Quantcast
Channel: ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live

Α.Π. 322/2017 - Περιορισμός αγωγικού αιτήματος που συντίθεται από περισσότερα κονδύλια από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό - Ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό, χωρίς να προσδιορίζεται από τον ενάγοντα, στην σχετική δήλωσή του στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, κατά την προφορική συζήτηση της αγωγής, καταχωριζομένη στα πρακτικά, ούτε στις προτάσεις του ενώπιον αυτού, σε ποιο ή ποια ειδικότερα κεφάλαια ή κονδύλια αφορά ο περιορισμός αυτός ή ότι τα κονδύλια αυτά περιορίζονται κατά ποσοστό ανάλογο του όλου αιτήματος, καθιστά την αγωγή αόριστη στο σύνολό της.

Previous: Α.Π. 442/2017 - Ποιος περιλαμβάνεται στον όρο «οικογένεια του θύματος» - Περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος, που δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του και, προς ανακούφιση του ηθικού πόνου αυτών στοχεύει η διάταξη αυτή, αδιαφόρως αν συζούσαν μαζί του ή διέμενα χωριστά ήτοι οι γονείς, τα τέκνα, οι αδελφοί, αμφιθαλείς και ετεροθαλείς, ο σύζυγος ή η σύζυγος και, από δε τους αγχιστείες μόνο οι του πρώτου βαθμού (πεθερός, πεθερά, γαμπρός από θυγατέρα, νύφη από γιό).
$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Περιορισμός αγωγικού αιτήματος που συντίθεται από περισσότερα κονδύλια από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό
ΑΠ
Έτος: 2017
Νούμερο: 322
Ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό, χωρίς να προσδιορίζεται από τον ενάγοντα, στην σχετική δήλωσή του στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, κατά την προφορική συζήτηση της αγωγής, καταχωριζομένη στα πρακτικά, ούτε στις προτάσεις του ενώπιον αυτού, σε ποιο ή ποια ειδικότερα κεφάλαια ή κονδύλια αφορά ο περιορισμός αυτός ή ότι τα κονδύλια αυτά περιορίζονται κατά ποσοστό ανάλογο του όλου αιτήματος, καθιστά την αγωγή αόριστη στο σύνολό της....


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δήμητρα Κοκοτίνη και Γεώργιο Μιχολιά, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 22 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Π. Κ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ...., με δήλωση κατ'άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.

Των αναιρεσιβλήτων: 1)εταιρίας Χ1 S.A."που εδρεύει ή είναι εγκαταστημένη στον ..., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, 2)εταιρίας Χ2 INC"που εδρεύει στις … και εκπροσωπείται νόμιμα, 3)εταιρίας Χ3 INC"που εδρεύει στις … και εκπροσωπείται νόμιμα, και 4)Μ. Φ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ....,με δήλωση παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, που κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24/12/2008 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3372/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 731/2012 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 15/9/2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας ανέγνωσε την από 13/11/2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του αρθρ. 522 ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Από το μεταβιβαστικό αυτό αποτέλεσμα της εφέσεως το Εφετείο αποκτά την εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις των αρθρ. 525 μέχρι 527 του ίδιου κώδικα, τόσο από τη μια πλευρά όσο και από την άλλη και, παρόλο ότι ο εκκαλών, με την έφεση, παραπονιέται γιατί η αγωγή του απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, μπορεί να κρίνει, μετά και από αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη. Στην περίπτωση αυτή, μη επιτρεπόμενης, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του άνω κώδικα, της αντικαταστάσεως των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση και απορρίπτεται η αγωγή ως μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη και μάλιστα χωρίς ειδικό γι` αυτό παράπονο, κατά τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 1 του κώδικα αυτού, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα. Στην περίπτωση αυτή δεν θεωρείται ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη μη προταθέντα πράγματα, κατ'άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ (ΑΠ 356/2013, 457/1989).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο, από το αρθρ. 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων εκκαλών ενάγων προβάλλει την αιτίαση, ότι το Εφετείο χωρίς να υπάρχει λόγος εφέσεως έκρινε αυτεπάγγελτα αόριστη την αγωγή του κατά το κεφάλαιό της με το οποίο ζητούσε αποζημίωση από αδικοπραξία, που τέλεσαν σε βάρος του οι εναγόμενοι, με την μη καταβολή από μέρους τους των ασφαλιστικών εισφορών του προς το ΝΑΤ, για το διάστημα που τον απασχόλησαν ως ναυτικό, κατά το οποίο είχε απορριφθεί πρωτοδίκως ως κατ` ουσίαν αβάσιμη, και στη συνέχεια αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση την απέρριψε για τον λόγο αυτό κατά το εν λόγω κεφάλαιο. Από την παραδεκτώς γενόμενη επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων (αρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι με την υπ` αριθ. 3372/2009 πρωτόδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η ένδικη αγωγή, κατά το κεφάλαιό της με το οποίο εζητείτο από τον αναιρεσείοντα ενάγοντα αποζημίωση εξ αδικοπραξίας, απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά παραδοχή σχετικής ενστάσεως των εναγομένων περί παραγραφής της σχετικής αξιώσεως. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε έφεση ο αναιρεσείων παραπονούμενος για την κατ` ουσίαν απόρριψη της αγωγής του ως προς το κεφάλαιο αυτό της αποζημιώσεως εξ αδικοπραξίας. Το Εφετείο, έχοντας την εξουσία λόγω του, κατ` αρθρ. 522 ΚΠολΔ, μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως να ερευνήσει αυτεπάγγελτα το ορισμένο της αγωγής κατά το εξ αδικοπραξίας εκκληθέν κεφάλαιό της, διότι την πρωτόδικη απόφαση είχε εκκαλέσει η αναιρεσείουσα ενάγουσα παραπονούμενη για την κατ` ουσίαν απόρριψη αυτής, έκρινε ότι η αγωγή κατά το κεφάλαιό της αυτό ήταν αόριστη. Κατόπιν τούτου δέχθηκε την έφεση ως κατ` ουσίαν βάσιμη, διότι το πρωτόδικο δικαστήριο με το να απορρίψει την αγωγή ως κατ` ουσίαν αβάσιμη έσφαλε, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, γιατί οι συνέπειες από την απόρριψη της αγωγής για το λόγο αυτό ήταν διαφορετικές, ώστε να μην επιτρέπεται η αντικατάσταση των αιτιολογιών κατ` αρθρ. 534 ΚΠολΔ, και απέρριψε την αγωγή του εκκαλούντος κατά το περί αποζημιώσεως εξ αδικοπραξίας κεφάλαιό της ως αόριστη. Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, δεν υπέπεσε, σύμφωνα και με όσα παρατέθηκαν ανωτέρω, στην πλημμέλεια του αρθρ. 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, διότι, εφόσον ο εκκαλών παραπονιόταν για την κατ` ουσίαν απόρριψη της αγωγής κατά το εκκληθέν περί αποζημιώσεως από αδικοπραξία κεφάλαιο, το δικαστήριο μπορούσε να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως και χωρίς την ύπαρξη λόγου εφέσεως το ορισμένο της αγωγής και να την απορρίψει κατά το εκκληθέν κεφάλαιό της ως αόριστη, δοθέντος περαιτέρω ότι η απόφαση του αυτή δεν ήταν επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα ενάγοντα από την εκκαλουμένη, ώστε κατά το αρθρ. 536 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, να μην μπορεί να την εκδώσει το Εφετείο. Επομένως, ο πρώτος αυτός λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 223 και 295 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο ενάγων μπορεί να περιορίσει το αίτημα της αγωγής, ο περιορισμός δε αυτός συνιστά μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής κατά το αίτημα που περιορίσθηκε, το οποίο θεωρείται από την αρχή ότι δεν ασκήθηκε. Με την παραίτηση, όμως, δεν πρέπει να προκαλείται αοριστία ως προς το υπόλοιπο τμήμα της αγωγής που εμποδίζει την συγκεκριμενοποίηση της διαφοράς, η οποία έχει αχθεί σε δικαστική κρίση. Όταν το αγωγικό αίτημα συντίθεται από περισσότερα κονδύλια, ο περιορισμός του επιχειρείται παραδεκτά μόνον εφόσον διευκρινίζεται σε ποια κονδύλια αφορά ή όταν περιορίζεται κατά σαφή δήλωση του ενάγοντος κατά κλάσμα ή ποσοστό του όλου αιτήματος και επέρχεται έτσι αντίστοιχη μείωση όλων των κονδυλίων. Επομένως, επί περισσοτέρων αγωγικών κονδυλίων ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό, χωρίς να προσδιορίζεται από τον ενάγοντα, στην σχετική δήλωσή του στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, κατά την προφορική συζήτηση της αγωγής, καταχωριζομένη στα πρακτικά, ούτε στις προτάσεις του ενώπιον αυτού, σε ποιο ή ποια ειδικότερα κεφάλαια ή κονδύλια αφορά ο περιορισμός αυτός ή ότι τα κονδύλια αυτά περιορίζονται κατά ποσοστό ανάλογο του όλου αιτήματος, καθιστά την αγωγή αόριστη στο σύνολό της, διότι, εφόσον δεν διευκρινίζεται, ποίων συγκεκριμένων αξιώσεων ζητείται η αναγνώριση και ποίων η καταψήφιση, δεν είναι δυνατόν να διαγνωσθεί, σε περίπτωση που θα κριθούν μη νόμιμες ή ουσιαστικά αβάσιμες, κάποιες από τις αξιώσεις αυτές, αν πρόκειται για αξιώσεις, των οποίων ζητείται η αναγνώριση ή η καταψήφιση και ιδίως ν` αποφασισθεί, ποιες από τις γενόμενες δεκτές υπόλοιπες αξιώσεις πρέπει ν` αναγνωρισθούν και ποιες να επιδικασθούν στον ενάγοντα (ολΑΠ 30/2007, ΑΠ 1817/2014, 25/2013).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 556 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για το παραδεκτό του λόγου αναιρέσεως πρέπει ο αναιρεσείων να έχει έννομο συμφέρον, να ανατρέψει την προσβαλλόμενη απόφαση για σφάλμα που αναφέρεται στο λόγο αυτό. Έτσι, αν το διατακτικό της αποφάσεως στηρίζεται αυτοτελώς σε δύο ή περισσότερες επάλληλες αιτιολογίες που στηρίζουν το διατακτικό και η μία από αυτές δεν προσβάλλεται με λόγο αναιρέσεως ή προσβάλλεται ανεπιτυχώς, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι αλυσιτελής (ολ ΑΠ 13/1995, 42/2015, 25/1994, ΑΠ 528/2014, 799/2013, 962/2013, 960/2013, 1051/2010). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο παρά το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Με το λόγο αυτό αναίρεσης ελέγχεται και η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής (oλΑΠ 1573/1981, ΑΠ 265/2015, 766/2014, 119/2014).

Στην προκειμένη περίπτωση από την σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης αυτής προκύπτουν τα εξής: 1) Στην από 24.12.2008 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 13310/24.12.2008 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων εξέθεσε, ότι δυνάμει συμβάσεων ναυτολογήσεως, που καταρτίσθηκαν μετά της πρώτης των εναγομένων, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας είναι ο τέταρτος εναγόμενος, ενεργούσης ως αντιπροσώπου των δευτέρας και τρίτης εξ αυτών, έχει αυτός (ο ενάγων) απασχοληθεί ως αρχιθαλαμηπόλος από 15ης Αυγούστου 2004 μέχρι 13ης Φεβρουαρίου 2005 του υπό σημαία … συμβεβλημένου μετά του Ν.Α.Τ. τουριστικού πλοίου "...", πλοιοκτησίας της δευτέρας των εναγομένων, από δε 15ης Απριλίου 2005 μέχρι 24ης Νοεμβρίου 2005 και από 29ης Απριλίου 2006 μέχρι 1ης Δεκεμβρίου 2006 του επίσης υπό σημαία … συμβεβλημένου μετά του Ν.Α.Τ. τουριστικού πλοίου "...", πλοιοκτησίας της τρίτης των εναγομένων, ότι οι εναγόμενοι, παρ'ότι υπόχρεοι κατά τις διατάξεις του Π.Δ. 913/1978 να τον ασφαλίσουν και να καταβάλουν προς το Ν.Α.Τ. τις οικείες ασφαλιστικές εισφορές, παρέλειψαν τούτο, με συνέπεια να υποχρεούται πλέον αυτός, προκειμένου να επιτύχει την ασφαλιστική αναγνώριση του ως άνω χρόνου θαλασσίας υπηρεσίας, να καταβάλει εξ ιδίων τις εν λόγω ασφαλιστικές εισφορές προς το Ν.Α.Τ. ποσού 3495,57, 7093,07 και 5999,62 ευρώ αντιστοίχως για κάθε επιμέρους χρονικό διάστημα: α) από 15ης Αυγούστου 2004 μέχρι 31ης Δεκεμβρίου 2004, β) από 1ης Ιανουαρίου 2005 μέχρι 13ης Φεβρουαρίου 2005 και από 15ης Απριλίου 2005 μέχρι 24ης Νοεμβρίου 2005 και γ) από 29ης Απριλίου 2006 μέχρι 1ης Δεκεμβρίου 2006 και να ζημιωθεί κατά τα αντίστοιχα ποσά και ότι εξ αιτίας της αδικοπραξίας των εναγομένων υπέστη ηθική βλάβη. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζήτησε να καταδικασθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας τους ως αποζημίωση συνολικώς το ποσό των 16.588,26 ευρώ και ως χρηματική ικανοποίηση, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης το ποσόν των 5000 ευρώ, κυρίως λόγω της αδικοπραξίας, επικουρικώς δε λόγω του αδικαιολογήτου πλουτισμού, με το νόμιμο τόκο, αφ'ότου έκαστο επί μέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως. 2) Κατά την συζήτηση της αγωγής αυτής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ο ενάγων με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά συνεδρίασής του, περιόρισε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής στο ποσό των 12.000 ευρώ του Α'κονδυλίου της, μετέτρεψε δε σε αναγνωριστικό το αίτημα της αγωγής για το υπόλοιπο των 9.588,26 ευρώ, ενώ στις νόμιμα κατατεθείσες κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο προτάσεις, ανέφερε ότι "λόγω αδυναμίας καταβολής του δικαστικού ενσήμου διατηρώ ως καταψηφιστικό το αίτημα της αγωγής μου για ποσό 12.000 ευρώ του πρώτου κονδυλίου της και μετατρέπω σε αναγνωριστικό το υπόλοιπο ποσό των 9.588,26 ευρώ", χωρίς να προσδιορίσει σε ποιο ή ποια ειδικότερα κονδύλια της αγωγής αφορά ο περιορισμός αυτός από το αρχικό καταψηφιστικό αίτημα που μετατράπηκε σε αναγνωριστικό, ούτε ότι περιορίζονται ανάλογα τα αγωγικά κονδύλια κατά ποσοστό του όλου αιτήματος. 3) Η αγωγή αυτή απορρίφθηκε κατ'ουσίαν, ύστερα από αποδοχή σχετικής ενστάσεως παραγραφής που υπέβαλαν οι εναγόμενοι, κατά το κονδύλιο της αποζημιώσεως, ενώ έγινε εν μέρει δεκτή για ποσό 1000 ευρώ, κατά το κονδύλιο της χρηματικής ικανοποιήσεως με την 3372/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της οποίας ο ενάγων άσκησε έφεση. 4) Το Εφετείο Πειραιώς με την προσβαλλομένη 731/2012 απόφασή του έκρινε, ότι λόγω του ως άνω περιορισμού η αγωγή κατέστη αόριστη διότι: "α) περιορίζονται συλλήβδην τα κονδύλια αυτής κατά τρόπον μη επιτρέποντα την συγκεκριμενοποίηση της διαφοράς και δη δεν προσδιορίζονται τα επί μέρους κονδύλια, ως προς τα οποία χωρεί ο περιορισμός, και κατά ποίον μέτρο έκαστο κονδύλιο περιορίζεται, β) επιτείνεται η εν λόγω αοριστία εκ του ότι εκάστη των δευτέρας και τρίτης των εφεσιβλήτων βάσει των εκτιθεμένων περιστατικών ευθύνεται μόνον ως προς το αντίστοιχο του χρόνου ναυτολογήσεως του εκκαλούντος επί του πλοίου πλοιοκτησίας της ιδίας κονδύλιο, περαιτέρω δε, το κονδύλιο ποσού 7093,07 ευρώ περιλαμβάνει συλλήβδην τις ασφαλιστικές εισφορές των διαστημάτων από 1ης Ιανουαρίου 2005 μέχρι 13ης Φεβρουαρίου 2005 και από 15ης Απριλίου 2005 μέχρι 24ης Νοεμβρίου 2005, ως προς το πρώτο των οποίων ευθύνεται η δευτέρα των εφεσιβλήτων, ως προς δε το δεύτερο η τρίτη εξ αυτών, γ) δεν διαλαμβάνονται περιστατικά θεμελιώνοντα την ευθύνη εκατέρας των δευτέρας και τρίτων των εφεσίβλητων και μάλιστα εις ολόκληρον ως προς το διάστημα ναυτολογήσεως του εκκαλούντος επί του πλοίου πλοιοκτησίας της ετέρας και δ) δεν διαλαμβάνεται η συνδρομή της αναγκαίας της δυνατότητος ασφαλιστικής εξαγοράς του χρόνου θαλασσίας υπηρεσίας του εκκαλούντος προϋπόθεση της ναυτολογήσεως αυτού μέσω του Γραφείου Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας ή της Προξενικής Αρχής"και αφού εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση, κατά παραδοχή του μοναδικού λόγου εφέσεως, ως προς το κεφάλαιο της αποζημιώσεως, ερευνώντας στη συνέχεια την αγωγή κατά το κεφάλαιο αυτό την απέρριψε για το λόγο αυτό. Με το να απορρίψει το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του την αγωγή ως αόριστη κατά το κεφάλαιο της αποζημιώσεως διότι με τον περιορισμό του αιτήματος κατά τον ανωτέρω τρόπο "περιορίζονται συλλήβδην τα κονδύλια αυτής κατά τρόπον μη επιτρέποντα την συγκεκριμενοποίηση της διαφοράς και δη δεν προσδιορίζονται τα επί μέρους κονδύλια, ως προς τα οποία χωρεί ο περιορισμός, και κατά ποίον μέτρο έκαστο κονδύλιο περιορίζεται και διότι δεν διαλαμβάνονται περιστατικά θεμελιώνοντα την ευθύνη εκατέρας των δευτέρας και τρίτων των εφεσίβλητων και μάλιστα εις ολόκληρον ως προς το διάστημα ναυτολογήσεως του εκκαλούντος επί του πλοίου πλοιοκτησίας της ετέρας", δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο και συνεπώς ο αληθώς από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και όχι από τον αριθμό 1 που αναφέρεται στο αναιρετήριο, δεύτερος λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος του που αναφέρεται στις ανωτέρω αιτιολογίες της προσβαλλομένης, που στηρίζουν αυτοτελώς το διατακτικό της, είναι αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος του που αναφέρεται στις επάλληλες και πλεοναστικές αιτιολογίες της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι η αγωγή είναι αόριστη και διότι "β) επιτείνεται η εν λόγω αοριστία εκ του ότι εκάστη των δευτέρας και τρίτης των εφεσιβλήτων βάσει των εκτιθεμένων περιστατικών ευθύνεται μόνον ως προς το αντίστοιχο του χρόνου ναυτολογήσεως του εκκαλούντος επί του πλοίου πλοιοκτησίας της ιδίας κονδύλιο, περαιτέρω δε, το κονδύλιο ποσού 7093,07 ευρώ περιλαμβάνει συλλήβδην τις ασφαλιστικές εισφορές των διαστημάτων από 1ης Ιανουαρίου 2005 μέχρι 13ης Φεβρουαρίου 2005 και από 15ης Απριλίου 2005 μέχρι 24ης Νοεμβρίου 2005, ως προς το πρώτο των οποίων ευθύνεται η δευτέρα των εφεσιβλήτων, ως προς δε το δεύτερο η τρίτη εξ αυτών ...και δ) δεν διαλαμβάνεται η συνδρομή της αναγκαίας της δυνατότητος ασφαλιστικής εξαγοράς του χρόνου θαλασσίας υπηρεσίας του εκκαλούντος προϋπόθεση της ναυτολογήσεως αυτού μέσω του Γραφείου Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας ή της Προξενικής Αρχής"και προσάπτει στο Εφετείο την από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, είναι αλυσιτελής αφού οι ανωτέρω αναφερόμενες κύριες αιτιολογίες της αποφάσεως, ως προς τις οποίες κρίνεται αβάσιμος ο λόγος, κατά το από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ μέρος του στηρίζουν επαρκώς το διατακτικό. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, ως ηττηθείς, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα των τελευταίων (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 15.9.2014, με αριθ. εκθέσεως καταθέσεως 99/22.9.2014, αίτηση του Π. Κ. του Α. κατά των: α) εταιρείας με την επωνυμία Χ1 S.A."που εδρεύει ή είναι εγκατεστημένη στον …, β) εταιρίας με την επωνυμία Χ2 ΙΝC", που εδρεύει στις …, γ) εταιρίας με την επωνυμία Χ3 ΙΝC", που εδρεύει στις …, δ) Μ. Φ., κατοίκου ..., περί αναιρέσεως της υπ` αριθ. 731/2012 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς. Και

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Ιανουαρίου 2017.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Φεβρουαρίου 2017.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Α.Π. 322/2017


Α.Π. 292/2017 - Υπολογισμός προθεσμίας άσκησης προσθέτων λόγων αίτησης αναίρεσης - Έκδοση προσωρινής διαταγής - Άκυρη η μεταβίβαση ακινήτων μετά την έκδοση προσωρινής διαταγής - Μια ενδιαφέρουσα περίπτωση.

Next: Α.Π. 322/2017 - Περιορισμός αγωγικού αιτήματος που συντίθεται από περισσότερα κονδύλια από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό - Ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό, χωρίς να προσδιορίζεται από τον ενάγοντα, στην σχετική δήλωσή του στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, κατά την προφορική συζήτηση της αγωγής, καταχωριζομένη στα πρακτικά, ούτε στις προτάσεις του ενώπιον αυτού, σε ποιο ή ποια ειδικότερα κεφάλαια ή κονδύλια αφορά ο περιορισμός αυτός ή ότι τα κονδύλια αυτά περιορίζονται κατά ποσοστό ανάλογο του όλου αιτήματος, καθιστά την αγωγή αόριστη στο σύνολό της.
Previous: Α.Π. 322/2017 - Περιορισμός αγωγικού αιτήματος που συντίθεται από περισσότερα κονδύλια από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό - Ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό, χωρίς να προσδιορίζεται από τον ενάγοντα, στην σχετική δήλωσή του στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, κατά την προφορική συζήτηση της αγωγής, καταχωριζομένη στα πρακτικά, ούτε στις προτάσεις του ενώπιον αυτού, σε ποιο ή ποια ειδικότερα κεφάλαια ή κονδύλια αφορά ο περιορισμός αυτός ή ότι τα κονδύλια αυτά περιορίζονται κατά ποσοστό ανάλογο του όλου αιτήματος, καθιστά την αγωγή αόριστη στο σύνολό της.
$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Υπολογισμός προθεσμίας άσκησης προσθέτων λόγων αίτησης αναίρεσης - Έκδοση προσωρινής διαταγής
ΑΠ
Έτος: 2017
Νούμερο: 292
Άκυρη η μεταβίβαση ακινήτων μετά την έκδοση προσωρινής διαταγής - Μια ενδιαφέρουσα περίπτωση....


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2’ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Κοντό και Αβροκόμη Θούα, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 31 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Ε. Σ. του Ι., κατοίκου ... και 2) Β. Ε. Χ., κατοίκου ... (...), οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ...

Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Ι. Χ., κατοίκου ... (...), ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του .......

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-2-2011 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λασιθίου.

Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 45/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 284/2014 του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης.

Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 22-12-2014 αίτησή τους και τους από 10-9-2016 προσθέτους λόγους αυτής.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Αβροκόμη Θούα ανέγνωσε την από 21-10-2016 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης και των πρόσθετων λόγων αυτής.

Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των πρόσθετων λόγων αυτής, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, η από 22-12- 2014 αίτηση αναίρεσης κατά της 284/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης και οι από 10-9-2016, με αυτοτελές δικόγραφο ασκηθέντες, πρόσθετοι λόγοι αυτής, τα δικόγραφα των οποίων πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας(αρθρ.246ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 569παρ.2ΚΠολΔ,οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης ασκούνται μόνο με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου τριάντα τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναίρεσης, αντίγραφο δε του δικογράφου αυτού επιδίδεται πριν από την ίδια προθεσμία στον αναιρεσίβλητο και τους άλλους διαδίκους. Η παράλειψη της κατάθεσης του δικογράφου των πρόσθετων λόγων προ της άνω προθεσμίας ή στην περίπτωση της εμπρόθεσμης κατάθεσης η παράλειψη της επίδοσης του δικογράφου αυτών προ της αυτής προθεσμίας ,επάγεται το απαράδεκτο αυτών για έλλειψη προδικασίας και εντεύθεν την απόρριψή τους και αυτεπαγγέλτως κατ’ άρθρο 577 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ (Ολ.ΑΠ 43/1984). Εξάλλου με το άρθρο 1 παρ. 1 της από 29-12- 1980 πράξης νομοθετικού περιεχομένου, που κυρώθηκε με τον Ν. 1157/1981, καθιερώθηκε από 1 Ιανουαρίου 1981 πενθήμερη εβδομάδα εργασίας, αρχόμενη από Δευτέρα μέχρι και Παρασκευή για το προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών της τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ενώ κατά την παρ. 12 του ίδιου άρθρου, η διαδρομή των προθεσμιών, που τάσσονται από το νόμο ή τα δικαστήρια, αρχίζει από την επομένη ημέρα της επίδοσης ή του γεγονότος που αποτελεί την αφετηρία της που λήγει τη 19.00 ώρα της τελευταίας ημέρας, εάν δε αυτή είναι κατά νόμο εξαιρετέα ή Σάββατο λήγει την ίδια ώρα της επομένης εργάσιμης ημέρας. Όπως συνάγεται από τη διατύπωσή της, η άνω διάταξη, όπως άλλωστε και η ταυτόσημη σχεδόν διάταξη του άρθρου 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, εφαρμόζεται τόσον επί των προθεσμιών ενέργειας όσο και επί των προπαρασκευαστικών προθεσμιών, δηλαδή εκείνων, οι οποίες τάσσονται και είναι απαραίτητο να παρέλθουν πριν από την ενέργεια ορισμένης πράξης, σε τρόπο ώστε αν η τελευταία ημέρα των εν λόγω προθεσμιών συμπίπτει προς ημέρα εξαιρετέα ή Σάββατο, δεν υπολογίζεται αυτή και η προθεσμία λήγει την ίδια ώρα της επομένης εργάσιμης ημέρας, πράγμα το οποίο ισχύει και επί της 30ήμερης προθεσμίας που τάσσεται με τη διάταξη του άρθρου 569 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., για την κατάθεση και την επίδοση του δικογράφου των προσθέτων λόγων αναιρέσεως. Επομένως, αν η τελευταία (30η), πριν από τη δικάσιμο, ημέρα (με αφετηρία την επομένη της επίδοσης) συμπίπτει με εξαιρετέα ημέρα, δεν υπάρχει εμπρόθεσμη άσκηση των λόγων αυτών, οι οποίοι απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με το άρθρο 577 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ (ΟλομΑΠ 33/1996). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας η Πρόεδρος του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου όρισε αρχική δικάσιμο για τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης στις 31-10-2016. Οι αναιρεσείοντες κατέθεσαν στην γραμματεία του Αρείου Πάγου το από 10-9-2016 δικόγραφο πρόσθετων λόγων αναίρεσης στις 28-9-2016,όπως προκύπτει τούτο από την 84/2016 πράξη κατάθεσης της Γραμματέως του Αρείου Πάγου και το επέδωσαν στον αναιρεσίβλητο στις 29-9-2016, όπως προκύπτει από την ...29-9-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, Κ. Δ..

Συνεπώς η προθεσμία του άρθρου 569 παρ.2 εδ.α Κ.Πολ.Δ, η οποία άρχισε να τρέχει την επομένη της επίδοσης του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, ήτοι στις 30-9-2016, συμπληρώθηκε στις 29-10-2016 (ημέρα Σάββατο), παρατάθηκε δε αντιστοίχως και έληξε την 7η μ.μ. ώρα της επομένης εργασίμου ημέρας (31- 10-2016), δηλαδή μετά τη συζήτηση της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, η οποία είχε ορισθεί για την 9.30 π.μ. ώρα της ημέρας αυτής κατά τα προεκτεθέντα. Επομένως οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι.

Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 10 του Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης, μετά την κατάργηση της δεύτερης περίπτωσης, που προέβλεπε τη δυνατότητα αναίρεσης, αν το δικαστήριο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά "χωρίς να διατάξει περί αυτών απόδειξη", με το άρθρο 17 παρ. 2 του ν. 2915/2001, όπως και μετά την κατάργηση της διατάξεως του άρθρου 341 Κ.Πολ.Δικ. για τη δυνατότητα έκδοσης προδικαστικής απόφασης και την εφαρμογή του άρθρου 270 Κ.Πολ.Δ. σε όλες τις υποθέσεις, με το άρθρο 14 παρ. 1 του ίδιου νόμου, έχει περιορισμένη εφαρμογή στην περίπτωση που "το δικαστήριο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη", δηλαδή όταν το δικαστήριο δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά μέσα έχει αντλήσει την απόδειξη ή δεν έχει προσαχθεί καμιά απόδειξη (ΑΠ104/2014). Επομένως, ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης στην προκειμένη περίπτωση, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες, κατ’ επίκληση πλημμέλειας από το άρθρο 559αριθμ.10ΚΠολΔ, μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση διότι, κρίνοντας επί της από 18-2-2011 αγωγής του ήδη αναιρεσίβλητου περί αναγνώρισης της ακυρότητας του καταρτισθέντος μεταξύ των αναιρεσειόντων, .../25-1-2011 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Σητείας Ε. Γ., δέχθηκε πράγματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά, χωρίς να διατάξει απόδειξη περί αυτών, όσον αφορά την γνώση τους για την έκδοση της προσωρινής διαταγής που απαγόρευε τη νομική μεταβολή των επίδικων ακινήτων ,είναι προεχόντως απαράδεκτος, εφόσον το δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο με παρεμπίπτουσα απόφαση να διατάξει αποδείξεις, αλλά αποφαινόταν αμέσως με εκτίμηση των στοιχείων της δικογραφίας (ΟΛΑΠ 12/1991). Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος είναι και αβάσιμος, εφόσον, όπως προκύπτει από την επισκόπηση (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο σχημάτισε την κρίση του και κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, αφού έλαβε υπόψη τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, την ανωμοτί κατάθεση του ενάγοντος (ήδη αναιρεσίβλητου) και όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέσθηκα και προσκόμισαν νόμιμα.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ολΑΠ 7/2006). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός αναίρεσης, πρέπει να καθορίζεται το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου (ΟλΑΠ 20/2005). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 70 ΚΠολΔ όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή η μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Από την ως άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη προκύπτει, ότι μπορεί να αναγνωρισθεί κατόπιν αγωγής η ύπαρξη ή ανυπαρξία έννομης σχέσης, η οποία τελεί σε αβεβαιότητα, εφόσον συντρέχει προς τούτο έννομο συμφέρον. Ως έννομη σχέση νοείται η βιοτική σχέση ενός προσώπου προς άλλο πρόσωπο (ή πράγμα) που ρυθμίζεται από το εξ αντικειμένου δίκαιο και συνεπάγεται ή έχει ως περιεχόμενο της ένα τουλάχιστον δικαίωμα ή μία υποχρέωση είτε δέσμη δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων. Εξάλλου, το έννομο συμφέρον, που επιτελεί νομιμοποιητική λειτουργία στην αναγνωριστική αγωγή και αποτελεί ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού της, μπορεί να είναι υλικό ή ηθικό και εξαρτάται από τις εκάστοτε περιστάσεις. Θεωρείται υφιστάμενο, στην περίπτωση που η αβεβαιότητα δεν προκύπτει από αυτά τα πράγματα, όταν από την συμπεριφορά του εναγομένου ή τρίτου δημιουργείται αντικειμενικά αβεβαιότητα ως προς την ύπαρξη ή ανυπαρξία ορισμένης έννομης σχέσης του ενάγοντος, η οποία (αβεβαιότητα) προκαλεί, άμεσα ή έμμεσα, κινδύνους για τα συμφέροντα του, για την αποτροπή των οποίων η επιδιωκόμενη αναγνωριστική απόφαση αποτελεί πρόσφορο μέσο. (ΑΠ 856/2010). Η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή ή μη του εννόμου συμφέροντος ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 1 του άρθρου 559 (ΟλΑΠ 25/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της ένδικης από 18-2-2011 αγωγής του ενάγοντος ήδη αναιρεσιβλήτου, ο τελευταίος ζήτησε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταρτισθείσας με το προαναφερόμενο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Σητείας Ε. Γ. σύμβασης αγοραπωλησίας των οριζοντίων ιδιοκτησιών που καταρτίστηκε μεταξύ των εναγομένων, ήδη αναιρεσειόντων, για το λόγο ότι τις ιδιοκτησίες αυτές είχε ήδη με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο προσυμφωνήσει με τον πρώτο των αναιρεσιβλήτων να τις μεταβιβάσει στον ίδιο ή σε τρίτον που θα του υποδείξει, ενώ εκκρεμούσε ήδη ασκηθείσα αγωγή καταδίκης του σε σχετική δήλωση βούλησης, είχε δε εκδοθεί και σχετική προσωρινή διαταγή που του απαγόρευε κάθε διάθεσή τους, ενώ η επίμαχη αγοραπωλησία ήταν αντίθετη και στα χρηστά ήθη. Με βάση το περιεχόμενο της αγωγής, το Εφετείο ,με την προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε ότι ο ήδη αναιρεσίβλητος είχε άμεσο έννομο συμφέρον να επιδιώξει την αιτούμενη με αυτή δικαστική προστασία, διότι "δημιουργείται αβεβαιότητα για το επίδικο πιο πάνω δικαίωμα του ενάγοντος (ήδη αναιρεσίβλητου), για την αποτροπή της οποίας πρόσφορο μέσο αποτελεί η επιδιωκόμενη απόφαση, καθόσον με την παραδοχή ή απόρριψη της υπο κρίση αγωγής στην ουσία της, επιλύεται η έριδα μεταξύ των διαδίκων, όσον αφορά το δικαίωμα της ακυρότητος του προαναφερόμενου συμβολαίου, λόγω της απαγορεύσεως διαθέσεως των οριζοντίων ιδιοκτησιών που αναφέρονται σ’ αυτό, που είχε διατάξει δικαστική απόφαση". Έτσι που έκρινε, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς ερμήνευσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 68,70 και 73 ΚΠολΔ και όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον δεύτερο λόγο της αίτησής του επικαλούμενος σχετική αναιρετική πλημμέλεια από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.1 ΚΠολΔ.είναι αβάσιμα.

Περαιτέρω, με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος, έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: "Με το υπ αρ. .../3-4-2009 συμβολαιογραφικό προσύμφωνο της συμβολαιογράφου Σητείας Λασιθίου, Μαρίας Γιαννακάκη, ο πρώτος εναγόμενος Ε. Σ. (ήδη πρώτος αναιρεσείων), υποσχέθηκε να πωλήσει και μεταβιβάσει στον ενάγοντα ήδη εκκαλούντα- εφεσίβλητο (ήδη αναιρεσίβλητο) ή σε "οποιοδήποτε τρίτο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ή εταιρεία συμφερόντων του άνω αγοραστή, θα υποδείξει αυτός (ο αγοραστής) στον πωλητή", τις αναφερόμενες σ’ αυτό πέντε οριζόντιες ιδιοκτησίες, που βρίσκονται σε οικοδομή κτισμένη σε οικόπεδο......Ως τίμημα για την πώληση των ιδιοκτησιών αυτών συμφωνήθηκε το ποσό των 680.000,00 ευρώ, έναντι του οποίου ο αιτών κατέβαλε 25.000,00 ευρώ πριν την υπογραφή του προσυμφώνου και το υπόλοιπο συμφωνήθηκε να το καταβάλλει σε δόσεις ως εξής: α)....β)....γ)....δ)..... Με το εν λόγω προσύμφωνο συμφωνήθηκαν κατά λέξη και τα ακόλουθα : "Το οριστικό πωλητήριο συμβόλαιο θα υπογράφει ενώπιον μου και σε περίπτωση κωλύματος μου, ενώπιον του νομίμου αναπληρωτή μου και στο γραφείο μου, έως τις 3-4-2010 και αφού προηγούμενα τακτοποιηθούν όλα όσα προβλέπονται από το νόμο και όσα είναι απαραίτητα για την έγκυρη κατάρτιση του...". Σύμφωνα δε με τον 13° όρο του άνω προσυμφώνου, ο πρώτος εναγόμενος εκ προσυμφώνου πωλητής, υποσχέθηκε να παραδώσει μέχρι τις 30-4-2009 στον ενάγοντα εκ προσυμφώνου αγοραστή τη νομή και κατοχή του προσυμφωνηθέντος ακινήτου. Πράγματι τούτο έγινε στις 19-5-2009, οπότε οι συμβαλλόμενοι υπέγραψαν τα με την αυτή ημερομηνία συμφωνητικά, ένα ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, το οποίο ήταν εικονικό και έγινε προς εξυπηρέτηση του ενάγοντος, ώστε να μπορέσει αυτός να υποβάλλει δήλωση για έναρξη επαγγέλματος, και ένα ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο βεβαίωσαν την εικονικότητα του πρώτου συμφωνητικού. Έκτοτε ο ενάγων άρχισε να χρησιμοποιεί το προσυμφωνηθέν κατάστημα ως καφετέρια. Στις 3-4-2010, που ...., σύμφωνα με το προσύμφωνο, ήταν η τελική ημερομηνία προκειμένου να καταρτισθεί η οριστική σύμβαση, η οποία τελικά δεν καταρτίσθηκε, καθόσον ο ενάγων, μη μπορώντας να δανειοδοτηθεί από Τράπεζα και άρα δεν θα ήταν σε θέση να εξοφλήσει το υπόλοιπο του τιμήματος _(480.000 ευρώ) εντός τριών μηνών από την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου της πώλησης, ενημέρωσε τον πρώτο εναγόμενο πωλητή και ζήτησε προφορικά παράταση για την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου....Ακολούθως, ο εναγόμενος - πωλητής στις 5-5-2010 παρέδωσε στον ενάγοντα, "επιστολή-προειδοποίηση", με την οποία τον καλούσε εντός 10 ημερών, να τον ενημερώσει για τις προθέσεις του (σχετικά με την κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου), διαφορετικά επρόκειτο να προβεί στις προβλεπόμενες νόμιμες ενέργειες. Αρχές δε του μηνός Δεκεμβρίου του 2010, ο ενάγων, αδυνατώντας να εξεύρει τα χρήματα που απαιτούνταν για το υπόλοιπο του τιμήματος, υπέδειξε στον Ε. Σ., όπως άλλωστε είχε δικαίωμα από το προσύμφωνο..., τον Γ. Β., ως τρίτο πρόσωπο που ενδιαφέρεται να αγοράσει το προσυμφωνηθέν ακίνητο. Μάλιστα, ο ίδιος ο Β. τηλεφώνησε στον πρώτο εναγόμενο Σ. και του επιβεβαίωσε την πρόσθεσή του να αγοράσει το ακίνητο και να καταβάλει το υπόλοιπο οφειλόμενο μέρος του τιμήματος, όμως ο τελευταίος τον ενημέρωσε ότι ήδη το διαπραγματευόταν με τον δεύτερο (Χ. Β.) (ήδη δεύτερο των αναιρεσειόντων), με τον οποίο ήλθαν σε οριστική συμφωνία λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Στη συνέχεια, με την με ημερομηνία 14-12- 2010 εξώδικη διαμαρτυρία - πρόσκληση - δήλωσή του, που επιδόθηκε στον ενάγοντα στις 17-12-2010, ο πρώτος εναγόμενος ζήτησε από τον τελευταίο, να του αποδώσει το κατάστημα του ισογείου των επίδικων ως άνω οριζοντίων ιδιοκτησιών. Ο δε ενάγων, με την από 15-1-2011 εξώδικη δήλωση- πρόσκλησή του, που επιδόθηκε στον πρώτο εναγόμενο στις 17-1-2011, κάλεσε αυτόν να του απαντήσει μέχρι τις 18-1-2011 εάν είναι έτοιμος να εκτελέσει το ως άνω προσύμφωνο, προσερχόμενος στις 28-2-2011 προς υπογραφή του οριστικού συμβολαίου και μεταβίβαση του προσυμφωνηθέντος ακινήτου στον ως άνω Β. Γ.. Σε απάντηση, ο πρώτος, εναγόμενος κοινοποίησε, στον ενάγοντα την από 24-1-2011 εξώδικη απάντησή του, που επιδόθηκε στον τελευταίο στις 26-1-2011, με την οποία, επικαλούμενος υπαιτιότητα του (ενάγοντος) για την μη υπογραφή του οριστικού συμβολαίου, του δήλωσε ότι λόγω των πιεστικών οικονομικών υποχρεώσεων του θα αναγκαστεί να πωλήσει το ακίνητο εφόσον βρεθεί αγοραστής. Περαιτέρω... στις 25-1-2011 ο ενάγων και επειδή ο εναγόμενος πωλητής δεν του είχε απαντήσει μέχρι την 18-1-2011, εάν ήταν έτοιμος να εκτελέσει το ως άνω προσύμφωνο, κατέθεσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου την από 24-1-2011 αγωγή του.......με την οποία (έχων την ιδιότητα του δέκτη της υπόσχεσης) ζητούσε να καταδικαστεί ο πρώτος εναγόμενος (Ε. Σ.) σε δήλωση βουλήσεως περί μεταβιβάσεως στον (τρίτο) Γ. Β. του ως άνω ακινήτου...και να υποχρεωθεί να παραδώσει την κυριότητα, νομή και κατοχή αυτού.... Παράλληλα, την 25-1-2011 ο ενάγων άσκησε κατά του εδώ πρώτου εναγόμενου και την από 6-4-2011 και με αρ. καταθ. 58/2011 αίτηση του, για λήψη ασφαλιστικών μέρων, ζητώντας ταυτόχρονα να εκδοθεί προσωρινή διαταγή, που να απαγορευθεί προσωρινώς στον πρώτο εναγόμενο την διάθεση των ως άνω οριζοντίων ιδιοκτησιών. Το αίτημα της προσωρινής αυτής διαταγής συζητήθηκε αυθημερόν (25-1-2011) και, αφού ακούσθηκαν, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντος (αιτούντος την προσωρινή διαταγή) και ο δικηγόρος Κ. Λ. για λογαριασμό του πρώτου εναγομένου (καθού η αίτηση περί προσωρινής διαταγής), εκδόθηκε προσωρινή διαταγή, με την οποία απαγορεύθηκε στον πρώτο εναγόμενο κάθε διάθεση των προσυμφωνηθέντων οριζοντίων ιδιοκτησιών μέχρι την συζήτηση της προαναφερόμενης αίτησης και υπό τον όρο συζητήσεως αυτής στις 16- 2-2011. Ωστόσο, το απόγευμα της ίδιας ημέρας (25-1-2011) οι εναγόμενοι, προχώρησαν στην κατάρτιση του υπ αρ. ... συμβολαίου της συμβολαιογράφου Σητείας Ε. Γ., δια του οποίου ο πρώτος εναγόμενος πώλησε και μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα τις παραπάνω πέντε οριζόντιες ιδιοκτησίες στον δεύτερο εξ αυτών, ο οποίος συνεβλήθη στο συμβόλαιο αυτό, αντιπροσωπευόμενος από τον αδελφό του Α. Χ., κάτοικο ..., καθόσον ο ίδιος (αγοραστής) διέμενε στην Γαλλία. Κατ’ ακολουθίαν .... εφόσον η απαγόρευση με προσωρινή διαταγή της νομικής μεταβολής ακινήτου ή εμπράγματου δικαιώματος σ’ αυτό, ισχύει έναντι των τρίτων, με την προϋπόθεση ότι σημειώθηκε προηγουμένως η προσωρινή διαταγή στα αντίστοιχα δημόσια βιβλία, κρίσιμο καθίσταται εν προκειμένω το γεγονός αν οι εναγόμενοι γνώριζαν την απαγόρευση, με την ως άνω προσωρινή διαταγή, της νομικής μεταβολής του ακινήτου, του Προέδρου Πρωτοδικών Λασιθίου και παρόλα αυτά προχώρησαν στην σύνταξη του ένδικου συμβολαίου αγοραπωλησίας, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 178 ΑΚ, ήτοι κατά παράβαση των χρηστών ηθών. Κατόπιν τούτου και σε συνέχεια των παραπάνω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών και σχετικά με το κρίσιμο αυτό γεγονός της γνώσης της προσωρινής διαταγής, του Προέδρου Πρωτοδικών Λασιθίου για απαγόρευση της νομικής μεταβολής του ενδίκου ακινήτου από τους εναγόμενους, αποδείχτηκε περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα ότι, οι τελευταίοι, αν και ο ενάγων- εκκαλών, με την από 15-1-2011 εξώδικη δήλωση- πρόσκλησή του, που επιδόθηκε στον πρώτο εναγόμενο στις 17-1-2011, κάλεσε αυτόν να του απαντήσει μέχρι τις 18-1-2011 εάν είναι έτοιμος να εκτελέσει το ως άνω προσύμφωνο, προσερχόμενος τις 28-2-2011 προς υπογραφή του οριστικού συμβολαίου και μεταβίβαση του προσυμφωνηθέντος ακινήτου στον ως άνω Β. Γ., εσπευσμένα έτρεξαν να καταρτίσουν την ένδικη αγοραπωλησία, αφού συγκέντρωσαν όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά (βεβαίωση ΤΑΠ, ασφαλιστική ενημερότητα κλπ), λίγο πριν από την κατάρτιση του άνω συμβολαίου, τα οποία αμέσως ο πρώτος εναγόμενος - πωλητής παρέδωσε στον επιμελούμενο την εν λόγω αγοραπωλησία πληρεξούσιο δικηγόρο του Κ. Λ.. Ο τελευταίος αν και το πρωί της 25-1- 2011, έλαβε γνώση ως δικηγόρος του πρώτου εναγόμενου ότι συζητείται το παραπάνω αίτημα του ενάγοντος, για έκδοση προσωρινής διαταγής, που αφορά τις υπό κρίση πωλούμενες οριζόντιες ιδιοκτησίες και εξέθεσε στον Πρόεδρο Πρωτοδικών Λασιθίου, που δίκαζε το ως άνω αίτημα, τις απόψεις του εντολέως του (πρώτου εναγομένου) επί του αιτήματος αυτού, σε τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ τους, το απόγευμα της ίδιας ημέρας (25-1-2011), οι εναγόμενοι προχώρησαν στην κατάρτιση του ένδικου υπ αρ. ... συμβολαίου, το οποίο και μεταγράφηκε την επόμενη ημέρα (26-1-2011) στο υποθηκοφυλακείο Σητείας , στον τόμο … και με αριθμό μεταγραφής ..., ενώ την ίδια ημέρα, καταχωρήθηκε στα οικεία βιβλία του ιδίου υποθηκοφυλακείου και η προαναφερόμενη από 25-1-2011 προσωρινή διαταγή του Προέδρου Πρωτοδικών Λασιθίου, όπως τούτο προκύπτει από το με αρ. πρωτ. ...22-3-2011 πιστοποιητικό της υποθηκοφύλακος Σητείας, όπου το μεν συμβόλαιο καταχωρήθηκε πρώτο, λαμβάνοντας τον αριθμό ... του βιβλίου γενικών εκθέσεων, ενώ η προσωρινή διαταγή, η οποία είχε επιδοθεί στον καθού ( πρώτο εναγόμενο) στις 25-1-2011 και ώρα 18.30 ( βλ. με αρ. ... έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Λασιθίου Ν. Κ.), καταχωρήθηκε δεύτερη σε σειρά, λαμβάνοντας τον αριθμό ... του βιβλίου γενικών εκθέσεων του υποθηκοφυλακείου. Με βάση τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά, αποδεικνύεται ότι οι εναγόμενοι, επιδόθηκαν σε αγώνα, ώστε να καταρτιστεί η συμφωνηθείσα μεταξύ τους αγοραπωλησία πριν την ημερομηνία της 28ης-2-2011, που είχε τάξει ο ενάγων ως καταλυτική ημερομηνία προς υπογραφή του οριστικού συμβολαίου και μεταβίβαση του προσυμφωνηθέντος ακινήτου στον ως άνω Β. Γ., καθόσον αμφότεροι οι εναγόμενοι, υπό τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις και με βάση τα προαναφερόμενα αποδειχθέντα πραγματικά γεγονότα και των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής, γνώριζαν κατά τον χρόνο υπογραφής του ενδίκου υπ αρ. .../2011 συμβολαίου, ότι είχε εκδοθεί προσωρινή διαταγή, που απαγόρευε κάθε διάθεση του ακινήτου εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου πωλητή, ενήργησαν δε κατά τα προεκτεθέντα με σκοπό να ματαιώσουν την εκτέλεση του προσυμφώνου και την πώληση του ακινήτου στο διατιθέμενο αγοραστή Β.. Άλλωστε και. λαμβανομένου υπόψη ότι, οι διατάξεις των άρθρων 691 παρ 2 και 700 παρ.3 Κ.Πολ.Δ. καθιερώνουν τη δεσμευτικότητα των προσωρινών διαταγών, με την έννοια ότι αρνούνται να προσδώσουν έννομες συνέπειες σε πράξεις, που αντίκεινται στο περιεχόμενο τους και επιβάλλουν σιωπηρώς την ακυρότητα, ως κύρωση παραβάσεως τους, η στοιχειώδης εντιμότητα που πηγάζει από τις αρχές της καλής πίστης, των χρηστών και συναλλακτικών ηθών, επέβαλλε σε αυτούς να μην προχωρήσουν στην κατάρτιση της παραπάνω αγοραπωλησίας, αλλά να περιμένουν να λάβουν γνώση επισήμως της έκδοσης της απόφασης της προσωρινής διάταξης, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η εν λόγω προσωρινή διαταγή δεν είχε ακόμη καταχωρισθεί στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Σητείας. Αντιθέτως, οι εναγόμενοι χωρίς τη μέση ηθική κοινωνικού ανθρώπου, που σκέπτεται με σωφροσύνη και χρηστότητα και χωρίς την συνέπεια και την εντιμότητα που επιβάλλεται στις συναλλαγές, αν και είναι απολύτως βέβαιο ότι γνώριζαν τη συζήτηση της προσωρινής διαταγής, αφού ακούστηκε ο άνω πληρεξούσιος δικηγόρος, Κ.Λ., που παραστάθηκε για λογαριασμό των εναγόμενων κατά τη σύνταξη του επίδικου συμβολαίου, αντί να αναμένουν και την επίσημη ως άνω κοινοποίηση της διαταγής, αυτοί επέλεξαν να προχωρήσουν άμεσα στην κατάρτιση της εν λόγω αγοραπωλησίας και κατέβαλαν ιδιαίτερη προσπάθεια να ολοκληρώσουν την κατάρτιση και μεταγραφή της, πριν την καταχώρηση της προσωρινής διαταγής στα ως άνω βιβλία, πράγμα που πέτυχαν, με σκοπό να "ακυρώσουν"ουσιαστικά το περιεχόμενο και την κατ’ άρθρο 176 ΑΚ ενέργεια της τελευταίας όχι όμως και το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 178 ΑΚ, αφού οι ενέργειες τους αυτές είναι, όπως απεδείχθη, αντίθετες στα χρηστά ήθη, ως άνω". Στη συνέχεια το Εφετείο, αφού παραθέτει αναλυτικά τα αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμα της γνώσης εκ μέρους αμφοτέρων των εναγομένων(ήδη αναιρεσειόντων) της απαγόρευσης, με την προσωρινή διαταγή του Προέδρου Πρωτοδικών Λασιθίου, κάθε νομικής μεταβολής των επίδικων ακινήτων, καταλήγει δεχόμενο, ότι, "Η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή, ως βάσιμη και στην ουσία της, ως προς την επικουρική της βάση, κατ’ άρθρο 178 ΑΚ.....". Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, το Εφετείο, απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου που είχε αναγνωρίσει την ακυρότητα της επίμαχης καταρτισθείσας μεταξύ των αναιρεσειόντων δικαιοπραξίας, λόγω της αντίθεσής της στα προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ χρηστά ήθη. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο ορθώς εφάρμοσε την ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διάταξη και όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με ειδικότερη αιτίαση του δεύτερου λόγου της αίτησης αναίρεσης, κατ’ επίκληση πλημμέλειας από το άρθρο 559 αριθμ.1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμα, ανεξαρτήτως του απαραδέκτου του ως άνω αναιρετικού λόγου, λόγω αοριστίας εφόσον δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο σε τι συνίσταται η επικαλούμενη παραβίαση ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή αυτής, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί αν αυτή οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό. Αντιθέτως, οι αναιρεσείοντες, προς στοιχειοθέτηση του σχετικού λόγου της αναίρεσής τους, επικαλούνται εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 176, 177, 288, 335 και 382 ΑΚ, στις οποίες όμως δεν στήριξε την κρίση του το Εφετείο και των οποίων η σχετική επίκληση είναι αλυσιτελής.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (αρθρ.495 παρ.4 ΚΠολΔ) και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες ως ηττηθέντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (αρθρ.176,183 ΚΠολΔ), όπως ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 22 Δεκεμβρίου 2014 αίτηση και τους από 10 Σεπτεμβρίου 2016 πρόσθετους λόγους των Ε. Σ. και Β. Χ. για αναίρεση της 284/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, το ποσό των οποίων ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Δεκεμβρίου 2016.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 20 Φεβρουαρίου 2017.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Α.Π. 292/2017

Α.Π. 322/2017 - Περιορισμός αγωγικού αιτήματος που συντίθεται από περισσότερα κονδύλια από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό - Ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό, χωρίς να προσδιορίζεται από τον ενάγοντα, στην σχετική δήλωσή του στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, κατά την προφορική συζήτηση της αγωγής, καταχωριζομένη στα πρακτικά, ούτε στις προτάσεις του ενώπιον αυτού, σε ποιο ή ποια ειδικότερα κεφάλαια ή κονδύλια αφορά ο περιορισμός αυτός ή ότι τα κονδύλια αυτά περιορίζονται κατά ποσοστό ανάλογο του όλου αιτήματος, καθιστά την αγωγή αόριστη στο σύνολό της.

