Quantcast
Channel: ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live

Απόφαση 898/2014 Αρείου Πάγου - Αναγνώριση πατρότητας τέκνου: Ερμηνεία του άρθρου 1481 ΑΚ - Περίληψη: Απόκτηση τέκνου από άγαμη μητέρα με γεννητικό υλικό του άνδρα με τον οποίο βρίσκεται σε ελεύθερη ένωση χωρίς συμβολαιογραφική συναίνεση. Δεν στοιχειοθετείται εκούσια αναγνώριση.

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Αναγνώριση πατρότητας τέκνου: Ερμηνεία του άρθρου 1481 ΑΚ...

Απόφαση 898/2014 Αρείου Πάγου: Περίληψη: Απόκτηση τέκνου από άγαμη μητέρα με γεννητικό υλικό του άνδρα με τον οποίο βρίσκεται σε ελεύθερη ένωση χωρίς συμβολαιογραφική συναίνεση. Δεν στοιχειοθετείται εκούσια αναγνώριση. Δυνατότητα δικαστικής αναγνώρισης πατρότητας με βάση τις γενικές διατάξεις, εφόσον αποδειχθεί όχι απλώς ότι υπήρχε συμβίωση κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της σύλληψης, αλλά και ότι το γεννητικό υλικό χορηγήθηκε από το
σύντροφο της μητέρας κατά το ίδιο διάστημα. Το άρθρο 1481 ΑΚ, ναι μεν προϋποθέτει σαρκική συνάφεια με τη μητέρα, πλην όμως κατά διασταλτική ερμηνεία, επιβαλλόμενη από την εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης, περιλαμβάνει και την τεχνητή γονιμοποίηση, διότι, εφόσον το γεννητικό υλικό προέρχεται από τον ίδιο το σύντροφο της μητέρας, δεν ενδιαφέρει για την εφαρμογή του τεκμηρίου αν η σύλληψη του παιδιού υπήρξε αποτέλεσμα σαρκικής συνάφειας ή τεχνητής γονιμοποίησης.
"Σύμφωνα με το άρθρο 1456 παρ. 1 ΑΚ: "Κάθε ιατρική πράξη που αποβλέπει στην υποβοήθηση της ανθρώπινης αναπαραγωγής...διενεργείται με την έγγραφη συναίνεση των προσώπων που επιθυμούν να αποκτήσουν τέκνο. Αν η υποβοήθηση αφορά άγαμη γυναίκα, η συναίνεση αυτής και, εφόσον συντρέχει περίπτωση ελεύθερης ένωσης, του άνδρα με τον οποίο συζεί παρέχεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο". Στην τελευταία αυτή περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 1475 ΑΚ, η συμβολαιογραφική συναίνεση του άνδρα σε τεχνητή γονιμοποίηση επέχει θέση εκούσιας αναγνώρισης. Κατά δε το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 1479 ΑΚ, αν διενεργηθεί τεχνητή γονιμοποίηση με γεννητικό υλικό τρίτου δότη, η δικαστική αναγνώριση της πατρότητας αποκλείεται, έστω και αν η ταυτότητά του είναι ή γίνει εκ των υστέρων γνωστή.
Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι σε περίπτωση απόκτησης τέκνου από άγαμη γυναίκα με γεννητικό υλικό του άνδρα με τον οποίο συζεί σε ελεύθερη ένωση, χωρίς να έχει δοθεί η συναίνεση του με συμβολαιογραφικό έγγραφο και ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετείται περίπτωση εκούσιας αναγνώρισης, το τέκνο, θεωρούμενο εκτός γάμου, μπορεί να αναγνωριστεί δικαστικά, με βάση τις προϋποθέσεις των γενικών διατάξεων, εφόσον δηλαδή αποδειχθεί όχι απλώς ότι υπήρχε συμβίωση κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της σύλληψης, αλλά και ότι το γεννητικό υλικό χορηγήθηκε από το σύντροφο της μητέρας κατά το ίδιο διάστημα, κατ'εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 1481 ΑΚ, η οποία, ναι μεν προϋποθέτει σαρκική συνάφεια με τη μητέρα, πλην όμως κατά διασταλτική αυτής ερμηνεία, επιβαλλόμενη από την εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης, περιλαμβάνει και την τεχνητή γονιμοποίηση, διότι, εφόσον το γεννητικό υλικό προέρχεται από τον ίδιο το σύντροφο της μητέρας, δεν ενδιαφέρει για την εφαρμογή του τεκμηρίου αν η σύλληψη του παιδιού υπήρξε αποτέλεσμα σαρκικής συνάφειας ή τεχνητής γονιμοποίησης.
Στην ένδικη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον πρώτο πρόσθετο λόγο αποδίδει στην αναιρεσιβαλλομένη την ρηθείσα πλημμέλεια με την αιτίαση ότι το Εφετείο παρά τον νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά, χωρίς απόδειξη και ειδικότερα ως προς το ότι αυτός α) είχε ερωτικό δεσμό με την ενάγουσα κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης και β) συνήνεσε σε συμμετοχή του σε πρόγραμμα εξωσωματικής γονιμοποίησης της ενάγουσας, περιστατικά που αμφισβήτησε με τον 1° λόγο της εφέσεώς του, παραπονούμενος για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
 Όπως, όμως, προκύπτει από την απόφαση, το Εφετείο συνήγαγε ομολογία του αναιρεσείοντος, κατά το άρθρο 261 ΚΠολΔ ότι αυτός ομολόγησε ότι για την τεχνητή γονιμοποίηση της ενάγουσας χρησιμοποιήθηκε δικό του σπέρμα, αποδεχόμενος έτσι χωρίς καμία ειδική αμφισβήτηση και την ακρίβεια του πορίσματος της διενεργηθείσας πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο πραγματογνώμονα, που γνωμοδότησε ότι με πιθανότητα σε ποσοστό 99,999% ο φερόμενος πατέρας (αναιρεσείων) είναι και ο βιολογικός γεννήτωρ του τέκνου.
Μετά δε τη απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος ότι στην ένδικη υπόθεση χορήγησε το σπέρμα του ενεργώντας ως "τρίτος δότης" (η περί του οποίου απορριπτική αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης δεν επλήγη με λυσιτελή αναιρετικό λόγο), δεν ασκούσε έννομη επιρροή η απόδειξη της ύπαρξης ερωτικού δεσμού του με την ενάγουσα, κατά τον κρίσιμο χρόνο της συλλήψεως, καθόσον τέτοιο γεγονός ερευνάται στα πλαίσια του τεκμηρίου του άρθρου 1481 AK, που αποσκοπεί στο να απαλλάξει τον ενάγοντα (ή ενάγουσα) από την απόδειξη της σύλληψης του παιδιού από τον φερόμενο ως πατέρα, ενώ στην ένδικη υπόθεση σύμφωνα με το νοηματικό περιεχόμενο των παραδοχών της αναιρεσιβαλλομένης υπήρξε ομολογία του αναιρεσείοντος περί του ότι αυτός είναι ο βιολογικός πατέρας του τέκνου της ενάγουσας". (areiospagos.gr)


ΑΠ 528/2015 - Τρόπος υπολογισμού της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου στην αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα (αρ.1400 ΑΚ)

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Τρόπος υπολογισμού της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου στην αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα (αρ.1400 ΑΚ)...


ΑΠ 528/2015 (πολ.) Τρόπος υπολογισμού της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου στην αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα (αρ.1400 ΑΚ). «Κατά τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ, αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν
αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή. Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων που διήρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια. Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομία ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες.
Από την ίδια επίσης διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ, προκύπτει, ότι η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα προϋποθέτει αναγκαίως: α) αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου, β) λύση ή ακύρωση του γάμου ή τριετή διάσταση των συζύγων που απαιτείται να είναι συμπληρωμένη, γ) συμβολή του ενάγοντος στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου και δ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αύξησης της περιουσίας του άλλου συζύγου και της συμβολής του ενάγοντος. Ως αύξηση όμως νοείται όχι μια συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υποχρέου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου και κατά το χρόνο που γεννιέται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα. Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγομένης σε τιμές του χρόνου που γεννήθηκε η αξίωση, θα κριθεί αν υπάρχει περιουσιακή αύξηση του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Για το ορισμένο άρα της αγωγής πρέπει να προσδιορίζονται στο δικόγραφο, εκτός από τα κατά τη διάταξη κρίσιμα χρονικά σημεία, η πραγματική αυξητική διαφορά στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου, που συνιστά το απόκτημα με την ευρύτερη έννοια του όρου (θετική ή αρνητική με την αποφυγή μείωσης) και περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων που είναι δυνατόν να αποτιμηθούν, περαιτέρω δε η έκταση, καθώς και το είδος της συμβολής του δικαιούχου στην αύξηση αυτή με οποιοδήποτε τρόπο.
Ειδικότερα, για το στοιχείο της αύξησης, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου, ώστε, από τη σύγκριση αυτής στο χρονικό σημείο της τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) με την υπάρχουσα στο χρονικό σημείο που γεννάται η αξίωση (τελική περιουσία) πρέπει να προκύπτει αύξηση. Περαιτέρω, η συμβολή του ενάγοντος στην περιουσιακή επαύξηση του άλλου συζύγου μπορεί να γίνει είτε με παροχή υπηρεσιών, είτε με παροχή κεφαλαίων, όταν οι παροχές αυτές δεν επιβάλλονται από την υποχρέωση συνεισφοράς στις οικογενειακές ανάγκες (ΑΚ 1390). Το είδος της συμβολής μπορεί να αναφέρεται σε οποιαδήποτε υλική παροχή, η οποία εξέρχεται από τα όρια της υποχρέωσης για συνεισφορά στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας και στην παροχή υπηρεσιών στο συζυγικό οίκο, οι οποίες είναι αποτιμητές σε χρήμα, μετά όμως την αποτίμηση της υποχρέωσης για συνεισφορά στην κάλυψη των οικογενειακών αναγκών (ΑΚ 1389).
Επομένως, όταν ο ενάγων σύζυγος επικαλείται συμβολή στην αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου συζύγου δια παροχών, οι οποίες συνιστούν ειδικότερους τρόπους εκπλήρωσης της υποχρέωσής του για συνεισφορά στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, όπως μεταξύ άλλων είναι και η παροχή χρημάτων προερχομένων από την εργασία του και από την επαγγελματική του δραστηριότητα τότε, για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής του, με την οποία ζητάει από τον εναγόμενο να του αποδώσει τη συμβολή του στην αύξηση της περιουσίας του, δεν αρκεί μόνον η εις χρήμα αποτίμηση των παροχών αυτών, αλλά πρέπει να καθορίσει στο δικόγραφό της και το ποσό το οποίο όφειλε, με βάση τις δυνάμεις του, να συνεισφέρει στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, αφού οι παραπάνω παροχές μόνον κατά το μέρος που υπερβαίνουν το ποσό της οφειλόμενης συνεισφοράς συνιστούν συμβολή στην περιουσιακή επαύξηση του άλλου συζύγου και παρέχουν δικαίωμα απόδοσης και όχι στο σύνολο τους. Τα παραπάνω ισχύουν όταν η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα έχει ως βάση την πραγματική συμβολή του δικαιούχου συζύγου, στην αύξηση της περιουσίας του άλλου (ΑΠ 1173/2012, ΑΠ 486/2009)». (areiospagos.gr)

Ειρ.Βολ.234/2015 - Ακύρωση διαταγής πληρωμής μισθωμάτων λόγω αοριστίας της εξώδικης δήλωσης που προηγήθηκε της αίτησης

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Ακύρωση διαταγής πληρωμής μισθωμάτων λόγω αοριστίας της εξώδικης δήλωσης που προηγήθηκε της αίτησης..

Ειρ.Βολ.234/2015: Ακύρωση διαταγής πληρωμής μισθωμάτων λόγω αοριστίας της εξώδικης δήλωσης που προηγήθηκε της αίτησης: «Από τα έγγραφα που μετ'επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, τους ισχυρισμούς τους, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 6-2-2014 η καθ'ης η ανακοπή (ενεργούσα επ'ονόματι και για λογαριασμό του β'των καθ'ων) προέβη στην επίδοση προς τον ανακόπτοντα της από 4-2-20114 εξώδικης δήλωσης με την οποία οι καθ'ων, μεταξύ των άλλων, επεσήμαιναν στον ανακόπτοντα ότι καθυστερούσε από δυστροπία να τους καταβάλει μισθώματα ύψους 2800 ευρώ για το μίσθιο διαμέρισμα (κατοικία) το οποίο περιγράφεται στη δήλωση
αυτή, για το οποίο το μίσθωμα συμφωνήθηκε κατά την έναρξη της μίσθωσης στο ποσό των 200 ευρώ μηνιαίως και η διάρκεια της μίσθωσης είχε οριστεί διετής, αρχόμενη από 1-8-2011 έως 31-7-2013 και καλούσαν τον ανακόπτοντα να καταβάλει εντός 10 ημερών το ως άνω ποσό.
Από το προαναφερόμενο περιεχόμενο της από 4-2-2014 εξώδικης δήλωσης των καθ'ων η ανακοπή, αποτελεί όχληση προς τον ανακόπτοντα, αφού περιεχόταν σ'αυτήν πρόσκληση του δανειστή (των καθ'ων η ανακοπή) προς τον οφειλέτη (τον ανακόπτοντα) να εκπληρώσει την παροχή που όφειλε (ΕφΠειρ 43/1998 ΕλλΔνη 39. 443, Γεωργιάδης, Ενοχικό δίκαιο, γενικό μέρος, 1999, § 25 I 2, αριθ. 6, σελ. 269, Παπαδάκης, Σύστημα εμπορικών μισθώσεων, τόμος πρώτος, έκδοση δεύτερη, 1996, § 114/3.2.1.α, αριθ. 2219, Σταθόπουλος, στο ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, άρθρο 340 αριθ. 12 σ. 235-236). Αυτή η δήλωση (ανακοίνωση) βούλησης των καθ'ων η ανακοπή (Γεωργιάδης Γενικές αρχές αστικού δίκαιου, δεύτερη έκδοση, 1997, § 28 V2 αριθ 31-32, σ. 277-278), την οποία απηύθυνε προς τον ανακόπτοντα οι καθ'ων η ανακοπή (οιονεί δικαιοπραξία) κρίνεται ότι κατά το περιεχόμενο της είναι αόριστη και ασαφής, καθ'όσον σύμφωνα και με την μείζονα σκέψη της παρούσας δεν αναφέρονται σε αυτή όλα τα βασικά στοιχεία που προσδιορίζουν την παροχή (ΕφΑθ 1554/1971 ΝοΒ 19. 1439, ΕφΠατ 165/1974 ΕΕΝ 41. 311, ΠΠρΑΘ 17216/1972 ΕΕΝ 40. 184, Σταθόπουλος, ό.π., άρθρο 340, αριθ. 16, σελ. 236, Γεωργιάδης, Ενοχικό δίκαιο, γενικό μέρος, 1999, §25 12, αριθ. 8, σ. 270).
Ειδικότερα, αν και αναφέρεται η έννομη σχέση της σύμβασης μίσθωσης, η οποία συνέδεε τους διαδίκους και από την οποία απέρρεε η υποχρέωση του ανακόπτοντα για την καταβολή του μηνιαίου μισθώματος, το ποσό του μισθώματος αυτού και το συνολικό ποσό που όφειλε στους καθ'ων ο ανακόπτων δεν προσδιορίζεται το χρονικό διάστημα (μισθωτικοί μήνες), κατά το οποίο ο ανακύπτων προέβαινε στην καταβολή του μισθώματος, με αποτέλεσμα να καταλείπεται στον ανακόπτοντα εύλογη αμφιβολία σχετικά με την υποχρέωση του να προβεί στην εκπλήρωση της παροχής του και ειδικότερα για το ποιων ακριβώς, μισθωτικών μηνών οφείλονται μισθώματα και τα οποία ανέρχονται σε 2800 ευρώ.
Επομένως, ελλειπούσης μιας εκ των απαιτούμενων προϋποθέσεων για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής (ορισμένη έγγραφη όχληση) θα έπρεπε να απορριφθεί η αίτηση (άρθρο 662 Ε ΚΠολΔ)..Κατ'ακολουθία πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη η υπό κρίση ανακοπή, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων της, να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής...». (dsanet.gr)

Πολ.Πρωτ.Αθηνών 3110/2015

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Μετατροπή καταψηφιστικής αγωγής σε αναγνωριστική. Πότε οφείλεται δικαστικό ένσημο. Πλασματική ερημοδικία...


Πολ.Πρωτ.Αθηνών 3110/2015: Οι αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011 (πριν από τις 25.7.2011) αλλά στη συνέχεια τράπηκαν σε αναγνωριστικές υπόκεινται σε υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου. Κρίσιμος χρόνος δεν είναι ο χρόνος άσκησής τους, αλλά ο χρόνος τροπής του αιτήματός τους από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό. Πλασματική ερημοδικία. Σε περίπτωση μη προκαταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου, ο ενάγων θεωρείται ότι δεν εμφανίστηκε κατά τη συζήτηση και το δικαστήριο, εφόσον η συζήτηση γίνεται με δική του επιμέλεια. Απορρίπτει την αγωγή, για ουσιαστικούς λόγους, με αποτέλεσμα, αν δεν θεραπευτεί
με την καταβολή του δικαστικού ενσήμου κατά τη συζήτηση εφέσεως, να επέρχεται ουσιαστικό δεδικασμένο.
«…Η ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου φερόμενη προς συζήτηση υπό κρίση αγωγή δεν μπορεί να εξεταστεί ούτε ως προς το παραδεκτό ούτε ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα, διότι, μολονότι ο ενάγων κλήθηκε, κατ'άρθρο 227 ΚΠολΔ, να προσκομίσει το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. τη σχετική συνημμένη στο εσωτερικό του φακέλου της δικογραφίας σημείωση της γραμματέως), δεν το έφερε εντός της ταχθείσης προθεσμίας, με συνέπεια να λογίζεται ότι δικάστηκε ερήμην (ΕφΑΘ. 93/2010, Δ/ΝΗ 2011, 1068). Σε σχέση δε με την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου στην κρινόμενη υπόθεση λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Η υπό κρίση αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την 7η-3-2008 και επιδόθηκε στον πρώτο εναγόμενο την 24η-3-2008 (βλ. τη με αριθμό 4514/24-3-2008 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ...) και στη δεύτερη εναγόμενη την 14η-3-2008 (βλ. τη με αριθμό 4502/14-3-2008  δικαστικής επιμελήτριας ...), ενώ, όπως προαναφέρθηκε, το αίτημα της τράπηκε από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με τις νομίμως κατατεθειμένες σε αυτό προτάσεις και τη σχετική ενώπιον του ακροατηρίου προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά.
Περαιτέρω, το άρθρο 70 του ν. 3994/2011 αντικατέστησε την παράγραφο 3 του άρθρου 7 του ν. δ. 1544/1942, επιβάλλοντας την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου και για τις αναγνωριστικές αγωγές. Επιπρόσθετα, στην παρ. 14 του άρθρου 72 του ιδίου ως άνω νόμου (3994/2011) ορίστηκε ότι η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του νομοθετικού διατάγματος 1544/1942 εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, δηλ. επέβαλλε την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου για τις αναγνωριστικές αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011, ήτοι μετά την 25η-7-2011. Ακολούθως δε, το άρθρο 21 παρ. 2 του ν. 4055/2012 όρισε ότι «η διάταξη της παραγράφου 14 του άρθρου 72 του ν. 3994/2011 έναρξη εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκήθηκαν ισχύος αυτού». Η τελευταία αυτή διάταξη του ν. 4055/2012 ερμηνεύεται από το παρόν Δικαστήριο με την έννοια ότι το ζήτημα της υποχρέωσης ή μη καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου, αναφορικά με όσες αγωγές ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν την 25η-7-2011 και τράπηκαν ύστερα σε αναγνωριστικές, δεν διέπεται από την παρ. 14 του άρθρου 72 του ν. 3994/2011 αλλά από την παρ. 2 του παραπάνω άρθρου (72) του ν. 3994/2011, που ορίζει ότι οι διαδικαστικές πράξεις των κατά την εισαγωγή του ανωτέρω νόμου εκκρεμών στον πρώτο βαθμό δικών ρυθμίζονται από τις διατάξεις του.
Συνεπώς, οι αγωγές που ασκήθηκαν μεν ως καταψηφιστικές προ της έναρξης ισχύος του ν. 3994/2011 (δηλ. προ της 25ης - 7 -2011) αλλά τράπηκαν σε αναγνωριστικές ύστερα υπόκεινται σε υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου, διότι κρίσιμος δεν είναι ο χρόνος της άσκησης τους, καθώς το άρθρο 21 παρ. 2 του ν. 4055/20.12 ρητά τις εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 72 παρ. 14 του ν. 3994/2011, που εισάγει ως κριτήριο για την υποχρέωση καταβολής ενσήμου το αν η αγωγή ασκήθηκε πριν ή μετά την 25η ο χρόνος τροπής του αιτήματος τους απο καταψηφιστικο σε αναγνωριστικό (σύμφωνη η ΜΠρΑΘ. 3242/2013, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «Ισοκράτης» του ΔΣΑ, contra η ΜΠρΘεσσ. 1427/2014, Αρμ. 2014, 597, και η ΠΠρΑθ. 4285/2012, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «Ισοκράτης» του ΔΣΑ, που έκρινε ότι η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του ν. δ. 1544/1992, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011 και δεν εξαιρεί πλέον από την υποχρέωση καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου τις αναγνωριστικές αγωγές, εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 72 παρ. 14 του ίδιου νόμου, στις αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του (25 - 7 - 2011) και δεν καταλαμβάνει εκείνες που ασκήθηκαν προηγουμένως, ακόμη και εάν ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές και κατά την εκδίκαση τους, υπό την ισχύ του ανωτέρω νόμου, τράπηκαν σε αναγνωριστικές).
Εξάλλου, όταν ο ενάγων παραλείψει να προκαταβάλει το τέλος δικαστικού ενσήμου, που απαιτείται για το αντικείμενο της αγωγής του, θεωρείται ότι δεν εμφανίστηκε κατά τη συζήτηση και το δικαστήριο, εφόσον η συζήτηση γίνεται με δική του επιμέλεια, απορρίπτει την αγωγή, για ουσιαστικούς λόγους, με αποτέλεσμα, αν δεν θεραπευτεί με την καταβολή του δικαστικού ενσήμου κατά τη συζήτηση εφέσεως, να επέρχεται ουσιαστικό δεδικασμένο (ΑΠ 818/1994 Ελλ.Δ/νη 1997, 585, ΑΠ 804/1993 Ελλ.Δ/νη 1995, 133, ΕφΠειρ. 1392/1989 Ελλ.Δ/νη 28, 660, ΕφΑΘ. 7473/1987 Ελλ.Δ/νη 29, 1685, ΕφΑΘ. 5262/1983 ΝοΒ 1984, 307). Ας σημειωθεί ότι η διάταξη του άρθρου 272 παρ. 1 ΚΠολΔ, με την οποία καθιερώνεται το ως άνω σύστημα ειδικών συνεπειών της ερημοδικίας του ενάγοντος, όπως τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 30 του ν. 3994/2011 και ισχύει από τη δημοσίευση της στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, ήτοι από 25 - 7 - 2011, καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς δίκες (άρθρα 72 παρ. 2 και 77 του ν. 3994/2011, βλ. σχετικά την ΠΠρΘεσσ. 25328/2013, ΝΟΜΟΣ), δηλ. δίκες επί αγωγών, οι οποίες ασκήθηκαν μεν πριν από την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου, αλλά, όμως, η συζήτηση τους λαμβάνει χώρα μετά την έναρξη ισχύος του (ΠΠρΘεσσ, 6152/2013, ΝΟΜΟΣ, βλ. Χ. Απαλλαγάκη, «Η διαγνωστική δίκη και η αναγκαστική εκτέλεση κατά τον ΚΠολΔ - συμπλήρωμα ερμηνείας του ΚΠολΔ μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 3994/2011», 2011, σελ. 41).
Επιπρόσθετα, πρέπει να επισημανθεί ότι η πλασματική αυτή ερημοδικία, που είχε αρχικά προβλεφθεί από το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. δ. 1544/1942, εξακολουθεί να ισχύει και μετά την κατά τα ανωτέρω τροποποίηση από το άρθρο 30 του ν. 3994/2011 του άρθρου 272 παρ. 1 ΚΠολΔ, που ορίζει τα σχετικά με την ερημοδικία του ενάγοντος, διότι η συγκεκριμένη κύρωση του άρθρου 7 παρ. 1 του ν. δ, 1544/1942 δεν έχει θιγεί ως προς το συγκεκριμένο θέμα (πλασματική ερημοδικία του ενάγοντος) από τις διατάξεις του ν. 3994/2011, δεδομένου ότι από το νεότερο γενικό νόμο (ν. 3994/2011) δεν προκύπτει βούληση του νομοθέτη να καταργήσει τον παλαιότερο ειδικό νόμο (ν .δ. 1544/1942), που έχει, άλλωστε, διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 1 ΕισΝΚΠολΔ και δεν θεωρείται ασυμβίβαστος, λόγω της ειδικότητας του, προς το ισχύον σύστημα της ερημοδικίας και διατηρείται, συνεπώς, σε ισχύ (πρβλ. την ΜΠρΑθ. 2445/2013, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «Ισοκράτης» του ΔΣΑ, που έκρινε τα ίδια, σε σχέση με τη μη κατάργηση από τον προϊσχύσαντα ν. 2915/2001 των προβλεπόμενων από το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. δ. 1544/1942 συνεπειών ερημοδικίας του ενάγοντος, σε περίπτωση μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου).
Εξάλλου, στην περίπτωση της ερημοδικίας του ενάγοντος (αντίθετα με τα ισχύοντα επί ερημοδικίας εναγόμενου), η αγωγή απορρίπτεται ως αβάσιμη, χωρίς να προηγηθεί έρευνα του παραδεκτού και του νομίμου, διότι η έρευνα της παράστασης των διαδίκων αποτελεί προϋπόθεση για την έρευνα της υπόθεσης και, για το λόγο αυτό, προηγείται της διερεύνησης της τελευταίας, ως προς το παραδεκτό και νόμιμο αυτής (πρβλ. ΕφΑΘ 11628/1995, ΑρχΝ 1996, 85, ΜΠρΡοδ. 35/2013, ΝΟΜΟΣ, ΠΠΑγρ 87/1991, ΑρχΝ 1991, 459, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα - Μακρίδου. «Ερμηνεία ΚΠολΔ», 2000, σε άρ. 272, σελ. 563, για τις συνέπειες ερημοδικίας υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, προ των μεταβολών που είχε επιφέρει ο ν. 2915/2001, συνέπειες ταυτόσημες με τις νυν ισχύουσες). Επομένως, σε συνέχεια των ανωτέρω, ο ενάγων πρέπει να δικαστεί ερήμην και η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να προηγηθεί έρευνα του παραδεκτού και του νομίμου της.
Πρέπει, επίσης, να ορισθεί, σύμφωνα με τα ειδικότερα προβλεπόμενα στο διατακτικό της αποφάσεως, το προκαταβλητέο παράβολο ερημοδικίας, για την περίπτωση που ο ενάγων ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας αποφάσεως (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ). Τέλος, καθώς ο εφαρμοστέος κανόνας του άρθρου 21 παρ. 2 του ν. 4055/2012, αναφορικά με την υποχρέωση ή μη καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου για τις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011 και τράπηκαν ύστερα αναγνωριστικές, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής και υπάρχει επ'αυτού του ζητήματος αντικρουόμενη νομολογία, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων κατ'άρθρο 179 ΚΠολΔ». (dsanet.gr)

