Quantcast
Channel: ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live

Προσβολή πατρότητας: Προϋποθέσεις, διαδικασία - αρμοδιοτητα και έννομα αποτελέσματα - σχετικά θέμάτα

$
0
0

ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
 Έχοντας ως βάση ότι η κυοφορία διαρκεί συνήθως εννιά (9) μήνες και ότι μία γυναίκα που είναι παντρεμένη κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων γεννά το παιδί του συζύγου της, ο ελληνικός Αστικός Κώδικας έχει περιλάβει ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία κάθε παιδί που..
γεννιέται κατά την διάρκεια του γάμου της μητέρας του ή μέσα σε τριακόσιες (300) ημέρες από την λύση ή ακύρωσή του, τεκμαίρεται ότι έχει ως πατέρα τον σύζυγο της μητέρας του. Το τεκμήριο αυτό, ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού τυχαίνει ο βιολογικός πατέρας του παιδιού που γεννιέται να μην είναι ο σύζυγος της μητέρας. Στις περιπτώσεις αυτές, γεννάται το ερώτημα πώς θα πρέπει να αποκατασταθεί η βιολογική αλήθεια, ώστε το τέκνο να αποκτήσει από νομική άποψη συγγένεια με τον βιολογικό του πατέρα.
        Η ανατροπή του τεκμηρίου πατρότητας, σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα, είναι δυνατή μόνο κατόπιν ασκήσεως αγωγής προσβολής πατρότητας. Η αγωγή προσβολής πατρότητας μπορεί να ασκηθεί από: α) τον σύζυγο της μητέρας (και τεκμαιρόμενο πατέρα του τέκνου), 2) τον πατέρα ή την μητέρα του συζύγου, εάν αυτός πέθανε χωρίς να έχει χάσει το δικαίωμα προσβολής της πατρότητας, 3) το τέκνο, 4) την μητέρα του τέκνου και 5) τον άνδρα με τον οποίο η μητέρα, ευρισκόμενη σε διάσταση με τον σύζυγό της, είχε μόνιμη σχέση με σαρκική συνάφεια κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης του τέκνου. Το δικαίωμα καθενός εκ των ανωτέρω προσώπων είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο.
        Η αγωγή προσβολής πατρότητας εκδικάζεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 επ. ΚΠολΔ)και στο πλαίσιο αυτής, το πρόσωπο που την ασκεί οφείλει να αποδείξει είτε ότι η μητέρα δεν συνέλαβε πράγματι από τον σύζυγό της (δηλ. ότι ο σύζυγός της δεν είναι ο βιολογικός πατέρας του παιδιού), είτε ότι κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης (δηλαδή το διάστημα που περιλαμβάνεται ανάμεσα στην τριακοσιοστή και στην εκατοστή ογδοηκοστή ημέρα πριν από τον τοκετό, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1468 ΑΚ) ήταν φανερά αδύνατο να συλλάβει από τον σύζυγό της, ιδίως λόγω ανικανότητα ή αποδημίας του συζύγου ή γιατί δεν είχαν σεξουαλικές σχέσεις. Το ότι η μητέρα δεν συνέλαβε από τον σύζυγό της αποδεικνύεται κυρίως με την ανάλυση του αίματος ή την εξέταση DNA και των τριών ενδιαφερομένων, δηλαδή της μητέρας, του συζύγου της (και τεκμαιρόμενου πατέρα) και του παιδιού. Για την απόδειξη της μη ανταπόκρισης του τεκμηρίου πατρότητας στην πραγματικότητα, είναι δυνατό, πάντως, να χρησιμοποιείται από τον ενάγοντα κάθε δυνατό και πρόσφορο αποδεικτικό μέσο, όπως ακριβώς και σε οποιαδήποτε άλλη διαφορά. Ιδιομορφία παρουσιάζεται ως προς την ομολογία, η οποία, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες διαδικασίες, στην προκειμένη διαδικασία των διαφορών από την Οικογένεια, τον Γάμο και την Ελεύθερη Συμβίωση δεν παράγει πλήρη απόδειξη, αλλά εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζονται.
        Ιδιάζουσα σημασία στο πλαίσιο της δίκης προσβολής πατρότητας διαδραματίζει στις περισσότερες περιπτώσεις το αποδεικτικό μέσο της ιατρικής πραγματογνωμοσύνης. Ειδικότερα, ενόψει των αμφιβολιών που καταλείπονται τις περισσότερες περιπτώσεις στον δικαστή, ο τελευταίος διατάσσει την διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης με εξέταση DNA, με σκοπό να αποδειχθεί αν πράγματι υφίσταται ή όχι βιολογική συγγένεια με τον σύζυγο της μητέρας και το παιδί. Στην περίπτωση αυτή, το άρθρο 607 ΚΠολΔ ορίζει ότι εάν κάποιο από τα ενδιαφερόμενα μέρη (δηλ. η μητέρα ή ο σύζυγός της) αρνηθεί να υποβληθεί στις ιατρικές εξετάσεις που διέταξε το δικαστήριο χωρίς δικαιολογημένη αιτία, τότε οι ισχυρισμοί του αντιδίκου του θεωρείται ότι έχουν αποδειχτεί.
        Το δικαίωμα άσκησης αγωγής προσβολής πατρότητας αποκλείεται: 1) για τον σύζυγο της μητέρας, κατόπιν παρέλευσης ενός (1) έτους από τότε που πληροφορήθηκε τον τοκετό και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι η σύλληψη του τέκνου δεν έγινε από αυτόν και, σε κάθε περίπτωση, αφού περάσουν πέντε (5) έτη από τον τοκετό, 2) για τον πατέρα ή την μητέρα του συζύγου, μετά την παρέλευση ενός (1) έτους από τότε που έμαθαν τον θάνατο του υιού τους και τη γέννηση του τέκνου, 3) για το τέκνο, κατόπιν παρέλευσης ενός (1) έτους από την ενηλικίωσή του, 4) για την μητέρα, κατόπιν παρέλευσης ενός (1) έτους από τον τοκετό ή εάν υπάρχει σοβαρός λόγος για τη μη προσβολή κατά την διάρκεια του γάμου, έξι (6) μήνες από τότε που λύθηκε ή ακυρώθηκε ο γάμος και 5) για τον άνδρα που είχε σαρκική συνάφεια με την μητέρα, αφότου περάσουν δύο (2) έτη από τον τοκετό. Η καθιέρωση προθεσμιών από τον νόμο και δη σημαντικά σύντομων, υποκινήθηκε από την σκέψη ότι το ζήτημα της καταγωγής ή όχι από γάμο δεν μπορεί να εκκρεμεί συνεχώς και επ’ αόριστον.
        Σε περίπτωση που ασκηθεί και γίνει δεκτή η αγωγή προσβολής πατρότητας, το τέκνο χάνει την ιδιότητα του τέκνου που γεννήθηκε σε γάμο και μάλιστα αναδρομικά από την γέννησή του. Για να συμβεί αυτό, η σχετική δικαστική απόφαση που εκδίδεται, η οποία έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, θα πρέπει να καταστεί αμετάκλητη. Με την απόφαση, επομένως, το τέκνο χάνει κάθε συγγένεια με τον σύζυγο της μητέρας του, με όλες τις εντεύθεν συνέπειες (απώλεια δικαιώματος διατροφής, απώλεια κληρονομικού δικαιώματος και δικαιώματος νόμιμης μοίρας κ.ο.κ). Σε περίπτωση μάλιστα που την αγωγή προσβολής της πατρότητας την ασκεί ο σύντροφος της μητέρας με τον οποίο είχε σαρκικές σχέσεις όσο βρισκόταν σε διάσταση, η δικαστική απόφαση που εκδίδεται επέχει συγχρόνως και θέση εκούσιας αναγνώρισης του τέκνου από τον σύντροφο της μητέρας του, με αποτέλεσμα αυτό να μην εξομοιώνεται στην περίπτωση αυτή με τέκνο γεννημένο εκτός γάμου.
πηγη: http://www.siopi-law.gr/post/144-prosboli-patrotitas-pro

++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++
Το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου της μητέρας του ή μέσα σε τριακόσιες ημέρες από τη λύση ή την ακύρωσή του τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα τον σύζυγο της μητέρας (τέκνο γεννημένο σε γάμο).
Η ιδιότητα του τέκνου γεννημένου σε γάμο μπορεί να προσβληθεί δικαστικώς και ως εκ τούτου το τεκμήριο πατρότητας να ανατραπεί, εάν αποδειχθεί ότι η μητέρα δεν συνέλαβε πράγματι από το σύζυγό της ή ότι κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης ήταν φανερά αδύνατο να συλλάβει από αυτόν, ιδίως εξαιτίας ανικανότητας ή αποδημίας του ή επειδή δεν είχαν σχέσεις.
Το τέκνο χάνει την ιδιότητα τέκνου που γεννήθηκε σε γάμο, αναδρομικά από την γέννησή του, μόλις γίνει αμετάκλητη η απόφαση που δέχεται την προσβολή αυτής της ιδιότητάς του.
Η αγωγή προσβολής πατρότητος τέκνου που ασκείται από το φερόμενο βιολογικό πατέρα του που τυγχάνει σύζυγός της μητέρας του, υπόκειται σε χρονικούς περιορισμούς και τούτο για να αρθεί η αβεβαιότητα και όλες οι έννομες συνέπειες που αυτή συνεπάγεται ως προς την πατρότητα ενός παιδιού (διατροφή, επώνυμο τέκνου, εγγραφή του στην οικογενειακή μερίδα του πατέρα κλπ).
Η ενάσκηση του δικαιώματος αυτού αποκλείεται για το σύζυγο της μητέρας, όταν περάσει ένα έτος αφότου πληροφορήθηκε τον τοκετό και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι η σύλληψη του τέκνου δεν έγινε από αυτόν και σε κάθε περίπτωση όταν περάσουν πέντε έτη από τον τοκετό.
Στην περίπτωση που υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων του τέκνου προς τα συμφέροντα των γονέων του, όπως στην προκειμένη περίπτωση της αγωγής προσβολής πατρότητος που στρέφεται εκ μέρους του πατέρα του τέκνου προς τον ίδιο ως ασκούντα τη γονική μέριμνά του, τότε με ειδική διαδικασία ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, ορίζεται ειδικός επίτροπος στη θέση του πατέρα που ταυτοχρόνως είναι αντίδικος του τέκνου του (και του εαυτού του ως ασκών τη γονική μέριμνα του τέκνου του) σε αυτή τη δίκη προσβολής της πατρότητος.
Ο δικαστικός διορισμός επιτρόπου γίνεται αποκλειστικά για αυτό τον σκοπό και σε καμία περίπτωση δεν επιμηκύνει τις αποκλειστικές προθεσμίες άσκησης των δικαιωμάτων του πατέρα, έτσι όπως αναλύθηκαν παραπάνω.
Ως εκ τούτου στην προκειμένη περίπτωση εφόσον έχουν παρέλθει οι αποκλειστικές αυτές προθεσμίες προσβολής της πατρότητας τέκνου που αφορούν το σύζυγο της μητέρας του τέκνου και το φερόμενο πατέρα του (διότι υπάρχουν δυνατότητες προσβολής πατρότητος και εκ μέρους των γονέων του πατέρα του τέκνου, του ίδιου του τέκνου, της μητέρας αυτού και του ανδρός με τον οποίο η μητέρα διατηρούσε σαρκική επαφή κατά τον κρίσιμο χρόνο που δεν αφορούν στο παρόν ερώτημα), θεωρούμε ότι παύει να ισχύει το δικαίωμα προσβολής της πατρότητος τέκνου εκ μέρους του φερομένου πατέρα, καθιστώντας ανενεργή την απόφαση περί διορισμού επιτρόπου για τον λόγο αυτό.
πηγη: https://singleparent.gr/enimerosi/nomika-themata/mexri-pote-mporei-na-ginei-prosvoli-patrotitas-apo-ton-patera

ΑΠ 34/2017 - ΔΙΑΖΥΓΙΟ - Λύση γάμου λόγω τετραετούς διάστασης - Εκκρεμοδικία

Next: ΑΠ 653/2017 - ΠΟΙΝΙΚΟ - Ενδοοικογενειακή βία - Στην έννοια της οικογένειας περιλαμβάνονται: α) σύζυγοι ή γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους, β) συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τετάρτου βαθμού και πρόσωπα των οποίων επίτροπος, δικαστικός παραστάτης ή ανάδοχος γονέας έχει ορισθεί μέλος της οικογένειας, καθώς και κάθε ανήλικο πρόσωπο που συνοικεί στην οικογένεια, γ) η μόνιμη σύντροφος του άνδρα ή ο μόνιμος σύντροφος της γυναίκας τα τέκνα, κοινά ή ενός εξ αυτών εφόσον τα πρόσωπα αυτά συνοικούν, ως και οι τέως συζύγους
$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Λύση γάμου λόγω τετραετούς διάστασης - Εκκρεμοδικία
Έτος: 2017/ Νούμερο: 34
Προϋπόθεση προβολής του από την εκκρεμοδικία απαραδέκτου, το οποίο οδηγεί σε αναστολή εκδικάσεως της επίδικης διαφοράς...
είναι εκτός άλλων, να υπάρχει ταυτότητα διαφοράς και στις δύο δίκες δηλαδή στην αρχική και τη δεύτερη που έχει αχθεί ενώπιον του δικαστηρίου, για την οποία έκρινε η απόφαση ήτοι απαιτείται και ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας, ισχύει και στις διαπλαστικές αγωγές.

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2'Πολιτικό Τμήμα


ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Κοντό και Αβροκόμη Θούα, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 28 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Δ. συζύγου Ν. Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ελευθέριο Σπύρου με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.

Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Κ. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Σπεντζοπούλου, που ανακάλεσε την από 25-11-2016 δήλωσή της και παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-2-2008 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 23344/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 1686/2010 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά η αναιρεσείουσα με την από 3-3-2011 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Αντώνιος Ζευγώλης ανέγνωσε την από 4-1-2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης. Η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 222 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., όταν επέλθει η εκκρεμοδικία και όσο αυτή διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα. Αν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ασκηθεί άλλη αγωγή, ανταγωγή ή κύρια παρέμβαση ή προταθεί ένσταση συμψηφισμού για την ίδια επίδικη διαφορά, αναστέλλεται και αυτεπαγγέλτως η εκδίκασή της έως ότου περατωθεί η πρώτη δίκη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι προϋπόθεση προβολής του από την εκκρεμοδικία απαραδέκτου, το οποίο οδηγεί σε αναστολή εκδικάσεως της επίδικης διαφοράς είναι εκτός άλλων, να υπάρχει ταυτότητα διαφοράς και στις δύο δίκες δηλαδή στην αρχική και τη δεύτερη που έχει αχθεί ενώπιον του δικαστηρίου, για την οποία έκρινε η απόφαση. Δεν αρκεί δηλαδή η σύμπτωση των αιτημάτων των δύο αγωγών, αλλά απαιτείται και ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας, σε τρόπον ώστε να μην υπάρχει τέτοια ταυτότητα διαφοράς αν μεταξύ των δύο αγωγών υφίσταται διαφοροποίηση των πραγματικών γεγονότων των παραγωγικών του ίδιου γεγονότος. Η αρχή αυτή ισχύει και στις διαπλαστικές αγωγές (ΑΠ 638/1999, ΑΠ 1403/1997).

Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο απέρριψε, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, την ένσταση εκκρεμοδικίας της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας, ως μη νόμιμη θεωρήσαν κατόπιν τούτου την ένδικη αγωγή, ως παραδεκτώς ασκηθείσα, με την αιτιολογία ότι η προηγούμενη υπ'αριθ. καταθ. 1025/08-05-1984 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου εδίωκε μεν και αυτή, όπως και η ένδικη από 08-02-2008 αγωγή, τη λύση του μεταξύ των διαδίκων γάμου για το λόγο της τετραετούς διαστάσεως (άρθρ. 1439 παρ. 3 ΑΚ), είχε όμως η πρώτη (η προηγούμενη) αγωγή ως επίδικο χρονικό διάστημα τετραετούς διαστάσεως το από το έτος 1979 μέχρι τις 8-4-1984 χρονικό διάστημα, ενώ η ένδικη μεταγενέστερη αγωγή έχει ως επίδικο χρονικό διάστημα τετραετούς διαστάσεως από τα μέσα του έτους 1985 και εντεύθεν μέχρι την άσκησή της (ημερομηνία καταθ. 08-02-2008 και συζήτησης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο 18-03-2009), ήτοι διαφορετικό χρονικό διάστημα. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, όχι παρά το νόμο δεν κήρυξε το απαράδεκτο της αγωγής αλλά αντίθετα ορθά απέρριψε ως μη νόμιμη την πιο πάνω ένσταση και θεώρησε κατόπιν τούτου παραδεκτή την ένδικη αγωγή, αφού υπήρχε πράγματι έλλειψη ταυτότητας διαφοράς, ως εκ της διαφορετικής κατά τα εκτεθέντα ιστορικής αιτίας λόγω των διαφορετικών θεμελιωτικών γεγονότων όσον αφορά το χρόνο της πιο πάνω τετραετούς διάστασης. Γι'αυτό ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 559 αριθμ. 14 Κ.Πολ.Δικ., πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, είναι αβάσιμος.

Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθμ. 11 περ. γ'ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Εξάλλου, κατά την έννοια του πιο πάνω εδαφίου, για την ίδρυση του λόγου αυτού αναιρέσεως αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων, τα οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 341 και 346 ΚΠολΔ (Ολ.ΑΠ 2/2008). Ο ανωτέρω λόγος είναι αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίσθηκαν και των οποίων έγινε επίκληση. Συνήθως αρκεί προς τούτο η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολογήσεως καθενός και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Μη λήψη υπόψη, πάντως, δεν συνάγεται από μόνο το γεγονός ότι μνημονεύονται στην απόφαση ορισμένα μόνο από τα προσκομισθέντα με επίκληση αποδεικτικά μέσα, όχι όμως και τα επίδικα (ΑΠ 1573/2006), ούτε όμως και συνιστά μη λήψη υπόψη αυτών όταν το δικαστήριο από την συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων καταλήγει σε διαφορετικό πόρισμα από αυτό που θεωρεί ορθό ο αναιρεσείων, καθόσον τότε πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 11 γ'ΚΠολΔ και ειδικότερα, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε 14 φωτογραφίες τις οποίες επικαλέσθηκε και προσκόμισε ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας η αναιρεσείουσα, στις οποίες εμφανίζονται οι διάδικοι μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου 2005 κατά τις εορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα με τα τέκνα τους στη συζυγική οικία, καθώς και σε ταξίδια τους την περίοδο 2000-2004 στο ... και την ... προκειμένου να επισκεφθούν τον υιό τους Ν. που σπούδαζε εκεί, γεγονός που υποδηλώνει ότι μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου του 2005 δεν είχε διακοπεί η έγγαμη συμβίωση μεταξύ τους και κατά την συζήτηση της αγωγής (18-03-2009) δεν είχε συμπληρωθεί τετραετία από τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσής τους. Από τη βεβαίωση όμως της προσβαλλόμενης απόφασης ότι λήφθηκαν υπόψη, εκτός των άλλων, και όλα τα επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα (ως τέτοια δε θεωρούνται και οι φωτογραφίες), αλλά και από το σύνολο του περιεχομένου της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, κατά την οποία, ο αναιρεσίβλητος από το τέλος του 1985 εγκατέλειψε τη συζυγική οικία και έκτοτε διαμένει σε διάφορες μισθωμένες οικίες, στις οποίες από 15ετίας συζεί με άλλη γυναίκα, με πρόθεση την πραγματική διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής του με την αναιρεσείουσα και ότι οι οποιεσδήποτε κοινές εμφανίσεις των διαδίκων από το 1985 και εφεξής έγιναν προς αντιμετώπιση οικογενειακών αναγκών που κατά κύριο λόγο αφορούσαν τα τέκνα τους και όχι την αποκατάσταση της έγγαμης συμβίωσής τους, καθίσταται αναμφίβολα βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και τις επίδικες φωτογραφίες. Επομένως, ο αντίθετος από την παραπάνω διάταξη (άρθρο 559 αριθ. 11 γ'ΚΠολΔ), λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, είναι αβάσιμος. Κατά τα λοιπά, ο ίδιος λόγος είναι απαράδεκτος, καθόσον οι προβαλλόμενες αιτιάσεις ανάγονται στην εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.).

Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα σε ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του, καταθέσαντος προτάσεις, αναιρεσίβλητου, συμψηφιζομένων κατά τα λοιπά (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 03 Μαρτίου 2011 αίτηση της Δ. σύζ. Ν. Κ., για αναίρεση της υπ'αριθ. 1686/2010 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα σε ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε χίλια διακόσια (1.200) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Δεκεμβρίου 2016.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Ιανουαρίου 2017.

Α.Π. 34/2017

ΑΠ 653/2017 - ΠΟΙΝΙΚΟ - Ενδοοικογενειακή βία - Στην έννοια της οικογένειας περιλαμβάνονται: α) σύζυγοι ή γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους, β) συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τετάρτου βαθμού και πρόσωπα των οποίων επίτροπος, δικαστικός παραστάτης ή ανάδοχος γονέας έχει ορισθεί μέλος της οικογένειας, καθώς και κάθε ανήλικο πρόσωπο που συνοικεί στην οικογένεια, γ) η μόνιμη σύντροφος του άνδρα ή ο μόνιμος σύντροφος της γυναίκας τα τέκνα, κοινά ή ενός εξ αυτών εφόσον τα πρόσωπα αυτά συνοικούν, ως και οι τέως συζύγους

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Ενδοοικογενειακή βία
Έτος: 2017/ Νούμερο: 653
Στην έννοια της οικογένειας περιλαμβάνονται: α) σύζυγοι ή γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ ..
αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους, β) συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τετάρτου βαθμού και πρόσωπα των οποίων επίτροπος, δικαστικός παραστάτης ή ανάδοχος γονέας έχει ορισθεί μέλος της οικογένειας, καθώς και κάθε ανήλικο πρόσωπο που συνοικεί στην οικογένεια, γ) η μόνιμη σύντροφος του άνδρα ή ο μόνιμος σύντροφος της γυναίκας τα τέκνα, κοινά ή ενός εξ αυτών εφόσον τα πρόσωπα αυτά συνοικούν, ως και οι τέως συζύγους".

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα και Μαρία Γκανιάτσου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαϊδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 1032, 1033/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών.

Με κατηγορούμενο τον Γ. Π. του Ν., κάτοικο ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Μακρή και πολιτικώς ενάγουσα την Ε. Π. του Σ., κάτοικο ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευαγγελία Ζωγράφου.

Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 23/18.4.2016 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεώργιου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2016.

Αφού άκουσε

Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 εδ.α ‘ Κ.Π.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 Κ.Π.Δ. παρ. 2 (αρθρ. 483 παρ. 3), δηλαδή μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την καταχώριση της προσβαλλόμενης τελεσίδικης απόφασης καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 Κ.Π.Δ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκήσει αναίρεση κατά οποιασδήποτε απόφασης, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους που διαλαμβάνονται στο άρθρο 510 παρ. 1 Κ.Π.Δ., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδικής και εμπεριστατωμένης, αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του Κ.Π.Δ.). Ειδικά δε, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας που θεσπίζεται από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974) και δεδομένου ότι αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου, υπάρχει έλλειψη της απαιτούμενης (από τις προαναφερόμενες διατάξεις) ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ., όταν α) δεν εκτίθενται καθόλου ή εκτίθενται ελλιπώς ή κατά τρόπο ασαφή στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά της πράξεως που αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και δικαιολογούν την κρίση για μη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης πράξης, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, είτε όταν δεν αιτιολογείται καθόλου ή με σαφήνεια και πληρότητα γιατί το δικαστήριο δεν πείστηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στα πρακτικά του και β) δεν αναφέρονται στην απόφαση, ως προς το είδος τους, τα αποδεικτικά μέσα, από τα, οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι λόγοι (αιτιολογικές σκέψεις) για τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας κατέληξε σε αθωωτική κρίση και δεν ήταν δυνατό να καταλήξει σε πόρισμα νόμιμης ανατροπής του τεκμηρίου αθωότητας, δηλαδή στην κρίση ότι ο κατηγορούμενος πραγμάτωσε την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της δικαζόμενης αξιόποινης πράξης. Επίσης, η αθωωτική απόφαση, για να είναι αιτιολογημένη, πρέπει να αναφέρεται σ’ αυτή ρητά ή να συνάγεται με βεβαιότητα από ολόκληρο το περιεχόμενο του σκεπτικού της ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, για τη διαμόρφωση της αθωωτικής κρίσης του, το περιεχόμενο όλων των αποδεικτικών μέσων που μνημονεύονται στα πρακτικά. Έτσι, υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, όταν το δικαστήριο δεν αιτιολογεί, παραθέτοντας με σαφήνεια και πληρότητα τα περιστατικά που προέκυψαν από τα αποδεικτικά μέσα που εισφέρθηκαν νόμιμα κατά την ακροαματική διαδικασία (από την κατηγορούσα αρχή και από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο υπεράσπισης του), διαμορφώνοντας αντίστοιχες πορισματικές παραδοχές και διατυπώνοντας σχετικές αιτιολογικές σκέψεις, γιατί δεν πείστηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου. Η αιτιολογία δεν μπορεί να είναι επιλεκτική, να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα δεδομένα της προδικασίας ή της ακροαματικής διαδικασίας, χωρίς να συνεκτιμώνται άλλα που εισφέρθηκαν σ’ αυτή, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά. Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, όταν το δικαστήριο δεν αιτιολογεί, με παράθεση σχετικών περιστατικών και πορισματικών παραδοχών, γιατί πείστηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου, αφού, όπως σημειώθηκε, αντικείμενο της ποινικής δίκης είναι η ενοχή, και όχι η αθωότητα αυτού (Ολ ΑΠ 3/2012, ΑΠ 1104/2015, 953/2015).

Περαιτέρω, από το άρθρο 178 του Κ.Π.Δ., το οποίο ορίζει τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην ποινική διαδικασία, προκύπτει ότι η πραγματογνωμοσύνη ως αποδεικτικό μέσο αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσεως του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα που απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις. Η πραγματογνωμοσύνη αυτή εκτιμάται ελευθέρως από το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 177 του ίδιου Κώδικα, με την έννοια ότι δεν το δεσμεύει η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων. Οφείλει, όμως, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους. Σε κάθε άλλη περίπτωση και ειδικότερα επί ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης (απλής γνωματεύσεως ή γνωμοδοτήσεως) ή πραγματογνωμοσύνης που ενεργήθηκε δυνάμει αποφάσεως πολιτικού δικαστηρίου, το πόρισμα της εκτιμάται ελευθέρως μαζί με τις άλλες αποδείξεις. Εξάλλου, στο άρθρο 1 του Ν. 3500/2006 ορίζεται ότι για τον παρόντα νόμο θεωρείται: 1. ενδοοικογενειακή βία, η τέλεση αξιόποινης πράξης σε βάρος μέλους της οικογένειας, σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος και τα άρθρα 299 και 311 του Π.Κ, 2. α) οικογένεια ή κοινότητα που αποτελείται από συζύγους ή γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους, β) στην οικογένεια περιλαμβάνονται, εφόσον συνοικούν, συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τετάρτου βαθμού και πρόσωπα των οποίων επίτροπος, δικαστικός παραστάτης ή ανάδοχος γονέας έχει ορισθεί μέλος της οικογένειας, καθώς και κάθε ανήλικο πρόσωπο που συνοικεί στην οικογένεια, γ) οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται και στην μόνιμη σύντροφο του άνδρα ή στον μόνιμο σύντροφο της γυναίκας και στα τέκνα, κοινά ή ενός εξ αυτών, εφόσον τα πρόσωπα αυτά συνοικούν, ως και στους τέως συζύγους". Ως "σύνοικοι", κατά την έννοια του ως άνω νόμου, θεωρούνται τα πρόσωπα, τα οποία μένουν στην ίδια οικία, και εάν πρόκειται για πολυκατοικία στο ίδιο διαμέρισμα. Πρόσωπα που δεν εμπίπτουν στην ως άνω έννοια του "συνοίκου", αν βιαιοπραγήσουν, αντιμετωπίζονται με τις κοινές διατάξεις.

Στην προκείμενη περίπτωση, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με την από 18-4-2016 αίτηση αναίρεσης, η οποία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και για την οποία συντάχτηκε η ...2016 έκθεση αναιρέσεως, ζητεί την αναίρεση της τελεσίδικης απόφασης 1032-1033/2015 του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, με την οποία κηρύχθηκε αθώος ο κατηγορούμενος, Γ. Π. του Ν., για τις πράξεις : 1) της απλής ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης κατ’ εξακολούθηση, 2) της ενδοοικογενειακής απειλής 3) της παράνομης οπλοφορίας, και 4) της οπλοχρησίας, επικαλούμενος έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και προβάλλοντας συγκεκριμένες πλημμέλειες της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη για τη συναγωγή του σχετικού αποδεικτικού πορίσματος και ως προς την αθωωτική κρίση αυτής, που συνιστούν παραδεκτό και ορισμένο λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ. Σύμφωνα με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. 1032-1033/2015 απόφασης του το Τριμελές Εφετείο Πατρών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρεσίβλητος κηρύχθηκε αθώος του ότι: Στην περιοχή "..."Αιγίου Αιγιαλείας και εντός της συζυγικής οικίας τέλεσε με πολλές πράξεις πολλά εγκλήματα στις κάτωθι αναφερόμενες ημερομηνίες:

Α) Με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, εντός της συζυγικής οικίας, όπου διαμένει με την σύζυγο του Ε. Π. και τα τρία από τα τέσσερα τέκνα τους, σης 15-02-2014 και περί ώρα 05:00, στις 12-02-2014 και το έτος 2012 σε ανεξακρίβωτη ακριβή ημερομηνία, με πρόθεση ως μέλος της οικογένειας προξένησε σε άλλο μέλος αυτής (οικογένειας) σωματική βλάβη και ειδικότερα ως σύζυγος της εγκαλούσας Ε. Π. χτύπησε αυτήν σε διάφορα μέρη του σώματος της και ειδικότερα στις 15-02-2014 και ώρα 05:00, κρατώντας στο δεξί του χέρι πιστόλι με το δάχτυλο στην σκανδάλη, χτυπούσε αυτή στο πίσω μέρος του κεφαλιού της με αυτό, στις 12-02-2014, τραβώντας την προαναφερόμενη εγκαλούσα από τα μαλλιά, την έσυρε από τον τρίτο όροφο της οικίας τους στον πρώτο όροφο, που ευρίσκεται το τζάκι και εκεί με μεγάλη τσιμπίδα έπιανε τα αναμμένα κάρβουνα, που είχε επιμελώς τοποθετήσει σε πιατάκι και τα έβαζε ανάμεσα στα δάκτυλα των χεριών αυτής και κατά το έτος 2012 σε ανεξακρίβωτη ακριβή ημερομηνία, κατεβάζοντας διά της βίας την εγκαλούσα στο υπόγειο της ανωτέρω αναφερομένης οικίας τους, όπου έκλεισε τα παράθυρα και τα φώτα, χτυπούσε αυτή (εγκαλούσα) στα τυφλά, σε διάφορα σημεία του σώματος της, προκαλώντας της μία εγκαυματική αλλοίωση, διαμέτρου 0,6 εκ. περίπου κατά την δεξιά οπίσθια καρπική χώρα, δύο εγκαυματικές αλλοιώσεις διαμέτρου 0,4 εκ.-0,6 εκ. περίπου κατά την ράχη της φάλαγγας του δεξιού αντίχειρα, μία εγκαυματική αλλοίωση διαμέτρου 0,7 εκ. περίπου, κατά την ράχη της 1ης φάλαγγας του δεξιού δείκτη , μία εγκαυματική αλλοίωση διαστάσεων 1,5 Χ 2 εκ. περίπου κατά την ράχη της μέσης φάλαγγας του αριστερού δείκτη, οι ανωτέρω δε περιγραφείσες εγκαυματικές αλλοιώσεις αντιστοιχούν σε εγκαύματα πρώτου και κατά τόπους 2ου βαθμού.

Β) Στον προαναφερόμενο τόπο στις 15-02-2014 προκάλεσε σε άλλο μέλος της οικογενείας του τρόμο ή ανησυχία απειλώντας το με βία ή άλλη παράνομη πράξη και συγκεκριμένα απείλησε την πιο πάνω εγκαλούσα σύζυγο του απευθύνοντας της τις απειλητικές φράσεις: "θα σε σκοτώσω κάθαρμα, ξεφτιλισμένη, θα πληρώσεις για όλα ...", κρατώντας συγχρόνως κολλημένο στον αριστερό κρόταφο του κεφαλιού της την κάνη πιστολιού και έχοντας το δάκτυλο του στην σκανδάλη, προκαλώντας έτσι σ* αυτήν τρόμο και ανησυχία.

Γ) Στον ως άνω τόπο στις 15-02-2014 έφερε όπλο χωρίς άδεια της Αστυνομικής Διεύθυνσης του τόπου κατοικίας του και συγκεκριμένα έφερε μαζί του ένα πυροβόλο όπλο και δη πιστόλι χρώματος ασημί, για σκοπό διάφορο της θήρας, χωρίς να είναι εφοδιασμένος με σχετική άδεια της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αχαΐας. Και Δ) Στον ως άνω τόπο στις 15-2-2014 με χρήση όπλου διέπραξε πλημμέλημα από δόλο και συγκεκριμένα τέλεσε την πράξη της ενδοοικογενειακής απειλής , τοποθετώντας το ασημί πιστόλι που κατείχε και έφερε παρανόμως στον αριστερό κρόταφο του κεφαλιού της προαναφερόμενης εγκαλούσας έχοντας το δάχτυλο του στην σκανδάλη και προκαλώντας της με αυτό τον τρόπο τρόμο και ανησυχία."Για να στηρίξει την απαλλακτική αυτή κρίση του το Τριμελές Εφετείο Πατρών, διέλαβε στην απόφαση του ως σκεπτικό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων που κατ’ είδος μνημονεύει, τα ακόλουθα: "Από την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάσθηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, από την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτόδικης δίκης, των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά, τις φωτογραφίες που επισκοπήθηκαν και την απολογία του κατηγορουμένου δεν αποδείχθηκε κατά τρόπο που δεν αφήνει αμφιβολίες ότι κατά το χρόνο και στον τόπο που αναφέρονται στο διατακτικό ο κατηγορούμενος τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις που του αποδίδονται, δεδομένου ότι από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν βεβαιώθηκε η τέλεση των παραπάνω πράξεων από τον κατηγορούμενο, με αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί αθώος , ο κατηγορούμενος για τις πράξεις, για τις οποίες κατηγορείται."Η αιτιολογία, όμως, αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, με την έννοια που αναπτύχθηκε στη νομική σκέψη, αφού α) δεν αναφέρονται σ’ αυτήν καθόλου πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, και τα αποδεικτικά μέσα στα οποία στηρίχτηκαν οι πορισματικές παραδοχές, ότι δεν αποδείχτηκαν τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των αξιοποίνων πράξεων, που αποδόθηκαν στον κατηγορούμενο και η συνακόλουθη αθωωτική κρίση του Τριμελούς Εφετείου. Αντίθετα, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης γίνεται ρητή αναφορά μόνο στις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, ενώ δεν γίνεται καμία αναφορά ή νύξη στα λοιπά αποδεικτικά μέσα που είχαν εισφερθεί νόμιμα κατά την εφετειακή δίκη (σειρά αναγνωστέων εγγράφων που αναγνώστηκαν, ιατροδικαστική έκθεση, ιατρικές βεβαιώσεις και απολογία του κατηγορουμένου) β) δεν αιτιολογείται επαρκώς γιατί δεν πείσθηκε το Δικαστήριο για την ενοχή του κατηγορουμένου - αναιρεσιβλήτου για την εν λόγω αξιόποινη πράξη από τα αναφερόμενα στην απόφαση και τα πρακτικά αποδεικτικά μέσα και γ) από ολόκληρο το περιεχόμενο του σκεπτικού της απόφασης δεν συνάγεται με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και όλα αυτά τα αποδεικτικά μέσα όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 Κ.Π.Δ. και όχι μόνον μερικά εξ αυτών κατ’ επιλογή (πλην των μαρτυρικών καταθέσεων) κατά τη διαμόρφωση των κρισίμων πορισματικών παραδοχών του, ότι δεν αποδείχτηκε η αξιόποινη συμπεριφορά και ο δόλος που αποδόθηκε με το κατηγορητήριο στον κατηγορούμενο, με βάση τις οποίες (πορισματικές παραδοχές) αυτό κατέληξε στην αθωωτική κρίση του. Δεν αρκεί, δηλαδή, να εκτίθεται στην απόφαση ότι από τις αναφερόμενες σε αυτήν αποδείξεις το δικαστήριο "δεν πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη που του αποδίδεται"ή "προέκυψαν αμφιβολίες για την ενοχή του κατηγορουμένου", χωρίς να εκτίθενται, επίσης, και πραγματικά περιστατικά της ακροαματικής διαδικασίας. Επομένως, είναι βάσιμος ο σχετικός αναιρετικός λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ. ο οποίος και πρέπει να γίνει δεκτός. Συνακολούθως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από δικαστές που δεν μετείχαν στη σύνθεση, που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την απόφαση 1032-1033/2015 του Τριμελούς Εφετείου Πατρών.

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, στη σύνθεση του οποίου δεν θα μετέχουν οι δικαστές που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Απριλίου 2017. Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 6 Απριλίου 2017.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Α.Π.653/2017

Οδηγός για τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων από την Ένωση Τραπεζών ν. 4469/2017

Previous: ΑΠ 653/2017 - ΠΟΙΝΙΚΟ - Ενδοοικογενειακή βία - Στην έννοια της οικογένειας περιλαμβάνονται: α) σύζυγοι ή γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους, β) συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τετάρτου βαθμού και πρόσωπα των οποίων επίτροπος, δικαστικός παραστάτης ή ανάδοχος γονέας έχει ορισθεί μέλος της οικογένειας, καθώς και κάθε ανήλικο πρόσωπο που συνοικεί στην οικογένεια, γ) η μόνιμη σύντροφος του άνδρα ή ο μόνιμος σύντροφος της γυναίκας τα τέκνα, κοινά ή ενός εξ αυτών εφόσον τα πρόσωπα αυτά συνοικούν, ως και οι τέως συζύγους
$
0
0
Ποια πρόσωπα και με ποιες προϋποθέσεις μπορούν να υπαχθούν στη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού;
Απαντήσεις σε σημαντικλα ερωτήματα σχετικά με τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων, έδωσε στη δημοσιότητα η Ελληνική Ένωση Τραπεζών.

Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, από την 2.5.2017, οπότε και ψηφίστηκε ο ν. 4469/2017, η αρμόδια Συντονιστική Επιτροπή NPLs σε συνεργασία με τις τράπεζες μέλη, και τα αρμόδια στελέχη της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, εργάστηκαν, συστηματικά, προκειμένου να προετοιμάσουν, από κάθε άποψη το πλαίσιο ασφαλούς και αποτελεσματικής εφαρμογής του νόμου.
Διαβάτε επίσης: Η παρουσίαση του Νόμου για τον Εξωδικαστικό Μηχανισμό στα σεμινάρια της ΕΓΔΙΧ
Το ερωτηματολόγιο που ακολουθεί αποτελεί ένα πρώτο πλοηγό του νόμου, προσιτό σε όλους τους επισκέπτες της ιστοσελίδας της ΕΕΤ.
Συχνές Ερωτήσεις και Απαντήσεις
A. Βασικά στοιχεία της διαδικασίας – Προϋποθέσεις υπαγωγής
1. Τι είναι ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων;
Ο εξωδικαστικός μηχανισμός αποτελεί μια νέα εξωδικαστική κατά βάση συλλογική διαδικασία ρύθμισης και διευθέτησης των οφειλών επιχειρήσεων.
Με τον εξωδικαστικό μηχανισμό, όπως προβλέπεται στον Ν. 4469/2017 (ΦΕΚ Α 62/3.5.2017), ρυθμίζεται  για πρώτη φορά το σύνολο των  χρηματικών υποχρεώσεων βιώσιμων επιχειρήσεων, μέσω της κατάρτισης συμφωνίας ρύθμισης οφειλών με την πλειοψηφία των πιστωτών τους (στους οποίους περιλαμβάνονται τόσο οι ιδιώτες πιστωτές, όσο και ο δημόσιος τομέας, δηλ. το Ελληνικό Δημόσιο, οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και τα λοιπά Ν.Π.Δ.Δ.).
Η αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία υποβάλλεται στην Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (εφεξής «Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.»), μέσω ειδικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας που θα αναπτυχθεί για αυτό το σκοπό, και προϋποθέτει επιτυχή διαδικασία διαπραγμάτευσης μεταξύ της αιτούσας επιχείρησης και των πιστωτών της.
2. Ποια πρόσωπα μπορούν να υπαχθούν στη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού;
Δυνατότητα να υποβάλλουν αίτηση υπαγωγής έχουν:
Τα νομικά πρόσωπα που αποκτούν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα σύμφωνα με τα άρθρα 21 και 47 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Ν. 4172/2013, Α΄ 167), εφόσον διαθέτουν φορολογική κατοικία στην Ελλάδα (ενδεικτικά Α.Ε., Ε.Π.Ε., Ο.Ε., Ε.Ε. και Ι.Κ.Ε.)
Τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική δραστηριότητα και διαθέτουν πτωχευτική ικανότητα.
Εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του Νόμου οι ελεύθεροι επαγγελματίες και γενικά κάθε πρόσωπο που δεν διαθέτει πτωχευτική ικανότητα. Ενδεικτικά, δεν μπορούν να υποβάλλουν αίτηση υπαγωγής τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν το επάγγελμα του οικονομολόγου, αναλυτή, προγραμματιστή, συμβούλου επιχειρήσεων, λογιστή, φοροτεχνικού, ιατρού, οδοντιάτρου, φυσιοθεραπευτή, δικηγόρου, συμβολαιογράφου, δικαστικού επιμελητή, αρχιτέκτονα, μηχανικού, ερευνητή, αναλογιστή, χημικού, γεωπόνου, σχεδιαστή, δημοσιογράφου, συγγραφέα, διερμηνέα, καθηγητή ή δασκάλου, καλλιτέχνη ή ηθοποιού, σκηνοθέτη και διακοσμητή (βλ. Αιτιολογική Έκθεση του Νόμου, σελ. 3).
3. Ποιες είναι οι προϋποθέσεις υπαγωγής στο Νόμο;
Απαραίτητη προϋπόθεση για την υποβολή αίτησης είναι ο έλεγχος συνδρομής των κριτηρίων επιλεξιμότητας. Τα κριτήρια επιλεξιμότητας καθορίζονται στο Νόμο (βλ. άρθρο 3 Ν. 4469/2017) και είναι τα ακόλουθα:
Ο οφειλέτης σε μία (1) τουλάχιστον από τις τελευταίες τρεις (3) χρήσεις πριν την υποβολή της αίτησης να έχει:
θετικό καθαρό αποτέλεσμα προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων, στην περίπτωση που τηρεί απλογραφικό λογιστικό σύστημα,
θετικά αποτελέσματα προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων ή καθαρή θετική θέση (equity), στην περίπτωση που τηρεί διπλογραφικό λογιστικό σύστημα.
Περαιτέρω, για να υπαχθούν στη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού, τα παραπάνω πρόσωπα θα πρέπει κατά την 31η Δεκεμβρίου 2016 να συγκεντρώνουν μία τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
Να είχαν οφειλή προς χρηματοδοτικό φορέα από δάνειο ή πίστωση σε καθυστέρηση τουλάχιστον 90 ημερών ή οφειλή που ρυθμίστηκε μετά την 1η Ιουλίου 2016.
Ως «χρηματοδοτικός φορέας» θεωρούνται: τα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένων εκείνων που βρίσκονται υπό ειδική εκκαθάριση, οι εταιρείες Leasing, Factoring, παροχής πιστώσεων, καθώς και οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του άρθρου 1 του ν. 4354/2015, εφόσον τελούν υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος ή του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού.
ή
Να είχαν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τη Φορολογική Διοίκηση ή προς Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης ή προς άλλο Ν.Π.Δ.Δ. (περιλαμβανομένων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης).
ή
Να είχε βεβαιωθεί η μη πληρωμή επιταγών λόγω μη επαρκούς υπολοίπου κατά το άρθρο 40 του ν. 5960/1933.
ή
Να είχαν εκδοθεί διαταγές πληρωμής ή δικαστικές αποφάσεις λόγω ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων.
Περαιτέρω, για να υπαχθεί μια επιχείρηση στο Νόμο θα πρέπει οι συνολικές προς ρύθμιση οφειλές να υπερβαίνουν το ποσό των 20.000 €.
4. Ποιες προϋποθέσεις θέτει ο Νόμος για τη βιωσιμότητα της επιχείρησης;
Σκοπός του Νόμου είναι η διάσωση μόνο των βιώσιμων επιχειρήσεων, δηλ. εκείνων που έχουν την ικανότητα να διατηρηθούν στην αγορά που δραστηριοποιούνται, να συνεχίσουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα και να δημιουργήσουν κέρδη στο μέλλον (βλ. Αιτιολογική Έκθεση του Νόμου, σελ. 1: «Βασικός σκοπός του νέου εξωδικαστικού μηχανισμού είναι η διάσωση των βιώσιμων επιχειρήσεων»).
Από την άποψη αυτή η εξασφάλιση της βιωσιμότητας του οφειλέτη αποτελεί προϋπόθεση για την υπαγωγή στο Νόμο και την επίτευξη συμφωνίας ρύθμισης.
Κατ’ ακολουθία, τα στοιχεία που αποδεικνύουν τη βιωσιμότητα πρέπει να υποβάλλονται από τον οφειλέτη με την αίτησή του και την περιλαμβανόμενη σε αυτή πρόταση ρύθμισης των οφειλών του.
Κατά τα λοιπά, η βιωσιμότητα της επιχείρησης του οφειλέτη θα ελεγχθεί από τους πιστωτές, οι οποίοι, εφόσον συγκεντρώνουν το 1/3 του συνόλου των απαιτήσεων, μπορούν να αναθέσουν τον έλεγχο σε εμπειρογνώμονα. Στην περίπτωση που η αιτούσα επιχείρηση έχει συνολικές οφειλές άνω των 2.000.000 € ή κύκλο εργασιών, κατά την προηγούμενη της υποβολής της αίτησης χρήση, άνω των 2.500.000 €, ο διορισμός εμπειρογνώμονα είναι υποχρεωτικός.
5. Ποιοι δικαιούνται να εκκινήσουν τη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών;
Ο οφειλέτης, με την υποβολή αίτησης στην πλατφόρμα της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.
Το Ελληνικό Δημόσιο, οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, περιλαμβανομένων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, καθώς και οι χρηματοδοτικοί φορείς (βλ. ανωτέρω υπό 3) μπορούν επίσης να εκκινήσουν τη διαδικασία ως πιστωτές.
Στη δεύτερη  περίπτωση η διαδικασία ξεκινάει με την κοινοποίηση στον οφειλέτη (με δικαστικό επιμελητή ή με συστημένη επιστολή ή με ισοδύναμου τύπου ταχυδρομική επιστολή ή με αυτοπρόσωπη παράδοση), έγγραφης δήλωσης οποιουδήποτε πιστωτή που τον καλεί να υπαχθεί στις διατάξεις του Νόμου, η οποία κοινοποιείται με επιμέλεια του τελευταίου και στην Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.
Η αίτηση του οφειλέτη θα πρέπει να υποβληθεί εντός δύο (2) μηνών από την ως άνω κοινοποίηση. Ο πιστωτής που προσκάλεσε τον οφειλέτη να εκκινήσει τη διαδικασία, λογίζεται ως συμμετέχων σε αυτή.
Αν ο οφειλέτης δεν υποβάλλει αίτηση εντός του διμήνου, δεν δικαιούται να εκκινήσει ο ίδιος τη διαδικασία υπαγωγής του στον Νόμο μεταγενέστερα, εκτός εάν  προσκληθεί εκ νέου από τους πιστωτές.
Πάντως, η πορεία της διαδικασίας δεν διαφοροποιείται είτε η αίτηση υποβληθεί απευθείας από τον οφειλέτη, είτε κατόπιν έγγραφης πρόσκλησης των πιστωτών.
6. Μπορεί να υποβληθεί δεύτερη αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού από την ίδια επιχείρηση;
Όχι. Η αίτηση υποβάλλεται άπαξ και η υποβολή δεύτερης αίτησης από τον ίδιο οφειλέτη αποκλείεται (βλ. άρθρο 4 παρ. 1 Ν. 4469/2017).
Συνεπώς, αποκλείεται η υποβολή δεύτερης αίτησης όσο εκκρεμεί η ρύθμιση της πρώτης ή μετά την αποτυχία της διαδικασίας, λ.χ. αν δεν συγκεντρώθηκε το απαιτούμενο ποσοστό απαρτίας των πιστωτών (ποσοστό 50% του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη) ή αν δεν επιτευχθεί συμφωνία με την πλειοψηφία των συμμετεχόντων πιστωτών (δηλ. με το 60% των συμμετεχόντων πιστωτών, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται ποσοστό 40% των εμπραγμάτως ασφαλισμένων).
Επίσης, αποκλείεται η υποβολή δεύτερης αίτησης αν η διαδικασία κηρυχθεί άκαρπη για οποιοδήποτε λόγο, π.χ. επειδή ο οφειλέτης δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του συντονιστή για τη συμπλήρωση των στοιχείων του φακέλου, όταν δεν έχει προσκομιστεί εξαρχής το σύνολο των δικαιολογητικών.
7. Μπορεί να υποβληθεί αίτηση αν έχει τελεστεί ποινικό αδίκημα από τον οφειλέτη ή το νόμιμο εκπρόσωπο της επιχείρησης;
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 3 περ. δ΄ του Ν. 4469/2017, δεν μπορεί να υποβληθεί αίτηση όταν ο οφειλέτης έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για:
Φοροδιαφυγή, πλην των περιπτώσεων μη απόδοσης φόρου προστιθέμενης αξίας, φόρου κύκλου εργασιών, φόρου ασφαλίστρων, παρακρατούμενων φόρων, τελών ή εισφορών ή φόρου πλοίων.
Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, υπεξαίρεση, εκβίαση, πλαστογραφία, δωροδοκία, δωροληψία, λαθρεμπορία, καταδολίευση δανειστών, χρεοκοπία ή απάτη.
Αν ο οφειλέτης είναι εταιρεία ή νομικό πρόσωπο, τα ανωτέρω αδικήματα αρκεί να έχουν τελεστεί από το νόμιμο εκπρόσωπο, λ.χ. τον Διευθύνοντα Σύμβουλο, τον διαχειριστή και γενικά από κάθε πρόσωπο που είναι εντεταλμένο στη διαχείριση των υποθέσεων του νομικού προσώπου από το καταστατικό, το νόμο ή από δικαστική απόφαση.
Στην περίπτωση αυτή, η ποινική καταδίκη πρέπει να αφορά σε αξιόποινη πράξη που συνδέεται με την επιχειρηματική δραστηριότητα του νομικού προσώπου, το οποίο ζητεί την ένταξή του στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών.
8. Ποιες απαιτήσεις υπάγονται στη ρύθμιση; Προβλέπονται εξαιρέσεις;
Στη ρύθμιση υπάγονται όλες οι χρηματικές απαιτήσεις των πιστωτών της επιχείρησης, με την έννοια που προαναφέρθηκε.
Ωστόσο, προβλέπονται στο Νόμο συγκεκριμένες κατηγορίες απαιτήσεων, οι οποίες εξαιρούνται από τη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού (βλ. άρθρο 2 παρ. 4, 6, 7 Ν. 4469/2017).
Συγκεκριμένα, εξαιρούνται από τη διαδικασία όλες οι απαιτήσεις που έχουν γεννηθεί μετά την 31η Δεκεμβρίου 2016. Μια απαίτηση θεωρείται ότι έχει γεννηθεί μετά την 31.12.2016, εφόσον η αιτία της (λ.χ. η κατάρτιση της σχετικής αρχικής σύμβασης) ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο της παραπάνω ημερομηνίας.
Περαιτέρω, εξαιρούνται οι απαιτήσεις των λεγόμενων «μικρών πιστωτών» της επιχείρησης.
Ως μικροί πιστωτές θεωρούνται οι δανειστές της επιχείρησης, με απαιτήσεις οι οποίες: (α) δεν υπερβαίνουν ατομικά για κάθε πιστωτή το ποσό των 2.000.000 € και ποσοστό 1,5% του συνολικού χρέους του οφειλέτη, (β) δεν υπερβαίνουν αθροιστικά  το ποσό των 20.000.000 € και ποσοστό 15% του συνολικού χρέους του οφειλέτη.
Όμως, αν οι απαιτήσεις των μικρών πιστωτών υπερβαίνουν αθροιστικά είτε το ποσό των 20.000.000, είτε συνολικό ποσοστό 15% του χρέους του οφειλέτη, θα συμμετάσχουν στη ρύθμιση οι πιστωτές με τις μεγαλύτερες κατά σειρά απαιτήσεις μέχρι το ως άνω όριο. Για παράδειγμα, αν σε μια επιχείρηση υπάρχουν απαιτήσεις από τρέχουσες συναλλαγές της εταιρείας (λ.χ. καθυστερούμενα μισθώματα, οφειλές λογαριασμών κοινής ωφέλειας, καθυστερούμενες αποδοχές εργαζομένων), οι οποίες δεν υπερβαίνουν αθροιστικά το ποσό των 20 εκ. € ή το 15% του συνολικού χρέους τους οφειλέτη, οι απαιτήσεις αυτές δεν θα συμμετάσχουν στη διαδικασία και δεν θα δεσμεύονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών.
Αντίθετα, αν οι παραπάνω απαιτήσεις υπερβαίνουν αθροιστικά ένα από τα παραπάνω κριτήρια (20 εκ. € ή 15% του συνολικού χρέους), θα συμμετάσχουν κανονικά οι μεγαλύτερες κατά ποσό απαιτήσεις που υπερβαίνουν το όριο  των 20.000.000 € ή το ποσοστό του 15% του συνολικού χρέους της επιχείρησης.
Τέλος, δεν μπορούν να ρυθμιστούν στο πλαίσιο του εξωδικαστικού μηχανισμού οι απαιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου από ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων.
Οι εξαιρούμενες απαιτήσεις πιστωτών: (α) δεν συμμετέχουν στη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού, ούτε λαμβάνουν σχετική πρόσκληση για να συμμετάσχουν, (β) δεν συμμετέχουν στην απαρτία και πλειοψηφία που απαιτείται για την επίτευξη συμφωνίας, (γ) δεν ρυθμίζονται με τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών που καταρτίζεται μεταξύ του οφειλέτη και της πλειοψηφίας των πιστωτών.
9. Προβλέπεται υποχρέωση των πιστωτών να συμμετάσχουν στη διαδικασία;
Δεν προβλέπεται υποχρέωση των πιστωτών να συμμετάσχουν στη διαδικασία.
Ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών έχει συναινετικό χαρακτήρα και στηρίζεται στην κοινή βούληση οφειλέτη και πιστωτών να ρυθμίσουν τις οφειλές της επιχείρησης.
Συνεπώς, οι πιστωτές έχουν τη διακριτική ευχέρεια να συμμετάσχουν στη διαδικασία, λαμβάνοντας υπόψη τη βιωσιμότητα της επιχείρησης του οφειλέτη και τις συνέπειες που θα είχε για αυτούς μια ενδεχόμενη συμφωνία για την αναδιάρθρωση των  οφειλών του.
10. Είναι υποχρεωτικό να συμμετάσχει στη διαδικασία ένας ελάχιστος αριθμός πιστωτών;
Για να προχωρήσει η διαδικασία της εξωδικαστικής ρύθμισης, ο Νόμος θέτει ως προϋπόθεση ένα ελάχιστο ποσοστό απαρτίας πιστωτών, το οποίο ανέρχεται σε 50% των συνολικών απαιτήσεων έναντι της επιχείρησης (βλ. άρθρα 1 παρ. 2 περ. στ΄ και 8 παρ. 3 Ν. 4469/2017).
Αν δεν συγκεντρωθεί το απαιτούμενο ποσοστό απαρτίας των πιστωτών, η διαδικασία περατώνεται αυτόματα ως άκαρπη.
Ωστόσο, αν εκδηλώσουν ενδιαφέρον συμμετοχής στη διαδικασία πιστωτές που εκπροσωπούν το 50% των απαιτήσεων της επιχείρησης, η διαδικασία προχωρά κανονικά και υπάρχει το ενδεχόμενο κατάρτισης δεσμευτικής συμφωνίας ακόμα και για τις απαιτήσεις πιστωτών που δεν συμμετείχαν στη διαδικασία.
Πάντως, η δέσμευση των πιστωτών που δεν συμμετείχαν τελεί υπό την προϋπόθεση ότι η συμφωνία θα επικυρωθεί από το Δικαστήριο  (Πολυμελές Πρωτοδικείο της έδρας του οφειλέτη), σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο Νόμο,
Για τον υπολογισμό της ως άνω απαρτίας δεν λαμβάνονται υπόψη απαιτήσεις προσώπων συνδεδεμένων με τον οφειλέτη (ενδεικτικά: σύζυγοι, συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι του δευτέρου βαθμού, ελέγχοντες μέτοχοι νομικών προσώπων) [βλ. άρθρο 1 παρ. 2 περ. ι΄ Ν. 4469/2017]. Επίσης, για τον υπολογισμό της απαρτίας δεν λαμβάνονται υπόψη οι απαιτήσεις που εξαιρούνται από τη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού (λ.χ. απαιτήσεις που έχουν γεννηθεί μετά την 31.12.2016, μικροί πιστωτές, απαιτήσεις ανάκτησης κρατικών ενισχύσεων).
Ειδικά, πάντως, για τις απαιτήσεις των συνδεδεμένων προσώπων με τον οφειλέτη, διευκρινίζεται ότι αυτές δεν συμμετέχουν στην απαρτία, αλλά μπορούν να ρυθμίζονται με τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών (βλ. Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4469/2017, σελ. 3). Για παράδειγμα τυχόν οικονομικές υποχρεώσεις της αιτούσας εταιρείας προς ελέγχοντες μετόχους (λ.χ. από οφειλόμενες αμοιβές Δ.Σ.) μπορούν να ρυθμιστούν με απόφαση της πλειοψηφίας των πιστωτών, ακόμα και αν δεν συμμετέχουν στη διαδικασία διαπραγμάτευσης.

Νέα εγκύκλιος με όλες τις λεπτομέρειες για τον εξωδικαστικό μηχανισμό ν. 4469/2017 (ΦΕΚΑ'62/3-5-2017)

$
0
0




Με την ΠΟΛ.1124/2017η Α.Α.Δ.Ε. κοινοποιεί:

α) τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 17 και 23 του ν. 4469/2017 (ΦΕΚΑ'62/3-5-2017) «Εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων και άλλες διατάξεις», με τον οποίο θεσπίστηκε νέα συλλογική διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών φυσικών και νομικών..

προσώπων με επιχειρηματική δραστηριότητα προς τους πιστωτές τους, συμπεριλαμβανομένων και των βεβαιωμένων έως και 31/12/2016 οφειλών προς το Δημόσιο και υπέρ τρίτων που βεβαιώνονται και εισπράττονται από τη Φορολογική Διοίκηση, τις διατάξεις του άρθρου 46 του ν. 4472/2017 (ΦΕΚ Α' 74/19-5-2017), με τις οποίες τροποποιήθηκε ο ν. 4469/2017, καθώς και την αιτιολογική έκθεση του ν. 4469/2017, προς υποστήριξη της ενιαίας ερμηνείας και εφαρμογής αυτού, εν αναμονή έκδοσης σχετικής ερμηνευτικής εγκυκλίου από το αρμόδιο Υπουργείο (Οικονομίας και Ανάπτυξης),
β) την Απόφαση Υπουργού Οικονομικών ΠΟΛ.1105/2017 (ΦΕΚΒ'2426/14-7-2017) «Καθορισμός των κριτηρίων για τη διαμόρφωση της ψήφου του Δημοσίου στο πλαίσιο του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων, της μεθοδολογίας και των κριτηρίων για τον προσδιορισμό των δόσεων αποπληρωμής οφειλών προς το Δημόσιο με σύμβαση αναδιάρθρωσης και ειδικότερων θεμάτων για την εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 13 του άρθρου 15 του ν. 4469/2017», η οποία εκδόθηκε κατ'εξουσιοδότηση της παραγράφου 14 του άρθρου 15 του ν. 4469/2017και παρέχουμε οδηγίες σχετικά με τη συμμετοχή του Δημοσίου, ως πιστωτή, στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών του ν. 4469/2017, τη διαχείριση από τη Φορολογική Διοίκηση των προς ρύθμιση οφειλών, όσο εκκρεμεί η ανωτέρω διαδικασία, και την εφαρμογή της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών, αφότου αυτή καταστεί δεσμευτική για το Δημόσιο, με την υπογραφή ή τη δικαστική επικύρωση της συμφωνίας, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην Απόφαση Υπουργού Οικονομικών ΠΟΛ 1105/2017.

Α. ΟΦΕΙΛΕΣ ΣΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΠΟΥ ΥΠΑΓΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ - ΕΞΑΙΡΟΥΜΕΝΕΣ ΟΦΕΙΛΕΣ

Σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 2 του νόμου, με τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών του ν. 4469/2017μπορούν να ρυθμιστούν οφειλές προς πιστωτές του αιτούντος που έχουν γεννηθεί έως και την 31η Δεκεμβρίου 2016.

Ειδικά όσον αφορά τις οφειλές προς το Δημόσιο, αυτές μπορούν να υπαχθούν σε σύμβαση αναδιάρθρωσης, μόνο εφόσον είναι ήδη βεβαιωμένες (κατά τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974- Κ.Ε.Δ.Ε., του ν. 4174/2013-Κ.Φ.Δ. ή του ν. 2960/2001 - Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα) κατά την ανωτέρω ημερομηνία. Το ίδιο ισχύει για τις οφειλές υπέρ τρίτων πιστωτών που βεβαιώνονται και εισπράττονται από τη Φορολογική Διοίκηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. Οι ανωτέρω οφειλές προς το Δημόσιο και υπέρ τρίτων υπολογίζονται με τις προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσμης καταβολής επ'αυτών κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στο νόμο, σύμφωνα με το άρθρο 4 αυτού (βλ. υπό στοιχεία ιστ και ιζ της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του νόμου).

Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 2 του νόμου και το άρθρο 7 της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1105/2017δεν αποτελούν αντικείμενο σύμβασης αναδιάρθρωσης βεβαιωμένες οφειλές οι οποίες αφορούν σε ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν με τη σύσταση ειδικών αφορολόγητων αποθεματικών σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του ν. 4002/2011ή σύμφωνα με άλλες ειδικές διατάξεις. Το Δημόσιο δεν συναινεί σε διαγραφή απαιτήσεών του, με την έννοια της παρ.2 του άρθρου 15 του ν.4469/2017για βασική οφειλή από τελωνειακούς δασμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίοι ως παραδοσιακοί ίδιοι πόροι, αποτελούν έσοδό της και αποδίδονται στον Ευρωπαϊκό Προϋπολογισμό, ακόμη και σε περίπτωση διαγραφής τους (άρθρο 1 παρ.3 της ΑΥΟ ΠΟΛ.1105/2017).

Β. ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΣΤΗΝ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ

Στις περιπτώσεις συμμετοχής του Δημοσίου, ως πιστωτή, στη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών κατά τις διατάξεις του ν. 4469/2017, ο εκπρόσωπος του Δημοσίου υπερψηφίζει ορισμένη πρόταση οφειλέτη ή αντιπρόταση πιστωτή για αναδιάρθρωση οφειλών που τίθεται σε ψηφοφορία κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 4469/2017, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 1 της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1105/2017. Στις προϋποθέσεις αυτές εμπίπτει η εφαρμογή των υποχρεωτικών κανόνων του άρθρου 9 του νόμου. Επιπροσθέτως, επισημαίνεται ότι είναι άκυρος ο όρος σύμβασης αναδιάρθρωσης, που προβλέπει:
α) την αποπληρωμή οφειλών προς το Δημόσιο σε περισσότερες από εκατόν είκοσι (120) δόσεις,
β) την τμηματική αποπληρωμή οφειλών προς το Δημόσιο ανά χρονικά διαστήματα που υπερβαίνουν το μήνα,
γ) την καταβολή μηνιαίας δόσης μικρότερης των πενήντα (50) ευρώ,
δ) την παροχή περιόδου χάριτος για την αποπληρωμή οφειλών προς το Δημόσιο και
ε) την ικανοποίηση απαιτήσεών του με άλλα ανταλλάγματα αντί χρηματικού ποσού.

Ως έσοδα για την ικανότητα αποπληρωμής προκειμένου για φυσικά πρόσωπα, λαμβάνονται υπόψη μόνο πραγματικά εισοδήματα φορολογητέα ή μη, όπως κέρδη από άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, της πιο κερδοφόρας χρήσης της τελευταίας τριετίας πριν από την υποβολή της αίτησης του οφειλέτη, μισθοί, ενοίκια, τόκοι και άλλα και όχι τεκμαρτά εισοδήματα όπως εισόδημα από δωρεάν παραχώρηση ακινήτων, τεκμήρια διαβίωσης και άλλα.

Αν προτείνεται τροποποίηση υφιστάμενης ρύθμισης οφειλών κατά τις διατάξεις του ν. 4152/2013, του άρθρου 43 του ν. 4174/2013, του άρθρου 51 ν. 4305/2014ή των άρθρων 1 έως 17 του ν. 4321/2015, της οποίας οι όροι τηρούνται, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 15 του ν. 4469/2017, ο εκπρόσωπος του Δημοσίου συναινεί στην πρόταση τροποποίησης της ρύθμισης, εφόσον σωρρευτικά:
(α) το ύψος δόσης που οφείλεται βάσει της υφιστάμενης ρύθμισης υπερβαίνει τη μηνιαία δυνατότητα αποπληρωμής του οφειλέτη και των συνοφειλετών που δεσμεύονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης, σύμφωνα με την περίπτωση (αβ) της παραγράφου 1 του άρθρου 1 της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1105/2017και
(β) Η προτεινόμενη τροποποίηση περιορίζεται μόνο στην αύξηση του αριθμού των δόσεων της υφιστάμενης ρύθμισης, έως το μέγιστο όριο των 120 δόσεων.

Γ. ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ - ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΙΣΧΥΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΣΕ ΣΥΝΟΦΕΙΛΕΤΕΣ

Όπως προκύπτει από την παράγραφο 6 του άρθρου 9 του νόμου, η σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις για τα συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή τα δεσμεύει, από την υπογραφή της, χωρίς να απαιτείται δικαστική επικύρωση αυτής σύμφωνα με το άρθρο 12 του νόμου. Επομένως, στις περιπτώσεις που το Δημόσιο συμμετέχει στην πλειοψηφία των συναινούντων πιστωτών που υπέγραψαν τη σύμβαση αναδιάρθρωσης σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου 8 του νόμου ή οι ψήφοι του προσμετρώνται στις θετικές ψήφους σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 15 αυτού, από την υπογραφή της σύμβασης επέρχονται οι συνέπειες που περιγράφονται στο κεφάλαιο Ε της παρούσας. Επισημαίνεται όμως ότι αν και η δικαστική επικύρωση δεν είναι, στην περίπτωση αυτή, προϋπόθεση για την έναρξη ισχύος της σύμβασης έναντι του Δημοσίου, η μη επικύρωσή της, σε περίπτωση που κατατεθεί αίτηση επικύρωσης, οδηγεί στην ανατροπή της σύμβασης. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 12, σε περίπτωση που κατατεθεί αίτηση για τη δικαστική επικύρωση της υπογραφείσας σύμβασης αναδιάρθρωσης και η αίτηση αυτή απορριφθεί από το δικαστήριο τελεσίδικα, η υπογραφείσα σύμβαση παύει να ισχύει έναντι όλων των συμβαλλόμενων πιστωτών, επομένως και του Δημοσίου, και επέρχεται η ανατροπή αυτής, όπως και στην περίπτωση δικαστικής ακύρωσης κατά το άρθρο 14 του νόμου.

Σε περίπτωση που το Δημόσιο δεν συμμετείχε στη διαδικασία διαπραγμάτευσης των άρθρων 7 και επόμενα του νόμου ή καταψήφισε την πρόταση αναδιάρθρωσης που εγκρίθηκε από την πλειοψηφία των συμμετεχόντων πιστωτών, η υπογραφείσα σύμβαση καθίσταται δεσμευτική για το Δημόσιο από τη δικαστική επικύρωσή της, δηλαδή την έκδοση της απόφασης επικύρωσης (βλ. παράγραφο 8 του άρθρου 12 του νόμου), οπότε επέρχονται και οι συνέπειες που περιγράφονται στο κεφάλαιο Ε της παρούσας.

Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 12 του νόμου, το Δημόσιο κλητεύεται υποχρεωτικά στη δίκη της επικύρωσης, με κοινοποίηση αντιγράφου της αίτησης στο οποίο σημειώνεται ο προσδιορισμός της δικασίμου (βλ. 748 παρ. 3 ΚΠολΔ), όταν υπάρχουν χρέη του οφειλέτη προς αυτό και έχει τη δυνατότητα να ασκήσει, δια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κύρια παρέμβαση στη δίκη προς απόρριψη της αίτησης επικύρωσης, σε περίπτωση συνδρομής κάποιου από τους λόγους που προβλέπονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 12.

Επισημαίνεται ότι η ισχύς της σύμβασης αναδιάρθρωσης καταλαμβάνει μόνο τον οφειλέτη (επιχείρηση) που υπέβαλε την αίτηση του άρθρου 4 του νόμου και τυχόν αλληλεγγύως ευθυνόμενα με αυτόν πρόσωπα (συνοφειλέτες) που υπέβαλαν την αίτηση από κοινού με τον οφειλέτη, σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, ενώ δεν ευνοεί τυχόν συνοφειλέτες που δεν συνέπραξαν στην αίτηση (βλ. παράγραφο 5 του άρθρου 9 του νόμου). Η ανωτέρω προϋπόθεση δεν ισχύει για τυχόν πρόσωπα που έχουν παράσχει εγγύηση για ορισμένη οφειλή της επιχείρησης προς το Δημόσιο που ρυθμίζεται με τη σύμβαση αναδιάρθρωσης (εγγυητές), τα οποία καταλαμβάνονται από τη σύμβαση σε κάθε περίπτωση (βλ. παράγραφο 5 του άρθρου 9 του νόμου).

Δ. ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΜΕΤΡΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΟΥ Ν. 4469/2017

I. Αναστολή μέτρων:

α. λόγω υποβολής αίτησης (άρθρου 13 του ν.4469/2017)


Από την ημερομηνία αποστολής της πρόσκλησης του συντονιστή προς την αρμόδια υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης προκειμένου αυτή να συμμετάσχει στη διαδικασία εξωδικαστικού μηχανισμού, αναστέλλονται αυτοδικαίως τα μέτρα, εκκρεμή ή μη, ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης, κατά του αιτούντα οφειλέτη και μόνο για τις οφειλές που υπάγονται σε εξωδικαστική ρύθμιση, καθώς και η λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού μέτρου. Ειδικά για την περίπτωση που κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης υπαγωγής στον εξωδικαστικό μηχανισμό εκκρεμεί εναντίον του οφειλέτη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, αυτή αναστέλλεται με την κοινοποίηση εκ μέρους του οφειλέτη της πιστοποιημένης από την ΕΓΔΙΧ βεβαίωσης του συντονιστή για την πληρότητα της αίτησης υπαγωγής στην αρμόδια για την επιδίωξη είσπραξης της οφειλής υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης. Η ως άνω βεβαίωση πρέπει σε κάθε περίπτωση να έπεται χρονικά της πρόσκλησης του συντονιστή προς τους πιστωτές για τη συμμετοχή τους στη διαδικασία.

Η αναστολή ισχύει κατ'αρχήν για χρονικό διάστημα έως εβδομήντα (70) ημερών και δύναται να παραταθεί για χρονικό διάστημα έως τεσσάρων (4) επιπλέον μηνών, κατόπιν έκδοσης σχετικής δικαστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας του οφειλέτη και κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου. Πρόωρη παύση της αναστολής επέρχεται:
α. αυτοδικαίως, εφόσον η διαδικασία περαιωθεί ως άκαρπη είτε λόγω έλλειψης απαρτίας, είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο (σχετ. παρ. 2 του άρθρου 13),
β. αυτοδικαίως, εφόσον ληφθεί σχετική απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας των συμμετεχόντων πιστωτών (σχετ. παρ. 2 του άρθρου 13 ) και
γ. κατόπιν έκδοσης δικαστικής του Μονομελούς Πρωτοδικείου της περιφέρειας εντός της οποίας έχει έδρα ο οφειλέτης, μετά από αίτηση οποιουδήποτε πιστωτή (και ως εκ τούτου και της Φορολογικής Διοίκησης), εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 4 του ιδίου άρθρου ( σχετ. παρ. 4 του άρθρου 13). Επισημάνσεις :
(1) Η αναστολή μέτρων καταλαμβάνει τόσο τα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης όσο και τα ασφαλιστικά μέτρα. Ως εκ τούτου, δεν επιτρέπεται επί των οφειλών αυτών η εγγραφή υποθήκης προς διασφάλισή τους. Κατ'εξαίρεση, επιτρέπεται η λήψη ασφαλιστικού μέτρου, αν με αυτό επιδιώκεται η αποτροπή της απομάκρυνσης ή αφαίρεσης ή μετακίνησης κινητών πραγμάτων της επιχείρησης ή εν γένει εξοπλισμού, η οποία δεν έχει συμφωνηθεί και ενέχει κίνδυνο απαξίωσης της επιχείρησης του οφειλέτη.
(2) Πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης που διενεργούνται μετά την κοινοποίηση, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του ιδίου νόμου, στην αρμόδια υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης από το συντονιστή αντιγράφου της αίτησης υπαγωγής, είναι άκυρες και ως εκ τούτου η Φορολογική Διοίκηση οφείλει να τις ανακαλεί. Για την εφαρμογή των ανωτέρω, συνιστάται ο έλεγχος για την τήρηση των ανωτέρω και ειδικότερα η συνδρομή των προαναφερθεισών ημερομηνιών, με τα αποδεικτικά αυτών στοιχεία, προκειμένου να διαγνωστεί το έγκυρο ή μη της διοικητικής εκτέλεσης.
β. λόγω υποβολής αίτησης δικαστικής επικύρωσης της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών (άρθρου 12 του ν.4469/2017)
Από την κατάθεση της αίτησης για την επικύρωση της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών στο αρμόδιο δικαστήριο, αναστέλλονται αυτοδίκαια τα μέτρα, εκκρεμή ή μη, ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης, κατά του αιτούντα οφειλέτη και μόνο για τις οφειλές που ρυθμίζονται από τη σύμβαση, καθώς και η λήψη ασφαλιστικών μέτρων. Ειδικά για την περίπτωση που κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης για τη δικαστική επικύρωση της σύμβασης, εκκρεμεί εναντίον του οφειλέτη διαδικασία αναγκαστικής ή διοικητικής εκτέλεσης, αυτή αναστέλλεται με την κοινοποίηση εκ μέρους του οφειλέτη της αίτησης για την επικύρωση της σύμβασης στην αρμόδια για την επιδίωξη είσπραξης της οφειλής υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης.
Η αναστολή ισχύει έως την έκδοση της δικαστικής απόφασης σχετικά με την επικύρωση ή μη της συμφωνίας. Επισημαίνεται πάντως ότι, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου, η συζήτηση της αίτησης για την επικύρωση της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών προσδιορίζεται εντός δύο (2) μηνών από την κατάθεση, ενώ η απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου δημοσιεύεται εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία της συζήτησης.

Επισημάνσεις:

(1) Η αναστολή μέτρων καταλαμβάνει τόσο τα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης όσο και τα ασφαλιστικά μέτρα. Ως εκ τούτου, δεν επιτρέπεται επί των οφειλών αυτών η εγγραφή υποθήκης προς διασφάλισή τους. Κατ'εξαίρεση, επιτρέπεται: (α) η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης ή άλλο ασφαλιστικό μέτρο που έχει συμφωνηθεί με τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών και (β) η λήψη ασφαλιστικού μέτρου, αν με αυτό επιδιώκεται η αποτροπή της απομάκρυνσης ή αφαίρεσης ή μετακίνησης κινητών πραγμάτων της επιχείρησης ή εν γένει εξοπλισμού, η οποία δεν έχει συμφωνηθεί και ενέχει κίνδυνο απαξίωσης της επιχείρησης του οφειλέτη.

(2) Η εν λόγω αναστολή ισχύει μόνο σε περίπτωση που το Δημόσιο δεν έχει υπογράψει τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, καθώς στην περίπτωση που έχει ήδη εγκρίνει και συνυπογράψει αυτή δεσμεύεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 15 του ιδίου νόμου (βλ. αναλυτικά κεφάλαιο Ε, υποκεφάλαιο I, περίπτωση V )

(3) Για την εφαρμογή των ανωτέρω, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του ιδίου άρθρου, ο αιτών οφειλέτης ειδοποιεί τους εμπλεκόμενους πιστωτές (και ως εκ τούτου και την αρμόδια υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης, εφόσον συντρέχει περίπτωση) εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από την κατάθεση της αίτησης επικύρωσης για την κατάθεση αυτής και την ημερομηνία συζήτησής της. Εξάλλου, σε περίπτωση οφειλών προς το Δημόσιο, διατάσσεται υποχρεωτικά η κλήτευση της Φορολογικής Διοίκησης.