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Περιορισμός αγωγικού αιτήματος που συντίθεται από περισσότερα κονδύλια από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό
ΑΠ
Τύπος: ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Έτος: 2017
Νούμερο: 322
Ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό, χωρίς να προσδιορίζεται από τον ενάγοντα, στην σχετική δήλωσή του στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, κατά την προφορική συζήτηση της αγωγής, καταχωριζομένη στα πρακτικά, ούτε στις προτάσεις του ενώπιον αυτού, σε ποιο ή ποια ειδικότερα κεφάλαια ή κονδύλια αφορά ο περιορισμός αυτός ή ότι τα κονδύλια αυτά περιορίζονται κατά ποσοστό ανάλογο του όλου αιτήματος, καθιστά την αγωγή αόριστη στο σύνολό της.....


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δήμητρα Κοκοτίνη και Γεώργιο Μιχολιά, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 22 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Π. Κ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Σαξώνη, με δήλωση κατ'άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.

Των αναιρεσιβλήτων: 1)εταιρίας Χ1 S.A."που εδρεύει ή είναι εγκαταστημένη στον ..., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, 2)εταιρίας Χ2 INC"που εδρεύει στις … και εκπροσωπείται νόμιμα, 3)εταιρίας Χ3 INC"που εδρεύει στις … και εκπροσωπείται νόμιμα, και 4)Μ. Φ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παύλο Σιούφα,με δήλωση παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, που κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24/12/2008 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3372/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 731/2012 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 15/9/2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας ανέγνωσε την από 13/11/2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του αρθρ. 522 ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Από το μεταβιβαστικό αυτό αποτέλεσμα της εφέσεως το Εφετείο αποκτά την εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις των αρθρ. 525 μέχρι 527 του ίδιου κώδικα, τόσο από τη μια πλευρά όσο και από την άλλη και, παρόλο ότι ο εκκαλών, με την έφεση, παραπονιέται γιατί η αγωγή του απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, μπορεί να κρίνει, μετά και από αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη. Στην περίπτωση αυτή, μη επιτρεπόμενης, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του άνω κώδικα, της αντικαταστάσεως των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση και απορρίπτεται η αγωγή ως μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη και μάλιστα χωρίς ειδικό γι` αυτό παράπονο, κατά τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 1 του κώδικα αυτού, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα. Στην περίπτωση αυτή δεν θεωρείται ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη μη προταθέντα πράγματα, κατ'άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ (ΑΠ 356/2013, 457/1989).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο, από το αρθρ. 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων εκκαλών ενάγων προβάλλει την αιτίαση, ότι το Εφετείο χωρίς να υπάρχει λόγος εφέσεως έκρινε αυτεπάγγελτα αόριστη την αγωγή του κατά το κεφάλαιό της με το οποίο ζητούσε αποζημίωση από αδικοπραξία, που τέλεσαν σε βάρος του οι εναγόμενοι, με την μη καταβολή από μέρους τους των ασφαλιστικών εισφορών του προς το ΝΑΤ, για το διάστημα που τον απασχόλησαν ως ναυτικό, κατά το οποίο είχε απορριφθεί πρωτοδίκως ως κατ` ουσίαν αβάσιμη, και στη συνέχεια αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση την απέρριψε για τον λόγο αυτό κατά το εν λόγω κεφάλαιο. Από την παραδεκτώς γενόμενη επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων (αρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι με την υπ` αριθ. 3372/2009 πρωτόδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η ένδικη αγωγή, κατά το κεφάλαιό της με το οποίο εζητείτο από τον αναιρεσείοντα ενάγοντα αποζημίωση εξ αδικοπραξίας, απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά παραδοχή σχετικής ενστάσεως των εναγομένων περί παραγραφής της σχετικής αξιώσεως. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε έφεση ο αναιρεσείων παραπονούμενος για την κατ` ουσίαν απόρριψη της αγωγής του ως προς το κεφάλαιο αυτό της αποζημιώσεως εξ αδικοπραξίας. Το Εφετείο, έχοντας την εξουσία λόγω του, κατ` αρθρ. 522 ΚΠολΔ, μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως να ερευνήσει αυτεπάγγελτα το ορισμένο της αγωγής κατά το εξ αδικοπραξίας εκκληθέν κεφάλαιό της, διότι την πρωτόδικη απόφαση είχε εκκαλέσει η αναιρεσείουσα ενάγουσα παραπονούμενη για την κατ` ουσίαν απόρριψη αυτής, έκρινε ότι η αγωγή κατά το κεφάλαιό της αυτό ήταν αόριστη. Κατόπιν τούτου δέχθηκε την έφεση ως κατ` ουσίαν βάσιμη, διότι το πρωτόδικο δικαστήριο με το να απορρίψει την αγωγή ως κατ` ουσίαν αβάσιμη έσφαλε, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, γιατί οι συνέπειες από την απόρριψη της αγωγής για το λόγο αυτό ήταν διαφορετικές, ώστε να μην επιτρέπεται η αντικατάσταση των αιτιολογιών κατ` αρθρ. 534 ΚΠολΔ, και απέρριψε την αγωγή του εκκαλούντος κατά το περί αποζημιώσεως εξ αδικοπραξίας κεφάλαιό της ως αόριστη. Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, δεν υπέπεσε, σύμφωνα και με όσα παρατέθηκαν ανωτέρω, στην πλημμέλεια του αρθρ. 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, διότι, εφόσον ο εκκαλών παραπονιόταν για την κατ` ουσίαν απόρριψη της αγωγής κατά το εκκληθέν περί αποζημιώσεως από αδικοπραξία κεφάλαιο, το δικαστήριο μπορούσε να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως και χωρίς την ύπαρξη λόγου εφέσεως το ορισμένο της αγωγής και να την απορρίψει κατά το εκκληθέν κεφάλαιό της ως αόριστη, δοθέντος περαιτέρω ότι η απόφαση του αυτή δεν ήταν επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα ενάγοντα από την εκκαλουμένη, ώστε κατά το αρθρ. 536 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, να μην μπορεί να την εκδώσει το Εφετείο. Επομένως, ο πρώτος αυτός λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 223 και 295 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο ενάγων μπορεί να περιορίσει το αίτημα της αγωγής, ο περιορισμός δε αυτός συνιστά μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής κατά το αίτημα που περιορίσθηκε, το οποίο θεωρείται από την αρχή ότι δεν ασκήθηκε. Με την παραίτηση, όμως, δεν πρέπει να προκαλείται αοριστία ως προς το υπόλοιπο τμήμα της αγωγής που εμποδίζει την συγκεκριμενοποίηση της διαφοράς, η οποία έχει αχθεί σε δικαστική κρίση. Όταν το αγωγικό αίτημα συντίθεται από περισσότερα κονδύλια, ο περιορισμός του επιχειρείται παραδεκτά μόνον εφόσον διευκρινίζεται σε ποια κονδύλια αφορά ή όταν περιορίζεται κατά σαφή δήλωση του ενάγοντος κατά κλάσμα ή ποσοστό του όλου αιτήματος και επέρχεται έτσι αντίστοιχη μείωση όλων των κονδυλίων. Επομένως, επί περισσοτέρων αγωγικών κονδυλίων ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό, χωρίς να προσδιορίζεται από τον ενάγοντα, στην σχετική δήλωσή του στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, κατά την προφορική συζήτηση της αγωγής, καταχωριζομένη στα πρακτικά, ούτε στις προτάσεις του ενώπιον αυτού, σε ποιο ή ποια ειδικότερα κεφάλαια ή κονδύλια αφορά ο περιορισμός αυτός ή ότι τα κονδύλια αυτά περιορίζονται κατά ποσοστό ανάλογο του όλου αιτήματος, καθιστά την αγωγή αόριστη στο σύνολό της, διότι, εφόσον δεν διευκρινίζεται, ποίων συγκεκριμένων αξιώσεων ζητείται η αναγνώριση και ποίων η καταψήφιση, δεν είναι δυνατόν να διαγνωσθεί, σε περίπτωση που θα κριθούν μη νόμιμες ή ουσιαστικά αβάσιμες, κάποιες από τις αξιώσεις αυτές, αν πρόκειται για αξιώσεις, των οποίων ζητείται η αναγνώριση ή η καταψήφιση και ιδίως ν` αποφασισθεί, ποιες από τις γενόμενες δεκτές υπόλοιπες αξιώσεις πρέπει ν` αναγνωρισθούν και ποιες να επιδικασθούν στον ενάγοντα (ολΑΠ 30/2007, ΑΠ 1817/2014, 25/2013).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 556 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για το παραδεκτό του λόγου αναιρέσεως πρέπει ο αναιρεσείων να έχει έννομο συμφέρον, να ανατρέψει την προσβαλλόμενη απόφαση για σφάλμα που αναφέρεται στο λόγο αυτό. Έτσι, αν το διατακτικό της αποφάσεως στηρίζεται αυτοτελώς σε δύο ή περισσότερες επάλληλες αιτιολογίες που στηρίζουν το διατακτικό και η μία από αυτές δεν προσβάλλεται με λόγο αναιρέσεως ή προσβάλλεται ανεπιτυχώς, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι αλυσιτελής (ολ ΑΠ 13/1995, 42/2015, 25/1994, ΑΠ 528/2014, 799/2013, 962/2013, 960/2013, 1051/2010). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο παρά το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Με το λόγο αυτό αναίρεσης ελέγχεται και η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής (oλΑΠ 1573/1981, ΑΠ 265/2015, 766/2014, 119/2014).

Στην προκειμένη περίπτωση από την σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης αυτής προκύπτουν τα εξής: 1) Στην από 24.12.2008 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 13310/24.12.2008 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων εξέθεσε, ότι δυνάμει συμβάσεων ναυτολογήσεως, που καταρτίσθηκαν μετά της πρώτης των εναγομένων, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας είναι ο τέταρτος εναγόμενος, ενεργούσης ως αντιπροσώπου των δευτέρας και τρίτης εξ αυτών, έχει αυτός (ο ενάγων) απασχοληθεί ως αρχιθαλαμηπόλος από 15ης Αυγούστου 2004 μέχρι 13ης Φεβρουαρίου 2005 του υπό σημαία … συμβεβλημένου μετά του Ν.Α.Τ. τουριστικού πλοίου "...", πλοιοκτησίας της δευτέρας των εναγομένων, από δε 15ης Απριλίου 2005 μέχρι 24ης Νοεμβρίου 2005 και από 29ης Απριλίου 2006 μέχρι 1ης Δεκεμβρίου 2006 του επίσης υπό σημαία … συμβεβλημένου μετά του Ν.Α.Τ. τουριστικού πλοίου "...", πλοιοκτησίας της τρίτης των εναγομένων, ότι οι εναγόμενοι, παρ'ότι υπόχρεοι κατά τις διατάξεις του Π.Δ. 913/1978 να τον ασφαλίσουν και να καταβάλουν προς το Ν.Α.Τ. τις οικείες ασφαλιστικές εισφορές, παρέλειψαν τούτο, με συνέπεια να υποχρεούται πλέον αυτός, προκειμένου να επιτύχει την ασφαλιστική αναγνώριση του ως άνω χρόνου θαλασσίας υπηρεσίας, να καταβάλει εξ ιδίων τις εν λόγω ασφαλιστικές εισφορές προς το Ν.Α.Τ. ποσού 3495,57, 7093,07 και 5999,62 ευρώ αντιστοίχως για κάθε επιμέρους χρονικό διάστημα: α) από 15ης Αυγούστου 2004 μέχρι 31ης Δεκεμβρίου 2004, β) από 1ης Ιανουαρίου 2005 μέχρι 13ης Φεβρουαρίου 2005 και από 15ης Απριλίου 2005 μέχρι 24ης Νοεμβρίου 2005 και γ) από 29ης Απριλίου 2006 μέχρι 1ης Δεκεμβρίου 2006 και να ζημιωθεί κατά τα αντίστοιχα ποσά και ότι εξ αιτίας της αδικοπραξίας των εναγομένων υπέστη ηθική βλάβη. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζήτησε να καταδικασθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας τους ως αποζημίωση συνολικώς το ποσό των 16.588,26 ευρώ και ως χρηματική ικανοποίηση, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης το ποσόν των 5000 ευρώ, κυρίως λόγω της αδικοπραξίας, επικουρικώς δε λόγω του αδικαιολογήτου πλουτισμού, με το νόμιμο τόκο, αφ'ότου έκαστο επί μέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως. 2) Κατά την συζήτηση της αγωγής αυτής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ο ενάγων με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά συνεδρίασής του, περιόρισε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής στο ποσό των 12.000 ευρώ του Α'κονδυλίου της, μετέτρεψε δε σε αναγνωριστικό το αίτημα της αγωγής για το υπόλοιπο των 9.588,26 ευρώ, ενώ στις νόμιμα κατατεθείσες κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο προτάσεις, ανέφερε ότι "λόγω αδυναμίας καταβολής του δικαστικού ενσήμου διατηρώ ως καταψηφιστικό το αίτημα της αγωγής μου για ποσό 12.000 ευρώ του πρώτου κονδυλίου της και μετατρέπω σε αναγνωριστικό το υπόλοιπο ποσό των 9.588,26 ευρώ", χωρίς να προσδιορίσει σε ποιο ή ποια ειδικότερα κονδύλια της αγωγής αφορά ο περιορισμός αυτός από το αρχικό καταψηφιστικό αίτημα που μετατράπηκε σε αναγνωριστικό, ούτε ότι περιορίζονται ανάλογα τα αγωγικά κονδύλια κατά ποσοστό του όλου αιτήματος. 3) Η αγωγή αυτή απορρίφθηκε κατ'ουσίαν, ύστερα από αποδοχή σχετικής ενστάσεως παραγραφής που υπέβαλαν οι εναγόμενοι, κατά το κονδύλιο της αποζημιώσεως, ενώ έγινε εν μέρει δεκτή για ποσό 1000 ευρώ, κατά το κονδύλιο της χρηματικής ικανοποιήσεως με την 3372/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της οποίας ο ενάγων άσκησε έφεση. 4) Το Εφετείο Πειραιώς με την προσβαλλομένη 731/2012 απόφασή του έκρινε, ότι λόγω του ως άνω περιορισμού η αγωγή κατέστη αόριστη διότι: "α) περιορίζονται συλλήβδην τα κονδύλια αυτής κατά τρόπον μη επιτρέποντα την συγκεκριμενοποίηση της διαφοράς και δη δεν προσδιορίζονται τα επί μέρους κονδύλια, ως προς τα οποία χωρεί ο περιορισμός, και κατά ποίον μέτρο έκαστο κονδύλιο περιορίζεται, β) επιτείνεται η εν λόγω αοριστία εκ του ότι εκάστη των δευτέρας και τρίτης των εφεσιβλήτων βάσει των εκτιθεμένων περιστατικών ευθύνεται μόνον ως προς το αντίστοιχο του χρόνου ναυτολογήσεως του εκκαλούντος επί του πλοίου πλοιοκτησίας της ιδίας κονδύλιο, περαιτέρω δε, το κονδύλιο ποσού 7093,07 ευρώ περιλαμβάνει συλλήβδην τις ασφαλιστικές εισφορές των διαστημάτων από 1ης Ιανουαρίου 2005 μέχρι 13ης Φεβρουαρίου 2005 και από 15ης Απριλίου 2005 μέχρι 24ης Νοεμβρίου 2005, ως προς το πρώτο των οποίων ευθύνεται η δευτέρα των εφεσιβλήτων, ως προς δε το δεύτερο η τρίτη εξ αυτών, γ) δεν διαλαμβάνονται περιστατικά θεμελιώνοντα την ευθύνη εκατέρας των δευτέρας και τρίτων των εφεσίβλητων και μάλιστα εις ολόκληρον ως προς το διάστημα ναυτολογήσεως του εκκαλούντος επί του πλοίου πλοιοκτησίας της ετέρας και δ) δεν διαλαμβάνεται η συνδρομή της αναγκαίας της δυνατότητος ασφαλιστικής εξαγοράς του χρόνου θαλασσίας υπηρεσίας του εκκαλούντος προϋπόθεση της ναυτολογήσεως αυτού μέσω του Γραφείου Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας ή της Προξενικής Αρχής"και αφού εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση, κατά παραδοχή του μοναδικού λόγου εφέσεως, ως προς το κεφάλαιο της αποζημιώσεως, ερευνώντας στη συνέχεια την αγωγή κατά το κεφάλαιο αυτό την απέρριψε για το λόγο αυτό. Με το να απορρίψει το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του την αγωγή ως αόριστη κατά το κεφάλαιο της αποζημιώσεως διότι με τον περιορισμό του αιτήματος κατά τον ανωτέρω τρόπο "περιορίζονται συλλήβδην τα κονδύλια αυτής κατά τρόπον μη επιτρέποντα την συγκεκριμενοποίηση της διαφοράς και δη δεν προσδιορίζονται τα επί μέρους κονδύλια, ως προς τα οποία χωρεί ο περιορισμός, και κατά ποίον μέτρο έκαστο κονδύλιο περιορίζεται και διότι δεν διαλαμβάνονται περιστατικά θεμελιώνοντα την ευθύνη εκατέρας των δευτέρας και τρίτων των εφεσίβλητων και μάλιστα εις ολόκληρον ως προς το διάστημα ναυτολογήσεως του εκκαλούντος επί του πλοίου πλοιοκτησίας της ετέρας", δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο και συνεπώς ο αληθώς από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και όχι από τον αριθμό 1 που αναφέρεται στο αναιρετήριο, δεύτερος λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος του που αναφέρεται στις ανωτέρω αιτιολογίες της προσβαλλομένης, που στηρίζουν αυτοτελώς το διατακτικό της, είναι αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος του που αναφέρεται στις επάλληλες και πλεοναστικές αιτιολογίες της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι η αγωγή είναι αόριστη και διότι "β) επιτείνεται η εν λόγω αοριστία εκ του ότι εκάστη των δευτέρας και τρίτης των εφεσιβλήτων βάσει των εκτιθεμένων περιστατικών ευθύνεται μόνον ως προς το αντίστοιχο του χρόνου ναυτολογήσεως του εκκαλούντος επί του πλοίου πλοιοκτησίας της ιδίας κονδύλιο, περαιτέρω δε, το κονδύλιο ποσού 7093,07 ευρώ περιλαμβάνει συλλήβδην τις ασφαλιστικές εισφορές των διαστημάτων από 1ης Ιανουαρίου 2005 μέχρι 13ης Φεβρουαρίου 2005 και από 15ης Απριλίου 2005 μέχρι 24ης Νοεμβρίου 2005, ως προς το πρώτο των οποίων ευθύνεται η δευτέρα των εφεσιβλήτων, ως προς δε το δεύτερο η τρίτη εξ αυτών ...και δ) δεν διαλαμβάνεται η συνδρομή της αναγκαίας της δυνατότητος ασφαλιστικής εξαγοράς του χρόνου θαλασσίας υπηρεσίας του εκκαλούντος προϋπόθεση της ναυτολογήσεως αυτού μέσω του Γραφείου Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας ή της Προξενικής Αρχής"και προσάπτει στο Εφετείο την από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, είναι αλυσιτελής αφού οι ανωτέρω αναφερόμενες κύριες αιτιολογίες της αποφάσεως, ως προς τις οποίες κρίνεται αβάσιμος ο λόγος, κατά το από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ μέρος του στηρίζουν επαρκώς το διατακτικό. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, ως ηττηθείς, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα των τελευταίων (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 15.9.2014, με αριθ. εκθέσεως καταθέσεως 99/22.9.2014, αίτηση του Π. Κ. του Α. κατά των: α) εταιρείας με την επωνυμία Χ1 S.A."που εδρεύει ή είναι εγκατεστημένη στον …, β) εταιρίας με την επωνυμία Χ2 ΙΝC", που εδρεύει στις …, γ) εταιρίας με την επωνυμία Χ3 ΙΝC", που εδρεύει στις …, δ) Μ. Φ., κατοίκου ..., περί αναιρέσεως της υπ` αριθ. 731/2012 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς. Και

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Ιανουαρίου 2017.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Φεβρουαρίου 2017.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Α.Π. 322/2017

Α.Π. 279/2017 - Αυτοπρόσωπη εμφάνιση των μαρτύρων στο ακροατήριο - Διατάσσεται για να συμπληρωθεί ή να διευκρινισθεί η κατάθεσή τους, αποσκοπεί στην πληρότητα της εξετάσεως του πραγματικού υλικού και στην απόδειξη της αληθείας του. Η μη λήψη υπόψιν από το δικαστήριο της συμπληρωματικής ή διευκρινιστικής καταθέσεως του μάρτυρος ιδρύει λόγο αναιρέσεως

Next: Α.Π. 277/2017 - Παραγραφή εν επιδικία σε υπόθεση διατάραξης ή αποβολής νομής - Διακοπή παραγραφής με την άσκηση της αγωγής και σε περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου και εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση.
Previous: Α.Π. 322/2017 - Περιορισμός αγωγικού αιτήματος που συντίθεται από περισσότερα κονδύλια από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό - Ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό, χωρίς να προσδιορίζεται από τον ενάγοντα, στην σχετική δήλωσή του στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, κατά την προφορική συζήτηση της αγωγής, καταχωριζομένη στα πρακτικά, ούτε στις προτάσεις του ενώπιον αυτού, σε ποιο ή ποια ειδικότερα κεφάλαια ή κονδύλια αφορά ο περιορισμός αυτός ή ότι τα κονδύλια αυτά περιορίζονται κατά ποσοστό ανάλογο του όλου αιτήματος, καθιστά την αγωγή αόριστη στο σύνολό της.
$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Αυτοπρόσωπη εμφάνιση των μαρτύρων στο ακροατήριο
ΑΠ
Τύπος: ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Έτος: 2017
 Νούμερο: 279
Διατάσσεται για να συμπληρωθεί ή να διευκρινισθεί η κατάθεσή τους, αποσκοπεί στην πληρότητα της εξετάσεως του πραγματικού υλικού και στην απόδειξη της αληθείας του. Η μη λήψη υπόψιν από το δικαστήριο της συμπληρωματικής ή διευκρινιστικής καταθέσεως του μάρτυρος ιδρύει λόγο αναιρέσεως....


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Νικήτα Χριστόπουλο και Παρασκευή Καλαϊτζή, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Δεκεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1)Φ. Χ. του Κ., 2)…, 6)Ε. Θ. του Γ., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων της αρχικής διαδίκου Σ. Χ. του Κ., κατοίκων ..., που παραστάθηκαν ο 1ος μετά, οι 2ος έως και 6η δια του πληρεξουσίου δικηγόρου .....

Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Μ. του Κ., δικηγόρου, κατοίκου ..., ως εκ διαθήκης κληρονόμου του αρχικού ενάγοντος Κ. Μ. του Ν., ο οποίος, παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-8-1990 αγωγή του ανωτέρω αρχικού ενάγοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Γρεβενών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 10/1994 του ιδίου Δικαστηρίου, 25/2015 του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης και της εν μέρει οριστικής απόφασης 287/1995 του ιδίου Δικαστηρίου ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 11-5-2015 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Παρασκευή Καλαϊτζή, ανέγνωσε την από 16-12-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την αναίρεση της 25/2015 αποφάσεως του Εφετείου(Τριμελούς) Δυτικής Μακεδονίας.

Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, ο αναιρεσίβλητος ζήτησε να απορριφθεί, καθένας δε να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 245, 339, 411 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι η διατασσομένη από το δικαστήριο, σύμφωνα με την πρώτη από τις άνω διατάξεις, αυτοπρόσωπη εμφάνιση των μαρτύρων στο ακροατήριο, για να συμπληρωθεί ή να διευκρινισθεί η κατάθεσή τους, αποσκοπεί στην πληρότητα της εξετάσεως του πραγματικού υλικού και στην απόδειξη της αληθείας του. Επομένως, η μη λήψη υπόψιν από το δικαστήριο της συμπληρωματικής ή διευκρινιστικής καταθέσεως του μάρτυρος ιδρύει τον εκ του άρθρου 559 αρ.11γ ΚΠολΔ λόγον αναιρέσεως. Περαιτέρω, κατ'αρθρ. 579 ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτήν ακυρώνεται, μόνον, εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση. Αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της αποφάσεως που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος, αν υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στην γραμματεία του Αρείου Πάγου ως την παραμονή της συζητήσεως, διατάσσει με την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση (Ολ.ΑΠ 11/2007, Ολ.ΑΠ 13/2004).

ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως ψέγουν το Εφετείο (Τριμελές) Δυτικής Μακεδονίας, ότι με την προσβαλλομένη απόφασή του δεν έλαβε υπόψιν του τις προς παροχή διασαφήσεων ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που η εμφάνιση και εξέταση είχε διαταχθεί με την 287/1995 απόφαση του ιδίου αυτού Δικαστηρίου και εμπεριέχεται στα 159/1999 πρακτικά αυτού κι έτσι υπέπεσε στην πλημμέλεια κατ'άρθρ.559 αρ.11γ ΚΠολΔ. Όπως δε καταδεικνύεται απ'την αντίστοιχη επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Εφετείο στην κατάστρωση του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε μεν υπόψιν του τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που είχαν εξετασθεί πρωτοδίκως, τα έγγραφα που με επίκληση είχαν προσκομισθεί, την εκεί αναφερομένη ένορκη βεβαίωση και τις μνημονευόμενες δύο πραγματογνωμοσύνες, όχι όμως και τις προειπωθείσες ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, (διαταχθείσες με την ανωτέρω 287/1995 μη οριστική απόφασή του). Γι'αυτό και (κατά τούτο) είναι βάσιμος ο λόγος αυτός (πρώτος) αναιρέσεως, συμφώνως προς την (αντίστοιχη) μείζονα σκέψη.

ΙΙΙ. Κατά συνέπεια, κατέστη αναιρετέα η εν λόγω εφετειακή απόφαση, κατά παραδοχήν ως βασίμου του πρώτου λόγου αναιρέσεως (ως προς την μη λήψη υπόψιν των προρρηθεισών μαρτυρικών καταθέσεων), ενώ πλέον παρέλκει η διερεύνηση τόσο του πρώτου λόγου κατά το μέρος που αναφέρεται στην μη λήψη υπόψιν αυτοπρόσωπης εμφανίσεως των διαδίκων, όσο και των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Μετ'αναίρεσιν η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, πλην των πρότερον δικασάντων (αρθρ.580 παρ.3 ΚΠολΔ).

IV. Ο πρώτος των αναιρεσειόντων με τις προτάσεις υποβάλλει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, καθόσον εκουσίως κατέβαλε προς τον αναιρεσίβλητο το ποσό των 2.760€ ως επιταχθείσα δικαστική δαπάνη της αναιρεσιβληθείσης αποφάσεως. Το αίτημα είναι νόμω βάσιμο και προαποδεικνύεται από την μετ'επικλήσεως προσκομιζομένη από 23-4-2015 εξοφλητική απόδειξη, στην οποία γίνεται μνεία της εξοφλήσεως δυνάμει της ΓΔ …4088-9 επιταγής της Ε.Τ.Ε. Το ποσό αυτό πρέπει να αποδοθεί, κατά τα ως άνω, στον πρώτον αναιρεσείοντα.

V. Τέλος, στον ηττώμενο αναιρεσίβλητο πρέπει να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, κατά παραδοχή του αντιστοίχου αιτήματός τους και να διαταχθεί η επιστροφή στους αναιρεσείοντες του κατατεθέντος από αυτούς παραβόλου (αρθρ.176, 183, 191 παρ.2, 495 παρ.4 ΚΠολΔ), συμφώνως προς το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 25/2015 απόφαση του Εφετείου (Τριμελούς) Δυτικής Μακεδονίας.

Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο (Τριμελές) Δυτικής Μακεδονίας, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην αυτών που εξέδωσαν την αναιρουμένη απόφαση.

Διατάσσει την επιστροφή στους αναιρεσείοντες του καταβληθέντος από αυτούς παραβόλου.

Διατάσσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση για το υπό του πρώτου των αναιρεσειόντων στον αναιρεσίβλητο καταβληθέν ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων εξήντα ευρώ (2.760€).

Και Επιβάλλει στον αναιρεσίβλητο την δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, το ποσό της οποίας ορίζει σε τρείς χιλιάδες ευρώ (3.000€).

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Ιανουαρίου 2017.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Φεβρουαρίου 2017.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Α.Π. 279/2017

Α.Π. 277/2017 - Παραγραφή εν επιδικία σε υπόθεση διατάραξης ή αποβολής νομής - Διακοπή παραγραφής με την άσκηση της αγωγής και σε περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου και εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση.

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Παραγραφή εν επιδικία σε υπόθεση διατάραξης ή αποβολής νομής
ΑΠ
Τύπος: ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Έτος: 2017
Νούμερο: 277
Διακοπή παραγραφής με την άσκηση της αγωγής και σε περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου και εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση....


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Νικήτα Χριστόπουλο και Παρασκευή Καλαϊτζή- Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Δεκεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ν. Μ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Κάπο, με δήλωση κατ'άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Των αναιρεσιβλήτων: 1. Δ. Π. κατοίκου ..., 2. Χ. Π. του Δ., κατοίκου ..., 3. Δ. Μ., κατοίκου ..., 4. Μ. Μ. του Δ. κατοίκου ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 06-07-2007 αγωγή πρώτου ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο 'Ορους. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 17/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 1071/2014 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κέρκυρας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 15-06-2015 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Παρασκευή Καλαϊτζή, ανέγνωσε την από 07 - 12-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως και την αναίρεση (εν όλω) της αναιρεβαλλομένης 1071/2014 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κέρκυρας.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι απολειπόμενοι αναιρεσίβλητοι έχουν νομοτύπως και εμπροθέσμως κληθεί από τον επισπεύδοντα την συζήτηση αναιρεσείοντα (για την μετ'αναβολήν εκ της αρχικής δικασίμου 16-12-2015 δικάσιμο της 20-4-2016, κατά την οποία η συζήτηση της υποθέσεως εκ του πινακίου αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης αποφάσεως δικάσιμο). Η κλήτευση προκύπτει από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες 10528Β, 10529Β, 10530Β και 10531Β εκθέσεις επιδόσεως της 5-2-2016 του δικ. Επιμελητή του Πρωτοδικείου Κέρκυρας Δ. Λ. Επομένως, η συζήτηση προχωρεί παρά την απουσία των αναιρεσιβλήτων (576 παρ.2γ ΚΠολΔ).

ΙΙ. Το άρθρο 261 ΑΚ, (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ.101 παρ.1 του ν. 4139/2013), προβλέπει, ότι: "Την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτόν αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ'άλλο τρόπο περάτωση της δίκης" (παρ.1). "Στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης" (παρ.2). "Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση". (παρ.3).

ΙΙΙ. Με τον (κατ'εκτίμηση μοναδικό) λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων Ν. Μ., (των λοιπών απαραδέκτως στην επικεφαλίδα των προτάσεων μνημονευομένων ως αναιρεσειόντων, μη εν προκειμένω προσλαβόντων την ιδιότητα του διαδίκου), προσάπτει στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, (το οποίο δίκασε σε δεύτερο βαθμό), ότι παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και δεν εφήρμοσε το άνω άρθρο και υπέπεσε στην κατ'αρθρ.560 αρ.1 (όπως ορθώς εκτιμάται) ΚΠολΔ πλημμέλεια. Ο λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος, καθόσον στην προειπωθείσα διάταξη του ΑΚ με σαφήνεια προβλέπεται η υπαγωγή σε αυτήν των εκκρεμών υποθέσεων, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Το Πρωτοδικείο στις επιτρεπτώς επισκοπούμενες παραδοχές της πληττομένης αποφάσεώς του διέλαβεν, ότι η προρρηθείσα διάταξη δεν είναι εν προκειμένω εφαρμοστέα, διότι η αγωγική αξίωση (αναγνωρίσεως οιονεί νομής δουλείας διόδου) κατέστη παραγεγραμμένη εν επιδικία και προς αποφυγήν αναδρομικής αναβιώσεως παραγεγραμμένων αξιώσεων. Ειδικότερα, οι εν λόγω παραδοχές έχουν ως ακολούθως: Εν προκειμένω, οι παρόντες εφεσίβλητοι - εναγόμενοι με τις ένδικες προτάσεις τους και με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, ισχυρίστηκαν ότι η αξίωση των εναγόντων έχει υποπέσει σε παραγραφή εν επιδικία, καθώς μεταξύ αφενός του χρόνου επίδοσης της ένδικης έφεσης στους δύο πρώτους εφεσίβλητους - εκκαλούντες, ήτοι την 14.12.2009, που ήταν και η τελευταία διαδικαστική πράξη των εκκαλούντων και αφετέρου του χρόνου για τον οποίο προσδιορίστηκε η συζήτησή της, μεσολάβησε χρονικό διάστημα που υπερβαίνει το ένα έτος (χρόνος παραγραφής αξιώσεων από διατάραξη ή αποβολή νομής) χωρίς να μεσολαβήσει καμία άλλη διαδικαστική πράξη μετά την άσκηση της έφεσης και τον προσδιορισμό της. Με το περιεχόμενο αυτό ο ισχυρισμός των εφεσίβλητων συνιστά ένσταση παραγραφής εν επιδικία, που είναι νόμιμη, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην άνωθι μείζονα πρόταση, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 261 και 992 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων αποδεικνύεται ότι μεταξύ του χρόνου επίδοσης της ένδικης έφεσης στους δύο πρώτους εφεσίβλητους - εναγόμενους, ήτοι την 14.12.2009 (βλ. υπ'αρίθμ 3724 και 3725/14.12.2009 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Α. Σ.) και του χρόνου για τον οποίο προσδιορίστηκε η συζήτησή της (βλ. υπ'αρίθμ.555/14.11.2009 έκθεση κατάθεσης με πράξη ορισμού συζήτησης για την 20.09.2011) μεσολάβησε χρονικό διάστημα που υπερβαίνει το ένα έτος (χρόνος παραγραφής αξιώσεων από διατάραξη ή αποβολή νομής) χωρίς να μεσολαβήσει καμία άλλη διαδικαστική πράξη, μετά την άσκηση της έφεσης και τον προσδιορισμό της και χωρίς οι εκκαλούντες να εξαντλήσουν τις δυνατότητες προσδιορισμού της συζήτησης της έφεσης σε εγγύτερη δικάσιμο. Να σημειωθεί δε ότι οι διαδικαστικές πράξεις στις οποίες προέβησαν εν συνεχεία οι εκκαλούντες με την παράσταση τους κατά την ορισμένη δικάσιμο της 20-9-2011 κατά την οποία η συζήτηση της έφεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 5-2-2013 κατά την οποία οι εκκαλούντες παραστάθηκαν και κατέθεσαν προτάσεις και επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 324/2013 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση, η επαναφορά με κλήση (64/2013) της υπόθεσης και ο προσδιορισμός της δικασίμου που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ουδεμία επιρροή ασκούν εν προκειμένω αφού όπως ήδη εκτέθηκε από την άσκηση της έφεσης το έτος 2009 μέχρι την προσδιορισμένη το έτος 2011 δικάσιμο παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους, έχοντας υποπέσει οι αξιώσεις των εκκαλούντων σε εν επιδικία παραγραφή, ήδη από το έτος 2010. Αποδεικνύεται λοιπόν ότι οι αξιώσεις των εκκαλούντων -εναγόντων από την αποβολή ή τη διατάραξη της νομής της δουλείας διόδου, υπέπεσαν σε εν επιδικία παραγραφή προ της θέσης σε ισχύ του ν. 4139/2013 και ως εκ τούτου, κατά τα άνωθι εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση, δεν είναι δυνατό να αναβιώσουν αναδρομικά".

IV. Η προδιαλαμβανομένη επισκόπηση των παραδοχών της ψεγομένης αποφάσεως καταδεικνύει την βασιμότητα, όπως προαναφέρεται, του αναιρετικού λόγου, αφού ο νόμος στην προπαρατεθείσα διάταξη αναμφιβόλως προβλέπει το σαφές, ήτοι την στην πρόβλεψη του εν θέματι άρθρου υπαγωγή των εκκρεμών υποθέσεων, εφόσον δεν έχει (κατά περίπτωση) εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Τούτου δε παρερμηνευθέντος και μη επί της κρισιολογουμένης περιπτώσεως εφαρμοσθέντος, βαρύνει το δικαστήριο της ουσίας με την βασιμότητα της καταλογιζομένης στην απόφασή του πλημμέλειας, κατά τα άνω εκτιθέμενα.

V. Κατά συνέπεια, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση μετ'αναίρεσιν στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, πλην των πρότερον δικασάντων, κατ'αρθρ.580 παρ.3 ΚΠολΔ, να επιβληθεί στους αναιρεσιβλήτους η δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, κατά παραδοχή του αιτήματός του και να διαταχθεί η επιστροφή σε αυτόν του κατατεθέντος υπ'αυτού παραβόλου (άρθρ.176, 183, 191 παρ.2, 495 παρ.4 ΚΠολΔ), συμφώνως προς το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 1071/2014 απόφαση του (δικάσαντος σε δεύτερο βαθμό) Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κέρκυρας.

Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κέρκυρας, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην αυτών που εξέδωσαν την αναιρουμένη απόφαση.

Επιβάλλει στους αναιρεσιβλήτους την δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, το ποσό της οποίας ορίζει σε τρεις χιλιάδες ευρώ (3.000€). Και Διατάσσει την επιστροφή στον αναιρεσείοντα του καταβληθέντος από αυτόν παραβόλου.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Ιανουαρίου 2017.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Φεβρουαρίου 2017.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Α.Π. 277/2017

Α.Π. 81/2017 - Διάταγμα περί Ιδιωτικών Δασών - Τα σε αυτό αναφερόμενα δεν ισχύουν στις περιφέρειες των Ιονίων Νήσων, της Κρήτης και των Νομών Λέσβου, Χίου, Σάμου και των νήσων Κυθήρων, Αντικυθήρων και Κυκλάδων, κατά την ρητή διάταξη του άρθρου 62 του ν.998/1979. Στις περιφέρειες αυτές καθένας φέρει το βάρος της αποδείξεως του ισχυρισμού του, ότι έχει δικαίωμα κυριότητος.

Next: Α.Π. 80/2017 - Χρησικτησία κατά του Δημοσίου - Η αναφορά στην αγωγή του Δημοσίου ότι ο εναγόμενος- πολίτης κατέχει το επίδικο ακίνητο από το 1959 και μέχρι σήμερα "χωρίς νόμιμο (τυπικό) τίτλο", δηλαδή χωρίς να υπάρχει πωλητήριο συμβόλαιο, δεν αποτελεί ομολογία περί κακής πίστεώς του, και ειδικότερα, περί συνδρομής περιστατικών, που να θεμελιώνουν αντίστοιχη καταχρηστική ένσταση του εναγόμενου Δημοσίου, αλλά, αντιθέτως, εμπεριέχεται ισχυρισμός περί του ότι επί χρονικό διάστημα μείζον της τριακονταετίας, νεμόταν το επίδικο καλόπιστα.
Previous: Α.Π. 277/2017 - Παραγραφή εν επιδικία σε υπόθεση διατάραξης ή αποβολής νομής - Διακοπή παραγραφής με την άσκηση της αγωγής και σε περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου και εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση.
$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Διάταγμα περί Ιδιωτικών Δασών
ΑΠ
Τύπος: ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Έτος: 2017
Νούμερο: 81
Τα σε αυτό αναφερόμενα δεν ισχύουν στις περιφέρειες των Ιονίων Νήσων, της Κρήτης και των Νομών Λέσβου, Χίου, Σάμου και των νήσων Κυθήρων, Αντικυθήρων και Κυκλάδων, κατά την ρητή διάταξη του άρθρου 62 του ν.998/1979. Στις περιφέρειες αυτές καθένας φέρει το βάρος της αποδείξεως του ισχυρισμού του, ότι έχει δικαίωμα κυριότητος....


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Νικήτα Χριστόπουλο και Παρασκευή Καλαϊτζή, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Α. Κ. του Ε., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο ... με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην ..., το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Βασίλειο Κορκίζογλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9-4-2008 αγωγή του αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χίου.

Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 36/2009 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου, 6/2011 Εφετείου Αιγαίου(Μεταβατική έδρα Χίου).

Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 29-3-2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

Η Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παρασκευή Καλαϊτζή, ανέγνωσε την από 17-2-2016 έκθεσή της με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την αναίρεση (εν όλω) της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατ’ άρθρ. 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται "αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου ..." (αρ. 1 περ. α).

ΙΙ. Όπως προκύπτει από τα άρθρα 1 και 3 του Διατάγματος της 17/29 Νοεμβρίου 1836 "περί ιδιωτικών δασών"που επέχει θέση νόμου, αναγνωρίζεται η κυριότητα του Δημοσίου στις εκτάσεις που αποτελούν δάση, εκτός από τα δάση, τα οποία πριν από την αρχή του υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες, των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας θα είχαν αναγνωρισθεί από την Γραμματεία Οικονομικών, στην οποία έπρεπε να υποβληθούν μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από την δημοσίευση του παραπάνω νόμου. Τα πιο πάνω αναφερόμενα δεν ισχύουν στις περιφέρειες των Ιονίων Νήσων, της Κρήτης και των Νομών Λέσβου, Χίου, Σάμου και των νήσων Κυθήρων, Αντικυθήρων και Κυκλάδων, κατά την ρητή διάταξη του άρθρου 62 του ν.998/1979. Στις περιφέρειες αυτές καθένας φέρει το βάρος της αποδείξεως του ισχυρισμού του, ότι έχει δικαίωμα κυριότητος.

