίβλητη, έκανε δεκτή την ανταγωγή της τελευταίας, με την οποία ζητούσε ομοίως να ανατεθεί σ` αυτήν η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων.

Έτσι που έκρινε το Εφετείο, παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1510, 1511, 1512, 1513, 1514 και 1518 ΑΚ, καθόσον, τα δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν πληρούσαν το πραγματικό των διατάξεων αυτών, ως προς το πραγματικό συμφέρον του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων να ανατεθεί η επιμέλεια αυτού στην αναιρεσίβλητη μητέρα του. Ειδικότερα, δεν δικαιολογούσαν την ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου των διαδικών στην αναιρεσίβλητη, οι παραδοχές του Εφετείου: α) Ότι η αναιρεσίβλητη, έχουσα ήδη από το παρελθόν προδιάθεση σε συμπτώματα ψυχολογικής αστάθειας, κατά την διάρκεια του γάμου της με τον αναιρεσείοντα, εξαιτίας μιας πρώτης εγκυμοσύνης αυτής με επιπλοκές, που είχε δυσμενή κατάληξη, και εν συνεχεία μιας δεύτερης, εξίσου προβληματικής, από την οποία τελικώς γεννήθηκε το ανήλικο τέκνο τους, αποτέλεσαν το έναυσμα για να εκδηλώσει έντονες ψυχικές διαταραχές και προβληματική συμπεριφορά, με τη συνδρομή προς τούτο και του αναιρεσείοντος, που δεν μπορούσε να κατανοήσει την κατάστασή της, ώστε να δημιουργούνται συνεχώς μεταξύ τους εντάσεις, διαπληκτισμοί, εξυβρίσεις και απειλές εκατέρωθεν, ακόμη και χειροδικίες κατά της αναιρεσίβλητης από τον αναιρεσείοντα, με αποτέλεσμα, στις 22-2-2008, δυνάμει της με αριθμό 8/2008 παραγγελίας της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, κατόπιν αίτησης του πατρός της, να εισαχθεί στην ψυχιατρική κλινική του ΕΣΥ του Π.Π.Ν. Αλεξανδρούπολης, στο οποίο διαγνώσθηκε ότι πάσχει από ήπια ιδεοφυγή και παρανοϊκό ιδεασμό που αφορούσε κυρίως σε πρόσωπα από το συγγενικό της περιβάλλον και ότι μετά από τη νοσηλεία της, που διήρκεσε από τις 22-2-2008 έως τις 13-3-2008, εξήλθε από την κλινική, με τη διαπίστωση βελτίωση της κατάστασής της και με οδηγίες για φαρμακευτική αγωγή και εξακολούθηση της ιατρικής παρακολούθησής της στον τόπο διαμονής της στην πατρική της κατοικία, με διάγνωση "συναισθηματική διαταραχή σε έδαφος περιόδου λοχείας"και ότι έκτοτε βρίσκεται υπό συστηματική ψυχοθεραπευτική παρακολούθηση με διάγνωση, ότι πέραν του ιστορικού της διπολικής συστηματικής διαταραχής, δεν εκδηλώθηκε κανένα νέο σύμπτωμα, εξακολουθεί όμως να βρίσκεται υπό φαρμακευτική αγωγή (μειωμένη λόγω βελτίωση της κατάστασής της υγείας της) και ψυχιατρική παρακολούθηση, κρίνει (το Εφετείο) ως καταλληλότερη την αναιρεσίβλητη να αναλάβει την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, μολονότι τα περιστατικά αυτά δεν συνάδουν στο πραγματικό συμφέρον του ανηλίκου, αφού δεν υπάρχει ασφάλεια και βεβαιότητα ότι αυτό βιώνοντας με την αναιρεσίβλητη μητέρα του, παρά την βελτίωση της ψυχικής κατάστασης της υγείας αυτής, θα μπορέσει να ανταποκριθεί η τελευταία στα καθήκοντά της, διασφαλίζοντας για τον ανήλικο υγιές και χωρίς προβλήματα περιβάλλον, καθώς και στην παροχή προς αυτόν της απαιτούμενης διαπαιδαγώγησης και φροντίδας, ώστε ο ανήλικος, στα πλαίσια του περιβάλλοντος αυτού, να αναπτύξει υγιή και χωρίς προβλήματα προσωπικότητα, που θα τον αναδείξουν κατάλληλο και χρήσιμο μέλος της κοινωνίας, β) Ότι η ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου στην αναιρεσίβλητη και η διαμονή μαζί της, θα έχει ευεργητικά αποτελέσματα στην εν γένει ψυχική κατάσταση της τελευταίας, τούτο όμως δεν αποβλέπει στο πραγματικό συμφέρον του ανήλικου, το οποίο αποτελεί μοναδικό κριτήριο για την ανάθεση της επιμέλειάς του στον ένα ή στον άλλο γονέα, αλλά στην περαιτέρω βελτίωση της ψυχικής κατάστασης της υγείας της αναιρεσίβλητης. γ) Ότι, από του έτους 2008, και πριν ακόμη λυθεί ο γάμος των διαδίκων, δυνάμει της με αριθμό 756/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), ανατέθηκε προσωρινά η επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου τέκνου στον πατέρα του (αναιρεσείοντα), όταν ακόμη αυτό βρισκόταν σε νηπιακή ηλικία (δεν είχε συμπληρωθεί έτος από την γέννηση του), χωρίς έκτοτε η αναιρεσίβλητη να έχει οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί του, οπότε πλέον, όταν στις 3-3-2012 επεχείρησε να επικοινωνήσει μ`αυτό, και ενώ το ανήλικο ήταν ήδη ηλικίας έξι (6) ετών περίπου, να μην την αναγνωρίζει και να μη δέχεται την οποιαδήποτε επικοινωνία μ` αυτήν, γεγονός που αντεδείκνυται τελείως στο πραγματικό συμφέρον του ανηλίκου για την ανάθεση της επιμέλειάς του στην αναιρεσίβλητη, αφού προέχον στοιχείο για το τελευταίο, αποτελεί η ύπαρξη δεσμού του τέκνου προς τον ένα ή τον άλλο από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμησή του, κάτι, που κατά τις παραδοχές του Εφετείου, όχι μόνο δεν συνέβαινε αναφορικά με την αναιρεσίβλητη, αλλ` αντιθέτως κανένας δεσμός δεν υπήρχε μ` αυτήν, ανεξάρτητα από το τι συνετέλεσε σ` αυτό, δ) Οτι ο αναιρεσείων, κατά την διάρκεια των πέντε (5) και πλέον ετών, που έχει την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου του, επέδειξε ιδιαίτερη αγάπη και στοργή προς αυτό, και άσκησε τα με επιτυχία τα καθήκοντά του, συνεπικουρούμενος και από τους γονείς του, οι οποίοι για το χρονικό διάστημα που υπηρετούσε στην Αλεξανδρούπολη, μετοίκησαν από την οικία τους στα Φάρσαλα εκεί για το σκοπό αυτό, όταν δε μετατέθηκε στο Λιτόχωρο Πιερίας, εγκαταστάθηκαν με το ανήλικο στην οικία τους στα Φάρσαλα, ενόψει της μικρής αποστάσεως από τον τόπο υπηρεσίας του αναιρεσείοντος, ο οποίος πλέον είχε την δυνατότητα σε καθημερινή σχεδόν βάση να βρίσκεται στα Φάρσαλα κοντά στον ανήλικο και με την συμπαράσταση των γονέων του να εξακολουθήσει να ασκεί επιτυχώς την επιμέλειά του, έστω και αν το μεγαλύτερο βάρος προς τούτο είχαν οι γονείς του, γεγονός όμως που δεν αντίκειται στο πραγματικό συμφέρον του ανηλίκου για να εξακολουθήσει ο αναιρεσείων να ασκεί την επιμέλεια αυτού. ε) Ότι το ανήλικο τέκνο των διαδίκων εξακολουθεί να έχει ανάγκη μητρικής στοργής και ιδιαίτερης περιποίησης ώστε καταλληλότερη για την επιμέλειά του να κρίνεται η αναιρεσίβλητη μητέρα του, ενώ, κατά τις παραδοχές του Εφετείου, το ανήλικο είναι ήδη έξι (6) ετών και δεν βρίσκεται σε νηπιακή ηλικία, κατά την οποία και μόνο η επιμέλεια των τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους για την οποία αναγνωρίζεται σαφής βιοκοινωνική υπεροχή, ενώ για τον μεταγενέστερο χρόνο αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου. στ) Οτι η αλλαγή περιβάλλοντος του ανήλικου, που επί έξι (6) περίπου χρόνια κατοικεί με τον αναιρεσείοντα πατέρα του και τους γονείς του τελευταίου που συμβάλλουν σημαντικά στην επιμέλεια του τέκνου του, κάτω από ένα σταθερό περιβάλλον, δεν θα επηρεάσει την μετοίκησή του στο άγνωστο γι` αυτό περιβάλλον, σε άλλον τόπο, που κατοικεί η αναιρεσίβλητη μητέρας του, που, κατά τα προεκτεθέντα, δεν την αναγνωρίζει, διότι από την βρεφική ηλικία των οκτώ (8) μηνών δεν είχε καμιά επικοινωνία μ` αυτήν, ενώ, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αρχή της παρούσης σκέψεως, αντίκειται προς το πραγματικό συμφέρον του ανηλίκου, η αλλαγή περιβάλλοντος αυτού, μετά μάλιστα από μακρά διαβίωση κάτω από διαφορετικές συνθήκες και με πρόσωπα που του είναι οικεία και δύσκολα θα μπορούσε να αποχωριστεί, ώστε να αντεδείκνυται στο πραγματικό του συμφέρον μια τέτοια απρόσμενη και αιφνιδιαστική αλλαγή περιβάλλοντος, καθόσον θα είχε ψυχοσωματικές συνέπειες στην ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. ζ) Ότι ο αναιρεσείων διατηρεί σταθερό μισθό ως μόνιμος αξιωματικός του στρατού (1600 ευρώ μηνιαίως), ενώ η αναιρεσίβλητη είναι άνεργη επί σειρά ετών, και δεν διαθέτει εισοδήματα, γεγονός που δεν συνηγορεί στην καταλληλότητα της τελευταίας για την ανάθεση σ` αυτήν της επιμέλειας του ανηλίκου, αφού, σημαντικό κριτήριο, εκτός των άλλων, για το συμφέρον της ανάθεσης της επιμέλειας του τέκνου, συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα, και η οικονομική κατάσταση των γονέων, γιατί έτσι επιτυγχάνεται κατά πλέον αποτελεσματικό τρόπον η διαπαιδαγώγηση, η ανατροφή και η περίθαλψη του ανηλίκου τέκνου. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλονται αντίστοιχες αιτιάσεις, είναι βάσιμος. Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω παραδοχές του το Εφετείο, προκύπτει ότι, διέλαβε στον υπαγωγικό συλλογισμό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του ασαφείς, ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες κατά τη διατύπωση της κρίσης του ως προς την υπερέχουσα καταλληλότητα της αναιρεσίβλητης έναντι του αναιρεσείοντος πρώην συζύγου της για την ανάθεση από το Δικαστήριο προς εκείνη της αποκλειστικής ασκήσεως της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου τους, ως επιβαλλόμενου τούτου από το αληθινό συμφέρον του τελευταίου, παραβιάζοντας έτσι εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις 1510, 1511, 1512, 1513 παρ. 2, 1514 και 1518 ΑΚ, που εφάρμοσε. Ειδικότερα το Εφετείο: α) Ενώ δέχεται, ότι η αναιρεσίβλητη έχουσα ήδη από το παρελθόν προδιάθεση σε συμπτώματα ψυχολογικής αστάθειας, κατά την διάρκεια του γάμου της με τον αναιρεσείοντα, εξαιτίας μιας πρώτης εγκυμοσύνης αυτής με επιπλοκές, που είχε δυσμενή κατάληξη, και εν συνεχεία μια δεύτερης, εξίσου προβληματικής, από την οποία τελικώς γεννήθηκε το ανήλικο τέκνο τους, αποτέλεσαν το έναυσμα για να εκδηλώσει έντονες ψυχικές διαταραχές και προβληματική συμπεριφορά, με τη συνδρομή προς τούτο και του αναιρεσείοντος, που δεν μπορούσε να κατανοήσει την κατάστασή της, ώστε να δημιουργούνται συνεχώς μεταξύ τους εντάσεις, διαπληκτισμοί, εξυβρίσεις και απειλές κατέρωθεν, ακόμη και χειροδικίες κατά της αναιρεσίβλητης από τον αναιρεσείοντα, με αποτέλεσμα, στις 22-2-2008, δυνάμει της με αριθμό 8/2008 παραγγελίας της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, κατόπιν αίτησης του πατρός της, να εισαχθεί στην ψυχιατρική κλινική του ΕΣΥ του Π.Π.Ν. Αλεξανδρούπολης, στο οποίο διαγνώσθηκε ότι πάσχει από ήπια ιδεοφυγή και παρανοϊκό ιδεασμό που αφορούσε κυρίως σε πρόσωπα από το συγγενικό της περιβάλλον και ότι μετά από τη νοσηλεία της που διήρκεσε από τις 22-2-2008 έως τις 13-3-2008, εξήλθε από την κλινική, με τη διαπίστωση βελτίωση της κατάστασής της και με οδηγίες για φαρμακευτική αγωγή και εξακολούθηση της ιατρικής παρακολούθησής της στον τόπο διαμονής της στην πατρική της κατοικία, με διάγνωση "συναισθηματική διαταραχή σε έδαφος περιόδου λοχείας", έκτοτε δε βρίσκεται υπό συστηματική ψυχοθεραπευτική παρακολούθηση με διάγνωση, ότι πέραν του ιστορικού της διπολικής συστηματικής διαταραχής, δεν εκδηλώθηκε κανένα νέο σύμπτωμα, εξακολουθεί όμως να βρίσκεται υπό φαρμακευτική αγωγή (μειωμένη λόγω βελτίωση της κατάστασής της υγείας της) και ψυχιατρική παρακολούθηση, δέχεται ακολούθως (το Εφετείο), τελείως αντιφατικά και αντίθετα προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ως καταλληλότερη την αναιρεσίβλητη να αναλάβει την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου, μολονότι τα περιστατικά αυτά δεν συνάδουν στο πραγματικό συμφέρον του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, αφού δεν υπάρχει ασφάλεια και βεβαιότητα ότι αυτό βιώνοντας με την αναιρεσίβλητη μητέρα του, παρά την βελτίωση της ψυχικής υγείας αυτής, θα μπορέσει να ανταποκριθεί η τελευταία στα καθήκοντά της, διασφαλίζοντας για τον ανήλικο υγιές και χωρίς προβλήματα περιβάλλον, καθώς και την παροχή προς αυτόν της απαιτούμενης διαπαιδαγώγησης και φροντίδα, ώστε ο ανήλικος, στα πλαίσια του περιβάλλοντος αυτού, να αναπτύξει υγιή και χωρίς προβλήματα προσωπικότητα, που θα τον αναδείξουν κατάλληλο και χρήσιμο μέλος της κοινωνίας. β) Ενώ δέχεται, ότι από του έτους 2008, και πριν ακόμη λυθεί ο γάμος των διαδίκων, δυνάμει της με αριθμό 756/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), ανατέθηκε προσωρινά η επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου τέκνου στον πατέρα του (αναιρεσείοντα), όταν ακόμη αυτό βρισκόταν σε νηπιακή ηλικία (δεν είχε συμπληρωθεί έτος από την γέννηση του), χωρίς έκτοτε η αναιρεσίβλητη να έχει οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί του, οπότε πλέον, όταν στις 3-3-2012 επεχείρησε να επικοινωνήσει μαζί του, και ενώ το ανήλικο ήταν ήδη ηλικίας έξι (6) ετών περίπου, να μην την αναγνωρίζει και να μη δέχεται την οποιαδήποτε επικοινωνία μ` αυτήν, δέχεται ακολούθως, τελείως αντιφατικά, ότι καταλληλότερη για την ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου είναι η αναιρεσίβλητη μητέρα του, μολονότι το γεγονός αυτό αντεδείκνυται τελείως στο πραγματικό συμφέρον του ανηλίκου, αφού προέχον στοιχείο για το τελευταίο, αποτελεί η ύπαρξη στενού δεσμού του τέκνου προς τον ένα ή τον άλλο από τους γονείς του, κάτι όμως, που κατά τις παραδοχές του Εφετείου, όχι μόνο δεν συμβαίνει εν προκειμένω, αλλ` αντιθέτως κανένας δεσμός δεν υπάρχει μεταξύ του ανηλίκου και της αναιρεσίβλητης μητέρας του, λόγω της παντελούς έλλειψης επικοινωνίας με τον ανήλικο για διάστημα 5,5 ετών περίπου, ανεξάρτητα από το τι συνετέλεσε σ` αυτό. γ) Ενώ δέχεται ότι, ο αναιρεσείων, κατά την διάρκεια των πέντε (5) και πλέον ετών, επέδειξε ιδιαίτερη αγάπη και στοργή προς στο ανήλικο τέκνο τους, και άσκησε με επιτυχία τα καθήκοντά του, συνεπικουρούμενος και από τους γονείς του, οι οποίοι για το χρονικό διάστημα που υπηρετούσε στην Αλεξανδρούπολη, μετοίκησαν από την οικία τους στα Φάρσαλα εκεί για το σκοπό αυτό, όταν δε μετατέθηκε στο Λιτόχωρο Πιερίας, εγκαταστάθηκαν με το ανήλικο στην οικία τους στα Φάρσαλα, ενόψει της μικρής αποστάσεως από τον τόπο υπηρεσίας του αναιρεσείοντος, ο οποίος πλέον είχε την δυνατότητα σε καθημερινή σχεδόν βάση να βρίσκεται στα Φάρσαλα κοντά στον ανήλικο και με την συμπαράσταση των γονέων του να εξακολουθήσει να ασκεί επιτυχώς την επιμέλειά του, έστω και αν το μεγαλύτερο βάρος προς τούτο είχαν οι γονείς του, δέχεται ακολούθως, τελείως αντιφατικά, ότι δεν ενδείκνυται στο συμφέρον του ανηλίκου η ανάθεση της επιμέλειάς του στον αναιρεσείοντα, λόγω του ότι ως στρατιωτικός έχει συχνές μετακινήσεις από τόπο σε τόπο, αφού και όταν συνέβαινε το τελευταίο άσκησε επιτυχώς την επιμέλεια του τέκνου του (τοποθέτηση στην Αλεξανδρούπολη), αλλά ότι καταλληλότερη προς τούτο είναι η αναιρεσίβλητη, παρ` όλα τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπισε και εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σε μικρότερο βαθμό. δ) Ενώ δέχεται ότι το ανήλικο είναι ήδη έξι (6) ετών και επομένως δεν βρίσκεται πλέον σε νηπιακή ηλικία, όπου μόνο στην ηλικία αυτή τα ανήλικα τέκνα έχουν πράγματι ανάγκη μητρικής στοργής και ιδιαίτερης περιποίησης, ώστε καταλληλότερη για την επιμέλειά τους να κρίνεται η μητέρα τους, δέχεται ακολούθως, τελείως αντιφατικά, ότι το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, λόγω της νηπιακής ηλικίας του, εξακολουθεί να έχει ανάγκη μητρικής στοργής και ιδιαίτερης περιποίησης, ώστε καταλληλότερη για την επιμέλειά του να κρίνεται η αναιρεσίβλητη μητέρα του, ενώ πλέον δεν συμβαίνει, κατά τις παραδοχές του, αυτό, αφού είναι ήδη έξι (6) ετών, μετά δε την ηλικία αυτή αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου. ε) Ενώ δέχεται ότι το ανήλικο τέκνο των διαδίκων επί έξι (6) περίπου χρόνια κατοικεί με τον αναιρεσείοντα πατέρα του και τους γονείς του τελευταίου, που συμβάλλουν σημαντικά στην επιμέλεια και την ανατροφή του, κάτω από ένα σταθερό περιβάλλον, δέχεται ακολούθως, τελείως αντιφατικά, ότι η αλλαγή περιβάλλοντος του ανήλικου, δεν θα επηρεάσει την μετοίκησή του στο άγνωστο γι` αυτό περιβάλλον, σε άλλον τόπο, της κατοικίας της αναιρεσίβλητης μητέρας του, που, κατά τα προεκτεθέντα, δεν την αναγνωρίζει, διότι από την βρεφική ηλικία των οκτώ (8) μηνών δεν είχε καμιά επικοινωνία μ` αυτήν, ενώ, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αρχή της παρούσης σκέψεως, αντίκειται προς το πραγματικό συμφέρον του ανηλίκου, η αλλαγή περιβάλλοντος, μετά μάλιστα από μακρά διαβίωση κάτω από διαφορετικές συνθήκες και με πρόσωπα που του είναι οικεία και δύσκολα θα μπορούσε να αποχωριστεί, ώστε να αντεδείκνυται στο πραγματικό του συμφέρον μια τέτοια απρόσμενη και αιφνιδιαστική αλλαγή περιβάλλοντος, αφού αυτό θα είχε ψυχοσωματικές συνέπειες στην ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητας του. στ) Ενώ δέχεται ότι ο αναιρεσείων διατηρεί σταθερό μισθό ως μόνιμος αξιωματικός του στρατού (1600 ευρώ μηνιαίως), και ότι η αναιρεσίβλητη είναι άνεργη επί σειρά ετών, και δεν διαθέτει εισοδήματα, δέχεται ακολούθως αντιφατικά, ότι η τελευταία είναι καταλληλότερη για την ανάθεση σ` αυτήν της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου, αφού, σημαντικό κριτήριο, εκτός των άλλων, για το συμφέρον της ανάθεσης της επιμέλειας του τέκνου, συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα, και η οικονομική κατάσταση των γονέων, γιατί έτσι επιτυγχάνεται κατά πλέον αποτελεσματικό τρόπον η διαπαιδαγώγηση, η ανατροφή και η περίθαλψη του ανηλίκου τέκνου. ζ) Ενώ δέχεται την όλη ως άνω κατάσταση, η οποία φθάνει μέχρι του σημείου το ανήλικο τέκνο των διαδίκων να μην αναγνωρίζει την αναιρεσίβλητη μητέρα του, ενόψει του ότι δεν υπήρξε μ` αυτό καμιά επικοινωνία της από την βρεφική ηλικία των 8 μηνών περίπου, μέχρις της ηλικίας των 6 ετών, δέχεται ακολούθως, τελείως αντιφατικά, ότι δεν ήταν αναγκαία η υποβολή έκθεσης έρευνας από την αρμόδια κοινωνική υπηρεσία, κατ` άρθρον 681 Γ παρ. 2 εδ. α`ΚΠολΔ, ενόψει της μικρής ηλικίας του τέκνου (6 ετών), αν και το τελευταίο επεβάλλετο στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει των προεκτεθεισών παραδοχών του, και ιδίως εκείνης κατά την οποία το ανήλικο σε ηλικία ήδη έξι (6) ετών δεν αναγνώριζε την μητέρα του, σε τρόπον ώστε, όχι μόνο να απαιτείται η άνω έρευνα, αλλά να μην μπορεί να γίνει λόγος ανάθεσης του ανηλίκου στην αναιρεσίβλητη, ως αντεδεικνυόμενη στο αληθινό συμφέρον του, χωρίς την προηγούμενη, αρχικά ελεγχόμενη, με την παρουσία κοινωνικού λειτουργού, επικοινωνία του ανήλικου με την μητέρα του, και μετά τις δέουσες διαπιστώσεις, εφόσον αυτές ήταν θετικές, την ελεύθερη επικοινωνία μαζί του, μέχρις πλήρους εξοικείωσης του ανήλικου με την αναιρεσίβλητη και την αναγνώριση και αποδοχή της τελευταίας ως μητέρας του. η) Τέλος, δέχεται το Εφετείο, ότι στην έλλειψη επικοινωνίας της αναιρεσίβλητης με τον ανήλικο, συνέβαλε ο αναιρεσείων πατέρας του, χωρίς όμως να διευκρινίζει (μολονότι αυτό δεν συνιστά καθοριστικό κριτήριο για το πραγματικό συμφέρον της ανάθεσης της επιμέλειας του ανηλίκου), αν κατά την διάρκεια των 5,5 περίπου ετών που είχε την επιμέλειά του ο τελευταίος, επεδίωξε η αναιρεσίβλητη εξωδίκως ή δικαστικά να αναλάβει την επιμέλειά του ή να έχει επικοινωνία μαζί του, αλλά ως πρώτη απόπειρα επικοινωνίας με το ανήλικο, αναφέρεται αυτή της 3-3-2012, μετά δηλαδή από πέντε περίπου έτη από την ανάθεση της προσωρινής επιμέλειας στον αναιρεσείοντα, η οποία είχε τα προαναφερόμενα αποτελέσματα, ενώ το πρώτον επεδίωξε την ανάθεση σ`αυτήν της επιμέλειας του ανηλίκου, με την ανταγωγή που άσκησε με τις προτάσεις της, μετά την άσκηση της αγωγής του αναιρεσείοντος να ανατεθεί σ` αυτόν, εκτός των άλλων, που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, και η οριστική επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου τους. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλονται αντίστοιχες αιτιάσεις, είναι βάσιμος.

Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, μετά την παραδοχή των ανωτέρω λόγων αναιρέσεως, η αναιρετική εμβέλεια των οποίων καταλαμβάνει τους λοιπούς, ώστε να παρέλκει η έρευνά τους, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη υπ` αριθμ. 226/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές (άρθρο 680 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4139/2013), και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ` αριθμ. 226/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης.

Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο πιο πάνω Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.

Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Μαρτίου 2015.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Μαρτίου 2015.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.

383/2015 ΑΠ ( 651671) Αγροτικός κλήρος. Ο αποκαθιστάμενος κληρούχος, από την εγκατάσταση αυτού στον κλήρο ως την ισχύ του α.ν. 431/1968, θεωρείται ως μόνος καλής πίστεως νομέας και αν ακόμη δεν προέβη σε κατοχή αυτού, και συνεπώς ο κλήρος που του παραχωρήθηκε ήταν ανεπίδεκτος νομής από άλλον

$
0
0

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ - ΤΥΧΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ ΣΕ ΚΟΙΝΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ - Έννοια και λειτουργία του κοινού τραπεζικού λογαριασμού κατά το Ελληνικό δίκαιο - Ο κοινός τραπεζικός λογαριασμός μετά τον θάνατο του κληρονομουμένου - Καταθέσεις σε κοινό λογαριασμό – Θάνατος συνδικαιούχου - Πώς ο κληρονόμος διεκδικεί κοινό λογαριασμό του θανόντος - Ο τραπεζικός λογαριασμός μετά το θάνατο του δικαιούχου - Ασφαλιστικά Μέτρα – Κοινός Τραπεζικός Λογαριασμός – Όρος αρ. 2 Ν. 5638/1932 – Προσβολή νόμιμης μοίρας κληρονόμου – Μέμψη άστοργης δωρεάς – Συντηρητική κατάσχεση = Αριθμός απόφασης 108/2013    Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου - Κοινός τραπεζικός λογαριασμός: Δικαιώματα συνδικαιούχων   Εφ.Θεσ/νίκης 74/2011

383/2015 ΑΠ ( 651671) 
Αγροτικός κλήρος. Ο αποκαθιστάμενος κληρούχος, από την εγκατάσταση αυτού στον κλήρο ως την ισχύ του α.ν. 431/1968, θεωρείται ως μόνος καλής πίστεως νομέας και αν ακόμη δεν προέβη σε κατοχή αυτού, και συνεπώς ο κλήρος που του παραχωρήθηκε ήταν ανεπίδεκτος...
νομής από άλλον. Ως «εγκατάσταση» νοείται, η παραχώρηση με απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων ορισμένου κλήρου, σε πρόσωπο δικαιούμενο αποκατάστασης. Την ίδια ως άνω πλασματική νομή έχουν κατ` επέκταση και οι κληρονόμοι του κληρούχου. Μετά όμως την ισχύ του ως άνω νόμου (431/1968) ο κληρούχος δεν θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου νομέας του κλήρου, αν δεν τον κατέχει και συνεπώς είναι δυνατή η χωρίς τη θέληση του κληρούχου κτήση από τρίτον της νομής ολοκλήρου του κληροτεμαχίου, δυνάμενη αν συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις και εφόσον έχει κυρωθεί η οριστική διανομή, να οδηγήσουν στη κτήση της κυριότητας αυτού, με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, εφόσον συμπληρωθεί για κάθε μία εξ αυτών, ο απαιτούμενος από την ισχύ του ως άνω νόμου και εφεξής χρόνος. Αναγνωριστική αγωγή (συγ)κυριότητας επί ακινήτου. Θεμελίωση απλής ομοδικίας μεταξύ των συγκυρίων. Απόρριψη της αγωγής κατά παραδοχή της ένστασης ιδίας κυριότητας των εναγομένων-αναιρεσιβλήτων από τακτική χρησικτησία. Απόρριψη αναίρεσης κατά της υπ` αριθμ. 1605/2012 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.