Ε. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΕΝΤΑΞΗΣ ΟΦΕΙΛΩΝ ΣΕ ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ

I. Ευεργετήματα υπέρ του οφειλέτη
i) Καταβολή σε έως 120 μηνιαίες δόσεις σύμφωνα με τα οριζόμενα στη σύμβαση αναδιάρθρωσης
ii) Δεν υπολογίζονται τα πρόστιμα του άρθρου 57 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας και του άρθρου 6 του ΚΕΔΕ από την έναρξη ισχύος της σύμβασης αναδιάρθρωσης και κατά τη διάρκεια ισχύος αυτής.
iii) Δεν επιβαρύνονται με προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσμης καταβολής κατά Κ.Ε.Δ.Ε. και κατά Κ.Φ.Δ. οι υπαχθείσες στη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλές, από την έναρξη ισχύος της σύμβασης αναδιάρθρωσης και κατά τη διάρκεια ισχύος αυτής
iv) Αποδεικτικό ενημερότητας χορηγείται σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 12 του Κ.Φ.Δ. και των κατ'εξουσιοδότηση εκδοθεισών αποφάσεων ΓΓΔΕ ΠΟΛ.1274/27.12.2013και ΠΟΛ.1275/27.12.2013 (ΦΕΚ 3398 Β'), όπως ισχύουν.
Επισημαίνεται ότι :
α) για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 12 του ΚΦΔ οι βεβαιωμένες στη Φορολογική Διοίκηση οφειλές που έχουν ρυθμιστεί στο πλαίσιο της σύμβασης αναδιάρθρωσης θεωρούνται ως νόμιμα τακτοποιημένες με ρύθμιση τμηματικής καταβολής.
β) σε περίπτωση που ζητείται αποδεικτικό ενημερότητας από τον οφειλέτη ή από τους συνοφειλέτες που δεσμεύονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, δεν λαμβάνονται υπόψη τυχόν προς διαγραφή οφειλές, όπως αυτές προσδιορίζονται στη σύμβαση αναδιάρθρωσης.
v. Αναστολή διοικητικής εκτέλεσης λόγω σύμβασης δεσμευτικής για το Δημόσιο (παρ. 11 του άρθρου 15 του ν.4469/2017)
Από την ημερομηνία υπογραφής από το Δημόσιο της εγκριθείσας σύμβασης αναδιάρθρωσης ή, σε περίπτωση δικαστικής επικύρωσης, από την κοινοποίηση στο Δημόσιο της δικαστικής απόφασης με την οποία επικυρώθηκε σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, και μόνο για τις υπαγόμενες στη σύμβαση οφειλές, αναστέλλεται η λήψη αναγκαστικών μέτρων και η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί απαιτήσεων, κινητών και ακινήτων κατά του οφειλέτη. Επισημαίνεται ότι η αναστολή αυτή δεν ισχύει για τις ληξιπρόθεσμες δόσεις της σύμβασης.
Η αναστολή ισχύει είτε μέχρι την αυτοδίκαιη ανατροπή της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών έναντι του Δημοσίου για τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 14 του ιδίου νόμου, είτε κατόπιν έκδοσης δικαστικής απόφασης περί ακύρωσης αυτής κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις παραγράφους 1 έως 5 του ως άνω άρθρου.
vi) Αναστολή ποινικής δίωξης
Για το χρονικό διάστημα της αναστολής της παρ. 11 του άρθρου 15 του ν. 4469/2017αναστέλλεται η ποινική δίωξη για το αδίκημα του άρθρου 25 του ν.1882/1990 (Α'43) και αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο αυτό ή, εφόσον άρχισε, η εκτέλεσή της διακόπτεται. Κατά το χρονικό διάστημα της αναστολής της ποινικής δίωξης αναστέλλεται η παραγραφή του αδικήματος, χωρίς να ισχύει ο χρονικός περιορισμός της παραγράφου 3 του άρθρου 113 του Π.Κ.

II. Ένταξη υφιστάμενων ενεργών ρυθμίσεων στη σύμβαση αναδιάρθρωσης


Εφόσον υφίστανται βεβαιωμένες στη Φορολογική Διοίκηση οφειλές που έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής κατά τις διατάξεις του ν. 4152/2013, του άρθρου 43 του ν. 4174/2013, του άρθρου 51 ν. 4305/2014και των άρθρων 1 έως 17 του ν. 4321/2015, των οποίων οι όροι τηρούνται, οι ρυθμίσεις αυτές, όπως έχουν διαμορφωθεί κατά την ημερομηνία έγκρισης της σύμβασης αναδιάρθρωσης εντάσσονται σε αυτήν κατά το μέρος που αφορά στον αριθμό και στο ύψος των ανεξόφλητων δόσεων, εκτός από τις περιπτώσεις που η ρύθμιση έχει τροποποιηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 15 του ν.4469/2017, δηλαδή έχει αυξηθεί ο αριθμός των δόσεων αυτής.

III. Δικαίωμα του Δημοσίου για συμψηφισμό

Το Δημόσιο διατηρεί το δικαίωμα και μετά την έναρξη ισχύος της σύμβασης αναδιάρθρωσης να προβαίνει σε συμψηφισμό των χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη κατά του - εν στενή εννοία - Δημοσίου κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 42 του ΚΦΔ και στο άρθρο 83 του ΚΕΔΕ, όπως ισχύουν.
Επισημαίνεται ότι:
i) Εφόσον η γενεσιουργός αιτία της ανωτέρω απαίτησης κατά του Δημοσίου ανάγεται σε χρόνο προγενέστερο της έναρξης ισχύος της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών, με το συμψηφισμό πιστώνονται, κατά σειρά προτεραιότητας, οφειλές εκτός σύμβασης, δόσεις υφιστάμενων ρυθμίσεων που εντάσσονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης οφειλών κατ'άρθ. 15 παρ. 4 του ν. 4469/2017, δόσεις της σύμβασης αναδιάρθρωσης και, τέλος, εφόσον έχουν εξαντληθεί οι λοιπές βεβαιωμένες στη Φορολογική Διοίκηση οφειλές, οι προβλεπόμενες στη σύμβαση προς διαγραφή οφειλές στη Φορολογική Διοίκηση.
ii) Εφόσον η γενεσιουργός αιτία της ανωτέρω απαίτησης κατά του Δημοσίου ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο της έναρξης ισχύος της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών, με το συμψηφισμό πιστώνονται, κατά σειρά προτεραιότητας οι δόσεις της σύμβασης αναδιάρθρωσης, δόσεις υφιστάμενων ρυθμίσεων που εντάσσονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης οφειλών κατ'άρθ. 15    παρ. 4 του ν. 4469/2017και οφειλές εκτός σύμβασης.
Τυχόν υπόλοιπο ποσό επιστρέφεται στον οφειλέτη με βάση τα ισχύοντα στην Απόφαση Υφυπουργού Οικονομικών ΠΟΛ.1116/23.5.2013.

ΣΤ. ΑΡΡΥΘΜΙΣΤΕΣ ΟΦΕΙΛΕΣ ΜΕ ΠΟΣΟ ΒΑΣΙΚΗΣ ΟΦΕΙΛΗΣ ΕΩΣ 20.000 ΕΥΡΩ

Σε περίπτωση υπογραφής σύμβασης αναδιάρθρωσης, στην οποία εντάσσονται οφειλές προς το Δημόσιο που εμπίπτουν στις περιπτώσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 15 του ν. 4469/2017, ήτοι όταν το συνολικό ύψος της βασικής βεβαιωμένης έως τις 31.12.2016 οφειλής προς το Δημόσιο είναι έως είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ (στο οποίο δεν προσμετρώνται τυχόν οφειλές που έχουν ήδη υπαχθεί σε ρύθμιση σύμφωνα με τους ν. 4152/2013, 4174/2013,4305/2014και 4321/2015των οποίων οι όροι τηρούνται), η τήρηση των υποχρεωτικών κανόνων των άρθρων 9 και 15 του νόμου διαπιστώνεται από το συντονιστή με το πρακτικό περαίωσης της παραγράφου 16    του άρθρου 8, υπό την επιφύλαξη του δικαστικού ελέγχου του άρθρου 12 του νόμου, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν υποβολής ένστασης ή άσκησης παρέμβασης από τρίτο πιστωτή.
Ειδικότερα :
α) για βασικές οφειλές έως τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ:
i) η αποπληρωμή αυτών και των επ'αυτών προσαυξήσεων ή τόκων εκπρόθεσμης καταβολής γίνεται τμηματικά σε τριάντα έξι (36) μηνιαίες δόσεις κατ'ανώτατο όριο,
ii) ελάχιστη μηνιαία δόση πενήντα (50) ευρώ,
iii) δεν υφίσταται δυνατότητα διαγραφής κανενός ποσού.
β) για βασικές οφειλές άνω των τριών χιλιάδων (3.000) και έως είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ:
i) η αποπληρωμή αυτών και των επ'αυτών προσαυξήσεων ή τόκων εκπρόθεσμης καταβολής γίνεται τμηματικά σε εκατόν είκοσι (120) μηνιαίες δόσεις κατ'ανώτατο όριο,
ii) ελάχιστη μηνιαία δόση πενήντα (50) ευρώ,
iii) δεν υφίσταται δυνατότητα διαγραφής βασικής οφειλής.

Στις ανωτέρω περιπτώσεις, το Δημόσιο δεν συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις, ούτε υποβάλλει πρόταση αναδιάρθρωσης οφειλών και οι οφειλές προς αυτό προσμετρώνται στις θετικές ψήφους των συμμετεχόντων πιστωτών, εφόσον στο τελικό σχέδιο αναδιάρθρωσης έχουν τηρηθεί οι κανόνες του άρθρου 15 και οι λοιποί υποχρεωτικοί κανόνες του άρθρου 9 του ν. 4469/2017.

Ζ. ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗ της ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

Ι. Αυτοδίκαιη ανατροπή επέρχεται, με συνέπεια την υποχρεωτική άμεση καταβολή του υπολοίπου της οφειλής σύμφωνα με τα στοιχεία βεβαίωσης μαζί με τους αναλογούντες τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, εάν ο οφειλέτης:
α) δεν καταβάλει δόσεις της σύμβασης αναδιάρθρωσης ή καταβάλει μερικώς δόσεις προς τη Φορολογική Διοίκηση, όπως αυτές προσδιορίζονται στη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, έως τη συμπλήρωση του ποσού που αντιστοιχεί σε τρεις (3) δόσεις,
β) δεν υποβάλλει τις προβλεπόμενες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και Φ.Π.Α., εφόσον υπέχει σχετική υποχρέωση, καθ'όλη τη διάρκεια της σύμβασης, το αργότερο εντός τριών (3) μηνών από την πάροδο της προθεσμίας υποβολής τους ή εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση, εφόσον η προθεσμία υποβολής έχει παρέλθει πριν την έναρξη ισχύος της σύμβασης,
γ) παραλείψει να εξοφλήσει ή να τακτοποιήσει με νόμιμο τρόπο, με αναστολή είσπραξης ή ρύθμιση τμηματικής καταβολής, τις οφειλές του προς το Δημόσιο ή υπέρ τρίτων που εισπράττονται από τη Φορολογική Διοίκηση, οι οποίες βεβαιώθηκαν μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2016 εντός ενενήντα (90) ημερών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος ή, σε περίπτωση δικαστικής επικύρωσης, από την ημερομηνία επικύρωσης της σύμβασης αναδιάρθρωσης ή, προκειμένου για οφειλές που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες μετά την έναρξη ισχύος ή την επικύρωση της σύμβασης, εντός εξήντα (60) ημερών από τη λήξη της νόμιμης προθεσμίας καταβολής τους.
Επισημαίνεται ότι το Δημόσιο υποχρεούται να γνωστοποιήσει αμελλητί την επέλευση της αυτοδίκαιης ανατροπής της σύμβασης σε όλους τους πιστωτές.

ΙΙ. Εκτός από την προαναφερθείσα υπό στοιχείο I περίπτωση ανατροπής της σύμβασης έναντι του Δημοσίου, που επέρχεται αυτοδικαίως, η σύμβαση αναδιάρθρωσης μπορεί να ακυρωθεί ως προς όλους τους πιστωτές, συμπεριλαμβανομένου του Δημοσίου, με δικαστική απόφαση κατόπιν αίτησης τρίτου πιστωτή σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 14 του νόμου.

Η. ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΟΦΕΙΛΩΝ

Αν στη σύμβαση αναδιάρθρωσης προβλέπεται διαγραφή οφειλών προς το Δημόσιο, αυτή γίνεται κατά σειρά παλαιότητας, από την παλαιότερη οφειλή προς τη νεότερη, με κριτήριο το χρόνο καταχώρισης της οφειλής στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων και όχι το χρόνο λήξης της νόμιμης προθεσμίας καταβολής αυτής, είτε η καταβολή γίνεται εφάπαξ είτε σε δόσεις. Η διαγραφή των οφειλών του προηγούμενου εδαφίου τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της ολοσχερούς αποπληρωμής των ρυθμιζόμενων οφειλών προς κάθε πιστωτή και της μη ακύρωσης ή ανατροπής της σύμβασης αναδιάρθρωσης σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 4469/2017.

Θ. ΛΟΙΠΑ ΘΕΜΑΤΑ

I. Απόδοση κατασχεθέντων στα χέρια τρίτων ποσών (άρθρο 6 της Απόφασης Υπουργού Οικονομικών ΠΟΛ.1105/2017)
Επί κάθε είδους κατασχέσεων απαιτήσεων που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων, ο τρίτος υποχρεούται να αποδώσει στο Δημόσιο τις απαιτήσεις που έχουν γεννηθεί μέχρι το χρόνο έναρξης ισχύος των αναστολών των άρθρων 12, 13, και 15 του ν. 4469/2017. Ποσά των οποίων η προθεσμία απόδοσης στο Δημόσιο εκπνέει μετά την έναρξη ισχύος των αναστολών των άρθρων 12, 13 και 15 του ν.4469/2017πιστώνονται στην οφειλή προς το Δημόσιο σύμφωνα με τα οριζόμενα στη σύμβαση αναδιάρθρωσης.

II. Αναστολή παραγραφής οφειλών (παρ. 9 του άρθρου 12 του ν.4469/2017)
Σύμφωνα με την παρ. 9 του άρθρου 12 του ν.4469/2017, από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης του άρθρου 4 και έως την ολοσχερή εξόφληση των οφειλών που ρυθμίζονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης ή την ακύρωσή της ή την αυτοδίκαιη ανατροπή της κατά το άρθρο 14, αναστέλλεται η παραγραφή των ρυθμιζόμενων οφειλών.

III. Προαφαίρεση οφειλών προς το Δημόσιο
Ως προαφαιρούμενα κατά ποσοστό ενενήντα πέντε τοις εκατό (95%) πρόστιμα, σύμφωνα με την υποπερίπτωση ββ) της περίπτωσης δ) της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ν. 4469/2017νοούνται ιδίως τα εξής πρόστιμα, εφόσον επιβάλλονται αυτοτελώς και δεν συμβεβαιώνονται με την κύρια οφειλή :
α) του άρθρου 54, της παρ. 6 του άρθρου 54Α, των άρθρων 55, 56, 58 και 58Α του ν. 4174/2013,
β) των άρθρων 4, 5, 6, 7 και 8 του ν. 2523/1997,
γ) της παραγράφου 4 του άρθρου 16 και του άρθρου 9 του ν. 3634/2008,
δ) των άρθρων 30, 31 και 33 του ν.820/1978,
ε) του άρθρου 117 του ν.δ.118/1973,
στ) του άρθρου 15 του α.ν.1521/1950,
ζ) του άρθρου 49 του ν. 3842/2010 (ΦΑΠ),
η) του άρθρου 33 του ν. 2459/1997 (ΦΜΑΠ),
θ) της παραγράφου 11 του άρθρου 31, της παραγράφου 2 του άρθρου 36 και των παραγράφων 4, 5 και 7 του άρθρου 82 του ν. 2238/1994,
ι) του άρθρου 7 του ν. 4337/2015,
ια) του άρθρου 10 του ν. 1809/1988,
ιβ) της παραγράφου 4 του άρθρου 47, των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 48, της παραγράφου 1 του άρθρου 50 του ν. 1642/1986,
ιγ) του άρθρου Πρώτου Υποπαράγραφος Ε7 του ν. 4093/2012.
ιδ) του άρθρου 143, των παραγράφων 3,7,8 και 9 του άρθρου 144 και της παραγράφου 1 του άρθρου 146 του ν.2960/2001 (Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας).
Ως προαφαιρούμενα κατά ποσοστό ογδόντα πέντε τοις εκατό (85%) από προσαυξήσεις και τόκους εκπρόθεσμης καταβολής, σύμφωνα με την υποπερίπτωση ββ) της περίπτωσης δ) της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ν. 4469/2017νοούνται τα εξής :
α) οι προσαυξήσεις και οι τόκοι εκπρόθεσμης καταβολής κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν.δ. 356/1974,
β) οι τόκοι εκπρόθεσμης καταβολής κατά τις διατάξεις του άρθρου 53 του ν. 4174/2013όπως τα ανωτέρω ισχύουν κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 4 του ν. 4469/2017.

IV. Εκκρεμείς συμψηφισμοί επιστροφών με οφειλές προς το Δημόσιο

Σε περίπτωση που στο Δημόσιο εκκρεμεί συμψηφισμός ποσού άνω των 50 ευρώ ο συμψηφισμός ενεργείται κατά προτεραιότητα και τυχόν εναπομείνασα οφειλή μπορεί να υπαχθεί στη σύμβαση αναδιάρθρωσης.


Πηγή: Taxheaven ©

απέλαση αλλοδαπού αντιρρήσεισ – Αντιρρήσεις περί της κράτησης αλλοδαπού

Next: ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ - ΑΙΤΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΑΠΟΔΟΣΗΣΗ ΚΑΤΑΣΧΕΜΕΝΩΝ ΤΡΙΤΟΥ - ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΜΕΣΕΓΓΥΗΣΗ (λόγω ανακλήσεως δωρεάς) - Ασφαλιστικά νομής κινητού (αυτοκινήτου) με παρακράτηση κυριότητας λόγω μη πληρωμής συμφωνημένων δόσεων - Αίτηση εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, την απόφαση που τη διατάσσει (δεδομένου ότι συντάσσεται κι αυτή από τον δικηγόρο), περίληψη εγγραφής και σχετική αίτηση προς το αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο.- ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΑΙΤΗΣΗ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ ΥΠΟΘΗΚΗΣ - ΑΙΤΗΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ (λόγω προσβολής της προσωπικότητας)
$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη 
απέλαση αλλοδαπού αντιρρήσεισ – Αντιρρήσεις περί της κράτησης αλλοδαπού

Σύμφωνα με το άρθρο 76 του νόμου 3386/2005, όπως έχει τροποποιηθεί, αναφέρονται: 1ον η διαδικασία εκείνη που ακολουθείται διοικητικά, από τα αρμόδια αστυνομικά όργανα, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος, όταν συλλαμβάνεται ένα αλλοδαπός που είναι παράνομος στο ελληνικό έδαφος, ήτοι ο αλλοδαπός που έχει υποβληθεί σε έλεγχο από τα ανωτέρω όργανα, να έχει διαπιστωθεί ότι δεν κατέχει νομιμοποιητικά έγγραφα τα ...

οποία αποδεικνύουν την νόμιμη διαμονή του στην χώρα και 2ον τα δικαιώματα που παρέχει ο παρόν νόμος στον αλλοδαπό που κρατείται προκειμένου να πετύχει την άρση της κράτησής του μέσω της διαδικασίας που θα ακολουθήσει ο δικηγόρος του είτε, καταθέτοντας αρχικά αντιρρήσεις περί της κράτησης εντός 48 ωρών ενώπιον του Αστυνομικού Διευθυντή Αλλοδαπών, είτε καταθέτοντας αντιρρήσεις ενώπιον του καθ’ύλην αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου.

Αναλυτικότερα:

Προϋποθέσεις και διαδικασία διοικητικής απέλασης

 1.Η διοικητική απέλαση αλλοδαπού επιτρέπεται εφόσον:

 α. Έχει καταδικασθεί τελεσίδικα σε ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον ενός έτους ή, ανεξαρτήτως ποινής, για εγκλήματα προσβολής του πολιτεύματος, προδοσίας της Χώρας, εγκλήματα σχετικά με την εμπορία και διακίνηση ναρκωτικών, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, διεθνή οικονομικά εγκλήματα, εγκλήματα με χρήση μέσων υψηλής τεχνολογίας, εγκλήματα περί το νόμισμα, εγκλήματα αντίστασης, αρπαγής ανηλίκου, κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, κλοπής, απάτης, υπεξαίρεσης, εκβίασης, τοκογλυφίας, του νόμου περί μεσαζόντων, πλαστογραφίας, ψευδούς βεβαίωσης, συκοφαντικής δυσφήμισης, λαθρεμπορίας, για εγκλήματα που αφορούν τα όπλα, αρχαιότητες, την προώθηση λαθρομεταναστών στο εσωτερικό της Χώρας ή τη διευκόλυνση της μεταφοράς ή προώθησης τους ή της εξασφάλισης καταλύματος σε αυτούς για απόκρυψη και εφόσον η απέλαση του δεν διατάχθηκε από το αρμόδιο δικαστήριο.

β. Εχει παραβιάσει τις διατάξεις του νόμου αυτού.

«γ. Η παρουσία του στο ελληνικό έδαφος είναι επικίνδυνη για τη δημόσια τάξη ή την ασφάλεια της Χώρας. (Ο αλλοδαπός θεωρείται επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη ή ασφάλεια ιδίως όταν σε βάρος του ασκηθεί ποινική δίωξη για αδίκημα που τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον τριών (3) μηνών.»)

*** Το δεύτερο εδάφιο της περ.γ΄ (όπως αυτή αντικαταστάθηκε

   με την παρ.1 άρθρου 48 Ν.3772/2009,ΦΕΚ Α 112/10.7.2009)

ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.2β άρθρου 25 Ν.3938/2011,ΦΕΚ Α 61/31.3.2011.

«δ. Η παρουσία του στο ελληνικό έδαφος συνιστά κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, επειδή πάσχει από λοιμώδες νόσημα ή ανήκει σε ομάδες ευάλωτες σε λοιμώδεις ασθένειες, ιδίως λόγω της κατάστασης της δημόσιας υγείας στη χώρα προέλευσης τους ή της χρήσης ενδοφλέβιων μη σύννομων ουσιών ή του ότι είναι εκδιδόμενο πρόσωπο, κατά την έννοια των διατάξεων του ν. 2734/1999, ή του ότι διαμένει υπό συνθήκες που δεν πληρούν τους στοιχειώδεις κανόνες υγιεινής, όπως τα θέματα αυτά καθορίζονται από υγειονομικές διατάξεις».

***H εντός » » παρ. δ αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 59 παρ.2 του Ν.4075/2012 (ΦΕΚ Α 89/11.4.2012)

Αντιρρήσεις περί της κράτησης αλλοδαπού εντός 48 ωρών ενώπιον της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αλλοδαπών.

2. Η απέλαση διατάσσεται με απόφαση του οικείου Αστυνομικού Διευθυντή και, προκειμένου περί Γενικών Αστυνομικών Διευθύνσεων Αττικής και θεσσαλονίκης, από τον αρμόδιο για θέματα αλλοδαπών Αστυνομικό Διευθυντή ή ανώτερο Αξιωματικό, που ορίζεται από τον οικείο Γενικό Αστυνομικό Διευθυντή, αφού προηγουμένως δοθεί στον αλλοδαπό προθεσμία τουλάχιστον σαράντα οκτώ ωρών για να υποβάλει τις αντιρρήσεις του.

Αντιρρήσεις περί της κράτησης αλλοδαπού ενώπιον του καθ’ύλην αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου.

«3. Εφόσον ο αλλοδαπός εκ των εν γένει περιστάσεων κρίνεται ύποπτος φυγής ή επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη ή αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της αναχώρησης του ή τη διαδικασία απομάκρυνσης του, με απόφαση των οργάνων της προηγούμενης παραγράφου, διατάσσεται η προσωρινή κράτηση του μέχρι την έκδοση, εντός τριών (3) ημερών, απόφασης ως προς την απέλαση του. Εφόσον εκδοθεί απόφαση απέλασης, η κράτηση συνεχίζεται ως την εκτέλεση της απέλασης, σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες. Σε περίπτωση που η απέλαση καθυστερεί επειδή αυτός αρνείται να συνεργαστεί ή καθυστερεί η λήψη των αναγκαίων για την απέλαση του εγγράφων από τη χώρα καταγωγής ή προέλευσης του, η κράτηση του αλλοδαπού είναι δυνατόν να παραταθεί για περιορισμένο χρόνο, που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες. Ο αλλοδαπός πρέπει να πληροφορείται στη γλώσσα που κατανοεί, τους λόγους της κράτησης του και να διευκολύνεται η επικοινωνία με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του. Ο αλλοδαπός που κρατείται, παράλληλα με τα Δικαιώματα που έχει σύμφωνα με τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, μπορεί να προβάλει και αντιρρήσεις κατά της απόφασης κράτησης ή παράτασης της κράτησης του ενώπιον του προέδρου ή του υπ` αυτού οριζόμενου πρωτοδίκη του διοικητικού πρωτοδικείου, στην Περιφέρεια του οποίου κρατείται.»

*** Η παρ.3 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.2 άρθρου 48

Ν.3772/2009,ΦΕΚ Α 112/10.7.2009.

«4. Οι αντιρρήσεις πρέπει να διαλαμβάνουν συγκεκριμένους λόγους, μπορούν δε να υποβληθούν και προφορικώς, οπότε συντάσσεται συναφώς, από το γραμματέα, σχετική έκθεση.

Ως προς την εκδίκαση αυτών, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της περίπτωσης γ` της παραγράφου 2 του άρθρου 27 και της παραγράφου 1 του άρθρου 204 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Εφόσον ζητηθεί, ακούγεται υποχρεωτικά από τον δικαστή ο αντιλέγων ή ο δικαστικός του πληρεξούσιος, τούτο δε μπορεί να διατάξει, σε κάθε περίπτωση, και ο δικαστής.»

Οι κατά τη διαδικασία αυτή προβαλλόμενοι ισχυρισμοί πρέπει να αποδεικνύονται παραχρήμα.

Ο αρμόδιος κατά την παράγραφο 3 δικαστής, ο οποίος κρίνει και για τη νομιμότητα της κράτησης ή της παράτασης της, εκδίδει παραχρήμα την απόφαση του για τις αντιρρήσεις, την οποία διατυπώνει συνοπτικώς στο τηρούμενο πρακτικό. Αντίγραφο του πρακτικού αυτού παραδίδεται αμέσως στην αστυνομική αρχή.

Αν πρόκειται για ημέρα αργίας, δεν απαιτείται η παρουσία γραμματέα, τα σχετικά δε πρακτικά, καθώς και η κατά την παράγραφο 1 έκθεση, συντάσσονται από τον ίδιο δικαστή. Η απόφαση αυτή δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο.»

*** Η πιο πάνω νέα παρ.4 προστέθηκε και οι παρ. 4 και 5 αναριθμήθηκαν σε         παρ.5 και 6 με το άρθρο 55 παρ.2 Ν.3900/2010, ΦΕΚ Α 213/17.12.2010. Έναρξη ισχύος από την 1η Ιανουαρίου 2011.

«5. Σε περίπτωση που ο προς απέλαση αλλοδαπός δεν κρίνεται ύποπτος φυγής ή επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη ή ο πρόεδρος του διοικητικού πρωτοδικείου διαφωνεί ως προς την κράτηση του, με την ίδια απόφαση τάσσει σε αυτόν προθεσμία προς αναχώρηση, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τριάντα ημέρες, εκτός και αν συντρέχει λόγος που κωλύει την απέλαση.»

*** Η (παρ.4 αναριθμηθείσα σε ) παρ.5 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 55 παρ.2 Ν.3900/2010, ΦΕΚ Α 213/17.12.2010.Εναρξη ισχύος από την 1η Ιανουαρίου 2011.

5. Η κατά τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου αυτού απόφαση μπορεί να ανακληθεί ύστερα από αίτηση των διαδίκων, αν η αίτηση ανάκλησης στηρίζεται σε νέα στοιχεία, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 205 παρ. 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999)

ΠΗΓΗ: http://tzikas-lawfirm.gr/2013/03/%CE%B1%CF%80%CE%AD%CE%BB%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%BF%CE%B4%CE%B1%CF%80%CE%BF%CF%8D-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CF%81%CF%81%CE%AE%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%83/

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ - ΑΙΤΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΑΠΟΔΟΣΗΣΗ ΚΑΤΑΣΧΕΜΕΝΩΝ ΤΡΙΤΟΥ - ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΜΕΣΕΓΓΥΗΣΗ (λόγω ανακλήσεως δωρεάς) - Ασφαλιστικά νομής κινητού (αυτοκινήτου) με παρακράτηση κυριότητας λόγω μη πληρωμής συμφωνημένων δόσεων - Αίτηση εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, την απόφαση που τη διατάσσει (δεδομένου ότι συντάσσεται κι αυτή από τον δικηγόρο), περίληψη εγγραφής και σχετική αίτηση προς το αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο.- ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΑΙΤΗΣΗ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ ΥΠΟΘΗΚΗΣ - ΑΙΤΗΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ (λόγω προσβολής της προσωπικότητας)

$
0
0

ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη 

ΑΙΤΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΑΠΟΔΟΣΗΣΗ ΚΑΤΑΣΧΕΜΕΝΩΝ ΤΡΙΤΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ………………Α Ι Τ Η Σ Η(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων - Άρθρο 88 Ν.Δ. 17-7/13-8-1923)
Του:
……………………………., κατοίκου . ……………….Κ Α Τ ΑΤης: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «…………..» που εδρεύει στην Αθήνα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα …………...
Με το από 13-07-2012 κατασχετήριο εις χείρας τρίτου, στρεφόμενο κατά του οφειλέτη μου …………….. του ………….., κατοίκου …….. (οδ. …………. αρ. ......), το οποίο επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με το άρθρο 983 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., στον οφειλέτη μου και στην καθ’ ης, δυνάμει των με αριθμούς ......20-07-2012 και .....13-07-2012 αντίστοιχα εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου …………….., επέταξα την καθ’ ης να μου καταβάλει ως τρίτη, κάθε απαίτηση του παραπάνω οφειλέτη μου, απορρέουσα από οποιαδήποτε μορφή κατάθεσης διατηρείται σε αυτή, επ’ ονόματί του και δη κάθε χρηματικό ποσό, το οποίο τυγχάνει κατατεθειμένο ή πρόκειται να κατατεθεί στο μέλλον, σε τηρούμενους λογαριασμούς σ’ αυτή και μέχρι του ποσού των εννέα χιλιάδων εξακοσίων έξι ευρώ (9.606€) και το ποσό αυτό πλέον τόκων και εξόδων απ’ την ημέρα της επιδοθείσης στον οφειλέτη μου επιταγής προς εκούσια πληρωμή (23-05-2012) και μέχρι την ολοσχερή και προσήκουσα εξόφληση.Η κατάσχεση αυτή επιβλήθηκε κατά του οφειλέτη μου και εις χείρας της καθ’ ης δυνάμει του υπ’ αριθμ. …………/2012 α΄ απόγραφου εκτελεστού, της υπ’ αριθμ. ........./2012 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου ………………., αντίγραφο του οποίου μετ’ επιταγής προς εκούσια πληρωμή επεδόθη κατόπιν παραγγελίας μου νόμιμα στον ανωτέρω οφειλέτη μου ………………., από τον δικαστικό επιμελητή του Πρωτοδικείου …………………, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ………… Β'/23-05-2012 εκθέσεως επιδόσεώς του. Ο ανωτέρω οφειλέτης μου επιτάχθηκε να μου καταβάλει τα εξής ποσά: 1. Για απαίτηση που διατάχθηκε ποσό 8.500 ευρώ. 2. Για τόκους του ανωτέρω κεφαλαίου ως και την 21-05-2010, ποσό 740 ευρώ. 3. Για δικαστική δαπάνη που επιδικάσθηκε ποσό 150 ευρώ. 4. Για έκδοση αντιγράφου, χαρτοσήμανσή του, σύνταξη α’ επιταγής με νομική συμβουλή ποσό 156 ευρώ. 5. Για δαπάνη επίδοσης από δικαστικό επιμελητή ποσό 60 ευρώ, ήτοι συνολικά ποσό 9.606 ευρώ πλέον τόκων υπερημερίας. Μετά ταύτα και μάλιστα εντός της προθεσμίας του άρθρου 985 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. η καθ’ ης προέβη την 18-07-2012 ενώπιον του Ειρηνοδικείου ………… στην με αριθμό ………../2012 Δήλωση Τρίτου και δήλωσε ότι: «… επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση από τον κ………… ………….., στα χέρια της παραπάνω Τράπεζας, ως τρίτης, κατά του οφειλέτη του …………….. του ......, κάτοικου ………….., ..........., (με αριθμό Α.Φ.Μ. …………), μέχρι του ποσού των ΕΥΡΩ εννέα χιλιάδων εξακοσίων έξι (€9.606), επί τη βάσει του υπ’ αριθμ. 1045/2012 α’ απογράφου εκτελεστού, της υπ’ αριθμ. …………/2012 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου ………….. και της υπ’ αριθμ. ……………/23-05-2012 εκθέσεως επιδόσεως του, καθώς και του κατασχετηρίου επιδόσεως την 13-07-2012 και ώρα 12:50, δικαστικού επιμελητή .......... Κατόπιν αυτού προβαίνει στην παρούσα δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 985 Κ.Πολ.Δ.: Από την έρευνα που διενεργήθηκε στα τηρούμενα στο ως άνω υποκατάστημα της ........στοιχεία και λοιπά υποκαταστήματα της Τράπεζας, με βάση τα στοιχεία που αναφέρονται στο κατασχετήριο, προκύπτει ότι επ’ ονόματι του καθ’ ου βρέθηκε να τηρείται στο Κατάστημά μας ΗΡ. ………….(………….) κοινός Λογαριασμός Ταμιευτηρίου, το υπόλοιπο του οποίου καλύπτει το ανωτέρω ποσό των € 9.606. Κατόπιν των ανωτέρω σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 985 Κ.Πολ.Δ. ΔΗΛΩΝΩ, ότι υφίσταται στο Κατάστημα ΗΡ. ……………….. (………) της ……….. η κατασχεθείσα απαίτηση». Επειδή το κατασχεθέν συνολικό ποσό των εννέα χιλιάδων εξακοσίων έξι ευρώ (9.606€), θα αποδοθεί σ’ εμένα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 88 Ν.Δ. 17-7/13-08-1923, μόνο με άδεια του Προέδρου Πρωτοδικών (ήδη από το συνδυασμό των διατάξεων άρθρων 41 ΕισΝΑΚ και 52 αρ. 3 ΕισΝΚΠολΔ με απόφαση διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων του αρμοδίου Μονομελούς Πρωτοδικείου). Επειδή το ανωτέρω ποσό των εννέα χιλιάδων εξακοσίων έξι ευρώ (9.606€), έχει ήδη δεσμευτεί από την καθ’ ης, για την καταβολή δε αυτού σ’ εμένα απαιτείται να εκδοθεί σχετική επιτρέπουσα αυτό απόφασή Σας, λαμβανομένου υπ’ όψιν και της αρνήσεως της καθ’ ης να μου καταβάλει το ως άνω ποσό δίχως τη σχετική άδεια του Δικαστηρίου. Επειδή η παρούσα αίτηση είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθινή.ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ. Και με την ρητή επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός μου.ΖΗΤΩ: - Να γίνει δεκτή η παρούσα. - Να διαταχθεί με την έκδοση της σχετικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 88 Ν.Δ. 17-7/13-08-1923, «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», η απόδοση σ’ εμένα του κατασχεθέντος ποσού των εννέα χιλιάδων εξακοσίων έξι ευρώ (9.606€), το οποίο έχει δεσμευτεί υπέρ εμού, σύμφωνα με την με αριθμό 1052/18-07-2012, δήλωση τρίτου της καθ’ ης ως τρίτης, ενώπιον του Ειρηνοδικείου ……………...
……………, 03-09-2012
 Πληρεξούσι.. Δικηγόρος
++++++++++++++++++++++++++++++ - ++++++++++++


ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΜΕΣΕΓΓΥΗΣΗ (λόγω ανακλήσεως δωρεάς)





ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΙΤΗΣΗ
(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)
………………..
ΚΑΤΑ
…………………
 Θεσσαλονίκη,

Στον καθ'ού η παρούσα την 9.4.1984 με το υπ'αριθμ. ……. συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή ποσοστού εξ αδιαιρέτου ακινήτου της συμ/φου Θεσ/νίκης Δήμητρας Τσατσαρέλη - Θεοδώρου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα Βιβλία Μεταγραφών του Υποθ/κείου Γιαννιτσών στον Τόμο …. και αρ. 12, δωρήσαμε το ανήκον σε εμάς εξ αδιαιρέτου ποσοστό 10/16 (ήτοι 4/16 η πρώτη και από 3/16 εξ αδιαιρέτου η δεύτερη και τρίτη των αιτούντων) ενός οικοπέδου 506 τ.μ. κειμένου στο αγρόκτημα Πενταπλατάνου (Πυλοριγίου) της κτηματικής περιοχής του Δήμου Γιαννιτσών, της περιφέρειας του Ειρηνοδικείου Γιαννιτσών, μετά του υπ'αυτού υπάρχοντος κτίσματος (μονοκατοικίας) 80 τ.μ. περίπου.
 Σ'εμάς περιήλθε εκ κληρονομίας παρά του θανόντος συζύγου της πρώτης και πατρός των δεύτερης και τρίτης Βασιλείου ……….., την οποία απεδέχθημεν την 26.3.1984 με την υπ'αριθμ. …… δήλωση αποδοχής κληρονομίας της ιδίας ως άνω Συμφ/φου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα Βιβλία Μεταγραφών του Υποθ/κείου Γιαννιτσών στον Τόμο ….. και αρ. …..
 Πλήν όμως ο αντίδικος εδείχθη αχάριστος, φερόμενος προς εμάς, αλλά κυρίως προς την πρώτη των αιτούντων μητέρα μας, προσβλητικά, υβριστικά, αλλά πολλές φορές και βάναυσα, παραμελώντας ιδίως την εν γένει περίθαλψή της και χειροδικώντας εναντίον της.
Για την πρώτη από εμάς το ακίνητο, που εδώρησα στον καθ'ού γιό μου, αποτελούσε την μοναδική οικία που είχα στην κυριότητά μου. Μη έχοντας άλλο ακίνητο για να διαμείνω και με μοναδικό πόρο επιβίωσης την πενιχρή σύνταξη του Ο.Γ.Α., κατοικώ μόνιμα στο δωρούμενο σπίτι και δη καταλαμβάνοντας μόνον 30 τ.μ. περίπου, ενώ ο καθ'ού έχει κλειδώσει το υπόλοιπο σπίτι. Εδώ και αρκετό καιρό όμως, λησμονώντας, ως συνήθως, την ευεργεσία μας απειλεί ότι θα με απομακρύνει από τον χώρο αυτό, αφήνοντάς με άστεγη και απροστάτευτη και αδιαφορώντας για την ένδεια, τα γηρατειά και την υγεία
μου.
Συγκεκριμένα τον Απρίλιο 1993 μετέβη στην δωρούμενη οικία, όπου βρισκόμουν η πρώτη από εμάς και απαίτησε με ύβρεις και απειλές να του "αδειάσω"το σπίτι. Με άκρατο μάλιστα μένος σήκωσε την καρέκλα της κουζίνας, με σκοπό να την πετάξει επάνω μου, μα τελευταία στιγμή την έριξε στο πλάι, όπου και έσπασε.

 Τελευταίο επεισόδιο σε βάρος μου, δείγμα της
αχαριστίας και αγνωμοσύνης του, που είχε πλέον ξεπεράσει κάθε όριο αντοχής μας, είναι αυτό που συνέβη την 12 Ιουνίου 1994, ανήμερα των ευροεκλογών, στην δωρούμενη οικία, όπου μετέβη ο καθ'ού και επειδή η πρώτη των αιτούντων δεν είχα οικονομικούς πόρους να πληρώσω τον λογαριασμό ρεύματος και τηλεφώνου με έσπρωξε με ορμή επάνω στο κρεβάτι, με αποτέλεσμα να σπάσει το πλαϊνό του επίπλου με το σώμα μου.
 Συνεπεία της συμπεριφοράς του με την από 30.9.1994 εξώδικη δήλωση ανάκλησης δωρεάς, που επιδόθηκε στον καθ'ού την 4.10.1994, όπως αποδεικνύεται από την υπ'αριθμ. …… έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητού του Πρωτοδικείου Θεσ/νίκης Χρήστου Πετρίδη, ανακαλέσαμε την γενομένη δωρεά μας.
 Επειδή, όμως, και μετά την ανάκλησή της ο καθ'ού απειλεί να με "πετάξει"έξω από το "σπίτι του", ενώ όπως πληροφορηθήκαμε διαπραγματεύεται την πώληση της επίδικης οικίας, πρέπει προς διασφάλιση του δικαιώματος μας για απόδοση του ακινήτου και λόγω του κατεπείγοντος να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα συντηρητικής κατασχέσεως, άλλως δικαστικής μεσεγγυήσεως.
 Επειδήπρέπει να δοθεί προσωρινή διαταγή που να απαγορεύει στον καθ'ού να μεταβάλλει την νομική και πραγματική κατάσταση της δωρούμενης οικίας και να τεθεί υπό προσωρινή δικαστική μεσεγγύηση ως την έκδοση οριστικής απόφασης για την παρούσα.
 Επειδήπρέπει να ορισθεί μεσεγγυούχος η πρώτη από εμάς.
 Επειδήη αίτησή μας είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθής.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΖΗΤΟΥΜΕ

 Να γίνει δεκτή η παρούσα αίτησή μας.
Να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση του εις το ιστορικό λεπτομερώς αναφερόμενου δωρούμενου ακινήτου. Αλλως να τεθεί υπό δικαστική μεσεγγύηση και να διορισθεί η πρώτη των αιτούντων ως μεσεγγυούχος.
Να εκδοθεί προσωρινή διαταγή που να απαγορεύει την πραγματική και νομική μεταβολή του ακινήτου και να τεθεί υπό προσωρινή δικαστική μεσεγγύηση ως την έκδοση οριστικής απόφασης για την παρούσα. Και
Να καταδικασθεί ο καθ'ού στην καταβολή της δικαστικής μας δαπάνης.

 Πληρεξούσι.. Δικηγόρος
+++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++



 
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΑΜΙΑΣ

Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων

ΑΙΤΗΣΗ

Για την προσωρινή ρύθμιση νομής κινητού πράγματος
  
Της Ανωνύμου Εταιρίας με την επωνυμία «…………………….»,και υπό το διακριτικό τίτλο « ………………. Α.Ε.Β.Τ.Ε.» που εδρεύει στην Λαμία (3οχλμ ΠΕΟ Λαμίας – Αθήνας) και εκπροσωπείται  νόμιμα .

ΚΑΤΑ 

…………………… του ……………, κατοίκου Λουτρών Αιδηψού Νομού Ευβοίας, οδός ……………………..   

-------------
Λαμία, 20 Σεπτεμβρίου 2007  

Με το από  20-1-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό, που καταρτίστηκε εγγράφως Λαμία και υπό τους σε αυτό ειδικότερους όρους και συμφωνίες, μεταβίβασα και παρέδωσα στον καθ’ ου κατά χρήση και μόνο, παρακρατώντας την κυριότητα και νομή του μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως του τιμήματός του και εκπληρώσεως από αυτόν όλων των συμφωνιών του παραπάνω συμφωνητικού, ένα (1) ΙΧΦ μεταχειρισμένο  κλειστό φορτηγό αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής FIAT, τύπου DUKATO, με αριθμό πλαισίου ZFA 23000005179317 και κινητήρα 230A30001721PO3, χρώματος λευκού, πετρελαιοκίνητο, κοινό μη ανατρεπόμενο, με αριθμό κυκλοφορίας ΜΙΕ 6387.

Τίμημά του με πίστωση ορίσθηκε το ποσόν των Ευρώ δέκα χιλιάδων εννιακοσίων   (10.900,00 €), έναντι του οποίου ο καθ’ ου, ουδέν μου κατέβαλε ως αρραβώνα και συνεπώς, πιστώθηκε όλο το συμφωνηθέν ανωτέρω τίμημα. Όλο το τίμημα θα καταβάλλονταν σε δέκα επτά (17)  συνεχείς και αλληλοδιάδοχες δόσεις, ήτοι την 28-2-2006 Ευρώ 300,00, την 30-3-2006 Ευρώ 300,00, την 30-4-2006 Ευρώ 300,00, την 30-5-2006 Ευρώ 300,00 την 30-6-2006 Ευρώ 1.000,00, την 30-7-2007 Ευρώ 1500,00, την 30-8-2006 Ευρώ 1.500,00, την 30-9-2006 Ευρώ 1.000,00, την 30-10-2006 Ευρώ 300,00, την 30-11-2006 Ευρώ 300,00, την 30-12-2006 Ευρώ 800,00, την 30-1-2007 Ευρώ 300,00, την 28-2-2007 Ευρώ 300,00, την 30-3-2007 Ευρώ 300,00 την 30-4-2007 Ευρώ 800,00, την 30-5-2007 Ευρώ 300,00 και την 30-6-2007 Ευρώ 1.300,00. (300 + 300 + 300 + 300 + 1000 + 1500 + 1500 +1000  + 300 + 300  + 800 + 300 + 300 + 300 + 800 + 300 + 1.300 = 10.900)

Οι ανωτέρω δόσεις  απλώς και μόνον για την ευχερέστερη είσπραξή τους και χωρίς αυτό να επιφέρει εξόφληση ή καθ'οιονδήποτε τρόπο ανανέωση της οφειλής ή αποδυνάμωση ή μείωση των δικαιωμάτων μου, που απορρέουν από το παραπάνω συμφωνητικό, καλύφθηκαν με ισόποσες και αντίστοιχων λήξεων, με τις άνω δόσεις, δέκα επτά (17) συναλλαγματικές, εκδόσεως μου την 20-1-2006 και αποδοχής την ίδια ημέρα του αντιδίκου. Συγχρόνως, όπως ήδη αναφέρθηκε, συμφωνήθηκε ρητά στο εν λόγω συμφωνητικό ότι παρακρατείται από εμένα η κυριότητα και νομή του παραπάνω μεταχειρισμένου αυτοκινήτου, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως από τον αντίδικο ολόκληρου του τιμήματος και της κανονικής από αυτόν εκπληρώσεως όλων των όρων και συμφωνιών του παραπάνω συμφωνητικού και ότι αυτός μέχρι τότε θα έχει αυτό μόνο κατά χρήση και εκμετάλλευση και θα το κατέχει για λογαριασμού εμού, γεγονότα τα οποία, ιδίως αυτό της παρακράτησης της κυριότητας, προκύπτουν επιπρόσθετα και από την άδεια κυκλοφορίας του ανωτέρω αυτοκινήτου.

Ο αντίδικος όμως, αν και παρέλαβε από την 20-1-2006 την χρήση του παραπάνω μεταχειρισμένου αυτοκινήτου, το οποίο και από τότε κατέχει και εκμεταλλεύεται για λογαριασμό του, δεν εκπλήρωσε τις προς εμέ, από το παραπάνω συμφωνητικό, υποχρεώσεις του και μέχρι σήμερα δεν μου έχει καταβάλλει τις δόσεις της 30-3-2006, 30-4-2006, 30-5-2006, 30-6-2006, 30-7-2006, 30-8-2006, 30-9-2006, 30-10-2006, 30-11-2006, 30-12-2006, 30-1-2007, 28-2-2007, 30-3-2007, 30-4-2007 και 30-5-2007 και 30-6-2007, παρά τις επανειλημμένες και έντονες οχλήσεις και διαμαρτυρίες μου.

Επιπλέον δε, αρνείται να μου αποδώσει και παραδώσει, όπως οφείλει και υποχρεούται, το άνω μεταχειρισμένο ΙΧΕ αυτοκίνητό μου παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις και διαμαρτυρίες μου και έτσι με αποβάλλει και με διαταράσσει αυθαίρετα και παράνομα από την πιο πάνω σε αυτό νομή μου και πρέπει να υποχρεωθεί δικαστικά να μου το αποδώσει και παραδώσει.

Πρέπει δε να τονισθεί,  ότι σύμφωνα με το άρθρο 5 του παραπάνω συμφωνητικού,  η μη εμπρόθεσμη πληρωμή οποιασδήποτε από τις παραπάνω δόσεις, κατά την ρητή συμφωνία μας μου χορηγεί το δικαίωμα να αφαιρέσω από τον καθ’ ου το αυτοκίνητο που του παρέδωσα κατά χρήση και μόνο, με κάθε νόμιμο μέσο και με αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων νομής ενώπιον Σας, ως και την υπέρ εμού  κατάπτωση των τυχόν καταβληθεισών δόσεων λόγω αποζημιώσεως για την γενόμενη χρήση.

Επειδήμε το παραπάνω συμφωνητικό διατηρώ όλα τα δικαιώματά μου επί της κυριότητας και νομής του στην αρχή περιγραφόμενου αυτοκινήτου μου και εκ τούτου ο αντίδικος είναι απλός θεματοφύλακας και χρήστης αυτού, ώστε, σύμφωνα με το Νόμο και την σύμβαση είναι υπόχρεος σε άμεση απόδοση και παράδοσή του σε εμένα, εφόσον δε αρνείται να το πράξει με αποβάλλει, άλλως διαταράσσει αυθαίρετα και παράνομα στην νομή μου πάνω σε αυτό.

Επειδήο αντίδικος αρνείται να καταβάλλει την αξία του παραπάνω αυτοκινήτου αλλά και να μου παραδώσει αυτό, έχω δικαίωμα, κατά τη συμφωνία μας και το Νόμο, να προβώ σε αφαίρεση αυτού από τα χέρια του ως και από τα χέρια κάθε τρίτου που έλκει τα δικαιώματά του από αυτόν ή κατέχει το αυτοκίνητο επ'ονόματί του αφού παράνομα και παρά τη θέλησή μου κατέχει και παρακρατεί αυτό.

Επειδή δικαιούμαι κατά το άρθρο 5 του ανωτέρω συμφωνητικού,  να υπαναχωρήσω από την ανωτέρω σύμβαση,  χωρίς καμία δηλοποίηση προς τον αντίδικο.

Επειδή εξαιτίας της άρνησης του αντιδίκου να μου αποδώσει και παραδώσει το παραπάνω ΙΧΕ αυτοκίνητό μου, επακολούθησαν έριδες και διαπληκτισμοί και γι'αυτό υπάρχει κίνδυνος συγκρούσεων από κάθε αναβολή. Ακόμα κρισιμότερο όμως είναι το γεγονός ότι από κάθε τυχόν παράταση της παράνομης παρακράτησης του αυτοκινήτου από μέρους του υπάρχει άμεσος και επικείμενος κίνδυνος είτε εκποιήσεως του αυτοκινήτου από τον αντίδικο είτε αποκρύψεως ή καταστροφής ή χειροτερεύσεως της κατάστασης και της αξίας του και έτσι κινδυνεύω να το απωλέσω. Για να διασφαλίσω λοιπόν τα επ'αυτού δικαιώματά μου, πρέπει να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα νομής σύμφωνα με τα άρθρα 731 επ. Κ.Πολ.Δ. κατά του αντιδίκου για να προστατευθώ στη νομή και κατοχή του αυτοκινήτου αυτού με την βίαιη αφαίρεσή του από τα χέρια αυτού ή από τα χέρια κάθε τρίτου που από αυτόν έλκει τα δικαιώματα της χρήσης του ή επ'ονόματί του το κατέχει και την παράδοση και απόδοσή του σε εμένα.
Επειδήη διαφορά είναι κατεπείγουσας φύσεως και υπάρχει κίνδυνος από κάθε αναβολή.

Επειδήυπάρχει κατά το νόμο, καθ'ύλη αλλά και κατά τόπο αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Σας, με έγγραφη συμφωνία που έχει γίνει με το παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό.

Επειδήεπιφυλάσσομαι κάθε δικαιώματός μου και κάθε απαίτησης μου κατά του καθ’ ου μέχρις της αφαίρεσης του αυτοκινήτου και μετά από αυτήν για τυχόν ζημίες, φθορές και βλάβες του.

ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ  ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ :


Και τα όσα κατά τη συζήτηση θα προσθέσω και με τη ρητή επιφύλαξη παντός εν γένει τρίτου δικαιώματός μου

ΑΙΤΟΥΜΑΙ :


1.    Να γίνει δεκτή η παρούσα αίτησή μου.

2.    Να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα υπέρ εμού και κατά του αντιδίκου για να προστατευθώ στη νομή και διακατοχή μου, επί του στο ιστορικό της παρούσης αναφερομένου κινητού πράγματός μου. Δηλαδή ένα (1) ΙΧΦ μεταχειρισμένο  κλειστό φορτηγό αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής FIAT, τύπου DUKATO, με αριθμό πλαισίου ZFA 23000005179317 και κινητήρα 230A30001721PO3, χρώματος λευκού, πετρελαιοκίνητο, κοινό μη ανατρεπόμενο, με αριθμό κυκλοφορίας ΜΙΕ 6387.

3.    Να διαταχθεί η βίαιη αφαίρεσή του από τα χέρια του αντιδίκου ή από τα χέρια κάθε τρίτου που απ'αυτόν έλκει δικαίωμα χρήσης του ή επ'ονόματί του κατέχει αυτό, και η απόδοσή του σε εμέ με δαπάνες του.

4.    Να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή.

5.    Να καταδικασθεί ο αντίδικος μου στην εν γένει δικαστική μου δαπάνη και την αμοιβή του πληρεξουσίου μου δικηγόρου.

 

Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος

++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++

 



ΕΝΩΠΙΟΝ  ΤΟΥ  ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ  ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ  ......................
(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)

ΑΙΤΗΣΗ

                    Εγγραφής Προσημειώσεως Υποθήκης


Της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία .............................., που εδρεύει ........................., και εκπροσωπείται νόμιμα.

 ΚΑΤΑ


Της …............................................



................................  χχ/ χχ/ χχχχ


     Με τη σύμβαση  στεγαστικού δανείουυπ’ αριθμόν ............................ που συνάφθηκε στον  ...................... στις .............................. μεταξύ της Τράπεζάς μας και της καθ’ ης, χορηγήσαμε σε αυτήν στεγαστικό  δάνειο  ποσού  …............................  ευρώ,  για  αγορά  πρώτης  κατοικίας, σύμφωνα  με  τους  λοιπούς  όρους  και  συμφωνίες  που  περιέχονται  στην ανωτέρω σύμβαση δανείου και την  από  ..................... πρόσθετη σε αυτή πράξη. Η διάρκεια του  δανείου συμφωνήθηκε στα 10έτη από την ημερομηνία εκταμίευσής του. Το δε επιτόκιο του δανείου είναι σταθερό 6,00%  για  10  έτη  από  την  αρχική  εκταμίευση,πλέον της εισφοράς του ν. 128/75, ανερχόμενης σήμερα σε 0,12%, κατά τους όρους της ανωτέρω συμβάσεως και της πρόσθετης πράξης αυτής.   
Επειδή  η  καθ’  ης  τυγχάνει  υπόχρεη  έναντι  ημών  για  την  παραπάνω  απαίτησή  μας  που  προέρχεται  από  τη  σύναψη  της  ανωτέρω  σύμβασης  στεγαστικού  δανείου  και  την  ως  άνω  πρόσθετη  πράξη.
Επειδή  η  ανωτέρω  απαίτηση  της  τραπεζικής  εταιρίας  μας  κινδυνεύει  από  τη  μη  εξόφληση  του  ανωτέρω  ποσού  και  της  πιθανής  μείωσης  της  περιουσίας  της  καθ’  ης.
Επειδή  κατόπιν  των  ανωτέρω  υπάρχει  επείγουσα  περίπτωση,  για  την  ασφάλεια  κάθε  απαιτήσεώς  μας  που  προέρχεται  από  την  παραπάνω  αιτία,  τωρινής  και  μελλοντικής  και  που  αναφέρεται  στο  τοκοφόρο  κεφάλαιο  (άρθρο  1289  Α.Κ.),  τόκους  συμβατικούς  και  υπερημερίας,  στον  ανατοκισμό,  στις  προμήθειες,  εισφορά  του  ν.  128/75  και  στα  έξοδα  εν  γένει,  όπως μας χορηγηθεί η  άδεια να εγγράψουμε προσημείωση υποθήκης, μέχρι του ποσού των .................................  (.....................)  ευρώ, επί του ακινήτου ιδιοκτησίας της καθ’ ης, που περιγράφεται κατωτέρω.
Επειδή  η  καθ’  ης  συνομολογεί  τη  βάση  της  αίτησής  μας  και  συναινεί  στην  εγγραφή  προσημείωσης  υποθήκης  επί  του  κατωτέρω  περιγραφόμενου  ακινήτου.
Επειδή η παρούσα είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθινή.


                                            ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
και με την ρητή επιφύλαξη κάθε δικαιώματός μας.
                                                  
                                                              ΖΗΤΟΥΜΕ


 Να γίνει δεκτή η παρούσα. 
  Να δοθεί σε εμάς η άδεια εγγραφής προσημείωσης υποθήκης για την ασφάλεια της απαίτησής μας που αναφέρεται στο ιστορικό της αίτησής μας, μέχρι του ποσού των ................................  (.......................) ευρώ, που  αναφέρεται  στο  τοκοφόρο  κεφάλαιο  (άρθρο  1289  Α.Κ.),  πλέον  τόκων  συμβατικών  και  υπερημερίας,  προμηθειών,  εισφορά  του  ν.  128/75  και  εξόδων  εν  γένει, επί του κατωτέρω  περιγραφόμενου  ακινήτου  ιδιοκτησίας  της καθ’ ης η αίτηση, ήτοι:


 (πλήρης περιγραφή ακινήτου)


Το  παραπάνω  ακίνητο  περιήλθε  στην  καθ’  ης  η  αίτηση,  δυνάμει  του  υπ’  αριθμ.…..........................συμβολαίου  αγοραπωλησίας  διαμερίσματος  σύμφωνα  με  τις  διατάξεις  του  Ν.  3741/29  και  των  άρθρων  1002  και  1117  του  Α.Κ.  της  συμβολαιογράφου  ....................................................,  το  οποίο  μεταγράφηκε  νόμιμα  στα  βιβλία  μεταγραφών  του  Υποθηκοφυλακείου …...........  στον  τόμο  ....  και  αριθμό  ….,  ως  αγοραπωλησία  και  ως  σύσταση  οριζοντίου  ιδιοκτησίας.


Η  ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΑ  ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ









Αριθμός   …………/2011
ΤΟ  ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ  ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ
(Διαδικασία  Ασφαλιστικών  Μέτρων)


ΔΙΚΑΣΤΗΣ:

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ:  Δεν  ορίσθηκε.
ΔΗΜΟΣΙΑ  ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ  ΤΗΣ: …................
ΑΙΤΟΥΣΑ:  Η  εν  …....................  εδρεύουσα  Α.Ε.  με  την  επωνυμία  …...............................»  και  το  διακριτικό  τίτλο  ….......................,  που  εκπροσωπείται  νόμιμα  και  παραστάθηκε  δια  της  πληρεξουσίας  δικηγόρου …..................  (Α.Μ.  …......).
ΚΑΘ’  ΗΣ  Η  ΑΙΤΗΣΗ:  …..............
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ  ΑΙΤΗΣΗΣ: …..............
ΑΡΙΘΜΟΣ  ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ  ΑΙΤΗΣΗΣ:
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ  ΔΙΚΗΣ:  Εγγραφή  προσημείωσης  υποθήκης.
Η  συζήτηση  έγινε  δημόσια  στο  ακροατήριο  του  Δικαστηρίου,  όπου  οι  διάδικοι  παραστάθηκαν  εκούσια  όπως  αναφέρεται  παραπάνω.


ΑΦΟΥ  ΜΕΛΕΤΗΣΕ  ΤΗ  ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ  ΚΑΤΑ  ΤΟ  ΝΟΜΟ


Με  την  αίτηση  διώκεται,  για  την  εξασφάλιση  της  απαίτησης  της  αιτούσας,  που  αναφέρεται  σ’  αυτή,  να  διαταχθεί  ως  ασφαλιστικό  μέτρο,  η  προσημείωση  υποθήκης  επί  του  εις  αυτήν  ακινήτου  ιδιοκτησίας  της  καθ’  ης  η  αίτηση.
Η  αίτηση  είναι  νόμιμη  (άρθρ.1274  Α.Κ.  ως  αντικατεστάθη  δι’  άρθρ.  56  παρ.  1  Εισ.  Ν.  Κ.Πολ.Δ.,  682  επ. και 706  Κ.Πολ.Δ.)  δικάζεται  κατά  τη  διαδικασία  των  ασφαλιστικών  μέτρων  (άρθρα  686  επ.  Κ.Πολ.Δ.),  το  δε  Δικαστήριο  είναι  αρμόδιο  καθ’  ύλη  και  κατά  τόπο και  πρέπει  να  εξετασθεί  κατ’  ουσίαν.
Από την ομολογία τηςκαθ’ ης  η αίτηση, όσα προφορικά αναπτύχθηκαν και  την όλη συζήτηση πιθανολογήθηκε η ύπαρξη της απαίτησης της αιτούσης, που  αναφέρεται στην αίτηση και η οποία προέρχεται από την με  αριθμό ........................ σύμβαση που συνάφθηκε στον  ................... στις ............................. μεταξύ της αιτούσης και της καθ’ ης  η  αίτηση, δυνάμει  της  οποίας  χορηγήθηκε σε αυτήν στεγαστικό  δάνειο  ποσού  …............  ευρώ,  για  αγορά  πρώτης  κατοικίας,  με  τόκο  και  προμήθεια  και  σύμφωνα  με  τους  λοιπούς  όρους  και  συμφωνίες  που  περιέχονται  στην ανωτέρω σύμβαση δανείου και την  από  ........................... πρόσθετη σε αυτή πράξη. Η διάρκεια του  δανείου συμφωνήθηκε στα 10έτη από την ημερομηνία εκταμίευσής του. Το δε επιτόκιο του δανείου είναι σταθερό 6,00%  για  10  έτη  από  την  αρχική  εκταμίευση,πλέον της εισφοράς του ν. 128/75, ανερχόμενης σήμερα σε 0,12%, κατά τους όρους της ανωτέρω συμβάσεως και της πρόσθετης πράξης αυτής.
Επειδή  πιθανολογήθηκε  δε  ότι  υπάρχει  κατεπείγον  διότι  υπάρχει  κίνδυνος  από  κάθε  αναβολή,  πρέπει  να  γίνει  δεκτή  η  αίτηση  κατ’  ουσίαν  και  να  διαταχθεί  το  αιτούμενο  ασφαλιστικό  μέτρο,  για  εγγραφή  προσημείωσης  υποθήκης,  μέχρι  του  αιτούμενου  ποσού  των εικοσιτεσσάρων  χιλιάδων  (24.000,00)  ευρώ  (άρθρο  706  παρ.  2  ΚΠολΔ).

ΓΙΑ  ΤΟΥΣ  ΛΟΓΟΥΣ  ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ  αντιμωλία  των  διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ  την  αίτηση.
    ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ  στην  αιτούσα  να  εγγράψει,  κατά  της  καθ’  ης,   προσημείωση  υποθήκης  μέχρι  του  ποσού  των ......................................  ευρώ,  προς  εξασφάλιση  της  απαιτήσεώς  της,  που  αναφέρεται  στο  σκεπτικό  και  αφορά  στο  τοκοφόρο  κεφάλαιο  (άρθρο  1289  Α.Κ.),  στους  τόκους  συμβατικούς  και  υπερημερίας,  στον  ανατοκισμό,  στις  προμήθειες,  εισφορά  του  ν.  128/75  και  στα  έξοδα  εν  γένει  και  επί  του  παρακάτω  ακινήτου  ιδιοκτησίας  της  καθ’  ης  η  αίτηση,  δηλαδή:

( πλήρης περιγραφή ακινήτου )

Το  παραπάνω  ακίνητο  περιήλθε  στην  καθ’  ης  η  αίτηση,  δυνάμει  του  υπ’  αριθμ. …...............  συμβολαίου  αγοραπωλησίας  διαμερίσματος  σύμφωνα  με  τις  διατάξεις  του  Ν.  3741/29  και  των  άρθρων  1002  και  1117  του  Α.Κ.  της  συμβολαιογράφου  .........................,  το  οποίο  μεταγράφηκε  νόμιμα  στα  βιβλία  μεταγραφών  του  Υποθηκοφυλακείου ….........  στον  τόμο  ….. και  αριθμό  ...,  ως  αγοραπωλησία  και  ως  σύσταση  οριζοντίου  ιδιοκτησίας.
Κρίθηκε,  αποφασίσθηκε  και  δημοσιεύθηκε  την  ίδια  ημέρα  στο  ακροατήριο.

…...........................


ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                              Για  τη  δημοσίευση
                                                                                       
                                                                                   Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ




ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ ΥΠΟΘΗΚΗΣ

Με  την  με  αριθμό  …../2011  απόφαση  του  Μονομελούς  Πρωτοδικείου …..............

ΖΗΤΕΙΤΑΙ

Η  εγγραφή  προσημειώσεως  υποθήκης  για  ποσό .......................  ευρώ

ΥΠΕΡ

Της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία .........................  και  τον  διακριτικό  τίτλο  ..........................., που εδρεύει στην ..........................., και εκπροσωπείται νόμιμα.

 

              ΚΑΤΑ

Της ................................

ΓΙΑ  ΤΗΝ  ΑΣΦΑΛΕΙΑ

απαιτήσεως,  τωρινής  και  μελλοντικής,  που  αναφέρεται  σε  τοκοφόρο  κεφάλαιο  (άρθρο  1289  Α.Κ.),  στους  τόκους  συμβατικούς  και  υπερημερίας,  στον  ανατοκισμό,  στις  προμήθειες,  εισφορά  του  ν.  128/75  και  στα  έξοδα  εν  γένει  και  η  οποία  προέρχεταιαπό την με  αριθμό ............................. σύμβαση που συνάφθηκε στον  ............................. στις ............................. μεταξύ της αιτούσης .................................. και της καθ’ ης  η  αίτηση, δυνάμει  της  οποίας  χορηγήθηκε σε αυτήν στεγαστικό  δάνειο  ποσού  ….......................  ευρώ,  για  αγορά  πρώτης  κατοικίας,  με  τόκο  και  προμήθεια  και  σύμφωνα  με  τους  λοιπούς  όρους  και  συμφωνίες  που  περιέχονται  στην ανωτέρω σύμβαση δανείου και την  από  16-11-2011  πρόσθετη σε αυτή πράξη. Η διάρκεια του  δανείου συμφωνήθηκε στα 10έτη από την ημερομηνία εκταμίευσής του. Το δε επιτόκιο του δανείου είναι σταθερό 6,00%  για  10  έτη  από  την  αρχική  εκταμίευση,πλέον της εισφοράς του ν. 128/75, ανερχόμενης σήμερα σε 0,12%, κατά τους όρους της ανωτέρω συμβάσεως και της πρόσθετης πράξης αυτής. 


ΕΠΙ


( πλήρης περιγραφή ακινήτου )

Το  παραπάνω  ακίνητο  περιήλθε  στην  καθ’  ης  η  αίτηση,  δυνάμει  του  υπ’  αριθμ. .......................  συμβολαίου  αγοραπωλησίας  διαμερίσματος  σύμφωνα  με  τις  διατάξεις  του  Ν.  3741/29  και  των  άρθρων  1002  και  1117  του  Α.Κ.  της  συμβολαιογράφου ...................................,  το  οποίο  μεταγράφηκε  νόμιμα  στα  βιβλία  μεταγραφών  του  Υποθηκοφυλακείου  …................ στον  τόμο  ...  και  αριθμό  ….,  ως  αγοραπωλησία  και  ως  σύσταση  οριζοντίου  ιδιοκτησίας.


.......................................

Η ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΑ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ



ΠΡΟΣ ΤΟ ΥΠΟΘΗΚΟΦΥΛΑΚΕΙΟ ΠΟΛΥΓΥΡΟΥ


ΑΙΤΗΣΗ 

Της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία .........................  και  τον  διακριτικό  τίτλο  …......................., που εδρεύει στην ..................., και εκπροσωπείται νόμιμα.



..........................



Συνημμένα  υποβάλλουμε:
1) επίσημο αντίγραφο της υπ’ αριθμ. ….../2011αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου …....................,  2) την από ...........................περίληψη εγγραφής προσημειώσεως υποθήκης και παρακαλούμε, με βάση τα παραπάνω, να εγγράψετε προσημείωση υποθήκης ποσού ..............................  ευρώ, για απαίτηση που αναφέρεται σετοκοφόρο  κεφάλαιο  (άρθρο  1289  Α.Κ.),  στους  τόκους  συμβατικούς  και  υπερημερίας,  στον  ανατοκισμό, στις προμήθειες,  εισφορά  του  ν.  128/75  και  στα  έξοδα  εν  γένει στο ακίνητο που περιγράφεται στη συνημμένη περίληψη κατά της οφειλέτριάς μας ..............................................................................................,και να μας χορηγήσετε πιστοποιητικό εγγραφής, βαρών, ιδιοκτησίας και μη διεκδίκησης, καθώς και αντίγραφο της περίληψης.




Η  ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΑ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ


 +++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++


ΠΡΟΣ   ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ………………..
(Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)

ΑΙΤΗΣΗ
Του ς, κατοίκου Θεσσαλονίκης ,

ΚΑΤΑ
Της εδρεύουσας στην Αθήνα (οδ. Όθωνος αρ.8)Ανώνυνης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία « Τράπεζα  E.F.G Eurobank Ergasias( Ι Εφ Τζι Γιούρομπανκ Εργκαζίας) Α.Ε.» και το διακριτικό τίτλο <<Eurobank Ergasias>>όπως εκπροσωπείται νόμιμα και παρίσταται δια του πληρεξουσίου αυτής δικηγόρου
---------------------
Με την υπ’ αριθμ. απόφαση αυτού του δικαστηρίου, η καθής ενέγραψε Α’ προσημείωση υποθήκης στις  στο Υποθηκοφυλακείο Καλαμαριάς στον τόμο  και φύλλο ,  ποσού    , για εξασφάλιση απαίτησής της εκ κεφαλαίου η οποία έχει προκύψει από την με αριθμό  ιδιωτική σύμβαση δανείου σε ελβετικό νόμισμα κυμαινόμενου επιτοκίου που μου χορήγησε η καθής για αγορά κατοικίας, ποσού   το οποίο συνομολογήθηκε στην Θεσσαλονίκη μεταξύ της καθής ως δανείστριας και εμού του αιτούντος ως οφειλέτη, επί του παρακάτω ακινήτου μου, δηλαδή:  Επί ενός αυτοτελούς και διηρημένου διαμερίσματος του δευτέρου(2ου), πάνω απο τα καταστήματα ορόφου και φέρει αριθμό εσωτερικής στον όροφο αυτό τρία(3) , έχει πρόσοψη στην οδό  και στην πλάγια πρασιά της οικοδομής και βρίσκεται δεξιά γι'αυτόν που βλέπει την οικοδομή από την οδό αυτή. Έχει εμβαδό μετά των τοιχωμάτων και των κοινοχρήστων μέτρα τετραγωνικά ογδόντα οχτώ και δέκα εκατοστά (88,10). Αποτελείται από δύο ( 2) δωμάτια, σαλοτραπεζαρία, κουζίνα , διάδρομο, λουτροαποχωρητήριο και χωλ. Αναλογεί σ΄ αυτό ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο και στους υπόλοιπους κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους, μέρη και εγκαταστάσεις της όλης οικοδομής  επτά εκατοστά και δέκα εκατοστά του εκατοστού( 7,10/100) εξ αδιαιρέτου. Το ως άνω διαμέρισμα φαίνεται στο σχεδιάγραμμα κάτοψης του δευτέρου ορόφου της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Θεσσαλονίκης με τον αριθμό τρία (3), επικυρωμένο δε φωτοαντίγραφο αυτού προσαρτάται στην υπ'αριθμό  πράξη της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης . Η οικοδομή βρίσκεται στο Δήμο Καλαμαριάς , στην περιφέρεια του Νομού και Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, στο συνοικισμό Νέας Κρήνης, στη θέση << Χαβάϊ >> και στη γωνία προέκτασης της οδού  , στην οποία φέρει αριθμό οδικής ( προηγούμενα 93) και της ς. Η οικοδομή αυτή  κτίσθηκε βάσει της υπ'αριθμό  αδείας του γραφείου πολεοδομίας Θεσσαλονίκης, σε οικόπεδο   εκτάσεως μέτρων τετραγωνικών πεντακοσίων εβδομήντα δύο και τριάντα πέντε εκατοστών ( 572,35) το οποίο φέρει στοιχείο δέκα εννέα (19) στο ένα (1) οικοδομικό τετράγωνο και συνορεύει βόρεια με το υπ'αριθμό 18 οικόπεδο του ίδιου οικοδομικού τετραγώνου σε πλευρά μέτρων  γραμμικών είκοσι έξι και είκοσι οκτώ εκατοστών ( 26,28) , ανατολικά με οδό ανώνυμο, ήδη , σε πρόσοψη μέτρων  γραμμικών είκοσι ένα  και ενενήντα έξι  εκατοστών (21,96), νότια με παραλιακή λεωφόρο ( προέκταση οδού Ν.Πλαστήρα ), σε πρόσοψη μέτρων  γραμμικών είκοσι επτά  και  οκτώ εκατοστών (27,08) και δυτικά με το υπ'αριθμό 20 οικόπεδο του ίδιου οικοδομικού τετραγώνου, σε πλευρά μέτρων  γραμμικών είκοσι  και είκοσι   ενενήντα έξι εκατοστών (20,96). Το οικόπεδο αυτό φαίνεται με τα αλφαβητικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α στο τοπογραφικό σχεδιάγραμμα, που είναι συνημμένο στην ως άνω αναφερόμενη 1973 άδεια της οικοδομής . Πάνω στο τοπογραφικό αυτό υπάρχει υπεύθυνη δήλωση του πολιτικού μηχανικού Ι. σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 651/1977 , από την οποία προκύπτει ότι το  παραπάνω οικόπεδο είναι άρτιο και οικοδομήσιμο και ότι δεν υπάγεται στις διατάξεις του Νόμου 1337/1983 και δεν οφείλει εισφορά σε γη και χρήμα.
Το παραπάνω ακίνητο περιήλθε στην κυριότητα του αιτούντα, Χ δυνάμει του υπ. Αριθμόνσυμβολαίου αγοράς της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης υ το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαμαριάς στις  στον τόμκαι με αριθμό . Για το ως άνω ακίνητο έχει υποβληθεί δήλωση στο Εθνικό Κτηματολόγιο, Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδας ( Ο.Κ.Χ.Ε) και έχει εκδοθεί το με αριθμό πρωτοκόλλου Α.Π. Κτηματογραφικό απόσπασμα του Δήμου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης ( Ο.Κ.Χ.Ε) Κτηματολόγιο Α.Ε. , με Κ.Α.Ε.Κ


            Ε π ε ι δ ή  εξέλειπαν οι λόγοι για τους οποίους ενεγράφη η παραπάνω προσημείωση καθόσον ήδη εξοφλήθηκε η από την παραπάνω αιτία απαίτηση της καθής και δεν έχει η τελευταία καμία άλλη απαίτηση εναντίον μου.
            Ε π ε ι δ ή   η  καθής  συναινεί   στην  εξάλειψη  της  παραπάνω προσημείωσης
            Ε π ε ι δ ή   επομένως συντρέχει νόμιμη περίπτωση να διαταχθεί δικαστικά η ανάκληση της υπ’ αριθμ  απόφασης αυτού του Δικαστηρίου και η εξάλειψη της εγγραφείσας προσημείωσης υποθήκης
            Ε π ε ι δ ή  η παρούσα αίτησή μου είναι νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη, φέρεται δε για συζήτηση στο αρμόδιο δικαστήριο.

ΓΙΑ ΟΛΑ ΑΥΤΑ

Και όσα θα προσθέσω στη συζήτηση της παρούσας και με τη ρητή επιφύλαξη και κάθε άλλου νομίμου δικαιώματός μου

ΖΗΤΩ

Να γίνει δεκτή η παρούσα αίτησή μου
Να ανακληθεί η υπ’ αριθμόν  απόφαση αυτού του δικαστηρίου
Να διαταχθεί η εξάλειψη της παραπάνω προσημείωσης υποθήκης, εγγεγραμμένης στα βιβλία υποθηκών του ενταύθα Υποθηκοφυλακείου στον τόμο  και φύλλο   επί του παραπάνω περιγραφόμενου ακινήτου μου.


Ο πληρεξούσιος δικηγόρος


++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++



ΠΡΟΣ ΤΟ

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ******



ΑΙΤΗΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

(λόγω προσβολής της προσωπικότητας)

Της *******, η οποία στην παρούσα ενεργεί με διπλή ιδιότητα για τον εαυτό της ατομικά αλλά και για λογαριασμό των δυο ανηλίκων τέκνων της, ήτοι του ****** ηλικίας *** και *** ετών αντίστοιχα, ως έχουσα την επιμέλεια αυτών, κατοίκων *******.
ΚΑΤΑ
Του εν διαστάσει συζύγου της *****, κατοίκου *******.