ΙΙΙ. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, (κατ’ εκτίμηση Α’ μέρος) ο αναιρεσείων ψέγει το Εφετείο, ότι με την προσβαλλομένη απόφασή του υπέπεσε στην κατ’ άρθρ. 559 αρ. 1 πλημμέλεια, υπό την έννοια της μη εφαρμογής του άνω ουσιαστικού κανόνα δικαίου, παρά την συνδρομή των προϋποθέσεων επιβεβλημένης εφαρμογής του. Συγκεκριμένα, προβάλλεται η αιτίαση, ότι παρόλον ότι το επίδικο ακίνητο βρίσκεται στην νήσο Χίο, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (Εφετείο Αιγαίου στην μεταβατική του έδρα της Χίου) με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε την επ’ αυτού (επιδίκου) τεκμαρτή κυριότητα του αναιρεσιβλήτου και ειδικότερα, ότι δεν αποδείχθηκε η προ του έτους 1915 τουλάχιστον τριακονταετής καλόπιστη χρησιδεσποτεία του επιδίκου από τους απωτέρους δικαιοπαρόχους του αναιρεσείοντος, (μη τιθεμένης τοιαύτης δυνατότητος μετά ταύτα επί των δημοσίων δασικών κτημάτων).

IV. Οι επιτρεπτώς επισκοπούμενες παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έχουν ως ακολούθως: "Με την υπ’ αριθμ. ...20-9-2004 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, που δημοσιεύθηκε στο με αριθμό 908/11-10-2004 ΦΕΚ (τεύχος Δ’ ) κηρύχθηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου και με δαπάνες του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, για λόγους δημόσιας ωφέλειας και ειδικότερα, για την κατασκευή φράγματος στην περιοχή "..."που βρίσκεται στις περιφέρειες των Δήμων ... Νομού Χίου, έκταση συνολικού εμβαδού 80.242,32 τ.μ. όπως ειδικότερα η εν λόγω έκταση εμφαίνεται και προσδιορίζεται στον από Αυγούστου 2004 κτηματολογικό πίνακα και αντίστοιχα κτηματολογικά διαγράμματα, της Διεύθυνσης Τεχνικών Μελετών και Κατασκευών του Υπουργείου Γεωργίας που έχουν συντάξει οι τοπογράφοι μηχανικοί της εταιρείας ... Ε.Ε. "..."και έχουν εγκριθεί με την υπ’ αριθμ. ...27-8-2004 απόφαση της Προϊσταμένης Αρχής του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Στις ως άνω απαλλοτριωθείσες εκτάσεις περιλαμβάνεται και η υπ’ αριθμ. ... ιδιοκτησία του κτηματολογικού πίνακα, η οποία περιέχεται στην υπ’ αριθμ. ... ιδιοκτησία, συνολικής έκτασης 63.328,44 τ.μ. Στους πρώτους κτηματολογικούς πίνακες που συντάχθηκαν από το Υπουργείο Γεωργίας τον Ιούλιο του 2003, ως εικαζόμενος ιδιοκτήτης της υπ’ αριθμ. ... ιδιοκτησίας του κτηματολογικού πίνακα, αναγραφόταν ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος. Στη συνέχεια όμως, στον τροποποιημένο ως άνω κτηματολογικό πίνακα, και τα αντίστοιχα κτηματολογικά διαγράμματα, που συντάχθηκαν από την ίδια ως άνω Υπηρεσία και κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χίου, κατά την εκδίκαση της αιτήσεως καθορισμού προσωρινής τιμής μονάδος αποζημιώσεως για την ως άνω απαλλοτριωθείσα έκταση, η παραπάνω υπ’ αριθμ. ... ιδιοκτησία του κτηματολογικού πίνακα εκτάσεως 63.328,44 τ.μ. αναγράφεται ότι η εν λόγω έκταση, είναι δημόσια δασικού χαρακτήρα έκταση, και συνακόλουθα ιδιοκτήτης αυτής είναι το Ελληνικό Δημόσιο. Σε σχέση με το ως άνω επίδικο ακίνητο που απαλλοτριώθηκε για το οποίο ερίζουν οι διάδικοι από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Το περιγραφόμενο στην αγωγή επίδικο ακίνητο είναι βουνώδης έκταση, εμβαδού 63.328,44 τ.μ., με κλίση εδάφους 30-60%, που φέρει το χαρακτήρα δάσους, κατά την έννοια του άρθρου 1 §1 του Δασικού Κώδικα (Ν.Δ 86/1969) γιατί καλύπτεται κατά ποσοστό 30-35% από αυτοφυή άγρια ξυλώδη φυτά και ειδικότερα Αγριελιές, Ασπαλάθους, Σπάρτα, Πικροδάφνες κ.α. και μπορεί με δασική εκμετάλλευση να παράγει δασικά προϊόντα κατονομαζόμενα ειδικότερα στον πίνακα δασικών προϊόντων ως ξυλεία κλπ. Η βλάστηση δε αυτή προσδίδει στο επίδικο το χαρακτήρα του δάσους (ΑΠ 735/75 ΝοΒ 24.139). Το εν λόγω επίδικο βρίσκεται στην ανωτέρω προαναφερθείσα περιοχή και συνορεύει με δημόσιες δασικές εκτάσεις με τις οποίες αποτελεί ενιαίο σύνολο (βλ. το από 6-11-2008 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου). Το έδαφος του επιδίκου, όπως αναφέρθηκε είναι βουνώδες, με μεγάλη κλίση εδάφους. Μέχρι το έτος 1945, όπως προκύπτει από αεροφωτογραφίες της Γ.Υ.Σ. του έτους αυτού δεν είχε κανένα ίχνος καλλιέργειας πρόσφατης ή παληάς, ούτε ίχνος ιδιωτικής εκμετάλλευσης πεζούλας ή περίφραξης, ουδέ ειδικότερα ίχνος νεώτερης ή παληότερης περίφραξης με τοίχο. Επίσης από τις αεροφωτογραφίες της ίδιας ως άνω Υπηρεσίας του έτους 1975, δεν παρατηρούνται επί του επιδίκου τμήματος επεμβάσεις και εξακολουθεί τούτο να έχει μέχρι τότε την ίδια μορφή. Για την κατάσταση αυτή του επιδίκου καταθέτει σαφώς και κατηγορηματικώς και εξ ιδίας αντιλήψεως, ο μάρτυρας του εκκαλούντος Ι. Μ., δασοφύλακας, που είχε κατά καιρούς την εποπτεία και φύλαξη του επιδίκου, ο οποίος εξεταζόμενος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χίου την 6η-12-2006 όταν αρχικά, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος είχε ασκήσει την από 18-4-2006 αγωγή του, ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, το οποίον κηρύχθηκε καθ’ ύλην αναρμόδιον προς εκδίκαση της υπόθεσης, και την παρέπεμψε στο καθ’ ύλην αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χίου, κατέθεσε μεταξύ άλλων τα εξής: "Η έκταση (επίδικη) είναι δασική επειδή από τις αεροφωτογραφίες του 1945 φαινόταν να έχει δασική βλάστηση. Δεν δείχνουν (φωτογραφίες) καλλιέργειες. Αν κάποτε ήταν, καλλιεργήσιμη έκταση, θα φαινόταν στις φωτογραφίες. Τα 63.000 τ.μ. ήταν πάντα ακαλλιέργητα", (βλ. τα υπ’ αριθμ. 32/2007 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χίου). Η κατάθεση δε του ως άνω μάρτυρα προσεπιβεβαιώνεται και από τα με ημερομηνία 6-11-2008 και 25-9-2006 έγγραφα της Διεύθυνσης Δασών Χίου), η οποία δεν αναιρείται από όσα αντίθετα βεβαιώνουν οι μάρτυρες του ενάγοντος Α. Δ. και Κ. Α. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Χίου, στις προαναφερθείσες ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες κρίνονται ασαφείς και αόριστες.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το επίδικο το διαχειρίζεται ως δημόσια δασική έκταση, το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, πριν από πολλές δεκαετίες, δια της Δασικής Υπηρεσίας Χίου, η οποία δια των υπαλλήλων και δασοφυλάκων της, επιτηρεί και φυλάττει τούτο προς αποτροπή πυρκαγιών, παράνομης εκχέρσωσης, και παράνομης κατάληψης. Τα τελευταία όμως 5-6 έτη, πριν την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, ο οποίος είναι ποιμένας και έχει ποιμνιοστάσιο σε γειτονική περιοχή, ισχυριζόμενος ότι είναι κύριος, νομέας και κάτοχος του επιδίκου αυθαίρετα περιέφραξε τούτο με συρματόπλεγμα και ακολούθως φύτευσε μέσα σ’ αυτό δέκα μικρά ελαιόδενδρα, και δύο συκιές και επίσης έκτισε ξερολιθιά. Μάλιστα δε αυτός προς επίρρωση του εν λόγω ισχυρισμού του επικαλείται και προσκομίζει τους παρακάτω τίτλους ιδιοκτησίας, ισχυριζόμενος ότι ολόκληρη η επίδικη έκταση εμπεριέχεται σ’ αυτούς. Από την μελέτη όμως των εν λόγω τίτλων, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία, δεν προκύπτει ότι η επίδικη έκταση ταυτίζεται με το ακίνητο που αναφέρεται στους τίτλους αυτούς. Ειδικότερα με τον επικαλούμενο αρχικό τίτλο (υπ’ αριθμ. ...9-9-1873 προικοσύμφωνο), οι Μ. και Μ. Α. προικοδοτούν μεταξύ άλλων ακινήτων, τον Ν. Κ., (απώτατο δικαιοπάροχο του ενάγοντος) όπως αναφέρεται κατά λέξη στο εν λόγω προικοσύμφωνο "όσα άγρια βουνά έχουν στην εξουσία τους στην περιοχή ...". Η περιγραφή όμως αυτή είναι παντελώς αόριστη, καθότι δεν αναφέρονται όρια και έκταση του εν λόγω ακινήτου και από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι τα ως άνω άγρια βουνά που προικοδοτούνται στον Ν. Κ. ή ... έχουν σχέση με την επίδικη έκταση. Ακολούθως ο Ν. Κ. με το νόμιμα, μεταγραμμένο υπ’ αριθμ. ...1920 συμβόλαιο του τότε συμβολαιογράφου Χίου Ν. Ν., πωλεί στον Ν. Κ. (πάππο του ενάγοντος) τμήμα του ως άνω ακινήτου, που προικοδοτήθηκε και βρίσκεται στη θέση "...". Το εν λόγω όμως ακίνητο περιγράφεται στο συμβόλαιο ως αγριοχώραφο, έχον συνολική επιφάνεια δέκα πέντε (15) οργιές, ήτοι περίπου πέντε (5) στρέμματα, συνορεύον γύρωθεν με ιδιοκτησία Ε. Κ., με υπόλοιπη ιδιοκτησία Ν. ... και ποταμόν. Το παραπάνω όμως ακίνητο όπως περιγράφεται στο εν λόγω συμβόλαιο, ουδόλως προκύπτει ότι ταυτίζεται με το επίδικο, καθόσον το επίδικο έχει έκταση όπως προαναφέρθηκε 63.328,44 τ.μ, ενώ το περιγραφόμενο έκταση περίπου πέντε στρεμμάτων, και περαιτέρω τα όρια τα ων εν λόγω ακινήτων είναι εντελώς διαφορετικά. Επόμενος επικαλούμενος τίτλος είναι η υπ’ αριθμ. ...1958 δημόσια διαθήκη της Σ. χήρας Ν. Κ., που συντάχθηκε ενώπιον του τότε συμβολαιογράφου Χίου Σωκράτη Γανιάρη στην οποίαν η εν λόγω διαθέτης, μεταξύ άλλων αναφέρει ότι από κληρονομία του συζύγου της Ν. Κ., απέκτησε βοσκότοπο, χωρίς να γίνεται αναφορά περί της συνολικής εκτάσεως τούτου ευρισκομένου στη θέση "..."των ..., ο οποίος συνορεύει Ανατολικά με ρύακα και πέραν αυτού με βοσκότοπον Α.Π. και Δ.Κ., Δυτικά με βοσκότοπον ... ... και δύο ρυάκια, εξικνουμένων από της κορυφής επί της οποίας βρίσκεται ορόσημον με τον σταυρόν, πέραν τα 20 μέτρα δυτικά του ..., βορείως με βοσκοτόπους Στ. Κ. και Κ. και νοτίως με χείμαρρο ..., και ότι ένα τμήμα τούτου εκτάσεως είκοσι (20) οργιών, ήτοι περίπου έξι (6) στρέμματα το καταλείπει ως κληρονομία στους εγγονούς της Α. και Α., και ότι την υπόλοιπη έκταση του βοσκοτόπου, χωρίς να αναφέρει πόση είναι η έκταση (υπόλοιπη) και τα όριά της την αφήνει ως κληρονομία στον γιο της Σ. Κ.. Η περιγραφή των όμως του ως άνω βοσκοτόπου που γίνεται στη διαθήκη δεν προκύπτει ότι ταυτίζεται με τον βοσκότοπο που ο σύζυγός της Ν. Κ. αγόρασε από τον Ν. Κ. δυνάμει του ανωτέρω συμβολαίου, καθότι ο περιγραφόμενος στο ως άνω συμβόλαιο βοσκότοπος έχει εντελώς διαφορετική έκταση και όρια από το βοσκότοπο που περιγράφεται στη διαθήκη. Παρά ταύτα, ο Σ. Κ. μολονότι όπως προαναφέρθηκε, η μητέρα του με την παραπάνω διαθήκη της του κατέλιπε ως κληρονομία τμήμα βοσκοτόπου, του οποίου δεν αναφερόταν στη διαθήκη η έκταση και τα όρια, αυτός κατά το έτος 1972, δυνάμει της υπ’ αριθμ. .../1-7-1972 πράξεως αποδοχής κληρονομίας που συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Χίου Παναγιώτη Γανιάρη, που νόμιμα μεταγράφηκε, προέβη σε δήλωση αποδοχής της κληρονομίας της καθορίζοντας ο ίδιος (Σ. Κ.) αυθαιρέτως την έκταση του τμήματος του βοσκοτόπου που του κατέλιπε ως κληρονομία η μητέρα του σε εκατό (100) στρέμματα, και καθορίζοντας επίσης αυθαιρέτως, ως όρια του εν λόγω τμήματος, τα όρια που αναφέρονταν ως όρια του μείζονος βοσκοτόπου. Ακολούθως ο Σ. Κ., το ως άνω ακίνητο που είναι δημόσια δασική έκταση, την έκταση και όρια του οποίου όπως προαναφέρθηκε καθόρισε ο ίδιος, το πώλησε δυνάμει του υπ’ αριθμ. .../10-8-1989 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Χίου Παναγιώτη Γανιάρη που νόμιμα μεταγράφηκε στον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά δεν αποδείχθηκε ότι η επίδικη έκταση εμπίπτει στους επικαλούμενους και προσκομιζόμενους από τον ενάγοντα-εφεσίβλητο τίτλους.

Επομένως η μεταβίβαση του επιδίκου που έγινε στον ενάγοντα δυνάμει του ως άνω συμβολαίου δεν προσπόρισε εις αυτόν την κυριότητα του επιδίκου, αφού αυτός απέκτησε από μη κύριον. Ανεξαρτήτως όμως αυτού δεν αποδείχθηκε ότι οι φερόμενοι στα εν λόγω συμβόλαια ως απώτεροι δικαιοπάροχοί του άσκησαν, επί της επίδικης δασικής έκτασης διακατοχικές πράξεις διανοία κυρίου με καλή πίστη για 30 συνεχή χρόνια πριν το έτος 1915 ώστε να καταστούν κύριοι αυτής με έκτακτη χρησικτησία, ούτε επίσης αποδείχθηκε ότι αναγνωρίστηκε κυριότητα ιδιώτη επί του επιδίκου. Για το μετά το έτος 1915 χρονικό διάστημα δεν γίνεται λόγος για χρησικτησία καθόσον μεταγενεστέρως δεν ήταν δυνατό να επέλθει χρησικτησία επί των δημοσίων κτημάτων όπως είναι το δάσος ως εκ των διατάξεων του ν.Δ.Ξ.Η’ /1912, και των βάσει αυτού εκδοθέντων έκτοτε ισχυσάντων μέχρι πέρα και το έτος 1926 διαταγμάτων περί δικαιοστασίου, τα οποία ανέστειλαν κάθε παραγραφή επί κτημάτων του Δημοσίου".

V. Το εν λόγω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο επί τη βάσει των επισκοπηθεισών παραδοχών με την προσβαλλομένη απόφασή του, αφού δέχθηκε από ουσιαστικής απόψεως την έφεση του αναιρεσιβλήτου και εξαφάνισε την εκκληθείσα 36/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χίου, απέρριψε την (κατ’ επιτρεπτή δικονομική επικουρικότητα) βάση της χρησικτησίας, απορριφθείσης δηλαδή της αγωγής (του αναιρεσείοντος) ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης. Εν τούτοις με καθοριστικό τον γνώμονα της προρρηθείσης νομικής σκέψεως, αναδεικνύεται η εκτροπή του Εφετείου απ’ το έρεισμα του ορθού δικανικού συλλογισμού, ήτοι ιδρύεται η αντιστοίχως καταλογιζομένη αναιρετική πλημμέλεια και η βασιμότης του λόγου αυτού (1ου Α’ μέρος) αναιρέσεως. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ως μη ώφειλε, δέχθηκε για την κρισιολογηθείσα περίπτωση (του ευρισκομένου στην νήσο Χίο επιδίκου ακινήτου) την τεκμαρτή κυριότητα του αναιρεσιβλήτου, αν και το εν προκειμένω επιβεβλημένο ήτο να επωμισθεί έκαστος διάδικος τα ίδια αυτού αποδεικτικά βάρη τεκμηριώσεως των ισχυρισμών μέσω της ακροαματικής διελκυστίνδος και υπό το τρίπτυχο της επικλήσεως, προσκομιδής και αποδείξεως αυτών. Επομένως, είναι βάσιμος, κατά τα ως άνω, ο προμνησθείς λόγος αναιρέσεως, ενώ μετά ταύτα παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως (1ος λόγος-δεύτερο μέρος, 2ος, 3ος και 4ος-τελευταίος, με τους οποίους προσάπτονται τα υπ’ αρ. 8, 19, 11α και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ σφάλματα αντιστοίχως).

VI. Κατά συνέπεια, η εν λόγω εφετειακή απόφαση κατέστη (εν όλω) αναιρετέα, κατά τα άνω εκτιθέμενα.

VII. Μετ’ αναίρεσιν η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στο (Τριμελές) Εφετείο Βορείου Αιγαίου (μεταβατικής έδρας Χίου), του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλους δικαστές, πλην των πρότερον δικασάντων (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει, συμφώνως προς το διατακτικό, να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη του νικώντος αναιρεσείοντος, κατά παραδοχήν του αιτήματός του, στο ηττώμενο αναιρεσίβλητο (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και 22 ν. 3693/1957, ως ισχύει), μη τιθεμένου ζητήματος καταβολής και επιστροφής στον αναιρεσείοντα παραβόλου, ως εκ του χρόνου ασκήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως.-

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 6/2011 απόφαση του Εφετείου Αιγαίου (μεταβατικής έδρας Χίου).

Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο (Τριμελές) Βορείου Αιγαίου (μεταβατικής Έδρας Χίου), το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην αυτών που εξέδωσαν την αναιρουμένη απόφαση. Και - Επιβάλλει στο αναιρεσίβλητο την δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων ευρώ (300 €).

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Δεκεμβρίου 2016.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Ιανουαρίου 2017.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Α.Π. 81/2017

Α.Π. 80/2017 - Χρησικτησία κατά του Δημοσίου - Η αναφορά στην αγωγή του Δημοσίου ότι ο εναγόμενος- πολίτης κατέχει το επίδικο ακίνητο από το 1959 και μέχρι σήμερα "χωρίς νόμιμο (τυπικό) τίτλο", δηλαδή χωρίς να υπάρχει πωλητήριο συμβόλαιο, δεν αποτελεί ομολογία περί κακής πίστεώς του, και ειδικότερα, περί συνδρομής περιστατικών, που να θεμελιώνουν αντίστοιχη καταχρηστική ένσταση του εναγόμενου Δημοσίου, αλλά, αντιθέτως, εμπεριέχεται ισχυρισμός περί του ότι επί χρονικό διάστημα μείζον της τριακονταετίας, νεμόταν το επίδικο καλόπιστα.

Next: Α.Π.74/2017 - Επίκληση πρόσθετων Ενόρκων Βεβαιώσεων Για να είναι σαφής και ορισμένη η επίκληση πρόσθετων ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου, οι οποίες προσκομίσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή ενώπιον του εφετείου στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, για την αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων, πρέπει, στην προσθήκη των προτάσεων του διαδίκου που τις προσκόμισε, να αναφέρεται, εκτός των άλλων, ότι αυτές προσκομίζονται για την αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων του αντιδίκου, ώστε το δικαστήριο της ουσίας να κρίνει αυτές παραδεκτές και στη συνέχεια να ελέγξει, αν πράγματι προσκομίσθηκαν για τον σκοπό αυτό.
$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Χρησικτησία κατά του Δημοσίου
ΑΠ
Έτος: 2017
Νούμερο: 80
Η αναφορά στην αγωγή του Δημοσίου ότι ο εναγόμενος- πολίτης κατέχει το επίδικο ακίνητο από το 1959 και μέχρι σήμερα "χωρίς νόμιμο (τυπικό) τίτλο", δηλαδή χωρίς να υπάρχει πωλητήριο συμβόλαιο, δεν αποτελεί ομολογία περί κακής πίστεώς του, και ειδικότερα, περί συνδρομής περιστατικών, που να θεμελιώνουν αντίστοιχη καταχρηστική ένσταση του εναγόμενου Δημοσίου, αλλά, αντιθέτως, εμπεριέχεται ισχυρισμός περί του ότι επί χρονικό διάστημα μείζον της τριακονταετίας, νεμόταν το επίδικο καλόπιστα....


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Νικήτα Χριστόπουλο Πέτρο Σαλίχο και Παρασκευή Καλαϊτζή Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην ... το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Σταυρούλα Καλαμπαλίκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚπολΔ.

Του αναιρεσιβλήτου: Κ. Γ. του Λ., κατοίκου ... που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19-7-2010 αγωγή του αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς.

Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1438/2012 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου, 585/2013 Εφετείου Πειραιώς.

Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον με την από 29-10-2013 αίτησή του

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

Η Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παρασκευή Καλαϊτζή, ανέγνωσε την από 13-1-2016 έκθεσή της με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την αναίρεση εν όλω της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατ’ άρθρο 59 αρ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται ... "αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών ..." (εδ.α).

ΙΙ. Κατ’ άρθρ. 4§1 εδ.β ν. 3127/2003, σε ακίνητο που βρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως ... ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου, εφόσον ... "νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη ...". Περαιτέρω, "οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2000 τμ. ..." (§2). Προσέτι, κατ’ άρθρ. 1042 ΑΚ "Ο νομέας βρίσκεται σε καλή πίστη ..., όταν χωρίς βαριά αμέλεια έχει την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα".

ΙΙΙ. Με τον (μοναδικό) λόγο αναιρέσεως το αναιρεσείον μέμφεται την κρίση του Εφετείου στην προσβαλλομένη απόφασή του, δεδομένου, ότι, παραβλέψασα τα άνω άρθρα (του ΑΚ και του ν. 3127/03), ως και τα άρθρα (επίσης) του ΑΚ: 166 (ότι το προσύμφωνο υποβάλλεται στον τύπο της συμβάσεως), 369 (ότι οι περί των εμπραγμάτων δικαιωμάτων συμβάσεις γίνονται συμβολαιογραφικώς), 1033 (ότι στη μεταβίβαση ακινήτου χρειάζεται ο συμβολαιογραφικός τύπος) 159§1 (ότι είναι άκυρη η δικαιοπραξία, αν δεν τηρηθεί ο προβλεπόμενος τύπος) και 180 (ότι η άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται σαν να μην έγινε), διολίσθησε σε κακή εφαρμογή των προεκτεθεισών (ουσιαστικών) διατάξεων, αφού διέλαβε την παραδοχή της καλοπιστίας του αναιρεσιβλήτου, (εν σχέσει προς τον οποίο, παρά την απουσία του, η συζήτηση προχωρεί, τούτου κληθέντος νομίμως και εμπροθέσμως, όπως προκύπτει από την μετ’ επικλήσεως υπό του επισπεύδοντος αναιρεσείοντος προσαγομένη, κατ’ άρθρ. 576§2 ΚΠολΔ, .../2-9-16 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς Ι. Χ.), καθόσον αφορά στην υπ’ αυτού κτήση κυριότητος επί του επιδίκου ακινήτου.

IV. Οι επιτρεπτώς επισκοπούμενες παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έχουν ως ακολούθως: "Το Νοέμβριο του έτους 1959 δυνάμει του από 16-11-1959 ιδιωτικού συμφωνητικού, που καταρτίσθηκε μεταξύ του ενάγοντα και του Θ. Α., ο οποίος ενεργούσε στο όνομα και για λογαριασμό της συζύγου του Α. Α. το γένος Θ. Μ., ο τελευταίος υποσχέθηκε να πωλήσει και μεταβιβάσει στον πρώτο, αντί συμφωνηθέντος τιμήματος 25.200 δραχμών, το οποίο καταβλήθηκε αυθημερόν (16-11-1959), ένα οικόπεδο που βρίσκεται στη θέση ... της κτηματικής περιφερείας του Δήμου ... Αττικής, επί της οδού ..., εντός σχεδίου πόλεως (π.δ. της 31-81935,ΦΕΚ Α 393/5-9-1935), έχει εμβαδό, κατά το κτηματολόγιο 441 τ.μ. και έχει λάβει ΚΑΕΚ ... Το οικόπεδο αυτό δεν είναι άρτιο και οικοδομήσιμο και εμφαίνεται με τα στοιχεία ... στο από Ιούνιο 2008 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Ν. Ν., ως έχον εμβαδόν 379,05 τ.μ. και συνορεύον, βόρεια επί πλευράς ΑΒ μήκους 20,80 μέτρων με ιδιοκτησίες αγνώστων και επί πλευράς ΕΖ μήκους 0,87 μέτρων με ιδιοκτησία αγνώστου, νότια επί πλευράς μήκους 24,40 μέτρων με ιδιοκτησία αγνώστων, ανατολικά επί πλευράς ΒΓ μήκους 16,88 μέτρων με ακάλυπτο χώρο και δυτικά επί πλευράς ΑΖ μήκους 6,75 μέτρων και επί πλευράς ΕΔ μήκους 9,96 μέτρων με ιδιοκτησίες αγνώστων. Το ακίνητο αυτό είχε περιέλθει στην Α. σύζυγο Θ. Α. δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος συμβολαίου με αρ. .../7-5-1930 του συμβολαιογράφου Πειραιά Χρήστου Χατζηνικολή, στον δε δικαιοπάροχο αυτής Μ. Κ., δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος με αρ. .../ 1908 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιά Π. Κανελλόπουλου. Ο ενάγων απέκτησε τη νομή του ακινήτου αυτού από το Νοέμβριο του έτους 1959 και έκτοτε μέχρι και τον χρόνο συζήτησης της επίδικης αγωγής ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ,κατέχει και νέμεται το επίδικο ακίνητο αδιάλειπτα και αδιατάρακτα ,ασκώντας με διάνοια κυρίου όλες τις διακατοχικές πράξεις νομής και κατοχής ,που αρμόζουν σε κύριο. Ειδικότερα, το έτος 1960 ανήγειρε εντός αυτού μια μικρή ισόγεια οικία εμβαδού 25,21 τ.μ., όπου διέμεινε με τη σύζυγο του Α. Γ. και το τέκνο τους Λ. Γ. μέχρι και το έτος 1967, οπότε και μετανάστευσε με την οικογένεια του στη Νότια Αφρική. Κατά το διάστημα της απουσίας του ανέθεσε στην οικογενειακή φίλη Κ. Α., να επιβλέπει για λογαριασμό του το ακίνητο και να περιποιείται την ισόγεια οικία. Επί πλέον, κάθε καλοκαίρι η σύζυγος του ενάγοντα επισκεπτόταν την Ελλάδα και αναλάμβανε προσωπικά τη φροντίδα του επίδικου ακινήτου. Το έτος 1994 η προαναφερθείσα Κ. Α. ενημέρωσε τον ενάγοντα πως είχε χαλάσει η περίφραξη του οικοπέδου. Έτσι κατά τους θερινούς μήνες του ίδιου έτους, όταν ο τελευταίος επισκέφθηκε την Ελλάδα, αντικατέστησε την περίφραξη. Τέλος το έτος 2001, ο ενάγων επέστρεψε με την οικογένεια του στην Ελλάδα για μόνιμη εγκατάσταση και έκτοτε επιβλέπει το εν λόγω ακίνητο ο ίδιος με την οικογένεια του. Κάθε έτος ο ενάγων καταβάλλει κάθε φόρο και οικονομικό βάρος, που συνδέεται με αυτό (βλ. τη δήλωση στοιχείων Ε9 ακινήτων προς τη ..., το διπλότυπο είσπραξης του Δήμου ... για το τέλος ακίνητης περιουσίας (ΤΑΠ),καθώς και την με αρ. ...4-9-2007 βεβαίωση του ως άνω Δήμου, που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το με αρ. πρωτ. ...27-10-2011 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Πειραιά, η ευρύτερη έκταση, τμήμα της οποίας αποτελεί και το επίδικο ακίνητο, ήδη από το έτος 1945 είχε αρχίσει να μεταβάλλεται βαθμιαία σε αστική περιοχή. Ειδικότερα στις αεροφωτογραφίες του έτους 1945 εξακολουθούσε μεν η ευρύτερη περιοχή να καλύπτεται από χορτολιβαδική έκταση, παρατηρείτο όμως η διάνοιξη δρόμων και η διαμόρφωση οικοπέδων. Σύμφωνα δε και με την κατάθεση της μάρτυρος Α. Γ., στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου , περί τα τέλη του έτους 1959, οπότε και ο ενάγων απέκτησε τη νομή του επιδίκου ακινήτου, δεν υπήρχαν στην ευρύτερη περιοχή ίχνη δασικής (χορτολιβαδικής) βλάστησης. Αντίθετα, όπως παρατηρείται και στις αεροφωτογραφίες του έτους 1969 ,είχε πλέον διαμορφωθεί πλήρως σε αστική περιοχή η ευρύτερη έκταση με διάνοιξη δρόμων και ανέγερση οικοδομών (βλ. το νομίμως επικαλούμενο και προσκομιζόμενο με αρ. πρωτ. ...27-10-2011 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Πειραιά). Ενισχυτικό των παραπάνω είναι και το γεγονός ότι τα όμορα οικόπεδα που βρίσκονται στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο με το επίδικο που περικλείεται από τις οδούς ... (βλ. το νομίμως επικαλούμενο και προσκομιζόμενο με αρ. πρωτ..../27-7-2007 έγγραφο της διεύθυνσης τεχνικών μελετών του Δήμου ...), δεν ανήκουν κατά κυριότητα στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο αλλά σε φυσικά πρόσωπα (βλ. τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από 29-12-2011 αντίγραφα με σχετικές εγγραφές των κτηματολογικών φύλλων με ΚΑΕΚ .... Σύμφωνα με τα παραπάνω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων: 1) έχει συμπληρώσει στο πρόσωπο του από την 16-11-1959 μέχρι την 19-3-2003 (ημέρα δημοσίευσης του νόμου 3127/2003) συνεχή και αδιατάρακτη τριακονταετή και πλέον νομή στο επίδικο ακίνητο που έχει έκταση μικρότερη των 2000 τ.μ. και είναι εντός σχεδίου πόλεως 2) καθόλο το ως άνω χρονικό διάστημα τελούσε σε καλή πίστη, έχοντας την πεποίθηση, χωρίς να τον βαρύνει βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα του άνω ακινήτου, της πεποιθήσεώς του αυτής υφισταμένης κατά τον χρόνο κτήσεως της νομής αυτού. Η περιεχόμενη δε αναφορά στην αγωγή ότι κατέχει το επίδικο ακίνητο από το 1959 και μέχρι σήμερα "χωρίς νόμιμο (τυπικό) τίτλο", δηλαδή χωρίς να υπάρχει πωλητήριο συμβόλαιο, δεν αποτελεί ομολογία περί κακής πίστεώς του, και ειδικότερα, περί συνδρομής περιστατικών, που να θεμελιώνουν αντίστοιχη καταχρηστική ένσταση του εναγόμενου Δημοσίου, αλλά, αντιθέτως, εμπεριέχεται ισχυρισμός περί του ότι επί χρονικό διάστημα μείζον της τριακονταετίας, νεμόταν το επίδικο καλόπιστα. Πέραν των ως άνω ενισχυτικό της καλής πίστης του ενάγοντα αποτελεί και το γεγονός ότι το Ελληνικό Δημόσιο, δια των αρμοδίων οργάνων του, ουδέποτε πρόβαλε δικαιώματα επί του ακινήτου, κοινοποιώντας εμπράγματη αγωγή ή πρωτόκολλο αποβολής, ούτε όχλησε με οποιονδήποτε τρόπο τον ενάγοντα στην, κατά τα ανωτέρω, άσκηση της νομής του στο επίδικο οικόπεδο, ούτε άσκησε οποιαδήποτε διακατοχική πράξη σ’ αυτό.

Συνεπώς, εφόσον αποδείχθηκε ότι συντρέχουν στην υπό κρίση περίπτωση όλες οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 4 §§ 1β και 2 του ν. 3127/2003 και (εφόσον) ενώ, αντίθετα, δεν αποδείχθηκε κακή πίστη του ενάγοντα έπρεπε να γίνει δεκτή η αγωγή και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα".

V. Η επισκόπηση των παραδοχών της προσβαλλομένης αποφάσεως οδηγεί την δικανική πεποίθηση και κρίση με ασφάλεια στην αβασιμότητα του λόγου αναιρέσεως, υπό την έννοια, ότι προσηκόντως αντιμετωπίσθηκε, κατά τα ως άνω, το ζήτημα της υπέρ την τριακονταετία καλόπιστης εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου χρησιδεσποτείας του επιδίκου ακινήτου. Επομένως, δεν συντρέχει περίπτωση κακής εφαρμογής των προειπωθεισών (ουσιαστικών) διατάξεων, παρά τα όσα αντιστοίχως αντίθετα, αδοκίμως όμως, υποστηρίζει το αναιρεσείον, (αφού η εφετειακή κρίση είναι η εφαρμοστικώς ορθή των εν λόγω διατάξεων), κατά τα άνω εκτιθέμενα.

VI. Κατά συνέπεια, η αίτηση αναιρέσεως είναι απορριπτέα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 29-10-2013 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου περί αναιρέσεως της 585/2013 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2016.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 10 Ιανουαρίου 2017.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Α.Π. 80/2017

Α.Π.74/2017 - Επίκληση πρόσθετων Ενόρκων Βεβαιώσεων Για να είναι σαφής και ορισμένη η επίκληση πρόσθετων ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου, οι οποίες προσκομίσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή ενώπιον του εφετείου στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, για την αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων, πρέπει, στην προσθήκη των προτάσεων του διαδίκου που τις προσκόμισε, να αναφέρεται, εκτός των άλλων, ότι αυτές προσκομίζονται για την αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων του αντιδίκου, ώστε το δικαστήριο της ουσίας να κρίνει αυτές παραδεκτές και στη συνέχεια να ελέγξει, αν πράγματι προσκομίσθηκαν για τον σκοπό αυτό.

Next: Α.Π. 45/2017 - Πότε είναι ορισμένη η αναγνωριστική αγωγή-το αντικείμενο αυτής - Στην περίπτωση που η αναγνωριστική αγωγή έχει ως αντικείμενο ν'αναγνωρισθεί: α) το δικαίωμα του ενάγοντος προς ένταξη στο τακτικό προσωπικό της εναγομένης στην ανάλογη κατηγορία και στο αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο και β) η υποχρέωση της εναγομένης για την καταβολή των μισθολογικών διαφορών που εντεύθεν προκύπτουν από την ορθή κατά τ'ανωτέρω ένταξη, για να είναι ορισμένη αρκεί να περιέχονται σ'αυτή τα παραγωγικά του εν λόγω δικαιώματος περιστατικά και το παραπάνω αίτημα, χωρίς να είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται το ύψος των αιτουμένων μισθολογικών διαφορών με αριθμητική ανάλυση και συγκεκριμένο ποσόν.
Previous: Α.Π. 80/2017 - Χρησικτησία κατά του Δημοσίου - Η αναφορά στην αγωγή του Δημοσίου ότι ο εναγόμενος- πολίτης κατέχει το επίδικο ακίνητο από το 1959 και μέχρι σήμερα "χωρίς νόμιμο (τυπικό) τίτλο", δηλαδή χωρίς να υπάρχει πωλητήριο συμβόλαιο, δεν αποτελεί ομολογία περί κακής πίστεώς του, και ειδικότερα, περί συνδρομής περιστατικών, που να θεμελιώνουν αντίστοιχη καταχρηστική ένσταση του εναγόμενου Δημοσίου, αλλά, αντιθέτως, εμπεριέχεται ισχυρισμός περί του ότι επί χρονικό διάστημα μείζον της τριακονταετίας, νεμόταν το επίδικο καλόπιστα.
$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Επίκληση πρόσθετων Ενόρκων Βεβαιώσεων
ΑΠ
Έτος: 2017
Νούμερο: 74
Για να είναι σαφής και ορισμένη η επίκληση πρόσθετων ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου, οι οποίες προσκομίσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή ενώπιον του εφετείου στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, για την αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων, πρέπει, στην προσθήκη των προτάσεων του διαδίκου που τις προσκόμισε, να αναφέρεται, εκτός των άλλων, ότι αυτές προσκομίζονται για την αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων του αντιδίκου, ώστε το δικαστήριο της ουσίας να κρίνει αυτές παραδεκτές και στη συνέχεια να ελέγξει, αν πράγματι προσκομίσθηκαν για τον σκοπό αυτό....

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2'Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Κοντό και Αβροκόμη Θούα, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Γ. Κ. του Ι., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του .....

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. χήρας Ι. Δ., 2) Γ. Δ. του Ι. και 3) Α. Δ. του Ι., κατοίκων ..., οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ....

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-2-2008 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 459/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 2114/2015 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά ο αναιρεσείων με την από 22-7-2015 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Αβροκόμη Θούα ανέγνωσε την από 7-10-2016 έκθεσή της με την οποία εισηγήθηκε την αποδοχή του πρώτου και την απόρριψη των λοιπών λόγων της κρινόμενης αίτησης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επί της από 22-7-2015 αίτησης για αναίρεση της 2114/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 270 παρ. 2 εδάφ. γ', δ'ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του ν. 2915/2001 και τυγχάνει εφαρμογής στην προκείμενη υπόθεση, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και, αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή. Για την αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων επιτρέπεται η προσκομιδή, μέσα στην προθεσμία της παραγράφου 3 του άρθρου 237, πρόσθετων βεβαιώσεων το πολύ ίσου αριθμού προς τις αντικρουόμενες. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 559 αριθ. 11 περ. γ', 106, 237 παρ.1 περ. β', 3 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ.3 του Ν. 2915/2001, προκύπτει, ότι για την ίδρυση του από την πρώτη από αυτές προβλεπόμενου λόγου αναίρεσης, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, απαιτείται, εκτός των άλλων, να έχει γίνει σαφής και ορισμένη επίκληση των αποδεικτικών μέσων από τον ενδιαφερόμενο διάδικο με τις προτάσεις του της συζήτησης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ή με την προσθήκη στις προτάσεις, εφόσον πρόκειται για νέα αποδεικτικά μέσα που προσκομίσθηκαν μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις προτάσεις και να αναφέρεται ο ισχυρισμός για την απόδειξη του οποίου έγινε επίκληση και προσαγωγή των αποδεικτικών μέσων. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται, ότι για να είναι σαφής και ορισμένη η επίκληση πρόσθετων ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου, οι οποίες προσκομίσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή ενώπιον του εφετείου στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης (άρθρ.524 παρ.1 ΚΠολΔ) μέσα στην προθεσμία της παραγράφου 3 του άρθρου 237 ΚΠολΔ, για την αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων, πρέπει, στην προσθήκη των προτάσεων του διαδίκου που τις προσκόμισε, να αναφέρεται, εκτός των άλλων, ότι αυτές προσκομίζονται για την αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων του αντιδίκου, ώστε το δικαστήριο της ουσίας να κρίνει αυτές παραδεκτές και στη συνέχεια να ελέγξει, αν πράγματι προσκομίσθηκαν για τον σκοπό αυτό (ΑΠ 1454/2008).

Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, κατ'επίκληση πλημμέλειας από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.11 γ ΚΠολΔ, υποστηρίζει ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τις 6309 και 6310/7-9-2009 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του Π. Δ. και Ε. Γ., ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών, τις οποίες είχε παραδεκτώς προσκομίσει ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας του άρθρου 237 παρ.3 ΚΠολΔ, προς αντίκρουση αντίστοιχων ενόρκων βεβαιώσεων των αντιδίκων του, οι οποίες ήσαν ουσιώδεις για την έκβαση της δίκης και συγκεκριμένα για την απόδειξη της στηριζόμενης στην ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις αγωγής του, η οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικώς αβάσιμη με την προσβαλλόμενη απόφαση (και συνακόλουθα την αποδοχή της έφεσής του) τις είχε δε επικαλεστεί τόσο με τη προσθήκη των ενώπιον του άνω Δικαστηρίου προτάσεών του, όσο και με αυτές που κατέθεσε ενώπιον του Εφετείου πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) της από 30-10-2013 προσθήκης-αντίκρουσης των ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου από 3-9-2009 κατατεθεισών προτάσεών του (σελ.69-75 αυτών), όπου κατά την συνεδρίαση της 17-10-2013 (μετά από αλλεπάλληλες αναβολές και ματαιώσεις της συζήτησης της από 14-2-2008 αγωγής του) δικάστηκε ερήμην λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου και κυρίως των ενώπιον του Εφετείου από 15-1-2015 προτάσεών του (σελ.56 και 73 έως 78 αυτών), ο αναιρεσείων είχε νομίμως και ρητώς επικαλεστεί τις πιο πάνω ένορκες βεβαιώσεις και είχε εκθέσει ότι αυτές λήφθηκαν προς αντίκρουση των 6179/28-8-2009 και 14184/1-9-2009 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον του Ειρηνοδίκου Αθηνών και της συμβολαιογράφου ..., των μαρτύρων των αναιρεσιβλήτων Γ. Λ. και Γ. Ψ., αντίστοιχα και είχε παραθέσει το περιεχόμενό τους. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση, που δεν τις έλαβε υπόψη διότι, όπως δέχθηκε, "....από την επισκόπηση των από 1-3-2011 προτάσεων του ενάγοντος (ήδη αναιρεσείοντος) ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και της από 30-10-2013 προσθήκης επί των προτάσεών του ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου προκύπτει, ότι σ'αυτές δεν αναφέρεται, ότι οι ανωτέρω δύο ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων προσκομίζονται για την αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων της εναγομένης (ήδη αναιρεσίβλητης)...", ενώ στην πραγματικότητα υπήρχε η σχετική αναφορά, πέραν του ότι υπήρχε και στις ενώπιόν του εφετείου κατατεθείσες προτάσεις, η με τις οποίες σχετική επίκληση αρκούσε για τη λήψη υπόψη αυτών, υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ.11 γ ΚΠολΔ και ο πρώτος αναιρετικός λόγος που είναι ορισμένος και συνεπώς παραδεκτός, απορριπτομένων όσων περί του αντιθέτου υποστηρίζουν οι αναιρεσίβλητοι με τις κατατεθείσες προ είκοσι ημερών (αρθρ.570 παρ.1 ΚΠολΔ) από 23-9-2016 προτάσεις τους, είναι και βάσιμος. Πρέπει επομένως να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος της που έκρινε την ουσία της υπόθεσης, απέρριψε δηλαδή την στηριζόμενη στις διατάξεις της ευθύνης από τις διαπραγματεύσεις αγωγή του αναιρεσείοντος, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναίρεσης, οι οποίοι αφορούν το ίδιο μέρος, λόγω της πλήρους αναιρετικής εμβέλειας του γενόμενου δεκτού. Κατ'ακολουθίαν, πρέπει να παραπεμφθεί, κατά τούτο η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκασή της ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (αρθρ.580 παρ.3 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του καταβληθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου σ'αυτόν (αρθρ.495 παρ.4 ΚΠολΔ) και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος (αρθρ.176, 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί εν μέρει την 2114/2015 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό σκέλος της.

Παραπέμπει, κατά τούτο, την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.

Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου στον αναιρεσείοντα.

Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 29 Νοεμβρίου 2016.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Ιανουαρίου 2017.

H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Α.Π.74/2017

Α.Π. 45/2017 - Πότε είναι ορισμένη η αναγνωριστική αγωγή-το αντικείμενο αυτής - Στην περίπτωση που η αναγνωριστική αγωγή έχει ως αντικείμενο ν'αναγνωρισθεί: α) το δικαίωμα του ενάγοντος προς ένταξη στο τακτικό προσωπικό της εναγομένης στην ανάλογη κατηγορία και στο αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο και β) η υποχρέωση της εναγομένης για την καταβολή των μισθολογικών διαφορών που εντεύθεν προκύπτουν από την ορθή κατά τ'ανωτέρω ένταξη, για να είναι ορισμένη αρκεί να περιέχονται σ'αυτή τα παραγωγικά του εν λόγω δικαιώματος περιστατικά και το παραπάνω αίτημα, χωρίς να είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται το ύψος των αιτουμένων μισθολογικών διαφορών με αριθμητική ανάλυση και συγκεκριμένο ποσόν.

Previous: Α.Π.74/2017 - Επίκληση πρόσθετων Ενόρκων Βεβαιώσεων Για να είναι σαφής και ορισμένη η επίκληση πρόσθετων ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου, οι οποίες προσκομίσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή ενώπιον του εφετείου στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, για την αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων, πρέπει, στην προσθήκη των προτάσεων του διαδίκου που τις προσκόμισε, να αναφέρεται, εκτός των άλλων, ότι αυτές προσκομίζονται για την αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων του αντιδίκου, ώστε το δικαστήριο της ουσίας να κρίνει αυτές παραδεκτές και στη συνέχεια να ελέγξει, αν πράγματι προσκομίσθηκαν για τον σκοπό αυτό.
$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Πότε είναι ορισμένη η αναγνωριστική αγωγή-το αντικείμενο αυτής
ΑΠ
Έτος: 2017
Νούμερο: 45
Στην περίπτωση που η αναγνωριστική αγωγή έχει ως αντικείμενο ν'αναγνωρισθεί: α) το δικαίωμα του ενάγοντος προς ένταξη στο τακτικό προσωπικό της εναγομένης στην ανάλογη κατηγορία και στο αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο και β) η υποχρέωση της εναγομένης για την καταβολή των μισθολογικών διαφορών που εντεύθεν προκύπτουν από την ορθή κατά τ'ανωτέρω ένταξη, για να είναι ορισμένη αρκεί να περιέχονται σ'αυτή τα παραγωγικά του εν λόγω δικαιώματος περιστατικά και το παραπάνω αίτημα, χωρίς να είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται το ύψος των αιτουμένων μισθολογικών διαφορών με αριθμητική ανάλυση και συγκεκριμένο ποσόν...


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δήμητρα Κοκοτίνη και Γεώργιο Μιχολιά, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 11 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ε. Κ. του Α., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Σωτηροπούλου - Πηλιχού, που κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Δημόσια Επιχείρησης Ηλεκτρισμού Α.Ε." (Δ.Ε.Η. Α.Ε.), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εμφανίσθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος ..., ο οποίος δήλωσε ότι στη θέση της ως άνω αναφερόμενης εταιρίας υπεισήλθε η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Διαχειριστής Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας Α.Ε." (ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολική διάδοχος αυτής. Εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/12/1999 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2018/2001 του ίδιου Δικαστηρίου και 3002/2005 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 14/4/2008 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας ανέγνωσε την από 30/9/2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρ. 216 παρ. 1 εδ. α'ΚΠολΔ η αγωγή ως εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, πρέπει να περιέχει και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, δηλαδή ιστορική βάση με παράθεση όλων των πραγματικών περιστατικών που είναι κατά νόμο αναγκαία προς θεμελίωση του αξιουμένου δικαιώματος, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 70 ΚΠολΔ αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής μπορεί να είναι η διάγνωση της ύπαρξης ή μη κάποιας έννομης σχέσης, δηλαδή βιοτικής σχέσης που ρυθμίζεται από το δίκαιο και αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο ή πράγμα, η οποία συμπίπτει με δικαίωμα ή μπορεί να καταλήξει σε δικαίωμα. Στην περίπτωση που η αναγνωριστική αγωγή έχει ως αντικείμενο ν'αναγνωρισθεί: α) το δικαίωμα του ενάγοντος προς ένταξη στο τακτικό προσωπικό της εναγομένης στην ανάλογη κατηγορία και στο αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο και β) η υποχρέωση της εναγομένης για την καταβολή των μισθολογικών διαφορών που εντεύθεν προκύπτουν από την ορθή κατά τ'ανωτέρω ένταξη, για να είναι ορισμένη αρκεί να περιέχονται σ'αυτή τα παραγωγικά του εν λόγω δικαιώματος περιστατικά και το παραπάνω αίτημα, χωρίς να είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται το ύψος των αιτουμένων μισθολογικών διαφορών με αριθμητική ανάλυση και συγκεκριμένο ποσόν. Και τούτο γιατί στην περίπτωση αυτή η οφειλή της εναγομένης, που είναι το αντικείμενο της διαφοράς, είναι συγκεκριμένη και οριστή, απλώς δε απομένει να προσδιορισθεί, με μαθηματικό (λογιστικό) υπολογισμό το ακριβές ύψος της (ΑΠ 421/2007, 819/2006).