ΑΠ 856/2014 - Aκυρότητα πράξεων κατά τη διάρκεια αναστολής πλειστηριασμού. Δεδικασμένο διαταγής πληρωμής. Ενστάσεις που καλύπτονται από το δεδικασμένο

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Aκυρότητα πράξεων κατά τη διάρκεια αναστολής πλειστηριασμού. Δεδικασμένο διαταγής πληρωμής. Ενστάσεις που καλύπτονται από το δεδικασμένο,,


ΑΠ 856/2014: Ακυρότητα διαδικαστικών πράξεων που έγιναν κατά τη διάρκεια της αναστολής της διαδικασίας πλειστηριασμού επέρχεται, μόνο όταν συντρέχει το στοιχείο της βλάβης του προτείνοντος την ακυρότητα (159 επ. ΚΠολΔ). Κατά την διάρκεια της αναστολής είναι επιτρεπτή η έκδοση επαναληπτικής περίληψης κατασχετήριας έκθεσης, η ημέρα όμως διεξαγωγής του πλειστηριασμού πρέπει να ορίζεται μετά τη λήξη της προθεσμίας αναστολής. Δεδικασμένο διαταγής πληρωμής. Δεν αμφισβητείται πλέον η βεβαιούµενη απαίτηση, ούτε και µε ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Οι προταθείσες ενστάσεις καλύπτονται από το δεδικασμένο.
Οι µη προταθείσες ενστάσεις καλύπτονται από το δεδικασµένο, εφόσον ήταν δυνατόν να προταθούν κατά την διάρκεια προηγούµενης δίκης. Στην κατηγορία των καταχρηστικών ενστάσεων που αν δεν προτάθηκαν, καλύπτονται από το δεδικασµένο, ανήκει και η καταχρηστική διακωλυτική ένσταση ότι η δικαιοπραξία αντιβαίνει εν όλω ή εν µέρει σε απαγορευτική διάταξη νόµου και για το λόγο αυτό είναι άκυρη, σύµφωνα µε τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ.
«Κατά το άρθρο 1000 ΚΠολΔ, ύστερα από αίτηση του καθ'ού η εκτέλεση το δικαστήριο του άρθρου 933 δικάζοντας κατά την διαδικασία των άρθρων 686 επ. μπορεί να αναστείλει την διαδικασία του πλειστηριασμού έως έξι μήνες από την αρχική ημέρα του πλειστηριασμού υπό τις διαγραφόμενες σ'αυτό προϋποθέσεις. Από την γνωστοποίηση της αναστολής απαγορεύεται οποιαδήποτε διαδικαστική πράξη της προδικασίας (αν δεν έχει αρχίσει) και της κύριας διαδικασίας (αν έχει αρχίσει) του πλειστηριασμού. Η τύχη των τυχόν διαδικαστικών πράξεων που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της αναστολής και γενικώς οι συνέπειες της παραβιάσεως της αποφάσεως δεν προσδιορίζονται από το άρθρο 1000 του ΚΠολΔ, το οποίο δεν απειλεί ακυρότητα των σχετικών πράξεων της εκτελέσεως του πλειστηριασμού που διενεργήθηκαν κατά την χορηγηθείσα αναστολή. Ακυρότητα των εν λόγω πράξεων επέρχεται μόνο με την συνδρομή του στοιχείου της βλάβης του προτείνοντος την ακυρότητα κατ'εφαρμογή των γενικών διατάξεων των άρθρων 159 επ. ΚΠολΔ. Η ως άνω αναστολή έχει ως αντικείμενο μόνο τον πλειστηριασμό και όχι γενικώς την όλη διαδικασία της εκτελέσεως, δηλαδή, κατά την διάρκεια της αναστολής δεν μπορεί να διενεργηθεί εγκύρως ο πλειστηριασμός. Επιτρέπεται, όμως, να εκδοθεί επαναληπτική περίληψη κατασχετήριας εκθέσεως, η ημέρα όμως διεξαγωγής του πλειστηριασμού θα πρέπει να ορισθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας αναστολής…
…Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο, που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για έννοµη σχέση που προβλήθηκε µε αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση.
Έννοµη σχέση κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, είναι το σύνολο των εννόμων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απέσβησαν τις έννoµες συνέπειες. Με τελεσίδικη απόφαση ισοδυναμεί και η διαταγή πληρωμής, η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασµένου, µετά την τελεσίδικη απόρριψη της ασκηθείσας ανακοπής, ή σε περίπτωση µη ασκήσεως ανακοπής, µετά την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας ασκήσεως της ανακοπής του άρθρου 633 παρ. 3 ΚΠολΔ (ΑΠ 133/2003). Η διαταγή πληρωμής που απέκτησε ισχύ δεδικασµένου, προσομοιάζει κατά τα αποτελέσµατά της µε τελεσίδικη δικαστική απόφαση, υπό την έννοια ότι δεν µπορεί πλέον να αµφισβητηθεί ούτε και µε ανακοπή από το άρθρο 933 ΚΠολΔ, η µε αυτή βεβαιούµενη απαίτηση, αφού έκτοτε αποτελεί, κατά ρητή διάταξη του άνω άρθρου 633 παρ. 2 εδ. τελευταίο, δεδικασµένο, που κατά τις συνδυασµένες διατάξεις των άρθρων 330 και 935 ιδίου κώδικα καθιστά απαράδεκτη την προβολή σε µεταγενέστερη δίκη που αφορά το κύρος της εκτελέσεως λόγων ανακοπής που αν και ήσαν γεννηµένοι και µπορούσαν να προταθούν, δεν προτάθηκαν µε µία από τις πιο πάνω ανακοπές κατά της διαταγής πληρωµής (Ολ.ΑΠ 30/1987). Το γεγονός ότι η διαταγή πληρωµής δεν είναι δικαστική απόφαση, δεν συνεπάγεται αναγκαίως και ότι αυτή δεν δύναται κατά νόµο να παραγάγει δεδικασµένο, υπό τη θετική και την αρνητική λειτουργία του, αφού το δεδικασµένο δεν αποτελεί εννοιολογικό γνώρισµα των δικαστικών αποφάσεων, αλλά έννοµη συνέπεια αυτών που την προσδίδει διάταξη νόµου (ΑΠ 53/2004).
Εξάλλου κατά το άρθρο 330 ΚΠολΔ το δεδικασµένο εκτείνεται στις ενστάσεις που προτάθηκαν, καθώς και σε εκείνες, που µπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν. Από τις ενστάσεις που δεν προτάθηκαν εξαιρούνται εκείνες που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωµα που µπορεί να ασκηθεί και µε κύρια αγωγή. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι καλύπτονται από το δεδικασµένο όλες οι προταθείσες ενστάσεις, ασχέτως της νοµικής τους θεµελίωσης. Από εκείνες που δεν προτάθηκαν καλύπτονται: α) όλες οι ενστάσεις εκ του δικονοµικού δικαίου, β) όλες οι καταχρηστικές ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που στηρίζονται επί απλών πραγµατικών περιστατικών και γ) όλες οι γνήσιες αυτοτελείς ή αυθύπαρκτες ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που, όπως και οι καταχρηστικές στηρίζονται επί απλού πραγµατικού γεγονότος, αλλά περαιτέρω στηρίζουν διαπλαστικό δικαίωµα του εναγοµένου, ώστε να αποτελούν παραλλήλως και ενστάσεις υπό ουσιαστική έννοια. Όλες αυτές οι ενστάσεις, είτε αφορούν τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, είτε αφορούν το κατ` ουσία βάσιµο της αγωγής, καλύπτονται από το δεδικασµένο. Καλύπτονται επίσης οι κατά του προδικαστικού ζητήµατος ενστάσεις κατά την ίδια έκταση, είτε το προδικαστικό ζήτηµα αφορά τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, είτε το επίδικο δικαίωµα (κύριο ζήτηµα) και αδιαφόρως εάν η ένσταση ανάγεται στην ύπαρξη της προδικαστικής έννοµης σχέσης ή στην έκταση της εξ αυτής ευθύνης. Η µη προταθείσα ένσταση καλύπτεται από το δεδικασµένο, εφόσον ήταν δυνατόν να προταθεί κατά την διάρκεια προηγούµενης δίκης, εφόσον δηλαδή υπήρχαν έκτοτε όλα τα απαιτούµενα για την θεµελίωσή της γεγονότα, έστω και αν ο διάδικος τα αγνοούσε υπαιτίως ή ανυπαιτίως (ΑΠ 1017/2001).
Στην κατηγορία των καταχρηστικών ενστάσεων που αν δεν προτάθηκαν, κατά τα ανωτέρω, καλύπτονται από το δεδικασµένο, ανήκει και η καταχρηστική διακωλυτική ένσταση ότι η δικαιοπραξία αντιβαίνει εν όλω ή εν µέρει σε απαγορευτική διάταξη νόµου και για το λόγο αυτό είναι άκυρη, σύµφωνα µε τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ (ΑΠ 1397/2012). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 21, 22 και 28 του Ν 5960/1933 συνάγεται ότι η ενοχή από την επιταγή είναι αναιτιώδης, με την έννοια ότι ο ενάγων δικαιούχος από τραπεζική επιταγή δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεσθεί και να αποδείξει την ύπαρξη νόμιμης και έγκυρης αιτίας για την οποία εκδόθηκε ο τίτλος αυτός, αλλά ο εναγόμενος προς πληρωμή του διαλαμβανομένου σε αυτήν χρηματικού ποσού μπορεί, όπως σε κάθε περίπτωση αναιτιώδους δικαιοπραξίας, να επικαλεσθεί το ανύπαρκτο της απαίτησης του δανειστή από την επιταγή, μπορεί να αποκαλύψει την αιτιώδη σχέση μεταξύ δανειστή και οφειλέτη, που αποτέλεσε την αιτία έκδοσης της επιταγής, καθώς και το ελάττωμα της αιτιώδους αυτής σχέσης, βαρυνόμενος με την απόδειξή τους, ώστε να αποφύγει την πληρωμή και με βάση τις αρχές για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρα 904 επ. του ΑΚ, βλ. ΑΠ 651/2011, 1512/2006, ΑΠ 1128/1994).
Ο ισχυρισμός περί αδικαιολόγητου πλουτισμού κατά την έννοια του άρθρου 904 ΑΚ θεμελιώνει κατά κανόνα αγωγή για απόδοση της ωφέλειας, μπορεί όμως να θεμελιώσει και σχετική ένσταση όταν ο πλουτισμός συνίσταται σε απαίτηση που γεννήθηκε από αναιτιώδη δικαιοπραξία. Η εν λόγω ένσταση είναι γνήσια, διότι στηρίζεται στο δικαίωμα του οφειλέτη να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής επικαλούμενος την έλλειψη νόμιμης αιτίας της δικαιοπραξίας από την οποία απορρέει η ενοχική υποχρέωση και αυτοτελής, διότι το δικαίωμα επί του οποίου στηρίζεται εκδηλώνεται μόνο υπό μορφή άμυνας προς απόκρουση του δικαιώματος του δανειστή και δεν εξαρτάται από άλλο δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί και με αγωγή". (areiospagos.gr)

ΑΠ 1882/2014 - Δεδικασμένο απόφασης που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Δεδικασμένο απόφασης που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ...


ΑΠ 1882/2014: Δεδικασμένο απόφασης που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ – Δεδικασμένο κατά το κυπριακό δίκαιο. «Στον με αριθμό 44/2001 Κανονισμό του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (EE Αριθμός L 012 της 16-01-2001 σελ. 0001- 0023), που αντικατέστησε τόσο τη σύμβαση των Βρυξελλών (άρθρο 68 παρ. 1 αυτού), όσο και τις διμερείς συμβάσεις μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την
αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, συμβιβασμών και δημοσίων εγγράφων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου (άρθρο 1 αυτού), ορίζονται μεταξύ άλλων τα εξής: Στο άρθρο 32 αυτού: "Ως απόφαση, κατά την έννοια του παρόντα κανονισμού, νοείται κάθε απόφαση εκδιδόμενη από δικαστήριο κράτους - μέλους, οποιαδήποτε και αν είναι η ονομασία της, όπως απόφαση, διαταγή, διαταγή εκτελέσεως, καθώς και ο καθορισμός της δικαστικής δαπάνης από το γραμματέα".
Στο άρθρο 33: "Απόφαση που εκδίδεται σε κράτος - μέλος αναγνωρίζεται στα λοιπά κράτη μέλη, χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία". Στο άρθρο 34: "Απόφαση δεν αναγνωρίζεται: 1) αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως, 2) αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικασθέντα εναγόμενο εγκαίρως και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός εάν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως ενώ μπορούσε να το πράξει, 3) αν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ιδίων διαδίκων στο κράτος αναγνωρίσεως, 4) αν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που εκδόθηκε προγενέστερα μεταξύ των ιδίων διαδίκων και με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος, εφόσον η προγενέστερη αυτή απόφαση συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αναγνώρισή της στο κράτος αναγνωρίσεως".
Συνεπώς, από την έναρξη ισχύος του παραπάνω κανονισμού η αναγνώριση απόφασης δικαστηρίου κράτους - μέλους της ΕΕ σε άλλο κράτος - μέλος γίνεται κατά τους διαγραφόμενους όρους και τη διαδικασία του Κανονισμού και όχι των άρθρων 323 και 905 Κ.Πολ.Δ. έναντι των οποίων υπερισχύει ο Κανονισμός…
Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δηλαδή με το να δεχθεί ότι, με βάση τα γενόμενα από αυτό δεκτά περιστατικά, υπάρχει δεδικασμένο από την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 16 Κ.Πολ.Δ. με την έννοια της κακής ερμηνείας των περί δεδικασμένου διατάξεων και της εσφαλμένης υπαγωγής των δεκτών γενομένων περιστατικών στις διατάξεις περί δεδικασμένου ούτε και τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ. στερώντας την απόφασή του νόμιμης βάσης με το να περιέχει ελλιπείς αιτιολογίες, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της ύπαρξης ή μη δεδικασμένου από την ως άνω απόφαση, και, επομένως οι σχετικοί λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την νομική πληροφορία με θέμα "Δεδικασμένο δικαστικής αποφάσεως και έννοια δηλώσεως περί αποσύρσεως της αγωγής άνευ βλάβης κατά το δίκαιο της Κύπρου", που διαλαμβάνεται στο έγγραφο του Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, στο Δίκαιο της Κύπρου κύρια πηγή του δικαίου της πολιτικής δικονομίας συνιστούν οι θεσμοί της Πολιτικής Δικονομίας, οι οποίοι δεν καθορίζουν την έννοια και τις προϋποθέσεις δεδικασμένου δικαστικής απόφασης. Η κυπριακή όμως νομολογία έχει επανειλημμένως διατυπώσει τον κανόνα ότι το δεδικασμένο απορρέει από τις αρχές του κοινοδικαίου (common law) βάσει των οποίων οι αποφάσεις των δικαστηρίων είναι δεσμευτικές και δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, Η απόσυρση αγωγής προβλέπεται και ρυθμίζεται στη Διάταξη 15 των Θεσμών. Η δήλωση περί απόσυρσης της αγωγής "άνευ βλάβης"δεν καθορίζεται από τον νόμο, ούτε έχει διαπλασθεί από την κυπριακή νομολογία, έχει δε διαφορετικές έννομες συνέπειες αναλόγως του τρόπου με τον οποίο και του δικονομικού σταδίου κατά το οποίο, επιχειρείται. Οι λειτουργίες της απόσυρσης της αγωγής, όπως και το ζήτημα πότε από "απόσυρση"παράγεται δεδικασμένο, συνοψίστηκαν στο πλαίσιο της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Παμπορίδης ν. Κτηματικής Τράπεζας.
Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, η οποία παραδεκτά επισκοπείται, δεδομένου ότι στο Δίκαιο της Κύπρου το δεδικασμένο απορρέει από τις αρχές του κοινοδικαίου (commonlaw) και οι αποφάσεις των δικαστηρίων κατά το δίκαιο αυτό είναι δεσμευτικές, γίνονται δεκτά τα εξής "...Ο ενάγων μπορεί να αποφασίσει αν θα προωθήσει την αγωγή του ή αν θα την αποσύρει. Αυτό είναι δικό του προνόμιο και είναι ο κανόνας πως στο βαθμό που η απόσυρση της αγωγής διενεργείται για να οδηγηθεί η ορισμένη αντιδικία σε οριστικό τέλος, ούτε ο εναγόμενος έχει λόγο, αλλά ούτε και το Δικαστήριο. Εκείνο που δεν δικαιούται να κάνει είναι να τερματίσει οποτεδήποτε θέλει τη διαδικασία διατηρώντας μονομερώς το δικαίωμα να επανέλθει στα ίδια. Οι περιορισμοί εν προκειμένω είναι σαφείς. Ο ενάγων δικαιούται να διακόψει (discontinue) με γραπτή ειδοποίηση την αγωγή, δηλαδή να την τερματίσει με δικαίωμα καταχώρισης νέας, οποτεδήποτε πριν την παραλαβή της υπεράσπισης ή μετά την παραλαβή της πριν προβεί σε οποιοδήποτε άλλο δικονομικό διάβημα, (με επιφύλαξη ως προς οποιανδήποτε ενδιάμεση αίτηση). Από εκεί και πέρα ο ενάγων παύει να είναι dominus litis. Η διακοπή της αγωγής τελεί πλέον υπό την αίρεση της εξασφάλισης άδειας από το Δικαστήριο. Η απόσυρση της αγωγής και η επακόλουθη απόρριψή της χωρίς τέτοια άδεια, που εξ ορισμού εμπεριέχει την αναγνώριση στον ενάγοντα δικαιώματος καταχώρισης νέας αγωγής, δημιουργεί δεδικασμένο..... Η Δ15.2 απαιτεί ρητή αίτηση και παροχή άδειας από το Δικαστήριο για απόσυρση υπόθεσης που εκκρεμεί ενώπιον του.
Το Δικαστήριο ασκεί εξουσία, έχει δηλαδή διακριτική ευχέρεια, να εξετάσει το αίτημα και να αποφασίσει αν θα επιτρέψει τέτοια απόσυρση, και ενδεχομένως, υπό ποιους όρους ή όχι". Τα ίδια ως άνω έγιναν δεκτά και με την 11552 απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου, που επίσης παραδεκτά επισκοπείται για τον προαναφερόμενο λόγο. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι υπάρχει δεδικασμένο από προηγούμενη αίτηση, για την οποία το Δικαστήριο σημείωσε: "Αποσύρεται και απορρίπτεται χωρίς έξοδα", μετά από δήλωση του δικηγόρου του αιτούντος "την αποσύρω άνευ βλάβης των δικαιωμάτων του αιτητή"και του δικηγόρου του καθ'ου η αίτηση: "Δεν έχω ένσταση. Δεν ζητώ έξοδα". Με βάση όσα προεκτέθηκαν, από την 6196/2001 τελεσίδικη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με την οποία απορρίφθηκε αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας κατά της ήδη αναιρεσίβλητης, με την ίδια ιστορική και νομική αιτία, μετά τη δήλωση της ήδη αναιρεσείουσας ότι "αποσύρει άνευ βλάβης"την αγωγή της , χωρίς να της έχει δοθεί η άδεια από το Δικαστήριο της Κύπρου όπως επανέλθει με νέα αγωγή η "απόσυρση"της αγωγής και η επακόλουθη απόρριψή της χωρίς τέτοια άδεια δημιουργεί δεδικασμένο». (areiospagos.gr)

