Quantcast
Channel: ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live

Αναστολή κατασχέσεων σε αίτηση για υπαγωγή στο Νόμο Κατσέλη (Ν.3869/2010)

$
0
0

ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη

Αναστολή κατασχέσεων σε αίτηση για υπαγωγή στο Νόμο Κατσέλη (Ν.3869/2010)

Η λήψη καταδιωκτικών μέτρων μετά την υποβολή της αίτησης για υπαγωγή στο ν. 3869/2010 είναι μη νόμιμη και η εκτέλεση αναστέλλεται αυτοδίκαια....

Με Εγκύκλιο της ΑΑΔΕκοινοποιείται η Γνωμοδότηση 163/2017 του Ν.Σ.Κ. σχετικά με το πώς επηρεάζεται η εκτέλεση καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη και διατήρησης της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του σε κατάσχεση εις χείρας τρίτου που είχε νομίμως επιβληθεί πριν από την κατάθεση της αίτησης.
Η γνωμοδότηση εκδόθηκε σε απάντηση ερωτημάτων που διατύπωσε η ΑΑΔΕ και έχει γίνει αποδεκτή.
Σημαντικότερα στοιχεία είναι ότι η υποβολή της αίτησης για υπαγωγή στο ν. 3869/2010 συνεπάγεται αναστολή των κατασχέσεων που επιβλήθηκαν στα χέρια των πιστωτικών ιδρυμάτων για τις μέλλουσες απαιτήσεις που ανάγονται (γεννήθηκαν) σε χρόνο μετά την υποβολή της αίτησης, χωρίς ωστόσο το πιστωτικό ίδρυμα να πρέπει να αποδώσει τις εν λόγω απαιτήσεις στον οφειλέτη, δεδομένου ότι για τις απαιτήσεις αυτές καθίσταται οιονεί μεσεγγυούχος. (πρβ ΟλΝΣΚ 341/2014).
Κρίθηκε, επίσης, ότι η χορηγηθείσα προσωρινή διαταγή συνεπάγεται αναστολή των κατασχέσεων που επιβλήθηκαν στα χέρια των πιστωτικών ιδρυμάτων για τις μέλλουσες απαιτήσεις που ανάγονται (γεννήθηκαν) σε χρόνο μετά τη χορήγηση της προσωρινής διαταγής, χωρίς ωστόσο το πιστωτικό ίδρυμα να πρέπει να αποδώσει τις εν λόγω απαιτήσεις στον οφειλέτη, δεδομένου ότι για τις απαιτήσεις αυτές καθίσταται οιονεί μεσεγγυούχος (πρβ ΟλΝΣΚ 341/2014) αλλά και λόγω του ότι με την χορηγηθείσα προσωρινή διαταγή απαγορεύθηκε και η μεταβολή της περιουσιακής κατάστασης του αιτούντος την υπαγωγή στο ν. 3869/2010 οφειλέτη.
Αντίθετα, η γνωμοδότηση δεν έγινε δεκτή ως προς το ερώτημα της Υπηρεσίας που αφορούσε την τύχη των κατασχεθέντων μετά τη λήξη της προσωρινής διαταγής και την έκδοση οριστικής απόφασης -θετικής ή απορριπτικής- κατ'άρθρα 8 και 9 του ν. 3869/2010 (οράτε παράγραφο 26 της γνωμοδότησης). Επί του εν λόγω ζητήματος κρίθηκε σκόπιμο να υποβληθεί εκ νέου ερώτημα στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, σε περίπτωση που προκύψει ερώτημα αρμόδιας Υπηρεσίας βάσει συγκεκριμένου πραγματικού.

Πότε παραγράφονται οι οφειλές από ασφαλιστικές εισφορές

$
0
0

ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη

Πότε παραγράφονται οι οφειλές από ασφαλιστικές εισφορές

Με Εγκύκλιό του ο ΕΦΚΑ καθορίζει το πώς και πότε παραγράφονται οι αξιώσεις του σε περίπτωση μη καταβολής ασφαλιστικών εισφορών....

Έτσι, οι απαιτήσεις των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α. από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές υπόκεινται σε εικοσαετή παραγραφή, που αρχίζει από την πρώτη μέρα του επόμενου έτους εντός του οποίου παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία. Η ρύθμιση αυτή δεν εφαρμόζεται στις ήδη παραγεγραμμένες, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, απαιτήσεις.
Όσον αφορά το ΙΚΑ και σύμφωνα με το καθεστώς που ίσχυε οι απαιτήσεις παραγράφονταν σε δέκα χρόνια.
Με τις κοινοποιούμενες διατάξεις, τροποποιείται ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές.Έτσι:
Οι κάθε είδους χρηματικές απαιτήσεις του Ε.Φ.Κ.Α., που προέρχονται από ασφαλιστικές εισφορές αλλά και αναλογούντα πρόσθετα τέλη, προσαυξήσεις, αυτοτελή πρόσθετα τέλη, παραγράφονται μετά την εικοσαετία.
Συνεπώς, η δυνατότητα των αρμοδίων ελεγκτικών οργάνων να συντάσσουν Π.Ε.Ε., Π.Ε.Π.Τ., κλπ ισχύει για είκοσι χρόνια.
Παραδείγματα:
Για ασφαλιστικές εισφορές μισθολογικών περιόδων από 1/1/2005 έως 31/12/2005, που δεν καταβλήθηκαν, το δικαίωμα του Ε.Φ.Κ.Α. για σύνταξη καταλογιστικών πράξεων ίσχυε μέχρι και 31/12/2015 και παρεγράφη 1/1/2016 (με το προϊσχύον καθεστώς).
Για απασχόλησηαπό 1/1/2006 έως 31/12/2006, το δικαίωμα του Ε.Φ.Κ.Α. για σύνταξη καταλογιστικών πράξεων (Π.Ε.Ε., Π.Ε.Π.Τ., κλπ) ισχύει μέχρι και 31/12/2026 (με το ισχύον καθεστώς).
Για ασφαλιστικές εισφορές μισθολογικών περιόδων από 1/1/2011 έως 31/12/2011 το δικαίωμα του Ε.Φ.Κ.Α. για σύνταξη καταλογιστικών πράξεων (Π.Ε.Ε., Π.Ε.Π.Τ., κλπ) ισχύει μέχρι και 31/12/2031 (με το ισχύον καθεστώς).
Η παραγραφή των κάθε είδους χρηματικών απαιτήσεων του Ε.Φ.Κ.Α., που έχουν δημιουργηθεί έως την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου, αλλά δεν έχουν υποπέσει για οποιοδήποτε και δεν έχουν παραγραφεί, παραγράφονται σε 20 χρόνια από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους από εκείνο μέσα στο οποίο παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία.
Παραδείγματα:
Στις 22/12/2005, βεβαιώθηκε Π.Ε.Ε. που συντάχθηκε στις 04/12/2005, μισθολογικών περιόδων απασχόλησης 1/1/2005 έως 30/9/2005. Το δικαίωμα του Ε.Φ.Κ.Α. για είσπραξη της οφειλής παρεγράφη στις 31/12/2015 (με το προϊσχύον καθεστώς του τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ).
Στις 22/12/2006, βεβαιώθηκε Π.Ε.Ε. που συντάχθηκε στις 04/12/2006, μισθολογικών περιόδων απασχόλησης 1/1/2006 έως 31/10/2006. Το δικαίωμα του Ε.Φ.Κ.Α. για είσπραξη της οφειλής παραγράφεται στις 31/12/2026 (με το ισχύον καθεστώς).
Στις 20/05/1999, βεβαιώθηκε Π.Ε.Ε. που συντάχθηκε στις 20/03/1999, μισθολογικών περιόδων απασχόλησης 01/01/1995 έως 31/12/1996. Η τελευταία διακοπή της παραγραφής πραγματοποιήθηκε στις 31/12/2009. Το δικαίωμα του Ε.Φ.Κ.Α. για είσπραξη της οφειλής εκτείνεται έως 31/12/2029 (σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς).
Μέχρι σήμερα για την παραγραφή χρηματικών απαιτήσεων από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές εφαρμόζονταν ειδικές καταστατικές διατάξεις. Σε Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης που δεν υπήρχαν ειδικές καταστατικές διατάξεις, εφαρμόζονταν τα οριζόμενα στο άρθρο 249 του Αστικού Κώδικα, περί εικοσαετούς παραγραφής.
Από την έναρξη λειτουργίας του Ε.Φ.Κ.Α. (01/01/2017), για όλους τους εντασσόμενους σε αυτόν φορείς, τομείς και κλάδους, οι χρηματικές απαιτήσεις από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές, υπόκεινται σε εικοσαετή παραγραφήπου αρχίζει από την πρώτη μέρα του επόμενου έτους εντός του οποίου παρασχέθηκε ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία.
Δεν μεταβάλλεται, όμως, ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων του Ε.Φ.Κ.Α. κατά του Δημοσίου - τόσο για τη βεβαίωση όσο και για την είσπραξη - ο οποίος παραμένει πέντε έτη.
Πάντωςγια θέματα Αναστολής, Διακοπής και Συνεπειών Παραγραφής, θα ακολουθήσουν νεότερες οδηγίες από την Κεντρική Υπηρεσία του Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (Κ.Ε.Α.Ο.).
Λεπτομέρειες μπορείτε να δείτε στην Εγκύκλιο.

ΑΠΟΦ 6442/ 2016 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ Θ'ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ-Ακύρωση προστίμου ΙΚΑ για αδήλωτο εργαζόμενο - Ο έλεγχος του ΙΚΑ έγινε μετά από καταγγελία. Πώς ανεστράφησαν τα πραγματικά γεγονότα από τον καταστηματάρχη

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Ακύρωση προστίμου ΙΚΑ για αδήλωτο εργαζόμενο
Έτος: 2016
 Νούμερο: 6442
Ο έλεγχος του ΙΚΑ έγινε μετά από καταγγελία. Πώς ανεστράφησαν τα πραγματικά γεγονότα από τον καταστηματάρχη....


ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Θ'
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 23 Σεπτεμβρίου 2016, με δικαστή το Στέφανο Ζούκα, Πρωτόδικη Δ.Δ. και με γραμματέα την Τάνια Γκελερή, δικαστική υπάλληλο,

για να δικάσει την προσφυγή με χρονολογία κατάθεσης την 9.10.2007,

του Π. Ζ. του Α., κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδός Πραξαγόρα, αρ. 31), ο οποίος δεν παραστάθηκε,

κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ - ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ» (Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από το Διοικητή του και στην προκειμένη περίπτωση από το Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. Τούμπας, ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου Σάββα Ταυρίδη.

Κατά τη συζήτηση ο διάδικος που παραστάθηκε ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

Αφού μελέτησε τη δικογραφία και σκέφτηκε κατά το νόμο.

Η κρίση του Δικαστηρίου είναι η εξής:

1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (σχ. στη δικογραφία τα με αριθμούς 4031705/9.10.2007 και 3045788, 4043824, 5691993, 3045661/17.3.2016 Σειράς Α'ειδικά έντυπα παραβόλου), ζητείται, παραδεκτώς, η ακύρωση της με αριθμό 284/Συν. 37/9.7.2007 απόφασης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. Τούμπας, με την οποία απορρίφθηκε ένσταση του προσφεύγοντος κατά: α) της με αριθμό  537/22.12.2006 Πράξης Επιβολής Εισφορών (Π.Ε.Ε.), ποσού 4.471,44 ευρώ, β) της με αριθμό 659/22.12.2006 Πράξης Επιβολής Πρόσθετης/ Επιβάρυνσης Εισφορών (Π.Ε.Π.Ε.Ε.), ποσού 2.012,08 ευρώ και γ) της- με αριθμό 75/22.12.2006 Πράξης Επιβολής Προστίμου Ακαταχώριστων Εργαζομένων (Π.Ε.Π.Α.Ε.), ποσού 500,00 ευρώ, του ως άνω Υποκαταστήματος. Με τις πράξεις αυτές καταλογίσθηκαν σε βάρος του προσφεύγοντος εισφορές και πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών για την ασφαλιστική τακτοποίηση εργαζομένου και επιβλήθηκε σε βάρος του πρόστιμο λόγω μη καταχώρισης αυτού στο Ειδικό Βιβλίο Καταχώρισης Νεοπροσλαμβανόμενου Προσωπικού (Ε.Β.Κ.Ν.Π.).

2. Επειδή, το άρθρο 26 του α.ν. 1846/1951 (Φ.Ε.Κ. Α' 179), όπως διαμορφώθηκε με τα άρθρα 2 παρ. 1 και 2 του ν. 2556/1997 (Φ.Ε.Κ. Α' 270) και 60 παρ. 2 του ν. 2676/1999 (Φ.Ε.Κ. A' 1) και ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, όριζε ότι: «1. ... 9. Προς εξακρίβωσιν των εκάστοτε υπαγομένων εις την ασφάλισιν προσώπων, του αριθμού τούτων και των καταβλητέων εισφορών, οι εργοδόται υποχρεούνται: α) Να μεριμνούν δια τον εφοδιασμόν των απασχολουμένων παρ’ αυτοίς προσώπων δια ασφαλιστικής ταυτότητος, β) Να τηρούν τις οριζόμενες, από Κανονισμό, καταστάσεις προσωπικού και να φυλάττουν αυτές επί δεκαετία, γ) Να επιτρέπωσιν εις τα δια Κανονισμού ορισθησόμενα όργανα του Ι.Κ.Α. και του Κράτους, την εξέτασιν των ως άνω καταστάσεων, των εμπορικών των βιβλίων και παντός ετέρου στοιχείου, ως και την επιτόπιον έρευναν προς διαπίστωσιν της ακρίβειας των εν αυτοίς εγγράφων ..., δ) Να υποβάλλουν εις τας υπηρεσίας του Ι.Κ.Α., κατά τα ειδικώτερον εν τω κανονισμώ ορισθησόμενα, αντίγραφα των περί ων το εδάφιον α'καταστάσεων ..., ε) Να χορηγούν, εφόσον πρόκειται περί φυσικών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού τους, εκκαθαριστικό σημείωμα ή σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος ανάλυση μισθοδοσίας ..., στ) αα. Να καταχωρίζουν στο Ειδικό Βιβλίο Καταχώρισης Νεοπροσλαμβανόμενου Προσωπικού τους μισθωτούς που απασχολούνται σε αυτούς και υπάγονται στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ., αμέσως μετά την πρόσληψη και πριν αυτοί αναλάβουν εργασία. Δεν απαιτείται καταχώριση στο παραπάνω βιβλίο των απασχολούμενων που είχαν καταχωρισθεί στα μισθολόγια μέχρι , 31.3.1998 και εξακολούθησαν να απασχολούνται μετά την παραπάνω ημερομηνία [όπως η περίπτωση αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 3232/2004 (Φ.Ε.Κ. Α' 48), οι διατάξεις του οποίου άρχισαν να ισχύουν από 12.2.2004] ... εε. Επιβάλλεται πρόστιμο σε βάρος του εργοδότη: Σε όσους δεν τηρούν το Ειδικό Βιβλίο, όπως ορίζεται στην υποπερίπτωση ββ΄.Για κάθε απασχολούμενο που βρίσκεται από τα ανωτέρω αρμόδια όργανα να απασχολείται και δεν είναι καταχωρισμένος, όπως ορίζεται στην υποπερίπτωση αα΄ ... ζ) Να γνωστοποιούν, με υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 (Φ.Ε.Κ. Α' 75) στις αρμόδιες υπηρεσίες του Ι.Κ.Α. τη διακοπή ή μεταβολή των εργασιών τους, την αλλαγή της επωνυμίας της επιχείρησης, καθώς και οποιαδήποτε αλλαγή υπεύθυνου μέλους, της έδρας, του τόπου επαγγελματικής τους εγκατάστασης προκειμένου περί φυσικών προσώπων, του τόπου της νέας κατοικίας ή διαμονής τους ...11. α. Πράξη Επιβολής Εισφορών (Π.Ε.Ε.) συντάσσεται: αα. ... αβ. Σε βάρος των εργοδοτών οι οποίοι παραβαίνουν τις υποχρεώσις που ορίζονται στην παράγραφο 9 του παρόντος άρθρου, με συνέπεια να δυσχεραίνεται η εξακρίβωση των προσώπων που υπάγονται στην ασφάλιση, καθώς και οι εισφορές που πρέπει να καταβληθούν. Στην περίπτωση αυτή, η πράξη επιβολής εισφορών συντάσσεται κατά την κρίση των αρμόδιων οργάνων του Ι.Κ.Α. ... ». Εξάλλου, κατ’ εξουσιοδότηση της ανωτέρω διάταξης της περ. στ'της παρ. 9 του άρθρου 26 του α.ν. 1846/1951, όπως αυτή αντικαταστάθηκε και ισχύει, εκδόθηκε η Φ.11321/5924/270/12.5.2004 απόφαση του Υπουργού Εργασίας & Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Φ.Ε.Κ. ΈΓ 772/25.5.2004), με την παράγραφο 2 της οποίας αντικαταστάθηκε η παράγραφος 4 της Φ.21/500/26.3.1998 απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Φ.Ε.Κ. Β' 313), ως εξής: «Το ύψος του προστίμου για τις παραβάσεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις αα έως και δδ της περίπτωσης στ της παραγράφου 9 του άρθρου 26 του α.ν. 1846/1951 (Φ.Ε.Κ. Α' 179), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του ν. 3232/2004 (Φ.Ε.Κ. Α' 48), ορίζεται για κάθε έναν μισθωτό στο ποσό των 500 ευρώ. Το πρόστιμο επιβάλλεται με πράξη, από τα αρμόδια όργανα του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, που επιδίδεται, βεβαιώνεται και επιλύεται σε7;.’'περίπτωση αμφισβήτησης κατά τις διατάξεις του Κανονισμού ; Ασφάλισης του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται από 12.2.2004».

3. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 23 έως 26 του Κανονισμού Ασφάλισης του Ι.Κ.Α. (ΑΥΕ 55575/1965, Φ.Ε.Κ. Β' 816), εάν μεν ο εργοδότης τηρεί προσηκόντως τα στοιχεία που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές και εν γένει εκπληρώνει όλες τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από αυτές για την ασφάλιση του προσωπικού που απασχολεί, τα ελεγκτικά όργανα του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. φέρουν πλήρως το βάρος της απόδειξης ότι τα ασφαλιστικά δεδομένα που προκύπτουν από τα τηρούμενα από τον εργοδότη στοιχεία είναι εικονικά. Αντιθέτως, εάν ο εργοδότης δεν τηρεί τις υποχρεώσεις αυτές, τα αρμόδια όργανα του Ι.Κ.Α. μπορούν, προκειμένου να αποδειχθούν ο αριθμός των προσώπων που υπάγονται στην ασφάλιση, το είδος και ο χρόνος της απασχόλησης και το ύψος των αποδοχών, να προσδιορίσουν τις καταβλητέες εισφορές βάσει των κατά την κρίση τους στοιχείων που προκύπτουν από την ασφαλιστική σχέση. Σε περίπτωση, πάντως, προσβολής με προσφυγή πράξης επιβολής ασφαλιστικών εισφορών, οι οποίες έχουν προσδιορισθεί με βάση την ευχέρεια που παρέχουν οι διατάξεις αυτές στα όργανα του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ., ή πράξης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής, με την οποία έχει ακυρωθεί κατόπιν ενστάσεως του εργοδότη, τέτοια πράξη επιβολής εισφορών, τα διοικητικά δικαστήρια υποχρεούνται να αποφανθούν με δική τους κρίση για την νομιμότητα της κρίσης των οργάνων του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. εν όψει των ισχυρισμών που προβάλλονται με την προσφυγή και των στοιχείων που προσκομίζονται προς απόδειξή τους. (βλ. ΣτΕ 3896,3795/2014,152 - 154, 1209, 2558/2013, 2259/2012 7μ., 242, 319/201 1, 1893/2010, 4221/1987, 4146/1986).

4. Επειδή, περαιτέρω, ο ν. 2972/2001 (Φ.Ε.Κ. Α' 291) ορίζει στο άρθρο 1, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, ότι: «1. Κάθε εργοδότης, που απασχολεί πρόσωπα που υπάγονται στην ασφάλιση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.) ή στην ασφάλιση των φορέων ή των κλάδων και λογαριασμών των οργανισμών κοινωνικής πολιτικής τις εισφορές των οποίων εισπράττει ή συνεισπράττει το Ι.Κ.Α., υποχρεούται να υποβάλλει και να διαφυλάσσει Αναλυτική Περιοδική Δήλωση, η οποία στο εξής θα αποκαλείται Α.Π.Δ. 2. Με Κανονισμό που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 16 του α. ν. 1846/1951 (Φ.Ε.Κ. Α' 179), ορίζονται ο τύπος, η μορφή, τα στοιχεία και το περιεχόμενο, ο χρόνος και η προθεσμία υποβολής, ορθής υποβολής και επανυποβολής της Α.Π.Δ. ...», στο άρθρο 3 ότι: «1. Η Α.Π.Δ. περιλαμβάνει στοιχεία αποκλειστικώς της χρονικής περιόδου στην οποία αναφέρεται (μήνας ή τρίμηνο). (...) 2...3. Οι Α.Π.Δ. υποβάλλονται μέσα στον επόμενο μήνα από τη λήξη του μηνός ή του τριμήνου στο οποίο αναφέρονται. Με τον Κανονισμό της παραγράφου 2 του άρθρου 1 καθορίζεται το εντός του μήνα ακριβές χρονικό διάστημα υποβολής των Α.Π.Δ., ανάλογα με τον αριθμό μητρώου του εργοδότη. ...» και στο άρθρο 7, όπως η παρ. 1 αυτού αντικαταστάθηκε από το άρθρο 9 παρ. 4 του ν. 3232/2004 (Φ.Ε.Κ. Α' 48), ότι: «1. Στους εργοδότες που: α) δεν απογράφονται ... ή δεν υποβάλλουν Α.Π.Δ., επιβάλλεται πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών που ανέρχεται σε ποσοστό 45% των εισφορών που αντιστοιχούν στην Α.Π.Δ. ή στις Α.Π.Δ. που είχαν υποχρέωση να υποβάλλουν. ...».

5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με τη με αριθμό πρωτ. 7973/4.9.2006 δήλωση απασχόλησης - καταγγελία προς το διάδικο Ίδρυμα, ο Γ. Σ. δήλωσε ότι απασχολήθηκε στην επιχείρηση (υπηρεσίες τροφοδοσίας συνεστιάσεων και εκδηλώσεων- catering, λιανικό εμπόριο ειδών ζαχαροπλαστικής με βάση τη ζάχαρη) του προσφεύγοντος στη Θεσσαλονίκη (οδός Πραξαγόρα, αρ. 31, Τούμπα) κατά το χρονικό διάστημα από 21.11.2005 έως 4.9.2006 για 284 ημέρες εργασίας, καθώς εργαζόταν όλες τις ημέρες του μήνα και Κυριακές, με την ειδικότητα του λαντζέρη, χωρίς να ασφαλισθεί. Επί του σώματος του εντύπου της εν λόγω δήλωσης απασχόλησης - καταγγελίας δεν αναγράφονταν προταθέντες εκ μέρους του καταγγείλαντος, προς υποστήριξη ή επιβεβαίωση των καταγγελθέντων,  μάρτυρες. Για την διακρίβωση της βασιμότητας της καταγγελίας διενεργήθηκε στις 6.9.2006 και περί ώρα 12:05 έως 13:40 από αρμόδια , όργανα της Ειδικής Υπηρεσίας Ελέγχου Ασφάλισης (Ε.ΥΠ.Ε.Α.) του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. Κεντρικής Μακεδονίας επιτόπιος έλεγχος στην επιχείρηση του προσφεύγοντος, κατά τη διάρκεια του οποίου συντάχθηκε σχετική έκθεση επιτοπίου ελέγχου, στην οποία αναφερόταν ότι ο καταγγέλλων βρέθηκε εντός του μαγαζιού στο χώρο της «λάντζας», ότι είχε προσληφθεί στις 21.11.2005 με καθαρές αποδοχές 2 ευρώ την ώρα για 8ωρη εργασία επί επτά ημέρες την εβδομάδα, ότι δεν βρέθηκε στο χώρο το Ε.Β.Ν.Π., ότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ο Α.Μ.Ε. του καταγγέλλοντος και ότι έπρεπε να συνταχθεί Π.Ε.Π.Α.Ε. από το αρμόδιο Υποκατάστημα του καθού Ιδρύματος. Ακολούθως, στις 7.9.2006 συντάχθηκε η σχετική έκθεση έρευνας των εν λόγω οργάνων, το περιεχόμενο της οποίας έχει (επί λέξει) ως ακολούθως: «Κατά τον επιτόπιο έλεγχο που έγινε στην επιχείρηση του κ. Ζ. Π. στη δ/νση Πραξαγόρα 31 στην περιοχή Α. Τούμπα Θεσ/νίκης στις 6.9.2006 και κατά την ώρα 12:05 - 13:40 διαπιστώθηκαν τα εξής: Κατά την ώρα 12:00 βρεθήκαμε έξω από την επιχείρηση του προαναφερόμενου ιδιοκτήτη, όπου βρισκόταν ο καταγγέλλων μαζί με δύο υπαλλήλους από την αγορανομία. Ο καταγγέλλων ... μας ενημέρωσε ότι ο ιδιοκτήτης ανοίγει το μαγαζί περίπου στις 12:05. Στις 12:15 περίπου ήρθε ο ιδιοκτήτης και άνοιξε την επιχείρηση, όπου μέσα στο χώρο μπήκαν αμέσως οι υπάλληλοι της αγορανομίας μαζί με τον καταγγέλλοντα. Όταν εισήλθαμε στην επιχείρηση βρήκαμε τον καταγγέλλοντα στην λάντζα χωρίς να κάνει κάποια εργασία. Όταν τον ρωτήσαμε για το αν εργάζεται μας πληροφόρησε ότι εργάζεται από τις 21.1 1.2005 κάθε μέρα από οκτώ (8) ώρες χωρίς ρεπό. Ο ιδιοκτήτης ισχυρίσθηκε ότι σήμερα ξεκίνησε τη δουλειά. Επειδή στο χώρο δεν βρέθηκε το Ε.Β.Ν.Π. και από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ο Α.Μ.Ε. Συντάξαμε την υπ. αριθ. 236586 έκθεση επιτοπίου ελέγχου στην οποία ενημερώνουμε το αρμόδιο υποκατάστημα του Ι.Κ.Α. Τούμπας να επιβάλει Π.Ε.Π.Α.Ε.». Στη συνέχεια, κληθείς ο προσφεύγων από το Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Τούμπας να προσκομίσει στοιχεία για την απασχόληση του καταγγέλλοντος (σχετ. η από 6.10.2006 πρόσκληση), υπέβαλε το με αριθμό πρωτ. 9790/23.10.2006 υπόμνημα με το οποίο ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι ο καταγγέλλων ουδέποτε εργάσθηκε στην επιχείρησή του, καθώς η επιχείρησή του ήταν οικογενειακή, είχε μικρό κύκλο εργασιών και δεν απασχολούσε υπαλλήλους, ότι ήταν γνωστοί με τον καταγγέλλοντα, ο οποίος βρισκόταν συχνά στο χώρο της επιχείρησης για να κάνουν παρέα και, ενίοτε, ζητούσε να εργασθεί σ’ αυτή, χωρίς όμως ανταπόκριση από τη μεριά του, ότι κάποιες φορές ο καταγγέλλων αυτοβούλως και χωρίς αμοιβή μετέφερε παραγγελίες για λογαριασμό της επιχείρησης προσφέροντας φιλική εξυπηρέτηση, ότι ο καταγγέλλων την ημέρα του ελέγχου μετέβη στην επιχείρηση του προσφεύγοντος μετά από πρόσκληση του τελευταίου, ο οποίος πίστευε ότι θα μπορούσε να του εξασφαλίσει «μεροκάματο», ενώ τέλος αποδίδει την καταγγελία σε μεθόδευση του καταγγέλλοντος με τη βοήθεια των αρμοδίων οργάνων του καθού Ιδρύματος, προκειμένου να αποκομίσει ασφαλιστικό κέρδος και τα δήθεν δεδουλευμένα του. Ακολούθως, στις 20.12.2006 διενεργήθηκε εκ νέου επιτόπιος έλεγχος στην επιχείρηση του προσφεύγοντος από αρμόδιους ελεγκτές του καθού Ιδρύματος (σχετ. η από 21.12.2006 έκθεση ελέγχου) κατά τον οποίο διαπιστώθηκε ότι στην εξωτερική πόρτα υπήρχε ξεκλείδωτο λουκέτο, αλλά η πόρτα ήταν κλειδωμένη, ότι το αυτοκίνητο (ημιφορτηγό) της επιχείρησης βρισκόταν παρκαρισμένο ακριβώς έξω από αυτήν και ότι γείτονες, οι οποίοι αρνήθηκαν να δηλώσουν τα στοιχεία τους, υποστήριξαν ότι ο προσφεύγων μάλλον ήταν μέσα στο εργαστήριο και δεν άνοιγε. Κατόπιν τούτων, οι αρμόδιοι ελεγκτές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η επιχείρηση του προσφεύγοντος ήταν ανοικτή κατά την ώρα που επιχείρησαν να εισέλθουν σε αυτή για επιτόπιο έλεγχο και ότι εκείνος επέμενε να κρατά κλειδωμένη την πόρτα, προσποιούμενος ότι λείπει από την επιχείρησή του, προκειμένου να παρεμποδίσει τον έλεγχο. Με βάση τις συνολικές διαπιστώσεις του ελέγχου κατόπιν της προεκτεθείσας δήλωσης απασχόλησης - καταγγελίας εκδόθηκαν σε βάρος του προσφεύγοντος: α) η με αριθμό 537/22.12.2006 Π.Ε.Ε., ποσού 4.471,44 ευρώ, για την ασφαλιστική τακτοποίηση του Γ. Σ. για συνολικά 284 ημέρες εργασίας πλέον Δώρου Χριστουγέννων 2005 και 2006, Επιδόματος Άδειας 2006 και Δώρου Πάσχα 2006, από 21.11.2005 έως 4.9.2006, β) η με αριθμό 659/22.12.2006 Π.Ε.Π.Ε.Ε., λόγω μη υποβολής αναλυτικής περιοδικής δήλωσης όσον αφορά τον καταγγέλλοντα φερόμενο ως απασχοληθέντα από τον προσφεύγοντα κατά την ανωτέρω (επίδικη) χρονική περίοδο, ποσού 2.012,08 ευρώ και γ) η με αριθμό 75/22.12.2006 Π.Ε.Π.Α.Ε., ποσού 500,00 ευρώ, λόγω μη καταχώρησης του καταγγέλλοντος στο Ε.Β.Κ.Ν.Π. Κατά των πράξεων αυτών ο προσφεύγων άσκησε τη με αριθμό πρωτ. 2234/28.2.2007 ένσταση ενώπιον της Τ.Δ.Ε. του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. Τούμπας. Κατά τη συζήτηση ενώπιον της Τ.Δ.Ε. ο προσφεύγων κατέθεσε το από 9.7.2007 υπόμνημα, με το οποίο επανέλαβε τους ισχυρισμούς του ανωτέρω με αριθμό πρωτ. 9790/23.10.2006 υπομνήματος του, προσθέτοντας ότι η λειτουργία της επιχείρησής του απέφερε σε αυτόν λιγοστά κέρδη και συγκεκριμένα ποσό 2.311,66 ευρώ για το οικονομικό έτος 2006 και ποσό 3.483,97 ευρώ για το οικονομικό έτος 2007, γεγονός το οποίο αφενός μεν απέκλειε την πρόσληψη υπαλλήλου, καθώς δεν του ήταν απαραίτητη ούτε μπορούσε να την αντέξει οικονομικά, αφετέρου δε τον υποχρέωνε να συμπληρώνει το εισόδημά του εργαζόμενος και ο ίδιος ως μισθωτός σε άλλη επιχείρηση, ενώ από 18.6.2007 αναγκάσθηκε να διακόψει τη λειτουργία της. Περαιτέρω, ισχυρίσθηκε ότι για να βοηθήσει οικονομικά τον καταγγέλλοντα μεσολάβησε ώστε να παίξει μουσικό όργανο στο γλέντι που ακολούθησε την βάπτιση του ανιψιού του, Θ., δεδομένου ότι εκείνος ασκούσε περιστασιακά το επάγγελμα του «οργανοπαίκτη». Προς απόδειξη των ισχυρισμών του προσκόμισε ενώπιον της Τ.Δ.Ε., μεταξύ άλλων και τα εξής έγγραφα: α) τα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων με βάση την αρχική δήλωση του προσφεύγοντος οικονομικών ετών 2006 και 2007, από τα οποία προκύπτει ότι ο προσφεύγων δήλωσε κατά το οικονομικό έτος 2006 ακαθάριστα έσοδα από τη λειτουργία της ατομικής του επιχείρησης ύψους 14.800,30 ευρώ και καθαρά κέρδη από εμπορικές επιχειρήσεις ύψους 2.311,66 ευρώ και κατά το οικονομικό έτος 2007 ακαθάριστα έσοδα από τη λειτουργία της ατομικής του επιχείρησης ύψους 6.644,00 ευρώ και καθαρά κέρδη από εμπορικές  επιχειρήσεις ύψους 3.483,97 ευρώ, καθώς και εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες ύψους 1.605,02 ευρώ, β) την από 18.6.2007 βεβαίωση διακοπής εργασιών φυσικού προσώπου επιτηδευματία του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Τούμπας, στην οποία βεβαιώνεται ότι ο προσφεύγων διέκοψε στις 8.6.2007 τη λειτουργία της επιχείρησής του και γ) φωτογραφίες, στις οποίες, κατά τον προσφεύγοντα, εμφανίζεται να παίζει μουσικό όργανο ο καταγγέλλων στη δεξίωση βάπτισης του ανιψιού του. Επίσης, κατά τη συζήτηση ενώπιον της Τ.Δ.Ε. παρέστη ο καταγγέλλων, ο οποίος υποστήριξε όσα είχε δηλώσει με την ανωτέρω δήλωσε απασχόλησης - καταγγελία, προσθέτοντας ότι κάθε φορά που ζητούσε από τον προσφεύγοντα να τον ασφαλίσει εκείνος τον απειλούσε, καθώς και η σύζυγός του, Π. Κ., η οποία επιβεβαίωσε τους ισχυρισμούς του καταγγέλλοντος, προσθέτοντας ότι η επιχείρηση εξακολουθούσε να λειτουργεί κανονικά και μετά τις 8.6.2007. Εξάλλου, παρέστησαν και οι μάρτυρες του προσφεύγοντος: α) Μ. Π., η οποία δήλωσε ότι ο προσφεύγων ήταν κουνιάδος της, είχε ένα μαγαζί - ζαχαροπλαστείο και εργαζόταν μόνος του, καθώς και ότι τον καταγγέλλοντα τον έβλεπε στο μαγαζί συνήθως για καφέ, καθώς εκείνος εργαζόταν ως «οργανοπαίκτης» και β) Κ. Κ., ο οποίος δήλωσε ότι γνώριζε τον προσφεύγοντα αρκετά χρόνια από το προηγούμενο μαγαζί του, καθώς και ότι δεν είχε συναντήσει ποτέ τον καταγγέλλοντα. Η Τ.Δ.Ε. του Τοπικού Υποκαταστήματος του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. Τούμπας με τη με αριθμό 284/Συν. 37/9.7.2007 απόφασή της (προσβαλλόμενη), αφού έλαβε υπόψη της όλα τα ανωτέρω στοιχεία, καθώς και ότι μεταξύ των στοιχείων του φακέλου περιλαμβανόταν το με αριθμό πρωτ. 1019/6/55α77.9.2006 ακριβές απόσπασμα από το Βιβλίο Αδικημάτων και Συμβάντων του Αστυνομικού Τμήματος Τούμπας - Τριανδρίας Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με το οποίο ο καταγγέλλων παραπονέθηκε ότι ο προσφεύγων στις 2.2.2006 και περί ώρα 07:30, ύστερα από διαπληκτισμό που προήλθε από την άρνηση του καταγγέλλοντος, υπαλλήλου στην επιχείρηση του προσφεύγοντος, να χρησιμοποιήσει μπογιά με φαρμάκι για την απομάκρυνση μικροοργανισμών, τον γρονθοκόπησε και τον έκλεισε σε δωμάτιο της επιχείρησής του όπου παρέμεινε για 5 ώρες, ώσπου να τον απελευθερώσει μετά από εκκλήσεις για βοήθεια από τον παθόντα, ενώ ο προσφεύγων κληθείς από το αρμόδιο αστυνομικό όργανο ισχυρίσθηκε ότι τα καταγγελλόμενη ήταν ψευδή, απέρριψε την ένσταση κρίνοντας ότι ο καταγγέλλων εργάσθηκε στην επιχείρηση του προσφεύγοντος κατά το χρονικό διάστημα από 21.11.2005 έως 4.9.2006 για 284 ημέρες .χωρίς να ασφαλισθεί.

6. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, όπως αναπτύσσεται με το νομίμως κατατεθέν στις 17.3.2016 υπόμνημά του, ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση της παραπάνω απόφασης της Τ.Δ.Ε., αναφερόμενος κατ’ ουσίαν στο περιεχόμενο των ανωτέρω υπομνημάτων, καθώς και της ένστασής του. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ουδέποτε απασχόλησε τον καταγγέλλοντα, καθώς η επιχείρησή του ήταν οικογενειακή, είχε μικρό κύκλο εργασιών και δεν απασχολούσε υπαλλήλους, ενώ χρέη «λαντζιέρας» εκτελούσαν εναλλάξ η σύζυγός του και η νύφη του και συνεπώς παρανόμως καταλογίσθηκαν σε βάρος του εισφορές, πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών και πρόστιμο του άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 2556/1997. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε αποκλειστικά στη δήλωση απασχόλησης - καταγγελία και στην κατάθεση της συζύγου του καταγγέλλοντος, ότι ήταν γνωστοί με τον καταγγέλλοντα, ο οποίος βρισκόταν συχνά στο χώρο της επιχείρησης για να κάνουν παρέα και, ενίοτε, ζητούσε να εργασθεί σ’ αυτή, χωρίς όμως ανταπόκριση από τη μεριά του, καθώς θεωρούσε ότι ο καταγγέλλων ασκούσε το επάγγελμα του «οργανοπαίκτη», γι’ αυτό, δε, μεσολάβησε για να παίξει μουσικό όργανο στη βάπτιση του ανιψιού του κατά τα προαναφερόμενα. Τέλος, ισχυρίζεται ότι κάποιες φορές ο καταγγέλλων αυτοβούλως και χωρίς αμοιβή μετέφερε παραγγελίες για λογαριασμό της επιχείρησης προσφέροντας φιλική εξυπηρέτηση, ότι ο καταγγέλλων την ημέρα του ελέγχου δεν μετέβη στην επιχείρηση του προσφεύγοντος προκειμένου να εργασθεί, αλλά μετά από πρόσκληση του τελευταίου, ο οποίος πίστευε ότι θα μπορούσε να του εξασφαλίσει εργασία για το μέλλον, ότι μέχρι τώρα ο καταγγέλλων δεν έχει καταθέσει αγωγή για να διεκδικήσει τα δήθεν δεδουλευμένα του στην επιχείρησή του, ενώ τέλος αποδίδει την καταγγελία σε μεθόδευση του καταγγέλοντος με τη βοήθεια των αρμοδίων οργάνων του καθού Ιδρύματος, προκειμένου να αποκομίσει ασφαλιστικό κέρδος. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του προσκομίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής έγγραφα: α) το με αριθμό πρωτ. 6749/25.2.2016 πιστοποιητικό της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, Αναστασίας Σακαβάρα, σύμφωνα με το οποίο, όπως προκύπτει από το αρχείο ηλεκτρονικών υπολογιστών που τηρείται στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, ο καταγγέλλων δεν έχει καταθέσει αγωγή κατά του προσφεύγοντος κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2006 έως 24.2.2016 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Διαδικασία Εργατικών Διαφορών), β) το με αριθμό πρωτ. 521/25.2.2016 πιστοποιητικό του Προϊσταμένου του Τμήματος Μηχανοργάνωσης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με το οποίο, όπως προκύπτει από το ηλεκτρονικό σύστημα τήρησης αρχείου του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, ο καταγγέλλων δεν έχει καταθέσει αγωγή κατά του προσφεύγοντος κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2006 έως 24.2.2016 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης και γ) τις με αριθμό 301 και 302/11.3.2016 ένορκες βεβαιώσεις, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, Αναστασίας Μαντζάρα, των μαρτύρων, Ε. Γ. του Γ., ιδιωτικής υπαλλήλου κατά δήλωσή της, κατοίκου Πυλαίας Θεσσαλονίκης (οδός Χαλκιδικής, αρ. 51) και Χ. Γ. του Μ., ελεύθερης επαγγελματία, κατά δήλωσή της, κατοίκου Ευκαρπίας Θεσσαλονίκης (οδός Πλάτωνος, αρ. 22), αντίστοιχα, οι οποίες έχουν ληφθεί σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 185 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (σχετ. η με αριθμό 5609-Β 729.2.2016 έκθεση επίδοσης προς το καθού Ίδρυμα της από 29.2.2016 κλήσης προς εξέταση των ανωτέρω μαρτύρων του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, Σταύρου Καραγεώργη), στις οποίες κατέθεσαν η μεν πρώτη μάρτυρας ότι: «Γνωρίζω τον κ. Ζ. πριν από το 2006 ... γιατί τότε έμενα στην Τούμπα και επισκεπτόμουν αρκετές φορές το εργαστήριο (είδη ζαχαροπλαστείου - catering) που αυτός διατηρούσε στην οδό Πραξαγόρα, επειδή διέθετε και πρατήριο λιανικής και αγόραζα σιροπιαστά. Επιπλέον, επειδή είχα 2 μικρά παιδιά ... ενδιαφέρθηκα αρκετές φορές και για το catering, ... για τα παιδικά πάρτυ γενεθλίων / των παιδιών μου. Η επιχείρηση ήταν οικογενειακή, μικρή, πάντα όταν πήγαινα με εξυπηρετούσαν είτε ο ίδιος ο Ζ. είτε η σύζυγός του και η νύφη του, οι οποίες συνήθως εργάζονταν στο πίσω μέρος του εργαστηρίου και έρχονταν στον εμπρόσθιο χώρο για να εξυπηρετήσουν. Επειδή ο χώρος ήταν ενιαίος, με ένα χώρισμα για το εργαστήριο, πολλές φορές πλησίαζα στο διαχωριστικό ... και ποτέ μου δεν είδα στο χώρο αυτόν τον προπαρασκευαστικό και των σκευών - μηχανημάτων να εργάζεται άλλος άνθρωπος, είτε στην προετοιμασία των προϊόντων είτε στο καθάρισμα, το πλύσιμο κλπ. Ούτε φυσικά με εξυπηρέτησε άλλος ποτέ στο σέρβις ή στη συσκευασία όσων αγόραζα. Τον κύριο που έκανε την καταγγελία δεν τον είχα δει ποτέ μέσα στο χώρο να εργάζεται. Το θυμάμαι, γιατί, όταν κάποια στιγμή τον Σεπτέμβριο του 2006 είδα τον κ. Ζ. αναστατωμένο, σε μια επίσκεψή μου στο πρατήριο, τον ρώτησα τι συνέβη και μου απάντησε ότι κάποιος έκανε μια αναληθή καταγγελία και μου θύμισε ότι αυτός ήταν ένας κύριος που κάποιες φορές τον είχα δει να πίνει καφέ έξω από το πρατήριο, σαν φίλος ή σαν επισκέπτης, σε ένα τραπεζάκι που είχε τοποθετήσει για δική της χρήση η οικογένεια. ...». Η δε δεύτερη μάρτυρας κατέθεσε ότι: «Το 2006 ήμουν έγκυος στο 1ο παιδί μου και δεν εργαζόμουν. ... Λόγω άπλετου χρόνου, καθόλο το 2006 πήγαινα αρκετές φορές στην Τούμπα, επειδή μένουν συγγενείς μου στην περιοχή ... και επειδή γνώριζα και τη νύφη του κ. Ζ. ... που έμενε και αυτή στην Ευκαρπία. Έτσι, επισκεπτόμουν συχνά το ... εργαστήριο - πρατήριό του (όπου) δεν εργαζόταν κανείς άλλος, ακόμη και μερικώς ή με άλλο τρόπο, καθώς ήταν οικογενειακή επιχείρηση, οι άνθρωποι τα κατάφερναν δύσκολα, δεν είχαν ανάγκη αλλά και δυνατότητα να απασχολήσουν προσωπικό. Εξυπηρετούσε ο ίδιος ο κ. Ζ. και η σύζυγός του ... αλλά και ... η νύφη του, οι οποίες έκαναν και την καθαριότητα και άλλες προπαρασκευαστικές εργασίες στον πίσω χώρο που ήταν προορισμένος γι’ αυτά. ... Θυμάμαι ότι ένας από αυτούς (πελάτες) ήταν και ο καταγγέλλων, που μου τον είχαν συστήσει ως οργανοπαίκτη. Το θυμάμαι γιατί ο κ. Ζ., κάποια στιγμή, μου είχε προτείνει, αν ήθελα να κάνω γλέντι στη βάπτιση του παιδιού μου, που περίμενα να  γεννηθεί, να τον προτιμήσω. Ο καταγγέλλων δεν βρισκόταν πάντα εκεί, όταν πήγαινα, κάποιες φορές μόνον ήταν και έπινε καφέ ή συζητούσε. Ποτέ δεν αναφέρθηκε ότι ήταν εργαζόμενός τους ή ότι απασχολείτο γι αυτούς. Αργότερα έμαθα ότι ο άνθρωπος αυτός ισχυρίστηκε στο ΙΚΑ πως ήταν λαντζέρης. Όμως, γνωρίζω εξ ιδίας γνώσης ότι η επιχείρηση δεν είχε ανάγκη για τέτοια εργασία, κάποια σκεύη και ταψιά τα έπλεναν η σύζυγος και η νύφη του κ. Ζ., αλλά και ο ίδιος. Άλλα σερβίτσια, πιάτα ή ποτήρια δεν χρησιμοποιούσαν, αφού η οικογένεια δεν λειτουργούσε καφέ ή ζαχαροπλαστείο, για να πρέπει να σερβίρουν εκεί.».

7. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και ενόψει των διατάξεων που προπαρατέθηκαν, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν, το Δικαστήριο λαμβάνοντας, ειδικότερα, υπόψη ότι: α) στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. υπάγονται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως τα πρόσωπα που εντός των ορίων της χώρας παρέχουν εξαρτημένη αμειβόμενη εργασία κατά κύριο επάγγελμα, έτσι ώστε αυτή μόνο η ύπαρξη της εργασιακής σχέσης να αποτελεί προϋπόθεση για την ευθύνη του εργοδότη προς καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών και την τήρηση των λοιπών υποχρεώσεων, όπως ορίζονται εκτενώς στο νόμο, β) τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα πρέπει να ενεργούν με πλήρη γνώση περί της ύπαρξης σχέσης εξαρτημένης εργασίας, αποδεικνυομένης με κάθε πρόσφορο τρόπο, να αιτιολογούν δε με τρόπο πλήρη και σαφή την σχετική κρίση τους, γ) ο καταγγέλλων Γ. Σ. δεν προσκόμισε ενώπιον των αρμοδίων ασφαλιστικών οργάνων κανένα έγγραφο στοιχείο (αποδείξεις πληρωμής αποδοχών, στοιχεία της επιχείρησης κ.ά.) από το οποίο να προκύπτει η απασχόλησή του στην επιχείρηση του προσφεύγοντος, ούτε τούτο βεβαιώθηκε από πρόσωπο που εργαζόταν στην εν λόγω επιχείρηση, δ) η μαρτυρική κατάθεση της Π. Κ. ενώπιον της Τ.Δ.Ε., με το περιεχόμενο που εκτέθηκε ανωτέρω, δεν αρκεί προς απόδειξη της εργασίας του καταγγέλλοντος στην εν λόγω επιχείρηση, δεδομένου ότι η προαναφερόμενη ήταν σύζυγος αυτού, ε) το καθού Ίδρυμα δεν προσκόμισε εκθέσεις επιτοπίου ελέγχου, από την οποία να προκύπτει ότι ο καταγγέλλων βρέθηκε να απασχολείται στην επιχείρηση του προσφεύγοντος το ένδικο χρονικό διάστημα ή έστω για κάποιο χρονικό διάστημα, δεδομένου ότι: ϊ) κατά τον επιτόπιο έλεγχο πού πραγματοποιήθηκε στις 6.9.2006 τα αρμόδια όργανα του καθού Ιδρύματος, τα οποία εισήλθαν στην επιχείρηση του προσφεύγοντος λίγο μετά την είσοδο του καταγγέλλοντος με τη συνοδεία αστυνομικών οργάνων, διαπίστωσαν ότι αυτός βρισκόταν στο χώρο της «λάντζας» χωρίς να εργάζεται και ιι) κατά τον επιτόπιο έλεγχο που πραγματοποιήθηκε στις 20.12.2006 τα αρμόδια όργανα του καθού Ιδρύματος κατέληξαν στο αυθαίρετο συμπέρασμα ότι η επιχείρηση του προσφεύγοντος ήταν ανοικτή κατά την ώρα που επιχείρησαν να εισέλθουν σε αυτή για επιτόπιο έλεγχο και ότι εκείνος επέμενε να κρατά κλειδωμένη την πόρτα, προσποιούμενος ότι λείπει από την επιχείρησή του, προκειμένου να παρεμποδίσει τον έλεγχο, στηριζόμενοι στα γεγονότα ότι στην εξωτερική πόρτα υπήρχε ξεκλείδωτο λουκέτο, αλλά η πόρτα ήταν κλειδωμένη, ότι το αυτοκίνητο (ημιφορτηγό) της επιχείρησης βρισκόταν παρκαρισμένο ακριβώς έξω από αυτήν και ότι γείτονες, οι οποίοι αρνήθηκαν να δηλώσουν τα στοιχεία τους, υποστήριξαν ότι ο προσφεύγων μάλλον ήταν μέσα στο εργαστήριο και δεν άνοιγε, καθώς ο προσφεύγων θα μπορούσε να λείπει το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα από την επιχείρησή του για οποιοδήποτε λόγο, όπως για παράδειγμα προκειμένου να παραδώσει κάποια παραγγελία σε κοντινή απόσταση, για την οποία δεν ήταν απαραίτητη η χρήση μεταφορικού μέσου, ενώ οι ελεγκτές δεν προκύπτει ότι αξιοποίησαν μαρτυρίες γειτόνων προκριμένου να εξακριβώσουν την απασχόληση του καταγγέλλοντος και στ) με την κατάθεσή του ενώπιον της ως άνω Τ.Δ.Ε., ο Κ. Κ. ς, αλλά και με τις με αριθμό 301 και 302/11.3.2016 ένορκες βεβαιώσεις, οι Ε. Γ. και Χ. Γ., οι οποίες (βεβαιώσεις) λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο, δεδομένου ότι έχουν ληφθεί σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 185 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος περί μη απασχόλησης του καταγγέλλοντος στην επιχείρησή του, κρίνει ότι το Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. δεν απέδειξε, αν και έφερε το σχετικό βάρος, ότι ο καταγγέλλων παρείχε εξαρτημένη εργασία στην επιχείρηση του προσφεύγοντος κατά το χρονικό διάστημα από 25.11.2005 έως 4.9.2006. Κατά συνέπεια, μη νομίμως επιβλήθηκαν σε βάρος του οι ^α,νωτέρω εισφορές για την ασφάλισή του, καθώς και πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών και πρόστιμο για μη καταχώρισή του στο Ε.Β.Κ.Ν.Π., η δε προσβαλλόμενη με αριθμό 284/Συν. 37/9.7.2007 απόφαση της Τ.Δ.Ε. του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α- - Ε.Τ.Α.Μ. Τούμπας, με την οποία κρίθηκαν τα αντίθετα, είναι μη νόμιμη και πρέπει να ακυρωθεί.

8. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή και ν’ ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση της Τ.Δ.Ε. του Τοπικού Υποκαταστήματος του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. Τούμπας και συνακόλουθα η με αριθμό 537/22.12.2006 Π.Ε.Ε., η με αριθμό 659/22.12.2006 Π.Ε.Π.Ε.Ε. και η με αριθμό 75/22.12.2006 Π.Ε.Π.Α.Ε., του ως άνω Υποκαταστήματος. Περαιτέρω, το παράβολο που καταβλήθηκε πρέπει να αποδοθεί στον προσφεύγοντα (άρθρο 277 Κ.Δ.Δ.), ενώ κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων της δίκης, πρέπει να απαλλαγεί το καθού η προσφυγή Ίδρυμα από τα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. ε'του Κ.Δ.Δ.).

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δέχεται την προσφυγή.

Ακυρώνει τη με αριθμό 284/Συν. 37/9.7.2007 απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. Τούμπας και συνακόλουθα τη με αριθμό 537/22.12.2006 Πράξη Επιβολής Εισφορών, τη με αριθμό 659/22.12.2006 Πράξη Επιβολής Πρόσθετης Επιβάρυνσης Εισφορών και τη με αριθμό 75/22.12.2006 Πράξη Επιβολής Προστίμου Ακαταχώριστων Εργαζομένων του ως άνω Υποκαταστήματος.

Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στον προσφεύγοντα.

Απαλλάσσει το καθού η προσφυγή Ίδρυμα από τα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος. 

Η απόφαση δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 27.12.2016.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΠΟΦ 1025/2017 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ - Αναστολή κατά προστίμου αδήλωτης εργασίας σε εκπρόθεσμη προσφυγή - Δεκτή η αναστολή κατά προστίμου αδήλωτου εργαζομένου επί εκπρόθεσμης προσφυγής λόγω ανωτέρας βίας.

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Αναστολή κατά προστίμου αδήλωτης εργασίας σε εκπρόθεσμη προσφυγή
Έτος: 2017
Νούμερο: 1025
Δεκτή η αναστολή κατά προστίμου αδήλωτου εργαζομένου επί εκπρόθεσμης προσφυγής λόγω ανωτέρας βίας.


Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΤΟΥ 1ου ΤΜΗΜΑΤΟΣ (Β ΣΥΝΘΕΣΗ) ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΙΩΑΝΝΑ ΠΛΙΤΣΗ

συνήλθε στις 5 Μαϊου 2017, με γραμματέα την Κωνσταντίνα Σπύρου, δικαστική υπαλληλο,

για να κρίνει την αίτηση αναστολής με χρονολογία κατάθεσης 15.3.2017,

της Χ. Ν., του Η., κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής (οδός Δημ. Ράλλη, αρ. 4),

κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (ΕΦΚΑ), το οποίο εκπροσωπείται εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Ειδικής Υπηρεσίας Ελέγχου Ασφάλισης (ΕΥΠΕΑ) Αττικής, που εδρεύει στην Αθήνα ( οδός Μενάνδρου 41 - 43, Αθήνα).

Κατά την εξέταση της αίτησης το Δικαστήριο άκουσε την Αναστασία Μήλιου, πληρεξούσια της αιτούσας, η οποία ανέπτυξε τους προβαλλόμενους με το δικόγραφο λόγους αναστολής.

Η κρίση του Δικαστηρίου είναι η εξής :

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (σχ. τα 2532731, 3104741 σειράς Α'ειδικά έντυπα παραβόλου), ζητείται παραδεκτώς η αναστολή εκτέλεσης της Μ56/6.10.2015 Πράξης Επιβολής Προστίμου της Ειδικής Υπηρεσίας Ελέγχου Ασφάλισης (ΕΥΠΕΑ) Αττικής, με την οποία επιβλήθηκε πρόστιμο συνολικού ποσού 38.652,01 ευρώ σε βάρος της αιτούσας, αναλυόμενο ως εξής: α) ποσό 9.200,49 ευρώ για τη μη αναγραφή στον Πίνακα Προσωπικού (Ε4) της εργαζόμενης Π. Β., β) ποσό 10.550,54 ευρώ για τη μη αναγραφή στον Πίνακα Προσωπικού (Ε4) του εργαζόμενου Κ. Δ., γ) ποσό 9.200,49 ευρώ για τη μη αναγραφή στον Πίνακα Προσωπικού (Ε4) του εργαζόμενου Μ. Π., δ) ποσό 9.200,49 ευρώ για τη μη αναγραφή στον Πίνακα Προσωπικού (Ε4) του εργαζόμενου Π. Φ. και ε) ποσό 500 ευρώ για τη μη τήρηση του ισχύοντα πίνακα προσωπικού. Η αναστολή αυτή ζητείται μέχρι τη δημοσίευσή οριστικής απόφασης επί της ΠΡ 2358/2017 προσφυγής, που άσκησε αιτών κατα της ως ανω προσβαλλόμενης πράξης.

2. Επειδή, ο κυρωθείς με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α' 97) Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.) ορίζει στο άρθρο 200, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 17 του ν. 3659/2008 (Α' 77), ότι: «Σε κάθε περίπτωση που η προθεσμία ή η άσκηση της προσφυγής δεν συνεπάγεται κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης και εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει χορηγηθεί αναστολή από την αρμόδια διοικητική αρχή, μπορεί, ύστερα από αίτηση εκείνου που άσκησε την προσφυγή, να ανασταλεί, με συνοπτικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου, εν όλω ή εν μέρει η εκτέλεση της πράξης αυτής». Περαιτέρω, στο άρθρο 202 του ίδιου Κώδικα, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τη διάταξη του άρθρου 27 του ν. 4446/2016 (Α' 240/22.12.2016), η οποία τυγχάνει εφαρμοστέα εν προκειμένω ως εκ του χρόνου συζήτησης της υπόθεσης, που έλαβε χώρα μετά την έναρξη ισχύος της, ενόψει και της ευνοϊκότερης ρύθμισης που εισάγει σε σχέση με την προϊσχύσασα διάταξη, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Η αίτηση αναστολής γίνεται δεκτή μόνο εφόσον ο αϊτών επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα του προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη ή αν το δικαστήριο εκτιμά ότι το ένδικο βοήθημα είναι προδήλως βάσιμο. 2. Ειδικώς επί φορολογικών, τελωνειακών και διαφορών με χρηματικό αντικείμενο, το δικαστήριο μπορεί, με την απόφασή του, να ορίσει ότι το ανασταλτικό αποτέλεσμα δεν καταλαμβάνει τη λήψη ενός ή περισσότερων αναγκαστικών μέτρων είσπραξης ή διοικητικών μέτρων, για τον εξαναγκασμό ή τη διασφάλιση της είσπραξης της οφειλής, επί συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων του αιτούντος, τα οποία αναφέρονται στην απόφαση 3. Σε κάθε περίπτωση, η αίτηση απορρίπτεται: α) εάν η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή αβάσιμη, ακόμη και αν η βλάβη του αιτούντος από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης είναι ανεπανόρθωτη, β) αν κατά τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του δημόσιου συμφέροντος, κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή θα είνάι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος. γ) ... 4. ... 5. ... 6. ...».

3. Επειδή, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, όπως ισχύουν πλέον μετά τροποποίησή τους με τη διάταξη του άρθρου 27 του ν. 4446/2016 (Α'240/22.12.2016), η αναστολή της προσβαλλόμενης πράξης διατάσσεται όταν ο αιτών επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα του προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη ή αν το δικαστήριο εκτιμά ότι το ένδικο βοήθημα είναι προδήλως βάσιμο. Όπως δε έχει κριθεί, περίπτωση πρόδηλης βασιμότητας του κυρίου ενδίκου βοηθήματος συντρέχει ιδίως όταν αυτό βασίζεται σε πάγια νομολογία ή σε νομολογία της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας και, πάντως, όχι όταν πιθανολογείται απλώς η ευδοκίμησή του (ΣτΕ ΕπΑν. 150/2014, 294, 183/2013, 496/2011 κ.ά.), ενώ ως «ανεπανόρθωτη» βλάβη, η αποσόβηση της οποίας καθιστά συνταγματικώς επιβεβλημένη την παροχή προσωρινής προστασίας, νοείται όχι μόνον η κατά κυριολεξία μη αναστρέψιμη, αλλά και εκείνη, της οποίας η αποκατάσταση, υπό τις συγκεκριμένες οικονομικές και λοιπές συνθήκες, είναι για τον διάδικο δυσχερής σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αδυνατεί πράγματι να την επιτύχει (βλ. ΣτΕ ΕΑ 496/2011). Επομένως, κατά τις νέες διατάξεις του άρθρου 202 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., το Δικαστήριο δύναται πλέον να χορηγεί αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης καθ’ εαυτής και προκειμένου περί φορολογικών, τελωνειακών και διαφορών με χρηματικό αντικείμενο, ικανοποιώντας πλήρως το αίτημα παροχής δικαστικής προστασίας, όχι μόνο στην περίπτωση πρόδηλης βασιμότητας του κυρίου ενδίκου βοηθήματος, αλλά και στην περίπτωση κατά την οποία η στάθμιση αγαθών επιτάσσει το πλήρες ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης. Παρέχεται, όμως, παραλλήλως όσον αφορά τις εν λόγω διαφορές η δυνατότητα στο Δικαστήριο να διατάσσει, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν αιτήματος της Διοίκησης, την εξαίρεση από το ανασταλτικό αποτέλεσμα περιουσιακών στοιχείων του αιτούντος, όταν κρίνει ότι η λήψη αναγκαστικών μέτρων για την είσπραξη της οφειλής του επί των στοιχείων αυτών δεν συνεπάγεται ανεπανόρθωτη βλάβη του.

4. Επειδή, στην κρινόμενη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Κατά τον επιτόπιο έλεγχο που διενεργήθηκε στις 3.10.2015, ημέρα Σάβατο και ώρα 22.15 από όργανα της ΕΥΠΕΑ στο κατάστημα που διατηρεί η αιτούσα (κυλικείο) στο Μαρούσι (οδός Δη μητριού Ράλλη, αρ. 4) βρέθηκαν απασχολούμενοι οι Π. Β., Κ. Δ., Μ. Π. και Π. Φ. και δεν επιδείχθηκαν Πίνακες Προσωπικού Ε3- Ε4. Επιπλέον από τον επανέλεγχο μέσω του συστήματος Π.Σ. Εργάνη διαπιστώθηκε όπ/οι προαναφερθέντες εργαζόμενοι δεν είχαν δηλωθεί ως μισθωτοί επιχείρησης της αιτούσας. Ενόψει των ευρημάτων αυτών συντάχθηκε η προσβαλλόμενη (Μ56/6.10.2015) Πράξη Επιβολής Προστίμου, με την οποία επιβλήθηκε πρόστιμο συνολικού ποσού 38.652,01 ευρώ σε βάρος της αιτούσας, αναλυόμενο ως εξής: α) ποσό 9.200,49 ευρώ για τη μη αναγραφή στον Πίνακα Προσωπικού (Ε4) της εργαζόμενης Π. Β., β) ποσό 10.550,54 ευρώ για τη μη αναγραφή στον Πίνακα Προσωπικού (Ε4) του εργαζόμενου Κ. Δ., γ) ποσό 9.200,49 ευρώ για τη μη αναγραφή στον Πίνακα Προσωπικού (Ε4) του εργαζόμενου Μ. Π., δ) ποσό 9:200,49 ευρώ για τη μη αναγραφή στον Πίνακα Προσωπικού (Ε4) του εργαζόμενου Π. Φ. και ε) ποσό 500 ευρώ για τη μη τήρηση του ισχύοντα πίνακα προσωπικού. Κατά της πράξης αυτής η αιτούσα άσκησε την ΠΡ 2358/2017 προσφυγή, ισχυριζόμενη ότι καθυστέρησε να ασκήσει την προσφυγή της λόγω ανωτέρας βίας και συγκεκριμένα διότι πάσχει από αγχώδη και καταθλιπτική διαταραχή, η οποία επιδεινώθηκε λόγω της διάσπασης της έγγαμης συμβίωσής της και της αρνητικής πορείας της επιχείρησής της λόγω της οικονομικής κρίσης. Περαιτέρω, προέβαλε ότι οι ευρεθέντες Π. Β., Μ. Π. και Π. Φ. κατά την ημέρα του ελέγχου είχαν έρθει στο κυλικείο για να παίξουν επιτραπέζια παιχνίδια και δεν παρείχαν εξαρτημένη εργασία, ενώ ο Κ. Δ. εργαζόταν μεν από το Σεπτέμβριο του 2015, όμως επέμεινε να μην ασφαλιστεί διότι λάμβανε ένα επίδομα από τον ΟΑΕΔ. Τέλος, υποστήριξε ότι η προσβαλλόμενη πράξη επιβολής προστίμου εκδόθηκε κατά παράβαση του δικαιώματος της προηγούμενη ακρόασης και της αρχής της αναλογικότητας, είναι αναιτιολόγητη και επιπλέον η Απόφαση (Φ.11321/11115/802/2.6.2014) του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας βάσει της οποίας εκδόθηκε κείται εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης. Περαιτέρω, με την υπό κρίση αίτηση ζητεί να ανασταλεί η εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης, προβάλλοντας ότι σε περίπτωση άμεσης καταβολής του επιβληθέντος προστίμου θα υποστεί ανεπανόρθωτη ηθική, προσωπική και οικογενειακή βλάβη, καθώς και οικονομική ζημία, διότι ήδη έχει ήδη καταβάλει ποσό 14.225,45 ευρώ εκ του επιβληθέντος προστίμου, σε μηνιαίες δόσεις των 250 και μάλιστα το ποσό αυτό υπερκαλύπτει το πρόστιμο για την αδήλωτη Εργασία του Δ. Κ., ποσού 11.050,40 ευρώ, παράβαση την οποία έχει η ίδια αναγνωρίσει. Επιπλέον, αδυνατεί να εξεύρει το υπόλοιπο χρηματικό ποσό των 24.427,56 ευρώ, καθώς η λειτουργία της επιχείρησής της είναι επιζήμια και αντλεί έσοδα για τη συντήρησή της από ένα μίσθωμα που εισπράττει μηνιαίως ύψους 2.100 ευρώ, ενώ σε περίπτωση καταβολής του ποσού αυτού θα υποχρεωθεί να κλείσει την επιχείρησή της, με αποτέλεσμα να χαθούν τρεις θέσεις εργασίας (εργαζομένων που απασχολεί) και εν τέλει το κράτος να στερηθεί φορολογικών και κοινωνικοασφαλιστικών εσόδων. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της προσκομίζει και τα εξής: α) πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου φορολογικού έτους 2015, από την οποία προκύπτει ότι η επιχείρησή της πραγματοποίησε ζημίες ύψους 5.743,71 ευρώ το έτος αυτό και τα προηγούμενα έτη ζημίες ύψους 9.812,51 ευρώ, ενώ η ίδια απέκτησε εισόδημα ύψους 26.238,98 ευρώ προερχόμενο από ακίνητη περιουσία, μερίσματα- τόκους - δικαιώματα, β) έντυπο Ε2 (Αναλυτική Κατάσταση για τα μισθώματα ακινήτων φορολογικού έτους 2014) από την οποία προκύπτει ότι αυτή απέκτησε ακαθάριστο εισόδημα από εκμίσθωση ακινήτων ύψους 25.200 ευρώ (από καταστήματα), 600 ευρώ (από δωρεάν παραχώρηση κατοικιών) και 2.676,89 ευρώ (από δωρεάν παραχώρηση καταστημάτων), γ) την με ημερομηνία 28.6.2017 ιατρική γνωμάτευση του Ψυχίατρου Κ. Κ., στην οποία γνωματεύει ότι η αιτούσα παρακολουθείται από ετών από την Ψυχιατρική Υπηρεσία του φορέα «ΚΛΙΜΑΚΑ» παρουσιάζοντας συμπτωματολογία μικτής αγχώδους διαταραχής (F41.2), ότι λόγω των υποτροπών μεγάλης διάρκειας η λειτουργικότητά της έχει επιβαρυνθεί σημαντικά και αυτό δυσκολεύει την ανταπόκρισή της στις απαιτήσεις της καθημερινότητας, ενώ λαμβάνει και φαρμακευτική αγωγή.

5. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω διαλαμβανομένων, η ασκηθείσα κατά της ανωτέρω πράξης προσφυγή της αιτούσας καταρχήν δεν είναι προδήλως απαράδεκτη. Και τούτο διότι η προσφυγή της αιτούσας ναι μεν ασκήθηκε, όπως η ίδια συνομολογεί, εκπροθέσμως, εντούτοις η ίδια επικαλείται λόγους ανωτέρας βίας και συγκεκριμένα τη χρόνια ψυχική της ασθένεια, εξαιτιας των οποίων δεν προέβη στην έγκαιρη εκ μέρους της άσκηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Η κρίση δε περί ύπαρξης όντως λόγων ανωτέρας βίας ανήκει στο δικαστήριο που θα επιληφθεί της ΠΡ 2358/2017 προσφυγή που άσκησε η αιτούσα. Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη: α) ότι η αιτούσα παρουσίασε ζημίες στην επιχείρησή της ύψους 5.743,71 ευρώ κατά το φορολογικό έτος 2015 και 9.812,51 ευρώ τα προηγούμενα έτη, β) ότι αυτή απέκτησε κατά το ίδιο φορολογικό έτους (2015) εισόδημα ύψους 26.338,98 ευρώ προερχόμενο από ακίνητη περιουσία, μερίσματα- τόκους - δικαιώματα, ενώ το φορολογικό έτος 2014 αυτή απέκτησε ακαθάριστο εισόδημα από εκμίσθωση ακινήτων ύψους 25.200 ευρώ+ 600 ευρώ+ 2.676,89 ευρώ και από τα εισοδήματα αυτά πιθανολογείται ότι αντλεί τα έσοδα τόσο για τη διατήρηση της επιχείρησής της, όσο και για την κάλυψη των προσωπικών αναγκών της, το Δικαστήριο κρίνει ότι η αιτούσα δεν δύναται να καταβάλει καταρχήν ολόκληρο το καταλογισθέν σε βάρος της ποσό, χωρίς να στερηθεί τα μέσα βιοπορισμού της και επομένως, χωρίς να προκληθεί σ’ αυτήν ανεπανόρθωτη βλάβη. Αντιθέτως, ενόψει των ανιυτέρω οικονομικών δεδομένων, το Δικαστήριο κρίνει ότι η άμεση καταβολή μέρος του επιβληθέντος με την προσβαλλόμενη πράξη προστίμου, ποσού 15.000 ευρώ, δεν θα της προκαλέσει μη επανορθώσιμη βλάβη σε περίπτωση ευδοκίμησης της εκκρεμούς προσφυγής της.

6. Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, να αποδοθεί στην αιτούσα μέρος του παραβόλου που κατέβαλε, ύψους 30 ευρώ και να καταπέσει το υπόλοιπο μέρος αυτού υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 277 παρ.9 του Κ.Δ.Δ.). Τέλος, το Δικαστήριο, συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και εν μέρει ήττας αυτών (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ.).

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δέχεται εν μέρει την αίτηση.

Αναστέλλει την εκτέλεση της Μ56/6.10.2015 Πράξης Επιβολής Προστίμου της Ειδικής Υπηρεσίας Ελέγχου Ασφάλισης (ΕΥΠΕΑ) Αττικής, με την οποία επιβλήθηκε πρόστιμο συνολικού ποσού 38.652,01 ευρώ σε βάρος της αιτούσας, μέχρι του ποσού των 23.652,01 ευρώ, καθισταμένου άμεσα καταβλητέου του ποσού των 15.000 ευρώ εκ του επιβληθέντος με αυτή σε βάρος της αιτούσας προστίμου, έως τη δημοσίευση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας προσφυγής της τελευταίας κατά της ανωτέρω πράξης. Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Διατάσσει να αποδοθεί στον αιτούντα μέρος του παραβόλου, ύψους 30 ευρώ, και να καταπέσει το υπόλοιπο μέρος αυτού υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Η απόφαση εκδόθηκε στην Αθήνα στις 19/7/2017.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ
ΙΩΑΝΝΑ ΠΛΙΤΣΗ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΚΩΝ/ΝΑ ΣΠΥΡΟΥ

ΣΥΝΑΙΝΕΤΙΚΟ ΔΙΑΖΥΓΙΟ - Κατά τόπον αρμοδιότητα για τη λύση του γάμου με συναινετικό διαζύγιο - Αρμοδιότητα των Ελληνικών Δικαστηρίων και του εφαρμοστέου δικαίου σε θέματα διαζυγίου με στοιχεία αλλοδαπότητας

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Κατά τόπον αρμοδιότητα για τη λύση του γάμου με συναινετικό διαζύγιο
Η κατά τόπον αρμοδιότητα του δικαστηρίου που εκδικάζει την υπόθεση του συναινετικού διαζυγίου, δεν ρυθμίζεται ευθέως στο νόμο....

Από το συνδυασμό των άρθρων 741 και 39 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η υπόθεση αυτή εισάγεται στο δικαστήριο της τελευταίας κοινής κατοικίας ή διαμονής των συζύγων. Παράλληλα συντρέχει και η γενική δωσιδικία που προσδιορίζει την κατά τόπον αρμοδιότητα του τόπου κατοικίας ή της διαμονής του ενός συζύγου (άρθρα 22 και 23 του ΚΠολΔ). Υποστηρίζεται ωστόσο και η γνώμη ότι κατά τόπον αρμόδιο είναι οποιοδήποτε Μονομελές Πρωτοδικείο επιλέξουν οι σύζυγοι, ανάλογα με τα συμφέροντά τους, λόγω ελαστικότητας της διαδικασίας της εκουσίας δικαιοδοσίας. Έτσι, αυτοί μπορούν να καθορίσουν ως τοπικά αρμόδιο το δικαστήριο εκείνο που κατά τις περιστάσεις μπορεί να αντιμετωπίσει ταχύτερα και ευχερέστερα τη διαφορά. Η άποψη όμως αυτή δεν ευσταθεί, διότι στην πράξη προτείνεται παρέκταση της αρμοδιότητας, η οποία αποκλείεται στις γαμικές διαφορές, όπως διατυπώνεται και ρητά στο άρθρο 740 παρ. 2 ΚΠολΔ. Επομένως, προτάσσεται η πρώτη άποψη που είναι και η κρατούσα, στην οποία το κριτήριο επιλογής του αρμόδιου δικαστηρίου χαρακτηρίζεται τόσο από απλότητα και όσο από ευκρίνεια.

[Πηγή: Καλλιρόη Δ. Παντελίδου, «Το διαζύγιο και οι συνέπειές του-Ουσιαστικά και Δικονομικά θέματα», ενημέρωση με το Ν. 4055/2012, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 184] http://efotopoulou.gr
 

Συναινετικό διαζύγιο.
1. Από την διάταξη του άρθρου 1441 ΑΚ προβλέπεται το συναινετικό διαζύγιο. 
2. Βασική προϋπόθεση για την λύση του γάμου συναινετικά είναι η κοινή θέληση των δύο συζύγων να χωρίσουν.
3. Το δικαστήριο περιορίζεται μόνο στην εξακρίβωση των προϋποθέσεων ως τυπικών στοιχείων, χωρίς να εξετάζονται οι ουσιαστικοί λόγοι που οδήγησαν τους συζύγους σε απόφαση να λύσουν το γάμο τους.
4. Όπως σε κάθε δίκη διαζυγίου, η δικαστική απόφαση που λύνει το γάμο πρέπει να καταστεί αμετάκλητη.
5. Οι σύζυγοι έχουν την δυνατότητα να ανακαλέσουν ελεύθερα στο Εφετείο την δήλωσή τους για συναινετική λύση του γάμου.
6. Η δικαστική απόφαση που λύνει το γάμο καθίσταται αμετάκλητη, πέραν της παραίτησης από την άσκηση ενδίκων μέσων και με την παρέλευση του χρόνου άσκησης έφεσης-αναίρεσης κατά της απόφασης, που αρχίζει από την δημοσίευση της απόφασης (ΑΠ 1517/2010, ΕφΠατρ 357/2002, ΜονΕφΠειρ 128/2015).
7. Αρμόδιο καθ ύλην δικαστήριο για την λύση του γάμου με συναινετικό διαζύγιο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.
8. Κατά τόπον αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η τελευταία κοινή διαμονή των διαδίκων, ή η συνήθης διαμονή των συζύγων, ή η διαμονή του εναγομένου, ή σε περίπτωση κοινής αίτησης η συνήθης διαμονή καθ ενός των συζύγων. https://xkarampagias.gr

Αρμοδιότητα των Ελληνικών Δικαστηρίων και του εφαρμοστέου δικαίου σε θέματα διαζυγίου με στοιχεία αλλοδαπότητας

Σε περιπτώσεις διαζυγίων που παρουσιάζουν στοιχεία αλλοδαπότητας (π.χ. έλληνας που διαμένει στο εξωτερικό) τίθενται τα παρακάτω ερωτήματα:


1ο Ερώτημα: ποιο Δικαστήριο και σε ποιο κράτος είναι αρμόδιο να επιληφθεί της υπόθεσης διαζυγίου;

Απάντηση: Τα ελληνικά Δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία, δηλαδή τα ελληνικά Δικαστήρια είναι αρμόδια να επιληφθούν της υπόθεσης εφόσον προκύπτει κάποιος από τους συνδέσμους με αυτά (τα δικαστήρια) που ορίζει ο νόμος (π.χ. ο ένας από τους συζύγους είναι Έλληνας και στην περίπτωση ακόμη που δεν έχει ούτε είχε κατοικία ή διαμονή στην Ελλάδα ή ο εναγόμενος σύζυγος μένει στην Ελλάδα ή αν ήταν κατά την τέλεση του γάμου Έλληνας και απέβαλε λόγω του γάμου του την ελληνική ιθαγένεια).

Περαιτέρω, όταν έκαστος των συζύγων έχει την ιθαγένεια των ίδιων δύο κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 2201/2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας (ο οποίος καταργεί τον κανονισμό 1347/2000), δεν επιτρέπει τον αποκλεισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων τους ενός από τα κράτη μέλη αυτά με την αιτιολογία ότι δεν υφίστανται, στο πρόσωπο του ενάγοντος, άλλα συνδετικά στοιχεία με το κράτος αυτό. Αντιθέτως, τα δικαστήρια των κρατών μελών των οποίων οι σύζυγοι έχουν την ιθαγένεια έχουν διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει της διάταξης αυτής, οπότε οι σύζυγοι μπορούν να επιλέξουν το δικαστήριο του κράτους μέλους ενώπιον του οποίου θα υποβάλουν τη διαφορά.

------------------------

2ο Ερώτημα: Ποιο είναι το εφαρμοστέο δίκαιο, δηλαδή το δίκαιο ποιου κράτους θα εφαρμοστεί από το Δικαστήριο;

Απάντηση: Στην περίπτωση που αρμόδια να επιληφθούν της υπόθεσης είναι τα ελληνικά Δικαστήρια, τότε εφαρμόζονται οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του αστικού κώδικα, σύμφωνα με τους οποίους το διαζύγιο ρυθμίζεται από το δίκαιο που διέπει τις προσωπικές σχέσεις των συζύγων κατά την έναρξη της διαδικασίας του διαζυγίου και αυτό είναι κατά σειρά:
α)το δίκαιο της τελευταίας κατά τη διάρκεια του γάμου κοινής ιθαγένειάς τους, εφόσον ο ένας την διατηρεί,
β)το δίκαιο της τελευταίας κατά τη διάρκεια του γάμου κοινής συνήθους διαμονής τους,
γ) το δίκαιο, με το οποίο οι σύζυγοι συνδέονται στενότερα.
Έτσι, είναι δυνατόν τα Δικαστήρια της Ελλάδας να είναι αρμόδια να επιληφθούν της υπόθεσης διαζυγίου, αλλά να πρέπει να εφαρμόσουν, για παράδειγμα, το γερμανικό ή το ρωσικό δίκαιο.

Τέλος, εάν υπάρχει διμερής σύμβαση μεταξύ Ελλάδος και άλλου κράτους ισχύουν όσα αναφέρονται στην μεταξύ τους σύμβαση.http://e-diazygio.blogspot.gr


ΔΕΣ ΚΑΙ ΕΔΩ 

ΠΟΙΝΙΚΟ - ΑΠ ΑΡΙΘΜΟΣ 934/2012 - Διατροφή. Διάδικοι Μουσουλμάνοι Έλληνες Πολίτες. Ιερός Μουσουλμανικός Νόμος. Θέματα αρμοδιότητας Μουφτή Ξάνθης και ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων. Λόγοι αναιρέσεως

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Διατροφή. Διάδικοι Μουσουλμάνοι Έλληνες Πολίτες. Ιερός Μουσουλμανικός Νόμος. Θέματα αρμοδιότητας Μουφτή Ξάνθης και ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων. Λόγοι αναιρέσεως: Έλλειψη...
ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Παραβίαση από το Δευτεροβάθμιο Ποινικό Δικαστήριο του δικαιώματος του κατηγορουμένου σε δίκαιη δίκη. Απόλυτη ακυρότητα διότι ελήφθησαν υπόψη από το Δικαστήριο έγγραφα, τα οποία δεν αναγνώσθηκαν. 'Έλλειψη ακροάσεως διότι δεν αναγνώσθηκαν έγγραφα, την ανάγνωση των οποίων ζήτησε ο κατηγορούμενος. Απόλυτη ακυρότητα, διότι δεν δόθηκε από τη διευθύνουσα τη συζήτηση ο λόγος στον κατηγορούμενο, να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις των μαρτύρων. Το Δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά -περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του ανωτέρω εγκλήματος, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε για να μορφώσει τη σχετική του κρίση και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 94, 98, 358 ΠΚ και δεν στερείται νόμιμης βάσεως, ενώ δέχθηκε ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης είχε δικαιοδοσία να δικάσει την αίτηση διατροφής μεταξύ Μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών και απέρριψε επαρκώς αιτιολογημένα τον αντίθετο σχετικό αυτοτελή ισχυρισμό τον κατηγορουμένου. Ειδικότερα: Η απόφαση του πολιτικού Δικαστηρίου που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με το Ελληνικό δίκαιο, που εφαρμόσθηκε και επιδίκασε στη σύζυγο και στα δύο ανήλικα τέκνα τον κατηγορουμένου διατροφή, έστω και προσωρινά και για παραβίαση της οποίας υποχρεώσεως καταδικάστηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, δεσμεύει το ποινικό δικαστήριο ως προς την ύπαρξη υποχρεώσεως διατροφής, το ποινικό δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο να ερευνήσει μόνο και την τυπική ισχύ της αποφάσεως κατά το άρθρο 60 παρ.1 ΚΠΔ, σε συνάρτηση με τον χρόνο της παραβιάσεως της υποχρεώσεως διατροφής, όχι όμως και την ορθότητά της, τυχόν δε ζήτημα δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας του Μουφτή Ξάνθης, λόγω τον ότι και οι δύο διάδικοι είναι Έλληνες πολίτες Μουσουλμάνοι Ξάνθης και το ζήτημα εγκυρότητας ή ακυρότητας του γάμου των αντιδίκων συζύγων, που έγινε ενώπιον του Μουφτή Ξάνθης, βάσει του ιερού Μουσουλμανικού Δικαίου, το ζήτημα ποίος από τους γονείς έχει την κηδεμονία των ανηλίκων τέκνων τους και αν ο Μουφτής ήταν αποκλειστικά αρμόδιος να επιληφθεί των απαιτήσεων διατροφής των ανηλίκων τέκνων κατά του κατηγορουμένου πατέρα τους, αφορούσαν προδικαστικό ζήτημα, όχι του ποινικού δικαστηρίου, αλλά τον πολιτικού δικαστηρίου που επιδίκασε τη διατροφή, στο οποίο πολιτικό δικαστήριο και έπρεπε να τεθούν τα ζητήματα δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας, η δε πολιτική απόφαση τον Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, είναι τυπικά έγκυρη και υποστατή, αφού ο αναιρεσείων δεν επικαλείται ότι έχει ανατραπεί ή ανακληθεί στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 696, 697 και 698 ΚΠολΔ και επομένως, μη κρινόμενη για την ορθότητά της στα πλαίσια της ποινικής δίκης παραβιάσεως της υποχρεώσεως διατροφής δέσμευε το ποινικό δικαστήριο, ως προς την υποχρέωση διατροφής του κατηγορουμένου και ορθά σύμφωνα με τον νόμο, απορρίφθηκαν οι σχετικοί αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο παραβίασε το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη; όπως αυτό απορρέει από το άρθρο é παρ. 1, 13 της ΕΣΔΑ, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος, διότι η παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης που καθιερώνεται με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ δεν δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως. Απορρίπτεται η αίτηση.


ΑΡΙΘΜΟΣ 934/2012

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ'ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαρτίου 2012, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Σ. Μ. του Χ., κατοίκου ... , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Γκανιά, περί αναιρέσεως της 1502/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Ξάνθης. Με πολιτικώς ενάγουσα την Τ. Μ. του Τ., κάτοικο ... , η οποία δεν παραστάθηκε.

