Quantcast
Channel: ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live

ΜονΠλημΣαμ 634/2012: ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ

$
0
0
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΕΙΣΑΠ 5/2016΅: Για την νομιμότητα της φωτογράφησης των Κτηματικών Τόμων του Κτηματολογικού Γραφείου Ρόδου
ΜονΠλημΣαμ 634/2012: ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ
"Η χρησιμοποίηση παρανόμως αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων επιβάλλεται και κατά του κατηγορουμένου τουλάχιστον σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΣΑΜΟΥ
Αριθ. Αποφ.: 634/2012


             ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜ/ΚΕΙΟΥ ΣΑΜΟΥ
                Εκτακτη Συνεδρίαση της 31ης Οκτωβρίου 2012

Σύνθεση: Λάμπρος Μελίσσαργος, Πλημμελειοδίκης
     Μαρία Τσιριγώτη, Αντεισαγγελέας

[...]
                              ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

    Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 εδ. α
του Ν 2472/1997 έχει εκδώσει τις με αριθμούς 1122/2000 και 1/2011 οδηγίες για το θέμα των
κλειστών κυκλωμάτων τηλεόρασης. Σύμφωνα με τις εν λόγω οδηγίες η λήψη και επεξεργασία
δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με κλειστό κύκλωμα τηλεόραση, που λειτουργεί μονίμως,
συνεχώς ή κατά τακτά χρονικά διαστήματα δεν επιτρέπεται, διότι προσβάλλει την προσωπικότητα
και την ιδιωτική ζωή του ατόμου. Κατ’ εξαίρεση, τέτοιου είδους λήψη (μόνιμη, συνεχής ή κατά
τακτά χρονικά   διαστήματα) και επεξεργασία είναι νόμιμη, χωρίς τη συγκατάθεση του
υποκειμένου, υπό τις προϋποθέσεις του Ν 2472/1997, εφόσον ο σκοπός της επεξεργασίας είναι η
προστασία προσώπων ή αγαθών ή η ρύθμιση της κυκλοφορίας. Κριτήριο για τη νομιμότητα της
επεξεργασίας είναι: α) η αρχή της αναγκαιότητας, σύμφωνα με την οποία η επεξεργασία επιτρέπεται
εφόσον ο σκοπός της δεν μπορεί να επιτευχθεί με εξ ίσου αποτελεσματικά αλλά λιγότερο επαχθή
για το άτομο μέσα (όπως π.χ. ανιχνευτές στην είσοδο και την έξοδο κλειστών χώρων), και β) η
αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία το έννομο συμφέρον του υπεύθυνου
επεξεργασίας πρέπει να υπερέχει καταφανώς, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, των   δικαιωμάτων
και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν βλάπτονται οι
προσωπικές τους ελευθερίες. Σύμφωνα δε με το άρθρο 2 παρ. Ε΄ της οδηγίας αυτής, όπως ισχύει
μετά την αντικατάσταση του προηγούμενου   αντίστοιχου εδαφίου σύμφωνα με την
2162/10.6.2005 τροποποίηση της ως άνω   οδηγίας, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα μέσω κλειστών κυκλωμάτων τηλεόραση εγκατεστημένων σε ιδιωτικούς χώρους από
φυσικό πρόσωπο για την   άσκηση δραστηριοτήτων αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών
εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του Νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν 2472/1997.
Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα με την υπ’
αριθ. 84/2002 Απόφαση της έκρινε ότι με την Οδηγία της υπ’ αριθμ. 1122 της 26.9.2000 έχει γίνει
δεκτό ότι η λήψη και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με κλειστό κύκλωμα
τηλεόρασης δεν επιτρέπεται, διότι προσβάλλει την προσωπικότητα και την ιδιωτική ζωή του
ατόμου, ότι κατ’ εξαίρεση η λήψη και η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με
κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης είναι νόμιμη χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου, υπό τις
προϋποθέσεις του Ν 2472/1997,εφόσον ο   σκοπός της επεξεργασίας είναι η προστασία προσώπων
ή αγαθών και ότι, ως  προελέχθη, κριτήρια για τη νομιμότητα της επεξεργασίας αποτελούν οι αρχές
της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας. Ειδικότερα, δέχθηκε ότι πρέπει να εξετάζεται αν το
μέσο είναι το απολύτως αναγκαίο για τον επιδιωκόμενο σκοπό, ο οποίος δεν μπορεί να επιτευχθεί
με λιγότερο επαχθή για το πρόσωπο μέσα που έχουν κριθεί ή αποδεικνύονται ανεπαρκή στη
συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ το συμφέρον του υπευθύνου της επεξεργασίας είναι υπέρτερο των
δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν
θίγονται οι θεμελιώδες  ελευθερίες τους. Σύμφωνα δε με τα παραπάνω, αποφάσισε ότι η
εγκατάσταση του κλειστού συστήματος τηλεόρασης και βιντεοπαρακολούθησης σε χώρους
εισόδου και άλλους κοινόχρηστους χώρους ξενοδοχείων είναι το αναγκαίο μέσο για την προστασία
των πελατών, εφόσον δεν είναι δυνατός ο έλεγχος με τη φυσική παρουσία των υπαλλήλων καθ’
όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου, η δε λήψη εικόνας από την είσοδο ή άλλους κοινόχρηστους
χώρους δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει υπέρμετρα την ιδιωτικότητα των ατόμων, δεδομένου ότι
η επεξεργασία καταγράφει δραστηριότητες προσώπων που λαμβάνουν χώρα σε δημόσια θέα. Είναι
γνωστό ότι η προστασία της ιδιωτικής ζωής κατοχυρώνεται τόσο από το διεθνές και κοινοτικό
δίκαιο, όσο και από το εθνικό δίκαιο. Εκ μέρους μάλιστα του τελευταίου όχι μόνο σε επίπεδο
τυπικών νόμων, αλλά και από συνταγματικές διατάξεις. Η ιδιωτική ζωή  προστατεύεται πρωτίστως
από την αυθαιρεσία των κρατικών οργάνων, αλλά και από την αυθαίρετη επέμβαση σ’ αυτήν
ιδιωτών. Στο δε άρθρο 19 της με αριθμό 1/2011 οδηγίας της Αρχής ορίζεται ότι στα καφενεία,
εστιατόρια και λοιπούς χώρους εστίασης, όσο και σε σημεία εισόδου και εξόδου των
καταστημάτων, στα ταμεία, αποθήκες κτλ, επιτρέπεται η εγκατάσταση συστημάτων -
βιντεοεπιτήρησης για την ασφάλεια των χώρων και των αγαθών, που διακινούνται.
Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση απαγορεύεται η λειτουργία καμερών σε χώρους εστίασης
και αναψυχής(ΔιατΕισΕφΠειρ 110/2009 ΠοινΔνη 2010.1299, 2011.328 παρατηρήσεις Γ. Μπουρμά).


      Από πλευράς συνταγματικού δικαίου η προστασία της ιδιωτικής ζωής κατοχυρώνεται υπό των
διατάξεων των άρθρων 5Α, 9, 9Α και 19 του Συντ. Υπάρχουν όμως και από πλευράς ποινικού
δικαίου διατάξεις προστασίας της ιδιωτικής ζωής, όπως είναι οι διατάξεις των άρθρων 370-370Γ ΠΚ
και από πλευράς Ποινικής Δικονομίας η διάταξη του άρθρου 177 §2 ΚΠΔ. Ειδικότερα, κατά τη
διάταξη του άρθρου 370Α §4 ΠΚ, όπως αυτή ίσχυε, η πράξη της §3, ήτοι η χρήση παρανόμου
αποκτηθεισών πληροφοριών, μαγνητοταινιών ή μαγνητοσκοπήσεων, δεν είναι άδικη εάν η χρήση
έγινε ενώπιον οιασδήποτε δικαστικής ή άλλης ανακριτικής αρχής για τη διαφύλαξη
δικαιολογημένου συμφέροντος το οποίο δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά. Εξάλλου κατά
τη διάταξη της §2 του άρθρου 177 ΚΠΔ, όπως αυτή ίσχυε, αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί
με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την
επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, εκτός εάν πρόκειται για κακουργήματα που
απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη
απόφαση του δικαστηρίου. Τα ανωτέρω ισχύοντα μεταβλήθηκαν με το Ν 3674/10.7.2008.
Συγκεκριμένα, με το άρθρο 10 §1 του νόμου αυτού τροποποιήθηκε το άρθρο 370Α ΠΚ, επήλθε
διεύρυνση των υπαγομένων σν αυτό περιπτώσεων, θεσπίστηκε η σε βαθμό κακουργήματος
τιμωρία των υπαιτίων και καταργήθηκε η ανωτέρω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου αυτού, που
προέβλεπε την άρση του αδίκου της χρήσεως των παρανόμως αποκτηθεισών πληροφοριών,
μαγνητοταινιών ή μαγνητοσκοπήσεων. Εξάλλου με την §2 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε
και η §2 του άρθρου 177 ΚΠΔ ως εξής: αποδεικτικά μέσα, που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες
πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία. Αλλά και μετά την
επελθούσα αποσπασματική αυτή νομοθετική μεταβολή, η δικονομική αξιοποίηση τέτοιων μέσων
θα κριθεί και πάλι σε συνταγματικό επίπεδο, αφού ο τυπικός νόμος δεν μπορεί να κατισχύσει του
συντάγματος (Α. Ζύγουρας, Αντ/λέας Αρείου Πάγου, Η δικονομική αξιοποίησις υπό των ιδιωτών
των παρανόμως αποκτηθέντων υπ’ αυτών αποδεικτικών μέσων μετά την τελευταία νομοθετική
μεταβολή ΠοινΧρ 2008,1013). Αυτό έγινε δεκτό από τον Αρειο Πάγο με την 1/2001 απόφαση της
Ολομέλειας (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κατά τον οποίο επιβάλλεται η ad hoc στάθμιση των συγκρουόμενων
ατομικών δικαιωμάτων με γνώμονα τη βέλτιστη δυνατή συνύπαρξη τους. Ειδικότερα, σύμφωνα με
την προαναφερόμενη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου «εξαίρεση από τον,
συνταγματικής ισχύος, κανόνα της απαγορεύσεως των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο
χάριν της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών, όπως είναι λ.χ. η ανθρώπινη
ζωή. Κάθε άλλη εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόμενη τυχόν με διάταξη κοινού
νόμου, όπως είναι και ο Ποινικός Κώδικας, είναι ανίσχυρη κατά το μέτρο που υπερβαίνει το
κριτήριο της προστασίας συνταγματικά υπέρτερου έννομου αγαθού».

      Συνεπώς, από πλευράς ποινικοδικονομικού δικαίου θα κριθεί κατά πόσον η θεσπιζόμενη
απόλυτη απαγόρευση της δικονομικής αξιοποίησης τέτοιων αποδεικτικών μέσων, στη
συγκεκριμένη περίπτωση, είναι συμβατή με τις διατάξεις των άρθρων 2 §1 και 25 §1 εδ. δν Συντ.
Ειδικότερα από τις διατάξεις των άρθρων 2 §1, 5 §2, 19 §§1 και 3 και 25 §1 εδ. δ΄ του Συντ.
προκύπτει, ότι ο κανόνας της απαγόρευσης της χρήσης παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών
μέσων, που θεσπίζεται από τη διάταξη του άρθρου 19 §3 του Συντ., κάμπτεται σε εξαιρετικές
περιπτώσεις όχι μόνον υπέρ αλλά και κατά του κατηγορουμένου. Η χρήση των αποδεικτικών
μέσων που ελήφθησαν κατόπιν βασανιστηρίων αποκλείεται κατ’ απόλυτο τρόπο ως μέσο
αναζητήσεως της αλήθειας, αφού τα βασανιστήρια αναιρούν την ίδια την έννοια του κράτος
δικαίου. Η έλλογη αξιοποίηση όμως άλλων αποδεικτικών μέσων παρανόμου κτηθέντων, όπως λ.χ.
με παραβίαση του ιδιωτικού απορρήτου κ.λπ., είχε υπέρ είχε κατά του κατηγορουμένου,
εξασφαλίζει την ισορροπία στο σύστημα προστασίας αξιών κατά την αποδεικτική διαδικασία
σύμφωνα με τη βαθύτερη λογική του δικαίου, η οποία στηρίζεται στη στάθμιση των εννόμων
αγαθών και συμφερόντων και στη σύμμετρη κατ` αναλογία διαφύλαξη τους (Ζύγουρας, ό.π., σελ.
1014, ΟλΑΠ 1/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, νόμιμα λαμβάνεται υπόψη υπέρ του
κατηγορουμένου, υπό τον περιορισμό της υπό της διατάξεως του άρθρου 25 §1 εδ. δ΄ του Συντ.
θεσπιζόμενης αρχής της αναλογικότητας, παρανόμως ληφθέν αποδεικτικό μέσο, όταν στη
συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένης υπόψη της βαρύτητας του εγκλήματος για το οποίο
κατηγορείται, το αποδεικτικό αυτό μέσο είναι αναγκαίο και πρόσφορο για την απόδειξη της
αθωότητας του. Εξ άλλου, υπό τις ίδιες αυτές προϋποθέσεις θα ληφθεί υπόψη κατά του
κατηγορουμένου παρανόμως αποκτηθέν αποδεικτικό μέσο, όταν αυτό αποτελεί το μοναδικό
ενδεχομένως αποδεικτικό μέσο στο οποίο το θύμα δύναται να στηρίξει την καταγγελία του (ΑΠ
611/2006 με σύμφωνη αγόρευση του Αντεισαγγελέα Α. Ζύγουρα ΠοινΔικ 2006, 857, ΝοΒ 2007,
150, ΠοινΧρ 2007, 895, Δ 2006, 927, Α.   Ζύγουρας, ό.π., σελ. 1014,ΔιατΕισΕφΠειρ 110/2009
ΠοινΔνη 2010.1299, 2011.328 με παρατηρήσεις Γ. Μπουρμά).

   Αλλά και η νομολογία του ΕΔΔΑ κινείται προς την ίδια κατεύθυνση, δηλαδή ότι είναι επιτρεπτή
υπό προϋποθέσεις, όπως στις προαναφερθείσες περιπτώσεις, η δικονομική αξιοποίηση παρανόμων
αποδεικτικών μέσων (Βλ. Α. Ζύγουρα, ό.π., με περαιτέρω παραπομπές σε ΕΔΔΑ, υπόθεση Allan
κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφ. 5.11.2002, σκέψεις 47-48, υπόθεση Schenk κατά Ελβετία, απόφ.
12.7.1988, ΠΛογ 2003.1300, ΠοινΔικ 2008,1096 σημ. 21 αντίστοιχα, κ.ά., Ε. Πουλαράκη, Η
Νομολογία του ΕΔΔΑ αναφορικά με την απόδειξη στη ποινική δίκη, ΠοινΔικ 2008,1094). Ετσι
κρίθηκε ότι στις προαναφερόμενες περιπτώσεις με τη δικονομική αξιοποίηση των παρανόμων
αποδεικτικών μέσων, δεν παραβιάστηκε η από το άρθρο 6 §1 ΕΣΔΑ θεσπιζόμενη αρχή της δίκαιης
δίκης. Ειδικότερα στην υπόθεση Schenk κατά Ελβετία όπου η κατηγορία είχε στηριχθεί σε μια
υποκλαπείσα τηλεφωνική ομιλία, το ΕΔΔΑ έκρινε όχι παρά το δεδομένο του παρανόμου του
χρησιμοποιηθέντος αποδεικτικού μέσου δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §1, αφού ο
κατηγορούμενος είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την αυθεντικότητα της μαγνητοταινία και
να αντισταθεί στη χρήση της, ενώ υπήρχαν και άλλα στοιχεία σε βάρος του. Αλλά και στην
περίπτωση που το «παράνομο» αποδεικτικό στοιχείο αποτελεί τη μοναδική απόδειξη ενοχής του,
το ΕΔΔΑ έχει κρίνει όχι δεν υφίσταται παραβίαση του δικαιώματος σε μια δίκαιη δίκη, εάν ο
κατηγορούμενος είχε ευρεία δυνατότητα να θέσει υπό αμφισβήτηση το αποδεικτικό υλικό και τον
τρόπο απόκτησης του σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας. Συγκεκριμένα στην υπόθεση Khan
κατά Ηνωμένου Βασιλείου όπου το τηλεφωνικό υλικό, που ήταν προϊόν υποκλοπής, αποτέλεσε τη
μόνη ισχυρή απόδειξη ενοχής, το Δικαστήριο κατέληξε με ψήφους 6 προς 1 ότι δεν υπήρξε
παραβίαση του άρθρου 6 §1 από την απόφαση των αρμοδίων ποινικών δικαστών να μην
κηρύξουν απαράδεκτο το συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο, καθώς ο κατηγορούμενος είχε
ευρεία δυνατότητα να αμφισβητήσει το συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο καθώς και τις
περιστάσεις λήψης του [Βλ. Khan v United kingdom (12.5.2000), σκέψεις 37-38].

Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτά γίνονται δεκτά και από τη θεωρία στη χώρα μας (Ε. Συμεωνίδου-
Καστανίδου, «Το άρθρο 370Α ΠΚ και οι πρόσφατες εξαγγελίες για τη τροποποίηση του» ΠοινΔικ
2008,462, κατά την οποία, στην πραγματικότητα, κανένα ατομικό δικαίωμα -ακόμη και αν ανήκει
στα απολύτως ανεπιφύλακτα- δεν προστατεύεται τελικώς με απόλυτο τρόπο, όσο συνυπάρχει και
συγκρούεται με άλλα επίσης συνταγματικά κατοχυρωμένα, δικαιώματα, όπως π.χ. με τη διάταξη
του άρθρου 5 παρ. 2 Συντ.). Ετσι και μετά την επελθούσα με τις προαναφερθείσες διατάξεις
νομοθετική μεταβολή, ήτοι με την κατάργηση της §4 του άρθρου 370Α ΠΚ και την αντικατάσταση
της §2 του άρθρου 177 ΚΠΔ, με τις οποίες καθιερώνεται η απόλυτη απαγόρευση της δικονομικής
αξιοποίησης των παρανόμως αποκτηθέντων υπό των ιδιωτών αποδεικτικών μέσων, πρέπει να
λεχθεί ότι οι διατάξεις αυτές δεν μπορούν να κατισχύσουν των προαναφερθεισών συνταγματικών
διατάξεων (βλ. Ζύγουρα, ό.π.Χ Διαφορετικά οδηγούμαστε σε απαράδεκτες καταστάσεις και τραγικά
αδιέξοδα, που τορπιλίζουν κάθε έννοια δικαίου, δυναμιτίζουν την κοινωνία και παρωθούν
ενδεχομένως τους κοινωνούς σε έκνομη συμπεριφορά. Μια ολοκληρωτική απαγόρευση της χρήσης
των παράνομων αποδεικτικών μέσων θα οδηγούσε σε παράλογα αξιακά αποτελέσματα ή στην
καταβαράθρωση ενός συστήματος κοινωνικών αξιών (ΔιατΕισΕφΠειρ 110/2009 ΠοινΔνη
2010.1299, 2011.328 με παρατηρήσεις Γ. Μπουρμά). Επομένως, γίνεται δεκτό ότι η χρησιμοποίηση
παρανόμως αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων επιβάλλεται από την αρχή της αναλογικότητας και
κατά του κατηγορουμένου τουλάχιστον σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η εν λόγω
απαγόρευση οδηγεί σε κατάργηση του δικαιώματος του πολίτη σε δικαστική ακρόαση και
προστασία (άρθρο 20 §1 Συντ.), με αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμη και η ανθρώπινη αξία στο
πρόσωπο του απροστάτευτου θύματος αξιοποίνων πράξεων, τα συνταγματικά δικαιώματα-έννομα
αγαθά του οποίου μπορούν να προστατευθούν μόνο με τη δικαστική αξιοποίηση κάποιου
παρανόμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 611/2006 ΠοινΔικ 2006, 857 με συμφ. προτ. Εισ.
Α. Ζύγουρα, ΠοινΧρ 2008, 1014).

      Στην προκείμενη περίπτωση με τη σχετική ένσταση, ο κατηγορούμενος ζητεί να μη ληφθούν
υπόψη κατ` άρθρο 177 §2 ΚΠΔ από το Δικαστήριο σειρά φωτογραφιών (με αριθμό αναγνωστέου
5), οι οποίες προέρχονται από κλειστό κύκλωμα καταγραφής βίντεο, το οποίο λειτουργεί εντός του
καταστήματος (ψησταριά) της παθούσας, για το λόγο ότι είναι παράνομο αποδεικτικό μέσο, αφού
το συγκεκριμένο σύστημα λειτουργούσε χωρίς άδεια από την ΑΠΔΠΧ και κατέγραφε κοινόχρηστο
χώρο (μέρος της πλατείας στην είσοδο του καταστήματος). Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη
μείζονα σκέψη πρέπει η κρινόμενη ένσταση να απορριφθεί, καθώς στην υπό κρίση υπόθεση οι
συγκεκριμένες φωτογραφίες, που προέρχονται από το βίντεο του κλειστού κυκλώματος
τηλεόρασης, αν και αποτελούν απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο (αφού η εγκατάσταση δεν είχε τη
σχετική άδεια), ωστόσο αποτελεί το μοναδικό ενδεχομένως αποδεικτικό μέσο στο οποίο το θύμα
δύναται να στηρίξει την καταγγελία του, καθώς λόγω της ώρας τέλεσης του αδικήματος δεν
υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες. Επικουρικά δε πρέπει να τονιστεί ότι, αν και η συγκεκριμένη κάμερα
λειτουργούσε εντός χώρου εστίασης, που απαγορεύεται σύμφωνα με το άρθρο 19 §4 της οδηγίας
1/2011 της ΑΠΔΠΧ, ωστόσο στην προκείμενη περίπτωση χρήζουν εφαρμογής οι παράγραφοι 1 και
2 του πιο πάνω άρθρου, που καθιστούν επιτρεπτή τη νόμιμη λειτουργία συστημάτων
βιντεοεπιτήρησης υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Και αυτό διότι η συγκεκριμένη κάμερα, ήταν
τοποθετημένη έτσι ώστε να καταγράφει κινήσεις στο σημείο εισόδου και εξόδου του
καταστήματος και στο ταμείο αυτού για την προστασία των αγαθών της επιχείρησης, αφού η
λειτουργία της αφορούσε μόνο τις νυχτερινές ώρες, που το κατάστημα δε λειτουργούσε, και,
συνεπώς, δεν καταγράφονταν κινήσεις πελατών ή υπαλλήλων. Επομένως, κρίνεται ορθότερη η
εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 του ως άνω άρθρου, που καθιστούν επιτρεπτή τη χρήση του
συγκεκριμένου υλικού. Κατ` ακολουθία όλων των ανωτέρω πρέπει η σχετική ένσταση του
κατηγορουμένου να απορριφθεί και να  χαρακτηρισθεί ως νόμιμη η δικονομική αξιοποίησή των
συγκεκριμένων φωτογραφιών, του μοναδικού αποδεικτικού μέσου από το οποίο προκύπτει η
άδικη πράξη, πρωτίστως διότι στην προκειμένη περίπτωση το παραβιασθέν συνταγματικό
δικαίωμα του κατηγορουμένου στα προσωπικά του δεδομένα (άρθρο 9Α Συντ.) δεν άπτεται άμεσα
του σκληρού πυρήνα της προσωπικής του σφαίρας (δεδομένου ότι οι κάμερες κλειστού
κυκλώματος κατέγραφαν τις κινήσεις του σε δημόσιο χώρο και όχι στην οικία του), ενώ
επιβάλλεται και από την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας καθώς σε αντίθετη περίπτωση η εν
λόγω απαγόρευση θα οδηγούσε σε κατάργηση του δικαιώματος του πολίτη σε δικαστική ακρόαση
και προστασία (άρθρο 20 §1 Συντ.), αφού δε θα μπορούσε να γίνει χρήση του μοναδικού
αποδεικτικού μέσου στο οποίο βασίζεται η καταγγελία του, με αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμη και
η ανθρώπινη αξία στο πρόσωπο του απροστάτευτου θύματος αξιοποίνων πράξεων, ήτοι αγαθών
υπέρτερων, που τυγχάνουν συνταγματικής προστασίας. Σ` αυτήν την περίπτωση η συμπεριφορά
του δράστη, όπως αποτυπώθηκε στην κάμερα κλειστού κυκλώματος, δεν αποτελεί ελεύθερη
ανάπτυξη της προσωπικότητας του, αλλά συνέχιση της κατάπτωσής της, που άρχισε με το
έγκλημα και γι` αυτό δεν μπορεί να τύχει συνταγματικής διαφύλαξης.

[...]

 Από την αποδεικτική διαδικασία που έγινε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, την ένορκη
κατάθεση των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, την ανάγνωση των εγγράφων και την
απολογία του κατηγορουμένου, το Δικαστήριο πείστηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη
για την οποία κατηγορείται γι’ αυτό και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος. Ο ισχυρισμός του
κατηγορουμένου ότι εκ παραδρομής θεώρησε ότι η τσάντα ήταν σκουπίδια και για το λόγο αυτό
την πέταξε μαζί με τα λοιπά απορρίμματα δεν κρίνεται πειστικός από το Δικαστήριο, καθώς  τόσο
από τις ως άνω φωτογραφίες όσο και από την κατάθεση της μάρτυρα προκύπτει ότι η κατάσταση
της τσάντας ήταν καλή, γεγονός, που δε θα επέτρεπε στον κατηγορούμενο ή στον μέσο άνθρωπο
να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι ο ιδιοκτήτης της την είχε απορρίψει προς καταστροφή. Προς
επίρρωση του  συγκεκριμένου συλλογισμού είναι και το γεγονός ότι η τσάντα βρέθηκε από το
δράστη όχι πεταμένη στο δρόμο ή σε κάποιο κάδο αλλά πάνω σε τραπεζάκι στην Πλατεία
Πυθαγόρα. Για τους λόγους αυτούς η κατάθεση του κατηγορουμένου δεν κρίνεται πειστική, ενώ
όπως αποδεικνύεται τόσο από τις φωτογραφίες όσο και από την απολογία του βρήκε και πήρε τη
συγκεκριμένη τσάντα, την οποία αφού δεν επέστρεψε στην ιδιοκτήτριά της, την παρακράτησε και
την ενσωμάτωσε στην περιουσία του. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, όπως κατηγορείται για
το ότι στο Βαθύ Σάμου στις 29-10-2012 και περί ώρα 04:20, ιδιοποιήθηκε ξένο κινητό πράγμα που
περιήλθε στην κατοχή του. Ειδικότερα στο χώρο της πλατείας Πυθαγόρα από καρέκλα του
καταστήματος - Ψητοπωλείου ιδιοκτησίας ............ ενώ καθάριζε την πλατεία ιδιοποιήθηκε μια
γυναικεία τσάντα ιδιοκτησίας της συζύγου του ......., τοποθετώντας την σε ένα χαρτόκουτο και
απομακρύνοντας την προς άγνωστη κατεύθυνση. Η τσάντα περιείχε το χρηματικό ποσό των 1.500
€, ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου μάρκας Rey Ban, διάφορα καλλυντικά και ένα πορτοφόλι που περιείχε
ένα δελτίο αστυνομικής ταυτότητας, μια άδεια ικανότητας οδήγησης και τρεις τραπεζικές κάρτες.


                        ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Δικάζοντας με παρόντα τον κατηγορούμενο ......... του .......... κάτοικο Βαθέος Σάμου.

 Κηρύσσει αυτόν ένοχο του ότι στο Βαθύ Σάμου στις 29-10-2012 και περί ώρα 04:20, ιδιοποιήθηκε
ξένο κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του. Ειδικότερα στο χώρο της πλατείας Πυθαγόρα
από καρέκλα του καταστήματος - Ψητοπωλείου ιδιοκτησίας ........., ενώ καθάριζε την πλατεία
ιδιοποιήθηκε μια γυναικεία τσάντα ιδιοκτησίας της συζύγου του ........., τοποθετώντας την σε ένα
χαρτόκουτο και απομακρύνοντας την προς άγνωστη κατεύθυνση. Η τσάντα περιείχε το χρηματικό
ποσό των 1.500€, ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου μάρκας Rey Ban, διάφορα καλλυντικά και ένα
πορτοφόλι που περιείχε ένα δελτίο αστυνομικής ταυτότητας, μια άδεια ικανότητας οδήγησης και
τρεις τραπεζικές κάρτες.

 Κρίθηκε αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο.

            Στη Σάμο, την 31η Οκτωβρίου 2012.


 Ο ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


[...]

 Η πράξη για την οποία κηρύχτηκε ένοχος ο κατηγορούμενος προβλέπεται και τιμωρείται από τα
άρθρα 1, 12, 14, 18β, 26 § 1, 51, 53, 57, 59-65, 79 ΠΚ και αρθρ. 375 § 1α ΠΚ.

 Επειδή το Δικαστήριο για την επιμέτρηση των ποινών που θα εφαρμόσει σύμφωνα με το
διατακτικό, μέσα στα όρια που διαγράφονται με τα παραπάνω άρθρα, λαμβάνει υπόψη αφενός τη
βαρύτητα των εγκλημάτων που τελέσθηκαν και αφετέρου την προσωπικότητα του
καταδικασθέντος. Για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος το Δικαστήριο αποβλέπει α)
στη βλάβη που επήλθε από το έγκλημα και στον κίνδυνο που προκλήθηκε από αυτό β)στη φύση,
το είδος και το αντικείμενο του εγκλήματος, καθώς επίσης σε όλες τις περιστάσεις χρόνου, τόπου,
μέσων και τρόπου που συνόδευσαν την προπαρασκευή και την τέλεση του και γ) στην ένταση του
δόλου του υπαιτίου. Για την εκτίμηση της προσωπικότητας του καταδικασθέντος, το Δικαστήριο
αποβλέπει, ενδεικτικά στο βαθμό της εγκληματικής διάθεσης του ενόχου που εκδηλώθηκε κατά
την πράξη του και για την ακριβή διάγνωση αυτής α) στα αίτια από χα οποία ωθήθηκε προς τέλεση
του εγκλήματος, στην αφορμή που δόθηκε και το σκοπό τον οποίο επεδίωξε β) στο χαρακτήρα
του και στο βαθμό της ανάπτυξής του γ) στις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και τον
προηγούμενο βίο του και δ) στην κατά και μετά την πράξη διαγωγή του, ενδεικτικά δε, στη
μετάνοια που επέδειξε και την προθυμία για ανόρθωση των συνεπειών της πράξης του. Για τους
λόγους αυτούς, κρίνει όχι πρέπει να επιβληθεί στον καταδικασθέντα κατηγορούμενο ποινή
φυλάκισης έξι (6) μηνών. Από τα στοιχεία της πράξης και από τον χαρακτήρα του
κατηγορουμένου, ωστόσο, δεν προέκυψαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 81 ΠΚ, ήτοι δεν
απεδείχθη ότι το έγκλημα πήγασε από ασυγκράτητη ροπή του καταδικασθέντος προς απόκτηση
ασυνήθους, νοσηρού και ανήθικου κέρδους και επομένως δεν πρέπει να του επιβληθεί και
χρηματική ποινή, την οποία ο νόμος δεν προβλέπει για το έγκλημα που τελέστηκε.

 Επειδή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 582 ΚΠΔ, κάθε κατηγορούμενος, ο οποίος
καταδικάζεται σε ποινή, καταδικάζεται ταυτόχρονα με την ίδια απόφαση και στα έξοδα της
ποινικής διαδικασίας, σύμφωνα δε με τις διατάξεις του Ν. 663/1977 και την υπ` αριθμ. 58553/19-6-
2006 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης, τα δικαστικά
έξοδα επί αποφάσεων Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, έχουν καθορισθεί στο ποσό των ογδόντα
(80) ευρώ. Πρέπει, επομένως, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 373 ΚΠΔ, να επιβληθούν τα
δικαστικά έξοδα, ποσού ογδόντα (80) ευρώ, σε βάρος του καταδικασθέντος.


                           ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Καταδικάζει τον κατηγορούμενο που κηρύχθηκε ένοχος, σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, καθώς
και στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε ογδόντα (80) ευρώ.

 Κρίθηκε αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο.

            Στη Σάμο, την 31η Οκτωβρίου 2012.


 Ο ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΗΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


[...]

 Κατά το άρθρο 99 §1 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 3904/2010 «αν κάποιος
που δεν έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της
ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη από ένα (1) έτος, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις που οι
ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικώς το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν
υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο με την απόφαση του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της
ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα και ανώτερο από τρία
έτη, εκτός αν κρίνει, με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία ότι η εκτέλεση της
ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση
νέων αξιοποίνων πράξεων. Ο χρόνος αναστολής δεν μπορεί να είναι βραχύτερος από τη διάρκεια
της ποινής».

 Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει στη δικογραφία δελτίο ποινικού μητρώου του
κατηγορουμένου. Συνεπώς, εφόσον ο καταδικασθείς, δηλώνει όχι δεν έχει προηγούμενη καταδίκη
σε οποιαδήποτε άλλη στερητική της ελευθερίας ποινή και από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται
το αντίθετο, πρέπει να θεωρηθεί όχι δεν έχει προηγούμενη καταδίκη (ΑΠ 345/2000, Ποιν. Χρον.
2000 σελ. 899, ΑΠ 347/2000, ΤριμΕφΘεσ 1180/2001 Αρμ. 2001 σελ. 1109). Το ότι επίσης δεν είναι
αναγκαία η εκτέλεση της ποινής (μόνο με μετατροπή) είναι σαφές, εφόσον δεν υπάρχει κανένα
αντίθετο στοιχείο (ΑΠ 289/2000, Ποιν. Χρον. 2000 σελ. 886, ΑΠ 345/2000, Ποιν. Χρον. 2000 σελ.
899, ΑΠ 347/2000, Τριμ. Εφ.Θεσ. 1180/2001 Αρμ. 2001 σελ. 1109). Συνεπώς, πληρούνται οι
προϋποθέσεις του άρθρου 99 § 1 ΠΚ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 3904/2010
και πρέπει να ανασταλεί η εκτέλεση της ως άνω ποινής φυλάκισης για τρία (3) έτη.


                              ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Αναστέλλει την παραπάνω ποινή φυλάκισης των έξι (6) μηνών, που επιβλήθηκε στον
κατηγορούμενο, για τρία (3) έτη.

 Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε αμέσως στο ακροατήριο σε δημόσια συνεδρίαση.

 Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο.

                  Στη Σάμο, την 31η Οκτωβρίου 2012


 Ο ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


[...]

 Από τη διάταξη του άρθρου 373 ΚΠΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο με την τελειωτική απόφαση
του διατάσσει, μεταξύ άλλων, να αποδοθούν στον ιδιοκτήτη τα πράγματα που αφαιρέθηκαν και τα
πειστήρια, όσα κατασχέθηκαν ή παραδόθηκαν κατά την ανάκριση και δεν έγινε άρση της
κατάσχεσης τους σύμφωνα με το άρθρο 268. Εν όψει τούτων, στην προκείμενη περίπτωση νόμιμη
συντρέχει περίπτωση όπως, επικυρωμένης της από από 29-10-2012 έκθεση κατασχέσεως του
Ανθ/μου ............. της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Σάμου, διαταχθεί η απόδοση μιας εξωτερικής
μονάδα αποθήκευσης δεδομένων (USB) μάρκας Α-DATA MY Flash στον ιδιοκτήτη του ............

                            ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Επικυρώνει την από 29-10-2012 έκθεση κατασχέσεως του Ανθ/μου .............. της Υποδιεύθυνσης
Ασφάλειας Σάμου.

 Διατάσσει την απόδοση του κατασχεθέντος στον ιδιοκτήτη του, .................

 Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο.

                  Στη Σάμο, την 31η Οκτωβρίου 2012



 Ο ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΣΤΙΚΑ - Η πολιτική αγωγή στα τροχαία ατυχήματα Πρακτικά ζητήματα

$
0
0


ΤΡΙΜ ΠΛΗΜΜ ΚΑΤΕΡ 196/2014: Αντισυνταγματικότητα των διατάξεων (άρθρο 3 ν. 3943/11) που χαρακτηρίζουν το αδίκημα αυτό ως διαρκές και υπάγουν την εκδίκασή του στην αυτόφωρη διαδικασία.Πράξη: Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο κατ’ εξακολούθηση



Άρθρα – Απόψεις

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στα τροχαία ατυχήματα είναι συνήθης πρακτική αυτή της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής του παθόντος στα ποινικά δικαστήρια, κατά κανόνα παράλληλα με την εκδίκαση της συναφούς αγωγής του που εκκρεμεί στα πολιτικά δικαστήρια. Η δυνατότητα παράλληλης προσφυγής και στα πολιτικά και στα ποινικά δικαστήρια για ...
την ίδια υπόθεση και ο διφυής χαρακτήρας της πολιτικής αγωγής (ποινικός και αστικός)1 προκάλεσε πρακτικά αρκετά προβλήματα και δογματικές δυσχέρειες, δυσχερώς υπερβάσιμες, που δεν έχουν τύχει μέχρι σήμερα ομοιόμορφης, κοινά αποδεκτής αντιμετώπισης από τη νομολογία και τη θεωρία. Με κάποια από τα δυσχερή αυτά ζητήματα θα ασχοληθούμε σήμερα, όπως αυτό της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής, των σχετικών προθεσμιών, του διορισμού αντικλήτου , της παραγραφής της σχετικής αξίωσης και της διακοπής αυτής. Τέλος, θα αναφερθούμε στις τροποποιήσεις που επιφέρει στο θεσμό της πολιτικής αγωγής το (νέο) Σχέδιο ΚΠΔ, πως δηλαδή η σχετική νομοπαρασκευαστική επιτροπή αντιμετώπισε τις δογματικές και πρακτικές δυσχέρειες αυτές.
1. Η ΔΗΛΩΣΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ
1α - Εισαγωγικά
Η τυπική νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος , δηλαδή η τήρηση των διαδικαστικών εκείνων τύπων που επιβάλλονται να τηρηθούν από αυτόν, τόσο στην ποινική προδικασία όσο και στην κύρια διαδικασία , ρυθμίζεται από τα άρθρα 82-84

1 ΟλΑΠ 1/1997, ΠΧ ΜΖ (1997), 1468

Πηγή: Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου - www.esd.gr
ΚΠΔ στην πρώτη περίπτωση και από το άρθρο 68 παρ.1 και 2 ΚΠΔ στη δεύτερη περίπτωση. Η έρευνα της τυπικής νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος προηγείται της ουσιαστικής (ή ενεργητικής) νομιμοποίησης του που κρίνεται με βάση το αστικό δίκαιο (στα τροχαία ατυχήματα με βάση τις αξιώσεις εκ των άρθρων 914, 932, 933 και 297-299 ΑΚ), στο οποίο και παραπέμπει το άρθρο 63 ΚΠΔ.

1β - Όργανο στο οποίο υποβάλλεται
Η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στην προδικασία , κατά το άρθρο 83 παρ.1 εδ.α ΚΠΔ, υποβάλλεται κατ΄αρχάς στον αρμόδιο εισαγγελέα , δηλαδή σε εκείνον που ενεργεί προκαταρκτική εξέταση (άρθρο 31 ΚΠΔ) ή προανάκριση για το συγκεκριμένο έγκλημα, και παραμένει ισχυρή, ακόμα και αν αυτός κριθεί αναρμόδιος (άρθρο 127 ΚΠΔ) ή αν η υπόθεση παραπεμφθεί κατά το άρθρο 136 ΚΠΔ σε άλλες δικαστικές αρχές. Επί πλέον, η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής μπορεί να γίνει, κατά το άρθρο 83 παρ.1 εδ.γ και σε αυτόν που ενεργεί την ανάκριση υπό ευρεία έννοια (ανακριτή, ή γενικό ή ειδικό ανακριτικό υπάλληλο των άρθρων 33 και 34 ΚΠΔ), δηλαδή την κυρία ανάκριση, την προανάκριση, αλλά και την αστυνομική προανάκριση εκ του άρθρου 243 παρ.2 ΚΠΔ, όταν η δικογραφία βρίσκεται στα χέρια του 2. Η ως άνω αρμοδιότητα του εισαγγελέα είναι γενική, ισχύει καθ΄ όλη τη διάρκεια της προδικασίας και υφίσταται ακόμα και όταν η δικογραφία βρίσκεται στα χέρια ανακριτή ή ανακριτικού υπαλλήλου. Εκτός από τα προαναφερόμενα πρόσωπα, κανείς άλλος δεν έχει αρμοδιότητα για τη λήψη της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής, με ποινή απαραδέκτου.

1γ - Τρόπος και χρόνος υποβολής
Η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής υποβάλλεται (και δεν επιδίδεται με εξώδικη δήλωση)3 στα αρμόδια όργανα είτε αυτοπροσώπως από τον ζημιωθέντα είτε από πληρεξούσιο του, που είναι εφοδιασμένος με έγγραφη πληρεξουσιότητα, ειδική (με αναφορά σε συγκεκριμένο έγκλημα) ή γενική (αναφερόμενη σε οποιοδήποτε έγκλημα που προκάλεσε στον εντολέα ζημία, χωρίς αναφορά συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών), που δόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ.2 εδ.β και γ ΚΠΔ (έγγραφη δήλωση με επικύρωση του γνησίου της υπογραφής από δημόσια αρχή ή δικηγόρο που προσαρτάται στη σχετική έκθεση), η οποία δεν χρειάζεται να είναι πρωτότυπη, αλλά αρκεί να είναι και σε αντίγραφο που εστάλη με τηλεομοιότυπο4. Στο έγγραφο αυτό πρέπει να παρέχεται ρητή εντολή στον πληρεξούσιο να υποβάλει αυτός για λογαριασμό του εντολέα δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής και δεν αρκεί η εντολή μόνο για υποβολή έγκλησης ή μήνυσης, ακόμα και αν ο πληρεξούσιος είναι δικηγόρος5 . Ομοίως δεν συνιστά ρητή εντολή για
2 Μπορεί να υποβληθεί ακόμα και στον διευθυντή των φυλακών όταν ο πολιτικώς ενάγων είναι κρατούμενος (άρθρο 74 ΚΠΔ).

3ΣυμβΑΠ 217/2004, ΠΧ ΝΔ 2004, 985.

4 ΑΠ 280/2012, ΝοΒ 2012, 2034, με την αιτιολογία ότι το έγγραφο αυτό είναι πρόσφορο να αποδείξει το περιεχόμενο του.

5 Συμβ.ΑΠ 1170/2003, ΠοινΛογ 2003, 1235.

δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, αυτή με περιεχόμενο «να ακολουθήσει κάθε ενέργεια που απαιτείται για τη δίωξη του δράστη» 6, «να προσφύγει στη Δικαιοσύνη»7 , ενώ, αντίθετα, κρίθηκε ότι συνιστά τέτοια δήλωση αυτή με περιεχόμενο «να υποβάλει μήνυση και να παρασταθεί ενώπιον κάθε αρμόδιας εισαγγελικής και δικαστικής αρχής και ενώπιον παντός δικαστικού συμβουλίου και δικαστηρίου»8 . Το πληρεξούσιο πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο που ο αντιπρόσωπος δηλώνει παράσταση πολιτικής αγωγής, ενώ μεταγενέστερη έγκριση δεν ισχυροποιεί την έλλειψη , αλλά απαιτείται να υποβληθεί νέα δήλωση 9.
Η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στην προδικασία, μπορεί να γίνει είτε στην έγκληση του παθόντος , είτε με υπόμνημα αυτού που υποβάλλεται αρμοδίως κατά τα ανωτέρω, είτε κατά την εξέταση του ως μάρτυρα από τον ανακριτικό υπάλληλο. Για τη δήλωση αυτή, όταν γίνεται με ιδιαίτερο έγγραφο, προς βεβαίωση του χρόνου υποβολής της, συντάσσεται έκθεση εγχειρίσεως (άρθρα 148 επ. ΚΠΔ), που αποτελεί και συστατικό τύπο , άλλως, αν δηλαδή δεν συνταχθεί η έκθεση αυτή, η δήλωση είναι απαράδεκτη 10.
Χρονικά υποβάλλεται , κατά το άρθρο 83 παρ.1 εδ.α ΚΠΔ, έως την περάτωση της ανάκρισης (και εδώ ανάκριση θεωρείται και η κύρια ανάκριση και η προανάκριση) είτε δηλαδή έως την έκδοση του οριστικού επί της ουσίας βουλεύματος είτε , επί απευθείας κλήσης στο ακροατήριο (όπως συμβαίνει κατά κανόνα στις υποθέσεις των τροχαίων ατυχημάτων) , μέχρι την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος.
Στο κείμενο της δήλωσης πολιτικής αγωγής στην προδικασία, κατ΄ άρθρο 84 ΚΠΔ, πρέπει να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ενεργητική νομιμοποίηση του παθόντος και την παθητική νομιμοποίηση του κατηγορουμένου (άρθρα 63 και 64 ΚΠΔ), το είδος της ζημίας (αποζημίωση, χρηματική ικανοποίηση ή ψυχική οδύνη)11, ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ εγκλήματος ζημίας12 (που συνήθως συνάγεται από την περιγραφόμενη πράξη13) και η σαφής (μη εξαρτώμενη από όρο ή προθεσμία) δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, έστω και αν χρησιμοποιείται σχετικά η φράση «δηλώνω ότι θα παραστώ ως
6 Εφ ΑΘ 464/1972, ΠΧ 1972, 716 .

7 ΣυμβΑΠ 352/2003, ΠΧ ΝΓ, 1002.

8 ΣυμβΑΠ 164/1994, ΝοΒ 1994,492 με αντίθετη εισαγγελική πρόταση.

9 ΣυμβΑΠ 335/1982, ΠΧ ΛΒ, 898 με αντίθετες παρατηρήσεις Α. Ψαρούδα-Μπενάκη.

10 ΣυμβΑΠ 217/2004, ο.π, ΣυμβΑΠ 1888/2003, ΠΧ ΝΔ, 720, αντίθετα ΣυμβΑΠ 5/2001, ΠΧ ΝΑ 591 , δεδομένου ότι το σφάλμα του υπαλλήλου δεν πρέπει να επηρεάζει την παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος.

11 ΣυμβΑΠ 604/2009, ΠΧ Ξ,122.

12 ΣυμβΑΠ 979/2008, ΠΧ ΝΘ, 338.

13 ΣυμβΑΠ 2289/2009, ΠραξΛογΠΔ 2010, 53.


πολιτικώς ενάγων»
14. Δεν απαιτείται πάντως ακριβής προσδιορισμός του ύψους του αιτούμενου ποσού στη δήλωση αυτή, που άλλωστε γίνεται κατά την εκδίκαση της υπόθεσης
15. Αν στο κείμενο της έγκλησης εμπεριέχεται και η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, εννοείται ότι αρκεί η αναφορά των στοιχείων αυτών στο κείμενο της έγκλησης
16.Αν ο αμέσως παθών δεν δηλώσει στην προδικασία παράσταση πολιτικής αγωγής δεν εμποδίζεται να την ασκήσει για πρώτη φορά στο ακροατήριο (άρθρο 83 παρ.2 ΚΠΔ). Το ίδιο ισχύει ακόμα και αν στην προδικασία δηλώθηκε απαραδέκτως η πολιτική αγωγή.
Στο ακροατήριο της ποινικής δίκης, η διαδικασία άσκησης πολιτικής αγωγής ρυθμίζεται από το άρθρο 68 ΚΠΔ, που καθιερώνει, για τη μεν αποζημίωση έγγραφη προδικασία με την επίδοση σχετικού δικογράφου στον κατηγορούμενο ή στον αστικώς υπεύθυνο (χωρίς να απαιτείται η κατάθεση του στο δικαστήριο, αφού δεν υπάρχει σχετικό πινάκιο), κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ , πέντε τουλάχιστον ημέρεςπριν από τη δικάσιμο (άρθρο 167 ΚΠΔ) στις οποίες δεν υπολογίζεται η ημέρα της επίδοσης και της δικασίμου, ενώ για την χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης η απαίτηση του παθόντος υποβάλλεται στο ακροατήριο, χωρίς έγγραφη προδικασία, έως ότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία , πρακτικά δηλαδή μέχρι την όρκιση του πρώτου μάρτυρα ή την ανάγνωση του πρώτου εγγράφου. Είναι δυνατή η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος δια πληρεξουσίου δικηγόρου, με γενικό ή ειδικό πληρεξούσιο κατά το άρθρο 42 παρ.2 εδ.β,γ ΚΠΔ, χωρίς να αντίκειται αυτό στο άρθρο 6 ΕΣΔΑ 
17 . Η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής το πρώτον στην κατ΄ έφεση δίκη είναι απαράδεκτη, προκαλεί απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 παρ. 2 ΚΠΔ) και καθιστά την απόφαση αναιρετέα (άρθρο 510 παρ.1 Α ΚΠΔ) 
18 , με πρόσθετο επιχείρημα ότι έτσι επέρχεται χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου (άρθρο 470 ΚΠΔ). Το ίδιο ισχύει για την περίπτωση της δήλωσης πολιτικής αγωγής για πρώτη φορά στη συζήτηση μετά από αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας (άρθρο 341 ΚΠΔ) ή της απόφασης (άρθρο 430 ΚΠΔ), που συνιστούν ένδικα βοηθήματα και εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις αυτές η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου (άρθρο 470 ΚΠΔ) 19. Εξ άλλου, πρόσφατα από τη νομολογία κρίθηκε ότι η νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος στην κατ΄ έφεση δίκη, εφόσον αυτή έγινε δεκτή από το πρωτοβάθμιο
14 ΟλΑΠ 7/2006, ΠΧ ΝΖ (2007), 32 (με αντίθετη εισαγγελική πρόταση) δήλωση που ερμηνεύτηκε ως άμεση και ανεπιφύλακτη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, με την υποβολή της.

15 ΣυμβΑΠ 1595/1987, ΠΧ ΛΗ, 250.

16 ΑΠ 1691/1988, ΠΧ ΛΘ, 513.

17 ΑΠ 602/2003, ΠοινΛογ 2003, 620.

18 ΑΠ 174/2009, ΠΧ Ξ, 95, με την πρόσθετη παρατήρηση ότι δεν μπορεί να παραστεί στο στάδιο αυτό για πρώτη φορά ούτε για υποστήριξη της κατηγορίας.
19 Χ. Σεβαστίδης, Ερμηνεία ΚΠΔ (κατ΄ άρθρον), τ.Ι, σελ. 978, με την παράθεση όλων των απόψεων. Γενικά για την εφαρμογή της αρχής εκ του άρθρου 470 ΚΠΔ και στα ένδικα βοηθήματα αυτά, βλ. Λ. Μαργαρίτη, Ποινική Δικονομία - Ένδικα μέσα, β’ έκδοση, σελ. 13.


δικαστήριο, δεν απαιτείται να γίνεται μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, αφού η σχετική διάταξη του άρθρου 343 ΚΠΔ δεν περιλαμβάνεται σε αυτές που ισχύουν στην κατ΄ έφεση δίκη, κατ΄ άρθρο 502 παρ.1 ΚΠΔ 
20. Μάλιστα , δεν απαιτείται να επαναληφθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής που έγινε στο πρωτοβάθμιο
21, η οποία κρίνεται στα όρια που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στο μέτρο που έγινε δεκτή από το τελευταίο
22.Η καταβολή του τέλους πολιτικής αγωγής κατά το άρθρο 63 εδ.β ΚΠΔ (μετά την προσθήκη του με το άρθρο 34 παρ.3 Ν. 3346/2005 που τροποποιήθηκε από το άρθρο 69 Ν. 3659/2008), που ανερχόταν αρχικά στο ποσό των 10 ευρώ και σήμερα στο ποσό των 50 ευρώ 
23, προβλέπεται με ποινή απαραδέκτου, ρύθμιση που έχει προκαλέσει αντιδράσεις από μερίδα θεωρητικών σε σχέση με τη συμβατότητα της με τα άρθρα 6 παρ.1 ΕΣΔΑ και 20 παρ.1 του Συντάγματος 
24 . Πάντως, το σχετικό παράβολο νόμιμα μπορεί να καταβληθεί έως την αποβολή του πολιτικώς ενάγοντος από τη διαδικασία, ακόμα και να καταβληθεί για πρώτη φορά στο ακροατήριο, έστω και αν δεν καταβλήθηκε στη σχετική δήλωση στην προδικασία 
25.1δ - Ο διορισμός αντικλήτου
Πρόσθετη προϋπόθεση έγκυρης δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής , και μάλιστα με ποινή «απαραδέκτου», αποτελεί ο διορισμός συγκεκριμένου προσώπου 
26 ως αντικλήτου στην έδρα του δικαστηρίου, αν αυτός που την κάνει δεν διαμένει μόνιμα εκεί (άρθρο 84 εδ.α,β ΚΠΔ) . Ο αντίκλητος, που δεν είναι αναγκαίο να είναι δικηγόρος, είναι εκούσιος αντιπρόσωπος με εντολή περιορισμένη στην παραλαβή των εγγράφων. Επί πλέον, βάσει νόμου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αδικηθέντος (πολιτικώς ενάγοντος) είναι παράλληλα και αντίκλητος του (άρθρο 84 εδ.δ ΚΠΔ). Η νομοθετική πρόβλεψη αυτή δικαιολογείται από την ανάγκη έγκαιρης επίδοσης των διαδικαστικών εγγράφων που αφορούν στον πολιτικώς ενάγοντα και την επέλευση
20 ΑΠ 480/2011, δημοσ. ΤΝΠ NOMOS. Αντίθετα, η ΑΠ 208/2008 ΠοινΔικ 2008, 1309, δέχθηκε (με επίκληση του άρθρου 501 παρ.1 εδ. τελ.) ότι είναι απαράδεκτη η πολιτική αγωγή στην κατ΄έφεση δίκη, που ασκείται μετά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, ακόμα και αν είχε δηλωθεί εγκύρως πρωτοδίκως.
21 ΑΠ 491/2013, ΝοΒ 2013, 2513.

22 ΑΠ 2289/2009, ΠραξΛογΠΔ 2010, 53.

23 Άρθρο 3 της Υ.Α. 123857/23.12.2010 (ΦΕΚ τ.Β, 1191/23.12.2010).

24 Λ. Μαργαρίτης, Ένσημα παράβολα τέλη και ποινικές δικονομικές ακυρότητας, σε Ποιν.Δικ 2013, 230.

25 ΑΠ 1078/2008, ΠΧ 2009,350.

26 ΑΠ 405/2008, ΠΧ ΝΘ, 138 (στο πλαίσιο του συναφούς θέματος του διορισμού αντικλήτου κατ΄ άρθρο 498 εδ.β ΚΠΔ), δεν αρκεί όμως ο γενικός ορισμός του προέδρου του οικείου δικηγορικού συλλόγου.

των σχετικών εννόμων συνεπειών 
27. Από τον Άρειο Πάγο κρίθηκε ότι η αυστηρή αυτή κύρωση του απαραδέκτου δεν είναι αντίθετη με τη διάταξη του άρθρου 6 ΕΣΔΑ (ΝΔ 53/1974)
28, ούτε με τα άρθρα 4 και 20 του Συντάγματος 
29, αφού δικαιολογείται από τον ως άνω σκοπό της ταχείας επίδοσης των εγγράφων και της συντόμευσης του σταδίου της προδικασίας, εν όψει και της δυνατότητας μεταγενέστερης συμπλήρωσης της δήλωσης κατά τον ΚΠΔ.
Η υποχρέωση αυτή για διορισμό αντικλήτου στην έδρα του αρμόδιου δικαστηρίου, κατά την κρατούσα άποψη στη νομολογία 30 , υπάρχει μόνο στην προδικασία και όχι στη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στο ακροατήριο, κατ΄ άρθρο 68 ΚΠΔ, με την αιτιολογία ότι, γενικά, κατά το νόμο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του πολιτικώς ενάγοντος είναι παράλληλα και αντίκλητος του (άρθρο 84 εδ.δ ΚΠΔ) . Εξ άλλου, δεν συντρέχει στη διαδικασία στο ακροατήριο, ο ως άνω σκοπός του νόμου για τον διορισμό αντικλήτου, δεδομένου ότι αυτή είναι προφορική και άμεση. Πάντως, από τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 84 εδ.γ ΚΠΔ [«την υποχρέωση διορισμού αντικλήτου… έχει ο αδικηθείς και όταν εγείρει αγωγή ή υποβάλει απαίτηση στο ποινικό δικαστήριο (άρθρα 68 παρ.1 και 2)»] , που προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ.4 Ν. 1653/1986, σε συνδυασμό με το άρθρο 68 παρ.1 και 2 ΚΠΔ, συνάγεται ότι απαιτείται ο διορισμός αντικλήτου και κατά την κύρια διαδικασία στο ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου. Στην προκείμενη δε περίπτωση, δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής οι σχετικές διατάξεις των άρθρων 121 εδ.β (περί επιδόσεως εγγράφων στην γραμματεία του δικαστηρίου όταν δεν υπάρχει αντίκλητος) και 143 παρ.1 ΚΠολΔ (στην πολιτική δίκη ο πληρεξούσιος δικηγόρος αυτοδίκαια είναι και αντίκλητος) , αφού στα διαδικαστικά ζητήματα η πολιτική αγωγή ρυθμίζεται αποκλειστικά από τον ΚΠΔ και όχι τον ΚΠολΔ 31. Επί πλέον, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αδικηθέντος – πολιτικώς ενάγοντος είναι παράλληλα και αντίκλητος του (άρθρο 84 εδ.δ ΚΠΔ), υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι αυτός διαμένει στην έδρα του δικαστηρίου και όχι γενικά, σε κάθε περίπτωση.
Περαιτέρω, ο διορισμός αντικλήτου, γίνεται από τον ίδιο τον ζημιωθέντα ή τον ως άνω (γενικό ή ειδικό) πληρεξούσιο του. Μπορεί να γίνει, κατ΄αρχάς, με τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, είναι δυνατόν να γίνει όμως και αργότερα με αυτοτελή δήλωση προς συμπλήρωση της αρχικής έως τα ως άνω χρονικά όρια (σε περίπτωση απ΄ ευθείας κλήσης έως την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος), για την οποία πάντως δεν απαιτείται η σύνταξη νέας έκθεσης εγχειρίσεως32. Σε περίπτωση που το αρχικά επιληφθέν δικαστήριο κηρύχθηκε αναρμόδιο, ο πολιτικώς
27 ΣυμβΑΠ 1625/2006 Ποιν.Λογ 2006,1771, Λ. Μαργαρίτης, Πολιτική αγωγή, διορισμός αντικλήτου και απαράδεκτο αυτής σε Ποιν.Δικ 2005, 864 επ. (864) με τις εκεί παραπομπές.

28 ΣυμβΑΠ 26/2010 , ΝοΒ 2010,1775.

29 ΑΠ 1531/1991, Υπερ. 2002, 558.

30 Βλ. πρόσφατα ΑΠ 496/2013, δημοσ. ΤΝΠ ΝΟΜΟS.

31 Λ. Μαργαρίτης, ο.π σελ. 865, Χ. Σεβαστίδης, ο.π σελ. 1094.

32 ΣυμβΑΠ 5/2001, ΠΧ ΝΑ, 591.

ενάγων πρέπει να προβεί σε νέο διορισμό αντικλήτου στην έδρα του αρμόδιου πλέον δικαστηρίου, πράγμα που ισχύει και σχετικά με το κατά παραπομπή αρμόδιο δικαστήριο 33.
Κατά την κρατούσα αυτή άποψη, μόνιμη διαμονή, σύμφωνα με το άρθρο 84 ΚΠΔ, είναι ο τόπος της εκούσιας κατοικίας, κατά το άρθρο 51 ΑΚ, δηλαδή ο τόπος που υπάρχει το κέντρο των κοινωνικών, επαγγελματικών και βιοτικών σχέσεων του, δηλαδή απαιτείται πραγματική εγκατάσταση σε κάποιο τόπο και θέληση μόνιμης εγκατάστασης σε αυτόν. Κατά την άποψη αυτή, μόνιμη κατοικία δεν συνιστά ο τόπος άσκησης του επαγγέλματος, αν το πρόσωπο αυτό δεν διαμένει μόνιμα εκεί 34. Κατά άλλη άποψη, η μόνιμη διαμονή, ως έννοια εκ του άρθρου 84 ΚΠΔ, πρέπει να αντιδιαστέλλεται από την προσωρινή διαμονή (που είναι το έλασσον) και την κατοικία (που είναι το μείζον) και επομένως ως μόνιμη διαμονή μπορεί να θεωρηθεί και ο τόπος διαρκούς άσκησης της επαγγελματικής δραστηριότητας, όπως το δικηγορικό γραφείο ή το δημόσιο νοσοκομείο για τον ιατρό35, άποψη που συμβαδίζει και με τον ως άνω νομικό λόγο διορισμού αντικλήτου (ήτοι την απλή και ταχεία επίδοση των εγγράφων). Περαιτέρω, οι υποχρεωτικά διαμένοντες κάπου (κρατούμενοι σε φυλακές, εκτοπισμένοι) δεν χάνουν την παλαιά (εκούσια) κατοικία τους , αλλά με βάση αυτή κρίνεται η υποχρέωση τους για διορισμό αντικλήτου 36. Κρίσιμος χρόνος ελέγχου της προϋπόθεσης αυτής της μόνιμης διαμονής αποτελεί αυτός της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής37, ενώ η μεταγενέστερη αλλαγή διεύθυνσης μόνιμης διαμονής δεν καθιστά τη δήλωση αυτή απαράδεκτη , ούτε δημιουργεί υποχρέωση μεταγενέστερου διορισμού αντικλήτου38.
Περαιτέρω, ως έδρα, του αρμόδιου δικαστηρίου, κατά το άρθρο 84 ΚΠΔ, όπου πρέπει να διαμένει μόνιμα ο πολιτικώς ενάγων ή ο νόμιμα διορισμένος αντίκλητος του, θεωρείται, κατά πάγια θέση της νομολογίας, η πόλη στην οποία εδρεύει το δικαστήριο κατά τα φυσικά της όρια με τους συνοικισμούς της που αποτελούν συνέχεια ή προέκταση της, ούτως ώστε να εμφανίζεται με αυτούς ως ενιαία πόλη, ανεξαρτήτως εάν οι συνοικισμοί έχουν αναγνωριστεί ως αυτοτελείς Ο.Τ.Α39 . Ούτως, κρίθηκε νομολογιακά, ότι βρίσκονται εντός έδρας των δικαστηρίων των Αθηνών, το
33. ΣυμβΑΠ 598/1983, ΠΧ ΛΓ 889, Χ. Σεβαστίδης, ο.π σελ. 1085.

