Quantcast
Channel: ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live

Αριθμός 15/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ'Πολιτικό Τμήμα - Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1871, 1872, 1882 και 1825 ΑΚ προκύπτει ότι στοιχεία της περί κλήρου αγωγής, που ασκείται από μεριδούχο, ο οποίος στηρίζει το κληρονομικό του δικαίωμα στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, είναι ο θάνατος του κληρονομουμένου, το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος λόγω της συγγενικής του σχέσης με τον κληρονομούμενο, το ότι ο κληρονομούμενος είχε την κυριότητα ή μόνο τη νομή ή κατοχή των κληρονομιαίων αντικειμένων, τα οποία ο εναγόμενος κατακρατεί ως κληρονόμος (PRO HEREDE) αντιποιούμενος το κληρονομικό δικαίωμα και επίσης το αίτημα να αναγνωρισθεί το κληρονομικό δικαίωμα, κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας και να αποδοθεί η κληρονομία ή κάποιο αντικείμενο αυτής, κατά το ποσοστό αυτό.

Previous: Αριθμός 14/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ'Πολιτικό Τμήμα - Με τη διάταξη της παρ. 2 περίοδος 2 του άρθρου 9 του α.ν. 1909/1939 "περί αναλήψεως υπό του κράτους της διαχειρίσεως των εν Ελλάδι κτημάτων ανταλλαγμένων μουσουλμάνων", επιτράπηκε με βασιλικά διατάγματα η επέκταση και επί των κτημάτων αυτών των περί διοίκησης, εκποίησης και προστασίας των δημόσιων κτημάτων διατάξεων του από 11 Νοεμβρίου 1929 διατάγματος, όπως αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τους ν.1539 και 1540/1938 ή ορισμένων από τις εν λόγω διατάξεις και ο καθορισμός διαδικασίας εξώδικης λύσης των εκκρεμών ή μη διαφορών, είτε ανάγονται οι τελευταίες σε πραγματικά ή ενοχικά δικαιώματα με τον περιορισμό, όμως, ότι με την εν λόγω διαδικασία δεν μπορεί να αποκλειστεί οριστικά η αρμοδιότητα των τακτικών δικαστηρίων. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.1 του Β.Δ/τος της 24.10/31.10.1949 "περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως των περί διαχειρίσεως και εκκαθαρίσεως των ανταλλαξίμων μουσουλμανικών κτημάτων διατάξεων", που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση των άρθρων 1 και 9 του α.ν. 1909/1939", ορίζεται ότι
$
0
0
Απόφαση 15 / 2017    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 15/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Νικήτα Χριστόπουλο, Πέτρο Σαλίχο και Ιωάννη Φιοράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας - καθής η κλήση: Μ. συζ. Ι. Π., το γένος Γ. Π., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της ......
Της αναιρεσίβλητης: Α. συζ. Η. Α., το γένος Γ. Π., η οποία δεν παραστάθηκε, διότι έχει αποβιώσει όπως αναφέρεται στην από 19/5/2014 κλήση και κληρονομήθηκε από τους καλούντες: α)Η. Α. του Ι., κάτοικο ..., β)Ε. Α. του Η., κάτοικο ..., γ)Γ. Α. του Η., κάτοικο ..., και δ)Ε. - Ι. Α. του Η., κάτοικο ..., οι οποίοι υπεισήλθαν στη θέση της αποβιώσασας ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της και συνεχίζουν τη δίκη εκπροσωπούμενοι από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ....
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15/11/2006 αγωγή της αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθήνας.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2390/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 187/2010 του Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 16/9/2010 αίτησή της.
Κατόπιν της βίαιης διακοπής της δίκης την υπόθεση επανέφεραν οι καλούντες με την από 19/5/2014 κλήση τους.
Η υπόθεση συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 4ης Μαρτίου 2015 με αριθμό πινακίου ..
Διαπιστωθείσης, λόγω της παραίτησης από την υπηρεσία του προεδρεύοντος Αρεοπαγίτη Νικολάου Μπιχάκη, αδυναμίας έκδοσης απόφασης επί της ως άνω αιτήσεως αναιρέσεως, μετά τη συζήτηση αυτής, ορίστηκε με την υπ'αριθμόν 256/2015 πράξη του Προέδρου του Γ'Πολιτικού Τμήματος, ως νέα δικάσιμος η 20-4-2016 για την επανασυζήτηση της υπόθεσης, η οποία αναβλήθηκε, λόγω αποχής των δικηγόρων, για τη σημερινή δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη, ανέγνωσε την από 3/9/2013 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την υπηρεσία, Αρεοπαγίτη Ερωτόκριτου Καλούδη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, ο πληρεξούσιος των καλούντων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 307 ΚΠολΔικ νόμιμα επαναλαμβάνεται η συζήτηση της κρινόμενης αναίρεσης, με την υπ'αριθμ. 256/2015 πράξη του Προέδρου του παρόντος τμήματος του Αρείου Πάγου καθόσον μετά τη συζήτηση αυτής στις 4-3-2015, λόγω παραιτήσεως του Προεδρεύοντος Αρεοπαγίτη Νικολάου Μπιχάκη, κατέστη αδύνατη η έκδοση αποφάσεως. Επειδή η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με την εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που πρέπει να εφαρμοσθεί, ελέγχεται ως παράβαση από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ αν το δικαστήριο για την κρίση του, ως προς το νόμω βάσιμο της αγωγής, είτε αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα ο νόμος απαιτεί, είτε αρκέστηκε σε λιγότερα, ενώ αντίθετα η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν αναφέρονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά το νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος, ελέγχεται ως παράβαση από το άρθρο 559 αρ. 14 ή 8 του ΚΠολΔικ. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1871, 1872, 1882 και 1825 ΑΚ προκύπτει ότι στοιχεία της περί κλήρου αγωγής, που ασκείται από μεριδούχο, ο οποίος στηρίζει το κληρονομικό του δικαίωμα στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, είναι ο θάνατος του κληρονομουμένου, το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος λόγω της συγγενικής του σχέσης με τον κληρονομούμενο, το ότι ο κληρονομούμενος είχε την κυριότητα ή μόνο τη νομή ή κατοχή των κληρονομιαίων αντικειμένων, τα οποία ο εναγόμενος κατακρατεί ως κληρονόμος (PRO HEREDE) αντιποιούμενος το κληρονομικό δικαίωμα και επίσης το αίτημα να αναγνωρισθεί το κληρονομικό δικαίωμα, κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας και να αποδοθεί η κληρονομία ή κάποιο αντικείμενο αυτής, κατά το ποσοστό αυτό. Δεν αποκλείεται δε το αίτημα στην εν λόγω περί κλήρου αγωγή να είναι μόνο αναγνωριστικό (ήτοι χωρίς αίτημα απόδοσης των κληρονομιαίων). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής της αναιρεσίβλητης (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) διαλαμβάνεται σ'αυτήν ότι η μητέρα της ενάγουσας και της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας (καθώς και μητέρα και γιαγιά αντίστοιχα των, μη όντων διαδίκων στην προκειμένη δίκη, δευτέρου και τρίτου των εναγομένων) απεβίωσε στην Αθήνα στις 6-5-1997 και με τη νόμιμα δημοσιευθείσα δημόσια διαθήκη της εγκατέστησε ως μοναδικούς κληρονόμους της σε ολόκληρη την κληρονομιαία περιουσία της, που αποτελείται από τα αναφερόμενα στην αγωγή ακίνητα, τους δύο πρώτους εναγομένους κατιόντες της, οι οποίοι τα κατακρατούν ως μόνοι κληρονόμοι, ενώ στην ίδια (ενάγουσα) και στους κληρονόμους της προαποβιώσασας έτερης θυγατέρας της Ε. συζ. Σ. Κ., που ήταν αναγκαίοι κληρονόμοι της, δεν κατέλιπε, κατά προσβολή της νόμιμης μοίρας τους, κανένα περιουσιακό στοιχείο. Με βάση το ιστορικό αυτό και λόγω ακυρότητας της προαναφερθείσας δημόσιας διαθήκης της μητέρας της κατά το μέρος που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα της, που ανέρχεται, ενόψει του ότι συντρέχει με τους προαναφερόμενους αναγκαίους κληρονόμους, σε 1/8 εξ αδιαιρέτου σε ολόκληρη την κληρονομιαία περιουσία, η ενάγουσα και κατά το μέρος που αποτελεί αντικείμενο της αναίρεσης ζήτησε α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της διαθήκης, κατά το μέρος που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα της και β) να αναγνωρισθεί ότι είναι νόμιμος μεριδούχος της άνω διαθέτιδος επί των αναφερομένων κληρονομιαίων ακινήτων της τελευταίας και δη κατά ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου. Ενόψει τούτων η αγωγή περιέχει τα κατά νόμον θεμελιωτικά του αξιουμένου δικαιώματος, της αναγνώρισης του κληρονομικού δικαιώματος της νόμιμης μοίρας στοιχεία, κατά των ως κληρονόμων κατακρατούντα αυτά, στηρίζεται στις προεκτεθείσες διατάξεις του Αστικού Κώδικα, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 70 του ΚΠολΔικ και είναι ορισμένη. Συνακόλουθα το Εφετείο δεν αρκέστηκε σε λιγότερα από όσα στη νομική σκέψη απαιτούνται για το ορισμένο της περί κλήρου αναγνωριστικής αγωγής, τα οποία επαρκώς και κατά το πραγματικό τους μέρος προσδιορίζονται στην αγωγή και γι'αυτό οι ερευνώμενες από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αιτιάσεις του τρίτου λόγου της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες, ενώ περαιτέρω δεν στοιχειοθετείται ούτε και η από τη διάταξη του αριθμού 8 εδ. α του ίδιου άρθρου επικαλούμενη αιτίαση του ίδιου τρίτου λόγου, περί λήψεως υπόψη για το ορισμένο της αγωγής, χωρίς τούτο να αναφέρεται στο δικόγραφό της, ότι η κληρονομουμένη βρισκόταν στη νομή των κληρονομιαίων, καθόσον όπως προεκτέθηκε, αναφέρεται σ'αυτήν το δικαίωμα της κληρονομουμένης επί των προσδιοριζομένων ακινήτων της κληρονομίας που ήταν η κυριότητα, ενώ θα μπορούσε να είναι και μόνο νομή ή κατοχή. Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα και από τις διατάξεις των αριθμών 1, 14 και 8 εδ. α του άρθρου 559 ΚΠολΔικ τρίτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεώς του ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς, κατά νόμο, να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις, του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση με εκείνη του υποχρέου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υποχρέου και η υπ'αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, δεν συγχωρείται να γίνει προς απόκρουση του δικαιώματος, επίκληση πράξεων άσχετων με τη συμπεριφορά αυτή. Για την εφαρμογή της διατάξεως δεν αρκεί μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει δικαίωμα κατ'αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί, ούτε κατ'ανάγκην από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαιτείται κατά περίπτωση, συνδυασμός των ανωτέρω (Ολ ΑΠ 5/2011). Εξάλλου ως "πράγμα"κατά την έννοια της διάταξης του αριθμού 8 εδ. β του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, η μη λήψη υπόψη του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας, ιδρύει τον οικείο αναιρετικό λόγο, αποτελεί ο ασκών ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτοτελής πραγματικός ισχυρισμός, που τείνει στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, καθώς και τα προς θεμελίωση αυτών πραγματικά περιστατικά. Επί καταχρήσεως δικαιώματος στοιχειοθετείται ο από την παραπάνω διάταξη αναιρετικός λόγος αν δεν λήφθηκαν υπόψη μερικότερα περιστατικά καθένα από τα οποία αποτελεί "πράγμα"υπό την προεκτεθείσα έννοια, προς θεμελίωση της ένστασης, τα οποία είχε επικαλεσθεί ο ενιστάμενος, εκτός εάν και με τη λήψη υπόψη των περιστατικών αυτών, δεν θα υφίσταντο και πάλι οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της ΑΚ 281. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ) το Εφετείο, ως προς την επαναφερθείσα, σ'αυτό, με τους τρεις πρώτους λόγους της εφέσεώς της, ένσταση της αναιρεσείουσας περί καταχρηστικής ασκήσεως του καταχθέντος σε δίκη δικαιώματος της αρχικά αναιρεσίβλητης περί προσβολής της νόμιμης μοίρας της, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Από την επισκόπηση των εγγράφων που είχαν υποβάλει οι εναγόμενοι (μεταξύ των οποίων και η ήδη αναιρεσείουσα) προκύπτει, ότι για τη θεμελίωσή της ενστάσεώς τους (από την ΑΚ 281) οι τελευταίοι είχαν ισχυρισθεί ότι η ενάγουσα (εκκαλούσα και αρχικά αναιρεσίβλητη), μολονότι από το έτος 1998 γνώριζε την ύπαρξη της προσβαλλομένης διαθήκης και το περιεχόμενό της, αλλά και τις μισθώσεις τμημάτων των κληρονομιαίων ακινήτων, στις οποίες προέβησαν εκείνοι, εν τούτοις, για μία συνεχή οκταετία ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε για τον αποκλεισμό της, ούτε εναντιώθηκε για τη σύναψη εκ μέρους τους των προαναφερομένων μισθωτηρίων συμβάσεων, την ύπαρξη των οποίων γνώριζε, αλλά και για τη μεταβίβαση ολόκληρου του επιφανείας 438,41 τμ κληρονομιαίου ακινήτου, που πραγματοποίησε, το έτος 2005, ο δεύτερος τούτων προς τον τρίτο εξ αυτών, αλλά αντίθετα αδιαφόρησε, με συνέπεια με τη συμπεριφορά της αυτή, να τους δημιουργήσει την εντύπωση ότι δεν θα ασκήσει ποτέ το από τη νόμιμη μοίρα δικαίωμά της, έτσι ώστε η, με την ένδικη αγωγή, άσκησή του να παρίσταται καταχρηστική". Το Εφετείο δέχθηκε ως ουσιαστικά βασίμους τους προαναφερθέντες λόγους της εφέσεως, εξαφάνισε την προσβαλλομένη απόφαση κατά το οικείο της επί της εν λόγω ενστάσεως κεφάλαιο, που είχε δεχθεί στην ουσία την ένσταση, δίκασε επ'αυτής εκ νέου και την απέρριψε ως νομικά αβάσιμη με την αιτιολογία ότι "τα επικαλούμενα, ως άνω περιστατικά, ακόμη και αν θεωρηθούν αληθινά δεν μπορούν, σύμφωνα με την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικοοικονομικό σκοπό του δικαιώματος, να θεμελιώσουν την επικαλούμενη κατάχρηση, κατά την έννοια που προεκτέθηκε, ούτε, εξάλλου οι (εφεσίβλητοι) εναγόμενοι (δηλαδή και η ήδη αναιρεσείουσα) ισχυρίζονται ότι η αποδοχή της αγωγής θα επιφέρει ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε στο ενδιάμεσο διάστημα και θα έχει δυσμενείς συνέπειες στα συμφέροντά τους". Η αναιρεσείουσα με τον πρώτο και κατά το πρώτο μέρος του λόγο της αναίρεσης και υπό την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8 περ. β του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι το Εφετείο παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη θεμελιωτικά της άνω, από την ΑΚ 281, ένστασή της πραγματικά περιστατικά, που πρόβαλε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση ως υπεράσπιση κατά της έφεσης της αρχικά αναιρεσίβλητης στη θέση της οποίας έχουν υπεισέλθει οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της (άρθρ. 527 αρ. 1 ΚΠολΔικ) και ειδικότερα: 'Ότι α) Η όλη συμπεριφορά της (αρχικά αναιρεσίβλητης) ενάγουσας η οποία προηγήθηκε της αγωγής και η πραγματική κατάσταση, η οποία διαμορφώθηκε από τη συμπεριφορά της και κάτω από τα μάτια της, δημιούργησαν στην αναιρεσείουσα την άδολη πεποίθηση ότι η μεν ενάγουσα (αρχικά αναιρεσίβλητη) αποδέχεται τη διαθήκη και ότι αυτή (αναιρεσείουσα) ουδένα αδικεί ή βλάπτει, έτσι ώστε η τυχόν ανατροπή της διαμορφωθείσας επί δεκαετία και πλέον καταστάσεως να συνεπάγεται επαχθείς επιπτώσεις σ'αυτήν (αναιρεσείουσα) και να δημιουργεί έντονη εντύπωση αδικίας σε βάρος της, δοθέντος ότι η αναιρεσίβλητη-ενάγουσα αδιαφορούσε συνεπώς, επί δέκα ολόκληρα χρόνια, για την αξιούμενη νόμιμη μοίρα της και αποδεχόταν το περιεχόμενο της διαθήκης, παραιτηθείσα σιωπηρώς από το δικαίωμα να την προσβάλλει ... β) Η (αναιρεσίβλητη) ενάγουσα προέβη σε αποδοχή της κληρονομίας της μητέρας της, κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας δεκαπέντε ημέρες πριν από την άσκηση της ένδικης αγωγής και μόνο επί τω τέλει άσκησης αυτής, γ) Είχε αναλάβει να εισπράττει για λογαριασμό της αναιρεσείουσας και για λογαριασμό του αδελφού τους τα μισθώματα από την εκμίσθωση των κληρονομιαίων ακινήτων, που αυτοί (αναιρεσείουσα και αδελφός) νομίμως νεμόντουσαν βάσει της διαθήκης της μητέρας τους.... και μάλιστα συμπλήρωνε η ίδια και για λογαριασμό της εναγομένης- αναιρεσείουσας τις σχετικές αποδείξεις είσπραξης αυτών .... δ) Η ίδια η ενάγουσα-αναιρεσίβλητη δεν επιθυμούσε να καταστεί κληρονόμος της μητέρας τους, γιατί κατά το χρόνο του θανάτου της είχε πολλά χρέη στο Δημόσιο και εξ αυτού του λόγου δεν επιθυμούσε να έχει στο όνομά της περιουσία, ε) Κατά τη διάρκεια των οκτώ και πλέον ετών που παρήλθαν από το θάνατο της κληρονομουμένης οι τιμώμενοι με τη διαθήκη έχουν εν γνώσει της ενάγουσας δαπανήσει μεγάλα ποσά προς πληρωμή φόρου κληρονομίας, δημοτικών τελών και φόρων εισοδήματος επί των εισπραχθέντων μισθωμάτων .... καταβολή η οποία ...... παγίωσε μια οικονομική κατάσταση η ανατροπή της οποίας ... θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά τους ..... στ) Η ενάγουσα αδιάλειπτα μέχρι την ημερομηνία ασκήσεως της ένδικης αγωγής κατοικούσε στο καταλειφθέν στην αναιρεσείουσα με την ένδικη διαθήκη πατρικό τους σπίτι .... Είχε δηλαδή .... εξ αρχής γνώσει τόσο της ημερομηνίας θανάτου της κληρονομούμενης μητέρας τους όσο και του γεγονότος ότι η τελευταία δεν της κατέλιπε τη νόμιμη μοίρα της, αλλά και ότι αυτή (αναιρεσείουσα) και ο ομόδικος αδελφός της νεμόντουσαν τα κληρονομιαία ακίνητα αποκλειστικά στο όνομά τους και για λογαριασμό τους, ήδη από το έτος 1997 .... και ζ) Η εναγομένη (αναιρεσείουσα) δέχθηκε να συνεχίσει η αντίδικος .... να διαμένει ... στο επιφανείας 66 τ.μ. παλαιό πατρικό σπίτι ... διότι ρητώς και σιωπηρώς .... αναγνώριζε το περιεχόμενο της διαθήκης ... και ... ότι πλήρης και αποκλειστική κυρία της εν λόγω οικίας ήταν αυτή (αναιρεσείουσα) ως εγκατασταθείσα .... κληρονόμος επί δήλου πράγματος ...". Από την παραδεκτή όμως επισκόπηση του περιεχομένου των επίμαχων από 7-1-2009 προτάσεων της αρχικά αναιρεσείουσας στο Εφετείο προκύπτει ότι αυτή (αναιρεσείουσα) τον πραγματικό ισχυρισμό της ότι "... έχει δαπανήσει μεγάλα ποσά προς πληρωμή φόρου κληρονομίας, δημοτικών τελών και φόρων εισοδήματος επί των εισπραχθέντων μισθωμάτων ..."τον επικαλέσθηκε προς αντίκρουση της απορριφθείσας από το Εφετείο ως αόριστης αγωγικής βάσεως περί αποδόσεως ωφελημάτων, όπου γίνεται μνεία ότι "προσκομίζονται 25 παραστατικά καταβολής ... των δόσεων του φόρου κληρονομίας"και όχι προς θεμελίωση της ερευνώμενης από το άρθρο 281 ΑΚ ενστάσεως. Εξάλλου ο ισχυρισμός κατά τον οποίο η ενάγουσα - αρχική αναιρεσίβλητη κατά το χρόνο του θανάτου της μητέρας της είχε πολλά χρέη στο Δημόσιο και ότι συνακόλουθα λόγω των χρεών αυτών δεν ήθελε να έχει περιουσία στο όνομά της δεν συνιστά αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό υπό την προεκτεθείσα έννοια, ο οποίος να ασκεί, συνεκτιμώμενος με τα λοιπά περιστατικά, ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού η (αρχικά) αναιρεσίβλητη δεν ήθελε να έχει περιουσία στο όνομά της λόγω των χρεών της και όχι γιατί δεν επιθυμούσε να είναι κληρονόμος της μητέρας της. Τα λοιπά περιστατικά η αναιρεσείουσα πράγματι τα πρόβαλε προς θεμελίωση της ένστασης αυτής. Πλην όμως τα πραγματικά αυτά περιστατικά και μάλιστα και αν ακόμη ληφθεί υπόψη και ο περί δαπανών ισχυρισμός δεν θεμελιώνουν, συνολικώς εκτιμώμενα, την επίμαχη ένσταση, αφού και αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούν την άσκηση του ενδίκου δικαιώματος της νόμιμης μοίρας καταχρηστική, ήτοι υπερβαίνουσα και μάλιστα προφανώς, τα τασσόμενα από το άρθρο 281 ΑΚ όρια και όπως αυτά αναλύθηκαν στη νομική σκέψη. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος πρώτος λόγος της αναιρέσεως και κατά το πρώτο μέρος του πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η αναιρεσείουσα επικαλέσθηκε σιωπηρή παραίτηση της ήδη αναιρεσίβλητης-ενάγουσας από το δικαίωμά της για επίκληση της σχετικής ακυρότητας της διαθήκης, κατά το ποσοστό που προσέβαλε τη νόμιμη μοίρα της, ως συναγόμενη από τα επί μέρους επικαλούμενα αυτοτελή πραγματικά περιστατικά προς θεμελίωση της από την ΑΚ 281 ένστασης και προς υπεράσπιση της εναντίον της εφέσεως και όχι ως αυτοτελούς ένστασης ερειδομένης στις διατάξεις των άρθρων 1711 παρ. 2, 1825, 1827, 1829, 1846 έως 1851 και 1857 ΑΚ, από τις οποίες προκύπτει ότι ο παραληφθείς εν όλω ή εν μέρει μεριδούχος δικαιούται εν όλω ή εν μέρει να παραιτηθεί από το δικαίωμά του αυτό, εκτός αν έχει εκδηλώσει προηγουμένως αντίθετη βούληση, η δε παραίτηση αυτή, που δεν αποτελεί αποποίηση κληρονομίας υπό την έννοια του άρθρου 1847 ΑΚ ή απαλλοτριωτική δικαιοπραξία των άρθρων 369, 1033, 1121 και 1143 ΑΚ, αλλά παραίτηση από το δικαίωμα επίκλησης της σχετικής ακυρότητας της διαθήκης, η οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά μπορεί να γίνει είτε ρητώς, είτε σιωπηρώς, συναγόμενη συμπερασματικώς από πράξεις που δείχνουν βούληση παραιτήσεως, ακόμη και στην περίπτωση που περιλαμβάνονται στην κληρονομιά εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων, η σύμβαση μεταβιβάσεως των οποίων απαιτείται να γίνει ενώπιον συμβολαιογράφου. Από την παραδεκτή επισκόπηση του περιεχομένου των ανωτέρω από 7-1-2009 προτάσεων της αναιρεσείουσας στο Εφετείο, δεν προκύπτει αυτοτελής υποβολή τέτοιας ένστασης, ούτε προκύπτει ότι τέτοιος ισχυρισμός υποβλήθηκε πρωτόδικα και επαναφέρθηκε στο Εφετείο κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔικ (οι πρωτόδικες προτάσεις δεν προσκομίζονται). Ενόψει τούτων ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τη διάταξη του αριθμού 8 εδ. β του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τέτοια ένσταση της αναιρεσείουσας, είναι απαράδεκτη, ως στηριζόμενη σε εσφαλμένη προϋπόθεση και γιαυτό πρέπει να απορριφθεί. Επειδή η ίδρυση του αναιρετικού λόγου του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ προϋποθέτει ουσιαστική έρευνα της διαφοράς. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και κατά το δεύτερο μέρος του, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη αναιρετική πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο απέρριψε ως μη νόμιμη την από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση της εφεσίβλητης-αναιρεσείουσας, με ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, για την ορθή ή μη εφαρμογή της διατάξεως (του 281 ΑΚ). Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού η εν λόγω ένσταση απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμη και δεν ερευνήθηκε στην ουσία της. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και εφόσον δεν υφίσταται προς έρευνα άλλος λόγος η κρινόμενη αναίρεση πρέπει να απορριφθεί και η αναιρεσείουσα λόγω της ήττας της (άρθρ. 183 και 176 ΚΠολΔικ), να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των υπεισελθόντων στη θέση της αναιρεσίβλητης εξ αδιαθέτου κληρονόμων της, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16-9-2010 αίτηση της Μ. συζ. Ι. Π., το γένος Γ. Π. κατά των υπεισελθόντων στη θέση της αναιρεσίβλητης Α. συζ. Η. Α., το γένος Γ. Π. εξ αδιαθέτου κληρονόμων της Η. Α. του Ι., Ε. Α. του Η. κλπ για αναίρεση της υπ'αριθμ. 187/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Δεκεμβρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 9 Ιανουαρίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Φορολογική δήλωση συζύγων: Αυτοτέλεια των φορολογικών υποχρεώσεων και χωριστή βεβαίωση φόρου (ΣτΕ 330/2018) Ολόκληρη η απόφαση του ΣτΕ - Η υποχρέωση κοινής φορολογικής δήλωσης προϋποθέτει συναίνεση και των δύο συζύγωνΣτΕ Β΄ Τμ. 330/2018

Previous: Αριθμός 15/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ'Πολιτικό Τμήμα - Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1871, 1872, 1882 και 1825 ΑΚ προκύπτει ότι στοιχεία της περί κλήρου αγωγής, που ασκείται από μεριδούχο, ο οποίος στηρίζει το κληρονομικό του δικαίωμα στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, είναι ο θάνατος του κληρονομουμένου, το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος λόγω της συγγενικής του σχέσης με τον κληρονομούμενο, το ότι ο κληρονομούμενος είχε την κυριότητα ή μόνο τη νομή ή κατοχή των κληρονομιαίων αντικειμένων, τα οποία ο εναγόμενος κατακρατεί ως κληρονόμος (PRO HEREDE) αντιποιούμενος το κληρονομικό δικαίωμα και επίσης το αίτημα να αναγνωρισθεί το κληρονομικό δικαίωμα, κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας και να αποδοθεί η κληρονομία ή κάποιο αντικείμενο αυτής, κατά το ποσοστό αυτό.
$
0
0

Φορολογική δήλωση συζύγων: Αυτοτέλεια των φορολογικών υποχρεώσεων και χωριστή βεβαίωση φόρου (ΣτΕ 330/2018)
Ολόκληρη η απόφαση του ΣτΕ - Η υποχρέωση κοινής φορολογικής δήλωσης προϋποθέτει συναίνεση και των δύο συζύγων
Lawspot.gr

ΣτΕ Β΄ Τμ. 330/2018 επταμ....


Δικαίωμα περιουσίας – Αρχές της ισότητας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, κατά το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ – Φορολογία εισοδήματος – Σύζυγοι – Αυτοτέλεια των φορολογικών υποχρεώσεων και χωριστή βεβαίωση του φόρου για καθένα από τους συζύγους –  Η υποχρέωση κοινής δήλωσης  των συζύγων, που υποβάλλεται κατά τον Κ.Φ.Ε. από τον (άνδρα) σύζυγο, προϋποθέτει συναίνεση αμφοτέρων των συζύγων

(Α) Με βάση την κατ'άρθρο 67 παρ. 4 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε. – ν. 4172/2013) κοινή δήλωση που υποβάλλουν οι σύζυγοι κατά τη διάρκεια του γάμου για τα εισοδήματά τους, αυτοτελώς λαμβανόμενα, εκδίδεται η κατ'άρθρ. 30 και 32 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ. – ν. 4174/2013) πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου, με την οποία καθορίζεται, ύστερα από χωριστό υπολογισμό στο εισόδημα καθενός από αυτούς των αναλογούντων φόρων, τελών και εισφορών, το ποσό της φορολογικής οφειλής ή απαίτησης καθενός από τους συζύγους και με την οποία συνιστάται και βεβαιώνεται η φορολογική οφειλή ή απαίτηση καθενός από αυτούς – Έτσι, ο Κ.Φ.Ε. προβλέπει, προκειμένου περί συζύγων, αφενός ως υπόχρεο για τον φόρο, τα τέλη και τις εισφορές που αναλογούν στο εισόδημά του, κάθε σύζυγο χωριστά και αφετέρου ως κατ'αρχήν διαδικαστικώς υπόχρεο προς υποβολή της ως άνω κοινής δήλωσης τον σύζυγο, ενώ ο Κ.Φ.Δ. προβλέπει ότι η βεβαίωση του φόρου γίνεται ομοίως σε κάθε σύζυγο χωριστά.

Ωστόσο, όπως προκύπτει από έγγραφο της Α.Α.Δ.Ε. προς το Δικαστήριο η οφειλή για φόρο, τέλη και εισφορές που αναλογούν στα εισοδήματα των συζύγων (εξακολουθεί να) βεβαιώνεται στο όνομα του συζύγου υπό την ισχύ του ν. 4172/2013.

Με άλλα λόγια, η υποβολή από τον σύζυγο δήλωσης και για το εισόδημα της συζύγου του άγει στο να καταχωρίζεται ως εισπρακτέο ή επιστρεπτέο στα βιβλία της φορολογικής Διοίκησης στο όνομα του συζύγου το ποσό που προκύπτει από την άθροιση των φορολογικών οφειλών αμφοτέρων των συζύγων ή από την άθροιση των φορολογικών απαιτήσεων αμφοτέρων των συζύγων ή ύστερα από συμψηφισμό της φορολογικής οφειλής του ενός έναντι του Δημοσίου με τη φορολογική απαίτηση του άλλου έναντι του Δημοσίου – Τούτο, όμως, δεν βρίσκει έρεισμα σε άλλη διάταξη του νόμου.

(Β) Ο Κ.Φ.Ε. έχει διατηρήσει για τον σύζυγο, ο οποίος είναι υπόχρεος μόνο για τον φόρο που αναλογεί στο δικό του εισόδημα, την υποχρέωση να υποβάλει τη δήλωση και για το εισόδημα της συζύγου, μολονότι αυτή μόνη είναι υπόχρεη για τον φόρο, τα τέλη και τις εισφορές που αναλογούν σε αυτό – Η διατήρηση της εν λόγω υποχρέωσης δεν υπαγορεύεται συνεπώς ούτε από τις ρυθμίσεις του Κ.Φ.Ε. περί (ουσιαστικού) υποχρέου και βαρυνόμενου με τον φόρο ούτε από τις ρυθμίσεις του Κ.Φ.Δ. περί χωριστής βεβαίωσης της οφειλής του φόρου σε κάθε σύζυγο.

Εξάλλου, οι αναγόμενοι στην αντιμετώπιση τεχνικών δυσχερειών, που θα προκαλούσε η υποβολή χωριστής δήλωσης από τους συζύγους, λόγοι, όπως αυτοί αναλύονταν στην αιτιολογική έκθεση του ν. 1473/1984 (αύξηση του αριθμού των δηλώσεων, καθυστέρηση στην εκκαθάρισή τους, σύνταξη διπλών χρηματικών καταλόγων), έχουν εκλείψει προ πολλού, ενόψει και της εν τω μεταξύ αλματώδους προόδου της τεχνολογίας, τις δυνατότητες της οποίας υποχρεούται να αξιοποιεί η φορολογική Διοίκηση, προς εξυπηρέτηση του έργου της (πρβλ. ΣτΕ 1738/2017 Ολ. σκ. 6, 2649/2017 Ολ. σκ. 33, 2934/2017 7μ. σκ. 10), και, σε κάθε περίπτωση, από την εισαγωγή, το πρώτον κατά το έτος 2001, της ρύθμισης περί ηλεκτρονικής υποβολής των δηλώσεων φόρου εισοδήματος – Τέλος, η υποβολή κοινής δήλωσης των συζύγων μπορεί μεν να διευκολύνει την εφαρμογή των εκάστοτε ειδικών ρυθμίσεων αναφορικά με τη φορολογία των εγγάμων, αλλά δεν προϋποτίθεται αναγκαστικώς από αυτές, καθώς κρίσιμη είναι μόνη η εξεύρεση του αθροίσματος των εισοδημάτων των συζύγων, το οποίο (άθροισμα) μπορεί να προκύπτει και από αυτοτελείς δηλώσεις – Το αυτό δε ισχύει και για τη χορήγηση διαφόρων κοινωνικής φύσεως παροχών συναρτωμένων με την πλήρωση εισοδηματικών κριτηρίων σε οικογενειακή βάση, καθώς και για την άντληση συναφών πληροφοριών από διάφορους φορείς του Δημοσίου – Το ενδεχόμενο μη υποβολής δήλωσης από τον ένα σύζυγο ή ελέγχου του ενός με συνέπεια την καθυστέρηση της εκκαθάρισης υφίσταται, άλλωστε, και στην περίπτωση που, καίτοι υπόχρεος σε κοινή δήλωση, ο ένας σύζυγος δεν δηλώνει τα εισοδήματά του ή υποβάλλεται σε έλεγχο για αυτά.

Άλλωστε, η εκ μέρους των συζύγων αυτοτελής υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης φόρου εισοδήματος δεν προϋποθέτει ούτε συνεπάγεται τη μεταβολή της δηλωθείσας στο Μητρώο σχέσεως των φορολογουμένων.

Εξάλλου, από την εξεταζόμενη άποψη δεν ασκούν επιρροή περιορισμοί τυχόν ανακύπτοντες από τις τεχνικές ρυθμίσεις και δυνατότητες του συστήματος της κατά την παρ. 1 του άρθρου 67 του Κ.Φ.Ε. ηλεκτρονικής υποβολής των δηλώσεων φόρου εισοδήματος, σύμφωνα και με την αρχή ότι τα τεχνολογικά μέσα της Διοίκησης πρέπει να εξελίσσονται και να προσαρμόζονται αναλόγως, ώστε να εξυπηρετούν τις ανάγκες της ορθής και αποτελεσματικής εφαρμογής της φορολογικής νομοθεσίας και όχι η τελευταία να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται ενόψει των περιορισμών που προκύπτουν από τις υφιστάμενες τεχνικές ρυθμίσεις και δυνατότητες των ηλεκτρονικών συστημάτων της φορολογικής Διοίκησης (πρβλ. ΣτΕ 1445/2016 επταμ., σκ. 8, και απόφαση Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου της 10-10-2017 1BvR 2019/16 παρ. 52).

Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, εφόσον δεν συντρέχει λόγος και μάλιστα προφανής λόγος δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογεί την υποχρεωτική υποβολή κοινής δήλωσης φόρου εισοδήματος των συζύγων, η διάταξη του άρθρου 67 παρ. 4 του Κ.Φ.Ε., ερμηνευόμενη και υπό το φως των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 2 και 5, 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος καθώς και του άρθρου 8 σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ (πρβλ. ΣτΕ 1215/2017), έχει την έννοια ότι ο σύζυγος υποβάλλει κατ'αρχήν κοινή δήλωση και για το εισόδημα της συζύγου του, εφόσον αμφότεροι οι σύζυγοι συναινούν, συναίνεση η οποία μπορεί να αποτυπώνεται και στην υποβολή, καθ'εαυτήν, της κοινής δήλωσης, ενώ, στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή διατυπώνεται ρητώς η έλλειψη τέτοιας συναίνεσης από έναν έστω από τους συζύγους, οι σύζυγοι διατηρούν το δικαίωμά τους να υποβάλλουν αυτοτελώς δηλώσεις φόρου περί του εισοδήματός τους, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 67 του ν. 4172/2013 – Το ότι προϋποτίθεται συναίνεση αμφοτέρων των συζύγων για υποβολή κοινής δήλωσης από τον σύζυγο και για το εισόδημα της συζύγου του, συνάγεται, άλλωστε, και από τις περιπτώσεις, στις οποίες ο νομοθέτης (άρθρο 67 παρ. 4 Κ.Φ.Ε.) προβλέπει την υποβολή από τους συζύγους χωριστής δήλωσης του φόρου των εισοδημάτων αυτών.

(Γ) Με την άπρακτη πάροδο τριμήνου από την υποβολή της σχετικής αίτησης-δήλωσης του αιτούντος στη φορολογική Διοίκηση συντελέσθηκε παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας αυτής να αποδεχθεί για τον εφεξής χρόνο χωριστή ηλεκτρονική υποβολή δήλωσης φόρου εισοδήματος του αιτούντος (κατ'επέκταση δε και της συζύγου του) και ως εκ τούτου ακυρώνεται η εν λόγω παράλειψη (από την ημέρα που προηγείται της δημοσίευσης της απόφασης του Δικαστηρίου).
************************************************
Αριθμός 330/2018
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Δεκεμβρίου 2017, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος τουΒ΄ Τμήματος, Ε. Νίκα, Σ. Βιτάλη, Κ. Νικολάου, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Ν. Σεκέρογλου, Πάρεδροι.Γραμματέας ο Ι. Μητροτάσιος, Γραμματέας του Β΄ Τμήματος.Για να δικάσει την από 14 Ιουλίου 2017 αίτηση:του ......., κατοίκου ....., ο οποίος δεν παρέστη, αλλά ηδικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε μεσυμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,κατά της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), ηοποία παρέστη με τον Χρήστο Κοραντζάνη, Πάρεδρο του ΝομικούΣυμβουλίου του Κράτους.Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η σιωπηρήαπόρριψη της από 16.2.2017 (υπ'αριθμ. πρωτ. Δ.Ο.Υ.Αμαρουσίου .......) δήλωσης-αίτησής του προς τον Προϊστάμενο τηςΔ.Ο.Υ. Αμαρουσίου.Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως τηςεισηγήτριας, Παρέδρου Κ. Λαζαράκη.Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον εκπρόσωπο τηςΑνεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, ο οποίος ζήτησε τηναπόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σεδιάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ιΑ φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α./.Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχεικαταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1430298, 1908502, 3138504/2017ειδικά γραμμάτια παραβόλου Α'σειράς).2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση τηςσιωπηρής απόρριψης από τον Προϊστάμενο της ΔημόσιαςΟικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Αμαρουσίου της υπ'αριθ.Πρωτ. ...... δήλωσης-αίτησης του αιτούντος, έγγαμουφορολογούμενου, αναφορικά με ζητήματα χωριστής από τη σύζυγότου υποβολής ηλεκτρονικής δήλωσης φόρου εισοδήματος καιεκκαθάρισης αυτής.3. Επειδή, όπως έχει γίνει παγίως δεκτό (ΣτΕ 834/2010Ολομ., 2062/1968 Ολομ. και ΣτΕ 1215/2017, 1445/2016 7μ., 1802,3829, 4603/2012, 2613-16/2009, 2972-80/2008, 368/2007,1625/2001, 236/1998), καθ’ ερμηνεία των άρθρων 1, 2, 63 παρ. 1,285 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., ν.2717/1999, Α’ 97), 1 και 73 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας(π.δ. 331/1985, Α’ 116) και 8 παρ. 4 του ν.δ. 4486/1965 (Α’ 131),φορολογική διαφορά υπαγόμενη στην αρμοδιότητα των τακτικώνδιοικητικών δικαστηρίων γεννάται από ατομικές διοικητικές πράξεις,με τις οποίες είτε επιβάλλεται αμέσως φορολογικό βάρος ήφορολογική κύρωση είτε κρίνεται αντικείμενο ευθέως συναπτόμενομε συγκεκριμένη φορολογική ή συναφή υποχρέωση συνδεόμενη μεφορολογητέα ύλη ατομικώς ορισμένη, η οποία αμφισβητείται εν όλωή εν μέρει με την προσφυγή.4. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχείατου φακέλου καθώς και εκείνα που προσκομίσθηκαν από τοναιτούντα, ο τελευταίος υπέβαλε στην αρμόδια για τη φορολόγησή τουΔ.Ο.Υ. Αμαρουσίου την υπ'αριθ. Πρωτ. ........... δήλωση-αίτηση, με./.την οποία υποστήριξε ότι η διάταξη του άρθρου 67 παρ. 4 τουΚ.Φ.Ε., κατά την οποία ο ίδιος είναι υπόχρεος υποβολής δήλωσηςφόρου εισοδήματος και για τα εισοδήματα της συζύγου του,ερμηνευόμενη υπό το φως των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1, 4παρ. 1, 2 και 5, 5 παρ. 1, 17 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος,8 και 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων τουΑνθρώπου και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.,έχει την έννοια της καθιέρωσης μιας τέτοιας υποχρέωσης μόνο με τησυναίνεση του φορολογούμενου συζύγου. Υποστήριξε ακόμη ότι ηπρακτική της έκδοσης ενιαίου εκκαθαριστικού με αναγραφή, ύστερααπό την άθροιση των οφειλών των δύο συζύγων ή τον συμψηφισμόοφειλών του ενός και απαιτήσεων του άλλου έναντι του Δημοσίου,ενιαίου-συνολικού ποσού πληρωμής, σε ενιαίες δόσεις, ή ενιαίου-συνολικού ποσού επιστροφής παραβιάζει το άρθρο 67 παρ. 4 τουΚ.Φ.Ε. κατά την ορθή έννοια αυτού. Έτσι, δήλωσε ότι αντιτίθεται σταανωτέρω (υποβολή από τον ίδιο δήλωσης και για το εισόδημα τηςσυζύγου του, έκδοση ενιαίου εκκαθαριστικού, προσδιορισμός ενιαίουποσού πληρωμής ή επιστροφής ύστερα από άθροιση οφειλών ήσυμψηφισμό οφειλών και απαιτήσεων των συζύγων έναντι τουΔημοσίου) και ζήτησε για το χρονικό διάστημα από το φορολογικόέτος 2016 και στο εξής να μπορεί να υποβάλλει χωριστή ηλεκτρονικήδήλωση φόρου του εισοδήματός του και όχι του εισοδήματος τηςσυζύγου του, να εκδίδεται χωριστό εκκαθαριστικό, ναπροσδιορίζονται χωριστά το αποτέλεσμα της εκκαθάρισης (δίχωςάθροιση ή συμψηφισμό κατά τα ανωτέρω) και οι τυχόν δόσειςπληρωμής. Ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Αμαρουσίου δεν επελήφθητης εν λόγω αίτησης-δήλωσης, η οποία, ως εκ τούτου, θεωρείται ωςσιωπηρώς απορριφθείσα, όπως άλλωστε προκύπτει και από τηνεπιγενόμενη (στις 25-6-2017) υποβολή κοινής ηλεκτρονικής./.δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φορολογικού έτους 2016 τουαιτούντος και της συζύγου του.5. Επειδή, εν προκειμένω, η διαφορά που γεννάται από τηνπροσβολή εκ μέρους του αιτούντος της απόρριψης της αιτήσεώς τουπερί υποβολής χωριστής ηλεκτρονικής δήλωσης για το δικό τουεισόδημα και όχι και για εκείνο της συζύγου του για το χρονικόδιάστημα από την υποβολή της αίτησής του και εφεξής, είναιακυρωτική, καθόσον αποβλέπει στην τακτοποίηση της καταστάσεώςτου ως φορολογουμένου και δεν συνάπτεται στενώς και αναγκαίωςμε σχετική ατομική φορολογική υποχρέωσή του, ήτοι με τηνυποχρέωση υποβολής φόρου εισοδήματος συγκεκριμένου έτους(ΣτΕ 1215/2017, πρβλ. ΣΕ 1032/2016, 3829, 4603/2012, 2106/2015,πρβλ. ΣΕ 2062/1968 Ολομ., 236/1998, 834/2010 Ολομ., 1185/2010,καθώς και ΣΕ 2560, 3617/2004, 582/2011), ούτε, κατ’ επέκταση, μετην επιβάρυνση από την άθροιση των οφειλών των συζύγων ή τηνελάφρυνση από τον συμψηφισμό των οφειλών και των έναντι τουΔημοσίου απαιτήσεών τους συγκεκριμένου έτους, όπως αβασίμωςπροβάλλει το Δημόσιο με το υπόμνημα που κατέθεσε μετά τησυζήτηση και μέσα στην ταχθείσα προς τούτο προθεσμία.6. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν.δ. 3323/1955“Περί φορολογίας του εισοδήματος” (Α' 214), όπως ίσχυαν πριν απότην τροποποίησή τους με τις διατάξεις του ν.δ. 4444/1964 (Α' 221),φόρος εισοδήματος επιβαλλόταν, σύμφωνα με την αρχή τουοικογενειακού εισοδήματος, με ενιαίο συνυπολογισμό τωνεισοδημάτων των μελών της οικογένειας, σε βάρος του συζύγου καιπατέρα, ως εκ τούτου υπόχρεου σε επίδοση δήλωσης για τοάθροισμα των εν λόγω εισοδημάτων. Προβλέπονταν δε ορισμένεςειδικώς προσδιοριζόμενες εξαιρέσεις προς ενίσχυση των χαμηλώνοικογενειακών εισοδημάτων (πρβλ. ΣτΕ 3058/1978). Με τις διατάξεις./.του ν.δ. 4444/1964 καταργήθηκε το παραπάνω σύστημα ώστε νααποφευχθεί η μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση του οικογενειακούεισοδήματος, η οποία επερχόταν από την εφαρμογή προοδευτικώνφορολογικών συντελεστών στα αθροιζόμενα εισοδήματα τωνσυζύγων, εισήχθη δε το σύστημα της φορολόγησης του ατομικούεισοδήματος και ο χωριστός υπολογισμός του φόρου στα εισοδήματακάθε συζύγου εκτός από ορισμένες ειδικώς προσδιοριζόμενεςεξαιρέσεις που αφορούσαν περιπτώσεις εισοδημάτων των συζύγων,προερχόμενων από μη πραγματική άσκηση ανεξάρτητης, χωριστήςδραστηριότητας, και τέθηκαν προς αποφυγή καταστρατηγήσεων τουνόμου. Περαιτέρω, προβλέφθηκε η υποβολή ενιαίας δήλωσης απότον σύζυγο και ορίσθηκε συγκεκριμένα ότι “Συνεστώτος του γάμου, οανήρ υποχρεούται προς δήλωσιν και των εισοδημάτων της γυναικός,επί των οποίων ο φόρος υπολογίζεται κεχωρισμένως [...]” και ότι“Προκειμένου περί εγγάμων, δι'ους συντρέχουσιν αι προϋποθέσειςτης παραγράφου 1 του άρθρου 6, ο ανήρ υποχρεούται εις υποβολήνενιαίας δηλώσεως δια τα εισοδήματα αμφοτέρων των συζύγων [...]”(άρθρα 6 παρ. 1 και 11 παρ. 2 του ν.δ. 3323/1955, όπωςαντικαταστάθηκαν με το άρθρο 2 παρ. 1 και 11 του ν.δ. 4444/1964,αντιστοίχως), τούτο, δε, ήτοι “η διατήρησις του μέχρι τούδεσυστήματος της υποβολής υπό του συζύγου ενιαίας δηλώσεως καιδια τα εισοδήματα της συζύγου” απέβλεπε “μόνον εις τηναπλούστευσιν της διαδικασίας και την παρακολούθησιν τηςεξελίξεως του οικογενειακού εισοδήματος” (βλ. αιτιολογική έκθεσην.δ. 4444/1964). Ο Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε.), πουκυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2238/1994 (Α΄ 151), όριζε στοάρθρο 5 ότι “1. Κατά τη διάρκεια του γάμου οι σύζυγοι έχουνυποχρέωση να υποβάλλουν κοινή δήλωση των εισοδημάτων τους,στα οποία ο φόρος, τα τέλη και οι εισφορές που αναλογούν./.υπολογίζονται χωριστά στο εισόδημα καθενός συζύγου. Σε αυτήν τηνπερίπτωση, το τυχόν αρνητικό αποτέλεσμα του εισοδήματος τουενός συζύγου δεν συμψηφίζεται με τα εισοδήματα του άλλουσυζύγου. 2. [...]” [με τις ανωτέρω διατάξεις κωδικοποιήθηκανρυθμίσεις του άρθρου 6 παρ. 1 του ν.δ. 3323/1955, όπωςαντικαταστάθηκαν με το άρθρο 2 του ν. 1473/1984, Α' 127· στηναιτιολογική έκθεση αυτού, οι ρυθμίσεις του οποίου απέβλεπαν,μεταξύ άλλων, στην εναρμόνιση των διατάξεων της φορολογίαςεισοδήματος των συζύγων προς τις νέες ρυθμίσεις του οικογενειακούδικαίου (ν. 1329/1983), αναφέρεται ότι η διατήρηση της ρύθμισηςπερί κοινής δήλωσης εισοδημάτων των συζύγων “κρίνεται αναγκαία,κατά κύριο λόγο, για την αντιμετώπιση των τεχνικών δυσχερειώνπου θα προκαλέσει η υποβολή χωριστής δήλωσης από τουςσυζύγους (αύξηση του αριθμού των δηλώσεων, καθυστέρηση στηνεκκαθάρισή τους, σύνταξη διπλών χρηματικών καταλόγων κ.τλ.)”],στο άρθρο 61 ότι “[...] 2. Για τους εγγάμους, για τους οποίουςσυντρέχουν οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 τουάρθρου 5, υπόχρεος σε επίδοση δήλωσης είναι ο σύζυγος και για ταεισοδήματα της συζύγου του. Ειδικά, υποχρεούνται να επιδώσουνφορολογική δήλωση ο καθένας χωριστά για το συνολικό εισόδημάτου οι σύζυγοι όταν: α) Έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση κατά τοχρόνο υποβολής της δήλωσης. [...] β) Ο ένας από τους δύοσυζύγους είναι σε κατάσταση πτώχευσης. γ) Ο ένας από τους δύοσυζύγους έχει υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση [με τιςανωτέρω διατάξεις κωδικοποιήθηκαν ρυθμίσεις της παρ. 2 τουάρθρου 11 του ν.δ. 3323/1955, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο12 του ν. 1828/1989, Α΄ 2, η δε περ. γ αντικαταστάθηκε στη συνέχειαμε το άρθρο 1 παρ. 20 του ν. 2954/2001, Α΄ 255], στο άρθρο 62 ότι“[...] 4. Η δήλωση συντάσσεται σε δύο αντίτυπα, σε έντυπα που./.παρέχονται δωρεάν από το Δημόσιο, υπογράφονται και τα δύοαντίτυπα από τον υπόχρεο και, εφόσον δηλώνονται και εισοδήματατης συζύγου, υπογράφονται και από αυτή [...]” [με τις ανωτέρωδιατάξεις κωδικοποιήθηκαν ρυθμίσεις του άρθρου 12 παρ. 4 του ν.δ.3323/1955, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του ν. 1160/1981,Α' 147, και τροποποιήθηκε με το άρθρο 35 παρ. 9 του ν. 1884/1990,Α' 81], στο δε άρθρο 74 ότι “[...] 4. Για τους εγγάμους, εφόσονσυντρέχει περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 5, η οφειλή για φόρο,τέλη και εισφορές, που αναλογούν στα εισοδήματά τους βεβαιώνεταιστο όνομα του συζύγου, η ευθύνη όμως για την καταβολή τηςοφειλής, που αναλογεί στα εισοδήματα καθενός συζύγου, βαρύνεικάθε σύζυγο χωριστά. [...] Αν με αίτηση του ενός συζύγου ζητηθεί οδιαχωρισμός της οφειλής που προκύπτει από την κοινή δήλωση τωνσυζύγων, ο αρμόδιος προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικήςυπηρεσίας υποχρεούται να του ανακοινώσει με σχετικό έγγραφό τουτο ποσό αυτής της οφειλής. Το έγγραφο αυτό αποτελεί νόμιμο τίτλο,η ισχύς του οποίου ανάγεται στο χρόνο που έγινε η βεβαίωση τουολικού ποσού αυτής της οφειλής. [...]” [με τις ανωτέρω διατάξειςκωδικοποιήθηκαν ρυθμίσεις της παρ. 4 του άρθρου 59 του ν.δ.3323/1955, όπως είχε αρχικά αντικατασταθεί με το άρθρο 8 παρ. 9του ν. 1473/1984 -για την, κατά την αιτιολογική έκθεση τουτελευταίου, κάλυψη του νομοθετικού κενού που υπήρχε σχετικά μετη διαδικασία για την εφαρμογή των διατάξεων περί ευθύνης κάθεσυζύγου για τον φόρο που αναλογούσε στα εισοδήματά του, καθώςκαι σχετικά με τον νόμιμο τίτλο είσπραξης της οφειλής, για την οποίαευθυνόταν η σύζυγος, αλλά είχε βεβαιωθεί στο όνομα του συζύγου-και στη συνέχεια με το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 1828/1989, πουδιατήρησε κατά βάση τις ρυθμίσεις του άρθρου 8 παρ. 9 του ν.1473/1984]. Εξάλλου, με τη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 5 του ν../.2892/2001 (Α' 46) προβλέφθηκε δυνατότητα υποβολής της δήλωσηςφόρου εισοδήματος των φυσικών προσώπων οικονομικού έτους2001 και εφεξής ηλεκτρονικά μέσω διαδικτύου, ενώ με τις διατάξειςτων παρ. 6 και 8 του άρθρου 8 του ν. 3842/2010 (Α' 58) η υποβολήμε τη χρήση σύγχρονων ηλεκτρονικών μεθόδων και δικτυακώνυποδομών έγινε υποχρεωτική για κάθε υπόχρεο που ασκούσεεπιχείρηση ή επάγγελμα και τροποποιήθηκε συναφώς ηπαράγραφος 4 του άρθρου 62 του Κ.Φ.Ε.. Τέλος, η παράγραφος 4του άρθρου 74 του Κ.Φ.Ε. αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 16περ. α του ν. 3842/2010 για τις δηλώσεις του οικονομικού έτους2011 και εφεξής (βλ. περ. β του ίδιου άρθρου 16), ως εξής: “Για τουςεγγάμους, εφόσον συντρέχει περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 5, ηοφειλή για φόρο, τέλη και εισφορές, που αναλογούν στα εισοδήματάτους βεβαιώνεται χωριστά και η ευθύνη της καταβολής βαρύνει κάθεσύζυγο”. Με την ταυτάριθμη διάταξη του σχεδίου νόμου είχεπροταθεί να δοθεί, από το οικονομικό έτος 2012, στους εγγάμους ηδυνατότητα βεβαίωσης του φόρου που τους αναλογούσε, χωριστάστο σύζυγο και στη σύζυγο, ώστε, σύμφωνα με την αιτιολογικήέκθεση, να ικανοποιηθεί ένα πάγιο αίτημά τους, προς εφαρμογή δετης ρύθμισης αυτής “θα [υπήρχε] συγκεκριμένη ένδειξη στη δήλωσηφορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων (έντυπο Ε1), ησυμπλήρωση της οποίας θα υποδ[ήλωνε] τη βούληση τωνφορολογουμένων-συζύγων για ξεχωριστή βεβαίωση του φόρου”.7. Επειδή, οι διατάξεις του Κ.Φ.Ε. καθώς και τωνκανονιστικών πράξεων και εγκυκλίων που εκδόθηκαν κατ'εξουσιοδότηση αυτού έπαυσαν να ισχύουν από την έναρξη ισχύοςτου ν. 4172/2013 (Α’ 167), που θέσπισε νέο Κώδικα ΦορολογίαςΕισοδήματος (για τα φορολογικά έτη από 1-1-2014 και εφεξής, βλ.άρθρο 71 παρ. 1 και 25 αυτού, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 26./.παρ. 3 του ν. 4223/2013, Α' 287). Ειδικότερα, ο ν. 4172/2013 ορίζειστο άρθρο 1 (Πεδίο εφαρμογής) ότι «1. Ο Κώδικας ΦορολογίαςΕισοδήματος (Κ.Φ.Ε.) ρυθμίζει τη φορολογία του εισοδήματος: α)των φυσικών προσώπων, […]», στο άρθρο 2 (Ορισμοί) ότι «[...] Γιατους σκοπούς του παρόντος νοούνται ως: α) «φορολογούμενος»:κάθε πρόσωπο που υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, σύμφωνα μετον Κ.Φ.Ε., β) […]», στο άρθρο 11 (Εξαρτώμενα μέλη) ότι «1. Ως“εξαρτώμενα μέλη” του φορολογούμενου, θεωρούνται: α) ο (η)σύζυγος, εφόσον δεν έχει ίδια φορολογητέα εισοδήματαοποιασδήποτε πηγής, […], στο δε άρθρο 67 (Υποβολή της δήλωσηςφορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων και καταβολή τουφόρου), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 του ν. 4223/2013 καιτο άρθρο 8 του ν. 4374/2016 (Α' 50), ότι «1. Ο φορολογούμενος πουέχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του υποχρεούται ναδηλώνει όλα τα εισοδήματά του, τα φορολογούμενα με οποιοδήποτετρόπο ή απαλλασσόμενα, στη Φορολογική Διοίκηση ηλεκτρονικά. Σεεξαιρετικές περιπτώσεις, η δήλωση αυτή μπορεί να υποβάλλεται στηΦορολογική Διοίκηση σε έγχαρτη μορφή. […] 4. Οι σύζυγοι, κατά τηδιάρκεια του γάμου, υποχρεούνται να υποβάλουν κοινή δήλωση γιατα εισοδήματά τους στα οποία ο φόρος, τα τέλη και οι εισφορές πουαναλογούν υπολογίζονται χωριστά στο εισόδημα καθενός συζύγου.Κοινή δήλωση δύνανται να υποβάλουν και τα πρόσωπα που έχουνσυνάψει σύμφωνο συμβίωσης. Στην περίπτωση αυτή έχουν την ίδιαφορολογική αντιμετώπιση με τους έγγαμους. Οι τυχόν ζημίες τουεισοδήματος του ενός συζύγου δεν συμψηφίζονται με τα εισοδήματατου άλλου συζύγου ή του άλλου μέρους συμφώνου συμβίωσης.Υπόχρεος υποβολής δήλωσης είναι ο σύζυγος ή το μέρος συμφώνουσυμβίωσης, το οποίο δηλώνεται ως υπόχρεος, και για τα εισοδήματατης συζύγου του ή του άλλου μέρους συμφώνου συμβίωσης,./.αντίστοιχα. Ειδικότερα, οι σύζυγοι ή τα μέρη συμφώνου συμβίωσης,υποβάλλουν χωριστή φορολογική δήλωση, ο καθένας για ταεισοδήματά του, εφόσον: α. Έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση κατάτο χρόνο υποβολής της δήλωσης. Το βάρος της απόδειξης για τηδιακοπή της έγγαμης συμβίωσης ή τη λύση του συμφώνουσυμβίωσης φέρει ο φορολογούμενος. β. Ο ένας από τους δύοσυζύγους ή ένα από τα δύο μέρη συμφώνου συμβίωσης είναι σεκατάσταση πτώχευσης ή έχει υποβληθεί σε δικαστικήσυμπαράσταση. [...] 7. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικώνκαθορίζονται ειδικότερα ο τρόπος και ο χρόνος υποβολής, ο τύποςκαι το περιεχόμενο της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, οιεξαιρετικές περιπτώσεις για τις οποίες επιτρέπεται η μη ηλεκτρονικήυποβολή της δήλωσης, καθώς και τα δικαιολογητικά ή άλλα στοιχείατα οποία συνυποβάλλονται με αυτήν.». Εξάλλου, το άρθρο 1 (παρ. 1και 4) των μέχρι σήμερα εκδοθεισών υπό την ισχύ του ν. 4172/2013αποφάσεων Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ΠΟΛ 1088/2015(Β' 763), 1041/2016 (Β' 926) και Διοικητή της Ανεξάρτητης ΑρχήςΔημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) ΠΟΛ 1034/2017 (Β' 759) αναφορικά μετον τύπο και το περιεχόμενο της δήλωσης φορολογίας εισοδήματοςφυσικών προσώπων, φορολογικών ετών 2014, 2015 και 2016,αντιστοίχως, προέβλεπε ότι οι δηλώσεις φόρου εισοδήματος των ενλόγω ετών υποβάλλονται υποχρεωτικά με τη χρήση ηλεκτρονικήςμεθόδου επικοινωνίας μέσω διαδικτύου, ότι οι σύζυγοι υποχρεούνταινα υποβάλουν κοινή δήλωση για τα εισοδήματά τους, εφόσονυφίσταται έγγαμη σχέση κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης, ότιυπόχρεος υποβολής δήλωσης είναι ο σύζυγος και για τα εισοδήματατης συζύγου του, ότι οι σύζυγοι υποβάλλουν χωριστή φορολογικήδήλωση, ο καθένας για τα εισοδήματά του, εφόσον έχει διακοπεί ηέγγαμη συμβίωση κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης ή ο ένας./.από τους δύο συζύγους είναι σε κατάσταση πτώχευσης ή έχειυποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση, το δε βάρος απόδειξης γιατη διακοπή φέρει ο φορολογούμενος, και τέλος ότι απαραίτητηπροϋπόθεση αποτελεί η ενημέρωση του Τμήματος Διοικητικής καιΜηχανογραφικής Υποστήριξης της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. με τιςπαραπάνω μεταβολές.8. Επειδή, ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας (ν.4174/2013, Α' 170/26.7.2013 – έναρξη ισχύος από την 1.1.2014,σύμφωνα με το άρθρο 67 του νόμου αυτού, που αναριθμήθηκε σεάρθρο 73 με το άρθρο 8 του ν. 4337/2015, Α’ 129), ο οποίοςκαθορίζει τη διαδικασία προσδιορισμού και είσπραξης, μεταξύάλλων, του φόρου εισοδήματος (άρθρα 1 και 2 περ. α αυτού), ορίζειστο άρθρο 30 “Προσδιορισμός φόρου” ότι “1. Πράξη προσδιορισμούφόρου είναι η πράξη, με την οποία καθορίζεται το ποσό τηςφορολογικής οφειλής ή απαίτησης του φορολογουμένου [...] για έναή περισσότερα φορολογικά έτη [...] Με την πράξη προσδιορισμούφόρου συνιστάται και βεβαιώνεται η φορολογική οφειλή ή απαίτησητου φορολογουμένου. Η πράξη αυτή καταχωρίζεται ως εισπρακτέο ήεπιστρεπτέο ποσό στα βιβλία της Φορολογικής Διοίκησης. [...]”,μεταξύ δε των πράξεων προσδιορισμού φόρου συμπεριλαμβάνεταικαι η πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου (άρθρα 30 παρ. 2 και32), ενώ στο άρθρο 42 “Επιστροφή φόρου” ορίζει ότι “1. Εάν οφορολογούμενος δικαιούται επιστροφή φόρου, η ΦορολογικήΔιοίκηση, αφού συμψηφίσει τους οφειλόμενους από τονφορολογούμενο φόρους με το ποσό προς επιστροφή, προβαίνειστην επιστροφή της τυχόν προκύπτουσας διαφοράς. 2. Τοεπιστρεπτέο ποσό καταβάλλεται στον φορολογούμενο εντόςενενήντα (90) ημερών από την υποβολή έγγραφου αιτήματος τουφορολογουμένου, εκτός εάν προβλέπεται μικρότερο διάστημα από./.άλλη διάταξη της φορολογικής νομοθεσίας. [...]”.9. Επειδή, όπως προκύπτει από τις διατάξεις πουπαρατίθενται στις σκέψεις 7 και 8, με βάση την κατ'άρθρο 67 παρ. 4του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος κοινή δήλωση πουυποβάλλουν οι σύζυγοι κατά τη διάρκεια του γάμου για ταεισοδήματά τους, αυτοτελώς λαμβανόμενα, εκδίδεται η κατ'άρθρ. 30και 32 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας πράξη διοικητικούπροσδιορισμού φόρου, με την οποία καθορίζεται, ύστερα απόχωριστό υπολογισμό στο εισόδημα καθενός από αυτούς τωναναλογούντων φόρων, τελών και εισφορών, το ποσό τηςφορολογικής οφειλής ή απαίτησης καθενός από τους συζύγους καιμε την οποία συνιστάται και βεβαιώνεται η φορολογική οφειλή ήαπαίτηση καθενός από αυτούς. Έτσι, ο Κώδικας ΦορολογίαςΕισοδήματος προβλέπει, προκειμένου περί συζύγων, αφενός ωςυπόχρεο για τον φόρο, τα τέλη και τις εισφορές που αναλογούν στοεισόδημά του, κάθε σύζυγο χωριστά και αφετέρου ως κατ'αρχήνδιαδικαστικώς υπόχρεο προς υποβολή της ως άνω κοινής δήλωσηςτον σύζυγο, ενώ ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας προβλέπει ότιη βεβαίωση του φόρου γίνεται ομοίως σε κάθε σύζυγο χωριστά.Ωστόσο, όπως προκύπτει από το υπ'αριθ. πρωτ. ΔΕΑΦ Α 1180699ΕΞ 2017/4-12-2017 έγγραφο της Αναπληρώτριας Προϊσταμένης τηςΔιεύθυνσης Εφαρμογής Άμεσης Φορολογίας της Α.Α.Δ.Ε. προς τοΔικαστήριο (αριθ. πρωτ. ΣτΕ 4402/5-12-2017) η οφειλή για φόρο,τέλη και εισφορές που αναλογούν στα εισοδήματα των συζύγων(εξακολουθεί να) βεβαιώνεται στο όνομα του συζύγου υπό την ισχύτου ν. 4172/2013. Με άλλα λόγια, η κατά τα φαινόμενα μόνοδιαδικαστική υποχρέωση του συζύγου προς υποβολή δήλωσης καιγια το εισόδημα της συζύγου του είναι εκείνη που, ελλείψει άλλουνομοθετικού ερείσματος, όπως αμέσως στη συνέχεια αναλύεται,./.επιφέρει ως άμεση συνέπεια -ενώ κατ’ άρθρο 67 παρ. 4 Κ.Φ.Ε. ηεκπλήρωση της οφειλής βαρύνει έκαστο των συζύγων- νακαταχωρίζεται ως εισπρακτέο (σε δόσεις, κατ’ άρθρο 67 παρ. 6Κ.Φ.Ε.) ή επιστρεπτέο στα βιβλία της φορολογικής Διοίκησης στοόνομα του συζύγου το ποσό που προκύπτει από την άθροιση τωνφορολογικών οφειλών αμφοτέρων των συζύγων (ποσό εισπρακτέο)ή από την άθροιση των φορολογικών απαιτήσεων αμφοτέρων τωνσυζύγων (ποσό επιστρεπτέο) ή ύστερα από συμψηφισμό τηςφορολογικής οφειλής του ενός έναντι του Δημοσίου με τηφορολογική απαίτηση του άλλου έναντι του Δημοσίου (ποσόεισπρακτέο ή επιστρεπτέο). Τούτο, ωστόσο, δεν βρίσκει έρεισμα σεάλλη διάταξη του νόμου αλλά αποτελεί τελικώς, κατ'ουσίαν,απόρροια του ότι ο σύζυγος ορίζεται κατά τον νόμο ως υπόχρεοςυποβολής δήλωσης και για τα εισοδήματα της συζύγου. Πράγματι,ήδη από την αντικατάσταση της παρ. 4 του άρθρου 74 του ν.2238/1994 (με την οποία προβλεπόταν βεβαίωση της οφειλήςφόρου, τελών και εισφορών, που αναλογούσαν στα εισοδήματα τωνσυζύγων, στο όνομα του συζύγου, και διαδικασία διαχωρισμού τηςοφειλής που προέκυπτε από την κοινή δήλωση των συζύγων) με τηδιάταξη του άρθρου 16 περ. α του ν. 3842/2010 που προέβλεψε τηνοικεία βεβαίωση χωριστά σε κάθε σύζυγο (βλ. σκέψη 6), αλλά καιυπό το ισχύον νομοθετικό καθεστώς (βλ. σκέψεις 7-8), δενπροβλέπεται βεβαίωση της οφειλής φόρου, τελών και εισφορών πουαναλογούν στα εισοδήματα των συζύγων, στο όνομα του συζύγου.Αυτό συνομολογείται στο προμνημονευόμενο ΔΕΑΦ Α 1180699 ΕΞ2017/4-12-2017 έγγραφο, στο οποίο αναφέρεται ρητώς ότι, παρά τηνανυπαρξία νομοθετικού πλαισίου υπό τον ν. 4172/2013 για τηβεβαίωση στο όνομα του συζύγου της οφειλής από φόρο, τέλη καιεισφορές που αναλογούν στα εισοδήματα των συζύγων, η εφαρμογή./.της εκκαθάρισης των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος για τουςέγγαμους λειτουργεί έτσι ώστε η σχετική οφειλή να εξακολουθεί ναβεβαιώνεται στο όνομα του συζύγου συνεπεία πρακτικώνπροβλημάτων που υπαγορεύονταν από άλλες διατάξεις νόμων (βλ.επόμενη σκέψη όπου εκτίθενται ειδικές ρυθμίσεις περί τηςφορολογίας των εγγάμων), εξετάζεται δε η δυνατότητα προσαρμογήςτου συστήματος της εκκαθάρισης των δηλώσεων φόρου εισοδήματοςμε βεβαίωση σε κάθε σύζυγο χωριστά προς συμμόρφωση με το νέονομοθετικό πλαίσιο. Έρεισμα για τη βεβαίωση των επίμαχωνεπιβαρύνσεων στο όνομα του συζύγου δεν μπορεί να παράσχει η,εκδοθείσα κατ'επίκληση των παραγράφων 5 και 8 του άρθρου 12του ν. 4174/2013, απόφαση του Γενικού Γραμματέα ΔημοσίωνΕσόδων ΠΟΛ 1274/2013 “Αποδεικτικό ενημερότητας άρθρου 12 ν.4174/2013 [...]” (Β' 3398), στο άρθρο 3 της οποίας ορίζεται ότι “1. Γιατη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας ο αιτών πρέπει σωρευτικά:α. Να μην έχει συνολικές ληξιπρόθεσμες βασικές οφειλές άνω τωντριάντα (30) ευρώ βεβαιωμένες στη Φορολογική Διοίκηση [...] 2.Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά στις ως άνω ληξιπρόθεσμες οφειλές: α.[...] Για τα φυσικά πρόσωπα που διατελούν σε γάμο, λαμβάνονταιυπόψη οι προσωπικές οφειλές κάθε συζύγου χωριστά και για τιςσυζύγους, επιπρόσθετα, οι οφειλές που είναι βεβαιωμένες στο όνοματου συζύγου τους, εφόσον σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξειςευθύνονται οι ίδιες για την καταβολή αυτών. β. [...]”. Τούτο, δε, διότιοι ως διατάξεις των παρ. 5 και 8 του άρθρου 12 του ν. 4174/2013δεν παρέχουν νομοθετική εξουσιοδότηση προς ρύθμιση τουζητήματος της βεβαίωσης στο όνομα του συζύγου της οφειλής απόφόρο, τέλη και εισφορές που αναλογούν στα εισοδήματα τωνσυζύγων. Σχετικό έρεισμα δεν μπορεί άλλωστε να παράσχει ούτε η1106485/6220/0016/ΠΟΛ 1275/2001 απόφαση του Υφυπουργού./.Οικονομικών (Β΄ 1685), της οποίας επίκληση γίνεται στο υπ'αριθ.πρωτ. ΔΗΛΕΔ Ζ 1180226 ΕΞ 2017/4-12-2017 έγγραφο τηςΠροϊσταμένης της Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης τηςΑ.Α.Δ.Ε. προς το Δικαστήριο (αριθ. πρωτ. ΣτΕ 4379/4-12-2017), καιστα άρθρα 1 και 2 της οποίας προβλέπεται, αντιστοίχως, οίκοθενσυμψηφισμός του χρεωστικού υπολοίπου που οφείλεται βάσειδήλωσης φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων με τυχόνπιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει από την εκκαθάριση τηςδήλωσης αυτής, καθώς και “τελικό πιστωτικό υπόλοιπο” πουπροκύπτει από τον συμψηφισμό των εν λόγω χρεωστικών καιπιστωτικών υπολοίπων. Και αυτό -ανεξαρτήτως του κατά πόσο η ενλόγω απόφαση, εκδοθείσα κατ’ επίκληση, μεταξύ άλλων, του ΚΕΔΕ(ν.δ. 356/1974, Α' 90), που στο άρθρο 83 προβλέπει, μεταξύ άλλων,περί αυτεπάγγελτου συμψηφισμού χρεών προς το Δημόσιο μεαπαιτήσεις των οφειλετών του κατ'αυτού, είναι, κατά το μέρος πουαφορά στις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, εφαρμοστέα μετά τονν. 4174/2013, που περιέχει ιδία ρύθμιση στο άρθρο 42 αυτού περίσυμψηφισμού κατά την επιστροφή των φόρων που εμπίπτουν στοπεδίο εφαρμογής του (πρβλ. άρθρα 2 παρ. 1, 2 παρ. 2, 6 παρ. 7ΚΕΔΕ, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 7 του ν. 4224/2013, Α'288)- προεχόντως διότι σε συμψηφισμό υπόκεινται αμοιβαίεςαπαιτήσεις, απαιτήσεις, δηλαδή, των οποίων ο οφειλέτης της μιαςείναι δανειστής της άλλης (πρβλ. ΣτΕ 3765/2013), ήτοι, ενπροκειμένω, του ή της συζύγου από τη μια πλευρά και του Δημοσίουαπό την άλλη κατά του αυτού (ή της αυτής) συζύγου. Και λαμβάνειμεν χώρα διαχωρισμός των οφειλών των συζύγων ως αποτέλεσμαδιοικητικών λύσεων που υιοθετεί η φορολογική Διοίκηση ελλείψεισχετικής πρόβλεψης υπό το ισχύον καθεστώς των Κ.Φ.Ε. (σεαντίθεση προς τη ρύθμιση της παρ. 4 του άρθρου 74 του ν../.2238/1994, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με τοάρθρο 16α του ν. 3842/2010) και Κ.Φ.Δ., τούτο, όμως, υπό τηνπροϋπόθεση της “έγκαιρης”, όπως υπογραμμίζεται από το Δημόσιοστο ΔΕΑΦ Α 1178208 ΕΗ 2017/29-11-2017 έγγραφο απόψεων (βλ.και ΔΕΑΦ Α 1180699 ΕΞ 2017/4-12-2017 έγγραφο), αίτησης τουδικαιούχου της επιστροφής συζύγου, διότι τυχόν είσπραξη τουεπιστρεπτέου ποσού από τον ένα σύζυγο, πριν από την υποβολήαίτησης διαχωρισμού από τον άλλο σύζυγο, καθιστά αδύνατη τηνεπιστροφή του στον δικαιούχο σύζυγο.10. Επειδή, όπως προαναφέρεται, ο Κώδικας ΦορολογίαςΕισοδήματος έχει διατηρήσει για τον σύζυγο, ο οποίος είναιυπόχρεος μόνο για τον φόρο που αναλογεί στο δικό του εισόδημα,την υποχρέωση να υποβάλει τη δήλωση και για το εισόδημα τηςσυζύγου, μολονότι αυτή μόνη είναι υπόχρεη για τον φόρο, τα τέληκαι τις εισφορές που αναλογούν σε αυτό. Η διατήρηση της εν λόγωυποχρέωσης δεν υπαγορεύεται συνεπώς ούτε από τις ρυθμίσεις τουΚ.Φ.Ε. περί (ουσιαστικού) υποχρέου και βαρυνόμενου με τον φόροούτε από τις ρυθμίσεις του Κ.Φ.Δ. περί χωριστής βεβαίωσης τηςοφειλής του φόρου σε κάθε σύζυγο. Εξάλλου, οι αναγόμενοι στηναντιμετώπιση τεχνικών δυσχερειών, που θα προκαλούσε η υποβολήχωριστής δήλωσης από τους συζύγους, λόγοι, όπως αυτοίαναλύονταν στην αιτιολογική έκθεση του ν. 1473/1984 (αύξηση τουαριθμού των δηλώσεων, καθυστέρηση στην εκκαθάρισή τους,σύνταξη διπλών χρηματικών καταλόγων), έχουν εκλείψει προπολλού, ενόψει και της εν τω μεταξύ αλματώδους προόδου τηςτεχνολογίας, τις δυνατότητες της οποίας υποχρεούται να αξιοποιεί ηφορολογική Διοίκηση, προς εξυπηρέτηση του έργου της (πρβλ. ΣτΕ1738/2017 Ολ. σκ. 6, 2649/2017 Ολ. σκ. 33, 2934/2017 7μ. σκ. 10),και, σε κάθε περίπτωση, από την εισαγωγή, το πρώτον κατά το έτος./.2001, της ρύθμισης περί ηλεκτρονικής υποβολής των δηλώσεωνφόρου εισοδήματος. Τέλος, η υποβολή κοινής δήλωσης τωνσυζύγων μπορεί μεν να διευκολύνει την εφαρμογή των εκάστοτεειδικών ρυθμίσεων αναφορικά με τη φορολογία των εγγάμων [τέτοιεςείναι, στον παρόντα χρόνο, και μετά την κατάργηση με το άρθρο 69παρ. 1 του ν. 4472/2017, Α' 74, της κατ'άρθρο 18 Κ.Φ.Ε. μείωσηςφόρου για ιατρικές δαπάνες, η κατ΄ άρθρο 17 Κ.Φ.Ε. μείωση φόρουγια εξαρτώμενο μέλος- ήτοι σύζυγο δίχως, όμως, φορολογητέαεισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή κατ'άρθρο 11 παρ. 1 περ. α-, οκατ'άρθρ. 30-34 Κ.Φ.Ε., όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 48παρ. 2 του ν. 4305/2014, Α' 237, εναλλακτικός προσδιορισμός τουεισοδήματος των συζύγων κατά τρόπο ώστε να χωρεί, υπό τις εκείοριζόμενες προϋποθέσεις, κάλυψη της διαφοράς μεταξύ δηλωθέντοςκαι τεκμαρτού εισοδήματος του ενός από ποσά της παρ. 2 τουάρθρου 34 του άλλου (βλ. και ΠΟΛ 1076/2015 Γ.Γ.Δ.Ε.), καθώς καιοι, κατ'άρθρ. 4 και 7 του ν. 4223/2013, ρυθμίσεις περί υπολογισμούκαι εκπτώσεων και αναστολής πληρωμής ΕΝΦΙΑ], αλλά δενπροϋποτίθεται αναγκαστικώς από αυτές, καθώς κρίσιμη είναι μόνη ηεξεύρεση του αθροίσματος των εισοδημάτων των συζύγων, το οποίο(άθροισμα) μπορεί να προκύπτει και από αυτοτελείς δηλώσεις. Τοαυτό δε ισχύει και για τη χορήγηση διαφόρων κοινωνικής φύσεωςπαροχών συναρτωμένων με την πλήρωση εισοδηματικών κριτηρίωνσε οικογενειακή βάση, καθώς και για την άντληση συναφώνπληροφοριών από διάφορους φορείς του Δημοσίου. Το ενδεχόμενομη υποβολής δήλωσης από τον ένα σύζυγο ή ελέγχου του ενός μεσυνέπεια την καθυστέρηση της εκκαθάρισης, που επισημαίνεται στοΔΗΛΕΔ Ζ 1180226 ΕΗ2017/4-12-2017 έγγραφο, υφίσταται άλλωστεκαι στην περίπτωση που, καίτοι υπόχρεος σε κοινή δήλωση, ο έναςσύζυγος δεν δηλώνει τα εισοδήματά του ή υποβάλλεται σε έλεγχο για./.αυτά. Άλλωστε, η εκ μέρους των συζύγων αυτοτελής υποβολήηλεκτρονικής δήλωσης φόρου εισοδήματος δεν προϋποθέτει ούτεσυνεπάγεται τη μεταβολή της δηλωθείσας στο Μητρώο σχέσεως τωνφορολογουμένων [βλ. άρθρο 3 παρ. 3 της 1006/31-12-2013απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων τουΥπουργείου Οικονομικών «Διαδικασία και δικαιολογητικά απόδοσηςΑριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων καιΈναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστηριότητας»(Β’ 19/10-1-2014), η οποία εκδόθηκε κατ’ επίκληση των άρθρων 10και 11 του ν. 4174/2013 και εξακολουθεί να ισχύει σύμφωνα με τοάρθρο 41 παρ. 3 περ. γ του ν. 4389/2016 (Α’ 94)]. Εξάλλου, από τηνεξεταζόμενη άποψη δεν ασκούν επιρροή -υπό την έννοια ότι δενσυνεπάγονται υποχρέωση υποβολής κοινής δήλωσης από τονσύζυγο ως υπόχρεο και για τη δήλωση των εισοδημάτων τηςσυζύγου- περιορισμοί τυχόν ανακύπτοντες από τις τεχνικέςρυθμίσεις και δυνατότητες του συστήματος της κατά την παρ. 1 τουάρθρου 67 του Κ.Φ.Ε. ηλεκτρονικής υποβολής των δηλώσεων φόρουεισοδήματος, σύμφωνα και με την αρχή ότι τα τεχνολογικά μέσα τηςΔιοίκησης πρέπει να εξελίσσονται και να προσαρμόζονται αναλόγως,ώστε να εξυπηρετούν τις ανάγκες της ορθής και αποτελεσματικήςεφαρμογής της φορολογικής νομοθεσίας και όχι η τελευταία ναερμηνεύεται και να εφαρμόζεται ενόψει των περιορισμών πουπροκύπτουν από τις υφιστάμενες τεχνικές ρυθμίσεις και δυνατότητεςτων ηλεκτρονικών συστημάτων της φορολογικής Διοίκησης (πρβλ.ΣτΕ 1445/2016 επταμ., σκέψη 8, επίσης απόφαση ΓερμανικούΣυνταγματικού Δικαστηρίου της 10-10-2017 1BvR 2019/16, παρ. 52).Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, εφόσον δεν συντρέχει λόγος και μάλισταπροφανής λόγος δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογεί τηνυποχρεωτική υποβολή κοινής δήλωσης φόρου εισοδήματος των./.συζύγων, η διάταξη του άρθρου 67 παρ. 4 του Κώδικα ΦορολογίαςΕισοδήματος, ερμηνευόμενη και υπό το φως των διατάξεων τωνάρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 2 και 5, 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 τουΣυντάγματος καθώς και του άρθρου 8 σε συνδυασμό με το άρθρο 14της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ν.δ.53/1974, Α' 256) (πρβλ. ΣτΕ 1215/2017), έχει την έννοια ότι οσύζυγος υποβάλλει κατ'αρχήν κοινή δήλωση και για το εισόδημα τηςσυζύγου του, εφόσον αμφότεροι οι σύζυγοι συναινούν, συναίνεση ηοποία μπορεί να αποτυπώνεται και στην υποβολή, καθ'εαυτήν, τηςκοινής δήλωσης, ενώ, στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδήδιατυπώνεται ρητώς προς τη φορολογική αρχή η έλλειψη τέτοιαςσυναίνεσης από έναν έστω από τους συζύγους, οι σύζυγοιδιατηρούν το δικαίωμά τους να υποβάλλουν αυτοτελώς δηλώσειςφόρου περί του εισοδήματός τους, σύμφωνα με τη διάταξη τηςπαραγράφου 1 του άρθρου 67 του ν. 4172/2013. Το ότιπροϋποτίθεται συναίνεση αμφοτέρων των συζύγων για υποβολήκοινής δήλωσης από τον σύζυγο και για το εισόδημα της συζύγουτου, συνάγεται και από τις περιπτώσεις, στις οποίες ο νομοθέτης(άρθρο 67 παρ. 4 Κ.Φ.Ε.) προβλέπει την υποβολή από τουςσυζύγους χωριστής δήλωσης του φόρου των εισοδημάτων αυτών.Ειδικότερα, στη μεν περίπτωση (α) της διακοπής της έγγαμηςσυμβίωσης κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης -ήτοι ακόμη καιαν κατά τη χρήση, κατά την οποία πραγματοποιήθηκε το εισόδημα,δεν είχε διακοπεί αυτή- τέτοια συναίνεση εκλείπει εκ των πραγμάτωνκαι αυτονοήτως, στις δε περιπτώσεις (β) της πτώχευσης ή τηςυποβολής σε δικαστική συμπαράσταση ενός από τους δύοσυζύγους, οπότε υπόχρεος σε υποβολή της δήλωσης ορίζονται οσύνδικος και ο δικαστικός συμπαραστάτης, αντιστοίχως (άρθρο 67παρ. 5 Κ.Φ.Ε.), δεν τίθεται ζήτημα τέτοιας συναίνεσης ως εκ της./.κατάστασης, στην οποία τελεί ο σύζυγος [στη μεν πτώχευσηστερείται της διοίκησης της περιουσίας του, βλ. άρθρο 17Πτωχευτικού Κώδικα, ν. 3588/2007, Α' 153, στη δε δικαστικήσυμπαράσταση αδυνατεί να φροντίσει τις υποθέσεις του ή καιεκθέτει, μεταξύ άλλων, εαυτόν σε κίνδυνο, βλ. άρθρα 1666 επ. ΑΚ,ιδίως 1676 ΑΚ για τις συνέπειες της υποβολής σε δικαστικήσυμπαράσταση και 128-129 ΑΚ ].11. Επειδή, εν προκειμένω, ο αιτών, έγγαμοςφορολογούμενος, κατ’ αρχήν υπόχρεος, κατά τα προαναφερθέντα,σύμφωνα με το άρθρο 67 παρ. 4 του ν. 4172/2013, σε υποβολήδήλωσης φόρου εισοδήματος και για τα εισοδήματα της συζύγου του,στο όνομα του οποίου χωρεί η βεβαίωση της οφειλής για φόρο, τέληκαι εισφορές που αναλογούν στα εισοδήματα τόσο του ίδιου όσο καιτης συζύγου του, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη σκέψη 9, μεέννομο συμφέρον ζητεί την ακύρωση της σιωπηρής απόρριψης τηςαίτησής του περί υποβολής χωριστής ηλεκτρονικής δήλωσης τουεισοδήματος του ιδίου και διακεκριμένα προς το εισόδημα τηςσυζύγου του. Είναι δε απορριπτέα ως αβάσιμα τα -παρά τηνπαραδοχή, με το υπόμνημα του Δημοσίου, περί δυσμενώνσυνεπειών από τη, συνεπεία της υποβολής κοινής δήλωσης, έκδοσηκοινής πράξης διοικητικού προσδιορισμού και την απομείωση τυχόνεπιστρεπτέων στον (αιτούντα) σύζυγο ποσών στο πλαίσιο της, κατάτο Δημόσιο, «λογιστικής τακτοποίησης»- περί του αντιθέτουπροβαλλόμενα με το ίδιο υπόμνημα για μη επιτρεπτό«παρεμπίπτοντα έλεγχο προσβολής εννόμων αγαθών της συζύγου»και όχι του ίδιου του αιτούντος, καθώς και για το ενδεχόμενο, στοπλαίσιο του, κατά το Δημόσιο πάντοτε, «τελικού λογιστικούσυνυπολογισμού» των αποτελεσμάτων της εκκαθάρισης του φόρουεισοδήματος των συζύγων, του συμψηφισμού οφειλών του αιτούντος./.με απαιτήσεις της συζύγου του έναντι του Δημοσίου, περίπτωσηκατά την οποία θα προέκυπτε ελάφρυνσή του. Περαιτέρω, σύμφωναμε όσα εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη, ο αιτών (όπως, κατ'επέκταση, και η σύζυγός του) έχει το δικαίωμα να υποβάλλειαυτοτελώς δήλωση φόρου περί του εισοδήματός του, σύμφωνα με τηδιάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 67 του ν. 4172/2013. Υπό ταδεδομένα αυτά, με την άπρακτη πάροδο τριμήνου από την υποβολήτης υπ'αριθ. Πρωτ. .......... αίτησης-δήλωσης συντελέσθηκεπαράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας της φορολογικήςΔιοίκησης να αποδεχθεί για τον εφεξής χρόνο χωριστή ηλεκτρονικήυποβολή δήλωσης φόρου εισοδήματος του αιτούντος (κατ'επέκτασηδε και της συζύγου του) και ως εκ τούτου, κατά τα βασίμωςπροβαλλόμενα από τον αιτούντα, πρέπει να ακυρωθεί αυτή ηπαράλειψη. Ενόψει, ωστόσο, του ότι, όπως προαναφέρεται, ο αιτώνκαι η σύζυγός του υπέβαλαν από κοινού ηλεκτρονικά στις 25-6-2017δήλωση φόρου εισοδήματος φορολογικού έτους 2016, το Δικαστήριοκρίνει ότι συντρέχει, κατ'άρθρο 50 παρ. 3 περ. β του π.δ. 18/1989(Α' 8), που προσετέθη με το άρθρο 22 του ν. 4274/2014 (Α' 147) καιεφαρμόζεται και επί παραλείψεων οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας(ΣτΕ Ολ. 4446/2015), λόγος το αποτέλεσμα της ακύρωσης να μηνανατρέξει στον χρόνο συντέλεσης της παράλειψης οφειλόμενηςνόμιμης ενέργειας αλλά σε χρόνο προγενέστερο της δημοσίευσηςτης παρούσας, να ορισθεί δε ως τέτοιο χρονικό σημείο ηπροηγούμενη ημέρα της δημοσίευσης αυτής, στην οποία πρέπει ναανατρέξει και η οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια της φορολογικήςΔιοίκησης, στην οποία και πρέπει να αναπεμφθεί προς τούτο ηυπόθεση.Δια ταύταΔέχεται την αίτηση../.Ακυρώνει την παράλειψη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ.Αμαρουσίου να αποδεχθεί, κατόπιν της υπ'αριθ. Πρωτ. ...........αίτησης-δήλωσης του αιτούντος, την υπ'αυτού υποβολή για τονεφεξής χρόνο χωριστής ηλεκτρονικής δήλωσης φόρου εισοδήματος,κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.Αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση για τις οφειλόμενεςνόμιμες ενέργειές της, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.Ορίζει ότι τα αποτελέσματα της ακύρωσης αρχίζουν από τηνπροηγούμενη ημέρα της δημοσίευσης της παρούσας απόφασης.Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη του αιτούντος, ηοποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 13 Δεκεμβρίου 2017 και ηαπόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 14ηςΦεβρουαρίου 2018.Η Πρόεδρος του Β´ Τμήματος Ο Γραμματέας του Β´ ΤμήματοςΕ. Σάρπ Ι. Μητροτάσιος./.