Το Τριμελές Πλημ/κείο Ξάνθης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ'αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Μαρτίου 2011 αίτησή του αναιρέσεως, καθώς και στους από 21 Σεπτεμβρίου 2011 προσθέτους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 414/2011.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απόρριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, ο αναιρεσείων άσκησε παραδεκτά την από 4.3.2011 αίτηση - δήλωση αναιρέσεως και τους από 21-9-2011 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως κατά της προσβαλλόμενης 1502/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης με την οποία καταδικάστηκε για το έγκλημα της παραβιάσεως της υποχρεώσεως διατροφής. Η άνω αίτηση αναιρέσεως περιέχει, πλην άλλων, ως λόγους αναιρέσεως ορισμένους και νόμιμους, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 358 του Ποινικού Κώδικα, ασκήθηκε δε και εμπροθέσμως.
Συνεπώς, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή και οι προβαλλόμενοι κατ'άρθρο 509 παρ.2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας εμπρόθεσμα πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως είναι παραδεκτοί και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω.
Επειδή, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β'του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί η έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται κατ'άρθρο 170 παρ. 2 στοιχ. α'του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από τον νόμο και το δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί επί σχετικής αιτήσεως. Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό του κατηγορουμένου, ο οποίος σύμφωνα με το άρθρο 364 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, υποβάλλει αίτημα αναγνώσεως εγγράφου που υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Το δικαστήριο της ουσίας οφείλει να απαντήσει στο αίτημα αυτό, αιτιολογώντας την απόφασή του, άλλως, αν αρνηθεί ή παραλείψει να αποφανθεί, δημιουργείται έλλειψη ακροάσεως. Για να επέλθει όμως ακυρότητα της διαδικασίας από την έλλειψη αυτή, απαιτείται να υποβληθεί σαφές και ορισμένο αίτημα από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και σε περίπτωση παραλείψεως αναγνώσεως από τον διευθύνοντα τη συζήτηση του εγγράφου που προσκομίστηκε και του οποίου την ανάγνωση ζήτησε ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του, κατά την ακροαματική διαδικασία, να προσφύγει αμέσως αυτός σε ολόκληρο το δικαστήριο και σε περίπτωση παραλείψεως τούτου να αποφανθεί ή παρά τον νόμο απορρίψεως της προσφυγής, τότε υφίσταται έλλειψη ακροάσεως και δημιουργείται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β'του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Εν προκειμένω, με τον πρώτο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως, προβάλλεται η αιτίαση ότι ενώ ο αναιρεσείων, διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του προσήγαγε και ζήτησε την ανάγνωση και των ακόλουθων εγγράφων και δη: 1) της από 3.1.2007 τριτανακοπής του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, 2) της 92/2007 αποφάσεως του προαναφερόμενου Δικαστηρίου επί της τριτανακοπής αυτής, 3) της 125/2009 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, 4) των 43/2007, 46/2007, 117/2007, 174/2007, 175/2007, 221/2007, 241/2007, 317/2007, 318/2007, 380/2007, 408/2007, 83/2008, 84/2008, 107/2008, 222/2008, 238/2008, 239/2008, 268/2008, 366/2008, 367/2008, 380/2008, 384/2008, 27/2009, 55/2009, 115/2009, 190/2009, 300/2009, 301/2009, 302/2009 και 303/2009 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, 5) της 31/2008 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης και 6) της 131/2010 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, εν τούτοις το Τριμελές Πλημμελειοδικείου Ξάνθης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, δεν τα ανέγνωσε και δεν απάντησε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του επί του σχετικού του αιτήματος και συνεπώς δημιουργήθηκε ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β'του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ακροάσεως του κατηγορουμένου. Από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης 1502.2010 αποφάσεως, τα οποία δεν προσβάλλονται για πλαστότητα, προκύπτει ότι με το από 23.11.2010 δικόγραφο αυτοτελών ισχυρισμών του αναιρεσείοντος, που ενσωματώθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος κατέθεσε στο Δικαστήριο αυτοτελείς ισχυρισμούς, που ανέπτυξε και προφορικά και έχουν ως εξής: "1/.Προσάγω ως αναγνωστέα υπ'αριθμό .../6.9.1994 ληξιαρχική πράξη γάμου του ληξιάρχου της τότε Κοινότητος Κιμμερίων Νομού Ξάνθης, από την οποία αποδεικνύεται ο τελεσθείς στις 20 Αυγούστου 1994 γάμος μου με την εγκαλούσα. Στην ως άνω ληξιαρχική πράξη γάμου γίνεται η εξής ρητή μνεία: "... ενεφανίσθη ο Μ. Σ. ... προσκομίσας την ... από 20/8/1994 δήλωσιν του ... Ιμάμη Ι. Χ. αυτής, ενορίας του Ιερού ... Τεμένους Κιμμερίων ...". Αποδεικνύεται, εν ολίγοις, ότι ο γάμος μου με την εγκαλούσα τελέσθηκε κατά τους ιερούς κανόνες της Μουσουλμανικής θρησκείας, ενώπιον του θρησκευτικού λειτουργού (Ιμάμη) του Ιερού Τεμένους Κιμμερίων, νομού Ξάνθης. 2/ ... Προσάγω ως αναγνωστέα από 20 Αυγούστου 1994 δήλωσιν γάμου υπό Ιμάμη της Μουφτείας Ξάνθης, η οποία έχει ως εξής: "ΜΟΥΦΤΕΙΑ ΞΑΝΘΗΣ
Εν Ξάνθη αυτής 20 Αυγούστου 1994 ΔΗΛΩΣΙΣ ΓΑΜΟΥ ΥΠΟ ΙΜΑΜΗ ΤΕΜΕΝΟΣ ΚΙΜΜΕΡΙΩΝ ΞΑΝΘΗΣ Δηλώ ο κάτωθι υπογεγραμμένος Ι. Χ. του Σ., Ιμάμης του Τεμένους Κιμμερίων Ξάνθης, ότι σήμερον την 20ή του μηνός Αυγούστου του έτους 1994 και περί ώραν 11η π.μ. ετέλεσα τον γάμον των κάτωθι συζύγων: ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΑΜΒΡΟΥ Επώνυμον Μ., Όνομα Σ., Θρήσκευμα: Μουσουλμάνος, Υπηκοότης Ελληνική, Κατοικία ... . ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΥΜΦΗΣ: Επώνυμον: Τ., Όνομα: Μ., Θρήσκευμα: Μουσουλμάνος, Υπηκοότης: Ελληνική, Κατοικία ... . Ο ανωτέρω γάμος ετελέσθη κατά τους τύπους της Μουσουλμανικής ημών Θρησκείας. Η παρούσα χορηγείται ατελώς, προς χρήσιν του Ληξιαρχείου Δήμου ... ή Κοινότητος Κιμμερίων Ξάνθης. Ο τελέσας τον γάμον Ιμάμης. Οι συζευχθέντες". Αποδεικνύεται εν ολίγοις ότι ο γάμος μου με την εγκαλούσα τελέσθηκε κατά τους ιερούς κανόνες της Μουσουλμανικής θρησκείας, ενώπιον του θρησκευτικού λειτουργού (Ιμάμη) του Ιερού Τεμένους Κιμμερίων Νομού Ξάνθης, με τη σύνταξη της σχετικής δηλώσεως της Μουφτείας Ξάνθης. 3) Προσάγω ως αναγνωστέα από 20 Αυγούστου 1994 "βεβαίωση γάμου"του Ιμάμη Κιμμερίων Νομού Ξάνθης Ι. Χ., η οποία έχει ως εξής: "ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΓΑΜΟΥ. Εγώ, ο Ι. Χ., Ιμάμης Κιμμερίων Ξάνθης, δηλώνω ότι ενώπιον εμού και των μαρτύρων, εμφανίσθηκαν η Μ. θυγατέρα Τ. Τ., κάτοικος ..., Ελληνίδα υπήκοος και θρησκεύματος Μωαμεθανή, και ο Σ. Μ. του Χ., κάτοικος ..., Έλληνας υπήκοος και θρησκεύματος Μωαμεθανός, και δήλωσαν ότι επιθυμούν να παντρευτούν με θρησκευτικό γάμο, όπως προβλέπεται από το Μουσουλμανικό Δίκαιο και επειδή δεν υπήρξε αντίρρηση από κανέναν, εγώ τέλεσα τον γάμο τους. Πληρεξούσιος της συζύγου Τ. Τ. Μάρτυρες Τ. Χ., Τ. Α., Πληρεξούσιος του συζύγου! Μ. Χ., Μάρτυρες: Π. Χ., Τ. Χ.. Συμφωνία γάμου: Μόνο πενήντα μία χρυσές "Ρεσάτ"λίρες. Συμφωνία Αρραβώνας: Ένα σύνολο χρυσού κολιέ , ένα ρολόι χειρός, μία χρυσή αλυσίδα χειρός, ένα ζευγάρι χρυσά σκουλαρίκια, δύο δαχτυλίδια χρυσά, μία χρυσή αλυσίδα περιλαίμιου, δύο σύνολα φορεμάτων, ένα στρώμα, ένα πάπλωμα και 35 κιλά χαλκό. Κιμμέρια 20 Αυγούστου 1994. Ο Ιμάμης Κιμμερίων". Αποδεικνύεται, εν ολίγοις, ότι ο γάμος μου με την εγκαλούσα τελέσθηκε κατά τους ιερούς κανόνες της Μουσουλμανικής θρησκείας, ενώπιον του θρησκευτικού λειτουργού (ιμάμη) του Ιερού Τεμένους Κιμμερίων Νομού Ξάνθης, με τη σύνταξη της σχετικής βεβαιώσεως γάμου (νικιάχ). 4) Προάγω ως αναγνωστέα από 27.8.2008 βεβαίωση του Ιμάμη Κιμμερίων Νομού Ξάνθης Ι. Χ., η οποία έχει ως εξής: "Εγώ, ο Ιμάμης των Κιμμερίων Ξάνθης Ι. Χ. του Σ. πιστοποιώ ότι ο γάμος του Μ. Σ. και της Τ. Μ. (20.8.1994) είναι θρησκευτικός βάσει των νόμων του Ισλάμ". Αποδεικνύεται, εν ολίγοις, ότι ο γάμος μου με την εγκαλούσα τελέσθηκε κατά τους ιερούς κανόνες της Μουσουλμανικής θρησκείας. 5/. Σύμφωνα με το άρθρο 1367 Α.Κ. "Ο γάμος τελείται είτε με τη σύγχρονη δήλωση των μελλονύμφων ότι συμφωνούν σ'αυτό (πολιτικός γάμος) είτε με ιερολογία από ιερές της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ή από λειτουργό άλλου δόγματος η θρησκεύματος, γνωστού στην Ελλάδα ... Οι προϋποθέσεις της ιεροτελεστίας και κάθε θέμα σχετικό με αυτήν διέπονται από το τυπικό και τους κανόνες του δόγματος ή του θρησκεύματος σύμφωνα με το οποίο γίνεται η ιεροτελεστία, εφόσον δεν είναι αντίθετοι με τη δημόσια τάξη. Ο θρησκευτικός λειτουργός είναι υποχρεωμένος να συντάξει αμέσως σχετική πράξη ...". Εν ολίγοις, ο γάμος μου με την εγκαλούσα πρόκειται για θρησκευτικό γάμο, καθόσον τελέσθηκε κατά τους ιερούς κανόνες της Μουσουλμανικής θρησκείας, ενώπιον του αναγνωριζομένου δημοσίου λειτουργού (Ιμάμη) του Ιερού Τεμένους Κιμμερίων Νομού Ξάνθης, με τη σύνταξη της σχετικής βεβαιώσεως γάμου και της σχετικής δηλώσεως της Μουφτείας Ξάνθης, καθώς και της σχετικής ληξιαρχικής πράξεως γάμου. Ειδικότερα: Σύμφωνα με τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο, ο γάμος είναι σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, ήτοι ο μουσουλμανικός γάμος δεν απαιτεί ιερολογία, αλλά μόνο επίσημη δήλωση μπροστά σε δύο άρρενες μάρτυρα ή έναν άρρενα και δύο θήλεις, η οποία θα πρέπει να γίνει δεκτή από τον άλλο μελλόνυμφο. Ο άνδρας υποχρεούται να προσφέρει στη γυναίκα ένα είδος δωρεάς και να της εξασφαλίσει διατροφή ως αντιπαροχή για το δικαίωμά του να έχει μαζί της συζυγικές σχέσεις. Έτσι, ως προς τη διαδικασία, έχουμε την πρόταση γάμου από τον άνδρα, αποδοχή της πρότασης από τη γυναίκα ή τον κηδεμόνα της (walli) στο όνομα του Αλλάχ (fatima) με παρουσία των κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα μαρτύρων και καθορισμός της δωρεάς (nikah). Ο θρησκευτικός λειτουργός (Ιμάμης ή Μουφτής) έχει περιορισμένη συμμετοχή στην τέλεση του γάμου, ήτοι εκφωνεί την fatiha, εκτός αν αυτή εκφωνηθεί από τον wali και συντάσσει τη σύμβαση του γάμου, η οποία περιέχει τα στοιχεία των νεονύμφων, την ημερομηνία σύναψης και την αναλυτική καταγραφή της δωρεάς. Βασικός κανόνας του ουσιαστικού δικαίου που ρυθμίζει το θέμα των οικογενειακών σχέσεων των ελλήνων μουσουλμάνων είναι το άρθρο 4 του ν. 147/1914 "περί της εν ταις προσαρτωμέναις χώραις, εφαρμοστέας νομοθεσίας και της δικαστικής αυτής οργανώσεως", όπου ορίζεται ότι: "Τα του γάμου των εις μουσουλμανικόν ... θρήσκευμα ανηκόντων, ήτοι τα αφορώντα εις την νόμιμον σύστασιν και την διάλυσιν του γάμου και εις τας συνεστώτος αυτού προσωπικάς σχέσεις των συζύγων και των συγγενικών δεσμών διέπονται υπό του ιερού αυτών νόμου και κρίνονται κατ'αυτόν ...". Η εκ του άρθρου 4 του Ν. 147/1914 αρμοδιότητα του Μουφτή για τον γάμο ταυτίζεται με την προβλεπόμενη στο άρθρο 1367 παρ. 1 ΑΚ αρμοδιότητα. Η εκ του ΑΚ αρμοδιότητα ανατίθεται στον Μουφτή με την ιδιότητα του θρησκευτικού λειτουργού και όχι του Ιεροδίκη. Η διάκριση μεταξύ Μουφτή - θρησκευτικού λειτουργού και Μουφτή - Ιεροδίκη προκύπτει σαφώς από την αντιδιαστολή που κάνει ο νομοθέτης μεταξύ των θρησκευτικών καθηκόντων του Μουφτή (άρθρο 5 παρ. 1 Ν. 1920/1991 "Ο Μουφτής ασκεί στην περιφέρειά του ... τα θρησκευτικά καθήκοντα που απορρέουν από τον ιερό Μουσουλμανικό Νόμο. Διορίζει, εποπτεύει και παύει τους μουσουλμάνους θρησκευτικούς λειτουργούς, τελεί ή επικυρώνει θρησκευτικούς γάμους μεταξύ μουσουλμάνων ...") και των δικαιοδοτικών καθηκόντων του (άρθρο 5 παρ. 2 Ν. 1920/1991: "Ο μουφτής ασκεί δικαιοδοσία μεταξύ μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών της περιφέρειάς του επί γάμων ..."). Εν ολίγοις, αναφορικά με τον γάμο, η αρμοδιότητα του Μουφτή βασίζεται σε άλλη νομική βάση από εκείνη του Μουφτή - Ιεροδίκη.
Συνεπώς, είναι συντρέχουσα με αυτή των άλλων αναγνωρισμένων μουσουλμάνων θρησκευτικών λειτουργών, ήτοι αυτή των Ιμάμηδων, τους οποίους ο Μουφτής διορίζει, εποπτεύει ή παύει. Οι πράξεις αμφοτέρων δε, ελέγχονται από τον ληξίαρχο, κατ'εφαρμογή του Ν. 344/1976 "περί ληξιαρχικών πράξεων", κατά το άρθρο 16 του οποίου: "1. Ο θρησκευτικός λειτουργός, ο τελέσας ή συμπράξας εις ιεροπραξίαν ... γάμου, υποχρεούται να συντάξη επί τόπου, άμα τω πέρατι της ιεροπραξίας, δήλωσιν περιέχουσαν πάντα τα στοιχεία της οικείας ληξιαρχικής πράξεως, υπογραφομένην υπ'αυτού. 2Τη δήλωση που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο υπογράφουν επίσης επί μεν θρησκευτικού γάμου οι σύζυγοι και ο παράνυμφος ...". Εξάλλου, και η γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 1 Ν. 1920/1991 ρητά οδηγεί στο συμπέρασμα της μη αποκλειστικής άσκησης της θρησκευτικής αρμοδιότητας από τον Μουφτή, καθόσον αναφέρεται ότι "... τελεί ή επικυρώνει θρησκευτικούς γάμους ..."και όχι ΤΟΥΣ θρησκευτικούς γάμους. Εξάλλου σε σχέση με την τηρούμενη διαδικασία τέλεσης του μουσουλμανικού θρησκευτικού γάμου, ο όρος "τελεί"αναφέρεται στην εκφώνηση εκ μέρους του μουσουλμάνου θρησκευτικού λειτουργού της fatima, ενώ ο όρος "επικυρώνει"αναφέρεται μόνο στη σύνταξη της σύμβασης γάμου, όπου η fatima εκφωνήθηκε από τον walli, και όχι στην δήθεν επικύρωση των θρησκευτικών γάμων που τελέσθηκαν από Ιμάμη, ήτοι τον έτερο θρησκευτικό λειτουργό. Περαιτέρω, από καμία διάταξη δεν επιβάλλεται να δηλωθεί στον Μουφτή ο από άλλον Μουσουλμάνο θρησκευτικό λειτουργό τελεσθείς γάμος, ο οποίος δηλώνεται νομίμως στον αρμόδιο ληξίαρχο. Το γεγονός ότι ο Μουφτής δεν είναι επιφορτισμένος με αποκλειστική αρμοδιότητα τέλεσης ή επικύρωσης των θρησκευτικών γάμων προκύπτει και από το ότι η νομολογία (ΑΠ 1723/1980 ΕΕΝ 1981,25) δέχεται (ορθώς) ότι η διάταξη του άρθρου 4 Ν. 147/1914 εισάγει προσωπικό δίκαιο εν γένει και όχι προσωπικό δίκαιο τοπικού χαρακτήρα, ήτοι ο Ιερός Νόμος είναι το προσωπικό δίκαιο εν γένει των Μουσουλμάνων Ελλήνων Πολιτών, ανεξάρτητα δηλαδή αν οι τελευταίοι κατοικούν στη Δ. Θράκη (όπου υφίστανται Μουφτήδες) ή στην υπόλοιπη Ελλάδα. Το ζήτημα αντιμετωπίσθηκε με αφορμή αίτηση διατροφής (για την ίδια και τον γιο της) διαζευγμένης μουσουλμάνας μητέρας. Όταν νυμφεύθηκε την αιτούσα, ο σύζυγος (Έλληνας από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου) ασπάσθηκε το Ισλάμ. Η δε αιτούσα (αιγυπτιακής καταγωγής) απέκτησε με τον γάμο της την ελληνική υπηκοότητα. Και οι δύο διάδικοι ήταν κάτοικοι Αθηνών από το έτος 1965. Ο Άρειος Πάγος απεφάνθη ότι ο Μουφτής Ξάνθης είναι αρμόδιος για την επίλυση της διαφοράς, χαρακτηρίζοντας τον Μουφτή ως "νόμιμο δικαστή"των Μουσουλμάνων Ελλήνων Πολιτών (άρθρο 8 παρ. 1 Συντάγματος) "... επί των ωρισμένων τούτων προσώπων, ανεξάρτητα του τόπου κατοικίας αυτών ...". Περαιτέρω, κατά το άρθρο 8 του Ν. 346/1976 "1. Προς βεβαίωσιν της αστικής καταστάσεως του φυσικού προσώπου, τηρούνται εις έκαστον ληξιαρχείον βιβλία ... γάμων ... 2. Τα ληξιαρχικά βιβλία είναι δημόσια. 3. Εις τα ληξιαρχικά βιβλία καταχωρίζονται οι πράξεις, αι έχουσαι αντικείμενον την βεβαίωσιν γάμου του φυσικού προσώπου, την μεταβολήν του περιεχομένου ή την διόρθωσιν τοιαύτης ληξιαρχικής πράξεως ... 5. Τα κατά την παράγραφον 1 του παρόντος άρθρου βιβλία αριθμούνται και μονογραφούνται υπό του κατά τόπον αρμοδίου Ειρηνοδίκου ...". Κατά το άρθρο 9 του ιδίου νόμου "1. Αι ληξιαρχικαί πράξεις καταχωρίζονται εις τα ληξιαρχικά βιβλία, κατ'αύξοντα αριθμόν ...". Κατά το άρθρο 12 του ιδίου νόμου "1. Η κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου καταρτιζομένη ληξιαρχική πράξις γάμου αποδεικνύει β. Μέχρις αποδείξεως του εναντίου, τα γεγονότα των οποίων ο ληξίαρχος βεβαιοί ότι έλαβε γνώσιν εκ των δηλώσεων των εμφανισθέντων ... 4. Επί πλειόνων ληξιαρχικών πράξεων, αφορωσών εις το αυτό γεγονός, ως επικρατεστέρα θεωρείται η εγκύρως συνταχθείσα προγενεστέρα τοιαύτη, των λοιπών κηρυσσομένων ανισχύρων διά πράξεως του Εισαγγελέως Πρωτοδικών ή, όπου δεν εδρεύει Εισαγγελεύς, του Ειρηνοδίκου, εις την περιφέρειαν του οποίου υπάγεται το ληξιαρχείον όπου έχει καταχωρηθεί η κυρυσσομένη ως ανίσχυρος πράξις". Κατά δε το άρθρον 7 του ιδίου νόμου "Η επιθεώρησις των ληξιαρχείων ενεργείται υπό του Εισαγγελέως Πρωτοδικών, δυναμένου να αναθέτει ταύτην, προκειμένου μεν περί ληξιαρχείων της έδρας του Πρωτοδικείου εις Αντεισαγγελέα, προκειμένου δε περί ληξιαρχείων εκτός της έδρας του Πρωτοδικείου, εις τον κατά τόπον αρμόδιον Ειρηνοδίκην, υποχρεουμένων εις σύνταξιν εις διπλούν, ιδιαιτέρας εκθέσεως επιθεωρήσεως, δι'έκαστον ληξιαρχείον. 2) Η επιθεώρησις, των μεν εις την έδραν του Πρωτοδικείου ληξιαρχείων, ενεργείται εντός του πρώτου διμήνου από της λήξεως εκάστου εξαμήνου, των δε λοιπών, εντός του πρώτου τετραμήνου από της λήξεως εκάστου έτους. 3. Οι ενεργούντες την επιθεώρησιν συντάσσουν ιδιαιτέρας ατομικάς εκθέσεις, εις διπλούν, δι'έκαστον ληξίαρχον περί των εκ της επιθεωρήσεως διαπιστωθέντων και ιδία περί των διαπιστωθεισών παραβάσεων, των εχουσών χαρακτήρα πειθαρχικού παραπτώματος ή δυναμένων να αποδοθούν εις ηλαττωμένην επάρκειαν και ικανότητα του υπαιτίου ...".
Εν προκειμένω δε, ασκήθηκε ο κατά τα ως άνω προβλεπόμενος έλεγχος της υπ'αριθμό .../6.9.1994 ληξιαρχικής πράξης γάμου του ληξιάρχου της τότε Κοινότητος Κιμμερίων Νομού Ξάνθης, που αφορά τον γάμο μου με την εγκαλούσα, διαπιστώθηκε ότι αυτός τελέσθηκε εγκύρως από μουσουλμάνο θρησκευτικό λειτουργό, καθώς επίσης διαπιστώθηκε ότι ο ληξίαρχος δεν προέβη σε καμία παράβαση ή αμέλεια κατά τη σύνταξη και καταχώριση της άνω ληξιαρχικής πράξης, η οποία καταχωρήθηκε εγκύρως στα δημόσια ληξιαρχικά βιβλία. Μετά ταύτα, η άνω ληξιαρχική πράξη, ως δημόσιο έγγραφο, αποτελεί, ως προς όλες τις αστικού τύπου έννομες συνέπειες, πλήρη απόδειξη., κατ'άρθρο 440 ΚΠολΔ. 6. Προσάγω ως αναγνωστέο υπ'αριθμό πρωτοκ. 22564/23.4.2007 πιστοποιητικό του Δημάρχου Ξάνθης περί της οικογενειακής μου κατάστασης, από το οποίο προκύπτει ότι ο θρησκευτικός γάμος μου με την εγκαλούσα αναγνωρίζεται ρητά από την Ελληνική Δημοκρατία, επί 16 έτη μέχρι και σήμερα, ως νόμιμος, έγκυρος και υφιστάμενος, καθώς επίσης ότι από αυτόν αποκτήθηκαν δύο παιδιά, ο Τ., ηλικίας σήμερα 15 ετών και η Α., ηλικίας σήμερα 12 ετών. 7. Προσάγω ως αναγνωστέα την υπ'αριθμό πρωτοκ. 173/00/Φ.56/10.5.2000 Γνωμάτευση (ρήτρα - φετβά) του Μουφτή Κομοτηνής, η οποία έχει ως εξής: "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - ΜΟΥΦΤΕΙΑ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ διαζυγίων, διατροφών, επιτροπειών, χειραφεσίας ΕΡΩΤΗΜΑ: Σύμφωνα με το Ιερό Οικογενειακό Δίκαιο του Ισλάμ, δύναται η έγγαμος σύζυγος να διαζευγνύει τον σύζυγον αυτής; ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ: Σύμφωνα με το Ιερό Οικογενειακό Δίκαιο του Ισλάμ, το δικαίωμα του διαζυγίου, αν δεν έχει δοθεί και στην σύζυγο κατά την προγαμιαία συμφωνία κατά την τέλεση του γάμου (Νικιάχ) ΑΝΗΚΕΙ στον σύζυγο, ο οποίος μόνο εκείνος για διαφόρους σοβαρούς λόγους δύναται να διαζευγνύει την σύζυγό του, πάντα βέβαια υποχρεούμενος να καταβάλει την αποζημίωση της λύσης του γάμου και το αντίτιμο των δωρεών (μιχρ) που έχουν συμφωνηθεί και συνομολογηθεί, κατά την τέλεση του γάμου τους, που είναι καταχωρημένα εθιμικά και στην άδεια γάμου τους ... Ούτως στα Ιερονομικά Συγγράμματα Κομοτηνή, 10ην Μαΐου 2000 Ο Μουφτής Κομοτηνής". Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 10 του ν. 2345/1920, ο οποίος καταργήθηκε με το άρθρο 9 του ν. 1920/1991, με τον οποίο κυρώθηκε η από 24.12.1990 πράξη νομοθετικού περιεχομένου "Περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών", όμως στο άρθρο 5 παρ. 2 αυτού (ν. 1920/1991) επαναλήφθηκε πανομοιότυπη η διάταξη του άρθρου 10 του καταργηθέντος ; νόμου, 11 παρ. 9 της Συνθήκης των Αθηνών (1.11.1913), η οποία κυρώθηκε με το ν. ΔΣΙΓ/1913, 4 του ν.147/1914, 1, 6 ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι οι διαπροσωπικές οικογενειακές σχέσεις των Μουσουλμάνων Ελλήνων υπηκόων εξακολουθούν να ρυθμίζονται από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο. Ειδικότερα: Η εφαρμογή του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου στους Μουσουλμάνους Έλληνες υπηκόους κατοχυρώθηκε με διεθνείς υποχρεώσεις τις οποίες ανέλαβε η Ελληνική Πολιτεία. Η Σύμβαση Ελλάδος - Τουρκίας της 10ης Ιουνίου 1981, που κυρώθηκε με τον Νόμο ΞΛΖ της 11 Μαρτίου 1882 (άρθρ. 3 και 8), εξασφάλισε για πρώτη φορά στους Έλληνες Μουσουλμάνους την εφαρμογή του Μουσουλμανικού δικαίου. Στη συνέχεια το άρθρ. 1.1 της συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Νοεμβρίου 1913, που κυρώθηκε με τον νόμο ΔΣΙΓ της 14 Νοεμβρίου 1913, καθιέρωσε τον απόλυτο σεβασμό των εθίμων κατοίκων των χωρών που εκχωρήθηκαν στην Ελλάδα και καθόρισε σε ποιες σχέσεις θα ασκούν δικαιοδοσία μεταξύ των Μουσουλμάνων οι Μουφτήδες. Η παραπάνω διάταξη διατηρήθηκε σε ισχύ και από το άρθρο 4 εδάφ. 2 του νόμου 147/1914, που καθόρισε ότι ως προς τους Μουσουλμάνους ισχύουν ακόμη οι περί αυτών ειδικοί όροι της μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας συνθήκης των Αθηνών του 1913. Ο μετέπειτα νόμος 2345/1929 επανέλαβε στο άρθρο 10 εδάφ. 1 τις διατάξεις του άρθρου 11 της Συνθήκης των Αθηνών. Συγκεκριμένα, για τη δικαιοδοσία των Μουφτήδων καθόρισε ότι "οι Μουφτήδες πλην καθαρώς θρησκευτικών καθηκόντων κατά τον ιερόν νόμον ασκούσι δικαιοδοσίαν μεταξύ Μουσουλμάνων επί γάμων, διαζυγίων, διατροφών (νεφακά), επιτροπειών, κηδεμονιών, χειραφεσίας ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών και της εξ αδιαθέτου διαδοχής, εφ'όσον διέπονται υπό του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου και έχουν γνωμοδοτικήν αρμοδιότητα επί παντός ζητήματος, θρησκευτικού, κληρονομικού ή οικογενειακού των Μωαμεθανών δικαίου". Τελικά, η Συνθήκη των Σεβρών του 1920, που κυρώθηκε με το ν.δ. της 29 Σεπτ./30 Οκτωβ. 1923 (άρθρ. 14 παρ. 1) και η Συνθήκη της Λοζάννης του 1923, που κυρώθηκε με το ν.δ. της 25 Αυγούστου 1923 (άρθρ. 42 και 45), εξασφάλισαν και πάλι την εφαρμογή των μουσουλμανικών εθίμων και του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου στους μουσουλμάνους το θρήσκευμα υπηκόους. Αυτό το καθεστώς δεν ανέτρεψε ο Αστικός Κώδικας του 1940, που τέθηκε σε εφαρμογή στις 23 Φεβρουαρίου 1946. Το άρθρο 6 του ΕισΝ του ΑΚ δεν κατάργησε το άρθρο 4 του νόμου 147/1914 όσον αφορά τους Μουσουλμάνους, ενώ αντίθετα σαφώς κατάργησε τούτο ως προς τους Έλληνες Ισραηλίτες, αλλά ούτε και το νόμο 2345/1920 περί δικαιοδοσίας των Μουφτήδων. Ακόμη δε και πιο πρόσφατα, ο νομοθέτης, με το άρθρο 8 του ΕισΝ του ΚΠολΔ (Α.Ν.657/1971), διατήρησε σε ισχύ τις διατάξεις του άρθρου 10 του νόμου 2345/1920 "περί δικαιοδοσίας των Μουφτήδων των εν τω Κράτει Μουσουλμάνων". Ήδη δε, με το άρθρο 9 του ν. 1920/1991, με τον οποίο κυρώθηκε η από 24.12.1990 πράξη νομοθετικού περιεχομένου "περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών", καταργήθηκε ο ν. 2345/1920. Όμως στο άρθρο 5 παρ. 2 του νέου ν. 1920/1991 επαναλήφθηκε πανομοιότυπη η διάταξη του άρθρου 10 του καταργηθέντος ν. 2345/1920. Το άρθρο 5 παρ. 2 του 1920/1991 έχει ως εξής: "Ο Μουφτής ασκεί δικαιοδοσία μεταξύ Μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών της περιφερείας του, επί γάμων, διαζυγίων, διατροφών, επιτροπειών, κηδεμονιών ... εφ'όσον οι σχέσεις αυτές διέπονται από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο".
Συνεπώς, οι διαπροσωπικές σχέσεις (γάμος, διαζύγιο, διατροφή, κηδεμονία ανηλίκων τέκνων κ.λ.π.) των Μουσουλμάνων Ελλήνων υπηκόων εξακολουθούν να ρυθμίζονται από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο, κατόπιν και ρητής προσφάτου νομοθετικής επιταγής. Περαιτέρω, το διαπροσωπικό δίκαιο των Μουσουλμάνων Ελλήνων υπηκόων, καθιερωθέν με τις προαναφερθείσες κι επικυρωθείσες διά Νόμων διεθνείς συνθήκες, αποτελεί κατ'άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού Δικαίου και υπερισχύει πάσης αντιθέτου διατάξεως Νόμου. Οι διεθνείς συνθήκες από τις οποίες επιβάλλεται η εφαρμογή του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου επί ορισμένων εννόμων σχέσεων των κατοικούντων στην Ελλάδα Μωαμεθανών Ελλήνων υπηκόων, αποτελούν κατ'άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού Δικαίου και υπερισχύουν πάσης αντιθέτου διατάξεως νόμου.
Συνεπώς, οι περί εκδικάσεως των σχετικών διαφορών αναφερόμενες διατάξεις δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα και κυρίως στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 8 παρ. αυτού, κατά τις οποίες οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου και κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του τον δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος. Οι ανωτέρω νομοθετικές διατάξεις, οι οποίες εξασφαλίσθηκαν με τις προαναφερθείσες Συνθήκες των Σεβρών και της Λοζάννης, είναι προστατευτικές από άποψη εφαρμοστέου δικαίου για τους Μουσουλμάνους στο θρήσκευμα Έλληνες υπηκόους, αποτελούν δε ειδικό δίκαιο, που εφαρμόζεται με βάση τις διατάξεις του διαπροσωπικού δικαίου και δεν αντίκεινται ούτε στην αρχή της ισότητας, που κατοχυρώνει το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία δεσμεύεται ο κοινός νομοθέτης, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοιες καταστάσεις ή σχέσεις ή κατηγορίες προσώπων, να μη τις μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο, είτε με τη μορφή χαριστικού μέτρου ή προνομίου, που δεν συνδέεται με αξιολογικά κριτήρια, είτε με τη μορφή της επιβολής μίας αδικαιολόγητης επιβαρύνσεως ή της αφαιρέσεως δικαιωμάτων, που αναγνωρίζονται από γενικότερο κανόνα, εκτός αν η ιδιαίτερη ρύθμιση υπαγορεύεται από ειδικές περιστάσεις, που τη δικαιολογούν, η επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, ούτε στο άρθρο 17 του Συντάγματος και στη συμπορευόμενη με αυτό διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του πρώτου πρόσθετου Πρωτοκόλλου της συμβάσεως περί υπερασπίσεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου, με τις οποίες θεσπίζεται η προστασία της ιδιοκτησίας, ούτε στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σε αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει, ούτε προς το συμπορευόμενο με αυτό δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήριο και της "δίκαιης δίκης", που καθιερώνεται με το άρθρο 6 παρ. 1 της αυτής Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και η οποία εγγυάται σε κάθε άτομο το δικαίωμα να ερευνά το δικαστήριο κάθε αμφισβήτηση σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αστικού χαρακτήρα, καθιερώνοντας τη δίκαιη δίκη υπό την έννοια της δικονομικής ισότητας των διαδίκων. Τα ανωτέρω δε ισχύον ανεξάρτητα από το σε ποιον τόπο και ενώπιον ποίου θρησκευτικού λειτουργού τελέσθηκε ο γάμος, αρκεί αυτός (γάμος) να "ιερολογήθηκε"σύμφωνα με τον Ιερό των Μουσουλμάνων Νόμο. ΟΡΑΤΕ ΑΠ 1723/1980 ΕΕΝ 1991 725 (αφορά θρησκευτικό μεταξύ μουσουλμάνων γάμο, που τελέσθηκε στην Αίγυπτο, ήτοι γάμο που δεν τελέσθηκε από Έλληνα Μουφτή ούτε και δηλώθηκε ενώπιον Έλληνα Μουφτή). Εν ολίγοις, σε ότι αφορά τον γάμο μου με την εγκαλούσα, εφαρμοστέο τυγχάνει το Ιερό Μουσουλμανικό Δίκαιο, του οποίου η εφαρμογή είναι υποχρεωτική, δικαιοδοσία δε για τις από αυτόν γεννώμενες διαφορές έχει ο Μουφτής Ξάνθης. 9/ Κατά τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2006 εμφανίσθηκα ενώπιον του Μουφτή Ξάνθης και υπέβαλα προφορική αίτηση λύσης του γάμου μου με την εγκαλούσα. Πλην όμως, ο Μουφτής Ξάνθης αρνήθηκε παράνομα και αδικαιολόγητα να δεχθεί να προσδιορίσει προς συζήτηση και να συζητήσει την αίτησή μου, δηλώνοντάς μου ότι υφίσταται ήδη σε βάρος μου απόφασή του διατροφής υπέρ της εγκαλούσας. Ευθύς αμέσως, ήτοι στις 19.9.2006, κοινοποίησα στον Μουφτή Ξάνθης τη ν από 18.9.2006 εξώδικη κλήση μετά διαμαρτυρίας κι επιφυλάξεως, την οποία προσάγω ως αναγνωστέα, διά της οποίας υπέβαλα και εγγράφως την αίτησή μου για την λύση του γάμου μου με την εγκαλούσα, το ακριβές περιεχόμενο της οποίας έχει ως εξής: "... Όπως γνωρίζετε, αναιτιολόγητα και κατά παράβαση καθήκοντος αρνείσθε να αποδεχθείτε την κατά το Ιερό Μουσουλμανικό Δίκαιο αίτησή μου για λύση του γάμου μου με την Μ. Τ. του Τ. και της Α., κάτοικο ..., που τελέσθηκε κατά τους Ιερούς Κανόνες στις 20.8.1994 στα Κιμμέρια Νομού Ξάνθης, και για αναγνώριση - καθορισμό της επιτροπείας των εξ αυτού γεννηθέντων τέκνων μου, ήτοι του άρρενος Τ. ετών 11 (γεννήθηκε αυτής 18.5.1995) και του θήλεος Α., ετών 8 (γεννήθηκε αυτής 21.8.1998). Αντ'αυτού με απειλείτε ότι θα υπογράψετε ήδη συνταχθείσα (όπως ισχυρίζεσθε), ερήμην μου και εν αγνοία μου, κατά παράβαση καθήκοντος, σε βάρος μου απόφαση για καταβολή διατροφής 2.000 ευρώ το μήνα στην ως άνω σύζυγό μου. Κατόπιν των ανωτέρω, διαμαρτυρόμενος έντονα για την ως άνω συμπεριφορά κι επιφυλασσόμενος ρητά για κάθε νόμιμο δικαίωμά μου, σας υποβάλλω διά της παρούσης και εγγράφως την κατά τα ως άνω αίτησή μου και σας καλώ: 1) Να ορίσετε τόπο και χρόνο για την συζήτηση αυτής ενώπιόν σας. 2) Να αποφύγετε κάθε ενέργεια και ιδιαίτερα έκδοση οποιασδήποτε απόφασης, χωρίς προηγούμενη κλήτευση των διαδίκων και κοινοποίηση σε αυτούς του περιεχόμενου κάθε υποβληθείσας ή υποβληθησομένης ενώπιόν σας αιτήσεως και με μνεία των εφαρμοζομένων εν προκειμένω διατάξεων του Ιερού Μουσουλμανικού Δικαίου, ώστε να είναι δυνατή η εκ μέρους μας άσκηση των δικαιωμάτων μας και ο έλεγχος της συνταγματικότητας της όποιας αποφάσεώς σας ...". Κατόπιν αυτού και σε απόδειξη της σε βάρους μου συμπαιγνίας, τη συνεργεία του Μουφτή Ξάνθης και της εγκαλούσας, όπως αυτή αναπτύσσεται και αποδεικνύεται κατωτέρω, μου κοινοποιήθηκε στις 26.9.2006 και ώρα 16.20 μ.μ., μία προχρονολογημένη αίτηση της εγκαλούσας προς τον Μουφτή Ξάνθης, στρεφόμενη σε βάρος μου, η οποία φέρεται να συντάχθηκε δήθεν στις 12.9.2006, την οποία προσάγω ως αναγνωστέα, προκειμένου να φαίνεται ότι κατατέθηκε στον Μουφτή Ξάνθης πριν την κοινοποίηση σε αυτόν της ως άνω εξωδίκου κλήσης μου, το ακριβές όμως αντίγραφο αυτής, που μου κοινοποιήθηκε, φέρει την αποκαλυπτική ημερομηνία 26.9.2006, που είναι και η ημέρα επίδοσής της σε μένα. Το περιεχόμενο δε της ως άνω αιτήσεως, στα κύρια σημεία του έχει ως εξής: "Στις 20.8.1994 στα Κιμμέρια Ξάνθης με τον σύζυγό μου Μ. (επώνυμο) Σ. (όνομα) του Χ. και της Τ., τελέσαμε νόμιμο γάμο, σύμφωνα με τους κανόνες του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου, συνταχθείσας προς τούτο της με αριθμό ... ληξιαρχικής πράξης γάμου του ληξιάρχου Κιμμερίων, Από τον γάμο μας αυτό στις 18.5.1995 αποκτήσαμε το πρώτο τέκνο μας, τον Τ. ηλικίας σήμερα 11 ετών και στις 21.8.1998 αποκτήσαμε τον Α. ηλικίας σήμερα 8 ετών. Επειδή με τον σύζυγό μου, κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα προέκυψαν στην έγγαμη σχέση μας έριδες και διαπληκτισμοί ... Επειδή το τελευταίο διάστημα του 1,5 μήνα ευρισκόμαστε σε διάσταση με τον σύζυγό μου. Επειδή, εγώ δεν εργάζομαι πουθενά, αφού δεν έχω τη δυνατότητα να εργασθώ, αφού δεν γνωρίζω καμία τέχνη στην οποία μπορώ να παρέχω τις υπηρεσίες μου, αλλά ούτε και έχω αγρούς ή άλλα ακίνητα στο όνομά μου από τους οποίους θα δύναμαι να αποκτήσω εισοδήματα ... Επιπρόσθετα όλων αυτών, δεν έχω, ούτε εγώ, ούτε τα ανήλικα τέκνα μας κατοικία στην οποία να μπορούμε να καλύψουμε τις στεγαστικές μας ανάγκες και για το λόγο αυτό αναγκάζομαι να νοικιάζω σπίτι στα ... και καταβάλλω μηνιαίως 250 ευρώ ως μίσθωμα. Η οικονομική μας κατάσταση επιδεινώνεται επειδή εγώ δεν είμαι πουθενά ασφαλισμένη και τα παιδιά μας έχουν ανάγκη από ιατροφαρμακευτική φροντίδα, όπως και έχουν ανάγκη δαπανών για την εκπαίδευσή τους, αφού πηγαίνουν στο δημοτικό σχολείο και έχουν αυξημένα έξοδα. Μέχρι σήμερα δε για την εξασφάλιση της διατροφής μας και των αναγκών μας για ιατροφαρμακευτική φροντίδα και τις ανάγκες εκπαίδευσης των παιδιών μας αναγκάζομαι να ζητώ δανεικά χρήματα από τους γονείς μου, τους συγγενείς και φίλους μας. Επειδή εξαιτίας των ανωτέρω και της αδιαφορίας του συζύγου μου για την διατροφή μας, δεν έχω την δυνατότητα να διατρέψω τόσο τον εαυτό μου, όσο και τα ανήλικα τέκνα μας, ενώ αντίθετα ο σύζυγός μου δύναται να διατρέψει τόσο τον εαυτό του όσο και εμάς σύμφωνα με την υποχρέωση που έχει από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο, αφού εργάζεται και διατηρεί στα ... επιχείρηση χονδρικού εμπορίου εμφιαλωμένου υγραερίου και ξυλάνθρακα και τα ετήσια έσοδά του ευρώ. Επίσης, ο σύζυγός μου είναι κάτοχος πολλών οχημάτων που χρησιμοποιεί για τις επαγγελματικές του ανάγκες αλλά και για την προσωπική του χρήση και τα εισοδήματά του είναι αρκετά ώστε να καλύπτει τις προσωπικές του ανάγκες, αλλά και εκείνες τις δικές μου και των τέκνων μας. Επειδή μέσα στα πλαίσια αυτής της δικαιοδοσίας σας ως Μουφτής Ξάνθης δύνασθε να υποχρεώσετε το σύζυγό μου να μου χορηγήσει μηνιαία διατροφή τόσο για την εξασφάλιση της δικής μου διατροφής όσο και για την εξασφάλιση της διατροφής των ανηλίκων τέκνων μας, χωρίς να διακινδυνεύσει η διατροφή του συζύγου μου από το χρονικό διάστημα που ξεκίνησε η διάστασή μας. Επειδή πρέπει να υποχρεωθεί ο σύζυγός μου με απόφαση που θα εκδώσει ο Μουφτής να μου παραχωρήσει όλα τα αντικείμενα που ήδη υπάρχουν εντός αυτής (είδη οικοσκευής) για την κάλυψη των αναγκών τόσο των δικών μου όσο και των ανηλίκων. Επειδή σύμφωνα με τα παραπάνω δικαιούμαι να μου καταβάλει ο σύζυγός μου διατροφή, τόσο για μένα, όσο και για τα ανήλικα τέκνα μας για ολόκληρο το χρονικό διάστημα της διάστασης, αλλά και μετά από την ενδεχόμενη λύση του γάμου μας και μέχρι την ενηλικίωση των ανηλίκων τέκνων μας Α) Να μου αποδοθεί η γονική μέριμνα και επιμέλεια των ως άνω ανηλίκων τέκνων μας και Β) Να υποχρεωθεί ο εναγόμενος με απόφαση που θα εκδώσει ο σοφολογιότατος Μουφτής Ξάνθης να μου καταβάλει μηνιαία διατροφή τόσο για μένα και τα ανήλικα τέκνα μας που διαβιούν μαζί μου, τουλάχιστον το ποσό των 1.800 ευρώ σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα και να μου παραδώσει όλα τα είδη οικοσκευής και τα προσωπικά μας είδη (εμένα και των ανηλίκων μας) που βρίσκονται στην οικία μας και που είναι απαραίτητα για την κάλυψη των αναγκών τόσο των δικών μου όσο και των ανηλίκων ..."Εν ολίγοις, φέρεται να υποβάλλεται το πρώτον δήθεν εκ μέρους της εγκαλούσας και ενώπιον του Μουφτή Ξάνθης, αίτηση σε βάρος μου για την ανάθεση της γονικής μέριμνας και της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων μας στην εγκαλούσα, για καταβολή σε αυτήν διατροφής και για παράδοση σε αυτήν κινητών πραγμάτων. Κατόπιν τούτου, ευθύς αμέσως, ήτοι στις 27.9.2006 και ώρα 11.00 κοινοποίησα στον Μουφτή Ξάνθης την από 27.9.2006 εξώδικη κλήση μετά διαμαρτυρίας και επιφυλάξεως, την οποία προσάγω ως αναγνωστέα, με το εξής περιεχόμενο: "... Όπως γνωρίζεται, αναιτιολόγητα και κατά παράβαση καθήκοντος αρνηθήκατε να αποδεχθείτε την κατά το Ιερό Μουσουλμανικό Δίκαιο αίτησή μου για λύση του γάμου μου με την Μ. Τ. του Τ. και της Α., κάτοικο ..., που τελέσθηκε κατά τους Ιερούς Κανόνες στις 20.8.1994 στα Κιμμέρια Νομού Ξάνθης και για αναγνώριση της επιτροπείας και κηδεμονίας των εξ αυτού γεννηθέντων τέκνων μου, ήτοι του άρρενος Τ., ετών 11 και του θήλεος Α., ετών 8. Αντ'αυτού με απειλήσατε ότι θα υπογράψετε ήδη συνταχθείσα (όπως ισχυρισθήκατε) ερήμην μου και εν αγνοία μου, κατά παράβαση καθήκοντος, σε βάρος μου απόφαση για καταβολή διατροφής 2.000 ευρώ το μήνα στην ως άνω σύζυγό μου. Κατόπιν των ανωτέρω, διαμαρτυρόμενος έντονα για την ως άνω συμπεριφορά κι επιφυλασσόμενος ρητά για κάθε νόμιμο δικαίωμά μου, σας κοινοποίησα την από 18.9.2006 εξώδικη κλήση μου μετά διαμαρτυρίας κι επιφυλάξεως και με την οποία σας υπέβαλα και εγγράφως την κατά τα ως άνω αίτησή μου και σας κάλεσα: 1) Να ορίσετε τόπο και χρόνο για τη συζήτηση αυτής ενώπιόν σας. 2) Να αποφύγετε κάθε ενέργεια και ιδιαίτερα έκδοση οποιασδήποτε απόφασης, χωρίς προηγούμενη κλήτευση των διαδίκων και κοινοποίηση σε αυτούς του περιεχομένου κάθε υποβληθείσας η υποβληθησομένης ενώπιόν σας αιτήσεως και με μνεία των εφαρμοζομένων εν προκειμένω διατάξεων του Ιερού Μουσουλμανικού Δικαίου, ώστε να είναι δυνατή η εκ μέρους μας άσκηση των δικαιωμάτων μας και ο έλεγχος της συνταγματικότητας της όποιας αποφάσεώς σας. Όμως, ούτε και κατόπιν αυτού ορίσατε τόπο και χρόνο για συζήτηση της αιτήσεώς μου. Αυτό δε έχει ως άμεσο αποτέλεσμα να εμφανίζεται η σύζυγός μου ως δικαιούχος διατροφής, ενώ, κατά το Ιερό Μουσουλμανικό Δίκαιο, η σύζυγος δικαιούται διατροφή (νεφακά) για χρονικό διάστημα εκατό ημερών από τη λύση του γάμου, χρονικό διάστημα που θα επιτρέψει στη σύζυγο να τεθεί υπό την προστασία άλλου συζύγου. Όλως περιέργως δε, προέκυψε μία προχρονολογημένη έγγραφη αίτηση ενώπιόν σας της συζύγου μου, συνταχθείσα δήθεν στις 12.9.2006, το ακριβές όμως αντίγραφο της οποίας μου κοινοποιήθηκε φέρει την αποκαλυπτική ημερομηνία 26.9.2006, η οποία μου επιδόθηκε στις 26.9.2006και ώρα 16.20 μ.μ. Επί του ως άνω δε χειρογράφου υπάρχει η εξής χειρόγραφη αναφορά: "Η συζήτηση της αίτησης θα γίνει Τετάρτη 27.9.06 ώρα 12.00". Την αναφορά δε αυτή δεν ακολουθεί αυτοτελής υπογραφή και σφραγίδα σας, ώστε να προκύπτει εάν πράγματι ετέθη από εσάς τον ίδιο. Εξάλλου, σε αυτή ουδόλως αναφέρεται ο τόπος συζήτησης της αίτησης, ο φερόμενος δε ως χρόνος προσδιορισμού της συζήτησης, λίγες μόλις ώρες μετά την κοινοποίηση αυτής μόνο εύλογος δεν είναι, συνεπώς δεν έχω κλητευθεί νομότυπα. Με την ως άνω αίτηση δε, επιβεβαιώνεται το περιεχόμενο της προγενέστερης απειλής σας, καθόσον με αυτή ζητείται μεταξύ άλλων, επιδίκαση διατροφής "... τουλάχιστον το ποσό των 1.800 ευρώ ..."Περαιτέρω, κατά παράβαση καθήκοντος, παραλάβατε την ως άνω αίτηση, καθόσον με αυτή ζητείται η ρύθμιση της χρήσης κινητών πραγμάτων, με παραχώρηση της οικοσκευής μας στη σύζυγό μου, σχέση όμως η οποία δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του Μουφτή, κατ'άρθρο 5 παρ. 2 της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου "περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών", που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 1920/1991. Επίσης δε, κατά παράβαση καθήκοντος παραλάβατε την ως άνω αίτηση, καθόσον με αυτή ζητείται η ανάθεση γονικής μέριμνας και επιμελείας ανηλίκων τέκνων, έννοιες όμως, οι οποίες δεν έχουν σχέση με το Ιερό Μουσουλμανικό Δίκαιο και δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία του Μουφτή, κατ'άρθρο 5 παρ. 2 της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου "περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών", που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 1920/1991, καθόσον κατά το Ιερό Μουσουλμανικό Δίκαιο, αναγνωρίζονται οι σχέσεις της επιτροπείας και της κηδεμονίας, επίτροπος δε και κηδεμόνας των αρρένων τέκνων μετά το έβδομο έτος της ηλικίας των και των θηλέων τέκνων μετά το ένατο έτος της ηλικίας τους είναι ο πατέρας, πριν δε η μητέρα. Επίσης δε κατά παράβαση καθήκοντος παραλάβατε την ως άνω αίτηση, καθόσον με αυτή εμφανίζεται η αιτούσα σύζυγός μου να ενεργεί και για λογαριασμό του άρρενος τέκνου μας Τ., ηλικίας 11 ετών, ενώ όμως, κατά τα ανωτέρω, επίτροπος και κηδεμόνας αυτού είμαι εγώ και η σύζυγός μου δεν νομιμοποιείται να τον εκπροσωπεί δικαστικά. Είναι εν ολίγοις προφανές ότι ενεργείται κατά παράβαση καθήκοντος, με σκοπό να προσπορίσετε όφελος στη σύζυγό μου και να προκαλέσετε βλάβη σε μένα. Κατόπιν των ανωτέρω, διαμαρτυρόμενος έντονα, ακόμη μία φορά, για την ως άνω συμπεριφορά κι επιφυλασσόμενος ρητά για κάθε νόμιμο δικαίωμά μου, σας καλώ για τελευταία φορά: 1) Να ορίσετε τόπο και χρόνο για τη συζήτηση της αιτήσεώς μου ενώπιόν σας. 2) Να απέχετε από τη συζήτηση της ως άνω αναφερομένης αιτήσεως της συζύγου μου. 3) Να αποφύγετε κάθε ενέργεια και ιδιαίτερα έκδοση οποιασδήποτε απόφασης, χωρίς προηγούμενη κλήτευση των διαδίκων και κοινοποίηση σε αυτούς του περιεχομένου κάθε υποβληθείσας ή υποβληθησομένης ενώπιόν σας αιτήσεως και με μνεία των εφαρμοζομένων εν προκειμένω διατάξεων του Ιερού Μουσουλμανικού Δικαίου, ώστε να είναι δυνατή η εκ μέρους μας άσκηση των δικαιωμάτων μας και ο έλεγχος αυτής συνταγματικότητας της όποιας αποφάσεώς σας ...". Ακολούθως δε, στις 21.12.2006, μου κοινοποιήθηκε αντίγραφο εξ απογράφου εκτελεστού της υπ'αριθμό 318/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (εκούσια δικαιοδοσία), με την οποία κηρύχθηκε εκτελεστή η υπ'αριθμό 122/28.8.2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης και την οποία προσάγω ως αναγνωστέα. Ευθύς ανέτρεξα στην σχετική δικογραφία που φυλάσσεται στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης και διαπίστωσα τα εξής: Η εγκαλούσα υπέβαλε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης την από 13.10.2006 (αριθμ. εκθ. καταθ. 370/23.10.2006) αίτησή της, την οποία προσάγω ως αναγνωστέα, με αίτημα να κηρυχθεί εκτελεστή (ορθότερα να αναγνωριστεί το δεδικασμένο) η υπ'αριθμό 122/2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης, την οποία προσάγω ως αναγνωστέα. Η άνω υπ'αριθμό 122/2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης, την οποία για πρώτη φορά αντίκρισα, εκδόθηκε παράνομα στις 28.8.2006, σε υποτιθέμενη συνεδρίαση του Ιερονομικού Δικαστηρίου της Μουφτείας Ξάνθης, χωρίς την δική μου παρουσία και χωρίς την προηγούμενη κλήτευσή μου να παραστώ σε αυτή, με παρούσα, όμως, την εγκαλούσα, εμφανιζόμενη να παρίσταται μετά δύο πληρεξουσίων δικηγόρων, το δε περιεχόμενό της έχει ως εξής: "Αριθμός 122. Πρωτόκολλο. Στο Ιερονομικό Δικαστήριο της Μουφτείας Ξάνθης εμφανίσθηκε η Τ. Μ. του Τ. και της Α., κάτοικος ..., σύζυγος του Μ. Σ. του Χ.. Κατά τη συνεδρίασή του σήμερα στις 27.8.2006 παριστάμενη μετά δύο συνηγόρων της η Μ. κόρη του Τ. εμφανιζόμενη η ίδια, λαβούσα το λόγο, κατέθεσε κατά περίληψη τα εξής: "Σοφολογιότατε, τον Αύγουστο του έτους 1994, ήλθαμε σε γάμο κοινωνία και από το γάμο μας αυτό αποκτήσαμε δύο τέκνα, ονόματι του άρρενος "Τ."ηλικίας 11 ετών και της θηλαίας Α., ηλικίας οκτώ". Η παριστάμενη Μ. ζήτησε διατροφή για τον εαυτό της και για τα ανήλικα τέκνα της. Αναφέρθηκε στο 12ετή παρελθόν τους και στα νόμιμα και μη νόμιμα γεγονότα. δυστυχώς από αυτά ανακύπτουν πολύ κακές συμπεριφορές. Δήλωσε ότι ο σύζυγός της έχει συμπεριφερθεί κατά τον χυδαιότερο τρόπο και σε αυτήν και στα παιδιά και δεν έφθασε μονάχα εκεί, προχώρησε σε επιθετικές και προσβλητικές συμπεριφορές και σε έντονο ξυλοδαρμό. Επίσης ενώπιόν της και φανερά της δήλωσε κατηγορηματικά ότι δεν την θέλει, ότι την απεχθάνεται. Πέραν τούτο συνήψε σε εξώγαμο δεσμό, κατά αντίθεση με το Ιερονομικό δίκαιο και εγκληματικό τρόπο με άλλη γυναίκα. Δήλωσε δε ότι την διαζευγνύει. Κατόπιν το δικαστήριο τούτο, σκεπτόμενο σύμφωνα με το ιερό μουσουλμανικό δίκαιο, διαπίστωσε την αλήθεια των παραπάνω και ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ: Υποχρεώνει τον σύζυγο να καταβάλλει στην σύζυγο μηνιαία διατροφή το ποσό των χιλίων οκτακοσίων ευρώ (1800 €), τις οποίες θα δίνει στην σύζυγο διά μέσω της Μουφτείας. Αναθέτει την επιμέλεια των παραπάνω ανηλίκων στην μητέρα τους. Διατάζει την παράδοση των προσωπικών αντικειμένων της συζύγου και Παρέχει το δικαίωμα στον σύζυγο να βλέπει δύο φορές τον μήνα τα παιδιά του, να τα παίρνει σπίτι για 24 ώρες και θα τα επιστρέφει. 28.8.2006 Ο Μουφτής Ξάνθης Μεμέτ Εμίν Σινίκογλου". Εν ολίγοις, εκδόθηκε ένα μήνα πριν (28.6.2006) την κοινοποίηση σε μήνα της ως άνω δήθεν από 12.9.2006 (ψευδ)αιτήσεως της εγκαλούσας προς τον Μουφτή Ξάνθης που μου κοινοποιήθηκε στις 29.9.2006, με την οποία φέρεται ψευδώς να υποβάλλεται, το πρώτον δήθεν εκ μέρους της εγκαλούσας και ενώπιον του Μουφτή Ξάνθης, αίτηση σε βάρος μου για ανάθεση της γονικής μέριμνας και της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων μας στην εγκαλούσα, για καταβολή σε αυτήν διατροφής και για παράδοση σε αυτήν κινητών πραγμάτων. Όπως είναι προφανές, η άνω (ψευδ)αίτηση αποτελεί προϊόν μεθόδευσης και κατατέθηκε και επιδόθηκε για να προσδώσει νομιμοφάνεια στην σε βάρος μου συμπαιγνία και ατυχή νομική "έμπνευση". Επιχειρήθηκε δηλαδή με μία συνεδρίαση παρωδία στις 27.9.2006, μεταγενέστερη της δήθεν συνεδρίαση της 28.8.2006, κατά την οποία ήδη είχε εκδοθεί η σε βάρος μου υπ'αριθμό 122/28.8.2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης, χωρίς ποτέ να κλητεύθηκα και φυσικά να παραστώ, να δοθεί νομιμοφάνεια στην σε βάρος μου συμπαιγνία. Σε κάθε περίπτωση δε εγώ, στις 26.9.2006 κλητεύθηκα για τη συνεδρίαση της 27.9.2006, κατά την οποία εκδόθηκε το από 7.9.2006 προσάρτημα και όχι η υπ'αριθμό 122/28.8.2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης. Ουδέποτε δε κλητεύθηκα για τη δήθεν συνεδρίαση της 28.82006, κατά την οποία εκδόθηκε η υπ'αριθμό 122/29.9.2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης. Η πρώτη μου ενέργεια μετά την πλήρη αποκάλυψη των ανωτέρω παρανόμων ενεργειών, ήταν να διαμαρτυρηθώ έντονα στον Μουφτή Ξάνθης, η οποία διαμαρτυρία μου ως φαίνεται θορύβησε τον Μουφτή Ξάνθης, καθόσον ακολούθησε εκ μέρους του μία "διπλωματική"κίνηση, ήτοι εξέδωσε ο Μουφτής Ξάνθης, οίκοθεν, χωρίς δημόσια συνεδρίαση και χωρίς αίτημα ουδενός, το υπ'αριθμό 101/17-12006 έγγραφό του, που τιτλοφορεί "απόφαση", με το οποίο ανακάλεσε και ακύρωσε αυτεπαγγέλτως την προηγούμενη υπ'αριθμό 122/28.8.2006 απόφασή του και το από 27.9.2006 προσάρτημα, με το αβάσιμο και αστήρικτο νομικά "επιχείρημα"ότι δήθεν ο γάμος μου με την εγκαλούσα δεν δηλώθηκε στον Μουφτή Ξάνθης και ως εκ τούτου θεωρείται δήθεν "πολιτικός γάμος". είναι προφανές ότι η κίνηση αυτή επιλέχθηκε για να "αντιμετωπισθούν"οι έννομες συνέπειες της προγενέστερης σε βάρος μου παράνομης συμπεριφοράς του, πλην όμως είναι και αυτή παράνομη. Επιχειρήθηκε δε, η μία παράνομη ενέργεια να καλυφθεί με μία άλλη παράνομη ενέργεια. Σε κάθε περίπτωση δε, επί της ουσίας του περιεχομένου της ως άνω (νέας) δήθεν "αποφάσεως"του Μουφτή Ξάνθης, επισημαίνω τα εξής: α) Η ως άνω "απόφαση"του Μουφτή Ξάνθης ουδέποτε κηρύχθηκε εκτελεστή από το Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης και συνεπώς, από αυτή δεν εκπορεύεται δεδικασμένο, κατ'άρθρο 5 παρ. 3 του Ν. 1920/1991. β) Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 5 της από 24.12.1990 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 1920/1991 "ο Μουφτής ασκεί δικαιοδοσία μεταξύ Μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών της περιφερείας του επί γάμων, διαζυγίων, διατροφών, επιτροπειών, κηδεμονιών, χειραφεσίας ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών και της εξ αδιαθέτου διαδοχής, εφ'όσον οι σχέσεις αυτές διέπονται από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο", κατά δε το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του ως άνω άρθρου 5 "Το Δικαστήριο ερευνά μόνον αν η απόφαση εκδόθηκε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του Μουφτή και αν οι διατάξεις που εφαρμόστηκαν αντίκεινται στο Σύνταγμα". Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι τα ζητήματα του οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου, που ανήκουν στη δικαιοδοσία του Μουφτή ως ιεροδίκη, είναι σαφώς καθορισμένα και περιορισμένα. Τούτο, αφού οι διατάξεις αυτές εισάγουν εξαιρετικό δίκαιο, του οποίου η διασταλτική ερμηνεία ή ανάλογη εφαρμογή είναι ανεπίτρεπτη. Ύστερα από αυτά, συνάγεται ότι η απόφαση του Μουφτή, η οποία αναφέρεται στην ανάκληση ή ακύρωση ή αναστολή άλλης αποφάσεως του Μουφτή, δεν υπάγεται στις αποφάσεις εκείνες του Μουφτή που κηρύσσονται εκτελεστές από το Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας του Μουφτή. Συμπερασματικά δε: Η ως άνω "απόφαση"του Μουφτή Ξάνθης δεν παράγει έννομες συνέπειες. Ο γάμος μου με την εγκαλούσα είναι θρησκευτικός κατά το μουσουλμανικό θρησκευτικό δόγμα. Κατά της υπ'αριθμό 318/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (εκούσια δικαιοδοσία) άσκησα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης την από 3.1.2007 (αύξ. αριθμ. καταθ. 11/9.1.2007) τριτανακοπή μου, την οποία προσάγω ως αναγνωστέα, καθόσον στη συζήτηση της αιτήσεως, επί της οποίας αυτή εκδόθηκε, δεν κλητεύθηκα ποτέ, προκειμένου να παραστώ και να συμμετέχω σε αυτή, ούτε με επιμέλεια της εγκαλούσας, ούτε μετά από διαταγή του δικαστηρίου, ούτε δε και με άλλο τρόπο έλαβα γνώση αυτής, ώστε δεν άσκησα παρέμβαση, μα αποτέλεσμα να μη λάβω την ιδιότητα του διαδίκου και η ως άνω απόφαση να εκδοθεί χωρίς να ακουστώ, ζητώντας να ακυρωθεί αυτή (απόφαση). Πρώτος και εκ των δύο κυρίων λόγων της τριτανακοπής μου ήταν ο εξής: κατά τη ρητή επιταγή του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος: "Κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη ..."Περαιτέρω δε, το διαπροσωπικό δίκαιο των Μουσουλμάνων Ελλήνων υπηκόων αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού δικαίου και οι μεταξύ των προσώπων αυτών διαφορές, που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 5 της από 24.12.1990 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 1920/1991, εκδικάζονται από τον Μουφτή, ο οποίος αποτελεί δικαιοδοτικό όργανο της Ελληνικής Πολιτείας και τον κατά το άρθρο 8 παρ. 1 του Συντάγματος φυσικό δικαστή των εν λόγω προσώπων. Επομένως, οι αποφάσεις του, ως δικαστικές, οφείλουν, κατά ρητή επιταγή του Συντάγματος, να είναι ειδικά εμπεριστατωμένα αιτιολογημένες. Έλλειψη της απαιτούμενης από το άρθρο 93 παρ. 3 του συντάγματος ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της δικαστικής απόφασης υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ'αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, ο νομικός κανόνας που εφαρμόσθηκε, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήχθησαν τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η κηρυχθείσα όμως εκτελεστή υπ'αριθμό 122/2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης στερείται παντελώς της απαιτουμένης ως άνω ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθόσον, εκτός από μία γενική και αόριστη αναφορά στο περιεχόμενο της υποβληθείσας εκ μέρους της εγκαλούσας προφορικής αιτήσεως (στην οποία, σημειωτέον, δεν περιλαμβάνεται αίτημα για ανάθεση της επιμέλειας των τέκνων μας και για απόδοση των προσωπικών της αντικειμένων, πλην όμως η απόφαση περιέχει διατάξεις και για αυτά), ουδέν άλλο αναφέρει, παρά μόνο προβαίνει στην τυπική και αόριστη αναφορά "... διαπίστωσε την αλήθεια των παραπάνω ..."χωρίς να αναφέρει ποιοι είναι εν προκειμένω οι εφαρμοστέοι κανόνες του ιερού μουσουλμανικού δικαίου, ποια ακριβώς περιστατικά διαπίστωσε, με ποιο τρόπο έκανε τη διαπίστωση αυτή και σε ποια αποδεικτικά μέσα στηρίχθηκε, καθώς και τους συλλογισμούς με τους οποίους κατέληξε ο Μουφτής στην κρίση του, περαιτέρω δε, δεν αναφέρει από την εκτίμηση ποιων πραγματικών περιστατικών οδηγήθηκε στην κρίση του περί επιδίκασης ως μηνιαίας διατροφής της εγκαλούσας του υπέρογκου ποσού των 1.800 Ευρώ, το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ τον μέσο μηνιαίο μισθό και δεν καθορίζει για ποιο χρονικό διάστημα επιδικάζεται διατροφή, δεν αναφέρει από την εκτίμηση ποιων πραγματικών περιστατικών οδηγήθηκε στην κρίση του περί ανάθεσης της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων μας στην εγκαλούσα. Ως εκ τούτου, το Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, κατά την εκδίκαση της αιτήσεως της εγκαλούσας για κήρυξη εκτελεστής της υπ'αριθμό 122/2006 αποφάσεως του Μουφτή Ξάνθης, στα πλαίσια ελέγχου της συνταγματικότητας αυτής, κατ'άρθρο 5 παρ. 3 της από 24.12.1990 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 1920/1991, όφειλε να εξετάσει και να εφαρμόσει την ως άνω παραβιασθείσα διάταξη και να απορρίψει την αίτηση, καθόσον, μάλιστα, η κατά τα ως άνω έλλειψη αιτιολογίας προκύπτει ευθέως από το ίδιο το περιεχόμενο της αποφάσεως του Μουφτή Ξάνθης. Η έλλειψη αιτιολογίας δε ανάγεται στη σύμπλευση της απόφασης του Μουφτή με το Σύνταγμα και δεν αφορά την ανέλεγκτη κρίση του Μουφτή περί του εάν ορθώς ή όχι εκτίμησε τις προσαχθείσες ενώπιόν του αποδείξεις. Επί της τριτανακοπής μου εκδόθηκε η υπ'αριθμό 92/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (εκούσια δικαιοδοσία), συγκροτηθέντος από την Πρωτοδίκη Σοφία Πλατάκη, ήτοι την Προεδρεύουσα και του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε τον άνω λόγο τριτανακοπής μου, κρίνοντας ως εξής: "... ο προβαλλόμενος λόγος αυτός λόγος είναι μη νόμιμος και πρέπει ν'απορριφθεί, καθόσον στην παράγραφο 3 του άρθρου 93 του Συντάγματος, καθορίζεται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των πολιτικών, διοικητικών και ποινικών δικαστηρίων και δεν αφορά η παραπάνω ρύθμιση τις αποφάσεις του Μουφτή, ο οποίος έχει μεν δικαστικές αρμοδιότητες μόνο για τους Έλληνες και Ελληνίδες υπηκόους που είναι μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα, δηλαδή ασκεί δικαστικές αρμοδιότητες για μία ορισμένη μερίδα Ελλήνων. Επομένως, οι αποφάσεις που εκδίδει ο Μουφτής δεν αποτελούν δικαστική απόφαση κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης του άρθρου 93 του Συντάγματος ...". Εν ολίγοις, λέγεται ότι η "ορισμένη μερίδα"των Ελλήνων πολιτών "που είναι μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα"δεν έχουν δικαίωμα καν σε δικαστική απόφαση, πολύ περισσότερο δε, δεν αναφέρεται σε αυτούς η συνταγματική επιταγή για αιτιολογημένη δικαιοδοτική κρίση, που το άρθρο ν93 παρ. 3 του Συντάγματος αναγνωρίζει, κατά την άνω απόφαση και δικαστή, στην πλειοψηφική "μη μερίδα"των υπολοίπων Ελλήνων πολιτών. Εν ολίγοις, κατά την άνω απόφαση και δικαστή, το γεγονός και μόνο ότι είμαι μουσουλμάνος και ανήκω στη θρησκευτική μουσουλμανική μειονότητα των Ελλήνων πολιτών, ήτοι για λόγους αποκλειστικά θρησκευτικών πεποιθήσεων , με εξαιρεί αυτομάτως από την απόλαυση της άνω συνταγματικής επιταγής. Και ενώ το διαπροσωπικό δίκαιο των Μουσουλμάνων Ελλήνων υπηκόων αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού Δικαίου και οι μεταξύ των προσώπων αυτών διαφορές3, που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 5 της από 24.12,.1990 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 1920/1991, εκδικάζονται από τον Μουφτή, ο οποίος αποτελεί δικαιοδοτικό όργανο της Ελληνικής Πολιτείας και τον κατά το άρθρο 8 παρ. 1 του συντάγματος φυσικό δικαστή των εν λόγω προσώπων, και ενώ στην παρ. 2 του άρθρ. 5 της από 24.12.1990 Πράξεως νομοθετικού περιεχομένου "περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών", η οποία κυρώθηκε με τον Νόμο 1920/1991, ρητά ορίζεται ότι "ο Μουφτής ασκεί δικαιοδοσία", στη δε παρ. 3 του ιδίου άρθρου ότι ο Μουφτής εκδίδει "αποφάσεις επί υποθέσεων αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας", οι οποίες κηρύσσονται εκτελεστές με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, ήτοι ως εκ τούτων οι αποφάσεις του Μουφτή είναι δικαστικές αποφάσεις, το δε Μονομελές Πρωτοδικείο, προκειμένου να κηρύξει εκτελεστή την απόφαση του Μουφτή, προβαίνει σε έλεγχο συνταγματικότητας αυτής, κατά τη ρητή επιταγή του άρθρου 5 παρ. 3 της από 24.12.1990 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 1920/1991, κατά την άνω απόφαση και δικαστή, οι αποφάσεις του Μουφτή δεν είναι δικαστικές αποφάσεις, επειδή αφορούν "ορισμένη μερίδα"των Ελλήνων πολιτών, "που είναι μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα", οι οποίοι αυτομάτως, περιέρχονται σε θέση ανισότητας εν σχέσει με την χριστιανική πλειοψηφία των ελλήνων πολιτών, κατά παράβαση της άλλης συνταγματικής επιταγής του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 του συντάγματος, που ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και έχουν ίσα δικαιώματα, αλλά και της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 13 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός, καθώς και της υπερνομοθετικής επιταγής του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ, που ορίζει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου δέον να εξασφαλίζονται ασχέτως διακρίσεως θρησκείας ή συμμετοχής σε εθνική μειονότητα. Δεύτερος και εκ των δύο κυρίων λόγος της τριτανακοπής μου ήταν ο εξής: Όπως προκύπτει από την ίδια την κηρυχθείσα εκτελεστή υπ'αριθμό 122/2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης, αυτή εκδόθηκε στις 28.8.2006, σε δήθεν συνεδρίαση του Ιερονομικού Δικαστηρίου της Μουφτείας χωρίς την δική μου παρουσία και χωρίς την προηγούμενη κλήτευσή μου να παραστώ σε αυτή. Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας όλων όσων βρίσκονται υπό την δικαιοδοσία της Ελληνικής Πολιτείας κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, όπου ορίζεται ότι: "Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ'αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει". Στη δε διεθνή δικαιοταξία υφίσταται αντίστοιχη διάταξη, ήτοι το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, όπου ορίζεται ότι: "Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικής φύσεως ...". Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας είναι πρώτα από όλα δικαίωμα σε προηγούμενη δικαστική ακρόαση, με την έννοια ότι πρέπει να παρέχεται η δικονομική δυνατότητα άσκησής του, πριν ακόμη το δικαστήριο αρχίσει να συλλέγει το πραγματικό και αποδεικτικό υλικό της δίκης. Για το λόγο αυτό όλοι οι διάδικοι πρέπει να κλητεύονται εξ αρχής με τον προσήκοντα τρόπο σε όλες τις συνεδριάσεις του δικαστηρίου, αλλά και σε όλες τις φάσεις της αποδεικτικής διαδικασίας. Αν ουδέποτε κληθεί ένας διάδικος, τότε παραβιάζεται η ουσία του δικαιώματός του στη δικαστική ακρόαση (αδυναμία πρόσβασης σε δικαστήριο) [ΕυρΔΔΑ, Απόφαση Τσιρώνης κατά Ελλάδας, 6.12.2001, παρ. 28]. Αν πάλι κληθεί καθυστερημένα, δεν θεραπεύεται η παραβίαση του δικαιώματός του, διότι βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε δυσμενέστερη θέση από τον αντίδικό του. Η αρχή της ισότητας των όπλων περιέχεται στην έννοια της δίκαιης δίκης του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ. Περιλαμβάνει την υποχρέωση να δίδεται εύλογη δυνατότητα σε κάθε διάδικο μέρος να παρουσιάσει την υπόθεσή του μέσα σε συνθήκες που δεν το θέτουν σε καθαρά μειονεκτική κατάσταση σε σύγκριση με τον αντίδικό του. Κοντολογίς, το δικαίωμα δικαστικής προστασίας προσβάλλεται αν ο διάδικος δεν κληθεί εξ αρχής στη συνεδρίαση του δικαστηρίου που εκδικάζει την υπόθεσή του. Οι ανωτέρω διαπιστώσεις λαμβάνουν ιδιαίτερη σημασία αν η παραβίαση του δικαιώματος δικαστικής ακρόασης συντελείται στο πλαίσιο εκδίκασης διαφοράς οικογενειακού δικαίου. Αν και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή) δεν υπαγορεύει ρητά συγκεκριμένες δικονομικές εγγυήσεις για την επίλυση των διαφορών αυτών, στο μέτρο που η δικαστική ή άλλη επίλυσή τους ισοδυναμεί με επέμβαση στην απόλαυση του δικαιώματος, είναι επιβεβλημένο τα υποκείμενα του δικαιώματος να έχουν την ευχέρεια να συμμετέχουν στις διαδικασίες λήψης όλων των σχετικών αποφάσεων για την προάσπιση των συμφερόντων του. Κατόπιν των ανωτέρω, είναι προφανές ότι στερήθηκα το δικαίωμά μου σε προηγούμενη ακρόαση και σε δίκαιη δίκη, καθόσον ουδέποτε κλητεύθηκα, σε εύλογο μάλιστα χρόνο, προκειμένου να παραστώ κατά τη συνεδρίαση του Ιεροδικείου της Μουφτείας Ξάνθης στις 28.8.2006, κατά την οποία εκδόθηκε η υπ'αριθμό 122/28.8.2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης. Προσέτι δε, η υποτιθέμενη κλήτευσή μου για την συνεδρίαση της 27.9.2006, ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο της γενομένης ερήμην μου συνεδρίασης της 28.8.2006 και της κατ'αυτήν λήψης και έκδοσης της υπ'αριθμό 122/28.8.2006 αποφάσεως του Μουφτή Ξάνθης δεν θεραπεύει την παραβίαση του δικαιώματός μου. Ως εκ τούτου, το Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, κατά την εκδίκαση της αιτήσεως της εγκαλούσας για κήρυξη εκτελεστής της υπ'αριθμό 122/2006 αποφάσεως του Μουφτή Ξάνθης, στα πλαίσια του ελέγχου συνταγματικότητας αυτής, κατ'άρθρο 5 παρ. 3 της από 24.12.1990 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 1920/1991, όφειλε να εξετάσει και να εφαρμόσει τις ως άνω παραβιασθείσες συνταγματικές και εκ διεθνών συνθηκών εκπορευόμενες διατάξεις και να απορρίψει την αίτηση, καθόσον μάλιστα, η μη συμμετοχή μου στη δίκη ενώπιον του Ιεροδικείου και η μη κλήτευσή μου σε αυτή προκύπτουν ευθέως από το ίδιο το περιεχόμενο της αποφάσεως του Μουφτή Ξάνθης. Κατά την ανάπτυξη δε του άνω λόγου της τριτανακοπής μου και σε ότι αφορά την συνεδρίαση της 27.9.2006, κατά την οποία εκδόθηκε το από 27.9.2006, προσάρτημα και όχι η υπ'αριθμό 122/28.8.2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης, επικουρικά ανέφερα ότι η υποτιθέμενη κλήτευσή μου για τη συνεδρίαση της 27.9.2006 προ είκοσι (20) μόλις ωρών, αφ'ενός μεν δεν έγινε σε εύλογο χρόνο, ώστε να δύναμαι πράγματι να ασκήσω το δικαίωμά μου, με την προσήκουσα προετοιμασία, αφ'ετέρου δε δεν καθόριζε τον τόπο της συνεδρίασης, με αποτέλεσμα ούτως ή άλλως, να μην είναι ούτε έγκαιρη ούτε έγκυρη. Όπως προειπώθηκε, επί της τριτανακοπής μου εκδόθηκε η υπ'αριθμό 92/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (εκούσια δικαιοδοσία), συγκροτηθέντος από την Πρωτοδίκη Σοφία Πλατάκη, η οποία απέρριψε τον άνω λόγο τριτανακοπής μου, κρίνοντας ως εξής: "... Η υπ'αριθμ. 122/2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης φαίνεται ότι εκδόθηκε στις 28.8.2006, ενώ η συμπληρωματική αυτής, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της, εκδόθηκε στις 27.9.2006. Από το σώμα της εκδοθησομένης απόφασης δεν φαίνεται εάν ο τριτανακόπτων κλήθηκε κατά την ανωτέρω συνεδρίαση, όμως προκύπτει ότι στη δεύτερη συνεδρίαση της 27.9.2006 ο τριτανακόπτων εκλήθη την προηγούμενη της συζήτησης, ήτοι την 26.9.2006, όπως και ο ίδιος ομολογεί, πλην όμως δεν παρέστη. Ο ίδιος επικαλείται ότι δεν κλήθηκε εντός ευλόγου προθεσμίας, πλην όμως από καμία διάταξη δεν προκύπτει η υποχρέωση κλητεύσεως εντός ευλόγου προθεσμίας για την ενώπιον του Μουφτή διαδικασία, ο ίδιος δε προτίμησε να απαντήσει με την από 27.9.2006 εξώδικό του προς τον Μουφτή Ξάνθης, η οποία κοινοποιήθηκε λίγο πριν την συνεδρίαση και όχι με κάποια αναβολή για να μπορέσει να έχει εύλογο χρόνο για την δικαστική του ακρόαση. Επομένως από τα παραπάνω συνάγεται ότι ακόμη και την προηγουμένη της δεύτερης συνεδρίασης της 27.9.2006 που αφορά την πιο πάνω απόφαση, ο τριτανακόπτων εκλήθη να παραστεί και επομένως δεν στερήθηκε του δικαιώματος ακρόασης ...". Εν ολίγοις, κατακρεουργήθηκε το δικαίωμά μου της προηγούμενης δικαστικής μου ακρόασης, καθόσον με αυθαίρετο τρόπο και λογικά άλματα, προσπερνάται το γεγονός ότι πράγματι δεν κλήθηκα κατά την δήθεν συνεδρίαση της 28.9.2006, κατά την οποία και εκδόθηκε η υπ'αριθμό 122/28.8.2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης, επειδή δήθεν κλήθηκα για την συνεδρίαση της 27.9.2006, κατά την οποία εκδόθηκε το από 27.9.2006 προσάρτημα και όχι η υπ'αριθμό 122/28.8.,2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης. Ήδη, αντιληφθείς, όμως, την σε βάρος μου συμπαιγνία, με αυτουργούς τον Μουφτή Ξάνθης και την εγκαλούσα και ιδιαίτερα την προσπάθεια "διαφυγής"του Μουφτή Ξάνθης από τις ποινικές, αστικές και διοικητικές ευθύνες του, με την έκδοση του υπ'αριθμ. πρωτοκ. 101/176.12006 εγγράφου του, διά του οποίου εμφανίζεται να ανακαλεί οίκοθεν την υπ'αριθμό 122/28.8.2006 απόφασή του και το από 27.9.2006 προσάρτημα, για τον λόγο ότι δήθεν ο γάμος μου με την εγκαλούσα τελέσθηκε από Ιμάμη και δεν δηλώθηκε στον Μουφτή Ξάνθης, καθιστάμενος δήθεν έτσι πολιτικός γάμος, και για να μη μείνει τίποτε αιωρούμενο, ώστε να δυνηθώ να ασκήσω ακολούθως τα ουσιαστικά και δικονομικής φύσης δικαιώματά μου, περιέλαβα στην τριτανακοπή μου και τον εξής κατά λέξη εκτιθέμενο λόγο: "... Για να ασκεί δικαιοδοσία ο Μουφτής επί γάμων, διαζυγίων και διατροφών, θα πρέπει ο γάμος να έχει συναφθεί σύμφωνα με τον Ιερό Νόμο και από τον ίδιο. Σε διαφορετική περίπτωση, π.χ. σύναψη γάμου από Ιμάμη κάποιου Ισλαμικού Τεμένους, είναι μεν έγκυρος ο γάμος, κατά το άρθρο 2367 Α.Κ., αλλά γι τη λύση του και τη ρύθμιση του δικαιώματος διατροφής αρμόδιος είναι ο τακτικός πολιτικός δικαστής.
Εν προκειμένω, ο γάμος μου με την καθ'ής η παρούσα τελέσθηκε στις 20.8.1994 από τον Ιμάμη του Ιερού Τεμένους Κιμμερίων Νομού Ξάνθης, με σχετική δήλωση του οποίου δηλώθηκε στον Ληξίαρχο της τότε Κοινότητας Κιμμερίου Νομού Ξάνθης και συντάχθηκε η υπ'αριθμό .../6.9.1994 ληξιαρχική πράξη αυτού, ουδέποτε δε, δηλώθηκε ή καταχωρήθηκε στα βιβλία της Μουφτείας Ξάνθης. Ως εκ τούτου, ο Μουφτής δεν έχει δικαιοδοσία επί ζητημάτων που ανακύπτουν από τον γάμο αυτό, όπως για ρύθμιση των δικαιωμάτων διατροφής κλπ.
Συνεπώς, το Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, κατά την εκδίκαση της αιτήσεως της καθ'ης η παρούσα για κήρυξε εκτελεστής της υπ'αριθμό 122/2006 αποφάσεως του Μουφτή Ξάνθης, στα πλαίσια του ελέγχου εάν αυτή εκδόθηκε στα όρια της δικαιοδοσίας του Μουφτή ή όχι κατ'άρθρο 5 παρ. 3 της από 24.12.1990 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 1920/1991, όφειλε να απορρίψει την αίτηση, καθόσον ο Μουφτής Ξάνθης δεν είχε δικαιοδοσία για την εκδίκαση της υπόθεσης και την έκδοση της ως άνω αποφάσεως ...". Έτσι, με τον τρόπο αυτό έδωσα την ευκαιρία στο Δικαστήριο να άρει με καταλυτικό τρόπο τις αβάσιμες αιτιάσεις του Μουφτή Ξάνθης και, εφαρμόζοντας το Νόμο, να καταστήσει σαφές ότι τα ανωτέρω είναι αβάσιμα. Πλην όμως, όπως προειπώθηκε, επί της τριτανακοπής μου εκδόθηκε η υπ'αριθμό 92/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (εκούσια δικαιοδοσία), συγκροτηθέντος από την Πρωτοδίκη Σοφία Πλατάκη, η οποία αγνόησε εντελώς τον άνω λόγο τριτανακοπής και δεν απάντησε καθόλου σε αυτόν, προσβάλλοντας βάναυσα με τον τρόπο αυτό το δικαίωμά μου της πρόσβασης σε δικαστήριο και της παροχής δικαστικής προστασίας, στα οποία δικαιώματα πρωτίστως εμπεριέχεται η εκδίκαση των αιτήσεών μου και η αιτιολογημένη απάντηση (απόρριψη ή αποδοχή) επί αυτών, κατά παράβαση και της άλλης συνταγματικής επιταγής του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ'αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του. Επίσης δε, αντιληφθείς, όπως προείπα, την σε βάρος μου συμπαιγνία, με αυτουργούς τον Μουφτή Ξάνθης και την εγκαλούσα, και ιδιαίτερα την προσπάθεια "διαφυγής"του Μουφτή Ξάνθης από τις ποινικές, αστικές και διοικητικές ευθύνες του, με την έκδοση του υπ'αριθμό 101/17-12006 εγγράφου του, διά του οποίου εμφανίζεται να ανακαλεί οίκοθεν την υπ'αριθμό 122/28.8.2006 απόφασή του και το από 27.9.2006 προσάρτημα, για τον λόγο ότι δήθεν ο γάμος μου με την εγκαλούσα τελέσθηκε από Ιμάμη και δεν δηλώθηκε στον Μουφτή Ξάνθης, καθιστάμενος δήθεν έτσι πολιτικός γάμος, και για να μη μείνει τίποτε αιωρούμενο, ώστε να δυνηθώ να ασκήσω ακολούθως τα ουσιαστικά και δικονομικής φύσης δικαιώματά μου, περιέλαβα στην τριτανακοπή μου και τον εξής κατά λέξη εκτιθέμενο λόγο: "Η υπ'αριθμό 122/2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης ανακλήθηκε και ακυρώθηκε αυτεπαγγέλτως, με νεότερη απόφαση του Μουφτή Ξάνθης και συγκεκριμένα με την υπ'αριθμό πρωτοκ. 101/2006 από 17.1.2006 απόφαση ανάκλησης και ακύρωσης προηγούμενης αποφάσεως, καθόσον ο Μουφτής Ξάνθης διεπίστωσε εκ των υστέρων οίκοθεν έλλειψη αρμοδιότητας και δικαιοδοσίας του ... Επομένως, κατόπιν τούτου, η υπ'αριθμό 122/2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης στερείται πλέον εκτελεστότητος, ως ανακληθείσα και ακυρωθείσα και η κηρύξασα αυτήν (εκτελεστότητα) προσβαλλομένη απόφαση στερείται πλέον νομίμου βάσεως ...". Πλην όμως, όπως προειπώθηκε, επί της τριτανακοπής μου εκδόθηκε η υπ'αριθμό 92/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (εκούσια δικαιοδοσία), συγκροτηθέντος από την Πρωτοδίκη Σοφία Πλατάκη, η οποία, ως προς τον άνω λόγο τριτανακοπής, έκρινε ως εξής: "... Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρ. 5 της από 24.12.1990 Πράξεως νομοθετικού Περιεχομένου "περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών", η οποία κυρώθηκε με το ν νόμο 1920/1991, "ο Μουφτής ασκεί δικαιοδοσία μεταξύ Μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών της περιφέρειάς του, επί γάμων, ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών και της εξ αδιαθέτου διαδοχής, εφόσον οι σχέσεις αυτές διέπονται από τον ιερό Μουσουλμανικό Νόμο", κατά δε την παρ. 3 του ιδίου άρθρου "οι εκδιδόμενες από τον Μουφτή αποφάσεις επί υποθέσεων αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, δεν μπορούν να εκτελεστούν, ούτε αποτελούν δεδικασμένο, αν δεν κηρυχθούν εκτελεστές από το Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας του Μουφτή και αν οι διατάξεις που εφαρμόσθηκαν αντίκεινται στο Σύνταγμα", όχι όμως και το περιεχόμενο της αποφάσεως και ιδίως αν με αυτή έγινε ορθή εφαρμογή ή μη του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου, αν τήρησε το προσήκον είδος διαδικασίας και τους δικονομικούς τύπους ή αν εκτίμησε σωστά τις αποδείξεις. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι με την υπ'αριθμ. 101/2006 απόφαση ο ίδιος ο Μουφτής κρίνει ότι δεν είχε δικαιοδοσία στην μεταξύ των διαδίκων διαφορά, καθόσον δεν διέπεται από το Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο, αφού ο μεταξύ τους γάμος δεν θεωρείται θρησκευτικός και επομένως ότι αρμόδια για την επίλυση της διαφοράς είναι τα Ελληνικά Δικαστήρια. Το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να κρίνει το αν ο Μουφτής έπρεπε ή δεν έπρεπε να ασκήσει δικαιοδοσία, διότι έτσι θα υπεισέρχονταν σε θέματα ουσίας και ορθής εφαρμογής του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου, γεγονός που απαγορεύεται σύμφωνα με όσα παραπάνω εκτέθησαν ...". Αφού, δηλαδή η άνω απόφαση και δικαστής αγνόησε τον αμέσως ως άνω λόγο τριτανακοπής και αρνήθηκε να διατυπώσει το αυτονόητο, νόμιμο και αποδεικνυόμενο, ήτοι ο γάμος μου με τον εγκαλούντα είναι θρησκευτικός, γεγονός που αυτομάτως άγει σε δικαιοδοσία του αρμοδίου Μουφτή, ακολούθως ανάγει το ζήτημα της δικαιοδοσίας σε υποτιθέμενο ζήτημα ουσίας και έμμεσα το τοποθετεί στη σφαίρα της διακριτικής ευχέρειας των δικαιοδοτικών οργάνων, τα οποία εμφανίζονται με τον τρόπο αυτό να επιλέγουν πότε επιθυμούν να ασκούν την δικαιοδοσία τους και πότε όχι και να "βαφτίζουν"κατά το δοκούν συγκεκριμένες διάφανες και μη επιδεχόμενες ερμηνειών υφιστάμενες έννομες σχέσεις, όπως ο θρησκευτικός μουσουλμανικός γάμος. Κι ενώ δε, κλήθηκε, κατά τη ρητή διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 της από 24.12.1990 Πράξεως νομοθετικού περιεχομένου "περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών", η οποία κυρώθηκε με τον Νόμο 1920/1991, να ερευνήσει αν η απόφαση του Μουφτή εκδόθηκε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του, αποποιείται την αποστολή της αυτή και εκχωρεί την σχετική κρίση στον ίδιο τον "κρινόμενο"Μουφτή. Εν ολίγοις, η επί της τριτανακοπής μου εκδοθείσα υπ'αριθμό 92/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (εκούσια δικαιοδοσία), συγκροτηθέντος από την Πρωτοδίκη Σοφία Πλατάκη, έθεσε τις βάσεις για την μέχρι σήμερα κλιμακωτή βάναυση παραβίαση των ουσιαστικών και δικονομικής φύσης δικαιωμάτων μου, με κορύφωση την ακραία παραβίαση του δικαιώματός μου σε δίκαιη δίκη, όπως ειδικότερα παρακάτω αναπτύσσεται. Οι δε ως άνω παραδοχές και κρίσεις αυτής, δεν πρόκειται για απλά σφάλματα ή για κακή εκτίμηση αποδείξεων, αλλά για πλήρη απαξίωση και προσβολή των άνω αναλυτικά αναφερομένων θεμελιωδών δικαιωμάτων μου, κατά τρόπον που υποδηλώνει είτε δικαιοδοτική ανεπάρκεια, έλλειψη γνώσης και έλλειψη σεβασμού στο Σύνταγμα και στις Διεθνείς Συνθήκες, είτε δόλια διαστροφή της αλήθειας, γεγονός που αποτελεί περιεχόμενο υποβληθησομένων αρμοδίως αναφοράς και ενδίκων μέσων. Πάντως, με τον τρόπο αυτό, περιεβλήθη με "ασπίδα προστασίας"ο Μουφτής Ξάνθης για την σε βάρος μου παράνομη συμπεριφορά του. Σε ότι αφορά την εγκαλούσα, προσέφυγε πλέον στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, ασκώντας αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων, επί της οποίας εκδόθηκε η επίμαχη υπ'αριθμό 2.308/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), συγκροτηθέντος από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών Μιχαήλ Κακαμανούδη, την οποία προσάγω ως αναγνωστέα, με την οποία ο άνω δικαστής έκρινε ως εξής: "... Κατ'αρχάς, το αίτημα που τίθεται a priori στην ένδικη υπόθεση έγκειται στο αν το παρόν δικαστήριο έχει δικαιοδοσία εκδίκασης της υπόθεσης, διότι εδώ πρόκειται περί Ελλήνων μεν πολιτών, αλλά θρησκεύματος μουσουλμανικού, που τέλεσαν μεν γάμο κατά το Ιερό Μουσουλμανικό Δίκαιο, στη συνέχεια όμως αυτός ανακλήθηκε, όπως εκτίθεται στην αίτηση. Επί του ζητήματος αυτού, η κρίση του παρόντος δικαστηρίου είναι καταφατική, διότι, ναι μεν, κατά το προμνησθέν και αναλυτικώς εκτεθέν ως άνω άρθρο 5 παρ. 2 ν. 1920/91, ο Μουφτής έχει την αποκλειστική δικαιοδοσία επί όμοιων υποθέσεων, όπως τα αιτήματα της ένδικης αίτησης, όμως, όπως εκτίθεται στην αίτηση και προαποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, η αριθμ. 122/06 προμνησθείσα απόφαση του Μουφτή Ξάνθης που κηρύχθηκε εκτελεστή με την αριθμ. 318/06 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (εκούσιας δικαιοδοσίας), ανακλήθηκε με την αριθμ. 101/06 απόφαση του ιδίου Μουφτή, ο οποίος αποφάνθηκε ότι δεν έχει καμιά αρμοδιότητα και δικαιοδοσία επί τω ν θεμάτων όπως τα θέματα της παρούσας αίτησης, ακολούθως δε (συνεπεία της άνω ανακλητικής απόφασης του Μουφτή) ακυρώθηκε με την 92/07 προμνησθείσα απόφαση και η αριθμ. 318/06 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (εκούσιας δικαιοδοσίας) που κήρυξε εκτελεστή την αριθμ. 122/06 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης και συνεπώς, εφόσον ο ίδιος ο Μουφτής αποφάνθηκε ότι δεν έχει δικαιοδοσία και αρμοδιότητα εκδίκασης θεμάτων όπως της ένδικης αίτησης, εφόσον πρόκειται περί Ελλήνων πολιτών, δικαιοδοσία έχει το παρόν δικαστήριο, απορριπτόμενων των αντιθέτων ισχυρισμών του καθού. Διαφορετικά, αν ήθελε γίνει δεκτή η θέση του καθού περί έλλειψης δικαιοδοσίας του παρόντος δικαστηρίου, υφίσταται κενό, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, ο Μουφτής Ξάνθης απεκδύθηκε της δικαιοδοσίας του, η αναπλήρωση δε αυτού του κενού δεν μπορεί να επιτευχθεί με τη συνδρομή δικαιοδοσίας του παρόντος δικαστηρίου, το οποίο μάλιστα καλείται να δικάσει υπό την επείγουσα μορφή των ασφαλιστικών μέτρων χωρίς τη δικονομική πολυτέλεια π.χ. μιας τελεσίδικης απόφασης επί αναγνωριστικής, ενδεχομένως, αγωγής ως προς τη μορφή του γάμου τ6ων διαδίκων, δηλαδή αν αυτός ήταν θρησκευτικός κατά τον τύπο του μουσουλμανικού δικαίου ή πολιτικός, όπως αποφαίνεται ο ίδιος ο Μουφτής Ξάνθης στην προμνησθείσα αριθμ. 101/06 απόφασή του ή ανυπόστατος, κατά την άποψη του παρόντος δικαστηρίου (βλ. άρθρο 1367, 1372 παρ. 2 Α.Κ.) ...". Εν ολίγοις, η άνω απόφαση και δικαστής, αφού πρώτου διαλαμβάνει εσφαλμένα ότι ανακλήθηκε ο ίδιος ο γάμος μου, δεν προβαίνει σε ευθύ ή παρεμπίπτοντα έλεγχο περί του είδους ή του κύρους του γάμου μου με την εγκαλούσα και κατασκευάζει ένα "νομικό επιχείρημα", σύμφωνα με το οποίο δύναται ο φυσικός δικαστής εκάστου Έλληνα πολίτη να αυτοσχεδιάζει και να αυτοαποποιείται κατά βούληση την ιδιότητά του αυτή. Αναφερόμενος δε και επαναλαμβάνοντας τις πλημμέλειες της άνω υπ'αριθμό 92/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (εκούσια δικαιοδοσία), δεν κάνει τίποτε άλλο από το να μου στερεί τον κατ'άρθρο 8 του Συντάγματος φυσικό μου δικαστή, που είναι ο Μουφτής Ξάνθης και να καλύπτει δι'αυτού του τρόπου τις παραβάσεις στις οποίες αυτές περιέπεσε. Το διακύβευμα που ανέκυψε από την παράνομη συμπεριφορά του Μουφτή Ξάνθης και της εγκαλούσας σε βάρος μου δεν είναι να στερηθώ χωρίς τη θέλησή μου τον φυσικό μου δικαστή, αλλά ο έλεγχος (ποινικός, πειθαρχικός κλπ) αυτού. Προκειμένου να καλυφθεί ο επίορκος φυσικός δικαστής δεν θα στερηθώ εγώ το θεμελιώδες δικαίωμά μου. Σε ότι αφορά δε την εκ μέρους μου άσκηση των δικαιωμάτων μου, δεδομένων πλέον των άνω κρίσεων, προσέφυγα για την λύση του γάμου μου με την εγκαλούσα στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, ενώπιον του οποίου άσκησα την από 21.4.2007 (αύξ. αριθμ. εκθ. καταθ. 65/30.5.2007) αγωγή διαζυγίου, την οποία προσάγω ως αναγνωστέα, στην οποία εξέθεσα στα ουσιώδη σημεία τους τα ανωτέρω και της οποίας το περιεχόμενο έχει κατά λέξη ως εξής: "... Με την εναγομένη είμαστε τυπικά σύζυγοι, ο δε γάμος μας τελέσθηκε στα Κιμμέρια Νομού Ξάνθης την 20ή Αυγούστου 1994, σύμφωνα με τους κείμενους νόμους, για τον οποίο συντάχθηκε αρμοδίως η υπ'αριθμό .../6.9.1994 ληξιαρχική πράξη γάμου του ληξιάρχου της τότε Κοινότητος Κιμμερίων Νομού Ξάνθης. Από το γάμο μας αυτό αποκτήσαμε δύο τέκνα ήτοι α) τον Τ., που γεννήθηκε την 18 Μαΐου 1995 στην Ξάνθη και β) την Α., που γεννήθηκε την 21 Αυγούστου 1998 στην Ξάνθη, η δε κοινή μας διαμονή (οικογενειακή στέγη) βρισκόταν πάντοτε στα ... Νομού Ξάνθης. Η έγγαμη συμβίωσή μας, όμως διεκόπη οριστικά το Καλοκαίρι του έτους 2006, λόγω ακραίας και οριστικής ρήξης στις μεταξύ μας σχέσεις, που επέφερε οριστική ρήξη και σε κάθε μεταξύ μας συναισθηματικό δεσμό, για λόγους που, κατ'αρχήν, αφορούν αποκλειστικά στο πρόσωπο και τη συμπεριφορά της εναγομένης, η οποία αδιαφορούσε πλήρως για τις συναισθηματικές μου ανάγκες, εκδήλωνε ψυχρότητα και συναισθηματική αδιαφορία, καθώς και αποχή από κοινή κλίνη και διακοπή κάθε σαρκικής επαφής: Μετά την ως άνω οριστική ρήξη της σχέσης μας, το καλοκαίρι του έτους 2006, αμφότεροι εγκαταλείψαμε την οικογενειακή μας στέγη, η δε εναγομένη εγκαταστάθηκε σε άλλη κατοικία κι έτσι διεκόπη οριστικά η έγγαμη συμβίωσή μας, αλλά και κάθε είδους σχέση ή επαφή μεταξύ μας. Μάλιστα δε, ήδη έχω συνδεθεί συναισθηματικά με νέα σύντροφο, με την οποία προτίθεμαι να συνάψω άμεσα γάμου, ήτοι με την Σ. Μ. Α. του Χ. και της Ο. , κάτοικο ..., με την οποία αναπτύξαμε έναν ισχυρό συναισθηματικό δεσμό, που τον διακρίνουν η αμοιβαία τρυφερότητα, αγάπη και αφοσίωση. Περαιτέρω δε, η εναγομένη έχει εκδηλώσει ρητά, με ενέργειές της, την πρόθεσή της για διάζευξή μας, καθόσον: Υπέβαλε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης την από 13.10.2006 (αριθμ. εκθ. καταθ. 370/23.102006) αίτησή της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ'αριθμό 318/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (εκούσια δικαιοδοσία) , με την οποία κηρύχθηκε εκτελεστή η υπ'αριθμό 122/2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης, το περιεχόμενο της οποίας (αποφάσεως του Μουφτή Ξάνθης) είχε ως εξής: Η ως άνω απόφαση του Μουφτή Ξάνθης ανακλήθηκε και ακυρώθηκε, αυτεπαγγέλτως, με νεότερη απόφαση του Μουφτή Ξάνθης και συγκεκριμένα με την υπ'αριθμό πρωτοκ. 101/2006 από 17.1.2006 απόφαση ανάκλησης και ακύρωσης προηγούμενης αποφάσεως, καθόσον ο Μουφτής Ξάνθης διεπίστωσε εκ των υστέρων, οίκοθεν, έλλειψη αρμοδιότητας και δικαιοδοσίας του. Το ακριβές περιεχόμενο της ως άνω ανακλητικής αποφάσεως του Μουφτή Ξάνθης έχει ως εξής: "Από έρευνα στα βιβλία Μουφτείας προέκυψε ότι ο γάμος της Μ. Τ. του Τ. και της Α. και του Σ. Μ. του Χ. και της Τ., κατοίκων ..., δεν έχει δηλωθεί στη Μουφτεία Ξάνθης και δεν έχει καταχωρηθεί ως θρησκευτικός γάμος. Επομένως θεωρείται πολιτικός γάμος και ο Μουφτής δεν έχει καμία αρμοδιότητα και δικαιοδοσία. Για τον λόγο αυτό ανακαλείται και ακυρώνεται η υπ'αριθμό 122/28.8.2006 απόφαση του Ιερονομικού Δικαστηρίου ...". Περαιτέρω δε, η εναγομένη στις 13.9.2006, ενέγραψε σε βάρος μου υποθήκη στο σύνολο της ακίνητης περιουσίας μου, επικαλούμενη υποτιθέμενη αξίωση από αποκτήματα. Επειδή, υπό τις προεκτεθείσες περιστάσεις, είναι φανερό ότι επήλθε ισχυρός κλονισμός των μεταξύ εμού και της εναγομένης σχέσεων, από λόγους που αφορούν αρχικά μεν αποκλειστικά την εναγομένη, στη συνέχεια δε και τους δύο μας, ώστε βάσιμα η τυπική εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης μας να είναι αφόρητη τόσο για μένα όσο και για την εναγομένη. Επομένως, συντρέχει νόμιμη περίπτωση να λυθεί ο γάμος μου με την εναγομένη. Επικουρικά δε, εφόσον ήθελε κριθεί ότι, παρά την εν προκειμένω υφισταμένη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων, προκειμένου περί Μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών, όπως αμφότεροι οι διάδικοι, εφαρμοστέο από αυτά (τακτικά πολιτικά δικαστήρια) τυγχάνει το Ιερό Μουσουλμανικό Οικογενειακό Δίκαιο, και πάλι συντρέχει λόγος διαζυγίου, καθόσον, κατά τους κανόνες αυτού (Ιερού Μουσουλμανικού Οικογενειακού Δικαίου), σε περίπτωση που η κοινή συμβίωση μεταξύ των συζύγων είναι πλέον αδύνατη, ο σύζυγος δικαιούται να χωρίσει την σύζυγο, με την προϋπόθεση να καταβάλει το ποσό που της έχει υποσχεθεί κατά την τέλεση του γάμου (νικιάχ). Με την παρούσα δε, δηλώνω ρητά ότι χωρίζω με την εναγομένη, προσφερόμενος στην καταβολή του νικιάχ, ανερχομένου σε πενήντα μία χρυσές "Ρεσάτ"λίρες. Επομένως, επικουρικά συντρέχει νόμιμη περίπτωση να λυθεί ο γάμος μου με την εναγομένη, με την καταβολή εκ μέρους μου στην εναγομένη του χρηματικού ισοτίμου πενήντα μίας χρυσών "Ρεσάτ"λιρών ...". Επί της άνω αγωγής μου δε, εκδόθηκε η υπ'αριθμό 89/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (διαδικασία γαμικών διαφορών), προεδρεύοντος του Προέδρου Πρωτοδικών Μιχαήλ Κακαμανούδη, την οποία προσάγω ως αναγνωστέα, η οποία απέρριψε την αγωγή μου για έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, καθόσον κρίθηκε ομόφωνα, ορθότατα και νόμιμα, ότι για τη λύση του γάμου μου με την εγκαλούσα, δικαιοδοσία έχει ο Μουφτής Ξάνθης και με καταδίκασε μάλιστα και στην εκ 500 ευρώ δικαστική δαπάνη της εγκαλούσας. Όμως, ο ίδιος δικαστής, ήτοι ο Πρόεδρος Πρωτοδικών Μιχαήλ Κακαμανούδης, όταν κλήθηκε να κρίνει επί δικού μου αιτήματος, εξέφρασε εκ διαμέτρου αντίθετη κρίση με την κρίση που εξέφρασε όταν κλήθηκε να κρίνει επί αιτήματος της εγκαλούσας. Η συμπεριφορά δε αυτή δεν πρόκειται για απλά σφάλματα ή για κακή εκτίμηση αποδείξεων, αλλά για πλήρη απαξίωση και προσβολή των παρακάτω αναφερομένων θεμελιωδών δικαιωμάτων μου, κατά τρόπο που υποδηλώνει είτε δικαιοδοτική ανεπάρκεια, έλλειψη γνώσης και έλλειψη σεβασμού στο Σύνταγμα, είτε δόλια σε βάρος μου συμπεριφορά, γεγονός που αποτελεί περιεχόμενο υποβληθησομένων αρμοδίως αναφοράς και ενδίκων μέσων. Εν ολίγοις, όταν εγώ προσέφυγα σε πολιτικό δικαστήριο, η αγωγή μου απορρίφθηκε λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, ενώ όταν προσέφυγε σε Πολιτικό δικαστήριο η εγκαλούσα, η αίτησή της εσφαλμένα εκδικάσθηκε από αυτό, λόγω δήθεν υφισταμένης δικαιοδοσίας του. Έτσι όμως, παραβιάζεται το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 και το άρθρο 20 του Συντάγματος, καθόσον αντιμετωπιζόμεθα με διαφορετικό τρόπο οι διάδικοι και διαμορφώνεται για την ίδια έννομη σχέση και τους ίδιους διαδίκους διαφορετικό κάθε φορά καθεστώς δικαιοδοσίας και παροχής έννομης προστασίας. Εκτός από εμένα, όμως, και η εγκαλούσα προσέφυγε περαιτέρω, με τακτική αγωγή διατροφής και ανάθεσης γονικής μέριμνας τέκνων, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, ενώπιον του οποίου άσκησε την από 26.7.2007 (αύξ. αριθ. εκθ. καταθ. 125/1.8.2007) αγωγή της, την οποία προσάγω ως αναγνωστέα, της οποίας το περιεχόμενο έχει στα κρίσιμα ουσιώδη σημεία του κατά λέξη ως εξής: "... Στις 20.8.1994 στα Κιμμέρια Ξάνθης, με τον σύζυγό μου Μ. (επώνυμο) Σ. (όνομα) του Χ. και της Τ. τελέσαμε νόμιμο γάμο, σύμφωνα με τους κανόνες του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου, συνταχθείσας προς τούτο της με αριθμό ... ληξιαρχικής πράξης γάμου του ληξιάρχου Κιμμερίων. Από τον γάμο μας αυτό στις 18.5.1995 αποκτήσαμε το πρώτο τέκνο μας, τον Τ., ηλικίας σήμερα 12 ετών και στις 21.8.1998 αποκτήσαμε την Α., ηλικίας σήμερα 9 ετών ...
Επειδή μολονότι είχαμε τελέσει νόμιμο θρησκευτικού τύπου γάμο κατά τους τύπους της Μουσουλμανικής Θρησκείας και απευθυνθήκαμε ενώπιον του Μουφτή Ξάνθης τόσο για τη λύση του γάμου όσο και για την διευθέτηση των μεταξύ μας ως συζύγων διαφορών μας με την διατροφή και επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων μας, ενώ αρχικά εξεδόθη η με αριθμό 122/28.8.2006 απόφαση του ιερονομικού Δικαστηρίου και το συμπλήρωμα αυτής με ημερομ. 27.9.2006 για τη διευθέτηση των θεμάτων αυτών, κατόπιν εξεδόθη από την Μουφτεία Ξάνθης η με ημερ. 17 Νοεμβρίου 2006 απόφαση ανάκλησης και ακύρωσης της προηγούμενης απόφασης (με αριθμό122/06) λόγω του ότι ο γάμος μου θεωρήθηκε πολιτικός επειδή δεν είχε καταχωρηθεί ως θρησκευτικός γάμος στη Μουφτεία Ξάνθης, επομένως θεωρείται πολιτικός και ο Μουφτής δεν έχει καμία δικαιοδοσία ...". Επί της άνω αγωγής της εγκαλούσας εκδόθηκε υπ'αριθμό 125/2009 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (ειδική διαδικασία), συγκροτηθέντος από την Πρωτοδίκη Ευαγγελία Μπάλλα, η οποία αφού έκρινε ορθά ότι "... οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο κατά τους κανόνες του Ιερού Νόμου των Μουσουλμάνων, ήτοι με πρόταση του εναγομένου και αποδοχή της ενάγουσας στο όνομα του Αλλάχ (fatima), ενώπιον δύο αρρένων μαρτύρων και καθορισμό της δωρεάς (nikah), ενώπιον του Ιμάμη Κιμμερίων, θρησκευτικού λειτουργού της μουσουλμανικής θρησκείας, στις 20.8.1994, ο οποίος καταχωρήθηκε ως θρησκευτικός στο ληξιαρχείο Κιμμερίων Ν. Ξάνθης ...", καθώς καθότι "... ο γάμος όμως είναι έγκυρος ως θρησκευτικός, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν καταχωρήθηκε στη Μουφτεία ...", έκρινε αυτή τη φορά, εσφαλμένα, ότι ο Μουφτής δεν έχει δήθεν δικαιοδοσία, διότι δεν αποτελεί φυσικό δικαστή, κατά την έννοια των άρθρων 87 επ. του Συντάγματος, στερείται των κατά το Σύνταγμα προσόντων του δικαστή, αφού δεν διορίζεται όπως προβλέπει το Σύνταγμα, δεν είναι ισόβιος και δεν απολαύει της κατά το Σύνταγμα λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας, ότι οι άνω αναφερόμενες διατάξεις δεν υπερισχύουν των διατάξεων του Συντάγματος, που αφορούν την διάκριση των λειτουργιών και την ανεξαρτησία του Δικαστηρίου, ούτε και των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ότι η Ελλάδα δεν έχει καμία διεθνή δέσμευση να εφαρμόσει τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο, ότι οι υποθέσεις επιμέλειας και οι υποθέσεις διατροφής της συζύγου πέραν του τριμήνου δεν περιλαμβάνονται στο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου και ότι η αποκλειστική δικαιοδοσία του Μουφτή προσβάλλει την θρησκευτική ελευθερία, διαμορφώνοντας ένα διαφορετικό καθεστώς μεταξύ των ελλήνων μουσουλμάνων, και ως εκ τούτου αντιβαίνει στο άρθρο 20 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Παρά την διαφορετική προς την υπ'αριθμό 2.308/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) κρίση της, ήτοι παρά το γεγονός ότι ορθώς έκρινε ότι ο γάμος μου με την εγκαλούσα είναι υποστατός και έγκυρος, απέρριψε το υποβληθέν νομότυπα αίτημά μου για ανάκληση των ασφαλιστικών μέτρων, που διατάχθηκαν με την υπ'αριθμό 2.308/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), θεμελιώνοντας την απορριπτική κρίση της στην υποτιθέμενη δικαιοδοσία των Πολιτικών Δικαστηρίων και στο γεγονός ότι, εάν εκαλείτο να λάβει τα ίδια ασφαλιστικά μέτρα, θα τα ελάμβανε. Όμως, το Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, συγκροτούμενο από την ίδια Πρωτοδίκη Ευαγγελία Μπάλλα, εξέδωσε, πριν την έκδοση της ως άνω απόφασης, δεκάδες αποφάσεις με αντίθετο περιεχόμενο, ενδεικτικά δε αναφέρονται οι εκδοθείσες κατά τα έτη 2007, 2008 και 2009 είκοσι οκτώ (28) συνολικά αποφάσεις, επί αιτήσεων για κήρυξε εκτελεστών αποφάσεων του Μουφτή Ξάνθης, ήτοι οι υπ'αριθμούς 43/2007, 46/2007, 117/2007, 174/2007, 175/2007, 221/2007, 241/2007, 317/2007, 318/2007, 380/2007, 408/2007, 3/2008, 84/2008, 107/2008, 222/2008, 238/2008, 239/2008, 268/2008, 366/2008, 367/2008, 380/2008, 384/2008, 27/2009, 55/2009, 115/2009, 190/2009, 300/2009, 301/2009, 302/2009, 330/2009 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (εκούσια δικαιοδοσία) με τις οποίες επικύρωσε τις αποφάσεις του Μουφτή Ξάνθης (πλην μίας αναβλητικής, με την οποία διέταξε την κλήτευση διαδίκου) και δεν έκρινε ότι δήθεν ο Μουφτής δεν έχει δικαιοδοσία, δεν αποτελεί φυσικό δικαστή και η δικαιοδοσία του αντιβαίνει στις αναφερόμενες στην εκκαλουμένη απόφαση διατάξεις. Αντιθέτως δέχθηκε ότι οι κηρυχθείσες εκτελεστές αποφάσεις του Μουφτή Ξάνθης εκδόθηκαν μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας αυτού, επί διαφορών μεταξύ Μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών, κατοίκων της περιφερείας του, επί υποθέσεων αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας και ότι οι διατάξεις του Ιερού Μουσουλμανικού Δικαίου που εφαρμόσθηκαν δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα. Μάλιστα δε, ενδεικτικά αναφέρεται ότι εξέδωσε την υπ'αριθμό 31/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (τακτική διαδικασία) επί αγωγής περί κλήρου, ήτοι επί κληρονομικής διαφοράς μεταξύ Ελλήνων Μουσουλμάνων πολιτών, με την οποία έκρινε ότι δικαιοδοσία επ'αυτής έχει ο Μουφτής Ξάνθης και την οποία προσάγω ως αναγνωστέα. Το πλέον αξιοσημείωτο, όμως, είναι το γεγονός ότι και μετά την έκδοση της ως άνω απόφασης, εξέδωσε την υπ'αριθμό 131/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (εκούσια δικαιοδοσία) με την οποία και πάλι κήρυξε εκτελεστή απόφαση του Μουφτή Ξάνθης και δεν έκρινε ότι δήθεν ο Μουφτής δεν έχει δικαιοδοσία, δεν αποτελεί φυσικό δικαστή και η δικαιοδοσία του αντιβαίνει στις αναφερόμενες στην εκκαλουμένη απόφαση διατάξεις. Αντιθέτως, δέχθηκε ότι η κηρυχθείσα εκτελεστή απόφαση του Μουφτή Ξάνθης εκδόθηκε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας αυτού, επί διαφοράς μεταξύ Μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών, κατοίκων της περιφερείας του, επί υποθέσεως αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας και ότι οι διατάξεις του Ιερού Μουσουλμανικού Δικαίου που εφαρμόσθηκαν δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα. Εν ολίγοις, η κρίση της επί της αγωγής της εγκαλούσας δεν οφείλεται στην ανέλεγκτη ανεξάρτητη νομική θέση της, αλλά οφείλεται σε προφανή δόλια διαφορετική αντιμετώπιση μόνον εμού, ώστε να καλυφθούν δι'αυτού του τρόπου, με νέα παράβαση, οι προγενέστερες σε βάρος μου παραβάσεις. Ενόψει δε της ανωτέρω άπαξ μεταβολής της κρίσης της, μόνον στη δική μου υπόθεση, δεν δύναμαι στην περίπτωση αυτή να πιθανολογήσω απλώς δικαιοδοτική ανεπάρκεια ή έλλειψη γνώσης. Πλέον, διογκώνονται σε βάρος μου τα "σφάλματα"και οι αντιφάσεις, προκειμένου να καλυφθούν οι σε βάρος μου παραβάσεις των ιδίων των δικαιοδοτικών οργάνων της Ελληνικής Δημοκρατίας. Το γεγονός αυτό ενισχύεται και καταδεικνύεται από το γεγονός ότι τα ανωτέρω αναφέρθηκαν σε δύο ποινικές δίκες, κατά τις οποίες εκδόθηκαν οι καταδικαστικές σε βάρος μου υπ'αριθμούς 794/6.3.2009 και 2871/13.11.2009 αποφάσεις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης, κατά τις οποίες ο Εισαγγελέας της έδρας, ο ίδιος και στις δύο περιπτώσεις, ήτοι ο Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Διονύσιος Λαμπρίδης, ουδέν έπραξε, παρά την κατ'άρθρο 36 ΚΠΔ υποχρέωσή του για κίνηση της σχετικής ποινικής διαδικασίας, όταν πληροφορείται με οποιονδήποτε τρόπο ότι διαπράχθηκε αξιόποινη πράξη. 10/. Συμπερασματικά: Σε ότι αφορά τον γάμο μου με την εγκαλούσα, εφαρμοστέο τυγχάνει το Ιερό Μουσουλμανικό Δίκαιο, του οποίου η εφαρμογή είναι υποχρεωτική, δικαιοδοσία δε επί υποθέσεων διατροφής της εγκαλούσας και των τέκνων μας έχει ο Μουφτής Ξάνθης και όχι τα Πολιτικά Δικαστήρια. Συνεπώς, η υπ'αριθμόν 2.308/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) εκδόθηκε αφ'ενός από στερούμενο δικαιοδοσίας δικαστήριο, στερώντας μου τον κατ'άρθρο 8 του Συντάγματος φυσικό μου δικαστή, αφ'ετέρου δε χωρίς να εφαρμόσει έστω η ίδια το οικογενειακό διαπροσωπικό μου δίκαιο, ήτοι το Ιερό Μουσουλμανικό Δίκαιο, προσέτι δε, αποτελεί η ίδια αποτέλεσμα μη σύννομων σε βάρος μου ενεργειών. Προσάγω δε, στο σημείο αυτό, την από 5.2.2007 γνωμοδότηση (ΦΕΤΒΑ) του ιδίου του Μουφτή Ξάνθης, στην οποία βεβαιώνονται τα εξής: "... Κατά το θρησκευτικό μας δόγμα (αίρεση Χανεφή), εάν υπάρχει τέκνο, η επιμέλειά του ανήκει στην μητέρα του μέχρι να γίνει 7,5 το πολύ χρονών, ενώ ο πατέρας ... καταβάλλει το ποσό των 250 ευρώ ως διατροφή. Η επιμέλεια του τέκνου, μετά το 10ο έτος της ηλικίας του ανήκει στον πατέρα ..."Στο Ιερό Μουσουλμανικό Δίκαιο, συγχρόνως με τη λύση του γάμου ρυθμίζεται το ζήτημα της "κηδεμονίας"των ανηλίκων τέκνων. Σύμφωνα με τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο, η "κηδεμονία"των αγοριών μέχρι ηλικίας επτά (7) ετών, των δε κοριτσιών μέχρι ηλικίας εννέα (9) ετών, ανήκει στη μητέρα. Στη συνέχεια και μέχρι την ενηλικίωση, την κηδεμονία τους αναλαμβάνει ο πατέρας. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, όμως, με την υπ'αριθμό 2308/2007 απόφασή του (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), υπέπεσε σε μείζον σφάλμα, ήτοι εφαρμόζοντας τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και όχι αυτές του Ιερού Μουσουλμανικού Δικαίου, παραβιάζοντας τις ως άνω Διεθνείς Συνθήκες, οι οποίες μάλιστα τυγχάνουν Συνθήκες Ειρήνης, ήτοι με τον σεβασμό και την εφαρμογή τους συνδέεται η ασφάλεια και η ειρήνευση των λαών των συμβαλλομένων χωρών, και καταπατώντας τα εξ αυτών προστατευόμενα δικαιώματά μου, εκτρεπόμενο από τις διεθνείς δεσμεύσεις και υποχρεώσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ "Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, υπό δικαστηρίου, το οποίον θα αποφασίση επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως".Σύμφωνα δε με το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ: "Παν πρόσωπον ... έχει το δικαίωμα πραγματικής [=αποτελεσματικής] προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής ...".
Εν προκειμένω, όμως, ενώ, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, εγώ είμαι αυτός που πρώτος προσέφυγα στον Μουφτή Ξάνθης, αυτός αρνήθηκε παράνομα να εκδικάσει την αίτησή μου για λύση του γάμου μου, στη συνέχεια δε, χωρίς προηγούμενη ακρόασή μου (άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ), εξέδωσε παράνομα σε βάρος μου απόφαση διατροφής και κηδεμονίας των ανηλίκων τέκνων μου, την οποία ακολούθως επίσης με παράνομη αιτιολογία ανακάλεσε, παραπέμποντας έμμεσα την διαφορά στα Πολιτικά Δικαστήρια, τα οποία με τη σειρά τους, παρέπεμψαν εκ νέου την υπόθεση στον Μουφτή Ξάνθης. Έτσι όμως, δεν δύναται να γίνει λόγος για "δίκαιη δίκη"και πολύ περισσότερο για "αποτελεσματική προσφυγή", καθόσον στην περίπτωσή μου ισχύει το γεγονός ότι δεν δύναμαι τελικά να αξιώσω δικαστική προστασία από καμία εθνική αρχή. Εν ολίγοις, στην πραγματικότητα, ενώ υποτίθεται ότι έχω προστατευόμενο δικαίωμα στην αναγνώριση και κήρυξη της λύσης του γάμου μου με την εγκαλούσα και στην κηδεμονία των ανηλίκων τέκνων μου, συνακόλουθα δε και στη διατροφή αυτών, καθόσον, εφόσον έχω την κηδεμονία αυτών, έχω εγώ και όχι η εγκαλούσα την εν γένει φροντίδα της διατροφής τους και ότι δικαιούμαι και δύναμαι να αξιώσω δικαστική προστασία του δικαιώματός μου αυτού, δεν πρόκειται για πραγματική, αλλά για προσχηματική δυνατότητα.
Συνεπώς, παραβιάζονται οι διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 και 13 της ΕΣΔΑ. Εν τούτοις, ενώ οι εθνικές αρχές αρνούνται κατά τα ανωτέρω να κρίνουν οριστικά επί της υποθέσεώς μου, βρίσκομαι κατηγορούμενος και κινδυνεύω με οριστική καταδίκη και στέρηση της ελευθερίας μου, για δήθεν παραβίαση μίας απόφασης με προσωρινή ισχύ (άρθρο 695 ΚΠολΔ), κατά της οποίας δεν επιτρέπονται ένδικα μέσα (άρθρο 695 ΚΠολΔ), χωρίς καμία απολύτως εγγύηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, μετά την μέλλουσα οριστική κρίση της υπόθεσης, και η οποία απόφαση, με τη σειρά της, είναι και η ίδια προϊόν παραβίασης των εφαρμοζομένων στην περίπτωσή μου διατάξεων, κατά τα ανωτέρω ειδικότερα αναφερόμενα (έλλειψη δικαιοδοσίας, μη εφαρμογή μουσουλμανικού δικαίου). Υπ'αυτές τις συνθήκες όμως παραβιάζεται επιπλέον και η αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι άγομαι σε οριστική ποινική καταδίκη από τις ίδιες εθνικές αρχές (δικαστήρια), που αρνούνται, κατά τα ανωτέρω, να επιληφθούν και επιλύσουν οριστικά τις σχετικές προσφυγές μου. Εν κατακλείδι, προσβάλλεται το δικαίωμά μου σε δίκαιη δίκη, κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Η φερόμενη ως δήθεν άρνησή μου να εφαρμόσω την παράνομη υπ'αριθμό 2.308/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) δεν οφείλεται σε κακοβουλία μου ως προς την υποχρέωσή μου καταβολής διατροφής στα τέκνα μου, τα οποία φροντίζω να διατρέφω, καλύπτοντας τις σχετικές ανάγκες τους άμεσα και όχι με καταβολή των ορισθέντων ποσών στην εγκαλούσα, αλλά πρόκειται για την έσχατη ενέργεια προάσπισης των κατακρεουργημένων δικαιωμάτων μου, καθόσον με τις συνδυασμένες ενέργειες των δικαιοδοτικών οργάνων της Ελληνικής Δημοκρατίας προσβάλλεται βάναυσα η προστατευόμενη από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος αξία μου ως ανθρώπου. Αφού τα δικαιοδοτικά όργανα της Ελληνικής Δημοκρατίας εξέδωσαν κατά παράβαση καθήκοντος την υπ'αριθμό 2.308/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, στη συνέχεια κρύπτονται πίσω από το τυποποιημένο επιχείρημα της τυπικής ισχύος της αποφάσεως αυτής, ώστε να με καταδικάζουν. Δικάζομαι δε και καταδικάζομαι από τους δημιουργούς ψευδοπροϋποθέσεων της υποτιθέμενης ενοχής μου, οι δε καταδίκες μου αποτελούν το όχημα της συγκάλυψης των παραβάσεων των ιδίων των οργάνων απονομής δικαιοσύνης. Η δε παραβίαση των δικαιωμάτων μου σε δίκαιη δίκη είναι κάτι παραπάνω από προφανής. Η Ελληνική Δημοκρατία έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας κι ως εκ τούτου αποδέχθηκε και κύρωσε την Συνθήκη περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως αυτή τροποποιήθηκε από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, η οποία υπεγράφη στις 2.10.1997 και τη Συνθήκη της Νίκαιας, η οποία υπεγράφη στις 26.2.2001 και τέθηκε σε ισχύ στις 1.2.2003, στην Ελλάδα δε η κύρωσή της έγινε με τον Ν. 3001/2002 (ΦΕΚ Α' 73/8.4.2002). Περαιτέρω, με το ΝΔ 53/1974 (ΦΕΚ Α' 256/20.9.1974), η Ελληνική Δημοκρατία κύρωσε την εν Ρώμη την 4η Νοεμβρίου 1950 υπογραφείσα Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία διατυπώθηκε στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης. Οι διεθνείς αυτές συμβάσεις, μετά την επικύρωσή τους και τη θέση τους σε ισχύ, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν κάθε άλλης διάταξης νόμου, κατ'άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ "Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως υπό δικαστηρίου, το οποίον θα αποφασίση ... επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως ..."Η δε υποχρέωση προστασίας του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη εκτείνεται τόσο στον ουσιαστικό έλεγχο επί ποινικής κατηγορίας όσο και στον νομικό και συνακόλουθα και στον αναιρετικό έλεγχο. ΟΡΑΤΕ: ΕΔΑΔ, Υπόθεση Periana κατά Ελλάδας. Απόφαση της 22.02.2007, Εφημ.ΔΔ 2007, 331.
Συνεπώς, για όσα αναλυτικά εκτέθηκαν, δεν είναι βάσιμη η εναντίον μου ποινική κατηγορία της παραβίασης της υποχρέωσης διατροφής, δεδομένου ότι διώκομαι κατά παράβαση των ως άνω αναλυτικά αναφερομένων δικαιωμάτων μου ως Έλληνα πολίτη και ως ανθρώπου, τόσο δε η δημιουργία των προϋποθέσεων του αποδιδόμενου σε μένα ποινικού αδικήματος, ήτοι η έκδοση της υπ'αριθμό 2.308/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), όσο και ακολούθως, η ποινική διαδικασία, από την σε βάρος μου άσκηση ποινικής δίωξης μέχρι και την παρούσα κατ'έφεση δίκη, διεξάγεται κατά προφανή παραβίαση του δικαιώματός μου σε δίκαιη δίκη και πρέπει να κηρυχθώ αθώος". Από τα πρακτικά συνεδριάσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει περαιτέρω ότι δια των παραπάνω αυτοτελών ισχυρισμών, ο συνήγορος του κατηγορουμένου, ζήτησε την ανάγνωση από τα αναφερόμενα στους ισχυρισμούς έγγραφα, (που διατείνεται ότι ζήτησε την ανάγνωση και δεν αναγνώσθηκαν), μόνον όσον αφορά τα παραπάνω υπό στοιχεία 1, 2, 3 και 5 έγγραφα δηλαδή την από 3-1-2007 τριτανακοπή της 92/2007 επ'αυτής απόφαση την 125/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης και την 31/2008 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Όμως ο δικηγόρος του αναιρεσείοντος κατά την προφορική ανάπτυξη του πιο πάνω ισχυρισμού του ρητά αναφέρθηκε στο περιεχόμενο των πιο πάνω τεσσάρων εγγράφων (βλ. σελ. 32, 34 και 53 των πρακτικών), και με κάθε λεπτομέρεια σχολίασε το περιεχόμενό τους προς το Δικαστήριο, το οποίο περιέλαβε στο σκεπτικό του το περιεχόμενο των ίδιων εγγράφων όπως αναπτύχθηκε από το συνήγορο. Εξάλλου τα λοιπά έγγραφα, δηλαδή τις 30 συγκεντρωτικά αναφερόμενες αποφάσεις (με τον αριθμό 4 πιο πάνω) και την υπ'αριθ. 31/2010 (με τον αριθμό 6) ο συνήγορος του αναιρεσείοντος τις αναφέρει διηγηματικά, στο αναγνωσθέν υπόμνημά του χωρίς οιοδήποτε αίτημα αναγνώσεως, και δεν βεβαιώνεται στα πρακτικά ότι τα έγγραφα αυτά πράγματι προσκομίστηκαν και παραδόθηκαν στην διευθύνουσα προς ανάγνωση, τη χρονική αυτή στιγμή καταθέσεως στην έδρα του πολυσέλιδου εγγράφου αυτοτελών ισχυρισμών, ούτε προκύπτει ότι ο συνήγορος παρέδωσε αργότερα τα έγγραφα αυτά κατά την ανάγνωση των αναγνωστέων εγγράφων της υποθέσεως για ανάγνωση. Επιπλέον, από τα ίδια τα πρακτικά και το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν προκύπτει ότι τα έγγραφα αυτά, (που δεν περιλαμβάνονται στα αναφερόμενα στα πρακτικά ως αναγνωστέα και αναγνωσθέντα έγγραφα), προσκομίστηκαν από τον συνήγορο του κατηγορουμένου αλλά και δεν προκύπτει ότι κατά της αρνήσεως της διευθύνουσας τη συζήτηση να ικανοποιήσει το αίτημα του κατηγορουμένου να αναγνώσει όλα τα πιο πάνω έγγραφα ή της παραλείψεως να αποφανθεί επί αιτήματος αναγνώσεως ο κατηγορούμενος δια του συνηγόρου του προσέφυγε στο δικαστήριο και αυτό, παρά τον νόμο, απέρριψε την προσφυγή ή παρέλειψε να αποφανθεί επ'αυτής. Επομένως, ο ως παραπάνω σχετικός πρώτος πρόσθετος από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β'του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ακροάσεως είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, πέρα από το γεγονός ότι καθόσον αφορά τα υπό στοιχεία Δ, 2, 3 και 5 έγγραφα είναι και αβάσιμος. Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 εδ. δ'του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προκύπτει ότι η άσκηση των προσηκόντων στον κατηγορούµενο δικαιωµάτων αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υφίσταται από τον νόμο υποχρέωση του δικαστή να δηµιουργήσει οίκοθεν εκείνες τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωµάτων, χωρίς να απαιτείται προηγούµενη σχετική αίτηση του κατηγορουµένου. Έτσι, από τις διατάξεις των άρθρων 333, 358, 369 ή άλλη διάταξη του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δεν υφίσταται υποχρέωση του δικαστή, όπως μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα δώσει, χωρίς αίτηση των διαδίκων, τον λόγο σε αυτούς για να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις, σχετικές µε τις καταθέσεις που έγιναν και συντείνουν στη συναγωγή συμπερασμάτων για την αξιοπιστία αυτών και τη σχέση τους προς τη δικαζόμενη υπόθεση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, μετά την εξέταση στο ακροατήριο της μοναδικής μάρτυρος κατηγορίας και πολιτικώς ενάγουσας η διευθύνουσα τη συζήτηση της υποθέσεως δεν έδωσε μεν το λόγο στον κατηγορούμενο ή στον συνήγορό του, προκειμένου να ασκήσει το από το άρθρο 358 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δικαίωμά του, δηλαδή να προβεί σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις σχετικά με την κατάθεση της μοναδικής μάρτυρος κατηγορίας της πολιτικώς ενάγουσας, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο αλλά δεν προκύπτει ότι ζητήθηκε ο λόγος αυτός και δε δόθηκε.
Συνεπώς, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα από τη µη παροχή εκ μέρους της διευθύνουσας τη συζήτηση, αυτεπάγγελτα, χωρίς αίτηση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του, τον λόγο σε αυτόν, μετά την κατάθεση της μοναδικής μάρτυρος κατηγορίας της πολιτικώς ενάγουσας που εξετάσθηκε στο ακροατήριο, για να εκθέσει τις απόψεις και παρατηρήσεις του σχετικά µε την αξιοπιστία αυτής και έτσι ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α'του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τρίτος πρόσθετος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ'του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι, η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για τον σχηματισμό της κρίσεώς του, σε σχέση με την ενοχή του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν είναι βέβαιο ότι αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, από την οποία ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α'του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος της δυνατότητας να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο εκός εάν αυτά αναφέρονται διηγηματικά στην απόφαση.
Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων, με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως αιτιάται ότι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο έλαβε υπόψη του, προς σχηματισμό της κρίσεώς του για την ενοχή του α) την 125/22.10.2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (ειδική διαδικασία), β) την 92/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (εκουσία δικαιοδοσία) και γ) την αρ. 3-1-2007 τριτανακοπή του (αναιρεσείοντος) κατά της 318/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (εκουσία δικαιοδοσία), επί της οποίας εκδόθηκε η υπ'αριθ. 92/2007 απόφαση, τα οποία, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, δεν συμπεριλαμβάνονται στα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και ότι επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Ο λόγος αυτός της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι, αφ'ενός μεν, τα ως άνω έγγραφα αναφέρονται διηγηματικώς στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αφ'ετέρου δε, όπως προκύπτει από την παραδεκτή για την έρευνα του ως άνω αναιρετικού λόγου επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο αναιρεσείων με τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του, τους οποίους ανέπτυξε και προφορικά στο ακροατήριο ρητώς αναφέρεται στα έγγραφα αυτά, κατά το περιεχόμενό τους των οποίων, μάλιστα αποσπάσματα των περιεχομένων τους μεταφέρει στους ισχυρισμούς του αυτούσια (βλ. σελ. 32 των πρακτικών, όπου ο αναιρεσείων επικαλείται την ως άνω τριτανακοπή του, σελ. 34 των πρακτικών όπου ο αναιρεσείων εκθέτει ότι επί της ως άνω τριτανακοπής του εκδόθηκε η 92/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, σελ. 34 όπου γίνεται εκ νέου αναφορά για την ως άνω 92/2007 απόφαση, σελ. 53 όπου γίνεται αναφορά στην 125/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης Ειδικής διαδικασίας, διαγραφής, που εκδόθηκε επί του με αριθμό 126/1-2-2007 τακτικής αγωγής). Επομένως, ο αναιρεσείων δεν αποστερήθηκε της δυνατότητας να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικές με τα ως άνω έγγραφα, αλλ'αντιθέτως με κάθε λεπτομέρεια σχολίασε τα έγγραφα αυτά, που ο ίδιος άλλωστε επικαλέστηκε, γνωρίζοντας το ακριβές περιεχόμενό τους. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 358 του Ποινικού Κώδικα "όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής, που του την έχει επιβάλει ο νόμος και έχει αναγνωρίσει, έστω και προσωρινά, το δικαστήριο, με τρόπο τέτοιο, ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκαστεί να δεχθεί βοήθεια άλλων, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος απαιτείται: α) υποχρέωση διατροφής από τον νόμο, που ιδρύεται με βάση τον δεσμό του γάμου μεταξύ των συζύγων, διαζευγμένων συζύγων, συγγενών εξ αίματος κατ'ευθείαν γραμμή ή αδελφών και θετών τέκνων, β) η υποχρέωση να έχει αναγνωρισθεί με δικαστική απόφαση, έστω και προσωρινώς, που διατηρεί την ισχύ της μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση διατροφής, έστω και αν μεταβληθούν οι όροι διατροφής, γ) δόλος, ήτοι δεδηλωμένη παράλειψη του φερόμενου ως υπόχρεου προς διατροφή από κακοβουλία, δηλαδή ενδιάθετη βούληση μη συμμορφώσεως του δράστη προς την υποχρέωση, οφειλόμενη σε κακεντρέχεια και κακή θέληση να στερηθεί ο δικαιούχος τα αναγκαία προς το ζην, παρότι είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει το χρηματικό ποσό που επιδικάσθηκε για την κάλυψη των αναγκών επιβιώσεως του δικαιουμένου προσώπου για το προσδιορισμένο χρονικό διάστημα και δεν αρκεί λησμοσύνη ή οικονομική αδυναμία, η δε οικονομική δυνατότητα του υπόχρεου κρίνεται σε σχέση με την οικονομική του κατάσταση και την επαγγελματική του δραστηριότητα. Αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος. Στον δόλο του δράστη περιλαμβάνεται και η γνώση της περί διατροφής υποχρεώσεως, βάσει όμως ήδη δικαστικής αποφάσεως, που εκδόθηκε σε βάρος του, της οποίας έλαβε γνώση ο δράστης και γνώση ότι ο δικαιούχος θα περιέλθει σε στερήσεις ή θα αναγκασθεί να δεχθεί τη βοήθεια άλλων για τη διατροφή του και δ) ο δικαιούχος να υποστεί πράγματι στερήσεις ή να αναγκασθεί να ζητήσει ή να δεχθεί βοήθεια άλλων. Περαιτέρω η παραβίαση της υποχρεώσεως προς διατροφή τελείται κατ'εξακολούθηση για απέχοντα χρονικώς διαστήματα (μηνών), αν δε η στέρηση αφορά περισσότερα από ένα πρόσωπα, όπως δύο ανήλικα τέκνα, πρόκειται για ισάριθμα εγκλήματα σε αληθινή συρροή, δηλαδή για αυτοτελή εγκλήματα, (όσα και τα δικαιούχα πρόσωπα) που τελέσθηκε το καθένα κατ'εξακολούθηση. Η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, που υποχρεώνει κάποιον σε καταβολή διατροφής, έστω και προσωρινά, δεσμεύει το ποινικό δικαστήριο περί της υπάρξεως υποχρεώσεως διατροφής, πλην όμως τούτο ερευνά το κύρος και την ισχύ της αποφάσεως κατά το άρθρο 60 παρ.1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αν είναι υποστατή, αν ισχύει και είναι εκτελεστή, έστω προσωρινά, με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, σε συνάρτηση με τον χρόνο της παραβιάσεως της υποχρεώσεως διατροφής, όμως δεν ελέγχει και την ορθότητά της. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ'του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της αποφάσεως, με το οποίο, το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε, ειδικότερα, έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε'ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1502/2010 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε, σε δεύτερο βαθμό, για παραβίαση υποχρεώσεως διατροφής δύο ανηλίκων τέκνων του, κατά συρροή και κατ'εξακολούθηση, το δικαστήριο αυτό δέχθηκε ανελέγκτως ότι από την εκτίμηση των μνημονευομένων κατά κατηγορίες αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος και η εγκαλούσα είναι Έλληνες Μουσουλμάνοι, κάτοικοι ... . Με τη με αριθμό 2308/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) ο κατηγορούμενος υποχρεώθηκε να καταβάλλει στην εγκαλούσα για λογαριασμό της, ως προσωρινή μηνιαία διατροφή, το ποσό των 400 ευρώ και για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων τους, Τ. και Α., που γεννήθηκαν αντίστοιχα κατά τα έτη 1955 και 1998 και των οποίων αυτή ασκούσε προσωρινά την επιμέλεια, τα ποσά των 400 και 300 ευρώ αντίστοιχα, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της με αριθμό 2869/1684/21.9.2007 αίτησης. Η απόφαση αυτή επιδόθηκε στον κατηγορούμενο στις 8.1.2008, σύμφωνα με τη με αριθμό 10732Β'/2008 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ξάνθης ... και ίσχυε μέχρις ότου εκδοθεί η με αριθμό 125/22.10.2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου (ειδική διαδικασία διατροφών), που εκδόθηκε επί της με αριθμό 126/1.8.2007 τακτικής αγωγής. Ωστόσο, ο κατηγορούμενος, κακόβουλα, δηλαδή από κακεντρέχεια και κακή θέληση να στερηθεί η σύζυγος και τα τέκνα τους τα αναγκαία για τη διατροφή τους, δεδομένου ότι αυτός δεν είχε αδυναμία καταβολής των πιο πάνω ποσών, καθόσον διατηρούσε επιχείρηση εμπορίας υγραερίου και αυτοκινήτων, διέθετε περιουσία και η οικονομική του κατάσταση ήταν πολύ καλή και επιπλέον γνώριζε ότι οι δικαιούχοι της προσωρινής διατροφής, η άμεση ανάγκη των οποίων πιθανολογήθηκε κατά την έκδοση της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, κινδυνεύουν να μην έχουν τους αναγκαίους πόρους προς το ζην και ότι θα αναγκαστούν να προσφύγουν στη βοήθεια άλλων, δεν κατέβαλε τη διατροφή, που είχε επιδικαστεί με την πιο πάνω απόφαση, κατά το χρονικό διάστημα από 6.6.2007 έως 6.5.2008, συνολικού ύψους 13.200 ευρώ και ειδικότερα, 4.800 ευρώ για την πολιτικώς ενάγουσα, 4.800 ευρώ για τον ανήλικο γιο του Τ. και 3.600 ευρώ για την ανήλικη κόρη του Α.. Εξαιτίας της από δόλο κακόβουλης παραβίασης της υποχρέωσής του για διατροφή των πιο πάνω δικαιούχων προσώπων, αυτοί αναγκάστηκαν να υποστούν στερήσεις και να καταφύγουν στη βοήθεια άλλων και ειδικότερα του πατέρα της εγκαλούσας, διότι η τελευταία αδυνατούσε να καλύψει όλες τις ανάγκες διατροφής της ίδιας και των παιδιών τους για τροφή, ένδυση, υπόδηση, εκπαίδευση, καθόσον δεν εργαζόταν εκτός της οικίας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο κατηγορούμενος και η εγκαλούσα τέλεσαν θρησκευτικό γάμο κατά τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο, ενώπιον του Ιμάμη Κιμμερίων, με την παρουσία δύο μαρτύρων, ο οποίος καταχωρήθηκε στο ληξιαρχείο Κιμμερίων, όχι όμως και στη Μουφτεία Ξάνθης. Η εγκαλούσα, μετά τη διάστασή τους, υπέβαλε αίτηση ενώπιον του Μουφτή Ξάνθης και ζήτησε τη λύση του γάμου, τη σ'αυτή ανάθεση της επιμέλειας και της γονικής μέριμνας των ανηλίκων τέκνων τους και ακόμη να υποχρεωθεί ο σύζυγός της να καταβάλλει μηνιαία διατροφή στην ίδια και τα ανήλικα τέκνα τους. Επί της αίτησης αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 122.2006 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης, με την οποία λύθηκε ο γάμος των διαδίκων, ανατέθηκε η επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων στην πολιτικώς ενάγουσα και υποχρεώθηκε ο κατηγορούμενος να της καταβάλλει το ποσό των 1.800 ευρώ, ως μηνιαία διατροφή αυτής και των τέκνων τους. Η απόφαση αυτή κηρύχθηκε εκτελεστή με τη με αριθμό 318/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (εκουσία δικαιοδοσία). Στη συνέχεια, ο Μουφτής Ξάνθης, με τη με αριθμό 101/17.11.2006 απόφασή του, ανακάλεσε την πιο πάνω με αριθμό 122/2006 δική του απόφαση, διότι όπως αναγράφεται στην απόφαση ανάκλησης "από έρευνα στα βιβλία της Μουφτείας προέκυψε ότι ο γάμος της Μ. Τ. του Τ. και της Α. και του Σ. Μ. του Χ. και της Τ., κατοίκων ..., δεν έχει δηλωθεί στη Μουφτεία Ξάνθης και δεν έχει καταχωρηθεί ως θρησκευτικός γάμος. Επομένως θεωρείται ως πολιτικός και ο Μουφτής δεν έχει καμία αρμοδιότητα και δικαιοδοσία". Επιπλέον, η πιο πάνω απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης ακυρώθηκε με τη με αριθμό 92/2007 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, μετά την κατ'αυτής άσκηση τριτανακοπής από τον κατηγορούμενο. Εξαιτίας αυτού η πολιτικώς ενάγουσα κατέφυγε στα πολιτικά δικαστήρια και κατόπιν αίτησής της εκδόθηκε με αριθμό 2308/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), με την οποία ο καθ'ου η αίτηση - κατηγορούμενος υποχρεώθηκε να καταβάλλει προσωρινή διατροφή στη σύζυγο και τα τέκνα του. Έτσι, ακόμη και αν ο κατηγορούμενος είχε αμφιβολία για το αν ο γάμος του με την εγκαλούσα είχε χαρακτήρα θρησκευτικού - κατά τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο, όπως ο ίδιος πίστευε, ή πολιτικού (επειδή τελέστηκε από τον Ιμάμη Κιμμερίων, αλλά δεν καταχωρήθηκε στη Μουφτεία), όπως αποφάνθηκε ο Μουφτής Ξάνθης, γνώριζε ότι υποχρεούται να καταβάλλει διατροφή προς την εν διαστάσει σύζυγό του και τα τέκνα του. Έτσι, το ότι ο κατηγορούμενος, αν και γνώριζε πως ανακλήθηκε η με αριθμό 122/2006 απόφαση του Μουφτή για καταβολή διατροφής, επειδή τελικά ο Μουφτής αποφάνθηκε ότι ο γάμος του με την εγκαλούσα είχε το χαρακτήρα πολιτικού γάμου, ωστόσο δεν αποδέχθηκε την υποχρέωση για καταβολή διατροφής, που του επιδίκασε το Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης με τη με αριθμό 2308/2007 απόφαση, όπου κατέφυγε η εγκαλούσα μετά την ανάκληση της απόφασης του Μουφτή και δεν κατέβαλε τη διατροφή, που όριζε η πιο πάνω απόφαση, ενισχύουν το δόλο του για τη θέληση αυτού να περιέλθουν οι πιο πάνω δικαιούχοι σε ανέχεια και να αναγκαστούν να καταφύγουν στη βοήθεια άλλων. Επομένως αποδείχθηκε ότι αυτός (ο κατηγορούμενος) τέλεσε την πράξη της παραβίασης της υποχρέωσης διατροφής κατά συρροή και κατ'εξακολούθηση, που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο. Τέλος, το Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, που εξέδωσε τη με αριθμό 2308/2007 απόφαση, με την οποία υποχρεώθηκε ο κατηγορούμενος να καταβάλλει προσωρινή διατροφή στην εγκαλούσα και τα δύο ανήλικα τέκνα τους, είχε αποκλειστική δικαιοδοσία να δικάσει την ένδικη διαφορά, είτε ο γάμος των διαδίκων ήθελε θεωρηθεί πολιτικός είτε θεωρηθεί θρησκευτικός, κατά το Μουσουλμανικό Νόμο, καθόσον, στην τελευταία περίπτωση, οι αξιώσεις για διατροφή της συζύγου του κατηγορουμένου, οι οποίες αφορούν χρόνο πέραν του διαστήματος των τριών πρώτων μηνών από τη διάσταση, που, στην ένδικη περίπτωση, είχε επέλθει το καλοκαίρι του έτους 2006, καθώς και για διατροφή των ανηλίκων τέκνων τους, ρυθμίζονται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και ανήκουν στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου, σύμφωνα με τον οποίο το Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, που εξέδωσε τη με αριθμό 2308/2007 απόφαση, δεν είχε δικαιοδοσία να δικάσει την ένδικη διαφορά, διότι αποκλειστική δικαιοδοσία είχε ο Μουφτής Ξάνθης, επειδή οι διάδικοι είναι Έλληνες Μουσουλμάνοι που τέλεσαν θρησκευτικό γάμο κατά τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο και άρα υπάγονται στη δικαιοδοσία του Μουφτή. Ακολούθως, μετά την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού και αφού αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη που του αποδίδεται, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, κατά το κατηγορητήριο". Με βάση τις παραδοχές αυτές το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλόμενη 1502/2010 απόφασή του της προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του ανωτέρω εγκλήματος, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε για να μορφώσει τη σχετική του κρίση και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1 , 94, 98, 358 του Ποινικού Κώδικα, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και δε στερείται νόμιμης βάσεως, ενώ δέχθηκε ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης είχε δικαιοδοσία να δικάσει την αίτηση διατροφής μεταξύ Μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών και απέρριψε επαρκώς αιτιολογημένα τον αντίθετο σχετικό αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως του αναιρεσείοντος, είναι λεκτέα τα εξής: Η απόφαση του πολιτικού Δικαστηρίου και δη η 2308/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με το Ελληνικό δίκαιο, που εφαρμόσθηκε και επιδίκασε στη σύζυγο και στα δύο ανήλικα τέκνα του κατηγορουμένου διατροφή, έστω και προσωρινά και για παραβίαση της οποίας υποχρεώσεως καταδικάστηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, δεσμεύει το ποινικό δικαστήριο ως προς την ύπαρξη υποχρεώσεως διατροφής, το ποινικό δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο να ερευνήσει μόνο και την τυπική ισχύ της αποφάσεως κατά το άρθρο 60 παρ.1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σε συνάρτηση με τον χρόνο της παραβιάσεως της υποχρεώσεως διατροφής, όχι όμως και την ορθότητά της, τυχόν δε ζήτημα δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας του Μουφτή Ξάνθης, λόγω του ότι και οι δύο διάδικοι είναι Έλληνες πολίτες Μουσουλμάνοι Ξάνθης και το ζήτημα εγκυρότητας ή ακυρότητας του γάμου των αντιδίκων συζύγων, που έγινε ενώπιον του Μουφτή Ξάνθης, βάσει του Ιερού Μουσουλμανικού Δικαίου, το ζήτημα ποίος από τους γονείς έχει την κηδεμονία των ανηλίκων τέκνων τους και αν ο Μουφτής ήταν αποκλειστικά αρμόδιος να επιληφθεί των απαιτήσεων διατροφής των ανηλίκων τέκνων κατά του κατηγορουμένου πατέρα τους, αφορούσαν προδικαστικό ζήτημα, όχι του ποινικού δικαστηρίου, αλλά του πολιτικού δικαστηρίου του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, που επιδίκασε τη διατροφή, στο οποίο πολιτικό δικαστήριο και έπρεπε να τεθούν τα ζητήματα δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας, η δε παραπάνω πολιτική απόφαση με αριθμό 2308/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, είναι τυπικά έγκυρη και υποστατή, αφού ο αναιρεσείων δεν επικαλείται ότι έχει ανατραπεί ή ανακληθεί στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 696, 697 και 698 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και επομένως, μη κρινόμενη για την ορθότητά της στα πλαίσια της ποινικής δίκης παραβιάσεως της υποχρεώσεως διατροφής δέσμευε το ποινικό δικαστήριο, ως προς την υποχρέωση διατροφής του κατηγορουμένου και ορθά σύμφωνα με τον νόμο, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απορρίφθηκαν οι σχετικοί αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου και περαιτέρω με ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, ο οποίος παρέστη με συνήγορο χωρίς να παραβιασθεί οιοδήποτε υπερασπιστικό του δικαίωμα και απαντήθηκαν όλοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του και τα υποβληθέντα αιτήματα. Περαιτέρω, ο Άρειος Πάγος, εκδικάζοντας αναίρεση κατά ποινικής αποφάσεως ελληνικού δικαστηρίου, περιορίζεται στην έρευνα του λόγου αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας μόνον εάν το ποινικό δικαστήριο της ουσίας του οποίου την απόφαση κρίνει, υπερέβη την δικαιοδοσία του κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και αν όχι το πολιτικό δικαστήριο, που εξέδωσε την απόφαση περί διατροφής υπερέβη τη δικαιοδοσία του. Επομένως, τα αντίθετα που ισχυρίζεται με τον δεύτερο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ'και Ε'λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Τέλος, όσα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως, σύμφωνα με τον οποίο το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο παραβίασε το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη, όπως αυτό απορρέει από το άρθρο 6 παρ. 1, 13 της ΕΣΔΑ, από την έκδοση παράνομης πολιτικής αποφάσεως, και για μη αποτελεσματική προσφυγή του στα πολιτικά δικαστήρια και τη συνέχεια με την προσβαλλόμενη απόφαση ποινική του καταδίκη, πρέπει να απορριφθούν, ως απαράδεκτα, διότι η παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης που καθιερώνεται με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ δεν δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως.
Οι λοιπές αιτιάσεις για έλλειψη κακοβουλίας μη εφαρμογής της εν λόγω δικαστικής αποφάσεως που τον υποχρέωσε σε καταβολή διατροφής λόγω των παραπάνω νομικών αμφισβητήσεων αυτού, ανάγονται στην ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας της υποθέσεως και πρέπει να απορριφθούν. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως με τους πρόσθετους λόγους, στο σύνολό τους και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) όχι δε και στα δικαστικά έξοδα της πολιτικώς ενάγουσας, που δεν παρέστη στον Άρειο Πάγο καίτοι κατέθεσε έγγραφο υπόμνημα την προτεραία της δικασίμου.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την από 4 Μαρτίου 2011 αίτηση (δήλωση αναιρέσεως του Σ. Μ. του Χ. και τους από 21 Σεπτεμβρίου 2011 προσθέτους λόγους αυτού, για αναίρεση της 1502/2010 αποφάσεως του τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα ευρώ (250 €).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2012. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Ιουνίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΛΛΑΓΗ ΕΠΩΝΥΜΟΥ - ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ - ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Θέλετε να αλλάξετε το επώνυμό σας; Αυτή είναι η διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσετε!
Μετά το άρθρο 94 παρ.6 του ν.3852/2010...