  
Αριθμός 383/2015 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ` Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Eυγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Β. χήρας Κ. Κ., το γένος Χ. Α., 2) Α. Α. του Χ., 3) Α. συζ. Β. Λ., το γένος Χ. Α., 4) Ε. Α. του Χ., 5) Α. Α. του Χ., 6) Δ. Α. του Χ. και 7) Α. Α. του Χ., κατοίκων .... Οι 1η, 2ος, 3η, 4η, 5ος και 7ος παραστάθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Τριάντη και ο 6ος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Π. του Θ. και 2) Ε. συζύγου Α. Π., κατοίκων ....., από τους οποίους ο πρώτος παραστάθηκε αυτοπροσωπως με την ιδιότητα του δικηγόρου και η 2η εκπροσώπησε από τον πληρεξούσιος δικηγόρο της πρώτο αναιρεσίβλητο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-5-1985 αγωγή του αρχικού διαδίκου Χ. Α. που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4019/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 1605/2012 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 2-9-2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ε. Προγάκη ανέγνωσε την από 17-9-2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο αναιρεσίβλητος την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Αρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολιπόμενος διάδικος η υπόθεση συζητείται ως να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολιπόμενος ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί, ενώ σε καταφατική περίπτωση κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Κατά την παρ. 3 εδ. β του ίδιου άρθρου, αν στη δίκη μετέχουν περισσότεροι συνδεόμενοι με απλή ομοδικία και κάποιος από αυτούς είτε δεν κλητεύθηκε, είτε δεν εκπροσωπείται από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αναίρεσης χωρεί νομίμως ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση ως προς τους λοιπούς. Εξάλλου κατά το άρθρο 94 παρ. 1 ΚΠολΔικ στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, κατά δε το άρθρο 96 παρ. 1 του ίδιου κώδικα η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 104 για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και σε περίπτωση που αυτή δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως, το δε δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της. Αν ο διάδικος δεν εμφανισθεί και από το φάκελλο της δικογραφίας δεν προκύπτει ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη. Τις κλητεύσεις επικαλούνται και αποδεικνύουν οι παριστάμενοι διάδικοι. Στην προκειμένη περίπτωση από τα πινάκια της αναφερομένης στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικασίμου, καθώς και της αρχικά ορισθείσας δικασίμου της 1-10-2014, από τα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου και τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο παραστάθηκαν οι αναιρεσειόντες, εκτός από τον έκτο, καθώς και οι αναιρεσίβλητοι και μάλιστα οι παραστάντες αναιρεσείοντες με τον ειδικώς προς τούτο εξουσιοδοτηθέντα δικηγόρο τους Κων/νο Τριάντη, η δε δεύτερη αναιρεσίβλητη από τον επίσης ειδικώς προς τούτο εξουσιοδοτηθέντα δικηγόρο πρώτο αναιρεσίβλητο, όπως τούτο προκύπτει από το υπ` αριθμ. ....…/8-9-2014 πληρεξούσιο του συμβ/φου Θεσσαλονίκης ..................................... , ενώ ο πρώτος αναιρεσίβλητος (ως δικηγόρος) παραστάθηκε αυτοπροσώπως. Οπως προαναφέρθηκε, ο έκτος αναιρεσείων Δ. Α. του Χ., δεν παραστάθηκε, όπως δεν είχε παρασταθεί και κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 1-10-2014, πλην όμως δεν προκύπτει ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση της υποθέσεως, γεγονός το οποίο δεν προσδιορίζουν ούτε οι παριστάμενοι διάδικοι, με την προσκομιδή εκθέσεως επιδόσεως της κλήσεως τυχόν αντιγράφου της με την σχετική επισημείωση του διενεργήσαντος την επίδοση δικαστικού επιμελητή και μάλιστα για την προαναφερθείσα και αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 1-10-2014, ως προς την οποία και μόνο ήταν απαραίτητη η κλήτευση, καθόσον για την μετ` αναβολή και αναφερομένη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο δεν χρειαζόταν νέα κλήτευση, αφού η εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Εφόσον όμως δεν αποδεικνύεται η κλήτευση του απολιπομένου έκτου αναιρεσείοντος, ο οποίος συνδέεται με τους λοιπούς με τον δεσμό της απλής ομοδικίας (άρθρο 74 παρ. 1 ΚΠολΔικ), καθόσον η ένδικη διαφορά αφορά σε αναγνώριση κυριότητας και συγκυριότητας επί ακινήτου, πρέπει, κατά τις αναφερόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔικ, να χωρισθεί η υπόθεση και αφού κηρυχθεί η συζήτηση απαράδεκτη ως προς τον απολιπόμενο αναιρεσείοντα, να προχωρήσει αυτή (συζήτηση) ως προς τους παρισταμένους νομίμως λοιπούς διαδίκους. Επειδή από τις διατάξεις της αγροτικής νομοθεσίας και ιδίως από το άρθρο 79 παρ. 2 του Αγροτικού Κώδικα, συνάγεται ότι ο κατά τον αγροτικό νόμο αποκαθιστάμενος κληρούχος, από την εγκατάσταση αυτού στον κλήρο ως την ισχύ του α.ν. 431/1968 (23-5-1968) και αν ακόμη δεν προέβη σε κατοχή αυτού, θεωρείται ως μόνος καλής πίστεως νομέας και συνεπώς ο κλήρος που του παραχωρήθηκε ήταν ανεπίδεκτος νομής από άλλον. Κατά τον ίδιο κώδικα και τους προϊσχύσαντες αυτού αγροτικούς νόμους ως "εγκατάσταση"νοείται, η παραχώρηση με απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων ορισμένου κλήρου, σε πρόσωπο δικαιούμενο αποκατάστασης. Την αυτή ως άνω πλασματική νομή έχουν κατ` επέκταση και οι κληρονόμοι του κληρούχου, γιατί με τις προαναφερόμενες διατάξεις ο νομοθέτης είχε σκοπό να παράσχει και σ` αυτούς την ίδια, με τον κληρούχο, προστασία. Μετά όμως την ισχύ του ως άνω νόμου (431/1968) ο κληρούχος δεν θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου νομέας του κλήρου, αν δεν τον κατέχει και συνεπώς είναι δυνατή η χωρίς τη θέληση του κληρούχου κτήση από τρίτον της νομής ολοκλήρου του κληροτεμαχίου, δυνάμενη αν συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις και εφόσον έχει κυρωθεί η οριστική διανομή, να οδηγήσουν στην με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία κτήση της κυριότητας τούτου, εφόσον συμπληρωθεί ο για κάθε μία εξ αυτών απαιτούμενος από την ισχύ του ως άνω νόμου και εφεξής χρόνος. Η κατάσταση αυτή δεν αλλάζει από το γεγονός ότι στην παρ. 3 του άρθρου 1 του ως άνω νόμου (431/1968) ορίζεται ότι κατά τη μεταβίβαση των γεωργικών κλήρων πρέπει απαραιτήτως α) να έχει εκδοθεί και μεταγραφεί το οριστικό παραχωρητήριο του κλήρου, στο οποίο αναφέρεται η δικαιοπραξία και β) να είναι πλήρως εξοφλημένο το τυχόν προς το Δημόσιο οφειλόμενο τίμημα του κλήρου, γιατί η συνδρομή των εν λόγω προϋποθέσεων είναι απαραίτητη, όχι για την άρση της ιδιότητας του κληρούχου ως πλασματικού νομέα εκ του κλήρου, η οποία άρση όπως προαναφέρθηκε, επέρχεται με την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, αλλά μόνο για το έγκυρο της εκ μέρους του κληρούχου εκποιήσεως ή διαθέσεως εν ζωή του κλήρου στον αντίστοιχο ειδικό διάδοχό του (Ολ. ΑΠ 15/2004). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1041, 1042 και 1044 ΑΚ συνάγεται ότι για την κτήση κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής, ήτοι φυσική εξουσίαση του πράγματος με διάνοια κυρίου, καλή πίστη που πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο που αποκτάται η νομή, νόμιμος τίτλος, που να έχει υποβληθεί σε μεταγραφή (άρθρ. 1192 περ. α και 1198 ΑΚ), πράγμα δεκτικό χρησικτησίας και παρέλευση δεκαετίας. Ειδικότερα ως προς το στοιχείο της καλής πίστης, αυτό συντρέχει όταν ο νομέας, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, έχει κατά την κτήση της νομής την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα, πράγμα που αποκλείεται όταν γνώριζε ή από βαριά αμέλεια αγνοούσε πως ο κτητικός τίτλος του έχει ελαττώματα, που εμποδίζουν την κτήση της κυριότητας, βαρυνόμενος με το σχετικό βάρος απόδειξης. Ως νόμιμος τίτλος, που απαιτείται για την τακτική χρησικτησία, νοείται οποιοσδήποτε τρόπος κτήσης της κυριότητας, ο οποίος έχει εξωτερικά όλα τα στοιχεία του έγκυρου τίτλου, έστω και αν φέρει ελάττωμα που εμποδίζει την κατ` άρθρο 1033 ΑΚ κτήση της κυριότητας με βάση τον τίτλο αυτό. Ετσι για τη συγκρότηση του νόμιμου τίτλου αρκούν τα περιστατικά που συνιστούν μεταβίβαση κυριότητας, χωρίς να απαιτείται και ύπαρξη κυριότητας του μεταβιβάζοντος, η οποία απαιτείται μόνο για την παράγωγο κτήση, γιατί με την χρησικτησία ο νόμος αποβλέπει ακριβώς στην αναπλήρωση του ελλείποντος στοιχείου της κυριότητας του δικαιοπαρόχου, νόμιμο δε τίτλο αποτελεί το συμβόλαιο αγοραπωλησίας. Αν και ο νόμος δεν περιέχει ανάλογη διάταξη για το νόμιμο τίτλο, ως στοιχείο της χρησικτησίας απαιτείται μεταγραφή, από την οποία αρχίζει και τρέχει η χρησικτησία. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 20/2011). Τέλος ο ίδιος λόγος αναιρέσεως είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση γιατί παραβίασε κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ), το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως, σ` αυτό, προσκομισθέντων και επικληθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατ` ανέλεγκτη κρίση τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως προς την ένδικη αναγνωριστική αγωγή κυριότητας ακινήτων του αρχικού ενάγοντος Χ. Α. του Δ., στη θέση του οποίου υπεισήλθαν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του ίδιου και εν συνεχεία και της συζύγου του οι αναιρεσείοντες. "Κατά την οριστική διανομή του έτους 1934 του Αγροκτήματος Σωζοπόλεως Ν. Χαλκιδικής παραχωρήθηκε στον Δ. Α. του Α., κλήρος αποτελούμενος από το υπ` αριθμ. 30 οικόπεδο του 5ου οικοπεδικού τετραγώνου, εμβαδού 900 τ.μ, μετά της επ` αυτού προσφυγικής κατοικίας, κειμένου στην εποικισθείσα περιοχή του Συνοικισμού Σωζοπόλεως, Κοινότητας Νέων Συλλάτων ν. Χαλκιδικής, και τα υπ` αριθμ. 141, 91, 236 172 κληροτεμάχια, εμβαδού 7.554, 16.950, 25.800, και 5.000 τ.μ. αντίστοιχα (συνολικού εμβαδού 55.304 τ.μ.). Με την υπ` αριθμ. 1006/1961 απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Ν. Χαλκιδικής, ο ως άνω κλήρος χαρακτηρίστηκε οικογενειακός, κατά το άρθρο 167 του Αγροτικού Κώδικα, και καθορίσθηκαν δικαιούχοι των κληροτεμαχίων ο Δ. Α. (ως αρχηγός) κατά ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου και ο ενάγων (ως εξωτικό μέλος) κατά ποσοστό (1/3) εξ αδιαιρέτου, ενώ δικαιούχος του οικοπέδου μετά του οικήματος καθορίσθηκε ο Δ. Α., ως αρχηγός. Στη συνέχεια, εκδόθηκαν και οι σχετικοί υπ` αριθμ. 1656 και 1545/1973 τίτλοι κυριότητας της Διευθύνσεως Γεωργίας Ν. Χαλκιδικής, που μεταγράφηκαν νόμιμα στις 24-10-1974 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Βασιλικών στον τόμο … και με αύξ. αριθμούς 71 και 72 αντίστοιχα. Με τον πρώτο από αυτούς παραχωρήθηκαν οριστικά στους Δ. και Χ. Α., τα υπ` αριθμ. 141, 91, 236 172 κληροτεμάχια, κατά τα εξ αδιαιρέτου ποσοστά που προαναφέρθηκαν, ενώ με τον δεύτερο παραχωρήθηκε οριστικά στον Δ. Α. το προαναφερθέν οικόπεδο. Περαιτέρω, από τα αντίγραφα των τριών φύλλων του βιβλίου δημοσιεύσεως πολιτικών αποφάσεων του έτους 1919 του Πρωτοδικείου Βόλου, σε συνδυασμό με το υπ` αριθμ. 4138/30-10-1986 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Βόλου, προκύπτει ότι επί αιτήσεως περί υιοθεσίας, που υποβλήθηκε από τους Δ. και Β. Α., εκδόθηκε η υπ` αριθμ. 443/20-10-1919 απόφαση του Πρωτοδικείου Βόλου, που δίκασε κατά την επ` αναφορά διαδικασία. Το πρωτότυπο, όμως, της απόφασης αυτής δεν βρέθηκε στο αρχείο του άνω Πρωτοδικείου, ούτε το πρακτικό, ούτε η αίτηση και συνεπώς δεν προκύπτει ποιο είναι το όνομα και επώνυμο του προς υιοθεσία, η ηλικία του, το φύλλο του, ούτε εάν η εκδοθείσα απόφαση απέρριψε ή δέχθηκε την αίτηση. Πριν την έκδοση του άνω πιστοποιητικού, είχε εκδοθεί το υπ` αριθμ. πρωτ. 1076/2-5-1985 πιστοποιητικό του Γραμματέα του άνω Πρωτοδικείου, στο οποίο αναφέρεται ότι η άνω απόφαση περί υιοθεσίας, με αιτούντες τους Δ. και Β. Α., δεν βρέθηκε στο αρχείο του πρωτοδικείου Βόλου και ότι έγινε δεκτή η αίτηση υιοθεσίας, πλην όμως από το προαναφερθέν υπ` αριθμ. 4138/30-10-1986 μεταγενέστερο πιστοποιητικό, σε συνδυασμό με τα αντίγραφα των φύλλων του βιβλίου δημοσιεύσεων πολιτικών αποφάσεων, αναιρείται εν μέρει το περιεχόμενο του άνω υπ` αριθμ. πρωτ. 1076/2-5-1985 πιστοποιητικού και συγκεκριμένα κατά το μέρος που πιστοποιεί ότι έγινε δεκτή η αίτηση υιοθεσίας, αφού το αποτέλεσμα της δίκης δεν προκύπτει από το άνω βιβλίο, ούτε από άλλο διαδικαστικό έγγραφο. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο ενάγων δεν καταχωρήθηκε ως θετό τέκνο των Δ. και Β. Α. στα Δημοτολόγια της Κοινότητας Ν. Συλλάτων Χαλκιδικής, όπου τηρείτο η οικογενειακή τους μερίδα. Από τα προσκομιζόμενα όμως μετ` επικλήσεως από τον ενάγοντα έγγραφα και συγκεκριμένα από το υπ`αριθμ. Θ. 407907/9-4- 1070 Δελτίο Αστυνομικής Ταυτότητας που εκδόθηκε από το Ε` παράρτημα Ασφαλείας Αθηνών, το υπ` αριθμ. 21/1/3233/15-9-1945 Δελτίο ταυτότητας της Διοίκησης Χωροφυλακής Ν. Μουδανιών, το δελτίο (με δυσανάγνωστη ημερομηνία έκδοσης) που εκδόθηκε από την Ένωση Αγωνιστών Εθνικής Αντιστάσεως και την υπ` αριθμ. 2/1-11-1948 ληξιαρχική πράξη γάμου του ληξίαρχου της Κοινότητας Ν. Συλλάτων, προκύπτει ότι ο ενάγων αναφέρεται στα άνω έγγραφα ως τέκνο των Δ. και Β. (Α.). Επίσης, από το υπ` αριθμ. πρωτ. 5992/24-12-1985 πιστοποιητικό της Κοινότητας Αγχιάλου Ν. Μαγνησίας προκύπτει ότι ο ενάγων είναι εγγεγραμμένος στο Δημοτολόγια της άνω Κοινότητας υπ` αύξ. αριθμό 27/1 ως Χ. Α. του Δ.. Με βάση τα παραπάνω και ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, το πρωτότυπο της απόφασης υιοθεσίας δεν βρέθηκε στο αρχείο του Πρωτοδικείου Βόλου, αποδεικνύεται (άρθρ. 435 ΚΠολΔ) ότι ο ενάγων είναι θετό τέκνο του Δ. Α. και της Β. χήρας Δ. Α. το γένος Σ. Κ., δυνάμει της υπ` αριθμ. 443/20-10-1919 απόφασης του Πρωτοδικείου Βόλου. Ο ενάγων μετά το γάμο του με την Βαλασία, το γένος Σ. Ι., που τελέσθηκε το έτος 1948 στα Ν. Σύλλατα Ν. Χαλκιδικής, μετοίκησε με την οικογένεια του (ήτοι τη σύζυγό του και τα τέκνα του) αρχικά στο Βόλο και στη συνέχεια στην Αθήνα, όπου εργαζόταν ως υπάλληλος, χωρίς να διατηρεί σχέσεις με τους θετούς γονείς του, οι οποίες στο μεταξύ είχαν διαρρηχθεί. Ο θετός πατέρας του ενάγοντα, Δ. Α., απεβίωσε στις 22-9-1957 και με την υπ` αριθμ. .../1955 δημόσια διαθήκη του, που συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ......... και δημοσιεύτηκε νόμιμα, με το υπ` αριθμ. 168/60 πρακτικό συνεδρίασης του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, εγκατέστησε μοναδική κληρονόμο του τη σύζυγό του Β. Α., το γένος Σ. Κ., με την ίδια δε διαθήκη αποκλήρωσε τον ενάγοντα, θετό υιό του. Συγκεκριμένα στην άνω διαθήκη αναφέρει επί λέξει τα εξής "Τον υιοθετηθέντα υιό μου Χ. Δ. Α. ή Χ. Α. Δ., αποκληρώ λόγω του ότι με εγκατέλειψε εις το γήρας μου, μου κατέφαγε την περιουσία μου, μοι επέθισε χείρας αδίκως και εν γένει καθ` όλον το διάστημα της μετ εμού συμβιώσεως, μόνον πικρίας με επότισε". Η ως άνω κληρονόμος, Β. χήρα Δ. Α., απεβίωσε στις 2-2-1960, χωρίς προηγουμένως να αποδεχθεί την επαχθείσα με το θάνατο του συζύγου της Δ. Α. κληρονομία, στην οποία συμπεριλαμβάνονταν και τα επίδικα ακίνητα ήτοι α) το υπ` αριθμ. 30 οικόπεδο, μετά της επ` αυτού κειμένης παλαιάς προσφυγικής κατοικίας και β) ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου του με αριθμό 236 Γ κατηγορίας κληροτεμαχίου και μη καταλιπούσα διαθήκη, άφησε μοναδικό εξ αδιαθέτου κληρονόμο της τον θετό υιό της Χ. Α. (ενάγοντα). Ο τελευταίος, όμως, ουδέποτε επιλήφθηκε της κληρονομίας αυτής, αντίθετα στα ως άνω ακίνητα εγκαταστάθηκαν τα αδέλφια της αποβιώσασας Β. χήρας Δ. Α., ήτοι οι Κ., Α., Α. και Ο. Κ. και τα εκμεταλλεύονταν για λογαριασμό τους, εκμισθώνοντας την παλαιά προσφυγική κατοικία, και το πέριξ αυτής οικόπεδο, αντί μισθώματος καταβαλλόμενου στους ίδιους, καθώς και το υπ` αριθμ. 236 κληροτεμάχιο, το οποίο εκμεταλλεύονταν, έχοντας αναθέσει σε τρίτους καλλιεργητές της περιοχής την καλλιέργειά του με σιτηρά, το τίμημα από την πώληση των οποίων, ελάμβαναν εξ ημισείας με τον εκάστοτε καλλιεργητή. Το γεγονός ότι ο ενάγων δεν επιλήφθηκε των κληρονομιαίων ακινήτων συνομολογείται και από τον ίδιο, με το δικόγραφο της αγωγής, στο οποίο αναφέρει ότι "....δεν ηδυνήθην να παρακολουθήσω και επιβλέψω τα ως άνω ακίνητά μου...". Από τους παραπάνω αδελφούς της κληρονομουμένης απεβίωσε α) ο Α. Κ., στις 18-1-1968 χωρίς να αφήσει διαθήκη και στην κληρονομία του υπεισήλθαν η σύζυγος του Ε. και τα τρία τέκνα του Σ., Α. και Μ. κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου η καθεμία, ενώ στις 24-1-1969 απεβίωσε και η Ε. χήρα Α. Κ., χωρίς να αφήσει διαθήκη και στην κληρονομία της υπεισήλθαν τα τρία τέκνα Σ., Α. και Μ. κατά 1/3 εξ αδιαιρέτου η καθεμία και β) Ο Κ. Κ., στις 23-5-1974, χωρίς να αφήσει διαθήκη και στην κληρονομία του υπεισήλθαν τα τέκνα του Σ., Ο. καθώς και η εγγονή του Μ. θυγατέρα Β. Ζ., τέκνο της προαποβιωσάσης θυγατέρας του Σ., κατά 1/3, εξ αδιαιρέτου η καθεμία. Οι ανωτέρω, πλην της τελευταίας, και οι Α. Κ. και Ο. Κ., με την υπ` αριθμ. .../1974 πράξη αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ........... , που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Βασιλικών στον τόμο … και αριθμό 12 στις 2-11- 1974, φέρεται ότι αποδέχθηκαν την κληρονομία της αδελφής και θείας τους, Β. χήρας Δ. Α., κατά ποσοστό 24/96 ο Α. Κ. κατά το ίδιο ποσοστό η Ο. Κ. και 8/96 εξ αδιαιρέτου οι λοιποί, αποτελούμενη από τα επίδικα ακίνητα, και στη συνέχεια, με το υπ` αριθμ. .../1974 Πωλητήριο συμβόλαιο του ίδιου συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στις 2-11-1974 στα βιβλία μεταγραφών του ίδιου Υποθηκοφυλακείου στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό 16, φέρεται ότι πώλησαν και μεταβίβασαν την κυριότητα τούτων, κατά τα ως άνω ποσοστά, στους εναγόμενους κοινά, αδιαίρετα και κατ` ισομοιρία. Στη συνέχεια, η Μ. θυγατέρα Β. και Σ. Ζ. με την υπ` αριθμ. .../6- 2-1975 πράξη αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ........... , που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Βασιλικών στον τόμο … και αριθμό 99 στις 22-2-1975, φέρεται ότι αποδέχθηκε για λογαριασμό της αλλά και για λογαριασμό των καθολικών της δικαιοπαρόχων την κληρονομία της Β. Α., κατά ποσοστό 8/96 εξ αδιαιρέτου και ακολούθως, με το υπ` αριθμ. .../1975 πωλητήριο συμβόλαιο του ίδιου συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στις 22-2-197 5 στα βιβλία μεταγραφών του ίδιου Υποθηκοφυλακείου στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό 100, φέρεται ότι πώλησε και μεταβίβασε στους εναγόμενους την κυριότητα των επιδίκων κατά το ως άνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου. Oι εναγόμενοι από την κατάρτιση και μεταγραφή των ως άνω συμβολαίων αγοράς, εγκαταστάθηκαν στη νομή των επιδίκων με διάνοια κυρίων και καλή πίστη, έχοντας εύλογα την πεποίθηση, ότι δυνάμει των άνω νομίμως μεταγεγραμμένων συμβολαίων (.../1974 και .../1975) κατέστησαν κατ` ισομοιρία συγκύριοι αυτών, αγνοώντας, χωρίς να μπορεί να καταλογισθεί σ` αυτούς οποιαδήποτε αμέλεια, ότι κατά το χρόνο κατάρτισης των ως άνω συμβάσεων, οι δικαιοπάροχοι τους δεν ήταν κύριοι αυτών, αφού δεν ήταν πλησιέστεροι συγγενείς της αποβιωσάσης αυτοί, αλλά ο ενάγων, και ως εκ τούτου με τις ως άνω αποδοχές κληρονομίας (.../1974 και .../1975) δεν είχαν καταστεί συγκύριοι τούτων. Ειδικότερα, σχετικά με την καλή πίστη των εναγομένων, αποδείχθηκε ότι αυτοί, πριν από την κατάρτιση των άνω συμβολαίων, προέβησαν σε νόμιμο έλεγχο των βιβλίων μεταγραφών και διεκδικήσεων του αρμοδίου Υποθηκοφυλακείου, πλην όμως στη μερίδα του ενάγοντος δεν υπήρχε καμία εγγραφή και συγκεκριμένα μεταγραφή δήλωσης αποδοχής, ή διεκδίκηση που να αφορά τα επίδικα ακίνητα. Επίσης, έλαβαν γνώση του περιεχομένου των πιστοποιητικών πλησιεστέρων συγγενών που είχαν επισυναφθεί στις πράξεις αποδοχής κληρονομίας των άνω πωλητών τους, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και το υπ` αριθμ. πρωτ. 599/16-9-1971 πιστοποιητικό του προέδρου της Κοινότητας Ν. Συλλάτων Χαλκιδικής, στο οποίο πιστοποιείται ότι η Β. χήρα Δ. Α. κατέλειπε μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους της τους ως άνω αδελφούς της (Κ., Α., Α. και Ο.), καθώς και το υπ` αριθμ. 598/16-9-1971 πιστοποιητικό του προέδρου της άνω Κοινότητας, στο οποίο πιστοποιείται ότι ο Δ. Α. του Α., κάτοικος εν ζωή συνοικισμού Σωζοπόλεως, με αριθμό 276/1 οικογενειακής μερίδας των δημοτολογίων της άνω Κοινότητας, κατέλειπε κατά το χρόνο θανάτου του μόνη πλησιέστερη συγγενή τη σύζυγό του Β. το γένος Σ. Κ., και πλην της ανωτέρω, ουδένα τέκνο κατέλειπε γνήσιο ή θετό. Το περιεχόμενο δε του άνω υπ` αριθμ. 598/16-9-1971 πιστοποιητικού επιβεβαιώνεται και από το υπ` αριθμ. πρωτ. 615/13-5-1986 πιστοποιητικό της ίδιας Κοινότητας. Επίσης, από το προσαγόμενο, σε ακριβές επικυρωμένο φωτοαντίγραφο, φύλλο του Δημοτολογίου της ίδια Κοινότητας, στο οποίο είναι καταχωρημένη με αύξοντα αριθμό 276 η οικογενειακή μερίδα του Δ. Α., προκύπτει ότι σ` αυτήν έχουν εγγραφεί, στις 19-7-1959, ο ίδιος με αύξοντα αριθμό 1 και η σύζυγός του Β. με αύξοντα αριθμό 2, ενώ ο ενάγων δεν έχει εγγραφεί ως θετό τέκνο αυτών. Σημειώνεται εδώ ότι ο ενάγων δεν προσκόμισε ούτε πρωτοδίκως, αλλά ούτε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών της θετής μητέρας του, από το οποίο να προκύπτει ότι αυτός είναι ο μόνος πλησιέστερος συγγενής. Τα στοιχεία αυτά ήταν επαρκή για να δημιουργήσουν στους εναγόμενους την πεποίθηση ότι οι αντισυμβαλλόμενοι- πωλητές ήταν κύριοι των επιδίκων ακινήτων και ότι αυτοί δια των άνω, νομίμως μεταγραφέντων, συμβολαίων απέκτησαν την κυριότητα αυτών. Οπως ήδη προαναφέρθηκε, στην υπ` αριθμ. .../1955 δημόσια διαθήκη του Δ. Α., αναφέρεται, πράγματι, ο ενάγων ως θετό τέκνο του, οι δε εναγόμενοι, όπως συνομολογείται, είχαν λάβει γνώση της άνω διαθήκης, στα πλαίσια της έρευνας των τίτλων και της νομιμοποίησης των πωλητών τους. Πλην όμως η αναφορά αυτή, δεν είναι ικανή να ανατρέψει την καλή πίστη των εναγομένων, καθόσον κατά το χρόνο σύνταξης των άνω συμβολαίων ούτε από την άνω διαθήκη, αλλά ούτε από άλλο πιστοποιητικό ή δημόσιο έγγραφο προέκυπτε ότι αυτός ήταν θετό τέκνο και της Β. χήρας Δ. Α. και άρα κληρονόμος της και επομένως εύλογα οι εναγόμενοι πίστευαν ότι αυτή κληρονομήθηκε από τους αδελφούς της, οι οποίοι και αναφέρονταν ως μοναδικοί πλησιέστεροι συγγενείς της στο άνω σχετικό πιστοποιητικό. Επίσης, όπως ήδη προαναφέρθηκε, με την υπ` αριθμ. 1006/1961 απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Ν. Χαλκιδικής χαρακτηρίστηκε, οριστικά, ως οικογενειακός, κατ` άρθρο 167 Αγρ. Κωδ., ο κλήρος στον οποίο είχε αποκατασταθεί ως αρχηγός ο Δ. Α. και καθορίσθηκε ότι δικαιούχοι αυτού είναι ο Δ. Α., ως αρχηγός, κατά ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου και ο Χ. Α. του Δ., ως εξωτικό μέλος, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου, ενώ δικαιούχος του οικοπέδου καθορίσθηκε ο Δ. Α., ως αρχηγός. Με βάση δε την άνω απόφαση εκδόθηκαν στη συνέχεια οι προαναφερθέντες τίτλοι κυριότητας, στους οποίους γίνεται μνεία της άνω απόφασης. Στους άνω τίτλους όμως δεν αναφέρεται η σχέση που συνδέει τους άνω δικαιούχους. Επίσης, στην εν λόγω απόφαση δεν αναφέρεται η ιδιότητα με την οποία συναποκαταστάθηκε, ως εξωτικό μέλος, ο Χ. Α., δηλαδή αν συναποκαταστάθηκε ως πρόσωπο μη συνδεόμενο με τον αρχηγό (Δ. Α.) με σχέση ανιόντα προς κατιόντα (παρ. 1 άρθρ. 167 Αγρ. Κώδ.) ή ως έγγαμο τέκνο αυτού (παρ. 2 άρθρ. 167 Αγρ. Κώδ.). Ενόψει δε του ότι ο χαρακτηρισμός ενός κλήρου ως οικογενειακού στηρίζεται σε επίσημα στοιχεία που υφίσταντο κατά το χρόνο της αρχικής παραχώρησης (Ολ Σ.Ε. 238/1968 ΝοΒ 16.986) και με δεδομένο ότι ο συναποκατασταθείς Χ. Α. δεν ήταν έγγαμος κατά το χρόνο της αρχικής παραχώρησης (1934), εύλογα δημιουργήθηκε στους εναγόμενους η πεποίθηση ότι επρόκειτο για πρόσωπο μη συνδεόμενο με τον αρχηγό με σχέση ανιόντα προς κατιόντα. Σε κάθε περίπτωση δε, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι αυτός συναποκατάσταθηκε ως έγγαμο τέκνο αυτού, εν όψει του ότι κατά το χρόνο σύνταξης των άνω συμβολαίων ούτε από την άνω διαθήκη, αλλά ούτε από άλλο πιστοποιητικό προέκυπτε ότι αυτός ήταν θετό τέκνο και της Β. χήρας Δ. Α. και άρα κληρονόμος της, εύλογα οι εναγόμενοι πίστευαν ότι αυτή κληρονομήθηκε από τους αδελφούς της, οι οποίοι και αναφέρονταν ως μοναδικοί πλησιέστεροι συγγενείς της στο άνω σχετικό πιστοποιητικό. Επίσης, το γεγονός ότι οι εναγόμενοι δεν ζήτησαν από τους πωλητές τους την έκδοση κληρονομητηρίου περί του κληρονομικού δικαιώματος τους στην κληρονομία της Β. Α., δεν αναιρεί την καλή πίστη τους, καθόσον με βάση το προαναφερθέν πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών, σε συνδυασμό και με την μη ύπαρξη διαθήκης της Β. Α., προέκυπτε σαφώς η ιδιότητα τους ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων αυτής. Αλλωστε, ακόμη και αν ζητούνταν η έκδοση κληρονομητηρίου, σ` αυτό θα βεβαιώνονταν το εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα των αδελφών της, αφού το πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών που θα προσκομίζονταν, ως απαραίτητο στοιχείο, κατά την έκδοση κληρονομητηρίου, θα είχε το ίδιο περιεχόμενο με αυτό που προαναφέρθηκε, δηλαδή θα ανέφερε ως πλησιέστερους συγγενείς της αποβιώσασας Β. Α. μόνο τα αδέλφια της, δεδομένου ότι μέχρι και σήμερα δεν έχει γίνει καταχώρηση στα σχετικά βιβλία (Δημοτολόγια) της άνω Κοινότητας του ενάγοντος ως θετού τέκνου των Δ. και Β. Α. στην οικογενειακή μερίδα των τελευταίων. Επίσης, η καλή πίστη των εναγομένων δεν αναιρείται από το γεγονός ότι πριν τη σύναψη των συμβολαίων είχε προηγηθεί η έκδοση των υπ` αριθμ. 6557 και 6558/1971 αποφάσεων του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, με εναγόμενο τον Χ. Α. (νυν ενάγοντα), στις οποίες αναφέρεται ότι τα περιγραφόμενα σ` αυτές κληροτεμάχια (διαφορετικά από τα εδώ επίδικα) αποτελούν οικογενειακό κλήρο και ότι αυτά παραχωρήθηκαν στον Δ. Α. και στον υιό του Χ. Α., καθόσον δεν αποδείχτηκε ότι αυτοί έλαβαν ή θα μπορούσαν να λάβουν γνώση των αποφάσεων αυτών ή έστω ότι γνώριζαν την ύπαρξη τους. Σε κάθε δε περίπτωση, στις άνω αποφάσεις, δεν γίνεται καμία αναφορά στην Β. Α. και στη σχέση της με τον Χ. Α., ότι δηλαδή αυτός ήταν θετό τέκνο της Β. Α., ώστε να δημιουργηθεί η υπόνοια ότι οι πωλητές των επιδίκων δεν ήταν κληρονόμοι της. Οι λοιπές δε αποφάσεις, τις οποίες, επίσης, επικαλούνται και προσκομίζουν οι εκκαλούντες, για να θεμελιώσουν τον ισχυρισμό τους περί έλλειψης καλής πίστης των εναγομένων, ήτοι η υπ` αριθμ. 882/1979 του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης και η υπ` αριθμ. 1437/1980 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, δεν θα μπορούσαν να περιέλθουν σε γνώση των εναγομένων κατά το χρόνο σύνταξης των συμβολαίων, αφού αυτές εκδόθηκαν μεταγενέστερα. Εξάλλου, από το γεγονός ότι οι πωλητές- δικαιοπάροχοι των εναγομένων δεν αποδέχθηκαν την κληρονομιά της Β. Α. αμέσως μετά το θάνατό της (1960), αλλά στις 25-10-1974 και 6-2-1975 και στη συνέχεια στις ίδιες ημερομηνίες πώλησαν στους εναγόμενους τα επίδικα, δεν μπορεί να συναχθεί ότι υπήρξε συμπαιγνία μεταξύ αυτών (συμβληθέντων), και συνακόλουθα να οδηγήσει το Δικαστήριο σε διαφορετική κρίση σχετικά με την καλή πίστη των εναγομένων. Και τούτο διότι από καμία διάταξη νόμου δεν τίθεται προθεσμία ή οποιοσδήποτε χρονικός περιορισμός ως προς το χρόνο αποδοχής της κληρονομίας, συνηθίζεται δε στις συναλλαγές να υπογράφονται την ίδια ημέρα οι πράξεις αποδοχής κληρονομίας και μεταβίβασης των κληρονομιαίων, με την αυτονόητη προϋπόθεση ότι η πράξη αποδοχής θα αριθμηθεί και θα μεταγραφεί πρώτη. Αλλωστε και ο ίδιος ο ενάγων αποδέχθηκε την κληρονομία της μητέρας του το 1985, ήτοι 25 έτη μετά το θάνατό της. Τέλος, ούτε από τη μη προσεπίκληση εκ μέρους των εναγομένων των πωλητών τους - δικονομικών εγγυητών στη δίκη αυτή μπορεί να συναχθεί ότι υπήρξε συμπαιγνία μεταξύ αυτών (συμβληθέντων), καθόσον η προσεπίκληση των δικονομικών εγγυητών είναι δικονομικό δικαίωμα των διαδίκων (κατ` άρθρ. 88 ΚΠολΔ) και η μη άσκησή του δεν μπορεί να αποβαίνει σε βάρος του (μη προσεπικαλέσαντος) διαδίκου, ενόψει του ότι, ανεξάρτητα από την άσκηση ή μη προσεπίκλησης, διατηρεί το δικαίωμα αποζημίωσης κατά των δικονομικών εγγυητών σε περίπτωση ήττας του. Περαιτέρω, η πεποίθηση των εναγομένων ότι κατέστησαν συγκύριοι των επιδίκων, ενισχύθηκε και από το γεγονός ότι ο ενάγων, ουδέποτε επιλήφθηκε μετά το θάνατο της Β. χήρας Δ. Α. την κληρονομία αυτής, αντίθετα τα επίδικα κατείχαν και νέμονταν, όπως προαναφέρεται, οι αδελφοί της Κ., Α., Α. και Ο. Κ. και μετά το θάνατο ορισμένων εξ αυτών τα τέκνα τους, γεγονός που γνώριζε ο ενάγων, αφού επισκεπτόταν την Σωζόπολη όπου βρίσκονται τα επίδικα, φιλοξενούμενος συχνά από ορισμένους συγγενείς της θετής μητέρας του. Ειδικότερα, όσον αφορά το υπ` αριθμ. 263 κληροτεμάχιο, τούτο καλλιεργούνταν αρχικά από τον Δ. Τ., πατέρα του Κ. Τ. (β` μάρτυρα ανταπόδειξης), για λογαριασμό του Δ. Α., μετά το θάνατο δε του τελευταίου συνέχισε να το καλλιεργεί ο Κ. Τ., (β` μάρτυρας ανταπόδειξης) για λογαριασμό της χήρας του Β., και εν συνεχεία για λογαριασμό των αδελφών και ανεψιών της τελευταίας, οι oποίοι την φιλοξενούσαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα στην Ν. Αγχίαλο Θεσσαλονίκης. Ο ως άνω καλλιεργητής, το καλλιεργούσε με σιτηρά και κατέβαλλε στους ως άνω εξ αίματος συγγενείς της Β. χήρας Δ. Α., το ήμισυ του τιμήματος από την πώληση της παραγωγής, έως και το έτος 1974 οπότε το πώλησαν στους εναγόμενους. Επίσης, την προσφυγική κατοικία που βρισκόταν μέσα στο επίδικο οικόπεδο μίσθωνε από τους ίδιους, εξ αίματος συγγενείς της Β. Α., ο Π. Α. του Ι. (α` μάρτυρας ανταπόδειξης) και την χρησιμοποιούσε προκειμένου να αποθηκεύει γεωργικά προϊόντα, καταβάλλοντος μίσθωμα σ` αυτούς αποκλειστικά και χωρίς ο ενάγων να διαμαρτυρηθεί, προκειμένου είτε να εγκαταλείψει την προσφυγική κατοικία, είτε να του καταβάλλει μίσθωμα. Η κατάθεση αυτών των μαρτύρων δεν αντικρούεται από κανένα αποδεικτικό μέσο, αφού ο ενάγων δεν εξέτασε μάρτυρες, παραιτηθείς από το σχετικό δικαίωμα του (βλ. σχετική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου των καλούντων -εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αρχικού ενάγοντος την 15-5-2003, στην τελευταία σελίδα της υπ` αριθμ. 44.216/1998 εισηγητικής έκθεσης). Δεν αναιρούνται τα όσα κατέθεσαν οι πιο πάνω μάρτυρες από την με ημερομηνία 15-8-1961 επιστολή που φέρεται να έστειλε ο πατέρας του β` μάρτυρα ανταποδείξεως, Δ. Τ. στον ενάγοντα, αντίθετα επιβεβαιώνεται η κατάθεση του μάρτυρα, ότι δηλαδή ο ενάγων ουδέποτε επιλήφθηκε της κληρονομίας, αφού στο κείμενο αυτής αναγράφεται "απλός ο Κ. με πληρόσε το καλλιεργισα και επληρώθικα για την εργασία του". Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι μετά την εγκατάστασή τους, στις 2-11-1974 και 22-2-1975, στα επίδικα ακίνητα και μέχρι το χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής (4-11-1985), κατείχαν και νέμονταν αυτά με καλή πίστη, διάνοια κυρίων και νόμιμους τίτλους, ήτοι τα προαναφερθέντα υπ` αριθμ. .../25.10.1974 και .../6.2.1975 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ................ , τα οποία μεταγράφηκαν νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Βασιλικών το πρώτο στις 2-11-1974 και το δεύτερο στις 22-2-1975, κατά ποσοστό 88/96 εξ αδιαιρέτου από 2-11-1974 και κατά 8/96 εξ αδιαιρέτου από 22-2-1975, και συγκεκριμένα ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου του ως άνω υπ` αριθμ. 236 κληροτεμαχίου και ολόκληρο το υπ` αριθμ. 30 οικόπεδο. Ειδικότερα, μίσθωναν τον επίδικο αγρό, κατά το ανάλογο ποσοστό τους, στον Κ. Τ., εισπράττοντας το σχετικό μίσθωμα, ενώ περιέφραξαν το οικόπεδο δια του Α. Μ., κατοίκου ..., με σιδερένιους πασσάλους και δικτυωτό σύρμα, ισοπέδωσαν αυτό με εκσκαπτικό μηχάνημα του Δ. Π., κατοίκου ..., απομάκρυναν τις πέτρες που είχαν σωρευτεί από πολλά χρόνια με τον γεωργικό ελκυστήρα και την πλατφόρμα του Μ. Κ., κατοίκου ... Χαλκιδικής και ακολούθως επέστρωσαν σ` αυτό 17 φορτία εκλεκτού χώματος, τα οποία μετέφεραν με τα φορτηγά του Δ. Π.. Στη συνέχεια, δενδροφύτευσαν το οικόπεδο με οπωροφόρα και καλλωπιστικά δένδρα και κατασκεύασαν στις πλευρές αυτού, που συνορεύουν με τους δρόμους τοιχίο, ύψους 0,40 μ. και μήκους 60 μ. και παρτέρια, επισκεύασαν με το συνεργείο του εργολάβου Λ. Τ. τη στέγη, τους σοβάδες, το δάπεδο, τις θύρες και τα παράθυρα του προσφυγικού οικήματος, διαμόρφωσαν την κουζίνα, προέβησαν στην προσθήκη αποθήκης και λουτροαποχωρητηρίου και κατασκεύασαν σ` αυτό ηλεκτρική, υδραυλική και αποχετευτική εγκατάσταση. Επίσης, το έτος 1977 αντικατέστησαν τις θύρες και τα παράθυρα της προσφυγικής κατοικίας με καινούργια και κατασκεύασαν γύρω της διαδρόμους και βεράντα από τσιμέντο εμβαδού 50 τ.μ. Το έτος 1979, αφού εκδόθηκε, μετά από αίτηση του πρώτου εξ αυτών, η υπ` αριθμ. 828/1979 οικοδομική άδεια του Γραφείου Πολεοδομίας Ν. Μουδανιών, κατασκεύασαν στο βάθος του οικοπέδου αποθήκη, ενώ το έτος 1984, αφού εκδόθηκε, μετά από αίτηση επίσης του πρώτου εξ αυτών, η υπ` αριθμ. 276/1984 οικοδομική αδεία του ίδιου Γραφείου, προέβησαν σε νέα επέκταση της παλαιάς οικίας και σε πλήρη ανακατασκευή αυτής, με την κατεδάφιση και κατασκευή νέας στέγης και οροφής αυτής, αποξήλωση και κατασκευή νέων σοβάδων τύπου "ρελιέφ", ανακατασκευή και επένδυση του δαπέδου με πλακίδια και πέτρες Πηλίου. Όλα δε αυτά τα χρόνια, από το 1974 έως και το έτος 1985, ήτοι επί 11 έτη, οι εναγόμενοι χρησιμοποιούσαν την παλαιά και ήδη πλήρως ανακαινισμένη προσφυγική οικία για τις θερινές διακοπές τους, χωρίς ποτέ ο ενάγων, ο οποίος στο μεταξύ είχε λάβει γνώση τούτων, αφού επισκέφθηκε τη Σωζόπολη, να διαμαρτυρηθεί. Επομένως, οι εναγόμενοι, νεμόμενοι με καλή πίστη, διάνοια κυρίων και νόμιμους τίτλους τα επίδικα ακίνητα, για χρονικό διάστημα πέραν της δεκαετίας, χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από κανένα, ήτοι από τη μεταγραφή (στις 22-2-1975) και του υπ` αριθμ. .../1975 συμβολαίου, κατέστησαν συγκύριοι τούτων και συγκεκριμένα κατά ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου επί του υπ` αριθμ. 236 κληροτεμαχίου και ολοκλήρου του υπ` αριθμ. 30 οικοπέδου, με τακτική χρησικτησία, κοινά, αδιαίρετα και κατ` ισομοιρία, συμπληρωθείσας αυτής (χρησικτησίας) στις 23-2-1985, ήτοι μετά την παρέλευση της αντίστοιχης ημερομηνίας του τελευταίου έτους νομής (άρθρα 241 παρ.1 και 243 παρ. 3 ΑΚ). Επομένως, όταν ο ενάγων προέβη στην αποδοχή της επαχθεί σας σ` αυτόν κληρονομίας από τη Β. χήρα Δ. Α., με την υπ` αριθμ. .../20-6-1985 πράξη αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Αχαρνών ....... ..... ...... .. ... και στη μεταγραφή αυτής στις 9-9-1985 στον τόμο 649 και με αύξοντα αριθμό 98 των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Βασιλικών, δεν κατέστη με παράγωγο τρόπο κύριος των επιδίκων, και μάλιστα αναδρομικά από το θάνατο της κληρονομουμένης, αφού στο μεταξύ μέχρι την μεταγραφή αυτής οι εναγόμενοι στις 23-2-1985 είχαν καταστεί συγκύριοι τούτων με τακτική χρησικτησία. (Σχετικά με τη δυνατότητα κτήσης κυριότητας τρίτου με χρησικτησία επί κληρονομιαίου ακινήτου μέχρι το χρόνο μεταγραφής της αποδοχής κληρονομίας βλ. ΟλΑΠ 7/2004, ΟλΑΠ 108/1978, ΑΠ 985/2008 δημ. ΝΟΜΟΣ). Η κτήση κυριότητας των επιδίκων, που αποτελούσαν οικογενειακό κλήρο, με τακτική χρησικτησία δεν εμποδίζεται από τις διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα, αφού, μετά την έκδοση και την μεταγραφή των υπ` αριθμ. 1545 και 1656/1973 παραχωρητηρίων ο ενάγων δεν θεωρείται πλασματικός νομέας τούτων και είναι δυνατή η κτήση κυριότητας επ` αυτών χωρίς τη θέλησή του, με χρησικτησία (Ολ ΑΠ 7/2002, ΑΠ 283/2005, ΑΠ 1363/1994, ΑΠ 414/1983 δημ. ΝΟΜΟΣ). Με βάση τα παραπάνω, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή ως κατ` ουσίαν αβάσιμη, κατά παραδοχή της ένστασης των εναγομένων περί ιδίας κυριότητας, με τακτική χρησικτησία". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε την αγωγή των αναιρεσειόντων, περί αναγνωρίσεως της κυριότητας τους επί των επιδίκων ακινήτων, κάνοντας δεκτή την από τακτική χρησικτησία ένσταση ιδίας κυριότητας των εναγομένων-αναιρεσιβλήτων και στη συνέχεια απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων, κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες, περί τακτικής χρησικτησίας διατάξεις των άρθρων 1041, 1042 και 1044 ΑΚ ενόψει του ότι στην απόφασή του υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά από αυτή και υπήχθησαν στις εν λόγω διατάξεις, όπως η έννοια αυτών αναλύθηκε στις προαναφερθείσες σχετικές νομικές σκέψεις και του συμπεράσματος του δικανικού της συλλογισμού. Ειδικότερα, υπό τα ως άνω γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά ο δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων και αρχικός ενάγων Χ. Α. δεν απέκτησε την κυριότητα των επιδίκων ακινήτων από κληρονομική διαδοχή της θετής μητέρας του Β. χας Δ. Α., καθόσον κατά το χρόνο αποδοχής (20-6-1985) και μεταγραφής (9-9-1985) της κληρονομιάς της, οι αναιρεσίβλητοι είχαν ήδη καταστεί και δη από τις 3-11-1984 κατά 88/96 εξ αδιαιρέτου και από 23-2-1985 κατά τα υπόλοιπα 8/96 εξ αδιαιρέτου, συγκύριοι των ακινήτων αυτών με τακτική χρησικτησία, καθόσον τα είχαν νεμηθεί κατά τα προαναφερθέντα εξ αδιαιρέτου ποσοστά, με νομίμους τίτλους μεταγεγραμμένους από 2-11-1974 και 22-2-1975 αντίστοιχα μέχρι 3-11-1974 και 23-2-1985, ήτοι επί δεκαετία, με καλή πίστη, καθόσον αυτοί δεν γνώριζαν, χωρίς να μπορεί να τους καταλογισθεί οποιαδήποτε αμέλεια ότι κατά το χρόνο καταρτίσεως των μεταβιβαστικών συμβολαίων, οι δικαιοπάροχοί τους δεν ήταν κύριοι των επιδίκων ακινήτων, ως μη πλησιέστεροι συγγενείς της κληρονομηθείσας από αυτούς Β. Α., της οποίας πλησιέστερος συγγενής της ήταν ο θετός γυιός της, ήτοι ο αρχικώς ενάγων, η δε καλή τους πίστη προκύπτει από σειρά αναφερομένων περιστατικών, που δεν αναιρείται από τα επίσης εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, ενώ τα επίδικα που αφορούν σε αγροτικό κλήρο ήταν δεκτικά χρησικτησίας από τρίτο, αφού ο αρχικώς ενάγων από του θανάτου της κληρονόμου του αρχικού κληρούχου Δ. Α. του Α. ήτοι της θετής μητέρας του στις 2-2-1960 και συνακόλουθα και μετά τις 23-5-1968 που τέθηκε σε ισχύ ο ΑΝ 431/1968, μέχρι του χρόνου που αυτός αποδέχθηκε την εν λόγω κληρονομιά (9-9-1985) δεν ήταν κάτοχος των ακινήτων αυτών, στα οποία ο απώτερος δικαιοπάροχός του (και θετός πατέρας του) είχε εγκατασταθεί μετά την κύρωση της οριστικής διανομής του 1934 του αγροκτήματος ....... του νομού Χαλκιδικής, με την υπ` αριθμ. 1006/61 απόφαση της οικείας Επιτροπής Απαλλοτριώσεων και είχαν εκδοθεί υπέρ αυτού τα νομίμως μεταγραφέντα υπ` αριθμ. 1056/1973 και 1545/1973 παραχωρητήρια της Διευθύνσεως Γεωργίας του Ν. Χαλκιδικής. Επομένως οι περί του αντιθέτου και από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ τρεις αιτιάσεις του μοναδικού λόγου της αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου, κατά τις οποίες από τα αναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία και δη τη δημόσια διαθήκη του Δ. Α. και τις αναφερόμενες σε οικογενειακό κλήρο υπ` αριθμ. 6557 και 6558/1971 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, που οι αναιρεσίβλητοι γνώριζαν (τη διαθήκη) ή των οποίων μπορούσαν να λάβουν γνώση (των αποφάσεων), προκύπτει ότι αυτοί ήταν κακόπιστοι, είναι απαράδεκτες, γιατί αφορούν αποκλειστικά σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και υπό την επίφαση της παραβιάσεως των παραπάνω διατάξεων, πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, ως προς την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Ενόψει τούτων η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, κατά το άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔικ. Οι παριστάμενοι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρ. 176 παρ. 1, 180 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔικ) και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Χωρίζει την υπόθεση ως προς τον απολιπόμενο έκτο των αναιρεσειόντων (Δ. Α. του Χ.).