Η απόφαση είναι διαθέσιμη εδώ.

ΜΠρΠειρ 1703/2011 Αίτηση για θέση υπό δικαστική συμπαράσταση υποβληθείσα από τον εισαγγελέα -. Εμφάνιση της συμπαραστατέας στο ακροατήριο χωρίς τη συμπαράσταση δικηγόρου, θεωρείται δικονομικώς απούσα. Παρέμβαση σε δίκη για θέση προσώπου υπό δικ. συμπαράσταση δύνανται να ασκήσουν μόνο τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται να υποβάλλουν αίτηση για δικ. συμπαράσταση, σύμφωνα με την ΑΚ 1667 α'.

$
0
0
ΜΠρΠειρ 1703/2011
Αίτηση για θέση υπό δικαστική συμπαράσταση υποβληθείσα από τον εισαγγελέα -.
Εμφάνιση της συμπαραστατέας στο ακροατήριο χωρίς τη συμπαράσταση δικηγόρου, θεωρείται δικονομικώς απούσα. Παρέμβαση σε δίκη για θέση προσώπου υπό δικ. συμπαράσταση δύνανται να ασκήσουν μόνο τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται να υποβάλλουν αίτηση για δικ. συμπαράσταση, σύμφωνα με...
την ΑΚ 1667 α'. Οι αδελφοί των γονέων του συμπαραστατέου δεν νομιμοποιούνται να υποβάλλουν αίτηση και να ασκήσουν παρέμβαση. Συζήτηση της αίτησης παρά τη μη υποβολή της έκθεσης της Κοινωνικής Υπηρεσίας, κατά την ΑΚ 1674. Διανοητική νόσος του συμπαραστατέου εξαιτίας της οποίας αδυνατεί εν όλω να επιμελείται τις υποθέσεις της. Προσωπική επικοινωνία Δικαστηρίου με συμπαραστατέα. Οχι απαραίτητη η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Θάνατος γονέων της συμπαραστατέας, αδιαφορία του αδελφού της, που είναι ο μόνος πλησιέστερος συγγενής της. Διορισμός της θείας ως δικαστικής συμπαραστάτριας.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1703/2011
TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ)      
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Ιωάννη Ναυπλιώτη, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Πετρούλα Δαμίγου.
Συνεδρίασε κεκλεισμένων των θυρών στο ακροατήριό του στις 14-01-2011 για να δικάσει την υπόθεση:
Της αιτούσας: Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς, ..., η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Της καθ'ης η αίτηση: ..., κατοίκου Πειραιώς, η οποία εμφανίσθηκε στο ακροατήριο χωρίς να εκπροσωπείται από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η αιτούσα ζητά να γίνει δεκτή η από 15-06-2010 και με αριθμό κατάθεσης 6362/2010 αίτηση, η οποία διαβιβάσθηκε στο παρόν Δικαστήριο με το υπ'αριθμ. πρωτ. 6856/15-06-2010 έγγραφο της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς, προσδιορίστηκε για την παραπάνω αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το με ημερομηνία 01-11-2010 αποδεικτικό επιδόσεως της Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου τούτου, …, που υπάρχει στη δικογραφία, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης, με πράξη ορισμού δικασίμου και με κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην καθ'ης η αίτηση (αρθρ. 128 § 4 και 802 § 2 ΚΠολΔ). Η τελευταία εμφανίσθηκε μεν στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της αίτησης, χωρίς ωστόσο τη συμπαράσταση δικηγόρου (αρθρ. 94 § 1 ΚΠολΔ) και επομένως θεωρείται δικονομικός απούσα (ΑΠ 896/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 550/2003, Δνη 2004,1436, ΕφΠειρ 417/1984, ΠειρΝομ 1984,162, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Αρβανιτάκης), ΚΠολΔ II (2000), 743 αριθ: 1). Συνεπώς, η καθ'ης η αίτηση πρέπει να δικασθεί ερήμην. Ωστόσο, το Δικαστήριο, λαμβανομένης περαιτέρω υπ'όψιν της διάταξης του άρθρου 750 ΚΠολΔ, που αναφέρεται στο δικαίωμα του Εισαγγελέα να παρασταθεί κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 754 § 2 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 803 § 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει σήμερα, στις υποθέσεις για τη θέση προσώπου υπό καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης, παρέμβαση ή τριτανακοπή δύνανται να ασκήσουν μόνο τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται να ζητήσουν την υποβολή του σε δικαστική συμπαράσταση, τα οποία κατά τη διάταξη του άρθρου 1667 εδ. α'ΑΚ, όπως ισχύει μετά την ανπκατάστασή της με το νόμο 2447/1996, είναι ο υπό δικαστική συμπαράσταση, ο σύζυγος του, εφόσον υπάρχει έγγαμη συμβίωση, οι γονείς του, τα τέκνα του και ο Εισαγγελέας. Μεταξύ δε των προσώπων που κατά τα ανωτέρω νομιμοποιούνται να υποβάλλουν αίτηση για τη θέση προσώπου σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης δεν περιλαμβάνονται οι αδελφοί των γονέων του συμπαραστατέου, και ως εκ τούτου οι τελευταίοι δεν δικαιούνται να ασκήσουν ούτε παρέμβαση σε ανοιγείσα και εκκρεμή δίκη με αυτό το αντικείμενο. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως, η …, αδελφή της μητέρας της καθ'ης η αίτηση, παριστάμενη στο ακροατήριο μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Διονυσίου Μπαράτη, άσκησε πρόσθετη, υπέρ της αιτούσας Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς, παρέμβαση, η οποία ωστόσο πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης, σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη.
Η αιτούσα Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών ζητά να υποβληθεί σε καθεστώς πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης η …, επειδή πάσχει από διανοητική διαταραχή, συνεπεία της οποίας αδυνατεί να επιμεληθεί του εαυτού της και των υποθέσεων της γενικά, να διορισθεί δικαστικός συμπαραστάτης η …  και να ορισθεί το εποπτικό συμβούλιο αποτελούμενο από τα προτεινόμενα πρόσωπα. Μ'αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αίτηση παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739, 740 §1 και 801 §1 ΚΠολΔ), είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1666 §1 περ. α', 1667, 1669, 1672, 1684 ΑΚ, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 801, 802, 804 και 805 ΚΠολΔ όπως ισχύουν σήμερα. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησης τηρήθηκε η προβλεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 748 § 2 ΚΠολΔ και 19 § 4 ν. 2521/1997 σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 1674 ΑΚ και 796 § 3 ΚΠολΔ προδικασία, με την επίδοση ακριβούς επικυρωμένου αντιγράφου της αίτησης και της κλήσης, με σημείωση για τον προσδιορισμό της δικασίμου, στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς και στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία (βλ. αντίστοιχα τα με ημερομηνία 20-10-2010 αποδεικτικό επίδοσης των επιμελητριών του Πρωτοδικείου τούτου … και …). Πρέπει να σημειωθεί όπ στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει υποβληθεί η προβλεπόμενη από το άρθρο 1674 ΑΚ έκθεση της

κοινωνικής υπηρεσίας, ωστόσο το Δικαστήριο θα προχωρήσει στην ουσιαστική έρευνα της αίτησης χωρίς την έκθεση, καθόσον στο άρθρο 19 § 4 του ν. 2521/1997 ορίζεται ότι, αν η έκθεση αυτή δεν υποβληθεί εμπρόθεσμα, το δικαστήριο δικάζει χωρίς έκθεση, η οποία άλλωστε δεν είναι δεσμευτική, αλλα απλώς συνεκτιμάται και συνεπώς η παράλειψη προσαγωγής της έκθεσης αυτής δε δημιουργεί τυπικό απαράδεκτο για τη συζήτηση της υπόθεσης και την έκδοση σχετικής απόφασης.

Από τη συνεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ..., που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, από την (κατ'αρθρ. 804 § 1 ΚΠολΔ) προσωπική επικοινωνία του Δικαστηρίου με την συμπαραστατέα, καθώς και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζει η προσθέτως παρεμβαίνουσα τα οποία νομίμως λαμβάνονται υπ'όψιν κατ'αρθρ. 744 ΚΠολΔ, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η καθ'ης η αίτηση ..., γεννηθείσα στις 10-03-1980 (βλ. το υπ'αριθμ. πρωτ. 24583/15-03-2010 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου Πειραιώς), πάσχει από επιληψία με διαταραχές προσωπικότητας επί εδάφους νοητικής υστέρησης, συνεπεία παιδικής εγκεφαλοπάθειας, η δε ασθένεια της αυτή τυγχάνει μη ιάσιμη και επιδεινούμενη στον χρόνο (βλ. τις από 12-10-2010 και 26-05-2010 ιατρικές γνωματεύσεις του ιατρού της Υγειονομικής Διεύθυνσης (τμήμα Ν-4) του ΙΚΑ, Ανδρέα Περιοτέρη, την υπ'αριθμ. 4246/2009 γνωμάτευση της Α'βάθμιας επιτροπής του ΙΚΑ (υποκ/μα Πειραιώς) και το υπ'αριθμ. πρωτ. 33899/15-09-2009 πιστοποιητικό εξέτασης του Γενικού Νοσοκομείου Νίκαιας «ʼγιος Παντελεήμων»). Λόγω της διανοητικής νόσου από την οποία πάσχει η καθ'ης, αυτή αδυνατεί εν όλω να φροντίζει μόνη της για τις υποθέσεις της, γεγονός για το οποίο το Δικαστήριο πείσθηκε τόσο από τα προαναφερόμενα ιατρικά πιστοποιητικά όσο και από την προσωπική επικοινωνία με αυτήν. Περαιτέρω, εφόσον από τα προσκομιζόμενα έγγραφα προκύπτει το είδος και ο βαθμός της διανοητικής νόσου από την οποία πάσχει η συμπαραστατέα, δεν απαιτείται να διαταχθεί η διενέργεια σχετικής πραγματογνωμοσύνης (άρθρο 804 § 2 ΚΠολΔ), και πρέπει, επομένως, η καθ'ης να τεθεί σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση και να διορισθεί η θεία της (αδελφή της αποβιώσασας μητέρας της) … προσωρινή δικαστική συμπαραστάτρια αυτής για το διάστημα από τη δημοσίευση μέχρι την τελεσιδικία της παρούσας απόφασης και οριστική δικαστική συμπαραστάτρια για τον χρόνο μετά την τελεσιδικία της απόφασης. Η θεία της συμπαραστατέας, …, διατηρεί με την ανιψιά της, σχέση αγάπης και στοργής, και επιμελείται εδώ και χρόνια του προσώπου της και των υποθέσεων της, συνακόλουθα δε κρίνεται ότι παρέχει τα εχέγγυα ότι θα ασκήσει με επάρκεια και συνέπεια το λειτούργημα της. Να σημειωθεί ότι οι γονείς της συμπαραστατέας, …  έχουν αποβιώσει (βλ. τις υπ'αριθμ. 109/Γ/1998 και 42/Β/2002 ληξιαρχικές πράξεις θανάτου που συνέταξε ο ληξίαρχος Πειραιώς), ο δε ευρισκόμενος στη ζωή πλησιέστερος συγγενής της συμπαραστατέας και συγκεκριμένα ο αδελφός της …, δεν κρίνεται κατάλληλος να διορισθεί δικαστικός συμπαραστάτης αυτής, καθώς δεν δείχνει ενδιαφέρον για τη φροντίδα της, σύμφωνα με την ένορκη περί τούτου κατάθεση του προαναφερόμενου μάρτυρα. Τέλος, κατάλληλα πρόσωπα για να διορισθούν ως μέλη του εποπτικού συμβουλίου (άρθρα 1682, 1634 ΑΚ) είναι οι θείοι αυτής: α) …, ως πρόεδρος, β) …, και γ) …, ως μέλη, ήτοι πρόσωπα που κρίνονται ικανά να ασκήσουν με συνέπεια το λειτούργημα τους. Πρέπει, συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή κατ'ουσίαν, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό, το οποίο πρέπει να καταχωρηθεί στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου (άρθρο 1675 ΑΚ). Πρέπει, επίσης, να διαταχθεί η επίδοση της απόφασης στα πρόσωπα της παραγράφου 4 του άρθρου 802 ΚΠολΔ, και ειδικότερα ως προς τη συμπαραστατούμενη πρέπει να γίνει γνωστοποίηση της απόφασης σ'αυτήν με την υπενθύμιση του δικαιώματός της να ασκήσαει ένδικα μέσα κατα της απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην της καθ'ης η αίτηση.
Απορρίπτει την πρόσθετη παρέμβαση.
Δέχεται την αίτηση.
Υποβάλει σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση την …., γεννηθείσα στις 10-03-1980, κάτοικο Πειραιώς (οδός …).
Διορίζει την …, κάτοικο Πειραιώς (…), προσωρινή δικαστική συμπαραστάτρια για το χρονικό διάστημα έως την τελεσιδικία της παρούσας και οριστική δικαστική συμπαραστάτρια για τον χρόνο μετά την τελεσιδικία της παρούσας.
Αναθέτει εν όλω την επιμέλεια του προσώπου της στην ίδια ως άνω …..
Διορίζει εποπτικό συμβούλιο της δικαστικής συμπαραστάσεως αποτελούμενο από τους: α) …, κάτοικο Πειραιώς (οδός …), ως πρόεδρο, β) …, κάτοικο Ασπρόπυργου Αττικής (οδός ..) και γ) …, κάτοικο Πειραιώς (οδός …), ως μέλη.
Διατάσσει την καταχώρηση του διατακτικού της παρούσας απόφασης στο οικείο ειδικό βιβλίο που τηρείται για το σκοπό αυτό στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου.
Διατάσσει την, επιμέλεια της Γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου, επίδοση της παρούσας απόφασης α) στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, β) στη δικαστική συμπαραστάτρια, …, γ) στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία και δ) στην συμπαραστατούμενη, ως και τη γνωστοποίηση της παρούσας απόφασης στην τελευταία με την υπενθύμιση σ'αυτήν του δικαιώματος της ν'ασκήσει ένδικα μέσα κατ'αυτής.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά στις 22-3-2011.

Ο Δικαστής                 Η Γραμματέας

ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ - Ζητήματα που ανακύπτουν στη δικαστική συμπαράσταση προσώπου ανίκανου για δικαιοπραξία σε Αστικό Δίκαιο, Ειδικά θέματα Α. Πράξεις του δικαστικού συμπαραστάτη Οι διατάξεις περί δικαστικής συμπαράστασης στον Αστικό Κώδικα (άρθρα 1666 έως και 1688) δεν κάνουν ειδική αναφορά στις πράξεις που μπορεί να

$
0
0
Ζητήματα που ανακύπτουν στη δικαστική συμπαράσταση προσώπου ανίκανου για δικαιοπραξία
σε Αστικό Δίκαιο, Ειδικά θέματα
Α. Πράξεις του δικαστικού συμπαραστάτη
Οι διατάξεις περί δικαστικής συμπαράστασης στον Αστικό Κώδικα (άρθρα 1666 έως και 1688) δεν κάνουν ειδική αναφορά στις πράξεις που μπορεί να...
επιχειρεί ο δικαστικός συμπαραστάτης, είτε μόνος, χωρίς τη σύμπραξη οιουδήποτε άλλου, είτε μετά σύμφωνη γνώμη του εποπτικού συμβουλίου, είτε κατόπιν αδείας του Δικαστηρίου, προηγηθείσης σχετικής γνωμοδότησης του εποπτικού συμβουλίου. Πλην όμως και ειδικά για την περίπτωση της στερητικής δικαστικής συμπαράστασης (είτε πλήρους, είτε επικουρικής), το άρθρο 1682 ΑΚ προβλέπει ότι, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις του θεσμού της επιτροπείας ανηλίκων (άρθρα 1589 έως και 1654 ΑΚ).
Ως εκ τούτου, διακρίνονται οι εξής περιπτώσεις:

i) Πράξεις για τις οποίες ΔΕΝ χρειάζεται η άδεια ή έγκριση του εποπτικού συμβουλίου ή/και του δικαστηρίου:

1) Η κατάρτιση, παρουσία εκπροσώπου του εποπτικού συμβουλίου, απογραφής της περιουσίας που υπάρχει ήδη ή περιέρχεται στον συμπαραστατούμενο μετά τον διορισμό του δικαστικού συμπαραστάτη. Ο νόμος δεν θέτει προθεσμία για την απογραφή, από τη διατύπωση ωστόσο και το σκοπό των σχετικών διατάξεων προκύπτει ότι ο δικαστικός συμπαραστάτης οφείλει να προβεί στις σχετικές ενέργειες το συντομότερο δυνατό μετά την ανάληψη των καθηκόντων του.
Ο δικαστικός συμπαραστάτης επίσης δικαιούται και, ύστερα από παραγγελία του εποπτικού συμβουλίου, οφείλει, να ζητήσει τη σύνταξη δικαστικής απογραφής, δηλαδή απογραφής που διατάσσεται από τον Ειρηνοδίκη της περιφέρειας όπου βρίσκεται η περιουσία του συμπαραστατούμενου. Η δικαστική απογραφή διενεργείται από Συμβολαιογράφο, παρουσία του δικαστικού συμπαραστάτη, ενός εκπροσώπου του εποπτικού συμβουλίου, ενώ καλείται να παραστεί και ο συμπαραστατούμενος.

2) Η πρόκληση απόφασης του εποπτικού συμβουλίου που να ορίζει κατά προσέγγιση την ετήσια δαπάνη για την κάλυψη των αναγκών του συμπαραστατουμένου. Ούτε εδώ ορίζεται συγκεκριμένη προθεσμία, ωστόσο γίνεται δεκτό ότι και αυτή η πράξη εντάσσεται στα καθήκοντα που πρέπει να επιτελέσει ο δικαστικός συμπαραστάτης το συντομότερο δυνατό. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ δικαστικού συμπαραστάτη και εποπτικού συμβουλίου ως προς την ετήσια δαπάνη, αποφασίζει το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του δικαστικού συμπαραστάτη ή και αυτεπαγγέλτως. Τέτοια διαφωνία θα υπάρχει όταν π.χ το εποπτικό συμβούλιο ήταν ιδιαίτερα φειδωλό στην εκτίμηση των ετήσιων δαπανών, με αποτέλεσμα να δεσμεύει υπερβολικά το δικαστικό συμπαραστάτη (1682 συνδ. 1612 αναλ. ΑΚ).

3) Η τοποθέτηση σε ασφαλή τράπεζα ή άλλο κατάλληλο πιστωτικό ίδρυμα τίτλων και πολύτιμων αντικειμένων του συμπαραστατουμένου, όπως είναι τα δημόσια χρεόγραφα, οι ομολογίες, οι μετοχές ανωνύμων εταιρειών, τα κοσμήματα, συλλεκτικά νομίσματα κλπ. Το εποπτικό συμβούλιο οφείλει να εκτελεί περιοδικούς ελέγχους όταν το κρίνει σκόπιμο και υποχρεωτικά μία φορά το έτος αναφορικά με το αν ο δικαστικός συμπαραστάτης εκπληρώνει την υποχρέωσή του αυτή (1682 συνδ. 1614 αναλ. ΑΚ).

4) Η διενέργεια κάθε πράξης τακτικής διαχείρισης της περιουσίας του συμπαραστατούμενου, ιδίως η πληρωμή χρεών και η είσπραξη απαιτήσεων, όπως π.χ μισθωμάτων (1682 συνδ. 1615 αναλ. ΑΚ).
Η σχετική εξουσία του δικαστικού συμπαραστάτη υπόκειται στους περιορισμούς των πράξεων που αυτός δεν μπορεί να ενεργεί χωρίς την άδεια ή την έγκριση του εποπτικού συμβουλίου ή/και του δικαστηρίου (βλέπετε κατωτέρω).
Ως επιτρεπτές πράξεις διαχείρισης έχουν κριθεί από τη θεωρία και τη νομολογία η σύναψη μακροπρόθεσμου άτοκου δανείου, η εκποίηση κινητών, εφόσον δεν προσλαμβάνει τέτοια έκταση ώστε να συντρέχει περίπτωση εκποίησης του συνόλου ή μέρους της περιουσίας, η οπισθογράφηση συναλλαγματικής, γραμματίου σε διαταγή ή επιταγής και η συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη για την εξάλειψη υποθήκης επί ακινήτου του συμπαραστατούμενου, η παροχή εντολής σε Δικηγόρο να ενεργεί κάθε δικαστική ή εξώδικη πράξη αναγκαία για τη διαχείριση της περιουσίας του συμπαραστατούμενου, εφόσον δεν εμπίπτουν σε αυτές για τις οποίες απαιτείται άδεια του εποπτικού συμβουλίου ή/και του Δικαστηρίου (βλέπετε κατωτέρω), καθώς και κάθε δικαστικού ή εξωδίκου συντηρητικού μέτρου για την αποτροπή ζημίας στην περιουσία του συμπαραστατούμενου, όπως η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης ή υποθήκης και η σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων.

ii) Πράξεις με μόνη την άδεια ή έγκριση του εποπτικού συμβουλίου (δηλ. χωρίς να χρειάζεται άδεια του Δικαστηρίου):

1) Η επωφελής τοποθέτηση των χρημάτων του συμπαραστατουμένου. Συγκεκριμένα, αν στην περιουσία του συμπαραστατουμένου υπάρχουν ή περιέλθουν κατά τη διάρκεια της συμπαράστασης μετρητά χρήματα, ο δικαστικός συμπαραστάτης οφείλει χωρίς καθυστέρηση να χρησιμοποιήσει παραγωγικά ή να τοποθετήσει κατά τρόπο επωφελή (π.χ. τραπεζική κατάθεση, επένδυση σε ακίνητα) το ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση της ετήσιας δαπάνης. Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η τοποθέτηση των χρημάτων προσδιορίζεται από τον δικαστικό συμπαραστάτη και εγκρίνεται από το εποπτικό συμβούλιο. Αν το τελευταίο αρνείται την έγκριση, τότε αποφασίζει το δικαστήριο (1682 συνδ. 1613 αναλ. ΑΚ).
2) Η μίσθωση ή εκμίσθωση ακινήτων στο όνομα του συμπαραστατουμένου (1682 συνδ. 1619 περ. 1 αναλ. ΑΚ). Η άδεια δίνεται ενόψει συγκεκριμένης πράξης. Σε περίπτωση άρνησης του εποπτικού συμβουλίου να χορηγήσει την άδεια, αποφασίζει το δικαστήριο (1682 συνδ. 1622 αναλ. ΑΚ).
3) Η άσκηση εμπράγματης αγωγής για ακίνητο ή άλλη αγωγή με αντικείμενο που λόγω ποσού υπάγεται στην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ή αγωγή που αφορά στην προσωπική κατάσταση. Η έλλειψη της άδειας εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (1682 συνδ. 1621 αναλ. ΑΚ). Σε περίπτωση άρνησης του εποπτικού συμβουλίου να χορηγήσει την άδεια, τότε αποφασίζει το δικαστήριο (1682 συνδ. 1622 αναλ. ΑΚ).
4) Κάθε άλλη πράξη που υπερβαίνει τα όρια της τακτικής διαχείρισης, όπως έχει περιγραφεί ανωτέρω.

iii) Πράξεις μόνο με άδεια του Δικαστηρίου ύστερα από γνωμοδότηση του εποπτικού συμβουλίου (1682 και 1624 ΑΚ):

1) Η διάθεση της περιουσίας του συμπαραστατουμένου συνολικά ή κατά ένα μέρος της. Τέτοιου είδους διάθεση υπάρχει και όταν τα εκποιούμενα περιουσιακά στοιχεία αντιπροσωπεύουν ιδιαίτερα μεγάλη αξία σε συνάρτηση με την εναπομένουσα περιουσία. Η εκποίηση κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας υπάγεται κατ’ αρχήν στη διάταξη αυτή.
2) Η εκποίηση ή απόκτηση με αντάλλαγμα ακινήτου ή εμπράγματου δικαιώματος σε ξένο ακίνητο.
3) Η εκχώρηση απαίτησης που έχει ως αντικείμενο τη μεταβίβαση ακινήτου στον συμπαραστατούμενο.
4) Η εκποίηση τίτλων (μετοχές, συναλλαγματικές, ομολογίες) και πολύτιμων αντικειμένων.
5) Η επιχείρηση οποιουδήποτε έργου σε ακίνητο του συμπαραστατουμένου που η δαπάνη του υπερβαίνει το ποσό που έχει προσδιοριστεί από το εποπτικό συμβούλιο για την ετήσια δαπάνη του συμπαραστατουμένου.
6) Η εκποίηση εμπορικής, βιομηχανικής ή άλλης επιχείρησης που περιλαμβάνεται στην περιουσία του συμπαραστατουμένου, η απόφαση της διάλυσης και της εκκαθάρισής της, καθώς και η ίδρυση νέας επιχείρησης.
7) Η εκμίσθωση ακινήτου του συμπαραστατουμένου για χρόνο που υπερβαίνει τα εννέα έτη.
8) Η παροχή ή αποδοχή δανείου.
9) Η παραίτηση από ασφάλεια για απαίτηση του συμπαραστατουμένου ή η μείωση μιας τέτοιας ασφάλειας.
10) Η σύναψη συμβιβασμού ή συμφωνίας διαιτησίας για αντικείμενο που η αξία του υπερβαίνει το ποσό της ετήσιας δαπάνης που έχει προσδιοριστεί από το εποπτικό συμβούλιο (βλέπετε και ανωτέρω σημείο 5, καθώς και i2).
11) Η εγγύηση ή αναδοχή από επαχθή αιτία ξένου χρέους.
12) Η αποποίηση κληρονομίας ή η παραίτηση από τη νόμιμη μοίρα κληρονομιάς που επάγεται στον συμπαραστατούμενο.
13) Η αποδοχή κληροδοσίας ή δωρεάς που συνεπάγεται βάρη.
14) Η αποποίηση κληροδοσίας που περιέρχεται στον συ¬μπαραστατούμενο.

Πράξεις που επιχείρησε ο δικαστικός συμπαραστάτης χωρίς την τήρηση των σχετικών διατυπώσεων (γνωμοδότηση του εποπτικού συμβουλίου και άδεια του δικαστηρίου) είναι άκυρες (1682 συνδ. 1630 αναλ. ΑΚ). Επίσης, μια τέτοια συμπεριφορά του δικαστικού συμπαραστάτη, αφενός γεννά ευθύνη να αποζημιώσει τον συμπαραστατούμενο (1682 συνδ. 1632 αναλ. ΑΚ) και αφετέρου μπορεί να οδηγήσει και στην παύση του (1682 συνδ. 1651 αναλ. ΑΚ).

Εκτός από τους ανωτέρω γενικούς διαχειριστικούς όρους, ο δικαστικός συμπαραστάτης οφείλει να τηρεί και τυχόν ειδικούς διαχειριστικούς όρους. Συγκεκριμένα, ο δικαστικός συμπαραστάτης οφείλει να διοικεί την περιουσία που παραχωρήθηκε στον συμπαραστατούμενο με χαριστική πράξη εν ζωή ή που περιήλθε σ’ αυτόν με διαθήκη σύμφωνα με τους όρους που έθεσε ο δωρητής ή ο διαθέτης. Το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει παρέκκλιση από τους όρους αυτούς, αν το επιβάλλει το συμφέρον του συμπαραστατουμένου (1682 συνδ. 1616 παρ. 1 αναλ. ΑΚ). Αν όμως ο δωρητής ή διαθέτης ορίσουν να μην έχει τη διοίκηση της περιουσίας ο δικαστικός συμπαραστάτης, το Δικαστήριο διορίζει ειδικό δικαστικό συμπαραστάτη (1682 συνδ. 1616 παρ. 2 αναλ. ΑΚ).

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο νόμος (1623 ΑΚ) παρέχει τη δυνατότητα στον δικαστικό συμπαραστάτη να λαμβάνει γενική άδεια από το δικαστήριο, ύστερα από γνωμοδότηση του εποπτικού συμβουλίου, για να επιχειρεί απεριορίστως τις εξής πράξεις: α) την εκμίσθωση η μίσθωση ακινήτων, ως και β) την επιχείρηση κάθε άλλης πράξης που υπερβαίνει τα όρια της τακτικής διαχείρισης, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που αναφέρονται παραπάνω (1 έως και 14).

Η άδεια αυτή ονομάζεται γενική και έχει ευρύτερο περιεχόμενο και κατοχυρώνει εκ των προτέρων τον δικαστικό συμπαραστάτη χωρίς να απαιτείται αυτός να ζητεί κάθε φορά άδεια. Η συγκεκριμένη άδεια χορηγείται από το Δικαστήριο, εφόσον το τελευταίο κρίνει ότι αυτή είναι αναγκαία ή ωφέλιμη για τη διοίκηση της περιουσίας του συμπαραστατούμενου και ιδίως για την εκμετάλλευση επιχείρησής του. Με τον ίδιο τρόπο και με τις ίδιες προϋποθέσεις μπορεί να δοθεί γενική άδεια για δανεισμό επ΄ ονόματι του συμπαραστατούμενου, για αναδοχή ξένου χρέους και για παροχή εγγυήσεως για χάρη της εκμετάλλευσης επιχείρησης του συμπαραστατούμενου. Το δικαστήριο μπορεί να χορηγεί την άδεια υπό προϋποθέσεις ή να θέτει όρια και περιορισμούς. Η υπέρβαση των ορίων αυτών εξομοιώνεται με πράξη που επιχειρείται χωρίς άδεια και συνεπάγεται ακυρότητα.

iv) Πράξεις απαγορευμένες για τον δικαστικό συμπαραστάτη, με ή χωρίς άδεια:

1) Δικαιοπραξίες με χαριστική αιτία σε βάρος της περιουσίας του συμπαραστατούμενου, όπως η δωρεά, το χρησιδάνειο, η άφεση χρέους και το άτοκο δάνειο. Εξαιρούνται οι χαριστικές δικαιοπραξίες που επιβάλλονται από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους κοινωνικής ευπρέπειας (1682 συνδ. 1617 αναλ. ΑΚ).
2) Xρήση για δικό του λογαριασμό της περιουσίας του συμπαραστατούμενου, ιδίως μετρητά χρήματα (1682 συνδ. 1618 αναλ. ΑΚ).

Πράξεις που έγιναν παρά την απαγόρευση είναι άκυρες. Την ακυρότητα προτείνει ο δικαστικός συμπαραστάτης, ο συμπαραστατούμενος και οι ειδικοί ή καθολικοί διάδοχοί του (1682 συνδ. 1630 ΑΚ). Επίσης, η παράβαση της απαγόρευσης γεννά ευθύνη του δικαστικού συμπαραστάτη προς αποζημίωση του συμπαραστατούμενου (1682 συνδ. 1632 ΑΚ) και μπορεί να οδηγήσει και στην παύση του από το Δικαστήριο, με αίτηση του εποπτικού συμβουλίου ή και αυτεπαγγέλτως (1682 συνδ. 1651 ΑΚ).
Β.1. Αρμοδιότητες του εποπτικού συμβουλίου

Το εποπτικό συμβούλιο έχει τόσο γενική αρμοδιότητα, που συνίσταται στην εν γένει εποπτεία του έργου του δικαστικού συμπαραστάτη, όσο και επί μέρους ειδικές αρμοδιότητες, οι οποίες καθιερώνονται με ειδικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα:
• Η γενική αρμοδιότητα του εποπτικού συμβουλίου συνίσταται στην εν γένει εποπτεία της δράσης του δικαστικού συμπαραστάτη. Η εποπτεία αυτή διατυπώνεται ρητά στην 1642 ΑΚ, ως η κατεξοχήν αρμοδιότητα του εποπτικού συμβουλίου. Εποπτεία σημαίνει επιτήρηση, προληπτικό και κατασταλτικό έλεγχο, συμβουλές προς τον δικαστικό συμπαραστάτη, συνεργασία με αυτόν και αν υπάρχει σπουδαίος λόγος, αίτηση παύσης του δικαστικού συμπαραστάτη (1681 συνδ. 1651 αναλ. ΑΚ).
• Οι ειδικές αρμοδιότητες του εποπτικού συμβουλίου διακρίνονται σε αδειοδοτικές-γνωμοδοτικές, ελεγκτικές, και αποφα¬σιστικές – δικαιοδοτικές, όπως αυτές αναλύονται ανά κατηγορία αμέσως κατωτέρω:

i) Αδειοδοτικές-Γνωμοδοτικές:
– η παροχή άδειας στον δικαστικό συμπαραστάτη για τη διενέργεια μιας σειράς σοβαρών ενεργειών, χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου (βλέπετε ανωτέρω υπό ii).
– η γνωμοδότηση πριν την παροχή άδειας από το Δικαστήριο στον δικαστικό συμπαραστάτη για τη διενέργεια συγκεκριμένων ενεργειών (βλέπετε ανωτέρω υπό iii).
– Η γνωμοδότηση προς το Δικαστήριο για εισαγωγή του συμπαραστατούμενου σε ειδικό ίδρυμα, σε περίπτωση που η σωματική, ψυχική ή πνευματική κατάστασή του το επιβάλει, ύστερα από αίτηση του δικαστικού συμπαραστάτη ή και αυτεπαγγέλτως με πρόταση του εποπτικού συμβουλίου (1682 συνδ. 1609 αναλ. ΑΚ).

ii) Ελεγκτικές:
– Ο έλεγχος της ετήσιας λογοδοσίας του δικαστικού συμπαραστάτη προς το εποπτικό συμβούλιο, ή της λογοδοσίας κατά αραιότερα χρονικά διαστήματα, που δεν ξεπερνούν ωστόσο την πενταετία, αν υπάρχει σχετική απόφαση του εποπτικού συμβουλίου (1682 συνδ. 1626 αναλ. ΑΚ).
– Το δικαίωμα υποβολής στο Δικαστήριο αίτησης παύσης του δικαστικού συμπαραστάτη όταν συντρέχει σπουδαίος λόγος, όπως ιδίως η παραμέληση των καθηκόντων του (1682 συνδ. 1651 αναλ. ΑΚ).
– Ο έλεγχος της ασφαλούς τοποθέτησης των τίτλων (μετοχών, χρεογράφων, ομολογιών, συναλλαγματικών) και πολύτιμων αντικειμένων του συμπαραστατούμενου σε τράπεζα ή άλλο κατάλληλο πιστωτικό ίδρυμα, όποτε το εποπτικό συμβούλιο το κρίνει αναγκαίο, και τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος (1682 συνδ. 1614 εδ. 2 αναλ. ΑΚ).
– Η παρουσία του εποπτικού συμβουλίου δι’ ενός εκπροσώπου του κατά την απογραφή της περιουσίας του συμπαραστατούμενου που διενεργείται από τον δικαστικό συμπαραστάτη αμέσως μόλις αναλάβει καθήκοντα (1682 συνδ.1611 παρ.1 αναλ. ΑΚ).

iii) Αποφασιστικές-δικαιοδοτικές:
– Ο προσδιορισμός της ετήσιας δαπάνης για τη λειτουργία της δικαστικής συμπαράστασης, μετά από αίτηση του δικαστική συμπαραστάτη αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του (1682 συνδ. 1612 αναλ. ΑΚ).

Β.2. Η ευθύνη των μελών του εποπτικού συμβουλίου
Τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου ευθύνονται σε αποζημίωση απέναντι στον συμπαραστατούμενο, όπως ακριβώς και ο δικαστικός συμπαραστάτης (1682 συνδ. 1632 αναλ. ΑΚ), ήτοι για κάθε παράβαση των καθηκόντων τους από δόλο ή αμέλεια, άρα δεν απαλλάσσονται ούτε για ελαφριά αμέλεια.

Για να γεννηθεί η ευθύνη αυτή, θα πρέπει να υπάρχει παράβαση των καθηκόντων τους, ως μελών του εποπτικού συμβουλίου. Παραδείγματος χάριν, τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου θα ευθύνονται ενδεικτικά και όχι περιοριστικά, εάν γνωμοδότησαν υπέρ της παροχής άδειας από το Δικαστήριο προς εκποίηση ακινήτου, η οποία εν τέλει απέβη επιζήμια (ΑΚ 1624 § 1 αρ. 2), αν ενέκριναν μη συμφέρουσα τοποθέτηση κεφαλαίων του συμπαραστατούμενου που είχε προσδιορίσει ο δικαστικός συμπαραστάτης (1682 συνδ. 1613 εδ. 2 αναλ. ΑΚ), αν ενέκρι¬ναν ετήσια λογοδοσία που παρουσίαζε ατασθαλίες, αν έδωσαν άδεια για την έγερση προφανώς αβάσιμης αγωγής ή για επιζήμια παραίτηση από αγωγή που ήδη ασκήθηκε (1682 συνδ. 1621 § 2 αναλ. ΑΚ), αν απουσίασαν χωρίς σπουδαίο λόγο, αν και κλήθηκαν, από τη συνεδρίαση του εποπτικού συμβουλίου, με αποτέλεσμα λόγω μη απαρτίας να ματαιωθεί και να μη ληφθεί αναγκαία απόφαση. Εύλογα βέβαια, πρέπει να έχει επέλθει βλάβη στον συμπαραστατούμενο από την παράβαση των καθηκόντων των μελών του εποπτικού συμβουλίου, για να γεννηθεί υποχρέωση προς αποζημίωση.

Σύμφωνα με τη θεωρία, εάν η απόφαση του εποπτικού συμβουλίου, η οποία οδήγησε σε βλάβη των συμφερόντων του συμπαραστατούμενου, δεν ήταν ομόφωνη, δεν ευθύνονται τα μέλη που μειοψήφησαν. Καθώς δε ο νόμος δεν προβλέπει κάτι σχετικό (480 ΑΚ), υπάρχει η άποψη ότι η ευθύνη δεν είναι εις ολόκληρον, δηλαδή κάθε μέλος του εποπτικού συμβουλίου ευθύνεται κατά ίσα μέρη, επί του ποσού που προκύπτει μετά τη διαίρεση του ποσού της αποζημίωσης διά του αριθμού των μελών.