Πρόγραμμα Καλλικράτης») τροποποιείται ο Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων και αποδίδονται  πρόσθετες αρμοδιότητες στους Δήμους. Το τροποποιημένο άρθρο 75 ΙΙ παρ.26 του ν.3463/2006, όπως ισχύει σήμερα, ορίζει ότι η αρμοδιότητα για «πρόσληψη, αλλαγή επωνύμου, καθώς και η πρόσληψη πατρώνυμου και μητρωνύμου» ανήκει πλέον (από 01-01-2011) στους Δήμους.
Η αλλαγή του επωνύμου γίνεται με διοικητική πράξη (απόφαση του Δημάρχου του Δήμου στον οποίο είναι εγγεγραμμένος ή υπάγεται ο αιτούμενος). Αρμόδια Υπηρεσία είναι το Τμήμα Δημοτικής και Αστικής Κατάστασης. Η αποδοχή της αίτησης αλλαγής επωνύμου είναι στη διακριτική ευχέρεια της παραπάνω αρχής.

ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ:
1. Αίτηση του ενδιαφερόμενου ή των γονέων του (ή του γονέα) που ασκούν τη γονική μέριμνα ή του επιτρόπου, επαρκώς αιτιολογημένη, στην οποία να αναγράφεται το ονοματεπώνυμο, ονοματεπώνυμο γονέων, διεύθυνση κατοικίας (πόλη, οδός, αριθμός, ταχ. κώδικας), έτος και τόπος γέννησης, επάγγελμα, αριθμός αστυνομικής ταυτότητας και τόπος έκδοσής της. Στην αίτηση να ορίζεται λεπτομερώς ο σκοπός και οι λόγοι της επιδιωκόμενης μεταβολής, καθώς και το επώνυμο που επιθυμεί να λάβει ο ενδιαφερόμενος. Η αίτηση απευθύνεται στο Δήμαρχο του Δήμου στον οποίο είναι εγγεγραμμένος ή υπάγεται ο αιτούμενος.
2. Πιστοποιητικό εγγραφής του ενδιαφερόμενου στο μητρώο αρρένων ή το δημοτολόγιο (από το οποίο να προκύπτει ο τόπος, το έτος γέννησης και η οικογενειακή του κατάσταση).
3. Βεβαίωση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών από την οποία να φαίνεται ότι ο ενδιαφερόμενος δεν διώκεται για αξιόποινη πράξη. Εκδίδεται από το Πρωτοδικείο της περιφέρειας της μόνιμης εγκατάστασής του.
4. Αντίγραφο ποινικού μητρώου (εκδίδεται από την Εισαγγελία Πρωτοδικών, στην περιφέρεια της οποίας γεννήθηκε ο αιτών, και αν ο αιτών γεννήθηκε στο εξωτερικό, από το Υπουργείο Δικαιοσύνης).
5. Προκειμένου για άνδρες, πιστοποιητικό στρατολογικής κατάστασης Τύπου Β΄(από το κατά τόπον στρατολογικό γραφείο).
6. Γραμμάτιο κατάθεσης από οποιαδήποτε Δ.Ο.Υ. του τέλους αλλαγής επωνύμου (ύψους 15 €).
7. Επικυρωμένο αντίγραφο αστυνομικής ταυτότητας.

Μετά την κατάθεση των δικαιολογητικών: Ο Δήμαρχος παραγγέλλει τη δημοσίευση περίληψης της αίτησης αλλαγής επωνύμου σε μία εφημερίδα από αυτές που εκδίδονται στην Περιφέρεια που ανήκει ο ενδιαφερόμενος. Η δημοσίευση γίνεται μία φορά και τα έξοδα καλύπτει ο ενδιαφερόμενος. - Για την δημοσίευση υπάρχει ειδικό έντυπο που χορηγεί η Υπηρεσία.
Η περίληψη εκτός από το όνομα, επάγγελμα, τόπο και έτος γέννησης και κατοικία του ενδιαφερομένου, πρέπει να περιέχει και πρόσκληση σε κάθε αντιτιθέμενο στη ζητούμενη αλλαγή, να προβάλλει τις αντιρρήσεις του ενώπιον του Δήμου μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την ημέρα της δημοσίευσης.
Μετά την πάροδο της προθεσμίας των 15 ημερών, ο Δήμαρχος, αφού εξετάσει την πληρότητα των δικαιολογητικών και την ορθότητα των λόγων που επικαλείται ο αιτών για την αλλαγή επωνύμου, εκδίδει απόφαση με την οποία απορρίπτει ή δέχεται την αίτηση. Με την ίδια απόφαση αποφαίνεται και επί των τυχόν αντιρρήσεων που έχουν υποβληθεί κατά της ζητούμενης αλλαγής.
Η απόφαση του Δημάρχου με την οποία αποδέχεται την αλλαγή επωνύμου κοινοποιείται σε όλες τις αρχές που τηρούν δημοτολόγιο και μητρώο αρρένων, στο γραφείο ποινικού μητρώου του οικείου Πρωτοδικείου, στην Εισαγγελία, τις Αστυνομικές Αρχές καθώς και στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος πρέπει να απευθυνθεί στο αρμόδιο αστυνομικό τμήμα για αλλαγή της ταυτότητάς του.

Οι συνήθεις λόγοι αλλαγής επιθέτου, όπως προκύπτουν από τη νομολογία και τις σχετικές διοικητικές πράξεις είναι οι παρακάτω:
- Το επώνυμο προκαλεί ψυχολογικά προβλήματα επειδή είναι κακόηχο ή δυσχερές στην προφορά, ή προκαλεί τη θυμηδία κ.λπ.
- Το επώνυμο συνδέεται με κακή φήμη από πράξεις άλλου προσώπου που το φέρει, (πχ ενήλικας ζητά την αλλαγή του επωνύμου του, καθώς ο γονιός του παρανομούσε, όπως προκύπτει από δικαστικές αποφάσεις, με αποτέλεσμα να αμαυρώνεται ο ενδιαφερόμενος).
- Ενήλικας που δεν έχει καμία επαφή με τον πατέρα του και ζητά να πάρει το επίθετο της μητέρας του.
Σχετικά όμως με την τελευταία περίπτωση αλλά και άλλες, σύμφωνα με έγγραφο της Διεύθυνσης Αστικής και Δημοτικής Κατάστασης της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης του Υπουργείου Εσωτερικών «ως σοβαροί λόγοι νοούνται, για όλους τους αιτούντες, μόνο τα ψυχικά προβλήματα τα οποία δημιουργούνται από επώνυμα α) κακόηχα, β) προκαλούν τη θυμηδία ή την περιφρόνηση, γ) δυσχερή στην προφορά ή ξενικά, δ) κακής φήμης συνεπεία πράξεων άλλου προσώπου, ε) αντίθετα προς τις αντιλήψεις της κοινωνίας περί ηθικής. Αντίθετα, η επίκληση και απόδειξη κοινωνικών λόγων (επαγγελματικών, πολύ διαδεδομένου επωνύμου ώστε να προκαλείται κίνδυνος σύγχυσης, επώνυμο που προκαλεί την απαρέσκεια αυτού που το έχει, κακές σχέσεις με το φυσικό πατέρα κτλ) που προβάλλονται για αλλαγή επωνύμου δεν βρίσκουν έρεισμα στο Νομοθετικό Διάταγμα και στην, κατ’ εξουσιοδότηση αυτού, εκτελεστική του απόφαση».
Η παραπάνω ερμηνεία δεν είναι νομικά δεσμευτική, επειδή δεν αποτελεί περιεχόμενο κανονιστικής πράξης ή πράξης άλλου τύπου που θεσπίζει κανόνα δικαίου. Επίσης περιορίζει υπέρμετρα την έννοια του «σοβαρού λόγου» που, κατά τη νομολογία, επιτρέπει την αλλαγή επωνύμου. Φαίνεται να ακολουθείται ωστόσο σε ορισμένες περιπτώσεις από τη διοίκηση.



ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:1. ΕΝΔΙΚΟΦΑΝΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗ
Την προσφυγή υποβάλλει ο αιτών σε περίπτωση απορριπτικής απόφασης, ή και τρίτος ενδιαφερόμενος ο οποίος έχει έννομο συμφέρον. Η προσφυγή υποβάλλεται ενώπιον του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την ημέρα επίδοσης της απόφασης.

2. ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΗΣ
Αίτηση ακύρωσης κατά της απορριπτικής απόφασης του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης επί της παραπάνω προσφυγής μπορεί να υποβληθεί ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας εντός αποκλειστικής προθεσμίας εξήντα ημερών (60) από την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης πράξης ή τη δημοσίευσή της, ή από την ημέρα που ο ενδιαφερόμενος έλαβε πλήρη γνώση της πράξης.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.Δ. 2573/1953, ο εξελληνισμός κυρίου ονόματος και επωνύμου αφορά μόνο στους πολιτογραφημένους ομογενείς, στους Έλληνες του εξωτερικού και στους παλιννοστούντες ομογενείς, ενώ η αλλαγή επωνύμου αφορά σε όλους τους Έλληνες πολίτες, ανεξαρτήτως του τρόπου κτήσεως της ιθαγένειάς τους.

Εάν για οποιονδήποτε λόγο τα παιδιά προσλάβουν επώνυμο, το οποίο οι γονείς δεν επιθυμούσαν ή κάποιος θελήσει να αλλάξει το επώνυμό του ή των ανηλίκων παιδιών του, παρέχεται εκ του νόμου το δικαίωμα αλλαγής επωνύμου, αρκεί να αποδειχθεί η ύπαρξη σοβαρού λόγου.Σύμφωνα με τον νόμο, η αλλαγή είναι δυνατή με την προϋπόθεση υπάρξεως σοβαρού λόγου και ως τέτοιος λόγος δύναται να θεωρηθεί λ.χ. η εσφαλμένη ορθογραφικώς αναγραφή (π.χ. Eληνιάδης αντί του ορθού Eλληνιάδης), ή η εσφαλμένη ληξιαρχικώς αναγραφή (π.χ. ενώ το πατρικό επώνυμο είναι Aριστοτέλους, το τέκνο καταχωρείται ως Aριστοτέλη) .
- Δημότισσα , η οποία παντρεύτηκε το 2010 στη Στοκχόλμη, θέλει να προσλάβει το επώνυμο του συζύγου της. Απαιτείται δικαστική απόφαση ή μπορεί να γίνει με απόφαση Δημάρχου;


Ο Δήμαρχος δεν έχει αρμοδιότητα στην προκειμένη περίπτωση, επειδή το επώνυμο των συζύγων ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 14 του Αστικού Κώδικα.
Έτσι, αν έχει κοινή ιθαγένεια με το σύζυγό της, τότε ισχύει το ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με το οποίο δεν επέρχεται μεταβολή επωνύμου μετά το γάμο.
Εάν δεν έχει κοινή ιθαγένεια με το σύζυγό της, τότε ισχύει το δίκαιο του τόπου κοινής συνήθους διαμονής. Συνεπώς, εάν κατοικεί στη Σουηδία, το επώνυμό της θα ρυθμιστεί από το σουηδικό δίκαιο, εάν κατοικεί στην Ελλάδα από το ελληνικό.
-Ινδοί υπήκοοι αποκτούν τέκνα διαφορετικού φύλου, στα οποία θέλουν να δώσουν - κατά τη σύνταξη των ληξιαρχικών πράξεων γέννησης - διαφορετικό επώνυμο - στο άρρεν το επώνυμο του πατέρα και στο θήλυ το επώνυμο της μητέρας. Μπορούν οι γονείς να προσδιορίσουν διαφορετικό επώνυμο στα τέκνα τους, ακολουθώντας τη δική τους παράδοση;


Εν προκειμένω, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 18 του Αστικού Κώδικα.  Δεδομένου ότι γονείς και τέκνα έχουν κοινή ιθαγένεια, ισχύει το δίκαιο της κοινής τους ιθαγένειας, άρα το ινδικό δίκαιο.
Συνεπώς, αν το ινδικό δίκαιο το επιτρέπει, τότε  καταχωρείται.
-Γάμος τελεσθείς το έτος 2013, κατά τον οποίο η σύζυγος (ελληνίδα υπήκοος) επιθυμεί να αλλάξει ή και να προσθέσει το επώνυμο του συζύγου της στο δικό της.
Υπό την προϋπόθεση ότι το επώνυμο των συζύγων ρυθμίζεται από το ελληνικό δίκαιο, αυτό δεν μεταβάλλεται εξ αιτίας του γάμου (άρθρο 1388 Αστικού Κώδικα). Ωστόσο, πάντα σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, μπορεί ο κάθε σύζυγος να προσθέσει στο επώνυμό του, το επώνυμο του άλλου συζύγου, με κοινή δήλωσή τους ενώπιον του ληξιάρχου (άρθρο 28 του ν. 3719/2008).
-

 -Γάμος τελεσθείς το έτος 2013, κατά τον οποίο η σύζυγος (υπήκοος τρίτης χώρας) επιθυμεί να αλλάξει ή και να προσθέσει το επώνυμο του συζύγου της στο δικό της.

Θα πρέπει να εξεταστεί ποιο δίκαιο ισχύει κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου (άρθρο 14 Αστικού Κώδικα). Εάν είναι εφαρμοστέο τοελληνικό δίκαιο ισχύουν τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 1388 του Αστικού Κώδικα.
- Διαζευγμένη δημότισσα με ανήλικο τέκνο, του οποίου έχει την επιμέλεια και τη γονική μέριμνα, ζητά την αλλαγή του επωνύμου του χωρίς να υπάρχει και η σύμφωνη γνώμη του εν διαστάσει συζύγου της. Επιτρέπεται;

Ισχύουν οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου του Αστικού Κώδικα (άρθρο 1505). Οι γονείς έχουν προσδιορίσει με κοινή αμετάκλητη δήλωσή τους το επώνυμο των τέκνων τους. Η δήλωση αυτή δεν ακυρώνεται από τη διοίκηση (εν προκειμένω το Δήμο) αλλά από τα δικαστήρια.
Ως εκ τούτου, θα πρέπει να ακυρώσουν την κοινή δήλωσή τους δικαστικά και μετά να προβούν από κοινού στον προσδιορισμό επωνύμου των τέκνων τους.
- Με ποιον τρόπο μπορεί ένας ενήλικας πολίτης να προσθέσει στο επώνυμό του και αυτό της μητέρας του;

Δεν μπορεί. Η αλλαγή επώνυμου επιτρέπεται για συγκεκριμένους λόγους, όταν π.χ. το επώνυμο είναι κακόηχο, προκαλεί τη θυμηδία, είναι δυσχερές στην προφορά ή ξενικό. Είναι ευνόητο ότι με την προσθήκη ενός άλλου επώνυμου σε ένα τέτοιο επώνυμο δεν απαλείφονται οι προαναφερθέντες συγκεκριμένοι λόγοι.
- Όσον αφορά στην προσθήκη επωνύμου του ενός συζύγου στο επώνυμο του άλλου (άρθρο 28 του ν. 3719/2008, σε συνδυασμό με το άρθρο 1388 του Αστικού Κώδικα), όταν το επώνυμο που θα προστεθεί έχει δύο συνθετικά, καταχωρούνται στις μεταβολές τρία επίθετα ή προβλέπεται κάτι άλλο; Μπορεί να επιλέξει η σύζυγος ένα συνθετικό του επωνύμου του συζύγου ή προσλαμβάνει αυτούσιο το επώνυμο με τα δύο συνθετικά;

Εφόσον ο νόμος δεν ορίζει ρητά από πόσα συνθετικά πρέπει να αποτελείται το επώνυμο του προσώπου, όταν το επώνυμο του ενός συζύγου έχει δύο συνθετικά θα προσθέτετε αυτό το διπλό επώνυμο αυτούσιο όπως είναι, δηλαδή η σύζυγος ή ο σύζυγος θα έχει τρία επίθετα. Ο νόμος ορίζει ρητά δύο συνθετικά μόνο για το επώνυμο τέκνου.
Η προσθήκη θα γίνει αυτούσια στο επώνυμο που έχει ο/η σύζυγος. Πχ. εάν η Νικολάου αιτείται προσθήκη του επωνύμου του συζύγου της Παπαδόπουλου-Γεωργίου θα γίνει Νικολάου-Παπαδοπούλου-Γεωργίου.
 -Αλλοδαπή παντρεύτηκε Έλληνα το 2010. Κατά την ημερομηνία τέλεσης του γάμου ήταν διαζευγμένη και είχε το επώνυμο του πρώην συζύγου της. Στις 28-02-2013 γίνεται δεκτή η αίτησή της για αλλαγή επωνύμου στο Ληξιαρχείο Σαράτοβ Ρωσίας. Μπορούμε να καταχωρήσουμε αυτή τη μεταβολή βάσει της πράξης της αρμόδιας αλλοδαπής αρχής, στηριζόμενοι στην με αρ. 587/2012 Γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ., με απλή εντολή ληξιάρχου και εάν ναι, ποιος θα ελέγξει αν αυτή η μεταβολή δεν προσκρούει στα χρηστά ήθη και τη δημόσια τάξη, όπως αναφέρεται στην συγκεκριμένη Γνωμοδότηση;

Εφόσον η ενδιαφερόμενη είναι αλλοδαπή, η μεταβολή του επωνύμου της που τελέστηκε στην αλλοδαπή, θα καταχωριστεί στη ληξιαρχική πράξη γάμου της με την προσκόμιση στο ληξίαρχο της αλλοδαπής πράξης, νομίμως επικυρωμένης και μεταφρασμένης. Εάν προσκρούει στα χρηστά ήθη και τη δημόσια τάξη, τότε μπορεί να μην γίνει δεκτό.
-Το 2013 τελέστηκε στο δήμο  θρησκευτικός γάμος για τον οποίο συντάχθηκε ληξιαρχική πράξη στο ληξιαρχείο μας. Εμφανίσθηκε σήμερα η σύζυγος και δήλωσε ότι επιθυμεί να προσθέσει το επώνυμο του συζύγου στο δικό της. Μπορεί να γίνει αυτό; Αν ναι, υπάρχει χρονικός περιορισμός;

Εφόσον το επώνυμο των συζύγων έχει ρυθμιστεί από το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο της κοινής ιθαγένειας ή της κοινής διαμονής, μπορούν οποτεδήποτε θελήσουν να προσθέσει ο ένας σύζυγος στο επώνυμο του, το επώνυμο του άλλου.
-Δημότης μας επιθυμεί να τελέσει πολιτικό γάμο με Πολωνή υπήκοο. Επιθυμία τους είναι η προσθήκη του επωνύμου του συζύγου στο επώνυμο της συζύγου.
Η ρύθμιση του άρθρου 28 του Ν. 3719/2008 αφορά και σε αλλοδαπούς υπηκόους; Δύναται η Πολωνή σύζυγος να πάρει και το επίθετο του Έλληνα συζύγου της, κατόπιν υπεύθυνων δηλώσεων;

Εάν η συνήθης διαμονή κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου είναι στην Ελλάδα τότε ισχύει το ελληνικό δίκαιο, όποτε μπορεί να κάνει χρήση αυτής της διάταξης. Δηλαδή να προσθέσει στο ξενικό της επώνυμο αυτό του Έλληνα συζύγου της.
Αλλαγή επωνύμου, έτσι ώστε η σύζυγος να πάρει αυτό του συζύγου, δεν ισχύει σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο.
-Δημότισσα τέλεσε γάμο το 1981 και πήρε το επώνυμο του συζύγου της. Το 2007 πήραν διαζύγιο. Μας ζήτησε λοιπόν να κάνουμε τις ανάλογες διαδικασίες προκειμένου να κρατήσει το επώνυμο του συζύγου της για επαγγελματικούς λόγους. Μπορεί να το κρατήσει και ποια διαδικασία θα ακολουθηθεί;

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 66 του Ν.1329/1983, η γυναίκα που εξακολουθεί να φέρει και μετά την ισχύ του νόμου το επώνυμο του συζύγου της, περιορίζεται μετά το διαζύγιο στο οικογενειακό της επώνυμο. Ως εκ τούτου, θα την καταχωρηθεί στο δημοτολόγιο με το προ του γάμου επώνυμό της. Εάν θέλει να κρατήσει το συζυγικό επώνυμο θα πρέπει να προκαλέσει την έκδοση δικαστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου μέσω της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας.

ΠΗΓΗ:http://tro-ma-ktiko.blogspot.gr/2015/05/blog-post_5980.html

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ

$
0
0


ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ
Εισαγωγή

1-Ο ανθρώπινος βίος, λόγω των κινδύνων και των δυνατοτήτων που παρέχει η οργάνωση σε ομάδες, συγκροτήθηκε σε κοινωνίες. Τα προβλήματα που δημιουργούνται στις ...
διάφορες κοινωνίες είναι κατά βάση τα ίδια λόγω της ενότητας της ανθρώπινης φύσεως. Οι λύσεις (με την έννοια των κανόνων και των αποφάσεων) όμως που παρέχονται δεν είναι οι ίδιες. Πράγματι οι διαφορετικές έννομες τάξεις κυρίως οι εθνικές αντιμετωπίζονται από το διεθνές δίκαιο σε ισότιμη βάση αλλά διαφέρουν ως προς τις ρυθμίσεις που περιέχουν λόγω ιστορικών, πολιτικών και κοινωνικών ιδιαιτεροτήτων που εκφράζονται δικαιικά.

Όταν μία σχέση είναι εσωτερική, δηλαδή όταν όλα τα στοιχεία που την απαρτίζουν συνδέονται με μία μόνο έννομη τάξη αυτή η έννομη τάξη ρυθμίζει με τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις της τη σχέση αυτή. Συχνά όμως ολοένα και συχνότερα λόγω της διεθνοποίησης  του ανθρώπινου βίου και της παγκοσμιοποιήσεως των συναλλαγών και της επικοινωνίας οι έννομες σχέσεις συνδέονται με περισσότερες από μία έννομες τάξεις. Έτσι για παράδειγμα δεν είναι ασύνηθες μία ελληνική εταιρία να προμηθεύεται υλικά από μία εταιρία με έδρα στην αλλοδαπή (π.χ. Γερμανία) ούτε το διαζύγιο μεταξύ Έλληνα και αλλοδαπής (π.χ. Γαλλίδας). Στις περιπτώσεις αυτές δηλαδή των ιδιωτικών σχέσεων με στοιχεία αλλοδαπότητας λόγω ακριβώς της αλλοδαπότητας περισσότερες από μία έννομες τάξεις εν δυνάμει μπορούν να ρυθμίσουν τη σχέση. Στην αθέτηση πωλήσεως των μηχανημάτων που προμηθεύτηκε η ελληνική εταιρία από τη γερμανική εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο μπορεί να είναι είτε το γερμανικό είτε το ελληνικό. Πρέπει δηλαδή να επιλυθεί ένα πρόβλημα προκριματικό κατά λογική τάξη που δεν προκύπτει στις εσωτερικές σχέσεις και είναι αυτό του εφαρμοστέου δικαίου, δηλαδή του ποιο δίκαιο θα εφαρμοστεί. Αλλά δεν είναι το μόνο πρόβλημα που προκύπτει από την αλλοδαπότητα αφού το ποιο δίκαιο θα κριθεί εφαρμοστέο θα εξαρτηθεί (αφού δεν διαφοροποιούνται πλην εξαιρέσεων μόνο τα ουσιαστικά δίκαια αλλά και οι ρυθμίσεις που αφορούν το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο τους) από τον προσδιορισμό της έννομης τάξης τα δικαστήρια της οποίας θα κρίνουν τη διαφορά. Τα δικαστήρια που επιλαμβάνονται της διαφοράς ή και γενικότερα η έννομη τάξη (λόγω της σχετικότητας των εννόμων τάξεων) από τη σκοπιά της οποίας εξετάζεται η έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας ονομάζεται forum.Έτσι στις έννομες σχέσεις με στοιχεία αλλοδαπότητας πρέπει να προσδιορισθεί το πρώτον η έννομη τάξη τα δικαστήρια της οποίας έχουν δικαιοδοσία (εξουσία κρίσεως) να επιληφθούν της διαφοράς  και το δεύτερον ποιο δίκαιο ποιας εννόμου τάξεως είναι εφαρμοστέο. Τέλος όταν έχει ήδη εκδοθεί αλλοδαπή απόφαση που πρέπει να αναπτύξει την έννομη ισχύ της στην ελληνική έννομη τάξη ανακύπτει το ζήτημα των προϋποθέσεων αναγνωρίσεως αλλοδαπών αποφάσεων δηλαδή το ζήτημα του ελέγχου της. Αυτά είναι τα ζητήματα που ασχολείται το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο.


Παρ. 1- Έννοια του ιδ.δ.δ.

2-Το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο είναι συνεπώς ο κλάδος δικαίου που έχει ως αντικείμενο τη ρύθμιση ιδιωτικών εννόμων σχέσεων  που εμπεριέχουν στοιχεία αλλοδαπότητας.

Το στοιχείο αλλοδαπότητας που εμπεριέχεται σε μία έννομη ιδιωτική σχέση πράγματι είναι το διακριτικό γνώρισμα που θέτει σε εφαρμογή και διακρίνει επιστημολογικά το  ιδιωτικό διεθνές δίκαιο. έναντι των άλλων κλάδων του εσωτερικού δικαίου.

3- Το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο δεν είναι ένας κλάδος όπως οι άλλοι κλάδοι δικαίου. Διαφοροποιείται από την ιδιαιτερότητα του αντικείμενο του, τις πηγές του (που δεν είναι μόνο εσωτερικού δικαίου) και συνακόλουθα τις μεθόδους επίλυσης των προβλημάτων αλλοδαπότητας και γενικά συνύπαρξης (και συνάρθρωσης) κανόνων προερχομένων από διαφορετικές έννομες τάξεις και δικαιικά σύνολα.

4- Στόχος του ιδ.δ.δ. είναι η προσήκουσαρύθμιση των διεθνών βιοτικών σχέσεων-καταρχήν ιδιωτικών-, δηλαδή των ιδιωτικών σχέσεων με στοιχείο αλλοδαπότητας, με τρόπο ώστε, κατά το δυνατό, να μην προκύπτει διεθνής δυσαρμονία (για παράδειγμα ο γάμος να είναι έγκυρος σε μία έννομη τάξη και άκυρος σε μία άλλη) λόγω της διαφορετικότητας των ουσιαστικών δικαίων. Αυτή την υπέρβαση, κατά κύριο λόγο με το συντονισμό των έννομων τάξεων, επιχειρεί το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι δύο είναι τα εννοιολογικά στοιχεία που συγκροτούν το αντικείμενο του ιδ.δ.δ. και θα αναλυθούν στη συνέχεια: η αλλοδαπότητα (α) και η ιδιωτικότητα των εννόμων σχέσεων υπό ρύθμιση (β).

α) Αλλοδαπότητα

5- Έννοια αλλοδαπότητας- Η αλλοδαπότητα είναι ο παράγων που θέτει σε κίνηση το ιδ.δ.δ. και ενεργοποειί την εφαρμογή του. Το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο δεν ενεργοποιείται ενώπιον μίας σχέσεως χωρίς στοιχεία αλλοδαπότητας. Έτσι μπορεί να λεχθεί ότι  κατά μία έννοια το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο είναι ο κλάδος δικαίου που ασχολείται συστηματικά με την αλλοδαπότητα ως προς τις έννομες σχέσεις από της σκοπιά του εκάστοτε forum( δηλαδή της εννόμου τάξεως του δικάζοντος δικαστή από τη σκοπιά της οποίας εξετάζεται η ρύθμιση της υπό εξέταση σχέσεως).

6- Η αλλοδαπότητα μπορεί να διαπιστώνεται είτε σε νομικό στοιχείο, (π.χ. στην ιθαγένεια φυσικού προσώπου), είτε σε χωρικό στοιχείο (π.χ. ο τόπος που επέρχεται η ζημία από μία άδικη πράξη) είτε, τέλος, σε μία δικαιοπραξία (π.χ. ο τόπος εκτέλεσης μία συμβάσεως σε σχέση με το τόπο κατάρτισης της).

7- Υπάρχουν εντούτοις έννομες σχέσεις με στοιχείο αλλοδοπότητας που εντούτοις δεν θέτει σε κίνηση το μηχανισμό επιλογής δικαίου του ιδ.δ.δ. γιατί δεν είναι κρίσιμο, είναι αδιάφορο ρυθμιστικά. Δεν είναι δηλαδή τέτοιας ποιότητας ή εντάσεως το στοιχείο αλλοδοπότητας σε μία προκείμενη σχέση που να κρίνεται από το forum ικανή να θέσει σε κίνηση τον μηχανισμό του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Για παράδειγμα εάν σε μία πώληση αυτοκινήτου ο πωλητής είναι Ιταλός αυτό δεν προσδίδει στη σχέση την απαραίτητη ποιοτικά διεθνικότητα ώστε να ενεργοποιηθεί το σύστημα του ιδ.δ.δ. Πράγματι το στοιχείο της ιθαγένειας του πωλητή δεν είναι κρίσιμο ως προς την αλλοδοπότητα της εννόμου σχέσεως της πωλήσεως δεν την αναβιβάζεισε διεθνή.

8- Η συζήτηση του τι συνιστά στοιχείο αλλοδοπότητας έχει γίνει σήμερα πιο σύνθετη λόγω της παρεμβολής του υπερεθνικού δικαίου της ευρωπαϊκής ένωσης. Πράγματι το ευρωπαϊκό δίκαιο αλλοιώνει τη διάκριση ημεδαπή σχέση – αλλοδαπή σχέση αφού παρεμβάλλεται η κοινοτική διάσταση, δηλαδή η διάκριση ενδοκοινοτικές και εξωκοινοτικές σχέσεις. Το  ζήτημα δεν είναι ευχερές ούτε σαφές αφού ο ίδιος ο καθορισμός του τι συνιστά ενδοκοινοτική σχέση ή διαφορά, εμφανίζει δυσκολίες[1].

Στη συνθετότητα του προβλήματος του τι συνιστά αλλοδαπή σχέση  έναντι της αμιγώς ημεδαπής, έχει προστεθεί και η διάσταση της παγκοσμιοποιήσεως. Πράγματι η παγκοσμιοποίηση έχει «αποχωρικοποιήσει» το ιδ.δ.δ., το έχει αποδεσμεύσει ακόμη περισσότερο από το χώρο, με την έννοια ότι έχει μεταβάλλει την λειτουργία της χωρικότητας – που ήταν πάντα ιστορικά ένας πόλος σημαντικός (μαζί με την προσωπικότητα των νόμων) για την επίλυση θεμάτων αλλοδαπότητας- αλλά κυρίως λόγω της τεχνολογικής επανάστασης έχουν προστεθεί «εικονικοί» βιοτικοί χώροι (espaces virtuelles), όπως κυρίως π.χ. το διαδίκτυο[2]που δημιουργούν νέα και πρωτότυπα θέματα ιδ.δ.δ.

Έτσι η μία από τις δύο συνιστώσες του ορισμού του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, η αλλοδαπότητα, είναι σύνθετη και σχετική έννοια. Ομοίως σύνθετο ζήτημα είναι και το τι συνιστά σχέση ιδιωτικού δικαίου που αποτελεί τη δεύτερη συνιστώσα του παραδοσιακού ορισμού του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου ως κλάδου που ρυθμίζει τις ιδιωτικές έννομες σχέσεις με στοιχείο αλλοδαπότητας.

β) Ιδιωτική έννομη σχέση

9- Ιδιωτικό και δημόσιο δίκαιο- Η δεύτερη θεμελιώδης συνιστώσα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου είναι το αντικείμενο ρύθμισης που αφορά καταρχήν στις ιδιωτικές έννομες σχέσεις. Η διάκριση σχέσεων ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου ως προς το ιδ.δ.δ. είχε και έχει συνεπώς οροθετική σημασία αφού οι δημοσίου δικαίου σχέσεις παραδοσιακά δεν συνιστούσαν αντικείμενο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου[3].

Σήμερα αυτή η διάκριση έχει χάσει μεγάλο μέρος από τη σημασία της και δεχόμαστε καταρχήν ότι το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο -το ολιστικό σύγχρονοιδ.δ.δ. – ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις με στοιχείο αλλοδοπότητας χωρίς διάκριση καταρχήν μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου κσχέσεις ως προς το αντικείμενο ρύθμισης και διατάξεις ως προς την εφαρμογή.

Αυτή η εξέλιξη υπέρ μία ευρύτερης εκδοχής του αντικειμένου του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου οφείλεται σε δύο παράγοντες: ο πρώτος είναι η μεταβολή της φύσεως των προβλημάτων λόγω της παγκοσμιοποιήσεως και ο δεύτερος ότι η διάκριση δεν έχει παγκόσμια εμβέλεια (π.χ. τόσο τα αγγλοσαξωνικά όσο και τα μουσουλμανικά δίκαια δεν γνωρίζουν, τουλάχιστον τυπικά, όπως τα ηπειρωτικά δίκαια, τη διάκριση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου).

Σε μία βιοτική διεθνή έννομη σχέση δεν είναι, ορισμένες φορές, ούτε εφικτό ούτε ευκτέο ρυθμιστικά να διακρίνεις μεταξύ διατάξεων ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου. Η βιοτική σχέση έχει πολλές φορές μία αυθυπαρξία και μία συνθετότητα που καθιστούν τη διάκριση περιττή ίσως και ρυθμιστικά επιβλαβή. Η συγκρότηση της ως μία ολότητα δεν επιτρέπει την αποσπασματική μόνο ρύθμιση της με βάση τη διάκριση πτυχές ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου.

Ο δεύτερος είναι η έλλειψη σαφήνειας ως προς τη διάκριση διεθνώς. Είναι γνωστό ότι όχι μόνο τα όρια του τι συνιστά ιδιωτικό έναντι του δημοσίου δικαίου είναι ορισμένες φορές δυσδιάκριτα λόγω της εγγενούς εμπλοκής πτυχών δημοσίου δικαίου στην ιδιωτική σχέση (π.χ. δίκαιο του ανταγωνισμού ή και ρυθμίσεις που συχνά χαρακτηρίζονται ως κανόνες αμέσου εφαρμογής) αλλά και η ικανοποιητική ρύθμιση είναι συνολική, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής διατάξεων δυναμένων να χαρακτηριστούν ως δημοσίου δικαίου. Επίσης είναι γνωστό ότι ορισμένα συστήματα δικαίου, όπως τα αγγλοσαξωνικά αλλά και τα μουσουλμανικά δεν κάνουν συστηματικά τη διάκριση αυτή[4].

Αλλοδαπότητα και ιθαγένεια φυσικών προσώπων-Η αλλοδαπότητα οργανώνεται ως προς τα πρόσωπα και ως προς τις έννομες σχέσεις. Ως προς τα πρόσωπα αντικείμενο του ιδ.δ.δ. είναι ο προσδιορισμός αφενός της ελληνικής ιθαγένειας και αφετέρου των δικαιωμάτων των αλλοδαπών ως φυσικά πρόσωπα ως υποκείμενα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου τόσο ως προς τον προσδιορισμό της ιθαγένειας τους (που συγχρόνως αποτελεί ένα κυρίαρχο σύνδεσμο στο ελληνικό ιδιωτικο διεθνές δίκαιο) όσο και ως προς τη κατάσταση τους δηλαδή τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που έχουν εντός της ελληνικής επικράτειας. Ο προσδιορισμός της ελληνικής ιθαγένειας – δηλαδή ποια φυσικά πρόσωπα συνδέονται νομικά με την Ελλάδα με το δεσμό της ιθαγένειας- γίνεται κατά το θετικό Διεθνές Δίκαιο κατά κυριαρχικό τρόπο από κάθε Κράτος[5].  Στην Ελλάδα τα θέματα ιθαγένειας ρυθμίζει ...[6]και το ελληνικό δίκαιο ακολουθεί κατά βάση την αρχή του δεσμού του αίματος (jus sanguine) κατά την οποία Έλληνες είναι όσοι γεννήθηκαν από Έλληνα πατέρα ή μητέρα[7]. Ο προσδιορισμός της ιθαγένειας φυσικού προσώπου είναι κρίσιμη και για το εν στενή εννοία ιδ.δ.δ. διότι η ιθαγένεια είναι ένας βασικός σύνδεσμος που χρησιμοποιείται στους ελληνικού δικαίου κανόνες σύγκρουσης στο πεδίο του προσωπικού θεσμού (ικανότητα φυσικού προσώπου και σχέσεις οικογενειακού δικαίου). Ο ΑΚ μάλιστα έχει προβλέψει στα άρθρα 30-32 για τις περιπτώσεις που κατά την εφαρμογή ενός κανόνα σύγκρουσης που έχει ως σύνδεσμο την ιθαγένεια του φυσικού προσώπου τις περιπώσεις εφαρμογής σε ανιθαγενείς ή σε πολυιθαγενείς.

Το δίκαιο της κατάστασης των αλλοδαπών ρυθμίζει το καταρχήν δημοσίου δικαίου καθεστώς των αλλοδαπών φυσικών προσώπων ως προς ζητήματα που σχετίζονται με την είσοδο, παραμονή και απέλαση από την Ελλάδα. Αυτά είναι σήμερα οργανωμένα με το ν. ...... καθώς και ιδιαίτερες πτυχές τους όπως οι πρόσφυγες ρυθμίζονται και από διεθνείς συμβάσεις.

Οι αλλοδαποί απολαμβάνουν καταρχήν ισότητα ως προς την άσκηση αστικών δικαιωμάτων τους όπως ρητά ορίζεται στο άρθρο 4 ΑΚ «.....».

2. Συνεπώς διακρίνουμε δύο μεγάλες ενότητες που συναπαρτίζουν το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο η πρώτη η καλείται ιδ.δ.δ. σε στενή έννοια (ιδ.δ.δ. stricto sensu) που αντιμετωπίζει ζητήματα που τίθενται από την αλλοδαπότητα ως προς τις έννομες σχέσεις και αφορούν τόσο δικονομικά ζητήματα (διεθνής δικαιοδοσία/ δικαστική συνεργασία/ αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων) όσο και ουσιαστικά (κυρίως τον καθορισμό του εφαρμοστέου συστήματος κανόνων δικαίου).

Η δεύτερη, το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο σε ευρεία έννοια (ιδ.δ.δ. lato sensu), έχει ένα πλέον διευρυμένο αντικείμενο που καταλαμβάνει τον καθορισμό των κανόνων κτήσης και απώλειας της ελληνικής ιθαγένειας, τη νομική κατάσταση αλλοδαπών στην Ελλάδα αλλά και θέματα δημοσίου δικαίου κυρίως ως προς το καθορισμό των τοπικών ορίων εφαρμογής με βάση την αρχή της χωρικότητας τόσο του ελληνικού ποινικού δικαίου όσο και κανόνων του ελληνικού δημοσίου δικαίου.


Παρ. 2- Το αντικείμενο του σύγχρονου ιδ.δ.δ.


Συνεπώς σε μία πλέον σύγχρονη εκδοχή το αντικείμενο του ιδ.δ.δ. δεν είναι μόνο να ρυθμίζει προσηκόντως τις διεθνείς ιδιωτικές βιοτικές σχέσεις με στοιχείο αλλοδαπότητας, αλλά προσδιορίζεται ευρύτερα ως ο κλάδος διαχείρισης της δικαιικής ετερότητας. Σήμερα την εποχή της παγκοσμιοποιήσεως και λόγω αυτής βασιλεύει ένας νομικός πλουραλισμός, μία ρυθμιστική πολυταξία που είναι ακριβώς το περιβάλλον δράσης του ιδ.δ.δ.

Μπορούμε σχηματικά να διακρίνουμε ανάλογα με τους χώρους τις διεθνείς ρυθμίσεις, τις υπερεθνικές ρυθμίσεις (π.χ. κοινοτικό δίκαιο), τις εθνικές ή κρατικές ρυθμίσεις και τις ανεθνικές ρυθμίσεις.

Επίσης ανάλογα με το βαθμό και την ποιότητα της δέσμευσης μπορούμε να διακρίνουμε το «σκληρό» (hard law) δίκαιο από το «ήπιο» (soft law) δίκαιο.

Σκοπός του εν ευρεία εννοία ιδ.δ.δ. είναι να διαχειριστεί το νομικό ρυθμιστικό πλουραλισμό σε όλα αυτά τα πεδία.

Καταρχήν και πρωτίστως το ιδ.δ.δ. οφείλει να οργανώσει την ετερότητα μεταξύ κρατικών ρυθμίσεων, όταν συνηθέστατα καλείται ένα δικαιοδοτικό όργανο (συνήθως κράτους αλλά όχι μόνο) να επιλέξει μεταξύ κρατικών δικαίων εν δυνάμει εφαρμοστέων σε μία συγκεκριμένη έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότατας. Εξαιρετικά όμως το ιδ.δ.δ. «ουσιαστικοποείται» δηλαδή διαμορφώνει ιδιαίτερους ουσιαστικούς κανόνες  είτε εθνικής προέλευσης είτε διεθνούς προέλευσης (διεθνές ομοιόμορφο δίκαιο) είτε ακόμη ανεθνικής προέλευσης (κανόνες της lexmercatoria).  Έτσι για τις διεθνείς βιοτικές σχέσεις είναι δυνατό να προσδιορίζει το πεδίο εφαρμογής μίας υπερεθνικής ρύθμισης ή και τη σύγκρουση (κατά τόπο, χρόνο και ως προς υλικό πεδίο εφαρμογής) μεταξύ διεθνών ρυθμίσεων (διεθνών συμβάσεων) αλλά και την διαμόρφωση του περιεχομένου της ουσιαστικής ρύθμισης (π.χ. στη περίπτωση ανεθνικού δικαίου που συχνά έχει επικρατήσει να καλείται lex mercatoria).Η οργάνωση και η διαχείριση της  σύγχρονης πολύμορφης ρυθμιστικής πολυταξίας είναι το αντικείμενο του ιδ.δ.δ. που συνιστά τον κατεξοχήν κλάδο της ετερότητας και του νομικού πλουραλισμού. Έτσι σήμερα φαίνεται να συγκροτείται ένας διευρυμένος κλάδος της αλλοδαπότητας και της ετερότητας με δύο πόλους ένα πολιτειακό (ζητήματα που αφορούν τα πρόσωπα και την οργάνωση της πολιτείας) και ένα συναλλακτικό (ζητήματα που αφορούν τις διεθνείς συναλλαγές) ενώ ένα διευρυμένο διεθνικό δίκαιο[8]( transnational law- droit transanational)περιλαμβάνει τόσο το ιδ.δ.δ. της επιλογής όσο και το χώρο του ουσιαστικού ι.δ.δ. (των ειδικών ουσιαστικών ρυθμίσεων) το ομοιόμορφο διεθνές δίκαιο.

Σήμερα πράγματι λόγω κυρίως της παγκοσμιοποιήσεως τα προβλήματα είναι ολιστικά και συνεπώς οι λύσεις και ο κλάδος διαχείρισης του νομικού πλουραλισμού, το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, πρέπει να είναι ολιστικό, διευρυμένο, πλήρες ως διεθνικό δίκαιοόρος που αποδίδει καλύτερα την ολιστικότηταπου σήμερα είναι το σύγχρονο γνώρισμα ωρίμανσης του κλάδου. Έτσι το ιδ.δ.δ. αναβιβάζεται και περιλαμβάνει την ολιστική διάσταση του κλάδου που έχει ως αντικείμενο τη ρύθμιση της πολυταξίας, του νομικού πλουραλισμού και βέβαια, υπό την εκδοχή αυτή, παραδοσιακές διακρίσεις δοκιμάζονται όπως προελέχθηκε για τη διάκριση δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου.

Το αυτό ισχύει και για τη διάκριση δημοσίου διεθνούς δικαίου και ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που έχει χάσει σίγουρα τη παλαιά δογματική της καθαρότητα (αφού γίνεται σήμερα δεκτό ότι υποκείμενο του δημοσίου διεθνούς δικαίου είναι και το άτομο και όχι μόνο τα Κράτη και οι διεθνείς οργανισμοί που διαθέτουν νομική προσωπικότητα κατά το διεθνές δίκαιο[9]). Πράγματι η παγκοσμιοποίηση, ως προς τη νομική επιστήμη ειδικότερα, επέφερε, μεταξύ άλλων συνεπειών[10]τη μεγαλύτερη ιδιωτικοποίηση του δικαίου[11].

Έννοια της διεθνικότητας- Εκτός από την αλλοδαπότητα υπάρχει και η έννοια της διεθνικότητας. Μία αλλοδαπή σχέση – δηλαδή ξένη ως νομική αξία ως προς ένα συγκεκριμένο forum- δεν είναι κατανάγκη και διεθνής –δηλαδή ως προς όλες τις εθνικές έννομες τάξεις-[12]. Στη πραγματικότητα αυτή η διάκριση αποκαλύπτει ότι η αλλοδαπότητα είναι σχετική έννοια. Και είναι σχετική σε συνδυασμό τόσο με τα ξένα fora (ένα διαζύγιο Ελλήνων είναι εσωτερική σχέση για την ελληνική έννομη τάξη αλλά αλλοδαπή ως προς τη γαλλική έννομη τάξη) αλλά και ως προς το ίδιο forum (μία πώληση ενός μπουκαλιού γάλατος από ένα γερμανό μπακάλη στη Κυψέλη δεν καθιστά αφεαυτής τη σχέση – με στοιχείο αλλοδαπότητας την ιθαγένεια του πωλητή- σημαντική ως προς το ελληνικό και ευρωπαικό ιδ.δ.δ. των συμβατικών ενοχών.

Η διεθνικότητα όμως έχει μία εννοιολογική αυτοτέλεια προκειμένου περί εφαρμογής ρυθμίσεων –εθνικών ή διεθνών- ουσιαστικού ομοιομόρφου δικαίου που προϋποθέτουν δηλαδή για την εφαρμογή της τη διεθνικότητα της υπό ρύθμιση βιοτικής σχέσεως[13]. Έτσι για παράδειγμα οι διατάξεις του ν. .... (στη βάση του πρότυπου νόμου της UNCITRAL)  για τη διεθνή πώληση[14]εφαρμόζονται μόνο και ειδικά επί διεθνών πωλήσεωνκαι όχι επί εσωτερικών πωλήσεων (όπου βρίσκουν εφαρμογή οι διατάξεις του ΑΚ 514 επ.). Φυσικά η διεθνικότητα υπό τη τελευταία αυτή εκδοχή διατρέχεται από μία υποκειμενικότητα γιατί το εννοιολογικό της περιεχόμενο δεν είναι ενιαίο αλλά σχετικό (και λειτουργικό συνεπώς) ανάλογα ρύθμιση της οποίας αποτελεί προαπαιτούμενο. Πρέπει να σημειωθεί ότι τέτοιες ρυθμίσεις ουσιαστικού ιδ.δ.δ. έχουν τελειοποιηθεί από τη νομολογία (π.χ. ως προς την έννοια της διεθνούς διαιτησίας σε σχέση με τις προυποθέσεις κατάρτισης διαιτητικής συμφωνίας από το Κράτος, ΟλΑΠ...............).


                           Παρ. 3- Οι πηγές του ιδ.δ.δ.

Το ιδ.δ.δ. είναι συγχρόνως ένας κλάδος δικαίου όπως οι άλλοι αλλά και συνάμα ιδιαίτερος.

................

Παρ. 4- Μέθοδοι επίλυσης των ζητημάτων,  αξίες και αρχές του ιδ.δ.δ.

α/ Οι   αξίες  του ιδ.δ.δ.- Όπως κάθε κλάδος δικαίου, όπως το δίκαιο καθευατό έτσι και το ιδ.δ.δ. υπηρετεί νομικές αξίες και διαθέτει γενικές αρχές. Προφανώς οι αξίες αυτές δεν είναι τελεολογικά διάφορες από άλλους κλάδους του δικαίου ή και από την ίδια τη νομική επιστήμη. Απλώς λόγω της αλλοδαπότητας εμπλουτίζονται και με μία πρόσθετη διάσταση την υλοποίηση των αρχών αυτών και στη διάσταση της διαχείρισης της αλλοδαπότητας.

Οι κυρίαρχες  νομικές αξίες είναι αυτές βεβαίως της βεβαιότητας δικαίου (που ιδιαίτερα για το κλάδο της ετερότητας όπως το ιδ.δ.δ. είναι κρίσιμο γιατί δεν είναι νοητή η διαφορετική ρύθμιση μίας κατά την φύση της ίδιας νομικής σχέσεως με το απλό «πέρασμα των συνόρων») και η δικαιοσύνη. Χωρίς βεβαιότητα δικαίου είναι αμφίβολο αν στις περισσότερες υπό ρύθμιση σχέσεις είναι δυνατό να υπάρξει δίκαιη ρύθμιση. Η δικαιική ρύθμιση θα πρέπει καταρχήν να ανταποκρίνεται στη βεβαιότητα δικαίου (ιδίως π.χ. στο συναλλακτικό πεδίο ενώ είναι αμφίβολο αν χρειάζεται εγγενώς –τουλάχιστον με την ίδια ένταση απαίτησης- και στο πεδίο ρύθμισης εξαιρετικών από τη φύση τους εννόμων καταστάσεων όπως π.χ. στις αδικοπραξίες, σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα). Η δικαιοσύνη αφορά κυρίως στη λήψη υπόψη κατά τη δικαιοδοτική κρίση των ιδιαίτερων γενικών χαρακτηριστικών της συγκεκριμένης κατάστασης και η ευελιξία συνεπώς ως προς την εφαρμογή του αφηρημένου, γενικού και υποθετικού κανόνα δικαίου με τρόπο ώστε η συγκεκριμένη έννομη κατάσταση να ρυθμίζεται κατά ιδιωτικοδιεθνολογικά δίκαιο τρόπο. Η δικαιοσύνη στη διάσταση της ως αρχή του ιδ.δ.δ. έχει άλλη έννοια έναντι της δικαιοσύνης του ουσιαστικού δικαίου. Έχει ως αντικείμενο την αρχή της εγγύτητας δηλαδή η επιλογή της δικαιικής ρύθμισης να γίνεται από την έννομη τάξη που συνδέεται στενότερα (νομικά) με τη σχέση που είναι υπό ρύθμιση. Αυτό δεν αποκλείει φυσικά ως προς το ιδ.δ.δ και το αίτημα της ουσιαστικού δικαίου δικαιοσύνης που στο πεδίο του ιδ.δ.δ εκφράζεται ποικιλόμορφα μέσω της αρχής της αναλογικότητας.   


β/ Παραδείγματα ζητημάτων που αντιμετωπίζει το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο- Μερικά παραδείγματα ζητημάτων που τίθενται θα καταστήσουν πιο εύληπτη τη πρόσληψη του συνολικού αντικειμένου του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.

.....................................................[15]
γ/ Οι μέθοδοι επίλυσης

Η διαχείριση του νομικού πλουραλισμού μπορεί να γίνει με διαφορετικούς μεθοδολογικά τρόπους που όλοι εμπεριέχονται στο μεθοδολογικό οπλοστάσιο του ιδ.δ.δ..

Ως προς τις μεθόδους μπορούν να διακριθούν ζητήματα επιλογής δικαίουόταν δηλαδή με διάφορα κριτήρια επιλέγεται μία ρύθμιση έναντι μιας άλλης που αιτείται εφαρμογής στη προκείμενη έννομη σχέση και ζητήματα ουσιαστικής ρύθμισης όταν μία διεθνής έννομη σχέση ρυθμίζεται απευθείας κατά ιδιαίτερο τρόπο- όταν δηλαδή θεσπίζεται ρύθμιση (είτε από διεθνή σύμβαση ομοιομόρφου δικαίου, είτε από τον εθνικό νομοθέτη είτε ακόμη διαπλάσσεται από τη νομολογία) η οποία ρυθμίζει μία διεθνή σχέση απευθείας χωρίς τη παρεμβολή κανόνων επιλογής ή συγκρούσεως κατά ουσιαστικό τρόπο. 

Τα επίπεδα του ρυθμιστικού πλουραλισμού – ανάλογα με τη φύση και προέλευση του κανόνα που αιτείται εφαρμογή- μπορούν επίσης να διακριθούν συστηματικά σε  εθνικές ρυθμίσεις, διεθνείς ρυθμίσεις, υπερεθνικές ρυθμίσεις (π.χ. κοινοτικό δίκαιο) και ανεθνικές ρυθμίσεις (lex mercatoria και ιδιωτικές συναλλακτικές συνήθειες).

5. Τέλος το ιδ.δ.δ. (εν στενή εννοία) αντιμετωπίζει ζητήματα προσδιορισμού forum, επιλογής και ρύθμισης jus καθώς και τον ορισμό της διαδικασίας και των προϋποθέσεων αναγνώρισης (και εκτέλεσης ενίοτε) αλλοδαπών νομικών αξιών (κυρίως αποφάσεως ή και δημόσιων πράξεων).


δ/Γενικές αρχές ιδ.δ.δ.

Το δίκαιο εν γένει και φυσικά όλοι οι επιμέρους κλάδοι του έχουν θεμελιώδεις κοινές αξίες κυρίως τη δικαιοσύνη και την ελευθερία.

Το ιδ.δ.δ. έχει και ορισμένες που το αφορούν πλέον ιδιαίτερα κυρίως την αρχή της εγγύτητας και της κυριαρχίας.

Ο μεθοδολογικός πλουραλισμός έχει σημασία ως προς την αξία που ουσιώνει περισσότερο ως προς την αξία που επιβάλλεται κατά κάποιο τρόπο.

Οι κανόνες αμέσου εφαρμογής έχουν ως θεμέλιο την αρχή της κυριαρχίας κατά την οποία ένα Κράτος (εξαιρετικά κατά κανόνα) θα μπορεί να εφαρμόζει μονομερώς σε μία σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας το δικό του ουσιαστικό δίκαιο όταν κρίνει ότι έτσι διασφαλίζει πρωταρχικής σημασίας αγαθά της εννόμου τάξεως του.

Ο διμερής ή πλήρης κανόνας σύγκρουσης πραγματώνει κυρίως την αρχή της εγγύτητας κατά την οποία είναι δίκαιο κατά την έννοια του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου σε μία έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας να εφαρμόζεται το δίκαιο της έννομης τάξης που είναι εγγύτερη προς αυτή.

Οι ουσιαστικοί κανόνες ιδ.δ.δ. σκοπό έχουν τη πραγμάτωση της αρχής της δικαιοσύνης επίσης κατά την έννοια του ιδ.δ.δ. κατά την οποία οι διεθνείς έννομες βιοτικές σχέσεις έχουν ανάγκη ιδιαίτερης ρύθμισης.(και αρχή της ιδιαιτερότητας κατά την οποία κάθε ρύθμιση θα πρέπει κατά το δυνατό να ανταποκρίνεται στην ιδιαιτερότητα του ζητήματος που ρυθμίζει).

Η αρχή της αυτονομίας της βουλήσεως διαπερνά οριζόντια όλο το ιδ.δ.δ. και έχει την έννοια ιδιαίτερα στο ιδ.δ.δ. ότι τα μέρη σε μία έννομη σχέση (ή το μέρος) έχουν το δικαίωμα να επιλέγουν το δίκαιο που επιθυμούν να τη ρυθμίζει. Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αφενός αυτή η αρχή επεκτείνεται και σε δικαιικούς χώρους που παραδοσιακά δεν της ανήκαν (π.χ. κληρονομικές σχέσεις με τη professio jurisκλπ) εκφράζοντας αυτό που προηγούμενα αποκαλέσαμε ιδιωτικοποίηση του δικαίου και αφετέρου ως αρχή ανήκει στη κατηγορία των ουσιαστικών κανόνων ιδ.δ.δ. (δεν είναι κανόνας σύγκρουσης κατά ακριβολογία αλλά κανόνας που παρέχει εξουσία ρύθμισης σχέσεως).

Τέλος την αρχή της δικαιοσύνης και του ουσιαστικού αποτελέσματος εκφράζει εν πολλοίς και η μέθοδος αναγνώρισης αφού προκρίνει περισσότερο από τον κανόνα σύγκρουσης τη μη δημιουργία χωλών διεθνώς βιοτικών σχέσεων (κάποιος να θεωρείται διαζευγμένος σε ένα κράτος και μη διαζευγμένος σε ένα άλλο για παράδειγμα).   

Εκτός από τις αρχές πρέπει να διακρίνουμε στο ιδ.δ.δ. και κυρίως στο δίκαιο της συγκρούσεως των νόμων (ή καλύτερα επιλογής δικαίων) δύο μεγάλα ρεύματα που κατά καιρούς και συγγραφείς εναλλάσσονται σε μία διαλεκτική συνεχώς μεταβαλλόμενη σχέση μεταξύ τους: τον διεθνισμό και τον τοπικισμό.



ε/ Μεθοδική τάξη επίλυσης των προβλημάτων του σε στενή έννοια ιδ.δ.δ

Αυτό που ενεργοποιεί το ιδδδ είναι η διαπίστωση στοιχείου αλλοδαπότητας σε μία ιδιωτική έννομη σχέση. Αυτό επιφέρει ορισμένες συνέπειες:

Κατά πρώτο τίθεται το ζήτημα της αρμόδιας έννομης (εθνικής) τάξεως σύμφωνα με τους κανόνες της οποίας θα επιλυθούν τα διάφορα ζητήματα που ανακύπτουν και κυρίως το ζήτημα του εφαρμοστέου δικαίου.

Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να καθορισθεί εάν τα δικαστήρια (που είναι το forum) ορισμένου Κράτους (εν προκειμένω τα ελληνικά δικαστήρια) έχουν ή όχι διεθνή δικαιοδοσία (δηλαδή την εξουσία κρίσεως) να εκδικάσουν τη διαφαινόμενη (όχι πάντα γεννηθείσα) διαφορά. Για να επιλυθεί το ζήτημα αυτό η προσφυγή στους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας είναι απαραίτητη.

Κατά την τάξη πρέπει πρώτα να εξετασθεί εάν ή όχι στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει ή όχι διεθνής (πολυμερής, κοινοτική ή διμερής) ρύθμιση που υπερέχει της εθνικής και συνεπώς εφαρμόζεται κατά προτεραιότητα. Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί η ύπαρξη σημαντικών κοινοτικών Κανονισμών (Βρυξέλλες Ι, Βρυξέλλες ΙΙ bis κ.λπ.) σε διάφορα πεδία, για την εφαρμογή των οποίων, αλλά και γενικότερα προκειμένου περί πλέγματος διεθνούς ρυθμίσεων πρέπει να προσδιορισθεί η εφαρμοσιμότητά τους rationae temporis, materiae και ενίοτε rationae loci. Στην περίπτωση που το ζήτημα εμπίπτει στο συγκεκριμένο ρυθμιστικό πεδίο, τότε άρχεται η φάση της εφαρμογής, κατά την οποία είναι κρίσιμη η γνώση, όπου υπάρχει της νομολογίας του ΔΕΚ και πάντως των συγκριτικών επιστημονικών πορισμάτων, όπου υπάρχει θέμα ερμηνείας. Ως προς τις διεθνείς πολυμερείς συμβάσεις πρέπει να επισημανθεί το μεγάλο έργο της Διεθνούς Συνδιασκέψεως της Χάγης για το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο που έχει καταρτίσει πληθώρα Διεθνών Συμβάσεων, μέρος των οποίων ισχύει στην Ελλάδα.

Η σειρά εξέτασης των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας ως προς την εφαρμογή ή μη τους πρέπει να ακολουθεί τη σειρά καταρχήν των αποκλειστικών βάσεων, στη συνέχεια κατά πόσο εφαρμόζεται η γενική βάση (με βάση την οιονεί οικουμενική αρχή actor sequitur forum rei) και (αφού αυτή έχει το χαρακτήρα της συντρέχουσας) κατά πόσο εφαρμόζονται και οι ειδικές βάσεις, με τις οποίες συντρέχει. Στη περίπτωση που συντρέχουν, δημιουργείται ένα δικαίωμα επιλογής δικαστηρίων εννόμων τάξεων (θέμα κρίσιμο γιατί συνεπιφέρει την εφαρμογή άλλων πιθανά κανόνων ιδδδ που κατά βάση διαφέρουν στην κάθε εθνική έννομη τάξη).

Στην περίπτωση που το ζήτημα δεν εμπίπτει σε διεθνή ρύθμιση, την απάντηση θα δώσουν οι εθνικοί (μονομερείς: με την έννοια ότι προσδιορίζουν μόνο τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα δικαστήρια του forum έχουν ή μη διεθνή δικαιοδοσία και όχι γενικότερα ποια δικαστήρια ποιας εννόμου τάξεως έχουν διεθνή δικαιοδοσία, όπως συμβαίνει με τις πολυμερείς ρυθμίσεις που προβαίνουν σε διεθνή δικαιοδοτικό καταμερισμό). Η λύση κατά βάση θα περιέχεται στις διατάξεις που προσδιορίζουν την (εσωτερική) τοπική αρμοδιότητα και βρίσκονται διάσπαρτες στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (εξαιρετικά στον ΑΚ) κατ΄ εφαρμογή της αρχής της συνισταμένης (που προσδίδει στις εσωτερικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας διεθνή μονομερή χαρακτήρα). Εξαιρετικά, τέτοιοι κανόνες δικαιοδοσίας απαντώνται και σε ειδικούς νόμους.

Κρίσιμη αμέσως μετά είναι η εξέταση, στην περίπτωση που έχει αναφυεί η διαφορά της υπάρξεως ή μη διεθνούς εκκρεμοδικίας (και συνάφειας), για την οποία υπάρχουν ειδικές ρυθμίσεις.

Εφόσον κατά τα ανωτέρω προσδιορισθεί το forum και πλέον συγκεκριμένα, εάν τα ελληνικά δικαστήρια έχουν ή όχι διεθνή δικαιοδοσία για το υπό εξέταση ζήτημα, ανακύπτει στη συνέχεια το θέμα του εφαρμοστέου δικαίου.

Κατά τη σειρά εξέτασης εδώ προηγούνται οι κανόνες αμέσου εφαρμογής που όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους εφαρμόζονται άμεσα (σε σχέση με άλλους εσωτερικούς κανόνες σύγκρουσης) στο συγκεκριμένο ζήτημα και έχουν μονομερή χαρακτήρα. Θα πρέπει συνεπώς και εδώ, εφόσον διαπιστωθεί η ύπαρξη τέτοιου κανόνα, να εξετασθεί κατά πόσο το συγκεκριμένο ζήτημα εμπίπτει στη ρυθμιστική του ενέργεια. Ας σημειωθεί ότι οι κανόνες αμέσου εφαρμογής συνήθως ρυθμίζουν μία πτυχή του θέματος (π.χ. προϋποθέσεις καταγγελίας εργασιακής σχέσεως) και ακόμη και εάν εφαρμόζονται δεν θα πρέπει να παραλείπεται η εξέταση των άλλων πτυχών από το αρμόδιο εφαρμοστέο δίκαιο.

Αμέσως μετά πρέπει να εξετάζεται κατά πόσο υφίσταται ρύθμιση διεθνούς ομοιομόρφου δικαίου που ρυθμίζει άμεσα και κατά ουσιαστικό τρόπο (με κανόνες όπως του εσωτερικού δικαίου) το ζήτημα. Κρίσιμα ζητήματα εδώ είναι το πεδίο εφαρμογής (τοπικό, χρονικό, υλικό) που καθιστά εφαρμοστέα τη ρύθμιση του διεθνούς ομοιομόρφου δικαίου.

Τέτοιες ομοιόμορφες ρυθμίσεις απαντώνται συνήθως στο συναλλακτικό πεδίο, αλλά όχι μόνο (ας γίνει εδώ μνεία του έργου της Διεθνούς Επιτροπής Προσωπικής Καταστάσεως που καταρτίζει Διεθνείς Συμβάσεις επιλύοντας κατά ομοιόμορφο τρόπο πρακτικές πτυχές π.χ. ληξιαρχικών πράξεων, πιστοποιητικών κ.λπ. που αφορούν την προσωπική κατάσταση).

Ως προς τα λοιπά ζητήματα (που τα περισσότερα είναι συντριπτικά στο παρόν στάδιο αναπτύξεως του ιδδδ) το αρμόδιο δίκαιο θα υποδειχθεί από τους κανόνες συγκρούσεως. Και αυτοί οι κανόνες όμως είναι δυνατό να περιέχονται σε διεθνή κείμενα κυρίως κοινοτικά και πρέπει εδώ να επισημανθεί τόσο ο Κανονισμός Ρώμη Ι για τις συμβατικές ενοχές όσο και ο Κανονισμός Ρώμη ΙΙ για τις αδικοπρακτικές ενοχές. Τα ανωτέρω εξετάζονται κατά προτεραιότητα και εφόσον δεν τυγχάνουν εφαρμογής τότε την απάντηση δίδουν οι εθνικοί κανόνες συγκρούσεως που κατά βάση περιέχονται στον ΑΚ (άρθρα 5-33).

Ο κανόνας συγκρούσεως είναι μία περίπλοκη μέθοδος (με την έννοια ότι υπάρχει τάξη συλλογισμού) που στηρίζεται απολύτως σχηματικά στην υπαγωγή του ζητήματος στη συγκεκριμένη (γενική) κατηγορία σχέσεων του κανόνα συγκρούσεως διά του νομικού χαρακτηρισμού και στον προσδιορισμό συνακόλουθα του εφαρμοστέου δικαίου διά του συνδετικού στοιχείου (το οποίο χρήζει συνήθως ερμηνείας). Το ποια ζητήματα ρυθμίζονται από το υποδεικνυόμενο εφαρμοστέο ουσιαστικό (ημεδαπό ή και αλλοδαπό) δίκαιο συνήθως δεν προσδιορίζεται και συνάγεται από τη νομολογία και την επιστήμη με βάση την ερμηνεία της κατηγορίας του κανόνα συγκρούσεως. Βεβαίως κατά τη μεθοδολογική αυτή επεξεργασία είναι δυνατό να ανακύψουν διάφορα άλλα ζητήματα, όπως προκριματικά ζητήματα, θέματα προσαρμογής και εν γένει προσδιορισμού του περιεχομένου του αλλοδαπού δικαίου και εφαρμογής του. Δεν είναι δυνατή η ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής χωρίς την εξέταση in fine του κατά πόσο από τις κρίσεις των δικαστηρίων μας ή/και τα πορίσματα της επιστήμης το εφαρμοστέο αλλοδαπό δίκαιο ως προς τη συγκεκριμένη εφαρμογή του είναι δυνατό να προσκρούει (και συνεπώς να αποκρούεται η εφαρμογή του υποθιστάμενο από το δίκαιο του forum) στην επιφύλαξη της ημεδαπής διεθνούς δημοσίας τάξεως εξαιρετικά, δηλαδή η συγκεκριμένη εφαρμογή του να παραβιάζει τους θεμελιώδεις ηθικούς και δικαιοπολιτικούς κανόνες του forum.

Εφόσον το ζήτημα μετουσιωθεί σε διαφορά, είναι κρίσιμα τα ζητήματα της δικαστικής συνεργασίας (επιδόσεις, επικυρώσεις δημοσίων εγγράφων, απαγωγή και απόδοση ανηλίκου τέκνου) που γνωρίζει μία άνθηση και μεγάλο πρακτικό ενδιαφέρον. Παρατηρείται πράγματι μία μετάθεση από την αρχική καταμεριστική αντίληψη του ρόλου του ιδδδ (με την επιλογή εφαρμοστέου δικαίου) σε μία πλέον σύγχρονη συνεργατική αντίληψη που αναβαθμίζει το πεδίο της δικαστικής συνεργασίας. Και στο πεδίο αυτό υπάρχουν διεθνή κείμενα (ιδίως οι Συμβάσεις της Διεθνούς Συνδιασκέψεως της Χάγης και του Συμβουλίου της Ευρώπης), για την εφαρμογή των οποίων ισχύουν κατά βάση όσα ανωτέρω εκτέθηκαν.

Ένα τελευταίο πεδίο ρυθμίσεων στην τάξη του ιδιωτικοδιεθνολογικού συλλογισμού αφορά στις προϋποθέσεις και τη διαδικασία αναγνωρίσεως και κηρύξεως εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων. Στο πεδίο αυτό δεσπόζουν οι διεθνείς και κοινοτικές ρυθμίσεις αφού μεγάλο μέρος της υπαγόμενης ύλης ρυθμίζεται από τους Κανονισμούς Βρυξέλλες Ι και ΙΙ biς και ως προς τις αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις από τη (σχεδόν οικουμενική) Σύμβαση της Νέας Υόρκης του 1958.


Παρ. 5- Ιστορική εξέλιξη- Ορολογία ιδ.δ.δ.

Το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο προσέλαβε την ονομασία του συνήθως λέγεται το 1834 από τον J. Story αρχικά και στη συνέχεια από τον Shaefner στη Γερμανία το 1841 και τον Foelix στη Γαλλία το 1843.

....................


Παρ. 6- Σύγχρονες τάσεις στο πεδίο του  ιδ.δ.δ. : Παγκοσμιοποίηση- κοινοτικοποίηση- αναγνώριση-

Τέσσερεις είναι οι σύγχρονες κυρίαρχες τάσεις στο ελληνικό και ευρωπαικό (κυρίως) ιδ.δ.δ.:

Η Παγκοσμιοποίηση που όπως είδαμε διαπερνά όλο το δίκαιο και επηρεάζει και το ιδ.δ.δ κυρίως ως προς την ένταση ή τη συνεργασία μεταξύ ενότητας της δικαιικής ρύθμισης (κυρίως στο συναλλακτικό χώρο) και διαφορετικότητας της δικαιικής ρύθμισης (κυρίως στο ταυτοτικό χώρο). Φαίνεται ότι η προβληματική της ενοποιήσεως του δικαίου που έχει βαθιές ρίζες (Jitta) από μία αντιπαραθετική σχέση προς το ιδ.δ.δ. (ιδίως το δίκαιο των συγκρούσεων) σήμερα έχει μία συμπληρωτική, συνεργατική σχέση αφού αποτελούν μέσα εν τέλει για την επίτευξη μια αρμονίας στη διεθνή ιδιωτική κοινωνία.