Κηρύσσει ως προς αυτόν απαράδεκτη τη συζήτηση.

Απορρίπτει την από 2-9-2013 αίτηση των Β. χας Κ. Κ., το γένος Χ. Α. κλπ κατά των Α. Π. του Θ. κλπ για αναίρεση της υπ` αριθμ. 1605/2012 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου.

Καταδικάζει τους παρισταμένους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) Ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Μαρτίου 2015.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 1η Απριλίου 2015.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.

573/2015 ΑΠ ( 655442) Αμφισβήτηση κυριότητας επί ακινήτου από το δημόσιο. Δημόσια κτήματα. Κτήση κυριότητας επί αυτών με έκτακτη χρησικτησία κατά το προϊσχύον δίκαιο. Προϋποθέσεις

$
0
0

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ - ΤΥΧΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ ΣΕ ΚΟΙΝΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ - Έννοια και λειτουργία του κοινού τραπεζικού λογαριασμού κατά το Ελληνικό δίκαιο - Ο κοινός τραπεζικός λογαριασμός μετά τον θάνατο του κληρονομουμένου - Καταθέσεις σε κοινό λογαριασμό – Θάνατος συνδικαιούχου - Πώς ο κληρονόμος διεκδικεί κοινό λογαριασμό του θανόντος - Ο τραπεζικός λογαριασμός μετά το θάνατο του δικαιούχου - Ασφαλιστικά Μέτρα – Κοινός Τραπεζικός Λογαριασμός – Όρος αρ. 2 Ν. 5638/1932 – Προσβολή νόμιμης μοίρας κληρονόμου – Μέμψη άστοργης δωρεάς – Συντηρητική κατάσχεση = Αριθμός απόφασης 108/2013    Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου - Κοινός τραπεζικός λογαριασμός: Δικαιώματα συνδικαιούχων   Εφ.Θεσ/νίκης 74/2011

573/2015 ΑΠ ( 655442) 
Αμφισβήτηση κυριότητας επί ακινήτου από το δημόσιο. Δημόσια κτήματα. Κτήση κυριότητας επί αυτών με έκτακτη χρησικτησία κατά το προϊσχύον δίκαιο. Προϋποθέσεις. Ως «καλή πίστη» θεωρούνταν η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος, ότι με...
την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβαλλόταν κατ’ουσία το δικαίωμα κυριότητας άλλου, ενώ προϋπόθεση της συμπλήρωσης της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του μέχρι τις 11.9.1915, ήταν ότι το ακίνητο ήταν δημόσιο κτήμα. Οθωμανικά κτήματα. Σύσταση της επί των Οθωμανικών κτημάτων εξεταστικής επιτροπής, η οποία υποδείκνυε προς τους Έλληνες αγοραστές, να αποφεύγουν την αγορά βακουφίων, μαχλουλίων (εγκαταλελειμμένων κλπ.) γιατί αυτά περιέρχονταν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά τις συμφωνίες του Λονδίνου και των τελούντων υπό τη μεσεγγύηση της Επιτροπής και την ανάγκη συντάξεως εγκύρων τουρκικών τίτλων πωλήσεως (χοτζετίων). Διάκριση των πράξεων της Γραμματείας των Οικονομικών περί αναγνωρίσεως ιδιωτικών δασών, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του ΒΔ/τος της 17/29.11.1836 με τις αποφάσεις, που αφορούσαν δάση της Επιτροπής επί των πωλήσεων των Οθωμανικών κτημάτων. Απόρριψη αναίρεσης κατά της υπ’ αριθμ. 3542/2014 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.


  
Αριθμός 573/2015 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννη Σίδερη), Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Μαρία Βαρελά και Ασπασία Μαγιάκου, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Απριλίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Βασίλειο Κορκίζογλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "..........", που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Γκούμα.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/2/2011 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης εταιρείας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2976/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 3542/2014 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το Ελληνικό Δημόσιο με την από 31/10/2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 9/4/2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή με τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως της 27ης Ιουνίου (9 Ιουλίου) 1832 και ειδικότερα με την έβδομη παράγραφο συμφωνήθηκε, όπως εντός προθεσμίας δεκαοκτώ μηνών από της χρονολογίας κατά την οποία θα τερματισθεί η οροθέτηση, όσοι από τους κατοίκους (Οθωμανούς) θέλουν να εγκαταλείψουν τα παραχωρηθέντα εδάφη έχουν το δικαίωμα να πουλήσουν τις ιδιοκτησίες τους, ειδική δε επιτροπή θα επιμεληθεί, ώστε οι πωλήσεις αυτές να μην γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης, με δε την πέμπτη και έκτη παράγραφο του Πρωτοκόλλου της 22ας Ιανουαρίου (3 Φεβρουαρίου) 1830, επετράπη στους μετανάστες Οθωμανούς η πώληση των ιδιοκτησιών που είχαν στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και ιδιωτικά δάση, αδιακρίτως αν αυτά βρισκόντουσαν εντός ή εκτός των μεγάλων αγροκτημάτων (τσιφλικιών). Σε εκτέλεση των προαναφερθέντων Πρωτοκόλλων συστήθηκε η επί των Οθωμανικών κτημάτων εξεταστική επιτροπή, η οποία, με την από 27 Δεκεμβρίου 1832 διακήρυξη της, υποδείκνυε προς τους αγοραστές (Ελληνες), να αποφεύγουν την αγορά βακουφίων, μαχλουλίων (εγκαταλελειμμένων κλπ.) γιατί αυτά περιερχόντουσαν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά τις συμφωνίες του Λονδίνου και των τελούντων υπό τη μεσεγγύηση της Επιτροπής και την ανάγκη συντάξεως εγκύρων τουρκικών τίτλων πωλήσεως (χοτζετίων). Η πιο πάνω Επιτροπή συστάθηκε πολύ πριν από την έκδοση του από 17.11.1836 Δ/τος "περί ιδιωτικών δασών"και όπως προκύπτει από τις παραπάνω διατάξεις και εκείνες της από 28.3.1835 Συμβάσεως μεταξύ αυτής και των απεσταλμένων της Υψηλής Πύλης [(που εγκρίθηκε με το από 4/16.4.1835 ΒΔ (ΦΕΚ 15/1838),] του από 4/16.10.1835 Πρωτοκόλλου του Υπουργικού Συμβουλίου και της υπ’ αριθμ. ... της 1/13.11.1835 διαταγής των επί του Βασ. Οικονομικών και Εξωτερικών Γραμματειών είχε ως αντικείμενο την εξέταση της εγκυρότητας των τίτλων των γενομένων μεταβιβάσεων ακινήτων, μεταξύ των οποίων και των ιδιωτικών δασών που βρισκόντουσαν εντός ή εκτός τσιφλικίων, από τους αποχωρούντες (φεύγοντες) Οθωμανούς στους Ελληνες, προς εξασφάλιση και μόνο των Ελλήνων αγοραστών Οθωμανικών κτημάτων έναντι των πωλητών Οθωμανών. Η τυχόν παρεμπίπτουσα κρίση της εν λόγω Επιτροπής στις ως άνω αποφάσεις περί μη υπάρξεως απαιτήσεως του Δημοσίου επί της μεταβιβαζόμενης εκτάσεως δεν δημιουργεί, προκειμένου περί δάσους υφισταμένου το έτος 1836, νόμιμο τίτλο ανατρέποντα ευθέως και αμέσως το εκ του άρθρου 3 του άνω Δ/τος τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου. Επομένως, από τα ανωτέρω αναφερόμενα, προκύπτει σαφώς, ότι οι πράξεις της Γραμματείας των Οικονομικών περί αναγνωρίσεως ιδιωτικών δασών, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του ΒΔ/τος της 17/29.11.1836, δεν πρέπει να συγχέονται με τις αποφάσεις, που αφορούν δάση, της επί των πωλήσεων των Οθωμανικών κτημάτων Επιτροπής. Πράγματι, μόνο οι αποφάσεις της επί των Οικονομικών Γραμματείας και της δια της από 16.4/4.5.1842 δηλοποιήσεως της συσταθείσας Τριμελούς Επιτροπής, οι εκδοθείσες κατά τους τύπους και την διαδικασία των άρθρων 1 και 3 του ΒΔ/τος της 17/29-11/1.12.1836,με τις οποίες αναγνωρίζεται η κυριότητα ιδιώτης σε δάσος (που βρίσκεται εντός ή εκτός τσιφλικιού), αποτελούν νόμιμο τίτλο κατά του Δημοσίου, ο οποίος μπορεί να ανατρέψει το πιο πάνω τεκμήριο του άρθρου 3 του ως άνω Δ/τος. Αλλά και οι αποφάσεις της επί των Οθωμανικών κτημάτων Επιτροπής, που επιτελεί έργο της διοικήσεως, ως προς τα κτήματα που κείνται στην Αττική, Εύβοια κλπ., οι οποίες εκδόθηκαν μετά την ισχύ του ανωτέρω Β.Δ/τος της 17/29-11/1.12.1836, δεν είναι δυνατό να παραμερισθούν εντελώς. Εφόσον με αυτές αναγνωρίζεται η εγκυρότητα της μεταβιβάσεως εμπραγμάτων δικαιωμάτων από Οθωμανούς προς Έλληνες σε δάσος υφιστάμενο το 1836 και σε αυτές περιλαμβάνεται κρίση, μετά από σχετική έρευνα, περί μη υπάρξεως απαιτήσεως του Δημοσίου επί της μεταβιβασθείσας δασικής εκτάσεως, οι οποίες μάλιστα κηρύσσονται εκτελεστές με πράξη της διοικήσεως υπογεγραμμένη από τον επί των Εξωτερικών Γραμματέων της Επικρατείας και από τον Διευθυντή της επί των Οικονομικών Γραμματείας της Επικρατείας, τότε οι αγοραστές ιδιώτες, προβάλλοντας κατά του Δημοσίου δικαίωμα κυριότητας επί της δασικής εκτάσεως, που αποκτήθηκε με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, μπορούν να επικαλεσθούν τις προαναφερθείσες αποφάσεις, ως στοιχεία που αποδεικνύουν την καλή πίστη, κατά την τριακονταετή, με διάνοια κυρίου, κατοχή του ειρημένου δάσους (Ολ. ΣτΕ 1251,1252/1975). Εξάλλου κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ.1 κωδ.(7.39), 9 παρ.1 Πανδ.(50.14), 2 παρ.20 Πανδ.(41.4) 6 Πανδ.(44.3), 76 παρ.1 Πανδ.(18.1) και 7 παρ.3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας όταν τα δικαιόγονα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ αυτού με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδέσποζε, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία.

Σύμφωνα δε, με τις διατάξεις των ν. 20,12 Πανδ.(5.8) ν.27 πανδ.(18.1), 10,15 παρ.3, 17 και 48 Πανδ.(41.3), 3 και 5 παρ.1 πανδ.(41.10), 109 Πανδ.(50.16) και 2 παρ.7 και 1 Πανδ.(51.4) καλή πίστη εθεωρείτο η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου, ενώ προϋπόθεση της συμπλήρωσης της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του μέχρι τις 11.9.1915, για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα. Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.9.1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δικ., η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στην συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Το κατά νόμον αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Εξ ετέρου η απόφαση που αναγνωρίζει κυριότητα σε ακίνητο από χρησικτησία για να μη στερείται νόμιμης βάσης και να δημιουργείται έτσι ο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. λόγους αναίρεσης, πρέπει να αναφέρει στο αιτιολογικό της μεταξύ άλλων στοιχείων της χρησικτησίας και τις πράξεις του νομέα ή των δικαιοπαρόχων του, των οποίων το χρόνο χρησικτησίας προσμετράει στο δικό του, χωρίς να απαιτείται ο ημερολογιακός προσδιορισμός των πράξεων νομής μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας, ούτε των επί μέρους πράξεων που ο κάθε δικαιοπάροχος διενήργησε μέσα στο χρόνο αυτό, αλλά ούτε και η ιδιαίτερη αναφορά στο πρόσωπο του καθενός από τους δικαιοπαρόχους αυτούς του στοιχείου της καλής πίστης (για τον χρόνο που αυτή χρειαζόταν). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ.2 Κ.Πολ.Δικ.), μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ αυτό, επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά ως προς την αναγνωριστική κυριότητας αγωγή της αναιρεσίβλητης επί των 9/10 εξ αδιαιρέτου τριών δασοτεμαχίων, εκτάσεως 2270,1700 και 590 στεμμάτων, που αποτελούν τμήματα μεγαλυτέρου ακινήτου, επιφανείας 50.900 στρεμμάτων, η οποία (αγωγή) και μετά από επικύρωση της εκκαλουμένης αποφάσεως έγινε δεκτή από την προσβαλλομένη απόφαση, τόσο κατά την κύρια, από παράγωγο, όσο και από την επικουρική από έκτακτη χρησικτησία κτήση της κυριότητας, βάσεις της. Ειδικότερα το Εφετείο δέχθηκε ότι τα επίδικα είναι τρία δασοτεμάχια με την προαναφερθείσα επιφάνεια, που αποτελούν τμήματα του έχοντος συνολική επιφάνεια 50.900 στρεμμάτων δασοκτήματος "...", τα οποία (δασοτεμάχια) η ενάγουσα αναιρεσίβλητη και κατά ποσοστό 9/10 εξ αδιαιρέτου, απέκτησε με παράγωγο τρόπο, στηριζόμενο σε συνεχή σειρά αλλεπαλλήλων διαδοχών, με νόμιμα ματαγεγραμμένους τίτλους, μέχρι τον Α. Η. που απέκτησε το εμπεριέχον και τα επίδικα μεγαλύτερο ακίνητο το 1883 και τα παιδιά του Θ. και Η. Η. που το απέκτησαν το 1903, οι οποίοι προσέτι κατέστησαν κύριοι και με έκτακτη χρησικτησία υπό τους όρους του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, καθόσον νεμήθηκαν το ακίνητο αυτό από τους προαναφερθέντες χρόνους, και μέχρι το 1903 ο πρώτος και το 1935 και 1964 αντίστοιχα οι λοιποί, ενώ και αν ακόμη το ακίνητο αυτό ήταν δημόσιο κτήμα, η τυχόν κυριότητα του Δημοσίου είχε καταλυθεί λόγω συμπληρώσεως της απαιτούμενης 30ετούς καλόπιστης νομής στις 11.9.1915, η οποία καλόπιστη νομή (και για όσο χρόνο αυτή χρειαζόταν) εδικαιολογείτο από το ότι στις κηρυχθείσες εκτελεστές υπ’ αριθμ. ...13.2.1842 και ...11.12.1836 αποφάσεις της επί των πωλήσεων των Οθωμανικών Ιδιοκτησιών Εξεταστικής Επιτροπής (που συστήθηκε με την από 27-6/9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως) με τις οποίες εγκρίθηκαν οι γενόμενες, με χοτζέτια, πωλήσεις των δύο ομόρων ακινήτων που αποτέλεσαν το μεγαλύτερο δασόκτημα των 50.900 στρεμμάτων από τους αποχωρούντες Οθωμανούς προς τους απώτατους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας Κ. Ζ. και Ι. Π., αναφερόταν ότι επί των εν λόγω ομόρων δασοκτημάτων δεν υπάρχουν δικαιώματα του Δημοσίου. Οτι επικουρικά η εφεσίβλητη απέκτησε την κατά τα 9/10 εξ αδιαιρέτου συγκυριότητα των επιδίκων με έκτακτη χρησικτησία, η οποία επιτρεπόταν, εφόσον τα επίδικα δεν ήταν δημόσια κτήματα ή και αν ακόμη ήταν είχαν εκφύγει της κυριότητας του Δημοσίου λόγω συμπληρώσεως μέχρι της 11.9.1915 της απαιτουμένης κατά τους όρους του ΒΡΔ έκτακτης χρησικτησίας και ότι συνακόλουθα η αναιρεσίβλητη, που είχε συμπληρώσει κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής εικοσαετή κατά του ΑΚ νομή με την προσμέτρηση όπου απαιτείτο και της νομής των δικαιοπαρόχων της, είχε καταστεί κυρία και με τον πρωτότυπο αυτό τρόπο". Ετσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση και δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις περί παραγώγου και πρωτοτύπου τρόπου κτήσεως της κυριότητας, επί ακινήτου, διατάξεις, του ισχύοντος και προϊσχύσαντος δικαίου, αφού διέλαβε σ αυτήν (απόφαση) χωρίς αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ως αποδειχθέντα, τα οποία ήταν ικανά να προσπορίσουν στην ενάγουσα-αναιρεσίβλητη την κυριότητα των επιδίκων, με παράγωγο τρόπο και δη με αδιάλειπτη σειρά μεταβιβαστικών τίτλων από το 1991 και το 1992 μέχρι το 1883, που καταρτίστηκαν με δικαιοπαρόχους που είχαν καταστεί κύριοι και με έκτακτη χρησικτησία, ως νεμηθέντες τα επίδικα με καλή πίστη κατά τις διατάξεις του ΒΡΔ επί 30 έτη πριν από την ισχύ του ΑΚ και πριν τις 11.9.1915 και των οποίων η καλή πίστη δικαιολογείται από το ότι στις αποφάσεις της επί των πωλήσεων των Οθωμανικών Ιδιοκτησιών Εξεταστικής Επιτροπής του 1842 και του 1836 που ενέκρινε τις γενόμενες με χοτζέτια αγορές των δύο ομόρων ακινήτων, που αποτέλεσαν το μεγαλύτερο δασόκτημα από τους απώτατους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας Κ. Ζ. και Ι. Π., αναφέρεται ότι το Δημόσιο δεν έχει δικαιώματα επί του περιλαμβάνοντος και τα επίδικα μεγαλυτέρου δάσους. Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα και από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. πρώτος λόγος της αναιρέσεως, που πλήττει την από παράγωγο τρόπο απόκτηση της κυριότητας των επιδίκων βάση της αγωγής, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες η απόφαση περιέχει ελλιπείς αιτιολογίες ως προς τα ζητήματα της αποκτήσεως κυριότητας επί των επιδίκων με έκτακτη χρησικτησία, κατά τις διατάξεις του ΒΡΔ από τους απώτερους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας και για την πριν από τις 11.9.1915 τριακονταετία, γιατί αναφέρεται σε πράξεις νομής που έγιναν στο περιλαμβάνον και τα επίδικα μεγαλύτερο δάσος, είναι αβάσιμες αφού κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη για την πληρότητα της αποφάσεως δεν απαιτείται ο ημερολογιακός προσδιορισμός των πράξεων νομής μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας, ενώ "εν τω μείζον εμπεριέχεται και το ελαττον"και συνακόλουθα ο προσδιορισμός των πράξεων νομής στο μεγαλύτερο ακίνητο προσδιορίζει επαρκώς και τις πράξεις νομής στα περιλαμβανόμενα σ αυτό επίδικα. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες η προαναφερθείσα νομή των δικαιοπαρόχων της ενάγουσας δεν ήταν καλόπιστη, αφού η καλή πίστη συνήχθη από την αναφορά περί ανυπαρξίας δικαιωμάτων του Δημοσίου στο μεγαλύτερο ακίνητο στις υπ’ αριθμ. ...13.2.1834 και ...11.12.1836 αποφάσεις της προαναφερθείσας Εξεταστικής Επιτροπής, η οποία ήταν αναρμόδιο όργανο για τη βεβαίωση των δικαιωμάτων του Δημοσίου είναι απαράδεκτες, γιατί αφενός μεν πλήττουν τη ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση του περιεχομένου εγγράφων, που εκτιμήθηκαν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αφετέρου δε γιατί στηρίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι στις αποφάσεις της εν λόγω Εξεταστικής Επιτροπής αποδόθηκε από την εκκαλουμένη η αρμοδιότητα της Επιτροπής του ΒΔ/τος της 17/29-11/1.12.1836, η οποία κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη ήταν η μόνη αρμόδια να κρίνει κατά τη διαδικασία των άρθρων 1 και 3 περί της κυριότητας ιδιώτη σε δάσος, ενώ δεν συνέβη κάτι τέτοιο, η δε επίμαχη αναφορά περί μη δικαιωμάτων του Δημοσίου εκτιμήθηκε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Ενόψει τούτων ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως και κατά το μέρος που περιέχει αιτιάσεις από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., πρέπει να απορριφθεί, ενώ προσέτι ο λόγος αυτός κατά το ερευνώμενο μέρος του είναι απορριπτέος και ως αλυσιτελής, αφού το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως στηρίζεται αυτοτελώς σε δύο επάλληλες αιτιολογίες (απόκτηση κυριότητας παραγώγως και πρωτοτύπως με έκτακτη χρησικτησία λόγω 20ετούς κατά τον ΑΚ νομής-1045 και 1051-), με την δε αναίρεση δεν πλήττεται η μία από αυτές, με επακόλουθο, ο ερευνώμενος λόγος, που πλήττει την άλλη επάλληλη αιτιολογία να καθίσταται αλυσιτελώς, αφού τυχόν αποδοχή του δεν επηρεάζει το διατακτικό της απόφασης, που στηρίζεται αυτοτελώς, στην μη πληττόμενη επάλληλη αιτιολογία ως προς τον πρωτότυπο με έκτακτη χρησικτησία κατά τις διατάξεις του ΑΚ, τρόπο κτήσεως της κυριότητας της αναιρεσίβλητης, (Ολ ΑΠ 25/2003). Περαιτέρω με τον ίδιο λόγο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τη διάταξη του αριθμού 8 εδ. β του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν απάντησε στους οικείους λόγους εφέσεως με τους οποίους οι παραπάνω αιτιάσεις αποδιδόντουσαν στην εκκαλουμένη απόφαση. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του εφετηρίου και της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι αιτιάσεις αυτές που αποτέλεσαν περιεχόμενο των δύο πρώτων λόγων της έφεσης, λήφθηκαν υπόψη και απορρίφθηκαν και συνακόλουθα δεν στοιχειοθετείται η επικαλούμενη πλημμέλεια. Ειδικότερα αναφέρεται στην προσβαλλομένη απόφαση "οι πρώτος και δεύτερος λόγοι έφεσης, με τους οποίους το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι στην εκκαλουμένη απόφαση δεν αναφέρονται πράξεις νομής επί των επιδίκων δασοτεμαχίων, αλλά μόνον επί του μείζονος δασοκτήματος "..."και ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε καλή πίστη των δικαιοπαρόχων της εφεσίβλητης λόγω της ύπαρξης των αποφάσεων της Εξεταστικής Επιτροπής επί των πωλήσεων Οθωμανικών Ιδιοκτησιών, αφού αυτοί δεν είχαν τηρήσει τη διαδικασία του ΒΔ της 17/29.11.1836 "περί ιδιωτικών δασών", πρέπει να απορριφθούν......". Ενόψει τούτων ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Επειδή ο από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔικ λόγους αναιρέσεως ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην αναγνώση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης"), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (Ολ ΑΠ 2/2008). Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αναιρετική πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο των αναφερομένων παραπάνω, στον πρώτο αναιρετικό λόγο, υπ’ αριθμ. ...13.2.1842 και ...11.12.1836 αποφάσεων της επί των πωλήσεων των Οθωμανικών Ιδιοκτησιών Εξεταστικής Επιτροπής, με το να δεχθεί ότι από την αναφορά στις αποφάσεις αυτές, ότι το Δημόσιο δεν έχει δικαιώματα στο περιλαμβάνον και τα επίδικα δασοτεμάχια μεγαλύτερο δάσος, των 50.900 στρεμμάτων, συνάγεται καλή πίστη των πριν από τις 11.9.1915 δικαιοπαρόχων της ενάγουσας, είναι απαράδεκτη, γιατί δεν αφορά σε "διαγνωστικό λάθος"του εγγράφου, το οποίο ορθά αναγνώσθηκε, αλλά σε λανθασμένη, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος, εκτίμηση του περιεχομένου του, από την οποία το δικαστήριο συνήγαγε, ως δικαστικό τεκμήριο, την καλή πίστη των απώτατων δικαιοπαρόχων της αναιρεσίβλητης. Δηλαδή η επικαλούμενη αιτίαση αφορά σε παράπονο αναγόμενο στην, ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση των αποδείξεων και του περιεχομένου του εγγράφου. Ενόψει τούτων δεν υφίσταται παραμόρφωση εγγράφου και ο λόγος αυτός (δεύτερος) πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περγ του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335,338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βαρύτητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό (Ολ ΑΠ 2/2008) οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από το διάδικο. Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητα του (Ολ ΑΠ 23/2008). Καμία ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (μάρτυρες, ένορκες βεβαιώσεις κλπ.). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ ΑΠ 2/2008) ή κατ άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ ΑΠ 15/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 11γ του άρθρου 559 Κ Πολ Δικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα νομίμως επαναφερθέντα σ αυτό έγγραφα, από τα οποία προέκυπτε το αβάσιμο των ισχυρισμών της αναιρεσίβλητης, περί διενεργείας στα επίδικα πράξεων νομής από τους απώτερους δικαιοπαρόχους της. Ότι τα έγγραφα αυτά είναι 1) απόσπασμα από την "έκθεση έρευνας ιδιοκτησιακού ζητήματος δασών ... και ..."του δασολόγου Ε. Φ., 2) το υπ’ αριθμ. ...1981 συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών .......................... , 3) το υπ’ αριθμ. ...1840 συμβόλαιο του συμβ/φου ........ , 4) την υπ’ αριθμ. ...1860 απόφαση του Δικαστηρίου της μικτής Ελληνοτουρκικής Επιτροπής, 5) τα υπ’ αριθμ. ... και ...1852 συμβόλαια του συμβ/φου ......... ............. , 6) την πιστοποίηση μεταγραφής του ...1887 συμβολαίου, 7) την από 28.12/1987 βεβαίωση του υποθηκοφύλακα Μαραθώνα, 8) τις υπ’ αριθμ. 289/1878 και 539/1878 αποφάσεις του Πρωτοδικείου και Εφετείου Αθηνών αντίστοιχα, 9) την υπ’ αριθμ. 113917/1899 διαταγή του Υπουργού Οικονομικών, 10) το υπ’ αριθμ. .../1899 έγγραφο περί μη θεωρήσεως των πινάκων υλοτομίας του Α. Η., 11) το απόσπασμα ληξιαρχικής πράξεως θανάτου του Ι. Μ. και 12) το υπ` αριθμ. πρωτ. ......30.6.2005 έγγραφο της Δ/νσης Προστασίας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος με τις συνημμένες σ αυτό από 22.2.2005 και 21.6.2005 αναφορές του δασολόγου Ε. Φ.. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση και ιδιαίτερα από την περιεχομένη σ αυτήν βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα "τα επικαλούμενα και νομίμως προσκομιζόμενα έγγραφα", σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν γεννιέται καμμιά απολύτως αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία και συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις για τη στήριξη του αποδεικτικού του πορίσματος, ενώ κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν χρειαζόταν ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση των εν λόγω αποδεικτικών μέσων, όπως αβάσιμα υπολαμβάνει το αναιρεσείον, η δε αιτίαση του ερευνώμενου λόγου ότι από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα συνάγεται αντίθετο πόρισμα από εκείνο που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση ως προς τους επίμαχους ισχυρισμούς είναι απαράδεκτη, καθόσον πλήττει την, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, ανέλεγκτη αναιρετικά αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, ενώ εξάλλου πρέπει να λεχθεί ότι τα υπό στοιχ. 2 έως και 5 αποδεικτικά μέσα που αφορούν σε απόδειξη πράξεων νομής για χρόνο προγενέστερο του 1885 δεν αφορούν σε ισχυρισμό που ασκεί έννομη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού για απόδειξη χρησικτησίας επί δημοσίου κτήματος δεν υφίσταται υποχρέωση του διαδίκου για χρόνο προγενέστερο της πριν τις 11.9.1915 τριακονταετίας. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο λόγω της ήττας του (άρθρα 183 και 176 Κ Πολ Δικ) πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1997, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 ΕισΝΚΠολΔικ και όπως τούτο ισχύει, μετά την υπ αριθμ. 134423/1982 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ β11/20.1.1993), που εκδόθηκε κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 31.10.1014 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της "...................", για αναίρεση της υπ αριθμ. 3542/2014 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) Ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2015.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2015.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.



708/2015 ΑΠ ( 655493) Αναγνωριστική αγωγή ακυρότητας ιδιόγραφης διαθήκης. Άμεσο έννομο συμφέρον για την άσκηση αυτής έχουν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, καθώς και οι τετιμημένοι με προγενέστερη έγκυρη..

$
0
0

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ - ΤΥΧΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ ΣΕ ΚΟΙΝΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ - Έννοια και λειτουργία του κοινού τραπεζικού λογαριασμού κατά το Ελληνικό δίκαιο - Ο κοινός τραπεζικός λογαριασμός μετά τον θάνατο του κληρονομουμένου - Καταθέσεις σε κοινό λογαριασμό – Θάνατος συνδικαιούχου - Πώς ο κληρονόμος διεκδικεί κοινό λογαριασμό του θανόντος - Ο τραπεζικός λογαριασμός μετά το θάνατο του δικαιούχου - Ασφαλιστικά Μέτρα – Κοινός Τραπεζικός Λογαριασμός – Όρος αρ. 2 Ν. 5638/1932 – Προσβολή νόμιμης μοίρας κληρονόμου – Μέμψη άστοργης δωρεάς – Συντηρητική κατάσχεση = Αριθμός απόφασης 108/2013    Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου - Κοινός τραπεζικός λογαριασμός: Δικαιώματα συνδικαιούχων   Εφ.Θεσ/νίκης 74/2011

708/2015 ΑΠ ( 655493) 
Αναγνωριστική αγωγή ακυρότητας ιδιόγραφης διαθήκης. Άμεσο έννομο συμφέρον για την άσκηση αυτής έχουν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, καθώς και οι τετιμημένοι με προγενέστερη έγκυρη διαθήκη κληρονόμοι ή κληροδόχου. Αναγκαία στοιχεία του κύρους...
ιδιόγραφης διαθήκης. Η ιδιόγραφη διαθήκη για να έχει αποδεικτική ισχύ, πρέπει ολόκληρο το περιεχόμενό της όπως και η χρονολογία της να έχουν γραφεί ιδιοχείρως, χωρίς να αρκεί να είναι απλώς και μόνο ιδιοχείρως υπογεγραμμένο το κείμενό της. Συνεπώς, η αναγνώριση ή η απόδειξη της γνησιότητας της υπογραφής δεν αρκεί για να ισχύσει το τεκμήριο της γνησιότητας του περιεχομένου ιδιόγραφης διαθήκης. Απαιτείται και η αναγνώριση ή απόδειξη της γνησιότητας του περιεχομένου και της χρονολογίας της. Το βάρος απόδειξης της γνησιότητας, έχει αυτός που επικαλείται τη γνησιότητα. Ένορκες βεβαιώσεις. Προϋποθέσεις του κύρους τους. Δεν αρκεί η σχετική βεβαίωση από το συμβολαιογράφο περί νόμιμης κλήτευσης του αντιδίκου, δεδομένου ότι η κλήτευση και ο χρόνος αυτής, ο έλεγχος των οποίων ανήκει στο δικαστήριο, αποδεικνύεται από την σχετική έκθεση επίδοσης που αποτελεί δημόσιο έγγραφο και παράγει πλήρη απόδειξη και όχι από την ένορκη βεβαίωση αυτή καθ’ εαυτή. Η βεβαίωση δε του δικαστηρίου ότι προσκομίζεται ή όχι ένα έγγραφο, αφορά σε πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά. Γνησιότητα της ένδικης ιδιόγραφης διαθήκης. Απόρριψη αναίρεσης κατά της υπ’ αριθ. 5173/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.


  
Αριθμός 708/2015 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ’ Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Μαρία Βαρελά, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Α. Π., συζ. Α. Μ., 2) Α. Μ. του Ι. - Ν., κατοίκων ...., και 3) Φ. Μ. του Ι. - Ν., κατοίκου ............., οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Παπαπετρόπουλο.

Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Σ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Παχή.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3/10/2002 αγωγή της αρχικής διαδίκου Ε. Π., το γένος Δ. Δ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2947/2004 μη οριστική, 5245/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 3093/2007, 3920/2009 μη οριστικές και 5173/2013 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 12/2/2014 αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Βαρελά ανέγνωσε την από 20/10/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του πρώτου λόγου αναίρεσης και την απόρριψη του δεύτερου λόγου αναίρεσης.

Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 1721 ΑΚ, η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται απ’ αυτόν. Από τη χρονολογία, πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος. Η ιδιόγραφη διαθήκη δεν υποβάλλεται σε κανένα άλλο τύπο. Τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν συστατικούς όρους εγκυρότητας της διαθήκης. Η ιδιόγραφη διαθήκη για να έχει αποδεικτική ισχύ, πρέπει ολόκληρο το περιεχόμενό της όπως και η χρονολογία της να έχουν γραφεί ιδιοχείρως, δεν αρκεί δηλαδή να είναι απλώς και μόνο ιδιοχείρως υπογεγραμμένο το κείμενό της σύμφωνα με το άρθρο 443 ΚΠολΔ.

Συνεπώς, η αναγνώριση ή η απόδειξη της γνησιότητας της υπογραφής δεν αρκεί για να ισχύσει το τεκμήριο της γνησιότητας του περιεχομένου ιδιόγραφης διαθήκης. Απαιτείται και η αναγνώριση ή απόδειξη της γνησιότητας του περιεχομένου και της χρονολογίας της. Το βάρος απόδειξης της γνησιότητας, έχει αυτός που επικαλείται τη γνησιότητα. Η ΑΚ 721, αποτελεί κανόνα δημόσιας τάξης δεν μπορεί δηλαδή η ιδιωτική βούληση να παραμερίσει έστω και κατά το ελάχιστο, τις διατυπώσεις σύνταξης που ορίζει ο νόμος εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 70 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι μπορεί να εγερθεί αναγνωριστική αγωγή για την αναγνώριση της ύπαρξης ή μη ύπαρξης έννομης σχέσης η οποία τελεί σε αβεβαιότητα, εφόσον συντρέχει έννομο συμφέρον.

Απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση για την έγερση αναγνωστικής αγωγής είναι να έχει ο ενάγων έννομο προς τούτο συμφέρον το οποίο πρέπει να είναι άμεσο υπό την έννοια ότι η αβεβαιότητα που περιβάλλει την επίδικη έννομη σχέση είναι ενεστώσα δηλαδή υπάρχει κατά τη συζήτηση επί της οποίας εκδίδεται η απόφαση. Σύμφωνα δε, με τη διάταξη του άρθρου 1719 ΑΚ, διαθήκη για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά. Τέτοιο άμεσο έννομο συμφέρον για έγερση αναγνωριστικής αγωγής για την αναγνώριση ακυρότητας διαθήκης έχουν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμου του διαθέτη, ως και οι τετιμημένοι με προγενέστερη έγκυρη διαθήκη κληρονόμοι ή κληροδόχου. Τέλος, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ελλειψη νόμιμης βάσης κατά την έννοια της διάταξης αυτής υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται δηλαδή ο λόγος αυτός όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάσθηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί απ’ αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό, στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι, όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή κατ’ άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ από τον Αρειο Πάγο, επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, εγένοντο δεκτά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 3.6.2002 απεβίωσε στην Αθήνα η Ό. χήρα Ε. Σ., το γένος Σ. και Σ. Δ., με αιτία θανάτου λοίμωξη αναπνευστικού, καρδιακή ανεπάρκεια, οξεία νεφρική ανεπάρκεια, κάτοικος, εν ζωή, ..., όπου είχε εγκατασταθεί από το έτος 2001. Η αποβιώσασα είχε γεννηθεί στην Νικομήδεια της Μικράς Ασίας, το έτος 1915, βρέθηκε πρόσφυγας, κατά την Μικρασιατική Καταστροφή του έτους 1922, με την οικογένειά της στην Ελλάδα και όταν ενηλικιώθηκε μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα, ερχόμενη τακτικά στην Ελλάδα, δεδομένου ότι είχε μεγάλη περιουσία στην ημεδαπή και διατηρούσε μονοκατοικία στην ..., επί της οδού ..., και στην μονοκατοικία αυτή κατοικούσε, κατά τα τελευταία έτη, προ του θανάτου της, όπως προαναφέρθηκε. Βέβαια η αρχική ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι η αποβιώσασα είχε γεννηθεί κατά το έτος 1907 και για την απόδειξη του ισχυρισμού της αυτού, προσκόμισε την με αριθμό πρωτοκόλλου 6794/1978 απόφαση του Δημάρχου Αμαρουσίου και το από 9-7-2002 απόσπασμα της ληξιαρχικής πράξης θανάτου της κληρονομουμένης με την επισημείωση διόρθωσης του έτους γέννησης αυτής, κατόπιν της από 9.7.2002 εντολής του Ειρηνοδίκη Αμαρουσίου και δήλωση της Α. Μ., πρώτης εχούσης υπεισέλθει στην θέση της αρχικής εφεσίβλητης, ήτοι ένα περίπου μήνα μετά τον θάνατο της κληρονομουμένης, ωστόσο, στο από 5.6.2002, απόσπασμα της ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Ληξίαρχου στο Ληξιαρχείο Αμαρουσίου αναφέρεται ως χρόνος γέννησης της αποβιωσάσης Ό. Σ. Δ. το έτος 1915. Το έτος αυτό αναφέρεται και στο διαβατήριο της αποβιωσάσης, στο από 3.5.1977 πιστοποιητικό του Δημάρχου Αμαρουσίου, στο Δελτίο Αστυνομικής Ταυτότητας εκδόσεως 1945 και στο εκλογικό της βιβλιάριο του έτους 1944, το έτος δε αυτό γέννησης αναφέρει η αποβιώσασα και στην από 21.8.1995 (αρ. εκθ. κατ. 9218/1995) αγωγή της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εναντίον του εκκαλούντος, του αδελφού του Σ. Σ. και του πατέρα τους Δ. Σ.. Ο σύζυγος της ως άνω αποβιωσάσης Ε. Σ. είχε προαποβιώσει και από τον γάμο της με αυτόν δεν είχε αποκτήσει τέκνα. Έτσι, κατά τον χρόνο του θανάτου της η αποβιώσασα Ό. Δ. Σ. άφησε πλησιέστερους συγγενείς πρώτα ξαδέλφια της, μεταξύ των οποίων και η αρχική ενάγουσα Ε. Π., η μητέρα του εναγόμενου Π. Σ., και η Ε. Μ., θυγατέρα του αδελφού της μητέρας της αποβιωσάσης Χ. Α., καθώς και τα τέκνα των ξαδέλφων αυτής, μεταξύ των οποίων τον εναγόμενο, υιό της Π. Σ., τις θυγατέρες της αρχικής ενάγουσας Α. Π. σύζυγο Α. Μ., και Ε. Π. σύζυγο Ι. - Ν. Μ., τα τέκνα της οποίας συνεχίζουν την δίκη, η Δ. Δ., και η Ε. Τ., σύζυγος του εξετασθέντος, με την επιμέλεια της αρχικής ενάγουσας, μάρτυρος.

Με την .../29.5.1996 δημόσια διαθήκη, που συνετάγη από την συμβολαιογράφο Αθηνών .......... .......... , δημοσιεύθηκε με τα 613/2003 πρακτικά της συνεδρίασης της 31.1.2003 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και καταχωρήθηκε στα βιβλία διαθηκών του Πρωτοδικείου Αθηνών στον τόμο ..., με αριθμό 168, η αποβιώσασα εγκατέστησε κληρονόμους της τις μικρανεψιές της Ε. σύζυγο Ι. Τ., εξετασθέντα, με την επιμέλεια της αρχικής ενάγουσας, μάρτυρα και την Δ. Δ., στις οποίες όρισε να περιέλθει από κοινού, αδιαίρετα και κατ’ ισομοιρία το εξ αδιαιρέτου μερίδιο της α) επί μίας ισογείου οικίας στην ... Αττικής (περιοχή Προσφυγικού Συνοικισμού), επί της οδού ..., β) επί ενός οικοπέδου, επιφανείας 487,50 τμ, στη θέση …, της ... Αττικής, επί της οδού ... και γ) επί των αγροτικών ακινήτων, που βρίσκονται στην κτηματική περιφέρεια του ... . Πέραν της διαθήκης αυτής, δημοσιεύθηκε, με τα 3743/2002 πρακτικά της συνεδρίασης της 6.9.2002 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και η από 20.5.2002 ιδιόγραφη διαθήκη της ιδίας, με αίτηση του που έχει καταχωρηθεί στα βιβλία διαθηκών του Πρωτοδικείου Αθηνών στον τόμο ..., με αριθμό 100, με την οποία άφησε κληρονόμο της τον εναγόμενο Ν. Σ., γιο της εξαδέλφης της Π., στα σπίτια της και τις καταθέσεις της στην Αμερική και την Ελλάδα, Αρχές Μαΐου 2002 η διαθέτης, η οποία ήταν έξυπνη, δραστήρια και καθόλα υγιής, εμφάνισε δύσπνοια και οι γιατροί συνέστησαν στον εναγόμενο, ο οποίος φρόντιζε τις υποθέσεις της, την συντήρηση και τα θέματα της υγείας της, την εισαγωγή της διαθέτιδος σε νοσοκομείο. Η εισαγωγή της έγινε προγραμματισμένα την 22.5.2002 στο νοσοκομείου ....., όπου μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο του ιδίου Νοσοκομείου και την συνόδευσε ο ίδιος και η μητέρα του Π. Σ., η οποία υπέγραψε και στο έντυπο εισαγωγής ασθενή του εν λόγω νοσοκομείου, με προδιάγνωση λοίμωξη αναπνευστικού και αιτία προσέλευσης "βήχας - οσφυαλγία", ενώ στα δεδομένα εισαγωγής της ανεγράφη ότι εμφάνισε προ 17 ημερών βήχα και επιδείνωση της οσφυαλγίας, ότι, λόγω του έντονου πόνου, προσπαθούσε να περιορίσει τον βήχα της, ότι έλαβε για μία εβδομάδα Vibramycin με αντιφλεγμονώδη, ότι υποχώρησε μερικώς η οσφυαλγία, παρέμεινε όμως ο βήχας και ότι η ασθενής προσήλθε για περαιτέρω έλεγχο και θεραπευτική αντιμετώπιση.

Στο νοσοκομείο η διαθέτης ζήτησε από τον εναγόμενο να συναντήσει δικηγόρο και ο εναγόμενος ειδοποίησε τον Α. Κ.. Στις 31.5.2002 ο ως άνω δικηγόρος επισκέφτηκε την διαθέτη, η οποία του παρέδωσε την ως άνω ιδιόγραφη διαθήκη της, παράλληλα τον συμβουλεύτηκε περί του ποίος ήταν ο επωφελέστερος φορολογικά τρόπος για την μεταβίβαση των οικιών της στην ... και την Αμερική, όταν δε εκείνος την συμβούλευσε ότι ο επωφελέστερος φορολογικά τρόπος ήταν η πώληση, του έδωσε εντολή να καλέσει συμβολαιογράφο, προκειμένου να του χορηγήσει συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο με τις εντολές να γίνουν οι μεταβιβάσεις των ακινήτων στον εναγόμενο. 11ρος τούτο ο ως άνω δικηγόρος ζήτησε και έλαβε την από 3.6.2002 ιατρική βεβαίωση, με την οποία βεβαιώθηκε ότι η διαθέτης νοσηλεύετο στο ως άνω Νοσοκομείο .........λόγω αναπνευστικών προβλημάτων - πιθανή λοίμωξη αναπνευστικού, ότι, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της διαπιστώθηκε νεφρική ανεπάρκεια για την οποία χρήζει υποστήριξης με τεχνικό νεφρό, ότι η γενική κατάσταση είναι σοβαρή και ότι διατηρεί την επαφή της με το περιβάλλον, τους συγγενείς της και τους ιατρούς της και ότι είναι σε κατάσταση να κάνει δικαιοπραξία. Την ίδια ημέρα η διαθέτης απεβίωσε και έτσι ματαιώθηκε η μεταβίβαση των ως άνω περιουσιακών της στοιχείων και με την επιμέλεια του ως άνω δικηγόρου, δημοσιεύθηκε, μετά τον θάνατο αυτής, η ως άνω ιδιόγραφη διαθήκη, που του είχε παραδοθεί, όπως προαναφέρθηκε.

Η διαθέτης Ό. Δ. Σ., είχε παντρέψει τους γονείς του εναγομένου και είχε βαπτίσει τον αδελφό του Σ. Σ. - εξετασθέντα μάρτυρα με την επιμέλεια του εναγομένου, και διατηρούσε στενές σχέσεις με όλη την οικογένεια του εναγομένου, στον οποίο είχε ιδιαίτερη συμπάθεια. Επί σειρά ετών ο πατέρας του εναγομένου, Δ. Σ., χειριζόταν, ως πληρεξούσιος της αποβιωσάσης, τις υποθέσεις αυτής στην Ελλάδα, περιβαλλόμενος από αυτήν με ιδιαίτερη εμπιστοσύνη. Κατά το έτος 1990, οι σχέσεις της αποβιωσάσης με τη οικογένεια του εναγομένου διαταράχθηκαν και στις 9.10.1995 άσκησε εναντίον του πατέρα του εναγομένου Δ. Σ. του ιδίου του εναγομένου Ν. Σ. και του αδελφού του Σ. Σ. την από 21.8.1995 (αρ. εκθ. κατ. 9218/1995) αγωγή της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αίτημα να αναγνωριστεί η ακυρότητα της πωλήσεως των 16/48 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου στον συνοικισμό "..."δυνάμει του .../5.1.1990 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Σπυριδούλας ............ ...............και το δικαίωμα της ιδίας επί της κυριότητας του ακινήτου αυτού, κατά τα ως άνω ιδανικά μερίδια. Επί της αγωγής αυτής δεν εκδόθηκε απόφαση, διότι, κατά την ημερομηνία συζήτησής της ματαιώθηκε η εκδίκασή της, αλλά ούτε και μέχρι τον χρόνο θανάτου της τότε ενάγουσας και ήδη κληρονομούμενης, ωστόσο, απορρίφθηκε με την 2008/2004 ήδη τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μετά την έκδοση της 4439/2005 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, η αίτηση των ως άνω εναγομένων για διαγραφή της αγωγής από τα βιβλία διεκδικήσεων, με το σκεπτικό ότι δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής της αγωγής αναγνώρισης της κυριότητας της ενάγουσας ούτε και οι ενοχικές αγωγές ακύρωσης του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου. Έκτοτε, οι σχέσεις της κληρονομούμενης με τον εναγόμενο αποκαταστάθηκαν, τον περιέβαλε με εμπιστοσύνη και ο εναγόμενος φρόντιζε για τις υποθέσεις της αποβιωσάσης, ενώ από το έτος 2001, που εγκαταστάθηκε πλέον μόνιμα στην Ελλάδα, την επισκεπτόταν τακτικά και φρόντιζε για την συντήρηση της και για τα θέματα της υγείας της. Πιο συγκεκριμένα, στις 25.1.2002 άνοιξε στην ........... τον ... λογαριασμό, με συνδικαιούχο τον εναγόμενο, σε δολάρια ΗΠΑ, ποσού 269.484,29 δολαρίων ΗΠΑ. Την ίδια ημερομηνία υπέβαλε στη ίδια Τράπεζα την .../25.1.2002 αίτησή της για επένδυση, από το ως άνω ποσό, 269.000 δολαρίων ΗΠΑ στο αμοιβαίο κεφάλαιο "............. ................."με συνδικαιούχο τον εναγόμενο, ενώ στις 14.7.1999 μηδένισε τον ... λογαριασμό αρχικής κατάθεσης ποσού 50.000 δολλ. ΗΠΑ, που είχε ανοίξει, στις 13.1.1999, με συνδικαιούχο την πρώτη καλούσα Α. Μ. - Π. και στις 16.1.2002 έκλεισε, με μεταφορά σε άλλον λογαριασμό, τον λογαριασμό της ... στην .... Τράπεζα της Ελλάδος, σε δολάρια ΗΠΑ, με συνδικαιούχο την άλλη θυγατέρα της αρχικής ενάγουσας ..., ποσού 57.454,79 δολαρίων ΗΠΑ. Στις 27.2.2002, ο εναγόμενος προέβη, για λογαριασμό της διαθέτου, στην κατάρτιση σύμβασης υδροληψίας ΕΥΔΑΠ για την υδροδότηση της οικίας αυτής επί της οδού ... στην .... Ο ίδιος ο εναγόμενος κατέβαλε στο Νοσοκομείο ......... τα έξοδα νοσηλείας της κληρονομούμενης, την αμοιβή των αποκλειστικών νοσοκόμων, που ο ίδιος είχε προσλάβει για την φροντίδα της κληρονομουμένης, κατά την διάρκεια της νοσηλείας της, ο ίδιος, μετά τον θάνατο αυτής, φρόντισε για την κηδεία και το 40ήμερο μνημόσυνο αυτής, καθώς και για την κάλυψη των εξόδων τόσο της κηδείας και του μνημοσύνου όσο και της ανακατασκευής του μνημείου της αποβιωσάσης και στις 22.4.2003 κατέβαλε, για λογαριασμό της αποβιωσάσης, 570 ευρώ στην Ε. Ε. Π., χειρούργο οδοντίατρο, για εξόφληση οδοντιατρικών εργασιών της αποβιωσάσης. Μετά την δημοσίευση της ως άνω ιδιόγραφης διαθήκης, ο εναγόμενος, πεπεισμένος για την γνησιότητα της διαθήκης και ως κληρονόμος της ως άνω αποβιωσάσης, με βάση την διαθήκη αυτή, προέβη στην καταβολή των φόρων κληρονομιάς και στις αναγκαίες επισκευές της ως άνω μονοκατοικίας της διαθέτου, έχοντας δαπανήσει σημαντικά ποσά, εν γνώσει της αρχικής ενάγουσας και των λοιπών ως άνω συγγενών της αποβιωσάσης, χωρίς καμία όχληση εκ μέρους αυτών, και μετά ταύτα εγκαταστάθηκε σ’ αυτήν με την οικογένειά του. Με την υπό κρίση αγωγή η αρχική ενάγουσα, μόνη αυτή εκ των ως άνω εγγυτέρων συγγενών της διαθέτου, άσκησε την υπό κρίση αγωγή, ισχυριζόμενη ότι η ένδικη ιδιόγραφη διαθήκη είναι πλαστή, ενώ η Ε. Μ., άλλη πρωτεξαδέλφη της διαθέτου κατέθεσε, στις 24.10.2003, μήνυση εναντίον του εναγομένου, ισχυριζόμενη ότι η διαθήκη αυτή ήταν πλαστή και ότι πλαστογράφος είναι ο εναγόμενος Ν. Σ.. Για την ενίσχυση του ισχυρισμού της αυτού η εγκαλούσα ανέθεσε στον γραφολόγο Μ. Μ. την εξέταση της ένδικης διαθήκης και ο τελευταίος συνέταξε την από 1 8.10.2003 γραφολογική έκθεση με την οποία αποφάνθηκε ότι η διαθήκη δεν είναι γνήσιο γραφικό προϊόν της Ό. Σ. Δ.. Κατόπιν αυτού ο εγκαλούμενος ανέθεσε, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, τη γραφολογική εξέταση της διαθήκης στη γραφολόγο Μ. - Μ. Κ., η οποία με την από 9.2.2004 έκθεσή της αποφάνθηκε ότι η διαθήκη έχει συναχθεί και υπογραφεί από την ίδια τη διαθέτη. Στα πλαίσια της μηνύσεως αυτής και δυνάμει της 315/4.8.2004 διάταξης της Πταισματοδίκου του 24ου Ανακριτικού Τμήματος Αθηνών, διορίστηκε πραγματογνώμων ο ειδικός δικαστικός γραφολόγος Θ. Β., ο οποίος, αφού εξέτασε την ένδικη διαθήκη σε πρωτότυπο, σε σύγκριση με τα έγγραφα που σ’ αυτήν αναφέρονται, η γνησιότητα των οποίων δεν έχει αμφισβητηθεί, με την από 28.9.2004 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης εμπεριστατωμένη επιχειρηματολογία, ότι η ένδικη διαθήκη γράφηκε, χρονολογήθηκε και υπογράφηκε από την ίδια την διαθέτη Ό. Σ. και ότι είναι καθόλα γνήσια, δυνάμει δε της ΕΓ 94- 04/277/24Δ/2004 διάταξης της Εισαγγελέως Πρωτοδικών απορρίφθηκε η ως άνω έγκληση της Ε. χήρας Λ. Μ.. Κατά της διάταξης αυτής η εγκαλούσα άσκησε την 352/2004 προσφυγή, η οποία με την 813/04 διάταξη της Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ’ ουσία.

Η γραφή της ένδικης ιδιόγραφης διαθήκης είναι ευανάγνωστη και επιμελημένη, λόγω της σπουδαιότητας του εγγράφου, χρησιμοποιούνται Ελληνικά γράμματα με ανάμιξη ολίγων γραμμάτων Λατινικής γραφής (Αγγλικά), ο τονισμός είναι ελλιπής (ήτοι από τις 25 λέξεις που παίρνουν τόνο, τονίζονται μόνο έξι, ενώ από τις 9 λέξεις που παίρνουν πνεύματα, έχουν τεθεί μόνο σε μία εξ αυτών), όπως και επί της, μη αμφισβητούμενης γνησιότητας, γραφής της κληρονομουμένης στην πλησιόχρονη, προς την εν λόγω διαθήκη, επιστολή αυτής σε φάκελο με ημερομηνία ταχυδρόμησης 1 2.4.2000, (όπου οι περισσότερες λέξεις δεν έχουν τόνο και από τις ένδεκα λέξεις, που κατά το πολυτονικό σύστημα φέρουν πνεύματα, μόνο τέσσερεις φέρουν αυτά) και η υπογραφή της περιλαμβάνει το όνομα και το επώνυμο της με αγγλικούς χαρακτήρες και μεταξύ αυτών το αρχικό του πατρωνύμου με καλλιγραφική μορφή, όπως και στην, μη αμφισβητουμένης γνησιότητας, υπογραφή της κληρονομουμένης στο 7002093 843 ξενόγλωσσο έγγραφο που περιέχεται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Γ. Χ. και έχει γραφεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί από την ίδια την διαθέτη Ό. Σ., αλλά και σε τραπεζικά έγγραφα, που ο εκκαλών νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει. Την γνησιότητα της ένδικης διαθήκης επιβεβαιώνει και ο εξετασθείς, με την επιμέλεια του εναγομένου, μάρτυρας Σ. Σ., ο οποίος γνώριζε καλά τον γραφικό χαρακτήρα της διαθέτου, που τον είχε βαπτίσει και ελάμβανε τακτικά επιστολές της από την Αμερική. Η κατάθεση αυτού ενισχύεται και από τις ένορκες βεβαιώσεις της Π. Σ., μητέρας του εναγομένου και πρώτης εξαδέλφης της κληρονομουμένης, με την οποία, όπως προαναφέρθηκε, είχε στενές σχέσεις και η οποία γνώριζε καλά τον γραφικό αυτής χαρακτήρα, αλλά και από την ένορκη κατάθεση του Α. Κ., στον οποίο προσωπικά παραδόθηκε από την διαθέτη η ένδικη διαθήκη και στον οποίο διατυπώθηκε από την κληρονομουμένη η πραγματική βούλησή της να μεταβιβαστούν τα ως άνω περιουσιακά της στοιχεία στον εναγόμενο με τον οποίο, άλλωστε, διατηρούσε άριστες σχέσεις, κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Βέβαια, η αρχική ενάγουσα και οι έχοντες υπεισέλθει στην θέση αυτής ισχυρίστηκαν ότι η διαθέτης, κατά τον χρόνο που φέρεται συνταχθείσα η ένδικη διαθήκη, ήταν υπέργηρος και η κατάσταση της υγείας της δεν της επέτρεπε να έχει δεν αποδείχθηκε, ωστόσο, η ουσιαστική βασιμότητα του ισχυρισμού τους αυτού. Η κατάθεση του εξετασθέντος, με την επιμέλεια της αρχικής ενάγουσας, μάρτυρα Ι. Τ., συζύγου της Ε. Τ., μικρανεψιάς της κληρονομουμένης και τετιμημένης με την προαναφερθείσα πρώτη δημόσια διαθήκη αυτής, είναι γενικόλογη και ασαφής και από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που οι έχοντες υπεισέλθει στη θέση της αρχικής εφεσίβλητης νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν δεν συνάγεται απόδειξη ικανή να θεμελιώσει δικανική πεποίθηση περί της αδυναμίας της διαθέτιδος να συντάξει την ως άνω διαθήκη, δεδομένου ότι αποκρούονται από την κατάθεση του εξετασθέντος, με την επιμέλεια του εναγομένου, μάρτυρα, ο οποίος κρίνεται ότι δεν προσδοκά άμεσο έννομο συμφέρον από την έκβαση της δίκης, εφόσον δεν είναι τετιμημένος με τη διαθήκη, αντίθετα, λόγω της ως άνω σχέσης του με την κληρονομούμενη, γνώριζε τον γραφικό χαρακτήρα αυτής και είχε ιδίαν αντίληψη περί της καταστάσεως της υγείας αυτής, κατά τον χρόνο συντάξεως της ένδικης διαθήκης, όπως και για την κατάσταση της υγείας αυτής, όταν είχε εισαχθεί στο νοσοκομείο, βεβαιώνοντας ότι η κληρονομούμενη είχε διαύγεια πνευματική μέχρι τον επελθόντα θάνατο αυτής, αλλά και από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που ο εναγόμενος - εκκαλών νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει. Βέβαια, η διορισθείσα με την 2947/2004 απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου πραγματογνώμονας Β. Σ., όπως και η διορισθείσα με την 3093/2007 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου πραγματογνώμονας Ε. Π., καταλήγουν, στο συμπέρασμα, η μεν πρώτη, ότι η ένδικη διαθήκη δεν έχει γραφεί, χρονολογηθεί και υπογράφει από την κληρονομουμένη Ό. Σ. Δ., η δε δεύτερη ότι πρόκειται περί διαθήκης η οποία δεν είναι γνήσιο γραφικό προϊόν της κληρονομούμενης Ό. Σ. - Δ., αλλά αποτελεί άστοχη απομίμηση της γνήσιας αυτής γραφής και υπογραφής. Υπέρ της γνωμοδότησης αυτών συνηγορούν με τις από 18.10.2003 και 28.12.2005 εκθέσεις τους οι ενεργήσαντες γραφολογική εξέταση της διαθήκης με την επιμέλεια της αρχικής ενάγουσας, δικαστικοί γραφολόγοι Μ. Μ. και Γ. Χ. αντίστοιχα. Από τους γραφολόγους αυτούς, ο πρώτος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται περί διαθήκης η οποία δεν είναι το γνήσιο γραφικό προϊόν της Ο. Σ. - Δ., αλλά αποτελεί χονδροειδή και άστοχη απομίμηση της γνήσιας αυτής γραφής και υπογραφής και ότι τούτο επισφραγίζεται και από το ολιγόστιχο και επιμελημένο του χειρογράφου κειμένου της υπό έλεγχο διαθήκης, τουθ’ όπερ ουδόλως συνάδει προς το βαθύτατο γήρας της διαθέτιδας και της εν γένει υγιεινής αυτής κατάστασης, καθ’ όσον μετ’ ολιγοήμερη παρέλευση από της ημερομηνίας της διαθήκης η εν λόγω διαθέτης απεβίωσε και ο δεύτερος στο τελικό συμπέρασμα ότι η φερόμενη ιδιόγραφη διαθήκη της Ο. Σ. είναι καθ’ ολοκληρίαν πλαστή με αποτυχημένη ελεύθερη απομίμηση γνησίων κειμένων γραφής και γνήσιων υπογραφών της φερόμενης διαθέτιδας και ότι η γραφολογική πραγματογνωμοσύνη του Θ. Β. δεν συντάχθηκε βάσει των αρχών και κανόνων της δικαστικής γραφολογίας και το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει είναι απόλυτα εσφαλμένο. Οι ως άνω εκθέσεις, ωστόσο, δεν κρίνονται ικανές να οδηγήσουν σε αντίθετη ασφαλή κρίση διότι το περιεχόμενο αυτών αναιρείται από τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, αλλά και από την έκθεση της διορισθείσας από τον εναγόμενο τεχνικής σύμβουλου Μ. - Μ. Κ., δικαστικής γραφολόγου, η οποία με την από 15.4.2005 έκθεσή της, καθώς και με την προηγούμενη από 9.2.2004, κατόπιν γραφολογικής έρευνας της διαθήκης, κατ’ εντολή του εναγομένου, καταλήγει στο τελικό συμπέρασμα ότι η από 20.5.2002 ιδιόγραφη διαθήκη είναι γνήσια διαθήκη αυτής, συνταχθείσα και υπογραφείσα με το χέρι της Ο. Σ. και ότι το συμπέρασμα, στο οποίο βασίζεται η από 18.10.2004 έκθεση της διορισθείσας πραγματογνώμονος Β. Σ. είναι τόσο ελλιπές όσο και εσφαλμένο, άποψη που ενισχύεται και από την έκθεση του διορισθέντος, με την 315/2004 διάταξη της 20ης Πταισματοδίκου Αθηνών, πραγματογνώμονος Θ. Β., αλλά και από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα. Η διάσταση των απόψεων των γνωμοδοτησάντων γραφολόγων οφείλεται στην απουσία εγγράφου φέροντος γραφή συσταθείσα κάτω από ανάλογες συνθήκες τυπικότητας ή επισημότητας με το αντίστοιχο της υπό κρίση διαθήκης. Οι συνθήκες αυτές, ωστόσο, ερμηνεύουν τη βραδεία και επιμελή χάραξη του κειμένου αυτής και αιτιολογούν την πλέον καλλιεπή εμφάνιση των στοιχείων της, που, με βάση τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα, κρίνεται ότι είναι χαραγμένα μέσα στα πλαίσια των γραφικών συνηθειών της διαθέτιδος και αντανακλούν την βούληση αυτής να καταστήσει κληρονόμο της τον εναγόμενο στα σπίτια της και τις καταθέσεις της στην Αμερική και την Ελλάδα, και την βούλησή της αυτή είχε εκφράσει και εν ζωή με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, με την συμπεριφορά της προς τον ίδιο τον εναγόμενο - εκκαλούντα, στον οποίο, όπως προαναφέρθηκε, ανέθεσε το σύνολο των υποθέσεων που αφορούσαν την συντήρησή της, την υγεία της και την διαχείριση των οικονομικών της, καθιστώντας τον συνδικαιούχο των σημαντικών ως άνω λογαριασμών της, αλλά και ενώπιον του προαναφερθέντος δικηγόρου Α. Κ., όταν, με την παρουσία και μίας νοσοκόμου, του παρέδωσε την ένδικη διαθήκη. Με βάση τις ως άνω παραδοχές το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του, απέρριψε την ένδικη αγωγή αναγνωρίσεως ακυρότητας της επίδικης ιδιόχειρης διαθήκης, έκανε δεκτή την ασκηθείσα έφεση κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης και εξαφάνισε αυτή που είχε εκφέρει διαφορετική κρίση. Ετσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης εξαιτίας ανεπαρκών αιτιολογιών ως προς τη συνδρομή των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της προδιαληφθείσης ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 1721 ΑΚ που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, διευκρινίζεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι η επίδικη διαθήκη της διαθέτιδος Ο. χήρας Ε. Σ., έχει συνταχθεί, υπογραφεί και χρονολογηθεί από την ίδια τη διαθέτη ώστε με βάσιμη και επαρκή αιτιολογία καταλήγει στην κρίση του το Εφετείο ότι η ιδιόγραφη αυτή διαθήκη είναι καθ’ όλα έγκυρη. Επομένως ο πρώτος λόγος αναίρεσης με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 270 -αρ. 2 εδάφιο γ’ Κ.Πολ.Δ., όπως ήδη ισχύει μετά την αντικατάστασή της με τη διάταξη του άρθρου 17 ν. 2915/2001 από 1-1-2002 (άρθρο 15 ν. 2943/2001) που κατά τη διάταξη του άρθρου 524 § 1 του ίδιου Κώδικα, εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, αν με την έφεση προσβάλλεται απόφαση των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη, ή συμβολαιογράφου ή προξένου, λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρείς για κάθε πλευρά και μόνον αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση ... Έτσι, οι εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις είναι επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο κατά την αντίστοιχη πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια διαδικασία της υπόθεσης και λαμβάνονται υπόψη μόνο αν σωρευτικά συντρέχουν και οι δύο απαιτούμενες προϋποθέσεις δηλαδή να έχουν συνταχθεί 1) πριν από την ημέρα της δικασίμου της υπόθεσης του αντίστοιχου δικαστηρίου στο οποίο προσκομίζονται και 2) να έχουν ληφθεί μετά προηγουμένη κλήτευση του αντιδίκου, δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από αυτές. Δεν αρκεί, όμως, η βεβαίωση ... ένορκη βεβαίωση από το συμβολαιογράφο περί νόμιμης κλήτευσης του αντιδίκου, δεδομένου ότι η κλήτευση και ο χρόνος αυτής, ο έλεγχος των οποίων ανήκει στο δικαστήριο, αποδεικνύεται από τον επικαλούμενο και προσκομίζοντα την ένορκη βεβαίωση με την προσκομιδή της σχετικής έκθεσης επίδοσης που αποτελεί δημόσιο έγγραφο και παράγει πλήρη απόδειξη και όχι από την ένορκη βεβαίωση αυτή καθ’ εαυτή. Η βεβαίωση δε του δικαστηρίου ότι προσκομίζεται ή όχι ένα έγγραφο, αφορά σε πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά (άρθρο 561 §1 Κ.Πολ.Δ.). Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τον αριθμό 11 περ. β’ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια ότι το Δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη την υπ’ αριθμ. …/29-10-2012 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών .................... της μάρτυρος Ε. Τ. - Δ. με την αιτιολογία ότι δεν αποδεικνύεται η νόμιμη κλήτευση του εκκαλούντος δεδομένου ότι δεν αρκεί η αναφορά του συμβολαιογράφου στην ένορκη βεβαίωση του νομοτύπου της γνωστοποιήσεως της εξετάσεως ενώπιον αυτού μάρτυρος, αν και η λήψη της ανωτέρω ένορκης βεβαίωσης έγινε μετά από νόμιμη κατά το άρθρο 270 § 2 Κ.Πολ.Δ. κλήτευση του εναγομένου όπως τούτο βεβαιώνεται από τη συντάξασα την ένορκη βεβαίωση συμβολαιογράφο, η οποία κάνει μνεία του γεγονότος αυτού, στην ανωτέρω ένορκη βεβαίωση. Ο λόγος αυτός σύμφωνα με τα προεκτεθέντα είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, πλήττων την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση περί των πραγμάτων του δικαστηρίου της ουσίας. Επειδή, ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναιρέσεως, είναι το έννομο συμφέρον. Οταν λείπει το έννομο συμφέρον, ο λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος, ιδίως όταν είναι αλυσιτελής διότι η προβαλλομένη πλημμέλεια δεν επιδρά κατά νόμο στο διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης. Έτσι, επί επαλλήλων αιτιολογιών, κύριων ή επικουρικών, κάθε μία από τις οποίες στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό ή το παραδεκτό του αποδεικτικού μέσου, αν έστω και μία δεν πλήττεται ή πλήττεται ανεπιτυχώς διότι απορρίπτονται οι λόγοι κατ’ αυτής, οι λόγοι που πλήττουν τις υπόλοιπες είναι αλυσιτελείς (ΑΠ 164/1994). Με τον ίδιο δεύτερο λόγο αναίρεσης, αποδίδεται πλημμέλεια στην προσβαλλομένη απόφαση, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την ως άνω υπ’ αριθμ. .../29-10-2012 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών .......... ............ της μάρτυρος Ε. Τ. - Δ. και με την πρόσθετη αιτιολογία ότι "έγινε απαραδέκτως επίκληση αυτής με την προσθήκη στις έγγραφες προτάσεις μετά τη συζήτηση μέσα στην προθεσμία της προσθήκης και αντίκρουσης, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε αποδεικνύεται ότι προσκομίστηκε σε αντίκρουση ισχυρισμών του εκκαλούντος που προβλήθηκαν για πρώτη φορά με τις προτάσεις ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου", ενώ έπρεπε να τη λάβει υπόψη σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 237 § 3 Κ.Πολ.Δ., η οποία εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης κατά το άρθρο 524 Κ.Πολ.Δ., εφόσον, προσκόμισαν την ως άνω ένορκη βεβαίωση σε αντίκρουση των ισχυρισμών του αναιρεσιβλήτου που προβλήθηκαν για πρώτη φορά στο Εφετείο με τις από 18-4- 2013 προτάσεις του ότι η κατάσταση της υγείας της Ο. Σ. στις 20-5-2002 όταν φέρεται ότι συνέταξε την επίδικη διαθήκη ήταν κατάσταση ανθρώπου έχοντος σώας τα φρένας χωρίς ιδιαίτερα, ιδίως καρδιοαναπνευστικά προβλήματα και προς απόδειξη του ισχυρισμού αυτού προσεκόμισε ο αναιρεσίβλητος το από 22-5-2002 έντυπο εισαγωγής στο νοσοκομείο .... , το από 22-5-2002 δελτίο δεδομένων εισαγωγής τη συνταγή της ιατρού Μ. και ιατρική βεβαίωση του ιατρού Γ. των οποίων έκανε ειδική μνεία στις προτάσεις του. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής διότι η προβαλλομένη πλημμέλεια δεν επιδρά στο διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης, εφόσον πρόκειται περί επάλληλης αιτιολογίας και η κύρια ως άνω αιτιολογία πλήττεται ανεπιτυχώς με τον προαναφερόμενο λόγο αναίρεσης. Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, η ένδικη αίτηση αναίρεσης έπρεπε να γίνει δεκτή κατά τον πρώτο λόγο αυτής διότι έτσι που έκρινε το Εφετείο στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση εξαιτίας ανεπαρκών αιτιολογιών ως προς τη συνδρομή των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της προδιαληφθείσης ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 1721 ΑΚ που καθιστούν αδύνατο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, δεν διευκρινίζει το Εφετείο αν η επίμαχη διαθήκη της Ο. χήρας Ε. Σ., έχει συνταχθεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί από την ίδια τη διαθέτη ώστε με βάσιμη και επαρκή αιτιολογία καταλήξει στη κρίση του ότι είναι έγκυρη η ιδιόγραφη αυτή διαθήκη. Η αναφορά στην προσβαλλομένη απόφαση στο τέλος πρώτης σελίδας του ένατου φύλλου αυτής, ότι η ένδικη διαθήκη γράφηκε, χρονολογήθηκε και υπογράφηκε από την ίδια τη διαθέτη Ο. Σ. και ότι είναι καθ’ όλα γνήσια, δεν συνιστά παραδοχή της απόφασης που στηρίζει το διατακτικό της διότι η ως άνω κρίση αποδίδεται στον πραγματογνώμονα ειδικό δικαστικό γραφολόγο Θ. Β., ο οποίος διορίστηκε, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 315/4-8-2004 διάταξης της Πταισματοδίκου του 24ου Ανακριτικού Τμήματος Αθηνών στα πλαίσια μηνύσεως εναντίον του εναγομένου για πλαστογραφία της επίδικης ιδιόγραφης διαθήκης. Επίσης, δεν συνιστά παραδοχή της αποφάσεως η αναφορά στη δεύτερη σελίδα του ενάτου φύλλου ότι "η υπογραφή της περιλαμβάνει το όνομα και το επώνυμό της με αγγλικούς χαρακτήρες και μεταξύ αυτών το αρχικό του πατρωνύμου με καλλιγραφική μορφή, όπως και στη μη αμφισβητουμένης γνησιότητας, υπογραφή της κληρονομουμένης στο .................... ξενόγλωσσο έγγραφο που περιέχεται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Γ. Χ. και έχει γραφεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί από την ίδια τη διαθέτη Ο. Σ., αλλά και σε τραπεζικά έγγραφα που ο εκκαλών νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει "αφού αυτή (αναφορά) γίνεται για ξενόγλωσσο έγγραφο που είχε συντάξει και υπογράψει η διαθέτης Ο. Σ. και για τραπεζικά έγγραφα που ο αναιρεσίβλητος επικαλέσθηκε και προσκόμισε. Ούτε βεβαίως συνιστά παραδοχή της απόφασης η αναφορά σ’ αυτή ότι "οι ως άνω εκθέσεις ... δεν κρίνονται ικανές να οδηγήσουν σε αντίθετη ασφαλή κρίση, διότι το περιεχόμενο αυτών αναιρείται από τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, αλλά και από την έκθεση της διορισθείσας από τον εναγόμενο τεχνικής συμβούλου Μ. - Μ. Κ. η οποία με την από 15-4-2005 έκθεσή της ... κατόπιν γραφολογικής έρευνας της διαθήκης κατ’ εντολή του εναγομένου, καταλήγει στο τελικό συμπέρασμα ότι η από 20-5-2002 ιδιόγραφη διαθήκη είναι γνήσια διαθήκη αυτής συνταχθείσα και υπογραφείσα με το χέρι της Ο. Σ.", αφού αυτή αφορά σε αιτιολόγηση της εκθέσεως της διορισθείσης από τον εναγόμενο τεχνικής συμβούλου Μ. - Μ. Κ.. Κατ’ ακολουθίαν των παραπάνω πρέπει να απορριφθεί η ένδικη από 12-2-2014 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 5173/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών και να καταδικασθούν οι ηττώμενοι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου κατά το βάσιμο αίτημα αυτού (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.) και να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 § 4 Κ.Πολ.Δ., όπως προστέθηκε με άρθρο 12 § 2 ν/4055/2012.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 12-2-2014 αίτηση των Α. Π., Α. Μ. Φ. Μ. για αναίρεση της υπ’ αριθ. 5173/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Απριλίου 2015.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 27 Μαΐου 2015.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.