ΑΠ 2214/2014 - Πότε η διαταγή πληρωμής αποκτά ισχύ δεδικασμένου

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Πότε η διαταγή πληρωμής αποκτά ισχύ δεδικασμένου (νομολογία),,

ΑΠ 2214/2014: Πότε η διαταγή πληρωμής αποκτά ισχύ δεδικασμένου. "Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294, 295, 296, 297 και 299 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, η παραίτηση από το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων ή βοηθημάτων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι ανακοπές κατά δικαστικών ή εξωδίκων πράξεων και επομένως και κατά διαταγών πληρωμής, η οποία είναι έγκυρη και χωρίς την τήρηση του προβλεπομένου από το άρθρο 297 ΚΠολΔ τύπου (δήλωση καταχωριζομένη στα πρακτικά ή δικόγραφο επιδιδόμενο στην αντίδικο), ενόψει του ότι ο τύπος
αυτός αφορά αποκλειστικώς την παραίτηση από δικόγραφο ή δικαίωμα ασκηθέντος ενδίκου μέσου ή βοηθήματος (Ολ.ΑΠ 626/80, ΑΠ 853/89, ΑΕΔ 5/89, ΑΠ 649/2003, ΑΠ 1495/2002), δυναμένη να λάβει χώρα και σιωπηρώς με πράξεις από τις οποίες υποδηλώνεται σαφώς βούληση αποδοχής της προσβαλλομένης αποφάσεως (ΑΠ 1268/09, ΑΕΔ 42/1990, ΑΠ 937/92), έχει ως αποτέλεσμα, πλην άλλων, την, κατά περίπτωση, τελεσιδικία ή το αμετάκλητο της απόφασεως, στην οποία αφορά με τις ανάλογες, για την κάθε περίπτωση, συνέπειες, μεταξύ των οποίων και η κατ'άρθρο 321 ΚΠολΔ δημιουργία δεδικασμένου.
Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ "ο οφειλέτης κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής έχει το δικαίωμα μέσα σε 15 εργάσιμες ημέρες από την επίδοσή της να ασκήσει ανακοπή"κατά δ'αυτή του άρθρου 633 παρ. 2 ΚΠολΔ "αν δεν έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα ανακοπή, εκείνος υπέρ του οποίου έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής μπορεί να επιδώσει πάλι τη διαταγή στον οφειλέτη, ο οποίος έχει δικαίωμα να ασκήσει την ανακοπή μέσα σε προθεσμία 10 εργασίμων ημερών από τη νέα επίδοση. Αν περάσει άπρακτη και η παραπάνω προθεσμία η διαταγή πληρωμής αποκτά δύναμη δεδικασμένου και είναι δυνατό να προσβληθεί μόνο με αναψηλάφηση".
Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι, η διαταγή πληρωμής αποκτά ισχύ δεδικασμένου στην μεν περίπτωση που, μετά την πρώτη επίδοση αυτής προς τον οφειλέτη, ασκηθεί εμπροθέσμως ανακοπή, η τελευταία απορριφθεί τελεσιδίκως κατ'ουσίαν και όχι για λόγους τυπικούς (ΑΠ 3/2000), στη δε περίπτωση που, μετά τη δεύτερη επίδοση αυτής, η οποία εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του δανειστή και η οποία θα χωρήσει αν δεν έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα ανακοπή ή η ασκηθείσα απορρίφθηκε για λόγους τυπικούς, ο οφειλέτης αφήσει να παρέλθει άπρακτη η τασσομένη προς άσκηση ανακοπής δεκαήμερη προθεσμία ή η τυχόν ασκηθείσα απορριφθεί τελεσιδίκως, (Ολ ΑΠ 6/96, ΑΠ1278/2008, ΑΠ471/2009 ΑΠ446/2004).
Το ίδιο δε αποτέλεσμα, δηλαδή την απόκτηση ισχύος δεδικασμένου, επάγεται, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και η από τον οφειλέτη, κατά του οποίου έχει εκδοθεί διαταγή πληρωμής, γενομένη κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 294-297 ΚΠολΔ, παραίτηση από το δικαίωμα ασκήσεως κατ'αυτής των παραπάνω, από τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ, ανακοπών, το οποίο όμως ενώ για την (κατ'άρθρο 632 ΚΠολΔ) πρώτη ανακοπή αποκτάται ευθύς αμέσως με την έκδοση της διαταγής πληρωμής για τη δεύτερη, αυτή δηλαδή από το άρθρο 633 ΚΠολΔ, (αποκτάται) μόνο από τη στιγμή που λάβει χώρα η επίδοση για δεύτερη φορά αυτής (διαταγής πληρωμής), με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η παραίτηση του οφειλέτη από το δικαίωμα ασκήσεως της εκ του άρθρου 633 παρ. 2 ΚΠολΔ ανακοπής πριν από την επίδοση, για δεύτερη φορά, της διαταγής πληρωμής, τυχόν δε γενομένη (παραίτηση) δεν προσδίδει ισχύ δεδικασμένου στη διαταγή πληρωμής, όντας μη νόμιμη, αφού δεν είναι δυνατή η παραίτηση από μη υφιστάμενο δικαίωμα, το οποίο, κατά τα εκτιθέμενα, ο οφειλέτης αποκτά για την κατά το άρθρο 633 ΚΠολΔ ανακοπή από την δεύτερη επίδοση της διαταγής πληρωμής.
Το γεγονός δε της αυτοτελείας των δυο χωριστών επιδόσεων, ως αναγκαίας προϋποθέσεως διακεκριμένης για κάθε μια των δύο ανακοπών από τις διατάξεις των αρθ. 632 και 633 ΚΠολΔ, προκύπτει και από το ότι η παρέλευση άπρακτου της παραπάνω δεκαπενθήμερης προθεσμίας της διάταξεως του αρθ. 632 ΚΠολΔ από την πρώτη επίδοση της διαταγής πληρωμής δεν υποδηλώνει, χωρίς άλλο, σιωπηρή δήλωση μη προσβολής της, αλλά αφετηριάζει μόνο τη δεύτερη αυτοτελή δεκαήμερη προθεσμία και μόνο από τη δεύτερη επίδοση στον καθ'ού της διαταγής πληρωμής, στην οποία είναι υποχρεωμένος να προβεί ο υπερ ού έχει εκδοθεί αυτή, ο οποίος επιθυμεί να αποκτήσει η τελευταία ισχύ δεδικασμένου.
Σύμφωνα με τα παραπάνω ο μοναδικός λόγος της αναίρεσης με τον οποίο προβάλλεται από το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, η κατ'ορθή εκτίμηση των προς θεμελίωσή του εκτιθεμένων, από το άρθρο 559 αρ.16 και όχι 1 ΚΠολΔ αιτίαση με την επίκληση ότι, η προσβαλλομένη απόφαση, παρά το νόμο, δέχθηκε ότι, η 99/1996 Δ/γή πληρωμής του Δικαστή του Μον/λούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, με την οποία επιδικάστηκε υπέρ του αναιρεσιβλήτου δικηγόρου και σε βάρος της καθής η εν λόγω διαταγή πληρωμής οφειλετρίας (Κ. συζ. Κ. Ν.) το ποσό των 3.000.000 δρχ., ως αμοιβή του για τις προσφερθείσες σ'αυτήν δικηγορικές υπηρεσίες, απέκτησε ισχύ δεδικασμένου [δικαιολογούσα την προνομιακή, κατ'αρθρο 975 αρ.3 ΚΠολΔ, κατάταξη της σχετικής απαίτησης στο συνταχθέντα 1502/1996 πίνακα της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, Σ/φου Καλαμάτας Μ. Κ. Ζ.] λόγω της ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα του Πρωτοδικείου Καλαμάτας από την ως άνω (εντολέα του αναιρεσιβλήτου) οφειλέτρια καθής η διαταγή πληρωμής, δηλωθείσας, μετά την προς αυτήν πρώτη επίδοση της τελευταίας (δ/γης πληρωμής), παραίτησης "από κάθε ένδικο μέσο (προφανώς των από τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ ανακοπών) που ασκήθηκε ή θα ασκηθεί τακτικό ή έκτακτο κατά της ως άνω δ/γης πληρωμής" (βλ.σχ.55/28-5-96 έκθεση παραίτησης του γραμματέα του Πρωτ.Καλαμάτας), παρά τη μη συνδρομή για την αναγνώριση τέτοιας ισχύος (δεδικασμένου) της προβλεπομένης από τη διάταξη του άρθρου 633 ΚΠολΔ προϋποθέσεως της δευτέρας επιδόσεως της δ/γης πληρωμής και της άπρακτου παρόδου της 10ημέρου, από την εν λόγω επίδοση, προθεσμίας, πρέπει να γίνει δεκτός ως και ουσιαστικά βάσιμος αφού, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η από την ως άνω οφειλέτρια - καθής η διαταγή πληρωμής γενομένη παραίτηση από το δικαίωμα ασκήσεως των ανακοπών των άρθρων 632 και 633 ΚΠολΔ, είναι νόμιμη μόνο κατά το μέρος που αναφέρεται στην (πρώτη) ανακοπή του άρθρου 632 ΚπολΔ ενόψει του ότι, αυτή μπορεί να ασκηθεί και πριν την επίδοση της διαταγής πληρωμής, όχι όμως και κατά το μέρος που αναφέρεται στην ανακοπή του άρθρου 633 ΚΠολΔ, καθόσον δεν συντρέχει η απαραίτητη για την άσκηση αυτής και συνακόλουθως για την παραίτηση από το σχετικό δικαίωμα προϋπόθεση, της επίδοσής της, για δευτέρα φορά, με αποτέλεσμα να μην έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου η ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δικαιολογούσα την προνομιακή κατάταξη της απαιτήσεως για την οποία εκδόθηκε, όπως εσφαλμένως δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση". (areiospagos.gr)

Ειρ.Αθ.1290/2015 (εκουσία δικαιοδοσία) - Αλλαγή κύριου ονόματος - Διόρθωση ληξιαρχικής πράξης γέννησης

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Αλλαγή κύριου ονόματος - Διόρθωση ληξιαρχικής πράξης γέννησης (νομολογία)
Ειρ.Αθ.1290/2015 (εκουσία δικαιοδοσία): Διόρθωση είτε...
λόγω σφάλματος στην καταχώριση από προφανή παραδρομή, είτε βάσει του άρθρου 5 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, για λόγους ασφαλείας των συναλλαγών και ακριβή προσδιορισμό της ταυτότητας ενός προσώπου. Η αλλαγή κύριου ονόματος δεν προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη νόμου, ούτε στο μυστήριο του βαπτίσματος, του οποίου συστατικό στοιχείο που ανάγεται στην ουσία του δόγματος δεν είναι η ονοματοδοσία. Προσθήκη εν τοις πράγμασι κυρίου ονόματος λόγω «τάματος» στην Παναγία και καθιέρωση του ονόματος αυτού στις συναλλαγές.
«Με την κρινόμενη αίτησή τους οι αιτούντες, όπως το δικόγραφο αυτής εκτιμάται από το Δικαστήριο, ως ασκούντες την γονική μέριμνα της παραπάνω ανήλικης κόρης τους αιτούνται να διορθωθεί η ληξιαρχική πράξη γέννησης, που συνέταξε ο Ληξίαρχος Αθηνών, ως προς το κύριο όνομα αυτής (της ανήλικης κόρης τους) και να προστεθεί και σαν δεύτερο κύριο όνομα προ (κατά κύριο αίτημα ή μετά κατά επικουρικό) του ήδη υπάρχοντος ονόματος «…» και το όνομα «...».
Η κρινόμενη αίτηση με το παραπάνω περιεχόμενο αρμοδίως εισάγεται να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739, 740 και 782 ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό της συζήτησης αυτής έχει τηρηθεί η νόμιμη προδικασία με την επίδοση αντιγράφου αυτής (της κρινόμενης αίτησης) στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με αριθμό 9998Ε/10-2-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ....... Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθ. 782 του ΚΠολΔ και 9, 13 παρ 1, 14, 15, 22 και 25 του Ν 344/1976 «Περί ληξιαρχικών πράξεων» και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της. Σημειώνεται ότι είναι δυνατόν με απόφαση του Δικαστηρίου να διορθωθεί η ληξιαρχική πράξη γέννησης ή βάπτισης και ως προς το κύριο όνομα είτε α) αν η συγκεκριμένη καταχώριση οφείλεται σε σφάλμα από προφανή παραδρομή, είτε β) σε κάθε περίπτωση τούτο δικαιολογείται κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ 1 του ισχύοντος Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα εκάστου για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, εφόσον η μεταβολή επιβάλλεται λόγω της ασφαλείας των συναλλαγών και σχετίζεται με τον ακριβή προσδιορισμό της ταυτότητας ενός προσώπου ή αυτό (το όνομα) έχει δημιουργήσει δικαιολογημένα μη επιθυμητές συνέπειες για τον κάτοχο του, καθώς η αλλαγή κύριου ονόματος δεν προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη νόμου, ούτε στο μυστήριο του βαπτίσματος ("Βάπτισμα και ονοματισμός"Μπαλής Θέμις ΞΔ/953, Τσάτσου Θέμις ΞΔ/657) του οποίου συστατικό στοιχείο που ανάγεται στην ουσία του δόγματος δεν είναι η ονοματοδοσία (βλ ΑΠ 573/1981 ΝοΒ 30/422, ΕφΑθ3718/2008 ΕλΔ 2009/249, ΕφΑΘ 1905/2003 ΕλΔ 2004/247, ΜΠρΑθ 3646/2007, ΜΠρΚιλ 438/2009 δημ Νόμος, Καρακατσάνης σε Γεωργιάδη - Σταθόπουλο ΑΚ σε άρθ 58 αρθμ 8 επ, Βαθρακοκοίλης ΕρμηνΚΠολΔ σε άρθ782 αριθμ 15).
Aπό την χωρίς όρκο εξέταση του πρώτου αιτούντος, που περιέχεται στα πρακτικά της παρούσας δίκης και από τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι αιτούντες, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι αιτούντες από τον γάμο τους, που τελέσθηκε στις 23-7-2008, απόκτησαν στις …-…-2012 κόρη, για την γέννηση της οποίας συντάχθηκε στις …-…-2012 σχετική ληξιαρχική πράξη γέννησης από τον ληξίαρχο Αθηνών, η οποία καταχωρήθηκε στα βιβλία του ληξιαρχείου Αθηνών με αριθμό … στον τόμο … του έτους 2012 (εν συντομία …/…/2012). Στις …-…-2013 οι αιτούντες βάπτισαν την παραπάνω κόρη τους στον Ιερό Ναό ….. στην … και της δόθηκε το όνομα «...». Για την βάφτιση συντάχθηκε η με αριθμό …/2013 έκθεση βάφτισης του Ληξιάρχου …, η οποία και καταχωρήθηκε στις …-…-2014 στην παραπάνω ληξιαρχική πράξη γέννησης. Ωστόσο οι αιτούντες γονείς αλλά πλέον και οι συγγενείς, επειδή εξ ενός γεγονότος υγείας, που αντιμετώπισε η κόρη τους και για να το ξεπεράσει την «έταξαν» στην Παναγία, την αποκαλούν ήδη με το όνομα αυτό, δηλ «....», στο οποίο κυρίως ακούει το παιδί. Πρέπει συνεπώς προκειμένου να αποφευχθεί σύγχυση με ανεπιθύμητες συνέπειες σχετικά με το όνομα της ανήλικης κόρης των αιτούντων, αφού στην παραπάνω ληξιαρχική πράξη είναι καταχωρημένο μόνο το όνομα «...», να γίνει δεκτή η αίτηση και να διορθωθεί (συμπληρωθεί) η παραπάνω ληξιαρχική πράξη γέννησης με την προσθήκη και του ονόματος «...», όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό». (dsanet.gr)


AΠ 49/2015 - Eσφαλμένη ανάγνωση εγγράφου από το δικαστήριο ουσίας κατ'άρθρο 559 αρ.20 ΚΠολΔ

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Eσφαλμένη ανάγνωση εγγράφου από το δικαστήριο ουσίας κατ'άρθρο 559 αρ.20 ΚΠολΔ...