Η Κοινοτικοποίηση του ιδ.δ.δ. αφορά βέβαια ιδίως τα κράτη μέλη της Ευρωπαικής Ένωσης και έχει ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό ότι αφενός η κοινοτική δικαιοπαραγωγή (σήμερα κυρίως με Κανονισμούς) αποτελεί κύρια πηγή ρυθμίσεων του ιδ.δ.δ. με την έννοια της ποσότητας (το μεγαλύτερο μέρος σήμερα του δικονομικού διεθνούς δικαίου και του ουσιαστικού διεθνούς δικαίου – πλην του εμπραγμάτου και μέρους των οικογενειακών σχέσεων- έχει ως πηγή Κανονισμούς).

Η διεθνοποίηση αντίστοιχα (δηλαδή όταν πηγή της ρύθμισης είναι κείμενο διεθνές –πολυμερής ή διμερής σύμβαση  ή και διεθνή κείμενα soft law-) προχωρεί με βραδύτερους ρυθμούς και βρίσκεται στη αναζήτηση ενός νέου μοντέλου διακυβέρνησης των ιδιωτικών διεθνών σχέσεων.

Και οι δύο αυτές τάσεις έχουν ως κοινό τόπο από διαφορετική σκοπιά ότι αποδιοργανώνουν εν μέρει το εθνικό σύστημα κανόνων χωρίς να προσφέρουν ένα διεθνές ή κοινοτικό σύστημα στη θέση του. Είναι το τίμημα προφανώς μιας μεγάλης μετάβασης.

Η ουσιαστικοποίηση του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου[16]έχει μία διττή σημασία: μέρος των ρυθμίσεων του ιδ.δ.δ. ανταποκρίνονται στην αύξηση των κανόνων ουσιαστικού ιδ.δ.δ. [που ρυθμίζουν δηλαδή κατά ειδικό τρόπο μια διεθνή βιοτική σχέση] και επηρεάζουν ή έστω κατευθύνουν τον κανόνα σύγκρουσης προς ένα ουσιαστικό αποτέλεσμα αφαιρώντας του τον κατά κανόνα ουδέτερο χαρακτήρα του.

Τέλος η στενότερη σχέση forumκαι jusμε αύξηση του βάρους του δικονομικού διεθνούς δικαίου έναντι του ουσιαστικού ιδ.δ.δ. και του ειδικού μέρους έναντι του γενικού μέρους αποτελούν επίσης χαρακτηριστικά του σύγχρονου ιδ.δ.δ.



Το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, όπως προαναφέρθηκε[17], είναι ο κλάδος που όπως είχε επισημάνει με μεγάλη εμβρίθεια ο Φ. Φραντζεσκάκηςέχει ως επιστημολογικό σκοπό τη διαχείριση της ετερότητας και ακριβέστερα του νομικού πλουραλισμού[18].

Η παγκοσμιοποίηση, που χαρακτηρίζει την εποχή μας, συνιστά και για τον ωραίο κλάδο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου μία σύγχρονη πρόκληση[19]. Πρόκληση μετασχηματισμού, ολοκλήρωσης και υπέρβασης.

Η πρώτη τάση είναι ακριβώς ο ίδιος ο μετασχηματισμός του ιδ.δ.δ.ως προς το αντικείμενο του και τη λειτουργία του. Γιατί σήμερα και το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο ως κλάδος δικαίου αντιμετωπίζει και αυτός τη πρόκληση της παγκοσμιοποιήσεως. Και συγκεκριμένα πως μπορεί να συμβάλει στη ρυθμιστική ενοποίηση και αν όχι εναρμόνιση που είναι απαραίτητες σε ένα κόσμο με λιγότερα σύνορα γιατί υποστηρίζουν τη βεβαιότητα δικαίου ιδιότητα εγγενώς συνυφασμένη με τη δικαιοσύνη (το δίκαιο δεν μπορεί να είναι αυθαίρετο) και βέβαια με μεγάλη συμβολή στη συναλλακτική νομική σταθερότητα.


Το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο αποκτά χαρακτηριστικά ολιστικούκλάδου που χαρακτηρίζεται ακριβώς από τη διαχείριση της διαφορετικότητας περιλαμβάνοντας μεθοδολογικά όχι μόνο τον παραδοσιακό κανόνα σύγκρουσης αλλά και το διεθνές ομοιόμορφο δίκαιο. Η ενοποίηση του δικαίου τόσο στο ουσιαστικό πεδίο όσο και στο πεδίο του κανόνα σύγκρουσης  καθώς και όλες οι συνακόλουθες τεχνικές (συντονισμός, εναρμόνιση), ανήκουν στο επιστημολογικό πεδίο του ανανεωμένου ιδ.δ.δ.

Παράλληλα το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο υπόκειται σε υπέρβαση  του έμμεσου χαρακτήρα του δια της υπόδειξης του εφαρμοστέου δικαίου, που εκφράζεται κυρίως δια μέσου της πολύμορφης ουσιαστικοποίησης, είτε μέσω διεθνών ρυθμίσεων ουσιαστικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, είτε μέσω εθνικών ρυθμίσεων, χωρίς να παραγνωρίζεται και η ολοένα κυρίαρχη κοινοτικοποίηση του ιδ.δ.δ. (είτε συντεταγμένα μέσω κοινοτικών εργαλείων ιδ.δ.δ. όπως π.χ. ο Κανονισμός Ρώμη Ι και ΙΙ , είτε με σποραδικές διατάξεις ιδ.δ.δ. σε διάφορα άλλα κοινοτικά κείμενα είτε τέλος μέσω της ουσιαστικοποίησης δικαιικών χώρων που καθιστά το ιδ.δ.δ. εργαλείο κατανομής του πεδίου εφαρμογής μεταξύ κοινοτικών και μη κοινοτικών ρυθμίσεων). Και ασφαλώς η εξερωπαισμός του ιδ.δ.δ. είναι και θα παραμείνει μία από τις κυρίαρχες συζητήσεις τόσο ως προς το κατά πόσο είναι ενδεδειγμένο ένα φεντεραλιστικό ευρωπαϊκό ιδ.δ.δ. έναντι των εθνικών όσο και ως προς τη δημοκρατικά νομιμοποιητική του βάση.

Η περιπλοκότητα των ρυθμίσεων στο εν ευρεία εννοία ουσιαστικό δίκαιο έχουν καταστήσει πλέον κυρίαρχες τις δικονομικές πτυχές και παρατηρούμε μία σχετική αλλά προοδευτικά επιβεβαιούμενη κυριαρχία του forum έναντι του jus. Είναι σαφές ότι το forum αποκτά αυξανόμενη αξία και συμπροσδιορίζει την ουσιαστική λύση.

Το εν γένει φυσικά διεθνές, υπερεθνικό και διεθνικό δικαιικο περιβάλλον επίσης έχει αλλάξει. Έχει γίνει συνθετότερο και ασφαλώς πολυπλοκότερο. Οι διεθνείς δικαιοπαραγωγικές πηγές και οργανισμοί προχωρούν σε μία δικαιοθέτηση που καταλήγει σε μία πολυταξία. Πολλές διακυβερνητικές οργανώσεις έχουν παράλληλα αντικείμενα ορισμένες φορές ανταγωνιστικά και όχι σπάνια αντιφατικά. Τα εργαλεία επίσης διαφέρουν και κυρίαρχη είναι η διαλεκτική ένταση μεταξύ hard law και soft law. Οι διεθνείς συμβάσεις δεν είναι πλέον το μόνο εργαλείο διεθνούς δικαιοθέτησης αφού παράλληλα έχουν αναπτυχθεί εργαλεία soft law.

Προφανώς οι σύγχρονες αυτές τάσεις (ουσιαστικοποίηση/ δικονομικοποίηση/ εξερευρωπαισμός/μη δεσμευτικό δίκαιο/διεθνής ρυθμιστική πολυταξία/ ενοποίηση του δικαίου) είναι σήμερα σημεία της μετεξέλιξης του ιδ.δ.δ. που αναζητεί τη ταυτότητα του εν μέσω της παγκοσμιοποιήσεως. Γιατί τελικά αυτή η αλλαγή τοπίου συνιστά τη τελική ολοκλήρωσητου ιδ.δ.δ. ως κλάδου ρύθμισης των ιδιωτικών δικαιικών σχέσεων ακριβώς την εποχή της παγκοσμιοποιήσεως που επιφέρει σχετική άρση των συνόρων και σύγχυση όχι μόνο μεταξύ δικαιικών τάξεων αλλά και μεταξύ του δικαίου και του μη δικαίου για να θυμηθούμε τη διάσημη διάκριση του Doyen Carbonnier.

Το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο είναι και θα παραμείνει το εργαλείο ρύθμισης της ελευθερίας ακολουθώντας ένα μετασχηματισμό σε ένα διεθνικό δίκαιοπου εμπεριέχει τόσο το κλασσικό ιδ.δ.δ. όσο και το διεθνές ομοιόμορφο. Αυτό το διευρυμένο διεθνικό δίκαιο θα είναι δυνατό και να φιλοξενήσει και να οργανώσει σε σύστημα τόσο θέματα επιλογής δικαίου όσο και θέματα ουσιαστικής ρύθμισης διεθνών δικαιικών σχέσεων. Βρισκόμαστε σήμερα μπροστά σε ένα νέο ή έστω σοβαρά ανανεωμένο ιδ.δ.δ. και σε ένα νέο δικαιικό περιβάλλον της διεθνούς ρύθμισης που το πρώτο πρέπει να οργανώσει ρυθμιστικά.


------------------------------





ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ


Το σε στενή έννοια ιδιωτικό διεθνές δίκαιο περιλαμβάνει το δικονομικό διεθνές δίκαιο και τις συγκρούσεις νόμων.

Κατά τη λογική τάξη εξέτασης ένδικουθέματος θα πρέπει πρώτα να προσδιορισθεί αν τα δικαστήρια του forumέχουν ή όχι διεθνή δικαιοδοσία και στη συνέχεια θα προσδιοριστεί το εφαρμοστέο σε μία σχέση δίκαιο.

Η ανάγκη όμως προσδιορισμού του εφαρμοστέου δικαίου δεν προκύπτει πάντα στο πλαίσιο διαφοράς προκείμενου δηλαδή περί παθολογικής εξέλιξης της βιοτικής σχέσεως. Είναι επίσης δυνατό  να πρέπει να προσδιοριστεί εξωδίκωςτο εφαρμοστέο δίκαιο σε μία σχέση κυρίως για τον προσδιορισμό προληπτικά δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.

Επομένως και για το λόγο αυτό θα εξετάσουμε τις γενικές αρχές των συγκρούσεων νόμων (Ι) και του δικονομικού διεθνούς δικαίου (ΙΙ). 













ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΣΥΓΚΡΟΎΣΕΩΝ ΝΟΜΩΝ


1.   Οι συγκρούσεις νόμων έχουν ως αντικείμενο τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου σε μία βιοτική σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας. Λόγω της αλλοδοπότητας και της συνδέσεως του πραγματικού με περισσότερες της μίας έννομες τάξεις είναι δυνατό να διέπονται από περισσότερα της μίας πολιτείας δίκαια.

Οι λύσεις  που δίδονται διαφοροποιούνται φυσικά ανάλογα με το forumδεδομένου ότι η κάθε πολιτεία έχει το δικό της ιδιαίτερο σύστημα επίλυσης των συγκρούσεων νόμων, παρά την προιούσα κοινοτικοποίηση δηλαδή ομοιομορφοποίηση με τους Κανονισμούς.

Οι συγκρούσεις νόμων μπορούν συνεπώς να προκύψουν ακριβώς από αυτή την ετερογένεια των δικαίων που εν δυνάμει δύνανται να διέπουν μία σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας. 


Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη διάσπαση, τη χωλότητα μίας ιδιωτικής εννόμου σχέσεως κάτι που αντιβαίνει και τη χρηστή ρύθμιση και όσο την αφορά την προσδοκία των μερών να μην δημιουργούν χωλές σχέσεις. Γιατί πράγματι από τη στιγμή που μία βιοτική σχέση έχει πραγματολογική υπόσταση, δηλαδή έχει δημιουργηθεί, έχει ρυθμιστική απαίτηση να μην διασπασθεί. Το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο έχει ως αντικείμενο προεχόντως τη ρύθμιση ιδιωτικών σχέσεων και επομένως είναι από τη φύση του ιδιωτικό.

Αυτήν συνεπώς την ετερότητα που εν δυνάμει δύναται να πλήξει τη διεθνή υπόσταση μίας βιοτικής σχέσεως επιχειρεί να δαμάσει το ιδ.δ.δ. και ιδιαίτερα οι συγκρούσεις νόμων.

2.   Αυτό μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους καταρχήν την ενοποίηση των ίδιων των συγκρούσεων νόμων κάτι στο οποίο συμβάλλει ιδιαίτερα η Διεθνής Συνδιάσκεψη ιδιωτικού διεθνούς δικαίου της Χάγης  είτε με την ενοποίηση του ουσιαστικού δικαίου των Κρατών με πολυμερείς συμβάσεις διεθνούς ομοιομόρφου δικαίου. Η ομοιομορφοποίηση του δικαίου δεν γίνεται όμως μόνο εκ των άνω με Διακρατικές Συμβάσεις αλλά και εκ των κάτω με την εναρμόνιση των συμβατικών πρακτικών και τις διεθνείς συναλλακτικές συνήθειες που συχνά αποκαλούνται ως σύνολο lexmercatoriaγια να υποδηλώσουν ένα σύνολο ομοιόμορφων κανόνων και πρακτικών μη κρατικής προέλευσης που ρυθμίζουν, στο πλαίσιο της εξουσίας που παρέχει η αρχή της αυτονομίας της βουλήσεως των μερών και στα πεδία που εφαρμόζεται, τις διεθνείς κυρίως συναλλαγές.


3.   Η ρύθμιση μίας βιοτικής σχέσεως μπορεί να έχει ως σημείο εκκίνησης είτε την απαίτηση ενός κανόνα επιτακτικής φύσεως – κατά βάση του forum- να την διέπει εφόσον καταλαμβάνεται από το πεδίο εφαρμογής του είτε την ίδια τη βιοτική σχέση.

4.   Στη πρώτη περίπτωση έχουμε την εφαρμογή της μεθόδου των κανόνων αμέσου εφαρμογής που εφαρμόζονται κατά προτεραιότητα και ανεξάρτητα από τον κανόνα σύγκρουσης ή άλλους κανόνες επιλογής.

5.   Στη δεύτερη περίπτωση η έννομη σχέση μπορεί να ρυθμίζεται είτε έμμεσα είτε άμεσα. Πράγματι είναι αντικείμενο του κανόνα σύγκρουσης, σύνδεσης ή επιλογής ο προσδιορισμός της εγγύτερης προς τη βιοτική σχέση εννόμου τάξεως οι κανόνες της οποίας θα ρυθμίσουν ουσιαστικά τη σχέση. Η μέθοδος του κανόνα σύγκρουσης όπως θα αναλυθεί παρακάτω έχει πράγματι έμμεσο χαρακτήρα γιατί δεν παρέχει απευθείας τη ρύθμιση αλλά δια του συνδετικού στοιχείου υποδεικνύει ως εφαρμοστέα έννομη τάξη εκείνη η οποία συνδέεται στενότερα. Είναι όμως δυνατό να ρυθμίζεται η διεθνής έννομη σχέση και άμεσα κατά ειδικό τρόπο όταν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής ειδικών κανόνων του forumπου αφορούν ειδικά και ιδιαίτερα κατηγορία διεθνών βιοτικών σχέσεων (π.χ. τη διεθνή πώληση κινητών πραγμάτων). 

6.   Τελευταία έχει υπάρξει μία θεωρητική αναγέννηση στη διεθνή επιστήμη της συζητήσεως για τη μέθοδο της αναγνωρίσεως που εκκινεί ακριβώς από τη παραδοχή ότι μία έννομη σχέση συσταθείσα στο πλαίσιο μιας εννόμου τάξεως διαθέτει τεκμήριο αναγνωρισιμότητας και πρέπει να τυγχάνει καταρχήν σεβασμού από τις άλλες έννομες τάξεις για να περιορισθεί ή και να εκλειφθεί ο κίνδυνος διάσπασης της.

7.   Εντούτοις παρά τους ενδιαφέροντες μεθοδολογικούς προβληματισμούς και την αναμφισβήτητη ωριμότητα του κλάδου που φανερώνει η μεθοδολογική πολλαπλότητα η κύρια μέθοδος ρύθμισης ουσιαστικών ζητημάτων βιοτικής σχέσεως με στοιχεία αλλοδαπότητας παραμένει και σήμερα ο κανόνας σύγκρουσης. Οι άλλες τρεις μεθοδοι, δηλαδή οι κανόνες αμέσου εφαρμογής, οι ουσιαστικοί κανόνες ιδ.δ.δ και η μέθοδος της αναγνώρισης δρουν παραπληρωματικά.

Συνεπώς η θεμελίωδης διάκριση που πρέπει να διακρίνουμε στο πεδίο του ιδ.δ.δ ως προς την εισαγωγή στο forumαλλοδαπών νομικών αξιών και σχέσεων είναι η υπόθεση της δημιουργίας εννόμου σχέσεως από την υπόθεση αναγνωρίσεως εννόμου σχέσεως.



Μέρος Α: Η σύγκρουση νόμων στο πεδίο του ουσιαστικού δικαίου



Μέθοδοι: - κανόνες αμέσου εφαρμογής/ κανόνες διεθνούς ομοιομόρφου δικαίου [διεθνές]/ ουσιαστικοί κανόνες ιδ.δ.δ. [ειδικότητα] / κανόνες σύγκρουσης ή κανόνες αναγνώρισης [ανάλογα αν πρόκειται περί δημιουργίας εννόμου σχέσεως ή αναγνωρίσεως στο forumήδη δημιουργηθείσης σε άλλη έννομη τάξη]

Α- ΥΠΌΘΕΣΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΕΝΝΟΜΟΥ ΣΧΕΣΕΩΣ


Ι- Κανόνας αμέσου εφαρμογής

Έννοια- Είναι οι κανόνες των οποίων η εφαρμογή είναι απαραίτητη για την πολιτική, κοινωνική, οικονομική οργάνωση της πολιτείας-

Ως προς τη φύση τους είναι συνεπώς μονομερείς (δηλαδή υποδεικνύουν μόνο την εφαρμογή τους [ των κανόνων του forum] και όχι αλλοδαπούς [ εδώ η αλλοδαπότητας και η ημεδαπότητα είναι η εθνικότητα της νομοθετικής ρύθμισης]

Δομή-έχει εδώ σημασία το πεδίο εφαρμογής δηλαδή εάν μία σχέση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής ενός κανόνα αμέσου εφαρμογής (κατηγορία)

Χαρακτηρισμός (πως δηλαδή τους αναγνωρίζουμε)

·         Τυπικά το ανακοινώνουν [ π.χ. ]
·         Από το σκοπό τους – τελεολογικά


Συνέπεια– θα εφαρμοστεί κατά προτεραιότητα δηλαδή πριν και αδιάφορα προς ποιο θα είναι το εφαρμοστέο δίκαιο στη σχέση (το οποίο δεν εκλείπει)

Κατηγορίες-

·         Ημεδαποί και αλλοδαποί / κοινοτικοί που έχουν σήμερα εξέχουσα σημασία [ βλ. απόφαση ως προς τη σχέση τους με κανόνα σύγκρουσης δηλαδή ως προς εθνικό κανόνα αμέσου εφαρμογής και κοινοτικό κανόνα σύγκρουσης]
·         Πολιτειακοί κανόνες και κανόνες δημοσίου δικαίου
·         Κανόνες προς ιδιωτική προστασία και κανόνες δημοσίου χαρακτήρα (φορολογικοί, κλπ)
·          


Θετικό δίκαιο ως θεμέλιο εφαρμογής τους- Σύμβαση Ρώμης και ήδη Κανονισμός Ρώμη Ι και ΙΙ /

Παραδείγματα-

·         Προστασία κτήσεως εμπραγμάτων δικαιωμάτων σε παραμεθόριους περιοχές
·          
Β- ΚΑΝΟΝΕΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΙΔ.Δ.Δ.

Έννοια-

Κατηγορίες-

-Εθνικής προέλευσης/ Διεθνές ομοιόμορφο δίκαιο

Εφαρμογή- το κύριο ζήτημα είναι ότι εδώ έχουμε ένα κανόνα άλλης στόχευσης είναι ο κανόνας εφαρμογής ( που υποδεικνύει εάν ο ουσιαστικός κανόνας εφαρμόζεται). Για να γίνει αυτό προσδιορίζεται αφενός η διεθνικότητα και αφετέρου συνήθως αν πρόκειται περί διεθνούς ομοιομόρφου πεδίο εφαρμογής κατά την ύλη, τον τόπο [διεθνικότητα] και τον χρόνο

Παραδείγματα-

Κατά την τάξη εφαρμογής έπεται του κανόνα αμέσου εφαρμογής και προηγείται του κανόνα σύγκρουσης ως γενικού (ενώ οι κανόνες ουσιαστικού ιδ.δ.δ είναι ειδικότεροι).

Μπορεί όμως μία σχέση να διέπεται από ένα δίκαιο ένα μέρος της να εμπίπτει στην εφαρμογή ενός κανόνα αμέσου εφαρμογής. Τουτο σημαίνει ότι ανάλογα με το εύρος του επίδικου ζητήματος ο κανόνας συγκρούσεως χρειάζεται πάντα για να προσδιορίσει το δίκαιο που διέπει γενικά ούτως ειπείν τη σχέση.




Γ- ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΥΝΔΕΣΗΣ Ή ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ


Δομή κανόνα σύγκρουσης

-      νομοτυπική μορφή και έννομο αποτέλεσμα / διαφορά κανόνα ουσιαστικού δικαίου από το κανόνα σύγκρουσης : ο δικαστής για την επίλυση ενός ζητήματος με κρίσιμο στοιχείο αλλοδαπότητας συμπεριλαμβανόμενο σε μια κατηγορία σχέσεων (κληρονομική, οικογενειακή, συμβατική κλπ) οφείλει να εφαρμόσει τους κανόνες της εννόμου τάξεως που υποδεικνύεται από το χ στοιχείο (συνδετικό στοιχείο)

-      Στοιχεία (συνδετέα έννοια [ρυθμιστέα σχέση]/ σύνδεσμος [20][συνδετικό στοιχείο]/ εφαρμοστέο δίκαιο[21])


-      Ο κανόνας σύγκρουσης έχει τα εξής χαρακτηριστικά

·         Αφηρημένος: η διαδικασία προσδιορισμού εφαρμοστέου δικαίου  (εντοπισμού) λαμβάνει χώρα χωρίς να χρειάζεται να λαμβάνει γνώση του ουσιαστικού περιεχομένου των εφαρμοστέων ουσιαστικών κανόνων.
·         Ουδέτερος: Κατά τη διαδικασία προσδιορισμού δεν ευνοείται aprioriκανόνας που υποδεικνύει κάποια ουσιαστική λύση [ εξαιρέσεις οι κανόνες συγκρούσεως ουσιαστικής αποχρώσεως π.χ. που ευνοούν δια του προσδιορισμού την τυπική εγκυρότητα δικαιοπραξίας]
·         Διμερής, πλήρης ή τέλειος – ο κανόνας σύγκρουσης υποδεικνύει ως εφαρμοστέους αδιάκριτα κανόνες του forumή αλλοδαπούς [ σε αντίθεση με τους μονομερείς κανόνες που υποδεικνύουν μόνο το δίκαιο του forum]/ Παρατήρηση : χωρίς να είναι κανόνες σύγκρουσης οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας είναι από τη φύση τους μονομερείς όπως επίσης οι κανόνες εφαρμογής [οι πρώτοι αφορούν διεθνή δικαιοδοσία και οι δεύτεροι τις περιπατώσεις εφαρμογής του κανόνων του forum

Η μέθοδος του κανόνα σύγκρουσης ήταν η αποκλειστική μέθοδος και κυριαρχούσε πλήρως στο ζήτημα των συγκρούσεων νόμων. Κατά τη παράδοση του Savignyο στόχος ήτο ο κανόνας σύγκρουσης να οδηγεί στο δίκαιο που είναι εγγύτερα με την «έδρα του δικαιώματος».

Η όλη προβληματική αφορούσε κυρίως τη συζήτηση του καλύτερου συνδετικού στοιχείου και εκεί εντοπίζονταν οι κύριες διαφορές μεταξύ των ευρωπαικών συστημάτων.

Ο κανόνας σύγκρουσης αμφισβητήθηκε ως τεχνική κυρίως με την αμερικανική επανάσταση των ΗΠΑ (αν είναι δίκαιος αν πρέπει να είναι ουδέτερος αν πρέπει να επιλύει ζητήματα ) και ως αποκλειστική μέθοδος στην Ευρώπη (με τους κανόνες αμέσου εφαρμογής, ουσιαστικούς κανόνες ιδ.δ.δ. και σήμερα με την αναβίωση της μεθόδου της αναγνώρισης)


α) Η κριτική (ΗΠΑ) του κανόνα σύγκρουσης οργανώθηκε γύρω από τους εξής άξονες

-      ελαστικοποίηση των συνδέσμων (Leflarbetterlawapproach)η οποία ευνοεί βέβαια νομικό σύστημα που έχει υψηλής ποιότητας δικαστικό που αποτελεί πηγή κατά βάση (δικαστής εναντίον νομοθέτη)
-      Λήψη υπόψη και των κρατικών συμφερόντων (Governmental law approach Brainard Currie )


β ) Η κριτική της μεθόδου στη πραγματικότητα αφορούσε το μεθοδολογικό πλουραλισμό και όχι τη κατάργηση ή την αντικατάσταση του κανόνα σύγκρουσης.

Έτσι λοιπόν έχουμε στη πράξη στα τέλη του περασμένου αιώνα την εξής κατάληξη (κλασσικό μάθημα Lagarde, Proximite 1986)

-      την ελαστικοποίηση του κανόνα συγκρούσεως (κυρίως με την proper law approach και με την θεματική επέλαση της αυτονομίας της βουλήσεως κατά την έννοια του ιδ.δ.δ.
-      την δημιουργία εξαιρετικά αλλά πάντως υπαρκτών κανόνων ουσιαστικής αποχρώσεως δηλαδή την αμφισβήτηση κυρίως προς χάρη της σταθερότητας των συναλλαγών κανόνων συνδέσεως των οποίων η εφαρμογή εξαρτάται απο το εάν επιτρέπουν την υλοποίηση ενός αποτελέσματος [ αυτό γίνεται με δύο τεχνικές είτε με τους εναλλακτικούς συνδέσμους (ΑΚ 11)  είτε με το εφαρμοστέο δίκαιο (Σύμβαση της Χάγης για τον τύπο των διαθηκών]



Πρώτο στάδιο- Προσδιορισμός κανόνα σύγκρουσης

Η αρχή της αυτεπαγγέλτου εφαρμογής του κανόνα σύγκρουσης-

Οι κανόνες σύγκρουσης εφαρμόζονται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο εφόσον δηλαδή το Δικαστήριο διαγνώσει έννομη σχέση με στοιχείο αλλοδαπότητας το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται της διαφοράς οφείλει να εφαρμόσει τον αρμόδιο κανόνα σύγκρουσης ακόμη και εάν δεν έχει προταθεί από τους διαδίκους.

Η εφαρμογή του κανόνα σύγκρουσης ελέγχεται επίσης αναιρετικά.

Όλες οι παρακάτω φάσεις συνιστούν απαντήσεις στο ερώτημα ποιος είναι ο εφαρμοστέος κανόνας σύγκρουσης.

Από αυτά τα στάδια ο νομικός χαρακτηρισμός είναι απαραίτητος πάντα ενώ τα της παραπομπής, προκριμάτων και διαχρονικού ιδ.δ.δ. δεν απαντώνται πάντα φυσικά.


α) Νομικός χαρακτηρισμός

-      Έννοια – λειτουργία : υπαγωγή (και προσδιορισμός) του κατάλληλου κανόνα σύγκρουσης [συνδετέα έννοια σε ποια κατηγορία υπάγεται η έννομη σχέση]- Σύγκρουση κατηγοριών
-      Το αντικείμενο του νομικού χαρακτηρισμού
-      Σύγκρουση χαρακτηρισμών : Η επίλυση κατά την lexfori– Κατά ποίο δίκαιο οφείλουμε να προσδιορίσουμε τη φύση της ένδικής έννομης σχέσης
-      Ο συγκριτικός νομικός χαρακτηρισμός (αυτόνομος και το ΔΕΕ)
-      Παραδείγματα (παραγραφή, συνδιαθήκη, δωρεά μεταξύ συζύγων, τύπος υιοθεσίας, )

1. Ο νομικός χαρακτηρισμός είναι η κύρια διανοητική διαδικασία επιλογής του αρμόδιου κανόνα σύγκρουσης.
Πράγματι το forumέχει πληθώρα κανόνων συγκρούσεως έτσι για παράδειγμα εάν το ζήτημα που έχει ανακύψει αφορά την ιερολόγηση του γάμου πρέπει να διακρίνει κανείς ανάμεσα στον τύπο και την ουσία εάν δηλαδή εφαρμοστέος κανόνας συγκρούσεως είναι η ΑΚ 13 παρ. 1 ή 2.

2.Το αντικείμενο του νομικού χαρακτηρισμού είναι το ζήτημα του ουσιαστικού δικαίου που απαρτίζεται από το αίτημα του διαδίκου και τα πραγματικά γεγονότα που το υποστηρίζουν. Είναι αυτό το σύνολο. Π.χ. η ύπαρξη του γάμου (το ζήτημα ουσιαστικού δικαίου) πολυγαμική ένωση στο Μαρόκο (τα πραγματικά γεγονότα) ακυρότητα ή ανυπαρξία του γάμου (το αίτημα).

Ορισμένες φορές το αίτημα έχει καταστρωθεί με όρους αλλοδαπού δικαίου το οποίο ακριβώς πρέπει να γνωρίζουμε κατά τη διαδικασία του νομικού χαρακτηρισμού. Η δυσκολία προσφέρεται από το παράδειγμα / υπόθεση επί της οποίας υπήρξε ο αρχικός προβληματισμός του Bartin (που μαζί με τον Kahnθεωρούνται οι πρώτοι θεωρητικοί που διατύπωσαν τον προβληματισμό το 1897). Επρόκειτο περί δύο συζύγων που είχαν την αγγλική και την μαλτέζικη ιθαγένεια οι οποίοι αποδήμησαν στην Αλγερία (που την εποχή εκείνη ανήκε στη γαλλική επικράτεια). Ο σύζυγος απέκτησε εκεί σημαντικά ακίνητα και μετά απεβίωσε. Η σύζυγος ζήτησε από τα γαλλικά δικαστήρια την εφαρμογή ενός προστατευτικού θεσμού του μαλτέζικου δικαίου την «quarteτου πτωχού συζύγου» κατά την οποία εδικαιούτο ποσοστό επί των ακινήτων αυτών. Το ερώτημα προφανώς που απασχόλησε από τη σκοπιά του νομικού χαρακτηρισμού είναι εάν επρόκειτο για ζήτημα που εμπίπτει στο εύρος του κανόνα των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων ή στο εύρος του κανόνα των κληρονομικών σχέσεων.

Για να μπορέσουμε να προβούμε στο νομικό χαρακτηρισμό θα πρέπει να αναλύσουμε και να αντιληφθούμε τι είναι αυτός ο θεσμός του μαλτέζικου δικαίου (έννοια, λειτουργία, προϋποθέσεις εφαρμογής του κλπ). Έτσι αντιλαμβανόμαστε τι περίφημη ρήση του Raapeότι το αλλοδαπό δίκαιο χαρακτηρίζει (μας πληροφορεί) για τους κανόνες του το δίκαιο του forumείναι αρμόδιο για την υπαγωγή.

3. Το στάδιο της υπαγωγής είναι κατά βάση η ερμηνεία του κανόνα σύγκρουσης με την έννοια του προσδιορισμού ποια ζητήματα θέλησε ο νομοθέτης να υπαγάγει στο εύρος του κάθε κανόνα σύγκρουσης.

Αυτή η υπαγωγή (η ερμηνεία) σύμφωνα με ποιο δίκαιο θα γίνει; Θεωρητικά δύο είναι οι δυνατότητες  : legefori/ legecausae/  

Η θέση του ελληνικού δικαίου (επιστήμης και νομολογίας): lex fori

4. Συγκριτικός νομικός χαρακτηρισμός Rabel: δημιουργία κατηγοριών αμιγώς ιδ.δ.δ. μετά από συγκριτική έρευνα ώστε να είναι δυνατό να «φιλοξενήσουν» οιαδήποτε θεσμό του αλλοδαπού δικαίου άγνωστο στο forum– διεύρυνση των κατηγοριών και ειδικές κατηγορίες – το ΔΕΕ (δια της γνώμης του Γενικού Εισαγγελέα συνιστώσα των θέσεων των κρατών μελών)

O λειτουργικός νομικός χαρακτηρισμός : Batiffol/ Lagardeστις πέντε ηπείρους οι άνθρωποι κάνουν τα ίδια πράγματα: γεννιούνται, δημιουργούν οικογένεια, συναλλάσσονται , αδικοπρακτούν αποκτούν περιουσία και πεθαίνουν.

Το ειδικό ζήτημα θεσμών άγνωστων στο forum: το παράδειγμα του trust- η ορθή λύση είναι η κατασκευή αυτόνομης κατηγορίας όπως ακριβώς κάνει η Σύμβαση της Χάγης του 1985 για το εφαρμοστέο δίκαιο στο trustκαι την αναγνώρισή του (εμπίστευμα).

Παραπομπή νομικών χαρακτηρισμών-

5. - Πολυγαμική ένωση (τύπος ή ουσία)
     - Παραγραφή (ουσιαστικό δίκαιο ή δικονομικό ζήτημα)
             - δωρεά μεταξύ συζύγων
             - κληρονομητήριο
             - Απόδειξη κλπ




β) Διαχρονικό και διατοπικό ιδ.δ.δ.

Διαχρονικό ιδ.δ.δ.
-      Υποθέσεις: α) μεταβολή της lexcausae: θα κριθεί κατά τους κανόνες διαχρονικού δικαίου αυτής β) μεταβολή του κανόνα σύγκρουσης (π.χ. ν. 1250/1982 και ν. 1329/1983) : καμμία αναδρομικότητα εφαρμογή της ΑΚ 2 γιατί οι κανόνες σύγκρουσης δεν διαφέρουν κατά τη φύση τους από τους άλλους κανόνες (εσωτερικού) δικαίου [άλλες απόψεις αναδρομική ισχύς είτε πάντα είτε καταρχήν με συγκεκριμένες εξαιρέσεις] γ) μεταβλητές συγκρούσεις conflit mobile : ορισμένοι σύνδεσμοι μεταβάλλονται από τη φύση τους π.χ. αλλαγή ιθαγένειας, αλλαγή συνήθους διαμονής, έδρα νομικού προσώπου κλπ- Πως παγιώνεται κατά χρόνο η εφαρμογή του κανόνα σύγκρουσης όταν έχει χωρήσει μια τέτοια μεταβολή και κατά ακολουθία πως επιλύεται το ζήτημα; Είτε τη λύση προσφέρει ο ίδιος ο κανόνας σύγκρουσης (πχ. ΑΚ 15 περιουσιακές σχέσεις των συζύγων) είτε προκύπτει ανά περίπτωση ερμηνευτικά
-      Διατοπικό ιδ.δ.δ.: το ζήτημα απαντάται σε χώρες με ομοσποσπιανδιακή διάρθρωση όταν πρόκειται για ζήτημα που αφορά το δίκαιο της πολιτείας και όχι το ομοσπονδιακό δίκαιο (πχ. ΗΠΑ) και το πρόβλημα λύεται με ένα επιπλέον συλλογισμό κατανομής νομοθετικής δικαιοδοσίας σύμφωνα με τους κανόνες τους αλλοδαπού δικαίου

-      Διαπροσωπικό δίκαιο: Υπάρχουν πολιτείες (π.χ. κατεξοχήν Λίβανος) που αναγνωρίζουν ως εφαρμοστέο εσωτερικό αστικό δίκαιο σε ορισμένες κατηγορίες σχέσεων το δίκαιο το προσωπικό δηλαδή το δίκαιο του θρησκευτικού δόγματος του φυσικου προσώπου (κυρίως στις οικογενειακές και κληρονομικές σχέσεις). Είναι προφανές ότι εάν ανακύπτει τέτοιο ζήτημα (σύγκρουσης προσωπικών δικαίων) επιλύεται κατά το εφαρμοστέο αλλοδαπό δίκαιο.
-      Στο ελληνικό δίκαιο έχουμε μία κυρίως εξαίρεση δυνάμει των Συνθηκών των Αθηνών (1913) Σεβρών (1920) και Λοζάννης (1923) για τους Έλληνες μουσουλμάνους που κατοικούν στη Θράκη (κατά τη κρατούσα ορθή ερμηνεία μόνο στη Θράκη) οι οποίοι για ορισμένα θέματα προσωπικού θεσμού (γάμος, διαζύγιο, κληρονομικές σχέσεις κυρίως) υπάγονται δυνάμει του άρθρου 5 του ν. /1991 στην αρμοδιότητα του Ιεροδίκη (Μουφτή)  

γ) Παραπομπή (σύγκρουση συστημάτων)

-      Το ζήτημα: η υπόδειξη του αλλοδαπού εφαρμοστέου δικαίου περιλαμβάνει και τους κανόνες σύγκρουσης αυτού ή όχι;
-      Η υπόθεση Forgo
-      Είδη (αναπαραπομπή και περαιτέρω παραπομπή)
-      Η απαγόρευση της παραπομπής κατά το ελληνικό ιδ.δ.δ. (ΑΚ 32)
-      Κριτική αποτίμηση αυτής της θέσης/ Επιχειρήματα υπέρ ()και κατά ()

-      Εξαιρέσεις: γραμμάτιο σε διαταγή/ επιταγή/ Συμβάσεις Συνδιασκέψεως Χάγης, Κοινοτικοί Κανονισμοί κλπ


δ) Πρόκριμα

-      Το ζήτημα/ έννοια[22]/ παράδειγμα (διαζύγιο γάμος ΑΚ 16/ ΑΚ 13) [ κληρονομικές σχέσεις ΑΚ 28 τέκνο γεννηθέν εκτός γάμου ΑΚ 20]
-      Θεωρητικά το πρόβλημα και η λύση έχουν το εξής θεωρητικό υπόβαθρο σε σχέση με την αντίληψη της λειτουργίας του αλλοδαπού εφαρμοστέου δικαίου: κατά τη πρώτη αντίληψη που είναι κρατούσα το αλλοδαπό δίκαιο ερωτάται στην αφηρημένη του μορφή η οποία εισάγεται κατά τους κανόνες του forumκαι η λειτουργία του εξαντλείται εκεί. Κατά τη δεύτερη αντίληψη (την οποία εκφράζει από άλλη αφετηρία και  η αγγλοσαξονική θεωρία της foreign court theory)  το αλλοδαπό δίκαιο ερωτάται κατά συγκεκριμένο τρόπο πως δηλαδή θα αντιμετώπιζε αυτό το ζήτημα κατά την εφαρμογή (πραγματική ή υποθετική) από τα δικαστήρια του. Όπως και στην παραπομπή αυτή η διάκριση εισάγει ή όχι τη προβληματική της σύγκρουσης συστημάτων ιδ.δ.δ. (και όχι νόμων απλώς).
-      Προτεινόμενες λύσεις (legeforiAK 13 legecausaeΑΚ 16) – Παραδείγματα (εγκυρότητα γάμου ως πρόκριμα διαζυγίου/ αναγνώριση εκτός γάμου τέκνου ως πρόκριμα κληρονομικής διαδοχής. Όπως και στη παραπομπή η δεύτερη θεωρία της lex causae έχει ως κεντρική αφετηρία το σεβασμό του αλλοδαπού δικαίου ως συστήματος και όχι ως κανόνα που ενθυλακώνεται στο forum. Στην άποψη αυτή το αλλοδαπό δίκαιο το συλλαμβάνουμε δυναμικά (στην ολότητα του και στην εξέλιξη του) και όχι στατικά.
-      Απουσία σαφούς θέσης του θετικού δικαίου – Προτιμητέα λύση : lexforiγιατί είναι σημαντικότερο να διαφυλάσσεται η συνοχή της έννομης τάξης του forumπου εν τέλει καλείται να δημιουργήσει την έννομη σχέση από την έννομη τάξη της lexcausaeπου υποστηρίζει τη lexfori.




Δεύτερο στάδιο: Εφαρμογή κανόνα σύγκρουσης

Όταν υποδειχθεί η lexcausaeδυνάμει του εφαρμοσθέντος κανόνα σύγκρουσης τότε θα πρέπει να γίνει γνωστή κατά το ουσιαστικό της περιεχόμενο.

Όταν αυτό ανευρεθεί θα πρέπει να ελεγχθεί κατά συγκεκριμένο τρόπο από την επιφύλαξη της διεθνούς δημοσίας τάξεως και συγκεκριμένα όχι η αλλοδαπή lexcausaeαλλά το ανεκτό του αποτελέσματος της στην ημεδαπή έννομη τάξη.

Ενίοτε η κατάληξη της διαδικασίας οδηγεί σε ανεπιεική και παράλογα αποτελέσματα τα οποία διορθώνονται από το μηχανισμός της προσαρμογής.

Είναι δυνατό επίσης τα μέρη να θέλησαν μεταβάλλοντας ηθελημένα ένα συνδετικό στοιχείο να οδηγήσουν δια του κανόνα σύγκρουσης σε άλλο αποτέλεσμα από εκεινο το οποίο θα επιτυγχάνετο άνευ της αλλοιώσεως (που θα οδηγούσε σε άλλο κανόνα σύγκρουσης και συνεπώς σε διάφορο ουσιαστικό αποτέλεσμα). Με την έννοια αυτή η καταστρατήγηση αποτελεί εξαίρεση στο εφαρμοστέο δίκαιο αλλά κυρίως αφορά στον προσδιορισμό του αρμόδιου κανόνα σύγκρουσης.

Εντούτοις εντάσσεται σε αυτή την ενότητα πρώτον διότι συνιστά εξαίρεση ομού με της επιφυλάξεως της διεθνούς δημοσίας τάξεως και δεύτερον γιατί έπεται στο στάδιο του συλλογισμού.


α) Εφαρμογή του αλλοδαπού δικαίου

-      Η γνώση του αλλοδαπού δικαίου: ΚΠολΔ 337 αυτέπαγγελτη εφαρμογή και γνώση/ δεν υπάρχει αναιρετικός έλεγχος για τη διαδικασία ανεύρεσης του περιεχομένου του εφαρμοστέου αλλοδαπού δικαίου
-      Η ερμηνεία του αλλοδαπού δικαίου διενεργείται κατά το αλλοδαπό δίκαιο
-      Διεθνής συνεργασία : Σύμβαση Λονδίνου 1968
-      Ιδιαίτερα μέσα: Νομική πληροφορία Ελληνικό Ινστιτούτο Διεθνούς και Αλλοδαπού δικαίου (Βάλληνδας 1948) πληροφορεί για τον κανόνα δικαίου (δεν κάνει ούτε υπαγωγή προφανώς ούτε αποτελεί γνωμοδότηση αλλά νομική πληροφορία)
-      Αποκλείεται ο όρκος και η ομολογία προφανώς που δεν προσιδιάζουν στη φύση του αλλοδαπού δικαίου ως δικαίου
-      Η υποχρέωση αυτή μάλλον υποχωρεί στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων εφόσον δεν προσφέρεται στην άμεση γνώση του δικαστή για τη πιθανολόγηση του ουσιαστικού δικαιώματος
-      Επικουρική εφαρμογή της lexfori- σε περίπτωση αδυναμίας προσπορισμού γνώσεως του περιεχομένου του αλλοδαπού εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου ορθότερη γνώμη εφαρμογή της lexfori (άλλη γνώμη η εφαρμογή πλησιέστερου δικαίου ιδίως στις περιπτώσεις αποικιοκρατικών δικαίων – γαλλικό για Σενεγάλη, Βελγικό για Κογκό, Ιταλικό για Αιθιοπία κλπ).




β) Εξαιρέσεις από την εφαρμογή του κανονικώς υποδεικνυόμενου κανόνα σύγκρουσης


Αποτελεί το τελευταίο στάδιο του συλλογισμού για την ολοκλήρωση της μεθόδου συγκρούσεως. Κατά το στάδιο αυτό επέρχεται ένας τελικός έλεγχος είτε για το εάν τα μέρη με πρόθεση καταστρατηγήσεως μετέβαλλαν πραγματικά περιστατικά ώστε να επιτύχουν δια μέσου του κανόνα σύγκρουσης το ουσιαστικό αποτέλεσμα που επιθυμούν και απαγορεύεται από το δίκαιο του forum [καταστρατήγηση] είτε του συγκεκριμένου αποτελέσματος εφαρμογής (π.χ. γάμος/ λύση του γάμου/ κλπ) από τη σκοπιά των θεμελιωδών αρχών του forum  εάν δηλαδή κατά αυτές γίνεται ανεκτό.

Η τελική εφαρμογή δεν περικλείει όμως μόνο αυτό τον έλεγχο αλλά επιπλέον είναι εξαιρετικά δυνατό να πρέπει να προβούμε σε προσαρμογή όταν δηλαδή το συγκεκριμένο αποτέλεσμα δεν ικανοποιεί τη συστηματική λογική κανενός από τα εμπλεκόμενα συστήματα δικαίου (δηλαδή ούτε του forum  ούτε του αλλοδαπού).

1.   Καταστρατήγηση

- έννοια: Η καταστρατήγηση αναφέρεται σε συμπεριφορά των μερών όταν ηθελημένα μεταβάλλουν τα πραγματικά γεγονότα σε μία σχέση με σκοπό την εφαρμογή άλλου δικαίου απο εκείνο που θα εφαρμόζονταν κανονικά (δηλαδή αν δεν είχε χωρήσει αυτή η μεταβολή).  Η καταστρατήγηση είναι συνεπώς η από πρόθεση πραγματική μεταβολή των πραγματικών περιστατικών ( όχι η εικονική μεταβολή γιατί η αλήθεια θα φθάνει για να αποκαστήσει την «ανωμαλία») για να μην εφαρμοσθεί κανόνας αναγκαστικού ουσιαστικού δικαίου δυσμενής για τα συμφέροντα του καταστρατηγούντος μέσω του μηχανισμού υπόδειξης του εφαρμοστέου δικαίου (δηλαδή με τη μεταβολή συνδέσμου).
- διάκριση μεταξύ καταστρατηγήσεως δικαιοδοσίας (forumshopping) και καταστρατηγήσεως κανόνα σύγκρουσης (frauslegis). Η μεταβολή αυτή μπορεί να έχει ως αντικείμενο είτε να επηρρεάσει το εφαρμοστέο δίκαιο με την δια της μεταβολής συνδέσμου υπαγωγή σε άλλο δίκαιο είτε τη μεταβολή ως προς τη βάση διεθνούς δικαιοδοσίας. 
- παραδείγματα: υπόθεση Caron
- κύρωση


2.   Επιφύλαξη διεθνούς δημοσίας τάξεως

-      Έννοια (ΑΚ 3 και ΑΚ 33 )
-      λειτουργία [αρνητικό και θετικό αποτέλεσμα]
-      δικονομικού και ουσιαστικού δικαίου [διακρίσεις ΚΠολΔ 323/780]
-      εννοιολογική και λειτουργική διεύρυνση: δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων [ ΕΣΔΑ και διεθνής δημόσια τάξη] κοινοτικό και κοινοτική δημόσια τάξη
-      περιπτώσεις κατά την ελληνική νομολογία

γ) Προσαρμογή
   
-      Το ζήτημα: Μία διεθνής σχέση είναι δυνατό να γεννά νομικά ερωτήματα που υπάγονται σε διαφορετικές κατηγορίες (ρυθμιστές σχέσεις) και συνεπώς εν δυνάμει σε διαφορετικά δίκαια. Π.χ. το κληρονομικό δικαίωμα προσώπου αν π.χ.αμφισβητείται η εγκυρότητα του γάμου ή αν περιουσιακά στοιχεία έχουν εισφερθεί σε εμπίστευμα. Η συγκεκριμένη επίλυση θα χρειαστεί τη «συνεργασία» ουσιαστικών κανόνων ανηκόντων σε διαφορετικές έννομες τάξεις σε διαφορετικά συστήματα δικαίου με ξέχωρη συστηματική λογική.

-      Από τη συνύπαρξη των κανόνων αυτών μπορεί να δημιουργηθεί ζήτημα ουσιαστικής αδικίας στην επίλυση συγκεκριμένης διαφοράς που θα οφείλεται ακριβώς στο ότι οι κανόνες αυτοί ανήκουν σε διαφορετικά συστήματα με διαφορετική λογική: ορισμένα δίκαια προστατεύουν την επιζώσα σύζυγο δυνάμει της κοινοκτημοσύνης (αγνοώντας το θεσμό της νομίμου μοίρας)  ορισμένα άλλα μέσω του θεσμού της νομίμου μοίρας (ακολουθώντας το σύστημα του  χωρισμού των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων). Όταν όμως παρέμβει σε σχέση αλλοδαπότητας ο κανόνας σύγκρουσης μπορεί να οδηγήσει ως εφαρμοστέο σε σχέση τις κληρονομικές σχέσεις σε δίκαιο που δεν γνωρίζει το θεσμό της νομίμου μοίρας και ως εφαρμοστέο στις περιουσιακές σχέσεις σε δίκαιο που υιοθετεί το σύστημα του χωρισμού των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων. Καταλήγουμε έτσι επειδή οι κανόνες απομονώνονται από το σύστημα τους στην in concreto περίπτωση σε μία ουσιαστικού δικαίου αδικία κατάφωρη αφού η σύζυγος δεν θα προστατεύεται καθόλου ούτε με βάση το ένα εφαρμοστέο δίκαιο ούτε με βάση το άλλο.

-Έννοια /λειτουργία- Η προσαρμογή είναι ο εξαιρετικός inconcretoμηχανισμός διόρθωσης του ουσιαστικού άδικου αποτελέσματος οφειλουμένου στην μη αρμονική διάρθρωση κανόνων που ανήκουν σε διαφορετικές έννομες τάξεις με διαφορετική συστηματική λογική.

Η «διόρθωση» γίνεται είτε με κατάλληλη ερμηνεία συνήθως ή με την υποκατάσταση από τη lexfori. Η διαφορά με την επιφύλαξη της διεθνούς δημοσίας τάξεως είναι ότι στην περίπτωση της προσαρμογής δεν προσβάλλει η εφαρμογή την έννοια των θεμελιωδών αρχών της εννόμου τάξεως του forumαλλά η συγκεκριμένη λύση είναι ανεπίτρεπτη ως κατάφορα άδικη. Δεν ανιχνεύεται δηλαδή το πρόβλημα στην εφαρμογή του αλλοδαπού δικαίου αλλά στην μη αρμονική μη συστηματική διάρθρωση των εφαρμοστέων δικαίων στη συγκεκριμένη περίπτωση.

-      Οι δύο μορφές προσαρμογής: (α)υποκατάσταση- παράδειγμα κληρονομικά δικαιώματα με βάση μία πολυγαμική ένωση: ένας μουσουλμάνος  αφήνει δύο γυναίκες που διεκδικούν περιουσία   
-      και (β) η προσαρμογή μεταφορά (transposition)




Β- ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΗΔΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΕΝΤΩΝ ΕΝΝΟΜΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ


Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ

Η μέθοδος ή οι μέθοδοι αναγνώρισης έχουν ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό το ότι εκκινούν από μία συγκεκριμένη έννομη σχέση που έχει ήδη δημιουργηθεί είτε με δικαστική ή διαιτητική απόφαση δια της δικαιοδοτικής δηλαδή κρίσεως είτε μέσω της αποκρυστάλλωσης εννόμου σχέσεως που αναγνωρίζεται ως έγκυρη από αλλοδαπή έννομη τάξη. Η αποκρυστάλλωση επιτυγχάνεται συνήθως όταν έχει παρέμβει στη σχέση αλλοδαπή δημόσια αρχή αλλά υπάρχει και η περίπτωση αποκρυστάλλωσης καθαρά ιδιωτικής έννομης σχέσης ανεξέρτητα από οιαδήποτε παρέμβαση αρχής. Τέτοιο παράδειγμα προσφέρει η γνωστή υπόθεση  Swebelv. Ungarκαι όπως παρακάτω θα διακρίνουμε υπάγεται στη μέθοδο αναφοράς.

Το ζήτημα που τίθεται από την αναγνώριση είναι με ποιες προϋποθέσεις (α) θα αναγνωρίσουμε στο forumποιες έννομες (β) εννόμου σχέσεως που έχει ήδη δημιουργηθεί και υπάρχει στο πλαίσιο τουλάχιστον μιας αλλοδαπής εννόμου τάξεως. ΟΙ έννομες συνέπειες όπως είναι γνωστό αφορούν προκειμένου περί αποφάσεως που είναι η πλέον τέλεια περίπτωση :

-      το έννομο αποτέλεσμα του πραγματικού: η αλλοδαπή απόφαση υπάρχει και αποτελεί πραγματικό γεγονός
-      το έννομο αποδεικτικό αποτέλεσμα: οι διαπιστώσεις του αλλοδαπού δικαστηρίου περί των διαληφθέντων στην απόφαση πραγματικών περιστατικών αποτελούν απόδειξη και η ίδια η απόφαση αποδεικτικό μέσο με ισχύ δημοσίου εγγράφου [όπου φυσικά η διάκριση είναι γνωστή]
-      το έννομο αποτέλεσμα του τίτλου: η απόφαση αποτελεί τίτλο για να προχωρήσει π.χ. αναγκαστική εκτέλεση κλπ με την έννοια ότι   το instrumentumενσωματώνει δικαιώματα  
-      το έννομο αποτέλεσμα της μεταβολής του δικαίου: η απόφαση μεταβάλλει το δίκαιο, δημιουργεί, καταλύει ή μεταβάλλει δικαιώματα ή έννομη σχέση π.χ. λύει το γάμο, διατάσσει απόδοση χρημάτων λόγω οφειλής κλπ
-      το έννομο αποτέλεσμα του δεδικασμένου: με την αρνητική του έκφανση ότι δικάστηκε δεν είναι δυνατό να επαναδικαστεί και τη θετική του που αποτελεί την ενισχυμένη ισχύ του εννόμου αποτελέσματος μεταβολής του δικαίου
-      το έννομο αποτέλεσμα της εκτελεστικής ισχύος: η απόφαση μπορεί να θέσει σε κίνηση τη δημόσια αρχή στο πλαίσιο αναγκαστικής εκτελέσεως

Από τα παραπάνω φυσικά τα τρία πρώτα και το τελευταίο (δηλαδή πλην δεδικασμένου) μπορούν να τα διαθέτουν και αλλοδαπά (λόγω της ιθαγένειας της δημόσιας αρχής που συνέπραξε στη δημιουργία της εννόμου σχέσεως) δημόσια έγγραφα ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που προβληματίζουν τη διεθνή επιστήμη εννόμων σχέσεων καθαρά ιδιωτικών που έχουν ήδη δημιουργηθεί εντός μιας εννόμου τάξεως που δεν χρήζουν δηλαδή εντοπισμού και άρα λειτουργίας του κανόνα σύγκρουσης. Για τις τελευταίες που ανήκουν σε μία γκρίζα ζώνη εφαρμοστέα είναι η μέθοδος της αναφοράς που μάλλον αποτελεί παραλλαγή του κανόνα σύγκρουσης.

Αυτό έχει ως συνέπεια προφανή και κοινή την αδρανοποίηση του διμερούς κανόνα σύγκρουσης του forum που δεν χρειάζεται προφανώς γιατί δεν έχουμε περίπτωση εντοπισμού εννόμου σχέσεως για να βρούμε το εφαρμοστέο σε αυτή δίκαιο αλλά αναγνώριση ήδη υπαρκτής και δεδομένης εξ επόψεως εφαρμοστέου δικαίου εννόμου σχέσεως.

Πρέπει συνεπώς να διαχωρίσουμε την αναγνώριση δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων που θα εξεταστούν κατά τη μέθοδο αυτή εντός του δικονομικού διεθνούς δικαίου από την αποκρυστάλλωση εννόμων σχέσεων «εξωδίκων» άνευ δηλαδή παρεμβολής δικαιοδοτικής κρίσεως.


Η μέθοδος της αναγνώρισης στο ιδ.δ.δ.


1-Μία από τις πλέον σημαντικές σύγχρονες δογματικές συζητήσεις για τη ρύθμιση των διεθνών ιδιωτικών σχέσεων αφορά στη μέθοδο αναγνώρισης. Η μέθοδος αυτή είναι συμπληρωτική προς εκείνη του κανόνα σύγκρουσης. Στηρίζεται στην απλή παραδοχή ότι όταν μία έννομη σχέση έχει συγκροτηθεί[23]στο πλαίσιο μίας συγκεκριμένης εννόμου τάξεως (έννομη τάξη συγκροτήσεως) τότε δεν τίθεται θέμα ανεύρεσης του εφαρμοστέου δικαίου αλλά προσδιορισμού των προϋποθέσεων αναγνώρισης της σε μία άλλη έννομη τάξη (την έννομη τάξη της υποδοχής).

Οι διαφωνίες εντός της επιστήμης του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (εφεξής χάριν συντομίας ιδ.δ.δ.)  ως προς τη μέθοδο[24] (ή ως προς τις τεχνικές[25]) της αναγνώρισης βρίσκονται σήμερα στο επίκεντρο του διεθνούς δογματικού ενδιαφέροντος[26]χωρίς πλέον να αμφισβητείται η θετικότητα της μεθόδου που βρίσκει εφαρμογή σε κείμενα διεθνών συμβάσεων, στο κοινοτικό δίκαιο και εφαρμόζεται από τη νομολογία τόσο του ΔΕΚ όσο και εθνικών δικαστηρίων[27]. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η μέθοδος αναγνώρισης αποτελεί ένα από τα κορυφαία θέματα επιστημονικής έρευνας και συζήτησης[28]ως προς την γενική θεωρία του  ιδ.δ.δ. που ολοένα και περισσότερο περιορίζεται υπό το βάρος του διογκούμενου ειδικού μέρους.

Η παρούσα ανάπτυξη θα περιοριστεί στα γενικά ζητήματα, στους γενικούς κανόνες της μεθόδου αναγνώρισης και δεν θα εξετασθούν ειδικότερα οι πολλές σήμερα εφαρμογές της μεθόδου σε διάφορους δικαιϊκούς χώρους του ιδ.δ.δ., ούτε το ειδικό μέρος που στη πραγματικότητα αφορά στη λειτουργία του ελέγχου (που βρίσκεται μεθοδολογικά στον πυρήνα της μεθόδου αναγνώρισης) και στις έννομες συνέπειες της αναγνώρισης στην έννομη τάξη του forum.

Το γενικό αυτό μέρος της προβληματικής της μεθόδου αναγνώρισης θα οργανωθεί κυρίως γύρω από συγκεκριμένα ερωτήματα, τα οποία θεωρούνται θεμελιώδη και είναι αμφισβητούμενα. Η μέθοδος της αναγνώρισης αναπτύσσει (ή ακριβέστερα επανοριοθετεί) το άλλο σημαντικό σκέλος του κλάδου σε σχέση με τους κανόνες επιλογής δικαίου καθιστώντας το δίπτυχο επιλογή δικαίου και αναγνώρισης εννόμου σχέσεως θεμελιώδες.

Γιατί πράγματι το σύγχρονο ιδ.δ.δ., που  έχει ως λειτουργία την εισαγωγή αλλοδαπών κανόνων και εννόμων καταστάσεων στο forum,αντιμετωπίζει θεμελιακά δύο καταστατικές υποθέσεις εργασίας: η πρώτη αφορά στη συγκρότηση εννόμου σχέσεως με βάση αίτημα των μερών (π.χ. να αναγνωρισθεί ο Χ ως οφειλέτης) όταν για την εφαρμογή του κατάλληλου κανόνα δικαίου είναι απαραίτητη προκριματικά η αναζήτηση του εφαρμοστέου συστήματος δικαίου στο οποίο θα  περιέχεται εφόσον ανιχνεύεται στοιχείο αλλοδοπότητας. Σχετικά με την υπόθεση αυτή εργασίας, που προϋποθέτει την ανεύρεση του εφαρμοστέου δικαίου, έχουν συγκροτηθεί ως γνωστό κυρίως η μέθοδος του κανόνα σύγκρουσης αλλά και η μέθοδος των κανόνων αμέσου εφαρμογής και των ουσιαστικών κανόνων ιδ.δ.δ. που όλες από κοινού απαντούν σε ζήτημα προσδιορισμού (επιλογής) και εφαρμογής εφαρμοστέου δικαίου.

Η δεύτερη υπόθεση εργασίας είναι εκείνη όταν έχει ήδη συγκροτηθεί μία έννομη σχέση σε μία αλλοδαπή έννομη τάξη, όταν δηλαδή θεωρείται υποστατή αναμφισβήτητα, οπόταν εκλείπει η ανάγκη προσδιορισμού του εφαρμοστέου δικαίου και τίθεται το ζήτημα της αναγνώρισης της στο forum. Η μέθοδος της αναγνώρισης είναι γνωστή προκειμένου περί αναγνώρισης (και εκτέλεσης) αλλοδαπών δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων. Σήμερα εντούτοις συζητείται διεθνώς και η αναγνώριση εννόμων σχέσεων όταν αυτές έχουν ήδησυγκροτηθεί στο πλαίσιο μιας εννόμου τάξεως.

Αυτή η προβληματική που είναι ποσοτικά κρίσιμη ως προς τον συντονισμό των εννόμων τάξεων προς όφελος της διεθνούς συνοχής των εννόμων σχέσεων, δεν έχει δογματικά αναπτυχθεί στον ίδιο βαθμό σε σχέση με τη προβληματική της επιλογής δικαίου. Και η μέθοδος αναγνώρισης αυτό ακριβώς επιχειρεί. Την ποιοτική αναβάθμιση και την ποσοτική ισοστάθμιση της δεύτερης αυτής σημαντικής υπόθεσης του σύγχρονου ιδ.δ.δ.

2- Ο προβληματισμός γύρω από τη μέθοδο της αναγνώρισης δεν είναι καινούριος· αντιθέτως, η διαδρομή της στην ιστορία των ιδεών υπήρξε μακρά, επίμονη και ενδιαφέρουσα (ακόμη και πέραν του ιδιωτικού δικαίου επεκτεινόμενη στο δημόσιο δίκαιο[29]). Αξίζει επομένως για λόγους επιστημονικής συνέχειας και καλύτερης κατανόησης του ζητήματος το πρώτο τμήμα της παρούσας μελέτης να έχει ως αντικείμενο μία ιστορική αναδρομή στις πρόδρομες θεωρίες και προτάσεις της μεθόδου αναγνώρισης (Α- Η οδύσσεια της μεθόδου της αναγνώρισης).

Αλλά ανεξάρτητα από τις μεταμορφώσεις που υπέστη κατά τη μακρά σχετικά διαδρομή της στα μονοπάτια των θεωριών και ιδεών του ιδ.δ.δ σήμερα αναμφισβήτητα η μέθοδος αναγνώρισης έχει βρει στέρεο έδαφος και η μεγάλη πλειοψηφία της διεθνούς επιστήμης δέχεται την ύπαρξη της ερίζοντας για διάφορα θέματα από τα οποία θα περιοριστούμε εδώ κυρίως στη συζήτηση του πεδίου εφαρμογής της (Β-Η έννοια και το αντικείμενο της μεθόδου αναγνώρισης).

3- Το διακύβευμα της συζήτησης αυτής είναι σημαντικό, διότι, κατά τη γνώμη μου, η μεθοδολογική φυσιογνωμία του ιδδδ μπορεί να κατακτήσει την ωριμότητα της, εάν τεθεί πρωταρχικά η  διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων δημιουργίαςεννόμων σχέσεων και των περιπτώσεων αναγνώρισηςτους. Και είναι απαραίτητο να διαπιστωθεί πως στο μέτρο που η πρώτη μεθοδολογική υπόθεση, σταδιακά βέβαια, έχει κατακτήσει μια μεθοδολογική ωριμότητα- με τον κανόνα σύγκρουσης, τους κανόνες αμέσου εφαρμογής καθώς και τους κανόνες ουσιαστικού ιδδδ-, η δεύτερη υπόθεση, αυτή της αναγνώρισης, βρίσκεται σε στάδιο νεότητας ακόμη. Η ανάπτυξη της  υπόθεσης συγκρότησης (δημιουργίας) εννόμων σχέσεων καταστάσεων και δικαιωμάτων είναι υπερτροφική, ενώ η δεύτερη, η αναγνώριση δηλαδή στο forum  ήδη υποστατών σε άλλες έννομες τάξεις εννόμων σχέσεων, καταστάσεων και δικαιωμάτων δεν έχει αναπτυχθεί εξίσου.


                                        *

                        *                              *


Α.-Η Οδύσσεια της μεθόδου της αναγνώρισης


4. Ως εισαγωγή είναι πολύ χρήσιμη μία σύντομη αναδρομή στους προδρόμους της μεθόδου της αναγνώρισης, ώστε να γίνουν καλύτερα αντιληπτοί  οι όροι της σύγχρονης συζήτησης. Η μέθοδος αναγνώρισης κέρδισε το δικαίωμα στην αδιαφιλονίκητη ύπαρξη σταδιακά. Τέσσερις σταθμοί θεωρούνται καθοριστικοί για την ανάπτυξη της ανανεωμένης αυτής μεθοδολογικής προοπτικής:

α) Η αρχή της μεγάλης αυτής διαδρομής στην ιστορία των θεωριών του ιδ.δ.δ. υπήρξε το γνωστό δόγμα περί «κεκτημένων δικαιωμάτων» (droits acquis, vested rights theory). Η συζήτηση είναι εξαιρετικά γνωστή, ώστε δεν απαιτείται να επιμείνουμε περισσότερο. Η προέλευση του δόγματος των κεκτημένων δικαιωμάτων ανάγεται στον περιορισμό του κανόνα σύγκρουσης του forum, στις περιπτώσεις που τα υπό κρίση δικαιώματα γεννήθηκαν υπό το νομικό καθεστώς μίας άλλης έννομης τάξης. Η ορμή της δογματικής αυτής διδασκαλίας, η οποία σήμερα μάλιστα αποδεικνύεται ορθή στη βασική παραδοχή της, ανακόπηκε για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, λόγω της σύνδεσής της με την αρχή της εδαφικότητας από τον Niboyet. Δεύτερον και κυριότερο, λόγω της αντίρρησης που προβλήθηκε (και που φαινόταν λογικά αναντίρρητη) πως τα γεγενημένα δικαιώματα δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως τέτοια, κατά το δίκαιο του forum, εάν δεν έχουν συσταθεί έγκυρα σύμφωνα με τον εφαρμοστέο σε αυτά κανόνα σύγκρουσης. Ο τελευταίος είναι, κατά την αντίληψη του forum, και ο μόνος εφαρμοστέος κανόνας για να κριθεί εάν τα υπό κρίση δικαιώματα πράγματι έχουν γεννηθεί. Καθώς λοιπόν στερείτο πρακτικής αξίας, ως επίσης και νομικού θεμελίου, η δογματική διδασκαλία περί κεκτημένων δικαιωμάτων πήρε τη θέση της στο –πολύ πλούσιο είναι αλήθεια- μουσείο των θεωρητικών κατασκευών του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.


Το θεμελιώδες σφάλμα συνίστατο στο ότι η οριοθετική γραμμή ανάμεσα στις δύο μεθόδους δεν προσδιορίστηκε με σαφήνεια, με αποτέλεσμα την πρόκληση σύγχυσης ως προς την διάκριση  ανάμεσα στην δημιουργία (ή την ύπαρξη[30]) των δικαιωμάτων (σχέσεων ή καταστάσεων) αφενός, και στην αναγνώριση των δικαιωμάτων (σχέσεων ή καταστάσεων) οι οποίες έχουν ήδη δημιουργηθεί, αφετέρου.

Έτσι ο κανόνας σύγκρουσης κατέστη η μοναδική μέθοδος στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο (οι κανόνες σύγκρουσης) και θριαμβεύει η σαβινιανή αντίληψη ή τουλάχιστον αυτή που γίνεται ως εν γένει αντιληπτή ως το δόγμα του Savigny.

Επρόκειτο βέβαια για σημαντικό βήμα, διότι ο κανόνας σύγκρουσης έδωσε τέλος σε όλη την συζήτηση περί εδαφικότητας και εξω-εδαφικότητας των κανόνων (η οποία ήταν αποτέλεσμα της προγενέστερης θεωρίας των θεσμίων) και η οποία είχε ως συνέπεια την μετατόπιση του προβλήματος από τον κανόνα ως σημείο εκκίνησης της λειτουργίας των κανόνων σύγκρουσης (της μελέτης δηλαδή επί του στοιχείου αλλοδαπότητας και του συντονισμού των συστημάτων) στην έννομη σχέση – την έδρα των δικαιωμάτων κατά την σύλληψη του Savigny- και την έρευνα, κατά τις αντιλήψεις του forum, του κέντρου βαρύτητας από την σκοπιά της διεθνούς εγγύτητας. Έτσι θριάμβευσε η μέθοδος του κανόνα σύγκρουσης ως η μοναδική μέθοδος στο ιδ.δ.δ., η επεξεργασία της οποίας άγγιξε το απόγειό της στα μέσα του εικοστού αιώνα με τα μεγάλα μαθήματα τα οποία διδάχθηκαν στην Ακαδημία της Χάγης με αντικείμενο τις γενικές αρχές του κανόνα σύγκρουσης, μεταξύ των οποίων μπορούν να αναφερθούν τα μαθήματα των R.Ago, J. Maury κλπ. στην έγκριτη Ακαδημία Διεθνούς δικαίου της Χάγης.


5. β) Το δόγμα των κεκτημένων δικαιωμάτων γνώρισε μία αναλαμπήμε την ονομαζόμενη σύγχρονη θεωρία των κεκτημένων δικαιωμάτωνπου προτάθηκε από τον Φωκίωνα Φραντσεσκάκη, ο οποίος, όπως είναι γνωστό, στο πρώτο κεφάλαιο της μνημειώδους διατριβής του[31]για την αναπαραπομπή και τη σύγκρουση συστημάτων, υποστήριξε την σχετικοποίηση της επιρροής της μεθόδου των κανόνων σύγκρουσης. Διέκρινε, ειδικότερα, τις περιπτώσεις στις οποίες ο δικαστής του forum, προσπερνά τον κανόνα σύγκρουσης, δίδοντας εφαρμογή στους επιτακτικούς κανόνες της έννομης τάξης του που δεν επιδέχονται άλλης ρύθμισης, τους πολύ γνωστούς σήμερα κανόνες αμέσου εφαρμογής, η έννοια των οποίων έχει τύχει επαρκούς δογματικής επεξεργασίας. Παράλληλα, υπάρχουν κανόνες ουσιαστικού δικαίου, εσωτερικής ή διεθνούς προέλευσης, οι οποίοι εφαρμόζονται απευθείας και ειδικώς σε ορισμένες διεθνείς σχέσεις (ως ένα είδος σύγχρονου  jus gentium τμήμα των οποίων είναι και η γνωστή lexmercatoria). Η εφαρμογή των κανόνων αυτών θέτει σε αμφισβήτηση την κάπως υπερβολική τυπολατρία του κανόνα σύγκρουσης. Ο μεθοδολογικός πλουραλισμός με τη συνακόλουθη η σχετικοποίηση του κανόνα σύγκρουσης, που ωστόσο παραμένει η κυρίαρχη μέθοδος, σταδιακά εμπεδώθηκε και κατέστη η κρατούσα αντίληψη περί μεθόδων του ιδ.δ.δ.. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το μάθημα του Henri Batiffol στην Ακαδημία της Χάγης[32]. Για το λόγο αυτό ο Φραντσεσκάκης χρησιμοποίησε τον όρο procédés –τεχνικές για να καταδείξει τη μη αποκλειστικότητα μιας μοναδικής μεθόδου, δηλαδή του κανόνα σύγκρουσης. Στην εμβριθή αυτή σκέψη του μου φαίνεται πως μπορεί να ανιχνευθεί το ενδιαφέρον του για τον εμπειρισμό,  καθώς και για την ουσιαστική δικαιοσύνη η οποία θα πρέπει να τίθεται ως πρώτη προτεραιότητα σε ορισμένες περιπτώσεις. Πολύ αργότερα ο Paul Lagarde μάθημα του στη Χάγη[33]συστηματοποίησε τη σύγχρονη έκφραση του ιδ.δ.δ. γύρω από τις αρχές της εγγύτητας (που δεσπόζει πάντα στο κανόνα σύγκρουσης) την αρχή της κυριαρχίας (που συνιστά τον αποχρώντα λόγο ύπαρξης των κανόνων αμέσου εφαρμογής) και την αρχή της δικαιοσύνης (που συνιστά το θεμέλιο των ουσιαστικών κανόνων ιδ.δ.δ.).

Ωστόσο, η θέση αυτή δεν πέρασε απαρατήρητη σε ένα σχόλιο- για να επανέλθουμε στο θέμα μας- της υπόθεσης Machet[34](το σκεπτικό της οποία επηρέασε στη συνέχεια το Εφετείο Παρισίων στην υπόθεση Banque Ottomane[35]), όπου έγινε προσπάθεια συστηματοποίησης της λεγόμενης σύγχρονης θεωρίας των κεκτημένων δικαιωμάτων, η οποία τοποθετείται, είναι αλήθεια, σε ένα άλλο επίπεδο: σε αυτό της σύγκρουσης των νομικών συστημάτων. Ο Φραντζεσκάκης δηλαδή μεταφέρει τον προβληματισμό από την αναγνώριση δικαιωμάτων που έχουν νομίμως κτηθεί (οπότε ανακύπτει το γνωστό ερώτημα: σύμφωνα με ποιο δίκαιο) στο επίπεδο της σύγκρουσης συστημάτων (αν έχουμε μία πλήρως αλλοδαπή, προς το σύστημα του forum,  συγκροτημένη έννομη σχέση το τελευταίο δεν έχει θεμιτή αξίωση εφαρμογής του ως προς τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου).

Ειδικότερα το σκεπτικό βασίστηκε στην ανάλυση των αιτιών της μη εφαρμοσιμότητας- ή καλύτερα του αυτοπεριορισμού- του νομικού συστήματος του forum, αναφορικά με  έννομες σχέσεις που γεννήθηκαν χωρίς να έχουν κανένα σύνδεσμο με το νομικό σύστημα αυτό. Ορθή επομένως είναι (κατά το σκεπτικό αυτό) η αποσύνδεση από το νομικό σύστημα του forum, διότι η υπό κρίση σχέση δεν παρουσιάζει κανέναν σύνδεσμο με το forum. Η αχίλλειος πτέρνα του σκεπτικού αυτού προσομοιάζει λίγο εξάλλου με την κριτική που ασκήθηκε στην θεωρία των κεκτημένων δικαιωμάτων: ποιες είναι οι, κατά την αξιολόγηση του forum, νόμιμες προϋποθέσεις ώστε να χαρακτηριστεί μία έννομη σχέση ως δημιουργηθείσα; Το ζήτημα της πλήρους αλλοδαπότητας της σχέσης (ότι δηλαδή η υπό κρίση σχέση δεν παρουσιάζει κανέναν σημαντικό σύνδεσμο με το forum) φαίνεται πως έπεται λογικά.


6. γ) Το τρίτο καθοριστικό βήμα υπήρξε η αναγέννησητης μεθόδου της αναγνώρισης καταρχήν με τη διατριβή του Mayer[36], στην οποία ο συγγραφέας- εκκινώντας από την ακριβή παρατήρηση πως μία πράξη εθνικοποιήσεως [επιχειρήσεως] δεν θέτει μεθοδολογικούς προβληματισμούς υπαγόμενους στη μέθοδο του κανόνα σύγκρουσης- τη γενίκευσε, προτείνοντας να συνδεθεί η χρήση της εκάστοτε μεθόδου –είτε της μεθόδου των κανόνων σύγκρουσης, είτε της μεθόδου της αναγνώρισης- με τη δομήτου εκάστοτε υπό κρίση κανόνα. Κατέστησε λοιπόν σαφές πως, όταν τίθεται ζήτημα επιλογής, ανάμεσα στις δύο μεθόδους, δόκιμη είναι μόνο η εφαρμογή της μεθόδου του κανόνα σύγκρουσης, ενώ, όταν το πρόβλημα που τίθεται δεν είναι πρόβλημα επιλογής, αλλά πρόβλημα αποδοχής ή απόρριψης, αυτή εκφεύγει του κανόνα σύγκρουσης και υπάγεται στη μέθοδο της σύγκρουσης δικαιοδοσιών. Στη πρώτη ανήκουν οι κανόνες στη δεύτερη οι αποφάσεις.

Αρμόζει πρώτα από όλα να παρατηρηθεί πως η διατριβή του Mayer- έχοντας επηρεαστεί στην εποχή της από την κελσενιανή σκέψη- υπήρξε υπερβολικά φορμαλιστική, τυπολατρική, διότι αυτό το οποίο στην πραγματικότητα επιβάλλει την χρήση της ορθής «μεθόδου» δεν είναι η δομή του κανόνα (κανόνας ή απόφαση), αλλά η διάκριση εάν πρόκειται περί αιτήματος δημιουργίας ή  αναγνώρισης εννόμου κατάστασης ή  εννόμου σχέσης.

Εμβαθύνοντας στη θεωρητική πρόταση του  Mayer (περί διακρίσεως μεθόδου ως προς κανόνες δικαίου και αποφάσεις) στη διδακτορική διατριβή μου, L’acte public étranger en droit international privé[37], εκκινώντας από την παρατήρηση πως υπάρχει μεγάλη ποικιλία δημόσιων πράξεων-υβριδίων οι οποίες δεν είναι ούτε απλώς ιδιωτικές ούτε αμιγώς δημόσιες και οι οποίες  για το λόγο αυτό προτάθηκε να ονομάζονται οιονεί δημόσιες πράξεις (actes quasi publics), πρότεινα –όχι χωρίς να προβληθούν στη θέση αυτή αντιρρήσεις[38]- να υπαχθούν όλες, άνευ εξαιρέσεων οι οιονεί δημόσιες πράξεις στη μέθοδο της αναγνώρισης (την επονομαζόμενη και περιγραφόμενη έτσι στις γενικές μεθοδολογικές αρχές της διατριβής για πρώτη φορά[39]). Είναι αλήθεια ότι οι οιονεί δημόσιες πράξεις (συμβολαιογραφικά έγγραφα, ληξιαρχικές πράξεις, αποφάσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, δικαστικοί συμβιβασμοί, κλπ) θέτουν λόγω του υβριδικού τους χαρακτήρα τον προβληματισμό επιλογής μεθόδου (κανόνα σύγκρουσης ή αναγνώρισης) με ιδιαίτερα χαρακτηριστικό τρόπο.

Ως προς τον τρόπο διενέργειας του απαραίτητου ελέγχου η εφαρμογή της αρχής της ειδικότητας  οδηγεί σε διακρίσεις ανάλογα με τη φύση και τη λειτουργία της παρέμβασης της δημόσιας αρχής.

Η θέση που εκφράζει είναι απλή στη σύλληψη της. Οι προϋποθέσεις ελέγχου ώστε να αναγνωρισθεί στην ημεδαπή η ισχύς αλλοδαπών οιονεί δημόσιων πράξεων πρέπει να διαφοροποιούνται ανάλογα με τη φύση και τη λειτουργία της δημόσιας αρχής που συμμετέσχε στην εκπόνηση της οιονεί δημόσιας πράξεως. Ίσως σήμερα οι λεπτές διακρίσεις ανάμεσα σε κατηγορίες οιονεί δημόσιων πράξεων (διαπιστωτικών, επικυρωτικών, διαπλαστικών) να μην είναι χρήσιμες[40], λόγω μεγάλης πολυπλοκότητας[41].

Η θέση αυτή συνέβαλε στη συζήτηση για την επέκταση του καθ’ ύλην πεδίου της μεθόδου της αναγνώρισης αρκετά έτη μετά την εμφάνισή της και χάρη και στις εξελίξεις του ευρωπαϊκού δικαίου ένας φυσικός χώρος υποδοχής της μεθόδου αναγνώρισης[42].


7. δ)Το τελικό στάδιο είναι σήμερα η γενικευμένη αποδοχή  της μεθόδου αναγνώρισης. Ο Lagarde- όπως και άλλοι βέβαια[43]- συνεισέφερε στη συζήτηση μια ενισχυμένη επιχειρηματολογία στο πλαίσιο του θετικού ευρωπαϊκού δικαίου το οποίο φυσικά κινούμενο από τη στοχοθεσία της ενοποίησης ευνοεί απολύτως την μέθοδο αναγνώρισης.  Ο συγγραφέας αυτός όχι μόνο υποστήριξε τη μέθοδο επί της αρχής της, εμφορούμενος από ένα σύγχρονο διεθνισμό, αλλά προχώρησε και στη διατύπωση ενός πρώτου οδηγού χρήσεως της[44].


Ο Mayerφαίνεται επίσης να παραδέχεται τη χρήση, για παράδειγμα, γενικότερα της αρχής της αναγνώρισης  αναφορικά με τις αποκρυσταλλωμένες  έννομες σχέσεις[45]– κατά την επιτυχή έκφρασή του- σε ορισμένη έννομη τάξη, με την σύμπραξη μιας δημόσιας αρχής. Από την άλλη πλευρά, δεν αποκλείει τη χρήση της μεθόδου της αναγνώρισης (παραλλαγμένης εκδοχής της μεθόδου του κανόνα σύγκρουσης) στις καθαρά ιδιωτικές σχέσεις· αλλά στην περίπτωση αυτή αντιλαμβάνεται την αναγνώριση ως μέθοδο επικουρική του κανόνα σύγκρουσης, η οποία θα επιτελεί λειτουργία επιβεβαιωτική[46].

Στην πραγματικότητα, ο Mayer αντιλαμβάνεται τη μέθοδο της αναγνώρισης κατά τρόπο αφηρημένο, ενώ ο Lagarde την συνδέει αρκετά και με την εξέλιξη του ευρωπαϊκού δικαίου, το οποίο, όντας θετικό δίκαιο, είναι πλούσιο παραδειγμάτων εφαρμογής της μεθόδου αυτής.

Είναι προφανές ότι η μέθοδος αναγνώρισης επιβάλλεται περισσότερο στο πλαίσιο μίας κοινότητας δικαίου όπως αυτό της ευρωπαϊκής τάξεως. Και αυτό γιατί η αναγνώριση είναι πολύ πιο ευχερής στο πλαίσιο κοινότητας δικαίου. Η ισχύς του τεκμηρίου υπέρ της αναγνώρισης ( το τεκμήριο αναγνωρισιμότητας) είναι σαφώς πιο ενισχυμένη στις περιπτώσεις ενδοευρωπαϊκών σχέσεων προς αναγνώριση.

8. Δεν υπάρχει συνεπώς αμφιβολία πως σήμερα τόσο στο θετικό δίκαιο (με μεγαλύτερη ένταση στο ευρωπαϊκό δίκαιο) όσο και στο διεθνές δόγμα η μέθοδος της αναγνώρισης γίνεται ευρύτατη αποδεκτή. Και πράγματι μεγάλη ώθηση στη μέθοδο της αναγνώρισης δόθηκε από το ευρωπαϊκό δίκαιο.

Παραμένουν ωστόσο σημαντικές διαφωνίες σε σχέση με τη μέθοδο της αναγνώρισης που αφορούν τόσο το πεδίο εφαρμογής της μεθόδου, όσο και τη μέθοδο εφαρμογής, δύο ζητήματα εξάλλου στενά συνδεδεμένα[47]. Στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης ας εντοπίσουμε τρεις σημαντικές διαφωνίες[48]:

Πρώτον αναφορικά με την υπόθεση της μεθόδου της αναγνώρισης και της οριοθετικής γραμμής της από την μέθοδο του κανόνα σύγκρουσης, καθώς και από άλλες παρόμοιες μεθόδους και διεργασίες, όπως η λεγόμενη μέθοδος αναγνώρισης των εννόμων καταστάσεων (ή όπως θα την ονομάσουμε εμείς μέθοδο αναφοράς). Άλλοι υπαγάγουν ακόμη και οιονεί δημόσιες πράξεις και έννομες καταστάσεις τυπικά συγκροτημένες από την απλή παρέμβαση της δημόσιας αρχής ενώ άλλοι θεωρούν ότι θα πρέπει να  υπάγονται στο κανόνα σύγκρουσης.

Εν συνεχεία θα πρέπει να διακριβωθεί εξαρχής το πεδίο εφαρμογής, ή, με άλλους, όρους, το αντικείμενο της αναγνώρισης. Τι αναγνωρίζουμε ακριβώς; Είναι οι κρατικές/δημόσιες πράξεις με αποφασιστικό περιεχόμενο ή οι κρατικές/δημόσιες πράξεις σύμφωνα με το τυπικό κριτήριο ή, ακόμη, οι κανόνες, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι;

Συναφές με το προηγούμενο ερώτημα, είναι και αυτό της διευκρίνισης του πεδίου εφαρμογής των εννόμων συνεπειών της αλλοδαπής πράξεως. Το ερώτημα που τίθεται είναι το εάν οι έννομες συνέπειες της πράξης (ή της έννομης κατάστασης σύμφωνα με ορισμένους) θα προσδιορίζονται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους προέλευσης ή σύμφωνα με αυτό του κράτους της αναγνώρισης[49].

9. Πριν προχωρήσουμε στην ανάπτυξη των δύο πρώτων ζητημάτων – το τρίτο δεν θα αναπτυχθεί εδώ-  θα πρέπει σε συντομία να διακρίνουμε εννοιολογικά αν με τον όρο αναγνώριση[50]καλύπτεται το ίδιο νομικό φαινόμενο σε διάφορους κλάδους στους οποίους ο όρος χρησιμοποιείται και να αναρωτηθούμε αν πρόκειται περί του αυτού νομικού φαινομένου (π.χ. η αναγνώριση στο διεθνές δίκαιο ή αναγνώριση, κυρίως, στο ευρωπαϊκό δίκαιο) ή περί παράλληλων ή επάλληλων φαινομένων.

Έτσι, εν συντομία, στο δημόσιο διεθνές δίκαιο είναι γνωστή η προβληματική της αναγνωρίσεως κράτους[51]και όχι μόνο. Είναι προφανές ότι αν και υπάρχουν κοινοί τόποι με την αναγνώριση του ιδ.δ.δ. (κυρίως από τη σκοπιά της προβληματικής της αναγνώρισης) οι δύο προβληματικές εμφανίζουν πολύ έντονες διαφορές (κυρίως λόγω αντικειμένου άλλο αλλοδαπή ιδιωτική έννομη σχέση άλλο Κράτος).

Στο ευρωπαϊκό δίκαιο η αναγνώριση χρησιμοποιείται ευρύτατα (π.χ. αναγνώριση διπλωμάτων, νομικών προσώπων, κλπ) με τρόπο αν όχι ταυτόσημο πάντως στενότατα παραπλήσιο. Πράγματι όταν λέμε αναγνώριση τόσο στο ιδ.δ.δ. όσο και στο ευρωπαϊκό εννοούμε το ίδιο πράγμα δηλαδή την προέκταση εννόμων συνεπειών ( ή και ιδιοτήτων) πέραν των νομικών συνόρων ενός κράτους. Για παράδειγμα η αναγνώριση αλλοδαπού πτυχίου Κράτους Α σημαίνει η νομική αναγνώριση της πιστοποίησης ιδιοτήτων του φορέα του πτυχίου στο Κράτος Β. Το ίδιο συμβαίνει και με τον αλλοδαπό γάμο για παράδειγμα η νομική κατάσταση του νυμφευμένου σε μία έννομη τάξη Α αναγνωρίζεται σε μία έννομη τάξη Β. Με άλλα λόγια η αναγνώριση εννόμου καταστάσεως τόσο στο ευρωπαϊκό όσο και στο ιδ.δ.δ είναι έννοιες αν όχι απολύτως ταυτόσημες (κυρίως λόγω της τελεολογικής αφετηρίας, στο ευρωπαϊκό η ανάγκη αναγνώρισης είναι εντονότερη λόγω της νομικής κοινότητας δικαίου ενώ στο ιδ.δ.δ. πλέον «ουδέτερη») πάντως συνάλληλες.

                            *
            *                              *



Β- Η έννοια και το αντικείμενο της μεθόδου αναγνώρισης


10. Δεν θα χρονοτριβήσουμε επί του ερωτήματος εάν η μέθοδος αναγνώρισης συνιστά ή όχι μέθοδο. Είναι πρόδηλο ότι διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά μεθόδου. Θα εκτεθούν εξάλλου και στη συνέχεια, όλα τα μεθοδολογικά στάδια της αναγνώρισης. Ως προς το αντικείμενο ας λεχθεί εισαγωγικά ότι μπορεί να είναι μια δικαστική απόφαση ( η περίπτωση αυτή είναι γνωστή και επεξεργασμένη και δεν γεννά ιδιαίτερα μεθοδολογικά ερωτηματικά) αλλά και μιας πράξης αποφασιστικού περιεχομένου (δηλαδή όταν η δημόσια αρχή δεν είναι απλώς παθητική αλλά ενεργητική, π.χ. στο πλαίσιο μιας υιοθεσίας) ή μιας πράξης τυπικής, αλλά μη αποφασιστικού περιεχομένου (όπου η δημόσια αρχή είναι παθητική όπως π.χ. όταν υποδέχεται την ιδιωτική βούληση στις συμβολαιογραφικές πράξεις).

Τις δύο τελευταίες κατηγορίες τις είχαμε ονομάσει οιονεί δημόσιες πράξεις (γιατί η φύση τους είναι μεικτή παραμένουν κατά βάση ιδιωτικού δικαίου σχέσεις απλώς σε αυτές μετέχει σε διαφορετικό βαθμό και για διαφορετικό λόγο μία δημόσια αρχή).  Προφανώς οι οιοινεί δημόσιες πράξεις αποτελούν ως δημόσια instrumentaαπλώς κέλυφος ενώ το negotiumείναι προϊόν ιδιωτικής βούλησης συνήθως. Επομένως και αυτό είναι μία σημαντική εξέλιξη αυτό που αναγνωρίζουμε είναι δια του δημόσιου instrumentumτην έννομη σχέση ή κατάσταση που εμπεριέχεται και σταθεροποιείται εξωτερικά με το instrumentum. 

Κεντρικός μεθοδολογικός μοχλός της μεθόδου αναγνώρισης είναι ο έλεγχος. Οι έννομες πράξεις, σχέσεις και καταστάσεις δεν αναγνωρίζονται αυτομάτως. Όπως και προκειμένου περί των αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων θα πρέπει να υπόκεινται στον έλεγχο της έννομης τάξης υποδοχής. Θα επικεντρωθούμε σε τρία επιμέρους ζητήματα που απασχολούν τη διεθνή συζήτηση ήτοι τη διάκριση της μεθόδου αναγνώρισης από τον κανόνα σύγκρουσης, κατά κάποιο τρόπο το πεδίο εφαρμογής της μεθόδου αναγνώρισης, για το αν το φαινόμενο της αναγνώρισης αντιμετωπίζεται από μία μόνο μέθοδο ή από περισσότερες και βέβαια στη τελευταία αυτή περίπτωση πως διακρίνεται η μέθοδος αναγνώρισης από τη μέθοδο αναφοράς.


1) Ταυτότητα και χαρακτηριστικά της μεθόδου αναγνώρισης - Διάκριση της μεθόδου αναγνώρισης από τον κανόνα σύγκρουσης


11. Το πρώτο ερώτημα αφορά στη διερεύνηση του ποιος και κυρίως πως αποφασίζει την επιλογή της εφαρμογής του κανόνα της αναγνώρισης αντί του κανόνα σύγκρουσης. Ποιος και πως θα κρίνει αν η συγκεκριμένη έννομη κατάσταση έχει συγκροτηθεί (δηλαδή νομικά υπάρχει) αδιαμφισβήτητα στο πλαίσιο άλλης εννόμου τάξεως. Πρακτικά το πρώτο στη σειρά ζήτημα που αναφύεται είναι αν συγκεκριμένη οιονεί δημόσια πράξη (και φυσικά η έννομη σχέση που δια αυτής μεταφέρεται) υποβάλλεται στη μέθοδο της αναγνώρισης ή στη μέθοδο του κανόνα σύγκρουσης. Αυτό το ζήτημα δεν μπορεί να έχει μία γενικευμένη λύση. Εξαρτάται από τις αντιλήψεις του κάθε forumπότε θεωρεί ότι μία έννομη σχέση έχει συγκροτηθεί επαρκώς ώστε να υπάγεται στη βάσανο των προϋποθέσεων ελέγχου της μεθόδου αναγνώρισης και όχι στο προβληματισμό του προσδιορισμού του εφαρμοστέου δικαίου του κανόνα σύγκρουσης.

12. Δεν τίθεται σοβαρά εν αμφιβόλω σήμερα πως η νομική και πραγματική ύπαρξη εννόμου σχέσεως- υπό την έννοια της αντικειμενικής σύνδεσης με μία δεδομένη, συνεπώς γνωστή, έννομη τάξη-  καθιστά την άσκηση  του εντοπισμού του εφαρμοστέου δικαίου άσκηση εκ του περισσού. Αλλά πότε και πως – κατά το εκάστοτε forum-   μια έννομη σχέση θεωρείται ότι είναι συγκροτημένη και υποστατή στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης (άλλης) εννόμου τάξεως;

Μία έννομη σχέση (ή κατάσταση) υποστατή, η οποία έχει ήδη δημιουργηθεί, συγκροτηθεί και έχει αναγνωριστεί ως υπαρκτή από μία δεδομένη και γνωστή έννομη τάξη δεν απαιτεί τον προσδιορισμό εφαρμοστέου δικαίου. Αυτή η έννομη τάξη είναι εξ υποθέσεως γνωστή. Είναι η έννομη τάξη που δημιούργησε τη σχέση και την θεωρεί υποστατή. Το μόνο πλέον αντικείμενο είναι η αναγνώριση ή μη της σχέσης αυτής από το forum (έννομη τάξη υποδοχής). Το σημείο αυτό δείχνει αναντίρρητο.

13. Τα (δικαιοπολιτικά) θεμέλια της πρότασης αυτής είναι διάφορα και έχουν ήδη γίνει αντικείμενο επεξεργασίας με μεγάλη πληρότητα[52]και σαφήνεια (ανάμεσα τους έχουν προταθεί η ανάγκη διεθνούς συνοχής – μη διάσπασης- της ιδιωτικής σχέσης, οι νόμιμες και εύλογες προσδοκίες των μερών, η διεθνής βεβαιότητα της προσωπικής κατάστασης), χωρίς να είναι έτσι απαραίτητο να επιμείνουμε περισσότερο εδώ. Όλα τα προαναφερθέντα θεμέλια από κοινού και ξεχωριστά παρέχουν ένα στέρεο δικαιοπολιτικό βάθρο στη μέθοδο αναγνώρισης.

14. Όσον αφορά τα χαρακτηριστικά της μεθόδου αναγνώρισης όπως ορθά παρατηρεί ο Mayer[53], αυτή εξυπηρετεί επιπλέον μία συγκεκριμένη ουσιαστική τελεολογία (διότι στην πραγματικότητα εξυπηρετεί την εναρμόνιση με μία ήδη υπάρχουσα κατάσταση), μια τελεολογία πιο ευέλικτη και που εμπεριέχει και σταθμίσεις αναγόμενες στην αρχή της αναλογικότητας.

Σε κάθε περίπτωση, η μέθοδος της αναγνώρισης είναι μέθοδος μονομερής σε αντίθεση με την μέθοδο του κανόνα σύγκρουσης, που συνιστά μέθοδο θεμελιωδώς διμερή. Πράγματι στη μέθοδο της αναγνώρισης κάθε εθνική έννομη τάξη καθορίζει ελεύθερα την πολιτική της σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής της μεθόδου και τις προϋποθέσεις του ελέγχου, υπό την επιφύλαξη των υπερεθνικών ευρωπαϊκών επιταγών.

Επίσης η μέθοδος του κανόνα σύγκρουσης έχει να επιλύσει ένα πρόβλημα επιλογήςενώ η μέθοδος αναγνώρισης ένα ζήτημα ελέγχου για τηναποδοχή ή μηεννόμων αποτελεσμάτων μιας οιονεί δημόσιας πράξεως που μεταφέρει μία ήδη συγκροτηθείσα, υποστατή έννομη σχέση.

15. Η χρήση της μεθόδου της αναγνώρισης επιβάλλεται από την ύπαρξη (που δεν μπορεί και δεν πρέπει να αγνοηθεί για να μην δημιουργούνται χωλές, παθολογικές έννομες σχέσεις) της έννομης σχέσης η οποία εκκινεί από μία πράξηκαι από το συγκεκριμένοχαρακτήρα της. Αυτό κυρίως είναι που τη διακρίνει από τον κανόνα σύγκρουσης που έχει ως υπόθεση εργασίας τη δημιουργία εννόμου σχέσεως δια της εφαρμογής κανόνα γενικού, υποθετικού και αφηρημένου.

16. Συμπερασματικά η λειτουργία της μεθόδου αναγνώρισης συνίσταται στην αναγνώριση στο forumτων αποφάσεων, των πράξεων αποφασιστικού περιεχομένου καθώς και των τυπικών πράξεων (μη αποφασιστικού περιεχομένου) που ουσιώνουν και μεταφέρουν υπαρκτές έννομες σχέσεις σε μια άλλη έννομη τάξη. Αυτό τη διακρίνει κατά θετικό τρόπο από τη μέθοδο του κανόνα σύγκρουσης, η λειτουργία του οποίου αφορά στη δημιουργία (ρύθμιση) μιας ιδιωτικής έννομης σχέσης, η οποία δεν υφίσταται και επομένως καθίσταται προκριματικά αναγκαίο να προσδιορισθεί το εφαρμοστέο δίκαιο δυνάμει του οποίου θα συγκροτηθεί.

Τα κύρια μεθοδολογικά βήματα της μεθόδου αναγνώρισης είναι τρία: διαπίστωση ύπαρξης εννόμου σχέσεως (δια οιονεί δημόσιας πράξεως), έλεγχος αυτής (πληροί τις προϋποθέσεις αναγνωρίσεως της), προσδιορισμός των εννόμων συνεπειών της στο forum.


17. Στο πυρήνα της μεθόδου αναγνώρισης βρίσκεται, όπως προλέχθηκε, ο έλεγχος μέσω του οποίου η πράξη- δικαιοδοτική ή μη- και η έννομη σχέση που επισήμως διατυπώνεται με την υπό κρίση πράξη, επεκτείνουν τη νομική εγκυρότητα και ισχύ τους στην έννομη τάξη υποδοχής. Ο έλεγχος συνιστά την ουσία της μεθόδου της αναγνώρισης, όπως η επιλογή συνιστά το ίδιον των μεθόδων και διεργασιών των κανόνων σύγκρουσης. Κατά τον τρόπο αυτό οριοθετείται επομένως αρνητικά η μέθοδος της αναγνώρισης σε σχέση με τις μεθόδους των κανόνων επιλογής δικαίου (κανόνας σύγκρουσης, κανόνας αμέσου εφαρμογής και ουσιαστικοί κανόνες ιδ.δ.δ.) αφού η αναγνώριση αφορά όλες τις περιπτώσεις εισαγωγής  αλλοδαπών εννόμων αποτελεσμάτων στο forumπου δεν χρειάζονται επιλογή εφαρμοστέου δικαίου.


2) Πρόκειται για μία μέθοδο ή για πολλές μεθόδους αναγνώρισης;

18. Αντιθέτως, αρμόζει να εμβαθύνουμε στο ερώτημα εάν πρόκειται για μία μέθοδο ή για περισσότερες μεθόδους.

Φαίνεται, στην πραγματικότητα, πως υπό την σκέπη της μεθόδου της αναγνώρισης μπορούμε να διακρίνουμε –και λίγο ενδιαφέρει ως προς την ουσία του ζητήματος οι ορολογικές παραλλαγές – δύο διακριτές κατηγορίες εννόμων σχέσεων, καταστάσεων και πράξεων που υπάγονται σε αυτή : τις σχέσεις που έχουν αποκρυσταλλωθεί και εκείνες που δεν έχουν τυπικά και εξωτερικά αποκρυσταλλωθεί.

Η αποκρυστάλλωση που βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της διακρίσεως σημαίνει το αντικειμενικό στοιχείο δημιουργίας και πρόσδεσης συγκεκριμένης εννόμου τάξεως με συγκεκριμένη έννομη σχέση ή έννομη κατάσταση. Συνήθως, αν όχι αποκλειστικά, θα πρόκειται περί κάποιας δημόσιας πράξεως (ανεξαρτήτως της λειτουργίας της δηλαδή αν είναι διαπιστωτική – π.χ. συμβολαιογραφική πράξη πωλήσεως- ή  διαπλαστική – π.χ. η δημοσιότητα συμφώνου συμβιώσεως). Ως προς αυτές το ζήτημα που τίθεται όπως προλέχθηκε είναι αν π.χ. η απλή δημοσιότητα πρέπει να θεωρηθεί ιδιωτικοδιεθνολογικά ως προσήκουσα πρόσδεση σε μία έννομη τάξη, αν επαρκεί για να «εθνικοποιήσει» τη σχέση ή όχι.

Εκτός όμως από τις έννομες σχέσεις των οποίων η ύπαρξη έχει πιστοποιηθεί στον έξω κόσμο με τυπική πράξη υπάρχουν και σχέσεις που μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν δημιουργηθεί άτυπαεκτός της παρεμβολής δημόσιας αρχής. Αυτό συμβαίνει ιδίως όταν μία έννομη σχέση έχει αναπτυχθεί εξολοκλήρου αρχικά στο πλαίσιο μιας έννομης τάξης για κάποιο χρόνο και διεθνοποιείται σε ύστερο στάδιο. Τα πραγματικά περιστατικά της γνωστής υπόθεσης Unger v. Scwebbel, συνιστούν ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα[54].   

19. Για να διακρίνουμε ορολογικά τις δύο κατηγορίες σχέσεων των τυπικά πιστοποιημένων και ατύπως υπαρχόντων (ελλείψει δηλαδή αντικειμενικού στοιχείου εξωτερικής διαπίστωσης) μπορούμε να ονομάζουμε τις πρώτες δημιουργηθείσες έννομες σχέσεις και τις δεύτερες εγκατεστημένες[55](enracinés) έννομες σχέσεις.

Η διαφορά των δύο κατηγοριών έγκειται ιδίως στο ότι, παρότι συνιστούν έννομες σχέσεις υπαρκτές και συγκεκριμένες αμφότερες, οι πρώτες τυγχάνουν αντικειμενικής ιδιωτικοδιεθνολογικά πρόσδεσης  η οποία καθιστά κάθε προσδιορισμό εφαρμοστέου δικαίου περιττό, ενώ, οι δεύτερες βρίσκονται ριζωμένες, αλλά κατά τρόπο εξελικτικό χωρίς αντικειμενική, εξωτερική υποστήριξη.

Το ερώτημα που τέθηκε είναι αν και οι δύο αυτές κατηγορίες ως προς την ιδιωτικοδιεθνολογική τους ρύθμιση υπάγονται στη μέθοδο αναγνώρισης και φυσικά εάν η μέθοδος αναγνώρισης είναι μεθοδολογικά η ίδια και στις δύο περιπτώσεις.

20. Ο P. Mayer υποστήριξε ότι τα δύο ζητήματα υπάγονται σε διαφορετικές εκδοχές της μεθόδου αναγνώρισης η μεν πρώτη κατηγορία που κυρίως περιλαμβάνει τις τυπικά δημιουργηθείσες έννομες σχέσεις υπάγεται στη μέθοδο αναγνώρισης που προσομοιάζει μεθοδολογικά με εκείνη που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο των αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων ενώ η δεύτερη κατηγορία υπάγεται σε μία άλλη ιδιότυπη εκδοχή της μεθόδου αναγνωρίσεως που προσομοιάζει περισσότερο προς τον κανόνα σύγκρουσης.