Με τον καθ’ ου - εν διαστάσει σύζυγο μου ***** τελέσαμε στις **** νόμιμο πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο ****, ενώ στις **** παντρευτήκαμε στις **** στον Ιερό Ναό **** στη **** και με νόμιμο θρησκευτικό γάμο κατά τους ιερούς κανόνες της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Και για τους δυο μας ο γάμος μας αυτός ήταν ο δεύτερος. Μετά τον γάμο μας εγκατασταθήκαμε σε διάφορες μισθωμένες κατοικίες στις ****, με τελευταία αυτήν επί της οδού ****. Η συμβίωσή μας, με αρκετά ενδιάμεσα διαστήματα χωρισμού, διήρκησε για τέσσερα περίπου έτη, δηλαδή μέχρι τον ****, οπότε και χωρίσαμε πλέον οριστικά. Από τον μεταξύ μας γάμο δεν αποκτήσαμε κανένα τέκνο. Τα δυο ανήλικα τέκνα μου, την επιμέλεια των οποίων έχω, είναι από τον πρώτο μου γάμο. (αυτό δεν παίζει ρόλο, στην περίπτωση σου ασχέτως αν δεν έχει βγει το διαζύγιο η πελάτισσα σου έχει στην πράξη την επιμέλεια του παιδιού τους αφού ζουν μαζί).
Εγώ, η αιτούσα, εργάζομαι ******, ενώ ο καθ’ ου είναι ******.
Δυστυχώς, από την αρχή της έγγαμης συμβίωσης μας υπήρχαν μεταξύ μας πολλά προβλήματα, τα οποία οφείλονταν αποκλειστικά και μόνο στον βίαιο, απότομο, οξύθυμο και νευρικό χαρακτήρα του καθ’ ου. Το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα του έγγαμου βίου μας ζούσαμε σε χωριστά σπίτια, λόγω της βίαιης και επικίνδυνης  συμπεριφοράς του καθ’ ου, γεγονός που με ανάγκαζε, προκειμένου να διασφαλίσω την ψυχική και σωματική ακεραιότητα τόσο τη δική μου όσο και των δυο ανηλίκων τέκνων μου από τον πρώτο μου γάμο, τα οποία διαβιούσαν μαζί μας, να μετακομίζω μαζί με αυτά για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο σπίτι της μητέρας μου.
Από την αρχή της έγγαμης συμβίωσης μας μέχρι και σήμερα ο καθ’ ου έχει επιδείξει τόσο απέναντι μου όσο και απέναντι στα δυο ανήλικα τέκνα μου αλλά και στην ασθενή από την επάρατη νόσο μητέρα μου απίστευτη βιαιότητα, αγριότητα, λεκτική και σωματική, έχει εξαπολύσει εναντίον μας απειλές, ύβρεις και έχει δημιουργήσει πάρα πολλά και σοβαρά επεισόδια μεταξύ μας, αναίτια και χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. Η συμπεριφορά του αυτή είχε φτάσει σε ακραίο σημείο, ώστε να είναι αφόρητη και επικίνδυνη η συμβίωση μαζί του και επομένως η κύρια αιτία του χωρισμού μας.
Όταν παντρευτήκαμε ήλπιζα σε ένα δεύτερο γάμο πιο πετυχημένο από τον πρώτο μου, να δημιουργήσω μια σωστή οικογένεια για τα ανήλικα τέκνα μου, τα οποία είχαν ήδη βιώσει ένα διαζύγιο με τον πατέρα τους, με τον οποίο όμως παρόλα αυτά διατηρώ άριστες σχέσεις. Όμως, δυστυχώς, διαψεύσθηκα με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Ο καθ’ ου καθημερινά δημιουργούσε προστριβές και εντάσεις μεταξύ μας, με απειλούσε, χειροδικούσε εναντίον μου, με εξύβριζε. Έκανα ιώβεια υπομονή ελπίζοντας ότι θα αλλάξει χαρακτήρα και ότι για την όλη του συμπεριφορά ευθυνόταν το γεγονός ότι είχε να αντιμετωπίσει ένα δύσκολο πρώτο διαζύγιο με αντίστοιχες κατηγορίες της πρώτης του συζύγου κατά αυτού για εξύβριση, απειλές και βία και μηνύσεις από την πλευρά της για αυτούς τους λόγους. Όμως, και αφού ξεπέρασε το πρώτο του διαζύγιο, ο καθ’ ου συνέχισε να επιδεικνύει την ίδια συμπεριφορά απέναντι σε μένα και τα ανήλικα τέκνα μου.
Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της βίαιης συμπεριφοράς του καθ’ ου, να σας αναφέρω πως από τον ***** που χωρίσαμε οριστικά αποχωρώντας εγώ, μη αντέχοντας άλλο την συμπεριφορά του, που με τα χρόνια οξυνόταν, από την κοινή μας οικία και μετακομίζοντας πλέον μόνιμα στο σπίτι της μητέρας μου, μου τηλεφωνεί διαρκώς εξυβρίζοντας και απειλώντας με, με ακολουθεί στο δρόμο και μου αποσπά βίαια στο δρόμο χρήματα με την ψευδέστατη και ανυπόστατη δικαιολογία ότι του τα χρωστάω, με κυνηγάει παντού, έχει γίνει η «σκιά» μου. Έχω φτάσει στο σημείο να φοβάμαι να κυκλοφορήσω έξω μόνη μου, πόσο δε μάλλον τα ανήλικα τέκνα μου, καθώς δεν είμαι σίγουρη μέχρι ποιο σημείο μπορεί να φτάσει. Έχει δημιουργήσει ένα κλίμα φόβου, πανικού και «τρομοκρατίας» μέσα στο οποίο μας αναγκάζει να ζούμε καθημερινά.
Επιπλέον, με εξευτελίζει, με βρίζει όχι μόνο στο τηλέφωνο ή με γραπτά μηνύματα αλλά και δημοσίως απευθύνοντας μου τις φράσεις «*********» και άλλες. Μάλιστα, προχθές ***** όταν μετέβην σε μια άλλη πόλη και συγκεκριμένα ****** προκειμένου να *****, ο καθ’ ου με ακολούθησε, με έβρισε και με απείλησε για μια ακόμη φορά, γεγονός που με ανάγκασε να ζητήσω τη συνδρομή της τοπικής Αστυνομίας προκειμένου να τον απομακρύνουν, γεγονός το οποίο και καταγράφηκε.
Να σημειώσω, δε, πως όσες φορές κάλεσα την Αστυνομία εδώ **** να συνδράμει σε ανάλογα περιστατικά, οι αστυνομικοί δεν με βοήθησαν και πάρα πολύ. Ειδικότερα, προχθές **** όταν πήγα στην **** Τράπεζα προκειμένου να προχωρήσω σε ανάληψη του ποσού των **** για να τακτοποιήσω μια οικονομική εκκρεμότητα που είχα, ο καθ’ ου με ακολούθησε και απέσπασε αιφνιδιαστικά και βίαια το κινητό μου τηλέφωνο. Του ζήτησα μετ’ επιτάσεως να μου το επιστρέψει, αλλά αυτός αντίθετα αξίωσε να του δώσω τα **** που μόλις είχα κάνει ανάληψη προκειμένου να μου το δώσει πίσω. Λόγω της συμπεριφοράς αυτής του καθ’ ου φοβήθηκα και η πρώτη μου ενέργεια ήταν να τηλεφωνήσω με άλλο τηλέφωνο στην Αστυνομία και να ζητήσω τη συνδρομή τους. Μισή ώρα μετά το τηλεφώνημα μου, διάστημα κατά το οποίο ο καθ΄ ου με εξύβριζε σκαιότατα συνεχώς και δημόσια και χειρονομούσε απειλητικά εναντίον μου, ήρθαν αστυνομικοί και αντί να με προστατέψουν, με προέτρεπαν - συμβούλευαν να του δώσω το ποσό των *** γιατί, όπως τους είχε πει, του το χρωστούσα, προκειμένου να μη δοθεί συνέχεια αμφιβόλου καταλήξεως στο συμβάν. Μάταια τους έλεγα ότι δεν χρωστάω τίποτε απολύτως στον καθ’ ου και πως αν είχε την οποιαδήποτε οικονομική αξίωση από μένα είχε κάθε νόμιμο δικαίωμα να προσφύγει στην Δικαιοσύνη προκειμένου να αποφανθούν τα Δικαστήρια. Παρά ταύτα, οι αστυνομικοί ήταν ανένδοτοι και μην μπορώντας να κάνω τίποτε άλλο και φοβούμενη για τη σωματική μου ακεραιότητα, αναγκάσθηκα να του δώσω τα χρήματα.
Επειδή,έχω κρατήσει στα κινητά μου τηλέφωνα τα γραπτά μηνύματα που μου στέλνει ο καθ’ ου συνεχώς, στα οποία διατυπώνει τις ύβρεις και τις απειλές του, και τα οποία είναι στη διάθεση του Δικαστηρίου Σας, προκειμένου να σχηματίσετε πλήρη εικόνα της συμπεριφοράς του καθ’ ου, και τα οποία αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς μου.
Επειδή,όλο αυτό το χρονικό διάστημα δεν έχω κινηθεί νομικά εναντίον του καθ’ ου, κατά κύριο λόγο από φόβο για την σωματική ακεραιότητα τη δική μου, των δυο ανηλίκων τέκνων μου και της ασθενούς μητέρας μου, καθώς επίσης γιατί ενδιαφερόμουν για την ψυχική και πνευματική μας ισορροπία, υγεία και ηρεμία.
Επειδή, τα δυο ανήλικα τέκνα μου φοβούνται να πάνε ακόμη και σχολείο, γιατί δεν ξέρουν τι θα αντιμετωπίσουν από τον καθ’ ου. Δεν θέλω να φανώ υπερβολική αλλά ζούμε σε καθεστώς πραγματικού φόβου, πανικού, «τρομοκρατίας», στέρησης ουσιαστικά της ελευθερίας μας.
Επειδή, θεωρώ ακράδαντα πως ο καθ΄ ου πάσχει από ψυχολογικές διαταραχές, ειδάλλως δεν εξηγείται η όλη του συμπεριφορά, η οποία δεν αρμόζει σε κάποιον συνετό και έλλογο άνθρωπο. 
Επειδή, όπως προανέφερα εργάζομαι *****. Λόγω των ιδιοτήτων μου αυτών είμαι γνωστό πρόσωπο στην πόλη **** και συνάμα ευυπόληπτο. Ποτέ δεν έχω προκαλέσει εντάσεις, φασαρίες, ή σκάνδαλα που να σχετίζονται με την οικογενειακή μου ζωή, με τη συναναστροφή μου με τους συμπολίτες μου ή λόγω της ενασχόλησης μου με τα κοινά. Ωστόσο ο καθ’ ου γνωρίζοντας τη θέση μου αυτή στην κοινωνία, και θέλοντας να με εκδικηθεί, κάνει τα πάντα προκειμένου να αμαυρώσει την καλή εικόνα που έχω στην τοπική κοινωνία της πόλεως ****. Ήδη ο χωρισμός μας και τα περιστατικά των οποίων υπήρξαμε πρωταγωνιστές λόγω της συμπεριφοράς του καθ’ ου έχουν γίνει ευρέως γνωστά τόσο στον κοινωνικό μου όσο και στον επαγγελματικό μου κύκλο. Έχω υπάρξει ουκ ολίγες φορές θύμα αλλά και αποδέκτης καυστικών σχολίων λόγω της συμπεριφοράς του καθ’ ου. Και φυσικά ο κίνδυνος δημιουργίας από μέρους του κι άλλων σκανδάλων που να αφορούν στο πρόσωπο μου ελλοχεύει καθημερινά.
Η κατάσταση αυτή που έχει δημιουργηθεί έχει μετατρέψει τη ζωή μου και αυτή των δυο ανηλίκων τέκνων μου πραγματικά σε επίγεια «κόλαση», αποστερώντας μας τη δυνατότητα να ζούμε ήρεμα τόσο μέσα στην οικία μας όσο και έξω απ’ αυτήν, αλλά και να κυκλοφορούμε ελεύθερα χωρίς φοβίες και ανασφάλειες. Έχει καταρρακωθεί η ψυχική μας ηρεμία και ισορροπία, και για αυτόν το λόγο ζητούμε τη δικαστική προστασία μας.
Επειδή, σήμερα **** θα μεταβώ για σοβαρούς επαγγελματικούς λόγους *****, όπου θα παραμείνω για λίγες μέρες, και τα δυο ανήλικα τέκνα μου θα μείνουν με την μητέρα μου στο σπίτι μας. Επειδή πραγματικά φοβάμαι για το τι μπορεί ο καθ’ ου να πράξει εναντίον αυτών. Επειδή το αυτό φοβούνται και τα δυο ανήλικα τέκνα μου. Επειδή ακόμη και χθες ****το απόγευμα ο καθ’ ου μου τηλεφώνησε λέγοντας μου πάλι τα ίδια, ενισχύοντας την αγωνία μου και το άγχος μου τόσο για μένα όσο και τα δυο ανήλικα τέκνα μου, τα οποία θα παραμείνουν **** τις μέρες αυτές της απουσίας μου.
Επειδή, μέσα στην ίδια μέρα (****) ξεπερνώντας κάθε όριο πρόκλησηςο καθ΄ ου έθεσε σε κίνδυνο τη σωματική μου υγεία και ακεραιότητα, και πιο συγκεκριμένα: είχα μεταβεί τις απογευματινές ώρες στο σπίτι της φίλης μου ***** όταν στις *** περίπου ο καθ’ ου εμφανίστηκε με το με αριθμό κυκλοφορίας **** Ι.Χ. αυτοκίνητό του μάρκας **** και την ώρα που έφευγα και ήμουν πάνω στο πεζοδρόμιο, ο καθ΄ ου με σαφή πρόθεση να με βλάψει επιτάχυνε και ανέβηκε στο πεζοδρόμιο κινούμενος εναντίον μου απειλητικά, αποφεύγοντάς με την τελευταία στιγμή. Το γεγονός αυτό με συντάραξε συθέμελα και με υποχρέωσε να επιστρέψω στο σπίτι της φίλης μου προκειμένου να ηρεμήσω και να ζητήσω την συνδρομή της αστυνομίας, ώστε να με μεταφέρουν με ασφάλεια στο σπίτι μου. Το περιπολικό ήρθε τελικά μετά από μισή ώρα περίπου. Τους ζήτησα να καταγραφεί το περιστατικό, γεγονός που δεν έγινε, ενώ επιφυλάχθηκα και για την υποβολή έγκλησης κατά του καθ΄ ου.
Τελικά, σήμερα το πρωί, φοβούμενη πραγματικά για τη σωματική μου ακεραιότητα καθώς και άλλα χειρότερα και σοβαρότερα επεισόδια από τον καθ’ ου, κατέθεσα ενώπιον του κου Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ***** έγκληση κατά του καθ’ ου, η οποία πήρε αριθμό κατάθεσης ******.
Επειδή, κατά το άρθρο 57 ΑΚ όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητα του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Από την διάταξη αυτή σε συνδυασμό με το άρθρο 914 ΑΚ προκύπτει ότι επί της προσβολής αυτής ο Νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνο ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής.
Για την περίπτωση της τυχόν παράβασης της υποχρέωσης για παράλειψη της προσβολής της προσωπικότητας του θιγόμενου στο μέλλον, απειλούνται και οι κυρώσεις του άρθρου 947§1 Κ.Πολ.Δ.  
Επειδή, τα άρθρα 57 έως 60 ΑΚ παρέχουν το δικαίωμα απόκρουσης κάθε παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, δηλαδή των αγαθών που συνδέονται αναπόσπαστα με το πρόσωπο και συγκροτούν τη σωματική, ψυχική και κοινωνική ατομικότητα του ανθρώπου. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα αλλά επιμέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις και πλευρές του ενιαίου δικαιώματος επί της ιδίας προσωπικότητας, σε τρόπο ώστε η προσβολή οποιασδήποτε έκφανσης της προσωπικότητας να σημαίνει και προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας.
Επειδή, κυριότερες από τις παραπάνω εκδηλώσεις της προσωπικότητας ενός ατόμου πέραν της ζωής, υγείας, σωματικής ακεραιότητας και ελευθερίας τυγχάνουν η τιμή, υπόληψη και η εικόνα του προσώπου. Η τιμή, υπόληψη και η εικόνα του προσώπου, ως έκφανση της προσωπικότητας του, εμφανίζεται δημόσια μόνο όταν αυτός το θέλει, γιατί δεν ανήκει στο κοινό, αλλά μόνο στο πρόσωπο που παριστάνει. Για το λόγο αυτόν, αν δηλαδή κάποιος μειώνει την υπόληψη του ατόμου, προσβάλλονται οι εκφάνσεις της προσωπικότητας του και η προσβολή αυτής είναι οπωσδήποτε σοβαρότατη.
Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων 57, 914 του ΑΚ, του άρθρου 947§1 του Κ.Πολ.Δ. και των άρθρων 361, 362 και 363 του Π.Κ. συνάγεται ότι εκείνος του οποίου προσβάλλεται η προσωπικότητα α) με τη διατύπωση γι’ αυτόν γραπτά ή προφορικά λέξεων ή φράσεων που κατά την κοινή αντίληψη περιέχουν, είτε αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής του αξίας, είτε περιφρόνηση για το πρόσωπο του από τον δράστη, ο οποίος γνωρίζει με τέτοια οικειοθελή ενέργεια του προσβάλλεται η τιμή του άλλου, και β) με ισχυρισμό ή διάδοση δυσφημιστικού γεγονότος, δηλαδή συμβάντος ή περιστατικού του παρόντος ή του παρελθόντος που υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, το οποίο (δυσφημιστικό γεγονός) μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, δικαιούνται να ζητήσει δικαστική προστασία αξιώνοντας να αρθεί η προσβολή της προσωπικότητας του, και να παραληφθεί στο μέλλον οποιαδήποτε προσβολή αυτής με την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης του προσβάλλοντα.
Επειδή, σύμφωνα με τους στο ιστορικό της παρούσας λόγους προκύπτει και αποδεικνύεται περίτρανα πως η προσωπικότητα μου αλλά και αυτή των δυο ανηλίκων τέκνων μου, σε όλες τις εκδηλωμένες εκφάνσεις της, ως ανθρώπου, τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και σε επαγγελματικό, έχει βάναυσα θιγεί, προσβληθεί, μειωθεί.
 Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν. 3500/2006 «για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας» η άσκηση βίας κάθε μορφής μεταξύ των μελών της οικογένειας απαγορεύεται.
Επειδήο καθ’ ου με πρόθεση ενήργησε τα παραπάνω που αποτελούν συμπεριφορές που εμπίπτουν στις ποινικές διατάξεις των άρθρων του Νόμου 3500/2006 «για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας».
Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 735 Κ.Πολ.Δ. τελευταίο εδάφιο (όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 15 του Ν. 3500/2006) σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας μπορεί να διατάσσεται ιδίως η απομάκρυνση του καθ’ ου από την οικογενειακή κατοικία, η μετοίκηση του, η απαγόρευση να προσεγγίζει τους χώρους κατοικίας ή και εργασίας του αιτούντος, κατοικίες στενών συγγενών του, τα εκπαιδευτήρια των παιδιών και ξενώνες φιλοξενίας.
Επειδή, σύμφωνα με τους στο ιστορικό της παρούσας λόγους προκύπτει και αποδεικνύεται περίτρανα πως υπάρχει επείγουσα ανάγκη, άμεσος, ενεστώς και κατεπείγον κίνδυνος να διατάξει το Δικαστήριο Σας τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για την προστασία μου και αυτήν των δυο ανηλίκων τέκνων μου, και ιδία της προσωπικότητας μας, καθώς καθημερινά με τη συμπεριφορά του καθ’ ου απειλείται η σωματική μας ακεραιότητα, η ψυχική μας υγεία και ηρεμία, ενώ προσβάλλεται η τιμή και η υπόληψη μας. Επειδή, η μέχρι τώρα συμπεριφορά του καθ’ ου φανερώνει πως ο τελευταίος στερείται αίσθησης του μέτρου ενώ παράλληλα μας δημιουργηθεί την εδραία πεποίθηση πως είναι ικανός για όλα και χωρίς κανέναν ενδοιασμό για οτιδήποτε.
Επιπροσθέτως, τα δυο ανήλικα τέκνα μου υφίστανται τελείως αναιτιολόγητα συμπεριφορές και καταστάσεις που προσβάλλουν την προσωπικότητα τους και θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια τους από τον καθ’ ου, ο οποίος μάλιστα δεν είναι και ο φυσικός τους πατέρας. Στην ουσία ο καθ’ ου με την συμπεριφορά του υποχρεώνει τα δυο ανήλικα τέκνα μου να βιώνουν ένα θέατρο του παραλόγου.
Επειδή για τους ίδιους λόγους και καθώς υφίσταται ύπαρξη βάσιμης απειλής και πραγματικού κινδύνου επικείμενης προσβολής, θα πρέπει να υποχρεωθεί ο καθ’ ου να παραλείψει στο μέλλον κάθε προσβολή της προσωπικότητας της δικής μου και των δυο ανηλίκων τέκνων μου με την απειλή σε βάρος του χρηματικής ποινής ποσού 5.000 €, καθώς επίσης και προσωπική κράτηση ενός (1) έτους, για κάθε παραβίαση της μελλούσης όπως εκδοθεί αποφάσεως στο μέλλον. 
Ειδικότερα, δε, να απαγορευθείστον καθ’ ου να μας παρενοχλεί, τόσο εμένα όσο και τα ανήλικα τέκνα μου ****, να μας συναντά, εντός και εκτός της οικίας μας που βρίσκεται στην οδό *****, να προσεγγίζει τόσο τη δική μας οικία όσο και τις οικίες αφενός μεν *****, επί της οδού ****, αφετέρου δε *****, να προσεγγίζει το σχολείο των ανήλικων τέκνων μου, ήτοι το *****, να επικοινωνεί μαζί μας με οποιονδήποτε τρόπο είτε δια τηλεφώνου είτε δια ζώσης και να μας πλησιάζει οπουδήποτε στα 100 μέτρα, προκειμένου να ηρεμήσουμε ψυχικά, πνευματικά και σωματικά και να μπορούμε πλέον να κυκλοφορούμε ελεύθερα και χωρίς ίχνος φόβου και ανασφάλειας. 
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
με την επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματος μας
και με όσα θα προσθέσουμε κατά τη συζήτηση της παρούσας
ΖΗΤΟΥΜΕ
Να γίνει δεκτή η παρούσα αίτηση μας στο σύνολο της.
Να ληφθούν, για τους στο ιστορικό της παρούσας λόγους, και λαμβανομένου υπόψη των τελευταίων σοβαρών προχθεσινών περιστατικών, ασφαλιστικά μέτρα για την προστασία μου και αυτήν των ανηλίκων τέκνων μου, και ιδία της προσωπικότητας μας, και ειδικότερα το Δικαστήριο Σας να υποχρεώσει τον καθ’ ουόπως παραλείπειστο μέλλον να μας παρενοχλεί, τόσο εμένα όσο και τα ανήλικα τέκνα μου *****, να μας συναντά, εντός και εκτός της οικίας μας που βρίσκεται στην οδό *****, να προσεγγίζει τόσο τη δική μας οικία όσο και τις οικίες αφενός μεν *****, επί της οδού *****, αφετέρου δε *****, να προσεγγίζει το σχολείο των ανηλίκων τέκνων μου *****, ήτοι το *****, να επικοινωνεί μαζί μας με οποιονδήποτε τρόπο είτε δια τηλεφώνου είτε δια ζώσης και να μας πλησιάζει οπουδήποτε στα 100 μέτρα.
Να απειληθεί για κάθε παραβίαση της μελλούσης όπως εκδοθεί αποφάσεως προσωπική κράτηση αυτού ενός (1) έτους και χρηματική ποινή ποσού 5.000 €.
Να καταδικαστεί στην καταβολή της δικαστικής μου δαπάνης.

 Να χορηγηθεί προσωρινή διαταγή, σύμφωνα με το άρθρο 691 Κ.Πολ.Δ., με την οποία, και για τους στο ιστορικό της παρούσας εξαιρετικούς και επείγοντες λόγους, και μετά το τελευταίο πολύ σοβαρό συμβάν, που έθεσε σε κίνδυνο τη σωματική, ψυχική και πνευματική μας ακεραιότητα, να υποχρεωθεί ο καθ’ ουόπως παραλείπειστο μέλλον να μας παρενοχλεί, τόσο εμένα όσο και τα ανήλικα τέκνα μου ****, να μας συναντά, εντός και εκτός της οικίας μας, να προσεγγίζει τόσο τη δική μας οικία όσο και τις οικίες αφενός μεν ****, επί της οδού ****, αφετέρου δε ******, να προσεγγίζει το σχολείο των ανήλικων τέκνων μου, ήτοι το *****, να επικοινωνεί μαζί μας με οποιονδήποτε τρόπο δια τηλεφώνου ή δια ζώσης και να μας πλησιάζει οπουδήποτε στα 100 μέτρα, μέχρι την έκδοση απόφασης επί της παρούσας αιτήσεως μας προκειμένου να ηρεμήσουμε ψυχικά και σωματικά και να μπορούμε πλέον να κυκλοφορούμε ελεύθερα και χωρίς ίχνος φόβου και ανασφάλειας.

*****, *****
Η ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΑ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
  
ΚΑΙ Η ΑΠΟΦΑΣΗ



ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΣΕΡΡΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ









ΑΠΟΦΑΣΗ  764/2011

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΣΕΡΡΩΝ









ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Σοφία Καραγιάννη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, που ορίσθηκε, σύμφωνα με το νόμο, χωρίς Γραμματέα.
Συνεδρίασε  δημόσια στο ακροατήριο του, στις 28.6.2011 χωρίς σύμπραξη γραμματέως, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ:  ******* ατομικά και ως ασκούσα προσωρινά την επιμέλεια του προσώπου των ανηλίκων τέκνων της **** και **** με τα οποία διαμένει επί της οδού ****** η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Χρυσάνθης Ηλιάδου.
ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: *****, κατοίκου Σερρών, *****, οδός ***** ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του *******.
Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 8.6.2011 αίτηση της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου *****, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως παραπάνω αναφέρονται. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.





ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


Από τη διάταξη του άρθρου 57 ΑΚ συνάγεται ότι στην προσωπικότητα περιλαμβάνονται όλα τα αγαθά που είναι αναποσπάστως, συνδεδεμένα με το πρόσωπο, στο οποίο ανήκουν ως έχον σωματική, ψυχική, πνευματική και κοινωνική ατομικότητα. Σε περίπτωση δε παρανόμου προσβολής της προσωπικότητος και ειδικότερα της τιμής ή της υπολήψεως του προσώπου, πλην των άλλων, με εξύβριση ή απειλή, ο προσβληθείς έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον (ΑΠ 854/2002 ΝΟΜΟΣ 2002. 318110), αν δε συντρέχει επείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος μπορεί να ζητήσει προσωρινή προστασία με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων στα πλαίσια της προσωρινής ρυθμίσεως της καταστάσεως να ζητήσει δηλαδή να υποχρεωθεί προσωρινώς ο προσβολέας να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον (υπό την προϋπόθεση επικείμενης προσβολής στο μέλλον - βλ. σχετ. ΕφΛαρ 431/2000 Αρμ. 2001. 457/ΕλλΔνη 42. 502/Δικογραφία 2000. 228/ΝοΒ 2001. 264) και δη με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κρατήσεως (ΜΠρΡοδ 816/2001 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Δ.Σ.Α.). Και τούτο διότι, σε περίπτωση προσβολής ενός απολύτου δικαιώματος (όπως του δικαιώματος στην προσωπικότητα), η αξίωση προς παράλειψη μελλοντικών προσβολών έχει διάρκεια όσο και η διάρκεια του απολύτου δικαιώματος και συνεπώς η, ως άνω, αξίωση μπορεί να τεθεί σε προσωρινή λειτουργία, εφόσον αποτελεί μια διαρκή έννομη σχέση (ΜΠΕΗΣ ΠολΔικ στο άρθρο 692 σελ. 153 - 154), το δε Δικαστήριο έχει την εξουσία να διατάξει προσωρινώς την παράλειψη πράξεων που προσβάλλουν απόλυτα δικαιώματα, χωρίς να κινδυνεύει να ματαιωθεί ο πρακτικός σκοπός της κύριας δίκης, εφ'όσον σε περίπτωση που ο καθ'ου τυχόν δικαιωθεί στην κύρια δίκη, θα δικαιούται στο μέλλον να επαναλάβει τις πράξεις που κρίθηκαν σε προσωρινό στάδιο αθέμιτες (ΜΠρΚοζ 363/1998 ΝΟΜΟΣ 1998. 275787, ΜΠρΧαλκ 585/1991 Δίκη 23. 264)
Στην προκειμένη περίπτωση, η αιτούσα ενεργούσα ατομικά και για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων της ***** ηλικίας ** και ** ετών αντίστοιχα ως ασκούσα την επιμέλεια του προσώπου τους με την κρινόμενη αίτηση της, επικαλούμενη επείγουσα περίπτωση και επαναλαμβανόμενη παράνομη προσβολή της προσωπικότητας της   ίδιας και των ανηλίκων εκ μέρους του καθ'ου εν


Πλαίσιο κειμένου: 3η σελ της  υπ'αριθμ.


764/2011 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)


Πλαίσιο κειμένου:
διαστάσει συζύγου της με απειλητικές και εξυβριστικές φράσεις, ζητεί να ρυθμιστεί προσωρινώς η κατάσταση και ειδικότερα να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα, ώστε να απαγορευτεί στον καθ'ου, με απειλή εις βάρος του χρηματικής ποινής και προσωπικής κρατήσεως, να πλησιάζει την ίδια και τα ανήλικα τέκνα της που απέκτησε από προηγούμενο γάμο, την οικία τους, τον τόπο της εργασίας της και γενικά να μην τους πλησιάζει σε απόσταση 100 μέτρων και να παύσει να επικοινωνεί μαζί τους δια τηλεφώνου ή δια ζώσης. Τέλος ζητούν να καταδικαστεί ο καθ'ου στα δικαστικά της έξοδα.
Η αίτηση αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων των άρθρων άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 683 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57 ΑΚ, 176, 731 και 947 παρ. 1 ΚΠολΔ. Επομένως πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ'ουσίαν.
Από την εκτίμηση της ενόρκου καταθέσεως των μαρτύρων των διαδίκων, από την πλευρά της αιτούσας ***** και από την πλευρά του καθ'ου ****** που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο, των εγγράφων που νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται η αιτούσα, από όσα ανέπτυξε προφορικώς στο ακροατήριο και με το έγγραφο σημείωμα της η πληρεξούσια δικηγόρος της αιτούσας, σε συνδυασμό και με όλη γενικώς τη διαδικασία, πιθανολογήθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα εξής πραγματικά περιστατικά για την υπόθεση αυτή: Οι διάδικοι οι  οποίοι εργάζονται η μεν αιτούσα   *****............. και ο καθ'ου είναι ******, είναι σύζυγοι. Τέλεσαν μεταξύ τους, δεύτερο για τον καθένα τους, γάμο στις ***** στο Δημαρχείο ***** από τον οποίο δεν απέκτησαν τέκνα. Η αιτούσα έχει αποκτήσει δύο τέκνα από τον πρώτο της γάμο με τον ******, τον ***** και τον *****, ηλικίας ** και ** ετών αντίστοιχα, των οποίων ασκεί την επιμέλεια του προσώπου τους δυνάμει του από ****** ιδιωτικού συμφωνητικού που υπογράφηκε από την αιτούσα και τον πατέρα των ανηλίκων και επικυρώθηκε με την υπ'αριθ. ***** απόφαση του Δικαστηρίου τούτου που δίκασε κατά τη διαδικασία


της εκούσιας δικαιοδοσίας  και απήγγειλε τη λύση των μεταξύ των ως άνω συζύγων γάμο. Επομένως νομίμως εκπροσωπούνται στην παρούσα δίκη τα ανήλικα τέκνα από την αιτούσα μητέρα τους. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι η έγγαμη συμβίωση μεταξύ των διαδίκων συζύγων δεν ήταν ομαλή και διακόπηκε οριστικά τον Φεβρουάριο του 2010. Ακολούθησαν επεισόδια μεταξύ τους, που δεν αξιολογούνται εν προκειμένω, λόγω της παρόδου ενός έτους και πλέον και συνεπώς δεν μπορούν να υπαχθούν στην έννοια του «κατεπείγοντος», υπό την προϋπόθεση του οποίου παρέχεται προσωρινή δικαστική προστασία με την προκειμένη διαδικασία. Πάντως οι σχέσεις τους εξακολούθησαν να επιδεινώνονται εξαιτίας της συμπεριφοράς του καθ'ου ο οποίος πηγαίνει στην οικία της αιτούσας την εξυβρίζει και την απειλεί, την εξυβρίζει τόσο τηλεφωνικά και με γραπτά μηνύματα όσο και δια ζώσης ενώπιον των ανηλίκων τέκνων της αλλά και τρίτων προσώπων. Στις **** όταν η αιτούσα πήγε στην **** Τράπεζα Σερρών για να πραγματοποιήσει ανάληψη ποσού **** αιφνιδίως εμφανίστηκε ο καθ'ου και αφού της απέσπασε βιαίως το κινητό της τηλέφωνο απαιτούσε να του δώσει το ποσό των **** για να της επιστρέψει το κινητό της εξυβρίζοντάς τη και απειλώντας τη(ενώπιον τρίτων, συμπεριφορά την οποία δεν μετέβαλλε ούτε όταν, κατόπιν τηλεφωνικής κλήσεως της αιτούσας, κατέφτασαν τα αρμόδια αστυνομικά όργανα. Για το γεγονός αυτό η αιτούσα άσκησε εις  βάρος του καθ'ου την από **** έγκληση της ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Σερρών. Πλην όμως επακολούθησαν και άλλες απειλές και εξυβριστική συμπεριφορά του καθ'ου εις βάρος της αιτούσας η οποία φοβάται πλέον να εξέλθει  η ίδια και τα ανήλικα τέκνα της από την οικία της και εκφράζει φόβους για τη ζωή της ίδιας όσο και για τη ζωή των ανηλίκων τέκνων της . Η προπεριγραφείσα συμπεριφορά του καθ'ου συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα, παράνομη προσβολή της προσωπικότητος της αιτούσας, πιθανολογείται δε ότι υπάρχει άμεσος κίνδυνος να επαναληφθεί και στο εγγύς μέλλον. Όπως και συνέβη το χρονικό διάστημα από την κατάθεση της αίτησης έως τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο κατά το οποίο ο καθ'ου εξακολούθησε την ίδια ως άνω προσβλητική για την αιτούσα συμπεριφορά παραβιάζοντας την εκδοθείσα προσωρινή διαταγή του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου με την οποία υποχρεώθηκε να μην πλησιάζει την αιτούσα σε απόσταση 20 μέτρων.  Συντρέχει επομένως




















5ησελ της υπ'αριθμ. 764/2011 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών ( διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)

επείγουσα περίπτωση να ρυθμιστεί προσωρινώς η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, ειδικότερα δε να διαταχθεί το, διαλαμβανόμενο στο διατακτικό, ασφαλιστικό μέτρο, το οποίο κατά την κρίση του Δικαστηρίου αρμόζει στην προκειμένη περίπτωση (άρθρα 682 παρ. 1 και 692 παρ. 1 ΚΠολΔ). Αντιθέτως, ως προς τα ανήλικα τέκνα της αιτούσας ουδόλως πιθανολογήθηκε ότι προέβη σε προσβολή της προσωπικότητος αυτών. Κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αίτηση πρέπει ν'απορριφθεί κατ'ουσίαν ως προς ανήλικα, αλλά να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ'ουσίαν ως προς αιτούσα και να συμψηφιστούν τα έξοδα μεταξύ των διαδίκων λόγω της συγγένειας τους ( άρθρο 179 ΚΠοΛΔ) .
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση ως προς τα ανήλικα τέκνα της αιτούσας. ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση ως προς την αιτούσα.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ προσωρινώς στον καθ'ου να προσβάλει την προσωπικότητα της αιτούσας, ειδικότερα δε, αφενός να πλησιάζει, καθ'οιονδήποτε τρόπο, είτε αυτή, είτε την οικία της ή τον τόπο εργασία της και εν γένει να την πλησιάζει σε απόσταση μικρότερη των 100 μέτρων αφετέρου να της απευθύνει, καθ'οιονδήποτε τρόπο, απειλητικές ή εξυβριστικές λέξεις ή φράσεις.
ΑΠΕΙΛΕΙ εις βάρος του καθ'ου χρηματική ποινή πεντακοσίων ευρώ (500,00 €) και προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) μηνός για κάθε παράβαση της ανωτέρω διατάξεως κ α ι
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στις Σέρρες στο
ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού και σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις
2 Σεπτεμβρίου 2011 απόντων των διαδίκων.
                                                                                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ








Πλαίσιο κειμένου:


Πλαίσιο κειμένου:




               ++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++












 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ Β΄ ΤΡΙΜΕΛΕΣ Απόφαση 613/2016/ ζητείται η ακύρωση της 4000/10/19233/2-β΄/14.10.2014 απόφασης του Αναπληρωτή Διοικητή του Τμήματος Αλλοδαπών Δυτικής Θεσσαλονίκης.

Previous: ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ - ΑΙΤΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΑΠΟΔΟΣΗΣΗ ΚΑΤΑΣΧΕΜΕΝΩΝ ΤΡΙΤΟΥ - ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΜΕΣΕΓΓΥΗΣΗ (λόγω ανακλήσεως δωρεάς) - Ασφαλιστικά νομής κινητού (αυτοκινήτου) με παρακράτηση κυριότητας λόγω μη πληρωμής συμφωνημένων δόσεων - Αίτηση εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, την απόφαση που τη διατάσσει (δεδομένου ότι συντάσσεται κι αυτή από τον δικηγόρο), περίληψη εγγραφής και σχετική αίτηση προς το αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο.- ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΑΙΤΗΣΗ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ ΥΠΟΘΗΚΗΣ - ΑΙΤΗΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ (λόγω προσβολής της προσωπικότητας)
$
0
0

ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη 

Ακυρωτική διαδικασία – αλλοδαποί – Δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και εγκατάστασης πολιτών Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρα 45 και 49 Σ.Λ.Ε.Ε. – Οδηγία 2004/38/ΕΚ – π.δ. 106/2007 – Ανάκληση ...βεβαίωσης εγγραφής πολίτη της Ε.Ε. και επιβολή του μέτρου της επιστροφής – Εγγραφή πολίτη της Ε.Ε. στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών στο παρελθόν λόγω έκδοσης σε βάρος του απόφασης επιστροφής για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας (καταδίκη σε ποινή φυλάκισης 8 μηνών για κλοπή) – Αμφισβήτηση ως προς την τήρηση των διαδικαστικών τύπων κατά την έκδοση της εν λόγω πράξης (έλλειψη μετάφρασης της πράξης επιστροφής) – Επανείσοδός του στη χώρα πριν τη λήξη της περιόδου εγγραφής του στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών, χορήγηση βεβαίωσης εγγραφής πολίτη Ε.Ε. και έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας – Ανάκληση της βεβαίωσης εγγραφής πολίτη Ε.Ε. και επιβολή του μέτρου της επιστροφής από το αρμόδιο για την ανάκληση όργανο – Υποβολή προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των ακόλουθων προδικαστικών ερωτημάτων: α) επιτρέπεται ή επιβάλλεται η ανάκληση βεβαίωσης εγγραφής πολίτη Ε.Ε. που είχε στο παρελθόν εγγραφεί στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών σε περίπτωση που αυτός επανέλθει στη χώρα για την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας χωρίς να τηρήσει την προβλεπόμενη διαδικασία διαγραφής του από τον κατάλογο; β) Αν ναι, ταυτίζεται η εν λόγω περίπτωση της ανάκλησης βεβαίωσης εγγραφής πολίτη Ε.Ε. με την έλλειψη νόμιμου τίτλου διαμονής, ώστε να μπορεί να εκδοθεί απόφαση επιστροφής από το ίδιο όργανο; γ) Αν όχι, μπορεί κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό να θεωρηθεί ότι πρόκειται για πράξη απέλασης κατά τα άρθρα 27 και 28 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο υπό τις προϋποθέσεις των τελευταίων αυτών διατάξεων; δ) Στην προκείμενη περίπτωση της ανάκλησης βεβαίωσης εγγραφής πολίτη Ε.Ε. και επιβολής μέτρου επιστροφής λόγω προγενέστερης (μη προσβληθείσας δικαστικώς) εγγραφής του στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών, αντίκειται στην αρχή της αποτελεσματικότητας εθνική νομολογιακή πρακτική που απαγορεύει τον έλεγχο προγενέστερης ατομικής διοικητικής πράξης (λόγω του τεκμηριού νομιμότητας ατομικών διοικητικών πράξεων); και ε) Αν ναι, υπάρχει υποχρέωση των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών να κοινοποιούν, σε κάθε περίπτωση, στον ενδιαφερόμενο υπήκοο άλλου κράτους μέλους την απόφαση απομάκρυνσής του σε γλώσσα την οποία κατανοεί, ανεξαρτήτως του αν υποβάλλεται σχετικό αίτημα από τον ίδιο; 

Απόφαση 613/2016

13/07/2016

ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
ΤΡΙΜΕΛΕΣ..


Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Μαΐου 2015, με την εξής σύνθεση: Ιωάννα Λαμπίρη, Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ., Αλέξανδρος Κελτιμλίδης, Πρωτοδίκης Δ.Δ. και Στέργιος Κοφίνης, Πρωτοδίκης Δ.Δ.. Ως γραμματέας συμμετείχε ο δικαστικός υπάλληλος Δημήτριος Τσιρκινίδης.

Για να δικάσει την αίτηση ακύρωσης με ημερομηνία κατάθεσης 31.10.2014,

Του ……………., κατοίκου Σίνδου Θεσσαλονίκης (οδός ……………..), ο οποίος παρέστη μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου Σίλβιας Δήμα,

κατά του Υπουργού Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και ήδη Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, ο οποίος παρέστη δια του εξουσιοδοτημένου Υπαρχιφύλακα Ευστράτιου Ζαχαρία.

Με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η ακύρωση της 4000/10/19233/2-β΄/14.10.2014 απόφασης του Αναπληρωτή Διοικητή του Τμήματος Αλλοδαπών Δυτικής Θεσσαλονίκης.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, κατά την οποία η υπόθεση συζητήθηκε χωρίς να αναγνωστεί η έκθεση του εισηγητή Στέργιου Κοφίνη (άρθρο 33 παρ. 2 του π.δ. 18/1989), το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του Δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα,

Σκέφθηκε κατά το νόμο:

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης, η οποία έχει εισαχθεί ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου (άρθρο 15 του ν. 3068/2002, Α' 274), καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα σειράς Α'1369045/31.10.2014 και 3889751/31.10.2014ειδικά έντυπα).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή παραδεκτώς ζητείται, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, η ακύρωση της 380976/2-δ/10.11.2014 απόφασης του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή του αιτούντος κατά της 4000/10/19233/2-β΄/14.10.2014 απόφασης του Αναπληρωτή Διοικητή του Τμήματος Αλλοδαπών Δυτικής Θεσσαλονίκης. Με την τελευταία αυτή διοικητική πράξη ανακλήθηκε η υπ’ αρ. 179000 βεβαίωση εγγραφής του αιτούντος ως πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επιβλήθηκε, σ’ αυτόν, το μέτρο της επιστροφής στη χώρα του με οικειοθελή αναχώρηση από την επικράτεια εντός προθεσμίας 6 ημερών από 18.10.2013.

3. Επειδή, η Οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους νακυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών» (ΕΕ L 158 της 30.4.2004)ορίζει στο άρθρο 2 ότι: «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως : 1) “Πολίτης της Ένωσης”: κάθε πρόσωπο το οποίο έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους…», στην παρ. 1 του άρθρου 3 ότι: «Η παρούσα οδηγία ισχύει για όλους τους πολίτες της Ένωσης οι οποίοι μεταβαίνουν ή διαμένουν σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου είναι υπήκοοι …», στην παρ. 1 του άρθρου 5 ότι: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων επί των ταξιδιωτικών εγγράφων που ισχύουν για τους εθνικούς συνοριακούς ελέγχους, τα κράτη μέλη επιτρέπουν την είσοδο στην επικράτειά τους σε κάθε πολίτη της Ένωσης ο οποίος φέρει ισχύον δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο …», στην παρ. 1 του άρθρου 7 ότι: «Όλοι οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, εφόσον:α) είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί στο κράτος μέλος υποδοχής, ή β) διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εαυτό τους και τα μέλη των οικογενειών τους …», στο άρθρο 27 ότι: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν περιορισμούς στην ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών της οικογένειάς τους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας … 2. Κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του αφορώμενου ατόμου. Προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ’εαυτών λόγους για τη λήψη τέτοιων μέτρων. Η προσωπική συμπεριφορά του αφορώμενου ατόμου πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. Αιτιολογίες που δεν συνδέονται με τα στοιχεία της υπόθεσης ή στηρίζονται σε εκτιμήσεις γενικής πρόληψης δεν γίνονται αποδεκτές. 3. Για να εξακριβώσει κατά πόσον ο ενδιαφερόμενος συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, κατά τη χορήγηση βεβαίωσης εγγραφής ή, αν δεν υπάρχει σύστημα εγγραφής, το αργότερο εντός τριών μηνών από την ημερομηνία άφιξης του ενδιαφερομένου στην επικράτειά του ή από την ημερομηνία γνωστοποίησης της παρουσίας του ενδιαφερόμενου στην επικράτειά του, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5, παράγραφος 5, ή κατά την έκδοση του δελτίου διαμονής, το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί, εφόσον το κρίνει απαραίτητο, να ζητεί από το κράτος μέλος καταγωγής και, ενδεχομένως, από άλλα κράτη μέλη, να παρέχουν πληροφορίες για το ποινικό μητρώο του ενδιαφερομένου. … 4. …», στην παρ. 1 του άρθρου 28 ότι: «Πριν λάβει απόφαση απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, το κράτος μέλος υποδοχής λαμβάνει υπόψη εκτιμήσεις όπως η διάρκεια παραμονής του αφορώμενου ατόμου στην επικράτειά του, η ηλικία, η κατάσταση της υγείας του, η οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση, η κοινωνική και πολιτιστική ενσωμάτωσή του στο κράτος μέλος υποδοχής και το εύρος των δεσμών του με τη χώρα καταγωγής», στο άρθρο 30 ότι: «1. Κάθε απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 27, παράγραφος 1, πρέπει να κοινοποιείται εγγράφως στους ενδιαφερόμενους κατά τρόπο που να τους επιτρέπει να κατανοήσουν το περιεχόμενο και τις συνέπειες της απόφασης. 2. … 3. Η κοινοποίηση περιέχει μνεία του δικαστηρίου ή της διοικητικής αρχής ενώπιον του οποίου ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ασκήσει προσφυγή, την προθεσμία της προσφυγής καθώς και, ενδεχομένως, την προθεσμία που τάσσεται στον ενδιαφερόμενο να εγκαταλείψει την επικράτεια του κράτους μέλους. Με εξαίρεση τις δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις κατεπείγοντος, η τασσόμενη προθεσμία για την εγκατάλειψη της επικράτειας δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ενός μηνός από την ημερομηνία της κοινοποίησης», στο άρθρο 31 ότι: «1. Οι ενδιαφερόμενοι έχουν πρόσβαση σε δικαστικές και, ενδεχομένως, διοικητικές διαδικασίες προσφυγών στο κράτος μέλος υποδοχής, προκειμένου να προσβάλλουν ή να ζητήσουν την αναθεώρηση απόφασης η οποία έχει ληφθεί εις βάρος τους για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας. 2. … 3. Οι διαδικασίες προσφυγών επιτρέπουν τον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης καθώς και των γεγονότων και των περιστάσεων επί των οποίων βασίζεται το προτεινόμενο μέτρο. Εξασφαλίζουν επίσης ότι η απόφαση δεν είναι δυσανάλογη, ιδίως σε σχέση με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 28. 4. …» και στο άρθρο 32 ότι: «1. Τα πρόσωπα τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο απόφασης απαγόρευσης εισόδου για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας μπορούν να υποβάλλουν αίτηση, για την άρση της απόφασης απαγόρευσης εισόδου μετά από μία εύλογη, ανάλογα με τις περιστάσεις, προθεσμία, και, εν πάση περιπτώσει, μετά την πάροδο τριετίας από την εκτέλεση της οριστικής απόφασης απαγόρευσης εισόδου που έχει ληφθεί νομοτύπως σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, επικαλούμενα στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων που είχαν δικαιολογήσει την απόφαση απαγόρευσης εισόδου. Το οικείο κράτος μέλος αποφαίνεται επί της αιτήσεως αυτής εντός έξι μηνών από την υποβολή της. 2. Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 πρόσωπα δεν έχουν κανένα δικαίωμα εισόδου στην επικράτεια του οικείου κράτους μέλους όσο εξετάζεται η αίτησή τους». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, που - με σκοπό τη διευκόλυνση και ενίσχυση των απονεμομένων, από το πρωτογενές δίκαιο, δικαιωμάτων - αποσαφηνίζουν το πεδίο εφαρμογής και καθορίζουν τις λεπτομέρειες άσκησης των άρθρων 18, 40, 44 και 52 ΣΕΚ (προϊσχύσαντα άρθρα 48, 52 και 59 ΣυνθΕΟΚ και ήδη άρθρα 18, 26, 46, 49 και 50 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο εξής ΣΛΕΕ, βλ. ΔΕΚ απόφαση της 25ηςΙουλίου 2008, C-127/08 Metock), εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία και εγκατάσταση στο έδαφος όλων των κρατών μελών των πολιτών της Ένωσης, ελευθερία η οποία περιλαμβάνει το δικαίωμα των υπηκόων άλλων κρατών μελών να εισέρχονται στο έδαφος ενός κράτους μέλους, να μετακινούνται ελεύθερα εκεί, να διαμένουν σ’ αυτό με σκοπό να ασκούν ορισμένη εργασία ή επιχειρηματική δραστηριότητα και, ιδίως μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, να παραμένουν σ’ αυτό ανεξαρτήτως ασκήσεως επαγγελματικής (μισθωτής ή ανεξάρτητης) δραστηριότητας (ΔΕΚ απόφαση της 17ηςΣεπτεμβρίου 2002, C-413/99 Baumbast, σκ. 80-84). Το δικαίωμα αυτό αποκτάται ανεξάρτητα από τη χορήγηση, από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους, στο οποίο εισέρχεται και διαμένει πολίτης της Ένωσης, άδειας διαμονής, η οποία πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί όχι ως πράξη συστατική δικαιωμάτων, αλλά ως πράξη με την οποία διαπιστώνεται, εκ μέρους κράτους μέλους, η ατομική κατάσταση υπηκόου άλλου κράτους μέλους από την άποψη των διατάξεων του κοινοτικού (ήδη ενωσιακού) δικαίου (βλ. ΔΕΚ απόφαση της 8ηςΑπριλίου 1976, C-48/75 Royer, σκ. 20 και 31-33). Το δικαίωμα διαμονής, ωστόσο, των υπηκόων κράτους μέλους στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής δεν είναι απόλυτο. Αντιθέτως, επιτρέπεται η επιβολή περιορισμών, δεκτικών στενής ερμηνείας και υποκείμενων σε δικαστικό έλεγχο, ώστε να εξασφαλίζεται η διαφύλαξη του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής (βλ. και ΔΕΚ απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 1974, C-41/74 Van Duyn, σκ. 7), κατά τη ρητή δε, πρόβλεψη των διατάξεων των άρθρων 27 έως 31 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ επιτρέπεται η απέλαση από την επικράτεια του κράτους υποδοχής υπηκόου άλλου κράτους μέλους με την προϋπόθεση αφενός ότι συντρέχουν λόγοι δημόσιας τάξης, υφίσταται δηλαδή πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, η οποία θίγει θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας, αφετέρου τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, χωρίς να αρκεί η αναφορά σε προηγούμενες καταδίκες του ενδιαφερομένου (βλ. ΔΕΚ απόφαση της 29ηςΑπριλίου 2004, C-482/01 και C-493/01, Ορφανόπουλος και Oliveri, σκ. 64-66, ΔΕΕ απόφαση της 23ηςΝοεμβρίου 2010, C-145/09, Τσακουρίδης, σκ. 48-50). Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία, για λόγους δημόσιας τάξης, που, ως δικαιολογούντες παρέκκλιση από τη θεμελιώδη ελευθερία κυκλοφορίας και εγκατάστασης, επιδέχονται στενής ερμηνείας και υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο (βλ. ΔΕΚ απόφαση της 28ηςΟκτωβρίου 1975, C-36/75 Rutili, σκ. 26-28), μπορεί να απαγορευθεί σε πολίτη της Ένωσης ή σε μέλος της οικογένειάς του η πρόσβαση στο έδαφος κράτους μέλους, μόνο, όμως, αν ο ενδιαφερόμενος συνιστά ενεστώσα, πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή, θίγουσα θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας [βλ. ΔΕΚ απόφαση της 27ηςΟκτωβρίου 1977, 30/77, Bouchereau, σκ. 35 και απόφαση της 31ηςΙανουαρίου 2006 (μειζ.συνθ.), C-503/03, Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκ. 39]. Στην περίπτωση, εξάλλου, που υφίσταται σε βάρος πολίτη της Ένωσης απόφαση απαγόρευσης εισόδου, ληφθείσα εγκύρως κατά την έννοια του κοινοτικού (ήδη ενωσιακού) δικαίου, αυτός μπορεί να υποβάλει αίτηση, μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου, για την άρση της απόφασης αυτής, ρητώς, ωστόσο, ορίζεται ότι αυτός δεν έχει κανένα δικαίωμα εισόδου στην επικράτεια του οικείου κράτους μέλους κατά τη διάρκεια εξέτασής της (βλ. και ΔΕΚ απόφαση της 18ηςΜαΐου 1982, C-115/81 και 116/81, Adoui, σκ. 12).

4. Επειδή, το π.δ. 106/2007 (Α΄ 135) που τιτλοφορείται «Ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή στην ελληνική επικράτεια των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους», με το οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η ανωτέρω οδηγία 2004/38/ΕΚ, ορίζει στο άρθρο 8 ότι: «1. Πολίτες της Ένωσης που πρόκειται να διαμείνουν στην Ελλάδα για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τους τρεις μήνες από την ημερομηνία άφιξης τους, υποχρεούνται μετά τη λήξη του τριμήνου να εμφανίζονται αυτοπροσώπως, στις αρμόδιες για το χειρισμό θεμάτων αλλοδαπών αστυνομικές αρχές του τόπου κατοικίας τους, για καταγραφή. Οι ανωτέρω υπηρεσίες ενεργούν σχετική εγγραφή και χορηγούν άμεσα βεβαίωση για την πράξη τους, στην οποία αναγράφονται το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση του εγγραφέντος και η ημερομηνία εγγραφής. Η μη συμμόρφωση με την απαίτηση εγγραφής τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 του παρόντος (όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 42 του ν.4071/2012, Α΄ 85). 2. Για τη χορήγηση βεβαίωσης εγγραφής απαιτείται να προσκομισθούν στις ανωτέρω αναφερόμενες αρχές, ακριβές φωτοαντίγραφο ισχύοντος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου... 3. … 4. …», στο άρθρο 21: «1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί στην ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών της οικογένειας τους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας. Δεν μπορεί να γίνεται επίκληση των λόγων αυτών για την εξυπηρέτηση σκοπών γενικότερης δημοσιονομικής πολιτικής. 2. Κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας πρέπει να είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του προσώπου που αφορά. Προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αυτοτελώς λόγους για τη λήψη τέτοιων μέτρων. Η προσωπική συμπεριφορά του προσώπου που αφορά το μέτρο πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, που στρέφεται κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. Αιτιολογίες που δεν συνδέονται με τα στοιχεία της υπόθεσης ή στηρίζονται σε εκτιμήσεις γενικής πρόληψης δεν γίνονται αποδεκτές. 3. Για κάθε μέτρο που λαμβάνεται δυνάμει της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, για άλλους λόγους εκτός της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 23 και 24 του παρόντος. Δεν μπορεί να επιβληθεί απαγόρευση εισόδου σε συνδυασμό με απόφαση απέλασης για την οποία ισχύει το προηγούμενο εδάφιο. 4. Για να εξακριβωθεί κατά πόσο ο ενδιαφερόμενος συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, οι αρμόδιες για το χειρισμό θεμάτων αλλοδαπών αστυνομικές αρχές του τόπου κατοικίας τους, κατά τη χορήγηση βεβαίωσης εγγραφής για τους πολίτες της Ένωσης καθώς και για τα μέλη των οικογενειών τους που είναι επίσης πολίτες της Ένωσης ή οι αρμόδιες Υπηρεσίες Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της οικείας Περιφέρειας κατά τη χορήγηση δελτίου διαμονής για τα μέλη οικογένειας πολίτη της Ένωσης που είναι υπήκοοι τρίτων χωρών, μπορούν να ζητούν, εφόσον κριθεί απαραίτητο, πληροφορίες για το ποινικό μητρώο του ενδιαφερομένου, από το κράτος μέλος καταγωγής και, ενδεχομένως, από άλλα κράτη μέλη. Η έρευνα αυτή δεν μπορεί να έχει συστηματικό χαρακτήρα. … 5. … 6. Πρόσωπα εις βάρος των οποίων έχει εκδοθεί απόφαση απαγόρευσης εισόδου στην Ελλάδα, για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, μπορούν να υποβάλλουν αίτηση, για την άρση της απαγόρευσης εισόδου, μετά από εύλογη, κατά τις περιστάσεις, προθεσμία, εν πάση περιπτώσει δε, μετά την πάροδο τριετίας από την έκδοση της οριστικής απόφασης απαγόρευσης εισόδου, επικαλούμενα στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων που είχαν δικαιολογήσει την επιβολή απαγόρευσης. Για την αίτηση αυτή αποφαίνεται, εντός έξι μηνών από την υποβολή της, ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Αλλοδαπών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας. Εάν λόγω της απόφασης απαγόρευσης εισόδου είχε γίνει σχετική εγγραφή στον Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών και η παραπάνω αίτηση γίνει δεκτή, διατάσσεται η διαγραφή από τον Κατάλογο. … 7. Τα αναφερόμενα στην παρ. 6 του παρόντος άρθρου πρόσωπα δεν έχουν κανένα δικαίωμα εισόδου στην Ελληνική επικράτεια όσο εξετάζεται η αίτηση τους. 8. … 9. … 10. …», στο άρθρο 22 ότι: «1. Προκειμένου να εκδοθεί απόφαση απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, λαμβάνονται υπόψη η διάρκεια παραμονής στην ελληνική επικράτεια, του ατόμου εις βάρος του οποίου λαμβάνεται το μέτρο, η ηλικία του, η κατάσταση της υγείας του, η οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση, η κοινωνική και πολιτιστική ένταξη του στην Ελλάδα και οι δεσμοί του με τη χώρα καταγωγής. 2. Η απέλαση πολίτη της Ένωσης ή μέλους της οικογένειας του, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, που έχει αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην ελληνική επικράτεια, διατάσσεται μόνο για σοβαρούς λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας. Ως προς τα αρμόδια για την απέλαση όργανα, τη διαδικασία έκδοσης και εκτέλεσης της απόφασης απέλασης, τις εξαιρέσεις και λοιπά σχετικά ζητήματα, εφαρμόζονται, αναλόγως, οι διατάξεις των άρθρων 76, παράγραφοι 2-5, 77, 78, 79, 80, 81 και 82 του ν. 3386/2005. 3. … 4. … 5. … 6. … 7. … 8. Δεν λαμβάνεται επ’ ουδενί μέτρο επιστροφής κατά πολίτη της Ένωσης …, ακόμη και αν αυτός έπαυσε να πληροί τους όρους των άρθρων 6 παρ. 3, 7, 11 παρ. 1 και 12 παρ. 1 του παρόντος, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του Κεφαλαίου VI, εφόσον οι πολίτες της Ένωσης είναι μισθωτοί ή ασκούν ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα … (όπως η τελευταία παράγραφος αντικαταστάθηκε με την παρ. 11 του άρθρου 42 του ν. 4071/2012, Α΄ 85)», στο άρθρο 23 ότι: «1. Κάθε μέτρο που λαμβάνεται για τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 21 του παρόντος,  πρέπει να κοινοποιείται εγγράφως στους ενδιαφερόμενους και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Ν. 2690/1999 (ΦΕΚ 45 Α΄), κατά τρόπο που να τους επιτρέπει να κατανοήσουν το περιεχόμενο και τις συνέπειες της σχετικής απόφασης. Οι ενδιαφερόμενοι ενημερώνονται, επακριβώς και πλήρως, για τους λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας, στους οποίους στηρίζεται η ληφθείσα απόφαση, εκτός αν αυτό αντιτίθεται στα συμφέροντα της ασφάλειας του κράτους. 2. Η κοινοποίηση περιέχει μνεία του δικαστηρίου ή της διοικητικής αρχής, ενώπιον των οποίων ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ασκήσει προσφυγή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24 του παρόντος, καθώς και της προθεσμίας άσκησής της, και, ενδεχομένως, της προθεσμίας που τάσσεται στον ενδιαφερόμενο να εγκαταλείψει την Ελληνική επικράτεια. Με εξαίρεση τις δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις κατεπείγοντος, η τασσόμενη προθεσμία για την εγκατάλειψη της επικράτειας δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ενός μηνός από την ημερομηνία της κοινοποίησης» και στο άρθρο 24 ότι: «1. Κατά της διοικητικής απόφασης απέλασης είναι επιτρεπτή η άσκηση διοικητικής προσφυγής,… 2. Κατά της αποφάσεως που εκδίδεται επί της διοικητικής προσφυγής της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και κατά της απόφασης απόρριψης της αίτησης για χορήγηση βεβαίωσης εγγραφής, δελτίου διαμονής ή μόνιμης διαμονής, της ανάκλησης ή μη ανανέωσής του, ασκείται αίτηση ακύρωσης …».

5. Επειδή, περαιτέρω, η Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008 «σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη - μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών» (ΕΕ L 348/24.12.2008) ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «Η παρούσα οδηγία θεσπίζει τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών…», στο άρθρο 2 ότι: «1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στους παρανόμως διαμένοντες στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόους τρίτης χώρας. 2. … 3. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε πρόσωπα που απολαύουν του κοινοτικού δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 5 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν», στο άρθρο 3: «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως: 1. «υπήκοος τρίτης χώρας»: κάθε πρόσωπο που δεν είναι πολίτης της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1 της Συνθήκης και δεν απολαύει του κοινοτικού δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 5 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν, 2. «παράνομη παραμονή»: παρουσία στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόου τρίτης χώρας που δεν πληροί, ή δεν πληροί πλέον, τις προϋποθέσεις εισόδου, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν ή τις λοιπές προϋποθέσεις εισόδου, παραμονής ή διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος, 3. «επιστροφή»: διαδικασία επανόδου υπηκόου τρίτης χώρας - είτε με οικειοθελή συμμόρφωσή του προς την υποχρέωση επιστροφής είτε αναγκαστικά … 4. «απόφαση επιστροφής»: διοικητική ή δικαστική απόφαση ή πράξη με την οποία κηρύσσεται ή αναφέρεται ως παράνομη η παραμονή υπηκόου τρίτης χώρας και του επιβάλλεται ή αναφέρεται υποχρέωση επιστροφής, 5. …, 6. …, 7. …, 8. …, 9. …», στην παρ. 1 του άρθρου 6 ότι: «Τα κράτη μέλη εκδίδουν απόφαση επιστροφής για υπηκόους τρίτης χώρας που διαμένουν παράνομα στο έδαφός τους, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5» και στην παρ. 1 του άρθρου 8 ότι «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εκτελέσουν την απόφαση επιστροφής, εάν δεν έχει χορηγηθεί χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4 ή εάν ο συγκεκριμένος υπήκοος δεν έχει συμμορφωθεί με την υποχρέωση επιστροφής εντός της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης που έχει χορηγηθεί σύμφωνα με το άρθρο 7». Όπως προκύπτει από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 2008/115, έχει δε, κριθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση της 5ηςΙουνίου 2014, C-146/14 PPU, Mahdi, σκ. 38), σκοπός της Οδηγίας είναι η καθιέρωση μιας αποτελεσματικής πολιτικής απομακρύνσεως και επαναπατρισμού υπηκόων τρίτων χωρών, με βάση κοινούς κανόνες και ενιαίες νομικές εγγυήσεις, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να επαναπατρίζονται με ανθρώπινους όρους και με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειάς τους. Προς τον σκοπό αυτό, οι αρμόδιες εθνικές αρχές, που κατά την έκτη αιτιολογική σκέψη της ίδιας οδηγίας μεριμνούν ώστε η παύση της παράνομης παραμονής υπηκόων τρίτων χωρών να διενεργείται με δίκαιη και διαφανή διαδικασία, εκδίδουν, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 και υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων των παρ. 2 έως 5, απόφαση επιστροφής ως λογική απόρροια του μη νόμιμου χαρακτήρα της διαμονής υπηκόου τρίτης χώρας (ΔΕΕ απόφαση της 28ηςΑπριλίου 2011, C-61/11 PPUElDridi, σκ. 35, απόφαση της 6ηςΔεκεμβρίου 2011, C-329/11 Achughbabian, σκ. 31, απόφαση της 5ηςΝοεμβρίου 2014, C-166/13 Mukarubega, σκ. 57 και 59, απόφαση της 11ηςΔεκεμβρίου 2014, C-249/13 KhaledBoudjlida, σκ. 46), απόφαση που δίνει μεν προτεραιότητα στην οικειοθελή αναχώρηση του ενδιαφερομένου, ωστόσο, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 8 παρ. 1 της Οδηγίας, τα κράτη μέλη οφείλουν στο πλαίσιο του καθήκοντος πίστεως και της ειλικρινούς συνεργασίας να προβαίνουν στην απομάκρυνση εντός του συντομότερου δυνατού χρόνου (ΔΕΕ Achughbabian σκ. 45, απόφαση της 6ηςΔεκεμβρίου 2012, C-430/11 Sagor, σκ. 43, απόφαση της 23ηςΑπριλίου 2015, C-38/14 Zaizouneσκ. 39).

6. Επειδή, η Οδηγία 2008/115/ΕΚ ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα άρθρα 16 έως και 33 (κεφάλαιο Γ) του ν. 3907/2011 «Υπηρεσίες Ασύλου – Πρώτης Υποδοχής, επιστροφή παρανόμως διαμενόντων, άδεια διαμονής κλπ» (Α΄ 7). Ο νόμος αυτός ορίζει στο άρθρο 17 ότι: «1. Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου εφαρμόζονται στους υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίοι διαμένουν παράνομα στην ελληνική επικράτεια. 2. Το παρόν Κεφάλαιο δεν εφαρμόζεται στους υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίοι: α. … β. … γ. Απολαμβάνουν του δικαιώματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί ελεύθερης κυκλοφορίας σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 5 του Κώδικα Συνόρων Σένγκεν και το π.δ. 106/2007 (ΦΕΚ 135 Α`)», στην παρ. 1 του άρθρου 21 ότι: «Σε περίπτωση απόρριψης αιτήματος χορήγησης ή ανανέωσης τίτλου διαμονής, καθώς και σε περίπτωση ανάκλησης ισχύοντος τίτλου διαμονής, η αρμόδια αρχή εκδίδει απόφαση επιστροφής του υπηκόου τρίτης χώρας. ... Στις λοιπές περιπτώσεις υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν παράνομα σε ελληνικό έδαφος εκδίδεται απόφαση επιστροφής από τα αρμόδια, κατά το άρθρο 76 παρ. 2 του ν. 3386/2005, όργανα. Οι αποφάσεις επιστροφής εκδίδονται με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5», στο άρθρο 22 ότι: «1. Η απόφαση επιστροφής του υπηκόου τρίτης χώρας προβλέπει κατάλληλο χρονικό διάστημα για την οικειοθελή αναχώρηση του, το οποίο κυμαίνεται μεταξύ επτά (7) και τριάντα (30) ημερών με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 2 και 4. … 2. … 3. … 4. Αν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής ή η αίτηση για νόμιμη παραμονή έχει απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη ή καταχρηστική ή ο υπήκοος τρίτης χώρας αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια, οι κατά περίπτωση αρμόδιες αρχές δεν χορηγούν χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης ή χορηγούν χρονικό διάστημα αναχώρησης μικρότερο των επτά (7) ημερών. 5. …» και στο άρθρο 28 ότι: «1. Κατά των αποφάσεων επιστροφής που εκδίδονται από τις αστυνομικές αρχές, οι υπήκοοι τρίτων χωρών μπορούν να ασκήσουν την ενδικοφανή προσφυγή του άρθρου 77 του ν. 3386/2005. … 2. Τα διοικητικά όργανα που είναι αρμόδια να αποφαίνονται επί των προσφυγών της παραγράφου 1 έχουν την αρμοδιότητα να επανεξετάζουν αυτεπαγγέλτως, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία των αποφάσεων επιστροφής και να αναστέλλουν προσωρινώς την εφαρμογή τους. … 3. … 4. … 5. …». Επίσης, στο άρθρο 40 του ν. 3907/2011, που εντάσσεται στο κεφάλαιο Δ΄ του νόμου, ορίζεται ότι: «1. Για την επιστροφή προσώπων που απολαμβάνουν του κοινοτικού δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του Κώδικα Συνόρων Σένγκεν, καθώς και τις διατάξεις του π.δ. 106/2007 (ΦΕΚ 135 Α`), ισχύουν οι διατάξεις του Κεφαλαίου Γ` του παρόντος νόμου που αφορούν τα όργανα, τις διαδικασίες, τις διαδικαστικές εγγυήσεις και τη δικαστική προστασία των υπό επιστροφή αλλοδαπών, με την επιφύλαξη ότι στα άρθρα 22 έως 24 του π.δ. 106/2007 δεν περιέχονται ευνοϊκότερες διατάξεις. 2. Ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις και όρους έκδοσης των αποφάσεων επιστροφής σε βάρος των προσώπων που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 22 έως 24 του π.δ. 106/2007 (ΦΕΚ 135 Α`). 3. … .».

7. Επειδή, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 40 του ν. 3907/2011 με αυτές που μεταφέρουν τις Οδηγίες 2004/38/ΕΚ (π.δ. 106/2007) και 2008/115/ΕΚ (άρθρα 16 έως και 33 του ν. 3907/2011) συνάγεται ότι η απομάκρυνση πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι άσκησαν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής, μπορεί να επιδιωχθεί είτε με απόφαση διοικητικής απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας (άρθρα 27 και 28 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, άρθρα 22 έως 24 του π.δ. 106/2007), είτε με απόφαση επιστροφής που εκδίδεται, για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, από τα όργανα και με τις διαδικασίες που προβλέπονται για την έκδοση, σε βάρος υπηκόου τρίτης χώρας, απόφασης επιστροφής λόγω μη νόμιμης διαμονής του τελευταίου στην ελληνική επικράτεια. Τούτο διότι το προαναφερθέν άρθρο 40 του ν. 3907/2011, το οποίο αποτελεί εθνική ρύθμιση, ορίζει ότι για την επιστροφή προσώπων που απολαμβάνουν του κοινοτικού δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, μέτρο που διατάσσεται υπό τις ουσιαστικές προϋποθέσεις και τους όρους των άρθρων 22 έως 24 του π.δ. 106/2007 (παρ. 2), ισχύουν ως προς τα όργανα, τις διαδικασίες, τις διαδικαστικές εγγυήσεις και τη δικαστική προστασία οι διατάξεις του Κεφαλαίου Γ΄ (άρθρα 16 έως και 33) του ν. 3907/2011 (παρ. 1), με τις οποίες μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 2008/115/ΕΚ. Αυτή η εθνική ρύθμιση επιλέχθηκε μολονότι η Οδηγία 2008/115/ΕΚ αφενός περιορίζει το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της στους παρανόμως διαμένοντες, στο έδαφος κράτους μέλους, υπηκόους τρίτης χώρας εξαιρώντας ρητώς τα πρόσωπα που απολαύουν του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, αφετέρου ορίζει (άρθρο 6 παρ. 1) ότι τα κράτη μέλη εκδίδουν απόφαση επιστροφής για υπηκόους τρίτης χώρας που διαμένουν παράνομα στο έδαφός τους, διάταξη κατά την οποία η απόφαση επιστροφής αποτελεί, όπως έγινε ερμηνευτικώς δεκτό από το ΔΕΕ (ανωτ. σκ. 5), λογική απόρροια του μη νόμιμου χαρακτήρα της διαμονής υπηκόου τρίτης χώρας και δεν βρίσκει έρεισμα σε λόγους δημόσιας τάξης.

8. Επειδή, από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου προκύπτει ότι ο αιτών, πολίτης Ρουμανίας, γεννηθείς στις 6.11.1988, συνελήφθη στις 27.10.2011 για παράβαση των άρθρων 372 και 45 του Π.Κ. (κλοπή κατά συναυτουργία), αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε με την 11161/2011 του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά σε ποινή φυλάκισης 8 μηνών με τριετή αναστολή. Ακολούθως, με την 462421/1-β/30.10.2011 απόφαση του προϊσταμένου της Υποδιεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής διατάχθηκε η επιστροφή του αιτούντος [με στοιχεία ταυτότητας (επ) Α (ον) Β αντί του ορθού (επ) Β (ον) Α] στη χώρα καταγωγής του, ενώ δεν χορηγήθηκε προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης διότι κρίθηκε επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Με την ίδια απόφαση ο αιτών εγγράφθηκε στον εθνικό κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών και στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν μέχρι 30.10.2018. Στην εν λόγω απόφαση γίνεται ρητώς επίκληση του γεγονότος ότι στον αιτούντα κοινοποιήθηκε, στις 27.10.2011, πληροφοριακό δελτίο για τους υπό απομάκρυνση αλλοδαπούς, με το οποίο πληροφορήθηκε, σε γλώσσα που κατανοούσε, τα δικαιώματά του και τα διαθέσιμα ένδικα μέσα, ενώ στην τελευταία παράγραφο του διατακτικού της αναφέρεται ότι «Δύνασθε να αιτηθείτε γραπτή ή προφορική μετάφραση των βασικών σημείων της ως άνω απόφασης επιστροφής, καθώς και των προβλεπόμενων ένδικων μέσων σε γλώσσα που κατανοείτε ή θεωρείται ευλόγως ότι κατανοείτε». Εξάλλου, ο αιτών υπέβαλε την από 1.11.2011 υπεύθυνη δήλωση, που φέρει θεώρηση του γνησίου της υπογραφής του από αρμόδιο όργανο, σύμφωνα με την οποία παραιτήθηκε από κάθε ένδικο μέσο και επιθυμούσε την άμεση απέλασή του στη Ρουμανία, ενώ δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι προσέβαλε δικαστικώς την ως άνω απόφαση επιστροφής του. Η απομάκρυνση αυτή πράγματι έλαβε χώρα με δικά του έξοδα στις 5.11.2011. Εν συνεχεία, την 1.9.2013, ο αιτών επέστρεψε στη χώρα και στις 25.9.2013 υπέβαλε αίτηση για χορήγηση βεβαίωσης εγγραφής ως πολίτη της Ε.Ε., επί της οποίας έχει τεθεί η σημείωση «Έλεγχος Η/Υ: Σηματικές αναφορές SIS: Αρνητική». Η αίτησή του έγινε δεκτή και του χορηγήθηκε, στις 25.9.2013, η υπ’ αρ. 179000 βεβαίωση εγγραφής πολίτη κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακολούθως, αφού πρώτα ο αιτών κλήθηκε με το 4000/10/19533/2/8.10.2014 έγγραφο να εκφράσει τις αντιρρήσεις του, εκδόθηκε η 4000/10/19233/2-β΄/14.10.2014 απόφαση του Αναπληρωτή Διοικητική του Τμήματος Αλλοδαπών Δυτικής Θεσσαλονίκης, με την οποία αφενός ανακλήθηκε η 179000 βεβαίωση εγγραφής πολίτη κράτους μέλους της Ε.Ε., αφετέρου διατάχθηκε η επιστροφή στη χώρα καταγωγής του για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας με προθεσμία 6 ημερών για την οικειοθελή του αναχώρηση. Η αιτιολογία της ως άνω πράξης, συνίσταται στο ότι ο αιτών «παραμένει παράνομα στη χώρα, ενώ είναι καταχωρημένος στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών, συνεπεία της υπ’ αρ. 462421/1-β΄/30.10.2011 απόφασης επιστροφής, που εκδόθηκε σε βάρος του, διότι κρίθηκε επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη, καθώς καταδικάστηκε … σε φυλάκιση 8 μηνών με τριετή αναστολή για παράβαση των άρθρων 372 και 45 Π.Κ. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η προσωπική συμπεριφορά του ανωτέρω συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας». Κατά της ως άνω απόφασης ο αιτών άσκησε την από 29.10.2014 προσφυγή του, με την οποία, μεταξύ άλλων, προέβαλε ότι η 462421/1-β΄/30.10.2011 απόφαση επιστροφής ουδέποτε κοινοποιήθηκε σ’ αυτόν ώστε να μπορεί να κατανοήσει το περιεχόμενο και τις συνέπειες της σχετικής διοικητικής πράξης και ότι, εφόσον μετά την ως άνω καταδίκη του δεν υπέπεσε, εκ νέου, σε οποιοδήποτε αδίκημα, δεν αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Η διοικητική αυτή προσφυγή του απορρίφθηκε με την 380976/2-δ/10.11.2014 απόφαση του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης με την αιτιολογία ότι ο αιτών είναι επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια «καθώς στο παρελθόν έχει καταχωρηθεί στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών, διότι εκδόθηκε σε βάρος του η … από 30-10-2011 απόφαση του Προϊσταμένου της Υποδιεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής με την οποία διατάχθηκε η επιστροφή του με στοιχεία ταυτότητας (επ) ………. (ον) …… για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, ως αυτοί αναφέρονται στην εν λόγω απόφαση και παρόλο που απομακρύνθηκε την 5-11-2011, επανήλθε και παρέμενε στη χώρα, ενώ το μέτρο της απαγόρευσης ήταν σε ισχύ, αποδεικνύοντας ότι πρόκειται για άτομο που δεν συμμορφώνεται με την απόφαση της διοίκησης που τον καθιστά ανεπιθύμητο», ενώ ο ισχυρισμός περί πλημμελούς κοινοποίησης της από 30.10.2011 απόφασης επιστροφής απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι «θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο ακύρωσης της εν λόγω απόφασης και δεν δύναται να επικαλεσθεί στην προκείμενη περίπτωση για την ανατροπή της προσβαλλόμενης απόφασης».

9. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ο αιτών υποστηρίζει ότι η 462421/1-β/30.10.2011 απόφαση του προϊσταμένου της Υποδιεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής ουδέποτε του κοινοποιήθηκε σε γλώσσα, την οποία να κατανοεί, ως εκ τούτου, δεν είχε λάβει γνώση της εγγραφής του στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι, μετά την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής στη χώρα του, εισήλθε στην Ελλάδα στις αρχές του 2012 και από τις αρχές του 2013 ξεκίνησε δική του επιχείρηση εμπορίας καυσόξυλων, πλαισίων στοιβάσματος υλικών κλπ, όπου απασχολεί πλέον δύο εργαζόμενους, ότι μολονότι υπέστη αρκετές φορές ελέγχους από αστυνομικά όργανα ουδέποτε του επισημάνθηκε ότι υπήρχε εγγραφή του στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών και, τέλος, ότι η σχετική εγγραφή δεν προέκυψε ούτε κατά τον ηλεκτρονικό έλεγχο που διενεργήθηκε όταν υπέβαλε αίτηση για χορήγηση βεβαίωσης εγγραφής ως πολίτης Ε.Ε. Ενόψει τούτων, προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε χωρίς νόμιμη και επαρκή αιτιολογία, εφόσον δεν εξειδικεύεται η σοβαρότητα των λόγων δημόσιας τάξης που επιτάσσουν την απομάκρυνσή του από τη χώρα, κατά παράβαση των αρχών της αναλογικότητας, της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς και κατά παράβαση του άρθρου 23 παρ. 2 του π.δ. 106/2007, καθ’ όσον αφορά τη χορήγηση προθεσμίας 6 ημερών για την οικειοθελή του αναχώρηση.