Διεκδικητική αγωγή. Στοιχεία για το ορισμένο της, εφόσον στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας και ειδικότερα σε κληρονομική διαδοχή τόσο πριν την ισχύ του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμάικού Δικαίου, όσο και μετά. Συγκληρονόμοι. Αν...14/2015 ΕΦ ΔΥΤ. ΣΤΕΡ. ΕΛΛΑΔΑΣ

$
0
0

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ - ΤΥΧΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ ΣΕ ΚΟΙΝΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ - Έννοια και λειτουργία του κοινού τραπεζικού λογαριασμού κατά το Ελληνικό δίκαιο - Ο κοινός τραπεζικός λογαριασμός μετά τον θάνατο του κληρονομουμένου - Καταθέσεις σε κοινό λογαριασμό – Θάνατος συνδικαιούχου - Πώς ο κληρονόμος διεκδικεί κοινό λογαριασμό του θανόντος - Ο τραπεζικός λογαριασμός μετά το θάνατο του δικαιούχου - Ασφαλιστικά Μέτρα – Κοινός Τραπεζικός Λογαριασμός – Όρος αρ. 2 Ν. 5638/1932 – Προσβολή νόμιμης μοίρας κληρονόμου – Μέμψη άστοργης δωρεάς – Συντηρητική κατάσχεση = Αριθμός απόφασης 108/2013    Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου - Κοινός τραπεζικός λογαριασμός: Δικαιώματα συνδικαιούχων   Εφ.Θεσ/νίκης 74/2011

14/2015 ΕΦ ΔΥΤ. ΣΤΕΡ. ΕΛΛΑΔΑΣ ( 648522) 
Διεκδικητική αγωγή. Στοιχεία για το ορισμένο της, εφόσον στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας και ειδικότερα σε κληρονομική διαδοχή τόσο πριν την ισχύ του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμάικού Δικαίου, όσο και μετά. Συγκληρονόμοι. Αν ο συγκοινωνός ή ...
συγκληρονόμος κατέχει ολόκληρο το κοινό πράγμα, θεωρείται ότι κατέχει αυτό και στο όνομα των λοιπών συγκοινωνών και δεν μπορεί να αντιτάξει κατ` αυτών αποσβεστική ή κτητική παραγραφή (έκτακτη χρησικτησία) προτού καταστήσει γνωστό στους άλλους συγκοινωνούς, είτε ρητά, είτε με πράξεις που υποδηλώνουν τέτοια απόφαση, ότι νέμεται ποσοστό μεγαλύτερο της μερίδας του ή ολόκληρο το κοινό πράγμα αποκλειστικά στο όνομα του ως κύριος, για δικό του λογαριασμό. Μορφές τέτοιας γνωστοποίησης. Μόνο το γεγονός της περιστασιακής χρήσης των ακινήτων για τοποθέτηση κινητών, την επιτήρησή του, την ύπαρξη κατοικίδιων ζώων και τη φύτευση οπωρολαχανικών δεν αποδεικνύει και το αναγκαίο για τη χρησιδεσποσία στοιχείο του animus, δηλαδή των πράξεων με σκοπό εξουσιάσεως ως κύριος. Η αναδρομική ενέργεια της μεταγραφής της αποδοχής κληρονομιάς, δεν επάγεται και την κατάλυση δικαιωμάτων τρίτων στα κληρονομιαία ακίνητα, τα οποία αποκτήθηκαν νόμιμα πριν το θάνατο του κληρονομούμενου και μέχρι το χρόνο της μεταγραφής, όπως είναι το δικαίωμα κυριότητας που αποκτήθηκε παραγώγως αιτία κληρονομικής διαδοχής ή πρωτοτύπως με χρησικτησία.


  
Αριθμός: 14/2015

TO ΕΦΕΤΕΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Στεφανία Καρατζά, Πρόεδρο Εφετών, Γεώργιο Αλεξόπουλο, Αλέξανδρο Παλούκη, Εισηγητή - Εφέτες, και από το Γραμματέα Χαρίλαο Κοτρότσο.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 14η Οκτωβρίου 2014, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των καθών η κλήση - εκκαλουσών: 1) ................, κατοίκου Ιλίου Αττικής, 2) ................, κατοίκου Περιστερίου Αττικής 3) ................, κατοίκου Νέας Φιλαδέλφειας Αττικής και 4) ................, κατοίκου Ιλίου Αττικής οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Τάκη Παπαδόπουλο, πλην της 4ης τούτων, η οποία παραστάθηκε μετά του άνω δικηγόρου.

Των καλούντων - εφεσίβλητων: 1) ................ συζ. ................, κατοίκου Κηφισιάς Αττικής 2) ................ κατοίκου Νέων Λιοσίων Αττικής 3) ................, κατοίκου Κηφισιάς Αττικής 4) ................, κατοίκου Ζωγράφου Αττικής 5) ................ κατοίκου Γραμματικούς Αρακύνθου, και 6) ................ κατοίκου Γραμματικούς Αρακύνθου, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιάκωβο Μπαλτά, πλην του 4ου, ο οποίος παραστάθηκε μετά του ως άνω δικηγόρου, και του 2ου ο οποίος δεν παρέστη.

Η αρχική και ήδη αποβιώσασα ενάγουσα, ................ χα ................, με την από 10.3.2006 αγωγή της και οι εκκαλούσες με την από 10.4.2006 αγωγή τους προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Μεσολογγίου, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ` αυτές. Το πιο πάνω Δικαστήριο, συνεκδικάζοντας τις δύο (2) αγωγές) εξέδωσε την 102/2007 οριστική του απόφαση, με την οποία απέρριψε την από 10.4.2006 αγωγή και δέχθηκε την από 10.3.2006 αγωγή.

Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλαν ενώπιον του Εφετείου Πατρών οι εκκαλούσες με την από 5.11.2007 έφεσή τους (αριθμ. έκθ. κατ. 123/8.11.2007), ζητώντας να γίνει δεκτή για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτή. Η πιο πάνω έφεση προσδιορίστηκε μετά από ανασυζήτηση ενώπιον του πιο πάνω Δικαστηρίου για τη δικάσιμο της 7ης Απριλίου 2011, εκδόθηκε δε η 282/2011 απόφαση του Εφετείου Πατρών, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, προκειμένου να εμφανιστούν στο ακροατήριο ένας εκ των πλειόνων ομοδίκου κάθε διάδικης πλευράς προς παροχή διασαφήσεων.

Ηδη, οι καλούντες κατ` εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 2 του ν. 4022/2011, με την από 15.3.2012 και αριθμ. έκθ. κατ 149/2012 κλήση τους για την οποία ορίστηκε δικάσιμος ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η 11.12.2012 και μετ` αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας επαναφέρουν προς περαιτέρω συζήτηση και έκδοση οριστικής αποφάσεως την πιο πάνω έφεση.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το σχετικό πινάκιο με τη σειρά της οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν στο ακροατήριο όπως αναφέρεται πιο πάνω και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

Μελέτησε τη δικογραφία Σκέφτηκε κατά το Νόμο

1. Η αρχικώς ενάγουσα ................ Χα ................, το γένος ................ - εφεσίβλητη με την από 10.3.2006 διεκδικητική αγωγή της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ζήτησε να αναγνωρισθεί συγκυρία κατά 1/2 εξ αδιαιρέτου των λεπτομερώς περιγραφομένων στην αγωγή ακινήτων και να υποχρεωθούν οι εκκαλούσες, οι οποίες βρίσκονταν στην κατοχή τους, να της τα αποδώσουν κατά το ανωτέρω ποσοστό. Εξάλλου οι εκκαλούσες με την από 10.4.2006 αναγνωριστική αγωγή τους ζήτησαν να αναγνωρισθεί το δικαίωμα της αποκλειστικής συγκυριότητάς τους κατά τα εκτιθέμενα ποσοστά επί των ιδίων ως άνω ακινήτων, το οποίο αμφισβητεί η εφεσίβλητη. Επί των ανωτέρω αγωγών, που συνεκφωνήθηκαν, εκδόθηκε η εκκαλούμενη 102/2007 απόφαση του ΜΠρΜεσολογγίου, με την οποία έγινε δεκτή ως κατ` ουσία βάσιμη η πρώτη αγωγή και απορρίφθηκε η δεύτερη. Κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονούνται οι εναγόμενες - εκκαλούσες με την ένδικη έφεσή τους, για τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλούμενης, προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή της εφεσίβλητης και να γίνει δεκτή η δική τους αγωγή. Συζητήσεως γενομένης ενώπιον του Εφετείου Πατρών εκδόθηκε η 282/2011 μη οριστική απόφαση, με την οποία, αφού έγινε δεκτή η εκούσια συνέχιση της δίκης από τους κληρονόμους της αποβιώσασας μετά την άσκηση της εφέσεως αρχικώς ενάγουσας - εφεσίβλητης ................ (άρθρ. 286 επ., 290 ΚΠολΔ), διατάχθηκε η επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, προκειμένου να εμφανιστούν αυτοπροσώπως ένας εκ των πλειόνων ομοδίκων κάθε διάδικης πλευράς προς υποβολή ερωτήσεων και παροχή διασαφήσεων. Συνεπώς, νόμιμα φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση και έκδοση οριστικής αποφάσεως ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την από 15.3.2012 κλήση των εφεσίβλητων η πιο πάνω έφεση των εναγόμενων-εκκαλουσών.

2. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 286 εδαφ. α`, 287 § 1 και 290 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η βίαιη διακοπή της δίκης, που επέρχεται από το θάνατο διαδίκου, καθώς και η εκούσια επανάληψη αυτής από τους κληρονόμους του, μπορούν να γνωστοποιηθούν διαδοχικά με ενιαία δήλωση στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως προς συζήτηση, εφόσον δεν υπάρξει αμφισβήτηση της ιδιότητας τους ως κληρονόμων, οπότε ακολουθεί άμεση συζήτηση της υποθέσεως (ολΑΠ 22/2000, ΕλΔ 2001.56), Στην προκείμενη περίπτωση, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη υπ` αριθμ. 11/2011 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιάρχου Παπαδατών, στις 22.2.2011, ήτοι μετά την άσκηση της κρινόμενης έφεσης, απεβίωσε ο εκ των υπεισελθόντων στη δικονομική θέση της αρχικώς ενάγουσας, ................, χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε κατά ποσοστό 1/5 εξ αδιαιρέτου από τους λοιπούς εφεσίβλητους, οι οποίοι, νομίμως δήλωσαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως την λόγω του θανάτου εκείνου βίαιη διακοπή της δίκης και την εκούσια στο όνομα τους επανάληψη της, χωρίς να δημιουργείται απ` αυτό απαράδεκτο της συζητήσεως της υποθέσεως.

3. Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1710 παρ. 1, 1193, 1195, 1198 και 1199 ΑΚ, η κληρονομική διαδοχή, είτε αυτή χωρεί εκ του νόμου, είτε εκ διαθήκης, αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας των κληρονομιαίων, κινητών και ακινήτων, πραγμάτων, η κυριότητα όμως των ακινήτων που περιλαμβάνεται στην κληρονομιά, όπως και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα σ` αυτό, μεταβιβάζεται στον κληρονόμο αναδρομικώς από το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, μόνο εφόσον αυτός (κληρονόμος) αποδεχθεί με δημόσιο έγγραφο την κληρονομιά και η αποδοχή αυτή μεταγραφεί ή εκδοθεί κληρονομητήριο και μεταγραφεί αυτό. Ετσι, επί διεκδικητικής αγωγής που στηρίζεται, καθόσον αφορά τον τρόπο κτήσης της κυριότητας του ενάγοντος στα επίδικα ακίνητα, στην κληρονομική διαδοχή, αποτελούν στοιχεία του κύρους αυτής κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, τόσο η αποδοχή της κληρονομιάς όσο και η μεταγραφή της ή η έκδοση κληρονομητηρίου και η μεταγραφή αυτού, η παράλειψη δε των στοιχείων αυτών στην αγωγή, καθιστά την τελευταία αόριστη, της αοριστίας αυτής μη δυναμένης να συμπληρωθεί με τις προτάσεις της πρώτης συζήτησης της αγωγής. Τα αμέσως πιο πάνω στοιχεία δεν είναι αναγκαία να μνημονεύονται στην αγωγή στην περίπτωση που ο θάνατος του κληρονομουμένου επήλθε πριν από την εισαγωγή του Α.Κ. (23.2.1946), εφόσον η κληρονομία του, σύμφωνα με το άρθρο 92 του Εισαγωγικού Νόμου του ΑΚ, διέπεται από τις διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμάικού Δικαίου, που δεν απαιτούσαν την τήρηση των διατυπώσεων αυτών. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 12 πανδ. (28.7), ν. 14 παρ. 8 πανδ. (11.7) και ν. 69 πανδ. (29.2) του προϊσχύσαντος του ΑΚ Β.Ρ.Δ, οι εκούσιοι ή εξωτικοί κληρονόμοι, στους οποίους περιλαμβάνονται η σύζυγος, καθώς και οι μη υπεξούσιοι κατιόντες του κληρονομουμένου, δηλαδή οι ενήλικοι κατιόντες, αποκτούν την κληρονομία με μονομερή δήλωση της βούλησής τους για αποδοχή αυτής, που αποτελεί δικαιοπραξία μη απευθυντέα (υπεισέλευση στην κληρονομία). Η δήλωση αυτή μπορεί να είναι είτε ρητή (έγγραφη ή προφορική), είτε σιωπηρή, συναγόμενη από συμπεριφορά ή πράξεις που φανερώνουν την πρόθεση εκείνου που καλείται στην κληρονομία για ανάμιξη σ` αυτή και απόκτησή της. Σύμφωνα επίσης, με τις διατάξεις των ν. 2 Εισ. (2-19), 3 Εισ. (3- 1), 14 πανδ. (38.16), οι οικείοι (sui), δηλαδή τα ανήλικα τέκνα του κληρονομουμένου, που τελούσαν υπό την άμεση πατρική εξουσία του τελευταίου, κατά το χρόνο του θανάτου του, αποκτούσαν αυτοδικαίως την κληρονομία του εξουσιαστή πατέρα τους, χωρίς τη γνώση ή βούληση τους, είτε επρόκειτο για κληρονομική διαδοχή από το νόμο (εξ αδιαθέτου), είτε από διαθήκη. Επί κληρονομικής, επομένως, διαδοχής, που έλαβε χώραν υπό την ισχύ του Β.Ρ.Δ, πρέπει, για την πληρότητα, κατά την διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, της διεκδικητικής αγωγής, να αναφέρονται σ` αυτή τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία για την επαγωγή της κληρονομίας στον κληρονόμο, δηλαδή είτε το ότι ο τελευταίος ήταν, κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, ανήλικος και τελούσε υπό την άμεση πατρική εξουσία αυτού, οπότε η κληρονομία επάγεται αυτοδικαίως σ` αυτόν, είτε ότι ο ίδιος υπεισήλθε στην κληρονομία με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του και αναμίχθηκε σ` αυτή με πρόθεση κληρονόμου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση απαιτείται η επίκληση στην αγωγή συγκεκριμένων υλικών πράξεων, από τις οποίες εμφαίνεται η βούληση του κληρονόμου να αποκτήσει την κληρονομία, ενώ μόνη η επίκληση του γεγονότος ότι το κληρονομιαίο ακίνητο περιήλθε στον κληρονόμο από κληρονομική διαδοχή δεν αρκεί για το ορισμένο της αγωγής. (ΑΠ 397/2014, ΑΠ 717/2014, ΑΠ 217/2008, ΑΠ 1201/2001, Νόμος). Περαιτέρω, κατά μεν τις διατάξεις, επίσης, των ν. 10, πανδ. (29.2), Βασ. 10 (35.14) του προϊσχύααντος Β.Ρ.Δ η υπεισέλευση του κληρονόμου σε μέρη της κληρονομίας ισχύει για ολόκληρη την κληρονομία, της οποίας γίνεται αυτός συγκοινωνός με τους λοιπούς κληρονόμους, κατά δε τις διατάξεις των ν. 3 Κωδ. 7.34, ν. 42 πανδ. 41.2, ν. 7 παρ. 5, πανδ. 10.3, ν. 28 πανδ. 10.3 του ίδιου πιο πάνω δικαίου, οι οποίες, κατά τα άρθρα 50 και 43 του ΕισΝΑΚ, εφαρμόζονται και στην κοινωνία μεταξύ συγκυρίων ή συγκληρονόμων, που δημιουργήθηκε πριν από την εισαγωγή του ΑΚ (23-2-1946) και συνεχίζεται και μετά από αυτή, καθώς και τις αντίστοιχες προς αυτές διατάξεις των άρθρων 787, 980, 981, 982, 994, 1113 και 1884 ΑΚ, συνάγεται η αρχή, ότι ο συγκοινωνός, όπως είναι και ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος, αν κατέχει ολόκληρο το κοινό πράγμα, θεωρείται ότι κατέχει αυτό και στο όνομα των λοιπών συγκοινωνών και δεν μπορεί να αντιτάξει κατ` αυτών αποσβεστική ή κτητική παραγραφή (έκτακτη χρησικτησία) προτού καταστήσει γνωστό στους άλλους συγκοινωνούς, είτε ρητά, είτε με πράξεις που υποδηλώνουν τέτοια απόφαση, ότι νέμεται ποσοστό μεγαλύτερο της μερίδας του ή ολόκληρο το κοινό πράγμα αποκλειστικά στο όνομα του ως κύριος, για δικό του λογαριασμό, περάσει δε από τη γνωστοποίηση αυτή η προθεσμία της εν λόγω (αποσβεστικής ή κτητικής) παραγραφής. Με την ανωτέρω προϋπόθεση, δύναται ο κατέχων ολόκληρο το κοινό πράγμα να αντιτάξει κατά των λοιπών συγκυρίων την κτήση με έκτακτη χρησικτησία, της οποίας αρχίζει τρέχουσα η προθεσμία από της ως άνω γνωστοποιήσεως. Τέτοια γνωστοποίηση προς τους συγκύριους μπορεί να γίνει, είτε ρητώς, είτε σιωπηρώς με πράξεις που φανερώνουν την ως άνω απόφαση του κατέχοντος το πράγμα συγκυρίου. Η περί της αντιποιήσεως της νομής γνώση των λοιπών συγκυρίων μπορεί να προέλθει, είτε από τη δήλωση του αντιποιουμένου τη νομή του κοινού, είτε από οποιονδήποτε άλλον (αντιπρόσωπό τους) και αρκεί η γνώση του συγκυρίου για την αντιποίηση του κατέχοντος το κοινό από οπουδήποτε και αν προέρχεται (ΑΠ 1509/2013, ΑΠ 928/2012, ΑΠ 1171/2012, Νόμος). Μόνη η κατοχή του κοινού πράγματος ή μόνη η διενέργεια διακατοχικών πράξεων επ` αυτού από ένα συγκύριο δεν αρκεί για την απόκτηση ιδίας κυριότητας με χρησικτησία, αν δεν εκδηλωθεί σαφώς στους λοιπούς συγκυρίους η βούλησή του περί αποκλειστικής, στο όνομα του μόνον, νομής του κοινού πράγματος (ΑΠ 397/2014, Νόμος). Η πιο πάνω αρχή προϋποθέτει την ύπαρξη κοινωνίας δικαιώματος, κατά το χρόνο που άρχισε να νέμεται αποκλειστικά και μόνο στο δικό του όνομα, ως κύριος, εκείνος κατά του οποίου προτείνεται η σχετική ένσταση ή ο άμεσος δικαιοπάροχός του. Δεν απαιτείται, όμως, γνωστοποίηση, όταν οι λοιποί συγκοινωνοί έχουν λάβει γνώση, με οποιονδήποτε τρόπο, της απόφασης που εκδήλωσε ο κοινωνός, ότι κατέχει ολόκληρο το κοινό πράγμα και ότι νέμεται αυτό αποκλειστικά για δικό του και μόνο λογαριασμό, όπως αυτό συμβαίνει στην περίπτωση της εκούσιας παράδοσης της νομής μετά από άτυπη δωρεά, διανομή ή πώληση μεταξύ των συγκοινωνών (ΑΠολ 485/1982, ΑΠ 717/2014, ΑΠ 810/2010, Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που περιέχονται στα υπό των διαδίκων επικαλούμενα και προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και των εγγράφων, που οι διάδικοι προσχομιζοον μετά νομίμου επικλήσεως, μεταξύ των οποίων και η από 13.3.1994 βεβαίωση του Προέδρου Κοινότητος Καστανιάς Ναυπακτίας περί κατοχής οικίας από την ................, η οποία λαμβάνεται υπόψη προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ως βεβαίωση τρίτου, καθώς δεν δόθηκε πριν από τη δίκη ή κατά τη διάρκεια αυτής με σκοπό να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο αλλά σε ανύποπτο και πριν κάθε αντιδικία χρόνο (βλ 1368/2000, ΕλΔ 43.460), καθώς και τις υπ` αριθμ. 17249, 17250 & 17251/24.10.2006 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που προσκομίζει η αρχικώς ενάγουσα και ήδη σε δεύτερο βαθμό οι υπεισελθόντες στη δικονομική της θέση εφεσίβλητοι, οι οποίες λήφθηκαν μετά νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων της (βλ 4073β, 4074β, 4075β & 4076β/20.10.2006 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Ν. Καμπά), μη λαμβανομένων υπόψη των υπό των εκκαλουσών με επίκληση προσκομιζομένων ενόρκων βεβαιώσεων και δη των κατά σειρά επικλήσεως 145, 146, 147 & 148/24.10.2006, 54/2.11.2006, και 2459 & 2466/3.11.2006, 2464 & 2465/6.112006, καθώς ως προς αυτές δεν προσκομίζεται έκθεση κλητεύσεως των αντίδικων τους, ώστε να κριθεί το νομότυπο και εμπρόθεσμο της κλητεύσεώς τους (σημειωτέον ότι προσκομίζονται επίσης από τις εκκαλούσες οι με αριθμ. 20 & 21/5.10.2009 ένορκες βεβαιώσεις της συμβολαιογράφου Πλατάνου ............., οι με αριθμ. 918, 919 & 920/6.112006 όμοιες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Ιλίου, οι οποίες λήφθηκαν μετά νομότυπη κλήτευση των αντιδίκων τους (βλ προσκομιζόμενες 4379Β, 4708Β, & 7862/28.9.2009 εκθέσεις επιδόσεως), πλην όμως δεν γίνεται νόμιμη επίκληση με τις προτάσεις της παρούσας συζήτησης, ούτε και εκείνες ενώπιον του Εφετείου Πατρών, και των φωτογραφιών, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αριθμ. 3, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), προκειμένου τα ως άνω να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα για άμεση απόδειξη (άρθρο 438 ΚΠολΔ) είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 395, 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ), χωρίς να παραλείπεται κάποιο άλλο, πλην των υπερβαινουσών τον προβλεπόμενο αριθμό ενόρκων βεβαιώσεων, για την κατ` ουσία διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει αναφορά ειδικώς παρακάτω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά τον μήνα Μάιο του 1944 αποβίωσε στην Καστανιά Ναυπακτίας χωρίς να αφήσει διαθήκη, ο ............. και κατέλιπε εγγύτερους συγγενείς του τη σύζυγο του ............. Χα ............. και τα μετ` αυτής αποκτηθέντα νόμιμα τέκνα του, ............., αρχικώς ενάγουσα και γεννηθείσα την 5η Σεπτεμβρίου 1928, στη δικονομική θέση της οποίας λόγω θανάτου υπεισήλθαν οι εφεσίβλητοι και ............. ή ............. Χα ............., γεννηθείσα το έτος 1929, δικαιοπαρόχου των εκκαλούντων. Κατά το χρόνο θανάτου του ο ............. είχε στην αδιαμφισβήτητη κατοχή, νομή και κυριότητά του τα πιο κάτω ακίνητα, ήτοι: α) ένα οικόπεδο μετά της εντός αυτού ευρισκομένης παλαιάς λιθόκτιστης κατοικίας συνολικής επιφανείας 877,82 μ2, το οποίο κείται εντός των ορίων οικισμού Καστανιάς Πλατάνου Αιτωλοακαρνανίας και συνορεύει δυτικώς επί πλευράς 20,50 μέτρων με βατό δρόμο πλάτους δύο μέτρων, νοτιοδυτικώς επί πλευράς 17 μέτρων με ιδιοκτησία ............., μεσημβρινώς επί πλευράς 7,70 μέτρων με ιδιοκτησία ............., επί πλευράς 4,60 μέτρων με ιδιοκτησία ............. και επί πλευράς 4,60 ............., νοτιοανατολικώς επί πλευράς 20,30 μέτρων με ιδιοκτησία ............., ανατολικώς επί πλευράς 4,30 μέτρων με ιδιοκτησία ............. και επί πλευράς 9,30 μέτρων με ιδιοκτησία ............., βορειοανατολικώς επί πλευράς 15,80 μέτρων με ιδιοκτησία ............., βορείως επί πλευράς 25 μέτρων με ρέμα και βορειοδυτικώς επί πλευράς 13 μέτρων με δρόμο, β) ένα ξηρικό αγρόκτημα εκτάσεως 6000 μ2, που κείται εκτός οικισμού στη θέση «Κεφαλόβρυσο» της κτηματικής περιφερείας Καστανιάς Πλατάνου Αιτωλοακαρνανίας το οποίο συνορεύει δυτικώς επί πλευράς 30 μέτρων με ιδιοκτησία ............., μεσημβρινώς επί πλευράς 200 μέτρων με ιδιοκτησία ............., ανατολικώς επί πλευράς 30 μέτρων με ρέμα και αρκτικώς επί πλευράς 200 μέτρων με ιδιοκτησία ............., γ) ένα ξηρικό αγρόκτημα συνολικής εκτάσεως 4.500 μ2, που κείται στη θέση «Πλατάνια» της κτηματικής περιφερείας Καστανιάς Πλατάνου Αιτωλοακαρνανίας οποίο συνορεύει δυτικώς επί πλευράς 30 μέτρων με δυτική έκταση, μεσημβρινώς επί πλευράς 150 μέτρων με ιδιοκτησία ............., ανατολικώς επί πλευράς 30 μέτρων με ρέμα και αρκτικώς επί πλευράς 150 μέτρων με ιδιοκτησία ............., δ) ένα ξηρικό αγρόκτημα συνολικής εκτάσεως 300 μ2, που κείται στη θέση «Τσιντζέλη» της κτηματικής περιφερείας Καστανιάς Πλατάνου Αιτωλοακαρνανίας, το οποίο συνορεύει δυτικώς επί πλευράς 10 μέτρων με ιδιοκτησία ............., μεσημβρινώς επί πλευράς 30 μέτρων με ιδιοκτησία ............., ανατολικώς επί πλευράς 10 μέτρων με ιδιοκτησία ............. και αρκτικώς επί πλευράς 30 μέτρων με ιδιοκτησία ............., ε) ένα ξηρικό αγρόκτημα συνολικής εκτάσεως 5500 μ2, κείμενο στη θέση «Σταυρομάντρι» της κτηματικής περιφερείας Καστανιάς Πλατάνου Αιτωλοακαρνανίας, το οποίο συνορεύει δυτικώς επί πλευράς 55 μέτρων με ιδιοκτησία ............., μεσημβρινώς επί πλευράς 1(Χ) μέτροον με ρέμα, ανατολικώς επί πλευράς 55 μέτρων με ιδιοκτησία ............. και αρκτικώς επί πλευράς 100 μέτρων με ιδιοκτησία ............., στ`) ένα ξηρικό αγρόκτημα συνολικής εκτάσεως 2000 μ2, κείμενο στη θέση «Φουντούκια» Καστανιάς Πλατάνου Αιτωλοακαρνανίας, το οποίο συνορεύει δυτικώς επί πλευράς 40 μέτρων με ιδιοκτησία ............., μεσημβρινώς επί πλευράς 50 μέτρων με ιδιοκτησία ............., ανατολικώς επί πλευράς 40 μέτρων με ρέμα και αρκτικώς επί πλευράς 50 μέτρων με ιδιοκτησία ............., ζ) ένα ξηρικό αγρόκτημα συνολικής εκτάσεως 3000 μ2, κείμενο στην θέση «Ζερβό» Καστανιάς Πλατάνου Αιτωλοακαρνανίας, το οποίο συνορεύει δυτικώς επί πλευράς 30 μέτρων με ιδιοκτησία ............., μεσημβρινώς επί πλευράς 100 μέτρων με ιδιοκτησία ............., ανατολικώς επί πλευράς 30 μέτρων με ιδιοκτησία ............. και αρκτικώς επί πλευράς 100 μέτρων με ιδιοκτησία ............., και η`) ένα ξηρικό αγρόκτημα συνολικής εκτάσεως 5.500 μ2, κείμενο στη θέση «Ανθότρυπα» Καστανιάς Πλατάνου Αιτωλοακαρνανίας, το οποίο συνορεύει δυτικώς επί πλευράς 55 μέτρων με ιδιοκτησία ............., μεσημβρινώς επί πλευράς 100 μέτρων με ιδιοκτησία ............., ανατολικώς επί πλευράς 55 μέτρων με ρέμα και αρκτικώς επί πλευράς 100 μέτρων με ιδιοκτησία .............. Στην κληρονομιά του άνω αποβιώσαντος εχώρησε η εξ αδιαθέτου διαδοχή και έτσι αυτός κληρονομήθηκε από την σύζυγο του ............. Χα ............., κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου, η οποία, όπως δεν αμφισβητείται, υπεισήλθε στην κληρονομιά αυτή δι αναμείξεως, εκδηλώνοντας σαφώς την πρόθεση της να είναι κληρονόμος, και τις ανήλικες θυγατέρες του, ............. και ............. ή ............., κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου εκάστη, οι οποίες ως υπεξούσιες ανήλικες και τελούσες υπό την άμεση πατρική εξουσία του κληρονομουμένου κατά το χρόνο θανάτου του (sui), υπεισήλθαν αυτοδικαίως στην κληρονομιά του πατέρα τους, κατά τους κανόνες του ισχύοντος τότε βρ δίκαιου. Οι τελευταίες και μετά την ενηλικίωσή τους συνέχισαν να ασκούν διακατοχικές πράξεις επί των επιδίκων ακινήτων ως εξ αδιαιρέτου συγκύριες κατά τα προαναφερόμενα ποσοστάί, ασκώντας διακατοχικές πράξεις επΝ αυτών και με την πεποίθηση ότι δεν βλάπτουν δικαιώματα κανενός. Την 28η Απριλίου 1955 η ............. τέλεσε νόμιμο γάμο με τον ............. και έκτοτε εγκαταστάθηκε στη Γραμματικού Μακρυνείας, επισκεπτόμενη την πατρική της οικία στην Καστανιά Πλατάνου Ναυπακτίας όπου ζούσε η μητέρα της ............. σε τακτά χρονικά διαστήματα μέχρι και το 1975 που αποβίωσε, μετέπειτα δε περιορίστηκαν οι επισκέψεις της στο ελάχιστο. Την 7η Νοεμβρίου 1965 η ............. τέλεσε νόμιμο γάμο με τον ............. και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, απέκτησε δε από το γάμο της αυτό τις εκκαλούσες. Την 26η Νοεμβρίου 1975 αποβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη η μητέρα των δικαιοπαρόχων των διαδίκων ............. Χα ............., κατέλιπε δε ως μόνες εξ αδιαθέτου κληρονόμους της τις προαναφερόμενες θυγατέρες της, οι οποίες αποδέχθηκαν την επαχθείσα κληρονομιά, με την άπρακτη πάςρδο της προβλεπόμενης προς αποποίηση προθεσμίας. Επιπλέον, η ............. δυνάμει της ...../2006 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Προσχίου ............., νόμιμα μεταγραφείσα στα οικεία βιβλία μεταγραφών, αποδέχθηκε και ρητώς την άνω κληρονομική της μερίδα. Την 1η Μαρτίου 1993 αποβίωσε στην Αθήνα η ............., η οποία με την υπ` αριθμ. ....../24.8.1992 δημόσια διαθήκη της που συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Ναυπάκτου ............. και δημοσιεύθηκε νόμιμα με το 40/1993 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μεσολογγίου, κατέστησε κληρονόμους της στο σύνολο της προαναφερόμενης κληρονομιάς του ............. τις εκκαλούσες και σε διακριτά μέρη καθεμιά επί ενός εκάστου εξ αυτών, κατά τα ειδικότερα στην από 10.4.2006 αγωγή τους διαλαμβανόμενα. Την κληρονομιά αυτή οι εκκαλούσες αποδέχθηκαν με την ....../22.42004 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Ιλίου ............., η οποία μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Προσχίου. Με βάση την άνω δήλωση αποδοχής κληρονομιάς και με επιπλέον ιστορικό μεταβίβασης του συνόλου της κληρονομιαίας περιουσίας στην μητέρα τους ............. από τη γιαγιά τους ............., δυνάμει άτυπης δωρεάς που έλαβε χώρα κατά το έτος 1966, την άσκηση έκτοτε πράξεων νομής και κατοχής από την μητέρα τους μέχρι το 1993 και μετέπειτα από τις ίδιες ως αποκλειστικές συγκυρίες, οι εκκαλούσες άσκησαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την από 10.4.2006 αγωγή τους με την οποία ζήτησαν να αναγνωρισθεί η συγκυριότητα τους επί των επιδίκων ακινήτων, πρόβαλαν δε αντίστοιχα ένσταση αποσβεστικής ή κτητικής παραγραφής ως εναγόμενες επί της από 10.3.2006 αντίθετης αγωγής της θείας τους ............., προσμετρώντας στο χρόνο νομής τους και εκείνο των δικαιοπαρόχων τους. Οπως προεκτέθηκε, μετά το θάνατο του ............. το έτος 1944, η κληρονομιαία περιουσία του επήχθη, σύμφωνα με όσα στη μείζονα σκέψη εκτίθενται, στη σύζυγο του ............. χα ............., κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου, η οποία υπεισήλθε στην κληρονομιά του δι` αναμείξεως και στις υπεξούσιες ως ανήλικες θυγατέρες του (sui), ............. και ............., κατά ποσοστό 3/8 η καθεμία. Οι τελευταίες μέχρι την τέλεση των γάμων τους (1955 & 1965 αντίστοιχα) ασκούσαν από κοινού με την μητέρα τους ως εξ αδιαιρέτου συγκυρίες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό των επιδίκων πράξεις νομής και κατοχής διαμένουσες στην λιθόκτιστη οικία του πρώτου των επιδίκων ακινήτων, επισκευάζοντας αυτήν μετά από πυρκαγιά που εκδηλώθηκε, καλλιεργώντας και συλλέγοντας τους παραγόμενους καρπούς και προστατεύοντας τη σύννομη τους έναντι τρίτων. Μετά την τέλεση των γάμων τους, η μεν πρώτη εγκαταστάθηκε στη Γραμματικού Μακρυνείας, η δε δεύτερη στα Λιόσια Αττικής όπου δημιούργησαν και μεγάλωσαν τις οικογένειες της η καθεμία, μεταδημοτεύοντας μάλιστα από την Κοινότητα Καστανιάς Πλατάνου Ναυπακτίας μετά την τέλεση των γάμων τους (βλ από 13.9.2005 πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών της ............. του Δημάρχου Πλατάνου). Ετσι, διακατοχικές επί των επιδίκων πράξεις ασκούσε και για λογαριασμό των λοιπών κοινωνών η μητέρα τους ............. μέχρι και το 1975, που αποβίωσε, συνεπικουρούμενη και από τις θυγατέρες της κατά τις επισκέψεις τους στην Καστανιά Ναυπακτίας ιδίως κατά τους θερινούς μήνες. Από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι μετά το θάνατο της ............. κάποια εξ αυτών άσκησε αποκλειστικά για τον εαυτό της πράξεις νομής και κατοχής επί των επιδίκων, γνωστοποιώντας τη βούλησή της αυτή στην άλλη εξ αδιαιρέτου συγκυρία, όπως αβάσιμα διατείνονται οι εκκαλούσες. Βέβαια αποδεικνύεται ότι τη χρήση της λιθόκτιστης οικίας του πρώτου τουλάχιστον των επιδίκων ακινήτων είχαν οι εκκαλούσες και ιδιαίτερα η ............. αλλά και η ............. (βλ. προσκομιζόμενες βεβαιώσεις περί πληρωμής λογαριασμών ΔΕΗ, ΟΤΕ και τελών ύδρευσης), όμως ουδέποτε γνωστοποιήθηκε είτε ρητώς είτε σιωπηρώς στην αρχικώς ενάγουσα ότι οι πράξεις αυτές ασκούνται με διάνοια αποκλειστικής κυριότητος επ` αυτού. Η επικαλούμενη εκ μέρους των εκκαλουσών άτυπη μεταβίβαση της όλης πατρικής περιουσίας από την ............. προς την μητέρα τους ............. περί το έτος 1966 και η εν συνεχεία άσκηση διακατοχικών πράξεων από την τελευταία με διάνοια αποκλειστικής κυρίας επ` αυτής μέχρι και το θάνατο της (1993) και έκτοτε από τις ίδιες (εκκαλούσες), καθώς και η εκείθεν δήλωση αποδοχής της κληρονομίας της μητέρας τους, δεν επάγεται έννομες υπέρ αυτών συνέπειες, καθόσον, όπως προεκτέθηκε: α) στην κληρονομιαία περιουσία του ............., ήδη από το θανάτου του, αυτοδικαίως και κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου είχε καταστεί συγκληρονόμος η ............., β) ουδέποτε η τελευταία παραιτήθηκε του κληρονομικού της δικαιώματος με εκούσια παράδοση της νομής μετά από άτυπη δωρεά, διανομή ή πώληση μεταξύ των συγκοινωνών, ενώ ο ισχυρισμός περί παροχής προικώας περιουσίας στην ............. με την τέλεση του γάμου της και την εντεύθεν παραχώρηση της νομής των επιδίκων στους λοιπούς συγκληρονόμους δεν αποδεικνύεται βάσιμος, καθώς όλως αορίστως αναφέρονται σε αυτήν οι μάρτυρες χωρίς όμως να περιγράφονται τα προικώα δήθεν περιουσιακά στοιχεία που της μεταβιβάστηκαν, ούτε προσδιορίζεται χρηματικό ποσό που έλαβε ως προίκα, γ) επίσης η ............. είχε καταστεί συγκυρία της ίδιας κληρονομίας κατά ποστοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου και συνεπώς κατ` εφαρμογή της αρχής του βρδ «ουδείς μετάγει πλέον του ού έχει δικαιώματος»), που διατηρήθηκε σε ισχύ και υπό το κράτος του ΑΚ, μόνον ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου μπορούσε να μεταβιβάσει με άτυπη δωρεά στην ............., όχι δε το σύνολο της κληρονομίας, παραγράφοντας τα αυτοδικαίως κτηθέντα δικαιώματα συγκυριότητας τόσο της ............. όσο και της .............. Τέλος, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει ότι είτε η ............. μέχρι το 1993 είτε οι εκκαλούσες έκτοτε και μέχρι την άσκηση της αγωγής ασκούσαν επί των επιδίκων πράξεις με διάνοια αποκλειστικής κυριότητος. Από μόνο το γεγονός της περιστασιακής χρήσης των ακινήτων για τοποθέτηση κινητών, την επιτήρησή του, την ύπαρξη κατοικίδιων ζώων και τη φύτευση οπωρολαχανικών στα επίδικα περί των οποίων καταθέτει ο μάρτυρας των εκκαλουσών, αντικρουόμενος σαφώς από τον μάρτυρα των εφεσίβλητων και μη επιβεβαιούμενος από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο δεν αποδεικνύεται και το αναγκαίο για τη χρησιδεσποσία στοιχείο του animus, δηλαδή ότι ασκούσαν επ` αυτών τις ως άνω πράξεις με σκοπό εξουσιάσεώς τους ως αποκλειστικές κυρίες. Ακόμη και αν ήθελε εκληφθεί η εκ μέρους των εκκαλουσών δήλωση φόρου κληρονομίας και η συμπερίληψη των επιδίκων στο έντυπο δήλωσης ακίνητης περιουσίας (Ε9) από τα έτη 1994 και 1997 αντίστοιχα ως πράξη νομής με διάνοια αποκλειστικών συγκυρίων μέχρι την άσκηση της αγωγής δεν συμπληρώνεται ο απαιτούμενος για την χρησικτησία χρόνος και επομένως οι σχετικοί ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι. Από όλα τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία της υπόθεσης αποδείχθηκε ότι στην προκείμενη περίπτωση υφίσταται μεταξύ των διαδίκων κοινωνία δικαιώματος, αφού αυτοί ήσαν εξ αδιαιρέτου συγκύριοι των επίδικων ακινήτων με τις ως άνω κληρονομικές διαδοχές και μεταβίβαση από τον τιρσγγρύμενο κύριο, και οι συγκληρονόμοι - συγκύριοι εκκαλούσες, ακόμη και αν κατείχαν τα επίδικα, θεωρείται ότι νεμόταν αυτά ως αντιπρόσωποι και των άλλων συγκληρονόμων - συγκυρίων, και δη της αρχικώς ενάγουσας και των ήδη υπεισελθόντων στη δίκη κληρονόμων αυτής. Μόνη η κατοχή των κοινών ακινήτων ή μόνη η διενέργεια διακατοχικών πράξεων επ` αυτών από τις εκκαλούσες και τη δικαιοπάροχο αυτών ............., δεν αρκεί για την απόκτηση ιδίας κυριότητας με χρησικτησία, δεδομένου ότι δεν εκδήλωσαν οι τελευταίοι σαφώς στην αρχικώς ενάγουσα τη βούλησή τους περί αποκλειστικής στο όνομά τους μόνον, νομής των κοινών ακινήτων. Ετσι, δεν μπορούν να αντιτάξουν κατ` αυτής ή των δικαιοδόχων της κτητική παραγραφή (έκτακτη χρησικτησία), αφού δεν εκδήλωσαν τη βούλησή τους αυτή με οποιονδήποτε τρόπο όσο ζούσε η αρχικώς ενάγουσα μέχρι και την άσκηση της αγωγής. Με βάση τα παραπάνω, ο ισχυρισμός των εκκαλουσών ότι απέκτησαν την κυριότητα των επίδικων κληρονομιαίων ακινήτων με έκτακτη χρησικτησία, γιατί τα νέμονταν αυτά από το έτος 1966 μέχρι και το 1993 η δικαιοπάροχος μητέρα τους και μετέπειτα οι ίδιες μέχρι και την άσκηση της αγωγής είναι ουσιαστικά αβάσιμος, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε μεταβίβαση της νομής του μεριδίου της ............. επί των επιδίκων, με παράδοση αυτής ούτε και αντιποίηση της νομής του μεριδίου της εκ μέρους της δικαιοπαρόχου των εκκαλουσών, που επέρχεται εφόσον καταστήσει γνωστό ότι νέμεται αποκλειστικά το κοινό πράγμα ή κατά μεγαλύτερο μερίδιο, ούτε αποδείχθηκε άτυπη διανομή γενόμενη μεταξύ των συγκληρονόμων - συγκυρίων. Ετσι, οι εκκαλούσες τις οποιεσδήποτε διακατοχικές πράξεις τους στα επίδικα τις διενήργησαν και ως αντιπρόσωποι της αρχικώς ενάγουσας - συγκληρονόμου, κατά της οποίας δεν μπορούν να αντιτάξουν κτητική παραγραφή (έκτακτη χρησικτησία) και θα πρέπει ο σχετικός ισχυρισμός τους, που αποτελεί τη βάση της από 10.4.2006 αναγνωριστικής συγκυριότητας αγωγής τους και αντίστοιχα ένστασης περί ιδίας κυριότητας επί της αντίθετης από 10.3.2006 διεκδικητικής αγωγής της αντιδίκου τους, να απορριφθεί ως αβάσιμη. Με τις σκέψεις αυτές, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απέρριψε την ένσταση κτητικής παραγραφής των εκκαλουσών επί των επιδίκων κληρονομιαίων ακινήτων και αναγνώρισε το δικαίωμα συγκυριότητας της ............. επν αυτών κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και το νόμο εφάρμοσε και συνεπώς τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τους λόγους της εφέσεως πλην του 4ου αυτών, περί του οποίου αμέσως κατωτέρω, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