34. ΣυμβΑΠ 52/2010, ΝοΒ 2010, 2346, ΣυμβΑΠ 1538/2003, ΠΧ ΝΑ, 704 , με τη διατύπωση «εφόσον αυτός που κάνει τη δήλωση δεν διαμένει μόνιμα εκεί, έστω και αν είναι δικηγόρος και ως τέτοιος έχει την έδρα του στην περιφέρεια του Δικαστηρίου», Κονταξής, Κατ΄ άρθρον Ερμηνεία ΚΠΔ, τ.Ι, 677.

35. Λ. Μαργαρίτης, ο.π , 865. Κατά την ΑΠ 1242/2004 ΝοΒ 2005, 540 αρκεί ο αντίκλητος είτε να κατοικεί είτε να έχει την επαγγελματική του εγκατάσταση στην έδρα του αρμόδιου δικαστηρίου .

36 ΣυμβΑΠ 1331/1981, ΠΧ ΛΒ, 534, αντίθετα ΣυμβΑΠ 1290/1985 ΠΧ ΛΣΤ,285 που δέχθηκε ως τέτοιο τόπο τις φυλακές.

37 ΣυμβΑΠ 2404/2003, ΠοινΔικ 2004, 494.

38 ΣυμβΑΠ 1779/1991, ΝοΒ 1992,616.

39 Ενδεικτικά, ΣυμβΑΠ 26/2010, ΠΧ Ξ , 813.

Αιγάλεω, η Ανθούπολη Περιστερίου, τα Βριλήσσια, η Γλυφάδα, η Ηλιούπολη, η Ν. Ιωνία, το Παλαιό Φάληρο, το Χαϊδάρι, το Χαλάνδρι 40, ενώ κρίθηκε ότι βρίσκονται εκτός έδρας των δικαστηρίων των Αθηνών, προφανώς ο Πειραιάς 41 και οι συνοικίες πλησίον αυτού, όπως ο Αγ . Ιωάννης Ρέντης, ο Κορυδαλλός , καθώς και η Βούλα 42, η Κηφισιά 43 , οι Αχαρνές 44, ο Αυλώνας Αττικής και σε παλαιότερη πάντως (προ του έτους 1980) νομολογία, με τα τότε (διαφορετικά) δεδομένα, η Αγία Βαρβάρα, η Αγία Παρασκευή, το Μεγάλο Καβούρι, το Νέο Ηράκλειο και η Φιλοθέη. Επί πλέον κρίθηκε νομολογιακά ότι βρίσκονται εντός έδρας των δικαστηρίων του Πειραιά, ο Αγ. Ιωάννης Ρέντης, ο Κορυδαλλός, το Κερατσίνι, ενώ εκτός της έδρας των δικαστηρίων αυτών, η Σαλαμίνα, ο Πόρος, η Αίγινα, και οι περιοχές της αρμοδιότητας των δικαστηρίων των Αθηνών (λ.χ Καλλιθέα, Παλαιό Φάληρο, Άλιμος). Το ως άνω κριτήριο πάντως δεν είναι σαφές , δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου και δεν εξυπηρετεί τον ως άνω σκοπό διορισμού αντικλήτου, ιδίως στη σύγχρονη εποχή που επίκειται η ηλεκτρονική επίδοση εγγράφων, γι΄ αυτό θα πρέπει να οριστεί νομοθετικά ότι αρκεί η μόνιμη διαμονή του πολιτικώς ενάγοντος ή του αντίκλητου του σε περιοχή εντός των ορίων του αρμοδίου δικαστηρίου.
Η παράλειψη διορισμού αντικλήτου από τον ζημιωθέντα έχει ως αποτέλεσμα, όπως προαναφέρθηκε , το απαράδεκτο της δήλωσης πολιτικής αγωγής, τη μη απόκτηση από αυτόν της ιδιότητας του πολιτικώς ενάγοντος και των δικαιωμάτων που αυτός έχει κατά τον ΚΠΔ 45 (όπως της λήψης αντιγράφων της δικογραφίας, κατά τα άρθρα 101, 104 και 108 ΚΠΔ) το οποίο δεν καλύπτεται από το διορισμό αντικλήτου σε συναφή ποινική δίκη46, ή από την πληρωμή των σχετικών τελών47. Το απαράδεκτο αυτό στην προδικασία μπορεί να ελεγχθεί, είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση του εισαγγελέα είτε με την υποβολή αντιρρήσεων, πριν από τον ως άνω κρίσιμο χρόνο της έκδοσης οριστικού βουλεύματος ή της επίδοσης κλητηρίου θεσπίσματος (σε περίπτωση απ΄ ευθείας κλήσης), κατά το άρθρο 85 ΚΠΔ. Η
40 Αντίστοιχες αποφάσεις : ΣυμβΕφΑθ 436/1971, Ποιν.Επιθ 1971,627 (Αιγάλεω), ΣυμβΑΠ 555/1979, ΠΧ ΚΘ, 668 (Ανθούπολη), ΕφΑθ 1668/1995, ΠΧ ΜΕ,1456 με αντιθ. εισαγγελική πρόταση (Βριλήσσια), ΣυμβΑΠ 1681/2002, ΠοινΛογ 2002, 1938 (Γλυφάδα, αντίθετα εκτός έδρας αυτών: ΣυμβΑΠ 1195/2000, ΠοινΔικ.2001, 108), ΣυμβΑΠ 7/1996, ΠΧ ΛΣΤ, 441 (Ηλιούπολη), ΣυμβΑΠ 1598/1981, ΠΧ ΛΒ, 681 (Ν. Ιωνία), ΣυμβΑΠ 1779/1991, ΝοΒ 1992,616 (Π. Φάληρο), ΣυμβΑΠ 376/1977, ΠΧ ΚΖ, 747 (Χαϊδάρι), ΕφΑθ 2882/1997, ΠΧ ΜΗ, 290 (Χαλάνδρι). Βλέπε αναλυτική παράθεση σχετικής νομολογίας και για άλλα δικαστήρια, σε Χ. Σεβαστίδη, ο.π,σελ. 1096 επ.

41 ΣυμβΑΠ 1130/1977, ΠΧ ΚΗ, 247.

42 ΣυμβΑΠ 1302/2002, Ποιν.Δικ. 2003, 95.

43 ΣυμβΑΠ 49/1995, ΠΧ ΜΕ ,323, αντίθετα ΕφΑθ 3177/1997, ΠΧ ΜΗ 1998 με αντίθετη εισαγγελική πρόταση.

44 ΣυμβΑΠ 16/1989, ΠΧ ΛΘ, 646.

45 Ενδεικτικά ΣυμβΑΠ 52/2010, ΝοΒ 2010, 2346.

46 ΣυμβΑΠ 49/1995, ΠΧ ΜΕ 323.

47 ΣυμβΕφΘεσ. 420/2002, ΝοΒ 2002, 1182.

αποβολή του αδικηθέντος - πολιτικώς ενάγοντος στην προδικασία, όπως προαναφέρθηκε, δεν τον εμποδίζει να δηλώσει την παράσταση πολιτικής αγωγής στο ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου (άρθρο 88 παρ.1 ΚΠΔ).
2. Η ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ
2 α - Γενικά
Κατά το άρθρο 63 ΚΠΔ η ουσιαστική –ενεργητική- νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος (δηλαδή η εξουσία που αναγνωρίζεται από το νόμο για τη διεξαγωγή ή συμμετοχή σε δίκη) βασίζεται σε ενεργή αξίωση του σύμφωνα με το αστικό δίκαιο και στην περίπτωση των τροχαίων ατυχημάτων σε ενεργή αξίωση του από αδικοπραξία (άρθρα 914, 932 ,933 ΑΚ). Η αξίωση αυτή πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο άσκησης της πολιτικής αγωγής στην ποινική διαδικασία . Επομένως, εάν έχει αυτή αποσβεστεί με οποιονδήποτε τρόπο δεν έχει πλέον ο πολιτικώς ενάγων δικαίωμα παράστασης στην ποινική δίκη48.
Στην πολιτική δίκη, για να νομιμοποιηθεί ο ενάγων, αρκεί να ισχυριστεί ότι είναι φορέας του επίδικου δικαιώματος ή έννομης σχέσης , ενώ η απόδειξη αυτών θα λάβει χώρα κατόπιν, κατά την αποδεικτική διαδικασία. Στην ποινική δίκη αντίθετα , το ποινικό δικαστήριο οφείλει να ακολουθήσει άλλη διαδικασία. Στο αρχικό στάδιο της δίκης, πριν από την έναρξη της αποδεικτική διαδικασίας, πρέπει να αποφανθεί (είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αντιρρήσεων) για τη νομιμότητα της πολιτικής αγωγής και την ενεργητική νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος, αφού η παρά το νόμο παράσταση του στο ακροατήριο (που κατά την πάγια νομολογία αφορά στις περιπτώσεις ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης και της διαδικασίας του άρθρου 68 ΚΠΔ ως προς τον τρόπο και χρόνο άσκησης της πολιτικής αγωγής49) επιφέρει την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας (άρθρο 171 παρ.2 ΚΠΔ) και συνιστά και λόγο αναίρεσης (άρθρο 505 παρ.1 Α ΚΠΔ)50. Πάντως, η νομολογία ορθά δέχεται ότι το δικαστήριο μπορεί να επιφυλαχθεί και να αποφανθεί για την αμφισβητηθείσα νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας και τις αγορεύσεις των συνηγόρων 51, ούτως ώστε να έχει σχηματίσει, από τα στοιχεία που του παρατέθηκαν, ολοκληρωμένη άποψη.
Η παραγραφή της αξιώσεως αποτελεί συχνό στην πράξη λόγο έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης και αδυναμίας παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική δίκη που συνιστά, κατά τα ανωτέρω, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και λόγο αναίρεσης. Η παραγραφή της αξίωσης από αδικοπραξία (άρθρα 914 επ. ΑΚ) ρυθμίζεται από το άρθρο 937 ΑΚ, που στον βασικό
48 Α. Ψαρούδα –Μπενάκη , η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη, 1982, σελ. 163.

49 ΑΠ 753/2010, ΠΧ 2011, 214, ΟλΑΠ 762/1992, ΠΧ 1992, 665.

50 Ι. Τσακάλης, Παράσταση πολιτικής αγωγής επί παραγεγραμμένης αξιώσεως. Σχετική ή απόλυτη ακυρότητα; σε ΠΧ ΞΒ (2012), 337 επ (340).

51 ΑΠ 1264/2010 ΠΧ ΞΑ, 435.

κανόνα της παρ. 1 ορίζει ότι η αξίωση αυτή παραγράφεται μετά από πέντε (5) έτη από τότε που ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση, σε κάθε δε περίπτωση, η αξίωση αυτή παραγράφεται μετά την πάροδο 20 ετών από την πράξη. Εάν η πράξη είναι συνάμα και ποινικό αδίκημα η παρ.2 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι ισχύει η μακρότερη παραγραφή που τυχόν προβλέπεται για το ποινικό αδίκημα. Πρακτικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το ζήτημα της παραγραφής της ουσιαστικής αξίωσης σε σχέση με τα πλημμελήματα (πλημ/τα άλλωστε είναι και τα αδικήματα επί τροχαίων ατυχημάτων, όπως λ.χ. αυτά της ανθρωποκτονίας και σωματικής βλάβης από αμέλεια των άρθρων 302 και 314 ΠΚ) , για τα οποία το άρθρο 111 παρ.3 ΠΚ προβλέπει πενταετή παραγραφή με δυνατότητα αναστολής για τρία έτη ακόμη, κατά το άρθρο 113 παρ.3 εδ.α ΠΚ. Τέθηκε λοιπόν το ερώτημα, εάν ο χρόνος παραγραφής της αξίωσης του πολιτικώς ενάγοντος που πηγάζει από αδικοπραξία με χαρακτήρα πλημμελήματος θα είναι 5 ή 8 έτη, εάν θα συνυπολογιστεί δηλαδή στο χρόνο της παραγραφής και ο χρόνος της τριετούς αναστολής. Κατά μία άποψη που υποστηρίχθηκε παλαιότερα, η τριετής αναστολή της παραγραφής θα συνυπολογιστεί για το χρόνο παραγραφής της αξίωσης του πολιτικώς ενάγοντος52, οπότε αυτή επιμηκύνεται στα οκτώ (8) έτη . Κατά την κρατούσα πλέον άποψη53, ο χρόνος της τριετούς αναστολής δεν υπολογίζεται στην παραγραφή της αξίωσης αυτής, το δε άρθρο 937 παρ.2 ΑΚ παραπέμπει μόνο στο άρθρο 111 ΠΚ, αφού η αναστολή της παραγραφής είναι άγνωστο πότε θα επέλθει και ρυθμίζεται διαφορετικά στο αστικό και στο ποινικό δίκαιο
2β - Η διακοπή της παραγραφής
Η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής που υποβάλλεται με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο κατά τα ανωτέρω (ακόμα και χωρίς προδικασία) και σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, συνιστά αγωγή που διακόπτει την παραγραφή της σχετικής αξίωσης του πολιτικώς ενάγοντος , κατ΄ άρθρο 261 ΑΚ 54 , υπό την έννοια ότι ο χρόνος που έχει παρέλθει έως τότε, δεν υπολογίζεται (άρθρο 270 ΑΚ). Μετά την τροποποίηση του άρθρου 261 ΑΚ με το άρθρο 101 παρ.1 Ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20.3.2013), η παραγραφή εν επιδικία πρακτικά περιορίζεται δραστικά , αφού πλέον στη διάταξη του άρθρου 261 παρ.1 ΑΚ ορίζεται ότι η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτόν αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης (οπότε τρέπεται σε 20ετή παραγραφή κατ΄άρθρο 268 ΑΚ) ή την κατ` άλλον τρόπο περάτωση της δίκης (άρθρα 293 επ. ΚΠολΔ) και όχι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, όπως ήταν η προηγούμενη διατύπωση της. Κατ΄ εξαίρεση, η παρ.2 του άρθρου 262 ΑΚ ορίζει ότι, σε περίπτωση αδράνειας των διαδίκων και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης. Σημειώνεται εδώ ότι η καθ΄ οιονδήποτε τρόπο
52 ΑΠ 703/1998, ΠΧ ΜΘ, 237, Εφ.Πατρών 689/1996, ΝοΒ 1996,1046.

53 ΟλΑΠ 21/2003, ΝοΒ 2004, 1176, ΑΠ 617/2010, ΠραξΛογΠΔ 2010,51, ΑΠ 925/2009, ΠΧ Ξ, 226.

54 ΑΠ 617/2010, ο.π, ΑΠ 2702/2008, ΠΧ ΝΘ, 975.

ματαίωση της συζήτησης θεωρείται πλέον (μετά την τροποποίηση του άρθρου 260 παρ.2 ΚΠολΔ με το άρθρο 102 παρ.4 Ν. 4139/2013) ως διαδικαστική πράξη του δικαστηρίου. 55
2γ - Αυτεπάγγελτη ή κατ΄ ένσταση εξέταση της παραγραφής;
Περαιτέρω, από άποψη διαδικασίας, σημαντικό ζήτημα συνιστά, εάν η παραγραφή της αξιώσεως του πολιτικώς ενάγοντος μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το ποινικό δικαστήριο, ή εάν απαιτείται ένσταση (κατ΄ ακριβολογία αυτοτελής ισχυρισμός) του κατηγορούμενου. Η πρόσφατη νομολογία56 δέχεται τη δεύτερη άποψη, ότι δηλαδή απαιτείται να προβληθεί σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορούμενου και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη η παραγραφή της αξίωσης του πολιτικού ενάγοντος αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, ακόμα και αν τα σχετικά πραγματικά περιστατικά προκύπτουν από τον φάκελο της δικογραφίας. Επί πλέον, υποστηρίζεται ότι, εάν η ένσταση παραγραφής δεν έχει προταθεί στο πρωτοβάθμιο ποινικό δικαστήριο, δεν μπορεί το πρώτον να προβληθεί στο δευτεροβάθμιο, παρά μόνο αν έχει προβληθεί με ειδικό λόγο έφεσης, κατ΄ άρθρο 502 παρ.2 ΚΠΔ 57. Η άποψη αυτή στηρίζεται στην υιοθέτηση κανόνων της πολιτικής δίκης, στην οποία ισχύει η αρχή της συζήτησης (άρθρο 166 ΚΠολΔ), καθώς και η διάταξη του άρθρου 277 ΑΚ που ορίζει ότι το δικαστήριο δεν λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη την παραγραφή που δεν έχει προταθεί κατ΄ ένσταση (κατά το άρθρο 262 παρ.1 ΚΠολΔ). Η ποινική δίκη όμως διέπεται από το ανακριτικό σύστημα και σε αυτή εφαρμόζονται οι κανόνες του ΑΚ μόνο για τον προσδιορισμό των προσώπων που νομιμοποιούνται για την άσκηση πολιτικής αγωγής, κατά ρητή παραπομπή του άρθρου 63 ΚΠΔ, οι δε κανόνες της πολιτικής δίκης εφαρμόζονται συμπληρωματικά στην ποινική και μόνο εάν συμβιβάζονται με τους κανόνες που την διέπουν 58. Εξ άλλου, η κατ΄ ένσταση εξέταση της παραγραφής της αξίωσης του πολιτικώς ενάγοντος έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της αυτεπάγγελτης έρευνας απόλυτης ακυρότητας από την παρά το νόμο παράσταση του στην ποινική διαδικασία (άρθρο 171 παρ.2 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς, ορθότερη είναι η πρώτη άποψη, ότι δηλαδή πρέπει η παραγραφή της αξιώσεως του πολιτικώς ενάγοντος να λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το ποινικό δικαστήριο , υπό την προϋπόθεση όμως ότι τα σχετικά πραγματικά περιστατικά έχουν τεθεί υπόψη του καθ΄ οιονδήποτε τρόπο. Αν δεν του έχουν αυτά τεθεί, τότε απαιτείται σχετικός ισχυρισμός του κατηγορούμενου περί παραγραφής της αξίωσης αυτής με την παράθεση των σχετικών στοιχείων 59.
55 Για τα ερμηνευτικά προβλήματα που έχει προκαλέσει η τροποποίηση του άρθρου 261 ΑΚ, βλ. Παπαδοπούλου- Κλαμαρή, σε ΕΠολΔ, 2013, 441 επ.

56 AΠ 116/2010, ΠοινΔικ. 2010,1077.

57 ΑΠ 1310/2011, δημοσ. TNΠ ΝΟΜΟS, ΑΠ 753/2010, ο.π.

58 Ανδρουλάκης , Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 3η έκδοση, σελ.96.

59 Έτσι παλαιότερα, ΟλΑΠ 1282/1992, ΝοΒ 1992,1074, με παρατηρήσεις Αργυρόπουλου, βλ. και Ι. Τσακάλη, ο.π, 344.

3. ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΠΔ ΜΕ ΤΟ ΝΕΟ ΣΧΕΔΙΟ ΚΠΔ
Με το πρόσφατο σχέδιο ΚΠΔ αναγνωρίζεται ο ποινικός χαρακτήρας της πολιτικής αγωγής, αφού με το νέο άρθρο 63 ΚΠΔ δύναται, όποιος υπέστη άμεση και προσωπική βλάβη από το έγκλημα, να παραστεί στο ποινικό δικαστήριο για υποστήριξη της κατηγορίας και ανεξαρτήτως αν η αξίωσή του ικανοποιήθηκε στα πολιτικά δικαστήρια. Δηλαδή με τη ρύθμιση αυτή στο ποινικό δικαστήριο μπορεί να παρασταθεί κάποιος μόνο για να υποστηρίξει την κατηγορία, πράγμα που στο ισχύον δίκαιο επιτρέπεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις που προβλέπονται ειδικά στο νόμο (λ.χ. στο άρθρο 64 παρ.2 ΚΠΔ, ή ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου μετά από έφεση του εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης).
Επί πλέον , κατά το ίδιο άρθρο του Σχεδίου ΚΠΔ (ΣΧΚΠΔ) , μπορεί ο πολιτικώς ενάγων να εισάγει την αξίωση του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης αποκλειστικά στο ποινικό δικαστήριο, (ή αν θέλει μπορεί να την εισάγει αποκλειστικά στο πολιτικό δικαστήριο), ενώ η αξίωση για αποζημίωση από υλικές ζημίες (προφανώς λόγω των σχετικών αποδεικτικών δυσχερειών που παρουσιάζει) δεν μπορεί πλέον να εισαχθεί σε αυτό, αλλά αποκλειστικά στο πολιτικό δικαστήριο. Οι ρυθμίσεις αυτές είναι απλές σε σχέση με τις ισχύουσες και δεν προκαλούν δυσχερή ερμηνευτικά και πρακτικά προβλήματα από την παράλληλη διεξαγωγή δύο δικών, την πολιτική και την ποινική, για την ίδια υπόθεση. Πάντως, ο κανόνας της δυνατότητας παράστασης κάποιου ως πολιτικώς ενάγοντος σε κάθε περίπτωση, μόνο για υποστήριξη της κατηγορίας, καθιστά αυτόν ποινικό ενάγοντα και όχι πολιτικό , αφού αίρεται πλέον ο διφυής χαρακτήρας της πολιτικής αγωγής (αστικός και ποινικός) και υφίσταται πλέον μόνο ο ποινικός χαρακτήρας της και έτσι πλέον αναγνωρίζεται και νομοθετικά η αντιδικία η εκδικητικότητα και το αίσθημα ικανοποίησης της λεγόμενης ιδεατής προσβολής του θύματος στην ποινική δίκη. Κατ΄ εξαίρεση ο διφυής αυτός χαρακτήρας της πολιτικής αγωγής υφίσταται κατά το Σχέδιο ΚΠΔ στην περίπτωση άσκησης στο ποινικό δικαστήριο της αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και ψυχικής οδύνης, κατά την οποία πλέον θα εξετάζεται και το ζήτημα της τυχόν παραγραφής της. Εξ άλλου, το άρθρο 171 αρ.2 ΣΧΚΠΔ είναι όμοιο με το άρθρο 171 παρ.2 ΚΠΔ και η παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία στο ακροατήριο επιφέρει απόλυτη ακυρότητα και συνιστά (όπως κατά την όμοια ισχύουσα ρύθμιση) λόγο αναίρεσης (άρθρο 510 παρ.1 Α ΣΧΚΠΔ).
Περαιτέρω, οι τρόποι δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής παραμένουν οι ίδιοι στην προδικασία (άρθρο 85 ΣΧΚΠΔ, ήτοι στην έγκληση, με ξεχωριστό έγγραφο , ή με δήλωση του παθόντος-μάρτυρα στον ανακριτικό υπάλληλο) και στο ακροατήριο (άρθρο 68 παρ.1 ΣΧΚΠΔ, ήτοι χωρίς έγγραφη προδικασία με δήλωση πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας), ακόμα και με αντιπρόσωπο , με πληρεξούσιο, κατ΄ άρθρο 42 παρ.2 εδ.β,γ ΚΠΔ (άρθρο 86 ΣΧΚΠΔ). Όμοια με την ισχύουσα ρύθμιση υπάρχει και για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής (άρθρο 88 ΣΧΚΠΔ, συνοπτική έκθεση της υπόθεσης και των λόγων στους οποίους στηρίζεται η πολιτική αγωγή) , στην οποία περιλαμβάνεται και η δήλωση αντικλήτου στην έδρα του αρμόδιου δικαστηρίου, αν ο πολιτικώς ενάγων δεν κατοικεί εκεί, με ποινή
Πηγή: Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου - www.esd.gr
ομοίως απαραδέκτου. Επί πλέον στο άρθρο 89 ΣΧΚΠΔ επαναλαμβάνεται η ισχύουσα διάταξη του άρθρου 84 εδ. δ ΚΠΔ ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αδικηθέντος που έχει διορισθεί νόμιμα και έχει γνωστοποιηθεί στην προδικασία ή στο ακροατήριο είναι και αντίκλητος του πολιτικώς ενάγοντος. Οι διατάξεις για τις αντιρρήσεις κατά της πολιτική αγωγής στην προδικασία των άρθρων 85 ,86, 87, 88 παρ.1,2 ΚΠΔ, επαναλαμβάνονται στα άρθρα από 90 έως και 95 ΣΧΚΠΔ. Τέλος, με το σχέδιο ΚΠΔ καταργείται η πρόβλεψη περί αστικώς υπευθύνων (άρθρα 89-95 ΚΠΔ).



Η πολιτική αγωγή στα τροχαία ατυχήματα
Πρακτικά ζητήματα
υπό Αντωνίου Αλαπάντα
Προέδρου Πρωτοδικών Πειραιώς, Δ.Ν.
Σημ. Το παρόν άρθρο αποτέλεσε εισήγηση το 5ο Πανελλήνιο Συνέδριο – Διημερίδα «Το Τροχαίο Ατύχημα – Αστική και Ποινική Ευθύνη των Εμπλεκομένων Μερών», που συνδιοργάνωσε η Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου με τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών - υπό την αιγίδα του, στις 19-20 Σεπτεμβρίου στο συνεδριακό κέντρο Δαϊς, στον Παράδεισο Αμαρουσίου).

------------------------------------

ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη

$
0
0

ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΣΤΙΚΑ - Η πολιτική αγωγή στα τροχαία ατυχήματα  Πρακτικά ζητήματα 

ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ-μία προσπάθεια ενατένισης των τύπων υπό το πρίσμα της ουσίας


Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη...
ΕΙΣΑΓΩΓIKEΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:

 Στα πλαίσια του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου έχει εκφραστεί η αντίληψη ότι σκοπός της ποινικής δίκης είναι η ικανοποίηση της ποινικής αξιώσεως της πολιτείας.Πράγματι, η άποψη αυτή φαίνεται ορθή δεδομένου ότι η ποινή για ένα έγκλημα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η οργανωμένη κοινωνική αντίδραση της οργανωμένης πολιτείας στην προσβολή των εννόμων αγαθών που είτε διακινδύνευσαν είτε υπέστησαν βλάβη από το δράστη.Πολλές φορές όμως συμβαίνει τα έννομα αγαθά να είναι ατομικά ή κρατικά και να ανήκουν σε συγκεκριμένο φορέα φυσικό πρόσωπο ή στο κράτος ως νομικό πρόσωπο (ζωή, σωματική ακεραιότητα, προσωπική ελευθερία, ιδιοκτησία, περιουσία κτλ), ενώ δεν είναι λίγες και οι περιπτώσεις που σε ένα έγκλημα παράλληλα με το προστατευόμενο υπερατομικό έννομο αγαθό που δεν ανήκει σε συγκεκριμένο φορέα, υπάγεται στο βεληνεκές του αδίκου και ένα ατομικό έννομο αγαθό.Η προσβολή όμως των παραπάνω ατομικών εννόμων αγαθών δεν έχει αντίκτυπο μόνο στο θύμα αλλά παράλληλα οδηγεί σε διάβρωση των θεμελίων της κοινωνικής ζωής, σε αποδυνάμωση της αυθεντίας του δικαίου, σε κλονισμό της ασφάλειας και της ελευθερίας των πολιτών. Ως εκ τούτου, η επιβολή ποινής, ακόμη και για ένα έγκλημα κατά ατομικού εννόμου αγαθού παύει να αποτελεί ιδιωτική υπόθεση του θύματος και καθίσταται δημόσια υπόθεση της πολιτείας.
Τίθεται όμως εδώ ένα σημαντικό ερώτημα: Το θύμα του εγκλήματος, αυτό που άμεσα προσβλήθηκε από το έγκλημα, είναι δίκαιο και ορθό να μένει έξω από την όλη ποινική διαδικασία η οποία από την ποινική δίωξη (με εξαίρεση τα κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα) έως και την επιβολή ποινής ανήκει μονοπωλιακά στο κράτος και στα διωκτικά όργανα που δρουν με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον ; Η απάντηση προκύπτει εύκολα από ένα εκ των πολλών σκοπών της επιβολής ποινής, και συγκεκριμένα από την ειδική πρόληψη. Η ικανοποίηση του αδικηθέντος εντάσσεται στην ειδική πρόληψη , στα πλαίσια του σκοπού αποτροπής του εγκληματία από τη διάπραξη νέων εγκλημάτων, βελτίωσης και αναπροσαρμογής του. Εν τέλει δηλαδή έχουμε το σχήμα: “ικανοποίηση του παθόντος προς το συμφέρον του… εγκληματία”.Αρκετές είναι οι διατάξεις οι οποίες αποτυπώνουν στο Ποινικό μας σύστημα τη σημασία της ικανοποιήσεως του παθόντος στα πλαίσια της ειδικής πρόληψης (100 παρ. 1, 3 ΠΚ, 106 παρ. 1 ΠΚ (πριν από την τροποποίηση), 66 παρ. 1 ΠΚ, 77 ΠΚ), 7 με κορυφαία τη διάταξη του άρ. 79 παρ. 2 η οποία αφορά την επιμέτρηση της ποινής. Για την επιμέτρηση λοιπόν παίζει σπουδαίο ρόλο «η επελθούσα εκ του εγκλήματος βλάβη ή ο εκ τούτου προκληθείς κίνδυνος», στοιχεία που δεν αναφέρονται μόνο στις αναφερόμενες στην αντικειμενική υπόσταση συνέπειες από το έγκλημα, δηλαδή στην ένταση και το μέγεθος της προσβολής, αλλά και σε περαιτέρω συνέπειες οι οποίες άμεσα προκαλούνται από το έγκλημα στον παθόντα, σε τρίτους ή στην κοινωνική ολότητα (πχ. αδυναμία ασκήσεως επαγγέλματος, ψυχική οδύνη των στενών συγγενών από θανάτωση ενός προσώπου).
Εξάλλου, το θύμα του εγκλήματος έχει υποστεί διττή βλάβη, η οποία συνίσταται αφενός στην αστική ζημία από την υλική ή την ηθική βλάβη αφετέρου στη βαθύτερη εκείνη βλάβη που προκάλεσε σε αυτό το έγκλημα και που άμεσα αισθάνθηκε πάνω στο σώμα, στην τιμή, στην ελευθερία , στην περιουσία του κτλ. Η μεν πρώτη αποκαθίσταται με την επιδίκαση ορισμένου χρηματικού ποσού, η δεύτερη όμως αποκαθίσταται μόνο με την κήρυξη της ενοχής του δράστη .Από όλα τα παραπάνω λοιπόν συνάγεται ότι είναι άδικο να μη δώσουμε το δικαίωμα στο θύμα να συμπράξει άμεσα προς την κατεύθυνση αυτή, να καταστεί άμεσος παράγοντας και κύριος διάδικος της ποινικής δίκης. Γι’ αυτό ακριβώς και στο δίκαιό μας υπάρχει ο θεσμός της πολιτικής αγωγής στα πλαίσια της ποινικής δίκης που αποτελεί το μέσο διά του οποίου ο παθών από το έγκλημα καθίσταται διάδικος της ποινικής δίκης, εξασφαλισμένος με σειρά δικονομικών δικαιωμάτων που του παρέχει η Ποινική Δικονομία9. Οι επικριτές του θεσμού έκαναν λόγο για νόθευση του δημόσιου χαρακτήρα της ποινικής δίκης και για εν μέρει αναβίωση του πρωτόγονου τρόπου ιδιωτικής δίωξης με την ύπαρξη ενός ιδιωτικού κατηγόρου παράλληλα με την κατηγορούσα αρχή. Τα επιχειρήματά τους όμως καταρρίπτονται αν λάβει κανείς υπόψη του ότι η πολιτική αγωγή δεν έχει μόνο αστική φύση αλλά ταυτόχρονα και ποινική. Έργο του ποινικού δικαστηρίου είναι η πανηγυρική διακήρυξη της ενοχής του κατηγορουμένου, μέρος της οποίας είναι και η αναγνώριση του εγκληματικού αδίκου που πραγματώθηκε σε βάρος του αδικηθέντος. Εξάλλου, η αποκατάσταση του θύματος ενυπάρχει στην ειδική πρόληψη ως σκοπού της ποινής και επιπλέον δε φαίνεται να υφίσταται κάποιος άλλος τρόπος αποκατάστασης εκείνης της «ηθικής» βλάβης του θύματος που έπληξε άμεσα τα έννομα αγαθά του, παρά από τη συμμετοχή του στην ποινική δίκη.Πρακτική δε απόρροια του εν μέρει ποινικού χαρακτήρα της πολιτικής αγωγής αποτελεί το γεγονός ότι ο πολιτικός ενάγων πολύ λίγο ενδιαφέρεται για την αποζημίωση από τη βλάβη ή την αποκατάσταση της πρότερης κατάστασης ή την χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης ή ψυχικής οδύνης, αλλά αντιθέτως έχει ως σκοπό την καταδίκη του κατηγορουμένου και την δικαστική αναγνώριση της ενοχής του.
 Β΄ ΜΕΡΟΣ:
 ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΤΤΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΙΣ ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ – ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΜΕ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ
 1. Επίδραση του διττού χαρακτήρα της πολιτικής αγωγής επί της ουσιαστικής νομιμοποίησης
 Διττός λοιπόν είναι ο χαρακτήρας της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη, τόσο αστικός όσο και ποινικός. Αυτός ο διττός χαρακτήρας, αποτελεί εκείνον τον κατάλληλο ερμηνευτικό οδηγό για την επίλυση διαφόρων ζητημάτων, ιδίως αυτών που αφορούν την νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική δίκη, τόσο την ουσιαστική όσο και την τυπική. Ο τρόπος νομιμοποίησης στα πλαίσια της ελληνικής ποινικής δικονομίας φαίνεται ιδιαίτερα προσκολλημένος στην αστική φύση της πολιτικής αγωγής, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την μετουσίωση εκείνη που η πολιτική αγωγή υφίσταται όταν ενσωματώνεται στην ποινική δίκη και ότι απλά η πολιτική αγωγή αποτελεί έναν «μανδύα»κάτω από τον οποίο κρύβεται η προσπάθεια για την απόδειξη της ενοχής του κατηγορουμένου.
Έτσι, ως προς την ουσιαστική νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας παραπέμπει ολοκληρωτικά στις διατάξεις του Αστικού Δικαίου και δη στη γενική ρήτρα του άρ. 914 ΑΚ, μεταφέροντας την γενικότητα και την ευρύτητα του Αστικού Δικαίου που ασχολείται με τις αποζημιώσεις και τις χρηματικές αποκαταστάσεις στον ευαίσθητο χώρο του Ποινικού Δικαίου και της Ποινικής Δίκης, σε ένα χώρο δηλαδή όπου δεσπόζει ο στιγματισμός και η αντι-προσβολή εννόμων αγαθών του δράστη.
Στο χώρο λοιπόν αυτόν οι ουσιαστικά δικαιούμενοι προς παράσταση πολιτικής αγωγής, ως καθιστάμενοι ιδιώτες κατήγοροι εις βάρος του κατηγορουμένου, θα πρέπει να μην προσδιορίζονται και νομιμοποιούνται αμιγώς με τα ευρέα κριτήρια του Αστικού Δικαίου αλλά ταυτόχρονα και με όρους ουσιαστικού – δικονομικού ποινικού δικαίου οι οποίοι θα αποτελέσουν το «φίλτρο» εκείνο διά του οποίου θα επιλέγονται μόνο όσοι πληρούν τις αστικού χαρακτήρα τιθέμενες εκ του νόμου προϋποθέσεις της νομιμοποίησης, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα του ουσιαστικού και δικονομικού Ποινικού Δικαίου. Έτσι, το κριτήριο της ουσιαστικής νομιμοποίησης, εν ολίγοις, πληρούν μόνον όσοι έχουν υποστεί από το έγκλημα αφενός άμεση ζημία, δηλαδή όσοι εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο της παραβιασθείσας ποινικής διάταξης, εφόσον η τελευταία αποτελεί και το αντικείμενο της συγκεκριμένης κάθε φορά δίκης, αφετέρου προσωπική ζημία, δηλαδή ζημία ευθεία και προσωπική, (όχι ενδιάμεση ούτε κατ’ αντανάκλαση) από το εκδικαζόμενο έγκλημα.
 2. Επίδραση του διττού ποινικού χαρακτήρα της πολιτικής αγωγής επί των διατυπώσεων παράστασης πολιτικής αγωγής
Όπως προαναφέρθηκε, η πολιτική αγωγή εισερχομένη στην ποινική δίκη μετουσιώνεται σε αξίωση με δύο φύσεις αλλά μία υπόσταση. Η μία φύση της επιδιώκει την κήρυξη της ενοχής του κατηγορουμένου, ενώ η άλλη φύση της επιδιώκει την ικανοποίηση αστικών απαιτήσεων, ήτοι της αποκατάστασης της ζημίας ή την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης.
Επομένως, για να μελετήσει κανείς τις διατυπώσεις παράστασης πολιτικής αγωγής, δηλαδή εκείνες τις τυπικές προϋποθέσεις που θα πρέπει να τηρήσει κάποιος ώστε να παραστεί στην ποινική δίκη ως πολιτικώς ενάγων, θα πρέπει να λάβει υπόψη του τα καίρια εκείνα σημεία στα οποία συγκρούονται οι αρχές μεταξύ πολιτικής και ποινικής δίκης. Περαιτέρω, θα πρέπει να ερευνήσει αν και κατά πόσο δύνανται (ή δεν δύνανται) οι επικρατούσες στην πολιτική δίκη αρχές να μεταβάλουν το χαρακτήρα της ποινικής δίκης, δίνοντας στην τελευταία πολιτική χροιά, τουλάχιστον όσον αφορά το σκέλος των μελετώμενων διατυπώσεων παράστασης της πολιτικής αγωγής.
Στην πολιτική δίκη κρατούν μεταξύ άλλων οι αρχές της διαθέσεως του αντικειμένου της διαφοράς, της δέσμευσης του δικαστηρίου από τα αιτήματα των διαδίκων, της εξουσίας διαθέσεως και εξόδου από τη δίκη, του συζητητικού και του συγκεντρωτικού συστήματος. Εν ολίγοις, στην πολιτική δίκη οι διάδικοι είναι αυτοί που έχουν την εξουσία έναρξης, συνέχισης και τερματισμού της δίκης, καθώς και την πρωτοβουλία συλλογής και προσκόμισης στο δικαστήριο του αναγκαίου αποδεικτικού υλικού, ενώ ο δικαστής είναι δέσμιος των αιτημάτων τους, όπως εξάλλου σαφώς προκύπτει από τον αναιρετικό λόγο του άρ. 559 αρ. 11 ΚΠολΔ. Κυριαρχεί δε κατά κανόνα η απαίτηση σαφήνειας, ενώ απορρίπτονται αβίαστα αγωγές, ανταγωγές, αιτήματα, ισχυρισμοί, ενστάσεις και ένδικα μέσα που προβάλλονται με τρόπο αόριστο. Ο τύπος στην πολιτική αγωγή μετατρέπεται, θα έλεγε κανείς, σε ουσία.
Δεν θα ήταν υπερβολή ο ισχυρισμός ότι στον αντίποδα της πολιτικής αγωγής βρίσκεται η ποινική δίκη. Τα θεμελιώδη αιτήματα αυτής είναι αφενός η ανάγκη ανακάλυψης της ουσιαστικής αλήθειαςώστε να ανακαλυφθούν οι τυχόν δράστες, να δοθεί απάντηση στο έγκλημα και να αποκατασταθεί η διασαλευμένη εμπιστοσύνης των πολιτών στην έννομη τάξη διαμέσου μιας ταχείας και αποτελεσματικής διερεύνησης και εκδίκασης της υπόθεσης, αφετέρου η ανάγκη προστασίας του κατηγορουμένου.
Αφού εκθέσαμε το βασικό πλαίσιο τόσο της πολιτικής όσο και της ποινικής δίκης, ας προχωρήσουμε να δούμε από κοντά εάν είναι ορθό να απαιτήσουμε την σχεδόν άκαμπτη τυπικότητα της πολιτικής δίκης και επί των διατυπώσεων παράστασης πολιτικής αγωγής.
Θεμελιώδες αίτημα της ποινικής δίκης είναι η διαρκής αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, από τότε που ο Εισαγγελέας καθ’ οιονδήποτε τρόπο πληροφορείται την τέλεση εγκλήματος μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης. Εάν ο νόμος, ο ερμηνευτής και ο εφαρμοστής αυτού απαιτήσει από τον πολιτικώς ενάγοντα την τήρηση υπερβολικών και άτεγκτων τύπων, που σε τίποτα δεν εξυπηρετούν την αναζήτηση της ουσίας, το πιο πιθανό είναι ότι ο πολιτικός ενάγων ως επί το πλείστον θα αποβάλλεται από την ποινική δίκη επειδή δεν τήρησε καν ή δεν τήρησε δεόντως, έστω και έναν από αυτούς τους ανούσιους τύπους (για τους τύπους που υποκρύπτουν ουσίαδεν τίθεται θέμα προβληματισμού).
Και εδώ ακριβώς τίθεται το κρίσιμο ερώτημα: Eάν ο πολιτικός ενάγων αποβληθεί από την πολιτική αγωγή (επειδή δεν τήρησε κάποιους τύπους – εκείνους που δεν υποκρύπτουν ουσία) υπόκειται σε τρώση πρώτον η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και δεύτερον η προστασία του κατηγορουμένου;
Ως προς την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, ο πολιτικώς ενάγων φαίνεται να διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην ποινική δίκη. Ρόλο ο οποίος δε θα μπορούσε να υποκατασταθεί από την απλή κλήτευση αυτού να καταθέσει απλώς ως μάρτυρας κατηγορίας. Σε τι συνίσταται η συμβολή στον προσανατολισμό του οργάνου που θα τον παραπέμψει σε δίκη (επί της παράστασης στην προδικασία) ή του δικαστηρίου (επί της παράστασης στην κύρια διαδικασία) εκείνου που (εφόσον νομιμοποιείται ουσιαστικά ως αμέσως και προσωπικά παθών ή ζημιωθείς) γνωρίζει «από πρώτο χέρι» την υπόθεση, είναι εύκολο να γίνει αντιληπτό αν συνυπολογιστούν τα εξής:
Πρώτον, ο πολιτικώς ενάγων παρίσταται στις ανακριτικές πράξεις, διατυπώνει ερωτήσεις και παρατηρήσεις και αιτείται την εγγραφή αυτών στις διάφορες εκθέσεις που συντάσσονται επί των ανακριτικών πράξεων (99 ΚΠΔ)
Δεύτερον, υποβάλλει προτάσεις ή αιτήσεις στον ανακριτή και στο δικαστικό συμβούλιο (307 ΚΠΔ)
Τρίτον, διορίζει τεχνικό σύμβουλο αν διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη
Τέταρτον, ζητά την εξαίρεση δικαστικών προσώπων των οποίων η συμμετοχή θα ετίθετο εις βάρος της αλήθειας
Πέμπτον, υποβάλλει έγγραφα προκειμένου να επηρεαστεί η ετυμηγορία του συμβουλίου (309 παρ. 2 ΚΠΔ)
Έκτον, κλητεύει μάρτυρες στο ακροατήριο (326 παρ. 2 ΚΠΔ)
Έβδομον, κάνει ερωτήσεις σε μάρτυρες και παρατηρήσεις επί αναγνωσθέντων εγγράφων (358 ΚΠΔ)
Όγδοον, κατά την απολογία του κατηγορουμένου υποβάλει ερωτήσεις σε αυτόν διά του διευθύνοντος (366 ΚΠΔ)
Ένατον, έχει δικαίωμα να προβάλει απόλυτες και σχετικές ακυρότητες τόσο στην προδικασία όσο και στο ακροατήριο (170 επ.)
Ένατον, αγορεύει επί της ενοχής (369 παρ. 1ΚΠΔ)
Κατόπιν αυτών, δύσκολα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι το θύμα, περιβεβλημένο με την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος (και όχι απλώς του μάρτυρα), δεν συμβάλει στην καθοδήγηση και στον σωστό προσανατολισμό του κατά περίπτωση δικαστικού οργάνου προς αναζήτηση της αλήθειας.
Ως προς την προστασία του κατηγορουμένου από την κρατική αυθαιρεσία, αυτή κατοχυρώνεται πλήρως όχι με την καθιέρωση πλειάδος τύπων που εμποδίζουν την είσοδο του φερομένου ως αμέσως και προσωπικώς ζημιωθέντος στην ποινική δίκη, αλλά ακριβώς με την αποβολή εκείνου που δεν είναι αμέσως και προσωπικά ζημιωθείς, ήτοι με τον εξονυχιστικό έλεγχο της ουσιαστικής νομιμοποίησης, ώστε ο κατηγορούμενος να έχει έναν «άξιο» αντίπαλο και όχι έναν άσχετο τρίτο.
Εάν δηλαδή είναι σημαντικό από όλους εκείνους τους κατά το αστικό δίκαιο δικαιούμενους σε αποζημίωση ή αποκατάσταση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης να επιλέξουμε μόνο αυτούς των οποίων η παρουσία συνάδει με το χώρο της ποινικής δίκης, φαίνεται από την άλλη επιτακτική η ανάγκη να μην υποβάλλουμε τους τελευταίους στην υπερβολική τήρηση τύπων ούτε να απαιτούμε από αυτούς την τήρησή τους κατά γράμμα, στα πλαίσια μιας «δικονομικής τυπολατρίας» και εξεζητημένης ανελαστικότητας. Και εάν μεν θεωρήσουμε τη συμμετοχή του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη ως ένα δικαίωμα που εμπεριέχεται σε αυτό της δικαστικής προστασίας του άρ. 20 παρ. 1 Σ,δεν τίθεται κανένα πρόβλημα από τη θέσπιση δικονομικών προϋποθέσεων, στο μέτρο που οι τελευταίες, εφόσον δεν κονιορτοποιούν το δικαίωμα και δεν το πλήττουν στον πυρήνα του θεωρούνται θεμιτές.Εάν όμως συνεκτιμήσουμε ότι το διφυές αυτό δικαίωμα (αστικού και ποινικού χαρακτήρα) σχετίζεται άμεσα με μια ποινική δίκη, της οποίας τα μέσα και οι στόχοι διαφέρουν ουσιωδώς από δίκες που λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια της πολιτικής διαδικασίας, τότε θα πρέπει από όλους εκείνους τους τύπους να επιλέξουμε μόνον τους συμβατούς με την ποινική διαδικασία.
Όποιος δικονομικός τύπος δεν διαπνέεται από τη ratio των παραπάνω στοιχείων, θα πρέπει να θεωρείται ως ξένο σώμα προς την ποινική δίκη, να αποφεύγεται η νομοθετική του καθιέρωση, ή να καταργείται η τυχόν υπάρχουσα, ειδάλλως ο δικαστής να προβαίνει σε μία τέτοια ερμηνεία της διάταξης ώστε να διαφυλάσσει την ποινική δίκη από τυχόν αυθαίρετες και ασύμβατες με την ποινική διαδικασία νομοθετικές παρεμβάσεις.
Τέτοιοι «τύποι» επί των οποίων πρέπει να ισχύουν οι παραπάνω διαπιστώσεις είναι και ορισμένοι (δηλαδή όχι όλοι) από τους συν-αποτελούντες τις διατυπώσεις παράστασης πολιτικής αγωγής που αφορούν την είσοδο στην ποινική δίκη του πληρούντος το ουσιαστικό κριτήριο νομιμοποίησης ζημιωθέντος. Σε περίπτωση όμως που ο μεν νομοθέτης δε λαμβάνει υπόψη του τον προορισμό και τα αιτήματα μιας ποινικής δίκης ο δε δικαστής είναι αδύνατον να αχθεί σε μια, διά της ερμηνείας, ορθή εφαρμογή των παραπάνω «τύπων» (διότι δε χωρεί εκ των πραγμάτων τέτοια ερμηνεία), (θεωρώ ότι) ο μόνος δρόμος που απομένει είναι η μη εφαρμογή της σχετικής διάταξης ως αντίθετης προς το Σύνταγμα (άρ. 93 παρ. 4 Σ)και συγκεκριμένα προς την παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων η οποία κατά μία άποψη θεμελιώνεται στη γενική αρχή της ισότητας του άρ. 4 παρ. 1 Σ ενώ κατ’ άλλη άποψη αποτελεί περιεχόμενο του δικαιώματος δικαστικής ακρόασης του άρ. 20 Σ το οποίο πρέπει να διανέμεται ισότιμα.
Γενικότερα, η διείσδυση της αρχής της ισότητας των όπλων και στην ποινική δίκη έχει ως αποτέλεσμα την επέκταση και στον πολιτικώς ενάγοντα ενός δικαιώματος που προβλέπεται (όχι αποκλειστικά) για τον κατηγορούμενο. Η εφαρμογή όμως της εν λόγω αρχής στη μελετώμενη περίπτωση, (κατά τη γνώμη μου) μπορεί να ειδωθεί και υπό την έννοια ότι δεν είναι δυνατόν από τη μια η παραχρήμα – άνευ όρων και προϋποθέσεων – απονομή δικαιωμάτων στο πρόσωπο που έχει λάβει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, ενώ η απονομή αντίστοιχων δικαιωμάτων στο πρόσωπο που έχει ουσιαστικά αδικηθεί να περνά από τις «συμπληγάδες πέτρες» τύπων που τίποτε το ουσιαστικό δεν έχουν να προσφέρουν στα πλαίσια των θεμελιωδών αιτημάτων και των αρχών της ποινικής δίκης.
Θα μπορούσε εδώ να αντιτείνει κανείς ότι αφενός αναμφίβολα ο κατηγορούμενος βρίσκεται σε εγγενώς δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τον ζημιωθέντα που σπεύδει να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής, αφετέρου η ισότητα των όπλων (κατά την άποψη που τη θεμελιώνει στο άρ. 4 παρ. 1 Σ) δεν είναι τυπική-αριθμητική αλλά ουσιαστική-αναλογική (στοχεύει δηλαδή σε ίση μεταχείριση ομοίων και διαφορετική μεταχείριση των ανομοίων). Ωστόσο, η προστασία του κατηγορουμένου, όπως και η θεώρηση της ισότητας υπό την ουσιαστική της εκδοχή, διαδραματίζουν ουσιώδη ρόλο ακριβώς στο επίπεδο της ουσιαστικής νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος, και επιβάλλουν στο νομοθέτη, στον ερμηνευτή και στον εφαρμοστή του δικαίου, να επιλέξουν μ ό ν ο ν τους ουσιαστικά αδικηθέντες ως φορείς άξιους απονομής της ιδιότητας και των δικαιωμάτων του πολιτικώς ενάγοντος ώστε να μην εισέρχεται στην ποινική δίκη ο καθένας που κατά τους ισχυρισμούς τουεμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο του παραβιασθέντος και αποτελούντος αντικείμενο της εν λόγω δίκης κανόνα του ποινικού δικαίου. Τα πράγματα όμως (θεωρώ πως) διαφοροποιούνται όταν ο (ήδη κριθείς ως) ουσιαστικά αδικηθείς υποβάλλεται σε κάποιους τύπους ανούσιους. Τέτοιου είδους τύποι δεν είναι σωστό να συνδέονται με την προστασία του κατηγορουμένου και συνακόλουθα η μη εφαρμογή τους λόγω πρόσκρουσης προς την αρχή της ισότητας να αναχαιτίζεται από την συνεκτίμηση της ανάγκης προστασίας του κατηγορουμένου.
Η τελευταία υφίσταται για να αναπτύσσει τη δράση της ακριβώς σε εκείνες τις περιπτώσεις που η μονόπλευρη ρητή απονομή δικαιωμάτων αποκλειστικά στον κατηγορούμενο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αντίθετη προς την ισότητακαι όχι για να δικαιολογεί τη μη απονομή των σύμφυτων με την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος δικαιωμάτων στον ουσιαστικά αδικηθέντα, διά της θέσπισης ανούσιων τύπων, ασύμβατων με την ποινική διαδικασία.
Εν πάση περιπτώσει, (θεωρώ ότι) θα πρέπει να βρεθεί η χρυσή τομή, για κάθε συγκεκριμένο πρόβλημα που ανακύπτει στην πράξη, ανάμεσα στην προστασία του κατηγορουμένου από τη μια μεριά και στο μη παραγκωνισμό της θέσης του ουσιαστικά αδικηθέντος από την άλλη. Πρόκειται πράγματι για δύο αντίρροπα ζητούμενα (αφενός προστασία κατηγορουμένου αφετέρου διευκόλυνση συμμετοχής του φέροντος τις προϋποθέσεις ουσιαστικής νομιμοποίησης αδικηθέντος) που αποτελούν σε τελική ανάλυση επέκταση της θεώρησης του ποινικού δικαίου (ουσιαστικού και δικονομικού) ως «μέτρου προστασίας των εννόμων αγαθών και μέτρου ελευθερίας των πολιτών». Όσο δηλαδή είναι επιτακτική η ανάγκη της πολιτειακής αντίδρασης στο έγκλημα και της αποκατάστασης της εμπιστοσύνης των πολιτών στην έννομη τάξη,άλλο τόσο είναι επιβεβλημένη η διασφάλιση προστασίας του κατηγορουμένου από τυχόν αυθαιρεσίες και η παροχή της δυνατότητας υπεράσπισης του εαυτού του. Ισχύει όμως και το αντίστροφο! Όσο αξίζει κανείς να προστατεύσει τον κατηγορούμενο, άλλο τόσο οφείλει να λάβει υπόψη του ότι στην αντίπερα όχθη βρίσκεται ένας άνθρωπος που αδικήθηκε άμεσα και προσωπικά, ο οποίος αναμένει περαιτέρω και την τυπική του νομιμοποίηση ώστε να εισέλθει στην ποινική δίκη, καθιστάμενος έτσι ως φορέας εκείνου του τμήματος της ποινικής αξιώσεως της πολιτείας που αντιστοιχεί στη δική του βλάβηκαι την αντίστοιχη αξίωσή του για δικαίωση, ένας κύριος συμπράττων στην απάντηση κατά του εγκλήματος.
Αλλά ακόμη και αν κληθεί κανείς να προσδιορίσει κατά το δυνατόν τη «χρυσή τομή» εν προκειμένω (θεωρώ ότι) είναι ακριβώς αυτή: από τη μια προσεκτική οριοθέτηση του κύκλου των προσώπων που δικαιούνται να λάβουν μέρος στην ποινική δίκη ως υφιστάμενοι άμεση και προσωπική ζημία (ουσιαστική νομιμοποίηση), από την άλλη όμως, για όσους πληρούν το πρώτο κριτήριο της ουσιαστικής νομιμοποίησης, μη προσκόλληση σε εκείνους τους τύπους που φαίνονται ανούσιοι.
Ειρήσθω τέλος ότι η θέσπιση από το νομοθέτη και η διατήρηση εξεζητημένων δικονομικών τύπων για τη συμμετοχή του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική δίκη αντιτίθεται και προς της εξασφάλιση εκείνων των προϋποθέσεων που εξασφαλίζουν την έμπρακτη εφαρμογή της αρχής της κατ’ αντιδικίαν διεξαγωγής της ποινικής δίκης, ιδίως στη διαδικασία στο ακροατήριο.
3. αντιπαραβολή ουσιαστικής νομιμοποίησης και διατυπώσεων παράστασης πολιτικής αγωγής
Συμπερασματικά, το δικαστήριο (στο ακροατήριο) ή το συμβούλιο (στην προδικασία) θα πρέπει πρώτα να ελέγξει την ουσιαστική νομιμοποίηση του δηλούντος παράσταση πολιτικής αγωγήςκαι με ιδιαίτερη αυστηρότητα και σχολαστικότητα να ερευνά τη συνδρομή τόσο της άμεσης όσο και της προσωπικής ζημίας ώστε να μην διευρυνθεί υπέρμετρα ο κύκλος των δικαιουμένων σε παράσταση πολιτικής αγωγής. Δεν είναι πρέπον να δίνεται η δυνατότητα συμμετοχής στον ευαίσθητο χώρο της ποινικής δίκης στον «καθένα». Εξάλλου, η συμμετοχή του πολιτικώς ενάγοντα έχει εξαιρετικό χαρακτήρα στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης.
Αφότου όμως το αποφασίζον δικαστικό όργανο πεισθεί ως προς την ουσιαστική νομιμοποίηση, θα πρέπει να διευκολύνει τη συμμετοχή του προσώπου στην ποινική δίκη, προβαίνοντας στον εξής διαχωρισμό: Όσον αφορά εκείνες τις διατυπώσεις παράστασης πολιτικής αγωγής οι οποίες έχουν να προσφέρουν κάτι το ουσιώδες σε σχέση και με τα αιτήματα της ποινικής δίκης, θα πρέπει να τις ερευνά προσεκτικά. Κατά τα άλλα, όσον αφορά εκείνους τους τύπους που διαπνέονται μόνον από τη ratio της αναχαίτισης της εισόδου στην ποινική δίκη, η προσκόλληση και η εμμονή της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας σε αυτούς καταντά πλέον «τυπολατρία». Γι’ αυτό και ο δικαστής, σύμφωνα και με όσα υποστηρίξαμε παραπάνω, θα πρέπει διά της ερμηνείας να τους προσπερνά.Σε καμία δε περίπτωση η Νομολογία δε θα πρέπει, όπως πράγματι συμβαίνει, να προβαίνει σε ερμηνεία που οδηγεί σε διεύρυνση των τύπων που δεν ανταποκρίνονται σε ουσιαστικές αρχές της ποινικής δίκης.
Στον παραπάνω διαχωρισμό φαίνεται να προβαίνει σιωπηρά ακόμη και το ΕΔΔΑ ως προς τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη, εν όψει της υπαγωγής του δηλούντος παράσταση πολιτικής αγωγής θύματος στο προστατευτικό πεδίο του άρ. 6 παρ. 1 εδ. α΄ ΕΣΔΑ ως φορέα αστικής φύσης αξιώσεων.Έτσι, ενώ δέχεται πως και η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη, ως εμπίπτουσα στο άρ. 6 ΕΣΔΑ, θεμιτά υπόκειται σε περιορισμούς διαδικαστικών προϋποθέσεων στα πλαίσια επιβολής από τα κράτη προϋποθέσεων παραδεκτού για κάθε είδους «προσφυγή»,ωστόσο υπήρξαν περιπτώσεις που αγνόησε την προσκόλληση σε τύπους, άλλοτε επικαλούμενο την εθνική Νομολογία, βασιζόμενο και εναρμονιζόμενο με αυτήν, και άλλοτε αγνοώντας παντελώς τα κρατούντα στην Νομολογία ενός κράτους, εν όψει της διαφύλαξης της ουσίας. Σε ένα τέτοιο πνεύμα λοιπόν θα πρέπει να κινείται και ο έλληνας δικαστής, εναρμονιζόμενο με τις επιταγές της ΕΣΔΑ, που κατά το άρ. 28 παρ. 1 Σ υπερισχύει από κάθε άλλη εθνική διάταξη νόμου, όπως αυτή ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ.
Γ΄ ΜΕΡΟΣ
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ
1. Η έννοια «των διατυπώσεων παράστασης πολιτικής αγωγής» ως τμήμα των διαδικαστικών προϋποθέσεων
Ο νομοθέτης, έχοντας ως σημείο εκκίνησης τις προϋποθέσεις και τους όρους νομιμοποίησης του ενάγοντος στην πολιτική διαδικασία, διαμόρφωσε τις ειδικές δικονομικές προϋποθέσειςσυμμετοχής του θύματος στην ποινική δίκη ως πολιτικώς ενάγοντος, οι οποίες σε κάποια σημεία ομοιάζουν ενώ σε άλλα παρεκκλίνουν, είτε ελαφρώς είτε πολύ, από τις αντίστοιχες διαδικαστικές προϋποθέσεις (άρ. 62 επ. ΚΠολΔ) της πολιτικής διαδικασίας.
Ειδικότερα, οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική δίκη είναι οι εξής .
α) η δήλωση παράστασης κατά τις νόμιμες διατυπώσεις
β) η επί της πολιτικής αγωγής δικαιοδοσία και αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων
γ) η ικανότητα προς το είναι διάδικον
δ) η ικανότητα προς το παρίστασθαι σε δικαστήριο και διεξάγειν τη δίκη ιδίω ονόματι
Οι μελετώμενες διατυπώσεις περιλαμβάνονται στο παραπάνω υπό α΄ στοιχείο και αφορούν το χρόνο, τον τρόπο και το περιεχόμενο δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής. Περιγράφονται στα άρ. 83 και 84 για την προδικασία και στο άρ. 68 ΚΠΔ για το ακροατήριο.Βέβαια, στη θεωρία του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου, φαίνεται οι εν λόγω διατυπώσεις να καλούνται κοντολογίς ως «τυπική νομιμοποίηση».Ας ειπωθεί δε ότι η δήλωση παράστασης αποτελεί στο χώρο της ποινικής δίκης το αντίστοιχο του εισαγωγικού τηςπολιτικής δίκης εγγράφου του δικογράφου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
2. Οι επιμέρους διατυπώσεις παράστασης πολιτικής αγωγής
Οι διατυπώσεις της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής μπορούν να διαχωριστούν με κριτήριο το χρόνο, τον τρόπο και το περιεχόμενο της δήλωσης παράστασης τόσο κατά την προδικασία όσο και κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο.
α. διατυπώσεις που αφορούν το χρόνο δήλωσης
αα. Το θεμιτό των διατυπώσεων του χρόνου
Καταρχήν, ας ειπωθεί ότι όλες οι πρoϋποθέσεις που συνέχονται με το χρόνο δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής τόσο κατά την προδικασία όσο και στο ακροατήριο, φαίνονται να εναρμονίζονται πλήρως με τα θεμελιώδη αιτήματα της ποινικής δίκης. Δεν αποτελούν εξεζητημένους όρους, αν ληφθεί υπόψη, πρώτον, η οικονομία της δίκης και η ανάγκη ταχείας διεξαγωγής αυτής, υπό την έννοια ότι το θέμα παράστασης πολιτικής αγωγής, κάποτε, σε κάποιο συγκεκριμένο χρονικό σημείο, θα πρέπει να «κλείσει» και να μη μένει επ’ αόριστον ανοιχτό αν θα παραστεί ή όχι κάποιος ως πολιτικώς ενάγων. Δεύτερον, από τον καθορισμό ενός ασφαλούς χρονικού σημείου μετά το οποίο δεν είναι δυνατή η παράσταση πολιτικής αγωγής, πέρα από την ασφάλεια δικαίου, δημιουργείται και ασφάλεια στον ίδιο τον κατηγορούμενο ο οποίος θα γνωρίζει ως βέβαιο ότι πλέον δε θα έχει πέρα από την κατηγορούσα αρχή να αντιμετωπίσει και έναν «ιδιώτη κατήγορο». Τρίτον, η απαίτηση του νομοθέτη να δηλώνει εντός συγκεκριμένης προθεσμίας την παράστασή του δεν αντιτίθεται ούτε και προς το δικαίωμα της ισότητας των όπλων, δεδομένου ότι και ο ίδιος ο κατηγορούμενος, του οποίου τα δικαιώματα κυρίως τρώσκονται στην ποινική δίκη, έχει σε ορισμένες περιπτώσεις συγκεκριμένα χρονικά περιθώρια να αμυνθεί.
ββ. Ο χρόνος δήλωσης κατά την προδικασία
Ως προς το χρόνο κατά την προδικασία, η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, όπως προκύπτει από το άρ. 83 παρ. 1 ΚΠΔ, που παραπέμπει στο άρ. 308 ΚΠΔ, μπορεί να υποβληθεί μέχρι το πέρας της ανάκρισης. Ωστόσο ως πέρας της ανάκρισης νοείται τόσο η τυπική, δηλαδή η γνωστοποίηση του ανακριτή προς τους διαδίκους της ολοκλήρωσης των οικείων εργασιών ανάκρισηςόσο και η ουσιαστική, ήτοι η έκδοση Πρωτόδικου βουλεύματος από το Συμβούλιο, και ως εκ τούτου φαίνεται να προκύπτει προβληματισμός περί του ακριβούς καταληκτικού χρονικού σημείου δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής.
Ειδικότερα, εάν το τελειωτικό χρονικό σημείο δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής δεχτούμε ότι είναι η τυπική περάτωση της ανάκρισης, συρρικνώνεται κατά πολύ ο χρόνος παράστασης πολιτικής αγωγής, δεδομένου ότι μετά την τυπική περάτωση, ο δηλώσας παράσταση στερείται του δικαιώματος επανάληψης τυχόν λανθασμένης δήλωσής του, είτε απεβλήθη (διά της έκδοσης βουλεύματος) μέχρι και την τυπική περάτωση, είτε μετά από αυτήν. Τα πράγματα θα έχουν διαφορετικά, εάν η προθεσμία γίνει δεκτό ότι επεκτείνεται μέχρι την έκδοση οριστικού βουλεύματος, δεδομένου ότι τυχόν αποβολή της πολιτικής αγωγής διά αμετακλήτουπαρεμπίπτοντος βουλεύματος, σε τίποτα δεν κωλύει τον πολιτικώς ενάγοντα να επαναλάβει ορθώς τη δήλωσή του, πάντως πριν από την έκδοση οριστικού βουλεύματος.
Ο νομοθέτης φαίνεται να εννοούσε την ουσιαστική περάτωση (άποψη απόλυτα κρατούσα σε θεωρία και Νομολογία) όπως προκύπτει από το (σήμερα καταργημένο) άρ. 480 παρ. 2 κατά το οποίο ο πολιτικώς ενάγων είχε δικαίωμα έφεσης κατά των απαλλακτικών βουλευμάτων «αν πριν από την έκδοση του βουλεύματος δήλωσε ότι παρίσταται με την ιδιότητά του αυτή και δεν έχει αποβληθεί». Έτσι, ακόμα κι αν ο δηλώσας παράσταση αποβλήθηκε με (παρεμπίπτον) βούλευμα που εκδόθηκε μέχρι την ουσιαστική περάτωση, εν συνεχεία μπορεί να επαναλάβει σωστά την δήλωσή του και επομένως να ασκήσει και το προβλεπόμενο στο άρ. 309 παρ. 2 εδ. στ΄ δικαίωμα κάθε διαδίκου να επηρεάσει την επικείμενη ετυμηγορία του συμβουλίου με την υποβολή εγγράφων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων προς το συμβούλιο, πράγμα που θα ήταν αδύνατον σε περίπτωση που καταληκτικό σημείο της νομιμοποίησης πολιτικής αγωγής ήταν η τυπική περάτωση της ανάκρισης.Περαιτέρω, γίνεται σαφώς δεκτό (με βάση και τη γραμματική διατύπωση του καταργημένου άρ. 480 παρ 2 ΚΠΔ) ότι απώτερο χρονικό σημείο είναι η έκδοση του πρωτοβάθμιου βουλεύματος, και ειδικότερα η υπογραφή του, αμέσως μετά την καθαρογραφή, από τον προεδρεύοντα δικαστή και το γραμματέα, και όχι η επίδοσή του.
Περαιτέρω, για τα εγκλήματα που η περάτωση της κύριας ανάκρισης λαμβάνει χώρα με έκδοση Βουλεύματος Συμβουλίου Εφετών (άρ. 308 εδ. γ΄), η έκδοση αυτού του Βουλεύματος είναι το απώτατο χρονικό σημείο της δήλωσης παράστασης Πολιτικής αγωγής, ενώ όταν η παραπομπή πραγματοποιείται με απευθείας κλήση (όπως συμβαίνει στην ευθύτατη παραπομπή, στην προανάκριση –άρ. 245 παρ. 1 ΚΠΔ ή στην ανάκριση που περατώνεται με απευθείας κλήση : άρ. 308 παρ. 3, 308 Α παρ. 2) το χρονικό όριο είναι η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος.Επίσης, σε περίπτωση που εξεδόθη σε πρώτο βαθμό βούλευμα που διατάσσει περαιτέρω ανάκριση, είναι δυνατή η δήλωση παράστασης κατά το νέο αυτό στάδιο της ανάκρισης. Τίθεται ζήτημα όμως αν συμβαίνει το ίδιο και σε περίπτωση που το Συμβούλιο εφετών, κρίνοντας σε δεύτερο βαθμό κατόπιν έφεσης κατά του πρωτοβάθμιου βουλεύματος, διατάσσει περαιτέρω ανάκριση. Κάποιοι συγγραφείς, όπως και η Νομολογία, δέχονται αυτή τη δυνατότητα με το επιχείρημα της συνέχισης της ανακριτικής διαδικασίας και συνακόλουθα παρέκτασης της τασσόμενης περί νομιμοποίησης προθεσμίας, ενώ άλλοι την απορρίπτουν στηριζόμενοι (μεταξύ άλλων) πρώτον στη γραμματική διατύπωση του άρ. 83 παρ. 1 εδ. α΄ΚΠΔ το οποίο παραπέμπει μόνο στο άρ. 308 ΚΠΔ και όχι στο άρ. 318 ΚΠΔ, υποδεικνύοντας έτσι ως κρίσιμο γεγονός την έκδοση του πρωτοβάθμιου αποκλειστικά οριστικού βουλεύματος, δεύτερον στο γεγονός ότι η διάταξη από το δευτεροβάθμιο συμβούλιο εφετών περαιτέρω ανάκρισης επιφέρει μάλλον κατά κυριολεξία αναβίωση της ήδη ουσιαστικά, με την έκδοση του πρωτοβάθμιου βουλεύματος, τερματισθείσας ανάκρισης, παρά συνέχισή της, και επομένως δεν είναι δυνατόν να παρατείνει μια ήδη ανενεργό προθεσμίας, και τρίτον σε δικαιοπολιτικά επιχειρήματα όπως η έκθεση της ποινικής δίκης σε κίνδυνο επικίνδυνων παλινωδιών, με κύριο αποδέκτη τον ίδιο τον κατηγορούμενο ο οποίος ενώ με την ουσιαστική περάτωση της ανάκρισης είχε αποκτήσει την εύλογη πεποίθηση αναφορικά με την απουσία αντιδικίας, τώρααιφνιδιάζεται αποκτώντας ξαφνικά, χωρίς να συντρέχει εύλογος λόγος, έναν ακόμη κατήγορο. Η δεύτερη άποψη φαίνεται να έχει σαφώς ένα πλήρες, οργανωμένο και πειστικότερο πλέγμα επιχειρημάτων. Συν τοις άλλοις συνάδει απολύτως με τα ουσιώδη αιτήματα της ποινικής δίκης, δηλαδή τόσο με την επιτάχυνση της δίκης η οποία κάποτε μάλιστα πρέπει να τερματιστεί και άρα δεν μπορεί το θέμα της νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος να παραμένει επ’ αόριστον εκκρεμές όσο και με την προστασία, κατά τα προεκτεθέντα, του κατηγορουμένου.
β.διατυπώσεις που αφορούν το χρόνο δήλωσης στο ακροατήριο
Ως προς το ακροατήριο, το απώτατο χρονικό σημείο της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής είναι η έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας (άρ. 6 παρ. 2 ΚΠΔ), η οποία λαμβάνει χώρα με την εξέταση μάρτυρα ή τη διεξαγωγή άλλης αποδείξεως π.χ. ανάγνωση εγγράφου (συνδυασμός άρθρων 339, 343, 350 ΚΠΔ). Το άρ. 68 παρ. 1 αναφέρεται σαφώς στη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ωστόσο στην πράξη ανακύπτουν πολλαπλά ζητήματα τα οποία θα μελετήσουμε στη συνέχεια.
Πρώτον, αυτός ο οποίος νομιμοποιήθηκε ως πολιτικών ενάγων κατά την προδικασία και δεν αποβλήθηκε είναι υποχρεωμένος κατά την διαδικασία στο ακροατήριο να επαναλάβει τη σχετική δήλωση και αν ναι μέχρι ποίου σημείου. Δεύτερον, είναι δυνατόν να δηλωθεί παράσταση πολιτικής αγωγής το πρώτον κατά την μετ΄ αναβολή δίκη και να γίνει αυτή δεκτή; Τρίτον, είναι δυνατόν να δηλωθεί παράσταση πολιτικής αγωγής το πρώτον κατά την δίκη ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, μετά από διαπίστωση αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή μετά από την παραπομπή του άρ. 136 ΚΠΔ; Tέταρτον, είναι δυνατόν να δηλωθεί παράσταση πολιτικής αγωγής το πρώτον κατά την δίκη κατόπιν ευδοκίμησης αίτησης ακύρωσης διαδικασίας (341 ΚΠΔ) ή απόφασης (430 ΚΠΔ); Πέμπτον, όταν έχει λάβει χώρα αναβολή και ενώ έχει ήδη δηλωθεί η παράσταση κατά τη δίκη προ της αναβολής, είναι υποχρεωμένος ο πολιτικός ενάγων να δηλώσει ξανά την παράστασή του και αν ναι μέχρι ποίου σημείου; Έκτον, είναι δυνατόν να δηλωθεί το πρώτον παράσταση πολιτικής αγωγής κατά την εκδίκαση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό εφόσον ο δηλών παράσταση πολιτικής αγωγής δεν παραστάθηκε ως πολιτικώς ενάγων στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση; Εβδομον, ο πολιτικώς ενάγων που νομιμοποιήθηκε κατά τη διαδικασία στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι υποχρεωμένος να την επαναλάβει και στο δευτεροβάθμιο και μέχρι ποίου σημείου; Και, τέλος, όγδοον, θα ερευνηθεί το ζήτημα της δυνατότητας παράστασης πολιτικής αγωγής από το θύμα κατά τη συζήτηση που αφορά διόρθωση ή συμπλήρωση δικαστικής απόφασης κατ’ άρ. 145 ΚΠΔ.
Ως προς το πρώτο ζήτημα, γίνεται ορθά δεκτό ότι το άρ. 68 έχει τεθεί για την περίπτωση που κάποιος είτε δεν προέβη σε δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στην προδικασία είτε προέβη αλλά αποβλήθηκε. Εάν αντιθέτως παρέστη κατά την προδικασία και δεν αποβλήθηκε, τότε η δήλωση στο ακροατήριο έχει διαπιστωτικό χαρακτήρα και συνιστά απλώς πιστοποίηση, όπως συνάγεται και από το άρ. 343 εδ. α΄ υποεδ. α΄. Η νομιμοποίηση που έλαβε χώρα κατά την προδικασία ισχύει και ενώπιον του ακροατηρίου, επομένως είναι περιττό ο ήδη πολιτικώς ενάγων να επαναδιατυπώνει τη δήλωση παράστασης με κάθε λεπτομέρεια, εφόσον το έπραξε ήδη κατά την προδικασία. Αρκεί, αλλά και είναι αναγκαία, η αποσαφήνιση του θύματος ότι εξακολουθεί να μετέχει ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική δίκη. Πλην όμως η δήλωση δεν υπάγεται εδώ στα πλαίσια του άρ. 68 ΚΠΔ παρά μόνον στα πλαίσια του άρ. 343 εδ. α΄ υποεδ. α΄.Ως προς το δεύτερο ζήτημα, νομοθετικά υφίσταται η διάταξη του άρ. 68 παρ. 3 εδ. β΄ η οποία με μια πρώτη πρόχειρη ανάγνωση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πάντοτε είναι δυνατή η δήλωση το πρώτον στη μετ’ αναβολή δίκη.
Ωστόσο, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι όταν η αναβολή της υπόθεσης λαμβάνει χώρα για κρείσσονες αποδείξεις, πράγμα που σημαίνει ότι ήδη η αποδεικτική διαδικασία έχει ξεκινήσει, και άρα το τασσόμενο χρονικό όριο του άρ. 68 παρ. 2 ΚΠΔ παρήλθε, για να παραστεί νομίμως ο πολιτικώς ενάγων κατά τη νέα συζήτηση πρέπει ήδη να έχει νομιμοποιηθεί πριν από την αναβολή της συζήτησης, όπως συνάγεται και από την προσεκτική διατύπωση του άρ. 68 παρ. 3 εδ. β΄ που αναφέρεται όχι στην άσκηση αλλά στην κατά την (για οποιοδήποτε λόγο) μετ’ αναβολή συζήτηση υποστήριξη (της ήδη ασκηθείσας)δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής. Όμως οι υποστηρικτές της πρώτης άποψης, μεταξύ άλλων επιστρατεύουν ως επιχείρημα και την επανεκδίκαση της υπόθεσης εξ’ αρχής και ολοκληρωτικά στη μετ’ αναβολή δικάσιμο σε κάθε περίπτωση. Επ’ αυτού θα έλεγε κανείς ότι η παραπάνω άποψη συνδέει απλώς την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας με την αναμενόμενη νέα συζήτηση και μόνον, ενώ εδώ χρήζει έρευνας το αν η προηγηθείσα επεξεργασία των αποδείξεων συνιστά για την επικείμενη συζήτηση μια παράμετρο υπολογίσιμη ή αδιάφορη. Στο μέτρο λοιπόν που οι κρείσσονες αποδείξεις εισφέρουν απλά συμπλήρωση ή επανόρθωση σε τυχόν ατέλειες των αποδείξεων που προηγήθηκαν, οι τελευταίες «πρέπει να εκληφθούν ως κεκτημένη υποδομή, λειτουργικά αλληλένδετη και αξιολογικά συνεκτιμητέα με τα προσκομιζόμενα το πρώτον στο ακροατήριο στοιχεία».
Ας διευκρινισθεί επίσης ότι όταν η αναβολή έλαβε χώρα για άλλο λόγο πλην των κρεισσόνων αποδείξεων και επιπλέον δεν έχει καν ξεκινήσει η αποδεικτική διαδικασία, παραδεκτά προβάλλεται η δήλωση παράστασης το πρώτον. Φαίνεται τέλος αυτονόητο ότι επιτρέπεται το πρώτον η δήλωση όταν η αναβολή έλαβε χώρα για κρείσσονες αποδείξεις, πλην όμως δεν ξεκίνησε καν η αποδεικτική διαδικασία πριν από την αναβολή.
Για να απαντήσουμε στο τρίτο ερώτημα (θεωρώ ότι) θα πρέπει πρώτα να λάβουμε υπόψη μας ότι τέτοιο ζήτημα τίθεται πρώτον, όταν από την συζήτηση προέκυψε η αναρμοδιότητα (δηλαδή σαφώς μετά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας) ενώ το έγκλημα ανήκε σε αρμοδιότητα ανώτερου δικαστηρίου (119 παρ. 2 ΚΠΔ)και δεύτερον, όταν η αναρμοδιότητα προέκυψε πριν από τη συζήτηση.
Το ζήτημα (θεωρώ ότι) θα επιλυθεί ως ακολούθως: Eάν στο αναρμόδιο δικαστήριο που παρέπεμψε είχε ήδη ξεκινήσει η αποδεικτική διαδικασία, θα αποκλειστεί μάλλον η δυνατότητα νέας δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής, δεδομένου του ενιαίου και αδιάσπαστου της αποδεικτικής διαδικασίας, (όπως έγινε δεκτό και για την περίπτωση της αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις)
Εάν όμως, παρά την παρέλευση του κρίσιμου αυτού χρονικού σημείου, μπορούν να υπάρχουν παράγοντες τέτοιοι που αποκλείουν αυτόν τον ενιαίο και αδιάσπαστο χαρακτήρα, τότε φαίνεται εφικτή η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στο δικαστήριο μετά την παραπομπή. Τέτοια περίπτωση σαφώς συντρέχει όταν λαμβάνει χώρα ολική επαναφορά της υπόθεσης από τη διαδικασία στο ακροατήριο στο στάδιο της προδικασίας, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που έχουμε αλλαγή δικαιοδοσίας (όταν για παράδειγμα ως αρμόδιο κρίνεται το στρατιωτικό δικαστήριο) ή στην περίπτωση που καθ’ ύλην αναρμόδιο δικαστήριο ήταν το μονομελές πλημμελειοδικείο ή το πταισματοδικείο (120 παρ. 3 ΚΠΔ). Εν προκειμένω, θα φαινόταν κάπως υπερβολικό να θεωρήσει κανείς ότι και σε μια τέτοια περίπτωση νοείται και διατηρείται διατηρηθεί το αδιάσπαστο και ενιαίο ανάμεσα σε αποδεικτική διαδικασία προ και μετά την παραπομπή.
Στην περίπτωση της κατά τόπον αναρμοδιότητας, δε φαίνεται να υφίσταται πρόβλημα χρονικά παραδεκτής δήλωσης της πολιτικής αγωγής σε περίπτωση που το δικαστήριο διαπιστώσει αυτή και παραπέμψει στο τοπικά αρμόδιο πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Το πρόβλημα όμως υφίσταται, εάν το δικαστήριο επιφυλαχθεί να αποφασίσει αργότερα, με βάση τις αποδείξεις. Θεωρώ πως στην συγκεκριμένη περίπτωση, εφόσον οι αποδείξεις αφορούν κατά κύριο λόγο την κατά τόπον αρμοδιότητα και δεν επεκτείνονται επί της ουσίας της υπόθεσης, χωρεί το πρώτον πολιτική αγωγή στο δικαστήριο μετά την παραπομπή διότι δεν ξεκίνησε επί της ουσίας η αποδεικτική διαδικασία.
Ως προς το τέταρτο ερώτημα λεκτέα τα εξής: O ζημιωθείς που κατά την συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η ερήμην του κατηγορουμένου καταδικαστική απόφαση είτε είχε δηλώσει (68 παρ. 2 ΚΠΔ) είτε είχε επαναδιατυπώσει (343 εδ. α΄ ΚΠΔ) δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής προ της ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας μπορεί σαφώς να παραστεί νόμιμα και κατά τη νέα συζήτηση της υπόθεσης. Πρόβλημα τίθεται σε περίπτωση που ο ζημιωθείς το πρώτον δηλώνει παράσταση του άρ. 68 ΚΠΔ κατά τη νέα συζήτηση. Οι υποστηρικτές της καταφατικής τοποθέτησης επικαλούνται την αναλογική εφαρμογή του άρ. 68 παρ. 3 εδ. β΄, παραβλέποντας αφενός την διατύπωση του νόμου περί υποστήριξης (της ήδη ασκηθείσας) παράστασης πολιτικής αγωγής αφετέρου ότι κρίσιμο στοιχείο εδώ αποτελεί, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω για την αναβολή, το υπολογίσιμο ή το αδιάφορο των αποδεικτικών στοιχείων και της επεξεργασίας τους που έλαβαν χώρα κατά την ερήμην του κατηγορουμένου συζήτηση. Και ως προς τα τελευταία, κάθε άλλο παρά αδιάφορη είναι η προδιανυθείσα αποδεικτική διαδικασία, διότι με την αίτηση ακύρωσης αποφάσεως ή διαδικασίας το μόνο που επέρχεται μεν άρσης της νομικής υπόστασης των ερήμην εκδοθεισών δικαιοδοτικών κρίσεων αλλά παράλληλα παραμένει ισχυρή η ήδη διανυθείσα αποδεικτική διαδικασία, χωρίς να περιθωριοποιείται, και επομένως βρίσκεται, όπως συμβαίνει και με την αναβολή για κρείσσονες αποδείξεις, σε αδιάσπαστη ενότητα με την επακολουθούσα κατά τη νέα συζήτηση. Το σπουδαιότερο όμως επιχείρημα προκύπτει και από την ιδιομορφία της αιτήσεως ακυρώσεως διαδικασίας (341 ΚΠΔ) και αποφάσεως (430 ΚΠΔ) ως ενδίκων βοηθημάτων που ναι μεν δεν ανήκουν τυπικά στα ένδικα μέσα ούτε και επιρρίπτουν σφάλμα στην προεκδοθείσα απόφαση, πλην όμως, στο μέτρο που αποσκοπούν σε επανεκτίμηση μιας κατάστασης, διέπονται από τους γενικούς ορισμούς των άρ. 462 επ. ΚΠΔ. Ως εκ τούτου υπόκεινται στην αρχή
της μη χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου, πράγμα το οποίο αναντίρρητα επιφέρει η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής το πρώτον κατά την νέα, μετά την ευδοκίμηση της αίτησης των άρ, 341 και 430 ΚΠΔ, συζήτηση της υπόθεσης.Περαιτέρω, ορθό φαίνεται και στην περίπτωση δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση της ίδιας της αίτησης των άρ. 341 και 430 ΚΠΔ να δοθεί ομόρροπη με τα αμέσως προηγηθέντα λύση.
Για την απάντηση στο πέμπτο ερώτημα που θέσαμε είναι ορθό να ακολουθήσει κανείς την ίδια συλλογιστική που δεν απαιτεί εκ νέου νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος όταν αυτός ήδη νομιμοποιήθηκε κατά την προδικασία. Έτσι, αρκεί (πολλώ μάλλον) εδώ απλώς μια διαπίστωση, πιστοποίηση και επαλήθευση της ήδη δηλωθείσας παράστασης στα πλαίσια του άρ. 343 εδ. α΄ υποεδ. α΄. Εξάλλου είναι σαφής η νομοθετική διατύπωση περί απλής υποστήριξης (και όχι εκ νέου άσκησης) της ήδη ασκηθείσας παράστασης πολιτικής αγωγής, για οποιοδήποτε λόγο κι αν έχει λάβει χώρα η
αναβολή. Κατόπιν αυτών (θεωρώ πως) είναι λανθασμένη η αντίληψη που έχει
διατυπωθεί από τη Νομολογία πως η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής όταν επαναλαμβάνεται στη μετ’ αναβολή δίκη πρέπει να περιέχει όλα τα κατά νόμον απαιτούμενα στοιχεία. Πάντως, ένα ακόμα επιχείρημα που θα μπορούσε να επιστρατευθεί ιδίως για την περίπτωση αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις είναι ότι δεν απαιτείται στη μετ’ αναβολή συζήτηση εκ νέου άσκηση παράστασης πολιτικής αγωγής με όλους τους νόμιμους τύπους, με την ίδια ακριβώς ratio που αποκλείεται το πρώτον η δήλωση παράστασης δεδομένης της προηγηθείσας έναρξης αποδεικτικής διαδικασίας σε συνδυασμό και με τον ενιαίο και αδιάσπαστο χαρακτήρα ήδη προηγηθείσας αφενός και ακολουθούσας αποδεικτικής διαδικασίας αφετέρου.
Ως προς το έκτο ζήτημα, σύσσωμη η θεωρία και Νομολογία θεωρούν πως η δήλωση παράστασης το πρώτον στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο αποκλείεται καθώς αντιβαίνει εμμέσως στη βασική αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου στα ένδικα μέσα, η οποία είναι δυνατόν να επέλθει εξαιτίας της πιθανότητας επιδίκασης αποζημίωσης. Εξάλλου, επιβαρύνεται και δικονομικά η θέση του κατηγορουμένου, καθώς ο κατηγορούμενος αποκτά έναν επιπλέον κατήγορο που μάχεται «μανιωδώς» υπέρ της ενοχής του. Συνεπώς, σωστά η Νομολογία αποκλείει στο παραπάνω χρονικό σημείο το πρώτον δήλωση παράστασης Πολιτικής Αγωγής. Ειρήσθω δε ότι ίδιας αντιμετώπισης θα πρέπει να τύχει και η περίπτωση του πρωτοδίκως αποβληθέντος πολιτικώς ενάγοντος ο οποίος επανέρχεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο καθώς και του ήδη παραστάντος κατά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο πολιτικώς ενάγοντος, υπό διαφορετική ιδιότητα όμως αυτή τη φορά. Ας σημειωθεί όμως ότι πρoϋπόθεση για την εφαρμογή της απαγόρευσης της nonreformationinpejus αποτελεί η άσκηση ενδίκου μέσου εναντίον καταδικαστικής απόφασης από τον ίδιο τον κατηγορούμενο ή από άλλο δικαιούμενο πρόσωπο υπέρ αυτού (470 ΚΠΔ).
Συντρεχόντων λοιπόν των όρων του 470 ΚΠΔ, στην απαγόρευση της χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου θεμελιώνεται περαιτέρω και η αδυναμία παράστασης πολιτικής αγωγής το πρώτον τόσο ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά τη συζήτηση αναίρεσηςόσο και στο δικαστήριο της παραπομπής μετά από ευδοκίμηση ασκηθείσας αναίρεσης, είτε πρωτοβάθμιο (εφόσον η αναίρεση ασκήθηκε κατά ανέκκλητης πρωτόδικης απόφασης) είτε δευτεροβάθμιο.Αποκλείεται επιπλέον με την ίδια σκέψη (σε περίπτωση συνδρομής των όρων του 470 ΚΔ) και η δήλωση το πρώτον παράστασης πολιτικής αγωγής τόσο κατά τη συζήτηση αίτησης επανάληψης της διαδικασίαςόσο και ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας το οποίο επελήφθη εκ νέου της υπόθεσης, εφόσον έγινε δεκτή η αίτηση επανάληψης από το δικαστικό συμβούλιο. Και για τις δύο αυτές περιπτώσεις θα ήταν αντιφατικό από τη μια να προβλέπεται η εν λόγω ειδική διαδικασία προς το συμφέρον του κατηγορουμένου και από την άλλη να είναι δυνατή η χειροτέρευση της θέσης του. Εξάλλου, καίτοι η επανάληψη της διαδικασίας είναι ένδικο βοήθημα και όχι ένδικο μέσο, είναι δυνατόν να συναχθεί, σε συνδυασμό και με την αρχή της εν γένει προστασίας του κατηγορουμένου, η αναλογική εφαρμογή αρχών των ενδίκων μέσων.Ειδικότερα δε για την περίπτωση της ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας εκ νέου διαδικασία, ρητά προβλέπεται, προς αποφυγή διχογνωμιών, η μη ισχύς της nonreformationinpejus (530 παρ. 2 εδ. ε΄ΚΠΔ).Εάν λοιπόν ρητά προβλέπεται για την περίπτωση αυτή, δε φαίνεται ορθό να αρνηθεί κανείς την αναλογική εφαρμογή της ίδιας ρύθμισης και επί της συζήτησης της αίτησης.
Είναι περαιτέρω δύσκολη η αντιμετώπιση του ζητήματος που το θύμα δηλώνει το πρώτον παράσταση πολιτικής αγωγής σε περίπτωση εκδίκασης ενδίκου μέσου κατά το οποίο δεν ισχύει η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου, όπως για παράδειγμα σε περίπτωση έφεσης από τον κατηγορούμενο κατά καταδικαστικής απόφασης και άσκησης αντίθετης έφεσης από τον εισαγγελέα ή από τον πολιτικώς ενάγοντα (σε περίπτωση δηλαδή που ήδη κατά την δίκη σε πρώτο βαθμό υπήρχε παράσταση πολιτικής αγωγής και τώρα κατά τη συζήτηση σε δεύτερο βαθμό, σπεύδει και άλλο πρόσωπο να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής) ή σε περίπτωση έφεσης από τον εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης (εδώ βέβαια η πολιτική αγωγή μόνο προς υποστήριξη της κατηγορίας νοείται) ή σε περίπτωση άσκησης αναίρεσης (και) από τον εισαγγελέα εις βάρος του κατηγορουμένουή σε περίπτωση υποβολής αίτησης επανάληψης της διαδικασίας από τον εισαγγελέα σε περίπτωση αθωωτικής απόφασης (526 παρ. 2). Η θέση που θα λάβει κανείς επί του ζητήματος αυτού εξαρτάται πλήρως από το αν θα λάβει υπόψη του, ιδίως στις περιπτώσεις της έφεσης, το ότι η υπόθεση συζητείται από την αρχή και ολοκληρωτικά, ή αν θα ενστερνιστεί εκείνη την ερμηνευτική εκδοχή που κάνει λόγο για αλληλένδετο
της προηγηθείσας και της νυν αποδεικτικής διαδικασίας εξαιτίας της συνεκτίμησης και μη ακύρωσης των όσων αποδεικτικών στοιχείων διημείφθησαν και αποτυπώθηκαν κατά την πρωτόδικη κρίση. Ορθότερη φαίνεται η άποψη που θα αρνούνταν και εδώ την δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής το πρώτον και σε αυτές τις περιπτώσεις, εν όψει της (κατά τη γνώμη μας) πλήρους αποκοπής του συνεκτικού δεσμού της δήλωσης, ιδίως στις περιπτώσεις της αναίρεσηςκαι της επανάληψης της διαδικασίας, με το καταληκτικό όριο της εκ του άρ. 68 παρ. 2 ΚΠΔ τασσομένης προθεσμίας, αλλά και στα πλαίσια της άποψης που ήδη εκφράσαμε για σχετικά γρήγορη εκκαθάριση (από άποψη χρόνου) του θέματος της ένταξης του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη.
Τέλος, ως προς το έβδομο ζήτημα που θέσαμε, η Νομολογία ορθά φαίνεται να μην θεωρεί απαραίτητη την επανάληψη της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο που έλαβε χώρα νομότυπα και έγινε δεκτή στο πρωτοβάθμιο. Πράγματι, για την συζήτηση της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δε φαίνεται να υφίσταται αντίστοιχη διάταξη με αυτή του άρ. 343 εδ. α΄, ενώ υπέρ της άποψης της Νομολογίας συνηγορεί (κατά την άποψή μου) και το άρ. 500 ΚΠΔ που επιβάλλει την κλήτευση όλων των διαδίκων που παραστάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, άρα και του πολιτικώς ενάγοντα. Ειρήσθω όμως ότι τα παραπάνω ισχύουν υπό τον όρο της μη μεταβολής του είδους της αιτουμένης ικανοποίησης, ενώ απλή ανατίμηση του αιτουμένου ποσού δε δημιουργεί πρόβλημα, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, παραβλέποντας το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων, επιδικάσει το τυχόν αυξημένο αιτούμενο κονδύλιο, υποπίπτοντας έτσι σε υπέρβαση εξουσίας. Περαιτέρω, υπάρχουν και αποφάσεις που σε περίπτωση επανάληψης δήλωσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο καθιστούν σαφές ότι δεν απαιτούν η νέα δήλωση, όταν επαναλαμβάνεται να περιέχει όλα τα κατά νόμον απαιτούμενα στοιχεία αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό.Δεν απαιτείται δε κατά την Νομολογία (και ορθά) για την παράσταση στην κατ’ έφεση δίκη να έχει ασκήσει έφεση και ο πολιτικώς ενάγων, εκτός αν η Πολιτική αγωγή είχε απορριφθεί με την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.
Τέλος, ως προς το όγδοο θέμα, η περίπτωση της δήλωσης παράστασης για πρώτη φορά σε περίπτωση διόρθωσης ή συμπλήρωσης δικαστικής απόφασης θα πρέπει προεχόντως να αποκλειστεί, όπως εξάλλου προκύπτει σαφέστατα και από το γράμμα του νόμου που ορίζει ότι «Η διόρθωση ή συμπλήρωση διατάσσεται με απόφαση ή διάταξη, ύστερα από κλήτευση και ακρόαση των διαδίκων που εμφανίστηκαν» (145 παρ. 2 εδ. β΄). Επομένως, αποκλείεται η παρέμβαση και συμμετοχή οποιουδήποτε δεν ήταν διάδικος στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η ελλιπής απόφαση.
γ. διατυπώσεις που αφορούν τον τρόπο της δήλωσης στην προδικασία
Στην προδικασία η δήλωση όπως προκύπτει από το γράμμα του άρ. 83 παρ. 1 μπορεί να γίνει με τρεις τρόπους: α) με αυτοτελές έγγραφο β) με την έγκληση και γ) με δήλωση στον ανακριτή κατά την εξέταση του ζημιωμένου ως μάρτυρα.
Το αυτοτελές έγγραφο μπορεί να εγχειρισθεί κατά το γράμμα του νόμου ενώπιον του αρμοδίου εισαγγελέα, αλλά εφόσον το χρονικό όριο είναι η περάτωση της ανάκρισης, γίνεται δεκτό ότι μπορεί να εγχειρισθεί και στον ανακριτή ή στον γενικό ή ειδικό προανακριτικό υπάλληλο.Εξάλλου, το παραπάνω προκύπτει και από τη διατύπωση του νόμου στο άρ. 83 παρ. 1 εδ. γ΄ .(Τέλος, η δήλωση μπορεί να γίνει και σ’ αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, ακόμη και (άρα και πρωτύτερα) κατά το χρόνο που εξετάζεται ως μάρτυρας ο ζημιωμένος).Στην περίπτωση δε αυτή ισχύουν όλοι οι σχετικοί περί εμπρόθεσμης και νομότυπης εγχείρησης του εγγράφου προς τον εισαγγελέα.
Περαιτέρω, ενόψει της εκ του άρ. 83 παρ. 1 εδ. β΄ απαίτησης σύνταξης έκθεσης εγχειρήσεως του εγγράφου του άρ. 83 παρ. 1 εδ. α΄, έχει σημειωθεί ισχυρή διχοστασία σχετικά με το αν η μη τήρηση του όρου αυτού συνεπάγεται το απαράδεκτο της παράστασης πολιτικής αγωγής. Η Νομολογία δέχεται ότι η έκθεση συνιστά συστατικό τύπο της δήλωσης και ως εκ τούτου η μη τήρησή του επιφέρει ακυρότητα της δήλωσης και μη κτήση της ιδιότητας του πολιτικώς ενάγοντος. Η άποψη αυτή στηρίζεται στο επιχείρημα ότι εάν δε συνταχθεί έκθεση, δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί ούτε ο χρόνος ούτε το πρόσωπο που κατά νόμον δικαιούται σε παράσταση πολιτικής αγωγής αλλά ούτε και το περιεχόμενο του υποβληθέντος εγγράφου. Έτσι όμως, το μόνο που καταφέρνει είναι να αναδείξει ακόμα περισσότερο τον αποδεικτικό (και άρα όχι συστατικό) χαρακτήρα της σύνταξης έκθεσης. Προς την αντίρροπη κατεύθυνση η δεύτερη άποψη επικαλείται τη σκέψη όπου ο νόμος θέλησε την επί ποινή απαραδέκτου τήρηση ορισμένης διατυπώσεως έχει εκφραστεί ρητά (άρ. 17, 18, 430, 476, 527 ΚΠΔ) και εξάλλου, ως προς την πολιτική αγωγή προβλέπεται απαράδεκτο μόνο στο άρ. 84 που αφορά το περιεχόμενο της δήλωσης. Ωστόσο, αν τηρήσει κανείς αυτή την ελαστική συλλογιστική, τόσο η παράτυπη αντιπροσώπευση όσο και η εκπρόθεσμη δήλωση, συμπεριλαμβανόμενες και αυτές στο άρ. 83, δε θα έπρεπε να συνεπάγονται καμία κύρωση. Τρίτον, υφίσταται και η ενδιάμεση άποψη που δέχεται το απαράδεκτο της δήλωσης μόνο αν από κανένα άλλο στοιχείο αποδεικτικά ισοδύναμο με την έκθεση( υποβληθείσα αίτηση για τη λήψη αντιγράφων της δικογραφίας, κατατεθέν παράβολο κτλ) δεν μπορεί να προκύψει ο χρόνος και το δικαιούμενο πρόσωπο που προέβη σε δήλωση.
Η τελευταία αυτή άποψη φαίνεται και ορθότερη διότι βλέπει πίσω από τον «τύπο» της σύνταξης έκθεσης την «ουσία», τη ratio για την οποία αυτός θεσπίστηκε. Aς ληφθεί δε υπόψη ότι η εν λόγω λύση εξυπηρετεί και τους στόχους της ποινικής δίκης, διότι και τον κατηγορούμενο προστατεύει, και την επιτάχυνση της διαδικασίας σέβεται (αφού όταν δεν είναι δυνατόν από κανένα άλλο στοιχείο να διαπιστωθεί το εμπρόθεσμο της δήλωσηςκαθώς και το πρόσωπο που δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγήςτότε ισχύει το απαράδεκτο αναγκαστικά), αλλά και την ισότητα των όπλων λαμβάνει υπόψη υπό την έννοια ότι δεν οδηγεί σε αποβολή του πολιτικώς ενάγοντος, παραγκωνίζοντάς τον σε κάθε περίπτωση μη σύνταξης έκθεσης, αλλά δέχεται το απαράδεκτο της παράστασης πολιτικής αγωγής ως ύστατη λύση, μόνο δηλαδή όταν έχει εξαντλήσει δικονομικά όλες τις δυνατότητες εύρεσης αποδεικτικού μέσου που εξυπηρετεί τους ίδιους στόχους με την έκθεση.
Η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής μπορεί επίσης να γίνει και με την έγκληση.Η έγκληση μπορεί να υποβληθεί είτε εγγράφως είτε προφορικά. Αν γίνει με έγγραφο τύπο η δήλωση παράστασης περιλαμβάνεται στο περιεχόμενο του ίδιου του εγγράφου, ενώ αν γίνει προφορικά, τόσο η έγκληση όσο και η δήλωση καταχωρούνται στη συντασσόμενη έκθεση. Απαιτείται δε για το παραδεκτό της δήλωσης παράστασης να τηρούνται οι διαδικαστικές προϋποθέσεις που τίθενται από το νόμο για την άσκηση της έγκλησης (46 και 42 ΚΠΔ).
Περαιτέρω, τίθεται θέμα εάν η δήλωση παράσταση πολιτικής αγωγής μπορεί να υποβληθεί και διαμέσου της μήνυσης. Η άποψη που αποκλείει μια τέτοια δυνατότητα επικαλείται μεταξύ άλλων καi το εξής: Δυνατότητα παράστασης πολιτικής αγωγής συντρέχει στο πρόσωπο τόσο του παθόντος, (όταν δηλαδή η παραβιασθείσα από τον κατηγορούμενο ποινική διάταξη προστατεύει ατομικό έννομο αγαθό) όσο και του αμέσως ζημιωθέντος (όταν δηλαδή η παραβιασθείσα ποινική διάταξη προστατεύει ένα κοινωνικό έννομο αγαθό, πλην όμως στο βεληνεκές αδίκου υπάγονται και εξατομικεύσιμα ιδιωτικά συμφέροντα).Από την άλλη, το άρ. 46 ΚΠΔ φαίνεται με μια πρώτη ανάγνωση να δίνει δυνατότητα υποβολής έγκλησης στον παθόντα, μην αναφέροντας και τον αμέσως ζημιωθέντα, ενώ το άρ. 42 ΚΠΔ αποκλείει τον αδικηθέντα από την υποβολή της μήνυσης. Με αυτά τα δεδομένα τίθεται προβληματισμός σε ποιες από τις δύο διατάξεις θα υπαχθεί ο αμέσως ζημιωθείς. Η επίλυσή του όμως είναι απλή δεδομένης αφενός της εννοιολογικής συγγένειας μεταξύ παθόντος και αμέσως αδικηθέντος αφετέρου της διατύπωσης του άρ. 46 ΚΠΔ πριν από τη μεταγλώττισή του στη δημοτική, το οποίο έκανε λόγο για «αδικηθέντα». Το ζήτημα δε του νομικού χαρακτηρισμού μιας καταγγελίας από την εισαγγελική αρχή(ανεξαρτήτως του τίτλου που φέρουν – συνήθως όλα τιτλοφορούνται ως μηνύσεις εξαιτίας της άγνοιας που υφίσταται) ως έγκλησης ή ως μήνυσης με βάση το πρόσωπο το οποίο της υποβάλλει και εν γένει το περιεχόμενό της είναι σπουδαιότατο, δεδομένου ότι ο καταγγέλλων, στη μεν περίπτωση της έγκλησης έχει δυνατότητα προσφυγής (48 ΚΠΔ) στη δε περίπτωση της μήνυσης ο νόμος δε φαίνεται να τον εξοπλίζει με παρόμοιο μέσο.(42 – 45 ΚΠΔ). Παρόλα αυτά υφίσταται και η αντίθετη άποψη που δίνει τη δυνατότητα δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής και διαμέσου της μήνυσης. Ωστόσο, ορθότερη είναι η τελευταία αυτή άποψη, (όχι επειδή υπάγει στην έννοια του άρ. 42 και τον αμέσως ζημιωθέντα, πράγμα που με βάση τα προλεχθέντα αποκλείεται αλλά) διότι (κατά τη γνώμη μου) φαίνεται να έχει σπουδαία πρακτική αξία σε εκείνη ακριβώς την περίπτωση που ο εισαγγελέας εσφαλμένα χαρακτήρισε την καταγγελία ως μήνυση ενώ θα έπρεπε να την χαρακτηρίσει ως έγκληση. Σε αυτή την περίπτωση αν αποκλείσουμε την δυνατότητα δήλωσης πολιτικής αγωγής και με τη (εσφαλμένως χαρακτηρηθείσα) μήνυση, ο δηλώσας παράσταση πολιτικής αγωγής θα παραμείνει, εξαιτίας του σφάλματος της εισαγγελικής αρχής, μετέωρος, άνευ νομιμοποιήσεως.
Ως προς τη σχέση της έγκλησης και της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής ισχύουν τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρ. 82 παρ. 3 σε συνδυασμό με το άρ. 50 ΚΠΔ, η δήλωση παράστασης δεν αναπληρώνει την έγκληση, όταν το έγκλημα είναι κατ’ έγκληση διωκόμενο. Έχει ωστόσο εκφραστεί και η άποψη ότι η δήλωση παράστασης στο ακροατήριο αναπληροί
την ελλείπουσα έγκληση, εφόσον δεν έχει παρέλθει το τρίμηνο, με τη σκέψη ότι η έννοια της παράστασης πολιτικής αγωγής περιέχει (πρωτίστως) το αίτημα καταδίκης του κατηγορουμένου. Άλλη άποψη θεωρεί πως μόνο σε περίπτωση που στη δήλωση παράστασης στο ακροατήριο περιέχεται και αίτημα καταδίκης, δύναται η δήλωση αυτή να αναπληρώνει και την μη υποβληθείσα έγκληση. Ούτε όμως και η έγκληση αναπληροί τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής.Περαιτέρω, η παραίτηση από την έγκληση (εννοείται όταν το έγκλημα είναι αυτεπαγγέλτως διωκόμενο) δεν εμποδίζει την παράσταση του παθόντος ως πολιτικώς ενάγοντος ενώ ούτε και η παραίτηση από την πολιτική αγωγή σημαίνει παραίτηση από το δικαίωμα εγκλήσεως ή ανάκληση της τυχόν υποβληθείσας έγκλησης. Επιπρόσθετα, η υποβολή της έγκλησης δεν αποτελεί προϋπόθεση παραδεκτού της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής.
Τελευταίος τρόπος δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής είναι η εξέταση του ζημιωμένου ως μάρτυρα στα πλαίσια της προανακρίσεως ή της κύριας ανακρίσεως.Ο τρόπος αυτός δεν απαιτεί τη σύνταξη εκθέσεως εγχείρησης της δήλωσης παράστασης, εφόσον η δήλωση αυτή εγγράφεται στη συντασσόμενη έκθεση καταθέσεως μάρτυρα.
Πέρα από τους τρεις αυτούς τρόπους, δε φαίνεται να έχει γίνει είτε από την επιστήμη είτε από τη Νομολογία δεκτός άλλος τρόπος ο οποίος είτε να αναπληρώνει την ελλείπουσα είτε να θεραπεύει τη μη σύννομη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής.
Κλείνοντας τον τρόπο παράστασης πολιτικής αγωγής κατά την προδικασία, ας μελετήσουμε συλλήβδην τη δυνατότητα υποβολής της δήλωσης διαμέσου πληρεξουσίου. Καταρχήν, στην περίπτωση της υποβολής δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής διαμέσου της έγκλησης ή ειδικού εγγράφου , το άρ. 83 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠΔ ορίζει ότι η υποβολή δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής μπορεί να γίνει και από πληρεξούσιο εφοδιασμένο με γενική ή ειδική και γραπτή ενώ περαιτέρω παραπέμπει στο άρ. 42 παρ. 2 εδ. β΄ και γ΄ πράγμα που σημαίνει ότι το έγγραφο της πληρεξουσιότητας δεν απαιτείται να είναι συμβολαιογραφικό (όπως παλαιότερα προβλεπόταν), αλλά αρκεί και απλή έγγραφη δήλωση, με βεβαίωση της υπογραφής του εντολέα από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Γίνεται δε δεκτό ότι εδώ ως δικηγόρος νοείται και ο ίδιος ο εντολοδόχος. Από την εν λόγω δε παραπομπή συνάγεται ότι ο πληρεξούσιος δεν απαιτείται να έχει τη δικηγορική ιδιότητα. Ως προς το περιεχόμενο της πληρεξουσιότητας,(σε αντίθεση με την πληρεξουσιότητα για την έγκληση η οποία κατ’ άρ. 46 σε συνδ. με 42 παρ. 2 εδ. α΄ΚΠΔ απαιτείται να είναι ειδική) αυτή μπορεί να είναι είτε ειδική (μόνον για την υποβολή της εν λόγω δήλωσης) είτε γενική, περιλαμβάνουσα αντιπροσώπευση που εκτείνεται σε όλο το φάσμα των διαδικαστικών πράξεων. Ωστόσο, στην τελευταία αυτή περίπτωση, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι τέτοια ευρεία πληρεξουσιότητα, ως εκ του περιεχομένου της, συνάπτεται άμεσα με την δικηγορική ιδιότητα του αντιπροσώπου.Αξιοσημείωτο δε είναι ότι η πληρεξουσιότητα προς υποβολή έγκλησης δεν καλύπτει και την εν λόγω δήλωση, όπως προκύπτει από τα 83 παρ. 1 εδ. α΄ και 82 παρ. 3 ΚΠΔ.
Άξιο έρευνας είναι αν χωρεί πληρεξουσιότητα στην περίπτωση του άρ. 83 παρ. 1 εδ. γ΄. Το ζήτημα συνάπτεται άμεσα με τη δυνατότητα να καταθέσει ως μάρτυρας αντί του ζημιωθέντος κάποιος υποκατάστατος, δικηγόρος ή μη, στα πλαίσια προανάκρισης ή ανάκρισης. Μια τέτοια δυνατότητα ορθότερο είναι να αποκλείεται δεδομένης της φύσης αλλά και των σκοπών μιας τέτοιας εξέτασης που απαιτεί μία προσωπική παρουσία και επικοινωνία. Δέον να συνεκτιμηθεί αφενός ο αποκλεισμός (κατά την κρατούσα άποψη) της «δι’ αντιπροσώπου» παροχής μαρτυρίας στο ακροατήριο εκ μέρους του πολιτικώς ενάγοντος ο οποίος παρίσταται «διά πληρεξουσίου δικηγόρου»αφετέρου ο παρόμοιος αποκλεισμός απολογίας του κατηγορουμένου όταν δε βρίσκεται ο ίδιος στο ακροατήριο αλλά εκπροσωπείται από συνήγοροΠεραιτέρω, ερευνητέο αν δύναται ο ζημιωθείς, αντί της μαρτυρίας του, να καταθέσει διά πληρεξουσίου δικηγόρου υπόμνημα στο οποίο ο πληρεξούσιος δικηγόρος, (τηρουμένων βέβαια των προϋποθέσεων του άρ. 83 παρ. 1 εδ. α΄ σαν αν επρόκειτο για ειδικό έγγραφο) να δηλώνει αντί του ζημιωθέντος παράσταση πολιτικής αγωγής. Σε περίπτωση που κάνουμε δεκτή μια τέτοια δυνατότητα κατάθεσης υπομνήματος, σαφώς και δύναται να χωρήσει αναλογική εφαρμογή του άρ. 83 παρ. 1 εδ. α΄. Ωστόσο, έχει διατυπωθεί η γνώμη περί αποκλεισμού δυνατότητας υποβολής υπομνήματος από τον ζημιωθέντα, τουλάχιστον στα πλαίσια της ανάκρισης όπου δεν προβλέπεται παρόμοια δυνατότητα ούτε για τον κατηγορούμενο (άρ. 100 ΚΠΔ σε αντιπαραβολή με 104 παρ. 2 για την προανάκριση), με τo επιχείρημα ότι έτσι καταστρατηγείται η αρχή της ισότητας των όπλων, για την οποία εξάλλου κάναμε λόγο στην αρχή ως μία από τις κατευθυντήριες γραμμές της παρούσας εργασίας.
δ. διατυπώσεις που αφορούν τον τρόπο της δήλωσης στο ακροατήριο
Ως προς τον τρόπο παράστασης στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία, φαίνεται απλουστευμένος σε σχέση με τα όσα αναπτύχθηκαν αμέσως παραπάνω, εφόσον αρκεί η προφορική δήλωση στο ακροατήριο έως την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, χωρίς να προβλέπεται κάποιος ιδιαίτερος τύπος. Ωστόσο, η παραπάνω διαπίστωση ισχύει με μία επιφύλαξη. Δηλαδή, ενώ στην παράσταση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης αρκεί μόνον η προφορική δήλωση, για την παράσταση για αποζημίωση και αποκατάσταση από το έγκλημα, απαιτείται η επίδοση δικογράφου αγωγής κατά τους κανόνες της Πολιτικής Δικονομίας (άρ. 167 ΚΠΔ) πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο. ( άρ. 68 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ). Η πρόβλεψη αυτή του νόμου αποτελεί κατάλοιπο της παλαιάς Ποινικής Δικονομίας, στην οποία προβλέπονταν αφενός η καθαρά αστικού χαρακτήρα πολιτική αγωγή για τις ιδιωτικές απαιτήσεις, αφετέρου ο θεσμός της ιδιωτικής κατηγορίας. Η νομοθετική αυτή πρόβλεψη όμως σήμερα, που αφενός η πολιτική αγωγή υφίσταται ως θεσμός που με την διείσδυση στην ποινική δίκη μετουσιώνεται και λαμβάνει και ποινικό χαρακτήρα, αφετέρου ο πολιτικώς ενάγων ελάχιστα ενδιαφέρεται για την ικανοποίηση των αστικών απαιτήσεών του αλλά πρωτίστως για την απόδειξη της ενοχής του κατηγορουμένου, η πρόβλεψη του άρ. 68 παρ. 1 θωρείται πια ξεπερασμένη. Ως εκ τούτου, η ίδια η πράξη έχει ελαχιστοποιήσει την εφαρμογή του, εφόσον ο πολιτικώς ενάγων για την είσοδό του στην Ποινική δίκη επιλέγει όχι το μανδύα της επιδίωξης αποζημίωσης και αποκατάστασης της υλικής ζημίας του, αλλά το εισιτήριο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης.Παρόλη όμως την αχρησία του άρ. 68 παρ. 1, ναυάγησαν οι προθέσεις κατάργησής του στο ΣχΚΠΔ 1995.
Περαιτέρω, τίθεται ζήτημα και για την επ’ ακροατηρίω διαδικασία, δεδομένης της σιωπής του νομοθέτη, αν χωρεί παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος του έχοντος γενική ή ειδική πληρεξουσιότητα δικηγόρου. Έχουν σχετικά υποστηριχθεί δύο απόψεις. Η πρώτη που απαντά καταφατικά, επικαλείται ως επιχειρήματα πρώτον την αναλογική εφαρμογή του άρ. 83 παρ. 1 εδ. α΄ και για την διαδικασία στο ακροατήριο και δεύτερον την ευθεία εφαρμογή της δυνατότητας παράστασης του διαδίκου διά πληρεξουσίου δικηγόρου που ισχύει στα πλαίσια της πολιτικής δικονομίας. Η αποφατική αντίθετα τοποθέτηση εδράζεται στα εξής: πρώτον δεν είναι δυνατή η αναλογική εφαρμογή του άρ. 83 παρ. 1 εδ. α΄ διότι το τελευταίο ρυθμίζει μόνο την διά πληρεξουσίου δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής και όχι γενικά την εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος, δεύτερον τα κρατούντα στην πολιτική δικονομία δεν είναι δυνατόν να γίνουν δεκτά για την πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη εν όψει του δισυπόστατου χαρακτήρα της, αστικού και ποινικού, τρίτον τα της εκπροσώπησης του κατηγορουμένου από συνήγορο (340 παρ. 2 ΚΠΔ) δε νοείται να εφαρμοστούν στην παρούσα ανόμοια δικονομική κατάσταση και τέταρτον η συμμετοχή του πολιτικώς ενάγοντος, ως εκ της ιδιότητάς του (συνηθέστατα είναι ουσιώδης μάρτυρας), εμπεριέχει την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του και δε νοείται δίχως αυτή.
Έχουν εκφραστεί περαιτέρω και δύο ενδιάμεσες απόψεις. Η πρώτη εξ αυτών αποκλείει τη δυνατότητα παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος διά πληρεξουσίου δικηγόρου όταν αυτός είναι ουσιώδης μάρτυρας, εξεταζόμενος ανωμοτί (222 περ. δ΄ ΚΠΔ)ενώ η δεύτερη δέχεται σε κάθε περίπτωση την περί ου ο λόγος δυνατότητα του πολιτικώς ενάγοντος η οποία καταλαμβάνει όλες τις συνυφασμένες με την ιδιότητα του τελευταίου ως διαδίκου δικονομικές πράξεις (προβολή δικονομικών ακυροτήτων, άσκηση ενδίκων μέσων σύμφωνα με 486 περ. β΄, 488, 492, 505 περ. γ΄, 506 περ. γ΄) με την επιφύλαξη όμως της μη δυνατότητας του πληρεξουσίου να καταθέσει ως μάρτυρας αντί του πολιτικώς ενάγοντος.
Το ζήτημα (θεωρώ ότι) πρέπει να λυθεί υπέρ της τελευταίας αυτής άποψης, με βάση ακριβώς το κριτήριο της αρχής της ισότητας των όπλων. Έτσι θα πρέπει να σκεφτούμε ως εξής: Όπως ο κατηγορούμενος, καίτοι απολαμβάνει του δικαιώματος της διά συνηγόρου εκπροσώπησης (340 παρ. 2 εδ. α΄), ανά πάσα στιγμή είναι δυνατόν να κληθεί από το δικαστήριο σε αυτοπρόσωπη εμφάνιση (340 παρ. 2 εδ. δ΄), αλλά κι αν δεν προσέλθει η μόνη επίπτωση είναι η κατ’ άρ. 340 παρ. 2 εδ. ε΄ βίαιη προσαγωγή του (αν φυσικά πραγματοποιηθεί) ειδάλλως αν η τελευταία δεν πραγματωθεί, και πάλι ο κατηγορούμενος εκπροσωπείται από το συνήγορό του για όλες τις διαδικαστικές πράξεις(340 παρ. 2 εδ. γ΄) και άρα δε δικάζεται ωσεί παρώναλλά θεωρείται παρών, με μόνη πρακτική συνέπεια την αδυναμία του να απολογηθεί διά του συνηγόρου του (366 ΚΠΔ), έτσι, τα ίδια θα πρέπει να γίνουν αναλογικά δεκτά και για τον πολιτικώς ενάγοντα. Εάν δηλαδή κληθεί αυτός ως ουσιώδης μάρτυρας (αντίστοιχη υποχρέωση με αυτήν της κατ’ άρ. 340 παρ. 2 εδ. αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου εφόσον διαταχθεί από το δικαστήριο) τότε μπορεί να εκπροσωπηθεί από συνήγορο για όλες τις διαδικαστικές πράξεις (όπως και ο κατηγορούμενος) εκτός από την κατάθεση μαρτυρίας (αντίστοιχο της απολογίας) διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του.
Πριν μεταβούμε στη μελέτη της επόμενης θεματικής, θα ήταν απαραίτητο να αναφερθούμε και σε μια ακόμα διαδικαστική προϋπόθεση η οποία συνέχεται άμεσα με τις διατυπώσεις δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής και δη με τον τρόπο. Πρόκειται για τον όρο που τίθεται στο άρ. 63 εδ. β΄ και γ΄ ΚΠΔ και που απαιτεί επί ποινή απαραδέκτου την καταβολή χρηματικού ποσού πενήντα ευρώ ως τέλος παράστασης πολιτικής αγωγής είτε κατά την προδικασία είτε κατά την κύρια διαδικασία. Γενικότερα, η νομοθετική πρόβλεψη δικαστικών δαπανημάτων κρίνεται συνταγματικά ανεκτή στα πλαίσια του άρ. 20 παρ. 1 Σ στο μέτρο που αυτά κατατείνουν απλώς στη συναγωγή τεκμηρίου για τη σοβαρότητα της πρόθεσης του αιτούντος οποιοδήποτε είδος δικαστικής προστασίας. Ως φραγμοί δε της παραπάνω πρόβλεψης ας αναφερθούν πρώτον το δυσανάλογα μεγάλο ύψος του δικαστικού δαπανήματος (δεδομένου ότι σε μια τέτοια περίπτωση το κράτος μετακυλύει ένα μεγάλο μέρος της υποχρέωσής του προς συμμετοχή στο κόστος λειτουργίας της δικαιοσύνης στους πολίτες του) και δεύτερον η δυσανάλογη κύρωση του απαραδέκτου που συνεπάγεται η μη πληρωμή του σε συνάρτηση και με το είδος του δαπανήματος (το οποίο κάποιες φορές δε συνάπτεται ούτε με τη λειτουργία της δικαιοσύνης ούτε με την απονεμόμενη δικαστική προστασία).Η αλήθεια είναι ότι το ποσό των 50 € δεν είναι ούτε ιδιαίτερα υψηλό και επιπλέον φαίνεται να συνδέεται με τη λειτουργία της δικαιοσύνης.
Οι προαναφερθέντες όμως συλλογισμοί περί ενδεχόμενης ανεκτικότητας της εν λόγω προϋπόθεσης από απόψεως συνταγματικού δικαίου μπορούν εύκολα να καταρριφθούν αν λάβουμε υπόψη μας τις σκέψεις που κάναμε ήδη από την αρχή της παρούσης εργασίας. Η θεσπιζόμενη με το άρ. 63 εδ. β΄ και γ΄ ΚΠΔ προϋπόθεση δεν αφορά την αστική ή τη διοικητική δίκη, οπότε ίσως θα μπορούσε να θεωρηθεί συνταγματική, αλλά αφορά την ποινική δίκη η οποία έχει μια ιδιαίτερη χροιά και κινείται στην τροχιά της δικής της ratio. Κανέναν λοιπόν ουσιαστικό στόχο της δε φαίνεται να εξυπηρετεί η εν λόγω προϋπόθεση. Απαιτεί την πληρωμή του εν λόγω ποσού υπό τη δαμόκλειο σπάθη του αποκλεισμού της συμμετοχής του σε μια δίκη της οποία σκοπός είναι προπάντων η ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας για την οποία ναι μεν ο δικαστής είναι επιφορτισμένος διαμέσου του διερευνητικού/διαγνωστικού ρόλου του, πλην όμως και ο ουσιαστικά ζημιωθείς με τη συμμετοχή του έχει να προσφέρει τα μέγιστα και συνεπώς να προσανατολίσει και αυτός το δικαστή προς τη σωστή κατεύθυνση (ενδεικτικά ας αναφερθεί η δυνατότητά του περί προβολής δικονομικών ακυροτήτων, το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων, η δυνατότητά του να διατυπώνει ερωτήσεις και παρατηρήσεις (99 ΚΠΔ), ο ουσιώδης και διαρκής ρόλος του στο ακροατήριο κτλ126). Αλλά ούτε και με την επιτάχυνση της διαδικασίας φαίνεται να συνέχεται η εν λόγω προϋπόθεση (σε αντίθεση για παράδειγμα με τις προϋποθέσεις που αφορούν το χρόνο της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής). Εξάλλου, εφόσον η συμμετοχή του πολιτικώς ενάγοντος συμβάλλει στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας, τα σκοτεινά σημεία της υπόθεσης θα διαφωτιστούν πιο εύκολα και πιο γρήγορα με τη συμμετοχή και του ουσιαστικά ζημιωμένου ο οποίος είναι πέρα για πέρα αδιανόητο να αποκλείεται επειδή δεν πλήρωσε το ποσό των 50 €. Αλλά ούτε και στο «μήκος κύματος» της προστασίας του κατηγορουμένου φαίνεται να
βρίσκεται η εν λόγω καθαρά τυπικού χαρακτήρα προϋπόθεση σε αντιδιαστολή με άλλες προϋποθέσεις.(όπως σαφώς συμβαίνει με τις προϋποθέσεις του χρόνου ή, όπως παρακάτω θα δούμε, με την προϋπόθεση που απαιτεί σύντομη έκθεση της υπόθεσης ώστε να διαφανεί διαυγέστερα το αν με βάση τα πραγματικά περιστατικά, αληθινά υποτιθέμενα, ο δηλών παράσταση πολιτικής αγωγής είναι και ουσιαστικά δικαιούμενος).Συνεπώς, αφού δεν βρίσκει η εν λόγω ρύθμιση κανένα δικαιολογητικό έρεισμα σχετικό με τους ιδιόμορφους σκοπούς της ποινικής δίκης, αποτελεί αδικαιολόγητο όρο της νομιμοποίησης της πολιτικής αγωγής και, αποκλείοντας τον πολιτικώς ενάγοντα, συν τοις άλλοις, αντιτίθεται σαφώς και προς την ισότητα των διαδίκων με την έννοια που ειδώθηκε στις απαρχές της παρούσας εργασίας.
Το θετικό πάντως είναι πως η μη αποβολή του πολιτικώς ενάγοντα λόγω μη πληρωμής του τέλους παράστασης πολιτικής αγωγής δε στοιχειοθετεί «παρά το νόμον» παράσταση ούτε, άρα, συνδέεται με οποιαδήποτε ακυρότητα.
ε. Διατυπώσεις που αφορούν το περιεχόμενο της δήλωσης στην προδικασία
Το αναγκαίο περιεχόμενο της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής στην προδικασία καθορίζεται από το άρ. 84 ΚΠΔ. Οι προϋποθέσεις που περιλαμβάνονται σε αυτό είναι πρώτον η συνοπτική έκθεση της υπόθεσης, δεύτερον οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα παράστασης και τρίτον ο διορισμός αντικλήτου στην έδρα του δικαστηρίου εάν ο δηλών δε μένει μόνιμα εκεί. Γίνεται λοιπόν φανερό, με την πρώτη κιόλας ανάγνωση, ότι οι εν λόγω όροι σαφώς και είναι λιγότεροι από εκείνους που απαιτούνται για την άσκηση αγωγής στα πλαίσια της πολιτικής διαδικασίας (216 ΚΠΔ) όπου εκεί γίνεται λίγος για σ α φ ή έκθεση της υπόθεσης και α κ ρ ι β ή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς. Το άρ. 84 ΚΠΔ λοιπόν εν πρώτοις στρέφεται προς τη σωστή κατεύθυνση. Στην πορεία όμως, σε συνδυασμό ιδίως με την προβληματική πολλές φορές ερμηνεία του, δυστυχώς «λοξοδρομεί», αν λάβει κανείς υπόψη του αφενός την απαίτηση τύπων που τίποτε το ουσιαστικό δεν έχουν να προσφέρουν στα πλαίσια της ποινική διαδικασίας, αφετέρου την «άνευ άλλης ευκαιρίας» αποβολή του πολιτικώς ενάγοντος που συνεπάγεται η μη τήρηση, μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας των εκ του νόμου καθορισμένων τύπων
Ως προς την πρώτη προϋπόθεση, η «συνοπτική έκθεση της υπόθεσης» δηλώνει την παράθεση εκείνων των πραγματικών περιστατικών που, αληθή υποτιθέμενα, στοιχειοθετούν την πλήρωση της νομοτυπική μορφής του εκάστοτε εφαρμοστέου κανόνα δικαίου.Η αναφορά σε συνοπτικότητα της έκθεσης καθιστά περιττή την επέκταση σε λεπτομέρειες καθώς και την επίκληση αποδεικτικών ερεισμάτων.
Τίθεται όμως ζήτημα ποιο είναι το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω προϋπόθεσης του νόμου, δεδομένου ότι η επίκληση των εν λόγω πραγματικών περιστατικών λαμβάνει συνηθέστατα χώρα τόσο κατά την εγχείρηση της έγκλησης όσο και κατά την εξέτασή του ως μάρτυρα, κατά την οποία μάλιστα η έκθεση των αναγκαίων περιστατικών εκμαιεύεται και από τον ανακρίνοντα. Έτσι, αληθινό πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης είναι η περίπτωση υποβολής δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής με αυτοτελές έγγραφο. Η ίδια όμως ratio της ήδη γενομένης έκθεσης των πραγματικών περιστατικών φαίνεται να διέπει και την περίπτωση που πριν από την υποβολή της αυτοτελούς δήλωσης το θύμα είχε προβεί σε υποβολή έγκλησης. Σε μια τέτοια όμως περίπτωση, θα ήταν συνεπέστερο να απαιτήσει κανείς τη ρητή παραπομπή στην ήδη υποβληθείσα έγκληση.
Η δεύτερη προϋπόθεση της παράθεσης των λόγων που θεμελιώνουν το δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής υποκρύπτει την απαίτηση για παράθεση της επελθούσας εκ του εγκλήματος ζημίας στο δηλούντα καθώς και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ ζημίας και τέλεσης του εγκλήματος.Έτσι συνέχεται άμεσα με την παράθεση των όρων ουσιαστικής νομιμοποίησης του δηλούντος παράσταση πολιτικής αγωγής, ως υποστάντος άμεση και προσωπική ζημία και εμπίπτοντος στο προστατευτικό πεδίο της ποινικής διάταξης, της οποίας η πλήρωση της νομοτυπικής μορφής αποτελεί και το αντικείμενο της εκάστοτε δίκης.
Ωστόσο, είναι γεγονός ότι η ουσιαστική νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος ελέγχεται στα πλαίσια του διερευνητικού ρόλου του ποινικού δικαστή. Δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί η ουσιαστική νομιμοποίηση ως «κάτι που δηλώνεται», διότι αποτελεί μέγεθος αξιολογήσιμο και όχι εκθέσιμο ή περιγράψιμο. Υπό το πρίσμα αυτό λοιπόν κρίσιμο κριτήριο αποβαίνει η παράθεση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσηςπρος εξασφάλιση ελέγχου από το δικαστή (αλλά και ως εγγύηση για τα δικαιώματα του κατηγορουμένου) της ουσιαστικής νομιμοποίησης. Ωστόσο, η παράθεση των πραγματικών περιστατικών ήδη πληρούται από την προηγούμενη προϋπόθεση της συνοπτικής έκθεσης της υπόθεσης. Η δε συνοπτική έκθεση της υπόθεσης περιττεύει εν όψει είτε συνυποβολής της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής με την έγκληση ή τη λήψη μαρτυρίας από το θύμα είτε μνείας των πραγματικών περιστατικών σε προηγουμένως υποβληθείσα έγκληση. Συνακόλουθα, και η εν λόγω προϋπόθεση παράθεσης των λόγων στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής φαίνεται ορθότερο να αντιμετωπιστεί ομόρροπα.
Διχογνωμία υφίσταται μεταξύ Νομολογίαςκαι κρατούσας θεωρίας από τη μια και μέρους της θεωρίας από την άλλη,εξαιτίας της τάσης των δικαστηρίων για διευκρίνιση κατά το στάδιο της προδικασίας του είδους τόσο της ζημίας όσο και της εξ αυτής απαίτησης. Έτσι το θύμα θα πρέπει να προκρίνει είτε την επέλευση ηθικής βλάβης είτε την επέλευση περιουσιακής ζημίας, ενώ είναι περαιτέρω αναγκαίο, κατά την κρατούσα άποψη, να διευκρινίσει εάν σε κάθε περίπτωση αιτείται χρηματική ικανοποίηση ή αποζημίωση ή αποκατάσταση.
Η πρώτη άποψη στηρίζει την ορθότητά της στη ρητή παραπομπή του άρ. 82 παρ. 1 ΚΠΔ στο άρ. 63 κατά το οποίο αντικείμενο της πολιτικής αγωγής είναι η αποζημίωση και αποκατάσταση από το έγκλημα και η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Τίθεται ωστόσο ζήτημα εάν ο χαρακτηρισμός της βλάβης και ο ακριβής προσδιορισμός του αιτήματος είναι προϋποθέσεις που αφορούν τη νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντοςή που ανάγονται στην κατά την όψιμη φάση του ακροατηρίου, μετά την καταδίκη του κατηγορουμένου, επιδίκαση των αιτουμένων.Η ανεύρεση της ορθής λύσης είναι δυνατόν να βρεθεί με βάση τις σκέψεις που εκφράστηκαν ήδη ως οδοδείκτες για την επίλυση των επιμέρους προβλημάτων. Γενικότερα, τύποι που αφορούν τη νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος και δεν ανταποκρίνονται σε θεμελιώδη αιτήματα ουσίας, θα πρέπει να απορρίπτονται. Βέβαια, ως προς τις εν λόγω προϋποθέσεις έχει εκφραστεί η άποψη ότι δεν πρόκειται για τυπολατρία, παρά για εφαρμογή της κείμενης νομοθεσίας.Ωστόσο, οφείλει να ομολογήσει κανείς πως ο νομοθέτης δεν απαιτεί ρητά, μεταξύ των διαδικαστικών προϋποθέσεων, την εξειδίκευση της ζημίας και της απαίτησης παρά απαιτεί την «συνοπτική έκθεση της υπόθεσης» και την έκθεση των «λόγων εφ’ ων ερείδεται το δικαίωμα». Πρόκειται λοιπόν για υιοθέτηση μιας ερμηνευτικής εκδοχής που απορρέει από το άρ. 82 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρ. 63 ΚΠΔ και που απαιτεί την επί ποινή απαραδέκτου ειδολογική αποσαφήνιση της ζημίας και του αιτήματος. Ο διττός χαρακτήρας όμως της πολιτικής αγωγής επιβάλλει στη μεν περίπτωση που τύποι μη εξυπηρετούντες την «ουσία» της ποινικής δίκης συνάγονται εμμέσως διά μιας (μεταξύ δύο) ερμηνευτικής εκδοχής, την απόκρουσή της, στη δε περίπτωση που τέτοιοι τύποι προβλέπονται ρητά από το νόμο, την απαλοιφή τους είτε διά της ερμηνείας (εάν είναι δυνατόν) είτε διά της νομοθετικής τροποποίησης. Έτσι και στη μελετώμενη περίπτωση, δεδομένου ότι ο νομοθέτης δεν απαιτεί ρητά και ξεκάθαρα, ως διατύπωση παράστασης πολιτικής αγωγής, την εξειδίκευση της ζημίας και του αιτήματοςθα πρέπει να αποκλειστεί εκείνη η ερμηνευτική εκδοχή που εντάσσει μεταξύ των διαδικαστικών προϋποθέσεων που επισύρουν το απαράδεκτο και την αποσαφήνιση του είδους της ζημίας και του αιτήματος. Όπως προαναφέρθηκε, κρίσιμο ζήτημα στα πλαίσια της ποινικής δίκης αποτελεί η ουσιαστική νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος, δηλαδή η διάγνωση του δικαιώματος ανέλιξης του θύματος σε διάδικο της ποινικής δίκης ως αμέσου και προσωπικώς ζημιωθέντος. Αρκούντως ικανή όμως φαίνεται για τη διάγνωση αυτή η εξιστόρηση της αξιόποινης πράξης και των πραγματικών περιστατικών, ενώ παρέλκει μάλλονο χαρακτηρισμός της (οπωσδήποτε μνημονευθείσας, για λόγους ελέγχου της ουσιαστικής νομιμοποίησης) βλάβης, καθώς και ο προσδιορισμός του είδους του αιτήματος. Πράγματι, μηδενική πρακτική σημασία φαίνεται να έχει η διασάφηση του αιτήματος, δεδομένου ότι εν πάση περιπτώσει ο πολιτικώς ενάγων βρίσκεται, τουλάχιστον στο στάδιο της π ρ ο δ ι κ α σ ί α ς, στην ίδια θέση τόσο από άποψη διατυπώσεων όσο και από άποψη δικαιωμάτων. Σημειωτέον επίσης ότι ο προσδιορισμός του είδους του αιτήματος ανάγεται στην όψιμη φάση του ακροατηρίου, μετά την τυχόν καταδίκη του κατηγορουμένου.
Και ενώ για το ζήτημα της εξειδίκευσης της ζημίας και του αιτήματος υφίσταται η προαναφερθείσα διχογνωμία, ομόφωνα η θεωρία και η Νομολογίαδεν απαιτούν και τον ακριβή προσδιορισμό του χρηματικού ποσού ως προϋπόθεση νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος. Η θέση αυτή είναι ορθή και υπαγορεύεται από την προαναφερθείσα ανάγκη να μην δημιουργούνται διατυπώσεις παράστασης πολιτικής αγωγής που δεν εξυπηρετούν ζητήματα «ουσίας», όταν αυτές δεν προκύπτουν ευθέως από το γράμμα του νόμου. Επίσης ορθά η Νομολογία δεν απαιτεί επί ηθικής βλάβης την περαιτέρω εξειδίκευσή της όταν αυτή προκύπτει ευθέως από το έγκλημα ή όταν αναφέρεται στο κύρος, την πίστη και τη φήμη νομικού προσώπου.
Τρίτη διατύπωση παράστασης πολιτικής αγωγής αποτελεί η προβλεπόμενη στο άρ. 84 ΚΠΔ για τον επί ποινή απαραδέκτου διορισμό αντικλήτου στην έδρα του δικαστηρίου αν αυτός που κάνει τη δήλωση δεν διαμένει μόνιμα εκεί. Αν και ο νομοθέτης προέβλεψε την παραπάνω προϋπόθεση, δε φρόντισε ωστόσο να αποσαφηνίσει περαιτέρω το περιεχόμενό της, με αποτέλεσμα ο προσδιορισμός της έδρας του δικαστηρίου, της μόνιμης διαμονής του θύματος και της λειτουργικής τους διασύνδεσης να αφεθεί παντελώς σε θεωρία και Νομολογία με αναπόφευκτη περαιτέρω την δημιουργία ανασφάλειας δικαίου.
Τίθεται εν πρώτοις ζήτημα πώς ερμηνεύεται η έννοια δικαστήριο του άρ. 84. Έτσι ως δικαστήριο θα μπορούσε να νοηθεί αυτό ενώπιον του οποίου υποβλήθηκε η καταγγελία για το έγκλημα ή αυτό στο οποίο βρίσκεται η υπηρεσιακή έδρα του ανακρίνοντος ή ακόμη και το εκτός έδρας Πταισματοδικείο το οποίο πολλές φορές προβαίνει σε διενέργεια επιμέρους διαδικαστικών πράξεων ή ακόμη και σε προκαταρκτική εξέταση. Από θεωρία και Νομολογία φαίνεται να αποκλείονται οι παραπάνω εκδοχές, ενώ γίνεται δεκτό ότι ως δικαστήριο νοείται αυτό στο οποίο πράγματι διεξάγεται η ανάκριση και πρόκειται να προβεί στην έκδοση του βουλεύματος.
Κατά πάγια Νομολογίαως «έδρα» του δικαστηρίου νοείται η πόλη όπου εδρεύει το δικαστήριο κατά τη φυσική της έκταση και τα γεωγραφικά της σύνορα, με τους τυχόν συνοικισμούς της που αποτελούν συνέχεια ή προέκτασή της ώστε να εμφανίζεται μαζί με αυτούς ως ενιαία πόλη, ανεξάρτητα από τη τυχόν ανακήρυξη των τελευταίων σε δήμους ή –σπανιότερα- κοινότητες. Παρόλη όμως την νομολογιακή προσπάθεια για υιοθέτηση ενός ενιαίου κριτηρίου, διαπνεόμενου μάλιστα από προθέσεις ελαστικότητας, η ακατάπαυστα επεκτεινόμενη δόμηση στα πολυπληθή αστικά κέντρα, ιδίως της Αθήνας και του Πειραιά, δημιούργησε τεράστια προβλήματα ασφάλειας δικαίου, ιδίως εξαιτίας της α υ θ α ί ρ ε τ η ς τακτικής των δικαστηρίων –χωρίς κοινό γνώμονα- άλλοτε να δέχονται και άλλοτε να αποκλείουν κάποιους νέους συνοικισμούς από τη θεώρησή τους ως συνέχεια ή προέκταση της πόλης.
Προβληματικός όμως φαίνεται και ο τρόπος που η Νομολογίαεκλαμβάνει την έννοια της μόνιμης διαμονής ως προς το θύμα, ταυτίζοντάς την με την έννοια της κατοικίας, και μη θεωρώντας ως μόνιμη διαμονή την επαγγελματική στέγη. Όπως όμως ορθά έχει παρατηρηθεί,«η μόνιμη διαμονή» βρίσκεται ως έννοια στο μέσον μεταξύ των όρων «κατοικία» και «προσωρινή διαμονή» του άρ. 122 παρ. 1 ΚΠΔκαι όχι ως ταυτόσημο της κατοικίας. Πέρα όμως από αυτό, η άποψη της Νομολογίας προς αποκλεισμό της επαγγελματικής στέγης ως έννοιας υπαγομένης στην κατοικία, φαίνεται λογικά άτοπη ιδίως σε εκείνες τις περιπτώσεις που το έγκλημα συναρτάται άμεσα με το επάγγελμα κάποιου (όπως για παράδειγμα ληστεία σε κατάστημα, δυσφήμηση εις βάρος κάποιου ως επαγγελματία) και όπου η αναλογική εφαρμογή του άρ. 51 εδ. γ΄ ΑΚ θα ήταν επιβεβλημένη. Σημειωτέον ότι ως προς τα νομικά πρόσωπα ως «μόνιμη διαμονή» του άρ. 84 ΠΚ θα πρέπει να νοηθεί η (πραγματική) έδρα αυτών, ανεξαρτήτως από τον τόπο μόνιμης διαμονής του εκπροσώπου του νομικού προσώπου.
Η ενασχόληση με την πλευρά του ίδιου του θύματος, μας επιτρέπει στο σημείο αυτό να ασχοληθούμε και με το πρόσωπο του αντικλήτου, καθώς και με την τοπική σχέση που θα πρέπει να έχει προς την έδρα του δικαστηρίου. Η έννοια του αντικλήτου είναι γνωστή και από άλλες διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας που αφορούν τον κατηγορούμενο, όπως τα άρ. 155 παρ. 2 εδ. γ΄και δ΄, 273 περ. γ΄ εδ. η΄ και περ. ε΄ εδ. β΄,γ΄ και ε΄ ΚΠΔ. Ως αντίκλητος λοιπόν θα πρέπει να νοηθεί και εδώ ένα οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο, ακόμη και μη περιβεβλημένο την δικηγορική ιδιότητα, ειδικά καθορισμένο από το θύμα ως προς τα στοιχεία της ταυτότητάς του, επιτετραμμένο με το καθήκον της παραλαβής των διάφορων διαδικαστικών εγγράφων. Ως προς την τοπική σχέση του αντικλήτου προς την έδρα του δικαστηρίου, ορθά έχει παρατηρηθεί ότι η σιωπή του νόμου ως προς την απαιτούμενη τοπική σχέση του αντίκλητου προς την έδρα του δικαστηρίου (σε αντίθεση με τον πολιτικώς ενάγοντα για τον οποίο ως απαιτούμενη τοπική σχέση ορίζεται η μόνιμη διαμονή) δε δίνει περιθώρια για ανελαστικές ερμηνείες που οδηγούν σε αποβολή της πολιτικής αγωγής, απαιτώντας οπωσδήποτε την κατοικία του αντίκλητου στην έδρα του δικαστηρίου, και μη αρκούμενες απλώς στη διατήρηση απλώς επαγγελματικής στέγης (ειδικότερα δικηγορικού γραφείου, για την περίπτωση που ο αντίκλητος τυγχάνει και δικηγόρος).
Απομένει τέλος να εξεταστεί η εναρμόνιση της εν λόγω τυπικής προϋπόθεσης προς ουσιαστικούς σκοπούς της ποινικής δίκης. Καταρχήν, ως σκοπός του διορισμού αντικλήτου στην προκείμενη περίπτωση θα μπορούσε να θεωρηθεί η έγκαιρη επίδοση των διαδικαστικών εγγράφων προς τον πολιτικώς ενάγοντα ώστε να εξασφαλίζεται η χρονική εξοικονόμιση κατά την επέλευση των εννόμων συνεπειών τους με απώτερο στόχο την ταχύτερη απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Πρόκειται όμως για ένα επιχείρημα εύκολα καταριπτέο για τους εξής λόγους. Πρώτον, οι επιδόσεις όλων των διαδικαστικών εγγράφων (γνωστοποίηση πέρατος ανάκρισης, ονομάτων πραγματογνωμόνων κτλ) γίνονται μεν προς όφελος του πολιτικώς ενάγοντος αλλά η παράλειψή τους δεν επάγεται καμία δικονομική ακυρότητα. Έτσι σε περίπτωση μη διορισμού αντικλήτου, ο μόνος που θα φέρει τη ζημία («πληρώνοντας», τρόπον τινά, την παράλειψη διορισμού αντικλήτου) είναι ο ίδιος ο πολιτικώς ενάγων. Παλαιότερα βεβαίως η μόνη πρακτική συνέπεια ήταν η μη έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά του απαλλακτικού βουλεύματος από τον πολιτικώς ενάγοντα, με αποτέλεσμα πράγματι την επιμήκυνση του χρονικού διαστήματος διεκπεραίωσης από τα δικαστήρια της υπόθεσης. Σήμερα όμως που ο πολιτικώς ενάγων στερείται κάθε ενδίκου μέσου κατά απαλλακτικού βουλεύματος , έχει εκλείψει και η εν λόγω πρακτική συνέπεια. Δεύτερον, εν πάση περιπτώσει, όπως ορθά έχει παρατηρηθεί, η σύγχρονη ανάπτυξη των συγκοινωνιών καθιστά ιδιαιτέρως παρωχημένη την αντίληψη που συνδέει τη μελετώμενη ρύθμιση με το σκοπό ταχείας απονομής της δικαιοσύνης.Τρίτον, η μηδενική σκοπιμότητα της εν
λόγω ρύθμισης συνάγεται από τη θεώρηση ως κρίσιμου χρόνου, εκείνου της τυπικής νομιμοποίησης του θύματος, αδιάφορα από μεταγενέστερη εξασθένιση της κρίσιμης σύνδεσης αντικλήτου και έδρας του δικαστηρίου.
Έτσι, ως λύσεις απομένουν οι εξής: Είτε η κήρυξη της εν λόγω διάταξης ως ανντισυνταγματικής (όπως συνέβη και στην Ιταλία) ως αντικείμενη στην αρχή της ισότητας, διότι μεταχειρίζεται άνισα τον πολίτη που διαμένει στην έδρα του δικαστηρίου σε σχέση με εκείνον που δε διαμένει εκεί ή ως αντικείμενη στην ισότητα των όπλων (κατά τα όσα εκφράστηκαν στην αρχή της παρούσας εργασίας), με το να καθιστά δυσχερή την περιβολή της ιδιότητας του πολιτικώς ενάγοντος από το θύμα, είτε η αναλογική εφαρμογή του άρ. 121 ΚΠολΔ που δίνει τη δυνατότητα επίδοσης στη Γραμματεία του δικαστηρίου σε περίπτωση μη διορισμού αντικλήτου.
Διαπνεόμενη από πνεύμα επιείκειας προς τον πολιτικώς ενάγοντα και εκφεύγοντας από τα πλαίσια υπερβολικής τυπικότητας, θα πρέπει τέλος να επικροτηθεί η εισαγωγή με το άρ. 4 παρ. 4 ν. 1653/1986 η πρόσθεση του τελευταίου εδαφίου στο άρ. 84 ΚΠΔ κατά το οποίο ο διορισθείς πληρεξούσιος δικηγόρος θεωρείται στην προκείμενη περίπτωση και αντίκλητος.
Το τελευταίο ζήτημα που αφορά το περιεχόμενο της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής είναι η περίπτωση που το θύμα κατά την προδικασία χρησιμοποιεί μελλοντική έκφραση: «θέλω παραστεί ως πολιτικώς ενάγων» ή «θα παραστώ ως πολιτικώς ενάγων». Έχουν εκφραστεί σθεναρά από τη θεωρία και οι δύο απόψεις. Η μεν πρώτη θεωρεί αποβλητέα εν προκειμένω την πολιτική αγωγή, διότι η δήλωση παράστασης πρέπει να είναι βέβαιη, πλήρης, σαφής, μη εξαρτώμενη από αναβλητική αίρεση ή προθεσμία και να εκφράζει με καθαρότητα τη βούληση του παθόντος για άμεση και όχι μελλοντική παράσταση, ενώ η δεύτερη θεωρεί περιττή την προσήλωση στη γραμματική διατύπωση και προκρίνει την αναζήτηση του αληθινού νοήματος της διατυπωθείσας δήλωσης. Στη δε Νομολογία, μετά από αμφιταλαντεύσεις, καθιερώθηκε η επιεικέστερη λύση με την ΟλΑΠ 7/2006με την αιτιολογία ότι δεν πρόκειται για ασάφεια ή για αοριστία ή για επιφύλαξη, όταν από το κείμενο της δήλωσης ή και της διαλαμβάνουσας αυτής έγκλησης δε δημιουργείται αμφιβολία αλλά προκύπτει ότι το νόημα της δήλωσης ήταν η άμεση παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος κατά την προδικασία με σκοπό την απόκτηση δικαιωμάτων.
Ορθότερη φαίνεται η άποψη που θεωρεί παραδεκτή την παράσταση πολιτικής αγωγής στα πλαίσια του προβαδίσματος που θα πρέπει, όπως και παραπάνω υποστηρίχθηκε, να δίνεται στην ουσιαστική νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος και όχι στην προσκόλληση σε ανούσιους τύπους που δε φαίνεται να εξυπηρετούν τις ουσιώδεις πτυχές της ποινικής δίκης. Εξάλλου,συνήθως η μελλοντική αυτή έκφραση συνάπτεται στην έγκληση, όταν δηλαδή ούτε η ποινική δίωξη έχει κινηθεί αλλά ούτε και προκαταρκτική εξέταση έχει αρχίσει. Έτσι, η μελλοντική έκφραση εδώ μάλλον επιβεβλημένη φαίνεται.
 στ. διατυπώσεις που αφορούν το περιεχόμενο της δήλωσης στο ακροατήριο
 Η δήλωση εν προκειμένω συντελείται με μόνη την προφορική ανακοίνωση του θύματος προς το δικαστήριο ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων. Η εν λόγω δήλωση καταχωρίζεται στα οικεία πρακτικά, προσδίδοντας αμέσως και αυτομάτως στον αδικηθέντα την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος.
Ωστόσο, η έλλειψη οποιασδήποτε νομοθετικής πρόβλεψης ως προς το αναγκαίο περιεχόμενο της δήλωσης στο ακροατήριο οδήγησε εν προκειμένω σε διατύπωση δύο απόψεων. Αφενός εκείνης η οποία απαιτεί αναλογική εφαρμογή του άρ. 84 ΚΠΔ, δηλαδή την επί ποινή απαραδέκτου τήρηση των σχετικών όρων αφετέρου της δεύτερης η οποία δίνει έμφαση στην ουσιαστική νομιμοποίηση και προκρίνει την άμεση επέμβαση του δικαστή προς παροχή όσων διευκρινίσεων κρίνονται απαραίτητες για τη συναγωγή της ιδιότητας του θύματος ως αμέσως και προσωπικώς ζημιωθέντος.
Η δεύτερη άποψη κρίνεται ορθότερη, στα πλαίσια της μη επιτρεπτής δημιουργίας εκ του μη όντος, είτε με αναλογική εφαρμογή (όπως εν προκειμένω) είτε διά της ερμηνείας, τύπων. Το ουσιώδες στοιχείο της ουσιαστικής νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος πληρούται αρκούντως στα πλαίσια της δεύτερης άποψης η οποία και εκπορεύεται από την προφορικότητα του ακροατηρίου. Υπό το ίδιο πνεύμα θα πρέπει να κριθεί και η υφιστάμενη διχογνωμία ως προς την εξειδίκευση του αιτιώδους συνδέσμου.
Επιβεβλημένος ωστόσο φαίνεται ο ποσοτικός προσδιορισμός του αιτήματος, σε αντίθεση με την προδικασία. Η επιδίκαση του αιτουμένου ποσού λαμβάνει χώρα στην όψιμη φάση μετά την καταδίκη του κατηγορουμένου, και επομένως, θα ήταν παράλογο και άτοπο το δικαστήριο να μην γνωρίζει τι ποσό αιτείται ο πολιτικώς ενάγων. Εξάλλου, η πολιτική αγωγή δεν παύει να είναι αγωγή ενσωματωμένη στην ποινική δίκη, επομένως θα ήταν αδιανόητο να μην είχε κάποιο αίτημα. Επίσης το ζήτημα του αιτήματος συγκεκριμένου ποσού συνέχεται άμεσα με τη δυνατότητα του ποινικού δικαστηρίου να παραπέμψει την πολιτική αγωγή ως ανεκκαθάριστη στα πολιτικά δικαστήρια σε περίπτωση υπέρβασης του ποσού των 44 € (65 παρ. 2 ΚΠΔ), ενώ εξυπηρετεί και το πρακτικό ζήτημα της ανάγκης υπολογισμού του καταβλητέου αγωγοσήμου.
Τέλος, αυξημένη πρακτική σημασία φαίνεται να έχει η περίπτωση εκείνη που ο δηλών παράστασης πολιτικής αγωγής (ίσως από υπερβάλλοντα ζήλο) δηλώσει ότι παρίσταται για ηθική βλάβη και για υποστήριξη της κατηγορίας. Εν προκειμένω θα μπορούσαν να υποστηριχθούν δύο απόψεις. Θα μπορούσε αφενός να γίνει λόγος για ασάφεια και αοριστία της δήλωσης και επομένως για συνακόλουθη αποβολή της πολιτικής αγωγής, αφετέρου θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι εδώ ο πολιτικώς ενάγων απλώς διευκρινίζει επιτρεπτά την εν πάση περιπτώσει περιεχόμενη στην παράσταση πολιτικής αγωγής προς αποζημίωση σε περίπτωση υλικής βλάβης ή προς χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης υποστήριξη της κατηγορίας. Σημειωτέον ότι ο κύριος λόγος παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική δίκη είναι η υποστήριξη της κατηγορίας.
Ορθότερη φαίνεται η δεύτερη άποψη, δεδομένου ότι θα ήταν άτοπο στη μεν περίπτωση που χωρεί παράσταση πολιτικής αγωγής μ ό ν ο ν προς υποστήριξη της κατηγορίας και το θύμα δηλώνει παράσταση πολιτικής αγωγής με αίτημα αποζημίωση ή αποκατάσταση ή χρηματική ικανοποίηση, η πολιτική αγωγή να γίνεται δεκτή μόνον για υποστήριξη της κατηγορίας (πράγμα που σημαίνει την λανθάνουσα και σε αυτές τις περιπτώσεις υποστήριξη της κατηγορίας), ενώ στην περίπτωση που απλώς το θύμα ανακοινώνει τον αληθινό λόγο της παράστασής του να αποβάλλεται. Την ίδια άποψη θα είχαν προφανώς και όσοι αρνούνται την υπερβολική προσήλωση στους τύπους, όπως η Α. Ψαρούδα-Μπενάκη και ο Ν.Αποστολίδης.
 Δ΄ ΜΕΡΟΣ:
 ΕΠΙΛΟΓΟΣ
 Γενικότερα στη ζωή των ανθρώπων θα πρέπει να δίνεται προβάδισμα στην ουσία των πραγμάτων. Οι τύποι που εισέρχονται σε οποιαδήποτε έκφανση και επίπεδο της ανθρώπινης ζωής (απονομή της δικαιοσύνης, εξυπηρέτηση των πολιτών από τη διοίκηση, στρατός, σύστημα υγείας κτλ) θα πρέπει να επικροτούνται μόνο όταν πίσω από αυτούς κρύβεται μία ratio η οποία συνδέεται άμεσα με έναν ουσιαστικό σκοπό. Ειδάλλως η ύπαρξη τύπων καταντά εμμονή, τυπολατρία και γραφειοκρατία.
Εάν όμως δεχτούμε ότι η ύπαρξη ανούσιων τύπων αποτελεί μία παραφωνία γενικότερα, αποτελεί αναμφίβολα παραφωνία στο χώρο του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου όπου προέχει η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας στην οποία συμβάλλει και η περιβολή του θύματος με την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος.
============================================
Γράφει ο Σίσκος Παναγιώτης
* ο   Σίσκος Παναγιώτηςείναι Δικηγόρος και ΥπΜΔ Ποινικού Δικαίου ΑΠΘ