Ο δόλος ή η αμέλεια κρίνονται βάσει των στοιχείων που υπάρχουν κατά τη στιγμή της απόφασης. Έτσι, δεν ευθύνεται το μέλος του εποπτικού συμβουλίου, αν μια προφανώς συμφέρουσα κατά τον χρόνο της γνωμοδότησης εκποίηση κατέστη μεταγενέστερα επιζήμια, λόγω υπερτιμήσεως του ακινήτου ή εξαιτίας αλλαγής των όρων δόμησης της περιοχής. Επιπλέον, το εποπτικό συμβούλιο έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να ζητήσει την παύση του δικαστικού συμπαραστάτη και συνεπώς ευθύνονται τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου αν παρέλειψαν από πρόθεση ή αμέλεια να ζητήσουν την παύση του, με αποτέλεσμα από την καθυστέρηση αυτή να επέλθει βλάβη στον συμπαραστατούμενο (1682 συνδ. 1651 αναλ. ΑΚ).

http://www.taxlaw.gr/

ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ - ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΙΔΗ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΤΗ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΕΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ - ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ

$
0
0
1. Νομοθετική ρύθμιση
α. Το    άρθρο 1672 ΑΚ ορίζει στο β’ εδάφιο για τον προσωρινό δικαστικό συμπαραστάτη ότι «η    εξουσία του περιλαμβάνει κάθε ασφαλιστικό μέτρο απαραίτητο για να    αποφευχθεί σοβαρός κίνδυνος για το    πρόσωπο ή   την περιουσία του συμπαραστατέου», ενώ κατά το    άρθρο 805.3 ΚΠολΔ  ο προσωρινός ...
συμπαραστάτης «εκτός από τις εξουσίες που του παρέχει το ουσιαστικό δίκαιο, παραστέκει τον συμπαραστατέο στη διενέργεια κάθε διαδικαστικής πράξης και την άσκηση ενδίκων μέσων» σε    κάθε δίκη που αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του.β. Η   απουσία άλλης διατάξεως, πέραν των ανωτέρω, που να    ρυθμίζει την έκταση της εξουσίας του προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη, δίνει εκ    πρώτης όψεως την εντύπωση ότι όλες οι   περιπτώσεις προσωρινού συμπαραστάτη καταλαμβάνονται από τις δύο αναφερόμενες διατάξεις. Απόρροια αυτού φαίνεται να    είναι η  παραδοχή1   ότι το    εύρος της εξουσίας του προσωρινού συμπαραστάτη είναι πιο μικρό σε    σχέση με    του οριστικού σε κάθε περίπτωση.γ. Ότι όμως τέτοια παραδοχή δεν ικανοποιεί σε    ορισμένες περιπτώσεις από πρακτικής πλευράς ούτε είναι στη γενίκευσή της δογματικά δόκιμη, επιχειρεί να καταδείξει τούτη η   συμβολή στην ερμηνεία του άρθρου 1672 ΑΚ, προτείνοντας διαφοροποίηση -   κλιμάκωση του εύρους των εξουσιών του προσωρινού συμπαραστάτη ανάλογα με    το    «είδος» αυτού ή,   ακριβέστερα, ανάλογα με    το    στάδιο στο οποίο βρίσκεται η   διαδικασία της δικαστικής συμπαραστάσεως κατά το διορισμό του προσωρινού συμπαραστάτη, όπως εκτίθεται κατωτέρω στις παρ. 4    & 5, αφού προηγηθούν ορισμένες σκέψεις απαραίτητες για τη    θεμελίωση των θέσεων που προτείνονταιεδώ.*  Αφιερώνεται στη μνήμη του Καθηγητή Θ.    Παπαχρίστου -  Εισήγηση στο 3ο πανελλήνιο συνέδριο της Εταιρίας Οικογενειακού Δικαίου την 20-11-2015 στη Θεσσαλονίκη. 1 Κακατσάκης,  ΣΕΑΚ 1672 σελ. 1104 αρ. 1.   Ομοίως Αγγέλα Γεωργιάδη,  σε    Γεωργιάδη /  Σταθόπουλου ΑΚ 1672 αρ. 8   επ. και Γ. Μπαμπέτας,  σχόλιο στην απόφαση ΜΠρΑθ 612/2015 σε ΧρΙδΔ  2015 σελ. 509: «εν συγκρίσει με την εξουσία του οριστικού δικαστικού συμπαραστάτη, εκείνη του προσωρινού είναι ουσιωδώς περιορισμένη».2.  Ανεπίτρεπτος  ο  «νομικός  θάνατος»  (capitis  deminutio)  φυσικών προσώπωνα. Κάθε φυσικό πρόσωπο έχει ικανότητα δικαίου2• πλήρη μεν, υπό την έννοια ότι μπορεί να είναι φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, από και διά της γεννήσεώς του,• περιορισμένη δε    (ως φορέας μόνο δικαιωμάτων, κατ’  αρχήν3) ήδη από την κυοφορία του. β. Αντιθέτως, δικαιοπρακτική ικανότητα πλήρη (με την έννοια της δυνατότητας αυτοδεσμεύσεως με έγκυρη δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως) δεν απονέμει το    δίκαιο σε    κάθε φυσικό πρόσωπο, αλλά μόνο στους• ενήλικους4  (δηλαδή με συμπληρωμένο το    18 έτος της ηλικίας τους)• που δεν τελούν σε καθεστώς δικαστικής συμπαραστάσεως5 και• κατά τη στιγμή της δηλώσεως της βουλήσεώς τους έχουν συνείδηση των πράξεών τους και δεν βρίσκονται σε    ψυχική ή   διανοητική διαταραχή που να    περιορίζει αποφασιστικά τη    λειτουργία της βουλήσεώς τους6.γ. Η    έλλειψη δικαιοπρακτικής ικανότητας δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν συνάπτονται δικαιοπραξίες που αφορούν τους δικαιοπρακτικά ανίκανους, αλλά απλώς ότι αυτοί συνάπτουν δικαιοπραξίες δια των νομίμων αντιπροσώπων τους7 (και όχι αυτοπροσώπως).2 ΑΚ 34 –   36. Ο    επιβαλλόμενος από τη    διάταξη του άρθρου 2.1 Σ   «σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου επιτάσσουν να αντιμετωπίζεται κάθε άνθρωπος αποκλειστικώς ως υποκείμενο (όχι ως αντικείμενο) δικαίου» (Φ. Δωρής,  Εισαγωγή στο αστικό δίκαιο 1991 τ. Β1 σελ. 13 παρ. 5 Ι 1).3  Ερμηνευτικά γίνεται δεκτό ότι, κατ’  εξαίρεση, η   ικανότητα δικαίου του εμβρύου αναφέρεται και σε    όσες υποχρεώσεις είναι συναφείς προς το    δικαίωμα που αποκτά (Α. Γαζής,  ,  Γενικαί αρχαί του αστικού δικαίου 1973 τ . Β1 παρ.V2. Ι. Καρακατσάνης,  σε Γεωργιάδη /  Σταθόπουλο, ΑΚ 36  IV αριθ. 5.  Ι. Καράκωστας,  ΑΚ 36    σελ. 259 παρ. 4 αρ. 399. Ι. Σόντης,  ΕρμΑΚ 36 αρ. 6. Αικ. Φουντεδάκη,  ΣΕΑΚ 36 Γ-Ι σελ. 11    αρ. 11) ιδίως όταν αυτό συνάγεται από άλλη, ειδική διάταξη, όπως λόγου χάρη το    άρθρο 1711 εδ. α ́    κατά το    οποίο το    κυοφορούμενο μπορεί να    γίνει κληρονόμος, οπότε αναγκαίως αποκτά και υποχρεώσεις της κληρονομίας (Π. Φίλιος,  Γενικές αρχές 4η εκδ. σελ. 30    παρ. 13    Β), ως προς τις οποίες εν    τούτοις σημειωτέον ότι περιορίζεται η   ικανότητα δικαίου κάθε ανηλίκου (και του εμβρύου) με    την exlege παροχή σ’ αυτό του ευεργετήματος της απογραφής. (Ότι το    ευεργέτημα αυτό αφορά την ικανότητα δικαίου, συνιστώντας ευμενή για τον φορέα της περιορισμό αυτής, Κ. Παναγόπουλος,  Ατελής ικανότητα δικαίου μορφωμάτων δίχως νομική προσωπικότητα, σε ΕφαρμΑστΔ 2015 σελ. 690). 4 ΑΚ 127.5 ΑΚ 1676 περίπτωση 1.6 Πρβλ. ΑΚ 131.1.7  Σχετικώς πρβλ. και Ι. Σπυριδάκη,  Η   μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου 1997 Digesta 20169Κωνσταντίνος Πσναγόπουλοςδ. Δεν νοείται δηλαδή νόμιμη αποστέρηση της δικαιοπρακτικής ικανότητας του προσώπου, δίχως παράλληλα την εξασφάλιση  της απρόσκοπτης  δυνατότητας  συνάψεως  δικαιοπραξιών  για  τον  ανίκανοαπό το    νόμιμο αντιπρόσωπό του, διότι διαφορετικά θα επρόκειτο κατ’ουσίαν για capitis deminutio8,  πράγμα ασύμβατο με    τον σύγχρονο νομικό πολιτισμό και αντίθετο προς την Συνταγματικά κατοχυρωμένη στη χώρα μας προστασία της ανθρώπινης αξίας (άρθρο 2.1 Σ). 3. «Είδη» (περιπτώσεις) προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτηΣτην περίπτωση λοιπόν αποστερήσεως της δικαιοπρακτικής ικανότητας προσώπου για το    λόγο ότι τελεί υπό καθεστώς στερητικής συμπαραστάσεως, η   έννομη τάξη εξασφαλίζει τη    δυνατότητα συνάψεως δικαιοπραξιών για τον συμπαραστατούμενο με τον διορισμό του δικαστικού συμπαραστάτη9,   επέχοντος θέση νομίμου αντιπροσώπου10,   που χαρακτηρίζεται οριστικός όταν τελεσιδικήσει η    απόφαση που διατάσσει τη    δικαστική συμπαράσταση11,  ενώ ως προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης χαρακτηρίζεται:α)    εκείνος που διορίζεται προ της εκδόσεως οριστικής αποφάσεως (με την κατάθεση αιτήσεως για δικαστική συμπαράσταση ή,    ενίοτε, και προ αυτής)12,β)    εκείνος που διορίζεται με    την οριστική απόφαση13 ως την τελεσιδικία της καιγ)    εκείνος που, μετά την τελεσιδικία της αποφάσεως, διορίζεται σε αναπλήρωση  του αρχικού συμπαραστάτη που εξέλιπε για οποιοδήποτε λόγο (παραίτηση, αδυναμία ασκήσεως λειτουργήματος, παύση ή  θάνατος) μέχρι την τελεσιδικία της δικαστικής αποφάσεως που θα ορίζει τον νέο οριστικό συμπαραστάτη.σελ. 172 – 173.8  Πρβλ. σχετικώς και Κουτσουράδη,  σε Γεωργιάδη /  Σταθόπουλου, ΑΚ Εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 1666-1688 αρ. 13 σελ. 842 προς 843.9  Εντούτοις, για τις μη δεκτικές αντιπροσωπεύσεως δικαιοπραξίες (τέλεση γάμου, συναίνεση σε υιοθεσία, εκούσια αναγνώριση τέκνου, σύνταξη ή   ανάκληση διαθήκης, ιδιότητα μέλους σωματείου κλπ), φαίνεται επί    στερητικής συμπαραστάσεως αναπόφευκτος ο   «νομικός ακρωτηριασμός» του προσώπου (Κουτσουράδης,  Η   προληπτική ίδια αστική προστασία εκ    μέρους των ηλικιωμένων και των πασχόντων ενηλίκων, σε    ΕλΔ 2013 σελ. 637), συνακόλουθα δε    ανέφικτη σε σχέση με τη    δικαιοπρακτική ικανότητα η   πλήρης ικανοποίηση της προβλέψεως για ισότητα ανάμεσα σε    υγιείς και αναπήρους στην διεθνή σύμβαση του ΟΗΕ που κυρώθηκε στη χώρα μας με το ν. 4074/2012. 10 Ι. Δεληγιάννης,  Η    δικαστική συμπαράσταση 1997 σελ. 42 και 80. Γ. Δασκαρόλης, Παραδόσεις οικογενειακού δικαίου 2001 σελ. 730 & 751.11 ΑΚ 1681 εδ. β ́.12 ΑΚ 1672 εδ. α ́.13 ΑΚ 1672 εδ. γ ́.Digesta 201610Τα τρία είδη του προσωρινού δικαστικού συμπαραστάση.Κωνσταντίνος Δ. Παναγόπουλος
Αν. Καθηγητής στη Νομική Σχολή Δ.Π.Θ

ΜΠρΑθ 10504/2017 Δεν απαιτείται για το υποστατό της ανταγωγής η επίδοσή της κατ’ άρθ. 238 § 1 ΚΠολΔ στους συνεναγόμενος απλούς ομοδίκους του αντενάγοντος

$
0
0

ΜΠρΑθ 10504/2017Δεν απαιτείται για το υποστατό της ανταγωγής η επίδοσή της κατ’ άρθ. 238 § 1 ΚΠολΔ στους συνεναγόμενος απλούς ομοδίκους του αντενάγοντος...

Δικαστική συμπαράσταση. Αντικατάσταση συμπαραστάτη λόγω αδυναμίας εκτέλεσης καθηκόντων (προχωρημένη ηλικία). Αντικατάσταση μέλους εποπτικού συμβουλίου (Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, αριθμός απόφασης 12269/2011)

$
0
0
Δικαστική συμπαράσταση. Αντικατάσταση συμπαραστάτη λόγω αδυναμίας εκτέλεσης καθηκόντων (προχωρημένη ηλικία). Αντικατάσταση μέλους εποπτικού συμβουλίου (Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, αριθμός απόφασης 12269/2011)

Περίληψη:
Δικαστική συμπαράσταση. Αντικατάσταση συμπαραστάτη λόγω αδυναμίας εκτέλεσης καθηκόντων (προχωρημένη ηλικία). Αντικατάσταση μέλους εποπτικού συμβουλίου. Διορισμός νέου δικαστικού συμπαραστάτη, καθόσον η ήδη ορισθείσα συμπαραστάτρια αδυνατεί να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της λόγω της προχωρημένης ηλικίας της και του πλήθους προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει. Ορισμός και νέου μέλους του ήδη ορισθέντος εποπτικού συμβουλίου, δοθέντος ότι η αντικαταστάτρια δικαστική συμπαραστάτης είναι ορισμένο μέλος του εποπτικού συμβουλίου. Δεκτή η σχετική αίτηση. Μη νόμιμο το αίτημα θέσεως του συμπαραστατούμενου σε δικαστική συμπαράσταση, εφόσον αυτός έχει ήδη τεθεί σε τέτοια κατάσταση με την προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία δεν έχει ανακληθεί ή μεταρρυθμιστεί. Η παράλειψη προσαγωγής της έκθεσης της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας δεν δημιουργεί τυπικό απαράδεκτο για τη συζήτηση της υπόθεσης και την έκδοση σχετικής απόφασης Περιστατικά. Πολιτική Δικονομία. Οι αποφάσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας έχουν δεσμευτική ισχύ, η οποία εκδηλώνεται τόσο αρνητικά, με την έννοια της αδυναμίας επανόδου του διαδίκου με την άσκηση παρόμοιας αίτησης, εκτός αν στηρίζεται σε διαφορετικά περιστατικά, όσο και θετικά, με την έννοια της δέσμευσης κάθε τρίτου προσώπου ή αρχής ως προς την επελθούσα διάγνωση ή διάπλαση.

[...] Από τις υπ` αρ. 1087/04-03-2011 και 1088/04-03-2011 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Δήμητρας Παπαχατζή, τις οποίες οι αιτούντες νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 03-02-2010 και πρακτικό αναβολής για την ως άνω σημειούμενη δικάσιμο, αντίστοιχα, επιδόθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα στην καθ` ης (αρθ. 802§2, 748§§1, 3 και 4, 741, 122§1, 123, 124 και 128§4 ΚΠολΔ). Η τελευταία, ωστόσο, δεν εμφανίστηκε προσηκόντως κατά την παραπάνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, καθώς δεν εκπροσωπήθηκε νόμιμα από πληρεξούσιο δικηγόρο, και, συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην. Η διαδικασία, όμως, θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή δικονομικώς παρούσα (αρθ. 754§2 ΚΠολΔ).

Με την κρινόμενη αίτησή τους, οι αιτούντες εκθέτουν ότι δυνάμει της υπ` αριθμ. 4896/2002 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, τέθηκε ο .......................................... του ........................, κάτοικος Θεσσαλονίκης, σε καθεστώς πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης, ενώ ταυτοχρόνως με την ως άνω απόφαση διορίστηκε ως δικαστική συμπαραστάτρια αυτού, η μητέρας του, ......... χήρα ......................., καθώς επίσης και τριμελές εποπτικό συμβούλιο αποτελουμένου από τους αιτούντες. Ότι σήμερα η ορισθείσα δικαστική συμπαραστάτρια αδυνατεί να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της λόγω της προχωρημένης ηλικίας της και του πλήθους προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει και συνακολούθως παρίσταται ανάγκη να διοριστεί νέος (αντικαταστάτης) δικαστικός συμπαραστάτης του ............................. καθώς και νέο μέλος του εποπτικού συμβουλίου, δοθέντος ότι η δια της κρινόμενης αίτησης προτεινόμενη ως αντικαταστάτρια, δεύτερη αιτούσα, δυνάμει της ανωτέρω δικαστικής απόφασης είχε διοριστεί ως μέλος του τριμελούς εποπτικού συμβουλίου της δικαστικής συμπαράστασης. Με βάση τα μνημονευόμενα πραγματικά περιστατικά, οι αιτούντες, κατ` εκτίμηση του δικογράφου, ζητούν να τεθεί σε καθεστώς πλήρους δικαστικής συμπαράστασης ο ....................... του ..................., να διοριστεί δε η δεύτερη αιτούσα ως οριστική δικαστική συμπαραστάτρια αυτού, παυθείσας από τα καθήκοντά της καθ` ης, καθώς επίσης και να αντικατασταθεί η δεύτερη αιτούσα, η οποία δυνάμει της ανωτέρω δικαστικής απόφασης είχε διοριστεί μέλος του τριμελούς εποπτικού συμβουλίου, από το προτεινόμενο στην αίτηση τους πρόσωπο. Με το εν λόγω περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αίτηση αρμοδίως, καθ` ύλην και κατά τόπον, εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος της συνήθους διαμονής του συμπαραστατούμενου, κατά την προκειμένη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (αρθ. 739 επ., 740§1, 801 §1 ΚΠολΔ και 121 ΕισΝΑΚ), και είναι ορισμένη και νόμιμη, πλην του αιτήματος περί υποβολής του συμπαραστατούμενου σε καθεστώς πλήρους δικαστικής συμπαράστασης, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 778 ΚΠολΔ οι αποφάσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας έχουν δεσμευτική ισχύ, η οποία εκδηλώνεται τόσο αρνητικά, με την έννοια της αδυναμίας επανόδου του διαδίκου με την άσκηση παρόμοιας αίτησης, εκτός αν στηρίζεται σε διαφορετικά περιστατικά, όσο και θετικά, με την έννοια της δέσμευσης κάθε τρίτου προσώπου ή αρχής ως προς την επελθούσα διάγνωση ή διάπλαση.

Εφόσον δε εν προκειμένω, οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι ............. έχει ήδη τεθεί σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση με απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, η οποία δεν έχει ανακληθεί ή μεταρρυθμιστεί, η απόφαση αυτή εξακολουθεί να έχει δεσμευτική ισχύ, και το αίτημα να τεθεί εκ νέου αυτός σε δικαστική συμπαράσταση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο ενόψει της διάταξης του άρθρου 778 του ΚΠολΔ, στηριζόμενη. Κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη η αίτηση στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 1639, 1651, 1669, 1670, 1680, 1682 ΑΚ και 801 §1 ΚΠολΔ, πρέπει δε να εξεταστεί περαιτέρω για να κριθεί αν είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησης της τηρήθηκε η απαιτούμενη προδικασία του άρθρου 748§ 2 ΚΠολΔ με την επίδοση αντιγράφου της αίτησης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 03-02-2010 και πρακτικό αναβολής για την ως άνω σημειούμενη δικάσιμο στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης (βλ. τις με αριθμό 1080 και 1081/04-03-2011 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Δήμητρας Παπαχατζή), ενώ τηρήθηκε και η προδικασία, που προβλέπεται από τα αρθ. 802§2 και 748§§1, 3 και 4 ΚΠολΔ, με την επίδοση αντιγράφου της αίτησης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 03-02-2010 και πρακτικό αναβολής για την ως άνω σημειούμενη δικάσιμο στον συμπαραστατούμενο (βλ. τις με αριθμό 1084/04-03-2011 και 1085/04-03-2011 εκθέσεις επίδοσης της ως άνω δικαστικής επιμελήτριας).

Από την εκτίμηση της χωρίς όρκο κατάθεσης του πρώτου αιτούντος, που εξετάστηκε νόμιμα στο ακροατήριο, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν οι αιτούντες, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ` αριθμ. 4896/2002 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, ο .......................... του ......., τέθηκε σε καθεστώς πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης λόγω της διαγνωσθείσας αδυναμίας του να επιμελείται μόνος του των προσωπικών και περιουσιακών του υποθέσεων. Με την ίδια απόφαση διορίσθηκε δικαστική συμπαραστάτριά του, η μητέρα του και εδώ καθ` ης, ........ σύζυγος ..............., το γένος ..................... ......, στην οποία ανατέθηκε και η επιμέλεια του προσώπου του και τριμελές εποπτικό συμβούλιο αποτελούμενο από τους αιτούντες .................. του ..............., ................... του ....... και ................. του .................. Πλην όμως η καθ` ης, λόγω της ηλικίας της (90 ετών) και της βεβαρυμμένης κατάστασης της υγείας της αδυνατεί πλέον να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις τού λειτουργήματος που της έχει ανατεθεί, όπως άλλωστε και ή ίδια κατέθεσε κατά την χωρίς όρκο εξέταση της από το Δικαστήριο και ως εκ τούτου συντρέχει σπουδαίος λόγος αντικατάστασης της. Καταλληλότερο πρόσωπο προς τούτο κρίνεται, με αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον του συμπαραστατούμενού (αρθ. 1684 ΑΚ), όπως το καθορίζουν οι βιοτικές και ψυχικές ανάγκες του, η δεύτερη αιτούσα, .................... του ........, κάτοικος Θεσσαλονίκης, οδός ..... ...........αρ. ...., στην οποία πρέπει να ανατεθεί και η επιμέλεια του προσώπου του συμπαραστατούμενου, καθόσον αυτή, ενόψει και της ιδιότητας της ως μέλους του εποπτικού συμβουλίου, παρέχει τα εχέγγυα ότι θα ασκήσει με επάρκεια και συνέπεια το λειτούργημα που της ανατίθεται, ενεργώντας πάντοτε προς το συμφέρον του συμπαραστατούμενου, δεδομένου ότι τον φροντίζει και τον περιποιείται, περιβάλλοντας τον με αισθήματα αγάπης και στοργής. Συνεπεία, όμως, του κατά τα ανωτέρω διορισμού της δεύτερης αιτούσας ως δικαστικής συμπαραστάτριας του συμπαραστατούμενου και δοθέντος ότι αυτή (δεύτερη αιτούσα) έχει ήδη διοριστεί δυνάμει της υπ` αριθμ. 4896/2002 τελεσίδικης απόφασης του Δικαστηρίου αυτού ως μέλος του τριμελούς εποπτικού συμβουλίου της δικαστικής συμπαράστασης, παρίσταται ανάγκη και συντρέχει, σπουδαίος λόγος αντικατάστασης της και απαλλαγής της από τις υποχρεώσεις της ως μέλους του ως άνω εποπτικού συμβουλίου, εν όψει ιδίως των αυξημένων πλέον υποχρεώσεων της ως δικαστικής συμπαραστάτριας αλλά και λόγω της ανεπίτρεπτης συγκέντρωσης των δύο ιδιοτήτων στο ίδιο πρόσωπο.

Καταλληλότερο προς αντικατάσταση αυτής πρόσωπο κρίνεται η .................. του ................, κάτοικος Θεσσαλονίκης, οδός .......... αρ. ....-...., η οποία συγκεντρώνει τις εκ του νόμου απαιτούμενες προϋποθέσεις για να επωμιστεί, μαζί με τα άλλα δύο μέλη του διορισθέντος εποπτικού συμβουλίου, το έργο της εποπτείας της δικαστικής συμπαράστασης, παρέχει δε τα εχέγγυα ότι θα ασκήσει τα εποπτικά της καθήκοντα με υπευθυνότητα, επάρκεια και συνέπεια, έχοντας ως μοναδικό γνώμονα το συμφέρον του συμπαραστατούμενου. Σημειώνεται, εξάλλου, ότι το Δικαστήριο προχώρησε στην κρίση του αυτή χωρίς την έκθεση της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας του αρθ. 1674 ΑΚ, καθόσον στο αρθ. 19§4 του ν. 2521/1997 ορίζεται ότι αν η έκθεση αυτή δεν υποβληθεί εμπρόθεσμα, το Δικαστήριο δικάζει χωρίς έκθεση, η οποία, άλλωστε, δεν είναι δεσμευτική, αλλά απλά συνεκτιμάται, με συνέπεια η παράλειψη προσαγωγής της να μην δημιουργεί τυπικό απαράδεκτο για τη συζήτηση της υπόθεσης και την έκδοση σχετικής απόφασης (ΑΠ 1953/2006 ΝοΒ 2007/938). Κατ` ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να γίνει δεκτή και ως κατ` ουσίαν βάσιμη κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί, κατ` αρθ. 1675 ΑΚ και 802§4 ΚΠολΔ, η Γραμματέας του Δικαστηρίου τούτου αφενός μεν να καταχωρίσει το διατακτικό της παρούσας απόφασης στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται για το σκοπό αυτό στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, αφετέρου δε να επιμεληθεί για την επίδοση της παρούσας στα πρόσωπα, που αναφέρονται στις παραπάνω διατάξεις του ΚΠολΔ, εκτός από τον συμπαραστατούμενο, η επίδοση προς τον οποίο κρίνεται ατελέσφορη, εν όψει της προφανούς, αδυναμίας του να επικοινωνεί με το περιβάλλον (αρθ. 802§5 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ:

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της καθ` ης.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ όσα στο σκεπτικό κρίθηκαν ως απορριπτέα.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση.

ΠΑΥΕΙ την ......... σύζυγο ................, το γένος ..............., από τη θέση της δικαστικής συμπαραστάτριας του συμπαραστατούμενου ............... του ............ ΔΙΟΡΙΖΕΙ νέα οριστική δικαστική συμπαραστάτρια του .................... του ............., κατοίκου Θεσσαλονίκης, την ........... του .......... κάτοικο Θεσσαλονίκης, οδός .............. αρ. ....., στην οποία αναθέτει εν όλω και την επιμέλεια του προσώπου του συμπαραστατούμενου. ΠΑΥΕΙ την .................. του ........., κάτοικο Θεσσαλονίκης, οδός ..... ................ αρ. ...., από τα καθήκοντα του μέλους του εποπτικού συμβουλίου της δικαστικής συμπαράστασης στην οποία τέθηκε ο ................. του ......, κάτοικος Θεσσαλονίκης. ΔΙΟΡΙΖΕΙ στη θέση του παυθέντος μέλους του εποπτικού συμβουλίου, ............. του ........., την ........... του ................., κάτοικο Θεσσαλονίκης, οδός ............. αρ. ........

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη Γραμματέα αυτού του Δικαστηρίου: α) να προβεί στην καταχώρηση του διατακτικού της παρούσας απόφασης στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου για το σκοπό αυτό, και β) να επιμεληθεί για την επίδοση της παρούσας στην ως άνω διορισθείσα δικαστική συμπαραστάτρια και στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία.https://www.karagiannislawfirm.gr

ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ - ΑΡΘΑ ΑΚ - Η δικαστική συμπαράσταση κυρήσσεται με δικαστική απόφαση. Δικαίωμα να ζητήσουν δικαστική συμπαράσταση Αν ο καθ'ου πάσχει από διανοητική ή ψυχική διαταραχή, δικαίωμα να ζητήσουν την κήρυξη σε δικαστική συμπαράσταση έχουν ο ίδιος ο πάσχων, ο σύζυγος αυτού, οι γονείς του, τα τέκνα του,

Next: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ - Αριθμός 459/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α2'Πολιτικό Τμήμα - Με τη κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την εκούσια διαδικασία με αριθμό 6168/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που απέρριψε τις εφέσεις των διαδίκων κατά της 2970/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με αυτή είχε τεθεί σε μερική επικουρική δικαστική συμπαράσταση ο πρώτος αναιρεσίβλητος, κατά μερική ουσιαστική παραδοχή σχετικής αίτησης της αναιρεσείουσας και είχε διορισθεί δικαστικός συμπαραστάτης καθώς και εποπτικό συμβούλιο
$
0
0
Η δικαστική συμπαράσταση κυρήσσεται με δικαστική απόφαση. Δικαίωμα να ζητήσουν δικαστική συμπαράσταση Αν ο καθ'ου πάσχει από διανοητική ή ψυχική διαταραχή, δικαίωμα να ζητήσουν την κήρυξη σε δικαστική συμπαράσταση έχουν

    ο ίδιος ο πάσχων,
    ο σύζυγος αυτού,
    οι γονείς του,
    τα τέκνα του,
    ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών 447/2006 Μον.Πρ.Χανίων,
    το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως 1105/20015 ΑΠ 816/2009 Εφ.Αθηνών..


Το δικαστήριο ενεργεί αυτεπαγγέλτως υποκινούμενο είτε από πρόσωπα που αναφέρονται στο άρ.1688 ΑΚ (δημόσιους ή δημοτικούς υπαλλήλους, εισαγγελείς, όργανα των αρμόδιων κοινωνικών υπηρεσιών και προϊσταμένους μονάδων ψυχικής υγείας, οι οποίοι κατά την άσκηση των καθηκόντων τους έχουν πληροφορηθεί περίπτωση που μπορεί να συνεπάγεται την υποβολή προσώπου σε δικαστική συμπαραστάση), είτε από οποιοδήποτε άλλο προσωπο που δείχνει ενδιαφέρον για τον πάσχοντα 1103/2005 ΑΠ. Πέραν των ως άνω δικαιούμενων, κανείς άλλος δεν έχει δικαίωμα να υποβάλει αίτηση για τη θέση πάσχοντος από διανοητική ή ψυχική διαταραχή σε δικαστική συμπαράσταση 1103/2005 ΑΠ. Στην περίπτωση που την αίτηση ασκήσει άτομο που δεν νομιμοποιείται ενεργητικά και ακολουθήσουν οι απαιτούμενες επιδόσεις, το δικαστήριο μπορεί, κατά την κρίση του, είτε να επιληφθεί της υπόθεσης αυτεπαγγέλτως 447/2006 Μον.Πρ.Χανίων, είτε να απορρίψει την αίτηση 49/2007 Μον.Πρ.Μεσολογγίου. Το διαβιβαστικό έγγραφο του εισαγγελέα στο οποίο αναφέρεται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την δικαστική συμπαράσταση δεν αποτελεί αίτηση του Εισαγγελέα για θέση σε δικαστική συμπαράσταση, και αν θεωρηθεί ως τέτοια από την γραμματεία του Δικαστηρίου, το δικαστήριο οφείλει να απέχει της εκδίκασης της υπόθεσης 7405/2009 Μον.Πρ.Αθηνών Η αίτηση προς την Εισαγγελεία ατόμου που δεν νομιμοποιείται ενεργητικά για κήρυξη σε δικαστική συμπαράσταση, ακόμη και αν μεταβιβαστεί από την Εισαγγελία στο αρμόδιο δικαστήριο, είναι ανυπόστατη ως αίτηση κατά τους όρους του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας 7405/2009 Μον.Πρ.Αθηνών. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών, αν ενεργεί για τον εαυτό του, καταθέτει αυτοτελή αίτηση στο δικαστήριο 227/2007 Εφ.Πατρών, διαφορετικά μεταβιβάζει, με πράξη του, την αίτηση του μη δικαιούμενου στο αρμόδιο δικαστήριο 227/2007 Εφ.Πατρών. Διάδικοι στην δίκη Διάδικοι στην δίκη για δικαστική συμπαράσταση γίνονται

    ο αιτών την θέση σε δικαστική συμπαράσταση 1105/20015 ΑΠ, και
    όποιος κλητεύθηκε κατόπιν διάταξης του αρμόδιου δικαστή 1105/20015 ΑΠ αρ.748 παρ.3 εδ.1 ΚΠολΔ αρ.748 παρ.5 εδ.2 ΚΠολΔ 227/2007 Εφ.Πατρών, και
    ο προσεπικαλούμενος από τον ήδη διάδικο ή αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο αρ.753 ΚΠολΔ 227/2007 Εφ.Πατρών, και
    ο κύρια ή προσθέτως παρεμβαίνων 227/2007 Εφ.Πατρών, και
    ο τριτανακόπτων αρ.773 ΑΚ αρ.583 επ. ΚΠολΔ 227/2007 Εφ.Πατρών

Ο δικαστής που εισάγει αυτεπαγγέλτως την υπόθεση προς συζήτηση με πράξη του κοινοποιεί αντίγραφο της πράξης στον εισαγγελέα αρ.748 παρ.5 εδ.2 ΚΠολΔ 1103/2005 ΑΠ. Διάδικος στη δίκη περί δικαστικής συμπαράστασης που ανοίγει με την αυτεπάγγελτη ενέργεια του δικαστηρίου γίνεται, με μόνη την κλήτευσή του, και όποιος κλητεύθηκε από το δικαστήριο επειδή κατά την κρίση του δικαστηρίου είχε έννομο συμφέρον 1103/2005 ΑΠ αρ.748 παρ.5 εδ.2 ΚΠολΔ. Στις περιπτώσεις που απαιτείται συνεκτίμηση της έκθεσης της κοινωνικής υπηρεσίας, αν η έκθεση δεν κατατεθεί από την υπηρεσία, το δικαστήριο δικάζει χωρίς την έκθεση ν.2521/1997 αρ.19 παρ.5. Έφεση Κατά της απόφασης που κηρύσσει κάποιον σε δικαστική συμπαράσταση δικαίωμα να ασκήσουν έφεση έχουν

    Αν ο προς δικαστική συμπαράσταση πάσχει αποκλειστικά από σωματική αναπηρία, και η απόφαση απορρίψει την αίτησή του, έφεση και ανακοπή ερημοδικίας δικαιούται να ασκήσει μόνο ο ίδιος αρ.803 παρ.1 εδ.2, εδ.3 ΚΠολΔ αρ.1667 εδ.3 ΑΚ
    Αν ο προς δικαστική συμπαράσταση πασχει μόνο από ψυχική αναπηρία ή πάσχει και από ψυχική και από σωματική αναπηρία, έφεση και ανακοπή ερημοδικίας μπορούν να ασκήσουν όλα τα άτομα που έλαβαν μέρος στην διαδικασία, σύμφωνα με τον νόμο αρ.803 παρ.1 αρ.1667 εδ.3 ΑΚ.

Τα άτομα αυτά είναι

    Ο αιτών την υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση 6664/2009 Μον.Πρ.Αθηνών
    Ο εισαγγελέας πρωτοδικών της περιφέρειας του δικαστηρίου αρ.750 ΚΠολΔ αρ.748 παρ.2 ΚΠολΔ αρ.801 ΚΠολΔ 10591/1996 Εφ.Αθηνών
    Τα άτομα που το δικαστήριο κλήτευσε να παρουσιαστούν στην συζήτηση αρ.748 παρ.3 ΚΠολΔ 1103/2005 ΑΠ 6664/2009 Μον.Πρ.Αθηνών
    Τα άτομα που προσεπικλήθηκαν είτε με πρωτοβουλία του διαδίκου είτε του δικαστηρίου αρ.753 ΚΠολΔ 6664/2009 Μον.Πρ.Αθηνών
    Τα άτομα που έκαναν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση αρ.752 ΚΠολΔ 6664/2009 Μον.Πρ.Αθηνών
    Τα άτομα που άσκησαν τριτανακοπή αρ.773 ΚΠολΔ 6664/2009 Μον.Πρ.Αθηνών
    Οι καθολικοί διάδοχοι των ανωτέρω 6664/2009 Μον.Πρ.Αθηνών.

Η έφεση πρέπει να επιδίδεται στον Αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών αρ.748 παρ.2 ΚΠολΔ αρ.760 ΚΠολΔ 816/2009 Εφ.Αθηνών. Προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης Όλες οι επιδόσεις που αφορούν τον υπό δικαστική συμπαράσταση ή τον προς δικαστική συμπαράσταση πρέπει να γίνονται και στον προσωρινό δικαστικό συμπαραστάτη του, αν έχει οριστεί τέτοιος αρ.805 παρ.4 ΚΠολΔ 5781/2009 Ειρ.Αθηνών (ΔΣΑΝΕΤ). Επί αίτησης που εισάγεται στο δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, τα έξοδα τυχόν διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης βαρύνουν πάντα τον υπέρ ου η αίτηση  443/2006 ΓνΝΣΚ τμ.Δ. Επιδόσεις Οι επιδόσεις προς τον δικαστικά συμπαραστατούμενο πρέπει να γίνονται και προς τον προσωρινό δικαστικό συμπαραστάτη, αν έχει διοριστεί τέτοιος αρ.805 παρ.4 ΚΠολΔ. Αίτηση παύσης ή αντικατάστασης δικαστικού συμπαραστάτη Δικαίωμα να ζητήσουν την παύση ή αντικατάσταση του δικαστικού συμπαραστάτη έχουν μόνο

    το εποπτικό συμβούλιο, ως όργανο, και
    το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως 816/2009 Εφ.Αθηνών.

Αίτηση παύσης ή αντικατάστασης μέλους του εποπτικού συμβουλίου Δικαίωμα να ζητήσουν την παύση ή αντικατάσταση μέλους του εποπτικού συμβουλίου έχουν μόνο

    ο δικαστικός συμπαραστάτης 3272/2015 Μον.Πρ.Αθηνών (εκουσίας), και
    το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως 3272/2015 Μον.Πρ.Αθηνών (εκουσίας).

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

[Όπως αντικαταστάθηκε το Κεφάλαιο Δέκατο Έκτο, με νέα αρίθμηση, από το άρθρο 13 του ν 2447/96.]

Αρθρο 1666
Ποιοι υποβάλλονται σε δικαστική συμπαράσταση
Σε δικαστική συμπαράσταση υποβάλλεται ο ενήλικος: 1. όταν λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή λόγω σωματικής αναπηρίας αδυνατεί εν όλω ή εν μέρει να φροντίζει μόνος για τις υποθέσεις του. 2. όταν, λόγω ασωτίας, τοξικομανίας ή αλκοολισμού, εκθέτει στον κίνδυνο της στέρησης τον εαυτό του, το σύζυγό του, τους κατιόντες του ή τους ανιόντες του.
Ο ανήλικος, που βρίσκεται υπό γονική μέριμνα ή επιτροπεία, μπορεί να υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση, αν συντρέχουν οι όροι της, κατά το τελευταίο έτος της ανηλικότητας. Τα αποτελέσματα της υποβολής σε δικαστική συμπαράσταση αρχίζουν, αφότου ο ανήλικος ενηλικιωθεί.
Αρθρο 1667
Η υποβολή στη δικαστική συμπαράσταση αποφασίζεται από το δικαστήριο ύστερα από αίτηση του ίδιου του πάσχοντος ή του συζύγου του, εφόσον υπάρχει εγγύηση έγγαμη συμβίωση, ή των γονέων ή τέκνων του ή του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως. Στην περίπτωση της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 1666, την αίτηση μπορεί να υποβάλει και ο επίτροπος του ανηλίκου.
Όταν το πρόσωπο πάσχει αποκλειστικά από σωματική αναπηρία, το δικαστήριο αποφασίζει μόνο ύστερα από αίτηση του ίδιου.
Αρθρο 1668
Οι δημόσιοι ή δημοτικοί υπάλληλοι, οι εισαγγελείς τα όργανα των αρμόδιων κοινωνικών υπηρεσιών, καθώς και οι προϊστάμενοι μονάδων ψυχικής υγείας οφείλουν να γνωστοποιούν στο δικαστήριο κάθε περίπτωση που μπορεί να συνεπάγεται την υποβολή ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση, αμέσως μόλις την πληροφορούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Αρθρο 1669
Ποιος διορίζεται δικαστικός συμπαραστάτης
Το δικαστήριο διορίζει δικαστικό συμπαραστάτη το φυσικό πρόσωπο που έχει προτείνει αυτός τον οποίο αφορά το μέτρο, εφόσον ο τελευταίος έχει συμπληρώσει το δέκατο έκτος έτος της ηλικίας του και το προτεινόμενο πρόσωπο κρίνεται κατάλληλο και μπορεί κατά το νόμο να διορισθεί. Αν αυτός που χρειάζεται τη συμπαράσταση δεν προτείνει κανέναν ή αν εκείνος που προτάθηκε δεν κρίνεται κατάλληλος, το δικαστήριο επιλέγει ελεύθερα αυτόν που κρίνει περισσότερο κατάλληλο για τη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού λάβει υπόψη του την τυχόν εκφρασμένη βούληση του συμπαραστατέου, να αποκλεισθεί συγκεκριμένο πρόσωπο, τους δεσμούς του με τους συγγενείς του ή άλλα πρόσωπα και ιδίως με τους γονείς του, τα τέκνα του και το σύζυγό του, καθώς και τον κίνδυνο από την τυχόν υφιστάμενη αντίθεση συμφερόντων ανάμεσα στον συμπαραστατέο και σ'αυτόν που πρόκειται να διορισθεί.
Αρθρο 1670
Ποιοι αποκλείονται
Δεν διορίζεται δικαστικός συμπαραστάτης: 1. αυτός που δεν έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα. 2. ο ενήλικος για τον οποίο έχει διοριστεί προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης κατά το άρθρο 1672. 3 αυτός που συνδέεται με σχέση εξάρτησης ή με οποιονδήποτε άλλο στενό δεσμό με τη μονάδα ψυχικής υγείας στην οποία ο συμπαραστατέος έχει εισαχθεί για θεραπεία ή απλώς διαμένει. Ο διορισμός που εμπίπτει στην πρώτη περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Για τις δυο άλλες περιπτώσεις ισχύουν τα οριζόμενα στο δεύτερο και τρίτο εδάφια του άρθρου 1596.
Αρθρο 1671
Αδυναμία διορισμού
Αν δεν βρίσκεται κατάλληλο φυσικό πρόσωπο για να διορισθεί δικαστικός συμπαραστάτης, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 1669, η δικαστική συμπαράσταση ανατίθεται σε σωματείο ή ίδρυμα, που έχουν συσταθεί ειδικά για το σκοπό αυτόν και διαθέτουν το κατάλληλο προσωπικό και υποδομή, αλλιώς στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία. Το άρθρο 1635 έχει ανάλογη εφαρμογή.
Αρθρο 1672
Προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης
Το δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε πριν ή και μετά την έναρξη της διαδικασίας για την υποβολή ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση, να διορίσει, με αίτηση ενός από τα πρόσωπα του άρθρου 1667 ή και αυτεπαγγέλτως, προσωρινό δικαστικό συμπαραστάτη. Η εξουσία του περιλαμβάνει κάθε ασφαλιστικό μέτρο απαραίτητο για να αποφευχθεί σοβαρός κίνδυνος για το πρόσωπο ή την περιουσία του συμπαραστατέου. Για το διάστημα από τη δημοσίευση της απόφασης έως την τελεσιδικία της, ο διορισμός προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη είναι υποχρεωτικός.
Αρθρο 1673
Η προσωρινή δικαστική συμπαράσταση λήγει με την τελεσιδικία της απόφασης της κύριας δίκης. Το δικαστήριο μπορεί, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, να αίρει την προσωρινή δικαστική συμπαράσταση και οποτεδήποτε άλλοτε, αν ο συμπαραστατέος δεν έχει πλέον ανάγκη αυτού του μέτρου.
Αρθρο 1674
Έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας
Το δικαστήριο, προκειμένου να αποφασίσει την υποβολή ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση και το διορισμό δικαστικού συμπαραστάτη, καθώς και όταν πρόκειται να διορίσει προσωρινό δικαστικό συμπαραστάτη, συνεκτιμά την έκθεση της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας σχετικά με την αναγκαιότητα του μέτρου και την καταλληλότητα του προσώπου που πρόκειται να διορίσει δικαστικός συμπαραστάτης ή του σωματείου ή του ιδρύματος, στα οποία πρόκειται να ανατεθεί η δικαστική συμπαράσταση.
Αρθρο 1675
Δημοσιότητα της απόφασης
Το διατακτικό της απόφασης για την υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση ή για το διορισμό προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη καταχωρίζεται σε ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου.
Αρθρο 1676
Αποτελέσματα της υποβολής σε δικαστική συμπαράσταση
Ανάλογα με την περίπτωση, το δικαστήριο που υποβάλλει ένα πρόσωπο σε δικαστική συμπαράσταση, είτε: 1. τον κηρύσσει ανίκανο για όλες ή για ορισμένες δικαιοπραξίες, γιατί κρίνει ότι αδυνατεί να ενεργεί γι'αυτές αυτοπροσώπως (στερητική δικαστική συμπαράσταση, πλήρης ή μερική) είτε 2. ορίζει ότι για την ισχύ όλων ή ορισμένων δικαιοπραξιών του απαιτείται η συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη (επικουρική δικαστική συμπαράσταση, πλήρης ή μερική) είτε 3. αποφασίζει συνδυασμό των δύο προηγούμενων ρυθμίσεων. Το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την αίτηση, οφείλει όμως να επιβάλλει στον συμπαραστατούμενο τους ελάχιστους δυνατούς περιορισμούς που απαιτεί το συμφέρον του. Στην περίπτωση της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 1667, το δικαστήριο δεν μπορεί να επιβάλει, με την αρχική ή την τροποποιητική απόφασή του, περιορισμούς περισσότερους από όσους ζητούνται.
Αρθρο 1677
Με μεταγενέστερη απόφασή του, το δικαστήριο μπορεί να τροποποιεί και αυτεπάγγελτα το είδος και την έκταση της δικαστικής συμπαραστάτης.
Αρθρο 1678
Η υποβολή του συμπαραστατουμένου σε καθεστώς πλήρους στέρησης της δικαιοπρακτικής του ικανότητας πρέπει να ορίζεται στην απόφαση ρητά.
Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο ή στη δικαστική απόφαση, ο συμπαραστατούμενος δεν μπορεί να επιχειρεί, αν η δικαστική συμπαράσταση είναι στερητική αυτοπροσώπως και, αν είναι επικουρική, χωρίς τη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη, όσες πράξεις δεν μπορεί να επιχειρεί ο επίτροπος του ανηλίκου χωρίς την άδεια του δικαστηρίου, ούτε να διεξάγει τις συναφείς με αυτές δίκες.
Επίσης δεν μπορεί, εφόσον δεν του έχει επιτραπεί ρητά, να επιχειρεί μόνος χαριστικές δικαιοπραξίες, να εισπράττει απαιτήσεις και να παρέχει εξόφληση.
Η διάταξη του άρθρου 1527 έχει ανάλογη εφαρμογή.
Αρθρο 1679
Όταν το δικαστήριο υποβάλλει τον συμπαραστατούμενο σε συνδυασμό στερητικής και επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης, ορίζει ρητά στην απόφασή του ποιες πράξεις δεν μπορεί ο συμπαραστατούμενος να επιχειρεί αυτοπροσώπως και ποιες δεν μπορεί να επιχειρεί χωρίς τη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη του. ο συνδυασμός μπορεί να συνίσταται και στο να αφαιρεί το δικαστήριο από αυτόν τον οποίο υποβάλλει σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση, την αυτοπρόσωπη διοίκηση της περιουσίας του, είτε στερώντας του ταυτόχρονα και την ελεύθερη διάθεση των εισοδημάτων από αυτήν είτε όχι, και να την αναθέτει στον δικαστικό συμπαραστάτη.
Αρθρο 1680
Αρμοδιότητες ως προς την επιμέλεια
Το δικαστήριο μπορεί να αναθέτει στον δικαστικό συμπαραστάτη εν όλω ή εν μέρει και την επιμέλεια του προσώπου του συμπαραστατουμένου. Κατά την άσκηση της επιμέλειας, ο δικαστικός συμπαραστάτης οφείλει να εξασφαλίζει στον συμπαραστατουμένου τη δυνατότητα να διαμορφώνει μόνος του τις προσωπικές του σχέσεις, εφόσον του το επιτρέπει η κατάστασή του.
Αρθρο 1681
Έναρξη αποτελεσμάτων
Τα αποτελέσματα της δικαστικής συμπαράστασης αρχίζουν αφότου δημοσιευθεί η σχετική απόφαση. Για την έναρξη όμως του λειτουργήματος του δικαστικού συμπαραστάτη απαιτείται τελεσιδικία της απόφασης που τον διορίζει.
Αρθρο 1682
Λειτουργία της δικαστικής συμπαράστασης
Σε κάθε περίπτωση στερητικής δικαστικής συμπαράστασης έχουν, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις για την επιτροπεία ανηλίκων. Τα έργα της εποπτείας της δικαστικής συμπαράστασης ασκεί συμβούλιο από τρία έως πέντε μέλη, τα οποία διορίζονται με την ίδια απόφαση που διορίζει τον δικαστικό συμπαραστάτη από συγγενείς ή φίλους του συμπαραστατουμένου (εποπτικό συμβούλιο). Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 1634 εφαρμόζεται αναλόγως. Στην περίπτωση προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη, τα έργα της εποπτείας της δικαστικής συμπαράστασης ασκεί ο ειρηνοδίκης.
Αρθρο 1683
Η συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη, από την οποία εξαρτάται η ισχύς ορισμένων ή και όλων των δικαιοπραξιών αυτού που έχει υποβληθεί σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση, παρέχεται εγγράφως, μόνο πριν από την επιχείρηση της πράξης. Αν ο δικαστικός συμπαραστάτης αρνείται να συναινέσει, αποφασίζει το δικαστήριο ύστερα από αίτηση του συμπαραστατουμένου. Οι πράξεις του συμπαραστατουμένου, για τις οποίες ο νόμος απαιτεί τη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη, είναι άκυρες, αν επιχειρήθηκαν χωρίς αυτή τη συναίνεση. Την ακυρότητα προτείνει μόνο ο δικαστικός συμπαραστάτης, ο συμπαραστατούμενος και οι καθολικοί και οι ειδικοί διάδοχοί του.
Αρθρο 1684
Στοιχεία που συνεκτιμώνται
Όλες οι πράξεις του δικαστικού συμπαραστάτη, του εποπτικού συμβουλίου ή του δικαστηρίου πρέπει να αποβλέπουν στο συμφέρον του συμπαραστατουμένου. Πριν από κάθε ενέργεια ή απόφαση, πρέπει να επιδιώκεται η προσωπική επικοινωνία με τον συμπαραστατούμενο και να συνεκτιμάται η γνώμη του.
Αρθρο 1685
Αρση της δικαστικής συμπαράστασης
Αν έλειψαν οι λόγοι που την προκάλεσαν, η δικαστική συμπαράσταση αίρεται με απόφαση του δικαστηρίου ύστερα από αίτηση των προσώπων που μπορούν να τη ζητήσουν ή και αυτεπαγγέλτως.
Στην περίπτωση της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 1667, το δικαστήριο αποφασίζει την άρση της δικαστικής συμπαράστασης, κατά την ελεύθερη εκτίμησή του, μόνο όταν το ζητεί ο ίδιος ο συμπαραστατούμενος.
Η απόφαση που αίρει τη δικαστική συμπαράσταση υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 1675.
Αρθρο 1686
Αν ο δικαστικός συμπαραστάτης γνωρίζει περιστατικά που δικαιολογούν οποιαδήποτε μεταβολή στο καθεστώς της δικαστικής συμπαράστασης, οφείλει να τα γνωστοποιεί στο δικαστήριο χωρίς καθυστέρηση.
Αρθρο 1687
Ακούσια νοσηλεία
Όταν η κατάσταση ενός προσώπου επιβάλλει την ακούσια νοσηλεία του σε μονάδα ψυχικής υγείας, αυτή γίνεται μετά προηγούμενη άδεια του δικαστηρίου και κατά τις διατάξεις ειδικών νόμων.
Αρθρο 1688
Δικαστική συμπαράσταση όσων εκτίουν ποινή στερητικής της ελευθερίας
Με δικαστική απόφαση μπορεί να υποβληθεί σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση και όποιος εκτίει ποινή στερητική της ελευθερίας του τουλάχιστον δύο ετών. Η δικαστική συμπαράσταση κηρύσσεται μόνο με αίτηση του προσώπου που εκτίει την ποινή και μόνο για τις πράξεις που αυτός προσδιόρισε στην αίτησή του.
 

ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ - Αριθμός 459/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α2'Πολιτικό Τμήμα - Με τη κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την εκούσια διαδικασία με αριθμό 6168/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που απέρριψε τις εφέσεις των διαδίκων κατά της 2970/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με αυτή είχε τεθεί σε μερική επικουρική δικαστική συμπαράσταση ο πρώτος αναιρεσίβλητος, κατά μερική ουσιαστική παραδοχή σχετικής αίτησης της αναιρεσείουσας και είχε διορισθεί δικαστικός συμπαραστάτης καθώς και εποπτικό συμβούλιο