AΠ 49/2015: Παραμόρφωση εγγράφου κατ’ άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ: «Από τις διατάξεις των άρθ. 335, 338, 339 340 και 346 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας για να σχηματίσει την κρίση του σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης υποχρεούται να λάβει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι προς απόδειξη ή ανταπόδειξη αυτών, η παράβαση δε της υποχρέωσης αυτής ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθ. 559 αριθ. 11 περ. γ'ΚΠολΔ λόγο
αναίρεσης, για την στοιχειοθέτηση του οποίου αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών ως προς την λήψη υπόψη συγκεκριμένου αποδεικτικού μέσου. Ο λόγος αυτός ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλομένη απόφαση ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τ'αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου που έλαβε υπόψη το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου, καθόσον καμία διάταξη δεν επιβάλλει αυτήν και μόνον αν από την γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, θεμελιώνεται ο αναιρετικός αυτός λόγος, ενώ από την αναφορά στην απόφαση των αποδεικτικών μέσων και δη εγγράφων που κατά την εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας είχαν ιδιαίτερη αποδεικτική αξία και σημασία δεν συνάγεται κατ'ανάγκην ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα λοιπά (ΑΠ 137/2014).
(Β) Κατά την διάταξη του άρθ.559 αριθ. 20 ΚΠολΔ. αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου δεχόμενο πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής παραμόρφωση υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας υποπίπτει σε διαγνωστικό λάθος (εσφαλμένη ανάγνωση), αποδίδει δηλ. σε ορισμένο αποδεικτικό έγγραφο, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 επ. ΚΠολΔ, περιεχόμενο προφανώς διαφορετικό εκείνου που πραγματικά έχει, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα πόρισμα ως προς πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκη, όχι, όμως, και όταν το δικαστήριο, εκτιμώντας το έγγραφο ως αποδεικτικό μέσο, προβαίνει σε εκτίμηση του αληθινού περιεχομένου του, που έχει διαγνωσθεί σωστά, δηλ. σε αποδεικτική αξιολόγησή του, και συνάγει, έστω και εσφαλμένα, αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που θεωρεί ορθό ο αναιρεσείων, διότι πράγματι στην τελευταία αυτή περίπτωση πρόκειται για αιτίαση αναφερομένη στην εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (άρθ. 561§1 ΚΠολΔ), σε κάθε δε περίπτωση για την θεμελίωση του λόγου αυτού πρέπει το δικαστήριο να μόρφωσε την γνώμη του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το περιεχόμενο του εγγράφου, που κατά την σχετική αιτίαση του αναιρεσείοντος φέρεται ότι παραμόρφωσε, προϋπόθεση που δεν συντρέχει, όταν το έγγραφο αυτό εκτιμήθηκε μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρεται η σημασία του σε σχέση με το αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου (ΑΠ 2236/2013, 2236/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Εφετείο Λαμίας, κρίνοντας, ύστερ'από την άσκηση εφέσεων εκ μέρους αμφοτέρων των διαδίκων, επί αγωγής του ήδη αναιρεσιβλήτου με αντικείμενο την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη που υπέστη από εργατικό ατύχημα, με την προσβαλλομένη 3/2014 απόφασή του και όπως απ'αυτήν προκύπτει δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι, όπως αποδείχθηκε "από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως αυτού και από όλα ανεξαιρέτως τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας, που σχηματίσθηκε για το ένδικο ατύχημα", ο αναιρεσίβλητος ενάγων προσλήφθηκε στην Λαμία την 27-7-2006 από την αναιρεσείουσα εναγομένη ανώνυμη εταιρεία, που ασχολείται με την εκτέλεση δημόσιων και ιδιωτικών έργων και κατ'εκείνο τον χρόνο είχε αναλάβει την κατασκευή της νέας σιδηροδρομικής γραμμής του ΟΣΕ στο τμήμα από Ρεγκίνι έως Λιανοκλάδι Φθιώτιδας, με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου για να εργασθεί ως οδηγός φορτηγών αυτοκινήτων της εναγομένης για την μεταφορά αδρανών υλικών, ύδατος, προσωπικού κλπ., ότι περί ώρα 13.00'της 4-12-2006 στο εργοτάξιο της εναγομένης στην περιοχή Ανθήλης Φθιώτιδας, όπου εκτελούνταν χωματουργικές εργασίες, ο ενάγων οδηγούσε το με αριθ. .... φορτηγό αυτοκίνητο-υδροφόρα και κατάβρεχε το κατασκευασθέν επίχωμα από αμμοχάλικο, ότι σε κάποια στιγμή ο ενάγων θέλησε να εξέλθει από την καμπίνα του παραπάνω οχήματος, προκειμένου να κλείσει την στρόφιγγα της υδροφόρας και να αποκόψει την παροχή του ύδατος, ότι ανοίγοντας την πόρτα του οδηγού ο ενάγων έπιασε την χειρολαβή με το αριστερό του χέρι και ταυτόχρονα τοποθέτησε το δεξιό του πόδι στο τελευταίο σκαλοπάτι του οχήματος που οδηγούσε, ότι τότε εντελώς ξαφνικά, λόγω της παλαιότητας και της κακής συντήρησης του οχήματος, έφυγε από την θέση της η χειρολαβή της πόρτας και ταυτόχρονα έσπασε και έφυγε από την θέση του και το σκαλοπάτι, στο οποίο πατούσε, με αποτέλεσμα να πέσει στο έδαφος, διπλώνοντας το αριστερό πόδι του, και να υποστεί κάταγμα του έξω κνημιαίου κονδύλου του αριστερού γόνατος (για την αντιμετώπιση του οποίου ο ενάγων υποβλήθηκε στις χειρουργικές επεμβάσεις που αναφέρονται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, στην οποία γίνεται και λεπτομερής έκθεση της εξέλιξης της κατάστασης της υγείας του ενάγοντος), ότι "το ότι το σκαλοπάτι έσπασε κατά την προσπάθεια του ενάγοντος να κατέβει από το φορτηγό αυτοκίνητο, προκύπτει από την κατάθεση της μάρτυρος συζύγου του ενάγοντος, ... κατάθεση την οποία το Δικαστήριο κρίνει καθόλα πειστική λόγω του ότι ενισχύεται και από την υπ'αριθ.810/20-11-2008 έκθεση έρευνας εργατικού ατυχήματος του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας..."και ότι ως εκ τούτου είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι "δε φέρει καμία ευθύνη για τον τραυματισμό του ενάγοντος, επειδή αυτός τραυματίστηκε κατά την κάθοδό του από το φορτηγό αυτοκίνητο, σκοντάφτοντας σε κάποια πέτρα", ότι "άλλωστε και η ίδια η εναγομένη στην δήλωσή της προς το ΙΚΑ του ένδικου ατυχήματος, ανέφερε ότι αυτός (ενάγων) έπεσε κατά την κάθοδό του από το φορτηγό, όχι όμως ότι παραπάτησε σε κάποια πέτρα και ότι η πτώση του οφείλεται στο γεγονός αυτό", ότι κατά συνέπεια ο τραυματισμός του ενάγοντος οφείλεται στην αμέλεια της εναγομένης εταιρείας, η οποία δεν έλαβε, διά των προστηθέντων της, τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας για την σωματική ακεραιότητα και υγεία των εργαζομένων της και συγκεκριμένα (α) δεν προέβη στην τακτική συντήρηση του οδηγουμένου από τον ενάγοντα ως άνω αυτοκινήτου, ώστε να αντιληφθεί εγκαίρως ότι η χειρολαβή και το σκαλοπάτι αυτού χρειάζονταν επισκευή και να τα επισκευάσει (β) δεν προέβη στην επισκευή αυτήν, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του ενάγοντος προς τούτο, ενώ αντιθέτως του επέτρεπε να χρησιμοποιεί καθημερινά το αυτοκίνητο αυτό, με βάση δε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τα αφορώντα στην αντιμετώπιση της σωματικής αυτής βλάβης του ενάγοντος και την εξέλιξη της υγείας του), εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, απέρριψε κατ'ουσίαν την έφεση της εναγομένης, δέχθηκε κατ'ουσίαν την έφεση του ενάγοντος και κατά μερική παραδοχή της αγωγής του υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει σ'αυτόν ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από το ατύχημα το ποσό των 17.000€. Σε σχέση με την κρίση αυτή του Εφετείου η αναιρεσείουσα εναγομένη προβάλλει τις αιτιάσεις: (1) Με τον 1ο λόγο αναίρεσης από το άρθ.559 αριθ.11 περ.γ'ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τη νομίμως με επίκληση προσκομισθείσα ενώπιον αυτού με αριθ.πρωτ.98/5-12-2006 δήλωση αναγγελίας εργατικού ατυχήματος, στην οποία αυτή προέβη προς το ΣΕΠΕ Φθιώτιδας. Ο λόγος αυτός πρέπει ν'απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι από την περιεχομένη στην προσβαλλομένη απόφαση ως άνω βεβαίωση δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το δικαστήριο της ουσίας για τον σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος έλαβε υπόψη και το έγγραφο αυτό, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στην προσβαλλομένη απόφασή του δεν μνημονεύεται ειδικά και το έγγραφο αυτό. (2) Με τον 2ο (και τελευταίο) λόγο αναίρεσης από τον αριθ.20 του ίδιου άρθρου, ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της από 11-12-2006 δήλωσης ατυχήματος του ενάγοντος προς το ΙΚΑ, η οποία είναι αποκλειστικά δική του και στην οποία δηλώνει κατά λέξη "σταμάτησα την υδροφόρα... και όταν πήγα να κατέβω έπεσα", δεχθέν ότι στην δήλωση αυτή προέβη η ίδια η αναιρεσείουσα εναγομένη και ειδικότερα ότι δήλωσε ότι ο ενάγων "παραπάτησε και έπεσε". Ο λόγος αυτός πρέπει ν'απορριφθεί, ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι από το προαναφερθέν περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης προκύπτει ότι το δικαστήριο ουδόλως δέχθηκε ότι η εναγομένη στην δήλωση ατυχήματος προς το ΙΚΑ δήλωσε ότι ο ενάγων "παραπάτησε και έπεσε", αλλά το αντίθετο (ότι δηλ. η εναγομένη δεν δήλωσε αυτό), προεχόντως, όμως, διότι το Εφετείο, ορθά αναγιγνώσκοντας το έγγραφο αυτό, δεν μόρφωσε την γνώμη του (για τις συνθήκες του ατυχήματος και την υπαιτιότητα της αναιρεσείουσας) αποκλειστικά, αλλά ούτε και κυρίως από το έγγραφο αυτό, το οποίο απλά συνεκτίμησε με άλλα αποδεικτικά μέσα, όπως προκύπτει και από την διατύπωση της προσβαλλομένης "άλλωστε και η ίδια η εναγομένη στη δήλωσή της προς το ΙΚΑ...", με την οποία δηλώνεται συνδυασμός και σύνδεση του εγγράφου αυτού με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, και μάλιστα κατά τρόπο επικουρικό. Επομένως, πρέπει ν'απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα» (areiospagos.gr)

ΜΠρΑθ 4524/2015 - Προσωρινή ρύθμιση κατάστασης μέχρι την έκδοση οριστικής ή τελεσίδικης απόφασης για τη μείωση του μισθώματος

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Προσωρινή ρύθμιση κατάστασης μέχρι την έκδοση οριστικής ή τελεσίδικης απόφασης για τη μείωση του μισθώματος (νομολογία)
..

ΜΠρΑθ 4524/2015: "Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 388 παρ. 1, 288 ΑΚ, 682 παρ. 1 εδ. α', 731 και 732 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο μπορεί, ώσπου να εκδώσει στο πλαίσιο της κύριας δίκης την τελεσίδικη ή οριστική (διαπλαστική) δικαστική απόφαση του για τη μείωση ή όχι της παροχής «στο μέτρο που αρμόζει» στην περίπτωση του άρ. 388 παρ. 1 ΑΚ ή στο μέτρο που απαιτείται για την άρση του ουσιώδους της διαφοράς μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και για την αποκατάσταση της
διαταραχθείσας καλής πίστης στην περίπτωση του άρθρου 288 ΑΚ, να διατάξει την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης και συγκεκριμένα της απορρέουσας από τη σύμβαση έννομης σχέσης, επιλέγοντας το κατά την κρίση του προσφορότερο ασφαλιστικό μέτρο σύμφωνα με τα άρθρα 731 και (ιδίως) 732ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ώσπου να εκδοθεί στο πλαίσιο της κύριας δίκης η τελεσίδικη ή οριστική (διαπλαστική) δικαστική απόφαση για τη μείωση ή όχι του (αρχικά συμφωνημένου ή κατ'αναπροσαρμογή διαμορφούμενου) καταβαλλομένου μισθώματος (της παροχής) «στο μέτρο που αρμόζει» στην περίπτωση του άρθρου 388 παρ. 1 ΑΚ ή στο μέτρο που απαιτείται για την άρση του ουσιώδους της διαφοράς μεταξύ του καταβαλλόμενου μισθώματος (της παροχής) και της αληθούς αξίας της παραχωρούμενης χρήσης του μισθίου (της αντιπαροχής) και για την αποκατάσταση της διαταραχθείσας καλής πίστης στην περίπτωση του άρθρου 288 ΑΚ, το Δικαστήριο μπορεί σύμφωνα μετά άρθρα 731 και 732 ΚΠολΔ να διατάξει την προσωρινή ρύθμιση της απορρέουσας από τη σύμβαση μίσθωσης διαρκούς μισθωτικής ενοχικής σχέσης και συγκεκριμένα μπορεί να διατάξει τον εκμισθωτή να παραλείπει προσωρινά (μέχρι τελεσίδικης ή οριστικής απόφασης για μείωση ή όχι του μισθώματος) την καταγγελία της μίσθωσης που τον συνδέει με το μισθωτή για το λόγο της καθυστέρησης καταβολής από τον τελευταίο αυτού ακριβώς του μισθώματος αμείωτου και όχι βέβαια για άλλο λόγο. Στην περίπτωση αυτή διατάσσεται επιτρεπτώς κατά τα άρθρα 731 και 732 ΚΠολΔ η προσωρινή παράλειψη νομικής πράξης (της διαπλαστικής-καταργητικής της μίσθωσης-δικαιοπραξίας της καταγγελίας), δηλαδή δεν πρόκειται, εδώ, για την αντίθετη περίπτωση της προσωρινής καταδίκης σε δήλωση βουλήσεως (σε ενέργεια νομικής πράξης) με ασφαλιστικά μέτρα, η οποία όντως απαγορεύεται, αφενός επειδή το άρθρο 949 εδ. α'ΚΠολΔ απαιτεί τελεσίδικη (καταψηφιστική) απόφαση στην κύρια διαγνωστική δίκη, αφετέρου επειδή οδηγεί σε πλήρη ικανοποίηση του αντίστοιχου δικαιώματος κατά παράβαση του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ. Ασφαλιστέο και προσωρινώς ρυθμιστέο δικαίωμα είναι η εκ του άρθρου 574 ΑΚ διαρκής ενοχική αξίωση του μισθωτή κατά του εκμισθωτή για παραχώρηση σε αυτόν της (κατοχής και) συμφωνημένης χρήσης του μισθίου αντί μισθώματος μειωμένου στο μέτρο του άρθρου 388 παρ. 1 ΑΚ, άλλως στο μέτρο του άρθρου 288 ΑΚ, αξίωση δηλαδή που απορρέει από το ουσιαστικό δίκαιο και δη όχι από τη μεμονωμένη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 574 ΑΚ, αλλά από τη συνδυασμένη εφαρμογή της διάταξης αυτής (του άρθρου 574 ΑΚ) με εκείνη του άρθρου 388 παρ. 1 ΑΚ ή με εκείνη του άρθρου 288 ΑΚ. Επιπλέον, στην παραπάνω περίπτωση η - κατά παραδοχή της οικείας αίτησης ασφαλιστικών μέτρων του μισθωτή - έκδοση απόφασης που διατάσσει την προσωρινή (με την ανωτέρω έννοια) παράλειψη της καταγγελίας της μίσθωσης από τον εκμισθωτή λόγω υπερημερίας του μισθωτή ως προς το πληττόμενο από τη μεταβολή των συνθηκών (με την έννοια του άρθρου 388 παρ. 1 ΑΚ άλλως με την έννοια του άρθρου 288 ΑΚ) μίσθωμα, δεν προσκρούει στην απαγορευτική διάταξη του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ. Και αυτό γιατί η λήψη των ως άνω ασφαλιστικών μέτρων δεν οδηγεί στην ολοκληρωτική ικανοποίηση της προαναφερόμενης ασφαλιστέας και προσωρινώς ρυθμιστέας αξίωσης του μισθωτή κατά του εκμισθωτή εκ του ουσιαστικού δικαίου, καθόσον τούτη έχει ως αντικείμενο παροχή διαρκή και όχι εφάπαξ εκπληρωτέα, αλλά απλώς διατηρεί προσωρινά σε λειτουργία την διαρκή ενοχική σχέση της μίσθωσης κρατώντας την ζωντανή και αποτρέποντας την απονέκρωση της, με την ικανοποίηση μερικότερων μόνον εκδηλώσεων της. Έτσι, η λήψη των ως άνω ασφαλιστικών μέτρων δεν δημιουργεί αμετάκλητες ή δυσχερώς αναστρέψιμες καταστάσεις που ματαιώνουν τον πρακτικό σκοπό της κύριας δίκης (ΜΠρΑΘ 2750/2014 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑΘ 2061/2013 ΕλλΔνη 2013. 500, ΜΠρθεσ 9053/2013 Αρμ. 2013. 1300, ΜΠρΑιγ494/2011 ΕΦΑΔ 2012. 42 ή Αρμ 2012.533 με σύμφωνες παρατηρήσεις Σ. Κουμάνη και τις εκεί παραπομπές contra ΜΠρΘεσ 11025/2014 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΚεφ 138/2013 ΝΟΜΟΣ)". (dsa.gr)

Απόφαση 639 / 2014 AΠ - Άσκηση ανακοπής του άρθρου 936 ΚΠολΔ σε κάθε είδος αναγκαστικής εκτέλεσης

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Άσκηση ανακοπής του άρθρου 936 ΚΠολΔ σε κάθε είδος αναγκαστικής εκτέλεσης..

Την ανακοπή του αρ. 936 ΚΠολΔ μπορεί να ασκήσει και όποιος έχει ενοχικό δικαίωμα, εφόσον το δικαίωμα αυτό δεν αποκρούεται με επικρατέστερο δικαίωμα του καθ’ ου η εκτέλεση. Επομένως η ανακοπή τρίτου μπορεί να ασκηθεί όχι μόνο σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο είδος αναγκαστικής εκτέλεσης: "Σύμφωνα με το άρθρο 936 ΚΠολΔ τρίτος έχει δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης, αν προσβάλλεται δικαίωμα του επάνω στο αντικείμενο της εκτέλεσης, το οποίο δικαιούται να αντιτάξει σε εκείνον κατά του οποίου έχει στραφεί η εκτέλεση και ιδίως: α) δικαίωμα εμπράγματο που αποκλείει ή περιορίζει το δικαίωμα εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, β) απαγόρευση διάθεσης που έχει ταχθεί υπέρ αυτού και συνεπάγεται σύμφωνα με το νόμο την ακυρότητα της διάθεσης.
Η διάταξη αυτή θέτει ως γενική αρχή ότι, ο τρίτος δικαιούται να επικαλεστεί οποιοδήποτε δικαίωμά του στο αντικείμενο της εκτέλεσης, το οποίο μπορεί όμως να αντιτάξει κατά του καθ ου η εκτέλεση, συγχρόνως δε καθορίζει ενδεικτικά ορισμένα δικαιώματα που θεμελιώνουν ανακοπή εις τρόπον ώστε και οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα, εφόσον επιδρά στη διαδικασία της εκτέλεσης είναι δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο της ανακοπής.
Συνεπώς, μπορεί να ασκήσει ανακοπή και αυτός που έχει ενοχικό δικαίωμα, εφόσον το δικαίωμα αυτό δεν αποκρούεται με επικρατέστερο δικαίωμα του καθ'ου η εκτέλεση. Η θέση της διάταξης του άρθρου 936, κατ'απόκλιση από το προϊσχύον δίκαιο, στο κεφάλαιο που περιλαμβάνει τις γενικές διατάξεις που ρυθμίζουν τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης και η διατύπωση αυτής, η οποία είναι γενική χωρίς διακρίσεις, απολήγουν στην καθολική εφαρμογή της διάταξης αυτής. Επομένως, η ανακοπή τρίτου μπορεί να ασκηθεί όχι μόνο σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο είδος αναγκαστικής εκτέλεσης (ΑΠ 1587/2006, Α.Π. 1451/1987 ). Η άσκηση της ανακοπής του τρίτου δεν υπόκειται ευθέως από το νόμο σε χρονική οριοθέτηση. Μπορεί, όμως, αυτή να ασκηθεί κατά το χρονικό διάστημα από την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση στον καθού η εκτέλεση έως και την κύρια διαδικασία, ιδίως μάλιστα με αφορμή τις περιπτώσεις της άμεσης εκτέλεσης όπου η κύρια διαδικασία εντοπίζεται σε μια πράξη.
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, δικάζοντας έφεση της πρώτης αναιρεσίβλητης εταιρίας κατά της υπ'αριθ. 22276/2008 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία εκδόθηκε επί της από 1-12-2006 ανακοπής της (πρώτης αναιρεσίβλητης) κατά των αναιρεσειόντων και των απολειπομένων αναιρεσιβλήτων και κατά της υπ'αριθ. 26.498/2004 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία κατά παραδοχή της από 17-11-2003 αγωγής των αναιρεσειόντων υποχρέωσε τους εναγομένους και ήδη απολειπομένους αναιρεσιβλήτους να καθαιρέσουν και απομακρύνουν από το δώμα της πολυκατοικίας, του οποίου έχουν την αποκλειστική χρήση, τις εγκαταστάσεις κινητής τηλεφωνίας που ανήκουν στην μισθώτριά τους πρώτη αναιρεσίβλητη, έκρινε ότι: α ) η ανακοπή του άρθρου 936 ΚΠολΔ, όπως η ένδικη, χωρεί σε κάθε είδους εκτέλεση και όχι μόνο επί εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων και μπορεί να ασκηθεί από την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση, β ) ότι η ανακόπτουσα, ως μισθώτρια του δώματος της πολυκατοικίας, νομιμοποιείται ενεργητικά, ως τρίτη, στην άσκηση της ένδικης ανακοπής, αφού, με την επισπευδόμενη εκτέλεση της αποφάσεως, δια της επιδόσεως επιταγής προς εκτέλεση, προσβάλλεται το επί του αντικειμένου της εκτελέσεως και εκ της μισθώσεως απορρέον και αντιτάξιμο έναντι των καθών η εκτέλεση ενοχικό δικαίωμά της για εγκατάσταση στο δώμα της πολυκατοικίας σταθμών βάσης κινητής τηλεφωνίας και γ) ακύρωσε την επισπευδόμενη εκτέλεση κατά το μέρος που διώκει τη άρση και απομάκρυνση των εγκαταστάσεων κινητής τηλεφωνίας, Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τη διάταξη ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 936 του ΚΠολΔ". [Απόφαση 639 / 2014  AΠ] (areiospagos.gr)

AΠ 110/2015 - Αοριστία παροχής - Προσδιορισμός της από το δικαστήριο

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Αοριστία παροχής - Προσδιορισμός της από το δικαστήριο (νομολογία)
...

AΠ 110/2015: Αοριστία παροχής- Προσδιορισμός της από το δικαστήριο: «Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 371 ΑΚ "αν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε σε έναν από τους συμβαλλομένους ή σε τρίτον, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι ο προσδιορισμός πρέπει να γίνει με δίκαιη κρίση. Αν δεν έγινε με δίκαιη κρίση ή βραδύνει γίνεται από το δικαστήριο". Με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου του εν λόγω άρθρου, που αποτελεί ειδική έκφραση των αρχών της καλής πίστης, παρέχεται η δυνατότητα, η οποία απορρέει από την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ), ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής σε κάποιον από τους συμβαλλομένους ή σε τρίτον, ο οποίος υποχρεούται να προβεί στον προσδιορισμό της παροχής εν αμφιβολία με δίκαιη κρίση.
Από τη διατύπωση του πρώτου εδαφίου του ως άνω άρθρου προκύπτει ότι η εφαρμογή του εκτείνεται στις συμβατικές ενοχές, ενώ επίσης είναι δυνατή η εφαρμογή του και στην περίπτωση που στη σύμβαση ορίζεται ότι η παροχή θα προσδιοριστεί από τα μέρη με μεταγενέστερη συμφωνία. Προϋποθέσεις εφαρμογής του ως άνω άρθρου είναι η ύπαρξη αοριστίας της παροχής, η οποία πρέπει να είναι ηθελημένη και υφίσταται υπό την έννοια ότι κατά την κατάρτιση της σύμβασης και μετά τη σύσταση της ενοχής, το περιεχόμενο της παροχής δεν προσδιορίστηκε πλήρως στη σύμβαση κατ` έκταση, χρόνο, τόπο και τρόπο καταβολής, είδος, βάρος ή κατ` άλλα στοιχεία και δεν είναι δυνατή η αναπλήρωση της αοριστίας αυτής με την ερμηνεία κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Ορος εφαρμογής του πιο πάνω άρθρου είναι όχι μόνο η ύπαρξη της ως άνω αοριστίας της παροχής, αλλά και η ανάθεση με τη σύμβαση της συμπλήρωσής της δια του προσδιορισμού της παροχής σε έναν από τους συμβαλλόμενους ή σε τρίτο, σε έναν ή περισσότερους. Εξάλλου, ο προσδιορισμός της παροχής δύναται να συμφωνηθεί ότι αφήνεται στην κρίση και των δύο μερών και είναι δυνατόν να ανατέθηκε με τη συμφωνία από κοινού στους συμβαλλομένους Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το δεύτερο εδάφιο του ως άνω άρθρου 371 ΑΚ, αν ο προσδιορισμός της παροχής δεν έγινε (από συμβαλλόμενο ή τρίτο) κατά δίκαιη κρίση ή βραδύνει, ανεξάρτητα από υπαιτιότητα, γίνεται από το δικαστήριο. Το δικαστήριο επιλαμβάνεται μετά από αγωγή του ή των συμβαλλομένων, υποκαθιστά δε εκείνον, στον οποίο είχε ανατεθεί το δικαίωμα του προσδιορισμού της παροχής, όταν αυτός προέβη στον προσδιορισμό με κρίση άδικη ή αν βραδύνει ή αρνείται ή αδυνατεί προς τούτο. Επίσης το δικαστήριο επιλαμβάνεται μετά από αγωγή και όταν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε στη δίκαιη κρίση και των δύο μερών και το ένα αρνείται ή βραδύνει να αποδεχθεί τις απόψεις του άλλου. Η απόφαση του δικαστηρίου, κατά το ως άνω εδ. 2 του άρθρου 371 ΑΚ, που είναι προσδιοριστική της παροχής, συμπληρώνει τη σύμβαση ως προς την αοριστία της παροχής, υποκαθιστώντας τη βούληση των συμβαλλομένων και είναι διαπλαστικού χαρακτήρα, με αναδρομική δύναμη. Πριν από τον προσδιορισμό αυτό δεν υπάρχει γεννημένη αξίωση προς παροχή και συνακόλουθα δεν δημιουργείται υπερημερία του οφειλέτη από τη μη πληρωμή, αφού δεν υφίσταται προσδιορισμένη εκπληρώσιμη παροχή και συνεπώς, δεν έχει εφαρμογή ούτε το άρθρο 345 ΑΚ...