Εξ άλλου κατά το άρθρ. 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το Δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο το δικόγραφο της αγωγής, ως αόριστο. Στην προκείμενη περίπτωση στην ένδικη αγωγή, όπως προκύπτει από την κατ'άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπησή της, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ιστορούσε ότι προσελήφθη από την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη την 14.9.1993, ως διοικητικοοικονομική υπάλληλος στην κατηγορία Δ02 - Λοιποί Διοικητικοοικονομικοί στο 10 μισθολογικό κλιμάκιο, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία ανανεώθηκε κατ'επανάληψη, ενώ κατόπιν της από 14.2.1997 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης ως ημερομηνία πρόσληψής της έχει αναγνωριστεί η 17.8.1992. Ότι είναι κάτοχος πτυχίου της Ανώτερης Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας (τμήματος τουριστικών επιχειρήσεων), το οποίο γνωστοποίησε στην εναγομένη κατά την πρόσληψή της. Ότι αν και είχε όλα τα απαιτούμενα από τον Κανονισμό Προσωπικού ΔΕΗ (ΚΚΠ-ΔΕΗ), ο οποίος καταρτίσθηκε με την από 4.10.1973 Ε.Σ.Σ.Ε., που κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν.δ. 210/1974, όπως ισχύει μετά την δημοσίευση της από 23.3.1990 Σ.Σ.Ε. Προσωπικού ΔΕΗ (ΦΕΚ Β' 227/1990) και έχει ισχύ νόμου, τυπικά και ουσιαστικά προσόντα και η εναγομένη από την πρόσληψή της της χορηγούσε επίδομα σπουδών ανώτερης στάθμης, κατά την ένταξή της την 1.8.1997, στο τακτικό προσωπικό της, ενεργώντας κατά παράβαση του Κανονισμού Καταστάσεως Προσωπικού της, των αρχών της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών αρχών και κατά κατάχρηση δικαιώματος την κατέταξε στην κατηγορία Δ02 του κλάδου διοικητικοοικονομικού και στο μισθολογικό κλιμάκιο 10, αντί να την κατατάξει, όπως όφειλε, στην κατηγορία Δ03 του άνω κλάδου, στο 8° μ.κ., ενόψει και ανακλιμάκωσης της μισθολογικής εξέλιξης που προβλέπεται με την από 28.2.1990 Ε.Σ.Σ.Ε. Ότι η εναγομένη, ενώ τους μισθωτούς κοινωνικούς λειτουργούς, πτυχιούχους ανωτέρων σχολών, τους μετέταξε στην κατηγορία Δ03 και ενέκρινε την ένταξή τους σε μισθολογικό κλιμάκιο κατά 2 ανώτερο του κατεχομένου, την ίδια, κατά παράβαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης, ενέταξε στην κατηγορία Δ02 και στο παραπάνω αναφερόμενο μισθολογικό κλιμάκιο. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά, ζήτησε, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΚΠ/ΔΕΗ και τις αρχές της καλής πίστης, επικουρικά δε κατά την αρχή της ίσης μεταχείρισης, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης: α) να την κατατάξει από την πρόσληψή της στις 17.8.1992 στην κατηγορία Δ03 και στο 8 μ.κ., β) να την κατατάξει από την ένταξή της στο τακτικό προσωπικό στην προαναφερόμενη κατηγορία Δ03 και 8 μισθολογικό κλιμάκιο και να την ανακατατάξει συνέχεια, κατ'άρθρο 6 του ΚΚΠ/ΔΕΗ, γ) να την προαγάγει μετά την πάροδο της πρώτης τριετίας στο 6 μ.κ. και μετά την πάροδο της δεύτερης τριετίας στο μ.κ. 5 και δ) να της καταβάλει τις προκύπτουσες οικονομικές διαφορές, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους απαίτηση έγινε ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, διαφορετικά από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή κρίθηκε από το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, ως αόριστη κατά το υπό στοιχείο δ'αίτημά της και απορρίφθηκε η έφεση της ενάγουσας κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης που είχε κρίνει όμοια. Έτσι όμως που έκρινε το Εφετείο παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο το δικόγραφο της αγωγής, κατά το άνω κεφάλαιο, το οποίο περιέχει κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα γεγονότα που το θεμελιώνουν. Και τούτο γιατί στο αγωγικό δικόγραφο περιέχονται τα παραγωγικά του εν λόγω δικαιώματος της ενάγουσας περιστατικά, χωρίς να είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται με συγκεκριμένο αριθμητικό ποσό το ύψος των δικαιουμένων και αιτουμένων μισθολογικών διαφορών από την ένταξη της ενάγουσας στο τακτικό προσωπικό της εναγομένης. Επομένως ο από το άρθρ. 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια της παρά το νόμο κήρυξη απαράδεκτης, ως αόριστης, της αγωγής, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το ανωτέρω αναφερόμενο κεφάλαιο, να παραπεμφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, από εκείνους που την εξέδωσαν (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την 3002/2005 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό κεφάλαιο.

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσίβλητη, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Νοεμβρίου 2016.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Ιανουαρίου 2017.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Α.Π. 45/2017

Α.Π.12/2017 - Χρησικτησία - Αντιφατικές Διατάξεις ως λόγος αναίρεσης - Ιδρύεται όταν υπάρχει αντίφαση των διατάξεων στο διατακτικό της απόφασης και προκαλείται τέτοια αοριστία, ώστε να εμποδίζεται η δημιουργία εκτελεστότητας της απόφασης ή η πρόκληση της σκοπούμενης διάπλασης ή η ύπαρξη βεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων με δεδικασμένο.

Next: Α.Π. 618/2017 - Ιδιόγραφη Διαθήκη - Ψευδής ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται μόνη της ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης. Απλές προσθήκες σε περιθώριο ή σε υστερόγραφο υπογράφονται από το διαθέτη, διαφορετικά θεωρούνται ως να μην έχουν γραφεί. Διαγραφές, παρεγγραφές, ξύσματα ή άλλα τέτοια εξωτερικά ελαττώματα βεβαιώνονται από το δικαστήριο που δημοσίευσε τη διαθήκη και μπορούν κατά την κρίση του δικαστηρίου, να επιφέρουν ολικά ή μερικά την ακυρότητα της διαθήκης.
Previous: Α.Π. 45/2017 - Πότε είναι ορισμένη η αναγνωριστική αγωγή-το αντικείμενο αυτής - Στην περίπτωση που η αναγνωριστική αγωγή έχει ως αντικείμενο ν'αναγνωρισθεί: α) το δικαίωμα του ενάγοντος προς ένταξη στο τακτικό προσωπικό της εναγομένης στην ανάλογη κατηγορία και στο αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο και β) η υποχρέωση της εναγομένης για την καταβολή των μισθολογικών διαφορών που εντεύθεν προκύπτουν από την ορθή κατά τ'ανωτέρω ένταξη, για να είναι ορισμένη αρκεί να περιέχονται σ'αυτή τα παραγωγικά του εν λόγω δικαιώματος περιστατικά και το παραπάνω αίτημα, χωρίς να είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται το ύψος των αιτουμένων μισθολογικών διαφορών με αριθμητική ανάλυση και συγκεκριμένο ποσόν.
$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Χρησικτησία - Αντιφατικές Διατάξεις ως λόγος αναίρεσης
Α.Π.12/2017
Τύπος: ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ
Έτος: 1980
Ιδρύεται όταν υπάρχει αντίφαση των διατάξεων στο διατακτικό της απόφασης και προκαλείται τέτοια αοριστία, ώστε να εμποδίζεται η δημιουργία εκτελεστότητας της απόφασης ή η πρόκληση της σκοπούμενης διάπλασης ή η ύπαρξη βεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων με δεδικασμένο....


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Νικήτα Χριστόπουλο και Πέτρο Σαλίχο, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Α. Π. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Θεοχάρη Αγγελίδη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Των αναιρεσίβλητων: 1) Κ. Μ. του Ι., 2) Ι. Μ. του Μ., 3) Μ. Μ. του Μ. και 4) Φ. συζ. Γ. Φ. το γένος Κ. Π., κατοίκων ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-1-2010 αγωγή των αναιρεσίβλητων και την από 28-3-2011 ανταγωγή του αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Έδεσσας.

Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 24/2014 του ιδίου Δικαστηρίου, 986/2015 Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 15-102015 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικήτας Χριστόπουλος, ανέγνωσε την από 21-10-2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 108, 110 παρ. 2, 498 παρ. 1, 568 παρ. 1, 2 και 4, 576 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί και δεν μετάσχει με τον προσήκοντα τρόπο σ'αυτή, κάποιος διάδικος, το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως, ποιος από τους διαδίκους επέσπευσε τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης και αν μεν τη συζήτηση την επέσπευσε εγκύρως ο απολιπόμενος διάδικος, κλητεύοντας νόμιμα και εμπρόθεσμα τους λοιπούς ή κλητεύθηκε ο ίδιος νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδονται τη συζήτηση άλλο διάδικο, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προκύπτει έγκυρη επίσπευση της συζήτησής της αυτή, κηρύσσεται απαράδεκτη και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήση. Στην προκειμένη περίπτωση από τις .../22-7-2016, .../21-7-2016, .../21-7-2016 και ...2-7-2016 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης Α. Λ., τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει ο αναιρεσείων, προκύπτει ότι η συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, επισπεύτηκε με την φροντίδα του αναιρεσείοντος, ο οποίος προς το σκοπό αυτό, επέδωσε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους αναιρεσιβλήτους ακριβές αντίγραφο του δικογράφου της αίτησης αναίρεσης με πράξη κατάθεσής της, στη γραμματεία του δευτεροβάθμιο Δικαστηρίου και προσδιορισμένο χρόνο συζήτησής της ενώπιον αυτού του Τμήματος του Αρείου Πάγου με αριθμό ...την αναφερομένη στην αρχή της απόφασης δικάσιμο της 2-11-2016, κατά την οποίο οι αναιρεσίβλητοι κλήθηκαν να παραστούν (ΚΠολΔικ 122 παρ. 1, 123, 130 παρ. 1, 230 παρ. 2, 498 παρ. 1). Κατά την εν λόγω δικάσιμο στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά τη νόμιμη εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το πινάκιο, όπως αυτό προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου, οι αναιρεσίβλητοι δεν εμφανίστηκαν, γι'αυτό πρέπει να δικαστούν ερήμην, αλλά να προχωρήσει η συζήτηση σαν να ήταν και αυτοί παρόντες (ΚΠολΔικ 576 παρ.2 ).

Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η 986/2015 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων και απέρριψε κατ'ουσία την έφεση του αναιρεσείοντος, κατά της 24/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας. Με την τελευταία απόφαση, αφού συνεκδικάστηκαν α) η από 15-1-2010 αγωγή των αναιρεσιβλήτων, με την οποία ζητούσαν να αναγνωριστούν συγκύριοι του ακινήτου, που περιγράφεται και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων να τους το αποδώσει και β) η 28-3-2011 ανταγωγή του τελευταίου, με την οποία, επικαλούμενος ότι αυτός είναι κύριος του περιγραφόμενου τμήματος του ίδιου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, ζητούσε να αναγνωριστεί ότι είναι κύριος αυτού, έγινε δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και απορρίφθηκε η ανταγωγή. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔικ 552, 553, 556, 558. 564, 566 παρ. 1). Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (ΚΠολΔικ 577 παρ. 3). Κατά το άρθρο 559 αριθμός 13 ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης. Ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου, αναφορικά με το ρυθμιζόμενο στη διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔικ βάρος της απόδειξης, σύμφωνα με την οποία (διάταξη) κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα, που είναι αναγκαία, για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Το βάρος της απόδειξης διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει τον διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο με παρεμπίπτουσα, περί αποδείξεως απόφαση, θα επιβάλλει την ευθύνη προσκομιδής των αποδεικτικών μέσων, προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό απόδειξης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων. Το πεδίο εφαρμογής του υποκειμενικού βάρους απόδειξης έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την κατάργηση της προδικαστικής αποφάσεως. Το αντικειμενικό βάρος προσδιορίζει τον διάδικο, που φέρει τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή, ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων επέλευσης της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού, του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννησης της επίδικης έννομης συνέπειας, διαδίκου, στοιχειοθετεί τον παρόντα λόγο αναίρεσης.

Ειδικότερα εσφαλμένη επιβολή του αντικειμενικού βάρους υπάρχει όταν το δικαστήριο από τις προσαχθείσες αποδείξεις δεν σχηματίζει την δικανική πεποίθηση που απαιτεί ο νόμος για την παραδοχή ορισμένου αιτήματος, δηλαδή αμφιβάλλει για την ουσιαστική βασιμότητα κάποιου ισχυρισμού, που κατά νόμο θεμελιώνει το αίτημα της αγωγής, ενστάσεως κλπ και που οφείλει να αποδείξει ο υποβαλών το αίτημα διάδικος, οπότε το δικαστήριο θα έπρεπε να απορρίψει το σχετικό αίτημα. Εάν δεν το απορρίψει υποπίπτει στη νομική πλημμέλεια της ανωτέρω διάταξης. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια της εσφαλμένης επιβολής του αντικειμενικού βάρους της απόδειξης, ως προς τους ισχυρισμούς, τους οποίους ο αναιρεσείων [εκκαλών, εναγόμενος-αντενάγων] πρόβαλε, αμυνόμενος, α) στην αγωγή των αναιρεσιβλήτων, με την οποία, οι τελευταίοι επικαλούμενοι πρωτότυπο τρόπο κτήσης της κυριότητας του περιγραφόμενου ακινήτου, ζητούσαν να αναγνωριστούν συγκύριοι και να υποχρεωθεί ο αναιρεσείων να τους το αποδώσει, την ένσταση ίδιας αυτού κυριότητας στο επίδικο ακίνητο με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και β) στην ένσταση των αναιρεσιβλήτων περί διακοπής της χρησικτησίας, ότι αποβλήθηκε από τη νομή όχι πραγματικά αλλά πλασματικά και έτσι ουδέποτε διακόπηκε η νομή του στο επίδικο και σε κάθε περίπτωση επανέκτησε αμέσως τη νομή του και πάντως σε χρόνο πολύ μικρότερο του έτους. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο αφενός μεν έκρινε ότι οι επίμαχοι ισχυρισμοί συνιστούν η μεν πρώτη ένταση η δε δεύτερη επαντένσταση, αφετέρου δε τους έκρινε αναπόδεικτους, για τους λόγους που σε αυτή [απόφαση] αναφέρονται. ‘ Ετσι που έκρινε το Εφετείο, το οποίο επικύρωσε, μετά συμπλήρωση των οικείων αιτιολογιών (ΚΠολΔικ 534), την πρωτόδικη απόφαση, δεν υπέπεσε στη νομική πλημμέλεια της εσφαλμένης επιβολής του αντικειμενικού βάρους της απόδειξης, καθόσον τις συνέπειες του μη σχηματισμού πλήρους δικανικής πεποίθησης του επικαλουμένου γεγονότος της νομής του επίδικου ακινήτου χωρίς διακοπή και σε κάθε περίπτωση της εντός έτους επανάκτησης της νομής του, τις έφερε ο ενιστάμενος αναιρεσείων και όχι οι αναιρεσίβλητοι. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος, κατά το δεύτερο μέρος του, είναι απαράδεκτος, διότι με αυτόν, υπό την επίκληση της ως άνω διάταξης, πλήττεται η εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας πραγματικών περιστατικών, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΚΠολΔικ 561 παρ. 1).

Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔικ έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Πρέπει δε την παραπάνω επιζήμια κρίση του για τον αναιρεσείοντα να σχημάτισε το δικαστήριο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο που φέρεται ως παραμορφωμένο, προϋπόθεση, η οποία δεν συντρέχει, όταν το εν λόγω έγγραφο εκτιμήθηκε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρεται η σημασία του σε σχέση με το πόρισμα για την αλήθεια ή αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, γιατί στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του (ΑΠ 190/2016, ΑΠ 145/2015).

Στην προκείμενη περίπτωση με το δεύτερο και τον πέμπτο από τους λόγους της αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο α) της ...2003 έκθεσης αποβολής του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Έδεσσας Δ. Ζ., με το να δεχθεί ότι με την έκθεση αυτή έγινε πραγματική αποβολή από τη νομή του στο επίδικο ακίνητο, αν και σε αυτή αναφέρεται περί πλασματικής αποβολής και β) του εντύπου Ε-9, το οποίο υπέβαλε με τη φορολογική δήλωση του έτους 2005, με το να δεχθεί ότι δεν άσκησε πράξεις νομής το έτος 2004, δηλαδή εντός έτους από την αποβολή του, ενώ αυτό [έντυπο] αφορά στο έτος 2004 και στα ακίνητα, που κατείχε το έτος 2004, με συνέπεια να απορριφθεί η ένστασή του περί ίδιας κυριότητας στο επίδικο ακίνητο. Οι λόγοι αυτοί, όπως προβάλλονται, είναι απαράδεκτοι, διότι τα εν λόγω έγγραφα εκτιμήθηκαν από το Εφετείο μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρεται η σημασία τους σε σχέση με το αποδεικτικό του πόρισμα, με αποτέλεσμα να μην στοιχειοθετείται η ως άνω αναιρετική πλημμέλεια. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 8 ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα"κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που τείνουν στη θεμελίωση αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, όχι δε και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει σε αυτούς (ολ ΑΠ 14/2004), ούτε οι αρνητικοί ισχυρισμοί που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης και αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση καθεμιάς εξ αυτών, αφού αυτοί αποκρούονται με την παραδοχή ως βάσιμων των θεμελιωτικών τους γεγονότων [ΟλΑΠ 469/1984, ΑΠ 138/2015, ΑΠ 34/2015, ΑΠ 8/2015].

Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων , με τον τρίτο λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμό 8 ΚΠολΔικ, προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη πράγματα, που προτάθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αλλά και με συναφή λόγο έφεσης και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα ότι δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του ότι « οι αντίδικοι καμία πράξη νομής και υλικής κατοχής δεν επικαλέστηκαν και φυσικά δεν απέδειξαν πλην της πλασματικής αποβολής μου....επί του αυτοτελούς πραγματικού ισχυρισμού μου, της έλλειψης δηλαδή οποιωνδήποτε διακατοχικών πράξεων από πλευράς των αντιδίκων, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί, άλλως να τον λάβει υπόψη....». Ο ισχυρισμός όμως αυτός, με τον οποίο ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων, αρνείται την ένδικη αγωγή και την ένσταση των αναιρεσιβλήτων περί διακοπής της έκτακτης χρησικτησίας, δεν αποτελεί «πράγματα», με την προαναφερθείσα έννοια, αλλά άρνηση των προϋποθέσεων εφαρμογής των διατάξεων, που αναφέρονται στην κτήση της κυριότητας του επίδικου ακινήτου από τους αναιρεσίβλητους και διαφορετική, από μέρους του αναιρεσείοντος, προσέγγιση και εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων ενώ πλήττεται με τις ίδιες ως άνω αιτιάσεις και η εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου [ΚΠολΔικ 561 ]. Επομένως ο τρίτος λόγος της αναίρεσης είναι απαράδεκτος.

Σύμφωνα με τη διάταξη του αριθμού 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται και αν η ίδια απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν η ίδια η απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις ολικά ή μερικά, εντοπίζεται δε η αντίφαση των διατάξεων στο διατακτικό της απόφασης και δημιουργεί τον προκείμενο λόγο αναίρεσης, όταν προκαλείται τέτοια αοριστία, ώστε να εμποδίζεται η δημιουργία εκτελεστότητας της απόφασης ή η πρόκληση της σκοπούμενης διάπλασης ή η ύπαρξη βεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων με δεδικασμένο. Δεν ιδρύεται αντίθετα ο λόγος, αν η αντίφαση βρίσκεται στις αιτιολογίες, εκτός αν επέχουν θέση διατακτικού, ούτε μεταξύ αιτιολογιών και διατακτικού, οπότε, αν η αντίφαση εντοπίζεται με τη μορφή της ανεπάρκειας των αιτιολογιών, ιδρύεται ο λόγος του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ [ΑΠ 1176/2014, ΑΠ 309/2014, ΑΠ 53/2014]. Επομένως, ο τέταρτος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η, από τον αριθμό 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αιτίαση ότι η προσβαλλομένη απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις « διότι ενώ δέχεται μεν ορθώς ότι εγώ είχα στη νομή το επίδικο από το 1989 έως το 2003, που πλασματικώς αποβλήθηκα και ότι εν συνεχεία πάλι επενέκτησα τη νομή, χωρίς βεβαίως να αποδέχεται την επανάκτησή της από πλευράς μου εντός έτους αλλά αργότερα, εντούτοις δεν μνημονεύει καμία πράξη κατοχής από πλευράς των αντιδίκων στο ενδιάμεσο διάστημα της πλασματικής αποβολής μου έως το χρόνο της επανάκτησης της νομής μου, γεγονός που θα απέκλειε κατ’ ακολουθία τη δική μου φυσική εξουσίαση του επιδίκου. Επίσης δεν λαμβάνει υπόψη και απορρίπτει σιγή τον προτεινόμενο ισχυρισμό μου ότι η οικία μου εφάπτεται στο επίδικο οικόπεδο το οποίο χρησιμοποιώ ως ενιαίο λειτουργικά με το υπόλοιπο ακίνητό μου. Ότι δεν υπάρχει άλλη είσοδος-έξοδος από και προς την οικία μου......», είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού οι επικαλούμενες ως άνω ως αντιφατικές διατάξεις προδήλον είναι ότι δεν αφορούν στο διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης, το οποίο είναι σαφές και ορισμένο, αλλά αιτιολογίες αυτής (απόφασης) από τις οποίες καμία δεν επέχει θέση διατακτικού.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 19 ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται σύμφωνα με το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε, ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε, αναγόμενες μόνον στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δε συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες, δηλαδή, μόνον το ό,τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Εξάλλου, τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με συνεκτίμηση των αποδείξεων, δε συνιστούν παραδοχές με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία"της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔικ να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δε δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης, ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα, των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Με τον ίδιο ως άνω τέταρτο λόγο, κατά το δεύτερο μέρος του, ο αναιρεσείων επικαλούμενος τις ίδιες κατά λέξη ως άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης αποδίδει σε αυτή την από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια ότι, δηλαδή, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό της πόρισμα, διέλαβε τις ως άνω ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες. Ο λόγος αυτό είναι απαράδεκτος, γιατί υπό το πρόσχημα της θεμελίωσης αυτού πλήττεται αποκλειστικά η εκτίμηση από το Δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων, η οποία [εκτίμηση] καθ’ εαυτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔικ η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου που καταβλήθηκε.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 15-10-2015 αίτηση για αναίρεση της 986/2015 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης..

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου που καταβλήθηκε.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Δεκεμβρίου 2016. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 9 Ιανουαρίου 2017.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Α.Π.12/2017

Α.Π. 618/2017 - Ιδιόγραφη Διαθήκη - Ψευδής ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται μόνη της ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης. Απλές προσθήκες σε περιθώριο ή σε υστερόγραφο υπογράφονται από το διαθέτη, διαφορετικά θεωρούνται ως να μην έχουν γραφεί. Διαγραφές, παρεγγραφές, ξύσματα ή άλλα τέτοια εξωτερικά ελαττώματα βεβαιώνονται από το δικαστήριο που δημοσίευσε τη διαθήκη και μπορούν κατά την κρίση του δικαστηρίου, να επιφέρουν ολικά ή μερικά την ακυρότητα της διαθήκης.

Next: ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 3941/2017 - Απόρριψη αγωγής αποζημίωσης λόγω ρευματοκλοπής - Απορρίπτεται αγωγή αποζημίωσης εταιρείας παροχής ηλεκτρικης ενεργειας κατα πελατη της-συνδρομητη, με αντικειμενο την καταβολη του ποσου καταναλωσης (που δεν κατεβληθη λογω ρευματοκλοπής, οπως ισχυρισθηκε η εταιρεία) και των εξοδων του συνεργειου της εταιρείας.- Απορριπτεα ως μη νόμιμη η επικουρικη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού διότι η σχετική αγωγή ειναι επικουρικής φύσεως και μπορεί αν ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις από την σύμβαση ή την αδικοπραξία, ενώ εδώ η ενάγουσα στήριξε την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού στα ίδια ακριβώς πραγματικά γεγονότα στα οποία στήριξε και την κύρια βάση της - Περαιτέρω και η κύρια βάση της αγωγής είναι αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης επειδή δεν αναφέρεται στην αγωγή το ύψος της τιμής ανά κιλαβατώρα, δεν διευκρινίζεται τι σημαινουν τα αρχικά ΑΠΕ, ΕΦΚ και ΔΕΤΕ που αντιστοιχούν σε οφειλόμενα επιμέρους ποσά και ποιό είναι το ποσοστό τους επί της επίδικης διαφυγούσας ενέργειας, και, δεν περιλαμβάνεται στο δικόγραφο το κείμενο "Κοστολόγησης Ωρομίσθιου Προσωπικού και Οχημάτων"της ενάγουσας εταιρίας ούτε αναφέρεται σε αυτό που μπορεί τούτο να αναγνωσθεί από τον ενδιαφερόμενο εναγόμενο. Κρίση ότι με τις παραπάνω αοριστίες δεν είναι δυνατή στον εναγόμενο η απάντηση στην αγωγή και στο Δικαστήριο η έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητάς της.
$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Ιδιόγραφη Διαθήκη
Έτος: 2017
Νούμερο: 618
Ψευδής ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται μόνη της ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης. Απλές προσθήκες σε περιθώριο ή σε υστερόγραφο υπογράφονται από το διαθέτη, διαφορετικά θεωρούνται ως να μην έχουν γραφεί. Διαγραφές, παρεγγραφές, ξύσματα ή άλλα τέτοια εξωτερικά ελαττώματα βεβαιώνονται από το δικαστήριο που δημοσίευσε τη διαθήκη και μπορούν κατά την κρίση του δικαστηρίου, να επιφέρουν ολικά ή μερικά την ακυρότητα της διαθήκης....


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Νικήτα Χριστόπουλο και Πέτρο Σαλίχο, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Δ. Τ. του Ν.. κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο ....

Των αναιρεσίβλητων: 1) Ν. Τ. του Ι. και 2) Α. Φ. του Σ., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο ..........

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-9-2006 αγωγή, του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Άρτας.

Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 34/2010 του ιδίου Δικαστηρίου και 349/2014 του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων.

Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων, με την από 31-3-2015 αίτησή του και τους από 13-10-2015 πρόσθετους αυτής λόγους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη, ανέγνωσε την από 3-11-2015 και συμπληρωματικά ως προς τους πρόσθετους λόγους από 13-11-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγείται να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι.

Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι επ’ αυτής λόγοι, ο πληρεξούσιος των αναιρεσίβλητων ζήτησε να απορριφθούν, καθένας δε να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 1721 ΑΚ η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται εξ ολοκλήρου με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται κατά τρόπο που να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος και υπογράφεται από αυτόν, αλλά και να μη συντρέχει λόγος ανικανότητας του άρθρου 1723 ΑΚ. Η χρονολογία, από την οποία πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος, απαιτείται για να υπάρχει δυνατότητα ελέγχου της δικαιοπρακτικής ικανότητας του διαθέτη, της αληθινής βουλήσεώς του και των τυχόν ελαττωμάτων της, καθώς και για να μπορεί να καθοριστεί η ισχύς της διαθήκης όταν υπάρχουν και άλλες ανάλογα με τη χρονολογική τους σειρά. Η έλλειψη συνεπώς κάποιου από τους βασικούς όρους συνεπάγεται την, κατά τα άρθρα 1718 και 180 ΑΚ, ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης. Ψευδής ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται μόνη της ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης. Απλές προσθήκες σε περιθώριο ή σε υστερόγραφο υπογράφονται από το διαθέτη, διαφορετικά θεωρούνται ως να μην έχουν γραφεί. Διαγραφές, παρεγγραφές, ξύσματα ή άλλα τέτοια εξωτερικά ελαττώματα βεβαιώνονται από το δικαστήριο που δημοσίευσε τη διαθήκη και μπορούν κατά την κρίση του δικαστηρίου, να επιφέρουν ολικά ή μερικά την ακυρότητα της διαθήκης. Την ακυρότητα μπορεί να προτείνει καθένας που έχει έννομο συμφέρον, το οποίο πρέπει να είναι άμεσο. Τέτοιο άμεσο έννομο συμφέρον έχουν και οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, στους οποίους, λόγω της ακυρότητας της διαθήκης περιέρχεται ολόκληρη η κληρονομιά. Ο επικαλούμενος τη διαθήκη δεν αρκεί να αποδείξει τη γνησιότητα της υπογραφής σ’ αυτή, αλλά πρέπει να αποδείξει ότι όλο το περιεχόμενο της γράφτηκε, ιδιοχείρως, από το διαθέτη. Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής για ακυρότητα της διαθήκης, λόγω της μη ιδιόχειρης γραφής και υπογραφής αυτής, όπου αρκεί μόνο η με την αγωγή αντιτασσόμενη γενική άρνηση του ενάγοντος κατά του προβαλλόμενου από τη διαθήκη δικαιώματος του εναγομένου. Στην περίπτωση δηλαδή αυτή δεν είναι υποχρεωμένος ο ενάγων να αποδείξει την αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν το δικαίωμα του εναγομένου, αλλά ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος να αποδείξει την αλήθεια των περιστατικών αυτών, δηλαδή την ιδιόχειρη από το διαθέτη γραφή και υπογραφή της διαθήκης.

Περαιτέρω από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξάλλου ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης ιδρύεται, όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα αναγκαία, κατά νόμο, περιστατικά για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή για τη μη συνδρομή τους που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει ή έχει ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες στο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τέλος τα αποδεικτικά μέσα, κατά κανόνα και ενόψει του συστήματος της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων που ισχύει στον ΚΠολΔικ (άρθρ. 340 ΚΠολΔικ), είναι ισοδύναμα και εξαιρετικά μόνο προσδίδεται σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα αυξημένη αποδεικτική δύναμη, όπως στη δικαστική ομολογία (άρθρ. 352) και στα έγγραφα, που παράγουν πλήρη απόδειξη (άρθρ. 438 επ, 441, 445), η δε απόδοση σε ένα ή περισσότερα ισοδύναμα αποδεικτικά μέσα μεγαλύτερης ή μικρότερης βαρύτητας ή αξιοπιστίας ανήκει στην ανέλεγκτη, αναιρετικά, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ’ αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ’ ανέλεγκτη κρίση, ως προς την ένδικη αναγνωριστική ακυρότητας ιδιόγραφης διαθήκης αγωγή του αναιρεσείοντα, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Την 28.10.2005 απεβίωσε στα Ιωάννινα η Δ. Τ. του Γ., η οποία στα τελευταία δυο έτη της ζωής της νοσηλευόταν σε κλινική περιθάλψεως ηλικιωμένων στα Ιωάννινα (με την επωνυμία "..."). Η ανωτέρω απεβίωσε άγαμη και άτεκνη, πλησιέστερος δε συγγενής της κατά το χρόνο του θανάτου του της ήταν ο ενάγων, πρώτος εξάδελφός της, γιος του αδελφού της μητέρας της Ν. Τ., ο οποίος είναι και ο μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος της. Μετά το θάνατό της δημοσιεύθηκε με τα αριθμ. 157/2005 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας και κηρύχθηκε κυρία με την αριθμ. 152/2005 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου, η από 8.2.2002 ιδιόγραφη διαθήκη της ανωτέρω, στην οποία οι εκκαλούντες εμφανίζονται ως οι μοναδικοί κληρονόμοι της. Ο ενάγων αμφισβητώντας τη γνησιότητα της διαθήκης άσκησε την κρινόμενη αγωγή. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο προκειμένου να διαπιστωθεί η γνησιότητα της διαθήκης αυτής διέταξε τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Εν τω μεταξύ οι διάδικοι είχαν προσκομίσει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκθέσεις ιδιωτικών γραφολογικών πραγματογνωμοσυνών.

Συγκεκριμένα ο ενάγων είχε προσκομίσει την από 1.12.2006 έκθεση και την από 20.12.2006 συμπληρωματική έκθεση του γραφολόγου Γ. Χ., με τις οποίες ο εν λόγω γραφολόγος γνωμοδοτούσε ότι η επίδικη διαθήκη δεν είναι γνήσια. Οι εναγόμενοι είχαν προσκομίσει την από 22.12.2006 έκθεση γραφολογικής γνωμοδοτήσεως και κριτικής-παρατηρήσεων των γραφολόγων Χ. Τ. και Θ. Β., επί της ανωτέρω από 1.12.2006 γραφολογικής γνωμοδοτήσεως του γραφολόγου Γ. Χ., με την οποία οι εν λόγω γραφολόγοι γνωμοδοτούσαν ότι η διαθήκη είναι γνήσια. Ο διορισθείς πραγματογνώμονας Δ. Π. υπέβαλε την αριθμ. κατάθ. ...2008 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, με την οποία αποφαίνεται ότι α)μόνο ο πρώτος στίχος του κειμένου της διαθήκης, που συμπεριλαμβάνει και τη χρονολογία συντάξεως αυτής έχει γραφεί από την κληρονομούμενη και β)ότι η υπογραφή στην διαθήκη δεν είναι της κληρονομουμένης. Οι διάδικοι είχαν διορίσει νομοτύπως τεχνικούς συμβούλους, οι οποίοι υπέβαλαν εκθέσεις με τις παρατηρήσεις τους επί της ως άνω εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης. Ειδικότερα ο ενάγων διόρισε ως τεχνικό σύμβουλο τον ανωτέρω γραφολόγο Γ. Χ., ο οποίος με την από 25.8.2009 έκθεσή του (παρατηρήσεις) αποφαίνεται ότι ο διορισθείς από το δικαστήριο πραγματογνώμονας ορθώς αποφάνθηκε επί της γνησιότητας της διαθήκης. Επίσης, οι εναγόμενοι διόρισαν τεχνικούς συμβούλους τους ανωτέρω γραφολόγους Χ. Τ. και Θ. Β., οι οποίοι αποφαίνονται ότι ο διορισθείς πραγματογνώμονας εσφαλμένα αποφάνθηκε περί της μη γνησιότητας της διαθήκης. Η εκκαλουμένη απόφαση έκανε δεκτό το πόρισμα της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης και έκανε δεκτή την αγωγή, αναγνωρίζοντας την ακυρότητα της επίδικης διαθήκης. Επίσης, μετά την έκδοση της εκκαλουμένης οριστικής αποφάσεως, οι εναγόμενοι ανέθεσαν τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης στη γραφολόγο Χ. Κ.-Π., η οποία με την από 14.12.2010 έκθεσή της αποφαίνεται "...σε βαθμό βεβαιότητας...", ότι η διαθήκη είναι γνήσια. Τέλος, με την εκκαλουμένη απόφαση και ενόψει του ότι έγινε δεκτό ότι η διαθήκη δεν είναι γνήσια, διατάχθηκε η διαβίβαση αντιγράφου της και των εγγράφων της δικογραφίας στον Εισαγγελέα Πλημ/κών Άρτας, προκειμένου να διερευνηθεί αν τελέσθηκαν από τους εναγομένους ή από τρίτα πρόσωπα, που ενήργησαν για λογαριασμό τους, ποινικά αδικήματα και ιδίως τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του άρθρου 216 ΠΚ, αναφορικά με την επίδικη διαθήκη. Στη συνέχεια, από τον Εισαγγελέα Πλημ/κών Άρτας παραγγέλθηκε η διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως από την Πταισματοδίκη Άρτας, η οποία διέταξε την διεξαγωγή γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης και διόρισε πραγματογνώμονα το γραφολόγο Π. Τ.. Ο τελευταίος με την από 12.8.2011 έκθεσή του αποφαίνεται "...με βεβαιότητα..."ότι η επίδικη διαθήκη είναι γνήσια, τόσο, ως προς το κείμενο, όσο και ως προς την υπογραφή της. Όλες οι ανωτέρω εκθέσεις περιέχουν εκτενείς αιτιολογίες προκειμένου να στηρίξουν τα συμπεράσματά τους. Περαιτέρω, το δικαστήριο αυτό με την ως άνω αριθμ. 31/2012 απόφασή του έκρινε αναγκαίο και ενόψει της διαφοροποιήσεως των διορισθέντων γραφολόγων Δ. Π. και Π. Τ., τη διενέργεια νέας γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης και μάλιστα από δυο πραγματογνώμονες και συγκεκριμένα τη Χ. Σ., δικηγόρο Θεσσαλονίκης, ειδική δικαστική γραφολόγο και τον Μ. Γ.-Ν., δικηγόρο-δικαστικό γραφολόγο, κατοίκους Θεσσαλονίκης. Οι ανωτέρω συνέταξαν την από 24.7.2012 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης που κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού του δικαστηρίου στις 26.7.2012 (αριθμ.εκθ.κατάθ. ...26.7.2012). Στο τελικό συμπέρασμα της προαναφερομένης εκθέσεως οι ως άνω δικαστικοί γραφολόγοι, αφού έλαβαν υπόψη και αξιολόγησαν τα στοιχεία που προέκυψαν από τη συγκριτική αντιπαραβολή και γραφολογική μελέτη της από 8.2.2002 ιδιόγραφης διαθήκης της Δ. Τ. και των παραδοθέντων σ’ αυτούς από τους διαδίκους συγκριτικών εγγράφων, γνωμοδότησαν ότι "...Η γραφή που περιέχεται στην κρινόμενη διαθήκη μετά βεβαιότητας έχει χαραχτεί από τη Δ. Τ. του Γ.. Η υπογραφή που περιέχεται στην κρινόμενη διαθήκη μετά βεβαιότητας έχει χαραχτεί από τη Δ. Τ. του Γ.". Ειδικότερα, επί των ειδικών χαρακτηριστικών της γραφής της διαθήκης αυτής οι πραγματογνώμονες γνωμοδοτούν "το γράμμα "β"της γραφής χαράσσεται με κλειστό ημικύκλιο μικρού αναλογικά μεγέθους και γωνιώδη άνω κίνηση, κεκλιμμένη στα δεξιά. Η άνω κίνηση του "β"χαράσσεται υψηλή και εκτείνεται κατά μήκος. Η χάραξη του "β"ιδιάζει με τη χάραξη του γράμματος αυτού στην από "17 γενάρι"επιστολή (λέξη "βρίκη") και στην από "..."επιστολή (λέξη "καλύβα" (2η σελίδα), "συνβένη" (3η σελίδα), "κουβέντα" (1η σελίδα) κλπ. Το γράμμα "δ"χαράσσεται με κλειστό στρογγυλό, που άρχεται από τα αριστερά, κατέρχεται φτάνει στο εναρκτήριο σημείο, και ακολούθως με την ίδια κίνηση στρέφει στα αριστερά, με ευθεία ανερχόμενη (ενίοτε ελαφρώς κεκλιμμένη στα αριστερά χάραξη). Ακολούθως χαράσσεται η ευμεγέθης οριζόντια του γράμματος. Η χάραξη του "δ"ιδιάζει με τη χάραξη του γράμματος αυτού στην από "17 γενάρι"επιστολή (λέξη "δεν", "αδελφούλα") και στην από "..."επιστολή (λέξεις "δεν" (2η και 3η σελίδα). Το γράμμα "θ"της γραφής της διαθήκης χαράσσεται χαρακτηριστικά ευμεγέθες, με τη δημιουργία δυο ευμεγέθων τετραγωνισμένων καμπύλων. Η άνω καμπύλη του γράμματος είναι περισσότερο ευμεγέθης από την κάτω. Η ως άνω κίνηση ιδιάζει με τη χάραξη του γράμματος αυτού στην από "17 γενάρι"επιστολή (λέξη "στενοχορέθηκα", "έρθες", "έρθης") και στην από "..."επιστολή (λέξεις "θυμάσε" (2η και 3η σελίδα), "θα" (5η σελίδα). Ιδιαιτέρως χαρακτηριστική είναι η χάραξη του γράμματος "λ". Το γράμματα "λ"χαράσσεται με αρχική ευθεία (ανερχόμενη χάραξη, γωνία στα δεξιά και κάθετη χάραξη). Ακολούθως χαράσσεται η διαγώνια στα αριστερά του γράμματος, η οποία άρχεται από τη μέση του γράμματος κατέρχεται διαγωνίως στα αριστερά και δημιουργεί καμπύλη προς τα άνω. Το γράμματα "λ"χαράσσεται κάτωθεν της γραμμής βάσης (στον άνω χώρο χαράσσεται η αρχική ανερχόμενη και η γωνία του γράμματος). Η ως άνω κίνηση ιδιάζει με τη χάραξη του γράμματος αυτού στην από "17 γενάρι"επιστολή (λέξη "αποστόλης") και στην από "..."επιστολή (λέξεις "αναλάβο", "αποτέλισμα" - στη χάραξη του γράμματος επί της επιστολής αυτής το γράμμα χαράσσεται περισσότερο καμπυλώδες και απλοποιημένο, προφανώς εξαιτίας της ελλείψεως του γραφικού τρόμου. Εντούτοις είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του κάτωθεν της γραμμής βάσης. Η χάραξη του γράμματος "ξ"άρχεται από τα αριστερά δημιουργεί ευθεία, γωνία στα άνω δεξιά, κατέρχεται, δημιουργεί καμπύλη η οποία περατώνεται σε χαμηλότερο χωρικά σημείο από την γωνία και έπειτα δημιουργείται καμπυλώδης χάραξη στα αριστερά με σχηματισμό κλειστού ημικυκλίου το χώρο κάτωθεν της γραμμής βάσης. Η ως άνω κίνηση του "ξ"ιδιάζει με τη χάραξη του γράμματος αυτού στη γραφή του σχετικού Β4 (λέξη "ξένα") και στην από "..."επιστολή (λέξη "ξεχορίση" (4η σελίδα), στην γραφή επί της ατζέντας (...) (λέξη "εξάρχια") και στη γραφή σημειώματος ... (λέξη "εξοτερικά"). Το γράμμα "η"χαράσσεται κατά το συμβατικό μοντέλο με αρχική γωνιώδη χάραξη που προσομοιάζει το γράμμα "ν"και κάθετη ευθεία χάραξη της δεξιάς καθέτου, η οποία περατώνεται σε σημείο κάτωθεν της γραμμής βάσης. Όμοια χάραξη του "η"παρατηρείται και στην "..."επιστολή (πχ λέξη όλη, σελ.6) καθώς και στην από "17 γενάρι"επιστολή (βλ. λέξεις "αποστόλη"και "συνβένη"). Το γράμμα "χ"χαράσσεται κατά το τυπογραφικό μοντέλο, με ευμεγέθεις χαράξεις που περατώνονται κάτωθεν της γραμμής βάσης. Οι χαράξεις αυτές διασταυρώνονται χαρακτηριστικά επί της έντυπης γραμμής της κόλλας. Η από τα δεξιά στα αριστερά χάραξη, περατώνεται χωρικά σε κατώτερο σημείο από την χάραξη από τα αριστερά στα δεξιά. Η χάραξη αυτή ιδιάζει με τη χάραξη του γράμματος αυτού στη γραφή της "..."επιστολή (πχ λέξη όλη, σελ.6) από "17 γενάρι"επιστολής (λέξη "χεριτισμούς", "στενοχορίση", "στενοχορέθηκα"κ.ο.κ.). Τόσο στην κρινόμενη διαθήκη όσο και στις γνήσιες γραφές της Δ. Τ. εμφανίζεται πολυμορφικότητα στη χάραξη του γράμματος "κ", το οποίο χαράσσεται ως "κ"και "u". To γράμμα "ρ"χαράσσεται με μία κίνηση που δημιουργεί στρογγυλό και τη ροπαλοειδή διαγώνια του γράμματος, η οποία κλίνει στα δεξιά. Ο σύνδεσμος "και"της κρινόμενης διαθήκης χαράσσεται με καλλιγραφικό γράμμα "u"το οποίο συνδέεται με το γράμμα "α". Στον δέκατο στίχο της κρινόμενης διαθήκης το γράμμα "ι"χαράσσεται χωρίς σύνδεση με το "α"ενώ στον έκτο στίχο χαράσσεται συνδεδεμένο με το γράμμα "α". Επί του συνδέσμου τίθεται τόνος. Ο σύνδεσμος αυτός χαράσσεται κατερχόμενος. Η σύνδεση των τριών γραμμάτων του "και"παρατηρείται σταθερά και στις γραφές του συγκριτικού υλικού (ενδεικτικά έγγραφο Β4, 140ς και 16ος στίχος, από "..."επιστολή, 10ος στίχος, από 17 γενάρι"επιστολή 70ος και 10ος στίχος), όπου ο σύνδεσμος χαράσσεται κατερχόμενος και φέρει τόνο. Παρατηρείται σύνδεση των γραμμάτων "τ"και "ρ", με χάραξη απλοποιημένου "τ"σε μία κίνηση και ακολούθως της χάραξης του "ρ"με κίνηση από τα αριστερά που δημιουργεί ημικύκλιο με δεξιόστροφη κίνηση και την κεκλιμένη στα δεξιά κάθετο του "ρ" (λέξη "..."και "Δ." 30ς στίχος). Η σύνδεση αυτή παρατηρείται και επαναλαμβάνεται πιστά στις γραφές του συγκριτικού υλικού (λ.χ. λέξη "τριάδος" ..., "..." ..., "..." ..., "τραβατε" 5η σελίδα και "..." 1η σελίδα της από "Εν ... τη 27"επιστολής). Ο αριθμός "8"χαράσσεται με μία κίνηση η οποία άρχεται από τα άνω και στρέφει αρχικά στα αριστερά και με την οποία δημιουργείται άνω κυκλικός σχηματισμός και κάτω ωοειδής, περισσότερο στενόμακρος και κεκλιμένος στα δεξιά ωοειδείς σχηματισμός. Η με τον τρόπο αυτό χάραξη του αριθμού παρατηρείται και στις γραφές του συγκριτικού υλικού (σχετ. ... "...", ..."). Σημειώνεται ότι το δέκατο γράμμα "ο"της λέξης "Φεβρουαρίου"χαράσσεται με λιγότερο γραφικό τρόμο από τα υπόλοιπα γράμματα της γραφής και με ιδιωματική χάραξη που δημιουργεί στρογγυλό και μικρή διαγώνια στα αριστερά. Όμοια και χωρίς γραφικό τρόμο χάραξη του "ο"εντοπίστηκε και στην πλησιόχρονη της κρινόμενης διαθήκης χάραξη της από "17 γενάρι"επιστολής στη χάραξη των λέξεων "αγαπο"και "στο". Σημειώνεται επίσης, ότι εμφανίζεται ιδιομορφία στη χάραξη του γράμματος "σ"της λέξεως "σίμερα"του δεύτερου στίχου της κρινόμενης διαθήκης και της λέξεως "Τ."στον τρίτο στίχο της κρινόμενης διαθήκης, το οποίο χαράσσεται και προσομοιάζει με το γράμμα "δ"της γραφής της κρινόμενης διαθήκης. Η διαφορετικότητα στη χάραξη του γράμματος αυτού εξηγείται ως ατύχημα της γραφής, καθώς δεν εντοπίζεται οπουδήποτε αλλού στην κρινόμενη διαθήκη, αν και το γράμμα αυτό χαράσσεται δέκα φορές. Το γράμμα "σ"της γραφής της κρινόμενης διαθήκης, κατά τα λοιπά χαράσσεται απλοποιημένο ως "6", όπως και στις γραφές του συγκριτικού υλικού.