$
0
0
Απόφαση 459 / 2014    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 459/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2'Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Εμμανουήλ Κλαδογένη και Δημήτριο-Στέφανο Βόσκα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 13 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Σ. Ρ. το γένος Α. Λ., κατοίκου ..., η οποίας παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ....
Των αναιρεσιβλήτων: 1.Π. Ρ. του Α., κατοίκου ..., 2. Γ. Λ. του Ν., κατοίκου ... 3.Σ. Λ. του Ν., κατοίκου ... οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Κωτσαρίδη, και 4. Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, ως αιτούντος τη θέση του Π. Ρ. σε δικαστική συμπαράσταση. Ο 4ος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-6-2009 αίτηση και πρόσθετη παρέμβαση δια των προτάσεων της ήδη αναιρεσείουσας, και με την από 22-12-2009 πρόσθετη παρέμβαση των αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2970/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 6168/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά η αναιρεσείουσα με την από 1-4-2013 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος-Στέφανος Βόσκας, ανέγνωσε την από 23-12-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με τη κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την εκούσια διαδικασία με αριθμό 6168/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που απέρριψε τις εφέσεις των διαδίκων κατά της 2970/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με αυτή είχε τεθεί σε μερική επικουρική δικαστική συμπαράσταση ο πρώτος αναιρεσίβλητος, κατά μερική ουσιαστική παραδοχή σχετικής αίτησης της αναιρεσείουσας και είχε διορισθεί δικαστικός συμπαραστάτης καθώς και εποπτικό συμβούλιο. Η αίτηση, αντίγραφο της οποίας έχει επιδοθεί τόσο στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου όσο και στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, όπως προκύπτει, αντίστοιχα, από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες .../2013 και .../2013 εκθέσεις της δικαστικής επιμελήτριας Αθηνών …, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα.
Συνεπώς είναι παραδεκτή [άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ1 ΚΠολΔικ], πρέπει δε να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της [άρθρο 577 παρ.3 και 741 ΚΠολΔικ ] .
2. Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ.19 ΚΠολΔικ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, όταν στο αιτιολογικό που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που έπρεπε να εφαρμοσθεί αλλά δεν εφαρμόσθηκε. Αντιφατικότητα των αιτιολογιών υπάρχει, όταν εξαιτίας της δεν προκύπτει ποιά πραγματικά περιστατικά δέχθηκε το δικαστήριο για να στηρίξει το διατακτικό, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί αν σωστά εφάρμοσε το νόμο.
Εν προκειμένω, το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: "Ο Α. Ρ. και Γ. Κ. από το μεταξύ τους γάμο απέκτησαν ένα άρρεν τέκνο, τον Π. Ρ., που γεννήθηκε το έτος 1959.Ο Π. Ρ. ήδη από την παιδική του ηλικία παρουσίαζε βαταρισμό (τραύλισμα), γεγονός που καθόρισε σε ικανό βαθμό την εξέλιξη της προσωπικότητάς του. Παρά την ύπαρξη όμως του ως άνω προβλήματός του κατάφερε να τελειώσει τις γυμνασιακές του σπουδές στην Ιταλική σχολή Αθηνών, από την οποία απεφοίτησε το έτος 1977.Στη συνέχεια φοίτησε στο εργαστήριο Ελευθέρων σπουδών "ΚΟΡΕΛΚΟ", ακολουθώντας την κατεύθυνση του λογιστή και ολοκλήρωσε τις σπουδές του μεταξύ των ετών 1979-1980.Ακολούθως υπηρέτησε κανονικά τη στρατιωτική του θητεία και απελύθη από τις τάξεις του Ελληνικού Στρατού στις 23- 8-1982. Μετά την απόλυσή του εργάσθηκε στο εργοστάσιο της θείας του για δύο περίπου έτη και έκτοτε ουδέποτε εργάσθηκε, ούτε και είχε καμία άλλη απασχόληση. Ο θάνατος της μητέρας του συμπαραστατέου, το έτος 1976,όταν ήταν 17 ετών, επηρέασε τον συναισθηματικό κόσμο του, ενώ περίπου δέκα έτη αργότερα ο πατέρας εγκαταστάθηκε σε άλλη οικία και έτσι ο εν λόγω Π. Ρ. ζούσε έκτοτε μόνος του, χωρίς να έχει συχνή επικοινωνία με τον πατέρα του. Η δυσκολία στην άρθρωση και ο προστατευτισμός των γονέων του είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργήσει έναν κλειστό χαρακτήρα, με απουσία φίλων κα συμμετοχής σε κοινωνικές εκδηλώσεις, καθώς και με έλλειψη ενδιαφέροντος προς αναζήτηση εργασίας, γεγονός βέβαια που δικαιολογείται από την πολύ καλή οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του. Πάντως έως την ηλικία των 23 ετών δεν διαπιστώνεται καμιά ένδειξη περί την ύπαρξη κάποιας ψυχικής ή διανοητικής πάθησης και μάλιστα σοβαρής, η οποία να παρακώλυε το σχηματισμό της κρίσης και βούλησής του. Μετά την αποχώρηση του πατέρα του από την κοινή οικογενειακή στέγη και τη χωριστή πλέον εγκατάστασή τους, ο Π. Ρ. ζει πλέον, όπως προαναφέρθηκε, μόνος του και διάγει βίο μονήρη, διατηρώντας περιορισμένες επαφές με τον πατέρα του και τους συγγενείς του από την πατρική γραμμή, δηλ. τις θείες του Α. Λ. και Ε. Κ. και τα ξαδέλφια του Σ. και Γ. Λ., με τους οποίους συγγενείς εξακολούθησε να έχει επαφές και μετά το θάνατο του πατέρα του το έτος 2005. Ειδικότερα, λόγω του "complex"που του είχε δημιουργήσει ο τραυλισμός και οι εν γένει συνθήκες της ζωής του (θάνατος της μητέρας του, απομάκρυνση του πατέρα του κλπ),ο Π. Ρ. κατέστη δειλός και μοναχικός, έπαυσε να ενδιαφέρεται για την εξωτερική του εμφάνιση και την υγιεινή του, εν στην καθημερινότητά του έκαναν την εμφάνιση τους ιδεοληψίες, συχνά ένιωθε φόβους για την επαφή του με άλλους ανθρώπους και προσάρμοζε ανάλογα την καθημερινότητά του, ενώ επίσης κατά διαστήματα, όπως και ο ίδιος παραδέχθηκε, εμφάνιζε κατάθλιψη, χωρίς όμως να νοσηλευθεί ποτέ σε ειδική ψυχιατρική μονάδα. Την ανάπτυξη των φαινομένων αυτών παραδέχθηκε ο ίδιος ο πάσχων κατά την από 10-6-2009 εξέταση του από τον διευθυντή της ΑΙ Ψυχιατρικής Κλινικής του Αιγινήτειου Νοσοκομείου Αθηνών καθηγητή ψυχιατρικής Π.. Ακολούθως και μετά απουσία πολλών ετών εμφανίστηκε στον συμπαραστατέο, περί το έτος 2008,η εξαδέλφη του και ήδη εκκαλούσα Σ. Ρ. η οποία προσφέρθηκε να τον βοηθήσει και τελικά μετά από πρωτοβουλία αυτής διατάχθηκε με παραγγελία του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών η ακούσια νοσηλεία του και έτσι αυτός εισήχθη στο Δρομοκαϊτειο Νοσοκομείο, όπου παρέμεινε νοσηλευόμενος επί έξι περί που μήνες μέχρι δηλαδή την έκδοση της υπ'αριθμ.1614/2009 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η από 26-6-2009 αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών για ακούσια νοσηλεία του Π.Ρ. σε κατάλληλη μονάδα ψυχική υγείας. Μετά την έξοδό του από το ψυχιατρείο τον περιέθαλψαν και εξακολουθούν να τον φροντίζουν, παρέχοντάς του χρήματα και στέγη, η θεία του Α. Λ. και τα ξαδέλφια του Σ. και Γ. Λ., με τους οποίους έχει στενότερους δεσμούς και προτιμά αυτούς ως συγγενείς, όπως προκύπτει και από τις σχετικές δηλώσεις του στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά καθώς και στα πρακτικά της πρωτοβάθμια δίκης, ενώ από την ίδια εξέτασή του προέκυψε ότι δεν θέλει να έχει σχέσεις με την εξαδέλφη του Σ. Ρ.. Περαιτέρω, από τις ψυχιατρικές εξετάσεις, στις οποίες υποβλήθηκε ο συμπαραστατέος εξ αφορμής της ακούσιας νοσηλείας του, αλλά και από τα περιστατικά της προηγούμενης ζωής του που προαναφέρθηκαν, δεν επιβεβαιώνεται ότι αυτός είναι εκ γενετής διανοητικά και ψυχικά άρρωστος ή ότι πάσχει από χρόνια σχιζοφρένεια, καθόσον εάν αυτή υπήρχε, θα είχε αποδομήσει πλήρως την προσωπικότητά του με συνέπεια, μεταξύ άλλων, την εμφάνιση εκπτώσεως των νοητικών του λειτουργιών. Αντίθετα, ο ανωτέρω εμφανίζει διαταραχές της προσωπικότητας και υπό την επίδραση ψυχοπιεστικών καταστάσεων εκδηλώνει χρονίσασες ψυχωτικού τύπου εκδηλώσεις με αρνητικά συμπτώματα και στοιχεία κατάθλιψης, χωρίς όμως η πάθηση αυτή να αποκλείει τη χρήση του λογικού και της βούλησής του και της δυνατότητάς του να επιμεληθεί του εαυτού του. Τα παραπάνω προκύπτουν ειδικότερα από την με ημερομηνία 12-10-2009 ιατρική γνωμάτευση του ψυχίατρου Γ. Π., που διορίσθηκε με υπ'αριθμ.1340/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στην οποία αναφέρεται μεταξύ άλλων, ότι στη λειτουργία της σκέψης του Π. Ρ. εμφανίστηκε βαθμός βραδύτητας, όχι όμως ανακοπές, η δομή της σκέψης του ήταν χωρίς διαταραχές και δεν διαπιστώθηκε χάλαση του συνειρμού, δεν ελέγχονται παραληρητικές ιδέες, ενώ εμφανίζει ικανοποιητικού βαθμού ευαισθησία και αναγνώριση της ψυχοπαθολογικής του κατάστασης, καθώς και ότι η φαρμακευτική αγωγή που λαμβάνει έχει βελτιώσει την κατάσταση αυτή, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο πάσχω εμφανίζει χρονίσασες (δηλαδή όχι κατ'ανάγκη μόνιμες) ψυχωσικού τύπου εκδηλώσεις με ιδεοκαταναγκαστικούς συντελεστές και καταθλιπτικά στοιχεία και ότι είναι ικανός να κρίνει το συμφέρον της υγείας του. Εξάλλου και ο τεχνικός σύμβουλος ψυχίατρος Σ. Κ. που διορίστηκε από τον Π. Ρ. και τον εξέτασε κατά τη διάρκεια της ακούσιας νοσηλείας του, στην από 4-9-2009 έκθεσή του αναφέρει, μεταξύ άλλων ότι η ροή του λόγου και η δομή της σκέψης του εξετασθέντος υποδηλώνουν τη πλήρη επαφή και επικοινωνία με το περιβάλλον, τη τετράγωνη λογική του και τη καλή μνήμη, ότι πάσχει από διαταραχή της προσωπικότητας, η οποία κάτω από ψυχοπιεστικές καταστάσεις εμφανίζει επιδείνωση με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται ψυχωτικού τύπου εκδηλώσεις με καταθλιπτικούς συντελεστές και εν τέλει αναφέρει ότι ο εξετασθείς δεν πάσχει από χρόνια ψύχωση, έχει πλήρη επίγνωση της καταστάσεώς του και είναι εν γένει ικανός να φροντίζει τον εαυτό του. Επίσης, και ο έτερος τεχνικός σύμβουλος του Π.Ρ., ψυχίατρος Α .Δ., στην από 9-9-2009 ψυχιατρική έκθεση τεχνικού συμβούλου αναφέρει, μεταξύ άλλων ότι ο λόγος του Ρ. ήταν περιορισμένος σε όγκο, αλλά είχε ειρμό και συνοχή και δεν είχε διαταραχές σκέψεις, ότι ο ίδιος παραδέχθηκε, ότι είχε φοβίες στην επαφή με τον κόσμο και ότι προτιμούσε να μένει μόνος, ενώ αναγνώρισε ότι έχει ψυχολογικά προβλήματα γνώριζε που βρισκόταν, ήταν ενήμερος για τα τελευταία νέα, ενώ δεν είχε παρουσιάσει επιθετικές τάσεις, ούτε τάσεις αυτοκτονίας και δεν εμφανίζει ψυχωσικά συμπτώματα. Πρέπει δε να παραλληλισθεί προς τις παραπάνω και η από 2-7-2009 ιατρική γνωμάτευση του ψυχιάτρου Ε. Φ., ο οποίος την 2-7-2009 εξετάζοντας τον πάσχοντα διέγνωσε όμοιες "ψυχωτικού τύπου εκδηλώσεις", ενώ ο ψυχίατρος Γ. Π. ο οποίος παρακολούθησε τον συμπαραστατέο μετά τη νοσηλεία του στο ψυχιατρείο, στις δύο ιατρικές βεβαιώσεις, προβαίνει στη διάγνωση ότι ο Π.Ρ. πάσχει από χρονίσασα ψυχονευρωτική κατάσταση (όχι ψυχωτική) με στοιχεία κατάθλιψης, ότι ο εξετασθείς έχει τη χρήση του λογικού και ότι η αντίληψη, η βούληση και η κρίση του είναι καλές. Εξάλλου, κατά την επικοινωνία που είχε και το παρόν Δικαστήριο με τον Π. Ρ., η ο ποία έλαβε χώρα κατά την παρούσα συζήτηση, διαπιστώθηκε ότι πρόκειται για άτομο σοβαρό, ευγενικό, μορφωμένο, αξιοπρεπές, το οποίο αντιλαμβάνεται πλήρως την πραγματικότητα και ενημερώνεται για τα τρέχοντα θέματα και απλώς, λόγω της κατάθλιψης που εμφανίζει, παραμελεί εν μέρει την εξωτερική του εμφάνιση. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η διαπιστωθείσα κατάσταση του Π. Ρ., η οποία διαρκεί ουσιαστικά αμετάβλητη επί πολλά έτη, δεν καθιστά αναγκαία τη συνεχή φροντίδα και προστασία του από άλλο άτομο, αφού ο ίδιος δεν αδυνατεί να επιμεληθεί του εαυτού του και της περιουσίας του. Κατά συνέπεια, δεν συντρέχει περίπτωση θέσεως του πάσχοντος σε πλήρη ή μερική δικαστική συμπαράσταση. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την ως άνω κατάσταση του πάσχοντος, σε συνδυασμό με την όλη προσωπικότητα αυτού, την κοινωνική του θέση και τη φύση και σπουδαιότητα του συνόλου των περιουσιακών του υποθέσεων (ύπαρξη ακινήτων και χαρτοφυλακίου μετοχών, επικείμενη ανέγερση σύγχρονης πολυώροφης κατοικίας με το σύστημα της αντιπαροχής στη θέση της πατρικής του οικίας), καθώς και την έλλειψη σχετικής εμπειρία περί το χειρισμό τέτοιων υποθέσεων κατά τη διάρκεια του μέχρι τώρα βίου του, το Δικαστήριο κρίνει ότι, λόγω της σπουδαιότητας και πολυπλοκότητας των υποθέσεων αυτών, σε συνδυασμό με την αναγκαιότητα να απουσιάσουν στοιχεία επιβάρυνσης της ψυχικής κατάστασης του πάσχοντος από το ενδεχόμενο λήψης εκ μέρους του εσφαλμένων για τα συμφέροντα του αποφάσεων, επιβάλλεται η λήψη του μέτρου της μερικής επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης, κατά την οποία ο πάσχων θα συνεπικουρείται από τον κατάλληλο δικαστικό συμπαραστάτη και θα αφορά το μέτρο αυτό την κατάρτιση ενοχικών και εμπραγμάτων δικαιοπραξιών επί ακινήτων και την παροχή εντολής και πληρεξουσιότητας για τη σύναψή τους, την ανάληψη χρημάτων από τραπεζικούς λογαριασμούς, καθώς και την παροχή εντολής προς διενέργεια αγοραπωλησιών επί μετοχών ή άλλων κινητών αξιών. Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι το κατάλληλο πρόσωπο για την ανάληψη του λειτουργήματος του δικαστικού συμπαραστάτη είναι η Μ. Γ., πρώην σύζυγος του θανόντος πατέρα του πάσχοντος, η οποία διορίστηκε με την υπ'αριθμ.3012/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (σε αντικατάσταση του αρχικώς διορισθέντος Κ. Τ.) και η οποία θεωρείται ότι θα επιτελέσει το έργο της με την κατάλληλη προσοχή και επωφελώς για τα συμφέροντά του συμπαραστατέου, όπως το καθορίζουν οι βιοτικές και ψυχικές ανάγκες του, ήτοι με την απαιτούμενη ωριμότητα και σύνεση και κοινωνική εμπειρία και δεν εμπίπτει σε οποιοδήποτε νόμιμο κώλυμα, ενώ και ο ίδιος ο συμπαραστατέος είναι ευχαριστημένος με αυτή, όπως δήλωσε τόσο στην εξέτασή του στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου, αλλά και στα υπ'αριθμ.3012/2012 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Σημειώνεται μάλιστα ότι ο ανωτέρω δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να έχει ανάμιξη στις υποθέσεις που τον αφορούν η Σ. Ρ.."Υπό τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, διότι με σαφή και επαρκή αιτιολογία στηρίζει το διατακτικό του, δηλαδή την απόρριψη της έφεσης που άσκησε η αναιρεσείουσα κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία ο Π. Ρ. είχε τεθεί σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση, κατά τρόπο που παρέχει την ευχέρεια στο παρόν Δικαστήριο να ελέγξει αναιρετικά αν συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε [άρθρο 1666 ΑΚ].
Συνεπώς είναι βάσιμος ο πρώτος αναιρετικός λόγος με τον οποίο αποδίδεται στη προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔικ και συγκεκριμένα ότι το Εφετείο με τις παραπάνω ουσιαστικές παραδοχές του ως προς το είδος της δικαστικής συμπαράστασης στο οποίο έθεσε τον πρώτο αναιρεσίβλητο Π. Ρ. και ειδικότερα ως προς την παραδοχή του ότι δεν συντρέχει περίπτωση να τεθεί ο προδιαληφθείς σε πλήρη ή μερική [στερητική] δικαστική συμπαράσταση, περιέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, "διότι ενώ δέχθηκε ότι από τις ψυχιατρικές εξετάσεις, που υπεβλήθη ο Π. Ρ. εξ αφορμής της ακούσιας νοσηλείας του, αλλά και από τα περιστατικά της προηγούμενης ζωής του προέκυψε η ικανότητα του Π. Ρ. να φροντίζει μόνο τον εαυτό του, εν τούτοις έκρινε αντιφατικά και δίχως αιτιολογία, άλλως με ανεπαρκή αιτιολογία, ότι ο συμπαραστατέος Π. Ρ. μπορεί να επιμεληθεί και τη περιουσίας του και ότι δεν συντρέχει για το λόγο αυτό περίπτωση θέσεως του πάσχοντος σε πλήρη ή μερική δικαστική συμπαράσταση χωρίς να παρατίθενται πραγματικά περιστατικά, από τα οποία αποδεικνύονταν η ικανότητα του Π. Ρ. ως προς τη διαχείριση και των θεμάτων, που άπτονται της περιουσίας του". Αβασίμως προβάλλεται επίσης και ο δεύτερος λόγος με τον οποίο αποδίδεται στο Εφετείο η ίδια αναιρετική πλημμέλεια και συγκεκριμένα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέλαβε αιτιολογία άλλως διέλαβε ανεπαρκή αιτιολογία ως προς την καταλληλότητα της Μ. Γ. να διορισθεί δικαστικός συμπαραστάτης του προαναφερθέντος, καθώς και ως προς τη καταλληλότητα των διορισθέντων μελών του Εποπτικού Συμβουλίου. Τούτο δε διότι το Εφετείο κατέληξε στη σχετική κρίση του, περί της καταλληλότητας των παραπάνω προσώπων, [όπως σαφώς προκύπτει από το προπαρατεθέν περιεχόμενο της απόφασής του], αφού συνεκτίμησε τη γνώμη του συμπαραστατέου σε συνδυασμό με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες αυτή έχει διαμορφωθεί, τους δεσμούς του με το συγκεκριμένο πρόσωπο, τον κίνδυνο από την τυχόν υφιστάμενη αντίθεση συμφερόντων και γενικώς το κατά πόσον ο διορισμός του παραπάνω προσώπου ως δικαστικού συμπαραστάτη και των λοιπών ως μελών του εποπτικού συμβουλίου θα συμβάλει στην εξυπηρέτηση του συμφέροντος αυτού στον οποίο αφορά το μέτρο. Ο ίδιος λόγος κατά το μέρος του, με το οποίο πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου, καθώς και οι τέταρτος και έκτος αναιρετικοί λόγοι, με τους οποίους αποδίδεται η ίδια πλημμέλεια και συγκεκριμένα αφενός μεν ότι η αναιρεσιβαλλομένη στερείται επαρκούς αιτιολογίας ως προς την ασθένεια του πρώτου αναιρεσίβλητου και αφετέρου ως προς τον ισχυρισμό της σχετικά με τη καταλληλότητα του υιού της αναιρεσείουσας να διορισθεί δικαστικός συμπαραστάτης και την καταλληλότητα του συζύγου της και της Ε. Κ. να διορισθούν ως μέλη του εποπτικού συμβουλίου, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι, καθόσον με την επίκληση της συνδρομής της πλημμέλειας του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔικ, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του Εφετείου.
3. Με το άρθρο 559 αριθ.11 περ.γ του ΚΠολΔικ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης (και) όταν το δικαστήριο παρά τον νόμο, δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Για την βασιμότητα του λόγου αυτού αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωμένο να συνεκτιμήσει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 759 και 760 ΚΠολΔικ, υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος προς απόδειξη με το φερόμενο ως αγνοηθέν μέσο ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης [Ολ ΑΠ 2/08] επιδρά δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης. Καμιά, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα. Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι ελήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναίρεσης. Στην κρινόμενη υπόθεση, με τους τρίτο και πέμπτο λόγους της αιτήσεώς της, η αναιρεσείουσα προβάλλει την πλημμέλεια της περ.11γ'του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, ισχυριζόμενη αντίστοιχα, αφενός μεν ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο 13 έγγραφα, που αφορούν κυρίως ιατρικές γνωματεύσεις και βεβαιώσεις σχετικά με την ψυχική υγεία του τεθέντος υπό επικουρική δικαστική συμπαράσταση πρώτου αναιρεσίβλητου, με τον περαιτέρω ισχυρισμό ότι, αν τα ελάμβανε υπόψη του, θα οδηγούνταν στην αποδοχή της άποψης της αναιρεσείουσας, ότι ο προδιαληφθείς έπρεπε να τεθεί σε πλήρη δικαστική συμπαράσταση, αφετέρου δε ότι δεν έλαβε υπόψη του άλλα 28 έγγραφα που αφορούν κυρίως πληρεξούσια και συμβόλαια πώλησης ακινήτων και μετοχών, γραφολογική πραγματογνωμοσύνη κλπ, με τον περαιτέρω ισχυρισμό ότι αν τα ελάμβανε υπόψη του θα οδηγούνταν σε διαφορετική κρίση ως προς την καταλληλότητα της Μ. Γ. να διορισθεί δικαστικός συμπαραστάτης καθώς και ως προς την καταλληλότητα των προσώπων που διορίσθηκαν μέλη του εποπτικού συμβουλίου. Από την επισκόπηση όμως της προσβαλλόμενης απόφασης και ειδικότερα από την περιεχόμενη σε αυτήν βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη και όλα τα έγγραφα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της απόφασης αυτής και μάλιστα τις σκέψεις για την ψυχική κατάσταση του πρώτου αναιρεσίβλητου, καθώς και την καταλληλότητα των παραπάνω προσώπων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο συνεκτίμησε ως αποδεικτικό υλικό και τα εν λόγω έγγραφα, για να καταλήξει σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα από εκείνο που θεωρεί ορθό η αναιρεσείουσα, ως προς τη κατάσταση της ψυχικής υγείας του πρώτου αναιρεσίβλητου και την καταλληλότητα των παραπάνω προσώπων.
Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα λόγω της ήττας της στην δικαστική δαπάνη των αναιρεσίβλητων, [άρθρο 176 ΚΠολΔικ].

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση της Σ. Ρ. για αναίρεση της 6168/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων [2.700] ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Φεβρουαρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Φεβρουαρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ - ΝΟΜΗ - ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΥΠ ΑΡΙΘ 4/2018 ΑΠΟΦΑΣΗ - ΣΥΝΝΟΜΗ - ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ - Το Ειρηνοδικείο Κατερίνης εξέδωσε την υπ αριθ 4/2018 απόφαση που αφορά "καταπατητές"εξ αιδαρέτου συγκυρίους αγρότες στο με αριθ 458 κληροτεμάχιο

Previous: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ - Αριθμός 459/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α2'Πολιτικό Τμήμα - Με τη κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την εκούσια διαδικασία με αριθμό 6168/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που απέρριψε τις εφέσεις των διαδίκων κατά της 2970/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με αυτή είχε τεθεί σε μερική επικουρική δικαστική συμπαράσταση ο πρώτος αναιρεσίβλητος, κατά μερική ουσιαστική παραδοχή σχετικής αίτησης της αναιρεσείουσας και είχε διορισθεί δικαστικός συμπαραστάτης καθώς και εποπτικό συμβούλιο
$
0
0


 

ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ Η  ΥΠ ΑΡΙΘ 4/2018 ΑΠΟΦΑΣΗ Του Ειρηνοδικείο Κατερίνης  απόφαση που αφορά "καταπατητές"εξ αδιαιρέτου συγκυρίους αγρότες στο με αριθ 458 κληροτεμάχιο.... υπόθεση που χειρίστηκε ο γραφείο μας και αποτελεεί νομολογία για τις επόμενες υποθέσεις που εκκρεμούν...

 

δείτε τη δημοσίευση της Νόμος..........

 

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL)

4/2018 ΕΙΡ ΚΑΤΕΡ ( 718441)
 


(Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Αγωγή προστασίας  της νομής από αποβολή και αγωγή αποζημίωσης από αδικοπραξία λόγω απώλειας καρπών από την αφαίρεση πράγματος. Επιτρεπτή η σώρευση. Εξ αδιαιρέτου συγκυριότητα κληροτεμαχίου γεωργοκτηνοτροφικής αποκατάστασης. Κοινωνία δικαιώματος. Προσβολή νομής από συννομέα σε διαιρετό κατά χρήση τμήμα.  Δεν υφίσταται χρησικτησία σε διαιρετό τμήμα κληροτεμαχίου αν δεν έχει κηρυχθεί  διαιρετό με απόφαση περί ανωμάλου δικαιοπραξίας. Για την ύπαρξη προσβολής  συννομέα απαιτείται και πλήρη αναφορά της προσβολής και των υπολοίπων συννομέων,  αφού υφίσταται κοινωνία δικαιώματος.  Δεν δίδεται αποζημίωση για την χρήση αγρού.  Απορρίπτει την αγωγή.



 

                                                       ΑΠΟΦΑΣΗ 4 / 2018


                                               ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ
                                                     (Τακτική Διαδικασία)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Ειρηνοδίκη Κατερίνης Ζωή Δημάκη και από τη Γραμματέα  Ευαγγελία Ζάγκου
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ. δημόσια  στο ακροατήριό του στις 31-01-2017 για να δικάσει τη με  αριθμό  έκθεσης
κατάθεσης  298/ 13-09-20/13  αγωγή,  δικάσιμος  της  οποίας ορίσθηκε :η 29η -0 9 - 2 0 15. κατόπιν αναβολής η 7-06-2016 και μετά την εκ της αναβολή της η προαναφερθείσα.  με αντικείμενο αποβολή από τη  νομή  ακινήτου,  και αποζημίωση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) ................. του ...........  και 2)  ....................  του .................... , αμφοτέρων κατοίκων .................  Πιερίας, οι  οποίοι παραστάθηκαν μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Φωτεινής Καραφέρη
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: l) ...............  του ............  Κατοίκου .................    Πιερίας ,  2)
..................... του .............. , κατοίκου ....................  Πιερίας  3)  .................
του .............. , κατοίκου ....................     Πιερίας,    4)     ......................    του .................... , κατοίκου  .............  Πιερίας και 5) .....................  του ...................... , κατοίκου  ............  Πιερίας, οι οποίοι  παραστάθηκαν   όλοι   μετά   του    πληρεξουσίου
δικηγόρου τους Δημητρίου Καλαιτζή.
Κατά    τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι, των διαδίκωv ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.


                                             ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔIΚΟΓΡΑΦΙΑ
                                            ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ MΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 79  παρ. 1,2.3 του Αγροτικού Κώδικα (βδ 29 -10/6-12-1949), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 26, 74, 180 και 203 του ίδιου Κώδικα, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 1§1 αν  431/ 1968, προκύπτει ότι ο κατά τον αγροτικό νόμο αποκαθιστάμενος κληρούχος από την παραχώρηση σε αυτόν συγκεκριμένου κλήρου και μέχρι την έναρξη ισχύος του α.ν. Α3,1/1968, και αν ακόμη δεν τον κατέχει πραγματικά, θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου. ως μόνος καλής πίστης νομέας αυτού και συνεπώς, ο κλήρος που του παραχωρήθηκε είναι ανεπίδεκτος χρησικτησίας από άλλον, το ίδιο δε  πλάσμα ισχύει. για την ταυτότητα του νομικού λόγου. και υπέρ των καθολικών διαδόχων του αρχικού κληρούχου. Ακόμη, από τη διάταξη του άρθρου 1§1 α.ν. 431/1968 προκύπτει ότι μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (23-05-1968) ο κατά την εποικιστική εν γένει νομοθεσία αποκατασταθείς κληρούχος και οι κληρονόμοι του δεν λογίζονται. κατά πλάσμα του νόμου, νομείς του κλήρου, αν δεν κατέχουν. πράγματι αυτόν και συνεπώς, είναι δυνατή η χωρίς τη θέλησή  τους  κτήση  από τρίτο της νομής ολόκληρου του κληροτεμαχίου, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην κτήση   της
κυριότητας   τούτου   με    χρησικτησία,    εφόσον    συμπληρωθεί    ο απαιτούμενος  χρόνος, υπό τον περιορισμό. σε κάθε περίπτωση. να μη κατατέμνονται τα τεμάχια της οριστικής διανομής.
Ο περιορισμός αυτός της  μη κατάτμησης τίθεται ως γενική αρχή και δεν αναφέρεται, μόνο  στον
κατά κυριότητα τεμαχισμό του κληροτεμαχίου, αλλά και στον κατά νομή τεμαχισμό, αφού διαφορετικά η κατάτμηση θα επιτυγχανόταν ισοδυνάμως  με την απόκτηση μία φορά της νομής του τμήματος του κληροτεμαχίου και την έκτοτε διαρκή προστασία της έναντι τρίτων. Ο τρίτος που επιλήφθηκε της νομής τμήματος κληροτεμαχίου και όχι του όλου δεν προστατεύεται ούτε κατά του νομέα του όλου ούτε κατά οποιουδήποτε άλλου  όταν αποβληθεί από το τμήμα του κληροτεμαχίου που νεμόταν, γιατί αλλιώς θα είχε διαρκή προστασία. που Θα επέφερε κατάτμηση. Συνεπώς, είναι ανεπίτρεπτη όχι μόνο η κτήση της κυριότητας  από  τρίτο σε  βάρος του κληρούχου ή των διαδόχων του με χρησικτησία, αλλά  και  η  λόγω συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής άρνηση  απόδοσης  του  τμήματος  του κλήρου (άρθρο 272 ΑΚ), αφού  μ  αυτήν
ουσιαστικώς παγιώνεται  η  μη  ανεκτή από τον νόμο φυσική κατάτμηση του κλήρου. Κατά
συνέπεια,  και λόγω της ως άνω εκ του  άρθρου  1 α.ν. 431/1968 απαγόρευσης,  που  αποβλέπει στη  διατήρηση ακέραιων των κληροτεμαχίων προς το σκοπό της επωφελέστερης εκμετάλλευσής τους. δεν επιτρέπεται η μεταβίβαση διαιρετού τμήματος κληροτεμαχίου (ΟλΑΠ 15/2004  ΝοΒ
2005,   54,  ΑΠ   2162/2014,   ΑΠ  758/2013,   ΑΠ   1564/2010 , ΑΠ 1694/2008,  ΑΠ  866/2007,
ΑΠ  486/2005,  ΑΠ   1413/2003,  όλες  δημοσιευμένες στην τνπ Νόμος ,  ΑΠ 534/2003 ΑρχΝ  2005,
331, Εφθεσ  2996/2005,  Αρμ  2006. 876). Η απαγόρευση όμως της νομής και της απόκτησης κυριότητας με χρησικτησία επί διαιρετού τμήματος  κληροτεμαχίου δεν ισχύει και επί  ποσοστού εξ αδιαιρέτου επί του κλήρου, διότι η νομή και η κυριότητα αυτή δεν οδηγεί αναγκαίως στην κατάτμηση του κληροτεμαχίου  (ΟλΑΠ 1520/1982. ΝοΒ 1983. 1359, ΑΠ 267/2007, τνπ Νόμος, Εφθεσ 236/2012.ΕφΑΔ 2012,1071 ). Εντούτοις, γίνεται δεκτό ότι στην προδιαληφθείσα απαγόρευση της  κατάτμησης  του αγροτικού κλήρου δεν περιλαμβάνεται και η παραχώρηση της χρήσης τμήματος αυτού, καθόσον με αυτήν δεν επέρχεται τέτοια απαγορευμένη κατάτμηση, αφού η νομή ολόκληρου του κληροτεμαχίου λογίζεται. κατά τα ανωτέρω. ότι ανήκει στον κληρούχο (ΑΠ 589/1992 ΕλΔνη 1994, 74, ΜΠΡοδ 1026/2007, τνπ Νόμος).
ΙΙ. Περαιτέρω, επί κοινωνίας δικαιώματος, όπως στην περίπτωση της συγκυριότητας και της συννομής, καθένας των κοινωνών δικαιούται σε χρήση του κοινού  αντικειμένου,  εφόσον από
αυτήν  δεν  παρακωλύεται  η  σύγχρηση  των λοιπών   (άρθρο   787  ΑΚ),   ενώ  με  απόφαση  της
πλειοψηφίας των  κοινωνών, λαμβανόμεvη κατά το μέγεθος των μερίδων, μπορεί να καθορισθεί ο για το κοινό αντικείμενο  προσήκων  τρόπος   τακτικής   διοίκησης   και   εκμετάλλευσης   αυτού (άρθρο 789 ΑΚ). Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η χρήση του κοινού πράγματος, η οποία  συνίσταται  στην  υλική  απόλαυση  των  ωφελειών  του.  ως υπαγόμενη στην κατ άρθρο 789 ΑΚ εκμετάλλευση αυτού. μπορεί να καθορισθεί με απόφαση της πλειοψηφίας των κοινωνών. Στο πλαίσιο αυτής της απόφασης δύναται να συμφωνηθεί, σε περίπτωση συγκυριότητας εξ αδιαιρέτου επί ακινήτου ότι κάθε κοινωνός θα κάνει αποκλειστική χρήση ορισμένου διακεκριμένου τμήματος του ακινήτου, εφόσον, βεβαίως, τούτο είναι εφικτό. Εξάλλου. κατά τη διάταξη του άρθρου 994 ΑΚ αν νέμονται περισσότεροι το ίδιο πράγμα κατ ιδανικά  μέρη,  καθένας  από  αυτούς
έχει  κατά τρίτων τα  δικαιώματα από  την προσβολή της νομής. Στις μεταξύ τους σχέσεις δεν παρέχεται η προστασία από τη νομή, εφόσον πρόκειται για τα όρια της χρήσης του πράγματος που αρμόζει στον καθένα. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι σε περίπτωση προσβολής της συννομής των συννομέων, αν η προσβολή συνίσταται σε ολική ή μερική αποβολή, τότε ο αποβληθείς συννομέας έχει την ένδικη προστασία της νομής. Καιά τη γνώμη που κρίνεται ορθότερη από το παρόν Δικαστήριο, τα ανωτέρω ισχύουν και στην
περίπτωση   που  τα  όρια   της  χρήσης  που  αρμόζει  σε  καθέναν από  τους συγκοινωνούς έχουν προσδιορισθεί συμφώνως με τις διατάξεις των άρθρων 789 και 790 ΑΚ (βλ. Γεωργιάδη, Εμπράγματο Δίκαιο, 2010, σελ. 302 επ.).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή οι ενάγοντες εκθέτουν ότι με την αναφερόμενη δικαστική απόφαση αναγνωρίσθηκαν συγκύριοι εξ αδιαιρέτου του με αριθμό 458 κληροτεμαχίου γεωργοκτηνοτροφικής αποκατάστασης συνολικής έκτασης 9.629 στρ, που βρίσκεται στην περιοχή ..............  Πιερίας, για τη διαχείριση του οποίου συστάθηκε ο
αναφερόμενος Συνεταιρισμός,   του   οποίου   τυγχάνουν   μέλη.  Ότι,   ακολούθως,   δυνάμει των
αναφερόμενων άτυπων διανομών, που έλαβαν χώρα μεταξύ των συγκυρίων κατά τα έτη 1989 και 1996 για την επωφελέστερη αξιοποίηση του κλήρου, περιήλθαν στη νομή και κατοχή εκάστου εκ των εναγόντων τα λεπτομερώς περιγραφόμενα διαιρετά τμήματα του κλnροτεμαχίου, τα οποία έκτοτε αυτοί νέμονται, ασκώντας,   επ αυτών  τις  ειδικότερα  αναφερόμενες  διακατοχικές
πράξεις.  Ότι  κατά  τον αναφερόμενο χρόνο, παρά τη θέλησή  τους και παρά τον νόμο, οι εναγόμενοι κατέλαβαν από κοινού τα ακίνητα αυτά, προβαίνοντας σε άροσή τους και αποβάλλοντας, με τον τρόπο αυτό. τους ενάγοντες από τη νομή τους, την οποία αρvούνται, έκτοτε, να τους αποδώσουν. Ότι, συνεπεία  της  παραπάνω συμπεριφοράς των εναγομένων. υπέστησαν περιουσιακή ζημία. την οποία υποχρεούνται να αποκαταστήσουν οι εναγόμενοι με την καταβολή σε έκαστο εξ αυτών του οφέλους που αποκόμισαν από τη χρήση των ακινήτων τους κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Σεπτέμβριο 2012 έως τον μήνα Σεπτέμβριο 2013, το οποίο συνίσταται στη μισθωτική αξία αυτών και ανέρχεται στο ποσό  των 790,44 ευρώ για το ακίνητο του πρώτου ενάγοντα και στο ποσό των 726,00 ευρώ για το ακίνητο του δεύτερου ενάγοντα. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά ζητούν α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να αποδώσουν σε καθέναν από αυτούς τη νομή του διαιρετού τμήματος  που του ανήκει.  β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 790,44 ευρώ και στον δεύτερο το ποσό των 726,00 ευρώ ως αποζημίωση για τη χρήση εκάστου ακινήτου κατά το χρονικό διάστημα των μηνών Σεπτεμβρίου 2012 έως Σεπτεμβρίου 2013,με το  νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα  εκάστου  μηνός και μέχρι πλήρους εξόφλησης, γ) να απειληθεί χρηματική ποινή και να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος εκάστου των εναγομένων για κάθε παράβαση των απαγορευτικών διατάξεων της εκδοθησόμενης απόφασης. Ζητούν τέλος, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και  να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη.
Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα στο παρόν δικόγραφο σωρεύονται παραδεκτά, κατ` άρθρο 218§1 ΚΠολΔ, αγωγή προστασίας  της  νομής  από αποβολή και αγωγή αποζημίωσης από αδικοπραξία λόγω απώλειας καρπών από την αφαίρεση του πράγματος, οι οποίες αρμοδίως καθ` ύλη και κατά τόπο εισάγονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 1 l αριθ.1, 14§l περ. α, 22 και 29§ l ΚΠολΔ), για να συζητηθούν κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία δεν είναι αντιφατικές μεταξύ τους, η δε σύγχρονη εκδίκασή τους δεν επιφέρει σύγχυση, αντίθετα. διευκολύνει τη διαδικασία. Πλην όμως, η σωρευόμενη αγωγή αποβολής από τη νομή είναι απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη, καθόσον τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, αληθή υποτιθέμενα, δεν στηρίζουν το αγωγικό αίτημα για την απόδοση στους ενάγοντες της νομής επί των αναφερόμενων διαιρετών τμημάτων του κληροτεμαχίου. Τούτο διότι συμφώνως με τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω υπό Ι. νομική σκέψη της παρούσας, ο περιορισμός της μη κατάτμησης των κληροτεμαχίων αφορά και τον κατά νομή τεμαχισμό του κατά διακεκριμένα τμήματα διαφορετικά της οριστικής διανομής. Στην προκειμένη περίπτωση, με τις επικαλούμενες διαδοχικές διανομές του μείζονος με αριθμό 458 κληροτεμαχίου μεταξύ των εξ αδιαιρέτου συγκυρίων αυτού σε διαιρετά τμήματα επήλθε απαγορευμένος, σύμφωνα με τα  ανωτέρω κατά νομή τεμαχισμός του κλήρου και συνακόλουθα, τα διανεμηθέντα επι μέρους τμήματα του κληροτεμαχίου δεν είναι επιδεκτικά νομής, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι ενάγοντες με την ένδικη αγωγή τους,  τυχόν  δε  αποβολή  από τμήμα του κλήρου δεν στηρίζει αξιώσεις τους με βάση την ένδικη προστασία της νομής. Αυτούσια τυχόν διανομή του μείζονος κλήρου της οριστικής διανομής επιτρέπεται μόνον όταν κάθε μερίδα θα συνίσταται σε ένα ακέραιο (ίσο ή άνισο) κληροτεμάχιο, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, κατά  τα επικαλούμενα στην αγωγή. Τα ανωτέρω προκύπτουν ευθέως από το περιεχόμενο  του αγωγικού δικογράφου ,  με το   οποίο  ρητώς ιστορείται ότι οι ενάγοντες ασκούσαν τη νομή τους σε διακριτό μέρος του κληροτεμαχίου, με ορισμένη εδαφική  έκταση.  Εξάλλου ο περιορισμός  της μη
κατάτμησης των τεμαχίων της οριστικής διανομής που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 1§1 α.ν. 431/1968, δεν ισχύει κατ` εξαίρεση, σύμφωνα με τη διάταξη του ίδιου άρθρου 1§2 περ. Αβ` και Αδ` του ιδίου νόμου, σε συγκεκριμένες, ρητά οριζόμενες  στο  νόμο περιπτώσεις, όπως μεταξύ άλλων επί οικοπεδικών κλήρων ή επί κλήρων που βρίσκονται εντός εγκεκριμένων ρυμοτομικών σχεδίων πόλεων ή χωριών ή εντός ορίων οικισμών, υπό την προϋπόθεση ότι τόσο τα μεταβιβαζόμενα όσο και τα απομένοντα τεμάχια κλήρων πληρούν τα ελάχιστα όρια εμβαδού και διαστάσεων. κατά τις οικείες πολεοδομικές διατάξεις (βλ. ΟλΑΠ 568/1986  ΝοΒ  32.  202, ΟλΑΠ 1520/19 82 ΝοΒ 31. 13 59). πλην όμως, ουδόλως επικαλούνται, εν προκειμένω. οι ενάγοντες πως ο επίδικος κλήρος, για τον οποίο ρητώς αναφέρουν ότι είναι γεωργοκτηνοτροφικ6ς.  κείται  εντός
εγκεκριμένου  ρυμοτομικού  σχεδίου ή εντός οικισμού. Ως εκ τούτου από το περιεχόμενο της αγωγής, συμφώνως  και με όσα διαλαμβάνονται στην ως άνω υπό Ι. νομική σκέψη της παρούσας, προκύπτει ότι η συμφωνία διανομής του κληροτεμαχίου, δυνάμει της οποίας, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς απέκτησαν οι ενάγοντες τα περιγραφόμενα διαιρετά τμήματα αυτού συνιστά ανώμαλη δικαιοπραξία επιχειρηθείσα  κατά  παράβαση των διατάξεων της Αγροτικής νομοθεσίας, όπως προεκτέθηκαν, ουδόλως δε μνημονεύεται στην ένδικη αγωγή ότι έλαβε χώρα τυχόν κύρωση των ακυροτήτων της δικαιοπραξίας αυτής και δη της κατάτμησης ακέραιου τεμαχίου της οριστικής διανομής, με σχετική δικαστική απόφαση, κατά τους όρους και προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 15 ν.δ. 3958/1959 (καθόσον από κανένα σημείο του ένδικου δικογράφου δεν προκύπτει  οτι η διανομή έλαβε χώρα τυχόν με  δημόσιο έγγραφο), ώστε ακολούθως, τα διαιρετά τμήματα του κλήρου να αποκτήσουν αυτοτέλεια και  να μπορούν πλέον ελεύθερα  να μεταβιβαστούν περαιτέρω (ΑΠ 478/2005. τνπ Νόμος,ΑΠ 1834/1999,ΕλΔνη 2000,965,βλ και Γνωμ ΝΣΚ 606/2002,τνπ Νόμος), άρα να προστατευθούν αυθύπαρκτα.
Περαιτέρω, η  αγωγή  είναι ομοίως, απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη και καθ` ο μέρος επιχειρείται  να Θεμελιωθεί στις διατάξεις των άρθρων 787 επ. ΑΚ. εκτιμώμενης της περιγραφόμενης άτυπης διανομής του κληροτεμαχίου μεταξύ των συγκυρίων ως απποφασης της πλειοψηφίας των κοινωνών για τον καθορισμό προσήκοντος τρόπου χρήσης του κοινού ακινήτου, κατ` άρθρο 789 ΑΚ. στο πλαίσιο της οποίας συμφωνήθηκε, λόγω της ιστορούμενης συγκυριότητας εξ αδιαιρέτου επί του κληροτεμαχίου, ότι κάθε συγκύριος (κοινωνός) θα κάνει αποκλειστική χρήση διακεκριμένου τμήματος του ακινήτου, οι δε ενάγοντες έλαβαν τα περιγραφόμενα στην αγωγή δύο διαιρετά τμήματα. Σε μια τέτοια περίπτωση, η προαναφερόμενη απόφαση των κοινωνών δεν συνιστά απαγορευμένη κατάτμηση του κλήρου, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην υπό Ι. νομική σκέψη της παρούσας, καθόσον με αυτήν συμφωνείται παραχώρηση της χρήσης τμήματος αυτού, έχουσα δε η συμφωνία αυτή ενοχικό χαρακτήρα, δεν ισοδυναμεί με αυτούσια διανομή του κλήρου. Τούτων δοθέντων, εφόσον προσβάλλεται με αποβολή από τρίτο πρόσωπο ή από συγκοινωνό το δικαίωμα του συγκυρίου (κοινωνού) για χρήση του κοινού πράγματος, δύναται να προστατευθεί αυτός με την αγωγή αποβολής από τη νομή (άρθρο 987 Α.Κ), κατά τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην υπό ΙΙ. νομική σκέψη της παρούσας. Εντούτοις, σε τέτοια περίπτωση, η προστασία αφορά το δικαίωμα του κοινωνού επί της ιδανικής του μερίδας, που ουδόλως αναφέρεται στην υπο κρίση αγωγή, στην οποία (ιδανική μερίδα) τυχόν αντιστοιχεί ορισμένη εδαφική έκταση από το κοινό ακίνητο, πλην όμως. τέτοιο αίτημα δεν περιλαμβάνεται στσ υπό κρίση αγωγικό δικόγραφο. Τέλος, απορριπτέας ώς νομικά αβάσιμη κρίνεται και η σωρευόμενη αγωγή αποζημίωσης, δεδομένου ότι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά αληθή υποτιθέμενα, δεν στηρίζουν το αγωγικό αίτημα για την καταβολή σε έκαστο των εναγόντων του αναφερόμενου ποσού που  κατά τα ισχυριζόμενα, οφείλουν οι εναγόμενοι για τη χρηματική ικανοποίηση της ζημίας που υπέστησαν οι ενάγοντες - νομείς λόγω της τελεσθείσας αδικοπραξίας σε βάρος τους. Τούτο διότι από τα αναφερόμενα δεν στοιχειοθετείται η προϋπόθεση της παράνομης πράξης εκ μέρους των εναγομένων  υπό την έννοια της προσβολής του απόλυτου δικαιώματος νομής των εναγόντων στα περιγραφόμενα διαιρετά τμήματα του κληροτεμαχίου, καθόσον , κατά τα αναλυτικώς προλεχθέντα, δεν διατηρούν τέτοιο δικαίωμα. Κατ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμη για τους παραπάνω λόγους και να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων λόγω της δυσχέρειας της ερμηνείας των νομικών κανόνων που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 Κ.ΠολΔ) .  όπως
ειδικότερα  διαλαμβάνεται  στο  διατακτικό  της παρούσας.


                                                     ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δ1ΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων

Κρίθηκε. αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε  έκτακτη  δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Κατερίνη, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 31 Ιανουαρίου 2018.

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ
 

 

 

ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΑΡΑΚΑΤΩ

ΝΟΜΗ - ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΥΠ ΑΡΙΘ 4/2018 ΑΠΟΦΑΣΗ - ΣΥΝΝΟΜΗ - ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ - Το Ειρηνοδικείο Κατερίνης εξέδωσε την υπ αριθ 4/2018 απόφαση που αφορά "καταπατητές"εξ αιδαρέτου συγκυρίους αγρότες στο με αριθ 458 κληροτεμάχιο των περιοχών Βροντούς και Αγίου Σπυρίδωνα Πιερίας.... ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΠΈΡΙΨΕ ΑΓΩΓΗ ΝΟΜΗΣ ΚΑΤΑΠΑΤΗτΩΝ ΣΥΓΚΥΡΙΩΝ: , ΣΕ ΔΙΑΙΡΕΤΟ ΚΑΤΑ ΧΡΗΣΗ ΤΜΗΜΑ, ΛΟΓΩ ΕΞ ΑΔΙΑΙΡΕΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ, - ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ. - ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ ΣΕ ΔΙΑΙΡΕΤΟ ΤΜΗΜΑ ΚΛΗΡΟΤΕΜΑΧΙΟΥ ΑΝ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΗΡΥΧΘΕΙ ΔΙΑΙΡΕΤΟ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΕΡΙ ΑΝΩΜΑΛΟΥ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ.. ΟΠΟΤΕ Η ΑΓΩΓΗ ΕΙΝΑΙ ΑΒΑΣΙΜΗ... - ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΣΥΝΝΟΜΕΑ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΚΑΙ ΠΛΗΡΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΥΠΟΛΟΙΠΩΝ ΣΥΝΝΟΜΕΩΝ, ΑΦΟΥ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ - - ΔΕΝ ΔΙΔΕΤΑΙ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ.....



=====================================

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ  ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ
ΑΠΟΦΑΣΗ 4 / 2018
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΤΕΡ!ΝΗΣ
(Τακτική Διαδικασία)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Ειρηνοδίκη Κατερίνης Ζωή Δημάκηκαι από τη Γραμματέα  Ευαγγελία Ζάγκου
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ. δημόσια  στο ακροατήριό του στις 31-01-2017 για να δικάσει τη με  αριθμό  έκθεσης  κατάθεσης  298/ 13-09-20/13  αγωγή,  δικάσιμος  της  οποίας ορίσθηκε :η 29η -0 9 - 2 0 15. κατόπιν αναβολής η 7-06-2016 και μετά την εκ της αναβολή της η προαναφερθείσα.  με αντικείμενο αποβολή από τη  νομή  ακινήτου,  και αποζημίωση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) ......... και 2)  .................., αμφοτέρων κατοίκων .......... Πιερίας, οι  οποίοι παραστάθηκαν μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Φωτεινής Καραφέρη
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: l) .............5) οι οποίοι  παραστάθηκαν   όλοι   μετά   του    πληρεξουσίου  δικηγόρου τους Δημητρίου Καλαιτζή.
Κατά       τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι, των διαδίκωv ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔIΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ MΕ ΤΟ ΝΟΜΟ.
Ι.Από τη διάταξη του άρθρου 79  παρ. 1,2.3 του Αγροτικού Κώδικα (βδ 29 -10/6-12-1949), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 26, 74, 180 και 203 του ίδιου Κώδικα, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 1§1 αν  431/ 1968, προκύπτει ότι ο κατά τον αγροτικό νόμο αποκαθιστάμενος κληρούχος από την παραχώρηση σε αυτόν συγκεκριμένου κλήρου και μέχρι την έναρξη ισχύος του α.ν. Α3,1/1968, και αν ακόμη δεν τον κατέχει πραγματικά, θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου. ως μόνος καλής πίστης νομέας αυτού και συνεπώς, ο κλήρος που του παραχωρήθηκε είναι ανεπίδεκτος χρησικτησίας από άλλον, το ίδιο δε  πλάσμα ισχύει. για την ταυτότητα του νομικού λόγου. και υπέρ των καθολικών διαδόχων του αρχικού κληρούχου. Ακόμη, από τη διάταξη του άρθρου 1§1 α.ν. 431/1968 προκύπτει ότι μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (23-05-1968) ο κατά την εποικιστική εν γένει νομοθεσία αποκατασταθείς κληρούχος και οι κληρονόμοι του δεν λογίζονται. κατά πλάσμα του νόμου, νομείς του κλήρου, αν δεν κατέχουν. πράγματι αυτόν και συνεπώς, είναι δυνατή η χωρίς τη θέλησή  τους  κτήση  από τρίτο της νομής ολόκληρου του κληροτεμαχίου, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην κτήση   της   κυριότητας   τούτου   με    χρησικτησία,    εφόσον    συμπληρωθεί    ο απαιτούμενος  χρόνος, υπό τον περιορισμό. σε κάθε περίπτωση. να μη κατατέμνονται τα τεμάχια της οριστικής διανομής.
Ο περιορισμός αυτόςτης  μη κατάτμησης τίθεται ως γενική αρχή και δεν αναφέρεται, μόνο  στον  κατά κυριότητα τεμαχισμό του κληροτεμαχίου, αλλά και στον κατά νομή τεμαχισμό, αφού διαφορετικά η κατάτμηση θα επιτυγχανόταν ισοδυνάμως  με την απόκτηση μία φορά της νομής του τμήματος του κληροτεμαχίου και την έκτοτε διαρκή προστασία της έναντι τρίτων. Ο τρίτος που επιλήφθηκε της νομής τμήματος κληροτεμαχίου και όχι του όλου δεν προστατεύεται ούτε κατά του νομέα του όλου ούτε κατά οποιουδήποτε άλλου  όταν αποβληθεί από το τμήμα του κληροτεμαχίου που νεμόταν, γιατί αλλιώς θα είχε διαρκή προστασία. που Θα επέφερε κατάτμηση.
Συνεπώς,είναι ανεπίτρεπτη όχι μόνο η κτήση της κυριότητας  από  τρίτο σε  βάρος του κληρούχου ή των διαδόχων του με χρησικτησία, αλλά  και  η  λόγω συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής άρνηση  απόδοσης  του  τμήματος  του κλήρου (άρθρο 272 ΑΚ), αφού  μ  αυτήν  ουσιαστικώς παγιώνεται  η  μη  ανεκτή από τον νόμο φυσική κατάτμηση του κλήρου. Κατά  συνέπεια,  και λόγω της ως άνω εκ του  άρθρου  1 α.ν. 431/1968 απαγόρευσης,  που  αποβλέπει στη  διατήρηση ακέραιων των κληροτεμαχίων προς το σκοπό της επωφελέστερης εκμετάλλευσής τους. δεν επιτρέπεται η μεταβίβαση διαιρετού τμήματος κληροτεμαχίου (ΟλΑΠ 15/2004  ΝοΒ  2005,   54,  ΑΠ   2162/2014,   ΑΠ  758/2013,   ΑΠ   1564/2010 , ΑΠ 1694/2008,  ΑΠ  866/2007,  ΑΠ  486/2005,  ΑΠ   1413/2003,  όλες  δημοσιευμένες στην τνπ Νόμος ,  ΑΠ 534/2003 ΑρχΝ  2005,  331, Εφθεσ  2996/2005,  Αρμ  2006. 876). Η απαγόρευση όμως της νομής και της απόκτησης κυριότητας με χρησικτησία επί διαιρετού τμήματος  κληροτεμαχίου δεν ισχύει και επί  ποσοστού εξ αδιαιρέτου επί του κλήρου, διότι η νομή και η κυριότητα αυτή δεν οδηγεί αναγκαίως στην κατάτμηση του κληροτεμαχίου  (ΟλΑΠ 1520/1982. ΝοΒ 1983. 1359, ΑΠ 267/2007, τνπ Νόμος, Εφθεσ 236/2012.ΕφΑΔ 2012, 1071 ). Εντούτοις. γίνεται δεκτό ότι στην προδιαληφθείσα απαγόρευση της  κατάτμησης  του αγροτικού κλήρου δεν περιλαμβάνεται και η παραχώρηση της χρήσης τμήματος αυτού, καθόσον με αυτήν δεν επέρχεται τέτοια απαγορευμένη κατάτμηση, αφού η νομή ολόκληρου του κληροτεμαχίου λογίζεται. κατά τα ανωτέρω. ότι ανήκει στον κληρούχο (ΑΠ 589/1992 ΕλΔνη 1994, 74, ΜΠΡοδ 1026/2007, τνπ Νόμος).
ΙΙ.Περαιτέρω, επί κοινωνίας δικαιώματος, όπως στην περίπτωση της συγκυριότητας και της συννομής, καθένας των κοινωνών δικαιούται σε χρήση του κοινού  αντικειμένου,  εφόσον από  αυτήν  δεν  παρακωλύεται  η  σύγχρηση  των λοιπών   (άρθρο   787  ΑΚ),   ενώ  με  απόφαση  της   πλειοψηφίας των  κοινωνών, λαμβανόμεvη κατά το μέγεθος των μερίδων, μπορεί να καθορισθεί ο για το κοινό αντικείμενο  προσήκων  τρόπος   τακτικής   διοίκησης   και   εκμετάλλευσης   αυτού (άρθρο 789 ΑΚ). Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η χρήση του κοινού πράγματος, η οποία  συνίσταται  στην  υλική  απόλαυση  των  ωφελειών  του.  ως υπαγόμενη στην κατ άρθρο 789 ΑΚ εκμετάλλευση αυτού. μπορεί να καθορισθεί με απόφαση της πλειοψηφίας των κοινωνών. Στο πλαίσιο αυτής της απόφασης δύναται να συμφωνηθεί, σε περίπτωση συγκυριότητας εξ αδιαιρέτου επί ακινήτου ότι κάθε κοινωνός θα κάνει αποκλειστική χρήση ορισμένου διακεκριμένου τμήματος του ακινήτου, εφόσον, βεβαίως, τούτο είναι εφικτό. Εξάλλου. κατά τη διάταξη του άρθρου 994 ΑΚ αν νέμονται περισσότεροι το ίδιο πράγμα κατ ιδανικά  μέρη,  καθένας  από  αυτούς  έχει  κατά τρίτων τα  δικαιώματα από  την προσβολή της νομής. Στις μεταξύ τους σχέσεις δεν παρέχεται η προστασία από τη νομή, εφόσον πρόκειται για τα όρια της χρήσης του πράγματος που αρμόζει στον καθένα. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι σε περίπτωση προσβολής της συννομής των συννομέων, αν η προσβολή συνίσταται σε ολική ή μερική αποβολή, τότε ο αποβληθείς συννομέας έχει την ένδικη προστασία της νομής.
Καιά τη γνώμη που κρίνεται ορθότερη από το παρόν Δικαστήριο, τα ανωτέρω ισχύουν και στην  περίπτωση   που  τα  όρια   της  χρήσης  που  αρμόζει  σε  καθέναν από  τους συγκοινωνούς έχουν προσδιορισθεί συμφώνως με τις διατάξεις των άρθρων 789 και 790 ΑΚ (βλ. Γεωργιάδη, Εμπράγματο Δίκαιο, 2010, σελ. 302 επ.).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγήοι ενάγοντες εκθέτουν ότι με την αναφερόμενη δικαστική απόφαση αναγνωρίσθηκαν συγκύριοι εξ αδιαιρέτου του με αριθμό 458 κληροτεμαχίου γεωργοκτηνοτροφικής αποκατάστασης συνολικής έκτασης 9.629 στρ, που βρίσκεται στην περιοχή Βροντούς Πιερίας, για τη διαχείριση του οποίου συστάθηκε ο  αναφερόμενος Συνεταιρισμός,   του   οποίου   τυγχάνουν   μέλη.  Ότι,   ακολούθως,   δυνάμει των  αναφερόμενων άτυπων διανομών, που έλαβαν χώρα μεταξύ των συγκυρίων κατά τα έτη 1989 και 1996 για την επωφελέστερη αξιοποίηση του κλήρου, περιήλθαν στη νομή και κατοχή εκάστου εκ των εναγόντων τα λεπτομερώς περιγραφόμενα διαιρετά τμήματα του κλnροτεμαχίου, τα οποία έκτοτε αυτοί νέμονται, ασκώντας,   επ αυτών  τις  ειδικότερα  αναφερόμενες  διακατοχικές  πράξεις.  Ότι  κατά  τον αναφερόμενο χρόνο, παρά τη θέλησή  τους και παρά τον νόμο, οι εναγόμενοι κατέλαβαν από κοινού τα ακίνητα αυτά, προβαίνοντας σε άροσή τους και αποβάλλοντας, με τον τρόπο αυτό. τους ενάγοντες από τη νομή τους, την οποία αρvούνται, έκτοτε, να τους αποδώσουν. Ότι, συνεπεία  της  παραπάνω συμπεριφοράς των εναγομένων. υπέστησαν περιουσιακή ζημία. την οποία υποχρεούνται να αποκαταστήσουν οι εναγόμενοι με την καταβολή σε έκαστο εξ αυτών του οφέλους που αποκόμισαν από τη χρήση των ακινήτων τους κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Σεπτέμβριο 2012 έως τον μήνα Σεπτέμβριο 2013, το οποίο συνίσταται στη μισθωτική αξία αυτών και ανέρχεται στο ποσό  των 790,44 ευρώ για το ακίνητο του πρώτου ενάγοντα και στο ποσό των 726,00 ευρώ για το ακίνητο του δεύτερου ενάγοντα. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά ζητούν α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να αποδώσουν σε καθέναν από αυτούς τη νομή του διαιρετού τμήματος  που του ανήκει.  β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 790,44 ευρώ και στον δεύτερο το ποσό των 726,00 ευρώ ως αποζημίωση για τη χρήση εκάστου ακινήτου κατά το χρονικό διάστημα των μηνών Σεπτεμβρίου 2012 έως Σεπτεμβρίου 2013,με το  νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα  εκάστου  μηνός και μέχρι πλήρους εξόφλησης, γ) να απειληθεί χρηματική ποινή και να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος εκάστου των εναγομένων για κάθε παράβαση των απαγορευτικών διατάξεων της εκδοθησόμενης απόφασης. Ζητούν τέλος, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και  να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη.
Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα στο παρόν δικόγραφο σωρεύονται παραδεκτά, κατ'άρθρο 218§1 ΚΠολΔ, αγωγή προστασίας  της  νομής  από αποβολή και αγωγή αποζημίωσης από αδικοπραξία λόγω απώλειας καρπών από την αφαίρεση του πράγματος, οι οποίες αρμοδίως καθ'ύλη και κατά τόπο εισάγονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 1 l αριθ.1, 14§l περ. α, 22 και 29§ l ΚΠολΔ),για να συζητηθούν κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία δεν είναι αντιφατικές μεταξύ τους, η δε σύγχρονη εκδίκασή τους δεν επιφέρει σύγχυση, αντίθετα. διευκολύνει τη διαδικασία.
Πλην όμως, η σωρευόμενη αγωγή αποβολής από τη νομή είναι απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη, καθόσον τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, αληθή υποτιθέμενα, δεν στηρίζουν το αγωγικό αίτημα για την απόδοση στους ενάγοντες της νομής επί των αναφερόμενων διαιρετών τμημάτων του κληροτεμαχίου. Τούτο διότι συμφώνως με τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω υπό Ι. νομική σκέψητης παρούσας, ο περιορισμός της μη κατάτμησης των κληροτεμαχίων αφορά και τον κατά νομή τεμαχισμό του κατά διακεκριμένα τμήματα διαφορετικά της οριστικής διανομής. Στην προκειμένη περίπτωση, με τις επικαλούμενες διαδοχικές διανομές του μείζονος με αριθμό 458 κληροτεμαχίου μεταξύ των εξ αδιαιρέτου συγκυρίων αυτού σε διαιρετά τμήματα επήλθε απαγορευμένος, σύμφωνα με τα  ανωτέρω κατά νομή τεμαχισμός του κλήρου και συνακόλουθα, τα διανεμηθέντα επι μέρους τμήματα του κληροτεμαχίου δεν είναι επιδεκτικά νομής, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι ενάγοντες με την ένδικη αγωγή τους,  τυχόν  δε  αποβολή  από τμήμα του κλήρου δεν στηρίζει αξιώσεις τους με βάση την ένδικη προστασία της νομής. Αυτούσια τυχόν διανομή του μείζονος κλήρου της οριστικής διανομής επιτρέπεται μόνον όταν κάθε μερίδα θα συνίσταται σε ένα ακέραιο (ίσο ή άνισο) κληροτεμάχιο, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, κατά  τα επικαλούμενα στην αγωγή. Τα ανωτέρω προκύπτουν ευθέως από το περιεχόμενο  του αγωγικού δικογράφου ,  με το   οποίο  ρητώς ιστορείται ότι οι ενάγοντες ασκούσαν τη νομή τους σε διακριτό μέρος του κληροτεμαχίου, με ορισμένη εδαφική  έκταση.  Εξάλλου ο περιορισμός  της μη  κατάτμησης των τεμαχίων της οριστικής διανομής που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 1§1 α.ν. 431/1968, δεν ισχύει κατ'εξαίρεση, σύμφωνα με τη διάταξη του ίδιου άρθρου 1§2 περ. Αβ'και Αδ'του ιδίου νόμου, σε συγκεκριμένες, ρητά οριζόμενες  στο  νόμο περιπτώσεις, όπως μεταξύ άλλων επί οικοπεδικών κλήρων ή επί κλήρων που βρίσκονται εντός εγκεκριμένων ρυμοτομικών σχεδίων πόλεων ή χωριών ή εντός ορίων οικισμών, υπό την προϋπόθεση ότι τόσο τα μεταβιβαζόμενα όσο και τα απομένοντα τεμάχια κλήρων πληρούν τα ελάχιστα όρια εμβαδού και διαστάσεων. κατά τις οικείες πολεοδομικές διατάξεις (βλ. ΟλΑΠ 568/1986  ΝοΒ  32.  202, ΟλΑΠ 1520/19 82 ΝοΒ 31. 13 59). πλην όμως, ουδόλως επικαλούνται, εν προκειμένω. οι ενάγοντες πως ο επίδικος κλήρος, για τον οποίο ρητώς αναφέρουν ότι είναι γεωργοκτηνοτροφικ6ς.  κείται  εντός  εγκεκριμένου  ρυμοτομικού  σχεδίου ή εντός οικισμού.
Ως εκ τούτου από το περιεχόμενο της αγωγής, συμφώνως  και με όσα διαλαμβάνονται στην ως άνω υπό Ι. νομική σκέψη της παρούσας, προκύπτει ότι η συμφωνία διανομής του κληροτεμαχίου, δυνάμει της οποίας, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς απέκτησαν οι ενάγοντες τα περιγραφόμενα διαιρετά τμήματα αυτού συνιστά ανώμαλη δικαιοπραξία επιχειρηθείσα  κατά  παράβαση των διατάξεων της Αγροτικής νομοθεσίας,όπως προεκτέθηκαν, ουδόλως δε μνημονεύεταιστην ένδικη αγωγή ότι έλαβε χώρα τυχόν κύρωση των ακυροτήτων της δικαιοπραξίας αυτής και δη της κατάτμησης ακέραιου τεμαχίου της οριστικής διανομής, με σχετική δικαστική απόφαση, κατά τους όρους και προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 15 ν.δ. 3958/1959 (καθόσον από κανένα σημείο του ένδικου δικογράφου δεν προκύπτει  οτι η διανομή έλαβε χώρα τυχόν με  δημόσιο έγγραφο), ώστε ακολούθως, τα διαιρετά τμήματα του κλήρου να αποκτήσουν αυτοτέλεια και  να μπορούν πλέον ελεύθερα  να μεταβιβαστούν περαιτέρω (ΑΠ 478/2005. τνπ Νόμος,ΑΠ 1834/1999,ΕλΔνη 2000,965,βλ και Γνωμ ΝΣΚ 606/2002,τνπ Νόμος), άρα να προστατευθούν αυθύπαρκτα.
Περαιτέρω, η  αγωγή  είναι ομοίως, απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη και καθ'ο μέρος επιχειρείται  να Θεμελιωθεί στις διατάξεις των άρθρων 787 επ. ΑΚ. εκτιμώμενηςτης περιγραφόμενης άτυπης διανομής του κληροτεμαχίου μεταξύ των συγκυρίων ως απποφασης της πλειοψηφίας των κοινωνών για τον καθορισμό προσήκοντος τρόπου χρήσης του κοινού ακινήτου, κατ'άρθρο 789 ΑΚ. στο πλαίσιο της οποίας συμφωνήθηκε,λόγω της ιστορούμενης συγκυριότητας εξ αδιαιρέτου επί του κληροτεμαχίου, ότι κάθε συγκύριος (κοινωνός) θα κάνει αποκλειστική χρήση διακεκριμένου τμήματος του ακινήτου, οι δε ενάγοντες έλαβαν τα περιγραφόμενα στην αγωγή δύο διαιρετά τμήματα.
Σε μια τέτοια περίπτωση, η προαναφερόμενη απόφαση των κοινωνών δεν συνιστά απαγορευμένη κατάτμηση του κλήρου,σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην υπό Ι. νομική σκέψη της παρούσας, καθόσον με αυτήν συμφωνείται παραχώρηση της χρήσης τμήματος αυτού, έχουσα δε η συμφωνία αυτή ενοχικό χαρακτήρα, δεν ισοδυναμεί με αυτούσια διανομή του κλήρου.
Τούτων δοθέντων, εφόσον προσβάλλεται με αποβολή από τρίτο πρόσωπο ή από συγκοινωνό το δικαίωμα του συγκυρίου (κοινωνού) για χρήση του κοινού πράγματος, δύναται να προστατευθεί αυτός με την αγωγή αποβολής από τη νομή (άρθρο 987 Α.Κ), κατά τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην υπό ΙΙ. νομική σκέψη της παρούσας. Εντούτοις, σε τέτοια περίπτωση, η προστασία αφορά το δικαίωμα του κοινωνού επί της ιδανικής του μερίδας, που ουδόλως αναφέρεται στην υπο κρίση αγωγή,στην οποία (ιδανική μερίδα) τυχόν αντιστοιχεί ορισμένη εδαφική έκταση από το κοινό ακίνητο, πλην όμως. τέτοιο αίτημα δεν περιλαμβάνεται στσ υπό κρίση αγωγικό δικόγραφο.
Τέλος, απορριπτέας ώς νομικά αβάσιμη κρίνεται και η σωρευόμενη αγωγή αποζημίωσης, δεδομένου ότι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά αληθή υποτιθέμενα, δεν στηρίζουν το αγωγικό αίτημα για την καταβολή σε έκαστο των εναγόντων του αναφερόμενου ποσού που  κατά τα ισχυριζόμενα, οφείλουν οι εναγόμενοι για τη χρηματική ικανοποίηση της ζημίας που υπέστησαν οι ενάγοντες - νομείς λόγω της τελεσθείσας αδικοπραξίας σε βάρος τους.
Τούτο διότι από τα αναφερόμενα δεν στοιχειοθετείται η προϋπόθεση της παράνομης πράξης εκ μέρους των εναγομένων  υπό την έννοια της προσβολής του απόλυτου δικαιώματος νομής των εναγόντων στα περιγραφόμενα διαιρετά τμήματα του κληροτεμαχίου, καθόσον , κατά τα αναλυτικώς προλεχθέντα, δεν διατηρούν τέτοιο δικαίωμα.
Κατ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμη για τους παραπάνω λόγους και να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων λόγω της δυσχέρειας της ερμηνείας των νομικών κανόνων που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 Κ.ΠολΔ) .  όπως  ειδικότερα  διαλαμβάνεται  στο  διατακτικό  της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δ1ΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων ΑΠΟ ΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων

Κρίθηκε. αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε  έκτακτη  δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Κατερίνη, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 31 Ιανουαρίου 2018

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ

ΝΟΜΗ - ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΥΠ ΑΡΙΘ 4/2018 ΑΠΟΦΑΣΗ- Τακτικη Διαδικασια.
Το Ειρηνοδικείο Κατερίνης εξέδωσε την υπ αριθ 4/2018 απόφαση που αφορά "καταπατητές"εξ αδιαιρέτου συγκυρίους αγρότες στο με αριθ 458 κληροτεμάχιο των περιοχών Βροντούς και Αγίου Σπυρίδωνα Πιερίας....υπόθεση που χειρίστηκε το γραφείο μας με πληρεξούσιο δικηγόρο τον Δημήτρη Καλαϊτζή.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:

Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΠΕΡΙΨΕ ΑΓΩΓΗ ΝΟΜΗΣ ΚΑΤΑΠΑΤΗΤΩΝ ΣΥΓΚΥΡΙΩΝ:
, ΣΕ ΔΙΑΙΡΕΤΟ ΚΑΤΑ ΧΡΗΣΗ ΤΜΗΜΑ,  ΛΟΓΩ ΕΞ ΑΔΙΑΙΡΕΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ, - ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ. - ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ ΣΕ ΔΙΑΙΡΕΤΟ ΤΜΗΜΑ ΚΛΗΡΟΤΕΜΑΧΙΟΥ ΑΝ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΗΡΥΧΘΕΙ ΔΙΑΙΡΕΤΟ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΕΡΙ ΑΝΩΜΑΛΟΥ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ.. ΟΠΟΤΕ Η ΑΓΩΓΗ ΕΙΝΑΙ ΑΒΑΣΙΜΗ...
- ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΣΥΝΝΟΜΕΑ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΚΑΙ ΠΛΗΡΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΥΠΟΛΟΙΠΩΝ ΣΥΝΝΟΜΕΩΝ, ΑΦΟΥ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ:
- ΔΕΝ ΔΙΔΕΤΑΙ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