...Ειδικότερα και σύμφωνα με το προεκτεθέν περιεχόμενο της αγωγής, η ενάγουσα εκθέτει σ` αυτήν ότι μεταξύ των διαδίκων καταρτίστηκε μία συμβατική ενοχή και πως οι διάδικοι συμφώνησαν ότι σε περίπτωση πλήρωσης μιας αναβλητικής αιρέσεως (ευνοϊκότερα για την ενάγουσα αποτελέσματα με βάση το διαγωνισμό, σε σχέση μ` αυτά με βάση τις συμβάσεις αγοράς δι` απευθείας ανάθεσης), η εναγομένη είχε την υποχρέωση να προβεί σε μία παροχή σε είδος, η οποία συνίστατο στην παράδοση τηλεπικοινωνιακού υλικού. Ότι η παροχή, την οποία ανέλαβε να εκπληρώσει η εναγομένη, ήταν αόριστη, καθόσον κατά την κατάρτιση εκάστης σύμβασης μεταξύ των διαδίκων το περιεχόμενο της παροχής αυτής δεν προσδιορίστηκε πλήρως στη σύμβαση κατ` είδος, ποσότητα και χρόνο παράδοσης, ηθελημένα δε οι διάδικοι δεν την προσδιόρισαν, καθόσον την εξήρτησαν από κριτήρια και στοιχεία μη υφιστάμενα κατά τον χρόνο κατάρτισης της συμφωνίας και από την επέλευση μελλοντικών και αβέβαιων γεγονότων. Ότι οι συμβαλλόμενες εταιρείες συμφώνησαν ότι η συμπλήρωση της μεταξύ τους σύμβασης, δηλαδή ο προσδιορισμός της οφειλόμενης από την εναγόμενη θα γινόταν από κοινού από τα συμβαλλόμενα μέρη. Ότι η ορισθείσα αναβλητική αίρεση πληρώθηκε καθόσον επήλθαν ευνοϊκότερα αποτελέσματα με βάση τον διενεργηθέντα στη συνέχεια μειοδοτικό διαγωνισμό σε σχέση με τα αποτελέσματα των επικαλουμένων συμβάσεων δι` απευθείας αναθέσεως και ότι η ενάγουσα κάλεσε την εναγομένη σε διαπραγματεύσεις για να προσδιορίσουν την παροχή που οφείλει η τελευταία κατ` είδος, ποσότητα και χρόνο παράδοσης του δωρεάν τηλεπικοινωνιακού υλικού, η δε εναγομένη βραδύνει και αρνείται να προβεί από κοινού με την ενάγουσα στην εξειδίκευση και τον προσδιορισμό της παροχής, μη αποδεχόμενη τις απόψεις της ενάγουσας. Κατά συνέπεια στην ιστορική βάση της αγωγής εκτίθενται τα στοιχεία του πραγματικού του άρθρου 371 ΑΚ,. Όμως, λόγω της αοριστίας της συμφωνηθείσης παροχής και του ότι η εναγομένη βραδύνει και αρνείται τον προσδιορισμό της παροχής αυτής από τους διαδίκους, η ενάγουσα δεν ζητά τον προσδιορισμό της παροχής αυτής από το δικαστήριο, κατά το δεύτερο εδάφιο της ίδιας διάταξης, αλλ` αντιθέτως ζητά να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη της οφείλει το αιτούμενο ποσό, το οποίο, κατά τους αγωγικούς της ισχυρισμούς, αφενός υπολαμβάνει ως ζημία της λόγω της μη εκπλήρωσης της αναληφθείσης υποχρέωσης προς προσδιορισμό της παροχής εκ μέρους της εναγομένης και λόγω της υπερημερίας αυτής, αφετέρου δε το ποσό αυτό, κατά τους ισχυρισμούς της, αντιστοιχεί στην αξία του τηλεπικοινωνιακού υλικού που οφείλει η εναγομένη να της παραδώσει δωρεάν, ήτοι αντιστοιχεί στην αξία της (κατ` αρχήν αόριστης) συμφωνηθείσης παροχής σε είδος. Σύμφωνα όμως με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγούμενη σκέψη, στην περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 371 ΑΚ, όπως στην προκειμένη περίπτωση, πριν από τον προσδιορισμό της παροχής από το δικαστήριο, κατόπιν ασκήσεως σχετικής αγωγής από τον ένα συμβαλλόμενο, δεν υπάρχει γεννημένη αξίωση προς παροχή και συνεπώς δεν δημιουργείται υπερημερία του οφειλέτη από τη μη πληρωμή, δεδομένου ότι δεν υφίσταται προσδιορισμένη εκπληρώσιμη παροχή. Άλλωστε, κατά το σχετικό όρο και τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η συμφωνηθείσα αόριστη παροχή δεν συνομολογήθηκε μεταξύ των διαδίκων να είναι πραγματική, αλλά παροχή σε είδος (τηλεπικοινωνιακού υλικού). Δεδομένου λοιπόν ότι οι διάδικοι συμφώνησαν μία αόριστη παροχή σε είδος εκ μέρους της εναγόμενης προς την ενάγουσα, ότι η παροχή αυτή θα προσδιοριζόταν από κοινού από τις συμβαλλόμενες εταιρείες, ότι η εναγομένη αρνείτο και βράδυνε προς τούτο και ότι πριν από τον προσδιορισμό της παροχής από το δικαστήριο (κατόπιν ασκήσεως σχετικής αγωγής από την ενδιαφερόμενη συμβαλλόμενη), δεν υφίσταται προσδιορισμένη εκπληρώσιμη παροχή της εναγομένης και δεν δημιουργείται υπερημερία αυτής από τη εκπλήρωσή της, το αίτημα περί αναγνωρίσεως της αιτούμενης χρηματικής οφειλής της εναγομένης είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο. Δηλαδή, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η πλήρωση της αιρέσεως δεν οδηγεί σε καθίδρυση χρηματικής υποχρέωσης της εναγομένης, δηλαδή προς καταβολή χρηματικού ποσού, όπως ζητά η ενάγουσα ν` αναγνωριστεί ότι οφείλει να της καταβάλει η εναγομένη, αλλά σε παροχή είδους, που δεν προσδιορίστηκε και έπρεπε να προηγηθεί δικαστικός της προσδιορισμός, ώστε ακολούθως, σε περίπτωση παθολογικής εξέλιξης της ενοχής, να ανακύψει περίπτωση αλλοίωσης της ενοχής σε χρηματική αξίωση αποζημίωσης. Σημειωτέον, ότι με την αγωγή δεν εισάγεται αίτημα αναγνώρισης της υποχρέωσης χορηγήσεως εκπτώσεως, αλλά σαφώς ζητείται η αναγνώριση της οφειλής προς καταβολή χρηματικού ποσού και μάλιστα ως αποζημίωσης, λόγω υπερημερίας της εναγομένης, ώστε η με την έφεση μεταβολή του αιτήματος (όπως εσφαλμένα εκτιμήθηκε από την 4674/1996 προδικαστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου) είναι απαράδεκτη. Να σημειωθεί ότι το αίτημα της αγωγής δεν μπορεί να εκτιμηθεί ως αίτημα προσδιορισμού από το δικαστήριο της παροχής κατά δίκαιη κρίση, αφού ρητά ζητείται η αναγνώριση οφειλής, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, η συμφωνηθείσα αόριστη παροχή δεν ήταν χρηματική, αλλά συνίστατο στην παράδοση εκ μέρους της εναγομένης τηλεπικοινωνιακού υλικού (είδους). Σε κάθε περίπτωση δε, και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η αγωγή μπορούσε να εκτιμηθεί ως αγωγή προσδιορισμού από το δικαστήριο αόριστης σε είδος παροχής, ουδόλως εκτίθενται σ` αυτήν προσδιοριστικά στοιχεία της οφειλόμενης σε είδος παροχής (περιγραφή του τηλεπικοινωνιακού υλικού κατ` είδος, ποσότητα και χρόνο παράδοσης)". Έτσι, που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή την προδιαληφθείσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 371 ΑΚ, δεδομένου ότι η ένδικη αγωγή, με το προεκτεθέν περιεχόμενο και αίτημα, το οποίο και το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, είναι μη νόμιμη και απορριπτέα. Τούτο γιατί η επικαλούμενη ως άνω πλήρωση της αίρεσης, (ήτοι η ύπαρξη διαφοράς μεταξύ των τιμών για την αγορά των υλικών μεταξύ των συμβάσεων και του μειοδοτικού διαγωνισμού), δεν οδηγεί σε καθίδρυση χρηματικής υποχρέωσης της εναγομένης, δηλαδή προς καταβολή χρηματικού ποσού, αλλά σε παροχή εκ μέρους της εναγομένης δωρεάν τηλεπικοινωνιακού υλικού του συστήματος EWSD, το είδος, η ποσότητα και ο χρόνος παράδοσης του οποίου, θα καθορίζονταν (σύμφωνα με τη σύμβαση) από τους συμβαλλομένους. Κατά συνέπεια, εφόσον το υλικό αυτό δεν προσδιορίστηκε από τους συμβαλλομένους, ανεξάρτητα από την επικαλούμενη υπαιτιότητα της εναγομένης, έπρεπε να προηγηθεί, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην νομική σκέψη, δικαστικός προσδιορισμός της υποχρέωσης για παράδοση του συγκεκριμένου υλικού, ώστε ακολούθως, σε περίπτωση παθολογικής εξέλιξης της ενοχής, να ανακύψει περίπτωση αλλοίωσης της ενοχής σε αξίωση χρηματικής αποζημίωσης». (areiospagos.gr)

ΜΠρΑθ 122/2015 - Ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ κατά διαταγής πληρωμής από οφειλόμενα κοινόχρηστα

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ κατά διαταγής πληρωμής από οφειλόμενα κοινόχρηστα (νομολογία)...

ΜΠρΑθ 122/2015 - Ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ κατά διαταγής πληρωμής από οφειλόμενα κοινόχρηστα: "Έως την πρόσφατη εισαγωγή του ν. 4055/2012, η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής εκδικαζόταν ανέκαθεν με τη διαδικασία εκείνη, τακτική ή ειδική, όπου υπαγόταν η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής. Η λύση αυτή προέκυπτε, πέρα από την ίδια τη φύση της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, και από τη διάταξη της § 3 του άρθρου 632 ΚΠολΔ -όπως ίσχυε πριν απαλειφθεί με τις διατάξεις του ν. 4055/2012, σύμφωνα με την οποία «αν η διαφορά από την απαίτηση, για την οποία έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής, δικάζεται σύμφωνα με ειδική διαδικασία, η ανακοπή εκδικάζεται κατά τις διατάξεις της ειδικής αυτής διαδικασίας»
[Π. Αρβανιτάκης, Η διαταγή πληρωμής κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (2012), § ΧΜ.Δ, σ. 347]. Με το άρθρο 14 § 1 ν. 4055/2012 (που κατά το άρθρο 110 § 20 του νόμου αυτού ισχύει από 12.5.2012) καταργήθηκε πλέον η παλαιά διάταξη της § 3 του άρθρου 632 ΚΠολΔ, ενώ εισήχθη νέα § 2 στην ίδια διάταξη, η οποία προβλέπει ότι «(η) άσκηση της ανακοπής, η συζήτηση της οποίας προσδιορίζεται υποχρεωτικά εντός εξήντα ημερών ή εντός ενενήντα ημερών αν ο διάδικος διαμένει στην αλλοδαπή ή έχει άγνωστη διαμονή, και εκδικάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις ; . των άρθρων 643 και 591 παράγραφος 1 περίπτωση α΄ ΚΠολΔ». Δεδομένου ότι, αντίθετα με ό,τι αναφέρει η Αιτιολογική Εκθεση επί του Σχεδίου Νόμου, η νέα § 2 παραπέμπει αποκλειστικά στο άρθρο 643 ΚΠολΔ (παράλληλα με την εφαρμογή του άρθρου 591 § 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ), και όχι συλλήβδην στην ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων (ή των άρθρων 635 επ. ΚΠολΔ), το ζήτημα της προσήκουσας διαδικασίας εκδίκασης της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής παραμένει, μετά την κατάργηση της παλαιάς § 3 του άρθρου 632 ΚΠολΔ, κατ'αρχήν αδιευκρίνιστο (βλ. Π. Αρβανιτάκη, ό.π., § ΧΙΙ.Δ, σ. 347). Η αμφισβήτηση που δημιουργήθηκε, μάλιστα, εν όψει της ανωτέρω κακότεχνης διατύπωσης του νόμου, έδωσε αφορμή να διατυπωθούν ποικίλες απόψεις στα πλαίσια της επιστήμης αναφορικά με το ζήτημα αυτό (βλ. αναλυτικά για τη διχογνωμία το έγγραφο που εξέδωσε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που τιτλοφορείται «Αρθρο 632 ΚΠολΔ - Διαδικασία εκδίκασης ανακοπών κατά διαταγής πληρωμής», όπου και παράθεση των υποστηριζόμενων απόψεων).  Κατά την άποψη, την οποία το παρόν Δικαστήριο προκρίνει ως ορθότερη, (βλ. Π. Αρβανιτάκη, ό.π., § ΧΙΙ.Δ, σ. 347 --348- Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ - Οι τροποποιήσεις του ν. 4055/2012, άρθρο 632 αριθ. 55, 72 και 77, σ. 81, 87 και 88, αντίστοιχα το ανωτέρω έγγραφο του ΤριμΣυμβΔιοικΕιρΑΘ) υποστηρίζεται ότι εφόσον μετά την τροποποίηση της § 3 του άρθρου 632 ΚΠολΔ δεν γίνεται πλέον διάκριση της διαδικασίας, που θα ακολουθηθεί, με κριτήριο την απαίτηση για την οποία εκδόθηκε  η  διαταγή πληρωμής,  αλλά ούτε καθιερώνεται  ρητά ειδική διαδικασία για την εισαγωγή και εκδίκαση της ανακοπής, δεδομένου ότι αν ο νομοθέτης ήθελε να είναι αυτή των πιστωτικών τίτλων θα παρέπεμπε στο σύνολο των σχετικών διατάξεων και όχι μόνο σε εκείνη του άρθρου 643 ΚΠολΔ(ενώ παράλληλα δεν τροποποιεί και εκείνη του άρθρου 635 του ίδιου Κώδικα, όπου ρητά αναφέρονται οι διαφορές που μπορούν να εκδικαστούν με τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων), εφαρμόζεται κατ'αρχήν η τακτική διαδικασία ή η προβλεπόμενη από τη φύση της απαίτησης ειδική διαδικασία, με τις αποκλίσεις όμως που εισάγονται από το πλέγμα των διατάξεων των άρθρων 591 § 1 εδ. α , 632 § 2, 643, 649 και 650 ΚΠολΔ. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός της συνεφαρμογής στην ανακοπή του άρθρου, 632 ΚΠολΔ και των γενικών διατάξεων για τις ανακοπές των άρθρων 588 έως 585 ΚΠολΔ, όπου επίσης καθιερώνεται κατ'αρχήν για την εκδίκασή τους η τακτική διαδικασία, εκτός αν βάσει ειδικών διατάξεων ορίζεται η τήρηση ειδικής διαδικασίας (βλ. το ανωτέρω έγγραφο του ΤριμΣυμβΔιοικΕιρΑΘ). Επιχείρημα υπέρ της γνώμης αυτής μπορεί να συναχθεί και από την αντίστοιχη ανακοπή κατά της εκτέλεσης, κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ, η οποία, παρά την απουσία ρητής ρύθμισης, υπάγεται, όπως γίνεται δεκτό, κατ’ αρχήν στην τακτική διαδικασία, εκτός και αν για τη διάγνωση της αξίωσης, για την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση, εφαρμόζεται ειδική διαδικασία, οπότε αυτή ακολουθείται και για την εκδίκαση της ανακοπής (Π. Αρβανιτάκης,ό.π., § XII.Δ, σ. 348). Παράλληλα επισημαίνεται (βλ. το ανωτέρω έγγραφο του ΤριμΣυμβΔιοικΕιρΑΘ), ότι με την υιοθέτηση της συγκεκριμένης άποψης εξυπηρετείται και ο σκοπός του νομοθέτη για κοινή δικονομική αντιμετώπιση των ανακοπών κατά διαταγής πληρωμής και εκείνης κατά της εκτέλεσης, όπου επίσης κατά την εκδίκαση της ακολουθείται η ίδια διάκριση, αφού με το άρθρο 19 του ν. 4055/2012 προστέθηκε στο άρθρο 937 ΚΠολΔ και τρίτη παράγραφος, ομοίου περιεχομένου με εκείνη του εδ. β'της § 2 άρθρου 632 ΚΠολΔ  (βλ.  για  την παραπάνω  άποψη  το ως  άνω  έγγραφο  του ΤριμΣυμβΔιοικΕιρΑΘ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 218 παρ. 1 ΚΠολΔ περισσότερες απαιτήσεις του ιδίου ενάγοντος κατά του ιδίου εναγομένου, οι οποίες πηγάζουν από την ίδια ή διαφορετική αιτία, αφορούν τον ίδιο ή διαφορετικό λόγο, μπορούν να ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο της αγωγής: α) αν δεν είναι αντιφατικές μεταξύ τους, β) αν στο σύνολο τους υπάγονται λόγω ποσού στο δικαστήριο που εισάγονται, γ) αν υπάγονται στο ίδιο είδος διαδικασίας και ε) αν η σύγχρονη εκδίκασή τους δεν επιφέρει σύγχυση...
Οι ανακόπτουσες, στο δικόγραφο της υπό κρίση ανακοπής, σωρεύουν, αφενός μεν την ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ, αφετέρου δε την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Η σώρευση αυτή είναι επιτρεπτή, διότι οι ανακοπές αυτές υπάγονται στην καθ'ύλη και κατά τόπο αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου, στο αυτό είδος διαδικασίας, η οποία είναι αυτή των μισθωτικών διαφορών, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στην παραπάνω μείζονα σκέψη, εφόσον η βασική απαίτηση, εφ'ης εκδόθηκε η με αριθ. 3659/2013 διαταγής πληρωμής, αφορά οφειλή από καθυστερούμενα κοινόχρηστα, εν τέλει δε η συνεκδίκασή τους, δεν επιφέρει σύγχυση, δηλαδή εν προκειμένω, συντρέχουν οι εκ του άρθρου 218 παρ. 1 ΚΠολΔ, επιβαλλόμενες προϋποθέσεις για τη σώρευση τους... "(dsa.gr)

ΑΠ 294/2014 - Διαταγή πληρωμής για οφειλόμενα μισθώματα. Για το ορισμένο αυτής πρέπει να αναφέρεται η συμφωνηθείσα δήλη ημέρα καταβολής των μισθωμάτων

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Διαταγή πληρωμής για οφειλόμενα μισθώματα. Για το ορισμένο αυτής πρέπει να αναφέρεται η συμφωνηθείσα δήλη ημέρα καταβολής των μισθωμάτων (νομολογία)..

ΑΠ 294/2014 – Διαταγή πληρωμής για οφειλόμενα μισθώματα. Για το ορισμένο αυτής πρέπει να αναφέρεται η συμφωνηθείσα δήλη ημέρα καταβολής των μισθωμάτων. Με την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, η υπόθεση επανεκδικάζεται όχι καθολικά, αλλά στο μέτρο που υποβάλλουν οι λόγοι της ανακοπής, οι οποίοι προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας. «Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 595 εδ.α`, 341 εδ.α`, 345 εδ.α` και 293 εδ. β` του ΑΚ, η πρώτη των οποίων ορίζει ότι το μίσθωμα καταβάλλεται στις συμφωνημένες ή στις συνηθισμένες προθεσμίες, η δεύτερη ότι αν για την εκπλήρωση της παροχής συμφωνηθεί ορισμένη ημέρα,
ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής, η τρίτη ότι όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή, ο δανειστής σε περίπτωση υπερημερίας έχει δικαίωμα να απαιτήσει τον τόκο υπερημερίας που ορίζεται από το νόμο ή με δικαιοπραξία χωρίς να είναι υποχρεωμένος να αποδείξει ζημία και η τελευταία τούτων ότι το ποσοστό του νόμιμου τόκου ή του τόκου υπερημερίας προσδιορίζεται όπως ορίζει ο νόμος, προκύπτει με σαφήνεια ότι σε περίπτωση οφειλής μισθώματος, το οποίο έχει συμφωνηθεί να καταβάλλεται σε ορισμένη ημερομηνία, ο οφειλέτης καθίσταται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημερομηνίας αυτής, ο δε δανειστής έχει δικαίωμα να απαιτήσει τον τόκο υπερημερίας που ορίζεται από το νόμο. Από τα ανωτέρω, συνδυαζόμενα και προς τις διατάξεις του άρθρου 626 § 2 του Κ.Πολ.Δ., με τις οποίες καθορίζεται το περιεχόμενου του δικογράφου της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής, στο οποίο περιεχόμενο πρέπει να διαλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή, προκύπτει ότι προκειμένου περί αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής από οφειλόμενα μισθώματα, η καταβολή των οποίων ζητείται με τους οφειλόμενους τόκους, πρέπει, για το ορισμένο αυτής, να μνημονεύεται και η συμφωνηθείσα δήλη ημέρα καταβολής (πληρωμής) των μισθωμάτων. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 583, 585 § 2, 632 § 1 και 633 του Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι στη δίκη επί της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, η υπόθεση επανεκδικάζεται όχι καθολικά, αλλά στο μέτρο που υποβάλλουν οι λόγοι της ανακοπής. Οι λόγοι αυτοί, οι οποίοι πλήττουν το κύρος της διαταγής πληρωμής, προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας και οριοθετούν το αντικείμενο της δίκης ( Ολομ. Α.Π. 10/1997, ΑΠ 793/1999).-