10. Επειδή, ο αιτών είχε καταχωρηθεί στον εθνικό κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών βάσει διοικητικής απόφασης επιστροφής του, την οποία δεν προσέβαλε δικαστικά. Σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, όπως μεταφέρθηκαν στην εσωτερική έννομη τάξη με το π.δ. 106/2007, ο αιτών μπορούσε, μετά την πάροδο εύλογης προθεσμίας, ή σε κάθε περίπτωση μετά την πάροδο τριετίας, να υποβάλει αίτηση άρσης του μέτρου της απαγόρευσης εισόδου, κατά τη διάρκεια, ωστόσο, εξέτασης της εν λόγω αίτησής του δεν είχε «κανένα δικαίωμα» εισόδου στην επικράτεια. Παρ’ όλα αυτά, ο αιτών εισήλθε στην ελληνική επικράτεια, ενώ ίσχυε η απαγόρευση εισόδου χωρίς να υποβάλει αίτηση άρσης του μέτρου αυτού, και ξεκίνησε επιχειρηματική δραστηριότητα, λαμβάνοντας μάλιστα βεβαίωση εγγραφής ως πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όταν έγινε αντιληπτό από τη Διοίκηση ότι υπήρχε προηγούμενη εγγραφή του αιτούντος (με διαφορετικά στοιχεία) στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών, η χορηγηθείσα βεβαίωση εγγραφής πολίτη Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακλήθηκε από το όργανο που ήταν αρμόδιο για την έκδοσή της, καθώς εκτιμήθηκε ότι η παραβίαση της απαγόρευσης εισόδου στη χώρα συνιστά αυτοτελώς λόγο δημόσιας τάξης, ταυτόχρονα δε, επιβλήθηκε σε βάρος του, από το ίδιο όργανο, το μέτρο της επιστροφής. Με αυτά τα δεδομένα, μπορεί να υποστηριχθεί η θέση ότι, εφόσον απαγορεύεται, βάσει των διατάξεων της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, η είσοδος στο έδαφος κράτους μέλους πολίτη άλλου κράτους μέλους που είναι εγγεγραμμένος στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών, εάν δεν τηρηθεί προηγουμένως η σχετική διαδικασία υποβολής αίτησης άρσης του μέτρου της απαγόρευσης εισόδου, νομίμως ανακαλείται η χορηγηθείσα σε αυτόν βεβαίωση εγγραφής πολίτη της Ένωσης και λαμβάνεται σε βάρος του απόφαση απομάκρυνσής του από τη χώρα (εφόσον είχε εισέλθει στο οικείο κράτος μέλος παρά την ύπαρξη μέτρου απαγόρευσης εισόδου), διότι στην περίπτωσή του δεν συντρέχουν πλέον οι προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας που αναγνωρίζεται σε όλους τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μπορεί, ωστόσο, να υποστηριχθεί και η αντίθετη γνώμη, ότι δηλαδή η απέλαση υπηκόου άλλου κράτους μέλους επιτρέπεται, κατά τη ρητή πρόβλεψη της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, μόνο εφόσον συντρέχουν λόγοι δημόσιας τάξης και ασφάλειας και ότι δεν επιτρέπεται, ως εκ της στενής ερμηνείας των διατάξεων, που εισάγουν εξαίρεση στα δικαιώματα ελεύθερης κυκλοφορίας και εγκατάστασης, η συναγωγή επιπλέον περιορισμών στο εν λόγω δικαίωμα, όπως είναι η υποχρεωτική, αυτόματη απομάκρυνση σε περίπτωση που διατηρείται σε ισχύ παλαιότερη απαγόρευση εισόδου χωρίς εκ νέου έλεγχο της συνδρομής λόγων δημόσιας τάξης και ασφάλειας στο πρόσωπο του αιτούντος. Αυτό δε ιδίως στην περίπτωση κατά την οποία - όπως συμβαίνει εν προκειμένω - μεταξύ της πράξης επιβολής απαγόρευσης εισόδου και της απόφασης εκ νέου απέλασης μεσολαβεί χρονικό διάστημα σχεδόν τριών ετών, στη διάρκεια του οποίου ο ενδιαφερόμενος υπήκοος κράτους μέλους έλαβε βεβαίωση εγγραφής ως πολίτης Ευρωπαϊκής Ένωσης και άρχισε επιχειρηματική δραστηριότητα στο κράτος υποδοχής, με αποτέλεσμα, όπως ο ίδιος προβάλλει, να ανακύπτουν ζητήματα χρηστής διοίκησης και προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του. Εν όψει των ανωτέρω ερμηνευτικών δυσχερειών ως προς την έννοια αφενός των διατάξεων της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ αφετέρου των άρθρων 45 και 49 της ΣΛΕΕ, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οποιαδήποτε γνώμη ως προς την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων του δικαίου της Ένωσης παρίσταται τόσο προφανής, ώστε να μην αφήνει περιθώριο για εύλογες αμφιβολίες (πρβλ. ΔΕΚ απόφαση της 6ηςΟκτωβρίου 1982, C-283/81, CILFIT).

11. Επειδή, περαιτέρω, γίνεται δεκτό ότι ο εθνικός νομοθέτης δεν περιορίζεται να προβλέψει για μια κατηγορία περιπτώσεων ή προσώπων πρόσφορους κανόνες εμπνεόμενος από τις διατάξεις Οδηγίας, που δεν περιλαμβάνει τα πρόσωπα αυτά ή τις περιπτώσεις αυτές στο πεδίο εφαρμογής της, εφόσον τούτο είναι προφανώς χρήσιμο και καθόσον καμία άλλη διάταξη του κοινοτικού δικαίου δεν το εμποδίζει (πρβλ. ΔΕΚ διάταξη της 10ηςΦεβρουαρίου 2004, C-85/03 Μαυρωνά, σκ. 22). Η παραπομπή, ωστόσο, με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 3907/2011, για τις περιπτώσεις πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις διατάξεις που μεταφέρουν στην εθνική έννομη τάξη τις ρυθμίσεις σχετικά με τα όργανα, τις διαδικασίες, τις διαδικαστικές εγγυήσεις και τη δικαστική προστασία για την επιστροφή υπηκόων τρίτων χωρών λόγω μη νόμιμης διαμονής είναι πιθανό να υπονομεύσει τους σκοπούς των οδηγιών 2008/115/ΕΚ και 2004/38/ΕΚ, καθώς δημιουργούνται κοινές διαδικασίες και ορίζονται ενιαία όργανα για δύο κατηγορίες προσώπων (υπήκοοι τρίτων χωρών - υπήκοοι άλλου κράτους μέλους) που το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σαφώς διακρίνει, καθόσον οι μεν έχουν την ιθαγένεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ οι δε όχι. Και ναι μεν επιφυλάσσεται ο εθνικός νομοθέτης στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου και νόμου ότι ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις και τους όρους έκδοσης των αποφάσεων επιστροφής σε βάρος των προσώπων της παρ. 1 εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 22 έως 24 του π.δ. 106/2007, όμως κατά την εφαρμογή του συνόλου των ρυθμίσεων (παρ. 1 και 2 του άρθρου 40 του ν. 3907/2011) είναι ενδεχόμενο οι λόγοι και η διαδικασία απομάκρυνσης των πολιτών της Ε.Ε. να εξομοιωθούν με τους λόγους και τη διαδικασία απομάκρυνσης υπηκόων τρίτων χωρών. Πράγματι, στην προκειμένη περίπτωση σε βάρος του αιτούντος, υπηκόου Ρουμανίας, εκδόθηκε απόφαση επιστροφής ως παρακολουθηματική πράξη απόφασης ανάκλησης, για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας (υφιστάμενη απαγόρευση εισόδου για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας), βεβαίωσης εγγραφής πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία, ωστόσο, δεν αποτελεί τίτλο νόμιμης διαμονής στη χώρα. Εξάλλου, το εκδόν τις πράξεις αυτές όργανο (Αναπληρωτής Διοικητής του Τμήματος Αλλοδαπών Δυτικής Θεσσαλονίκης), δεν συγκαταλέγεται, σύμφωνα με την 4000/4/31-ρο΄/11.9.2013 απόφαση του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Θεσσαλονίκης, μεταξύ των οργάνων που έχουν αρμοδιότητα να εκδίδουν αυτοτελώς αποφάσεις επιστροφής υπηκόων τρίτων χωρών, παρίσταται, ως εκ τούτου, αναγκαία για την κρίση ως προς την αρμοδιότητα του οργάνου, που εν προκειμένω εξέδωσε την απόφαση επιστροφής, η διερεύνηση της συμβατότητας προς το δίκαιο της Ένωσης της διάταξης του άρθρου 40 του ν. 3907/2011, επί της οποίας, ωστόσο, δεν μπορεί να διατυπωθεί από το Δικαστήριο κρίση απαλλαγμένη εύλογων αμφιβολιών. Συνεπώς, εν όψει των ανωτέρω ερμηνευτικών δυσχερειών αφενός ως προς την έννοια των διατάξεων της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ και των άρθρων 45 και 49 της ΣΛΕΕ, αφετέρου ως προς τη συμβατότητα της διάταξης του άρθρου 40 του ν. 3907/2011 προς τις διατάξεις των Οδηγιών 2004/38/ΕΚ και 2008/115/ΕΚ, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οποιαδήποτε γνώμη ως προς την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων του δικαίου της Ένωσης παρίσταται τόσο προφανής, ώστε να μην αφήνει περιθώριο για εύλογες αμφιβολίες (πρβλ. ΔΕΚ απόφαση της 6ηςΟκτωβρίου 1982, C-283/81, CILFIT).

12. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να διατυπωθούν προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ, προδικαστικά ερωτήματα με το εξής περιεχόμενο: «Έχουν τα άρθρα 27 και 32 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, ερμηνευόμενα υπό το φως των άρθρων 45 και 49 της ΣΛΕΕ και ενόψει της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών και των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοίκησης, την έννοια ότι επιβάλλεται ή επιτρέπεται η ανάκληση της, ήδη χορηγηθείσας, κατ’ άρθρο 8 παρ. 1 του π.δ. 106/2007, σε υπήκοο άλλου κράτους μέλους βεβαίωσης εγγραφής πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η σε βάρος του επιβολή μέτρου επιστροφής από το κράτος υποδοχής σε περίπτωση που, μολονότι είχε εγγραφεί στον εθνικό κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών με το μέτρο της απαγόρευσης εισόδου για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, αυτός εισήλθε εκ νέου στο εν λόγω κράτος μέλος και προχώρησε στην έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας χωρίς να τηρήσει την προβλεπόμενη, στο άρθρο 32 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, διαδικασία υποβολής αίτησης άρσης της απαγόρευσης εισόδου, αναγομένης της τελευταίας (απαγόρευσης εισόδου) σε αυτοτελή λόγο δημόσιας τάξης που δικαιολογεί την ανάκληση της βεβαίωσης εγγραφής πολίτη κράτους μέλους; Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο παραπάνω ερώτημα, η περίπτωση αυτή ταυτίζεται με περίπτωση μη νόμιμης διαμονής του πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο έδαφος του κράτους υποδοχής, ώστε να επιτρέπεται η, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, έκδοση πράξης επιστροφής από το όργανο το οποίο είναι αρμόδιο για την ανάκληση της βεβαίωσης εγγραφής του ως πολίτη της Ένωσης, μολονότι αφενός η βεβαίωση εγγραφής δεν αποτελεί, όπως παγίως γίνεται δεκτό, τίτλο νόμιμης διαμονής στη χώρα, αφετέρου στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ υπάγονται μόνο οι υπήκοοι τρίτων χωρών; Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ίδιο ερώτημα, αν οι αρμόδιες εθνικές αρχές, δρώντας στο πλαίσιο της διαδικαστικής αυτονομίας του κράτους μέλους υποδοχής, ανακαλέσουν, για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, τη βεβαίωση εγγραφής πολίτη άλλου κράτους μέλους, που δεν αποτελεί τίτλο νόμιμης διαμονής στη χώρα, και ταυτόχρονα επιβάλλουν, σ’ αυτόν, μέτρο επιστροφής, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι πρόκειται, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, για μία και μόνο διοικητική πράξη περί διοικητικής απέλασης των άρθρων 27 και 28 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο υπό τις προϋποθέσεις των τελευταίων αυτών διατάξεων που θεσπίζουν αποκλειστικό, ενδεχομένως, τρόπο διοικητικής απομάκρυνσης πολιτών της Ε.Ε. από το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής;».

13. Επειδή, εξάλλου, ο αιτών προβάλλει ότι δεν έλαβε γνώση του περιεχομένου της 462421/1-β΄/30.10.2011 απόφασης επιστροφής σε γλώσσα που να μπορεί να κατανοεί, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζει ότι έχει εις βάρος του εκδοθεί απαγόρευση εισόδου στη χώρα ισχύουσα έως 30.10.2018. Κατά πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο λόγος αυτός, ανεξαρτήτως της βασιμότητάς του, πρέπει να απορριφθεί ως απαραδέκτως προβαλλόμενος, διότι οδηγεί σε παρεμπίπτοντα έλεγχο της νομιμότητας ατομικής διοικητικής πράξης, η οποία ως εκ του χαρακτήρα της έχει το τεκμήριο της νομιμότητας και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συμπροσβαλλόμενη με την ένδικη αίτηση ακυρώσεως (πρβλ. ΣτΕ 3107/2005, 4516/2014, 2422, 755/2013 κ.ά). Όπως, ωστόσο, παγίως γίνεται δεκτό το τεκμήριο νομιμότητας των ατομικών διοικητικών πράξεων κάμπτεται σε περίπτωση ύπαρξης αντίθετης ειδικής διατάξεως, που επιτάσσει τον παρεμπίπτοντα έλεγχο (όπως ο παρεμπίπτων έλεγχος προπαρασκευαστικών της εκλογής πράξεων κατά την εκδίκαση διαφορών κατά την εκλογική διαδικασία των Ο.Τ.Α., σύμφωνα με το άρθρο 258 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, Α΄ 97∙ βλ. π.χ. ΣτΕ 1273/1993 Ολ, 122, 1454/2008 κ.ά.∙ πρβλ. ΑΕΔ 26/1994). Εξάλλου, από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνάγεται ότι τα κράτη μέλη καθορίζουν μεν τα αρμόδια δικαστήρια και τους δικονομικούς κανόνες για την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων, που αντλούν οι ιδιώτες από το κοινοτικό δίκαιο, εντούτοις οι κανόνες αυτοί δεν επιτρέπεται να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η ενωσιακή έννομη τάξη (βλ. μεταξύ άλλων ΔΕΚ απόφαση της 29ηςΑπριλίου 2004, C-482/01 και C-493/01, Ορφανόπουλος και Oliveri, σκ. 80 και απόφαση της 9ηςΔεκεμβρίου 2003, C-129/00, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκ. 25, επίσης ΔΕΕ απόφαση μείζονος σύνθεσης της 5ηςΟκτωβρίου 2010, C-173/09 Elchinov, σκ. 31). Εν προκειμένω, ο αιτών παραπονείται κατ’ ουσία ότι η εις βάρος του ληφθείσα αρχική απόφαση επιστροφής, με την οποία ταυτοχρόνως απαγορεύθηκε η είσοδός του στην ελληνική επικράτεια, δεν του κοινοποιήθηκε εγγράφως κατά τρόπο που να του επιτρέπει να κατανοήσει το περιεχόμενο και τις συνέπειές της, όπως ορίζει το άρθρο 30 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, δηλαδή σε γλώσσα την οποία να κατανοεί, και συνεπώς δεν ελήφθη νομοτύπως σύμφωνα με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (όπως συνάγεται από το άρθρο 32 της ως άνω Οδηγίας), ώστε να μπορείνα στηριχθεί επ’ αυτής ο περιορισμός των δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας και εγκατάστασης. Η αντιμετώπιση του λόγου αυτού θέτει ζητήματα αφενός πιθανής παραβίασης, από τους συναφείς εθνικούς δικονομικούς κανόνες, της αρχής της αποτελεσματικότητας (βλ. και ΔΕΕ απόφαση της 17ηςΜαρτίου 2016, C-161/15 Benallal, σκ. 24), αφετέρου ερμηνείας των διατάξεων των άρθρων 30, 31 και 32 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, η έννοια των οποίων, παρά την απόφαση του ΔΕΕ της 4ηςΙουνίου 2013 (C-300/11 ZZ), δεν είναι πρόδηλη ούτε απαλλαγμένη ευλόγων αμφιβολιών. Για τον λόγο αυτό πρέπει να υποβληθούν στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προδικαστικά ερωτήματα με το εξής περιεχόμενο: «Στην περίπτωση που η απάντηση επί των ανωτέρω προδικαστικών ερωτημάτων είναι καταφατική, αντίκειται στην αρχή της αποτελεσματικότητας εθνική νομολογιακή πρακτική η οποία απαγορεύει στις διοικητικές αρχές και ακολούθως στα αρμόδια δικαστήρια, που επιλαμβάνονται της υπόθεσης, να εξετάζουν, στο πλαίσιο ανάκλησης βεβαίωσης εγγραφής πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή επιβολής μέτρου απομάκρυνσης από το κράτος μέλος υποδοχής λόγω της ισχύος, σε βάρος του υπηκόου άλλου κράτους μέλους, μέτρου απαγόρευσης εισόδου στο κράτος μέλος υποδοχής, το κατά πόσο τηρήθηκαν, κατά την έκδοση της απόφασης απαγόρευσης εισόδου, οι διαδικαστικές εγγυήσεις των διατάξεων των άρθρων 30 και 31 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ; Σε περίπτωση που η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα είναι καταφατική, συνάγεται από το άρθρο 32 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ υποχρέωση των αρμόδιων διοικητικών αρχών του κράτους μέλους να κοινοποιούν, σε κάθε περίπτωση, στον ενδιαφερόμενο υπήκοο άλλου κράτους μέλους την απόφαση απομάκρυνσής του σε γλώσσα την οποία κατανοεί, ώστε να δύναται λυσιτελώς να ασκήσει τα διαδικαστικά δικαιώματα που αντλούνται από τις εν λόγω διατάξεις της Οδηγίας, ανεξαρτήτως του αν υποβάλλεται σχετικό αίτημα από τον ίδιο;».

14. Επειδή, κατόπιν τούτων, πρέπει να αναβληθεί η οριστική κρίση της υποθέσεως μέχρις ότου το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αποφανθεί επί των ανωτέρω προδικαστικών ερωτημάτων.

Διά ταύτα

Αναβάλλει την οριστική κρίση.

Διατυπώνει προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Έχουν τα άρθρα 27 και 32 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, ερμηνευόμενα υπό το φως των άρθρων 45 και 49 της ΣΛΕΕ και ενόψει της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών και των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοίκησης, την έννοια ότι επιβάλλεται ή επιτρέπεται η ανάκληση της, ήδη χορηγηθείσας, κατ’ άρθρο 8 παρ. 1 του π.δ. 106/2007, σε υπήκοο άλλου κράτους μέλους βεβαίωσης εγγραφής πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η σε βάρος του επιβολή μέτρου επιστροφής από το κράτος υποδοχής σε περίπτωση που, μολονότι είχε εγγραφεί στον εθνικό κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών με το μέτρο της απαγόρευσης εισόδου για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, αυτός εισήλθε εκ νέου στο εν λόγω κράτος μέλος και προχώρησε στην έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας χωρίς να τηρήσει την προβλεπόμενη, στο άρθρο 32 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, διαδικασία υποβολής αίτησης άρσης της απαγόρευσης εισόδου, αναγομένης της τελευταίας (απαγόρευσης εισόδου) σε αυτοτελή λόγο δημόσιας τάξης που δικαιολογεί την ανάκληση της βεβαίωσης εγγραφής πολίτη κράτους μέλους;

2) Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο παραπάνω ερώτημα, η περίπτωση αυτή ταυτίζεται με περίπτωση μη νόμιμης διαμονής του πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο έδαφος του κράτους υποδοχής, ώστε να επιτρέπεται η, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, έκδοση πράξης επιστροφής από το όργανο το οποίο είναι αρμόδιο για την ανάκληση της βεβαίωσης εγγραφής του ως πολίτη της Ένωσης, μολονότι αφενός η βεβαίωση εγγραφής δεν αποτελεί, όπως παγίως γίνεται δεκτό, τίτλο νόμιμης διαμονής στη χώρα, αφετέρου στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ υπάγονται μόνο οι υπήκοοι τρίτων χωρών;

3) Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο ίδιο ερώτημα, αν οι αρμόδιες εθνικές αρχές, δρώντας στο πλαίσιο της διαδικαστικής αυτονομίας του κράτους μέλους υποδοχής, ανακαλέσουν, για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, τη βεβαίωση εγγραφής πολίτη άλλου κράτους μέλους, που δεν αποτελεί τίτλο νόμιμης διαμονής στη χώρα, και ταυτόχρονα επιβάλλουν, σ’ αυτόν, μέτρο επιστροφής, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι πρόκειται, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, για μία και μόνο διοικητική πράξη περί διοικητικής απέλασης των άρθρων 27 και 28 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο υπό τις προϋποθέσεις των τελευταίων αυτών διατάξεων που θεσπίζουν αποκλειστικό, ενδεχομένως, τρόπο διοικητικής απομάκρυνσης πολιτών της Ε.Ε. από το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής;

4) Σε περίπτωση που η απάντηση επί του πρώτου και δεύτερου των προδικαστικών ερωτημάτων είναι είτε καταφατική είτε αρνητική, αντίκειται στην αρχή της αποτελεσματικότητας εθνική νομολογιακή πρακτική η οποία απαγορεύει στις διοικητικές αρχές και ακολούθως στα αρμόδια δικαστήρια, που επιλαμβάνονται της υπόθεσης, να εξετάζουν, στο πλαίσιο ανάκλησης βεβαίωσης εγγραφής πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή επιβολής μέτρου απομάκρυνσης από το κράτος μέλος υποδοχής λόγω της ισχύος σε βάρος του υπηκόου άλλου κράτους μέλους μέτρου απαγόρευσης εισόδου στο εν λόγω κράτος μέλος, το κατά πόσο τηρήθηκαν κατά την έκδοση της εν λόγω απόφασης απαγόρευσης εισόδου οι διαδικαστικές εγγυήσεις των διατάξεων των άρθρων 30 και 31 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ;

5) Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης επί του ανωτέρω ερωτήματος, συνάγεται από το άρθρο 32 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ υποχρέωση των αρμόδιων διοικητικών αρχών του κράτους μέλους να κοινοποιούν, σε κάθε περίπτωση, στον ενδιαφερόμενο υπήκοο άλλου κράτους μέλους την απόφαση απομάκρυνσής του σε γλώσσα την οποία κατανοεί, ώστε να δύναται λυσιτελώς να ασκήσει τα διαδικαστικά δικαιώματα που αντλούνται από τις εν λόγω διατάξεις της Οδηγίας, ανεξαρτήτως του αν υποβάλλεται σχετικό αίτημα από τον ίδιο;».

Μετά την απάντηση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα οριστεί αρμοδίως νέα δικάσιμος για την οριστική επίλυση της διαφοράς και θα κλητευθούν εκ νέου οι διάδικοι.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 15.10.2015 και στις 28.12.2015, με την κατά τη συζήτηση της υπόθεσης σύνθεση του Δικαστηρίου. Η απόφαση δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, στις 23.3.2016 με τη συμμετοχή του Πρωτοδίκη Δ.Δ. Ανδρέα Σιγούρου λόγω απουσίας του Πρωτοδίκη Δ.Δ. Αλέξανδρου Κελτιμλίδη με άδεια.

Η Πρόεδρος                                                                  Ο Γραμματέας



Θεωρήθηκε στις 23.3.2016

Ο Εισηγητής

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ-Τμήμα Α’- Αίτηση αναστολής – Απόφαση 175/2016 - Πράξη διοικητικού προσδιορισμού ΕΝ.Φ.Ι.Α

$
0
0

ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη

Αίτηση αναστολής – Πράξη διοικητικού προσδιορισμού ΕΝ.Φ.Ι.Α. – Το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τις 4003/2014 και 4646/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ, με τις οποίες διαπιστώθηκε και ακυρώθηκε η ..
παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στην επιβαλλόμενη από το άρθρο 41 παρ. 1 του ν. 1249/1982 έκδοση απόφασης αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της Χώρας και κρίνει ότι πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναστολής, κατά το μέρος που η άμεση εκτέλεση των προσβαλλόμενων πράξεων συνεπάγεται την λήψη μέτρων σε βάρος τριών ακινήτων ιδιοκτησίας της αιτούσας, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, το ένα αποτελεί την κύρια κατοικία της και η μίσθωση των λοιπών δύο αποτελεί τη βασική πηγή εσόδων της.

Απόφαση 175/2016

23/11/2016

ΤΟ

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

                             Τμήμα Α’



Συνήλθε στις 26 Μαΐου 2016 στο υπηρεσιακό γραφείο της Προέδρου του Τμήματος, με Δικαστή την Βασιλική Καψάλη, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και χωρίς τη σύμπραξη  γραμματέα,

για να κρίνει την αίτηση αναστολής με ημερομηνία κατάθεσης 13.4.2016,

της ………………………………, κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης (οδός………………………αρ…….),

κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται εν προκειμένω νομίμως από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.



 Η κρίση του Δικαστηρίου, ενόψει και των σχετικών διατάξεων, είναι η εξής :



1. Επειδή με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. σχετικά το ……………… ειδικό έντυπο παραβόλου), ζητείται η αναστολή εκτέλεσης α) της από ……….. και με αριθμό δήλωσης ………….. πράξης διοικητικού προσδιορισμού ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) της Δ.Ο.Υ. Καλαμαριάς, που αφορά τρία ακίνητα ιδιοκτησίας της αιτούσας και με την οποία προσδιορίσθηκε ο κύριος φόρος στο συνολικό ποσό των 3.960,99 ευρώ και ο συμπληρωματικός φόρος στο συνολικό ποσό  των 11.842,79 ευρώ και β) της ……………….. απόφασης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, με την οποία απορρίφθηκε ενδικοφανής προσφυγή της αιτούσας κατά της ανωτέρω πράξης. Κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου, η εν λόγω αναστολή αφορά ποσοστό 50% επί του συνολικά καταλογισθέντος με τις ανωτέρω πράξεις φόρου, δεδομένου ότι το υπόλοιπο ποσοστό 50% αναστέλλεται εκ του νόμου (άρθρο 63 παρ. 3 και 8 του ν.4174/2013), ζητείται δε έως την έκδοση οριστικής απόφασης επί της με ημερομηνία κατάθεσης …………… (με αρ. καταχωρ. …………), η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.

2. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής : Με την από ……………. και με αριθμό δήλωσης …………. πράξη διοικητικού προσδιορισμού ΕΝ.Φ.Ι.Α. της Δ.Ο.Υ. Καλαμαριάς προσδιορίσθηκε η αντικειμενική αξία τριών ακινήτων, ιδιοκτησίας της αιτούσας, ως εξής : α) ενός ακινήτου στην Καλαμαριά (οδός …….……….. αρ…) επιφάνειας 132,73 τ.μ. με βοηθητικό χώρο επιφάνειας 12 τ.μ., στο ποσό των 187.557,08 ευρώ, β) ενός ακινήτου στο Πανόραμα (οδός…………………αρ….) επιφάνειας 266,37 τ.μ. με βοηθητικό χώρο επιφάνειας 80,38 τ.μ. στο ποσό των 1.497.115,11 ευρώ και γ) ενός ακινήτου στην ίδια ως άνω διεύθυνση στο Πανόραμα επιφάνειας 84,61 τ.μ. στο ποσό των 139.606,50 ευρώ. Με τα δεδομένα αυτά, η ίδια Δ.Ο.Υ. προέβη με την προαναφερόμενη πράξη σε εκκαθάριση του ΕΝ.Φ.Ι.Α. και προσδιόρισε τον κύριο φόρο στο συνολικό ποσό των 3.960,99 ευρώ και το συμπληρωματικό φόρο στο συνολικό ποσό των 11.842,79 ευρώ. Κατά της εν λόγω πράξης διοικητικού προσδιορισμού ΕΝ.Φ.Ι.Α. η αιτούσα άσκησε την ………….. ενδικοφανή προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε με την ………….. απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, με την αιτιολογία ότι η αξία των ένδικων ακινήτων προσδιορίσθηκε με βάση τη δήλωση στοιχείων ακινήτων (Ε9) του έτους 2015, όπως αυτή υποβλήθηκε από την αιτούσα και, επομένως, η εκκαθάριση του ΕΝ.Φ.Ι.Α. έγινε νομίμως και σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία.

 3. Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη αίτηση, η αιτούσα ζητεί, σύμφωνα με τα άρθρα 200 και 202 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ– Ν. 2717/1999, Α’ 97), την αναστολή εκτέλεσης των ανωτέρω πράξεων, ισχυριζόμενη, καταρχάς, ότι η ασκηθείσα από αυτήν προσφυγή είναι προδήλως βάσιμη και, ως εκ τούτου, μετά βεβαιότητας θα ευδοκιμήσει. Και τούτο διότι, όπως διατείνεται, ο προσδιορισμός της τιμής ζώνης των δύο ακινήτων στο Πανόραμα βασίζεται στην αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών που ίσχυε κατά το έτος 2007, ενώ η Διοίκηση όφειλε να είχε προβεί σε αναπροσαρμογή αυτών, οι δε οικείες διατάξεις του ν.4223/2013 είναι αντισυνταγματικές, καθόσον μ’ αυτές επέρχεται υπέρμετρη δέσμευση της ιδιοκτησίας. Εξάλλου, ισχυρίζεται ότι από την άμεση εκτέλεση των εν λόγω πράξεων θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη, η οποία συνίσταται στον οικονομικό της κλονισμό, ενόψει του δυσθεώρητου ποσού των 15.311,98 ευρώ. Για τον λόγο δε αυτό, προβάλλει ότι η λήψη μέτρων σε βάρος των ακινήτων που περιγράφονται αναλυτικά τόσο στην πρώτη προσβαλλόμενη πράξη όσο και στην επισυναπτόμενη στην κρινόμενη αίτηση δήλωση περιουσιακής κατάστασης, θα της επιφέρει ανεπανόρθωτη οικονομική βλάβη, καθόσον τα ακίνητα αυτά αποτελούν τη βασική πηγή εισοδήματός της. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της προσκομίζει, μεταξύ άλλων : α) τη δήλωση περιουσιακής κατάστασης, την οποία επισυνάπτει στο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης και από την οποία προκύπτει ότι το εισόδημά της για το έτος 2013 ανήλθε συνολικά στο ποσό των 43.850,75 ευρώ, εκ του οποίου το ποσό των 31.319,05 ευρώ προήλθε από μίσθωση ακινήτων και για το έτος 2014 συνολικά στο ποσό των 36.499,29 ευρώ, εκ του οποίου το ποσό των 29.710,45 ευρώ προήλθε από μίσθωση ακινήτων, ότι έχει την πλήρη κυριότητα των τριών προαναφερόμενων ακινήτων, την αγοραία αξία των οποίων η ίδια εκτιμά στο συνολικό ποσό των 427.000 ευρώ και ότι διαθέτει καταθέσεις συνολικού ποσού 4.632,34 ευρώ σε ελληνικές Τράπεζες και β) έγγραφο εκτυπωμένο από το πληροφοριακό σύστημα “taxisnet.gr”, από το οποίο προκύπτει ότι στις................. προέβη σε ρύθμιση οφειλής 100 δόσεων, εκάστης ποσού των 1.118,30 ευρώ. Αντιθέτως, το καθού Ελληνικό Δημόσιο, με την από ………… έκθεση απόψεων του Προϊσταμένου του Αυτοτελούς Τμήματος Επανεξέτασης, Νομικής και Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, ζητεί την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης, προβάλλοντας, καταρχάς, ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις εκδόθηκαν νομίμως. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι η άμεση εκτέλεσή τους δεν θα επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη στην αιτούσα, δεδομένου ότι ποσοστό 50% του συνολικά καταλογισθέντος φόρου ανεστάλη εκ του νόμου, ενώ η ίδια διαθέτει ικανοποιητικά οικονομικά και περιουσιακά στοιχεία.

4. Επειδή, με την 4003/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας διαπιστώθηκε ότι υφίσταται παράνομη παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στην επιβαλλόμενη από το άρθρο 41 παρ. 1 του ν. 1249/1982 έκδοση απόφασης αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της Χώρας. Η παράλειψη αυτή συντελέστηκε με την πάροδο εύλογου χρόνου από την παρέλευση διετίας από την αναπροσαρμογή των τιμών του έτους 2007. Επιπλέον, με την 4646/2015 απόφαση της Ολομέλειας του ιδίου Δικαστηρίου ακυρώθηκε η ως άνω παράλειψη της Διοίκησης και ορίσθηκε χρόνος έναρξης της ουσιαστικής ισχύος της απόφασης που υποχρεούται να εκδώσει η Διοίκηση η 21η Μαΐου 2015. Ενόψει τούτου, και δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα ως άνω έγγραφα, βασική πηγή εισοδήματος της αιτούσας αποτελεί η μίσθωση των δύο ακινήτων της στο Πανόραμα, όπως αυτά περιγράφονται τόσο στην πρώτη προσβαλλόμενη πράξη όσο και στην συνημμένη δήλωση περιουσιακής κατάστασης, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναστολής, κατά το μέρος που η άμεση εκτέλεση των προσβαλλόμενων πράξεων συνεπάγεται την λήψη μέτρων σε βάρος των εν λόγω ακινήτων. Εξάλλου, το Δικαστήριο κρίνει ότι η βλάβη, η οποία θα προκληθεί στην αιτούσα από την λήψη κάποιου από τα αναφερόμενα στο άρθρο 202 παρ. 2 του ΚΔΔ μέτρα, σε σχέση με τα εμπράγματα δικαίωματά της επί του ακινήτου στην Καλαμαριά (οδός …………………..αρ…..), στο οποίο κατοικεί (όπως συνάγεται από τη διεύθυνση που αναγράφεται επί του κρινόμενου δικογράφου), παρίσταται ανεπανόρθωτη και, ως εκ τούτου, πρέπει να ανασταλεί η άμεση εκτέλεση των προσβαλλόμενων πράξεων και κατά το μέρος αυτό. Τέλος, πρέπει να αποδοθεί το ήμισυ (50 ευρώ) του καταβληθέντος παραβόλου στην αιτούσα, κατ’ άρθρο 277 παρ.9 εδ.γ’ του Κ.Δ.Δ.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ



Δέχεται εν μέρει την αίτηση.

Αναστέλλει την εκτέλεση  α) της από ................... και με αριθμό δήλωσης …………..πράξης διοικητικού προσδιορισμού ΕΝ.Φ.Ι.Α. της Δ.Ο.Υ. Καλαμαριάς και β) της ……………….. απόφασης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, κατά το μέρος που η άμεση εκτέλεση αυτών συνεπάγεται τη λήψη αναγκαστικών ή διοικητικών μέτρων σε βάρος των εξής ακινήτων, ιδιοκτησίας της αιτούσας : 1) ενός ακινήτου στην Καλαμαριά (οδός..……………αρ…) επιφάνειας 132,73 τ.μ. με βοηθητικό χώρο επιφάνειας 12 τ.μ., 2) ενός ακινήτου στο Πανόραμα (οδός……………….αρ....) επιφάνειας 266,37 τ.μ. με βοηθητικό χώρο επιφάνειας 80,38 τ.μ. και 3) ενός ακινήτου στην ίδια ως άνω διεύθυνση στο Πανόραμα επιφάνειας 84,61 τ.μ.

Διατάσσει την απόδοση στην αιτούσα του ημίσεως του καταβληθέντος παραβόλου (50 ευρώ) υπέρ του Δημοσίου.

Η απόφαση δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 26 Μαΐου 2016.


                               Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Τμήμα Α’ - Απόφαση 445/2016 - Αναγνωριστική αγωγή - Επίδομα - Ειδικό Νοσοκομειακό - Ειδική πρόσθετη αμοιβή του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975

Next: ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ Β΄ ΤΡΙΜΕΛΕΣ - Απόφαση 349/2016 - Αίτηση ακύρωσης - Αλλοδαποί - Αίτηση ανανέωσης άδειας διαμονής αλλοδαπού για άσκηση ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας -– Προθεσμία - Απορριπτική απόφαση του ΓΓΑΔ και επιβολή επιστροφής με προτεραιότητα στην οικειοθελή αναχώρηση με προθεσμία - Αίτηση θεραπείας κατά της απόφασης αυτής και απόρριψή της - Αίτηση ακύρωσης κατά της τελευταίας - πραγματικά περιστατικά
$
0
0

ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη

 Αναγνωριστική αγωγή - Επίδομα - Ειδικό Νοσοκομειακό - Ειδική πρόσθετη αμοιβή του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 - Η πρόσθετη αμοιβή, η οποία έχει χαρακτήρα κινήτρου προσέλκυσης, καταργήθηκε δυνάμει του συνταγματικώς ανεκτού άρθρου 10 παρ. 4 του ν. 2470/1997, εφόσον δεν...
προβλέφθηκε ρητά η διατήρησή της - Ούτε ο ν. 3205/2003 προβλέπει τη διατήρηση τέτοιας αμοιβής για το προσωπικό των νοσηλευτικών ιδρυμάτων - Αρχή της ισότητας - Δεν αποτελεί δυσμενή διάκριση εις βάρος τους αφού καταργήθηκαν με αυτόν όλες οι αμοιβές των υπαλλήλων που υπάγονται στις διατάξεις του νόμου αυτού, ανεξαιρέτως, οι οποίες θεσπίστηκαν ως κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής εργαζομένων στην υπηρεσία-Απορρίπτει την αγωγή.

Απόφαση 445/2016

12/07/2016



ΤΟ

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Τμήμα Α’




Συνεδρίασε δημοσίως στο ακροατήριό του στις 2 Δεκεμβρίου 2015, με Δικαστή τη Βασιλική Καψάλη, Πρωτοδίκη Δ.Δ., και γραμματέα την Γεσθημανή Μουρατίδου, δικαστική υπάλληλο,

για   να δικάσει την αγωγή με ημερομηνία κατάθεσης 29.12.2006,

των 1) …… , κατοίκου…. (οδός …), 2)…… , κατοίκου …(οδός… ), 3) ……., κατοίκου … (οδός ….), 4) ……., κατοίκου …(οδός… ), 5)…… , κατοίκου …(οδός…) , 6)….. , κατοίκου …(οδός ….), 7)…… , κατοίκου… (οδός……. ), 8)….. , κατοίκου …(οδός….. ), 9) ……, κατοίκου… (οδός…….. ), 10) …….., κατοίκου …(οδός …), 11)…… , κατοίκου….( οδός … ), 12)……. , κατοίκου …(οδός….), 13)….. , κατοίκου…. (οδός…. ), 14) ……, κατοίκου… (οδός…… ), 15)….. , κατοίκου ….(οδός… ), 16) ……, κατοίκου…. (οδός ….), 17)…… , κατοίκου…. (οδός …), 18)….. , κατοίκου ….(οδός …..), 19) ……., κατοίκου … (οδός ….), 20) ….., κατοίκου …(οδός….. ), 21)…….. , κατοίκου…(οδός…. ), 22)…… , κατοίκου …(οδός ……), 23) ……., κατοίκου… (οδός………  ), 24)………. , κατοίκου… (οδός…… ), 25)….. , κατοίκου ….(οδός…… ), 26)……… , κατοίκου …(οδός……. ), 27) …., κατοίκου ….(οδός….. ), 28)……. , κατοίκου ….(οδός ….), 29)…… , κατοίκου… (οδός… ), 30)….. , κατοίκου ….(οδός……. ), 31) ….., κατοίκου …(οδός…. ), 32)….. , κατοίκου… (οδός……. ), 33)……, κατοίκου… (οδός….. ), 34) …, κατοίκου …(οδός……. ), 35) ….., κατοίκου… (οδός …), 36)….. , κατοίκου …(οδός … ), 37) …..,κατοίκου ….(οδός αρ… ), 38) ……, (οδός … ), 39)……., κατοίκου…. (οδός … ), 40)……, κατοίκου ….(οδός …), 41)……, κατοίκου… (οδός … ), 42)….., κατοίκου …(οδός … ), 43)………,  κατοίκου (οδός … ), 44)…….,  κατοίκου… (οδός … ), 45)………,  κατοίκου… (οδός … ), 46)………., κατοίκου… (οδός … ), 47) ……., κατοίκου … (οδός … ), 48)…….., κατοίκου … (οδός …), 49)…. , κατοίκου … (οδός …), 50) …., κατοίκου  (οδός…), 51) …., κατοίκου … (οδός …), 52)….., κατοίκου … (οδός …), 53)……, κατοίκου … (οδός …) και 54)…….., κατοίκου… (οδός ….), οι οποίοι λογίζεται ότι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Αλέξανδρου Κατσάνου, με την με ημερομηνία κατάθεσης 1.2.2015 δήλωση (άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως ισχύει),

κατά  του ν.π.δ.δ με την επωνυμία «Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ», το οποίο εκπροσωπείται νομίμως από το Διοικητή του και λογίζεται ότι παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Αναστασίας Σκουλά, με την με ημερομηνία κατάθεσης 1.12.2015 δήλωση (άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως ισχύει).



Η κρίση του Δικαστηρίου είναι η εξής :



1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, οι ενάγοντες, μόνιμοι υπάλληλοι του εναγομένου Νοσοκομείου, ζητούν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει, νομιμοτόκως, το ποσά των 8.932 ευρώ και 7.815,50 ευρώ, αντιστοίχως, στην 40ηκαι 46ηεξ αυτών και το ποσό των 11.165 ευρώ στον καθέναν από τους λοιπούς. Τα ποσά αυτά αντιστοιχούν, κατά τους ισχυρισμούς τους, σε διαφορά αποδοχών, λόγω της μη καταβολής της προβλεπόμενης από το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 ειδικής αμοιβής, κατά την χρονική περίοδο από 1.1.2002 έως 31.12.2006, όσον αφορά δε την 40ηενάγουσα, από 1.1.2003 έως 31.12.2006 και όσον αφορά την 46ηενάγουσα, από 1.7.2003 έως 31.12.2006.

2. Επειδή, το δικόγραφο της κρινόμενης προσφυγής υπογράφει μόνον η δικηγόρος Αφροδίτη-Σοφία Γεωργιάδου. Όπως, όμως, προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίασης του Δικαστηρίου της παρούσας δικασίμου, οι 2η, 11η, 21η, 28η , 32η, 33η, 34η, 35η, 36η, 37η, 40η, 42η, 45η, 47ηκαι 53ητων εναγόντων δεν παρέστησαν στο ακροατήριο, προκειμένου να νομιμοποιήσουν (δήλωση έγκρισης άσκησης της αγωγής) την ανωτέρω δικηγόρο που υπέγραψε το δικόγραφο της αγωγής, είτε άλλον δικηγόρο. Εξάλλου, από τα στοιχεία της δικογραφίας  δεν προκύπτει ότι κατατέθηκαν έγγραφα, με τα οποία να παρέχεται από τους ανωτέρω ενάγοντες πληρεξουσιότητα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 28 και 30 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, στην ως άνω υπογράφουσα δικηγόρο. Ως εκ τούτου, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως προς τους ως άνω ενάγοντες ως απαράδεκτη, για τον αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο λόγο ότι δεν νομιμοποιήθηκε ως προς αυτούς η δικηγόρος που υπέγραψε το δικόγραφο αυτής. Κατά τα λοιπά, η κρινόμενη αγωγή ασκείται παραδεκτώς και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω στην ουσία.

3. Επειδή, στο άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 (ΦΕΚ Α΄ 228) ορίζεται ότι: «Από 1ης Ιανουαρίου 1976 εις το απασχολούμενον προσωπικόν των Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων Ν.Δ. 2592/1953 επί οκτάωρον ημερησίως καταβάλλεται αμοιβή διά μίαν ώραν ημερησίως υπολογιζομένη κατά τας διατάξεις του εδαφίου (γ) της παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν.Δ. 4548/1966 και από 1.1.1977 αμοιβή διά δύο ώρας ημερησίως».

4. Επειδή, με την 10/2005 απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου κρίθηκε ότι «(…) η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται ως κίνητρο για την προσέλκυση μισθωτών σε θέσεις προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, ενόψει της εξαιρετικά επίπονης εργασίας και του μικρού ύψους των αποδοχών, όπως αναφέρεται και στην εισηγητική έκθεση του ως άνω νόμου. Η αμοιβή αυτή δεν αποτελεί αντάλλαγμα για απασχόληση πέραν του νομίμου ωραρίου, αλλά αποτελεί τμήμα των νομίμων αποδοχών του προσωπικού, το οποίο κατά την έναρξη ισχύος του ν. 201/1975 είχε νόμιμη υποχρέωση παροχής οκτάωρης ημερήσιας απασχόλησης. Η μεταγενέστερη διά νόμου μείωση του νόμιμου ωραρίου εργασίας δεν συνεπάγεται την κατάργηση ή τη μείωση της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής, διότι η οκτάωρη ημερήσια απασχόληση προβλέπεται από το νόμο για τον προσδιορισμό των εργαζομένων που δικαιούνται της αμοιβής και όχι ως ουσιαστική προϋπόθεση απαραίτητη για την εκάστοτε καταβολή αυτής. Επομένως, της πρόσθετης αυτής αμοιβής δικαιούνται όσοι απασχολούνται κατά πλήρες ωράριο σε θέσεις προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, το οποίο, κατά τον κρίσιμο χρόνο της έναρξης της ισχύος του ν. 201/1975, είχε υποχρέωση οκτάωρης ημερήσιας απασχόλησης. Η αμοιβή αυτή, λόγω της φύσεώς της ως μέρους των νομίμων αποδοχών των ανωτέρω κατηγοριών εργαζομένων δεν αποτελεί επίδομα και για το λόγο αυτό δεν καταργήθηκε με το άρθρο 19 του ν. 1505/1984, το οποίο αφορά τα ρητώς κατονομαζόμενα επιδόματα, μεταξύ των οποίων και το ειδικό νοσοκομειακό επίδομα του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 201/1975 (…)».

5. Επειδή, στο άρθρο 8 του ν. 2470/1997 «Αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες  συναφείς διατάξεις» ( ΦΕΚ Α΄ 40 ), οι διατάξεις του οποίου, σύμφωνα με το άρθρο 33 αυτού, άρχισαν να ισχύουν από 1-1-1997, ορίζεται ότι : «Πέρα από το βασικό μισθό του κάθε μισθολογικού κλιμακίου, όπως αυτός ορίζεται στο προηγούμενο άρθρο, χορηγούνται και τα εξής τακτικά επιδόματα, κατά μήνα: 1, (…) 7. Νοσοκομειακό Επίδομα για το προσωπικό των νοσοκομείων και θεραπευτηρίων της χώρας, καθώς και του Εθνικού Κέντρου ΄Αμεσης Βοήθειας (Ε.Κ.Α.Β.), οριζόμενο ως εξής : (…)», ενώ στο άρθρο 10 παρ. 1 και 4 του ίδιου νόμου ότι: «1. Διατηρούνται στο ύψος που έχουν διαμορφωθεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, πέρα από τα προβλεπόμενα στο προηγούμενο άρθρο και τα εξής επιδόματα και παροχές: (…) 4. Πέραν των ως άνω διατηρούμενων επιδομάτων και παροχών, όλα τα λοιπά επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους υπαλλήλους που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος, κατά την έναρξη της ισχύος του, με οποιαδήποτε ονομασία και από οποιαδήποτε πηγή, περιλαμβανομένων και εκείνων που χορηγήθηκαν με μορφή κινήτρου παραγωγικότητας ή αποδοτικότητας, καθώς και παροχές για κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής καταργούνται, εφόσον δεν προβλέπεται ρητά η χορήγησή τους από τις διατάξεις του παρόντος». Εξάλλου, στο άρθρο 31 του ίδιου νόμου ορίστηκε ότι: «Από την έναρξη της ισχύος του παρόντος καταργούνται: α. Τα άρθρα 1 έως και 27 του ν. 1505/1984 (Α΄ 194) β. (…) η. Κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη κατά το μέρος που αντίκειται στις διατάξεις του νόμου αυτού ή κατά το μέρος που ρυθμίζει θέματα που διέπονται από αυτόν.». Περαιτέρω, και στο άρθρο 8 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ Α΄ 297), ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1-1-2004, ορίσθηκαν τα χορηγούμενα κατά μήνα επιδόματα των υπαλλήλων του Δημοσίου, μεταξύ δε των επιδομάτων αυτών καθιερώθηκε και επίδομα «Νοσοκομειακό και τροφής, για το προσωπικό των Νοσοκομείων των Μονάδων Κοινωνικής Φροντίδας της χώρας, του Εθνικού Κέντρου ΄Αμεσης Βοήθειας (ΕΚΑΒ), των  Κέντρων Ψυχικής Υγείας», οριζόμενο σε διαφορετικά ποσά ανά κατηγορία προσωπικού νοσηλευτικών υπηρεσιών. Επίσης, με το άρθρο 8 παρ. 3 του ίδιου ν. 3205/2003 ορίστηκε ότι: « (…) 3. Πέραν των επιδομάτων και παροχών του παρόντος άρθρου, όλα τα λοιπά επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους υπαλλήλους που εμπίπτουν στις διατάξεις του Μέρους Α του νόμου αυτού, κατά την έναρξη της ισχύος του, με οποιαδήποτε ονομασία και από οποιαδήποτε πηγή, καταργούνται εφόσον δεν προβλέπεται ρητά η χορήγησή τους από τις διατάξεις του νόμου αυτού (…)», ενώ, με το άρθρο 28 του ως άνω νόμου ορίστηκε ότι: «Από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται: 1. Τα άρθρα 1 έως και 27 και 29 έως και 33 του ν. 2470/1997 (ΦΕΚ Α΄ 40) με εξαίρεση την παράγραφο 2 του άρθρου 16 του ίδιου νόμου. 2. (…) 9. Κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη κατά το μέρος που αντίκειται στις διατάξεις του Μέρους Α του νόμου αυτού ή κατά το μέρος που ρυθμίζει θέματα που διέπονται από αυτό.». Τέλος, στο άρθρο 9 παρ. 6 του ν. 3670/2008 (ΦΕΚ Α΄ 117), με έναρξη ισχύος κατά το άρθρο 15 αυτού από τη δημοσίευσή του (20-6-2008), ορίσθηκε ότι: «Η παράγραφος 3 του άρθρου 2 του ν. 201/1975 (Α΄ 228) καταργείται.».

6. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η πρόσθετη αμοιβή του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975, η οποία θεσπίστηκε ως κίνητρο προσέλκυσης προσωπικού σε νοσηλευτικά ιδρύματα, καταργήθηκε από την έναρξη ισχύος του ν. 2470/1997, ήτοι από 1.1.1997, εφόσον δεν προβλέφθηκε η διατήρησή της από τις διατάξεις του νόμου αυτού. Η κατάργηση δε αυτή δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, διότι με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 10 παρ. 4 του ν. 2470/1997 καταργήθηκαν όλες οι αμοιβές των υπαλλήλων που υπάγονται στις διατάξεις του νόμου αυτού, ανεξαιρέτως, οι οποίες θεσπίστηκαν ως κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής, όπως η επίδικη αμοιβή και, συνεπώς, δεν έγινε δυσμενής διάκριση μεταξύ των ανηκόντων στο προσωπικό των νοσηλευτικών ιδρυμάτων αναλόγως του χρόνου πρόσληψης αυτών. Εξάλλου, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν καταργήθηκε, με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 2470/1997, η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 επίδικη πρόσθετη αμοιβή από τη μεταγενέστερη ρητή κατάργηση της τελευταίας αυτής διάταξης με την παρ. 6 του άρθρου 9 του ν. 3670/2008, διότι, όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, τούτο έγινε για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ήτοι για το λόγο ότι η ανωτέρω ρητά καταργούμενη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 3205/2003, με την παρ. 1 του οποίου είχαν καταργηθεί, μεταξύ άλλων, και οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 2470/1997 (βλ. ΣτΕ 4036/2015, 2509/2014, 1090/2012, 655/2012, 152/2009, 3151/2008 επταμ.). Ειδικότερα, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι με τις ως άνω ρυθμίσεις (τόσο του ν. 2470/1997 όσο και του ν. 3205/2003) του μισθολογίου, των μισθολογικών κλιμακίων και των επιδομάτων των τακτικών δημοσίων υπαλλήλων, στους οποίους ανήκουν και οι εργαζόμενοι των νοσηλευτικών Ιδρυμάτων, ο νομοθέτης απέβλεψε στην καθιέρωση ενιαίας μισθολογικής μεταχείρισης. Προς τον σκοπό δε αυτό προέβλεψε τη διατήρηση ορισμένων περιοριστικά αναφερόμενων επιδομάτων και παροχών, ενώ προέβη στη κατάργηση όλων των λοιπών παροχών που καταβάλλονταν στους υπαλλήλους της δημόσιας διοίκησης με τη μορφή επιδομάτων, αμοιβών ή αποζημιώσεων, ανεξάρτητα από την ονομασία τους και από την πηγή προέλευσής τους, ήτοι ακόμη και εκείνων που χορηγούνταν με τη μορφή κινήτρου παραγωγικότητας ή αποδοτικότητας, καθώς και παροχών που είχαν θεσπιστεί ως κίνητρο για την προσέλκυση και παραμονή εργαζομένων στις υπηρεσίες του ευρύτερου δημόσιου τομέα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη λειτουργία των υπηρεσιών του.

7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα : Οι ενάγοντες, μόνιμοι υπάλληλοι του εναγόμενου Νοσοκομείου, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα από 1.1.2002 έως 31.12.2006 και, όσον αφορά την 46ηενάγουσα, από 1.7.2003 έως 31.12.2006 (βλ. σχετικά τις οικείες βεβαιώσεις του Διοικητικού Διευθυντή του εναγομένου Νοσοκομείου), παρείχαν τις υπηρεσίες τους χωρίς να λάβουν την προβλεπόμενη από την παρ. 3 του άρθρου 2 του ν.201/1975 ειδική αμοιβή. Ήδη, με την κρινόμενη αγωγή τους, όπως αυτή αναπτύσσεται με το νομίμως κατατεθέν υπόμνημά τους, υποστηρίζουν ότι η προβλεπόμενη από την παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 201/1975 αμοιβή, η οποία θεσπίσθηκε ως κίνητρο για την προσέλκυση προσωπικού στα νοσηλευτικά ιδρύματα, προκειμένου να διασφαλισθεί η συνεχής και απρόσκοπτη λειτουργία τους επί 24ώρου βάσης με διαδοχικές βάρδιες εργαζομένων, δεν αποτελεί αντάλλαγμα για την απασχόληση του προσωπικού πέρα από το κανονικό ωράριο εργασίας, αλλά τμήμα των νομίμων αποδοχών τους και ως εκ τούτου δεν επηρεάζεται από το χρόνο πρόσληψης του προσωπικού ή από τη μείωση του νομίμου ωραρίου εργασίας που έγινε μετά την ισχύ του ν. 201/1975. Προσθέτουν επίσης, ότι την εν λόγω αμοιβή δικαιούνται και μετά την ισχύ των διατάξεων του ν. 2470/1997 και δεν αντικαταστάθηκε από το προβλεπόμενο στο νόμο αυτό νοσοκομειακό επίδομα. Για τους λόγους αυτούς, ζητούν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει το ποσό των 11.165 ευρώ σε καθέναν από αυτούς και στην 46ηενάγουσα το ποσό των 7.815,50 ευρώ, ως πρόσθετη αμοιβή του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 έως 31.12.2006 και για την 46ηενάγουσα από 1.7.2003 έως 31.12.2006, νομιμοτόκως μέχρι την εξόφληση. Αντιθέτως, το εναγόμενο Νοσοκομείο ζητεί την απόρριψη της κρινόμενης αγωγής, προβάλλοντας ότι η ένδικη πρόσθετη παροχή εφόσον δεν προβλέπεται ρητά ότι διατηρείται έχει ήδη καταργηθεί με το άρθρο 10 του ν. 2470/1997.

8. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη (σκέψεις 3η, 4η, 5ηκαι 6η), το Δικαστήριο κρίνει ότι η πρόσθετη αμοιβή του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975, η οποία έχει χαρακτήρα κινήτρου προσέλκυσης, καταργήθηκε δυνάμει του συνταγματικώς ανεκτού άρθρου 10 παρ. 4 του ν. 2470/1997, εφόσον δεν προβλέπεται ρητά η διατήρησή της, ενώ εξάλλου, ούτε ο ν. 3205/2003 προβλέπει τη διατήρηση τέτοιας αμοιβής για το προσωπικό των νοσηλευτικών ιδρυμάτων (βλ. ΣτΕ 4036/2015, 2509/2014, 1090/2012, 655/2012, 152/2009, 3151/2008 επταμ.). Ως εκ τούτου, οι ενάγοντες δεν δικαιούνται την παροχή του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 για το κρίσιμο διάστημα, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών τους.

9. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς τους 2η, 11η, 21η, 28η , 32η, 33η, 34η, 35η, 36η, 37η, 40η, 42η, 45η, 47ηκαι 53η  ενάγοντες και ως αβάσιμη ως προς τους λοιπούς. Κατ’ εκτίμηση δε των περιστάσεων και, ειδικότερα, λόγω της εύλογης αμφιβολίας των εναγόντων ως προς την έκβαση της δίκης, πρέπει να απαλλαγούν αυτοί, αν και ηττώμενοι διάδικοι, από την καταβολή των δικαστικών εξόδων του εναγομένου Νοσοκομείου, σύμφωνα με το άρθρο 275 παρ.1 εδ.ε’ του Κ.Δ.Δ.



ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ



Απορρίπτει ως απαράδεκτη την αγωγή ως προς τους 2η, 11η, 21η, 28η , 32η, 33η, 34η, 35η, 36η, 37η, 40η, 42η, 45η, 47ηκαι 53η  ενάγοντες.

Απορρίπτει ως αβάσιμη την αγωγή ως προς τους λοιπούς ενάγοντες.

Απαλλάσσει τους ενάγοντες από τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου Νοσοκομείου.

Η απόφαση δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού στις 2 Φεβρουαρίου 2016.




Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ Β΄ ΤΡΙΜΕΛΕΣ - Απόφαση 349/2016 - Αίτηση ακύρωσης - Αλλοδαποί - Αίτηση ανανέωσης άδειας διαμονής αλλοδαπού για άσκηση ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας -– Προθεσμία - Απορριπτική απόφαση του ΓΓΑΔ και επιβολή επιστροφής με προτεραιότητα στην οικειοθελή αναχώρηση με προθεσμία - Αίτηση θεραπείας κατά της απόφασης αυτής και απόρριψή της - Αίτηση ακύρωσης κατά της τελευταίας - πραγματικά περιστατικά

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Αίτηση ακύρωσης - Αλλοδαποί - Αίτηση ανανέωσης άδειας διαμονής αλλοδαπού για άσκηση ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας -– Προθεσμία - Απορριπτική απόφαση του ΓΓΑΔ και επιβολή επιστροφής με προτεραιότητα στην οικειοθελή..αναχώρηση με προθεσμία - Αίτηση θεραπείας κατά της απόφασης αυτής και απόρριψή της - Αίτηση ακύρωσης κατά της τελευταίας - πραγματικά περιστατικά -Εκπρόθεσμη αίτηση για ανανέωση άδειας διαμονής, μπορεί να κατατεθεί μέχρι και ένα μήνα από τη λήξη της ενώ περαιτέρω εκπρόθεσμες αιτήσεις απορρίπτονται, εκτός εάν συντρέχουν, αποδεδειγμένως, λόγοι ανωτέρας βίας - Για την αναστολή ανατρεπτικής προθεσμίας εξαιτίας λόγων ανωτέρας βίας και για όσο χρόνο διαρκούν, αρκεί η συνδρομή αυτών ακόμη και την τελευταία ημέρα της προθεσμίας - Επίκληση από την αιτούσα λόγων ανωτέρας βίας μεταγενέστερου χρονικού διαστήματος από το κρίσιμο – απόρριψη του αιτήματος ως εκπρόθεσμο και καταχρηστικό - Συμφωνία Σύνδεσης ΕΟΚ-Τουρκίας – η έννοια του «εργαζόμενου» σύμφωνα με το άρθρο 6 της 1/80 απόφασης του Συμβουλίου Σύνδεσης και προϋπόθεση αυτής η εργασία με σχέση εξαρτήσεως - Άρθρο 6 παρ. 1 της Οδηγίας 2008/115 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και τις διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών - Τα κράτη μέλη άπαξ και διαπιστώσουν ότι υπήκοος τρίτης χώρας παραμένει παρανόμως στην επικράτειά τους έχουν, κατ’ αρχήν, υποχρέωση να εκδώσουν πράξη επιστροφής στη χώρα του ή στη χώρα από την οποία προήλθε - Απορρίπτει την αίτηση.


Απόφαση 349/2016
11/07/2016

ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
ΤΡΙΜΕΛΕΣ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Ιουνίου 2014, με την εξής σύνθεση: Ιωάννα Λαμπίρη Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ., Αλέξανδρος Κελτιμλίδης Πρωτοδίκης Δ.Δ. και Στέργιος Κοφίνης Πάρεδρος Δ.Δ.. Ως Γραμματέας συμμετείχε ο δικαστικός υπάλληλος Μιχαήλ Κοτανίδης.

Για να δικάσει την αίτηση ακύρωσης με ημερομηνία κατάθεσης 13.12.2012

Της ......................  του ......................., κατοίκου .........................-........................ Τουρκίας (............................. .......), η οποία παρέστη μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου Ελισάβετ Καραγεωργίου,

κατά του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και ήδη Εσωτερικών, ο οποίος παρέστη δια του εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου Αθανασίου Τρυψάνη.

Με την υπό κρίση αίτηση ζητείται να ακυρωθεί ..................../21.6.2012 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, κατά την οποία η υπόθεση συζητήθηκε χωρίς να αναγνωστεί η έκθεση της εισηγήτριας Ιωάννας Λαμπίρη, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του Δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα,

Σκέφτηκε κατά το νόμο:

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, κατά την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα σειράς Α΄ ....................... και ....................../13.12.2012 ειδικά έντυπα παραβόλου), η αιτούσα ζητεί να ακυρωθεί η .............../................/21.6.2012 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης, πράξη με την οποία απορρίφθηκε αίτημά της για την ανανέωση της άδειας διαμονής της, επιβλήθηκε δε σε βάρος της το μέτρο της επιστροφής με προτεραιότητα στην οικειοθελή αναχώρηση εντός προθεσμίας 30 ημερών από 18.8.2012. Δεδομένου, όμως, ότι κατά της πράξης αυτής της Διοίκησης η αιτούσα άσκησε, στις 18.9.2012, αίτηση θεραπείας και εκδόθηκε η ............/................/5.10.2012 απόφαση του ίδιου Γενικού Γραμματέα, με την οποία απορρίφθηκε, μετά από νέα κατ’ ουσία έρευνα της υποθέσεως, η ασκηθείσα -πριν την κατάθεση του ένδικου μέσου στις 13.12.2012- ................../18.9.2012 αίτηση θεραπείας της ήδη αιτούσας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατ’ ορθή ερμηνεία του δικογράφου, η κρινόμενη αίτηση παραδεκτώς στρέφεται κατά της τελευταίας πράξης της διοίκησης (............/............../5.10.2012 απόφασης του Γ.Γ.Α.Δ. Μακεδονίας-Θράκης). Εφόσον συντρέχουν, κατά τα λοιπά, οι διαδικαστικές προϋποθέσεις, η αίτηση ακύρωσης είναι τυπικώς δεκτή και περαιτέρω εξεταστέα.

2. Επειδή, ο ν. 3386/2005 «Είσοδος, διαμονή και κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια» (Α΄ 212) ορίζει στο άρθρο 11, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 3536/2007 (Α΄ 42/23.2.2007), ότι: «1. Ο υπήκοος τρίτης χώρας που αιτείται τη χορήγηση άδειας διαμονής στην Ελλάδα, για έναν από τους λόγους του νόμου αυτού, οφείλει, μετά την είσοδο του στη Χώρα και πριν από τη λήξη της θεώρησης εισόδου, εκτός αν από τις διατάξεις του παρόντος ορίζεται διαφορετικά, να υποβάλει αίτηση για τη χορήγησή της. Για την ανανέωση της άδειας διαμονής, ο υπήκοος τρίτης χώρας οφείλει, μέσα σε χρονικό διάστημα δύο μηνών πριν από τη λήξη της άδειας διαμονής, να υποβάλει σχετική αίτηση. Εκπρόθεσμες αιτήσεις για ανανέωση άδειας διαμονής, μπορούν να κατατεθούν μέχρι και ένα μήνα από τη λήξη της. … . Μετά την πάροδο μηνός από τη λήξη της άδειας διαμονής δεν είναι δυνατή η κατάθεση σχετικής αίτησης. Αρμόδια για την εξέταση της αίτησης είναι η Υπηρεσία Αλλοδαπών της Περιφέρειας που λειτουργεί στο νομό του τόπου κατοικίας ή διαμονής του. … .» και στο άρθρο 12, όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ.2 του άρθρου 4 του ν.3536/2007, ότι «Εκπρόθεσμες αιτήσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 11, απορρίπτονται, εκτός εάν συντρέχουν, αποδεδειγμένως, λόγοι ανωτέρας βίας.». Κατά γενική αρχή του δικαίου, ανωτέρα βία, συνεπαγόμενη την αναστολή των προβλεπόμενων από τον νόμο ανατρεπτικών προθεσμιών για όσο χρόνο αυτή διαρκεί, συνιστά κάθε γεγονός απρόβλεπτο, το οποίο στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με άκρα σύνεση και επιμέλεια, συνεπεία δε αυτού ο ενδιαφερόμενος τελεί σε πραγματική αδυναμία να επιμεληθεί των υποθέσεών του είτε αυτοπροσώπως είτε δια τρίτου προσώπου (ΣΕ 1452/2015 7μ., 689/2014, 2634/2013, 239/2003 κ.ά.).

3. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου προκύπτει ότι η αιτούσα, γεννηθείσα στις ......................, υπήκοος Τουρκίας, υπέβαλε στις 9.12.2011 αίτηση ανανέωσης της άδειας διαμονής της για άσκηση ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας, η οποία απορρίφθηκε με την ................./................./21.6.2012 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης με την αιτιολογία ότι, αν και η τελευταία άδεια διαμονής της αιτούσας έληξε στις 30.6.2011, επικαλέστηκε (η αιτούσα) λόγους ανωτέρας βίας αναγόμενους στο μεταγενέστερο της 27ης.7.2011 χρονικό διάστημα (δηλ. από 28.7.2011 έως 9.12.2011), ως εκ τούτου το αίτημά της παρίσταται εκπρόθεσμο και καταχρηστικό. Η ................./18.9.2012 αίτηση θεραπείας απορρίφθηκε με την αναφερόμενη στην πρώτη σκέψη ως μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη (............../................../5.10.2012 απόφαση του Γ.Γ.Α.Δ. Μακεδονίας-Θράκης) με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε συνδρομή λόγων ανώτερης βίας για το χρονικό διάστημα από 1.7.2011 έως 27.7.2011, ενώ με το χρονολογικώς τελευταίο ιατρικό πιστοποιητικό απλώς προτείνεται ξεκούραση καθώς η αιτούσα πάσχει από χρόνια βρογχίτιδα.

4. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση και το δικόγραφο προσθέτων λόγων, που νομίμως επιδόθηκε στον καθ’ ου Υπουργό (σχετ. η ................Δ΄/14.3.2014 έκθεση της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Ευθυμίας Χαλκιαδάκη-Μαργαρίτη), η αιτούσα προβάλλει ότι δεν κλήθηκε σε ακρόαση προηγούμενη της έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης, λόγος που πρέπει να απορριφθεί προεχόντως διότι με την αίτηση θεραπείας, κατόπιν της οποίας εκδόθηκε η –κατά τα εκτεθέντα στην πρώτη σκέψη- μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη, έθεσε (η αιτούσα) υπόψη της Διοίκησης όσα περιστατικά την εμπόδισαν, κατά την άποψη της, στην εντός των νομίμων προθεσμιών υποβολή του επίδικου αιτήματός της. Περαιτέρω, η αιτούσα ισχυρίζεται ότι κατείχε αρχικώς προσωρινή άδεια διαμονής ισχύος από 12.9.2001 έως 13.3.2002 και στη συνέχεια άδεια διαμονής στην ελληνική επικράτεια με σκοπό την άσκηση ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας για το από 1.7.2003 έως 30.6.2005 χρονικό διάστημα, διαρκώς ανανεούμενη έως 30.6.2011 με τον ίδιο σκοπό (προσκομίζει μετ’ επικλήσεως την ............../12.9.2001 ΠΑΠ και τις GR ................, ............................. και ....................... άδειες διαμονής), ότι από το Νοέμβριο του 2003 δραστηριοποιείται στο χώρο της κλωστοϋφαντουργίας (εμπορική αντιπροσωπεία και μεσιτεία πώλησης κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων), ότι μετά τον περιορισμό άσκησης της δραστηριότητάς της εντός των ορίων του νομού Θεσσαλονίκης, με την ................../22.11.2007 απόφαση του Γ.Γ. Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, συνέστησε επιχείρηση (υπό την επωνυμία .........................) με όμοιο αντικείμενο στην Ελβετία και ότι περί τα τέλη Ιουνίου 2011 επέκτεινε την επιχειρηματικότητά της και στη γενέτειρά της την Τουρκία, επικαλείται δε το άρθρο 6 παρ. 1 της 1/80 απόφασης του Συμβουλίου Σύνδεσης ΕΟΚ-Τουρκίας, σύμφωνα με το οποίο ο Τούρκος εργαζόμενος, που είναι νόμιμα ενταγμένος στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους-μέλους, έχει ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε έμμισθη δραστηριότητα της επιλογής του εντός αυτού του κράτους μέλους με την προϋπόθεση ότι έχει απασχοληθεί νομίμως επί 4 έτη και προβάλλει ότι, με την απόρριψη από το Γ.Γ.Α.Δ. Μακεδονίας-Θράκης του από 9.12.2011 αιτήματός της ως εκπρόθεσμου, πλήττεται το δικαίωμα που έλκει ευθέως από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της 1/80 απόφασης του Συμβουλίου Σύνδεσης ΕΟΚ-Τουρκίας.

5. Επειδή, αντικείμενο της Συμφωνίας Σύνδεσης ΕΟΚ-Τουρκίας, η οποία υπογράφηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1963, στην Άγκυρα, από την Τουρκική Δημοκρατία, αφενός, και από τα κράτη μέλη της ΕΟΚ και την Κοινότητα, αφετέρου, και η οποία συνάφθηκε, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1963, είναι, σύμφωνα με το άρθρο της 2 παρ. 1, η προαγωγή της συνεχούς και ισόρροπης ενίσχυσης των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, όσον αφορά επίσης το εργατικό δυναμικό, με τη σταδιακή πραγμάτωση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων (άρθρο 12 της Συμφωνίας Σύνδεσης) και με την κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκατάστασης (άρθρο 13 της εν λόγω Συμφωνίας) και στην ελευθερία παροχής υπηρεσιών (άρθρο 14 της ίδιας Συμφωνίας), ώστε να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο του τουρκικού λαού και να διευκολυνθεί μεταγενέστερα η προσχώρηση της Δημοκρατίας της Τουρκίας στην Κοινότητα (τέταρτη αιτιολογική σκέψη και άρθρο 28 της συμφωνίας αυτής). Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το γράμμα αφενός του άρθρου 12 της Συμφωνίας Συνδέσεως, αφετέρου δε του άρθρου 36 του προσθέτου πρωτοκόλλου, το οποίο υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 23 Νοεμβρίου 1970 και συνάφθηκε, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2760/72 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972, καθώς και από τον σκοπό της αποφάσεως 1/80, συνάγεται ότι οι αρχές που γίνονται δεκτές στο πλαίσιο των άρθρων 48 και 49 της Συνθήκης ΕΚ (κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρων 39 ΕΚ και 40 ΕΚ, ήδη άρθρα 45 και 46 ΣΛΕΕ) και 50 της Συνθήκης ΕΚ (κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 41 ΕΚ, ήδη άρθρου 47 ΣΛΕΕ) πρέπει να εφαρμόζονται, στο μέτρο του δυνατού, και στους Τούρκους υπηκόους που απολαύουν των αναγνωριζομένων με την εν λόγω απόφαση δικαιωμάτων (βλ. αποφάσεις της 6ης Ιουνίου 1995, C-434/93, Bozkurt, σκ. 14, 19 και 20, της 30ής Σεπτεμβρίου 2004, C-275/02, Ayaz, σκ. 44, της 4ης Φεβρουαρίου 2010, C-14/09, Genc, σκ. 17), αναλογική εφαρμογή που ισχύει όχι μόνο για τις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου, αλλά και για τις πράξεις του παράγωγου δικαίου που έχουν εκδοθεί βάσει των άρθρων αυτών και αποσκοπούν στην εφαρμογή και υλοποίησή τους (βλ. απόφαση της 2ας Ιουνίου 2005, C‑136/03, Dörr και Ünal, σκ. 62 και 63). Επανειλημμένως, εξάλλου, έχει κριθεί από το ΔΕΕ ότι ως «εργαζόμενος» πρέπει να θεωρείται κάθε άτομο που ασκεί πραγματικές και γνήσιες δραστηριότητες, αποκλειομένων των δραστηριοτήτων που είναι τόσο περιορισμένες ώστε να εμφανίζονται ως καθαρώς περιθωριακές και επουσιώδεις. Το κύριο χαρακτηριστικό της σχέσεως εργασίας είναι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το γεγονός ότι ένα άτομο παρέχει, κατά τη διάρκεια ορισμένου χρόνου, προς έτερο και υπό τη διεύθυνσή του, υπηρεσίες έναντι των οποίων λαμβάνει αμοιβή (βλ. αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 1998, C-1/97, Birden, σκ. 25 και της 4ης Φεβρουαρίου 2010, C-14/09, Genc, σκ. 19). Στην έννοια, όμως, του «εργαζομένου» δεν μπορεί να περιληφθεί ο μη μισθωτός εργαζόμενος, όπως ορίζεται στο άρθρο 7 παρ. 1α΄ της -εκδοθείσας δυνάμει των άρθρων 12, 18, 40, 44 και 55 της Συνθήκης ΕΚ- Οδηγίας 2004/38 «σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ» (L 158). Και τούτο διότι το άρθρο 12 της Συμφωνίας Συνδέσεως, το οποίο παραπέμπει στα άρθρα της Συνθήκης που διέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζόμενων, επιβεβαιώνει ότι θεμέλιο της σύνδεσης αυτής είναι ένας σκοπός που έχει αποκλειστικά οικονομικό χαρακτήρα (βλ. αποφάσεις της 8ης Δεκεμβρίου 2011, C-371/08, Ziebell, σκ. 68, της 24ης Σεπτεμβρίου 2013, C-221/11, Demirkan, σκ. 53), χωρίς να καθιερώνει γενική αρχή περί ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων μεταξύ της Τουρκίας και της Ένωσης (βλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, C-91/13, σκ. 22). Αντιθέτως, η οδηγία 2004/38 δεν περιορίζεται στην επιδίωξη αμιγώς οικονομικού σκοπού, αλλά αποσκοπεί στη διευκόλυνση της άσκησης του πρωτογενούς και ατομικού δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών, το οποίο απονέμεται στους πολίτες της Ένωσης απευθείας από τη Συνθήκη, και έχει κυρίως ως σκοπό να ενισχύσει το εν λόγω δικαίωμα (βλ. απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2010, C‑145/09, Τσακουρίδης). Κατόπιν αυτών, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι, όπως είναι γνωστό στο Δικαστήριο από προηγούμενη ενέργειά του, με την ............./2011 ήδη τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου αυτού κρίθηκε ότι η αιτούσα αντλεί δικαιώματα από τα άρθρα 13 και 14 της Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αιτούσα, που διέμεινε στη χώρα δυνάμει αδειών για την άσκηση ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας, δεν μπορεί να θεωρηθεί εργαζόμενη κατά την έννοια του άρθρου 6 της 1/80 απόφασης του Συμβουλίου Σύνδεσης που υλοποιεί, σύμφωνα με την τρίτη αιτιολογική σκέψη της, το άρθρο 12 της Συμφωνίας Σύνδεσης ΕΟΚ-Τουρκίας και προϋποθέτει εργασία με σχέση εξαρτήσεως. Τυγχάνει, συνεπώς, απορριπτέος ο προβαλλόμενος, σχετικά, λόγος.

6. Επειδή, περαιτέρω, για την αναστολή ανατρεπτικής προθεσμίας εξαιτίας λόγων ανωτέρας βίας και για όσο χρόνο διαρκούν, αρκεί η συνδρομή αυτών ακόμη και την τελευταία ημέρα της προθεσμίας. Εν προκειμένω, η GR .................... άδεια διαμονής της αιτούσας με σκοπό την άσκηση ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας έληξε στις 30.6.2011, είχε δε αυτή τη δυνατότητα να υποβάλλει αίτημα ανανέωσης έως τις 31.7.2011. Νομίμως, συνεπώς, επικαλέστηκε, κατά την από 9.12.2011 υποβολή του επίμαχου αιτήματός της στη Διοίκηση, ότι λόγοι ανώτερης βίας και ειδικότερα προβλήματα υγείας, που συνέτρεξαν στο πρόσωπό της στις 28.7.2011 και διήρκεσαν έως 9.12.2011, δεν κατέστησαν δυνατή την, έστω, εκπρόθεσμη υποβολή του αιτήματος ανανέωσης της άδειας διαμονής της. Δεδομένου, όμως, ότι η αιτούσα δεν επικαλείται ότι επρόκειτο για προβλήματα υγείας που της προκάλεσαν πραγματική αδυναμία να επιμεληθεί των υποθέσεών της είτε αυτοπροσώπως είτε δια τρίτου προσώπου (πρβλ. ΣΕ 4016/2011 7μ), παρίσταται επαρκώς αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη απόφαση του Γ.Γ.Α.Δ. Μακεδονίας-Θράκης που απέρριψε την αίτηση θεραπείας της αιτούσας με την αιτιολογία ότι με το χρονολογικώς τελευταίο ιατρικό πιστοποιητικό απλώς προτείνεται ξεκούραση καθώς η αιτούσα πάσχει από χρόνια βρογχίτιδα. Δεδομένου, τέλος, ότι κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της Οδηγίας 2008/115 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (ΕΕ L 348, σ. 98 - εθνική πράξη μεταφοράς αποτελεί το άρθρο 21 παρ. 1 του ν. 3907/2011, Α΄ 7), τα κράτη μέλη άπαξ και διαπιστώσουν ότι υπήκοος τρίτης χώρας παραμένει παρανόμως στην επικράτειά τους έχουν, κατ’ αρχήν, υποχρέωση να εκδώσουν πράξη επιστροφής στη χώρα του ή στη χώρα από την οποία προήλθε (βλ. απόφαση ΔΕΕ της 28ης Απριλίου 2011, C-61/11 PPU, El Dridi, σκ. 35), νομίμως επιβλήθηκε σε βάρος της αιτούσας το μέτρο επιστροφής στη χώρα καταγωγής της. Κατ’ ακολουθία, πρέπει να απορριφθούν η κρινόμενη αίτηση και το δικόγραφο προσθέτων λόγων στο σύνολό τους και να καταπέσει το καταβληθέν παράβολο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.



Διά ταύτα

Απορρίπτει την αίτηση και το δικόγραφο προσθέτων λόγων.

Διατάσσει να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου το κατατεθέν παράβολο.


Η διάσκεψη έγινε στη Θεσσαλονίκη, στις 14.1.2016. Η απόφαση δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, στις 12.2.2016 με τη συμμετοχή του πρωτοδίκη δ.δ. Ανδρέα Σιγούρου και της γραμματέως Μελπομένης Τσώνη.

Η Πρόεδρος                                                                   Η Γραμματέας







Θεωρήθηκε στις 12.2.2016

     Η Εισηγήτρια

Απόφαση 4072/2015 ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ - Φορολογία Εισοδήματος. Προσφυγή κατά εκκαθαριστικού σημειώματος φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων. Παρακρατηθείς φόρος επί τόκων ασφαλιστικής αποζημίωσης αποτελεί εισόδημα από κινητές αξίες.