ΤΜΗΜΑ ΤΩΝ ΝOΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΜΑΣ..... ΣΤΙΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΜΑΣ.....  ΕΓΙΝΑΝ ΕΞ ΟΛΟΚΛΗΡΟΥ ΔΕΚΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, ΩΣ ΟΡΘΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ.... ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ  ΠΟΥ ΠΑΡΑΤΙΘΕΤΑΙ  ΠΑΡΑΚΑΤΩΟΛΟΚΛΗΡΗ :
α).Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 1094, 1113 και 1116 του ΑΚ προκύπτει, ότι όταν υπάρχει συγκυριότητα, ο κάθε συγκύριος, όταν προσβάλλεται στο δικαίωμα συγκυριότητας δια της νομής του πράγματος από τρίτο, έχει κατ'αυτού την διεκδικητική αγωγή για την μερίδα του. Αίτημα της αγωγής αυτής θα είναι όχι η παράδοση του όλου πράγματος, αλλά η σύννομη κατά την ιδανική μερίδα του συγκυρίου. Απαραίτητη, βέβαια, προϋπόθεση για τη διεκδίκηση της ιδανικής του μερίδας είναι ο σαφής προσδιορισμός στην αγωγή όχι μόνο του ποσοστού της εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας του αλλά και του όλου ακινήτου του οποίου είναι συγκύριος (Εφ. Κερκ. 10/ 1983 Ελλ. Δ/νη 24.541). Δικαιούται, επίσης, χωρίς να επιβάλλεται υποχρέωση προς τούτο ( άρθρο 1116 ΑΚ), εάν το πράγμα το κατέχει ολόκληρο τρίτος, να διεκδικήσει όλο το πράγμα υπέρ των συγκυρίων, οπότε έχει υποχρέωση να απαιτήσει την απόδοση τούτου προς όλους τους συγκυρίους (ΑΠ 438/2001 Δνη 2002/382, ΑΠ 18/1997 Δνη 1997/1534, ΑΠ 644/1980 ΝΟΒ 1980/1993). Ο συγκύριος, ο οποίος ασκεί αξίωση από την κυριότητα για ολόκληρο το πράγμα, οφείλει να εκθέσει στο δικόγραφο της αγωγής τα θεμελιωτικά αυτής γεγονότα τόσο για την δική του συγκυριότητα όσο και για την συγκυριότητα των λοιπών συγκυρίων.
Επειδή «…Από τη διάταξη του άρθρου 1041 του Α.Κ. προκύπτει ότι για την κτήση κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία απαιτούνται φυσική εξουσίαση αυτού με διάνοια κυρίου (νομή), καλή πίστη, που πρέπει να υπάρχει κατά την κτήση της νομής, νόμιμος τίτλος και παρέλευση δεκαετίας στη νομή του πράγματος. Κατά την έννοια της τελευταίας διάταξης, νόμιμος τίτλος είναι κάθε γεγονός παραγωγικό κατά νόμο κυριότητας, όπως είναι και το μεταβιβαστικό της κυριότητας για νόμιμη αιτία συμβολαιογραφικό έγγραφο, που έχει μεταγραφεί νόμιμα και έχει εξωτερικώς όλους τους όρους του εγκύρου τίτλου, τυχόν δε ελαττώματα κείμενα εκτός αυτού, όπως και η έλλειψη κυριότητας στο πρόσωπο του μεταβιβάζοντος, καλύπτονται από τη χρησικτησία, αν συντρέχουν και οι λοιποί όροι αυτής, μεταξύ των οποίων και η καλή πίστη…» (ΑΠ 1470/2008, ΝΟΜΟΣ).
Επειδή «…ο νομέας βρίσκεται σε καλή πίστη, όταν χωρίς βαριά αμέλειαέχει την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα. Τέλος, κατ’ αρθρ. 1044 εδ. α Α.Κ., η καλή πίστη πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο της απόκτησης της νομής. Δεν είναι καλόπιστος, γιατί βαρύνεται με βαριά αμέλεια, αυτός που "απέκτησε"ακίνητο παραλείποντας να ελέγξει τα βιβλία μεταγραφών περί των δικαιωμάτων των δικαιοπαρόχων του μεταβιβάζοντος (ΑΠ 453/1975 ΝοΒ 23.1233, ΑΠ 1071/1973, ΝοΒ 22.757)…» (ΑΠ 1918/2008, ΝΟΜΟΣ).«…Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του ακίνητο για μια εικοσαετία, γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία.
Σύμφωνα, επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 974 του ίδιου κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία επί του πράγματος (κάτοχος) είναι νομέας αυτού, αν ασκεί τη φυσική εξουσία με διάνοια κυρίου. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι προς απόκτηση νομής επί πράγματος απαιτείται η συνδρομή δύο στοιχείων στο πρόσωπο του αποκτώντος, δηλαδή, η βούληση εξουσίασης αυτού με διάνοια κυρίου (animus domini) και η φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (corpus). Η ταυτόχρονη κατά κανόνα συνύπαρξη (με εξαίρεση την πλασματική κτήση της νομής) των δύο αυτών στοιχείων είναι δημιουργική του προστατευόμενου από το ισχύον δίκαιο δικαιώματος της νομής. Ειδικότερα, η διάνοια κυρίου συνίσταται στην πρόθεση του έχοντος αυτήν προσώπου για διαρκή, απεριόριστη και αποκλειστική εξουσίαση του πράγματος, όμοια ή ανάλογη με εκείνη που απορρέει από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας και που αναγνωρίζεται στο δικαιούχο αυτής. Η διάνοια κυρίου εκδηλώνεται με τη μεταχείριση του πράγματος με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να το μεταχειριστεί ο ιδιοκτήτης, χωρίς να απαιτείται απαραίτητα και να κατευθύνεται η πρόθεση του νομέα σε έννομη κτήση της κυριότητας ούτε και να έχει αυτός την πεποίθηση ότι έχει κυριότητα (opinio domini).
Επειδή  «…Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 786, 787, 980, 981 και 1113 σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 1045 επ. ΑΚ, προκύπτει ότι ο εξ αδιαιρέτου συγκύριος πράγματος, όταν κατέχει το κοινό πράγμα, δεν δύναται να αντιτάξει κατά των συγκοινωνών του, έκτακτη χρησικτησία ή αποσβεστική παραγραφή, προτού καταστήσει γνωστή στους συγκυρίους- συγκοινωνούς του ότι στο εφεξής νέμεται μεγαλύτερη μερίδα από τη δική του ή και όλο το πράγμα, αποκλειστικά για δικό του λογαριασμό είτε ρητά είτε με πράξεις που φανερώνουν τέτοια απόφασή του, για τις οποίες όμως λαμβάνουν γνώση οι λοιποί συγκύριοι (ΑΠ 1075/2005, ΑΠ 1248/2004, ΑΠ 18/2003, δημοσιευμένες στην Τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Επειδή«…Από τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 2 του Αγροτικού Κώδικα (β.δ/μα της 29 -10/6-12-1949) σε συνδυασμό με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του ίδιου άρθρου και εκείνες των άρθρων 26, 74, 180 και 203 του ίδιου Κώδικα, ενόψει και του άρθρου 1 παρ. 1 του α.ν. 431/1968, προκύπτει ότι ο κατά τον αγροτικό νόμο αποκαθιστάμενος κληρούχος από της παραχωρήσεως σ'αυτόν συγκεκριμένου κλήρου και μέχρι την έναρξη ισχύος του α.ν. 431/1968, και αν ακόμη δεν τον κατέχει πραγματικά, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ως μόνος καλής πίστεως νομέας αυτού και συνεπώς ο κλήρος που του παραχωρήθηκε είναι ανεπίδεκτος χρησικτησίας από άλλον, το ίδιο δε πλάσμα ισχύει και υπέρ των καθολικών διαδόχων του αρχικού κληρούχου για την ταυτότητα του νομικού λόγου. Ως "εγκατάσταση"νοείται, κατά τις διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα και των προϊσχυσάντων αυτού αγροτικών νόμων, η παραχώρηση με απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων ορισμένου κλήρου σε πρόσωπο δικαιούμενο αποκατάστασης.
Επειδήακόμη και αν μετά την έναρξη ισχύος του άνω ΑΝ 431/1968 (23.5.1968) ο κληρούχος ή ο κληρονόμος του δεν λογίζεται κατά πλάσμα δικαίου νομέας του κλήρου αν δεν κατέχει πράγματι αυτόν, με συνέπεια να είναι δυνατή η χωρίς τη θέλησή του κτήση από τρίτο της νομής του κληροτεμαχίου που μπορεί, αν συντρέξουν και οι λοιπές προϋποθέσεις, να οδηγήσει στην κτήση της κυριότητας τούτου με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, εφόσον συμπληρωθεί ο αναγκαίος για κάθε μία χρόνος από την ισχύ του άνω ΑΝ, όχι όμως σε τμήμα του κληροτεμαχίου, γιατί στην περίπτωση αυτή επέρχεται κατάτμηση του κληροτεμαχίου. Η απαγόρευση της κατάτμησης δεν αναφέρεται μόνο στον κατά κυριότητα τεμαχισμό του κληροτεμαχίου, αλλά και στην κατά νομή τεμαχισμό, αφού διαφορετικά η κατάτμηση θα επιτυγχανόταν ισοδυνάμως με την απόκτηση μία φορά της νομής του τμήματος του κληροτεμαχίου και της έκτοτε διαρκή προστασία της έναντι τρίτων. Ο τρίτος, που επιλήφθηκε της νομής τμήματος και όχι του όλου, δεν προστατεύεται ούτε κατά του νομέα του όλου, ούτε κατά οποιουδήποτε άλλου όταν αποβληθεί από το τμήμα του κληροτεμαχίου, που νεμόταν, γιατί αλλιώς θα είχε διαρκή προστασία που θα επέφερε κατάτμηση.
Συνεπώς είναι ανεπίτρεπτη όχι μόνο η κτήση κυριότητας από τρίτο σε βάρος του κληρούχου ή των καθολικών ή των ειδικών διαδόχων του με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, αλλά και η λόγω συμπληρώσεως του χρόνου παραγραφής άρνηση αποδόσεως του τμήματος τους κλήρου (άρθρο 272 ΑΚ) , αφού με αυτήν ουσιαστικώς παγιώνεται η μη ανεκτή από τον νόμο φυσική κατάτμηση του κλήρου (ΑΠ Ολ 15/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ Ολ 8/2001 ΕλλΔνη 42,382).Συνεπεία της απαγορεύσεως με τον ΑΝ 431/1968 της κατατμήσεως των τεμαχίων της οριστικής διανομής που απόβλεπε στη διατήρηση ακεραίων των κληροτεμαχίων προς το σκοπό της επωφελέστερης εκμεταλλεύσεώς τους, δεν επιτρέπεται η κτήση κυριότητας με χρησικτησία επί διαιρετού τμήματος του κληροτεμαχίου. Την αυτή ως άνω πλασματική νομή έχουν κατ'επέκταση και οι κληρονόμοι του κληρούχου, διότι με τις προαναφερόμενες διατάξεις ο νομοθέτης είχε σκοπό, να παράσχει και σ'αυτούς την ίδια με τον κληρούχο προστασία.
Εν προκειμένω και σύμφωνα με την αγωγή και την ανωτέρω νομική ανάλυση,   οι αντίδικοι δεν δικαιούνται να προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι κατέστησαν κύριοι δια της εκτάκτου χρησικτησίας του άρθρου 1045 ΑΚ, διότι δεν είναι νομείς με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, αφού δεν έχουν κανένα δικαίωμα ούτε κληρονομικό επι τόσης έκτασης στο 458,ούτε είναι ειδικοί διάδοχοι εγκατεστημένοι σε κάποιο ποσοστό και ιδιαίτερο τόσο μεγάλο και δεν είναι βάσιμος  ο ισχυρισμός περί της εκτάκτου χρησικτησίας, εφόσον ισχυρίζονται ότι κατέχουν διαιρετά αυτό το επίδικο στο ανωτέρω τμήμα του ανωτέρω 458 κληροτεμάχιο.
+++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++










Ν

Αριθμός 26/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - Αγωγή αναγνωριστική, Αγωγή διεκδικητική, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Χρησικτησία. Περίληψη: 1045 ΑΚ κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία 974 ΑΚ πράξεις νομής. Η σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων, αν συνδυάζεται και με άλλες πράξεις συνιστά πράξη νομής 559 αρ 19 ΚΠολΔ...

Next: Αριθμός 27/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ'Πολιτικό Τμήμα- Θέμα Ένδικο μέσο, Νομή, Προτάσεις, Χρησικτησία. Περίληψη: Εμπρόθεσμη υποβολή προτάσεων με επίκληση των αποδεικτικών μέσων. Επανάληψη συζητήσεως(ΚΠολΔ254) για την επανεξέταση των μαρτύρων. Θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Δεν είναι απαραίτητη η υποβολή νέων προτάσεων. Νόμιμη η επίκληση των προσκομιζόμενων αποδεικτικών μέσων με τη συρραφή των αρχικών προτάσεων στις τυπικές προτάσεις που υποβάλλονται κατά την επανάληψη. Απόκτηση κυριότητας ακινήτου με χρησικτησία. Έννοια, κτήση και άσκηση νομής(πράξεις νομής) ειδικότερα επί αγροτικού ακινήτου . Αναίρεση. Λόγοι από τους αριθμούς 1,11 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αβάσιμοι(επικυρώνει ΕφΑθ626/2013)
$
0
0
Απόφαση 26 / 2015    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Αγωγή διεκδικητική, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Χρησικτησία.
Περίληψη:
1045 ΑΚ κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία 974 ΑΚ πράξεις νομής. Η σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων, αν συνδυάζεται και με άλλες πράξεις συνιστά πράξη νομής 559 αρ 19 ΚΠολΔ...


Αριθμός 26/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'Πολιτικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Α. Α. του Χ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εμμανουήλ Α..
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Β. Κ. του Π., 2)Ε. συζ. Β. Κ., το γένος Μ. Κ., κατοίκων ..., 3)Μ. συζ. Ρ. Α., το γένος Μ. Κ., κατοίκων ..., 4)Θ. Μ. του Ν., κατοίκου ..., και 5)Ε. Μ. του Ν., κατοίκου ..., των 4ης και 5ης ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων της Μαρίας Μπαγλάνη, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ..., με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15/12/2003 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας και την από 23/3/2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 426/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 153/2013 του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 7/10/2013 αίτησή της και τους από 4/2/2014 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 30/9/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική δαπάνη της.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή κατά το άρθρο 1045 ΑΚ για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί μία εικοσαετία Νομέας κατά το άρθρο 974 του ίδιου κώδικα, είναι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κάτοχος) αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι προς απόκτηση νομής επί πράγματος απαιτείται η συνδρομή δύο στοιχείων στο πρόσωπο του αποκτώντος, δηλαδή η βούληση εξουσιάσεως αυτού με διάνοια κυρίου (animus domini) και η φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (corpus). Η ταυτόχρονη κατά κανόνα συνύπαρξη (με εξαίρεση την πλασματική κτήση της νομής) των δύο αυτών στοιχείων είναι δημιουργική του προστατευόμενου, από το ισχύον δίκαιο, δικαιώματος της νομής. Ειδικότερα, η διάνοια κυρίου συνίσταται στην πρόθεση του έχοντος αυτήν προσώπου για διαρκή, απεριόριστη και αποκλειστική εξουσίαση του πράγματος, όμοια ή ανάλογη με εκείνη που απορρέει από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας και που αναγνωρίζεται στον δικαιούχο αυτής. Η διάνοια κυρίου εκδηλώνεται με τη μεταχείριση του πράγματος με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο θα μπορούσε να το μεταχειριστεί ο ιδιοκτήτης χωρίς να απαιτείται απαραίτητα και να κατευθύνεται η πρόθεση του νομέα σε έννομη κτήση της κυριότητας, ούτε και να έχει αυτός την πεποίθηση ότι έχει κυριότητα (opinion domini). Εκείνος όμως που εξουσιάζει το πράγμα για μια εικοσαετία γίνεται, κατά το άρθρο 1045 ΑΚ, κυρίως αυτού με έκτακτη χρησικτησία, ανεξαρτήτως, όπως ειπώθηκε αν είχε και την πεποίθηση ότι είχε την κυριότητα. 'Ασκηση της νομής επί ακινήτου που οδηγεί στην κτήση της κυριότητας αυτού με χρησικτησία αποτελούν οι υλικές και εμφανείς πάνω σ'αυτό πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του και κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη είναι δηλωτικές εξουσιάσεως αυτού, κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, με διάνοια κυρίου. Τέτοιες δε πράξεις είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η παραχώρηση σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η φύλαξη, η οριοθέτηση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του, η περιτοίχιση και η ανοικοδόμηση, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας και αν πρόκειται για κληρονομιαίο ακίνητο η αποδοχή κληρονομίας, η μεταγραφή της και η καταβολή των οικείων φόρων Μόνη η σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων και η χρήση τους στις διάφορες υπηρεσίες (πολεοδομία, δασική υπηρεσία) δεν αποτελεί πράξη νομής, ως περιοριζομένη σε εντολή προς τον συντάκτη για επίσκεψη και περιγραφή του ακινήτου, αν όμως η πράξη αυτή συνδυάζεται και με άλλες πράξεις, τότε προσμετράται στις πράξεις νομής. Εξάλλου ο διάδικος που προβάλλει τη χρησικτησία, πρέπει να επικαλεσθεί τη νομή και να καθορίσει συνάμα και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής από τις οποίες, αν αποδεχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Εξάλλου ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 1 λόγος αναιρέσεως, για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο έκρινε κατ'ουσίαν την υπόθεση, κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο αναιρετικός αυτός λόγος, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης, καθιστούν φανερή την παραβίαση, τούτο δε συμβαίνει μεταξύ άλλων και όταν το δικαστήριο δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Εξ ετέρου κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης, ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Εξάλλου το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως, από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ'αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ'ανέλεγκτη κρίση τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά αναφορικά με τις ένδικες αντίθετες συνεκδικασθείσες διεκδικητική αγωγή κυριότητας ακινήτου της αναιρεσείουσας κατά των αναιρεσιβλήτων και αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας του ίδιου ακινήτου των δεύτερων κατά της πρώτης και δη με αγοραπωλησία και με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας της πρώτης και με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας της δεύτερης. "Οι τρείς πρώτοι ενάγοντες της δεύτερης αγωγής και ήδη αναιρεσίβλητοι και η Μ. Μ. που αποβίωσε στις 3.10.2006 και κληρονομήθηκε από την τέταρτη και πέμπτη των εναγόντων, κατέστησαν συγκύριοι κατά τα επακριβώς προσδιοριζόμενα ποσοστά και δυνάμει των αναφερομένων νόμιμα μεταγραμμένων αγοραπωλητηρίων συμβολαίων δύο ακινήτων στη θέση "Βιτσιλοχάρακα"ή "Δύο αρόλιθους", επιφανείας 3413,21 και 611,87 τμ, που συνενωθέντα αποτέλεσαν ένα ενιαίο ακίνητο επιφανείας 4025,18 τμ, επί του οποίου μετά από έκδοση οικοδομικής αδείας και άδειας ανεγέρσεως οικοδομής, προέβησαν στην σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας και στην ανέγερση ανεξάρτητων, για τον καθένα τους ιδιοκτησιών. Η ενάγουσα της πρώτης αγωγής και ήδη αναιρεσείουσα απέκτησε τη συγκυριότητα κατά ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου, ενός ακινήτου επιφανείας 4027,15 τμ στην ίδια περιοχή, με το επικαλούμενο νόμιμα μεταγραμμένο αγοραπωλητήριο συμβόλαια, ενώ το υπόλοιπα ποσοστά εξ αδιαιρέτου του ακινήτου και δη κατά 51% και 24%, αντίστοιχα, απέκτησαν από την ίδια αιτία η Κ. συζ. Ρ. Λ. και η Α. χα Π. Κ.. Τμήμα του ακινήτου αυτού της ενάγουσας κείμενο, στη νοτιοανατολική πλευρά του, επιφανείας 567,35 τμ. είναι το επίδικο, το οποίο απεικονίζεται στο από Απριλίου 1995 τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του Αρχιτέκτονα Μηχανικού Α. Χ., με στοιχεία Α-Β-Γ-Χ-Φ-Α, το οποίο συνοδεύει την από 10.6.1995 έκθεση πραγ/νης που διατάχθηκε με την υπ'αριθμ. 271/1992 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου. Για το ίδιο αυτό ακίνητο έχει εκδοθεί επί προγενέστερα ασκηθείσας αγωγής των εναγόντων της δεύτερης αγωγής κατά της εναγομένης και των συνιδιοκτητριών της, η υπ'αριθμ. 128/1997 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου, που έκρινε με ισχύ δεδικασμένου ότι οι ενάγοντες, ως μη αποκτήσαντες παρά κυρίου δεν έχουν αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου παραγώγως, αλλά προσέτι ούτε και πρωτοτύπως. Ειδικότερα έγινε δεκτό αυτολεξεί: Εν προκειμένω, της ανωτέρω υπό κρίση με στοιχείο (Β') αγωγής των εναγόντων, είχε προηγηθεί ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, η άσκηση άλλης και δη της από 29-7-1995 (αριθ. εκθ. καταθ. 110/23/11-8-1995) αγωγής τους - εννοεί 1991-, για το ίδιο επίδικο τμήμα, εναντίον της ενάγουσας στην υπό στοιχείο Α'αγωγή και των λοιπών συνιδιοκτητών, αρνητικής αγωγής, η οποία περιλάμβανε και αίτημα αναγνωριστικό της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου, η οποία εκδικάσθηκε κατ'αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε επ'αυτής κατ'αρχή, η υπ'αριθμ. 271/1992 μη οριστική απόφαση, η οποία διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και τη σύνταξη τοπογραφικού διαγράμματος. Μετά τη σύνταξη της πραγματογνωμοσύνης και του τοπογραφικού διαγράμματος, ορίσθηκε μετ'απόδειξη συζήτηση, η οποία πραγματοποιήθηκε και εκδόθηκε επ'αυτής αντιμωλία των διαδίκων, η υπ'αριθμ.128/1997 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή των εναγόντων για ουσιαστικούς λόγους. Το επίδικο ακίνητο της αγωγής εκείνης ταυτίζεται, όπως συνομολογούν οι διάδικοι, με το υπό κρίση επίδικο εδαφικό τμήμα ακινήτου. Ειδικότερα στη απόφαση αυτή αναφέρεται, " ...Με τα υπ'αριθμ..../1980 και .../1982 συμβόλαια της συμβ/φου Αγίου Νικολάου Κλειώς Μπετούρα-Μηλιάκη, τα οποία μεταγράφηκαν νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Αγίου Νικολάου, οι ενάγοντες αγόρασαν με το πρώτο συμβόλαιο από την Μ. Μ. -Π. και με το δεύτερο από την Ε. Κ., ένα ακίνητο ευρισκόμενο στη θέση "Βιτσιλοχάρακα"της περιφέρειας της Κοινότητας Κριτσάς Λασιθίου, εκτάσεως 611,97 τ.μ. και συγκεκριμένα με το αρχικό συμβόλαιο οι τρεις πρώτοι απ'αυτούς αγόρασαν και κατ'ισομοιρία τα 3/4 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου τούτου και με το δεύτερο συμβόλαιο η τέταρτη ενάγουσα αγόρασε το υπόλοιπο 1/4 εξ αδιαιρέτου αυτού. Στη συνέχεια οι ενάγοντες, συνενώνοντας το παραπάνω ακίνητο με όμορο ακίνητο τους 3.413,21 στρεμμάτων, που οι τρεις πρώτοι εξ αυτών είχαν στην κυριότητα τους, προέβησαν σε σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας με το υπ'αριθμ. .../83 συμβόλαιο της ίδιας συμβ\φου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών και σε ανοικοδόμηση οριζοντίων ιδιοκτησιών, ενώ εξάλλου ασκούσαν πράξεις νομής στο'επίδικο συλλέγοντας τον ελαιόκαρπο απ'αυτό. Από το χρόνο όμως που οι ενάγοντες απέκτησαν το παραπάνω ακίνητο και μέχρι την πρώτη συζήτηση της αγωγής δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος (10ετία) που απαιτείται για την απόκτηση ακινήτου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε η άσκηση της νομής σ1 αυτό από τους ενάγοντες με καλή πίστη. Συνακόλουθα πρέπει να εξεταστεί η ύπαρξη ή όχι κυριότητας στο πρόσωπο των δικαιοπαρόχων των εναγόντων. Επί του θέματος όμως αυτού τίποτα δεν κατέθεσαν οι μάρτυρες που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, ο ίδιος δε ο μάρτυρας αποδείξεως σύζυγος της τρίτης ενάγουσας, κατέθεσε ότι οι ενάγοντες συνέλλεγαν τους καρπούς από το επίδικο από της αγοράς του και μετά, ενώ για τον προγενέστερο χρόνο δεν γνώριζε σχετικά.
Συνεπώς, δεν αποδείχτηκε ότι οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων Μ. Μ.- Π. και Ε. Κ. ήταν συγκυρίες του επιδίκου ακινήτου, είτε με τα προσόντα της τακτικής, είτε της έκτακτης χρησικτησίας , αφού δεν αποδείχθηκε παρ'αυτών οποιασδήποτε πράξεως νομής σ'αυτό. Μετά από αυτά και ενόψει του ότι δεν αποδείχτηκε η συγκυριότητα των εναγόντων στο επίδικο, αφού δεν αποδείχτηκε η κυριότητα των δικαιοπαρόχων τους, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη". Βάσει των προρρηθέντων και σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην αμέσως ανωτέρω παρατεθείσα νομική σκέψη, από την επισκόπηση της απόφασης αυτής, προκύπτει ότι το Δικαστήριο δεν περιορίστηκε προκειμένου να αιτιολογήσει την κατ'ουσίαν απόρριψη της βάσεως τούτης της αγωγής (τακτική χρησικτησία) στη μη συμπλήρωση του απαιτούμενου χρόνου, αλλά ρητά αναφέρεται σε αυτήν ότι κρίθηκε ως μη αποδειχθείσα και η συνδρομή της προϋποθέσεως της υπάρξεως καλόπιστης νομής εκ μέρους των εναγόντων σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο. Η αυτολεξεί διατύπωση στο σκεπτικό της αποφάσεως αυτής, στο κρίσιμο αυτό σημείο ειδικότερα, έχει ως εξής: ".... οι ενάγοντες, συνενώνοντας το παραπάνω ακίνητο με όμορο ακίνητο 3.413,21 στρεμμάτων που οι τρεις πρώτοι εξ αυτών είχαν στην κυριότητα τους, προέβησαν σε σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας με το υπ'αριθμ. .../83 συμβόλαιο της ίδιας συμβ\φου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών και σε ανοικοδόμηση οριζοντίων ιδιοκτησιών, ενώ εξάλλου ασκούσαν πράξεις νομής στο επίδικο συλλέγοντας τον ελαιόκαρπο απ'αυτό. Από το χρόνο όμως που οι ενάγοντες απέκτησαν το παραπάνω ακίνητο και μέχρι την πρώτη συζήτηση της αγωγής δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος (10ετία) που απαιτείται για την απόκτηση ακινήτου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε η άσκηση της νομής σ'αυτό από τους ενάγοντες με καλή πίστη ......". Δηλαδή η υπό κρίση αγωγή ταυτίζεται εν μέρει ως προς την ιστορική της αιτία με την ανωτέρω αναφερθείσα από 29-7-1995 και με αρ. εκθ. κατ. 110/23/11-8-1995 - εννοεί 1991 - προηγούμενη αγωγή των εναγόντων, η οποία έχει κριθεί τελεσιδίκως με την υπ'αρ. 128/1997 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου. Ειδικότερα η υπό κρίση αγωγή καλύπτεται από το δεδικασμένο της ως άνω απόφασης για το ουσιαστικό αυτό ζήτημα, της μη συνδρομής δηλαδή των προϋποθέσεων της κτήσης κυριότητας με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας μέχρι και το χρόνο συζήτησης της πρώτης αγωγής (5-2-1992), για το οποίο έχει γίνει πλέον τελεσιδίκως δεκτό, ότι δεν αποδείχθηκε η άσκηση της νομής σ'αυτό από τους ενάγοντες με καλή πίστη, δηλαδή ότι νεμόταν τούτο οι ενάγοντες με διάνοια κυρίου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, μη δυναμένου του Δικαστηρίου να επανακρίνει το ζήτημα τούτο, για το οποίο μεταξύ των ίδιων διαδίκων και των δεσμευομένων από το δεδικασμένο διαδόχων τους, έχει εκφέρει με αμετάκλητη πλέον δικαστική απόφαση την ουσιαστική του κρίση του. Επομένως το Δικαστήριο δεν κωλύεται από την ισχύ του δεδικασμένου, να διερευνήσει την αγωγή, μόνο κατά το μέρος αυτής που εκφεύγει των αντικειμενικών του ορίων, ήτοι κατά το μέρος που βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά, διαφορετικά από αυτά που στήριξαν την προηγηθείσα αγωγή, δηλαδή εν προκειμένω, κατά το μέρος που αναφέρεται σε κτήση της κυριότητας δια της ασκήσεως στο ακίνητο πράξεων νομής που αφορούν το διάστημα μετά τη συζήτηση της προηγούμενης αγωγής. Έτσι δεν μπορεί να εκληφθεί ως εναρκτήριο χρονικό σημείο της καλόπιστης νομής των εναγόντων η μεταγραφή των ως άνω συμβολαίων, αφού έκτοτε και μέχρι τη συζήτηση της αγωγής κρίθηκε δεσμευτικά ότι δεν υπήρξε καλόπιστη νομή των εναγόντων, αλλά μόνον από το χρονικό σημείο μετά την 5-2-1992, από το οποίο μέχρι την άσκηση της αγωγής ναι μεν έχει μεσολαβήσει διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας, πλην όμως, ως προς την βάση της τακτικής χρησικτησίας, αφού κρίθηκε ότι οι ενάγοντες δεν άσκησαν πράξεις νομής με καλή πίστη σε συνδυασμό με τον τίτλο που επικαλούνται (συμβόλαια έτους 1980 και 1982), αλλά στην καλύτερη για αυτούς περίπτωση θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι αυτοί απέκτησαν νομή με καλή πίστη μεταγενέστερα, ήτοι μετά την πρώτη συζήτηση της αγωγής, αφού από το χρονικό αυτό σημείο και επέκεινα δεν έχει κριθεί η υπόθεση με την πρώτη απόφαση, η νομή αυτή που μπορεί, κατά τα προαναφερόμενα να ξεκινά από την 2-5-1992, αποσυνδέεται πλήρως χρονικά από την ύπαρξη των νόμιμων τίτλων τους και δεν μπορεί σύμφωνα με το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 1041 ΑΚ να οδηγήσει σε κτήση της κυριότητας με τις προϋποθέσεις αυτού του άρθρου.
Συνεπώς, κατά το μέρος αυτό η υπό κρίση αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου και όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες με το σχετικό τρίτο λόγο της έφεσης τους, είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
Κατά το χρονικό όμως διάστημα, από το έτος 1980 και 1982 μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής (2006) διέδραμε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας και γι'αυτό η ένδικη αγωγή των εναγόντων ασκείται παραδεκτά, όσον αφορά την βάση της έκτακτης χρησικτησίας, όπως έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του. Δηλαδή, δέχθηκε ότι οι ενάγοντες ασκούσαν πράξεις νομής στο επίδικο (συλλογή ελαιοκάρπου) από της αγοράς του, απέρριψε όμως την αγωγή σιγή και κατά τη βάση αυτή, δεχόμενο ότι από το χρόνο κτήσης της νομής (1983) μέχρι την πρώτη συζήτηση δεν είχε συμπληρωθεί η εικοσαετία, μη προσμετρούμενης της νομής των δικαιοπαρόχων των εναγόντων, την οποία δέχθηκε το Δικαστήριο ως μη αποδειχθείσα.
Επομένως το παραχθέν από την ως άνω απόφαση δεδικασμένο δεν εμποδίζει την συμπλήρωση του αναγκαίου αυτής χρόνου μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, αφού συμπληρωμένης της εικοσαετίας από το χρονικό σημείο που το Δικαστήριο μπορεί να κρίνει την ύπαρξη πράξεων νομής, λόγω μη παρακωλύσεως αυτού να κρίνει για το χρονικό αυτό διάστημα, από το παραχθέν εκ της πρώτης αποφάσεως δεδικασμένο. Με βάση όλα τα προαναφερόμενα, πρέπει να εξεταστεί ως κρίσιμο γεγονός στην προκείμενη υπόθεση, ποιος χρησιδέσποζε στην επίδικη εδαφική λωρίδα έκτασης 567,35 τ.μ., από το έτος 1980 και μέχρι την άσκηση των υπό κρίση αγωγών, καθόσον η λωρίδα αυτή περιλαμβάνεται τόσο στους τίτλους της ενάγουσας-εφεσίβλητης, όσο και στους τίτλους των εναγομένων -εκκαλούντων, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο πραγματογνώμονας Αρχιτέκτονας-Πολεοδόμος Α. Χ., που διορίστηκε με την ως άνω απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, στην από 10-6-1995 έκθεση του, εκθέτοντας περαιτέρω στην έκθεση του ότι , χωρίς το επίδικο τμήμα, τόσο το ακίνητο της ενάγουσας-εφεσίβλητης, όσο και το ακίνητο των εναγόμενων-εκκαλούντων χάνουν την αρτιότητά τους και συνεπώς ανακαλείται η οικοδομική άδεια που έχει εκδοθεί για το ακίνητο στο οποίο δεν περιλαμβάνεται το επίδικο.
VI. Προσέτι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του ακίνητο για μία εικοσαετία, γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Σύμφωνα, επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 974 του ίδιου κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία επί του πράγματος (κάτοχος) είναι νομέας αυτού, με διάνοια κυρίου. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι προς απόκτηση νομής επί πράγματος, απαιτείται η συνδρομή δύο στοιχείων στο πρόσωπο του αποκτώντος, δηλαδή, η βούληση εξουσιάσεως αυτού με διάνοια κυρίου (animus domini) και η φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (corpus). Η νομή δε αποκτάται πρωτοτύπως, είτε με μονομερή πράξη (κατάληψη-occupatio), είτε σύμφωνα με το νόμο (απευθείας βάσει συγκεκριμένου κανόνα) και παραγώγως είτε με μονομερή δικαιοπραξία (διαθήκη) είτε με σύμβαση. Η ταυτόχρονη κατά κανόνα συνύπαρξη των δύο προαναφερόμενων στοιχείων (βουλητικού animus domini-σωματικού corpus) είναι δημιουργική του προστατευομένου από το ισχύον δίκαιο δικαιώματος της νομής. Ειδικότερα η διάνοια κυρίου συνίσταται στην πρόθεση του έχοντος αυτήν προσώπου για διαρκή απεριόριστη εξουσίαση του πράγματος, όμοια ή ανάλογη με εκείνη που απορρέει από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας και που αναγνωρίζεται στον δικαιούχο αυτής. Εκδηλώνεται δε (η διάνοια κυρίου) με τη μεταχείριση του πράγματος με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να το μεταχειρισθεί ο ιδιοκτήτης, χωρίς ν'απαιτείται και πεποίθηση ότι έχει κυριότητα (opinio domini). To δεύτερο των ως άνω στοιχείων (corpus) εκδηλώνεται με την άσκηση υλικών και εμφανών πράξεων πάνω σ'αυτό (πράγμα), που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του και δηλωτικού εξουσιάσεώς του. (ΑΠ 1247/2004 και ΑΠ 262/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1548/2001 ΕλΔνη 44 σελ. 1650, ΑΠ 242/2000 ΕλΔνη 416 σελ. 1039). Τέτοιες υλικές και εμφανείς πράξεις είναι μεταξύ άλλων, η εκμίσθωση ακινήτου, η καταμέτρησή του, η κατασκευή κτισμάτων πάνω σ'αυτό, η περίφραξη και η καλλιέργεια του αγρού (ΑΠ 1815/2006 Αρχ Νομ 2007 σε. 706) (ΑΠ 282/1993 ΕλΔνη 35 σελ. 1270, ΑΠ 1151/1986 ΕΕΝ 1987 σελ. 413) και ειδικότερα όταν πρόκειται για ακίνητο που δεν είναι επιδεκτικό καλλιέργειας, πράξεις νομής αποτελούν η απλή επίσκεψη, η επισκόπηση και η επίβλεψη του ακινήτου αυτοπροσώπως ή με αντιπρόσωπο, εμφανείς στους κατοίκους της περιοχής. VII. Στην υπό κρίση υπόθεση, συνακόλουθα και σε συνέχεια των παραπάνω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, αποδείχτηκε περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία και ότι, των ανωτέρω υπό κρίση δύο με στοιχεία (Α') και (Β') αγωγών των διαδίκων και της άσκησης της από 29-7-1995 (αριθ. εκθ. καταθ. 110/23/11-8-1995) εννοεί 91 αγωγής των εναγόντων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου, είχε προηγηθεί ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αγίου Νικολάου και η άσκηση της από 28-2-1990 (αριθ. εκθ. καταθ. 22/1990) αίτησης ασφαλιστικών μέτρων της ενάγουσας-εφεσίβλητης, με την οποία ζητούσε τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, προκειμένου να αναγνωριστεί προσωρινά νομέας του επιδίκου κατά το ποσοστό της του 1/4 εξ αδιαιρέτου και να διαταχθεί η αποβολή των τότε καθών και ήδη εναγόντων - εκκαλούντων και να διαταχθεί η απόδοση της νομής του επιδίκου τμήματος σ'αυτήν και τους λοιπούς μη διάδικους συννομείς του, επαναφέροντας τα πράγματα στην προηγούμενη κατάσταση, δηλαδή να αφαιρέσουν την περίφραξη που είχαν τοποθετήσει στο επίδικο τμήμα. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, οι καθών η αίτηση (ήδη ενάγοντες-εκκαλούντες) με προφορική τους δήλωση, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά του δικαστηρίου εκείνου, άσκησαν ανταίτηση, ισχυριζόμενοι ότι αυτοί είναι συννομείς του επίδικου τμήματος, την οποία (συννομή) διατάραξε η αιτούσα, με την τοποθέτηση κατά τον μήνα Νοέμβριο 1989 προϊόντων εκσκαφής (μπάζα), ζητώντας και αυτοί τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, προκειμένου να αναγνωριστούν προσωρινά συννομείς αυτού και υποχρεωθεί η καθής η ανταίτηση να αφαιρέσει τα μπάζα. Η αίτηση αυτή με την ανταίτηση συνεκδικάστηκαν και εκδόθηκε η υπ'αριθμ. 61/1990 απόφαση του Ειρηνοδίκη Αγίου Νικολάου, την 19 Ιουνίου του 1990, με την οποία απορρίφθηκαν αυτές (αίτηση και ανταίτηση), ως αόριστες. Έκτοτε όμως, η διαμορφωθείσα κατάσταση παρέμεινε όπως ήταν, μέχρι και την άσκηση της υπό κρίση με στοιχ.(Β') αγωγής των εκκαλούντων το έτος 2006, δηλαδή το επίδικο παρέμεινε και παραμένει περιφραγμένο από τους ενάγοντες και η νομή επ'αυτού ασκείται από τους τελευταίους, οι οποίοι από το έτος 1984 διαμένουν μόνιμα στην οικοδομή, που κατασκεύασαν με την έκδοση της υπ'αριθμ. 60/1982 οικοδομικής τους άδειας.
Εκ των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι τουλάχιστον από τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 1989 και έπειτα, οι ενάγοντες-εκκαλούντες ενέμοντο αναντίρρητα το μείζον ακίνητο τους μαζί και το επίδικο τμήμα του, το οποίο και είχαν περιφράξει, νομή την οποία και διατηρήσαν έκτοτε συνεχώς και αδιαμαρτύρητα μέχρι και την άσκηση της υπό κρίση με στοιχείο (Β') αγωγής τους (2006). Για το προγενέστερο χρονικό διάστημα, πριν από τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 1989 και μέχρι το έτος 1980, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα. Το επίδικο τμήμα των 567,35 τ.μ., το οποίο όπως προαναφέρθηκε συμπεριλαμβάνεται τόσο στους τίτλους της ενάγουσας -εφεσίβλητης, όσο και στους τίτλους των εναγόντων -εκκαλούντων, πωλήθηκε δύο φορές από την Π. Δ. Π., απασχολούμενη τότε και με την μεσιτεία, ως εντολοδόχος των διαδίκων, ήτοι, πρώτα το πούλησε στους ενάγοντες -εκκαλούντες με τα προαναφερόμενα υπ'αριθμ..../1980 και .../1982 συμβόλαια της τέως συμβ/φου Αγίου Νικολάου Κλειώς Μπετούρα-Μηλιάκη, ως εντολοδόχος της Μ. Μ. και κατόπιν το πούλησε και στην εφεσίβλητη-ενάγουσα Α. Α., το 1/4 εξ αδιαιρέτου, δυνάμει του υπ'αριθμόν .../30-12-1982 συμβολαίου της συμβ/φου Αθηνών Βασιλικής Όκου, που έχει νομίμως μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αγίου Νικολάου στις 25-1-1983, ως εντολοδόχος της Ε. Π., για να πουληθεί στη συνέχεια κατά τα υπόλοιπα ποσοστά του και στις άλλες δύο συγκύριες αυτού. Μάλιστα το ποσοστό του 51% αδιαίρετα, απέκτησε η Κ. σύζυγος Ρ. Λ. με τα υπ'αριθμούς .../1984 και .../1985 συμβόλαια της τέως Συμβ\φου Αγίου Νικολάου Κλειώς Μπετούρα και η Α. χήρα Π. Κ. απέκτησε το υπόλοιπο ποσοστό αυτού των 24% αδιαίρετα με τα υπ'αριθμούς ... και .../1983 συμβόλαια, της ίδιας συμβ/φου. Με βάση τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, επί του ανωτέρω επιδίκου ακινήτου, οι εκκαλούντες πρώτοι, από την ημέρα της αγοράς του δεύτερου ως άνω ακινήτου τους, το οποίο συνένωσαν με το πρώτο ως άνω ακίνητο τους (23-7-1982) και που η πωλήτρια Μ. Μ. τους παρέδωσε την νομή του και η ως άνω αντιπρόσωπος Π. Δ. Π. υπέδειξε στον μηχανικό τους Μ. Α. τα όρια του, άρχισαν έκτοτε να ασκούν όλες τις προσιδιάζουσες σε κύριο πράξεις νομής και κατοχής, όπως επίβλεψη και επιτήρηση αυτού, επισκεπτόμενοι έκτοτε τούτο, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, προβαίνοντας σε εμφανείς προς τρίτους πράξεις νομής, δηλωτικές της βουλήσεως τους να το έχουν ως συγκύριοι, χωρίς να κρίνεται αναγκαία η συνεχής αυτών παρουσία και εποπτεία του επιδίκου ακινήτου, ο δε ως άνω μηχανικός τους, συνέταξε, τόσο το σχετικό σχεδιάγραμμα του πωλητηρίου συμβολαίου, όσο και αυτό το τοπογραφικό διάγραμμα που συνόδευε την πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας, όπου περιλαμβάνεται σ'αυτά και το επίδικο τμήμα. Παράλληλα δε οι ενάγοντες άρχισαν να το καλλιεργούν κλαδεύοντας τα εντός αυτού ελαιόδενδρα και αποκομίζοντας τον ελαιόκαρπο τους, συνεχώς, χωρίς ποτέ να εναντιωθεί κάποιος μέχρι τον μήνα Δεκέμβριο του 1989 που η εφεσίβλητη άσκησε την προαναφερόμενη αίτηση ασφαλιστικών μέτρων εναντίον τους. Δηλαδή ασκούσαν εποπτεία επί του παραπάνω επιδίκου ακινήτου, ασκώντας επ'αυτού τις αρμόζουσες στον κύριο και τη φύση του πράγματος πιο πάνω εμφανείς πράξεις νομής επί 20 και πλέον έτη, ήτοι τουλάχιστον από το έτος 1982 συνεχώς μέχρι και την άσκηση της υπό κρίση από 23-03-2006 υπό στοιχείο (Β') αγωγής τους. Επομένως, οι τελευταίοι έχουν γίνει συγκύριοι του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία (αρθρ. 1045,1051 ΑΚ).
VIII. Η ενάγουσα -εφεσίβλητη, προς απόκρουση της αγωγής των εναγόντων - εκκαλούντων και προς υπεράσπιση της δικής της υπό στοιχείο (Α') αγωγής, ισχυρίζεται ότι, το επίδικο ακίνητο είχε περιέλθει στη δικαιοπάροχο της Ε. Π. από κληρονομιά της αποβιωσάσης το 1971 μητέρας της Σ. Κ., το οποίο κατέλειπε σ'αυτήν με μυστική διαθήκη, που συντάχθηκε στις 10-6-1964 από την διαθέτιδα και εγχειρίστηκε στον συμβ/φο Αγίου Νικολάου Ιωάννη Βαρκαράκη, ο οποίος συνέταξε την υπ'αρ. .../10-6-1964 πράξη του και η διαθήκη αυτή δημοσιεύθηκε με το υπ'αρ. 43/1971 πρακτικό του Ειρηνοδικείου Αγίου Νικολάου. Την κληρονομιά αυτή αποδέχτηκε η δικαιοπάροχος της με το υπ'αρ. .../1979 δηλωτικό αποδοχής κληρονομιάς της συμβ/φου Αγίου Νικολάου Κλειώς Μπετούρα, που έχει μεταγραφεί νόμιμα, προσμετρώντας έτσι στον χρόνο χρησικτησίας της τον χρόνο χρησικτησίας της δικαιοπαρόχου της, γενόμενη έτσι αποκλειστική συγκυρία, τόσο με την τακτική όσο και με την έκτακτη χρησικτησία, αφού τόσον αυτή , όσον και οι λοιπές συγκύριες του ακινήτου, οι δικαιοπάροχοι τους, αλλά και οι απώτεροι δικαιοπάροχοι τούτων, ασκούσαν όλες τις αρμόζουσες στην φύση και τον προορισμό του ακινήτου αδιαφιλονίκητες πράξεις νομής και κατοχής, με καλή πίστη και με διάνοια κυρίου, εμφανώς μεν και σύμφωνα με τους παραπάνω τίτλους από το έτος 1964 μέχρι σήμερα, αδιακόπως και αδιαταράκτως, αλλά και προ του έτους 1964, η δικαιοπάροχος της δικαιοπαρόχου της (απώτερα δικαιοπάροχος της), η οποία κατείχε και ενέμετο το ίδιο ακίνητο επί 25 τουλάχιστον χρόνια, με καλή πίστη και με διάνοια κυρίου ανεπίληπτα και αδιατάρακτα, ώστε να έχουν καταστεί μετά των λοιπών συγκυρίων μη διαδίκων, αποκλειστικές συγκύριες, συννομείς και συνδιακάτοχοι του επιδίκου, αλλά και του ευρύτερης αυτού έκτασης ακινήτου τους, τόσο με τακτική όσο και με έκτακτη χρησικτησία, αφού διατηρούσε συνεχώς επαφή με αυτό, συντάσσοντας τοπογραφικά διαγράμματα, υπογράφοντας οι δικαιοπάροχοι τους πράξεις μυστικής διαθήκης και αποδοχής κληρονομιάς, προβαίνοντας στην συνέχεια σε σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας και σε έκδοση οικοδομικής αδείας για την ανέγερση ανεξαρτήτων κτισμάτων μέσα σε αυτό. Τα επικαλούμενα όμως αυτά γεγονότα, δεν οδηγούν σε κτήση κυριότητας με χρησικτησία, διότι δεν συνιστούν πράξεις νομής, καθόσον και αν υποτεθούν αληθινά, έγιναν εκ του μακρόθεν χωρίς άμεση επαφή και χωρίς να είναι εμφανείς στους τρίτους και στους ενάγοντες, αφού η ενάγουσα-εφεσίβλητη, δεν άσκησε στο επίδικο τμήμα συγκεκριμένες πράξεις νομής, υπό την έννοια που αναφέρεται στη σχετική νομική σκέψη (με στοιχ. VI.) της παρούσας, καθόσον οι επικαλούμενες απ'αυτήν πράξεις νομής, δεν μπορεί να θεωρηθούν εμφανείς πράξεις νομής, ικανές να προσπορίσουν στην ενάγουσα το επικαλούμενο δικαίωμα κυριότητας, καθόσον όταν πρόκειται για ακίνητο επιδεκτικό καλλιέργειας, όπως το επίδικο εν προκειμένω εδαφικό τμήμα, πράξεις νομής αποτελούν η καλλιέργεια αυτού και η συλλογή των καρπών του, καθώς και η απλή επίσκεψη, η επισκόπηση και η επίβλεψη του ακινήτου αυτοπροσώπως ή με αντιπρόσωπο, που ήταν εμφανείς στους κατοίκους της περιοχής. Οι ανωτέρω όμως πράξεις τις οποίες ισχυρίζεται ότι ασκούσε επ'αυτού η εφεσίβλητη-ενάγουσα, η οποία είναι κάτοικος Αθηνών, αφενός μεν, δεν αποτελούν εμφανείς πράξεις νομής επ'αυτού, κατά την προαναφερόμενη έννοια και αφετέρου από μόνες τους οι πράξεις αυτές, εφόσον δεν συνδυάζονται και με άλλα αποδεικτικά στοιχεία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εξ αιτίας των ενεργειών αυτών, η εφεσίβλητη απέκτησε το επίδικο τμήμα ακινήτου. Η δε εντολή εκπόνησης τοπογραφικών διαγραμμάτων από την εναγόμενη και χωρίς μάλιστα και τη σύμπραξη των δύο άλλων συγκυρίων, τα οποία άλλωστε ως ιδιωτικά έγγραφα δεν παρέχουν βεβαιότητα ως προς την έκταση τους και το χρόνο σύνταξης τους και ως ανήκοντα κατά κυριότητα στον εντολέα, δεν αποτελούν από μόνα τους πράξεις νομής, αφού η τοπογράφηση θεωρείται ως μια απλή επίσκεψη στο όλο ακίνητο και δεν φανερώνει βούληση αυτής να έχει το συγκεκριμένο επίδικο εδαφικό τμήμα, σαν δικό της κατά το ποσοστό της, του 1/4 εξ αδιαιρέτου. Περί των ανωτέρω πραγματικών γεγονότων, κατέθεσε με σαφήνεια και εξ ιδίας αντιλήψεως, ο με επιμέλεια των εναγόντων εξετασθείς, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, μάρτυρας Γ. Μ., ο οποίος ηλικίας τότε 71 χρόνων και ως σύζυγος της πωλήτριας του ακινήτου των εναγόντων, γνωρίζει το επίδικο εξ ιδίων αισθήσεων από πριν το έτος 1980, ο οποίος με γνώση, σαφήνεια και κατά κατηγορηματικό τρόπο, κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι, "... στο επίδικο ακίνητο ο Κ. (εκκαλών), μάζευε τις ελιές, φύτευε πατάτες, είχε κότες σ'αυτό, το 1986 με 1985 το περιέφραξε και η περίφραξη παραμένει ακόμη, τα μπάζα τα έβαλε η Α. (ενάγουσα) και πήγε και τα έβγαλε αμέσως ο Κ.". Η κατάθεση του ανωτέρω μάρτυρα στηρίζεται σ'όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα, η οποία, χωρίς να αναιρείται από κατάθεση άλλου μάρτυρα που εξετάστηκε με την επιμέλεια της ενάγουσας -εφεσίβλητης και μάλιστα από την κατάθεση της Δ. Π., μεσίτριας, η οποία ελέγχεται ως ανακριβής, αφού αυτή ήταν που ως πληρεξούσια της πωλήτριας Μ. Μ. πούλησε το επίδικο και στα δύο διάδικα μέρη, υποδεικνύοντας η ίδια τα όρια αυτών. Αντίθετα ενισχύεται, τόσο από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Α.Λ., ο οποίος μέτρησε το επίδικο και εξέδωσε την οικοδομική του άδεια, Μ.Κ. και Μ. Μ., οι οποίοι ως όμοροι κάτοικοι της περιοχής και πωλήτρια του επίδικου η τρίτη, καταθέτουν και αυτοί ότι το επίδικο ανήκει στους ενάγοντες -εκκαλούντες, το οποίο καλλιεργούσαν και ότι το σχεδιάγραμμα στο οποίο περιλαμβάνεται το επίδικο καταρτίσθηκε με την ταυτόχρονη επιτόπια παρουσία και συνδρομή της Δ. Π., ως πληρεξούσια της πωλήτριας, η οποία επί τόπου υπεδείκνυε τα όρια του πωλουμένου, όσο και από τ'ακόλουθα νομίμως προσκομιζόμενα έγγραφα, (α) από την από 10-6-1995 έκθεση πραγματογνωμοσύνης και από Απρίλη 1995 τοπογραφικό σχεδιάγραμμα, του Αρχιτέκτονα Μηχανικού Α. Χ., με στοιχεία Α-Β-Γ-Χ-Φ-Α, το οποίο συνοδεύει την πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάχτηκε με την υπ'αριθμό 271/1992 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου, (β) τα από 27-6-1980 υπ'αριθμ. 10.830, .../1980 συμβόλαια αγοράς και .../83 συμβόλαιο συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας, αντίστοιχα, και από τα σχετικά τοπογραφικά σχεδιάγραμμα του Πολ.Μηχανικού Μ. Α., που τα συνοδεύουν και στα οποία το επίδικο περιλαμβάνεται στους τίτλους των εκκαλούντων, όπου τα όρια υπεδείχθησαν από την ως άνω Δ.Π. (γ) τις αποφάσεις υπ'αριθμούς, 61/1990 Ειρηνοδικείου Αγίου Νικολάου και 46/1998 και 128/1997 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου, καθώς και από τα σχετικά δικόγραφα αυτών, (δ) την με αριθμ.60/1982 οικοδομική άδεια των εκκαλούντων και τα σχετικά έγγραφα που τη συνοδεύουν, (ε) την 7325/1976 δήλωση αποδοχής κληρονομίας της δικαιοπαρόχου πωλήτριας των εκκαλούντων Μ. Μ., (στ') το με αριθμ..../1979 πληρεξούσιο της ως άνω πωλήτριας Μ. Μ. προς την προαναφερόμενη Δ.Π., και (ζ') την υπ'αριθ. ΑΡ/ΗΜ/Φ485/50750/1-9-2011 βεβαίωση της Δ.Ε.Η. Αγίου Νικολάου, από την οποία αποδεικνύεται ότι οι εκκαλούντες -ενάγοντες από την 31-7-1984 ηλεκτροδότησαν την κατοικία τους, η οποία ευρίσκεται στο μείζον ακίνητο τους, στο οποίο περιλαμβάνεται και το επίδικο τμήμα και στη οποία έκτοτε διαμένουν μόνιμα μέχρι σήμερα.
IX. Με βάση τα όσα αναφέρονται στις προηγούμενες σκέψεις, αποδεικνύεται ότι οι ενάγοντες κατέστησαν συγκύριοι του επίδικου ακινήτου, με τον προαναφερθέντα πρωτότυπο τρόπο, αφού συνεχώς και αδιαλείπτως ασκούσαν επ'αυτού, όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του, ως άνω εμφανείς στους κατοίκους της περιοχής, πράξεις νομής, ήτοι εξουσιάσεως και διακατοχής του, με διάνοια συγκυρίων, για χρονικό διάστημα πλέον της 20ετίας, ήτοι τουλάχιστο από του έτους 1982, μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής τους (2006) και έτσι κατέστησαν συγκύριοι αυτού, κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά τους αδιαίρετα ο καθένας, με έκτακτη χρησικτησία (άρθρ. 1045 και 1051 ΑΚ)".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε κατ'ουσίαν τους λόγους της εφέσεως και αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη, που είχε κρίνει αντιθέτως, συνεκδίκασε εκ νέου τις αγωγές και την μεν αγωγή της αναιρεσείουσας την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, την δε αγωγή των αναιρεσιβλήτων την δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε αυτούς ως συγκυρίους του επιδίκου κατά τα αιτηθέντα εξ αδιαιρέτου ποσοστά". Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ'αυτήν ανεπαρκείς, ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς τον χρόνο ενάρξεως της χρησικτησίας των αναιρεσιβλήτων, καθώς και ως προς την διενέργεια από την αναιρεσείουσα πράξεων νομής επί του επιδίκου πέραν της συντάξεως τοπογραφικών διαγραμμάτων, με αποτέλεσμα να δημιουργείται σύγχυση και αμφιβολία για το αν συνέτρεχαν στο πρόσωπο των διαδίκων και των δικαιοπαρόχων τους οι προϋποθέσεις εφαρμογής των περί τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας διατάξεων και να καθίσταται έτσι ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των διατάξεων αυτών. Ειδικότερα η προσβαλλομένη απόφαση, κατά τα διαλαμβανόμενα σ'αυτήν, άλλοτε δέχεται ως χρόνο ενάρξεως της χρησικτησίας των αναιρεσιβλήτων το 1980 και 1982 και άλλοτε το 1983 και το 1989, ενώ ως προς την αναιρεσείουσα αναφέρει ότι μόνο η σύνταξη από αυτήν τοπογραφικών διαγραμμάτων δεν συνιστά πράξη νομής, εφόσον δεν συνδυάζεται με άλλες πράξεις, μολονότι δέχεται ότι αυτή επικαλείται και άλλες πράξεις και δη σύνταξη μυστικής διαθήκης, αποδοχή κληρομιάς και μεταγραφή, σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, έκδοση οικοδομικής αδείας, τις οποίες με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες δεν θεωρεί εμφανείς πράξεις καθώς και ότι διενήργησε επί του επιδίκου την εμφανή πράξη νομής της εναποθέσεως σ'αυτό το 1989 προϊόντων εκσκαφής (μπαζών), χωρίς να διευκρινίζει πόσο διάστημα παρέμεινα στο επίδικο "τα μπάζα", ούτε γιατί η πράξη αυτή δεν συνδυάζεται με τις λοιπές πράξεις νομής. Ενόψει τούτων οι από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. Β4 λόγος του κυρίου δικογράφου της αναίρεσης και οι δεύτερος και πέμπτος από τους λόγους του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως πρέπει να γίνουν δεκτοί ως ουσιαστικά βάσιμοι. Κατ'ακολουθίαν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, πλην των πρότερον δικασάντων (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔικ.), ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην αναιρεσείουσα του καταθέσαντος από αυτήν παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔικ). Οι αναιρεσίβλητοι, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας (άρθρ. 176, 180 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ'αριθμ. 153/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Τριμελές Εφετείο Ανατολικής Κρήτης, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην αυτών που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Διατάσσει την επιστροφή στην αναιρεσείουσα του κατατεθέντος από αυτήν παραβόλου.
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Νοεμβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Ιανουαρίου 2015.

Αριθμός 27/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ'Πολιτικό Τμήμα- Θέμα Ένδικο μέσο, Νομή, Προτάσεις, Χρησικτησία. Περίληψη: Εμπρόθεσμη υποβολή προτάσεων με επίκληση των αποδεικτικών μέσων. Επανάληψη συζητήσεως(ΚΠολΔ254) για την επανεξέταση των μαρτύρων. Θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Δεν είναι απαραίτητη η υποβολή νέων προτάσεων. Νόμιμη η επίκληση των προσκομιζόμενων αποδεικτικών μέσων με τη συρραφή των αρχικών προτάσεων στις τυπικές προτάσεις που υποβάλλονται κατά την επανάληψη. Απόκτηση κυριότητας ακινήτου με χρησικτησία. Έννοια, κτήση και άσκηση νομής(πράξεις νομής) ειδικότερα επί αγροτικού ακινήτου . Αναίρεση. Λόγοι από τους αριθμούς 1,11 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αβάσιμοι(επικυρώνει ΕφΑθ626/2013)

$
0
0
Απόφαση 27 / 2015    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Ένδικο μέσο, Νομή, Προτάσεις, Χρησικτησία.
Περίληψη:
Εμπρόθεσμη υποβολή προτάσεων με επίκληση των αποδεικτικών μέσων. Επανάληψη συζητήσεως(ΚΠολΔ254) για την επανεξέταση των μαρτύρων. Θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Δεν είναι απαραίτητη η υποβολή νέων προτάσεων. Νόμιμη η επίκληση των προσκομιζόμενων αποδεικτικών μέσων με τη συρραφή των αρχικών προτάσεων στις τυπικές προτάσεις που υποβάλλονται κατά την επανάληψη. Απόκτηση κυριότητας ακινήτου με χρησικτησία. Έννοια, κτήση και άσκηση νομής(πράξεις νομής) ειδικότερα επί αγροτικού ακινήτου . Αναίρεση. Λόγοι από τους αριθμούς 1,11 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αβάσιμοι(επικυρώνει ΕφΑθ626/2013)...