 Στην προκειμένη περίπτωση από την κατ` άρθρο 561 § 2 Κ.Πολ.Δ. επισκόπηση του περιεχομένου των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης προκύπτουν τα ακόλουθα : Το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Εταιριών Λιπασμάτων (ΤΑ.Π.ΠΕ.Λ.)", στην δικονομική θέση του οποίου υπεισήλθε ως καθολικός διάδοχος εκ του νόμου (άρθρ. 104 § § 1, 2, 106 § 2, 114 § § 1, 2, 138 § 12 Ν. 3655/2008) το ήδη αναιρεσείον Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Ταμείο Προνοίας Ιδιωτικού Τομέα (ΤΑΠΙΤ)" (του λοιπού : το Ταμείο) υπέβαλε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 2.3.2007 και με αριθμό κατάθεσης 2808/2007 αίτηση, με την οποία, ιστορούσε ότι, δυνάμει του από 15.3.1994 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτού και της ήδη αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "…" (του λοιπού : η Εταιρία) εκμίσθωσε σ` αυτήν ένα πολυώροφο σταθμό αυτοκινήτων, κείμενο στην Αθήνα και επί της οδού …, αριθμ…, για το από 15.3.1994 μέχρι 15.3.1999 χρονικό διάστημα και αντί αρχικού μηνιαίου μισθώματος 5.847.000 δραχμών, πλέον χαρτοσήμου εκ 3,6%, προσαυξανομένου κατ` έτος κατά ποσοστό 15%. Ότι η μίσθωση αυτή, ως εμπορική, παρατάθηκε αναγκαστικά (εκ του νόμου). Ότι με την υπ` αριθμ. 1597/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε επί της από 21.6.1999 αγωγής της Εταιρίας περί αναπροσαρμογής μισθώματος, καθορίστηκε το ποσοστό της σταδιακής ποσοστιαίας αναπροσαρμογής του μισθώματος, για τον από της επίδοσης της αγωγής αυτής χρόνο και εφεξής, σε 6% ετησίως και ότι η Εταιρία δεν έχει καταβάλλει την διαφορά των μισθωμάτων, μετά του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου, των χρονικών περιόδων που αναλυτικά αναφέρονται σ` αυτή και που εκτείνονται από τον μήνα Ιούλιο του 1999 μέχρι και τον μήνα Δεκέμβριο του 2006, όπως και το μίσθωμα του μηνός Φεβρουαρίου 2007. Με βάση δε αυτό το ιστορικό ζήτησε όπως υποχρεωθεί αυτή (Εταιρία) να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 321.486,88 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, από την επομένη ημέρα που κάθε μίσθωμα ήταν απαιτητό μέχρι και την εξόφληση. Επί της αίτησης αυτής, και με βάση τα επικαλούμενα σ` αυτήν και προσκομισθέντα έγγραφα, εκδόθηκε από τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η υπ` αριθμ. 7459/2007 διαταγή πληρωμής, με την οποία και έγινε δεκτή στο σύνολό της. Κατ` αυτής της διαταγής πληρωμής άσκησε η Εταιρία ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 21.9.2007 και με αριθμό κατάθεσης 256/2007 ανακοπή, με τον πέμπτο λόγο της οποίας ισχυρίστηκε ότι μολονότι στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής υπάρχει το αίτημα να υποχρεωθεί αυτή (ανακόπτουσα Εταιρία) να καταβάλει στο Ταμείο (καθ` ου η ανακοπή) τα αιτούμενα ποσά μισθωμάτων με το νόμιμο τόκο, από την ημέρα που κάθε μίσθωμα ήταν απαιτητό, εντούτοις δεν προσδιορίζεται σ` αυτήν (αίτηση) η ημέρα που ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει το μίσθωμα. Ζήτησε δε την εκ του λόγου τούτου απόρριψη της ανακοπής ως αόριστης κατά το μέρος που ζητείτο με αυτήν η καταβολή τόκων επί των οφειλομένων μισθωμάτων. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η υπ` αριθμ. 1528/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία ο λόγος αυτός έγινε δεκτός ως βάσιμος και κατ` ουσία και ακυρώθηκε η διαταγή πληρωμής και κατά τούτο. Στη συνέχεια το ήδη αναιρεσείον Ταμείο, με την από 8.9.2009 έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής, οι οποίοι εμπεριέχονται στις από 26.10.2010 προτάσεις του, έπληξε την ως άνω πρωτόδικη απόφαση και κατά τούτο, το δε Εφετείο, κρίνον με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, υπ` αριθμ. 3491/2012, επί του θέματος τούτου, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί πραγμάτων κρίση του, τα ακόλουθα : "...οι αιτιάσεις του ιδίου (σημ.: εννοεί το Ταμείο) κατά της εκκαλουμένης όσον αφορά στην ακύρωση της διαταγής πληρωμής, κατά τη διάταξή της με την οποία επιδίκασε τόκους επί των επιδικασθεισών διαφορών μισθωμάτων "από την επομένη ημέρα που κάθε μίσθωμα είναι απαιτητό"λόγω αοριστίας της αίτησης προς έκδοσή της είναι αβάσιμες. Και τούτο διότι το ΤΑΠΠΕΛ στην αίτησή του αναφέρεται και σε καταβολές κατά το διάστημα από τον Απρίλιο 2004 - Μάρτιο 2005, συνολικού ποσού 133.934 ευρώ πλέον των οφειλομένων μισθωμάτων της μισθωτικής αυτής περιόδου, κατά το ποσό δε αυτό 89.379 ευρώ, σύμφωνα με μεταξύ τους ρύθμιση εξοφλήσεως των οφειλομένων με βάση την 2166/2003 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, που αναπροσάρμοσε ετησίως το μίσθωμα κατά ποσοστό 8%, σε ισόποσες έντοκες δόσεις, και, ακολούθως, ενώ είναι προφανές ότι οι καταβολές βάσει της ρυθμίσεως ανάγονταν σε χρόνο προγενέστερο της 15ης.1.2004, κατά τον οποίο έγινε η ρύθμιση, καταλογίζει λογιστικώς το συνολικό ποσό στα οφειλόμενα με βάση την 1597/2006 απόφαση μισθώματα του ανωτέρω και μόνο διαστήματος, χωρίς να παραθέτει καμία νόμιμη αιτία για τέτοιου είδους καταλογισμό και μάλιστα μόνο σε κεφάλαιο, εντόκων, κατά τους ισχυρισμούς του, καταβολών, χωρίς εξειδίκευση του ποσοστού του τόκου. Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού είναι η αδυναμία διαγνώσεως του χρονικού σημείου γενέσεως κάθε επιμέρους απαίτησης για τόκους, ακόμη και υπό το δεδομένο της γνώσης του όρου της σύμβασης περί του χρόνου καταβολής του κάθε μισθώματος, η αναφορά του οποίου επίσης παραλείπεται στην αίτηση. Υπό τα δεδομένα αυτά, η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής κατά τη διάταξή της με την οποία επιδίκασε τόκους από την επομένη της ημέρας που κάθε μίσθωμα κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό παραβίασε το άρθρο 626 Κ.Πολ.Δ. και είναι ακυρωτέα. (areiospagos.gr)

ΑΠ 74/2013 - Παραγραφή. Συνιστά ανωτέρα βία ο προσδιορισμός της συζήτησης της υπόθεσης λόγω φόρτου εργασίας των δικαστηρίων σε δικάσιμο πέραν του χρόνου της βραχυπρόθεσμης παραγραφής

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Παραγραφή. Συνιστά ανωτέρα βία ο προσδιορισμός της συζήτησης της υπόθεσης λόγω φόρτου εργασίας των δικαστηρίων σε δικάσιμο πέραν του χρόνου της βραχυπρόθεσμης παραγραφής (νομολογία)


ΑΠ 74/2013 Παραγραφή. Συνιστά ανωτέρα βία ο προσδιορισμός της συζήτησης της υπόθεσης λόγω φόρτου εργασίας των δικαστηρίων σε δικάσιμο πέραν του χρόνου της βραχυπρόθεσμης παραγραφής. «Κατά τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Από την τελευταία αυτή διάταξη, συνάγεται ότι αν η παραγραφή διακόπηκε με την άσκηση της αγωγής, η ίδια παραγραφή, δηλαδή ομοειδής και ισόχρονη με αυτή που διακόπηκε, αρχίζει σε κάθε περίπτωση - και ανεξαρτήτως από το είδος αυτής ως βραχυπρόθεσμης ή συνήθους - ευθύς μετά την έγερση της αγωγής και διακόπτεται μετά από κάθε διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Έτσι επί αξιώσεως που έχει καταστεί επίδικη, η παραγραφή στην οποία υπόκειται μπορεί να συμπληρωθεί κατά τη διάρκεια της επιδικίας.
Ως διαδικαστική δε πράξη, που συνεπάγεται κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, τη διακοπή της παραγραφής θεωρείται κάθε πράξη των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων και πληρεξουσίων τους ή της δικαστικής αρχής που περιέχει τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και είναι αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης. Σύμφωνα με το σκοπό της ίδιας διάταξης για να αρχίσει εκ νέου η παραγραφή που διακόπηκε από την τελευταία διαδικαστική πράξη του δικαστηρίου πρέπει να είναι δυνατή η περαιτέρω προώθηση της υποθέσεως με πράξεις των διαδίκων. Τούτο δε διότι ο θεσμός της παραγραφής της αξίωσης (ΑΚ 247 επ.) αποτελεί, τη νομοθετικά προβλεπόμενη κύρωση στην αδράνεια του δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσης του και επομένως δεν είναι νοητή η παραγραφή της αξίωσης όταν αυτός έχει ενεργήσει ό,τι ήταν αναγκαίο στη συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να μη χρειάζεται να επιχειρήσει κάτι ιδιαίτερα. Γι` αυτό ο νόμος αναγνωρίζει σοβαρούς λόγους, συνεπεία των οποίων η πάροδος του χρόνου δεν έχει δυσμενείς συνέπειες για το δανειστή. Τέτοιοι λόγοι αναστολής της παραγραφής είναι κατ` άρθρο 255 ΑΚ το δικαιοστάσιο, η ανωτέρα βία και ο δόλος του υπόχρεου. Ανωτέρα βία κατά την έννοια της διατάξεως αυτής συνιστά και ο προσδιορισμός της συζήτησης της υπόθεσης λόγω φόρτου εργασίας των δικαστηρίων, λαμβανομένου υπόψη και του αριθμού των υποθέσεων που μπορεί κατά τον οικείο κανονισμό να εγγραφούν στο πινάκιο κάθε δικασίμου, σε δικάσιμο πέραν του χρόνου της βραχυπρόθεσμης παραγραφής αφού ο διάδικος δεν έχει τη δυνατότητα να ενεργήσει κάποια διαδικαστική πράξη η οποία και μόνο θα μπορούσε να επιφέρει την διακοπή της παραγραφής. Εξετέρου κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών (άρθρα 173 και 200 του ΑΚ). Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 7/2006 και Ολ. ΑΠ 4/2005). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (Ολ. ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ. ΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία"της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο και κατά το μέρος που ενδιαφέρει εδώ δέχθηκε τα εξής :"Οτι η ενάγουσα κατέθεσε την αγωγή στις 4-5-2007 ήτοι εντός του εξαμήνου από τότε (περί τα μέσα Δεκεμβρίου 2006) που έλαβε γνώση της συμπεριφοράς των εναγομένων και ότι λόγω του φόρτου των πινακίων ορίσθηκε η δικάσιμος για το επόμενο έτος στις 2-4-2008, ήτοι μετά τη συμπλήρωση του νέου εξαμήνου και κατά συνέπεια δεν οφειλόταν η συμπλήρωση του εξαμήνου τούτου σε αδράνεια της ενάγουσας". Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την αντένσταση της ενάγουσας περί αναστολής της εξάμηνης παραγραφής εν επιδικία και απέρριψε την ένσταση των εναγομένων περί παραγραφής των ένδικων αξιώσεων εν επιδικία επιδικάζοντας στην ενάγουσα τα εις την απόφαση αναφερόμενα χρηματικά ποσά. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 255 Α.Κ. με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ούτε και στέρησε την απόφαση του νόμιμης βάσης καθόσον περιέλαβε σ` αυτή σαφείς και επαρκείς αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της διάταξης που εφάρμοσε χωρίς προς τούτο ν` απαιτούνται και άλλες αιτιολογίες. Ειδικότερα με τα δεκτά γενόμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά σύμφωνα με τα οποία λόγω φόρτου των πινακίων έγινε ο προσδιορισμός της δικασίμου στις 2-4-2008 ήτοι μετά την συμπλήρωση του νέου εξαμήνου, συνέτρεχαν σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη οι προϋποθέσεις εφαρμογής της». (areiospagos.gr)


ΑΠ 3/2014 (ΟΛ) - Υπερισχύει της ιδιωτικής συμφωνίας η δικαστική απόφαση αναπροσαρμογής του μισθώματος

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Υπερισχύει της ιδιωτικής συμφωνίας η δικαστική απόφαση αναπροσαρμογής του μισθώματος (νομολογία)

ΑΠ 3/2014 (ΟΛ) : Υπερισχύει της ιδιωτικής συμφωνίας η δικαστική απόφαση αναπροσαρμογής του μισθώματος : "Η διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την οποία "ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη", εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε ενοχή, ασχέτως αν αυτή απορρέει από σύμβαση ετεροβαρή ή αμφοτεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία ή αν πηγάζει ευθέως από τον νόμο, εκτός αν προβλέπει άλλη ανάλογη ειδική προστασία ή αν συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ. Παρέχει δε η διάταξη αυτή στο δικαστή τη δυνατότητα, όταν, λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίσει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια κατά τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, στο επίπεδο εκείνο, το οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης (Ολ.ΑΠ 9/1997).
Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 7 (§ § 1 έως και 3) του ΠΔ/τος 34/1995 "Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων περί εμπορικών μισθώσεων", προκύπτει, εκτός άλλων, ότι επί των εμπορικών και γενικά των προστατευομένων από το νόμο αυτό μισθώσεων, το μίσθωμα καθορίζεται ελεύθερα κατά την σύναψη της μίσθωσης από τους συμβαλλόμενους, αναπροσαρμόζεται δε κατά τα χρονικά διαστήματα και το ύψος που προβλέπεται στη σύμβαση. Όρος για ποσοστιαία σταδιακή αναπροσαρμογή του μισθώματος, που συνομολογείται μετά την 1η Σεπτεμβρίου 1994, ισχύει και για χρόνο (συμβατικό ή με αναγκαστική παράταση), για τον οποίο δεν έχει προβλεφθεί σταδιακή αναπροσαρμογή, εφόσον τα μέρη δεν έχουν αποκλείσει την ισχύ του για χρόνο που δεν προβλέπεται από τη σύμβαση. Αν δεν υπάρχει συμφωνία αναπροσαρμογής ή αυτή έχει εξαρτηθεί από άκυρη ρήτρα, η αναπροσαρμογή γίνεται μετά διετία από την έναρξη της σύμβασης, χωρίς δικαστική μεσολάβηση, στα ποσοστά που αναφέρονται στην § 2 του ως άνω άρθρου. Στη συνέχεια χωρεί αναπροσαρμογή του μισθώματος με μόνη προϋπόθεση την πάροδο έτους από την προηγούμενη, ανέρχεται δε η αναπροσαρμογή αυτή σε ποσοστό 75% της μεταβολής του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του μήνα της αναπροσαρμογής σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους (απλή δωδεκάμηνη μεταβολή), όπως αυτή υπολογίζεται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος. Τέλος με την § 4 του αυτού άρθρου ορίστηκε ότι "σε κάθε περίπτωση μπορεί να ζητηθεί αναπροσαρμογή του μισθώματος με τη συνδρομή του άρθρου 388 του Αστικού Κώδικα". Εξάλλου, η αναφορά στο νόμο μόνο του τελευταίου άρθρου δεν υποδηλώνει βούληση αποκλεισμού αναπροσαρμογής του μισθώματος υπό τις προϋποθέσεις της εφαρμοστέας, όπως προαναφέρθηκε, σε κάθε οφειλή διάταξης του άρθρου 288 του ΑΚ (Ολ.ΑΠ 9/1997). Ο εκμισθωτής, επομένως, δεν αποκλείεται, ενόψει και του άρθρου 44 του ως άνω ΠΔ/τος, που ορίζει ότι οι μισθώσεις του εν λόγω διατάγματος, εφόσον δεν ορίζεται κάτι άλλο σ'αυτό, διέπονται από τους συμβατικούς όρους τους και τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, να ζητήσει κατά το άρθρο 288 ΑΚ αναπροσαρμογή του οφειλόμενου αρχικού ή μετά από αναπροσαρμογή μισθώματος, εφόσον εξαιτίας προβλεπτών ή απρόβλεπτων περιστάσεων επήλθε αδιαμφισβήτητα τόσον ουσιώδης αύξηση της μισθωτικής αξίας του μισθίου ακινήτου, ώστε, με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες, η εμμονή του μισθωτή στην καταβολή του ίδιου μισθώματος να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, παρά την ανάγκη διασφάλισης των σκοπών του ως άνω νόμου και κατοχύρωσης της ασφάλειας των συναλλαγών, η οποία πρέπει πάντοτε να συνεκτιμάται, η αναπροσαρμογή του μισθώματος στο επίπεδο εκείνο το οποίο και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη (Ολ.ΑΠ 9/1997). Ειδικότερα δε το έργο του δικαστηρίου, προκειμένου να αποφασίσει την αναπροσαρμογή, συνίσταται στη σύγκριση δύο ποσών, ήτοι του καταβαλλομένου μισθώματος και του "ελευθέρου" -για το οποίο κυρίως διεξάγεται ο δικαστικός αγώνας - το οποίο παριστάνει την αξία της χρήσης του μισθίου και το οποίο, ευρισκόμενο με βάση τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους συγκριτικά στοιχεία, πρέπει να καθορίζεται στην απόφαση. Αν μεταξύ των δύο αυτών ποσών υπάρχει διαφορά δεν επιδικάζεται, αλλά πρέπει παραπέρα το δικαστήριο να κρίνει αν αυτή είναι τέτοια, ώστε κατά τις αρχές της καλής πίστης να δημιουργείται η ανάγκη αναπροσαρμογής. Ανάγκη δε αναπροσαρμογής κατά τις αρχές της καλής πίστης υπάρχει όταν λόγω ουσιώδους αύξησης της μισθωτικής αξίας του μισθίου επέρχεται ζημία στον εκμισθωτή, με τη μορφή απώλειας κέρδους, η οποία υπερβαίνει κατά τα συναλλακτικά ήθη τον κίνδυνο που αναλαμβάνει αυτός καταρτίζοντας τη μίσθωση με το συγκεκριμένο μίσθωμα, οπότε και περιορίζεται η ζημία του με τη δικαστική αύξηση του μισθώματος, επίσης και στην αντίστροφη περίπτωση που επέρχεται ζημία στο μισθωτή η οποία περιορίζεται με την ανάλογη μείωση του μισθώματος. Στη συνέχεια και εφόσον διαπιστωθεί η ύπαρξη ανάγκης αναπροσαρμογής κατά την προεκτεθείσα έννοια, η αναπροσαρμογή δεν θα ακολουθήσει τυπικό μαθηματικό υπολογισμό και δεν θα χορηγηθεί ολόκληρη η προκύπτουσα διαφορά, αλλά θα ορισθεί το μίσθωμα στο επίπεδο εκείνο το οποίο αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη. Περαιτέρω, το δικαίωμα αναπροσαρμογής κατά τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ είναι διαπλαστικό και κατά συνέπεια τόσο η αγωγή όσο και η απόφαση είναι διαπλαστικές. Αν λοιπόν πραγματοποιηθεί αναπροσαρμογή με δικαστική απόφαση, λόγω ακριβώς του διαπλαστικού της χαρακτήρα, του λοιπού ο περί του μισθώματος συμβατικός όρος (ήτοι η συμφωνία περί σταδιακής αναπροσαρμογής του μισθώματος) καταλύεται και δεν ισχύει για το μέλλον, αφού κρίνεται ότι είναι απρόσφορος πλέον να ρυθμίσει το ζήτημα του ύψους του μισθώματος. Μετά από αυτήν (δικαστική αναπροσαρμογή και κατάλυση του περί του μισθώματος συμβατικού όρου) το μόνο που μπορεί να ισχύσει για το μέλλον είναι η νόμιμη αναπροσαρμογή που ρυθμίζεται με το άρθρο 7 § 3 του ως άνω ΠΔ/τος 34/1995, η δε απαιτούμενη από τον νόμο για την πραγματοποίηση αυτής ετήσια προθεσμία αρχίζει από το χρόνο που συντελείται η αναπροσαρμογή με την απόφαση του δικαστηρίου, δηλαδή από την επίδοση της αγωγής. Εξάλλου, με τη δικαστική απόφαση αναπροσαρμογής μεταβάλλονται τα περιστατικά, πάνω στα οποία οι συμβαλλόμενοι στήριξαν τη συμφωνία για σταδιακή αναπροσαρμογή και έτσι δεν μπορεί να γίνει λόγος για τήρηση των συμφωνηθέντων. Αυτή δε η ίδια η προσφυγή στο δικαστήριο εκ μέρους του ενός των συμβληθέντων μερών (ή και αμφοτέρων) υποδηλώνει με σαφήνεια την θέληση του ενός (ή και αμφοτέρων) για μη τήρηση των συμφωνηθέντων. Η άποψη κατά την οποία, μετά τη δικαστική αναπροσαρμογή του μισθώματος, που γίνεται σε ορισμένο στάδιο, δεν καταργείται η συμφωνία σταδιακής αναπροσαρμογής, αφού αυτή ισχύει μόνο για το στάδιο στο οποίο βρίσκεται και επομένως διατηρείται για τα επόμενα στάδια, με δυνατότητα αντιμετώπισης με νέα δικαστική παρέμβαση, κατ'εφαρμογή των ίδιων διατάξεων, μελλοντικής νέας διατάραξης της ισορροπίας χρήσης του μισθίου και του μισθώματος, δεν είναι προκριτέα ενόψει ιδίως α) του ότι τα στάδια αναπροσαρμογής βρίσκονται μεταξύ τους σε λογική αλληλουχία και κάθε ένα στηρίζεται στο προηγούμενο, ώστε αν διασπασθεί η αλληλουχία αυτή δεν μπορούν τα επόμενα στάδια να διατηρήσουν την αυτοτέλεια τους και να γίνει νέα (ερειδόμενη στη σύμβαση) αναπροσαρμογή, β) είναι δυνατόν να ζητείται δικαστική αναπροσαρμογή για κάθε περαιτέρω στάδιο, με αποτέλεσμα το μεν να είναι δυνατή η εντός ενός και του ιδίου σταδίου διπλή αναπροσαρμογή (συμβατική και δικαστική), το δε να δημιουργούνται περισσότερες δίκες που θα βρίσκονται σε εξέλιξη και που κάθε μία θα εξαρτάται από την προηγούμενη, ώστε η σύμβαση θα βρίσκεται σε αποσταθεροποίηση και τα συμβληθέντα μέρη σε αβεβαιότητα και γ) τίθεται ζήτημα περί του πρακτέου, στην περίπτωση κατά την οποία η σταδιακή αναπροσαρμογή έχει συμφωνηθεί σε ποσό (συγκεκριμένο μίσθωμα) και όχι σε ποσοστό, το δε κατ'αναπροσαρμογή ορισθέν από το δικαστήριο μίσθωμα κατ'άρθρο 288 ΑΚ είναι κατά ποσό υπέρτερο του μισθώματος του επομένου ή των επομένων σταδίων, οπότε εκ του πράγματος θα επέλθει αδράνεια του σταδίου ή των σταδίων αυτών της σύμβασης, εφόσον η δικαστική αναπροσαρμογή θα υπερκαλύπτει την συμβατική τοιαύτη. Εν κατακλείδι, με την αναπροσαρμογή του μισθώματος από το δικαστήριο και την συνακόλουθη κατάργηση της συμφωνίας σταδιακής αναπροσαρμογής, επιτυγχάνεται η σε βάθος χρόνου ομαλοποίηση της διαταραχθείσας συμβατικής σχέσης και ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος μελλοντικών δικαστικών διενέξεων από την ίδια συμβατική σχέση και για την ίδια αιτία". (areiospagos.gr)

Γενικοί λόγοι άρσης του αδίκου: η κατάσταση ανάγκης (25ΠΚ)

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Κατά το Ποινικό Δίκαιο (αρ. 14 του Ποινικού Κώδικα), ορίζεται ως έγκλημα κάθε πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη και η οποία τιμωρείται από το νόμο. Τέσσερα...
επομένως είναι τα συστατικά στοιχεία (οι "όροφοι του κτηρίου", κατά την ορολογία του Αλέξανδρου Κωστάρα -έννοια και θεσμοί Ποινικού Δικαίου- ): η πράξη, η οποία πρέπει να είναι ανθρώπινη, εξωτερικευμένη, αυτοελεγχόμενη και κοινωνικώς ενδιαφέρουσα, άδικη πράξη, τόσο αρχικώς όσο και τελικώς, καταλογιστή στο δράστη της, δηλ. να υπάρχει ένας στενός δεσμός (εμφάνιση ψυχολογικών δεδομένων) του δράστη με την πράξη στην οποία προβαίνει και προσβάλλει το εκάστοτε έννομο αγαθό καθώς και η αξιολόγηση όλων των δεδομένων αυτών και τέλος, πράξη άδικη (αρχικώς και τελικώς). Κάθε αξιόποινη πράξη η οποία τυποποιείται στον Ποινικό Κώδικα είναι αρχικώς άδικη πράξη και αντίστοιχα, χαρακτηρίζεται αυτή ως τελικώς άδικη πράξη όταν δεν καλύπτεται από κάποιον λόγο άρσης αδίκου, ο οποίος μπορεί να είναι είτε γενικός είτε ειδικός. Οι γενικοί λόγοι άρσης του αδίκου είναι 4 (ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος, προσταγή, άμυνα και κατάσταση ανάγκης). Οι ειδικοί ή κατ'ιδίαν λόγοι προβλέπονται σε διάφορα άρθρα του Ποινικού νόμου και θα επισημανθούν σε διαφορετική ανάλυση. Η παρούσα ανάλυση θα εστιάσει και θα ασχοληθεί κατά πρώτον με το ζήτημα της κατάστασης ανάγκης η οποία όταν συντρέχει αποκλείει (όπως και κάθε λόγος άρσης του αδίκου) το τελικώς άδικο της πράξης (ασχέτως αν η πράξη είναι αρχικώς άδικη). Για να γίνουν κατανοητοί μερικοί ορισμοί και να διευκολυνθεί και ο αναγνώστης ομαλότερα στην περιήγηση του κειμένου, κρίνεται σκόπιμο να υπάρξουν επεξηγήσεις μαζί με την ανάλυση. Έτσι λοιπόν, ως κατάσταση ανάγκης στο Ποινικό Δίκαιο ορίζουμε μία πραγματική κατάσταση στην οποία περιέρχεται ένα έννομο αγαθό και από την οποία δεν μπορεί τελικώς να εξέλθει παρά μόνο με τη θυσία ενός άλλου έννομου αγαθού. Δικαιολογητικός λόγος θέσπισης της ρύθμισης του άρθρου 25ΠΚ υπήρξε η αρχή προστασίας του υπέρτερου αγαθού ή συμφέροντος.