21. Πιστεύω ότι πρέπει να διακριθούν οι δύο αυτές κατηγορίες με διαφορετικά χαρακτηριστικά και να υπαχθούν σε διαφορετικές μεθοδολογικά ασκήσεις.  Και αυτό διότι βρισκόμαστε ενώπιον περισσότερων, διακριτών τύπων αναγνώρισης και η μέθοδος θα πρέπει στην πραγματικότητα να προσιδιάζει στην συγκεκριμένη φύση του εκάστοτε υπό κρίση ζητήματος. Και θα το δούμε στη συνέχεια πως οι τύποι αποκρυστάλλωσης και εγκατάστασης διακρίνονται με επαρκή σαφήνεια[56].

22. Το διακύβευμα της συζήτησης αυτής είναι τριπλής σημασίας κατά τη γνώμη μου: από τη μία πλευρά, να διευκρινιστεί ο τρόπος λειτουργίας, των μεθόδων αναγνώρισης· από την άλλη πλευρά να διευκρινιστεί η (όποια) επέμβαση του κανόνα σύγκρουσης του forumστη λειτουργία της αναγνώρισης και εν τέλει να οριοθετηθούν οι περιπτώσεις που υπάγονται στις αντίστοιχες μεθόδους αναγνώρισης.

23. Είναι χρήσιμο συνεπώς προκειμένου να διακριθούν μεθοδολογικά οι δύο προαναφερθείσες περιπτώσεις αποκρυσταλλωμένων και εγκατεστημένων εννόμων σχέσεων να διακριθούν ουσιαστικά και ορολογικά οι προτεινόμενες μέθοδοι που τους αντιστοιχούν. Γιατί είναι αλήθεια ότι ο όρος μέθοδος αναγνώρισης δημιουργεί σύγχυση όταν αφορά κατά ορολογικά αδιάκριτο τρόπο και στις δύο κατηγορίες. Για το λόγο αυτό ως προς τις έννομες σχέσεις που έχουν συγκεκριμένα και αντικειμενικά αποκρυσταλλωθεί με οιονεί δημόσια πράξη εφαρμοστέα είναι η μέθοδος αναγνώρισης (méthode de reconnaissance) ενώ ως προς τις έννομες σχέσεις που έχουν συγκεκριμένα αλλά κατά μη αντικειμενικό τρόπο εγκατασταθεί σε μία γνωστή έννομη τάξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί η μέθοδος αναφοράς (méthode de relevance)  που προσομοιάζει με τον κανόνα σύγκρουσης σε μία άλλη όμως επιβεβαιωτική λειτουργία.

24. Μία δεύτερη παρατήρηση στο σημείο αυτό αφορά τη διευκρίνηση ως προς το αντικείμενο της αναγνώρισης.

Τι αναγνωρίζουμε; Την αλλοδαπή οιονεί δημόσια πράξη  ή την υποκείμενη έννομη σχέση/ κατάσταση που αυτή πιστοποιεί;

Πρέπει να εκκινήσουμε από τη παραδοχή ότι ο απαραίτητος νομικός στυλοβάτης του negotiumείναι το instrumentum[57]το δεύτερο δεν είναι νοητό χωρίς το πρώτο. Επομένως η αναγνώριση της αλλοδαπής δημόσιας πράξης επιφέρει και την αναγνώριση της υποκείμενης έννομης σχέσης.  Το θέμα δεν είναι αυτό. Εστιάζεται περισσότερο όχι στο αν αναγνωρίζουμε και την υποκείμενη ιδιωτική έννομη σχέση αλλά πόσο και τι αναγνωρίζουμε σε σχέση με αυτή ως προς το πεδίο των εννόμων συνεπειών.

Ωστόσο, από την άλλη δεν διακρίνω και κάποια per seπρακτική αξία σε αυτή τη συζήτηση.  Διότι μέσω της πράξης – η οποία έχει το πλεονέκτημα ότι είναι απτή στον υλικό κόσμο- αναγκαστικά αναγνωρίζεται και η έννομη σχέση- με την οποία συνδέεται εν όλω η υποκείμενη πράξη (της οποίας ζητείται η αναγνώριση). 

25. Όπως προαναφέρθηκε ο P. Mayer διέκρινε δύο κατηγορίες εννόμων σχέσεων που σχετίζονται με την αναγνώριση: αυτές που υπάγονται στη μέθοδο της αναγνώρισης- η οποία η ίδια εμφανίζεται κατά μεγάλο μέρος όμοια με αυτή του γνωστού ελέγχου των αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων, καθώς και αυτές που υπάγονται στη μέθοδο της αναγνώρισης των εννόμων καταστάσεων (που την ονομάσαμε εδώ μέθοδο αναφοράς) η οποία συνιστά μία επιβεβαιωτική θα έλεγα εκδοχή της μεθόδου του κανόνα σύγκρουσης. Το πρακτικό διακύβευμα συνίσταται φυσικά στον περιορισμό του ενδογενούς φιλελευθερισμού από την εφαρμογή του κανόνα σύγκρουσης του κράτους αναγνώρισης στη δεύτερη περίπτωση δηλαδή ο περιορισμός του συστήματος ιδ.δ.δ. του forum.

26. Αν και δεν είμαι σύμφωνος ως προς το ότι ο P. Mayer υπάγει στη δεύτερη μέθοδο υποκατάστατο του κανόνα σύγκρουσης και ορισμένες έννομες σχέσεις αντικείμενο πράξεων δημόσιας αρχής (γιατί θεωρώ ότι κάθε παρέμβαση αλλοδαπής δημόσιας αρχής στη πραγματικότητα «ιδιωτικοδιεθνολογικά» εθνικοποιεί την έννομη σχέση) δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί ότι πράγματι έχουμε ορισμένες περιπτώσεις που έννομες σχέσεις χωρίς παρέμβαση δημόσιας αρχής μπορούν να θεωρηθούν υπαρκτές και επομένως θα πρέπει να ελεγχθούν δυνάμει της δεύτερης μεθόδου την κατά τον Mayer μέθοδο αναγνώρισης εννόμων καταστάσεων και την καθ ημάς μέθοδο αναφοράς η οποία συνιστά ένα υποκατάστατο (succédané, Ersatz) της μεθόδου του κανόνα σύγκρουσης.

Έτσι συμπερασματικά διακριβώνεται πράγματι η ύπαρξη δύο μεθόδων αναγνώρισης και δημιουργείται συνεπώς η ανάγκη διάκρισης των δύο μεθόδων και των περιπτώσεων που υπάγονται σε κάθε μία από αυτές.

3) Η μέθοδος αναγνώρισης και η μέθοδος αναφοράς

i) Διάκριση της μεθόδου αναγνωρίσεως από τη μέθοδο αναφοράς- Οι έννοιες αποκρυστάλλωση και «εγκατάσταση» εννόμου σχέσεως


27. Το σημείο εκκίνησης του σκεπτικού συνίσταται στο ερώτημα πότεμία έννομη σχέση έχει ήδη δημιουργηθεί και έχει ήδη καταστεί συγκεκριμένη[58].

Θα πρέπει δηλαδή να ορίσουμε τους παράγοντες που καθιστούν τη σχέση υπαρκτή και που την συνδέουν με δεδομένη έννομη τάξη. Με άλλα λόγια αξίζει να αναρωτηθούμε για τα στοιχεία τα οποία δικαιολογούν τη μετάβαση από την εφαρμογή της μεθόδου του κανόνα σύγκρουσης στην εφαρμογή της μεθόδου της αναγνώρισης μέσω του κριτηρίου της αποκρυστάλλωσης της συγκεκριμένης εννόμου σχέσεως και των περιπτώσεων επίσης που χωρίς να έχουν αποκρυσταλλωθεί θεωρούνται ως υπαρκτές από δεδομένη έννομη τάξη και οι οποίες θα πρέπει να υπαχθούν στη μέθοδο της αναφοράς. Υπάρχει δηλαδή ανάγκη μίας τριμερούς οριοθέτησης ανάμεσα καταρχήν και κυρίως των περιπτώσεων που υπάγονται στη μέθοδο αναγνώρισης και εκείνων που υπάγονται στη μέθοδο αναφοράς νοουμένου ότι σε αμφότερες τις περιπτώσεις περιορίζεται η εφαρμογή του κανόνα σύγκρουσης που αφορά μόνο την υπόθεση της δημιουργίας εννόμου σχέσεως.

28. Θα πρέπει επομένως να γίνει διάκριση ανάμεσα σε δύο περιπτώσεις: σε αυτήν, καταρχήν της αποκρυστάλλωσης, η οποία αναφέρεται σε μία αντικειμενική και συγκεκριμένη ύπαρξη, που οφείλεται στην τυπική ή αποφασιστική επέμβαση μιας δημόσιας αρχής (ή ενός ιδιώτη στον οποίο έχει αποδοθεί δικαιοδοτική λειτουργία, όπως είναι ο διαιτητής) στο πλαίσιο μιας έννομης σχέσης ιδιωτικού δικαίου και ανταποκρίνεται στην υπόθεση εργασίας της αναγνώρισης. Και σε εκείνην της εγκατάστασης όταν μία έννομη σχέση χωρίς να είναι αντικειμενικά προσδεδεμένη (με πράξη δημόσιας αρχής) σε μία έννομη τάξη εντούτοις θεωρείται από αυτήν ως υπαρκτή. Στην πραγματικότητα, η αποκρυστάλλωση έχει πρώτα από όλα συνέπειες ως προς την επιλογή της κατάλληλης μεθόδου στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, διότι αυτό το αντικειμενικό υπόβαθρο καθιστά πρόδηλη και δεδομένη μέσα στον χρόνο και το χώρο την ύπαρξη μιας έννομης σχέσης.

29. Έτσι στη μέθοδο της αναγνώρισης υπάγονται χωρίς αμφιβολία οι αλλοδαπές δικαστικές αποφάσεις, οι διαιτητικές αποφάσεις[59]και οι οιονεί δημόσιες πράξεις αποφασιστικού χαρακτήρα.


Ζήτημα έχει δημιουργηθεί αναφορικά με τις δημόσιες πράξεις μη αποφασιστικού χαρακτήρα όταν δηλαδή η αλλοδαπή δημόσια αρχή ήταν παθητική ως προς τη συμμετοχή της στη δημιουργία της εννόμου σχέσεως που αποτελεί το υπόβαθρον της δημοσίας πράξεως. Έτσι συμβαίνει π.χ. ως προς μία απλή συμβολαιογραφική πράξη πώλησης ή ως προς μία πράξη δημοσιότητας. Το ζήτημα που διχάζει την επιστήμη αλλά και τη διεθνή νομολογία είναι ακριβώς αν αυτές οι πράξεις υπάγονται στη μέθοδο αναγνώρισης ή στη μέθοδο του κανόνα σύγκρουσης. Με διαφορετικά λόγια αν η φύση της παρέμβασης της δημόσιας αρχής δικαιολογεί την εφαρμογή της μεθόδου αναγνώρισης ή όχι.

Ως προς αυτές, υποστηρίζονται δύο κυρίως απόψεις στην επιστήμη: η πρώτη άποψη θεωρεί ότι η (παθητική) επέμβαση μιας δημόσιας αρχής σε μία κατά βάση ιδιωτική σχέση  δεν «αντικειμενικοποιεί», δεν προσδένει (ή πάντως όχι επαρκώς, σημαντικά) την έννομη αυτή σχέση από τη σκοπιά του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, και συνεπώς, τυχαίνει εφαρμογής η μέθοδος αναγνώρισης αλλά εκείνη του κανόνα σύγκρουσης. Η δεύτερη άποψη θεωρεί ότι οιαδήποτε παρέμβαση δημόσιας αρχής σε μία σχέση (ενεργητική ή παθητική) «αντικειμενικοποιεί» προσδένει τη σχέση και δεν τίθεται ζήτημα συνεπώς προσδιορισμού του εφαρμοστέου δικαίου αλλά προϋποθέσεων αναγνώρισης της ισχύος της πράξεως ή της εννόμου σχέσεως στην αλλοδαπή και συγκεκριμένα στο εκάστοτε forum.

30. Επί του ζητήματος αυτού πρέπει καταρχήν να υπογραμμισθεί ότι αναγνώριση σημαίνει καταρχήν, αναγνώριση της ίδιας σχέσης με την ίδια νομική ένταση- στόχος που δεν είναι όμως πάντοτε εφικτός- στην έννομη τάξη υποδοχής.

31. Στην πραγματικότητα φαίνεται πως αυτή η ανάλυση συγχέει την χρήση της κατάλληλης μεθόδου με το ζήτημα της έννομης ισχύος (ποια έννομη συνέπεια δηλαδή θα πρέπει να αναγνωριστεί).

Πράγματι, ένας γάμος ο οποίος έχει τελεστεί ενώπιον μιας ελληνικής αρχής θα είναι ελληνικός γάμος και θα πρέπει μέσω του ελέγχου να αναγνωρίζεται ως τέτοιος, ώστε, στο μέτρο του εφικτού να αναγνωρίζεται στην αλλοδαπή με την ίδια ιδιότητα (έννομες συνέπειες και ισχύς) που αυτός απολαμβάνει στην ελληνική έννομη τάξη.

Παρατηρήθηκε[60]  πως η παρέμβαση της δημόσιας αρχής στην ιδιωτική σχέση δεν έχει ως αποτέλεσμα την απάλειψη των νομικών ελαττωμάτων της (προσθέτουμε: των ενδεχόμενων των εν δυνάμει δηλαδή). Αυτό είναι ακριβές. Ωστόσο η πράξη του γάμου η οποία πιθανώς είναι ελαττωματική, στο μέτρο που δεν έχει προσβληθεί, παραμένει έγκυρη και απολαμβάνει του τεκμηρίου της εγκυρότητας. Και οι σύζυγοι αντιμετωπίζονται ως παντρεμένοι, διότι απολαμβάνουν του εννόμου αυτού καθεστώτος.

Για το λόγο αυτό, επί της αρχής, η κατάλληλη μέθοδος που εφαρμόζεται σε μία υπαρκτήέννομη σχέση είναι η μέθοδος της αναγνώρισης. Εξάλλου, δεχόμαστε σήμερα ακριβώς πως είναι δυνατόν να ζητηθεί η αναγνώριση ακόμη και αλλοδαπής απόφασης πρώτου βαθμού (η οποία υπόκειται σε έφεση στο κράτος προέλευσης). Το εάν η απόφαση αυτή τροποποιηθεί στη συνέχεια κατόπιν έφεσης, στο κράτος προέλευσή της, αυτό είναι αδιάφορο κατά τη χρονική στιγμή της αναγνώρισης της.

32. Συνεπώς ευκτέον είναι να μην συγχέονται τρία διαφορετικά επίπεδα του συλλογισμού. Η επί της αρχής χρήση της μεθόδου αναγνώρισης εξαιτίας της αντικειμενικής ύπαρξής της σχέσεως δια της οιονεί δημόσιας πράξεως, η ισχύς της (ποιες έννομες συνέπειες θα πρέπει να αναγνωριστούν) και η έκταση της ισχύος της (επί παραδείγματι το απρόσβλητο της έννομης σχέσης στην περίπτωση που η τελική αντιδικία θα είχε ως αποτέλεσμα την επιβεβαίωση του περιεχομένου αυτής).


ii) Περιορισμός των αντίστοιχων πεδίων εφαρμογής της μεθόδου της αναγνώρισης και της μεθόδου της αναφοράς

33. Παρατηρούμε έτσι τη διαφορά της απόψεως μας σε σχέση με την ανάλυση του Mayer. Σύμφωνα με τη δική μας άποψη κάθε τυπική οιονεί δημόσια πράξη (actes publics formels) υπάγεται απαραιτήτωςστην μέθοδο της αναγνώρισης, η οποία συγγενεύει με τη μέθοδο αναγνώρισης των αποφάσεων· κοινό δε θεμέλιο τους είναι ο έλεγχος. Επομένως, κατά τη δική μου γνώμη, ανήκει στο καθ’ ύλη πεδίο εφαρμογής της μεθόδου κάθε δικαιοδοτική απόφαση ή πράξη (η οποία απορρέει είτε από τον δικαστή είτε από τον διαιτητή που διαδραματίζει λειτουργικά ισοδύναμο ρόλο), οι οιονεί δημόσιες πράξεις που έχουν διαπλαστικό χαρακτήρα (στις οποίες κατά βάση η δημόσια αρχή είχε ενεργό ρόλο)   καθώς και οι τυπικές οιονεί δημόσιες πράξεις (στις οποίες η δημόσια αρχή είχε ένα καθαρά παθητικό ρόλο). Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι θα έχουν το ίδιο νομικό καθεστώς ελέγχου ούτε θα παραγάγουν την ίδια νομική ισχύ. Όμως η μέθοδος, υπό την προπεριγραφείσα έννοια, είναι η ίδια.

34. Αντιθέτως, οι συγκεκριμένες, υπαρκτές και νομικά ισχυρές έννομες σχέσεις που είναι εγκατεστημένες (enracinés) σε μια δεδομένη έννομη τάξη, χωρίς παρέμβαση κάποιας δημόσιας αρχής της χώρας αυτής, οι καθαρά ιδιωτικές σχέσεις, θα υπάγονται στη μέθοδο της συνάφειας (την μέθοδο της αναγνώρισης των εννόμων σχέσεων κατά τον Mayer). Το καθ’ ύλη πεδίο εφαρμογής δεν ταυτίζεται απαραιτήτως με το προτεινόμενο από τον Mayer, για τους λόγους που ήδη προανέφερα.

Η μέθοδος αναφοράς συνιστά πιο φιλελεύθερη εκδοχή του κανόνα σύγκρουσης[61]. Στην πραγματικότητα, επιβεβαιώνει, κατά τρόπο έμμεσο την σύνδεση μιας έννομης σχέσης με μία δεδομένη έννομη τάξη, λειτουργία που ισοδυναμεί με έναν ex postκαθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου[62].

Διακρίνεται από την υπόθεση εργασίας της μεθόδου αναγνώρισης, η οποία δεν ενεργοποιείται λόγω της ύπαρξης μόνο μιας συγκεκριμένης, ιδιωτικής έννομης σχέσης, αλλά, επιπροσθέτως επειδή είναι επαρκώς συνδεδεμένη με μία έννομη τάξη δεδομένη, η οποία προσδιορίζεται δυνάμει αντικειμενικών κριτηρίων. Είναι ακριβώς αυτό το τελευταίο στοιχείο που καθιστά περιττή τη χρήση της μεθόδου του κανόνα σύγκρουσης και σε καμία περίπτωση το στοιχείο της ύπαρξης και μόνο της σχέσης. 

35. Ολοκληρώνοντας αυτές τις μεθοδολογικές διευκρινίσεις νομίζω πως μπορούμε σαφώς πλέον να διακρίνουμε αρκετά σαφώς τις τρεις μεθοδολογικές εκδοχές: τη μεθοδολογία επιλογής εφαρμοστέου δικαίου δυνάμει των οποίων υποδεικνύεται ένας εφαρμοστέος κανόνας και οι οποίες αφορούν στη συγκρότηση έννομης σχέσης, τη μέθοδο της αναγνώρισης, η οποία ενεργοποιείται ενόψει δικαστικής ή διαιτητικής απόφασης, μιας διαπλαστικής οιονεί δημόσιας πράξης ή μιας τυπικής οιονεί δημόσιας πράξης, η οποία ενσωματώνει μία ιδιωτική έννομη σχέση αποκρυσταλλωμένηκατά το ιδ.δ.δ.[63]και συγκεκριμένη[64], και, τέλος, την μέθοδο της αναφοράς, η βασική λειτουργία της οποίας είναι η επιβεβαίωση[65]στο πλαίσιο του ιδ.δ.δ. του υποστατού μιας έννομης σχέσης καθαρά ιδιωτικής, συγκεκριμένης και εγκατασταθείσας σε μία δεδομένη έννομη τάξη, που όμως δεν έχει καθόλου «επισημοποιηθεί»[66], δεν έχει μεσολαβήσει δηλαδή καμία παρέμβαση δημόσιας αρχής.

Αυτή η τελευταία μέθοδος διακρίνεται σαφώς από τη μέθοδο του κανόνα σύγκρουσης εξαιτίας του συγκεκριμένου και υπαρκτού χαρακτήρα του αντικειμένου της. Πράγματι ενώ ο κανόνας σύγκρουσης ενεργοποιείται προκειμένου να ανεύρουμε το εφαρμοστέο δίκαιο δυνάμει του οποίου θα συγκροτηθεί μία σχέση η μέθοδος αναφοράς έχει ως αντικείμενο την εκ των υστέρων επιβεβαίωση μέσω του αρμόδιου δικαίου συγκεκριμένης και υπαρκτής υφιστάμενης ιδιωτικής έννομης σχέσης.

Η τελευταία επίσης σαφώς διακρίνεται και από τη μέθοδο αναγνώρισης που στηρίζεται στον έλεγχο και τη θέση προϋποθέσεων επέκτασης της νομικής ισχύος της αλλοδαπής αποφάσεως ή πράξεως και στο forum. Η έννομη σχέση που είναι το αντικείμενο της τελευταίας είναι αποκρυσταλλωμένη κυρίως χάρη στη παρέμβαση δημόσιας αρχής συγκεκριμένης εννόμου τάξεως.

Με αυτές τις εισαγωγικές σκέψεις στην ελληνική νομική επιστήμη για πρώτη φορά της μεθόδου αναγνώρισης ολοκληρώνεται η παρούσα εισαγωγική μελέτη[67]. Η μέθοδος της αναγνώρισης, αλλά και η πιο δύσκολη να καθοριστεί επακριβώς μέθοδος αναφοράς, έχουν ήδη ανοίξει νέα μονοπάτια στο «μετασύγχρονο» ιδ.δ.δ. και η ολοκλήρωσή τους αναμένεται να γίνει σταδιακά και προοδευτικά. Το μέλλον θα δείξει αν συνιστούν μία επανάσταση ή θα περιοριστούν σε αυτό το υπέροχο μουσείο διακεκριμένων ιδεών που είναι κυρίαρχο στο ιδ.δ.δ.


Σημειώσεις  μαθήματος 
Νομική Σχολή Αθηνών
Καθηγητής κ. Χ.Π. Παμπούκης


                                        *

                *                                              *






[1]Βλ. E. Pataut, Qu’est-ce qu’un litige intracommunautaire ? in Études offertes à J. Normand, Litec, 2003, σ. 365 επ.
[2]Γραμματικάκη- Αλεξίου, Α.
[3]Μάλιστα είχε προταθεί και ο κλάδος από τον ..... Fedozzi,
[4]Παραπομπή σε συγκριτικό δίκαιο
[5]Βλ. Άρθρο 1 της Συμβάσεως της Χάγης της 12ηςΑπριλίου 1930 που ρυθμίζει συγκρούσεις νόμων περί την ιθαγένεια [δεν ισχύει στην Ελλάδα], Παπασιώπη- Πασιά, Ζ. Ελληνική Ιθαγένεια....
[6]Βλ. Βρέλλη- Βροντάκη, Α., ................
[7]Εξαιρετικά με το ν.  ... εισήχθη εξαίρεση, υπό αυστηρές προυποθέσεις, υπέρ του jussoliγια τα ανήλικα τέκνα αλλοδαπών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα.
[8]Η πατρότητα του όρου αποδίδεται στον Jessup….
[9]Roucounas,
[10]Βλ. Droit international privé hollistique-
[11]D. Bureau H. Muir Watt, no13, p.31
[12]P. Mayer V. Heuzé, Droit international privé, no 5.
[13]Χ. Παμπούκης, Lex mercatoria
[14]Γ. Νικολαίδης,
[15]Βλ. Παμπούκης/ Δαβράδος, Μεθοδολογία ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2013.
[16]Βλ. Τσούκα,
[17]Βλ. ανωτέρω....
[18]Πρόλογος στο βιβλίο του S. Romano, L’ordre juridique, trad. François et Gothot, Dalloz, 1975, p.XVI.
[19]Ch. P. Pamboukis, Droit international privé holistique : droit uniforme et droit international privé, Recueil des cours, t. 330 (2007), Martinus Nijhoff Publishers, 2008.
[20]Έχει σχέση με την ελαστικότητα βλ. Κριτική “Η κρίση του ιδ.δ.δ.”
Κύριοι/ επικουρικοί
Απλοί / σωρευτικοί
Αποκλειστικοί/ διαζευκτικοί
Αυτοτελείς/ εξαρτημένοι
[21]Μονομερείς και πολυμερείς κανόνες σύγκρουσης ή σύνδεσης
[22]Διαφοροποίηση προκρίματος (στην ουσιαστική έννομη σχέση και στη σχέση ιδ.δ.δ.)  και προδικαστικού ζητήματος (στη δικονομική τάξη) αν και οι δύο έννοιες στην ελληνική επιστήμη χρησιμοποιούνται αδιακρίτως
[23]Έχειδημιουργηθείμετηνέννοιαότιείναιυποστατήνομικάαδιαμφισβήτητασεδεδομένηέννομητάξη.
[24]Αντιλαμβανόμαστεωςμέθοδοτοσύνολοτωνοργανωμένωνκαιαιτιολογημένωνβημάτωντηςσκέψηςγιατηνκατάκτησητηςγνώσηςήτηναπόδειξητηςαλήθειας. Ημέθοδοςκατάτηνάποψηαυτήείναιτοοργανωμένοκατάλογικότρόποσύνολοαρχών, κανόνων, βημάτων, πουσυνιστούντομέσογιατηνεπίτευξητουαποτελέσματος. ΚατάΜπαμπινιώτη (ΛεξικότηςΝέαςΕλληνικήςγλώσσας, Β΄έκδ. 2002) μέθοδοςείναιοσυστηματικόςκαιπρογραμματισμένοςτρόποςπροσέγγισης, εξέτασης, ανάλυσηςκαιερμηνείαςπροβλημάτωνήφαινομένωνβάσεισυγκεκριμένωνκανόνων.
[25]Όροςπουαποδίδειτοατελώς πιθανά το γαλλικό όρο «procédé » καιχρησιμοποιήθηκεαπότονΦ. Φραντσεσκάκηγιανακαταδείξειότιδενυπάρχειμίαμόνομέθοδοςαυτήτουκανόνασύγκρουσης- κατάδογματικάαπόλυτοτρόποαλλάδιάφορεςτεχνικέςεπίλυσηςζητημάτωνιδ.δ.δ.και δη προσδιορισμού του εφαρμοστέου δικαίου.
[26]  P. Lagarde, « Développements futurs du droit international privé dans une Europe en voie d’unification : quelques conjectures », RabelsZ (68) 2004, 225 s.; idem, « La reconnaissance mode d’emploi », Mél. Gaudemet-Tallon, Paris, Dalloz, 2008, 481 επ. ; P. Mayer, « Les méthodes de reconnaissance en droit international privé », Mél. P. Lagarde, Paris, Dalloz, 2005, 547 s. ; Romano, « La bilatéralité éclipsée par l’autorité. Développements récents en matière d’état de personnes », Rev.crit.dip 2006.457 ; Ch. Pamboukis, « La renaissance- métamorphose de la méthode de reconnaissance », Rev.crit.dip 2008. 513 ; D. Coester- Waltjen, « Die Anerkennugsprinzip im Dornröschenschlaf », Festschrift E. Jayme , 2004,I,121 s.; idem, « Anerkennung im Internationalen Personen- Familien- und Erbrecht und das Europäische Kollisionsrecht », IPRax 2006,392; W.H. Roth, « Methoden der Rerchtsfindung und Rechtsanwendung im Europäischen Kollisionsrecht », IPRax 2006.338; D. Henrich, «Anerkennung statt IPR :Eine Grundsatzfrage » IPRax 2005,422; Curry- Summer, All ‘s well ends registered- The substantive and Private International Law Aspects of Non-Marital Registered Relationship in Europe, Antwerp, 2005, 394, T. Ballarino/L. Mari “Uniformita e riconoscimento- Vecchi problemi e nuove tendenze cooperazione giudiziaria nella Communità europea”, Riv.dir.int. 2006, 12 s.;H-P. Mansel, « Anerkennung als Grundprinzip des Europäischen Rechtsraums », RabelsZ  2006,651 καιτιςπλήρειςπαραπομπέςστηγερμανικήεπιστήμησχετικά;  Baratta, « Problematic elements of an implicit rule providing for mutual recognition of persona land family status in the EC »,IPRax 2007.4; Bollée “L’extension du domaine de la méthode de reconnaissance unilatérale”, Rev.cit.dr.int.pr. 2007,307 s. : Quinones Escamez « Propositions pour la formation, la reconnaissance et l’efficacité internationale des unions conjugales ou de couple », Rev.crit.dr.int.pr. 2007, 357 s.; βλ. επίσηςσεσχέσημετοσυμβιβασμότηνωραίαανάπτυξητου  G. Goldstein, “La méthode de reconnaissance: une nouvelle clé pour décoder les règles relatives à l’effet au Québec d’une transaction international” , Barreau du Quebec, 2009 (69) p. 279 et s., Βλ. επίσηςH. Muir Watt, « La rencontre dans l’espace des figures hybrides… », Rev. gén.proc. 1998,711, 1999, 291, P. Callé, L’acte public en droit international privé, op.cit., pp.163 , B. Ancel, « Analyse critique de l’érosion du paradigme conflictuel », Cours Master 2, Université Panthéon- Assas (Paris II), 2008-2009, p.91, G. Goldstein et H. Muir Watt, « La méthode de reconnaissance à la lueur de la Convention de Munich du 5 Septembre 2007 sur la reconnaissance des partenariats enregistrés », JDI, 2010, pp.1085 ; Pamboukis, L’acte public étranger en droit international privé, Paris, LGDJ, 1993,  idem, « L’acte quasi –public en droit international privé », Rev.crit. dip, 1993, 565, idem, Vo Acte public, Rep. Dalloz, dr. int., 2èmeéd., (sous la dir. Carreau, Synvet, Lagarde); R.Barata, « La reconnaissance de situations juridiques personnelles et familiales », RCADI 348 (2010), pp.253-499. Βλ. Ανάμεσα στους προδρόμους P. Picone, «La méthode de référence à l’ordre juridique compétent » RCADI t. 197, (1986), σ. 229 επ. Βλ. επίσης και τη σχετική συζήτηση της συνάντησης ιδ.δ.δ. και ευρωπαικού δικαίου, Jayme et Kohler «Europäisches Kollisionsrecht 2001 : Anerkennungsprinzip statt IPR ? », IPRax 2001,501 s.  Είναιβέβαιααλήθειαότιηπροβληματικήτουδικαίουκαταγωγήςδενείναιεντελώςξένη  προς τη προβληματική της μεθόδου αναγνώρισης βλ. επίαυτήςτηςπτυχής t, P. Lagarde, « La reconnaissance… », no 3 note 8 et sur la loi du pays d’origine, v. Radicati di Brozolo, « L’influence sur les conflits de lois des principes de droit communautaire en matière de liberté de circulation » Rev. crit.dr.int.pr. 1993, 401 s.
[27]Σήμερααδιαμφισβήτητααποτελείθετικόδίκαιοσεκοινοτικάκείμενα (Règlement Bruxelles IIbis art. 46), διεθνή ( art.9 de la convention de La Haye de 1978 sur la célébration et la reconnaissance de la validité de mariages, Art. 11 de la Convention de la Haye de 1985 sur la trust et sa reconnaissance, art. 1 de la Convention de la Haye de 1956 sur la reconnaissance de la personnalité juridique de sociétés, Convention de la Haye du 1993 sur la protection des enfants et la coopération en matière d’adoption, art. 1 du Projet de la CIEC  sur la reconnaissance des noms) καιεθνικά (βλ. ομοσπονδιακόςελβετικόςνόμοςιδ.δ.δ., art. 45, 73 etc). ΠροςτηκατεύθυνσηαυτήερμηνεύεταιεξάλλουηγνωστήνομολογίατουΔΕΚ (ήδηΔΕΕ) στιςυποθέσειςCentros, Ubersereing, Inspire Art, επίτωνοποίωνβλ. T.Ballarino, « Les règles de conflit sur les sociétés commerciales à l’épreuve du droit communautaire d’établissement. Remarques sur deux arrêts récents de la Cour de justice des Communautés européennes », Rev.crit.dr.int.pr.2003.373 et s., Χ. Παμπούκης, Νομικάπρόσωπακαιιδίωςεταιρίεςστοιδιωτικόδιεθνέςδίκαιο, 2004; adde CJCE 13.12.2005 Sevic C-411/2003. Εξάλλουκαταδείχθηκεηεπικράτησητηςμεθόδουειδικότερασεθέματαπροσωπικήςκατάστασης (v. Romano, op.cit.) καιιδιαίτεραόσοναφοράτηναναγνώρισησυμφώνωνσυμβιώσεως, γάμων, πράξεωνλύσεωςτουγάμουκαιυιοθεσίεςπουέχουνλάβειυπόστασημεοιονείδημόσιαπράξηείτετοδίκαιοτηςεγγραφήςγιατηνCurry- Summer (All’s well that end registered- The Substantive and Private International Law Aspects of Non-Marital Registered Relationships in Europe,Antwerp, 2005),  είτεlex auctoritatisγιατον P. Orejudo Prieto de los Mojos (La celebracion y el reconocimiento de la validez del matrimonio en derecho internacional privado espagnol, Pamplona, 2002, p. 284 método del reconocimiento) Βλ. επίσηςτιςτοποθετήσειςυπέρτηςμεθόδουαναγνώρισηςτηςπλειοψηφίαςτηςσύγχρονηςεπιστήμηςτουιδ.δ.δ. (P. Lagarde, G. Kessler, M. Sherer, D. Hernich, Quinones Escamez, Jayme et Kohler, Ballarino et Mari) όπωςαναφέρονταιαπότον Romano (op.cit. σημ.) πουεπιτρέπουνναισχυρισθούμεότιημέθοδοςτηςαναγνώρισηςείναιπλέοναδιαμφισβήτητηωςπροςτηθετικότητατης.
[28]Βλ. τη πρόσφατη έκδοση.....P. Lagarde, … που έγινε ως συνέχεια της βράβευσης του P. Lagardeμε το βραβείο... με τη μορφή συνεδρίου με συμμετέχοντες ..... Βλ. επίσης στην ελληνική επιστήμη τη διδακτορική διατριβή του κ. Σωμαράκη..........
[29] V. M. Gautier, « Acte administratif transnational et droit communautaire »,  2007, in (dir), J-B. Auby et J. Dutheil de la Rochère, Droit administratif européen,Bruylant, 2008.

[30]Όρο που προτιμά μάλλον δικαίως ο  Goldstein, (op.cit.σημ. 4).
[31]La théorie du renvoi et les conflits de systèmes en droit international privé, Paris, Sirey, 1958.
[32]“Le pluralisme des méthodes en droit international privé”, RCADI (Recueil de cours de l’Académie de droit international) 1973, t.139, 79 επ.
[33]“Le principe de proximité en droit international privé”, RCADI 1986, t.196, 9  επ.
[34]Cour d’appel, 24 octobre 1950, in Jurisprudence de droit international privé annotée dans la Revue Critique de droit international privé 1948-1959, σ. 42 επ. καιιδιαίτερασ. 47.
[35]Cour d’appel, 19 mars 1965, Rev.crit. dip 1967.95 note P. Lagarde.
[36]La distinction entre règles et décisions en droit international privé, Paris, Dalloz, 1973.
[37]L’acte public étranger en droit international privé, Préf. P. Lagarde, Lgdj, 1993.
[38] Callé, L’acte public en droit international privé, Economica,2004, passim.
[39] Pamboukis, op.cit.   σ.112  επ.
[40]Βλ. Callé  (op.cit. σημ. 4) και  Ancel (op.cit. σημ. 4).
[41] Ancel, L’érosion… op.cit., υποσ. 4.
[42] Lagarde, « Développements futurs… » , op.cit.υποσ.4.
[43]Βλ. σχετικές παραπομπές υποσ. 4
[44] Mode d’emploi, op.cit. (υποσ. 4)
[45]Ενπροκειμένωανιχνεύεταιενδεχομένωςέναςδισταγμόςωςπροςτηναποκρυστάλλωση. Αρχικάο Mayer, ακολουθώνταςενμέρειτηνανάλυσητου Callé καταλήγειστοαποτέλεσμαπωςδενσυνιστάηπράξητοαντικείμενοτηςαναγνώρισης, αλλάηέννομηκατάστασηηοποίακαθεαυτήέχειαποκρυσταλλωθεί,  ιδίωςμέσωτηςπράξης. Εν συνεχεία όμως, παραδέχεταιπωςκάθεπαρέμβασημιαςαρχήςσεμιαέννομησχέσηπρονομιακή περίπτωση αποκρυστάλλωσης.  Μουφαίνεταιεπίσηςενάντιοστηνπραγματικότητα, τοναθέλουμεναδιακρίνουμεστοπλαίσιοτηςίδιαςυλικήςπράξηςτοιδιωτικόnegotium απότοδημόσιοinstrumentumκαιναυπαγάγουμεσεδιαφορετικόμεθοδολογικόκαθεστώςτοένααπότοάλλο. Στηνπραγματικότητα, οικρατικές/δημόσιεςπράξειςσύμφωναμετοτυπικόκριτήριοπαράγουν- πιθανώςόπωςκαιάλλες- μίαδέσμευση (ένα«δεδικασμένο») τοοποίοκαθεαυτόδενείναιδυνατόνναδιακριθείαπότηνουσιαστικήςφύσεωςέννομησυνέπεια.
Τοσφάλμααυτήςτηςδογματικήςθέσηςφαίνεταιπωςέγκειταισεμίασύγχυσηανάμεσαστησυνέπειατηςμεθοδολογικήςοδού, ηοποίαπαράγεταιδυνάμειτηςπαρέμβασηςτηςκρατικής/δημόσιαςαρχήςσεμίαιδιωτικήέννομησχέσημετηνέννοιατηςισχύος (τιςέννομεςσυνέπειεςπουαναγνωρίζονται) καθώςκαιτηνέκτασητηςισχύοςαυτής. 
[46]Μεβάσητηνεργασίατηςκας Mme Muir Watt επίτηςοριοθετικής(répatitrice) καιρυθμιστικής (régulatrice) λειτουργίαςτουκανόνασύγκρουσης ( La fonction de la règle de conflit, op.cit.) διερωτάταικανείςεάνμίαάλληλειτουργία, ηεπιβεβαιωτική(confirmative) δενμπορείεπίσηςνααποδοθείστονκανόνασύγκρουσηςαναφορικάμεέννομεςσχέσειςπουαναπτύσσουνισχύσεμίαδεδομένηέννομητάξη, αλλάοιοποίεςδενείναιαποκρυσταλλωμένες. Ηπροσέγγισηαυτήπροσομοιάζειμεαυτήτου Picone (op.cit. υποσ. 4) καιτηθεωρίατουεπίτηςαρμόδιαςέννομηςτάξης, ανκαισεάλλοδιαφορετικό πλαίσιο.
[47]Εντοπίζουμεμιασειράαπό«γκρίζεςζώνες» τηςμεθόδουστοπροαναφερθένάρθροτων MM Goldstein et Muir Watt, Clunet, op.cit., υποσ.4.
[48] Goldstein/ Muir Watt, op.cit..,υποσ. 4.
[49]Βλ. Lagarde, Mode d’emploi, σ. 495 επ..
[50]Ως προς την πολλαπλή σημασία του όρου αναγνώρισηβλ.Bureau et Muir Watt, Droit international privé, Tome I, Paris, 2007, σσ. 227 και 228.

[51]ΒλγιαπαράδειγμαστοκλασσικόέργοτωνNguen Quoc Dinh/Daillier/Pellet, Droit international public, Paris, LGDJ, 1980, σ. 439 επ.
[52]Βλ. τις αναφορές σε Goldstein/ Muir Watt, op.cit. υποσ.4.,
[53] Les méthodes de reconnaissance….,  op.cit., υποσ.4.     Δενείναιμέθοδοςουδέτερηαλλάευνοϊκήενγένειυπέρτηςεγκυρότηταςκαιτηςδιεθνούςύπαρξηςμιαςπράξηςήέννομης σχέσης.
[54] Jobard- Bachellier, L’apparence en droit international privé (Essai sur le rôle des représentations individuelles en droit international privé, Paris, LGDJ, 1984,σ. 72 επ.
[55]Οόρος enracinés δεναποδίδεταιεύστοχασταελληνικάμετοριζωμένεςέννομεςσχέσεις. Οόροςεγκατεστημένεςυποδηλώνειότιέχουνορισθείσεορισμένοχώρο (έννομητάξη) καιμοιάζειικανοποιητικότερος.
[56]Βλ. παραπάνω , αρ. 19.
[57]Έτσι πιστεύω απαντάταιηδιάκριση πουπροτάθηκεαπότον  Motulsky (Les actes de jurisdiction gracieuse en droit international privé, Écrits, t. III, σ. 23 επ. καιεπαναλήφθηκεαπότον  D. Holleaux (σχόλιο υπό την υπόθεση Ohlund,TGI Paris, 12 janvier 1978, Rev.crit.dip1979.102) χωρίς αυτό να σημαίνει ότι στερείται κάθε σημασίας. Αντιθέτως η διάκριση είναι χρήσιμη για τη κατανόηση της λειτουργίας και της κανονιστικής δύναμης της πράξεως και της εννόμου σχέσεως συνακόλουθα αλλά από τη σκοπιά της σύνδεσης ιδιωτικοδιεθνολογικά με μία έννομη τάξη δεν είναι μάλλον σημαντική.
[58]Ο Mayer ορθώςκαιμεακρίβειαυπογραμμίζειτο συγκεκριμένοχαρακτήρα της πράξεως ή και της εννόμου σχέσεως ή καταστάσεως ως διαφοροποιητικό στοιχείο μεθοδολογικά, La reconnaissance…, op.cit.  υποσ.4.
[59]Οιδιαιτητικέςαποφάσειςυπάγονταιστημέθοδοτηςαναγνώρισηςλόγωτηςδικαιοδοτικήςλειτουργίαςτους (βέβαιαιδιωτικέςαλλάστονδιαιτητήαποδίδεταιεξουσίαλειτουργικάισοδύναμημεαυτήτουδικαστή) καιοχαρακτήραςτουςείναισυγκεκριμένος. Ησχέσηπουπροκύπτειαπότηδιαιτητικήαπόφασηείναιαδιαμφισβήτηταυπαρκτή, βλ. επίσηςτηνανάλυσητου  Bollée, Les méthodes du droit international privé à l’épreuve de sentences arbitrales, Paris, Economica, 2004.
[60] Mayer et Heuzé, Droit international privé, 10ème éd. Paris, Montchrestien, 2010, σ. 351 υποσ.4.
[61] Mayer, Les méthodes de reconnaissance..., op.cit.υποσ. 4.
[62]Ενώ  μετοδιμερήκανόνασύγκρουσηςδιενεργείταιπροσδιορισμός (τουεφαρμοστέουδικαίου) ex ante.
[63]Συνιστώνταςέναναντικειμενικόσύνδεσμοπουκαθιστάεκτουπερισσούκάθεάσκησηπροσδιορισμού (τουεφαρμοστέουδικαίου).
[64]Πουέχειεξατομικευτείυπότηνέννοιατηςμοναδικήςέννομηςσχέσης.
[65]Γεγονόςπουτηδιαφοροποιείαπότημεθοδολογίατουκανόνασύγκρουσης.
[66]Πρβλ. τηνταυτόσημηανάλυσητου P. Mayer. Είναιπροφανείςοιδιαφορέςστηνανάλυσημετον Mayer. Ο Mayer αντιλαμβάνεταιδύομεθόδους/διεργασίεςαναγνώρισης: αυτήτωναποφάσεων (δικαστικώναποφάσεων, διαιτητικώναποφάσεωνκαικρατικών/δημοσίωνδικαιοδοτικώνπράξεων, ιδίωςθεσπιζόντωνμιαιδιότητα) καιαυτήτωνεννόμωνκαταστάσεωνπουοργανώνονταιγύρωαπότηνέννοιατηςαποκρυστάλλωσης (εντόςτηςοποίαςπροβαίνεισεσειράτυποποιήσεων, όπωςοικρατικές/δημόσιεςπράξειςσύμφωναμετοτυπικόκριτήριο- παρότι, κατάτηγνώμημουπαραδέχεται ...). Στηνπραγματικότηταδενυφίσταταιμεγάληδιαφοράστηνουσία, αλλάστηντυποποίησηκαιστημεθοδολογικήσαφήνεια. Νομίζω- όπωςήδηέχωεξάλλουυποστηρίξει- πωςοικρατικές/δημόσιεςπράξειςσύμφωναμετοτυπικόκριτήριο, επίσηςυπάγονταιστημέθοδοτηςαναγνώρισηςκαθεαυτές. Αντιθέτως, θαπρέπειναυπαχθούνστημέθοδοτηςαναγνώρισηςτωνεννόμωνσχέσεωνκατάτον P. Mayer, (μέθοδοςαναφοράςκατάτηνεδώυποστηριζόμενηθέση) μόνοσυγκεκριμένες, μηεπισημοποιημένεςσχέσεις, πουσταδιακάέχουνεγκατασταθείστοπλαίσιομιαςέννομηςτάξης. 
[67]Χωρίςναυπεισέλθουμεστοπροβληματισμότηςλειτουργίαςτωνδύομεθόδωνκαικυρίωςσταζητήματαπουγεννάοέλεγχοςπουβρίσκεταιστηκαρδιάτηςμεθόδουαναγνώρισηςελλείψειχώρου.

Διαζύγιο και Αλβανικό Δίκαιο (Διαζύγιο αλβανών στην Ελλάδα) - υπ.αρ.8272/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, δημοσιευμένης στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ.

$
0
0

ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη

Διαζύγιο και Αλβανικό Δίκαιο (Διαζύγιο αλβανών στην Ελλάδα)

Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα της υπ.αρ.8272/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, δημοσιευμένης στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ. ..


«… Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 ΚΠολΔ, στη δικαιοδοσία των ελληνικών Δικαστηρίων υπάγονται έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού Δικαστηρίου. Κατά δε το άρθρο 39 του ίδιου κώδικα, γαμικές διαφορές μπορούν να εισαχθούν και στο Δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος της τελευταίας κοινής διαμονής των συζύγων. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 16 και 14 ΑΚ σαφώς προκύπτει ότι το διαζύγιο διέπεται κατά σειρά: α) από το δίκαιο της κοινής ιθαγένειας των συζύγων, β) από το δίκαιο της τελευταίας κοινής συνήθους διαμονής τους και γ) από το δίκαιο, με το οποίο οι σύζυγοι συνδέονται στενότερα, και ότι κρίσιμο χρονικό σημείο για τη διαπίστωση της συνδρομής και των τριών αυτών συνδετικών στοιχείων, με τη σειρά που καθορίζει η διάταξη του άρθρου 14 ΑΚ, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 16 του ίδιου Κώδικα, ο χρόνος έναρξης της διαδικασίας του διαζυγίου, ο οποίος συμπίπτει με το χρόνο άσκησης της σχετικής αγωγής (ΕφΔωδ 140/2005 ΤΝΠ Νόμος). Σύμφωνα δε με το αλβανικό δίκαιο που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, κατ'άρθρο  337 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1007/1982 ΝοΒ 1983.1006), τόσο ο γάμος, όσο και το διαζύγιο  ρυθμίζονται από τον Οικογενειακό Κώδικα της 08-05-2003, που προβλέπει ότι: 1) ο γάμος λήγει με το θάνατο ενός από τους συζύγους, με την κήρυξη του ενός συζύγου σε αφάνεια ή με τη λύση του γάμου (αρθ. 123), 2) είτε ο ένας, είτε ο άλλος σύζυγος μπορούν να ζητήσουν τη λύση του γάμου τους, όταν έχουν ζήσει χωριστά για μία περίοδο τριών ετών (αρθ. 129 παρ. 1), 3) η διάσταση μπορεί να προβληθεί σαν βάση για τη λύση του γάμου μόνο από το σύζυγο, που υπέβαλε την αίτηση για τη λύση (αρθ. 131 παρ. 1), 4) κάθε σύζυγος μπορεί να ζητήσει τη λύση του γάμου όταν, λόγω συνεχών καβγάδων, κακομεταχείρισης, σοβαρών προσβολών, μοιχείας, ανίατης πνευματικής ασθένειας, μακρόχρονης ποινικής τιμωρίας του άλλου συζύγου ή λόγω, εξαιτίας οποιασδήποτε άλλης αιτίας, επαναλαμβανόμενων παραβιάσεων των συζυγικών καθηκόντων, η κοινή ζωή γίνεται αδύνατη και ο γάμος έχει χάσει τον σκοπό του για τον έναν ή και για τους δύο συζύγους (αρθ. 132) και 5) το Δικαστήριο μπορεί να προσδιορίσει υπαιτιότητα στη λύση του γάμου, μόνο όταν ζητηθεί από τον έναν ή και τους δύο συζύγους (αρθ. 133).Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα, υπήκοος Αλβανίας, ιστορεί ότι στις …. τέλεσε με τον εναγόμενο, υπήκοο Αλβανίας, επίσης, νόμιμο γάμο, από τον οποίο απέκτησαν δύο, ενήλικα σήμερα, τέκνα, μαζί με τα οποία εγκαταστάθηκαν το έτος 1998 στο ……... Θεσσαλονίκης, όπου και συμβίωσαν έως τον Ιανουάριο του 2000, όταν ο εναγόμενος εγκατέλειψε την οικογενειακή τους στέγη. Με βάση δε το ιστορικό αυτό, ζητά να κηρυχθεί λυμένος ο παραπάνω γάμος της, κυρίως για το λόγο ότι παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών ετών από την οριστική διακοπή της έγγαμης συμβίωσής της με τον εναγόμενο σύζυγό της και, επικουρικά, λόγω του ισχυρού κλονισμού, που υπέστη ο γάμος αυτός εξαιτίας της, κατά τα ανωτέρω, εγκατάλειψής της από τον εναγόμενο. Με το εν λόγω περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή παραδεκτά και αρμοδίως, καθ'ύλην και κατά τόπον, εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αρθ. 3 παρ. 1, 39 και 18 αρ. 1 ΚΠολΔ), το οποίο έχει, λόγω του τόπου της τελευταίας κοινής διαμονής των παραπάνω συζύγων, διεθνή δικαιοδοσία να δικάσει την υπόθεση, κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών (αρθ. 591 και 592 - 613 ΚΠολΔ). Είναι δε ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη, κατά μεν την κύρια αυτής βάση στις διατάξεις των άρθρων 123, 129 παρ. 1 και 131 παρ. 1 του Οικογενειακού Κώδικα της Αλβανίας, κατά δε την επικουρική σ'αυτές των άρθρων 123, 132 και 133 του ως άνω Κώδικα, καθώς, σύμφωνα με τα προδιαληφθέντα στη μείζονα σκέψη, το αλβανικό δίκαιο είναι εφαρμοστέο εν προκειμένω, λόγω της κοινής ιθαγένειας των διαδίκων (συζύγων). Πρέπει, επομένως, η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω, για να κριθεί αν είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη.Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης, που εξετάστηκε νόμιμα στο ακροατήριο, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, σε συνδυασμό με τα έγγραφα, που η ενάγουσα νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο στις ….. στην Αλβανία (βλ. το υπ'αρ….. 2008 πιστοποιητικό γάμου του Ληξιαρχείου της κοινότητας Κέλμεντ της Περιφέρειας Σκόντρα της Αλβανίας, που προσκομίζεται με συνημμένη και νομίμως επικυρωμένη ακριβή μετάφραση από την αλβανική στην ελληνική γλώσσα). Το έτος 1998 ήρθαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στο ……  Θεσσαλονίκης. Η κοινή έγγαμη συμβίωσή τους, ωστόσο, διήρκησε μέχρι το έτος 2000, οπότε και διασπάστηκε οριστικά. Από τότε και μέχρι τη συζήτηση της αγωγής (16-12-2009), ήτοι για περισσότερο από τρία χρόνια, βρίσκονται συνεχώς σε διάσταση, χωρίς να υπάρχει προοπτική επανασύνδεσής τους (βλ. την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα). Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού αποδείχθηκε ότι οι ως άνω σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση για χρονικό διάστημα άνω των τριών ετών, παρέλκει η έρευνα της επικουρικής βάσης της αγωγής, η οποία πρέπει να γίνει δεκτή, κατά την κύρια αυτής βάση, ως βάσιμη και κατ'ουσίαν, και να απαγγελθεί η λύση του μεταξύ των διαδίκων γάμου. Επιπλέον, λόγω της ερημοδικίας του εναγομένου, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης εκ μέρους του ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό (αρθ. 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου, λόγω της ήττας του (αρθ. 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του εναγομένου.ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας, στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ τη λύση του γάμου, που τέλεσαν οι διάδικοι στις …. στην Αλβανία.ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ…» 
ΠΗΓΗ:http://atheativia.psichogios.gr

ΔΙΑΖΥΓΙΟ ΑΛΒΑΝΩΝ - Αριθμός 670/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - Τέτοια σύμβαση έχει καταρτισθεί μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. ... στη δημόσια τάξη η αναγνώριση αλλοδαπής απόφασης διαζυγίου πριν αυτή γίνει αμετάκλητη.

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Απόφαση 670 / 2013    (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 670/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥΔ'Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή, Δημητρούλα Υφαντή και Γεώργιο Σακκά, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:


Της αναιρεσείουσας: Γ.-Α. Γ., εν διαστάσει συζύγου Α. Γ., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου της Ε.ς Τσιρογιάννη και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Α. Δ. Γ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του ...και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19-3-2010 αίτηση του ήδη αναιρεσίβλητου και την από 31-12-2010, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Αφού συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκαν οι αποφάσεις:1187/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6044/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 30-3-2012 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Γεώργιος Σακκάς, ανέγνωσε την από 26-2-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, ως προς το δεύτερο λόγο της και την απόρριψη των λοιπών.
Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά τη διατύπωση του άρθρου 905 ΚΠολΔ τα οριζόμενα σ'αυτό, σχετικά με την κήρυξη εκτελεστού αλλοδαπού τίτλου στην Ελλάδα και την αναγνώριση δεδικασμένου από απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου που αφορά την προσωπική κατάσταση, τελούν υπό την επιφύλαξη αυτών που ορίζουν οι διεθνείς συμβάσεις, οι οποίες, κατ'άρθρ. 28 του Συντάγματος, υπερέχουν των άρθρων 323 και 905 ΚΠολΔ. Δηλαδή τα άρθρα αυτά δεν εφαρμόζονται επί απόφασης δικαστηρίου χώρας, με την οποία η Ελλάδα έχει καταρτίσει διεθνή σύμβαση. Στην περίπτωση αυτή οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται μόνο συμπληρωματικά και μόνο εφόσον δεν έρχονται σε αντίθεση με διατάξεις της διεθνούς σύμβασης. Τέτοια σύμβαση έχει καταρτισθεί μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Πρόκειται για την από 17-5-1993 Διμερή Σύμβαση δικαστικής αρωγής μεταξύ των κρατών αυτών, που κυρώθηκε με το ν. 2311/1995 και τέθηκε σε ισχύ από 15-9-1995. Σύμφωνα με το άρθρο 24 της συμβάσεως αυτής, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 905 παρ.4 ΚΠολΔ, η αναγνώριση δεδικασμένου από απόφαση αλβανικού δικαστηρίου, που αφορά οικογενειακή υπόθεση (άρθρ. 23 παρ.1 περ. α'της ανωτέρω διμερούς συμβάσεως), τελεί υπό την πλήρωση των εξής προϋποθέσεων: α) Αν κατά τη νομοθεσία του συμβαλλόμενους μέρους, στο έδαφος του οποίου εκδόθηκε η απόφαση η τελευταία αυτή απέκτησε ισχύ δεδικασμένου και είναι εκτελεστή, β) αν κατά τη νομοθεσία του συμβαλλόμενου μέρους, στο έδαφος του οποίου ζητείται η εκτέλεση, το δικαστήριο του μέρους αυτού δεν είναι αποκλειστικά αρμόδιο να εκδικάσει την υπόθεση, γ) αν ο διάδικος που ερημοδίκησε και που δεν μετέσχε στη διαδικασία είχε κληθεί εμπρόθεσμα και με τον προσήκοντα τρόπο ή αν ο διάδικος που δεν εμφανίστηκε και που δεν είχε την ικανότητα να παρίσταται σε δικαστήριο μπόρεσε να αντιπροσωπευθεί νόμιμα. Η κλήση με θυροκόλληση δεν θα λαμβάνεται υπόψη, δ) αν η απόφαση δεν είναι αντίθετη με προηγούμενη απόφαση που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου μεταξύ των ίδιων μερών, σχετικά με το ίδιο αντικείμενο και επί της ίδιας ουσίας και που εκδόθηκε από το δικαστήριο του συμβαλλόμενου μέρους, στο έδαφος του οπίου η απόφαση πρέπει να αναγνωρισθεί ή εκτελεστεί ή αν καμιά αγωγή δεν έχει εγερθεί προηγούμενα ενώπιον του δικαστηρίου του συμβαλλόμενου αυτού μέρους για την ίδια υπόθεση, ε) αν η αναγνώριση και η εκτέλεση της αποφάσεως δεν είναι αντίθετη προς τη δημόσια τάξη ή προς τις θεμελιώδεις αρχές της νομοθεσίας του συμβαλλόμενου μέρους, στο έδαφος του οποίου πρέπει να λάβουν χώρα η αναγνώριση και η εκτέλεση της απόφασης, στ) αν η υπόθεση κατά τις διατάξεις του Ελληνικού δικαίου υπαγόταν στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους, στο οποίο ανήκει το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση (323 περ.2 ΚΠολΔ), και ζ) αν ο διάδικος που νικήθηκε δεν στερήθηκε το δικαίωμα υπεράσπισης και γενικά της συμμετοχής στη δίκη (323 περ.3 ΚΠολΔ). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι προϋπόθεση για την αναγνώριση δεδικασμένου αλλοδαπής απόφασης, που αφορά οικογενειακή υπόθεση, όπως διαζύγιο, είναι η αναγνώριση να μην είναι αντίθετη στη δημόσια τάξη. Τούτο κρίνεται σε συνάρτηση με το αν οι έννομες συνέπειες, που αυτή αναπτύσσει στην ημεδαπή αντίκεινται στις θεμελιώδεις αρχές που επικρατούν στην Ελλάδα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1438 ΑΚ, το διαζύγιο απαγγέλεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. 'Αρα αντίκειται στη δημόσια τάξη η αναγνώριση αλλοδαπής απόφασης διαζυγίου πριν αυτή γίνει αμετάκλητη. Επίσης, άλλη προϋπόθεση για την ανωτέρω αναγνώριση είναι να μην έχει ασκηθεί καμία αγωγή ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου για την ίδια υπόθεση πριν από τη δημοσίευση της αλβανικής απόφασης, της οποίας ζητείται η αναγνώριση του δεδικασμένου, διότι διαφορετικά θα προσέκρουσε στην ημεδαπή δημόσια τάξη. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α'ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι θεμελιώνεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως, όταν το από τις αποδείξεις πόρισμα του δικαστηρίου σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, είναι ανεπαρκές ή αντιφατικό. Τέλος, ο λόγος αναίρεσης από το εδάφιο 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ μπορεί να εξετασθεί και ως λόγος από το εδάφιο του ιδίου άρθρου και Κώδικα, γιατί περιέχει σιωπηρά και παράπονο για έλλειψη νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε ανελέγκτως τα εξής περιστατικά: "Ο αιτών και ήδη εφεσίβλητος τέλεσε νόμιμο πολιτικό γάμο με την κυρίως παρεμβαίνουσα - εκκαλούσα Γ.-Α. Γ., το γένος Ν. Κ. στις 9-8-1995 στη ..., που ιερολογήθηκε κατά τα ορθόδοξο δόγμα στις 25.11.1995 στη Δάφνη Αττικής. Οι διάδικοι απέκτησαν από το γάμο αυτό δύο κόρες, τη Χ. που γεννήθηκε στις 7.5.1996 και την Ε. που γεννήθηκε στις 27.3.2001 και είναι ακόμη ανήλικες. Μετά την τέλεση του γάμου τους οι διάδικοι εγκαταστάθηκαν στη ... . Ο αιτών με την από 4.1.2009 αγωγή του ενώπιον του Πρωτοδικείου Αυλώνα Αλβανίας ζήτησε τη λύση του γάμου του με την εν διαστάσει τότε σύζυγο του, την ανάθεση σ'αυτόν της επιμέλειας των άνω ανηλίκων τέκνων τους και τη συνεισφορά τής εναγομένης μητέρας τους στη διατροφή τους, δεδομένου ότι όπως αναφέρεται στην αγωγή του αυτοί είναι Αλβανοί πολίτες με βασική κατοικία των τη ... . Επ'αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ'αριθμ. 1264/14.5.2009 απόφαση του Πρωτοδικείου Αυλώνα Αλβανίας, με την οποία λύθηκε ο μεταξύ τους γάμος, ανατέθηκε η επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων τους στον αιτούντα - εφεσίβλητο, ρυθμίστηκε η επικοινωνία της εναγομένης μητέρας τους μαζί τους και η συνεισφορά στη διατροφή τους. Πρέπει να σημειωθεί, ότι η κυρίως παρεμβαίνουσα - εκκαλούσα ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και συνήνεσε στη λύση του γάμου της με τον αιτούντα - εφεσίβλητο, όπως άλλωστε και η ίδια συνομολογεί. Το ως άνω δε δικαστήριο "εκτιμάει σχετικά με το πρώτο μέρος της αίτησης δηλαδή τη λύση του γάμου ότι οι συμφωνούν" (βλ. σχ. 4η σελίδα της πρωτόδικης απόφασης στιχ. 6 επ. από το τέλος). Κατά της απόφασης αυτής η τότε εναγομένη άσκησε έφεση ως προς το θέμα της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων, επί της οποίας εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ'αριθμ. 519/25.11.209 απόφαση του Εφετείου Αυλώνας Αλβανίας που την απέρριψε και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Κατά της ως άνω εφετειακής απόφασης η τότε εκκαλούσα άσκησε την από 21.12.2009 προσφυγή της στο Ανώτατο Δικαστήριο των Τιράνων, η οποία εκκρεμεί. Επομένως, η κυρίως, παρεμβαίνουσα - εκκαλούσα δεν στερήθηκε των δικαιωμάτων υπεράσπισης και γενικά της συμμετοχής της στη δίκη, ενώ οι διάδικοι έλαβαν γνώση και της επίδικης αλλοδαπής απόφασης που εκδόθηκε αντιμωλία τους. Εξάλλου από την υπ'αριθμ. πρωτ. 296/15.12.2010 νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, που προσκομίζεται από τον αιτούντα - εφεσίβλητο, προκύπτει ότι κατά το Αλβανικό δίκαιο, αφενός μεν δεν υπάρχει η έννοια του αμετάκλητου και αφετέρου ότι "(...) σύμφωνα με το άρθρο 510 αλβ ΚΠολΔ η τελεσιδικία της απόφασης είναι επαρκής όρος για την εκτελεστότητά της. Τελεσίδικη καθίσταται μια απόφαση όταν (...) δ) η απόφαση επικυρώνεται (...) μετά την εκδίκαση σε δεύτερο βαθμό (άρθρο 451 αλβ. ΚΠολΔ)". Επομένως, δεδομένου ότι κατά το άρθρο 24 Ν 2311/1995 η εκτελεστότητά και το δεδικασμένο κρίνονται κατά τις διατάζεις του συμβαλλόμενου μέρους στο έδαφος του οποίου εκδόθηκε η απόφαση, η επίδικη αλλοδαπή απόφαση παράγει δεδικασμένο κατά το δίκαιο του τόπου έκδοσης της, απορριπτόμενου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της κυρίως παρεμβαίνουσας, ο οποίος επαναφέρεται με σχετικό λόγο έφεσης. Η ως άνω δε απόφαση έχει καταχωρηθεί, ως συνέπεια της δικονομικής της ωριμότητας στο Ληξιαρχείο Αυλώνος Δήμου Χειμάρας, όπως προκύπτει από το υπ'αριθμ. 420030604/7.1.2011 πιστοποιητικό Οικογενειακής κατάστασης του ως άνω Ληξιαρχείου, που βεβαιώνει την οικογενειακή τους κατάσταση ως διαζευγμένων . Ειδικότερα στο ως άνω Ληξιαρχείο, στο όνομα του αιτούντος - εφεσίβλητου και στη θέση "οικογενειακή κατάσταση"αναγράφεται συγκεκριμένα "διαζευ"δηλαδή διαζευγμένος". Από τις ανωτέρω παραδοχές του προκύπτει εμμέσως πλην σαφώς ότι, εφόσον η αναιρεσείουσα άσκησε έφεση κατά της 1264/2009 αποφάσεως του Πρωτοδικείου Αυλώνα Αλβανίας μόνο κατά το κεφάλαιο αυτής που αφορά την ανάθεση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, για την οποία εκδόθηκε η 519/2009 απόφαση του Εφετείου Αυλώνα Αλβανίας, που απέρριψε την έφεση και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, κατέστη αυτή αμετάκλητη, κατά το κεφάλαιο της λύσεως του μεταξύ των διαδίκων τελεσθέντος γάμου και προφανώς τελεσίδικη ως προς τα λοιπά κεφάλαιά της. 'Αρα το Εφετείο δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αροιθ.1 ΚΠολΔ και ο αντίθετος πρώτος λόγος της αναιρέσεως είναι αβάσιμος.
2. Περαιτέρω με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως προσάπτεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση, ότι παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 24 εδ. δ'της παραπάνω Ελληνοαλβανικής σύμβασης, αφού, ενώ εκκρεμούσαν αγωγές διαζυγίου και επιμέλειας τέκνων των διαδίκων ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών, δεν απέρριψε, όπως όφειλε, την αίτηση της αναιρεσείουσας για αναγνώριση δεδικασμένου στην υπ'αριθμ. 1264/2009 απόφαση του Πρωτοδικείου Αυλώνα Αλβανίας. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχτηκε ανελέγκτως ότι εκκρεμεί η εκδίκαση αντίθετων αγωγών διαζυγίου, ανάθεσης επιμέλειας και ρύθμισης επικοινωνίας με τα ανήλικα τέκνα τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, Από την επισκόπηση αυτών, ήτοι των από 8-3-2010 και 11-10-2010 αντιθέτων αγωγών διαζυγίου και αντιθέσεως της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων της αναιρεσείουσας και του αναιρεσιβλήτου αντίστοιχα ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, προκύπτει ότι αυτές ασκήθηκαν με αντίστοιχη επίδοσή τους την 30-3-2010 και 13-10-2010, δηλαδή μετά την άσκηση της από 4-1-2009 αγωγής του αναιρεσιβλήτου ενώπιον του Πρωτοδικείου Αυλώνος Αλβανίας και μετά την έκδοση των ανωτέρω αποφάσεων των αλβανικών δικαστηρίων. Επομένως, το Εφετείο δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 24 εδ. δ'της παραπάνω ελληνοαλβανικής σύμβασης, αφού, όπως προαναφέρθηκε, η διάταξη αυτή ορίζει ως προϋπόθεση για την αναγνώριση δεδικασμένου απόφασης αλβανικού δικαστηρίου τη μη άσκηση αγωγής ενώπιον των Ελληνικών δικαστηρίων για την ίδια υπόθεση πριν από τη δημοσίευση της αλβανικής απόφασης, και άρα δεν υπέπεσε στη πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ και ο δεύτερος λόγος του αναιρετηρίου κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος.
3. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 905 παρ. 4 και 323 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, με την επιφύλαξη αυτών που ορίζουν οι διεθνείς συμβάσεις για την αναγνώριση δεδικασμένου από αλλοδαπή απόφαση που αφορά την προσωπική κατάσταση, απαιτείται, εκτός άλλων, όπως η υπόθεση θα υπαγόταν κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους στο οποίο ανήκει το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, όταν τα ελληνικά δικαστήρια, υπεισερχόμενα υποθετικά στη θέση του ξένου δικαστηρίου, θα είχαν δικαιοδοσία για να δικάσουν την υπόθεση σύμφωνα με τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.1 του ΚΠολΔ, στη δικαιοδοσία των ημεδαπών πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται ημεδαποί και αλλοδαποί, εφ'όσον υφίσταται αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Τέτοια υφίσταται, κατά το άρθρο 39 του ως άνω Κώδικα, προκειμένου περί γαμικής διαφοράς, για το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος της τελευταίας κοινής διαμονής των συζύγων. Ειδικά για τις γαμικές διαφορές, στις οποίες περιλαμβάνεται, κατ'άρθρο 592 παρ. 1 του αυτού Κώδικα, και το διαζύγιο, το άρθρο 612 αυτού θεσπίζει συντρέχουσα διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, κατά παρέκκλιση του άρθρου 3 που πι θεμελιώνει στη συνδρομή τοπικής αρμοδιότητας, με βάση την ελληνική ιθαγένεια των διαδίκων υπάγοντας τις διαφορές αυτές στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων εφόσον ο ένας από τους συζύγους είναι έλληνας και αν ακόμη δεν έχει ούτε κατοικία ή διαμονή στην Ελλάδα. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 681 Β παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, αν οι διαφορές που αφορούν την επιμέλεια ή διατροφή ανηλίκου τέκνου ενωθούν με γαμική διαφορά, τότε το δικαστήριο που έχει αρμοδιότητα και δικαιοδοσία για τη γαμική διαφορά, επειδή στην περιφέρεια του βρίσκεται ο τόπος της τελευταίας κοινής διαμονής των συζύγων, έχει τοπική αρμοδιότητα και συνακόλουθα και διεθνή δικαιοδοσία (άρθρ. 611 ΚΠολΔ) να δικάσει και τις συνενούμενες στο ίδιο δικόγραφο διαφορές για την επιμέλεια ή τη διατροφή του ανηλίκου τέκνου, λόγω της από το άρθρο 681 παρ.1Β παρ.2 του ΚΠολΔ προβλεπόμενης συνάφειας των διαφορών αυτών. (ΑΠ 672/1999).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: "Περαιτέρω, η υπόθεση του διαζυγίου αυτού υπαγόταν, κατά τις διατάξεις του Ελληνικού δικαίου, και στη δικαιοδοσία του ως άνω αλλοδαπού Δικαστηρίου, διότι οι διάδικοι είναι ομογενείς με αλβανική υπηκοότητα (άρθρο 611 ΚΠολΔ)". Επίσης το Εφετείο δέχτηκε, ως προς τη σώρευση στην αγωγή διαζυγίου ενώπιον των αλβανικών δικαστηρίων και των αιτημάτων διατροφής και επιμέλειας, ανελέγκτως ότι οι διάδικοι έχουν βασική κατοικία τη ... και ότι σε περίπτωση λύσης του γάμου των γονέων η άσκηση γονικής μέριμνα ρυθμίζεται στην Αλβανία από τα άρθρα 145-162 αλβανικού κώδικα οικογενείας, στην οποία περιλαμβάνεται και η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου και η διατροφή αυτού. Ορθώς δε δέχτηκε ότι αλλοδαπό δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να δικάσει τις στο ίδιο δικόγραφο συνενωθείσες αγωγές διαζυγίου, επιμέλειας και διατροφής τέκνων, αφού και με τις αντίστοιχες συνθήκες τα ελληνικά δικαστήρια θα είχαν διεθνή δικαιοδοσία να δικάσουν τις διαφορές αυτές. Επομένως, το Εφετείο δεν υπέπεσε στις πλημμέλειες από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 14 ΚΠολΔ και άρα οι συναφείς τρίτος και τέταρτος λόγοι πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
4. Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως πλήττεται η αναιρεσιβαλλόμενη για πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, διότι ερμήνευσε εσφαλμένα το άρθρο 27 παρ.3 ν. 2311/1995, κατά το οποίο ο εναγόμενος μπορεί να προβάλει τις ενστάσεις που επιτρέπονται από τους νόμους του συμβαλλόμενου μέρους, το δικαστήριο του οποίου εξέδωσε την απόφαση με το να δεχθεί ότι η αναιρεσείουσα ουδεμία ένσταση πρόβαλε στο αλλοδαπό δικαστήριο. Ο λόγος αυτός του αναιρετηρίου αλυσιτελώς προβάλλεται, διότι η κρίση αυτή ως πλεοναστική δεν στηρίζει το διατακτικό της και άρα πρέπει να απορριφθεί.
6. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.14 του ΚΠολΔ, κατά την οποία επιτρέπεται αναίρεση, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος με αυτή αναιρετικός λόγος αναφέρεται μόνο στις δικονομικές ακυρότητες, εκείνες δηλαδή που ανάγονται στη διαδικασία και είναι συνέπεια εφαρμογής δικονομικών διατάξεων.
Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον έκτο λόγο του αναιρετηρίου, από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την αιτίαση, ότι άλλοτε δέχεται την εφαρμογή των άρθρων 323 και 905 ΚΠολΔ και άλλοτε τις διατάξεις της παραπάνω ελληνοαλβανικής σύμβασης δικαστικής αρωγής. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι αυτός, που επικαλείται η αναιρεσείουσα ως πλημμέλεια της αναιρεσιβαλλόμενης, δεν συνιστούν απαράδεκτο, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 559 αρ.14 ΚΠολΔ.
Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, που κατάθεσε και προτάσεις (άρθρ. 746 εδ. β', 176 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30-3-2012 αίτηση για αναίρεση της 6044/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Απριλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΣΥΝΑΙΝΕΤΙΚΟ ΔΙΑΖΥΓΙΟ - ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ - ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ ΚΛΠ - Συναινετικό διαζύγιο - Αρκεί η ελληνική ιθαγένεια ενός εκ των συζύγων για να αποκτήσουν τα ελληνικά δικαστήρια δικαιοδοσία (Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου, αριθμός απόφασης 429/2010)

$
0
0

ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη

Συναινετικό διαζύγιο - Αρκεί η ελληνική ιθαγένεια ενός εκ των συζύγων για να αποκτήσουν τα ελληνικά δικαστήρια δικαιοδοσία (Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου, αριθμός απόφασης 429/2010)

Περίληψη:
Συναινετικό διαζύγιο. Δικαιοδοσία για γαμικές διαφορές. Αρκεί η ελληνική ιθαγένεια ενός εκ των συζύγων για να αποκτήσουν τα ελληνικά δικαστήρια δικαιοδοσία. Εφαρμοστέο δίκαιο.
[...] Σύμφωνα με το άρθρο 3 §1 του ΚΠολΔ, στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 612 § 1 του ΚΠολΔ, ορίζεται ότι τα Ελληνικά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να εκδικάζουν τις γαμικές διαφορές εκ του άρθρου 592 §1 ΚΠολΔ, αν ο ένας από τους συζύγους είναι Έλληνας και αν ακόμη δεν έχει ούτε κατοικία ή διαμονή στην Ελλάδα ή αν ήταν κατά την τέλεση του γάμου Ελληνας και απέβαλε λόγω του γάμου του την Ελληνική ιθαγένεια (βλ. ΕφΑθ 8047/1990 Δνη 1992.173, ΕφΑθ 5757/1980 ΑρχΝ 1981.43-44,). Τέλος, κατά το άρθρο 16 του ΑΚ, το διαζύγιο και ο δικαστικός χωρισμός ρυθμίζονται από το δίκαιο που διέπει τις προσωπικές σχέσεις των συζύγων κατά την έναρξη της διαδικασίας του διαζυγίου ή του χωρισμού, κατά δε το άρθρο 14 του ιδίου κώδικα, οι προσωπικές σχέσεις των συζύγων ρυθμίζονται κατά σειρά: 1) από το δίκαιο της τελευταίας κατά την διάρκεια του γάμου κοινής ιθαγένειας, εφόσον ο ένας τη διατηρεί, 2) από το δίκαιο της τελευταίας κατά την διάρκεια του γάμου συνήθους διαμονής τους και 3) από το δίκαιο προς το οποίο οι σύζυγοι συνδέονται στενότερα (ΕφΑθ 8047/1990 ό.π.). Οι αιτούντες σύζυγοι, εκ των οποίων η σύζυγος είναι υπήκοος Σλοβακίας (βλ. προσκομιζόμενο διαβατήριο), ζητούν με την κοινή αίτησή τους να λυθεί με συναινετικό διαζύγιο ο μεταξύ τους γάμος. Για την εκδίκαση της αίτησης αυτής υπάρχει δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων, αφού ο αιτών έχει την ελληνική ιθαγένεια, εφαρμοστέο δε δίκαιο τυγχάνει το ελληνικό, σύμφωνα εξάλλου και με όσα προαναφέρθηκαν, αφού οι διάδικοι κατά την διάρκεια του γάμου τους δεν είχαν ποτέ κοινή ιθαγένεια, ώστε να τύχει εφαρμογής το δίκαιο της τελευταίας κοινής τους ιθαγένειας κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 14 του ΑΚ, πλην όμως είχαν μετά τον γάμο τους και μέχρι την άσκηση της παρούσας ως κοινή και μόνιμη κατοικία τους το Παραδείσι Ρόδου. Η αίτηση δε αρμοδίως εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 39, 740 ΚΠολΔ, 121 ΕισΝΑΚ), για να συζητηθεί κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρο 739 επ. ΚΠολΔ), και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσία. Από τα με αριθμ. 125/20.11.2009 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης της 20ης Νοεμβρίου 2009 και τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, καθώς και από τα προσκομιζόμενα έγγραφα αποδεικνύονται τα ακόλουθα περιστατικά: Οι αιτούντες τέλεσαν νόμιμο πολιτικό γάμο στις 14 Νοεμβρίου 2008 στο Δήμο Πεταλούδων Ρόδου (βλ. την υπ` αριθμ. 72/Ε/2008 ληξιαρχική πράξης γάμου του Ληξίαρχου Δήμου Πεταλούδων Ρόδου). Η κοινή αίτησή τους κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 20.11.2009. Επομένως ο γάμος τους έχει διαρκέσει έναν και πλέον χρόνο πριν από την κατάθεση της ένδικης αίτησης. Σε δύο συνεδριάσεις, που έγιναν στις 20.11.2009 και στις 27.05.2010 και συνεπώς απέχουν μεταξύ τους κατά έξι τουλάχιστον μήνες και όχι πάντως πάνω από δύο χρόνια, οι αιτούντες δήλωσαν νομότυπα προς το Δικαστήριο ότι συμφωνούν να λυθεί ο γάμος τους με διαζύγιο. Από το μεταξύ τους γάμο δεν έχουν αποκτήσει τέκνα (βλ. το με αριθμ.πρωτ.3152/31.08.2009 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου Πεταλούδων). Πρέπει κατά συνέπεια να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση ως βάσιμη κατ` ουσία, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση. ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ τη λύση του μεταξύ των αιτούντων γάμου, που τελέστηκε στις 14 Νοεμβρίου 2008 στο Δήμο Πεταλούδων Ρόδου.

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ - ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΕΚΝΩΝ - 712/2017 ΜΜΟΝ ΠΡΩΤ ΑΘΗΝΩΝ Απόφαση σταθμός Πρωτοδικείου: Άνοιξε ο δρόμος για την κοινή επιμέλεια τέκνων

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Απόφαση σταθμός Πρωτοδικείου: Άνοιξε ο δρόμος για την κοινή επιμέλεια τέκνων
Με βάση το υπάρχον πλαίσιο και τη συνήθη δικαστική πρακτική, ο ρόλος του πατέρα υποβαθμίζεται και η επιμέλεια δίνεται στη ..
μητέραΣυγκεκριμένα σύμφωνα με την απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου  ΑΘΗΝΩΝ (αριθμός 7121/2017) προβλέπεται ότι προσωρινά και μέχρι την εκδίκαση της κύριας απόφασης, η επιμέλεια των τέκνων θα ασκείται εναλλακτικά, τους ζυγούς μήνες από τον πατέρα και τους μονούς από τη μητέρα, με δικαίωμα επικοινωνίας από τον γονέα που δεν έχει την επιμέλεια, κατά το εν λόγω διάστημα.
Η δικαστική απόφαση έρχεται την ώρα που η σχετική νομοθετική πρωτοβουλία καθυστερεί χαρακτηριστικά, παρά την αναγνώριση της αναγκαιότητάς της ακόμα και από κυβερνητικούς βουλευτές.
Για «σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση της κοινής επιμέλειας και του ίσου χρόνου του παιδιού και με τους δύο γονείς του», έκανε λόγο ο σύλλογος «Συνεπιμέλεια». Και αυτό όπως σημείωσε, «παρά τις δυσκολίες ενός νομολογιακού εθίμου που θέλει ‘την επιμέλεια στη μητέρα’ χρησιμοποιώντας για δικαιολογία το αντιεπιστημονικό δόγμα της βιοκοινωνικής υπεροχής της μητέρας, τη θεωρία της σύγκρουσης των γονέων που πρώτο την προκαλεί το δικαστήριο, τη θεωρία της προσαρμογής και του ισχυρού ψυχικού δεσμού που δημιουργήθηκε μεταξύ μητέρας παιδιού αγνοώντας το ότι για τη δημιουργία του καταστράφηκε με δικαστική απόφαση ο ισχυρός ψυχικός δεσμός πατέρα παιδιού και τέλος μια επιλεκτική εφαρμογή των νόμων και της δικονομίας ώστε να δικαιολογείται η κακοποιητική συμπεριφορά προς τα παιδιά και τους πατέρες τους».
Σύμφωνα με τους υπευθύνους του Συλλόγου, οι υποθέσεις ανατροφής παιδιών προσανατολίζονται πλέον προς μία «φιλική δικαιοσύνη, χωρίς αντιδικία, με δικαστική μεσολάβηση, λιγότερες εντάσεις, περισσότερες συμφωνίες, όπου κερδισμένοι θα είναι όλοι : παιδί, μητέρα, πατέρας, δικαστές και δικηγόροι, η κοινωνία στο σύνολό της».

ΑΠ Αριθμός 2/2017 - ΚΛΗΣΗ άρθρο 576 παρ.2 ΚΠολΔ - Προϋπόθεση της εγκυρότητας της κλήτευσης, συνεπεία της αναβολής της υπόθεσης και της εγγραφής της στο πινάκιο, είναι ότι ο απολειπόμενος κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο διάδικος, είτε είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση, είτε είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστεί στη δικάσιμο κατά την οποία, αναβλήθηκε η συζήτηση

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Αριθμός 2/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της πλήρους Ολομέλειας: Βασιλική Θάνου - Χριστοφίλου, Πρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ευφημία Λαμπροπούλου, Ασπασία ..
Καρέλλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Αντώνιο Ζευγώλη, Γεώργιο Σακκά, Χρυσούλα Παρασκευά, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Ελένη Διονυσοπούλου, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Ευγενία Προγάκη, Αριστείδη Πελεκάνο, Βασίλειο Πέππα, Χαράλαμπο Καλαματιανό, Γεώργιο Λέκκα, Μαρία Χυτήρογλου, Ειρήνη Καλού, Χαράλαμπο Μαχαίρα, Απόστολο Παπαγεωργίου, Αλτάνα Κοκκοβού, Σοφία Ντάντου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα, Γεώργιο Αναστασάκο - Εισηγητή, Ιωάννη Μαγγίνα, Δήμητρα Κοκοτίνη, Διονυσία Μπιτζούνη, Γεώργιο Χοϊμέ, Ιωάννη Φιοράκη, Ιωάννη Μπαλιτσάρη, Γεώργιο Παπαηλιάδη, Γεώργιο Μιχολιά, Αλεξάνδρα Κακκαβά, Αγγελική Τζαβάρα, Παρασκευή Καλαϊτζή, Νικόλαο Τσάκο, Ναυσικά Φράγκου, Θωμά Γκατζογιάννη, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Θεόδωρο Τζανάκη, Μαρία Γκανιάτσου, Μαρία Τζανακάκη, Μαρία Παπασωτηρίου, Νικόλαο Πιπιλίγκα και Γεώργιο Αποστολάκη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Σεπτεμβρίου 2016, με την παρουσία της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου - Βασιλοπούλου και της Γραμματέως Aγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος - καλούντος: Νομίμου Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ)", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικού διαδόχου των καταργηθέντων ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ)"και "Οργανισμός Εργατικής Εστίας (ΟΕΕ)", υπεισελθόντος σ’ όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ. 1 και 2 του Ν. 4144/2013, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Κάσσο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου - καθού η κλήση: Γ. Φ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Κοινοποιούμενες η αίτηση αναίρεση και η κλήση στις: 1)Ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "...") και το διακριτικό τίτλο "...", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα. 2)Ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "... ΑΕ", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα.
Η πρώτη δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και η δεύτερη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Μόσχο, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-10-2012 αίτηση του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Σπάρτης.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 17/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 420/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον με την από 2-1-2015 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε 1017/2015 απόφαση του Δ’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία παρέπεμψε στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον εκ του αριθμού 1 άρθ. 559 Κ.Πολ.Δ λόγο της αίτησης αναίρεσης, ως θέμα γενικότερου ενδιαφέροντος, προκειμένου να κριθεί, αν, τα στεγαστικά δάνεια που χορήγησε ο Ο.Ε.Κ. σε δανειολήπτες, εξαιρούνται ή όχι της ρύθμισης που προβλέπεται στην διάταξη του άρθ. 1 παρ. 2 ν. 3869/2010 όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 15 άρθ. 20 ν. 4019/2011 μετά την υποκατάσταση του αναιρεσείοντα οργανισμού (Ο.Α.Ε.Δ) στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του (άρθ. 35 ν. 4144/2013), ως δάνεια, οφειλόμενα σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης, κατά την έννοια των άρθ. 15-16 ν. 3586/2007. Mε την από 9/10/2015 κλήση του καλούντος - αναιρεσείοντος, η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκε μόνο το αναιρεσείον νομικό πρόσωπο και η πρώτη τράπεζα προς την οποία κοινοποιήθηκε η αίτηση αναίρεσης και η κλήση, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Αναστασάκοςανέγνωσε την από 18/2/2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του παραπεμφθέντος στην πλήρη ολομέλεια του Αρείου Πάγου τρίτου λόγου της αίτησης για αναίρεση της απόφασης 420/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης.
Η Εισαγγελέας ακολούθως, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε να απορριφθεί ο παραπεμφθείς στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τρίτος λόγος της αίτησης για αναίρεση της απόφασης 420/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης.
Κατά την 12η Ιανουαρίου 2017, ημέρα που συγκροτήθηκε το Δικαστήριο αυτό προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απόντες ο Αντιπρόεδρος Γεράσιμος Φουρλάνος και οι Αρεοπαγίτες Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Ειρήνη Καλού, Παναγιώτης Κατσιρούμπας, Διονυσία Μπιτζούνη, Θωμάς Γκατζογιάννης και Γεώργιος Αποστολάκης, οι οποίοι είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως.
Παρά ταύτα, παρισταμένων, πλην αυτών, πλέον των είκοσι εννέα (29) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση την υπόθεσης, κατ’ άρθρο 23 παρ.2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει με την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008, το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την ομόφωνη απόφαση 1017/2015 του Δ’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην Πλήρη Ολομέλεια του δικαστηρίου τούτου, κατ’ άρθρο 563 § 2 εδ. β’ ΚΠολΔ και 23 § 2 εδ. γ’ και δ’ του ν. 1756/1988 (Οργανισμού Δικαστηρίων), ο τρίτος λόγος της από 2-1-2015 αίτησης για αναίρεση της απόφασης 420/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης, ως αναφερόμενος σε ζήτημα γενικοτέρου ενδιαφέροντος, προκειμένου να κριθεί αν, τα στεγαστικά δάνεια που χορήγησε ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ) σε δανειολήπτες, εξαιρούνται ή όχι της ρύθμισης που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 2 του ν. 3869/2010 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 20 § 15 του ν. 4019/2011), μετά την υποκατάσταση του αναιρεσείοντος οργανισμού (ΟΑΕΔ) στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του (άρθρο 35 Ν. 4144/2013), ως δάνεια οφειλόμενα σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης, κατά την έννοια των άρθρων 15-16 του ν. 3586/2007).
II. Κατά το άρθρο 576 παρ.2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σ’ αυτή με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 226§4 εδάφ. β’ και γ’ του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη σύμφωνα με το άρθρο 575 εδάφ. β’ ίδιου Κώδικα, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος αμέσως, μετά το τέλος της συνεδρίασης, να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή, δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, η αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και συνεπώς δεν χρειάζεται νέα κλήτευση τους. Προϋπόθεση της εγκυρότητας της κλήτευσης, συνεπεία της αναβολής της υπόθεσης και της εγγραφής της στο πινάκιο, είναι ότι ο απολειπόμενος κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο διάδικος, είτε είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση, είτε είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστεί στη δικάσιμο κατά την οποία, αναβλήθηκε η συζήτηση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την έκθεση επιδόσεως ...28.2.2016 του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Σπάρτης Π. Ζ., που προσκομίζει και επικαλείται ο αναιρεσείων, ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση κλήσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 21.4.2016, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης για την ανωτέρω στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο της 22.9.2016, επιδόθηκε νομίμως, μετά από παραγγελία του πληρεξουσίου Δικηγόρου του αναιρεσείοντος, που παραστάθηκε και έχει προς τούτο πληρεξουσιότητα, προς τον αναιρεσίβλητο. Ο αναιρεσίβλητος όμως αυτός δεν εμφανίσθηκε κατά την εκφώνηση της προκειμένης υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου στην ως άνω δικάσιμο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ. Επομένως πρέπει, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 576 παρ.2 ΚΠολΔ, να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία του.
ΙΙΙ. Κατά την διάταξη του άρθ.1 παρ, 1 και 2 ν. 3869/2010 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 20 § 15 ν. 4019/2011) φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών τους, (εφεξής οφειλέτες), δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για την ρύθμιση "των οφειλών τους"και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής. Δεν επιτρέπεται η ρύθμιση οφειλών οι οποίες: α) έχουν αναληφθεί το τελευταίο έτος πριν την υποβολή της αίτησης για την έναρξη της διαδικασίας της παραγράφου 1 του άρθρου 4, είτε β) προέκυψαν από αδικοπραξία που διαπράχθηκε με δόλο, από διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού, τέλη προς νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, είτε γ) προέκυψαν από χορήγηση δανείων από φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθ. 15 και 16 του ν. 3586/2007 (θεσμικό πλαίσιο επενδύσεων - αξιοποίησης περιουσίας Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης), όπως ισχύουν. Κατά τη σαφή έννοια της πιο πάνω διάταξης, στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής της υπάγονται, κατ’ αρχήν, όλα τα χρέη έναντι οποιουδήποτε δανειστή. Ωστόσο, υπάρχουν και ορισμένα χρέη που αναφέρονται στις συνθήκες εν γένει θεμελίωσης τους, από πλευράς χρόνου και τρόπου, για τα οποία ο νομοθέτης έκρινε ότι ο οφειλέτης δεν κρίνεται άξιος να επωφεληθεί των ευνοϊκών ρυθμίσεων του νόμου και για το λόγο αυτό τα εξαιρεί. Στην τελευταία περίπτωση υπάγονται από το νόμο, μεταξύ άλλων και οι οφειλές που προέκυψαν από χορήγηση δανείων από "Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης "(Φ.Κ.Α.). Περαιτέρω, ΦΚΑ που υπάγονται στις διατάξεις του ν. 3586/2007, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 1§1 του νόμου, όλοι οι Φ.Κ.Α. αρμοδιότητας της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, που λειτουργούν με τη μορφή Ν.Π.Δ.Δ. και Ν.Π.Ι.Δ., καθώς και κάθε άλλος φορέας, ανεξαρτήτως ονομασίας και νομικής μορφής, που χορηγεί περιοδικές παροχές υπό τύπο κύριων και επικουρικών συντάξεων, βοηθημάτων ή μερισμάτων ή παροχές ασθένειας, εφόσον καταβάλλεται εργοδοτική εισφορά ή κοινωνικός πόρος. Κριτήριο, συνεπώς, του χαρακτηρισμού των πιο πάνω νομικών προσώπων ως Φ.Κ.Α. είναι η καταβολή περιοδικών παροχών και η προηγούμενη καταβολή εργοδοτικής εισφοράς ή κοινωνικών πόρων. Επομένως, στην έννοια του Φ.Κ.Α. υπάγεται και ο "Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού" (ΟΑΕΔ), ο οποίος από τον ιδρυτικό του νόμο (ν. 2961/1951), λειτουργεί ως ΝΠΔΔ και έχει ως σκοπό τη διαχείριση και λειτουργία του κλάδου ασφάλισης κατά της ανεργίας, αφού χορηγεί, μεταξύ άλλων ασφαλιστικών παροχών και περιοδικές παροχές υπό τον τύπο βοηθημάτων και καταβάλλονται σ’ αυτόν εργοδοτικές εισφορές και κοινωνικοί πόροι (άρθρα 26 ν. 2020/1992 και 27§1α ν. 4144/13). Τέλος, τα δάνεια των Φ.Κ Α. τα οποία εξαιρεί, όπως προαναφέρθηκε, ο νόμος, είναι εκείνα τα οποία χορηγούνται, με αποφάσεις των διοικητικών συμβουλίων τους, ως "προσωπικά δάνεια εκτάκτων αναγκών"σε ασφαλισμένους και συνταξιούχους, καθώς και στους υπαλλήλους του "Φορέα", προς αντιμετώπιση εξόδων σε περιπτώσεις γάμου, τοκετού, σοβαρής ασθένειας, θανάτου, έκτακτης στεγαστικής ανάγκης και σε κάθε άλλη περίπτωση που προβλέπεται από το καταστατικό των Φ.Κ.Α. (άρθρα 15-16 ν. 3586/2007).
Συνεπώς, από τη σαφή διατύπωση του νόμου προκύπτει ότι τα στεγαστικά δάνεια που χορήγησε ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ), στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του οποίου υποκαταστάθηκε ο αναιρεσείων οργανισμός (ΟΑΕΔ), εφόσον δεν καλύπτουν έκτακτες στεγαστικές ανάγκες, δεν υπάγονται στις εξαιρέσεις του άρθρου 1 §2 περ. γ’ ν. 3869/2010 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 20§15 ν. 4019/2011). Και τούτο γιατί ο νόμος αυτός δεν έχει καμία επιφύλαξη μη ισχύος του σε άλλες περιπτώσεις, πλην εκείνων που ρητώς αναφέρθηκαν πιο πάνω. Ούτε, εξάλλου, ο ειδικός τρόπος εξόφλησης των στεγαστικών δανείων του ΟΕΚ, σε περίπτωση που αυτό καταστεί ληξιπρόθεσμο (άρθρο 19 ν. 4019/2011) παρέχει κανένα στήριγμα περί μη εφαρμογής του νόμου στην περίπτωση του στεγαστικού δανείου που χορηγήθηκε στον αιτούντα οφειλέτη και ήδη αναιρεσίβλητο από τον ΟΕΚ στα πλαίσια κρατικού προγράμματος στεγαστικής πολιτικής με πλήρη εγγύηση και επιδότηση του επιτοκίου από το Ελληνικό Δημόσιο. Τέλος, να σημειωθεί ότι, εξαιτίας των ερμηνευτικών προβλημάτων που δημιουργήθηκε για το θέμα αυτό στη νομολογία των δικαστηρίων ουσίας, καταργήθηκε, ήδη, η επίμαχη διάταξη του άρθρου 1 §2 του ν.3869/2010, (όπως είχε αντικατασταθεί από το άρθρο 20§15 του ν.4019/2011), με τους εφαρμοστικούς νόμους του Γ’ Μνημονίου (άρθρα 2, ν.4336/2015, Μέρος Β και 14 ν. 4346/15, που ρυθμίζουν την προστασία της πρώτης κατοικίας) και συνεπώς, το νομοθετικό πλαίσιο του άρθρου 1 §2 του ν.3869/2010 επανήλθε στην αρχική του διατύπωση. Δηλαδή, να υπάγονται στην ευνοϊκή ρύθμιση του νόμου, όλα ανεξαιρέτως, τα χρέη των δανειοληπτών, πλην εκείνων που ρητά εξαιρούνται (τόσο με το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς, όσο και με το ισχύον) και για τα οποία δεν υπήρξε ερμηνευτικό ζήτημα. Κρίνοντας, συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης, που δίκασε σε έφεση κατά απόφασης ειρηνοδικείου, ότι το στεγαστικό δάνειο που χορήγησε ο Ο.Ε.Κ. στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του οποίου υποκαταστάθηκε ο αναιρεσείων οργανισμός (Ο.Α.Ε.Δ.), δεν εξαιρείται της εφαρμογής του άρθρου 1 §2 ν. 3869/2010 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 20§15 ν. 4019/2011) και ακολούθως, μετ’ εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δεχόμενο μερικά την αίτηση του αναιρεσιβλήτου, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή, τη διάταξη του άρθρου 1 §2 ν. 3869/2010.
Συνεπώς, είναι αβάσιμος ο τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 560 αρ. 1 ΚΠολΔ. και κατ’ ακολουθία, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, ως προς τον λόγο αυτόν. Δεδομένου δε ότι οι λοιποί λόγοι του αναιρετηρίου έχουν ήδη απορριφθεί από το Τμήμα, πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2.1.2015 αίτηση για αναίρεση της απόφασης 420/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Ιανουαρίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 16 Μαρτίου 2017.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΡΓΑΤΙΚΟ - ΑΠ 114/2017 - Υ6ΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ - ΕΠΙΣΧΕΣΗ - ΚΑΤΑΧΡΗΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Αριθμός 114/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δήμητρα Κοκοτίνη και Γεώργιο Μιχολιά, Αρεοπαγίτες...