Αριθμός 27/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'Πολιτικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Δ. Ν. του Ε., 2)Ν. Ν. του Ε. και 3)Σ. Ν. του Ε., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ..., με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Α. Α. του Π., κατοίκου ..., και 2)Π. Α. του Π., κατοίκου ..., ως εκ διαθήκης κληρονόμων της (αρχικής ενάγουσας) Π. χήρας Μ. Π., το γένος Ν. Ν., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ..., με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9/3/2007 αγωγή της αρχικής διαδίκου Π. Π. και την από 13/9/2007 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7677/2008 του ίδιου Δικαστηρίου, 2515/2010 μη οριστική και 626/2013 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 18/6/2013 αίτησή τους και τους από 2/4/2014 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 31/3/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την από 15/4/2014 συμπληρωματική έκθεση του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθούν (και) οι από 2/4/2014 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως κατά της υπ'αριθμ. 626/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Το άρθρο 254 του ΚΠολΔ παρέχει στο δικαστήριο τη δυνατότητα να διατάξει επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περαιωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υποθέσεως ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση, και ορίζει περαιτέρω ότι η συζήτηση που επαναλαμβάνεται με τον τρόπο αυτό θεωρείται συνέχεια της προηγουμένης. Εκ τούτου παρέπεται ότι κατά την επανάληψη της συζήτησης δεν είναι αναγκαία η κατάθεση ιδιαίτερων εγγράφων προτάσεων οι προτάσεις δε που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη αρκούν και ισχύουν και για την κατά την επανάληψη συζήτηση, με αποτέλεσμα όσα ο διάδικος επικαλέστηκε και προέβαλε με τις έγγραφες προτάσεις του της προηγούμενης συζήτησης (μετά την οποία διατάχθηκε η επανάληψη) να θεωρούνται ως επικληθέντα και προβληθέντα και κατά την επανάληψή της, και δη είτε ο διάδικος δεν κατέθεσε εκ νέου, κατ'αυτήν (επανάληψη), προτάσεις είτε κατέθεσε προτάσεις στις οποίες απλώς ενσωμάτωσε εκείνες της προηγούμενης συζήτησης, ταύτα δε ισχύουν και στις περιπτώσεις όπου το δικαστήριο διατάσσει αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων στο ακροατήριο κατά το άρθρο 245 παρ. 1 του ΚΠολΔ ή (και) την εκ νέου εξέταση ενός ή περισσοτέρων μαρτύρων προς συμπλήρωση ή διευκρίνιση των καταθέσεών τους κατά το άρθρο 411 του ίδιου ΚΠολΔ (Ολομ. ΑΠ 30/1997). Επομένως στην περίπτωση της επανάληψης της συζήτησης κατά τα ανωτέρω, το δικαστήριο νομίμως λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που ο διάδικος είχε επικαλεστεί με τις προτάσεις που κατέθεσε νομίμως και εμπροθέσμως κατά τη συζήτηση μετά την οποία (ή της οποίας) διατάχθηκε η επανάληψη και τις οποίες (προτάσεις) ενσωματώνει ήδη, κατά την επανάληψη της συζήτησης, στις κατατιθέμενες κατά την επανάληψη προτάσεις, υπό τον όρο βεβαίως της προσκομίσεως των αποδεικτικών μέσων, και δεν υποπίπτει (το δικαστήριο) στην περίπτωση αυτή στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β'του ΚΠολΔ, της παρά τον νόμο δηλαδή λήψεως υπόψη αποδείξεων που δεν προσκομίστηκαν, με τις οποίες ισοδυναμούν και οι αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν νομίμως και οι οποίες εκ του λόγου αυτού δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο.
Εν προκειμένω, το Εφετείο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την υπ'αριθμ. 2515/2010 παρεμπίπτουσα απόφασή του δέχθηκε τυπικά τις συνεκδικασθείσες αντίθετες εφέσεις των διαδίκων κατά της πρωτόδικης υπ'αριθμ. 7677/2008 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ανέβαλε κατά τα λοιπά την έκδοση της οριστικής του απόφασης και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο προκειμένου να εξεταστούν εκ νέου (ενώπιόν του) οι μάρτυρες Δ. Α. και Β. Κ. που είχαν εξεταστεί πρωτοδίκως, προς συμπλήρωση και διευκρίνιση των καταθέσεών τους. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως μετά την οποία εκδόθηκε η ανωτέρω μη οριστική, περί επαναλήψεώς της, απόφαση, η ενάγουσα και εκκαλούσα εφεσίβλητη Π. Π., αποβιώσασα ήδη μητέρα και δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων, κατέθεσε νομίμως και εμπροθέσμως έγγραφες προτάσεις, με τις οποίες εκτός των άλλων επικαλέστηκε και τα αναφερόμενα σ'αυτές αποδεικτικά μέσα (έγγραφα κ.λ.π.), η ίδια δε διάδικος, κατά την επανάληψη της συζητήσεως που έλαβε χώραν την 31-5-2012 και μετά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη υπ'αριθμ. 626/2013 οριστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, υπέβαλε στο δικαστήριο τις από 30-5-2012 έγγραφες προτάσεις της, στις οποίες ενσωμάτωσε τις προηγούμενες ως ανωτέρω προτάσεις, στις οποίες, όπως προαναφέρθηκε, έκανε επίκληση και των αποδεικτικών της μέσων. Σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, η κατά τον τρόπο αυτό επίκληση των αποδεικτικών μέσων στην μετά τη διαταχθείσα επανάληψη συζήτηση της υποθέσεως, που αποτελεί συνέχεια της προηγουμένης, ήταν νόμιμη, μη απαιτουμένης υποβολής νέων (αυτοτελών) προτάσεων, και το Εφετείο, που έλαβε υπόψη τα προταθέντα ως ανωτέρω, προσκομισθέντα δε, αποδεικτικά μέσα για τον σχηματισμό της κρίσεώς του και την έκδοση της οριστικής του, αναιρεσιβαλλομένης, απόφασης, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αρ. 11 περ. β'του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, και είναι αβάσιμα τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον πρώτο, από τη διάταξη αυτή, λόγω της αιτήσεώς τους.
ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 1045 και 1051 του ΑΚ προκύπτει ότι όποιος έχει στη νομή του επί μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος του πράγματος με έκτακτη χρησικτησία, δυνάμενος να συνυπολογίσει στον δικό του χρόνο χρησικτησίας και τον χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 974 και 976 εδ. α'του ΑΚ προκύπτει ότι νομή είναι η φυσική εξουσία επί του πράγματος (κατοχή) που ασκείται διανοία κυρίου, αποκτάται δε η νομή, όταν το πράγμα βρίσκεται στη νομή άλλου, και με παράδοση στον αποκτώντα που γίνεται με τη βούληση του μέχρι τότε νομέα. Τέλος, ως πράξεις νομής κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων νοούνται οι υλικές και εμφανείς ενέργειες που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του πράγματος και με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα ως δικό του, τέτοιες δε πράξεις νομής αποτελούν προκειμένου περί αγροτικού ακινήτου, μεταξύ των άλλων η επίβλεψη και επιστασία του ακινήτου, η καλλιέργεια και η συλλογή των καρπών, η ανόρυξη φρέατος για την άδρευσή του, η εκμίσθωσή του προς τρίτους για εκμετάλλευση κ.λ.π. Εξάλλου ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο που εξέτασε την υπόθεση κατ'ουσίαν εφαρμόζει κανόνα δικαίου του οποίου συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου. Ο δε λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου 559 ΚΠολΔ για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών ή (και) αντιφατικών αιτιολογιών δεν ιδρύεται επίσης όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του προσήκοντος κανόνα δικαίου. Αντιφατική αιτιολογία, ειδικότερα, δεν συντρέχει όταν το δικαστήριο, επί διεκδικητικής κυριότητας αγωγής, στηριζόμενης σε παράγωγο (αγορά από κύριο, κληρονομική διαδοχή κ.λ.π.) τρόπο, αλλά και σε πρωτότυπο (χρησικτησία), δέχεται ότι ο ενάγων έγινε κύριος του επιδίκου τόσον με τον παράγωγο όσο και με τον πρωτότυπο τρόπο, αφού οι τρόποι αυτοί της απόκτησης της κυριότητας στηρίζουν αυτοτελώς ο καθένας την αγωγή και δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους, ούτε ο ένας αποκλείει τον άλλο. Τέλος, όταν το διατακτικό της απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε περισσότερες της μιας αιτιολογίες (επάλληλη αιτιολογία), η προσβολή με λόγον αναιρέσεως της μιας από τις αιτιολογίες αυτές παρίσταται αλυσιτελής και ο σχετικός λόγος αναιρέσεως απορριπτέος, αφού και υπό την εκδοχή της τυχόν βασιμότητάς του δεν οδηγεί στην ανατροπή (αναίρεση) της απόφασης.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχθηκε ότι η ενάγουσα-δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων έγινε κυρία του επίδικου ακινήτου, ήτοι ενός αγροτεμαχίου, εμβαδού 2325,59 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "Ν.", στο Πόρτο Ράφτη Αττικής, με κληρονομική εκ διαθήκης διαδοχή και ειδικότερα με την νομίμως δημοσιευθείσα από 20-12-1992 ιδιόγραφη διαθήκη του συζύγου της Μ. Π. που απεβίωσε την 16-4-1994 και ήταν κύριος του επιδίκου και του οποίου την κληρονομία η ενάγουσα αποδέχθηκε και μετέγραψε το σχετικό συμβόλαιο, "σε κάθε δε περίπτωση", δέχεται το Εφετείο, η ενάγουσα κατέστη κυρία του επιδίκου (και) με έκτακτη χρησικτησία, νεμόμενη το ακίνητο αυτό με τις λεπτομερώς αναφερόμενες, ως κατωτέρω, πράξεις νομής από τον κατά τα ανωτέρω θάνατο του συζύγου της (1994) μέχρι την εν έτει 2003 αποβολή της από τη νομή αυτή εκ μέρους των αναιρεσειόντων, προσμετρώντας στον χρόνο της δικής της χρησικτησίας και τον χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου-πατέρας της, αρχομένης από του έτους 1953, ήτοι επί χρόνο περισσότερο της εικοσαετίας. Ως προς το ζήτημα αυτό της χρησικτησίας το Εφετείο δέχεται ειδικότερα ότι το επίδικο, συνολικού εμβαδού, όπως προαναφέρθηκε, 2325,59 τ.μ., περιήλθε στον δικαιοπάροχο της ενάγουσας Π. Π., δικαιοπαρόχου των ήδη αναιρεσιβλήτων, κατά μεν το προσδιοριζόμενο τμήμα του, εμβαδού 1000 τ.μ, με αγορά από τον Β. Δ. δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ'αριθμ. .../1951 συμβολαίου, κατά το έτερο τμήμα του, εμβαδού 1020 τ.μ. με άτυπη δωρεά από τον πατέρα του εν έτει 1949 και κατά το υπόλοιπο τμήμα του, εμβαδού 304 τ.μ. με άτυπη ανταλλαγή ακινήτων με τους κληρονόμους Δ. Μ. εν έτει 1953, ότι από την κατά τα ανωτέρω παράδοση της νομής των επιμέρους τμημάτων του επιδίκου από τους μέχρι τότε νομείς τους στον δικαιοπάροχο της ενάγουσας, ο τελευταίος, που το έτος 1953 ενοποίησε τα αποκτηθέντα αυτά τμήματα ώστε να αποτελούν έκτοτε ενιαίο ως ανωτέρω ακίνητο (το επίδικο), ο τελευταίος ασκούσε στο επίδικο τις αναφερόμενες πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου ως αγροτεμαχίου, ήτοι φύτευση και καλλιέργεια σε όλη την έκτασή του βασιλικών συκόδενδρων, συλλογή και εμπορία των καρπών τους, ανόρυξη φρέατος στο κέντρο του ακινήτου για την άρδευσή του, καθαρισμό και επιστασία του ακινήτου έναντι των τρίτων, και, τέλος, εκμίσθωσή του στον Ε. Ν. (δικαιοπάροχο των αναιρεσειόντων) αντί του συμβολικού, λόγω των στενών οικογενειακών τους σχέσεων, ποσού των 50.000 δραχμών ετησίως, μέχρι τον θάνατό του (16-4-1994), τις ίδιες δε πράξεις νομής εξακολούθησε έκτοτε να ασκεί η ενάγουσα δια του ανωτέρω μισθωτή, ο οποίος συνέχισε να καλλιεργεί το επίδικο καταβάλλοντας κατ'έτος το προαναφερθέν μίσθωμα στην ενάγουσα και περιφράσσοντάς το με συρματόπλεγμα προς τη βόρεια και νότια πλευρά του κατόπιν εγκρίσεως της ενάγουσας, ενώ ο ίδιος (δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων-μισθωτής) ουδέποτε άσκησε πράξεις νομής στο επίδικο για δικό του λογαριασμό, μη αντιποιηθείς ποτέ τη νομή της ενάγουσας και του δικαιοπαρόχου της, μέχρι τον θάνατό του (21-6-2003), μετά τον οποίο (θάνατο) οι κληρονόμοι του-αναιρεσείοντες κατέλαβαν το επίδικο και απέβαλαν την ενάγουσα από αυτό. Οι κατά τα ανωτέρω παραδοχές του Εφετείου ότι η ενάγουσα απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου με παράγωγο τρόπο (κληρονομική διαδοχή), αλλά και με πρωτότυπο (χρησικτησία) δεν είναι αντιφατικές, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, και τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον δεύτερο, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους είναι αβάσιμα. Περαιτέρω, υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς τα ουσιώδη ζητήματα της απόκτησης της νομής του επιδίκου από τον δικαιοπάροχο-πατέρα της ενάγουσας δια της παραδόσεώς της (νομής) σ'αυτόν εκ μέρους των μέχρι τότε (1949-1953) νομέων, καθώς και της ασκήσεως της νομής αυτής εκ μέρους του δικαιοπαρόχου της ενάγουσας έκτοτε και μέχρι τον θάνατό του (1994) και της ίδιας της ενάγουσας από τότε (1994) μέχρι την κατάληψη του επιδίκου από τους αναιρεσείοντες (2003), με τις αναφερόμενες ως ανωτέρω πράξεις νομής επί του επιδίκου, ενώ τέτοιες πράξεις νομής δεν άσκησε ο δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων, κατά τις ίδιες παραδοχές του Εφετείου. Οι αιτιολογίες αυτές του δικαστηρίου στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και το διατακτικό της απόφασής του, με την οποία έγινε δεκτή η ένδικη διεκδικητική αγωγή της δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων και απορρίφθηκε η αντίθετη αγωγή των αναιρεσειόντων και επιτρέπουν (οι ανωτέρω αιτιολογίες) τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων ως άνω ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 1045, 1051 και 974, 976 του ΑΚ, τις οποίες το Εφετείο δεν παραβίασε, ούτε ευθέως, με εσφαλμένη εφαρμογή, ούτε εκ πλαγίου, με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες. Επομένως τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τους τρεις, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, που ασκήθηκαν νομίμως, είναι αβάσιμα. Τέλος, με τον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου, επίσης, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια των ανεπαρκών αιτιολογιών ως προς την παραδοχή της ότι η προαναφερθείσα ιδιόγραφη διαθήκη του θανόντος πατέρα της ενάγουσας, με την οποία περιήλθε, κατά τα προεκτεθέντα, το επίδικο στην τελευταία, ήταν έγκυρη και ισχυρή, αφού είχε γραφεί καθ'ολοκληρίαν με το χέρι του διαθέτη, είχε χρονολογηθεί και υπογραφεί από αυτόν, ο ίδιος δε (διαθέτης) ήταν ικανός κατά τον χρόνο της συντάξεώς της να συντάξει τη διαθήκη. Ενόψει της παραδοχής του Εφετείου που προαναφέρθηκε ότι η ενάγουσα κατέστη κυρία του επιδίκου εν πάση περιπτώσει και με έκτακτη χρησικτησία, η οποία παραδοχή στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της απόφασης, ο προβαλλόμενος ως άνω λόγος είναι, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, απορριπτέος προεχόντως ως αλυσιτελής, αφού δεν οδηγεί στην ανατροπή (αναίρεση) της απόφασης, τούτο δε πέραν του ότι η αναιρεσιβαλλομένη περιέχει και ως προς ανωτέρω ζήτημα επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 1721 επ. του ΑΚ.
ΙΙ.- Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).-

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18-6-2013 αίτηση των Δ. Ν. κ.λ.π., όπως διαμορφώθηκε με τους από 2-4-2014 πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 626/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Δεκεμβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Ιανουαρίου 2015.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρύθμιση οφειλών έως 50.000 ευρώ - Υπουργικής Απόφασης ΠΟΛ 1223/2017

Next: ΝΣΚ 234/2017 Τμ. Α' - Δημόσια Κτήματα - Χωρίς την έκδοση και μεταγραφή, από τη Διοίκηση, της πράξης με την οποία διαπιστώνεται η αυτοδίκαιη «ανάκληση» της παραχώρησης δημοσίου κτήματος, λόγω μη εκπληρώσεως εντός της ταχθείσας προθεσμίας του όρου της παραχωρήσεως, από της οποίας και επανέρχεται η κυριότητα στο Δημόσιο, δεν ανακύπτει αξίωση του παραχωρησιούχου, κατ'εφαρμογή των διατάξεων για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, προς επιστροφή του τιμήματος της παραχωρήσεως και δεν τίθεται επομένως θέμα έναρξης της προθεσμίας παραγραφής της αξίωσής του αυτής (πλειοψ). Αν δεν έχει ασκηθεί αγωγή, το τίμημα της παραχώρησης επιστρέφεται ατόκως (ομόφ).
Previous: Αριθμός 27/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ'Πολιτικό Τμήμα- Θέμα Ένδικο μέσο, Νομή, Προτάσεις, Χρησικτησία. Περίληψη: Εμπρόθεσμη υποβολή προτάσεων με επίκληση των αποδεικτικών μέσων. Επανάληψη συζητήσεως(ΚΠολΔ254) για την επανεξέταση των μαρτύρων. Θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Δεν είναι απαραίτητη η υποβολή νέων προτάσεων. Νόμιμη η επίκληση των προσκομιζόμενων αποδεικτικών μέσων με τη συρραφή των αρχικών προτάσεων στις τυπικές προτάσεις που υποβάλλονται κατά την επανάληψη. Απόκτηση κυριότητας ακινήτου με χρησικτησία. Έννοια, κτήση και άσκηση νομής(πράξεις νομής) ειδικότερα επί αγροτικού ακινήτου . Αναίρεση. Λόγοι από τους αριθμούς 1,11 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αβάσιμοι(επικυρώνει ΕφΑθ626/2013)
$
0
0

Ρύθμιση οφειλών έως 50.000 ευρώ

Υπεγράφη η Εγκύκλιος για τη ρύθμιση ήδη βεβαιωμένων κατά την 31.12.2016 οφειλών έως 50.000 ευρώ. Ποιοι έχουν δυνατότητα υπαγωγής στη ρύθμιση.
Υπεγράφη στις 23 Μαρτίου από το Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, Γιώργο Πιτσιλή, εγκύκλιοςεφαρμογής της Υπουργικής Απόφασης ΠΟΛ 1223/2017 για τη ρύθμιση ήδη βεβαιωμένων κατά την 31.12.2016 οφειλών έως 50.000 ευρώ....

Η εν λόγω εγκύκλιοςαναφέρει τους βασικούς κανόνες, που εφαρμόζονται από τη Φορολογική Διοίκηση στις διμερείς συμφωνίες ρύθμισης, και παρέχει αναλυτικές οδηγίες και παραδείγματα για τον τρόπο υπολογισμού δόσεων.
Δυνατότητα υπαγωγής στη ρύθμιση έχουν οφειλέτες με φορολογική κατοικία στην Ελλάδα, οι οποίοι είτε
Είναι νομικά ή φυσικά πρόσωπα με πτωχευτική ικανότητα (δηλαδή κυρίως πρόσωπα με εμπορική ιδιότητα) και το σύνολο των οφειλών τους προς όλους τους πιστωτές έως τις 31.12.2016 δεν ξεπερνά τα 20.000 ευρώ, ή
Οι οφειλές τους προς το Δημόσιο υπερβαίνουν το 85% του συνόλου των οφειλών τους προς όλους τους πιστωτές έως τις 31.12.2016, οι οποίες δεν ξεπερνούν τα 50.000 ευρώ, είτε
Είναι φυσικά πρόσωπα χωρίς πτωχευτική ικανότητα, ωστόσο έχουν κάνει έναρξη εργασιών και αποκτούν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα (μεγάλη κατηγορία των οποίων αποτελούν οι ελεύθεροι επαγγελματίες), με βεβαιωμένες οφειλές προς το Δημόσιο έως τις 31.12.2016, που δεν υπερβαίνουν τα 50.000 ευρώ.
Οι αιτήσεις υποβάλλονται ηλεκτρονικά – μέσω της ιστοσελίδας της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.).

ΝΣΚ 234/2017 Τμ. Α' - Δημόσια Κτήματα - Χωρίς την έκδοση και μεταγραφή, από τη Διοίκηση, της πράξης με την οποία διαπιστώνεται η αυτοδίκαιη «ανάκληση» της παραχώρησης δημοσίου κτήματος, λόγω μη εκπληρώσεως εντός της ταχθείσας προθεσμίας του όρου της παραχωρήσεως, από της οποίας και επανέρχεται η κυριότητα στο Δημόσιο, δεν ανακύπτει αξίωση του παραχωρησιούχου, κατ'εφαρμογή των διατάξεων για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, προς επιστροφή του τιμήματος της παραχωρήσεως και δεν τίθεται επομένως θέμα έναρξης της προθεσμίας παραγραφής της αξίωσής του αυτής (πλειοψ). Αν δεν έχει ασκηθεί αγωγή, το τίμημα της παραχώρησης επιστρέφεται ατόκως (ομόφ).

Next: Ο Μεσίτης Αστικών Συμβάσεων είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο προς το οποίο δίδεται εντολή διαμεσολάβησης ή/και υπόδειξης ευκαιρίας προς σύναψη σύμβασης, έναντι αμοιβής για την παροχή αυτή. - - Άρθρο 6 Σύμβαση μεσιτείας - Μεσιτεία εμπορικών συναλλαγών (εμπορομεσιτεία) - Μεσιτική Αμοιβή: Η απόδειξη της σύναψης και του περιεχοµένου της δικαιοπραξίας µπορεί να γίνει και µε µάρτυρες (νομολογία) AΠ 17/2014: - Αριθμός 454/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟ ο Εφετείο δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 703 ΑΚ - Α.Π. 52/2012 (Τμ. Β2΄ Πολ.) Η ανάκληση της μεσιτικής εντολής δεν επηρεάζει αρνητικά το δικαίωμα του μεσίτη στην καταβολή της αμοιβής του.
$
0
0

21.12.2017 - ΝΣΚ 234/2017 Τμ. Α' - Δημόσια Κτήματα

Χωρίς την έκδοση και μεταγραφή, από τη Διοίκηση, της πράξης με την οποία διαπιστώνεται η αυτοδίκαιη «ανάκληση» της παραχώρησης δημοσίου κτήματος, λόγω μη εκπληρώσεως εντός της ταχθείσας προθεσμίας του όρου της παραχωρήσεως, από της οποίας και επανέρχεται η κυριότητα στο Δημόσιο, δεν ανακύπτει αξίωση του παραχωρησιούχου, κατ'εφαρμογή των διατάξεων...
για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, προς επιστροφή του τιμήματος της παραχωρήσεως και δεν τίθεται επομένως θέμα έναρξης της προθεσμίας παραγραφής της αξίωσής του αυτής (πλειοψ). Αν δεν έχει ασκηθεί αγωγή, το τίμημα της παραχώρησης επιστρέφεται ατόκως (ομόφ).

Ο Μεσίτης Αστικών Συμβάσεων είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο προς το οποίο δίδεται εντολή διαμεσολάβησης ή/και υπόδειξης ευκαιρίας προς σύναψη σύμβασης, έναντι αμοιβής για την παροχή αυτή. - - Άρθρο 6 Σύμβαση μεσιτείας - Μεσιτεία εμπορικών συναλλαγών (εμπορομεσιτεία) - Μεσιτική Αμοιβή: Η απόδειξη της σύναψης και του περιεχοµένου της δικαιοπραξίας µπορεί να γίνει και µε µάρτυρες (νομολογία) AΠ 17/2014: - Αριθμός 454/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟ ο Εφετείο δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 703 ΑΚ - Α.Π. 52/2012 (Τμ. Β2΄ Πολ.) Η ανάκληση της μεσιτικής εντολής δεν επηρεάζει αρνητικά το δικαίωμα του μεσίτη στην καταβολή της αμοιβής του.

Previous: ΝΣΚ 234/2017 Τμ. Α' - Δημόσια Κτήματα - Χωρίς την έκδοση και μεταγραφή, από τη Διοίκηση, της πράξης με την οποία διαπιστώνεται η αυτοδίκαιη «ανάκληση» της παραχώρησης δημοσίου κτήματος, λόγω μη εκπληρώσεως εντός της ταχθείσας προθεσμίας του όρου της παραχωρήσεως, από της οποίας και επανέρχεται η κυριότητα στο Δημόσιο, δεν ανακύπτει αξίωση του παραχωρησιούχου, κατ'εφαρμογή των διατάξεων για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, προς επιστροφή του τιμήματος της παραχωρήσεως και δεν τίθεται επομένως θέμα έναρξης της προθεσμίας παραγραφής της αξίωσής του αυτής (πλειοψ). Αν δεν έχει ασκηθεί αγωγή, το τίμημα της παραχώρησης επιστρέφεται ατόκως (ομόφ).
$
0
0
Ο Μεσίτης Αστικών Συμβάσεων είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο προς το οποίο δίδεται εντολή διαμεσολάβησης ή/και υπόδειξης ευκαιρίας προς σύναψη σύμβασης, έναντι αμοιβής για την παροχή αυτή.....


Ο Μεσίτης Αστικών Συμβάσεων μπορεί να διαμεσολαβήσει σε οποιοδήποτε είδος αστικής σύμβασης. Η πιο συνήθης και διαδεδομένη διαμεσολάβηση είναι αυτή για την αγοραπωλησία ή μίσθωση ακινήτων. Για τον λόγο αυτό, η έννοια του Μεσίτη Αστικών Συμβάσεων ταυτίζεται με αυτή του Κτηματομεσίτη.

Ο Μεσίτης Αστικών Συμβάσεων αμοίβεται με προμήθεια επί της πραγματικής αξίας πώλησης ενός ακινήτου, πάνω στην οποία υπολογίζεται και ο Φ.Π.Α. Το ύψος της προμήθειας δεν καθορίζεται με νομοθεσία, αλλά είναι αποκλειστικά θέμα διαπραγμάτευσης και συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλομένων. Το σύνηθες ύψος της προμήθειας για αγοραπωλησία στον νομό Αττικής είναι 2% + Φ.Π.Α. από κάθε έναν από τους συμβαλλόμενους, ενώ η αντίστοιχη αμοιβή του κτηματομεσίτη για μίσθωση ακινήτου είναι ένα μηνιαίο μίσθωμα συν Φ.Π.Α. από τον κάθε συμβαλλόμενο.

Η προμήθεια οφείλεται στον κτηματομεσίτη, εάν και εφόσον πραγματοποιηθεί η αστική σύμβαση (αγοραπωλησία ή μίσθωση). Δεν είναι απαραίτητη η ενεργή ανάμειξη του κτηματομεσίτη στις διαπραγματεύσεις για να έχει δικαίωμα στην μεσιτική αμοιβή. Αυτό εξαρτάται από την επιθυμία του εντολέα, η οποία εκφράζεται στην μεσιτική εντολή. Αν ο εντολέας επιθυμεί ο κτηματομεσίτης απλά να του υποδείξει ακίνητα διαθέσιμα προς πώληση ή μίσθωση, αρκεί να γίνει αυτό ώστε ο κτηματομεσίτης να έχει δικαίωμα στη μεσιτική αμοιβή. Αν ο εντολέας επιθυμεί πέρα από την υπόδειξη και τη συμμετοχή του κτηματομεσίτη στις διαπραγματεύσεις, τότε ο κτηματομεσίτης πρέπει να συμμετέχει για να έχει δικαίωμα στο συνολο της αμοιβής. Φυσικά, η επιθυμία του εντολέα πρέπει να καταστεί σαφής στον κτηματομεσίτη.

Η προκαταβολή μέρους ή ολόκληρης της μεσιτικής αμοιβής πριν την ολοκλήρωση της κύριας σύμβασης ή ακόμα και με την υπογραφή της μεσιτικής εντολής, δεν απαγορεύεται από το νόμο. Ο Σύλλογος Μεσιτών Αστικών Συμβάσεων Αθηνών-Αττικής, όμως, αποτρέπει τα μέλη του από την προείσπραξη αμοιβής, χωρίς αυτό να είναι δεσμευτικό. Το σύνηθες, πάντως, είναι να καταβάλλεται το 50% της μεσιτικής αμοιβής κατά την υπογραφή προσυμφώνου (αν υπογραφεί προσύμφωνο) και το υπόλοιπο κατά την υπογραφή της κύριας σύμβασης (μεταβίβασης ή μίσθωσης ακινήτου).

Για να έχει δικαίωμα αμοιβής, ο Κτηματομεσίτης πρέπει να έχει λάβει εντολή υπόδειξης ή/και διαμεσολάβησης, την λεγόμενη μεσιτική εντολή. Η μεσιτική εντολή είναι καθ'όλα δεσμευτική και η νομολογία επιτρέπει η μεσιτική εντολή να είναι είτε γραπτή, είτε προφορική. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη μεσιτική εντολή που προβλέπεται από το νόμο. Κάθε κτηματομεσίτης μπορεί να έχει συντάξει το δικό του κείμενο στη μεσιτική εντολή που χρησιμοποιεί. Ο Σύλλογος Μεσιτών Αστικών Συμβάσεων Αθηνών - Αττικής προτείνει μια συγκεκριμένη μεσιτική εντολή, αλλά η πρόταση αυτή δεν είναι δεσμευτική. Για το λόγο αυτό, ο συμβαλλόμενος (ιδιοκτήτης ή πιθανός αγοραστής / ενοικιαστής) πρέπει να διαβάζει την εντολή πριν την υπογράψει.

Όσοι ενεργούν ως κτηματομεσίτες χωρίς να είναι νόμιμοι κτηματομεσίτες, δεν έχουν δικαίωμα σε μεσιτική αμοιβή.
 
Άρθρο 6 Σύμβαση μεσιτείας
1. Η σύμβαση μεσιτείας καταρτίζεται εγγράφως. Η σύμβαση πρέπει:
α) να περιλαμβάνει τουλάχιστον τα στοιχεία των συμβαλλομένων μερών, το αριθμό φορολογικού τους μητρώου, καθώς και τον αριθμό ΓΕΜΗ του μεσίτη,

β) να καθορίζει ακριβώς την ταυτότητα του αντικειμένου της μεσολάβησης ή υπόδειξης ευκαιρίας, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, καθώς και το ποσό ή ποσοστό της μεσιτικής αμοιβής. Σε περίπτωση διασυνοριακής παροχής μεσιτικών υπηρεσιών, θα πρέπει να αναγράφεται ο φορέας στον οποίο είναι εγγεγραμμένος ο μεσίτης. Για την πλήρωση του απαιτούμενου έγγραφου τύπου αρκεί η ανταλλαγή ενυπόγραφων επιστολών, ενυπόγραφων τηλεομοιοτυπιών, καθώς και τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, εφόσον αποδεικνύουν το περιεχόμενο της σύμβασης, σύμφωνα με τα ανωτέρω. Η χρήση γενικών όρων συναλλαγών στη σύμβαση μεσιτείας ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Ν. 2251/1994, όπως ισχύει. Αν δεν έχει ορισθεί διαφορετικά, η σύμβαση μεσιτείας ισχύει για έξι (6) μήνες. Η διάρκεια της σύμβασης μεσιτείας δεν μπορεί να ορισθεί μεγαλύτερη των οκτώ (8) μηνών, με δικαίωμα παράτασης για τέσσερις (4) ακόμη μήνες, κατόπιν μονομερούς έγγραφης δήλωσης του εντολέα. Μετά τη λήξη της μπορεί να συναφθεί νέα σύμβαση ακόμη και μεταξύ των ιδίων συμβαλλομένων.

2. Επιτρέπεται η σύμβαση αποκλειστικής μεσιτείας, στο πλαίσιο της οποίας ο εντολέας δεν έχει το δικαίωμα να αναθέσει εντολή με το ίδιο περιεχόμενο σε άλλο μεσίτη για όσο χρόνο ισχύει η σύμβαση. Η σύμβαση αποκλειστικής μεσιτείας, δε μπορεί σε κάθε περίπτωση να έχει διάρκεια πάνω από τέσσερις (4) μήνες, με δικαίωμα παράτασης για δύο (2) ακόμα μήνες, κατόπιν μονομερούς έγγραφης δήλωσης του εντολέα. Μετά τη λήξη της μπορεί να συναφθεί νέα σύμβαση ακόμη και μεταξύ των ιδίων συμβαλλομένων. Εάν εντός του χρόνου ισχύος της αποκλειστικής μεσιτείας εκπληρωθεί η δοθείσα εντολή, ο αποκλειστικός μεσίτης αστικών συμβάσεων δικαιούται την αμοιβή του, ανεξάρτητα από τυχόν άλλες συναφείς συμφωνίες ή υποχρεώσεις του εντολέα σε σχέση με το ίδιο αντικείμενο της εντολής.

3. Ο μεσίτης αστικών συμβάσεων δικαιούται να αξιώσει αμοιβή κατά την κατάρτιση της οριστικής σύμβασης, εφόσον έχει αποδεδειγμένα ο ίδιος μεσολαβήσει στη σύναψή της, ή έχει υποδείξει την ευκαιρία σύναψής της. Αν περισσότεροι μεσίτες υπέδειξαν διαδοχικά την ίδια ευκαιρία στον εντολέα, αμοιβή δικαιούται να αξιώσει μόνον αυτός, ο οποίος πράγματι μεσολάβησε στην κατάρτιση της σύμβασης. Αν περισσότεροι μεσολάβησαν και δεν μπορεί να αποδειχτεί το ποσοστό συμβολής του καθενός στην κατάρτιση της σύμβασης, τότε αμοιβή οφείλεται μόνο μια φορά και κατανέμεται μεταξύ των μεσιτών που μεσολάβησαν κατά ίσα μέρη. Επί σύμβασης παραχώρησης ακινήτων προς ανοικοδόμηση με αντιπαροχή, ο μεσίτης δικαιούται να αξιώσει αμοιβή με την κατάρτιση του εργολαβικού προσυμφώνου.

4. Εάν συναφθεί για το ίδιο ακίνητο διαφορετική σύμβαση από την προβλεπόμενη στη σύμβαση μεσιτείας, η σύμβαση που τελικά συνήφθη, τεκμαίρεται ως αποτέλεσμα της διαμεσολάβησης του μεσίτη.

5. Στη σύμβαση μεσιτείας πρέπει να αναγράφεται ρητά εάν ο μεσίτης μπορεί να δεχθεί υπόσχεση αμοιβής και από τον αντισυμβαλλόμενο του εντολέα του. Εάν, παρά την έλλειψη της πιο πάνω συμφωνίας, ο μεσίτης δεχθεί υπόσχεση αμοιβής ή εισπράξει αμοιβή από το άλλο μέρος, ο εντολέας δικαιούται να αρνηθεί την καταβολή της συμφωνηθείσας αμοιβής ή να αξιώσει την επιστροφή της ήδη καταβληθείσας.

6. Σε κάθε αμφοτεροβαρή σύμβαση επί ακινήτου, η οποία καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να μνημονεύουν ρητή υπεύθυνη δήλωση των συμβαλλομένων περί μεσολάβησης ή μη Μεσίτη Αστικών Συμβάσεων στην κατάρτισή της και σε περίπτωση μεσολάβησης να αναφέρουν τα στοιχεία του μεσίτη, τον αριθμό ΓΕΜΗ αυτού και τον αριθμό φορολογικού του μητρώου.

7. Οι συμβαλλόμενοι σε αστική σύμβαση ακινήτων δεν υποχρεούνται σε καταβολή αμοιβής σε πρόσωπα τα οποία προσέφεραν υπηρεσίες μεσιτείας, χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 4 και 5 του παρόντος νόμου και των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

8. Ο εντολέας υποχρεούται να ανακοινώσει στο μεσίτη την κατάρτιση της κύριας σύμβασης εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών.

9. Κατά τα λοιπά οι σχέσεις των συμβαλλόμενων μερών με τον μεσίτη ρυθμίζονται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα

Μεσιτεία εμπορικών συναλλαγών (εμπορομεσιτεία)

 Η μεσιτεία εμπορικών συναλλαγών είναι, κατά το ιστορικό της πρότυπο και το νόμο, άτυπη, ιδιόρρυθμη και ατελώς ετεροβαρής σύμβαση παροχής προσωπικών υπηρεσιών, κυριαρχείται από τη σχέση εμπιστοσύνης και το στοιχείο της ουδετερότητας του εμπορομεσίτη τόσο έναντι του μεσιτικού εντολέα όσο και έναντι του τρίτου ενδιαφερόμενου για τη σύναψη της σκοπούμενης κύριας σύμβασης και διέπεται από τις διατάξεις για τη μεσιτεία των αρ. 703 επ. του ΑΚ και συμπληρωματικά από τις διατάξεις για την εντολή των αρ. 713 επ. του ΑΚ.

Ο εμπορομεσίτης αναλαμβάνει κατ” επάγγελμα για λογαριασμό άλλου, χωρίς να συνδέεται με διαρκή ενοχική σχέση μαζί του, να υποδείξει σ” αυτόν ευκαιρία ή να διαμεσολαβήσει, ώστε να συναφθεί από το μεσιτικό εντολέα και τον ενδιαφερόμενο τρίτο σύμβαση με αντικείμενο που εμπίπτει στο χώρο των εμπορικών συναλλαγών χωρίς πάντως να υποχρεούται (ο μεσίτης) να ενεργήσει για την ευόδωση της σχετικής εντολής με την κατάρτιση της κύριας σύμβασης (την οποία ούτε ο εντολέας υποχρεούται να συνάψει), εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση μεσιτείας, η οποία τότε γίνεται αμφοτεροβαρής.

Η διαμεσολάβηση περιλαμβάνει κάθε παρεμβατική ενέργεια για την κατάρτιση της σύμβασης (λ.χ. διεξαγωγή διαπραγματεύσεων, κανονισμό συναντήσεων των υποψηφίων συμβαλλομένων κ.λπ.). Ο μεσίτης δεν είναι ούτε άγγελος, ούτε αντιπρόσωπος του μεσιτικού εντολέα. Σε αντίθεση με την άμεση αντιπροσώπευση η οποία αποτελεί όργανο στα χέρια του αντιπροσώπου για τη δικαιοπρακτική δέσμευση του αντιπροσωπευόμενου έναντι τρίτων, η μεσιτεία αποτελεί εσωτερική σχέση (αρ. 703 ΑΚ). Επομένως, ο μεσίτης δεν εκπροσωπεί τον εντολέα του ούτε ενεργεί επ” ονόματί του, εκτός αν αυτός του χορήγησε επιπροσθέτως πληρεξουσιότητα (βλ. σχετ. Γεωργιάδη- Σταθόπουλο, Αστικός Κώδιξ κατ” άρθρο ερμηνεία, κάτω από τα αρ. 211 και 703 σελ. 357 αρ. 32 και 696 αρ. 7, αντίστοιχα, Δ. Φίλιο, Ενοχ. Δικ. Ειδικό Μέρος εκδ. 1997 παρ 90, ΑΠ 58/1975 ΝοΒ 23, 879, ΕφΝαυπλ 513/2000 ΝοΒ 49, 1321, Εφπειρ 919/2002).

Ως διαμεσολάβηση νοούνται οι πρωτοβουλίες και οι ενέργειες στις οποίες προβαίνει ο εμπορομεσίτης, αξιοποιώντας τις εξειδικευμένες γνώσεις και την επιχειρηματική του οργάνωση, για τον εντοπισμό ενδιαφερόμενου τρίτου, την πληροφόρηση αυτού και τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων, προκειμένου ο τρίτος να διαμορφώσει και να λάβει την απόφαση να συνάψει την κύρια σύμβαση με τον εντολέα του μεσίτη. Δεν αποκλείεται πάντως ο μεσίτης να έχει πληρεξουσιοδοτηθεί από τον εντολέα να συνάψει ο ίδιος την κύρια σύμβαση, δηλαδή να αποδεχθεί αυτός στο όνομα και για λογαριασμό του εντολέα του την προσφορά του αντισυμβαλλόμενου τρίτου, οπότε ο μεσίτης έχει την ιδιότητα του άμεσου αντιπροσώπου του μεσιτικού εντολέα. Επίσης, μπορεί ο μεσίτης να μεταφέρει – διαβιβάσει απλώς στο μεσιτικό εντολέα τη σχετική δήλωση βουλήσεως του τρίτου ενδιαφερόμενου, οπότε ενεργεί ως απλός αγγελιοφόρος.

Όπως προαναφέρθηκε, ο εμπορομεσίτης οφείλει ουδετερότητα και πίστη τόσο προς τον εντολέα όσο και προς τον τρίτο ενδιαφερόμενο, ενέχεται δε έναντι του πρώτου βάσει της μεταξύ τους σχέσης κατά τις διατάξεις της εντολής και έναντι του τρίτου βάσει των γενικών διατάξεων του ενοχικού δικαίου σε συνδυασμό με τις εμπορικές συνήθειες. Η εμπορική μεσιτεία πάντως μπορεί να είναι και αμφιμερής, η δε μεσιτική αμοιβή οφείλεται, εφόσον καταρτιστεί με την υπόδειξη ή διαμεσολάβηση του μεσίτη η κύρια ενοχική σύμβαση, χωρίς να απαιτείται και εκπλήρωση αυτής. Ειδικότερα, αν οι λόγοι μη εκπλήρωσης της κύριας σύμβασης (αδυναμία εκπλήρωσης, ματαίωση του οικονομικού σκοπού του εντολέα κλπ.) ανάγονται στη σφαίρα επιρροής του κυρίου της υπόθεσης -εντολέα, τότε η μεσιτική αμοιβή οφείλεται. Αν όμως οι λόγοι μη εκπλήρωσης της κύριας σύμβασης ανάγονται στη σφαίρα επιρροής του μεσίτη ή σε ανώτερη βία, τότε δεν οφείλεται αμοιβή. Επίσης αν η κύρια σύμβαση είναι άκυρη ή ακυρώσιμη και ακυρώθηκε, μεσιτική αμοιβή δεν οφείλεται ή αναζητείται, αν καταβλήθηκε, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Από τις ως άνω παραδοχές της νομολογίας περί της εμπορομεσιτείας συνάγεται οι δραστηριότητες του εμπορομεσίτη εκτείνονται σε διαμεσολαβήσεις ή υποδείξεις ευκαιριών πράξεων γενικότερα των εμπορικών συναλλαγών με σκοπό το μεσιτικό κέρδος (ασφαλώς διακρινόμενη από τη μεσιτεία αστικών συμβάσεων ΠΔ 248/1993, τη μεσιτεία ακινήτων αρ. 200επ. ν. 4072/2012 και μεσιτεία εγχώριων προϊόντων ν. 4487/1930) και αποτελεί προϊόν της συναλλακτικής ελευθερίας των συμβαλλομένων (361ΑΚ) και απόρροια της ελεύθερης συμμετοχής στην οικονομική ζωή των κοινωνών του δικαίου. Αποτελεί δε μια διαρκή σχέση μεταξύ μεσίτη και εντολέα για τη διαμεσολάβηση για τη σύναψη συμβάσεων. Οι ρυθμιστικοί κανόνες αυτής δεν προβλέπονται σε ειδικό νομοθέτημα (ΕφΝαυπλ 513/2000), αλλά ρυθμίζονται ελευθέρως από τα μέρη και συμπληρωματικά από τον ΑΚ συνδυάζοντας στοιχεία της σύμβασης μεσιτείας (703επ.ΑΚ) και της σύμβασης εντολής (713 επ. ΑΚ). (http://efotopoulou.gr)


Μεσιτική Αμοιβή: Η απόδειξη της σύναψης και του περιεχοµένου της δικαιοπραξίας µπορεί να γίνει και µε µάρτυρες (νομολογία)

AΠ 17/2014:Μεσιτική Αμοιβή: Η απόδειξη της σύναψης και του περιεχοµένου της δικαιοπραξίας µπορεί να γίνει και µε µάρτυρες. «Κατά τη διάταξη του άρθρου 703 § 1 ΑΚ, εκείνος που υποσχέθηκε αμοιβή σε κάποιον άλλο (μεσίτη) για τη μεσολάβηση ή την υπόδειξη ευκαιρίας για τη σύναψη μιας σύμβασης, έχει υποχρέωση να πληρώσει μόνο αν η σύμβαση καταρτισθεί ως συνέπεια αυτής της μεσολάβησης ή της υπόδειξης. Πότε υπάρχει μεσολάβηση και πότε υπόδειξη δεν ορίζεται στο νόμο και, εφόσον το περιεχόμενο αυτών δεν προκύπτει από τη σύμβαση, η μεσολάβηση περιλαμβάνει συνήθως κάθε πρόσφορη ενέργεια του μεσίτη για να έλθουν σε επαφή τα ενδιαφερόμενα μέρη, με σκοπό να συνεννοηθούν για την κατάρτιση της σύμβασης και είναι δυνατό, αλλά δεν απαιτείται, να περιλαμβάνει επιπλέον και την παρακολούθηση από το μεσίτη των συνεννοήσεων των μερών, τη μεταφορά ή γνωστοποίηση των προτεινόμενων από το ένα μέρος στο άλλο όρων ή και τη διαπραγμάτευση των όρων αυτών, ενώ η υπόδειξη ευκαιρίας είναι κάτι λιγότερο από τη μεσολάβηση, διότι με αυτήν ο μεσίτης ενημερώνει απλώς τον εντολέα του για την ύπαρξη συγκεκριμένης και άγνωστης προηγουμένως σ` αυτόν δυνατότητας σύναψης της σύμβασης που τον ενδιαφέρει.
Η εντολή προς το μεσίτη μπορεί να αφορά μόνο στη μεσολάβηση ή μόνο στην υπόδειξη ευκαιρίας ή και στις δύο. Αν η εντολή και η υπόσχεση αμοιβής δόθηκαν για την υπόδειξη ευκαιρίας και η κύρια σύμβαση καταρτίσθηκε με μεσολάβηση του μεσίτη, πληρούται ο σκοπός του νόμου και οφείλεται η αμοιβή, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σύμβαση μεσιτείας. Στην αντίστροφη περίπτωση, δηλαδή όταν η υπόσχεση αμοιβής δόθηκε αποκλειστικά και μόνο για τη μεσολάβηση του μεσίτη, η κατάρτιση της σύμβασης με απλή υπόδειξη του τελευταίου δεν αρκεί για το εναγώγιμο της αμοιβής του. Σημειώνεται ότι η διάταξη του άρθρου 3 § 4 του ν. 308/1976 "περί μεσιτών αστικών συμβάσεων"όριζε ότι η υπόδειξη από το μεσίτη του αντικειμένου της σκοπούμενης αστικής σύμβασης θεωρείται ως πλήρως εκπληρωθείσα εντολή, εφόσον η σύμβαση καταρτίσθηκε συνεπεία της υπόδειξης αυτής και καθιέρωνε, έτσι, νόμιμο τεκμήριο για την εκπλήρωση της δοθείσας στο μεσίτη εντολής, με μόνη την υπόδειξη του αντικειμένου της σύμβασης, που καταρτίσθηκε συνεπεία της υπόδειξης. Ο ανωτέρω νόμος, όμως, καταργήθηκε με το άρθρο 3 του π.δ. 248/1993, που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 15Α του ν. 2000/1991, όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 70 του ν. 2065/1992 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 21 του ν. 2081/1992 και, συνεπώς, από τη δημοσίευση του άνω π.δ. (28.6.1993) έπαυσε να ισχύει και το παραπάνω τεκμήριο. Για το λόγο αυτό, μετά τις 28.6.1993, το ζήτημα αν η υπόσχεση αμοιβής δόθηκε για μεσολάβηση ή υπόδειξη ευκαιρίας στην αγορά αστικού ακινήτου καθορίζεται αποκλειστικά και μόνον από τη σύμβαση μεσιτείας, η οποία, αν είναι σαφής, προσδιορίζει απευθείας αν η εντολή και η υπόσχεση αμοιβής δόθηκε για τη μεσολάβηση ή για την υπόδειξη ευκαιρίας, ενώ αν είναι ασαφής ή υπάρχει κενό υπόκειται σε ερμηνεία, κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, προκειμένου να επιλυθεί το παραπάνω ζήτημα. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 του ΠΔ 248/1993 "περί μεσιτών αστικών συμβάσεων", από την έναρξη ισχύος του παρόντος Π.Δ. (28.6.1993) καταργείται ο ν. 308/1976, όπως έχει τροποποιηθεί μεταγενέστερα, καθώς και οποιαδήποτε άλλη ειδική διάταξη που αντίκειται σε αυτόν. Ετσι καταργήθηκε και η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ν. 308/1976, που όριζε ότι η διδομένη εντολή προς τον μεσίτη αστικών συμβάσεων πρέπει να είναι έγγραφη, στις περιπτώσεις εκείνες που το ποσό των µεσιτικών δικαιωµάτων υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων δραχµών. Όµως, αν ο έγγραφος τύπος για τη συγκεκριµένη δικαιοπραξία δεν έχει οριστεί από το νόµο ως συστατικός ή αποδεικτικός, τότε η απόδειξη της σύναψης και του περιεχοµένου της δικαιοπραξίας µπορεί να γίνει και µε µάρτυρες, σύµφωνα µε τις διατάξεις του KΠολΔ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 211 Α.Κ., δήλωση βούλησης από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνοµα άλλου (αντιπροσωπευόμενου) µέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσώπευσης ενεργεί αµέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευόμενου. Το αποτέλεσµα αυτό επέρχεται είτε η δήλωση γίνει ρητά στο όνοµα του αντιπροσωπευόμενου, είτε συνάγεται από τις περιστάσεις, ότι έγινε στο όνοµα του». (areiospagos.gr)
Απόφαση 454 / 2013    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Μεσιτεία.
Περίληψη:

Το Εφετείο δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 703 ΑΚ. Από τις παραδοχές της απόφασης, προκύπτει ότι τα επίδικα ακίνητα αποκτήθηκαν από τρίτη μη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, για λογαριασμό της οποίας δεν ενεργούσαν οι εναγόμενες, ούτε περιλαμβανόταν στα πρόσωπα εκείνα στα οποία η πρώτη εναγομένη απέβλεψε να αγοράσουν το ακίνητο. Επιπλέον δεν καταρτίστηκε κάποια από τις συμβάσεις για τις οποίες ρητά δόθηκε η εντολή μεσιτείας, αλλά χρηματοδοτική μίσθωση. Το γεγονός ότι η δεύτερη εναγομένη έχει δικαίωμα εξαγοράς του ακινήτου κατά τη λήξη της διάρκειας της χρηματοδοτικής μίσθωσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οδηγεί σε ισοδύναμο αποτέλεσμα με αυτό της αγοράς εκ μέρους της. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι καταρτίστηκε πώληση με αναβλητική αίρεση, ώστε να έχει εφαρμογή το άρθρο 704 Α.Κ..
Αριθμός 454/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟ
Υ
Β1'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Κ.-Π. Μ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Ανθόπουλο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ.-Ε. Β. του Σ., συζ. Β. Μ., κατοίκου ... και 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΙΓΑΙΟΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ"και το διακριτικό τίτλο "AIGAION Ασφαλιστική ΑΕ", που εδρεύει στη ... και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Παπαγιαννάκη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-9-2009 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 102/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 600/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 17-5-2012 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 24-1-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Μετά την κατάργηση του νόµου 308/1976 "περί µεσιτών αστικών συµβάσεων", µε το ΠΔ 248/1993, η σύµβαση µεσιτείας ρυθµίζεται πλέον από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 703 έως 707 του ΑΚ και 1 εποµ. του άνω Π.Δ/τος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 703 § 1 ΑΚ, εκείνος που υποσχέθηκε αµοιβή σε κάποιον (μεσίτη) για τη µεσολάβηση ή την υπόδειξη ευκαιρίας για τη σύναψη µιας σύµβασης, έχει υποχρέωση να πληρώσει µόνο αν η σύµβαση καταρτιστεί ως συνέπεια αυτής της μεσολάβησης ή υπόδειξης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι προϋποθέσεις της αξίωσης µεσιτικής αµοιβής είναι: α) σύµβαση µεσιτείας, δηλαδή υπόσχεση αµοιβής για την ανατιθέμενη στο µεσίτη εντολή για µεσολάβηση ή υπόδειξη ευκαιρίας, για τη σύναψη συγκεκριμένης κύριας σύµβασης, β) µεσιτική δραστηριότητα µε τη µορφή µεσολάβησης ή υπόδειξης ευκαιρίας, για τη σύναψη συγκεκριμένης κύριας σύµβασης, γ) σύναψη της σκοπούµενης αυτής (κύριας) σύµβασης και δ) αιτιώδης συνάφεια µεταξύ της µεσιτικής δραστηριότητας και της σύναψης της κύριας σύµβασης. Πότε υπάρχει µεσολάβηση και πότε υπόδειξη δεν ορίζεται στο νόµο και εφόσον το περιεχόµενο αυτών δεν προκύπτει από τη σύµβαση, η µεσολάβηση περιλαμβάνει συνήθως κάθε πρόσφορη ενέργεια του µεσίτη για να έλθουν σε επαφή τα ενδιαφερόμενα µέρη µε σκοπό να συνεννοηθούν για την κατάρτιση της σύμβασης και είναι δυνατόν, αλλά δεν απαιτείται, να περιλαμβάνει επιπλέον και την παρακολούθηση από το µεσίτη των συνεννοήσεων των µερών, τη µεταφορά ή γνωστοποίηση των προτεινόμενων από το ένα µέρος στο άλλο όρων ή και τη διαπραγμάτευση των όρων αυτών, ενώ η υπόδειξη ευκαιρίας είναι κάτι λιγότερο από τη µεσολάβηση, διότι µε αυτήν ο μεσίτης ενημερώνει απλώς τον εντολέα του για την ύπαρξη συγκεκριμένης και άγνωστης προηγουμένως σ'αυτόν δυνατότητας σύναψης της σύμβασης που τον ενδιαφέρει. Η εντολή προς τον μεσίτη μπορεί να αφορά μόνο στη μεσολάβηση ή μόνο στην υπόδειξη ευκαιρίας ή και στα δύο. Αν η εντολή και η υπόσχεση αμοιβής δόθηκαν για την υπόδειξη ευκαιρίας και η κύρια σύμβαση καταρτίσθηκε με μεσολάβηση του μεσίτη, πληρούται ο σκοπός του νόμου και οφείλεται η αμοιβή, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σύμβαση μεσιτείας. Στην αντίστροφη περίπτωση, δηλαδή όταν η υπόσχεση αμοιβής δόθηκε αποκλειστικά και μόνο για τη μεσολάβηση του μεσίτη, η κατάρτιση της σύμβασης με απλή υπόδειξη του τελευταίου δεν αρκεί για το εναγώγιμο της αμοιβής του. Ειδικότερα, καθόσον αφορά τη συνδρομή της υπό στοιχ. γ'προϋπόθεσης, για το απαιτητό της αμοιβής πρέπει να καταρτιστεί η σύμβαση την οποία ήθελε ο υποσχεθείς την αμοιβή. Αν με τις ενέργειες του μεσίτη οι συμβαλλόμενοι προβούν σε κατάρτιση άλλης σύμβασης δεν οφείλεται η αμοιβή, εκτός εάν, εκ των συγκεκριμένων δεδομένων, κατά τους κανόνες της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, προκύπτει ότι ο εντολέας εννοούσε να επιτύχει την κατάρτιση σύμβασης με ορισμένο αποτέλεσμα, ισοδύναμο, ανεξάρτητα από τη μορφή αυτής. Επίσης, για να δικαιούται ο μεσίτης αμοιβή πρέπει, εκτός των ανωτέρω, να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της μεσιτικής δραστηριότητας και της κατάρτισης της πράξης, για την οποία δόθηκε η εντολή. Στην εντολή προς υπόδειξη ευκαιρίας για τη σύναψη αστικής σύμβασης δεν απαιτούνται περαιτέρω προσωπικές ενέργειες του μεσίτη, αφού αρκεί ότι έλαβε χώρα υπόδειξη ευκαιρίας και ότι η σύμβαση καταρτίστηκε λόγω της υπόδειξης αυτής, μάλιστα δε η σύναψη της σύμβασης δεν απαιτείται να είναι αποκλειστικώς και κυρίως το προϊόν των ενεργειών του μεσίτη, διότι δεν αποκλείεται και παρεπόμενη ενέργεια αυτού ή άλλη δευτερεύουσα προσπάθεια του να είναι υπό ορισμένες συνθήκες επαρκής ή και η μόνη απαιτούμενη, όπως το γεγονός ότι ο μεσίτης έδωσε στον εντολέα του τη διεύθυνση και το όνομα του ενδιαφερομένου για τη σύναψη της σύμβασης, ώστε να καθιστά δυνατή την απευθείας διαπραγμάτευση. Απαιτείται, δηλαδή, για τη δημιουργία υποχρέωσης προς καταβολή της μεσιτικής αμοιβής, αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της μεσολάβησης ή της υπόδειξης ευκαιρίας και της κατάρτισης της σύμβασης, όχι όμως και συμφωνία των οικονομικών όρων αυτής, που απόκειται στην ελευθερία συναλλακτικής δράσης των συμβαλλομένων, εκτός αν η καταβολή της αµοιβής εξαρτήθηκε από την κατάρτιση της σύμβασης µε τους όρους που καθορίστηκαν, όπως µε την επιτυχία ορισµένου τιμήματος. Να σημειωθεί ότι η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 3 του Ν. 308/1976 "περί µεσιτών αστικών συµβάσεων"που καταργήθηκε µε το άρθρο 3 του ΠΔ 248/1993, όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε µε το άρθρο 70 του Ν. 2065/1992 και συμπληρώθηκε µε το άρθρο 21 του Ν. 2081/1992, όριζε ότι "εις περίπτωσιν καταρτίσεως της συµβάσεως µετά τρίτου µη συμβληθέντος µετά του µεσίτου, υπόχρεος προς καταβολή μεσιτικών δικαιωμάτων τυγχάνει ο εντολεύς, εφόσον ο µεσίτης ήθελε αποδείξει ότι η σύµβαση αυτή υπήρξε αποτέλεσµα της υποδείξεως του αυτής"και καθιέρωνε έτσι το ήδη καταργηθέν νόµιµο τεκµήριο για την εκπλήρωση της δοθείσας στο µεσίτη εντολής, µε µόνη την υπόδειξη του αντικειµένου της σύμβασης που καταρτίσθηκε, συνεπεία της υπόδειξης. Μετά τις 28-6-1993 το ζήτημα αν η υπόσχεση αμοιβής δόθηκε για μεσολάβηση ή υπόδειξη ευκαιρίας προς αγορά ή πώληση ακινήτου, καθορίζεται αποκλειστικά και μόνον από τη σύμβαση μεσιτείας, η οποία αν είναι σαφής προσδιορίζει απευθείας αν η εντολή και η υπόσχεση αμοιβής δόθηκε για τη μεσολάβηση ή για την υπόδειξη ευκαιρίας, ενώ αν είναι ασαφής ή υπάρχει κενό υπόκειται σε ερμηνεία κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, προκειμένου να επιλυθεί το ζήτημα αυτό. Εξάλλου, η σκοπούμενη σύμβαση, η κατάρτιση της οποίας πληροί την αίρεση δικαίου, υπό την οποία τελεί η σύμβαση μεσιτείας και θεμελιώνει το δικαίωμα για τη μεσιτική αμοιβή, προσδιορίζεται τόσον από άποψης υποκειμένου, όσον και από άποψης αντικειμένου, με τη σύμβαση μεσιτείας. Έτσι η τελευταία προσδιορίζει αν ο μεσίτης δικαιούται αμοιβής σε περίπτωση κατά την οποία η σκοπούμενη κυρία σύμβαση καταρτίσθηκε μεταξύ τρίτου και του υποδειχθέντος τρίτου. Και είναι μεν αληθές ότι η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 3 του Ν. 308/1976, η οποία ορίζει ότι στην περίπτωση κατάρτισης της σύμβασης με τρίτο πρόσωπο, που δεν έχει συμβληθεί με το μεσίτη, ο εντολέας υποχρεούται να καταβάλει μεσιτικά δικαιώματα, εφόσον ο μεσίτης αποδείξει ότι η σύµβαση αυτή υπήρξε αποτέλεσµα της υπόδειξης του, καταργήθηκε, όπως προεκτέθηκε, από 28-6-1993, πλην, όµως, ενόψει της, από το άρθρο 361 ΑΚ, καθιερούμενης ελευθερίας των συµβάσεων, η κατάργηση της ως άνω νοµοθετικής ρύθμισης, δεν εμποδίζει να αποτελέσει η ρύθµιση αυτή ή παρόµοια, περιεχόµενο της σύµβασης µεσιτείας. Αν, τέλος, η τελευταία δεν περιέχει παρόµοια ρύθµιση, τότε για τη θεμελίωση του δικαιώµατος για τη µεσιτική αµοιβή, απαιτείται όπως η σκοπούμενη κυρία σύµβαση καταρτισθεί µεταξύ του υποδειχθέντος από το µεσίτη και του εντολέως και όχι τρίτου. Κατ'εξαίρεση, η κατάρτιση σύµβασης µεταξύ του υποδειχθέντος και τρίτου θεμελιώνει δικαίωµα για τη µεσιτική αµοιβή, όταν ο τρίτος συνδέεται στενά µε τον εντολέα ή ο εντολέας συµµετέχει οικονοµικά στην κατάρτιση της σκοπούμενης σύμβασης, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις συγγένειας, οικονομικής συνεργασίας, απόκτησης του αντικειμένου, από κοινού κ.λπ. Στις περιπτώσεις αυτές, κατά τις οποίες θεμελιώνεται δικαίωµα για µεσιτική αµοιβή, αν η σκοπούμενη κυρία σύµβαση καταρτισθεί μεταξύ του υποδειχθέντος από το μεσίτη και του τρίτου μη εντολέα, τότε η υποχρέωση προς καταβολή αυτής βαρύνει αποκλειστικά και μόνον τον εντολέα, ο οποίος και συμβλήθηκε στη σύμβαση μεσιτείας. Περαιτέρω με τον Ν. 1665/1986 "Συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης"καθιερώθηκε και στην Ελλάδα η σύμβαση της χρηματοδοτικής μίσθωσης, ένας σύγχρονος οικονομικός - νομικός θεσμός, γνωστός διεθνώς με τον όρο "Leasing". Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1-3 του νόμου αυτού, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 11 παρ. 1-6 του Ν. 2367/1995, συνάγεται ότι σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης μπορεί να συνάψει μόνο ανώνυμη εταιρία, που έχει συσταθεί με αποκλειστικό σκοπό τη διενέργεια τέτοιων εργασιών. Η εταιρία αυτή υποχρεώνεται να παραχωρεί έναντι μισθώματος τη χρήση κινητού ή ακινήτου πράγματος, που προορίζεται για την επιχείρηση ή το επάγγελμα του αντισυμβαλλομένου της, παρέχοντας συγχρόνως σ'αυτόν το δικαίωμα ή να αγοράσει το πράγμα ή να ανανεώσει τη σύμβαση. Η σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης αποτελεί χρηματοδοτικό μηχανισμό, που αποσκοπεί στην απόκτηση εκ μέρους του μισθωτή κεφαλαιουχικών αγαθών μεγάλης αξίας, με ολική χρηματοδότηση της αξίας των από την εκμισθώτρια ανώνυμη εταιρία, η οποία αγοράζει το πράγμα, όπως το έχει επιλέξει ο αντισυμβαλλόμενος της μισθωτής, και το παραχωρεί κατά χρήση σ'αυτόν, ενδιαφερόμενη μόνο για την επιστροφή του δαπανηθέντος κεφαλαίου, πλέον του κέρδους της, που επιτυγχάνεται με την είσπραξη του μισθώματος που συμφωνήθηκε. Στο βασικό τύπο της χρηματοδοτικής μίσθωσης ο υποψήφιος επαγγελματίας, που χρειάζεται για την επιχείρηση ή το επάγγελμα του ορισμένο κεφαλαιουχικό αγαθό, απευθύνεται στον αντίστοιχο επιχειρηματία, που εμπορεύεται το αγαθό αυτό, και διαπραγματεύεται μαζί του την τιμή, τις τεχνικές προδιαγραφές και γενικότερα οτιδήποτε έχει σχέση με το εν λόγω αγαθό. Ακολούθως, προσφεύγει σε μία ανώνυμη εταιρία leasing, η οποία αγοράζει το αγαθό, που της υπέδειξε ο επιχειρηματίας, καταβάλλοντας το τίμημα. Η εταιρία leasing δίνει εντολή στον προμηθευτή να παραδώσει κατευθείαν το πράγμα στον ενδιαφερόμενο, με τον οποίο έχει συνάψει χρηματοδοτική μίσθωση. Η παραχώρηση της χρήσης του πράγματος γίνεται έναντι μισθώματος. Έτσι, η χρηματοδοτική μίσθωση δεν είναι απλή σύμβαση μίσθωσης πράγματος, αλλά σύνθετη σύμβαση, η οποία έχει στοιχεία: 1) σύμβασης μίσθωσης, παραλλαγμένης όμως σε πολλά σημεία από τον τύπο που καθιερώνουν οι διατάξεις των άρθρων 574 επ. ΑΚ, 2) σύμβασης εντολής, με την οποία ο εκμισθωτής εντέλλεται το μισθωτή να διαπραγματευθεί με τον προμηθευτή το αντικείμενο και τους όρους της σύμβασης πώλησης, την οποία θα καταρτίσει ο εκμισθωτής με τον προμηθευτή, 3) σύμβασης εκχώρησης της απαίτησης από την εταιρία leasing - εκμισθώτρια προς το μισθωτή, την οποία έχει αυτή κατά του προμηθευτή από τη σύμβαση της πώλησης, ώστε να μπορεί εκείνος, ασκώντας τις σχετικές αξιώσεις, ως δικαιούχος, να εξαναγκάζει τον προμηθευτή - πωλητή σε τήρηση των υποχρεώσεών του. Πρόκειται για εκχώρηση συγκεκριμένων απαιτήσεων (λόγω ύπαρξης ελαττωμάτων ή έλλειψης συμφωνημένων ιδιοτήτων κ.λπ.) και όχι για τη μεταβίβαση ολόκληρου του συμβατικού δεσμού και 4) συμφώνου προαίρεσης, συμφωνίας δηλαδή μεταξύ εκμισθωτή και μισθωτή με την οποία παρέχεται στο μισθωτή το δικαίωμα, με μονομερή δήλωσή του, είτε να αγοράσει το πράγμα (καταβάλλοντας και το συμφωνηθέν τίμημα) είτε να ανανεώσει τη μίσθωση για ορισμένο χρόνο. Η σύμβαση leasing και η πώληση αποτελούν δύο ξεχωριστές συμβάσεις με διαφορετικά πρόσωπα (ανά δύο) η καθεμία, δηλαδή υπάρχει τριγωνική απλή σχηματική σχέση και όχι τριμερής. Η εταιρία leasing και ο προμηθευτής συνδέονται μεταξύ τους με τη σύμβαση πώλησης, την οποία η πρώτη καταρτίζει είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω του μισθωτή, που ενεργεί ως άμεσος αντιπρόσωπος της, ενώ ο μισθωτής (λήπτης) με τον προμηθευτή (πωλητή) δεν συνδέεται κατά κανόνα με κάποια συμβατική σχέση, παρά μόνο στα πλαίσια της, εκ μέρους της εκμισθώτριας εταιρίας, γενομένης εκχώρησης των δικαιωμάτων της από την πώληση. Ο μισθωτής, ως εκδοχέας των δικαιωμάτων της εκμισθώτριας εταιρίας leasing έναντι του προμηθευτή από την πώληση, θα τα ασκήσει στο όνομα του και για λογαριασμό του, ζητώντας π.χ. την αποκατάσταση της δικής του ζημίας, αφού η σύμβαση εκχώρησης, ως εκποιητική δικαιοπραξία, έχει ως άμεσο αποτέλεσμα όχι την ανάληψη κάποιας ενοχικής υποχρέωσης από τον εκχωρητή, αλλά την απώλεια της απαίτησης γι'αυτόν υπέρ του εκδοχέα. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών (άρθρ. 173 και 200 του ΑΚ). Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Τέλος, η κρίση αν τα διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι ορισμένο γεγονός μπορεί αντικειμενικά να θεωρηθεί, η μη, ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος αποτελέσματος, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, για ευθεία ή εκ πλαγίου παράβαση της παραπάνω ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 703 ΑΚ.
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα, κρίσιμα για την έρευνα του λόγου αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι νόµιµα διορισμένη µεσίτης αστικών συµβάσεων, µε έδρα τον ..., µέλος του Συλλόγου Μεσιτών Αττικής και γραµµένη στα µητρώα του επαγγελματικού επιμελητηρίου Αθηνών, κατέχουσα την ... νόµιµη άδεια µεσίτη. Την 8-11-2007, συνήψε στην Αθήνα µε την πρώτη εναγοµένη Μ. -Ε. Β. (έγγραφη) σύµβαση εντολής, µε την οποία η τελευταία της έδωσε την ειδική και µη ανακαλούμενη εντολή και η ίδια ανέλαβε την υποχρέωση να διενεργήσει έρευνα αγοράς και να της υποδείξει ακίνητα προσφερόμενα προς αγορά, αντιπαροχή ή ανταλλαγή. Στην ίδια έγγραφη εντολή δηλώθηκε ότι η ενάγουσα υπέδειξε ήδη στην πρώτη εναγοµένη ένα κτίριο (συγκρότηµα) γραφείων 2.200 τ.µ. περίπου µε υπόγειο πάρκινγκ 1.090 τ.µ., που βρισκόταν επί της ... αρ. 90 και ... στη ..., αντί τιμήματος. 7.500.000 ευρώ, το οποίο ήταν προς πώληση είτε ολόκληρο το κτίριο, αντί τιμήματος 16.500.000 ευρώ, είτε µεµονωµένα. Η µεσιτική αµοιβή συµφωνήθηκε σε ποσοστό 1 1/2% επί του πραγματικού τιμήματος αγοράς του ακινήτου και θα καταβαλλόταν με την κατάρτιση της οριστικής σύμβασης αγοραπωλησίας. Η πρώτη εναγομένη επισκέφθηκε αυθημερόν με την ενάγουσα το άνω ακίνητο, το οποίο και της υπέδειξε, παρουσία του Μ. Λ., ενός εκ των συνιδιοκτητών του όλου ακινήτου και εκπροσώπου των λοιπών υποψηφίων πωλητών και εκδήλωσε το ενδιαφέρον και την επιθυμία της προς αγορά του. Μάλιστα στη ρηθείσα εντολή, που υπεγράφη την ίδια ημέρα της υπόδειξης του ακινήτου, δηλώθηκε ρητά ότι η μεσιτική αμοιβή θα καταβληθεί και σε περίπτωση αγοράς ή αντιπαροχής ή ανταλλαγής κάποιων από τα αναγραφόμενα σε αυτήν ακίνητα σε όποια χρονική στιγμή, στο όνομα των συγγενών ή συνεταίρων της πρώτης εναγομένης, για λογαριασμό των οποίων δήλωσε ότι ενεργεί ύστερα από δική τους εντολή, για την καταβολή της οποίας (αμοιβής) είναι υποχρεωμένη τόσο η ίδια, όσο και αυτοί, αλληλέγγυα, παραιτούμενοι από το δικαίωμα της δίζησης ή διαίρεσης. Οι διαπραγματεύσεις για την αγορά του υποδειχθέντος ακινήτου διήρκεσαν κατά το χρονικό διάστημα από Νοέμβριο έως και Δεκέμβριο 2007, στις οποίες συμμετείχε και η ενάγουσα, με τηλεφωνικές κυρίως επαφές με την πρώτη εναγομένη και τους πωλητές - ιδιοκτήτες αυτού. Έκτοτε η πρώτη εναγομένη σταμάτησε να έρχεται σε επαφή με την ενάγουσα και η τελευταία πληροφορήθηκε, αρχές Μαρτίου 2008, από ένα εκ των συνιδιοκτητών - πωλητών του ακινήτου, ότι το ακίνητο είχε πωληθεί. Ύστερα από έρευνα διαπίστωσε ότι η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "EFG Eurobank Ergasias Χρηματοδοτικές Μισθώσεις Ανώνυμη Εταιρεία", αγόρασε με το .../26-2-2008 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Χριστίνας Κέζιου - Μαλλιού, τις αναφερόμενες στο εν λόγω συμβόλαιο οριζόντιες ιδιοκτησίες του όλου ακινήτου, που είχε υποδείξει η ενάγουσα στην πρώτη εναγομένη, αντί συνολικού τιμήματος 13.100.000 ευρώ. Στο ίδιο συμβόλαιο συμβλήθηκε, ως εκ τρίτου συμβαλλόμενη, η δεύτερη εναγομένη ανώνυμη εταιρεία, όπου δηλώνεται ότι οι αγοραπωλησίες των εν λόγω ακινήτων (οριζόντιων ιδιοκτησιών) έγιναν καθ'υπόδειξή της, προκειμένου να μισθώσει χρηματοδοτικά, σύμφωνα με το ν. 1665/1986, όλες τις αγορασθείσες οριζόντιες ιδιοκτησίες, όπως πράγματι και έγινε με το .../26-2-2008 συμβόλαιο σύναψης χρηματοδοτικής μίσθωσης της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου. Με το .../26-2-2008 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Ελένης Διπλούδη - Δολγέρα, η δεύτερη εναγομένη εταιρεία αγόρασε την αναφερόμενη σε αυτό οριζόντια ιδιοκτησία του όλου κτιρίου, ήτοι το με στοιχείο ΚΒ-1 γραφείο του δευτέρου ορόφου, επιφάνειας 460,85 τ.μ. αντί τιμήματος 2.000.000 ευρώ. Της εταιρείας αυτής αντιπρόεδρος και νόμιμος εκπρόσωπος είναι η πρώτη εναγομένη, ενώ η ίδια είναι και αδελφή του ετέρου των νομίμων εκπροσώπων της αγοράστριας εταιρείας (β'εναγομένης) Ν. Β.. Η τελευταία αγοραπωλησία ήταν απότοκος της γενομένης προς την πρώτη εναγομένη υπόδειξης εκ μέρους της ενάγουσας του ακινήτου, η οποία και την έφερε σε επαφή με τους πωλητές και η οποία συμμετείχε ενεργά στις διαπραγματεύσεις επί δίμηνο για την εν λόγω πώληση, ιδιαίτερα ως προς το ύψος του τιμήματος της πώλησης, οι ενέργειές της δε αυτές τελούσαν σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος με την κατάρτιση της ρηθείσας αγοραπωλησίας. Ενόψει δε του γεγονότος ότι η πρώτη εναγομένη ανέλαβε, με την από 8-11-2007 εντολή, την υποχρέωση ότι σε περίπτωση που καταρτισθεί τελικά η κύρια σύμβαση για το υποδειχθέν ακίνητο, είτε στο δικό της όνομα, είτε στο όνομα συγγενών της ή συνεταίρων της, είναι υποχρεωμένη και ευθύνεται και η ίδια προσωπικά εις ολόκληρον με τον αγοραστή και δοθέντος ότι η ίδια ενήργησε στην εν λόγω σύµβαση εντολής τόσο ατοµικά επ'ονόµατί της, όσο και για λογαριασµό της δεύτερης εναγοµένης εταιρείας, για την οφειλόµενη προς την ενάγουσα µεσιτική αµοιβή της παραπάνω αγοραπωλησίας ευθύνονται τόσο η πρώτη εναγοµένη, όσο και η δεύτερη εναγοµένη, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον. Ως εκ τούτου η µεσιτική αµοιβή της ενάγουσας, ανερχόμενη σε ποσοστό 1 1/2% επί του συμφωνηθέντος τιμήματος (2.000.000 ευρώ) µετά του Φ.Π.Α. 19%, ο οποίος κατά τη σύμβαση εντολής τους θα υπολογιζόταν επί πλέον της αμοιβής, ανέρχεται στο ποσό των 35.700 ευρώ. Οι εναγόμενες κατέβαλαν σταδιακά για την αιτία αυτή στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 70.000 ευρώ, που υπερκάλυπτε την οφειλή τους. Συνεχίζοντας το Εφετείο δέχεται ότι, σχετικά με την αξιούµενη εκ μέρους της ενάγουσας μεσιτική αμοιβή, που αφορά την αγοραπωλησία των λοιπών οριζόντιων ιδιοκτησιών του όλου ακινήτου (κτιριακού συγκροτήματος) από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "EFG Eurobank Ergasias Χρηματοδοτικές μισθώσεις Ανώνυμη Εταιρεία"και τις οποίες εν συνεχεία μίσθωσε με χρηματοδοτική μίσθωση η δεύτερη εναγομένη εταιρεία, η αγωγή είναι αβάσιμη. Και τούτο διότι αμοιβή από σύμβαση μεσιτείας αξιώνεται μόνο όταν η επακολουθήσασα κύρια σύμβαση ήταν αυτή στην οποία απέβλεπε ο εντολέας, ενώ στην προκειµένη περίπτωση τα εν λόγω ακίνητα δεν αποκτήθηκαν από τις εναγόµενες και µάλιστα μετά από την επικαλούµενη υπόδειξη και µεσολάβηση της ενάγουσας, αλλά από άλλο µη αναφερόμενο στη σύµβαση εντολής και µεσιτείας πρόσωπο (νοµικό) ήτοι τρίτη, µη εναγόµενη ανώνυµη εταιρεία, η οποία ουδόλως συνέπραξε στην κατάρτιση της σύµβασης µεσιτείας, για λογαριασµό της οποίας δεν ενεργούσαν οι εναγόµενες, ούτε περιλαµβανόταν στα πρόσωπα εκείνα στα οποία, µε την από 8-11-2007 έγγραφη εντολή, απέβλεψε η πρώτη εναγομένη να αγοράσουν το ακίνητο µε την υπόδειξη ή µεσολάβηση της ενάγουσας, δεδοµένου ότι δεν υφίσταται µεταξύ της άνω εντολέως και της αγοράστριας συγγένεια ή άλλη οικονοµική συνεργασία. Επιπλέον δεν καταρτίστηκε κάποια από τις συµβάσεις για τις οποίες ρητά δόθηκε η εντολή µεσιτείας, δηλαδή πώληση, ανταλλαγή ή αντιπαροχή, σχετικά µε αυτά τα ακίνητα και µάλιστα µεταξύ των πωλητών και της δεύτερης εναγοµένης εταιρείας, αλλά χρηματοδοτική µίσθωση µεταξύ της τελευταίας και της αγοράστριας ακινήτων, η οποία ήταν εκτός των ορίων της άνω εντολής. Το γεγονός δε ότι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του νόµου 1665/1986 και το συμβόλαιο χρηματοδοτικής μίσθωσης, η δεύτερη εναγοµένη έχει δικαίωµα εξαγοράς του ακινήτου κατά τη λήξη της διάρκειας της χρηματοδοτικής μίσθωσης, δηλαδή µετά την πάροδο 15 ετών, ήτοι στις 25-2-2023, έναντι τιμήματος εξαγοράς 3.900.000 ευρώ, δεν µπορεί να θεωρηθεί ότι οδηγεί σε ισοδύναμο αποτέλεσµα µε αυτό της αγοράς εκ µέρους της δεύτερης εναγοµένης, αφού δεν µπορεί να θεωρηθεί αυτή (αγορά) βέβαιη, παρά µόνο προσδοκώμενη, εφόσον τηρηθούν όλοι οι όροι της σύµβασης, όπως η καταβολή του µισθώµατος κ.λπ. και εφόσον επιθυµεί τούτο η µισθώτρια, η οποία δικαίωµα και µόνο έχει για αγορά. Ούτε, άλλωστε, µπορεί να θεωρηθεί, ότι καταρτίστηκε πώληση µε αναβλητική αίρεση, ώστε να τυγχάνει εφαρµογής το άρθρο 704 Α.Κ. και να δικαιούται η ενάγουσα την ένδικη µεσιτική αµοιβή. Με τις παραδοχές αυτές απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 703 ΑΚ και εκείνες που προαναφέρθηκαν, διότι, από τις παραπάνω παραδοχές, σαφώς προκύπτει ότι η ενάγουσα δεν δικαιούται, πράγματι, την αιτουμένη μεσιτική αμοιβή, αφού τα παραπάνω ακίνητα δεν αποκτήθηκαν από τις εναγόµενες, αλλά από τρίτη µη εναγόµενη ανώνυµη εταιρεία, η οποία ουδόλως συνέπραξε στην κατάρτιση της σύµβασης µεσιτείας και για λογαριασµό της οποίας δεν ενεργούσαν οι εναγόµενες, ούτε περιλαµβανόταν στα πρόσωπα εκείνα στα οποία η πρώτη εναγομένη απέβλεψε να αγοράσουν το ακίνητο µε την υπόδειξη ή µεσολάβηση της ενάγουσας. Επιπλέον δεν καταρτίστηκε κάποια από τις συµβάσεις για τις οποίες ρητά δόθηκε η εντολή µεσιτείας, δηλαδή πώληση, ανταλλαγή ή αντιπαροχή, αλλά χρηματοδοτική µίσθωση. Εξάλλου, το γεγονός ότι η δεύτερη εναγοµένη έχει δικαίωµα εξαγοράς του ακινήτου κατά τη λήξη της διάρκειας της χρηματοδοτικής μίσθωσης, δεν µπορεί να θεωρηθεί ότι οδηγεί σε ισοδύναμο αποτέλεσµα µε αυτό της αγοράς εκ µέρους της. Ούτε µπορεί να θεωρηθεί ότι καταρτίστηκε πώληση µε αναβλητική αίρεση, ώστε να έχει εφαρµογή το άρθρο 704 Α.Κ. και να δικαιούται η ενάγουσα την ένδικη µεσιτική αµοιβή. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων (άρθ. 176 και 183 του ΚΠολΔ), όπως, ειδικότερα, στο διατακτικό προσδιορίζονται.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 17-5-2012, αίτηση της αναιρεσείουσας, για αναίρεση της 600/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