Next: Απόφαση 3700/2015 ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Τμήμα A΄ - Μονομελές - Άρνηση θεώρησης Φορολογικών Βιβλίων (Ν. 1406/83) – Προϋποθέσεις παραδεκτού προσφυγής - Εμπρόθεσμη άσκηση προσφυγής– Τήρηση προθεσμίας εξήντα ημερών από την επίδοση της πράξης – Ενδεχόμενη ακυρότητα της επίδοσης δεν αποκλείει την πλήρη γνώση του προσφεύγοντος ως προς το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης – Απόδειξη της πλήρους γνώσης συνεπάγεται την έναρξη της προθεσμίας παρά την ακυρότητα της επίδοσης
Previous: ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ Β΄ ΤΡΙΜΕΛΕΣ - Απόφαση 349/2016 - Αίτηση ακύρωσης - Αλλοδαποί - Αίτηση ανανέωσης άδειας διαμονής αλλοδαπού για άσκηση ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας -– Προθεσμία - Απορριπτική απόφαση του ΓΓΑΔ και επιβολή επιστροφής με προτεραιότητα στην οικειοθελή αναχώρηση με προθεσμία - Αίτηση θεραπείας κατά της απόφασης αυτής και απόρριψή της - Αίτηση ακύρωσης κατά της τελευταίας - πραγματικά περιστατικά
$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Φορολογία Εισοδήματος. Προσφυγή κατά εκκαθαριστικού σημειώματος φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων. Παρακρατηθείς φόρος επί τόκων ασφαλιστικής αποζημίωσης αποτελεί εισόδημα από κινητές αξίες.

Απόφαση 4072/2015


ΤΟ

 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ

Ι΄ ΤΜΗΜΑ
 Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε  δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2014, με Δικαστή την Όλγα Μιμηκοπούλου, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα την Άννα Χριστιανού, δικαστικό υπάλληλο,

γ ι α  να δικάσει την προσφυγή με α/α και ημερομηνία κατάθεσης 176/21.12.2007 ( αριθμός και ημερομηνία καταχώρισης Πρωτ. 1118/04.09.2008 ),

τ ο υ  …, κατοίκου Θεσσαλονίκης ( …), ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Αριστοτέλη Πριόβολου,

κ α τ ά  του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας ( Δ.Ο.Υ. ) Νεάπολης Θεσσαλονίκης και ήδη Ε΄ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης και δεν παραστάθηκε.

Μ ε λ έ τ η σ ε  τ η  δ ι κ ο γ ρ α φ ί α

Σ κ έ φ θ η κ ε  σ ύ μ φ ω ν α   μ ε  τ ο  Ν ό μ ο

Η    κ ρ ί σ η    τ ο υ    ε ί ν α ι    η    ε ξ ή ς :

1.  Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο ( βλ. σχ. τα υπ’ αριθ. 40339441, 2840956, 3726752, 5724275 και 2840959 ειδικά έντυπα παραβόλου σειράς Α΄ ) επιδιώκεται: α) η ακύρωση και επικουρικώς η μεταρρύθμιση του από 31.08.2007   ( αρ. δήλωσης 142271, αρ. ειδοπ. 40500 ) εκκαθαριστικού σημειώματος φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων του Προϊσταμένου της ( πρώην ) Δ.Ο.Υ. Νεάπολης Θεσσαλονίκης οικονομικού έτους 2007, κατά το μέρος που δεν λήφθηκε υπόψη προς συμφηψισμό ή επιστροφή ποσό ύψους 120.276,29 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε παρακρατηθέντα φόρο ποσοστού 20% επί τόκων ασφαλιστικής αποζημίωσης που εισέπραξε ο προσφεύγων, β) η διενέργεια νέας εκκαθάρισης φόρου για το ως άνω οικονομικό έτος καθώς και γ) η έντοκη επιστροφή στον προσφεύγοντα του ως άνω ποσού των 120.276,29 ευρώ.

2.  Επειδή, νομίμως εχώρησε η συζήτηση της υπόθεσης παρά την απουσία του καθού Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα ( βλ. σχ. το από 20.08.2013 αποδεικτικό κλήσης της επιμελήτριας δικαστηρίων, Αναστασίας Σοφιάδου ). Επομένως, η προσφυγή αυτή, η οποία κατά τα λοιπά ασκήθηκε εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς, είναι περαιτέρω εξεταστέα κατ’ ουσίαν.

3.  Επειδή, στο άρθρο 1 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ( Κ.Φ.Ε., ο οποίος κυρώθηκε με το πρώτο άρθρο του ν. 2238/1994, ΦΕΚ Α΄ 151 ) ορίζεται ότι: «Επιβάλλεται φόρος στο συνολικό καθαρό εισόδημα που προκύπτει είτε στην ημεδαπή είτε στην αλλοδαπή και αποκτάται από κάθε φυσικό πρόσωπο για το οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2», στο άρθρο 2 ότι: «Σε φόρο υπόκειται κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο αποκτά εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα ανεξάρτητα από την ιθαγένεια και τον τόπο κατοικίας ή διαμονής του», στο άρθρο 24 ότι: «1. Εισόδημα από κινητές αξίες είναι αυτό που αποκτάται κάθε οικονομικό έτος από κάθε δικαιούχο κινητών αξιών, το οποίο προκύπτει: α)…., β)…. γ) Από τόκους κάθε τίτλου έντοκης κατάθεσης τοις μετρητοίς ή εγγύησης, καθώς και κάθε τίτλου χρεωστικού με  υποθήκη, ενέχυρο ή όχι, από εκείνους που δεν περιλαμβάνονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄. Ομοίως, το εισόδημα από τόκους που επιδικάζονται με δικαστική απόφαση, εξαιρουμένων αυτών που αναφέρονται στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 25 και της παραγράφου 4 του άρθρου 48 του παρόντος ( όπως το τελευταίο εδάφιο της περ. γ΄ αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 2873/2000, ΦΕΚ Α΄ 285/28.12.2000 και άρχισε να ισχύει για τα εισοδήματα που αποκτούνται από 01.01.2001 κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 50 του ίδιου νόμου ), δ)…». Περαιτέρω, στο άρθρο 25 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: «1..2…3…4. Οι τόκοι συναλλαγματικών και γραμματίων από εμπορικές συναλλαγές, οι τόκοι από τις αποδεδειγμένες πωλήσεις εμπορευμάτων με πίστωση μεταξύ εμπόρων και οι προκύπτοντες τόκοι υπερημερίας, λόγω καθυστέρησης στην καταβολή του πιστωθέντος τιμήματος δεν λογίζονται ως εισόδημα από κινητές αξίες, αλλά ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις, με την προϋπόθεση ότι αυτός που αποκτά το εισόδημα αυτό ασκεί εμπορική γενικά επιχείρηση στην Ελλάδα, ή προκειμένου για αλλοδαπό, ότι αυτός έχει μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα και οι τόκοι προέρχονται από εργασίες της μόνιμης αυτής εγκατάστασης. Ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις λογίζονται και οι τόκοι της παραγράφου αυτής που επιδικάζονται με δικαστική απόφαση», στο δε άρθρο 48 ορίζεται ότι: «1…2….3….4. Ως εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα λογίζονται και οι πάσης φύσεως τόκοι που καταβάλλονται σε αρχιτέκτονες, μηχανικούς και τοπογράφους λόγω καθυστέρησης είσπραξης των αμοιβών τους για προσφερθείσες από αυτούς υπηρεσίες, που εμπίπτουν στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού», στο άρθρο 54 ότι: «1…2…3…4. Στα λοιπά εισοδήματα των άρθρων 24 και 25 ενεργείται παρακράτηση, έναντι του φόρου που αναλογεί, με συντελεστή είκοσι τοις εκατό ( 20% ), επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 12 του παρόντος ( όπως η παρ. αυτή αναριθμήθηκε σε 4 με την παρ. 3 του άρθρου 16α του ν. 2459/1997, ΦΕΚ Α΄ 17». Τέλος, στο άρθρο 66 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: «1. Ο προϊστάμενος της ελεγκτικής υπηρεσίας ελέγχει την ακρίβεια των επιδιδόμενων δηλώσεων και προβαίνει σε έρευνα για την εξακρίβωση των υπόχρεων που δεν έχουν υποβάλει δήλωση. Για το σκοπό αυτό δικαιούται: α. Να καλεί εγγράφως τον υπόχρεο, ανεξάρτητα αν έχει υποβάλει ή όχι φορολογική δήλωση, να δώσει μέσα σε τακτή και σύντομη προθεσμία, είτε αυτοπροσώπως είτε με εντολοδόχο που ορίζεται με δήλωσή του προς την ελεγκτική υπηρεσία, τις αναγκαίες διευκρινήσεις και να προσκομίσει κάθε λογαριασμό και κάθε στοιχείο που είναι χρήσιμο για τον καθορισμό του εισοδήματος. β..γ..δ..ε.. 2. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατά τον υπολογισμό και την εκκαθάριση του φόρου δεν λαμβάνει υπόψη λέξεις, ποσά και αριθμούς που έχουν αναγραφεί στις ενδείξεις της ετήσιας δήλωσης του υποχρέου και συνεπάγονται τη διενέργεια μειώσεων ή εκπτώσεων του εισοδήματος ή του φόρου ή διαμορφώνουν το αφορολόγητο ποσό ή την ετήσια «αντικειμενική δαπάνη», εφόσον δεν συνυποβάλλονται από τον υπόχρεο τα νόμιμα στοιχεία που αποδεικνύουν άμεσα τη συνδρομή των προϋποθέσεων, με βάση όσα ορίζονται στις κείμενες διατάξεις. Αριθμητικά λάθη στις αθροίσεις και στις μεταφορές, καθώς και αναριθμητισμοί, που αφορούν στην ορθή συμπλήρωση της ετήσιας δήλωσης του υποχρέου, διορθώνονται οίκοθεν από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, με βάση τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του».

4.  Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Ο προσφεύγων κατέθεσε από κοινού με τη σύζυγό του στην ( πρώην ) Δ.Ο.Υ. Νεάπολης Θεσσαλονίκης την υπ’ αριθ. 24529/23.04.2007 δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2007, στην οποία δήλωσε, μεταξύ άλλων, ζημία από ατομική επιχείρηση ύψους 289.414,34 ευρώ, ζημίες προηγούμενων οικονομικών ετών από ατομική επιχείρηση ύψους 1.220.132,94 ευρώ και ακαθάριστα έσοδα από ατομική επιχείρηση ύψους 1.801.948,26 ευρώ. Εξάλλου, στον Πίνακα 8 της ίδιας δήλωσης, ο οποίος τιτλοφορείται «προκαταβληθέντες – παρακρατηθέντες φόροι» δήλωσε το ποσό 120.276,34 ευρώ στον κωδικό 603 ( φόροι που παρακρατήθηκαν κατά το άρθρο 55 του Κ.Φ.Ε., ήτοι στο εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις ), το οποίο αντιστοιχεί σε παρακρατηθέντα φόρο ( ποσοστό 20% ) επί ασφαλιστικής αποζημίωσης που έλαβε κατά τη χρήση 2006. Με τη δήλωσή του αυτή ο προσφεύγων συνυπέβαλε απλό φωτοαντίγραφο γραμματίου είσπραξης της Εθνικής Ασφαλιστικής ύψους 141.926,02 ευρώ ( 120.276,29 ευρώ ως φόρος τόκων από αποζημίωση πυρός και 21.6349,73 ευρώ για χαρτόσημα ), ενώ στις 26.04.2007 υπέβαλε απλό φωτοαντίγραφο της υπ’ αριθ. 65169/24.04.2007 βεβαίωσης της Εθνικής Ασφαλιστικής περί καταβολής σε αυτόν της ως άνω αποζημίωσης. Ακολούθως, ο Προϊστάμενος της ως άνω Δ.Ο.Υ. εξέδωσε το από 05.11.2007 εκκαθαριστικό σημείωμα, με το οποίο δεν προέκυψε χρεωστικό ή πιστωτικό υπόλοιπο φόρου για τον προσφεύγοντα, ενώ δεν ελήφθη υπόψιν η ως άνω εγγραφή στον κωδικό 603 ποσού 120.276,34 ευρώ. Ακολούθως, ο προσφεύγων κατέθεσε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του την υπ’ αριθ. 29023/02.11.2007 αίτησή του με την οποία ζητούσε: α) να του χορηγηθεί επίσημο αντίγραφο της πρωτότυπης δήλωσης, β) να του γίνει εγγράφως γνωστό i) γιατί διαγράφηκε το εν λόγω ποσό την υποβληθείσα δήλωση, ii) γιατί δεν προσκλήθηκε για την παροχή διευκρινήσεων και τυχόν συναίνεσή του στη διαγραφή του εν λόγω ποσού και iii) γιατί δεν έγινε έγγραφη απόρριψη με σχετικό φύλλο ελέγχου του δικαιώματός του δήλωσης του παρακρατηθέντος φόρου. Εξάλλου, με την ίδια αίτηση ζήτησε να αναγνωρισθεί το δικαίωμα δηλώσεως του εν λόγω παρακρατηθέντος φόρου και να γίνει νέα εκκαθάριση του φόρου. Σε απάντηση της αίτησης αυτής, η διάδικος Δ.Ο.Υ. προσκάλεσε τον προσφεύγοντα με το υπ’ αριθ. 31480/29.11.2007 έγγραφο να διορθώσει τη δήλωση αυτή, καθώς και προσκομίσει στοιχεία και εγγραφές στα οικεία βιβλία, πρόσκληση στην οποία ο προσφεύγων ανταποκρίθηκε με το με αρ. πρωτ. 33294/11.12.2007 έγγραφο, με το οποίο γνωστοποίησε περαιτέρω στη Δ.Ο.Υ. ότι δεν τίθεται θέμα διορθώσεως της φορολογικής του δήλωσης, αφού σε αυτή συμπεριελήφθη ο παρακρατηθείς φόρος. Τέλος, η διάδικος Δ.Ο.Υ. ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ( σχ. το υπ’ αριθ. 29023/18.12.2007 έγγραφο που τιτλοφορείται «Γνωστοποίηση» ) ότι εκδόθηκε από το τμήμα ελέγχου η υπ’ αριθ. 518/2007 εντολή ελέγχου της φορολογικής δήλωσής του για το οικονομικό έτος 2007.

5.  Επειδή, ήδη με την κρινόμενη προσφυγή και το νομίμως κατατεθέν προς ανάπτυξη των λόγων αυτής υπόμνημα ο προσφεύγων επιδιώκει την ακύρωση και επικουρικώς τη μεταρρύθμιση του με αριθμό δήλωσης 142271 και αριθμό ειδοποίησης 40500 εκκαθαριστικού σημειώματος φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 2007 προβάλλοντας ότι μη νομίμως δεν διενεργήθηκε επιστροφή ή συμφηψισμός του ως ποσού των 120.276,34 ευρώ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, στις 09.09.1996 εκδηλώθηκε πυρκαγιά στις εγκαταστάσεις της ατομικής επιχείρησής του ( εργοστάσιο παραγωγής μονωτικών υλικών ), με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί αξίωση ασφαλιστικής αποζημίωσης από την «…» στην οποία ήταν αυτό ασφαλισμένο, λόγω δε, μη συμφωνίας του με την ασφαλιστική εταιρεία ως προς το ύψος της αποζημιώσεως, ακολούθησε μακροχρόνιος δικαστικός αγώνας που είχε ως αποτέλεσμα την επιδίκαση αποζημιώσεως υπέρ αυτού και την καταβολή από τη ασφαλιστική εταιρεία στις 10.01.2006 αποζημιώσεως ύψους 513.860,93 ευρώ ως κεφαλαίου και ποσού 601.381,43 ευρώ ως τόκων. Επί των τόκων αυτών, κατά τα προβαλλόμενα από τον προσφεύγοντα, η ασφαλιστική εταιρεία παρακράτησε φόρο ύψους 120.276,34 ( 20% επί του ποσού των 601.381,43 ευρώ ), τον οποίο και απέδωσε στην αρμόδια για τη φορολογία της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.Ε. Αθηνών και ο οποίος νομίμως και ορθώς δηλώθηκε από τον ίδιο στον κωδικό 603, ήτοι ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις. Περαιτέρω, ο προσφεύγων διατείνεται ότι σε επίσκεψη του πληρεξουσίου δικηγόρου του στην υπηρεσία της αντίδικης Δ.Ο.Υ. διαπίστωσε πως το εν λόγω ποσό είχε διαγραφεί από το πρωτότυπο της δήλωσης, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές τη χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας, καθώς η φορολογική αρχή «εξάντλησε την αυστηρότητα και τα όρια της διακριτικής ευχέρειας αλλοιώνοντας και νοθεύοντας τη φορολογική του δήλωση», πράξη που είχε ως αποτέλεσμα τη μη αναγνώριση της επιστροφής του παρακρατηθέντος φόρου. Εξάλλου, κατά τα προβαλλόμενα από τον προσφεύγοντα, παρά την προσκόμιση από μέρους του των ζητηθέντων από τη Δ.Ο.Υ. εγγραφών στα οικεία βιβλία, αντί της ικανοποίησης του αιτήματός του για επιστροφή ή συμψηφισμό του ένδικου ποσού του παρακρατηθέντος φόρου, η διάδικος αρχή ζήτησε προφορικά από αυτόν περαιτέρω στοιχεία, όπως α) την απόφαση του Δικαστηρίου που επιδίκασε την αποζημίωση, β) το ασφαλιστήριο και γ) τα ισοζύγια της επιχείρησής του και αντίγραφα των σχετικών λογαριασμών, ενώ δεν λήφθηκαν υπόψη οι συνυποβληθείσες αποδείξεις πληρωμής ( γραμμάτιο είσπραξης ) της ασφαλιστικής εταιρείας, αλλά ούτε και η βεβαίωση της εταιρείας αυτής περί εξόφλησης κεφαλαίου ασφαλιστικής αποζημίωσης ύψους 513.860,93 ευρώ και τόκων ύψους 601.381,43 ευρώ, την οποία υπέβαλε ο ίδιος στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. στις 26.04.2007, ήτοι λίγες ημέρες πριν την εκπνοή της προθεσμίας για υποβολή φορολογικής δήλωσης. Τέλος, ο προσφεύγων προβάλλει ότι η διάδικος αρχή παραβίασε και τις αρχές της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς – εν αντιθέσει με τη συνήθη πρακτική – δεν τον κάλεσε εγγράφως για διευκρινήσεις πριν την έκδοση του οικείου εκκαθαριστικού σημειώματος, ενώ η αξίωση της διάδικης αρχής να προσκομισθούν στοιχεία και έγγραφα ( δικαστική απόφαση κ.λ.π. ) χωρίς να προβλέπεται από καμία διάταξη η υποχρέωση προς τούτο, αποτελεί σαφή μεταβολή της ακολουθούμενης πρακτικής και προσβάλλει βάναυσα την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Η φορολογική αρχή με τη νομίμως κατατεθειμένη έκθεση απόψεων προβάλλει ότι σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, οι τόκοι ( συμβατικοί, νόμιμοι και υπερημερίας ) που αποτελούν εισόδημα από κινητές αξίες, ανεξαρτήτως εάν προέρχονται από χρεωστικούς τίτλους ή δικαστική απόφαση, φορολογούνται με παρακράτηση φόρου με συντελεστή 20%, ανεξάρτητα εάν ο δικαιούχος αυτών είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Ειδικότερα, κατά τα προβαλλόμενα από τη διάδικο αρχή, στους τόκους ασφαλιστικής αποζημίωσης που επιδικάζονται με δικαστική απόφαση παρακρατείται φόρος 20% κατά την καταβολή τους, ακόμη και εάν καταβάλλονται απευθείας στον ασφαλισμένο, διότι καταβάλλονται για λογαριασμό της ασφαλιστικής εταιρείας. Ενόψει τούτων, ορθώς κρίθηκε από την υπηρεσία και το φορολογικό έλεγχο ότι οι τόκοι που έλαβε ο προσφεύγων δεν προέρχονται από εργασίες της μόνιμης εγκατάστασης της εμπορικής επιχείρησής του ( άρθρο 25 του Κ.Φ.Ε. ), αλλά αποτελούν εισόδημα από κινητές αξίες. Τέλος, η διάδικος Δ.Ο.Υ. προβάλλει ότι οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος περί παραβίασης των αρχών της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμοι, καθώς ο προσφεύγων συνυπέβαλε με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος απλή φωτοτυπία του γραμματίου είσπραξης της ασφαλιστικής εταιρείας που αφορούσε παρακρατηθέντα φόρο τόκων ασφαλιστικής αποζημίωσης πυρός, για τον οποίο εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση με την παρακράτηση και, επομένως, νομίμως ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ., κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 66 του Κ.Φ.Ε. δεν έλαβε υπόψη το ποσό αυτό κατά την έκδοση του οικείου εκκαθαριστικού σημειώματος.

6.  Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και βάσει των διατάξεων που παρατέθηκαν ανωτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψιν ότι - σύμφωνα με όσα δέχεται η φορολογική αρχή και συνομολογεί ο προσφεύγων - το ποσό των 601.381,43 ευρώ που έλαβε ο τελευταίος κατά το οικονομικό έτος 2007 αποτελεί εισόδημα που επιδικάσθηκε σε αυτόν με δικαστική απόφαση ως τόκοι επί κεφαλαίου ασφαλιστικής αποζημίωσης ύψους 513.860,93 ευρώ και όχι βάσει της προβλεπόμενης εξαίρεσης του άρθρου 25 παρ. 4 ( ήτοι ως τόκοι συναλλαγματικών και γραμματίων από εμπορικές συναλλαγές ή ως τόκοι από τις αποδεδειγμένες πωλήσεις εμπορευμάτων με πίστωση μεταξύ εμπόρων ή ως τόκοι υπερημερίας λόγω καθυστέρησης στην καταβολή του πιστωθέντος τιμήματος ) ή του άρθρου 48 παρ. 4 του Κ.Φ.Ε. ( εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα ), κρίνει ότι το ποσό αυτό αποτελεί εισόδημα από κινητές αξίες και, επομένως, φορολογείται βάσει του άρθρου 24 παρ. 1 περ. γ΄ του Κ.Φ.Ε., ήτοι με παρακράτηση φόρου σε ποσοστό 20% και εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης, απορριπτομένων ως αβάσιμων των αντίθετων ισχυρισμών του προσφεύγοντος. Για τον ίδιο λόγο απορριπτέος τυγχάνει προεχόντως ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης εκδοχής και ο ειδικότερος ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας από τη φορολογική αρχή, καθώς, η τυχόν διαγραφή από τη διάδικο Δ.Ο.Υ. του ένδικου ποσού από τη φορολογική δήλωση του προσφεύγοντος – η οποία διαγραφή σε κάθε περίπτωση δεν αποδεικνύεται – δεν αποτέλεσε το λόγο απόρριψης του κονδυλίου αυτού ως εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες, ενώ ελήφθησαν υπόψιν τα έγγραφα που προσκόμισε ο προσφεύγων, πλην όμως κρίθηκε ότι δεν αποδείχθηκε νόμιμος λόγος φορολόγησης του ποσού των 601.381,43 ευρώ ως εισοδήματος από εμπορικές επιχειρήσεις. Ομοίως, απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί παραβίασης από τη φορολογική αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου λόγω μη πρόσκλησης αυτού προς παροχή διευκρινήσεων πριν την έκδοση του οικείου εκκαθαριστικού σημειώματος, προεχόντως διότι κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 66 του Κ.Φ.Ε. ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. έχει διακριτική ευχέρεια και όχι υποχρέωση να καλέσει το φορολογούμενο προς παροχή διευκρινήσεων. Επομένως, νομίμως και ορθώς η φορολογική αρχή δεν έλαβε υπόψιν κατά την εκκαθάριση της φορολογίας εισοδήματος του προσφεύγοντος για το οικονομικό έτος 2007 το ποσό των 120.276,29 ευρώ, το οποίο νομίμως παρακρατήθηκε ως φόρος με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης του προσφεύγοντος.

7.  Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί και το κατατεθέν παράβολο να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ εφαρμογή του άρθρου 277 παρ. 9 εδάφιο α΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας    ( Κ.Δ.Δ., ο οποίος κυρώθηκε με το πρώτο άρθρο του ν. 2717/1999, ΦΕΚ Α΄ 97 ). Τέλος, το Δικαστήριο, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, απαλλάσσει τον προσφεύγοντα από τα δικαστικά έξοδα του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ εφαρμογή του άρθρου 275 παρ. 1 εδάφιο τελευταίο του Κ.Δ.Δ.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Απορρίπτει την προσφυγή.

Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Απαλλάσσει τον προσφεύγοντα από τα δικαστικά έξοδα του καθού.

Στην ιδια κατηγορια
Ανακοινώσεις
Αποφάσεις
ΑρχικήΔιοικητικά ΔικαστήριαΌροι ΧρήσηςΕπικοινωνία
espaespaespa
espa

Απόφαση 3700/2015 ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Τμήμα A΄ - Μονομελές - Άρνηση θεώρησης Φορολογικών Βιβλίων (Ν. 1406/83) – Προϋποθέσεις παραδεκτού προσφυγής - Εμπρόθεσμη άσκηση προσφυγής– Τήρηση προθεσμίας εξήντα ημερών από την επίδοση της πράξης – Ενδεχόμενη ακυρότητα της επίδοσης δεν αποκλείει την πλήρη γνώση του προσφεύγοντος ως προς το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης – Απόδειξη της πλήρους γνώσης συνεπάγεται την έναρξη της προθεσμίας παρά την ακυρότητα της επίδοσης

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Άρνηση θεώρησης Φορολογικών Βιβλίων (Ν. 1406/83) – Προϋποθέσεις παραδεκτού προσφυγής - Εμπρόθεσμη άσκηση προσφυγής– Τήρηση προθεσμίας εξήντα ημερών από την επίδοση της πράξης – Ενδεχόμενη ακυρότητα της επίδοσης δεν αποκλείει ..
την πλήρη γνώση του προσφεύγοντος ως προς το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης – Απόδειξη της πλήρους γνώσης συνεπάγεται την έναρξη της προθεσμίας παρά την ακυρότητα της επίδοσης 

Απόφαση 3700/2015


ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Τμήμα A΄ - Μονομελές

             σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε  δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Ιουνίου 2015, με δικαστή τον Κωνσταντίνο Μαϊστρέλλη, Πρωτοδίκη Δ.Δ., και γραμματέα την Γεσθημανή Μουρατίδου, δικαστική υπάλληλο,

γ ι α  να δικάσει την προσφυγή με χρονολογία κατάθεσης 29.3.2010

τ ο υ «………..», κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδός «…………»), ο οποίος δεν παραστάθηκε αλλά λογίζεται ότι παραστάθηκε μετά την υποβολή της από 2.6.2015 δήλωσης του άρθρου 133 παρ. 2 του ΚΔιοικΔικ του δικηγόρου Αλέξανδρου – Γεώργιου Σπυριδωνίδη,

κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Αμπελοκήπων  και δεν παραστάθηκε.

Το Δικαστήριο αφού μελέτησε τη δικογραφία.

Σκέφθηκε σύμφωνα με το Νόμο.

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης προσφυγής καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα υπ’ αριθμ. 2365924 και 5220040 από 29.3.2010 και 2969047, 3890743 και 5663670 από 9.6.2015 ειδικά έντυπα καταβολής παραβόλου σειράς Α΄).

2. Επειδή, με την προσφυγή αυτή και με τους νομίμως κατατεθέντες στις 18.5.2015 πρόσθετους λόγους ζητείται η ακύρωση της με αριθμ. 787/14.8.2010 πράξης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Αμπελοκήπων. Με την προσβαλλόμενη πράξη επιβλήθηκε σε βάρος του προσφεύγοντος πρόστιμο Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (π.δ. 186/1992 – Α΄ 84) ποσού 5.340,93 ευρώ, με την αιτιολογία ότι ο τελευταίος δεν είχε εκδώσει στοιχείο χονδρικής πώλησης υπηρεσιών αξίας άνω των 880 ευρώ  κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1.1.2005 έως 31.12.2005. Η κρινόμενη προσφυγή νομίμως φέρεται προς συζήτηση, παρά την απουσία του καθού Δημοσίου, το οποίο νομίμως κλητεύθηκε να παραστεί στην παρούσα επ’ ακροατηρίω συζήτηση (βλ. το από 6.2.2015 αποδεικτικό επίδοσης του επιμελητή δικαστηρίων Νικόλαου Τσιριγώτη), πρέπει, όμως, να εξεταστεί εάν έχει ασκηθεί παραδεκτώς.                         

 3. Επειδή, στο άρθρο 66 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999 Α΄ 97- ΚΔιοικΔικ) ορίζεται ότι: «Η προσφυγή ασκείται μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών, η οποία αρχίζει: Α. Σε περίπτωση ρητής πράξης: α) Για εκείνους τους οποίους αφορά: ι. από την κατά νόμο επίδοσή της σε αυτούς,  ii. σε κάθε άλλη περίπτωση, από τότε που αυτοί έλαβαν αποδεδειγμένως πλήρη γνώση του περιεχομένου της. β) ...». Περαιτέρω, δια του άρθρου 11 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. της 26.6/10.7.1994, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 50 παρ. 3 του ΕισΝΚΠολΔ και δεν καταργήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 19 του ν. 2479/1997), ορίζεται, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 του ν. 3514/2006 (Α΄ 266) και την προσθήκη σε αυτό τρίτου εδαφίου δια του άρθρου 25 του ν. 3610/2007 (Α΄ 258), ότι: «…εξαιρετικά, προκειμένου περί φορολογικών … διαφορών στις προθεσμίες για την άσκηση προσφυγής … δεν υπολογίζεται το χρονικό διάστημα από πρώτης (1ης) έως τριακοστής πρώτης (31ης) του μηνός Αυγούστου», η δε διαφορετική αυτή ρύθμιση, όπως έχει κριθεί, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα (ΔΕφΑθ σε συμβ. 411/2011). Εξάλλου, με την παρ. 4 του άρθρου 22 του ν. 1868/1989 επεκτάθηκε η εφαρμογή του άρθρου 11 του ως άνω κ.δ. και επί των υποθέσεων δικαιοδοσίας του ΣτΕ, του Ε.Σ. και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ως προς όλα τα ενώπιον αυτών ασκούμενα υπό του Δημοσίου ένδικα βοηθήματα και μέσα. Έτσι, επί προθεσμιών εμπιπτουσών εντός των δικαστικών διακοπών (για το Δημόσιο και λοιπά Ν.Π.Δ.Δ.), εάν η προθεσμία είχε αρχίσει προ των ως άνω δικαστικών διακοπών, υπολογίζεται το διανυθέν μέχρι την 31η Ιουλίου διάστημα και αρχίζει να τρέχει πάλι η προθεσμία από την 1η Σεπτεμβρίου (βλ. ΣτΕ 1230/2015, ΔΕφΑθ 412/2013).

 4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση με τη με αρ. πρωτ. 19.433/4.8.2009 αίτησή του προς τη διάδικη φορολογική αρχή ο προσφεύγων ζήτησε να του χορηγηθούν αντίγραφα της προσβαλλόμενης πράξης, του σχετικού αποδεικτικού επιδόσεως, της προηγηθείσας κλήσης προς ακρόαση και της αντίστοιχης έκθεσης ελέγχου, όπως δε ο ίδιος ενυπογράφως βεβαιώνει στο σώμα της αίτησης αυτής παρέλαβε στις 4.8.2009 τα παραπάνω αντίγραφα. Ήδη, με την κρινόμενη προσφυγή ο προσφεύγων προβάλλει, μεταξύ άλλων, την ακυρότητα της προς τον ίδιο διενεργηθείσας επίδοσης της προσβαλλόμενης πράξης. Αντίθετα, η διάδικη φορολογική αρχή με την από 30.8.2010 έκθεση απόψεών της προβάλλει, πλην άλλων, ότι η κρινόμενη προσφυγή ασκήθηκε εκπρόθεσμα, καθώς ο προσφεύγων οπωσδήποτε έλαβε γνώση της προσβαλλόμενης με την παραλαβή αντιγράφου της πράξης  κατόπιν της ανωτέρω αναφερόμενης αίτησής του.

5. Επειδή, με αυτά τα δεδομένα, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ότι: α. στην ένδικη περίπτωση πρόκειται για φορολογική διαφορά και, επομένως, στην προθεσμίες για την άσκηση προσφυγής δεν υπολογίζεται μόνον το χρονικό διάστημα από πρώτης (1ης) έως τριακοστής πρώτης (31ης) του μηνός Αυγούστου, β. η ενδεχόμενη ακυρότητα της επίδοσης δεν αποκλείει την πλήρη γνώση του προσφεύγοντος ως προς το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης, η οποία προκύπτει από την και από τον ίδιο βεβαιούμενη παραλαβή του εγγράφου στις 4.8.2009, γ. επομένως, η εξηκονθήμερη προθεσμία για άσκηση της προσφυγής άρχισε από την επομένη της ημερομηνίας παραλαβής της προσβαλλόμενης πράξης εκ μέρους του προσφεύγοντος (5.8.2009), ανεστάλη για το υπολειπόμενο τμήμα του Αυγούστου του έτους 2009 και συμπληρώθηκε την Παρασκευή 30.10.2009, πριν δηλαδή από την ημεροχρονολογία άσκησης της κρινόμενης προσφυγής στις 29.3.2010 (βλ. τη συνημμένη στο δικόγραφο αυτής έκθεση κατάθεσης). Με αυτά τα δεδομένα, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσφυγή εκπροθέσμως ασκήθηκε.

 6. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, το δε καταβληθέν παράβολο να καταπέσει υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 277 παρ. 9 εδ. α΄ του ΚΔιοικΔικ).

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Απορρίπτει την προσφυγή.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.  

Η απόφαση δημοσιεύθηκε κατά τη δημόσια συνεδρίαση της 9ης.9.2015.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                            H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ ποιν. 1198/2016 Παράβολο μήνυσης στα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα αδικήματα

Previous: Απόφαση 3700/2015 ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Τμήμα A΄ - Μονομελές - Άρνηση θεώρησης Φορολογικών Βιβλίων (Ν. 1406/83) – Προϋποθέσεις παραδεκτού προσφυγής - Εμπρόθεσμη άσκηση προσφυγής– Τήρηση προθεσμίας εξήντα ημερών από την επίδοση της πράξης – Ενδεχόμενη ακυρότητα της επίδοσης δεν αποκλείει την πλήρη γνώση του προσφεύγοντος ως προς το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης – Απόδειξη της πλήρους γνώσης συνεπάγεται την έναρξη της προθεσμίας παρά την ακυρότητα της επίδοσης
$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
ΑΠ ποιν. 1198/2016 Παράβολο μήνυσης στα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα αδικήματα
Απόφαση 1198 / 2016    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 1198/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ..


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Γεωργέλλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσούλα Παρασκευά - Εισηγήτρια, Μαρία Χυτήρογλου, Αρτεμισία Παναγιώτου και Χρήστο Βρυνιώτη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Φεβρουαρίου 2016, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1)Α. Κ. του Α. και 2) Ι. Μ. του Γ., κατοίκων ..., που παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Σπύρου, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 4393/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1)Β. Κ. του Γ., κάτοικο ..., που δεν εμφανίστηκε, 2) Ε. Κ. του Η., κάτοικο ..., που παρέστη με την ιδιότητά του ως δικηγόρου και 3) Π. Μ., κάτοικο ..., που δεν εμφανίστηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις υπ’ αριθμ.πρωτ…. /2-6-2015 και …/2-6-2015, αντίστοιχα, αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 706/2015.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου α)η από 2-6-2015 αίτηση της Α. Κ. του Α. και β)η από 2-6-2015 αίτηση του Ι. Μ. του Γ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ.4393/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Αθηνών, οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της προδήλου μεταξύ αυτών συναφείας.
Α)Επί της αναιρέσεως της Α. Κ..
Κατά την αρχή που καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 463 του ΚΠΔ, το ένδικο μέσο, άρα και αυτό της αναιρέσεως (αρ.462 ΚΠΔ) μπορεί να το ασκήσει μόνο εκείνος, στον οποίο ρητώς ο νόμος παρέχει αυτό το δικαίωμα και έχει έννομο συμφέρον για την άσκησή του στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η ίδια αρχή ισχύει και για την προβολή κάθε λόγου του ενδίκου μέσου (ΑΠ 475/2014).
Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, όπως εκτιμάται προβάλλει την πλημμέλεια ότι, το Εφετείο υπερέβη την εξουσία του, επιλαμβανόμενο και πάλι της εκδίκασης πράξεως για την οποία είχε αθωωθεί πρωτοδίκως και συγκεκριμένα επελήφθη της πράξεως της ψευδούς καταμηνύσεως σε βάρος των α)Ε.Κ., β)Β.Κ και γ)Π.Μ. για την οποία πρωτοδίκως είχε απαλλαγεί με την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ.2147/2014 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών. Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως απαράδεκτος, καθόσον στερείται η αναιρεσείουσα εννόμου συμφέροντος για την προβολή του, αφού αυτή με την προσβαλλόμενη απόφαση αθωώθηκε για την πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως σε βάρος του Ε. Κ., Β. Κ. και Π. Μ.. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η του ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008, Α.Π.687/2014. Α.Π.830/2014).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, από πρόδηλη παραδρομή αναφέρονται διηγηματικά και πραγματικά περιστατικά αναγόμενα στην πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως, που αφορούν και τους λοιπούς φερόμενους παθόντες, εκτός του Σ.Κ., πράξη για την οποία κηρύχθηκε πρωτόδικα η αναιρεσείουσα αθώα, ως προς τους οποίους, όμως με σαφήνεια και πληρότητα και με ειδικές σκέψεις και συλλογισμούς κηρύχθηκε αυτή αθώα και με την προσβαλλόμενη απόφαση και εξ αυτού του λόγου της επεβλήθη μία ποινή, μόνο για την ψευδή καταμήνυση κατά του Σ.Κ., για την οποία και καταδικάσθηκε. Περαιτέρω, με σαφήνεια και πληρότητα προκύπτει από το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, που αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με ειδικές σκέψεις κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα για τη μερικότερη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, με χρόνο τελέσεως την 3-7-2008, συνισταμένη, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, ότι επιβεβαίωσε το συγκεκριμένο χρόνο ενόρκως ενώπιον της Πταισματοδίκου Μαραθώνος το περιεχόμενο του από 3-6-2008 επεξηγηματικού σημειώματος, ενώ κηρύχθηκε αθώα για την άλλη μερικότερη πράξη της ψευδορκίας, με χρόνο τελέσεως την 15-4-2008, κατά την οποία επιβεβαίωσε το περιεχόμενο της από 15-4-2008 μηνύσεως της και όχι του από 6-10-2008 επεξηγηματικού σημειώματος ή υπομνήματος.
Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε του ΚΠΔ προβαλλόμενο δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγοι αναιρέσεως για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως-έλλειψη νόμιμης βάσεως είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Περαιτέρω η επιβαλλόμενη, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά και στην κρίση για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, η οποία επίσης πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, με την προϋπόθεση, ότι οι ισχυρισμοί, είναι πράγματι αυτοτελείς και όχι αρνητικοί της κατηγορίας και προβάλλονται παραδεκτά και κατά τρόπο ορισμένο. Τέτοιοι ισχυρισμοί (αυτοτελείς), είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Όταν προβάλλεται ενώπιον του δικαστηρίου, κατά τρόπο ορισμένο, ο αυτοτελής ισχυρισμός, το δικαστήριο οφείλει, εάν απορρίψει τον ισχυρισμό αυτό, να αιτιολογήσει ειδικώς την κρίση του, διαλαμβάνοντας αρνητικά περιστατικά ειδικά και συγκεκριμένα, διαφορετικά ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 510 παρ.1 περ. Δ"ΚΠΔ για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση στον ισχυρισμό συνιστά έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠΔ και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Β’ του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό. Σύμφωνα δε με το άρθρο 31 παρ. 2 ΤΙΚ. η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η πλάνη είναι συγγνωστή όταν ο δράστης όχι μόνο αγνοεί, αλλά και δεν μπορούσε να γνωρίζει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, οποιαδήποτε επιμέλεια και προσπάθεια και αν κατέβαλλε, ενόψει των προσωπικών πνευματικών και επαγγελματικών δυνατοτήτων και ικανοτήτων, και εφόσον πίστευε εύλογα ότι δικαιούται να προβεί στην πράξη που τέλεσε από δικαιολογημένη εσφαλμένη αντίληψη για την αληθή έννοια του νόμου, ή σε εσφαλμένη πληροφόρηση από ειδικούς (νομικούς παραστάτες ή άλλες έγκυρες πηγές). Έτσι, απαραίτητα στοιχεία του ισχυρισμού αυτού είναι, εκτός από εκείνα που συνιστούν την ίδια την πλάνη, και η προσωπική κατάσταση του δράστη που προσδιορίζεται από την ηλικία, τις πνευματικές ικανότητες, το επάγγελμα, την προσπάθεια που αυτός κατέβαλε για να ενημερωθεί για ισχύον δίκαιο, ακόμη και τον πνευματικό του περίγυρο, ώστε με τη στάθμιση και των προσωπικών αυτών στοιχείων να σχηματίσει το δικαστήριο πεποίθηση αν ο ισχυρισμός είναι αληθινός ή προσχηματικός. [Α.Π.293/2015, Α.Π.395/2015, Α.Π.789/2015].
Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως ο συνήγορος της κατηγορουμένης αναιρεσείουσας πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, "ανέπτυξε προφορικά, ενεχείρησε εγγράφως, και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, του αυτοτελή ισχυρισμό περί νομικής πλάνης και ειδικότερα ανέφερε τα εξής: "Επιπλέον στην υπό κρίση περίπτωση έχει πλήρη εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 31 ΠΚ, αφού εγώ καταθέτοντας την μήνυση μου κατά του Σ. Κ. πίστευα ότι η από αυτόν λεχθείσα φράση αποτελεί πραγματικό γεγονός που προσβάλλει την υπόληψή μου και όχι αξιολογική κρίση, όπως δέχτηκε το βούλευμα και απάλλαξε αυτόν και συνεπώς βρισκόμουνα σε νομική πλάνη σχετικά με το αν το καταγγελόμενο από εμένα περιστατικό αποτελεί ή όχι παράνομη πράξη". Όπως, όμως, προβλήθηκε και διατυπώθηκε ο ισχυρισμός αυτός, δεν ήταν αυτοτελής ισχυρισμός, όπως υπολαμβάνει η αναιρεσείουσα αλλά αρνητικός της κατηγορίας, πέραν αυτού, όμως, ήταν και προεχόντως αόριστος, αφού η αναιρεσείουσα, δεν ανάφερε τις ειδικές περιστάσεις και τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία της δημιούργησαν την πεπλανημένη εντύπωση ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη, με ειδική αναφορά ότι, υπό τις συνθήκες που ενήργησε, ενόψει και της ηλικίας της, των πνευματικών και επαγγελματικών της ικανοτήτων, η πλάνη της ήταν συγγνωστή γιατί δεν μπορούσε να διαγνώσει το άδικο της πράξεώς της. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και, πολύ περισσότερο να αιτιολογήσει την απορριπτική του ως άνω αυτοτελούς, όπως η αναιρεσείουσα τον χαρακτηρίζει, ισχυρισμού κρίση του. Κατά συνέπεια, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Β και Δ του ΚΠΔ προβαλλόμενοι πέμπτος και έκτος λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έλλειψη ακροάσεως είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τις αποδείξεις αρκεί αυτές να αναφέρονται ανά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά, η εσφαλμένη αξιολόγηση των προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών στοιχείων, γιατί, στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου. Οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα του υπ’ αριθμ.809/2011 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, της πρωτόδικης υπ’ αριθμ.2147/2014 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, ως και της υπ’ αριθμ.3563/2015 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, είναι απαράδεκτες. Και τούτο διότι οι ως άνω αιτιάσεις της αναιρεσείουσας με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, συνιστούν διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και καταλήγουν σε αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία, όμως , είναι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην μείζονα σκέψη, αναιρετικώς ανέλεγκτη. Συνακόλουθα οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ του ΚΠΔ προβαλλόμενοι, έβδομος, όγδοος και ένατος λόγος της αναιρέσεως είναι αβάσιμοι. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 352 και 353 του ΚΠΔ, παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ιδίου Κώδικος δικανική του πεποίθηση. Η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ και εμπεριστατωμένη αιτιολογία από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Ετσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένη. [Α.Π. 198/2015, Α.Π.430/2014]. Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα κατά την απολογία της υπέβαλε αίτημα αναβολής, ως η ίδια αιτιάται, με το εξής περιεχόμενο: "...ήμουν σίγουρη ότι δεν μπορεί ο σύζυγός μου να ήταν στην ... από τα συμπεράσματα που έβγαλα από αυτά που μου είπε ο Μ.. Καλέστε τον Μ. να διευκρινίσει αυτά που καταθέτει στο πρωτόδικο, δεν ξέρω τι θυμάται...". Έτσι, όμως, όπως διατυπώθηκε, δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκε σαφές και ορισμένο αίτημα από την αναιρεσείουσα αναβολής της δίκης για κρείσσονας αποδείξεις, προκειμένου να προσέλθει και να καταθέσει ο Α. Μ., χωρίς να προσδιορίσει και να εξειδικεύσει, περαιτέρω, το θέμα για το οποίο θα κατέθετε στο δικαστήριο και αν ήταν ουσιώδες και κρίσιμο για τις ερευνώμενες αξιόποινες πράξεις, ενόψει και του ότι τα όσα γνώριζε ο ανωτέρω τα ανέφερε στην απολογία του στο πρωτόδικο δικαστήριο, την οποία έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με τα άλλα αποδεικτικά μέσα με την ανάγνωση της και επομένως, δεν είχε υποχρέωση το δικαστήριο, να διαλάβει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την απόρριψη του αιτήματος αυτού, παρά ταύτα το απέρριψε με την εξής αιτιολογία: "Επειδή το Δικαστήριο μπορεί να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση, από την αποδεικτική διαδικασία που διεξήχθη στο ακροατήριο, περί της ενοχής ή μη των κατηγορουμένων, θα πρέπει το αίτημα για αναβολή της υπόθεσης προκειμένου να κληθεί και προσέλθει ο Α. Μ., ως μάρτυρας, ν’ απορριφθεί, καθόσον η μαρτυρία του δεν κρίνεται απαραίτητη", η οποία είναι η απαιτούμενη αιτιολογία. Συνακόλουθα ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ προβαλλόμενος δωδέκατος λόγος της αναιρέσεως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Τέλος η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τις αποδείξεις αρκεί αυτές να αναφέρονται ατά χο είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά, η εσφαλμένη αξιολόγηση των προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, των αποδεικτικών στοιχείων, γιατί, στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου.[Α.Π.465/2015]. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη με αριθμό 4393/2014 απόφασή του, δέχθηκε, ότι από τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία έλαβε υπόψη και μνημονεύονται κατά το είδος τους (καταθέσεις των μαρτύρων, πολιτικώς εναγόντων, έγγραφα που αναγνώσθηκαν, απολογία της κατηγορουμένης) αποδείχθηκαν τα εξής: "Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 14 και 15-4-2008 οι κατ/μενοι Μ. Ι. και Κ. Α., αντίστοιχα, κατέθεσαν τις ΑΒΜ ΔΟ8/1661 και ΑΒΜ: Α08/1597 μηνύσεις τους, ο μεν πρώτος σε βάρος του Ε. Κ., Β. Κ. (νυν πολιτικώς εναγόντων), Π. Μ. και Σ. Κ., η δεύτερη δε, όπως εκτιμάται η ως άνω μήνυσή της, κατά το περιεχόμενο, σε βάρος μόνο του Σ. Κ.. Με τις μηνύσεις τους διατείνονται, ο μεν πρώτος ότι οι Ε. Κ. και Β. Κ. δήλωσαν, στις 18-1-2007 ενώπιον του Β’ Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, όπου δικάζονταν ο Π.Μ. και ο Σ.Κ. κατόπιν εγκλήσεως του νυν κατ/μενου Ι. Μ., ότι την προηγούμενη ημέρα (18-1-2007), είδαν τον Τ.Μ. στο χώρο της οδού ..., έξω από τα Δικαστήρια, προκειμένου να αποκρούσουν το αίτημα του τελευταίου, που υποβλήθηκε δια της συνηγόρου του για αναβολή της δίκης, που γινόταν στις 19-1-2007, λόγω ασθενείας του, αν και γνώριζαν ότι όσα δήλωναν ήταν ψευδή, διότι δεν τον είχαν συναντήσει οι δε Π. Μ. και Σ. Κ., ότι προκάλεσαν με πρόθεση στους δύο πρώτους την απόφαση να τελέσουν την ανωτέρω άδικη πράξη της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης. Η δεύτερη δε, Α. Κ., Σ. Κ. προκάλεσε με πρόθεση την απόφαση στον Ε. Κ. και τη Β. Κ. να τελέσουν την ως άνω άδικη πράξη. Οι εδώ κατ/μένοι γνώριζαν ότι, όσα κατήγγειλαν σε βάρος των παραπάνω τεσσάρων προσώπων ήταν ψευδή και προέβησαν στις μηνύσεις προκειμένου να προκαλέσουν την καταδίωξή τους, δεδομένου ότι είχαν μεταξύ τους αντιδικία, που χρονολογείτο από παλαιά. Και πράγματι από τις καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, που ενισχύονται από τις καταθέσεις των λοιπών μαρτύρων κατηγορίας, αποδεικνύεται ότι οι κατ/μενοι γνώριζαν ότι όσα κατήγγειλαν ήταν ψευδή, διότι αποδείχθηκε ότι στις 18-1-2007, κατά τη διακοπή της συνεδρίασης του Δικαστηρίου, ο Ε.Κ., η Β. Κ. και ο Σ. Κ. είδαν τον Ι.Μ., έξω από τα Δικαστήρια, επί της οδού ... και του απεύθυναν μάλιστα και το λόγο, παρ’ όλο που η σύζυγός του, κατά την απολογία της ενώπιον του Δικαστηρίου είπε ότι αυτός ήταν σπίτι και αδυνατούσε να έλθει λόγω προβλήματος υγείας (κίνδυνος αποκόλλησης οφθαλμού). Το γεγονός της διακοπής της συνεδριάσης επιβεβαιώνεται και από την κατάθεση της μάρτυρα υπεράσπισης των κατ/μένων, Κ. Λ.. Η παρουσία εξάλλου του Ι.Μ. έξω από τα Δικαστήρια δεν αναιρεί τον εκ του γεγονότος ότι αυτός εξετάστηκε την ίδια ημέρα στο Οφθαλμολογικό τμήμα του Νοσοκομείου Ευαγγελισμός.
Συνεπώς ορθά προβλήθηκαν την επόμενη ημέρα 19-1-2007, από την πλευρά των συνηγόρων Ε.Κ. και Β. αντιρρήσεις επί του αιτήματος αναβολής της υπόθεσης λόγω ασθενείας του τότε μηνυτή Ι.Μ., τον οποίο, όπως διαβεβαίωσαν αυτοί, ενώπιον του Δικαστηρίου, είχαν δεί την προηγούμενη ημέρα, αντικρούοντας με τον τρόπο αυτό, όσα ισχυρίστηκε την προηγούμενη ημέρα η σύζυγός του ότι δηλ. αυτός ήταν κλινήρης, λόγω του προαναφερθέντος προβλήματος υγείας. Ήταν συνεπώς ψευδή όσα κατήγγειλαν σε βάρος του οι κατ/μενοι. Άλλωστε, για τις καταγγελόμενες πράξεις αποφάνθηκε το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών, με το υπ’ αριθμ.809/2011 βούλευμα, ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία, σε βάρος των νυν πολιτικών εναγόντων, του Π. Μ. και του Σ. Κ.. Θα πρέπει συνεπώς να κηρυχθεί ένοχος ο Ι. Μ. για ψευδή καταμήνυση κατά συρροή και η Α. Κ. για ψευδή καταμήνυση του Σ. Κ. και αθώα για την ίδια πράξη σε βάρος της Ε.Κ., Β. Κ. και Π. Μ.. Αποδείχθηκε ακόμη ότι ο Ι. Μ., εξεταζόμενος χωρίς όρκο, στις 27-8-2008 ενώπιον της Πταισματοδίκου Α. Α., σχετικά με το από 3-7-2008 επεξηγηματικό σημείωμά του, επιβεβαίωσε ως αληθή τα διαλαμβανόμενα σε αυτό, δηλ. όσα, κατήγγειλε και με την προαναφερθείσα μήνυσή του, αν και γνώριζε ότι δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα θα πρέπει συνεπώς να κηρυχθεί ένοχος ψευδούς ανωμοτί, κατάθεσης, κατά επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας. Επίσης η κατ/μένη Α. Κ. στις 3-7-2008 επιβεβαίωσε ενόρκως ενώπιον της Πταισματοδίκη Μαραθώνος το περιεχόμενο του από 3-6-2008 επεξηγηματικού σημειώματος, με το οποίο επιβεβαίωσε τα καταγγελόμενα με τη μήνυση της σε βάρος του Σ. Κ., όπως παραπάνω εκτέθηκαν εν γνώσει ότι αυτά ήταν ψευδή. Θα πρέπει συνεπώς να κηρυχθεί ένοχη για ψευδορκία μάρτυρα, πράξη που τελέσθηκε στις 3-7-2008 και όχι κατ’ εξακολούθηση, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο κλητήριο θέσπισμα, που προσδιορίζει χρόνο τέλεσης το διάστημα από 15-4-2008 έως 3-7-2008, διότι στις 15-4-2008 επιβεβαίωσε αυτή το περιεχόμενο της μήνυσής της (και όχι του επεξηγηματικού σημειώματος ή του από 6-10-2008 υπομνήματος που έσφαλε μάλιστα αναφέρεται ως Απολογητικό Υπόμνημα) ενώ κατά το ως άνω χρονικό διάστημα δεν επιβεβαίωσε το από 6-10-2008 υπόμνημα αφού αυτό ανατέθηκε σε μεταγενέστερο χρόνο. Θα πρέπει συνεπώς κατά τα λοιπά, που αφορούν την πράξη της ψευδορκίας να κηρυχθεί αθώα". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο που δίκασε, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδορκίας μάρτυρος και της ψευδούς καταμηνύσεως για τα οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα. τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά. καθώς και τις σκέψεις και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθροον 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 94 παρ.1, 224 παρ.2-1 και 229.1 ΠΚ, που εφαρμόσθηκαν, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως συμπληρούμενο από το διατακτικό προκύπτει ότι : α] η καταδίκη της αναιρεσείουσας για τις ως άνω πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως και ψευδορκίας μάρτυρα στηρίχθηκε σε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, όπως προκύπτει από τις παραδοχές της αποφάσεως και ιδίως από την εκτεταμένη αναφορά της, μάλιστα και κατ’ είδος, στα ληφθέντα υπόψη και συνεκτιμηθέντα αποδεικτικά στοιχεία, β ] αναφέρεται, καθόσον αφορά στην πράξη της ψευδορκίας, η αρχή ενώπιον της οποίας κατέθεσε η αναιρεσείουσα τα ψευδή, ενώ, παράλληλα παρατίθενται ποια ήσαν τα αληθή, δ] αιτιολογείται επαρκώς ο άμεσος δόλος της αναιρεσείουσας αναφορικά με την πράξη ψευδορκίας μάρτυρα με την παράθεση πραγματικών περιστατικών ενώ, όπως, προσέτι, συνάγεται από τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως αυτή γνώριζε αναγκαίως την πραγματική κατάσταση από άμεση προσωπική αντίληψη. Οι λοιπές αιτιάσεις που με την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, συνιστούν διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, είναι απαράδεκτες, ως πλήττουσες την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ προβαλλόμενος 13ος 14ος και 15ος λόγος αναιρέσεως της κρινομένης αιτήσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος.
Β)Επί της αιτήσεως αναιρέσεως του Ι. Μ..
Σύμφωνα με τα άρθρα 352 και 353 του ΚΠοινΔ παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις και για να κληθούν και εξετασθούν νέοι μάρτυρες, εναπόκεινται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ιδίου κώδικα δικανική του πεποίθηση. Εξάλλου κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να έχουν ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία κατά δε τη διάταξη του τρίτου εδαφίου του ως άνω άρθρου 139, όπως ισχύει, αιτιολογία απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα από το αν αυτό απαιτείται από το νόμο ή αν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή, αν, η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική ελεύθερη η ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου που τις εξέδωσε. Έτσι η παρεμπίπτουσα δικαστική απόφαση που απορρίπτει αίτημα του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις προκειμένου να κληθούν και εμφανισθούν νέοι μάρτυρες για να επιβεβαιώσουν ή διαψεύσουν περιστατικά κρίσιμα για την ενοχή του κατηγορουμένου, πρέπει να είναι αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι το σχετικό αίτημα του κατηγορουμένου υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένο. Διαφορετικά η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως αυτής που απορρίπτει τέτοιο αίτημα του κατηγορουμένου ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως. Αν δε, παρά το ότι το σχετικό αίτημα υποβλήθηκε παραδεκτώς, το δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επ’ αυτού, ιδρύεται ο από το άρθρο 510παρ.1στοιχ.Β’ του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ.2, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. [Α.Π. 704/2015, Α.Π.786/2015] Από την επιτρεπτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων με το από 23-5-2014 έγγραφο αίτημα, το οποίο υπέβαλε στον Εισαγγελέα Εφετών, απευθυνόμενο στο άνω Δικαστήριο, στο οποίο διαβιβάσθηκε και συσχετίστηκε, διέλαβε κατά λέξη τα εξής: α]"Περί κλητεύσεως ουσιώδους μάρτυρα Β. Π. Προϊσταμένης της Γραμματείας Εξωτερικών Ιατρείων ΓΝΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ. Η μάρτυρας δέον όπως προσκομίσει μετ’ αυτής από το Αρχείο του Ευαγγελισμού, το ίδιο το στέλεχος του επίμαχου εγγράφου που φέρεται εκδοθέν την 29-3-07, προκειμένου το Δικαστήριο και η Εισαγγελέας δι’ επισκοπήσεως διαπιστώσουν τη νόθευση"και β] ζητώ να κλητευθεί ως μάρτυρας ο Χ. Λ., οδός ....". Όμως, το αίτημα αναβολής που υποβλήθηκε με τον προαναφερόμενο τρόπο ήταν αόριστο, διότι δεν διατυπώθηκε με όλα τα περιστατικά που δικαιολογούν την ανάγκη για την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης, για ποιο δηλαδή συγκεκριμένο θέμα σε σχέση με τις ερευνώμενες αξιόποινες πράξεις θα εξεταζόταν ως μάρτυρας καθένας εξ αυτών και αν αυτό ήταν ουσιώδες και κρίσιμο και τι θα εισέφερε στην ουσία της υπόθεσης και επομένως το δικαστήριο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη δεν υποχρεούτο να απαντήσει επ’ αυτού, κατ’ ακολουθία δε τούτων, δεν παραβιάσθηκε το δικαίωμα ακροάσεως του κατηγορουμένου αναιρεσείοντα και δεν ιδρύθηκε ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β’ του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως και συνεπώς ο πρώτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Περαιτέρω ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην πλημμέλεια της έλλειψης ακροάσεως, καθώς και στην έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον, ως αιτιάται, ότι, καίτοι είχε προσβάλλει στο πρωτόδικο δικαστήριο το με αριθμό .../29-3-2007 έγγραφο ως πλαστό, ζητώντας ταυτόχρονα την εξέταση ως μαρτύρων των Π.... και Π. και αναγνώσθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο τούτο δεν διέλαβε την απαιτούμενη αιτιολογία ως προς την απόρριψη του αιτήματος αυτού περί αναβολής της δίκης, προκειμένου να προσέλθει να καταθέσει ως μάρτυρας ο Α.Μ..
Από την επισκόπηση όμως των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι ο αναιρεσείων υπέβαλε σχετικό αίτημα περί της πλαστότητας του ως άνω εγγράφου και επομένως το δικαστήριο δεν υποχρεούτο να απαντήσει, εξάλλου, με το ένδικο μέσο της αναιρέσεως προσβάλλεται μόνον η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, στην οποία έχει ενσωματωθεί εκείνη που εξεδόθη στον πρώτο βαθμό μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως κατ’ αυτής και κάθε λόγος που πλήττει την πρωτοβάθμια απόφαση είναι απαράδεκτος. [Α.Π. 104/2015]. Περαιτέρω, αναφορικά με το υποβληθέν αίτημα αναβολής προκειμένου να προσέλθει να καταθέσει ο μάρτυρας Α.Μ., όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης το δικάσαν Εφετείο επιφυλάχθηκε ν’ απαντήσει και μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας το απέρριψε με την ακόλουθη αιτιολογία: "Επειδή το Δικαστήριο μπορεί να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση, από την αποδεικτική διαδικασία που διεξήχθη στο ακροατήριο, περί της ενοχής ή μη των κατηγορουμένων, θα πρέπει το αίτημα για αναβολή της υπόθεσης προκειμένου να κληθεί και προσέλθει ο Α. Μ. ως μάρτυρας να απορριφθεί, καθόσον η μαρτυρία του δεν κρίνεται απαραίτητη". Η αιτιολογία αυτή, της απόρριψης του αιτήματος αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις, είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν κρίνεται σκόπιμη και αναγκαία η αναβολή. Πρέπει δε να σημειωθεί, ότι η απόφαση του δικαστηρίου για την απόρριψη του εν λόγω αιτήματος, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των οικείων πρακτικών, λήφθηκε μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, ήτοι την εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, την ανάγνωση των εγγράφων και την απολογία της συγκατηγορούμενης του και επομένως το δικαστήριο είχε μορφώσει άποψη, για τη μη αναγκαιότητα της αναβολής και κατά τις παραδοχές του, τα αποδεικτικά μέσα ήταν ικανά να το οδηγήσουν σε ασφαλή κρίση, όπως στο προαναφερθέν σκεπτικό της παρεμπίπτουσας περί απόρριψης του σχετικού αιτήματος της απόφασης αναφέρεται. Κατ’ ακολουθία των προεκτεθέντων, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Β και Δ προβαλλόμενος δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ακροάσεως και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω ο αναιρεσείων με σχετικούς λόγους της αναίρεσής του υποστηρίζει, ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικά με την κατάφαση της ενοχής του ως προς την πράξη της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, αιτιώμενος ότι δεν παρατίθεται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά και ότι έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες και αντιφάσεις μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού και ότι δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε το δικάσαν Εφετείο την κατάθεση του Ε.Κ. η σωστή εκτίμηση της οποίας οδηγούσε στην αθώωσή του. Επί του λόγου αυτού της αναιρέσεως πρέπει να λεχθούν τα εξής: Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε σε αυτή την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, για τις οποίες καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 16, 17, 18 , 26 παρ. 1, 27, 94 παρ. 1, 225 παρ. 1α και 229 παρ. 1 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα παρατίθενται ότι : αναιρεσείων υπέβαλλε την από 14-4-2008 έγκληση του ενώπιον αρμόδιας αρχής [Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών], ότι το περιεχόμενό της ήταν ψευδές και τελούσε σε γνώση της αναλήθειας του περιεχομένου της και ότι την υπέβαλε με σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη των εγκαλουμένων, ενώ περαιτέρω, παρατίθεται ο τρόπος με τον οποίο τελέσθηκε η πράξη της ανώμοτης κατάθεσης από τον ίδιο, ήτοι ότι εξεταζόμενος χωρίς όρκο ενώπιον του Πταισματοδίκη Αθηνών, επιβεβαίωσε ως αληθές το περιεχόμενο του από 3-7-2008 επεξηγηματικού σημειώματος του, τελώντας σε γνώση της αναλήθειας αυτού, ενώ παρατίθενται παράλληλα ποια ήσαν τα αληθή. Η καταφατική δε κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για την ενοχή του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντα στηρίχθηκε σε όλα τα αποδεικτικά μέσα. όπως προκύπτει από τις παραδοχές της αποφάσεως και ιδίως από την εκτεταμένη αναφορά της, μάλιστα και κατ’ είδος στα ληφθέντα υπόψη και συνεκτιμηθέντα αποδεικτικά στοιχεία, μεταξύ των οποίων συνεκτίμησε και συναξιολόγησε και την κατάθεση του Ε.Κ.. Τα περί αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα είναι αβάσιμα, ενώ οι αιτιάσεις, που με την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, συνιστούν διαφορετική αξιολόγηση του περιεχομένου των αποδεικτικών μέσων και καταλήγουν σε αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου, η οποία, όμως είναι ανέλεγκτη αναιρετικά είναι απαράδεκτες.
Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ του ΚΠΔ προβαλλόμενος τέταρτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος.
Γ)Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 42 παρ.4 και 46 του ΚΠΔ, όπως η παρ.4 του πρώτου τούτων προστέθηκε με το άρθρο 34 παρ.1 και 2 του Ν.3346/2005 και αντικ. στη συνέχεια με το άρθρο 69 παρ.1 του Ν.3659/2008 και το δεύτερο αντικ. με το άρθρο 34 παρ.2 του Ν.3346/2005 και το άρθρο 35 παρ.3 του Π.Δ.28-7-1931, όπως αντικ. με το άρθρο 4 παρ.3 Β.Δ. 28/30-3-1946, υπόχρεος στην κατάθεση παραβόλου υπέρ του Δημοσίου ποσού δέκα (10) ευρώ (ήδη αναπροσαρμόσθηκε σε 100 ευρώ με την ΑΥ Οικ.Δικ.ΔΑΔ 12382/23-12-2010) κατά την υποβολή μηνύσεως ή εγκλήσεως είναι ο εγκαλών για τα κατ’ έγκληση διωκόμενα αδικήματα ανεξαρτήτως της ιδιότητας αυτού ως απλού πολίτου ή δημοσίου οργάνου και ο μηνυτής θα πρέπει να σημειωθεί ότι η νομοθετική επιλογή υπέρ του απαραδέκτου της μήνυσης σε περίπτωση μη καταβολής του παραβόλου από τον μηνυτή για τα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα κρίνεται χωρίς αντίκρισμα, αφού κατ’ ουσίαν το απαράδεκτο της μήνυσης δεν εμποδίζει τον εισαγγελέα να αξιολογήσει την πληροφορία ως είδηση και να ασκήσει την δέουσα ποινική δίωξη, η οποία (ποινική δίωξη) δεν καθίσταται απαράδεκτη εκ του λόγου τούτου (απαραδέκτου της μηνύσεως), όπως αντίθετα συμβαίνει στα κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα (αρ.370 ΚΠΔ). Στη προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως το Δικαστήριο δέχθηκε τα εξής: "Σύμφωνα με την παρ.4 του άρθρου 42 ΚΠΔ ο μηνυτής, κατά την υποβολή της μήνυσης ενώπιον κάθε αρμοδίας αρχής, καταθέτει, με ποινή το απαράδεκτο αυτής, παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού 100 ευρώ. Σε περίπτωση ανωτέρας βίας ή άλλης αντικειμενικής αδυναμίας εκδόσεως παραβόλου αυτό μπορεί να προσκομισθεί το βραδύτερο εντός (3) εργάσιμων ημερών, χωρίς να κωλύεται η ποινική διαδικασία. Στην προκειμένη περίπτωση, οι πολιτικώς ενάγοντες, κατά την εγχείριση, στις 23-10-2008 της από 22-10-2008 έγκλησης σε βάρος των κατηγορουμένων για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης που υποβλήθηκε ενώπιον της Πταισματοδίκου Αθηνών, δεν κατέθεσαν το παράβολο των 100 ευρώ, αλλά ούτε και μετέπειτα, εντός της νόμιμης προθεσμίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην 4 του αρ.42 ΚΠΔ, η οποία αντικαταστάθηκε από το άρθρο 69 παρ.1 του 3659/2008, άρχισε να ισχύει από 16-4-2008.
Συνεπώς η υποβληθείσα έγκληση ήταν απαράδεκτη και ως εκ τούτου θα πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για την ως άνω πράξη, λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου με παραγραφή λαμβανομένου υπόψη, ότι η πράξη φέρεται τελεσθείσα, από τους κατηγορουμένους, αντίστοιχα κατά το χρονικό διάστημα από 14-4-2008, 27-8-2008 και από 15-4-2008 έως 3-7-2008)."Έτσι όπως έκρινε το Δικαστήριο της ουσίας και έπαυσε την ποινική δίωξη μόνον για το κατ’ έγκληση διωκόμενο έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως και όχι για τα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα της ψευδορκίας μάρτυρος, της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης και της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης και της ψευδούς καταμηνύσεως, ορθά ερμήνευσε το νόμο και δεν παραβίασε τις παραπάνω διατάξεις σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην παραπάνω μείζονα σκέψη. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε’ λόγος αναιρέσεως της αναιρεσείουσας Α. Κ. και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Η λόγος αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Ι. Μ. με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα ότι δηλ.το δικάσαν Δικαστήριο έπρεπε να κηρύξει απαράδεκτη την ποινική δίωξη και για τα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα για τα οποία καταδικάσθηκαν είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Περαιτέρω αμφότεροι οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας, αιτιώμενοι ότι καίτοι ο Π. Μ. δεν παρέστη, νομίμως, ως πολιτικώς ενάγων στο πρωτόδικο δικαστήριο, αλλά ούτε και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, παρά ταύτα το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο του επεδίκασε χρηματική ικανοποίηση. Αντί του λόγου αυτού πρέπει να λεχθούν τα εξής: Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα έγγραφα για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου ο Π. Μ. νομίμως παρέστη, δυνάμει της από 13-1-2014 ειδικής εξουσιοδοτήσεως, στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και του επιδικάσθηκε το ποσό των 10 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως και επομένως, νομίμως επελήφθη, κατ’ αρθρο 502 παρ.1 εδ.τελ. του ΚΠΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, έστω και αν αυτός δεν παρέστη και του επεδίκασε το πρωτοδίκως επιδικασθέν ποσό των 10 ευρώ. Κατά συνέπεια ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α προβαλλόμενος λόγος των αναιρέσεων για απόλυτη ακυρότητα λόγω μη νόμιμης παράστασης της πολιτικής αγωγής είναι αβάσιμος.
Μετά ταύτα πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αναιρέσεις ως ουσιαστικά αβάσιμες και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (αρ.583 ΚΠΔ) καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παρισταμένου πολιτικώς ενάγοντος (αρ.176 και 183 ΚΠολΔ) κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει α)την από 2-6-2015 αίτηση της Α. Κ. του Α. και β) την από 2-6-2015 αίτηση του Ι. Μ. του Γ., για αναίρεση της με αριθμό 4393/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα τα οποίου ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα καθώς και στην δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαρτίου 2016.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Ιουνίου 2016.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ ποιν 1264/2016. Τρίτοι στη συκοφαντική δυσφήμηση είναι και οι δικαστές κτλ

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
ΑΠ ποιν 1264/2016. Τρίτοι στη συκοφαντική δυσφήμηση είναι και οι δικαστές κτλ.
Απόφαση 1264 / 2016    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 1264/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ...