5. Περαιτέρω, με τον 4ο λόγο της εφέσεως οι εκκαλούσες πλήττουν την εκκαλούμενη ότι κακώς απέρριψε τον ισχυρισμό τους περί συμπληρώσεως στο πρόσωπό τους του απαιτούμενου χρόνου για την τακτική χρησικτησία, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1133 και 1199 ΑΚ, καθόσον με την μεταγραφή της 322/2004 δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της μητέρας τους ............., τα αποτελέσματα της οποίας ανατρέχουν στο χρόνο θανάτου της και ο εν τω μεταξύ διαδραμών χρόνος συνυπολογίζεται στο χρόνο χρησικτησίας των κληρονόμων από το χρονικό σημείο του θανάτου του κληρονομουμένου, ώστε οι ίδιες έχουν καταστεί συγκυρίες των ακινήτων με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας. Ο ισχυρισμός αυτός των εκκαλουσών που αποτελεί και λόγο εφέσεως περί του ότι από το έτος 1993 και μέχρι την άσκηση της αγωγής (2006) νέμονται και κατέχουν οι ίδιες τα επίδικα, και ότι πριν από αυτές και συγκεκριμένα από το έτος 1966, νεμόταν και κατείχε αυτά η, ως άνω, μητέρα τους ............., κρίνεται ως αβάσιμος στην ουσία του και ως εκ τούτου είναι απορριπτέος, καθόσον η αναδρομική, κατά τα ως άνω, ενέργεια της μεταγραφής της αποδοχής κληρονομιάς στην οποία προέβησαν οι εκκαλούσες, δεν επάγεται και την κατάλυση δικαιωμάτων τρίτων στα κληρονομιαία ακίνητα, τα οποία αποκτήθηκαν νόμιμα πριν το θάνατο της κληρονομούμενης μητέρας τους και μέχρι το χρόνο της μεταγραφής αυτής όπως είναι το δικαίωμα κυριότητας που αποκτήθηκε παραγώγως αιτία κληρονομικής διαδοχής ή πρωτοτύπως με χρησικτησία (ΑΠ 268/2014, Νόμος). Αλλωστε η αναδρομική κατάλυση δικαιωμάτων τρίτων προϋποθέτει ότι ο κληρονομούμενος ήταν κύριος των κληρονομιαίων ακινήτων κατά το χρόνο θανάτου του, πράγμα όμως που ουδόλως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν.

6. Κατόπιν όλων αυτών, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, η έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ` ουσίαν, να επιβληθούν δε τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος των εκκαλουσών (αρθρ. 191 παρ. 2, 183, 176 ΚΠολΔ).-

Για τους λόγους αυτούς

Δικάζει με παρόντες τους διαδίκους

Απορρίπτει την έφεση κατά της 102/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μεσολογγίου ως αβάσιμη κατ` ουσίαν, και

Καταδικάζει τις εκκαλούσες στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει σε πεντακόσια (500) €.-

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στο Αγρίνιο, την 10η Μαρτίου 2015 και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 17 Μαρτίου, ίδιου έτους, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.-



Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ε.Φ.

Αναγνώριση κυριότητας ακινήτου. Χρησικτησία. Χρόνος συμπλήρωσης. Νομιζόμενος τίτλος. Κτηματολόγιο. Πρώτες εγγραφές. Εφεση κατά οριστικής αποφάσεως. Θεωρούνται συνεκκληθείσες και οι μη οριστικές αποφάσεις στις οποίες στηρίχτηκε η οριστική απόφαση. Αν...618/2015 ΕΦ ΑΘ

$
0
0

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ - ΤΥΧΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ ΣΕ ΚΟΙΝΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ - Έννοια και λειτουργία του κοινού τραπεζικού λογαριασμού κατά το Ελληνικό δίκαιο - Ο κοινός τραπεζικός λογαριασμός μετά τον θάνατο του κληρονομουμένου - Καταθέσεις σε κοινό λογαριασμό – Θάνατος συνδικαιούχου - Πώς ο κληρονόμος διεκδικεί κοινό λογαριασμό του θανόντος - Ο τραπεζικός λογαριασμός μετά το θάνατο του δικαιούχου - Ασφαλιστικά Μέτρα – Κοινός Τραπεζικός Λογαριασμός – Όρος αρ. 2 Ν. 5638/1932 – Προσβολή νόμιμης μοίρας κληρονόμου – Μέμψη άστοργης δωρεάς – Συντηρητική κατάσχεση = Αριθμός απόφασης 108/2013    Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου - Κοινός τραπεζικός λογαριασμός: Δικαιώματα συνδικαιούχων   Εφ.Θεσ/νίκης 74/2011

618/2015 ΕΦ ΑΘ ( 641498) 
Αναγνώριση κυριότητας ακινήτου. Χρησικτησία. Χρόνος συμπλήρωσης. Νομιζόμενος τίτλος. Κτηματολόγιο. Πρώτες εγγραφές. Εφεση κατά οριστικής αποφάσεως. Θεωρούνται συνεκκληθείσες και οι μη οριστικές αποφάσεις στις οποίες στηρίχτηκε η οριστική απόφαση. Αν...
περιέχουν οριστικές διατάξεις δεν θεωρούνται συνεκκληθείσες εκτός αν προσβάλλονται ρητά με την έφεση. Η έφεση μπορεί να στραφεί κατά μερικών από τους διαδίκους της πρωτόδικης αποφάσεως και όχι όλων εκτός αν οι τελευταίοι συνδέονται με αναγκαστική ομοδικία. Με προδικαστική απόφαση απορρίφθηκε η πρώτη αγωγή ως προς το Κτηματολόγιο και τον Προϊστάμενο του Κτηματολογικού Γραφείου λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης. Απορρίφθηκε η πρώτη αγωγή σχετικά με το γεωτεμάχιο για έλλειψη έννομου συμφέροντος και διατάχθηκε πραγματογνωμοσύνη για την εφαρμογή των τίτλων ιδιοκτησίας. Με την οριστική απόφαση έγινε δεκτή η δεύτερη αγωγή. Νόμιμα και παραδεκτά ασκείται η κρινόμενη έφεση από τον ενάγοντα της πρώτης αγωγής παρότι η έφεση δεν στρέφεται κατά των ανωτέρω διαδίκων. Απαράδεκτος ο λόγος έφεσης του ενάγοντα της πρώτης αγωγής ότι δεν αναγνωρίστηκε η κυριότητά του στο εναπομείναν εμβαδό του γεωτεμαχίου αφρού δεν προσέβαλε ρητά τις οριστικές διατάξεις της προδικαστικής απόφασης. Διακοπή δίκης λόγω θανάτου διαδίκου. Γνωστοποίηση λόγω διακοπής - δεν μπορεί να γίνει με τις προτάσεις. Δήλωση εκούσιας επανάληψης από τους κληρονόμους.

Διόρθωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπραγμάτου δικαιώματος. Αγωγές αναγνώρισης κυριότητας ακινήτου. Κτήση κυριότητας ακινήτου με χρησικτησία. Κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη εμπραγμάτου δικαιώματος. Τακτική χρησικτησία. Νομιζόμενος τίτλος. Αντίθετες αγωγές. Περιστατικά πράξεων νομής. Εγινε δεκτό ότι στις ανακριβείς πρώτες εγγραφές ο πραγματικός δικαιούχος με χρησικτησία ασκεί αγωγή διεκδικητική κυριότητας στο αρμόδιο δικαστήριο και κρίσιμος χρόνος απόκτησης του δικαιώματος είναι η έναρξη του Κτηματολογίου στην περιοχή και όχι η έγερση της αγωγής. Νομιζόμενος τίτλος υπάρχει και όταν ο αγοραστής, κατά την εφαρμογή του τίτλου του, από συγγνωστή πλάνη, υπολαμβάνει ότι ο τίτλος του καταλαμβάνει έκταση μεγαλύτερη από αυτή που του πωλήθηκε ή συνεχόμενο ακίνητο. Κρίθηκε ότι σε τοπογραφικό του εκκαλούντα περιελήφθη και τμήμα της ιδιοκτησίας των εφεσιβλήτων σε αντίθεση με προηγούμενο τοπογραφικό καθώς και μετατόπιση προσανατολισμού. Ολες οι μεταβιβάσεις έγιναν με βάση αυτό το τοπογραφικό. Αποδείχθηκε και με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης ότι το τμήμα αυτό περιλαμβανόταν στους τίτλους ιδιοκτησίας των εφεσιβλήτων. Δεν αποδείχθηκαν πράξεις νομής με καλή πίστη. Δεν υπήρχε συγγνωστή πλάνη. Ορθά και νόμιμα απέρριψε η προσβαλλομένη την πρώτη αγωγή και έγινε δεκτή η δεύτερη αγωγή. Απορρίπτει λόγο έφεσης κατά των δικαστικών εξόδων λόγω αοριστίας. Απορρίπτει έφεση κατά της με αρ. 2701/2012 απόφασης Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.


  
Αριθμός 618/2015 ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τμήμα 8ο ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Γεώργιο Μανωλίδη, Πρόεδρο Εφετών, Αλεξάνδρα Σιούτη, Εφέτη και Κωνσταντία Εμμανουηλίδου, Εφέτη - Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Διονυσία Αλεβιζάκη. ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 6η Νοεμβρίου 2014, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ...., κατοίκου ... Αττικής (....... αρ. .....), ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Αντωνίου Νταλαχάνη (ΑΜ. ΔΣΑ 23420, αφού ανακάλεσε την από 31- 10-2014 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ) και κατέθεσε προτάσεις μαζί με το υπ’ αριθμόν Π0336378/31-10-2014 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΑ και ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) .... , κατοίκου.... Αττικής (.... αρ...) και 2) .... του .. , κατοίκου Αθηνών (..... αρ...), εκ των οποίων ο 1ος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Διαμαντή Μπιλιάνη (ΑΜ ΔΣΑ 13181), ενώ ο 2ος δεν παραστάθηκε. Ο ανωτέρω δικηγόρος δήλωσε ότι ο Γεώργιος Αλεξανδρόπουλος απεβίωσε την 12-11-2013 και τη δίκη επαναλαμβάνουν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του 1).... το γένος ... και ... ...., κάτοικος Αθηνών (..... αρ....), 2) .... και της ..., κάτοικος ... Αττικής (... αρ....) και 3) ............... ...., κάτοικος Αθηνών (... αρ... ), οι οποίοι παραστάθηκαν δια του ιδίου πληρεξουσίου δικηγόρου που κατέθεσε προτάσεις μαζί με το υπ’ αριθμόν Π0350111/6-11-2014 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΑ. Ο εκκαλών ζήτησε με την με αρ. κατ. 111984/6017/20-6-2006 αγωγή του προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτή. Ο 2ος εφεσίβλητος (............... ....................) με την με αρ. κατ. 278623/12455/24-12-2007 αγωγή του προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτή. Επί των πιο πάνω αγωγών, οι οποίες αφού συνεκδικάσθηκαν αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε αρχικά η υπ’ αριθμόν 3017/2008 απόφαση που διέταξε επανάληψη της συζήτησης και ακολούθως η υπ’ αριθμόν 2701/2012 οριστική απόφαση, με την οποία το Δικαστήριο απέρριψε την πρώτη αγωγή (111984/6017/20-6-2006) και δέχθηκε τη δεύτερη αγωγή (278623/12455/24-12-2007). Την πιο πάνω οριστική απόφαση προσέβαλε ο ενάγων 1ης αγωγής - εναγόμενος 2ης αγωγής με την με αρ. κατ. 658/12-2-2013 έφεση, που προσδιορίσθηκε με αρ. πρωτ. προσδ. 565/4-7-2013 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με επιμέλεια των εφεσιβλήτων για την δικάσιμο της 20-2- 2014, οπότε αναβλήθηκε για τη σημερινή δικάσιμο. Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά του πινακίου και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους, στις οποίες αναφέρθηκαν με δηλώσεις τους, που καταχωρήθηκαν στα πρακτικά. ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α΄, 287 και 290 ΚΠΟΛΔ, που εφαρμόζονται κατά το άρθρο 524 παρ.1 του ίδιου Κώδικα και στη διαδικασία της δίκης για την έφεση (ΕφΛαμ 4/2013 δημ. στη ΝΟΜΟΣ), συνάγεται ότι η δίκη διακόπτεται αν, εωσότου τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση, πεθάνει κάποιος διάδικος. Η διακοπή αυτή επέρχεται από τη γνωστοποίηση προς τον αντίδικο του λόγου της διακοπής με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός ακροατηρίου κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξης, όχι όμως και με τις προτάσεις - αφού αυτές δεν επιδίδονται (ΑΠ 1205/2006 δημ. στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 52/1999 ΕλλΔνη 1999 - 594) , από εκείνον που έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη (σε περίπτωση θανάτου μόνο ο καθολικός διάδοχος ή ο αναγκαίος ομόδικος του αποβιώσαντος) ή από τον πληρεξούσιο ή το νόμιμο αντιπρόσωπο του αποβιώσαντος (ΑΠ 65/2004 ΕλλΔνη 45. 1036, ΑΠ 52/1999 ο.π.). Περαιτέρω, η δίκη που έχει διακοπεί μπορεί να επαναληφθεί εκουσίως με ρητή ή σιωπηρή δήλωση εκείνου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, ακόμη και ταυτόχρονα με τη δήλωση διακοπής, οπότε επέρχεται άμεση επανάληψη της δίκης(ΑΠ 680/1996 ΕλλΔνη 1996- 1562). Στην προκείμενη περίπτωση μετά την άσκηση της υπό κρίση έφεσης(12-2-2013) και πριν τη συζήτησή της ο δεύτερος των εφεσιβλήτων ........ απεβίωσε. Ειδικότερα απεβίωσε στις 12-11- 2013 (βλ. φωτοαντίγραφο της καταχωρημένης με στοιχεία 83/38/13-11-2013 ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Δήμου Αθηναίων) και τούτο το γνωστοποίησε προφορικά στο ακροατήριο ο κατά το χρόνο του θανάτου του πληρεξούσιος δικηγόρος του (άρθρο 287 παρ. 2 ΚΠΟΛΔ), οπότε επήλθε ως προς αυτόν βιαία διακοπή της δίκης. Ο ανωτέρω κληρονομήθηκε δυνάμει της από 20-3-2007 ιδιόγραφης διαθήκης του, νομίμως δημοσιευθείσας και κηρυχθείσας κυρίας, από την............ ... αναφορικά με άλλο ακίνητο πλην του επιδίκου και από τους μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του στην υπόλοιπη περιουσία του, ήτοι τη σύζυγό του εκ δεύτερου γάμου .......... .......... και της ...., την αδελφή του .... το γένος ..... και ............... ......... και τον ανιψιό του (γιό του προαποβιώσαντος αδελφού του) ......... του ......... και της ....., οι οποίοι και αποδέχθηκαν σιωπηρά την κληρονομία (βλ. την υπ’ αρ. 653/2014 διάταξη του Ειρηνοδίκη Αθηνών περί χορήγησης κληρονομητηρίου και το υπ’ αριθμόν 3519/2014 πιστοποιητικό περί μη αποποίησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών). Οι ανωτέρω εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του με την ιδιότητά τους ως καθολικοί διάδοχοι του δεύτερου εφεσίβλητου, με δήλωσή τους στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου επανέλαβαν εκουσίως τη δίκη για λογαριασμό του δεύτερου εφεσίβλητου κατ΄άρθρο 290 του ΚΠολΔ . Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 517 ΚΠολΔ η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, αν οι αντίδικοι του εκκαλούντος στην πρωτόδικη δίκη είναι πολλοί, δεν είναι απαραίτητο η έφεση να στρέφεται εναντίον όλων, αλλά εναντίον εκείνων ως προς τους οποίους ο εκκαλών θέλει να εξαφανιστεί η απόφαση, εκτός αν πρόκειται για αναγκαστική ομοδικία (ΕφΛαρ 125/2005, Εφ Λαρ 146/2004 δημ. στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2921/1998 ΕΣυγκΔ 2003 - 272, ΕφΑθ. 386/1999 Αρμ. 2000 - 1218, ΕφΑθ. 1075/1986 ΕΛΛΔνη 1986 - 822, Σ. Σαμουήλ, η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, έκδοση 2003 , σελ 146 επ. και την παρατιθέμενη νομολογία). Κατά της υπ’ αριθ. 2701/2012 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία (αρθρ. 233 επ. ΚΠολΔ) την από 20-6-2006 αγωγή του εκκαλούντος κατά του πρώτου εφεσίβλητου, του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδας και του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου Κορωπίου και την από 24-12-2007 αγωγή του δεύτερου εφεσίβλητου κατά του εκκαλούντος, έχει ασκήσει την με αρ. κατ. 658/12-2-2013 έφεση ο ενάγων 1ης αγωγής - εναγόμενος 2ης αγωγής . Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον δεν προκύπτει από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας ότι η εκκαλουμένη επιδόθηκε, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται το αντίθετο, καταβλήθηκε δε το νόμιμο παράβολο με αριθμό 13378237 ποσού 200 ευρώ (αρθρ. 495 επ., 516 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειωτέον, ότι παρόλο που η αγωγή του εκκαλούντος απορρίφθηκε ως προς τους εναγόμενους Οργανισμό Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδας και Προϊστάμενο του Κτηματολογικού Γραφείου Κορωπίου( που μάλιστα δεν παρέστησαν κατά τη δίκη ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου), ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης, η ένδικη έφεση ορθά δεν στρέφεται κατ΄αυτών, καθόσον δεν ζητείται η εξαφάνιση της σχετικής διάταξης, ούτε τους συνδέει σχέση αναγκαστικής ομοδικίας με τον έτερο εναγόμενο (........ ....). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να εξεταστεί κατά την ίδια διαδικασία (αρθρ. 246, 524 παρ. 1 και 533 ΚΠολΔ) ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της. Kατά το άρθρο 513 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. με την άσκηση έφεσης κατά της οριστικής απόφασης θεωρούνται συνεκκληθείσες όλες οι προεκδοθείσες μη οριστικές αποφάσεις και αν δεν απευθύνεται κατ`αυτών η έφεση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι θεωρούνται εκ του νόμου ως συνεκκληθείσες οι εν λόγω αποφάσεις μόνο αναφορικά με τις μη οριστικές διατάξεις τους, εφόσον στηρίχθηκε επ΄αυτών η οριστική απόφαση. Αν όμως η προεκδοθείσα απόφαση περιέχει και οριστικές διατάξεις, όπως η αφορώσα την απόρριψη αιτήματος σωρευομένου παραλλήλως ή επικουρικώς, δεν θεωρείται και ως προς αυτές συνεκκληθείσα, εκτός αν η έφεση ρητώς απευθύνεται και κατ`αυτής. (ΑΠ 708/2003 δημ. στη ΝΟΜΟΣ). Με την από 20-6-2006 αγωγή ο ενάγων .... (στρεφόμενος κατά του ........, του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδας και του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου Κορωπίου) ισχυρίσθηκε ότι είναι κύριος ενός οικοπέδου εντός σχεδίου του Δήμου Γλυκών Νερών Αττικής στο 41 ΟΤ, εκτάσεως 661,79 τμ, όπως λεπτομερώς περιγράφεται κατά θέση και όρια στο αγωγικό δικόγραφο, που περιήλθε σε αυτόν κατά κυριότητα και δη κατά ποσοστό 50% με το υπ’ αριθμόν 63017/3-1-1994 συμβόλαιο γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Αθηνών ........., νομίμως μεταγραφέν και κατά ποσοστό 50% με το υπ’ αριθμόν 12504/29-4-2002 συμβόλαιο δωρεάς της συμβολαιογράφου Αθηνών ......, όπως διορθώθηκε με το υπ’ αριθμόν 12719/18-3-2003 συμβόλαιο της αυτής συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγραφέν, αναφέροντας λεπτομερώς και τον τρόπο κτήσης της κυριότητας εκ μέρους των δικαιοπαρόχων του, ήτοι της μητέρας του .... και της αδελφής του ... αντίστοιχα. Περαιτέρω ισχυρίσθηκε ότι ενέμετο το εν λόγω ακίνητο ασκώντας τις αναφερόμενες στο αγωγικό δικόγραφο προσιδιάζουσες στη φύση του εμφανείς διακατοχικές πράξεις με καλή πίστη από τη μεταγραφή των αναφερομένων νομίμων τίτλων κτήσης του, καθώς και με προσαύξηση του χρόνου καλόπιστης νομής των δικαιοπαρόχων του για διάστημα πλέον της δεκαετίας, με συνέπεια να αποκτήσει την κυριότητα αυτού και με τακτική χρησικτησία. Επίσης ισχυρίσθηκε ότι με προσαύξηση του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων του και ιδίως της μητέρας του ........................., η οποία εγκαταστάθηκε στη νομή του εν λόγω ακινήτου ήδη από 30-1-1956 κατέστη κύριος αυτού και με έκτακτη χρησικτησία κατά τα λεπτομερώς εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο. Στη συνέχεια ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι στις πρώτες εγγραφές των κτηματολογικών βιβλίων του Κτηματολογικού Γραφείου Κορωπίου το εν λόγω ακίνητο καταχωρήθηκε κατά έκταση 584 τμ με ΚΑΕΚ ............... ...................με δικαιούχο κυριότητας τον ίδιο και κατά έκταση 251 τμ. με ΚΑΕΚ ..................... ............ με δικαιούχο κυριότητας τον εναγόμενο .............. ....., η εν λόγω δε κτηματολογική εγγραφή είναι ανακριβής και προσβάλλει την κυριότητά του. Με βάση αυτό το ιστορικό ο ενάγων ....... ζήτησε να αναγνωρισθεί κύριος του αναφερόμενου στην αγωγή ακινήτου, εκτάσεως 661,79 τμ., το οποίο εμπίπτει στα γεωτεμάχια με ΚΑΕΚ .... και ..., να διορθωθούν σχετικά οι πρώτες εγγραφές και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Με την από 24-12-2007 αγωγή ο ενάγων .... (στρεφόμενος κατά του ............) ισχυρίσθηκε ότι δυνάμει του υπ’ αριθμόν 730/20-10-1976 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών....................... ............, νομίμως μεταγραφέντος, απέκτησε την κυριότητα ενός οικοπέδου εντός σχεδίου του Δήμου Γλυκών Νερών Αττικής, εκτάσεως 300 τμ περίπου και κατά νεότερη εμβαδομέτρηση 245,91 τμ, όπως λεπτομερώς περιγράφεται κατά θέση και όρια στο αγωγικό δικόγραφο και στο συννημένο σε αυτή τοπογραφικό διάγραμμα, από δωρεά από τις .... και .........., οι οποίες κατέστησαν συγκύριες αυτού εκ κληρονομίας της ....., την οποία αποδέχθηκαν νόμιμα, η δε τελευταία απέκτησε την κυριότητα αυτού σε μείζονα έκταση εξ αγοράς από τον ..... ........ το 1940 δυνάμει του αναφερομένου πωλητηρίου συμβολαίου. Περαιτέρω ισχυρίσθηκε ότι έγινε κύριος αυτού με τακτική χρησικτησία καθότι ενέμετο τούτο με καλή πίστη ασκώντας τις αναφερόμενες στο αγωγικό δικόγραφο προσιδιάζουσες στη φύση του εμφανείς διακατοχικές πράξεις με καλή πίστη από τη μεταγραφή του αναφερομένου νομίμου τίτλου κτήσης του για διάστημα πλέον της δεκαετίας, με συνέπεια να αποκτήσει την κυριότητα αυτού και με τακτική χρησικτησία, αλλά και με έκτακτη χρησικτησία καθόσον νέμεται τούτο πλέον της εικοσαετίας. Στη συνέχεια ισχυρίσθηκε ότι ο ίδιος παρέλειψε να υποβάλει δήλωση ιδιοκτησίας κατά την κτηματογράφηση της περιοχής, με συνέπεια στις πρώτες εγγραφές των κτηματολογικών βιβλίων του Κτηματολογικού Γραφείου Κορωπίου το εν λόγω ακίνητο να καταχωρηθεί ότι εμπίπτει στο γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ..... .......... με δικαιούχο κυριότητας τον εναγόμενο, η εν λόγω δε κτηματολογική εγγραφή είναι ανακριβής και προσβάλλει την κυριότητά του. Με βάση αυτό το ιστορικό ο ενάγων ............................. ζήτησε να αναγνωρισθεί κύριος του αναφερόμενου στην αγωγή ακινήτου, εκτάσεως 245,91 τμ., να διορθωθούν σχετικά οι πρώτες εγγραφές και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Επί των ανωτέρω αγωγών, που συνεκδικάσθηκαν ερήμην των εναγομένων της 1ης αγωγής - ΟΚΧΕ και Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου Κορωπίου- και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, εκδόθηκε αρχικά η υπ’ αρ. 3017/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία α) απέρριψε την 1η αγωγή ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης για τους απολειπόμενους διαδίκους, β) απέρριψε την 1η αγωγή αναφορικά με την αναγνώριση της κυριότητας του ενάγοντος επί του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ...... .......... και τη σχετική διόρθωση των πρώτων εγγραφών για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, γ) δέχθηκε ως νόμιμη την 1η αγωγή αναφορικά με το γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ..... ως προς όλες τις βάσεις κτήσης της κυριότητας, δ) δέχθηκε ως νόμιμη την 2η αγωγή ως προς τη βάση της με παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας και ε) διέταξε την επανάληψη της συζήτησης για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης για την εφαρμογή των επικαλούμενων τίτλων κτήσης των διαδίκων. Ακολούθως εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 2701/2012 οριστική απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, με την οποία α) απορρίφθηκε η 1η αγωγή ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη και καταδικάσθηκε ο ενάγων στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εναγομένου..... ...... εκ 5000 ευρώ και β) έγινε δεκτή η 2η αγωγή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη, αναγνωρίσθηκε ο ...... κύριος του επίδικου ακινήτου των 245,91 τμ, διατάχθηκε η διόρθωση των πρώτων εγγραφών που αφορούν το γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ... ... ... ...., ώστε το ανωτέρω ακίνητο να αποτυπωθεί ως ξεχωριστό γεωτεμάχιο με δικαιούχο κυριότητας τον ..... και τέλος καταδικάσθηκε ο εναγόμενος ... στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος εκ 3000 ευρώ. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης άσκησε ο ενάγων της 1ης αγωγής - εναγόμενος της 2ης αγωγής την ένδικη έφεση, με την οποία παραπονείται για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτή, ζητεί δε την παραδοχή της έφεσής του και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, με σκοπό να γίνει δεκτή η 1η αγωγή και να απορριφθεί στο σύνολό της η 2η αγωγή. Σύμφωνα δε με την αμέσως προηγηθείσα μείζονα σκέψη θεωρείται ως συνεκκληθείσα και η υπ’ αρ. 3017/2008 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, πλην των οριστικών της διατάξεων που αφορούν α) την απόρριψη της αγωγής ως προς τους ΟΚΧΕ και Προϊστάμενο του Κτηματολογικού Γραφείου Κορωπίου και β) την απόρριψη της 1ης αγωγής αναφορικά με το γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ...................... ελλείψει εννόμου συμφέροντος, διότι η ένδικη έφεση δεν απευθύνεται ρητά κατά αυτής (της 3017/2008). Συνακόλουθα, ο 4ος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι δεν αναγνωρίσθηκε κύριος του εναπομείναντος τμήματος του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ...... ..... μετά την αφαίρεση του τμήματος των 245,91 τμ, κρίνεται απορριπτέος πρωτίστως ως απαράδεκτος, διότι, όπως προαναφέρθηκε, το αίτημα της αγωγής του περί αναγνώρισης της κυριότητας του στο γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ .... απορρίφθηκε με την μη προσβληθείσα σχετικά η υπ’ αρ. 3017/2008 απόφαση. Από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2 - 3, 4 παρ. 1 , 6 παρ. 1 - 2, 7, 11 και 17 παρ.4 του Ν. 2664/1998 (όπως ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης κατ΄άρθρο 533 παρ.2 του ΚΠολΔ) προκύπτουν τα ακόλουθα: Στο Εθνικό Κτηματολόγιο καταχωρούνται νομικές και τεχνικές πληροφορίες που αποσκοπούν στον ακριβή καθορισμό των ορίων των ακινήτων και στη δημοσιότητα των εγγραπτέων στα κτηματολογικά βιβλία δικαιωμάτων και βαρών, με τρόπο που διασφαλίζει τη δημόσια πίστη, προστατεύοντας κάθε καλόπιστο συναλλασσόμενο που στηρίζεται στις κτηματολογικές εγγραφές. Υπό τον όρο «πρώτες εγγραφές» νοούνται εκείνες που καταχωρούνται ως αρχικές εγγραφές στο κτηματολογικό βιβλίο, κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες. Οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, αποτελούν πράξη δημόσιας αρχής με διαπιστωτικό χαρακτήρα των υφισταμένων κατά την έναρξη του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή εμπράγματων δικαιωμάτων , που μετά την οριστικοποίησή τους κατά το άρθρο 7 του ιδίου νόμου παράγουν αμάχητο τεκμήριο ακριβείας. (Λ.Κιτσαράς Οι πρώτες εγγραφές στο Εθνικό Κτηματολόγιο εκδ. 2001 σελ. 25 επ., Δ.Παπαστερίου Κτηματολογικό Δίκαιο εκδ.2013 σελ. 724 - 725, ΑΠ 1500/2013 δημ. στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1067/2010 Αρμ 2011-600) .Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και δη στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας (ή ενδεχομένως άλλου εμπράγματου δικαιώματος) διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό δικαιούχο, μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον - επομένως, πέραν του πραγματικού κυρίου και ο καθολικός ή ο ειδικός διάδοχος του πραγματικού δικαιούχου, ο δανειστής κλπ. -, στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Εάν μάλιστα το ακίνητο, που αφορά η ανακριβής εγγραφή, κατέχεται από τον εναγόμενο, τότε η σχετική αγωγή θα έχει και διεκδικητικό χαρακτήρα με την έννοια και της απόδοσης του επιδίκου στον ενάγοντα. Η εν λόγω αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν.2664/1998 απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, το οποίο συγκροτείται από τον Κτηματολογικό Δικαστή (άρθρο 17 παρ. 4 του Ν.2664/1998) δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία. Το Δικαστήριο για να αποφανθεί περί της ουσιαστικής βασιμότητας της εν λόγω αγωγής, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι ο ενάγων - πραγματικός δικαιούχος απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με κάποιο νόμιμο τρόπο, ήτοι παράγωγο ή πρωτότυπο, κατά το χρονικό διάστημα πριν την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή και είχε αυτή (κυριότητα) στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο(έναρξη λειτουργίας του Ε.Κ.). Κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη εμπράγματου δικαιώματος, που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές, είναι αυτός της έναρξης του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή όπως καθορίσθηκε με σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ και όχι αυτός της έγερσης της αγωγής του άρθρου 6 παρ.2 (Δ. Παπαστερίου ο.π. σελ. 762, Γ. Διαμαντόπουλος - Κων. Εμμανουηλίδου Ζητήματα Κτηματολογικού Δικονομικού Δικαίου εκδ. 2014 σελ. 10, ΕφΠατρ 226/2012, ΕφΛαρ 179/2012 δημ. στη ΝΟΜΟΣ). Επομένως, εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης είναι η χρησικτησία, τότε η επικαλούμενη χρησιδεσπόζουσα νομή θα πρέπει να έχει συμπληρωθεί πριν την έναρξη ισχύος του Εθνικού Κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή (ΕφΛαρ.179/2012 ο.π.). Η διόρθωση των πρώτων κτηματολογικών εγγραφών γίνεται εφόσον η εκδοθησομένη επί της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 απόφαση καταστεί αμετάκλητη, έκτοτε δε, δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο ακριβείας. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1041, 1042, 1043 και 1044 Α.Κ. προκύπτει, ότι, για να αποκτήσει κάποιος κυριότητα σε ακίνητο με τακτική χρησικτησία, απαιτούνται φυσική εξουσίαση του πράγματος με διάνοια κυρίου (νομή), καλή πίστη, που πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο που αποκτάται η νομή, νόμιμος τίτλος, που πρέπει να υποβληθεί σε μεταγραφή (άρθρα 1192 περ. α`και 1198 ΑΚ), πράγμα δεκτικό χρησικτησίας και παρέλευση δεκαετίας. Ειδικότερα, ως προς το στοιχείο της καλής πίστης, αυτό συντρέχει, όταν ο νομέας, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, έχει, κατά την κτήση της νομής, την πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 1043 παρ. 1 Α.Κ., προς χρησικτησία αρκεί και νομιζόμενος τίτλος, εφόσον δικαιολογείται καλή πίστη του νομέα. Είναι δε νομιζόμενος ο τίτλος, ο οποίος, κατά την πεποίθηση του νομέα, που δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, υπολαμβάνεται απ`αυτόν ότι υπάρχει, ενώ πράγματι δεν υπήρξε καθόλου. Δεν αρκεί συνεπώς μόνη η πεποίθηση του νομέα ότι απέκτησε την κυριότητα, αλλά προσάπτεται και η καλή πίστη που αφορά τον τίτλο, δηλαδή η πεποίθηση στη συγκεκριμένη περίπτωση για την ύπαρξη του τίτλου. Νομιζόμενος τίτλος υπάρχει και όταν ο αγοραστής, κατά την εφαρμογή του τίτλου του, από συγγνωστή πλάνη, υπολαμβάνει ότι ο τίτλος του καταλαμβάνει έκταση μεγαλύτερη από αυτή που του πωλήθηκε ή συνεχόμενο ακίνητο. Επίσης, κατ΄άρθρο 1051 του ΑΚ ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος μπορεί να συνυπολογίσει το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του στο δικό του χρόνο νομής, μόνο αν έχει και ο αρχικός νομέας τα ίδια προσόντα της χρησικτησίας , είναι δηλ. καλόπιστος. Αν όμως ο αρχικός νομέας δεν ήταν καλόπιστος , δεν χωρεί προσαύξηση και ο χρόνος της χρησικτησίας αρχίζει στο πρόσωπο του καλόπιστου διαδόχου και μάλιστα από τη στιγμή που απέκτησε αυτός τη νομή του πράγματος (Μιχ.Σταθόπουλος - Απ. Γεωργιάδης ΕρμΑΚ τόμος V σελ. 491). Από δε τις διατάξεις των άρθρων 974, 1045, 1051 Α.Κ. προκύπτει, ότι, για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο της νομής του δικαιοπαρόχου του. Ασκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ` αυτό, που προσιδιάζουν στη φύση και το προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει (ΑΠ 164/2014 δημ. στη ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιλαμβάνονται στα υπ’ αριθμόν 3017/2008 πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης αυτού, της με αριθμό κατάθεσης 307/8-9-2009 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος με την υπ’ αριθμόν 3017/2008 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πραγματογνώμονα αγρονόμου - τοπογράφου μηχανικού ...., των τεχνικών εκθέσεων που συνέταξαν το 2010 οι διορισμένοι την 9-10-2008 από τους διαδίκους τεχνικοί σύμβουλοι ......... ............. -αρχιτέκτων μηχανικός και ...., Τοπογράφος Μηχανικός, αλλά και των τεχνικών εκθέσεων που είχαν συντάξει οι ίδιοι πριν το διορισμό τους, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 261/1981 ΝΟΒ 29 σελ.1488), των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, των υπ’ αριθμόν 1275, 1276 και 1305 /1-2-2008 ενόρκων βεβαιώσεων των .... ........... ,.... και .... ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που προσκόμισαν οι εφεσίβλητοι και οι οποίες ελήφθησαν μετά από νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου τους (βλ. υπ’ αριθμόν 8371 και 8372/29-1-2008 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ελένης Αγγελοπούλου) και της υπ’ αριθμόν 73/29-1-2010 ένορκης βεβαίωσης του ........... ......... ........... ενώπιον του Ειρηνοδίκη Κορωπίου, που προσκόμισε ο εκκαλών και η οποία ελήφθη μετά από νόμιμη κλήτευση των αντιδίκων του( βλ. υπ’ αριθμόν 113.53/25.01.10 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Παναγιώτη Τσιακούλια), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το υπ’ αριθμόν 2355/22-7-1940 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κρωπίας .............., νομίμως μεταγραφέν(βλ. ν.Τ// του 1856 περί μεταγραφής, όπως τροποποιήθηκε με το ν.330/1914 και το διάταγμα της 5/11-22/12-1914 για το διάστημα πριν την εισαγωγή του ΑΚ), ο ...... πώλησε στην ... συζ. ...... και της παρέδωσε τη νομή ενός αγρού στη θέση «Γλυκά Νερά» στο Λιόπεσι Αττικής, σχήματος όρθιου παραλληλόγραμμου, εμβαδού 600 τμ περίπου με δύο ελαιόδενδρα και μία αγριελιά, που συνόρευε ανατολικά με ιδιοκτησία ............., δυτικά με ιδιοκτησία ......, βόρεια με ιδιοκτησία ........... και νότια με ιδιοκτησία κληρονόμων ................... .............., του οποίου είχε αποκτήσει την κυριότητα εκ κληρονομίας του πατέρα του .................. ............. . Ακολούθως, με το υπ’ αριθμόν 2384/6-8-1940 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κρωπίας ....., νομίμως μεταγραφέν στα Βιβλία Μεταγραφών του τέως Δήμου Κρωπίας στον τόμο 8 με αριθμό 707, ...... συζ. .......... πώλησε στον ...... και του παρέδωσε τη νομή του ημίσεως του ανωτέρω ακινήτου και συγκεκριμένα του βορείου τμήματος, εκτάσεως 300 τμ περίπου με ένα ελαιόδενδρο και μία αγριελιά, που συνόρευε ανατολικά με ιδιοκτησία ..........., δυτικά με ιδιοκτησία .................., βόρεια με ιδιοκτησία ..... και νότια με υπόλοιπη ιδιοκτησία της ιδίας. Η .................... ......... συζ. .. ................... απεβίωσε την 4-5-1947, χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε κατ΄ισομοιρία από τις μοναδικές εξ αδιαθέτου κληρονόμους της, δηλ. τις ανιψιές της ................ συζ. ...... και ....... συζ. ...., αμφότερες το γένος του ...... και της ......., οι οποίες αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτές κληρονομία, στην οποία περιλαμβάνονταν και το ανωτέρω ακίνητο, με την υπ’ αριθμόν 10709/12-5-1966 δήλωση ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών .... ............., νομίμως μεταγραφείσα στα Βιβλία Μεταγραφών του τέως Δήμου Κρωπίας στον τόμο 161 με αριθμό 321. Οι ανωτέρω διαδέχθηκαν τη .... ..... στη νομή του ανωτέρω ακινήτου εποπτεύοντας και φροντίζοντας αυτό, μάλιστα από το 1953 είχαν καταβάλει και τον αναλογούντα φόρο κληρονομίας, οπότε απέκτησαν την κυριότητα του ανωτέρω αγρού κατ΄ισομοιρία και με έκτακτη χρησικτησία. Με το υπ’ αριθμόν 730/20-10-1976 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ........, νομίμως μεταγραφέν στα Βιβλία Μεταγραφών του τέως Δήμου Κρωπίας στον τόμο 315 με αριθμό 80, οι ............... συζ. ..... και .... μεταβίβασαν λόγω δωρεάς την κυριότητα του ανωτέρω ακινήτου στον υιό της πρώτης .......... (εφεσίβλητο - ενάγοντα 2ης αγωγής), ο οποίος και εξόφλησε το φόρο μεταβίβασης το 1981 , που προσδιορίσθηκε με την υπ’ αριθμόν 2174/10-9-1980 πράξη του Διευθυντή της Α’ οικ. Εφορίας Αθηνών. Στο μεταξύ με το υπ’ αριθμόν 1419/1972 διάταγμα εγκρίθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο του Δήμου Γλυκών Νερών και το ως άνω ακίνητο εντάχθηκε στο σχέδιο πόλης και απετέλεσε τα υπ’ αριθμόν 363 και 364 οικόπεδα του ΟΤ 41, εκ των οποίων το 363 καταλαμβάνονταν από τη διανοιχθείσα στο βόρειο τμήμα του όλου ακινήτου οδό ....... (βλ. απόσπασμα χάρτη δημ. στο ΦΕΚ 255Δ/27-9-1973 που αφορά την ένταξη των Γλυκών Νερών στο σχέδιο πόλης). Το υπόλοιπο ήμισυ του αρχικού ακινήτου, που αγόρασε η ..... και μεταπώλησε στον ..... .............. και περιήλθε λόγω κληρονομικής διαδοχής στη κόρη του .........., έλαβε αριθμό 362 του ΟΤ 38. Ο ............... ........... επόπτευε το ακίνητο, το φρόντιζε από καταπατήσεις τρίτων και το επεδείκνυε σε ενδιαφερόμενους αγοραστές, το δήλωνε δε ήδη από το 1997 στο Ε9. Κατά την κτηματογράφηση και δη στην Α’ και Β’ ανάρτηση προσωρινών κτηματολογικών πινάκων το ακίνητο του ........ καταχωρήθηκε με ΚΑΕΚ ...., κείμενο ανάμεσα στα γεωτεμάχια με ΚΑΕΚ ...... (γωνιακό με την οδό ......) και ΚΑΕΚ .... ..... Λόγω προσωπικών προβλημάτων (θάνατος της κόρης του το 2001) ο .................. δεν υπέβαλε δήλωση ιδιοκτησίας κατά την κτηματογράφηση, ούτε έλαβε γνώση της με αρ. πρωτ. 18512/11-2-2003 ένστασης του ..... ..... (εκκαλούντος - ενάγοντος 1ης αγωγής - εναγομένου 2ης αγωγής) ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής, οπότε και εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 05040/02/07/31/25-6-2003 απόφαση με την οποία αποδόθηκε μέρος του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ...................... στον ενιστάμενο και το ενοποίησε με το γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ....................... Ακολούθως στις πρώτες εγγραφές των κτηματολογικών βιβλίων του Κτηματολογικού Γραφείου Κορωπίου, που άρχισε να λειτουργεί για την περιοχή του Δήμου Γλυκών Νερών την 10-1-2005, καταχωρήθηκαν τα γεωτεμάχια με ΚΑΕΚ .................., εμβαδού 584 τμ, με δικαιούχο κυριότητας τον ........ (όμορο του γεωτεμαχίου με .. ..... με δικαιούχο κυριότητας τον ..........,εφεσίβλητο - εναγόμενο 1ης αγωγής) και ... ...., εμβαδού 88,43 τμ, με δικαιούχο κυριότητας τον ........, το οποίο καταλαμβάνεται εξ ολοκλήρου από την οδό Χρυσανθέμων. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι με το υπ’ αριθμόν 251934/14-10-1929 πωλητήριο του Δημοσίου η Αεροπορική Αμυνα πώλησε και μεταβίβασε κατά κυριότητα στο .......... του ....... τρεις αγρούς, συνολικού εμβαδού 10.500 τμ, εκ των οποίων οι δύο στη θέση «Γλυκά Νερά» στο Λιοπέσι Αττικής και συγκεκριμένα α) αγρό εκτάσεως 7 στρεμμάτων, οριζόμενο ανατολικά με ιδιοκτησία ........, δυτικά με ιδιοκτησία ...., βόρεια με ιδιοκτησία ....... και κληρονόμων ......... ................... και νότια με ιδιοκτησία .... και .......... και β) αγρό εκτάσεως 2 στρεμμάτων, οριζόμενο ανατολικά με ιδιοκτησία κληρονόμων .. .........., δυτικά με ιδιοκτησία κληρονόμων ..........., βόρεια με ιδιοκτησία .......... και νότια με ιδιοκτησία ... . Το εν λόγω πωλητήριο μεταγράφηκε την 5-12-1959 στα Βιβλία Μεταγραφών του τέως Δήμου Κρωπίας στον τόμο 41 με αριθμό 481. Εντούτοις, με το υπ’ αριθμόν 251935/18-10-1929 πωλητήριο του Δημοσίου η Αεροπορική Αμυνα πώλησε και μεταβίβασε κατά κυριότητα στον .... του .... τους ίδιους αγρούς. Ο τελευταίος, όμως, μετέγραψε το δικό του πωλητήριο στα αυτά Βιβλία Μεταγραφών την 31-7-1950 στον τόμο 11 και αριθμό 161. Επομένως, λόγω της προγενέστερης χρονικά μεταγραφής του πωλητηρίου προς τον ........., θεωρείται κατ΄άρθρο 1192 του ΑΚ ότι αυτός απέκτησε την κυριότητα των πωληθέντων ακινήτων (βλ. Γεωργιάδη - Σταθόπουλο ΕρμΑΚ τόμος V στο άρθρο 1192 σελ. 218 - 219). Ο τελευταίος με το υπ’ αριθμόν 5961/30-1-1956 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κρωπίας ........... ........... , νομίμως μεταγραφέν στα Βιβλία Μεταγραφών του τέως Δήμου Κρωπίας στον τόμο 20 με αριθμό 431, μεταβίβασε στην ........., νομίμως εκπροσωπούμενη από την ....... ένα τμήμα του ανωτέρω υπό στοιχείο β αγρού, σχήματος όρθιου παραλληλογράμμου, εμβαδού 696 τμ με δύο ελαιόδενδρα, οριζόμενο ανατολικά επί πλευράς 48 γμ εν μέρει με αγρό ........ και εν μέρει με αγρό κληρονόμων ............, δυτικά επί πλευράς 48 γμ με αγρό ιδίου πωλητή (που ουσιαστικά ήδη από το 1940 είχε μεταβιβασθεί στη ... κατά τα ανωτέρω), βόρεια επί πλευράς 14,50 γ, με αγρό ... .... ή .............. και νότια επί πλευράς 14,50 γμ με αγρό κληρονόμων ........................... Την ανωτέρω αγοροπωλησία αποδέχθηκε η ............... με την υπ’ αριθμόν 6109/17-5-1956 πράξη του αυτού συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγραφείσα στα αυτά Βιβλία στον τόμο 21 με αριθμό 177 την 26-5-1956.Και στην πράξη αυτή το μεταβιβασθέν ακίνητο περιγράφεται ομοίως, με τις αυτές πλευρικές διαστάσεις και όρια. Με την ένταξη του ανωτέρω αγρού στο σχέδιο πόλης δημιουργήθηκαν δύο οικόπεδα και συγκεκριμένα α) το 365, τμήμα του οποίου καταλαμβάνει η οδός ......... και το υπόλοιπο βρίσκεται στο 38ΟΤ και β) το 366 που βρίσκεται νοτίως της οδού ........... στο 41 ΟΤ. Την 27-1-1993 η ........... συζ........... δήλωσε το εν λόγω ακίνητο κατ΄άρθρο 12 του Ν.1337/1983 με την επισήμανση ότι έχει δύο ελαιόδενδρα και δεν είναι περιφραγμένο. Σημειωτέον ότι με την υπ’ αριθμόν 9460/602/90/93 απόφαση του Νομάρχη Ανατ. Αττικής (ΦΕΚ 1478Δ/17-12-1993) τροποποιήθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο Γλυκών Νερών στο 41 ΟΤ και το ανωτέρω οικοδομικό τετράγωνο αποχαρακτηρίσθηκε από χώρος ανέγερσης εκκλησίας. Το Νοέμβριο του 1993 η .......... ................ ανέθεσε στον τοπογράφο μηχανικό ........... την αποτύπωση του ανωτέρω ακινήτου σε τοπογραφικό διάγραμμα, ο οποίος συνέταξε τούτο καθ΄υπόδειξη των ορίων και των όμορων ιδιοκτητών από την εντολέα του, χωρίς να προβεί σε έλεγχο τίτλων, όπως ο ίδιος βεβαίωσε εγγράφως επ’ αυτού. Στο εν λόγω τοπογραφικό διάγραμμα το ακίνητο της ........ - ...................... αποτυπώνεται ως παραλληλόγραμμο με στοιχεία ΑΒΓΔΑ, εμβαδού 661,79 τμ , κείμενο ολόκληρο εντός του 41 ΟΤ, συνορευόμενο ανατολικά επί πλευράς ΔΓ 14,50 γμ με ιδιοκτησία ........, δυτικά επί πλευράς ΑΒ 14,73 γμ με ιδιοκτησία αγνώστου και πέραν αυτής με οδό ......., βόρεια επί πλευράς ΑΔ 45,55 γμ με ιδιοκτησία αγνώστου και πέραν αυτής με την οδό ........ και νότια επί πλευράς ΒΓ 44,87 γμ με ιδιοκτησία ....... Με βάση αυτό το τοπογραφικό, όπου προφανώς το εν λόγω ακίνητο παρουσιάζεται με διαφορετικές πλευρικές διαστάσεις ανά κατεύθυνση από ότι στον τίτλο κτήσης της ................, η τελευταία με το υπ’ αριθμόν 63017/3-1-1994 συμβόλαιο γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Αθηνών ......., νομίμως μεταγραφέν στα Βιβλία Μεταγραφών του Δήμου Κρωπίας στον τόμο 578 με αριθμό 301, το μεταβίβασε κατά κυριότητα και κατ΄ισομοιρία στα τέκνα της ................... και ....... . Στο συμβόλαιο αυτό ως βόρειο και δυτικό όριο αναφέρονται αντίστοιχα η οδός ............. και ...... αντίστοιχα, χωρίς την αναφορά των λωρίδων ιδιοκτησίας αγνώστων που αποτυπώνονται στο προρρηθέν τοπογραφικό. Εντούτοις με το υπ’ αριθμόν 10856/8-2-1999 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου ....... ο ......, ενεργών στο όνομα και για λογαριασμό της μητέρας του ......, πώλησε στη.... συζ. ............. το γένος ..... ή ............. ένα οικοπεδικό τμήμα εμβαδού 49,75 τμ στο 38 ΟΤ, που απέμεινε από το αρχικό ακίνητό της των 696 τμ μετά τη διάνοιξη της οδού ......... και ορίζεται βορειοανατολικά σε πλευρά ΘΘ΄μήκους 2,50 γμ με ιδιοκτησία ............., βορειοδυτικά σε πλευρά ΗΘ μήκους 18,73 γμ με ιδιοκτησία της αγοράστριας ........... συζ. .......... το γένος ........ ............... ή ....., νοτιοανατολικά σε πλευρά Η΄Θ’ μήκους 18,56 γμ με την οδό .......... και νοτιοδυτικά σε πλευρά Η’Η μήκους 2,88 γμ με ιδιοκτησία της................. ................, όπως αποτυπώνεται στο συννημένο στο συμβόλαιο από 1/99 τοπογραφικό διάγραμμα των..... . Από το ανωτέρω συμβόλαιο αποδεικνύεται περίτρανα ότι το ακίνητο της .... ................... εκτείνονταν πριν τη διάνοιξη της οδού ......., βορείως αυτής και όχι κατά μήκος της και συνόρευε βόρεια με την ιδιοκτησία ....... και δυτικά με ιδιοκτησία ......, πρώην ...... και ότι μετά τη διάνοιξη της ανωτέρω οδού και την ως άνω μεταβίβαση περιορίσθηκε σε οικοπεδικό τμήμα κάτωθι αυτής, προφανώς επιφάνειας πολύ μικρότερης από αυτή του αρχικού τίτλου. Με την υπ’ αριθμόν 119/2000 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατόπιν αιτήσεως του .... και της ............, βεβαιώθηκε ότι ανακλήθηκε αυτοδικαίως η αναγκαστική απαλλοτρίωση του ως άνω οικοπέδου εντός του 41 ΟΤ που κηρύχθηκε με τη 256312/2257/1973 απόφαση του Νομάρχη Αν. Αττικής για τη δημιουργία χώρου ανέγερσης εκκλησίας, σημειώνεται δε ότι προηγήθηκε και ο αποχαρακτηρισμός των λοιπών οικοπέδων του 41 ΟΤ με την υπ’ αριθμόν 9460/602/1993 απόφαση του ιδίου Νομάρχη κατόπιν αιτήσεως των ιδιοκτητών τους. Ακολούθως με το υπ’ αριθμόν 12504/29-4-2002 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ........... ...- ......., νομίμως μεταγραφέν στα Βιβλία Μεταγραφών του τέως Δήμου Κρωπίας στον τόμο 701 με αριθμό 255, όπως διορθώθηκε με την υπ’ αριθμόν 12719/18-3-2003 πράξη της ιδίας συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγραφείσα στα αυτά βιβλία στον τόμο 714 με αριθμό 203, η ........................ μεταβίβασε το ποσοστό της εκ 50% επί του ως άνω ακινήτου στον αδελφό της ....... λόγω δωρεάς. Στο ως άνω μεταβιβαστικό συμβόλαιο το ακίνητο περιγράφεται αφενός σύμφωνα με το προρρηθέν τοπογραφικό διάγραμμα του ...... και αφετέρου με το από Απρίλιο 2002 τοπογραφικό διάγραμμα της .... (που αργότερα ορίσθηκε τεχνικός σύμβουλος στην παρούσα δίκη) , στο τελευταίο, όμως, υπάρχει ρητή έγγραφη σημείωση ότι αποτελεί σκαρίφημα και δεν συντάχθηκε βάσει τεχνικών προδιαγραφών. Ο .................... υπέβαλε δήλωση ιδιοκτησίας κατά την κτηματογράφηση της περιοχής και μετά την αποδοχή της προρρηθείσας ένστασής του ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής το ακίνητό του αποτυπώθηκε στις πρώτες εγγραφές του Κτηματολογικού Γραφείου Κορωπίου ως γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ...... εμβαδού 584,04 τμ με δικαιούχο τον ίδιο, συμπεριλαμβανομένης και της έκτασης που καταλάμβανε το ακίνητο του ................ κάτωθι της διανοιχθείσης οδού ......... Η εν λόγω πρώτη εγγραφή είναι ανακριβής, διότι έκταση 245,91 τ.μ. του ανωτέρω γεωτεμαχίου, όπως εμφαίνεται αυτή υπό στοιχεία 4-3-6-5-4 στο συντεταγμένο σύμφωνα με το Ελληνικό Γεωδαιτικό Σύστημα Αναφοράς (ΕΓΣΑ `87) από Ιούλιο 2007 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού ..............., με συντεταγμένες κορυφής 4 αυτού: X: 486366.139 - Υ: 4204013.559, κορυφής 3: X: 486379.385 - Υ: 4204012.818, κορυφής 6: X: 486379.468 - Υ: 4203994.494 και κορυφής 5: X: 486366.389 - Υ: 4203994. 510 ανήκει στην κυριότητα του ........................ Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα η εν λόγω έκταση εμπίπτει στον τίτλο κτήσης του ........... .και των δικαιοπαρόχων του και όχι των δικαιοπαρόχων του .......... και δη της ........ Οι τελευταίοι, μετά την ένταξη στο σχέδιο πόλης του αρχικού ακινήτου των 696 τμ, το διαχωρισμό του σε δύο τμήματα και την κατάληψη έκτασης 145,85 τμ από τη διανοιχθείσα οδό ... σύμφωνα με τη διενεργηθείσα τεχνική πραγματογνωμοσύνη, εκμεταλλευόμενοι την μη ύπαρξη περίφραξης, θέλησαν να παρουσιάσουν το ακίνητό τους ότι δεν τέμνεται από την ανωτέρω οδό, αλλά ότι βρίσκεται νοτίως και παράλληλα αυτής, καταλαμβάνοντας κατά τις αποτυπώσεις ..... και ........ και την έκταση των παρακείμενων δυτικά ακινήτων, ήτοι αυτού του ....., αλλά και πέραν αυτού του .......... (που αποτυπώθηκε με ΚΑΕΚ .. ...................) και εμφανίζοντάς το τελικά ότι είναι γωνιακό στη συμβολή των οδών................. και ......... . Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου περί του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των επιδίκων επιβεβαιώνεται και από την επαρκώς αιτιολογημένη έκθεση πραγματογνωμοσύνης του δικαστικώς διορισθέντος πραγματογνώμονα αγρονόμου - τοπογράφου μηχανικού ..... . Ειδικότερα, στα τελικά συμπεράσματα αυτής ο πραγματογνώμονας αναφέρει πως «η ιδιοκτησία ....... και η ιδιοκτησία ........ δεν περιλαμβάνονται στον τίτλο του ........ και το αντίθετο», ενώ στις παρατηρήσεις από την μελέτη των τίτλων του τελευταίου (.......) ο εν λόγω πραγματογνώμονας διαπιστώνει πως κατά την διαδοχική αυτών σειρά έχει υπάρξει μετατόπιση του προσανατολισμού του περιλαμβανόμενου σε αυτούς γεωτεμαχίου, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως «στον αρχικό τίτλο (5961/1956) η εν λόγω ιδιοκτησία του περιγράφεται αγρός ... με προσανατολισμό κατά την μεγαλύτερη διάστασή του στη διεύθυνση βορρά - νότου ... ενώ στο 63017/1994 συμβόλαιο προσαρτάται τοπογραφικό με προσανατολισμό κατά την μεγαλύτερη διάστασή του στην διεύθυνση ανατολή - δύση», ενώ συμπληρώνει πως «από την εφαρμογή του ……τοπογραφικού που προσαρτάται στο 12504/2002 συμβόλαιο ... προκύπτει διαφορά 103,80 τ.μ. στο εμβαδόν η οποία δεν δικαιολογείται».Στο αυτό συμπέρασμα καταλήγει και ο τεχνικός σύμβουλος ............., τοπογράφος μηχανικός, αναφέροντας χαρακτηριστικά στην από Μάιο 2007 τεχνική έκθεσή του ότι «οι ιδιοκτησίες ............ και ............ ............... δεν είναι όμορες σε καμία πλευρά τους, καθώς μεταξύ τους παρεμβάλλεται η ιδιοκτησία ....... ». Οσον αφορά δε την τεχνική έκθεση της ..... που καταλήγει σε διαφορετικό συμπέρασμα , είναι αναιτιολόγητη , αρκούμενη στο προρρηθέν πρόχειρο σκαρίφημα που συνέταξε η ίδια καθ΄υπόδειξη των εντολέων της, χωρίς να κάνει εφαρμογή τίτλων και τεχνικών προδιαγραφών και χωρίς να δικαιολογεί την αλλαγή προσαναντολισμού του ακινήτου του ..... . Ενόψει των παραπάνω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, ουδόλως μπορεί να γίνει λόγος για κτήση της κυριότητας εκ μέρους του ......... επί των ακινήτων του .... και ..............ούτε με τακτική ούτε έκτακτη χρησικτησία, πρωτίστως διότι δεν αποδείχθηκαν εμφανείς πράξεις φυσικής εξουσίασης επ’ αυτών εκ μέρους του με διάνοια κυρίου, παρά μόνο τοποθετήθηκε πρόχειρη περίφραξη περί το 2006 ενόψει της ανοιγείσας δίκης, η οποία, εξάλλου, άμεσα καταστράφηκε. Η από 29-1-2010 ένορκη βεβαίωση του .................... περί περίφραξης προ 35ετίας κρίνεται αναληθής διότι, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η ίδια η .......... το 1993 δήλωσε εγγράφως ότι δεν είναι περιφραγμένο το ακίνητό της. Αντίθετα αποδείχθηκε πως ο ..., άσκησε επί του ανωτέρω περιγραφέντος τμήματος, που αποτυπώθηκε ως τμήμα του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ .... ... , τις προαναφερθείσες πράξεις νομής χωρίς να ενοχληθεί από οιονδήποτε. Εξάλλου, ούτε οι άλλες προϋποθέσεις της τακτικής χρησικτησίας συντρέχουν, δηλ. η καλή πίστη κατά την κτήση της νομής και ο νόμιμος ή νομιζόμενος τίτλος, καθόσον τόσο ο ίδιος ο ......., όσο και οι άμεσοι δικαιοπάροχοί του, αφενός δεν απέκτησαν τη νομή των επίδικων τμημάτων, πολύ δε περισσότερο με καλή πίστη, επιπλέον ενεργώντας από μη συγγνωστή πλάνη παρουσίασαν το ακίνητό τους στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο με διαφορετικό προσανατολισμό. Συνακόλουθα των ανωτέρω, ο ...... δεν απέκτησε κυριότητα επί του ανωτέρω περιγραφέντος τμήματος των 245,91 τμ, που ανήκει κατά κυριότητα στον ............. ......................., ούτε πολύ περισσότερο επί του παρακείμενου δυτικότερα γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ................................. Στο αυτό συμπέρασμα καταλήγοντας και η εκκαλούμενη απόφαση ορθά εφήρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ως εκ τούτου θα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί 1ος, 2ος και 3ος λόγοι της έφεσης. Τέλος, απορριπτέος κρίνεται και ο 5ος λόγος της έφεσης, με τον οποίο παραπονείται ο εκκαλών για εσφαλμένη επιδίκαση δικαστικών εξόδων, ως απαράδεκτος ένεκα της αοριστίας του, καθόσον δεν αναφέρει συγκεκριμένο σφάλμα κατά τον υπολογισμό τους (ΑΠ 957/2001, ΕφΑθ 3080/2010 αμφ. δημ. στη ΝΟΜΟΣ). 

Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της, το δε παράβολο με αριθμό με αριθμό 13378237 ποσού 200 ευρώ για το παραδεκτό της έφεσης να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το Ν.4055/2012. Τέλος, λόγω της ήττας του εκκαλούντος θα πρέπει αυτός να καταδικασθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με 63 παρ. 1α, 68 παρ.1 και 69 παρ.1 του Ν.4194/2013), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ -ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την με αρ. κατ. 658/2013 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2701/2012 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. -ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσία την έφεση. -ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

-Και -ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου με αριθμό 13378237 ποσού 200 ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2015 και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση χωρίς τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους στις 19 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Π.Β.

Αναγνώριση δεδικασμένου αλλοδαπής απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις του υπ΄αριθ. 2201/2003 Κανονισμού του Συμβουλίου της Ε.Ε. Διεθνής δικαιοδοσία-αρμοδιότητα ημεδαπού δικαστηρίου. Συναινετικό..1121/2015 ΜΠΡ ΑΘ.

$
0
0

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ - ΤΥΧΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ ΣΕ ΚΟΙΝΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ - Έννοια και λειτουργία του κοινού τραπεζικού λογαριασμού κατά το Ελληνικό δίκαιο - Ο κοινός τραπεζικός λογαριασμός μετά τον θάνατο του κληρονομουμένου - Καταθέσεις σε κοινό λογαριασμό – Θάνατος συνδικαιούχου - Πώς ο κληρονόμος διεκδικεί κοινό λογαριασμό του θανόντος - Ο τραπεζικός λογαριασμός μετά το θάνατο του δικαιούχου - Ασφαλιστικά Μέτρα – Κοινός Τραπεζικός Λογαριασμός – Όρος αρ. 2 Ν. 5638/1932 – Προσβολή νόμιμης μοίρας κληρονόμου – Μέμψη άστοργης δωρεάς – Συντηρητική κατάσχεση = Αριθμός απόφασης 108/2013    Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου - Κοινός τραπεζικός λογαριασμός: Δικαιώματα συνδικαιούχων   Εφ.Θεσ/νίκης 74/2011

1121/2015 ΜΠΡ ΑΘ ( 658104) 
Αναγνώριση δεδικασμένου αλλοδαπής απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις του υπ΄αριθ. 2201/2003 Κανονισμού του Συμβουλίου της Ε.Ε. Διεθνής δικαιοδοσία-αρμοδιότητα ημεδαπού δικαστηρίου. Συναινετικό διαζύγιο στη Μεγ. Βρετανία. Μη προσκομιδή της αλλοδαπής...
απόφασης αλλά μόνο πιστοποιητικό τελεσιδικίας της λύσης του γάμου. Διατάσσει επανάληψη για προσκομιδή επικυρωμένου αντιγράφου ή Νομικής Πληροφορίας του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου γαι την ισχύ του προσκομιζομένου εγγράφου. Βλ. σχετ. και την 2393/2015 ΜΠρΑθ. Η απόφαση αυτή εισήχθη στη ΝΟΜΟΣ με επιμέλεια της συνδρομήτριάς μας κας Ειρήνης Κοντραφούρη, δικηγόρου Αθηνών.


  
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

1121/2015

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή.................., Δικαστική Πάρεδρο, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και από τη Γραμματέα»

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ στο ακροατήριό του δημόσια στις 10 Μαρτίου 2015 για να δικάσει την υπόθεση.

ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: ......................του κατοίκου ................» Αττικής, οδός.............., αρ...... οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Ειρήνης Κοντραφούρη.

Ο αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η από 12.01.2015 αίτησή του, με αντικείμενο την αναγνώριση δεδικασμένου αλλοδαπής απόφασης, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Αριθμό Κατάθεσης Δικογράφου.........προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό......

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξούσια δικηγόρος του αιτούντος ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε να γίνουν δεκτό όσα αναφέρονται στην αίτηση και στις νόμιμα κατατεθειμένες έγγραφες προτάσεις του.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρ. 780 ΚΠολΔ και προκειμένου για τις υποθέσεις προσωπικής κατάστασης στις ειδικότερες διατάξεις των άρθρων 905 παρ. 1, 2, 3 και 4 ΚΠολΔ, για την αναγνώριση στην Ελλάδα του δεδικασμένου από απόφαση αλλοδαπού δικαοτηρίου που αφορά την προσωπική κατάσταση, η οποία κηρύσσεται με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου της κατοικίας ή της διαμονής των ενδιαφερομένων και ελλείψει τέτοιας της πρωτεύουσας του κράτους, εφόσον συντρέχουν οι όροι του άρθρ. 323 παρ. 2 έως και 5 ΚΠολΔ, τελούν υπό την επιφύλαξη όσων ορίζουν οι διεθνείς συμβάσεις, οι οποίες κατ` αρθρ. 28 του Συντάγματος υπερέχουν των άρθρων 905 και 323 ΚΠολΔ, τα οποία τότε δεν εφαρμόζονται, παρά μόνο συμπληρωματικά και μόνο εφόσον δεν έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις των διεθνών αυτών συμβάσεων (βλ. Ολ. ΑΠ 8/1997, ΕλΔ 1998.1007, Μιχαήλ Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, II, σελ. 524). Ετσι, με την έναρξη ισχύος του με αριθμό 2201/2003 Κανονισμού του Συμβουλίου της Ε.Ε. «περί της διεθνούς δικαιοδοσίας αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας», ο οποίος κατήργησε τον Κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000, επέρχεται μεταξύ των κρατών που συνέπραξαν στην αποδοχή του αυτεπάγγελτη υποκατάσταση του εσωτερικού τους δικαίου από τις διατάξεις του, σύμφωνα και με τα ανωτέρω, προκειμένου για τη χώρα μας. Στον εν λόγω κανονισμό του Συμβουλίου της Ε.Ε., ο οποίος, κατ` αρθρ. 72 αυτού, τέθηκε σε ισχύ από την 1η Μαρτίου 2005, καθορίζονται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση στην ημεδαπή απόφασης που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και αφορά θέματα ακύρωσης γάμου, διαζυγίου και δικαστικού χωρισμού. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 παρ.1 και 3 του κανονισμού, οι αποφάσεις που εκδίδονται σε ένα κράτος μέλος αναγνωρίζονται στα υπόλοιπα κράτη μέλη χωρίς να απαιτείται κάποια ιδιαίτερη διαδικασία, την αναγνώριση δε αυτή μπορεί να ζητήσει οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος. Η αναγνώριση αυτή αποκλείεται όταν συντρέχει κάποιος από τους λόγους - κωλύματα που αναφέρονται ρητά στις διατάξεις των άρθρου 22 του ίδιου κανονισμού και είναι, συνοπτικά, οι εξής: α) η πρόδηλη αντίθεση της απόφασης προς τη δημόσια τάξη του κράτους αναγνώρισης, β) η μη έγκαιρη και κατά τρόπο που επιτρέπει στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο να αμυνθεί επίδοση ή κοινοποίηση του εισαγωγικού της δίκης ή ισοδύναμου εγγράφου, γ) το ασυμβίβαστο της απόφασης με απόφαση που έχει εκδοθεί στο κράτος αναγνώρισης μεταξύ των ίδιων διαδίκων, δ) το ασυμβίβαστο της απόφασης με προγενέστερη απόφαση που εκδόθηκε προγενέστερα σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος, εφόσον η προγενέστερη απόφαση συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις αναγνώρισής της στο κράτος εισαγωγής, ενώ η δικαιοδοσία του εκδώσαντος την απόφαση Δικαστηρίου δεν ερευνάται (άρθρο 24). Σύμφωνα δε με την παράγραφο 3 του άρθρου 30 του ως άνω Κανονισμού στην αίτηση επισυνάπτονται τα έγγραφα που αναφέρονται στα άρθρα 37 και 39, ήτοι: α) αντίγραφο της απόφασης, το οποίο να συγκεντρώνει τις αναγκαίες προϋποθέσεις γνησιότητας και β) το πιστοποιητικό που αναφέρεται στο άρθρο 39, και εφόσον πρόκειται για ερήμην απόφαση το πρωτότυπο ή κυρωμένο αντίγραφο του εγγράφου που αποδεικνύει ότι το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα διάδικο ή οποιοδήποτε έγγραφο στο οποίο να δηλώνεται ότι ο εναγόμενος έχει αποδεχθεί την απόφαση κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση (άρθρο 37). Αναφορικά δε με το πιστοποιητικό του άρθρου 39 που πρέπει να προσκομισθεί από τον αιτούντα, αυτό εκδίδεται από το αρμόδιο δικαστήριο ή την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, στο έντυπο που επισυνάπτεται στο παράρτημα I του ως άνω Κανονισμού. Από το πιστοποιητικό πρέπει να προκύπτει ότι η απόφαση είναι εκτελεστή, χωρίς να απαιτείται να είναι τελεσίδικη (βλ. Γέσιου - Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως. Η Διεθνής Αναγκαστική Εκτέλεση, 2006, § 86111 β, αρ. 23). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 38 του Κανονισμού, αν δεν προσάγονται τα έγγραφα που μνημονεύονται στο άρθρο 37 παράγραφος 1 στοιχείο β) ή στο άρθρο 37 παράγραφος 2, το δικαστήριο μπορεί είτε να ορίσει προθεσμία προσαγωγής τους είτε να δεχθεί ισοδύναμα έγγραφα είτε, εφόσον κρίνει ότι έχει επαρκώς ενημερωθεί, να απαλλάξει τον αιτούντα από το βάρος αυτά. Ητοι, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαστήριο μπορεί ακόμα και απαλλάξει τον αιτούντα από την υποχρέωση προσκόμισης: α) του πιστοποιητικού του άρθρου 39 και β) των μνημονευόμενων στο άρθρο 37 παρ. 2 εγγράφων, για την περίπτωση της ερήμην απόφασης, εφόσον κρίνει ότι έχει επαρκώς ενημερωθεί. Συνεπώς, τέτοια δυνατότητα του Δικαστηρίου απαλλαγής του αιτούντα δεν υφίσταται σε περίπτωση που ο ενάγων δεν προσκομίζει την απόφαση της οποίας αιτείται η αναγνώριση, την οποία πρέπει, όπως αναφέρθηκε, κατά το άρθρο 37 παρ. 1 στοιχείο α`, να προσκομίζει ο αιτών σε αντίγραφο που συγκεντρώνει τις αναγκαίες προϋποθέσεις γνησιότητας, καθώς πρόκειται για το σώμα του εγγράφου επί του οποίου καλείται το Δικαστήριο να κρίνει και να αναγνωρίσει. Τέλος, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 21 παρ. 3, 29 και 30 παρ. 1 του Κανονισμού και του άρθρου 905 παρ. 1 και 4 του ΚΠολΔ, αρμόδιο δικαστήριο για την υποβολή της αίτησης αναγνώρισης αποφάσεων άλλου κράτους που αφορούν την προσωπική κατάσταση στην Ελλάδα είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο (διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας) της κατοικίας ή διαμονής του προσώπου, του οποίου η κατάσταση καθορίζεται (Κιουπτσίδου, Ζητήματα των Κανονισμών 2201/2003 και 1347/2000 σχετικά με την διεθνή δικαιοδοσία και αναγνώριση αποφάσεων στις γαμικές διαφορές, ΕλλΔνη 2005.668).