ΣΥΝΑΙΝΕΤΙΚΟ ΔΙΑΖΥΓΙΟ - ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ - ΔΙΚΑΙΛΟΓΗΤΙΚΑ

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη 
Συναινετικο Διαζυγιο
Το συναινετικό διαζύγιο είναι ο απλούστερος, οικονομικότερος και ταχύτερος τρόπος λύσης ενός γάμου τον οποίο πρέπει να εξετάζει πρωταρχικά κάθε δικηγόρος οικογενειακού δικαίου. Οι δύο σύζυγοι συναινούν στη διάσπαση και στην επίλυση των μεταξύ τους ζητημάτων..
(επιμέλεια τέκνων, επικοινωνία, διατροφή, κοινή περιουσία κα.).

Δυνάμει του άρθρου 1438 ΑΚ ο γάμος μπορεί να λυθεί με διαζύγιο. Το συναινετικο διαζυγιο απαγγέλλεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, όταν συντρέχουν μία σειρά από προϋποθέσεις.

Οι τύποι διαζυγίου είναι κατ’ αρχήν δύο, το συναινετικο διαζυγιο και το διαζύγιο με αντιδικία. Η έκδοση συναινετικού διαζυγίου είναι ταχύτατη και έχει το χαμηλότερο κόστος ενώ ταυτόχρονα ρυθμίζονται πολλές άλλες εκκρεμότητες (επιμέλεια, διατροφή, επικοινωνία).

Παρακάτω αναλύεται η διαδικασία και οι προϋποθέσεις για έκδοση συναινετικού διαζυγίου.
Συναινετικο Διαζυγιο

Το συναινετικό διαζύγιο είναι ο τρόπος λύσης του γάμου που κατ’ αρχήν κάθε δικηγόρος πρέπει να συστήνει στα ενδιαφερόμενα μέρη, εφόσον τα τελευταία είναι αποφασισμένα να προχωρήσουν αμφότερα σε λύση του γάμου τους, διότι μόνο μέσω αυτής της διαδικασίας είναι δυνατό να επιτευχθεί μία λύση, η οποία μπορεί να εξυπηρετεί πραγματικά το συμφέρον των ανηλίκων τέκνων και να ικανοποιεί αμφότερους τους συζύγους χωρίς σημαντικές υποχωρήσεις. Ωστόσο η διαδικασία αυτή απαιτεί ώριμη σκέψη από πλευράς των συζύγων και προς αυτήν την κατεύθυνση οφείλει κατ’ αρχήν να οδηγήσει τους συζύγους ο δικηγόρος. Χαρακτηριστικό της διαδικασίας αυτής είναι ότι ο δικηγόρος με μία δικαστηριακή διαδικασία επιτυγχάνει τη ρύθμιση όλων των οικογενειακών θεμάτων, ακόμη και του ίδιου του γάμου.

Όταν οι σύζυγοι συμφωνούν για το διαζύγιο, μπορούν να το ζητήσουν με κοινή αίτησή τους που δικάζεται κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας και ονομάζεται συναινετικο διαζυγιο. Το συναινετικό διαζύγιο αποτελεί έναν ιδιαίτερο τρόπο διάζευξης, που χαρακτηρίζεται από έντονη τυπικότητα, ακριβώς επειδή ο έλεγχος των πραγματικών περιστατικών και των κινήτρων των συζύγων εκφεύγει από τον έλεγχο του δικαστή. Με τις νέες μάλιστα νομοθετικές ρυθμίσεις η όλη διαδικασία για έκδοση συναινετικού διαζυγίου είναι ταχύτατη και πιο οικονομική, δεδομένου ότι έχει επέλθει ουσιώδης απλούστευσή της.

Ο νέος νόμος «περί δίκαιης δίκης και εύλογης διάρκειας αυτής» (υπ’ αριθμ. 4055/2012), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 2η Απριλίου 2012, έχει απλουστεύσει αρκετά τη διαδικασία έκδοσης του συναινετικού διαζυγίου, επιταχύνοντας τον χρόνο έκδοσής του, αφού κατήργησε τη διαδικασία των δύο συζητήσεων που ίσχυε μέχρι τούδε, καθιερώνοντας πλέον τη μία και μοναδική συζήτηση της αίτησης συναινετικού διαζυγίου στο ακροατήριο.

Δηλαδή πλέον κατατίθεται αίτηση στο κατά τόπον αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο επί της οποίας ορίζεται πλέον μόνο μία δικάσιμος και εν συνεχεία εκδίδεται εντός περίπου δύο μηνών μόνο μία δικαστική απόφαση. Η τελευταία μάλιστα με τον νέο νόμο αποκτά ισχύ εκτελεστού τίτλου, γεγονός που σημαίνει ότι έχει ισχύ δικαστικής απόφασης. Τέλος, με τον νέο νόμο η λύση του γάμου με συναινετικό διαζύγιο προϋποθέτει ελάχιστη διάρκεια ισχύος του γάμου ενός εξαμήνου και όχι ενός έτους που ίσχυε μέχρι τούδε.

Προϋποθέσεις για τη συναινετική λύση ενός γάμου είναι μεταξύ των άλλων η ύπαρξη έγγραφης συμφωνίας διάζευξης των συζύγων, η ύπαρξη κοινής αίτησης περί λύσεως του γάμου τους, η τήρηση ορισμένης διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου (η δήλωση της συμφωνίας των συζύγων περί λύσεως του γάμου σε μία συνεδρίαση), η συγκεκριμένη χρονική διάρκεια του υφιστάμενου γάμου, η ύπαρξη έγγραφης συμφωνίας των συζύγων  για τα τέκνα (εάν υπάρχουν) και δη για την επιμέλεια και επικοινωνία των ανηλίκων τέκνων, κ.α.

Το συναινετικό διαζύγιο είναι η βέλτιστη λύση για όσους επιθυμούν να λύσουν τον γάμο τους, δεδομένου ότι με μία διαδικασία (αυτή της έκδοσης του συναινετικού διαζυγίου) ρυθμίζονται αυτομάτως τα εξής θέματα: η λύση του γάμου, η επιμέλεια τυχόν ανηλίκου τέκνου ή τέκνων, η επικοινωνία του έτερου γονέα που δεν έχει την επιμέλεια με το ανήλικο τέκνο και δυνητικά το ζήτημα της διατροφής του ανηλίκου τέκνου.

Ειδικότερα, για την έκδοση συναινετικού διαζυγίου σε περίπτωση ύπαρξης ανηλίκου τέκνου απαιτείται η υπογραφή από τα συμβαλλόμενα μέρη (συζύγους-γονείς) ενός ιδιωτικού συμφωνητικού, στο οποίο θα ορίζεται ρητά ποιος εκ των δύο γονέων θα έχει την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου και πώς θα επικοινωνεί ο άλλος γονέας (που δεν έχει την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου) μ’ αυτό. Όρος διατροφής του ανηλίκου τέκνου δεν απαιτείται εκ του νόμου να συμπεριλαμβάνεται, ωστόσο προς αποφυγή έτερων δικαστικών αγώνων ένας τέτοιος όρος σκόπιμο είναι να προστίθεται. Σε διαοφρετική περίπτωση, η δικαστηριακή διαδικασία που ακολουθείται για να ρυθμιστεί το ζήτημα της διατροφής είναι η κατάθεση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων δια της οποίας ο ασκών την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου ζητά την προσωρινή επιδίκαση διατροφής για λοαγραισμό του ανηλίκου τέκνου.

συναινετικο διαζυγιο

Η διαδικασία έκδοσης του συναινετικού διαζυγίου περιλαμβάνει τα κάτωθι στάδια:

1.Αρχικά υπογράφεται ένα ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη (σύζυγοι) δηλώνουν ρητά την επιθυμία τους να λύσουν τον γάμο τους συναινετικά. Εάν υπάρχουν ανήλικα τέκνα, τότε στο ίδιο συμφωνητικό μπορούν και πρέπει να συμπεριληφθούν όροι επιμέλειας και επικοινωνίας που αφορούν το ανήλικο τέκνο (όπως προαναφέρθηκαν).

2.Στη συνέχεια κατατίθεται αίτηση συναινετικού διαζυγίου στο κατά τόπον αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο και λαμβάνεται ημερομηνία δικασίμου.

3.Εάν τα συμβαλλόμενα μέρη (σύζυγοι) δεν επιθυμούν να παραστούν αυτοπροσώπως στο ακροατήριο την ημέρα της δικασίμου, έχουν τη δυνατότητα να συντάξουν ένα ειδικό πληρεξούσιο σε συμβολαιογράφο, δια του οποίου θα δίνουν την πληρεξουσιότητα στον/η δικηγόρο της επιλογής τους να παραστεί αντ’ αυτών στη δίκη και να τους εκπροσωπήσει κατά την εκδίκαση του συναινετικού τους διαζυγίου. Το εν λόγω ειδικό πληρεξούσιο μπορεί να είναι κοινό για αμφότερα τα μέρη και χωριστό για κάθε ένα απ’ αυτά.

4.Στη συνέχεια εκδικάζεται το συναινετικό διαζύγιο την ημέρα της ορισθείσης δικασίμου. Ο/η εντολοδόχος δικηγόρος για την εκδίκασή του χρειάζεται να έχει στα χέρια του μία ληξιαρχική πράξη γάμου και ένα πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης. Τα δύο αυτά έγγραφα απαιτείται να έχουν εκδοθεί πρόσφατα από τα ΚΕΠ ή από τον Δήμο (τουλάχιστον εντός του τελευταίου εξαμήνου).

5.Μέσα στους επόμενους μήνες από την εκδίκαση του συναινετικού διαζυγίου δημοσιεύεται η δικαστική απόφαση που κάνει δεκτή την αρχική αίτηση.

6.Στη συνέχεια ακολουθεί η διαδικασία παραίτησης από τα ένδικα μέσα, η οποία εφόσον έχει προηγηθεί η σύνταξη ειδικού πληρεξουσίου σε συμβολαιογράφο γίνεται ερήμην των μερών από τον/τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους. Διαφορετικά απαιτείται η παρουσία των συμβαλλομένων μερών στο Μονομελές Πρωτοδικείο.

7.Μόλις γίνει η παραίτηση από τα ένδικα μέσα, σε περίπτωση που ο γάμος είναι θρησκευτικός βγαίνει η εισαγγελική παραγγελία περί λύσεως του γάμου, την οποία τα συμβαλλόμενα μέρη την προσκομίζουν στην κατά τόπον αρμόδιο Μητρόπολη (με βάση τον Ιερό Ναό τέλεσης του νόμιμου θρησκευτικού γάμου), απ’ όπου λαμβάνουν ένα πιστοποιητικό περί «πνευματικής» λύσεως του γάμου καθώς και ένα πιστοποιητικό περί τελέσεως νέου γάμου. Τα πιστοποιητικά αυτά εκδίδονται εφάπαξ, γι’ αυτό δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να χάνονται.

8.Σε περίπτωση που ο γάμος είναι πολιτικός, τότε τα συμβαλλόμενα μέρη προσκομίζουν τα έγγραφα περί παραιτήσεως από τα ένδικα μέσα στο κατά τόπον αρμόδιο Ληξιαρχείο, όπου καταχωρείται η λύση του γάμου τους.
συναινετικο διαζυγιο
Τα απαραίτητα δικαιολογητικά για την έκδοση συναινετικού διαζυγίου φαίνονται στον παρακάτω πίνακα:ΦΓΦΔΓΗ

δικαιολογητικά για συναινετικό διαζύγιο
ΠΗΓΗ:http://www.ntova.gr

Αγωγή διαζυγίου, επιμέλειας, διατροφής και ρύθμισης επικοινωνίας τέκνων (υπόδειγμα δικογράφου)

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Αγωγή διαζυγίου, επιμέλειας, διατροφής και ρύθμισης επικοινωνίας τέκνων (υπόδειγμα δικογράφου)
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (Ειδική Διαδικασία Γαμικών διαφορών – 592 Κ.Πολ.Δικ)

Αγωγή


... ΚΑΤΑ ...

Παραδεκτά, στην παρούσα Αγωγή μου σωρεύω στο ίδιο δικόγραφο: 1) Αγωγή διαζυγίου, και 2) Αγωγή περί επιμέλειας, διατροφής και ρύθμισης της επικοινωνίας τέκνου, συνεκδικαζομένων και των δύο Αγωγών από το Δικαστήριό Σας κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών (άρθρων 592 έως 612 Κ.Πολ.Δικ.). Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 681Β παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ., είναι δυνατόν να ενωθούν και να συνεκδικαστούν με τη διαδικασία των άρθρων 592 - 612 Κ.Πολ.Δικ., αγωγή διαζυγίου και αγωγή περί επιμέλειας, διατροφής και ρύθμισης της επικοινωνίας τέκνου.

Ι) Σύντομο Ιστορικό.

Με τον αντίδικο τελέσαμε νόμιμο θρησκευτικό γάμο στις ... στον Ιερό Ναό ... , ο οποίος ιερολογήθηκε κατά τους Θείους και Ιερούς Κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αμέσως εγκατασταθήκαμε μαζί στον ... , όπου ήταν και η πρώτη και τελευταία κοινή μας συζυγική κατοικία. Από το γάμο μας αυτό, ο οποίος ήταν πρώτος και για τους δυο μας, αποκτήσαμε δύο γιους, τον ... που γεννήθηκε στη ... στις ... , ηλικίας σήμερα ... ετών και τον ... , που γεννήθηκε στη ... στις ... , ηλικίας σήμερα ... ετών. Στα τέλη Δεκεμβρίου του έτους ... ο αντίδικος σύζυγός μου αποχώρησε από τη συζυγική μας οικία και εγκαταστάθηκε στο ... στην οικία των γονιών του, όπου και διαμένει μαζί τους μέχρι και σήμερα. Κατά το χρονικό διάστημα από την παραπάνω ημερομηνία μέχρι και σήμερα ο συζυγικός μας βίος ατόνησε εντελώς και η διακοπή της συμβίωσής μας αποτελεί σήμερα μόνιμη και μη αναστρέψιμη κατάσταση.

ΙΙ) Αίτημα περί διαζυγίου.

Επειδή βρίσκομαι και θα βρίσκομαι σε διάσταση με τον εναγόμενο σύζυγό μου συνεχώς και για χρονικό διάστημα πλέον των 2 ετών τόσο σήμερα όσο και κατά την ημέρα συζήτησης της παρούσας, γεγονός από το οποίο γίνεται φανερό και μάλιστα τεκμαίρεται αμάχητα ότι οι μεταξύ μας σχέσεις έχουν κλονιστεί ισχυρά, και για το λόγο αυτό, η επανάληψη της συμβίωσής μας είναι πλέον και για τους δύο μας αδύνατη. Πρέπει επομένως η παρούσα να γίνει δεκτή και να λυθεί ο γάμος μου με τον εναγόμενο, εφόσον η τρίτη περίοδος του άρ. 1439 Αστικού Κώδικα (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 Ν.3719/2008, ΦΕΚ Α 241/26.11.2008) αναφέρει ότι: «Εφόσον οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς από δύο τουλάχιστον χρόνια, ο κλονισμός τεκμαίρεται αμάχητα και το διαζύγιο μπορεί να ζητηθεί, έστω και αν ο λόγος του κλονισμού αφορά στο πρόσωπο του ενάγοντος. Η συμπλήρωση του χρόνου διάστασης υπολογίζεται κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής και δεν εμποδίζεται από μικρές διακοπές που έγιναν ως προσπάθεια αποκατάστασης των σχέσεων μεταξύ των συζύγων».

ΙΙΙ) Αίτημα περί επιμέλειας.

Από την ημέρα που έφερα στον κόσμο τους δύο μου γιους ανέλαβα εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά την επιμέλεια, φροντίδα και ανατροφή τους, ανατρέφοντάς τους με πολλή αγάπη και στοργή μέχρι σήμερα. Η συμβολή του εναγόμενου ήταν αμελητέα ως ανύπαρκτη. Καθημερινά κατανάλωνε μεγάλες ποσότητες αλκοόλ, το χειρότερο όμως ήταν ότι ήταν χρήστης ναρκωτικών ουσιών, με αποτέλεσμα να εξαφανίζεται για πάρα πολλές ώρες από το σπίτι και όταν επιστρέφει να δημιουργεί φασαρίες, να με βρίζει ακόμη και να με ξυλοφορτώνει μπροστά στα παιδιά, χωρίς καν να τον έχω προκαλέσει. Προσπάθησα πάρα πολύ να τον πείσω να κόψει το αλκοόλ και τα ναρκωτικά αλλά στάθηκε αδύνατο. Η κατάσταση γινόταν ολοένα και χειρότερη μέρα με τη μέρα. Μην αντέχοντας να ζω άλλο υπό αυτές τις συνθήκες αλλά πρωτίστως για το καλό των παιδιών μου αποφάσισα να χωρίσω. Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι ο εναγόμενος σε καμία περίπτωση δεν είναι σε θέση να αναλάβει την επιμέλεια των παιδιών του. Προσωπικά μένω στον ... , σε διώροφη κατοικία που μου παραχωρεί δωρεάν η αδερφή μου ... προκειμένου να ζήσω με τα παιδιά μου. Η κατοικία αποτελείται από το ισόγειο εμβαδού ... τ.μ. που περιλαμβάνει μία αποθήκη και μία τουαλέτα και τον πρώτο όροφο εμβαδού ... τ.μ. που περιλαμβάνει δύο υπνοδωμάτια, μία κουζίνα και ένα σαλόνι. Ζω μαζί με τα δύο μου παιδιά και τον αρραβωνιαστικό μου ... με τον οποίο είμαστε μαζί εδώ και έξι μήνες και σκοπεύουμε σύντομα να παντρευτούμε. Εγώ αυτή τη στιγμή δεν εργάζομαι και καθόσον ο εναγόμενος δεν προσφέρει καθόλου στην ανατροφή των τέκνων μας αφού από την ημέρα που έφυγε από το σπίτι δεν έχει δώσει ούτε ένα ευρώ, μεγαλώνω τα παιδιά μου με τη βοήθεια της μητέρας μου που παίρνει μία πενιχρή μικρή σύνταξη της τάξεως των ... ευρώ ( ο πατέρας μου έχει πεθάνει ) και πρωτίστως του αρραβωνιαστικού μου, που ασχολείται με γενικό εμπόριο αλλά και με γεωργικές εργασίες και ευτυχώς τα εισοδήματά του είναι αρκετά ώστε να βοηθάει και εμένα και τα παιδιά μου, τα οποία υπεραγαπά και φροντίζει όσο μπορεί. Να σημειώσω ότι δεδομένης της οικονομικής κρίσης και της υπάρχουσας ανεργίας μου είναι πολύ δύσκολο να βρω δουλειά, επιπλέον όμως είμαι και υποχρεωμένη να βρίσκομαι στο σπίτι προκειμένου να μεγαλώσω τα δύο μου παιδιά. Ο εναγόμενος είναι ... στο επάγγελμα και το μηνιαίο εισόδημά του κατά μέσο όρο ανέρχεται στα ... ευρώ περίπου. Επειδή μέχρι και σήμερα έχω αναλάβει αποκλειστικά την επιμέλεια των τέκνων μου προς το συμφέρον τους και για την ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητά τους, και επιπλέον διότι ο εναγόμενος και πατέρας τους από όσα περιέγραψα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι είναι αδύνατο να μεγαλώσει τα παιδιά του και, πρέπει το Δικαστήριό Σας να αναθέσει σε μένα την άσκηση της επιμέλειας. Επειδή προσφέρω στα ανήλικα τέκνα μου παροχές σε είδος και ιδιαίτερες φροντίδες όπως την επιμέλεια της μόρφωσής τους, της κατοικίας τους, του φαγητού τους, της καθαριότητάς τους, των ενδυμάτων τους και γενικά φροντίζω για καθετί που έχει σχέση με την ανατροφή τους και με την ομαλή και φυσιολογική ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους. Επειδή συντρέχουν επείγοντες λόγοι να εκδοθεί δικαστική απόφαση η οποία θα μου χορηγεί και επίσημα την άσκηση της επιμέλειας των τέκνων μου, καθόσον, ο εναγόμενος, προφανώς λόγω της κατανάλωσης αλκοόλ και της χρήσης ναρκωτικών ουσιών αλλά και της μεγάλης ζήλειας του για το γεγονός ότι προχώρησα στη ζωή μου με τη νέα μου σχέση, επιδεικνύει αλλόκοτη συμπεριφορά, χρησιμοποιώντας τα παιδιά για να με κατατροπώσει ψυχολογικά, ήτοι παίρνει τα παιδιά με σκοπό να τα δει και αρνείται να τα επιστρέψει. Επειδή το συμφέρον των τέκνων μας υπαγορεύει την μη απόσπασή τους από εμένα, την μητέρα τους, το πλέον κοντινό και προσφιλές τους πρόσωπο, που νυχθημερόν είναι στο πλάϊ τους από την ημέρα της γέννησής τους.

ΙV) Αίτημα περί διατροφής.

Τα ως άνω δύο ανήλικα τέκνα μας δεν εργάζονται, στερούνται προσωπικής περιουσίας αλλά και οποιουδήποτε άλλου εισοδήματος. Επειδή κατά το άρθρο 1489 παρ.2 Α.Κ. "Οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν τα τέκνα τους ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του". Στην υποχρέωση δε αυτή συνυπολογίζεται κάθε τι που συνδέεται με την εξαιτίας της άσκησης της γονικής μέριμνας πραγματική διάθεση χρημάτων για τις ανάγκες των τέκνων, καθώς και τις άλλες παροχές σε είδος, οι οποίες απορρέουν από την συνοίκηση, η οποία κατά κανόνα συνοδεύει την άσκηση της γονικής μέριμνας. Επειδή και ο πατέρας είναι υπόχρεος εκ του νόμου να παράσχει όχι μόνον την απαραίτητη - στοιχειώδη διατροφή (τροφή, ένδυση, υπόδηση, έξοδα για ΔΕΗ, ΟΤΕ, κ.λ.π.) αλλά και ό,τι άλλο είναι αναγκαίο για την εκπαίδευση, ψυχαγωγία και κοινωνική παράσταση των τέκνων του. Ο εναγόμενος είναι, όπως προανέφερα, ... στο επάγγελμα και αποκομίζει μηνιαίως κατά μέσο όρο το ποσό των ... ευρώ περίπου. Εχει επίσης στην κυριότητά του τα ... εξ αδιαιρέτου ενός τμήματος οικοπέδου που βρίσκεται στο ... , εμβαδού ... τ.μ. μετά της εντός αυτού διωρόφου οικίας εμβαδού του κάθε ορόφου ... τ.μ. και ισογείου αποθήκης εμβαδού ... τ.μ.. Ειδικότερα το αναγκαίο ποσό της μηνιαίας διατροφής των δύο ανήλικων τέκνων μας, ανέρχεται τουλάχιστον στο συνολικό ποσό των ... ευρώ για το κάθε παιδί και για τα δύο παιδιά στο συνολικό ποσό των ... ευρώ μηνιαίως, για έξοδα συντήρησης και διαβίωσης του κάθε τέκνου μας, καθώς και για λοιπά έξοδα, όπως έξοδα κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος, ύδρευσης, θέρμανσης (πετρέλαιο), διατροφής, ένδυσης, υπόδησης, ψυχαγωγίας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Ειδικότερα: Ι. Για κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος κατά μέσο όρο για το κάθε παιδί 20,00 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των (20,00 Χ 2 =) 40,00 ευρώ. ΙΙ. Για δαπάνες ύδρευσης κατά μέσο όρο για το κάθε παιδί 10,00 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των (10,00 Χ 2 =) 20,00 ευρώ. ΙΙΙ. Για δαπάνες θέρμανσης κατά μέσο όρο για το κάθε παιδί 65,00 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των (65,00 Χ 2 =) 130,00 ευρώ.( 2400 ευρώ το χρόνο για τα τρία άτομα, εμένα και τα δύο μου παιδιά, ήτοι 1600 ευρώ για τα δύο παιδιά, ήτοι 800 ευρώ για το κάθε παιδί ετησίως, ήτοι (800:12) 65,00 ευρώ περίπου). ΙΙΙ. Για έξοδα διατροφής κατά μέσο όρο το ποσό 100,00 ευρώ μηνιαίως για το κάθε παιδί και συνολικά το ποσό των (100,00 ευρώ Χ 2 =) 200,00 ευρώ. ΙV. Για έξοδα ένδυσης και υπόδησης κατά μέσο όρο το ποσό των 30,00 ευρώ μηνιαίως για το κάθε παιδί, ήτοι συνολικά το ποσό των 60,00 ευρώ μηνιαίως. V.Για δαπάνες ψυχαγωγίας, διασκέδασης, κοινωνικών εκδηλώσεων κατά μέσο όρο το ποσό των 30,00 ευρώ μηνιαίως για το κάθε παιδί, ήτοι συνολικά το ποσό των 60,00 ευρώ μηνιαίως. VI. Για δαπάνες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης του γιου μας κατά μέσο όρο το ποσό των 30,00 ευρώ μηνιαίως για το κάθε παιδί, ήτοι συνολικά το ποσό των 60,00 ευρώ μηνιαίως. (Ιδιαίτερα ο γιος μας … έχει σοβαρό πρόβλημα ... και συνεπώς επισκεπτόμαστε τακτικά το γιατρό). Τα πιο πάνω ανήλικα τέκνα μας έχουν δικαίωμα διατροφής από εμάς τους γονείς τους ανάλογα με τις δυνάμεις καθενός από εμάς. Εκατέρωθεν οι μηνιαίες ανάγκες των ανήλικων τέκνων μας, όπως αυτές οι ανάγκες προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής και ανταποκρίνονται στα απαραίτητα έξοδα για τη διατροφή, ψυχαγωγία, εκπαίδευση, ένδυση κλπ., ανέρχονται κατά λεπτομερή υπολογισμό και κατ΄ ελάχιστον για τον ... στο ποσό των 285 ευρώ και για τον ... στο ποσό των 285 ευρώ και συνολικά και για τα δύο παιδιά μας το ποσό των 570 ευρώ. Στα ποσά αυτά συνυπολογίζεται βέβαια και η παροχή προσωπικής εργασίας και η φροντίδα η δική μου (ως ασκούσας την επιμέλειά τους) για την ανατροφή τους που αποτιμώνται μηνιαία στο ποσό των 90,00 ευρώ για κάθε ανήλικο τέκνο. Το ποσοστό επί τοις εκατό κατά το οποίο καθένας από εμάς τους γονείς έχουμε υποχρέωση να συμβάλλουμε στην διατροφή των ανήλικων τέκνων μας είναι για εμένα 0 τοις εκατό αφού δεν έχω κανένα απολύτως εισόδημα και για τον εναγόμενο 100 τοις εκατό δηλαδή 570 ευρώ για τα δύο παιδιά ήτοι στο ποσό των 285 ευρώ για το κάθε ανήλικο τέκνο μας. Σημειωτέον ότι σύμφωνα με το άρθρο 1487 Α.Κ. εδάφιο β, ο γονέας έχει υποχρέωση έναντι του ανήλικου τέκνου του, έστω και αν δίνοντας τη διατροφή αυτή διακινδυνεύει και η δική του διατροφή, συνεπώς πρέπει να υπολογιστούν τα ποσοστά συμμετοχής μας στη διατροφή των ανηλίκων τέκνων μας με βάση τα έσοδα του καθενός γονέα, ανεξάρτητα από τα έξοδά μας.

V) Αίτημα περί καθορισμού τρόπου επικοινωνίας με τα τέκνα μας.