 Σύμφωνα λοιπόν με την εν λόγω διάταξη του άρθρου 25 του ΠΚ, "δεν είναι άδικη η πράξη που τελεί κάποιος, για να αποτρέψει παρόντα και αναπότρεπτο με άλλα μέσα κίνδυνο, ο οποίος απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου ή κάποιο άλλου χωρίς δική του υπαιτιότητα, αν η βλάβη που προκλήθηκε στον άλλο είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από τη βλάβη που απειλήθηκε". Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου "η διάταξη της παρ, 1 δεν εφαρμόζεται σε όποιον έχει καθήκον να εκτεθεί στον απειλούμενο κίνδυνο"ενώ, τέλος, η παράγραφος 3 ορίζει πως "η διάταξη του άρθρου 23 έχει ανάλογη εφαρμογή και στην παρούσα περίπτωση" (το εν λόγω άρθρο μιλά για υπέρβαση άμυνας, οπότε υφίσταται, κατά τη ρητή πρόβλεψη της παρ. 3 του άρθρου 25, εξίσου υπέρβαση κατάστασης ανάγκης). Με βάση την ανωτέρω διάταξη, οι προϋποθέσεις που πρέπει α συντρέχουν ώστε να στοιχειοθετηθεί κατάσταση ανάγκης είναι οι εξής: 1) Ύπαρξη κινδύνου, 2) Ο εν λόγω κίνδυνος να απειλεί αγαθά κατά της ζωής ή της περιουσίας, 3) Ο κίνδυνος να είναι παρών, 4) Ο κίνδυνος να είναι αναπότρεπτος με άλλα μέσα, 5) Να μην έχει προκληθεί με υπαιτιότητα του δράστη, και τέλος, 6) να μην έχει ο δράστης καθήκον (νομικό) να εκτεθεί στον εν λόγω απειλούμενο κίνδυνο.

Σύμφωνα με την πρώτη προϋπόθεση, πρέπει να υφίσταται κίνδυνος. Ως τέτοιος ορίζεται κάθε κατάσταση που απειλεί να βλάψει ορισμένο έννομο αγαθό. Δεν αρκεί η απλή δυνατότητα βλάβης του έννομου αγαθού αλλά ούτε απ'την άλλη απαιτείται βεβαιότητα βλάβης αυτού.  Κατά την ορθότερη άποψη, θα πρέπει να ιδωθεί ο κίνδυνος στην παρούσα περίπτωση ως μία προσεγγίζουσα τη βεβαιότητα εξαιρετικά μεγάλη πιθανότητα βλάβης του έννομου αγαθού. Πρέπει να σημειωθεί εν προκειμένω πως η έννοια του "κινδύνου"στην κατάσταση ανάγκης είναι ευρύτερη της αντίστοιχης της "επίθεσης"στην άμυνα (22 ΠΚ), καθώς ο κίνδυνος δύναται να προκληθεί όχι μόνο από ανθρώπινη ενέργεια (όπως η επίθεση) αλλά από κάθε πηγή (όπως π.χ ενέργεια ενός ζώου ή ενός στοιχείου της φύσης).

 Κατά τη δεύτερη προϋπόθεση, απαιτείται ο κίνδυνος να στρέφεται κατά εννόμων αγαθών του προσώπου ή της περιουσίας. Ιδιαίτερη αμφισβήτηση έχει προξενήσει κατά καιρούς η έννοια των "αγαθών του προσώπου"με κρατούσα άποψη αυτή που δέχεται πως πρόκειται για τέτοια έννομα αγαθά τα οποία είναι συμφυή προς τη φυσική υπόσταση του ανθρώπου, όπως η ζωή, η υγεία, η προσωπική ελευθερία και η γενετήσια ζωή. Αν και η τιμή δεν φαίνεται να συμπεριλαμβάνεται στον εν λόγω ορισμό, ορθότερη θα ήταν μία διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 25 έτσι ώστε να δεχθούμε όχι μόνο το έννομο αγαθό της τιμής αλλά και περαιτέρω αγαθά, για να μη μείνει έξω από την προστατευτική λειτουργία του άρθρου κανένα έννομο αγαθό (και να μην χρειάζεται κατ'επέκταση η αναλογική εφαρμογή του 25 ΠΚ, όπως δέχεται ο Μαγκάκης). Η κρατούσα άποψη δέχεται ότι μπορεί να θεμελιωθεί τόσο κατάσταση ανάγκης όσο και άμυνα μόνο υπέρ και για τη σωτηρία ατομικών εννόμων αγαθών και όχι για αγαθά του κοινωνικού συνόλου (αντίθετα, Κωστάρας, έννοιες και θεσμοί Ποινικού Δικαίου, σελ. 402).

 Επίσης, ο κίνδυνος πρέπει να είναι παρών, είναι δε τέτοιος όταν έχει ήδη λάβει την κατεύθυνσή του προς την προσβολή του έννομου αγαθού και αν δεν ανακοπεί η εν λόγω κατεύθυνση, το αγαθό θα πάθει βλάβη με εγγίζουσες την βεβαιότητα πιθανότητες. Επομένως, και λογικώς, δεν είναι παρών ο μελλοντικά πιθανός και ακαθόριστος κίνδυνος, ούτε και ο κίνδυνος που έχει ήδη περάσει.

 Έπειτα, ο εν λόγω κίνδυνος θα πρέπει να είναι αναπότρεπτος με άλλα μέσα. Και είναι τέτοιος όταν δεν μπορεί να τον αποφύγει ο δράστης με άλλο τρόπο παρά μόνο με την προσβολή ενός άλλου έννομου αγαθού, και το οποίο τελικώς θυσιάζει. Σημειώνεται πως αν υπήρχε άλλος τρόπος για να αποτραπεί ο κίνδυνος και να σωθεί το αγαθό και ο δράστης δεν τον επέλεξε αλλά κατέφυγε σε αυτόν που έκρινε ο ίδιος βολικό, η πράξη του δεν καλύπτεται από τον γενικό λόγο άρσης της κατάστασης ανάγκης, και διαπράττει επομένως άδικη πράξη.

 Για την εφαρμογή της κατάστασης ανάγκης, απαιτείται περαιτέρω, ο κίνδυνος να μην έχει προκληθεί από υπαιτιότητα του δράστη. Ο όρος "χωρίς υπαιτιότητα"που απαιτεί ο νόμος έχει κατά καιρούς προκαλέσει έντονες αμφισβητήσεις στην επιστημονική θεωρία, υπάρχει όμως ομοφωνία πως δεν πρόκειται για την έννοια της χωρίς δόλο ή αμέλεια τέλεσης της πράξης (26 ΠΚ), διότι μια τέτοια ερμηνεία ουσιαστικά θα καθιστούσε άχρηστη στην ουσία τη συγκεκριμένη διάταξη στις περιπτώσεις της αμελούς ή επιπόλαιης έκθεσης κάποιου σε κίνδυνο. Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με την άποψη του Μανωλεδάκη (Επιτομή, σελ. 550), ο όρος "χωρίς υπαιτιότητα"που ορίζει ο νόμος σημαίνει ότι δεν πρέπει να παραβιάζει ο δράστης μία απαγορευτική νομική διάταξη, από την παραβίαση της οποίας προκαλείται η κατάσταση ανάγκης. Η μάλλον κρατούσα, εντούτοις, άποψη πρεσβεύει πως ο όρος "χωρίς υπαιτιότητα"πρέπει να ευθυγραμμίζεται με το πνεύμα και το πρίσμα της διάταξης του άρθρου 24 ΠΚ (υπαίτια κατάσταση άμυνας) δηλ. να σημαίνει την χωρίς την επιδίωξη του δράστη να βρεθεί σε κατάσταση κινδύνου, για να προσβάλλει κατόπιν με το πρόσχημα της κατάστασης ανάγκης, το αγαθό κάποιου άλλου. Η συμπλήρωση του Μανωλεδάκη, υποστηρίζει ο Κωστάρας, ότι αν ήθελε πράγματι ο νόμος να εφαρμόζεται το 24 ΠΚ στην εν λόγω περίπτωση, θα το όριζε ρητώς, δεν είναι πειστική, μιας και το όλο νόημα του άρθρου 25 δεν πρέπει να ερμηνεύεται αποκομμένο από τη νομοθετική επιλογή του 24 ΠΚ, το οποίο αποκλείει τη δικαιολόγηση της πράξης μόνον όμως όταν ο δράστης χρησιμοποιεί τις διατάξεις του νόμου ως πρόσχημα ώστε να διαπράξει το προσχεδιασμένο έγκλημα. Περαιτέρω (συνεχίζει), το άρθρο 24 ΠΚ μπορεί να αναφέρεται ρητώς στην άμυνα, όμως αποτελεί την πηγή (sedes materiae) της άρσης της δικαιολόγησης και επομένως, θα ήταν και λογικά και δογματικά ασυνεπές, συναφείς περιπτώσεις να κρίνονται κάθε φορά με διαφορετικά κριτήρια.

 Τέλος, όλες οι προαναφερθείσες περιπτώσεις δεν επαρκούν εάν ο δράστης έχει το νομικό καθήκον να εκτεθεί στον κίνδυνο. Εδώ εντάσσονται ενδεικτικά οι πυροσβέστες, αστυνομικοί, πλοίαρχοι και οι οποίοι έχουν εκ νόμου την υποχρέωση να εκτεθούν στον κίνδυνο λόγω του λειτουργήματός τους. Κατά τον Μανωλεδάκη, οι πράξεις οι οποίες συνιστούν παράβαση του νομικού καθήκοντος έκθεσης στον κίνδυνο έχουν να κάνουν είτε με τη φυγή προ του κινδύνου, η οποία συνεπάγεται την δια παραλείψεως προσβολή του εννόμου αγαθού, είτε με την πλημμελή αντιμετώπιση αυτού.

 Όσον αφορά την πράξη ανάγκης, σημειώνεται πως δικαίωμα να προβεί στην κατάσταση ανάγκης έχει όχι μόνο ο φορέας του αγαθού που απειλείται αλλά και τρίτος (κατάσταση ανάγκης υπέρ τρίτου), ενώ μπορεί αυτή να είναι και αγνοούμενη (χωρίς να γνωρίζει δηλ. ο δράστης τον κίνδυνο και την εκδήλωσή του). Αντιθέτως, νομιζόμενη κατάσταση ανάγκης (όπως και νομιζόμενη άμυνα) ουδέποτε αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης αλλά μόνο τον καταλογισμό αυτής στο δράστη. Ενδεικτικά, στην περίπτωση της νομιζόμενης κατάστασης ανάγκης, τονίζεται πως δεν υπάρχει αντικειμενικά αυτή και απλώς τη φαντάζεται ως υπαρκτή στο μυαλό του ο δράστης ο οποίος παρερμηνεύει ορισμένα πραγματικά περιστατικά και νομίζει πως υφίσταται κίνδυνος που απειλεί να βλάψει ένα έννομο αγαθό (παράδειγμα: ένας σκύλος τρέχει προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση και ο δράστης νομίζει πως έτρεχε να δαγκώσει ένα μικρό παιδί που βρισκόταν μπροστά του και έπαιζε ενώ στην πραγματικότητα έτρεχε για να πιάσει το μπαλάκι που του είχε πετάξει εκείνη τη στιγμή ο ιδιοκτήτης του. Εάν ο δράστης προβεί στην θανάτωση του σκύλου, πυροβολώντας το, βρίσκεται σε νομιζόμενη κατάσταση ανάγκης και έχει στο μυαλό του μία αντικειμενικά ανύπαρκτη κατάσταση κινδύνου, που ο ίδιος νομίζει ότι υφίσταται).

 Τέλος, όσον αφορά το περιεχόμενο της πράξης ανάγκης, ορίζει το άρθρο 25 ".. αν η βλάβη που προκλήθηκε στον άλλο είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από τη βλάβη που απειλήθηκε". Από τη διατύπωση του νόμου συμπεραίνουμε 2 πράγματα: πρώτον, ότι ο δράστης οδηγείται στην προσβολή εννόμου αγαθού άλλου προσώπου, άσχετου με τον κίνδυνο που έχει δημιουργηθεί (και σε αντίθεση με την άμυνα, κατά την οποία προσβάλλεται πάντοτε έννομο αγαθό του επιτιθέμενο αλλά και ξένο, μόνο όμως όταν αυτό χρησιμοποιείται ως μέσο επίθεσης από τον άλλο) και δεύτερον, ότι το αγαθό που θυσιάζεται θα πρέπει να είναι όχι μόνο απλώς κατώτερο αλλά σημαντικά κατώτερο. Υπάρχει, επομένως εδώ μία στάθμιση συγκρουόμενων αγαθών, για την ορθή επίλυση της οποίας, ο νόμος δίνει τα χρήσιμα κριτήρια του είδους και της σπουδαιότητας. Το κριτήριο του είδους μας παραπέμπει στην αξία των αγαθών, και αυτό της σπουδαιότητας παραπέμπει στην κοινωνική σημασία που έχουν τα συγκρουόμενα αγαθά. Αξιομνημόνευτο είναι επίσης και το βοηθητικό κριτήριο διαπίστωσης της σπουδαιότητας του έννομου αγαθού, κατά την άποψη του Μαγκάκη, το αν δηλαδή χρησιμοποιήθηκε το σωστό μέσο για την επίτευξη του σωστού σκοπού. Εν κατακλείδι, και σύμφωνα με την τρίτη παράγραφο του άρθρου 25 ΠΚ, η καθ'υπέρβαση των ορίων της κατάστασης ανάγκης πράξη τιμωρείται με ποινή ελαττωμένη, κατά το άρθρο 83 ΠΚ, εάν έγινε με πρόθεση, ενώ αν έγινε από αμέλεια τιμωρείται ως έγκλημα αμέλειας, εφόσον βέβαια τυποποιείται ως τέτοιο στον Ποινικό Κώδικα. Μένει όμως ατιμώρητος ο δράστης αν ενήργησε με τον συγκεκριμένο τρόπο εξαιτίας του φόβου ή της ταραχής που του προκάλεσε ο κίνδυνος (κατά παραπομπή, από το άρθρο 23).

Βιβλιογραφία: Έννοιες και θεσμοί του Ποινικού Δικαίου, Κωστάρας. Ποινικό Δίκαιο Ιωάννης Μπέκας.
ΠΗΓΗ:http://analuseto.gr/geniki-logi-arsis-tou-adikou-i-katastasi-anagkis-25pk/

Πρότυπα καταστατικά για τις εταιρικές μορφές Α.Ε., Ε.Π.Ε., Ι.Κ.Ε., O.E. και Ε.Ε. υπ’αριθ. 31637/2017 Απόφαση του Υπουργού Οικονομίας

$
0
0

Πρότυπα καταστατικά για τις εταιρικές μορφές Α.Ε., Ε.Π.Ε., Ι.Κ.Ε., O.E. και Ε.Ε.

Με την υπ’αριθ. 31637/2017 Απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης «Πρότυπα καταστατικά για τις εταιρικές μορφές Α.Ε., Ε.Π.Ε., Ι.Κ.Ε., O.E. και Ε.Ε», αποφασίζεται η χρήση πρότυπου καταστατικού..για τη σύσταση των Ανωνύμων Εταιρειών, των Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης, των Ιδιωτικών Κεφαλαιουχικών Εταιρειών, των Ομόρρυθμων Εταιρειών και των Ετερόρρυθμων Εταιρειών, το οποίο συμπληρώνεται από τους ιδρυτές βάσει οδηγιών που παρατίθενται στα Παραρτήματα Ι, II και III της απόφασης και τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος, μόνο ως προς τα στοιχεία που διαφοροποιούν την εταιρεία από άλλες του ίδιου εταιρικού τύπου και το οποίο είτε χρησιμοποιείται στην Ηλεκτρονική Υπηρεσία Μιας Στάσης (e-ΥΜΣ), είτε κατατίθεται στις κατά το νόμο οριζόμενες Υπηρεσίες Μίας Στάσης. Δείτε τα πρότυπα καταστατικά ανά εταιρικό τύπο όπως δημοσιεύθηκαν στο ΦΕΚ εδώ

ΥΙΟΘΕΣΙΑ - ΥΙΟΘΕΣΙΑ ΕΝΗΛΙΚΟΥ- ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΥΙΟΘΕΣΙΑΣ ΑΛΛΟΔΑΠΟΥ - άρθρου 1579 ΑΚ

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη 
ΥΙΟΘΕΣΙΑ ΕΝΗΛΙΚΟΥ- ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΥΙΟΘΕΣΙΑΣ ΑΛΛΟΔΑΠΟΥ

Από τη διάταξη του άρθρου 1579 ΑΚ συνάγεται ότι η υιοθεσία ενηλίκου επιτρέπεται μόνο όταν ο υιοθετούμενος είναι συγγενής ως και τον τέταρτο βαθμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας αυτού που υιοθετεί.


Στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης εντάσσεται και η υιοθεσία τέκνου της συζύγου του υιοθετούντος, αφού μεταξύ του τελευταίου και του τέκνου της συζύγου του υπάρχει συγγένεια εξ αγχιστείας πρώτου βαθμού. Επιπροσθέτως απαιτείται η συνδρομή των κάτωθι προϋποθέσεων για την τέλεση της υιοθεσίας ενηλίκου:

α) ο θετός γονέας πρέπει να έχει συμπληρώσει τουλάχιστον το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας του (άρθρο 1582 ΑΚ),

β) ο θετός γονέας να είναι μεγαλύτερος από τον υιοθετούμενο τουλάχιστον κατά δεκαοκτώ χρόνια (άρθρο 1582 ΑΚ),

γ) η υιοθεσία πρέπει να είναι προς το συμφέρον του ενηλίκου υιοθετουμένου (άρθρο 1542 εδ. β΄ σε συνδυασμό με 1580 ΑΚ).

Ειδικότερα, στην υιοθεσία ενηλίκου έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις που ισχύουν για την υιοθεσία ανηλίκου, εφόσον δεν υφίσταται αντίθετη ειδικότερη διάταξη για την υιοθεσία ενηλίκου. Αναλογικά δε, μπορούν να εφαρμοστούν οι διατάξεις για την υιοθεσία ανηλίκου σε αυτή του ενηλίκου, στο μέτρο και στο βαθμό που συνάδουν με τη φύση και τον επιδιωκόμενο σκοπό της τελευταίας, ο οποίος συνίσταται στην ικανοποίηση της ανάγκης του υιοθετούντος για τη συνέχιση του ονόματος και της προσωπικότητας του, καθόσον υπάρχει ήδη μια οικογένεια.

Συγκεκριμένα, η υιοθεσία ενηλίκου διαφοροποιείται από αυτή του ανηλίκου, ως προς το ότι ο υιοθετούμενος είναι πλήρως δικαιοπρακτικά ικανός, καθότι έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του ως προς το ότι η γονική μέριμνα του φυσικού γονέα έχει παύσει στο σύνολο της για τους φυσικούς γονείς, από την ενηλικίωση του τέκνου  και, τέλος, ως προς τα αποτελέσματά της, αφού, μετά την τέλεση της υιοθεσίας του ενηλίκου, παραμένει αμετάβλητος ο βιολογικός και ηθικός δεσμός μεταξύ του θετού τέκνου και του άλλου φυσικού γονέα του και των συγγενών του, ως προς το είδος, τη γραμμή και το βαθμό της συγγένειας.

Ενόψει όλων αυτών, δεν είναι εφαρμοστέα στην υιοθεσία ενηλίκου η διάταξη που προβλέπει τη συναίνεση των φυσικών γονέων του υιοθετουμένου, ως προϋπόθεση για τη συντέλεση της υιοθεσίας ανηλίκου.