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 25 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... ανώνυμος εταιρεία", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Αναστασίου, που κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Κ. Α. του Γ., κατοίκου Αθηνών, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Πέτρο Τσαντίνη, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/4/2012 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1438/2012 του ίδιου Δικαστηρίου και 2030/2014 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 30/9/2015 αίτησή της και με τους από 21/9/2016 προσθέτους λόγους αυτής. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Δήμητρα Κοκοτίνη ανέγνωσε την από 11/10/2016 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του πρώτου λόγου (κατά το πρώτο σκέλος) της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης καθώς και του πρόσθετου λόγου αναίρεσης και την απόρριψη του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου, καθώς και των δεύτερου και τρίτου λόγων της ως άνω αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη της αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 ΚΠολΔ, στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ κατά το άρθρο 96 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα , κατά τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου και στις περιπτώσεις του άρθρου 98 η πληρεξουσιότητα δίνεται μόνο με συμβολαιογραφική πράξη ή με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση. Στο άρθρο 104 εδάφιο τελευταίο ΚΠολΔ ορίζεται ότι το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της. Περαιτέρω, το άρθρο 665 παρ. 2 εδάφιο τελευταίο ΚΠολΔ, το οποίο όριζε ότι ‘ ‘ Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου η πληρεξουσιότητα μπορεί να δίνεται με ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του διαδίκου από Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή δημοτική αρχή’ ‘ , καταργήθηκε σιωπηρά με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (Α’ 87), με το οποίο ορίζεται ότι αντικαθίσταται το βιβλίο τέταρτο (άρθρα 591-681Δ’ ) του ΚΠολΔ και παρατίθενται ως νέες διατάξεις τα άρθρα 591-645. Εξάλλου, το άρθρο ένατο του ως άνω κεφαλαίου του ν. 4335/2015, με τον τίτλο ‘ ‘ Μεταβατικές και άλλες διατάξεις’ ‘ ορίζει στην μεν παράγραφο 2 ότι ‘ ‘ Οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από την 1-1-2016 ένδικα μέσα και αγωγές’ ‘ , στη δε παράγραφο 4 ότι ‘ ‘ Κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1-1-2016’ ‘ . Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 12 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ, ‘ ‘ Στις δίκες που κατά την εισαγωγή του ΚΠολΔ είναι εκκρεμείς στον πρώτο βαθμό, οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται από τις διατάξεις του, όσες όμως είχαν ενεργηθεί πριν από την εισαγωγή του, ρυθμίζονται από το προγενέστερο δίκαιο’ ‘ . Από τον συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων προκύπτει ότι η πληρεξουσιότητα που χορηγείται μετά την 1-1-2016 σε δικηγόρο για την εκπροσώπηση κάποιου διαδίκου ενώπιον του Αρείου Πάγου δίνεται πλέον μόνο με συμβολαιογραφική πράξη ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση και όχι με ιδιωτικό έγγραφο, όπως γινόταν υπό την ισχύ της διάταξης του άρθρου 665 παρ. 2 ΚΠολΔ, που έπαυσε να ισχύει από 1-1-2016. Η έλλειψη της πληρεξουσιότητας, εξεταζόμενη και αυτεπαγγέλτως, έχει ως συνέπεια τη μη προσήκουσα παράσταση του διαδίκου κατά τη συζήτηση της υποθέσεως (Ολ ΑΠ 13/2008). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 576 παρ. 2, 568 παρ. 1, 498 παρ. 1 και 621 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά το νόμο 4335/2015, συνάγεται ότι ο Άρειος Πάγος οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως ο μη εμφανισθείς αντίδικος του επισπεύδοντος την συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως και σε καταφατική περίπτωση να προχωρήσει στη συζήτηση παρά την απουσία του. Στην προκείμενη περίπτωση, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, η αναιρεσίβλητη Κ. Α. δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, αλλά εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Πέτρο Τσαντίνη, στον οποίο, με την από 21-10-2016 εξουσιοδότηση, χορήγησε πληρεξουσιότητα για να την εκπροσωπήσει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Η εν λόγω πληρεξουσιότητα, που δόθηκε μετά την 1-1-2016, δεν είναι νόμιμη, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, με συνέπεια η αναιρεσίβλητη να θεωρείται δικονομικά απούσα. Από την .../20-5-2016 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Γ. Λ., που προσκομίζει και επικαλείται η αναιρεσείουσα , προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης για αναίρεση της 2030/2014 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την κάτω απ’ αυτή πράξη κατάθεσης και ορισμού δικασίμου, καθώς και κλήση για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε με εντολή του πληρεξουσίου δικηγόρου της αναιρεσείουσας, η οποία επισπεύδει την συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, στην αναιρεσίβλητη, νομίμως και εμπροθέσμως. Περαιτέρω, από την .../22-9-2016 έκθεση επιδόσεως του ίδιου πιο πάνω δικαστικού επιμελητή, που προσκομίζει η αναιρεσείουσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο του από 21-9-2016 πρόσθετου λόγου αναίρεσης με την κάτω από αυτόν πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην αναιρεσίβλητη.
Επομένως, πρέπει η υπόθεση να συζητηθεί σαν να ήταν και αυτή παρούσα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 576 παρ. 2 και 621 παρ. 2 ΚΠολ.Δ.
2. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 648 ΑΚ, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να πληρώσει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές του, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 325 του ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της εργασιακής σύμβασης, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, υφισταμένης συμβάσεως εργασίας, εάν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την οφειλόμενη απ’ αυτόν παροχή εργασίας (κατ’ εξοχήν για την καταβολή του μισθού, αλλά και για την παράβαση εργοδοτικού διευθυντικού δικαιώματος) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά. Το δικαίωμα επισχέσεως δεν χρησιμεύει προς ευθεία ικανοποίηση εκείνου που το ασκεί, αλλά μόνο προς εξασφάλιση της ανταπαιτήσεώς του, δηλαδή χρησιμεύει απλώς ως έμμεσος εξαναγκασμός του δανειστή προς εκπλήρωση της οφειλόμενης απ’ αυτόν αντιπαροχής. Κατ’ ακολουθία, αν υφίσταται ασφάλεια ως προς την εκπλήρωση της ανταξιώσεώς του αίρεται το δικαίωμα περαιτέρω επισχέσεως. Εξ άλλου, το δικαίωμα επισχέσεως της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ.
Συνεπώς, η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε. Τούτο δε διότι, ενώ, κατά κανόνα, η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης συνεπάγεται για το δανειστή τη μετάθεση του χρονικού σημείου εκπλήρωσης της οφειλόμενης προς αυτόν παροχής, χωρίς κατά τα λοιπά να θίγεται η αξίωσή του, στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η παροχή εργασίας για όσο χρόνο διαρκεί η επίσχεση καθίσταται αδύνατη και ο εργαζόμενος απαλλάσσεται οριστικά. Η συνέπεια αυτή δεν αποκλείει την επίσχεση εργασίας, λόγω όμως της ιδιοτυπίας της παροχής πρέπει να ασκείται μέσα στα διαγραφόμενα από το άρθρο 281 ΑΚ όρια. Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη (ΑΠ 447/2015, 940/2015, 1248/2015, 790/2014). Ως καταχρηστικώς δε ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’ αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη (ΑΠ 940/2015, 1248/2015, 790/2014, 1342/2014, 2094/2014, 1502/2010). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 5 παρ . 3 του ν. 2112/1920 και 173, 200 και 288 ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του, που δεν οφείλεται σε ασθένεια βραχείας διάρκειας ή λοχεία ή στην κατά το νόμο 3514/1928 στράτευσή του, αλλά σε άλλη αιτία, όπως σε επίσχεση της εργασίας του, το δικαστήριο, εκτιμώντας γενικά τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, κρίνει σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, αν η αποχή αυτή, κατά κρίση αντικειμενική, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρή δήλωση βούλησης του εργαζόμενου να λύσει τη σύμβαση εργασίας του, δηλαδή ως σιωπηρή εκ μέρους του καταγγελία αυτής, με όλες τις δυσμενείς γι’ αυτόν επιπτώσεις. 3. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόσθηκε, ενώ δεν έπρεπε, γιατί δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, δηλαδή αν το δικαστήριο της ουσίας απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοσθέντα κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσία την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και την υπαγωγή αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν εμφανή την παράβαση (Ολ ΑΠ 7/2014, 2/2013). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες (Ολ ΑΠ 15/2006). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 455/2014). Για να είναι όμως ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να αναφέρεται ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου, σε σχέση με την εφαρμογή του οποίου υπάρχει η έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης με πληρότητα και σαφήνεια, σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια των αιτιολογιών, ποια, δηλαδή, στοιχεία αναγκαία για την επάρκειά τους λείπει και σε τι συνίσταται η αντίφαση των αιτιολογιών και από ποια αντιτιθέμενα μέρη τους προκύπτει (ΑΠ 121/2014, 1504/2011, 479/2009).
4. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κρίνοντας επί εφέσεως της αναιρεσίβλητης-εργαζόμενης, επί αγωγής αυτής για την καταβολή των αποδοχών της από την υπερημερία της αναιρεσείουσας-εργοδότριάς της, στην οποία αυτή περιήλθε κατά το χρονικό διάστημα της επίσχεσης εργασίας της εξαιτίας της μη καταβολής ληξιπρόθεσμων απαιτήσεών της, αλλά και μετά από τη λήξη της επίσχεσης, δέχθηκε, όπως από αυτή προκύπτει, ανελέγκτως τα ακόλουθα, σε σχέση με τους ερευνώμενους αναιρετικούς λόγους: Ότι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε στην Αθήνα στις 31/1/1986 μεταξύ των διαδίκων, η ενάγουσα προσλήφθηκε από την εναγομένη για να εργασθεί ως βοηθός κομμωτή σε ένα από τα κομμωτήρια που διατηρούσε η εργοδότρια στην περιοχή των Αθηνών. Ο μηνιαίος μισθός της συμφωνήθηκε σε ποσοστό 25% επί της παραγωγής της και, εφόσον υπολειπόταν, συμφωνήθηκε να της καταβάλλεται ο μισθός που θα καθοριζόταν από την εκάστοτε ισχύουσα εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας. Την 1-7-2005 οι όροι της εργασιακής σύμβασης των διαδίκων μεταβλήθηκαν και καθορίσθηκε η ειδικότητα της ενάγουσας ως κομμώτρια και ως τόπος παροχής της εργασίας της ορίσθηκε το κομμωτήριο που διατηρούσε η εναγομένη στην ...- Αθήνα, διατηρουμένου του δικαιώματος της εναγομένης να μεταφέρει την ενάγουσα σε οποιοδήποτε άλλο από τα τρία κομμωτήρια που είχε στην Αθήνα. Ότι οι αποδοχές της ενάγουσας καθορίσθηκαν σε ποσοστό 40% επί της παραγωγής της και προβλέφθηκε ότι σε κάθε περίπτωση ο μισθός της δεν θα ήταν κατώτερος από τον προβλεπόμενο στην εκάστοτε ισχύουσα εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας, τον Ιούλιο δε του 2011 ο μηνιαίος συμβατικός μισθός της καθορίσθηκε τουλάχιστον στο ποσό των 1.161,75 ευρώ. Ότι η εναγομένη εταιρεία ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1950 και δραστηριοποιείται στο χώρο της κομμωτικής και των συναφών υπηρεσιών. Ότι διατηρεί κομμωτήρια στην Αττική και συγκεκριμένα επί της οδού ... στο Σύνταγμα, επί της οδού ... στο κέντρο της Αθήνας, επί της Πλατείας ... στο Κολωνάκι και επί της Λεωφόρου ... στο Χαλάνδρι. Ότι λόγω της μακροχρόνιας υψηλής ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών της είχε αποκτήσει φήμη και πελατεία. Το έτος 2009, λόγω της ύφεσης που άρχισε να πλήττει την ελληνική οικονομία, παρουσίασε μείωση του κύκλου εργασιών της και οικονομική δυσχέρεια στην κάλυψη των λειτουργικών εξόδων της επιχείρησής της. Ότι, επειδή η μείωση του κύκλου εργασιών συνεχίστηκε με επίταση και τα έτη 2010 -2011, από τον Αύγουστο του έτους 2010 άρχισε να καθυστερεί την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του προσωπικού της κατά ένα μήνα περίπου και περί τα μέσα του έτους 2011 σταμάτησε τη λειτουργία του καταστήματος, που διατηρούσε στην οδό .... Ότι, από το προσωπικό που απασχολούσε στο συγκεκριμένο κατάστημα, απέλυσε ορισμένους εργαζόμενους, τους περισσότερους, όμως, τους μετέφερε στα άλλα τρία κομμωτήριά της. Ότι στις 30 Νοεμβρίου 2011, αποσκοπώντας να μειώσει το κόστος μισθοδοσίας του προσωπικού της κατά το επερχόμενο έτος 2012 χωρίς να προβεί σε περαιτέρω απολύσεις εργαζομένων, με έγγραφη ανακοίνωσή της κάλεσε όλους τους υπαλλήλους της σε διαβούλευση, προκειμένου να εφαρμόσει το σύστημα της εκ περιτροπής απασχόλησής τους για τους επόμενους εννέα μήνες, επιφυλασσόμενη να λάβει και κάθε άλλο μέτρο που θα έκρινε αναγκαίο για την επιβίωση της επιχείρησής της. Επίσης, το Δεκέμβριο του 2011 πρότεινε σε ορισμένους μισθωτούς της, μεταξύ των οποίων ήταν και η ενάγουσα, να συνάψουν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μερικής απασχόλησης με ανάλογη μείωση των αποδοχών τους, η πρότασή της όμως αυτή δεν έγινε αποδεκτή τουλάχιστον από την ενάγουσα. Εν τω μεταξύ κατέβαλε με καθυστέρηση άλλοτε τριών και άλλοτε τεσσάρων μηνών τις δεδουλευμένες αποδοχές του προσωπικού της, στο οποίο κατέβαλε τον μισθό του Αυγούστου του 2011 το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, καταβάλλοντας μέσα στον ίδιο μήνα (εμπρόθεσμα) και το Δώρο Χριστουγέννων. Έτσι, την 1/1/2012 όφειλε στην ενάγουσα τους δεδουλευμένους μισθούς των μηνών Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου και Νοεμβρίου καθώς και το μεγαλύτερο τμήμα του μισθού του Δεκεμβρίου, αφού εκκρεμούσε μόνο η εκκαθάριση της διαφοράς που τυχόν υπήρχε μεταξύ του οφειλομένου ποσοστού επί της παραγωγής της και του συμφωνηθέντος μισθού της. Εξαιτίας της καθυστέρησης αυτής, η ενάγουσα από κοινού με άλλες οκτώ συναδέλφους της στις 2/1/2012 κοινοποίησε στην έδρα της εναγομένης την με ίδια ημερομηνία εξώδικη δήλωση επίσχεσης εργασίας, στην οποία ανέφερε ότι η εργασία της αποτελούσε το αποκλειστικό μέσο συντήρησης και διαβίωσής της, με συνέπεια το χρονικό διάστημα από το Σεπτέμβριο μέχρι και το Δεκέμβριο του 2011, που δεν πληρώθηκε, αν και εργάσθηκε κανονικά, να καταφύγει στην ανάλωση των ελάχιστων αποταμιεύσεών της και στο δανεισμό της από συγγενικά και φιλικά της πρόσωπα για να καλύψει τις στοιχειώδεις βιοτικές της ανάγκες. Επίσης, την κάλεσε μέχρι και την 3/1/2012 να της καταβάλει τους οφειλόμενους δεδουλευμένους μισθούς, τους οποίους υπολόγισε στο ελάχιστο συμφωνηθέν ποσό των 1.161,75 ευρώ το μήνα και της δήλωσε ότι σε περίπτωση μη καταβολής από 4/1/2012 θα ασκήσει το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας, αρνούμενη να παρέχει την εργασία της από την ημερομηνία αυτή (δηλαδή από 4/1/2012) και μέχρις ότου εξοφληθούν οι αποδοχές της. Ότι η εναγομένη απάντησε στη πιο πάνω δήλωση με την από 4/1/2012 εξώδικη απάντηση -διαμαρτυρία -δήλωση μετ’ επιφυλάξεως δικαιωμάτων, που κοινοποίησε στην ενάγουσα στις 5/1/2012, ισχυριζόμενη ότι η καθυστέρηση στην καταβολή των μισθών δεν είναι μακροχρόνια και σημαντική και δεν δικαιολογεί την εκ μέρους της ενάγουσας (και των οκτώ συναδέλφων της) επίσχεση εργασίας, η οποία είναι καταχρηστική, ότι η καθυστέρηση αυτή οφείλεται σε εξαιρετικά δυσμενείς περιστάσεις και ότι η εν γένει συμπεριφορά της οφείλεται σε κακοβουλία της με σκοπό ιδίως να εισπράξει την αποζημίωση απόλυσης. Με το ίδιο έγγραφο η εναγομένη δήλωσε ότι η αποχή της ενάγουσας από την εργασία της ήταν αδικαιολόγητη, ότι η συνέχισή της συνιστά αντισυμβατική εκ μέρους της συμπεριφορά, που την καθιστά υπερήμερη ως προς την παροχή εργασίας και, τέλος, την κάλεσε να προσέλθει και να αναλάβει εργασία την επομένη από τη λήψη της επιστολής της, δηλώνοντας ότι άλλως θα θεωρήσει ότι κατήγγειλε η ίδια τη σύμβαση εργασίας της. Ότι μετά την κοινοποίηση της από 4/1/2012 δήλωσης της εναγομένης, η ενάγουσα, (καθώς και οι λοιπές οκτώ συνάδελφοί της) συνέχισε την επίσχεση εργασίας της και στις 9/1/2012 κοινοποίησε στην εναγομένη την από 5/1/2012 εξώδικη απάντηση- πρόσκληση, στην οποία δήλωσε ότι εμμένει στην επίσχεση εργασίας της, η οποία δεν συνιστά εκ μέρους της καταγγελία της εργασιακής της σύμβασης, αλλά αποτελεί ενάσκηση νόμιμου δικαιώματος, μέχρις ότου η εναγομένη της καταβάλει τους δεδουλευμένους μισθούς. Στη συνέχεια, στις 11/1/2012, η εναγομένη επέδωσε στην ενάγουσα την από 9/1/2012 εξώδικη απάντηση -διαμαρτυρία- δήλωση μετ’ επιφυλάξεως δικαιωμάτων, με την οποία δήλωσε ότι έναντι των οφειλομένων θα της κατέβαλε το μισθό του Σεπτεμβρίου 2011 μόλις θα προσερχόταν προς ανάληψη εργασίας και για τους υπόλοιπους οφειλόμενους μισθούς των μηνών Οκτωβρίου 2011, Νοεμβρίου 2011, καθώς και για το μισθό του Δεκεμβρίου 2011 μετά την εκκαθάρισή του, τη διαβεβαίωσε ότι θα προβεί "σε κάθε δυνατή νόμιμη ενέργεια"προκειμένου να την εξοφλήσει το συντομότερο. Με το ίδιο έγγραφο, μεταξύ άλλων, την κάλεσε να προσέλθει να αναλάβει εργασία, δηλώνοντας κατά λέξη ότι "άλλως θα θεωρήσουμε ότι καταγγείλατε οριστικά και αμετάκλητα εσείς τη σύμβαση εργασίας σας και μάλιστα χωρίς να τηρήσετε την εκ του νόμου προθεσμία, και θα ασκήσουμε παν νόμιμο δικαίωμά μας". Ότι στις 12/1/2012 η ενάγουσα, (καθώς και οι λοιπές οκτώ συνάδελφοί της) δεν προσήλθε να εργασθεί, αλλά συνέχισε την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης της εργασίας της, αφού με το τελευταίο έγγραφο της εναγομένης δηλωνόταν σαφώς η πρόθεσή της να μην καταβάλει το σύνολο των δεδουλευμένων και μη καταβληθέντων μισθών της. Απάντησε, όμως, στην εργοδότριά της με την από 12/1/2012 κοινή με τις συναδέλφους της εξώδικη πρόσκληση, που στις 16/1/2012 κοινοποιήθηκε στην εναγομένη, δηλώνοντας ότι εμμένει στην από 4/1/2011 επίσχεση εργασίας, η οποία δεν συνιστά αδικαιολόγητη απουσία και "πολλώ μάλλον δεν συνιστά εκ μέρους μας καταγγελία της σύμβασης εργασίας μας"και καλώντας την εργοδότρια να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, προκειμένου να επανέλθει στην εργασία της και να αναλάβει τα καθήκοντά της. Ακολούθησε η από 17/1/2012 "εξώδικη απάντηση -διαμαρτυρία-δήλωση μετ’ επιφυλάξεως δικαιωμάτων"της εναγομένης, που επιδόθηκε στην ενάγουσα στις 18/1/2012, με την οποία, για πρώτη φορά, εκαλούντο η ενάγουσα και οι συνάδελφοί της που ασκούσαν επίσχεση εργασίας να προσέλθουν στο λογιστήριο της εργοδότριας σε συγκεκριμένες ημερομηνίες για να εισπράξουν τις δεδουλευμένες αποδοχές των μηνών Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2011. Ειδικότερα, η εναγομένη δεσμευόταν να καταβάλει στην ενάγουσα στις 24/1/2012 το μισθό του Σεπτεμβρίου του 2011, στις 7/2/2012 το μισθό του Οκτωβρίου 2011, στις 13/3/2012 το μισθό του Νοεμβρίου 2011 και στις 17/4/2012 το μισθό του Δεκεμβρίου του 2011. Στο έγγραφό της αυτό, η εναγομένη, αν και με λεπτομέρεια εξέθετε την πρόταση που της είχε κάνει για εκ περιτροπής εργασία και παρέθετε το ακριβές κείμενο της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μερικής απασχόλησης, που είχε προτείνει να το υπογράψουν ορισμένοι από τους υπαλλήλους της, συμφωνώντας στην αλλαγή των εργασιακών τους όρων, καθώς και το κείμενο της από 30/11/2011 "ανακοίνωσης μετά ενημερώσεως και προσκλήσεως σε διαβούλευση", που είχε απευθύνει προς το σύνολο των εργαζομένων στα καταστήματά της (κομμωτήρια), δεν περιέλαβε και την από 13/1/2012 "αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού" , την οποία υπέγραψε μόνο αυτή και την ίδια ημερομηνία κατέθεσε στον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού και στην οποία δήλωσε στον ως άνω αρμόδιο Οργανισμό ότι η ενάγουσα απασχολήθηκε στην επιχείρησή της μέχρι τις 13/1/2012 με την ειδικότητα "κομμωτής", οπότε αποχώρησε οικειοθελώς. Απαντώντας στην από 18/1/2012 εξώδικη δήλωση της εναγομένης, η ενάγουσα σε κοινή "εξώδικη απάντηση- πρόσκληση"με τις λοιπές οκτώ συναδέλφους της, που στις 20/1/2012 επιδόθηκε στην εναγομένη, δήλωσε στην τελευταία ότι, επειδή καλόπιστα πιστεύει ότι θα τηρήσει την υπόσχεσή της για εξόφληση των δεδουλευμένων αποδοχών της στις προαναφερθείσες ημερομηνίες και ότι στο μέλλον θα τηρήσει την υποχρέωσή της για έγκαιρη καταβολή της μισθοδοσίας της, στις 24/1/2012 διακόπτει την επίσχεση εργασίας της και αναλαμβάνει τα καθήκοντά της αμέσως μετά την καταβολή του μισθού του Σεπτεμβρίου του 2011 από το λογιστήριο της εργοδότριας. Η εναγομένη, όμως, με την από 22/1/2012 εξώδικη δήλωσή της, που επιδόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας στις 23/1/2012, αρνήθηκε να αποδεχθεί την εργασία της, επικαλούμενη την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων της, τη μειωμένη απόδοσή της και κατά λέξη ότι "η αδικαιολόγητη προβαλλόμενη δυσπιστία σας που ήταν όψιμη και μαρτυρούσε για ακόμη μία φορά την έλλειψη εκ μέρους σας του απαραίτητου και ελάχιστου πνεύματος συνεργασίας, η μόνιμη άρνησή σας να επιδείξετε την τόσο απαραίτητη για την παρούσα συγκυρία και αληθώς για πρώτη φορά ζητηθείσα εκ μέρους της εταιρείας μας καλή πίστη, συμπεριφορά πόρρω απέχουσα από αυτήν της συντριπτικής πλειοψηφίας του προσωπικού μας, σε συνδυασμό και με την παγιωθείσα μειωμένη απόδοσή σας, επισφραγίσατε τη στάση σας και επιβεβαίωσε τη βούλησή σας για τη λύση της εργασιακής σχέσης". Παρά την τελευταία εξώδικη δήλωση της εργοδότριας, στις 24/1/2012 η ενάγουσα εμφανίσθηκε στο κατάστημα - κομμωτήριο της εναγομένης, που βρίσκεται στην Πλατεία ... στην Αθήνα για να εργασθεί, αλλά δεν της επιτράπηκε η είσοδος από τον υπεύθυνο του καταστήματος, ο οποίος ενήργησε κατ’ εντολή της εναγομένης. Δέχεται περαιτέρω το Εφετείο, ότι την ίδια ημέρα η ενάγουσα προσέφυγε στο τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης Ανατολικού Τομέα Αθηνών και κατέθεσε αίτηση για να ορισθεί ημερομηνία συζήτησης της εργατικής διαφοράς μεταξύ αυτής και της εναγομένης, που αφορούσε στη μη καταβολή των μισθών Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2011 και στη μη αποδοχή της εργασίας της μετά την διακοπή της επίσχεσης εργασίας, στην οποία προέβη λόγω της υπόσχεσης της εργοδότριας για τμηματική καταβολή των οφειλομένων δεδουλευμένων μισθών της. Ότι η διαφορά αυτή συζητήθηκε στις 27/1/2012 και κατ’ αυτή οι διάδικοι, που εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, ενέμειναν στις θέσεις που είχαν διατυπώσει στις εξώδικες δηλώσεις που είχαν ανταλλάξει μεταξύ τους το διάστημα από 3/1/2012 μέχρι και 23/1/2012, τις επανέλαβαν δε και με τις από 25/1/2012 εξώδικες δηλώσεις, που εκ νέου αντάλλαξαν. Ότι η ενάγουσα, που είναι έγγαμη και μητέρα δύο παιδιών, κάλυπτε τις βιοτικές της ανάγκες με το μισθό που εισέπραττε από την εργασία της στην εναγομένη. Ότι η τελευταία από τις αρχές του έτους 2011 είχε προγραμματίσει συστηματικά να καθυστερεί την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών της ενάγουσας, όπως και όλου του προσωπικού της, και μόνο όσοι εργαζόμενοι είχαν ζητήσει κάποια καταβολή μισθού πριν από την προγραμματισμένη καθυστέρηση ή κάποια οικονομική ενίσχυση γενικώς λόγω πιεστικών οικονομικών αναγκών των ίδιων ή της οικογένειάς τους η εταιρεία ικανοποιούσε το αίτημά τους, ενώ ως μόνη εξόφληση των οφειλομένων μισθών αναφέρει η μάρτυρας Θ. Φ. την περίπτωση του εργαζόμενου Α. Π., επειδή χρειαζόταν χρήματα για νοσηλεία σε νοσοκομείο. Ότι, ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η ενάγουσα επί αρκετό χρονικό διάστημα παρουσίαζε μειωμένη απόδοση, επιδείκνυε μη επαγγελματική συμπεριφορά σε πελάτες και άσκησε το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας για να διαταράξει την εργασιακή ειρήνη με στόχο να εξαναγκάσει την εργοδότρια να καταγγείλει την εργασιακή τους σύμβαση και να της καταβάλει την αποζημίωση απόλυσης, αν και επιβεβαιώνεται από τις ένορκες βεβαιώσεις κυρίως των Α. Λ. και Α. Κ., που εργάζονταν στο ίδιο κατάστημα με την ενάγουσα, δεν αποδείχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμος, διότι, εάν της άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας είχε προηγηθεί μειωμένη απόδοση και αντιεπαγγελματική συμπεριφορά της ενάγουσας, με σκοπό τον εξαναγκασμό της εργοδότριας να την απολύσει και να της καταβάλει την σχετική αποζημίωση, αυτό θα είχε επισημανθεί άμεσα στην από 4/1/2012 απάντηση της εναγομένης στην από 2/1/2012 έγγραφη αναγγελία της επίσχεσης εργασίας της ενάγουσας, στην από 9/1/2012 εξώδικη απάντησή της, στην οποία χαρακτηριστικά αναφέρει ότι "ουδέποτε σας θίξαμε καθ’ οιονδήποτε τρόπο ως εργαζόμενες και ως προσωπικότητες"και στην από 17/1/2012 εξώδικη απάντησή της, η οποία, μάλιστα, συντάχθηκε και κοινοποιήθηκε στην ενάγουσα μετά τη δήλωση της εναγομένης στον αρμόδιο ΟΑΕΔ περί οικειοθελούς αποχώρησης της πρώτης. Ότι, ο ισχυρισμός της εναγομένης περί αδιαφορίας, πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων της ενάγουσας και δηλώσεων της τελευταίας "ας απολυθώ να τελειώνουμε", κρίνεται οψιγενής και μη αληθής, διότι περιέχεται για πρώτη φορά στην από 22/1/2012 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία απαντά στην από 19/1/2012 έγγραφη γνωστοποίηση της ενάγουσας ότι στις 24/1/2012, και μετά την καταβολή του μισθού του Σεπτεμβρίου του 2011, θα διέκοπτε την επίσχεση και θα επανερχόταν στην εργασία της. Εξάλλου, αν και τον ισχυρισμό αυτό επιβεβαιώνουν ένορκα, ως έχουσες προσωπική γνώση, οι προαναφερθείσες υπάλληλοί της, οι τελευταίες δεν καταθέτουν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά για να τον θεμελιώσουν, αλλά αρκούνται να επαναλαμβάνουν τους όψιμους ισχυρισμούς της εργοδότριάς τους και η ως άνω αντισυμβατική συμπεριφορά της ενάγουσας δεν περιγράφεται στην ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης Α. Π., ο οποίος επί δέκα οκτώ έτη απασχολείται ως υπεύθυνος στο κατάστημα της ..., στο οποίο εργαζόταν και η ενάγουσα, αφού ο συγκεκριμένος μάρτυρας δεν κατέθεσε για αδιαφορία της, για πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων της και για άσκηση εκ μέρους της του δικαιώματος της επίσχεσης εργασίας αποσκοπώντας να διαταράξει την εργασιακή ειρήνη και να εξαναγκάσει την εργοδότρια να την απολύσει και να της καταβάλει αποζημίωση. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπάνω γεγονότα, τα οποία αποδεικνύονται εναργώς από όλα τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα, όταν στις 4/1/2012 η ενάγουσα άσκησε το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας, είχε ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά της εναγομένης, σχετική με την παροχή της εργασίας της, δηλαδή είχε αξίωση για την καταβολή των ελάχιστων συμφωνηθέντων και δεδουλευμένων μισθών που αφορούσαν το διάστημα από 1/9/2011 μέχρι 31/12/2011. Επομένως, μέσα στα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη είχε το δικαίωμα να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής της παροχής, απέχοντας από την εργασία της, ώσπου η εναγομένη-εργοδότρια να της καταβάλει τους ληξιπρόθεσμους μισθούς, οι οποίοι ήταν η κύρια πηγή του εισοδήματός της και τους οποίους η εναγομένη προγραμματισμένα και συστηματικά (και όχι εξαιτίας πρόσκαιρης δυσπραξίας) καθυστερούσε να της δώσει στα πλαίσια της προσπάθειάς της να διαχειρισθεί τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε επί ένα και πλέον έτος. Κατά συνέπεια, η επίσχεση εργασίας, στην οποία η ενάγουσα προέβη το διάστημα από 4/1/2012 μέχρι και 23/1/2012, δεν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που θέτουν η καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, καθώς και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του συγκεκριμένου δικαιώματος. Επιπλέον, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα κατήγγειλε σιωπηρώς τη μεταξύ των διαδίκων εργασιακή σύμβαση, εμμένοντας στην επίσχεση εργασίας και αρνούμενη να παρέχει τις υπηρεσίες της και μετά την από 9/1/2012 "εξώδικη απάντηση-διαμαρτυρία-δήλωση μετ’ επιφυλάξεως δικαιωμάτων"της εναγομένης, με την οποία την καλούσε να προσέλθει και να αναλάβει εργασία την επομένη από τη λήψη της, αφού η εναγομένη, όπως η ίδια δήλωνε, δεν εκπλήρωνε την υποχρέωση που τη βάρυνε ως εργοδότρια, δηλαδή δεν προέβαινε στην καταβολή όλων των ληξιπρόθεσμων μισθών που όφειλε στην ενάγουσα, αλλά της προσέφερε μόνο το μισθό του μηνός Σεπτεμβρίου 2011. Συνακόλουθα, το διάστημα από 4/1/2012 μέχρι 23/1/2012, που η ενάγουσα προέβη σε επίσχεση εργασίας, η εναγομένη, που κατά τη διάρκειά της δεν κατέβαλε τις καθυστερούμενες αποδοχές, κατέστη υπερήμερη και οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα τις αποδοχές της σαν να εργαζόταν κανονικά. Ότι η υπερημερία της αυτή συνεχίστηκε και το διάστημα από 24/1/2012, που η ενάγουσα προσήλθε για να εργασθεί, αλλά αυτή δεν αποδέχθηκε τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της, μέχρι και τις 30/5/2012, διότι, όπως προαναφέρθηκε, η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση δεν καταγγέλθηκε από την ενάγουσα. Κατόπιν τούτου, για μισθούς υπερημερίας του ως άνω διαστήματος η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 5.808,75 ευρώ (δηλαδή 1.161,75 ευρώ το μήνα Χ 5 μήνες). Επίσης, οφείλει να της καταβάλει για δώρο Πάσχα του έτους 2012 το ποσό 605,08 ευρώ (δηλαδή 1.161,75 Χ 1/2 Χ 1,041666) και για επίδομα αδείας του ιδίου έτους το ποσό των 580,87 ευρώ και συνολικά οφείλει να της δώσει 6.994,70 ευρώ. Με βάση τις παραδοχές αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού δέχθηκε κατ’ ουσία την έφεση της ήδη αναιρεσίβλητης κατά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία έκρινε ουσιαστικά βάσιμη την ένσταση της εναγομένης περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της ενάγουσας για επίσχεση εργασίας και κατόπιν τούτου ότι δεν δικαιούται μισθούς υπερημερίας, εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση και έκανε δεκτή την αγωγή, αναγνωρίζοντας ότι η ενάγουσα άσκησε νόμιμα το διάστημα από 4-1-2012 έως 23-1-2012 το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας, ότι δεν έχει λυθεί η σύμβαση εργασίας αυτής και υποχρέωσε την εναγομένη να απασχολεί πραγματικά την ενάγουσα στη θέση εργασίας που κατείχε πριν την άσκηση της επίσχεσης εργασίας και επιδίκασε στην ενάγουσα για μισθούς υπερημερίας, δώρο Πάσχα και επίδομα αδείας του έτους 2012 το συνολικό ποσό των 6.884,87 ευρώ. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου την ουσιαστικού δικαίου διάταξη τoυ άρθρου 281 ΑΚ, αφού αφενός μεν προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεως, αφετέρου δε διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ζήτημα της καταχρηστικής ή μη άσκησης του δικαιώματος της επίσχεσης εργασίας από μέρους της αναιρεσίβλητης, με αποτέλεσμα να είναι ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή εφαρμογή της ως άνω διατάξεως. Ειδικότερα, το Εφετείο παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, διότι από τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης ότι: α) η αναιρεσίβλητη εργαζόταν στην αναιρεσείουσα εταιρεία από το έτος 1986 και ουδέποτε μέχρι τον Αύγουστο του έτους 2010 είχε η τελευταία καθυστερήσει την καταβολή των αποδοχών της, β) εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, που έπληξε τη χώρα από το έτος 2009, η αναιρεσείουσα παρουσίασε από το έτος 2010 μείωση του κύκλου εργασιών της και οικονομική δυσχέρεια στην κάλυψη των εξόδων λειτουργίας της, γ) το έτος 2011 αναγκάσθηκε να σταματήσει τη λειτουργία του καταστήματός της επί της οδού ... στο Σύνταγμα και από τους εργαζόμενους που απασχολούσε σ’ αυτό κατήγγειλε τις συμβάσεις ορισμένων εργαζομένων της και μετέφερε τους υπόλοιπου,που ήταν και οι περισσότεροι, στα άλλα τρία καταστήματά της, δ) το Νοέμβριο του έτους 2011, προκειμένου να μειώσει το κόστος μισθοδοσίας του προσωπικού της κατά το επερχόμενο έτος 2012, χωρίς να προβεί σε απολύσεις άλλων εργαζομένων της, με έγγραφη ανακοίνωσή της κάλεσε τους υπαλλήλους της σε διαβούλευση για την εφαρμογή του συστήματος της εκ περιτροπής απαχόλησης για τους επόμενους εννέα μήνες, ε) το Δεκέμβριο του έτους 2011 πρότεινε σε ορισμένους μισθωτούς της, μεταξύ των οποίων και στην αναιρεσίβλητη, να συνάψουν σύμβαση μερικής απασχόλησης με ανάλογη μείωση των αποδοχών τους και αυτή δεν έγινε αποδεκτή από την τελευταία, στ) στις 2-1-2012, που επιδόθηκε η δήλωση επίσχεσης εργασίας στην αναιρεσείουσα, η τελευταία είχε καθυστέρηση στην καταβολή των αποδοχών της αναιρεσίβλητης των μηνών Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου, Νοεμβρίου 2011, μέρους των αποδοχών του Δεκεμβρίου 2011, οι οποίες δεν ήταν ληξιπρόθεσμες, αφού κατά τα συμφωνηθέντα έπρεπε να εξοφληθούν μέσα στο πρώτο τετραήμερο του επόμενου μήνα (Ιανουαρίου 2012), ενώ είχε καταβάλει εμπρόθεσμα το δώρο Χριστουγέννων 2011, ζ) η αναιρεσίβλητη, που είναι έγγαμη με δύο τέκνα από το Σεπτέμβριο μέχρι το Δεκέμβριο του έτους 2011, που δεν πληρώθηκε, κατέφυγε στην ανάλωση των ελάχιστων αποταμιεύσεών της και στο δανεισμό της από συγγενικά και φιλικά πρόσωπα για να καλύψει τις στοιχειώδεις βιοτικές ανάγκες της, η) αυτή, με τη δήλωση επίσχεσης κάλεσε την αναιρεσείουσα να της καταβάλει τις οφειλόμενες αποδοχές την επόμενη ημέρα από την επίδοση της εξώδικης δήλωσης επίσχεσης, δηλαδή στις 3-1-2012, δηλώνοντάς της ότι σε περίπτωση μη καταβολής των οφειλομένων θα ασκήσει από τις 4-1-2012 το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας, θ) στις 11-1-2012 η αναιρεσείουσα δήλωσε στην αναιρεσίβλητη ότι μόλις θα προσέρχονταν για εργασία θα της κατέβαλε το μισθό του Σεπτεμβρίου 2011 και για τους υπόλοιπους μισθούς τη διαβεβαίωνε ότι θα προβεί σε κάθε δυνατή και νόμιμη ενέργεια προκειμένου να την εξοφλήσει το συντομότερο, ι) στις 12-1-2012 η αναιρεσίβλητη δεν προσήλθε να εργασθεί, αλλά συνέχισε την επίσχεση εργασίας, αφού με το τελευταίο έγγραφο της αναιρεσείουσας δηλωνόταν σαφώς η πρόθεσή της να μην καταβάλει το σύνολο των δεδουλευμένων και μη καταβληθέντων μισθών της, ια) στις 18-1-2012 για πρώτη φορά καλείται η αναιρεσίβλητη να προσέλθει στο λογιστήριο της αναιρεσείουσας σε συγκεκριμένες ημερομηνίες για να εισπράξει τις δεδουλευμένες αποδοχές των ως άνω μηνών και συγκεκριμένα στις 24-1-2012 το μισθό του Σεπτεμβρίου 2011, στις 7-2-2012 το μισθό του Οκτωβρίου 2011, στις 13-3-2012 το μισθό του Νοεμβρίου 2011 και στις 17-4-2012 το μισθό του Δεκεμβρίου 2011 και ιβ) η εναγομένη από τις αρχές του 2011 είχε προγραμματίσει συστηματικά και όχι από πρόσκαιρη δυσπραξία να καθυστερεί την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών της ενάγουσας, όπως και όλου του προσωπικού της, αποβλέποντας να διαχειριστεί καλύτερα τα σοβαρά οικονομικά της προβλήματα, που διαρκούσαν επί ένα έτος, δεν δικαιολογείται η σχετική κρίση της ότι η άσκηση του δικαιώματος επισχέσεως της ενάγουσας δεν παρίσταται καταχρηστική, ως μη υπερβαίνουσα προφανώς τα αντικειμενικά όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ). Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διαλαμβάνει με σαφήνεια τα εξής ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ως προς την καταχρηστική ή μη άσκηση του δικαιώματος επισχέσεως της ενάγουσας περιστατικά, ήτοι:1) αν η αναιρεσίβλητη ειδοποίησε την αναιρεσείουσα για την πρόθεσή της να ασκήσει το δικαίωμα για επίσχεση εργασίας πριν τις 2-1-2012, που της επέδωσε την εξώδικη δήλωση, με την οποία της δήλωσε ότι από 4-1-2012 ασκεί το δικαίωμα επίσχεσης και γι’ αυτό παύει να παρέχει τις υπηρεσίες της στην αναιρεσείουσα, ώστε να δώσει σ’ αυτή εύλογο χρόνο να τακτοποιήσει τις οικονομικές της εκκρεμότητες, 2) αν είναι χρονικά αξιόλογη η καθυστέρηση καταβολής μέχρι τις 2-1-2012 των αποδοχών των μηνών Σεπτεμβρίου- Νοεμβρίου 2011 και εν όψει της παραδοχής ότι η εξόφληση του Δεκεμβρίου έπρεπε να γίνει στο πρώτο τετραήμερο του Ιανουαρίου 2012, αφού προηγουμένως υπολογίσει η αναιρεσείουσα το ποσοστό επί της παραγωγής της αναιρεσίβλητης του μηνός Δεκεμβρίου, πράγμα το οποίο δεν μπορούσε να γίνει μέχρι τις 3-1-2012, 3) από πότε έγινε τρίμηνη και τετράμηνη η καθυστέρηση στην καταβολή των μηνιαίων αποδοχών της αναιρεσίβλητης, η οποία αρχικά ήταν μηνιαία, 4) αν είναι ή όχι αξιόχρεη και αξιόπιστη η αναιρεσείουσα εταιρεία, στην οποία η αναιρεσίβλητη απασχολείται από το έτος 1986 και εφόσον αυτή δεν καθυστερούσε τις αποδοχές του προσωπικού της μέχρι και τον Αύγουστο του έτους 2010, που άρχισε να τις καθυστερεί κατά ένα μήνα περίπου, και αργότερα, που της καθυστερούσε από ένα έως τέσσερις μήνες, λόγω της οικονομικής κρίσης που έπληξε την ελληνική οικονομία και είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του κύκλου εργασιών της και την οικονομική δυσχέρεια στην κάλυψη των εξόδων λειτουργίας της, 5) αν η αναιρεσείουσα καθυστερούσε να πληρώσει τις υποχρεώσεις της και έναντι άλλων οφειλετών της, όπως τους προμηθευτές της, το ΙΚΑ και το Δημόσιο, 6) αν η αντιπαροχή της αναιρεσείουσας εργοδότριας είναι ή όχι σημαντική με βάση όχι μόνο τις ανάγκες της αναιρεσίβλητης αλλά και με βάση τις λοιπές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης, 7) αν η καθυστέρηση στην πληρωμή των ανωτέρω αναφερόμενων αποδοχών οφείλεται σε υπαιτιότητα της αναιρεσείουσας και όχι σε δικαιολογημένη ταμειακή της δυσχέρεια, καθόσον η αναφορά της προσβαλλόμενης απόφασης ότι ‘ ‘ είχε προγραμματίσει συστηματικά να καθυστερεί την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών της ενάγουσας, όπως και όλου του προσωπικού της’ ‘ δεν καταδεικνύει τι ακριβώς δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το ζήτημα αυτό και ιδίως αν μπορούσε η αναιρεσείουσα να είναι εμπρόθεσμη στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, παρά τις οικονομικές αντιξοότητες που προήλθαν από την οικονομική κρίση, και παρά ταύτα από κακοβουλία δεν ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις της και 8) αν η στάση της αναιρεσίβλητης προκάλεσε ή όχι δυσανάλογη ζημία στην αναιρεσείουσα σε σχέση με το επιδιωκόμενο με την επίσχεση αποτέλεσμα. Eπομένως, ο πρώτος λόγος του κυρίου δικογράφου,κατά το πρώτο σκέλος, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και ο μοναδικός λόγος των από 21-9-2016 πρόσθετων λόγων αναίρεσης, από τον αριθμό 1 εδ. α’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους επισημαίνεται η ευθεία παραβίαση της προαναφερόμενης διάταξης και η έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς το κρίσιμο ζήτημα της καταχρηστικής ή μη άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης από μέρους της ενάγουσας-αναιρεσίβλητης, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναίρεσης, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά το οποίο υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης ή ανεπάρκεια αιτιολογιών στην προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με το ουσιώδες για την έκβαση της δίκης ζήτημα της οικειοθελούς αποχώρησης της αναιρεσίβλητης από την εργασία της από τις 13-1-2012, επειδή δεν επικαλείται: α) κλονιστικά γεγονότα, αναγκαία για την εξακολούθηση της ένδικης σύμβασης εργασίας σχέσης εμπιστοσύνης, όπως η υποβολή μηνύσεως από μέρους της αναιρεσίβλητης κατά του νομίμου εκπροσώπου της αναιρεσείουσας, οι ύβρεις κατ’ αυτού και η δημιουργία επεισοδίων έξω από το κομμωτήριο, παρουσία πελατών, β) περιστατικά για τη μειωμένη απόδοση της αναιρεσίβλητης σε σχέση με άλλες συναδέλφους της, εκτεινόμενα σε βάθος χρόνου, που δεν αποτελούν στιγμαίες εκδηλώσεις συμπεριφοράς αυτής, αλλά μια παγιωμένη από καιρό στάση, η οποία βρίσκεται σε πλήρη διάσταση με τη μεμονωμένη και προσχηματική δήλωση αυτής στο εξώδικο ότι επιθυμεί τη συνέχιση της εργασιακής σχέσης της με την αναιρεσείουσα και γ) γιατί έπρεπε τα γεγονότα της μειωμένης απόδοσης και της αντιεπαγγελματικής συμπεριφοράς της αναιρεσίβλητης να τα περιλάβει η αναιρεσείουσα στις εξώδικες από 4-1-2012, 9-1-2012 και 17-1-2012 δηλώσεις της προς την αναιρεσίβλητη, αυτό (σκέλος) είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο, πρωτίστως διότι δεν επικαλείται η αναιρεσείουσα τον κανόνα ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε ως προς την απόρριψη του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας περί σιωπηρής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από μέρους της αναιρεσίβλητης σε σχέση με την εφαρμογή του οποίου υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, αλλά και διότι οι αιτιάσεις αυτές, σχετικά με την ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων, που αφορούν στο πιο πάνω κρίσιμο ζήτημα και τα επί του αντιθέτου επιχειρήματα της αναιρεσείουσας, που έχουν σχέση με το τελικό αποδεικτικό πόρισμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο και βρίσκονται, κατά την αναιρεσείουσα, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς που πρόβαλε στο δικαστήριο της ουσίας, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, αφού το από τις αποδείξεις πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, πειστικότητα και κατά λογική ακολουθία τρόπο στην προσβαλλόμενη απόφαση, πέραν του ότι μέσω των προαναφερόμενων επιχειρημάτων της αναιρεσείουσας πλήττεται πλέον η ουσία αποκλειστικά της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Επομένως, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναίρεσης, είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο.
5. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 11 περ.γ Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης παρέχεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων, τα οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339 και 346 Κ.Πολ.Δ. (Ολ.Α.Π. 2/2008). Περαιτέρω, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, η μη λήψη υπόψη των οποίων ιδρύει το λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αριθμός11 περ.γ’ Κ.Πολ.Δ., περιλαμβάνεται και η ομολογία, δικαστική ή εξώδικη (άρθρα 339 και 352 Κ.Πολ.Δ.). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του αν συνάγεται εξώδικη ομολογία, η οποία κατά το άρθρο 352 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. εκτιμάται ελεύθερα, από έγγραφα τα οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αποτελεί κρίση περί τα πράγματα και ως εκ τούτου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.), ενώ εξάλλου δεν ιδρύεται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμός 11 περ.γ’ Κ.Πολ.Δ. αν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο από το οποίο, σύμφωνα με το λόγο αναίρεσης, συνάγεται ομολογία (Α.Π 447/2015, 156/2014, 1322/2014, 297/2009). Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη την εξώδικη ομολογία της αναιρεσίβλητης, ότι ήταν αληθές το περιεχόμενο της δήλωσης οικειοθελούς αποχώρησης αυτής από την εργασία της, την οποία (δήλωση) κατέθεσε η αναιρεσείουσα στον ΟΑΕΔ, η δε εξώδικη αυτή ομολογία συνάγεται από το γεγονός ότι η αναιρεσίβλητη αποδέχθηκε την Εισαγγελική Διάταξη με αριθμό ΕΓ-53-13/157/ 54Δ/13, με την οποία τέθηκε στο αρχείο για λόγους ουσιαστικούς η έγκληση της αναιρεσίβλητης σε βάρος του νομίμου εκπροσώπου της αναιρεσείουσας για το έγκλημα της ψευδούς αναφοράς στην αρχή, καθόσον κρίθηκε με την εν λόγω Εισαγγελική Διάταξη ότι η υποβολή προς τον ΟΑΕΔ της από 13-1-2012 δήλωσης οικειοθελούς αποχώρησης δεν ήταν ψευδής και η αναιρεσίβλητη δεν άσκησε προσφυγή κατ’ αυτής εντός τριμήνου, όπως είχε δικαίωμα, αποδεχθείσα έτσι την αλήθεια του ως άνω γεγονότος. Και ότι αυτή επικαλέστηκε με τις προτάσεις της ενώπιον του Εφετείου την επίμαχη εξώδικη ομολογία της αναιρεσίβλητης, η οποία είναι ουσιώδης για την έκβαση της δίκης, σχετικά με τον ισχυρισμό της ότι η αναιρεσίβλητη αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία της στις 13-1-2002. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, στην οποία διαλαμβάνεται ότι για το σχηματισμό του αποδεικτικού της πορίσματος έγινε εκτίμηση από το Εφετείο, εκτός των άλλων, και "των εγγράφων, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι’ ‘ , σε συνδυασμό με το αιτιολογικό αυτής, δεν δημιουργούνται αμφιβολίες ότι δεν ελήφθη υπόψη από το Εφετείο η ανωτέρω Εισαγγελική Διάταξη. Η κρίση δε του δικαστηρίου της ουσίας περί του αν συνάγεται εξώδικη ομολογία από έγγραφο, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ανάγεται σε πράγματα και ως εκ τούτου δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, ενώ δεν ιδρύεται λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όταν με αυτόν προβάλλεται μη λήψη υπόψη εξώδικης ομολογίας αν από την απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και το ανωτέρω έγγραφο, από το οποίο, κατά τον αναιρετικό λόγο, συνάγεται εξώδικη ομολογία.
Συνεπώς, ο ανωτέρω δεύτερος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.
6. Παραμόρφωση περιεχομένου εγγράφου, που ιδρύει τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας από εσφαλμένη ανάγνωση αποδεικτικού εγγράφου δέχθηκε ως περιεχόμενό του κάτι διαφορετικό από το πραγματικό. Δηλαδή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διάφορα από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο το δικαστήριο ορθώς ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, αφού στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναγόμενο στην εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, που εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Παραμόρφωση εγγράφου συνιστά πάντως και η παράλειψη του δικαστηρίου να αναγνώσει μέρος του εγγράφου, όταν το μέρος αυτό είναι κρίσιμο για την ουσία της υπόθεσης, δηλαδή για να θεμελιώνεται ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο που φέρεται ότι παραβιάσθηκε κατά το περιεχόμενό του. Δεν αρκεί έτσι ότι το συνεκτίμησε απλώς με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξάρει το περιεχόμενό του σε σχέση με το αποδεικτικό πόρισμα στο οποίο κατέληξε και το οποίο, εξάλλου, θα πρέπει να είναι επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα αναφορικά με πράγματα που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (Ολ ΑΠ 2/2008, 1/1999, ΑΠ 1056/2014, 1663/2013). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια ότι με την προσβαλλόμενη απόφασή του παραμόρφωσε το περιεχόμενο των παρακάτω εγγράφων :α) της από 9-1-2012 εξώδικης δήλωσής της προς την αναιρεσίβλητη, που, ενώ στο ως άνω έγγραφο, κατά την παρατιθέμενη αυτολεξεί περικοπή του, η αναιρεσείουσα απευθυνόμενη προς την αναιρεσίβλητη εκθέτει ότι ‘ ‘ εις ένδειξη ειλικρινούς εκ μέρους της εταιρείας μας διάθεσης θα σας καταβάλουμε έναντι των οφειλομένων την μισθοδοσία του μηνός Σεπτεμβρίου 2011 σε εκάστη εξ υμών άμα τη εμφανίσει στις εγκαταστάσεις μας προς ανάληψη εργασίας... Για το υπόλοιπο των οφειλομένων μισθοδοσιών μηνών Οκτωβρίου 2011 και Νοεμβρίου 2011 και της μισθοδοσίας μηνός Δεκεμβρίου 2011 μετά την εκκαθάρισή της, σας διαβεβαιώνουμε και πάλι ότι θα προβούμε σε κάθε δυνατή και νόμιμη ενέργεια προκειμένου να σας εξοφλήσουμε το συντομότερο’ ‘ , το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, συνήγαγε ότι από το έγγραφο αυτό αποδείχθηκε ότι η αναιρεσείουσα δήλωνε ότι δεν θα προέβαινε στην καταβολή όλων των ληξιπρόθεσμων μισθών που όφειλε στην αναιρεσίβλητη, αφού της πρόσφερε μόνο το μισθό του μηνός Σεπτεμβρίου 2011 και β) της από 22-1-2012 εξώδικης δήλωσης της αναιρεσείουσας προς την αναιρεσίβλητη, στην οποία εκθέτει, κατά την παρατιθέμενη αυτολεξεί περικοπή , ότι ‘ ‘ οι διαλαμβανόμενοι στις εξωδίκους σας ισχυρισμοί σας αυτοαναιρούνται και αυτοδιαψεύδονται, ευρίσκονται δε σε πλήρη αναντιστοιχία με τις ενέργειές σας και την πραγματική κατάσταση της μόνιμης πλέον, όπως εξελίχθηκε, μη παροχής εργασίας εκ μέρους σας στην εταιρεία μας. Η εταιρεία ουδέν άλλο σας οφείλει εκ της κατά τα ανωτέρω λυθείσης σχέσεως εργασίας, πέραν των αναλυομένων για την κάθε μία εξ υμών στην από 17-1-2012 εξώδικο της εταιρείας μας, ποσά που κι εσείς συνομολογήσατε ως αληθή και πραγματικά δηλώνοντας ότι αυτά τα ποσά αποδέχεστε να εισπράξετε κατά τον συμφωνηθέντα χρόνο και τόπο’ ‘ , το Εφετείο όμως,με την προσβαλλόμενη απόφασή του, συνήγαγε ότι από το έγγραφο αυτό αποδείχθηκε ότι ‘ ‘ η εναγομένη με την από 22-1-2012 εξώδικη δήλωσή της, που επιδόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας στις 23-1-2012, αρνήθηκε να αποδεχθεί την εργασία της (ενάγουσας), επικαλούμενη την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων της, τη μειωμένη απόδοσή της ...’ ‘ , ενώ από το έγγραφο αυτό, κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, προκύπτει ότι η ίδια η αναιρεσίβλητη κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας της, απέχοντας από την εργασία της και αγνοώντας τις επανειλημμένες εκκλήσεις της να επανέλθει στη θέση εργασίας της και ότι δεν υπάρχει άλλη εκκρεμής οφειλή πέραν όσων είχε αναγνωρίσει η αναιρεσείουσα με προηγούμενες εξώδικες δηλώσεις της. Όμως, εν όψει της αναιρετικής εμβέλειας των λόγων που έγιναν δεκτοί, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που εκτείνεται και καλύπτει το δια του σκέλους με το στοιχείο α’ πληττόμενο κεφάλαιο της προσβαλλόμενης απόφασης, παρέλκει η έρευνα αυτού. Το υπό στοιχείο β’ σκέλος του τρίτου λόγου είναι απορριπτέο ως αβάσιμο, διότι το Εφετείο, εκτιμώντας και αξιολογώντας το περιεχόμενο της από 22-1-2012 εξώδικης δήλωσης μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, ορθά διέγνωσε το περιεχόμενό του και απλά κατέληξε σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που η αναιρεσείουσα θεωρεί ως ορθό, ενώ, εξάλλου, τη σχετική του κρίση το Εφετείο δεν τη στήριξε αποκλειστικά ή κύρια στο έγγραφο αυτό.
Συνεπώς, ο τρίτος λόγος του κυρίου δικογράφου,κατά το δεύτερο σκέλος, από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
7. Εν όψει όλων αυτών πρέπει, κατά μερική παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και κατά παραδοχή του πρόσθετου λόγου αναίρεσης, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το μέρος τούτο, κατά το οποίο χρειάζεται διευκρινίσεις, στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, εφόσον αυτό μπορεί να συγκροτηθεί από άλλο δικαστή (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη σε μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 2030/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το μέρος αυτό, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή. Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη σε μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε χίλια επτακόσια (1.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Νοεμβρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Ιανουαρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΣτΕ 366/2014 Κατάσχεση εις χείρας τρίτου απαιτήσεως οφειλέτη του Δημοσίου. Το άρθρο 30 του ν.δ/τος 356/1974, κατά το μέρος που ορίζει ότι δεν απαιτείται κοινοποίηση της έκθεσης κατάσχεσης και στον καθ’ ού η εκτέλεση, αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος.

$
0
0

ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη

ΣτΕ 366/2014 Κατάσχεση εις χείρας τρίτου απαιτήσεως οφειλέτη του Δημοσίου. Το άρθρο 30 του ν.δ/τος 356/1974, κατά το μέρος που ορίζει ότι δεν απαιτείται κοινοποίηση της έκθεσης κατάσχεσης και στον καθ’ ού η εκτέλεση, αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος.

(Κατάσχεση εις χείρας τρίτου απαιτήσεως οφειλέτη του Δημοσίου. Το άρθρο 30 του ν.δ/τος 356/1974, κατά το μέρος που ορίζει ότι δεν απαιτείται κοινοποίηση της έκθεσης κατάσχεσης και στον καθ’ ού η εκτέλεση, αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος.)
Κατηγορία: Είσπραξη δημοσίων Εσόδων
Περίληψη

Κατά το άρθρο 30του ν.δ/τος 356/1974περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων συνάγεται ότι, εν περιπτώσει κατασχέσεως εις χείρας τρίτων απαιτήσεως οφειλέτου του Δημοσίου, δεν απαιτείται η κοινοποίηση στον τελευταίο του κατασχετηρίου εγγράφου.

Ομως η διάταξη αυτή είναι ανίσχυρη ως αντικειμένη στην διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι η παράλειψη αυτή έχει ως συνέπεια ο οφειλέτης να μη λαμβάνει γνώση ή να λαμβάνει καθυστερημένα γνώση της εις βάρος του επισπευδομένης αναγκαστικής εκτελέσεως, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να αμυνθεί αποτελεσματικώς προ της ολοκληρώσεως της εκτελεστικής διαδικασίας, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα είτε για την ακύρωση είτε για την αναστολή της πράξεως εκτελέσεως (πρβλ. ΣτΕ 2999/2013, ΣτΕ 1562/2012).

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ερμηνεύον τις διατάξεις του άρθρου 30 παρ. 1του Κ.Ε.Δ.Ε. υπό το φως του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, εδέχθη ότι η έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως εις χείρας τρίτου και εις βάρος οφειλέτου του Δημοσίου πρέπει να κοινοποιείται και στον καθ’ ού η εκτέλεση, ούτως ώστε αυτός να δυνηθεί να στραφεί με τα ένδικα μέσα που του παρέχει ο νόμος κατά της οικείας πράξεως, επιδιώκων την ακύρωση ή την μεταρρύθμιση αυτής ή να προβεί στην ρύθμιση του χρέους και ότι ενδεχομένη παράλειψη της κοινοποιήσεως αυτής οδηγεί στην ακύρωση της πράξεως εκτελέσεως, εφ’ όσον ο οφειλέτης επικαλεσθεί το γεγονός της μη εγκαίρου περιελεύσεως εις γνώση του τού περιεχομένου αυτής και ακύρωσε την ανωτέρω έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως.
Παραπομπή σε ολομέλεια


ΣτΕ 366/2014

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Στ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Δεκεμβρίου 2013 με την εξής σύνθεση: Μ. Καραμανώφ, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αρχαιοτέρου της Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Α. Χλαμπέα, Ελ. Παπαδημητρίου, Σύμβουλοι, Σ. Λαμπροπούλου, Δ. Τομαράς, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Λ. Ρίκος.

Για να δικάσει την από 28 Δεκεμβρίου 2011 αίτηση:
του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με τον Κωνσταντίνο Γεωργιάδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά του ............................................, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο.........................................., που τον διόρισε στο ακροατήριο.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείoν Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ΄ αριθμ. 1347/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Δ. Τομαρά.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, δια την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως δεν απαιτείται κατά νόμον καταβολή παραβόλου.

2. Επειδή, δια της κρινομένης αιτήσεως ζητείται η αναίρεση της υπ’ αρ. 1347/2011 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, δια της οποίας απερρίφθη έφεση του αναιρεσείοντος Δημοσίου κατά της υπ’ αρ. 1942/2009 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεχθέν την από 19.06.2007 ανακοπή του ήδη αναιρεσιβλήτου, ακύρωσε την υπ’ αρ. 13512/08.08.2006 έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Β.Ε. Αθηνών, δια της οποίας είχε επιβληθεί κατάσχεση χρηματικών απαιτήσεων του αναιρεσιβλήτου κατά του Ι.Κ.Α. εκ συντάξεων, για την είσπραξη χρεών προς το Δημόσιο ύψους 565.392,73 ευρώ.

3. Επειδή, δια του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 213), που άρχισε να ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 70 του ιδίου νόμου από 1.1.2011, αντικατεστάθησαν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 8) ως εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ,……». Εξ άλλου, κατ’ άρθρον 2 του ιδίου νόμου : «Κατ’ αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου που κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική ή αντίθετη σε άλλη υπερνομοθετική διάταξη, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, χωρεί ενώπιον αυτού, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη, αίτηση αναιρέσεως, αν πρόκειται για διαφορά ουσίας…».

4. Επειδή, το αντικείμενο της διαφοράς, το οποίον εισάγεται δια της κρινομένης αιτήσεως, κατατεθείσης (02.01.2012) μετά την ισχύν του ν. 3900/2010 (01.01.2011), είναι ανώτερο των 40.000 ευρώ. Περαιτέρω, δια του εισαγωγικού δικογράφου το αναιρεσείον προβάλλει ότι η κρινομένη αίτηση ασκείται παραδεκτώς, συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 2 του ν. 3900/2010, δεδομένου ότι δια της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εκρίθη ότι η διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1του Κ.Ε.Δ.Ε. αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγουμένη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να γίνει δεκτός ως βασίμως προβαλλόμενος και, επομένως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να εξετασθεί ως προς τον αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως και κατ’ ουσίαν.

5. Επειδή, κατ’ άρθρον 30του ν.δ/τος 356/1974περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε. – Φ.Ε.Κ. Α΄ 90) : «Η κατάσχεσις εις χείρας τρίτων των εις χείρας αυτών ευρισκομένων χρημάτων, καρπών και άλλων κινητών πραγμάτων του οφειλέτου του Δημοσίου ή των οφειλομένων εν γένει προς αυτό, ενεργείται υπό του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου διά κατασχετηρίου εγγράφου μη κοινοποιουμένου εις τον οφειλέτην, περιέχοντος δε : α) το όνομα, επώνυμον, όνομα πατρός του οφειλέτου, β) το ονοματεπώνυμον του τρίτου εις χείρας του οποίου επιβάλλεται η κατάσχεσις, γ) πίνακα χρεών του οφειλέτου και δ) χρονολογίαν και υπογραφή του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου. 2. Διά του κατασχετηρίου εγγράφου προσκαλείται ο τρίτος όπως τα μεν υπ` αυτού εις τον οφειλέτην του Δημοσίου οφειλόμενα χρήματα, καταθέση εντός οκτώ ημερών εις το Δημόσιον Ταμείον, τα δε παρ` αυτώ ευρισκόμενα κινητά πράγματα παραδώση εις τον εν τω κατασχετηρίω οριζόμενον συμβολαιογράφον ή φύλακα, εφαρμοζομένων περαιτέρω των εν άρθροις 14 -19 και επόμενα του παρόντος Ν. Διατάγματος οριζόμενα…..3……4……5……6…..».

Εκ της προαναφερθείσης διατάξεως συνάγεται ότι, εν περιπτώσει κατασχέσεως εις χείρας τρίτων απαιτήσεως οφειλέτου του Δημοσίου, δεν απαιτείται η κοινοποίηση στον τελευταίο του κατασχετηρίου εγγράφου.

Ομως η διάταξη αυτή είναι ανίσχυρη ως αντικειμένη στην διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι η παράλειψη αυτή έχει ως συνέπεια ο οφειλέτης να μη λαμβάνει γνώση ή να λαμβάνει καθυστερημένα γνώση της εις βάρος του επισπευδομένης αναγκαστικής εκτελέσεως, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να αμυνθεί αποτελεσματικώς προ της ολοκληρώσεως της εκτελεστικής διαδικασίας, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα είτε για την ακύρωση είτε για την αναστολή της πράξεως εκτελέσεως (πρβλ. ΣτΕ 2999/2013, ΣτΕ 1562/2012).

6. Επειδή, εν προκειμένω, ως προκύπτει εκ της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δια της υπ’ αρ. 13512/08.08.2006 εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Β.Ε. Αθηνών επεβλήθη εις χείρας του Ι.Κ.Α. ως τρίτου και επί της υπ’ αυτού χορηγουμένης στον αναιρεσίβλητο μηνιαίας συντάξεως αναγκαστική κατάσχεση υπέρ του Δημοσίου για την ικανοποίηση απαιτήσεων τούτου έναντι του αναιρεσιβλήτου, ως τελευταίου διευθύνοντος συμβούλου της ήδη λυθείσης ανωνύμου εταιρείας υπό την επωνυμία ...................., μέχρι του ποσού των 565.392,73 ευρώ, το οποίον είχε βεβαιωθεί εις το όνομα αυτού με αντίστοιχες πράξεις ταμειακής βεβαιώσεως. Το Ι.Κ.Α. δια της υπ’ αρ. 7908/07.09.2006 δηλώσεώς του ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών γνωστοποίησε την απόφασή του να προβεί δυνάμει του προαναφερομένου κατασχετηρίου εγγράφου στην παρακράτηση ποσοστού της μηνιαίας συντάξεως λόγω γήρατος του αναιρεσιβλήτου, ανερχομένης εις το ποσό των 17.683,37 ευρώ μέχρι καλύψεως του ποσού της οφειλής. Κατά της πράξεως αυτής ο αναιρεσίβλητος άσκησε την από 19.06.2007 ανακοπή, ως αυτή συνεπληρώθη δια του από 31.07.2008 δικογράφου των προσθέτων λόγων, δια της οποίας ζήτησε την ακύρωσή της, ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, ότι εξ αιτίας της μη κοινοποιήσεως εις αυτόν της επιδίκου πράξεως, της οποίας έλαβε γνώση τυχαίως μετά την εκτέλεσή της και συγκεκριμένα τον Μάϊο του έτους 2007, όταν μετέβη στην τράπεζα ............................. Α.Ε., όπου διατηρούσε λογαριασμό συντάξεώς του από το Ι.Κ.Α., προκειμένου να πραγματοποιήσει ανάληψη ποσού, απώλεσε στάδιο δικονομικής προστασίας.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ερμηνεύον τις διατάξεις του άρθρου 30 παρ. 1του Κ.Ε.Δ.Ε. υπό το φως του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, εδέχθη ότι η έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως εις χείρας τρίτου και εις βάρος οφειλέτου του Δημοσίου πρέπει να κοινοποιείται και στον καθ’ ού η εκτέλεση, ούτως ώστε αυτός να δυνηθεί να στραφεί με τα ένδικα μέσα που του παρέχει ο νόμος κατά της οικείας πράξεως, επιδιώκων την ακύρωση ή την μεταρρύθμιση αυτής ή να προβεί στην ρύθμιση του χρέους και ότι ενδεχομένη παράλειψη της κοινοποιήσεως αυτής οδηγεί στην ακύρωση της πράξεως εκτελέσεως, εφ’ όσον ο οφειλέτης επικαλεσθεί το γεγονός της μη εγκαίρου περιελεύσεως εις γνώση του τού περιεχομένου αυτής και ακύρωσε την ανωτέρω έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως.
Εφεση του Δημοσίου κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως απερρίφθη δια της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως με την αυτή αιτιολογία. Η κρίση αυτή του δικάσαντος Εφετείου είναι, κατά τα προεκτεθέντα, νόμιμη, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα υπό του αναιρεσείοντος Δημοσίου είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

7. Επειδή, εν όψει της σπουδαιότητας του ζητήματος, το Τμήμα υπό την παρούσα πενταμελή σύνθεση κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει, κατ’ άρθρο 14 παρ. 5 εδαφ. β΄ του π.δ/τος 18/1989 να παραπεμφθεί στην επταμελή σύνθεση προς επίλυση του ανωτέρω ζητήματος, με εισηγητή τον πάρεδρο Δημήτριο Τομαρά και δικάσιμο την 5η Μαΐου 2014.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Παραπέμπει την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση του ΣΤ΄ Τμήματος. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2013

Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος Ο Γραμματέας Μ. Καραμανώφ Λ. Ρίκος

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 27ης Ιανουαρίου 2014.

Ο Πρόεδρος του Στ` Τμήματος

Η Γραμματέας του Στ` Τμήματος

Διαγραφή προστίμων από παράνομη στάθμευση οχημάτων, στις περιπτώσεις εσφαλμένου ή ελλιπούς περιεχόμενου των κλήσεων - ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Διαγραφή προστίμων από παράνομη στάθμευση οχημάτων, στις
περιπτώσεις εσφαλμένου ή ελλιπούς περιεχόμενου των κλήσεων
Κύκλος Σχέσεων Κράτους - Πολίτη
Σύνοψη διαμεσολάβησης
Μάρτιος 2014..

Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη: Μαίρη Κοτρωνιά
Ειδική Επιστήμονας: Ασημίνα Καλαϊτζή
Για περισσότερες πληροφορίες απευθυνθείτε στο:
Τμήμα Επικοινωνίας
Τζαβάρα Καλλιρρόη τηλ. 2131306610 κιν. 6979448887
Παραγυιός Πέτρος τηλ. 2131306625
Παπαγεωργοπούλου $ημητρία τηλ. 2131306604

Πολίτες προσέφυγαν στον Συνήγορο, αμφισβητώντας πρόστιμα παράνομης στάθμευσης που τους επιβλήθηκαν, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να αποδείξουν
το βάσιμο των ισχυρισμών τους, καθώς η παράβαση φέρεται να είχε πραγματοποιηθεί πριν από πολλά έτη.
Ο Συνήγορος του Πολίτη υπέδειξε στους πολίτες να ζητήσουν από τις υπηρεσίες των Δήμων αντίγραφα των κλήσεων-πράξεων βεβαίωσης παράβασης οχήματος-
προκειμένου να ελέγξουν το περιεχόμενο αυτών. Συγκεκριμένα, τους προέτρεψε να
συγκρίνουν τα στοιχεία του οχήματος ιδιοκτησίας τους, όπως αναγράφονται στην
άδεια κυκλοφορίας, με τα στοιχεία αυτού όπως αναγράφονται στις κλήσεις. Επίσης,
πληροφόρησε τους πρoσφεύγοντες να ελέγξουν το περιεχόμενο της κλήσης και
κυρίως εάν ήταν όλα τα πεδία αυτής πλήρως συμπληρωμένα.
Από τον έλεγχο στο περιεχόμενο των κλήσεων που διενήργησαν οι πολίτες διαπιστώθηκε ότι: (α) είτε ότι οι κλήσεις, βάσει των οποίων τους είχε επιβληθεί το
πρόστιμο, δεν περιείχαν σωστά τα στοιχεία του οχήματός τους (π.χ. αριθμός κυκλοφορίας, μάρκα, χρώμα), (β) είτε ότι δεν είχε προσδιοριστεί επακριβώς η θέση
του οχήματος σε σχέση με τη περιοχή ισχύος της σήμανσης (π.χ. μη αναγραφή του
αριθμού της οδού), ή/και (γ) ότι οι κλήσεις δεν περιείχαν άλλα στοιχεία της παράβασης (π.χ. ποινή).
Στη συνέχεια, ο Συνήγορος του Πολίτη επεσήμανε στις αρμόδιες υπηρεσίες των
Δήμων ότι με βάση το ισχύον νομικό πλαίσιο (υπ΄ αριθμ. 2515/64/2007/11-7-2007
ΚΥΑ, και άρθρα 4, 10 & 104 του ΚΟΚ), στην κλήση θα πρέπει να αναγράφονται ορθά
όλα τα στοιχεία που αφορούν στον ακριβή προσδιορισμό του οχήματος του παραβάτη και της παράβασης που διαπράχθηκε. Επιπλέον, διευκρίνισε ότι στις
περιπτώσεις εκείνες που το αρμόδιο διοικητικό όργανο, το οποίο έχει την ευθύνη της
ορθής αναγραφής στην κλήση όλων των στοιχείων που προβλέπει ο νόμος, αναγράφει εσφαλμένα ή ελλιπή στοιχεία, η εν λόγω πράξη καθίσταται ακυρωτέα.
Συνεπώς, τόνισε ότι, όταν συντρέχει κάποια από τις παραπάνω περιπτώσεις, η αρμόδια για την είσπραξη αρχή οφείλει να μην προβαίνει στην είσπραξη του προστίμου, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας είσπραξης γίνεται αυτό αντιληπτό.
Κατόπιν των ανωτέρω οι οικονομικές υπηρεσίες των _ήμων (Αθηναίων, Βάρης-
Βούλας-Βουλιαγμένης, Σιντικής, Βέροιας) αποδέχθηκαν τις προτάσεις της Αρχής και
προέβησαν στη διαγραφή οφειλών από πρόστιμα παράνομης στάθμευσης.__


ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟ ΠΟΡΙΣΜΑ ΡΤΟΥ ΣΥΝΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

Χατζηγιάννη Μέξη 5, 115 28 Αθήνα Τηλ: 2131306600 Φαξ: 2107292129
Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη: Μαίρη Κοτρωνιά
Ειδικοί Επιστήμονες: Ε. Καμένου, Χ. Ζαχαριάδου, Α. Καλαϊτζή
Αθήνα, 12 Ιουλίου 2012
Αριθμ. Πρωτ.:24979
Προς τον Υπουργό Εσωτερικών
Κύριο Ευριπίδη Στυλιανίδη
ΠΟΡΙΣΜΑ
(Άρθρο 4 παρ.6 Ν 3094/2003 «Συνήγορος του Πολίτη και άλλες διατάξεις»)
Θέμα: α) Βεβαίωση προστίμων που προβλέπονται από τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας
β) Εφαρμογή διατάξεων των παρ. 2 & 3 του άρθρου 104 του Κώδικα Οδικής
Κυκλοφορίας
Ο Συνήγορος του Πολίτη στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του κατά το άρθρο 103 παρ. 9 του
Συντάγματος και τον Ν. 3094/2003 εξέτασε μεγάλο αριθμό αναφορών, οι οποίες έθεταν δύο
ζητήματα1:
α) τη διαδικασία βεβαίωσης και ενημέρωσης των πολιτών από τους Ο.Τ.Α. Α΄ βαθμού της
χώρας, περί των οφειλών τους, οι οποίες προέρχονται από παραβάσεις διατάξεων του Κώδικα
Οδικής Κυκλοφορίας (εφεξής Κ.Ο.Κ.) περί στάσης και στάθμευσης που επιβλήθηκαν με σχετικές πράξεις βεβαίωσης παράβασης οχήματος και οι οποίες εκδόθηκαν έως και 23-2-20072, καθώς επίσης
β) τα ζητήματα που ανακύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων περί της διαδικασίας
επιβολής προστίμων από αστυνομικά όργανα των παρ. 2 & 3 του άρθρου 104 του Ν. 2696/1999 ¨Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας¨ (Κ.Ο.Κ.), όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει με το άρθρο 8 Ν.3897/2010.
Α) Οι πολίτες που προσέρχονται στην Αρχή, διαμαρτύρονται για τη λήψη ατομικών ειδοποιήσεων από διάφορους ΟΤΑ Α΄ βαθμού της χώρας περί εγγραφών σε χρηματικούς καταλόγους 1 Αφορμή στάθηκε η πρόσφατη προσφυγή στην Αρχή μεγάλου αριθμού πολιτών, οι οποίοι έλαβαν στο τέλος του έτους 2011 από το Δήμο Θεσσαλονίκης ατομικές ειδοποιήσεις οφειλών ποσών προστίμων λόγω παραβάσεων του Κ.Ο.Κ., τα οποία επιβλήθηκαν στις περισσότερες περιπτώσεις προ δεκαετίας.
2 Το θεσμικό πλαίσιο βεβαίωσης και είσπραξης των διοικητικών προστίμων του Κ.Ο.Κ. για τις Πράξεις
Βεβαίωσης Παράβασης Οχήματος (κλήσεις) που επιβλήθηκαν έως και 23-2-2007 είναι αυτό που ίσχυε με τον παλαιό Κ.Ο.Κ. Ν. 2696/1999 πριν τη ψήφιση του νέου Κ.Ο.Κ. (Ν. 3534/2007 & 3542/2007).
οφειλών, βάσει εκθέσεων βεβαίωσης παράβασης (κλήσεις) οι οποίες καταλογίστηκαν σε χρόνο συχνά προγενέστερο της δεκαετίας.
Το ζήτημα παραγραφής που θέτουν αφορά τον χρόνο δυνατότητας της Διοίκησης να προβεί σε βεβαίωση των ανωτέρω οφειλών. Δηλώνουν δε ότι λόγω του μεγάλου διαστήματος που μεσολάβησε μεταξύ της αποστολής ατομικής ειδοποίησης και της βεβαίωσης της «κλήσης» δεν είναι σε θέση να προβούν σε ανταπόδειξη του περιεχομένου αυτής. Πολλές φορές ενδέχεται δε να έχουν ήδη προβεί στην καταβολή του προστίμου, χωρίς να έχουν πλέον στην διάθεσή τους τα αποδεικτικά στοιχεία.
Το θεσμικό πλαίσιο που εφαρμόζουν οι περισσότεροι Δήμοι της χώρας, υιοθετώντας την
ερμηνεία στην οποία προέβη η αρμόδια Διεύθυνση Οικονομικών Ο.Τ.Α. του Υπουργείου Εσωτερικών, είναι το ακόλουθο:
Δεδομένου ότι δεν υπάρχει ρητή3 νομοθετική πρόβλεψη περί της προθεσμίας ταμειακής βεβαίωσης των αυτοτελών προστίμων, αυτά υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 71 του νόμου 542/77 που ορίζει ότι:«η βεβαίωση οιουδήποτε φόρου, τέλους, προστίμου υπέρ του Δημοσίου μετά των πάσης φύσεως προσθέτων και υπέρ τρίτων ενεργείται εντός προθεσμίας τριών μηνών από τη λήξη του μηνός, εντός του οποίου εκτήθη ο τίτλος βεβαίωσης…. Η βεβαίωση δύναται να ενεργηθεί και μετά την πάροδο της τριμήνου προθεσμίας και οχί πέραν των τριών ετών από της λήξεως του έτους εντός του οποίου εκτήθη ο τίτλος βεβαίωσης…».
Στις περιπτώσεις των προστίμων παράνομης στάθμευσης, όπου τα στοιχεία του οφειλέτη είναι άγνωστα, ο τίτλος βεβαίωσης (έντυπο βεβαίωσης της παράβασης) καθίσταται νόμιμος και η βεβαίωση εφικτή μόλις ανευρεθούν από τον ΟΤΑ τα στοιχεία του οχήματος, ήτοι όταν περιέλθουν στην αρμόδια υπηρεσία του Δήμου στοιχεία από τις βάσεις δεδομένων του ΚΕΠΥΟ. Το έντυπο της πράξης βεβαίωσης παράβασης (κλήσης), όταν περιέλθει στον ΟΤΑ και επί αυτού αναφέρονται μόνο το είδος της παράβασης, το προβλεπόμενο διοικητικό πρόστιμο και τα στοιχεία του οχήματος, χωρίς ταυτόχρονα να προσδιορίζεται το πρόσωπο του παραβάτη – οφειλέτη (οδηγός ή κάτοχος του οχήματος) δεν αποτελεί νόμιμο τίτλο βεβαίωσης και το πρόστιμο δεν μπορεί να βεβαιωθεί. Mς εκ τούτου, σε αυτές τις περιπτώσεις νόμιμος τίτλος είσπραξης όπως αυτός προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 51 του π.δ. 16/89 και του άρθρου 2 του ΚΕΔΕ είναι ο χρηματικός κατάλογος στον οποίο είναι καταχωρημένα τα στοιχεία των τίτλων βεβαίωσης και τα στοιχεία των φορολογούμενων. Ενόψει των ανωτέρω, χρονική αφετηρία των προθεσμιών που ορίζονται με το άρθρο 71, παρ. 1 του ν.542/77 θεωρείται η στιγμή που ο ΟΤΑ έχει στην κατοχή του τα πλήρη στοιχεία του τίτλου βεβαίωσης, ανεξαρτήτως του χρόνου που μεσολάβησε από την ημερομηνία βεβαίωσης της παράβασης από την αρμόδια Αρχή. Υπό την ανωτέρω έννοια και κατά πάγια νομολογία
του Αρείου Πάγου, η πάροδος της τριετίας θα πρέπει να θεωρείται ως σημείο έναρξης (χρονική 3 Στο σχετικό υπ΄ αριθμ. 29281/09-07-2007 έγγραφο της Διεύθυνσης Οικονομικών Ο.Τ.Α. του Υπουργείου Εσωτερικών προς την Αρχή αναφέρεται ότι η πενταετής αποσβεστική προθεσμία που προβλέπει το άρθρο 2, παρ. 1 του α.ν. 344/68 αφορά ταμειακή βεβαίωση εσόδων που προέρχονται συγκεκριμένα από φόρους, τέλη, δικαιώματα εισφορές και αντίτιμο προσωπικής εργασίας.
Το άρθρο 2 του νόμου 344/68 αναφέρει ότι «…η βεβαίωσις των φόρων, τελών, δικαιωμάτων, εισφορών και αντιτίμου προσωπικής εργασίας ενεργείται υπό των δήμων και κοινοτήτων εντός αποσβεστικής προθεσμίας πέντε ετών από της λήξεως του οικονομικού έτους, εις ό ανάγονται..» και «κατεξαίρεση είναι δυνατή η βεβαίωση μετά την πάροδο της παραπάνω προθεσμίας αν: α) είναι άγνωστος ο υπόχρεος, β) έχει ακυρωθεί μετά την πάροδο της πενταετίας η φορολογική εγγραφή για το λόγο ότι ο υπόχρεος δεν έλαβε γνώση της εγγραφής, γ) η βεβαίωση έγινε σε πρόσωπο που δεν είχε μερική ή ολική φορολογική υποχρέωση και δ) η βεβαίωση έγινε για οικονομικό έτος διάφορο από αυτό που αφορά η φορολογική υποχρέωση"(το δεύτερο εδάφιο παρατίθεται όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 άρθρο 61 του νόμου. 1416/84, ΦΕΚ 18 Α). Σύμφωνα δε με νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, για να έχει εφαρμογή η διάταξη που νομιμοποιεί την ταμειακή βεβαίωση μετά την πάροδο πενταετίας από το έτος στο οποίο ανάγεται η οφειλή, ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης οφείλει να επικαλεσθεί ότι ο υπόχρεος ήταν άγνωστος και να αποδείξει ότι το επίμαχο χρονικό διάστημα προέβη σε ενέργειες προς αναζήτησή του (ΣτΕ 1413/85, 3287/1995, 3770/86). στιγμή της κατά πλάσμα θεωρούμενης ταμειακής βεβαίωσης) της παραγραφής του δικαιώματος είσπραξης που ορίζεται για τις απαιτήσεις αυτές, δηλαδή της εικοσαετίας.
Στις περιπτώσεις λοιπόν των αυτοτελών προστίμων η αρμόδια υπηρεσία του Δήμου δύναται να προβεί σε αναζήτηση των στοιχείων του οφειλέτη και σύνταξη χρηματικών καταλόγων οποτεδήποτε4.
Μοναδική διασφάλιση του πολίτη έναντι της μη περιοριζόμενης χρονικά δυνατότητας των ΟΤΑ να αναζητήσουν την συγκεκριμένη οφειλή είναι ο θεσμός της παραγραφής, η οποία επέρχεται είκοσι τρία έτη μετά την βεβαίωση της «κλήσης» και έχει την έννοια όχι της απόσβεσης της αξίωσης, αλλά της εξασθένησής της (Εφ Αθηνών απ. αρ. 241/2003, 2644/05, 888/02).
Ενόψει του πλήθους των αναφορών που περιέρχονται στην Αρχή, ο Συνήγορος του Πολίτη
αναλύει τα σημαντικά ζητήματα που εγείρονται σε εφαρμογή της ερμηνείας του άρθρου 71 του νόμου 542/77, υποβάλλοντας και σχετική πρόταση. Συγκεκριμένα:
Ι. Ζήτημα _____μείζονος σημασίας αποτελεί η ερμηνεία του άρθρου 71 του νόμου 542/77 σε ό,τι αφορά τον όρο «τίτλος βεβαίωσης», η κτήση του οποίου σύμφωνα με το άρθρο αποτελεί αφετηρία της αποσβεστικής προθεσμίας των τριών ετών.
Η Διεύθυνση Οικονομικών του Υπουργείου Εσωτερικών (και κατά συνέπεια οι περισσότεροι
δήμοι της χώρας) θεωρεί ότι στην προκειμένη περίπτωση, με τον όρο «τίτλος βεβαίωσης» ο
νομοθέτης αναφέρεται στον «νόμιμο τίτλο είσπραξης» ήτοι, τον χρηματικό κατάλογο όπου υπάρχουν καταχωρημένα τα στοιχεία των τίτλων βεβαίωσης και τα στοιχεία των φορολογούμενων. Mστόσο, με την παραπάνω προσέγγιση, η πρόβλεψη της κατ΄ εξαίρεση τριετούς προθεσμίας δεν έχει σκοπιμότητα. το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της βεβαίωσης εν ευρεία και εν στενή έννοια δεν υπάρχει λόγος να ξεπεράσει τους τρεις μήνες.
Αντιθέτως κατά την άποψη της Αρχής τίτλος βεβαίωσης, όπως αναφέρεται στην διάταξη, στην
προκειμένη περίπτωση είναι η έκθεση βεβαίωσης παράβασης (κλήση). Ο νομοθέτης, έλαβε υπόψη του ότι σε κάποιες περιπτώσεις παρότι υπάρχει ο νόμιμος τίτλος, η καταχώρησή του σε χρηματικό κατάλογο και ακολούθως η ταμειακή βεβαίωση της οφειλής δεν είναι δυνατή εντός της προθεσμίας των τριών μηνών, προφανώς διότι η Διοίκηση δεν έχει στην διάθεσή της όλα τα απαραίτητα στοιχεία που καθιστούν εφικτή την διεκπεραίωση της διαδικασίας. Καταλείπει λοιπόν το χρονικό περιθώριο των τριών ετών στην οικονομική υπηρεσία, προκειμένου αυτή να αναζητήσει και να συγκεντρώσει τα στοιχεία που καθιστούν δυνατή την κατάρτιση των χρηματικών καταλόγων (βεβαίωση εν ευρεία έννοια) και ακολούθως την ταμειακή βεβαίωση (βεβαίωση εν στενή έννοια).
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας, Τμήμα Στ Α, στην απόφαση
3519/96, θεωρεί ως νόμιμο τίτλο είσπραξης, παραδεκτώς προσβαλλόμενο με ανακοπή κατά το άρθρο 73, παρ. 2 του ΚΕΔΕ (356/74 ΦΕΚ 90 Α) την πράξη επιβολής προστίμου του οικείου αστυνομικού οργάνου5 με την οποία επιβάλλεται το κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του ΚΟΚ διοικητικό πρόστιμο.
Ομοίως, το Τμήμα Β΄του ΣτΕ (439/94) αναφέρει ότι «…5. Επειδή, κατά της πράξεως του οικείου 4 Η ερμηνευτική προσέγγιση του εγγράφου του Υπουργείου, ως προς την χρονική αφετηρία των προθεσμιών που ορίζονται με το άρθρο 71, παρ. 1 του ν.542/77 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 2 του ν.344/68, έχει ως αποτέλεσμα τη ρύθμιση παρόμοιων περιπτώσεων (αποσβεστική προθεσμία βεβαίωσης δημοτικών εσόδων) με εμφανώς ανόμοιο τρόπο. Πιο συγκεκριμένα, τα έσοδα των Δήμων από φόρους, τέλη, δικαιώματα, εισφορές και αντίτιμο προσωπικής εργασίας, βεβαιώνονται ταμειακά αυστηρά εντός πέντε ετών από τη λήξη του οικονομικού έτους στο οποίο ανάγονται. Σε περιπτώσεις όπου η Διοίκηση προβεί σε ταμειακή βεβαίωση μετά την πενταετία οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι οι ενέργειές της προς αναζήτηση του υπόχρεου απέβησαν άκαρπες.Προς επίρρωση των ανωτέρω αναφέρουμε ότι ο Δήμος Χαλκιδέων σε απόσπασμα βεβαιωτικού καταλόγου, τον οποίο αποστέλλει σε πολίτη-«παραβάτη» στις 21-3-2012 ενημερώνοντας τον ίδιο για ποσό οφειλής του που προέρχεται από επιβολή προστίμου λόγω παράβασης διάταξης Κ.Ο.Κ. περί παράνομης στάθμευσης, αναφέρει ρητά ότι: «η πράξη αυτή έχει συνταχθεί από το αρμόδιο όργανο (αστυνομικό όργανο ή δημοτική αστυνομία) αποτελεί τον νόμιμο τίτλο είσπραξης του προστίμου και προσβάλλεται μόνο με ανακοπή του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ γιατί δεν προβλέπεται προσφυγή ουσίας (ΣτΕ 439/94, ΣτΕ 3515/96)».αστυνομικού οργάνου, δια της οποίας επιβάλλεται το κατ'εφαρμογή των εις την προηγούμενη σκέψη διατάξεων του Κ.Ο.Κ. διοικητικό πρόστιμο και η οποία αποτελεί τον τίτλον για την είσπραξη του βεβαιωθέντος σχετικού ποσού, δεν προβλέπεται από τις διατάξεις του Κ.Ο.Κ. ή από άλλη διάταξη νόμου άσκηση προσφυγής ουσίας. Συνεπώς, παραδεκτώς προβάλλονται με την ανακοπή του άρθρου 73 παραγρ. 1 του ΚΕΔΕ λόγοι αναφερόμενοι σε ελαττώματα του τίτλου (πράξεως επιβολής προστίμου) επ'ευκαιρία της προσβολής της ατομικής ειδοποιήσεως του αρμοδίου Ταμείου για την εξόφληση του βεβαιωθέντος ποσού….».
Γενικότερα δε το ΣτΕ σε σχετική νομολογία του, εκλαμβάνει ως αφετηρία της προθεσμίας του
άρθρου 71 του νόμου 542/77 την κτήση του νόμιμου τίτλου, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2 του ΚΕΔΕ, «… α) Η κατά τους κειμένους νόμους βεβαίωσις και ο υπό των αρμοδίων Διοικητικών ή ετέρων αρμοδίων κατά τον νόμον Αρχών προσδιορισμός του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας δι’ ην οφείλεται. β) Η εξ εγγράφων δημοσίων ή ιδιωτικών αποδεικνυομένη οφειλή. γ) Η εξ εγγράφων δημοσίων ή ιδιωτικών πιθαναλογούμενη κατά την έννοιαν του άρθρου 347 Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας ως προς την ύπαρξιν και το ποσό αυτής οφειλή.,..» (ΣτΕ 1503/2006, 1783/2002, 2944/2008).
Επιπλέον και σε ό,τι αφορά την ερμηνεία του άρθρου 71 του Ν. 542/1977, το ΣΤ΄ Τμήμα του
Νομικού Συμβούλιου του Κράτους, σε πρόσφατη γνωμοδότησή του, (αριθμ. 399/2009 γνωμοδότηση), λαμβάνοντας υπόψη του νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 571/2009, 2944/2008, 1503/2006 και 1783/2002) δέχθηκε ότι η (εν στενή έννοια) ταμειακή βεβαίωση, χωρεί νομίμως εφόσον διενεργείται εντός τριετίας από τη λήξη του έτους εντός του οποίου εκτήθη ο τίτλος βεβαίωσης, άλλως η «αξίωση» ή το «δικαίωμα» του Δημοσίου για την αποστολή στην οικεία Δ.Ο.Υ. του νομίμου τίτλου ή του οικείου χρηματικού καταλόγου και την εν συνεχεία ταμειακή βεβαίωση της περικλειόμενης σ'αυτόν (νόμιμο τίτλο) απαίτησης παραγράφεται ή αποσβέννυται.
Με βάση όλα τα προεκτεθέντα, άποψη του Συνηγόρου του Πολίτη είναι ότι η ταμειακή βεβαίωση των προστίμων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας που επιβλήθηκαν με πράξεις βεβαίωσης παράβασης που εκδόθηκαν έως και 23-2-2007 πρέπει να διενεργείται αυστηρά εντός τριετίας από την κτήση του τίτλου βεβαίωσης, ο οποίος στην προκειμένη είναι η έκθεση βεβαίωσης παράβασης.
Σε κάθε περίπτωση ο Συνήγορος του Πολίτη με το παρόν εισηγείται τη νομοθετική ρύθμιση της υποχρέωσης των ΟΤΑ Α΄ βαθμού της χώρας για βεβαίωση των προστίμων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας εντός τριών (3) ετών από την ημερομηνία της παράβασης και την κτήση της έκθεσης βεβαίωσης της παράβασης του οχήματος (κλήση).
Σε περίπτωση δε που η ταμειακή βεβαίωση προστίμων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας
διενεργείται μετά την πάροδο της παραπάνω προθεσμίας, ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης οφείλει να παράσχει πειστική αιτιολογία για τους λόγους καθυστέρησης της ταμειακής βεβαίωσης της παράβασης και να αποδείξει ότι κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα προέβη στις ενδεδειγμένες ενέργειες για τον προσδιορισμό του προσώπου του παραβάτη-οφειλέτη.
Τέλος, αναφορικά με το υπό εξέταση θέμα, ο Συνήγορος του Πολίτη επισημαίνει συμπληρωματικά τα εξής:
Πέρα από τα προβλήματα που πιθανώς τίθενται αναφορικά με την ενδεχόμενη παραγραφή που επέρχεται στο δικαίωμα του Δημοσίου να διενεργήσει ταμειακή βεβαίωση διοικητικού προστίμου μετά την παρέλευση της τριετίας του Ν.542/19776, στην περίπτωση της υπερβολικής καθυστέρησης των αρμόδιων διοικητικών οργάνων να βεβαιώσουν και να εισπράξουν τα διοικητικά πρόστιμα για παράνομη στάθμευση οχημάτων, γεννάται και ένα άλλο ζήτημα. Αυτό της αποτελεσματικής εφαρμογής 6 Σχετικά με την εν λόγω τάση στη νομολογία του ΣτΕ και τη διάσταση των απόψεων του ΣτΕ και του ΑΠ στο θέμα της παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς ταμειακή βεβαίωση των απαιτήσεών του υπό το πρίσμα του άρθρου 86 παρ.1 του Ν.2362/1995, βλ και σε Ψυχογιό Θ., «Η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου προς ταμιακή βεβαίωση των απαιτήσεών του και η διάσταση της νομολογίας», ΔΕΕ 5/2006 (ΕΤΟΣ 12ο), σ. 478. των διατάξεων του Κ.Ο.Κ. που θεσπίζουν την επιβολή διοικητικών προστίμων ως μέσο συμμόρφωσης και εξαναγκασμού τήρησης των οικείων διατάξεων από τους παρανομούντες οδηγούς.
Εξάλλου, όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου «Τροποποιήσεις
διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (κωδ.ν.2696/1999, ΦΕΚ 57 Α΄)» (Ν.3542/2007), τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του ΚΟΚ διοικητικά πρόστιμα δεν επιβάλλονται στο πλαίσιο του «εισπρακτικού» χαρακτήρα του ΚΟΚ, «αφού στόχος δεν είναι η είσπραξη του προστίμου- έστω και αυξημένου- αλλά η τιμωρία του παραβάτη».
Η χαλάρωση του συνδέσμου παράβασης-ποινής λόγω της παρέλευσης μεγάλου χρονικού διαστήματος μεταξύ της διάπραξης της παράβασης και της αναζήτησης είσπραξης των διοικητικών προστίμων από τη διοίκηση, καθώς και οι υπέρμετρες καθυστερήσεις στην ταμειακή βεβαίωση των προστίμων παράνομης στάθμευσης, πέραν του «εύλογου χρόνου», εκτός από το ζήτημα νομιμότητας που εγείρουν, επιπλέον δεν συνάδουν με το σκοπό των οικείων διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και μειώνουν την αποτελεσματικότητα των προβλεπόμενων κυρώσεων.
Στη σύγχρονη εποχή της τεχνολογίας και της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης ζητήματα χρονικών καθυστερήσεων που μπορεί να φτάνουν τη δεκαετία για την εύρεση των στοιχείων των κατόχων, συνιστούν απαράδεκτη μορφή κακοδιοίκησης.
Για το λόγο αυτό, κρίνεται επιβεβλημένη η αξιοποίηση των υφιστάμενων τεχνικών δυνατοτήτων και η προώθηση της συνεργασίας μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων, για τη βεβαίωση παραβάσεων των κατόχων οχημάτων από τους δήμους και την έγκαιρη είσπραξη των αναλογούντων προστίμων7.
Β) Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα:
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 104 ¨Επιβολή προστίμων από αστυνομικά όργανα του
Κ.Ο.Κ¨:
«1. Στον καταλαμβανόμενο επ` αυτοφώρω να διαπράττει παραβάσεις, για τις οποίες προβλέπονται διοικητικά πρόστιμα, βεβαιώνεται από το αρμόδιο κατά περίπτωση όργανο το προβλεπόμενο διοικητικό πρόστιμο για καθεμία από αυτές. …………
2. Ο παραβάτης έχει δικαίωμα να εμφανισθεί εντός προθεσμίας τριών (3) ημερών, που αρχίζει από την επίδοση της βεβαίωσης στην Αρχή, στην οποία ανήκει το ανωτέρω όργανο, όπως αυτή προσδιορίζεται στη σχετική βεβαίωση παράβασης, προκειμένου να προβάλει τις αντιρρήσεις του. Η απόφαση με την οποία εξετάζονται οι αντιρρήσεις πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένη με αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατικά και στοιχεία.
Αν δεν προβληθούν αντιρρήσεις ή αν απορριφθούν, επικυρώνεται το διοικητικό πρόστιμο από τον Προϊστάμενο της Αρχής και καταβάλλεται κατά το ήμισυ μέσα σε δέκα (10) ημέρες από τη βεβαίωση της παράβασης, ………..
3. Εφόσον παρέλθει άπρακτη η ανωτέρω προθεσμία των δέκα (10) ημερών, το διοικητικό
πρόστιμο καταβάλλεται στον δικαιούχο Ο.Τ.Α., χωρίς έκπτωση, εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την βεβαίωση του.
Τα προβλήματα που δημιουργούνται κατά τη διαδικασία εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων γεννώνται από τη μη ασφαλή τοποθέτηση στα οχήματα του εντύπου της έκθεσης βεβαίωσης της παράβασης (κλήσης).
Στις περιπτώσεις που ο «παραβάτης» είναι απών, το αρμόδιο αστυνομικό όργανο που βεβαιώνει την παράβαση τοποθετεί το έντυπο της κλήσης στον ανεμοθώρακα του οχήματος, ή σε κάποιο σημείο των δικύκλων μηχανών. Το εν λόγω έντυπο ταυτόχρονα επέχει θέση ειδοποίησης – κλήσης του «παραβάτη» για να υποβάλει, εάν επιθυμεί, ένσταση με τις αντιρρήσεις του κατά της πράξης επιβολής του προστίμου εντός 3 ημερών από την ημερομηνία της παράβασης. Παράλληλα η γνώση του κλήσης, 7 Σχετική η αριθμ. 92/2002 απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα για την online
διασύνδεση των αρχείων Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών, Δημόσιας Τάξης και Οικονομικών.
δίνει το δικαίωμα στον «παραβάτη» να εξοφλήσει το ποσό του προστίμου στο ήμισυ, στο διάστημα των 10 ημερών μετά την ημερομηνία της παράβασης.
Με τις αναφορές που υποβάλλονται στην Αρχή οι πολίτες διαμαρτύρονται ότι όταν επιστρέφουν στα οχήματά τους δεν βρίσκουν σε κάποιο σημείο τοποθετημένο το έντυπο της κλήσης, οι οποίες στη συντριπτική τους πλειοψηφία αφορούν σε επιβολή προστίμων λόγω παράνομης στάθμευσης οχήματος.
Οι πολίτες – «παραβάτες» ισχυρίζονται ότι λαμβάνουν γνώση του επιβαλλόμενου προστίμου σε χρόνο κατά πολύ μεταγενέστερο την ημέρας της παράβασης, με τη λήψη μόνο της ατομικής ειδοποίησης από την αρμόδια οικονομική υπηρεσία του Δήμου.
Τούτο έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία του πολίτη να υποβάλει ένσταση κατά της πράξης της παράβασης, καθώς επίσης και την αδυναμία εξόφλησής του ποσού του προστίμου στο ήμισυ.
Η απώλεια των ανωτέρω δικαιωμάτων των πολιτών εγείρει ζητήματα κλονισμού της εμπιστοσύνης τους προς το Κράτος, θίγει το περί δικαίου αίσθημα, ενώ δημιουργεί τις περισσότερες φορές προστριβές με τις αρμόδιες προς είσπραξη των ανωτέρω προστίμων υπηρεσίες (Δήμους).
Ο Συνήγορος του Πολίτη με αφορμή τις αναφορές πολιτών και μετά τη συνεργασία του με το Δήμο Αθηναίων αλλά και άλλους Δήμους θεωρεί ότι είναι ανάγκη να εξευρεθούν λύσεις με γνώμονα την προάσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών και την εμπέδωση στη συνείδησή τους της ύπαρξης μιας χρηστής δημόσιας διοίκησης. Στο πλαίσιο αυτό, προτείνει:
- την αντικατάσταση του εντύπου της κλήσης με έντυπο το οποίο θα επικολλάται στο όχημα (αυτοκόλλητο),
- τη θέσπιση του δικαιώματος του «παραβάτη» για την καταβολή του ποσού του προστίμου στο ήμισυ σε συγκεκριμένο διάστημα μετά την ημερομηνία λήψης της πρώτης ατομικής ειδοποίησης που θα του αποσταλεί από τον εκάστοτε Δήμο, καθώς το δικαίωμα αυτό έχει απολεσθεί στις περιπτώσεις που ο «παραβάτης» δεν έχει λάβει γνώση της κλήσης την ημέρα της παράβασης.
Συνήγορος του Πολίτη
Καλλιόπη Σπανού

Χορήγηση προθεσμίας καταβολής του χρηματικού ποσού της μετατροπής της συνολικής ποινής σε δόσεις (Μονομελές Εφετείο Πειραιά, αριθμός απόφασης 99/2012) - Διατάξεις: άρθρα 82 [παρ. 8], 94 [παρ. 1], 96, 97 ΠΚ, 120 [παρ. 1-2], 551 [παρ. 2] ΚΠΔ..

$
0
0

ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη

Χορήγηση προθεσμίας καταβολής του χρηματικού ποσού της μετατροπής της συνολικής ποινής σε δόσεις (Μονομελές Εφετείο Πειραιά, αριθμός απόφασης 99/2012)

Διατάξεις: άρθρα 82 [παρ. 8], 94 [παρ. 1], 96, 97 ΠΚ, 120 [παρ. 1-2], 551 [παρ. 2] ΚΠΔ...