Εν προκειμένω, μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής μας τα τέκνα μας διαμένουν μαζί μου. Επειδή όμως με τον εναγόμενο διαφωνούμε ως προς τον τρόπο επικοινωνίας με το τέκνο μας, διότι ο εναγόμενος αρνείται να έρθουμε σε μία συνεννόηση μεταξύ μας σχετικά με το πότε θα πάρει τα παιδιά και πότε θα τα επιστρέψει, πρόσφατα μάλιστα πήρε τα τέκνα μας και αρνούνταν να τα επιστρέψει και κόντεψα να τρελαθώ ώσπου να καταφέρω τελικά να τα πάρω πίσω, θα πρέπει να υποχρεωθεί προς τούτο με απόφασή σας. Έτσι, θα πρέπει να καθοριστεί ο τρόπος επικοινωνίας των τέκνων μας με τον γονέα που δεν μένει μαζί του, και συγκεκριμένα: α) Κατά την περίοδο των σχολικών διακοπών Χριστουγέννων και Πάσχα τα τέκνα θα διαμένουν τη μία από τις δύο εβδομάδες των διακοπών στην οικία του πατέρα β) Κάθε καλοκαίρι από τις 15 Ιουλίου έως τις 30 Ιουλίου τα τέκνα θα διαμένουν στην οικία του πατέρα. γ) Κάθε δεύτερη Παρασκευή του μήνα από τις 19:00 μ.μ. έως την Κυριακή 17:00 μ.μ. τα τέκνα θα τα παραλαμβάνει ο εναγόμενος πατέρας από το σπίτι της μητέρας τους στον ... και ομοίως θα τα επιστρέφει την Κυριακή στην οικία της μητέρας τους.

Για τους λόγους αυτούς. Με την επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός μου. Και επειδή η Αγωγή μου είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθής και εισάγεται στο αρμόδιο καθ'ύλη και κατά τόπο Δικαστήριο (εφόσον ο τόπος τελευταίας κοινής κατοικίας ήταν ... - άρθρο 39 ΚπολΔικ).

Ζητώ να γίνει δεκτή η Αγωγή μου και 1) Να λυθεί ο γάμος μου με τον εναγόμενο λόγω αντικειμενικού κλονισμού – υπερδιετούς διάστασής μου μετ'αυτού. 2) Να ανατεθεί οριστικά σε εμένα η άσκηση της επιμέλειας των τέκνων μας, ήτοι του ... που γεννήθηκε στη ... στις ... , ηλικίας σήμερα ... και του ... , που γεννήθηκε στη ... στις ... , ηλικίας σήμερα και ... ετών. 3) Να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει συνολικά το ποσό των 570,00 ευρώ για τα δύο παιδιά ως μηνιαία οριστική διατροφή των ως άνω δύο ανήλικων τέκνων, ήτοι το ποσό των 285,00 ευρώ μηνιαίως για τον υιό μας ... και το ποσό των 285,00 ευρώ μηνιαίως για τον υιό μας ... , στην αρχή κάθε μήνα από την επίδοση της παρούσας και για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε δόσης και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση κάθε επιμέρους δόσης. Να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει σε μένα τα προκαταβλητέα έξοδα. 4) Να καθοριστεί ο τρόπος επικοινωνίας του τέκνου μας με τον γονέα που δεν μένει μαζί του, και συγκεκριμένα: α) Κατά την περίοδο των σχολικών διακοπών Χριστουγέννων και Πάσχα τα τέκνα θα διαμένουν τη μία από τις δύο εβδομάδες των διακοπών στην οικία του πατέρα β) Κάθε καλοκαίρι από τις 15 Ιουλίου έως τις 30 Ιουλίου τα τέκνα θα διαμένουν στην οικία του πατέρα. γ) Κάθε δεύτερη Παρασκευή του μήνα από τις 19:00 μ.μ. έως την Κυριακή 17:00 μ.μ. τα τέκνα θα τα παραλαμβάνει ο εναγόμενος πατέρας από το σπίτι της μητέρας τους ... και ομοίως θα τα επιστρέφει την Κυριακή στην οικία της μητέρας τους. Να απειληθεί κατά της εναγομένου προσωπική κράτηση έως ενός έτους και χρηματική ποινή 50.000€ για κάθε παραβίαση της περί επικοινωνίας διάταξης της απόφασής Σας. Να κηρυχθεί η απόφασή Σας προσωρινά εκτελεστή, όσον αφορά τα περί επικοινωνίας αιτήματά μου. Να καταδικαστεί ο αντίδικος στα Δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης και αμοιβή πληρεξουσίου Δικηγόρου μου, καθόσον είναι αποκλειστικά υπαίτιος για την άσκηση της παρούσας αγωγής, εφόσον του έχω ήδη προτείνει την υπογραφή ιδιωτικού συμφωνητικού και για την έκδοση συναινετικού διαζυγίου αλλά αρνήθηκε.

πηγή: lawmediation.eu

Aποκεντρωμένη Πελοποννήσου: Απόφαση «βόμβα» για συμβασιούχους –Ακυρώνει την απόλυση τους

$
0
0

Aποκεντρωμένη Πελοποννήσου: Απόφαση «βόμβα» για συμβασιούχους –Ακυρώνει την απόλυση τους


Στην ακύρωση της υπ’ αριθμόν 2/23.1.2017 ΑΠΟΦΑΣΗτου Δημοτικού Συμβουλίου Κορίνθου με την οποία απολύονται οι συμβασιούχοι καθαριότητας του δήμου, προχώρησε με απόφαση «βόμβα»,που αποκαλύπτει ..
η aftodioikisi.gr,η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου.
Συγκεκριμένα, με την υπ’ αριθμόν 8129/19.4.2017 απόφαση της κρίνει ότι «αναρμόδια το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Κορινθίων αποφάσισε για την μη παράταση των συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, των πρώην εργαζομένων, για την κάλυψη εποχικών ή παροδικών αναγκών ανταποδοτικού χαρακτήρα στην Υπηρεσία Καθαριότητας και Ανακύκλωσης του Δήμου Κορινθίων, έως 31.12.2017».
Να σημειωθεί ότι η απόφαση ελήφθη κατόπιν προσφυγής της κ. Μαρίας Παπαδάκη, μέλους της Επιτροπής Αγώνα Συμβασιούχων.
Yπενθυμίζεται ότι, όπως έχει γράψει η aftodioikisi.gr, ο δήμος Κορινθίων είναι ένας από τους πέντε φορείς της Αυτοδιοίκησης που, παρά το σχετικό νόμο, αρνούνται να ανανεώσουν τις συμβάσεις των εργαζόμενων στην καθαριότητα. Οι υπόλοιποι είναι: Οι δήμο Κασσάνδρας, Ανατολικής Μάνης, Νεάπολης-Συκεών και ΦΟΔΣΑ Κεντρικής Μακεδονίας.

ΥΙΟΘΕΣΙΑ - Με την απόφαση 5/2017 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου κρίθηκε ότι το ανώτατο όριο διαφοράς ηλικίας για την υιοθεσία ανηλίκου (άρθρο 1544 ΑΚ) δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως αυστηρή προϋπόθεση της υιοθεσίας, ούτε να θεωρηθεί ότι καθιερώνει απαράβατο τυπικό κώλυμα αυτής

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Με την απόφαση 5/2017 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου κρίθηκε ότι το ανώτατο όριο διαφοράς ηλικίας για την υιοθεσία ανηλίκου (άρθρο 1544 ΑΚ) δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως αυστηρή προϋπόθεση της υιοθεσίας, ούτε να θεωρηθεί ότι καθιερώνει απαράβατο τυπικό κώλυμα αυτής....

Όπως αναφέρεται στην απόφαση, στο άρθρο 8 παρ. 3 της Διεθνούς Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης περί υιοθεσίας (Ν. 1049/1980), γίνεται λόγος για μη πλήρωση των προϋποθέσεων της υιοθεσίας στην περίπτωση που η διαφορά ηλικίας μεταξύ υιοθετούντος και υιοθετούμενου είναι μικρότερη από την ηλικία που συνήθως χωρίζει τους γονείς από τα τέκνα τους.

Η διαφορά όμως ηλικίας κατά τη σύμβαση, και μάλιστα η κατώτατη, δεν αποτελεί «προϋπόθεση» της υιοθεσίας αλλά «κριτήριο», για το πότε η υιοθεσία εξυπηρετεί το συμφέρον του υιοθετούμενου, αλλά και τη δημόσια τάξη, η οποία διασφαλίζεται όταν με τη διαφορά μιας «πλήρους ήβης», που είναι το ελάχιστο όριο για την τεκνογονία, επιτυγχάνεται η απομίμηση της φύσης.

Το ανώτατο, αντίθετα, όριο διαφοράς ηλικίας δεν αποτελεί κατά τη σύμβαση «κριτήριο», που να διασφαλίζει το συμφέρον του υιοθετούμενου, όπως ισχύει και στα δίκαια των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών (Ελβετίας, Γερμανία, Γαλλία), αλλά ούτε και επιτάσσεται από λόγους δημόσιας τάξης.

Επομένως, το ανώτατο όριο διαφοράς ηλικίας, που δεν αποτελεί κριτήριο κατά τη σύμβαση, αλλά ούτε και επιτάσσεται από λόγους δημόσιας τάξης, πρέπει ως επιλογή του εσωτερικού νομοθέτη να συμπορεύεται προς τους ορισμούς των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, δηλαδή η υιοθεσία πρέπει να διασφαλίζει το συμφέρον του ανηλίκου.

Επομένως, το δικαστήριο επισημαίνει, όταν το συμφέρον του ανηλίκου επιτάσσει επιμήκυνση του ανώτατου ορίου διαφοράς ηλικίας, αυτό πρέπει να επιμηκύνεται κατά την ίδια ποσοστιαία αναλογία που μειώνεται το ελάχιστο όριο διαφοράς ηλικίας.

Υπό το πνεύμα αυτό, το ανώτατο όριο διαφοράς ηλικίας της διάταξης του άρθρου 1544 εδ. α'του ΑΚ έχει σχετική και επιβοηθητική σημασία και δεν πρέπει να ερμηνευθεί, ως αυστηρή προϋπόθεση της υιοθεσίας, ούτε να θεωρηθεί ότι καθιερώνει απαράβατο τυπικό κώλυμα υιοθεσίας, ιδίως δε όταν η τελευταία γίνεται με την τήρηση του ανώτατου ορίου ηλικίας του υιοθετούντος, που επιβάλλεται από τη διάταξη του άρθρου 1543 του ΑΚ και συντρέχει σπουδαίος λόγος για να πραγματοποιηθεί, που βέβαια δεν είναι άλλος από την όσο γίνεται πιο άρτια εξυπηρέτηση του συμφέροντος του υιοθετουμένου, καθόσον στην ημεδαπή έννομη τάξη το ενδιαφέρον σχετικά με το θεσμό της υιοθεσίας έχει επικεντρωθεί στο συμφέρον του υιοθετουμένου ανήλικου τέκνου και στην παροχή δυνατότητας σ'αυτό να μεγαλώσει σε ένα οικογενειακό περιβάλλον με ανάπτυξη σχέσεων στοργής και αφοσίωσης, με σωστή ηθική και πνευματική διαπαιδαγώγηση και με ομαλή εξέλιξη της προσωπικότητας του (ΕΦ ΘΕΣΣ 543/2013).

ΠΡΟΣΦΥΓΗ (ΑΡΘΡΟΥ 285 ΚΠΔ) ΚΑΤΑ του με αριθ....../2017 εντάλματος σύλληψης και προσωρινής κράτησης του αρμόδιου Ανακριτή Κατερίνης, περί της άρσης ή αντικατάστασης της προσωρινής μου κράτησης με περιοριστικούς όρους.

$
0
0


ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ
(ΔΙΑ ΤΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΠΡΟΤΟΔΙΚΩΝ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ
ΠΡΟΣΦΥΓΗ
(ΑΡΘΡΟΥ 285 ΚΠΔ)
Του ..........επαγγέλματος ιδιωτικού υπαλλήλου, αριθ δελτ ταυτ ......, ΑΦΜ ..., ΔΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ,μετά την κράτησή μου στην Αστυνομική Διεύθυνση Πιερίας , ήδη προσωρινά κρατούμενου στις φυλακές Λάρισας....


ΚΑΤΑ

του με αριθ....../2017εντάλματος σύλληψης και προσωρινής κράτησης του αρμόδιου Ανακριτή Κατερίνης, περί της άρσης ή αντικατάστασης της προσωρινής μου κράτησης με περιοριστικούς όρους.
=======================================================
Ι.- Εισαγωγικά.
Είμαι 28 ετών. Αν και για την ηλικία μου δεν θεωρούμαι «πιτσιρικάς», εν τούτοις δεν έχω μπλέξει ποτέ, έχω πεντακάθαρο ποινικό μητρώο, μάλιστα δεν έχω κατηγορηθεί ποτέ, ούτε για πταίσμα. Εργάζομαι σε πλυντήριο αυτοκινήτων. Δεν έχω δώσει δικαίωμα από τη συμπεριφορά μου, ούτε στον κοινωνικό μου περίγυρο,  ούτε στους πελάτες, ούτε και στον εργοδότη μου. Είμαι τίμιος, καθαρός σε όλες μου τις συναλλαγές. Διαμένω μόνιμα στην Καλλιθέα Πιερίας. Διάγω μία φυσιολογική ζωή ενός νέου ανθρώπου. Προσπαθώ να εξασφαλίσω τα προς το ζείν, εργαζόμενος όπου υπάρχει τίμιο μεροκάματο, όπως στην δουλειά μου στο πλυντήριο. Δέν έχω δώσει δικαίωμα σε κανένα να αμφισβητήσει την ηθική μου.
Εν προκειμένω εν αγνοία μου και άθελά μου, έχω μπλέξει σε μία δικαστική περιπέτεια, βρίσκομαι κατηγορούμενος και προσωρινά κρατούμενος, με σοβαρότατες κατηγορίες ,για αδικήματα που δεν διέπραξα, αλλά τείνουν να διαλύσουν την ίδια μου τη ζωή, έως ότου αποδειχθεί η αθωότητά μου.

ΙΙ. Επί των κατηγοριών και των αποδεικτικών μέσων

Κατηγορούμαι ότι στην Κατερίνη, στις 31.3.2017, και περί ώρα 20.00μ.μ.,σε νομότυπο έλεγχο που διεξήχθη από αστυνομικούς του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών στο με αριθ. κυκλοφορίας ΥΝΥ-5661 ΙΧΕ αυτοκίνητο, μάρκας SEATALTEA, χρώματος καφέ, ιδιοκτησίας ΚΟΛΟΚΟΥΡΗ Κωνσταντίνου, το οποίο οδηγούσε ο συγκατηγορούμενός μου ELIDJANMIRTAJ  και στάθμευσε εντός του ΣΕΑ Κορινού Πιερίας, με την επωνυμία OLYMPUSPLAZA, στο 447οχιλιόμετρο Νέας Εθνικής οδού Θεσσαλονίκης – Λαμίας, βρέθηκα να κατέχως από κοινού με τον συγκατηγορούμενό μου ELIDJANMIRTAJ, ήτοι έχοντας κοινό δόλο και μετά από μεταξύ μας συναπόφαση, συνεννόηση συγκλίνουσες ενέργειες και με κοινή δράση υπό την έννοια της κοινής γνώσης κλπ.. ήτοι ότιτέλεσα έγκλημα που προβλέπεται από το νόμο και τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή και χρηματική ποινή ήτοι ενεργώντας με πρόθεση, χωρίς να έχως αποκτήσει την έξη της χρήσης των ναρκωτικών ουσιών, ώστε να μην μπορώ να την αποβάλω με δικές μου δυνάμεις, διακίνησες παράνομα ναρκωτική ουσία υπό την μορφή της κατοχής και της μεταφοράς,ποσότητας ακατέργαστης κάνναβης, συνολικού μικτού βάρους -210- κιλών και -370- γραμμαρίων. Ότι όλες δε τις εν λόγω πράξεις διακίνησης ναρκωτικών, τέλεσα στα πλαίσια εγκληματικής οργάνωσης, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 187 ΠΚ,κατ’ επάγγελμα και με προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000,00 ευρώ.
Εκτίμηση των στοιχείων της δικογραφίας.

Α.- Το προσβαλλόμενο ένταλμα δεν περιέχει όπως επιβάλλεται τις διατάξεις υπέρτατης τυπικής ισχύος του Συντάγματος ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γενικώς, ιδίως δε ως προς το ζήτημα της συνδρομής ή μη στο πρόσωπο του προσφεύγοντος α) σοβαρών ενδείξεων ενοχής και β) των νομίμων προϋποθέσεων επιβολής προσωρινής κράτησης.
1.-Πραγματικά, οι μοναδικές φράσεις της, που φέρεται να συνιστά την, για τα ανωτέρω θέματα, “αιτιολογία” της, ακριβώς είναι οι εξής:«Επειδή για την πράξη του αυτή κρίνεται απολύτως αναγκαία η προσωρινή κράτηση καθόσον α) λαμβανομένης υπόψη της βαρύτητας των πράξεων και των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της, ήτοι θρασύτητα, ψυχραιμία, μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών 210 κιλά και 370 γραμμάρια, οργανωμένη δράση με επαγγελματικό προσανατολισμό, με σκοπό όχι απλώς τον συστηματικό βιοπορισμό αλλά το ιδιαίτερα μεγάλο επιδιωκόμενο όφελος (αξία ναρκωτικών, εγγίζουσα τις 630000,00 Ευρώ, χρήση πολλαπλών οχημάτων με σκοπό ασφαλούς επίτευξη του εγκληματικού σκοπού), συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος είχε σκοπό μεταπώλησης του και είναι πιθανόν να επαναλάβει τέτοιου είδους πράξη ή παρεμφερείς αξιόποινες πράξεις που να σχετίζονται  με τα ναρκωτικά».

2.- Όμως, όπως απεδείχθη από την ανακριτική διαδικασία ουδόλως αποδείχθηκαν τα ανωτέρω και ειδικότερα ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ούτε ένα στοιχείο, που θα επέτρεπε να ληφθεί υπ’ όψιν έστω ως ένδειξη, σύμφωνα με όσα εδέχθη στο αιτιολογικό του, το προσβαλλόμενο δια της παρούσας προσφυγής ένταλμα περί προσωρινής κράτησης.

3.- Δεν περιέχει αναφορά πραγματικών περιστατικών, ούτε μνεία, έστω και κατά κατηγορίες, των χρησιμοποιηθέντων αποδεικτικών μέσων (ενδεικτικώς ΑΠ 526/93 Π.Χρ. ΜΓ/290), (ποιών αποδεικτικών μέσων) ούτε, τέλος, έκθεση οποιωνδήποτε σκέψεων κ αι συλλογισμών, από τους οποίους να προκύπτει ότι, από τα (μη αναφερόμενα) πραγματικά αυτά (ποια;) περιστατικά, που προέκυψαν από τις (μη μνημονευόμενες) αποδείξεις, συνάγεται, ως αναγκαίο συμπέρασμα, η επιβολή στο πρόσωπο του προσωρινής κρατήσεως του προσφεύγοντος σοβαρών ενδείξεων ενοχής είναι απολύτως αναγκαία (και για ποιους λόγους) η επιβολή σ’ αυτόν της προσωρινής κράτησης.

4.- Για την ουσία της υποθέσεως, την απουσία και της ελάχιστης ενδείξεως ενοχής και, γενικώς, για τους προβληθέντες υπερασπιστικούς ισχυρισμούς μου, ο προσφεύγων αναφέρομαι, προς αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων, στο περιεχόμενο α)της εκθέσεως προφορικής του απολογίας ενώπιον της κ. Ανακριτή, όπου σεαυτή το σύνολο αυτών  των ισχυρισμών μου, στηρίζονται στην αλήθεια, στην κοινή πείρα και λογική,και οδηγούν[αντιθέτως προς την τυπική και αναιτιολόγητη παραδοχή της προσβαλλόμενης διατάξεως] στο αναγκαστικό συμπέρασμα πως δεν υπάρχουν ενδείξεις ενοχής εμού του προσφεύγοντος,
Επομένωςαπουσιάζει η πρώτη, αναγκαία προς τούτο, κατά νόμο προϋπόθεση, για την επιβολή του καθού η παρούσα προσφυγή εντάλματος προσωρινής κρατήσεως.

5.- Ειδικότερακαιγια την ουσία της υποθέσεως, εντελώς ενδεικτικώς, υπογραμμίζονται τα εξής:
Ουδείς άλλος, ούτε ο καταθέσας αστυνομικός, δήλωσεότι είχα επαφή με τον συγκατηγορούμενο μου Αλβανό υπήκοο, ούτε στην πρώτη περίπτωση της παραλαβής των κλειδιών, ούτε στην δεύτερη της απόδοσης.Ο ίδιος ο συγκατηγορούμενός μου , δήλωσε σαφώς ότι δεν με γνώριζε πρίν, ούτε με γνωρίζει.
Δέν είχα καμία επαφήμε το περιεχόμενο των ναρκωτικών που ήταν στο αυτοκίνητο, αφού δεν γνώριζα αν είχε και τι είχε. Απλά εξυπηρέτησα τον γνωστό μου Απόστολο Ξάφη οδηγώντας το αυτοκίνητο για μία και μοναδική διαδρομή. Ο οποιοσδήποτε καλοπροαίρετος και μη υποψιασμένος θα μπορούσε «να την πατήσει». Γιατί δεν απαντάται το εύλογο ερώτημά μουγιατί δεν μας συνέλαβαν όταν παραδώσαμε το αυτοκίνητο; θα μπορούσαν να κάνουν αυτούς τους αίολους συσχετισμούς εμπλοκής μου στην υπόθεση, άν δεν επέστρεφα «στον τόπο του εγκλήματος»για να πάρω τσιγάρα; Εξάλλου η κατηγορούσα αρχή οφείλει να αποδείξει ότι υπάρχουν στοιχεία ενοχής μου όχι εγώ.

6.- Στο προσβαλλόμενο ένταλμα δεν περιελήφθηέστω και μια φράση,για να αντικρουσθούν οι απολογητικοί ισχυρισμοί εμού του προσφεύγοντος, οι οποίοι προβλήθηκαν με υπευθυνότητα, σοβαρότητα και τεκμηρίωση, υποστηρίχθηκαν ενώπιον του Ανακριτή, δηλαδή με τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που προβλέπονται από τον ισχύοντα Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ειδικότερα όσοναφορά την αποδιδόμενησε εμένα κατηγορία και της επιβαρυντικής περίπτωσης του άρθρου 187 ΠΚ. Περι εγκληματικής οργανώσεως  , αναφερθήκαμε περιληπτικώς στην απολογία μας, και με την παρούσα αναλυτικώς αναφέρω τα εξής:
Για να πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του άρθρου και άρα να στοιχειοθετείται το έγκλημα απαιτείται :
α) η σύμπραξη τουλάχιστον τριών ατόμων
β) η συγκρότηση ομάδας από τουλάχιστον τρία πρόσωπα ή η ένταξη ως μέλος σε τέτοια ομάδα
γ) η ύπαρξη ιεραρχικής δομής στην ομάδα
δ) διαρκής δράση της ομάδας
ε) η ομάδα να επιδιώκει τη διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων που απαριθμούνται περιοριστικά στο νόμο.
Ας αναλύσουμε λοιπόν περαιτέρω τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του άρθρου. Σχετικά με τη σύμπραξη τριών ή περισσότερων ατόμων στην οποία αναφέρεται ο νόμος απαιτείται βέβαια μία σταθερή βάση σύμπραξης. Έτσι για να κάνουμε λόγο για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης θα πρέπει να υπάρχει συμφωνία των συμμετεχόντων ( έγγραφη ή προφορική) στην οποία θα αποτυπώνεται η σύμπτωση της βούλησής τους για τη διάπραξη κακουργηματικών πράξεων. Δεν μπορούμε να δεχτούμε λοιπόν ότι αρκεί απλή ή προκαταρκτική συζήτηση για τη λήψη οριστικής απόφασης διενέργειας του εγχειρήματος. Δεν μπορούμε όμως και να περιοριστούμεστην απλή συμφωνία των μελών γιατί τότε κάθε μορφή συναυτουργίας θα μπορούσε να αναχθεί και στο ιδιώνυμο έγκλημα της συγκρότησης ή ένταξης σε δομημένη εγκληματική ομάδα. Αντίθεταπρέπει να δεχτούμε ότι για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρου εγκλήματος απαιτείται να υφίσταται μεταξύ των μελών πειθαρχία και ενεργός δράση χωρίς να είναι ωστόσο αναγκαία και η επικοινωνία των μελών μεταξύ τους αρκεί τα μέλη να εκτελούν τα ανατεθειμένα σε αυτά καθήκοντα χωρίς να απαιτείται το κάθε μέλος να συμμετέχει και στο σχηματισμό της εγκληματικής δράσης.
Είναι πολύ σημαντικόεπίσης να σημειωθεί ότι αξιόποινη συμπεριφορά συνιστά η συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης ή η ένταξη σε αυτή ,δηλαδή η ενεργή συμμετοχή του μέλους σε ήδη σχηματισμένη οργάνωση και όχι η ύπαρξη της αυτή καθεαυτή. Επομένως η ποινική ευθύνηδημιουργείται με μόνη τη συγκρότηση ή την ένταξη σε εγκληματική οργάνωση και είναι ανεξάρτητη από την τέλεση των σχεδιαζόμενων εγκλημάτων ή την τύχη της οργάνωσης. Έτσι τόσο γι΄ αυτόν που τη συγκροτεί όσο και για αυτόν που εντάσσεται ως μέλος στην οργάνωση η ευθύνη του παραμένει ακόμα και αν στη συνέχεια αυτός επιλέξει να αποχωρήσει. Δηλαδή το έγκλημα της συγκρότησης είναι στιγμιαίο ενώ το έγκλημα της ένταξης είναι διαρκές.
Ακόμα δύο σημαντικά στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος είναι η ιεραρχική δομή που απαιτείται να έχει η εγκληματική οργάνωση αλλά και η διαρκής δράση της. Όπως αποτυπώνεται στην Αιτιολογική Έκθεση του νόμου σχετικά με την εγκληματική οργάνωση στον αυστριακό ποινικό κώδικα για να γίνει λόγος για ιεραρχική δομή, απαιτείται να διαπιστώνεται μια ορισμένη σχέση ανωτέρων προς κατωτέρους μεταξύ των μελών, χωρίς όμως να θεωρείται αναγκαίο να αποδεικνύεται ότι υπάρχει εξουσία εντολών και υποχρέωση υποταγής σε εντολές.
Σχετικά με τη διαρκή δράση που χρειάζεται να έχει η οργάνωση προκειμένουνα εμπίπτει στα πλαίσια του 187 παρ.1 απαιτείται η διάπραξη περισσότερων εγκλημάτων. Δεν αρκεί δηλαδή η σύσταση της οργάνωσης για την τέλεση ενός μόνο εγκλήματος έστω και αν αυτό είναι κακουργηματικού βαθμού για να χαρακτηριστεί αυτή ως εγκληματική . Η χρονική διάρκεια της εγκληματικής οργάνωσηςμπορεί να είναι εκ των προτέρων καθορισμένη, μπορεί να είναι αορίστης διάρκειας ή μπορεί και να μην έχει επακριβώς υπολογιστεί αρκεί να εκτείνεται σε βάθος χρόνου.
Τέλος δεν αρκείβέβαια η διάπραξη οποιωνδήποτε κακουργημάτων παρά μόνο αυτών που απαριθμεί περιοριστικά ο νόμος.
Όσον αφορά την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματοςτο αδίκημα όντας κακούργημα απαιτεί δόλο (άρθρο 26 ΠΚ) τουλάχιστον ενδεχόμενο, που συνίσταται αφενός στη γνώση ότι με την ενέργεια του ο δράστης συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα ή διευθύνει μια τέτοια ομάδα και αφετέρου στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την έννοια της πράξης. Ειδικά όμως ως προς τη διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων από τα ρητά αναφερόμενα στο εν λόγω άρθρο, απαιτείται δόλος σκοπού. Πρόκειται για έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασηςαφού απαιτείται κάθε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της οργάνωσης να έχει ως σκοπό τη διάπραξη περισσότερων από ένα από τα κακουργήματα που αναφέρονται στη διάταξη είτε ομοειδή είτε ετεροειδή. Ο ειδικός αυτός δόλος πρέπει να νοηθεί ως συνολικός (ενιαίος).
Πιο συνοπτικά και συγκεκριμέναστην περίπτωσή μου:
- ουδέποτε προέβην από κοινού με τους συγκατηγορουμένους μου σε συγκρότησηκαι εντάχθηκα ως μέλος και συμμετείχα σε δομημένη και με διαρκή δράση εγκληματική ομάδα, καθόσον από κανένα στοιχείο της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίαςδεν προκύπτει η ένταξη μου σε εγκληματική οργάνωση, δεδομένου ότι ελλείπουν τα εκ του νόμου απαιτούμενα δομικά στοιχεία αυτής
Δεν προέκυψε από τη διαδικασία και δεν απέδειξε η  κατηγορούσα αρχή, κανένα στοιχείο που να τείνει στην στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συγκρότησης ή ένταξης σε εγκληματική ομάδα., καθόσον όπως προείπα, απαιτείται να υφίσταται μεταξύ των μελών πειθαρχία και ενεργός δράση, τα μέλη να εκτελούν τα ανατιθέμενα σε αυτά καθήκοντα, υποτάσσοντας τις κατ’ ιδίαν βουλήσεις τους στη βούληση της εγκληματικής οργάνωσης. Η ΑΠΛΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ, ΔΗΛΑΔΗ Η ΣΥΜΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΒΟΥΛΗΣΕΩΝ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΣΗ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΩΝ ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ, ΓΙΑΤΙ ΤΟΤΕ ΚΑΘΕ ΜΟΡΦΗ ΣΥΝΑΥΤΟΥΡΓΙΑΣ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΑΝΑΧΘΕΙ ΣΤΟ ΙΔΙΩΝΥΜΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ Ή ΕΝΤΑΞΗΣ ΣΕ ΔΟΜΗΜΕΝΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ, (28/2010 Συμβ.Εφ.Θεσ, ΠοινΔικ 2011,155].

Περαιτέρωο σκοπός των δραστών για την τέλεση περισσότερων κακουργημάτων εκ των αναφερόμενων στην παραπάνω διάταξη, δεν πρέπει να εικάζεται, αλλά να προκύπτει με βεβαιότητα, πως οι δράστες έχουν αποφασίσει να συμμετάσχουν στην τέλεση απροσδιόριστου εκ των προτέρων αριθμού εγκλημάτων.
Περαιτέρωσε επίπεδο υποκειμενικής υπόστασης, απαιτείται συνολικός (ενιαίος) δόλος που να καλύπτει εκ των προτέρων τις σχεδιαζόμενες πράξεις και την επανειλημμένη τέλεσής τους και δεν αρκεί η οργάνωοη να επιδιώκει την διάπραξη ενός συγκεκριμένου εγκλήματος και να αποφασίζει το πρώτον, μετά τη διάπραξή του, τη συνέχιση της εγκληματικής δραστηριότητας είτε για τον προσπορισμό πρόσθετων ωφελημάτων, είτε για την διατήρηση των ήδη κτηθέντων.

Έτσι και σύμφωνα με  τα ως άνω
εκτεθέντα, ουδόλως αποδείχθηκε ότι ισχύουν οι προϋποθέσεις αυτές στην δική μου περίπτωση, καθόσον ενώ ήμουν υπο παρακολούθηση,
δεν προέκυψε από κοινού δράση κατά το παρελθόν,  ούτε πρίν τη σύλληψή μου διαπιστώθηκε έστω μία επαφή μου με κάποιους για τέλεση αδικημάτων, αλλά ούτε και στο πιο μακρινό παρελθόν είχα καμιά εμπλοκή σε παράνομη ενέργεια, ούτε σε βαθμό πταίσματος, πώς λοιπόν με χαρακτηρίζουν « ως άτομο με θρασύτητα,ψυχραιμία;
7.- Αλλά και αν ακόμα ήταν δυνατό να ξεπεραστεί το ανωτέρω εμπόδιο, το καθού η παρούσα προσφυγή ένταλμα είναι, επίσης, παντελώς αναιτιολόγητοκαι όσον αφορά, ειδικότερα την περιγραφή γεγονότων, πραγματικών περιστατικών, με  δική μου μη αμφισβητήσιμη συμμετοχή.

8.- Ο προσφεύγων ,είμαι μέλος πολύτεκνης (7 παιδιά)  φτωχής οικογένειας οποία χρήζει απόλυτα την βοήθειά μου και την φυσική μου παρουσίας.

9.-Ο ίδιος προσφεύγων, με το παρελθόν μου, με τη μέχρι τώρα διαδικαστική κλπ. συμπεριφορά μου, εμπράκτως απέδειξα το αντίθετο, από εκείνο, που, ως πρόγνωση γενική και αόριστη του τι θα πράξω, προαναφέρθηκε, δοθέντος ότι, και ουδεμία ένδειξη προέκυψε κατά τον διαδραμόντα χρόνο από τη σύλληψη προς απολογία μέχρι και την απόφαση περί προσωρινής μου κρατήσεως, περί τελέσεως όχι μόνο της αυθαίρετης αποδιδόμενης εις βάρος του κατηγορίας, αλλά και οιασδήποτε άλλης τυχόν παράνομης πράξης.

10.- Τα ανωτέρω στοιχείαπροέκυψαν από την ανάκριση και τη σχηματισθείσα δικογραφία, πλην αγνοήθηκαν, τόσο κατά την ουσιαστική κρίση του προσβαλλόμενου εντάλματος, όσο και κατά την αιτιολόγησή του, κατά παράβαση του ουσιαστικού και δικονομικού νόμου (βλ. και ΚΠοινΔ 274), αλλά και του Συντάγματος.


11.- Ενόψει των προεκτεθέντων, αποδεικνύεται πλήρως η νομική και ουσιαστική βασιμότητα της παρούσας προσφυγής, αφού, πραγματικά, η προσβαλλόμενη διάταξη α) στερείται νόμιμης, δηλ. ειδικής και εμπεριστατωμένης, αιτιολογίας, αλλά και β) εκτίμησε κατά τρόπο εσφαλμένο το αποδεικτικό υλικό και ιδίως τους απολογητικούς ισχυρισμούς του κατηγορούμενου – προσφεύγοντος αλλά ιδιαίτερα τους κοινώς παραδεδεγμένους κανόνες λογικής και καλής πίστεως, που πρέπει να εφαρμόζονται στην ερμηνεία και εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού.

Β.  Επιπλέονδεν λήφθησαν υπόψιν ότι: , με τους Ν. 2207/94, 2408/96, 3811/09 και κυρίως με τους πρόσφατους Ν. 4055/2012 και Ν. 4205/13 αναμορφώνεται συνεχώς ο θεσμός της προσωρινής κράτησης σε πιο φιλελεύθερη κατεύθυνση. Οι σύγχρονες ρυθμίσεις διαπνέονται από ένα πνεύμα περαιτέρω περιορισμού της εφαρμογής του θεσμού της προσωρινής κράτησης, έτσι ώστε να διασφαλίζεται πραγματικά ο εξαιρετικός χαρακτήρας της. Οι απαιτούμενες από το νόμο προϋποθέσεις για την επιβολή της προσωρινής κρατήσεως «στένεψαν» αισθητά.
Κεντρικός άξονας για την επιβολή προσωρινής κράτησης στον κατηγορούμενο δεν είναι μόνο το «in abstracto» και η βαρύτητα του εγκλήματος, όσο η προσωπικότητα του συγκεκριμένου δράστη, στο πρόσωπο του οποίου ελέγχεται «in concreto» η συνδρομή των προϋποθέσεων της ιδιαίτερης επικινδυνότητας, της σφόδρα πιθανής φυγής και της πρόληψης της υποτροπής.Πιο συγκεκριμένα, η προσωρινή κράτηση πρέπει να διατάσσεται εξαιρετικά, ν’ αποτελεί δηλαδή το τελευταίο δικονομικό μέτρο, αφού πρώτα εξαντληθεί η εκτίμηση όλων των περιοριστικών όρων, που προβλέπονται. Είναι χαρακτηριστική, άλλωστε, η διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 282 Κ.Π.Δ., ιδιαίτερα δε μετά την πρόσφατη τροποποίηση του, όπου οι δυνατότητες που έχει ο Ανακριτής μετά την απολογία του κατηγορουμένου απαριθμούνται κατά σειρά προτεραιότητας, υπό την έννοια ότι θα εξετάσει πρώτα τη δυνατότητα ν’ αφήσει ελεύθερο τον κατηγορούμενο χωρίς όρους, μετά την αναγκαιότητα επιβολής περιοριστικών όρων και τελευταία, αν είναι απολύτως αναγκαίο και μετά την τελευταία τροποποίηση, εάν κρίνεται με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, την επιβολή προσωρινής κράτησης.
Καθοριστικό στοιχείοκαι απαραίτητη προϋπόθεση είναι η επιμελής διερεύνηση της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, προκειμένου να διακριβωθεί η επικινδυνότητά της. Ασφαλής βέβαια πρόβλεψη είναι από τη φύση των πραγμάτων αδύνατη. Προγνωστική αξία, όμως, έχει η συμπεριφορά του πριν από τη διάπραξη του εγκλήματος, το είδος του εγκλήματος, ο βαθμός ανάπτυξης, η μόρφωσή του και, τέλος, το οικογενειακό και το ευρύτερο κοινωνικό του περιβάλλον. Πρέπει, ακόμα, να σημειωθεί ότι κάθε ανακριτική πράξη επιβάλλεται, προκειμένου να επιτευχθεί η διερεύνηση των τελούμενων εγκλημάτων και η αποκάλυψη των δραστών, να είναι σύμφωνη με την «αρχή της αναγκαιότητας», ενώ, παράλληλα, πρέπει να λειτουργούν, όπως για τη λήψη κάθε μέτρου δικονομικού καταναγκασμού, οι αρχές της «απαγόρευσης του υπέρμετρου», της «αναγκαίας αναλογίας» και του «προσήκοντος βαθμού υπονοιών».
Τέλος, η προσωρινή κράτηση, που διατάχθηκε με αποκλειστικό πάντοτε σκοπό να εξασφαλίσει την παρουσία του διωκόμενου προσώπου κατά τα διάφορα στάδια της ποινικής διαδικασίας και τη συμμετοχή του στη δίκη, που, ενδεχομένως, θ` ακολουθήσει, όταν τα υπόλοιπα μέσα δικονομικού καταναγκασμού -δηλαδή οι ως άνω περιοριστικοί όροι- δεν κρίνονται επαρκή για την επίτευξη των παραπάνω σκοπών, τελεί υπό συνεχή έλεγχο, ο οποίος τείνει προς την άρση ή την αντικατάσταση της με περιοριστικούς όρους, μόλις διαπιστωθεί, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση του κατηγορουμένου, ότι δεν συντρέχουν πλέον οι νομικοί και πραγματικοί λόγοι για την επιβολή ή την περαιτέρω διάρκειά της. Εξάλλου, τόσο οι περιοριστικοί όροι, όσο και η προσωρινή κράτηση, είναι μέτρα δυνητικά, δηλαδή είναι δυνατό να μην επιβληθούν, αν και συντρέχουν οι παραπάνω διαγραφόμενες προϋποθέσεις, επαφιόμενα στην έμφρονα κρίση του αρμοδίου δικαστικού οργάνου. Την κρίση του δικαστή περί της επιλεκτέας ενέργειας από τις παραπάνω πρέπει να βαρύνει η προσωπικότητα, ο πρότερος βίος, η τυχόν επαγγελματική δραστηριότητα κ.λ.π..
Ιδιαίτεραμετά τις τελευταίες τροποποιήσεις του άρθρου 282 Κ.Π.Δ. ο προσανατολισμός του Νομοθέτη προς την αιτιολογημένη επιβολή της προσωρινής κράτησης, οριοθετεί και προσδιορίζει αυστηρά τα περιθώρια εντός των οποίων μπορεί να διαταχθεί πλέον η προσωρινή κράτηση και οπωσδήποτε μόνο εφόσον αυτή είναι ειδικά αιτιολογημένη.
Ειδικότερασύμφωνα με το τροποποιημένο άρθρο 282 Κ.Π.Δ. στην παράγραφο 4, ορίζεται ότι:

«4. «3. «Προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί αντί: α) για κατ` οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση, όταν το μέτρο αυτό δεν επαρκεί ή δεν μπορεί να επιβληθεί λόγω έλλειψης γνωστής διαμονής του κατηγορουμένου στη χώρα ή λόγω μη υποβολής από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος να υποβληθεί σε αυτό και β) για περιοριστικούς όρους – εάν αιτιολογημένα κριθεί ότι τα υπό στοιχεία α` και β` μέτρα δεν επαρκούν – εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου αυτού, μόνον αν ο κατηγορούμενος διώκεται για κακούργημα και δεν έχει γνωστή διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή για παραβίαση περιορισμών διαμονής και από τη συνδρομή των ανωτέρω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής του ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανόν, όπως προκύπτει από προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες του για ομοειδείς αξιόποινες πράξεις, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα». *** Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 2 παρ. Γ Ν.4205/2013,ΦΕΚ Α 242/6.11.2013.

Εάν η αποδιδόμενηστον κατηγορούμενο πράξη απειλείται στο νόμο με ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη κάθειρξη με ανώτατο όριο τα είκοσι έτη ή εάν το έγκλημα τελέστηκε κατ` εξακολούθηση ή στο πλαίσιο εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσηςή υπάρχει μεγάλος αριθμός παθόντων από αυτό, προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί και όταν, με βάση τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, κρίνεται αιτιολογημένα, ότι αν αφεθεί ελεύθερος, είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα.

Μόνο η κατά το νόμο βαρύτητα της πράξης δεν αρκεί για την επιβολή προσωρινής κράτησης. Σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον αιτιολογημένα κρίνεται ότι δεν επαρκούν οι περιοριστικοί όροι, μπορεί να επιβληθεί προσωρινή κράτηση και για το πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή, αν προκύπτει σκοπός φυγής του κατηγορουμένου, με βάση τα κριτήρια που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Στην περίπτωση αυτή, το ανώτατο όριο της προσωρινής κράτησης είναι διάρκειας έως έξι μηνών.»

Οι όροι επιβολής της αναφέρονται στο α. 282 παρ. 1,4, Κ.Π.Δ., όπως αυτό τροποποιήθηκε και επικεντρώνονται κυρίαρχα στην αναγκαιότητα επιβολής της προσωρινής κράτησης, μόνο όταν συντρέχουν οι κάτωθι προϋποθέσεις:
- Να προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορούμενου για κάποιο κακούργημα.
- Να μην έχει γνωστή διαμονή στη χώρα.
-Να έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του.
- Να μην έχει υπάρξει κατά το παρελθόν φυγόποινος ή φυγόδικος ή να έχει κριθεί ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής ή
- Να κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες του για κακούργημα, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα.
- Να κρίνεται αιτιολογημένα (στην περίπτωση που η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη απειλείται στο νόμο με ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη κάθειρξη με ανώτατο όριο τα είκοσι έτη), ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα.

Δηλαδή στην τελευταία περίπτωση που ορίζεται ότι η προσωρινή κράτησημπορεί να εφαρμοστεί στις περιπτώσεις όπου η αποδιδόμενη πράξη επαπειλείται με ποινή ισοβίου ή πρόσκαιρης καθείρξεως, διασαφηνίζεται ότι η προσωρινή κράτηση θα επιβάλλεται – εφόσον δεν πληρούνται και εν προκειμένω οι προηγούμενες προϋποθέσεις του ίδιου άρθρου – μόνο όταν κρίνεται αιτιολογημένα, ότι η πράξη η οποία αποδίδεται στον κατηγορούμενο έχει τέτοια ειδικά χαρακτηριστικά, ώστε να κρίνεται αιτιολογημένα ότι είναι πιθανό να τελέσει νέες παρόμοιες πράξεις.

Συνεπώςμε την πρόσφατη τροποποίηση του α. 282 Κ.Π.Δ., η προσωρινή κράτηση επιτρέπεται μόνο κατ΄ εξαίρεση αντί για τους περιοριστικούς όρους που αποτελούν κατά κανόνα το μέσο δικονομικού καταναγκασμού του κατηγορουμένου. Γι΄ αυτό, γενική προϋπόθεση της επιβολής της είναι να συντρέχουν οι κατ΄ άρθρα 282 παρ. 1 Κ.Π.Δ και 296 Κ.Π.Δ. προϋποθέσεις για την επιβολή περιοριστικών όρων. Συγκεκριμένα:

Προσωρινή κράτησημπορεί πλέον να επιβληθεί μόνο όταν προκύπτουν κατά την ανάκριση σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για κακούργημα. Σύμφωνα όμως με την παρ. 3 του άρθρου 282 «μόνη η βαρύτητα της πράξης δεν αρκεί για την προσωρινή κράτηση».

Δηλαδή ακόμη και στις περιπτώσεις που επαπειλείται ποινή ισοβίουή πρόσκαιρης κάθειρξης μέχρι τα είκοσι έτη, η προσωρινή κράτηση δεν συνιστά τον κανόνα, αλλά την εξαίρεση, δεδομένου ότι ο εφαρμοστής του Δικαίου καλείται να προχωρήσει στην εφαρμογή της προσωρινής κράτησης αντί των περιοριστικών όρων, μόνο στις περιπτώσεις που κριθεί αιτιολογημένα ότι δεν επαρκούν οι τελευταίοι και μόνο όταν η πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο έχει τέτοια χαρακτηριστικά, ώστε να πιθανολογείται αιτιολογημένα και πάλι, ότι ο κατηγορούμενος εάν αφεθεί ελεύθερος θα τελέσει ομοειδείς παράνομες πράξεις.

Ακόμα το τεκμήριο της αθωότηταςτου κατηγορουμένου φωτίζει όλη τη διαδρομή την οποία ακολουθεί η νομική αρχιτεκτονική της ποινικής δίκης, έχει ενσωματούμενα στοιχεία αυτού του τεκμηρίου.

Περαιτέρω,αφού τα στοιχεία ενοχής σε βάρος του κατηγορουμένου δεν είναι εκείνα που απαιτούνται για την συγκεκριμένη περίπτωση, τότε και αν ακόμα τα αντίθετα απαλλακτικά δεν είναι περισσότερα, οι αμφιβολίες θα πρέπει να λειτουργήσουν υπέρ του κατηγορουμένου.

Η εφαρμογή όμως της ανωτέρω αρχής «IN DUBIO PRO REO» δεν είναι ξένη στην προδικασία και ειδικότερα στην προσωρινή κράτηση.
Ειδικότερα: Αν υπάρχουν αμφιβολίες, που αναφέρονται στην «σοβαρότητα» των ενδείξεων για την ενοχή του κρατουμένου, εφ΄ όσον ο νόμος δεν αρκείται σε απλές ενδείξεις, θα πρέπει εφαρμόζοντας την αρχή i. d. p. r. μετά το πέρας της απολογίας του, να τον αφήσουν ελεύθερο. Κι αυτό γιατί δεν υπάρχει λόγος να ερευνήσουν αν συντρέχει προϋπόθεση του «απόλυτα αναγκαία» την οποία απαιτεί η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 282 ΚΠΔ προκειμένου να επιβληθούν περιοριστικοί όροι ή να διαταχθεί η προσωρινή κράτηση, αφού η προϋπόθεση αυτή ακολουθεί.

Η προσωρινή κράτηση θα πρέπει να αποτελεί το τελευταίοδικονομικό μέτρο στο οποίο θα πρέπει να καταφεύγει ο ανακριτής. Συνεπώςη επιβολή περιοριστικών όρων αντί της προσωρινής κράτησης πρέπει να θεωρείται επιβεβλημένη σε όλες τις περιπτώσεις που καταφάσκεται η προσφορότητά τους για την υλοποίηση των κοινών με την προσωρινή κράτηση σκοπών τους. Συνακόλουθα η προσωρινή κράτηση μπορεί να διατάσσεται συντρεχουσών βεβαίως και των υπολοίπων προϋποθέσεων επιβολής της -μόνον εφ’ όσον οι περιοριστικοί όροι κρίνονται ανεπαρκείς για την προώθηση των σκοπών της ποινικής προδικασίας.
Η προσωρινή κράτησηπρέπει να είναι ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΑΝΑΓΚΑΙΑ για την επίτευξη των σκοπών του άρθρ. 296 ΚΠΔότι, δηλαδή ο κατηγορούμενος θα παρασταθεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή το Δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης.

Ενόψει των ανωτέρω προκύπτειότι το θέμα εφαρμογής της προσωρινής κρατήσεως τίθεται μόνο όταν οι περιοριστικοί όροι δεν επαρκούν.Σκοπός των περιοριστικών όρων σύμφωνα με το άρθρ. 296 ΚΠΔ, είναι να εξασφαλιστεί ότι «εκείνος στον οποίο επιβλήθηκε θα παραστεί οπωσδήποτε στην ανάκριση ή το Δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης».

Τόσο τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υποθέσεως όσο και ο χαρακτήρας μουαλλά και οι συνθήκες της ζωής μου πιστοποιούν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι και στο Δικαστήριο θα παραστώ και στην εκτέλεση της όποιας απόφασης θα υποβληθώ.

Κανένα απολύτως λόγο δεν έχω να μην εμφανιστώ στο ακροατήριο, δεδομένου ότι μόνο με την παρουσία μου σε αυτό θα πετύχω να αποδείξω την αθωότητά μου. Στόχος μου και πρωταρχικό μου μέλημα σε όλη την εξέλιξη της παρούσας υποθέσεως ήταν και είναι η απόδειξη της αλήθειας και άρα της αθωότητάς μου. Μόνο έτσι θα αποκατασταθεί η υπόληψή μου, η μεγάλη αναστάτωση στη ζωή μου,  που τόσο βάναυσα στιγματίσθηκε από την εις βάρος μου ποινική δίωξη. Τα παραπάνω δηλώνουν βεβαίως ότι κανένα απολύτως μέτρο δικονομικού καταναγκασμού εις βάρος μου δεν απαιτείται να ληφθεί προκειμένου να καταστεί βέβαιο ότι θα παραστώ στο ακροατήριο και ότι σε κάθε περίπτωση η επιβολή περιοριστικών όρων αντί της προσωρινής κράτησης επαρκεί πλήρως.
Στη συγκεκριμένη περίπτωσηη σε βάρος μου επιβολή της προσωρινής κράτησης δεν εναρμονίζεται με τις εκτεθείσες αναλυτικά αρχές που πρέπει να διέπουν γενικότερα τη διεξαγωγή της κυρίας ανακρίσεως, δεν είναι σύμφωνη δε με το πνεύμα και το γράμμα του άρθρου 282 ΚΠΔ, όπως πρόσφατα τροποποιήθηκε.
ΣΥΝΕΠΩΣ ΥΠΟ ΤΑ ΑΝΩΤΕΡΩ ΚΑΙ ΩΣπροσωρινώς κρατούμενος δικαιούμαι στην κατάθεση προσφυγής, καθόσον το  
Άρθρο 285 ΠΔΚ προβλέπει ότι:
1. Κατά του εντάλματος για την προσωρινή κράτηση και της διάταξης του ανακριτή που επέβαλε περιοριστικούς όρους επιτρέπεται στον κατηγορούμενο να προσφύγει στο συμβούλιο των πλημμελειοδικών. Η προσφυγή γίνεται μέσα σε πέντε ημέρες από την προσωρινή κράτηση, και συντάσσεται έκθεση από το γραμματέα των πλημμελειοδικών ή από εκείνον που διευθύνει τις φυλακές, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο άρθρο 474 παρ. 1· η προσφυγή διαβιβάζεται στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και εισάγεται από αυτόν χωρίς χρονοτριβή μαζί με την πρότασή του στο συμβούλιο, το οποίο και αποφασίζει αμετάκλητα.
2. Η προσφυγή δεν έχει ανασταλτική δύναμη.
3. Αν το ένταλμα προσωρινής κράτησης εκδόθηκε ύστερα από βούλευμα δικαστικού συμβουλίου που έκρινε σε σχετική διαφωνία του ανακριτή και του εισαγγελέα, δεν επιτρέπεται προσφυγή.
4. Το συμβούλιο των πλημμελειοδικών όταν ασχολείται με την προσφυγή μπορεί να άρει την προσωρινή κράτηση ή να την αντικαταστήσει με τους περιοριστικούς όρους που επιβάλλονται κατά την κρίση του ή να αντικαταστήσει με άλλους τους όρους που έχουν τεθεί.
5. Και μετά την άσκηση της προσφυγής ο ανακριτής εξακολουθεί την ανάκριση χωρίς διακοπή.
IIΙ. Προσωπική – Οικογενειακή κατάσταση.
Είμαι παιδί οικογένειας με 7 παιδιά. Η οικογένειά μου, όλα μου τα αδέλφια και εγώ, κανείς δεν έχει απασχολήσει ποτέ τη δικαιοσύνη και για τίποτε. Είμαστε φτωχοί και όλοι μας εργαζόμαστε τίμια στο μεροκάματο, που σήμερα δύσκολα βρίσκεις. Διαμένουμε δε σε μισθωμένο σπίτι στην Καλλιθέα Πιερίας.
ΙV. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ επί των προϋποθέσεων της προσωρινής κρατήσεως.
Α.Σύμφωνα με τη θεωρία και τη πάγια Νομολογία, η προσωρινή κράτηση πρέπει να αποτελεί το έσχατο μέσο, (ΣυμβΠλημΘες 245/90) αφού σκοπός των περιοριστικών όρων κατ’ αρ. 296 ΚΠΔ αποτελεί η εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για να δικασθεί και δεν αποτελεί προκαταβολή της ποινής. Η προσωρινή κράτηση επιβάλλεται όχι γιατί ο κατηγορούμενος είναι ενδεχομένως ένοχος-αυτό θα το κρίνει το δικαστήριο- αλλά για να εξασφαλιστεί η παρουσία του στο δικαστήριο και σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις για αυτόν « που παρουσιάζει έντονη εγκληματική ροπή και αντικοινωνικό χαρακτήρα» ( ΝαυτΠειρ 58/98 ΠΧρ Ν’/1015). Όπως ορθά αναφέρεται στο Βούλευμα ΣυμβΕφΑθ 444/96 Υπερ. 96/1303 «Κύριος σκοπός της προσωρινής κράτησης είναι μόνο η εξασφάλιση της παρουσίας του κατηγορουμένου κατά την προσεχή του δίκη και η πρόληψη τελέσεως άλλων αξιόποινων πράξεων απ’ αυτόν».
Σύμφωνα με το πρόσφατο βούλευμα του Εφετείου Αθηνών αρ. 1300/02 ΠΧρ ΝΒ’/550 « Η προσωρινή κράτηση επιβάλλεται όχι γιατί ο κατηγορούμενος είναι πιθανόν ένοχος…ακόμη και αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προσωρινής κράτησης ο Ανακριτής δεν υποχρεούται να εκδώσει ένταλμα προσωρινής κράτησης» και εν συνεχεία γίνεται παραπομπή στην πρόταση του Εισαγγελέα του ΑΠ Σ. Αλεξόπουλου στην ΑΠ 500/86 ΠΧρ ΛΣΤ’/669. (Βλ. επίσης Πλημ/κείο Πειραιώς 415/94 ΠΧρ ΜΔ’/1305, Διάταξη Ανακριτή Τριπόλεως 12/91 ΠΧρ ΜΑ’/932, ΕφΑθηνών 1118/89 ΠΧρ ΛΘ’/902 και Πλημ/κείο Θες/νίκης 1429/86 ΠΧρ ΛΣΤ’/772).
Σύμφωνα, δε, με το πρόσφατο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κων Αθηνών υπ’ άρ. 3461/01 (ΠοινΔικ 02/26) αλλά και σύμφωνα με σειρά διεθνών κειμένων η προσωρινή κράτηση αντιμετωπίζεται ως «εξαιρετικό μέτρο» και σε συνδυασμό με τις συνθήκες κρατήσεως στις Φυλακές, αποτελούν λόγο για την άρση αυτής ανεξαρτήτως των ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου.
Β. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ για τα κριτήρια για την αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης.
Κατά την πάγια Νομολογία αλλά και τη θεωρία, διαγνωστικά κριτήρια για την αντικατάσταση της προσωρινής κρατήσεως αποτελούν:α) η κατά το παρελθόν προσπάθεια διαφυγής στο εξωτερικό ή μη τήρησης περιοριστικών όρων σε αντίστοιχη περίπτωση, β) το οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον (ΣυμβΕφΑθ 2768/94 Υπερ. 95/93). Αν δηλαδή ζει σύμφωνα με τα κοινώς αποδεκτά ήθη στα πλαίσια της οικογένειας, αν εργάζεται, αν έχει σταθερό τρόπο εργασίας και διαμονής (βλ. Εφ. Λάρισας 44/87 ΠΧρ ΛΖ΄/83 «Ο χαρακτηρισμός του δράστη ως ιδιαιτέρως επικινδύνου είναι εσφαλμένος όταν ο δράστης έχει κανονική επαγγελματική, κοινωνική και οικογενειακή συμπεριφορά, λευκό ποινικό μητρώο να καταργηθεί το ένταλμα προσωρινής κράτησης»και Πλημ/κείο Πειραιώς αρ. 415/94 ΠΧρ ΜΔ΄/ 1307 «εάν ο κατηγορούμενος έχει σταθερή εργασία, οικογένεια, σταθερή κατοικία, ακίνητη περιουσία και γενικότερα σταθερούς δεσμούς με το κοινωνικό περιβάλλον, πρέπει ν’ αφήνεται ελεύθερος ή να επιβάλλεται ο ασθενέστερος περιοριστικός όρος», γ) αν υπήρξε ο κατηγορούμενος στο παρελθόν φυγόποινος ή φυγόδικος, και δ) αν κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα.
Στην περίπτωση μου, και εάν ακόμη θεωρηθεί ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, η προσωρινή κράτηση μου δεν είναι αναγκαία, καθώς δεν είμαι άτομο ιδιαίτερα επικίνδυνο και ούτε έχω αντικοινωνικό χαρακτήρα, έχω, δε, γνωστή και μόνιμη διαμονή. Συνεπώς,οι προϋποθέσεις αυτές που αναφέρονται στη νομολογία συντρέχουν στο πρόσωπο μου και ευελπιστώ ότι θα ακολουθήσετε τα όσα υποστηρίζουν και εφαρμόζουν τα προαναφερόμενα βουλεύματα.
Επειδήέχω λευκό ποινικό μητρώο και εργάζομαι.
Επειδήέχω γνωστή και μόνιμη διαμονή.
Επειδή  με χρειάζεται η φτωχή και τίμια οικογένειά μου.
Επειδήουδέποτε τέλεσα τις αποδιδόμενες πράξεις.
Επειδήβασίμως , νομίμως και εμπροθέσμως με την παρούσα προσφεύγω Ενώπιόν Σας.
Για τους λόγους αυτούς
ΑΙΤΟΥΜΑΙ  όπως
Αντικατασταθεί η προσωρινή μου κράτηση με τον περιοριστικό όρο της εμφάνισής μου στο κατά τόπο αρμόδιο αστυνομικό τμήμα, κάθε εβδομάδα., ώστε να διασφαλισθεί ότι θα εμφανισθώ κατά την εκδίκαση της υποθέσεως μου, αλλά και ότι θα ελέγχομαι  από τις αρμόδιες αρχές, ή με οποιοδήποτε άλλο μέτρο κρίνει το δικαστήριό Σας εις αντικατάσταση της προσωρινής κράτησής μου.
ΚΑΤΕΡΙΝΗ 10-4-2017
Ο Αιτών
Δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου


ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ Γ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΑΡ΄ΑΡΕΙΩ ΠΑΓΩ
(ΑΜ 144  Δ.Σ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ)
16ηςΟκτωβρίου 2-Τ.Κ. 60133
Κατερίνη-τηλ-φαξ:.23510-37189
κιν.6944852497- 6982766856 W
email:dimitrios.kalaitzis@gmail.com
http://dimitrios-kalaitzis.blogspot.gr
ΑΦΜ 043476272

 




Άρειος Πάγος, αρ. απόφασης 148/2017 - Η νέα ρύθμιση της παραγραφής του αρ.261 ΑΚ: Επίκληση ως λόγου έφεσης της "εσφαλμένης"υπό το νέο καθεστώς αποδοχής της ένστασης παραγραφής από διάδικο του οποίου η αξίωση κρίθηκε πρωτοδίκως παραγεγραμμένη

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Η νέα ρύθμιση της παραγραφής του αρ.261 ΑΚ: Επίκληση ως λόγου έφεσης της "εσφαλμένης"υπό το νέο καθεστώς αποδοχής της ένστασης παραγραφής από διάδικο του οποίου η αξίωση κρίθηκε πρωτοδίκως παραγεγραμμένη..