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (κωλυομένης της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Βιολέττας Κυτέα, σύμφωνα με την υπ’ αριθ.38/2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αγγελική Αλειφεροπούλου, Δημήτριο Χονδρογιάννη, Διονυσία Μπιτζούνη και Ιωάννη Μπαλιτσάρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Α. Ι. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Άγγελο Στάϊκο, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 2805/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Κ. Π., κάτοικο ..., η οποία δεν εμφανίστηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Δεκεμβρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 69/2016
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ (όπως το τελευταίο ετροποποιήθη και ισχύει, με το άρθρο 2 παρ. 5 Ν. 2408/1996) ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο κατεδικάσθη ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών των τελευταίων στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Η κατά τ’ άνω αιτιολογία, πρέπει να εκτείνεται όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή, ή απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως εάν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες, ή εάν η έκδοσή των αφίεται στη διακριτική ανέλεγκτη ή ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου που τις εξέδωσε. Έτσι η απορριπτική της ενστάσεως ακυρότητος του κλητηρίου θεσπίσματος απόφαση πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη, με αναφορά των περιστατικών και των συλλογισμών με βάση τους οποίους το δικαστήριο κατέληξε στην απορριπτική του κρίση, εφ’ όσον βεβαίως η υποβολή της τοιαύτης ενστάσεως έγινε σαφώς και ορισμένως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης υπ’ αριθμ. 2805/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων παριστάμενος μετά συνηγόρου επανέφερε την και πρωτοδίκως υποβληθείσα και με σχετικό λόγο εφέσεως προβαλλόμενη, ένσταση ακυρότητος του κλητηρίου θεσπίσματος, βάσει του οποίου και κατεδικάσθη για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμιση και ζήτησε την ακύρωσή του, για τον λόγο ότι δεν εκτίθενται σε αυτό ποια ήσαν τα ψευδή και ποια ήσαν τα αληθή περιστατικά. Ειδικότερον, ο αναιρεσείων κατεδικάσθη για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση της εγκαλούσης Κ. Π., που διέπραξε με την ενώπιον του εισαγγελέα πλημμελειοδικών Αθηνών υποβολή εναντίον της, της από 11-12-2008 μηνύσεώς του για το έγκλημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, συνισταμένου στην υπ’ αυτής πλαστογράφηση της υπογραφής του υιού αυτού και εκείνης Γ. Ι. στην από 5-9-2008, υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. 164820/12501/2008, αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, που ο τελευταίος (υιός αυτός των διαδίκων τούτων) άσκησε στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ζητώντας από αυτόν (κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα) την επιδίκαση προσωρινής διατροφής, η οποία μήνυση απερρίφθη ως ψευδής, με σχετική διάταξη του ως άνω εισαγγελέα η οποία επικυρώθηκε από τον εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. Η προσβαλλομένη απόφαση απέρριψε την άνω ένσταση, κατά λέξη, ως εξής: "Από τις διατάξεις των άρθρων 173 παρ. 1, 174 παρ. 2 και 321 παρ. 1 στοιχ. δ’ και 4 ΚΠΔ, προκύπτει ότι το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο κλητεύεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο, πρέπει να περιέχει μεταξύ άλλων στοιχείων, τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται, και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει, ως άρθρο του ποινικού νόμου νοείται κάθε διάταξη που τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει την απειλούμενη ποινή. Διαφορετικά υπάρχει σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται, αν, εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη, εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί τότε η ακυρότητα αυτή δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο με λόγο έφεσης κατά της εκκλητής απόφασης. Εφόσον η εν λόγω ακυρότητα δεν προταθεί ως λόγος έφεσης καλύπτεται. Αν δεν καλυφθεί η ακυρότητα αυτή, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β ΚΠΔ. (ΑΠ 440/2013, ΑΠ 808/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην κρινομένη υπόθεση, από την επισκόπηση του από 21-06-2012 κλητηρίου θεσπίσματος προκύπτει ότι αυτό περιέχει όλα τα απαιτούμενα πραγματικά περιστατικά ήτοι καθορίζονται επακριβώς τα γεγονότα όσα διαλαμβάνονται στην από 11-12-2008 μήνυση που κατέθεσε ο κατηγορούμενος σε βάρος της εγκαλούσας και ελέγχονται ως ψευδή αλλά και τα γεγονότα που ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα καθώς και μνεία των άρθρων του ποινικού νόμου που προβλέπει τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, οι διατάξεις δηλονότι του ποινικού νόμου που τυποποιούν τα εγκλήματα και καθορίζουν τις απειλούμενες ποινές. Συνακόλουθα, είναι απορριπτέος ο αντίστοιχος ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί αοριστίας του κλητηρίου θεσπίσματος, ο οποίος εκφέρεται και ως λόγος εφέσεως". Εντεύθεν η αιτιολογία αυτή της παρεμπιπτούσης αποφάσεως είναι ειδική και πλήρης, όπως απαιτείται, κατά τα ανωτέρω, από το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ., αφού διαλαμβάνεται, ότι τα εκτιθέμενα στο εν λόγω κλητήριο θέσπισμα γεγονότα, είναι εκείνα που φέρονται ως ψευδή, δεν ήταν δε αναγκαία, περαιτέρω, η αναφορά των αληθών περιστατικών (ΑΠ 918/2014), όπως αβασίμως αιτιάται ο αναιρεσείων.
Συνεπώς ο σχετικός λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ. περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της άνω παρεμπιπτούσης απορριπτικής αποφάσεως, είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 ΠΚ, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι’ αυτήν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση του υπ’ αυτής προβλεπομένου εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται να έγινε μήνυση ή ανακοίνωση με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχή ότι τελέσθηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, το περιεχόμενο της μηνύσεως ή ανακοινώσεως να είναι αντικειμενικώς ψευδές και ο μηνύσας ή ανακοινώσας να είχε γνώση ότι είναι ψευδές και να έκανε τη μήνυση ή ανακοίνωση με σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταμηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, που τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, απαιτείται αντικειμενικώς μεν ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφ’ ενός μεν τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και αφ’ ετέρου τη θέληση αυτού να ισχυριστεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Περαιτέρω, η δικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν, προκειμένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο όλο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου που απαιτείται, κατά το άρθρο 26 παρ. 1 ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, δεν είναι κατ’ αρχήν ανάγκη να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγμάτωση των περιστατικών τούτων. Όταν όμως, όπως συμβαίνει επί των εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως, της συκοφαντικής δυσφημήσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα και της ηθικής αυτουργίας στις ανωτέρω πράξεις, αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η "εν γνώσει"ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως ή η τέλεση της πράξεως με τον "σκοπό"προκλήσεως ορισμένου αποτελέσματος, δηλαδή άμεσος δόλος, η ύπαρξη αυτού πρέπει να αιτιολογείται ειδικά, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν, ότι υπήρχε το στοιχείο της γνώσης και τούτο διότι η γνώση ως ενδιάθετη βούληση επιβάλλεται να εξειδικεύεται και να συνοδεύεται από εκδηλώσεις του δράστη εις τρόπον ώστε να συνάγεται σαφώς, ότι το περιεχόμενο της καταμηνύσεως κ.λ.π ήταν αποτέλεσμα της ενσυνείδητης ενέργειάς του, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη, θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ιδίου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του δράστη, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει και εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία εδέχθη ότι προέκυψαν, στην αληθή έννοιά του αλλά και όταν η σχετική διάταξη παρεβιάσθη εκ πλαγίου, διότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 2805/2015 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε ανελέγκτως στο σκεπτικό του, μετά από εκτίμηση των αναφερομένων κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας, πρακτικά πρωτοβαθμίου δίκης, αναγνωσθέντα έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Ο κατηγορούμενος και η εγκαλούσα Κ. Π. υπήρξαν σύζυγοι, μετά από γάμο που τέλεσαν την 26-11-1988, από το γάμο τους δε αυτόν απέκτησαν δύο τέκνα, το Γ. γεννηθέντα την 23-05-1989 και την Ι. γεννηθείσα την 26-09-1991. Τον Ιούλιο του 2008 επήλθε διάσπαση μεταξύ των συζύγων και επακολούθησε οξύτατη αντιδικία αναφορικά με όλα τα θέματα που σχετίζονται με τη λύση του γάμου, τη διατροφή συζύγου και τέκνων κλπ. Στα πλαίσια αυτά, στις 18-09-2008 επιδόθηκε στον κατηγορούμενο η από 05-09-2008 και με αριθμό κατάθεσης 164820/12501/2008 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του υιού του Γ. Ι. με την οποία ο τελευταίος αξίωνε από τον κατηγορούμενο ως προσωρινή, μηνιαία διατροφή του το ποσό των 6.986 ευρώ, η οποία (αίτηση) συζητήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις 18-11-2008. Με την από 11-12-2008 έγκληση που κατέθεσε ο κατηγορούμενος σε βάρος της εγκαλούσας - συζύγου του, με την οποία κατά τον ως άνω χρόνο τελούσε σε διάσταση, ισχυρίσθηκε ότι η τεθείσα στο κάτω μέρος του κειμένου της εν λόγω αίτησης ασφαλιστικών μέτρων υπογραφή, δεν είναι του διαδίκου - υιού του, αλλά της εγκαλούσας, η οποία έθεσε αυτή (υπογραφή) χωρίς τη γνώση και βούληση του Γ. Ι. και χωρίς ο τελευταίος να έχει γνώση περί των ενεργειών της μητέρας του, νοθεύοντας έτσι το συγκεκριμένο δικόγραφο, ώστε να φέρεται ως προϊόν της βουλήσεως του υιού του η σύνταξη του ενώ στην πραγματικότητα εξέφραζε μόνο τη βούληση της εγκαλούσας. Ο κατηγορούμενος υπέβαλε την παραπάνω μήνυση σε βάρος της συζύγου του με μοναδικό και αποκλειστικό σκοπό να προκαλέσει την ποινική της δίωξη για τη διάπραξη του πλημμελήματος της πλαστογραφίας. Μετά την υποβολή της μηνύσεως αυτής διατάχθηκε από τον αρμόδιο Εισαγγελέα η διενέργεια σχετικής προκαταρκτικής εξέτασης σε βάρος της εγκαλούσας για το αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, για την οποία την κατεμήνυσε ο κατηγορούμενος και αυτή υπέβαλε έγγραφες εξηγήσεις, κατ’ άρθρ. 31 παρ. 2 ΚΠΔ, αλλά ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών, με την υπ’ αριθμ. ΕΓ 155-09/420/3Δ/2010 διάταξή του, η οποία επικυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 197/2010 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών, απέρριψε την από 11-12-2008 έγκληση του κατηγορουμένου. Ήδη, από το σύνολο της αποδεικτικής διαδικασίας και ειδικότερα από την από 25-10-2008 δήλωση- εξουσιοδότηση του Γ. Ι. και το από 21-11-2008 με αριθμό ... συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Σ. Φουρουτζόγλου αποδείχθηκε ότι τα ως άνω επικαλούμενα από τον κατηγορούμενο πραγματικά περιστατικά ήταν ψευδή, καθόσον κατά την υπογραφή της από 05-09-2008 αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, η εγκαλούσα υπέγραψε η ίδια στη θέση της υπογραφής του υιού της Γ. Ι. και για λογαριασμό του, έχοντας την προς τούτο συναίνεση του τελευταίου και ο κατηγορούμενος εξέθεσε τα παραπάνω ψευδή περιστατικά στη μήνυσή του, προκειμένου να προκαλέσει την καταδίωξη της εγκαλούσας για τις αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της απόπειρας απάτης ενώπιον δικαστηρίου. Γνώριζε δε ο κατηγορούμενος το ψεύδος αυτών και ειδικότερα ότι ο υιός του βρισκόταν για σπουδές στο εξωτερικό (Αγγλία) και δεν μπορούσε να υπογράψει ο ίδιος την αίτηση, από τηλεφωνική επικοινωνία που είχε μαζί του, μάλιστα επισκέφθηκε ο ίδιος τον υιό του όταν ο τελευταίος αυτός επέστρεψε για ολιγοήμερες διακοπές στην Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 2008, και είχε συζήτηση μαζί του για την επίδικη δίκη διατροφής. Επιπλέον όταν υποβλήθηκε από τον κατηγορούμενο η μήνυση σε βάρος της εγκαλούσας, την 17-12-2008, ενώπιον της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών είχε ήδη προηγηθεί η συζήτηση της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων του υιού των διαδίκων Γ. Ι. εναντίον του κατά τη δικάσιμο της 18-11-2008, είχαν ήδη κατατεθεί από τους τότε διαδίκους όλα τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα απ’ αυτούς έγγραφα στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και είχαν λάβει γνώση των εγγράφων οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι αυτών και συνεπώς και ο κατηγορούμενος είχε λάβει γνώση των σχετικών εγγράφων που είχε προσκομίσει και επικαλεστεί ο πληρεξούσιος δικηγόρος του υιού του Γ. Ι. κατά την εκδίκαση της αιτήσεως και στο κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας με την υποβολή του σημειώματος και των λοιπών εγγράφων, προκειμένου να αποδείξει την ενεργητική νομιμοποίηση του υιού του και την χορηγηθείσα πληρεξουσιότητα από τον υιό του προς τον παραστάντα πληρεξούσιο δικηγόρο του Ν. Α. προς αντίκρουση σχετικής ενστάσεως ελλείψεως πληρεξουσιότητας υποβληθείσης από τον δικηγόρο του κατηγορουμένου. Ειδικότερα κατά την συζήτηση της υποθέσεως εκείνης ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Γ. Ι. προσκόμισε την από 25-10-2008 δήλωση-εξουσιοδότηση αυτού, στην οποία αναφέρονταν τα εξής: "...ο κάτωθι υπογεγραμμένος Γ. Ι. ... εξουσιοδοτώ την μητέρα μου ... και το δικηγόρο που αυτή διορίζει κατ’ επιλογή της να ασκήσουν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων διατροφής κατά του πατέρα μου ... Εγκρίνω όλες τις ενέργειες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα προς το σκοπό αυτό. Έχω εξουσιοδοτήσει τη μητέρα μου να υπογράψει αντ’ εμού σχετική αίτηση και εγκρίνω κάθε σχετική ενέργεια της. Εξουσιοδοτώ δε περαιτέρω τη μητέρα μου και το δικηγόρο επιλογής της να μεριμνήσουν κάθε τι αναγκαίο για την εκπλήρωση της πιο πάνω εντολής, να παρασταθούν στο Δικαστήριο, να υπογράφουν έγγραφα, να εξετάζουν μάρτυρες...Δηλώνω ότι η υπογραφή από τη μητέρα μου τέθηκε επί της ασκηθείσης αίτησης διατροφής, που εκδικάζεται τον Νοέμβριο κατόπιν εντολής μου και έχοντας πλήρη γνώση του περιεχομένου της αίτησης...". Ακολουθεί βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του Γ. Ι. από το ΚΕΠ της Ν.Α. Αθηνών - Πειραιώς με ημερομηνία 25-10-2008. Επίσης, ομοίως μέσα στην προθεσμία αντικρούσεως ισχυρισμών και προσκομίσεως εγγράφων, προσκομίστηκε και το με ημερομηνία 21-11-2008 και με αριθμό ... συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Σοφίας Φουρουτζόγλου, σύμφωνα με το οποίο ο Γ. Ι. εξουσιοδοτούσε τον δικηγόρο Ν. Α. να παραστεί και να τον εκπροσωπήσει κατά την εκδίκαση της επίδικης αιτήσεως κατά του πατέρα του (κατηγορουμένου) να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια ήθελε θεωρηθεί απαραίτητη για την διεκπεραίωση της παραπάνω εντολής και τέλος ενέκρινε οποιαδήποτε ενέργεια είχε γίνει μέχρι τότε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο στα πλαίσια της ως άνω αναφερόμενης δικαστικής υπόθεσης. Πρέπει να αναφερθεί ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ’ αριθμ. 11247/31-12-2008 απόφασή του έκανε δεκτή την αίτηση του Γ. Ι. καθώς και της εγκαλούσας, οι οποίες συνεκδικάσθησαν διαλαμβάνοντας στο σκεπτικό της αποφάσεως και σε σχέση με το θέμα της παραπάνω πληρεξουσιότητας τα ακόλουθα: "Να σημειωθεί ότι μετά την αμφισβήτηση του καθ’ ου της πληρεξουσιότητας του δικηγόρου του αιτούντος Ν. Α., ο αιτών προσεκόμισε το υπ’ αριθμ. .../21-11-2008 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Σοφίας Φουρουτζόγλου από το οποίο αποδεικνύεται η πληρεξουσιότητα του προαναφερόμενου δικηγόρου (αρ. 94 ΚΠολΔ)". Στη συνέχεια επακολούθησε και η, εκ μέρους του υιού του κατηγορουμένου, άσκηση της από 2-01-2009 και υπ’ αύξοντα αριθμό καταθέσεως 228/2009 τακτικής αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία) με αίτημα την επιδίκαση διατροφής κατά την τακτική διαδικασία και ορισθείσα δικάσιμο την 28-9-2009. Παρά την ύπαρξη δε των προαναφερομένων στοιχείων, που καταδεικνύουν ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε την ύπαρξη εντολής εκ μέρους του υιού του προς την εγκαλούσα μητέρα του να ασκήσει για λογαριασμό του αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και συναινούσε προς τούτο και δη, όταν λίγες μόνον ημέρες μετά από την επίδοση στον κατηγορούμενο της αιτήσεως ο υιός του συνέταξε την από 25-10-2008 έγγραφη δήλωση- εξουσιοδότησή του προς τη μητέρα του, με το προαναφερόμενο περιεχόμενο, μόλις ο τελευταίος επέστρεψε από την Αγγλία, αποδεικνύουν ακριβώς ότι ο κατηγορούμενος, ο οποίος και είχε λάβει γνώση της παραπάνω δηλώσεως αλλά και του προαναφερθέντος πληρεξουσίου ήδη από 18-1V- 2008, υπέβαλε την από 17-12-2008 μήνυση σε βάρος της εγκαλούσας ενώπιον της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, εν γνώσει της αναλήθειάς της και με μοναδικό και αποκλειστικό σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη σε βάρος της εγκαλούσας για το αδίκημα της πλαστογραφίας κλπ. Επιπλέον ο κατηγορούμενος στον ίδιο τόπο και χρόνο, με την ανωτέρω μήνυση του, της οποίας έλαβαν γνώση πολλοί τρίτοι, όπως ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών, δικαστές και δικαστικοί υπάλληλοι, εν γνώσει του, ισχυρίστηκε και διέδωσε τα αναφερόμενα πιο πάνω γεγονότα, τα οποία ήταν ψευδή και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας αλλά και συνάδελφοι και προϊστάμενοι της εγκαλούσας αφού αυτός φρόντιζε να επιδίδει τα σε βάρος της εγκαλούσας δικόγραφα, με το παραπάνω ψευδές περιεχόμενο, στο χώρο της εργασίας της πρώην συζύγου του, η οποία είναι ανώτερο Τραπεζικό στέλεχος, προκειμένου ακριβώς να την εκθέσει, να την συκοφαντήσει και να της δημιουργήσει προβλήματα στην εργασία της. Με τα δεδομένα αυτά, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των αξιόποινων πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, που του αποδίδονται, όπως τα πραγματικά περιστατικά που τις θεμελιώνουν αναφέρονται στο διατακτικό, αφού εν προκειμένω πληρούται τόσο η αντικειμενική όσο και η υποκειμενική υπόσταση των αδικημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως όσον και της συκοφαντικής δυσφήμησης εκ μέρους του κατηγορουμένου.". Στη συνέχεια το δικαστήριο εκήρυξε ένοχο αμφοτέρων των ως άνω αξιοποίνων πράξεων τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα και τον καταδίκασε σε ανασταλείσα επί τριετία συνολική ποινή φυλακίσεως ενός (1) έτους και ενός (1) μηνός. Ειδικότερα τον εκήρυξε ένοχο, επί λέξει, του ότι: "Α) Στην Αθήνα, στις 17-12-2008 εν γνώσει του καταμήνυσε άλλον ψευδώς ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι’ αυτήν και ειδικότερα κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών μήνυση σε βάρος της εγκαλούσης Π. Κ. με το κάτωθι, εν γνώσει της αναλήθειας αυτού, περιεχόμενο: "Με την εγκαλουμένη τελέσαμε ορθόδοξο θρησκευτικό γάμο την 26 Νοεμβρίου 1988, στον Ιερό Ναό της Αγίας Φιλοθέης Αττική και από το γάμο μας αυτόν αποκτήσαμε δύο τέκνα, τον Γ., ο οποίος γεννήθηκε στην 23.5.1989 και την Ι., η οποία γεννήθηκε την 26.9.1991. Με τη σύζυγό μου γνωριστήκαμε συνήψαμε σχέσεις και παντρευτήκαμε το Νοέμβριο 1988, ενώ το πρώτο μας τέκνο, ο Γ., γεννήθηκε έξι μήνες αργότερα την 23.5.1989. Ίσως το βιαστικό αλλά όχι και αναίτιο του πράγματος είναι το σπέρμα της μετέπειτα εκτροπής της σχέσεώς μας. Για πολλά χρόνια, οι μεταξύ μας σχέσεις ήταν αρμονικότατες, περάσαμε δε πολλές ευτυχισμένες στιγμές, με κορυφαίες αυτές της γεννήσεως των παιδιών μας. Τα προβλήματα με τη σύζυγό μου άρχισαν να εμφανίζονται πολλά χρόνια αργότερα, το 2003, και αφού είχαμε περάσει και δύσκολες οικονομικά καταστάσεις, για κάποια χρόνια, που η σύζυγός μου δεν εργαζόταν (1992-1997). Τα προβλήματα μεταξύ μας άρχισαν να δημιουργούνται ταυτοχρόνως με την είσοδο των παιδιών μας (πρώτα του Γ., ως μεγαλύτερου) στη δύσκολη περίοδο της εφηβείας. Η σύζυγός μου, παρεξηγώντας την έννοια του γονέα και θεωρώντας, εσφαλμένα, πως καλός γονέας είναι αυτός που κάνει παραχωρήσεις σε όλες τις απαιτήσεις των εφήβων και επιθυμώντας τα παιδιά μας να μην έχουν παράπονα περί, δήθεν, καταπιέσεώς τους (συχνή όσο και αδικαιολόγητη, δυστυχώς, αιτίαση των εφήβων προς τους γονείς τους), άρχισε να τηρεί εφεκτική απέναντι τους στάση υποχωρώντας ολοένα και περισσότερο σε ό, τι μας ζητούσαν. Παρά τις ρητές και κατηγορηματικές αντίθετες απόψεις μου, ότι τα παιδιά δεν πρέπει να παίρνουν πάντα ό,τι ζητούν, καθώς αυτό τους δημιουργεί το αίσθημα ότι δεν έχουν υποχρεώσεις και ότι τα πάντα στη ζωή έρχονται εύκολα, η σύζυγός μου συνέχισε την ίδια αντιμετώπιση. Αντιδρούσε στην άποψή μου ότι τα παιδιά πρέπει να καταλαβαίνουν τις υποχρεώσεις τους ότι δεν μπορούν να είναι ανεξέλεγκτα, ότι δεν μπορούν μόνο...(αδιευκρίνιστη φράση)...ότι ακόμα "είναι μικρά", διότι αυτό υποθηκεύει το μέλλον τους. Όσο εγώ προσπαθούσα να τους υποδείξω τις υποχρεώσεις τους, τόσο η μητέρα τους τα άφηνε ελεύθερα, όλο και περισσότερο. Το μεγαλύτερο πρόβλημα εντοπιζόταν στο γιό μας Γ., στον οποίο έκανε όλα τα χατίρια, τον άφηνε να βγαίνει έξω μέχρι πολύ αργά το βράδυ στην ηλικία του Λυκείου, δεν έδινε τη δέουσα προσοχή στις παρέες του, τον δικαίωνε και τον επιβράβευε ακόμα και όταν υπέπιπτε σε πρόδηλο σφάλμα. Όταν ο Γ. ήταν στη Β’ Λυκείου, τον έδιωξαν από την εκδρομή του σχολείου λόγω παραπτώματος συμπεριφορά, με κατάληξη στην αρχή της Γ’ Λυκείου να τον διώξουν και από το σχολείο αλλά η απούσα του δώρισε καινούρια κιθάρα αξίας 2.500 ευρώ για να μην στενοχωρηθεί. Στο σπίτι μας επικρατούσε χάος, φίλοι των παιδιών, με εμφάνιση αταίριαστη με την παιδεία της οικογένειας μας, έμπαιναν, έβγαιναν και έμεναν επί πολλές ημέρες, χωρίς να έχω καμία γνώση, καμία προηγούμενη ενημέρωση. Στην προσπάθειά μου να επιβάλω στους στοιχειώδεις κανόνες και να δείξω στα παιδιά μου ότι στην οικογένεια δεν υπάρχουν μόνο δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις, είχα απέναντι μου τη σύζυγό μου η οποία έπαιρνε μονίμως το μέρος των παιδιών και έκανε πως δεν έβλεπε το πρόβλημα. Τα παιδιά μας, βλέποντας διαφορετική συμπεριφορά από τους δύο γονείς, στρέφονταν ασυναίσθητα και ενστικτωδώς όλο και περισσότερο προς τη μητέρα τους, αφού εκείνη ήταν "η καλή"και απομακρύνονταν από εμένα που ήμουν "ο κακός", δεν είχαν δε την ωριμότητα να διακρίνουν ποιο ήταν το μακροπρόθεσμα σωστό για τα ίδια. Μοιραία, αυτό δημιούργησε αρχικά απόσταση και, προοδευτικά, ένταση στη σχέση μου με την εγκαλουμένη, η οποία, με την πάροδο του χρόνου, χρησιμοποιούσε τα παιδιά εναντίον μου καθώς καταφερόταν εναντίον μου, για τη, δήθεν, καταπιεστική συμπεριφορά μου ακόμα και μπροστά τους. Η ψυχική και συναισθηματική απόσταση μεγάλωνε, μέχρι που, τους τελευταίους μήνες της κοινής συμβίωσης μας, χωρίσαμε και από κλίνης, η σύζυγός μου δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να κοιμόμαστε μαζί και έτσι μετέτρεψα τον καναπέ του σαλονιού σε κρεβάτι μου. Συν τοις άλλοις, η εν διαστάσει σύζυγός μου άρχισε να ξοδεύει μεγάλα ποσά, κυρίως προς ικανοποίηση των δικών της καταναλωτικών αναγκών και δεν δεχόταν καμία εκ μέρους μου σύσταση, περί συγκρατήσεως και προσαρμογής των δαπανών στα πραγματικά μας εισοδήματα. Τελικά, χρησιμοποίησε και αυτό ως μοχλό πιέσεως προς τα παιδιά για να τα απομακρύνει από εμένα, εμφανίζοντάς με, συστηματικά και μεθοδικά, ως "σφιχτοχέρη"ενώ εκείνη προσέτρεχε προς ικανοποίηση όλων των απαιτήσεών τους. Ένοιωθα ότι δεν είχα πλέον καμία θέση στο σπίτι μου, εκδιωχθείς από τη συζυγική μου κλίνη, χωρίς καμία ψυχική επαφή με τη σύζυγό μου και θεωρούμενος από τα παιδιά μου τυραννικός και σκληρός, αφού έτσι με παρουσίαζε η μητέρα τους. Η αποχώρησή μου, στην ουσία η εκδίωξή μου, από το σπίτι ήταν πλέον η μόνη διέξοδος για να περισώσω το αυτοσεβασμό μου αλλά και να μην οξύνω ακόμα περισσότερο τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια προς μεγαλύτερη ακόμα βλάβη των παιδιών. Τελικώς αποχώρησα από την οικία μας περί τα μέσα Ιουλίου 2008. Την 18.9.2008 μου επιδόθηκε η από 5.9.2008 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου 164820/12501/2008 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του υιού μου, Γ. Ι., εναντίον μου, απευθυνόμενης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Στην εν λόγω αίτηση, ο υιός μου ζητά να καταδικαστώ να του καταβάλω ως διατροφή του το ποσό των 6.986 ευρώ μηνιαίως. Η ανωτέρω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων συζητήθηκε κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 18.11.2008. Κάτωθι του κειμένου της αιτήσεως, πλην του πληρεξουσίου Δικηγόρου, φέρεται ότι έχει υπογράψει ως αιτών αυτοπροσώπως και ο υιός μου, δια της φερομένης υπογραφής... (αδιευκρίνιστη φράση)... . Όμως, η φερομένη ως υπογραφή του υιού μου, δεν είναι η δική του αλλά της εγκαλουμένης, καθώς τόσο η υπογραφή όσο και ο εν γένει γραφικός χαρακτήρας της φράσεως "Γ. Ι."είναι της εγκαλουμένης και όχι του υιού μου. Η πραγματική υπογραφή του υιού μου εμφανίζεται στο προσκομιζόμενο συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο υπ’ αριθμ. .../6.12.2007 της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Γκατζάρου η οποία είναι παντελώς και ριζικώς διαφορετική, τόσο ως σύνολο όσο και ως γραφικός χαρακτήρας από την τεθείσα στο δικόγραφο υπογραφή. Στην πραγματικότητα, η εγκαλουμένη εν διαστάσει νυν σύζυγός μου, υπέγραψε η ιδία το ανωτέρω δικόγραφο και όχι ο αιτών υιός μου.
Συνεπώς, εχώρησε νόθευση εγγράφου κατά το ότι το συγκεκριμένο έγγραφο - δικόγραφο μόνον κατά τον τύπο και ψευδώς φέρεται να είναι προϊόν της βουλήσεως του υιού μου ενώ στην πραγματικότητα είναι προϊόν της βουλήσεως της εγκαλουμένης. Τούτο δε εγένετο υπ’ αυτής προκειμένου να προσδώσει στο εν λόγω δικόγραφο την ιδιαίτερη εκείνη βαρύτητα και ειδικό βάρος που έχει ένα δικόγραφο διατροφής όταν στρέφεται το τέκνο κατά του πατέρα, υπογραφέν από το ίδιο το τέκνο αυτοπροσώπως και όχι απλώς και μόνο από τον πληρεξούσιο ...(αδιευκρίνιστη φράση)... . Με την καταγγελλόμενη συμπεριφορά της, η εγκαλουμένη σκόπευε αφ’ ενός μεν στην παραπλάνηση του Δικαστηρίου σχετικά με την ιδιότητα του ...(αδιευκρίνιστη φράση).... λόγω δικογράφου, και αφ’ ετέρου στην επέλευση παρανόμου βλάβης της περιουσίας μου, ισόποσης προς το αποτέλεσμα της εν λόγω δίκης, δηλαδή, προς το ύψος της σκοπουμένης να επιδικασθεί διατροφής των 6.986 ευρώ μηνιαίως, καθώς επιδίωξή της δια της εν λόγω ενεργείας της ήταν η δημιουργία της πεποιθήσεως στο Δικαστήριο των ασφαλιστικών μέτρων ότι τόσο τα περιγραφόμενα ως πραγματικά περιστατικά της επίδικης με αυτά υποθέσεως διατροφής όσο και το αίτημα της αιτήσεως, κατά τη νομική του βάση και το ύψος του, είναι αληθή και προέρχονται και πηγάζουν από τη βούληση του φερομένου ως υπογράψαντος ο δικόγραφο υιού μου. Στην υπό κρίση περίπτωση, η εγκαλουμένη ούτε καν προσπάθησε να μιμηθεί την υπογραφή του υιού μου Γ., φερομένου ως εκδότου και υπογράψαντος ως "Αιτών"το εν λόγω δικόγραφο αλλά έθεσε εντελώς διάφορη υπογραφή, δεικνύουσα έτσι, με την προκλητική και ανενδοίαστη πράξη της, την παντελή της περιφρόνηση προς το νόμο αλλά και το κληθέν να δικάσει την εν λόγω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων Δικαστήριο και, κατά τούτο, δεικνύεται και η ένταση του δόλου της σχετικά με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Σχετικά δε με το παθητικό υποκείμενο του εν περιγραφομένου αδικήματος, η Θεωρία και η Νομολογία παγίως δέχονται ότι δικαιούμενος στην υποβολή εγκλήσεως για το αδίκημα της πλαστογραφίας τυγχάνει και ο εμμέσως ζημιωθείς, δηλαδή, το πρόσωπο το οποίο υπέστη ζημία εκ της παρανόμου συμπεριφοράς του πλαστογράφου. Το πρόσωπο αυτό μπορεί, επομένως, να είναι και διάφορο του προσώπου του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή, όπως εν προκειμένω στην κρινομένη περίπτωση συμβαίνει. Πράγματι, στην κρινομένη υπόθεση, ζημιωθείς εκ της παρανόμου πράξεως της πλαστογραφίας τυγχάνω εγώ, ως καθ’ ου στην διανοιγείσα δίκη διά της ασκήσεως της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, που φερόμενος, κατ’ αυτήν, ως υπόχρεως διατροφής, διακινδυνεύω στην αντίστοιχη περιουσιακή μου βλάβη. Τελικώς κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 18.11.2008, η υπόψιν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων συζητήθηκε, η δε ουσιαστική και τυπική βασιμότητά της υποστηρίχθηκε με έγγραφα και μάρτυρα. Επειδή ως νόθευση εγγράφου θεωρείται και η θέση της υπογραφής υπό άλλου προσώπου αντί του φερομένου ως εκδότου αυτού. Επειδή η εγκαλουμένη έθεσε αυτή υπογραφή κάτωθι του προμνησθέντος δικογράφου ασφαλιστικών μέτρων, υπογράψασα ως Γ. Ι. του Α., αντί του τελευταίου, φερομένου ως "Ο απών"τα ασφαλιστικά μέτρα. Επειδή η ανωτέρω πράξη της εγκαλουμένης πληρεί την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, διαπραχθείσας υπό την ειδικότερη μορφή της νοθεύσεως εγγράφου και δη της θέσεως πλαστής υπογραφής του προσώπου από το οποίο φέρεται να προέρχεται αυτό. Επειδή πληρούται και η υποκειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος καθώς η εγκαλουμένη έθεσε την υπογραφή της εκ δόλου και μάλιστα βαρυτάτης μορφής προς το σκοπό όπως προξενήσει σε εμένα, ως καθ’ ου η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, παράνομη περιουσιακή μου βλάβη, ισόποση προς την αιτουμένη διατροφή. Επειδή, τελικώς, η εν λόγω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων συζητήθηκε κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 18.11.2008, υποστηρίχθηκε δε με προσαγωγή και επίκληση εγγράφων και με μαρτυρική επ’ ακροατηρίω κατάθεση. Επειδή δικαιούμαι στην υποβολή στης προκειμένης εγκλήσεως ως ζημιωθείς από την παράνομη και υπαίτια πράξη της εγκαλουμένης. Επειδή, ως παθών από την καταγγελλόμενη παράνομη πράξη, δικαιούμαι σε αποζημίωση παρά της εγκαλουμένης λόγω ηθικής μου βλάβης". Και όλα τα ανωτέρω έπραξε με σκοπό την ποινική της καταδίωξη για το αδίκημα της πλαστογραφίας. Επί της μηνύσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμό ΕΓ 155-09/420/3Δ/2010 απορριπτική διάταξη κατ’ άρθρο 47 ΚΠΔ του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, η οποία επικυρώθηκε με την υπ’ αριθμό 197/2010 Διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών και τέθηκε στο Αρχείο. Β) Στην Αθήνα, στις 17/12/2008, με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίστηκε για κάποιον άλλο γεγονός την τιμή και την υπόληψή του, το δε γεγονός ήταν ψευδές και το γνώριζε. Ειδικότερα, κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο υπέβαλε την ανωτέρω υπό στοιχείο Α του παρόντος κατηγορητηρίου μήνυση σε βάρος της εγκαλούσας με την οποία ισχυρίστηκε για αυτήν εν γνώσει της αναλήθειας αυτών όσα διαλαμβάνονται στο υπό στοιχείο Α του παρόντος, μπορούσαν δε να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας. Έλαβαν δε γνώση πολλοί τρίτοι, όπως ο Εισαγγελέας ο γραμματέας κ.ά.". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφημήσεως της μηνυτρίας Κ. Π., για τα οποία κηρύχθηκε ένοχη ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά απεδείχθησαν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1,14, 26 παρ. 1 27 παρ. 1 εδ. α’ και 2, 229 παρ. 1 και 362-363 του ΠΚ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και δεν στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα αναφέρονται στη προσβαλλόμενη απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι ήταν ψευδές, το περιεχόμενο της από 11-12-2008 μηνύσεως του αναιρεσείοντος, με την οποίαν την κατεμήνυσε την μηνύτρια Κ. Π. ενώπιον του εισαγγελέως πλημμελειοδικών Αθηνών, ότι διέπραξε το έγκλημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, συνιστάμενο στο ότι στην από 5.9.2008 υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. 164820/12501/2008 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων περί επιδικάσεως προσωρινής διατροφής, που φέρεται ότι άσκησε κατ’ αυτού (αναιρεσείοντος) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ο υιός αυτού και εκείνης (καταμηνυθείσης) Γ. Ι., υπέγραψε η ιδία με το όνομα του τελευταίου χωρίς να έχει την προς τούτο εξουσιοδότηση του αιτούντος υιού τους, ότι ο αναιρεσείων τελούσε εν γνώσει της αναληθείας τους, ότι την κατεμήνυσε προκειμένου να επιτύχει την ποινική δίωξή της για το αδίκημα της πλαστογραφίας του και ότι, επί πλέον, το ίδιο αυτό ψευδές γεγονός, το οποίον ισχυρίσθηκε ενώπιον των λαβόντων γνώση του περιεχομένου της μηνύσεώς του αυτής εισαγγελέως πλημμελειοδικών Αθηνών, γραμματέως της εισαγγελίας πλημμελειοδικών Αθηνών κ.α., ήταν προς τούτο πρόσφορο και μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη αυτής. Εκτίθεται ο τρόπος, με τον οποίο, αφ’ ενός μεν επεδίωξε την άσκηση κατά της μηνύτριας - εγκαλούσης ποινικής διώξεως για πλαστογραφία, ήτοι υποβάλλοντας, για την υπό το ανωτέρω περιεχόμενο πράξη αυτή, που της απέδιδε, μήνυση στον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών Αθηνών, αφ’ ετέρου δε ισχυρίσθηκε για την εγκαλούσα τα ως άνω ψευδή γεγονότα, ενώπιον τρίτων που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της.
Εκτίθενται ακόμη οι παραδοχές, βάσει των οποίων έκρινε, ότι τα ως άνω γεγονότα, τα οποία διέλαβε στην ως άνω μήνυσή του ο αναιρεσείων ήσαν ψευδή, και το ψευδές τους το εγνώριζε, αφού διαλαμβάνεται ειδικώς, ότι κατά 17-12-2008, που υπέβαλε την ως άνω μήνυσή του στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών Αθηνών, είχε ήδη συζητηθεί και δη κατά την δικάσιμο της 18-11-2008, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η προαναφερόμενη και κατ’ αυτού στρεφόμενη από 5.9.2008 υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. 164820/12501/2008 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων περί επιδικάσεως προσωρινής διατροφής, που είχε ασκήσει εναντίον του ο υιός του Γ. Ι., η οποία σημειωτέον έγινε δεκτή με την υπ’ αριθμ. 11247/31-12-2008 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, και κατά την συζήτησή της ο αντίδικος υιός του αυτός, είχε προσκομίσει δια του νομικού παραστάτου του και επομένως είχε λάβει και ο ίδιος γνώση του, ως εγγράφου της δικογραφίας του αντιδίκου του αυτού, την από 25-10-2008 δήλωση-εξουσιοδότησή του, στην οποία αναφέρονταν ότι εξουσιοδοτούσε την μηνυομένη (εν προκειμένω μηνύτρια) μητέρα του και το δικηγόρο, που αυτή θα διορίσει κατ’ επιλογή της να ασκήσουν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων διατροφής κατά του πατέρα μου αυτού (αναιρεσείοντος), ότι ενέκρινε όλες τις ενέργειες που είχαν γίνει μέχρι τότε προς το σκοπό αυτό, ότι είχε εξουσιοδοτήσει τη μητέρα του να υπογράψει αντ’ αυτού την σχετική αίτηση, ότι ενέκρινε κάθε σχετική ενέργεια της, ότι εξουσιοδοτούσε την ίδια (μητέρα του) και τον δικηγόρο επιλογής της να μεριμνήσουν κάθε τι αναγκαίο για την εκπλήρωση της πιο πάνω εντολής, να παρασταθούν στο Δικαστήριο, να υπογράφουν έγγραφα, να εξετάζουν μάρτυρες και δήλωνε ότι από τη καταμηνυομένη μητέρα του τέθηκε η υπογραφή του επί της ως άνω ασκηθείσης αιτήσεως διατροφής, κατόπιν εντολής του και έχοντας πλήρη γνώση του περιεχομένου της αιτήσεως, ενώ περαιτέρω μέσα στην προθεσμία αντικρούσεως ισχυρισμών και προσκομίσεως εγγράφων, είχε προσκομισθεί και το με ημερομηνία 21-11-2008 και με αριθμό ... συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Σοφίας Φουρουτζόγλου, σύμφωνα με το οποίο ο αυτός υιός του αναιρεσείοντος Γ. Ι. εξουσιοδοτούσε τον δικηγόρο Ν. Α. να παραστεί και να τον εκπροσωπήσει κατά την εκδίκαση της επίδικης αιτήσεως κατά του πατέρα του να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια ήθελε θεωρηθεί απαραίτητη για την διεκπεραίωση της παραπάνω εντολής και τέλος ενέκρινε οποιαδήποτε ενέργεια είχε γίνει μέχρι τότε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο στα πλαίσια της ως άνω αναφερόμενης δικαστικής υπόθεσης. Το δικαστήριο αιτιολογεί περαιτέρω τον δόλο του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου με τις παραδοχές που εκθέτει στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι αφ’ ενός μεν υπέβαλε την εν γνώσει του ψευδή αυτή μήνυση στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών Αθηνών με τον μοναδικό και αποκλειστικό σκοπό να προκαλέσει την υπό του τελευταίου, ως αρμοδίου προ τούτο, ποινική δίωξη της εν προκειμένω μηνυτρίας για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, αφ’ ετέρου δε ότι επίσης εν γνώσει ψεύδους τους τελών, ισχυρίσθηκε με την ως άνω μήνυσή του ενώπιον των εισαγγελέως, γραμματέως και λοιπών προσώπων, που έλαβαν γνώση αυτής, τα προεκτεθέντα γεγονότα που της καταμαρτυρούσε, με βάση τα οποία ισχυριζόταν ενώπιόν τους ότι αυτή είχε τελέσει το έγκλημα της πλαστογραφίας, και τα οποία (γεγονότα αυτά) μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της ως ανθρώπου και ανωτέρου τραπεζικού στελέχους, γεγονός που επίσης εγνώριζε ο αναιρεσείων. Καθ’ όσον αφορά τις αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: α) ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 363 σε συνδ. με το άρθρο 362 ΠΚ, το δικαστήριο της ουσίας, δέχθηκε ότι θεωρούνται τρίτοι κατά την έννοια των διατάξεων αυτών ο εισαγγελέας και οι δικαστικοί υπάλληλοι, που έλαβαν γνώση της, κατά τα ανωτέρω, δυσφημιστικού της μηνύτριας περιεχομένου της κατ’ αυτής μηνύσεως του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα, διότι στην έννοια του τρίτου, κατά τις διατάξεις αυτές, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς κλπ που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διαδόσεως (ΑΠ 611/2015, ΑΠ 1362/2000), β) ότι αντιφατικώς και κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεως του άρθρου 363 σε συνδ. με 362 του ΠΚ, το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του την παραδοχή ότι των ανωτέρω δυσφημιστικών ισχυρισμών και διαδόσεων της μηνυομένης έλαβαν γνώση συνάδελφοι και προϊστάμενοι της τελευταίας με την επίδοση σ’ αυτήν (μηνυομένη) του δικογράφου της ως άνω μηνύσεώς του στον χώρο της εργασίας της, είναι επίσης αβάσιμη και απορριπτέα, καθ’ όσον, όπως από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει, η τοιαύτη αναφορά εγένετο πλεοναστικώς και μόνον χωρίς αναφορά περί επιδόσεως της μηνύσεως αυτής, αλλά άλλων δικογράφων και όχι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, προς στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής και αντικειμενικής υποστάσεως του ανωτέρω εγκλήματος, ουδεμία δε αντίφασις υφίσταται από την παραδοχή αυτή προς εκείνη, ότι των εν λόγω συκοφαντικών διαδόσεων και ισχυρισμών του αναιρεσείοντος έλαβαν γνώση ο εισαγγελέας και οι δικαστικοί υπάλληλοι που επελήφθησαν αυτής. γ) ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του ΑΚ περί εντολής και αντιπροσωπεύσεως και χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι νομίμως η εγκαλούσα υπέγραψε την ως άνω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, θέτοντας κατ’ απομίμηση την υπογραφή του προαναφερομένου αιτούντος υιού τους, έχοντας την προς τούτο εντολή του τελευταίου, ενώ διέλαβε και αντιφατική αιτιολογία από την παραδοχή αυτή, δεδομένου, ότι, κατά την αυτή αιτίαση του αναιρεσείοντος, ο αντιπρόσωπος που έχει την προς τούτο εντολή, υπογράφει το έγγραφο με το δικό του όνομα δηλώνοντας ταυτοχρόνως την σχέση αντιπροσωπεύσεως και δεν θέτει ποτέ κατ’ απομίμηση την υπογραφή του αντιπροσωπευομένου, είναι ωσαύτως αβάσιμη και απορριπτέα κατ’ αμφότερα τα σκέλη της, καθ’ όσον, κατά τις διατάξεις των άρθρων 713 και 211 του ΑΚ, ο αντιπρόσωπος εντολοδόχος εκτελεί την εντολή, υπογράφοντας, όταν τούτο απαιτείται και έχει την προς τούτο εντολή, αντί του αντιπροσωπευομένου, είτε θέτοντας την δική του υπογραφή, είτε θέτοντας την υπογραφή του αντιπροσωπευομένου εντολέως, ο οποίος και δεσμεύεται από αυτό, τούτο δε έχει ως συνέπεια, ότι δεν στοιχειοθετείται η αποδιδόμενη στην μηνύτρια πλαστογραφία της ως άνω αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, όπως δέχθηκε με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και κατ’ ορθήν ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του του άρθρου 216 παρ. 1 του ΠΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 713 και 211 του ΑΚ και η προσβαλλομένη απόφαση.
Συνεπώς οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Κατά τα λοιπά, οι ίδιοι λόγοι, με τους οποίους υπό την επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας και νομίμου βάσεως, επιχειρείται αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων ή αμφισβητείται η κρίση του δικαστηρίου ως προς το τι προκύπτει από κάθε αποδεικτικό μέσο, περιέχουν ανεπίτρεπτη προσβολή της αναγομένης στην εκτίμηση των πραγμάτων κρίσεως του δικαστηρίου και είναι εκ τούτου απαράδεκτοι.
Η κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς τα περιστατικά που απαρτίζουν την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Είναι δε αυτοτελείς, εκείνοι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, με σαφήνεια και πληρότητα από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή τη μείωση αυτής καθώς και στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Αυτοτελής ισχυρισμός κατά την ανωτέρω έννοια είναι και ο ισχυρισμός περί συγγνωστής νομικής πλάνης του άρθρου 31 παρ. 2 του ΠΚ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως ο αναιρεσείων προέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό του περί συγγνωστής νομικής πλάνης του, ο οποίος διελάμβανε επί λέξει τα εξής: "Στο κρίσιμο ζήτημα της μεταγενέστερης εγκρίσεως υπό του υιού μου της υπογραφής της εναντίον μου αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων από τη μηνύτρια, προσέφυγα στη γνώμη έμπειρων νομικών για να πληροφορηθώ ότι η μεταγενέστερη έγκριση υπό του υιού μου -ακόμα και αν θεωρηθεί ως τέτοια- της εκ μέρους της μηνύτριας υπογραφής της υπόψιν αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων δεν συνιστά απαλλαγή της από την πλαστογραφία αφού από την πράξη της θίγονται τα έννομα συμφέροντα εμού, ως τρίτου. Προς τούτο, μου ετέθησαν υπόψιν οι αποφάσεις ΑΠ 1708/99 ΠοινΧρ Ν’ 746, ΑΠ 905/1993 ΠοινΧρ ΜΓ’ 685 και οι απόψεις των Τούση – Γεωργίου αρθρ.216 αρ. 17 και Μυλωνόπουλου Ποιν. Δικ. Ειδικό Μέρος αρθρ. 216-223 σελ. 63 που συγκλίνουν ότι η εκ των υστέρων έγκριση της υπογραφής δεν αποκλείει το αδίκημα της πλαστογραφίας. Μου ετέθη επίσης, υπόψιν η γνώμη του έγκριτου Μ. Μ. ο οποίος αναφέρει (εις Ποιν. Κώδικα αρθρ. 216, αρ 42) ".Φρονώ ότι αν δεν θίγονται συμφέροντα τρίτου, αλλά μόνον του δικαιούχου της υπογραφής, η εκ των υστέρων έγκριση από αυτόν δεν μπορεί να καταλήξει σε ενοχή του δράστη (συνήθως τα δικαστήρια απαλλάσσουν ή για έλλειψη δόλου ή με τη λογική υπέρβαση του "πρωθύστερου", αξιολογούντα την έγκριση ως συναίνεση". (Η υπογράμμιση δική μου). Από το αμέσως ανωτέρω, συνάγεται εξ αντιθέτου αβίαστα (Argumentum a contrario) ότι, όταν υπάρχει τρίτο πρόσωπο (όπως εγώ εν προκειμένω) του οποίου θίγονται τα έννομα συμφέροντα (ήμουν καθ’ ου στην υπόψιν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων), η έγκριση του δικαιούχου της υπογραφής προς αυτόν που πραγματικά υπέγραψε, δεν απαλλάσσει τον τελευταίο, αφού η τιμωρία της πλαστογραφίας έχει τεθεί προς προστασία της ολότητας, της ασφάλειας των εγγράφων και των συναλλαγών. Κατά συνέπεια, παρά την επιμέλεια την οποία επέδειξα, έχοντας και ως δεδομένο ότι πράγματι η επί της υπόψιν αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων υπογραφή δεν ανήκε στον υιό μου αλλά στη μηνύτρια, ήμουν πεπεισμένος ότι είχε τελεστεί το αδίκημα της πλαστογραφίας αφού δεν μπορούσα να διαγνώσω τη νομική βαρύτητα της συναινέσεως ή της εκ των υστέρων εγκρίσεως -τα οποία άλλωστε αγνοούσα, κατά τα προεκτεθέντα- και να προβώ στη νομική ερμηνεία ότι αύτη αίρει αναδρομικά την αντικειμενική υπόσταση της πλαστογραφίας.". Υπ’ αυτό το περιεχόμενο και μόνον και δεδομένου ότι ουδόλως ο αναιρεσείων διέλαβε υποκειμενικά στοιχεία θεμελιωτικά του συγγνωστού της επικαλουμένης πλάνης του (ηλικία, επάγγελμα, πνευματικές ικανότητες, προσπάθεια ενημέρωσης και για τις περί του αντιθέτου νομικές απόψεις και την κρατούσα άποψη για το εν λόγω θέμα), ήτοι της αδυναμίας του, με βάση τις ιδιότητες που συνθέτουν την προσωπικότητα του, να αντιληφθεί το άδικο της πράξεώς του, αρκέσθηκε δε μόνο στην αναφορά ότι ενημερώθηκε από τους νομικούς παραστάτες του μόνον για την άποψη που διέλαβε στον ισχυρισμό του αυτό χωρίς περαιτέρω να εκθέτει εάν του ετέθησαν υπ’ όψει και άλλες, περί του αντιθέτου νομικές απόψεις επί του ζητήματος αυτού και με ποια κριτήρια επέλεξε την πρώτη άποψη, ο ισχυρισμός του αυτός ήταν αόριστος και επομένως το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση. Παρά τούτο με την προσβαλλομένη απόφασή του εκ περισσού, απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με την εξής, επί λέξει, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. "Περαιτέρω, αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος που προβάλλει ο κατηγορούμενος για συγγνωστή νομική πλάνη, που προβλέπεται από το άρθρο 31 παρ.2 ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη, αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η πλάνη είναι συγγνωστή, όταν ο δράστης όχι μόνο αγνοεί αλλά και δεν μπορούσε να γνωρίζει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης οποιαδήποτε επιμέλεια και προσπάθεια και αν κατέβαλε, ενόψει των προσωπικών, πνευματικών και επαγγελματικών δυνατοτήτων και ικανοτήτων και εφόσον πίστευε εύλογα ότι δικαιούται να προβεί στην πράξη που τέλεσε από δικαιολογημένη εσφαλμένη αντίληψη για την αληθή έννοια του νόμου ή λόγω εσφαλμένης πληροφόρησης από ειδικούς (νομικούς παραστάτες ή άλλες έγκυρες πηγές). ΑΠ 20/2015, ΑΠ 684/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην κρινομένη υπόθεση, ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι πείσθηκε ότι η μεταγενέστερη έγκριση από τον υιό του της υπογραφής που έθεσε η μητέρα του - εγκαλούσα δεν απάλλασσε την τελευταία αυτή από την τέλεση πλαστογραφίας καθόσον του ετέθησαν υπόψη του, από τους νομικούς του παραστάτες, οι αποφάσεις ΑΠ 1708/1999 και οι απόψεις των Τούση - Γεωργίου και Μυλωνόπουλου, οι οποίες (κατά τον κατηγορούμενο) συγκλίνουν στην άποψη ότι η εκ των υστέρων έγκριση της υπογραφής δεν αποκλείει το αδίκημα της πλαστογραφίας καθώς και του Μ. Μ. ο οποίος εκφέρει την άποψη: "Φρονώ ότι αν δεν θίγονται συμφέροντα τρίτου, αλλά μόνον του δικαιούχου της υπογραφής, η εκ των υστέρων έγκριση από αυτόν δεν μπορεί να καταλήξει σε ενοχή του δράστη (συνήθως τα δικαστήρια απαλλάσσουν ή για έλλειψη δόλου ή με τη λογική υπέρβαση του "πρωθύστερου", αξιολογούντα την έγκριση ως συναίνεση". Ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου, πέραν της αοριστίας υπό την οποία εκφέρεται - αφού ο κατηγορούμενος παραλείπει να προσδιορίσει τις πνευματικές και επαγγελματικές του ιδιότητες, οι οποίες συνθέτουν την προσωπικότητά του και προσδιορίζουν την δυνατότητά του να αντιληφθεί το άδικο της πράξεώς του καθώς και άλλες ενέργειες στις οποίες προέβη, προκειμένου να πληροφορηθεί αν η παραπάνω συμπεριφορά του ήταν νόμιμη, ώστε να κριθεί η επιμέλειά του (βλ. ΑΠ 20/2015, ΑΠ243/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)- είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν αφού η παγία, διαχρονική και πλουσία νομολογία του ΑΠ αλλά και άλλων Δικαστηρίων κατατείνει στην άποψη ότι αυτός που συμπληρώνει έγγραφο ή υπογράφει τούτο ύστερα από εντολή του φερόμενου ως εκδότη του ή με τη συναίνεση αυτού δεν διαπράττει πλαστογραφία (ΑΠ 53/2014, ΑΠ 416/2014, ΑΠ 656/2010, ΑΠ 88/2009. ΑΠ 1113/2009, ΑΠ 1499/2008, 1740/2008, ΑΠ 2462/2008, ΑΠ 1505/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και συνεπώς δεν αιτιολογείται επαρκώς από τον κατηγορούμενο πως του ετέθησαν υπόψη μόνον κατ’ εξαίρεση προβαλλόμενες θεωρητικές νομικές απόψεις και όχι η ισχύουσα και διαχρονική νομολογία, η οποία εξάλλου αποτυπώνει και ζήτημα το οποίο είναι προσιτό και οικείο και στον μέσο κοινωνικό άνθρωπο αλλά και εξατομικευμένα και στον κατηγορούμενο, ο οποίος έχει σπουδάσει οικονομικές επιστήμες και είναι μέτοχος σε ναυτιλιακή επιχείρηση". Μετά ταύτα, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως για έρευνα, η κρινόμενη υπ’ αριθμ. 195 από 9-12-2015 αίτηση του Α. Ι. του Γ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2805/2015 αποφάσεως του Α’ Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ) και τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την υπ’ αριθμ. … από 9-12-2015 αίτηση του Α. Ι. του Γ., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2805/2015 αποφάσεως του Α’ Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 2016.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Ιουνίου 2016.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


ΣτΕ Ε΄ Τμ. 1203/2017 επταμ. (αναβλητική) Περιβάλλον – Δασικές εκτάσεις – Δασολόγιο – Κτηματολόγιο

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
ΣτΕ Ε΄ Τμ. 1203/2017 επταμ. (αναβλητική) Περιβάλλον – Δασικές εκτάσεις – Δασολόγιο – Κτηματολόγιο..

(Α) Από το σύνολο των διατάξεων που οργανώνουν τη διαδικασία κατάρτισης του Κτηματολογίου και του Δασολογίου και διαγράφουν τους διακεκριμένους σκοπούς που επιδιώκονται από αυτά, προκύπτει ότι, κατά το μέρος που αφορά στις δασικoύ χαρακτήρα εκτάσεις, και, κυρίως, στις
δημόσιες, οι δύο αυτές κρατικές αποστολές, παρά τη διαφορετική θεμελίωση της αναγωγής τους σε συνταγματική επιταγή, συμπλέκονται τόσο ως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό όσο και ως προς την προβλεπόμενη διαδικασία, διότι οι εκτάσεις αυτές αποτελούν, αφενός, πολύτιμο περιβαλλοντικό αγαθό, στην προστασία του οποίου αποσκοπεί το Δασολόγιο, και, αφετέρου, ουσιώδες τμήμα της δημόσιας κτήσης, ενόψει, μάλιστα, του μαχητού τεκμηρίου κυριότητας του Δημοσίου επί δασικού χαρακτήρα εκτάσεων σε μεγάλα τμήματα του εθνικού χώρου (βλ. άρθρο 62 του ν. 998/1979), στην προστασία της οποίας συμβάλλει το Κτηματολόγιο – Είναι άλλο το ζήτημα της χρονικής προτεραιότητας του Δασολογίου, η ολοκλήρωση του οποίου θα καταστήσει ακριβώς δυνατή, μεταξύ άλλων, την προστασία του δημοσίου δασικού κεφαλαίου και ως αντικειμένου της δημόσιας κτήσης – Προς το σκοπό αυτό, και προκειμένου, ειδικότερα, να καταστεί δυνατή η δήλωση των εγγραπτέων ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων του Δημοσίου επί δασών και δασικών εκτάσεων, η οποία δεν προβλεπόταν ως υποχρεωτική κατά το προ του ν. 4164/2013 καθεστώς, ήταν, όμως, και τότε αναγκαία ώστε να καταγραφούν οι δημόσιες δασικές εκτάσεις και να αποφευχθεί η καταπάτησή τους, θεσπίσθηκε (βλ. άρθρο 2β του ν. 2308/1995, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7Α του ν. 3481/2006 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4164/2013) η υποχρέωση χορήγησης στη Διεύθυνση Δασικών Χαρτών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, πριν την ανάρτηση των προσωρινών στοιχείων της κτηματογράφησης, του αεροφωτογραφικού και χαρτογραφικού υλικού, το οποίο έχει στη διάθεσή της η Κτηματολόγιο Α.Ε., προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για την κατάρτιση των δασικών χαρτών, κατά τις ισχύουσες τεχνικές προδιαγραφές – Εξ άλλου, προκειμένου να διασφαλισθεί κατά τρόπο αποτελεσματικό το δικαίωμα του Δημοσίου προς υποβολή ενστάσεων κατά των προσωρινών διαγραμμάτων και πινάκων, προβλέφθηκε η αποστολή των στοιχείων αυτών, μεταξύ άλλων, και στην αρμόδια Διεύθυνση Δασών πριν από την ανάρτησή τους – Κατόπιν δε ολοκληρώσεως του σταδίου διορθώσεως των αναρτηθέντων προσωρινών κτηματολογικών στοιχείων, καθώς και του σταδίου των ενστάσεων, προβλέφθηκε η αναμόρφωση των εν λόγω στοιχείων, κατά συνεκτίμηση και κάθε άλλου στοιχείου που θα έχει εν τω μεταξύ συλλεγεί, χωρίς, όμως, να είναι δυνατή η καταχώριση εγγραπτέου δικαιώματος που δηλώθηκε εκπροθέσμως, αφού αυτή θα συνεπαγόταν εκτοπισμό δικαιώματος που έχει περιληφθεί στα αναρτηθέντα κτηματολογικά διαγράμματα και πίνακες – Έτσι, όμως, οι διαδικαστικές διατάξεις του νόμου αυτού, όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο έκδοσης των προσβαλλομένων πράξεων και αναμορφώθηκαν μεταγενεστέρως με τον ν. 4164/2013, ο οποίος κατέλαβε και την εκκρεμή κατά τον χρόνο ισχύος τους διαδικασία της επίμαχης κτηματογράφησης, δεν μπορούν να εκπληρώσουν τον σκοπό της ασφαλούς και ακριβούς αποτύπωσης της δημόσιας ιδιοκτησίας επί των δασών και δασικών εκτάσεων, για τις οποίες ισχύει το τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου, σε περιοχές υπό κτηματογράφηση που στερούνται δασικών χαρτών, διότι, πέραν των πράξεων χαρακτηρισμού του άρθρου 14 του ν. 998/1979, οι οποίες εκδίδονταν αποσπασματικά κατά το μεταβατικό καθεστώς μέχρι την κύρωση των δασικών χαρτών και τη σύνταξη του δασολογίου, καθώς και των πράξεων αναδάσωσης, επίσης αποσπασματικών, οι οποίες, άλλωστε, αφορούν μόνον ήδη καταστραφείσες εκτάσεις δασικού χαρακτήρα, νόμιμο τίτλο για τη δήλωση ιδιοκτησίας του Δημοσίου επί των εκτάσεων αυτών αποτελεί κατ’ εξοχήν η κύρωση των δασικών χαρτών, επί των οποίων αποτυπώνονται με πληρότητα και ακρίβεια τα όρια και η φύση των δασικών περιοχών – Ως εκ τούτου, σε υπό κτηματογράφηση περιοχές στερούμενες δασικού χάρτη, όπως οι επίμαχες, ελλείπει ο νόμιμος τίτλος για τη δήλωση των δασικών περιοχών, επί των οποίων υφίσταται το τεκμήριο ιδιοκτησίας του Δημοσίου – Επιπροσθέτως, από καμία διάταξη του νόμου αυτού δεν διασφαλίζεται ότι, ελλειπόντων των κυρωμένων δασικών χαρτών, η δήλωση του Δημοσίου θα καταγραφεί βάσει άλλων υφισταμένων στοιχείων, όπως οι υπό κατάρτιση ή καταρτισθέντες, αλλά μη κυρωθέντες δασικοί χάρτες ή στοιχεία αεροφωτογράφησης και χαρτογράφησης που τεκμηριώνουν τον δασικό χαρακτήρα μιας περιοχής – Περαιτέρω, και αν θεωρηθεί ότι τα στοιχεία αυτά θα ληφθούν υπόψη, πάντως θα υποστούν τον έλεγχο νομιμότητας, τόσο στο στάδιο υποβολής και διόρθωσης, όσο και στο στάδιο των ενστάσεων, από όργανα που δεν διαθέτουν επιστημονικές γνώσεις και εχέγγυα για την εκφορά ορθής παρεμπίπτουσας κρίσης ως προς τον δασικό ή μη χαρακτήρα μιας περιοχής και τα ακριβή όριά της, με αποτέλεσμα οι ήδη υφιστάμενες, λόγω της μη εισέτι κυρώσεως των δασικών χαρτών, δασικές αμφισβητήσεις, να μεταφέρονται στη διαδικασία της κτηματογράφησης, η οποία, όπως είναι προφανές από το πλαίσιο οργάνωσής της, δεν διαθέτει το θεσμικό πλαίσιο, υπό την ανωτέρω εκτεθείσα έννοια, για να τις επιλύσει – Ενόψει των ανωτέρω, απαραίτητη, κατά νόμο, προϋπόθεση για την έγκυρη τελείωση του Κτηματολογίου σε ορισμένη υποδιαίρεση του εθνικού χώρου, είναι η προηγούμενη ουσιαστική ολοκλήρωση του Δασολογίου στην ίδια περιοχή, αφού μόνη αυτή μπορεί να εξασφαλίσει για το Δημόσιο αλλά, αντιστοίχως, και για τους ιδιώτες, νόμιμο τίτλο δήλωσης ιδιοκτησίας – Έτσι, η κατάρτιση των δασικών χαρτών και του Δασολογίου, που συνιστά και αυτοτελώς συνταγματική επιταγή, η συμμόρφωση προς την οποία έχει, μάλιστα, αδικαιολογήτως βραδύνει, οφείλει, πάντως, να προηγηθεί του Κτηματολογίου, προκειμένου το τελευταίο να εξοπλιστεί με τη δυνατότητα να εγγυηθεί αποτελεσματικά την προστασία των στοιχείων της δημόσιας κτήσης που έχουν δασικό χαρακτήρα, επιτελώντας και αυτό τη συνταγματική αποστολή του
(Β) Νομίμως καταρχήν, ο νομοθέτης έχει προβλέψει και η Διοίκηση έχει κινήσει τόσο τη διαδικασία του Κτηματολογίου όσο και αυτήν του Δασολογίου (ΣτΕ 807/2016 επταμ.) – Περαιτέρω, όμως, η διαδικασία κατάρτισης των δασικών χαρτών, η οποία, μάλιστα, έχει κινηθεί, κατά βάση, για περιοχές του αστικού, κυρίως, χώρου ήδη από το έτος 2008 (πρόγραμμα Forest Map), δεν έχει προοδεύσει σε σημαντικό βαθμό, αφού ελάχιστες περιοχές μικρής έκτασης (προκαποδιστριακοί Δήμοι) διαθέτουν κυρωμένους δασικούς χάρτες, η δε κύρωσή τους παραμένει στις περισσότερες περιπτώσεις μερική, διότι εκκρεμεί μεγάλος αριθμός αντιρρήσεων, οι οποίες παρέμειναν ανεξέταστες επί μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την άσκησή τους – Αντιθέτως, η διαδικασία κτηματογράφησης έχει προοδεύσει σε σημαντικό βαθμό, όπως προκύπτει τόσο από την έκδοση πράξεων διαπιστωτικών της ενάρξεως λειτουργίας του Κτηματολογίου όσο και από την καταχώρηση των εγγραπτέων δικαιωμάτων σε σημαντικό αριθμό των ως άνω τέως Δήμων – Έτσι, όμως, η πορεία ολοκλήρωσης των δύο διαδικασιών εμφανίζεται να ακολουθεί πρωθύστερη σειρά, με το Κτηματολόγιο να ευρίσκεται εγγύτερα προς την ολοκλήρωση, το γεγονός δε αυτό, αφενός μεν αφήνει χωρίς πλήρη προστασία το δασικό πλούτο της Χώρας, ο οποίος αποτελεί πολύτιμο περιβαλλοντικό αγαθό, αφετέρου δε, αποκόπτει από τη δημόσια κτήση δασικού χαρακτήρα εκτάσεις και, μάλιστα, ευρισκόμενες πλησίον αστικών περιοχών, όπως οι επίμαχες, αφού τα εγγραφέντα φερόμενα ως δικαιώματα οποιουδήποτε τρίτου επ’ αυτών βαίνουν προς οριστικοποίηση, η δε αμφισβήτησή τους από το Δημόσιο, ακόμη και αν ευδοκιμήσει, θα έχει μόνον ενοχικές συνέπειες – Υπό τα δεδομένα αυτά, και ενόψει όσων έγιναν ανωτέρω δεκτά, η παράλειψη της Διοίκησης να καταρτίσει και οριστικοποιήσει τους δασικούς χάρτες, αφού εξετάσει τις επί μακρόν εκκρεμούσες αντιρρήσεις κατά όσων από αυτούς έχουν αναρτηθεί, μπορεί να επιδράσει επί του κύρους των διαπιστωτικών πράξεων λειτουργίας του Κτηματολογίου και της νομιμότητάς του εν γένει, με σοβαρότατες συνέπειες για την ασφάλεια των συναλλαγών, την ορθολογική οργάνωση και ανάπτυξη της Χώρας και τη δημόσια πίστη – Ενόψει τούτων, το Δικαστήριο, έχοντας τη σχετική δικονομική ευχέρεια, κρίνει ότι πρέπει να αναβάλει εκ νέου την έκδοση οριστικής απόφασης, προκειμένου η Διοίκηση, εντός προθεσμίας έξι μηνών από την προς αυτήν κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, να εκθέσει με πληρότητα και σαφήνεια τις απόψεις της επί των εξής ζητημάτων, υποβάλλοντας στο Δικαστήριο και τα αντίστοιχα στοιχεία: α) ποιός είναι ο εκτιμώμενος χρόνος ολοκλήρωσης και κύρωσης των δασικών χαρτών και, περαιτέρω, της κατάρτισης Δασολογίου, ιδίως στις περιοχές που κηρύχθηκαν υπό κτηματογράφηση με την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη, αλλά και ευρύτερα, στο σύνολο του εθνικού χώρου, β) ποιός είναι, κατά τις τεκμηριωμένες βάσει διεξοδικού χρονοδιαγράμματος προβλέψεις της, ο εκτιμώμενος χρόνος ολοκλήρωσης των δασικών χαρτών στις περιοχές, όπου το Κτηματολόγιο έχει ήδη λειτουργήσει σε μη οριστική μορφή και έχουν γίνει οι πρώτες εγγραφές, γ) ποιά μέτρα έχει ήδη λάβει και ποιά προτίθεται να λάβει, προκειμένου οι δασικού χαρακτήρα εκτάσεις, επί των οποίων έχουν εγγραφεί δικαιώματα βάσει δηλώσεων τρίτων, να μην αποσυνδεθούν από τη δημόσια κτήση στις περιοχές που ήδη λειτουργεί σε μη οριστική μορφή Κτηματολόγιο, δ) ποιά μέτρα έχει ήδη λάβει και ποια προτίθεται να λάβει, προκειμένου οι δασικές εκτάσεις που δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις υπαγωγής στη δασική νομοθεσία βάσει των κριθεισών ως αντισυνταγματικών (ΣτΕ 32/2013 Ολομ.) και καταργηθείσων (άρθρο 9 παρ. 1 ν. 3818/2010) διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3208/2003, να συμπεριληφθούν στους δασικούς χάρτες, ε) σε πόσες από τις υπό κτηματογράφηση περιοχές προβλέπει ότι είναι δυνατή η ολοκλήρωση των δασικών χαρτών πριν από τη λειτουργία του Κτηματολογίου, και στ) σε πόσες από τις υπό κτηματογράφηση περιοχές επίκειται η λειτουργία Κτηματολογίου χωρίς να έχουν ολοκληρωθεί και κυρωθεί δασικοί χάρτες

ΑΠ ποιν. 723/2017: παραπομπή στην Ολομέλεια για το θέμα της μετατροπής των 5 ετών κάθειρξης

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
ΑΠ ποιν. 723/2017: παραπομπή στην Ολομέλεια για το θέμα της μετατροπής των 5 ετών κάθειρξης
Απόφαση 723 / 2017    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 723/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ...