Περίληψη: Καθορισμός συνολικής εκτιτέας ποινής από το Μονομελές Εφετείο, Χορήγηση προθεσμίας καταβολής του χρηματικού ποσού της μετατροπής της συνολικής ποινής σε δόσεις, Αναρμοδιότητα Δικαστηρίου Καθορίζεται από το παρόν Δικαστήριο η εκτιτέα ποινή φυλάκισης της αιτούσας σε 3 έτη και 54 μήνες και 2 μήνες. Κηρύσσεται δε αναρμόδιο το παρόν Δικαστήριο για να δικάσει αίτηση περί χορηγήσεως προθεσμίας καταβολής της χρηματικής ποινής που θα προκύψει από τη μετατροπή της καταγνωσθείσας με την παρούσα απόφαση συνολικής ποινής φυλάκισης και παραπέμπεται η αίτηση στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πειραιώς, το οποίο είναι ανώτερο από αυτά που εξέδωσαν τις υπό συγχώνευση ποινές. Συγκεκριμένα, το παρόν Δικαστήριο (Μονομελές Εφετείο) δεν έχει αρμοδιότητα για την εκδίκαση του αιτήματος αυτού, καθόσον δεν είναι το ίδιο Δικαστήριο που προέβη στη μετατροπή των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν στην αιτούσα με τις οικείες αποφάσεις, με το δε άρθρο 551 παρ. 2 ΚΠΔ δεν καθιδρύεται αυτομάτως αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου και για τον καθορισμό προθεσμίας καταβολής σε δόσεις της χρηματικής ποινής που θα προκύψει από τη μετατροπή.
Κατά το άρθρο 94 παρ. 1 ΠΚ, κατά του υπαιτίου δύο ή περισσοτέρων εγκλημάτων, που πραγματώθηκαν με δύο ή περισσότερες πράξεις και τιμωρούνται κατά το νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται, κατά την επιμέτρησή τους, συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες (ποινή-βάση) επαυξημένη. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι του ίδιου είδους και ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας από αυτές (οποιαδήποτε δηλαδή λαμβάνεται ως ποινή-βάση). Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μία από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι κατώτερη από: α) τέσσερις μήνες, αν η συντρέχουσα ποινή είναι ανώτερη από δύο έτη, β) ένα έτος, αν η ποινή αυτή είναι κάθειρξη έως δέκα έτη γ) δύο έτη, αν η ποινή είναι κάθειρξη ανώτερη από δέκα έτη. Οπωσδήποτε όμως η επαύξηση της ποινής-βάσης δεν μπορεί να είναι ανώτερη από τα 3/4 του αθροίσματος των άλλων συντρεχουσών ποινών, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να υπερβεί τα είκοσι πέντε έτη, όταν πρόκειται για κάθειρξη, τα δέκα έτη όταν πρόκειται για φυλάκιση και τους έξι μήνες όταν πρόκειται για κράτηση. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, αν τα εγκλήματα που συρρέουν πραγματώθηκαν και με μία πράξη, το δικαστήριο επαυξάνει ελεύθερα τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές (την ποινή-βάση) αλλά όχι πέρα από το ανώτατο όριο του είδους της ποινής, ήτοι της κάθειρξης, της φυλάκισης, του περιορισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα και της κράτησης, όπως τα όρια αυτά προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 51-55 ΠΚ. Κατά το άρθρο 96 παρ. 1, αν συντρέχουν περισσότερες από μία χρηματικές ποινές ή πρόστιμα, η συνολική ποινή που επιβάλλεται αποτελείται από τη βαρύτερη, επαυξημένη ανάλογα με τους οικονομικούς όρους του καταδικασμένου. Η επαύξηση όμως αυτή δεν μπορεί να ξεπεράσει τα 3/4 του αθροίσματος των υπόλοιπων ποινών που συντρέχουν. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι ισόποσες, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας από αυτές. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 96, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 94 εφαρμόζεται και στην προκείμενη περίπτωση. Κατά το άρθρο 97, οι διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 96 παρ. 1 εφαρμόζονται και όταν κάποιος, προτού εκτιθεί ολοκληρωτικά ή παραγραφεί ή χαριστεί η ποινή που του επιβλήθηκε για κάποια αξιόποινη πράξη, καταδικαστεί για άλλη αξιόποινη πράξη, οποτεδήποτε και αν τελέστηκε αυτή. Εξάλλου, σύμφωνα με το κατ’ άρθρο 551 παρ. 2 ΚΠΔ (όπως τροπ. με το άρθρο 35 Ν 4055/2012 ), αν οι καταδίκες σε ποινές, που σύμφωνα με τα αναφερόμενα παραπάνω πρέπει να επιμετρηθούν συνολικά, απαγγέλθηκαν από το Τριμελές ή Μονομελές Πλημ/κείο, αρμόδιο να καθορίσει τη συνολική ποινή που πρέπει να εκτιθεί είναι το Μονομελές Πλημ/κείο. Αν οι καταδίκες απαγγέλθηκαν από το Πταισματοδικείο, αρμόδιο για τον καθορισμό της συνολικής ποινής είναι τούτο. Σε κάθε άλλη περίπτωση, αρμόδιο είναι το Μονομελές Εφετείο. Κατά την παρ. 3 του ίδιου, ως άνω άρθρου (551 ΚΠΔ) αν μεταξύ των προς εκτέλεση αποφάσεων υπάρχει και απόφαση που αμετάκλητα έχει καθορίσει συνολική ποινή, για τον καθορισμό της νέας συνολικής ποινής λαμβάνεται ως βάση η καθορισθείσα συνολική ποινή, αν αυτή είναι βαρύτερη από τις ποινές που επιβλήθηκαν με τις άλλες αποφάσεις. Στην περίπτωση αυτή για τον καθορισμό της κατά την προηγούμενη παρ. (2) αρμοδιότητας λαμβάνεται υπόψη και η απόφαση που έχει καθορίσει συνολική ποινή. Επειδή, σύμφωνα με τα ανωτέρω, αρμόδιο Δικαστήριο για να καθορίσει την εκτιτέα συνολική ποινή φυλάκισης της καταδίκου Α.Σ., είναι το Δικαστήριο αυτό. Επειδή, η προκειμένη αίτηση περί καθορισμού συνολικής εκτιτέας ποινής φυλάκισης στην Α.Σ., είναι νόμιμη και συντρέχουν οι όροι του άρθρου 97 ΠΚ, πρέπει να γίνει δεκτή από το Δικαστήριο και να καθοριστεί η εκτιτέα από αυτήν συνολική ποινή φυλάκισης, όπως ορίζεται στο διατακτικό.
Για τους λόγους αυτούς Δικάζει παρισταμένη διά της πληρεξουσίου δικηγόρου της την αιτούσα-κατάδικο Α.Σ., κάτοικο … και ήδη προσωρινά κρατούμενη στο Τμήμα Ασφαλείας …. Δέχεται την από 16.10.2012 αίτησή της. Καθορίζει την υπ'αυτής εκτιτέα συνολική ποινή φυλάκισης σε τρία έτη και πενήντα τέσσερις μήνες (3 έτη + 54 μήνες) και δύο (2) μήνες, που αποτελείται από τη βαρύτερη ποινή φυλάκισης των τριών (3) ετών, που της επεβλήθη με την υπ'αριθ. ΓΤ 639/11 απόφαση του Γ΄ Τριμελούς Πλημ/κείου Πειραιώς, επαυξημένη κατά πέντε (5) μήνες από κάθε μία από τις τρεις (3) ποινές φυλάκισης των δέκα (10) μηνών, που της επεβλήθησαν με την υπ'αριθ. 1405/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς Πλημ/των, κατά πέντε (5) μήνες από κάθε μία από τις τρεις (3) ποινές φυλάκισης των δέκα (10) μηνών, που της επεβλήθησαν με την υπ'αριθ. 1406/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς Πλημ/των, κατά έξι (6) μήνες από κάθε μία από τις δύο ποινές φυλάκισης των δώδεκα (12) μηνών, που της επεβλήθησαν με την υπ'αριθ. AT 4167/2011 απόφαση του Α΄ Τριμελούς Πλημ/κείου Πειραιώς, κατά έξι (6) μήνες από κάθε μία από τις δύο ποινές φυλάκισης των δώδεκα (12) μηνών, που της επεβλήθησαν με την υπ'αριθ. AT 5759/2010 απόφαση του Α΄ Τριμελούς Πλημ/κείου Πειραιώς και κατά δύο (2) μήνες, που είναι η ποινή που της επεβλήθη με την υπ'αριθ. 88064/2012 απόφαση του Β΄ Αυτοφώρου Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών για την πράξη της απόδρασης κρατουμένου και θα εκτιθεί αθροιστικά, κατ'άρθρο 173 ΠΚ. [(3 έτη) + (5 μην.+ 5 μην.+ 5 μην.) + (5 μην.+ 5 μην.+ 5 μην.) + (6 μην.+ 6 μην.) + (6 μην.+ 6 μην.) +2 μην].
[...] Η διάταξη του άρθρου 551 παρ. 2 ΚΠΔ, όπως τροπ. με το άρθρο 35 Ν 4055/2012 , προβλέπει τις περιπτώσεις που το Μονομελές Εφετείο είναι αρμόδιο για τον καθορισμό συνολικής ποινής επί περισσοτέρων καταδικαστικών αποφάσεων. Κατά τη διάταξη, εξάλλου, του άρθρου 82 παρ. 8 ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 1 Ν 3904/2010 , αν μετά τη μετατροπή στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ή πρόστιμο, επέρχεται ουσιώδης αλλαγή των όρων της προσωπικής και οικονομικής κατάστασης εκείνου που καταδικάστηκε, αυτός μπορεί να ζητήσει από το ίδιο δικαστήριο προθεσμία ή διεύρυνση της προθεσμίας καταβολής της χρηματικής ποινής, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δύο έτη ή τροποποίηση του ύψους της μετατροπής ή ακόμη μετατροπή της χρηματικής ποινής σε προσφορά κοινωφελούς εργασίας, στο μέτρο που ορίζει το δικαστήριο. Στην ίδια απόφαση ορίζονται και οι συνέπειες της μη εκπλήρωσης των παραπάνω υποχρεώσεων. Στην προκειμένη περίπτωση η αιτούσα με την από 16.10.2012 αίτησή της ζήτησε όπως, μετά τον καθορισμό συνολικής εκτιτέας ποινής με την επιμέτρηση των επιμέρους ποινών που επιβλήθηκαν σ’ αυτήν με τις υπ’ αριθ. α) 639/2011 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, β) 1405/2010 του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, γ) 1406/2010 του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, δ) 4167/2011 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, ε) 5759/2010 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς και στ) 88064/2012 του Αυτ. Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών αποφάσεις, οι οποίες έχουν μετατραπεί σε χρηματικές, χορηγηθεί και προθεσμία καταβολής του χρηματικού ποσού της μετατροπής της συνολικής εκτιτέας ποινής (συγχωνευτικής) σε δόσεις. Το Δικαστήριο, όμως, τούτο δεν έχει αρμοδιότητα για την εκδίκαση του τελευταίου αυτού αιτήματος, καθόσον δεν είναι το ίδιο δικαστήριο που προέβη στη μετατροπή των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν στην αιτούσα με τις προαναφερόμενες αποφάσεις και με το άρθρο 551 παρ. 2 ΚΠΔ δεν καθιδρύεται αυτομάτως αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου και για τον καθορισμό προθεσμίας καταβολής σε δόσεις της χρηματικής ποινής που θα προκύψει από τη μετατροπή. Πρέπει, επομένως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 120 παρ. 1, 2 του ΚΠΔ, το Δικαστήριο τούτο να κηρυχθεί αναρμόδιο και να παραπεμφθεί η αίτηση κατά το παραπάνω σκέλος της στο Τριμελές Εφετείο Πλημ/των Πειραιώς, το οποίο είναι ανώτερο από αυτά που εξέδωσαν τις υπό συγχώνευση ποινές.
Για τους λόγους αυτούς Κηρύσσει αναρμόδιο το παρόν Δικαστήριο για να δικάσει την αίτηση της … … του …, κατοίκου … και ήδη προσωρινά κρατούμενης στο Τμήμα Ασφαλείας …, περί χορηγήσεως προθεσμίας καταβολής της χρηματικής ποινής που θα προκύψει από τη μετατροπή της καταγνωσθείσας με την παρούσα συνολικής ποινής φυλάκισης και Παραπέμπει στο αρμόδιο Τριμελές Εφετείο Πειραιώς Πλημ/των.
πηγή: nbonline.gr

ΕΝΦΙΑ - ΠΟΛ.1237/11.11.2014 Οδηγίες για τη συμπλήρωση της δήλωσης στοιχείων ακινήτων (έντυπο Ε9) από την 1η Ιανουαρίου 2014

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
ΠΟΛ.1237/11.11.2014
Οδηγίες για τη συμπλήρωση της δήλωσης στοιχείων ακινήτων (έντυπο Ε9) από την 1η Ιανουαρίου 2014
Αθήνα, 11/11/2014

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Δ/ΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
ΥΠΟΔ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
ΤΜΗΜΑ Α' (ΦΑΠ)

Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 8 10184 Αθήνα
Τηλέφωνο: 210 3375878
E-mail: d13. etak@yo. syzefxis. gov. gr

ΠΟΛ 1237/2014..


ΘΕΜΑ: Οδηγίες για τη συμπλήρωση της δήλωσης στοιχείων ακινήτων (έντυπο Ε9) από την 1η Ιανουαρίου 2014.


Παρέχουμε τις ακόλουθες οδηγίες και διευκρινίσεις για τον τρόπο αναγραφής των ακινήτων και των δικαιωμάτων επ'αυτών στις δηλώσεις στοιχείων ακινήτων από το έτος 2014 και παρακαλούμε για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους:

Ι. ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

ΠΡΟΣΟΧΗ:Οι πιο κάτω οδηγίες αφορούν το σύνολο των στοιχείων που περιλαμβάνονται στη δήλωση στοιχείων ακινήτων, όπως αυτά εμφανίζονται στο έντυπο αυτής, ανεξάρτητα αν η δήλωση υποβάλλεται ηλεκτρονικά ή (στις περιπτώσεις, στις οποίες τούτο επιτρέπεται) χειρόγραφα. Συνεπώς, σε κάποιες περιπτώσεις, ορισμένα από τα στοιχεία που αναφέρονται πιο κάτω είναι προσυμπληρωμένα (στην ηλεκτρονική μορφή του εντύπου).

Α. ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ

Στην πρώτη σελίδα της δήλωσης περιλαμβάνονται ο αρμόδιος προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ, τα στοιχεία του υπόχρεου, το είδος και η κατηγορία του νομικού προσώπου, τα στοιχεία του νομίμου εκπροσώπου ή αντικλήτου, όπου αυτά απαιτούνται, η υποβολή δηλώσεων στοιχείων ακινήτων προηγούμενων ετών καθώς και το είδος της υποβαλλόμενης δήλωσης (αρχική, τροποποιητική ή με επιφύλαξη).

Στην περίπτωση υποβολής δήλωσης από νομικό πρόσωπο, το είδος του νομικού προσώπου καθώς και τα στοιχεία του νόμιμου εκπροσώπου αυτού συμπληρώνονται αυτόματα μετά την πληκτρολόγηση του Α.Φ.Μ. του.

Στη συνέχεια δηλώνεται από το φορολογούμενο η κατηγορία του νομικού προσώπου (π.χ. νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που εντάσσεται στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, ΟΤΑ, Ανώνυμη Εταιρεία Επενδύσεων σε Ακίνητη Περιουσία κ.λπ.).

Στην περίπτωση κατά την οποία αναγράφονται περισσότεροι του ενός νόμιμοι εκπρόσωποι, επιλέγεται ο νόμιμος εκπρόσωπος, ο οποίος υποβάλλει τη δήλωση στοιχείων ακινήτων.

Αν τα προσυμπληρωμένα στοιχεία δεν είναι ορθά, πριν την υποβολή της δήλωσης, απαιτείται η διόρθωση αυτών στο μητρώο του φορολογουμένου. Πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην ορθή και πλήρη αναγραφή των απαιτουμένων στοιχείων της πρώτης σελίδας του εντύπου Ε9 και τούτο γιατί, κατά την ηλεκτρονική συμπλήρωση της δήλωσης, ανάλογα με το είδος και την κατηγορία του νομικού προσώπου, εμφανίζονται συγκεκριμένα πεδία στο εσωτερικό της δήλωσης, τα οποία δύνανται να συμπληρωθούν, προκειμένου να χορηγηθούν οι απαλλαγές ή οι μειώσεις του ΕΝ.Φ.Ι.Α.

Στην πρώτη σελίδα του εντύπου περιλαμβάνεται και πεδίο αναγραφής σημειώσεων του φορολογουμένου, όπως ενδεικτικά:

• Σε περίπτωση προσθήκης νέου ακινήτου ή διαγραφής ακινήτου, το οποίο έχει δηλωθεί σε προηγούμενες δηλώσεις στοιχείων ακινήτων του υποχρέου, αναγράφεται για παράδειγμα ο αριθμός και η ημερομηνία του συμβολαίου αγοράς ή πώλησης, το όνομα του συμβολαιογράφου, η τελεσίδικη δικαστική απόφαση κ.λπ..
Σε περίπτωση εισαγωγής κληρονομιαίων ακινήτων, αναγράφεται ο Α.Φ.Μ., το ονοματεπώνυμο του αποβιώσαντος και η ημερομηνία θανάτου αυτού.
• Σε περίπτωση μεταβολής, που επήλθε σε ακίνητο, αναγράφονται η ημερομηνία και ο οικείος αριθμός του παραστατικού (συμβόλαιο, άδεια οικοδομής κ.λπ.), το οποίο αποδεικνύει τη μεταβολή.

Επίσης, στον πίνακα αυτό ο υπόχρεος μπορεί να αναγράψει ό,τι ο ίδιος κρίνει σκόπιμο και το οποίο διευκρινίζει την κατάσταση της περιουσίας του. Για παράδειγμα μπορεί να αναγράψει, δυνητικά και χωρίς να έχει υποχρέωση προς τούτο, τα δικαιώματα αποκλειστικής χρήσης σε κήπους, ακάλυπτους χώρους ή ταράτσες καθώς και λοιπές δουλείες (πλην της οίκησης και της επικαρπίας), οι οποίες δεν αναγράφονται στο εσωτερικό του εντύπου, να διευκρινίσει αν ένα κτίσμα είναι αυθαίρετο, πόσα από τα τετραγωνικά μέτρα των κυρίων χώρων κτίσματος αφορούν κλειστό ημιυπαίθριο, να αναγράψει ότι το ακίνητο το οποίο του ανήκει είναι επίδικο αλλά δεν έχει τη νομή του κ.λπ.

Β. ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΤΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ 1: ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΟΙΚΟΠΕΔΩΝ (ΕΝΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ Ή ΟΙΚΙΣΜΟΥ) ΚΑΙ ΚΤΙΣΜΑΤΩΝ (ΕΝΤΟΣ και ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ)

Στον πίνακα αυτόν αναγράφονται τα περιγραφικά στοιχεία των κτισμάτων, ανεξάρτητα αν αυτά βρίσκονται σε περιοχές εντός ή εκτός σχεδίου πόλης ή οικισμού, καθώς και των οικοπέδων με ή χωρίς κτίσματα.

Ο πίνακας χωρίζεται σε στήλες και συμπληρώνεται από το φορολογούμενο ως ακολούθως:

ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΑΚΙΝΗΤΟΥ (ΣΤΗΛΗ 1)
Αναγράφεται ο αριθμός ταυτότητας του ακινήτου ή του δικαιώματος επί ακινήτου (Α.Τ.ΑΚ.), εφόσον αυτός έχει αποδοθεί και γνωστοποιηθεί στο φορολογούμενο. Κατά τη μεταβολή ή διαγραφή των ακινήτων υποχρεωτικά αναγράφεται ο Α.Τ.ΑΚ..
ΚΑΕΚ/Κωδ. Ακινήτου (ΣΤΗΛΗ 27)
Αναγράφεται ο αριθμός κτηματολογίου κάθε ακινήτου, προσωρινός ή οριστικός, εφόσον υπάρχει.
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΚΙΝΗΤΟΥ
ΝΟΜΟΣ (ΣΤΗΛΗ 3)
Αναγράφεται ο νομός, στον οποίο βρίσκεται το ακίνητο.
ΔΗΜΟΣ ή ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ (ΣΤΗΛΗ 4)
Αναγράφεται ο Δήμος ή η Κοινότητα, στην οποία βρίσκεται το ακίνητο.
ΔΗΜΟΤΙΚΟ Ή ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ (ΣΤΗΛΗ 4α)
Αναγράφεται το δημοτικό ή κοινοτικό διαμέρισμα, στο οποίο βρίσκεται το ακίνητο.
ΟΔΟΣ -ΑΡΙΘΜΟΣ (ΣΤΗΛΗ 5)
Αναγράφεται η οδός και ο αριθ




μός επί του οποίου βρίσκεται το ακίνητο.
ΤΑΧ. ΚΩΔ. (ΣΤΗΛΗ 25)
Αναγράφεται ο Ταχυδρομικός Κώδικας της διεύθυνσης του ακινήτου.
Π. (ΠΡΟΣΟΨΗ) (ΣΤΗΛΗ 6)
Διαγραμμίζεται υποχρεωτικάμε Χ η αντίστοιχη στήλη (Π) της οδού της διεύθυνσης, εφόσον το ακίνητο έχει πρόσοψη στο δρόμο αυτό.Προσόψεις ακινήτουθεωρούνται οι πλευρές, οι οποίες έχουν άνοιγμα (παράθυρο, πόρτα ή προθήκη) σε δρόμο, ή πλατεία. Εφόσον το ακίνητο έχει άνοιγμα σε ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου (π.χ. πρασιά) και μετά από αυτόν υπάρχει δρόμος ή πλατεία, χωρίς να μεσολαβούν άλλα κτίσματα, θεωρείται ότι έχει πρόσοψη στο δρόμο αυτόν ή στην πλατεία.Μετά την κύρωση της πράξης εφαρμογής, οι προσόψεις δηλώνονται, ανεξάρτητα από το αν έχουν διανοιχθεί ή όχι οι δρόμοι.
Όταν το ακίνητο δεν έχει πρόσοψη σε δρόμο αλλά αποκλειστικά σε ακάλυπτο χώρο ή σε αίθριο ή σε στοά δεν συμπληρώνονται οι στήλες 6, γιατί αυτό θεωρείται τυφλό.
Σε περίπτωσητυφλού κτίσματος,εφόσον πρόκειται περί ακινήτου για το οποίο αναγράφονται υποχρεωτικά τα στοιχεία του οικοπέδου, το οποίο δεν είναι τυφλό, το οικόπεδο αναγράφεται σε διαφορετική γραμμή, ώστε να δηλωθεί η πρόσοψή του, και ταυτόχρονα συμπληρώνεται και η συνολική επιφάνεια των επ΄ αυτού κτισμάτων (στη στήλη 22).

ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΟΥ ΤΕΤΡΑΓΩΝΟΥ
ΠΡΟΣΟΨΕΙΣ
ΟΔΟΣ (ΣΤΗΛΕΣ 7)
Αναγράφονται οι υπόλοιπες οδοί, που περικλείουν το οικοδομικό τετράγωνο στο οποίο βρίσκεται το ακίνητο, όπου αυτό είναι δυνατόν. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στη συμπλήρωση των οδών που περικλείουν το ακίνητο, ώστε να είναι ασφαλής ο γεωγραφικός εντοπισμός αυτού.
Π. (ΠΡΟΣΟΨΗ) (ΣΤΗΛΕΣ 6)
Διαγραμμίζεται υποχρεωτικάμε Χ η αντίστοιχη στήλη (Π) της οδού ή των οδών, στις οποίες έχει πρόσοψη ή προσόψεις το ακίνητο. (βλ. πιο πάνω)
ΠΛΗΘΟΣ ΠΡΟΣΟΨΕΩΝ (ΣΤΗΛΗ 28)
Συμπληρώνεται ο αριθμός των προσόψεων, όπως αυτές ορίζονται στις στήλες 6. Αν δεν είναι συμπληρωμένος αριθμός στη στήλη αυτή και δεν υπάρχουν διαγραμμισμένες προσόψεις στις στήλες 6, τότε το ακίνητο ή το δικαίωμα επί ακινήτου θεωρείται τυφλό.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΟΙΚ. ΤΕΤΡΑΓΩΝΟΥ (ΣΤΗΛΗ 8)
Αναγράφεται ο αριθμός του οικοδομικού τετραγώνου (ΟΤ) στο οποίο βρίσκεται το ακίνητο, όπως αυτό καταγράφεται στους ισχύοντες, κατά το έτος φορολογίας χάρτες, που χρησιμοποιούνται για τον αντικειμενικό προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας του ακινήτου από το Υπουργείο Οικονομικών. ΠΡΟΣΟΧΗ: Όταν δεν υπάρχει αριθμός οικοδομικού τετραγώνου επί των χαρτών του Υπουργείου Οικονομικών ή όταν αυτός δεν είναι γνωστός στο φορολογούμενο, η στήλη παραμένει κενή.
ΕΝΔΕΙΞΗ ΑΠΑΑ (ΣΤΗΛΗ 26)
Αναγράφεται ο αριθμός της κατηγορίας Αντικειμενικού Προσδιορισμού Αξίας Ακινήτων (ΑΠΑΑ) ως εξής:
1 Όταν το οικόπεδο, επί του οποίου βρίσκεται το κτίσμα, βρίσκεται σε περιοχή εντός συστήματος ΑΠΑΑ.
2 Όταν το οικόπεδο, επί του οποίου βρίσκεται το κτίσμα, βρίσκεται σε περιοχή εκτός συστήματος ΑΠΑΑ.
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στη συμπλήρωση της στήλης αυτής, γιατί επηρεάζει τη φορολογητέα αξία του ακινήτου.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΚΙΝΗΤΟΥ
(ΣΤΗΛΗ 9)
Αναγράφεται ο κωδικός κατηγορίας του ακινήτου σύμφωνα με τα εξής:
ΚΩΔ.

1
Κατοικία ή Διαμέρισμα πλην μονοκατοικίας.
Ως κατοικία ή διαμέρισμαορίζεται κάθε κτίσμα, προορισμένο για το σκοπό αυτό, μαζί με τα παρακολουθήματά του, το οποίο δεν είναι μονοκατοικία. Κατοικία ή διαμέρισμα που αποτελείται από περισσότερες της μιας αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες, σύμφωνα με τον τίτλο κτήσης, με ενιαία λειτουργική ενότητα, η οποία εκτείνεται σε περισσότερους από έναν ορόφους, αναγράφεται σε μία γραμμή. Ως επιφάνεια των κύριων και βοηθητικών χώρων αναγράφεται το σύνολο των τετραγωνικών μέτρων αυτών και ως όροφος αναγράφεται ο υψηλότερος.
Εφόσον σε οικόπεδο ή σε γήπεδο ή σε κάθετη ιδιοκτησία υπάρχει κτίσμα προορισμένο για κατοικία με τους βοηθητικούς της χώρους, εφαπτόμενους σε αυτή ή μη, η οποία μπορεί να εκτείνεται σε έναν ή σε περισσότερους ορόφους, που επικοινωνούν μεταξύ τους και αποτελούν ενιαία λειτουργική ενότητα, καθώς και άλλο κτίσμα κύριας χρήσης (π.χ. κατοικία ή επαγγελματική στέγη), δεν θεωρείται μονοκατοικία, αλλά κατοικία.
Σε περίπτωση κατά την οποία επαγγελματίας στεγάζεται σε κτίσμα, το οποίο είναι κατά την οικοδομική άδεια κατοικία, εφόσον βρίσκεται σε όροφο υπέρ του ισογείου, αυτό δεν θα αναγραφεί στη δήλωση στοιχείων ακινήτων ως επαγγελματική στέγη, αλλά ως κατοικία. Κατ΄ εξαίρεση, εάν κατοικία βρίσκεται σε ισόγειο ή υπόγειο κτίσματος και σε αυτήν στεγάζεται επαγγελματίας, θα αναγραφεί ως επαγγελματική στέγη.
Ενοικιαζόμενα δωμάτια ή διαμερίσματα, για τα οποία έχει εκδοθεί άδεια οικοδομής κατοικίας, αναγράφονται ως κατοικίες.Οι χώροι κύριας χρήσης (διαμέρισμα θυρωρού, βοηθητικός χώρος που τακτοποιήθηκε ως χώρος κύριας χρήσης, πυλωτή που μετατράπηκε σε κατοικία κ.λπ.), που δεν αποτελούν αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες, βρίσκονται στους κοινόχρηστους ή κοινόκτητους χώρους πολυκατοικίας και ανήκουν σε όλους τους συνιδιοκτήτες, αναγράφονται από όλους τους συνιδιοκτήτες της πολυκατοικίας κατά το ποσοστό συνιδιοκτησίας τους.Αυθαίρετη επέκτασηοριζόντιας ιδιοκτησίας σε κοινόχρηστο ή κοινόκητο χώρο προστίθεται στους κύριους χώρους αυτής.Κολυμβητική δεξαμενή, για την οποία έχει εκδοθείάδεια ειδικού κτιρίου, αναγράφεται σε ξεχωριστή γραμμή ως αθλητική εγκατάσταση. Εφόσον δεν έχει εκδοθεί άδεια ειδικού κτιρίου, η επιφάνεια εσωτερικήςκολυμβητικής δεξαμενής κατοικίας προστίθεται στους κύριους χώρους κατοικίας και η επιφάνεια της εξωτερικήςκολυμβητικής δεξαμενής αναγράφεται στους βοηθητικούς χώρους. Κολυμβητικές δεξαμενές, οι οποίες τακτοποιήθηκαν ή νομιμοποιήθηκαν με τους ν.3843/2010, ν.4014/2011και ν.4178/2013, εφόσον είναι εσωτερικές, η επιφάνειά τους προστίθεται στην επιφάνεια των κύριων χώρων, ενώ, εφόσον είναι εξωτερικές, αναγράφονταιως αθλητικές εγκαταστάσεις σε ξεχωριστή γραμμή. (ΛΑΜΠΡΟΥ)
2
Μονοκατοικία
Ως μονοκατοικία ορίζεται το μοναδικό κτίσμα, το προορισμένο για κατοικία, που βρίσκεται μέσα σε οικόπεδο ή γήπεδο ή κάθετη ιδιοκτησία, αποτελεί μία μόνο κατοικία με τους βοηθητικούς της χώρους, η οποία μπορεί να εκτείνεται σε έναν ή σε περισσότερους ορόφους, που επικοινωνούν μεταξύ τους και αποτελούν ενιαία λειτουργική ενότητα. Ως επιφάνεια των κύριων και βοηθητικών χώρων αναγράφεται το σύνολο των τετραγωνικών μέτρων αυτών και ως όροφος αναγράφεται ο υψηλότερος. Μονοκατοικία θεωρείται επίσης και το κτίσμα, το προορισμένο για κατοικία, που βρίσκεται μέσα σε οικόπεδο ή γήπεδο ή κάθετη ιδιοκτησία, εκτείνεται σε έναν ή σε περισσότερους ορόφους, που επικοινωνούν μεταξύ τους και αποτελούν ενιαία λειτουργική ενότητα, ανεξάρτητα αν οι βοηθητικοί χώροι βρίσκονται σε άλλο τμήμα του οικοπέδου, του γηπέδου ή της κάθετης ιδιοκτησίας, εφαπτόμενοι ή μη της κατοικίας. Αν στο οικόπεδο ή το γήπεδο ή την κάθετη ιδιοκτησία υπάρχει και άλλο κτίσμα κύριας χρήσης (π.χ. κατοικία ή επαγγελματική στέγη), δεν θεωρείται μονοκατοικία, αλλά κατοικία.Εφαπτόμενες κατοικίες, η καθεμία από τις οποίες έχει ενιαία λειτουργική ενότητα και βρίσκεται σε διαφορετικό τμήμα οικοπέδου / κάθετη ιδιοκτησία αυτού, αναγράφονται σε ξεχωριστές γραμμές ανά κατοικία, ως μονοκατοικίες.Κολυμβητική δεξαμενή, για την οποία έχει εκδοθεί άδεια ειδικού κτιρίου, αναγράφεται σε ξεχωριστή γραμμή ως αθλητική εγκατάσταση. Εφόσον δεν έχει εκδοθεί άδεια ειδικού κτιρίου, η επιφάνεια εσωτερικής κολυμβητικής δεξαμενής μονοκατοικίας προστίθεται στους κύριους χώρους κατοικίας και η επιφάνεια της εξωτερικής κολυμβητικής δεξαμενής αναγράφεται στους βοηθητικούς χώρους. Κολυμβητικές δεξαμενές, οι οποίες τακτοποιήθηκαν ή νομιμοποιήθηκαν με τους ν.3843/2010, ν.4014/2011και ν.4178/2013, εφόσον είναι εσωτερικές, η επιφάνειά τους προστίθεται στην επιφάνεια των κυρίων χώρων, ενώ, εφόσον είναι εξωτερικές, αναγράφονται ως αθλητικές εγκαταστάσεις σε ξεχωριστή γραμμή. (ΛΑΜΠΡΟΥ)
Σε περίπτωση κατά την οποία επαγγελματίας στεγάζεταισε κτίσμα, το οποίο κατά την οικοδομική άδεια είναι ισόγεια
μονοκατοικία, θα αναγραφεί ως επαγγελματική στέγη.

3
Επαγγελματική στέγη.
Ως επαγγελματική στέγηορίζεται το κτίσμα, με τους βοηθητικούς του χώρους, το οποίο ενδεικτικά χρησιμοποιείται ως κατάστημα ή γραφείο και δεν εντάσσεται στις περιπτώσεις δ΄, ε΄, στ΄, ζ΄, η΄ και θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 της υπ΄ αριθμ.1129485/479/3.12.1996απόφασης του Υπουργού Οικονομικών (Β΄ 1152), με τις προϋποθέσεις που ορίζονται σε αυτή.
Ενοικιαζόμενα δωμάτια ή διαμερίσματα, για τα οποία έχει εκδοθεί άδεια οικοδομής επαγγελματικής στέγης ή ενοικιαζόμενων δωματίων και έχουν την προβλεπόμενη άδεια λειτουργίας ενοικιαζόμενων δωματίων, αναγράφονται ως επαγγελματικές στέγες.
Οι χώροι κύριας χρήσης (βοηθητικός χώρος που τακτοποιήθηκε ως επαγγελματική στέγη, πυλωτή που μετατράπηκε σε επαγγελματική στέγη κ.λπ.), που δεν αποτελούν αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες και βρίσκονται στους κοινόχρηστους ή κοινόκτητους χώρους πολυκατοικίας, αναγράφονται από όλους τους συνιδιοκτήτες της πολυκατοικίας κατά το ποσοστό συνιδιοκτησίας τους. Αυθαίρετη επέκταση οριζόντιας ιδιοκτησίας σε κοινόχρηστο ή κοινόκητο χώρο προστίθεται στους κύριους χώρους αυτής.
Σε περίπτωση κατά την οποία επαγγελματίας στεγάζεταισε κτίσμα, το οποίο είναι κατά την οικοδομική άδεια κατοικία, εφόσον βρίσκεται σε όροφο υπέρ του ισογείου, αυτό δεν θα αναγραφεί στη δήλωση στοιχείων ακινήτων ως επαγγελματική στέγη, αλλά ως κατοικία. Κατ΄ εξαίρεση, εάν κατοικία βρίσκεται σε ισόγειο ή υπόγειο κτίσματος και σε αυτήν στεγάζεται επαγγελματίας, θα αναγραφεί ως επαγγελματική στέγη.
4
Οικόπεδο.
Τοδικαίωμα υψούν, που έχει δημιουργηθεί ως αυτοτελής ιδιοκτησία με συμβολαιογραφικό έγγραφο, αναγράφεται ως οικόπεδο με το ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου οικοπέδου, χωρίς να συμπληρώνεται η συνολική επιφάνεια των κτισμάτων που υπάρχουν στο οικόπεδο.
Σε περίπτωση κατά την οποία υπάρχει, ως αυτοτελής ιδιοκτησία, δικαίωμα υψούν που αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη επιφάνεια κτίσματος και έχει κτισθεί μόνο ένα μέρος αυτής και υπολείπεται η ανέγερση του υπολοίπου κτίσματος, δηλώνεται το υφιστάμενο κτίσμα και στην ίδια γραμμή δηλώνεται το οικόπεδο, με ποσοστό συνιδιοκτησίας το ποσοστό επί του οικοπέδου, που αντιστοιχεί στο δικαίωμα υψούν και στο εμπράγματο δικαίωμα επ΄ αυτού. Στην περίπτωση αυτή στη στήλη 22 δύναται να αναγράφεται η επιφάνεια των κτισμάτων της συγκεκριμένης ιδιοκτησίας, τα οποία έχουν ήδη ανεγερθεί.
Σε περίπτωση γηπέδου, το οποίο βρίσκεται σε περιοχή για την οποία έχει εκδοθεί πράξης εφαρμογής και εκκρεμεί η κύρωση αυτής, ο φορολογούμενος, μέχρι την κύρωσή της, αναγράφει το ακίνητο ως οικόπεδο στην κατάστασή του (και όχι όπως αυτό θα διαμορφωθεί μετά την κύρωση της πράξης εφαρμογής), με την ένδειξη ότι τελεί υπό αναγκαστική απαλλοτρίωση. Επισημαίνεται ότι, μετά την κύρωση της πράξης εφαρμογής, αναγράφεται σε μία γραμμή το οικόπεδο, το οποίο απομένει, και σε διαφορετικές γραμμές αναγράφονται τα τμήματα του οικοπέδου, για τα οποία εκκρεμεί αποζημίωση και μέχρι την καταβολή αυτής.

41
Οικόπεδο για ελλιμενισμό αεροσκαφών δημόσιας χρήσης.
42
Οικόπεδο για ελλιμενισμό αεροσκαφών ιδιωτικής χρήσης.
43
Λωρίδες γης, επί των οποίων βρίσκονται σιδηροτροχιές.
Η επιφάνεια αυτών αναγράφεται συνολικά ως οικόπεδο ανάδήμο.
44
Οικόπεδο έδρασης πύργων και γραμμών μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Η επιφάνεια αυτών αναγράφεται συνολικά ως οικόπεδο ανά
δήμο.
45
Οικόπεδο εντός βιομηχανικής περιοχής.
Προκειμένου να αναγραφεί οικόπεδο σε αυτήν την κατηγορία, απαιτείται να έχει συσταθεί ο φορέας και να διαθέτει Α.Φ.Μ..
46
Οικόπεδο εντός βιομηχανικής επιχειρηματικής περιοχής.
Προκειμένου να αναγραφεί οικόπεδο σε αυτήν την κατηγορία, απαιτείται να έχει συσταθεί ο φορέας και να διαθέτει Α.Φ.Μ..
47
Οικόπεδο εντός επιχειρηματικού πάρκου.
Προκειμένου να αναγραφεί οικόπεδο σε αυτήν την κατηγορία, απαιτείται να έχει συσταθεί ο φορέας και να διαθέτει Α.Φ.Μ..
5
Αποθήκες.
Αποθήκη θεωρείται το κτίσμα, το οποίο, σύμφωνα με την άδεια οικοδομής ή τον τίτλο κτήσης, είναι βοηθητικός χώρος, δεν εντάσσεται στην κατηγορία των γεωργικών ή κτηνοτροφικών αποθηκώνκαι η πραγματική χρήση του ταυτίζεται με αυτήν της άδειας οικοδομής, ανεξάρτητα από το μέγεθος και τον όροφο στον οποίο βρίσκεται.
Στη στήλη αυτή αναγράφονται σε χωριστή γραμμή η αποθήκη η οποία είναι αυτοτελής οριζόντια ιδιοκτησία. Εφόσον η αποθήκη δεν αποτελεί αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία, αναγράφεται ως βοηθητικός χώρος της ιδιοκτησίας, της οποίας αποτελεί παρακολούθημα.
Οι βοηθητικοί χώροι / αποθήκες, που δεν αποτελούν αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες, βρίσκονται στους κοινόχρηστους ή κοινόκτητους χώρους πολυκατοικίας και δεν ανήκουν, ως παρακολούθημα, σε οριζόντια ιδιοκτησία της πολυκατοικίας, δεν αναγράφονται στη δήλωση στοιχείων ακινήτων.
Δεξαμενές υγρών καυσίμων ή νερού, εφόσον είναι στεγασμένες και θεωρούνται κτίσματα, αναγράφονται ως βοηθητικοί χώροι (αποθήκες) ανεξάρτητα αν βρίσκονται σε υπόγειο ή ισόγειο χώρο.
Πηγάδι νερού δεν αναγράφεται στη δήλωση στοιχείων ακινήτων. Δεν αναγράφονται επίσης και οι ανοιχτές υδατοδεξαμενές (στέρνες).
51
Ειδικό κτίριο γεωργικής χρήσης.
52
Ειδικό κτίριο κτηνοτροφικής χρήσης.


Γεωργικό ή κτηνοτροφικό κτίριο - αποθήκηορίζεται το αυτοτελές κτίριο ή το παρακολούθημα βιομηχανικού ή βιοτεχνικού κτιρίου, στο οποίο φυλάσσονται ζωοτροφές, σπόροι, γεωργικά εργαλεία και μηχανήματα, ή το κτίριο που στεγάζει ζώα, στο οποίο εκτελούνται απλές εργασίες εκτροφής και γενικά φροντίδας ζώων.
Στην έννοια των γεωργικών και κτηνοτροφικών κτιρίων και αποθηκών δεν περιλαμβάνονται τα κτίρια μαζικής διαλογής, οργανωμένης συλλογής, επεξεργασίας, συσκευασίας ή μεταποίησης αγροτικών ή κτηνοτροφικών προϊόντων, τα σφαγεία καθώς και τα ψυγεία - αποθήκες, τα οποία εντάσσονται στην κατηγορία των βιομηχανικών - βιοτεχνικών κτιρίων.
Στις περιπτώσεις στις οποίες δεν υπάρχει άδεια οικοδομής γεωργικού ή κτηνοτροφικού κτίσματος, αποδεικτικό στοιχείο μπορεί να αποτελεί κάθε πρόσφορο δημόσιο έγγραφο.Οικίσκος στέγασης αντλητικού συγκροτήματος σε γεώτρηση, δεν αναγράφεται στη δήλωση στοιχείων ακινήτων, εφόσον πρόκειται για απόληξη γεώτρησης μικρής επιφάνειας μη δυνάμενη να αποτελέσει χώρο επαγγελματικής ή άλλης δραστηριότητας ή χρήσης (π.χ. αποθήκη κ.λπ.).
Γίνεται αποδεκτό ότι, εφόσον η επιφάνεια του οικίσκου δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) τ.μ., δεν απαιτείται η αναγραφή αυτού στη δήλωση στοιχείων ακινήτων, βεβαίως το γήπεδο, επί του οποίου υπάρχει η γεώτρηση, αναγράφεται ως αρδευόμενο.


6
Θέση στάθμευσης ανοικτή ή κλειστή.
Θέση στάθμευσης
ορίζεται ο ιδιωτικός χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων, όπως προσδιορίζεται είτε από την οικοδομική άδεια είτε από τον τίτλο κτήσης, που αποτελεί αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία. Εφόσον η θέση στάθμευσης δεν αποτελεί αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία, αναγράφεται ως βοηθητικός χώρος της ιδιοκτησίας, της οποίας αποτελεί παρακολούθημα ή της μονοκατοικίας στην οποία ευρίσκονται.
Εφόσον δεν προκύπτει η επιφάνεια της θέσης στάθμευσης από την οικοδομική άδεια ή τον τίτλο αυτής, η επιφάνεια της θεωρείται ότι είναι 20 τ.μ.,εκτός αν η πραγματική επιφάνεια είναι μεγαλύτερη. Οι βοηθητικοί χώροι / θέσεις στάθμευσης, που δεν αποτελούν αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες, βρίσκονται στους κοινόχρηστους ή κοινόκτητους χώρους πολυκατοικίας και δεν ανήκουν, ως παρακολούθημα, σε οριζόντια ιδιοκτησία της πολυκατοικίας, δεν αναγράφονται στη δήλωση στοιχείων ακινήτων.
Δεσμευμένες θέσεις στάθμευσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν.1221/1980 και 960/1979, δεν αναγράφονται στη δήλωση στοιχείων ακινήτων, εφόσον βρίσκονται σε ακάλυπτο οικόπεδο. Αν όμως έχουν δεσμευθεί θέσεις στάθμευσης και αυτές είναι στεγασμένες, αναγράφονται.
7
Σταθμός αυτοκινήτων
Σταθμός αυτοκινήτων ορίζεται ο σταθμός αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης, μετά των παραρτημάτων του, ο οποίος διαθέτει αντίστοιχη οικοδομική άδεια και άδεια λειτουργίας από την αρμόδια υπηρεσία. Στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει άδεια οικοδομής ειδικού κτιρίου, αποδεικτικό στοιχείο μπορεί να αποτελεί κάθε πρόσφορο δημόσιο έγγραφο. Αν έχει διακοπεί η λειτουργία του σταθμού αυτοκινήτων λόγω παύσης εργασιών, αρκεί η άδεια λειτουργίας πριν τη διακοπή. Στις περιπτώσεις που δεν συντρέχουν αθροιστικά οι προϋποθέσεις αυτές, το κτίριο θεωρείται επαγγελματική στέγη.
Αν, μετά τη διακοπή της λειτουργίας του ειδικού κτιρίου, αυτό χρησιμοποιηθεί για άλλη δραστηριότητα, αναγράφεται ως επαγγελματική στέγη, ακόμη και αν τυχόν διακοπεί και αυτή η δραστηριότητα και το κτίριο παραμείνει κενό.
8
Βιομηχανικό - βιοτεχνικό κτίριο
Βιομηχανικό - βιοτεχνικό κτίριο είναι το κτίριο που διαθέτει αντίστοιχη οικοδομική άδεια και άδεια λειτουργίας, μετά των παραρτημάτων του. Επίσης βιομηχανικό - βιοτεχνικό κτίριο θεωρείται το κτίσμα μαζικής διαλογής, οργανωμένης συλλογής, επεξεργασίας, συσκευασίας ή μεταποίησης αγροτικών ή κτηνοτροφικών προϊόντων, τα σφαγεία καθώς και τα ψυγεία -αποθήκες Στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει άδεια οικοδομής ειδικού κτιρίου, αποδεικτικό στοιχείο μπορεί να αποτελεί κάθε πρόσφορο δημόσιο έγγραφο. Αν έχει διακοπεί η λειτουργία της βιομηχανίας - βιοτεχνίας λόγω παύσης εργασιών, αρκεί η άδεια λειτουργίας πριν τη διακοπή. Στις περιπτώσεις που δεν συντρέχουν αθροιστικά οι προϋποθέσεις αυτές, το κτίριο θεωρείται επαγγελματική στέγη.
Αν, μετά τη διακοπή της λειτουργίας του ειδικού κτιρίου, αυτό χρησιμοποιηθεί για άλλη δραστηριότητα, αναγράφεται ως επαγγελματική στέγη, ακόμη και αν τυχόν διακοπεί και αυτή η δραστηριότητα και το κτίριο παραμείνει κενό.
9
Τουριστική εγκατάσταση, Νοσηλευτήριο και Ευαγές Ίδρυμα
Τουριστική εγκατάσταση, Νοσηλευτήριο και Ευαγές Ίδρυμα, είναι το κτίριο που διαθέτει αντίστοιχη οικοδομική άδεια και άδεια λειτουργίας, μετά των παραρτημάτων του. Στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει άδεια οικοδομής ειδικού κτιρίου, αποδεικτικό στοιχείο μπορεί να αποτελεί κάθε πρόσφορο δημόσιο έγγραφο. Αν έχει διακοπεί η λειτουργία λόγω παύσης εργασιών, αρκεί η άδεια λειτουργίας πριν τη διακοπή. Στις περιπτώσεις που δεν συντρέχουν αθροιστικά οι προϋποθέσεις αυτές, το κτίριο θεωρείται επαγγελματική στέγη.
Αν, μετά τη διακοπή της λειτουργίας του ειδικού κτιρίου, αυτό χρησιμοποιηθεί για άλλη δραστηριότητα, αναγράφεται ως επαγγελματική στέγη, ακόμη και αν τυχόν διακοπεί και αυτή η δραστηριότητα και το κτίριο παραμείνει κενό.
10
Εκπαιδευτήριο
Εκπαιδευτήριο, είναι το κτίριο που διαθέτει αντίστοιχη οικοδομική άδεια και άδεια λειτουργίας, μετά των παραρτημάτων του. Στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει άδεια οικοδομής ειδικού κτιρίου, αποδεικτικό στοιχείο μπορεί να αποτελεί κάθε πρόσφορο δημόσιο έγγραφο. Αν έχει διακοπεί η λειτουργία λόγω παύσης εργασιών, αρκεί η άδεια λειτουργίας πριν τη διακοπή. Στις περιπτώσεις που δεν συντρέχουν αθροιστικά οι προϋποθέσεις αυτές, το κτίριο θεωρείται επαγγελματική στέγη.
Αν, μετά τη διακοπή της λειτουργίας του ειδικού κτιρίου, αυτό χρησιμοποιηθεί για άλλη δραστηριότητα, αναγράφεται ως επαγγελματική στέγη, ακόμη και αν τυχόν διακοπεί και αυτή η δραστηριότητα και το κτίριο παραμείνει κενό.
11
Αθλητικές εγκαταστάσεις
Αθλητική εγκατάσταση, είναι το κτίριο που διαθέτει αντίστοιχη οικοδομική άδεια και άδεια λειτουργίας, μετά των παραρτημάτων του. Στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει άδεια οικοδομής ειδικού κτιρίου, αποδεικτικό στοιχείο μπορεί να αποτελεί κάθε πρόσφορο δημόσιο έγγραφο.
Στις περιπτώσεις που υπάρχει κολυμβητική δεξαμενή σε οικόπεδο ή γήπεδο με κτίσμα, για την οποία έχει εκδοθεί άδεια οικοδομής ειδικού κτιρίου, θεωρείται αθλητική εγκατάσταση. Εφόσον δεν έχει εκδοθεί άδεια ειδικού κτιρίου, η επιφάνεια εσωτερικής κολυμβητικής δεξαμενής κατοικίας ή μονοκατοικίας προστίθεται στους κύριους χώρους κατοικίας και η επιφάνεια της εξωτερικής κολυμβητικής δεξαμενής αναγράφεται στους βοηθητικούς χώρους. Κολυμβητικές δεξαμενές, οι οποίες τακτοποιήθηκαν ή νομιμοποιήθηκαν με τους ν.3843/2010, ν.4014/2011και ν.4178/2013, εφόσον είναι εσωτερικές, η επιφάνειά τους προστίθεται στην επιφάνεια των κυρίων χώρων, ενώ, εφόσον είναι εξωτερικές, αναγράφονται ως αθλητικές εγκαταστάσεις σε ξεχωριστή γραμμή.


12
Ειδικά κτίσματα
Ειδικά κτίσματα της περ. θ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 της υπ΄ αριθ. 1129485/479/3.12.1996απόφασης του Υπουργού Οικονομικών (Β΄ 1152) ορίζονται τα μουσεία, θέατρα, κινηματογράφοι, συνεδριακά κέντρα, αίθουσες διαλέξεων, συναυλιών, εκθεσιακά κέντρα και γενικά κτίσματα που δεν εντάσσονται στις προηγούμενες κατηγορίες και διαθέτουν αντίστοιχη οικοδομική άδεια ειδικού κτιρίου. Στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει άδεια οικοδομής ειδικού κτιρίου, αποδεικτικό στοιχείο μπορεί να αποτελεί κάθε πρόσφορο δημόσιο έγγραφο.
Πηγάδινερού δεν αναγράφεται στη δήλωση στοιχείων ακινήτων. Δεν αναγράφονται επίσης και οι ανοιχτές υδατοδεξαμενές (στέρνες).
13
Τίτλος μεταφοράς Συντελεστή Δόμησης.
Σε περίπτωση μεταφοράς συντελεστή δόμησης, ως γεωγραφικά στοιχεία αναγράφονται αυτά του βαρυνόμενου ακινήτου.

ΕΙΔΙΚΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ (ΣΤΗΛΗ 10)
Αναγράφεται ο αριθμός της κατηγορίας ειδικών συνθηκών, στην οποία κατατάσσεται το ακίνητο, ως εξής:
ΚΩΔ

1
Κτίσματα, τα οποία τελούν υπό αναγκαστική απαλλοτρίωση, περιλαμβανομένων και των επεκτάσεων σχεδίου πόλης πριν την κύρωση της πράξης εφαρμογής, καθώς και κτίσματα για τα οποία έχει εκδοθεί άδεια ή πρωτόκολλο κατεδάφισης.
2
Οικόπεδο, το οποίο τελεί υπό αναγκαστική απαλλοτρίωση, περιλαμβανομένων και των επεκτάσεων σχεδίου πόλης πριν την κύρωση της πράξης εφαρμογής.
3
Διατηρητέο κτίσμα, εφόσον έχει εκδοθεί η σχετική πράξη και έχει δημοσιευθεί σε Φ.Ε.Κ..
4
Δεσμευμένο ακίνητο λόγω αρχαιολογικής έρευνας ή ακίνητο, το οποίο τελεί υπό αναστολή οικοδομικών αδειών, εφόσον υπάρχει βεβαίωση της αρμόδιας αρχής.
5
Οικόπεδο, το οποίο δεν είναι οικοδομήσιμο και δεν μπορεί να τακτοποιηθεί, εφόσον υπάρχει βεβαίωση της αρμόδιας αρχής.
Ο κωδικός αυτός συμπληρώνεται και στις περιπτώσεις μελλοντικού και αβέβαιου δικαιώματος υψούν, καθώς και σε δικαίωμα υψούν το οποίο, παρά το γεγονός ότι αντιστοιχεί σε χιλιοστά επί του οικοπέδου, δεν μπορεί να ανοικοδομηθεί παρά μόνο αν μεταβληθεί ο συντελεστής δόμησης.
6
Οικόπεδο, το οποίο δεν είναι οικοδομήσιμο αλλά μπορεί να τακτοποιηθεί, εφόσον υπάρχει βεβαίωση της αρμόδιας αρχής.
99
Ημιτελές κτίσμα.
Ημιτελές θεωρείται ένα κτίσμα, το οποίο βρίσκεται μέχρι και το αντίστοιχο στάδιο αποπεράτωσης ανά κατηγορία, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στις οικείες υπουργικές αποφάσεις περί ΑΠΑΑ, και συγκεκριμένα για αποθήκη και θέση στάθμευσης (εντός ΑΠΑΑ), μέχρι και το στάδιο της ολοκλήρωσης των επιχρισμάτων, και για τα λοιπά κτίσματα (εντός ή εκτός ΑΠΑΑ), μέχρι και την τοποθέτηση των δαπέδων.
Κτίσμα, το οποίο ηλεκτροδοτείται με μη εργοταξιακή παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, δεν θεωρείται ημιτελές, με εξαίρεση την πιο κάτω περίπτωση κτισμάτων με μερική έλλειψη στέγης ή μη λειτουργικών.
Επίσης, για τις ανάγκες επιβολής φόρου, ως ημιτελές αναγράφεται και το κτίσμα το οποίο έχει μερική έλλειψη στέγης ή άλλες ουσιώδεις βλάβες, που το καθιστούν μη λειτουργικό.
Στις περιπτώσεις στις οποίες μεταβιβάζεται με οριστικό συμβόλαιο από τον κατασκευαστή κτίσμα ανεγειρόμενης οικοδομής σε οποιοδήποτε στάδιο (ακόμη και πριν την έναρξη εργασιών επί του οικοπέδου), αυτό δηλώνεται από το νέο κύριο ως αποπερατωμένο, εφόσον υπάρχει υποχρέωση του κατασκευαστή να το αποπερατώσει.

ΟΡΟΦΟΣ (ΣΤΗΛΗ 11)
Αναγράφεται ο κωδικός ορόφου του ακινήτου ή το δικαίωμα επί ακινήτου σύμφωνα με τα εξής:
ΚΩΔ
ΟΡΟΦΟΣ
Υ
Υπόγειο.
0
Ισόγειο ή ημιυπόγειο
1
1ος όροφος ή ημιόροφος
2
2ος όροφος
3
3ος όροφος
4
4ος όροφος

και ούτω καθ΄ εξής (αναγράφεται ο αριθμός του ορόφου)
Οι Ημιυπόγειοιχώροι θεωρούνται ισόγειοι, εκτός αν υπάρχει βεβαίωση της αρμόδιας Πολεοδομικής υπηρεσίας ότι αυτοί είναι υπόγειοι.
Ημιόροφος αναγράφεται ως πρώτος όροφος.
Σε περίπτωση εμπράγματων δικαιωμάτων σε μονοκατοικίες, κατοικίες ή διαμερίσματα, που εκτείνονται σε περισσότερους του ενός ορόφους με ενιαία λειτουργική ενότητα, αναγράφεται ο κωδικός του υψηλότερου ορόφου.
Ο ίδιος τρόπος αναγραφής (με τον κωδικό του υψηλότερου ορόφου) ισχύει και για τις κατηγορίες κτισμάτων 7 έως και 12 (στήλη 9).
ΠΡΟΣΟΧΗ: Επαγγελματικές στέγες, οι οποίες έχουν ενιαία λειτουργική ενότητα και εκτείνονται σε περισσότερους των ενός ορόφους, αναγράφονται ανά όροφο.
Σε περίπτωση τίτλου μεταφοράς συντελεστή δόμησης, για την επιφάνεια όλων των ορόφων, πλην του ισογείου που έχει τον κωδικό 0, αναγράφεται ο κωδικός 1.
Τα ειδικά κτίρια των κατηγοριών 7 έως και 12, εφόσον δεν υπάρχει σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, αναγράφονται σε μία γραμμή με το σύνολο της επιφάνειας και τον κωδικό του υψηλότερου ορόφου, με συμπλήρωση και των στοιχείων του οικοπέδου και της στήλης 22. Εφόσον υπάρχει σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας,κάθε οριζόντια ιδιοκτησία αναγράφεται σε μία γραμμή με το σύνολο της επιφάνειας και, εφόσον αυτή εκτείνεται σε περισσότερους του ενός ορόφους, με τον κωδικό του υψηλότερου ορόφου, με συμπλήρωση και των στοιχείων του οικοπέδου και της στήλης 22.
Όταν κτίριο βρίσκεται σε οικόπεδο με κλίση, το οποίο έχει πρόσοψη σε ένα δρόμο, ο καθορισμός των ορόφων των οριζόντιων ιδιοκτησιών γίνεται με βάση την αφετηρία μέτρησης των ορόφων στο δρόμο αυτό. Όταν κτίριο βρίσκεται σε οικόπεδο με κλίση, το οποίο έχει πρόσοψη σε δύο δρόμους, ο καθορισμός των ορόφων των οριζόντιων ιδιοκτησιών που έχουν πρόσοψη στον κάθε δρόμο γίνεται με βάση την αφετηρία μέτρησης των ορόφων στο δρόμο αυτό, ενώ των οριζόντιων ιδιοκτησιών που έχουν πρόσοψη και στους δύο δρόμους γίνεται με βάση την αφετηρία μέτρησης των ορόφων στο δρόμο με τη χαμηλότερη στάθμη.

ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΚΥΡΙΩΝ ΧΩΡΩΝ
(ΣΤΗΛΗ 12)
Αναγράφεται η επιφάνεια των κύριων χώρων του κτίσματος σε τετραγωνικά μέτρα. Τα τετραγωνικά μέτρα αναγράφονται σε ακέραιο αριθμό και, προαιρετικά, μέχρι δύο δεκαδικά ψηφία.
Εφόσον επί ακινήτου υπάρχει σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, με την οποία εξαντλείται το σύνολο (100%) του ακινήτου, αναγράφεται η επιφάνεια των κύριων χώρων αυτής και όχι η επιφάνεια τυχόν κοινόχρηστων χώρων της οικοδομής. Σε περίπτωση που στο συμβολαιογραφικό έγγραφο αναγράφεται μόνο η μικτή επιφάνεια της οριζόντιας ιδιοκτησίας (δηλαδή εφόσον συμπεριλαμβάνονται και κοινόχρηστοι χώροι), προκειμένου να προσδιοριστεί η καθαρή επιφάνεια, η οποία θα αναγραφεί στη δήλωση, αφαιρείται ποσοστό 10% της μικτής επιφάνειας.
Σε περίπτωση μεταφοράς συντελεστή δόμησης, ως επιφάνεια αναγράφονται τα τετραγωνικά μέτρα του μελλοντικού κτίσματος.Το πατάριεφόσον έχει ενιαία λειτουργική ενότητα με το λοιπό κτίσμα, προσαυξάνει την επιφάνεια του κύριου ή βοηθητικού χώρου, ανάλογα με τη χρήση του.
Δεν αναγράφονται στοιχεία κτίσματος όταν υπάρχει παντελής έλλειψη στέγης.
Τα ειδικά κτίριατων κατηγοριών 7 έως και 12, εφόσον δεν υπάρχει σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, αναγράφονται σε μία γραμμή με το σύνολο της επιφάνειας και τον κωδικό του υψηλότερου ορόφου, με συμπλήρωση και των στοιχείων του οικοπέδου και της στήλης 22. Εφόσον υπάρχει σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, κάθε οριζόντια ιδιοκτησία αναγράφεται σε μία γραμμή με το σύνολο της επιφάνειας και, εφόσον αυτή εκτείνεται σε περισσότερους του ενός ορόφους, με τον κωδικό του υψηλότερου ορόφου, με συμπλήρωση και των στοιχείων του οικοπέδου και της στήλης 22. Εφόσον δεν υπάρχει σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας και τα κτίσματα δεν είναι εφαπτόμενα, κάθε κτίσμα αναγράφεται σε ξεχωριστή γραμμή με το σύνολο της επιφάνειάς του και, εφόσον αυτή εκτείνεται σε περισσότερους του ενός ορόφους, με τον κωδικό του υψηλότερου ορόφου. Στην περίπτωση αυτή το οικόπεδο αναγράφεται σε μία μόνο γραμμή με συμπλήρωση και της στήλης 22.
ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΒΟΗΘΗΤΙΚΩΝ
ΧΩΡΩΝ (ΣΤΗΛΗ 13)
Αναγράφεται σε τετραγωνικά μέτρα η συνολική επιφάνεια των βοηθητικών χώρων (αποθηκών, θέσεων στάθμευσης κ.λπ.) του κτίσματος, του οποίου αποτελούν παρακολούθημα και επί των οποίων το κύριο κτίσμα έχει δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης. Τα τετραγωνικά μέτρα αναγράφονται σε ακέραιο αριθμό και, προαιρετικά, μέχρι δύο δεκαδικά ψηφία.
Εφόσον επί ακινήτου υπάρχει σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, με την οποία εξαντλείται το σύνολο (100%) του ακινήτου, αναγράφεται η επιφάνεια των βοηθητικών χώρων αυτής και όχι η επιφάνεια τυχόν κοινόχρηστων χώρων της οικοδομής. Σε περίπτωση που στο συμβολαιογραφικό έγγραφο αναγράφεται μόνο η μικτή επιφάνεια οριζόντιας ιδιοκτησίας (δηλαδή εφόσον συμπεριλαμβάνονται και κοινόχρηστοι χώροι), προκειμένου να προσδιοριστεί η καθαρή επιφάνεια, αφαιρείται ποσοστό 10% της μικτής επιφάνειας.
Εφόσον δεν προκύπτει η επιφάνεια της θέσης στάθμευσης από την οικοδομική άδεια ή τον τίτλο αυτής, η επιφάνεια της θεωρείται ότι είναι 20 τ.μ., εκτός αν η πραγματική επιφάνεια είναι μεγαλύτερη.
Το πατάριεφόσον έχει ενιαία λειτουργική ενότητα με το λοιπό κτίσμα, προσαυξάνει την επιφάνεια του κύριου ή βοηθητικού χώρου, ανάλογα με τη χρήση του.
ΜΗΚΟΣ ΠΡΟΣΟΨΗΣ
(ΣΤΗΛΗ 29)
Αναγράφεται το μήκος της πρόσοψης οικοπέδου σε μέτρα σε ακέραιο αριθμό και, προαιρετικά, μέχρι δύο δεκαδικά ψηφία.
Σε κτίσματα συμπληρώνεται το μήκος της πρόσοψης μόνο σε ισόγειες επαγγελματικές στέγες, σε μέτρα σε ακέραιο αριθμό και, προαιρετικά, μέχρι δύο δεκαδικά ψηφία.
ΕΤΟΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ (ΣΤΗΛΗ 14)
Αναγράφεται το έτος κατασκευής του κτιρίου, όπως προκύπτει από την έκδοση της οικοδομικής άδειας ή την τελευταία ουσιώδη αναθεώρησή της. Άδεια αλλαγής μόνο της χρήσης του κτιρίου ή άδειες (μη ουσιώδους) ανακαίνισης που δεν θίγουν τον φέροντα οργανισμό του κτιρίου (π.χ. άδεια ελαιοχρωματισμού, άδεια πέργκολας, άδεια επισκευής πατωμάτων κ.λπ.) δεν λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό της παλαιότητας.
Αν δεν υπάρχει οικοδομική άδεια, αναγράφεται το έτος κατασκευής, το οποίο προκύπτει από δημόσιο έγγραφο (π.χ. προγενέστερος τίτλος κτήσης, έναρξη ηλεκτροδότησης κ.λπ.).
Σε περιπτώσεις που υπάρχουν τμήματα κτίσματος με διαφορετική παλαιότητα, αναγράφεται το κτίσμα σε μια γραμμή και, ως έτος κατασκευής, το έτος τηςνεότερης οικοδομικής άδειας.
Αν το έτος κατασκευής δεν προκύπτει από δημόσιο έγγραφο ή από τη δήλωση στοιχείων ακινήτων, ως έτος κατασκευής λαμβάνεται το έτος, κατά το οποίο δηλώθηκε το κτίσμα με την υποβολή της δήλωσης στοιχείων ακινήτων σύμφωνα με το άρθρο 23του ν.3427/2005.
Σε αυθαίρετες κατασκευές ή προσθήκες,οι οποίες νομιμοποιήθηκαν ή τακτοποιήθηκαν, ως έτος κατασκευής λαμβάνεται το έτος κατασκευής, όπως αυτό αναγράφεται στην έκθεση του μηχανικού, στα έγγραφα της τακτοποίησης. Αν ο μηχανικός αναγράφει εύρος ετών στην έκθεσή του (π.χ. 2008 έως 2011), ως έτος κατασκευής λαμβάνεται η πιο πρόσφατη χρονολογία. Σε περίπτωση που δεν αναγράφεται έτος κατασκευής στην έκθεση του μηχανικού, ως έτος κατασκευής λαμβάνεται αυτό της τακτοποίησης, το οποίο δεν μπορεί να είναι μεταγενέστερο του 2011, δεδομένου ότι δεν επιτρέπεται τακτοποίηση κτισμάτων μεταγενέστερης κατασκευής.

ΕΙΔΟΣ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ (ΣΤΗΛΕΣ 15 & 19)
Αναγράφεται κωδικός ως εξής:
ΚΩΔ
1
Πλήρης κυριότηταΌταν έχει συσταθεί δουλεία οίκησης, ο κύριος του ακινήτου εξομοιώνεται με ψιλό κύριο και ο έχων το δικαίωμα της οίκησης με επικαρπωτή.
2
Ψιλή κυριότητα
3
Επικαρπία
Τα ενοχικάδικαιώματα της ενάσκησης επικαρπίας και συνοίκησης δεν αναγράφονται.
4
Δικαίωμα επιφανείας. Δικαίωμα επιφανείας είναι το εμπράγματο δικαίωμα φυσικού ή νομικού προσώπου να κατασκευάζει κτίσμα σε έδαφος κτήματος που είναι, κατά το χρόνο σύστασης του δικαιώματος, δημόσιο, κατά την έννοια του άρθρου 18του ν.3986/2011, και να ασκεί, στο κτίσμα αυτό ή σε κτίσμα ήδη κατασκευασμένο σε δημόσιο κτήμα, τις εξουσίες που παρέχει το δικαίωμα της κυριότητας.
5
Πλήρης κυριότητα από προσύμφωνο αγοράς με δικαίωμα αυτοσύμβασης
6
Ψιλή κυριότητα από προσύμφωνο αγοράς με δικαίωμα αυτοσύμβασης
7
Επικαρπία από προσύμφωνο αγοράς με δικαίωμα αυτοσύμβασης
8
Δικαίωμα ακινήτου, το οποίο έχει παραληφθεί πριν τη σύνταξη του οριστικού παραχωρητηρίου από το Δημόσιο ή τον Ο.Ε.Κ. ή Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ.
9
Νομή επίδικου ακινήτου
10
Δικαίωμα εργολάβου (εργολαβικό αντάλλαγμα) σε ακίνητο, εφόσον έχουν παρέλθει τέσσερα έτη από την έναρξη των οικοδομικών εργασιών, η οποία προκύπτει από τη θεώρηση της οικοδομικής άδειας από την αστυνομία, ή πριν την παρέλευση των τεσσάρων ετών, εφόσον το ακίνητο έχει χρησιμοποιηθεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο από τον εργολάβο.
Αν για οποιαδήποτε αιτία δεν αναγράφεται η ημερομηνία έναρξης εργασιών στην άδεια οικοδομής, η έναρξη εργασιών πιστοποιείται από το Ι.Κ.Α. ή από τα παραστατικά εργασιών (εκσκαφές, κατασκευή φέροντος σκελετού και γενικά κάθε πρόσφορο στοιχείο, το οποίο μπορεί να την πιστοποιήσει).
11
Κατοχή ακινήτου που ανήκει σε φορέα της Γενικής Κυβέρνησης, χωρίς τη συναίνεση του φορέα.
12
Κατοχή ακινήτου, πλην του Δημοσίου, που ανήκει στην "ΕΤΑΔ Α.Ε."και στην "Παράκτιο Αττικό Μέτωπο Α.Ε."με τη συναίνεση των Εταιρειών αυτών.
13
Δεσμευμένο ακίνητο από Ο.Τ.Α., για το οποίο εκκρεμεί αποζημίωση.
Τα ενοχικά δικαιώματα εκμετάλλευσης λατομείων ή μεταλλείων δεν αναγράφονται.
Στις περιπτώσεις στις οποίες ο ίδιος ιδιοκτήτης έχει διαφορετικά εμπράγματα δικαιώματα επί του ιδίου ακινήτου (για παράδειγμα 50% πλήρους κυριότητα και 50% ψιλής κυριότητας), αυτά αναγράφονται σε χωριστές γραμμές.

ΠΟΣΟΣΤΟ ΣΥΝΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ
(ΣΤΗΛΕΣ 16 & 20)
Αναγράφεται το ποσοστό συνιδιοκτησίας επί τοις εκατό (%), που αναλογεί στο κτίριο ή στο οικόπεδο.
Το ποσοστό συνιδιοκτησίας αναγράφεται με πέντε δεκαδικά ψηφία.
ΕΤΟΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΕΠΙΚΑΡΠΩΤΗ (ΣΤΗΛΕΣ 17 & 21)
Σε περίπτωση κτισμάτων που ανήκουν στον υπόχρεο κατά ψιλή κυριότητα ή επικαρπία, αναγράφεται υποχρεωτικά το έτος γέννησης τουεπικαρπωτή.
Η στήλη αυτή παραμένει κενή στις περιπτώσεις κτισμάτων που ανήκουν στον υπόχρεο κατά πλήρη κυριότητα.
Το έτος γέννησης του επικαρπωτήτου κτίσματος αναγράφεται με τέσσερα ψηφία.
ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ (ΣΤΗΛΗ 18)
Αναγράφεται η επιφάνεια του οικοπέδου σε τετραγωνικά μέτρα και, προαιρετικά, μέχρι δύο δεκαδικά ψηφία.
Σε περιπτώσεις κάθετης ιδιοκτησίαςεπί οικοπέδου στη δήλωση στοιχείων ακινήτων αναγράφεται, ως επιφάνεια του οικοπέδου, το σύνολο των τετραγωνικών μέτρων αυτού και, ως ποσοστό συνιδιοκτησίας, το ποσοστό επί του οικοπέδου που αντιστοιχεί στην κάθετη ιδιοκτησία και στο εμπράγματο δικαίωμα επ΄ αυτής.
ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΚΤΙΣΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ
(ΣΤΗΛΗ 22)
Αναγράφεται η συνολική επιφάνεια των κτισμάτων, τα οποία υπάρχουν επί του οικοπέδου, εφόσον προσμετρώνται στο συντελεστή δόμησης.
Στις περιπτώσεις κτισμάτων χωρίς οικοδομική άδεια, στη στήλη αυτή αναγράφεται η συνολική επιφάνεια των κτισμάτων.
Σε περίπτωση που ο υπόχρεος, από αιτιολογημένη αδυναμία και μόνο, δεν γνωρίζει το σύνολο των υφιστάμενων κτισμάτων που έχουν ανεγερθεί από λοιπούς συγκυρίους στο οικόπεδο (π.χ. σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας), συμπληρώνει τουλάχιστον το σύνολο των υφιστάμενων κτισμάτων που ανήκουν στη δική του ιδιοκτησία.
Η στήλη αυτή συμπληρώνεται, εφόσον αναγράφεται επιφάνεια οικοπέδου στη στήλη 18.
Επίσης, σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς την υποχρέωση συμπλήρωσης της στήλης, αυτή πρέπει να συμπληρώνεται, εφόσον αναγράφεται επιφάνεια οικοπέδου στη στήλη 18.
ΠΡΟΣΟΧΗ:Η στήλη αυτή παραμένει κενήμόνο στις περιπτώσεις, στις οποίες υπάρχει σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας και το αναγραφόμενο ακίνητο είναι αυτοτελής οριζόντια ιδιοκτησία / δικαίωμα υψούν με χιλιοστά επί του οικοπέδου.
ΤΟ ΑΚΙΝΗΤΟ ΕΙΝΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΔΟΤΟΥΜΕΝΟ (ΝΑΙ/ΟΧΙ)
(ΣΤΗΛΗ 30)
Αναγράφεται ΝΑΙ, αν το ακίνητο είναι ηλεκτροδοτούμενο, και ΟΧΙ, αν δεν είναι.Ηλεκτροδοτούμενο θεωρείται κάθε ακίνητο, στο οποίο υπάρχει παροχή ηλεκτρικού ρεύματος (μετρητής ρεύματος),ανεξάρτητα αν η ηλεκτροδότηση έχει διακοπεί ή αν πρόκειται για εργοταξιακή παροχή.Για ακίνητο το οποίο δεν είναι αποπερατωμένο, δεν έχει ποτέ ηλεκτροδοτηθεί ή ηλεκτροδοτείται με εργοταξιακό ρεύμα και είναι κενό, αναγράφεται η ένδειξη ΟΧΙ «μη ηλεκτροδοτούμενο» ή, αν αναγραφεί η ένδειξη ΝΑΙ, συμπληρώνεται και ο αριθμός της εργοταξιακής παροχής ηλεκτρικού ρεύματος στην πιο κάτω στήλη 31.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΥ/ΕΡΓΟΤΑΞΙΑΚΟΥ
ΡΕΥΜΑΤΟΣ
(ΣΤΗΛΗ 31)
Αναγράφεται ο αριθμός παροχής ηλεκτρικού ρεύματος (τα 9 πρώτα ψηφία του αριθμού παροχής) ή ο αριθμός εργοταξιακής παροχής ηλεκτρικού ρεύματος. Υπάρχει δυνατότητα συμπλήρωσης περισσότερων του ενός αριθμών παροχής για το ίδιο ακίνητο, οι οποίοι πρέπει να διαχωρίζονται μεταξύ τους.
Για ακίνητο το οποίο δεν είναι αποπερατωμένο, ηλεκτροδοτείται με εργοταξιακό ρεύμα και είναι κενό, αν στη στήλη 30 έχει αναγραφεί η ένδειξη ΝΑΙ, συμπληρώνεται ο αριθμός της εργοταξιακής παροχής ηλεκτρικού ρεύματος.

ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ (ΣΤΗΛΗ 32)
Αναγράφεται αντίστοιχα:
ΚΩΔ
1
Ακίνητο με ολική απαγόρευση χρήσης.
Δεν νοείται ολική απαγόρευση χρήσης ακινήτου, όταν υπάρχει κτίσμα, το οποίο κατοικείται ή χρησιμοποιείται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο.
Δεν νοείται ολική απαγόρευση χρήσης, όταν πρόκειται για γενική απαγόρευση που επιβάλλεται με βάση την πολεοδομική νομοθεσία για όλα τα ακίνητα μιας περιοχής. Π.χ. όταν σε ζώνες οικιστικές υπάρχει γενική απαγόρευση λειτουργίας πρατηρίων υγρών καυσίμων σε πολυκατοικίες, όταν σε ζώνες αμιγούς κατοικίας υπάρχει γενική απαγόρευση ανέγερσης επαγγελματικού ή βιομηχανικού κτιρίου κ.ο.κ..
2
Ακίνητο εντός σχεδίου πόλης ή οικισμού με μερική απαγόρευση χρήσης.
Δεν νοείται μερική απαγόρευση χρήσης, όταν πρόκειται για γενική απαγόρευση που επιβάλλεται με βάση την πολεοδομική νομοθεσία για όλα τα ακίνητα μιας περιοχής. Π.χ. όταν σε ζώνες οικιστικές υπάρχει γενική απαγόρευση λειτουργίας πρατηρίων υγρών καυσίμων σε πολυκατοικίες, όταν σε ζώνες αμιγούς κατοικίας υπάρχει γενική απαγόρευση ανέγερσης επαγγελματικού ή βιομηχανικού κτιρίου κ.ο.κ..
3
Κτίσμα εκτός σχεδίου πόλης ή οικισμού με μερική απαγόρευση χρήσης.
Δεν νοείται μερική απαγόρευση χρήσης ο περιορισμός της δυνατότητας κατασκευής κτισμάτων ή η δυνατότητα οικοδόμησης με βάση διαφορετικούς συντελεστές δόμησης κ.λπ. επί γηπέδου εκτός σχεδίου πόλης και εκτός οικισμού, με βάση την πολεοδομική νομοθεσία.
Δεν νοείται μερική απαγόρευση χρήσης, όταν πρόκειται για γενική απαγόρευση που επιβάλλεται με βάση την πολεοδομική νομοθεσία για όλα τα ακίνητα μιας περιοχής. Π.χ. όταν σε ζώνες οικιστικές υπάρχει γενική απαγόρευση λειτουργίας πρατηρίων υγρών καυσίμων σε πολυκατοικίες, όταν σε ζώνες αμιγούς κατοικίας υπάρχει γενική απαγόρευση ανέγερσης επαγγελματικού ή βιομηχανικού κτιρίου κ.ο.κ..
4
Ακίνητο για το οποίο έχει διαταχθεί, με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, η αποδέσμευσή του και δεν έχει εκδοθεί η σχετική πράξη της Διοίκησης.
5
Ακίνητο για το οποίο έχει ορισθεί, με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή με οριστική διοικητική πράξη, αποζημίωσηγια απαλλοτρίωση ή ρυμοτομικό βάρος ή δέσμευση κάθε είδους, και έχει παρέλθει ένα έτος από την έκδοσή της χωρίς να καταβληθεί η αποζημίωση.
6
Κτίριο χαρακτηρισμένο ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο,σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3028/2002.
7
Κτίριο χαρακτηρισμένο ως έργο τέχνης ,σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3028/2002.
8
Κενό κτίσμα
Ως κενό αναγράφεται και το ακίνητο το οποίο δεν είναι αποπερατωμένο,δεν έχει ποτέ ηλεκτροδοτηθεί ή ηλεκτροδοτείται με εργοταξιακό ρεύμα και είναι κενό.
ΠΡΟΣΟΧΗ:Δεν συμπληρώνεται, αν πρόκειται για κτίσμα που έχει μεν αποπερατωθεί, αλλά αναγράφεται ως ημιτελές γιατί έχει μερική
έλλειψη στέγης ή έχει υποστεί ουσιώδεις βλάβες, που το καθιστούν μη λειτουργικό.


ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ (ΣΤΗΛΗ 33)
Αναγράφεται αντίστοιχα:
ΚΩΔ
1
Ιδιοχρησιμοποίηση.
Ως ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητα αναγράφονται και τα ακίνητα τα οποία είναι κενά, εφόσον ανήκουν σε Ν.Π.Δ.Δ. και Ν.Π.Ι.Δ., που εντάσσονται στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, και σε ΟΤΑ.
2
Ιδιοχρησιμοποίηση αποκλειστικά για την εκπλήρωση μορφωτικού, εκπαιδευτικού, πολιτιστικού, αθλητικού, θρησκευτικού, φιλανθρωπικού και κοινωφελούς σκοπού.
3
Ιδιοχρησιμοποίηση για εκπλήρωση λατρευτικού, θρησκευτικού και κοινωφελούς έργου.
4
Ιδιοχρησιμοποίηση ακινήτου για την παραγωγή ή την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας.
5
Παραχωρημένο ακίνητο του Δημοσίου με σύμβαση που έχει κυρωθεί με νόμο.
6
Δωρεάν παραχωρημένο ακίνητο στο Δημόσιο.
7
Πρεσβεία ή Προξενείο.
8
Ακίνητο ξένου κράτους για εγκατάσταση πρεσβευτή ή προξένου και διπλωματικών αντιπροσώπων.
Ακίνητα (κάθε κατηγορίας), που ανήκουν σε νομικά πρόσωπα, καθώς και ξενοδοχεία - ειδικά κτίρια, που ανήκουν σε φυσικά πρόσωπα, και τα οποία εν μέρει ιδιοχρησιμοποιούνται και εν μέρει εκμισθώνονται από αυτά, αναγράφονται σε δύο γραμμές. Στη μία γραμμή αναγράφεται το μέρος του ακινήτου το οποίο ιδιοχρησιμοποιείται, με την αντίστοιχη ένδειξη του «ιδιοχρησιμοποιούμενου», και στην άλλη γραμμή αναγράφεται το μέρος του ακινήτου, το οποίο εκμισθώνεται. Σε κάθε γραμμή αναγράφεται και η επιφάνεια του οικοπέδου που αναλογεί σε κάθε επιφάνεια του κτίσματος (ιδιοχρησιμοποιούμενου και μη), εφόσον τούτο απαιτείται ανάλογα με το είδος του ακινήτου.

ΚΩΔΙΚΟΣ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ (ΣΤΗΛΗ 24)
Αναγράφεται αντίστοιχα:
ΚΩΔ
1
Για δήλωση νέου ακινήτου.
2
Για τροποποίηση στοιχείων ακινήτων.
3
Για διαγραφή ακινήτου.

ΠΙΝΑΚΑΣ 2 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΗΠΕΔΩΝ

Στην έννοια του γηπέδου περιλαμβάνονται όλες οι εκτάσεις, οι οποίες είναι εκτός σχεδίου πόλης και εκτός οικισμού. Σε περίπτωση αμφιβολίας, για το αν συγκεκριμένο γήπεδο θεωρείται αγροτεμάχιο ή οικόπεδο, αρμόδια να αποφανθούν είναι τα κατά τόπους γραφεία της Πολεοδομίας.
Σε περίπτωση γηπέδου, το οποίο βρίσκεται σε περιοχή για την οποία έχει εκδοθεί πράξης εφαρμογής και εκκρεμεί η κύρωση αυτής, ο φορολογούμενος, μέχρι την κύρωσή της, αναγράφει το ακίνητο ως οικόπεδο στην κατάστασή του (και όχι όπως αυτό θα διαμορφωθεί μετά την κύρωση της πράξης εφαρμογής), με την ένδειξη ότι τελεί υπό αναγκαστική απαλλοτρίωση. Επισημαίνεται ότι, μετά την κύρωση της πράξης εφαρμογής, αναγράφεται σε μία γραμμή το οικόπεδο, το οποίο απομένει, και σε διαφορετικές γραμμές αναγράφονται τα τμήματα του οικοπέδου, για τα οποία εκκρεμεί αποζημίωση και μέχρι την καταβολή αυτής
Στον πίνακα αυτόν αναγράφονται τα περιγραφικά στοιχεία των γηπέδων, που βρίσκονται στην Ελλάδα, σε στήλες ως ακολούθως:
ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΑΚΙΝΗΤΟΥ (ΣΤΗΛΗ 1)
Αναγράφεται ο αριθμός ταυτότητας του γηπέδου (Α.Τ.ΑΚ.), εφόσον αυτός έχει αποδοθεί και γνωστοποιηθεί στο φορολογούμενο.
Κατά τη μεταβολή ή διαγραφή των ακινήτωνυποχρεωτικά αναγράφεται ο Α.Τ.ΑΚ..
ΚΑΕΚ/Κωδ. Ακινήτου (ΣΤΗΛΗ 27)
Αναγράφεται ο αριθμός κτηματολογίου κάθε γηπέδου, οριστικός ή προσωρινός, εφόσον υπάρχει.
ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ
ΝΟΜΟΣ (ΣΤΗΛΗ 3)
Αναγράφεται ο νομός, στον οποίο βρίσκεται το γήπεδο.
ΔΗΜΟΣ Ή ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ (ΣΤΗΛΗ 4)
Αναγράφεται ο Δήμος ή η Κοινότητα, στην οποία βρίσκεται το γήπεδο.
ΔΗΜΟΤΙΚΟ Ή ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ
(ΣΤΗΛΗ 4α)
Αναγράφεται το δημοτικό ή κοινοτικό διαμέρισμα, στο οποίο βρίσκεται το γήπεδο.
ΟΔΟΣ -ΑΡΙΘΜΟΣ (ΣΤΗΛΗ 5)
Αναγράφεται η οδός και ο αριθμός ή η θέση ,στην οποία βρίσκεται το γήπεδο.
ΤΑΧ. ΚΩΔ. (ΣΤΗΛΗ 25)
Αναγράφεται ο Ταχυδρομικός Κώδικας της διεύθυνσης του γηπέδου.

Η ΕΔΑΦΙΚΗ ΕΚΤΑΣΗ ΕΧΕΙ ΠΡΟΣΟΨΗ ΣΕ ΟΔΟ
(ΣΤΗΛΗ 6)
Αναγράφεται ο κωδικός της κατηγορίας πρόσοψης του γηπέδου σε οδό, ως ακολούθως:
ΚΩΔ

1
Όταν το γήπεδο έχει πρόσοψη σε Εθνική ή Επαρχιακή Οδό.
2
Όταν το γήπεδο έχει πρόσοψη σε Δημοτική ή Κοινοτική Οδό ή κοινόχρηστο χώρο αιγιαλού και παραλίας.
3
Όταν το γήπεδο έχει πρόσοψη σε Αγροτική ή Ιδιωτική Οδό ή κοινόχρηστο χώρο εκτός αιγιαλού και παραλίας.
4
Όταν το γήπεδο είναι τυφλό.

ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
(μέχρι 800 μέτρα)
(ΣΤΗΛΗ 7)
Αναγράφεται σε μέτρα η απόσταση του γηπέδου από θάλασσα ή λιμνοθάλασσα, εφόσον η απόσταση αυτή είναι μικρότερη των 800 μέτρων.Ως απόσταση από θάλασσα ή λιμνοθάλασσα θεωρείταιη ελάχιστη οριζόντια απόσταση του πλησιέστερου σημείου του γηπέδου από το όριο του χειμέριου κύματος, εφόσον αυτό έχει χαραχθεί επίσημα, ή από τη συνήθη θέση της γραμμής, όπου φθάνει το κύμα, όταν δεν υπάρχει χάραξη.
Στις περιπτώσεις στις οποίες το γήπεδο απέχει, σύμφωνα με τα ανωτέρω, περισσότερο από 800 μέτρα από θάλασσα ή λιμνοθάλασσα, η στήλη αυτή δεν συμπληρώνεται.
Η ΕΔΑΦΙΚΗ ΕΚΤΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΤΕΑ
(ΣΤΗΛΗ 8)
Η στήλη αυτή διαγραμμίζεται με Χ, εφόσον το γήπεδο έχει κηρυχθεί απαλλοτριωτέο.
Σε αντίθετη περίπτωση η στήλη αυτή παραμένει κενή.
Η ΕΔΑΦΙΚΗ ΕΚΤΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΡΔΕΥΟΜΕΝΗ
(ΣΤΗΛΗ 9)
Η στήλη αυτή διαγραμμίζεται με Χ, εφόσον το γήπεδο είναι αρδευόμενο. Σε αντίθετη περίπτωση η στήλη αυτή παραμένει κενή.Αρδευόμενες θεωρούνταιοι εκτάσεις εκτός σχεδίου πόλης ή οικισμού, που αρδεύονται με γεώτρηση ή με οποιοδήποτε (δημόσιο ή ιδιωτικό) αρδευτικό σύστημα ή εφάπτονται με ποτάμι, λίμνη κ.λπ. Δεν θεωρούνται αρδευόμενες οι εκτάσεις που εξυπηρετούνται με μεταφορά νερού με βυτίο ή από δίκτυο πόσιμου νερού.
ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΣΕ ΤΕΤΡΑΓΩΝΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
ΜΟΝΟΕΤΙΗΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ (ΣΤΗΛΗ 10)
Αγροί μονοετούς καλλιέργειαςθεωρούνται οι εκτάσεις εκτός σχεδίου πόλης ή οικισμού, που καλλιεργούνται με ετήσια φυτά, οι εκτάσεις εκτός σχεδίου πόλης ή οικισμού, που καλύπτονται από θερμοκήπια ή αποτελούν τεχνητούς βοσκότοπους, καθώς και αυτές που τελούν υπό αγρανάπαυση. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν και οι εκτάσεις εκτός σχεδίου πόλης ή οικισμού, που βρίσκονται εντός καλλιεργούμενων περιοχών, μπορούν να καλλιεργηθούν αλλά έχουν παραμείνει ακαλλιέργητες καθώς και γήπεδα, επί των οποίων υπάρχουν κατοικίες
Αναγράφεται σε τετραγωνικά μέτρα και, προαιρετικά, μέχρι δύο δεκαδικά ψηφία, η επιφάνεια του γηπέδου η οποία χρησιμοποιείται για μονοετή καλλιέργεια.
ΠΟΛΥΕΤΗΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ (ΣΤΗΛΕΣ 11 ΚΑΙ 12)
ΕΛΙΕΣ (ΣΤΗΛΗ 11)
ΛΟΙΠΕΣ ΔΕΝΔΡΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ
(ΣΤΗΛΗ 12)

Αναγράφεται σε τετραγωνικά μέτρα και,προαιρετικά, μέχρι δύο δεκαδικά ψηφία, η επιφάνεια του γηπέδου, επί της οποίας βρίσκονται ελαιόδεντρα.
Αναγράφεται σε τετραγωνικά μέτρα και, προαιρετικά, μέχρι δύο δεκαδικά ψηφία, η επιφάνεια του γηπέδου, επί της οποίας υπάρχουν λοιπές, πλην των ελαιοδέντρων, καλλιέργειες. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται και οι αμπελώνες.
Αγροί πολυετούς καλλιέργειας ή δενδρώνεςθεωρούνται οι εκτάσεις εκτός σχεδίου πόλεως ή οικισμού, που καλύπτονται από συστηματικές καλλιέργειες με δενδρώδη φυτά, με εμπορεύσιμους καρπούς ή ξυλεία, με πυκνότητα τουλάχιστον 8 δένδρων ανά στρέμμα. Εκτάσεις εκτός σχεδίου πόλης ή οικισμού, που έχουν διάσπαρτα δέντρα λιγότερα από 8 ανά στρέμμα, θεωρούνται αγροί μονοετούς καλλιέργειας.
ΒΟΣΚΟΤΟΠΟΙ/ ΧΕΡΣΕΣ ΜΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΣΙΜΕ Σ ΕΚΤΑΣΕΙΣ (ΣΤΗΛΗ 13)
Αναγράφεται σε τετραγωνικά μέτρα και, προαιρετικά, μέχρι δύο δεκαδικά ψηφία, η επιφάνεια του γηπέδου η οποία είναι χαρακτηρισμένη ως βοσκότοπος.Βοσκότοποι και χέρσες μη καλλιεργήσιμες εκτάσεις θεωρούνται οι εκτάσεις εκτός σχεδίου πόλης ή οικισμού, που δεν έχουν ποτέ καλλιεργηθεί λόγω της φύσεως του εδάφους. Οι εκτάσεις αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν επικλινή -βραχώδη εδάφη, που καλύπτονται αποκλειστικά ή κατά το μεγαλύτερο μέρος τους από φυσική βλάστηση, βοσκόφυτα ή νομευτικά φυτά, κατάλληλα για τροφή ζώων. Στους βοσκότοπους υπάγονται και οι χέρσες εκτάσεις εκτός σχεδίου πόλης ή οικισμού, οι οποίες είναι επικλινείς, βραχώδεις, διαβρωμένες από τα φυσικά φαινόμενα και δεν μπορούν να αποδοθούν στην καλλιέργεια. Οι χωματερές απόθεσης απορριμμάτων θεωρούνται βοσκότοποι.
ΔΑΣΙΚΗ ΕΚΤΑΣΗ (ΣΤΗΛΗ 14)
Αναγράφεται σε τετραγωνικά μέτρα και, προαιρετικά, μέχρι δύο δεκαδικά ψηφία, η επιφάνεια του γηπέδου, η οποία είναι χαρακτηρισμένη από την αρμόδια αρχή, ως δασική, βάσει της υφιστάμενης νομοθεσίας.
Τα ενοχικά δικαιώματα εκμετάλλευσης δασών (όπως ρητινοσυλλογής, ξύλευσης κ.λπ.) δεν αναγράφονται.
ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗ Ή ΛΑΤΟΜΙΚΗ (ΣΤΗΛΗ 15)
Μεταλλευτική ή Λατομικήείναι η έκταση, εκτός σχεδίου πόλης ή οικισμού, στην οποία πραγματοποιείται εκμετάλλευση εξόρυξης λατομικών προϊόντων ή μεταλλευμάτων. Η δραστηριότητα αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη σχετικής άδειας λειτουργίας από την αρμόδια υπηρεσία.Τα ενοχικάδικαιώματα εκμετάλλευσης λατομείων και μεταλλείων, δεν αναγράφονται.
Αναγράφεται σε τετραγωνικά μέτρα και, προαιρετικά, μέχρι δύο δεκαδικά ψηφία, η επιφάνεια του γηπέδου επί της οποίας ασκείται μεταλλευτική ή λατομική δραστηριότητα.
ΥΠΑΙΘΡΙΑ ΕΚΘΕΣΗ Ή ΧΩΡΟΣ ΣΤΑΘΜΕΥΣΗΣ
(ΣΤΗΛΗ 16)
Αναγράφεται σε τετραγωνικά μέτρα και, προαιρετικά, μέχρι δύο δεκαδικά ψηφία, η επιφάνεια του γηπέδου η οποία χρησιμοποιείται ως υπαίθρια έκθεση ή χώρος για την απόθεση εμπορευμάτων ή για τη στάθμευση αυτοκινήτων ή χώρος αναψυχής.
ΚΑΤΟΙΚΙΕΣ (ΣΤΗΛΗ 17α)
Αναγράφεται η συνολική επιφάνεια κατοικιών ή μονοκατοικιών, οι οποίες υπάρχουν στο γήπεδο.
ΑΠΟΘΗΚΕΣ -ΓΕΩΡΓΙΚΑ ΚΤΙΣΜΑΤΑ (ΣΤΗΛΗ 17β)
Αναγράφεται η συνολική επιφάνεια αποθηκών - γεωργικών κτισμάτων, τα οποία υπάρχουν στο γήπεδο.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΑ ή ΕΙΔΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ
(ΣΤΗΛΗ 17γ)
Αναγράφεται η συνολική επιφάνεια επαγγελματικών στεγών - ειδικών κτιρίων, τα οποία υπάρχουν στο γήπεδο.
ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΚΤΙΣΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΑΓΡΟΤΕΜΑΧΙΟ (ΣΤΗΛΗ 17)
Αναγράφεται η συνολική επιφάνεια κτισμάτων που υπάρχουν στο γήπεδο, ανεξάρτητα από την ειδικότερη κατηγορία, στην οποία κατατάσσονται αυτά.


ΕΙΔΙΚΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ ΓΗΣ (ΣΤΗΛΗ 29)
Αναγράφεται η κατηγορία ειδικών χρήσεων γης ως ακολούθως:
ΚΩΔ

1
Γήπεδο για ελλιμενισμό αεροσκαφών δημόσιας χρήσης.
2
Γήπεδο για ελλιμενισμό αεροσκαφών ιδιωτικής χρήσης.
3
Λωρίδες γης επί των οποίων βρίσκονται σιδηροτροχιές.
Η επιφάνεια αυτών αναγράφεται συνολικά ως γήπεδο ανά δήμο.
4
Γήπεδο έδρασης πύργων και γραμμών μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Η επιφάνεια αυτών αναγράφεται συνολικά ως γήπεδο ανά δήμο.
5
Γήπεδο εντός βιομηχανικής περιοχής.
Προκειμένου να αναγραφεί γήπεδο σε αυτήν την κατηγορία, απαιτείται να έχει συσταθεί ο φορέας και να διαθέτει Α.Φ.Μ..
6
Γήπεδο εντός βιομηχανικής επιχειρηματικής περιοχής.
Προκειμένου να αναγραφεί γήπεδο σε αυτήν την κατηγορία, απαιτείται να έχει συσταθεί ο φορέας και να διαθέτει Α.Φ.Μ..
7
Γήπεδο εντός επιχειρηματικού πάρκου.
Προκειμένου να αναγραφεί γήπεδο σε αυτήν την κατηγορία, απαιτείται να έχει συσταθεί ο φορέας και να διαθέτει Α.Φ.Μ..
ΕΙΔΟΣ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ
(ΣΤΗΛΗ 18)

Αναγράφεται ο κωδικός του δικαιώματος σε αγροτεμάχιο ως εξής:
ΚΩΔ

1
Πλήρης κυριότητα.
2
Ψιλή κυριότητα.
3
Επικαρπία.Τα ενοχικά δικαιώματα της ενάσκησης επικαρπίας και συνοίκησης δεν αναγράφονται.
4
Δικαίωμα επιφανείας. Δικαίωμα επιφανείας είναι το εμπράγματο δικαίωμα φυσικού ή νομικού προσώπου να κατασκευάζει κτίσμα σε έδαφος κτήματος που είναι, κατά το χρόνο σύστασης του δικαιώματος, δημόσιο, κατά την έννοια του άρθρου 18του ν.3986/2011, και να ασκεί, στο κτίσμα αυτό ή σε κτίσμα ήδη κατασκευασμένο σε δημόσιο κτήμα, τις εξουσίες που παρέχει το δικαίωμα της κυριότητας.
5
Πλήρης κυριότητα από προσύμφωνο αγοράς με δικαίωμα αυτοσύμβασης.
6
Ψιλή κυριότητα από προσύμφωνο αγοράς με δικαίωμα αυτοσύμβασης.
7
Επικαρπία από προσύμφωνο αγοράς με δικαίωμα αυτοσύμβασης.
8
Δικαίωμα γηπέδου, το οποίο έχει παραληφθεί πριν τη σύνταξη του οριστικού παραχωρητηρίου από το Δημόσιο ή τον Ο.Ε.Κ. ή Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ.
9
Νομή επίδικου γηπέδου
10
Δικαίωμα εργολάβου (εργολαβικό αντάλλαγμα) σε ακίνητο, εφόσον έχουν παρέλθει τέσσερα έτη από την έναρξη των οικοδομικών εργασιών, η οποία προκύπτει από τη θεώρηση της οικοδομικής άδειας από την αστυνομία, ή, πριν την παρέλευση των τεσσάρων ετών, εφόσον το ακίνητο έχει χρησιμοποιηθεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο από τον εργολάβο.
Αν για οποιαδήποτε αιτία δεν αναγράφεται η ημερομηνία έναρξης εργασιών στην άδεια οικοδομής, η έναρξη εργασιών πιστοποιείται από το Ι.Κ.Α. ή από τα παραστατικά εργασιών (εκσκαφές, κατασκευή φέροντος σκελετού και γενικά κάθε πρόσφορο στοιχείο, το οποίο μπορεί να την πιστοποιήσει).
11
Κατοχή γηπέδου που ανήκει σε φορέα της Γενικής Κυβέρνησης, χωρίς τη συνέναιση του φορέα.
12
Κατοχή γηπέδου, πλην του Δημοσίου, που ανήκει στην "ΕΤΑΔ Α.Ε."και στην "Παράκτιο Αττικό Μέτωπο Α.Ε."με τη συναίνεση των Εταιρειών αυτών.
13
Δεσμευμένο γήπεδο από Ο.Τ.Α. για το οποίο εκκρεμεί αποζημίωση.

Τα ενοχικά δικαιώματα εκμετάλλευσης λατομείων, μεταλλείων, εκμετάλλευσης δασών (όπως ρητινοσυλλογής, ξύλευσης) κ.λπ. δεν αναγράφονται.
Στις περιπτώσεις στις οποίες ο ίδιος ιδιοκτήτης έχει διαφορετικά εμπράγματα δικαιώματα επί του ιδίου ακινήτου (για παράδειγμα 50% πλήρους κυριότητα και 50% ψιλής κυριότητας), αυτά αναγράφονται σε χωριστές γραμμές.
ΠΟΣΟΣΤΟ ΣΥΝΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ (ΣΤΗΛΗ 19)
Αναγράφεται το ποσοστό συνιδιοκτησίας επί τοις εκατό (%), που αναλογεί σε γήπεδο.
Το ποσοστό συνιδιοκτησίας αναγράφεται με πέντε δεκαδικά ψηφία.
ΕΤΟΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΕΠΙΚΑΡΠΩΤΗ (ΣΤΗΛΗ 20)
Σε περίπτωση γηπέδων που ανήκουν στον υπόχρεο κατά ψιλή κυριότητα ή επικαρπία, αναγράφεται υποχρεωτικά το έτος γέννησης του επικαρπωτή. Η στήλη αυτή παραμένει κενή στις περιπτώσεις γηπέδων που ανήκουν στον υπόχρεο κατά πλήρη κυριότητα.
Το έτος γέννησης του επικαρπωτή του γηπέδων αναγράφεται με τέσσερα ψηφία.
ΤΟ ΑΚΙΝΗΤΟ ΕΙΝΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΔΟΤΟΥ- ΜΕΝΟ (ΝΑΙ / ΟΧΙ) (ΣΤΗΛΗ 21)
Αναγράφεται ΝΑΙ, αν το γήπεδο είναι ηλεκτροδοτούμενο, και ΟΧΙ, αν δεν είναι. Ηλεκτροδοτούμενο, θεωρείται κάθε γήπεδο, στο οποίο υπάρχει παροχή ηλεκτρικού ρεύματος (μετρητής ρεύματος), ανεξάρτητα αν η ηλεκτροδότηση έχει διακοπεί ή αν πρόκειται για εργοταξιακή παροχή.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΑΡΟΧΗΣΗΛΕΚΤΡΙΚΟΥ /ΕΡΓΟΤΑΞΙΑΚΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΣ
(ΣΤΗΛΗ 22)
Αναγράφεται ο αριθμός παροχής ηλεκτρικού ρεύματος (τα 9 πρώτα ψηφία τουαριθμού παροχής), ή ο αριθμός εργοταξιακής παροχής ηλεκτρικού ρεύματος.
ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ (ΣΤΗΛΗ 26)
Αναγράφεται αντίστοιχα:
ΚΩΔ
1
Γήπεδο με ολική απαγόρευση χρήσης.
Δεν νοείται ολική απαγόρευση χρήσης ακινήτου, όταν υπάρχει κτίσμα, το οποίο κατοικείται ή χρησιμοποιείται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο.
Δεν νοείται ολική απαγόρευση χρήσης ο περιορισμός της δυνατότητας κατασκευής κτισμάτων ή η δυνατότητα οικοδόμησης με βάση διαφορετικούς συντελεστές δόμησης κ.λπ. επί γηπέδου εκτός σχεδίου πόλης και εκτός οικισμού, με βάση την πολεοδομική νομοθεσία.
Δεν νοείται ολική απαγόρευση χρήσης, όταν πρόκειται για γενική απαγόρευση που επιβάλλεται με βάση την πολεοδομική νομοθεσία για όλα τα ακίνητα μιας περιοχής. Π.χ. γενική απαγόρευση λειτουργίας πρατηρίων υγρών καυσίμων κ.λπ..
2
Γήπεδο εκτός σχεδίου πόλης ή οικισμού με μερική απαγόρευση χρήσης.
Δεν νοείται μερική απαγόρευση χρήσης ο περιορισμός της δυνατότητας κατασκευής κτισμάτων ή η δυνατότητα οικοδόμησης με βάση διαφορετικούς συντελεστές δόμησης κ.λπ. επί γηπέδου εκτός σχεδίου πόλης και εκτός οικισμού, με βάση την πολεοδομική νομοθεσία.
Δεν νοείται μερική απαγόρευση χρήσης, όταν πρόκειται για γενική απαγόρευση που επιβάλλεται με βάση την πολεοδομική νομοθεσία για όλα τα ακίνητα μιας περιοχής. Π.χ. γενική απαγόρευση λειτουργίας πρατηρίων υγρών καυσίμων κ.λπ..
3
Γήπεδο για το οποίο έχει διαταχθεί, με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, η αποδέσμευσή του και δεν έχει εκδοθεί η σχετική πράξη της Διοίκησης.
4
Γήπεδο για το οποίο έχει ορισθεί, με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή με οριστική διοικητική πράξη, αποζημίωσηγια απαλλοτρίωση ή ρυμοτομικό βάρος ή δέσμευση κάθε είδους και έχει παρέλθει ένα έτος από την έκδοσή της χωρίς να καταβληθεί η αποζημίωση.

ΧΡΗΣΗ ΓΗΠΕΔΟΥ (ΣΤΗΛΗ 28)
Αναγράφεται αντίστοιχα:
ΚΩΔ

1
Ιδιοχρησιμοποίηση.
Ως ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητα αναγράφονται και τα ακίνητα τα οποία είναι κενά, εφόσον ανήκουν σε Ν.Π.Δ.Δ. και Ν.Π.Ι.Δ., που εντάσσονται στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, και σε ΟΤΑ.
2
Ιδιοχρησιμοποίηση αποκλειστικά για την εκπλήρωση μορφωτικού, εκπαιδευτικού, πολιτιστικού, αθλητικού, θρησκευτικού, φιλανθρωπικού και κοινωφελούς σκοπού.
3
Ιδιοχρησιμοποίηση για εκπλήρωση λατρευτικού, θρησκευτικού και κοινωφελούς έργου.
4
Ιδιοχρησιμοποίηση γηπέδου για την παραγωγή ή την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας.
5
Παραχωρημένο γήπεδο του Δημοσίου με σύμβαση που έχει κυρωθεί με νόμο.
6
Δωρεάν παραχωρημένο γήπεδο στο Δημόσιο.
7
Γήπεδο επί του οποίου υπάρχει Πρεσβεία ή Προξενείο.
8
Γήπεδο ξένου κράτους, επί του οποίου υπάρχει ακίνητο για εγκατάσταση πρεσβευτή ή προξένου ή διπλωματικών αντιπροσώπων.
Ακίνητα (κάθε κατηγορίας), που ανήκουν σε νομικά πρόσωπα, καθώς και ξενοδοχεία - ειδικά κτίρια, που ανήκουν σε φυσικά πρόσωπα, και τα οποία εν μέρει ιδιοχρησιμοποιούνται και εν μέρει εκμισθώνονται από αυτά, αναγράφονται σε δύο γραμμές. Στη μία γραμμή αναγράφεται το μέρος του ακινήτου το οποίο ιδιοχρησιμοποιείται, με την αντίστοιχη ένδειξη του «ιδιοχρησιμοποιούμενου», και στην άλλη γραμμή αναγράφεται το μέρος του ακινήτου, το οποίο εκμισθώνεται. Σε κάθε γραμμή αναγράφεται και η επιφάνεια του οικοπέδου που αναλογεί σε κάθε επιφάνεια του κτίσματος (ιδιοχρησιμοποιούμενου και μη), εφόσον τούτο απαιτείται ανάλογα με το είδος του ακινήτου.

ΚΩΔΙΚΟΣ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ (ΣΤΗΛΗ 24)
Αναγράφεται αντίστοιχα:
ΚΩΔ

1
Για δήλωση νέου αγροτεμαχίου.
2
Για τροποποίηση στοιχείων αγροτεμαχίου.
3
Για διαγραφή αγροτεμαχίου.