Άρειος Πάγος, αρ. απόφασης 148/2017 (πολ.): Η νέα ρύθμιση της παραγραφής του άρθρου 261 ΑΚ. Ο Ν. 4139/2013, προβλέποντας ότι το άρθρο 261 ΑΚ εφαρμόζεται σε όλες τις δίκες για τις οποίες δεν εκδόθηκε τελεσίδικη απόφαση, επιτρέπει την άσκηση έφεσης από το διάδικο του οποίου η αξίωση κρίθηκε πρωτοδίκως παραγεγραμμένη, να επικαλεσθεί ως λόγο έφεσης την "εσφαλμένη"υπό το νέο νομοθετικό καθεστώς αποδοχή της ένστασης παραγραφής, εφόσον βεβαίως πληρούνται οι προϋποθέσεις του νέου άρθρου 261 ΑΚ. Αναιρεί την απόφαση του Εφετείου που είχε απορρίψει την αγωγή νομής λόγω συμπληρώσεως, κατά τη διάρκεια της επιδικίας, της ενιαύσιας παραγραφής.
“Επειδή παραγραφή είναι ο θεσμός του δικαίου, εξαιτίας του οποίου μία αξίωση παραλύει, επειδή ο δικαιούχος της παρέλειψε να την ασκήσει εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος που προβλέπεται στο νόμο. Με τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής η αξίωση δεν αποσβήνεται, αλλά εξακολουθεί να εκδηλώνει σημεία ζωής, υπάρχουσας ως φυσική ή ατελής ενοχή. Εξάλλου η παραγραφή δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά μόνο κατόπιν πρότασής της από τον οφειλέτη, ο οποίος λόγω της συμπλήρωσής της μπορεί να αρνηθεί να εκπληρώσει την παροχή (ΑΚ 272).
Ο θεσμός της "εν επιδικία"παραγραφής συνιστά ειδικότερη εκδήλωση του θεσμού της παραγραφής. Η διακοπή της παραγραφής επήρχετο μέχρι σήμερα με την "έγερση"της αγωγής, χωρίς αυτή να επιφέρει αντίστοιχη αναστολή κατά τη διάρκεια της δίκης. 'Οριζε λοιπόν το άρθρο 261 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20.3.2013, επί λέξει τα εξής (αποτελώντας μεταφορά του άρθρου 2 του Ν. ΓΧΞ'/1910) "την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου".
Από την τελευταία αυτή διάταξη συναγόταν ότι αν η παραγραφή διεκόπτετο με την άσκηση της αγωγής, η ίδια παραγραφή, ομοειδής και ισόχρονη με αυτήν που είχε διακοπεί, άρχιζε σε κάθε περίπτωση - και ανεξαρτήτως από το είδος αυτής ως βραχυπρόθεσμης ή συνήθους - ευθύς μετά την έγερση της αγωγής και διακοπτόταν μετά από κάθε διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. 'Ετσι επί αξιώσεως που είχε καταστεί επίδικη, η παραγραφή στην οποία υπέκειτο μπορούσε να συμπληρωθεί κατά τη διάρκεια της επιδικίας.
Ως διαδικαστική δε πράξη, που συνεπαγόταν κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ τη διακοπή της παραγραφής, εθεωρείτο κάθε πράξη των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων και πληρεξουσίων τους ή της δικαστικής αρχής, που περιείχε τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και ήταν αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης. Σύμφωνα με το σκοπό της ίδιας διάταξης, για να αρχίσει, εκ νέου, η παραγραφή, που διακόπηκε από την τελευταία διαδικαστική πράξη του δικαστηρίου, θα έπρεπε να είναι δυνατή η περαιτέρω προώθηση της υποθέσεως με πράξεις των διαδίκων.
Τούτο δε γιατί ο θεσμός της παραγραφής της αξίωσης (ΑΚ 247 επ.) αποτελεί τη νομοθετικά προβλεπόμενη κύρωση στην αδράνεια του δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσής του και επομένως δεν ήταν νοητή η παραγραφή της αξίωσης όταν αυτός είχε ενεργήσει ότι ήταν αναγκαίο στη συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να μη χρειάζεται να επιχειρήσει κάτι ιδιαίτερο.
Γι'αυτό ο νόμος αναγνώριζε σοβαρούς λόγους συνεπεία των οποίων η πάροδος του χρόνου δεν είχε δυσμενείς συνέπειες για τον δανειστή. Τέτοιοι λόγοι αναστολής της παραγραφής ήταν και είναι, κατ'άρθρο 255 ΑΚ, το δικαιοστάσιο, η ανωτέρω βία και ο δόλος του υποχρέου. Ανωτέρα βία κατά την έννοια της διατάξεως αυτής συνιστά και η κατάθεση της έκθεσης, της κατά τα άρθρα 368 επ ΚΠολΔικ δικαστικής πραγ/νης, σε χρόνο πέραν εκείνου της βραχυπρόθεσμης παραγραφής, αφού ο διάδικος δεν έχει την δυνατότητα να ενεργήσει κάποια διαδικαστική πράξη, η οποία θα μπορούσε να επιφέρει την διακοπή της παραγραφής.
Η παραπάνω διάταξη, όπως προαναφέρθηκε, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20.3.2013. Σύμφωνα με τη νέα διάταξη και τις παραγράφους 1 και 3 που ενδιαφέρουν την ένδικη διαφορά "1. την παραγραφή διακόπτει η άσκηση αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ'άλλον τρόπο περάτωση της δίκης 3.Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση".
Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 δεν διαφέρει από την προϊσχύουσα ρύθμιση, παρά μόνον στην αντικατάσταση του όρου "έγερση"από τον σύγχρονο όρο "άσκηση"της αγωγής. Οι συνέπειες του ουσιαστικού δικαίου εξακολουθούν να εντοπίζονται στο χρονικό σημείο της έγκυρης επιδόσεως της αγωγής, οπότε θεωρείται ότι ο εναγόμενος έλαβε γνώση της εναντίον του αγωγής.
Η σοβαρότερη διαφοροποίηση από την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ εντοπίζεται στο δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου, το οποίο προβλέπει ταυτοχρόνως διακοπή και μία ιδιότυπη αναστολή της παραγραφής, μέχρι το χρονικό σημείο εκδόσεως τελεσίδικης αποφάσεως ή περατώσεως της δίκης με άλλο τρόπο.
Ο όρος "τελεσίδικη απόφαση"εννοεί την επερχόμενη με οποιοδήποτε τρόπο τελεσιδικία όπως πχ οριστική απόφαση που καθίσταται τελεσίδικη λόγω παρελεύσεως των προθεσμιών για την άσκηση τακτικών ενδίκων μέσων, παραιτήσεως από το δικαίωμα ασκήσεώς τους, αποδοχής της αποφάσεως, αποδοχή της αγωγής κλπ.
Εκτός από την τελεσιδικία της αποφάσεως, προβλέπεται περαιτέρω ότι η παραγραφή αρχίζει και πάλι, όταν η δίκη περατωθεί με άλλο τρόπο, ήτοι λόγω καταργήσεως της δίκης με δικαστικό συμβιβασμό (ΚΠολΔικ 293), καθώς και η παραίτηση από το δικόγραφο ή το δικαίωμα της αγωγής (ΚΠολΔικ 294-297), εφαρμοζομένου επί παραιτήσεως από το δικόγραφο του άρθρου 263 ΑΚ.
Από το συνδυασμό του νέου άρθρου 261 και του άρθρου 270 ΑΚ, που παραμένει αμετάβλητο, συνάγεται σαφώς ότι η νέα παραγραφή αρχίζει την επομένη της τελεσιδικίας της αποφάσεως ή της περατώσεως της δίκης με άλλο τρόπο. Η τρίτη παράγραφος του (νέου) άρθρου 261 ΑΚ ορίζει ότι η νέα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση.
Εξ ετέρου κατ'εφαρμογή του άρθρου 533 παρ. 2 ΚΠολΔικ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζει κατ'αρχήν το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσιεύσεως της πρωτόδικης αποφάσεως, ώστε να μη θεμελιώνεται λόγος εφέσεως εξαιτίας ευνοϊκής υπέρ του εκκαλούντος νομοθετικής μεταβολής. Εξαίρεση εισάγεται, όταν ο νόμος περιέχει ρητή διάταξη ότι αυτός εφαρμόζεται στις εκκρεμείς ενώπιον του Εφετείου δίκες, αν συγχρόνως δεν παραβιάζονται συνταγματικώς προστατευόμενα δικαιώματα.
Εν προκειμένω, ο Ν. 4139/2013, προβλέποντας ότι το άρθρο 261 ΑΚ εφαρμόζεται σε όλες τις δίκες για τις οποίες δεν εκδόθηκε τελεσίδικη απόφαση, επιτρέπει την άσκηση εφέσεως από το διάδικο του οποίου η αξίωση κρίθηκε πρωτοδίκως παραγεγραμμένη, να επικαλεσθεί ως λόγο εφέσεως την "εσφαλμένη"υπό το νέο νομοθετικό καθεστώς αποδοχή της ενστάσεως παραγραφής, εφόσον βεβαίως πληρούνται οι προϋποθέσεις του νέου άρθρου 261 ΑΚ….
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ), προκύπτει ότι το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Εφετείο Πατρών, δέχθηκε ως προς την υποβληθείσα το πρώτον στο Εφετείο ένσταση περί παραγραφής εν επιδικία της αξιώσεως της αναιρεσείουσας, περί προσβολής της με μερική αποβολή, από τους αναιρεσιβλήτους - εναγομένους, από την ένδικη οιονεί νομή δουλείας διόδου, τα ακόλουθα:
Στην προκειμένη περίπτωση οι εκκαλούντες - εναγόμενοι ισχυρίζονται με το σχετικό λόγο της υπό κρίση έφεσης ότι η ένδικη αξίωση της εφεσίβλητης - ενάγουσας από την επικαλούμενη στην αγωγή της αποβολή από την οιονεί νομή δουλείας διόδου, υπέπεσε μετά τη δημοσίευση της υπ'αριθμ. 39/2008 μη οριστικής απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στην ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 992 ΑΚ.
Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι από την 1-8-2008, ημερομηνία δημοσίευσης της ως άνω απόφασης, η οποία διέταξε τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης από τοπογράφο - μηχανικό, μέχρι τις 23-11-2010, οπότε τους επιδόθηκε από την αντίδικο τους η από 9-8-2010 αίτηση - κλήση της για προσδιορισμό νέας δικασίμου μετά τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους, συνεπώς η ένδικη αξίωση της εφεσίβλητης - ενάγουσας υπέπεσε σε παραγραφή και ζητούν για το λόγο αυτό την απόρριψη της αγωγής.
Ο ισχυρισμός αυτός που συνιστά την ένσταση του άρθρου 992 ΑΚ περί ενιαύσιας παραγραφής της αγωγής αποβολής από την οιονεί νομή, προτείνεται παραδεκτά για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 527 αρ. 3 και 269 § 2περ.γ'ΚΠολΔ, καθότι αποδεικνύεται εγγράφως με επίκληση της ως άνω μη οριστικής απόφασης και της επίδοσης της αίτησης - κλήσης στο δικόγραφο της υπό κρίση έφεσης (βλ. ΕφΘεσ 2435/1997, Αρμ 1997, 992).
Η εφεσίβλητη - ενάγουσα ισχυρίζεται με τις επ'ακροατηρίου κατατεθείσες προτάσεις της, κατ'εκτίμηση του περιεχομένου τους, ότι εν προκειμένω πρέπει να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101§1 Ν.4139/2013, σύμφωνα με το οποίο την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής, η οποία αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ'άλλον τρόπο περάτωση της δίκης.
Επίσης, ισχυρίζεται ότι η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς κατά την έκδοση του Ν. 4139/2013 υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, σε κάθε περίπτωση δε, αφού παραθέτει μία σειρά διαδικαστικών πράξεων με αντίστοιχες ημερομηνίες, κατά τις οποίες, αυτές διενεργήθηκαν, ότι "...η ενιαύσιος παραγραφή διεκόπτετο και κάθε φορά άρχιζε νέα παραγραφή, είτε με την έκδοση αποφάσεως, είτε με την εγγραφή της αίτησης - κλήσεως εις το πινάκιο της τακτικής διαδικασίας, είτε με την εκφώνηση της υποθέσεως εκ του πινακίου και την αναβολή, ή ματαίωση της συζητήσεως της, έτσι ώστε σε κάθε περίπτωση να μην έχει διατρέξει χρόνος υπέρ του έτους κάθε φορά".
Από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, που προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύεται ότι πράγματι κατά τις ως άνω ημερομηνίες αφενός δημοσιεύθηκε η υπ'αριθμ. 39/2008 μη οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αφετέρου επιδόθηκαν αντίγραφα της από 9-8-2010 και με αριθμό κατάθεσης 64/10-8-2010 αίτησης - κλήσης στους εκκαλούντες, μεσολάβησε δηλαδή χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους.
Περαιτέρω, ο ως άνω ισχυρισμός της εφεσίβλητης - ενάγουσας, που προτείνεται ως αντένσταση διακοπής της παραγραφής, κατά το κύριο σκέλος του πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι η διακοπή της παραγραφής που επέρχεται με την επίδοση της αγωγής και διαρκεί μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ'άλλον τρόπο περάτωση της δίκης, προϋποθέτει αυτονόητα στα πλαίσια εκκρεμούς ακόμα υπόθεσης να μην έχει ήδη παραγραφεί η ένδικη αξίωση κατά τη δημοσίευση του Ν. 4139/2013, που έλαβε χώρα στις 20-3-2013.
Η προϋπόθεση αυτή όμως δεν ισχύει εν προκειμένω, αφού όπως ήδη αναφέρθηκε. επήλθε παραγραφή της ένδικης αξίωσης ήδη με την παρέλευση έτους από τη δημοσίευση της υπ'αριθμ. 39/2008 απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 1-8-2008, αφού ξεκίνησε την επομένη της δημοσίευσης ήτοι στις 2-8-2008 και συμπληρώθηκε στις 2-8-2009, χωρίς στο μεταξύ να γίνεται επίκληση από την εφεσίβλητη - ενάγουσα διαδικαστικής πράξης που να έλαβε χώρα κατά το διάστημα αυτό, η οποία να επέφερε τη διακοπή της παραγραφής, δεδομένου ότι οι λοιπές αναφερόμενες στις προτάσεις της διαδικαστικές πράξεις διενεργήθηκαν είτε πριν τη δημοσίευση της υπ'αριθμ. 39/2008 απόφασης (όπως η κατάθεση της υπό κρίση αγωγής στις 13-3- 2007), είτε μετά τη συμπλήρωση της ενιαύσιας παραγραφής (όπως η κατάθεση της πραγματογνωμοσύνης στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 30-12- 2009, η κατάθεση της αίτησης - κλήσης για τον προσδιορισμό δικασίμου για την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης μετά την πραγματογνωμοσύνη στις 30-12-2009, η επίδοση αντιγράφου των κλήσεων αυτών στους εφεσιβλήτους στις 25-2-2010, η προσδιορισθείσα δικάσιμος της 3-5-2010, κατά την οποία η συζήτηση ματαιώθηκε, η εκ νέου κατάθεση αίτησης - κλήσης και εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο της τακτικής διαδικασίας στις 10-8-2010, και οι εκ νέου προσδιορισθείσες δικάσιμοι της 7-2-2011 και της μετ'αναβολής 10-10-2011, οπότε συζητήθηκε η υπόθεση, και τέλος η δημοσίευση της εκκαλουμένης στις 23-2-2012).
Επομένως, θα πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη η σχετική ένσταση παραγραφής της ένδικης αξίωσης, που προτάθηκε από τους εκκαλούντες - εναγόμενους ως λόγος της υπό κρίση έφεσης, και να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση ως και κατ'ουσίαν βάσιμη, παρελκούσης της εξέτασης των λοιπών λόγων έφεσης, και, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί η υπόθεση και να δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535§1 ΚΠολΔ), και να απορριφθεί η αγωγή για τον ως άνω λόγο ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Σημειώνεται ότι η αντένσταση αναστολής της παραγραφής, που προτάθηκε από την εφεσίβλητη - ενάγουσα το πρώτον με την προσθήκη των προτάσεών της, που κατατέθηκε στις 9-5-2014, δεν λαμβάνεται υπόψη, καθότι αυτή έπρεπε να προταθεί με τις προτάσεις της."
Με βάση τις παραδοχές αυτές, το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο, δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την έφεση των εναγομένων - αναιρεσιβλήτων και αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη που είχε δεχθεί την αγωγή, δίκασε αυτήν εκ νέου και την απέρριψε λόγω συμπληρώσεως, κατά τη διάρκεια της επιδικίας, της βραχυπρόθεσμης ενιαύσιας παραγραφής, της καταχθείσας σε δίκη αξιώσεως της ενάγουσας - αναιρεσείουσας προς προστασία της προσβληθείσας με μερική αποβολή οιονεί νομής της, επί της ένδικης διόδου (ΑΚ 987, 992), δεχθέν ως ουσιαστικό βάσιμο τον προβληθέντα το πρώτον με λόγο εφέσεως ενώπιον του Εφετείου, λόγω συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 527 παρ. 2 ΚΠολΔικ, προαναφερθέντα οψιγενή από το άρθρο 261 ΑΚ ισχυρισμό και όπως τούτο ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20.3.2014.
Ειδικότερα το Εφετείο έκρινε ότι εφαρμοστέο στην ένδικη περίπτωση είναι το άρθρο 261 ΑΚ, όπως τούτο ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του, γιατί η εφαρμογή της παρ. 3 της νέας διατάξεως προϋποθέτει "αυτονόητα"ότι η ένδικη αξίωση δεν είχε ήδη κατά τη δημοσίευση του Ν. 4139/2013, ήτοι στις 20.3.2013 παραγραφεί.
Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο παραβίασε τις προδιαληφθείσες και επικαλούμενες διατάξεις των παρ. 1 και 3 του άρθρου 261 ΑΚ και όπως, μετά την προαναφερθείσα τροποποίησή του ίσχυε, καθόσον δεν τις εφάρμοσε μολονότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους.
Ειδικότερα η ένδικη υπόθεση ήταν εκκρεμής στις 20.3.2013 που τέθηκε σε ισχύ η αντικατασταθείσα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, καθόσον επί της καταχθείσας σε δίκη, με την από 9.3.2007 αγωγή της αναιρεσείουσας, ένδικης αξίωσης δεν είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, ούτε είχε περατωθεί με άλλο τρόπο η δίκη και συνακόλουθα η διακοπείσα με την άσκηση της ένδικης αγωγής παραγραφή τελούσε σε αναστολή, ενώ η αντικατασταθείσα διάταξη δεν θέτει ως προϋπόθεση για την εφαρμογή της τα απαιτηθέντα με την προσβαλλομένη απόφαση, ήτοι τη μη συμπλήρωση της παραγραφής κατά το χρόνο ισχύος του Ν. 4139/20.3.2013.
Ενόψει τούτων ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔικ πρώτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός (παρελκούσης της εξετάσεως των λοιπών) ως ουσιαστικά βάσιμος και αφού αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από δικαστή άλλον από εκείνο που δίκασε προηγουμένως (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔικ), ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που αυτή έχει καταθέσει (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ. 3 ΚΠολΔικ). Οι αναιρεσίβλητοι, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας (άρθρ. 183 και 176 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό… Αναιρεί την υπ'αριθμ. 260/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών» (areiospagos.gr)

ΕιρΑθ 312/2017 Τραυματισμός πελάτη καταστήματος από πτώση, συνεπεία ολισθηρότητας του δαπέδου

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
ΕιρΑθ 312/2017
Τραυματισμός πελάτη καταστήματος από πτώση, συνεπεία ολισθηρότητας του δαπέδου -.


Αποκλειστική ευθύνη της ιδιοκτήτριας του καταστήματος, αφενός διότι επέτρεψε τον καθαρισμό του καταστήματος σε ώρα που το κατάστημα είχε αρκετούς πελάτες, αφετέρου διότι η προστηθείσα υπάλληλος δεν χρησιμοποίησε την κίτρινη προειδοποιητική πινακίδα περί ολισθηρότητας του δαπέδου ούτε ειδοποίησε με άλλο τρόπο σχετικά με την ολισθηρότητα του δαπέδου. Σχέση πρόστησης. Αδιάφορο για την ευθύνη του προστήσαντος αν ο προστηθείς παρέβη τις οδηγίες που του δόθηκαν από τον προστήσαντα για τους όρους καθαρισμού του καταστήματος. Επιδίκαση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Η θυγατέρα της τραυματισθείσας της παρείχε υπηρεσίες καθημερινής υγιεινής και συντήρησης. Η τραυματισθείσα μπορεί να αξιώσει ως αποζημίωση το ποσό που θα κατέβαλε για τις υπηρεσίες αυτές, εάν απασχολούσε τρίτο πρόσωπο επ’ αμοιβή, έστω και αν πράγματι δεν το κατέβαλε στη θυγατέρα της. Προσεπίκληση ασφαλιστικής εταιρείας ως δικονομικού εγγυητή από την ιδιοκτήτρια του καταστήματος. Απαλλαγή της ασφαλιστικής εταιρείας από την υποχρέωση καταβολής στην ιδιοκτήτρια του καταστήματος του ποσού που η τελευταία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην τραυματισθείσα, δυνάμει ρητού συμβατικού όρου του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, σύμφωνα με τον οποίο αποκλείεται η ευθύνη της ασφαλιστικής εταιρείας για αποζημίωση τρίτων για ζημίες ή ατυχήματα που θα προξενούνταν από το λήπτη της ασφάλισης ή από πρόσωπα προστηθέντα στην υπηρεσία του με δόλο ή από βαρεία αμέλεια. Η συμπεριφορά της προστηθείσας υπαλλήλου, η οποία σφουγγάρισε το κατάστημα, χωρίς να θέσει προειδοποιητική πινακίδα ή να ενημερώσει με άλλο τρόπο για την ολισθηρότητα του καταστήματος και μάλιστα σε ώρα κατά την οποία το κατάστημα ήταν γεμάτο πελάτες συνιστά βαρεία αμέλεια.











Αριθμός Απόφασης 312/2017

(Τακτική Διαδικασία)



ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ



Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Ελένη Παφίλη, που όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα Ειρήνη Κόττα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 05 Οκτωβρίου 2016 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:



Α. ΚΥΡΙΑ ΑΓΩΓΗ



ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: …, πρώην κατοίκου Πειραιά Αττικής, οδός … και ήδη κατοίκου Οινοφύτων Βοιωτίας, οδός …, με Α.Φ.Μ. …, η οποία στο Δικαστήριο παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου Διονυσίου Μπαράτη.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ετερόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία «… ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «…» που εδρεύει στην Αθήνα και επί της … και εκπροσωπείται νόμιμα, έχουσα Α.Φ.Μ…., η οποία στο Δικαστήριο εκπροσωπήθηκε από τη νόμιμη εκπρόσωπο και διαχειρίστρια αυτής …, η οποία διόρισε ως πληρεξούσιο Δικηγόρο τον Ευθύμιο Σταθόπουλο.



Β. ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΔΙΚΗΣ- ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΕ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ - ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΥΣΑ ΑΓΩΓΗ



ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΝΟΥΣΑΣ ΤΗ ΔΙΚΗ - ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΣΑΣ -ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ετερόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία «… ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «…» που εδρεύει στην Αθήνα και επί της … και εκπροσωπείται νόμιμα, έχουσα Α.Φ.Μ. …, η οποία στο Δικαστήριο εκπροσωπήθηκε από τη νόμιμη εκπρόσωπο και διαχειρίστρια αυτής …, η οποία διόρισε ως πληρεξούσιο Δικηγόρο τον Ευθύμιο Σταθόπουλο.

ΤΗΣ ΠΡΟΣ ΗΝ Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ – ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ - ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΊΣΤΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ» , που εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής και επί της Λεωφόρου Κηφισίας αρ. 274 και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία στο Δικαστήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο Δημήτριο Πετσάλα.

Η ενάγουσα της κύριας αγωγής ζητεί να γίνει δεκτή, ως νόμιμη και βάσιμη, η από 22-09-2014 και με αριθμό κατάθεσης 8.746/22-09-2014 αγωγή της, η οποία απευθύνεται στο παρόν Δικαστήριο, στρέφεται κατά της εναγομένης και προσδιορίσθηκε προς συζήτηση αρχικά για τη δικάσιμο της 16-11-2015, οπότε και αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Η ανακοινώνουσα τη δίκη - προσεπικαλούσα - παρεμπιπτόντως ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή, ως νόμιμη και βάσιμη, η από 06-11-2015 και με αριθμό κατάθεσης 7.133/11-11-2015 ανακοίνωση δίκης -προσεπίκληση - παρεμπίπτουσα αγωγή της, η οποία απευθύνεται στο παρόν Δικαστήριο, στρέφεται κατά της καθ’ ης η ανακοίνωση δίκης -προσεπικαλούμενης - παρεμπιπτόντως εναγόμενης και προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν κατά τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο. Ακολούθησε δημόσια συζήτηση, το δε Δικαστήριο, άκουσε αφενός τους πληρεξούσιους Δικηγόρους των διαδίκων, οι οποίοι ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς του, και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί αυτοί, καθώς και όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις που άπαντες κατέθεσαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφετέρου όσα περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης,





ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ





Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εκκρεμούν : Α. Η με αριθμό κατάθεσης 8.746/22-09-2014 αγωγή, με αίτημα την καταβολή από την εναγομένη στην ενάγουσα του ποσού των 11.054,40 € νομιμοτόκως, και Β. Η με αριθμό κατάθεσης 7.133/11-11-2015 ανακοίνωση δίκης -προσεπίκληση - παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, οι οποίες, δεδομένου ότι υπάγονται στην ίδια διαδικασία και λόγω της προδήλου μεταξύ τους συνάφειας, πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, προς οικονομία χρόνου και δαπάνης διεξαγωγής μιας δίκης (άρθρο 246 ΚΠολΔ).



Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία, είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτού και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της επελθούσας ζημίας. Αμέλεια, κατ'άρθρο 330 ΑΚ, υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά τη συναλλακτική καλή πίστη από το δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητας του, είτε υπάρχει προς τούτο σαφές νομικό καθήκον είτε όχι, αρκεί να συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο αντίθετο από εκείνο που επιβάλλεται από τις καταστάσεις. Εξάλλου αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα (πάγια νομολογία, βλ. μεταξύ άλλων ΑΠ 1493/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι δημιουργείται ευθύνη ενός προσώπου (του "κυρίου"ή του προστήσαντος") για αλλότρια πράξη (του "υπηρέτη"ή του "προοτηθέντος"), θεσπίζεται, δηλαδή, σημαντική εξαίρεση από την αρχή της υποκειμενικής ευθύνης, αφού την υποχρέωση για αποζημίωση φέρει πρόσωπο ανυπαίτιο, σε αντίθεση με το γενικό κανόνα του άρθρου 914 ΑΚ. Η αντικειμενική αυτή ευθύνη του προστήσαντος γεννιέται, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, υπό ης εξής προϋποθέσεις: α) όταν υπάρχει σχέση πρόστησης, κατά την οποία γίνεται ανάθεση από κάποιον (προστήσαντα) σε έναν τρίτο (προστηθέντα) ορισμένης υπηρεσίας, που αποβλέπει στη διεκπεραίωση υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου. Η ανάθεση της υπηρεσίας στον προστηθέντα πρέπει να στηρίζεται στη βούληση ή στη μεταγενέστερη έγκριση του προστήσαντος. Βάση της σχέσης πρόστησης μεταξύ προστήσαντος και προστηθέντος μπορεί να είναι είτε μία σύμβαση (π.χ. σύμβαση εργασίας ή έργου), είτε οποιαδήποτε μεταξύ τους βιοτική σχέση (π.χ. άκυρη σύμβαση εργασίας), οικογενειακή ή φιλική σχέση. Είναι αδιάφορο αν η σχέση αυτή, στην οποία βασίζεται η πρόστηση, είναι νόμιμη ή παράνομη, αν ο προστηθείς αμείβεται ή όχι, ποια είναι η φύση της εκτελούμενης υπηρεσίας (υλική ή νομική), αν η σχέση πρόστησης είναι διαρκής ή μόνο ευκαιριακή, β) όταν υπάρχει ανάμεσα στον προστήσαντα και στον προστηθέντα σχέση εξάρτησης ως προς την εκτέλεση της υπηρεσίας, όπου η εξάρτηση αυτή έχει την έννοια της εξουσίας του προστήσαντος να ελέγχει τον προστηθέντα, να επιβλέπει αυτόν κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας ή να παρέχει σχετικές οδηγίες στον προστηθέντα, έστω και γενικού περιεχομένου (βλ. ΑΠ 555/2000 ΕλλΔνη 41.1577 και ΑΠ 1876/1999 ΕλλΔνη 41.1305, ΑΠ 684/1999 ΕλλΔνη 41.344, ΑΠ 1270/1989 ΕλλΔνη 32.765, ΑΠ 385/1988 ΕλλΔνη 30.69 και ΑΠ 609/1988, ΕλλΔνη 30.303, Εφ.Θεσ. 1335/2000 Αρμ. 2000. 926, ΕφΚέρκ 323/2002 ΔΕΕ 2001.1007), γ) αδικοπραξία του προστηθέντος, στο πρόσωπο του οποίου απαιτείται να συντρέχει όχι απλώς παράνομη τέλεση αυτής (όπως φαίνεται να συνάγεται από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 922 ΑΚ), αλλά και υπαίτια συμπεριφορά του προστηθέντος, σύμφωνα με το άρθρο 914 ΑΚ ή άλλες ειδικές διατάξεις (βλ. ΑΠ 555/2000 ό.π., Α.Π. 385/1988, ό.π.), δ) συνάφεια με την υπηρεσία, διότι ο προστήσας ευθύνεται μόνο για κάθε ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη, την οποία διέπραξε ο προστηθείς προς διεκπεραίωση των υποθέσεων του προστήσαντος, όταν, δηλαδή, γίνεται κατά την εκτέλεση αυτής και δεν είναι άσχετη ή ξένη προς αυτή. Η εν λόγω συνάφεια υπάρχει και στην περίπτωση που ο προστηθείς κάνει κατάχρηση των καθηκόντων του και παραβαίνει τις οδηγίες που του δόθηκαν (βλ. Κ. Καυκά, Ενοχ. Δίκαιο, Ειδ. Μέρος, τ. Β", έκδ. 1982, υπό το άρθρο 922, παρ. 35, σελ. 805, Σταθόπουλος, στον ΑΚ Γεωργιάδη -Σταθόπουλου, υπό το άρθρο 922, σελ. 748 754, ΑΠ 765/1984 ΝοΒ 33.607, βλ. δε για άπαντα τα ανωτέρω ΕφΔωδ 58/2002 ΔΩΔΝΟΜ 2003.52).



Με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι στον αναφερόμενο σε αυτή τόπο και χρόνο, λόγω της σε αυτήν περιγραφείσας συμπεριφοράς της προστηθείσας υπαλλήλου της εναγόμενης, προκλήθηκε σε αυτήν η επίσης περιγραφόμενη στην υπό κρίση αγωγή σωματική βλάβη. Ότι αποκλειστικά υπαίτια για την πρόκληση αυτής τυγχάνει η εναγόμενη. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει το ποσό των 14,40 € για δαπάνη νοσηλειών, το ποσό των 150,00 € για δαπάνη μεταφοράς της στο νοσοκομείο, το ποσό των 500,00 € για δαπάνη οικιακής βοηθού, το ποσό των 340,00 € για δαπάνη βελτιωμένης διατροφής, το ποσό των 50,00 € για δαπάνη ρουχισμού, καθώς και το ποσό των 10.044,00 € ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης και της εξ αυτής συνέπειες, το οποίο περιορίζει κατά το ποσό των 44,00 €, επιφυλασσόμενη να το διεκδικήσει ενώπιον του αρμοδίου ποινικού Δικαστηρίου στη σχεηκή κατά της εναγόμενης ποινική δίκη κατά την παράσταση της ως πολιττκώς ενάγουσα, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην εν γένει δικαστική της δαπάνη.



Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτώς και αρμοδίως καθ'ύλη και κατά τόπο (άρθρα 14 παρ 1α και 25 παρ. 2 ΚΠολΔ) εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για να συζητηθεί κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, τυγχάνει δε επαρκώς ορισμένη, καθώς σε αυτή περιέχονται όλα τα απαιτούμενα κατά τα άρθρα 111 παρ. 2, 118 παρ. 4 και 216 ΚΠολΔ στοιχεία, ως προς όλα τα αιτούμενα με αυτή κονδύλια, και ειδικότερα και ως προς το κονδύλιο της ηθικής βλάβης, καθώς η ενάγουσα αναφέρει όλα τα απαραίτητα υπό του νόμου στοιχεία για τη θεμελίωση του αξιούμενου δικαιώματος (932 ΑΚ), αλλά και της δαπάνης αποκλειστικής νοσοκόμας, για τον ίδιο ως άνω λόγο, απορριπτόμενης ως ουσία αβάσιμης της σχετικής ενστάσεως αοριστίας που υπεβλήθη από την εναγόμενη. Περαιτέρω, τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914, 922, 930 παρ. 3, 932, 71, 297, 298, 299, 345, 346 ΑΚ και 176, 907 και 908 παρ. δ ΚΠολΔ, συνεπώς πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το αναλογούν στο καταψηφιστικό της αίτημα τέλος δικαστικού ενσήμου, με τις ένανπ τρίτων προσαυξήσεις (βλ τα με αριθμό 421599, 719831, 719832, 719833 και 719834 παράβολα αγωγοσήμου).



Η εναγομένη της κύριας αγωγής ετερόρρυθμη εταιρεία, με την υπό κρίση προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση - παρεμπίπτουσα αγωγή, όπως το περιεχόμενο αυτής διορθώθηκε παραδεκτά, κατ'άρθρο 224 ΚΠολΔ, ως προς τον αριθμό του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, αλλά και με τις νομότυπα και εμπρόθεσμα κατατεθειμένες προτάσεις του, εκθέτει ότι σε βάρος της ασκήθηκε η ως άνω κύρια αγωγή, το περιεχόμενο της οποίας παραθέτει επί λέξει και ότι δυνάμει του επικαλούμενου σε αυτήν ασφαλιστηρίου συμβολαίου που συνήφθη μεταξύ της ιδίας και της καθ’ ης η προσεπίκληση - παρεμπιπτόντως εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση, μεταξύ άλλων, να την καλύψει ασφαλιστικό και να την αποζημιώσει για τα ποσά που τυχόν υποχρεωθεί να καταβάλει σε τρίτους ως αποζημίωση. Ενόψει των ανωτέρω, προσεπικαλεί την καθ’ ης η προσεπίκληση - παρεμπιπτόντως εναγόμενη να παρέμβει στη δίκη που άνοιξε με την παραπάνω κύρια αγωγή, και σε περίπτωση ήττας ζητεί, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί η τελευταία να της καταβάλει κάθε ποσό που θα κληθεί να καταβάλει στην κυρίως ενάγουσα, με το νόμιμο τόκο από την καταβολή της κυρίως εναγομένης προς την κυρίως ενάγουσα και μέχρι την εξόφληση και να καταδικασθεί στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων.



Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, το ως άνω δικόγραφο αποτελεί περίπτωση προσεπίκλησης δικονομικού εγγυητή, η οποία ασκείται παραδεκτώς και αρμοδίως καθ’ ύλη και κατά τόπο ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 31 και 283 ΚΠολΔ), είναι δε επαρκώς ορισμένη, καθώς σε αυτή περιέχονται όλα τα απαραίτητα σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 111 παρ.2, 118 παρ. 4 και 216 ΚΠολΔ στοιχεία, και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 69 παρ. 1 εδ. ε, 88 επ., 176 ΚΠολΔ και 1, 11 και 25 Ν. 2496/1997, συνεπώς πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το αναλογούν στο καταψηφιστικό της αίτημα τέλος δικαστικού ενσήμου, με τις έναντι τρίτων προσαυξήσεις (βλ. τα με αριθμό 430379, 351625 και 037142 παράβολα αγωγοσήμου), έπειτα από σχετική κλήση του πληρεξουσίου Δικηγόρου της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, κατ'άρθρο 227 ΚΠολΔ, από τη δικάσασα Ειρηνοδίκη.



Η παρεμπιπτόντως εναγομένη, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου της που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, αλλά και με τις νομότυπα και εμπρόθεσμα κατατεθειμένες προτάσεις της, ισχυρίζεται ότι απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής ασφαλίσματος, λόγω του ότι η προστηθείσα υπάλληλος της κυρίως εναγόμενης ενήργησε με βαρειά αμέλεια, γεγονός που, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παρ. α των γενικών όρων της αστικής ευθύνης του μεταξύ της παρεμπιπτόντως ενάγουσας και εναγομένης ιδιωτικού συμφωνητικού, συνεπάγεται την απαλλαγή της. Ο ως άνω ισχυρισμός στοιχειοθετεί την ένσταση απαλλαγής της παρεμπιπτόντως εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας από την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, προβάλλεται παραδεκτά, είναι ορισμένος και νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 361 ΑΚ και 1, 7 Ν. 2496/1997, πρέπει δε να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Επίσης, προβάλλει επικουρικά (κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου των εγγράφων προτάσεων της) την ένσταση ποσοτικού περιορισμού της ευθύνης της έως του ποσού των 7.500 €, σύμφωνα με ρητό συμβατικό όρο του προρρηθέντος ιδιωτικού συμφωνητικού, η οποία επίσης προβάλλεται παραδεκτά, τυγχάνει δε ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των όρθρων 361 και 1, 11 παρ. 3 Ν. 2496/1997 και πρέπει, επίσης, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.



Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης (η ασφαλιστική εταιρεία δεν επιμελήθηκε της εξέτασης μάρτυρα), οι οποίες ελήφθησαν νόμιμα στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν μετ'επικλήσεως από τους διαδίκους, συμπεριλαμβανομένων και των μη αμφισβητούμενης γνησιότητας φωτογραφιών (άρθρα 444 παρ. 1 περ. γ, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), καθώς και της με αριθμό 1.073/07-08-2014 ένορκης βεβαίωσης του … ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, την οποία προσάγει και επικαλείται η κυρίως ενάγουσα και η οποία δόθηκε για να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας που προέκυψε από το επίδικο συμβάν, καθώς και της από 18-12-2014 ένορκης εξέτασης μάρτυρα ενώπιον της Πταισματοδίκη Πειραιά, την οποία προσάγει και επικαλείται η κυρίως ενάγουσα και η οποία επίσης δόθηκε στο πλαίσιο της προαναφερθείσας ποινικής διαδικασίας, αλλά και της προσκομιζόμενης μετ'επικλήσεως από την κυρίως ενάγουσα με αριθμό 1.336/13-11-2015 ένορκης βεβαίωσης της … ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που συντάχθηκε χωρίς την παρουσία της κυρίως εναγομένης, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση αυτής δυο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν τη λήψη της, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. τη με αριθμό 8.294β'/30-09-2014 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …, την οποία προσάγει και επικαλείται η κυρίως ενάγουσα), που λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς ωστόσο κανένα από αυτά να παραληφθεί κατά την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, πλην του απλού αντιγράφου του με ημερομηνία 10-10-2016 λογαριασμού ασφαλισμένου με μη οριστικοποιημένες εγγραφές, το οποίο προσκομίσθηκε από την κυρίως εναγομένη εκπρόθεσμα, ήτοι μετά τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης μέρας από τη συζήτηση (άρθρο 238 εδ. γ ΚΠολΔ), από τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), από τους ισχυρισμούς των διαδίκων και από όλη την εν γένει διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα:



Η εναγόμενη διατηρεί κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος κείμενο στην πλατεία …, με το διακριτικό τίτλο «…». Την 23-05-2014 και περί ώρα 11.20 η ενάγουσα μετέβη στο ως άνω κατάστημα, συνοδευόμενη από τον υιό της … (ο οποίος τυγχάνει και ο μάρτυρας απόδειξης) προκειμένου να γευματίσει. Αφού παρήγγειλαν το φαγητό τους, η ενάγουσα πήγε στην τουαλέτα. Επιστρέφοντας προς το τραπέζι που είχε ήδη καθίσει ο υιός της, το οποίο ήταν ακριβώς δίπλα στο παρασκευαστήριο του καφέ, η ενάγουσα πέρασε υποχρεωτικό από το διάδρομο που σχημάτιζαν τα ψυγεία των αναψυκτικών και των ζύθων, στον οποίον, όσο βρισκόταν στην τουαλέτα, υπάλληλος προστηθείσα από την κυρίως εναγόμενη είχε σφουγγαρίσει με νερό και υγρό απορρυπαντικό, χωρίς να θέσει στο σημείο το σχετικό προειδοποιητικό σήμα, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να γλιστρήσει, να χάσει την ισορροπία της, να πέσει στο ολισθηρό πάτωμα και να υποστεί τον κάτωθι αναφερόμενο τραυματισμό στο δεξί της χέρι. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου περί του ότι η πτώση της ενάγουσας προκλήθηκε λόγω ολισθηρότητας του δαπέδου, το οποίο είχε σφουγγαρίσει η προστηθείσα από την κυρίως εναγομένη υπάλληλος, ενισχύεται από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, ο οποίος πειστικά καταθέτει μάλιστα ότι και ο ίδιος γλίστρησε στο συγκεκριμένο σημείο, όταν προσέτρεξε σε βοήθεια της μητέρας του. Αντίθετα, η ως άνω κρίση του Δικαστηρίου δε δύναται να ανατραπεί από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, ο οποίος καταθέτει την πρακτική καθαρισμού του καταστήματος της εναγομένης στην οδό Πανεπιστημίου, στο οποίο και εργαζόταν έως την ημέρα του ενδίκου συμβάντος και όχι στο κατάστημα της εναγομένης στην πλατεία Ομονοίας. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι και ο ίδιος ο μάρτυρας ανταπόδειξης άκουσε την ενάγουσα να φωνάζει ότι γλίστρησε, ενώ σε μεταγενέστερο σημείο της κατάθεσης του καταθέτει όλως αντιφατικά ότι την είδε να μπερδεύεται στα σκαλοπάτια και να πέφτει στο ίδιο σημείο, ισχυρισμός ο οποίος από ουδέν άλλο αποδεικτικό μέσο ενισχύεται. Σημειωτέον ότι το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας (ανταπόδειξης) δεν είδε την υπάλληλο να σφουγγαρίζει, δε σημαίνει ότι κάτι τέτοιο δε συνέβη και δεν διέλαθε της προσοχής του, αφού, άλλωστε, όπως καταθέτει ο μάρτυρας απόδειξης, η προστηθείσα από την εναγόμενη υπάλληλος σφουγγάρισε το συγκεκριμένο σημείο γρήγορα και επέστρεψε στην κύρια εργασία της (βλ. ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, όπου καταθέτει επί λέξει «..δεν έκανε και πολύ ώρα. Τσακ μπαμ σφουγγάρισε εκεί πέρα»). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι την ενάγουσα σήκωσε από το πάτωμα ο υιός της, κλήθηκε δε από άνδρες της ομάδας ΔΙΑΣ που βρίσκονταν εκτός του καταστήματος της εναγόμενης, επί της πλατείας Ομονοίας, ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ, προκειμένου να διακομισθεί η ενάγουσα σε εφημερεύον νοσοκομείο για να πς παρασχεθεί η ενδεδειγμένη για τον τραυματισμό της ιατρική φροντίδα. Για την πρόκληση του ατυχήματος και τον τραυματισμό της κυρίως ενάγουσας, ευθύνεται αποκλειστικά η εναγόμενη, αφενός διότι επέτρεψε τον καθαρισμό του καταστήματος της σε ώρα που το κατάστημα είχε αρκετούς πελάτες, αφετέρου δε διότι η προστηθείσα από αυτήν υπάλληλος δε χρησιμοποίησε την σχετική κίτρινη προειδοποιητική πινακίδα περί ολισθηρότητας του δαπέδου, αλλά ούτε και ειδοποίησε με άλλο τρόπο, έστω και προφορικά, την ενάγουσα σχετικά με την ολισθηρότητα του δαπέδου, χωρίς να ενδιαφέρει εν προκειμένω εάν η προστηθείσα από την εναγομένη υπάλληλος παρέβη τις οδηγίες που της δόθηκαν από την τελευταία για τους όρους καθαρισμού του εν λόγω καταστήματος, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Ενόψει των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι η σωματική βλάβη της ενάγουσας οφείλεται κατ'αιτιώδη συνάφεια στην παράνομη και υπαίτια (αμελή) αμέσως ως άνω περιγραφείσα συμπεριφορά της προστηθείσας υπαλλήλου της εναγόμενης, συνεπώς η τελευταία (εναγομένη) υποχρεούται να αποζημιώσει την ενάγουσα για κάθε ζημία που υπέστη λόγω του ένδικου τραυματισμού της. Συνεπεία της προπεριγραφείσας πτώσης της, η ενάγουσα υπέστη κάταγμα κάτω πέρατος δεξιάς κερκίδας, ετέθη δε σε αυτή γυψονάρθηκας για χρονικό διάστημα ενός μηνός (από 26-05-2014 έως 26-06-2014), ενώ χρειάστηκε να μεταβεί στο νοσοκομείο, εκτός από την ημέρα του ατυχήματος άλλες τρεις (3) φορές (βλ. την από 26-06-2014 ιατρική βεβαίωση - γνωμάτευση του Διευθυντή του Α'ορθοπεδικού τμήματος του ΓΝΑ Ευαγγελισμός .., την οποία προσάγει και επικαλείται η ενάγουσα, καθώς και την περιεχόμενη στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης). Δεδομένου ότι δεν μπορούσε να φροντίζει μόνη τον εαυτό της, μετώκησε για χρονικό διάστημα 34 ημερών και συγκεκριμένα από την ημέρα του ατυχήματος (23-05-2014) έως και την 26-06-2014 (όσο δηλαδή συνεστήθη από τους θεράποντες γιατρούς της ακινησία του δεξιού άνω άκρου της, με τη θέση σε αυτό γυψονάρθηκα) από την οικία της στον Πειραιά Αττικής στην οικία της θυγατέρας της στην Χαλκίδα, προκειμένου η τελευταία να προσφέρει στη μητέρα της υπηρεσίες καθημερινής υγιεινής και συντήρησης (παρασκευή φαγητού, πλύσιμο και σιδέρωμα ρούχων, βοήθεια στο μπάνιο). Για τις υπηρεσίες αυτές, η ενάγουσα, εάν απασχολούσε τρίτο πρόσωπο επ'αμοιβής, θα κατέβαλε συνολικά το ποσό των 500,00 € για το ως άνω αναφερόμενο χρονικό διάστημα των 34 ημερών, το οποίο συνήθως καταβάλλεται σε ανάλογες περιπτώσεις για την προσφορά των συγκεκριμένων υπηρεσιών. Το ως άνω ποσό μπορεί να αξιώσει η ενάγουσα έστω και αν πράγματι δεν το κατέβαλε στη θυγατέρα της, γιατί η μη καταβολή αμοιβής στη συγκεκριμένη περίπτωση δε μπορεί να οδηγήσει σε ωφέλεια των υπόχρεων προς αποζημίωση και σε αποφυγή από αυτούς της σχετικής αποζημίωσης (άρθρο 930 εδ. γ ΑΚ, ΑΠ 833/2005 ΕλλΔνη 47.96, ΕφΑάμ 60/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφθρ 2008.508, ΕφΛαμ 264/2006 ΕΣΔ 2007.96, ΕφΛαμ 208/2005 ΕΣΔ 2005.615, Αθ. Κρητικός, Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, εκδ. 2008, σελ. 258). Περαιτέρω, η ενάγουσα δαπάνησε αναγκαίως για τη λήψη βελτιωμένης (πέραν, δηλαδή της συνήθους) διατροφής (κρέατος, γάλακτος, φρούτων, ψαριών), για το ως άνω αναφερόμενο χρονικό διάστημα των 34 ημερών, το συνολικό ποσό των 170,00 € (34 ημέρες χ 5,00 € ανά ημέρα), απορριπτόμενου του επιπλέον κονδυλίου βελτιωμένης διατροφής ως ουσία αβάσιμου. Η ανάγκη λήψης βελτιωμένης διατροφής καθώς και η διάρκεια της προκύπτει από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠοΛΔ), από τη φύση του τραύματος της (λαμβανομένου υπόψη ότι επρόκειτο για κάταγμα, βλ. Κρητικό, ό.π., σελ. 256) και την ανάγκη για ταχύτερη και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση αυτού (βλ. ΑΠ 1276/2005 ΕλλΔνη 2007.1021, ΕφΛαρ 264/2006, ό.π., ΕφΛαμ 2008/2005 ό.π., ΕφΑΘ 5176/2003 ΕΣΔ 2005.642). Περαιτέρω, για δαπάνη μετάβασης από την οικία της Θυγατέρας της στο ΓΝΑ Ευαγγελισμός, όπου εκτός από την ημέρα του ατυχήματος μετέβη τρεις (3) ακόμη φορές (26/5/2014, 16/6/2014 και 26/6/2014, βλ. την ως άνω αναφερόμενη από 26-06-2014 ιατρική βεβαίωση-γνωμάτευση του Διευθυντή του Α'Ορθοπεδικού τμήματος ..) για επανεξέταση και ακτινολογικό έλεγχο, η ενάγουσα δαπάνησε το συνολικό ποσό των 150,00 € (3 φορές χ 50,00 € ανά μετάβαση), όπως προκύπτει από την κατάθεση του μάρτυρα υιού της και τα διδάγματα της κοινής πείρας (336 παρ. 4 ΚΠολΔ), ενώ για εξετάσεις δαπάνησε το συνολικό ποσό των 14,40 € και συγκεκριμένα το ποσό των 6,14 € για ακτινογραφία άκρου χειρός (2,88 €) και πηχεοκαρπικής (3,26 €), για ιατρική επίσκεψη το ποσό των 5,00 € και για ακτινογραφία πηχεοκαρπικής το ποσό των 3,26 € (βλ. επικυρωμένα αντίγραφα των με αριθμό ../23-05-2014, …/16-06-2014 και …-06-2014 αποδείξεων παροχής υπηρεσιών του Γ.Ν.Α. αντίστοιχα, τα οποία προσάγει και επικαλείται η ενάγουσα). Σημειώνεται ότι από ουδέν αποδεικτικό μέσο προέκυψε ότι το φόρεμα που φορούσε η ενάγουσα την ημέρα του ενδίκου συμβάντος καταστράφηκε, συνεπώς το σχετικό κονδύλιο ύψους 50,00 € πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. Ως εκ των άνω, η ζημία που υπέστη η ενάγουσα εξαιτίας του ενδίκου συμβάντος, ανέρχεται στο ποσό των 834,40 € (500,00 € + 170,00 € + 150,00 € + 14,40 €). Εκτός όμως από την αποζημίωση, πρέπει να επιδικασθεί στην ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από το ένδικο συμβάν, το ποσό των 1.044,00 €, το οποίο το παρόν Δικαστήριο κρίνει εύλογο και δίκαιο, σταθμίζοντας τις συνθήκες του ενδίκου συμβάντος, το βαθμό του πταίσματος της εναγομένης, το είδος του τραυματισμού της ενάγουσας και της ταλαιπωρίας της μέχρι να αποκαταστήσει την υγεία της, καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, αφαιρουμένου του ποσού των 44,00 €, το οποίο η ενάγουσα θα αξιώσει ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, παριστάμενη ως πολιτικώς ενάγουσα.



Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω εκτεθέντων, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 1.834,40 € (834,40 € + 1.000,00 €) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Περαιτέρω, πρέπει η παρούσα απόφαση να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, καθώς, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η επιβράδυνση στην εκτέλεση της θα προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα και συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι προς τούτο (άρθρο 908 παρ. 1 περ. δ ΚΠολΔ), τα δε δικαστικά έξοδα πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους και κατά το μέρος αυτό (άρθρο 178 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.



Περαιτέρω, όσον αφορά στην παρεμπίπτουσα αγωγή της κυρίως εναγόμενης κατά της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ ΑΕΓΑ», αποδείχθηκε ότι η κυρίως εναγομένη συνήψε με την προσεπικαλούμενη εταιρία το με αριθμό … ασφαλιστήριο συμβόλαιο, για την κάλυψη της αστικής ευθύνης της από τη λειτουργία του προαναφερόμενου καταστήματος, η οποία ήθελε γεννηθεί από την ενδεχόμενη πρόκληση σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών σε τρίτους, η οποία (σύμβαση) ήταν έγκυρη και ισχυρή κατά το χρόνο που έλαβε χώρα το ένδικο συμβάν. Σύμφωνα δε με τους ειδικότερους όρους του ως άνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου, η παρεμπιπτόντως εναγομένη παρείχε στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα ασφαλιστική κάλυψη για το χρονικό διάστημα από 15-06-2013 έως και 15-06-2014, το δε ανώτατο όριο ασφαλιστικής κάλυψης για κάθε σωματική βλάβη ανέρχεται στο ποσόν των 7.500,00 €, περιλαμβανομένης και της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Πλην όμως, όπως προκύπτει από το άρθρο 2 των γενικών όρων γενικής αστικής ευθύνης No … του ως άνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου, η παρεχόμενη κάλυψη απέκλειε την ευθύνη του λήπτη της ασφάλισης για αποζημίωση τρίτων για ζημιές ή ατυχήματα που θα προξενούνταν από το λήπτη της ασφάλισης ή από πρόσωπα προστηθέντα στην υπηρεσία του με τη θέληση τους ή σκόπιμα ή με δόλο ή από βαριά αμέλεια. Συνεπώς, η προπεριγραφείσα συμπεριφορά της προστηθείσας από την κυρίως εναγομένη (και παρεμπιπτόντως ενάγουσα) υπαλλήλου, η οποία σφουγγάρισε τον προπεριγραφέντα χώρο του καταστήματος χωρίς να θέσει σε αυτόν τη σχετική προειδοποιητική πινακίδα ή να ενημερώσει με άλλο τρόπο για την ολισθηρότητα του καταστήματος και μάλιστα σε ώρα κατά την οποία το κατάστημα της (κυρίως) εναγόμενης ήταν γεμάτο πελάτες, συνιστά βαριά αμέλεια, η οποία σύμφωνα με τον προαναφερθέντα ρητό συμβατικό όρο, απαλλάσσει την παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία από την καταβολή στην εναγόμενη της κύριας δίκης του ποσού που η τελευταία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην ενάγουσα, δεκτής γενομένης και της σχετικής ένστασης απαλλαγής που υπέβαλε παραδεκτά η παρεμπιπτόντως εναγομένη. Ως εκ τούτου, ύστερα από την παραδοχή της ως άνω ένστασης της παρεμπιπτόντως εναγομένης περί απαλλαγής της από την υποχρέωση  καταβολής ασφαλίσματος, πρέπει η παρεμπίπτουσα αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, παρέλκει δε η ουσιαστική έρευνα της έτερης ενστάσεως που προέβαλε παραδεκτά η παρεμπιπτόντως εναγόμενη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της παρεμπιπτόντως εναγόμενης πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της παρεμπιπτόντως ενάγουσας λόγω της ήττας της στη μεταξύ τους δίκη (άρθρο 176 ΚΠολΔ) κατόπιν σχετικού αιτήματος της πρώτης, νομίμως υποβληθέντος με τις προτάσεις της, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.



ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ



Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων α. τη με αριθμό κατάθεσης 8.746/2014 κύρια αγωγή και β. τη με αριθμό κατάθεσης 7.133/2015 ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση - παρεμπίπτουσα αγωγή.

Α. Δέχεται εν μέρει την κύρια αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα, για τις αναφερόμενες στο σκεπτικό της παρούσας αιτίες, το συνολικό ποσό των χιλίων οκτακοσίων τριάντα τεσσάρων Ευρώ και σαράντα λεπτών (1.834,40 €), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.

Κηρύσσει την παρούσα προσωρινά εκτελεστή ως προς την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη.

Καταδικάζει την εναγόμενη σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποίας ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα Ευρώ (250,00 €).

Β. Απορρίπτει την προσεπίκληση - παρεμπίπτουσα αγωγή.

Καταδικάζει την παρεμπιπτόντως ενάγουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της παρεμπιπτόντως εναγόμενης, τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατόν εβδομήντα Ευρώ (170,00 €).



Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους Δικηγόρους τους την 24 ΙΑΝ. 2017



Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



ΕΛΕΝΗ ΠΑΦΙΛΗ               ΕΙΡΗΝΗ ΚΟΤΤΑ 

Mον.Πρωτ.Θηβών 1/2017 - Μισθώσεις: Η μονομερής εγκατάλειψη του μισθίου χωρίς καταγγελία και παράδοση των κλειδιών δεν επιφέρει λύση της μίσθωσης. Υποχρέωση καταβολής των μισθωμάτων έστω κι αν δεν γίνεται χρήση του μισθίου

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Μισθώσεις: Η μονομερής εγκατάλειψη του μισθίου χωρίς καταγγελία και παράδοση των κλειδιών δεν επιφέρει λύση της μίσθωσης. Υποχρέωση καταβολής των μισθωμάτων έστω κι αν δεν γίνεται χρήση του μισθίου...


Mον.Πρωτ.Θηβών 1/2017: Κρίθηκε ότι εφόσον η επίδικη μίσθωση ετράπη νομίμως σε μίσθωση αορίστου χρόνου, συνεπάγεται ότι για τη λύση της έπρεπε να προηγηθεί καταγγελία αυτής από τους συμβαλλομένους ή εκούσια παράδοση του μισθίου ακινήτου από την μισθώτρια και αποδοχή της παράδοσης του από την εκμισθώτρια. Ωστόσο, τόσο η εναγόμενη όσο και η δικαιοπάροχος της - αρχικώς μισθώτρια ουδέποτε παρέδωσαν το μίσθιο (π.χ. προσφέροντας τα κλειδιά αυτού), ούτε κατήγγειλαν την αορίστου αυτή σύμβαση μισθώσεως.
Η αυτόβουλη αυτή εγκατάλειψη του μισθίου από την δικαιοπάροχο της εναγομένης χωρίς προηγούμενη έγγραφη ή προφορική καταγγελία της ένδικης μίσθωσης και χωρίς παράδοση των κλειδιών του μισθίου δεν επέφερε τη λύση της μίσθωσης. Συνεπώς, η εναγόμενη εφόσον η σύμβαση μίσθωσης δεν έχει με οποιονδήποτε τρόπο λυθεί (μέχρι τον χρόνο άσκησης της αγωγής) είναι υποχρεωμένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συμφωνημένο μίσθωμα για το αιτούμενο χρονικό διάστημα.
«Κατά τη διάταξη του άρθ. 608 § 1ΑΚ, μόλις περάσει ο συμφωνημένος ορισμένος χρόνος η μίσθωση λήγει «χωρίς να απαιτείται τίποτε άλλο», επομένως η μίσθωση εδώ λήγει αυτοδικαίως χωρίς να απαιτείται καταγγελία από μέρους του εκμισθωτή ή οποιαδήποτε άλλη όχληση του μισθωτή (ΑΠ 479/2001 ΕλΔ 43, σελ. 437, βλ. και Χ. Παπαδάκη, Αγωγές Απόδοσης Μισθίου εκδ. δεύτερη, σημ. 2052, 2074).
Εξάλλου η μίσθωση ορισμένου χρόνου λήγει με την πάροδο του συμβατικού χρόνου, εφόσον δεν επακολουθήσει παράταση με συμφωνία εκμισθωτή και μισθωτή πριν από τη λήξη της διάρκειας της ή ανανέωση ή έστω σιωπηρή αναμίσθωση (άρθ. 611 ΑΚ) οπότε, στην τελευταία αυτή περίπτωση η σύμβαση γίνεται αορίστου χρόνου και η λήξη της επέρχεται με καταγγελία. Οι προϋποθέσεις για τη σιωπηρή ανανέωση είναι ότι α) ο μισθωτής πρέπει να εξακολουθήσει τη χρήση του μισθίου μετά τη λήξη της μίσθωσης όπως ρητά ορίζει η ΑΚ 611, β) η γνώση του εκμισθωτή τόσο για τη λήξη της μίσθωσης όσο και για τη συνέχιση της χρήσης από το μισθωτή και γ) η μη εναντίωση του εκμισθωτή στην αναμίσθωση.
Περαιτέρω, η σύμβαση μισθώσεως μπορεί να καταργηθεί με αντίθετη σύμβαση των συμβαλλομένων. Η αντίθετη αυτή συμφωνία (καταργητική) μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρά, να συνάγεται δηλαδή από ορισμένη συμπεριφορά των συμβαλλομένων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, έχουμε σιωπηρή κατάργηση της μισθωτικής σύμβασης, αν η συμπεριφορά αυτή αποσκοπεί και επιφέρει τη λύση της σύμβασης. Τέτοια λύση της σύμβασης μισθώσεως επέρχεται και στην περίπτωση κατά την οποία ο μισθωτής αποδώσει τη χρήση του μισθίου στον εκμισθωτή.
Συντρέχει δε οικειοθελής ή εκούσια απόδοση του μισθίου από το μισθωτή στον εκμισθωτή, όταν αυτή πραγματοποιείται κατόπιν ρητής ή σιωπηρής μεταξύ τους συμφωνίας, έστω και με την παράδοση των κλειδιών στα χέρια του εκμισθωτή συνοδευόμενη από επιφύλαξη του τελευταίου ως προς τυχόν αξίωση είσπραξης οφειλόμενων μισθωμάτων και όχι με μονομερή από την πλευρά του μισθωτή εγκατάλειψη του μισθίου, η οποία ούτε λύση της μίσθωσης επιφέρει, ούτε παύση πληρωμής του μισθώματος (βλ. ΕφΑΘ 198/1985 ΑρχΝομ 36.356, ΕφΑΘ 3407/1985 ΕΔΠ 1985).
Ωστόσο, η μονομερής εγκατάλειψη του μισθίου από το μισθωτή χωρίς να το αποδώσει στον εκμισθωτή δεν αποτελεί παράδοση τούτου, ούτε επιφέρει τη λύση της μισθώσεως αφού δεν εμποδίζεται αυτός (μισθωτής) να επανέλθει και να ανακαταλάβει το μίσθιο (βλ. Χ. Παπαδάκη: Αγωγαί αποδόσεως μισθίου, έκδ. 1990, αριθ. 709 σ. 259, ίδιου Δνη 24.502, Α.Ν. 36.89, σχετ. ΑΠ 757/84 Α.Ν. 36.88, ΕΑ198/85 Α.Ν 36.366, ΕΑ 3407/85 ΕΔΠ 1985 σ. 148, ΕΑ11/83 Δνη 24.500, ΕΑ 1715/83 Δνη 24.1408).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 601 του ΑΚ, ο μισθωτής για όσο χρόνο παρακρατεί το μίσθιο μετά την λήξη της μίσθωσης, οφείλει ως αποζημίωση το συμφωνημένο μίσθωμα, χωρίς αυτό να αποκλείει δικαίωμα του εκμισθωτή να απαιτήσει και άλλη περαιτέρω ζημία.
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι προϋποθέσεις για την απαίτηση του συμφωνημένου μισθώματος, ως αποζημίωσης, είναι η λήξη της μίσθωσης και η μετά από αυτή παράνομη παρακράτηση του μισθίου από το μισθωτή χωρίς να ερευνάται, αν ο εκμισθωτής υπέστη ζημία από την καθυστέρηση της απόδοσης του μισθίου (βλ. ΑΠ 229/2012, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ)…
Εν προκειμένω...τόσο η εναγόμενη όσο και η δικαιοπάροχος της - αρχικώς μισθώτρια ουδέποτε παρέδωσαν το μίσθιο (π.χ. προσφέροντας τα κλειδιά αυτού), ούτε κατήγγειλαν την αορίστου αυτή σύμβαση μισθώσεως. Η αυτόβουλη αυτή εγκατάλειψη του μισθίου από την δικαιοπάροχο της εναγομένης χωρίς προηγούμενη έγγραφη ή προφορική καταγγελία της ένδικης μίσθωσης και χωρίς παράδοση των κλειδιών του μισθίου δεν επέφερε τη λύση της μίσθωσης, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας.
Συνεπώς, η εναγόμενη εφόσον η σύμβαση μίσθωσης δεν έχει με οποιονδήποτε τρόπο λυθεί (μέχρι τον χρόνο άσκησης της αγωγής) είναι υποχρεωμένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συμφωνημένο μίσθωμα για το αιτούμενο χρονικό διάστημα, ήτοι από Απρίλιο του 2011 έως Ιούλιο του 2015, έστω και αν δεν κάνει χρήση του μισθίου για λόγους που αφορούν την ίδια ενόψει του ότι το μίσθωμα καταβάλλεται όχι για την πραγματική χρήση του μισθίου, αλλά για την παρεχόμενη δυνατότητα άσκησης της χρήσης, την οποία παρέχει ο εκμισθωτής (ΑΠ 585/1997 ΕλλΔνη 1998.113, ΕφΔωδ 90/2005 αδημ., ΕφΑΘ 280/2005 ΕΔΠολ 2005.371, ΕφΛαρ 669/2004 Δικογραφία 2005.105, ΕφΠατρ 165/2004 ΑχαΝομ 2005.529, ΕφΑΘ 9482/2000 ΕΔΠολ 2004.161).
Εξάλλου, οι ισχυρισμοί της εναγόμενης περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας και περί συντρέχοντος πταίσματος πρέπει να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμοι, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι το μίσθιο βρισκόταν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα στην διάθεση της ενάγουσας, έχοντας λάβει γνώση η τελευταία της αποχώρησης από αυτό της μισθώτριας, και ότι μπορούσε ευχερώς να κάνει χρήση αυτού, εκμισθώνοντας σε τρίτον, πλην δεν το χρησιμοποίησε διατηρώντας το κενό». (dsanet.gr)

Μον.Πρωτ.Πειρ. 72/2016 (ασφ.) - Ανάκληση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων από τρίτο. Έννομο συμφέρον

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Ανάκληση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων από τρίτο. Έννομο συμφέρον
..