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Δημήτριο Χονδρογιάννη και Γεώργιο Αναστασάκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Ιανουαρίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Δ. Β. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Μαντά, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 3910/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο εκπροσωπείται νόμιμα και το οποίο εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την Πάρεδρο Ν.Σ.Κ. Γεωργία Μπουρδάκου.
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31-3-2016 αίτησή του αναιρέσεως η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 1-4-2016 και στους από 27-12-2016 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2016.
Αφού άκουσε
Την Πάρεδρο Ν.Σ.Κ. του πολιτικώς ενάγοντος και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η από 1-4-2016 (αρ.πρ....2016) αίτηση του Δ. Β. του Α. και οι από 28-12-2016 πρόσθετοι λόγοι αυτού, για αναίρεση της απόφασης 3910/2015 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας.
ΙΙ. Κατά την παρ. 1 του άρθρου 19 του Ν. 2523/1997, όπως τροποποιήθηκε με άρθρο 40 παρ. 1 του Ν. 3220/2004 "Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Ειδικά, όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολο της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και β) με ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα (10) ετών εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ ...", κατά δε την παρ. 4 του ίδιου, ως άνω, άρθρου, "Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολο της ή μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματος του, ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία ...". Η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 του Ν.4337/2015, ήδη, δε ισχύει ως άρθρο 66 παρ.5 του Ν.4173/2013 (που εφαρμόζεται ως επιεικέστερος νόμος στην προκείμενη περίπτωση του αναιρεσείοντος, κατ’ άρθρο 2 ΠΚ) και έχει ως εξής: 5. Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εκτός και αν τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. Ειδικά, όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις διακόσες χιλιάδες (200.000) ευρώ. Για την κάλυψη των παραπάνω ορίων δεν υπολογίζονται φορολογικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωριστεί στα οικεία βιβλία της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική πράξη θεώρησής του και εφόσον η μη καταχώριση τελεί σε γνώση του υπόχρεου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου, θεωρείται επίσης ως πλαστό το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτότυπου ή αντίτυπου αυτού είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου. Εικονικό είναι το φορολογικό στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολο της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή στην οποία το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη που αναγράφονται στο στοιχείο είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στη Φορολογική Διοίκηση. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή νομική οντότητα ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας. Δεν είναι εικονικό για τον λήπτη το φορολογικό στοιχείο το οποίο αφορά πραγματική συναλλαγή, αν το πρόσωπο του εκδότη είναι διαφορετικό από αυτό που αναγράφεται στο στοιχείο"Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος της φοροδιαφυγής, απαιτείται: α) αντικειμενικά μεν, η έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή η αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων, ως εικονικού θεωρουμένου από το νόμο, εκτός των άλλων, και του στοιχείου εκείνου που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολο της, β) υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και την αποδοχή αυτών και περαιτέρω τη θέληση ή την αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή να αποδεχθεί εικονικά ολικά ή εν μέρει φορολογικά στοιχεία, χωρίς να απαιτείται σκοπός του τελευταίου για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης (ΑΠ 61/2013 Α.Π 936/2014). Εξ άλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ Κ.Π.Δ, όταν αναφέρονται σ"αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη 3910/2015 απόφασή του, κήρυξε τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο ένοχο για έκδοση εικονικών φορολογικών, σε κακουργηματικό βαθμό και τον καταδίκασε σε ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών. Στο σκεπτικό της απόφασης αυτής το δικαστήριο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων κατά το είδος τους αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος, ενώ ήταν διαχειριστής της εταιρείας με την επωνυμία, "... ΕΠΕ", με αντικείμενο εργασιών μεταλλεύματα σιδήρου - Τεχνικά έργα και έδρα στην ..., εξέδωσε εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτες στο σύνολο τους συναλλαγές, των οποίων η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ και συγκεκριμένα εξέδωσε προς την εταιρεία με την επωνυμία "...."πέντε (5) Δελτία Παροχής Υπηρεσιών και προς την Κοινοπραξία με την επωνυμία "...", ένα (1) Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών, για συναλλαγές που ουδέποτε πραγματοποιήθηκαν (τα οποία Δ.Π.Υ., αναλυτικώς αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας, ως προς τον αριθμό τους και την αξία τους και παραλείπονται εδώ προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων). Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η ως άνω εταιρεία "... ΕΠΕ", της οποίας τυγχάνει διαχειριστής, εφέρετο να έχει αναλάβει και εκτελέσει ως πρώτος υπεργολάβος τμημάτων έργων του ... Μεγάρου Αθηνών (...) και του ... Γραμμή 2 και 3, πλην όμως ουδέποτε πλήρωσε για τεχνικά έργα και ουδέποτε παρέλαβε τέτοια τεχνικά έργα από τις εταιρείες "... ΕΠΕ"και ".... ΕΠΕ", οι οποίες εφέροντο να είναι περαιτέρω υπεργολάβοι του προαναφερθέντος έργου. Συγκεκριμένα από την κατάθεση της εξετασθείσας ενόρκως στο ακροατήριο μάρτυρος Α. Π. σε συνδυασμό και με τα έγγραφα αλλά και την υπ’ αριθ. .../26-10-2010 έκθεση ελέγχου και επεξεργασίας του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) αποδείχθηκαν ειδικότερα τα εξής: Οι εταιρείες .... ... ΑΤΕ δήλωσαν ως κύριους προμηθευτές της, τις εταιρείες ... ΕΠΕ και .... Η τελευταία προήλθε από εξαγορά των εταιρικών μεριδίων της εταιρείας ... με Αφ Μ ... και αντικείμενο εργασιών τεχνικά έργα, την 20-10-2003, από τον Κ. Χ. του Η., δυνάμει του υπ’ αριθμ. .../16-10-03 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Τρικάλων Αποστόλου Μάντζαρη (ΦΕΚ 11287/22-10-03) και προέβη σε μεταφορά έδρας από τα ..., πρώτα στο Δήμο ... ..., αρμοδιότητος ... και στη συνέχεια την 20-01-2004 στην οδό ..., αρμοδιότητος .... Ο κατηγορούμενος Β. Δ., εκπρόσωπος της εταιρείας .... ΕΠΕ και ο Ν. Γ. του Χ., Πρόεδρος και Δ/νων Σύμβουλος της ..., συνδέονται με στενή συγγενική σχέση και συγκεκριμένα ο Β. Δ. είναι σύζυγος της Κ. Ν., αδελφής του Ν. Γ.. Ο Β. Δ. ήταν και μέλος του Δ.Σ. της .... Ο υιός του Β. Α. με ΑΔΤ ..., κάτοικος ..., είναι Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας ... Α.Τ.Ε.Β.Ε, τα εν λόγω δε φυσικά και νομικά πρόσωπα είχαν άμεση σχέση μεταξύ τους, σε μια σειρά χρηματικών καταβολών. Επίσης κύριος πελάτης των εταιρειών ... και .... ΕΠΕ δηλώθηκε η εταιρεία ... ΑΕ με ΑΦ Μ ..., .... Στα πλαίσια ελέγχου που διενήργησε το ΣΔΟΕ στην εταιρεία .... ΕΠΕ, της οποίας διαχειριστής ήταν ο κατηγορούμενος, παρελήφθησαν φορολογικά στοιχεία (ΤΠΥ) εκδόσεως των εταιρειών ... ΕΠΕ (με δ.τ. ... ΕΠΕ) και .... ΕΠΕ. Ας σημειωθεί ότι για την εκδότρια επιχείρηση ... ΕΠΕ υφίστατο ήδη προγενέστερη έκθεση ελέγχου από την ..., σύμφωνα με την οποία το σύνολο των εκδοθέντων στοιχείων της διαπιστώθηκαν ως εικονικά. Ειδικότερα, και αναφορικά (Α) με την εταιρεία με την επωνυμία "... Ε.Π.Ε."και διακριτικό τίτλο "... ΕΠΕ"αυτή συστάθηκε δυνάμει του υπ’ αριθμ. .../11-11-2003 συμβολαίου που καταχωρήθηκε στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου ...ς με αριθμό ...13-11-2003 με έδρα στην οδό ... - ..., ΑΦΜ ..., αντικείμενο εργασιών την εμπορία μηχανημάτων- τεχνική εταιρεία και μοναδικό εκπρόσωπο τον διαχειριστή και μοναδικό εταίρο Γ. Δ. του Κ., η ανωτέρω δε επιχείρηση έχει θεωρήσει βιβλία και στοιχεία Γ κατηγορίας του ΚΒΣ στη .... Όπως δε προέκυψε από το υπ’ αριθμ. Πρωτ. ...30-10-07 της ... η επιχείρηση ... ΕΠΕ δεν έχει υποβάλλει δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και εκκαθαριστικές δηλώσεις ΦΠΑ αλλά ούτε και ο Γ. Δ. υπέβαλε δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος για τις χρήσεις 2004, 2005 και 2006, όπως προέκυψε από το υπ’ αριθμ. Πρωτ. ...29-10-07 έγγραφο της .... Επίσης με το υπ’ αριθμ. Πρωτ. ...19-12-07 του Κ ... γνωστοποιήθηκε ότι στο Υποκατάστημα τους δεν υπάρχει απογεγραμμένη επιχείρηση με την επωνυμία ... ΕΠΕ και κατά συνέπεια δεν έχει προβεί στην ασφάλιση προσωπικού οποιασδήποτε ειδικότητας για το διάστημα 30-11-2003 έως 31-7-2006 στην περιοχή του ή αλλού με την μορφή αυτή. Περαιτέρω, και όπως ήδη αναφέρθηκε, με το υπ’ αριθμ. Πρωτ. ...2008 έγγραφο της, η YΠ.Ε.Ε. - ... διαβίβασε στο ΣΔΟΕ την από 06-02-2008 έκθεση ελέγχου ΚΒΣ, που συνέταξε σε βάρος της επιχείρησης ... ΕΠΕ, με την οποία στοιχειοθετείται η έκδοση από την εν λόγω επιχείρηση, εικονικών φορολογικών στοιχείων ως προς το σύνολο των συναλλαγών, προς επιχειρήσεις μεταξύ των οποίων και η ... με ΑΦΜ ..., για λόγους που παρατίθενται αναλυτικά στην εν λόγω έκθεση, η οποία και επισυνάπτεται στην προαναφερθείσα έκθεση ελέγχου του ΣΔΟΕ. Στην εν λόγω έκθεση η ... κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επιχείρηση "... ΕΠΕ"είναι -κατ’ ουσίαν- ανύπαρκτη ως επιχείρηση και μόνο νομότυπα υφίσταται, χωρίς να έχει δραστηριότητα και πραγματική φορολογική προσωπικότητα. Εκτός των ανωτέρω διαπιστώσεων, από τα ιδιωτικά συμφωνητικά συμβάσεως έργου που προσκομίστηκαν στο ΣΔΟΕ, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο των φορολογικών στοιχείων που εξέδωσε προς την"... ΕΠΕ"η ... ΕΠΕ, διαπιστώνεται ότι η τελευταία (μαζί με την ... ΕΠΕ), φέρονταν ότι είχαν αναλάβει ως (δεύτεροι) υπεργολάβοι την εκτέλεση διαφόρων τεχνικών εργασιών στο ... Αθηνών γραμμή 2 και 3 με πρώτο υπεργολάβο την ... και εργολάβο ή ανάδοχο των έργων, τις εταιρείες .... Συγκεκριμένα η ... ΕΠΕ σύμφωνα με τα ιδιωτικά συμφωνητικά ανέλαβε την εκτέλεση των έργων με δικά της μέσα και δικό της προσωπικό. Στις τιμές περιλαμβάνονται και όλες οι δαπάνες που απαιτούνται για την εκτέλεση των εργασιών, ήτοι μισθών, ημερομισθίων, συντήρησης, ασφάλισης, απομάκρυνσης υλικών κλπ. Η επιχείρηση δε ..., σύμφωνα και με την υπ’ αριθμ. Πρωτ. ...15-11-07 Υπεύθυνη Δήλωση Ν.1599/86 του εκπροσώπου της Γ. Ν., δεν είχε χρησιμοποιήσει ούτε δικά της υλικά ούτε προσωπικό για την εκτέλεση των έργων αυτών. Βάσει αυτής της σχέσης συνεργασίας: Η ... ΕΠΕ στη χρήση 2005 εξέδωσε για τα παραπάνω έργα προς την "... ΕΠΕ", ένα φορολογικό στοιχείο καθαρής αξίας 648.0006 πλέον ΦΠΑ 123.1206 και 771.1206. Από τα προαναφερθέντα και δη από τις ελεγκτικές ενέργειες και διαπιστώσεις καθώς και κυρίως από το γεγονός ότι υφίστατο ήδη η από 06-02-2008 έκθεση ελέγχου ΚΒΣ από την ... προκύπτει ότι η επιχείρηση ... ΕΠΕ είναι μία λειτουργικώς ανύπαρκτη, κατ’ ουσίαν εικονική επιχείρηση υφιστάμενη μόνο νομότυπα, που είχε ως αποκλειστικό σκοπό την έκδοση εικονικών στο σύνολο τους φορολογικών στοιχείων. Περαιτέρω, και όσον αφορά (Β) την επιχείρηση ... ΕΠΕ, σύμφωνα με σχετική έρευνα του ελέγχου του ΣΔΟΕ στο μηχανογραφικό σύστημα TAXIS και όπως γνωστοποιήθηκε από το υπ’ αριθμ. Πρωτ. ...13-03-2006 έγγραφο της ..., η εταιρεία αυτή προήλθε την 20-10-2003 από την μεταβίβαση της Μονοπρόσωπης Ε.Π.Ε. υπό την επωνυμία .... ΕΠΕ, από τον κατηγορούμενο Δ. Β. Κ. Χ.. Τούτο, σύμφωνα με την βεβαίωση μεταβολής υπ’ αριθμ....16-01-2004 με την οποία έγινε και μεταφορά της έδρας της στο Δήμο ... ..., αρμοδιότητος .... Σύμφωνα δε με την υπ’ αριθμ….2004 δήλωση φόρου μεταβίβασης μεριδίων ΕΠΕ, η συμφωνηθείσα αξία πώλησης των, ανήλθε σε €18.000, όση δηλαδή και η ονομαστική αξία του συνόλου των εταιρικών μεριδίων. Κατόπιν της υπ’ αριθμ. ...05-02-2004 δήλωσης και με ημερομηνία μεταβολής 20-01-2004, η επιχείρηση μετέφερε την έδρα της από την ..., στην οδό ..., αρμοδιότητος πλέον της .... Κατά τη μετάβαση δε των υπαλλήλων του ΣΔΟΕ που συμμετείχαν στο συνεργείο του προαναφερθέντος ελέγχου στην οδό ... όπου και η δηλωθείσα έδρα της εταιρείας, το γραφείο βρέθηκε κλειστό και θυροκολλήθηκε η υπ’ αριθμ. …31-01-2006 Πρόσκληση για προσκόμιση των Βιβλίων και Στοιχείων της στην Υπηρεσία για έλεγχο, ομοίως δε κλήθηκε εκ νέου με την υπ’ αριθμ. …29-05-2006 Πρόσκληση, η οποία επίσης θυροκολλήθηκε χωρίς ομοίως να ανταποκριθεί η εταιρεία. Αναφορικά δε με την δηλωθείσα έδρα της επιχείρησης, αρχικώς είχε εκμισθωθεί με ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ της ιδιοκτήτριας του ακινήτου Γ. Α. και Χ. Κ., το οποίο εν συνεχεία τροποποιήθηκε με το υπό α/α ...14-02-2005 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, που υπεγράφη στη Χίο την 10-02-2005 από τους συμβαλλόμενους: α) Γ. Α., β) Χ. Κ. ως κάτοικο ..., ενεργών ως νόμιμος εκπρόσωπος της εδρεύουσας στο Δήμο ... ... εταιρείας .... ΕΠΕ και γ)Π. Ι., κάτοικο .... Στο εν λόγω τροποποιητικό συμφωνητικό, συμφωνήθηκαν αμοιβαία, ότι το διαμέρισμα του 5ου ορόφου 75 τ.μ. που ήδη είχε εκμισθώσει η Α. Γ. Κ. Χ. από. 27-1-2004, θα εκμισθώνεται από 1-2-2005 και στον Ι. Π.. Από το παραπάνω συμφωνητικό προκύπτει ότι: Ο Κ. Χ. ψευδώς δηλώνει την 10-02-2005 ως έδρα της εταιρείας στη … γιατί είχε κάνει ήδη μεταφορά της έδρας της ... ΕΠΕ από 20-01-2004 στη οδό ..., ο δε Ι. Π. εκμίσθωσε το διαμέρισμα ως κατοικία. Τα αναγραφόμενα στο ιδιωτικό συμφωνητικό, δηλώνουν ενέργειες προς απόκρυψη του πραγματικού γεγονότος που είναι ότι στην οδό ..., ουδέποτε ασκήθηκε από την επιχείρηση ... ΕΠΕ επαγγελματική δραστηριότητα. Ειδικότερα, με το υπ’ αριθμ. Πρωτ. .../22-11-05 έγγραφο της, η ... γνωστοποίησε ότι η εταιρεία .... ΕΠΕ μετέφερε την έδρα της στη ... την 20-01-2004 και έχει θεωρήσει στην Υπηρεσία της μόνο στοιχεία ενώ για τα οικονομικά έτη 2004 και 2005 δεν έχει υποβάλλει δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, ο δε Κ. Χ., για τα έτη 2003 και 2004 υπέβαλε δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος ως φυσικό πρόσωπο στη ... (αριθμ. Πρωτ. .../13-3-08) με διεύθυνση ..., ως φιλοξενούμενος του εξαδέλφου του, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθμ. Πρωτ. .../13-3-08 της ..., ενώ με το υπ’ αριθμ. Πρωτ. ... /18-4-08 της ... γνωστοποιήθηκε ότι η .... ΕΠΕ δεν θεώρησε στην Υπηρεσία της βιβλία και στοιχεία, ούτε και έχει υποβάλλει δηλώσεις εισοδήματος, περιοδικές ή εκκαθαριστικές ΦΠΑ από 20-10-2003 μέχρι 02-04-2008, όπως αυτές συμπεριελήφθησαν στην έκθεση ελέγχου του ΣΔΟΕ. Επίσης όπως προέκυψε από το TAXIS, την 20-08-2004 κατόπιν της υπ’ αριθμ. ... δήλωσης μεταβολής που υπέβαλλε, η επιχείρηση επέκτεινε τον σκοπό της στο εμπόριο οικοδομικών υλικών. Περαιτέρω, με το αριθ. πρωτ. .../28-02-2008 έγγραφο του, το ... σε απάντηση του υπ’ αριθμ. Πρωτ. .../173-10-07 εγγράφου του ΣΔΟΕ, γνωστοποίησε ότι η εταιρεία ... ΕΠΕ, από την μεταφορά της έδρας της στην ... στις 20-01-2004 μέχρι 15-10-2007 δεν έχει υποβάλει δηλώσεις φορολογίας Εισοδήματος, δηλώσεις φόρου Μισθωτών Υπηρεσιών, ΦΠΑ εκτός μόνο από την ...03-02-2005 εκκαθαριστική δήλωση ΦΠΑ διαχειριστικής περιόδου 01-07-2003 έως 30-06-2004 ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Πληροφορικών Συστημάτων η εταιρεία ... ΕΠΕ δεν έχει υποβάλλει συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών - προμηθευτών για τις χρήσεις 2004, 2005 και 2006. Με το υπ’ αριθμ. Πρωτ. ... /06-11-2007 έγγραφο του, το Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. γνώρισε στο ΣΔΟΕ ότι η εταιρεία .... ΕΠΕ, σύμφωνα με τα στοιχεία Μητρώου μηχανημάτων έργου, δεν είχε ποτέ ταξινομήσει μηχανήματα για το διάστημα 31-12-2003 έως 31-05-2006. Εάν είχαν ταξινομηθεί και ήταν σε λειτουργία, προσωρινή ακινητοποίηση ή είχαν διαγραφεί τότε θα εμφανίζονταν στο ανωτέρω Μητρώο. Με το υπ"αριθμ. Πρωτ. ...8-2-08 έγγραφο του, το ΙΚΑ - Τοπικό Υποκατάστημα ... γνώρισε επίσης στο ΣΔΟΕ ότι η εταιρεία .... ΕΠΕ δεν βρέθηκε απογεγραμμένη ως εργοδότης στα μητρώα του καταστήματος, προέβη δε σε επιτόπιο έλεγχο στα γραφεία της εταιρείας και δεν βρέθηκε να λειτουργεί η εταιρεία στη διεύθυνση ... καθώς και ότι με το ΑΦΜ ... που ανήκει στην .... ΕΠΕ, δεν εμφανίζονται οικοδομικά τεχνικά και δημόσια έργα στο τμήμα οικοδομών του υποκαταστήματος τους. Από τα ανωτέρω προεκτεθέντα, διαπιστώνεται ότι η εταιρεία .... ΕΠΕ, χωρίς προσωπικό εξειδικευμένο ή μη, χωρίς μηχανήματα, χωρίς έδρα λειτουργίας και χωρίς να έχει πραγματοποιήσει αγορές υλικών, είναι αδύνατον να προέβη σε έκδοση τιμολογίων για παροχή υπηρεσιών κατασκευής τεχνικών έργων που απαιτούν μάλιστα ιδιαίτερες τεχνικές κατασκευής, ειδικευμένο προσωπικό, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υλικά. Εξάλλου, και από τα ιδιωτικά συμφωνητικά συμβάσεως έργου που και ο κατηγορούμενος επικαλείται, και προσκομίστηκαν κατά τη διάρκεια του ελέγχου από το ΣΔΟΕ, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο των φορολογικών στοιχείων που εξέδωσε η εταιρεία .... ΕΠΕ προς την .... ΕΠΕ, της οποίας διαχειριστής ήταν ο κατηγορούμενος, διαπιστώνεται ότι η εταιρεία .... ΕΠΕ είχε αναλάβει ως υπεργολάβος μαζί με την εταιρία ..., την εκτέλεση μέρους διαφόρων τεχνικών εργασιών και συγκεκριμένα στο ... Αθηνών και στο ... Αθηνών γραμμή 2 & 3. Συγκεκριμένα η .... ΕΠΕ σύμφωνα με τα ιδιωτικά συμφωνητικά, ανέλαβε την εκτέλεση των έργων με δικά της μέσα, δικό της προσωπικό, στις τιμές δε, περιλαμβάνονται και όλες οι δαπάνες που απαιτούνται για την εκτέλεση των εργασιών ήτοι μισθοί, ημερομίσθια, συντήρηση, ασφάλιση, απομάκρυνση υλικών κ.λπ. Ωστόσο όπως αποδείχθηκε ανωτέρω, η επιχείρηση .... Ε.Π.Ε δεν είχε τη δυνατότητα να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που ανέλαβε με τα ιδιωτικά συμφωνητικά και συμπερασματικά ο Χ. Κ. του Η. ίδρυσε την τεχνική εταιρία .... ΕΠΕ η οποία, από όσα αναλυτικά αναφέρθησαν ανωτέρω, δεν λειτούργησε πραγματικά στην δηλωθείσα ως έδρα της διεύθυνση, δεν έχει απασχολήσει προσωπικό, δεν έχει υποβάλει δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και ΦΠΑ ούτε έχει γενικά τηρήσει τις φορολογικές της υποχρεώσεις, δεν έχει προβεί σε αγορές υλικών που απαιτούνται για κατασκευή τεχνικών έργων, δεν είχε ποτέ ταξινομήσει μηχανήματα για το διάστημα 31-12-2003 έως 31-05-2006. Παρόλα αυτά, έχει προβεί σε έκδοση φορολογικών στοιχείων στις εταιρίες ... και .... ΕΠΕ στις χρήσεις 2004, 2005 και 2006 για κατασκευή τεχνικών έργων μεγάλης αξίας, τα οποία υποτίθεται ότι έχει πραγματοποιήσει ενώ παράλληλα για τα έργα που εμφανίζεται ότι κατασκεύασε και για τα οποία εξέδωσε προς την .... ΕΠΕ φορολογικά στοιχεία, δημιούργησε (από κοινού με την ... ΕΠΕ και την ...) έναν κύκλο χρηματικών ροών προκειμένου να φαίνεται ότι τα φορολογικά στοιχεία καλύπτονταν με αντίστοιχες πληρωμές. Ειδικότερα, για την εξόφληση των τιμολογίων που έχουν εκδώσει, οι λήπτριες επιχειρήσεις. ... και .... ΕΠΕ έχουν προβεί σε έκδοση επιταγών για εξόφληση αυτών, που από τον αναλυτικό έλεγχο που πραγματοποιήθηκε, από το ΣΔΟΕ, σε τραπεζικούς λογαριασμούς των εμπλεκομένων φυσικών και νομικών προσώπων, αποδείχθηκε ότι μεθοδεύτηκε τρόπος με τον οποίον συναλλάχθηκαν χρηματικά, ώστε και να ιδιοποιηθούν χρηματικά ποσά οι εκπρόσωποι τόσο της εκδότριας ... ΕΠΕ όσο και των ληπτριών επιχειρήσεων των τιμολογίων της και να εξαργυρώνονται οι επιταγές χωρίς πραγματικά να διακινούνται χρήματα, αλλά να φαίνεται ότι καταβάλλονται. Συγκεκριμένα, ο Χ. Κ. ως εκπρόσωπος της εταιρίας .... ΕΠΕ, οπισθογραφούσε τις επιταγές και εισέπρατταν τα ποσά ο κατηγορούμενος Β. Δ., ο Χ. Δ., κ.α. και τα χρήματα τα οποία διακινούνταν αφού πρώτα κατατίθεντο σε προσωπικούς τους λογαριασμούς, στη συνέχεια προέβαιναν σε ανάληψη και είτε τα κατέθεταν σε τραπεζικούς λογαριασμούς της λήπτριας των τιμολογίων επιχείρησης .... ΕΠΕ για να δημιουργηθεί πάλι υπόλοιπο, ώστε να οπισθογραφηθούν οι επόμενες επιταγές από την ανωτέρω εταιρία, για να εισπραχθούν επίσης από τα προαναφερόμενα πρόσωπα και να κατατεθούν πάλι στο λογαριασμό της .... ΕΠΕ για την επόμενη κίνηση, είτε παρέμεναν στους προσωπικούς τους λογαριασμούς όπου τα χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι και σε αρκετές περιπτώσεις, μετά την είσπραξη των χρημάτων και τον κύκλο τον οποίο έκαναν, δεν βρέθηκαν να είναι κατατεθειμένα σε κάποιο υπό έλεγχο λογαριασμό, όπως αναλυτικά περιγράφονται οι συναλλαγές αυτές, μία προς μία συναλλαγή, στην έκθεση του ΣΔΟΕ. Όλες αυτές οι ενέργειες πραγματοποιήθηκαν και μεθοδεύτηκαν σκόπιμα για να χαθούν τα ίχνη της πραγματικής συναλλαγής, να προσδώσουν αληθοφάνεια στις υποτιθέμενες συναλλαγές τους και παραπλανηθεί τυχόν γενόμενος φορολογικός έλεγχος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εταιρεία .... ΕΠΕ, της οποίας διαχειριστής είναι ο κατηγορούμενος, είχε συνάψει συμβάσεις έργων με τους πελάτες της "... Α.Ε."μετέπειτα "....", και "... & ΣΙΑ"και δη ειδικότερα: (α) ΠΑ ΤΟ …. ΑΘΗΝΩΝ, έχουν υπογραφεί δύο συμβάσεις και συγκεκριμένα η με ημερομηνία 12-07-2004 και η με ημερομηνία 27-05-2005. Και οι δύο συμβάσεις αναφέρονται στην "Αποπεράτωση οικοδομικών και Η/Μ εργασιών ... και αίθουσας εορτών ... -Υπόγειος Σταθμός αυτοκινήτων και διαμόρφωση περιβάλλοντος- χώρου στο οικοδομικό τετράγωνο ανέγερσης του ... Μεγάρου Αθηνών". Με τις παραπάνω συμβάσεις αναθέτει η εργολάβος του ως άνω έργου, δηλαδή η ... Α.Ε. πρώτη των συμβαλλομένων, στην υπεργολάβο δεύτερη των συμβαλλομένων (δηλαδή στη .... ΕΠΕ), όπως εκτελέσει υπεργολαβικώς τις πιο πάνω εργασίες με δικά της μέσα και δικό της προσωπικό και μεταξύ άλλων αναγράφεται "...Αναθέτει η ανάδοχος του ως άνω έργου εργολήπτρια εταιρεία, πρώτη των συμβαλλομένων (δηλαδή η ... Α.Ε.) στην υπεργολάβο δεύτερη των συμβαλλομένων (δηλαδή στη ....ΕΠΕ) όπως εκτελέσει υπεργολαβικώς τις πιο πάνω εργασίες με δικά της μέσα και δικό της προσωπικό...", στο άρθρο 8 "...οι δαπάνες μισθών, ημερομισθίων, υπερωριών κλπ. Οι δαπάνες λειτουργίας, συντηρήσεως, ασφαλίσεως, επιδιορθώσεως και ημεραργιών των οχημάτων του υπεργολάβου...". Άρθρο 10 "...Με κάθε πληρωμή ο υπεργολάβος οφείλει να προσκομίζει Υπεύθυνη Δήλωση του Ν. 1599/1986 ότι εξόφλησε όλα τα ημερομίσθια και τις λοιπές οφειλές του και υποχρεώσεις προς το απασχολούμενο από αυτόν προσωπικό και τους λοιπούς Οργανισμούς, μέχρι την ημέρα της πληρωμής, ως και όλες τις οφειλές του προς τους προμηθευτές του, σχετικά με το ως άνω έργο..", (β) ΠΑ ΤΟ … ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ, έχει υπογραφεί σύμβαση και συγκεκριμένα η με ημερομηνία 14-05-2004 και η 20-01-2005 τροποποιητική η οποία αναφέρεται στην "Μελέτη, προμήθεια, εγκατάσταση και θέση σε λειτουργία των συστημάτων παροχής ισχύος, ρεύματος έλξης και επικοινωνιών των επεκτάσεων των γραμμών 2 και 3 του … της Αθήνας"της ... Α.Ε.. Με τις παραπάνω αναθέτει η εργολάβος του ως άνω έργου, δηλαδή η "... στην υπεργολάβο δεύτερη των συμβαλλομένων (δηλαδή στη .... ΕΠΕ), όπως εκτελέσει υπεργολαβικώς το παραπάνω έργο όπως αναλυτικά αναφέρονται στο άρθρο 2 της παραπάνω σύμβασης, και μεταξύ άλλων αναγράφεται (στο κεφάλαιο 7.) "... Προσωπικό ο υπεργολάβος υποχρεούται να προσλαμβάνει και να απασχολεί με δική του μέριμνα και δαπάνες το προσωπικό που απαιτείται για την εκτέλεση των εργασιών του σύμφωνα με τους όρους του παρόντος Όλο το προσωπικό θα πρέπει να είναι οπωσδήποτε ασφαλισμένο στο ΙΚΑ και στους λοιπούς κατά περίπτωση αρμόδιους φορείς κύριας ή επικουρικής ασφάλισης...".Στο κεφάλαιο 7.2. αναγράφεται "... Ο υπεργολάβος έχει την υποχρέωση να πραγματοποιεί μηνιαίως και αμελλητί τις πληρωμές του προσωπικού και να διατηρεί μέχρι την παραλαβή του έργου, πλήρη αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει αμάχητα η εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής, παραδίδοντας στο εργολάβο αντίγραφο των πληρωμών στο ΙΚΑ μαζί με κάθε πιστοποίηση εργασιών..."Επίσης στο κεφάλαιο 11.2. αναγράφεται "....ο υπεργολάβος δεν δικαιούται να υποκατασταθεί από άλλον στην εκτέλεση του έργου, χωρίς προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του εργολάβου..". Συνακόλουθα, με βάση τα συμφωνηθέντα στις ως άνω συμβάσεις, η πρώτη υπεργολάβος (δηλαδή η ".... ΕΠΕ"), διαθέτει δικά της μέσα (μηχανήματα έργου) και δικό της προσωπικό, όπως όμως γνωστοποιήθηκε αυτολεξεί, με το με αριθμό πρωτοκόλλου...17-02-2010 έγγραφο του ... Τμήμα Εσόδων, σε απάντηση σχετικού ερωτήματος του ΣΔΟΕ, αν η επιχείρηση με την επωνυμία .... ΕΠΕ με έδρα στην οδό ... ... (η οποία δραστηριοποιούνταν στην ως άνω διεύθυνση μέχρι 09-05-2006) ΑΦ.Μ ..., έχει τηρήσει τις υποχρεώσεις της ως υπεργολάβος ή ανάδοχος προς το μόνιμο προσωπικό για τα ... στο ... Μέγαρο Αθηνών (…), ... - γραμμή 2 & 3, Τραμ - γραμμή 2 & 3 και Κεντρική … Αθηνών, το ... απάντησε : "η εταιρεία "....ΕΠΕ", απογράφτηκε στην υπηρεσία μας στις 01-02-2008 και ασφάλισε υπαλληλικό προσωπικό τη χρονική περίοδο 01/02/2008-28/02/2009, ασφάλισε μόνο τη Τ. Ε. του Γ., ΑΜΑ ..., σαν υπάλληλο γραφείου, και κατέβαλε συνολικά το ποσό των 8.058,09 ευρώ για ασφαλιστικές εισφορές. Η επιχείρηση έχει έναρξη λειτουργίας την 16-05-2002 και για τη χρονική περίοδο από 16-05-2002 έως 09-05-2006 δεν προκύπτουν ασφαλιστικά στοιχεία καθ’ όσον η επιχείρηση ήταν αναπόγραφος, επίσης σας στέλνουμε εκτυπώσεις με τα σχετικά ασφαλιστικά στοιχεία.". Περαιτέρω, το ΣΔΟΕ, με σχετικό έγγραφο του προς το ..., ζήτησε πληροφορίες, μεταξύ άλλων, περί του αν η επιχείρηση με την επωνυμία ... Ε.Π.Ε., Τεχνική Εταιρεία με έδρα στην οδό ... με Α.Φ.Μ. ..., η οποία δραστηριοποιείται στις προαναφερόμενες Διευθύνσεις από τις 09-05-2006 και εντεύθεν, έχει τηρήσει τις υποχρεώσεις της ως υπεργολάβος ή ανάδοχος, προς το μόνιμο προσωπικό για τα ... στο ... Μέγαρο Αθηνών (...) και το ... - γραμμή 2 & 3. Σε απάντηση του δε το ΚΑ - Τοπικό Υποκατάστημα ... δήλωσε: "η επιχείρηση ... Ε.Π.Ε., Α.Μ.Ε..., Α.Φ.Μ. ..., ... ..., απασχόλησε ένα (1) υπάλληλο από 2/2008 έως 2/2009 καταβάλλοντος τις αντίστοιχες εισφορές". Επί πλέον αναφέρθηκε ότι τα οικοδομικά έργα που εκτελούν οι υπό έρευνα εταιρίες απογράφονται στα υποκαταστήματα ΙΚΑ -ΕΤΑΜ, όπου εκτελείται το έργο και ασφαλίζει το εργατοτεχνικό προσωπικό. Επίσης με το με αριθμό πρωτοκόλλου ...2010 έγγραφο του ΙΚΑ - Τοπικού ..., γνωστοποιήθηκε επίσης ότι "η εταιρεία ... Ε.Π.Ε. με έδρα στην οδό ... ή ... Α.Φ.Μ. ..., δεν έχει απογραφεί στο υποκατάστημα μας για τα οικοδομικά έργα που αναφέρονται στο σχετικό έγγραφο". Κατόπιν τούτων, το ΣΔΟΕ απηύθυνε σχετικό έγγραφο προς το ΙΚΑ Τοπικό Υποκατάστημα ..., με το οποίο ζητήθηκε, μεταξύ άλλων, αν η επιχείρηση με την επωνυμία ... Ε.Π.Ε. με έδρα στην οδό ... ή ... Α.Φ.Μ. ..., έχει τηρήσει τις υποχρεώσεις της ως υπεργολάβος ή ανάδοχος προς το προσωπικό (απογραφή για τα έργα) για τα ... στο ... Μέγαρο Αθηνών (...), ... - γραμμή 2 & 3 και Τραμ - Γραμμή 2.3. Με το με αριθμό πρωτοκόλλου ...14-04-2010 έγγραφο του ΙΚΑ - Τοπικού Υποκαταστήματος ... Τμήμα Οικοδομών, γνωστοποιήθηκε ότι όσον αφορά την εταιρεία "... Ε.Π.Ε., με έδρα την οδό ... ..., με Α.Φ.Μ. ..., δεν φαίνεται απογεγραμμένη στα τεχνικά έργα του ... Μεγάρου Αθηνών (...) και Τραμ - Γραμμή S 2.3. Απογεγραμμένη φαίνεται μόνο στο τεχνικό έργο ... Μέγαρο Αθηνών (...) η επιχείρηση "... Α.Ε"με έδρα ... ... Α.Φ.Μ. ... και με Α.Μ.Ο.Ε. ... για το οποίο σας στέλνουμε Αναλυτικές Περιοδικές Καταστάσεις χρονικής περιόδου 01-01-2003 έως σήμερα". Τέλος, με το υπ’ αριθ. πρωτοκόλλου ...18-03-2010 έγγραφο του ΣΔΟΕ προς το ΙΚΑ Τοπικό Υποκατάστημα ... τμήμα οικοδομών, ζητήθηκε να γνωστοποιηθεί, μεταξύ άλλων, αν η επιχείρηση με την επωνυμία ... Ε.Π.Ε με έδρα στην οδό ... ή ... Α.Φ.Μ. ..., έχει τηρήσει τις υποχρεώσεις της ως υπεργολάβος ή ανάδοχος προς το προσωπικό (απογραφή για τα έργα) για τα ... στο ... - γραμμή 2 & 3, και σε καταφατική περίπτωση να αποσταλούν σχετικές καταστάσεις προσωπικού. Με το με αριθμό πρωτοκόλλου ...19-05-2010 έγγραφο του ΙΚΑ - Τοπικού Υποκαταστήματος ... Τμήμα Οικοδομοτεχνικών έργων, γνωστοποιήθηκε ότι: "όπως προκύπτει από τα στοιχεία που υπάρχουν στην Υπηρεσία μας, υπεύθυνη επιχείρηση για το έργο ... - γραμμή 2 & 3 είναι η ..., με Δ/νση έδρας .....". Από τις εμπλεκόμενες τέσσερις επιχειρήσεις (μεταξύ αυτών και η ... Ε.Π.Ε) που αναφέρονται στο έγγραφο μας , μόνο η εταιρείες ... Α.Ε. με Α.Φ.Μ. ... και η ... Α.Ε. με Α.Φ.Μ. ..., είναι υπεργολάβοι στο αναφερόμενο έργο χωρίς να έχουν απογραφεί σε αυτό..". Περαιτέρω, με έγγραφο του ΣΔΟΕ προς το ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ - ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ & ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ -Γενική Γραμματεία Δημοσίων Έργων - Γενική Διεύθυνση Τεχνικής Υποστήριξης & Λ. Έργων ..., ζητήθηκε, μεταξύ άλλων, να γνωστοποιηθεί αν- η επιχείρηση με την επωνυμία ... Ε.Π.Ε., Τεχνική Εταιρεία με Α.Φ.Μ. ..., με έδρα στην οδό ... ... μέχρι 09-05-2006 και στη συνέχεια με έδρα ... έχει στην κατοχή της ή μισθωμένα, μηχανήματα έργου για την εκτέλεση ιδιωτικών και δημοσίων τεχνικών έργων, για το χρονικό διάστημα από 01-01-2003 έως 31-12-2007, αποστέλλοντας και αντίγραφα των σχετικών εγγράφων με τα στοιχεία των μηχανημάτων. Με το υπ’ αριθ. πρωτ. ...02-03-2010 έγγραφο η παραπάνω Διεύθυνση γνωστοποίησε ότι η εταιρεία ... Ε.Π.Ε δεν φαίνεται να έχει στην κατοχή της μηχανήματα έργων, τα οποία να έχουν ταξινομηθεί και απογραφεί από Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση της Χώρας. Τέλος, και αναφορικά με τα έργα που περιγράφονται στα φορολογικά στοιχεία που αναφέρονται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας, με κυριότερα τμήματα έργων, από το ... Αθηνών και το ...-Γραμμή 2 & 3, στην όλη διαδικασία, από τη δημοπράτηση μέχρι και την παράδοση, εμπλέκονται με τη σειρά, ο Ανάδοχος του έργου και οι μετά από αυτόν Εργολάβοι και Υπεργολάβοι. Ο έλεγχος που διενεργήθηκε από το ΣΔΟΕ διαπίστωσε το αυταπόδεικτο, ότι δηλαδή τα συγκεκριμένα έργα, σε κάποια φάση της προαναφερόμενης αλυσίδας παρεδόθησαν στους Κύριους αυτών και ως εκ τούτου υφίστανται και βρίσκονται σε κοινή θέα και λειτουργία. Πλην όμως σε καμία περίπτωση τα έργα αυτά δεν έχουν κατασκευαστεί από τους μη έχοντες τέτοια δυνατότητα δεύτερους Υπεργολάβους ... ΕΠΕ και ... ΕΠΕ και συνακόλουθα η επιχείρηση .... ΕΠΕ, της οποίας διαχειριστής είναι ο κατηγορούμενος, δεν παρέλαβε τεχνικά έργα και ούτε έχει πληρώσει τέτοια, δεδομένου ότι όπως προαναφέρθηκε, τα χρήματα επέστρεφαν "αυτοστιγμεί"σε αυτήν. Επιπλέον από τα αναλυτικά εκτεθέντα προκύπτει ότι, ούτε ο πρώτος υπεργολάβος, δηλαδή η επιχείρηση .... ΕΠΕ, είχε σε καμία περίπτωση την δυνατότητα να κατασκευάσει τα έργα αυτά, επομένως αφού δεν παρέλαβε αυτά τα έργα ποτέ και δεν τα κατασκεύασε ποτέ, είναι αδύνατον να τα παρέδωσε στους εργολάβους "....", και ...", οι οποίοι και έλαβαν τα εκδοθέντα φορολογικά της στοιχεία. Συγκεκριμένα και καταληκτικώς η επιχείρηση .... ΕΠΕ προέβη σε λήψη και καταχώριση στο σύνολο τους φορολογικών στοιχείων από τους δεύτερους Υπεργολάβους ... ΕΠΕ και ... ΕΠΕ με σκοπό την εμφάνιση διογκούμενων δαπανών της κατά το ύψος των φορολογικών στοιχείων, τη μείωση και απόκρυψη των καθαρών κερδών και τελικό αποτέλεσμα την ιδιοποίηση του αναλογούντος ΦΠΑ -αφού ποτέ δεν αποδόθηκε στο Δημόσιο- και την αποφυγή της πληρωμής ομοίως, του αναλογούντος φόρου Εισοδήματος ενώ στη συνέχεια προέβη στην έκδοση των υπό κρίση φορολογικών στοιχείων που αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας, και που διαπιστώθηκε ότι είναι εικονικά στο σύνολο τους, με σκοπό, την ωφέλεια των μετά από αυτήν εμπλεκομένων επιχειρήσεων -ληπτριών των φορολογικών στοιχείων που αυτή εξέδωσε εταιρειών με τις επωνυμίες "....", και ... "...". Τα παραπάνω αποδείχθηκαν από τη σαφή και εναργή κατάθεση της εξετασθείσας στο ακροατήριο μάρτυρος σε συνδυασμό και με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία και δη τα έγγραφα της δικογραφίας και δεν αναιρέθηκαν ούτε κατ’ ελάχιστο από την κατάθεση της μάρτυρος υπερασπίσεως του κατηγορουμένου η οποία αντιθέτως με την ενδεικτική αποστροφή και της καταθέσεως της "...Είχαμε ένα άτομο στη δουλειά και φάγανε ψωμί 35 άτομα..."προσεπιβεβαίωσε το περιεχόμενο της έγγραφης απαντήσεως του ΙΚΑ προς το ΣΔΟΕ, όπως αναλυτικά προπαρατέθηκε ότι: "η εταιρεία "....ΕΠΕ"απογράφτηκε στην υπηρεσία μας στις 01-02-2008 και ασφάλισε υπαλληλικό προσωπικό τη χρονική περίοδο 01/0272008-28/02/2009, ασφάλισε μόνο τη Τ. Ε. του Γ., ΑΜΑ ..., σαν υπάλληλο γραφείου, και κατέβαλε συνολικά το ποσό των 8.058,09 ευρώ για ασφαλιστικές εισφορές. Η επιχείρηση έχει έναρξη λειτουργίας την 16-05-2002 και για τη χρονική περίοδο από 16-05-2002 έως 09-05-2006 δεν προκύπτουν ασφαλιστικά στοιχεία καθ’ όσον η επιχείρηση ήταν αναπόγραφος...". Ομοίως δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο ο ούτως ή άλλως αόριστος ισχυρισμός που προβλήθηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του κατηγορουμένου ότι δήθεν οι εργαζόμενοι της εταιρείας "....ΕΠΕ"απογράφηκαν και δηλώθηκαν αντίστοιχα στο ΙΚΑ από τις εργολήπτριες εταιρείες "....", και ... "...", αφού κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προσκομίστηκε αναφορικά με τον ισχυρισμό αυτό. Επίσης απορριπτέος είναι ο ισχυρισμός - που εγγίζει τα όρια της σοφιστείας - ότι η κατηγορία σε βάρος του κατηγορουμένου είναι αβάσιμη αφού το έργο με κυριότερα τμήματα έργων, από το ... Αθηνών και το ...-Γραμμή 2 & 3, παρεδόθησαν στους Κύριους αυτών και ως εκ τούτου υφίστανται και βρίσκονται σε κοινή θέα και λειτουργία. Ειδικότερα, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο έλεγχος που διενεργήθηκε από το ΣΔΟΕ διαπίστωσε το αυταπόδεικτο, ότι δηλαδή τα συγκεκριμένα έργα, σε κάποια φάση της προαναφερόμενης αλυσίδας παρεδόθησαν στους Κύριους αυτών και ως εκ τούτου υφίστανται και βρίσκονται σε κοινή θέα και λειτουργία, πλην όμως αποδείχθηκε ότι σε καμία περίπτωση τα έργα αυτά δεν έχουν κατασκευαστεί από τους μη έχοντες τέτοια δυνατότητα δεύτερους Υπεργολάβους ... ΕΠΕ και ... ΕΠΕ και συνακόλουθα η επιχείρηση .... ΕΠΕ, της οποίας διαχειριστής είναι ο κατηγορούμενος, δεν παρέλαβε τεχνικά έργα και ούτε έχει πληρώσει τέτοια, δεδομένου ότι όπως προαναφέρθηκε, τα χρήματα επέστρεφαν "αυτοστιγμεί"σε αυτήν και δεν είχε σε καμία περίπτωση την δυνατότητα να κατασκευάσει τα έργα αυτά αλλά αντίθετα τα έργα κατασκευάσθηκαν από άλλους και η εταιρεία .... ΕΠΕ χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να προβεί στην έκδοση τον υπό κρίση φορολογικών στοιχείων που αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας, και που διαπιστώθηκε ότι είναι εικονικά στο σύνολο τους, με σκοπό, την ωφέλεια των μετά από αυτήν εμπλεκομένων επιχειρήσεων -ληπτριών των φορολογικών στοιχείων που αυτή εξέδωσε εταιρειών με τις επωνυμίες"... και ΣΙΑ". Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο κήρυξε ένοχο του αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο του ότι: "ως διαχειριστής της εταιρείας με την επωνυμία "... -ΕΠΕ", με αντικείμενο εργασιών μεταλλεύματα -σιδήρου - Τεχνικά έργα και έδρα στην ..., εξέδωσε εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτες στο σύνολό τους συναλλαγές, των οποίων η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 150.000 € ήτοι εξέδωσε προς την εταιρεία με την επωνυμία "...."πέντε (5) Δελτία Παροχής Υπηρεσιών και προς την Κοινοπραξία με την επωνυμία "..."ένα (1) Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών, για συναλλαγές που ουδέποτε πραγματοποιήθηκαν, ήτοι πρόκειται για ανύπαρκτες παροχές υπηρεσιών, καθώς η ως άνω εταιρεία "... ΕΠΕ", της οποίας τυγχάνει διαχειριστής, ως πρώτος υπεργολάβος τμημάτων-έργων του ... Μεγάρου Αθηνών (...) και του ... Γραμμή 2 και 3, ουδέποτε πλήρωσε για τεχνικά έργα και ουδέποτε παρέλαβε τέτοια τεχνικά έργα από τις εταιρείες "... ΕΠΕ"και "Κ.-... ΕΠΕ", οι οποίες ήταν δεύτερες υπεργολάβοι και οι οποίες δεν είχαν την δυνατότητα να εκτελέσουν οποιοδήποτε έργο, καθόσον η μεν πρώτη είναι ανύπαρκτη επιχείρηση, υφίσταται μόνο νομότυπα χωρίς να έχει ουδεμία δραστηριότητα, διότι ουδέποτε ασκήθηκε επαγγελματική δραστηριότητα στη δηλωθείσα από αυτήν έδρα, ουδέποτε είχε προσωπικό και μηχανήματα, ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατόν να εκτελέσει τεχνικά έργα (χωματουργικές εργασίες - εκσκαφές - μεταφορές), τα οποιαδήποτε δε χρηματικά ποσά που καταβλήθηκαν σε αυτήν από την εταιρεία "... ΕΠΕ"επέστρεψαν την ίδια στιγμή στην "... ΕΠΕ", μέσω τρίτων προσώπων, η δε δεύτερη εταιρεία (.... ΕΠΕ) ουδέποτε είχε στην κατοχή της μηχανήματα έργων και μέσων μεταφοράς ούτε τεχνικό εργατοϋπαλληλικό προσωπικό, ουδέποτε είχε στην κατοχή της ή είχε μισθώσει καταστήματα ή αποθηκευτικούς χώρους για να πραγματοποιεί συναλλαγές και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να εκτελέσει τεχνικά έργα (χωματουργικές εργασίες - εκσκαφές-μεταφορές). Επιπλέον η ως άνω εταιρεία "...", της οποίας τυγχάνει διαχειριστής, δεν είχε τη δυνατότητα να κατασκευάσει τέτοια έργα, καθόσον ουδέποτε είχε εργατοϋπαλληλικό προσωπικό, δεν τήρησε τις υποχρεώσεις της ως υπεργολάβος προς τα προσωπικό (απογραφή για τα έργα) σχετικά με τα ανωτέρω τεχνικά έργα ούτε φαίνεται απογεγραμμένη για τα εν λόγω έργα στο ΙΚΑ Τοπικό Υποκατάστημα ... ούτε έχουν απογραφεί για τα εν λόγω έργα στο ΙΚΑ Τοπικό Υποκατάστημα ..., ούτε είχε στην κατοχή της μηχανήματα έργων, τα οποία να έχουν ταξινομηθεί και απογραφεί από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση της Χώρας. Επομένως η εν λόγω εταιρεία αφού ουδέποτε παρέλαβε τέτοια έργα και ουδέποτε κατασκεύασε αυτά, ως εκ τούτου ουδέποτε τα παρέδωσε στην ανωτέρω εταιρεία "...."και στην ανωτέρω Κοινοπραξία "...", oι οποίες ήταν εργολάβοι και ανάδοχοι του έργου και προς τις οποίες εξέδωσε τα προαναφερθέντα έξι Τιμολόγια Παροχής Υπηρεσιών τα οποία αναλυτικότερα έχουν ως εξής: Για την χρήση του έτους 2005 εξέδωσε: Α) προς την εταιρεία "....": α) το υπ’ αριθμ. ...-6-2005 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, καθαρής αξίας 2.352.298.46 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 446.936,71 ευρώ και συνολικής αξίας 2.7991235,17 ευρώ, β) το υπ’ αριθμ. ...-6-2005 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, καθαρής αξίας 2.017.595,78, πλέον ΦΠΑ 383.343,20 ευρώ και συνολικής αξίας 2.400.938798 ευρώ, γ) To υπ’ αριθμ. ...14-7-2005 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, καθαρής αξίας 1.020.000,00 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 193.800,00 ευρώ και συνολικής αξίας 1.213.800,06 ευρώ, δ) το υπ’ αριθμ. …(...) /15-12-2005 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, καθαρής αξίας 919.550,00 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 174.714,50 ευρώ και συνολικής αξίας 1.094.264,50 ευρώ και ε) το υπ’ αριθμ. … (...) 22-12-2005 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, καθαρής αξίας 400.450,00 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 76.085,50 ευρώ και συνολικής αξίας 476.535,50 ευρώ και Β) προς την Κοινοπραξία "..."το υπ’ αριθμ....14-7-2005 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, καθαρής αξίας 720.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 136.800 ευρώ και συνολικής αξίας 856.800 ευρώ. Δηλαδή εξέδωσε τα ανωτέρω εικονικά ως προς την πραγματοποίηση της συναλλαγής φορολογικά στοιχεία, συνολικής καθαρής αξίας 7,429.894,24 €, πλέον Φ.Π.Α. 1.411.679,91 € και συνολικής αξίας 8.841.574,15 €. Η πράξη του δε αυτή διαπιστώθηκε, όταν υπάλληλοι του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος Επιχειρησιακής Δ/νσης ειδικών υποθέσεων Αθηνών, πραγματοποίησαν έλεγχο στην ανωτέρω εταιρεία, της οποίας τυγχάνει διαχειριστής και εν συνεχεία συνέταξαν την από 26-11-2010 Έκθεση Ελέγχου, η οποία θεωρήθηκε στις 27-11-2010.". Με αυτά που δέχθηκε το ... διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα και του ΚΠΔ, κατά τα προαναφερόμενα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, για την οποία είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης. Και τούτο γιατί εκτίθενται στην απόφαση, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της πιο πάνω αξιόποινης πράξης για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς, επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν, οι οποίες δεν παραβιάσθηκαν, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με την παραδοχή ασαφών, ελλιπών ή αντιφατικών αιτιολογιών και έτσι, η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά της έκδοσης από τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο των εικονικών φορολογικών στοιχείων, δηλαδή, τιμολογίων παροχής υπηρεσιών, που προσδιορίζονται λεπτομερώς στο διατακτικό, τα οποία εφέροντο να έχουν εκδοθεί από την εταιρεία με την επωνυμία "... ΕΠΕ" (της οποίας ο ίδιος ήταν διαχειριστής) προς την εταιρεία με την επωνυμία "...."και την κοινοπραξία με την επωνυμία "...". Προσδιορίζεται δε με ιδιαίτερα αναλυτική αιτιολογία ο λόγος για τον οποίο τα επίμαχα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, συνολικής αξίας μεγαλύτερης των 2.000.000€, είχαν εκδοθεί για ανύπαρκτες συναλλαγές. Και τούτο γιατί η εκδότρια εταιρεία, ως πρώτος υπεργολάβος τμημάτων έργων του ... μεγάρου του ... Αθηνών και του "..." (Γραμμή 2 και 3), ουδέποτε πλήρωσε για τεχνικά έργα και ουδέποτε παρέλαβε τέτοια τεχνικά έργα από τις εταιρείες με την επωνυμία "...", οι οποίες ήταν δεύτερες υπεργολαβικές εταιρείες και οι οποίες δεν είχαν τη δυνατότητα να εκτελέσουν οποιοδήποτε έργο, καθόσον, η αυτές ήταν ανύπαρκτες επιχειρήσεις, χωρίς καμμία δραστηριότητα και υποδομή, αφού, ουδέποτε είχαν προσωπικό και μηχανήματα για εκτέλεση τεχνικών έργων (χωματουργικών εργασιών - εκσκαφών - μεταφορών) και ουδέποτε είχαν μισθώσει ή είχαν στην κατοχή τους καταστήματα ή γραφεία ή αποθηκευτικούς χώρους για την πραγματοποίηση των συναλλαγών τους. Ενώ, τέλος, δεν ήταν αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας να παρατίθεται στο σκεπτικό της απόφασης και ποιος ήταν ο κατασκευαστής των πιο πάνω έργων (... Αθηνών και ... της Αθήνας). Επομένως, ο αναιρετικός λόγος από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ του ΚΠΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και πρέπει ν’ απορριφθεί.
ΙΙ. Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του KΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν εκτίθενται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν κα προσδιορίζονται οι σκέψεις με βάση τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόστηκε. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους αυτοτελείς ισχυρισμούς-του κατηγορουμένου. Είναι δε αυτοτελείς εκείνοι οι ισχυρισμοί, οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα αρθρ. 170 παρ.2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και κατατείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή αποκλείουν ή μειώνουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή οδηγούν στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή σε μείωση της ποινής. Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προβάλλονται κατά τρόπο ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που κατά νόμο απαιτούνται για τη θεμελίωση τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί των ισχυρισμών αυτών (αορίστων) με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο, για συνδρομή στο πρόσωπο του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2εΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί, κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου, στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντική περίσταση κατά το άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ θεωρείται, μεταξύ άλλων (υπό εδ. ε’ ) "το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του". Για να συντρέξει δε η ελαφρυντική αυτή περίσταση πρέπει η συμπεριφορά του κατηγορουμένου να εκτείνεται σε μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα και υπό καθεστώς ελευθερίας του, διότι τότε μόνον η επιλογή του αντανακλά στην γνήσια ψυχική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία ως προς την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του για βελτιωμένη ήσυχη και χωρίς παραπτώματα διαβίωση για την οποία πρέπει να επιβραβευθεί. Ήτοι απαιτείται, εκτός οπό το μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα, η συνδρομή και άλλων περιστατικών δηλωτικών της αρμονικής διαβίωσης του δράστη στην κοινωνία μετά την πράξη. Η καλή όμως συμπεριφορά δεν εννοείται ως παθητικά καλή διαγωγή ή ως μη κακή, ή μόνον ως απουσία παραβατικότητας. Περιλαμβάνει και τη θετική δραστηριότητα του υπαιτίου η οποία εκδηλώνεται αυτοβούλως ως αποτέλεσμα της ηθικής και ψυχικής μεταστροφής του δράστη και όχι ως αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού ή για να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις υποβολής ενός τέτοιου ισχυρισμού, οπωσδήποτε δε πρέπει να υπάρχει συμπεριφορά μαρτυρούσα την αληθή ψυχική του μεταβολή προς το καλύτερον.
Συνεπώς, για το ορισμένο του άνω ισχυρισμού του δράστη διαβιούντος υπό καθεστώς ελευθερίας, μη κρατούμενου σε φυλακή, δεν αρκεί η επίκληση καλής και συνήθους συμπεριφοράς και δη εργασίας και ομαλής οικογενειακής ζωής και μόνον, αλλά πρέπει να επικαλεσθεί ο κατηγορούμενος πραγματικά περιστατικά, θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεως του μετά την τέλεση της πράξης και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Δηλαδή πρέπει να εκτίθενται για τη θεμελίωση του ισχυρισμού και τα θετικά στοιχεία μετά την πράξη του, από τα οποία να προκύπτει σαφής μεταστροφή του χαρακτήρα του και όχι μόνο το σύνηθες συμβαίνον για κάθε μέσο κοινωνικό άνθρωπο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, που καταδίκασε τον ήδη αναιρεσείοντα, ο συνήγορός του πρόβαλε εγγράφως και προφορικά τον αυτοτελή ισχυρισμό της συνδρομής στο π’ ροσωπο του κατηγορουμένου της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 εδ. ε’ ΠΚ. Για τη θεμελίωσή του ισχυρίσθηκε ότι, από την τέλεση της πράξεως του, το έτος 2005, αυτός α) "...συνέχισε να ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα αναλαμβάνοντας την αποπεράτωση πλήθους ιδιωτικών και δημοσίων έργων, όπως πολυκατοικίες στην ..., το 1° Δημοτικό Σχολείο ..., το Μουσικό Γυμνάσιο και Λύκειο ..., ενώ παράλληλα απασχολούσε πλήθος εργαζομένων (περί τους 1500), ενισχύοντας τοιουτοτρόπως την οικονομική ανάπτυξη της τοπικής κοινωνίας...". και β) "...ανέλαβε αφιλοκερδώς την αναστήλωση του Ι.N. ... στο ... ..., όπου και μεγάλωσε, καθώς και τη διενέργεια πλήθους εργασιών στο ..., έδρα της Αεροπορίας Στρατού. Για το τελευταίο, μάλιστα, του αποδόθηκαν τιμές από το 1° Τάγμα Ελικοφόρων Αεροπορίας Στρατού, καθώς και ο βαθμός του έφεδρου Ταγματάρχη...". Ο ισχυρισμός αυτός, κατά το πρώτο σκέλος του, δεν θεμελιώνεται στα ως άνω επικληθέντα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αναφέρονται στη συνήθη συμπεριφορά του μέσου ανθρώπου στους τομείς της ζωής του. Κατά .....γιατί δεν επικαλέστηκε, για τη θεμελίωσή του, πραγματικά περιστατικά θετικής δραστηριότητας και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβίβασης και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της πράξης. Επομένως, το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση ν’ απαντήσει αιτιολογημένα επί του ως άνω αορίστου ισχυρισμού, πολύ δε περισσότερο να αιτιολογήσει με την προσβαλλόμενη απόφασή του την επ’ αυτού κρίση του. Παρά ταύτα, τον απέρριψε με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία, κατά λέξη, έχει ως εξής: "Ο επί μέρους αυτός ισχυρισμός δεν στοιχειοθετεί την ανωτέρω ελαφρυντική περίσταση αφού ανάγεται στην επίκληση της συνήθους επαγγελματικής του δραστηριότητας και μόνον ακόμα δε και η αναφορά του περί απασχολήσεως εργαζομένων και συμβολής του στην οικονομική ανάπτυξη της τοπικής κοινωνίας προφανώς και σχετίζεται με το επάγγελμα και τη συνήθη φύση της εργασίας του δοθέντος ότι αυτός ασχολείτο με εργολαβίες και οικοδομικές κατασκευές κλπ". Ο ίδιος ισχυρισμός, κατά το δεύτερο σκέλος του, απορρίφθηκε ως αβάσιμος, κατ’ ουσίαν, με την ακόλουθη αιτιολογία, η οποία, κατά λέξη, έχει ως : "Ο κατηγορούμενος δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό μέσο για τη βασιμότητα των επί μέρους ισχυρισμών του αλλά και αν υποτεθεί ότι τούτα ήσαν αληθή δεν αποδείχθηκε ότι έλαβαν χώρα μετά την τέλεση της πράξεως για την οποία κατηγορείται.....Η μάρτυρας υπερασπίσεώς του - σύζυγός του ανέφερε αορίστως: "...και έκανε δωρεά. Του αποδόθηκε και πλακέτα."ενώ προφανώς θα υπάρχει και σχετικό έγγραφο αφού ο κατηγορούμενος επικαλείται και τιμητική απόδοση βαθμού και δη αυτού του εφέδρου Ταγματάρχη, το οποίο όμως ουδόλως προσκομίσθηκε. Ομοίως δε και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι αυτός συνταξιοδοτήθηκε το έτος 2010, δεν συνιστά στοιχείο της παραπάνω ελαφρυντικής περίστασης, σε κάθε δε περίπτωση τα έγγραφα που ο κατηγορούμενος προσκόμισε προς απόδειξη του συγκεκριμένου αυτοτελούς ισχυρισμού του είναι αντίγραφα του βιβλιαρίου ασθενείας του με σχετικές εγγραφές και ιατρικά πιστοποιητικά καθώς και αντίγραφα ιατρικών εξετάσεων του και ενημερωτικό σημείωμα της συντάξεως του. Με τα δεδομένα αυτά, ο κατηγορούμενος, πέραν της συνήθους συμπεριφοράς, και δη της εργασίας και της ομαλής οικογενειακής ζωής του, δεν απέδειξε πραγματικά περιστατικά, θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεως του επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση της πράξης και συνακόλουθα ο αντίστοιχος αυτοτελής ισχυρισμός του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν". Με αυτά που δέχθηκε το ..., διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση και ως προς το δεύτερο σκέλος τον πιο πάνω ισχυρισμό, την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Επομένως ο αναιρετικός λόγος, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ του ΚΠΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας είναι αβάσιμος και πρέπει ν’ απορριφθεί.
ΙΙΙ. Στο άρθρο 82 παρ. 1 και 3 ΠΚ, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν από τις περ. 1 και 2 της υποπαραγράφου ΙΓ’ του πρώτου άρθρου ν. 4093/2012 (ΚΝοΒ σελ. 2437, 2584) ορίζονται τα εξής : "1. ... Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα πέντε μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, εκτός αν το δικαστήριο με απόφαση του ειδικά αιτιολογημένη κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων...3. Κάθε ημέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε ποσό από πέντε (5) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ ... Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών μπορεί να αυξομειώνονται τα προβλεπόμενα ποσά μετατροπής των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών". Κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, ως περιοριστική της ελευθερίας ποινή, που είναι ανώτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη, η οποία μετατρέπεται σε χρηματική, εκτός αν το δικαστήριο με ειδικό αιτιολογημένη απόφαση του κρίνει ότι απαιτείται η μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιοποίνων πράξεων, νοείται τόσο η ποινή φυλάκισης όσο και η ποινή κάθειρξης. Η ερμηνευτική εκδοχή αυτή συμπορεύεται με το γράμμα του νόμου, όπου προκρίνεται η διατύπωση "περιοριστική της ελευθερίας ποινή", και όχι ο όρος "φυλάκιση", αλλά και με τον σκοπό του νόμου, ο οποίος συνίσταται στην αποσυμφόρηση των φυλακών με πνεύμα σύγχρονης σωφρονιστικής αντίληψης (βλ. σχετική αιτιολογική έκθεση ν.4093/2012 σε ΚΝοΒισελ. 2484). Παρόμοιος ήταν και ο σκοπός των νόμων .../2008 στο άρθρο 16 αυτού, 3772/2009 στο άρθρο η παρ. 3 αυτού και 3811/2009 στο όρθρο 26 αυτού, οι οποίοι προβλέπουν τη δυνατότητα μετατροπής για περιορισμένο χρονικό διάστημα και ποινής κάθειρξης πέντε ετών, συμπεριλαμβάνοντας την στη φραστική διατύπωση "στερητική της ελευθερίας ποινή"και αναφέροντας ρητά τον όρο "πενταετής κάθειρξη" (βλ. ιδίως αιτιολ. έκθεση ν. 3811/2009 σε ΚΝοΒ σελ. 2923). Εξάλλου, ως βαρύνον κριτήριο για τη μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ποινή δεν τάσσεται ο κακουργηματικός ή πλημμεληματικός χαρακτήρας της πράξης αλλά η φύση και η χρονική διάρκεια της στερητικής της ελευθερίας ποινής, η οποία και σε κακουργήματα, όταν συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις ή άλλοι γενικοί λόγοι μείωσης της ποινής, έχει ως ελάχιστα όρια φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών ή ενός έτους (άρθρο 83 οτοιχ. β’ -γ’ ΠΚ) χωρίς ν’ αναιρείται εκ του λόγου τούτου ο κακουργηματικός χαρακτήρας της πράξης. Από όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται ότι υπόκειται σε μετατροπή και η ποινή κάθειρξης πέντε ετών, καθώς και η συνολική ποινή κάθειρξης, όταν η ποινή βάση αυτής είναι ποινή κάθειρξης πέντε ετών. (ΑΠ 454/2016, 1064/2014, 1217/2011). Στην προκείμενη περίπτωση, με σχετικό λόγο, που περιέχεται στο δικόγραφο των από 28-12-2016 προσθέτων λόγων, που ασκήθηκαν παραδεκτά (ενόψει του ότι η ένδικη αίτηση περιέχει παραδεκτούς λόγους αναίρεσης), εμπρόθεσμα (28-12-2016) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (ΚΠΔ 509 παρ.2 ΚΠΔ), πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση της διάταξης του άρθρου 82 παρ.1 ΠΚ και ειδικότερα, για έλλειψη αιτιολογίας και υπέρβαση εξουσίας (κατ’ ορθή εκτίμηση) ως προς την απόρριψη του αιτήματος του αναιρεσείοντος για μετατροπή της επιβληθείσης σ’ αυτόν ποινής κάθειρξης πέντε (5) ετών, για την πράξη που καταδικάσθηκε κατά τα προαναφερόμενα. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων, μετά την απαγγελία της ποινής, υπέβαλε, μέσω του συνηγόρου του, σχετικό αίτημα το οποίο απορρίφθηκε σιγή. Όμως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, αφού η ποινή που του επιβλήθηκε είναι κάθειρξη πέντε (5) ετών, υπόκειται (κατ’ αρχήν) σε μετατροπή. Επομένως, το ... παραβίασε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 82 παρ.1 ΠΚ και υπέπεσε σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας, παραλείποντας να εκφέρει αιτιολογημένη κρίση για τη μετατροπή της ποινής.
Συνεπώς, είναι βάσιμος ο πρόσθετος αναιρετικός λόγος, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Η’ ΚΠΔ, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας και υπέρβαση εξουσίας. Κατά τη γνώμη, όμως, δύο μελών της, σύνθεσης του δικαστηρίου (Μαρίας Γαλάνη και Αγγελικής Αλειφοροπούλου, Αρεοπαγιτών) η ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών δεν υπόκειται σε μετατροπή. Ειδικότερα: "Κατά τις διατάξεις του όρθρου 82 παρ. 1 και 3 Π.Κ., όπως αυτές ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους από τις περ. 1 και 2 της υποπαρ. ΙΓ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012, "1. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή, που δεν υπερβαίνει το ένα έτος μετατρέπεται σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από ένα έτος και δεν υπερβαίνει τα δύο μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, εκτός αν ο δράστης είναι υπότροπος και το δικαστήριο με απόφαση του ειδικά αιτιολογημένη κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα πέντε μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, εκτός αν το δικαστήριο με απόφαση του ειδικά αιτιολογημένη κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων 3. Κάθε ημέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε ποσό από πέντε (5) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ και κάθε ημέρα κράτησης σε ποσό από πέντε (5) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών μπορεί να αυξομειώνονται τα προβλεπόμενα ποσά μετατροπής των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών."Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει, ότι μετατρέπεται σε χρηματική η ποινή φυλακίσεως μέχρι πέντε ετών, ενώ δεν μετατρέπεται σε χρηματική η ποινή καθείρξεως πέντε ετών. Αυτός είναι και ο λόγος, που στην παρ. 3 του ανωτέρω άρθρου γίνεται λόγος για το ποσό της μετατροπής κάθε ημέρας φυλακίσεως (από 5 έως 100 ευρώ) και κάθε ημέρας κρατήσεως (από 5 έως 100 ευρώ) και όχι για την ποινή καθείρξεως πέντε ετών, αφού δεν υπάρχει πρόβλεψη για το ποσό της μετατροπής για κάθε ημέρα καθείρξεως. Αν ο νομοθέτης ήθελε και τη μετατροπή σε χρηματική της ποινής καθείρξεως των πέντε ετών (που επιβάλλεται για τη διάπραξη μείζονος απαξίας εγκλημάτων και οπωσδήποτε διαφοροποιείται, έχοντας βαρύτερες συνέπειες, από την ποινή φυλακίσεως των πέντε ετών) θα το όριζε ρητά, όπως ακριβώς έπραξε 1)με το όρθρο 16 παρ. 1 του Ν. .../2008, το οποίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2 του Ν. 3772/2009 και τροποποιήθηκε με το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 26 του Ν. 3811/2009 και 2) με το άρθρο 26 παρ. 1 του Ν. 3811/2009, με τα οποία προβλέφθηκε μεν η δυνατότητα μετατροπής και ποινών καθείρξεως μέχρι πέντε ετών αλλά προσωρινά και για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ήτοι τέτοιων ποινών που καταγνώσθηκαν μέχρι και το έτος 2009, κατά τους ορισμούς των διατάξεων αυτών (οι οποίες, ως προσωρινής χρονικής ισχύος, δεν τύγχαναν εφαρμογής στην προκειμένη υπόθεση) χωρίς να τροποποιηθεί κατά τούτο το άρθρο 82 του Π.Κ. Επιχείρημα υπέρ της ανωτέρω απόψεως αποτελεί και η σχετικά πρόσφατη νομοθετική παρέμβαση, που έγινε με το Ν. 4264/2014, στο άρθρο 41 παρ. 3 του οποίου ορίζεται ότι: Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 82 του Ποινικού Κώδικα εφαρμόζεται και στην περίπτωση μετατροπής ποινών φυλάκισης από τρία έως και πέντε έτη που επιβλήθηκαν αμετάκλητα μέχρι τη δημοσίευση του ν. 4093/2012. Για τη μετατροπή αποφασίζει αμετάκλητα το Δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, ύστερα από κλήτευση του αιτούντος. Κατά τη μετατροπή εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 82 του Ποινικού Κώδικα", αφού ρητά γίνεται λόγος & αυτή για μετατροπή "ποινών φυλάκισης από τρία έως και πέντε έτη"και όχι και για μετατροπή ποινών καθείρξεως πέντε ετών. Επομένως, το Δικαστήριο της ουσίας με το να απορρίψει το υποβληθέν αίτημα του αναιρεσείοντος περί μετατροπής της ποινής καθείρξεως των πέντε (5) ετών, που επιβλήθηκε στον τελευταίο ως μη νόμιμο, ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 82 Π.Κ., τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, ενώ δεν υπερέβη, τέλος, την εξουσία του, απορρίπτοντας, έστω και σιγή, το πιο πάνω αίτημα του.
Συνεπώς ο τελευταίος λόγος της αίτησης, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ και Η’ του ΚΠΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει ν’ απορριφθεί".
IV. Μετά από αυτά και δεδομένου ότι η απόφαση επί του τελευταίου αναιρετικού λόγου, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ και Η’ , λαμβάνεται με πλειοψηφία μιας ψήφου, πρέπει η αίτηση αυτή, κατά το μέρος τούτο, να παραπεμφθεί στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (άρθρα 23 παρ.1 - 2 του Ν.1756/1988 και 3 παρ.3 του Ν.3810/1957, που έχει διατηρηθεί σε ισχύ για τις ποινικές υποθέσεις) και ν’ απορριφθούν οι λοιποί λόγοι της αίτησης και των προσθέτων λόγω.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Παραπέμπει στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον αναιρετικό λόγο που περιέχεται στους από 28-12-2016 προσθέτους λόγους του αναιρεσείοντος Δ. Β. του Α., για αναίρεση της απόφασης 3910/2015 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και ειδικότερα, τον λόγο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ και Η’ του ΚΠΔ.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την αίτηση του ιδίου (αρ.πρ....2016) και τους από 28-12-2016 προσθέτους λόγους.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαρτίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Απριλίου 2017
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ ποιν. 500/2017: Χειροτέρευση της θέσης του καταδικασθέντος, από το δικαστήριο στο οποίο έγινε η παραπομπή μετά από αναίρεση

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
ΑΠ ποιν. 500/2017: Χειροτέρευση της θέσης του καταδικασθέντος, από το δικαστήριο στο οποίο έγινε η παραπομπή μετά από αναίρεση
Απόφαση 500 / 2017    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 500/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ...

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 54/2017 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αριστείδη Πελεκάνο, Αρτεμισία Παναγιώτου, Χρήστο Βρυνιώτη και Ιωάννη Μαγγίνα - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Φεβρουαρίου 2017, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Μ.-Λ. Κ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ισαβέλλα Εμμανουηλίδου, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 5158/2016 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Απριλίου 2016 αίτησή του αναιρέσεως και στους από 6 Φεβρουαρίου 2017 προσθέτους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../2016.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη από 5-4-2016 αίτηση μετά των από 6.2.2017 πρόσθετων λόγων αυτής, που κατατέθηκαν εμπρόθεσμα (6.2.2017) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 509 παρ. 2 του ΚΠοινΔ), για αναίρεση της υπ’ αριθμό 5158/2016 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με μοναδικό αναιρετικό λόγο, του κυρίως δικογράφου και του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, την αρνητική υπέρβαση εξουσίας, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς.
ΙΙ. Υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Η υπέρβαση εξουσίας απαντάται είτε ως θετική είτε ως αρνητική. Θετική υπέρβαση υπάρχει όταν το δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, ενώ αρνητική όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 524 παρ. 2 ΚΠοινΔ "αν η νέα συζήτηση διατάχθηκε ύστερα από αναίρεση που ασκήθηκε μόνο από εκείνον που καταδικάσθηκε ή σε όφελός του, το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται από την απαγόρευση του άρθρου 470 ΚΠοινΔ". Κατά την τελευταία αυτή διάταξη η απαγόρευση συνίσταται στη μη χειροτέρευση της θέσης του καταδικασθέντος σε περίπτωση άσκησης ενδίκου μέσου υπό ή υπέρ αυτού. Χειροτέρευση της θέσης του καταδικασθέντος επέρχεται στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο στο οποίο έγινε η παραπομπή και που δίκασε, μετά τη διαταχθείσα νέα συζήτηση, κατόπιν αίτησης αναίρεσης του καταδικασθέντος, κατ’ ουσίαν την έφεση, που είχε ασκήσει ο τελευταίος κατά της πρωτόδικης απόφασης και ενώ με την αναιρεθείσα απόφαση είχε κριθεί ότι πρέπει να επιβληθεί μικρότερη ποινή από την πρωτόδικη, προχώρησε στην απόρριψη της έφεσης, ως ανυποστήρικτης, με αποτέλεσμα να μείνει εκτελεστή η πρωτόδικη απόφαση με την μεγαλύτερη ποινή. Επομένως, στην περίπτωση, που ο εκκαλών - κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί, αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου, κατά τις διακρίσεις του άρθρου 501 παρ. 1 ΚΠοινΔ, στη συζήτηση της υπόθεσης στο δικαστήριο της παραπομπής και η αναιρεθείσα απόφαση περιέχει διατάξεις ευνοϊκότερες για τον κατηγορούμενο από εκείνες της πρωτόδικης απόφασης, κάμπτεται ο κανόνας του άρθρου 501 παρ. 1 ΚΠοινΔ, οπότε το Εφετείο της παραπομπής δεν δικαιούται να απορρίψει την έφεση ως ανυποστήρικτη, αλλά υποχρεούται να προχωρήσει στην εξέτασή της ωσάν να ήταν παρών ο κατηγορούμενος. Έτσι η απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης έχει ως συνέπεια τη χειροτέρευση της θέσης του ασκήσαντος την έφεση καταδικασθέντος, αφού αναβιώνει και καθίσταται εκτελεστή η δυσμενέστερη πρωτόδικη απόφαση. Αν, όμως, η αναιρεθείσα εφετειακή απόφαση δεν περιέχει ευνοϊκότερες διατάξεις για τον κατηγορούμενο από εκείνες της πρωτόδικης απόφασης, δεν τίθεται ζήτημα κάμψης του άρθρου 501 παρ. 1 ΚΠοινΔ και σε περίπτωση που ο εκκαλών δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Αν, παρά ταύτα, το Δικαστήριο, δεν λάβει υπόψη του τα προαναφερθέντα και προχωρήσει στην απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης, υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του ΚΠοινΔ λόγος αναίρεσης, πέραν του ότι καθίσταται η απόφασή του αναιρετέα και για απόλυτη ακυρότητα και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και Δ’ του ΚΠοινΔ).
ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση των εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων με την υπ’ αριθμό 100241/2011 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης είκοσι έξι (26) μηνών και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ για μη έγκαιρη καταβολή εργοδοτικών και εργατικών εισφορών. Κατά της απόφασης αυτής άσκησε έφεση επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμό 6654/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία καταδικάσθηκε για τις ως άνω πράξεις σε συνολική ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών. Ακολούθως, κατά της τελευταίας απόφασης άσκησε αναίρεση και το παρόν δικαστήριο με την υπ’ αριθμό 473/2015 απόφασή του αναίρεσε την προσβληθείσα απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση για νέα συζήτηση. Το Δικαστήριο της παραπομπής, στο οποίο ο εκκαλών και ήδη αναιρεσείων δεν παραστάθηκε, απέρριψε με την προσβαλλόμενη απόφαση την έφεσή του ως ανυποστήρικτη, με αποτέλεσμα να αναβιώσει και καταστεί εκτελεστή η παραπάνω πρωτόδικη απόφαση, με την οποία είχε επιβληθεί σ’ αυτόν συνολική ποινή φυλάκισης 26 μηνών και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ, ενώ με την αναιρεθείσα υπ’ αριθμό 6654/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών του είχε επιβληθεί, για τις ίδιες αξιόποινες πράξεις, συνολική ποινή φυλάκισης 8 μηνών. Επομένως, το κατά παραπομπή δικάσαν, κατ’ έφεση, Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που απέρριψε ως ανυποστήρικτη την έφεση του αναιρεσείοντος, υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, διότι ανεπιτρέπτως κατέστησε εμμέσως χειρότερη τη θέση του κατά τη νέα συζήτηση, που διατάχθηκε μετά από αίτηση αναίρεσης του ιδίου, ως καταδικασθέντος, γι’ αυτό και πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ μοναδικός λόγος αναίρεσης του κυρίως δικογράφου και του δικογράφου των πρόσθετων λόγων.
IV. Μετά ταύτα, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο μπορεί να συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμό 5158/2016 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έχουν εκδώσει την αναιρούμενη απόφαση.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Μαρτίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Μαρτίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠ (ποιν) 438/2017 : τι αρκεί να αποδειχθεί για τον πρότερο έντιμο βίο

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
ΑΠ (ποιν) 438/2017 : τι αρκεί να αποδειχθεί για τον πρότερο έντιμο βίο
Απόφαση 438 / 2017    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
ΑΡΙΘΜΟΣ 438/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ..

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 15/2017 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αριστείδη Πελεκάνο, Αρτεμισία Παναγιώτου, Χρήστο Βρυνιώτη-Εισηγητή και Ιωάννη Μαγγίνα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Ιανουαρίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Ακριτίδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Α. Κ. του Β., κατοίκου Αθηνών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Επαμεινώνδα Βαγενά, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ.24332/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ’ αριθμ. πρωτ. .../22-10-2015 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2015.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση, από 20-10-2015 αίτηση-δήλωση του κατηγορουμένου Α. Κ. του Β., κατοίκου ... για αναίρεση της υπ’ αριθ. 24332/2015 αποφάσεως του δικάσαντος κατ’ έφεση, Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτός καταδικάσθηκε, σε συνολική ποινή φυλακίσεως είκοσι πέντε (25) μηνών, για τις πράξεις της μη καταβολής εργοδοτικών και ασφαλιστικών εισφορών στο ΙΚΑ, ασκήθηκε, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς.
Η επιβαλλομένη από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προτείνονται από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορό του. Αυτοτελείς ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠΔ, και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που κατά νόμο απαιτούνται για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί των ισχυρισμών αυτών (αορίστων) με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τέτοιοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, η απόρριψη του οποίων πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπο του ελαφρυντικών περιστάσεων από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 Π Κ, αφού η παραδοχή τους οδηγεί στην επιβολή μειωμένης κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Προϋποτίθεται, όμως, όπως αναφέρθηκε, η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς και η προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψη τους (ΑΠ 259/2014). Ως ελαφρυντική περίσταση κατά το άρθρο 84 παρ. 2 Π.Κ. θεωρείται, μεταξύ άλλων, (υπό α’ ) "το ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Για να συντρέξει η εν λόγω ελαφρυντική περίσταση πρέπει ο υπαίτιος να έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, δηλαδή πρέπει ο έντιμος βίος του να ανάγεται σ’ όλες τις πιο πάνω μορφές της συμπεριφοράς του και δεν αρκεί, χωρίς τη συνδρομή και άλλων περιστατικών, μόνο η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου. Έντιμη ζωή σημαίνει σύμφωνα με τους νόμους και τους κρατούντες κανόνες ηθικής. Η έντιμη ζωή δεν έχει μόνο αρνητικό περιεχόμενο που να προκύπτει από μη ύπαρξη καταδίκης αλλά έχει βασικά αυτοτελή θετική υπόσταση. Επομένως για τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, πρέπει να εκτίθενται συγκεκριμένα θετικά περιστατικά έντιμης ζωής και μάλιστα σε όλους τους τομείς της συμπεριφοράς που ορίζονται στην περίπτωση α’ της παρ. 2 του άρθρου 84 ΠΚ ώστε, στην περίπτωση που αποδειχθούν, να οδηγήσουν στην παραδοχή της άνω ελαφρυντικής περιστάσεως (ΑΠ 259/2014).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο κατηγορούμενος, δια του συνηγόρου του, προέβαλε, τον αυτοτελή ισχυρισμό, περί συνδρομής στο πρόσωπό του, εκτός της ελαφρυντικής περίστασης της ειλικρινούς μετάνοιας που έγινε δεκτή και της ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου εντίμου βίου, επικαλούμενος για τη θεμελίωσή του, τα ακόλουθα: "Από το έτος 1974 δραστηριοποιούμαι ως έμπορος με ημερομηνία εγγραφής στο ΤΕΒΕ 19-3-1977, στο χώρο της εμπορίας διάθεσης και υποστήριξης μηχανημάτων υλικών συσκευασίας. Το 1988 η προσωπική μου επιχείρηση μετετράπη σε ανώνυμη εταιρεία (ΦΕΚ τ. Α Ε και ΕΠΕ .../14-7-1988 και με τον διακριτικό τίτλο "..."με την οποία έγινε γνωστή σε όλη την Ελλάδα. Σημειωτέον ότι στο συγκεκριμένο χώρο μέχρι σήμερα δραστηριοποιείται η εταιρεία όντας η μόνη Ελληνική έχοντας να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό των πολυεθνικών. Από το 1974 μέχρι σήμερα ουδέποτε είχα δοσοληψίες με το νόμο και ήμουν συνεπής στην κάλυψη των οικονομικών μου υποχρεώσεών μου, η οποία βρήκε την εταιρεία στη φάση της ανάπτυξης, ήτοι της δημιουργίας και λειτουργίας καταστημάτων εμβαδού άνω των 2000 τμ.... στην εταιρεία εργάσθηκαν 453 εργαζόμενοι .. προσπάθησα να διατηρήσω την εταιρεία ευελπιστώντας ότι μπορεί να διορθωθεί η οικονομική κατάσταση της χώρας ... η εταιρεία μας μέχρι και σήμερα έχει καταβάλει στο ΙΚΑ για την ασφαλιστική κάλυψη των εργαζομένων της, ποσά που υπερβαίνουν αθροιστικά τα τριάντα (30) εκατομμύρια ευρώ ... ‘ Όπως προκύπτει από φωτοτυπία του δελτίου αστυνομικής ταυτότητάς μου είμαι 66 ετών και μέχρι σήμερα ... έχω λευκό ποινικό μητρώο ... είμαι έγγαμος, πατέρας δύο παιδιών ... μόνος ζήτησα την κατάσχεση και τον πλειστηριασμό των ακινήτων της εταιρείας για να αποσβεστεί η οφειλή της προς το ΙΚΑ ...". Το Δικαστήριο απέρριψε τον ανωτέρω αυτοτελή ισχυρισμό με την ακόλουθη αιτιολογία ... "Ο ισχυρισμός περί αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 2α ΠΚ πρέπει ν’ απορριφθεί, διότι, για τη στοιχειοθέτησή του, δεν αρκεί η επίκληση και απόδειξη της ύπαρξης τυχόν λευκού ποινικού του μητρώου, ενώ τα επικαλούμενα, δεν αρκούν για την ύπαρξη "έντιμης, ατομικής οικογενειακής επαγγελματικής και γενικά κοινωνικής ζωής"... Η αιτιολογία, όμως, αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, διότι τα άνω περιστατικά που επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, αρκούσαν για την ύπαρξη έντιμης οικογενειακής, επαγγελματικής και γενικά κοινωνικής ζωής, και εντεύθεν την αποδοχή του άνω αυτοτελούς ισχυρισμού του, υπό την προϋπόθεση ότι τα περιστατικά αυτά ήθελον κριθεί βάσιμα, ενόψει και του ότι δεν εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση αρνητικά περιστατικά που οδήγησαν το δικαστήριο στην απορριπτική κρίση. Επομένως ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αυτά είναι βάσιμος και πρέπει κατά παραδοχή του, να αναιρεθεί εν μέρει, ως προς τον αναιρεσείοντα, η προσβαλλόμενη απόφαση και δη ως προς την απορριπτική της διάταξη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού του, αναγκαίως δε και ως προς τη διάταξή της, για την επιβολή σ’ αυτόν ποινής, και να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 519 του Κ.Π.Δ., η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από Δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, προκειμένου να κρίνει, για τη συνδρομή ή όχι της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 2 εδ. α’ του ΠΚ και αναλόγως προς την επ’ αυτής, παραδοχή του, να επιμετρήσει την αρμόζουσα, στον αναιρεσείοντα, ποινή.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ -
Αναιρεί εν μέρει την υπ’ αριθ. 24332/2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και συγκεκριμένα, μόνο, ως προς την απορριπτική, του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντα, Α. Κ. για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α ΠΚ διάταξή της καθώς και ως προς τη διάταξη αυτής περί επιβολής σ’ αυτόν ποινής.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα, κατά το μέρος αυτό, συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Φεβρουαρίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Μαρτίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕφΑθ: 963/2016 Μέσα κοινωνικής δικτύωσης και προσωπική ζωή Αδικοπραξία. Αδίκημα διά του τύπου. Προσβολή προσωπικότητας. Παραβίαση του δικαιώματος της ενάγουσας στην εικόνα της, στην ανωνυμία και στον αυτοπροσδιορισμό της. Συκοφαντική δυσφήμιση. Γεγονότα και αξιολογικές κρίσεις

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
ΕφΑθ: 963/2016 Μέσα κοινωνικής δικτύωσης και προσωπική ζωή
Αδικοπραξία. Αδίκημα διά του τύπου. Προσβολή προσωπικότητας. Παραβίαση του δικαιώματος της ενάγουσας στην εικόνα της, στην ανωνυμία και στον αυτοπροσδιορισμό της...
Συκοφαντική δυσφήμιση. Γεγονότα και αξιολογικές κρίσεις. Ακόμα και για τη διατύπωση αξιολογικών κρίσεων, απαιτείται επαρκές γεγονοτικό υπόβαθρο. Κριτήρια για την στάθμιση της ισορροπίας μεταξύ της ιδιωτικής ζωής των δημοσίων προσώπων και της ελευθερίας έκφρασης.Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Το αρχείο των εφημερίδων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 2472/1997 περί αρχείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Φωτογραφίες από προσωπικές σελίδες της ενάγουσας σε ιστότοπο κοινωνικής δικτύωσης με ψευδώνυμο. Γνήσια αντικειμενική ευθύνη της εκδότριας εταιρείας και αναλογικά της ιδίας και ως ιδιοκτήτριας του ιστότοπου της εφημερίδας. Δημοσίευση άρθρου και φωτογραφιών χωρίς τη συγκατάθεση της εικονιζόμενης ενάγουσας σε εφημερίδα της εναγομένης εκδοτικής εταιρείας με αναπαραγωγή στην ιστοσελίδα της στο διαδίκτυο. Προσδιορισμός της ενάγουσας με απόλυτη σαφήνεια, παρά την έλλειψη αναφοράς του ονόματός της. Η ελεύθερη πρόσβαση στον ιστότοπο κοινωνικής δικτύωσης δεν αναιρεί το δικαίωμα της ενάγουσας στην εικόνα της. Φωτογραφίες από εμφανίσεις της ενάγουσας με συγκρότημα μουσικής γκόθικ (gothic) χωρίς αμοιβή, δραστηριότητα που κρίνεται ότι δεν απάδει με την ιδιότητα της αστυνομικού. Παραίτηση της ενάγουσας από την αστυνομία λόγω του στιγματισμού της από το επίμαχο δημοσίευμα, παρά τη δικαίωσή της στην ένορκη διοικητική εξέταση. Ιδιαίτερα βαριά προσβολή της προσωπικότητάς της, λόγω και του μεγάλου αριθμού των αναγνωστών της εφημερίδας. Πληροφορίες των εναγομένων δημοσιογράφων από κύκλους της αστυνομίας και όχι από δημοσιογραφική έρευνα. Μυστική αποστολή της ενάγουσας εφεσίβλητης. Προσβλητικοί και υποτιμητικοί χαρακτηρισμοί στο δημοσίευμα. Πραγματικά περιστατικά. Επιδικάζει εις βάρος των εναγομένων εις ολόκληρον το ποσόν των 30.000,00€ ευρώ για τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης της ενάγουσας. Διαφορές από δημοσιεύματα και ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές. Απορρίπτει την έφεση κατά της υπ’ αριθ. 5003/2013 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που έκρινε ορθά κατά το αποτέλεσμα, με συμπλήρωση και αντικατάσταση των αιτιολογιών.
 