Με την κρινόμενη αίτηση, ο αιτών, επικαλούμενος έννομο συμφέρον, ζητεί να αναγνωριστεί ότι έχει αποκτήσει στην Ελλάδα δεδικασμένο η από 28.06.1984 και με αριθμό αναφοράς «...... αλλοδαπή απόφαση του Περιφερειακού Δικαστηρίου του ..................στο......Αγγλίας, με την οποία λύθηκε ο γάμος του με την.................... που τελέσθηκε στις 30.11.1968 στο Ληξιαρχείο της Περιφέρειας .................στο Δημοτικό Διαμέρισμα ..............του Λονδίνου. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αίτηση παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου που είναι καθ` ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 21 παρ. 3, 29 παρ. 1 και 2, 30 παρ. 1 του ως άνω Κανονισμού, 740 παρ. 1, 905 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, αρ. 3 παρ. 4 ΕισΝΚΠολΔ) για την εκδίκασή της, κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρα 30 παρ. 1 του Κανονισμού, αρθρ. 739 επ. ΚΠολΔ). Είναι δε νόμιμη, ερειδόμενη στις αναφερθείσες διατάξεις του Κανονισμού 2201/2003 και πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από τα έγγραφα που προσκομίζει νόμιμα ο αιτών αποδεικνύεται ότι: Στις 30.11.1968 ο αιτών τέλεσε νόμιμο πολιτικό γάμο με ...............στο Ληξιαρχείο της Περιφέρειας............... στο Δημοτικό Διαμέρισμα (Camden) (βλ. το με αριθμ. πρωτ. ...........απόσπασμα της υπ` αριθμ. ...............ληξιαρχικής πράξης γάμου). Ο πιο πάνω γάμος λύθηκε με τη με αριθμό αναφοράς....................απόφαση του Περιφερειακού δικαστηρίου του ...................που εκδόθηκε στις 10.05.1984 και κατέστη τελεσίδικη και αμετάκλητη στις 28.06.1984, όπως προκύπτει από το από 28.06.1984 προσκομιζόμενο σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα πιστοποιητικό που καθιστά την προσωρινή απόφαση τελεσίδικη, σε συνδυασμό με το προσκομιζόμενο σε επίσημη μετάφραση πιστοποιητικό του άρθρου 39 του Κανονισμού 2201/2003, σχετικά με αποφάσεις που εκδίδονται σε γαμικές διαφορές, το οποίο εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο στο......... Από τα ως άνω δε έγγραφα αποδεικνύεται ότι η σύζυγος του αιτούντος, .....................αιτήθηκε την έκδοση της απόφασης προκειμένου να λυθεί ο γάμος της με τον αιτούντα, ενώ σε κάθε περίπτωση παραστάθηκε στη συνεδρίαση προκειμένου να εκδοθεί η ως άνω απόφαση, αφού η τελευταία δεν εκδόθηκε ερήμην των διαδίκων (βλ. προσκομιζόμενο πιστοποιητικό του άρθρου 39 Κανονισμού) και επομένως αυτή δεν στερήθηκε τα δικαιώματα υπεράσπισής της και γενικώς τη συμμετοχής της στη δίκη, και έλαβε γνώση της απόφασης. Εξάλλου, η αλλοδαπή απόφαση δεν είναι ασυμβίβαστη προς τελεσίδικη απόφαση ημεδαπού Δικαστηρίου που εκδόθηκε για την ίδια υπόθεση μεταξύ των ανωτέρω συζύγων, όπως προκύπτει από το με αριθμό 301/2015 πιστοποιητικό του Γραμματέα αυτού του Δικαστηρίου, δεν προέκυψε δε η έκδοση προγενέστερης απόφασης από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους ή τρίτου κράτους. Ωστόσο, ο αιτών, επικαλούμενος ότι το ανωτέρω από 28.06.1984 πιστοποιητικό που καθιστά την προσωρινή απόφαση τελεσίδικη επέχει θέση τελεσίδικης και αμετάκλητης απόφασης λύσης του γάμου, δεν προσκομίζει αντίγραφο της με αριθμό αναφοράς......απόφασης του Περιφερειακού δικαστηρίου του ........................το οποίο να συγκεντρώνει τις αναγκαίες προϋποθέσεις γνησιότητας, ως απαιτείται κατά το άρθρο 37 παρ. 1 στοιχείο α του Κανονισμού 2201/2003, η έλλειψη του οποίου δε συγχωρείται, κατά το άρθρο 38 του Κανονισμού, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, καθώς από το περιεχόμενο της εν λόγω απόφασης κρίνεται και η τυχόν αντίθεση αυτής στη δημόσια τάξη της χώρας μας, ή οποία αποτελεί κώλυμα για την αναγνώρισή της, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Κανονισμού. Εξάλλου, από τα προσκομιζόμενα από τον αιτούντα έγγραφα και ειδικότερα από την επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα των παραγράφων 1 και 2 εδάφια α` και β` του άρθρου 67 των υπ` αριθμ. 344/1977 Κανόνων Γαμικών Διαφορών του Ανώτατου Περιφερειακού Δικαστηρίου Αγγλίας, το Δικαστήριο δεν μπορεί να οδηγηθεί σε ασφαλή κρίση περί του ισχυρισμού του αιτούντος ότι η ως άνω απόφαση της οποίας ζητείται η αναγνώριση δεν δημοσιεύεται και ότι το ως άνω πιστοποιητικό αποτελεί το μοναδικό έγγραφο που δυνάμει των διατάξεων του αγγλικού δικαίου χορηγείται από το αρμόδιο δικαστήριο και επέχει θέση απόφασης. Ειδικότερα, από την προσκομιζόμενη μετάφραση της παραγράφου 1 του άρθρου 67 του ως άνω αγγλικού νομοθετήματος προκύπτει ότι μόλις μία προσωρινή απόφαση, ως η επίδικη, καταστεί τελεσίδικη, ο ληξίαρχος προβαίνει σε σημείωση για την τελεσιδικία αυτής, επί της προσωρινής απόφασης. Συνεπώς, η τελευταία προσωρινή απόφαση επί της οποίας ο ληξίαρχος προβαίνει στην ως άνω σημείωση είναι υφιστάμενη. Τούτο δε είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ανεξάρτητο από την κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου υποχρέωση του ληξιάρχου να αποστείλει στους διαδίκους πιστοποιητικό τελεσιδικίας επικυρωμένο με τη σφραγίδα του περιφερειακού δικαστηρίου γαμικών διαφορών, ως είναι το ως άνω προσκομισθέν από τον αιτούντα πιστοποιητικό. Από δε την τελευταία αυτή υποχρέωση του ληξιάρχου, το Δικαστήριο δεν μπορεί να συναγάγει με ασφάλεια ότι η προσωρινή απόφαση λύσης του γάμου δεν υφίσταται ή δεν δημοσιεύεται ή ότι το αναφερθέν πιστοποιητικό επέχει θέση απόφασης, αφού κάτι τέτοιο δεν ορίζεται στην ως άνω διάταξη που ο αϊτών προσκομίζει, ενώ άλλο έγγραφο δεν προσκομίζει προς απόδειξη του ισχυρισμού του. Ούτε εξάλλου από κάποιο από τα προσκομισθέντα έγγραφα αποδεικνύεται ότι για την έκδοση της επίδικης απόφασης ακολουθήθηκε η διαδικασία συναινετικού διαζυγίου, επί του οποίου εφαρμόζεται το ως άνω νομοθέτημα, κατά τους ισχυρισμούς του. Συνεπεία των ανωτέρω, πρέπει να διαταχθεί η επανάληψη της συζητήσεως κατ` άρθρ. 254 παρ. 1 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρ. 741 ΚΠολΔ), προκειμένου ο αϊτών να προσκομίσει τα ανωτέρω έγγραφα για να κριθεί η ουσιαστική βασιμότητα της κρινόμενης αιτήσεως, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Διατάσσει την επανάληψη της συζητήσεως προκειμένου να προσκομιστεί με επιμέλεια του αιτούντος: α) επικυρωμένο αντίγραφο σε επίσημη μετάφραση της με αριθμό αναφοράς απόφασης του Περιφερειακού δικαστηρίου του ......................... εκδόθηκε στις 10.05.1984 και κατέστη τελεσίδικη και αμετάκλητη στις 28.06.1984 περί λύσεως του τελεσθέντος στις 30.11.1968 γάμου του αιτούντος και συζύγου του............................ή Νομική Πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, από την οποία να προκύπτει ότι κατά τις διατάξεις του δικαίου του τόπου εκδόσεως της ανωτέρω αποφάσεως διαζυγίου, η απόφαση διαζυγίου δεν δημοσιεύεται και το εκδοθέν πιστοποιητικό του άρθρου 67 παράγραφος 2 των υπ` αριθμ. 344/1977 Κανόνων Γαμικών Διαφορών του Ανώτατου Περιφερειακού Δικαστηρίου Αγγλίας είναι το μοναδικό έγγραφο που εκδίδεται προκειμένου να πιστοποιήσει τη λύση του γάμου και επέχει θέση και ισχύ απόφασης λύσης γάμου.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα, στις 9.4.15.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

Ν.Σ.

Αναγνώριση δεδικασμένου αλλοδαπής απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις του υπ΄αριθ. 2201/2003 Κανονισμού του Συμβουλίου της Ε.Ε. Συναινετικό διαζύγιο... 2393/2015 ΜΠΡ ΑΘ

$
0
0

Αναγνώριση δεδικασμένου αλλοδαπής απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις του υπ΄αριθ. 2201/2003 Κανονισμού του Συμβουλίου της Ε.Ε. Διεθνής δικαιοδοσία-αρμοδιότητα ημεδαπού δικαστηρίου. Συναινετικό..1121/2015 ΜΠΡ ΑΘ.

2393/2015 ΜΠΡ ΑΘ ( 658105) 
Αναγνώριση δεδικασμένου αλλοδαπής απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις του υπ΄αριθ. 2201/2003 Κανονισμού του Συμβουλίου της Ε.Ε. Συναινετικό διαζύγιο στη Μεγ. Βρετανία. Μη προσκομιδή αλλοδαπής...
απόφασης στο αρμόδιο ημεδαπό δικαστήριο. Προσκομιδή Νομικής Πληροφορίας του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου από την οποία προκύπτει ότι το μοναδικό έγγραφο που εκδίδεται προς πιστοποίηση λύσης ενός γάμου στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι το ως άνω προσκομιζόμενο πιστοποιητικό τελεσιδικίας. Δέχεται την αίτηση. Βλ. σχετ. και την υπ΄αριθ. 1121/2015 απόφαση ΜπρΑθ. Η απόφαση αυτή εισήχθη στη ΝΟΜΟΣ με επιμέλεια της συνδρομήτριάς μας κας Ειρήνης Κοντραφούρη, δικηγόρου Αθηνών.


  
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

Αριθμός απόφασης: 2393/2015

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή..................Δικαστικό Πάρεδρο, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα .................

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 16 Ιουλίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση: ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ:.......................του .............. κατοίκου ......... Αττικής, οδός ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του Ειρήνης Κοντραφούρη.

Ο καλών - αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η από 12.1.2015 αίτησή του, που κατατέθηκε στην Γραμματεία του Δικαστηρίου, με αριθμό κατάθεσης ................., προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 10.3.2015, οπότε και συζητήθηκε και επί της οποίας εκδόθηκε η υπ` αριθ. 1121/2015 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης. Ηδη ο καλών - ενάγων επαναφέρει τη συζήτηση της ως άνω αίτησής του με την από 25.6.2015 Κλήση του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με αριθμό κατάθεσης 71890/2211/2015, προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξούσια δικηγόρος του καλούντος - αιτούντος ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις του.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 21 § 1 του Κανονισμού 2201/2003 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας «οι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος αναγνωρίζονται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς καμία διαδικασία». Καθίστανται έτσι ανεφάρμοστες οι διαδικασίες που τυχόν προβλέπονται στα κράτη μέλη για την αναγνώριση αποφάσεων που αφορούν προσωπική κατάσταση, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγεται και η ρύθμιση του άρθρου 905 § 4 ΚΠολΔ. Η αυτοδίκαιη αναγνώριση δεν αποστερεί, ωστόσο, κάθε ενδιαφερόμενο του δικαιώματος να επιδιώξει τη δικαστική αναγνώριση της απόφασης στη χώρα υποδοχής της, αδιάφορα από το αν αυτή αμφισβητείται ή όχι. Διατηρείται έτσι η δυνατότητα δημιουργίας κύριας δίκης αναφορικά με την αναγνώριση, η οποία θα διέπεται από τις διατάξεις που προβλέπονται για την κήρυξη της εκτελεστότητας [άρθρ. 21 § 3 εδ. α` ΕΚ 2201/2003]. Η αίτηση για την αναγνώριση υποβάλλεται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους, στο οποίο επιδιώκεταιη αναγνώριση (άρθρ. 30 § 1 ΕΚ 2201/2003]. Αρμόδιο καθ` ύλην και κατά τόπο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο της κατοικίας ή της διαμονής του προσώπου, του οποίου η προσωπική κατάσταση ρυθμίζεται με την υπό αναγνώριση απόφαση (άρθρ. 21 § 3 εδ. β` ΕΚ 2201/2003, 905 § 1 ΚΠολΔ - βλ. Π. Γέσιου - Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως III - Η διεθνής αναγκαστική εκτέλεση. Εκδόσεις Σάκκουλα, 2006, § 86, πλ. 50]. Κατά τη διαδικασία απαιτείται η κατάθεση δύο δικαιολογητικών εγγράφων, του αντιγράφου της υπό αναγνώριση απόφασης, το οποίο πρέπει να συγκεντρώνει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις γνησιότητας [άρθρ. 37 § 1α ΕΚ 2201/2003] και του πιστοποιητικού του αναφερόμενου στο άρθρο 39 του Κανονισμού, που συντάσσεται κατά τον τύπο που ορίζει το παράρτημα I του Κανονισμού (άρθρ. 37 § 1 β ΕΚ 2201/2003]. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 38 του Κανονισμού αν δεν προσάγονται τα έγγραφα που μνημονεύονται στο άρθρο 37 § 1β και § 2 αυτού, το δικαστήριο μπορεί να δεχθεί ισοδύναμα έγγραφα ή, εφόσον κρίνει ότι έχει επαρκώς ενημερωθεί, να απαλλάξει τον αιτούντα από το βάρος αυτό. Οι λόγοι άρνησης της αναγνώρισης των αποφάσεων διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου περιέχονται στο άρθρο 22 του Κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο: «Αποφάσεις που αφορούν διαζύγιο, δικαστικό χωρισμό ή ακύρωση γάμου δεν αναγνωρίζονται: α] αν η αναγνώριση αντίκειται προδήλως στη δημόσια τάξη του κράτους μέλους αναγνώρισης, β] αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο κανονικά και έγκαιρα, ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός εάν διαπιστώνεται ότι ο εναγόμενος έχει δεχθεί την απόφαση κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτησης, γ] αν η απόφαση είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ίδιων διαδίκων στο κράτος μέλος αναγνώρισης, ή δ] αν η απόφαση είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκδοθεί προγενέστερα μεταξύ των ίδιων διαδίκων σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος, εφόσον η απόφαση αυτή συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αναγνώριση της στο κράτος μέλος αναγνώρισης». Τέλος το άρθρο 31 § 2 του Κανονισμού επιβάλλει τον αυτεπάγγελτο έλεγχο των λόγων άρνησης αναγνώρισης. Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτησή του, ο αιτών ζητεί να αναγνωριστεί ότι έχει αποκτήσει και στην Ελληνική Επικράτεια ισχύ δεδικασμένου η υπ` αριθ............... από 10.5.1984 απόφαση του Περιφερειακού Δικαστηρίου του .......................................του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία κατέστη τελεσίδικη και αμετάκλητη στις 28.6.1984, με την οποία λύθηκε ο γάμος του με την.............., ο οποίος είχε τελεστεί στο Ληξιαρχείο της Περιφέρειας ..................στο δημοτικό διαμέρισμα.......................(του Λονδίνου, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις 30.11.1968. Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιου παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας [αρ. 740επ. ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προηγηθείσα νομική σκέψη, είναι δε ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερθείσες διατάξεις. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. 

Από τα έγγραφα που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει ο αιτών, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα στη συνέχεια, χωρίς ωστόσο να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της υπόθεσης, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 30.11.1968 ο αιτών και η ................... σύνηψαν νόμιμο πολιτικό γάμο στο ................. του Λονδίνου του Ηνωμένου Βασιλείου [βλ. τη νομίμως επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον αιτούντα υπ` αριθ. 223/τόμος ....../2014 ληξιαρχική πράξη γάμου, που συνέταξε ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Ειδικού Ληξιαρχείου του Ελληνικού Υπουργείου Εσωτερικών]. Κατόπιν............................ κατέθεσε αίτηση ενώπιον του Περιφερειακού Δικαστηρίου του ..................... (Romford], προκειμένου να λυθεί ο μεταξύ τους γάμος, επί δε της εν λόγω αίτησης εκδόθηκε η από 10.5.1984 απόφαση, με αριθμό υπόθεσης.............., η οποία δεν εκδόθηκε ερήμην και διέταξε τη λύση του μεταξύ τους τελεσθέντος γάμου [βλ. τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τον αιτούντα α) από 28.6.1984 πιστοποιητικό τελεσιδικίας και αμετακλήτου της με αριθμό υπόθεσης......απόφασης του Περιφερειακού Δικαστηρίου του ......................... και β) το από 21.10.2014 πιστοποιητικό αναφερόμενο στο άρθρο 39, στο οποίο επισυνάπτεται το ως άνω πιστοποιητικό τελεσιδικίας, όπου στο σημείο 5.4 αναφέρεται ότι η απόφαση δεν εκδόθηκε ερήμην, με συνημμένες και στα δύο ως άνω έγγραφα την επίσημη μετάφρασή τους στην ελληνική γλώσσα]. Κατά της απόφασης αυτής δεν ασκήθηκαν ένδικα μέσα και ως εκ τούτου κατέστη αμετάκλητη στις 28.6.2014, όπως προκύπτει από το νομίμως επικαλούμενο προσκομιζόμενο από τον αιτούντα ως άνω από 21.10.2014 πιστοποιητικό του άρθρου 39, όπου στο σημείο 7 αναφέρεται ότι η απόφαση δεν προσβάλλεται με αναίρεση, καθώς και από την υπ` αριθ. πρωτ. 264/19.6.2015 νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου. Από την ίδια ως άνω νομική πληροφορία από την οποία προκύπτει ότι το μοναδικό έγγραφο που εκδίδεται προς πιστοποίηση λύσης ενός γάμου στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι το ως άνω προσκομιζόμενο από 28.6.1984 πιστοποιητικό τελεσιδικίας. Συνεπώς κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου δεν απαιτείται η προσκομιδή περαιτέρω εγγράφων προς απόδειξη της λύσης του ένδικου γάμου, αφού προσκομίζονται ισοδύναμα έγγραφα που αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς του αιτούντος [βλ. ως άνω μείζονα σκέψη και αρ. 38 του Κανονισμού 2201/2003]. Επιπλέον αποδεικνύεται ότι για την ίδια υπόθεση δεν έχει εκδοθεί μεταξύ του αιτούντος και της πρώην συζύγου του άλλη απόφαση με ισχύ δεδικασμένου, από το Πρωτοδικείο Αθηνών, που να λύνει ή να ακυρώνει το μεταξύ τους γάμο, ούτε έχει κατατεθεί σχετική αίτηση διαζυγίου [βλ. τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τον αιτούντα πιστοποιητικά του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθ. α) 8572/2015 του τμήματος πινακίων ειδικών διαδικασιών, β) 301/2015 του τμήματος δημοσίευσης τακτικής διαδικασίας και γ} 2921/2015 του τμήματος πινακίων τακτικής διαδικασίας). Εξάλλου, η υπό αναγνώριση αλλοδαπή απόφαση δεν αντίκειται προδήλως στην ελληνική δημόσια τάξη. Πρέπει, επομένως, η υπό κρίση αίτηση να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί το δεδικασμένο που απορρέει από την ως άνω αναφερόμενη αλλοδαπή απόφαση, σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι υφίσταται δεδικασμένο και στην ελληνική Επικράτεια, που απορρέει από την από 28.6.1984, με αριθμό αναφοράς...........αμετάκλητη απόφαση του Περιφερειακού Δικαστηρίου .......................Ηνωμένου Βασιλείου, με την οποία λύθηκε ο τελεσθείς, στις 30.11.1968, στο δημοτικό διαμέρισμα .......................... του Λονδίνου, νόμιμος πολιτικός γάμος μεταξύ του αιτούντος και της.............

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, χωρίς την παρουσία του αιτούντος και της πληρεξούσιας Δικηγόρου του, στις 14 Αυγούστου 2015.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ν.Σ.

Κτηματολόγιο. Αγωγή αναγνωριστική κυριότητας. Αντισυνταγματική η διάταξη περί απαραδέκτου συζήτησης ενώπιον δικαστηρίου εμπράγματης αγωγής λόγω της μη προσκομίσεως του πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. που προβλέπεται από το άρθρο 9 παρ. 2 περ. 1, 3 και 5 του ν. 4223/2013. Δεν ..3072/2015 ΜΠΡ ΑΘ (ΚΤΗΜ)

$
0
0

Αναγνώριση δεδικασμένου αλλοδαπής απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις του υπ΄αριθ. 2201/2003 Κανονισμού του Συμβουλίου της Ε.Ε. Διεθνής δικαιοδοσία-αρμοδιότητα ημεδαπού δικαστηρίου. Συναινετικό..1121/2015 ΜΠΡ ΑΘ.

3072/2015 ΜΠΡ ΑΘ (ΚΤΗΜ) ( 656799) 
Κτηματολόγιο. Αγωγή αναγνωριστική κυριότητας. Αντισυνταγματική η διάταξη περί απαραδέκτου συζήτησης ενώπιον δικαστηρίου εμπράγματης αγωγής λόγω της μη προσκομίσεως του πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. που προβλέπεται από το άρθρο 9 παρ. 2 περ. 1, 3 και 5 του ν. 4223/2013. Δεν υφίσταται δεδικασμένο όταν προηγούμενη...
αγωγή απορρίφθηκε ως αόριστη. Η απόφαση αυτή εισήχθη στη ΝΟΜΟΣ με επιμέλεια της συνδρομήτριάς μας κας Σταματίνας Παπαμιχάλη, δικηγόρου Αθηνών.


  
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός απόφασης 3072/2015

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αικατερίνη Πετροπούλου, Πρωτοδίκη, Κτηματολογική Δικαστή, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από την Γραμματέα Μαρία Κρασσά.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στην Αθήνα την 11η Νοεμβρίου 2014 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της ενάγουσας-καλούσας: ............... συζ. ..............., το γένος ..............., κατοίκου Παιανίας Αττικής (οδός ............... αρ. ...), η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Σταματίνας Παπαμιχάλη.

Των εναγομένων-καθ’ ων η κλήση: 1) ..............., κατοίκου Λαμίας Φθιώτιδας (οδός ............... αρ. ...), 2) ..............., κατοίκου Παιανίας Αττικής (οδός ............... αρ. ...), 3) ..............., κατοίκου ομοίως, οι οποίοι (1η, 2ος, 3ος) παραστάθηκαν στο Δικαστήριο μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Μαρίας Στάμου και 4) ..............., κατοίκου Παιανίας Αττικής (οδός ............... αρ. ...), ο οποίος απεβίωσε και τη δίκη του οποίου δήλωσε ότι συνεχίζει ο ..............., δικηγόρος, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

Η ενάγουσα-καλούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 03-03-2011 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 04-03-2011 με γενικό αριθμό κατάθεσης και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 40886/3071, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί την 17-05-2011, πλην όμως, αναβλήθηκε για την δικάσιμο της 28-02-2012 και ακολούθως, γι’ αυτήν της 06-11-2012, οπότε και ματαιώθηκε. Ηδη με την από 08-10-2012 (γ.α.κ./α.κ.δ. 166477/1581) κλήση της η ενάγουσα - καλούσα επαναφέρει προς συζήτηση την ανωτέρω αγωγή της, δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε η 12-02-2013 και κατόπιν αναβολών αρχικά η 05-11-2013, εν συνεχεία η 08-04-2014 και τελικώς, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το υπ’ αριθ. πρωτ. 1201/17-09-2010 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Δήμου Παιανίας, αποδεικνύεται ότι ο τέταρτος εναγόμενος, ..............., απεβίωσε την 03-07-2010, δηλαδή σε χρόνο προγενέστερο αυτού της κατάθεσης της υπό κρίση αγωγής στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την 04-03-2011. Κατά συνέπεια, ως προς αυτόν, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι ασκήθηκε κατά προσώπου ανύπαρκτου (άρθρο 62 ΚΠολΔ και 64 ΑΚ, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας ΚΠολΔ I (2000) σελ. 125 παρ. 1).

Με την κρινόμενη αγωγή της η ενάγουσα εκθέτει ότι έχει καταστεί πλήρης και αποκλειστική κυρία του λεπτομερώς περιγραφομένου στην αγωγή της κατά θέση, έκταση και όρια αγρού, συνολικής εκτάσεως 770,25 τ.μ., που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια Παιανίας Αττικής, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, καθώς νέμεται και κατέχει αυτό, ασκώντας όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής, από το έτος 1966, οπότε της το μεταβίβασαν άτυπα, λόγω δωρεάς, οι γονείς της. Οτι κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης, που έχει ήδη περαιωθεί στον ως άνω Δήμο, τμήμα του αγρού της εκτάσεως 351,98 τ.μ. έλαβε ΚΑΕΚ 05 111 53 01 173/0/0. Οτι, εσφαλμένα, τμήματα της ιδιοκτησίας της καταχωρήθηκαν σε όμορα ακίνητα και συγκεκριμένα: α) τμήμα συνολικού εμβαδού 117,33 τ.μ. έχει συμπεριληφθεί σε ευρύτερο γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ 05 111 53 01 177/0/0 εκτάσεως 795 τ.μ. συνιδιοκτησίας των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων, β) τμήμα εμβαδού 264,74 τ.μ. έχει συμπεριληφθεί σε ευρύτερο γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ 05 111 53 01 175/0/0 εκτάσεως 321 τ.μ. ιδιοκτησίας της πρώτης εναγομένης και γ) τμήμα εμβαδού 36,2 τ.μ. έχει συμπεριληφθεί σε ευρύτερο γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ 05 111 53 01 171/0/0 εκτάσεως 727 τ.μ. ιδιοκτησίας του τέταρτου εναγομένου. Οτι περαιτέρω, οι δεύτερος και τρίτος εναγόμενοι έχουν περιφράξει τμήμα του ανωτέρω επιδίκου ακινήτου και ειδικότερα, τμήμα 72,25 τ.μ., ενσωματώνοντάς το παράνομα στην ιδιοκτησία τους. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί: α) να αναγνωρισθεί το δικαίωμα της πλήρους και αποκλειστικής της κυριότητας του στην αγωγή περιγραφομένου ακινήτου της συνολικής εκτάσεως 770,25 τ.μ., β) να διορθωθούν οι ανακριβείς καταχωρήσεις, γ) να διαταχθεί αφ’ ενός η απόδοση σε αυτήν τμήματος εκτάσεως 72,25 τ.μ., το οποίο έχει καταληφθεί από τους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων, δια της αποβολής τους από αυτό και της εγκατάστασης της ιδίας αφ’ ετέρου η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση με δαπάνες των αμέσως παραπάνω εναγομένων και να καταδικασθούν άπαντες οι εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 5 παρ. 2 ν. 2654/1998, όπως ισχύει και 9, 10, 11 αρ. 1, 14 παρ. 2 και 29 ΚΠολΔ) κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία, ενώ για το παραδεκτό της: α) έχει ασκηθεί εντός της προβλεπόμενης δωδεκαετούς προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 2β ν. 2664/1998 (καθότι σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 300/6/27-04-2005 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΚΧΕ ως ημερομηνία έναρξης του κτηματολογίου στον Δήμο Παιανίας ορίστηκε η 9η Μαίου 2005), β) δεν απαιτείται να προσκομισθεί η κατ’ άρθρο 6 παρ. 3ε ν. 2664/1998, όπως ισχύει, εισήγηση της «...............», δεδομένου του ότι, όταν κατατέθηκε η υπό κρίση αγωγή (04-03-2011), αφ’ ενός η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 περ. ε` δεν είχε ακόμη τροποποιηθεί από το άρθρο 2 παρ. 4 ν. 4154/2013, αφ’ ετέρου η εφαρμογή της δεν επηρεάζεται από τον χρόνο συζήτησης της αγωγής, αφού δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις που προβλέπονται με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 ν. 4164/2013, γ) δεν απαιτείται η προσκόμιση του κατ’ άρθρο 9 παρ. 2 περ. 1, 3 και 5 του ν. 4223/2013 «Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ A 287/31-12-2013) πιστοποιητικού της φορολογικής διοίκησης, καθ’ ότι θίγει, παραβιάζει και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) και τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος (δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας και αρχή της αναλογικότητας) (βλ. ΠΠΘεσ 15203/2014 τνπ Νόμος) και δ) αντίγραφό της έχει καταχωρηθεί εμπρόθεσμα, την 24-03-2011, κατ’ άρθρο 220 ΚΠολΔ και 12 παρ. 1 περ. ιβ ν. 2664/1998 στα κτηματολογικό φύλλα των ενδίκων ακινήτων (ΚΑΕΚ 05 111 53 01 173, 05 111 53 01 177, 05 111 53 01 175 και 05 111 53 01 171), με αριθμό καταχώρησης 1.384, όπως αποδεικνύεται από τα προσκσμιζόμενα ως άνω αντίγραφα κτηματολογικών φύλλων με ημερομηνία εκτύπωσης 12-11- 2014. Σημειωτέον, ότι δεν υφίσταται ζήτημα δεδικασμένου, δεδομένου του ότι η εκδοθείσα υπ’ αριθ. 2829/2009 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου επί της με αριθμό κατάθεσης 1166/03-02-2009 αγωγής της ενάγουσας κατά των αυτών εναγόμενων, απερρίφθη ως αόριστη, γεγονός που δεν την εμποδίζει να επανελθεί με την παρούσα (ΕφΑθ 10641/1995 ΕλλΔνη 1999.157). Κατά τα λοιπά, είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 216 ΚΠολΔ και 6 παρ. 1 και 2 ν. 2664/1998, όπως ισχύει, καθώς και σε αυτές των άρθρων 1000, 1045, 1094 ΑΚ, 70, 74, 176, 943 ΚΠολΔ και 6 παρ. 1 και 2 ν. 2664/1998, όπως ισχύει, πλην του σωρευμένου αιτήματος περί επιβολής στους εναγομένους της υποχρέωσης επαναφοράς των πραγμάτων στην πρστεραία της πρσσβσλής του δικαιώματος κυριότητας της ενάγουσας κατάσταση, το οποίο απορριπτέο τυγχάνει ως μη νόμιμο, καθόσον προσιδιάζει σε αρνητική αγωγή της κυριότητας ακινήτου πράγματος του άρθρου 1108 του ΑΚ, το αίτημα της οποίας περί άρσης της προσβολής της κυριότητας του ενάγοντος εκτελείται σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 945 του ΚΠολΔ και όχι σε διεκδικητική αγωγή κυριότητας ταυ άρθρου 1094 του ΑΚ, όπως αρμόζουν εν προκειμένω τα εκτιθέμενα από την ενάγουσα προς συγκρότηση της ιστορικής βάσης της αγωγής της πραγματικά περιστατικά περί καθολικής προσβολής της κυριότητάς της από τους εναγομένους, της προσβολής εκδηλουμένης διά της κατάληψης του επιδίκου από τους τελευταίους και αποβολής της ιδίας από αυτό. Επίσης, μη νόμιμο είναι και το παρεπόμενο αίτημα περί αποβολής των εναγομένων από το επίδικο ακίνητο και εγκατάστασης της ιδίας σε αυτό, διότι κατά το άρθρο 943 ΚΠολΔ, επί υποχρέωσης προς παράδοση ή απόδοση πράγματος, η εκτέλεση είναι άμεση, και γίνεται με την εκ μέρους του δικαστικού επιμελητή, αποβολή του καθ’ ου η εκτέλεση και εγκατάσταση σε αυτό του υπέρ ου η εκτέλεση (ΑΠ 1050/1982 ΕλλΔνη 24.209, ΕφΑθ 5663/1997 Αρμ 2000.1085, ΕφΑθ 1861/1990 ΕλλΔνη 34.635). Ωστόσο, καθ’ ό μέρος πρόκειται για διεκδικητική αγωγή, δεδομένου ταυ ότι η ενάγουσα ζητεί να διαταχθεί η απόδοση σε αυτήν τμήματος εμβαδού 72,25 τ.μ., υπόκειται σε καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου. Παρά μάλιστα και την κατ’ άρθρο 227 ΚΠολΔ κλήση της να συμπληρώσει την τυπική αυτή παράλειψη, η προθεσμία που τάχθηκε προς τούτο παρήλθε άπρακτη παράλειψη (βλ. σημείωση της Γραμματέως στο εσωτερικό του φακέλου της δικογραφίας περί σχετικής ενημέρωσης της πληρεξούσιας δικηγόρου της ενάγουσας). Συνακόλουθα, η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν, λόγω μη καταβολής του προσήκοντος τέλους δικαστικού ενσήμου, ως προς το ως άνω αίτημα της απόδοσης. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι δεν απαιτείται δικαστικό ένσημο για το αναγνωριστικό αίτημα αυτής, αφού η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε πριν την έναρξη της εφαρμογής του νόμου 3994/2011 την 25-07- 2011 (καθώς κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 04-03-2011, βλ. σχετικά και την παρ. 2 του αρ. 21 του ν. 4055/2012).

Από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, για όσα από αυτά δεν παρέχουν πλήρη απόδειξη προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφ’ όσον επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη (άρθρα 269 παρ. 1, 270, 393, 394 και 395 ΚΠολΔ), ανεξαρτήτως αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου, για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση κατωτέρω, χωρίς πάντως να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ιδία δε από το προσκομιζόμενο από τους διαδίκους από Μαρτίου 2014 τυπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού ..............., καθώς και από την ομολογία των εναγομένων ως προς τον τρόπο κτήσης της κυριότητας της ενάγουσας, που παράγει πλήρη απόδειξη, και τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (αρθρ. 336 παρ. 4), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα τυγχάνει πλήρης και αποκλειστική κυρία δυνάμει εκτάκτου χρησικτησίας επί ενός ακινήτσυ που βρίσκεται στη θέση «ΚΟΚΑΙ» της δημοτικής ενότητας Παιανίας του Δήμου Παιανίας Αττικής. Το ακίνητο αυτό κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης της εν λόγω περιοχής ορθώς καταχωρήθηκε στα κτηματολογικά Βιβλία του κτηματολογικού Γραφείου Κορωπίου με Κωδικό Αριθμό Εθνικού Κτηματολογίου 05 111 53 01 173/0/0 ως πλήρους και αποκλειστικής κυριότητας της ενάγουσας, πλην όμως μόνο για τμήμα της ιδιοκτησίας της εμβαδού 352 τ.μ., αφού έτερα τμήματα της ιδιοκτησίας της ενάγουσας συμπεριελήφθησαν σε γειτονικά ακίνητα και συγκεκριμένα: α) τμήμα εμβαδού 264,74 τ.μ., εμφαινόμενο με τα αριθμητικά στοιχεία 18-34-37- 36-14-18 στο από Μαρτίου 2014 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού ..............., όπου το σύστημα συντεταγμένων είναι εξαρτημένο από το ελληνικό γεωδαιτικό σύστημα αναφοράς 1987 (ΕΓΣΑ ’87), εσφαλμένως καταχωρήθηκε στην υπό ΚΑΕΚ 05 111 53 01 175/0/0 ιδιοκτησία της πρώτης εναγομένης και β) τμήμα εμβαδού 103,01 τ.μ. εμφαινόμενο με τα αριθμητικά στοιχεία 15- 28-34-18-10-15 στο από Μαρτίου 2014 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού ..............., όπου το σύστημα συντεταγμένων είναι εξαρτημένο από το ελληνικό γεωδαιτικό σύστημα αναφοράς 1987 (ΕΓΣΑ ’87), εσφαλμένως καταχωρήθηκε στην υπό ΚΑΕΚ 05 111 53 01 177/0/0 ιδισκτησία των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων.

Συνακόλουθα, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή και ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να αναγνωρισθεί η ενάγουσα πλήρης και αποκλειστική κυρία των ανωτέρω περιγραφομένων, αλλά και στο διατακτικό της παρούσας, εδαφικών τμημάτων και να διαταχθούν οι διορθώσεις των κατά τα ανωτέρω ανακριβών εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία που τηρούνται στο κτηματολογικό γραφείο Κορωπίου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν κατ’ αίτημά τους.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως απαράδεκτη την αγωγή κατά του τέταρτου εναγομένου.

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή εν μέρει.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι κατά τον χρόνο έναρξης του κτηματολογίου στον Δήμο Παιανίας την 9η Μαίου 2005, η ενάγουσα ήταν πλήρης και αποκλειστική κυρία επί:

Α) ενός ακινήτου, όπως φαίνεται και απεικονίζεται στο από Μαρτίου 2014 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού ..............., όπου το σύστημα συντεταγμένων είναι εξαρτημένο από το ελληνικό γεωδαιτικό σύστημα αναφοράς 1987 (ΕΓΣΑ `87), με τα αριθμητικά στοιχεία 18-34-37-35-14-18 και ειδικότερα, ενός ακινήτου που βρίσκεται στην δημοτική ενότητα Παιανίας του Δήμου Παιανίας Αττικής, στην ειδικότερη θέση «ΚΟΚΛΙ», έχει έκταση 264,74 τ.μ. και έχει προσαρτηθεί στην ιδιοκτησία της πρώτης εναγομένης με ΚΑΕΚ 05 111 53 01 175/0/0 και

Β] ενός ακινήτου, όπως φαίνεται και απεικονίζεται στο από Μαρτίου 2014 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού ..............., όπου το σύστημα συντεταγμένων είναι εξαρτημένο από το ελληνικό γεωδαιτικό σύστημα αναφοράς 1987 (ΕΓΣΑ `87), με τα αριθμητικά στοιχεία 15-28-34-18-10-15 και ειδικότερα, ενός ακινήτου που βρίσκεται στην δημοτική ενότητα Παιανίας του Δήμου Παιανίας Αττικής, στην ειδικότερη θέση «ΚΟΚΛΙ», έχει έκταση 103,01 τ.μ. και έχει προσαρτηθεί στην ιδιοκτησία των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων με ΚΑΕΚ 05 111 53 01 177/0/0.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη διόρθωση της αρχικής κτηματολογικής εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο και τα λοιπά τηρούμενα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Κορωπίου ως προς τα γεωτεμάχια:

Α] με Κωδικό Αριθμό Εθνικού Κτηματολογίου (ΚΑΕΚ) 05 111 53 01 175/0/0, προκειμένου τμήμα του εκτάσεως 264,74 τ.μ., όπως φαίνεται και απεικονίζεται στο από Μαρτίου 2014 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού ..............., όπου το σύστημα συντεταγμένων είναι εξαρτημένο από το ελληνικό γεωδαιτικό σύστημα αναφοράς 1987 (ΕΓΣΑ `87), με τα αριθμητικά στοιχεία 18-34-37-36-14-18 να προσαρτηθεί στην με ΚΑΕΚ 05 111 53 01 173/0/0 ιδιοκτησία της ενάγουσας, στο οποίο θα αναγράφεται ως πλήρης και αποκλειστική κυρία αυτού (δυνάμει εκτάκτου χρησικτησίας), αντί της εσφαλμένης εγγραφής με την οποία φέρεται ως αποκλειστική κυρία του επιδίκου τμήματος η πρώτη εναγομένη και

Β] με Κωδικό Αριθμό Εθνικού Κτηματολογίου (ΚΑΕΚ) 05 111 53 01 177/0/0, προκειμένου τμήμα του εκτάσεως 103,01 τ.μ., όπως φαίνεται και απεικονίζεται στο από Μαρτίου 2014 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού ..............., όπου το σύστημα συντεταγμένων είναι εξαρτημένο από το ελληνικό γεωδαιτικό σύστημα αναφοράς 1987 (ΕΓΣΑ ’87), με τα αριθμητικά στοιχεία 15-28-34-18-10-15 να προσαρτηθεί στην με ΚΑΕΚ 05 111 53 01 173/0/0 ιδιοκτησία της ενάγουσας, στο οποίο θα αναγράφεται ως πλήρης και αποκλειστική κυρία αυτού (δυνάμει εκτάκτου χρησικτησίας), αντί της εσφαλμένης εγγραφής με την οποία φέρονται ως συγκύριοι του επιδίκου τμήματος οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στην Αθήνα την 28-05-2015, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου.



Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ε.Φ.
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>