Μον.Πρωτ.Πειρ. 72/2016 (ασφ.): “Από την διάταξη του άρθρου 696 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κάποιος δεν έλαβε μέρος ή δεν κλήθηκε κατά τη συζήτηση αίτησης στην οποία εκδόθηκε απόφαση που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα ή μεταρρύθμισε ή ανακάλεσε απόφαση ασφαλιστικών μέτρων και έχει έννομο συμφέρον, δικαιούται να ζητήσει την ανάκληση ή την μεταρρύθμιση της απόφασης από το δικαστήριο που την εξέδωσε, χωρίς να επικαλεστεί νέα στοιχεία ή τη μεταβολή πραγματικών περιστατικών με την έννοια του άρθρου 696 παρ. 3 ΚΠολΔ. Με βάση, επομένως, τις ως άνω διατάξεις, δικαίωμα άσκησης αίτησης ανάκλησης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, έχει και ο τρίτος, όπως πχ ένας δανειστής του καθ'ου η αίτηση, όταν τα ασφαλιστικά μέτρα που διατάχθηκαν βλάπτουν τα δικαιώματα του, αφού σύμφωνα με το άρθρο 692 παρ. 4 ΚΠολΔ, τα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει να προσβάλλουν δικαιώματα τρίτου. Η βλάβη ή η διακινδύνευση των συμφερόντων του τρίτου, στην οποία θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον του για την άσκηση της αίτησης ανάκλησης, μπορεί να είναι άμεση ή έμμεση ή και ενδεχόμενη, αλλά το βλαπτόμενο ή σε κίνδυνο τιθέμενο δικαίωμα του πρέπει να είναι κεκτημένο ή προστατεύσιμο κατ'άρθρο 69 του Κ.Πολ.Δ. και απαιτητό κατά το χρόνο της εκδόσεως της απόφασης της οποίας ζητείται η ανάκληση (ΑΠ 1083/2007, Α'Δημ. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πατρ. 978/2003, Α'Δημ. ΝΟΜΟΣ)…
H αίτηση είναι απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος της αιτούσας, καθώς όπως η ίδια εκθέτει στο δικόγραφο της αίτησης της, η απαίτηση της, για την οποία επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά της δεύτερης των καθ'ων, γεννήθηκε στις 10-1-2014, που δεν πληρώθηκε από την δεύτερη των καθ'ων η συναλλαγματική ύψους 229.850 ευρώ για την οποία εκδόθηκε η υπ'αριθμ. 1249/2014 διαταγή πληρωμής και επομένως, στις 27-7-2011, που εκδόθηκε η υπ'αριθμ. 4123/2011 απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, δεν υπήρχε καμία βλάβη της αιτούσας, που να επιβάλλει την ανάκληση της ως άνω απόφασης. Εξάλλου, από την προεπισκόπηση των στοιχείων της δικογραφίας, δεν προέκυψε πρόθεση συμπαιγνίας των διαδίκων της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων, των οποίων ζητείται η ανάκληση, αφού οι διάδικοι εκείνης της δίκης εξακολουθούν να βρίσκονται σε αντιδικία, που εκκρεμεί στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, μετά την έκδοση της υπ'αριθμ. 3416/2013 μη οριστικής απόφασης επί της με αριθμ.κατ. 9089/2011 αγωγής της πρώτης των καθ'ων κατά των λοιπών. Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη…” (dsanet.gr)

Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών (απόφαση 303/2017) - Απαγόρευση λειτουργίας κεραίας εταιρίας κινητής τηλεφωνίας σε κατοικημένη περιοχή. Τριτενέργεια του δικαιώματος στο περιβάλλον

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Απαγόρευση λειτουργίας κεραίας εταιρίας κινητής τηλεφωνίας σε κατοικημένη περιοχή. Τριτενέργεια του δικαιώματος στο περιβάλλον...


Δεκτή έκανε το Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών (απόφαση 303/2017) την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων δύο συλλόγων γονέων και κηδεμόνων και περισσότερων από 200 κατοίκων κατά εταιρίας κινητής τηλεφωνίας με την οποία ζητούσαν να
απαγορευθεί η λειτουργία του σταθμού βάσης και των κεραιών της εταιρίας που βρίσκεται σε περιοχή της πόλης των Πατρών.
"Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου … και όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, πιθανολογούνται τα εξής: Η καθ'ής δραστηριοποιείται στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και στο πλαίσιο ανάπτυξης της δραστηριότητας της εγκατέστησε και έθεσε σε λειτουργία σταθμό βάσης και κεραία κινητής τηλεφωνίας στην ταράτσα τριώροφης οικοδομής επί της οδού ... της περιοχής Ζαρουχλέικα Πατρών, ήτοι σε απόσταση μικρότερη των τριακοσίων (300) μέτρων από … Δημοτικό Σχολείο Πατρών, από το .. Νηπιαγωγείο, καθώς και των κατοικιών των λοιπών αιτούντων. Πρόκειται δε για πυκνοκατοικημένη περιοχή.
Η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία δημιουργεί στο ανθρώπινο σώμα δύο είδη πεδίων, ήτοι το ηλεκτρικό και το μαγνητικό και παράγει δύο είδη επιδράσεων και δη τις θερμικές, οι οποίες συνίστανται στην αύξηση της θερμοκρασίας του ανθρώπινου σώματος από την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που διέρχεται μέσα του και στις μη θερμικές, οι οποίες είναι και οι πλέον ύπουλες και περισσότερο έντονες, καθότι συνίστανται σε αλλοιώσεις των κυτταρικών λειτουργιών, όπως γλοιώματα και άλλες πιθανές μορφές καρκίνου, ανικανότητα τεκνοποίησης κ.α. Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει της υφιστάμενης επιστημονικής αβεβαιότητας τόσο ως προς τα όρια ασφαλείας και τον βαθμό κινδύνου από την έκθεση στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπουν οι σταθμοί κινητής τηλεφωνίας όσο και ως προς τις συνέπειες που ενδέχεται αυτή να προκαλεί στο περιβάλλον και στον ανθρώπινο οργανισμό, δεν προκύπτει στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι διασφαλίζεται η υγεία των προσώπων στην ευρύτερη περιοχή γύρω από τον επίδικο σταθμό και ιδίως εκείνων που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες πληθυσμού, ήτοι μαθητών, ασθενών.
Επιπλέον, οι επιπτώσεις στην υγεία από τις κεραίες βάσης κινητής τηλεφωνίας εξαρτώνται από την απόσταση (σε οριζόντιο σχετικά επίπεδο) του χώρου διαβίωσης από την κεραία, από τον προσανατολισμό της κεραίας, δηλαδή αν εκπέμπει προς την κατεύθυνση του χώρου διαβίωσης, από την ένταση της ακτινοβολίας, όπως μπορεί να μετρηθεί ως μέση τιμή, από την ηλικία του εκτιθέμενου και την κατάσταση της υγείας του και από τη διάρκεια έκθεσης, δηλαδή τις ώρες διαβίωσης ανά ημέρα στο συγκεκριμένο χώρο.
Περαιτέρω, είναι χαρακτηριστικό ότι και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας σε Δελτίο Τύπου του Διεθνούς Γραφείου για την Καρκινική έρευνα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, κατέταξε την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία της κινητής τηλεφωνίας στην κατηγορία 2Β των πιθανών καρκινογόνων παραγόντων για τον άνθρωπο, ένεκα ενδείξεων για συσχέτιση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας με μορφές κακοήθους καρκίνου, η οποία αναπτύσσεται ραγδαία και πλήττει συνήθως τον εγκέφαλο.
Σημειωτέον, ότι τα υφιστάμενα στη χώρα μας όρια ασφαλείας ακόμη και αν είναι μειωμένα κατά 30-40% των διεθνών ορίων δεν συνεκτιμούν την υπερισχύουσα του ελληνικού δικαίου Ευρωπαϊκή Αρχή της Προφύλαξης. Σύμφωνα με την αρχή αυτή όπου ανακύπτουν κίνδυνοι σοβαρής ή μη αναστρέψιμης βλάβης, η μη διαθεσιμότητα πλήρους επιστημονικής αβεβαιότητας δεν μπορεί να χρησιμοποιείται σαν λόγος για την αναβολή της λήψης αποδοτικών μέτρων για την πρόληψη της υποβάθμισης του περιβάλλοντος. Με την ουσία αυτής της αρχής συμβαδίζει και υπερβαίνει την υφιστάμενη νομοθεσία για τα όρια η συνταγματική  αρχή περί προφύλαξης της προσωπικότητας από τοξικούς για τη δημόσια υγεία περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως οι ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες της ασύρματης κινητής τηλεφωνίας και τηλεπικοινωνίας.
Επομένως, η καθ'ής εταιρία, η οποία εγκατέστησε και λειτουργεί την επίδικη εγκατάσταση στην προναφερθείσα τοποθεσία, η οποία ελάχιστα απέχει από σχολεία και τις κατοικίες των αιτούντων, παραβιάζει την αρχή της προφύλαξης, σύμφωνα με την οποία πρέπει να λαμβάνονται μέτρα προφύλαξης όταν υπάρχουν επαρκείς λόγοι να θεωρείται ότι η εγκατάσταση κεραίας κινητής τηλεφωνίας δημιουργεί κινδύνους ανεπανόρθωτης βλάβης στη σωματική και ψυχική υγεία των κατοίκων της περιοχής όπου βρίσκεται η εγκατάσταση, καθώς και στο περιβάλλον, ακόμη και αν δεν μπορεί να αποδειχθεί πλήρως η αιτιώδης σχέση μεταξύ της επίμαχης εγκατάστασης και των επιβλαβών συνεπειών από την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπει.
Εξάλλου, ανεξαρτήτως του ζητήματος της νομιμότητας ή μη της αδειοδότησης του εν λόγω σταθμού, η καθ'ής παραβιάζοντας την αρχή της προφύλαξης, πλήττει το αγαθό της υγείας των αιτούντων, καθώς και περιβαλλοντικά αγαθά, στα οποία ανήκουν κατά μεγάλο μέρος τα κοινά και κοινόχρηστα πράγματα, των οποίων η χρήση και οι από αυτά ωφέλειες αφορούν άμεσα τη ζωή και την υγεία του ανθρώπου και συνιστούν βασικά στοιχεία για την εξασφάλιση της ποιότητας ζωής. Τα ανωτέρω αγαθά και ειδικότερα η ιδιωτικού δικαίου έκφανση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος στο περιβάλλον (άρθρο 24 ισχύοντος Συντάγματος), όπως αυτό έμμεσα τριτενεργεί μέσω της 57 και 966 επ. ΑΚ (βλ. Βαθρακοκοίλη, άρθρο 57, αρ. 11, υποσημ. 19), δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις του ενιαίου δικαιώματος της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου, κατά τρόπο ώστε η προσβολή των αγαθών αυτών να συνεπάγεται και προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας των αιτούντων.
Σημειωτέον, ότι η μη λειτουργία της επίδικης κεραίας δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, αφού δεν οδηγεί σε πλήρη στέρηση της οικονομικής ελευθερίας της καθ'ής εταιρίας. Επειδή, λοιπόν, η σωματική και ψυχική υγεία αποτελεί το υπέρτατο προστατευόμενο αγαθό της προσωπικότητας του ατόμου (ΕφΠατρ 182/2001 ΑχαικήΝομ 2002. 26), πρέπει η υπό κρίση αίτηση να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να απαγορευτεί στην καθ'ής εταιρία να λειτουργεί τον σταθμό βάσης και τις κεραίες  κινητής τηλεφωνίας που  έχει εγκαταστήσει επί της οδού ... της περιοχής Ζαρουχλέικα Πατρών, με την απειλή σε βάρος της καθ'ής για κάθε ημέρα λειτουργίας (εκπομπής) της ανωτέρω εγκατάστασης, χρηματικής ποινής πέντε χιλιάδων εννιακοσίων (5.900,00) ευρώ".
(Δικαστής Ευγενία Τσέττα, Πρόεδρος Πρωτοδικών, για τους αιτούντες παραστάθηκαν οι δικηγόροι Π.Ρηγάτος και Β.Γαλανόπουλος)

ΑΠ 55/2016 - Οι οδηγοί των δικύκλων που κινούνται ανάμεσα στις λωρίδες ευθύνονται σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος σύμφωνα με απόφαση του Αρείου Πάγου

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Οι οδηγοί των δικύκλων που κινούνται ανάμεσα στις λωρίδες ευθύνονται σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος σύμφωνα με απόφαση του Αρείου Πάγου...


Ευθύνη στους οδηγούς των δικύκλων που κινούνται μεταξύ των διακεκομμένων διαχωριστικών λωρίδων κυκλοφορίας σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος αναγνώρισε με απόφασή του ο Άρειος Πάγος, που απέρριψε αγωγή γυναίκας οδηγού μηχανής, που σφηνώθηκε μεταξύ ΙΧ
αυτοκινήτου και φορτηγού 18,5 μέτρων.
Η οδηγός είχε πέσει σε μεγάλη κίνηση πάνω σε αερογέφυρα (μονής κυκλοφορίας) και βρισκόταν στο σημείο προς το τέλος της αερογέφυρας. Όλα τα αυτοκίνητα, λόγω της πυκνής κυκλοφορίας, κινούνταν με πολύ μικρή ταχύτητα και στη συνέχεια τα αυτοκίνητα σχεδόν ακινητοποιήθηκαν λόγω του μποτιλιαρίσματος και ενώ μπροστά της υπήρχε ΙΧ αυτοκίνητο και στην αριστερή λωρίδας κυκλοφορίας νταλίκα μήκους περίπου 18,5 μέτρων, η οδηγός της μηχανής επιχείρησε, «ανεπίτρεπτα, παράνομα και αντικανονικά εν όψει του ότι στο σημείο εκείνο της οδού η κυκλοφορία των οχημάτων διεξάγεται μόνο σε στοίχους», όπως αναφέρει η αρεοπαγιτική απόφαση, να περάσει ανάμεσα στα δύο αυτά οχήματα, προκειμένου «να προπορευθεί και εν τέλει να διανύσει όσο μεγαλύτερη απόσταση μπορούσε επί της οδού».
Όμως, λόγω «του ελαχίστου διαθεσίμου χώρου μεταξύ των δύο οχημάτων, αλλά και λόγω αδέξιου χειρισμού της, η μοτοσικλέτα προσέκρουσε αρχικά στην πίσω αριστερή πλευρά του ΙΧ αυτοκινήτου και στη συνέχεια παρέκκλινε ελαφρώς αριστερά, λόγω της αντίστασης που συνάντησε κατά την πρόσκρουσή της στο αυτοκίνητο, προς το ευρισκόμενο εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του φορτηγό, που εν τω μεταξύ ξεκινούσε, ύστερα από προσωρινή (λόγω πυκνής κίνησης) ακινητοποίησή του. Αποτέλεσμα ήταν, κυριολεκτικά να εγκλωβιστεί - σφηνώσει η μοτοσικλέτα μεταξύ των δύο αυτών οχημάτων (φορτηγού και ΙΧ αυτοκινήτου)».
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, η οδηγός της μηχανής να πέσει στο οδόστρωμα μεταξύ των δύο λωρίδων κυκλοφορίας και να τραυματιστεί σοβαρά στο αριστερό της χέρι «λόγω της διέλευσης από πάνω, του πίσω δεξιού τροχού της με χαμηλή ταχύτητα, κινουμένης νταλίκας» και να προκληθούν ζημιές στη μοτοσικλέτα.
Στη συνέχεια, η οδηγός προσέφυγε δικαστικά κατά του ιδιοκτήτη της νταλίκας για την αποκατάσταση της ζημιάς που έπαθε η ίδια και η μηχανή της. Στο Εφετείο Πειραιά έχασε την δικαστική μάχη και άσκησε αναίρεση κατά της απόφαση αυτής στον Άρειο Πάγο, όπου και εκεί την έχασε και πάλι, ενώ της επιδικάστηκαν δικαστικά έξοδα 2.700 ευρώ.
Ο Άρειος Πάγος απέρριψε ως αβάσιμη την αίτηση αναίρεσής της, καθώς θεωρήθηκε «αποκλειστικά υπαίτια του ατυχήματος και της πρόκλησης του σοβαρού τραυματισμού της και των υλικών ζημιών της μοτοσικλέτας που οδηγούσε», γιατί:
α) ως μέσος συνετός οδηγός όφειλε και μπορούσε να συμμορφωθεί με την υπάρχουσα επί του οδοστρώματος διαγράμμιση που υπεδείκνυε κίνηση οχημάτων σε στοίχους, πλην όμως εκείνη δεν ασκούσε τον έλεγχο και την εποπτεία του οχήματός της, ώστε να δύναται σε κάθε στιγμή να εκτελέσει τους απαιτούμενους χειρισμούς (άρθρο 19 ΚΟΚ),
β) επιχείρησε να διενεργήσει παράνομα, αντικανονικά και ανέλεγκτα προσπέραση επί της διακεκομμένης διαχωριστικής γραμμής των λωρίδων κυκλοφορίας, δεν εκινείτο μέσα στα όρια μιας λωρίδας κυκλοφορίας (άρθρο 16 παρ. 3 ΚΟΚ) και γ) εν γένει δεν οδηγούσε με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή της, δημιουργώντας έτσι κινδύνους ως προς την κυκλοφορία των οχημάτων και εν γένει των λοιπών χρηστών της οδού (άρθρο 12 ΚΟΚ)».
Ακόμη, οι αρεοπαγίτες αναφέρουν ότι «η οδική συμπεριφορά της, που αποκλειστικά είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση του τροχαίου ατυχήματος και τον απότοκων αυτού συνεπειών, του οδηγού του φορτηγού μη βαρυνομένου με συνυπαιτιότητα, αφού αυτός εκινείτο σταθερά εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του και μάλιστα, αναγκαστικά λόγω της πυκνής κυκλοφορίας, με ελάχιστη ταχύτητα».
Μάλιστα, στην αρεοπαγιτική απόφαση σημειώνεται ότι το γεγονός πως η νταλίκα βρισκόταν στην αριστερή αντί της δεξιάς λωρίδας κυκλοφορίας (παράβαση άρθρου 17 του ΚΟΚ) «δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα του οδηγού αυτής». (πηγή: tanea.gr)

Εφ.Αθ.632/2016: Αδικοπραξία - Γαμήλια δεξίωση - Διάθεση και ρίψη λουλουδιών - Πτώση και τραυματισμός της νύφης - Αποζημίωση - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Αποζημίωση σε νύφη που τραυματίστηκε στη γαμήλια δεξίωση πατώντας σε λουλούδια. Υπαιτιότητα του ιδιοκτήτη του κέντρου...

Εφ.Αθ.632/2016: Αδικοπραξία - Γαμήλια δεξίωση - Διάθεση και ρίψη λουλουδιών - Πτώση και τραυματισμός της νύφης - Αποζημίωση - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης - Κρίθηκε ότι η πτώση και ο τραυματισμός της ενάγουσας (νύφης) οφείλεται σε υπαιτιότητα του εναγομένου ιδιοκτήτη
κέντρου διασκέδασης, ο οποίος όχι μόνο ενήργησε αντίθετα τόσο προς την αρχική δέσμευσή του για μη διάθεση λουλουδιών, όσο και προς τις σχετικές εντολές της ενάγουσας κατά τη διάρκεια της γαμήλιας δεξίωσης για διακοπή της διάθεσης αυτών, αλλά, αν και διέθετε τα λουλούδια, τα οποία έπεφταν στο πάτωμα, με αποτέλεσμα, από τη συμπεριφορά του αυτή, να δημιουργείται κίνδυνος πτώσης των ατόμων που χόρευαν στην πίστα, σε περίπτωση που πατούσαν τα λουλούδια, δεν φρόντισε, όπως είχε υποχρέωση, να τα απομακρύνει και να διατηρεί τον οικείο χώρο καθαρό, διαμορφώνοντας συνθήκες ασφάλειας στα άτομα που τον χρησιμοποιούσαν. Επιδίκαση αποζημίωσης (ιατρικά έξοδα και απώλεια εισοδήματος από εργασία) και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, και απόρριψη κονδυλίων για τις μετακινήσεις με ταξί και τη βελτιωμένη διατροφή.
«Ενόψει τέλεσης του γάμου τους, … η ενάγουσα και ο ήδη σύζυγός της… επέλεξαν το κείμενο στο Ίλιον Αττικής και στην οδό…αριθ…. κέντρο διασκέδασης με τον τίτλο …, ιδιοκτησίας του εναγομένου, προκειμένου να πραγματοποιήσουν σʼ αυτό τη γαμήλια δεξίωση. Προς το σκοπό αυτό, καταρτίσθηκε μεταξύ του εναγομένου και του…το από 4-9-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό, δυνάμει του οποίου ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να τους παραχωρήσει την αίθουσα του, ως άνω, κέντρου διασκέδασης για γαμήλια δεξίωση 230 περίπου ατόμων, έναντι του ποσού των 22 ευρώ κατʼ άτομο, στο οποίο περιλαμβάνεται το μενού, τα αναψυκτικά, το κρασί και η μπύρα. Με το ιδιωτικό αυτό συμφωνητικό ο εναγόμενος δεν ανέλαβε την υποχρέωση διάθεσης, κατά τη διάρκεια της γαμήλιας δεξίωσης, λουλουδιών, κατόπιν και της προφορικής δήλωσης των μελλονύμφων, την οποία αυτός αποδέχθηκε, ότι δεν επιθυμούσαν τούτο.
Ωστόσο, την 11-9-2010, κατά τη διάρκεια της γαμήλιας δεξίωσης και του χορού, που ακολούθησε, εμφανίσθηκαν στο χώρο προστηθείσες από τον εναγόμενο κοπέλες με πανέρια λουλουδιών, τα οποία διέθεταν, αντί τιμήματος, στους προσκεκλημένους, προκειμένου αυτοί να τα πετούν στο νεόνυμφο ζευγάρι και στους λοιπούς που χόρευαν στην πίστα. Η ενάγουσα διαμαρτυρήθηκε τόσο σε υπάλληλο του εναγομένου, όσο και στον ίδιο τον εναγόμενο αξιώνοντας τη διακοπή διάθεσης των λουλουδιών, ο τελευταίος όμως αρνήθηκε να συμμορφωθεί.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι περί ώρα 01.00 π.μ., ενώ η ενάγουσα χόρευε στην πίστα του καταστήματος, πάτησε κάποιο από τα πεταμένα λουλούδια, με αποτέλεσμα να πέσει στο πάτωμα της πίστας προς την αριστερή πλευρά του σώματός της και να τραυματισθεί στο αριστερό χέρι. Παρά τους έντονους πόνους που αισθανόταν, συνέχισε να παρευρίσκεται στο χώρο της δεξίωσης, που έλαβε τέλος περί ώρα 03.00 π.μ., προκειμένου να μη διαταράξει περαιτέρω τη διάθεση των προσκεκλημένων της, στους οποίους, όπως ήταν φυσικό, η πτώση της είχε προκαλέσει ανησυχία.
Το πρωί δε της επόμενης ημέρας, δηλαδή την 12-9-2010, η ενάγουσα μετέβη στο Γενικό Νοσοκομείο Αττικής «ΚΑΤ», στο Τμήμα Ε'Ορθοπεδικής, όπου υποβλήθηκε σε ακτινογραφίες και διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί ρωγμώδες κάταγμα κάτω πέρατος κερκίδας αριστερού χεριού (πηχεοκαρπική περιοχή). Επειδή δε είχε δημιουργηθεί στο ύψος του καρπού του χεριού της οίδημα, τοποθετήθηκε σʼ αυτό παλαμιαίος νάρθηκας, της δόθηκαν οδηγίες για τη λήψη παυσίπονων φαρμάκων και της χορηγήθηκε άδεια από την εργασία της έως την 11-10-2010, με τη σύσταση επανεξέτασης εντός 15-20 ημερών. Την επομένη η ενάγουσα και ο σύζυγός της έφυγαν για το προγραμματισμένο γαμήλιο ταξίδι στην Ταϊλάνδη, το οποίο δεν ήταν δυνατόν να αναβληθεί αζημίως, χωρίς όμως να μπορεί να απολαύσει πλήρως τις παροχές του ταξιδιού, λόγω της κατάστασης της υγείας της, συνεπεία του, ως άνω, τραυματισμού της.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, την 5-10-2010, επισκέφθηκε και πάλι τα εξωτερικά ιατρεία του, ως άνω, νοσοκομείου, όπου της αφαιρέθηκε ο αρχικός νάρθηκας και της τοποθετήθηκε πλέον γύψινος νάρθηκας για άλλες δύο εβδομάδες, και της χορηγήθηκε νέα άδεια από την εργασία της έως την 2-11-2010. Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν το Δικαστήριο κρίνει ότι, η πτώση και ο τραυματισμός της ενάγουσας οφείλεται σε υπαιτιότητα του εναγομένου, ο οποίος όχι μόνο ενήργησε αντίθετα τόσο προς την αρχική δέσμευσή του για μη διάθεση λουλουδιών, όσο και προς τις σχετικές εντολές της ενάγουσας κατά τη διάρκεια της δεξίωσης για διακοπή της διάθεσης αυτών, αλλά, αν και διέθετε κατά τον ανωτέρω τρόπο τα λουλούδια, τα οποία έπεφταν στο πάτωμα, με αποτέλεσμα, από τη συμπεριφορά του αυτή, να δημιουργείται κίνδυνος πτώσης των ατόμων πού χόρευαν στην πίστα, σε περίπτωση που πατούσαν τα λουλούδια, δεν φρόντισε, όπως είχε υποχρέωση, να τα απομακρύνει και να διατηρεί τον οικείο χώρο καθαρό, διαμορφώνοντας συνθήκες ασφάλειας στα άτομα που τον χρησιμοποιούσαν.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ως αποδειχθέντα τα ανωτέρω και έκρινε ομοίως, περί της υπαιτιότητας του εναγομένου, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει όλοι οι λόγοι της από 24-7-2014 έφεσης, με τους οποίους ο εκκαλών- εναγόμενος ισχυρίζεται το αντίθετο, να απορριφθούν ως αβάσιμοι... Ενόψει των ανωτέρω, ο εναγόμενος, λόγω της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του, υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση το συνολικό ποσό των 5.217,20 (217,20 +5000)». (dsanet.gr)


Αρείου Πάγου (απόφαση 4/2016) - Σώρευση στο ίδιο δικόγραφο διεκδικητικής και αρνητικής αγωγής

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Σώρευση στο ίδιο δικόγραφο διεκδικητικής και αρνητικής αγωγής..

Επί του ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος αν είναι παραδεκτή και νόμιμη η σώρευση στο ίδιο δικόγραφο και η έρευνα διεκδικητικής και αρνητικής της κυριότητας αγωγής (άρθρα 1094 και 1108 Α.Κ.), στην περίπτωση που στο διεκδικούμενο ακίνητο έχουν γίνει κατασκευές και
κτίσματα, αποφάνθηκε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (απόφαση 4/2016):
«Κατά τη διάταξη του άρθρου 1108 Α.Κ., αν η κυριότητα προσβάλλεται με άλλο τρόπο εκτός από αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, ο κύριος δικαιούται να απαιτήσει από εκείνον που προσέβαλε την κυριότητα να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αρνητική αγωγή ασκείται στην περίπτωση μερικής και όχι ολικής προσβολής της κυριότητας, δηλαδή όταν ο κύριος διαταράσσεται στη νομή του που ασκεί επί του πράγματος και όχι όταν προσβάλλεται με άλλο τρόπο, όπως με την αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, οπότε προστατεύεται με τη διεκδικητική αγωγή κατ’ αυτού που κατέχει το πράγμα (άρθρο 1094 Α.Κ.).
Διατάραξη της κυριότητας (ή συγκυριότητας) αποτελεί κάθε έμπρακτη εναντίωση στο θετικό ή αποθετικό περιεχόμενο της κυριότητας, δηλαδή όταν ο εναγόμενος ενεργεί στο πράγμα πράξεις, τις οποίες μόνο ο κύριος δικαιούται να ενεργήσει ή όταν εμποδίζει τον κύριο να ενεργήσει στο δικό του πράγμα, η δε διατάραξη αυτή έχει ως συνέπεια την μη ελεύθερη και ανενόχλητη χρησιμοποίηση, εκμετάλλευση και απόλαυση ορισμένων μόνο εξουσιών εκ της κυριότητας επί του πράγματος.
Έτσι, όπως προκύπτει, από τις διατάξεις των πιο πάνω άρθρων 1094 και 1108 ΑΚ και του άρθρου 218 ΚΠολΔ, δεν είναι επιτρεπτή η αντικειμενική σώρευση της διεκδικητικής και της αρνητικής αγωγής λόγω αντίφασης μεταξύ τους, αφού η πρώτη προϋποθέτει καθολική προσβολή της κυριότητας με στέρηση της νομής ή κατοχής, ενώ η δεύτερη προϋποθέτει μερική προσβολή, που δεν φθάνει μέχρι την ολική απώλεια της νομής.
Συνακόλουθα προς τα ανωτέρω, αν με το αγωγικό δικόγραφο γίνεται επίκληση ολικής παράνομης κατακρατήσεως του ακινήτου εκ μέρους του εναγομένου και σωρεύεται η διεκδικητική της κυριότητας αγωγή με την αρνητική τοιαύτη, που αφορά το ίδιο ακίνητο, η τελευταία τυγχάνει μη νόμιμη.
Περαιτέρω, η παράνομη και υπαίτια κατάληψη ξένου ακινήτου και η ανέγερση σ’ αυτό κατασκευασμάτων, που προκαλούν ζημία στον κύριο του ακινήτου, παρέχει στον τελευταίο, εκτός από τη διεκδικητική αγωγή και αγωγή αποζημιώσεως κατά τις διατάξεις των άρθρων 1099, 297, 298, 914, 932 Α.Κ. Η αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, οφειλόμενη κατ’ αρχή σε χρήμα (άρθρο 297 παρ.1 Α.Κ.), μπορεί να ζητηθεί να γίνει in natura (άρθρο 297 παρ.2 Α.Κ.), δηλαδή με την υποχρέωση αποκατάστασης των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, δια της κατεδαφίσεως και απομακρύνσεως των κατασκευασμάτων.
Πότε ένα τέτοιο σωρευόμενο στη διεκδικητική αγωγή αίτημα ασκείται ως αξίωση αποζημίωσης για την αποκατάσταση της ζημίας του κυρίου ή ως περιεχόμενο της αρνητικής αγωγής και προς προστασία της κυριότητος αποτελεί εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής». (areiospagos.gr)

αρ. 2232/2016 του Εφετείου Αθηνών - Άκυρη η σύσταση οριζόντιας με την οποία καθορίζονται θέσεις στάθμευσης της πυλωτής ως αυτοτελείς διηρημένες ιδιοκτησίες

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Άκυρη η σύσταση οριζόντιας με την οποία καθορίζονται θέσεις στάθμευσης της πυλωτής ως αυτοτελείς διηρημένες ιδιοκτησίες...


Με την υπ’ αρ. 2232/2016 του Εφετείου Αθηνών αναγνωρίστηκε ως άκυρη η σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας με την οποία καθορίζονται ανοικτές θέσεις στάθμευσης της πυλωτής ως αυτοτελείς διηρημένες ιδιοκτησίες οι οποίες μάλιστα ανήκουν κατά κυριότητα σε τρίτους μη ένοικους τη πολυκατοικίας και σε ιδιοκτήτρια μικρής χωρίς
λειτουργική ανεξαρτησία αποθήκης. Η αναγνωριστική αγωγή, εφόσον άφορα ιδιοκτήτη διαμερίσματος της πολυκατοικίας και τρίτο, εισάγεται στο δικαστήριο της τακτικής διαδικασίας και όχι στο Μονομελές Πρωτοδικείο του άρθρου 17 παρ. 2 ΚΠολΔ και δεν απαιτείται, λόγω του ενοχικού της χαρακτήρα, έγγραφη της στα βιβλία διεκδικήσεων. Αν όμως η αγωγή ιδιοκτήτη κατά τρίτου ασκηθεί με τον χαρακτήρα εμπράγματης αρνητικής τότε απαιτείται η έγγραφη της στα βιβλία διεκδικήσεων. Απόρριψη ενστάσεων α) Εκ του άρθρου 182 ΑΚ περί μετατροπής της κυριότητας επί της θέσεως σταθμεύσεως της πυλωτής σε παραχώρηση αποκλειστικής χρήσης διότι οι εναγόμενοι - ενιστάμενοι - εκκαλούντες δεν έχουν στην ιδιοκτησία τους άλλη αυτοτελή ιδιοκτησία - διαμέρισμα στη πολυκατοικία. β) Εκ του άρθρου 281 ΑΚ λόγω καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος της εναγούσης - εφεσίβλητης, διότι αποδείχθηκε ότι στη πολυκατοικία όπου ζουν οι τρίτοι υπάρχουν θέσεις σταθμεύσεως και δεν αποδείχθηκε ότι γενικότερα στη περιοχή της πολυκατοικίας όπου ζουν οι τρίτοι δεν υπάρχουν διαθέσιμοι χώροι σταθμεύσεως αυτοκίνητων (Υπαίθριοι η στεγασμένοι). (πηγή: dsanet.gr)


ΕφΑθ 2332/2016



Πυλωτή - Θέσεις στάθμευσης αυτοκίνητων - Αναγνώριση ακυρότητας μεταβιβαστικού συμβολαίου -.

Αναγνωρίζεται ως άκυρη η σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας με την οποία καθορίζονται ανοικτές θέσεις σταθμεύσεως της πυλωτής ως αυτοτελείς διηρημένες ιδιοκτησίες οι οποίες μάλιστα ανήκουν κατά κυριότητα σε τρίτους μη ένοικους τη πολυκατοικίας και σε ιδιοκτήτρια μικρής χωρίς λειτουργική ανεξαρτησία αποθήκης. Η αγωγή αυτή για την εν λόγω αναγνώριση εφόσον άφορα ιδιοκτήτη διαμερίσματος της πολυκατοικίας και τρίτο εισάγεται στο δικαστήριο της τακτικής διαδικασίας και όχι στο Μονομελές Πρωτοδικείο του άρθρου 17 παρ. 2 ΚΠολΔ. Δεν απαιτείται λόγω του ενοχικού της χαρακτήρα έγγραφη της στα βιβλία διεκδικήσεων. Αν όμως η αγωγή ιδιοκτήτη κατά τρίτου ασκηθεί με τον χαρακτήρα εμπράγματης αρνητικής τότε απαιτείται η έγγραφη της στα βιβλία διεκδικήσεων. Απόρριψη ενστάσεων α) Εκ του άρθρου 182 ΑΚ περί μετατροπής της κυριότητας επί της θέσεως σταθμεύσεως της πυλωτής σε παραχώρηση αποκλειστικής χρήσης διότι οι εναγόμενοι - ενιστάμενοι - εκκαλούντες δεν έχουν στην ιδιοκτησία τους άλλη αυτοτελή ιδιοκτησία - διαμέρισμα στη πολυκατοικία. β) Εκ του άρθρου 281 ΑΚ λόγω καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος της εναγούσης - εφεσίβλητης, διότι αποδείχθηκε ότι στη πολυκατοικία όπου ζουν οι τρίτοι υπάρχουν θέσεις σταθμεύσεως και δεν αποδείχθηκε ότι γενικότερα στη περιοχή της πολυκατοικίας όπου ζουν οι τρίτοι δεν υπάρχουν διαθέσιμοι χώροι σταθμεύσεως αυτοκίνητων (Υπαίθριοι η στεγασμένοι).





Αριθμός 2332/2016

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ





Συγκροτούμενο από τους Δικαστές Αρετή Παπαδιά, Πρόεδρο Εφετών, Κανέλλα Τζαβέλλα - Δημαρά και Βασιλική Τσαμπάζη - Εισηγήτρια, Εφέτες.



Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 7 Ιανουαρίου 2016, παρουσία και της Γραμματέως Ανδρομάχης Πάλλα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:



1)         2111/2014 έφεση :



ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : 1) ...  και 2) ... οι οποίοι παραστάθηκαν διά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Δημητρίου Ρήγα (ΑΜΔΣΑ: 27.730), που παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ.



ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ. : ... η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Δημητρίου Αβραάμ (ΑΜΔΣΑ: 13.597).



2)         2057/2014 έφεση :



ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : ..., η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Γεωργίου Σταμαδιανού (ΑΜΔΣΑ: 31.354).



ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  ... η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Δημητρίου Αβραάμ (ΑΜΔΣΑ: 13.597).



3)   2058/2014 έφεση



ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ... ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Γεωργίου Σταμαδιανού (ΑΜΔΣΑ: 31354)



ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : ... η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Δημητρίου Αβραάμ (ΑΜΔΣΑ: 13.597)



Στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατατέθηκε η από 13-4-2010 αγωγή της εφεσίβλητης με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 81784/4684/30-4-2010,  κατά όλων των εκκαλούντων, επί της οποίας εκδόθηκε ερήμην της ... και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων η 5510/2013 οριστική απόφαση του παραπάνω δικαστηρίου με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή.



Την απόφαση αυτή όλοι οι εναγόμενοι προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού με τις από 27-3-2014 εφέσεις τους, που κατατέθηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο με αριθμούς κατάθεσης δικογράφων 2111/28-3-2014, 2057/27-3-2014 και 2058/27-3-2014, αντίστοιχα, και προσδιορίστηκαν για να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο της 5ης-3-2014, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υποθέσεως για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.



Κατ'αυτήν οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν, χωρίς να ακουστεί ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων της πρώτης έφεσης που παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει, έχοντας προκαταθέσει προτάσεις και αφού ακούστηκαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων



ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ



Οι από 27-3-2014 και με αριθμούς κατάθεσης δικογράφων 2111/28-3-2014, 2057/27-3-2014 και 2058/27-3-2014,/αντίστοιχα, εφέσεις κατά της 5510/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που δόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην της εκκαλούσας (της δεύτερης ...) ... και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, επί της από 13-4-2010 αγωγή της εφεσίβλητης με αριθμό 4 Κατάθεσης δικογράφου 81784/4684/30-4-2010, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ'ουσίαν βάσιμη η αγωγή της και στρέφονται κατά της ίδιας αποφάσεως, πρέπει, αυτεπαγγέλτως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 246 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ, να ενωθούν και να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης συνάφειας τους, αλλά και διότι έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων αυτής (άρθρα 246 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ και ΑΠ 427/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).



Η διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44παρ.2 του Ν. 3994/2011 ορίζει ότι «Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από την διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της έφεσης κατά της απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος στον πρώτο βαθμό, προκύπτει, ότι ανεξάρτητα από τη διαδικασία με την οποία δίκασε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δηλαδή είτε κατά την τακτική διαδικασία είτε κατά την ειδική διαδικασία και ανεξάρτητα από το αν η απουσία του εκκαλούντος διαδίκου συνεπάγεται τεκμήριο ομολογίας ή παραιτήσεως του, ή αν ο διάδικος δικάστηκε σαν να ήταν παρών, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως (ΑΠ 394/2011 ΧρΙΔ 2012.55, ΑΠ 251/2009 Δίκη 2009.996, Εφθρ 73/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ, ο.π., σελ. 99, Μ. Μαργαρίτης σε Ερμηνεία ΚΠολΔ, Κεραμέα - Κονδύλη - Νίκα Συμπλήρωμα, εκδ. 2003, υπό το άρθρο 528, σελ. 68). Στην προκείμενη περίπτωση, οι συνεκδικαζόμενες εφέσεις, αρμοδίως φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 511, 513 παρ.1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), έχουν δε ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμες, δεδομένου ότι όσον αφορά τον πρώτο εκκαλούντα της πρώτης έφεσης (αριθμός κατάθεσης 2111/28-3-2014), ..., οι διάδικοι δεν επικαλούνται επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε το αντίθετο προκύπτει από το φάκελο της δικογραφίας και από την δημοσίευση της δεν είχε παρέλθει τριετία μέχρι την άσκηση της (άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ), ενώ όσον αφορά τους λοιπούς εκκαλούντες σε όλες τις άνω εφέσεις, η εκκαλουμένη επιδόθηκε σε αυτούς την 26-2-2014 (βλ. τις 601Δ', 599Δ'και 600Δ'από 26-2-2014 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ...) και οι εφέσεις κατατέθηκαν στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 28-3-2014 όσον αφορά την με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2111/2014 έφεση και την 27-3-2014 για τις με αριθμούς κατάθεσης δικογράφων 20572014 και 2058/2014 εφέσεις, ήτοι κατατέθηκαν την 30η ημέρα η πρώτη και την 29η ημέρα από την επομένη της επιδόσεως της εκκαλουμένης οι λοιπές (άρθρα 495, 511, 513 παρ.1 και 518 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ). Εξάλλου, για το παραδεκτό των συνεκδικαζόμενων εφέσεων, έχει, κατά τα οριζόμενα στη παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, (όπως η παρ. 4. προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 4055/12-3-2012) κατατεθεί, κατά την άσκηση τους, το παράβολο 200 ευρώ υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, και δη για την 2111/2014 έφεση όπως προκύπτει από την από 28-3-2014 πράξη κατάθεσης παραβόλων της αρμόδιας γραμματέως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για το ότι κατατέθηκαν τα 062621 και 062622 παράβολα ΤΑΧΔΙΚ, ποσού 60 ευρώ το καθένα και τα 1643554 και 1643555 παράβολα του Δημοσίου, ποσού 40 ευρώ το καθένα, για την 2057/2014 έφεση όπως προκύπτει από την από 27-3-2014 πράξη κατάθεσης παραβόλων της αρμόδιας γραμματέως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για το ότι κατατέθηκαν τα 060481 και 057254 παράβολα ΤΑΧΔΙ Κ, ποσού 60 ευρώ το καθένα και τα 3787495, 4936685, 4936686 και 4936683 παράβολα του Δημοσίου, ποσού 50 ευρώ το πρώτο και 10 ευρώ το καθένα από τα υπόλοιπα και για την 2058/2014 έφεση όπως προκύπτει από την από 27-3-2014 πράξη κατάθεσης παραβόλων της αρμόδιας γραμματέως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για το ότι κατατέθηκαν τα 057253 και 057255 παράβολα ΤΑΧΔΙΚ, ποσού 60 ευρώ το καθένα και τα 3787514, 4936689, 4936682 και 4936681 παράβολα του Δημοσίου, ποσού 50 ευρώ το πρώτο και 10 ευρώ το καθένα από τα υπόλοιπα. Πρέπει επομένως, ως προς τη δεύτερη έφεση, που ασκήθηκε από την ερήμην, δικαζόμενη εναγομένης κατά παραδοχή της τυπικώς δεκτής εφέσεως, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη μέσα στα όρια, που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολο της, περαιτέρω δε να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να δικαστεί η υπόθεση από την αρχή και να ερευνηθεί η ένδικη αγωγή, κατά την ίδια τακτική διαδικασία, ως προς το νόμω και κατ'ουσίαν βάσιμο της (άρθρο 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), χωρίς να απαιτείται εν προκειμένω, η προηγούμενη έρευνα και η ευδοκίμηση κάποιου λόγου της εφέσεως, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας. Ως προς την πρώτη και την τρίτη των εφέσεων, εξάλλου, πρέπει αυτές να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).



Από τις διατάξεις των άρθρων 1002, 1117 ΑΚ και 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5, 13 του Ν. 3741/1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 54 του ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι επί ιδιοκτησίας κατ'ορόφους, (οριζόντιας ιδιοκτησίας), δημιουργείται χωριστή κυριότητα επί ορόφου ή διαμερίσματος ορόφου και αναγκαστική συγκυριότητα που αποκτάται αυτοδικαίως, κατά ανάλογη μερίδα επί του εδάφους και των μερών της οικοδομής που χρησιμεύουν στην κοινή χρήση όλων των οροφοκτητών. Οι ως άνω βασικές αρχές του θεσμού της οριζόντιας ιδιοκτησίας προκύπτουν σαφώς από τις παραπάνω διατάξεις, οι οποίες όμως δεν προσδιορίζουν επαρκώς την έννοια του «ορόφου» και «διαμερίσματος ορόφου». Από το πνεύμα εν τούτοις των διατάξεων για την οροφοκτησία και ιδίως από τον σκοπό τους, που, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεση του Ν. 3741/1929, είναι η ευχερέστερη κάλυψη των στεγαστικών αναγκών των πολιτών και η καθ'ύψος επέκταση των πόλεων - καθώς και από τα ερμηνευτικά πορίσματα από την κοινή πείρα και από τις σχετικές διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας (άρθρ. 11 του Γεν. Οικοδομικού Κανονισμού των ετών 1929, 1955 και 1973), συνάγεται ότι όροφος ή διαμέρισμα ορόφου είναι το αναποχώριστο τμήμα της οικοδομής ή του ορόφου, μετά των συστατικών του και του εντός αυτού (κυβικού) χώρου, που περικλείεται τεχνικώς από κάτω, από τα πλάγια και από πάνω, με τοίχους ή άλλα οικοδομικά στοιχεία, ώστε να διαχωρίζεται σαφώς από τα λοιπά, (διαιρετά ή αδιαίρετα), τμήματα της οικοδομής και να έχει αναχθεί σε συγκεκριμένο και ανεξάρτητο τμήμα αυτής, κατάλληλο προς χωριστή και αυτοτελή οικιστική εν γένει χρήση. Μόνο οι όροφοι και τα διαμερίσματα ορόφων, με την παραπάνω έννοια, καθώς και τα εξομοιούμενα από το νόμο με ορόφους υπόγεια και δωμάτια κάτω από τη στέγη, (άρθρον 1002 εδ. β'ΑΚ και 1παρ.2 Ν. 3741/1929), μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο οριζόντιας ιδιοκτησίας. Επομένως δεν είναι δυνατό να συσταθεί διαιρεμένη ιδιοκτησία επί ανοικτού χώρου, εκτός αν προβλέπεται στη συστατική της οροφοκτησίας πράξη ή σε μεταγενέστερη συμφωνία όλων των οροφοκτητών που έχει μεταγραφεί νόμιμα, ότι ο χώρος αυτός πρόκειται να οικοδομηθεί, οπότε η σύσταση διαιρεμένης ιδιοκτησίας αναφέρεται στους μελλοντικούς ορόφους ή διαμερίσματα και τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της κατασκευής τους (άρθρο 201 ΑΚ). Εξάλλου, αν ληφθεί υπόψη ότι η θεσπιζόμενη με τα άρθρα 1002 ΑΚ και 1 του Ν. 3741/1929 αποκλειστική (χωριστή) κυριότητα επί ορόφου ή διαμερίσματος ορόφου αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα «superficies solo cedit», που έχει περιληφθεί στο άρθρο 1001 εδ. Α'του ΑΚ, οποιοδήποτε μέρος του όλου ακινήτου που δεν ορίστηκε ή δεν ορίστηκε έγκυρα, με το συστατικό της οροφοκτησίας τίτλο, ότι αποτελεί αντικείμενο της αποκλειστικής κυριότητας κάποιου συνιδιοκτήτη, υπάγεται αυτοδικαίως από το νόμο, κατ'εφαρμογή του ανωτέρω κανόνα, στα αντικείμενα της αναγκαστικής συγκυριότητας επί του εδάφους και θεωρείται γι'αυτό κοινόκτητο και κοινόχρηστο μέρος του ακινήτου. Περαιτέρω, τα άρθρα 22 παρ. 9 και 32 παρ. 4 του ΝΔ 8/1973 «περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού», όπως αντικαταστάθηκαν από τις παραγράφους 22 και 33 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 205/1974, προέβλεψαν για πρώτη φορά την κατασκευή της οικοδομής επί υποστηλωμάτων για τη δημιουργία στο ισόγειο ανοικτού στεγασμένου χώρου, που αφήνεται εξολοκλήρου κενός και χρησιμεύει για τη στάθμευση αυτοκινήτων. Ο κενός αυτός χώρος του ισογείου, που ονομάστηκε πιλοτή (άρθρο 1 παρ. 5γ'Ν. 960/1979, όπως αντικ. με Ν. 1221/1981, 7 παρ. 1 περιπτ. Αι'και 9 παρ. 10 ΓΟΚ/1985), είναι εξ ορισμού ανοικτός και συνεπώς ισχύουν γι'αυτόν όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, δηλαδή η συμφωνία των οροφοκτητών να συστήσουν, σε τμήματα της πιλοτής που θα παραμείνουν ανοικτά, αυτοτελείς (διαιρεμένες) ιδιοκτησίες, είτε σε ιδιοκτήτες ορόφων της ιδίας οικοδομής είτε σε τρίτους, θα είναι άκυρη, ως αντικείμενη στις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις που καθορίζουν τις θεμελιακές αρχές του θεσμού της οριζόντιας ιδιοκτησίας, (άρθρ. 174 ΑΚ), και συνακόλουθα τα τμήματα αυτά είναι κοινόκτητα και κοινόχρηστα. Αν, όμως, προβλέπεται στην άνω συμφωνία ότι στα πιο πάνω τμήματα της πιλοτής θα κατασκευαστούν κλειστοί χώροι,  δημιουργούνται  έγκυρα  διαιρεμένες  ιδιοκτησίες  στους περίκλειστους χώρους που θα κατασκευαστούν, παρά το γεγονός ότι η I κατασκευή τους επάγεται τυχόν υπέρβαση του ορίου κάλυψης ή του συντελεστή δόμησης και είναι πάντως αντίθετη προς τις ανωτέρω διατάξεις του ΓΟΚ/1973 - που ορίζουν ότι ο χώρος της πιλοτής αφήνεται εξολοκλήρου κενός - αφού η παραβίαση των διατάξεων αυτών συνεπάγεται μόνο διοικητικές κυρώσεις και δεν θίγει το κύρος της μεταξύ των οροφοκτητών συμφωνίας (ΟλΑΠ 583/1983). Σημειώνεται, τέλος, ότι η προεκτεθείσα έννοια των διατάξεων για την οροφοκτησία, δεν είναι αντίθετη, αλλά επιβεβαιώνεται ουσιαστικά από τις ειδικές ρυθμίσεις των Ν. 960/1979 και Ν. 1221/1981 για τις θέσεις σταθμεύσεως αυτοκινήτων. Πράγματι, οι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 5 εδ. α'και β'του Ν. 960/1979, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 1 του Ν. 1221/1981, προβλέπουν ότι προκειμένου για θέσεις σταθμεύσεως αυτοκινήτων που βρίσκονται σε στεγασμένους χώρους κτιρίου, το οποίο έχει υπαχθεί στο σύστημα της διαιρεμένης ιδιοκτησίας, κάθε θέση σταθμεύσεως αποτελεί  διαιρεμένη  ιδιοκτησία, της οποίας επιτρέπεται η αυτοτελής μεταβίβαση και σε τρίτους που δεν έχουν σχέση με το κτίριο. Με τις διατάξεις αυτές, δηλαδή, αναγνωρίζεται χωριστή κυριότητα και επί των θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων που  δεν είναι  περίκλειστοι, αλλά  απλώς στεγασμένοι, κατ'εξαίρεση του κανόνα ότι αντικείμενο διαιρεμένης ιδιοκτησίας αποτελούν μόνον οι κλειστοί χώροι ορόφων ή διαμερισμάτων. Ειδικά όμως για την πιλοτή το τελευταίο εδάφιο γ της παρ. 5 του άνω άρθρου ορίζει ότι οι δημιουργούμενες στην πιλοτή  θέσεις σταθμεύσεως δεν  μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαιρεμένης ιδιοκτησίας. Οι παραπάνω ρυθμίσεις και ιδίως αυτές των εδαφίων α'και β', καθώς και εκείνη του εδαφίου γ', θα ήταν ασφαλώς περιττές, αν ήταν δυνατό, με βάση τις ισχύουσες μέχρι τότε διατάξεις, να συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία επί ορισμένων ανοικτών χώρων του κοινού ακινήτου για να χρησιμοποιηθούν ως θέσεις σταθμεύσεως αυτοκινήτων. Ενόψει αυτών γίνεται φανερό ότι ο χώρος της πιλοτής ή ανοικτά τμήματα του χώρου αυτού δεν ήταν δυνατό ούτε πριν ούτε μετά από τους ν. 960/1979 και 1221/1981, να αποτελέσουν αντικείμενο διαιρεμένης ιδιοκτησίας και συνεπώς οι χώροι της πιλοτής ανήκαν και τότε και ανήκουν και μετά στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της οικοδομής, επί των οποίων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 και 13 ν. 3741/1929 μπορούσε μόνο να παραχωρηθεί, με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία ή με μεταγενέστερη συμφωνία μεταξύ όλων των συνιδιοκτητών, δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως σε ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερίσματος της ίδιας οικοδομής (ΟλΑΠ 23/2000). Εξάλλου κατά το άρθρο 3 παρ.1 και 5 του Ν.3741/1929, προκύπτει ότι το εμπράγματο δικαίωμα καθενός από τους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων δεν περιορίζεται μόνο επί της διαιρεμένης (χωριστής) ιδιοκτησίας του, αλλά επεκτείνεται εξ αδιαιρέτου και επί των κοινόκτητων μερών της οικοδομής. Από το δικαίωμα αυτό του ιδιοκτήτη οριζόντιας ιδιοκτησίας απορρέουν και αξιώσεις του για παράλειψη ή εκτέλεση ενεργειών από άλλο συνιδιοκτήτη οριζόντιας ιδιοκτησίας ή τρίτο, όταν παραβλάπτεται το δικαίωμα αυτό της χρήσης (ΑΠ 464/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, αν ο ιδιοκτήτης οριζόντιας ιδιοκτησίας προσβάλλεται από συνιδιοκτήτη ή τρίτο στις εξουσίες του που απορρέουν από τη συγκυριότητα του στα κοινόκτητα μέρη, έχει εναντίον του προσβολέα, όσον αφορά την έκταση της ιδανικής του μερίδας, την προστασία που έχει σε ανάλογη περίπτωση ο συγκύριος, δηλαδή τη διεκδικητική αγωγή στην περίπτωση της αποβολής του, την αρνητική αγωγή στην περίπτωση της προσβολής με άλλο τρόπο εκτός από αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος και την αναγνωριστική αγωγή στην περίπτωση της αμφισβήτησης (ΑΠ 115/2003 ΕλλΔνη 2003.494, ΑΠ 1450/1983 ΝοΒ 1984.1201, ΕφΠατρ 1165/2006 ΑχΝομ 2007.690). Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 1108παρ.1 εδ. α'ΑΚ, αν η κυριότητα προσβάλλεται με άλλον τρόπο εκτός από αφαίρεση ή κατακράτηση, ο κύριος του πράγματος δικαιούται να απαιτήσει, από εκείνον που προσέβαλε την κυριότητα, να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αρνητική αγωγή, της οποίας βάση είναι η κυριότητα του ενάγοντος επί του πράγματος και η προσβολή της με πράξεις διατάραξης ή επέμβασης, ασκείται στην περίπτωση μερικής και όχι ολικής προσβολής της κυριότητας, δηλαδή όταν ο κύριος διαταράσσεται στη νομή του που ασκεί επί του πράγματος και όχι όταν προσβάλλεται με άλλον τρόπο, όπως με την αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, οπότε προστατεύεται με τη διεκδικητική αγωγή κατά αυτού που κατέχει το πράγμα. Διατάραξη της κυριότητας  (ή συγκυριότητας) αποτελεί κάθε έμπρακτη εναντίωση στο θετικό ή αποθετικό περιεχόμενο της κυριότητας, δηλαδή όταν ο εναγόμενος ενεργεί στο πράγμα πράξεις, τις οποίες μόνον ο κύριος δικαιούται να ενεργήσει, ή όταν εμποδίζει τον κύριο να ενεργήσει στο δικό του πράγμα η διατάραξη αυτή έχει ως συνέπεια τη μη ελεύθερη και ανενόχλητη χρησιμοποίηση, εκμετάλλευση και απόλαυση ορισμένων μόνον εξουσιών από την κυριότητα επί του πράγματος (ΟλΑΠ 4/2016, ΑΠ 1792/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1633/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1026/2006 ΝοΒ 2008 618 ΑΠ 399/2006 ΕλλΔνη 2006.828, ΕφΑΘ 24/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 913/2010 Αρμ 2011.1316, ΕφΑΘ 2067/2005 ΕλλΔνη 2006.535, ΕφΑΘ 2869/2004, ΕΔικΠολυκ 2007.213, ΕφΘεσ 913/2010 Αρμ 2011.1316). Αν εξάλλου, οι διάδικοι δεν είναι όλοι ιδιοκτήτες, αλλά εκείνος που τους ενοχλεί στην άσκηση των νόμιμων δικαιωμάτων τους είναι τρίτος, η διαφορά δεν εισάγεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο του άρθρου 17 παρ. 2 ΚΠολΔ, αλλά δικάζεται στο αρμόδιο δικαστήριο της τακτικής διαδικασίας, έχοντας τον χαρακτήρα της αρνητικής αγωγής (1108 ΑΚ) ή της αγωγής διατάραξης της νομής. Σ'αυτή την περίπτωση η αγωγή πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 220 του ΚΠολΔ, να εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων, διότι αλλιώς είναι απαράδεκτη (βλ. Λ. Βαρυμποπιώτη, Η κατ'όροφον ιδιοκτησία, άρθρο 4, Κ. Παπαδόπουλο Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, τόμος. Β', έκδ. 1992, σελ.288, Φ. Τσετσέκο, Η χωριστή ιδιοκτησία, έκδ. 1994, σελ. 300, ΕφΘεσ 2295/1996 Αρμ 1996 1095 ειδικά ως προς την εγγραφή στα βιβλία διεκδικήσεων κατ'άρθρο 220 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 491/2009 ΝοΒ 2009.1702=ΧρΙΔ 2010.125, ΑΠ 1290/2002 ΝοΒ 2003.1024 = ΕλλΔνη 2002.1613, ΕφΑθ 7789/1998 ΕλλΔνη 1999.1114, ΕφΑΘ 2490/2005 ΕλλΔικ 2006.585, ΕφΑΘ 267/1992 ΕλλΔικ 1994 444 Παπαδόπουλος, ό.π. τόμος πρώτος, παρ. 244, αρ.7, σελ. 354).



 Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα (ήδη εφεσίβλητη) με την από 14-9-2009 αγωγή της που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ισχυρίζεται ότι στην πολυώροφη οικοδομή με πιλοτή, που περιγράφεται ειδικότερα κατά θέση, όρια και λοιπά στοιχεία της στην αγωγή που έχει ανεγερθεί με το σύστημα  της αντιπαροχής και στην οποία έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, είναι κυρία διαμερίσματος αυτής. Ότι σύμφωνα με την πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας που τη διέπει, όπως τροποποιήθηκε αυτή μεταγενέστερα, η πιλοτή της πολυκατοικίας περιλαμβάνει, εκτός των άλλων, τις Ρ-3, Ρ-4α, Ρ-4β, Ρ-5 και Ρ-6 ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες (θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων), που περιγράφονται επίσης συγκεκριμένα στην αγωγή. Ότι οι εν λόγω οριζόντιες ιδιοκτησίες (θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων) περιήλθαν στους εναγόμενους με τα ........ συμβόλαια των συμβολαιογράφων Ελευσίνας  ... το πρώτο, της συμβολαιογράφου Αθηνών ... το δεύτερο και της συμβολαιογράφου Αθηνών, επίσης, ... τα λοιπά, που έχουν όλα μεταγραφεί νόμιμα. Ότι η συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία είναι άκυρη, κατά το μέρος της που ορίζεται με αυτήν ότι οι θέσεις στάθμευσης της πιλοτής αποτελούν αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες, αφού στον ανοικτό χώρο αυτής δεν είναι δυνατόν να συσταθούν χωριστές ιδιοκτησίες, οπότε είναι άκυρα και τα επίμαχα ως άνω συμβόλαια, βάσει των οποίων οι εναγόμενοι απέκτησαν τις θέσεις στάθμευσης κατά κυριότητα. Ότι, επιπλέον, τα .../2009 και .../2009 συμβόλαια, που καταρτίστηκαν μεταξύ άλλων και για λογαριασμό του εκ των οικοπεδούχων ..., από τον πρώτο των εναγομένων, ως διαχειριστή της εργολάβου εταιρείας, είναι άκυρα και για το λόγο ότι είχε παύσει η πληρεξουσιότητα, που είχε χορηγηθεί προς την εργολάβο εταιρεία με τον θάνατο του, που είχε προηγηθεί της υπογραφής αυτών. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενη η ενάγουσα επιπλέον ότι με την χρήση των θέσεων αυτών από τους εναγόμενους που δεν είναι ιδιοκτήτες διαμερισμάτων στην οικοδομή και δεν κατοικούν σε αυτή, στερείται η ίδια, τη σύγχρησή τους με τους λοιπούς ιδιοκτήτες της οικοδομής, ζητεί α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της .../1978 πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας, όπως τροποποιήθηκε, αναφορικά με τον καθορισμό των υπό στοιχεία Ρ-4α, Ρ-4β, Ρ-5 και Ρ-6 θέσεων σταθμεύσεων αυτοκινήτων της πιλοτής ως αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών, β) να αναγνωριστεί η ακυρότητα των .../1981, .../1984, .../2009 και .../2009 συμβολαίων, με τα οποία μεταβιβάσθηκαν οι ανωτέρω θέσεις στάθμευσης στους εναγομένους, γ) να αναγνωριστεί ότι οι επίμαχες θέσεις στάθμευσης είναι κοινόχρηστες και δ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της επιτρέπουν ως συγκυρία και συννομέα του χώρου της πιλοτής την ελεύθερη σύγχρηση των θέσεων αυτών, με την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης για κάθε παράβαση της απόφασης.



Ως προς την δεύτερη έφεση: Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή, στην οποία σωρεύονται αγωγή αναγνώρισης της ακυρότητας δικαιοπραξιών και αρνητική αγωγή, είναι παραδεκτή και νόμιμη μονο ως προς την πρώτη αγωγή και μόνο ως προς τη βάση της περί αναγνώρισης της ακυρότητας των επίμαχων δικαιοπραξιών κατ'άρθρο 174 ΑΚ. Αντίθετα,, όσον αφορά τη βάση της αγωγής περί ακυρότητας των .../2009 και .../2009 μεταβιβαστικών συμβολαίων για το λόγο ότι καταρτίστηκαν μετά την παύση της κατά νόμο πληρεξουσιότητας του παραπάνω οικοπεδούχου και εν γνώσει της παύσεως αυτής, η αγωγή είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφτεί λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της (άρθρα 68 και 73 ΚΠολΔ), αφού ναι μεν η σύμβαση, που συνομολογεί κάποιος ως αντιπρόσωπος άλλου καθ'υπέρβαση των ορίων της πληρεξουσιότητας, είναι άκυρη και δεν δεσμεύει τον αντιπροσωπευόμενο, που την αποκρούει και δεν την εγκρίνει (ΑΠ 1443/2012 ΑΠ 986/2012, ΑΠ 1700/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 484/2007 ΝοΒ 2007.1651, 1805, ΑΠ 12/2000 ΕΕΝ 2001.497), πλην όμως μέχρι της αποκρούσεως (αποποιήσεως) οι τρίτοι δεν νομιμοποιούνται να επικαλεστούν την ακυρότητα της σύμβασης για τον ανωτέρω λόγο, αφού πρόκειται για σχετική και όχι για απόλυτη ακυρότητα (ΑΠ 1187/2000 ΧΡΙΔ 2001.302, ΕφΘεσ 2966/1992 ΕλλΔ.κ 1994.636). Επίσης απαράδεκτη είναι και η σωρευόμενη αρνητική αγωγή της ενάγουσας κατά των εναγομένων με την οποία ζητεί να υποχρεωθούν αυτοί να της επιτρέπουν, την ελεύθερη χρήση των επίδικων θέσεων στάθμευσης οχημάτων στην κοινόχρηστη πιλοτή, με την απειλή χρηματική ποινής και προσωπικής κράτησης για κάθε παράβαση της απόφασης, για το λόγω ότι εφόσον δεν πρόκειται για διαφορά μεταξύ συνιδιοκτητών, αλλά μεταξύ ιδιοκτήτη της οικοδομής και τρίτου, εισάγεται εμπράγματη αγωγή προς κρίση και συγκεκριμένα αρνητική αγωγή η οποία όπως ήδη αναφέρεται στις παραπάνω νομικές σκέψεις, εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων κατ'άρθρο 220 ΚΠολΔ, του οικείου της τοποθεσίας του ακίνητου υποθηκοφυλακείου, γεγονός που δεν συνέβη, όπως συνομολογείται από την ενάγουσα - εφεσίβλητη. Συνεπώς είναι αυτή απαράδεκτη σύμφωνα και με τον σχετικό βάσιμο ισχυρισμό της τρίτης εναγομένης και ήδη εκκαλούσας στη δεύτερη έφεση, που ούτως ή άλλως λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Αντίθετα κατά το σκέλος του που αφορά την αναγνωριστική της ακυρότητας των επίμαχων δικαιοπραξιών αγωγή, είναι μη νόμιμος, αφού σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στις παραπάνω νομικές σκέψεις η σχετική αγωγή είναι ενοχική και δεν είναι εγγραπτέα ως τέτοια στα βιβλία διεκδικήσεων. Κατά τα λοιπά η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις προαναφερόμενες στις νομικές σκέψεις διατάξεις του Ν. 3741/1929, του Ν. 960/1979 και των διατάξεων των άρθρων 174, 1001 και 1002 ΑΚ και 70, 176 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ'ουσίαν.



Ως προς την πρώτη και την τρίτη των εφέσεων: Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη 5510/2013 απόφαση αφού έκρινε την αγωγή εν μέρει νόμιμη, απορρίπτοντας τη παρακάτω βάση της ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας προς προβολή της σχετικής ακυρότητας των .../2009 και .../2009 συμβολαίων εξαιτίας της παύσης της πληρεξουσιότητας της εργολάβου εταιρείας και αφού απέρριψε όλους τους λοιπούς ισχυρισμούς των παριστάμενων εναγομένων, α) περί απαραδέκτου της αγωγής λόγω της μη εγγραφής της στα βιβλία διεκδικήσεων, β) περί μετατροπής των άκυρων δικαιοπραξιών σε παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης και γ) περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, έκανε εξ ολοκλήρου δεκτή την αγωγή κατά το μέρος της που κρίθηκε αυτή νόμιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες της πρώτης και τρίτης έφεσης, κατά το μέρος της που απέρριψε τους ισχυρισμούς τους που είχαν προβάλει αμυνόμενοι κατά της εναντίον τους αγωγής της εφεσίβλητης.



Με τον πρώτο λόγο των εφέσεων τους οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι η εκκαλούμενη απόφαση, εσφαλμένα απέρριψε τον ισχυρισμό τους περί απαραδέκτου της αγωγής κατ'άρθρο 220 ΚΠολΔ, λόγω της μη εγγραφής της στα βιβλία διεκδικήσεων. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, (αναφορικά με τη δεύτερη των εφέσεων) ο εν λόγω ισχυρισμός τους είναι κατ'αρχήν βάσιμος, μόνο, όμως, ως προς τη σωρευόμενη στο δικόγραφο αρνητική αγωγή, που όπως αναπτύχθηκε στην οικεία νομική σκέψη παραπάνω, έπρεπε πράγματι να εγγραφεί στα βιβλία διεκδικήσεων, ενώ αντίθετα δεν απαιτούνταν η εγγραφή της σε αυτά ως προς την αναγνωριστική της ακυρότητας των δικαιοπραξιών αγωγή. Ως εκ τούτου το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε συλλήβδην τον εν λόγω ισχυρισμό κρίνοντας ότι η αγωγή δεν είναι εμπράγματη και συνεπώς δεν είναι εγγραπτέα στα βιβλία διεκδικήσεων, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου αναφορικά με την σωρευόμενη στην αγωγή αρνητική αγωγή, που εσφαλμένα δεν εκτίμησε ως τέτοια. Πρέπει ακολούθως, αφού είναι εν μέρει βάσιμος ο πρώτος λόγος της έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς 7 το μέρος της αυτό, να κρατηθεί και να δικαστεί η υπόθεση κατά τούτο από το παρόν Δικαστήριο και στη συνεχεία να απορριφθεί η σωρευμένη στο δικόγραφο της αγωγής, αρνητική αγωγή ως απαράδεκτη κατ'άρθρο 220 ΚΠολΔ.



Η διάταξη του άρθρου 182 ΑΚ ορίζει: «Όταν η άκυρη δικαιοπραξία περιέχει τα στοιχεία άλλης δικαιοπραξίας, αυτή ισχύει εφόσον συνάγεται ότι τα μέρη θα την ήθελαν, αν ήξεραν την ακυρότητα». Κατά τη διάταξη αυτή προϋποθέσεις για τη μετατροπή μιας άκυρης δικαιοπραξίας σε άλλη έγκυρη είναι: 1) η ακυρότητα της πρώτης και για την ακυρότητα αυτή άγνοια των μερών, 2) η άκυρη να περιέχει τα στοιχεία της, κατά μετατροπή, έγκυρης και 3) υποθετική βούληση των μερών, όπως ισχύσει, η μετά μετατροπή, άλλη δικαιοπραξία, εάν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα. Εξάλλου, από τις διατάξεις του  άρθρου 1 παρ.2 και 5 εδ. τελευταίο του  Ν. 60/1979, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 του Ν. 1221/1981 προκύπτει ότι, αν η οικοδομή ανεγείρεται με άδεια και υπό το πολεοδομικό σύστημα της αφέσεως του ισογείου χώρου ακάλυπτου (πιλοτή), με τη συστατική της οροφοκτησίας πράξη ή με μεταγενέστερη συμφωνία μεταξύ όλων των συνιδιοκτητών (άρθ. 4 παρ. 1, 5 και 13 Ν. 3741/1929), που γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή, μπορεί εγκύρως να παραχωρηθεί το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης του χώρου της πιλοτής ή τμήματος αυτού σε έναν ή ορισμένους ιδιοκτήτες ορόφου ή διαμερίσματος της οικοδομής στην οποία υπάρχει ο χώρος αυτός (ΟλΑΠ 5/1991 ΕλλΔνη 1991.750, ΟλΑΠ 23/2000 ΕλλΔνη 2001.58, ΑΠ 2174/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 841/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η άκυρη, ως συστατική στο χώρο της πιλοτής διαιρεμένης ιδιοκτησίας, δικαιοπραξία, μπορεί να ισχύσει, κατά μετατροπή, ως δικαιοπραξία συστάσεως δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης του χώρου της πιλοτής ή τμήματος αυτής στον ιδιοκτήτη διαμερίσματος της ίδιας οικοδομής, που αναφέρεται ως εμπράγματος δικαιούχος αυτού, καθόσον το δικαίωμα της αποκλειστικής χρήσης (έλασσον) εμπεριέχεται στο (μείζον) δικαίωμα της κυριότητας και εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι της μετατροπής, ήτοι άγνοια της ακυρότητας της πρώτης δικαιοπραξίας και υποθετική βούληση να ισχύσει η δεύτερη, αν τα μέρη γνώριζαν την πρώτη (ΑΠ 1662/2000 ΕλλΔνη 2001.7247, ΑΠ 619/1999 ΕπιΔικΠολ 1999.206). Ο περιορισμός, με το ανωτέρω περιεχόμενο, της χρήσης του χώρου αυτού από τους λοιπούς οροφοκτήτες, έχει απλώς τον χαρακτήρα δουλείας, κατά το άρθρο 13 παρ. 3 του Ν. 3741/1929, χωρίς όμως να είναι πραγματική δουλεία κατά την έννοια των άρθρων 1118 και 1119 του ΑΚ, και επιβάλλεται από τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 του Ν. 960/79, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 1221/1981 (και το π.δ. 1340/1981). Παρέπεται ότι δεν είναι επιτρεπτό στους συνιδιοκτήτες του οικοπέδου να μην εξασφαλίζουν, με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία ή με οποιαδήποτε μεταγενέστερη, κατά τους νομίμους τύπους, τροποποίηση της, στην κοινόκτητη πιλοτή της οικοδομής θέσεις σταθμεύσεως των αυτοκινήτων των ιδιοκτητών των διαμερισμάτων με την παραχώρηση των θέσεων αυτών σε αποθήκες, που εκ κατασκευής και λειτουργικώς βρίσκονται συνήθως στο υπόγειο της οικοδομής, έστω και αν οι αποθήκες αυτές έχουν οριστεί στη συστατική της οριζόντιας ιδιοκτησίας δικαιοπραξία ως αυτοτελείς ιδιοκτησίες, με αποτέλεσμα οι ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων να στερούνται τη δυνατότητα χρήσεως του κοινόκτητου και κοινόχρηστου χώρου της πιλοτής για τη στάθμευση των αυτοκινήτων τους. Η κατανομή επομένως των θέσεων σταθμεύσεως των αυτοκινήτων στον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής (πιλοτή) κατά τρόπο που να εξασφαλίζεται θέση σταθμεύσεως αυτοκινήτου σε υπόγεια και χωρίς λειτουργική ανεξαρτησία αποθήκη, που αποτελεί βοηθητικό χώρο διαμερίσματος, και να μην εξασφαλίζεται τέτοια θέση σταθμεύσεως στο διαμέρισμα, του οποίου ο ιδιοκτήτης να στερείται έτσι παντελώς της χρήσεως της πιλοτής, αντιβαίνει ευθέως στις προρρηθείσες διατάξεις και είναι για τον λόγο αυτό άκυρη, θεωρούμενη ως μη γενομένη επίσης, κατά το άρθρο 174 του ΑΚ, την ακυρότητα δε αυτή μπορεί να την προτείνει ο καθένας που έχει έννομο συμφέρον (ΑΠ 1821/2011, ο.π., ΑΠ 2155/2009, ο.π., ΑΠ 2117/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 818/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 448/1996 ΕλλΔνη 1996.600, ΕφΠειρ 318/2004, ΠειρΝομ 2004.174). Εξάλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα  συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή άλλα περιστατικά, τα οποία χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, να καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες συνθήκες και διατηρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα, με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (ΟλΑΠ 8/2001, ΕλλΔνη 2001.383, ΟλΑΠ 17/1995, ΕλλΔνη 1995.1531). Απαιτείται ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων, που έχει δημιουργηθεί, να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες, προς αυτή τη συμπεριφορά, δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος (ΟλΑΠ 10/2012, ΟλΑΠ 33/2005, ΟλΑΠ 8/2001, ο.π., ΟλΑΠ 1/1997, ΟλΑΠ 17/1995, ΟλΑΠ 62/1990, ΑΠ 207/2014, ΑΠ 37/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίες εκτιμώνται από μόνες τους και σε συνδυασμό μεταξύ τους κατά το λόγο της γνώσης και τον βαθμό της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται στο παρόν Δικαστήριο, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες με επίκληση φωτογραφίες  η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αρ. 3, 445, 448 § 2 και 457 ΚΠολΔ), εκτός από τις πέντε φωτογραφίες (Νο 1 έως Νο 5), που προσκομίζονται, απαράδεκτα από την εφεσίβλητη με αριθμό σχετικού 12, προς απόκρουση της δεύτερης έφεσης της εκκαλούσας Μαρίνας Κατσαρά, με το από 12-3-2016 δικόγραφο προσθήκης - αντίκρουσης, που δεν έχει κατατεθεί νομότυπα στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, καθώς δεν φέρει σχετική σφραγίδα κατάθεσης, ενώ φέρει ημερομηνία δύο και πλέον μήνες μετά την συζήτηση των εφέσεων και συνεπώς δεν μπορούν αυτές να ληφθούν υπόψη του Δικαστηρίου, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι κυρία δύο οριζοντίων ιδιοκτησιών της πολυώροφης οικοδομής (πολυκατοικίας), που βρίσκεται στη συμβολή των οδών ... στη θέση «...» στην Αθήνα. Την κυριότητα αυτών απέκτησε παράγωγα, με το .../1983 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ελευσίνας ..., που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, στον τόμο ... και με αύξοντα αριθμό ..., με αγορά τους από τους οικοπεδούχους και ειδικότερα αγόρασε, α) την ένα (1) οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα) του πρώτου υπέρ το ισόγειο ορόφου, με εμβαδόν 84 τ.μ. και με ποσοστό συνιδιοκτησίας 112 χιλιοστά εξ αδιαιρέτου και β) την τέσσερα (4) οριζόντια ιδιοκτησία (αποθήκη) του υπογείου, εμβαδού 8 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας 2 χιλιοστά εξ αδιαιρέτου. Η εν λόγω οικοδομή ανεγέρθηκε με το σύστημα της αντιπαροχής δυνάμει του .../1978 προσυμφώνου μεταβιβάσεως ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και εργολαβικού συμβολαίου της ως άνω συμβολαιογράφου Ελευσίνας ..., που υπεγράφη μεταξύ της εργολήπτριας εταιρείας με την επωνυμία «... και Σία Ε.Ε.» και των οικοπεδούχων .... Η οικοδομή αυτή έχει κατασκευαστεί επί υποστηλωμάτων (πιλοτή), αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο (υπόστυλο χώρο - πιλοτή), τέσσερις άνωθεν αυτού ορόφους και δώμα (ταράτσα) και έχει υπαχθεί στις διατάξεις των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ και του Ν. 3741/1929 «περί ιδιοκτησίας κατ'ορόφους» με την πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και Κανονισμού Πολυκατοικίας της ίδιας με παραπάνω συμβολαιογράφου, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αθηναίων, στον τόμο ... και με αύξοντα αριθμό .... Με βάση την πράξη αυτή η οικοδομή περιλαμβάνει εννέα (9) διαμερίσματα, ενώ η πιλοτή της περιλαμβάνει οκτώ (8) θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτου, τις Ρ-1, Ρ-2, Ρ-3, Ρ-4, Ρ-5, Ρ-6, Ρ-7 και Ρ-8, οι οποίες ορίστηκαν ως ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες με τα αναφερόμενα για την καθεμία ποσοστά συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου. Από αυτές οι Ρ-3 και Ρ-4 θέσεις είχαν επιφάνεια 15 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 1%ο εξ αδιαιρέτου η καθεμία, ενώ οι Ρ-5 και Ρ-6 είχαν επιφάνεια 17 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 1%0 εξ αδιαιρέτου η καθεμία. Με την .../1981 πράξη της ιδίας συμβολαιογράφου που επίσης έχει μεταγραφεί νόμιμα (στον τόμο ... και με αύξοντα αριθμό ... των οικείων βιβλίων μεταγραφών), τροποποιήθηκε η επίμαχη συστατική της οροφοκτησίας πράξη, ως προς τις Ρ-3 και Ρ4 θέσεις στάθμευσης και συγκεκριμένα, μειώθηκε η επιφάνεια της Ρ-3 θέσης κατά οκτώ (8) τ.μ. προς όφελος της Ρ-4 θέσης και διαχωρίστηκε η τελευταία σε δύο επιμέρους θέσεις ως Ρ-4α και Ρ-4β, επιφάνειας 11,50 τ.μ, έκαστη και ποσοστού συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 0,50%ο   εξ αδιαιρέτου της καθεμίας. Ακολούθως, οι οικοπεδούχοι με τη σύμπραξη της εργολήπτριας, ως εκ τρίτου συμβαλλόμενης, μεταβίβασαν λόγω πωλήσεως: α) με το .../1981 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ελευσίνας ..., που έχει μεταγραφεί νόμιμα στον τόμο ... και αριθμό ..., στον ... (δεύτερο εναγόμενο και εκκαλούντα στην τρίτη έφεση) την πλήρη κυριότητα της Ρ-4α θέσης στάθμευσης της πιλοτής, επιφάνειας 11,50 τ.μ. και ποσοστού συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 0,50%ο εξ αδιαιρέτου, β) με το 2.493/1984 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Ελευσίνας ..., που έχει μεταγραφεί νόμιμα, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στον τόμο ... και αριθμό ..., στην ... (τρίτη εναγόμενη και εκκαλούσα στη δεύτερη έφεση) την πλήρη κυριότητα της Ρ-4β θέσης στάθμευσης της πιλοτής, επιφάνειας 11,50 τ.μ. και ποσοστού συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 0,50%0 εξ αδιαιρέτου, γ) με το ..../2009 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., που έχει μεταγραφεί νόμιμα στον τόμο ... και αριθμό ..., στον, ...  (πρώτο εναγόμενο και πρώτο εκκαλούντα στην πρώτη έφεση), την πλήρη κυριότητα της Ρ-5 θέσης στάθμευσης εμβαδού 17 τ.μ. και ποσοστού συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 1% εξ αδιαιρέτου και δ) με το .../2009 συμβόλαιο της ίδιας Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., που, όπως δεν αμφισβητείται, έχει μεταγραφεί νόμιμα, μεταβίβασαν λόγω πωλήσεως στην τέταρτη εναγομένη την πλήρη κυριότητα της Ρ-6 θέσης  στάθμευσης  της  πιλοτής, επιφάνειας 17 τ.μ. και  ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 1%0 εξ αδιαιρέτου, καθώς και την τρία (3) οριζόντια ιδιοκτησία (αποθήκη) του υπογείου, επιφανείας οκτώ (8) τ μ και με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 2%0 εξ αδιαιρέτου. Σύμφωνα όμως και με όσα αναπτύχθηκαν στις νομικές σκέψεις της παρούσας, ο καθορισμός με τη συστατική της οροφοκτησίας πράξη, όπως αυτή τροποποιήθηκε, ως αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών, μεταξύ άλλων και των επίμαχων Ρ-3, Ρ-4α, Ρ-4β, Ρ-5 και Ρ-6 θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων, χωρίς την πρόβλεψη να καταστούν αυτές περίκλειστες, ο δια της αναφερθείσας τροποποιητικής της οροφοκτησίας πράξης διαχωρισμός της υπό στοιχεία Ρ-4 θέσης στάθμευσης σε δύο μερικότερες θέσεις στάθμευσης και η εν συνεχεία μεταβίβαση τους, κατά κυριότητα, στους εναγομένους αποτελούν δικαιοπραξίες, οι οποίες είναι άκυρες ως αντικείμενες στις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις, που απαγορεύουν τη δημιουργία αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών στον εξ ορισμού ανοικτό χώρο της πιλοτής. Η ακυρότητα αυτή είναι απόλυτη και η ενάγουσα, έχει έννομο συμφέρον να την προσβάλει ως ιδιοκτήτρια διαμερίσματος της πολυκατοικίας και συγκυρία του εν λόγω κοινοκτήτου μέρους της οικοδομής (της πιλοτής), που εξαιτίας των μεταβιβάσεων αυτών στους εναγόμενους των χώρων της πιλοτής στερείται η ίδια θέσης στάθμευσης στην οικοδομή, καθώς η μόνη ελεύθερη θέση Ρ-3 που υπάρχει είναι μικρή και δεν μπορεί να την εξυπηρετήσει. Εξάλλου, οι εν λόγω συμβολαιογραφικές πράξεις, με τις οποίες τμήματα της πιλοτής κατέστησαν άκυρα αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες και στη συνέχεια μεταβιβάστηκαν ως τέτοιες στους εναγομένους, δεν μπορούν να ισχύουν κατά μετατροπή ως συμφωνίες παραχώρησης του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσεως των επιδίκων θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων, δεδομένου ότι, ο πρώτος εκκαλών της πρώτης έφεσης, η εκκαλούσα της δεύτερης έφεσης και ο εκκαλών της τρίτης έφεσης (τρείς πρώτοι των εναγομένων) δεν έχουν στην κυριότητα τους άλλη αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία στην εν λόγω πολυκατοικία, έτσι ώστε να έχουν αντίστοιχα και δικαίωμα χρήσεως στις κοινόκτητες θέσεις σταθμεύσεως της πιλοτής. Επίσης η δεύτερη εκκαλούσα της πρώτης έφεσης (τέταρτη εναγόμενη) έχει μεν στην κυριότητα της μία υπόγεια, χωρίς λειτουργική ανεξαρτησία, μικρή αποθήκη, όπως ήδη αναφέρθηκε, πλην όμως αυτή αποτελεί από την κατασκευή της, βοηθητικό απλώς χώρο διαμερίσματος, στον οποίο δεν θα μπορούσε να παραχωρηθεί έγκυρα η αποκλειστική χρήση θέσης σταθμεύσεως αυτοκινήτου στην πιλοτή, εφόσον δεν επαρκούν οι υπάρχουσες για τους ιδιοκτήτες (ή μισθωτές) των διαμερισμάτων. Η παραπάνω εναγομένη εξάλλου, ναι με συνοικεί με τον υιό της … σε διαμέρισμα της ίδιας οικοδομής,  που ανήκει  στην αποκλειστική κυριότητα του, το γεγονός όμως αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετική κρίση, αφού το συμβόλαιο μεταβίβασης της κυριότητας της θέσης στάθμευσης στην τέταρτη εναγομένη, ιδιοκτήτρια της αποθήκης, δεν μπορεί να ισχύσει κατά μετατροπή, σύμφωνα επίσης με όσα αναπτύχθηκαν στη σχετική νομική σκέψη και προβάλλεται από την ενάγουσα - εφεσίβλητη ήδη με την αγωγή της καθ'υποφοράν, ως πράξη παραχώρησης της αποκλειστικής χρήσης της θέσης αυτής στον ιδιοκτήτη του διαμερίσματος, γιο της, (ο οποίος έχει ωστόσο δικαίωμα σύχρησης των θέσεων αυτών με τους υπόλοιπους ιδιοκτήτες). Κατά συνέπεια, εφόσον δεν ήταν δυνατόν να καταρτιστεί έγκυρη δικαιοπραξία με αντικείμενο την αποκλειστική χρήση των επιδίκων θέσεων σταθμεύσεως της πιλοτής, δεν υφίσταται η δυνατότητα να ισχύσουν κατά μετατροπή οι επίμαχες άκυρες συμβολαιογραφικές πράξεις, ως πράξεις παραχώρησης του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης και η σχετική εκ του άρθρου 182 ΑΚ ένσταση της τρίτης των εναγομένων (εκκαλούσας στη δεύτερη έφεση) πρέπει, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν ήδη στις αμέσως παραπάνω νομικές σκέψεις, να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ'ουσίαν. Ομοίως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και οι συναφείς λόγοι έφεσης των λοιπών εκκαλούντων. Σημειώνεται εξάλλου, ότι ο ...(πρώτος εκκαλών στην πρώτη έφεση και πρώτος εναγόμενος)   είχε ασκήσει εναντίον  της  εφεσίβλητης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 16-6-2009 αγωγή του με αντικείμενο την αναγνώριση του δικαιώματος της κυριότητας του επί της Ρ-5 θέσης στάθμευσης στην εν λόγω πολυκατοικία, άλλως του δικαιώματος του περί αποκλειστικής χρήσης αυτής, κατά μετατροπή της κατ'αρχήν άκυρης σύμβασης μεταβίβασης της κυριότητας αυτής και την υποχρέωση της απόδοσης της σε αυτόν από την εναγομένη που τον είχε αποβάλει από αυτή. Επί της αγωγή του αυτή εκδόθηκε η 1922/2012 του ανωτέρω δικαστηρίου που απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε με την 7101/2013 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που επιλήφθηκε της υποθέσεως κατόπιν της από 19-9-2012 έφεσης του ενάγοντος, που απορρίφθηκε κατ'ουσίαν από αυτό. Συνεπώς ως προς τον παραπάνω λόγο έφεσης, του διαδίκου αυτού, με τον οποίο επανάφερε, τον σχετικό ισχυρισμό περί μετατροπής της κατ'αρχήν άκυρης δικαιοπραξία, κατά τα προαναφερόμενα, υπάρχει δεδικασμένο που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και καθιστά απαράδεκτο ως προς αυτόν σχετικό λόγο έφεσης, που ούτως ή άλλως βέβαια είναι και αβάσιμος κατά τα προαναφερόμενα. Ενόψει της ακυρότητας των παραπάνω δικαιοπραξιών, οι επίδικες θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων στην πιλοτή της εν λόγω πολυκατοικίας, ανήκουν κατ'αρχήν σε όλους τους συνιδιοκτήτες της εξ αδιαιρέτου, κατά ποσοστό αντίστοιχο με την αναλογία της χωριστής οριζόντιας ιδιοκτησίας τους επί του όλου οικοπέδου (άρθρο 1117 ΑΚ), είναι κοινόχρηστες και μπορούν σύμφωνα με τον νόμο να χρησιμοποιούνται ελεύθερα για τη στάθμευση του αυτοκινήτου τους από οιονδήποτε των συνιδιοκτητών της οικοδομής, στους οποίους περιλαμβάνεται και η ενάγουσα.



 Αποδείχθηκε ακόμη ότι η εφεσίβλητη - ενάγουσα από τότε που εγκαταστάθηκε μόνιμα στην οικοδομή χρησιμοποιούσε τη Ρ-5 θέση για τη στάθμευση του ΙΧΕ αυτοκινήτου της, την οποία όμως η εργολάβος εταιρεία «... ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.», θεωρούσε ότι της ανήκε και υπήρχαν διαφωνίες μεταξύ τους, που επιτάθηκαν από το έτος 2007 και μετά, οπότε ξεκίνησε δικαστική διαμάχη, μεταξύ των ανωτέρω, με την υποβολή σχετικών αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων νομής από την εργολάβο εταιρεία εναντίον της ενάγουσας - εφεσίβλητης και την άσκηση ανταιτήσεων εκ μέρους της τελευταίας εναντίον της πρώτης. Και ενώ υφίστατο η κατάσταση αυτή οι εκκαλούντες της πρώτης έφεσης αγόρασαν με τα επίμαχα ως άνω συμβόλαια, που καταρτίστηκαν το έτος 2009 της Ρ-5 και Ρ-6 θέσεις στάθμευσης αντίστοιχα, οπότε η ενάγουσα συνέχισε και εναντίον τους τη δικαστική διένεξη που είχε για την Ρ-5 θέση στάθμευσης, ασκώντας κατά αυτών ασφαλιστικά μέτρα νομή και ρύθμισης κατάστασης. Η τρίτη εναγομένη ισχυρίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού και οι λοιποί εκκαλούντες ισχυρίστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναφέρουν τον ισχυρισμό"τους με σχετικό λόγο των ενδίκων εφέσεων τους ότι η ενάγουσα - εφεσίβλητη ασκεί το δικαίωμα της να προβάλει την ακυρότητα των επίμαχων δικαιοπραξιών καταχρηστικά, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ. Ειδικότερα, προς στοιχειοθέτηση του ισχυρισμού τους αυτού, η ... και ο ... (εκκαλούντες στη δεύτερη και στην τρίτη έφεση αντίστοιχα) επικαλέστηκαν τα εξής: ότι στάθμευαν τα αυτοκίνητα τους στις υπό στοιχεία Ρ-4β και Ρ-4α θέσεις στάθμευσης από τα έτη 1984 και 1981, αντίστοιχα, οπότε τις αγόρασαν και ότι η ενάγουσα από το έτος  1983 που  απέκτησε την κυριότητα διαμερίσματος στην οικοδομή και κατοικεί έκτοτε εκεί, μέχρι και την επίδοση της κρινομένης αγωγής (το έτος 2010) ουδέποτε εξέφρασε οποιαδήποτε αντίρρηση για τη χρήση των χώρων αυτών από αυτούς, μάλιστα δε ως διαχειρίστρια της οικοδομής κατά τα έτη 2002, 2004, 2005 2006 και 2007 εισέπραττε από αυτούς την αναλογία τους στις κοινόχρηστες δαπάνες της οικοδομής, χωρίς να εναντιωθεί για τη χρήση εκ μέρους τους των χώρων αυτών. Ότι με τη συμπεριφορά της αυτή δημιουργήθηκε και παγιώθηκε υπέρ τους τέτοια πραγματική κατάσταση, η ανατροπή της οποίας με την αναγνώριση της ακυρότητας του τίτλου κτήσης τους θα είναι εξαιρετικά επαχθής γι'αυτούς και θα έχει δυσμενέστατες συνέπειες στην καθημερινή τους διαβίωση, διότι ως κάτοικοι της περιοχής δεν θα μπορούν να βρουν άλλο χώρο στάθμευσης πλησίον της κατοικίας τους, που είναι η διπλανή προς την επίδικη οικοδομή, ενώ οι αξιώσεις τους κατά των πωλητών των επίμαχων θέσεων έχουν παραγραφεί, με αποτέλεσμα να απειλείται η δημιουργία αφόρητα και αναπότρεπτα άδικης κατάστασης γι'αυτούς. Ωστόσο από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν τόσο στο πρωτοβάθμιο όσο και στο παρόν Δικαστήριο, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι πράγματι δημιουργήθηκε υπέρ των διαδίκων αυτών μία πραγματική κατάσταση, τουλάχιστον με την ανοχή αν όχι και με την έγκριση της ίδιας της ενάγουσας - εφεσίβλητης, πάντως δεν αποδείχθηκε καθόλου ότι η ανατροπή της κατάστασης αυτής θα έχει επαχθείς και δη ιδιαιτέρως τέτοιες κατά την επιταγή του νόμου, συνέπειες γι'αυτούς.



  Ειδικότερα ως προς την απώλεια των θέσεων στάθμευσης αποδείχθηκε ότι τέτοιες υπάρχουν και στην οικοδομή όπου κατοικούν μόνιμα, αφού η οικοδομή έχει κατ'αρχήν πιλοτή με ανοικτούς χώρους στάθμευσης, οι οποίες χρησιμοποιούνται μάλιστα ήδη από τη δεύτερη εκκαλούσα, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα χωρίς να προβάλει αντιρρήσεις περί αυτού η εναγομένη - εκκαλούσα. Δεν αποδείχτηκε εξάλλου ούτε ότι στην περιοχή, όπου βρίσκεται η πολυκατοικία με τις επίμαχες θέσεις στάθμευσης, δεν υπάρχει καθόλου διαθέσιμος χώρος υπαίθριος ή στεγασμένος για τη στάθμευση των οχημάτων τους όπακ ισχυρίζονται οι παραπάνω εκκαλούντες, χωρίς και να το αποδεικνύουν ώστε η απώλεια των θέσεων αυτών να είναι τελικά δυσβάσταχτη για τους διάδικους αυτούς. Εξάλλου ούτε η τυχόν αδυναμία τους να στραφούν κατά των δικαιοπαρόχων τους, που τους πώλησαν ακίνητο με το παραπάνω νομικό ελάττωμα, συνιστά ιδιαίτερα επαχθή συνέπεια γΓ αυτούς, σε σχέση και με το όφελος από την επίκληση της ακυρότητας εκ μέρους της αντιδίκου τους, διότι αυτοί απόλαυσαν ανενόχλητα, όπως ισχυρίζονται, άλλωστε, τη χρήση των θέσεων αυτών επί τριάντα και πλέον έτη, η δε ωφέλεια τους αυτή δεν είναι αμελητέα σε σχέση μάλιστα με τη ζημία που υφίσταται τα τελευταία έτη η ενάγουσα από την αδυναμία της να σταθμεύει το όχημα της στην οικοδομή, όπου κατοικεί και έχει δικαίωμα κατά πρώτο λόγο σύχρησης αυτής με τους υπόλοιπους ιδιοκτήτες της οικοδομής για το σκοπό αυτό. Σε κάθε δε περίπτωση η ανοχή της ενάγουσας, τα προηγούμενα και για πολλά έτη, πράγματι, δεν ήταν λόγω της αποδοχής της παράνομης κατάστασης που είχε δημιουργηθεί στην οικοδομή της εκ των πραγμάτων, αλλά έχει σχέση με το γεγονός ότι μέχρι και το έτος 2009 δεν θίγονταν, καθώς ήταν ελεύθερες οι θέσεις Ρ-5 και Ρ-6, από τις οποίες χρησιμοποιούσε την πρώτη από αυτές, όπως προαναφέρθηκε. Η ανοχή όμως αυτή που φαίνεται να επέδειξε ως προς την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί δεν μπορεί, κατά τα διδάγματα της κοινής εμπειρίας και της λογικής να εκληφθεί ως παραίτηση της από το δικαίωμα της να επικαλεστεί την ακυρότητα, όταν θα προέκυπτε σχετικό ζήτημα, όπως εν προκειμένω, ούτε μπορεί να θεωρηθεί γι'αυτό μη ανεκτή η προβολή της ακυρότητας των επίμαχων δικαιοπραξιών για την προάσπιση των δικαιωμάτων της. Ως εκ τούτου ο σχετικός ισχυρισμός των παραπάνω εκκαλούντων είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, ως προς την τρίτη μεν εναγομένη ως κατ'ουσίαν αβάσιμος και ως προς τον τρίτο εκκαλούντα, ως αβάσιμος ο συναφής λόγος της έφεσης του. Επίσης οι πρώτος και τέταρτη των εναγομένων και ήδη εκκαλούντες στην πρώτη έφεση, που απέκτησαν τις εν λόγω θέσεις στάθμευσης το έτος 2009, προέβαλαν όμοιο ισχυρισμό περί καταχρηστικής ασκήσεως του ενδίκου δικαιώματος εκ μέρους της ενάγουσας, ισχυριζόμενοι ότι αυτή από το έτος 1983, που αγόρασε διαμέρισμα στην οικοδομή, μέχρι και την κατάθεση της ένδικης αγωγής (τον Απρίλιο του έτους 2010) ουδέποτε παραπονέθηκε καθ'οιονδήποτε τρόπο ότι δεν μπορούσε να σταθμεύσει το αυτοκίνητο της στον χώρο της πιλοτής, μάλιστα δε, κατά την εκδίκαση σχετικών αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων της δικαιοπαρόχου τους εναντίον της, είχε ζητήσει να αναγνωριστεί ως αποκλειστική νομέας της Ρ-5 θέσης στάθμευσης, λόγω της συνεχούς και ανενόχλητης χρήσης της επί 25 έτη, πράγμα που έρχεται σε αντίφαση με την ένδικη αξίωση της να της επιτραπεί η σύγχρηση των επιδίκων θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων και ότι ο πραγματικός σκοπός, που επιδιώκει με την έγερση της κρινομένης αγωγής της, δεν είναι η ελεύθερη σύγχρηση των θέσεων σταθμεύσεως της πιλοτής, αλλά η κατοχύρωση και νομιμοποίηση της αποκλειστικής χρήσης μίας εξ αυτών, παρότι, μάλιστα, είναι ελεύθερη η υπό στοιχεία Ρ-3 θέση στάθμευσης της πιλοτής, η οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν χρησιμοποιείται, ούτε ανήκει σε οποιονδήποτε από τους συνιδιοκτήτες, που διαμένουν στην πολυκατοικία. Ο ανωτέρω ισχυρισμός που προέβαλαν οι εναγόμενοι στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναλαμβάνουν με συναφή λόγο της έφεσης τους είναι επίσης αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί καθώς δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα δημιούργησε με την συμπεριφορά της προς τους παραπάνω διαδίκους την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμα της, αλλά απεναντίας, αποδεικνύεται ότι από την εγκατάσταση της στην ανωτέρω πολυκατοικία μέχρι την άσκηση  της  κρινομένης  αγωγής χρησιμοποιούσε για τη στάθμευση του αυτοκινήτου της χώρους σταθμεύσεως της πιλοτής, αμφισβητώντας έτσι εμπράκτως τη σύσταση αυτοτελών διαιρεμένων ιδιοκτησιών επί αυτής και το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης της εκ μέρους των αναφερομένων στα συμβόλαια ως δικαιούχων, όπως αναφέρθηκε ήδη, ενώ η θέση Ρ-3 αποδείχθηκε ότι δεν την εξυπηρετεί για την στάθμευση του οχήματος του, καθώς είναι μικρότερη από τις άλλες και δεν την εξυπηρετεί. Τα υπόλοιπα εξάλλου πραγματικά περιστατικά που επικαλούνται οι ανωτέρω διάδικοι και αληθή υποτιθέμενα, δεν είναι επαρκή, για να θεμελιώσουν κατάχρηση δικαιώματος, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη, αλλά ούτε και οι σκοποί που αναφέρεται ότι επιδιώκει με την άσκηση της αγωγής της η ενάγουσας, αντίκεινται στις επιταγές της εν λόγω διατάξεως. Τούτο δε διότι, ακόμη κι αν η ενάγουσα άσκησε προηγουμένως ανταίτηση για την αναγνώριση της ως αποκλειστικής νομέα της υπό στοιχεία Ρ-5 θέσης στάθμευσης και ότι απώτερος σκοπός της είναι η αποκλειστική χρήση αυτής της θέσης και πάλι η ενάγουσα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ενεργεί αυτή κατά τρόπο που αντίκειται προφανώς στα αντικειμενικά όρια της ανωτέρω διάταξης, όταν αξιώνει την αναγνώριση του κοινόχρηστου χαρακτήρα των επιδίκων χώρων στάθμευσης στην πιλοτή και την προστασία του δικαιώματος της για την απρόσκοπτη σύγχρηση αυτών (από κοινού με τους λοιπούς συνιδιοκτήτες της πολυκατοικίας). Επομένως, ως προς τη δεύτερη έφεση, κατ'αρχάς, πρέπει η κρινομένη αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ'ουσίαν, κατά το μέρος της που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη και να αναγνωριστεί η ακυρότητα της 2.617/1978 πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της συμβολαιογράφου Ελευσίνας ..., όπως τροποποιήθηκε με την .../1981 πράξη της ίδιας παραπάνω Συμβολαιογράφου, αναφορικά με τον καθορισμό των επιδίκων θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων της πιλοτής ως αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών, καθώς και του .../31-7-1984 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών .., όσον αφορά τη μεταβίβαση της κυριότητας της Ρ-4β θέσης σταθμεύσεως στην παραπάνω (τρίτη) εναγομένη και να αναγνωριστεί ότι η θέση αυτή είναι κοινόχρηστη, απορριπτόμενων ως αβάσιμων κατ'ουσίαν των ισχυρισμών της παραπάνω εναγομένης - εκκαλούσας περί μετατροπής της σύμβασης μεταβίβασης της κυριότητας της θέσης στάθμευσης σε μεταβίβαση του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης αυτής και καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος. Κατά τα λοιπά ως προς την πρώτη και την τρίτη των εφέσεων, ενόψει του ό,τι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση του έκανε δεκτή την αγωγή, κατά το ανωτέρω κεφάλαιο της, με το οποίο ζητούνταν η αναγνώριση της ακυρότητας των επίμαχων ως άνω δικαιοπραξιών και του κοινόχρηστου χαρακτήρα των θέσεων στάθμευσης στην πιλοτή της παραπάνω οικοδομής, απορρίπτοντας τους ανωτέρω όμοιους αυτοτελείς ισχυρισμούς των διαδίκων ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και καλώς εκτίμησε τις αποδείξεις που προσήχθησαν ενώπιον του, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται και συμπληρώνεται με την αιτιολογία της παρούσας και όσα αντίθετα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με τους λοιπούς λόγους της έφεσης τους, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Συνακόλουθα και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές ως κατ'ουσίαν βάσιμες οι παραπάνω εφέσεις ως προς την σωρευμένη στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής, αρνητική αγωγή, και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη κατά το ανωτέρω κεφάλαιο της, όπως ήδη αναφέρθηκε, καθώς και ως προς τη διάταξη της για τη δικαστική δαπάνη στο σύνολο της, ενόψει της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού αυτής για όλα τα κεφάλαια της απόφασης (ΑΠ 192/1998 ΕλλΔνη 1998.825, ΕφΑΘ 654/2008 ΕλλΔνη 2009.616, Μαργαρίτης σε ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα - Κονδύλη - Νίκα, άρθ. 535, αριθ. 1, άρθ. 522, αριθ. 13 και άρθ. 520, αριθ. 240). Κατά τα λοιπά, οι εφέσεις, ως προς το παραπάνω κεφάλαιο της πρωτοβάθμιας απόφασης, που αφορά την αναγνώριση της ακυρότητας των επίμαχων δικαιοπραξιών και του κοινόχρηστου χαρακτήρα των επίμαχων θέσεων σταύθμευσης αυτοκινήτων, πρέπει να  απορριφθούν ως κατ'ουσίαν αβάσιμες. Όλοι οι εκκαλούντες - ενάγοντες, που ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης - εναγομένης  αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας που υποβλήθηκε με τις, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατατεθείσες προτάσεις της (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει, κατ'άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, εφόσον οι εφέσεις έγιναν δεκτές, έστω και εν μέρει ως προς την πρώτη και την τρίτη αυτών, να διαταχθεί η επιστροφή των παραβόλων του ένδικου μέσου στους εκκαλούντες.





ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ



ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων τις από 27-3-2014 και με αριθμούς κατάθεσης δικογράφων 2111/28-3-2014, 2057/27-3-2014 και 2058/27-3-2014, εφέσεις κατά της 5510/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 13-4-2010 αγωγή της εφεσίβλητης με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 81784/4684/30-4-2010, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ'ουσίαν βάσιμη η αγωγή της.



ΔΕΧΕΤΑΙ την 2057/27-3-2014 έφεση από τυπική και ουσιαστική άποψη.



ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την 5510/2013 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως προς την τρίτη εναγομένη.



ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την ουσία της.



ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη σωρευμένη στο δικόγραφο της από 13-4-2010 αγωγής της εφεσίβλητης, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 81784/4684/30-4-2010, αρνητική αγωγή και ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.      



ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.



ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα της 2.617/1978 πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της συμβολαιογράφου Ελευσίνας Ευσταθίας Κυριακού, όπως τροποποιήθηκε με την 4.526/1981 πράξη της ίδιας συμβολαιογράφου, αναφορικά με τον καθορισμό ως αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών των υπό στοιχεία Ρ-4α, Ρ-4β, Ρ-5 και Ρ-6 θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων της πιλοτής της πολυκατοικίας, που βρίσκεται στη συμβολή των οδών ... στην Αθήνα.



ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα του .../1984 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., κατά το μέρος του που αφορά τη μεταβίβαση της κυριότητας της υπό στοιχεία Ρ-4β θέσεως σταθμεύσεως αυτοκινήτου της πιλοτής στην τρίτη εναγομένη.



ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η ανωτέρω Ρ-4β θέση σταθμεύσεως αυτοκινήτου της πιλοτής της ως άνω πολυκατοικίας είναι κοινόχρηστη.



ΔΕΧΕΤΑΙ τις 2111/28-3-2014 και 2058/27-3-2014 εφέσεις, από τυπική και εν μέρει από ουσιαστική άποψη.



ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την 5510/2013 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως προς τους πρώτο, δεύτερο και τέταρτη των εναγομένων κατά το κεφάλαιο της σωρευμένης στο δικόγραφο της από 13-4-2010 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 81784/4684/30-4-2010 αρνητικής αγωγής.



ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την ουσία της, κατά το ανωτέρω κεφάλαιο της εκκαλούμενης απόφασης.



ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή κατά το ανωτέρω κεφάλαιο της, που αφορά τη σωρευμένη στο δικόγραφο της αρνητική αγωγή.



ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατά τα λοιπά κατ'ουσίαν τις από 27-3-2014 ως άνω εφέσεις.



ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για αμφότερους τους βαθμούς της δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό

των χιλίων ευρώ (1.000,00€).



ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση των παραβόλων των διακοσίων ευρώ (200,00 €) που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας στους εκκαλούντες.



Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Ιουλίου 2016.



 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



Και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 29 Σεπτεμβρίου 2016, με την παρακάτω σύνθεση: Αρετή Παπαδιά, Πρόεδρο Εφετών, με μέλη τους Εφέτες Κανέλλα Τζαβέλλα Δημαρά και Ευσέβεια Λιακοπούλου (λόγω μετάθεσης της Εφέτου Βασιλικής Τσαμπάζη Εισηγήτριας που μετείχε στην αρχική σύνθεση) και με Γραμματέα την Ανδρομάχη Πάλλα χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι τους δικηγόροι.



 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Μον.Πρωτοδικείου Αθηνών (4209/2016) - Νέα νομολογία: Απόρριψη δικογράφου ως απαράδεκτου λόγω μη αναγραφής του ΑΦΜ - αντίθεση η υπ αριθ 17/2016 του Μον.Πρωτοδικείου Λαμίας (Ασφ.)

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Νέα νομολογία: Απόρριψη δικογράφου ως απαράδεκτου λόγω μη αναγραφής του ΑΦΜ...


Η παράλειψη αναγραφής του ΑΦΜ του αιτούντος ασφαλιστικό μέτρο οδήγησε στην απόρριψη της αίτησης ως απαράδεκτης, μετά την καθιέρωση της υποχρεωτικής αναγραφής στο άρθρο 118 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με το νόμο 4335/2015. Η πρόσφατη αυτή απόφαση του Μον.Πρωτοδικείου Αθηνών (4209/2016), σε αντίθεση με την 17/2016 του Μον.Πρωτοδικείου Λαμίας (Ασφ.) που είχε κρίνει ότι η παράλειψη αναγραφής του ΑΦΜ και της Δ.Ο.Υ. του αιτούντος καθώς και της διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του πληρεξουσίου δικηγόρου δεν επιφέρει ακυρότητα του δικογράφου, απέρριψε το δικόγραφο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας καθώς αυτό δεν περιείχε τα απαραίτητα για τη θεμελίωση του στοιχεία και συγκεκριμένα δεν αναγραφόταν σε αυτό ο αριθμός φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) των αιτούντων, του οποίου η αναγραφή απαιτείται με ποινή απαραδέκτου.
Σε αντίθεση με την απόφαση του Πρωτοδικείου της Λαμίας, σύμφωνα με την οποία, η εν λόγω παράλειψη δεν επιφέρει ακυρότητα του δικογράφου, εφ'όσον στην ως άνω διάταξη, δεν ορίζεται καμία δικονομική συνέπεια σε περίπτωση μη αναγραφής των ανωτέρω στοιχείων, τα οποία δύνανται να συμπληρωθούν εκ των υστέρων, στην απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, αναφέρεται ότι η έρευνα αναγραφής των παραπάνω στοιχείων γίνεται αυτεπάγγελτα από τον Δικαστή, γιατί ανάγεται στην προδικασία και δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με το γραπτό σημείωμα, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων. Κατόπιν αυτού, εφόσον δεν είχε αναγραφεί ο ΑΦΜ του αιτούντος, η αίτηση των ασφαλιστικών μέτρων απορρίφθηκε από το δικαστήριο χωρίς να εξεταστεί στην ουσία της. Το δικαστήριο μάλιστα συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα με την αιτιολογία ότι η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. (δημοσίευση απόφασης: τ.ν.π. Nomos)

ΕιρΑθ 1993/2016 - Επίδοση σε διάδικο που διαμένει στο εξωτερικό. Μόνη η υπογραφή αγωγής από δικηγόρο δεν τον καθιστά αντίκλητο για αντίθετη αγωγή κατά του ενάγοντος

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Επίδοση σε διάδικο που διαμένει στο εξωτερικό. Μόνη η υπογραφή αγωγής από δικηγόρο δεν τον καθιστά αντίκλητο για αντίθετη αγωγή κατά του ενάγοντος..


ΕιρΑθ 1993/2016 - Επίδοση σε διάδικο που διαμένει στο εξωτερικό - Διορισμός αντικλήτου. Περίληψη: Μόνη η υπογραφή από δικηγόρο αγωγής δεν τον καθιστά αυτοδικαίως και αντίκλητο, με εξαίρεση μόνο την επίδοση κλήσης για την πρώτη συζήτηση της αγωγής, αφού η ιδιότητα του αντικλήτου επιφυλάσσεται μόνο στο δικαστικό πληρεξούσιο που διορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 96 ΚΠολΔ. Μόνη η υπογραφή αγωγής από δικηγόρο δεν τον
καθιστά και αντίκλητο για αντίθετη αγωγή που στρέφεται κατά του ενάγοντος, με την οποία ανοίγεται νέα δίκη.
«Από τις διατάξεις των άρθρων 134, 136 παρ. 1, 142 παρ. 1 και 4 και 143 παρ.1 και 4 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η επίδοση σε διάδικο που διαμένει στο εξωτερικό γίνεται προς τον Εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη και θεωρείται ότι συντελέστηκε μόλις εγχειρισθεί σ'αυτόν το προς επίδοση έγγραφο, ανεξάρτητα από το χρόνο της περαιτέρω αποστολής και παραλαβής αυτού. Σε περίπτωση όμως εφαρμογής της από 15-11-1965 Σύμβασης της Χάγης, που κυρώθηκε με το Ν.1334/1983, πρέπει να τηρούνται οι από αυτήν οριζόμενοι όροι. Αν όμως ο ρηθείς διάδικος έχει διορισμένο αντίκλητο η επίδοση γίνεται υποχρεωτικά σ'αυτόν, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι ο διορισμός του έγινε νόμιμα, δηλαδή με δήλωση ενώπιον της γραμματείας του Πρωτοδικείου της κατοικίας του δηλούντος ή της πρωτεύουσας, προκειμένου περί κατοίκου του εξωτερικού ή με ρήτρα σε σύμβαση, που όμως καλύπτει μόνο την επίδοση όλων των διαδικαστικών πράξεων που έχουν σχέση με τη σύμβαση, ή με διορισμό πληρεξουσίου δικηγόρου κατά το άρθρο 96 τουΚΠολΔ. Συνεπώς διορισμός αντικλήτου κατ'άλλον τρόπο, όπως με μονομερή δήλωση του διαδίκου δι'εγγράφου, δεν είναι ισχυρός και η επίδοση προς αυτόν είναι άκυρη (βλ.ΑΠ 661/2000 ΕλλΔνη 41.1612 174/2003ΕλλΔνη 45.441 Βαθρακοκοίλη ΕρμΚΠολΔ άρθρο 142 αριθμ.8 και 30).
Εξάλλου ο δικηγόρος που παραστάθηκε για τον εναγόμενο κατά τη συζήτηση της αγωγής, δεν είναι για το λόγο αυτό αντίκλητος. Τέλος, η ιδιότητα κάποιου ως αντικλήτου εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Επομένως ο επικαλούμενος επίδοση σε αντίκλητο του διαδίκου φέρει το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως της ιδιότητάς του, ενώ η επίδοση προς πρόσωπο που δεν έχει την ιδιότητα του αντικλήτου είναι ανυπόστατη (ΑΠ 1008/2006 ΝοΒ 55,884, ΕφΠειρ. 792/2010 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 92/2008 Πειρ.Νομ. 2008,90).
Τέλος από τις διατάξεις των άρθρων 143 παρ.3, 96 και 104 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι ο δικηγόρος που υπογράφει ως πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντος την αγωγή θεωρείται μέχρι και την πρώτη συζήτησή της, πληρεξούσιος αυτού. Μόνη όμως η υπογραφή από δικηγόρο αγωγής, δεν τον καθιστά αυτοδικαίως και αντίκλητο, με εξαίρεση μόνο την επίδοση της κλήσης για την πρώτη συζήτηση της αγωγής, αφού η ιδιότητα του αντικλήτου επιφυλάσσεται μόνο στο δικαστικό πληρεξούσιο του διορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 96 ΚΠολΔ, δηλαδή είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίστηκε στα πρακτικά (βλ. ΕφΑΘ 1635/2005 ΕλλΔνη 2007,279)». (dsanet.gr)

Απόφαση 638/2015 Αρείου Πάγου (πολ.) - Ένορκη βεβαίωση: Η έλλειψη αποδεικτικού επίδοσης κλήσης προς τον αντίδικο καθιστά ανύπαρκτο το αποδεικτικό μέσο

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Ένορκη βεβαίωση: Η έλλειψη αποδεικτικού επίδοσης κλήσης προς τον αντίδικο καθιστά ανύπαρκτο το αποδεικτικό μέσο
..

Απόφαση 638/2015 Αρείου Πάγου (πολ.).Περίληψη: Πολιτική δικονομία. Διαδικασία εργατικών διαφορών. Αποδεικτικά μέσα και οι ένορκες βεβαιώσεις. Έννοια σαφούς και ορισμένης επικλήσεώς τους. Η κλήτευση του αντιδίκου για τη λήψη ένορκης βεβαίωσης ελέγχεται από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως και σε περίπτωση που λείπει δε λαμβάνεται καθόλου υπόψη, διότι είναι ανύπαρκτο αποδεικτικό μέσο. Πότε δεν απαιτείται επίκληση και προσκομιδή του
αποδεικτικού επιδόσεως της σχετικής κλήσης του αντιδίκου.
«Σύμφωνα με το άρθρο 671 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται στις εργατικές διαφορές, το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη του κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, μόνο αν έγιναν ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου πριν από είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες. Την τήρηση της αναγκαίας αυτής προϋπόθεσης έχει υποχρέωση το δικαστήριο να ερευνήσει, και αυτεπαγγέλτως, διότι η έλλειψή της έχει ως συνέπεια ότι η ένορκη βεβαίωση δεν είναι απλώς άκυρη, αλλά ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο, με βάση το προσκομιζόμενο από το διάδικο αποδεικτικό επιδόσεως της κλήσης προς τον αντίδικο, το οποίο το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και χωρίς επίκληση, η οποία δεν είναι αναγκαία αφού, όπως προαναφέρθηκε, η έρευνα της τήρησης της ως άνω προϋπόθεσης γίνεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΑΠ 1413/2011). Η επίκληση και προσκομιδή του αποδεικτικού επιδόσεως δεν είναι αναγκαία, όταν ο αντίδικος του επικαλουμένου την ένορκη βεβαίωση, ομολογεί με τις προτάσεις του τη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευσή του για να παραστεί κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων προτάσεων του αναιρεσείοντος ενώπιον του Εφετείου κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αυτός, προς απόδειξη των λόγων της εφέσεώς του για κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που είχε απορρίψει την αγωγή του και των αγωγικών του ακολούθως ισχυρισμών, επικαλέσθηκε και προσκόμισε, μεταξύ άλλων και αντίγραφο της υπ'αριθ. ...2011 ένορκης βεβαίωσης του Σ. Κ. Ψ., που δόθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Νέας Ιωνίας. Το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του δεν έλαβε υπόψη για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί απορρίψεως κατ'ουσίαν της εφέσεως την εν λόγω ένορκη βεβαίωση με την αιτιολογία, ότι ο εκκαλών "δεν επικαλείται ούτε προσκομίζει αποδεικτικό επίδοσης της κλήσης της αντιδίκου του για να παραστεί, ώστε να κριθεί η κατ'άρθρο 671 παρ. 1 του ΚΠολΔ νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αφού δεν παρέστη εκείνη κατά τη σύνταξη αυτής".
Από την επισκόπηση όμως των προτάσεων της αναιρεσίβλητης ενώπιον του Εφετείου κατά την ίδια συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, προκύπτει πως αυτή ομολογεί ότι κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα για να παραστεί κατά τη σύνταξη της εν λόγω ένορκης βεβαίωσης και συνεπώς δεν απαιτείτο η επίκληση και προσκομιδή της εκθέσεως επιδόσεως της κλήσεώς της για να παραστεί ενώπιον του Ειρηνοδίκη κατά τη σύνταξη της ένορκης αυτής βεβαίωσης. Επομένως το Εφετείο που δεν έλαβε υπόψη του την ένορκη αυτή βεβαίωση, υπέπεσε στην από τον αριθμό 11 γ'του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια και ο σχετικός τρίτος λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος. Κατ` ακολουθίαν, πρέπει, παρελκούσης της εξετάσεως των λοιπών λόγων, κατά παραδοχή του λόγου αυτού, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολο της και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, με σύνθεση άλλη από εκείνη που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ), να καταδικασθεί δε η αναιρεσίβλητη, ως ηττηθείσα, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ.)». (areiospagos.gr)

Viewing all 1850 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>