Για τους ίδιους ως άνω λόγους δεν εφαρμόζεται η διάταξη που θέτει ως προϋπόθεση για την υιοθεσία ανηλίκου τη διεξαγωγή επισταμένης κοινωνικής έρευνας από κοινωνική υπηρεσία, καθότι ο ενήλικος υιοθετούμενος διαθέτει πνευματική και ψυχολογική ωριμότητα, προκειμένου να κρίνει το συμφέρον ή μη της τελούμενης υιοθεσίας.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 23 παρ.1 ΑΚ, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη σύσταση και τη λύση της υιοθεσίας, η οποία περιέχει στοιχεία αλλοδαπότητας κατά τα υποκείμενα αυτής (διακρατικές υιοθεσίες), ρυθμίζονται από το δίκαιο της ιθαγένειας του κάθε μέρους, δηλαδή ορίζεται η επιμεριστική εφαρμογή της lex patriae κάθε μέρους. Με βάση τα παραπάνω για να είναι έγκυρη η υιοθεσία θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα να υιοθετηθεί ο υιοθετούμενος κατά το δίκαιο της ιθαγένειάς του, ενώ για τον υιοθετούντα η δυνατότητα υιοθεσίας θα κριθεί από το δίκαιο της δικής του ιθαγένειας. Εάν υφίσταται κώλυμα για το ένα μέρος, κατά το δίκαιο της ιθαγένειάς του, να συνάψει υιοθεσία, καθίσταται αδρανής η ευχέρεια την οποία έχει το άλλο μέρος από το δίκαιο της ιθαγένειάς του να συνάψει τη σχέση υιοθεσίας.

Εξάλλου, διάταξη αλλοδαπού δικαίου δεν εφαρμόζεται, εάν η εφαρμογή της προσκρούει στα χρηστά ήθη ή γενικά στη δημόσια τάξη. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η εφαρμογή του αλλοδαπού δικαίου αποκλείεται όταν αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν εναρμονίζεται προς τους θεμελιώδεις κανόνες και αρχές, που επικρατούν κατά το χρονικό σημείο εφαρμογής της στην Ελλάδα και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις που διέπουν το βιοτικό ρυθμό αυτής. Αυτές αποτελούν το φράγμα εφαρμογής στην ημεδαπή κανόνων αλλοδαπού δικαίου, η οποία μπορεί να προξενήσει διαταραχή στην αρμονία του ρυθμού αυτού, που κυριαρχεί στη χώρα και διέπεται από τις εν λόγω αρχές.

Εφόσον διαπιστωθεί, ότι η εφαρμογή της αλλοδαπής διάταξης προσκρούει in concreto στην ελληνική δημόσια τάξη, η αλλοδαπή διάταξη δεν εφαρμόζεται. Σε αυτήν την περίπτωση η συγκεκριμένη βιοτική σχέση ή θα μείνει αρρύθμιστη (αλλά θα πρέπει τούτο να είναι ανεκτό από την ημεδαπή δημόσια τάξη) ή εάν δεν δύναται να μείνει αρρύθμιστη θα ρυθμιστεί κατ'εφαρμογήν έτερης διάταξης του αυτού εφαρμοστέου δικαίου. Εφόσον, δε, το τελευταίο δεν είναι δυνατό, η ρύθμιση της σχέσης θα επιτευχθεί κατ'εφαρμογήν του ημεδαπού δικαίου (lex fori).

Σύμφωνα με τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, το δικαστήριο λαμβάνει υπ'όψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη το δίκαιο που ισχύει σε αλλοδαπή πολιτεία, τα έθιμα και τα συναλλακτικά ήθη και, εάν δεν τα γνωρίζει μπορεί να διατάξει απόδειξη ή να χρησιμοποιήσει όποιο μέσο κρίνει κατάλληλο χωρίς να περιορίζεται στις αποδείξεις που προσάγουν οι διάδικοι.

Σε περίπτωση υιοθεσίας αλλοδαπού ενηλικού το δικαστήριο οφείλει να εξετάσει τι ισχύει στο δίκαιο της ιθαγένειας. Έτσι μπορεί να διαπιστώσει π.χ. ότι α) η υιοθεσία τελείται δυνάμει δικαστικής απόφασης, κατόπιν αίτησης του υιοθετούντος, β) Η υιοθεσία πρέπει να εξυπηρετεί το συμφέρον του τέκνου και να του εξασφαλίζει ένα σταθερό και αρμονικό οικογενειακό περιβάλλον και γ) ότι είναι καταρχήν επιτρεπτή η υιοθεσία ανηλίκου, δηλαδή προσώπου που δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του και ότι  σε εξαιρετικές περιπτώσεις το δικαστήριο δύναται να επιτρέψει την υιοθεσία ενηλίκου, ο οποίος στερείται μητέρας ή πατέρα ή επιτρόπου.

Το δικαστήριο εξετάζοντας μια τέτοια περίπτωση οφείλει να λάβει υπ'όψη του συνδυαστικά τις προϋποθέσεις που ισχύουν στο ελληνικό δίκαιο σχετικά με τον υιοθετούντα όπως την οικογενειακή κατάστασή του και κυρίως την έλλειψη βιολογικών τέκνων, καθώς και άλλες περιστάσεις βαρύνουσας σημασίας όπως η υγεία, η οικονομική και οικογενειακή κατάσταση τις συνθήκες διαβίωσης του και αφετέρου τη σχέση του με το τέκνο και τις πιθανότητες διασφάλισης μίας ομαλής και αρμονικής συμβίωσής τους. Μεταξύ υιοθετούντος και ενηλίκου υιοθετουμένου πρέπει να υπάρχει διαφορά ηλικίας τουλάχιστον δέκα οκτώ ετών και από την μεριά του υιοθετούμενου να συντρέχουν οι προϋποθέσεις υιοθεσίας του αλλοδαπού δικαίου, δηλαδή η υιοθεσία να γίνει με δικαστική απόφαση, ο υιοθετούμενος να μην έχει φυσικούς γονείς  κ.τ.λ.

Σημειώνεται δε ότι ανωτέρω προϋποθέσεις του αλλοδαπού δικαίου είναι ενδεικτικές, καθώς κάθε αλλοδαπό δίκαιο έχει τις δικές του ιδιαίτερες προϋποθέσεις για την διαδικασία της υιοθεσίας, οι οποίες μπορεί να είναι ελαστικότερες ή αυστηρότερες από αυτές που αναφέρονται εδώ.
ΠΗΓΗ:http://www.legalaction.gr


+++++++++++
 ΥΙΟΘΕΣΙΕΣ


Η υιοθεσία τελείται με τελεσίδικη δικαστική απόφαση με βάση τις συναινέσεις των ενδιαφερομένων προσώπων.
Αρμόδιο για την τέλεση της υιοθεσίας είναι το δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου έχει τη συνήθη διαμονή του εκείνος που υιοθετεί ή εκείνος που υιοθετείται.
Το δικαστήριο ελέγχει την συνδρομή των νομίμων όρων για την υιοθεσία, τη νομιμότητά της όσο και τη σκοπιμότητά της, το αν, δηλαδή, η συγκεκριμένη υιοθεσία εξυπηρετεί το συμφέρον του υιοθετουμένου.
Η υιοθεσία ανηλίκων αποτελεί την σχεδόν αποκλειστική μορφή υιοθεσίας, αφού η υιοθεσία ενηλίκων μόνο κατ’ εξαίρεση είναι δυνατή.
Ο υιοθετών πρέπει να είναι ικανός για δικαιοπραξία.
Η υιοθεσία δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο από ένα πρόσωπο, όχι από περισσότερους, οι σύζυγοι όμως υιοθετούν από κοινού ανήλικο τέκνο.
Η συναίνεση του υιοθετούντος είναι αυτονόητη προϋπόθεση για την υιοθεσία και ο υιοθετούμενος ανήλικος συναινεί ο ίδιος στην υιοθεσία του εφόσον έχει συμπληρώσει το δωδέκατο έτος της ηλικίας του.
Η συναίνεση των γονέων του υιοθετουμένου είναι πάντοτε απαραίτητη.
Όλες οι συναινέσεις για την υιοθεσία δίνονται με αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του δικαστηρίου.
Ο έγγαμος δεν μπορεί να υιοθετήσει χωρίς τη συναίνεση του /της συζύγου του . Όταν δηλαδή στην υιοθεσία προβαίνει μόνο ο ένας σύζυγος (και όχι οι δύο μαζί), η συναίνεση του άλλου είναι αναγκαία. Στην περίπτωση αυτή η συναίνεση του συζύγου εκείνου που υιοθετεί μπορεί να δοθεί και ενώπιον συμβολαιογράφου, αν η συνήθης διαμονή του βρίσκεται στην αλλοδαπή.
Το θετό τέκνο παίρνει το επώνυμο του θετού γονέα του, στο οποίο έχει το δικαίωμα να προσθέσει και το πριν από την υιοθεσία επώνυμό του.
Η υιοθεσία ανηλίκων τηρείται μυστική. Το θετό τέκνο έχει, μετά την ενηλικίωσή του, το δικαίωμα να πληροφορείται πλήρως από τους θετούς γονείς και από κάθε αρμόδια αρχή τα στοιχεία των φυσικών γονέων του.
Οι διακρατικές υιοθεσίες ρυθμίζονται από την Διεθνή Σύμβαση της Χάγης του 1993, η κύρωση της οποίας έγινε από την Ελληνική Βουλή τον Ιούνιο του 2009 (Ν.3765/2009).
Επίσης είναι γνωστό ότι η διεθνής υιοθεσία είναι έννοια ευρύτερη από τη διακρατική. Η πρώτη αναφέρεται σε κάθε υιοθεσία που εμφανίζει στοιχείο αλλοδαπότητας, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στην υιοθεσία της οποίας το στοιχείο αλλοδαπότητας εντοπίζεται σε ένα συγκεκριμένο σημείο : την αλλαγή λόγω της υιοθεσίας του τόπου της συνήθους διαμονής του παιδιού.
Η Διεθνής Σύμβαση της Χάγης εφαρμόζεται μόνο στις διακρατικές υιοθεσίες μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών.
Η υιοθεσία μπορεί να τελεστεί στο κράτος προέλευσης ή στο κράτος υποδοχής. Η έκδοση του σχετικού πιστοποιητικού από την αρμόδια αρχή του κράτους, όπου τελέστηκε η υιοθεσία έχει ως συνέπεια την άμεση και χωρίς καμία διατύπωση αναγνώριση της υιοθεσίας σε όλα τα συμβαλλόμενα κράτη με την επιφύλαξη της πρόδηλης αντίθεσης της υιοθεσίας προς την δημόσια τάξη ορισμένου συμβαλλόμενου κράτους, λαμβανομένου υπόψη του συμφέροντος του παιδιού.
Η εν λόγω σύμβαση δεν αρκείται στην αυτόματη αναγνώριση μιας απόφασης υιοθεσίας μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών αλλά επιπλέον κατοχυρώνει, και ένα ελάχιστο πλέγμα εννόμων αποτελεσμάτων της υιοθεσίαςπου συνεπάγεται υποχρεωτικά μια τέτοια αναγνώριση.


1. Υιοθεσία ανήλικου τέκνου που γεννήθηκε στο εξωτερικό και συντελείται με απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου από Έλληνες γονείς.

Δικαιολογητικά :

• Τελεσίδικη δικαστική απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου νόμιμα επικυρωμένη
Επίσημη μετάφρασητης ξενόγλωσσης δικαστικής απόφασης,
• Απόφαση Ελληνικού Δικαστηρίου για αναγνώριση του δεδικασμένου της απόφασης του αλλοδαπού Δικαστηρίου, όπου απαιτείται.
• Πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης των θετών γονέων τελευταίου εξαμήνου.

Καταχωρίζεται με την προσκόμιση των δικαιολογητικών στην Υπηρεσία μας από έναν από τους γονείς ή το ίδιο το τέκνο, εφόσον έχει συμπληρώσει το 18ο έτος, ή από τρίτο πρόσωπο, εφοδιασμένο με ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο με την επίδειξη της αστυνομικής του ταυτότητας ή του διαβατηρίου, ή από τον παραστάντα δικηγόρο.

Στην περίπτωση που οι φυσικοί γονείς του υιοθετουμένου είναι Έλληνες η πράξη της υιοθεσίας καταχωρίζεται στο περιθώριο της ληξιαρχικής πράξης γέννησης που ήδη έχει συνταχθεί στην Υπηρεσία μας ως μεταβολή στην αστική κατάσταση του τέκνου.
Στην περίπτωση που οι φυσικοί γονείς του υιοθετουμένου είναι αλλοδαποί, περί της υιοθεσίας συντάσσεται απευθείας έκθεση υιοθεσίας στην Υπηρεσία μας ή ενώπιον της αρμόδιας Προξενικής αρχής στην αλλοδαπή , η οποία στη συνέχεια πρέπει να μεταγραφεί στην Υπηρεσία μας.


2. Υιοθεσία ανήλικου τέκνου από Έλληνες γονείς, με απόφαση Ελληνικού δικαστηρίου.

Εάν οι γονείς διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα, αρμόδιο για τη δήλωση της Υιοθεσίας είναι το Ληξιαρχείο του τόπου έκδοσης της απόφασης.


3. Υιοθεσία ενήλικου τέκνου που γεννήθηκε στο εξωτερικό και υιοθετείται από Έλληνα γονέα, με απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου.

Η υιοθεσία ενήλικου τέκνου που γεννήθηκε στο εξωτερικό και υιοθετείται από Έλληνα γονέα, με απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου, είναι δυνατή μόνο όταν αυτός που υιοθετεί είναι ο/η σύζυγος του φυσικού γονέα.

Δικαιολογητικά :

• Τελεσίδικη δικαστική απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου νόμιμα επικυρωμένη
Επίσημη μετάφραση της ξενόγλωσσης δικαστικής απόφασης,
• Απόφαση Ελληνικού Δικαστηρίου για αναγνώριση του δεδικασμένου της απόφασης του αλλοδαπού Δικαστηρίου, όπου απαιτείται.
• Πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης των θετών γονέων τελευταίου εξαμήνου.

Καταχωρίζεται με την προσκόμιση των δικαιολογητικών στην Υπηρεσία μας από έναν από τους γονείς ή το ίδιο το τέκνο, εφόσον έχει συμπληρώσει το 18ο έτος, ή από τρίτο πρόσωπο, εφοδιασμένο με ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο με την επίδειξη της αστυνομικής του ταυτότητας ή του διαβατηρίου, ή από τον παραστάντα δικηγόρο.

ΥΙΟΘΕΣΙΑ - Διάταξη αλλοδαπού δικαίου που απαγορεύει την υιοθεσία ενηλίκου ακόμα και όταν ο υιοθετούμενος είναι τέκνο της συζύγου του υιοθετούντος προσκρούει στην εγχώρια δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Διάταξη αλλοδαπού δικαίου που απαγορεύει την υιοθεσία ενηλίκου ακόμα και όταν ο υιοθετούμενος είναι τέκνο της συζύγου του υιοθετούντος προσκρούει στην εγχώρια δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη..

==============
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1542 και 1579 ΑΚ, η υιοθεσία ενηλίκου επιτρέπεται μόνον όταν ο υιοθετούμενος είναι συγγενής ως και τον τέταρτο βαθμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας αυτού που υιοθετεί, τέτοια δε περίπτωση συντρέχει και όταν ο υιοθετούμενος είναι τέκνο του συζύγου εκείνου που υιοθετεί (α` βαθμός εξ αγχιστείας).

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι από της ισχύος του νόμου 2447/1996 καταργείται η υιοθεσία ενηλίκου, πλην της περιπτώσεως του άρθρου 1579 ΑΚ, δηλαδή και στην περίπτωση που ο υιοθετούμενος είναι τέκνο του συζύγου του υιοθετούντος, με την οποία θεσπίζεται εξαίρεση στη γενική απαγόρευση της υιοθεσίας ενηλίκου. Αντιθέτως, υπάρχουν αλλοδαπά δίκαια (βλ. για παράδειγμα το Μολδαβικό και Κουβανικό δίκαιο) που δεν προβλέπουν σε καμιά περίπτωση υιοθεσία ενηλίκου.

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 23 ΑΚ, και 33 ΑΚ, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη σύσταση και τη λύση της υιοθεσίας ρυθμίζονται από το δίκαιο της ιθαγένειας του κάθε μέρους, δηλαδή του υιοθετούντος και του υιοθετούμενου, με τον όρο ότι οι διατάξεις του αλλοδαπού δικαίου δεν εφαρμόζονται αν η εφαρμογή τους προσκρούει στα χρηστά ήθη ή γενικά στη δημόσια τάξη της Ελληνικής Πολιτείας. Το επιλαμβανόμενο δηλαδή Δικαστήριο, ως έχον την απαιτούμενη διεθνή δικαιοδοσία, θα κρίνει, εάν οι διατάξεις του αλλοδαπού δικαίου, που τυγχάνουν εφαρμογής ως προς τον αλλοδαπό ενήλικο υιοθετούμενο, παραβιάζουν ή όχι την ημεδαπή δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη, και αν κατ` επέκταση θα εφαρμοσθούν ή όχι από αυτό, δεδομένου ότι η επιφύλαξη της δημόσιας τάξης, που θεσπίζεται με τη διάταξη του άρθρου 33 ΑΚ, είναι πρόκριμα στην εφαρμογή κάθε αλλοδαπής διάταξης και επομένως, όταν το εφαρμοστέο δίκαιο είναι αλλοδαπό δίκαιο, ο δικαστής προκαταρκτικά οφείλει να κρίνει, αν αυτή προσαρμόζεται στην ημεδαπή δημόσια τάξη και συμβιβάζεται με αυτήν.

Τέλος, δημόσια τάξη, υπό την αναφερόμενη στο άρθρο 33 ΑΚ έννοια, είναι το σύνολο των θεμελιωδών κανόνων και αρχών που κρατούν κατά ορισμένο χρόνο στη χώρα και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν το βιοτικό ρυθμό αυτής και αποτελούν το φράγμα εφαρμογής στην ημεδαπή κανόνων αλλοδαπού δικαίου, η οποία μπορεί να προξενήσει διαταραχή στο βιοτικό ρυθμό, ο οποίος κυριαρχεί στη χώρα και διέπεται από τις εν λόγω αρχές (ΟλΑΠ 6/90). Η δημόσια τάξη, ως ανασχετικός παράγων εφαρμογής του αλλοδαπού δικαίου, λειτουργεί περιπτωσιολογικά, και μόνη η άγνοια ή η απαγόρευση αυτή καθ` εαυτή ενός γνωστού σε εμάς θεσμού από το αλλοδαπό δίκαιο δεν μπορεί να οδηγήσει στην κρίση, ότι η εφαρμογή του δικαίου αυτού κατ` ανάγκη προσκρούει στην ελληνική δημόσια τάξη, δηλαδή αυτό που προσκρούει ή όχι στη δημόσια τάξη δεν είναι ο κανόνας του αλλοδαπού δικαίου, αλλά η συγκεκριμένη εκάστοτε εφαρμογή του. Ειδικότερα, ο δικάζων δικαστής δεν αξιολογεί το εφαρμοστέο αλλοδαπό δίκαιο, ούτε τον ειδικότερο εφαρμοστέο αλλοδαπό κανόνα δικαίου κατά τρόπο απόλυτο, γενικό και αφηρημένο. Εξετάζει μόνο κατά πόσο οι έννομες συνέπειες, οι οποίες θα παραχθούν στην ημεδαπή από την εφαρμογή του αλλοδαπού δικαίου επί των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών της κάθε ειδικότερης περίπτωσης, γίνονται ή όχι ανεκτές από τον κρατούντα στη χώρα μας βιοτικό κοινωνικό ρυθμό.

Περαιτέρω, επί αιτήσεως υιοθεσίας ενηλίκου με στοιχεία αλλοδαπότητας, όταν το υπό υιοθεσία ενήλικο πρόσωπο είναι αλλοδαπό και το δίκαιο της ιθαγένειας του δεν προβλέπει τον θεσμό αυτό (της υιοθεσίας ενηλίκου), το δικαστήριο θα πρέπει να ερευνήσει εξατομικευμένα τις ιδιαίτερες συνθήκες και περιστάσεις (π.χ. το ότι από ετών έχει αναπτυχθεί μία ουσιαστική γονική σχέση του υποψήφιου θετού γονέα με τον υιοθετούμενο, την τύχη του τελευταίου σε περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεως κλπ), οι οποίες θα καθιστούσαν αφόρητη, για τις θεμελιώδεις, ως άνω αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού δικαίου, την απόρριψη της αιτήσεως για το λόγο ότι το εφαρμοστέο, κατά το άρθρο 23 ΑΚ, ως προς το πρόσωπο του αλλοδαπού, δίκαιο δεν προβλέπει μία τέτοια υιοθεσία. Τέλος, στην ημεδαπή έννομη τάξη το ενδιαφέρον σχετικά με το θεσμό της υιοθεσίας έχει επικεντρωθεί στο συμφέρον του υιοθετουμένου και στην παροχή δυνατότητας σε αυτόν να μεγαλώσει σε ένα οικογενειακό περιβάλλον με ανάπτυξη σχέσεων στοργής και αφοσίωσης, με σωστή ηθική και πνευματική διαπαιδαγώγηση και με ομαλή εξέλιξη της προσωπικότητας του.

Για τους ως άνω λόγους η υπ’ αριθμ. 2084/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου (ΧρΙδ 2010/769, Δ/νη 2010/1041) και η υπ’ αριθ. 1658/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (Δ/νη 2010/1688), ορθά έκριναν ότι οι διατάξεις του Κουβανικού και Μολδαβικού Δικαίου αντίστοιχα, που αγνοούν την υιοθεσία ενηλίκου προσκρούουν στην εγχώρια δημόσια τάξη και τα ημεδαπά χρηστά ήθη, ενόψει και της μακρόχρονης συμβιώσεως του υιοθετούντος και του υιοθετούμενου δηλαδή και πριν από την ενηλικίωση του υιοθετούμενου, και των λοιπών ιδιαιτέρων περιστάσεων, όπως περί του ότι πρόκειται περί υιοθεσίας του τέκνου της συζύγου του υιοθετούντος, από άλλο γάμο αυτής, ο οποίος λύθηκε και την επιμέλεια του ανέλαβε η άνω σύζυγος του. Άλλωστε πρέπει να λαμβάνονται ιδιαίτερα υπόψη η θέληση του υιοθετούμενου, ως ενηλίκου, και το συμφέρον του να αναπτυχθεί και διαβιώσει μέσα σε συγκεκριμένο οικογενειακό περιβάλλον, ως έκφραση των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων της προσωπικής του ελευθερίας και της προστασίας της οικογένειας, που περιλαμβάνουν και το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής από τον προς υιοθεσία ενήλικο του οικογενειακού περιβάλλοντός του, πράγματα τα οποία ανάγονται σε αρχή του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου (βλ. ΑΠ 2084/ 2009 αδημ.).

ΠΗΓΗ:http://efotopoulou.gr

 
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>