Συνεπώς μετά τη συγκριτική αντιπαραβολή της γραφής της κρινόμενης διαθήκης και του συνόλου των εγγράφων του συγκριτικού υλικού, και αφού λάβαμε υπ’ όψιν το πλήθος των ομοιοτήτων και τον ελάχιστο αριθμό και την ποιότητα των διαφορών, καταλήγουμε στο κοινό συμπέρασμα ότι η γραφή που περιέχεται στην κρινόμενη διαθήκη έχει χαραχτεί από τη Δ. Τ. του Γ....", Περαιτέρω, επί των ειδικών χαρακτηριστικών της υπογραφής της διαθέτιδας, οι ως άνω πραγματογνώμονες αναφέρουν "...Η κρινόμενη υπογραφή άρχεται με τη χάραξη συμπλέγματος των γραμμάτων "Τ", "Δ"και "σ", το οποίο είναι αναλογικά μεγαλύτερου μεγέθους από τα υπόλοιπα γράμματα της υπογραφής (εκτείνεται καθ’ ύψος), όπως και στις υπογραφές του συγκριτικού υλικού. Αρχικά δημιουργείται η ανερχόμενη ευμεγέθης οριζόντια του "Τ". Με νέα κίνηση δημιουργείται η κάθετη του "Τ", η οποία χαράσσεται ελαφρώς κεκλιμένη στα δεξιά, ακολούθως θηλιά στα αριστερά και στη συνέχεια ωοειδές μόρφωμα, που άρχεται και περατώνεται επί της κίνησης προς τα δεξιά και χαράσσεται επί της καθέτου του γράμματος. Το μόρφωμα αυτό προφανώς παριστάνει το γράμμα "Δ". Στις υπογραφές που είναι πλησιόχρονες με αυτή της κρινόμενης διαθήκης, το μόρφωμα του "Δ"εμφανίζεται τρομώδες και με έλλειψη σαφούς μορφής. Ακολούθως με την αυτή κίνηση χαράσσεται το γράμμα "σ"με τη δημιουργία κλειστής-τυφλής ωοειδούς άνω θηλιάς στον άνω χώρο του γράμματος που καταλήγει στη χάραξη κάτω στρογγυλού. Η ως άνω χάραξη του συμπλέγματος απαντάται πιστά στις υπογραφές του συγκριτικού υλικού. Το γράμμα "ρ"της υπογραφής χαράσσεται με κλειστό άνω κύκλο και μικρή ροπαλοειδή κεκλιμμένη στα δεξιά κάθετο. Η κάθετος αυτή είναι μικρότερου αναλογικά μεγέθους από τις ροπαλοειδείς απολήξεις του γράμματος "ρ"της γραφής. Όμοια κατά τη μορφή και το μέγεθος κάθετος συναντάται στις υπογραφές του υπ’ αριθμ. .../1983 συμβολαίου (σχετ. ...), όπου στο αποληκτικό σημείο παρατηρείται μεγαλύτερη έκχυση μελάνης, όπως και στην υπογραφή της κρινόμενης διαθήκης. Τα γράμματα "α"χαράσσονται με επαναστροφική κίνηση, η οποία έπειτα δημιουργεί την κάθετη του γράμματος, όπως και στις γνήσιες υπογραφές. Στην κρινόμενη διαθήκη τα γράμματα "α"χαράσσονται τρομώδη και μάλιστα το δεύτερο γράμμα "α"με ατύχημα κατά την υπογραφή. Στην κρινόμενη υπογραφή το γράμμα "κ"χαράσσεται ως "u". Όπως ανωτέρω αναλύθηκε (σελ.23) η Δ. Τ. χάραζε το γράμμα "κ"με πολυμορφικότητα, και ως "u". Χάραξη του γράμματος "κ"της υπογραφής ως "u"εντοπίζεται στην από 20/12/1988 αίτηση προς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (σχετ.Γ1), στην από 8/11/2002 αίτηση προς τη διοίκηση του ΟΓΑ (σχετ. Γ2), στην πρώτη υπογραφή του υπ’ αριθμ. .../1983 συμβολαίου (σχετ. ...), στο υπ’ αριθμ. .../1977 δελτίο ταυτότητας (σχετ. Γ5), στην από 11/12/1988 δήλωση ή βεβαίωση (σχετ.Γ8). Στις ανωτέρω υπογραφές του συγκριτικού υλικού το γράμμα "κ"φέρει αρχική γραμμή στα αριστερά, όπως και το γράμμα της κρινόμενης διαθήκης. Μάλιστα στην υπογραφή επί της από 8/11/2002 αίτησης προς τη διοίκηση του ΟΓΑ (σχετ. Γ2) χαράσσεται μικρή τριχοειδής γραμμή στην έναρξη, όπως και στην κρινόμενη διαθήκη. Το γράμμα "λ"χαράσσεται όπως το γράμμα "λ"της γραφής και ισχύουν για αυτό ότι ανωτέρω προελέχθησαν για τη γραφή του "λ". Το γράμμα "η"χαράσσεται με αρχική επικαλυπτόμενη χάραξη, δημιουργία καμπύλης που περατώνεται στα δεξιά, σε κατώτερο χωρικά σημείο από το αρχικό, μικρή κίνηση και σχηματισμό της τελικής καθέτου, στο πέρας της οποίας δημιουργείται μικρή επικάλυψη. Τα γραφολογικά αυτά σημεία αποτυπώνονται στις υπογραφές του συγκριτικού υλικού, στις οποίες το "η"χαράσσεται με πολυμορφικότητα (βλ. την από "17 γενάρι"επιστολή, λέξεις "στη", "θέση"). Το γράμμα εμφανίζεται παραμορφωμένο, εξαιτίας του γραφικού τρόμου προσομοιάζει δε στη χάραξη του με τα γράμματα "η"του κειμένου της διαθήκης, στα οποία σχηματίζεται στατική τελεία ή και μικρή επικάλυψη στο τέλος.

Σημειώνεται ότι στην υπό κρίση υπογραφή, δεν υπάρχει σύνδεση των γραμμάτων "α-ρ", αν και αυτή η σύνδεση απαντάται κατά βάση στις γνήσιες υπογραφές της Δ. Τ.. Εντούτοις, στο συγκριτικό υλικό περιέχονται υπογραφές της Δ. Τ., σε δημόσια-επίσημα έγγραφα, χωρίς τη σύνδεση αυτών των γραμμάτων (βλ. υπογραφή στο τελευταίο φύλλο του υπ’ αριθμ. .../83 συμβολαίου (σχετ....), υπογραφή στη "δήλωση γάμου"της Ιεράς Μητρόπολης ... (σχετ. Β6).

Συνεπώς, μετά τη συγκριτική αντιπαραβολή της υπογραφής της κρινόμενης διαθήκης και του συνόλου των υπογραφών του συγκριτικού υλικού, και αφού λάβαμε υπ’ όψιν το πλήθος των ομοιοτήτων και τον ελάχιστο αριθμό και την ποιότητα των διαφορών, καταλήγουμε στο κοινό συμπέρασμα ότι η υπογραφή που περιέχεται στην κρινόμενη διαθήκη έχει χαραχτεί από τη Δ. Τ. του Γ....". Περαιτέρω, στο συμπέρασμα της από 12.8.2011 εκθέσεως γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης (διενεργηθείσας κατόπιν της αριθμ. ...2011 πράξης του Πταισματοδίκη Άρτας) του ειδικού δικαστικού γραφολόγου Π. Τ., σημειώνεται ότι "...Η από 8-2-2002 φερόμενη ως ιδιόγραφη διαθήκη της Δ. Τ. εντάσσεται στη γραφική και υπογραφική συνήθεια αυτής (Τ.) και με βεβαιότητα είναι γνήσια, τόσο ως προς το κείμενο, όσο και ως προς την υπογραφή της. Το κείμενο είναι ομοιογενές σε όλους τους γραφικούς στίχους από πλευράς δομής γραμμάτων και λοιπών γραφολογικών γνωρισμάτων, πλην της έντασης του γραφικού τρόμου. Αυτός εντείνεται προοδευτικά από τον πρώτο γραφικό στίχο και μέχρι την υπογραφή της διαθήκης, στοιχείο που κρίνεται φυσιολογικό, αν ληφθεί υπόψη η προχωρημένη ηλικία της διαθέτιδος και ψυχοσωματικοί παράγοντες που επηρεάζουν συνήθως τη σύνταξη της διαθήκης...". Τέλος, ως προς το θέμα της γνησιότητας της επίδικης διαθήκης, όπως προαναφέρθηκε, διατάχθηκε γραφολογική πραγματογνωμοσύνη δυνάμει της αριθμ. 30/2008 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άρτας. Την πραγματογνωμοσύνη αυτή διενήργησε ο Δ. Π., ειδικός δικαστικός γραφολόγος, τέως δικηγόρος στον Άρειο Πάγο, ο οποίος συνέταξε την από 11.12.2008 έκθεσή του (βλ. αριθμ. ...18.12.2008 έκθεση εγχειρίσεως). Στην έκθεση αυτή επί του ζητήματος εάν η από 8.2.2002 ιδιόγραφη διαθήκη της φερομένης ως διαθέτιδας Δ. Τ. έχει γραφεί εξ ολοκλήρου από αυτή, ο εν λόγω πραγματογνώμονας διατυπώνει δυο μερικότερα συμπεράσματα. Κατά το πρώτο απ’ αυτά η γνώμη του είναι "...ότι η υπό έλεγχο ιδιόγραφη διαθήκη, από 8-2-2002, της Δ. Τ., δεν έχει γραφεί εξ ολοκλήρου από αυτή. Μόνον ο πρώτος στίχος του κειμένου της ανωτέρω επίδικης διαθήκης, που συμπεριλαμβάνει και τη χρονολογία της διαθήκης, δηλ. "σίμερα 8 φευρουαρίου 2002" [sic], έχει γραφεί ιδιοχείρως από τη Δ. Τ....". Κατά το δεύτερο μερικότερο συμπέρασμα "... η χρονολογία της υπό κρίση ιδιόγραφης διαθήκης, δηλαδή "σίμερα 8 φευρουαρίου 2002" [sic], έχει χαραχθεί ιδιοχείρως από τη φερόμενη ως διαθέτιδα Δ. Τ....". Εξάλλου, επί του ζητήματος περί του αν η υπογραφή κάτω από τη φερόμενη ως ιδιόγραφη διαθήκη της Δ. Τ. έχει τεθεί ιδιοχείρως από αυτή, ο εν λόγω γραφολόγος αναφέρει ότι"...Στην υπό κρίση υπογραφή, δεν μπορεί μόνο να αναγνωσθεί το αρχικό γράμμα του ονόματος της Δ. Τ. (Δ), που χαράσσεται με μεγάλο τρόμο, ως είδος μικρού Δ, στη βάση του αρχικού κεφαλαίου Τ του επωνύμου της...". Ως τρίτο μερικό συμπέρασμα ο εν λόγω πραγματογνώμων αναφέρει ότι "...Η γνώμη μου είναι ότι η υπογραφή στην υπό έλεγχο ιδιόγραφη διαθήκη, από 8-2-2002, δεν έχει χαραχθεί ιδιοχείρως από τη Δ. Τ....". Τέλος, ως καταληκτικό συμπέρασμα ο ίδιος πραγματογνώμων αναφέρει ότι "...1. Η υπό έλεγχο ιδιόγραφη διαθήκη, από 8-2-2002, της Δ. Τ., δεν έχει γραφεί εξ ολοκλήρου από αυτή. Μόνον ο πρώτος στίχος του κειμένου της ανωτέρω επίδικης διαθήκης, που συμπεριλαμβάνει και τη χρονολογία της διαθήκης, δηλ. "σίμερα 8 φευρουαρίου 2002" [sic], έχει γραφεί ιδιοχείρως από τη Δ. Τ.. 2. ... Η χρονολογία της υπό κρίση ιδιόγραφης διαθήκης, δηλαδή "σίμερα 8 φευρουαρίου 2002" [sic], έχει χαραχθεί ιδιοχείρως από τη φερόμενη ως διαθέτιδα Δ. Τ.. 3. ...Η υπογραφή στην υπό έλεγχο ιδιόγραφη διαθήκη, από 8-2-2002, δεν έχει χαραχθεί ιδιοχείρως από τη Δ. Τ..". Από τη συνεκτίμηση των προαναφερθεισών γραφολογικών πραγματογνωμοσυνών, εκείνη μεν των διορισθέντων από το δικαστήριο αυτό Χ. Σ. και Μ. Γ.-Ν. περιλαμβάνει το τελικό συμπέρασμα αυτών κατά το οποίο η κρινόμενη διαθήκη έχει γραφεί και υπογραφεί από τη διαθέτιδα Δ. Τ. του Γ., αυτή δε του διορισθέντος από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο Δ. Π. περιλαμβάνει το συμπέρασμα ότι από τη διαθέτιδα έχει γραφεί μόνο ο πρώτος στίχος του κειμένου της διαθήκης που συμπεριλαμβάνει και τη χρονολογία της, ενώ ως προς τα λοιπά και ως προς την υπογραφή, αυτή δεν έχει γραφεί και υπογραφεί ιδιοχείρως από τη Δ. Τ.. Συνακόλουθα, και κατά την έκθεση των πραγματογνωμόνων Χ.Σ. και Μ.Γ.- Ν., η διαθήκη είναι έγκυρη, δεδομένου ότι έχει γραφεί καθ’ ολοκληρίαν και υπογραφεί από τη διαθέτιδα, ενώ κατά την έκθεση του πραγματογνώμονα Δ.Π. η διαθήκη έχει γραφεί μερικώς από την ως άνω διαθέτιδα και ειδικότερα κατά τον πρώτο στίχο της και κατά τη χρονολογία της.

Το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά και μετά από συνεκτίμηση των εκθέσεων γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης που αναφέρθηκαν παραπάνω, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι η από 8.2.2002 ιδιόγραφη διαθήκη της αποβιωσάσης στα Ιωάννινα στις 28.10.2005 Δ. Τ. του Γ., έχει γραφεί ολόκληρη με το χέρι της, χρονολογήθηκε και υπογράφηκε απ’ αυτήν. Επομένως η διαθήκη αυτή είναι καθόλα τα στοιχεία της έγκυρη και ως εκ τούτου έπρεπε να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγή του εφεσιβλήτου.

Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την έφεση των εναγομένων-αναιρεσιβλήτων και αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε δεχθεί την αγωγή, δίκασε αυτήν εκ νέου και την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. ‘ Ετσι κρίνοντας το Εφετείο εξετίμησε ανελέγκτως τις προσκομισθείσες αποδείξεις και ειδικότερα τις μαρτυρικές καταθέσεις, το περιεχόμενο των εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης που διεξήχθησαν κατ’ επιταγή του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης, που διεξήχθη κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης προς διαπίστωση ποινικού αδικήματος αφορώντος τη σύνταξη της ένδικης διαθήκης, των επί των εκθέσεων αυτών γνωμοδοτήσεων των διορισθέντων τεχνικών συμβούλων και των με επιμέλεια των διαδίκων προσκομισθεισών γραφολογικών γνωμοδοτήσεων και κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα περί εγκυρότητας της ένδικης ιδιόγραφης διαθήκης χωρίς να παραβιάσει τις επικαλούμενες από τον αναιρεσείοντα προμνημονευθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1718, 1721 και 180 ΑΚ. Η απόδοση μεγαλύτερης βαρύτητας σε κάποια από τις έχουσες ίση αποδεικτική δύναμη εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης ή εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων ή γνωμοδοτήσεις γραφολόγων ανήκει, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη στην ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ο αναιρεσείων εσφαλμένα υπολαμβάνει ότι οι διαταχθείσες από τα δικαστήρια της ουσίας πραγματογνωμοσύνες (άρθρ. 368 ΚΠολΔικ) είναι μεγαλύτερης αποδεικτικής βαρύτητας από εκείνες που διεξάγονται στα πλαίσια ποινικής δίκης, ενώ αυτές είναι αποδεικτικά ισοδύναμες και οι μεν πρώτες λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη, οι δε δεύτερες προς έμμεση, ήτοι για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Προσέτι το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες επί του ασκούντος ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης ζητήματος της γραφής, χρονολογίας και υπογραφής ολόκληρης της ένδικης διαθήκης με το χέρι της διαθέτιδας, καθιστώντας εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή όχι εφαρμογή των προπαρατεθεισών διατάξεων, ενώ οι αναφερόμενες στην αξιολόγηση των γραφολογικών πραγ/νων αιτιάσεις και ιδιαίτερα εκείνων της Χ. Σ., Μ. - Γ. Ν., Δ. Π. και Π. Τ., πλήττουν την περί την εκτίμηση των αποδείξεων ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ενόψει τούτων οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα και από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πρώτος και δεύτερος από τους λόγους της αναιρέσεως, καθώς και ο από τον αριθμό 19 δεύτερος πρόσθετος λόγος, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και κατά το πρώτο μέρος του, καθώς και με αιτιάσεις του πρώτου πρόσθετου λόγου, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της διατάξεως του αριθμού 8 εδ. α του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, κατά τον οποίο η ποινική πραγ/νη και η διεξαχθείσα κατ’ επιταγή του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου γραφολογική πραγ/νη, δεν είναι ισόκυρες και ισοδύναμες, αφού πολιτική και ποινική δίκη είναι εντελώς ανεξάρτητες, αφού η μεν πρώτη έχει ως αντικείμενο την ακυρότητα ή μη της διαθήκης και η δεύτερη την τέλεση ποινικού αδικήματος, ενώ ως αποδεικτικό μέσο η ποινική πραγ/νη δεν έχει καμμία σχέση με την προβλεπόμενη και ρυθμιζόμενη από τον ΚΠολΔικ πραγ/νη και το ισχύον κατά τον κώδικα αυτό σύστημα των νομικών αποδείξεων, σε αντίθεση, με την αρχή της ηθικής απόδειξης που καθιερώνει το άρθρο 177 του ΚΠοινΔικ. Οι αιτιάσεις και των δύο αυτών λόγων και κατά το ερευνώμενο μέρος τους είναι απαράδεκτες, γιατί δεν αφορούν σε "πράγμα", υπό την έννοια της επικαλουμένης διατάξεως του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, δηλαδή σε αυτοτελή ισχυρισμό που συγκροτεί την ιστορική βάση της αγωγής ή της ενστάσεως και επομένως θεμελιώνει ή καταλύει το αίτημα της αγωγής, αλλά σε αποδεικτικά μέσα, τα οποία πρέπει μεν να αναφέρονται σε απόδειξη ισχυρισμών, αλλά δεν αποτελούν ισχυρισμούς κατά την προεκτεθείσα έννοια. Εξάλλου πρόκειται για αιτιάσεις αλυσιτελείς, στις οποίες το δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει, μη ιδρυομένου από την αιτία αυτή αναιρετικού λόγου. Ο ίδιος τρίτος αναιρετικός λόγος κατά το δεύτερο μέρος του, καθώς και ο πρώτος πρόσθετος λόγος, κατά τις ταυτόσημες αιτιάσεις τους, κατά τις οποίες το Εφετείο υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 11α του ίδιου άρθρου, γιατί έλαβε υπόψη την προαναφερθείσα ποινική πραγ/νη, η οποία είναι ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο, είναι απαράδεκτος, γιατί, όπως έχει ήδη αναφερθεί, η ποινική πραγ/νη είναι επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο, ισοδύναμο και ισόκυρο με την πραγ/νη που διεξάγεται κατά τα άρθρα 368 επ ΚΠολΔικ και λαμβάνεται υπόψη για έμμεση απόδειξη, ήτοι για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Ενόψει τούτων και οι λόγοι αυτοί, ως προς όλες τις αιτιάσεις τους, καθώς και η αναίρεση και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι, στο σύνολό τους, πρέπει να απορριφθούν. Ακόμη πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρ. 183 και 176 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 31-3-2015 αίτηση και τους από 13-10-2015 προσθέτους λόγους του Δ. Ν. Τ. κατά των Ν. Τ. του Ι. και Α. Φ. του Σ. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 349/2014 αποφάσεως του Εφετείου Ιωαννίνων.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) Ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Νοεμβρίου 2016.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Νοεμβρίου 2016.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Α.Π. 618/2017

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 3941/2017 - Απόρριψη αγωγής αποζημίωσης λόγω ρευματοκλοπής - Απορρίπτεται αγωγή αποζημίωσης εταιρείας παροχής ηλεκτρικης ενεργειας κατα πελατη της-συνδρομητη, με αντικειμενο την καταβολη του ποσου καταναλωσης (που δεν κατεβληθη λογω ρευματοκλοπής, οπως ισχυρισθηκε η εταιρεία) και των εξοδων του συνεργειου της εταιρείας.- Απορριπτεα ως μη νόμιμη η επικουρικη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού διότι η σχετική αγωγή ειναι επικουρικής φύσεως και μπορεί αν ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις από την σύμβαση ή την αδικοπραξία, ενώ εδώ η ενάγουσα στήριξε την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού στα ίδια ακριβώς πραγματικά γεγονότα στα οποία στήριξε και την κύρια βάση της - Περαιτέρω και η κύρια βάση της αγωγής είναι αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης επειδή δεν αναφέρεται στην αγωγή το ύψος της τιμής ανά κιλαβατώρα, δεν διευκρινίζεται τι σημαινουν τα αρχικά ΑΠΕ, ΕΦΚ και ΔΕΤΕ που αντιστοιχούν σε οφειλόμενα επιμέρους ποσά και ποιό είναι το ποσοστό τους επί της επίδικης διαφυγούσας ενέργειας, και, δεν περιλαμβάνεται στο δικόγραφο το κείμενο "Κοστολόγησης Ωρομίσθιου Προσωπικού και Οχημάτων"της ενάγουσας εταιρίας ούτε αναφέρεται σε αυτό που μπορεί τούτο να αναγνωσθεί από τον ενδιαφερόμενο εναγόμενο. Κρίση ότι με τις παραπάνω αοριστίες δεν είναι δυνατή στον εναγόμενο η απάντηση στην αγωγή και στο Δικαστήριο η έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητάς της.

Next: Α.Π. 593/2016 - Τακτική και Έκτακτη χρησικτησία - Για την τακτική χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο ή νομιζόμενο τίτλο για μια δεκαετία, ενώ με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα, και στις δύο περιπτώσεις, εκείνου που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του.
Previous: Α.Π. 618/2017 - Ιδιόγραφη Διαθήκη - Ψευδής ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται μόνη της ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης. Απλές προσθήκες σε περιθώριο ή σε υστερόγραφο υπογράφονται από το διαθέτη, διαφορετικά θεωρούνται ως να μην έχουν γραφεί. Διαγραφές, παρεγγραφές, ξύσματα ή άλλα τέτοια εξωτερικά ελαττώματα βεβαιώνονται από το δικαστήριο που δημοσίευσε τη διαθήκη και μπορούν κατά την κρίση του δικαστηρίου, να επιφέρουν ολικά ή μερικά την ακυρότητα της διαθήκης.
$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Απόρριψη αγωγής αποζημίωσης λόγω ρευματοκλοπής
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Έτος: 2017
Νούμερο: 3941
Απορρίπτεται αγωγή αποζημίωσης εταιρείας παροχής ηλεκτρικης ενεργειας κατα πελατη της-συνδρομητη, με αντικειμενο την καταβολη του ποσου καταναλωσης (που δεν κατεβληθη λογω ρευματοκλοπής, οπως ισχυρισθηκε η εταιρεία) και των εξοδων του συνεργειου της εταιρείας.- Απορριπτεα ως μη νόμιμη η επικουρικη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού διότι η σχετική αγωγή ειναι...
επικουρικής φύσεως και μπορεί αν ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις από την σύμβαση ή την αδικοπραξία, ενώ εδώ η ενάγουσα στήριξε την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού στα ίδια ακριβώς πραγματικά γεγονότα στα οποία στήριξε και την κύρια βάση της - Περαιτέρω και η κύρια βάση της αγωγής είναι αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης επειδή δεν αναφέρεται στην αγωγή το ύψος της τιμής ανά κιλαβατώρα, δεν διευκρινίζεται τι σημαινουν τα αρχικά ΑΠΕ, ΕΦΚ και ΔΕΤΕ που αντιστοιχούν σε οφειλόμενα επιμέρους ποσά και ποιό είναι το ποσοστό τους επί της επίδικης διαφυγούσας ενέργειας, και, δεν περιλαμβάνεται στο δικόγραφο το κείμενο "Κοστολόγησης Ωρομίσθιου Προσωπικού και Οχημάτων"της ενάγουσας εταιρίας ούτε αναφέρεται σε αυτό που μπορεί τούτο να αναγνωσθεί από τον ενδιαφερόμενο εναγόμενο. Κρίση ότι με τις παραπάνω αοριστίες δεν είναι δυνατή στον εναγόμενο η απάντηση στην αγωγή και στο Δικαστήριο η έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητάς της.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΑΚΤΙΚΗ

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Ειρηνοδίκη ______ που ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Ειρηνοδικείου και την Γραμματέα ______

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 Φεβρουάριου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της __________ που εδρεύει στην Αθήνα _________ και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου _______

Συμπαραστάθηκε η ασκούμενη δικηγόρος ________

TΩN ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία ______ ΚΑΙ ______ ΕΠΕ, όπως μετονομάστηκε σε ________ ΕΠΕ, που εδρεύει στην ________ και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) του Γεωργίου, κατοίκου ________ ως διαχειριστή και νομίμου εκπροσώπου της άνω ΕΠΕ, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Στυλιανού Μαυρίδη (Α.Μ. 4474).

Η ενάγουσα ζητά να γίνει δεκτή η υπό 10-7-2015 (αριθμός έκθεσης κατάθεοης ______ ) αγωγή της που απευθύνεται στο Δικοστήριο αυτό, για όσους λόγους επικαλείται σ'αυτή.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, μετά την εκφώνηση από το σχετικό πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 216 Κ.Πολ.Δ., για να θεωρηθεί οποιαδήποτε αγωγή σαφής και ορισμένη, συνεπώς επιδεκτική δικαστικής εκτίμησης, πρέπει να περιέχει εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζουν τα άρθρα 117-118 του ίδιου κώδικα και α) έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τoν ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, ώστε να είναι δυνατή στον εναγόμενο η απάντηση σ’ αυτή και στο Δικαστήριο η έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας των περιστατικών και γ) ορισμένο αίτημα. Κατά την κρατούσα ως άνω θεωρία, η έκθεση των περιστατικών πρέπει να γίνεται με σαφήνεια κοι πληρότητα, ώστε η αγωγή να είναι επιδεκτική δικαστικής εκτίμησης και να καθίσταται εφικτή στον μεν διάδικο η άμυνα σ'αυτήν, στο δε δικαστήριο, σε περίπτωση αμφισβήτησης. η προσήκουσα διάταξη αποδείξεων.

Επί πλέον το αίτημα της αγωγής, με το οποίο είναι συνυφασμένη η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, πρέπει να είναι ορισμένο, όπως σε περίπτωση προβολής αξίωσης πληρωμής οφειλόμενου χρηματικού ποσού πρέπει να καθορίζεται το ποσό αυτό, γιατί σε αντίθετη περίπτωση, υπάρχει αντικειμενική αδυναμία του Δικαστηρίου προς έκδοση απόφασης συγκεκριμένης, σαφούς και επιδεκτικής εκτέλεσης. H έλλειψη σαφούς, επαρκούς και συγκεκριμένης εξειδίκευσης των εν λόγω  περιστατικών, καθώς και ορισμένου αιτήμαιος. καθιστά την αγωγή απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να θεραπευτεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. γιατί αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 111 Κ.Πολ.Δ.. που αφορούν την προδικασία (βλ. Κεραμέα 204-205. Γέσιου-Φαλτσή Η πολιτική δίκη σε κίνηση 34. Β. Βαθρακοκοίλη Κ.Πολ.Δ. τόμος Α', σελ.1101 επ.. E.Σ. 268/2003 Α.Π. 127/1990 Α.Π. 915/1980 Α.Π. 914/1980 Ε.Λ. 2462/1990 Ελ.Δ. 33.1224).

Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα εκθέτει στην υπό κρίση αγωγή ότι η πρώτη εναγομένη εταιρεία, στο όνομα της οποίας λειτουργεί _______ και ________ και ο δεύτερος εναγόμενος είναι διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπός της, είχε σύμβαση παροχής ηλεκτρικού ρεύματος με άλλον πάροχο ________ και αριθμό παροχής ________ πελάτης καταφυγίου της ενάγουσας, σύμφωνα με ης προϋποθέσεις και τα οριζόμενα στο άρθρο 57 του Ν. 4001/2011.

Ότι την ______ κλιμάκιο της υπηρεσίας της ενάγουσας, αποτελούμενο από τρεις υπαλλήλους, που ενεργούσαν προληπτικό έλεγχο ρευματοκλοπών. μετέβη στην περιοχή που βρίσκεται το άνω εργαστήριο ζαχαροπλαστικής της πρώτης εναγομένης στην ______ και διαπίστωσε, μετά από πολύ προσεκτική εξέταση του κιβωτίου μετρητή της άνω παροχής, του μειρηιή και του καλωδίου παροχής ότι ο άνω πελάτης καταφυγίου της ____ ή τρίτος είχε επέμβει παράνομα στον μετρητή και είχε ανοίξει δύο λεπτές μεταλλικές μπάρες ζεύξης  μεταφοράς ρεύματος (λαμάκια) αυτού, οπότε με τον τρόπο αυτό γινόταν κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας. χωρίς αυτή να καταγράφεται σε μετρητή. Με την διαπίστωση της άνω παράνομης πράξης έγινε άμεσα και σφράγιση του κιβωτίου του μετρητή της προαναφερθείσας ______ παροχής, αφαίρεση του μετρητή και αποκοπή της εv λόγω παροχής από τo δίκτυο της ΔΕΗ.

Ότι στις ______ ο δεύτερος εναγόμενος, που εivαι ένας από τους διαχειριστές της πρώτης εναγόμενης, ΕΠΕ, με υπεύθυνη δήλωσή του άρθρου 8 Ν.1599/1986 προς την υπηρεσία της, αποδέχθηκε την ως άνω από δόλο αυτού τελεσθείσα ρευματοκλοπή (της οποίας αυτουργός είναι ο ίδιος για λογαριασμό της άνω ΕΠΕ) και δήλωσε την πρόθεσή του να καταβάλλει, με τον τρόπο που θα συμφωνούνταν με τo τμήμα εμπορίας της υπηρεσίας της, τo ποσό που θα του καταλογιζόταν λόγω της άνω παράνομης επέμβασής του στον μετρητή.

Α) Σύμφωνα με το υπ'αριθμ. _____ δελτίο στοιχείων ρευματοκλοπής του αρμοδίου τμήματος της ενάγουσας, η χρονική διάρκεια της άνω ρευματοκλοπής ήταν περίπου τεσσάρων μηνών, δηλ από ____ μέχρι και _____, η δε διαφυγούσα ηλεκτρική ενέργεια κατά το άνω χρονικό διάστημα ήταν 54720 Kwh στο 25 τιμολόγιο και 55880 Kwh στο 20 τιμολόγιο και σύνολο διαφυγούσας ενέργειας 110600 (54720 +  55880) Kwh. Έτσι, σύμφωνα με το προαναφερόμενο έγγραφο, για το ως άνω χρονικό διάστημα, δηλ. από _____ μέχρι και ____ η άνω παροχή χρεώθηκε με 23680 Kwh σιο 25 τιμολόγιο και 24760 Kwh στο 20 τιμολόγιο και σύνολο 48440 Kwh, ενώ (αν δεν γινόταν η ρευματοκλοπή) θα έπρεπε να χρεωθεί με 78400 Kwh στο 25 τιμολόγιο και 80640 Kwh στο 20 τιμολόγιο και σύνολο 159040 Kwh. Ότι η διαφορά που προκύπτει από την αφαίρεση του αθροίσματος των άνω Kwh που χρεώθηκε από τo αντίστοιχο άθροισμα αυτών που (κατά τα άνω) έπρεπε να χρεωθεί είναι η ποσότητα των 110.600 (54720 + 55880) Kwh της κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος διαφυγούσας ενέργειας, η δε αξία της άνω διαφυγούσας ενέργειας των 110.600 Kwh κατά το άνω χρονικό διάστημα (η αξιολόγησή της οποίας έγινε σύμφωνα με τo προαναφερόμενο έγγραφο και η χρέωση της με το διορθωτικό σημείωμα /ΔΙΛΟ No ______ της υπηρεσίας της ενάγουοας) υπολογίστηκε στο ποσό των 6.558.06 EYPΩ + Φ.Π.Α. 852.54 ΕΥΡΩ + ΑΠΕ 446.01 ΕΥΡΩ + ΦΠΑ των ΑΠΕ 57.98 ΕΥΡΩ + Ε.Φ.Κ. 273.60 ΕΥΡΩ + ΦΠΑ του Ε.Φ.Κ. 35.57 ΕΥΡΩ + ΑΕΤΕ 40.67 ΕΥΡΩ = 8.264.43 ΕΥΡΩ

Β) Ότι επιπλέον, τους εναγόμενους βαρύνουν τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η ενάγουσα Επιχείρηση αιτιωδώς εξαιτίας της παράνομης και αντισυμβατικής ως άνω συμπεριφοράς του δευτέρου των εναγομένων και συγκεκριμένα τα έξοδα μετάβασης του συνεργείου για έλεγχο, διαπίστωση της ρευματοκλοπής,  αφαίρεση του μετρητή τακτοποίηση της παροχής (επανασφράγιση της παροχής και διακοπή από τo μπαροκιβώτιο) και υπολογισμό της διαφυγούσας ηλεκτρικής ενέργειας, τα οποία αναλύονται ως εξής, βάσει ιης εγκεκριμένης κοστολόγησης ωρομισθίου προσωπικού και οχημάτων της Διεύθυνσης Οικονομικών Λειτουργιών της Επιχείρησης:

α) 1 μισθωτός T1/A x 2 ώρες κανονικής εργασίας x 47.56 ΕΥΡΩ - 95.12 ΕΥΡΩ,

β) 1 μισθωτός Τ4/Α x 7 ώρες κανονικής εργασίας x 29,53 ΕΥΡΩ - 206.71 ΕΥΡΩ,

γ) 1 όχημα για τη μεταφορά του συνεργείου με οδηγό x 2 ώρες x 51.92 ΕΥΡΩ - 103.84 ΕΥΡΩ,

δ) Κόστος-χρέωση διακοπής παροχής - 20.54 ΕΥΡΩ και σύνολο εξόδων 426.21 ΕΥΡΩ + 98,03 ΕΥΡΩ ΦΠΑ 23% - 524.24 ΕΥΡΩ

Έτσι οι εναγόμενοι οφείλουν σήμερα για τις άνω αιτίες συνολικά στην ενάγουσα το ποσό των 8.788,67 (8.264,43 + 524,24) ΕΥΡΩ, που αρνούνται να πληρώσουν παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της. Ότι όπως προκύπτει από τους γενικούς όρους της μεταξύ των αντιδίκων καταρτισθείσας σύμβασης, απαγορεύεται κατηγορηματικά στον καταναλωτή κάθε παραβίαση της εγκατάστασης του γνώμονα, καθώς και η παρεμπόδιση της ομαλής λειτουργίας αυτών και η παράνομη χρήση ή κλοπή της ηλεκτρικής ενέργειας και ο δεύτερος εναγόμενος. ο οποίος είναι διαχειριστής της άνω ΕΠΕ, ενεργώντας με δόλο προέβη στην παράνομη και αυθαίρετη επέμβαση στις εγκαταστάσεις της _______ με σκοπό την παράνομη αφαίρεση της ηλεκτρικής ενέργειας από την Επιχείρηση. χωρίς αυτή να καταγράφεται στον αντίστοιχο μετρητή, επιδιώκοντας την παράνομη ιδιοποίηση αυτής με αντίστοιχη ζημία της _____, οι ανωτέρω δε πράξεις του δευτέρου εναγομένου συγκροτούν την αντικειμενική και υποκεμενική υπόσταση του ποινικού αδικήματος της κλοπής ηλεκτρικής ενέργειας (άρθρο 372 παρ.1.2 Π.Κ.).

Επειδή με την ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά (ρευματοκλοπή) του δευτέρου εναγομένου η ενάγουσα Επιχείρηση ζημιώθηκε κατά το ως άνω ποσό των 8.788.67 ΕΥΡΩ, αυτή διώκει να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, αλληλέγγυα και εις ολόκληρο ο καθένας, για την ως άνω αιτία, επικουρικά δε με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, να της καταβάλλουν το ποσό των οκτώ χιλιάδων επτακοσίων ογδόντα οκτώ και εξήντα επτά (8.788.67) EYPΩ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν αυτοί στην δικαστική της δαπάνη.

Με το άνω ιστορικό και το αίτημα όμως, η αγωγή, όσον αφορά την επικουρική αυτής βάση περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, τούτη είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη διότι η από το άρθρο  904 Α.Κ., σχετική αγωγή είναι επιβοηθητικής φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προύποθεσεις από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά η πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία (βλ. Α.Π. 1440/2000 ΕλΔ.42.730, Α.Π.440/2000 ΕλΛ.41.1628, ΑΠ.531/1994 Ελ.Δ.37.81). πράγμα που δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση καθόσον η ενάγουσα στηρίζει την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού στα ίδια ακριβώς πραγματικό περιστατικό, στα οποία στηρίζει και την κύρια από την αδικοπραξία, βάση της αγωγής της. Περαιτέρω όοον αφορά την κύρια αυτής βόση. είναι τούτη αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, δεδομένου ότι η ενάγουσα στο υπό στοιχείο (Α) αιτούμενο κονδύλιο συνολικού ποσού 8.264.43 ευρώ. δίχως να αναφέρει ιο ύφος της τιμής ανά kwh που έλαβε υπόψη. αυθαίρετα και αόριστα ισχυρίζεται ότι η αξία της διαφυγούσας ενέργειας υπολογίζεται (απευθείας) σε 6.558,06 ευρώ. Επιπλέον στο δικόγραφο δεν διευκρινίζεται ούτε τι σημαίνουν τα αρχικά ΑΓΙΕ, Ε.Φ.Κ. και ΔΕΤΕ που αντιστοιχούν σε οφειλόμενα του ως άνω πρώτου κονδυλίου επιμέρους ποοό, ούτε πως συνδέονται αυτά με την επίδικη διαφυγούοα ενέργεια, ώστε να υπολογισθούν σε ποσοστό της τελευταίας, και ποιο είναι το ποσοστό τους επ'αυτής. Τέλος στο υπό στοιχείο (Β) αιτούμενο κονδύλιο συνολικού ποσού S24.24 ευρώ. η ενάγουοα, για τον υπολογισμό των εξόδων της, παραπέμπει στην εγκεκριμένη κοστολόγηση ωρομίσθιου προσωπικού και οχημάτων Διεύθυνσης Οικονομικών Λειτουργιών της Επιχείρησης, χωρίς να περιλαμβάνει στο δικόγραφο το κείμενο αυτό, ούιε να αναφέρει που μπopεί τούτο να αναγνωσθεί, ώστε να γίνει με σαφήνεια ο υπολογισμός των επιμέρους ποσών του άνω κονδυλίου.

Επειδή συνεπώς σε κανένα σημείο της αγωγής δεν αιτιολογείται με ποιόν τρόπο προκύπτουν τα επίδικα ποσά και εξ αιτίας των προαναφερόμενων παραλήψεων δεν είναι δυνατή στους εναγόμενους η απάντηση σ’ αυτήν και στο Δικαστήριο η έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητάς της. Επομένως η αγωγή, όσον αφορά την κύρια βάση της, πρέπει να απορριφθεί εξ αιτίας της αοριστίας της και η δικαστική δαπάνη των διαδίκων να συμψηφισθεί μεταξύ τους κατ’άρθρο 179 εδ. γ του Κ.Πολ.Δ.

Για τους λόγους αυτούς

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αγωγή.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφαστστηκε και δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 10 Μαίου 2017, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δυαιγόρων τους.

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ - Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΠΗΓΗ: ΟΕΝΕΤ

Α.Π. 593/2016 - Τακτική και Έκτακτη χρησικτησία - Για την τακτική χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο ή νομιζόμενο τίτλο για μια δεκαετία, ενώ με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα, και στις δύο περιπτώσεις, εκείνου που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του.

Previous: ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 3941/2017 - Απόρριψη αγωγής αποζημίωσης λόγω ρευματοκλοπής - Απορρίπτεται αγωγή αποζημίωσης εταιρείας παροχής ηλεκτρικης ενεργειας κατα πελατη της-συνδρομητη, με αντικειμενο την καταβολη του ποσου καταναλωσης (που δεν κατεβληθη λογω ρευματοκλοπής, οπως ισχυρισθηκε η εταιρεία) και των εξοδων του συνεργειου της εταιρείας.- Απορριπτεα ως μη νόμιμη η επικουρικη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού διότι η σχετική αγωγή ειναι επικουρικής φύσεως και μπορεί αν ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις από την σύμβαση ή την αδικοπραξία, ενώ εδώ η ενάγουσα στήριξε την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού στα ίδια ακριβώς πραγματικά γεγονότα στα οποία στήριξε και την κύρια βάση της - Περαιτέρω και η κύρια βάση της αγωγής είναι αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης επειδή δεν αναφέρεται στην αγωγή το ύψος της τιμής ανά κιλαβατώρα, δεν διευκρινίζεται τι σημαινουν τα αρχικά ΑΠΕ, ΕΦΚ και ΔΕΤΕ που αντιστοιχούν σε οφειλόμενα επιμέρους ποσά και ποιό είναι το ποσοστό τους επί της επίδικης διαφυγούσας ενέργειας, και, δεν περιλαμβάνεται στο δικόγραφο το κείμενο "Κοστολόγησης Ωρομίσθιου Προσωπικού και Οχημάτων"της ενάγουσας εταιρίας ούτε αναφέρεται σε αυτό που μπορεί τούτο να αναγνωσθεί από τον ενδιαφερόμενο εναγόμενο. Κρίση ότι με τις παραπάνω αοριστίες δεν είναι δυνατή στον εναγόμενο η απάντηση στην αγωγή και στο Δικαστήριο η έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητάς της.
$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Τακτική και Έκτακτη χρησικτησία
ΑΠ
Έτος: 2016
Νούμερο: 593
Για την τακτική χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο ή νομιζόμενο τίτλο για μια δεκαετία, ενώ με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα, και στις δύο περιπτώσεις, εκείνου που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του...


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Νικήτα Χριστόπουλο, και Πέτρο Σαλίχο, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ι. Γ. Γ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε.

Του αναιρεσιβλήτου: Κ. Δ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γ. Δ..

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-7-2008 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:1570/2010 του ιδίου Δικαστηρίου και 3501/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων, με την από 15-10-2012 αίτησή του, η οποία επανήλθε προς συζήτηση μετά από ματαίωση, με τις από 26-9-2014 και18-9-2015 κλήσεις του αναιρεσιβλήτου.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ασπασία Μαγιάκου, ανέγνωσε την από 19-4-2013 έκθεση, του ήδη αποχωρήσαντος από την υπηρεσία Αρεοπαγίτη Αργυρίου Σταυράκη, με την οποία εισηγείται να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το άρθρο 576 παρ. 1-2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόμενος ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, και σε καταφατική περίπτωση, το Δικαστήριο προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ.4 εδ.γ'και δ'ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη, κατ'άρθρο 575 εδ.β'του ίδιου Κώδικα, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει αμέσως, μετά το τέλος της συνεδρίασης, να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, η αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ'αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και επομένως δεν χρειάζεται νέα κλήτευση του διαδίκου. Προϋπόθεση, όμως, της εγκυρότητας της κλήτευσης αυτής, συνεπεία της αναβολής της υπόθεσης και της εγγραφής αυτής στο πινάκιο είναι ότι ο απολειπόμενος κατά τη μετ'αναβολή δικάσιμο διάδικος είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση ή είχε νομίμως ή εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστεί κατά τη δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση, είτε είχε παραστεί νομίμως κατά την πρώτη αυτή δικάσιμο και επομένως με τη νόμιμη παράσταση και μη εναντίωσή του καλύφθηκε η ακυρότητα της κλήτευσής του κατά την αρχική δικάσιμο. Διαφορετικά απαιτείται κλήτευσή του στη μετ'αναβολή δικάσιμο. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου και τα διαδικαστικά έγγραφα της παρούσας δίκης προκύπτει ότι υπόκειται προς κρίση η από 15/10/2012 αίτηση του Ι. Γ. κατά του Κ. Δ. για αναίρεση της 3501/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Η συζήτηση της ένδικης αίτησης είχε αρχικά οριστεί, με την επιμέλεια του αναιρεσείοντος, για τη δικάσιμο της 6/2/2013 και αναβλήθηκε οίκοθεν για τη δικάσιμο της 15/5/2013, οπότε αναβλήθηκε εκ νέου, κατόπιν αιτήματος του αναιρεσείοντος για τη δικάσιμο της 18/9/2013, κατά την οποία αυτή ματαιώθηκε. Στη συνέχεια τη συζήτηση της υπόθεσης επέσπευσε ο αναιρεσίβλητος με την από 26/9/2014 κλήση του και ορίστηκε νέα δικάσιμος για τις 18/2/2015, κατά την οποία η συζήτηση, κατόπιν αιτήματος του αναιρεσιβλήτου, αναβλήθηκε, ερήμην του αναιρεσείοντος, για τη δικάσιμο της 16/9/2015, κατά την οποία ματαιώθηκε, λόγω των βουλευτικών εκλογών. Ακολούθως ο αναιρεσίβλητος επανέφερε την υπόθεση για συζήτηση με την από 18/9/2015 κλήση του και ορίστηκε νέα δικάσιμος η 17/2/2016, κατά την οποία αυτή αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (5/10/2016), κατόπιν αιτήματος του αναιρεσιβλήτου (λόγω της αποχής από τα καθήκοντα του πληρεξούσιου δικηγόρου του), ερήμην του αναιρεσείοντος, ο οποίος είχε κλητευθεί, νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παραστεί στη δίκη κατά την παραπάνω δικάσιμο της 17/2/2016 ( βλ. την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη 5807Δ/15.10.2015 έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ν. Κ. για την επίδοση προς τον ίδιο τον αναιρεσείοντα της από 18/9/2015 κλήσης με την κάτω από αυτή πράξη ορισμού δικασίμου του Προεδρεύοντος Αρεοπαγίτη του Γ'πολιτικού τμήματος Ν. Μπιχάκη). Κατά την εκφώνηση, όμως, της υπόθεσης με τη σειρά του πινακίου στην δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (5/10/2016) ο αναιρεσείων δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, κατ'άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ. Ωστόσο, εφόσον ο τελευταίος είχε κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα κατά τη δικάσιμο της 17/2/2016, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε με την εγγραφή της στο πινάκιο, δεν απαιτείται εκ νέου κλήτευση αυτού. Επομένως, πρέπει, σύμφωνα και με όσα ειπώθηκαν στη μείζονα πρόταση, να προχωρήσει η συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης παρά την απουσία του αναιρεσείοντος.

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1710 εδ.1, 1712, 1846, 1193, 1195,1198,1199 ΑΚ, συνάγεται ότι η κυριότητα ακινήτου αποκτάται παραγώγως, με κληρονομική διαδοχή, από το θάνατο του κληρονομουμένου, εφόσον ο κληρονόμος αποδεχθεί την κληρονομιά με δημόσιο έγγραφο και μεταγράψει την περί αποδοχής δήλωσή του. Απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με τον πιο πάνω τρόπο είναι ο αποβιώσας να ήταν κύριος αυτού. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041,1042,1043, 1045,1051 ΑΚ προκύπτει ότι, για την κτήση της κυριότητας ακινήτου, με τακτική μεν χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο ή νομιζόμενο τίτλο για μια δεκαετία, ενώ με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα, και στις δύο περιπτώσεις, εκείνου που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ'αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η οριοθέτηση, ο καθαρισμός, η φύλαξη του ακινήτου κ.λ.π. και, αν αφορά κληρονομιαίο ακίνητο, η αποδοχή της κληρονομιάς.

Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1048 εδ. α'ΑΚ, η χρησικτησία διακόπτεται με την απώλεια της νομής. Η διακοπή λογίζεται ότι δεν επήλθε, αν αυτός που έχασε τη νομή την ανέκτησε μέσα σε ένα έτος ή αργότερα, αλλά με αγωγή που ασκήθηκε μέσα στο έτος. Κατά δε τις διατάξεις του άρθρου 1049 εδάφια α'και β'ΑΚ η χρησικτησία διακόπτεται με την έγερση διεκδικητικής αγωγής εναντίον αυτού που χρησιδεσπόζει ή αυτού που κατέχει στο όνομα εκείνου. Η διακοπή επέρχεται μόνο έναντι του ενάγοντος, ενώ κατά το άρθρο 1050 ΑΚ, αν η χρησικτησία διακόπηκε, ο χρόνος που πέρασε έως τη διακοπή δεν υπολογίζεται. Νέα χρησικτησία μπορεί να αρχίσει μόνο μετά τη λήξη της διακοπής. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ορισμένα γεγονότα που προβλέπονται περιοριστικά από το νόμο επιφέρουν διακοπή της χρησικτησίας, με συνέπεια ο χρόνος που διανύθηκε μέχρι τη διακοπή να μην υπολογίζεται πλέον. Σ'αυτά τα γεγονότα συγκαταλέγεται η απώλεια της νομής, που επέρχεται όταν ο νομέας, διαζευκτικά ή συμπλεκτικά, είτε παύσει εκούσια ή ακούσια να ασκεί τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα, είτε παύσει να έχει τη διάνοια κυρίου, δηλαδή τη θέληση να εξουσιάζει το πράγμα σαν δικό του. Ο ισχυρισμός ότι συντρέχει λόγος διακοπής της χρησικτησίας προβάλλεται με ένσταση εκείνου που τον επικαλείται, ο οποίος έχει και το σχετικό βάρος απόδειξης, ενώ αν ο χρησιδεσπόζων αντιτάξει την ανάκτηση της νομής υπό τους όρους του άρθρ. 1048 εδ. β'ΑΚ προτείνει αντένσταση, την οποία πρέπει να αποδείξει. Αντένσταση επίσης συνιστά και ο ισχυρισμός ότι η νομή που ανακτήθηκε χωρίς τους όρους του άρθρ. 1048 εδ. β'ΑΚ οδήγησε σε νέα χρησικτησία που έχει πάντως συμπληρωθεί κατά την άσκηση της αγωγής, όπως και ο ισχυρισμός ότι μετά την άσκηση της αγωγής εναντίον του η χρησικτησία συμπληρώθηκε εν επιδικία.

Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ'ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και, ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται, όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος, που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι, όμως, και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία, η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (ολ ΑΠ 24/1992). Τέλος, κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχή, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας, με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναιρέσεως, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναιρέσεως, είχε προταθεί νομίμως στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση.

Συνεπώς, ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται ο χρόνος και ο τρόπος προτάσεως του ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί με βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος, (ΟλΑΠ 15/2000). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, μετ'ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την υπ'αριθμ. .../29-2-2008 πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της Συμ/φου ... Α. Κ.-Γ., που μεταγράφηκε νόμιμα, στον τόμο ... με αριθμό 113 του Υποθηκοφυλακείου ..., αποδέχθηκε την κληρονομιά, που του άφησε ο αποβιώσας στις 8-10-1997 πατέρας του Γ. Δ., με την από 8-3-1995 ιδιόγραφη διαθήκη, που δημοσιεύτηκε με το υπ'αριθμ. 179/2000 πρακτικό συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Συγκεκριμένα, αποδέχθηκε την κληρονομιά, που αποτελείται από ένα αγροτεμάχιο στη θέση "Α."του Δήμου ..., εκτάσεως 350 τ.μ., το οποίο εμφαίνεται με τον αριθμό 33 στο διάγραμμα, που είναι προσαρτημένο στο υπ'αριθμ. .../1953 συμβόλαιο του Συμ/φου Αθηνών Κ. Β., συνορεύει δε, βάσει αυτού, ανατολικά, επί πλευράς 14 μ. με το υπ'αριθμ. 32 αγροτεμάχιο, δυτικά επί προσόψεως 14 μ. με προϋπάρχουσα ιδιωτική οδό, που ήδη ονομάζεται "Α.", βόρεια επί πλευράς 25 μ. με το υπ'αριθμ. 35 αγροτεμάχιο και νότια επί πλευράς 25 μ. με το υπ'αριθμ. 31 αγροτεμάχιο του ίδιου σχεδιαγράμματος. Το ακίνητο αυτό είχε αγοράσει ως άνω Γ. Δ. από τον Ν. Ε. Δ., δυνάμει του υπ'αριθμ. .../12-9-1961 πωλητηρίου συμβολαίου της Συμ/φου ... Α. Α. Π., που έχει μεταγραφεί νόμιμα (τομ. ... αρ. 18677 των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ...). Ο Ν. Δ. (αρχικελευστής του Ναυτικού) είχε αγοράσει αυτό με το υπ'αριθμ. .../22-3-1954 συμβόλαιο του Συμ/φου ... Κ. Β., (που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο ... με αριθμό 3920 των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ...), από τον εδρεύοντα στην Αθήνα οικοδομικό συνεταιρισμό με την επωνυμία "Οικοδομικός Συνεταιρισμός ...", όπως νόμιμα εκπροσωπείτο. Ο συνεταιρισμός αυτός είχε αγοράσει από τον Δ. Α. Α. μία έκταση επιφανείας 130 στρεμμάτων στη θέση "Α.", που κατένειμε σε τεμάχια με αριθμούς από 1 έως 211 και τα μεταβίβασε στα μέλη του, μεταξύ των οποίων ήταν ο ως άνω Ν. Δ.. Ο συνεταιρισμός από τότε, που αγόρασε την μείζονα έκταση, την επέβλεπε και την προστάτευε από τις επεμβάσεις τρίτων, όπως και εν συνεχεία έπρατταν ο Ν. Δ. και ο Γ. Κ. Δ.. Ο τελευταίος το αγόρασε χωρίς περίφραξη, το επισκεπτόταν όμως τακτικά και το επέβλεπε. Συγκεκριμένα, αυτός κατοικούσε στη ..., όπου διατηρούσε επιχείρηση εργαστηρίων ζαχαροπλαστικής και ζαχαροπλαστείων, στην κεντρική οδό ..., σε ιδιόκτητο κτίριο. Επισκεπτόταν όμως πολύ συχνά το επίδικο, με αυτοκίνητο, που το οδηγούσε ο οδηγός της εταιρείας του Χ. Α.. Μερικές φορές είχε μαζί του και τους γιους του. Τρεις φορές αυτός περιέφραξε το ακίνητο. Την πρώτη φορά με πασσάλους, την δεύτερη με απλό σύρμα, που το καθαίρεσαν άγνωστοι και την τρίτη φορά, το 1985 το περιέφραξε με συρματόπλεγμα, αφού το όργωσε. Η περίφραξη αυτή καθαιρέθηκε επίσης από αγνώστους. Κατά τις επισκέψεις του σ'αυτό εύρισκε σκουπίδια, ξύλα, παραπήγματα από λαμαρίνες και τσίγκους, κοτέτσια, χωρίς όμως να έχει ποτέ συναντήσει κάποιον άνθρωπο μέσα σ'αυτό. Πάντα απομάκρυνε τα σκουπίδια, τα παραπήγματα και τα κοτέτσια και επανατοποθετούσε την περίφραξη. Μετά το 1988 το επισκέπτονταν οι γιοι του για λογαριασμό του και το καθάριζαν από πρόχειρα παραπήγματα, που άγνωστοι εξακολουθούσαν να κατασκευάζουν μέσα σ'αυτό, χωρίς να συναντήσουν εκεί αυτόν, που τα κατασκεύασε.

Περαιτέρω ο Γ. Δ. και η οικογένειά του ενδιαφέρονταν για την ένταξη του ακινήτου αυτού στο σχέδιο πόλεως, προκειμένου να το ανοικοδομήσουν, συζητούσαν δε σχετικά με μηχανικούς. Ο ως άνω δεν είχε ανάγκη χρημάτων για να το πουλήσει, καθόσον ήταν οικονομικά ευκατάστατος, το δε τίμημα πώλησης δεν ήταν μεγάλο, αφού δεν είχε ενταχθεί ακόμα στο σχέδιο πόλεως. Μετά το θάνατο του συνέχισε τις επισκέψεις και την επίβλεψη αυτού ο ενάγων (γυιός του). Ο τελευταίος, ενδιαφερόμενος για την ένταξη του ακινήτου αυτού στο σχέδιο πόλης, στις 2-12-1997 απηύθυνε αίτηση στο Δήμο ..., επί της οποίας απεστάλη προς αυτόν η υπ'αριθ. 17.832/12-12-1997 απάντηση του Δήμου, κατά την οποία "το ακίνητο, που βρίσκεται επί της οδού Α. περιοχή "Α.- Γ. - Φ."είναι εκτός του ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης ... και εκτός οικισμού". Το 1998 ο ενάγων, ο αδελφός του και ένας εργάτης, ο Π. Α., το επισκέφτηκαν, το καθάρισαν από τα ξύλα και τα κοτέτσια, που υπήρχαν σ'αυτό και γκρέμισαν ένα κτίσμα από πλίνθους, επιφάνειας περίπου δεκαπέντε (15) τετραγωνικών μέτρων, που είχε κτίσει άγνωστος μέσα σ'αυτό, χωρίς να συναντήσουν εκεί κανέναν. Από το 1999 έως το 2006 ο ενάγων δεν το επισκέφτηκε, λόγω των πολλών του υποχρεώσεων. Εκμεταλλευόμενος τότε την απουσία του ο εναγόμενος, του οποίου ο πεθερός κατοικούσε επίσης την οδό Α. στον αριθμό 13, κατέλαβε, το 2001, το επίδικο ακίνητο και τοποθέτησε προκατασκευασμένο παραλληλόγραμμο κτίσμα, το οποίο υδροδοτήθηκε από την ΕΥΔΑΠ στις 6-4-2001 (όπως προκύπτει από την υπ'αριθμ. πρωτ. .../2008 βεβαίωση της ΕΥΔΑΠ, η δε σύνδεση έχει γίνει στο όνομα της συζύγου του Α. Κ.). Το κατασκεύασμα αυτό αποτέλεσε την κατοικία του ίδιου και της οικογενείας, που δημιούργησε. Πριν από το έτος 2001 αυτός (εναγόμενος) δεν είχε την κατοχή του επιδίκου, το οποίο ποτέ δεν είχαν εγκαταλείψει στο παρελθόν, όπως εκτέθηκε, οι εκάστοτε κύριοι αυτού, που ασκούσαν εμφανείς πράξεις νομής σ'αυτό, δια των τακτικών επισκέψεων, περιφράξεων, (τις οποίες επανατοποθετούσαν μετά από κάθε καθαίρεσή τους) και καθαρισμό αυτού από τα πρόχειρα παραπήγματα, τα κοτέτσια και τα κτίσματα, που τρίτοι άγνωστοι κατασκεύαζαν. Από κανένα, δε, στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο παππούς του εναγομένου Ε. Β. είχε αποκτήσει τη νομή του ακινήτου αυτού το 1964. Ο εν λόγω Ε. Β., κάτοικος, εν ζωή, Πειραιά, που πέθανε στις 30-4-1977, άφησε την από 5-2-1973 ιδιόγραφη διαθήκη, που δημοσιεύτηκε με το υπ'αριθμ. .../9-6-2006 πρακτικό συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου ..., με την οποία εγκαθιστά κληρονόμο του στον ως άνω αγρό με το σπίτι, που έκτισε το 1965 τον εγγονό του Ι. Γ., αναφέρει δε στη διαθήκη αυτή ότι αγόρασε τον αγρό το 1964 "δια λόγου"από τον Γ. Δ. (χωρίς να αναφέρει τίμημα), ότι από τότε πάνε εξοχή, ότι το αφήνει στον εγγονό του, γιατί ερχόταν μαζί του, και αγάπησε τη φύση, στη συνέχεια το περιγράφει ως προς τις πλευρικές διαστάσεις και τα όρια, καταλήγοντας: "όλα αυτά τα γράφω από το παλιό συμβόλαιο, που μου έδωσε στα χέρια μου ο Δ. τη χρονιά που το αγόρασε. Το δικό μας το χαρτί θα το κάναμε αργότερα. Μετά δεν τον ξανάδα". Η επικαλούμενη αγορά του αγρού αυτού άτυπα από τον Γ. Δ. το 1964 και η κατασκευή σπιτιού το 1965 κρίνονται αναληθή, καθόσον αναιρούνται από πλήθος αποδεικτικών στοιχείων. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ο Γ. Δ. ήταν πασίγνωστος στη ... και οικονομικά ευκατάστατος, με ιδιόκτητο κτίριο (κατοικία και επαγγελματική στέγη), στο πιο κεντρικό σημείο της ..., όπου κατοικούσε μέχρι το χρόνο θανάτου του και μπορούσε να τον αναζητήσει και να τον βρει ο ως άνω, εάν υπήρχε εκκρεμότητα ως προς την κατάρτιση συμβολαίου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το 1965 δεν υπήρχε στο χώρο του επιδίκου ούτε κτίσμα ούτε παράπηγμα ούτε καλλιέργεια. Αυτό αποδεικνύεται, εκτός των άλλων και από την αεροφωτογραφία λήψεως του έτους 1969, η οποία ερμηνεύτηκε από τον ειδικό προς τούτο Τοπογράφο -Μηχανικό Σ. Κ.. Ο ίδιος δεν εντόπισε κτίσματα, παραπήγματα ή καλλιέργειες ούτε στην αεροφωτογραφία του 1979. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ερμηνεία των αεροφωτογραφιών ενισχύεται από την κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος (αδελφού του), που έχει πλήρη και σαφή γνώση των πραγμάτων. Στην αεροφωτογραφία του 1979 φαίνεται υλοποιημένο το ανατολικό όριο, πιθανόν με συρματόπλεγμα, νεροφαγώματα από όμβρια ύδατα και πρόχειρα φτιαγμένες χωμάτινες οδοί. Στην αεροφωτογραφία του 1992 είναι εμφανές ότι μετά το 1979 οργώθηκε το ακίνητο (αυτό έγινε το 1985 όπως κατέθεσε ο ως άνω μάρτυρας), καθόσον εξαφανίστηκαν τα ευρισκόμενα προηγουμένως ίχνη των οδών (που εξακολουθούν όμως να υπάρχουν εκτός της ιδιοκτησίας αυτής), υπάρχει περίφραξη, πρωτοεμφανίστηκαν δένδρα εντός αυτού, στην δε δυτική- βορειοδυτική κορυφή υπάρχει μικρό χαμηλό τετράγωνο κτίσμα διαστάσεων 4x4 περίπου. Πρόχειρα, δε, κτίσματα έχουν εντοπιστεί και στην αεροφωτογραφία του 1988, που ερμήνευσε ο Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός Δ. Π. στην από 22-1-2009 τεχνική του έκθεση. Το 1994 το ακίνητο φαίνεται στην αεροφωτογραφία πλήρως περιφραγμένο. Πέραν του χαμηλού κτίσματος στη δυτική- βορειοδυτική γωνία, εντοπίζονται και πρόχειρα στεγασμένοι χώροι στην βόρεια- βορειοανατολική κορυφή που πιθανόν καλύπτονταν από λαμαρίνες ή ελενίτ. Στην αεροφωτογραφία, που ελήφθη στις 7-6-2001, τα πάντα έχουν αλλάξει στο εσωτερικό της ιδιοκτησίας αυτής. Δεν υπάρχουν πλέον τα παραπήγματα (πρόχειρα στεγασμένοι χώροι) και το κτίσμα, που υπήρχε στις προηγούμενες αεροφωτογραφίες. Αυτό συνέβη γιατί ο ενάγων, όπως προηγουμένως και ο πατέρας του, καθαίρεσαν τις κατασκευές αυτές μόλις τις αντελήφθησαν. Επίσης εγκαταλείφθηκαν οι καλλιέργειες, που είχαν εντοπιστεί στην αεροφωτογραφία του 1994 στο ανατολικό τμήμα. Έχει κατασκευαστεί ένα καινούργιο παραλληλόγραμμο ισόγειο κτίσμα, στο νότιο- νοτιοδυτικό τμήμα και πέντε μικροί πρόχειροι στεγασμένοι χώροι (που μοιάζουν με κοτέτσια), σε επαφή με το βόρειο όριο. Ακριβώς την ίδια μορφή εμφανίζει το ακίνητο στην αεροφωτογραφία λήψεως 2002, με επιπλέον καλλιέργειες σε τμήμα της έκτασης. Αυτά τα κατασκεύασε ο εναγόμενος, το δε παραλληλόγραμμο κτίσμα συνδέθηκε με το δίκτυο της ΕΥΔΑΠ στις 6-4-2001, όπως αναφέρθηκε. Τα προηγούμενα, ήδη καθαιρεθέντα, κτίσματα, δεν αποδείχθηκε από ποιον είχαν κατασκευαστεί. Το ότι δεν υπήρξε σπίτι μέσα στο επίδικο ακίνητο το 1965, αποδεικνύεται και από τα διαγράμματα της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, εκείνο, που συντάχθηκε το έτος 1969 και το φωτογραμμετρικό του 1975 του ΟΚΧΕ, αλλά και από τα σχεδιαγράμματα της μεμονωμένης πράξης εφαρμογής του 2002 και της πράξης εφαρμογής, που συντάχθηκε από το Δήμο ... το 2005. Στα δύο τελευταία διαγράμματα δεν υπάρχουν κτίσματα, επειδή τα υπάρχοντα κτίσματα ήταν φτιαγμένα από πολύ πρόχειρα υλικά και δεν είχαν καμμιά αξία ως κτίσματα, οπότε ήταν περιττή η απεικόνισή τους. Ο εναγόμενος δεν αποδείχθηκε ότι άσκησε αδιατάρακτη νομή στο ακίνητο αυτό πριν το έτος 2001. Δεν αποδείχθηκε ότι ήταν αυτός ούτε ο παππούς του Ε. Β. που κατασκεύαζε, μετά το 1979, παραπήγματα και κοτέτσια στο επίδικο. Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει σαφώς κάτι τέτοιο. Τα αναφερόμενα στη διαθήκη του Ε. Β. για ύπαρξη σπιτιού μέσα στο επίδικο από το έτος 1965 διαψεύδονται από τις αεροφωτογραφίες λήψεως των ετών 1969, 1979. Ο μάρτυρας του εναγομένου Ι. Π., αγρότης, γεννημένος το 1947, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατέθεσε ότι έβλεπε έναν γέρο τον "μπάρμπα Βαγγέλη", που είχε κότες και κουνέλια, είχε δωμάτια από τσίγκους, δίπλα στη μουριά, έμενε στο Φ., μετέβαινε δε εκεί χωρίς αυτοκίνητο και ότι δεν είχε πολλές κουβέντες μαζί του, αφότου, δε, πέθανε, έβλεπε εκεί τον εναγόμενο. Ο ως άνω μάρτυρας ερωτηθείς δεν γνώριζε τίποτα για άτυπη πώληση του ακινήτου αυτού στον ως άνω. Ακόμα και αν το άτομο αυτό ήταν ο παππούς του εναγομένου, και για την περίπτωση, που αυτός κατασκεύαζε όλα τα παραπήγματα, και κτίσματα, η νομή, που άρχιζε κάθε φορά στο πρόσωπό του διεκόπτετο από τις επεμβάσεις του κυρίου του ακινήτου, δικαιοπαρόχου του ενάγοντος και εν συνεχεία του ενάγοντος, που, όπως εκτέθηκε, γκρέμιζαν τα κτίσματα και παραπήγματα και επανατοποθετούσαν την καθαιρεθείσα περίφραξη, όταν το αντιλαμβάνονταν, στις δεκαετίες του 1980 και 1990 (προηγουμένως δεν υπήρξαν επεμβάσεις). Ποτέ, δε, δεν συμπληρώθηκε εικοσαετία ανάμεσα σε δύο διαδοχικές τέτοιες εμφανείς πράξεις εξουσίασης εκ μέρους του ενάγοντα και του δικαιοπαρόχου του. Ως εκ τούτου, η κυριότητα του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος, στο επίδικο, που αποκτήθηκε παραγώγως με αγορά από κύριο αλλά και πρωτοτύπως, με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, αφού αυτός νεμόταν αυτό από το χρόνο αγοράς (12-9-1961) με νόμιμο τίτλο, καλή πίστη και διάνοια κυρίου συνεχώς και αδιαλείπτως για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας, εν πάσει, δε, περιπτώσει για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας, με διάνοια κυρίου, ασκώντας τις προσήκουσες στο είδος του ακινήτου εμφανείς διακατοχικές πράξεις, δεν καταλύθηκε από κανέναν ούτε από τον εναγόμενο. Ομοίως δεν καταλύθηκε η εν συνεχεία αποκτηθείσα κυριότητα του ενάγοντος σ'αυτό από κληρονομική διαδοχή αλλά και δυνάμει τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας, προσμετρώντας στον δικό του χρόνο νομής το χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Ο εναγόμενος- αντενάγων δεν απέκτησε κυριότητα σ'αυτό δυνάμει της υπ'αριθμ. .../2006 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της Συμφου ... Μ. Π., που μεταγράφηκε νόμιμα, καθόσον ο αποβιώσας στις 30-4-1977 παππούς του Ε. Β., που του άφησε το ως άνω ακίνητο με την ιδιόγραφη διαθήκη του, δεν είχε γίνει κύριος αυτού μέχρι το χρόνο του θανάτου του, αφού δεν είχε συμπληρώσει στο πρόσωπό του ανεπίληπτη συνεχή νομή διανοία κυρίου επί εικοσαετία ούτε ο ίδιος είχε αρχίσει νομή, την οποία να συνέχισε ο αντενάγων συμπληρώνοντας το πρόσωπο του εικοσαετία, με προσαύξηση του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου του και συνεπώς δεν κατέστη αυτός κύριος του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία".

Με βάση τις πιο πάνω παραδοχές το Εφετείο δέχθηκε κατ'ουσία την από 10/7/2008 διεκδικητική αγωγή του αναιρεσιβλήτου και απέρριψε κατ'ουσία την από 8/8/2008 ανταγωγή του αναιρεσείοντος, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει, κατά το ενδιαφέρον μέρος, αντίθετα. Ειδικότερα δέχθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος έχει καταστεί κύριος του επίδικου ακινήτου τόσο με παράγωγο τρόπο (με κληρονομική διαδοχή από διαθήκη), όσο και με πρωτότυπο (με τακτική και έκτακτη χρησικτησία), ασκώντας ο ίδιος και οι δικαιοπάροχοί του τις προσιδιάζουσες στο ακίνητο πράξεις νομής (επισκέψεις, περιφράξεις, καθαρισμός από διάφορα αντικείμενα που τοποθετούσαν άγνωστα άτομα, συζητήσεις με μηχανικούς για την ένταξή του στο σχέδιο πόλεως και σχετική αίτηση προς το Δήμο ..., επίβλεψη), με νόμιμο τίτλο και καλή πίστη για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας, άλλως μόνο με διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας (1961-2008), προσμετρώντας στο δικό του χρόνο νομής και το χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Αντίθετα το Εφετείο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε η απόκτηση κυριότητας του αναιρεσείοντος στο επίδικο ακίνητο ούτε με παράγωγο (κληρονομική διαδοχή) ούτε με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία), καθώς ο άμεσος δικαιοπάροχός του δεν είχε γίνει κύριος αυτού. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού όπως προκύπτει από το προαναφερόμενο περιεχόμενό της διέλαβε σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς τα ουσιώδη ζητήματα που ενδιαφέρουν, δηλαδή της απόκτησης κυριότητας του επίδικου ακινήτου από τον αναιρεσίβλητο και το δικαιοπάροχό του και της μη απόκτησης κυριότητας σε αυτό από τον αναιρεσείοντα και το δικαιοπάροχό του. Επομένως ο από το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Η περαιτέρω αιτίαση που προβάλλεται με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο παραβίασε τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 1048 και 1049 ΑΚ με το να μη δεχτεί ότι "ο χρόνος της χρησικτησίας του αναιρεσείοντος διεκόπη μόνο κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης διεκδικητικής αγωγής του αναιρεσιβλήτου, πλην όμως κατά το χρόνο εκείνο είχε ήδη συμπληρωθεί εικοσαετία και είχε αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία"και ότι "όταν ο αναιρεσίβλητος καθαιρούσε τις κατασκευές και τις περιφράξεις του αναιρεσείοντος στο επίδικο ο τελευταίος τις επανατοποθετούσε, με αποτέλεσμα να μη διακόπτεται ο χρόνος συμπλήρωσης της έκτακτης χρησικτησίας"είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι στηρίζεται σε ισχυρισμούς που προτείνονται για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο και δεν υπάγονται στις εξαιρέσεις που προβλέπονται από το άρθρ. 562 παρ.2 ΚΠολΔ.

Κατά τις διατάξεις του άρθρ. 270 παρ. 2γ'ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το ν. 2915/2001 και εφαρμόζονται κατά το άρθρ. 524§1 εδ. α'ΚΠολΔ και στην κατ'έφεση δίκη, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνον αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή. Η κλήτευση πρέπει να γίνει με επίδοση, κατ'άρθρ. 122 επ. ΚΠολΔ, και αποδεικνύεται μόνο με την έκθεση επίδοσης, η οποία αποτελεί δημόσιο έγγραφο και ελέγχεται από το δικαστήριο. Οι ένορκες βεβαιώσεις αποτελούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο και θα πρέπει να αναφέρεται ειδικά στην απόφαση ότι έχουν ληφθεί υπόψη ή ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν τις λαμβάνει υπόψη. Εάν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις της νομότυπης λήψης τους, οι ένορκες βεβαιώσεις θεωρούνται ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνονται υπόψη για άμεση απόδειξη, αλλά ούτε και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΟλΑΠ 20/2004). Εξάλλου σε αναίρεση υπόκειται η απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 559 αριθμ. 11 περ.γ'ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν σε αυτό. Προϋπόθεση για να ληφθεί υπόψη το αποδεικτικό μέσο είναι η νομότυπη επίκληση και προσκομιδή του είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση είτε με την αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτού. Η βεβαίωση του δικαστηρίου ότι προσκομίστηκε ή δεν προσκομίστηκε κάποιο αποδεικτικό μέσο δεν ελέγχεται αναιρετικά. Ειδικότερα στην περίπτωση των ενόρκων βεβαιώσεων η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι αυτές έχουν ληφθεί νόμιμα αποτελεί εκτίμηση πραγματικού γεγονότος και δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον πρώτο, κατά το πρώτο σκέλος, λόγο της ένδικης αίτησης αναίρεσης ισχυρίζεται ότι το Εφετείο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην ως άνω αναιρετική πλημμέλεια, διότι: α) "δεν έλαβε υπόψη τις ΑΑ98/2009, ΑΑ99/2009, 3588/2008 και 3589/2008 ένορκες βεβαιώσεις, με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε η προηγούμενη κλήτευση του αναιρεσιβλήτου, παραβλέποντας την 9426Α έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Θηβών Σ. Κ., σύμφωνα με την οποία ο τελευταίος κλήθηκε εμπροθέσμως να παραστεί κατά την κατάρτιση των ενόρκων βεβαιώσεων"και β) δεν έλαβε υπόψη την κατάθεση του μάρτυρα Ι. Π. που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου (και όχι του δευτεροβάθμιου, όπως αναφέρεται στο αναιρετήριο) δικαστηρίου, "ο οποίος προσδιόριζε ειδικώς και με σαφήνεια τις συνεχείς πράξεις νομής του αναιρεσείοντος και του δικαιοπαρόχου του". Όπως όμως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τις επίμαχες ένορκες βεβαιώσεις, επειδή, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, δεν αποδείχθηκε η απαιτούμενη προηγούμενη κλήτευση του αναιρεσιβλήτου, κατ'άρθρ. 270 παρ.2 εδ.2 ΚΠολΔ, και ότι, ως εκ τούτου, ήταν ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο. Ανεξαρτήτως όμως αυτών, από την επισκόπιση των εγγράφων της δικογραφίας, και ειδικότερα από τις προτάσεις που κατέθεσε ο αναιρεσείων στο πρωτοβάθμιο, αλλά και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ουδόλως επικαλέστηκε και προσκόμισε την παραπάνω (χωρίς ημερομηνία) έκθεση επίδοσης που επικαλείται για πρώτη φορά στο αναιρετήριο, χωρίς και πάλι να την προσκομίζει, ώστε να ελεγχθεί η τυχόν βασιμότητα του ισχυρισμού του. Περαιτέρω το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του βεβαιώνει ότι κατά το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που δόθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ενώ κάνει ειδική μνεία και αξιολόγηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα Ι. Π. (βλ. σελ. 14-15 της απόφασης). Επομένως ο λόγος αυτός αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμ. 20 ΚΠολΔ, έγγραφα, η παραμόρφωση του περιεχομένου των οποίων ιδρύει λόγο αναίρεσης, είναι τα από τις διατάξεις των άρθρων 339 και 432 επομ. ΚΠολΔ προβλεπόμενα έγγραφα που παρέχουν άμεση ή έμμεση απόδειξη κατά του αντιδίκου εκείνου που τα επικαλείται και τα προσκομίζει. Τέτοια όμως έγγραφα δεν είναι αυτά που περιέχουν γνωμοδοτήσεις προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, όπως είναι και οι τεχνικές εκθέσεις ιδιωτών μηχανικών, των οποίων το περιεχόμενο εκτιμά ανελέγκτως και ελευθέρως το δικαστήριο. Επομένως ο πρώτος, κατά το δεύτερο μέρος, λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της παραμόρφωσης του περιεχομένου της από 22/1/2009, με αίτηση του αναιρεσείοντος συνταχθείσας, τεχνικής έκθεσης (γνωμοδότησης) του πολιτικού μηχανικού Δ. Π., την οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε ο ίδιος(ο αναιρεσείων) είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού όπως προεκτέθηκε, η γνωμοδότηση αυτή δεν αποτελεί έγγραφο και, συνεπώς, είναι ανεπίδεκτη παραμόρφωσης.

Κατ'ακολουθίαν η αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 15/10/2012 αίτηση του Ι. Γ. για αναίρεση της 3501/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Νοεμβρίου 2016.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Νοεμβρίου 2016.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Α.Π. 593/2016

ΑΓΩΓΗ - ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΣΕ ΔΗΛΩΣΗ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ - ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ

Previous: Α.Π. 593/2016 - Τακτική και Έκτακτη χρησικτησία - Για την τακτική χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο ή νομιζόμενο τίτλο για μια δεκαετία, ενώ με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα, και στις δύο περιπτώσεις, εκείνου που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του.
$
0
0

ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ,,,,,,,
ΑΓΩΓΗ

…………του …….., συζ. ………., κατοίκου ………, οδός ……… αρ. …….

ΚΑΤΑ
……….του………….., κατοίκου …………..οδός ………..αρ…….., …….
__________

Περί τα μέσα …
…….. (μηνός) …….. (έτους) συμφώνησα με τον εναγόμενο, ο οποίος είναι έμπορος αυτοκινήτων και διατηρεί για τον σκοπό αυτό έκθεση αυτοκινήτων στην οδό …………………στην περιοχή………, και προέβην στην αγορά από αυτόν ενός ιδιωτικής χρήσεως μεταχειρισμένου επιβατηγού αυτοκίνητου μάρκας …………………. τύπου …………….. με αριθμό κυκλοφορίας …….… έναντι συνολικού τιμήματος …………€. Το άνω τίμημα για την αγορά του αυτοκίνητου αυτού συμφωνήθηκα καταβληθεί από εμένα ως εξής α. …………€ από την ανταλλαγή του με αριθμό ……. αυτοκινήτου. ιδιοκτησίας της μητέρας μου …… συζ. ………. β. ………….€ μετρητά και γ. …………..€ σε δόσεις εκ …………..€ η καθεμία μηνιαία. Για τον σκοπό αυτό εκδόθησαν από τον εναγόμενο …………… (…….) συναλλαγματικές ονομαστικής αξίας …………….€ η καθεμία, σε διαταγή του εναγομένου αποδοχής δικής μου και με ημερομηνίες λήξεως η πρώτη την …/…/….. και η τελευταία την …/…/…….. Το άνω αυτοκίνητο παρέλαβα στην κατοχή μου, ο δε εναγόμενος παρεκράτησε υπέρ αυτού την κυριότητα του άνω αυτοκινήτου μέχρι την ολοσχερή αποπληρωμή των άνω δόσεων και ρητά συμφωνήθηκε ότι με το τέλος των τμηματικών καταβολών θα προέβαινε στην άμεση και τυπική πλέον μεταβίβαση της κυριότητας του στο όνομα μου. Κατά τους τρεις πρώτους μήνες των συμφωνηθεισών τμηματικών καταβολών μετέβαινα είτε αυτοπροσώπως είτε δια αντιπροσώπου μου στην έκθεση του εναγομένου και κατέβαλα το αντίστοιχο ποσόν αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα και την σχετική συναλλαγματική.
Στην συνέχεια λόγω του ενδιαμέσως τελεσθέντος γάμου μου, και από τον ……………. (μήνα) ……… (έτους) την διεκπεραίωση των πληρωμών αυτών ανέλαβε ο σύζυγος μου, ………, ο οποίος συμφώνησε με τον εναγόμενο, αυτές να πραγματοποιούνται με την κατάθεση του ποσού στον με αριθμό …………….. τραπεζικό λογαριασμό του εναγομένου της …………… ΤΡΑΠΕΖΑΣ. Τον …………. (μήνα) ………. (έτους) ο σύζυγος μου μετέβη στην έκθεση του εναγόμενου για την λήψη των εξοφληθεισών συναλλαγματικών των αμέσως προηγούμενων μηνών. Ο εναγόμενος τότε του παρέδωσε τις συναλλαγματικές των μηνών ………….., ……………., ……………, ………………., ………………. και …………. ……….. (έτους). Σε σχετική παρατήρηση μου για την συναλλαγματική του μηνός …………. ……. (έτους) μου εδήλωσε ότι κατά τις δικές του καταστάσεις αυτή ήταν ακόμη απλήρωτη, και παρά το γεγονός ότι ο σύζυγος μου επέμεινε ότι η συναλλαγματική αυτή είχε πληρωθεί με. καταβολή του ποσού στον τραπεζικό του λογαριασμό ο εναγόμενος αρνήθηκε να την παραδώσει, ισχυριζόμενος ότι αυτή τάχα δεν του είχε καταβληθεί. Εδήλωσε δε ότι εάν του προσκομίζονταν η απόδειξη κατάθεσης των χρημάτων στην Τράπεζα τότε θα την επέστρεφε. Σημειωτέον δε ότι ουδέποτε καθ'άλυτο προγενέστερο χρονικό διάστημα δεν είχα οχληθεί από τον εναγόμενο σχετικά με την συναλλαγματική αυτή. ……….. (μήνας) ……… (έτους) και επειδή πλέον οι συναλλαγματικές είχαν λήξει ήδη στο σύνολο τους μετέβην, δια του αντιπροσώπου συζύγου μου, στην ΓΙ του εναγομένου και του ζήτησα να μου επιστρέψει μαζί με τα υπολειπόμενα σώματα των συναλλαγματικών και την συναλλαγματική του ……… (μήνας) ……… (έτους) και να προβεί στην άμεση μεταβίβαση του αυτοκινήτου στο όνομα Μάλιστα του επέδειξα και την απόδειξη είσπραξης της …………… ΤΡΑΠΕΖΑΣ με την οποία πιστοποιούνταν ότι είχε κατατεθεί στις …/…/…….. το ποσό των ………….€ στον λογαριασμό του εναγομένου, καταβολή που αφορούσε κατά ποσό …………€ στην εξόφληση της συναλλαγματικής και κατά ποσό …………€ στην πληρωμή του σήματος τελών κυκλοφορίας.
Παρά όμως την προσκομιδή της άνω απόδειξης ο εναγόμενος συνέχισε να αρνείται την παράδοση της συναλλαγματικής σε εμένα και εξ αυτού του λόγου και την μεταβίβαση της κυριότητας του αυτοκινήτου στο όνομα μου.
Επειδή όμως κατά τα άνω έχω πλήρως εξοφλήσει την αξία του αγορασθέντος από εμένα αυτοκινήτου, ο εναγόμενος όμως αρνείται να προβεί στην μεταβίβαση ίου αυτοκινήτου έπ’ ονόματι μου, θα πρέπει να υποχρεωθεί σε αυτό με απόφαση του Δικαστηρίου Σας, που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, διότι από την μη μεταβίβαση έπ’ ονόματι μου του άνω αυτοκίνητου υπάρχει κίνδυνος να υποστώ μεγάλη ζημία, σε περίπτωση δε άρνησης του να συμμορφωθεί με την εκδοθησομένη απόφαση να προβώ η ίδια στις απαιτούμενες ενέργειες με την ταυτόχρονη αναπλήρωση της συναίνεσης του εναγομένου από την εκδοθησομένη απόφαση.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
και με την επιφύλαξη κάθε νομίμου δικαιώματος μου
ΖΗΤΩ

1. Να γίνει δεκτή η αγωγή μου.
2. Να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να προβεί στην διενέργεια κάθε απαιτουμένης πράξης ενώπιον οιασδήποτε αρχής και τρίτου, προκειμένου να συντελεσθεί η μεταβίβαση της κυριότητας του με αριθμό ………. αυτοκίνητου στο όνομα μου.
3 .Σε περίπτωση άρνηση τους να συμμορφωθεί να μπορέσω να προβώ η ίδια στην μεταβίβαση του αυτοκινήτου στο όνομα μου, της συναίνεσης του εναγομένου αναπληρούμενης από την εκδοθησομένη απόφαση.
4. Να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή.
5. Να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην εν γένει δικαστική μου δαπάνη.


.., …/…/……
Ο πληρεξούσιΟς δικηγόρος

ΥΙΟΘΕΣΙΑ - ΑΙΤΗΣΗ (ΑΓΩΓΗ ) ΥΙΟΘΕΣΙΑΣ - ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ

$
0
0


ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
ΚΑΛΑΪΤΖΗ Δ. ΒΑΣΙΛΙΚΗ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
(ΑΜ 506)  Δ.Σ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ- 16ηςΟκτωβρίου 2-Τ.Κ. 60133-Κατερίνη-
τηλ-φαξ:.23510-37189-Κιν:6978706346-
ΑΦΜ 153058350


Ενώπιον του Μονομελές Πρωτοδικείου Πολυγύρου
(Διαδικασία Εκουσίας Δικαιοδοσίας)

ΑΙΤΗΣΗ ΥΙΟΘΕΣΙΑΣ.

1. Του .........., με ΑΦΜ ........ και αρμόδια ΔΟΥ ...., και 2. Της ........., με ΑΦΜ ......και αρμόδια ΔΟΥ ....., κατοίκων .......

ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ ΠΡΟΣ

Τον κ. Εισαγγελέα Πρωτοδικών ........

Οι αιτούντες διάγουμε σε κοινωνία νόμιμου γάμου, ο οποίος τελέσθηκε στις ....... στην....... , κατά τους θείους και ιερούς κανόνες του ανατολικού ορθόδοξου δόγματος στον Ιερό Ναού ......... Από αυτό το γάμο μας δεν αποκτήσαμε τέκνα, από λόγους ιατρικούς (αδυναμία συλλήψεως). Ήδη σήμερα άγουμε ο μεν πρώτος από εμάς την ηλικία των 45 ετών, η δε δεύτερη από εμάς την ηλικία των 37 ετών.
Επειδήαμφότεροι επιθυμούμε να υιοθετήσουμε από κοινού το ανήλικο θήλυ αβάπτιστο τέκνο που γεννήθηκε στις είκοσι τέσσερις  Νοεμβρίου του έτους δύο χιλιάδες δέκα έξι (24/11/2016) στο 3οΔιαμέρισμα του Δήμου ......., στην Μαιευτική – Γυναικολογική Κλινική

.........,  από την Βουλγαρικής Ιθαγένειας .........που  κατοικεί στην ....... κάτοχο του δελτίου Βουλγαρικής Ταυτότητας  υπ'αριθμόν ..... που εκδόθηκε την ...... από τις αρμόδιες αρχές της Στάρα Ζαγόρα Βουλγαρίας   με ισχύ έως τις  ...... και με ειδικό αστικό (προσωπικό) αριθμό ......
Το ως άνω τέκνο γεννήθηκε χωρίς γάμοτων γεννητόρων αυτού και από άγνωστο φυσικό πατέρα και έχουμε για το σκοπό αυτό την συναίνεση της ως άνω φυσικής μητέρας, η οποία αδυνατεί να ασκήσει τη γονική μέριμνα του εν λόγω ανηλίκου και η οποία προτίθεται να δηλώσει την συναίνεσή της και ενώπιον του Δικαστηρίου.
Επειδήστην προκειμένη περίπτωση συντρέχουν στο πρόσωπό μας οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις που προβλέπονται κατά τις οικείες διατάξεις του νόμου, αφ’ ενός μεν για την υιοθέτηση του εν λόγω ανηλίκου, αφ’ ετέρου δε για την επιλογή ημών ως καταλλήλων θετών γονέων, δοθέντος ότι έχουμε αμφότεροι τη νόμιμη ηλικία, είμαστε πρόσωπα ικανά προς δικαιοπραξία, συγκατατιθέμενα αμφότεροι και αμοιβαία στην τέλεση της προκειμένης υιοθεσίας, υπερβαίνουμε σε ηλικία το υπό υιοθεσία ανήλικο περισσότερο από 18 έτη αλλά όχι πλέον των σαράντα πέντε ετών, δεν βαρυνόμαστε με οικογενειακά βάρη συνοικούντων προσώπων, επί πλέον δε έχει γίνει η απαραίτητη κατά νόμο κοινωνική έρευνα, από την οποία βεβαιώνεται η συνδρομή στο πρόσωπό μας και των λοιπών κατά νόμο στοιχείων, όπως η υγεία, το ήθος, η οικογενειακή και περιουσιακή εν γένει κατάσταση, τα οποία εγγυώνται την χρηστή και αρμόζουσα ανατροφή, εκπαίδευση και επιμέλεια του ρηθέντος ανηλίκου, ώστε η υιοθέτησή του από εμάς να αποβεί προς το συμφέρον του.
Επειδήη περιουσιακή μας κατάσταση είναι τέτοια, που άνετα μπορεί να ανατραφεί και να βοηθηθεί το εν λόγω παιδί, καθόσον, ο πρώτος εκ ημών ......έχω στην κυριότητά μου ακίνητα στα .....: 1, οικόπεδο 800 τ.μ με μία μονοκατοικία 250 τ.μ  που διαμένουμε, δεύτερη μονοκατοικία ιδιοκτησίας μου που κατοικούν οι γονείς μου,. και το κτίριο που στεγάζεται η επιχείρησή μου (φούρνος - αρτοποιείιο). 2. Ένα χωράφι 6 στρεμμάτων στη θέση «φυλάκιο» στα ...... 3. Έναν αγρό – ελαιώνα 2500 τ.μ.
Επειδήη εργασία του πρώτου από εμάς και οι αγροτικές καλλιέργειες αποφέρουν έσοδα περίπου 2500,00 Ευρώ το μήνα.
Επειδήεξάλλου συντρέχουν σύμφωνα με το άρθρο 23 ΑΚ τόσο στο πρόσωπο του ως άνω υιοθετούμενου  υπηκόου της Βουλγαρίας, όσο και στο πρόσωπό μας και οι κατά το βουλγάρικο δίκαιο αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις της υιοθεσίας, ενώ εξ αντιθέτου κανένα νομικό ή άλλο κώλυμα ή αρνητική προϋπόθεση δεν υφίσταται, ώστε να παρεμποδίζεται η υιοθεσία του εν λόγω ανηλίκου από εμάς, ούτε υπάρχει αντίθεση των εφαρμοστέων κανόνων του Βουλγάρικου Δικαίου προς την ημεδαπή δημόσια τάξη.
Επειδήη συναίνεση του άγνωστου φυσικού πατέρα στην υιοθεσία δύναται να αναπληρωθεί με απόφαση του Δικαστηρίου σας (ΑΚ 1552).
Επειδήτο προς υιοθεσία ανήλικο τέκνο μάς παραδόθηκε από την φυσική μητέρα του και κατοικεί μαζί μας στην οικία μας, που βρίσκεται στην Ν. Ρόδα Χαλκιδικής, έκτοτε δε, εμείς οι αιτούντες ασκούμε εν τοις πράγμασιν από κοινού την επιμέλεια του προσώπου αυτού.
Επειδήκαταθέσαμε αίτηση  στην Δ/ΝΣΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ  ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ......- ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ, για τις δικές της ενέργειες
Επειδήη παρούσα αίτησή μας είναι νόμιμη και βάσιμη, προσφερόμεθα δε στην προσκόμιση των απαιτουμένων σχετικών εγγράφων προς υποστήριξη αυτής.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

και όσα θα προσθέσουμε κατά την συζήτηση

 

ΖΗΤΟΥΜΕ

Να γίνει δεκτή η παρούσα αίτησή μας.
Να κηρυχθεί θετό τέκνο μας το αβάπτιστο ανήλικο θήλυ τέκνο της .....και άγνωστου πατέρα, το οποίο γεννήθηκε στις 24/11/2016 στο ....... και
Να διαταχθεί η καταχώριση της αποφάσεως που θα εκδοθεί στα οικεία ληξιαρχικά βιβλία.
.............., 25 Μαΐου  2017
Η Πληρεξούσια Δικηγόρος

ΚΑΛΑΪΤΖΗ Δ. ΒΑΣΙΛΙΚΗ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
(ΑΜ 506  Δ.Σ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ- ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΩΝ)
16ηςΟκτωβρίου 2-Τ.Κ. 60133
Κατερίνη-τηλ-φαξ:.23510-37189
Κιν:6978706346
email:vicky.kalaitzi.dk@gmail.com
http://dimitrios-kalaitzis.blogspot.gr
ΑΦΜ153058350



Τι ισχύει για την κατάσχεση σε κοινό λογαριασμό

$
0
0


Η διεύθυνση εισπράξεων της ΑΑΔΕ απαντώντας σε ερώτημα βουλευτή μέσω εγγράφου που κατέθεσε στη Βουλή διευκρινίζει τα εξής:
Σχετικά με την αναφορά του βουλευτή Φθιώτιδας της ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ. Χρήστου ...
Σταϊκούρα με προσαρτημένη την με ημερομηνία 28-05-2013 αίτηση της συνταξιούχου κας ... προς την Υπηρεσία μας, αναφορικά με κατάσχεση εις χείρας τρίτων τραπεζικών της λογαριασμών, στους οποίους είχε δηλώσει ως συν δικαιούχο την αδελφή της-οφειλέτιδα του Δημοσίου, σας γνωρίζουμε στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων μας τα ακόλουθα:

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7και 9του ν.δ. 356/1974 (Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων), όπως ισχύει και του άρθρου 48 παρ. 1του ν. 4174/2013, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. έχει την υποχρέωση να επιδιώξει την είσπραξη των ληξιπροθέσμων χρεών προς το Δημόσιο καθώς και τη διακοπή της παραγραφής τους, ανεξάρτητα από την αιτία προέλευσης αυτών, λαμβάνοντας όλα τα προβλεπόμενα αναγκαστικά, ποινικά και λοιπά μέτρα κατά των οφειλετών, μεταξύ των οποίων και η κατάσχεση εις χείρας τρίτων. Με την ολοκλήρωση της κατάσχεσης εις χείρας τρίτου επέρχεται αυτοδικαίως αναγκαστική εκχώρηση της κατασχεθείσης χρηματικής απαίτησης στο κατασχόν Δημόσιο, το οποίο πλέον καθίσταται δικαιούχος του συνόλου αυτής. Η κατάσχεση δεν αίρεται πριν την εξόφληση ή τη διαγραφή του χρέους για το οποίο επιβλήθηκε.