ΙΙ. ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΑΝΑΓΡΑΦΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΣΤΙΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΣΤΟΙΧΕΊΩΝ ΑΚΙΝΗΤΩΝ
Με αφορμή ερωτήματα, που υποβάλλονται από φορολογουμένους, σχετικά με τον τρόπο αναγραφής των ακινήτων στη δήλωση στοιχείων ακινήτων, ακολουθεί καταγραφή απαντήσεων στα συνηθέστερα εξ αυτών:
1. Από την 1η Ιανουαρίου 2014, το ακίνητο αναγράφεται σύμφωνα με την πραγματική του κατάσταση. Η πραγματική κατάσταση του ακινήτου προκύπτει από την οριστική εγγραφή στο κτηματολογικό γραφείο. Αν δεν υπάρχει οριστική εγγραφή, λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία του ακινήτου, όπως προκύπτουν από τον τίτλο κτήσης. Αν δεν υπάρχει τίτλος κτήσης, λαμβάνεται υπόψη η πραγματική επιφάνεια και χρήση του ακινήτου. Αν η πραγματική επιφάνεια του ακινήτου υπερβαίνει αυτή που αναγράφεται στην οριστική εγγραφή στο κτηματολογικό γραφείο ή στον τίτλο κτήσης ή στην άδεια οικοδομής ή έχει γίνει αλλαγή της χρήσης του ακινήτου, λαμβάνεται υπόψη η πραγματική επιφάνειακαι η πραγματική χρήση του ακινήτου.Τονίζεται ότι, για να αναγραφεί ένα κτίσμα σε άλλη κατηγορία από αυτήν της οικοδομικής άδειας ή του τίτλου κτήσης, πρέπει επ'αυτού να έχουν γίνει ουσιώδεις και σταθερές επεμβάσεις με αποτέλεσμα η χρήση του να είναι διάφορη από εκείνη που ορίζεται στην οικοδομική άδεια ή στην πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας ή στον τίτλο κτήσης του.
2. Αυθαίρετες κατασκευές ή προσθήκες, οι οποίες νομιμοποιήθηκαν ή τακτοποιήθηκαν και για τις οποίες δεν υπήρχε υποχρέωση αναγραφής στις προηγούμενες δηλώσεις Ε9, από το έτος 2014 δηλώνονται στην πραγματική τους κατάσταση (είτε αναγράφονται για πρώτη φορά είτε η επιφάνειά τους προστίθεται στο ήδη υφιστάμενο κτίσμα).
3. Όταν σε κάποιο τμήμα του ακινήτου υφίστανται διαφορετικές συνθήκες, που δεν είναι δυνατόν να απεικονισθούν σε μία γραμμή (π.χ. διάφορα εμπράγματα δικαιώματα, τμήμα του εδάφους εντός σχεδίου και τμήμα του εκτός σχεδίου και οικισμού, ψιλή κυριότητα από διαφορετικούς επικαρπωτές κ.λπ.), το ακίνητο αναγράφεται σε περισσότερες γραμμές.
4. Όταν επί οικοπέδου υπάρχει σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, κάθε οριζόντια ιδιοκτησία με όλα τα περιγραφικά στοιχεία και τα παρακολουθήματά της (οικόπεδο, αποθήκη, θέση στάθμευσης, κολυμβητική δεξαμενή κ.λπ.) αναγράφεται σε μία γραμμή.
5. Όταν επί οικοπέδου δεν υπάρχει σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, το οικόπεδο και το επ'αυτού κτίσμα αναγράφονται σε μία γραμμή, με συμπλήρωση και της στήλης 22.
6. Σε κάθε περίπτωση αναγραφής κτισμάτων απαιτείται και η συμπλήρωση των στοιχείων του οικοπέδου ή γηπέδου, επί του οποίου βρίσκονται αυτά.
Κατ'εξαίρεση δεν συμπληρώνονται στοιχεία οικοπέδου αποκλειστικά και μόνο σε κατοικίες, επαγγελματικές στέγες, αποθήκες και θέσεις στάθμευσης εφόσον αθροιστικά:
α. υπάρχει πλήρης σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας για το σύνολο του οικοπέδου και των επ'αυτού κτισμάτων (υφισταμένων ή μελλοντικών),
β. η αξία του οικοπέδου υπολογίζεται με το σύστημα ΑΠΑΑ και
γ. βρίσκονται σε πολυκατοικία.
Επίσης στην περίπτωση αναγραφής κτισμάτων, δεν συμπληρώνονται στοιχεία οικοπέδου, όταν υπάρχει τίτλος μεταφοράς συντελεστή δόμησης, εφόσον το οικόπεδο βρίσκεται σε περιοχή στην οποία εφαρμόζεται το σύστημα ΑΠΑΑ.
7. Όταν επί οικοπέδου δεν υπάρχει σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας και τα κτίσματα εκτείνονται σε περισσότερους του ενός ορόφους, αναγράφονται σε ξεχωριστή γραμμή ανά όροφο. Στην περίπτωση αυτή το οικόπεδο αναγράφεται σε μία μόνο εξ αυτών των γραμμών με αναγραφή της συνολικής επιφάνειας των επ'αυτού κτισμάτων στη στήλη 22.
8. Όταν επί οικοπέδου δεν υπάρχει σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας και επ'αυτού υπάρχουν ανεξάρτητα κτίσματα μη εφαπτόμενα, αναγράφονται σε ξεχωριστές γραμμές ανά κτίσμα και ανά όροφο, όπου τούτο απαιτείται.
Τα στοιχεία του οικοπέδου αναγράφονται σε μία εξ αυτών των γραμμών με συμπλήρωση και της στήλης 22.
9. Όταν επί οικοπέδου δεν υπάρχει σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας και επ'αυτού υπάρχουν ανεξάρτητα κτίσματα εφαπτόμενα και ανήκουν στην ίδια κατηγορία (π.χ. κατοικίες), αναγράφονται σε μία γραμμή ανά όροφο συμπεριλαμβανομένων και τυχόν κοινόχρηστων χώρων (από τοίχο σε τοίχο). Τα στοιχεία του οικοπέδου αναγράφονται σε μία εξ αυτών των γραμμών με συμπλήρωση και της στήλης 22.
10. Όταν επί οικοπέδου δεν υπάρχει σύσταση οριζόντιαςιδιοκτησίας και επ'αυτού υπάρχουν ανεξάρτητα κτίσματα (εφαπτόμενα ή μη εφαπτόμενα) αποτελούμενα, το ένα τουλάχιστον εξ αυτών, από περισσότερους του ενός ορόφους, μεενιαία λειτουργική ενότητα, αναγράφονται σε ξεχωριστές γραμμές ανά κτίσμα. Τα στοιχεία του οικοπέδου αναγράφονται σε μία εξ αυτών των γραμμών με συμπλήρωση και της στήλης 22.
11. Σε περίπτωση δήλωσης κτισμάτων χωρίς σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας ήαυθαίρετων κτισμάτων, αναγράφεται η συνολική επιφάνεια αυτών ανά όροφο (δηλαδή προστίθενται και τα κλιμακοστάσια, οι εξωτερικοί τοίχοι, τα πλατύσκαλα κ.λπ.).
12. Σε οικοδομή χωρίς σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, η είσοδος (το κτίσμα) σεπυλωτή (κλιμακοστάσιο, σκάλα), αναγράφεται ως κύριος ή βοηθητικός χώρος, σύμφωνα με την οικοδομική άδεια ή την πολεοδομική νομοθεσία. Το αυτό ισχύει και για την απόληξη κλιμακοστασίου.
13. Εφόσον η συμπλήρωση της δήλωσης στοιχείων ακινήτων διαφοροποιείται από τα προαναφερθέντα, αλλά έχει αναγραφεί το σύνολο των στοιχείων του ακινήτου, ώστε να αποτυπώνεται η συνολική πραγματική του κατάσταση, η περιγραφή αυτή δεν θεωρείται εσφαλμένη.
14. Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης δεν έχουν υποχρέωση να αναγράψουν στη δήλωση στοιχείων ακινήτων τους κοινόχρηστους χώρους, κατά την έννοια του άρθρου 967 του Αστικού Κώδικα, που έχουν στην κυριότητά τους και έχουν δημοσιευθεί σε σχετικό ΦΕΚ.
15. Δεν αναγράφονται στις δηλώσεις στοιχείων ακινήτων τα οικόπεδα ή γήπεδα κοιμητηρίων καθώς και τα οστεοφυλάκια, οι νεκροθάλαμοι, οι τάφοι, τα αποτεφρωτήρια και τα χωνευτήρια, τα οποία βρίσκονται εντός αυτών. Στις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχουν άλλα κτίσματα στους χώρους των κοιμητηρίων (όπως π.χ. τα κυλικεία, τα οποία θεωρούνται επαγγελματικές στέγες), αυτά αναγράφονται στη δήλωση στοιχείων ακινήτων χωρίς τη συμπλήρωση στοιχείων οικοπέδου.
16. Για ακίνητο το οποίο δεν είναι αποπερατωμένο, δεν έχει ποτέ ηλεκτροδοτηθείή ηλεκτροδοτείται με εργοταξιακό ρεύμα και είναι κενό, συμπληρώνονται αθροιστικά οι ενδείξεις:
• στη στήλη 10 του Πίνακα 1 αναγράφεται ο κωδικός 99 «ημιτελές κτίσμα»
• στη στήλη 30 του Πίνακα 1 αναγράφεται η ένδειξη ΟΧΙ «μη ηλεκτροδοτούμενο» ή, αν αναγραφεί η ένδειξη ΝΑΙ, συμπληρώνεται ο αριθμός της εργοταξιακής παροχής ηλεκτρικού ρεύματος και
• στη στήλη 32 του Πίνακα 1 συμπληρώνεται κωδικός 8 «κενό κτίσμα».
ΠΡΟΣΟΧΗ:.Δεν συμπληρώνεται, η στήλη 32 αν πρόκειται για κτίσμα που έχει μεν αποπερατωθεί, αλλά αναγράφεται ως ημιτελές γιατί έχει μερική έλλειψη στέγης ή έχει υποστεί ουσιώδεις βλάβες, που το καθιστούν μη λειτουργικό.
17. Σε περίπτωση απόκτησης ακινήτου, όταν στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο υπάρχει διαλυτική ή αναβλητική αίρεση, το ακίνητο ή το δικαίωμα επί ακινήτου αναγράφεται στη δήλωση στοιχείων ακινήτων από τον αποκτώντα, σε περίπτωση διαλυτικής αίρεσης, και από τον πωλητή, σε περίπτωση αναβλητικής αίρεσης.
18. Σε περίπτωση προσυμφώνου μεταβίβασης ακινήτου με αντάλλαγμα με το δικαίωμα σύνταξης οριστικού συμβολαίου μεταβίβασης από τον αγοραστή, με το δικαίωμα της αυτοσύμβασης, το ακίνητο περιλαμβάνεται στη δήλωση στοιχείων ακινήτων του εκ προσυμφώνου αγοραστή. Εφόσονστο προσύμφωνο προβλέπεται ρητή προθεσμίασύνταξης του οριστικού συμβολαίου, μετά την παρέλευση άπρακτης της οποίας δεν παρέχεται δικαίωμα σύνταξης οριστικού συμβολαίου, το ακίνητο περιλαμβάνεται στη δήλωση στοιχείων ακινήτων του εκ προσυμφώνου πωλητή.
19. Ο κληρονόμος με το ευεργέτημα της απογραφής, αναγράφει στη δήλωση στοιχείων ακινήτων του το σύνολο των κληρονομιαίων ακινήτων κατά το ποσοστό και το είδος του δικαιώματος επ'αυτών.
20. Η αφάνεια αντιμετωπίζεται ως θάνατος, από την ημερομηνία δημοσίευσης στον τύπο της τελεσίδικης σχετικής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 43 του Αστικού Κώδικα.
21. Ο δικαιούχος ακινήτου από το Δημόσιο ή τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας ή Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή Ν.Π.Δ.Δ., εφόσον έχει παραλάβει το ακίνητο, θεωρείται πλήρης κύριος αυτού.
22. Σε περίπτωση κατά την οποία, κατά το γεωγραφικό εντοπισμό ακινήτου, ο φορολογούμενος διαπιστώνει ότι ο χάρτης του Υπουργείου Οικονομικών δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, επιλέγει το τετράγωνο στο οποίο θεωρεί ότι βρίσκεται το ακίνητό του ή άλλως το πλησιέστερο (ως προς το ακίνητό του) τετράγωνο στο χάρτη, το αποδέχεται, στην επόμενη οθόνη διαγράφει τις ενδείξεις που έχουν προσυμπληρωθεί ως προσόψεις του ακινήτου και, στην τελική οθόνη με τα στοιχεία του ακινήτου, στο πεδίο «Ονομασία Οδού Ακινήτου» αναγράφει τη διεύθυνση του ακινήτου, χωρίς να μεταβάλει τους υπόλοιπους δρόμους που έχουν αναγραφεί και εμφανίζονται αυτόματα. Τέλος, στη στήλη με τον αριθμό προσόψεων, αναγράφει το πλήθος των προσόψεων του ακινήτου.
III. ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ ΚΩΔΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΤΗΛΩΝ ΣΤΗ ΔΗΛΩΣΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΕΤΟΣ 2014
Στη δήλωση στοιχείων ακινήτων (έντυπο Ε9) από το έτος 2014 έχουν πραγματοποιηθεί οι ακόλουθες αλλαγές :
> Στη στήλη 9 του Πίνακα 1 προστέθηκαν οι κατηγορίες:
41: Οικόπεδο για ελλιμενισμό αεροσκαφών δημόσιας χρήσης.
42: Οικόπεδο για ελλιμενισμό αεροσκαφών ιδιωτικής χρήσης.
43: Λωρίδες γης επί των οποίων βρίσκονται σιδηροτροχιές.
44: Οικόπεδο έδρασης πύργων και γραμμών μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
45: Οικόπεδο εντός βιομηχανικής περιοχής.
46: Οικόπεδο εντός βιομηχανικής επιχειρηματικής περιοχής.
47: Οικόπεδο εντός επιχειρηματικού πάρκου.
51: Ειδικό κτίριο γεωργικής χρήσης.
52: Ειδικό κτίριο κτηνοτροφικής χρήσης
> Στις στήλες 15 και 19 του Πίνακα 1 προστέθηκαν οι κατηγορίες:
4: Δικαίωμα επιφανείας.
5: Πλήρηςκυριότητα από προσύμφωνοαγοράς με αυτοσύμβαση.
6: Ψιλήκυριότητα από προσύμφωνο αγοράς με αυτοσύμβαση.
7: Επικαρπία από προσύμφωνοαγοράς με αυτοσύμβαση.
8: Δικαίωμα ακινήτου, το οποίο έχει παραληφθεί πριν τη σύνταξη του οριστικού παραχωρητηρίου από το Δημόσιο ή τον Ο.Ε.Κ. ή Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ.
9: Νομή επίδικου ακινήτου.
10: Δικαίωμα εργολάβου (εργολαβικό αντάλλαγμα) σε ακίνητο, εφόσον έχουν παρέλθει τέσσερα (4) έτη από την έναρξη των οικοδομικών εργασιών, η οποία προκύπτει από τη θεώρηση της οικοδομικής άδειας από την αστυνομία, ή, πριν την παρέλευση των τεσσάρων ετών, εφόσον το ακίνητο έχει χρησιμοποιηθεί καθ'οιονδήποτε τρόπο από τον εργολάβο.
11: Κατοχή ακινήτου που ανήκει σε φορέα της Γενικής Κυβέρνησης, χωρίς τη συναίνεση του φορέα.
12: Κατοχή ακινήτου, πλην του Δημοσίου, που ανήκει στην "ΕΤΑΔ Α.Ε."και στην "Παράκτιο Αττικό Μέτωπο Α.Ε."με τη συναίνεση των Εταιρειών αυτών.
13: Δεσμευμένο ακίνητο από Ο.Τ.Α. για το οποίο εκκρεμεί αποζημίωση.
> Στη νέα στήλη 32 του Πίνακα 1 αναγράφονται οι κατηγορίες:
1: Ακίνητο με ολική απαγόρευση χρήσης.
2: Ακίνητο εντός σχεδίου πόλης ή οικισμού με μερική απαγόρευση χρήσης.
3: Κτίσμα εκτός σχεδίου πόλης ή οικισμού με μερική απαγόρευση χρήσης.
4: Ακίνητο για το οποίο έχει διαταχθεί, με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, η αποδέσμευσή του και δεν έχει εκδοθεί η σχετική πράξη της Διοίκησης.
5: Ακίνητο για το οποίο έχει ορισθεί, με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή με οριστική διοικητική πράξη, αποζημίωση, για απαλλοτρίωση ή ρυμοτομικό βάρος ή δέσμευση κάθε είδους και έχει παρέλθει ένα έτος από την έκδοσή της χωρίς να καταβληθεί η αποζημίωση.
6: Κτίριο χαρακτηρισμένο ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο.
7: Κτίριο χαρακτηρισμένο ως έργο τέχνης.
8: Κενό κτίσμα.
> Στη νέα στήλη 33 του Πίνακα 1 αναγράφονται οι κατηγορίες:
1: Ιδιοχρησιμοποίηση.
2: Ιδιοχρησιμοποίηση αποκλειστικά για την εκπλήρωση μορφωτικού, εκπαιδευτικού, πολιτιστικού, αθλητικού, θρησκευτικού, φιλανθρωπικού και κοινωφελούς σκοπού.
3: Ιδιοχρησιμοποίηση για εκπλήρωση λατρευτικού, θρησκευτικού και κοινωφελούς έργου.
4: Ιδιοχρησιμοποίηση ακινήτου για την παραγωγή ή την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας.
5: Παραχωρημένο ακίνητο του Δημοσίου με σύμβαση, που έχει κυρωθεί με νόμο.
6: Δωρεάν παραχωρημένο ακίνητο στο Δημόσιο.
7: Πρεσβεία ή Προξενείο.
8: Ακίνητο ξένου κράτους για εγκατάσταση πρεσβευτή ή προξένου και διπλωματικών αντιπροσώπων.
> Στη νέα στήλη 29 του Πίνακα 2 αναγράφονται οι κατηγορίες:
1: Γήπεδο για ελλιμενισμό αεροσκαφών δημόσιας χρήσης.
2: Γήπεδο για ελλιμενισμό αεροσκαφών ιδιωτικής χρήσης.
3: Λωρίδες γης επί των οποίων βρίσκονται σιδηροτροχιές.
4: Γήπεδο έδρασης πύργων και γραμμών μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
5: Γήπεδο εντός βιομηχανικής περιοχής.
6: Γήπεδο εντός βιομηχανικής επιχειρηματικής περιοχής
7: Γήπεδο εντός επιχειρηματικού πάρκου.
> Στη στήλη 18 του Πίνακα 2 προστίθενται οι κατηγορίες:
4: Δικαίωμα επιφανείας.
5: Πλήρης κυριότητα από προσύμφωνο αγοράς με αυτοσύμβαση.
6: Ψιλή κυριότητα από προσύμφωνο αγοράς με αυτοσύμβαση.
7: Επικαρπία από προσύμφωνο αγοράς με αυτοσύμβαση.
8: Δικαίωμα ακινήτου, το οποίο έχει παραληφθεί πριν τη σύνταξη του οριστικού παραχωρητηρίου από το Δημόσιο ή τον Ο.Ε.Κ. ή Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ.
9: Νομή επίδικου ακινήτου.
10: Δικαίωμα εργολάβου (εργολαβικό αντάλλαγμα) σε ακίνητο, εφόσον έχουν παρέλθει τέσσερα (4) έτη από την έναρξη των οικοδομικών εργασιών ή, πριν την παρέλευση των τεσσάρων ετών, εφόσον το ακίνητο έχει χρησιμοποιηθεί καθ'οιονδήποτε τρόπο από τον εργολάβο.
11: Κατοχή ακινήτου, που ανήκει σε φορέα της Γενικής Κυβέρνησης, χωρίς τη συναίνεση του φορέα.
12: Κατοχή ακινήτου, πλην του Δημοσίου, που ανήκει στην "ΕΤΑΔ Α.Ε."και στην "Παράκτιο Αττικό Μέτωπο Α.Ε."με τη συναίνεση των Εταιρειών αυτών.
13: Δεσμευμένο ακίνητο από Ο.Τ.Α., για το οποίο εκκρεμεί αποζημίωση.
> Στη νέα στήλη 26 του Πίνακα 2 αναγράφονται οι κατηγορίες:
1: Γήπεδο με ολική απαγόρευση χρήσης.
2: Γήπεδο με μερική απαγόρευση χρήσης.
3: Γήπεδο, για το οποίο έχει διαταχθεί, με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, η αποδέσμευσή του και δεν έχει εκδοθεί η σχετική πράξη της Διοίκησης.
4: Γήπεδο, για το οποίο έχει ορισθεί, με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή με οριστική διοικητική πράξη, αποζημίωση, για απαλλοτρίωση ή ρυμοτομικό βάρος ή δέσμευση κάθε είδους και έχει παρέλθει ένα έτος από την έκδοσή της χωρίς να καταβληθεί η αποζημίωση.
> Στη νέα στήλη 28 του Πίνακα 2 αναγράφονται οι κατηγορίες:
1: Ιδιοχρησιμοποίηση.
2: Ιδιοχρησιμοποίηση αποκλειστικά για την εκπλήρωση μορφωτικού, εκπαιδευτικού, πολιτιστικού, αθλητικού, θρησκευτικού, φιλανθρωπικού και κοινωφελούς σκοπού.
3: Ιδιοχρησιμοποίηση για εκπλήρωση λατρευτικού, θρησκευτικού και κοινωφελούς έργου.
4: Ιδιοχρησιμοποίηση ακινήτου για την παραγωγή ή την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας.
5: Παραχωρημένο ακίνητο του Δημοσίου με σύμβαση που έχει κυρωθεί με νόμο.
6: Δωρεάν παραχωρημένο ακίνητο στο Δημόσιο.
7: Πρεσβεία ή Προξενείο.
8: Ακίνητο ξένου κράτους για εγκατάσταση πρεσβευτή ή προξένου και διπλωματικών αντιπροσώπων.
IV. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΑΚΙΝΗΤΩΝ
Παράδειγμα 1
Σε οικόπεδο 500 τ.μ., το οποίο βρίσκεται σε περιοχή εντός ΑΠΑΑ, υπάρχει σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας και μεταξύ των ιδιοκτησιών περιλαμβάνεται μελλοντικό δικαίωμα ανέγερσης διαμερίσματος 200 τ.μ. στον 3 ο όροφο πολυκατοικίας, το οποίο αντιστοιχεί σε 150%ο επί του οικοπέδου. Την 1.1.2014 στον 3ο όροφο είχε ανεγερθεί διαμέρισμα 100 (εκ των 200) τ.μ. Πώς αναγράφεται στη δήλωση στοιχείων ακινήτων;
Στη δήλωση στοιχείων ακινήτων αναγράφεται σε μία γραμμή με κατηγορία ακινήτου 1 (κατοικία) με επιφάνεια κατοικίας (στη στήλη 22) 100 τ.μ., επιφάνεια οικοπέδου 500 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 15%. Η στήλη 22 (υφιστάμενα κτίσματα) θα παραμείνει κενή. Εφόσον ο φορολογούμενος επιθυμεί να συμπληρώσει τη στήλη 22, αναγράφει σε αυτή μόνο την επιφάνεια των υφιστάμενων κτισμάτων που αναλογούν στη συγκεκριμένη οριζόντια ιδιοκτησία, δηλαδή 100 τ.μ..
Παράδειγμα 2
Τεχνική κατασκευαστική Α.Ε. έχει κατασκευάσει σε οικόπεδο ιδιοκτησίας της, επί του οποίου δεν υπάρχει σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, 5 κτίσματα, τα Α, Β, Γ, Δ και Ε, τα οποία χρησιμοποιεί ως εξής: το κτίσμα Α ως γραφείο των αρχιτεκτόνων που εργάζονται σε αυτήν, το κτίσμα Β το εκμισθώνει ως γραφείο σε κάποια ασφαλιστική εταιρία, τα κτίσματα Γ, Δ και Ε τα διαθέτει προς πώληση ή εκμίσθωση, αλλά προς το παρόν δεν έχουν πωληθεί ούτε εκμισθωθεί και είναι κενά. Στη δήλωση Ε9 η εν λόγω τεχνική κατασκευαστική εταιρία αναγράφει τα ακίνητά της (ως προς τη χρήση των ακινήτων, στήλη 33) ως εξής:
• στο κτίσμα Α θα αναγραφεί ο κωδικός 4 (Ιδιοχρησιμοποίηση ακινήτου για την παραγωγή ή την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας).
• στα κτίσματα Β Γ, Δ, Ε δεν θα αναγραφεί κανένας κωδικός.
Παράδειγμα 3
Κτίσμα το οποίο ανήκει κατά κυριότητα σε Ν.Π.Δ.Δ., που εντάσσεται στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, και είναι κενό, θα δηλωθεί στη στήλη 33 με κωδικό 1 (Ιδιοχρησιμοποίηση)
Παράδειγμα 4
Αγροτεμάχιο επιφανείας 1.000 τ.μ. εντάσσεται σε σχέδιο πόλης και σύμφωνα με αυτό τα 800 τ.μ. είναι οικόπεδο άρτιο και οικοδομήσιμο, τα 50 τ.μ. ρυμοτομούνται (χωρίς αποζημίωση) και τα 150 τ.μ. απαλλοτριώνονται (με αποζημίωση) για να γίνουν πλατεία.
Μέχρι την κύρωση της πράξης εφαρμογής ο φορολογούμενος αναγράφει στη δήλωση στοιχείων ακινήτων το σύνολο της επιφανείας (1.000 τ.μ.), ως οικόπεδο που τελεί υπό αναγκαστική απαλλοτρίωση (στήλη 10, κωδικός 2).
Όταν κυρωθεί η πράξη εφαρμογής ο φορολογούμενος:
α) αναγράφει τα 800 τ.μ. ως οικόπεδο σε μία γραμμή.
β) σε άλλη γραμμή αναγράφει τα 150 τ.μ. ως τελούντα υπό αναγκαστική απαλλοτρίωση (στήλη 10, κωδικός 2). Εφόσον καθορισθεί αποζημίωση και παρέλθει ένα έτος από τον προσδιορισμό της, στη στήλη 32 συμπληρώνει τον κωδικό 5 (Εχει ορισθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή με οριστική διοικητική πράξη αποζημίωση, για απαλλοτρίωση ή ρυμοτομικό βάρος ή δέσμευση κάθε είδους και
έχει παρέλθει ένα έτος από την έκδοσή της χωρίς να καταβληθεί η αποζημίωση). Αν την αποζημίωση οφείλει να την καταβάλει δήμος, το τμήμα αυτό του οικοπέδου αναγράφεται με κωδικό 13 στη στήλη 19 και παράλληλα στη στήλη 32 συμπληρώνεται ο κωδικός 5.
Όταν καταβληθεί η αποζημίωση για τα 150 τ.μ., ο φορολογούμενος τα διαγράφει από τη δήλωση στοιχείων ακινήτων.
Παράδειγμα 5
Φορολογούμενος απέκτησε κατά πλήρη κυριότητα το έτος 2010, αποθήκη - οριζόντια ιδιοκτησία επιφανείας 50 τ.μ., που βρίσκεται στο υπόγειο πολυκατοικίας σε οικόπεδο το οποίο βρίσκεται εντός σχεδίου πόλης και σε περιοχή εντός ΑΠΑΑ. Το έτος 2013 προβαίνει σε ολική ανακατασκευή της αποθήκης και τη μετατρέπει σε κατοικία.
Για τα έτη 2010 έως 2013 η οριζόντια ιδιοκτησία δηλώνεται ως αποθήκη στο υπόγειο της οικοδομής ενώ από το έτος 2014 δηλώνεται ως υπόγεια κατοικία.
Παράδειγμα 6
Σε οικόπεδο προβλέπεται από την οικοδομική άδεια η ανέγερση τετραώροφου κτίσματος μεθ'υπογείου και επ'αυτού έχει συνταχθεί πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας. Την 1η Ιανουαρίου του έτους φορολογίας έχουν κατασκευαστεί το υπόγειο, το ισόγειο και ο πρώτος όροφος. Πώς θα δηλωθεί η θέση στάθμευσης, η οποία αποτελεί παρακολούθημα διαμερίσματος που δεν έχει ακόμα κατασκευαστεί;
Η θέση στάθμευσης δηλώνεται σε ξεχωριστή γραμμή με κατηγορία ακινήτου τον αριθμό 6 (θέση στάθμευσης) και η επιφάνειά της αναγράφεται στη στήλη των βοηθητικών χώρων (στήλη 13).
Παράδειγμα 7
Επί γωνιακού οικοπέδου έχει ανεγερθεί κτίσμα. Στον τίτλο κτήσης περιγράφεται ως έχον μία πρόσοψη. Στη δήλωση στοιχείων ακινήτων το ακίνητο θα περιγραφεί στην πραγματική του κατάσταση (με δύο προσόψεις).
Παράδειγμα 8
Επί οικοπέδου 500 τ.μ., που βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, έχει ανεγερθεί τετραώροφη οικοδομή κατοικιών επιφανείας κάθε ορόφου 250 τ.μ..Στον α'όροφο έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, η οποία περιλαμβάνει ένα διαμέρισμα επιφανείας 100 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας 10% επί του οικοπέδου. Αναγράφεται ως εξής:
Στήλη 9
Στήλη 11
Στήλη 12
Στήλη 16
Στήλη 18
Στήλη 20
Στήλη 22
1
1
100
100
500
10
1000
1
0
250
100
500
90
1000
1
1
150
100



1
2
250
100



1
3
250
100




Η ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΣΑΒΒΑΪΔΟΥ

http://www.taxheaven.gr

Δημοσιεύθηκε ο Νόμος 4491/2017 για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου

$
0
0

ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη

Δημοσιεύθηκε ο Νόμος 4491/2017 για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου


Οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου
Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Α’ 152/13.10.2017) ο νόμος 4491/2017 με τίτλο "Νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου - Εθνικός Μηχανισμός Εκπόνησης, Παρακολούθησης και Αξιολόγησης των Σχεδίων Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού και άλλες διατάξεις."



Μπορείτε να διαβάσετε το νόμο, στο σύνολό του, όπως προστέθηκε στη βάση Δεδομένων του e-νομοθεσία, εδώ.ΚΑΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ....



Σύμφωνα με το νέο νόμο, καθιερώνεται μία διαδικασία για τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου των διεμφυλικών προσώπων (τρανσέξουαλ, τρανς) και το πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αναγνώριση της ταυτότητας φύλου του ως στοιχείου της προσωπικότητάς του και δικαίωμα στο σεβασμό της προσωπικότητάς του με βάση τα χαρακτηριστικά φύλου του.

Με το νόμο ρυθμίζονται αφενός οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση της ταυτότητας φύλου, και αφετέρου οι συνέπειες στην προσωπική κατάσταση και τις οικογενειακές και άλλες σχέσεις του προσώπου του οποίου το φύλο επαναπροσδιορίζεται.



Στο Β΄Μέρος περιλαμβάνονται ρυθμίσεις για τον Εθνικό Μηχανισμό Εκπόνησης Παρακολούθησης και Αξιολόγησης των Σχεδίων Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Και προβλέπεται, ειδικότερα, ότι συνιστάται συλλογικό όργανο με την ονομασία «Εθνικός Μηχανισμός Εκπόνησης Παρακολούθησης και Αξιολόγησης των Σχεδίων Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού» που υπάγεται στη Γενική Γραμματεία Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.


Στον ίδιο νόμο υπάρχουν διατάξεις που αφορούν :


- α.Παροχή δυνατότητας εξόφλησης των οφειλών παρελθόντων ετών για την ύδρευση των καταστημάτων κράτησης, οι οποίες κατέστησαν ληξιπρόθεσμες. β. Εφαρμογή και στις περιπτώσεις των αποζημιώσεων δικηγόρων, για την παροχή νομικής βοήθειας προς τους πολίτες χαμηλού εισοδήματος, των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 9 του π.δ. 80/2016.(Άρθρο 13)

- Τροποποιήσεις του Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 3588/2007, Α'153) (Άρθρο 14)

- Απόδοση πόρων του κλάδου ΛΑΕΚ. (Άρθρο 16)

- Τροποποίηση και συμπλήρωση των διατάξεων του άρθρου 17Α του ν. 2523/1997, όπως ισχύει, οι οποίες διέπουν το πλαίσιο αρμοδιοτήτων του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος. (Άρθρο 17)

- Την εξαίρεση από τις κατασχέσεις των χρηματικών επάθλων τα οποία πλέον δεν υπόκεινται σε κανενός είδους παρακράτηση και δεν συμψηφίζονται με τυχόν οφειλές του δικαιούχου προς το Ελληνικό Δημόσιο.Τροποποίηση του άρθρου 70 του ν. 4446/2016 σχετικά με τα χρηματικά έπαθλα.(Άρθρο 18)

- Αύξηση θέσεων επιστημονικού προσωπικού του Ψυχιατρείου Κρατουμένων Κορυδαλλού και λοιπών καταστημάτων κράτησης (Άρθρο 19)

- 1)Τροποποίηση ορισμένων διατάξεων του ν. 4412/2016 αναφορικά με τις συμβάσεις δημοσίων έργων. 2)Τροποποίηση των διατάξεων του άρθρου 126Β του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και ρύθμιση επιμέρους ζητημάτων αναφορικά με την ενδοδικαστική συμβιβαστική επίλυση διαφορών από αγωγές για απαιτήσεις από δημόσιες συμβάσεις. 3)Αύξηση, από 16.09.2017, του αριθμού των οργανικών θέσεων των δικαστικών λειτουργών της διοικητικής δικαιοσύνης. (Άρθρα 20-23,27,28)

- Τροποποίηση του άρθρου 126Β και Συμπλήρωση διατάξεων του άρθρου 758 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.(Άρθρα 24-23,29).


==================

Νόμος 4491/2017 - ΦΕΚ 152/Α/13-10-2017

Νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου - Εθνικός Μηχανισμός Εκπόνησης, Παρακολούθησης και Αξιολόγησης των Σχεδίων Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού και άλλες διατάξεις.


ΝΟΜΟΣ ΥΠ'ΑΡΙΘΜ. 4491/2017
ΦΕΚ 152/Α/13-10-2017
Νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου - Εθνικός Μηχανισμός Εκπόνησης, Παρακολούθησης και Αξιολόγησης των Σχεδίων Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ Α'

Άρθρο 1
Δικαιώματα του προσώπου με βάση την ταυτότητα και τα χαρακτηριστικά φύλου
1.Το πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αναγνώριση της ταυτότητας φύλου του ως στοιχείου της προσωπικότητάς του.
2.Το πρόσωπο έχει δικαίωμα στο σεβασμό της προσωπικότητάς του με βάση τα χαρακτηριστικά φύλου του.

Άρθρο 2
Ορισμοί
1.Ως ταυτότητα φύλου νοείται ο εσωτερικός και προσωπικός τρόπος με τον οποίο το ίδιο το πρόσωπο βιώνει το φύλο του, ανεξάρτητα από το φύλο που καταχωρίστηκε κατά τη γέννησή του με βάση τα βιολογικά του χαρακτηριστικά. Η ταυτότητα φύλου περιλαμβάνει την προσωπική αίσθηση του σώματος, καθώς και την κοινωνική και εξωτερική έκφραση του φύλου, τα οποία αντιστοιχούν στη βούληση του προσώπου. Η προσωπική αίσθηση του σώματος μπορεί να συνδέεται και με αλλαγές που οφείλονται σε ιατρική αγωγή ή άλλες ιατρικές επεμβάσεις που επιλέχθηκαν ελεύθερα.
2.Ως χαρακτηριστικά φύλου νοούνται τα χρωμοσωμικά, γονιδιακά και ανατομικά χαρακτηριστικά του προσώπου, τα οποία συμπεριλαμβάνουν πρωτογενή χαρακτηριστικά, όπως τα αναπαραγωγικά όργανα, και δευτερογενή χαρακτηριστικά, όπως η μυϊκή μάζα, η ανάπτυξη μαστών ή τριχοφυΐας.

Άρθρο 3
Διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου Προϋποθέσεις
1.Σε περίπτωση ασυμφωνίας μεταξύ ταυτότητας φύλου και καταχωρισμένου φύλου το πρόσωπο μπορεί να ζητήσει τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου του, ώστε αυτό να αντιστοιχεί στη βούληση, στην προσωπική αίσθηση του σώματος και στην εξωτερική του εικόνα.
2.Για τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου απαιτείται πλήρης δικαιοπρακτική ικανότητα, με εξαίρεση τους ανήλικους που έχουν συμπληρώσει το δέκατο έβδομο (17ο) έτος της ηλικίας τους, εφόσον υπάρχει ρητή συναίνεση των ασκούντων τη γονική τους μέριμνα και τους ανηλίκους που έχουν συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο (15ο) έτος της ηλικίας τους, εφόσον υπάρχει επιπλέον θετική γνωμάτευση διεπιστημονικής Επιτροπής που συστήνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Υγείας για δύο (2) έτη, στην οποία μετέχουν:
α) ένας παιδοψυχίατρος,
β) ένας ψυχίατρος,
γ) ένας ενδοκρινολόγος,
δ) ένας παιδοχειρούργος,
ε) ένας ψυχολόγος,
στ) ένας κοινωνικός λειτουργός και
ζ) ένας παιδίατρος, ως Πρόεδρος, άπαντες με εξειδίκευση στο συγκεκριμένο ζήτημα.
3.Προϋπόθεση για τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου είναι το πρόσωπο που αιτείται τη διόρθωση να μην είναι έγγαμο.
4.Για τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου δεν απαιτείται να βεβαιώνεται ότι το πρόσωπο έχει υποβληθεί σε οποιαδήποτε προηγούμενη ιατρική επέμβαση. Δεν απαιτείται επίσης η οποιαδήποτε προηγούμενη εξέταση ή ιατρική αγωγή που σχετίζεται με τη σωματική ή ψυχική του υγεία.

Άρθρο 4
Διαδικασία
1.Η διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου γίνεται με δικαστική απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 782 ΚΠολΔ. Στην αίτηση δηλώνονται το επιθυμητό φύλο, το κύριο όνομα που επιλέγεται και το προσαρμοσμένο σχετικά επώνυμο. Στην αίτηση επισυνάπτεται αντίγραφο της ληξιαρχικής πράξης γέννησης του προσώπου.
2.Για τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου απαιτείται αυτοπρόσωπη δήλωση ενώπιον του δικαστηρίου. Η δήλωση γίνεται σε ιδιαίτερο γραφείο χωρίς δημοσιότη
τα. Η δικαστική απόφαση καταχωρίζεται στο Ληξιαρχείο που είχε συντάξει τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του προσώπου. Η καταχώριση της δικαστικής απόφασης περί διόρθωσης φύλου γίνεται με τρόπο που διασφαλίζει τη μυστικότητα της μεταβολής και της αρχικής ληξιαρχικής πράξης γέννησης έναντι όλων.
3.Με βάση τη νέα ληξιαρχική πράξη, οι υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για την έκδοση άλλων εγγράφων στα οποία αναγράφεται η ταυτότητα του προσώπου ή από τα οποία το πρόσωπο εξαρτά δικαιώματα, καθώς και για την καταχώριση σε μητρώα ή καταλόγους, όπως εκλογικούς, έχουν την υποχρέωση να εκδώσουν νέα έγγραφα ή να προβούν σε νέες καταχωρίσεις με διορθωμένο το καταχωρισμένο φύλο, το κύριο όνομα και το επώνυμο του προσώπου. Στη νέα ληξιαρχική πράξη γέννησης, στα νέα έγγραφα και στις νέες καταχωρίσεις δεν επιτρέπεται η αναφορά ότι μεσολάβησε διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου.
4.Η νέα ληξιαρχική πράξη μπορεί στο εξής να αλλάξει μία φορά, με την ίδια διαδικασία και τις ίδιες προϋποθέσεις.

Άρθρο 5
Συνέπειες της διόρθωσης του καταχωρισμένου φύλου
1.Από την καταχώρισή της στο Ληξιαρχείο η διόρθωση του φύλου του προσώπου ισχύει έναντι όλων. Δικαιώματα, υποχρεώσεις και κάθε είδους ευθύνη του προσώπου, που δημιουργήθηκαν πριν από τη διόρθωση του φύλου, εξακολουθούν να υφίστανται. Διατηρούνται επίσης οι αριθμοί φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) και μητρώου κοινωνικής ασφάλισης (ΑΜΚΑ). Εντός τριών (3) ημερών από την καταχώριση της μεταβολής στο Ληξιαρχείο σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 344/1976(Α' 143), ο Ληξίαρχος υποχρεούται να ενημερώσει την Εισαγγελία Πρωτοδικών του τόπου γέννησης του προσώπου ή το Τμήμα Ποινικού Μητρώου και Απονομής Χάριτος του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αν πρόκειται για πρόσωπο γεννημένο στην αλλοδαπή, για τη μεταβολή των ταυτοποιητικών του στοιχείων, προκειμένου να προβούν σε ενημέρωση τυχόν καταχώρισης στο Ποινικό Μητρώο σύμφωνα με το άρθρο 5 του π.δ. 35/2015(Α' 56).
2.Αν το πρόσωπο που διόρθωσε το καταχωρισμένο φύλο του έχει παιδιά, είτε γεννημένα σε γάμο, είτε γεννημένα σε σύμφωνο, είτε γεννημένα χωρίς γάμο των γονέων τους, είτε υιοθετημένα, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του από τη γονική μέριμνα δεν επηρεάζονται. Στη ληξιαρχική πράξη γέννησης των παιδιών δεν επέρχεται καμία μεταβολή λόγω της διόρθωσης του καταχωρισμένου φύλου του γονέα.

Άρθρο 6
Μυστικότητα
1.Οι υπάλληλοι του Ληξιαρχείου, καθώς και όσοι άλλοι εμπλέκονται επαγγελματικά στη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου ή έλαβαν γνώση της τέλεσής της με την ευκαιρία της άσκησης των καθηκόντων τους, έχουν καθήκον εχεμύθειας. Στη δικαστική απόφαση της παραγράφου 1 του άρθρου 4, στην αρχική ληξιαρχική πράξη γέννησης του προσώπου, καθώς και σε κάθε άλλο στοιχείο ή έγγραφο το οποίο τηρείται στο οικείο ληξιαρχείο ή σε οποιαδήποτε άλλη δημόσια υπηρεσία, από το οποίο προκύπτει η διόρθωση φύλου που μεσολάβησε, έχει πρόσβαση μόνο το ίδιο το πρόσωπο, καθώς και όσοι έχουν ειδική έγγραφη εξουσιοδότηση από αυτό. Πρόσβαση τρίτου στα στοιχεία αυτά επιτρέπεται μόνο εφόσον αυτός αποδεικνύει ειδικό έννομο συμφέρον μη δυνάμενο να ικανοποιηθεί διαφορετικά και κατόπιν άδειας που χορηγείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2472/1997(Α' 50) για πρόσβαση σε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα.
2.Αν το πρόσωπο που προέβη σε διόρθωση φύλου καταστεί δικαιοπρακτικά ανίκανο, πρόσβαση έχει ο δικαστικός συμπαραστάτης του.

Άρθρο 7
Άλλες διατάξεις
1.Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 344/1976(Α' 143) διαγράφονται οι λέξεις «αλλαγής φύλου» και προστίθενται οι λέξεις «διόρθωσης φύλου». και μετά το πρώτο εδάφιο προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Ειδικά στην περίπτωση της διόρθωσης φύλου η δικαστική απόφαση αρκεί να είναι τελεσίδικη».
2.Στην παρ. 1 του άρθρου 1 και στην παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 927/1979(Α' 139), μετά τις λέξεις «ταυτότητα φύλου» προστίθενται και οι λέξεις «χαρακτηριστικά φύλου».

ΜΕΡΟΣ Β'

Άρθρο 8
Ίδρυση Εθνικού Μηχανισμού Εκπόνησης, Παρακολούθησης και Αξιολόγησης Σχεδίων Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού
Συνιστάται συλλογικό όργανο με την ονομασία «Εθνικός Μηχανισμός Εκπόνησης, Παρακολούθησης και Αξιολόγησης Σχεδίων Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού», το οποίο υπάγεται στη Γενική Γραμματεία Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εφεξής «Εθνικός Μηχανισμός».

Άρθρο 9
Σύνθεση
1.Ο Εθνικός Μηχανισμός συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και αποτελείται από τα εξής μέλη με τους αναπληρωτές τους: α. Τον Γενικό Γραμματέα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως Πρόεδρο, β. έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Εσωτερικών, γ. έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, δ. έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, ε. έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, στ. έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Εξωτερικών, ζ. έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,
η. έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Υγείας, θ. έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού,
ι. έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής,
ια. έναν εκπρόσωπο του Ινστιτούτου Υγείας Παιδιού, ιβ. έναν εκπρόσωπο της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ιγ. έναν εκπρόσωπο της Γενικής Γραμματείας Συντονισμού του Κυβερνητικού Έργου.
2.Τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη υποδεικνύονται από τους αρμόδιους Υπουργούς και φορείς με γνώμονα την αρμοδιότητά τους σε θέματα που σχετίζονται με τα δικαιώματα των παιδιών.
3.Κατά περίπτωση και εφόσον τα υπό συζήτηση θέματα εμπίπτουν στην καθ'ύλην αρμοδιότητα άλλων φορέων της Διοίκησης πέρα όσων εκπροσωπούνται στον Εθνικό Μηχανισμό, εκπρόσωπός τους μπορεί να καλείται και να μετέχει στις σχετικές συνεδριάσεις του.
4.Σε κάθε συνεδρίαση του Εθνικού Μηχανισμού προσκαλείται και συμμετέχει, με εκπρόσωπό του, χωρίς δικαίωμα ψήφου, ο Συνήγορος του Πολίτη, ο οποίος δύναται οποτεδήποτε, με αμετάκλητη δήλωσή του προς τον Πρόεδρο του Εθνικού Μηχανισμού, να καταστεί εφεξής πλήρες μέλος αυτού με δικαίωμα ψήφου.

Άρθρο 10
Αρμοδιότητες
1.Ο Εθνικός Μηχανισμός έχει τις εξής αρμοδιότητες: α. Την εκπόνηση Εθνικών Σχεδίων Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, συμπεριλαμβανομένων των εκθέσεων βάσης αυτών. Οι εμπλεκόμενοι φορείς κατά την καταγραφή των δράσεών τους οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους τις αποφάσεις και τις συστάσεις εθνικών και διεθνών οργάνων προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του παιδιού. Κατά το στάδιο της εκπόνησης των Σχεδίων Δράσης ορίζονται οι δείκτες υλοποίησης της κάθε δράσης.
β. Τη διαβούλευση με την κοινωνία των πολιτών κατά τη διαμόρφωση των Σχεδίων Δράσης. Ο Εθνικός Μηχανισμός μεριμνά για τη συμμετοχή των παιδιών στη διαδικασία της διαβούλευσης. γ. Την προώθηση και προβολή των Σχεδίων Δράσης. δ. Την παρακολούθηση της υλοποίησης των Σχεδίων Δράσης. Για το σκοπό αυτόν εκπονεί ενδιάμεσες εκθέσεις για την εφαρμογή των Σχεδίων Δράσης, βάσει επικαιροποιημένων στοιχείων που αποστέλλουν οι φορείς υλοποίησης, εντός των προθεσμιών που ορίζονται από τον Εθνικό Μηχανισμό. Οι ενδιάμεσες εκθέσεις δημοσιοποιούνται.
ε. Την αξιολόγηση των Σχεδίων Δράσης. Ειδικότερα, αποτιμάται ο βαθμός υλοποίησής τους, τα αποτελέσματά τους με βάση τους δείκτες υλοποίησης, καθώς και η συνολική αποτελεσματικότητά τους. Οι εκθέσεις αξιολόγησης των Σχεδίων Δράσης υποβάλλονται στον Συνήγορο του Πολίτη.
στ. Την προετοιμασία του εκάστοτε επόμενου Σχεδίου Δράσης.
2.Τα Εθνικά Σχέδια Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού υπογράφονται από όλους τους αρμόδιους Υπουργούς.

Άρθρο 11
Λειτουργία
1.Ο Εθνικός Μηχανισμός εδρεύει στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και επικουρείται κατά τη λειτουργία του από το Τμήμα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
2.Ο Γενικός Γραμματέας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μεριμνά για τη σύγκληση και λειτουργία του Εθνικού Μηχανισμού, καθώς και για την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων του.
3.Ο Εθνικός Μηχανισμός συνεδριάζει τακτικά κάθε δύο (2) μήνες και έκτακτα ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου του.
4.Ο Εθνικός Μηχανισμός λειτουργεί εντός του κανονικού ωραρίου εργασίας των οικείων Υπηρεσιών ή σε χρόνο που καλύπτεται από υπερωριακή απασχόληση. Στα μέλη του δεν καταβάλλεται καμία πρόσθετη αμοιβή ή αποζημίωση.
5.Κατά τα λοιπά, ισχύουν οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.

Άρθρο 12
Συνεργασία με φορείς και κοινωνικός διάλογος
Κατά τις συνεδριάσεις του Εθνικού Μηχανισμού μπορεί να καλούνται εμπειρογνώμονες με συναφή εξειδίκευση, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις ή φορείς για την παροχή πληροφοριών, τη διαβούλευση ή τη συνεργασία, εφόσον αυτό θεωρείται αναγκαίο κατά την κρίση αυτού.

Άρθρο 13
1.Οι οφειλές παρελθόντων ετών για την ύδρευση των καταστημάτων κράτησης, οι οποίες κατέστησαν ληξιπρόθεσμες λόγω ανεπάρκειας των πιστώσεων του τακτικού προϋπολογισμού του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δύνανται να εξοφληθούν κατά παρέκκλιση των διατάξεων του π.δ. 80/2016(Α' 145).
2.Οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 9 του π.δ. 80/2016εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις των αποζημιώσεων δικηγόρων για την παροχή νομικής βοήθειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3226/2004(Α' 24). Όταν γνωστοποιείται στο ΤΑΧΔΙΚ το ύψος των ως άνω αποζημιώσεων μετά την 20ή Δεκεμβρίου εκάστου έτους, θεωρείται ότι η γνωστοποίηση αυτή λαμβάνει χώρα την 1η Ιανουάριου του επόμενου έτους. Οι αποζημιώσεις που αναλήφθηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, καθώς και αυτές που θα αναληφθούν μετά από αυτή αλλά αφορούν παρελθόντα του τρέχοντος έτη, θεωρούνται νόμιμες και βαρύνουν τον προϋπολογισμό του ΤΑΧΔΙΚ.

Άρθρο 14
Τροποποιήσεις του Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 3588/2007, Α'153)
1.Προστίθεται τρίτο εδάφιο στην παράγραφο 3 του άρθρου 4 του Πτωχευτικού Κώδικα ως εξής:
«Στη συζήτηση της αίτησης κλητεύεται ο οφειλέτης, εφόσον αυτή υποβάλλεται από τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 5, άλλως η συζήτηση είναι απαράδεκτη.»
2.Αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του Πτωχευτικού Κώδικα ως εξής:
«Οι αποφάσεις που κηρύσσουν ή ανακαλούν την πτώχευση ή μεταβάλλουν το χρόνο παύσης των πληρωμών, επικυρώνουν τη συμφωνία εξυγίανσης ή την ακυρώνουν, επικυρώνουν ή απορρίπτουν το σχέδιο αναδιοργάνωσης, ακυρώνουν τούτο ή διατάσσουν την ατομική ανατροπή του ή παύουν τις εργασίες της πτωχεύσεως, καθώς και σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζεται στον παρόντα κώδικα, καταχωρούνται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο με επιμέλεια του συνδίκου, του οφειλέτη ή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον και δημοσιεύονται σε περίληψη στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων - Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ -ΤΑΝ).»
3.Καταργούνται τα άρθρα 85, 86, 87 και 88 του Πτωχευτικού Κώδικα.
4.Αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 101 του Πτωχευτικού Κώδικα ως έξης:
«Όταν ο οφειλέτης βρίσκεται σε παύση πληρωμών, το πτωχευτικό δικαστήριο με την απόφασή του που επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης κατά το άρθρο 106β δύναται να διορίσει ειδικό εντολοδόχο, κατά την παράγραφο 6 του άρθρου 106β, με την εξουσία να ασκήσει το δικαίωμα παράστασης και ψήφου εκείνων των μετόχων ή εταίρων του οφειλέτη που δεν συμπράττουν στη λήψη της απόφασης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, και υπό τον όρο της μη σύμπραξής τους, εφόσον, επιπλέον των οριζομένων στο άρθρο 106β, πιθανολογεί ότι σε περίπτωση εκκαθάρισης του οφειλέτη κατά το Κεφάλαιο όγδοο, οι μέτοχοι ή οι εταίροι δεν θα λάβουν μέρος στο προϊόν της εκκαθάρισης.»
5.Αντικαθίσταται το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 105 του Πτωχευτικού Κώδικα ως εξής:
«Με επιμέλεια του αιτούντος ή των αιτούντων, περίληψη της αίτησης δημοσιεύεται εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων -Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ -ΤΑΝ) και στο Γ.Ε.ΜΗ..»
6.Αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 106α του Πτωχευτικού Κώδικα ως εξής:
«Τα προληπτικά μέτρα του προηγούμενου άρθρου και της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, δύνανται να διαταχθούν και πριν από την κατάθεση αίτησης επικύρωσης συμφωνίας, άπαξ, μετά από αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή, η οποία δημοσιεύεται σε περίληψη στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων -Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ - ΤΑΝ), εφόσον προσκομίζεται από τον αιτούντα έγγραφη δήλωση πιστωτών που εκπροσωπούν ποσοστό τουλάχιστον είκοσι τοις εκατό (20%) του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη ότι συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις για την επίτευξη συμφωνίας και συντρέχουν και οι προϋποθέσεις της επείγουσας περίπτωσης ή του επικειμένου κινδύνου κατά τις διατάξεις των άρθρων 682 επ. ΚΠολΔ.»
7.Αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1του άρθρου 106γ του Πτωχευτικού Κώδικα ως εξής:
«Από την επικύρωσή της, η συμφωνία εξυγίανσης δεσμεύει το σύνολο των πιστωτών, οι απαιτήσεις των οποίων ρυθμίζονται από αυτή, ακόμη και αν δεν είναι συμβαλλόμενοι στη συμφωνία εξυγίανσης.»
8.Αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης β'της παραγράφου 3 του άρθρου 106γ του Πτωχευτικού Κώδικα ως εξής:
«Αναστέλλεται η ποινική δίωξη των πλημμελημάτων της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής και εκείνων που προβλέπονται στο άρθρο 25 του ν. 1882/1990(Α'43), καθώς και της καθυστέρησης καταβολής οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία, εφόσον οι παραπάνω πράξεις έχουν τελεσθεί πριν από την υποβολή της αίτησης κατά το άρθρο 104.»
9.Αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 106ε του Πτωχευτικού Κώδικα ως εξής:
«Η κήρυξη πτώχευσης του οφειλέτη, μετά την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης, επιφέρει τη ματαίωση υλοποίησης της συμφωνίας, κατά το μέρος που η συμφωνία περιέχει τις προβλέψεις των περιπτώσεων α'ή δ'της παραγράφου 1 του άρθρου 103.»
10.Αντικαθίσταται η παράγραφος 4 του άρθρου 171 του Πτωχευτικού Κώδικα ως εξής:
«Οι πράξεις του παρόντος άρθρου είναι αξιόποινες μόνο σε περίπτωση που κηρυχθεί η πτώχευση ή η αίτηση απορριφθεί για το λόγο ότι προβλέπεται πως η περιουσία του οφειλέτη δεν θα επαρκέσει για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 3.»
11.Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 4 ως 10 εφαρμόζονται επί διαδικασιών που αρχίζουν μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Ως έναρξη διαδικασιών νοείται η κατάθεση της αίτησης πτώχευσης ή αίτησης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης. Η διάταξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου ισχύει από τότε που ίσχυσε ο ν. 4446/2016(Α' 240), δηλαδή επί αιτήσεων πτώχευσης που υπεβλήθησαν από 22.12.2016 και εφεξής.

Άρθρο 15
Τροποποιήσεις του ν. 4446/2016(Α' 240)
1.Αντικαθίσταται η περίπτωση α'της παρ. 2 του άρθρου 13 του ν. 4446/2016ως εξής:
«α. Η παράγραφος 5 του άρθρου 84 και τα άρθρα 148, 167, 168 και 169 του Πτωχευτικού Κώδικα, όπως αυτά τίθενται με τον παρόντα νόμο, εφαρμόζονται και επί εκκρεμών κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος διαδικασιών. Στην περίπτωση της παραγράφου 11 του άρθρου 106β και στην περίπτωση γ'της παραγράφου 3 του άρθρου 106γ υπάγονται και οι διαδικασίες στις οποίες οι συμφωνίες εξυγίανσης έχουν ήδη επικυρωθεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί η υλοποίησή τους.»
2.Αντικαθίσταται η περίπτωση γ'της παρ. 2 του άρθρου 13 του ν. 4446/2016ως εξής:
«γ. Η διάταξη του άρθρου 156 του Πτωχευτικού Κώδικα, όπως αντικαθίσταται με το παρόν, εφαρμόζεται και επί αιτήσεων που έχουν κατατεθεί από 19 Αυγούστου 2015.»

Άρθρο 16
Απόδοση πόρων του κλάδου ΛΑΕΚ
1.Η παρ. 10 του άρθρου 1 του ν. 2434/1996(Α'188), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«10. Από τον κλάδο ΛΑΕΚ του ΕΛΕΚΠ αποδίδεται πόρος στο Ελληνικό Ινστιτούτο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας, στον Εθνικό Οργανισμό Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού (ΕΟΠΠΕΠ), καθώς και στα ινστιτούτα και τα εκπαιδευτικά κέντρα, τα οποία έχουν ιδρυθεί ή θα ιδρυθούν με τη συμμετοχή της ΓΣΕΕ, του ΣΕΒ, της ΓΣΕΒΕΕ, της ΕΣΕΕ, του ΣΕΤΕ. Για τους ανωτέρω φορείς, εκτός του ΕΟΠΠΕΠ, η απόδοση του πόρου από τον κλάδο ΛΑΕΚ μπορεί να ανέρχεται μέχρι ποσοστού δεκαπέντε τοις εκατό (15%) επί του συνόλου των ετήσιων εισφορών που εισπράττονται από τον ΕΦΚΑ για λογαριασμό του κλάδου ΛΑΕΚ, ανεξαρτήτως του βαθμού απόδοσης αυτών στον ΟΑΕΔ. Για τον ΕΟΠΠΕΠ η απόδοση του πόρου ανέρχεται στο οκτώ τοις εκατό (8%) επί του εισπραττόμενου από τους λοιπούς φορείς ποσοστού, κατά τα ανωτέρω. Με σκοπό την ολοσχερή εξόφληση εκτάκτων αποδόσεων που έλαβαν χώρα κατόπιν υπουργικών αποφάσεων που εκδόθηκαν δυνάμει της παρ. 2 του άρθρου 19 του ν. 2639/1998(Α' 295), σε φορείς της παρούσας παραγράφου, παρακρατείται κατ'έτος ποσό ίσο με το δεκαπέντε τοις εκατό (15%) της συνολικής ετήσιας απόδοσης πόρου που αυτοί λαμβάνουν κατά περίπτωση. Το υπόλοιπο δικαιούμενο ποσό της ετήσιας απόδοσης πόρου του έτους 2016 αφαιρείται από το συνολικό ποσό οφειλής του κάθε φορέα. Η ως άνω απόδοση πόρου δεν συνιστά επιχορήγηση ή χρηματοδότηση, κατά το άρθρο 41 του ν. 4129/2013(Α'52), το άρθρο 10Β του ν. 3861/2010(Α'112) και την παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 2731/1999(Α'138), όπως ισχύουν.»
2.Η περίπτωση δ'της παρ. 6 του άρθρου 34 του ν. 4144/2013(Α' 88) αντικαθίσταται ως εξής:
«δ. Οι δαπάνες των κλάδων «Λογαριασμός για την Απασχόληση και την Επαγγελματική Κατάρτιση» (ΛΑΕΚ) και «Λογαριασμός Κοινωνικής Πολιτικής» βαρύνουν, για την κάλυψή τους, τους διαχρονικά αποδιδόμενους πόρους στον ΟΑΕΔ και καταβάλλονται από τα σχετικά ταμειακά διαθέσιμα, ανεξαρτήτως εάν έχει μεταφερθεί από τον ΕΦΚΑ, κατά το έτος απόδοσης του πόρου, το ποσό που αντιστοιχεί στις εν λόγω ενιαύσιες δαπάνες. Οι ως άνω δαπάνες αποτελούν απόδοση πόρου και δεν συνιστούν επιχορήγηση ή χρηματοδότηση, κατά το άρθρο 41του ν. 4129/2013(Α'52), το άρθρο 10Β του ν. 3861/2010(Α'112) και την παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 2731/1999(Α'138), όπως ισχύουν.»
3.Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από 1.1.2017.

Άρθρο 17
Τροποποίηση του άρθρου 17Ατου ν. 2523/1997
1.Στο τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης α'της παρ. 5 του άρθρου 17Α του ν. 2523/1997(Α'179), όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από την παρ.1 του άρθρου 103 του ν. 4485/2017(Α'114), η φράση «έως τις 30.9.2017» αντικαθίσταται από τη φράση «έως τις 31.10.2017».
2.Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης β'της παρ. 5 του άρθρου 17Α του ν. 2523/1997όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από την παρ. 2 του άρθρου 103 του ν. 4485/2017, αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου ισχύουν από την 1η Νοεμβρίου 2017.»

Άρθρο 18
Τροποποίηση του άρθρου 70 του ν. 4446/2016
Στην παρ. 1 του άρθρου 70 του ν. 4446/2016(Α'240), μετά το πρώτο εδάφιο αυτής προστίθεται δεύτερο εδάφιο, ως εξής:
«Τα χρηματικά έπαθλα δεν κατάσχονται, δεν υπόκεινται σε κανενός είδους παρακράτηση και δεν συμψηφίζονται με τυχόν οφειλές του δικαιούχου προς το Ελληνικό Δημόσιο.»

Άρθρο 19
Αύξηση θέσεων επιστημονικού προσωπικού του Ψυχιατρείου Κρατουμένων Κορυδαλλού και λοιπών καταστημάτων κράτησης
Οι θέσεις προσωπικού των καταστημάτων κράτησης, οι οποίες προβλέπονται στο π.δ. 96/2017(Α'136) και στο άρθρο 16 του ν. 4322/2015(Α'42), αυξάνονται ως εξής:
1.Του κλάδου ΠΕ Ιατρών ειδικότητας Ψυχιάτρων κατά επτά (7) και ΠΕ Ιατρών ειδικότητας Παθολόγων κατά δύο (2).
2.Του κλάδου ΠΕ Φαρμακοποιών κατά μία (1).
3.Του κλάδου ΠΕ Ψυχολόγων κατά δύο (2).
4.Του κλάδου ΠΕ Νοσηλευτικής κατά δύο (2).
5.Του κλάδου ΤΕ Υγείας Πρόνοιας ειδικότητας Νοσηλευτικής κατά δέκα (10).
6.Του κλάδου ΤΕ Εργοθεραπείας κατά δύο (2).
7.Του κλάδου ΔΕ Βοηθών Νοσηλευτικής κατά οκτώ (8).
8.Του κλάδου ΥΕ Βοηθητικού Υγειονομικού Προσωπικού κατά έξι (6).
9.Του κλάδου ΠΕ Κοινωνιολόγων κατά επτά (7).
10.Του κλάδου ΠΕ Γεωπονίας κατά πέντε (5).
11.Του κλάδου ΤΕ ΤεχνολογίαςΓεωπονίας κατά έξι (6).
12.Του κλάδου ΤΕ Βρεφονηπιοκόμων κατά μία (1).

Άρθρο 20
Το άρθρο 174 του ν. 4412/2016αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Κατά των εκτελεστών πράξεων ή παραλείψεων της διευθύνουσας υπηρεσίας, που προσβάλλουν για πρώτη φορά δικαίωμα του αναδόχου, χωρεί ένσταση. Η ένσταση απευθύνεται στον Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών ή στο κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις αρμόδιο αποφαινόμενο όργανο, και ασκείται με επίδοση σε αυτούς με δικαστικό επιμελητή μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο (2) μηνών από την κοινοποίηση της πράξης ή τη συντέλεση της παράλειψης, εκτός αν σε ειδικές περιπτώσεις ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα τίτλο I, κοινοποιείται δε εντός της ανωτέρω προθεσμίας και στην υπηρεσία που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη πράξη. Η ανωτέρω κοινοποίηση δύναται να διενεργηθεί και με ταχυδρομική αποστολή επί αποδείξει.
Ένσταση ασκείται επίσης και κατά αποφάσεων ή πράξεων της προϊσταμένης αρχής ή του κυρίου του έργου, εφόσον με τις αποφάσεις ή πράξεις αυτές προκαλείται διαφωνία για πρώτη φορά. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η προθεσμία για την άσκηση της ένστασης αρχίζει από την κοινοποίηση της απόφασης ή της πράξης στον ανάδοχο. Η διευθύνουσα υπηρεσία ή η προϊσταμένη αρχή οφείλουν, κατά την έκδοση των πράξεων ή αποφάσεών τους, να μνημονεύουν τη δυνατότητα άσκησης ένστασης, την ανατρεπτική προθεσμία για την άσκησή της, το αποφαινόμενο όργανο, καθώς και τις συνέπειες από τη μη άσκησή της, κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο α'της παραγράφου 2 του άρθρου 175 του παρόντος.
2.Με την ένσταση εξετάζεται τόσο η νομιμότητα της πράξης ή παράλειψης όσο και η ουσία της υπόθεσης. Ο Υπουργός ή το κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, αρμόδιο αποφαινόμενο όργανο υποχρεούται να εκδώσει και κοινοποιήσει την απόφασή του μέσα σε τρεις (3) μήνες από την κατάθεση της ένστασης, μετά από αιτιολογημένη γνώμη του Τεχνικού Συμβουλίου.
3.Η ένσταση πρέπει να αναφέρει την πράξη ή την παράλειψη, κατά της οποίας στρέφεται, σύντομο ιστορικό της σύμβασης και της διαφωνίας, τους λόγους, στους οποίους στηρίζει τις απόψεις του αυτός που υποβάλλει την ένσταση και ορισμένα αιτήματα.
4.Η ένσταση συνοδεύεται από αντίγραφο της προσβαλλόμενης πράξης, εφόσον αυτή έχει κοινοποιηθεί.
5.Η διευθύνουσα υπηρεσία ή η προϊσταμένη αρχή, κατά περίπτωση, υποχρεούνται μέσα σε είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες από την άσκηση της ένστασης να διαβιβάσουν στο Τεχνικό Συμβούλιο τις απόψεις τους επί αυτής και το φάκελο της υπόθεσης, ο οποίος περιλαμβάνει τα συμβατικά τεύχη ή αντίγραφά τους. Η παράλειψη αυτή αποτελεί πειθαρχική παράβαση και επιβάλλονται οι πειθαρχικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 141. Τα συμβατικά τεύχη μπορεί να τα προσκομίσει και αυτός που υποβάλλει την ένσταση.
6.Ένσταση μπορεί να ασκήσει και ο κύριος του έργου, εφόσον δεν είναι το Δημόσιο και η προϊσταμένη αρχή δεν ανήκει στον κύριο του έργου. Αν η αρμοδιότητα για την απόφαση επί ενστάσεων ασκείται από όργανο του κυρίου του έργου, επί ενστάσεων του προηγούμενου εδαφίου αποφασίζει ο Υπουργός που εποπτεύει τον κύριο του έργου και αν δεν υφίσταται εποπτεία, ο Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών.
7.Αν το Δημόσιο δεν είναι ο κύριος του έργου, αντίγραφο της ένστασης επιδίδεται στον αντισυμβαλλόμενο μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την άσκησή της. Ο αντισυμβαλλόμενος μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών μπορεί να υποβάλει στο αποφαινόμενο επί της ένστασης όργανο τις αντιρρήσεις του. Η παράλειψη υποβολής αντιρρήσεων δεν δημιουργεί τεκμήριο αποδοχής των λόγων που προβάλλονται με την ένσταση, τους οποίους μπορεί ο ενδιαφερόμενος να αποκρούσει για πρώτη φορά στο Δικαστήριο.
8.Στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, αυτός που υπέβαλε την ένσταση υποχρεούται να υποβάλει στο αποφαινόμενο επί της ένστασης όργανο επικυρωμένο αντίγραφο του αποδεικτικού εμπρόθεσμης επίδοσης της ένστασής του στον αντισυμβαλλόμενο. Η υποβολή του εν λόγω αντιγράφου γίνεται μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την επίδοση της ένστασης στον αντισυμβαλλόμενο. Οι ενστάσεις στην περίπτωση αυτή δεν εισάγονται για συζήτηση στο αρμόδιο Τεχνικό Συμβούλιο πριν περάσει η προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου για υποβολή αντιρρήσεων. Οι αντιρρήσεις συζητούνται μαζί με την ένσταση, με τις οποίες συζητούνται και εξετάζονται και οι τυχόν αντίθετες για το ίδιο θέμα ενστάσεις. Αν υποβληθούν αντίθετες ενστάσεις, όταν αρμόδιος να αποφασίσει επί ένστασης του κυρίου του έργου είναι ο Υπουργός που εποπτεύει τον κύριο του έργου και αν δεν υφίσταται εποπτεία ο Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών, σύμφωνα με την παράγραφο 6, η αρμοδιότητα του Υπουργού επεκτείνεται και στη συνεξεταζόμενη αντίθετη ένσταση του αναδόχου, έστω και αν αρμόδιο να αποφασίσει για την τελευταία αυτή ένσταση είναι όργανο του κυρίου του έργου.
9.Προκειμένου να συζητηθεί η ένσταση στο Τεχνικό Συμβούλιο, η αρμόδια για την εισήγηση υπηρεσία, σε συνεννόηση με τη Γραμματεία του Συμβουλίου καλεί με έγγραφη πρόσκλησή της τον ανάδοχο να παραστεί, σε ορισμένη ημέρα και ώρα και πάντως όχι νωρίτερα από δέκα (10) ημέρες από την επίδοση της πρόσκλησης, αυτοπροσώπως ή με νόμιμα εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο στη συνεδρίαση του Συμβουλίου, για να υποστηρίξει τις απόψεις του και να δώσει κάθε σχετική πληροφορία ή διευκρίνιση που θα ζητηθεί από τα μέλη του Συμβουλίου. Η πρόσκληση επιδίδεται με απόδειξη στον ανάδοχο ή τον αντίκλητό του, με δημόσιο όργανο ή με τηλεομοιοτυπία (FAX). Αντίγραφο της ένστασης διαβιβάζεται και στα μέλη του Συμβουλίου έως πέντε (5) ημέρες πριν από τη συζήτησή της. Κατά τη συζήτηση καλείται και ο κύριος του έργου που υποβάλλει ένσταση ή αντιρρήσεις κατ'αυτής.
10.Αν ο ανάδοχος, μολονότι κλήθηκε, δεν παρέστη ο ίδιος ή με αντιπρόσωπό του, γίνεται σχετική μνεία στα πρακτικά του Συμβουλίου και το Συμβούλιο προχωρεί στην εξέταση της ένστασης και χωρίς την παρουσία του. Τα ίδια εφαρμόζονται και όταν κληθεί και δεν παραστεί ο κύριος του έργου, ο οποίος άσκησε ένσταση ή αντιρρήσεις.
11.Η εξέταση της ένστασης αρχίζει με την προφορική ανάπτυξη της έγγραφης εισήγησης της αρμόδιας υπηρεσίας προς το Συμβούλιο. Η εισήγηση ερευνά πρώτα το εμπρόθεσμο της ένστασης, της επίδοσης αυτής στον αντισυμβαλλόμενο, στις περιπτώσεις που απαιτείται τέτοια επίδοση, καθώς και των αντιρρήσεων του αντισυμβαλλομένου, αν έχουν υποβληθεί αντιρρήσεις. Στη συνέχεια εξετάζει την ουσιαστική βασιμότητα της ένστασης, ανάλογα με τους περιεχόμενους σε αυτή λόγους και τα προβαλλόμενα σχετικά αιτήματα. Αν η ένσταση έχει οικονομικό αντικείμενο, η εισήγηση περιλαμβάνει εκτίμηση αυτού. Την προφορική ανάπτυξη της εισήγησης ακολουθεί συζήτηση για την πλήρη ενημέρωση των μελών του Συμβουλίου στην υπόθεση. Στη συνέχεια καλείται να ακουσθεί αυτός που άσκησε την ένσταση και αυτός που τυχόν υπέβαλε αντιρρήσεις. Ο πρόεδρος του Συμβουλίου ορίζει τη σειρά ακρόασης ή και την ενδεχόμενη ταυτόχρονη ακρόαση. Όταν οι ενδιαφερόμενοι αποχωρήσουν, συνεχίζεται η συζήτηση από το συμβούλιο, το οποίο μετά το τέλος της συζήτησης γνωμοδοτεί αιτιολογημένα, το αργότερο εντός δέκα (10) ημερών, για την υπόθεση.
12.Αν η ένσταση απορριφθεί εν όλω ή εν μέρει ή αν παρέλθει άπρακτη η τρίμηνη προθεσμία της παραγράφου 2, αυτός που υπέβαλε την ένσταση μπορεί να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 175. Η έκδοση ή κοινοποίηση απόφασης επί της ένστασης, μετά την πάροδο του τριμήνου, δεν μεταθέτει την έναρξη της προθεσμίας για άσκηση προσφυγής. Αν τα κατά περίπτωση αρμόδια υπηρεσιακά όργανα δεν προσκομίσουν μέχρι το δεύτερο δεκαήμερο του τρίτου μήνα το σχέδιο απόφασης επί της ένστασης στον Υπουργό ή το κατά περίπτωση αποφαινόμενο όργανο, επιβάλλονται οι πειθαρχικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 141.
13.Αν η ένσταση είναι εμπρόθεσμη, ο Υπουργός ή το κατά περίπτωση αποφαινόμενο όργανο μπορεί να εκδώσει και να κοινοποιήσει την απόφασή του και μετά την πάροδο της προθεσμίας της παραγράφου 2, αλλά οπωσδήποτε όχι πέραν του έτους από τη λήξη αυτής, εφόσον δεν έχει λήξει η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα σχετική προσφυγή και δεν έχει χωρήσει συζήτηση αυτής στο Δικαστήριο. Η απόφαση του Υπουργού ή του κατά περίπτωση αποφαινομένου οργάνου που εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο αυτή δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο βοήθημα και είναι εκτελεστή μόνο αν την αποδέχεται αυτός που υπέβαλε την ένσταση και παραιτηθεί από το δικαίωμα άσκησης προσφυγής και από τυχόν ασκηθείσα προσφυγή του. Η αποδοχή μπορεί να γίνει σε ανατρεπτική προθεσμία ενός (1) μηνός από την κοινοποίηση στον ανάδοχο της σχετικής απόφασης. Σε κάθε περίπτωση κατισχύει η τυχόν εκδοθείσα απόφαση του Δικαστηρίου.
14.Όπου στο άρθρο αυτό αναφέρεται ο Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών, νοούνται και οι άλλες αρχές, οι οποίες αποφασίζουν επί ενστάσεων, με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 6.
15.Οι προθεσμίες του παρόντος άρθρου, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι προθεσμίες που τάσσονται στα όργανα του εργοδότη και της διοίκησης, αναστέλλονται κατά το μήνα Αύγουστο.»

Άρθρο 21
Το άρθρο 175 του ν. 4412/2016αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση κατασκευής δημόσιου έργου, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο διοικητικό εφετείο της περιφέρειας, στην οποία εκτελείται το έργο. Παρέκταση αρμοδιότητας δεν επιτρέπεται. Αν το έργο εκτελείται στην περιφέρεια δύο ή περισσότερων διοικητικών εφετείων, αρμόδιο καθίσταται αυτό που θα επιλέξει ο προσφεύγων ή ο ενάγων.
2.Πριν από την άσκηση της προσφυγής στο διοικητικό εφετείο προηγείται υποχρεωτικά η ένσταση, σύμφωνα με το άρθρο 174, διαφορετικά η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Δεν απαιτείται η τήρηση ενδικοφανούς προδικασίας αν ασκείται από τον ενδιαφερόμενο αγωγή, στο δικόγραφο της οποίας δεν σωρεύεται αίτημα ακύρωσης ή τροποποίησης διοικητικής πράξης ή παράλειψης.
3.Η υπόθεση συζητείται σε δικάσιμο που ορίζεται όσο το δυνατόν συντομότερα. Ειδικά για δημόσια έργα προϋπολογισμού άνω των 500.000 ευρώ, η δικάσιμος για τη συζήτηση της υπόθεσης προσδιορίζεται το αργότερο εντός έξι (6) μηνών. Οι διάδικοι υποχρεούνται να προσκομίσουν κατά την πρώτη συζήτηση όλα τα αποδεικτικά μέσα. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Αν ο φάκελος της υπόθεσης δεν αποσταλεί στο διοικητικό εφετείο από τη Διοίκηση, η συζήτηση αναβάλλεται σε νέα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση συζητείται με βάση τα στοιχεία που προσκομίζει ο προσφεύγων ή ο ενάγων, αν το ζητήσει ο ίδιος.
4.Η συζήτηση και η διεξαγωγή της απόδειξης ολοκληρώνονται σε μια δικάσιμο. Ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη μόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου τρεις (3) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και, αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή. Η απόφαση εκδίδεται το ταχύτερο και αρκεί πιθανολόγηση. Οι αποφάσεις του διοικητικού εφετείου είναι αμέσως εκτελεστές.
5.Η αίτηση αναίρεσης κατά των αποφάσεων του διοικητικού εφετείου ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας επιτρέπεται για τους προβλεπόμενους νόμιμους λόγους αναίρεσης. Αν από την εκτέλεση της απόφασης πιθανολογείται κίνδυνος βλάβης δυσχερώς επανορθώσιμης, μπορεί να διαταχθεί με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους η ολική ή η εν μέρει αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, με τον όρο παροχής ανάλογης εγγύησης ή και χωρίς εγγύηση ή να εξαρτηθεί η εκτέλεση της απόφασης από την παροχή εγγύησης από τον διάδικο που έχει νικήσει. Για την αίτηση αποφαίνεται, συνεδριάζοντας ως συμβούλιο, χωρίς υποχρεωτική κλήτευση των διαδίκων, το αρμόδιο τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο συγκροτείται από τρία (3) μέλη, στα οποία περιλαμβάνεται υποχρεωτικά ο εισηγητής της υπόθεσης. Η απόφαση της αναστολής μπορεί κατά τον ίδιο τρόπο να ανακληθεί, με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους έως και κατά την πρώτη συζήτηση της αναίρεσης.
6.Αν ο κύριος του έργου ή ο φορέας κατασκευής ασκήσει αναίρεση, με αίτηση του αναδόχου, μπορεί μέχρι την εκδίκασή της να γίνει συμβιβασμός. Για το συμβιβασμό εκδίδεται απόφαση του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών ή του αρμόδιου οργάνου των φορέων που εκτελούν δημόσια έργα, ύστερα από γνώμη του αρμόδιου Τεχνικού Συμβουλίου. Μετά την αποδοχή αυτής από τον ανάδοχο, ο κύριος του έργου ή ο φορέας κατασκευής παραιτείται από την αναίρεση.
7.Αν ο ανάδοχος του έργου είναι κοινοπραξία, η προσφυγή ασκείται είτε από την ίδια είτε από όλα τα μέλη της, που μεταξύ τους στην περίπτωση αυτή υπάρχει αναγκαστική ομοδικία.»

Άρθρο 22
Το άρθρο 198 του ν. 4412/2016αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Στις περιπτώσεις που ρητά ορίζεται στο νόμο αυτόν, καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση εκτελεστής πράξης ή παράλειψης της διευθύνουσας υπηρεσίας που βλάπτει για πρώτη φορά δικαίωμα του αναδόχου, ασκείται ένσταση. Εφόσον δεν υφίσταται δέσμια αρμοδιότητα της υπηρεσίας για την έκδοση ρητής πράξης, προϋπόθεση ώστε να θεωρηθεί επιτρεπτή η ένσταση κατά παραλείψεως, είναι να έχει προηγηθεί η υποβολή εγγράφου αιτήματος του αναδόχου με συγκεκριμένο περιεχόμενο και να παρέλθει ένας (1) τουλάχιστον μήνας από την υποβολή του. Η προθεσμία της ένστασης στην περίπτωση αυτή διαρκεί μέχρι την έγκριση του σταδίου της μελέτης ή την παραλαβή της υπηρεσίας, εκτός αν γνωστοποιηθεί εγγράφως από τη διευθύνουσα υπηρεσία στον ανάδοχο ότι η Διοίκηση δεν πρόκειται να εκδώσει ρητή πράξη επί του αιτήματός του. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να τον ενημερώνει σχετικώς. Ένσταση ασκείται και κατά των βλαπτικών εκτελεστών πράξεων ή παραλείψεων της προϊσταμένης αρχής ή του κυρίου του έργου, αν από αυτές προκαλείται διαφωνία για πρώτη φορά. Η διευθύνουσα υπηρεσία κατά την έκδοση πράξης, η οποία υπόκειται σε ένσταση ή η προϊσταμένη αρχή κατά την έκδοση των πράξεων ή αποφάσεών της, οφείλουν να μνημονεύουν στην πράξη τη δυνατότητα άσκησης ένστασης, την ανατρεπτική προθεσμία για την άσκησή της, το αποφαινόμενο όργανο, καθώς και τις συνέπειες από τη μη άσκησή της, κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο α'της παραγράφου 2 του άρθρου 175 του παρόντος.
2.Η ένσταση απευθύνεται στον Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών ή στο κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, αρμόδιο αποφαινόμενο όργανο και ασκείται με επίδοση σε αυτούς και κατάθεση στη διευθύνουσα υπηρεσία, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο (2) μηνών, από την κοινοποίηση της πράξης ή τη συντέλεση της παράλειψης. Η κατάθεση στη διευθύνουσα υπηρεσία δύναται να διενεργηθεί και με ταχυδρομική αποστολή επί αποδείξει. Με την ένσταση εξετάζεται τόσο η νομιμότητα της πράξης ή παράλειψης όσο και η ουσία της υπόθεσης.
3.Ο Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών ή ο καθ'ύλην αρμόδιος Υπουργός ή το αρμόδιο, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, αποφαινόμενο όργανο αποφασίζει μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την άσκηση της ένστασης. Αν η ένσταση απορριφθεί εν μέρει ή στο σύνολό της ή αν παρέλθει άπρακτη η τρίμηνη προθεσμία, ο ανάδοχος μπορεί να ασκήσει προσφυγή στο αρμόδιο κατά την παράγραφο 11 του παρόντος άρθρου δικαστήριο. Η έκδοση ή κοινοποίηση της απόφασης επί της ένστασης, μετά την πάροδο του τριμήνου, δεν μεταθέτει την έναρξη της προθεσμίας για άσκηση προσφυγής.
4.Ένσταση μπορεί να ασκήσει και ο κύριος του έργου, αν δεν είναι το Δημόσιο. Αν αρμόδιος να αποφανθεί σε ενστάσεις του αναδόχου είναι ο κύριος του έργου ή όργανό του, στις ενστάσεις που ασκούνται από αυτόν, αποφασίζει ο Υπουργός που εποπτεύει τον κύριο του έργου και αν δεν υφίσταται εποπτεία, ο Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών.
5.Αν κύριος του έργου δεν είναι το Δημόσιο, αντίγραφο της ένστασης υποβάλλεται, μέσα σε δέκα (10) ημέρες, στον αντισυμβαλλόμενο του ενισταμένου. Γ ια την εξέταση της ένστασης καλείται ο ενιστάμενος να προσκομίσει το αποδεικτικό κατάθεσής της στον αντισυμβαλλόμενό του, ο οποίος μπορεί να υποβάλει τις αντιρρήσεις του, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών. Η μη υποβολή αντιρρήσεων δεν θεωρείται ως αποδοχή των ισχυρισμών του αιτούντος.
6.Η ένσταση προσδιορίζει την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη, περιλαμβάνει σύντομο ιστορικό της σύμβασης και της διαφωνίας, τους ουσιαστικούς λόγους στους οποίους στηρίζεται, τα αιτήματα του ενισταμένου και εφόσον είναι δυνατό, το οικονομικό αντικείμενο της διαφοράς. Η ένσταση συνοδεύεται από αντίγραφο της πράξης που γέννησε τη διαφωνία. Η διευθύνουσα υπηρεσία και η προϊσταμένη αρχή διαβιβάζουν στο αρμόδιο Τεχνικό Συμβούλιο μέσα σε είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες από την άσκηση της ένστασης τις απόψεις τους επί αυτής και το φάκελο της υπόθεσης με τα συμβατικά τεύχη του έργου, τα οποία δικαιούται να προσκομίσει και ο ενιστάμενος.
7.Η απόφαση του αρμόδιου οργάνου εκδίδεται ύστερα από αιτιολογημένη γνώμη του αρμόδιου Τεχνικού Συμβουλίου. Για τη συζήτηση στο Τεχνικό Συμβούλιο, καλείται από την υπηρεσία που εισηγείται ή τη γραμματεία του Συμβουλίου ο ανάδοχος εγγράφως, σε καθορισμένη ημέρα και ώρα που δεν απέχει λιγότερο από δέκα (10) ημέρες από την επίδοση της πρόσκλησης. Αντίγραφο της ένστασης διαβιβάζεται και στα μέλη του Συμβουλίου έως πέντε (5) ημέρες πριν από τη συζήτησή της. Η πρόσκληση επιδίδεται με απόδειξη στον ανάδοχο ή τον αντίκλητό του, με δημόσιο όργανο ή με τηλεομοιοτυπία (FAX). Στη συζήτηση καλείται με τον ίδιο τρόπο ο κύριος του έργου που υπέβαλε την ένσταση ή αντιρρήσεις κατ'αυτής. Στη συνεδρίαση ο ενιστάμενος παρίσταται είτε αυτοπροσώπως είτε με πληρεξούσιο.
8.Αν κύριος του έργου δεν είναι το Δημόσιο και ασκηθούν αντίθετες ενστάσεις από τον ανάδοχο και τον αντισυμβαλλόμενό του / κύριο του έργου, εξετάζονται ταυτόχρονα από τον εποπτεύοντα Υπουργό ή, αν δεν υπάρχει, τον Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών, ακόμα και αν έχει την κατά νόμο αρμοδιότητα για την εξέταση της ένστασης όργανο του κυρίου του έργου.
9.Η συζήτηση της ένστασης στο Τεχνικό Συμβούλιο αρχίζει με προφορική ανάπτυξη της έγγραφης εισήγησης της υπηρεσίας είτε με παρουσία του ενισταμένου και του υποβάλλοντος αντιρρήσεις είτε και χωρίς την παρουσία τους, αν δεν προσήλθαν παρά τη νόμιμη κλήτευσή τους. Ελέγχεται κατ'αρχήν το εμπρόθεσμο της ένστασης, 
η επίδοση της ένστασης στον αντισυμβαλλόμενο όταν απαιτείται και οι αντιρρήσεις του αντισυμβαλλομένου, αν έχουν υποβληθεί και στη συνέχεια εξετάζεται η νομιμότητα και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων που προβάλλονται. Η εισήγηση περιλαμβάνει επίσης εκτίμηση περί του οικονομικού αντικειμένου της υπόθεσης, αν τούτο είναι εφικτό. Ακολουθεί προφορική συζήτηση υπό τη διεύθυνση του προέδρου του Τεχνικού Συμβουλίου για την πληρέστερη ενημέρωση των μελών. Η γνώμη του Συμβουλίου διαμορφώνεται μετά την αποχώρηση των ενδιαφερομένων, διατυπώνεται στο πρακτικό και υποβάλλεται το αργότερο εντός δέκα (10) ημερών στο αρμόδιο για την απόφαση όργανο.
10.Οι προθεσμίες του παρόντος άρθρου, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι προθεσμίες που τάσσονται στα όργανα του εργοδότη και της διοίκησης, αναστέλλονται κατά το μήνα Αύγουστο.
11.Για τη δικαστική επίλυση των διαφορών που προκύπτουν μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, κατά την εκτέλεση των δημόσιων συμβάσεων μελετών και παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 175. Αρμόδιο Δικαστήριο είναι το διοικητικό εφετείο της περιφέρειας στην οποία έχει υπογράφει η σύμβαση.
12.Αν η ένσταση είναι εμπρόθεσμη, ο Υπουργός ή το κατά περίπτωση αποφαινόμενο όργανο μπορεί να εκδώσει και κοινοποιήσει την απόφασή του και μετά την πάροδο της προθεσμίας της παραγράφου 3, αλλά οπωσδήποτε όχι πέραν του έτους από τη λήξη αυτής, εφόσον δεν έχει λήξει η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα σχετική προσφυγή και δεν έχει χωρήσει συζήτηση αυτής στο Δικαστήριο. Η απόφαση του Υπουργού ή του κατά περίπτωση αποφαινομένου οργάνου που εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο αυτή δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο βοήθημα και είναι εκτελεστή μόνο αν την αποδέχεται αυτός που υπέβαλε την ένσταση και παραιτηθεί από το δικαίωμα άσκησης προσφυγής και από τυχόν ασκηθείσα προσφυγή του. Η αποδοχή μπορεί να γίνει σε ανατρεπτική προθεσμία ενός (1) μηνός από την κοινοποίηση στον ανάδοχο της σχετικής απόφασης. Σε κάθε περίπτωση κατισχύει η τυχόν εκδοθείσα απόφαση του Δικαστηρίου.»

Άρθρο 23
Στο άρθρο 376 του ν. 4412/2016προστίθενται παράγραφοι 14, 15 και 16, ως ακολούθως:
«14. Το άρθρο 175 του ν. 4412/2016εφαρμόζεται και στις διαφορές που ανακύπτουν από συμβάσεις έργων και μελετών που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4412/2016.
15.Ενστάσεις και αιτήσεις θεραπείας που έχουν ασκηθεί έως την 1.11.2017, καθώς και αυτές για τις οποίες η προθεσμία άσκησής τους δεν έχει παρέλθει κατά την ανωτέρω ημερομηνία, διέπονται από τις διατάξεις που ίσχυαν κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης.
16.Κανονιστικές πράξεις, καθώς και οι εξουσιοδοτικές αυτών διατάξεις, με τις οποίες συγκροτήθηκαν αποφαινόμενα ή γνωμοδοτικά όργανα επί αιτήσεων θεραπείας κατά την εκτέλεση δημοσίων έργων ή μελετών, εξακολουθούν να ισχύουν και τα όργανα αυτά επιλαμβάνονται εφεξής των προβλεπομένων, στα άρθρα 174 και 198, ενστάσεων.»

Άρθρο 24
Τροποποίηση του άρθρου 126Β του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
1.Από τον τίτλο και την παράγραφο 1 του άρθρου 126Β του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, A'97), οι λέξεις «διοικητικές» και «διοικητικών» αντικαθίστανται με τις λέξεις «δημόσιες» και «δημοσίων» αντιστοίχως.
2.Οι παράγραφοι 2 και 3 του ανωτέρω άρθρου αντικαθίστανται ως εξής:
«2. Ο πρόεδρος του συμβουλίου διεύθυνσης ή ο Δικαστής που διευθύνει το Δικαστήριο ή ο οριζόμενος από αυτόν Δικαστής, αμέσως μετά την κατάθεση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου, ορίζει με πράξη του επ'αυτού το αρμόδιο τμήμα για την ενδοδικαστική επίλυση της διαφοράς. Ο πρόεδρος του οικείου τμήματος ορίζει εισηγητή Δικαστή με πράξη του, η οποία κοινοποιείται στους διαδίκους. Εντός δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση, οι διάδικοι δύνανται να προσκομίσουν στη γραμματεία του Δικαστηρίου όλα τα αναγκαία στοιχεία για την επίλυση της διαφοράς. Εάν μετά την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας δεν έχουν προσκομιστεί τα προαναφερόμενα στοιχεία, η συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, κατόπιν σχετικής επισημείωσης από τον εισηγητή Δικαστή επί του φακέλου της δικογραφίας, ματαιώνεται. Ο εισηγητής επιμελείται τη συγκέντρωση των αναγκαίων στοιχείων από τους διαδίκους και μπορεί να ζητά, διά της γραμματείας και εφόσον το κρίνει αναγκαίο, την προσκόμιση πρόσθετων στοιχείων και οργανώνει την επικοινωνία με αυτούς προς το σκοπό επίλυσης της διαφοράς. Προς τούτο καλούνται σε κοινή συνάντηση από τον εισηγητή σε ημερομηνία που ορίζεται από τον ίδιο. Κατά τη συνάντηση τηρούνται πρακτικά από τον γραμματέα, στα οποία αποτυπώνεται είτε το αποτέλεσμα του συμβιβασμού είτε η ματαίωσή του. Τα πρακτικά υπογράφονται από τους εκπροσώπους των διαδίκων, τον εισηγητή Δικαστή και τον γραμματέα. Εφόσον συνταχθεί πρακτικό συμβιβασμού, η υπόθεση εισάγεται στο συμβούλιο, για την έκδοση απόφασης, με την οποία επιλύεται συμβιβαστικά η διαφορά. Σε αντίθετη περίπτωση το πρακτικό ματαίωσης του συμβιβασμού παραμένει στο φάκελο της υπόθεσης. Εάν κατά την κρίση του εισηγητή δικαστή η αγωγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή αβάσιμη, η υπόθεση μπορεί να εισαχθεί στο συμβούλιο προκειμένου να ακολουθηθεί η διαδικασία του άρθρου 126Α του παρόντος Κώδικα.
3.Η απόφαση ενδοδικαστικής επίλυσης, η οποία περιέχει το ύψος της απαίτησης χωρίς παράθεση του πραγματικού, το χρόνο έναρξης της τοκοφορίας και τον προσδιορισμό του επιτοκίου, έχει τα αποτελέσματα αμετάκλητης δικαστικής απόφασης και συνιστά εκτελεστό τίτλο κατά την έννοια του άρθρου 199 (παρ. 1) του παρόντος Κώδικα, χωρίς να απαιτείται προς τούτο η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου.»

Άρθρο 25
Από την 1.1.2018 οι οργανικές θέσεις των δικαστικών λειτουργών διοικητικής δικαιοσύνης αυξάνονται ως ακολούθως:
α) Των Προέδρων Εφετών κατά δύο (2), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε εβδομήντα πέντε (75).
β) Των Εφετών κατά οκτώ (8), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε διακοσίους εξήντα έξι (266).
γ) Των Προέδρων Πρωτοδικών κατά δύο (2), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε εκατόν δώδεκα (112).
δ) Των Παρέδρων Πρωτοδικών κατά δέκα (10), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε πεντακόσιους είκοσι (520).

Άρθρο 26
Το άρθρο 64 παράγραφος 4 του Εισαγωγικού Νόμου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας καταργείται.

Άρθρο 27
Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 372 του ν. 4412/2016αντικαθίσταται ως εξής:
«Η αίτηση αναστολής κατατίθεται στο αρμόδιο δικαστήριο μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την έκδοση της απόφασης επί της προδικαστικής προσφυγής και συζητείται το αργότερο εντός τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της.»

Άρθρο 28
Στο άρθρο 379 του ν. 4412/2016προστίθεται παράγραφος 14 ως εξής:
«14. Προσφυγές ή αγωγές, που έχουν κατατεθεί μέχρι την 1.11.2017, δικάζονται από το Δικαστήριο, στο οποίο έχουν κατατεθεί. Εξαιρετικά, όσες από αυτές εκκρεμούν στο πολιτικό Πενταμελές Εφετείο αλλά δεν είναι εγγεγραμμένες στο πινάκιο γιατί έχει ματαιωθεί η συζήτησή τους, όταν επαναφερθούν για συζήτηση, θα εισαχθούν στο πολιτικό Τριμελές Εφετείο.»

Άρθρο 29
Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 758 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Η αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης του πρώτου εδαφίου επιτρέπεται, επίσης, μετά την έκδοση οριστικής απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με την οποία κρίνεται ότι η δικαστική απόφαση που δέχθηκε ή απέρριψε την αρχική αίτηση εκδόθηκε κατά παράβαση δικαιώματος που αφορά στον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή διάταξης ουσιαστικού δικαίου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με την επιφύλαξη των όρων και περιορισμών που προβλέπονται στις επιμέρους διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου περί προστασίας της εθνικής ασφάλειας, της δημόσιας τάξης, της πρόληψης του εγκλήματος, της προστασίας της υγείας ή ηθικής και της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων. Στην περίπτωση αυτή η αίτηση ασκείται μέσα σε προθεσμία ενενήντα (90) ημερών, η οποία αρχίζει από την ημερομηνία που καθίσταται οριστική η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.»

Άρθρο 30
Μεταβατική διάταξη
Η διάταξη του προηγούμενου άρθρου καταλαμβάνει και τις υποθέσεις για τις οποίες έχει εκδοθεί οριστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου πριν από τη δημοσίευση του παρόντος, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά και σύμφωνα με τους περιορισμούς της διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τις λοιπές διατάξεις της Σύμβασης αυτής, καθώς και τις διεθνείς συνθήκες. Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία άσκησης της αίτησης ανάκλησης ή μεταρρύθμισης είναι ένα (1) έτος από τη δημοσίευση του παρόντος.

Άρθρο 31
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Παραγγέλλουμε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 13 Οκτωβρίου 2017

Ποια έγγραφα θεωρούνται ότι είναι νόμιμα μεταφρασμένα - Ποια όργανα, σύμφωνα με τον νόμο, μπορούν να μεταφράζουν νόμιμα δημόσια, ιδιωτικά έγγραφα και άλλα κείμενα

$
0
0

Ποια έγγραφα θεωρούνται ότι είναι νόμιμα μεταφρασμένα


Α. Μεταφραστική Υπηρεσία του ΥΠΕΞ
Η οργάνωση και η λειτουργία της Μεταφραστικής Υπηρεσίας του ΥΠΕΞ διέπεται από τον Οργανισμό του Υπουργείου Εξωτερικών, όπως αυτός έχει κωδικοποιηθεί με τον νόμο 3566/2007.

Σύμφωνα με τον Οργανισμό του Υπουργείου Εξωτερικών Σκοπός της Μεταφραστικής Υπηρεσίας είναι:
  • η έγκυρη μετάφραση δημόσιων και ιδιωτικών εγγράφων και άλλων κειμένων,
  • η επικύρωση αυτών, καθώς και των εγγράφων που εκδίδονται στην Ελλάδα από τις ξένες διπλωματικές και προξενικές αρχές,
  • η επικύρωση των υπογραφών των Ελλήνων υπηκόων επί παντός κειμένου, πλην των πληρεξουσίων, εφόσον αυτοί υπογράφουν ενώπιον του αρμόδιου υπαλλήλου των γραφείων της Μεταφραστικής Υπηρεσίας
Στο ίδιο άρθρο διευκρινίζεται ότι «Αλλοδαπά δημόσια έγγραφα μεταφράζονται εφόσον φέρουν την επισημείωση της σφραγίδας APOSTILLE, στην περίπτωση που προέρχονται από αρχή χώρας συμβεβλημένης στη Σύμβαση της Χάγης, η οποία κυρώθηκε με το ν. 1497/1984 (ΦΕΚ 188 Α), σε κάθε άλλη δε περίπτωση εφόσον φέρουν θεώρηση από την ελληνική προξενική αρχή της χώρας προέλευσης του εγγράφου ή από την προξενική αρχή της χώρας αυτής στην Ελλάδα.
Για έγγραφα χωρών για τις οποίες η Ελλάδα έχει εκφράσει επιφυλάξειςγια την προσχώρηση τους στη Σύμβαση της Χάγης και για όσο διάστημα δεν έχουν αρθεί οι επιφυλάξεις αυτές, η επικύρωση θα γίνεται μόνο από την οικεία ελληνική προξενική αρχή.
Όσον αφορά στις γλώσσες από και προς τις οποίες εκπονούνται μεταφράσεις και επικυρώνονται έγγραφα πολιτών και Δημοσίων Υπηρεσιών, η υπηρεσία αυτή μεταφράζει και επικυρώνει σε (34) γλώσσες με δυνατότητα αύξησης ή μείωσης τους (ΥΑ αριθμ. 1856/98 (ΦΕΚ 478 Β)
Οι Μεταφραστές της Μεταφραστικής Υπηρεσίας είναι ιδιώτες από πίνακα που καταρτίζεται με απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών, με τους επιτυχόντες σε ειδική γραπτή δοκιμασία ελέγχου της επάρκειας της δηλούμενης, εκ μέρους του υποψηφίου, ξένης γλώσσας.

Τα μεταφραστικά τέλη που ισχύουν κατά κατηγορία εγγράφων καθορίζονται με απόφαση από τον Υπουργό Εξωτερικών.
Η Μεταφραστική Υπηρεσία καταρτίζει πίνακα με μεταφραστές που κατά δήλωση τους έχουν ειδικευθεί σε μεταφράσεις ιατρικών, δικαστικών και τεχνικών εγγράφων ή εγγράφων με ναυτική και στρατιωτική ορολογία.

Β. Η κατοχύρωση του δικαιώματος εκπόνησης νομίμων μεταφράσεων από τους δικηγόρους

Η κατοχύρωση αυτού του δικαιώματος για τους δικηγόρους προκύπτει κυρίως από το άρθρο 36 παρ. 2 περ. γ νόμου 4194/2013 του Κώδικα περί Δικηγόρων (ΦΕΚ Α 208/27-9-2013) και το άρθρο 454 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Άρθρο 36 παρ. 2 περ. γ νόμου 4194/2013 του Κώδικα περί Δικηγόρων (ΦΕΚ Α 208/27-9-2013)
«γ) Η μετάφραση εγγράφων που έχουν συνταχθεί σε ξένη γλώσσα, καθώς και η μετάφραση ελληνικών εγγράφων σε οποιαδήποτε ξένη γλώσσα. Η μετάφραση έχει πλήρη ισχύ έναντι οποιασδήποτε Δικαστικής ή άλλης Αρχής, εφόσον συνοδεύεται από επικυρωμένο αντίγραφο του εγγράφου που μεταφράστηκε και ο δικηγόρος βεβαιώνει ότι έχει επαρκή γνώση της γλώσσας από και προς την οποία μετέφρασε».
Επομένως, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο οι δικηγόροι, οι εγγεγραμμένοι σε ελληνικούς δικηγορικούς συλλόγους έχουν το δικαίωμα να μεταφράζουν πάσης φύσεως έγγραφα, οι δε μεταφράσεις τους έχουν πλήρη ισχύ έναντι οποιασδήποτε Δικαστικής ή άλλης Αρχής. Στο ίδιο άρθρο αναφέρεται επίσης ότι για να είναι έγκυρη αυτή η μετάφραση, πρέπει να συνοδεύεται από επικυρωμένο αντίγραφο του εγγράφου που μεταφράστηκε και βεβαίωση του δικηγόρου ότι έχει επαρκή γνώση της γλώσσας από και προς την οποία μετέφρασε
Άρθρο 454 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
«Αν το έγγραφο που προσάγεται έχει συνταχθεί σε ξένη γλώσσα, υποβάλλεται μαζί και επίσημη μετάφραση του επικυρωμένη από το Υπουργείο Εξωτερικών ή άλλο αρμόδιο κατά το νόμο πρόσωπο ή από την πρεσβεία ή το προξενείο της Ελλάδας στη χώρα, στην περιοχή της οποίας έχει συνταχθεί το έγγραφο ή από την πρεσβεία στην Ελλάδα ή το προξενείο της ίδιας χώρας. Σε οποιαδήποτε περίπτωση το δικαστήριο μπορεί να διατάξει να μεταφραστεί το έγγραφο στα ελληνικά από πραγματογνώμονα».
Από το ανωτέρω άρθρο προκύπτει ότι μεταφράσεις που εκπονούνται από δικηγόρους γίνονται δεκτές από τα Ελληνικά Δικαστήρια, αλλά σε περίπτωση που αυτό απαιτηθεί κατά την ακροαματική διαδικασία η μετάφραση εγγράφου δεν γίνεται ούτε από τους δικαστικούς λειτουργούς ούτε από τους συνηγόρους, αλλά ανατίθεται σε πραγματογνώμονα, ο οποίος ορίζεται από το δικαστήριο.

Γ. Η κατοχύρωση του δικαιώματος εκπόνησης νομίμων μεταφράσεων από τους συμβολαιογράφους

Όσον αφορά στους συμβολαιογράφους, σύμφωνα με τον ΝΟΜΟ 2830/2000 (ΦΕΚ Α 96/16-3-2000) Κώδικας Συμβολαιογράφων, άρθρο 1 παρ. 2 
2. Ο συμβολαιογράφος μπορεί να μεταφράζει με ευθύνη του στην ελληνική γλώσσα έγγραφα συνταγμένα σε ξένη γλώσσα τα οποία του προσκομίζονται και είναι χρήσιμα για την κατάρτιση μιας από τις αναφερόμενες πράξεις, θεωρώντας τα για την πραγματοποίηση της μετάφρασης και για την ακρίβειά τους.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αρμοδιότητα των συμβολαιογράφων είναι περιορισμένη (συγκριτικά με των δικηγόρων) και αφορά αποκλειστικώς έγγραφα χρήσιμα για την κατάρτιση 
πηγή: odigostoypoliti.eu
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>