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός Απόφασης 963/2016
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τμήμα 15 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου, Πρόεδρο Εφετών, Κυριάκο Φώσκολο, Εφέτη, Ηλία Γιαρένη, Εφέτη - Εισηγητή και από τη Γραμματέα Ελένη Καρρά.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Ιανουαρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ :...
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : ..., η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της Βασίλειο Σωτηρόπουλο.
Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, με την από 31-5-2010 αγωγή της προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών (διαδικασία διαφορών που αφορούν σε προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές) που έχει κατατεθεί στη Γραμματεία του Δικαστηρίου εκείνου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ........./9-6-2010 και στρέφεται εναντίον των εναγόμενων και ήδη εκκαλούντων, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’αυτήν.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την οριστική απόφασή του με τον αριθμό 5003/2013, με την οποία δέχθηκε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες με την από 20-5-2014 έφεσή τους προς το Δικαστήριο τούτο που έχει κατατεθεί στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ..../21-5-2014 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Η πληρεξούσια Δικηγόρος των εκκαλούντων αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε. Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος της εφεσίβλητης κατέθεσε εμπρόθεσμα τις έγγραφες προτάσεις της και παραστάθηκε με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση εναντίον της οριστικής απόφασης με τον αριθμό 5003/2013 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε κατά τη διαδικασία των διαφορών που αφορούν σε προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές την αγωγή της εφεσίβλητης εναντίον των εκκαλούντων για την προστασία του δικαιώματός της στην προσωπικότητα από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων που εκτίθεται στην αγωγή, την οποία -αγωγή- δέχθηκε ως βάσιμη κατ’ουσίαν, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, παρ. 2 και παρ. 4, 496, 511, 513 παρ. 1 εδ. β, 516, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται πως έχει λάβει χώρα η επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε άλλωστε αποδεικνύεται τούτο από τα έγγραφα που νομότυπα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, ενώ επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάχθηκε για την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης, το παράβολο ποσού 200 ευρώ, το οποίο προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του νόμου 4055/2012, με έναρξη ισχύος αυτού από τις 2-4-2012 [βλ. τα παράβολα, σειράς Α`, με τους αριθμούς ............. και ..... (παράβολα ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ., αξίας 60 ευρώ το καθένα), ..... και .......... (παράβολα Δημοσίου, αξίας 40 ευρώ το καθένα)]. Είναι, επομένως, παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, για να κριθεί ως προς το παραδεκτό, τη νομική και την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).
Η ενάγουσα-εφεσίβλητη άσκησε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών την από 31-5-2010 αγωγή της (αριθμός έκθεσης κατάθεσης .../9-6-2010) εναντίον των εναγομένων-εκκαλούντων, με την οποία ισχυρίστηκε ότι στην κυριακάτικη εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας με τον τίτλο ".......", η οποία εκδίδεται από την πρώτη εναγομένη και συγκεκριμένα στο φύλλο αυτής "..."με τον αριθμό ... που κυκλοφόρησε στην Αθήνα στις 30-1-2010, αλλά φέρει ημερομηνία κυκλοφορίας 31-1-2010, δημοσιεύθηκε άρθρο που επιμελήθηκαν και συνέταξαν ο δεύτερος και η τρίτη από τους εναγομένους και το οποίο αναφερόταν στο πρόσωπό της, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται ειδικότερα στην αγωγή, καθώς επίσης -δημοσιεύθηκαν- και πέντε φωτογραφίες της ενάγουσας χωρίς τη συγκατάθεσή της, ενώ επίσης έλαβε χώρα και η ανάρτηση του δημοσιεύματος και των φωτογραφιών στην ιστοσελίδα της πρώτης εναγομένης στο διαδίκτυο. Ότι οι εναγόμενοι, ενεργώντας με τον τρόπο που εκτίθεται ειδικότερα στην αγωγή, προσέβαλαν παράνομα και υπαίτια το δικαίωμα της ενάγουσας στην προσωπικότητά της, δεδομένου ότι ισχυρίστηκαν σε βάρος της ενάγουσας γεγονότα που μπορούν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της, τα οποία ήταν ψευδή και οι εναγόμενοι γνώριζαν ότι αυτά ήταν ψευδή, ενώ παραβίασαν επίσης και τις διατάξεις του νόμου για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προσέβαλαν ακόμη το δικαίωμά της στη δική της εικόνα, ως επιμέρους έκφανση του δικαιώματός της στην προσωπικότητα. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζήτησε, όπως το αίτημα της αγωγής περιορίστηκε με τις έγγραφες προτάσεις της και με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής, η οποία -δήλωση-καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου εκείνου, α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον καθένας από αυτούς, να καταβάλουν στην ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια προσβολή του δικαιώματός της στην προσωπικότητα, το ποσό των 30.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, β) να διαταχθεί η καταχώριση αα) περίληψης της απόφασης και ββ) είδησης για την καταδίκη της εφημερίδας, με έξοδα των εναγομένων, μέσα σε πλαίσιο και στην ίδια θέση, στην οποία καταχωρίστηκε το επιλήψιμο δημοσίευμα και στην οποία -καταχώριση- να συμπεριλαμβάνεται το όνομα της ενάγουσας, ως του προσώπου εκείνου που εθίγη από το δημοσίευμα, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών από την επίδοση στους εναγόμενους της τελεσίδικης απόφασης, γ) να καθοριστεί χρηματική ποινή, ποσού 3.000 ευρώ, για κάθε ημέρα καθυστέρησης στη δημοσίευση της απόφασης στην εφημερίδα, δ) να απαγγελθεί σε βάρος του δεύτερου και της τρίτης από τους εναγομένους προσωπική κράτηση, διάρκειας έξι μηνών, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, ε) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να άρει την προσβολή του δικαιώματος της ενάγουσας στην προσωπικότητα που διαρκεί και τελείται με την ηλεκτρονική δημοσίευση του δημοσιεύματος στην ιστοσελίδα της στο διαδίκτυο (...), να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να παραλείπει την προσβολή αυτή στο μέλλον και να καταδικαστεί σε χρηματική ποινή, ποσού 3.000 ευρώ, για κάθε ημέρα καθυστέρησης στη συμμόρφωσή της προς τη σχετική διάταξη της απόφασης που θα εκδοθεί, στ) να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και ζ) να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δίκασε κατ’αντιμωλίαν των διαδίκων την αγωγή αυτή κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν σε προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, με την απόφασή του με τον αριθμό 5003/2013 δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη και νόμιμη, στη συνέχεια δε ως βάσιμη και κατ’ουσίαν, όπως εκτίθεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης εκείνης. Οι εναγόμενοι άσκησαν στο Δικαστήριο τούτο την από 20-5-2014 έφεσή τους (αριθμός έκθεσης κατάθεσης .../21-5- 2014) εναντίον της ενάγουσας, με την οποία ζητούν, για τους λόγους που εκτίθενται ειδικότερα σ’αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανιστεί η προαναφερόμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και στη συνέχεια να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.
Με το προαναφερόμενο ιστορικό και τα αιτήματα, η αγωγή κρίνεται επαρκώς ορισμένη, αφού επαρκώς περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την έννομη σχέση της αδικοπραξίας (παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας της εφεσίβλητης από τη συμπεριφορά των εκκαλούντων που εκτίθεται ειδικότερα στην αγωγή), ως προς τα αντικειμενικά και τα υποκειμενικά στοιχεία του πραγματικού της αδικοπραξίας, στην οποία φέρονται ότι μετέχουν οι διάδικοι, ως δικαιούχος η εφεσίβλητη και ως υπόχρεοι οι εκκαλούντες, από την οποία -έννομη σχέση- απορρέουν οι ένδικες αξιώσεις εξαιτίας της μη περιουσιακής ζημίας που προκλήθηκε στην εφεσίβλητη και η οποία -ζημία- συνδέεται αιτιωδώς με το νόμιμο λόγο ευθύνης (την παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας της εφεσίβλητης από την πλευρά των εκκαλούντων), σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στην αγωγή, τα οποία θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από την εφεσίβλητη εναντίον των εκκαλούντων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε ορισμένη την αγωγή, δεν έσφαλε στην ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, αλλά ορθά έκρινε. Συνακόλουθα, οι σχετικοί (τρίτος και τέταρτος) λόγοι της έφεσης, με τους οποίους οι εκκαλούντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Από τη χωρίς όρκο κατάθεση της εφεσίβλητης και από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν με επιμέλεια των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου εκείνου και εκτιμώνται αυτοτελώς και σε συνδυασμό μεταξύ τους και προς τις υπόλοιπες αποδείξεις, κατά το λόγο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας της διαδίκου και κάθε μάρτυρα, από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την εφεσίβλητη ένορκες βεβαιώσεις με τους αριθμούς .../19-7-2010, .../21-2-2012 και .../21- 2-2012 των μαρτύρων απόδειξης που δόθηκαν στη Συμβολαιογράφο Αθηνών ............. ............... , στον Ειρηνοδίκη Αθηνών και στον Ειρηνοδίκη Σάμου, αντίστοιχα, και λήφθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εκκαλούντων, από τις φωτογραφίες που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται, και από όλα, χωρίς εξαίρεση, τα έγγραφα που νομότυπα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η εφεσίβλητη, η οποία έχει γεννηθεί το έτος 1981, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση εισήχθη το έτος 1998 μέσω πανελλήνιων εισαγωγικών εξετάσεων στη Σχολή Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, από την οποία -σχολή- αποφοίτησε το έτος 2002 και από τότε υπηρέτησε ως Αξιωματικός σε διάφορες υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, ενώ από τις 16-9-2008 υπηρετούσε, με το βαθμό της Αστυνόμου Β`, στο 3° Τμήμα Στρατηγικής Ανάλυσης Στοιχείων Εγκληματικότητας της Υποδιεύθυνσης Εσωτερικών Αειτουργιών της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής. Τις μεσημβρινές ώρες της 30ής-1-2010, ημέρα της εβδομάδας Σάββατο, το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας εξέδωσε δελτίο τύπου, με το ακόλουθο περιεχόμενο : «Με απόφαση του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας τέθηκε σε διαθεσιμότητα γυναίκα Αστυνόμος Β`, που υπηρετεί σε υπηρεσία της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Ατηκής και παράλληλα διατάχθηκε Ένορκη Διοικητική Εξέταση σε βάρος της. Ειδικότερα, στο πλαίσιο έρευνας από τη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων σε συνεργασία με τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, εντοπίστηκε σε ιστότοπο κοινωνικής δικτύωσης (στο διαδίκτυο), να διατηρεί προσωπικό λογαριασμό (με ψευδώνυμο και ελεύθερη πρόσβαση), με φωτογραφίες της, που την απεικονίζουν σε στάσεις, με ιδιαίτερα αναξιοπρεπή και ανάξια συμπεριφορά για την ιδιότητά της». Το πρόσωπο αυτό ήταν η εφεσίβλητη. Μετά την έκδοση του προαναφερόμενου δελτίου τύπου έλαβε χώρα ευρεία διάδοση της είδησης αυτής στο διαδίκτυο με δημοσιεύματα σε ιστοσελίδες και ιστολόγια ειδησεογραφικού περιεχομένου, τα οποία αναπαρήγαγαν κατά βάση το δελτίο τύπου του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας. Ο δεύτερος και η τρίτη από τους εκκαλούντες, οι οποίοι είναι δημοσιογράφοι, ήδη πριν από την έκδοση του δελτίου τύπου είχαν καταστεί δέκτες εκτενούς πληροφόρησης από αστυνομικούς υπαλλήλους, τους οποίους οι εκκαλούντες δεν κατονομάζουν, πλην όμως είναι πρόδηλο ότι τα πρόσωπα αυτά υπηρετούσαν σε κάποια από τις προαναφερόμενες υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, σχετικά με το γεγονός που περιγράφεται στο δελτίο τύπου, αλλά και με τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας της εφεσίβλητης και επίσης οι εκκαλούντες είχαν εφοδιαστεί από τους υπαλλήλους αυτούς και με τις φωτογραφίες, για τις οποίες θα γίνει λόγος ειδικότερα στη συνέχεια. Με βάση τα στοιχεία αυτά που είχαν περιέλθει σε γνώση τους και χωρίς να προβούν οι εκκαλούντες σε δημοσιογραφική έρευνα πρωτογενούς χαρακτήρα, αλλά αρκούμενοι στη διαρροή ακριτομυθιών από θύλακες της Ελληνικής Αστυνομίας που επιδιώκουν τη σύναψη και προαγωγή προνομιακής σχέσης με τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, προέβησαν στη σύνταξη άρθρου, το οποίο δημοσιεύθηκε στην κυριακάτικη εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας με τον τίτλο «..........», η οποία εκδίδεται από την πρώτη εκκαλούσα και συγκεκριμένα στο φύλλο αυτής με τον αριθμό ... που κυκλοφόρησε στην Αθήνα την Κυριακή ... . Ειδικότερα, στο εξώφυλλο του φύλλου αυτού και στο μέσο του κάτω μέρους δημοσιεύθηκε φωτογραφία της εφεσίβλητης, διαστάσεων 9 εκατοστών X 7 εκατοστών, στην οποία -φωτογραφία- αυτή απεικονιζόταν να έχει θέσει το δεξί της χέρι στον αριστερό γλουτό άλλης γυναίκας και το αριστερό της χέρι γύρω από τη μέση της γυναίκας εκείνης, η οποία είχε λυγισμένο το αριστερό της πόδι, είχε θέσει το δεξί της χέρι γύρω από τους ώμους της εφεσίβλητης, φορούσε δικτυωτό καλσόν και στενό κοντό φόρεμα, επίσης δε η εφεσίβλητη άγγιζε με την άκρη της γλώσσας την αρχή του στήθους της άλλης γυναίκας, ενώ τα μάτια των προσώπων και των δύο γυναικών καλύπτονταν από μωσαϊκό. Δίπλα στη φωτογραφία και σε μαύρο φόντο είχε τεθεί ο τίτλος, αποτελούμενος από κεφαλαία γράμματα ανοιχτού γκρίζου χρώματος, «..........» και κάτω από αυτόν είχε τεθεί, με πεζά γράμματα λευκού χρώματος και μεγαλύτερης γραμματοσειράς, ο διευκρινιστικός τίτλος «Το πρωί Αστυνόμος Α` το βράδυ χορεύτρια σε ................» και κάτω από αυτόν (διευκρινιστικό τίτλο) με κεφαλαία γράμματα μικρότερης γραμματοσειράς και μέσα σε πλαίσιο κόκκινου χρώματος αναγράφονταν οι λέξεις «............ ........................» και ακολουθούσε η παραπομπή στις σελίδες .. , τις οποίες, στο σύνολό τους, κάλυπτε το δημοσίευμα που συνέταξαν ο δεύτερος και η τρίτη από τους εκκαλούντες. Τα 2/3 της σελίδας με τον αριθμό ... καλύπτονταν από τρεις φωτογραφίες της εφεσίβλητης, κάτω από τις οποίες είχε τεθεί, με κεφαλαία γράμματα γκρίζου χρώματος και μεγάλης γραμματοσειράς, ο κεντρικός τίτλος του άρθρου "............"και κάτω από αυτόν ακολουθούσε υπότιτλος με πεζά γράμματα μικρότερης γραμματοσειράς και με τονισμένες με έντονη γραφή τις δύο πρώτες λέξεις αυτού «Η αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. βγάζει το πηλίκιο με το εθνόσημο, φοράει ολόσωμο βινίλ, σχισμένα καλσόν, παίρνει μαστίγιο και χειροπέδες και μετατρέπεται σε ιέρεια του σαδομαζοχισμού στις μπάρες kinky κλαμπ της Αθήνας», αριστερά από τον οποίο (υπότιτλο) είχε τεθεί μέσα σε πλαίσιο πορτοκαλί χρώματος η φωτογραφία μάσκας προσώπου με αυτιά που κάλυπτε ολόκληρο το κεφάλι, άφηνε ελεύθερη μόνο την περιοχή των ματιών και του στόματος, ήταν μαύρου χρώματος και κατασκευασμένη από δέρμα, ενώ στο κάτω δεξιό άκρο της σελίδας αυτής ξεκινούσε το κείμενο του άρθρου. Το μισό της σελίδας με τον αριθμό ... και ειδικότερα το αριστερό μισό της σελίδας με εξαίρεση το κάτω αριστερό μέρος, στο οποίο συνεχιζόταν το κείμενο του άρθρου που είχε ξεκινήσει από το κάτω δεξιό άκρο της σελίδας με τον αριθμό ... , καλυπτόταν από τέταρτη φωτογραφία της εφεσίβλητης, ενώ δίπλα στη φωτογραφία αυτή είχε τεθεί και άλλη (πέμπτη) φωτογραφία της ίδιας, μικρότερου μεγέθους, πάνω από την οποία (πέμπτη φωτογραφία) είχε τεθεί ο ενδιάμεσος τίτλος με πεζά γράμματα και με τονισμένες με έντονη γραφή τις δύο πρώτες λέξεις αυτού, «Πλούσιο φωτογραφικό υλικό αλλά και σχόλια για τη βιτσιόζα «αγριόγατα» έχουν αναρτηθεί και σε ιστοσελίδες του Διαδικτύου με ανάλογο περιεχόμενο». Το πλήρες κείμενο του άρθρου ήταν το ακόλουθο : «Το πρωί αξιωματικός της Ασφάλειας, το βράδυ χορεύτρια σε σαδομαζοχιστικά πάρτι. Είναι η διπλή ζωή μιας αστυνόμου που υπηρετεί ως προϊσταμένη σε υπηρεσία της ΕΛ.ΑΣ. και έχει ως κρυφό ταλέντο να μεταμορφώνεται σε άγριο θηλυκό, να ανεβαίνει στις μπάρες περίεργων κλαμπ της Αθήνας και να δίνει το δικό της εκκεντρικό σώου. Ντυμένη με ολόσωμες βινίλ στολές, ζαρτιέρες και μαστίγια, χορεύει προκλητικά και επιδίδεται σε λεσβιακές περιπτύξεις. Κι όμως, η ξανθιά «αγριόγατα» καταφέρνει εδώ και χρόνια να κρατά κρυφή τη διπλή αμαρτωλή ζωή της. Ελάχιστοι από τους συναδέλφους της γνωρίζουν πως η αυστηρή και τυπική αστυνόμος μόλις πέσει το σκοτάδι αλλάζει χαρακτήρα και εμφάνιση. Πετά τη στολή και το πηλήκιο με το εθνόσημο και φορά ζαρτιέρες, σκισμένα καλσόν, ψηλές μπότες και καυτές στολές από βινύλιο και δαντέλα που τονίζουν τα καλλίγραμμα πόδια της και το αβυσσαλέο της ντεκολτέ. Το πρωί παίρνει διαταγές από τους ανώτατους αξιωματικούς της ΓΑΔΑ και το βράδυ δίνει ... διαταγές σε υπάκουους σκλάβους ντυμένη με δερμάτινα. Το θέμα έγινε πριν από λίγες ημέρες γνωστό στα ανώτατα κλιμάκια της Αστυνομίας και στον διευθυντή Ασφάλειας Αττικής κ. ......................... , ο οποίος διέταξε τη διεξαγωγή έρευνας σχετικά με τις καταγγελίες για την εν λόγω αστυνόμο. Όταν μιλούν όμως οι φωτογραφίες, η έρευνα είναι μάλλον περιττή...». Ακολουθούσε ο ενδιάμεσος τίτλος με κεφαλαία γράμματα έντονης γραφής «.... ...» και το άρθρο συνέχιζε ως εξής : «Η ψηλή ξανθιά αστυνόμος με την άγρια ομορφιά και το φιδίσιο κορμί όλα τα χρόνια που υπηρετεί στην ΕΛ.ΑΣ. δεν έχει δημιουργήσει το παραμικρό πρόβλημα και δεν έχει δώσει ποτέ κανένα δικαίωμα εντός Υπηρεσίας. Γι'αυτό και έχει ήδη φτάσει στο βαθμό της αστυνόμου Α` - μάλιστα είναι υπεύθυνη μιας ολόκληρης υπηρεσίας στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών. Δεν κατέχει κάποιο υπηρεσιακό πόστο, αλλά έχει διοικητικό ρόλο, γεγονός που της επιτρέπει να έχει σταθερό ωράριο και να αποφεύγει τόσο τις νυχτερινές βάρδιες όσο και την εργασία τις αργίες και τα Σαββατοκύριακα. Όπως λένε άνθρωποι που τη γνωρίζουν, πρώτη πηγαίνει στην Υπηρεσία και τελευταία φεύγει. Φροντίζει να παρουσιάζει έναν αυστηρό χαρακτήρα και να μην έχει πολλά-πολλά με τους συναδέλφους της. Αυτό που επιδιώκει είναι να εμπνέει το σεβασμό στους υφισταμένους της. Όποιος την αντικρίζει εν ώρα εργασίας μπορεί εύκολα να συμπεράνει ότι πρόκειται για σοβαρό και αξιοπρεπές άτομο που δεν επιθυμεί να δίνει δικαιώματα και απέχει από πάσης φύσεως «πηγαδάκια» και ίντριγκες». Ακολουθούσε ο ενδιάμεσος τίτλος με κεφαλαία γράμματα έντονης γραφής «................ ....» και το άρθρο συνέχιζε ως εξής : «Η φράση «άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου» ταιριάζει απόλυτα με την περίπτωση της συγκεκριμένης αξιωματικού. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει πώς μια κυρία που είναι καθ’όλα τυπική και φορά τη στολή της Ελληνικής Αστυνομίας, τα βράδια τη βρίσκουν να απασχολείται ως στρίπερ σε πολύ γνωστό ... .... της Αθήνας, χορεύοντας αγκαλιά με άνδρες και γυναίκες. Όπως φαίνεται και από το φωτογραφικό υλικό που αποκαλύπτει το «........», η ξανθιά αθόρυβη αστυνομικός απολαμβάνει όσο τίποτα τη βραδινή της εργασία. Με κινήσεις και άνεση, τραγουδάει και χορεύει σε σκοτεινές μπάρες μόνη της ή μαζί με άλλους, επίσης αλλόκοτους παρτενέρ της. Αποκαλυπτική και ενδεικτική της δράσης της είναι η φωτογραφία στην οποία η ξανθιά αστυνόμος φαίνεται να φορά σφιχτό γκρι δαντελένιο κορσέ, κολάρο με μεταλλικά τρουκς στο λαιμό και πολλά βραχιόλια. Το χτένισμα των μαλλιών της θυμίζει νεοπάνκ μοντέλο της ... ή του ..., ενώ αυτό που πραγματικά σοκάρει είναι το γεγονός πως ποζάρει με άνεση στον φακό αγκαλιάζοντας και ακουμπώντας προκλητικά τη γλώσσα της στο στήθος μιας νεαρής κοπέλας με ανάλογο ντύσιμο και αξεσουάρ. Σε ένα άλλο φωτογραφικό ντοκουμέντο ο ρόλος που έχει επιλέξει είναι προφανώς αυτής της βιτσιόζας αφέντρας - αμαζόνας! Ενδεδυμένη με γκρι μαύρο σατέν κορσέ με δαντελένιες λεπτομέρειες, σατέν γραβάτα, λευκές ζαρτιέρες, μαύρο σκισμένο καλσόν, λουστρίνι ψηλοτάκουνες στρατιωτικές μπότες και δαντελωτά γάντια σαν αυτά που χρησιμοποιούσαν η βασίλισσα της ποπ Μαντόνα και η Σίντι Λόπερ στα αθάνατα video clip των 80s, δείχνει να προσπαθεί να ανέβει στην πλάτη ενός νεαρού που έχει γονατίσει και να τον... τιθασεύσει! Ο τρόπος που χρησιμοποιεί για να «δαμάσει» τον παρτενέρ με το έντονο πράσινο μόικαν μαλλί, το κατάλευκο πρόσωπο, το έντονο κραγιόν, που παραπέμπει σε καρικατούρα του συγκροτήματος Cure, έχοντας δέσει σφιχτά το γυμνό του κορμί με κόκκινα σκοινιά, είναι άγριος και σαδιστικός : τον πιάνει από τον λαιμό πραγματοποιώντας εικονικό πνιγμό. Αν και γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η αστυνόμος - αφέντρα ασκεί περισσότερη πίεση από τη φυσιολογική, ο νεαρός δεν αντιδρά και με κλειστά μάτια δείχνει να το απολαμβάνει! Πλούσιο φωτογραφικό υλικό και σχόλια από την αστυνόμο με τα άγρια γούστα έχουν αναρτηθεί και σε ιστοσελίδες του Διαδικτύου με ανάλογο περιεχόμενο. Αν και δεν αναφέρεται με το πραγματικό της όνομα, αλλά με ψευδώνυμο, οι μυημένοι ξέρουν καλά ποια κρύβεται πίσω από το κωδικοποιημένο όνομα. Εδώ και λίγες ημέρες το γνωρίζουν, όμως, και οι συνάδελφοί της ....». Επίσης, στη σελίδα με τον αριθμό ... και δίπλα στη μεγάλη φωτογραφία υπήρχε άλλο μικρότερο άρθρο αναφορικά με το θέμα, το οποίο είχαν επίσης συντάξει ο δεύτερος και η τρίτη από τους εκκαλούντες, είχε τεθεί σε μωβ φόντο, έφερε τον τίτλο, με κεφαλαία γράμματα, μεγάλης γραμματοσειράς, γκρι (οι δύο πρώτες λέξεις) και μαύρου χρώματος (το αρκτικόλεξο) «..................» και ακολουθούσε ο υπότιτλος, με πεζά γράμματα κόκκινου χρώματος και με τονισμένες με έντονη γραφή τις δύο πρώτες λέξεις, «Τίθεται μόνο ζήτημα ηθικής, αφού η αστυνόμος δεν αποκομίζει οικονομικά οφέλη», το κείμενο δε του άρθρου ήταν το ακόλουθο : «Σιγή στα ανώτατα κλιμάκια της Αστυνομίας για το θέμα της αστυνόμου Α` που τα βράδια μεταμορφώνεται σε αγριόγατα και επιδίδεται σε σαδομαζοχιστικούς χορούς σε μαγαζιά της Αθήνας. Καλά πληροφορημένες πηγές αναφέρουν πως από τη στιγμή που η ίδια στην υπηρεσία της είναι τυπική και δεν αποκομίζει οικονομικό όφελος από τις καυτές εμφανίσεις της στα πάρτι, το θέμα είναι κυρίως ηθικό. Η εικόνα μιας αστυνομικού -και μάλιστα με το βαθμό της Αστυνόμου Α`- να ντύνεται προκλητικά, να ανεβαίνει στις μπάρες και να πραγματοποιεί αισθησιακά σώου με παρτενέρ ημίγυμνους άνδρες και γυναίκες, βλάπτει σοβαρά την εικόνα της Ελληνικής Αστυνομίας. Στο παρελθόν, μια ανάλογη περίπτωση με πρωταγωνιστή νεαρό αστυνομικό που πιάστηκε να εργάζεται σε νυχτερινά καταστήματα ως... οδήγησε σε μετάθεσή του, ενώ ίδια κατάληξη είχε και ένας ταξίαρχος του Στρατού, ο οποίος είχε φωτογραφηθεί φορώντας στρινγκ ...». Σε ό,τι αφορά τις πέντε φωτογραφίες που πλαισιώνουν, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, το κείμενο του δημοσιεύματος, είναι απαραίτητο να επισημανθούν τα ακόλουθα : Η πρώτη, από τα αριστερά προς τα δεξιά, φωτογραφία στη σελίδα με τον αριθμό ... απεικόνιζε την εφεσίβλητη από το κεφάλι μέχρι το ύψος των γοφών, με τα μάτια του προσώπου της καλυμμένα από μωσαϊκό, ενώ κάτω από τη φωτογραφία υπήρχε η ακόλουθη επεξήγηση : «... ...» ποζάρει στον φακό με πολλά υποσχόμενο βλέμμα, το οποίο τονίζουν οι ροζ βλεφαρίδες, τα ιδίου χρώματος δαντελένια γάντια, ο σταυρός και το αβυσσαλέο της ντεκολτέ». Η μεσαία φωτογραφία της ίδιας σελίδας ήταν η φωτογραφία του εξωφύλλου, με μόνη διαφορά ότι ήταν μεγαλύτερου σχήματος (ήταν σχεδόν ολόσωμη), ενώ κάτω από τη φωτογραφία υπήρχε η ακόλουθη επεξήγηση : «........ποζάρει με άνεση στον φακό, αγκαλιάζοντας και ακουμπώντας προκλητικά τη γλώσσα της στο στήθος μιας νεαρής κοπέλας με ανάλογο ντύσιμο και αξεσουάρ». Η τρίτη κατά σειρά φωτογραφία απεικόνιζε την εφεσίβλητη, μέρος του προσώπου της οποίας ήταν καλυμμένο από μωσαϊκό, μπροστά από μικρόφωνο τοποθετημένο σε βάση, με λυγισμένο στον αέρα το δεξί της χέρι σε ορθή γωνία, η οποία φορούσε κορμάκι με τιράντες και πάνω από αυτό λευκή γραβάτα, μαύρο πυκνής ύφανσης καλσόν εν μέρει σκισμένο και πάνω από αυτό ζαρτιέρες και λευκές καλτσοδέτες πάνω από το γόνατο, μαύρες γυαλιστερές (λουστρίνι) μπότες που ξεκινούσαν λίγο κάτω από το γόνατο και κατέληγαν σε ενιαίο χοντρό τακούνι-πλατφόρμα, καθώς και λευκά δαντελένια γάντια, ενώ πίσω από την εφεσίβλητη διακρινόταν στη φωτογραφία άλλο άτομο που έπαιζε μουσικό όργανο (ηλεκτρική κιθάρα ή ηλεκτρικό μπάσο), όπως επίσης και άλλα μουσικά όργανα, μικρόφωνο και ηχεία, ενώ κάτω από τη φωτογραφία υπήρχε η ακόλουθη επεξήγηση : «ΕΝΑ ΠΙΟ hardcore στιγμιότυπο με δαντελένιο κορσέ, σατέν γραβάτα, ζαρτιέρες και λουστρίνι μιλιτέρ μπότες». Στη μεγάλη δε φωτογραφία της επόμενης σελίδας απεικονιζόταν η εφεσίβλητη με την αμφίεση της προηγούμενης φωτογραφίας που περιγράφεται προηγουμένως, ελαφρώς σκυμμένη προς τα εμπρός, να έχει θέσει τα χέρια της γύρω από το λαιμό σκυμμένου ή γονατιστού άνδρα με βαμμένα πράσινα μαλλιά και μακιγιάζ και δεμένου στον κορμό του με κόκκινη κορδέλα, με τα μάτια του προσώπου και των δύο αυτών προσώπων καλυμμένα από μωσαϊκό, ενώ στο πάνω δεξιό μέρος της φωτογραφίας υτιήρχε η ακόλουθη επεξήγηση : « «ΔΑΜΑΖΟΝΤΑΣ» ΣΑΝ βιτσιόζα αμαζόνα τον παρτενέρ με το έντονο πράσινο μόικαν μαλλί και το κατάλευκο πρόσωπο, ο οποίος με κλειστά τα μάτια δείχνει να το απολαμβάνει!». Τέλος, στην επόμενη φωτογραφία της ίδιας σελίδας απεικονίζονταν τέσσερα πρόσωπα από το κεφάλι μέχρι το ύψος του στήθους να ποζάρουν στο φακό, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν η εφεσίβλητη, με τα μάτια του προσώπου και των τεσσάρων αυτών προσώπων καλυμμένα από μωσαϊκό, ενώ στο πάνω αριστερό μέρος της φωτογραφίας υπήρχε η ακόλουθη επεξήγηση «ΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΕΣ φωτογραφίες με θαμώνες του καταστήματος». Ολα τα προαναφερόμενα (δημοσίευμα, τίτλοι, υπέρτιτλοι, υπότιτλοι, φωτογραφίες, επεξηγήσεις κ.λπ.) αναρτήθηκαν και στην ιστοσελίδα της εφημερίδας αυτής που ανήκει στην κυριότητα της πρώτης εκκαλούσας (ιστοσελίδα με τον τίτλο «...............») σε ηλεκτρονική μορφή. Περαιτέρω, από την προσήκουσα αξιολόγηση και την ορθή εκτίμηση όλων, χωρίς εξαίρεση, των αποδεικτικών μέσων που μνημονεύονται προηγουμένως στο σκεπτικό της απόφασης αυτής, προκύπτει ότι η εφεσίβλητη διατηρούσε λογαριασμό με ψευδώνυμο στο διαδίκτυο σε δύο ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης και συγκεκριμένα αφενός μεν στην ιστοσελίδα Facebook, ο οποίος -λογαριασμός- όμως ήταν κλειδωμένος και τα περιεχόμενα σε αυτά στοιχεία, μεταξύ των οποίων και φωτογραφίες που είχαν αναρτηθεί από την εφεσίβλητη, ήταν προσβάσιμα μόνο σε εκείνα τα πρόσωπα που η εφεσίβλητη είχε κατόπιν σχετικού αιτήματός τους αποδεχθεί ως φίλους της και τους επέτρεπε την πρόσβαση στα στοιχεία που η ίδια είχε αναρτήσει στο προφίλ της, αφετέρου δε στην ιστοσελίδα ...... με το ψευδώνυμο ........... στον οποίο -λογαριασμό- είχε αναρτήσει φωτογραφίες της, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται εκείνες που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα, οι οποίες ήταν ελεύθερα προσβάσιμες σε οποιονδήποτε χρήστη του πιο πάνω αναφερόμενου ιστοτόπου κοινωνικής δικτύωσης, δεδομένου ότι το προφίλ της εφεσίβλητης δεν ήταν κλειδωμένο. Αποδεικνύεται ακόμη ότι η εφεσίβλητη ήδη από την περίοδο της εφηβείας της ασχολούταν με το είδος της μουσικής που καλείται gothic, ενώ το έτος 2006 συμμετείχε ως ερασιτέχνις ερμηνεύτρια με το ψευδώνυμο ... στο ερασιτεχνικό μουσικό συγκρότημα του είδους αυτού μουσικής με τον τίτλο ... , το οποίο είχε ορισμένες, αριθμητικά περιορισμένες, δημόσιες εμφανίσεις και παραστάσεις, χωρίς κανένα από τα μέλη του συγκροτήματος να λάβει αμοιβή για τη συμμετοχή του σε αυτές. Η εφεσίβλητη, λοιπόν, ερμήνευσε μουσικές συνθέσεις του τριμελούς αυτού μουσικού συγκροτήματος, στη μουσική σκηνή (...) με τον τίτλο ... που βρίσκεται στην περιοχή των Εξαρχείων, κατά τη διάρκεια δε των δημόσιων αυτών εμφανίσεων και μουσικών παραστάσεων λήφθηκαν οι περισσότερες από τις φωτογραφίες που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα. Το συγκρότημα αυτό περί το έτος 2007, δηλαδή μετά την παρέλευση ενός έτους περίπου από τη σύστασή του, διαλύθηκε. Η εφεσίβλητη κατά τον ελεύθερο χρόνο της σύχναζε, τόσο κατά το χρονικό διάστημα που το συγκρότημα αυτό υφίστατο, όσο και μετά από αυτό, στο προαναφερόμενο κατάστημα (...), όπως επίσης και σε άλλα, το πρόγραμμα των οποίων ήταν κατά κύριο λόγο προσανατολισμένο στο είδος αυτό της μουσικής (gothic). Τόσο κατά την ερασιτεχνική καλλιτεχνική της δραστηριότητα, όσο και κατά τη διασκέδασή της σε καταστήματα, στα οποία εκτελούνταν δημόσια αυτού του είδους η μουσική, η εφεσίβλητη ήταν ιδιαίτερα προσεκτική στις κοινωνικές και φιλικές επαφές της και δεν αποκάλυπτε τα στοιχεία ταυτότητάς της, ούτε την ιδιότητά της ως αστυνομικού υπαλλήλου. Στις αρχές του έτους 2007, στην εφεσίβλητη ανατέθηκε από προϊσταμένους της αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας ειδική υπηρεσία στην περιοχή των Εξαρχείων με κάλυψη (μυστική αποστολή) μαζί με άλλες δύο συναδέλφους της, με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών για τον αντιεξουσιαστικό χώρο, την οποία εκτέλεσε μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου του 2008, οπότε και αποφασίστηκε και ξεκίνησε να υλοποιείται η σταδιακή απεμπλοκή της, δηλαδή η σταδιακή απομάκρυνσή της από το χώρο αυτό και τα πρόσωπα που κινούνταν σ’αυτόν. Η εφεσίβλητη επελέγη από τους προϊσταμένους της για την αποστολή αυτή εξαιτίας και της ενασχόλησής της με το είδος αυτό μουσικής και την gothic πολιτισμική τάση, ώστε να είναι αποτελεσματικότερη η εκτέλεση της αποστολής της. Κατά τη διάρκεια της μυστικής υττηρεσίας και για την εκτέλεση αυτής χρησιμοποίησε η εφεσίβλητη τον προαναφερόμενο λογαριασμό που ήδη διατηρούσε στην ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης ..., ώστε να προσεγγίσει πρόσωπα που κινούνταν στον αντιεξουσιαστικό χώρο, ταυτόχρονα δε δημιούργησε και το λογαριασμό της στην ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης Facebook για τον ίδιο λόγο. Μετά την ολοκλήρωση της αποστολής της και κατά τη διαδικασία της σταδιακής απεμπλοκής, η εφεσίβλητη διατήρησε τους λογαριασμούς αυτούς, ως μέρος της διαδικασίας απεμπλοκής και για την προσωπική της ασφάλεια. Σημειώνεται ότι η Ελληνική Αστυνομία διενήργησε ένορκη διοικητική εξέταση σε βάρος της εφεσίβλητης εξαιτίας των λογαριασμών της στις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης στο διαδίκτυο και των αναρτημένων σε αυτούς φωτογραφιών, η οποία με την από 2-9-2010 έκθεση πορίσματος της ένορκης διοικητικής εξέτασης που διενεργήθηκε από αξιωματικό που έφερε το βαθμό της Αστυνόμου Α`, κατέληξε στην κρίση να μην ελεγχθεί πειθαρχικά η εφεσίβλητη και επιπλέον άρθηκε η διαθεσιμότητα αυτής, δεδομένου ότι κρίθηκε πως οι ενδυματολογικές επιλογές της εφεσίβλητης και η διασκέδασή της σε χώρους που εκτελούταν δημόσια gothic μουσική, ανήκουν στη σφαίρα των προσωπικών της σχέσεων και των δραστηριοτήτων στην ιδιωτική της ζωή που δεν επηρεάζουν δυσμενώς την υπηρεσιακή της κατάσταση, καθώς επίσης και ότι το φωτογραφικό υλικό είχε αναρτηθεί στο διαδίκτυο με ψευδώνυμα σε προσωπικές της σελίδες. Περαιτέρω, είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι η πολιτισμική τάση goth ξεκίνησε στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980 στη σκηνή του gothic rock, ως παρακλαδιού του μεταπάνκ και απέκτησε αρκετά μεγάλο ρεύμα μετά το ουσιαστικό τέλος του πανκ και την άνοδο του..., ενώ υφίσταται και εξελίσσεται μέχρι σήμερα. Τα καλολογικά στοιχεία και οι πολιτιστικές ροπές δείχνουν επιρροές από τη γοτθική λογοτεχνία του δέκατου ένατου αιώνα και το παρακμιακό κίνημα, μαζί με πρώιμες ταινίες φρίκης, ειδικά αυτές του γερμανικού εξπρεσιονισμού και σε μικρότερη έκταση, τη σαδομαζοχιστική (BDSM) κουλτούρα. Η goth εκφράζεται τόσο ως μουσικό στυλ όσο και ως αισθητική και μόδα. Η goth μουσική καλύπτει διάφορες μορφές, κοινός τόπος όμως για τους περισσότερους καλλιτέχνες είναι μια τάση προς τον σχετικά πένθιμο και επαναλαμβανόμενο ήχο, τους απαισιόδοξους στίχους και τα χαμηλών τόνων μπάσα φωνητικά. Οι μορφές της goth μουσικής κυμαίνονται ορισμένες φορές από το gothic rock στο punk. Η goth μόδα δίνει έμφαση στην εικόνα του ανδρογύναιου, στα ρούχα της εποχής του Μεσαίωνα, της Αναγέννησης και της βικτωριανής εποχής ή σε ένα συνδυασμό αυτών. Το κοινό νήμα στην goth κουλτούρα είναι η συνειδητοποίηση του αμφιλεγόμενου της ζωής, η αντίθεση μεταξύ του φωτός και του σκότους, του καλού και του κακού, της ζωής και του θανάτου, με την πεποίθηση ότι τα δύο άκρα δεν μπορούν να υπάρξουν το ένα χωρίς το άλλο και ότι οι παραδοσιακοί χαρακτηρισμοί που ορίζονται στο ένα ή το άλλο από αυτά τα αντίθετα, δεν είναι απαραίτητα αληθινοί. Σε ό,τι αφορά το επίμαχο δημοσίευμα, είναι μεν αληθινό ότι οι συντάκτες του δεν αναφέρονται ονομαστικά στην εφεσίβλητη, την οποία όμως προσδιόρισαν με απόλυτη σαφήνεια, με αποτέλεσμα να καθίσταται αντιληπτό στο ευρύ κοινό που είτε ανέγνωσε το εξώφυλλο της εφημερίδας και είδε τη δημοσιευόμενη σε αυτό φωτογραφία, είτε ανέγνωσε το σχετικό άρθρο που δημοσιεύθηκε στις σελίδες με τους αριθμούς ... και ... και είδε τις δημοσιευόμενες στις σελίδες αυτές πέντε φωτογραφίες, ότι το δημοσίευμα αναφέρεται στην εφεσίβλητη. Τούτο δε, διότι γίνεται μνεία σε γυναίκα αξιωματικό της Ελληνικής Αστυνομίας που υπηρετεί στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής και κυρίως το επίμαχο δημοσίευμα πλαισιώνουν και πέντε φωτογραφίες της εφεσίβλητης, από τις οποίες γινόταν αμέσως αντιληπτό για τα πρόσωπα που γνώριζαν την εφεσίβλητη (είτε πρόκειται για τους συναδέλφους της, αστυνομικούς υπαλλήλους, οι οποίοι δεν γνώριζαν την κοινωνική ζωή, τις ενδυματολογικές επιλογές και τις μουσικές προτιμήσεις της εφεσίβλητης, είτε πρόκειται για τα πρόσωπα που συναναστρέφονταν με την εφεσίβλητη στο πλαίσιο της ιδιωτικής -εξωυπηρεσιακής- ζωής της, πλην όμως αγνοούσαν τα στοιχεία ταυτότητάς της και την υπηρεσιακή της ιδιότητα), ότι πρόκειται για την εφεσίβλητη, δεδομένου άλλωστε ότι το μωσαϊκό που είχε τεθεί στις φωτογραφίες στην περιοχή των ματιών της εφεσίβλητης δεν ήταν αρκετό για να αποτρέψει την ταύτιση των φωτογραφιών και του εικονιζόμενου σε αυτές προσώπου (ή ενός από τα εικονιζόμενα σε αυτές πρόσωπα, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα) με το πρόσωπο της εφεσίβλητης, την οποία αφορούσε το επίμαχο δημοσίευμα. Το γεγονός, εξάλλου, ότι το δημοσίευμα αναφέρεται σε αστυνομική υπάλληλο που φέρει το βαθμό της αστυνόμου Α`, ενώ η εφεσίβλητη κατά το χρόνο εκείνο έφερε το βαθμό της Αστυνόμου Β`, κρίνεται παντελώς ανεπαρκές ως προς τη δημιουργία σύγχυσης αναφορικά με την ταυτότητα του προσώπου, στο οποίο αναφέρεται το δημοσίευμα (δηλαδή, αναφορικά με την ταυτότητα της εφεσίβλητης), δεδομένου ότι η ταυτότητά της προσδιορίζεται και αποκαλύπτεται από τα υπόλοιπα στοιχεία του δημοσιεύματος, σε συνδυασμό και με τις δημοσιευόμενες φωτογραφίες, από τις οποίες, παρά τη μικρή αλλοίωση του σημείου των ματιών με τη θέση του μωσαϊκού, καθίσταται ευχερώς αντιληπτή η ταυτότητα της εφεσίβλητης. Επομένως, οποιοδήποτε πρόσωπο του φιλικού, συγγενικού και υπηρεσιακού περιβάλλοντος της εφεσίβλητης, αλλά και οποιοδήποτε πρόσωπο, με το οποίο η εφεσίβλητη συναναστρεφόταν στο πλαίσιο της ιδιωτικής της ζωής, το οποίο -οποιοδήποτε από τα πρόσωπα αυτά- τη συγκεκριμένη ημέρα ανέγνωσε και το εξώφυλλο ακόμη της εφημερίδας (πολύ περισσότερο, ανέγνωσε το επίμαχο δημοσίευμα στις σελίδες της εφημερίδας με τους αριθμούς ... και ...), ήταν σε θέση με απόλυτη βεβαιότητα να συνδέσει την εφεσίβλητη με το δημοσίευμα και με τους δυσφημιστικούς και συκοφαντικούς για το πρόσωπό της ισχυρισμούς που διατυπώθηκαν σε αυτό και κατά τον τρόπο αυτό η σύνδεση της εφεσίβλητης και η ταυτοποίησή της ως του προσώπου εκείνου που διάγει τον περιγραφόμενο στο δημοσίευμα αυτό έκλυτο βίο, να εμφανίζεται ως αναπόδραστη. Τούτο άλλωστε αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι όσοι την γνώριζαν, όταν ανέγνωσαν το δημοσίευμα, αντιλήφθηκαν αμέσως και με βεβαιότητα ότι επρόκειτο γι’αυτήν. Με βάση τις προαναφερόμενες ουσιαστικές παραδοχές, προκύπτει ότι ο δεύτερος και η τρίτη από τους εκκαλούντες, με το επίμαχο δημοσίευμα που συνέταξαν από κοινού, ισχυρίστηκαν ενώπιον τρίτων και ειδικότερα των αναγνωστών του προαναφερόμενου φύλλου της εφημερίδας που εκδίδεται από την πρώτη εκκαλούσα, γεγονότα που μπορούν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εφεσίβλητης, η οποία παρουσιάζεται στο επίμαχο δημοσίευμα ως γυναίκα ανήθικη, έκφυλη, διπρόσωπη, με συμπεριφορά ανέντιμη, την οποία αποκρύπτει από την υπηρεσία της, ότι διάγει διπλό βίο και έχει εξεζητημένες σεξουαλικές προτιμήσεις και ομοφυλοφιλικές τάσεις, τα οποία -γεγονότα- ήταν ψευδή και το ψευδές αυτών γνώριζαν οι συντάκτες του δημοσιεύματος. Τα γεγονότα αυτά, τα οποία χωρίς καμία αμφιβολία κρίνονται πρόσφορα, κατ’αντικειμενική κρίση, να πλήξουν βάναυσα την τιμή και την υπόληψη της εφεσίβλητης, ο δεύτερος και η τρίτη από τους εκκαλούντες ισχυρίστηκαν με το επίμαχο δημοσίευμα κατά τρόπο απροκάλυπτο, συνοδεύονταν δε τα γεγονότα αυτά από χαρακτηρισμούς της εφεσίβλητης υποτιμητικούς για την ίδια, οι οποίοι αναδείκνυαν, φώτιζαν, ενίσχυαν και κατά κάποιον τρόπο αποδείκνυαν τα προαναφερόμενα γεγονότα, με τα οποία συνέχονταν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικά να προσδιορίζουν την ποσοτική και την ποιοτική βαρύτητα των γεγονότων αυτών. Ειδικότερα, αποδεικνύεται ότι η εφεσίβλητη δεν έχει ως κρυφό ταλέντο να μεταμορφώνεται σε άγριο θηλυκό, δεν είναι βιτσιόζα αγριόγατα, ούτε βιτσιόζα αφέντρα - αμαζόνα, δεν έχει άγρια γούστα, δεν έχει διπλή ζωή, δεν διάγει διπλό αμαρτωλό βίο, δεν διατάζει υπάκουους σκλάβους του σεξ, δεν παίρνει μαστίγιο και χειροπέδες και δεν μετατρέπεται σε ιέρεια του σαδομαζοχισμού στις μπάρες kinky κλαμπ της Αθήνας, δεν μετέχει το βράδυ ως χορεύτρια σε σαδομαζοχιστικά πάρτι, δεν ανεβαίνει στις μπάρες περίεργων κλαμπ της Αθήνας και δεν δίνει το δικό της εκκεντρικό σώου, χορεύοντας προκλητικά επιδιδόμενη σε λεσβιακές περιπτύξεις, δεν απασχολείται τα βράδια ως στρίπερ σε πολύ γνωστό ... της Αθήνας, χορεύοντας αγκαλιά με άντρες και γυναίκες, τραγουδώντας και χορεύοντας με κινήσεις και άνεση σε σκοτεινές μπάρες μόνη της ή μαζί με άλλους αλλόκοτους παρτενέρ της, δεν ανεβαίνει στις μπάρες και δεν πραγματοποιεί αισθησιακά σώου με παρτενέρ ημίγυμνους άντρες, δεν πραγματοποιεί εικονικούς πνιγμούς και δεν δαμάζει - τιθασσεύει άντρες, καθώς και δεν απολαμβάνει όσο τίποτα τη βραδινή της εργασία. Αντίθετα, η αλήθεια είναι ότι η εφεσίβλητη από την αποφοίτησή της από τη Σχολή Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας μέχρι και τον κρίσιμο χρόνο υπηρετούσε με σεβασμό και αξιοπρέπεια την Ελληνική Αστυνομία από κάθε υπηρεσιακή θέση στην οποία είχε τοποθετηθεί, ότι ήταν τυπική και αποτελεσματική στην εργασία της, για το λόγο αυτό άλλωστε της ανατέθηκε η εκτέλεση και μυστικής υττηρεσίας, ότι και ανεξάρτητα από την εκτέλεση από την εφεσίβλητη της προαναφερόμενης μυστικής αποστολής, η εφεσίβλητη από έφηβη διατηρούσε προτίμηση στη gothic μουσική και στην εν γένει gothic κουλτούρα, με την οποία ασχολούταν από εκείνη την ηλικία και για το λόγο αυτό σύχναζε σε καταστήματα, στα οποία εκτελούταν δημόσια αυτού του είδους η μουσική, αποφεύγοντας να αποκαλύπτει τα στοιχεία της ταυτότητάς της και την υπηρεσιακή της ιδιότητα. Η αγάπη της για το είδος αυτό μουσικής την ώθησε να ασχοληθεί ερασιτεχνικά και στο πλαίσιο της επιτρεπόμενης καλλιτεχνικής δραστηριότητας για σύντομο χρόνο κατά τα έτη 2006-2007 ως ερμηνεύτρια του προαναφερόμενου μουσικού συγκροτήματος και με την ιδιότητά της αυτή μετείχε στις περιορισμένες αριθμητικά εμφανίσεις - παραστάσεις του συγκροτήματος αυτού, χωρίς να αποκαλύπτει την υπηρεσιακή της ιδιότητα και στο πλαίσιο αυτό υιοθέτησε στον ελεύθερο χρόνο της το ενδυματολογικό ύφος που περιγράφεται προηγουμένως στο σκεπτικό της απόφασης αυτής, ενώ οι φωτογραφίες της που πλαισιώνουν το επίμαχο δημοσίευμα, προέρχονται από τις εμφανίσεις της μαζί με το μουσικό συγκρότημα και από την εν γένει ενασχόλησή της στον ελεύθερο χρόνο της με τη gothic κουλτούρα και μουσική, η οποία είναι θεμιτή, δεν συνιστά επίμεμπτη, ανήθικη και παραβατική συμπεριφορά και ως εκ τούτου συνάδει με -αντίστροφα, δεν απάδει προς- την ιδιότητα της αστυνομικής υπαλλήλου, με το βαθμό του αξιωματικού που έφερε και με τη συγκεκριμένη υπηρεσιακή θέση που κατείχε κατά τον κρίσιμο χρόνο. Στο σημείο τούτο είναι απαραίτητη η ακόλουθη παρέκβαση : Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου [βλ., μεταξύ άλλων, τη σκέψη με τον αριθμό ... της απόφασης στην υπόθεση ...................... εναντίον Αυστρίας (............) της 16ης Φεβρουαρίου 2016, τη σκέψη με τον αριθμό ... της απόφασης στην υπόθεση ..... εναντίον ........ (......./03) της 21ης Ιανουαρίου 2016, τις σκέψεις με τους αριθμούς .. και ... της απόφασης στην υπόθεση .......... εναντίον Αυστρίας (...........) της 12ης Ιανουαρίου 2016 και τη σκέψη με τον αριθμό ... της απόφασης στην υπόθεση .......... εναντίον Ρουμανίας (...............) της 8ης Δεκεμβρίου 2015], το Δικαστήριο διακρίνει μεταξύ γεγονότων και αξιολογικών κρίσεων. Η ταξινόμηση μιας δήλωσης ως γεγονότος ή ως αξιολογικής κρίσης αποτελεί ζήτημα που πρωτίστως εμπίπτει στο περιθώριο εκτίμησης των εθνικών αρχών, ιδίως των εθνικών Δικαστηρίων, ωστόσο το ΕΔΔΑ έχει τη δυνατότητα να αλλάξει αυτή την ταξινόμηση σύμφωνα με τον εποπτικό του ρόλο. Το Δικαστήριο τονίζει ότι η αλήθεια των αξιολογικών κρίσεων δεν επιδέχεται απόδειξη. Η απαίτηση να αποδειχθεί η αλήθεια των αξιολογικών κρίσεων είναι αδύνατο να εκπληρωθεί και παραβιάζει την ίδια την ελευθερία της γνώμης, η οποία αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο του δικαιώματος που εξασφαλίζεται με το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ. Ωστόσο, ακόμη και όταν η δήλωση ισοδυναμεί με αξιολογική κρίση, πρέπει να υπάρχει ένα επαρκές γεγονοτικό υπόβαθρο (sufficient factual basis) για να υποστηρίξει την κρίση αυτή, χωρίς το οποίο η κρίση είναι υπερβολική. Στην προκείμενη περίπτωση, από τις προαναφερόμενες ουσιαστικές παραδοχές συνάγεται ότι αφενός μεν στο επίμαχο δημοσίευμα περιέχονται ισχυρισμοί γεγονότων και όχι αξιολογικές κρίσεις, αφετέρου δε, ακόμη και στην περίπτωση που σε αυτό περιέχονταν και αξιολογικές κρίσεις, το γεγονοτικό υπόβαθρο των κρίσεων αυτών δεν είναι στέρεο και επαρκές, αλλά σαθρό, αβάσιμο και κατασκευασμένο, σύμφωνα με εκείνα που θα αναφερθούν ειδικότερα στη συνέχεια. Επαρκές γεγονοτικό υπόβαθρο για τη διατύπωση αξιολογικών κρίσεων, προδήλως δε και δυσμενών σε βάρος της εφεσίβλητης, στην προκειμένη περίπτωση θα μπορούσε να είναι το γεγονός ότι σε βάρος αξιωματικού της Ελληνικής Αστυνομίας διατάχθηκε η διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης, διότι εντοπίστηκε σε ιστότοπο κοινωνικής δικτύωσης στο διαδίκτυο, να διατηρεί προσωπικό λογαριασμό με ψευδώνυμο και ελεύθερη πρόσβαση, με φωτογραφίες που την απεικονίζουν σε στάσεις, με ιδιαίτερα αναξιοπρεπή και ανάξια συμπεριφορά για την ιδιότητά της. Ωστόσο, το δημοσίευμα δεν θεμελιώνεται σε τέτοιο γεγονικό υπόβαθρο, σύμφωνα με εκείνα που θα αναφερθούν ειδικότερα στη συνέχεια. Περαιτέρω, ο δεύτερος και η τρίτη από τους εκκαλούντες τελούσαν σε γνώση της αναλήθειας των γεγονότων αυτών, όπως επίσης και της προσφορότητάς τους να προσβάλουν την τιμή και την υπόληψη της εφεσίβλητης. Τούτο αποδεικνύεται, κατά κύριο λόγο, από το γεγονός ότι ο δεύτερος και η τρίτη από τους εκκαλούντες, ενώ δεν κατείχαν κανένα έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο, ούτε διέθεταν καμία αξιόπιστη μαρτυρία που να καταδεικνύουν ανήθικη, έκφυλη και παρεκκλίνουσα συμπεριφορά και ζωή της εφεσίβλητης, όπως απέδωσαν σ’αυτή με το επίμαχο δημοσίευμα, πέρα από τις πληροφορίες για τη διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης σε βάρος της εφεσίβλητης και τις φωτογραφίες που περιήλθαν στη γνώση και την κατοχή τους κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, προέβησαν στη σύνταξη του επίμαχου δημοσιεύματος. Ειδικότερα, ο δεύτερος και η τρίτη από τους εκκαλούντες αξιοποίησαν ως αφετηρία, ως αφορμή, του δημοσιεύματος το αναμφισβήτητο και αληθινό γεγονός της διενέργειας από την Ελληνική Αστυνομία ένορκης διοικητικής εξέτασης σε βάρος της εφεσίβλητης και ενώ δεν είχαν στη διάθεσή τους κανένα απολύτως στοιχείο για την ποιότητα του ιδιωτικού-εξωυπηρεσιακού- βίου της εφεσίβλητης, συνέταξαν το επίμαχο δημοσίευμα, απομακρυνόμενοι εντελώς από το μοναδικό αυτό αληθινό γεγονός, στο οποίο - δημοσίευμα- ενσωμάτωσαν τα προαναφερόμενα ψευδή γεγονότα που αποτελούσαν αποκυήματα της φαντασίας τους και τα οποία ούτε κατ’ελάχιστον δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να καταλήξουν στη σχεδόν πορνογραφικού περιεχομένου μυθοπλασία του επίμαχου δημοσιεύματος. Προφανής, δε, αλλά και μοναδικός στόχος της φανταστικής αυτής κατασκευής των συντακτών του δημοσιεύματος ήταν να καταστήσουν ελκυστικότερο το περιεχόμενο της εφημερίδας, να προκαλέσουν και να προσελκύσουν την περιέργεια και το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού, με την παραγωγή ενός ανύπαρκτου μύθου που περιελάμβανε πολλά ενδιαφέροντα και, κατά μια έννοια, προκλητικά -για το συχνά αδηφάγο αναγνωστικό κοινό- επιμέρους στοιχεία (διπλή ζωή, έκλυτος βίος αξιωματικού της Ελληνικής Αστυνομίας, παρεκκλίνουσα σεξουαλική δραστηριότητα, ομοφυλοφιλία, σαδομαζοχισμός, σκανδαλοθηρία κ.λπ.). Με άλλες λέξεις, ο δεύτερος και η τρίτη από τους εκκαλούντες, ενώ γνώριζαν το ψευδές των γεγονότων και την προσφορότητά τους να πλήξουν την τιμή και την υπόληψη της εφεσίβλητης, προέβησαν στους ισχυρισμούς των προαναφερόμενων γεγονότων αποκλειστικά και μόνο για να υπηρετήσουν το σκοπό της αύξησης της κυκλοφορίας του φύλλου της εφημερίδας, στην οποία φιλοξενούταν το δημοσίευμα αυτό. Εξάλλου, οι συντάκτες του δημοσιεύματος δεν προέβησαν στη δημοσίευση του δελτίου τύπου που εκδόθηκε από την Ελληνική Αστυνομία ή στην αναπαραγωγή των πληροφοριών που περιέχονται σ’ αυτό, το οποίο -όπως προαναφέρθηκε- εκδόθηκε τις μεσημβρινές ώρες της 30ής-1-2010 (προηγούμενης ημέρας από εκείνη της κυκλοφορίας του φύλλου της εφημερίδας) και από το χρόνο εκείνο και στη συνέχεια έτυχε ευρείας αναπαραγωγής στο διαδίκτυο, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, πλην όμως οι συντάκτες του δημοσιεύματος δεν είχαν υπόψη τους την έκδοσή του, δεδομένου ότι η ύλη των κυριακάτικων φύλλων των εφημερίδων οριστικοποιείται το βράδυ της Παρασκευής ή το αργότερο τις πρώτες πρωινές ώρες του Σαββάτου. Επομένως, είναι πρόδηλο ότι κατά το χρόνο της σύνταξης του επίμαχου δημοσιεύματος δεν είχε ακόμη εκδοθεί το δελτίο τύπου της Ελληνικής Αστυνομίας, αλλά ο δεύτερος και η τρίτη από τους εκκαλούντες διέθεταν τις προαναφερόμενες πληροφορίες (διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης σε βάρος της εφεσίβλητης και φωτογραφίες) από εσωτερική πληροφόρηση μέσα από κύκλους της Ελληνικής Αστυνομίας, το αληθινό δε γεγονός της διενέργειας ένορκης διοικητικής εξέτασης σε βάρος μιας αξιωματικού της Ελληνικής Αστυνομίας, δηλαδή στην ουσία η απλή αναπαραγωγή του δελτίου τύπου- το περιεχόμενο του οποίου μέσω των προαναφερόμενων διαρροών αποδεικνύεται ότι γνώριζαν ο δεύτερος και η τρίτη από τους εκκαλούντες πριν ακόμη αυτό δοθεί στον Τύπο τις μεσημβρινές ώρες της 30ής-1-2010, δηλαδή σε χρόνο μεταγενέστερο από εκείνον, κατά τον οποίο συντάχθηκε το επίμαχο δημοσίευμα και εντάχθηκε στην ύλη του φύλλου της εφημερίδας- προδήλως δεν θα υπηρετούσε κατά τον ίδιο αποτελεσματικό τρόπο τον προαναφερόμενο σκοπό. Κατόπιν τούτων, η ένσταση που προτείνουν οι εκκαλούντες και θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1 εδ. γ του ΠΚ κρίνεται απορριπτέα ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν μετά από την αποδοχή, ως νόμιμης, περαιτέρω δε ως βάσιμης και κατ’ ουσίαν, της αντένστασης που προτείνει η εφεσίβλητη και θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 2 εδ. α του ΠΚ, δεδομένου ότι η πράξη του δεύτερου και της τρίτης από τους εκκαλούντες, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες ουσιαστικές παραδοχές, φέρει τα συστατικά στοιχεία της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρο 363 του ΠΚ). Σε ό,τι αφορά, ειδικότερα, τις φωτογραφίες που δημοσιεύθηκαν, είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι αυτές πραγματικά προέρχονταν από ιστοσελίδα στο διαδίκτυο, στην οποία η εφεσίβλητη διατηρούσε λογαριασμό με ψευδώνυμο, χωρίς να αναφέρει την υπηρεσιακή της ιδιότητα και στην οποία η ίδια είχε αναρτήσει τις φωτογραφίες, οι οποίες ήταν ελεύθερα προσβάσιμες, πλην όμως τούτο δεν αναιρεί το δικαίωμα της εφεσίβλητης στην εικόνα της, ως επιμέρους έκφανση του δικαιώματός της στην προσωτηκότητα. Τούτο δε, διότι οι φωτογραφίες ήταν μεν αναρτημένες στο διαδίκτυο, αλλά σε προφίλ με ψευδώνυμο και χωρίς αναφορά στοιχείων ταυτότητας ή υπηρεσιακής ιδιότητας της εφεσίβλητης και επομένως δεν ήταν ευχερής η ταυτοποίηση του προσώπου που απεικονιζόταν στις φωτογραφίες με την εφεσίβλητη, παρά μόνο σε πρόσωπα του στενού οικογενειακού κύκλου της ή σε συναδέλφους της αστυνομικούς υπαλλήλους, οι οποίοι τυχαία θα επισκέπτονταν το προφίλ της εφεσίβλητης στο διαδίκτυο -σ’εκείνο που η τελευταία διατηρούσε με ψευδώνυμο- και θα έβλεπαν τις φωτογραφίες της. Για το υπόλοιπο κοινό που περιηγείται στο διαδίκτυο, η ταυτοποίηση του προσώπου με το ψευδώνυμο, με το πρόσωπο της εφεσίβλητης δεν ήταν ευχερής, αφού κανένα άλλο πρόσωπο δεν γνώριζε ότι το ψευδώνυμο (...) χρησιμοποιούσε η εφεσίβλητη. Κατά συνέπεια, η εφεσίβλητη εξακολουθούσε να διατηρεί το δικαίωμα της επιλογής της δημοσίευσης ή μη των φωτογραφιών της, στην προκειμένη δε περίπτωση η εφεσίβλητη δεν παρείχε τη συναίνεσή της για τη δημοσίευση των φωτογραφιών της, συναίνεση εξάλλου που ποτέ δεν της ζητήθηκε, ούτε άλλωστε η εφεσίβλητη ενέκρινε εκ των υστέρων τη δημοσίευση αυτή. Ακόμη και εάν υποτεθεί ότι η εφεσίβλητη αποτελεί δημόσιο πρόσωπο, με την έννοια του άρθρου 7 του Ψηφίσματος με τον αριθμό .../26-6-1988 της κοινοβουλευτικής συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης [σύμφωνα με την οποία δημόσια πρόσωπα είναι εκείνα που κατέχουν δημόσιο αξίωμα και / ή χρησιμοποιούν δημόσιους πόρους καθώς και, υπό ευρύτερη έννοια, όλα εκείνα που διαδραματίζουν κάποια επιρροή στη δημόσια ζωή, στον πολιτικό, οικονομικό, καλλιτεχνικό, κοινωνικό, αθλητικό ή σε οποιονδήποτε άλλο τομέα της δημόσιας ζωής (Απόφαση με τον αριθμό 17/2008 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, ΔιΜΕΕ 2008.124)], είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι οι επεμβάσεις του Τύπου στην ιδιωτική ζωή των δημόσιων προσώπων επιτρέπονται μόνο ως εξαίρεση της παρεχόμενης σε αυτά προστασίας, ιδίως εφόσον συντρέχουν λόγοι συμβολής του Τύπου σε διάλογο δημόσιου ενδιαφέροντος για κάποιο γενικότερο θέμα. Το δικαίωμα κάθε ενδιαφερόμενου προσώπου της προαναφερόμενης κατηγορίας στην αποτελεσματική προστασία της ιδιωτικής του ζωής επιβάλλει καταρχήν να μη λαμβάνονται υπόψη, για την εκτίμηση του σύννομου χαρακτήρα της προσβολής που υπέστη, ούτε το εύλογο ενδιαφέρον -πολύ περισσότερο, η απλή ή, ακόμη περισσότερο, η νοσηρή και σκανδαλοθηρική περιέργεια- μερίδας της κοινής γνώμης για γνώση πτυχών και λεπτομερειών της ιδιωτικής του ζωής, ούτε και το εμπορικής φύσης έννομο συμφέρον της εκδοτικής εταιρείας που προσδοκά να αυξήσει τα κέρδη της με τακτικές διείσδυσης στην ιδιωτική του ζωή [Απόφαση με τον αριθμό 17/2008, ό.π., πρβλ. επίσης και την απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση ... εναντίον ....... ../04) της 18ης Ιανουαρίου 2011, ΔιΜΕΕ 2011.216]. Σε ανάλογες παραδοχές έχει προβεί κατ’επανάληψη και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κατά τη νομολογία του οποίου, σε περίπτωση δημοσίευσης άρθρου ή και φωτογραφιών που αφορούν την ιδιωτική ζωή προσώπου και κατά την οφειλόμενη στάθμιση μεταξύ της προστασίας της ιδιωτικής του ζωής και της ελευθερίας έκφρασης (δικαιώματα που κατοχυρώνονται με τις διατάξεις των άρθρων 8 και 10 της ΕΣΔΑ, αντίστοιχα), πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κριτήρια όπως η συμβολή του Τύπου σε διάλογο για ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, η αναγνωρισιμότητα του προσώπου από το ευρύ κοινό, το θέμα του δημοσιεύματος, η προηγούμενη επικοινωνία με το πρόσωπο, το περιεχόμενο, η μορφή και οι συνέπειες του δημοσιεύματος, η μέθοδος λήψης της πληροφορίας και η αλήθεια αυτής, καθώς και οι περιστάσεις, υπό τιο oπoίες λήφθηκαν οι φωτογραφίες [ΣτΕ 2748/2014, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, όπου και παραπομπές στη νομολογία του ΕΔΔΑ, βλ. επίσης, αντί πολλών, την απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση ......... εναντίον Γερμανίας (../08 και .../08) (αριθ. 2) της 7ης Φεβρουαρίου 2012, ΔιΜΕΕ 2013.527]. Στην προκείμενη περίπτωση με την εφαρμογή των κριτηρίων που μνημονεύονται προηγουμένως καταλήγει το Δικαστήριο τούτο στην κρίση ότι η στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων αποβαίνει υπέρ της προστασίας της ιδιωτικής ζωής της εφεσίβλητης και συνακόλουθα του περιορισμού της ελευθερίας έκφρασης, δεδομένου ότι η δημοσίευση των φωτογραφιών δεν συνιστά συμβολή του Τύπου σε διάλογο για ένα γενικότερο ζήτημα δημόσιου ενδιαφέροντος, αλλά αποσκοπεί στην ικανοποίηση της σκανδαλοθηρικής περιέργειας του αναγνωστικού κοινού και στην αύξηση των κερδών της εκδοτικής επιχείρησης που ασκεί η πρώτη εκκαλούσα, μέσω της διείσδυσης στην ιδιωτική ζωή της εφεσίβλητης, η οποία -ζωή- με κανέναν τρόπο δεν συνδεόταν, αλλά ούτε και επηρέαζε, την άρτια υπηρεσιακή της ζωή και την επιμελή εκτέλεση των συναφών καθηκόντων της.
Σε ό,τι αφορά την ανάρτηση του δημοσιεύματος και των φωτογραφιών στο διαδίκτυο, αποδεικνύεται ότι η πρώτη εκκαλούσα τηρεί διαρθρωμένο αρχείο που περιλαμβάνει και όλα τα φύλλα της εφημερίδας με τον τίτλο «.............................», στα οποία συγκαταλέγεται το φύλλο της 2010, στο οποίο έχουν καταχωριστεί τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα της εφεσίβλητης που δημοσιεύθηκαν στο φύλλο εκείνο της εφημερίδας. Η πρόσβαση στα δεδομένα αυτά που αποτελούν το αρχείο της εφημερίδας, καθίσταται δυνατή με την πληκτρολόγηση είτε ενός συγκεκριμένου φύλλου της εφημερίδας, είτε της ημερομηνίας κυκλοφορίας του φύλλου της εφημερίδας. Με την έννοια αυτή, το αρχείο των εφημερίδων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου 2472/1997 (ΕφΑθ 5336/2015, αδημοσίευτη στο νομικό τύπο), δεδομένου ότι στη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του νόμου αυτού ορίζεται ότι οι διατάξεις του εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη εττεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο. Επομένως, ο νόμος 2472/1997 εφαρμόζεται και στην προκείμενη περίπτωση, δεδομένου ότι πρόκειται για αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, δηλαδή για διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια (άρθρο 2 περ. ε του νόμου αυτού) και συγκεκριμένα με την εφαρμογή συγκεκριμένων μηχανισμών αναζήτησης. Η δημοσιοποίηση των προαναφερόμενων προσωπικών δεδομένων της εφεσίβλητης και ειδικότερα η δημοσίευση των φωτογραφιών της που έλαβε χώρα για τις ανάγκες δημοσίευσης στην εφημερίδα του επίμαχου άρθρου, δεν κρίνεται δικαιολογημένη λόγω της προηγούμενης ανάρτησής τους από την εφεσίβλητη σε λογαριασμό που διατηρούσε σε ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης στο διαδίκτυο με ψευδώνυμο, δεδομένου ότι στην ιστοσελίδα εκείνη δεν αναφερόταν η ιδιότητα της εφεσίβλητης ως αστυνομικού και σε κάθε περίπτωση η εφεσίβλητη δεν συναίνεσε στην επεξεργασία των προσωπικών της δεδομένων, η οποία -επεξεργασία- μάλιστα έλαβε χώρα για εντελώς διαφορετικό σκοπό από εκείνον, για τον οποίο είχαν αναρτηθεί από την ίδια και με τον τρόπο αυτό η επεξεργασία αυτή ενείχε προσβολή της προσωπικότητάς της. Ο δεύτερος και η τρίτη από τους εκκαλούντες προέβησαν με πρόθεση στη χρησιμοποίηση των φωτογραφιών αυτών κατά τη σύνταξη του επίμαχου δημοσιεύματος και με σκοπό να υττηρετήσει η εικόνα την πρόθεσή τους να πλήξουν την τιμή και την υπόληψη της εφεσίβλητης με το επίμαχο δημοσίευμα. Με τον τρόπο αυτό, ο δεύτερος και η τρίτη από τους εκκαλούντες ενήργησαν παράνομα και υπαίτια, δεδομένου ότι παραβίασαν τις διατάξεις του νόμου για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προσέβαλαν το δικαίωμα της εφεσίβλητης στην προσωπικότητά της, τούτο δε διότι με τη σύνταξη του επίμαχου δημοσιεύματος και με δημοσίευση των φωτογραφιών αφενός μεν παραβίασαν το δικαίωμα της εφεσίβλητης στην εικόνα της, στην ανωνυμία και τον αυτοπροσδιορισμό της στο πλαίσιο της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς της, αφετέρου δε προέβησαν στη συκοφαντική δυσφήμησή της. Η προσβολή του δικαιώματος της εφεσίβλητης στην προσωπικότητά της ήταν ιδιαίτερα βαριά, δεδομένου ότι των γεγονότων αυτών έλαβε γνώση μεγάλος αριθμός αναγνωστών της εφημερίδας, η οποία επί σειράν ετών κατέχει τα σκήπτρα της πρώτης σε πωλήσεις κυριακάτικης εφημερίδας και κυκλοφορεί σε πανελλήνια κλίμακα. Εξαιτίας αυτής της προσβολής, διατυπώθηκαν δυσμενή σχόλια σε βάρος της εφεσίβλητης από πρόσωπα του φιλικού, συγγενικού και υπηρεσιακού της περιβάλλοντος, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί η τελευταία να περιορίσει σημαντικά τις εξόδους από την οικία της και να τις πραγματοποιεί -μόνο όταν τούτο ήταν απολύτως απαραίτητο να συμβεί- έχοντας καλύψει τα χαρακτηριστικά του προσώπου της (φορώντας περούκα κ.λπ.), ώστε να περιορίσει τη δυνατότητα αναγνώρισής της, ενώ τον Αύγουστο του 2012 αποδεικνύεται ότι η εφεσίβλητη αναγκάστηκε να υποβάλει την παραίτησή της από τη θέση που κατείχε στην Ελληνική Αστυνομία, δεδομένου ότι παρά τη δικαίωσή της στο πλαίσιο της ένορκης διοικητικής εξέτασης που διενεργήθηκε σε βάρος της, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η εφεσίβλητη δεν κατέστη δυνατό να διαχειριστεί ψυχικά και συναισθηματικά την κατακραυγή και το στιγματισμό που επέφερε σ’αυτήν το επίμαχο δημοσίευμα. Συνακόλουθα, αποδεικνύεται ότι από τη συμπεριφορά αυτή του δεύτερου και της τρίτης από τους εκκαλούντες επήλθε η μείωση της κοινωνικής, υπηρεσιακής και ηθικής υπόστασης της εφεσίβλητης και διατυπώθηκαν σχόλια σε βάρος της, τα οποία ήταν μειωτικά της τιμής και της υπόληψής της. Περαιτέρω, η πρώτη εκκαλούσα βαρύνεται με τη γνήσια αντικειμενική ευθύνη που προβλέπεται στο νόμο (άρθρο μόνο παρ. 1 του νόμου 1178/1981), ευθέως μεν με την ιδιότητα της εκδότριας της εφημερίδας, δεδομένου ότι η ιδιοκτήτρια της εφημερίδας φέρεται να είναι άγνωστη (άρθρο μόνο παρ. 3 εδ. στ του νόμου 1178/1981, σε συνδυασμό με το άρθρο 46 εδ. γ του α.ν. 1092/1938), αναλογικά δε και για την πλήρωση ακούσιου νομοθετικού κενού με την ιδιότητά της ως ιδιοκτήτριας του ιστοτόπου (ΕφΑθ 8962/2006, ΕλλΔνη 2007.1518, ΕφΔωδ. 36/2011, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΕφΑΘ 164/2011, ΔιΜΕΕ 2011.504, ΕφΑΘ 3071/2014, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS), δεδομένου ότι θεμελιώνεται η υποκειμενική ευθύνη των προαναφερόμενων προσώπων για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από τις παράνομες και υπαίτιες πράξεις τους (παράνομη και υπαίτια προσβολή του δικαιώματος της εφεσίβλητης στην προσωπικότητά της). Αποδεικνύεται, ακόμη, ότι η εφεσίβλητη, εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας προσβολής του δικαιώματός της στην προσωπικότητα ως προς τις ειδικότερες εκφάνσεις της προσβολής της τιμής και της υπόληψής της, της εικόνας της και των προσωπικών της δεδομένων, υπέστη ηθική βλάβη (μη περιουσιακή ζημία), για τη χρηματική ικανοποίηση της οποίας που συνίσταται στην ηθική παρηγοριά και την ψυχική ανακούφιση της εφεσίβλητης, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να υποχρεωθούν οι εκκαλούντες, εις ολόκληρον καθένας από αυτούς, να καταβάλουν στην εφεσίβλητη το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ ως δίκαιο και εύλογο, λαμβάνοντας υπόψη το είδος της προσβολής του δικαιώματος στην προσωπικότητα της εφεσίβλητης, την έκταση της προσβολής και της βλάβης (διάπραξη σε βάρος αυτής, της προαναφερόμενης αξιόποινης πράξης με άρθρο που αφενός μεν δημοσιεύθηκε σε εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας και με πολυπληθές αναγνωστικό κοινό, αφετέρου δε αναρτήθηκε σε ιστοσελίδα μεγάλης επισκεψιμότητας), τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος (δόλος) των δεύτερου και τρίτης από τους εκκαλούντες, καθώς επίσης και την περιουσιακή και την κοινωνική κατάσταση των μερών.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε την ύπαρξη παράνομης και υπαίτιας προσβολής του δικαιώματος της εφεσίβλητης στην προσωπικότητά της από την πλευρά των εκκαλούντων, ενώ απέρριψε την ένσταση από τη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ που προέβαλαν οι τελευταίοι και στη συνέχεια υποχρέωσε τους εκκαλούντες, εις ολόκληρον καθέναν από αυτούς, να καταβάλουν στην εφεσίβλητη το ποσό των 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, δεν προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ορθά κατά το αποτέλεσμα έκρινε, παρά το γεγονός ότι διέλαβε στην εκκαλούμενη απόφασή του εν μέρει ελλιπείς και εν μέρει εσφαλμένες αιτιολογίες, στη συμπλήρωση και την αντικατάσταση των οποίων, αντίστοιχα, με εκείνες που παρατίθενται προηγουμένως στο σκεπτικό της απόφασης αυτής προβαίνει το Δικαστήριο τούτο (πρβλ. άρθρο 534 του ΚΠολΔ). Συνακόλουθα, οι σχετικοί (πρώτος, δεύτερος και πέμπτος) λόγοι της έφεσης, με τους οποίους οι εκκαλούντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Μετά τα προαναφερόμενα και αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης [άρθρα 100 παρ. 1 εδ. α, 107 παρ. 1 εδ. α και 110 παρ. 1 του ν.δ/τος 3026/1954 «Περί του Κώδικος των Δικηγόρων», όπως ο Κώδικας αυτός ίσχυε πριν από την κατάργησή του με τη διάταξη του άρθρου 166 παρ. 2 του νόμου 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» που επήλθε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως -Φ.Ε.Κ. 208/27-9-2013, τεύχος Α`- δηλαδή σε χρόνο μεταγενέστερο από εκείνον της δημοσίευσης της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρο 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ) που έλαβε χώρα στις 25-9-2013, συνυπολογιζομένων των τελών χαρτοσήμου, ενσήμων κ.λπ. (άρθρο 189 του ΚΠολΔ), κυρίως δε του ελάχιστου νόμιμου ορίου της αμοιβής του Δικηγόρου της εφεσίβλητης για τη σύνταξη των προτάσεων κατά τη συζήττιση της υπόθεσης στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας], κατόπιν σχετικού αιτήματος της (άρθρο 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας βαρύνουν τους εκκαλούντες, εις ολόκληρον καθέναν από αυτούς, οι οποίοι ηττώνται (άρθρα 176, 180 παρ. 3 και 183 του ΚΠολΔ). Τέλος, το παράβολο, ποσού 200 ευρώ, το οποίο κατέθεσαν οι εκκαλούντες και επισυνάπτεται στην έκθεση για την άσκηση της έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ [δηλαδή, τα παράβολα, σειράς Α΄, με τους αριθμούς ............ και ................ (παράβολα ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ., αξίας 60 ευρώ το καθένα), ......... και ........ (παράβολα Δημοσίου, αξίας 40 ευρώ το καθένα)], πρέπει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο, ενόψει της ήττας των εκκαλούντων (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ΄ του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό της μέρος.
Απορρίπτει την έφεση ως προς το ουσιαστικό της μέρος.
Καταδικάζει τους εκκαλούντες, εις ολόκληρον καθέναν από αυτούς, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων ευρώ (600 €).
Διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο το παράβολο, ποσού 200 ευρώ, το οποίο κατέθεσαν οι εκκαλούντες και ετησυνάπτεται στην έκθεση για την άσκν|ση του ένδικου μέσου της έφεσης [βλ. τα παράβολα, σειράς Α`, με τους αριθμούς ... και ... (παράβολα ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ., αξίας 60 ευρώ το καθένα), ... καν ... (παράβολα Δημοσίου, αξίας 40 ευρώ το καθένα)].
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 18 Φεβρουαρίου 2016 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι τους, στις 8 Μαρτίου 2016.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ ΕΛΕΝΗ KAPPA

Viewing all 1850 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>