Ωστόσο, με τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 4του Κ.Ε.Δ.Ε. σε συνδυασμό με την αριθμ. Δ6Α 1054391 ΕΞ 2014/1.4.2014Απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων περί μεταβίβασης αρμοδιοτήτων σε όργανα της Φορολογικής Διοίκησης, παρέχεται η ευχέρεια στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. μετά από σχετική αίτηση του οφειλέτη να περιορίσει με αιτιολογημένη Απόφασή του το ποσό ή ποσοστό της κατάσχεσης που του επιβλήθηκε υπό προϋποθέσεις που ορίζονται στην ΠΟΛ.1092/3.4.2014εγκύκλιο της Διοίκησης, αλλά και ανεξάρτητα από τη συνδρομή των προϋποθέσεων δύναται να εξετάζονται και εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν ο οφειλέτης προσκομίζει έγγραφα που αποδεικνύουν την αναγκαιότητα του περιορισμού της κατάσχεσης λόγω ειδικών συνθηκών.

Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ. 94Α/14-08-2015), ισχύει το ακατάσχετο καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα για έναν και μοναδικό ατομικό ή κοινό λογαριασμό σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα για κάθε φυσικό πρόσωπο μέχρι του ποσού των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ μηνιαίος. Σε περίπτωση που υπάρχει λογαριασμός περιοδικής πίστωσης μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων, θα πρέπει να γνωστοποιηθεί αποκλειστικά και μόνο ο λογαριασμός αυτός. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής απαιτείται η υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης, με την οποία γνωστοποιείται από το φυσικό πρόσωπο ο μοναδικός ακατάσχετος τραπεζικός λογαριασμός (σχετ. ΠΟΛ.1222/2015και ΠΟΛ.1182/2014).

Από την ανωτέρω διάταξη νόμου προκύπτει ότι προστατεύονται ως ακατάσχετες μόνο οι καταθέσεις του ενός και μοναδικού στο χρηματοπιστωτικό σύστημα δηλωθέντος ως ακατάσχετου λογαριασμού και μέχρι του ύψους των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ μηνιαίως. ανεξαρτήτως προελεύσεως αυτών (δηλαδή ανεξάρτητα από το εάν αφορούν ποσά μισθοδοσίας, σύνταξης ή περιοδικά καταβαλλόμενου ασφαλιστικού βοηθήματος), προκειμένου κάθε φυσικό πρόσωπο να διασφαλίσει ένα αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης, ακόμη και αν ο μισθός/σύνταξη του είναι κατώτερος/η αυτού. Ο χαρακτηρισμός ενός λογαριασμού ως μισθοδοτικού ή συνταξιοδοτικού ή πίστωσης ασφαλιστικών βοηθημάτων περιοδικά καταβαλλόμενων έχει σημασία μόνο ως προς την υποχρέωση του φορολογουμένου να δηλώσει αυτόν ως τον μοναδικό ακατάσχετο λογαριασμό, εφόσον υφίσταται τέτοιος. Σε κάθε περίπτωση, τονίζεται ότι είναι υποχρεωτική η υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης προκειμένου να προστατευθούν οι καταθέσεις ενός μοναδικού λογαριασμού του οφειλέτη από κατάσχεση του Δημοσίου σε βάρος του στα χέρια Πιστωτικών Ιδρυμάτων έως του ποσού των 1.250 ευρώ μηνιαίως. Εάν δεν προβεί στη δήλωση αυτή ο φορολογούμενος, οι πάσης φύσεως καταθέσεις του δεν προστατεύονται έναντι του Δημοσίου.

Επιπρόσθετα, με το άρθρο 4του ν. 5638/1932«περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν», τον οποίο εφαρμόζουν τα Πιστωτικά Ιδρύματα, σε περίπτωση κατάσχεσης κοινού λογαριασμού, τεκμαίρεται αμάχητα έναντι του κατασχόντος ότι η κατάθεση ανήκει σε όλους τους δικαιούχους κατ’ ίσα μέρη και επομένως η κατάσχεση εκτείνεται μόνο στο μερίδιο που ανήκει στον καθού η κατάσχεση και όχι σε όλο το λογαριασμό.


Πηγή: Taxheaven ©

ΣτΕ 2151/2017 - Εντός των ορίων του Συντάγματος το πρόστιμο των 10.500 ευρώ για την αδήλωτη εργασία

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
ΣτΕ 2151/2017 - Εντός των ορίων του Συντάγματος το πρόστιμο των 10.500 ευρώ για την αδήλωτη εργασία
Με την 293/2016 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Λαμίας υποβλήθηκαν προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με ορισμένες διατάξεις..
του ν. 3996/2011 «Αναμόρφωση του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας, ρυθμίσεις θεμάτων Κοινωνικής Ασφάλισης και άλλες διατάξεις» και της 27397/122/19.8.2013 κοινής υπουργικής απόφασης που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του αρ. 24 παρ. 4 και 5 αυτού. Ο νόμος αυτός προέβλεπε, μεταξύ άλλων, πρόστιμα για περιπτώσεις παραβίασης των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας καθώς τη διαδικασία επιβολής τους. Επίσης, στα αρ. 24 παρ. 4 ορίζονταν η έννοια των ευθέως αποδεικνυόμενων παραβάσεων, με παράθεση καταλόγου και παρέχονταν εξουσιοδότηση έκδοσης απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, η συμπλήρωση των παραβάσεων όσο και η εισαγωγή εξαιρέσεων από αυτή. Επίσης, στην παρ. 5 παρέχονταν εξουσιοδότηση στον ίδιο Υπουργό για έκδοση απόφασης με την οποία κατηγοριοποιούνται οι παραβάσεις, καθορίζεται και ανακαθορίζεται το ύψος του προστίμου σε περίπτωση παραβίασης της εργατικής νομοθεσίας.  Σε εκτέλεση των ανωτέρω εξουσιοδοτικών διατάξεων εκδόθηκε η 27397/122/19.8.2013 κοινή απόφαση του Υπουργού και του Υφυπουργού Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας Υπουργική στην οποία, μεταξύ άλλων, προβλέφθηκε ότι η μη αναγραφή εργαζομένου άνω των 25 ετών στον τηρούμενο από τον εργοδότη πίνακα προσωπικού αποτελεί ευθεία παράβαση και επιβάλλεται πρόστιμο κατά δεσμία αρμοδιότητα, το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 10.549,44 ευρώ (το 18πλάσιο του κατώτατου μισθού).


Το Δικαστήριο ερωτήθηκε:

α) αν οι εξουσιοδοτικές διατάξεις του ν. 3996/2011 είναι ειδικές και ορισμένες, σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος,

β) εάν η διάταξη της Υπουργικής Απόφασης που ορίζει ότι στην ανωτέρω περίπτωση (μη αναγραφής εργαζομένου) επιβάλλεται πρόστιμο κατά δεσμία αρμοδιότητα και

γ) εάν το ύψος του προστίμου (10.549,44 ευρώ) παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.

Το Δικαστήριο, κατ’ αρχάς έκρινε ότι πρόκειται για ζήτημα «γενικοτέρου ενδιαφέροντος» που έχουν συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων Στη συνέχεια έκρινε ότι η ασκηθείσα παρέμβαση είναι απαράδεκτη γιατί στην υπόθεση στην οποία είναι διάδικος η παρεμβαίνουσα, το πρόστιμο επιβλήθηκε κατ’ εφαρμογή διαφορετικής υπουργικής απόφασης που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση διαφορετικής διάταξης και από διαφορετικά όργανα.

Ως προς τα προδικαστικά ερωτήματα, το Δικαστήριο έκρινε:

α) i. Η εν λόγω εξουσιοδότηση, ανεξαρτήτως του εύρους της, είναι ειδική και ορισμένη. Περιέχει συγκεκριμένο προσδιορισμό των προς ρύθμιση θεμάτων παρέχεται δε αρμοδιότητα στον Υπουργό να καθορίσει και άλλες τέτοιου είδους παραβάσεις. Προκειμένου δε να χαρακτηρισθεί από τον κανονιστικό νομοθέτη μία παράβαση της εργατικής νομοθεσίας ως «ευθέως αποδεικνυόμενη, αρκεί αυτή να έχει τον χαρακτήρα της τυπικής παράβασης, αρκεί, δηλαδή, η εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου απλή διαπίστωση των αντικειμενικών στοιχείων κατά τη διάρκεια του επιτόπιου ελέγχου.

ii. Η παροχή εξουσιοδότησης προς συμπλήρωση του καταλόγου των «ευθέως αποδεικνυομένων» παραβάσεων αφορά θέμα που περιέχεται κατά βάση στη διάταξη του εδαφίου α΄ της παρ. 4 του άρθρου 24 του ν. 3996/2011. Συνεπώς, η συμπλήρωση αυτή αποτελεί ειδικότερη ρύθμιση του άρθρου 43 παρ. 2 εδ. β΄ του Συντάγματος, οπότε μπορεί να ανατεθεί σε άλλο όργανο της Διοίκησης εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας.

β) Η ανωτέρω διάταξη της Υπουργικής απόφασης βρίσκεται εντός των ορίων της εξουσιοδοτικής διάταξης καθόσον:

i) η εν λόγω παράβαση πληροί την προϋπόθεση της τυπικής παράβασης, καθόσον ερείδεται στην απλή διαπίστωση του αντικειμενικού γεγονότος της μη καταχώρισης του εργαζομένου στον τηρούμενο στην επιχείρηση πίνακα προσωπικού,

ii) η ίδια ως άνω παράβαση αποτελεί εξειδίκευση της θεσπιζομένης από το άρθρο 16 παρ. 1, 4 του ν. 2874/2000 υποχρέωσης του εργοδότου να αναρτά σε εμφανές σημείο του τόπου εργασίας των απασχολούμενων σε αυτόν μισθωτών πίνακα με πλήρες περιεχόμενο, περιέχοντα τα οριζόμενα από το νόμο στοιχεία (ονοματεπώνυμο, ονοματεπώνυμο πατέρα και μητέρα, οικογενειακή κατάσταση, ειδικότητα, ημερομηνία πρόσληψης) των εργαζομένων και

iii) η προαναφερθείσα παράβαση έχει άμεση σχέση με τη θεσπιζόμενη από το άρθρο 26 παρ. 9 περ. στ΄ του ΑΝ 1846/1951, όπως ίσχυε, υποχρέωσης του εργοδότου να καταχωρίσει σε ειδικό βιβλίο τους νεοπροσλαμβανόμενους από αυτόν εργαζομένους.

γ) το ύψος του προστίμου δεν αντίκειται στην προβλεπόμενη από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητος. Και τούτο διότι:

i. έχει υπαγορευθεί από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι συνίστανται στην αποτελεσματική καταπολέμηση του φαινομένου της αδήλωτης εργασίας

ii. με τη διάταξη αυτή δεν θεσπίζεται κύρωση προδήλως απρόσφορη, ούτε η προβλεπόμενη κύρωση υπερακοντίζει τον επιτακτικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος, τον οποίο αποβλέπει να εξυπηρετήσει, δεδομένου ότι με το σοβαρό ύψος του προβλεπόμενου προστίμου επιδιώκεται τόσο ο αυστηρός κολασμός του συγκεκριμένου παραβάτη, όσο και η αποτροπή της παράνομης πρακτικής της αδήλωτης εργασίας από τους λοιπούς εργοδότες, ενώ το ύψος του προστίμου δεν δύναται, να θεωρηθεί ως προδήλως δυσανάλογο για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

iii. το ύψος του εν λόγω προστίμου ευλόγως συναρτάται με το υψηλό ποσοστό στο οποίο, κατά τα προαναφερθέντα, έχει ανέλθει η αδήλωτη εργασία, ο δε αριθμός των 18 μηνών που τίθεται ως πολλαπλασιαστής για τον προσδιορισμό του και κατά την εκτίμηση του κανονιστικού νομοθέτη, η οποία δεν αμφισβητείται, αποτελεί τον χρόνο που οι εργαζόμενοι απασχολούνται, κατά μέσο όρο, χωρίς να έχουν δηλωθεί, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι αποτελεί κριτήριο απρόσφορο για τον προσδιορισμό του προστίμου σε ποσό που εξυπηρετεί τον επιδιωκόμενο σκοπό της πάταξης της αδήλωτης εργασίας, ή ότι υπερακοντίζει, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, τον ανωτέρω σκοπό.

Μειοψηφία:

Η επιβολή του προστίμου αποτελεί πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του δημοσίου συμφέροντος σκοπού της καταπολέμησης της αδήλωτης εργασίας. Αντίκειται όμως στην αρχή της εν στενή εννοίας αναλογικότητος, λαμβανομένων υπ’ όψιν των συνεπειών της επιβολής του προστίμου σε μικρές επιχειρήσεις, δοθέντος μάλιστα ότι η επιλογή 18 μηνών εργασίας, ως στοιχείου υπολογισμού του προστίμου, δεν τεκμηριώνεται από τα στοιχεία του φακέλου και παρίσταται, ως εκ τούτου, αυθαίρετη.

ΣτΕ 2151/2017 Δ’ Τμήμα 7μ (απόσπασμα)

2. Επειδή, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Λαμίας, με την υπ’ αριθ. 293/2016 απόφασή του, αφού απέρριψε την προσφυγή κατά το μέρος που εστρέφετο κατά του ανωτέρω υπ’ αριθ. 83/28.4.2014 δελτίου ελέγχου, με την αιτιολογία ότι το δελτίο αυτό εστερείτο εκτελεστότητος, υπέβαλε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010 τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα: α) αν οι εξουσιοδοτικές διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου 24 του ν. 3996/2011, κατ’ επίκληση των οποίων εκδόθηκε η ανωτέρω υπ’ αριθ. 27397/122/19.8.2013 κοινή υπουργική απόφαση είναι ειδικές και ορισμένες, σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, β) αν η διάταξη του άρθρου 1 της ίδιας υπουργικής απόφασης, στην οποία προβλέπεται ότι ο Επιθεωρητής Εργασίας όταν διαπιστώσει τη μη αναγραφή εργαζομένου στον τηρούμενο από τον εργοδότη πίνακα προσωπικού επιβάλλει πρόστιμο κατά δεσμία αρμοδιότητα, κείται εντός των ορίων της εξουσιοδότησης που παρέχεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις και γ) αν το προβλεπόμενο από την ίδια διάταξη του άρθρου 1 της εν λόγω υπουργικής απόφασης πρόστιμο ύψους 10.549,44 ευρώ για την προαναφερθείσα παράβαση παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητος.

3. Επειδή, με την από 14.10.2016 πράξη του Προέδρου του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, η υπόθεση εισάγεται στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος λόγω σπουδαιότητος.

4. Επειδή, έχουν διενεργηθεί νομίμως οι προβλεπόμενες από τα άρθρα 1 παρ. 1 εδαφ. β΄ και 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010 δημοσιεύσεις.

5. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), εισήχθη ο θεσμός της «δίκης - πιλότου» ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σε θέματα που, ως εκ της φύσεώς τους, έχουν γενικότερο ενδιαφέρον και, συνεπώς, αναμένεται να προκαλέσουν σημαντικό αριθμό διαφορών, με τον κίνδυνο να εκδοθούν αντιφατικές αποφάσεις και να υπάρξει σημαντική καθυστέρηση για τους διαδίκους ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, όπως ισχύουν, η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος από τακτικό διοικητικό δικαστήριο στο Συμβούλιο της Επικρατείας για «ζήτημα γενικοτέρου ενδιαφέροντος» προϋποθέτει ότι το διοικητικό δικαστήριο, ως αρμόδιο κατ’ αρχήν επί της συγκεκριμένης διαφοράς, έχει ασκήσει πράγματι την αρμοδιότητά του και έχει διαγνώσει ότι η επίλυση του εν λόγω ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση οριστικής αποφάσεως. Περαιτέρω, ο χαρακτήρας του ζητήματος ως «γενικοτέρου ενδιαφέροντος» πρέπει να αναδεικνύεται με την απαραίτητη σαφήνεια, ούτως ώστε το Ανώτατο Δικαστήριο να μπορεί να ασκήσει αποτελεσματικά, την αντίστοιχη δική του αρμοδιότητα ελέγχοντας ευχερώς ποιά από τα ζητήματα που του παραπέμπονται παρουσιάζουν πραγματικά γενικότερο ενδιαφέρον και συμβάλλοντας, με την επίκαιρη επίλυσή τους, στην ενότητα της νομολογίας και την ασφάλεια δικαίου. Συνεπώς, το τακτικό διοικητικό δικαστήριο που διατυπώνει προδικαστικό ερώτημα πρέπει, στην απόφαση του, αφ’ ενός μεν να παραθέτει και να τεκμηριώνει τους λόγους, για τους οποίους το ζήτημα ή τα ζητήματα που ανέκυψαν στην αχθείσα ενώπιόν του διαφορά και αποτελούν το αντικείμενο του ερωτήματος είναι, όπως ορίζει ο νόμος, «γενικότερου ενδιαφέροντος με συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων», αφ’ ετέρου δε να αναδεικνύει επαρκώς, με την παράθεση των -νομίμως αποδειχθέντων- πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως καθώς και του εφαρμοστέου νομοθετικού πλαισίου ότι το ζήτημα, για το οποίο υποβάλλεται το ερώτημα, ανακύπτει πράγματι στην ενώπιόν του διαφορά, δηλαδή ότι είναι κρίσιμο για την επίλυσή της (ΣτΕ Ολομ. 1841-3/2013), χωρίς να απαιτείται να λαμβάνει, και μάλιστα αιτιολογημένα, θέση επί του νομικού ζητήματος που τίθεται με αυτό, αν και κάτι τέτοιο είναι σκόπιμο, προς το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης (ΣτΕ 2182/2015 επταμ., 761, 2282/2014 επταμ., 1470/2016 Ολομ.). 

6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Λαμίας με την υπ’ αριθμ. 293/2016 απόφασή του, υπέβαλε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατ’ επίκληση του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010, τα προδικαστικά ερωτήματα που αναφέρθησαν στη σκέψη 2. Σε ό,τι αφορά τον χαρακτήρα των τιθεμένων με τα εν λόγω ερωτήματα ζητημάτων ως «γενικοτέρου ενδιαφέροντος» που έχουν συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, το ανωτέρω δικαστήριο εδέχθη ότι α) το ένδικο πρόστιμο μπορεί εν δυνάμει να επιβληθεί σε εργοδότες, απογεγραμμένους ή όχι στο Ι.Κ.Α. σε ολόκληρη την επικράτεια, β) ήδη εκκρεμεί πλήθος αναλόγων υποθέσεων στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, τα οποία έχουν ήδη εκδόσει αντιφατικές αποφάσεις.

7. Επειδή, παραδεκτώς, με βάση τα κριτήρια που ανεφέρθησαν στη σκέψη 5, υπεβλήθησαν τα ανωτέρω προδικαστικά ερωτήματα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η δε επίλυσή τους παρίσταται κρίσιμη για την έκβαση της δίκης.

8. Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη της υποπαραγράφου γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, στην πιλοτική δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη στην οποία ανακύπτει το ίδιο νομικό ζήτημα που τίθεται με το ένδικο βοήθημα που έχει εισαχθεί στο Δικαστήριο κατά τα αναφερθέντα στις προηγούμενες σκέψεις. Εν προκειμένω, στην παρούσα ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δίκη παρεμβαίνει η Ο.Ε. με την επωνυμία «………..», η οποία προβάλλει και αποδεικνύει ότι είναι διάδικος σε εκκρεμή δίκη ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης επί προσφυγής της κατά πράξης επιβολής προστίμου που εκδόθηκε σε βάρος της από όργανα της Ειδικής Υπηρεσίας Ελέγχου Ασφάλισης, κατ’ εφαρμογή της υπ’ αριθ. Φ.11321/1115/802/2014 κοινής απόφασης του Υπουργού και του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (Β΄ 1551), η οποία εκδόθηκε κατ’ επίκληση τόσο του άρθρου 24 του ν. 3996/2011 όσο και του άρθρου 20 παρ. 2 του ν. 4255/2014. Η παρέμβαση, όμως, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι με αυτή δεν τίθεται το ίδιο νομικό ζήτημα που τίθεται με το ένδικο βοήθημα που έχει εισαχθεί στο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 293/2016 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Λαμίας. Τούτο δε διότι η τελευταία αυτή υπουργική απόφαση, έστω και αν περιέχει όμοιες ρυθμίσεις με αυτές της υπ’ αριθ. 27397/122/1.19.8.2013 κοινής υπουργικής απόφασης προβλέπει την επιβολή προστίμου σε βάρος του εργοδότου από διαφορετικά όργανα (ελεγκτές της Ε.ΥΠ.Ε.Α. και αρμόδιους υπαλλήλους του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ), έχει δε εκδοθεί και κατ’ επίκληση εξουσιοδοτικής διατάξεως διαφορετικής (άρθρο 20 παρ. 2 του ν. 4255/2014) από τη διάταξη κατ’ εξουσιοδότηση της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω υπ’ αριθ. 27397/122/19.8.2013 κοινή υπουργική απόφαση, το κύρος της οποίας δεν αποτελεί αντικείμενο εξετάσεως στην παρούσα δίκη.

9. Επειδή, στο άρθρο 26 παρ. 9 του ΑΝ 1846/1951 (Α΄ 179) ορίζετο ότι: «Προς εξακρίβωσιν των εκάστοτε υπαγομένων εις την ασφάλισην προσώπων, του αριθμού τούτων και των καταβλητέων εισφορών, οι εργοδόται υποχρεούνται α.....στ. (όπως προσετέθη με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 2556/1997 - Α΄ 270, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 3232/2004 - Α΄ 48 και ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο) αα. Να καταχωρίζουν στο Ειδικό Βιβλίο Καταχώρισης Νεοπροσλαμβανομένου Προσωπικού τους μισθωτούς που απασχολούνται σε αυτούς και υπάγονται στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ., αμέσως μετά την πρόσληψη και πριν αυτοί αναλάβουν εργασία. ββ....εε. Επιβάλλεται πρόστιμο σε βάρος του εργοδότη: ....Για κάθε απασχολούμενο που βρίσκεται .... να απασχολείται  και δεν είναι καταχωρισμένος, όπως ορίζεται στην υποπερίπτωση αα.....στ. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ύστερα από πρόταση του Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ., προσδιορίζεται το ύψος του προστίμου για κάθε ακαταχώριστο εργαζόμενο.... Το πρόστιμο δεν μπορεί να ξεπερνά κατ’ άτομο το εικοσιπενταπλάσιο του τεκμαρτού ημερομισθίου της ανώτατης ασφαλιστικής κλάσης, όπως ισχύει κατά την ημερομηνία της επιβολής του ....». «Με την υπ’ αριθ. Φ21/500/1998 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης (Β΄ 313), όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ. Φ11321/5924/270/2004 απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας (Β΄ 772), το ύψους του προστίμου για την προβλεπομένη από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 26 παρ. 9 περ. στ΄ υποπερ. αα΄ του ΑΝ 1846/1951 παράβαση ορίσθηκε για κάθε έναν μισθωτό στο ποσό των 500 ευρώ.

10. Επειδή, με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 2639/1998 (Α΄ 205) συνεστήθη στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων υπηρεσία με τον τίτλο «Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.Ε.Π.Ε.)», το οποίο, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, έχει ως κύριο έργο, μεταξύ άλλων, «την επίβλεψη και τον έλεγχο της εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας», «την έρευνα, ανακάλυψη και δίωξη, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, των παραβατών της εργατικής νομοθεσίας», «την έρευνα, ανακάλυψη και δίωξη, παράλληλα και ανεξάρτητα από τις αστυνομικές αρχές, της παράνομης απασχόλησης» και «την έρευνα, παράλληλα και ανεξάρτητα από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, της ασφαλιστικής κάλυψης των εργαζομένων». Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του ανωτέρω νόμου το Σ.Ε.Π.Ε. έχει, μεταξύ άλλων, τις εξής αρμοδιότητες: «α. Να ελέγχει όλες τις επιχειρήσεις και γενικότερα κάθε ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο όπου υπάρχει υπόνοια ότι απασχολούνται εργαζόμενοι. β. Να προβαίνει σε κάθε είδους αναγκαία εξέταση, έλεγχο ή έρευνα αναφορικά με τη διαπίστωση της τήρησης και εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, της σχετικής με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας, ιδίως τα χρονικά όρια εργασίας, την αμοιβή ή άλλες παροχές, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων. ... ε. Να λαμβάνει άμεσα διοικητικά μέτρα, να επιβάλλει τις προβλεπόμενες διοικητικές κυρώσεις. ... στ. Να λαμβάνει άμεσα μέτρα, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, σε περίπτωση που διαπιστώσει παράνομη απασχόληση. ζ. ...». Περαιτέρω, στο άρθρο 16 του ανωτέρω νόμου ορίσθηκαν τα ακόλουθα: «1. Στον εργοδότη που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας επιβάλλεται με αιτιολογημένη πράξη του αρμόδιου Προϊσταμένου Διεύθυνσης Κοινωνικής Επιθεώρησης Εργασίας ή Κέντρου Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου ή του ελέγξαντος Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας και ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση του εργοδότη για παροχή εξηγήσεων: α. Πρόστιμο για καθεμία παράβαση από πεντακόσια (500,00) ευρώ μέχρι πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κατηγοριοποιούνται οι παραβάσεις και καθορίζεται το ύψος του προστίμου. β. ... 2. ... 6. Διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που προβλέπουν ως διοικητική κύρωση το πρόστιμο κατά τρόπο διάφορο από τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού καταργούνται, εκτός από τις διατάξεις που αφορούν την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων, οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν...» (το ανωτέρω άρθρο 16 του ν. 2639/1998 καταργήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 33 παρ. 14 του ν. 3996/2011 - Α΄ 170). Ακολούθως, με τη διάταξη του άρθρου 16 του ν. 2874/2000 (Α΄ 286) αντικαταστάθηκε το άρθρο 4 του ν.δ. 515/1970 «περί χρονικών ορίων εργασίας μισθωτών» (Α΄ 95), όπως ίσχυε, ως εξής: «1. Κάθε εργοδότης υπαγόμενος στις διατάξεις του παρόντος υποχρεούται όπως μία φορά το χρόνο και κατά το χρονικό διάστημα από 15 Σεπτεμβρίου έως 15 Νοεμβρίου, καταθέτει, καθ'οιονδήποτε τρόπο, στην αρμόδια υπηρεσία του Σ.Ε.Π.Ε. - Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης, εις διπλούν, πίνακα με την επωνυμία, το είδος, τον τόπο λειτουργίας και το Α.Φ.Μ. της επιχείρησης, ο οποίος θα περιλαμβάνει τα παρακάτω στοιχεία ενός εκάστου των απασχολούμενων σε αυτή μισθωτών Α. Το ονοματεπώνυμο, ονοματεπώνυμο πατέρα και μητέρας, ηλικία και οικογενειακή κατάσταση (τέκνα). Β. Την ειδικότητα, ημερομηνία πρόσληψης και την τυχόν προϋπηρεσία στην ειδικότητα. Γ. Τον αριθμό κάρτας πρόσληψης (Ο.Α.Ε.Δ.), τον αριθμό μητρώου του Ι.Κ.Α., τον αριθμό βιβλιαρίου ανηλίκων (επί απασχολήσεως ανηλίκων) και τον αριθμό αδείας εργασίας αλλοδαπού (επί απασχολήσεως αλλοδαπού). Δ. Τα στοιχεία του τεχνικού ασφαλείας και του γιατρού εργασίας, καθώς και το ωράριο απασχόλησής τους στην επιχείρηση. Ε. Τη διάρκεια εργασίας (ώρες έναρξης και λήξης ημερήσιας εργασίας), το διάλειμμα και τις διακοπές εργασίας. ΣΤ. Τις πάσης φύσεως καταβαλλόμενες αποδοχές. 2. ... 4. Με μέριμνα του εργοδότη το ένα αντίτυπο του ανωτέρω πίνακα παραλαμβάνεται από την υπηρεσία κατάθεσης σφραγισμένο και αναρτάται σε εμφανές σημείο του τόπου εργασίας χωρίς τη στήλη των καταβαλλόμενων αποδοχών... Το άλλο παραμένει στο αρχείο της υπηρεσίας του Σ.Ε.Π.Ε. Στο αρχείο των κατατεθειμένων πινάκων των υπηρεσιών του Σ.Ε.Π.Ε. έχει άμεση πρόσβαση η αρμόδια υπηρεσία του Ι.Κ.Α. σε κάθε περίπτωση. 5. (όπως τελικώς αντικαταστάθηκε με την υποπαρ. ΙΑ.13 εδάφιο 1 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 - Α΄ 222) Ο εργοδότης υποχρεούται να καταθέσει συμπληρωματικούς πίνακες προσωπικού ως προς τα μεταβληθέντα στοιχεία: α) για την πρόσληψη νέου εργαζομένου, το αργότερο την ίδια ημέρα της πρόσληψης και πάντως πριν την ανάληψη υπηρεσίας από τον εργαζόμενο. β) ... 6. ... 7. Ο έλεγχος του πίνακα προσωπικού γίνεται σε κάθε στάδιο από την κατάθεση μέχρι τη διενέργεια επιθεωρήσεων στους χώρους εργασίας όπου ελέγχεται εξαντλητικά». Με την υπ'αριθ. 2063/Δ1/632/18.2.2011 απόφαση της Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης (Β΄ 266), η οποία εκδόθηκε κατ'επίκληση της προαναφερθείσης διατάξεως του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 2639/1998, με την οποία αντικαταστάθηκε η προηγουμένη υπ'αριθ. 25231/Δ18448/31.12.2010 απόφαση της ιδίας Υπουργού (Β΄ 2150), κατηγοριοποιήθηκαν οι παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας και καθορίσθηκαν μέθοδοι υπολογισμού των επιβαλλομένων προστίμων με τη συνεκτίμηση των προβλεπομένων στην απόφαση αυτή κριτηρίων. Ειδικότερα, στο άρθρο 2 της ανωτέρω υπουργικής απόφασης ορίσθηκε ότι τα βασικά κριτήρια που συνεκτιμώνται για την επιβολή των προβλεπομένων προστίμων είναι η σοβαρότητα της παράβασης, ο αριθμός των εργαζομένων της επιχείρησης, η υποτροπή της επιχείρησης, ο βαθμός συνεργασίας της και ο αριθμός των εργαζομένων τους οποίους αφορά η διαπιστωθείσα παράβαση, ενώ στο παράρτημα Ι της ανωτέρω αποφάσεως αναφέρονται οι παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας, η τέλεση των οποίων επισύρει την κύρωση του προστίμου. Ειδικότερα, στην ενότητα Β΄ του εν λόγω παραρτήματος αναφέρονται, μεταξύ άλλων, ως βασικές παραβάσεις i) η μη ανάρτηση πίνακα προσωπικού και ωρών εργασίας (άρθρο 16 παρ. 4 του ν. 2874/2000), η οποία χαρακτηρίζεται, από πλευράς σοβαρότητος, ως «χαμηλή», ii) η μη κατάθεση πίνακα προσωπικού και ωρών εργασίας (άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 2874/2000), η οποία χαρακτηρίζεται ως «πολύ υψηλή» και iii) η μη κατάθεση πίνακα προσωπικού και ωρών εργασίας σε περίπτωση προσλήψεως νέων εργαζομένων (άρθρο 16 παρ. 5 εδ. α΄ του ν. 2874/2000), η οποία χαρακτηρίζεται ως «πολύ υψηλή».

11. Επειδή, στη συνέχεια, εκδόθηκε ο ν. 3996/2011 «Αναμόρφωση του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας, ρυθμίσεις θεμάτων Κοινωνικής Ασφάλισης και άλλες διατάξεις» (Α΄ 170) στον οποίο ορίζονται τα εξής: Άρθρο 1 «Συνιστάται στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.Ε.Π.Ε.), το οποίο υπάγεται απευθείας στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης...» Άρθρο 2 «1. Έργο του Σ.Ε.Π.Ε. είναι η επίβλεψη και ο έλεγχος της εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, η έρευνα της ασφαλιστικής κάλυψης και παράνομης απασχόλησης των εργαζομένων, η συμφιλίωση και επίλυση των εργατικών διαφορών... 2. Για την εκτέλεση του έργου του, το Σ.Ε.Π.Ε. έχει τις εξής αρμοδιότητες: α. Επιθεωρεί και ελέγχει τους χώρους εργασίας με κάθε πρόσφορο μέσο, προβαίνει σε κάθε είδους αναγκαία εξέταση και έλεγχο σε όλες τις επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις πρωτογενούς, δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα και γενικότερα σε κάθε ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο εργασίας ή εκμετάλλευσης ή χώρο όπου πιθανολογείται ότι απασχολούνται εργαζόμενοι ... και επιβλέπει την τήρηση και εφαρμογή: αα) ... γγ) των διατάξεων της ασφαλιστικής νομοθεσίας της σχετικής με την ασφαλιστική κάλυψη των εργαζομένων, την αδήλωτη εργασία και την παράνομη απασχόληση, δδ) ... β. Ερευνά, ανακαλύπτει, εντοπίζει και διώκει, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, παράλληλα και ανεξάρτητα από άλλες Αρχές και Οργανισμούς, τους παραβάτες των υποπεριπτώσεων αα έως εε της περίπτωσης α. γ. ... δ. Ερευνά οποιαδήποτε ώρα κατά τη διάρκεια της ημέρας ή της νύχτας τους χώρους εργασίας, όταν κρίνει αναγκαίο, χωρίς προειδοποίηση προς τον εργοδότη, και έχει ελεύθερη πρόσβαση σε οποιοδήποτε από τα βιβλία, μητρώα, έγγραφα, αρχεία και κάθε άλλου είδους στοιχείο που τηρούνται από την επιχείρηση, λαμβάνει αντίγραφα, καθώς και έχει πρόσβαση στη δομή της παραγωγικής διαδικασίας. ...» Άρθρο 23 «1. Αν διαπιστώσει παραβίαση των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, το Σ.Ε.Π.Ε. είτε χορηγεί κατά την κρίση του εύλογη προθεσμία για συμμόρφωση προς τις εν λόγω διατάξεις, είτε λαμβάνει άμεσα διοικητικά μέτρα και επιβάλλει τις προβλεπόμενες διοικητικές κυρώσεις. ...» Άρθρο 24 «1. (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παρ. 6α του ν. 4144/2013 - Α΄ 88) Στον εργοδότη που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας επιβάλλεται ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση για παροχή εξηγήσεων Α. Πρόστιμο για καθεμία παράβαση από τριακόσια (300) ευρώ μέχρι πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ με αιτιολογημένη πράξη είτε του αρμόδιου Προϊσταμένου Τμήματος Επιθεώρησης κατόπιν σχετικής εισήγησης του Επιθεωρητή Εργασίας που διενήργησε τον έλεγχο είτε του αρμόδιου Προϊσταμένου Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης κατόπιν σχετικής εισήγησης του αντίστοιχου Προϊσταμένου Τμήματος Επιθεώρησης είτε του Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας που διενήργησε τον έλεγχο Β. Προσωρινή διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης για χρονικό διάστημα μέχρι τριών ημερών. ... 2. ... 3. (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παρ. 6δ του ν. 4144/2013) Στο άρθρο 20 του ν. 3418/2005 (Α΄ 87) προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής: 4. Για την επιβολή των παραπάνω διοικητικών κυρώσεων συνεκτιμώνται η σοβαρότητα της παράβασης, η τυχόν επαναλαμβανόμενη μη συμμόρφωση στις υποδείξεις των αρμόδιων οργάνων, οι παρόμοιες παραβάσεις για τις οποίες έχουν επιβληθεί κυρώσεις στο παρελθόν, ο βαθμός υπαιτιότητας, ο αριθμός των εργαζομένων, το μέγεθος της επιχείρησης, ο αριθμός των εργαζομένων που θίγονται. ... 4. Προκειμένου περί των κάτωθι ευθέως αποδεικνυομένων παραβιάσεων της νομοθεσίας, επιβάλλεται κατά περίπτωση διοικητική κύρωση της παρ. 1 περίπτωση Α΄ ή/και της παρ. 3 του άρθρου 26, μόλις αυτές διαπιστωθούν κατά δέσμια αρμοδιότητα του Επιθεωρητή Εργασίας που διενήργησε τον έλεγχο: α. στις περιπτώσεις της παρ. 3 του άρθρου 26 και β. στις εξής περιπτώσεις: αα. μη ανάρτηση πίνακα προσωπικού και προγράμματος ωρών εργασίας, ββ. μη επίδειξη βιβλίου αδειών, γγ. μη επίδειξη ειδικού βιβλίου υπερωριών, δδ. μη επίδειξη βιβλίου ημερήσιων δελτίων απασχολούμενου προσωπικού οικοδομικών και τεχνικών έργων, εε. μη ανάρτηση κανονισμού εργασίας σε υπόχρεες επιχειρήσεις, στστ. μη επίδειξη εντύπων όρων ατομικών συμβάσεων εργασίας του προσωπικού, ζζ. μη επίδειξη εκκαθαριστικών σημειωμάτων αποδοχών προσωπικού για το τελευταίο τουλάχιστον τρίμηνο, ηη. μη χρήση ή/και μη χορήγηση Μέσων Ατομικής Προστασίας (ΜΑΠ) σε οικοδομικές εργασίες, θθ. μη επίδειξη της απαιτούμενης άδειας σε χειριστές Μηχανημάτων Έργου, ιι. μη επίδειξη πιστοποιητικού απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες, ιαια. μη επίδειξη πιστοποιητικού ελέγχου ανυψωτικών μηχανημάτων, ιβιβ. μη επίδειξη του βιβλίου δρομολογίων των οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων και οδηγών τουριστικών λεωφορείων και ιγιγ. μη επίδειξη του βιβλιαρίου εργασίας των οδηγών τουριστικών λεωφορείων. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, η συμπλήρωση των παραβάσεων όσο και η εισαγωγή εξαιρέσεων από αυτή. 5. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κατηγοριοποιούνται οι παραβάσεις, καθορίζεται και ανακαθορίζεται το ύψος του προστίμου σε περίπτωση παραβίασης της εργατικής νομοθεσίας ... και προσδιορίζονται συγκεκριμένα ποσά ανά παράβαση της περίπτωσης β της παραγράφου 4. 6. Η πράξη επιβολής προστίμου κατά τα ανωτέρω κοινοποιείται με απόδειξη στον παραβάτη. Κατά της πράξης επιβολής προστίμου ασκείται προσφυγή ουσίας μέσα σε εξήντα ημέρες από την κοινοποίησή της ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου... Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκηση αυτής δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της πράξης επιβολής προστίμου. Η αρμόδια υπηρεσία του Σ.Ε.Π.Ε. βεβαιώνει το ποσό του επιβληθέντος προστίμου, το οποίο εισπράττεται από την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία ως δημόσιο έσοδο. ... 9. Η υπ'αριθ. 2063/Δ1/632/2011 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης (Β΄ 266), που εκδόθηκε κατ'εξουσιοδότηση του άρθρου 16 του ν. 2639/1998 ... καθώς και οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, όπως του ν. 3850/2010, περί επιβολής κυρώσεων από τους Επιθεωρητές Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι εκδόσεως των υπουργικών αποφάσεων που ρυθμίζουν κατά τρόπο διάφορο την κατηγοριοποίηση, τη διαδικασία, τα κριτήρια και το ύψος των επιβαλλόμενων προστίμων σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Μετά την έκδοση των υπουργικών αποφάσεων του παρόντος άρθρου καταργείται κάθε αντίθετη διάταξη που ρυθμίζει κατά τρόπο διαφορετικό την κατηγοριοποίηση των προστίμων, τα κριτήρια, το ύψος και τη διαδικασία επιβολής αυτών. 10. ...» Άρθρο 32 «1. ... 7. Όπου στον παρόντα νόμο αναφέρεται ο όρος “αδήλωτη εργασία” νοούνται όλες οι αμειβόμενες δραστηριότητες που είναι νόμιμες ως προς τη φύση τους, αλλά δεν δηλώνονται στις δημόσιες αρχές, κατά παράβαση των ισχυουσών διατάξεων».

12. Επειδή, κατ'επίκληση των προαναφερθεισών εξουσιοδοτικών διατάξεων του άρθρου 24 παρ. 4 και 5 του ν. 3996/2011, εκδόθηκε η υπ'αριθ. 27397/122/19.8.2013 κοινή απόφαση του Υπουργού και του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας «Επιβολή διοικητικών κυρώσεων για τις ευθέως αποδεικνυόμενες παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας, κατά δέσμια αρμοδιότητα του Επιθεωρητή Εργασίας» (Β΄ 2062), η οποία άρχισε να ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 5 αυτής, από 15.9.2013. Στο άρθρο 1 της απόφασης αυτής ορίζονται τα εξής: «α) Ειδικός Επιθεωρητής ή Επιθεωρητής Εργασίας που διαπιστώνει τη μη αναγραφή εργαζομένου στον ισχύοντα πίνακα προσωπικού που τηρείται από τον εργοδότη, επιβάλλει διοικητική κύρωση (πρόστιμο) σύμφωνα με το άρθρο 3 της παρούσης, κατά δέσμια αρμοδιότητα, χωρίς προηγούμενη πρόσκλησή του για παροχή εξηγήσεων ως κατωτέρω: Παράβαση: Μη αναγραφή εργαζομένου στον πίνακα προσωπικού. Επιβαλλόμενο πρόστιμο: ο κατώτατος νόμιμος νομοθετημένος μισθός, μη προσαυξημένος για κάθε τριετία προϋπηρεσίας επί (18) δεκαοκτώ μήνες εργασίας για κάθε αδήλωτο - εργαζόμενο - υπάλληλο και το κατώτατο νόμιμο νομοθετημένο ημερομίσθιο, μη προσαυξημένο για κάθε τριετία προϋπηρεσίας επί τετρακόσιες τρεις (403) ημέρες εργασίας για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο - εργατοτεχνίτη, ανάλογα με την ηλικιακή διάκριση που θεσπίζει η υποπαράγραφος ΙΑ11 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012». Περαιτέρω, σύμφωνα με τον περιεχόμενο στην ίδια διάταξη πίνακα, για κάθε αδήλωτο υπάλληλο ηλικίας άνω των 25 ετών, ο οποίος λαμβάνει μηνιαίο μισθό 568,08 ευρώ προβλέπεται επιβολή προστίμου σε βάρος του εργοδότη ύψους 10.549,44 ευρώ (568,08 × 18 μήνες εργασίας), ενώ για κάθε αδήλωτο υπάλληλο ηλικίας κάτω των 25 ετών, ο οποίος λαμβάνει μισθό 510,95 ευρώ το επιβαλλόμενο πρόστιμο ανέρχεται σε 9.197,10 ευρώ (510,95 × 18 μήνες εργασίας). Στο άρθρο 2 της ανωτέρω αποφάσεως ορίζονται τα πρόστιμα, τα οποία επιβάλλονται κατά δεσμία αρμοδιότητα σε βάρος του εργοδότου, χωρίς προηγούμενη πρόσκλησή του για παροχή εξηγήσεων, σε περίπτωση τέλεσης των παραβάσεων που αναφέρονται στις διατάξεις των παρ. 4 εδ. β΄ και 7 του άρθρου 24 του ν. 3996/2011. Τέλος, στο άρθρο 3 της ίδιας ως άνω απόφασης ορίζεται ότι: α) Για την επιβολή των ανωτέρω κυρώσεων (προστίμων) των άρθρων 1 και 2 της παρούσας, συντάσσεται και επιδίδεται επί τόπου Δελτίο Ελέγχου, με το οποίο βεβαιώνεται το είδος της παράβασης, και συντάσσεται και επιδίδεται άμεσα, και όχι αργότερα από πέντε (5) ημέρες από το Δελτίο Ελέγχου, Πράξη Επιβολής Προστίμου, με την οποία προσδιορίζεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα ανωτέρω άρθρα 1 και 2 της παρούσης, το ύψος της κύρωσης (προστίμου) που αντιστοιχεί στη βεβαιωθείσα παράβαση. Η πράξη επιβολής προστίμου κατά τα ανωτέρω κοινοποιείται, με απόδειξη, στον παραβάτη. β) Η Πράξη Επιβολής Προστίμου, για την επιβολή των ανωτέρω κυρώσεων των άρθρων 1 και 2 της παρούσας από τον αρμόδιο Επιθεωρητή Εργασίας, αποτελεί νόμιμο τίτλο για την είσπραξη του προστίμου. Το πρόστιμο καταβάλλεται στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) και εισπράττεται ως δημόσιο έσοδο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, όπως ισχύει, μέσα σε προθεσμία δέκα εργασίμων ημερών (10) από την ημερομηνία επίδοσης της Πράξης Επιβολής Προστίμου γ) ... δ) Κατά της Πράξης Επιβολής Προστίμου ασκείται προσφυγή ουσίας ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου μέσα σε εξήντα ημέρες από την επίδοσή της. Μέσα στην ίδια προθεσμία η προσφυγή κοινοποιείται με μέριμνα του προσφεύγοντος και με ποινή απαραδέκτου στην αρμόδια υπηρεσία του Σ.Ε.Π.Ε. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκηση αυτής δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της πράξης επιβολής προστίμου».

13. Επειδή, το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζει ότι: «Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Εξουσιοδότηση για την έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό». Με τις συνταγματικές αυτές διατάξεις παρέχεται στον κοινό νομοθέτη το δικαίωμα να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία. Ειδικότερα, τίθεται ο κανόνας (εδάφιο πρώτο) ότι η νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, ο οποίος ασκεί τη μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων. Η νομοθετική εξουσιοδότηση πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, δηλαδή να προβαίνει σε συγκεκριμένο προσδιορισμό του αντικειμένου της και να καθορίζει τα όριά της σε σχέση προς αυτό. Περαιτέρω, με τη διάταξη του δευτέρου εδαφίου του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου του Συντάγματος επιτρέπεται η εξουσιοδότηση για την έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοικήσεως, προκειμένου να ρυθμισθούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό. Ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν μερικότερη περίπτωση του θέματος που αποτελεί το αντικείμενο των ουσιαστικών ρυθμίσεων του εξουσιοδοτικού νόμου, καθώς και της λοιπής σχετικής νομοθεσίας (ΣτΕ 1210/2010 Ολομ., 780, ΣτΕ 1722/2014, ΣτΕ 2575/2015, ΣτΕ 652/2016 Ολομ., ΣτΕ 669/2016, ΣτΕ 1240/2016, ΣτΕ 1749/2016 Ολομ.).

14. Επειδή, με τη μνημονευθείσα στη σκέψη 11 διάταξη του άρθρου 24 παρ. 4 εδ. β΄ του ν. 3996/2011 παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης να καθορίσει, συμπληρωματικώς, και άλλες, πέραν των αναφερομένων στο εδάφιο α΄ της ανωτέρω διάταξης «ευθέως αποδεικνυόμενες» παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας, η τέλεση των οποίων επισύρει την επιβολή, κατά δεσμία αρμοδιότητα του διενεργήσαντος τον σχετικό έλεγχο Επιθεωρητή Εργασίας, της διοικητικής κύρωσης του προστίμου σε βάρος του εργοδότου, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 1 του ίδιου ως άνω άρθρου. Προκειμένου δε να χαρακτηρισθεί από τον κανονιστικό νομοθέτη μία παράβαση της εργατικής νομοθεσίας ως «ευθέως αποδεικνυόμενη, αρκεί αυτή να έχει τον χαρακτήρα της τυπικής παράβασης, αρκεί, δηλαδή, η εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου απλή διαπίστωση των αντικειμενικών στοιχείων κατά τη διάρκεια του επιτόπιου ελέγχου. Η εν λόγω εξουσιοδότηση περιέχει συγκεκριμένο προσδιορισμό των θεμάτων που μπορεί να ρυθμίσει ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και, ειδικότερα, παρέχεται σε αυτόν η αρμοδιότητα να καθορίσει και άλλες τέτοιου είδους παραβάσεις. Η ανωτέρω εξουσιοδοτική διάταξη, ανεξαρτήτως του εύρους της, δεν είναι γενική και αόριστη ως εκ του ότι δεν αναφέρονται σε αυτή συγκεκριμένα κριτήρια που πρέπει να πληρούνται, ώστε να στοιχειοθετούνται οι εν λόγω παραβάσεις. Συνεπώς, η ανωτέρω εξουσιοδότηση, με την οποία καθορίζεται κατά συγκεκριμένο τρόπο, το πεδίο ασκήσεως της κανονιστικής αρμοδιότητος του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, είναι ειδική και ορισμένη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 43 παρ. 2 εδ. α΄ του Συντάγματος. Περαιτέρω, το θέμα για το οποίο παρέχεται η ως άνω εξουσιοδότηση, ήτοι η συμπλήρωση των «ευθέως αποδεικνυομένων» παραβάσεων της εργατικής νομοθεσίας, αποτελεί ειδικότερα θέμα, το οποίο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 43 παρ. 2 εδ. β΄ του Συντάγματος μπορεί να ανατεθεί σε άλλο, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανο της Διοικήσεως, δεδομένου ότι η ουσιαστική ρύθμιση του αντικειμένου της εξουσιοδότησης, δηλαδή ο καθορισμός των «ευθέως αποδεικνυομένων» παραβάσεων της εργατικής νομοθεσίας περιέχεται κατά βάση στη διάταξη του εδαφίου α΄ της παρ. 4 του άρθρου 24 του ν. 3996/2011, η συμπλήρωση δε αυτών αποτελεί ειδικότερη ρύθμιση. Συνεπώς, η ανωτέρω εξουσιοδότηση είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος.

15. Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, στη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 4 του ν. 3996/2011 αναφέρονται ορισμένες παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας, οι οποίες χαρακτηρίζονται από το νομοθέτη ως «ευθέως αποδεικνυόμενες», παρέχεται δε η εξουσιοδότηση στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης να συμπληρώσει με απόφασή του τις εν λόγω παραβάσεις. Μεταξύ των παραβάσεων αυτών περιλαμβάνεται και η μη ανάρτηση πίνακα προσωπικού στον τόπο όπου οι εργαζόμενοι παρέχουν την εργασία τους. Με τη διάταξη του άρθρου 1 της υπ’ αριθ. 27397/122/19.8.2013 κοινής απόφασης του Υπουργού και του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, ορίζεται ότι η μη αναγραφή εργαζομένου στον πίνακα προσωπικού συνιστά ευθέως αποδεικνυόμενη παράβαση της εργατικής νομοθεσίας, η οποία επισύρει την κύρωση χρηματικού προστίμου. Κατά την έννοια δε της ανωτέρω διατάξεως με αυτή θεσπίζεται μαχητό τεκμήριο ότι ο αναφερόμενος από τον επιθεωρητή Εργασίας ως εργαζόμενος, ο οποίος δεν αναγράφεται στον πίνακα προσωπικού, συνδέεται με εργασιακή σχέση με τον εργοδότη, ο οποίος δύναται να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό με την άσκηση της προβλεπόμενης από το άρθρο 24 παρ. 6 του ν. 3996/2011 προσφυγής ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου, αποδεικνύοντας ότι ουδεμία σχέση εργασίας τον συνδέει με το πρόσωπο το οποίο ο Επιθεωρητής Εργασίας θεώρησε ως μισθωτό του, με συνέπεια να του αποδώσει την παράβαση της εργατικής νομοθεσίας περί μη αναγραφής του στον πίνακα προσωπικού. Με το περιεχόμενο αυτό, η προαναφερθείσα διάταξη, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με το πλαίσιο που συνθέτουν οι κατωτέρω αναφερόμενες διατάξεις των συναφών νομοθετημάτων, κείται εντός των ορίων της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 24 παρ. 4 του ν. 3996/2011. Τούτο δε διότι: α) η εν λόγω παράβαση πληροί την προϋπόθεση της τυπικής παράβασης, καθόσον ερείδεται στην απλή διαπίστωση του αντικειμενικού γεγονότος της μη καταχώρισης του εργαζομένου στον τηρούμενο στην επιχείρηση πίνακα προσωπικού, β) η ίδια ως άνω παράβαση αποτελεί εξειδίκευση της θεσπιζομένης από το άρθρο 16 παρ. 1, 4 του ν. 2874/2000 υποχρέωσης του εργοδότου να αναρτά σε εμφανές σημείο του τόπου εργασίας των απασχολούμενων σε αυτόν μισθωτών πίνακα με πλήρες περιεχόμενο, περιέχοντα τα οριζόμενα από το νόμο στοιχεία (ονοματεπώνυμο, ονοματεπώνυμο πατέρα και μητέρα, οικογενειακή κατάσταση, ειδικότητα, ημερομηνία πρόσληψης) των εργαζομένων και γ) η προαναφερθείσα παράβαση έχει άμεση σχέση με τη θεσπιζόμενη από το άρθρο 26 παρ. 9 περ. στ΄ του ΑΝ 1846/1951, όπως ίσχυε, υποχρέωσης του εργοδότου να καταχωρίσει σε ειδικό βιβλίο τους νεοπροσλαμβανόμενους από αυτόν εργαζομένους.

16. Επειδή, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητος, που κατοχυρώνεται ρητώς από το Σύνταγμα (άρθρο 25 παρ. 1), οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί στην άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τη ρύθμιση σκοπού δημοσίου συμφέροντος. Κατά τον διενεργούμενο δε δικαστικό έλεγχο, μία κύρωση επιβαλλόμενη από διάταξη νόμου για παράβαση διατάξεως, τότε μόνο αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητος, όταν είναι προδήλως ακατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού, ή όταν οι δυσμενείς συνέπειές της τελούν σε προφανή δυσαναλογία ή υπερακοντίζουν τον επιδιωκόμενο σκοπό (ΣτΕ 990/2004 Ολομ., ΣτΕ 3474/2011 Ολομ., ΣτΕ 1195/2016 Ολομ.).

17. Επειδή, με τη μνημονευθείσα στη σκέψη 11 διάταξη του άρθρου 24 παρ. 5 του ν. 3996/2011 παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης να προσδιορίσει με απόφασή του το ύψος του προστίμου που επιβάλλεται στον εργοδότη σε περίπτωση που υποπέσει σε κάποια από τις ευθέως αποδεικνυόμενες παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, κατά τα προαναφερθέντα, και η παράβαση της μη αναγραφής εργαζομένου στον πίνακα προσωπικού, η οποία προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 1 περ. α΄ της υπ’ αριθ. 27397/122/19.8.2013 κοινής απόφασης του Υπουργού και του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας. Στην τελευταία αυτή διάταξη προβλέπεται ότι το ύψος του προστίμου που επιβάλλεται σε βάρος του εργοδότη για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο ηλικίας άνω των 25 ετών, ο οποίος λαμβάνει μηνιαίο μισθό 568,08 ευρώ, προσδιορίζεται στο ποσό των 10.549,44 ευρώ (568× 18 μήνες εργασίας).

18. Επειδή, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 1 περ. α΄ της υπ’ αριθ. 27397/122/19.8.2013 κοινής απόφασης του Υπουργού και του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας έχει υπαγορευθεί από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι συνίστανται στην αποτελεσματική καταπολέμηση του φαινομένου της αδήλωτης εργασίας, η οποία αφενός μεν παραβιάζει τα βασικά δικαιώματα των εργαζομένων, με συνέπεια να μεταπίπτει η εργασία από κοινωνικό λειτούργημα σε αντικείμενο εμπορίας, αφετέρου δε στερεί από τα ασφαλιστικά ταμεία, σημαντικά έσοδα, με συνέπεια την αποδυνάμωση του ασφαλιστικού συστήματος, ιδιαιτέρως κατά την περίοδο της σοβαρής δημοσιονομικής κρίσης που διέρχεται η Χώρα. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ν. 3996/2011, η αδήλωτη εργασία ανήρχετο σε ποσοστό 20%, ενώ η απώλεια εσόδων από τα ασφαλιστικά ταμεία λόγω της εισφοροδιαφυγής ανήλθε σε 6 δις ευρώ ετησίως. Περαιτέρω, η αδήλωτη εργασία, η οποία στερεί και από το Κράτος σημαντικά φορολογικά έσοδα, αποτελεί στρεβλωτικό παράγοντα της οικονομίας, καθόσον νοθεύει τον υγιή ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων, με τη διαμόρφωση συνθηκών αθεμίτου ανταγωνισμού. Εν όψει τούτων, η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 1 περ. α΄ της υπ’ αριθ. 27397/122/19.8.2013 κοινής απόφασης του Υπουργού και του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, κατά το μέρος που με αυτή προσδιορίζεται το επιβαλλόμενο στον εργοδότη πρόστιμο για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο ηλικίας άνω των 25 ετών στο ποσό των 10.549,44 ευρώ, δεν αντίκειται στην προβλεπόμενη από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητος. Και τούτο διότι με τη διάταξη αυτή δεν θεσπίζεται κύρωση προδήλως απρόσφορη, ούτε η προβλεπόμενη κύρωση υπερακοντίζει τον επιτακτικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος, τον οποίο αποβλέπει να εξυπηρετήσει, δηλαδή την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας, δεδομένου ότι με το σοβαρό ύψος του προβλεπόμενου προστίμου επιδιώκεται τόσο ο αυστηρός κολασμός του συγκεκριμένου παραβάτη, όσο και η αποτροπή της παράνομης πρακτικής της αδήλωτης εργασίας από τους λοιπούς εργοδότες. Κατ’ ακολουθίαν το καθοριζόμενο από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 1 περ. α΄ της υπ’ αριθ. 27397/122/19.8.2013 κοινής απόφασης του Υπουργού και του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας πρόστιμο των 10.549,44 ευρώ δεν δύναται, να θεωρηθεί ως προδήλως δυσανάλογο για την επίτευξη του προαναφερθέντος σκοπού δημοσίου συμφέροντος, εν όψει της σπουδαιότητος του διακυβευόμενου αγαθού της καταπολέμησης του φαινομένου της αδήλωτης εργασίας, με τις εκτεθείσες σοβαρότατες για τους εργαζόμενους, το ασφαλιστικό σύστημα και τα δημόσια έσοδα δυσμενείς συνέπειες. Τέλος, το ύψος του εν λόγω προστίμου ευλόγως συναρτάται με το υψηλό ποσοστό στο οποίο, κατά τα προαναφερθέντα, έχει ανέλθει η αδήλωτη εργασία, ο δε αριθμός των 18 μηνών που τίθεται ως πολλαπλασιαστής για τον προσδιορισμό του και κατά την εκτίμηση του κανονιστικού νομοθέτη, η οποία δεν αμφισβητείται, αποτελεί τον χρόνο που οι εργαζόμενοι απασχολούνται, κατά μέσο όρο, χωρίς να έχουν δηλωθεί, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι αποτελεί κριτήριο απρόσφορο για τον προσδιορισμό του προστίμου σε ποσό που εξυπηρετεί τον επιδιωκόμενο σκοπό της πάταξης της αδήλωτης εργασίας, ή ότι υπερακοντίζει, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, τον ανωτέρω σκοπό. Κατά τη γνώμη, όμως, του Συμβούλου Η. Μάζου, η επιβολή του προστίμου αποτελεί πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του δημοσίου συμφέροντος σκοπού της καταπολέμησης της αδήλωτης εργασίας. Ο καθορισμός, όμως, του προστίμου, με την επίμαχη κοινή υπουργική απόφαση, προκειμένου για αδήλωτο εργαζόμενο ηλικίας άνω των 25 ετών, σε 10.549,44 ευρώ, ποσό το οποίο προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό 18 μηνών εργασίας επί μισθό 568,08 ευρώ, αντίκειται στην αρχή της εν στενή εννοίας αναλογικότητος, λαμβανομένων υπ’ όψιν των συνεπειών της επιβολής του προστίμου σε μικρές επιχειρήσεις, δοθέντος μάλιστα ότι η επιλογή 18 μηνών εργασίας, ως στοιχείου υπολογισμού του προστίμου, δεν τεκμηριώνεται από τα στοιχεία του φακέλου και παρίσταται, ως εκ τούτου, αυθαίρετη.


Πηγή: Διοικητικοί Δικαστές (http://www.ddikastes.gr/)


Α.Π. 885/2017 - Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 9 του Ν. 4411/2016 - Σε περίπτωση νέας καταδίκης, ο καταδικασθείς εκτίει αθροιστικά μετά την έκτιση της νέας ποινής και τη μη εκτιθείσα (αυτή που είχε τεθεί στο αρχείο δυνάμει της άνω διάταξης) και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής της μη εκτιθείσας ποινής ο διανυθείς χρόνος από τη δημοσίευση του ειρημένου νόμου μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη

Next: Α.Π.371/2017 - Χορήγηση και ανάκληση της απόλυσης υπό όρο - Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών είναι αρμόδιο για την επίλυση οποιασδήποτε αμφισβητήσεως περί την εφαρμογή του άρθρου 11 του Ν. 4274/2014, είτε αυτή αναφέρεται στη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων της υφ’ όρον απολύσεως [με διάταξη του Εισαγγελέως], είτε στους όρους που επιβάλλει ο τελευταίος, είτε στη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων ανακλήσεως της απολύσεως, λόγω παραβιάσεως των τεθέντων όρων αυτής.
$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 9 του Ν. 4411/2016
Έτος: 2017
Νούμερο: 885
Σε περίπτωση νέας καταδίκης, ο καταδικασθείς εκτίει αθροιστικά μετά την έκτιση της νέας...
ποινής και τη μη εκτιθείσα (αυτή που είχε τεθεί στο αρχείο δυνάμει της άνω διάταξης) και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής της μη εκτιθείσας ποινής ο διανυθείς χρόνος από τη δημοσίευση του ειρημένου νόμου μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη.

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ'ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (σύμφωνα με την υπ'αριθμ.83/2017 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αρτεμισία Παναγιώτου - Εισηγήτρια, Χρήστο Βρυνιώτη, Ιωάννη Μαγγίνα και Μαρία Παπασωτηρίου, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Απριλίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Α. Κ. του Π., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Παρασκευή Τσαγκαράκου, για αναίρεση της υπ'αριθ. 2612/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1)Α. Κ. του Δ., 2)Μ. Χ. του Γ. και 3)Π. Κ. του Ν., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Καρούζο. Το Τριμελές Eφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ'αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ'αριθμ.πρωτ.8393/27-10-2016 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1190/2016.

Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 9 του Ν. 4411/2016, 2 και 114 ΠΚ και 568 ΚΠΔ, προκύπτει ότι οι επιβληθείσες μέχρι τη δημοσίευση του ως άνω Ν (3-8-2016) στερητικές της ελευθερίας ποινές διάρκειας μέχρι έξι (6) μηνών, εφόσον δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και δεν έχουν μέχρι την άνω ημεροχρονολογία εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο (2) έτη από 3-8-2016, νέα από δόλο αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών. Σε περίπτωση νέας καταδίκης, ο καταδικασθείς εκτίει αθροιστικά μετά την έκτιση της νέας ποινής και τη μη εκτιθείσα και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής της μη εκτιθείσας ποινής ο διανυθείς χρόνος από τη δημοσίευση του ειρημένου νόμου μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη. Οι μη εκτελεσθείσες δε, κατά τα ανωτέρω, αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου, κατά περίπτωση. Η παραγραφή των ποινών δεν κωλύει την επιβολή των προβλεπομένων από το νόμο διοικητικών κυρώσεων στις υποθέσεις αυτές. Εξαιρούνται των άνω ρυθμίσεων αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις των άρθρων 81 Α, 235, 236, 237, 242, 256, 258, 259, 358 και 390 του ΠΚ, καθώς και των νόμων 927/1979 (Α' 139) και 3304/2005 (Α' 16). Είναι προφανής και σαφής ο σκοπός του νομοθέτη να καταστήσει ανενεργείς τις ανωτέρω καταδικαστικές αποφάσεις, που αφορούν αξιόποινες πράξεις, οι οποίες, λόγω του ύψους της επιβληθείσας ποινής, κρίνονται ότι δεν είναι σοβαρές. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94 παρ. 1, 3 και 114 του ΠΚ, προκύπτει ότι επί συρρεόντων εγκλημάτων, ως ποινή διάρκειας μέχρι 6 μήνες, η οποία παραγράφεται κατά τα ανωτέρω, νοείται όχι η συνολική ποινή, αλλά κάθε μία από τις εκεί επιμέρους ποινές, οι οποίες προσμετρήθηκαν στη συνολική ποινή (ΑΠ 1004/2016, ΑΠ 529/2015, ΑΠ 368/2015).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, για τον έλεγχο του παραδεκτού ή μη της με αριθμ. πρωτ. 8393/27-10-2016 αιτήσεως αναιρέσεως του Α. Κ. του Π. κατά της υπ'αριθ. 2612/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος με την προσβαλλομένη απόφαση συκοφαντικής δυσφήμισης δια του τύπου κατά συρροή (αρθρ. 94 παρ. 1, 362, 363 ΠΚ και αρθρ. 47 ΑΝ 1092/1938 όπως αντικ. με άρθρο 4 παρ. 2 του Ν 1738/1987 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο μόνο παρ. 1 του Ν. 2243/1994)) και καταδικάστηκε σε ανασταλείσα επί τριετία συνολική ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) μηνών, αποτελούμενη από τρεις (3) μερικότερες ποινές φυλάκισης των έξι (6) μηνών η κάθε μία, που συγχωνεύθηκαν με ποινή βάσης την πρώτη εξ αυτών (6+3+3).

Συνεπώς, αφού η ποινή, που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο για κάθε επιμέρους πράξη δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, η δε απόφαση που την επέβαλε εκδόθηκε την 21-4-2016, ήτοι πριν τη δημοσίευση στις 3-8-2016 του ανωτέρω νόμου 4411/2016 και δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, αφού η υπόθεση εκκρεμεί στο Δικαστήριο τούτο, ούτε έχει εκτιθεί η ποινή, γιατί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ανέστειλε την εκτέλεση της επί τριετία, δεν μπορεί να εκδικασθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως με τα σημερινά δεδομένα, αφού η υπόθεση πρέπει κατά νόμο να τεθεί στο αρχείο από τον αρμόδιο Εισαγγελέα, δεδομένου ότι δεν υπάγεται σε καμμία από τις εξαιρέσεις που αναφέρονται παραπάνω. Ως εκ τούτου, η συζήτηση της ως άνω αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της με αριθμ. πρωτ. 8393/27-10-2016 αιτήσεως αναιρέσεως του Α. Κ. του Π. κατά της υπ'αριθ. 2612/21-4-2016 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών.

Παραπέμπει στον αρμόδιο Εισαγγελέα για τις δικές του κατά νόμο ενέργειες.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Απριλίου 2017.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Μαΐου 2017.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Α.Π. 885/2017

Α.Π.371/2017 - Χορήγηση και ανάκληση της απόλυσης υπό όρο - Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών είναι αρμόδιο για την επίλυση οποιασδήποτε αμφισβητήσεως περί την εφαρμογή του άρθρου 11 του Ν. 4274/2014, είτε αυτή αναφέρεται στη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων της υφ’ όρον απολύσεως [με διάταξη του Εισαγγελέως], είτε στους όρους που επιβάλλει ο τελευταίος, είτε στη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων ανακλήσεως της απολύσεως, λόγω παραβιάσεως των τεθέντων όρων αυτής.

$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Χορήγηση και ανάκληση της απόλυσης υπό όρο
Τύπος: ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
 Έτος: 2017
 Νούμερο: 371
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών είναι αρμόδιο για την επίλυση οποιασδήποτε αμφισβητήσεως περί την εφαρμογή του άρθρου 11 του Ν. 4274/2014, είτε αυτή αναφέρεται ...
στη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων της υφ’ όρον απολύσεως [με διάταξη του Εισαγγελέως], είτε στους όρους που επιβάλλει ο τελευταίος, είτε στη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων ανακλήσεως της απολύσεως, λόγω παραβιάσεως των τεθέντων όρων αυτής.

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο-Εισηγητή και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Φεβρουαρίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Κωνσταντινόπουλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του 86/2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Σερρών και με κατηγορούμενο τον E. Y. του V., κρατούμενο στο Κατάστημα Κράτησης Τρικάλων, που δεν παρέστη στο Συμβούλιο.

Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Σερρών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία ...-8-2016 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Δ. Χ. και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …2016.

Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Κωνσταντινόπουλος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή με αριθμό 173/25-11-2016, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγοντες στο Δικαστήριο Σας (Σε Συμβούλιο) κατά το άρθρο 485 Κ.Π.Δ την νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσα αναίρεση περί της οποίας συντάχθηκε η σχετική με αριθμό 41/2016 έκθεση, με την οποία ζητούμε την αναίρεση του υπ’ αριθμ. 86/2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Σερρών, αναφερόμαστε εξ ολοκλήρου στους λόγους τους οποίους εκθέτουμε στην άνω έκθεση και προτείνουμε τα εν αυτή. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής".

Αφού άκουσε

τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τα άρθρα 306, 479, 483 παρ. 3 και 484 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει, ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, με σχετική δήλωση στο Γραμματέα του Αρείου Πάγου, μέσα σε προθεσμία ενός μήνα από την έκδοσή του, για όλους τους λόγους αναιρέσεως, που αναφέρονται στο άρθρο 484 παρ.1 του ίδιου Κώδικος, μεταξύ των οποίων και η υπέρβαση εξουσίας (άρθρ.484 παρ.1 στοιχ. στ’ του άνω Κώδικος). Τέτοια υπέρβαση εξουσίας και δη αρνητική υπάρχει και όταν η έφεση κατά βουλεύματος απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, ενώ συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις παραδεκτού αυτής και, εντεύθεν, της κατ’ ουσίαν έρευνάς της. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 106 παρ.2 του Π.Κ., σε περίπτωση απολύσεως καταδίκου υπό τον όρο της ανακλήσεως, κατά το άρθρο 105 του ίδιου Κώδικος, "στον απολυόμενο μπορούν να επιβληθούν ορισμένες υποχρεώσεις που θα αφορούν τον τρόπο της ζωής του και ιδίως τον τόπο διαμονής του. Οι υποχρεώσεις αυτές μπορούν πάντοτε να ανακληθούν ή να τροποποιηθούν με αίτηση του απολυομένου". Σύμφωνα δε με το άρθρο 110 παρ.1 εδ. α’ του αυτού Κώδικος, "για τη χορήγηση και ανάκληση της απόλυσης υπό όρο αποφασίζει το συμβούλιο των πλημμελειοδικών του τόπου της έκτισης της ποινής".

Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 17 του Ν. 1968/1991, "κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, που κρίνει την αίτηση για τη χορήγηση απόλυσης υπό όρο, επιτρέπεται έφεση από τον εισαγγελέα ή τον κατάδικο, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των άρθρων 473 έως και 476 Κ.Ποιν.Δ.". Από τη διάταξη του τελευταίου αυτού άρθρου, ενόψει της αδιάστικτης διατυπώσεως του νόμου, συνάγεται, ότι το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, που χορηγεί υπό όρο απόλυση, είναι εκκλητό και κατά τα δύο σκέλη αυτού, δηλαδή, τόσο ως προς τη διάταξη που χορηγεί την υπό όρο απόλυση, όσο και ως προς τη διάταξη των παρεπόμενων υποχρεώσεων - όρων, που τη συνοδεύουν, καθόσον ο δυνητικός χαρακτήρας της επιβολής των τελευταίων, καθώς και της ανακλήσεως και της τροποποιήσεώς τους από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, δεν μπορεί να θεωρηθεί, ότι αφαιρεί το δικαίωμα από τον κατάδικο να προσφύγει στο δευτεροβάθμιο συμβούλιο, αφού πολλές φορές η βαρύτητα των επιβληθέντων όρων είναι τόσο επαχθής και δεσμευτική ή τόσο αποφασιστικής σημασίας, που σχεδόν αναιρεί το ευεργέτημα της υπό όρο απολύσεως, δοθέντος, άλλωστε, ότι η απόλυση του καταδίκου από τις φυλακές αυτή καθεαυτή και οι υποχρεώσεις που τη συνοδεύουν αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο, που εκφράζει τον κατά τα άρθρα 105 επ. Π.Κ. θεσμό της απολύσεως υπό όρο, ως τρόπου εκτίσεως της ποινής, ενώ, τέλος, από τη γενικότητα της διατυπώσεως της ανωτέρω διατάξεως (του όρθρου 17 Ν. 1968/1991), σύμφωνα με την οποία "κατά του βουλεύματος... που κρίνει την αίτηση για τη χορήγηση απολύσεως υπό όρο..."δεν μπορεί να συναχθεί, ότι ο νομοθέτης ήθελε να επιτρέψει την έφεση κατά τέτοιου βουλεύματος μόνον ως προς το μέρος που αναφέρεται στην απόλυση υπό όρο και όχι ως προς εκείνο που αφορά την επιβληθείσα υποχρέωση, η οποία συνέχεται άμεσα με την κρίση για την απόλυση και αποτελεί τμήμα αυτής, εφόσον στο κείμενο του νόμου δεν γίνεται οποιαδήποτε σχετική διάκριση.

Περαιτέρω και ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 11 του Ν. 4274/2014 ορίζονται: στην παράγραφο 1 ότι: κρατούμενοι που εκτίουν ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών απολύονται με διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών του τόπου εκτίσεως της ποινής, η οποία υπόκειται σε ανάκληση, χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105 επ. ΠΚ, εφόσον έχουν εκτίσει ή εκτίουν τα δυο πέμπτα της ποινής...", στη παράγραφο 3 ότι: όσοι απολύονται, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως της παραγράφου 1, αν υποπέσουν, μέσα σε πέντε έτη από την αποφυλάκισή τους, σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη και καταδικασθούν αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ή περιορισμού μεγαλύτερη του έτους, εκτίουν αθροιστικά και το υπόλοιπο της ποινής για την οποία έχουν απολυθεί υφ’ όρο... στη παράγραφο 4 ότι: .... σε περίπτωση που ο απολυόμενος παραβαίνει τους όρους που του έχουν τεθεί, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών διατάσσει τη ανάκληση της απολύσεως", στη παράγραφο 8 ότι: κάθε αμφισβήτηση ως προς την εφαρμογή των προϋποθέσεων του παρόντος άρθρου λύεται από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών του τόπου εκτίσεως της ποινής. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το ως άνω Συμβούλιο είναι αρμόδιο για την επίλυση οποιασδήποτε αμφισβητήσεως περί την εφαρμογή του άρθρου 11 του Ν.4274/2014, είτε αυτή αναφέρεται στη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων της υφ’ όρον απολύσεως [με διάταξη του Εισαγγελέως], είτε στους όρους που επιβάλλει ο τελευταίος, είτε στη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων ανακλήσεως της απολύσεως, λόγω παραβιάσεως των τεθέντων όρων αυτής.

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία επιτρεπτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου προκύπτουν τα ακόλουθα ο Y. Ε., κρατούμενος στο Κατάστημα Κρατήσεως Τρικάλων, προσέφυγε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Σερρών κατά της με αριθμό 187/2016 διατάξεως του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Σερρών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ανακλήσεως της με αριθμό 44/2016 διατάξεως του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Σερρών, [που ανακάλεσε την υφ’ όρον απόλυση του ως άνω, η οποία είχε χορηγηθεί σ’ αυτόν, με την με αριθμό 344/2014 διάταξη του ιδίου Εισαγγελέως]. Η προσφυγή του όμως αυτή απορρίφθηκε από το ως άνω Συμβούλιο, ως απαράδεκτη, διότι, όπως δέχθηκε, αποκλείεται η άσκηση ενδίκου μέσου [όπως και η ένδικη προσφυγή] κατά διατάξεως του Εισαγγελέως Πρωτοδικών, εκδοθείσης επί αιτήσεως κρατουμένου για ανάκληση διατάξεως του Εισαγγελέως, με την οποία ανακλήθηκε η υφ’ όρον απόλυση αυτού.

Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Σερρών [χωρίς να είναι το αρμόδιο, του τόπου εκτίσεως της ποινής] εσφαλμένα δέχθηκε, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη ,ότι η προσφυγή του ως άνω κρατουμένου στο Κατάστημα Κρατήσεως Τρικάλων [που στρεφόταν κατά της διατάξεως του Εισαγγελέως που ανακάλεσε την υφ’ όρον απόλυση αυτού και αφορούσε την μη συνδρομή των προϋποθέσεων ανακλήσεως της υφ’ όρον απολύσεως] είναι απαράδεκτη, διότι δεν προβλέπεται από τον Νόμο, στη συνέχεια δε καθ’ [αρνητική] υπέρβαση εξουσίας απέρριψε αυτή αυτήν.

Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν το αναιρούμενο βούλευμα (άρθρα 516 και 519 του ΚΠοινΔ].

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί το με αριθμό 86/2016 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Σερρών.

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν το ως άνω αναιρούμενο βούλευμα.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1η Μαρτίου 2017. Και

Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 2 Μαρτίου 2017.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Α.Π.371/2017

Α.Π. 676/2017 - Ανθρωποκτονία από αμέλεια - Η ένορκη βεβαίωση η οποία δίδεται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου κατά τις προβλέπουσες αυτήν διατάξεις θεωρείται έγγραφο κατ άρθρο 364 ΚΠοινΔ και όχι ως ένορκη κατάθεση μάρτυρα κατά το άρθρο 365 ίδιου Κώδικα, για το λόγο αυτό δεν μνημονεύεται ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αφού περιλαμβάνεται στα έγγραφα

Previous: Α.Π.371/2017 - Χορήγηση και ανάκληση της απόλυσης υπό όρο - Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών είναι αρμόδιο για την επίλυση οποιασδήποτε αμφισβητήσεως περί την εφαρμογή του άρθρου 11 του Ν. 4274/2014, είτε αυτή αναφέρεται στη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων της υφ’ όρον απολύσεως [με διάταξη του Εισαγγελέως], είτε στους όρους που επιβάλλει ο τελευταίος, είτε στη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων ανακλήσεως της απολύσεως, λόγω παραβιάσεως των τεθέντων όρων αυτής.
$
0
0
ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη
Ανθρωποκτονία από αμέλεια
Έτος: 2017
Νούμερο: 676
Η ένορκη βεβαίωση η οποία δίδεται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου κατά τις προβλέπουσες αυτήν διατάξεις θεωρείται έγγραφο κατ άρθρο 364 ΚΠοινΔ και όχι...
ως ένορκη κατάθεση μάρτυρα κατά το άρθρο 365 ίδιου Κώδικα, για το λόγο αυτό δεν μνημονεύεται ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αφού περιλαμβάνεται στα έγγραφα.

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 64/2017 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αρτεμισία Παναγιώτου, Χρήστο Βρυνιώτη, Ιωάννη Μαγγίνα - Εισηγητή και Μαρία Παπασωτηρίου, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Μαρτίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ε. Π. του Δ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Σπανουδάκη, για αναίρεση της υπ’ αριθ 479/2016 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης.

Το Τριμελές Εφετείο Ανατολικής Κρήτης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ’ αριθμ. πρωτ. .../5-10-2016 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2016.

Αφού άκουσε

Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 30-9-2016 (αριθμ. πρωτ. .../5.10.2016) αίτηση του Ε. Π. του Δ. για αναίρεση της υπ’ αριθμό 479/2016 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ανατολικής Κρήτης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 473 παρ. 1 και 3, 474 παρ. 1, 2 και 3 ΚΠοινΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα του προβαλλόμενου με αυτή μοναδικού από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ λόγου αναίρεσης.

ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ. 1 ΠΚ, ‘ ‘ όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών’ ‘ , κατά δε τη διάταξη του άρθρου 28 ΠΚ, ‘ ‘ από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν’ ‘ . Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται: α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ’ αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Περαιτέρω, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 28 ΠΚ, η αμέλεια διακρίνεται σε μη συνειδητή, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και σε ενσυνείδητη, κατά την οποία προέβλεψε μεν αυτό ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν. Ενόψει της διάκρισης αυτής το δικαστήριο της ουσίας, όταν απαγγέλλει καταδίκη για έγκλημα από αμέλεια πρέπει να εκθέτει στην απόφασή του με σαφήνεια ποιο από τα ανωτέρω δύο είδη της αμέλειας συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι, αν δεν εκθέτει τούτο σαφώς ή δέχεται και τα δύο είδη δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση, η οποία καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης και ιδρύεται εντεύθεν λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠοινΔ.

Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσής της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης.

ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Ανατολικής Κρήτης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) μηνών, την οποία ανέστειλε για μια τριετία. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το δκάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), δέχθηκε, αναιρετικώς ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "...στις 23 Απριλίου 2009 και περί ώρα 10.30 η Α. Μ. βάδιζε πεζή επί του αγροτικού δρόμου στη θέση ‘ ‘ ...’ ‘ του Δ.Δ. ... Ηρακλείου, με κατεύθυνση από την εκκλησία του ... προς το χωριό ... Ο δρόμος επί του οποίου κινούταν ήταν χωματόδρομος πλάτους 2.80 μ. Ειδικότερα η πεζή βάδιζε με τη συγχωριανή της Ν. Δ. στη δεξιά πλευρά του δρόμου η μία πίσω από την άλλη (μπροστά η Δ. και πίσω η Μ.). Κατά τον ίδιο χρόνο και την ίδια διεύθυνση με αυτές έβαινε ο κατηγορούμενος οδηγώντας τη με αριθμό κυκλοφορίας ... δίκυκλη μοτ/τα, χωρίς να είναι εφοδιασμένος με την απαιτούμενη άδεια ικανότητας. Οι πεζές αντιλήφθηκαν την κίνηση της μηχανής πλην όμως δε σταμάτησαν να βαδίζουν. Ο κατηγορούμενος προσπέρασε αυτές και μη επιδεικνύοντας την απαιτούμενη προσοχή που έπρεπε να έχει κατά τις περιστάσεις και μη έχοντας τον απόλυτο έλεγχο του οχήματός του, καθώς ο δρόμος ήταν χωματόδρομος με ανώμαλη υφή και πέτρες στο έδαφος, περνώντας από το πλάι της Α. Μ., προσέκρουσε αυτή με το όχημά του. Η τελευταία έπεσε στο έδαφος και από την πρόσκρουση της κεφαλής της στο έδαφος και στις πέτρες που υπήρχαν σ’ αυτό, υπέστη πολλαπλά τραύματα και κρανιοεγκεφαλική κάκωση, ενώ νοσηλευόμενη στο Βενιζέλειο Νοσοκομείο Ηρακλείου κατέληξε την 7-9-2009, με τελειωτικό σύμπτωμα καρδιακή ανακοπή συνεπεία του οδικού τροχαίου δυστυχήματος.

Συνεπώς ο κατηγορούμενος μετά τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης αυτής, ανεξαρτήτως της συνυπαιτιότητας της θανούσας η οποία ελλείψει ερείσματος, όφειλε να βαδίζει όσον το δυνατόν πλησιέστερα προς το άκρο του οδοστρώματος και αντιθέτως προς την κατεύθυνση της κυκλοφορίας.". Ακολούθως το ως άνω δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για το ότι: "στη θέση "..."του Δ.Δ. ... Ηρακλείου, την 23η Απριλίου 2009 και περί ώρα 10.30, όντας οδηγός οδικού οχήματος και υποχρεωμένος για το λόγο αυτό σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη προσοχής κατά την οδήγηση, που όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, προξένησε το θανάσιμο τραυματισμό άλλου, χωρίς να προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η παρακάτω πράξη του. Συγκεκριμένα, οδηγώντας τη με αριθμό κυκλοφορίας ... δίκυκλη μοτ-τα, χωρίς να είναι εφοδιασμένος με την απαιτούμενη άδεια ικανότητας για την οδήγησή της, και βαίνοντας με αυτή σε αγροτική οδό, με κατεύθυνση προς το χωριό ..., ένεκα της απειρίας του περί την οδήγηση και επειδή δεν είχε διαρκώς τεταμένη την προσοχή του στην οδήγησή της (άρθρ. 12 παρ 1 Ν. 2696/1999), δεν αντελήφθη έγκαιρα, παρότι οι συνθήκες το επέτρεπαν, δεδομένου ότι υπήρχε φως ημέρας, έβαινε σε ευθεία οδό, με πλάτος οδοστρώματος, που ήταν ξηρό, 2,80 μ., και η ορατότητα του δεν περιοριζόταν, ώστε να διέλθει με το όχημά του από το ελεύθερο τμήμα της οδού, τις πεζές Μ. Α. του Ν., γεν. το έτος 1942 και Δ. Ν. του Μ., οι οποίες βάδιζαν, η μία δίπλα στην άλλη, στο δεξιό άκρο της οδού, η πρώτη αριστερά της δεύτερης, έχοντας την ίδια κατεύθυνση (προς ...). Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να προσκρούσει με το όχημά του επί της Μ. Α., η οποία από την πτώση της στο έδαφος και την πρόσκρουση της κεφαλής της σε πέτρες που υπήρχαν σ’ αυτό υπέστη πολλαπλά τραύματα και κρανιοεγκεφαλική κάκωση, ενώ, νοσηλευόμενη στο Βενιζέλειο Νοσοκομείο Ηρακλείου κατέληξε την 7-9-2009, με τελειωτικό σύμπτωμα καρδιακή ανακοπή συνεπεία του οδικού τροχαίου δυστυχήματος. Το αποτέλεσμα δε αυτό ο κατηγορούμενος δεν προέβλεψε ως δυνατόν.".

IV. Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 28 και 302 παρ. 1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, το δίκασαν Εφετείο α) εξέθεσε με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, η οποία συνίσταται στο ότι οδηγούσε την μοτοσυκλέτα του χωρίς τη απαιτούμενη άδεια, εξαιτίας δε της απειρίας του περί την οδήγηση δεν είχε διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, με συνέπεια να προσκρούσει και παρασύρει την κινούμενη προς την ιδία κατεύθυνση πεζή, Α. Μ., και να προκαλέσει την πτώση της στο έδαφος, εξαιτίας της οποίας υπέστη αυτή κρανιοεγκεφαλική κάκωση, από την οποία, ως μόνη ενεργό αιτία, επήλθε και ο θάνατός της, β) αιτιολόγησε με επαρκείς και πειστικές σκέψεις τον μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος και του επελθόντος αποτελέσματος αιτιώδη σύνδεσμο. Επιπλέον, εξέθεσε με σαφήνεια, ότι συνέτρεξε εν προκειμένω μη συνειδητή αμέλεια από την πλευρά του αναιρεσείοντος, με τις παραδοχές του διατακτικού, που συμπληρώνει το σκεπτικό ότι αυτός δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξης του. Η παράλειψη αναφοράς της ταχύτητας κίνησης της μοτοσυκλέτας, της έλλειψης βλάβης αυτής και των ιχνών πρόσκρουσης αυτής στο σώμα της θανούσας πεζής, καθώς και των κακώσεων στο σώμα της τελευταίας από την επαφή της με τη μηχανή, δεν προκαλεί ασάφεια ούτε δημιουργεί αντίφαση, καθόσον η εκφρασθείσα στην προσβαλλόμενη απόφαση τελική παραδοχή είναι ότι ο θάνατός της προκλήθηκε από την πρόσκρουση σ’ αυτήν και την παράσυρσή της κατά την προσπέρασή της από τη μηχανή και την επακολουθήσασα εξαιτίας αυτής πτώση της στο πετρώδες έδαφος και την πρόσκρουση της κεφαλής της σ’ αυτό, μετά την οποία υπέστη πολλαπλά τραύματα και κρανιοεγκεφαλική κάκωση, για τα οποία νοσηλευόμενη στο Νοσοκομείο Ηρακλείου κατέληξε από ανακοπή καρδιάς συνεπεία του εν λόγω οδικού τροχαίου ατυχήματος.

Περαιτέρω, το αναφερόμενο στο σκεπτικό γεγονός, ότι ο αναιρεσείων δεν είχε απόλυτο έλεγχο του οχήματός του, καθώς ο δρόμος ήταν χωματόδρομος με ανώμαλη υφή και πέτρες στο έδαφος, δεν είναι αντιφατικό προς εκείνο που καταγράφεται στο διατακτικό, ότι ο αναιρεσείων δεν ήταν εφοδιασμένος με άδεια ικανότητας για την οδήγηση της μηχανής και βαίνοντας στην εν λόγω αγροτική οδό ένεκα της απειρίας του περί την οδήγηση αυτής δεν είχε διαρκώς τεταμένη την προσοχή του σε αυτή με συνέπεια να μην αντιληφθεί έγκαιρα την παρασυρθείσα πεζή. Και τούτο διότι οι παραπάνω παραδοχές συμπορεύονται και αλληλοσυμπληρώνονται, χωρίς να δημιουργούν ασάφειες, αντιφάσεις και λογικά κενά. Προσέτι το γεγονός, ότι στο μεν σκεπτικό αναφέρεται, ότι η πεζή, που κτυπήθηκε από τη μηχανή, συνοδοιπορούσε με την εκεί συγχωριανή της στη δεξιά πλευρά του δρόμου "η μία πίσω από την άλλη", στο δε διατακτικό, ότι αυτές συμβάδιζαν "η μία δίπλα στην άλλη", μόνο φαινομενικά συνιστά αντίφαση και δεν είναι ικανό να δημιουργήσει κενό ή ασάφεια, καθιστώντας ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, διότι, σε κάθε περίπτωση, η βασική παραδοχή του δικαστηρίου της ουσίας είναι, όπως προαναφέρθηκε, ότι η παθούσα, ανεξάρτητα από τη θέση που κατείχε στο δεξιό άκρο της οδού σε σχέση με την συνοδοιπορούσα μετ’ αυτής συγχωριανή της, κατά την προσπέρασή της από τη μηχανή και μετά την πρόσκρουση της τελευταίας σε αυτήν, παρασύρθηκε και από τα πολλαπλά τραύματα και την κρανιοεγκεφαλική κάκωση που υπέστη από την πτώση και πρόσκρουση της κεφαλής της στο πετρώδες έδαφος κατέληξε νοσηλευόμενη στο άνω Νοσοκομείο από καρδιακή ανακοπή συνεπεία του εν λόγω οδικού τροχαίου ατυχήματος. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση παρέλειψε: α) να προβεί σε αναλυτική παράθεση του τι προέκυψε από καθένα από τα αποδεικτικά μέσα χωριστά, β) να αναφέρει ειδικά την έκθεση αυτοψίας στο αιτιολογικό της απόφασης, γ) να περιλάβει τις ένορκες βεβαιώσεις ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο στην απόφαση και δ) να αναγνώσει την εκκαλούμενη απόφαση και τις ένορκες καταθέσεις που περιέχονταν σ’ αυτήν προκαλώντας ακυρότητα της διαδικασίας, είναι αβάσιμες και απορριπτέες: 1) ως προς την υπό στοιχείο α’ αιτίαση, διότι αρκούσε η γενική, κατά το είδος τους, παράθεση των αποδεικτικών μέσων και η διαβεβαίωση ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες - έγγραφα), χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση του τι προέκυψε από καθένα από αυτά χωριστά, 2) ως προς την υπό στοιχείο β’ αιτίαση, διότι η έκθεση αυτοψίας, που συντάχθηκε από την αστυνομία για τις συνθήκες του τροχαίου ατυχήματος, κατά την αυτεπάγγελτη αστυνομική προανάκριση, δεν αποτελούσε ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, ώστε να απαιτείται η ειδική αναφορά αυτού στο αιτιολογικό της απόφασης για να προκύπτει η διερεύνηση και η αξιολόγησή του, 3) ως προς την υπό στοιχείο γ’ αιτίαση, διότι κατά το άρθρο 178 του ΚΠοινΔ, "κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην ποινική διαδικασία είναι α) οι ενδείξεις, β) η αυτοψία, γ) η πραγματογνωμοσύνη, δ) η ομολογία του κατηγορουμένου, ε) οι μάρτυρες και στ) τα έγγραφα", ως έγγραφο δε που περιέχει την εκτός δίκης μαρτυρία τρίτου θεωρείται και η ένορκη βεβαίωση τούτου, η οποία δίδεται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου κατά τις προβλέπουσες αυτήν διατάξεις, γι’ αυτό ορθώς η ένορκη βεβαίωση της Μ. Α. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Ρεθύμνου διαβάσθηκε στο ακροατήριο κατά το άρθρο 364 ΚΠοινΔ ως έγγραφο και όχι ως ένορκη κατάθεση μάρτυρα κατά το άρθρο 365 ίδιου Κώδικα, και ορθώς δεν μνημονεύτηκε ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο αφού περιλαμβάνεται στα έγγραφα 4) ως προς την υπό στοιχείο δ’ αιτίαση, διότι από τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 εδ. α` και γ` του ΚΠοινΔ προκύπτει, ότι κατά την ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου συζήτηση της υπόθεσης, εφόσον ο εκκαλών εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου στην περίπτωση του άρθρου 340 παρ. 2 του ίδιου κώδικα, διαβάζονται και λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν, ενώ η μη ανάγνωση των πρακτικών αυτών της πρωτοβάθμιας δίκης δεν επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας, εφόσον αυτή δεν απαγγέλλεται ρητά από το άρθρο 170 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, ούτε και ιδρύει λόγο αναίρεσης, εκτός εάν ζητήθηκε η ανάγνωση αυτών από τον Εισαγγελέα, τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και το δικαστήριο αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί σχετικά στην αίτηση που υποβλήθηκε για τον σκοπό αυτόν, οπότε υπάρχει έλλειψη ακρόασης, που αποτελεί λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ του ΚΠοινΔ, όμως στην προκείμενη περίπτωση όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αναιρεσείων ή ο συνήγορός του δεν υπέβαλε αίτημα ανάγνωσης των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και το δικαστήριο δεν αρνήθηκε ούτε παρέλειψε να αποφανθεί σχετικά σε τέτοια αίτηση. Κατ’ ακολουθία των παραπάνω, ο από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχείο Δ ΚΠοινΔ λόγος αναίρεσης, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της κύριας επί της ενοχής απόφασης είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 4 του Π.Κ. "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου που ορίζει ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεσθεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία.

Στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο της ουσίας, με την προσβαλλόμενη απόφασή του επέβαλε στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) μηνών, αφού, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης, με ειδική σκέψη του για την επιβολή της ποινής αυτής, έλαβε υπόψη του τη βαρύτητα της πράξης και την προσωπικότητα του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, για την εκτίμηση δε των στοιχείων τούτων χρησιμοποίησε και τα κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 79 ΠΚ, που ειδικώς μνημονεύει στην απόφαση, δεν ήταν δε υποχρεωμένο να διαλάβει στην απόφασή του αυτή άλλη ειδικότερη αιτιολογία. Οι γενόμενες από προφανή παραδρομή αναφορές, κατά την έκθεση των προσδιοριζόντων, γενικά, τη βαρύτητα του εγκλήματος στοιχείων, ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη, εκτός άλλων, διαζευκτικώς, "την ένταση του δόλου ή το βαθμό της αμελείας του κατηγορουμένου"και στη συνέχεια, κατά την έκθεση των στοιχείων για την εκτίμηση της προσωπικότητας του αναιρεσείοντος, μεταξύ άλλων, "και ιδίως την μετάνοια που επέδειξε ...", δεν γεννούν ασάφειες και αντιφάσεις, αφού η πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων διώκεται εξ αμελείας και το Δικαστήριο στην αναπτυχθείσα στο σκεπτικό αιτιολογία για την ενοχή δικαιολόγησε τη συνδρομή του στοιχείου της μη συνειδητής αμέλειας στο πρόσωπο του και ουδόλως δέχτηκε ότι αυτός ενήργησε από δόλο και επομένως εκ παραδρομής παρέμειναν οι παραπάνω φράσεις και δεν διαγράφηκαν από το έντυπο σκεπτικό.

Επομένως, η από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ μερικότερη αναιρετική αιτίαση, με την οποία, κατ’ ορθή εκτίμηση, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια, ότι στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης περί ποινής διατυπώνεται, ως εκ της ως άνω αναφοράς, αντιφατική κρίση του Δικαστηρίου κατά την επιμέτρηση της επιβλητέας ποινής και ότι συνεκτιμήθηκαν περιστάσεις και καταστάσεις, που κατά το άρθρο 79 ΠΚ δεν είναι προσήκουσες και συνεκτιμητέες για την κρινόμενη περίπτωση και ότι έτσι καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη ερμηνείας και εφαρμογής της διάταξης του άνω άρθρου 79 ΠΚ, αναφορικά με την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του αναιρεσείοντος, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, κατά το μέρος που συνιστούν διαφορετική αξιολόγηση του περιεχομένου των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων και καταλήγουν σε αμφισβήτηση της αναιρετικά ανέλεγκτης ουσιαστικής κρίσης του δικαστηρίου, είναι απαράδεκτοι. Ομοίως δε απαράδεκτες είναι οι αιτιάσεις που περιλήφθηκαν σε έγγραφα εκτός του δικογράφου της αναίρεσης.

V. Κατ’ ακολουθίαν, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 30-9-2016 (αριθμ. πρωτ. .../5.10.2016) αίτηση του Ε. Π. του Δ. για αναίρεση της υπ’ αριθμό 479/2016 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ανατολικής Κρήτης. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2017.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Απριλίου 2017.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Α.Π. 676/2017

Viewing all 1850 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>