Α.Π. 52/2012 (Τμ. Β2΄ Πολ.)
Πρόεδρος: ΔΗΜ.ΠΑΤΙΝΙΔΗΣ, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: ΧΡΙΣΤ. ΚΟΣΜΙΔΗΣ, Αρεοπαγίτης


Η ανάκληση της μεσιτικής εντολής δεν επηρεάζει αρνητικά το δικαίωμα του μεσίτη στην καταβολή της αμοιβής του.

εφόσον, σε συγκεκριμένη περίπτωση, αποδεικνύεται ότι η σκοπούμενη σύμβαση καταρτίστηκε, ως αποτέλεσμα μεσολάβησης ή υπόδειξης του μεσίτη, η οποία είχε συντελεσθεί πριν από την ανάκληση της εντολής.

Στη διάταξη του άρθρου 703 εδ. α΄ Α.Κ. ορίζεται ότι "Εκείνος που υποσχέθηκε αμοιβή σε κάποιον (μεσίτη) για τη μεσολάβηση ή την υπόδειξη ευκαιρίας για τη σύναψη μιας σύμβασης, έχει υποχρέωση να πληρώσει μόνο αν η σύμβαση καταρτισθεί ως συνέπεια αυτής της μεσολάβησης ή υπόδειξης".

Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ουσιώδης προϋπόθεση για τη γέννηση, σε βάρος του μεσιτικού εντολέα, της υποχρέωσης να πληρώσει την αμοιβή, την οποία υποσχέθηκε στο μεσίτη κατά την ανάθεση της εντολής προς μεσολάβηση ή, έστω, υπόδειξη ευκαιρίας για σύναψη της σκοπούμενης σύμβασης, είναι το να επήλθε, πράγματι, η κατάρτιση της σύμβασης αυτής ως συνέπεια "μόνο"της συμβολής του μεσίτη. Ήτοι, είναι απαραίτητη η κατάφαση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αφ΄ ενός της δραστηριότητας του μεσίτη, ως αιτίου και αφ΄ ετέρου της κατάρτισης της σκοπούμενης σύμβασης, ως αποτελέσματος, υπό την έννοια ότι αυτό δεν θα είχε επέλθει, οπωσδήποτε, χωρίς τη μεσολάβηση ή την υπόδειξη του μεσίτη (Α.Π. 815/2007). Η διαπίστωση των περιστάσεων, υπό τις οποίες, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εκδηλώθηκε η μεσιτική δραστηριότητα, που προβάλλεται ως αίτιο και υπό τις οποίες καταρτίσθηκε η σκοπούμενη σύμβαση, που προβάλλεται ως αποτέλεσμα, αποτελεί ζήτημα πραγματικό. Ως εκ τούτου, η διαπίστωση αυτή γίνεται κυ­ριαρχικά από το δικαστήριο της ουσίας. Η συναγωγή, όμως, της κρίσεως περί του εάν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, υπό τα πραγματικά γεγονότα που έγιναν ανελέγκτως δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας, υφίστατο ή όχι αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της μεσιτικής δραστηριότητας, ως πρόσφορης αιτίας και της καταρτίσεως της σκοπούμενης σύμβασης, ως επελθόντος αποτελέσματος, είναι ζήτημα νομικό και υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο για ευθεία ή εκ πλαγίου παράβαση κανόνος ουσιαστικού δικαίου (Κ.Πολ.Δ. 559 αρ. 1 και 19, Α.Π. 1119/2005).

Περαιτέρω, από την ίδια διάταξη συνάγεται ότι η υποχρέωση πληρωμής της μεσιτικής αμοιβής βαρύνει κατ΄ αρχήν το πρόσωπο που έδωσε την εντολή για μεσολάβηση ή υπόδειξη ευκαιρίας στο μεσίτη, άσχετα προς το αν η σκοπούμενη σύμβαση καταρτίσθηκε επ΄ ονόματι αυτού (του μεσιτικού εντολέα) ή τρίτου προσώπου, υπέρ των συμφερόντων του οποίου αυτός ενήργησε. Εάν η εντολή δόθηκε από περισσότερους, που ενήργησαν από κοινού, για την πληρωμή της μεσιτικής αμοιβής ευθύνονται άπαντες, εν αμφιβολία κατ΄ ίσα μέρη (Α.Κ. 480). Εάν η εντολή δόθηκε από ένα πρόσωπο, που ενήργησε τόσο για τον εαυτό του όσο και ως αντιπρόσωπος άλλου, για την πληρωμή της μεσιτικής αμοιβής ευθύνονται αμφότεροι. Αμοιβή οφείλεται μόνο αν η καταρτισθείσα σύμβαση ταυτίζεται με τη σκοπούμενη. Η απόκλιση, όμως, μεταξύ του, αρχικώς, επιδιωχθέντος και του, τελικώς, επιτευχθέντος τιμήματος δεν αίρει την ταυτότητα αυτή, αφού η διαμόρφωσή του αποτελεί πάντοτε αντικείμενο διαπραγμάτευσης και ουδέποτε μπορεί να είναι εκ των προτέρων βέβαιη.

Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 703 και 724 Α.Κ. συνάγεται ότι η μεσιτική εντολή δύναται να ανακληθεί οποτεδήποτε. Η ανάκλησή της, όμως, δεν επηρεάζει αρνητικά το δικαίωμα επί της μεσιτικής αμοιβής, εφ΄ όσον, σε συγκεκριμένη περίπτωση, αποδεικνύεται ότι η σκοπούμενη σύμβαση καταρτίσθηκε ως αποτέλεσμα μεσολάβησης ή υπόδειξης του μεσίτη, που είχε συντελεσθεί πριν από την ανάκληση. 


Αναψηλάφηση δίκης Άρθρο 544 ΚΠΟΛΔ : Λόγοι αναψηλάφησης Προθεσμία άσκησης αναψηλάφησης, στην πολιτική δίκη. Οι προθεσμίες άσκησης αναψηλάφησης ορίζονται στο άρθρο 545 ΚΠολΔ, ΠολΔ 545.- Προθεσμία αναψηλάφησης Απόφαση 746 / 2008 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 746/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Άρθρο τρίτο - Άρθρο 1 - Νόμος 4335/2015 - Τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

Next: 830/2017 ΜΟΝ ΕΦΕΤ ΘΕΣ - ΕΡΓΑΤΙΚΗ - ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ - ΣΥΜΒΑΣΗ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ...Με την αναθεώρηση του Συντάγματος που έγινε με το από 6-4-2001 ψήφισμα της Ζ'Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ Α 84/17-4-2001) και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της Ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παράγραφος 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα κω αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής
Previous: Ο Μεσίτης Αστικών Συμβάσεων είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο προς το οποίο δίδεται εντολή διαμεσολάβησης ή/και υπόδειξης ευκαιρίας προς σύναψη σύμβασης, έναντι αμοιβής για την παροχή αυτή. - - Άρθρο 6 Σύμβαση μεσιτείας - Μεσιτεία εμπορικών συναλλαγών (εμπορομεσιτεία) - Μεσιτική Αμοιβή: Η απόδειξη της σύναψης και του περιεχοµένου της δικαιοπραξίας µπορεί να γίνει και µε µάρτυρες (νομολογία) AΠ 17/2014: - Αριθμός 454/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟ ο Εφετείο δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 703 ΑΚ - Α.Π. 52/2012 (Τμ. Β2΄ Πολ.) Η ανάκληση της μεσιτικής εντολής δεν επηρεάζει αρνητικά το δικαίωμα του μεσίτη στην καταβολή της αμοιβής του.
$
0
0

Αναψηλάφηση δίκης
Με το προβλεπόμενο από τα άρθρα 538 επ. ΚΠολΔ έκτακτο ένδικο μέσο της αναψηλάφησης, θεσπίζεται η δυνατότητα ανατροπής του...

δεδικασμένου απόφασης πολιτικού δικαστηρίου σε ορισμένες, ρητώς οριζόμενες, εξαιρετικές περιπτώσεις.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 544 αριθ. 6 ΚΠολΔ «αναψηλάφηση επιτρέπεται, μεταξύ άλλων, αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε ψευδή κατάθεση μάρτυρα ή διαδίκου, σε ψευδή έκθεση ή κατάθεση πραγματογνώμονα, σε ψευδή όρκο διαδίκου ή σε πλαστά έγγραφα, εφόσον το ψεύδος ή η πλαστότητα αναγνωρίστηκαν με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου και, αν πρόκειται για κατάθεση διαδίκου, και με δικαστική ομολογία του. Αν η άσκηση της ποινικής αγωγής ή η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας είναι αδύνατη, η αναγνώριση γίνεται με απόφαση που εκδίδεται σε κύρια αγωγή, η οποία ασκείται μέσα σε έξι μήνες από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και, αν η αδυναμία επήλθε κατόπιν, μέσα σε έξι μήνες από αυτήν». Κατά την έννοια της προαναφερόμενης διάταξης η αναγνώριση του ψεύδους, είτε με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, είτε με αναγνωριστική απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, δεν είναι ανάγκη να αφορά ολόκληρο το περιεχόμενο της μαρτυρικής κατάθεσης, γιατί και το εν μέρει ψευδές αυτής!
κλονίζει την εμπιστοσύνη για όλη την κατάθεση, στην οποία στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη με αναψηλάφηση απόφαση.
Από το άρθρο 549 προκύπτει ότι αίτημα της αναψηλαφήσεως είναι η εξαφάνιση μιας τελεσίδικης (539 παρ 1) απόφασης. Κατά κανόνα η εξαφάνιση της αποφάσεως προκαλεί την αναβίωση της εκκρεμοδικίας και τη νέα συζήτηση της ουσίας της υποθέσεως.
Αναψηλάφηση είναι το ένδικο μέσο στο οποίο υποβάλλονται οι οριστικές αποφάσεις που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας ή έφεση. Η προθεσμία και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης, εκτός από εξαιρέσεις. Αν γίνει δεκτή η αναψηλάφηση, οδηγεί στην εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης και, εφόσον ζητηθεί με το κύριο ή πρόσθετο δικόγραφο, το δικαστήριο διατάσσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.
Κατά το 495 παρ 1 ΚΠολΔ «τα ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας, της εφέσεως, της αναφηλαφήσεως και της αναιρέσεως ασκούνται με δικόγραφο που κατατίθεται στο πρωτότυπο στη γραμματεία του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση». Και με το 500 ίδιου Κώδικα «τα αποτελέσματα του ένδικου μέσου αρχίζουν από την σύνταξη της εκθέσεως καταθέσεώς του», μεταξύ των οποίων (αποτελεσμάτων) και η εκκρεμότητα, δηλ. το καθήκον του δικαστηρίου ν αποφανθεί σχετικώς προς εκδίκασή του. Η αναφηλάφηση είναι, όπως η αναίρεση, έκτακτο ένδικο μέσο, με την έννοια ότι αποβλέπει στην εξαφάνιση της τελεσίδικης απόφασης για περιορισμένους λόγους οι οποίοι όμως είναι διαφορετικοί για την κάθε μία. Το θετικό δίκαιο δεν περιέχει καμμιά διάταξη που να καθιστά υποχρεωτική την αναστολή συζητήσεως της αναίρεσης, ωσότου να εκδικασθεί η αναφηλάφηση. Από το ότι η προθεσμία της αναφηλάφησης είναι μεγαλύτερη από την προθεσμία της αναίρεσης (30 ημέρες, 564 παρ 1 ΚΠολΔ) διαφαίνεται ότι η αναίρεση προηγείται από την αναφηλάφηση. Πάντως η απόρριψη της αναίρεσης δεν εμποδίζει την παραδοχή της αιτήσεως αναφηλάφησης και αντιστρόφως.
Το 545 ΚΠολΔ, καθιερώνει δύο κατηγορίες προθεσμιών προς άσκηση της αναφηλάφησης, την γνήσια (545 παρ 1 και 2) και την καταχρηστική (545 παρ 5). Η γνήσια προθεσμία, εντός της οποίας πρέπει να ασκηθεί η αναψηλάφηση, που είναι εξήντα ημέρες για εκείνους που έχουν γνωστή διαμονή στην ημεδαπή (545 παρ 1) και εκατόν είκοσι ημέρες για εκείνους που διαμένουν στην αλλοδαπή ή δεν έχουν γνωστή διαμονή (545 παρ 2). Η προθεσμία αυτή παραλλάσσει στο άρθρο 605 και 652 παρ 1, καθώς και στο άρθρο 51 ν. 345/76. Αφετηρία δε της γνήσιας προθεσμίας δεν είναι ενιαία σ όλα, διαφοροποιείται ανάλογα με τον λόγο που στηρίζει την σχετική αίτηση (αναφηλάφησης), ενώ η καταχρηστική, που είναι τρία χρόνια, αρχίζει από την επομένη που δημοσιεύθηκε η τελεσίδικη και ήδη προσβαλλόμενη απόφαση, είτε του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, είτε του πρωτοβάθμιου που δίκασε ανεκκλήτως κατ αντιμωλίαν των διαδίκων ή, αν πρόκειται για πρωτοβάθμια απόφαση, από την επομένη ημέρα μετά την τελεσιδικία της (545 παρ 5).
Από τις διατάξεις των άρθρων 538 και 539 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ, με την πρώτη των οποίων ορίζεται ότι "με αναψηλάφηση μπορούν να προσβληθούν οι αποφάσεις των ειρηνοδικείων, των μονομελών και των πολυμελών πρωτοδικείων, των εφετείων, και του Αρείου Πάγου, εφόσον δικάζει κατ ουσίαν"και με τη δεύτερη ότι "αναψηλάφηση επιτρέπεται μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων, που περατώνουν τη δίκη και δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση"προκύπτει ότι με το ένδικο μέσο της αναψηλάφησης, μπορούν να προσβληθούν οι αποφάσεις των ως άνω δικαστηρίων, που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, σκοπό δε έχει, την ανατροπή του δεδικασμένου σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου η διατήρησή του, είτε προσκρούει σε θεμελιώδεις δικονομικές αρχές αναγόμενες ιδίως στην εκπροσώπηση και παράσταση των διαδίκων είτε εκ των υστέρων αποδεικνύεται κατά τρόπο αναμφισβήτητο ότι η ελάσσων πρόταση της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι εσφαλμένη, οφειλόμενη μάλιστα σε αξιόποινες !
πράξεις παραγόντων της δίκης. Η απόφαση πρέπει να είναι οριστική και τελεσίδικη κατά το χρόνο άσκησης της αναψηλάφησης, ανεξάρτητα από το πώς, και πότε προέκυψε η τελεσιδικία, ενώ η άσκησή της τελειούται, κατά τη διάταξη του άρθρου 495 ΚΠολΔ, με τη σύνταξη της έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Το ανωτέρω, όμως, ένδικο μέσο, όπως προκύπτει από το άρθρο 544 ΚΠολΔ, επιτρέπεται όχι απεριορίστως, αλλά μόνο για τις περιπτώσεις, που απαριθμούνται στο άρθρο αυτό, μία των οποίων είναι και η με αριθμό 6, όταν δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται, πλην των άλλων, σε ψευδή κατάθεση μάρτυρα και το ψεύδος αναγνωρίστηκε με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου.
Άρθρο 544 : Λόγοι αναψηλάφησης
Αναψηλάφηση επιτρέπεται μόνο:
1) αν στην ίδια υπόθεση εκδόθηκαν, μεταξύ των ίδιων διαδίκων που είχαν παραστεί με την ίδια ιδιότητα, από το ίδιο ή διαφορετικά δικαστήρια αποφάσεις που αντιφάσκουν μεταξύ τους,
2) αν διάδικος δεν εκπροσωπήθηκε νόμιμα στη δίκη, εφόσον ύστερα δεν εγκρίθηκε ρητά ή σιωπηρά η διεξαγωγή της δίκης,
3) αν το ίδιο πρόσωπο είχε παραστεί ως διάδικος στο όνομά του ή εκπροσώπησε διαδίκους με περισσότερες ιδιότητες, οι οποίοι είχαν αντίθετα συμφέροντα στη δίκη,
4) αν κάποιος είχε παραστεί ως πληρεξούσιος διαδίκου χωρίς πληρεξουσιότητα, εφόσον δεν εγκρίθηκε ύστερα η διεξαγωγή της δίκης,
5) αν η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλαστή, είτε διότι γράφει ψευδώς ότι το δικαστήριο συγκροτήθηκε από τον αναγκαίο σύμφωνα με το νόμο αριθμό δικαστών, είτε διότι, όπως προκύπτει από το πρακτικό της διάσκεψης, δεν εκδόθηκε με την πλειοψηφία που απαιτεί ο νόμος ή δεν έχει τις υπογραφές των προσώπων που ορίζει ο νόμος και δεν είναι δυνατή η υπογραφή της από τα πρόσωπα αυτά,
6) αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε ψευδή κατάθεση μάρτυρα ή διαδίκου, σε ψευδή έκθεση ή κατάθεση πραγματογνώμονα, σε ψευδή όρκο διαδίκου ή σε πλαστά έγγραφα, εφόσον το ψεύδος ή η πλαστότητα αναγνωρίστηκαν με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου και, αν πρόκειται για κατάθεση διαδίκου, και με δικαστική ομολογία του. Αν η άσκηση της ποινικής αγωγής ή η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας είναι αδύνατη, η αναγνώριση γίνεται με απόφαση που εκδίδεται σε κύρια αγωγή, η οποία ασκείται μέσα σε έξι μήνες από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και, αν η αδυναμία επήλθε κατόπιν, μέσα σε έξι μήνες από αυτήν,
7) αν ο διάδικος που ζητεί την αναψηλάφηση βρήκε ή πήρε στην κατοχή του μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης νέα κρίσιμα έγγραφα τα οποία δεν μπορούσε να τα προσκομίσει εγκαίρως από ανώτερη βία ή τα οποία κατακράτησε ο αντιδικός του ή τρίτος που είχε συνεννοηθεί με τον αντίδικό του και των οποίων την ύπαρξη αγνοούσε, όπως αγνοούσε και την κατοχή τους από τον αντίδικο ή τον τρίτο κατά τη διάρκεια της δίκης,
8) αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε απόφαση πολιτικού, ποινικού ή διοικητικού δικαστηρίου, η οποία ανατράπηκε αμετάκλητα ύστερα από την τελευταία συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση που προσβάλλεται,
9) αν ο διάδικος κλήτευσε στη δίκη τον αντίδικό του ως άγνωστης διαμονής, αν και γνώριζε τη διαμονή του.
10) αν το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης επηρεάστηκε ουσιωδώς από δωροληψία ή από άλλη εκ προθέσεως παράβαση καθήκοντος συμπράττοντος στην έκδοσή της δικαστή, εφόσον η δωροληψία ή η παράβαση καθήκοντος αποδεικνύονται με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Αν η άσκηση της ποινικής αγωγής ή η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας είναι αδύνατη, η αναγνώριση της δωροληψίας ή της παράβασης καθήκοντος γίνεται με απόφαση που εκδίδεται σε κύρια αγωγή, η οποία ασκείται μέσα σε έξι μήνες από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, και αν η αδυναμία επήλθε κατόπιν, μέσα σε έξι μήνες από αυτήν.

==========
Προθεσμία άσκησης αναψηλάφησης, στην πολιτική δίκη.
Οι προθεσμίες άσκησης αναψηλάφησης ορίζονται στο άρθρο 545 ΚΠολΔ, καθώς και το γεγονός που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας σε κάθε επιμέρους περίπτωση. Οι προθεσμίες αυτές είναι προσαρμοσμένες στις ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου ενδίκου μέσου και, ως εκ τούτου, δεν αντιστοιχούν πλήρως προς τις προθεσμίες της έφεσης και της αναίρεσης, ακόμα και εκείνες που θεσπίζονται με ταυτόσημη διατύπωση.
1. Χρόνος.
α. (60) ημέρες, αν εκείνος που ζητεί την αναψηλάφηση διαμένει στην Ελλάδα.
β. (120) ημέρες, αν εκείνος που ζητεί την αναψηλάφηση διαμένει στο εξωτερικό, ή η διαμονή του είναι άγνωστη.
2. Αφετηρία.
Οι προθεσμίες της αναψηλάφησης, άλλοτε έχουν ως αφετηρία την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, και άλλοτε συναρτώνται προς άλλα, πέραν από την επίδοση της απόφασης, πραγματικά γεγονότα. Ειδικότερα.
α. Λόγοι 1, 6, 7, 8
Η προθεσμία έχει αφετηρία την στιγμή που θα συμβεί το οικείο γεγονός, δηλαδή, από την στιγμή που εκδίδεται δεύτερη αντιφατική απόφαση για την ίδια υπόθεση, ή που καθίσταται αμετάκλητη η καταδίκη για ψευδορκία ή πλαστογραφία, ή που περιέρχονται στην κατοχή του διαδίκου τα νέα κρίσιμα έγγραφα, ή που ανατρέπεται η απόφαση πολιτικού, ποινικού ή διοικητικού δικαστηρίου, στην οποία στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.
β. Λόγοι 2, 3, 4, 5 και 9
Η προθεσμία έχει αφετηρία την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.
γ. Λόγος 10. 
Η προθεσμία έχει ως αφετηρία το αμετάκλητο της απόφασης, με την οποία αναγνωρίζεται η δωροληψία, ή η παράβαση καθήκοντος του δικαστή.
+++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++
ΠολΔ 545.- Προθεσμία αναψηλάφησης
Γνήσια και καταταχρηστική προθεσμία άσκησης αναψηλάφησης. Ο αιτούμενος την αναψηλάφηση δέν έχει βάρος ν'αποδείξει την εμπρόθεσμη άσκησή της. Αν πεθάνει ο καθ'ου στρέφεται η αίτηση αναψηλάφησης, στις γαμικές διαφορές, πρίν απο την εκδίκασή της, καταργείται η δίκη.
Εφετείο Πειραιώς 396/1999 [Π. Γρουμπός]
(Σύνθεση: Ρ. Κεδίκογλου, Γ. Στίγκας· δικαστικός παραστάτης: Ε. Λιβιεράτος).
Κατά την 495 § 1 ΚΠολΔ «τα ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας, της εφέσεως, της αναφηλαφήσεως και της αναιρέσεως ασκούνται με δικόγραφο που κατατίθεται στο πρωτότυπο στη γραμματεία του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση». Και με την 500 ίδιου Κώδικα «τα αποτελέσματα του ένδικου μέσου αρχίζουν από την σύνταξη της εκθέσεως καταθέσεώς του», μεταξύ των οποίων (αποτελεσμάτων) και η εκκρεμότητα, δηλ. το καθήκον του δικαστηρίου ν'αποφανθεί σχετικώς προς εκδίκασή του (βλ. Κ. Μπέη, σχόλια στο άρθρο αυτό). Η αναφηλάφηση είναι, όπως η αναίρεση, έκτακτο ένδικο μέσο, με την έννοια ότι αποβλέπει στην εξαφάνιση της τελεσίδικης απόφασης για περιορισμένους λόγους οι οποίοι όμως είναι διαφορετικοί για την κάθε μία. Το θετικό δίκαιο δεν περιέχει καμμιά διάταξη που να καθιστά υποχρεωτική την αναστολή συζητήσεως της αναίρεσης, ωσότου να εκδικασθεί η αναφηλάφηση. Από το ότι η προθεσμία της αναφηλάφησης είναι μεγαλύτερη από την προθεσμία της αναίρεσης (30 ημέρες, 564 § 1 ΚΠολΔ) διαφαίνεται ότι η αναίρεση προηγείται από την αναφηλάφηση. Πάντως η απόρριψη της αναίρεσης δεν εμποδίζει την παραδοχή της αιτήσεως αναφηλάφησης και αντιστρόφως (Κ. Μπέη Πολ. Δικονομία, Kεφ. Δ'Αναψηλάφηση αρ. 2018).
Η 545 ΚΠολΔ, καθιερώνει δύο κατηγορίες προθεσμιών προς άσκηση της αναφηλάφησης, την γνήσια (545 § 1 και 2) και την καταχρηστική (545 § 5). Η γνήσια προθεσμία, εντός της οποίας πρέπει να ασκηθεί η αναψηλάφηση, που είναι εξήντα ημέρες για εκείνους που έχουν γνωστή διαμονή στην ημεδαπή (545 § 1) και εκατόν είκοσι ημέρες για εκείνους που διαμένουν στην αλλοδαπή ή δεν έχουν γνωστή διαμονή (545 § 2). Η προθεσμία αυτή παραλλάσσει στο άρθρο 605 και 652 § 1, καθώς και στο άρθρο 51 ν. 345/76. Αφετηρία δε της γνήσιας προθεσμίας δεν είναι ενιαία σ'όλα, διαφοροποιείται ανάλογα με τον λόγο που στηρίζει την σχετική αίτηση (αναφηλάφησης), ενώ η καταχρηστική, που είναι τρία χρόνια, αρχίζει από την επομένη που δημοσιεύθηκε η τελεσίδικη και ήδη προσβαλλόμενη απόφαση, είτε του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, είτε του πρωτοβάθμιου που δίκασε ανεκκλήτως κατ'αντιμωλίαν των διαδίκων ή, αν πρόκειται για πρωτοβάθμια απόφαση, από την επομένη ημέρα μετά την τελεσιδικία της (545 § 5).
Για το εμπρόθεσμο της αιτήσεως του ενδίκου μέσου και εν προκειμένω της αναφηλάφησης, ότι δηλ. δεν λειτουργεί ο βασικός κανόνας της τριετίας (άρθρ. 545 § 5), αλλ'αντίθετος προς αυτόν των εξήντα ημερών (545 § 1) ή των εκατό είκοσι ημερών (545 § 2), γιατί συνέβη ένα από τα γεγονότα της § 3 του άρθρου αυτού, «επίδοση» ή «αμετάκλητο» ή «γνώση» των αποφάσεων και εγγράφων που αναγράφει η παράγραφος αυτή, δεν υποχρεούται ο αιτούμενος την εξαφάνιση της απόφασης, αλλ'ο αντίδικός του που ισχυρίζεται ότι είχε αρχίσει να τρέχει η γνήσια προθεσμία για την άσκηση του κρινόμενου μέσου, και εδώ της αναψηλάφησης (βλ. Κ. Μπέη, Πολ. Δικον. σχόλια στο άρθρο 545). Τέλος, κατά την 604 ΚΠολΔ, «στις διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 592 § 1 ΚΠολΔ (γαμικές διαφορές), αν πεθάνει ο ένας από τους διαδίκους πριν γίνει η απόφαση αμετάκλητη, η δίκη καταργείται, ως προς το κύριο αντικείμενό της (...). Κατά την σαφή δε έννοια του νόμου (604 ΚΠολΔ), με το θάνατο του ενός των συζύγων στο στάδιο που η απόφαση δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, καταργείται, όχι μόνο η διαδικασία, αλλά αυτή η «έννομη σχέση της δίκης» και το δικαστήριο, αποφαινόμενο την κατάργησή της, απλώς βεβαιώνει μια κατάσταση επελθούσα αυτομάτως, χωρίς η τοιαύτη απόφαση να πρόκειται ν'αναπτύξει διαπλαστική τινα ενέργεια ή να εξοπλιστεί με δεδικασμένο (ολομΑΠ 653/84, όπου και σύμφωνη αναλυτική αγόρευση εισαγγελέως Αρείου Πάγου Κ. Φαφούτη, ΝοΒ 33,69. ΕφΑθ 6669/79 Αρμ 30,392).
Στην προκειμένη περίπτωση κατά της 362/89 οριστικής απόφασης του δικαστηρίου τούτου, που εκδόθηκε στις 16.2.1989, με την οποία λύθηκε τελεσίδικα ο γάμος μεταξύ των συζύγων Α.Δ. και Φ.Δ., κατατέθηκε στην γραμματεία του δικαστηρίου αυτού στις 30.7.1990, δηλ. εντός της υπό του νόμου τασσομένης (καταχρηστικής) προθεσμίας των τριών ετών από την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η από 19.7.1990 αίτηση αναψηλάφησης της Φ.Δ., με την οποία ζητείται να γίνει δεκτή και να εξαφανιστεί η εν λόγω προσβαλλομένη απόφαση για τους λόγους: 1) διότι (κατ'αντιγραφή από την αίτηση αναψηλάφησης) «η προσβαλλομένη απόφαση ερείδεται επί των ψευδών καταθέσεων των εξετασθέντων ενώπιον του διορισθέντος δια της προρρηθείσης υπ'αριθ. 2310 του έτους 1983 παρεμπιπτούσης περί αποδείξεως αποφάσεως του πολυμελούς πρωτοδικείου Πειραιώς εισηγητού δικαστού, μαρτύρων αποδείξεως, προσκομισθέντων υπό του αντιδίκου: Μ.Δ. και ν. Ρ., ισχυρισθέντων, εν γνώσει της αναληθείας, ότι δήθεν δεν συνεβιώσαμεν εκ νέου οι διάδικοι από 5 Σεπτεμβρίου 1980 μέχρι και του μηνός Φεβρουαρίου 1981 και 2) διότι ανεύρον προ διμήνου, νέα κρίσιμα έγγραφα, προελεύσεως του αντιδίκου, την ύπαρξη των οποίων ηγνόουν, άτινα εξ ανωτέρας βίας, αποτόκου των κατατρυχουσών εμέ βαρυτάτων ασθενειών (στηθαγxικής συνδρομής λόγω δυσλειτουργίας των στεφανιαίων αγγείων, oσφυοϊσχιαλγίας λόγω εκφυλιστικής σπονδυλοαρθροπάθειας, άλγους αρθριτικών κλπ.) δεν ηδυνήθην να προσαγάγω εγκαίρως, αποδεικνύουσα περιτράνως τον πλέον ή βάσιμον ισχυρισμόν εμού ότι συνεβιώσαμεν οι διάδικοι αρμονικώς κατά το προρρηθέν διάστημα εν Σεληνίοις Σαλαμίνος».
Η ένδικη αυτή αίτηση αναφηλάφησης, προσδιορισθείσα για την εις την αρχή αναφερόμενη δικάσιμο, συζητήθηκε ερήμην του καθού η αναψηλάφηση Α.Δ., για τον οποίο η αιτούσα με τις προτάσεις της επικαλείται και αποδεικνύει με προσκομιζόμενο κεκυρωμένο αντίγραφο ληξιαρχικής πράξης ότι απεβίωσε στις 24.70.1996 και ζητεί πλέον μ'αυτές (προτάσεις) από το δικαστήριο ν'αποφανθεί ότι η ανοιγείσα δίκη διαζυγίου αυτής και του αποβιώσαντος συζύγου της, καθώς και η υπό κρίση αναφηλάφηση έχει καταργηθεί λόγω του θανάτου του.
Κατ'ακολουθίαν, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν, η εμπροθέσμως ασκηθείσα υπό κρίση αναψηλάφηση (και είναι εμπρόθεσμη γιατί ασκήθηκε εντός της τριετούς καταχρηστικής προθεσμίας (άρθρ. 545 § 15 ΚΠολΔ) από την έκδοση της προσβαλλόμενης τελεσίδικης απόφασης, αφού δεν προβάλλεται ισχυρισμός και απόδειξη αυτού (που άλλωστε ήταν αδύνατο κάτι τέτοιο, αφού ο αντίδικος σύζυγος έχει ήδη αποβιώσει) ότι έχει παρέλθει κάποια γνήσια βραχύτερη προθεσμία λόγω προηγηθείσας επίδοσης της προσβαλλομένης απόφασης και ότι επομένως η άσκηση αυτής (αναψηλάφησης) είχε καταστεί αμετάκλητη, δηλ. ότι ο γάμος είχε λυθεί αμετάκλητα, πριν από τον επισυμβάντα θάνατο του εναγομένου-καθού η αναψηλάφηση, αλλά και αυτή η έννομη σχέση της δίκης που άρχισε με την έγερση της από 11.4.1983 αγωγής διαζυγίου, πρέπει να θεωρηθεί, κατ'αποδοχή σχετικού με τις προτάσεις υποβληθέντος αιτήματος της αιτούσας την αναψηλάφηση, καταργημένη από τον επισυμβάντα στις 24 Οκτωβρίου 1996 θάνατο του εναγομένου-καθού η αναφηλάφηση συζύγου της (βλ. άρθρο 673 ΚΠολΔ). Πρέπει να σημειωθεί ότι στο έγγραφο της αναψηλάφησης (β'σελίδα) γίνεται μνεία ότι δεν έχει επιδοθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Παρατηρήσεις
Σύμφωνα με το άρθρο 500 του ΚΠολΔ «Τα αποτελέσματα της αιτήσεως των ενδίκων μέσων άρχονται από της συντάξεως της εκθέσεως, καταθέσεως αυτών στnv γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε τη προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 495 § 1 του εν λόγω κώδικα). Αντίστοιχα των δύο άρθρων αυτών είναι τα άρθρα 536 και 532 § 1 του Σχεδίου Πολιτικής Δικονομίας της Συντακτικής Επιτροπής του 1955.
Κατά το προϊσχύον δίκαιο τον τύπο και τον τρόπο της άσκησης των ενδίκων μέσων, καθώριζε ο νόμος 194 της 13 Μαρτίου/2 Απριλίου 1914 «Περί ασκήσεως ενδίκων μέσων εν ταις πολιτικαίς δίκαις», την υιοθέτηση του άρθρου 7 του οποίου πρότεινε στο Διάγραμμα «Ένδικα μέσα - Δεδικασμένον», ο Eισηγητής καθητητής Γ. Ράμμος, πράγμα που υιοθέτησε η Επιτροπή κατά την συνεδρίαση της 20 Νοεμβρίου 1937. Σημειωτέον ότι με πρόταση του προέδρου της Συντακτικής Επιτροπής, «σύνταξη νέου Κώδ.Πολ.Δικ. κλπ.» Ιω. Σακέτα, ο οποίος διαδέχθηκε τον αποθανόντα το 1939, πρόεδρο αυτής Λ. Γιδόπουλο, στη συνεδρίαση της 5 Οκτωβρίου 1939, ωρίσθηκε με το άρθρο 244 α'του προσχέδιου ότι τα αποτελέσματα της άσκησης των ενδίκων μέσων άρχονται από της συντάξεως της εκθέσεως καταθέσεως «μη προσαπαιτουμένης επιδόσεως του κατατεθέντος δικογράφου προς τον αντίδικον» φράση που διεγράφη και στο Σχέδιο και στο τελικό κείμενο του κώδικα.
Ανεξάρτητα από το περιστατικό ότι ο νομοθέτης έπρεπε να τάξει προθεσμία στον ασκούντα το ένδικο μέσο, προσδιορισμού εκδίκασης τούτου και επίδοσης μετά από αυτόν αντιγράφου του δικογράφου του ενδίκου μέσου, στον αντίδικο, εκείνου που το άσκησε, με συνέπεια το ανίσχυρο του ενδίκου μέσου, στην περίπτωση παρόδου άπρακτης της προθεσμίας (εκτός εάν επέσπευσε τον προσδιορισμό δικασίμου ο αντίδικος) πράγμα το οποίο θα συντελούσε στη συντόμευση της δίκης και απαλλαγή του καθ'ου στρέφεται τούτο από την φροντίδα να επιμελήται του ορισμού της σχετικής δικασίμου, υφιστάμενος στις δαπάνες προσδιορισμού, που δεν είναι ευκαταφρόνητoς, όταν μάλιστα το αρμόδιο για την εκδίκαση του ενδίκου μέσου δικαστήριο δεν εδρεύει στην ίδια πόλη με αυτό που εξέδωκε την πληττόμενη απόφαση ή ο ασκήσας το ένδικο μέσο κατοικεί στην αλλοδαπή - η μετατενέστερη διαγραφή της φράσης: «μη προσαπαιτουμένης επιδόσεως του κατατεθέντος δικογράφου προς τον αντίδικο» δεν αποκλείεται να δημιουργήσει, ενδεχόμενα, προβλήματα στην ερμηνεία διότι δεν είναι απίθανο να υποστηριχθεί ότι με την εν λόγω διαγραφή εκδηλώθηκε βούληση του νομοθέτη ότι απαιτείται επίδοση τέτοιου δικογράφου στον αντίδικο του ασκηθέντος το ένδικο μέσο, πράγμα που επιβάλλει, αναντίρρητα, το έννομο εύλογο συμφέρον αυτού. Ορθή ερμηνεία των άρθρων 495 και 500 του ΚΠολΔ κάνει ο καθηγητής Κ. Μπέης: Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ σ. 1851.
Η ανωτέρω απόφαση του Εφετείου Πειραιά ορθότατα δέχεται στη συνέχεια, ότι το θετικό δίκαιο δεν περιέχει καμμιά διάταξη που να καθιστά υποχρεωτική την αναβολή της συζήτησης της αίτησης αναίρεσης μέχρις ότου δικασθεί η αναψηλάφηση - ακολουθούσα την διδασκαλία του Κ. Μπέη: Πολιτική Δικονομία ibidem σ. 2018. Αντίθετα επειδή η προθεσμία της αναψηλάφησης είναι μεταλύτερη από την τοιαύτη της αίτησης αναίρεσης (άρθρα 545 § 1 και 504 § 1 ΚΠολΔ, αντίστοιχα) συνάγεται ότι η τελευταία προηγείται της πρώτης. Όμως ο Άρειος Πάγος μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 249 του ΚΠολΔ, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης της αίτησης αναίρεσης μέχρι να εκδικασθεί η αναψηλάφηση, οπότε αν εξαφανισθεί η τελεσίδικη απόφαση, στερείται αντικειμένου η αίτηση της αναίρεσης. Το αυτό μπορεί να πράξει και το δικαστήριο που εκδικάζεται την αναφηλάφηση, οπότε αν γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσns στερείται αντικειμένου η αναφηλάφηση.
++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++
Απόφαση 746 / 2008    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 746/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2'Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Καλαμίδα, Αντιπρόεδρο, Ρένα Ασημακοπούλου, Ιωάννη Ιωαννίδη, Χαράλαμπο Ζώη και Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 26 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: ....., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του …..
Της αναιρεσίβλητης: ......, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της …...
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-12-1996 αγωγή και 11-3-1997 ανταγωγή των ήδη διαδίκων που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 23768/1998 του ίδιου Δικαστηρίου και 197/2005 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά ο αναιρεσείων με την από 18-10-2005 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Δήμητρα Παπαντωνοπούλου ανέγνωσε την από 2-10-2006 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του δικαστηρίου αυτού, ήδη Αντιπροέδρου Ιωάννη Παπανικολάου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 538 και 539 παρ. 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, με την πρώτη των οποίων ορίζεται ότι "με αναψηλάφηση μπορούν να προσβληθούν οι αποφάσεις των ειρηνοδικείων, των μονομελών και των πολυμελών πρωτοδικείων, των εφετείων, και του Αρείου Πάγου, εφόσον δικάζει κατ` ουσίαν"και με τη δεύτερη ότι "αναψηλάφηση επιτρέπεται μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων, που περατώνουν τη δίκη και δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση"προκύπτει ότι με το ένδικο μέσο της αναψηλάφησης, μπορούν να προσβληθούν οι τελειωτικές αποφάσεις των ως άνω δικαστηρίων, που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, σκοπό δε έχει, την ανατροπή του δεδικασμένου σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου η διατήρησή του, είτε προσκρούει σε θεμελιώδεις δικονομικές αρχές αναγόμενες ιδίως στην εκπροσώπηση και παράσταση των διαδίκων είτε εκ των υστέρων αποδεικνύεται κατά τρόπο αναμφισβήτητο ότι η ελάσσων πρόταση της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι εσφαλμένη, οφειλόμενη μάλιστα σε αξιόποινες πράξεις παραγόντων της δίκης. Η απόφαση πρέπει να είναι οριστική και τελεσίδικη κατά το χρόνο άσκησης της αναψηλάφησης, ανεξάρτητα από το πώς, και πότε προέκυψε η τελεσιδικία, ενώ η άσκησή της τελειούται, κατά τη διάταξη του άρθρου 495 ΚΠολΔ, με τη σύνταξη της έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Το ανωτέρω, όμως, ένδικο μέσο, όπως προκύπτει από το άρθρο 544 ΚΠολΔ, επιτρέπεται όχι απεριορίστως, αλλά μόνο για τις περιπτώσεις, που απαριθμούνται στο άρθρο αυτό, μία των οποίων είναι και η με αριθμό 6, όταν δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται, πλην των άλλων, σε ψευδή κατάθεση μάρτυρα και το ψεύδος αναγνωρίστηκε με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 545 παρ. 1 ΚΠολΔ "αν εκείνος που ζητεί την αναψηλάφηση διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της αναψηλάφησης είναι εξήντα ημέρες"η οποία, σύμφωνα με την παρ. 3 περίπτ. δ του ίδιου άρθρου, αρχίζει "στην περίπτωση του άρθρου 544 αρ. 6 από το αμετάκλητο της απόφασης με την οποία αναγνωρίζεται η ψευδομαρτυρία... "ενώ κατά την παρ. 4 του ίδιου άρθρου "στις περιπτώσεις της παραγράφου 3 εδάφ. δ, ε και στ, η προθεσμία δεν αρχίζει αν δεν επιδοθεί προηγουμένως η προσβαλλόμενη απόφαση, αλλιώς αρχίζει από την επίδοση μετά το αμετάκλητο.... Τα γεγονότα που αποτελούν την αφετηρία της προθεσμίας των εδαφίων αυτών πρέπει να αποδεικνύονται με έγγραφο ή με δικαστική ομολογία"και κατά την παρ. 5 του ίδιου άρθρου "αν η απόφαση δεν επιδόθηκε, η προθεσμία της αναψηλάφησης είναι τρία χρόνια από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, εφόσον είναι τελεσίδικη ή ανέκκλητη, αλλιώς από την ημέρα που έγινε τελεσίδικη. Στις περιπτώσεις όμως του άρθρου 544 αρ. 6, η αναψηλάφηση είναι απαράδεκτη μετά την παρέλευση ενός έτους από τη δημοσίευση της αμετάκλητης απόφασης του ποινικού... δικαστηρίου. Η προθεσμία αυτή δεν αρχίζει πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι η προθεσμία της αναψηλάφησης, στην περίπτωση που δεν επιδόθηκε η προσβαλλόμενη με αυτή απόφαση, που στηρίζεται σε ψευδή κατάθεση μάρτυρα, είναι ένα έτος από τη δημοσίευση της αμετάκλητης απόφασης του ποινικού δικαστηρίου, με την οποία αναγνωρίστηκε η ψευδομαρτυρία. Πρόκειται, επομένως, για ειδική ρύθμιση της έναρξης της προθεσμίας αναψηλάφησης στην περίπτωση αυτή, που εκφεύγει της γενικής ρύθμισης του άρθρου 545 παρ. 5 ΚΠολΔ, περί τριετούς προθεσμίας της αναψηλάφησης από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης τελεσίδικης ή ανέκκλητης απόφασης στην περίπτωση μη επίδοσης αυτής (ΑΠ 564/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα τα οποία επιτρεπτώς επισκοπούνται από τον Αρειο Πάγο (ΚΠολΔ 561 παρ. 2) αλλά και από το αναιρετήριο, προκύπτουν τα ακόλουθα για την έρευνα της βασιμότητας του λόγου αναιρέσεως από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, σχετικά με την αφετηρία της προθεσμίας αναψηλάφησης: Στις 12-10-1999 δημοσιεύθηκε η υπ` αριθ. 2814/1999 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε κατ` ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ` αριθ. 23768/1998 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που απέρριψε κατ` ουσίαν την αγωγή του κατά της αναιρεσίβλητης και δέχθηκε εν μέρει την ανταγωγή της τελευταίας εναντίον του. Κατά της αποφάσεως αυτής, που δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε, ο αναιρεσείων άσκησε την από 2-7-2004 αίτηση αναψηλάφησης, όπως προκύπτει από την κάτω από το αντίγραφο αυτής σχετική σημείωση της γραμματέας του πιο πάνω δικαστηρίου, με μοναδικό λόγο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, στηρίχθηκε στη ψευδή κατάθεση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου της μάρτυρος της αναιρεσίβλητης ........, η ψευδομαρτυρία της οποίας αναγνωρίστηκε αμετάκλητα, κατόπιν υποβολής μηνύσεώς του, με την υπ` αριθ. 723/2004 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης, που δημοσιεύθηκε στις 19-2-2004, καταχωρήθηκε στο οικείο βιβλίο στις 14-4-2004 και κατέστη αμετάκλητη στις 14-5-2004. Με βάση τα παραπάνω, εφόσον η αίτηση αναψηλάφησης κατά της προσβαλλόμενης τελεσίδικης απόφασης ασκήθηκε στις 2-7-2004 δηλαδή εντός έτους από τη δημοσίευση της αμετάκλητης, επί ψευδορκία μάρτυρα, απόφασης του ποινικού δικαστηρίου αλλά και εντός δύο μηνών από το αμετάκλητο αυτής, είναι παραδεκτή. Επομένως το Εφετείο, που, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε την αίτηση αναψηλάφησης ως απαράδεκτη, διότι ασκήθηκε μετά την πάροδο τριετίας από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο και συνεπώς ο μοναδικός λόγος αναίρεσης εκ του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος. Κατά τη γνώμη όμως του μέλους του Δικαστηρίου Αρεοπαγίτη Ιωάννη Ιωαννίδη, εφόσον η αίτηση αναψηλαφήσεως ασκήθηκε μετά την πάροδο τριών ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης με αυτή υπ'αριθμ. 2814/1999 τελεσίδικης αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης, ήταν απαράδεκτη ως εκπροθέσμως ασκηθείσα. Και τούτο για τους εξής λόγους: Κατά τη διάταξη του άρθρου 545 παρ. 5 εδαφ. α'ΚΠολΔ αν η απόφαση δεν επιδόθηκε, η προθεσμία της αναψηλαφήσεως είναι τρία χρόνια από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, εφόσον είναι τελεσίδικη ή ανέκκλητη, αλλιώς από την ημέρα που έγινε τελεσίδικη. Από τη διάταξη αυτή, στην οποία ουδεμία διάκριση γίνεται ως προς την έναρξη της προθεσμίας, ανάλογα με τους λόγους της αναψηλαφήσεως, προκύπτει, ότι αυτή εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση αναψηλαφήσεως και συνεπώς και στην περίπτωση του προβλεπόμενου από το άρθρο 544 αριθμ. 6 ΚΠολΔ λόγου αναψηλαφήσεως, ήτοι της στηρίξεως της αποφάσεως σε ψευδή κατάθεση μάρτυρα ή διαδίκου εφόσον το ψεύδος αναγνωρίσθηκε με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Και ναι μεν στην περίπτωση του άρθρου 545 παρ. 6 η προθεσμία της αναψηλαφήσεως αρχίζει σύμφωνα με το άρθρο 545 παρ. 3 εδαφ. δ'ΚΠολΔ από το αμετάκλητο της αποφάσεως με την οποία αναγνωρίζεται η ψευδορκία και εντός δύο μηνών αν εκείνος που τη ζητεί διαμένει στην Ελλάδα, ο χρόνος όμως αυτός ενάρξεως της προθεσμίας αφορά τη διαφοροποίηση της ενάρξεώς της, όταν αυτή άρχισε με την επίδοση της αποφάσεως και όχι στην περίπτωση συμπληρώσεως τριετίας από την ημέρα που αυτή (απόφαση) κατέστη τελεσίδικη. Με την προαναφερομένη, δηλαδή, διάταξη του άρθρου 545 παρ. 5 εδ. α'ΚΠολΔ καθιερώνεται καταχρηστική προθεσμία, αντίστοιχη προς εκείνες των διατάξεων των άρθρων 518 παρ. 2 ΚΠολΔ (για την έφεση) και 564 παρ. 3 ΚΠολΔ (για την αναίρεση), τριών (3) ετών για την άσκηση της αναψηλαφήσεως, προς το σκοπό ασφαλείας των συναλλαγών, με τη θέση ακραίου χρονικού σημείου, ώστε το ένδικο αυτό μέσο να μη μπορεί να ασκηθεί μετά από πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Η προθεσμία αυτή αρχίζει, σε κάθε περίπτωση, από τη δημοσίευση της τελεσίδικης ή ανέκκλητης αποφάσεως και επομένως και στην περίπτωση του άρθρου 544 παρ. 6 ΚΠολΔ, αφού, κατά τα προαναφερόμενα, δεν γίνεται οποιαδήποτε διάκριση ως προς τους λόγους αναψηλαφήσεως. Η αναφορά στην ανωτέρω διάταξη (545 παρ. 5 ΚΠολΔ) "αν δεν επιδόθηκε η απόφαση"δεν σημαίνει ότι στην περίπτωση, που αυτή έχει επιδοθεί, θα ισχύσει χρόνος μεγαλύτερος της τριετίας από τη δημοσίευσή της (προσβαλλομένης) διότι, αφού ο νομοθέτης, για την ασφάλεια των συναλλαγών, όπως προαναφέρεται, καθιερώνει ως ανώτατο χρονικό σημείο την τριετία για τον διάδικο, στον οποίο δεν επιδόθηκε η απόφαση και ο οποίος, κατά τεκμήριο, αγνοεί το σε βάρος του περιεχόμενο της αποφάσεως, την οποία έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει με αναψηλάφηση, πολύ περισσότερο ισχύει το ακρότατο αυτό σημείο της τριετίας από τη δημοσίευσή της και για τον διάδικο, στον οποίο έχει αυτή (προσβαλλομένη απόφαση) επιδοθεί. Κατόπιν αυτών, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, η σύνθεση του οποίου είναι δυνατή από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος η αναιρεσίβλητη, ως ηττηθείσα, πρέπει να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), ο οποίος κατέθεσε και προτάσεις.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ` αριθ. 197/2005 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.

Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 14 Απριλίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
+++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++

Άρθρο τρίτο - Άρθρο 1 - Νόμος 4335/2015 - Τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΙΣΧΥΟΣ:
23/07/2015
Από το ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ (ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΟΠΕΣ, άρθρα 495 έως 590) του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίστανται οι διατάξεις των άρθρων 495, 498 παράγραφος 2, 502 παράγραφος 2, 512, 518 παράγραφος 2, 524 παράγραφοι 1, 2 και 3, 527, 538, 544 αρ. 6, 546 παράγραφος 1, 548, 560, 562 παράγραφος 4, 564 παράγραφοι 2 και 3, 565 παράγραφος 1, 568 παράγραφος 2, 569 παράγραφος 2, 571, 574, 575, 580 παράγραφος 3, 581 παράγραφος 2 και 585 παράγραφος 2 ως εξής:
«Άρθρο 495
1. Τα ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας, της έφεσης, της αναψηλάφησης και της αναίρεσης ασκούνται με δικόγραφο που κατατίθεται στο πρωτότυπο στη γραμματεία του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση ή στη γραμματεία του πρωτοδικείου της μεταβατικής έδρας, αν προσβάλλεται απόφαση εφετείου που συνεδρίασε σε μεταβατική έδρα.
2. Για την κατάθεση συντάσσεται έκθεση στο βιβλίο που τηρείται σύμφωνα με το άρθρο 496, την οποία υπογράφει και αυτός που καταθέτει. Στο δικόγραφο που κατατίθεται σημειώνεται ο αριθμός της έκθεσης και η χρονολογία της και βεβαιώνονται με την υπογραφή εκείνου που συντάσσει την έκθεση.
3. Εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο ποσού διακοσίων (200), τριακοσίων (300) και τετρακοσίων (400) ευρώ αντίστοιχα, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας. Σε περίπτωση που ασκήθηκε ένα ένδικο μέσο από ή κατά περισσότερων διαδίκων κατατίθεται ένα παράβολο από τους εκκαλούντες, αναιρεσείοντες ή αιτούντες. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο ως απαράδεκτο. Σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης του καταθέσαντος, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο σε αυτόν, αλλιώς διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο. Η υποχρέωση της παρούσας παραγράφου δεν ισχύει για τις διαφορές των άρθρων 614 αριθμ. 3 και 5, και 592 αριθμ. 1 και 3.
Άρθρο 498
2. Η προθεσμία για την κλήτευση των διαδίκων είναι τριάντα (30) ημέρες και, αν ο διάδικος που καλείται ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, εξήντα (60) ημέρες πριν από τη συζήτηση. Κατά τα λοιπά για τον προσδιορισμό δικασίμου ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 226.

Άρθρο 502
2. Όποιος άσκησε πρόσθετη παρέμβαση και δεν έλαβε μέρος κανονικά στη δίκη, και όταν θεωρείται ομόδικος του διαδίκου υπέρ του οποίου άσκησε την παρέμβαση, δεν έχει δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή, εκτός αν ανέλαβε τη δίκη.
Άρθρο 512
Οι αποφάσεις των ειρηνοδικείων σε διαφορές που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 466 έως 471 είναι ανέκκλητες.
Άρθρο 518
2. Αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι δύο έτη, που αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη.
Άρθρο 524
1. Στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 227, 233 έως 236, 237 παρ. 8 έως 11, 240 έως 312, 591 παράγραφος 1 εδάφιο α'έως γ'και 591 παράγραφος 4. Η κατάθεση των προτάσεων γίνεται έως την έναρξη της συζήτησης και η κατάθεση της προσθήκης σε αυτές έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συζήτηση.
2. Η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση του άρθρου 528. Η κατάθεση των προτάσεων και της προσθήκης σε αυτές γίνεται στις προθεσμίες του εδάφιο β'της παραγράφου 1.
3. Σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται. Το ίδιο ισχύει σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσιβλήτου ως προς την αντέφεση.

Άρθρο 527
Είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ'έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ'έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία'αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως.
Άρθρο 538
Με αναψηλάφηση, μπορούν να προσβληθούν οι αποφάσεις των ειρηνοδικείων, των μονομελών και των πολυμελών πρωτοδικείων, των εφετείων και του Αρείου Πάγου εφόσον δικάζει κατ'ουσίαν
Άρθρο 544
6) αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε ψευδή κατάθεση μάρτυρα ή διαδίκου, σε ψευδή έκθεση ή κατάθεση πραγματογνώμονα, σε ψευδή όρκο διαδίκου ή ενόρκως βεβαιώσαντος ή σε πλαστά έγγραφα, εφόσον το ψεύδος ή η πλαστότητα αναγνωρίστηκαν με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου και, αν πρόκειται για κατάθεση διαδίκου, και με δικαστική ομολογία του. Αν η άσκηση της ποινικής αγωγής ή η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας είναι αδύνατη, η αναγνώριση γίνεται με απόφαση που εκδίδεται σε κύρια αγωγή, η οποία ασκείται μέσα σε έξι μήνες από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και, αν η αδυναμία επήλθε κατόπιν, μέσα σε έξι μήνες από αυτήν,
Άρθρο 546
1. Η προθεσμία της αναψηλάφησης, καθώς και η άσκη-σή της, δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης, εκτός αν πρόκειται για αποφάσεις οι οποίες εκδίδονται στις γαμικές διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 592 αριθμ. 1 ή στις διαφορές που αφορούν τις σχέσεις γονέων και τέκνων, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 592 αριθμ. 2 ή διατάζουν την εξάλειψη υποθήκης ή προσημείωσης ή κατάσχεσης ή κηρύσσουν έγγραφο πλαστό και εφόσον σε όλες τις περιπτώσεις αυτές η προθεσμία αρχίζει από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Μπορεί όμως το δικαστήριο που δικάζει την αναψηλάφηση με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους που υποβάλλεται με τις προτάσεις να διατάξει σε περίπτωση εξάλειψης υποθήκης, προσημείωσης ή κατάσχεσης την άρση του ανασταλτικού αποτελέσματος με παροχή ανάλογης εγγύησης.
Άρθρο 548
Στη διαδικασία της κατ'αναψηλάφηση δίκης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 227, 233 έως 268, 271 έως 312, 524 παράγραφος 1 εδάφιο β'επ. έως 534 και 591 παράγραφος 4.
Άρθρο 560
Κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο:

1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς,
Ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν μπορεί να προβληθεί σε μικροδιαφορές,
2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόμος ή δίκασε ειρηνοδίκης του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση,
3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ'ύλην αρμοδιότητα,
4) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας.
5) αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης,
6) αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.
Άρθρο 562
4. Κατ'εξαίρεση ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, λόγο αναίρεσης από εκείνους που αναφέρονται στους αριθμούς 1, 4, 14, 16, 17 και 19 του αριμ. 559.
Άρθρο 564
2. Αν ο αναιρεσείων διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη, η προθεσμία της αναίρεσης είναι εξήντα (60) ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της απόφασης.

3. Αν η απόφαση δεν επιδόθηκε, η προθεσμία της αναίρεσης είναι δύο (2) έτη και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη.
Άρθρο 565
1. Η προθεσμία της αναίρεσης, καθώς και η άσκηση της, δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Στις γαμικές διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 592 αριθμ. 1, στις διαφορές του άρθρου 592 αριθμ. 2, που αφορούν σχέσεις γονέων και τέκνων, καθώς και σε δίκες που αφορούν εξάλειψη υποθήκης, προσημείωσης ή κατάσχεσης ή κηρύσσουν έγγραφο πλαστό, η προθεσμία της αναίρεσης, καθώς και η άσκησή της, αναστέλλει την εκτέλεση.
Άρθρο 568
2. Η γραμματεία του Αρείου Πάγου υποβάλλει χωρίς καθυστέρηση τα έγγραφα που κατατέθηκαν στον πρόεδρο του Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίζει το αρμόδιο τμήμα, και ο πρόεδρος του τμήματος με απλή σημείωση στο αντίγραφο της αναίρεσης που έχει κατατεθεί ορίζει:
α) δικάσιμο της υπόθεσης,
β) την προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να επιδοθεί η κλήση για συζήτηση,
γ) εισηγητή αρεοπαγίτη προς τον οποίον διαβιβάζεται ο φάκελος της δικογραφίας για τους σκοπούς του άρθρου 571.
Άρθρο 569
2. Οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης ως προς τα ίδια κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης και τα κεφάλαια εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά, ασκούνται μόνο με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου, τριάντα τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναίρεσης, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση. Αντίγραφο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων επιδίδεται πριν από την ίδια προθεσμία στον αναιρεσίβλητο και τους άλλους διαδίκους. Η επίδοση μπορεί να γίνει και στον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσιβλήτου, αν αυτός επισπεύδει τη συζήτηση. Αντίγραφα των πρόσθετων λόγων, τα οποία εκδίδονται ατελώς, αφού κατατεθούν από τον αναιρεσείοντα, παραδίδονται από το γραμματέα του Αρείου Πάγου ένα στον εισηγητή της υπόθεσης για τους σκοπούς του άρθρου 571 και ένα στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα στην παραπάνω προθεσμία των τριάντα ημερών. Τα ίδια εφαρμόζονται και όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο αναιρεσίβλητος ή ο άλλος διάδικος εκτός από τον αναιρεσείοντα.
Άρθρο 571
1. Αν ο εισηγητής κρίνει ότι η αναίρεση είναι απαράδεκτη ή ότι όλοι οι λόγοι της, αρχικοί και πρόσθετοι, είναι απαράδεκτοι ή προδήλως αβάσιμοι, εισηγείται προφορικώς σε τριμελές συμβούλιο, απαρτιζόμενο από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου ή το νόμιμο αναπληρωτή του και από δύο Αρεοπαγίτες, χωρίς κλήτευση των διαδίκων, την απόρριψη της αναίρεσης. Αν το συμβούλιο αποδεχθεί ομόφωνα την πρόταση του εισηγητή, εκδίδει διάταξη με την οποία ματαιώνεται η συζήτηση της υπόθεσης. Με την ίδια διάταξη επιδικάζεται στον αναιρεσίβλητο δικαστική δαπάνη, αν αυτός είχε καταθέσει προτάσεις, ενώ η αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου του υπολογίζεται στο μισό του ελάχιστου ορίου και ορίζεται παράβολο τριακοσίων (300) έως εννιακόσια (900) ευρώ. Επί εργατικών υποθέσεων το παράβολο μπορεί να μειωθεί έως το ποσό των διακοσίων (200) ευρώ. Τα ποσά των δύο προηγούμενων εδαφίων μπορούν να αυξομειώνονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Με επιμέλεια του γραμματέα σημειώνεται ο αριθμός της διάταξης του συμβουλίου στο πινάκιο και στο φάκελο της υπόθεσης και επιδίδεται κυρωμένο αντίγραφο της στον αναιρεσείοντα ή στο δικηγόρο που υπογράφει την αναίρεση ή τους πρόσθετους λόγους μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την έκδοσή της.
2. Αν εκδοθεί διάταξη της προηγούμενης παραγράφου, με την οποία ματαιώνεται η συζήτηση της υπόθεσης, μπορεί ο αναιρεσείων να ζητήσει με αίτηση του να συζητηθεί η υπόθεση στο ακροατήριο. Η αίτηση υποβάλλεται μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την επίδοση της διάταξης και κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου, η οποία συντάσσει σχετική έκθεση στο βιβλίο της παραγράφου 3. Στην αίτηση επισυνάπτεται με ποινή απαραδέκτου διπλότυπο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, από το οποίο προκύπτει η κατάθεση του παραβόλου που έχει ορισθεί με τη διάταξη. Ο αριθμός και η χρονολογία της έκθεσης σημειώνονται στο πρωτότυπο της αίτησης από τον συντάσσοντα την έκθεση, ο οποίος υπογράφει τη σχετική σημείωση. Η υπόθεση συζητείται κατά την ορισθείσα δικάσιμο. Στη σύνθεση του δικαστηρίου δεν μετέχουν τα μέλη του συμβουλίου της παραγράφου 1. Αν το δικαστήριο κρίνει παραδεκτή την αίτηση, ακυρώνει τη διάταξη του συμβουλίου και δικάζει την αναίρεση. Αν το δικαστήριο απορρίψει την αίτηση για συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο ως απαράδεκτη ή κρίνει μεν παραδεκτή την αίτηση, απορρίψει όμως στο σύνολο της την αναίρεση, διατάσσει συγχρόνως την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο ως δημόσιο έσοδο. Αλλιώς το παράβολο επιστρέφεται στον καταθέσαντα. Αν δεν υποβληθεί εμπρόθεσμα αίτηση για συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο ή η υποβληθείσα αίτηση απορριφθεί ως απαράδεκτη η αίτηση αναίρεσης θεωρείται πως δεν ασκήθηκε.
3. Αν ο εισηγητής δεν εισηγηθεί την απόρριψη της αναίρεσης ή δεν εκδοθεί απορριπτική διάταξη του συμβουλίου σύμφωνα με την παρ. 1 ή αν ο αναιρεσείων υποβάλει αίτηση να συζητηθεί η υπόθεση στο ακροατήριο, σύμφωνα με την παρ. 2, η υπόθεση συζητείται κατά την ορισθείσα δικάσιμο.

4. Οι διατάξεις του συμβουλίου που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο αυτό και οι αιτήσεις για συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο καταχωρίζονται σε ειδικά βιβλία που τηρούνται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου.
Άρθρο 574
Μετά την εκφώνηση της υπόθεσης αρχίζει η συζήτηση στο ακροατήριο και αγορεύουν, εφόσον το ζητήσουν, οι πληρεξούσιοι των διαδίκων. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, όταν παρίσταται, αγορεύει τελευταίος, εκτός αν είναι διάδικος ή εκπροσωπεί αναιρεσείοντα εισαγγελέα.
Άρθρο 575
Με αίτηση του εισαγγελέα ή κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο μπορεί να αναβάλει τη συζήτηση της υπόθεσης μία μόνο φορά σε μεταγενέστερη δικάσιμο, που ορίζεται αμέσως με επισημείωση στο πινάκιο. Τα εδάφια τρίτο και τέταρτο της παραγράφου 4 του άρθρου 226 εφαρμόζονται και εδώ. Σε κάθε περίπτωση αναβολής της συζήτησης το δικαστήριο μπορεί να διατηρήσει την κατά το άρθρο 565 παράγραφο 2 αναστολή.
Άρθρο 580
3. Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην αντίθετη περίπτωση παραπέμπει την υπόθεση σε ιδιαίτερη συζήτηση και, αν πρόκειται για τους λόγους που αναφέρονται στους αριθμούς 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. Αν, όμως, αναιρεθεί η απόφαση του τελευταίου αυτού δικαστηρίου, δικάζει αυτός την ουσία της υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή η υπόθεση εισάγεται με κλήση στο ίδιο τμήμα.
Άρθρο 581
2. Η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 524 παράγραφος 1 εδάφιο β'.
Άρθρο 585
2. Το έγγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 118 έως 120, και τους λόγους της. Νέοι λόγοι μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση, και κοινοποιείται στον αντίδικο μέσα σε εξήντα ημέρες (60) από την κατάθεση της ανακοπής ή, όταν πρόκειται για ειδικές διαδικασίες, οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση.»

830/2017 ΜΟΝ ΕΦΕΤ ΘΕΣ - ΕΡΓΑΤΙΚΗ - ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ - ΣΥΜΒΑΣΗ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ...Με την αναθεώρηση του Συντάγματος που έγινε με το από 6-4-2001 ψήφισμα της Ζ'Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ Α 84/17-4-2001) και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της Ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παράγραφος 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα κω αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής

$
0
0

Αριθμός απόφασης    830 /2017 ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
το ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Συγκροτήθηκε  από  τη  Δικαστή  Μαργαρίτα  Νrκάκη,  Εφέτη,  καr τη Γραμματέα Αναστασία Μήκα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17.10.2016 για να
δικάσει την ακόλουθη υπόθεση μεταξύ:


ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ...., που παραq:τάθΙJκε με δηλωσή:, κατ'  άρθpο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., του πληρεξουσίου  δικnvόΡου της ...., ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ  ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ  ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ:    Του    Ν.Π.Ι.Δ.   ...., που  εδρεύει στα Νέα Μουδανιά Χαλκιδικής και εκπροσωπείται νόμιμα και που παραστάθηκε με δήλωση,. κατ• άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., του πληρεξουσίου δικηγόρου της ..., ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η εκκαλούσα, από κοινού και με άλλους ενάγοντες, με τη με αριθ. κατάθεσης 1175/51/3.7 .2 013 αγωγή, που απηύθυνε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ• αυτή. Το Δικαστήριο εκείνο με την 16/2014 οριστική απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως προς την εκκαλούσα - ενάγουσα.. Κατά της απόφασης αυτής, η άνω ενάγουσα άσκησε στο Δικαστήριο που την εξέδωσε, απευθυνόμενη στο παρόν,   την   ένδικη   από   8.8.2015   και   με   αριθμό   έκθεσης    κατάθεσης 1 29/12 .10.2015 έφεσή της, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία  του  παρόντος  με  αρrθ . έκθεσης  κατάθεσης  3374 /16.10.2015. Για τη συζήτηση δε αυτής, που γράφτηκε νόμιμα με τη σειρά της στο σχετικό πινάκιο, ορίσθηκε δικάσιμος η αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν με δηλώσεις, κατ'άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., που υπογράφονται από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους κα1 οι οποίες παραδόθηκαν στον αρμόδιο γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου στις 14.10.2016, ενώ κατέθεσαν και έγγραφες προτάσεις.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ το ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση, με αριθ. έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου 129/12.10.2015 και με αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του παρόντος Δικαστηρίου 3374/16.10.2015, έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας ενάγουσας Ειρήνης Γαροφάλλου κατά της 16/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία που ακολουθείται για την επίλυση των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. Κ.Πολ.Δ., ως είχαν πριν την έμμεση κατάργησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 και που εφαρμόζονται όμως στην προκείμενη περίπτωση ως εκ του χρόνου άσκησης της  ένδικης  αγωγής), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται τέτοια επίδοση, από τη δημοσίευση δε αυτής, στις 18.2.2014, μέχρι την άσκηση της έφεσης δεν έχει παρέλθει τριετία (άρθρα 495, 498, 511,516,513 παρ. 1β', 517,518 παρ. 2,520 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, φερόμενη νομίμως στο Δικαστήριο αυτό, που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρα 498 και 19 Κ.Πολ.Δ., όπως το τελευταίο ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 72 παρ. 13  Ν. 3994/2011),  πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων λόγων της, κατά την αυτή ως άνω διαδικασία (άρθρα 532, 533 παρ. 1 και 674 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), μέσα στα όρια που καθορίζονται από τους λόγους της (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), δεδομένου, επιπρόσθετα, και του ότι δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους της εκκαλούσας λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. τελευταίο Κ.Πολ.Δ.). Ως εκ περισσού, επομένως , έχει αυτό καταβληθεί.
Με τη με αριθ. κατάθεσης 1175/51/3.7.2013 αγωγή, που άσκησε η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ... από κοινού  και  με λοιπούς εvάyο\!τες ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής,εξέθετε ότι προσλήφθηκε στις 12.2 .2002 από την πρώην Αμιγή Δημοτική Επιχείρηση Ν. Μουδανιών «ΤΑ ΜΟΥΔΑΝΙΑ», της οποίας οιονεί καθολική διάδοχος είνα1 η εναγομένη «Κοινωφελής Επιχείρηση του Δήμου Ν. Προποντίδας» Χαλκιδικής, προκειμένου  να  εργαστεί ως  υπάλληλος γραφείου στο Μουσείο Αλιευτικών σκαφών και εργαλείων του πρώην Δήμου Ν. Μουδανιών, και παρείχε σ'αυτήν τις συμφωνηθείσες  υπηρεσίες της κατά τα αναφερόμενα,  συνεχόμενα μεταξύ τους, χρονικά διαστήματα και μέχρ1 την 31.12.201Ο, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ή έργου, πράγματι δε δυνάμει μίας σύμβασης ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, αφού με την εργασία της κάλυπτε πάγιες, μόνιμες και διαρκείς ανάγκες της εναγομένης. Ότι, ειδικότερα, 01 ανωτέρω συμβάσεις εργασίας ή έργου στην πραγματικότητα αποτελούσαν μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αφού από την έναρξη της εργασιακής της σχέσης σε εκτέλεση των συμβάσεων αυτών, εργαζόταν καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες της εναγομένης, ο χαρακτηρισμός δε αυτών ως ορισμένου χρόνου   ή   ως  έργου   έγινε  προς  καταστρατήγηση  των   διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε η εvάγουσα κατ'ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, να αναγνωριστεί δικαστικά, κυρίως μεν βάσει της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920 και επικουρικά βάσει των διατάξεων των άρθρων 5, 6 και 11 του ΠΔ/τος 164/2004, ότι συνδέεται με την εναγομένη με μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από τον προαναφερθέντα χρόνο (12.2.2002).Επί της αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η εκκαλουμένη 16/2014 οριστική απόφαση, που απέρριψε την αγωγή ως προς την ανωτέρω ενάγουσα. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται η εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεση και ζητά, για τους σ'αυτή διαλαμβανόμενους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή ως προς αυτήν. Οι λόγοι τούτοι της έφεσης είναι παραδεκτοί και πρέπει να ερευνηθούν και από ουσιαστική άποψη.
Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την Π.Υ.Σ. 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι  συμβαλλόμενοι  με  τους όρους  της  συμφωνίας  τους, αποβλέπουν  στην παροχή  της εργασίας  που συμφωνήθηκε  και  στον μισθό,  ανεξάρτητα από τον  τρόπο  καθορισμού της προσβολής του, και ο εργαζόμεvσς υπόκειται στη νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσής του προς αυτές. Η σύμβαση αυτή διακρίνεται από την αναφερόμενη στο άρθρο 681 ΑΚ σύμβαση μισθώσεως  έργου,  επί  της οποίας δεν έχουν εφαρμογή or διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, κυρίως γιατί με τη σύμβαση εργασίας οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην εργασία που θα παρέχεται σε ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ενώ με τη σύμβαση μισθώσεως έργου οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού αποτελέσματος, η πραγμάτωση του οποίου συνεπάγεται την αυτόματη λύση της μεταξύ των συμβαλλομένων συμβατικής σχέσης (ΑΠ 122/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 127/2015). Από τον συνδυασμό, δε, των διατάξεων των άρθρων 648 και 669 Α.Κ. προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου υπάρχει όταν 01 συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας.  Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρι ορισμένο χρονικό σημείο ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου  γεγονότος  ή  του χρονικού σημείου παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη, είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότr τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση .αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 Α.Κ., παύει αυτοδικαίως όταν λήξει ο χρόνος για τον  οποίο  συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Ο ορθός δε νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης, ως κατ• εξοχήν  έργο  της δικαιοδοτικής λειτουργίας, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, μη δεσμευόμενο από τον χαρακτηρισμό που προσέδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη, κρίνει, ερμηνεύοντας το περιεχόμενό της, όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και οι περιστάσεις υπό τις οποίες συνήφθη η σύμβαση. Η δυνατότητα  του  ορθού  χαρακτηρισμού από  το  δικαστήριο  της  έννομης σχ  έ σης  ω  ς σύμβασl      έργου  ήεργασίας  ορισμέvου  ή αορίστου  χρόνου  δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου (και του ευρύτερου δημόσιου) τομέα (ΟλΑΠ 18/2006, ΑΠ 122/2016, ΑΠ 244/2015,  ΑΠ  6/2014, ΑΠ 79/2013). Εξάλλου, κατά τις διατάξε1ς του άρθρου 8 παρ. 1 εδ.  α  και 3 του ν. 2112/1920, όπως αυτό έχει τροποποιηθεf  και αυθεντικώς ερμηνευθεί  (ν. 4558/1920, άρθρο 11 α.ν. 547/1937), "Είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικειμένη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή διά τον υπάλληλον" (παρ. 1 εδ. α) και 'Άι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας  με ωρισμένην  χρονικήν  διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας τούτης δεν δικαιολογήται εκ της φύσεως της συμβάσεως,        αλλ'    ετέθη    σκοπίμως    προς        καταστρατήγησιν    των    περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος   νόμου"   (παρ.  3). .        Από τις διατάξεις αυτές, με τις οποίες επιδιώχθηκε η αντιμετώπιση των καταχρήσεων  σε βάρος  των εργαζομένων με τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προκύπτει ότι, όταν συνάπτονται            αλλεπάλληλες    συμβάσεις    εργασίας    ορισμένης        χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δ1και ολογείται από  τη φύση ή το είδος ή τον σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από  ειδικό λόγο    που        ανάγεται    ιδίως    στις    ιδιαίτερες        συνθήκες        λειτοuργϊας        της επιχείρησης, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αορίστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1, 2, 3 ν. 2112/1920 ή 1, 3, 5 β.δ.16/18-7-1920), ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης. Επακολούθησε ο ν. 2190/1994, στο άρθρο 21 του οποίου ορίζονται τα εξής: "Οι δημόσιες υπηρεσίες και τα  νομικά  πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 14 του παρόντος νόμου επrτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας Ιδιωτικού δrκαίου ορισμένου χρόνου για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων  αναγκών,  με  τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία  των  επόμενων παραγράφων"  (παρ. 1). 'Ή διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παρ. 1 δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ (8) μήνες μέσα σε συνολικό  χρόνο  δώδεκα  (12) μηνών.    Στις        περιπτώσεις    προσωρινής        πρόσληψης    προσωπικού        για αντιμετώπιση, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) μήνες για το ίδ ιο άτομο. Παρότι ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες" (παρ. 2 εδ. α, β και γ). Στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι τα αρμόδια για την εκκαθάριση των αποδοχών όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλλουν τις αποδοχές στο προσωπικό που συμπλήρωσε την κατά τις προηγούμενες παραγράφους διάρκεια απασχόλησης, άλλως καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν, ενώ στην παράγραφο 5 του ίδωυ άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1Οε ν. 2225/1994, ορίζεται ότι οι προϊστάμενοι ή άλλα αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των προηγούμενων παραγράφων διώκονται για παράβαση καθήκοντος κατά το άρθρο 259 Π.Κ. και πειθαρχικά. Σύμφωνα δε με την παρ. 1  του άρθρου 14 του fδιου ν. 2190/1994, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 ν. 2527/1997, στις διατάξεις του άρθρου αυτού υπάγονται μεταξύ άλλων και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης (ΑΠ 104/2016 ΤΝΠ Νόμος), ενώ, με το άρθρο 1  παρ. 3 και 6 του ν. 2527/1997 "τροποποίηση και συμπλήρωση των διατάξεων για τις προσλήψεις στον δημόσιο τομέα"οι αμιγείς και μικτές επιχειρήσεις των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, στις οποίες ο οργανισμός τοπικής αυτοδικοίκησης κατέχει άμεσα ή έμμεσα "ιu• :;::/,ύ -.ουλάχιστον του εταιρικού κεφαλαίου, υπήχθησαν στο σύστημα προσλήψεων του ν. 2190/1994  ως  προς την πρόσληψη τακτικών και με σύμβαση  ορισμένου  χρόνου διοικητικών υπαλλήλων των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ, καθώς και του τακτικού και με σύμβαση ορισμένου χρόνου προσωπικού της κατηγορίας ΥΕ (βλ. και ΑΠ 531/2016 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 του Συντάγματος επιβάλλεται να υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των ΟΤΑ κα1 λοιπών ΝΠΔΔ, κατ'εξαίρεση, δε, μπορεί να προβλέπεται από ειδικό νόμο για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου, ενώ με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου γίνεται πρόβλεψη για την πλήρωση οργανικών θέσεων ιδ1ωτικού επιστημονικού και τεχνικού προσωπικού με πρόσωπα που προσλαμβάνονται με σχέση 1δ1ωτικού δικαίου. Με την αναθεώρηση του Συντάγματος που έγινε με το από 6-4-2001 ψήφισμα της Ζ'Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ Α 84/17-4-2001) και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της Ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας  κατά τις προσλήψεις  στο  Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του  Συντάγματος  παράγραφος 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και  στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα κω αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής. Επίσης, στο ίδιο πιο πάνω άρθρο προστέθηκε παράγραφος 8 που προβλέπει ότι: "Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων  και  πέραν  των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεf να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από τον νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. 01  απαγορεύσεις  της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους  με σύμβαση έργου". Έτσι, με την αναθεώρηση του άρθρου 103  του Συντάγματος η Ζ'Αναθεωρητική Βουλή  επέβαλε  στον  κοινό  νομοθέτη  και στη διοίκησr. αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού  για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις π10 πάνω διατάξεις του  ν.  2190/1994 και 01 οποίοι κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 103 παρ. 7 κα1 8 τ ου  Συντάγματος,• τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο,  τους  οργαν1σμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα άλλα νομικά πρόσωπα  του  ευρύτερου δημόσιου τόμέα με υπαλληλική σχέση δημόσιου δ1καίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση  εργασίας  ιδιωτικού  δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου συναπτόμενες με  το  Δημόσιο,  τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων  του  άρθρου  103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος (ήτοι από τις 17-4-2 001 και εφεξής) δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω ιωι  αν καλύπω υν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκωρες ή απρόβλεππ ς αvάγκες.
Ούτε καταλείπεται πεδίο εκτfμησης των συμβάσεων αυτών, κατ'ορθό νομικό χαρακτηρ1σμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικα σία, ως συμβάσεων αορίστου χρόνου στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες αφού, έστω και αν τούτο συμβαίνει, βάσει  των  πιο πάνω διατάξεων ο εργοδότης δεν έχει ευχέρεια για τη σύναψη σύμβασης εργασίας αορfστου χρόνου. Συνεπώς, στις  συμβάσεις  αυτές  δεν  είναι δυνατή η εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 (Ολ.ΑΠ 19 και 20/2007). Αντίθετα, η τελευταία  αυτή  διάταξη μπορεί να εφαρμοσθεί σε διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίσθηκαν με το Δημόσ10, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα πριν  από  την έναρξη της ισχύος των τροποπο1ημένων διατάξεων του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος. Τούτο, διότι οι συμβάσεις αυτές, παρά την τυχόν απαγόρευση από τον νόμο της σύναψής τους ως  τέτοιων  (αορίστου χρόνου), είχαν ήδη πριν από την έναρξη της ισχύος των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων προσλάβ ι τον χαρακτήρα  της  σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, τον οποίο διατήρησαν και μετά ταύτα (Ολ.ΑΠ 7/2011 και 8/2011). Περαιτέρω, στις 1 0-7-1999  δημοσιεύτηκε  στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται όη στα κράτη­ μέλη παρέχεται προθεσμία συμμορφώσεως προς το περιεχόμενο της Οδηγίας αυτής έως τις 10-7-2001, με δυνατότητα παράτασης της εν λόγω προθεσμίας έως τις 10-7-2002, της οποίας δυνατότητας έκανε χρήση η Ελλάδα . Στη ρήτρα 5 της πιο πάνω οδηγίας ορίζεται ότι τα κράτη-μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται,  τις συνθήκες  υπό τις οποίες συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται "διαδοχικές"και χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου. Ήδη, ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα προεδρικά διατάγματα 81/2003 και 164/2004, η ισχύς των οποίων άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (2-4-2003  και  19-7-2004  αντίστοιχα)  και το δεύτερο από τα οποία αναφέρεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου  χρόνου  στον  δημόσιο  τομέα.  Το  άρθρο  5  του τελευτα ίου αυτού προεδρικού διατάγματος ορfζει τα εξής: "1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και  του ιδίου  εργαζόμενου  με  την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους η παρεμφερείς  όρους  εργασίας,  εφόσον  μεταξύ  των συμβάσεων αυτών  μεσολαβεί  χρον1κό  διάστη μα  μικρότερο  των  τρ1ών μηνών. 2. Η κατάρηση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται  κατ•  εξαίρεση, εφόσον δικαιολογεfται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν 01 επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για τήν εξυπηρέτηση  ειδικών  ομοε1δών  αναγκών  που  σχετίζονται  ευθέως  και αμέσως με τη μορφή  ή το είδος  ή τη  δραστηριότητα  της επ1χείρηση  ς. 3...  4. Σε κάθε περίπτωση,  ο  αριθμός  των  διαδοχικών  συμβάσεων  δεν.επιτρέπεται να εfναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων τη ς παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου". Ως κύρωση γ1α τη ν περίπτωση της παράνομης, ήτοι κατά παράβαση των  ως  άνω  κανόνων,  κατάρτισης δ1αδοχικών συμβάσεων προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του ίδιου προεδρικού διατάγματος η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους καJ η καταβολή  στον  εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε,  εφόσον  οι  άκυρες συμβάσεις εκτελέστηκαν εν όλω ή εν μέρει, όσο και αποζημίωσης ίσης  με το ποσό "το οποιο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση   καταγγελίας   της   συμβάσεώς   του",   ενώ  θεσπίστηκε   ποινική και πειθαρχική ευθύνη για •την παράβαση των κανόνων αυτών. Όμως,  ενόψει του ότι οι πιο πάνω διατάξεις του ΠΔ/τος 164/2004 άρχισαν να ισχύουν από τις 19-7-2004, το διάταγμα αυτό έπρεπε να περιλάβει και ρυθμίσεις που να εξασφαλίζουν οπωσδήποτε από τις 10-7-2002, οπότε έληξε η προθεσμία προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην πιο πάνω Οδηγία, την προσαρμογή αυτή. Έτσι, με το άρθρο 11 παρ. 1 περ. α, 2 εδ. α και β, 3 και 5 του πιο πάνω προεδρικού διατάγματος ορίζονται τα εξής: "Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1  του  άρθρου  5  του  παρόντος  διατάγματος,  οι οποίες έχουν συναφθεί πριν  την  έναρξη  ισχύος  του  παρόντος  και  είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου  χρόνου  εφόσον  συντρέχουν  αθροιστικά  οι   ακόλουθες προϋποθέσεις: α)Σuνολική χρονική  διάρκεια  διαδοχικών  συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος  του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων  ή  τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος,  με  συνολικό ελάχιστο  χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα  σε  συνολικό  χρονικό  διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση" (παρ. 1 περ. α' ). "Για τη διαπίστωση     της συνδρομής  των  κατά την προηγούμενη  παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον 01κείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και, όπου δεν υπάρχει, το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία" (παρ. 2 εδ. α'και β'). "Οι κατά την παρ. 2 κρίσεις του αρμόδιων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3)  μηνών από τη διαβίβαση  σε αυτό των σχετικών κρίσεων" (παρ. 3). "Στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και 01 συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξε κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών  πριν  την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος, λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση του εδ. α'της παρ. 1 του παρόντος άρt,ρου πρέπει να συντρέχει κατά τον χρόνο λήξης της σύμβασης" (παρ. 5). Συνεπώς, εφόσον δεν συντρέχουν οι πιο πάνω προϋποθέσεις, μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου δεν μπορεί να γίνει (Ολ.ΑΠ 19 και 20/2007, ΑΠ 104/2016, ΑΠ 122/2016, ΑΠ 142/2016, ΑΠ 177/2016, ΑΠ 413/2016, ΑΠ 483/2016,  ΑΠ 531/2016,  ΑΠ  401/2015  δημ/νες  σε ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου,
στο άρθρο 3 περίτττ. δ'του προαναφερόμενου ΠΔ/τος ορίζεται ότι, για την εφαρμογή του διατάγματος αυτού, ως "σύμβαση"νοείται όχι μόνο η τυπική σύμβαση (δηλαδή η καταρτισθείσα εγκύρως με έγγραφη σύμβαση), αλλά και η απλή σχέση εξαρτημένης εργασίας, καθώς και οποιαδήποτε  άλλη σύμβαση έργου ή σχέση, υπό την οποία υποκρύπτεται τέτοια σχέση εξαρτημένης εργασίας (ΑΠ 590/2011, Σ.τ.Ε. 2427/2010). Κατά την έννοια, τέλος, των συνδυασμένων διατάξεων των ανωτέρω άρθρων 5 παρ. 1 και 11 παρ. 1 περ. δ'του Π.Δ. 164/2004, οι συμβάσεις, που έχουν καταρτισθεί μεταξύ του ίδιου εργοδότη κα του ίδιου εργαζομένου με την ίδια  ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, θεωρούνται ως διαδοχικές συμβάσεις, οι οποίες, συντρεχουσών των προϋποθέσεων που προβλέπονται αθροιστικώς στην παρά γραφο 1 του ως
άvω άρθρου 11, δύνανται να θεμελιώσουv δικαίωμα μετατροπής τους, εφεξής, σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, μόνον εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα  μικρότερο  των  τριών μηνών. Επομένως, ως αρχική τέτοιων διαδοχικών συμβάσεων, με βάση την οποία ελέγχεται, μεταξύ άλλων, και η συνδρομή των προϋποθέσεων της περιπτώσεως δ'της παραγράφου 1 του ως άνω άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004, θεωρείται η πρώτη από τις αλληλοδιάδοχες  συμβάσεις,  μεταξύ των οποίων μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών, αφού μόνον με βάση τέτοιες συμβάσεις είναι δυνατή κατ'αρχάς, με τη  συνδρομή και των λοιπών νομίμων προϋποθέσεων, η μετατροπή της σχέσης εργασίας σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου (ΑΠ 280/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1324/201Ο, Σ.τ.Ε. 634/201Ο, ΣτΕ. 28/2008).
Στην περίπτωση που κρίνεται και σύμφωνα με τα όσα ανωτέρω αναφέρονται, η αγωγή με το προαναφερόμενο περιεχόμενο και αίτημα, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωσή της στις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 3 άνω Ν. 2112/1920, είναι νομικά αβάσιμη, αφού, αν υποτεθεί ότι είναι αληθή τα εκτιθέμενα σ• αυτή, οι μεταξύ των ήδη αντιδίκων διαδοχικές συμβάσεις εργασίας  ορισμένου  χρόνου  n έργου,  στην  πραγματικότητα δε εργασίας καταρτίσθηκαν από τις 12-2-2002 και εφεξής, δηλαδή μετά τις 17-4-2001, αφότου, κατά τα προεκτεθέντα, άρχισε η ισχύς των  αναθεωρημένων διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος  και  ειδικότερα  των παραγράφων 7 και 8 αυτού, με τις οποίες απαγορεύεται η κατά τις διατάξεις του ν. 2112/1920 μετατροπή σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που έχουν καταρτισθεί με τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και  τα  λοιπά  νομικά  πρόσωπα δημοσίου δικαίου, όπως η εναγομένη, ακόμα και αν με αυτές καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη. Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, συναπτόμενες υπό την ισχύ των εν λόγω διατάξεων των άρθρων 103 του Συντάγματος και 21 του Ν. 2190/1994 με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και όλους τους υπόλοιπους φορείς που  ανήκουν  στον  ευρύτερο δημόσιο τομέα, δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις  αορίστου  χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες  και  διαρκείς  και  όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες. Ούτε είναι δυνατή η εκτίμηση της επίδικης σύμβασης κατ• ορθό νομικό χαρακτηρισμό  της  έννομης  σχέσης κατά τη διαδικαστική διαδικασία, ως σύμβασης  αορίστου  χρόνου,  έστω  και αν καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αφού η εναγομένη βάσει  των  ως άνω διατάξεων, δεν έχει πλέο\Ι ευχέρεια. γισ τη σύναψη σύμβασης αορίστου χρόνου. Τυχόν αντίθετη ερμηνεία, ότι δηλαδή οι προκείμενες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου θα μπορούσαν να αναγνωριστούν, κατ• ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως ενιαία σύμβαση  αορίστου χρόνου και μετά την ως άνω συνταγματική μεταρρύθμιση, θα είχε ως συνέπεια τη διαιώνιση ενός αποδοκιμασμένου από τον αναθεωρητικό νομοθέτη φαινομένου. Η διάταξη αυτή του άρθρου 8 του ν. 2112/1920, ούτε κατ'επιταγή της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ έχει εφαρμογή κατά το μεσοδιάστημα από 10-7-2002 (ημερομηνία λήξης της προθεσμίας προσαρμογής) μέχρι την έναρξη της ισχύος του ΠΔ 164/2004, αλλά βέβαια και μετά την έναρξη ισχύος  του ΠΔ/τος αυτού (ΟλΑΠ 19 και 20/2007, ΑΠ 122/2016, ΑΠ 142/2016 ΑΠ 244/2015, ΑΠ 6/2014, ΑΠ 79/2013, ΑΠ 696/2013, ΑΠ 64/2010). Νόμιμη, ωστόσο, κρίνεται η αγωγή κατά την επικουρική της βάση, ως ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 5 και 11 ΠΔ/τος 164/2004, 648, 656 ΑΚ και 70 Κ.Πολ.Δ., και πρέπει να ερευνηθεί και από ουσιαστική άποψη.
Από  τα έγγραφα που με επίκληση  νόμιμα πρl?σκομίζουν  οι διάδικοι, ορισμένα από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω, δίχως κάποιο από αυτά να  παραλειφθεί  για  την  κατ'  ουσία  διάγνωση  της  διαφο. ράς,  μεταξύ  των οποίων περιλαμβάνονται και οι •πρυσκομιί,όμενες από την ενάγουσα αποφάσεις πολιτικών Δικαστηρίων, που εκδόθηκαν κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών και λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1503/2009 ΔΕΕ 201Ο, 2020, ΑΠ 472/2004 Δίκη 2005,  368, ΑΠ  1286/2003   ΧρΙΔ   2004,  245,  ΑΠ  156/2000   ΑρχΝ   ΝΒ,  415, ΕφΠειρ
43/2006 ΠειρΝ 2006, 165) (μάρτυρες δεν εξετάστηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο), αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Δυνάμει της από 12-2-2002 ατομικής σύμβασης εργασίας, που καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας Ειρήνης Γαροφάλλου και, τυπικά, του «Εμπορικού Πολιτιστικού Κέντρου του Αγίου Μάμαντος,>, ουσιαστικά όμως με την πρώην Αμιγή Δημοτική Επιχείρηση Νέων Μουδανιών «ΤΑ ΜΟΥΔΑΝIΑ>,, η πρώτη προσλήφθηκε από την επιχείρηση αυτή, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως διοικητική υπάλληλος γραφείου στο Μουσείο Αλιευτικών Σκαφών και Εργαλείων του πρώην Δήμου Νέων Μουδανιών κω ήδη Δήμου Νέας Προποντίδος. Η χρονική διάρκεια της σύμβασης ορίστηκε διετής, αρχόμενη στις 12-2-2002 και λήγουσα στις 12-2-2004. Στις 5-9-2005 η ενάγουσα συνήψε με την άνω Δημοτική Επιχείρηση («Τα Μουδανιά») σύμβαση έργου , η δυνάμει και σε εκτέλεση της οποίας ανατέθηκε σ'αυτή «το έργο» της διοιιcητικής στήριξης του εν λόγω Μουσείου, καθώς και η πώληση των εισιτηρίων και η ξενάγηση των επισκεπτών, έναντι χρηματrκής αμοιβής 12.925,00 ευρώ. • Η δ1άρκεια της σύμβασης ορίστηκε για το χρον1κό διάστημα από τις 5-9-2005 μέχρι 31-5-2006 και ανανεώθηκε στη συνέχεια, με διαδοχικές συμβάσεις μίσθωσης έργου, με το ίδιο αντικείμενο και με διάρκεια από 1-9-2006 έως 31-5-2007, έναντι χρηματικής αμοιβής 11 .200,00 ευρώ, από 17-9-2007 έως 17-3-2008, έναντι χρηματικής αμοιβής 12.5 00,00 ευρώ, από 1-6-2008 έως 31-12-2008, έναvη χρηματικής αμο1βής 9.1 00 ,00 ευρώ, από 17-4-2009 έως 31-12-2009, έναντι χρηματικής αμοιβής 14.220,00 ευρώ. Τέλος, στ1ς 24 -12-2 009 η ενάγουσα συνήψε με τον Δήμο Μουδανιών σύμβαση έργου, η διάρκεια της οποίας ορίστηκε από 24-12-2009 έως 23-12- 2010, αντί χρηματικής αμοιβής 16.000 ,00 ευρώ. Με την τελευταία αυτή σύμβαση η ενάγουσα ανέλαβε την εκτέλεση του έργου της φύλαξης των εγκαταστάσεων των τριών βιολογικών σταθμών του Δήμου. Εν τω μεταξύ, με την υπ'αριθμ. 879/5-3-2009 απόφαση του Γ.Γ. της Π.Κ.Μ. (ΦΕΚ 644/Β/8- 4-2009), η Αμιγής Δημοτική Επιχείρηση Ν. Μουδαv1ών 'Τ Α ΜΟΥΔΑΝΙΑ'', μετατράπηκε, σύμφωνα με το άρθρο 269 του Νόμου 3463/2006 και τις πρ9βλέψεις του άρθρου 254 του ίδιου Νόμου, σε Δημοτική Κοινωφελή Επιχείρηση Μουδανιών (ΔΗ.Κ.ΕΜ), ενώ ακολούθως, με την 78/28.2.2011• απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Νέας Προποντίδας (ΦΕΚ Β 590/2011) αποφασίστηκε η συγχώνευση της Δημοτικής αυτής επιχείρησης (ΔΗ.ΚΕ.Μ.) με τη "Δημοτική Κοινωφελή Επιχείρηση Τρίγλιας", και τη "Δημοτική Κοινωφελή Επιχείρηση του Δήμου Καλλ1κρά τε1ας" (αμφότερες Κοινωνικές Επιχειρήσεις του δήμου Νέας Προποντίδας) κα1 η σύσταση ενιαίας Κοινωφελούς Δημοτικής επιχείρησης, της «Κοινωφελούς Επιχείρησης Δήμου  Νέας  Προποντίδας»,  νυν  εναγομένης,  η  οποία  συνεπώς  νομίμως ενάγεται. Με την αγωγή της η ενάγουσα επ1κα λείται, όπως κα1 πιο πάνω αναφέρεται, αδιάλειπτες διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας με την εναγομένη, ως διάδοχο φορέα του αρχικού της εργοδότη, ήτοι της άνω Αμιγούς Δημοτικής Επιχείρησης «ΤΑ ΜΟΥΔΑΝΙΑ». Πλην όμως, ο 1σχυρισμός της αυτός δεν αποδεικνύεται βάσιμος, καθώς - κατ'αρχάς­ έγγραφες συμβάσεις της προσκομίζονται όσες ανωτέρω αναφέρονται. Ισχυρίζεται βεβαίως ότι, κατά τα μεσολαβήσαντα μεταξύ των διαδοχικών τούτων συμβάσεων ενδιάμεσα χρον1κά δ1αστήματα, απασχολείτο από την εναγομένη με απλή σχέση εργασίας με την ίδια ως άνω ειδικότητα, ήτοι ως διοικητική υπάλληλος γραφείου, με πλήρες ωράριο και σχέση πλήρους εργασιακής εξάpϊησης, υπό τις οδηγίες ϊω\'προϊσταμένων των αρμοδίων οργάνων της εναγομένης, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες της επιχείρησης και, συγκεκριμένα, από τις 13-2-2004 έως 4-9-2005, από 1-6- 2006 έως 31-8-2006, από 1-6-2007 έως 16-9-2007, από 18-3-2008 έως 31-5-2008 και από 1-1-2009 έως 16-4-2009. Τα επικαλούμενα, όμως, αυτά περιστατικά, και δη η απασχόλησή της με οποιαδήποτε μορφή εργασιακής σχέσης από τίς13-2-2004 έως 19-7-2004,_η οποία εν προκειμένω και μόνον ενδιαφέρει, δεδομένου ότι ενδεχόμενη απασχόλησή της μετά την έναρξη εφαρμογής του ΠΔ/τος 164/2004, ήτοι μετά τις 19-7-2004, δεν δύναται να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο -καθόσον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 του ίδιου άνω ΠΔ/τος, απαγορεύεται και είναι αυτοδικαίως άκυρη οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται εφεξής κατά παράβαση των  διατάξεων των άρθρων 5 και 6 αυτού- ουδόλως αποδείχθηκαν. Μάρτυρας δεν εξετάστηκε, ώστε να καταθέσει περί του θέματος αυτού, ούτε η ενάγουσα προσκομίζει οποιοδήποτε    έγγραφο    αποδεικτικό    του    περί    τούτου ισχυρισμού της στοιχείο, όπως αποδείξεις καταβολής των νομίμων αποδοχών της από την εναγομένη ή τυχόν παρουσιολόγιο, από το οποίο να αποδεικνύεται η επικαλούμενη από •13-2-2004 έως 19-7-2004 ή, έστω, έως και τρεις μήνες πριν την i 9-ϊ-Lull'-t  προσέλευση της στην εναγομένη , όπου διατείνεται ότι απασχολειτο με πλήρες μάλιστα ωράριο, όπως και οι λοιποί μόνιμοι υπάλληλοι της αντιδίκου της. τούτο δε καθόσον, όπως αναφέρεται και στη μείζονα σκέψη που προηγείται, στις διατάξεις τqς παρ. 1 του άρθρου 11 του άνω ΠΔ/τος 164/2004 συμπεριλαμβάνονται και οι  συμβάσεις  οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη ισχύος του ΠΔ/τος, λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του διατάγματος αυτού. Αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί από την προσκομιζόμενη με  αριθ. πρωτ. 17376/23-12-2010 βεβαίωση του Δημάρχου Μουδανιών, καθώς  σ'αυτή βεβαιώνεται ότι η ενάγουσα απασχολήθηκε στον Δήμο Μουδανιών, με πλήρες ωράριο όλες τις εργάσιμες ημέρες του χρόνου, την τετραετία  2007 έως 201Ο, που δεν ενδιαφέρει την κρινόμενη περίπτωση. Επομένως, ανεξαρτήτως συνδρομής ή μη των τασσομένων από  τις  διατάξεις  του άρθρου 11 παρ. 1 στοιχ. β', γ'και δ'ΠΔ/τος 164/2004 ουσιαστικών προϋποθέσεων, ήτοι του εάν οι παρεχόμενες υπηρεσίες της προς την εναγομένη συνιστούσαν σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασ ίας ορισμένου χρόνου με πλήρες ωράριο και όχι σύμβαση μίσθωσης έργου και του εάν κάλυπτε  με  την εργασία της πάγιες και διαρκείς ανάγκες   της επιχείρησης ως υπάλληλος γραφείου και όχι έκτακτες και απρόβλεπτες ανάγκες, ουδόλως συντρέχει εν προκειμένω η τυπική προϋπόθεση της παραγράφου 1 του ίδιου ανωτέρω άρθρου, ήτοι της ενεργούς σύμβασης εργασίας έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος αυτού (19-7-2004) (ήτοι, έως  και  τρεις μήνες  πριν την 19-7-2004), καθόσον η αρχική σύμβαση εργασίας της είχε ήδη λήξει στις 12-2-2004 και η επομένη σύμβαση σuνάφθηκε στις 5-9-2005, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος του προεδρικού διατάγματος. Δεν συντρέχουν, συνεπώς, εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής της μεταβατικής ισχύος  διάταξης του άρθρου 11 παρ. 1 ΠΔ/τος 164/2004, ώστε η αγωγή κατά την επικουρική της βάση, την ερειδόμενη στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου αυτού (11 παρ. 1 περ. αΊ 2 εδ. αΊ βΊ 3  ΠΔ/τος  164/2004),  κρίνεται  αβάσιμη  στην ουσία της και πρέπει να απορριφθεί.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ως βάσιμη κατά νόμο την αγωγή, ως θεμελιούμενη στις διατάξεις της 1999ΠΟ/ΕΚ Οδηγίας, των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος και των άρθρων 5 καt 11 του ΠΔ/τος 164/2004 που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη ϊης παρούσας και την απέρριψε ως αβάσιμη από ουσιαση κr1 ό.ϊ1 v ψ ; 1, ι-'- 1Cι σκεπηκό ότι, ναι μεν η ενάγουσu  απασχολήθηκε  στην εναγομένη  δυνάμει συμβάσεως  εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου κατά το χρονικό διάστημα από 12-2-2002 έως 12-2-2004 (   και  κατόπιν,  από  1-6-2004  μέχρι  30-5-2006  (αλλά  και   μετέπειτα) δυνάμει/ συμβάσεως έργου, όμως δεν αποδείχθηκε ότι η σύμβαση  αυτή είχε στην (\ πραγματικότητα τον χαρακτήρα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, κω δη αορίστου χρόνου, για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών της εναγομένης. Κρίνοντας έτσι και απορρίπτοντας σιγή ως αβάσιμη κατά νόμο την αγωγή κατά την επιχειρούμενη κύρια θεμελίωσή της στις διατάξεις του άρθρου 8 ν. 2112/1920 και ως αβάσιμη στην ουσία της την αγωγή κατά την επικουρική  της βάση (τη θεμελιούμενη  στις διατάξεις  του άνω  άρθρου 11 Δ/τος 164/2004) με τις αιτιολογίες που πιο πάνω αναφέρονται , ορθά κα•τ αποτέλεσμα έκρινε και δεν έσφαλε. Πρέπει μόνο να συμπληρωθούν και να αντικατασταθούν (κατά περίπτωση) οι αιτιολογίες αυτής (Κ.Πολ.Δ. 534). r•ι αυτό, και οι τα αντίθετα υποστηρίζοντες πρώτος και δεύτερος αντίστοιχα λόγοι της έφεσης, όπως αυτοί εκτιμούνται ορθά από το Δικαστήριο , με τον πρώτο   από  τους  οποίους  η  εκκαλούσα  παραπονείται        για εσφαλμένη ερμηνεία    και    εφαρμογή    των    διατάξεων    του    νόμου    που    πιο    πάνω αvαφέρονται, με τον δε δεύτερο παpαποvεfται για πλημμελή εκτίμηση και αξιολόγηση του προσαχθέντος εν γένει αποδεικτικού υλικού κατά την ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης, κρίνονται αβάσιμοι και απορριπτέοι, όπως και η υπό κρfση έφεση στο σύνολό της. Η εκκαλούσα πρέπει  να καταδικαστεί, λόγω της ήττας της, στην καταβολή των  δικαστικών  εξόδων της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 189 και 191 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό και υπολογιζόμενα σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ. 1 εδ.  α  Ν.  4194/2013 (Κώδικα Περί Δικηγόρων), σε συνδυασμό με τα άρθρα 68 παρ. 1 και 63 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα. Τέλος, ανεξαρτήτως της απόρριψης της έφεσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του καταβληθέντος παραβόλου, αφού αυτό έχει καταβληθεί χωρίς να υφίσταται υποχρέωσή της από  τον νόμο, όπως στην αρχή της παρούσας αναφέρεται.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την Εφεση της εκ των εναγόντων ....κατά της με αριθ. 16/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς  Πρωτοδικείου  Χαλκιδικής; που δίκασε αντιμωλία  των διαδίκων κα'τά την ειδική  διαδικασία  των  άρθρων •663 επ. Κ.Πολ.Δ., επί  της με αριθ.κατάθεσης 1175/51/3.7 .2013
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και ΑΠΟΡΡΙΠΤΙΞΙ αυτή στην ουσία
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ. ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου της έφεσης, ποσού διακοσίων (200) ευρώ, που καταβλήθηκε με το με αριθ.4122/12-10-2015 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Ν. Μουδανιών.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του παρόντος    Δικαστηρίου,    σε    έκτακτη    δημόσια    συνεδρiασή    του    στη Θεσσαλονίκη,   στις   31   Μαρτίου  2017   αποντω.ν  τωϊι•διαδiκων   και   των
πληρεξουσίων δικηγόρων τους, με παρούσα τη Γραμματέα.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΡΓΑΤΙΚΗ - Αριθμός 14 /2007 το ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ - δημοτικη επιχειρηση - ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η ενάγουσα ......, από τις 12.2.2002 μέχρι και την 15.6.2006 , παρέχει τις υπηρεσίες τ 6 στον εναγόμενο και ότι συνδέεται με τον τελευταίο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ως εξυπηρετούσα πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτού.

Previous: 830/2017 ΜΟΝ ΕΦΕΤ ΘΕΣ - ΕΡΓΑΤΙΚΗ - ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ - ΣΥΜΒΑΣΗ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ...Με την αναθεώρηση του Συντάγματος που έγινε με το από 6-4-2001 ψήφισμα της Ζ'Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ Α 84/17-4-2001) και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της Ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παράγραφος 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα κω αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής
$
0
0
Αριθμός    14 /2007
το ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ

Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών
•    Συγκροτήθηκε από τον Δ1καστή Χρήστο Παπαγεωργόπουλο , Πρωτοδίκη, που όρισε η Πρόεδρος Πρωτοδικών και τη Γραμματέα Καλλιόπη Κοσμά.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πολύγυρο, την 16 Μαϊου 2007 για να δικάσει την ακόλουθη υπόθεση :
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΥΣΩΝ: 1) .....2 , κατοίκων Χαλκιδικής,οι οποίες παραστάθηκαν στο Δικαστήριο διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους ..

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ : Ο.Τ.Α με την επωνυμία  ... Χαλκιδικής και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε  διά  του  πληρεξούσιου  δικηγόρου  ...
Οι ενάγουσες άσκησαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 14.3 .2006 και με αριθμό κατάθεσης 765/41/15.6 .2006 αγωγή, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε η 20/12/2006 και μετά από νόμιμη αναβολή,  η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζητηση της υπόθεσης 01 πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ το ΝΟΜΟ
Με την κοινοτικη οδηγία 1999ΠΟ/Ε.Κ., που εκδόθηκε από το Συμβούλιο της Ε.Ε., στις 28.6.1999, ύστερα από τη συμφωνία - πλαίσιο την οποία συνήψαν, στις 18-3-1999, οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα CES, UNICH και CEEP (κωδ. ΕΕΔ 59.186 επ.), καταλαμβάνει και το δημόσιο τομέα και εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, σε κάθε περίπτωση που υποκρύπτεται σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, καθορίζονται ως βασικοί στόχοι: α) η αποφυγή δυσμενών διακρίσεων εις βάρος των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, αναφορικά με τις συνθήκες απασχόλησης, την προϋπηρεσία κ.λ.π. (ρήτρα 4) και β) η λήψη μέτρων από τα κράτη - μέλη για την αποφυγή καταχρήσεων κατά τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (ρήτρα 5), με τη θέσπιση κανόνων που καθορίζουν ανηκειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων διαδοχικών συμβάσεων, τη μέγιστη συνολική διάρκειά τους, τον αριθμό των ανανεώσεων και τον, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, προσδιορισμό, όταν χρειάζεται, των συνθηκών υπό τις οποίες 01 συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου    χρόνου        θεωρούνται    «διαδοχικές»            και    χαρακτηρίζονται    ως συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου. Αλλά ειδικότερα στην ελληνική έννομη τάξη, ανεξάρτητα από το χρόνο ενσωμάτωσης της ως άνω οδηγίας, στις 2.4.2003 με το Π.Δ. 81/2003 και ως προς το δημόσιο τομέα με το Π.Δ. 164/2004, δηλαδή μετά την προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 1 της οδηγίας, στις 10-7-2001 και την παράταση της προθεσμίας για ένα ακόμη έτος,    η    διασφάλιση            των    εργαζομένων    από        την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων    τους,    δια    της            προσχηματικής    επιλογής        της    συμβάσεως ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπίζεται βασικά με το άρθρο 8 παρ. 3 ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, ως «ισοδύναμο νομοθεηκό μέτρο», που εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή «01 διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται            ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, εάν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως αλλά ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση  των  περί        υποχρεωτικής    καταγγελίας    της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου». Κατά την παγιω είσα στη νομολογία και τη θεωρία ερμηνεία της εν λόγω διάταξης, ενώ αυτή αναφέρεται στην προστασία  των εργαζομένων  από τη μη τήρηση, από τον εργοδότη, των
τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο ν.  2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της ως άνω κοινοτικής οδηγίας, αφού για την εφαρμογή  της αρκεί κα1 μία μόνο σύμβαση ορισμένου χρόνου αντί περισσότερων διαδοχικών συμβάσεων όπως απαιτεί η κοινοτική οδηγία.Τούτο δε,  λαμβανομένου υπόψη ότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, που δεν αφορά μόνο το χαρακτηρισμό της ως εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ή έργου αλλά και το χαρακτηρισμό της ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου,    αποτελεί   κατ'        εξοχήν έργο της δ1καιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου. Έτσι, και  κατ'  εφαρμογή  του  εθνικού  δικαίου, είτε πρόκειται για προγενέστερες είτε μεταγενέστερες της οδηγίας διατάξεις, οι εθνικές αρχές, στα πλαίσια της συνεργασίας των κρατών - μελών με την Ευρωπαϊκή    Ένωση   και        της  διασφάλισης    του    πεδίου    εφαρμογής    του κοινοτικού δικαίου, κατά τα άρθρα 1Ο, 249 παρ. 3 της Συνθ./Ε.Κ. και 28 του Συντάγματος,        έχουν    την        υποχρέωση    να        εξασφαλίζουν    την        πλήρη αποτελεσματικότητα        του        Ευρωπαϊκού            Κοινοτικού        Δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των οδηγιών, έστω και αν αυτές δεν έχουν ακόμη μεταφερθεί στο εσωτεpιJ<ό δίκαιο, εφόσον είναι αρκούντως ακριβείς και ανεπιφύλακτες ή στα σημεία που είναι ακριβείς και ανεπιφύλακτες. Τέλος, και κατά τις αναθεωρημένες        διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, που τέθηκαν σε ισχύ από 17.4.2001 α) παρέχεται η δυνατότητα πρόσληψης προσωπικού με ιδιωτικού δικαίου σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου από το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ., τους Ο.Τ.Α. και από τον  ευρύτερο δημόσιο τομέα, εφόσον εκδοθεί ειδικός νόμος και οι ανάγκες κάλυψης εiναι απρόβλεπτες, πρόσκαιρες και επείγουσες β) απαγορεύεται η  μετατροπή  από το νόμο των συμβάσεων αυτών σε αορίστου χρόνου, όταν οι καλυπτόμενες ανάγκες είναι τέτοιες, όπως παραπάνω, οπότε αν δεν είναι τέτοιες οι για την κάλυψη αυτών εκδοθέντες νόμοι, ένεκα συνταγματικής επιταγής,  και  οι  γι'αυτές προσλήψεις συνιστούν καταστρατήγηση των διατάξεων  αυτών  και  των με βάση τις διατάξεις αυτές εκδοθέντων ειδικών νόμων γ) στην περiπτωση πρόσληψης προσωπικού για κάλυψη δήθεν απρόβλεπτων, πρόσκαιρων και επειγουσών αναγκών, πλην για κάλυψη πάγιων, μόνιμων  και  διαρκών αναγκών, εξ αντιδιαστολής, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις αυτές και οι κατ• επιταγή αυτών εκδοθέντες ειδικοί νόμοι, αλλά οι διατάξεις που καλύπτουν τις συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου, αορίστου χρόνου. Επομένως, από την απαγόρευση «μετατροπής» από το νόμο των συμβάσεων ορισμένου σε αορίστου χρόνου δεν συνάγεται και απαγόρευση για την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, που δεν είναι «μετατροπή» αλλά ορθός χαρακτηρισμός της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία ή τη διοικητική διαδικασία υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ. Οι διατάξεις νόμων που για τη σύναψη συμβάσεων ή σχέσεων ορισμένου χρόνου θέτουν ώς- ουσιώδη προϋπόθεση την κάλυψη περιορισμένης χρονικής διάρκειας αναγκών (π.χ. άρθρα 20-21 ν. 2190/1994, 6 ν.2527/1997) δεν είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα και την κοινοτική οδηγία 1999ΠΟ/Ε.Κ (ΟλΑΠ 18/2006, ΔΕΕ 2006, σ. 1056).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή του, κατόπιν παραδεκτής παραίτησης από το δικόγραφο αυτής με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου που καταχωρήθηκε στα πρακτικά ως προς τη δεύτερη εξ αυτών, η (πρώτη) ενάγουσα εκθέτει ότι εργάσθηκε συνεχώς στον εναγόμενο Ο.Τ.Α, δυνάμει των αναφερόμενων στην αγωγή διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, καλύπτοντας πάγιες  και  διαρκείς  ανάγκες  του.  Με  βάση _το  ως  άνω  ιστορικό,  ζητά  να αναγνωρισθεί ότι παρέχει τις υπηρεσίες της συνεχώς από της προσλήψεώς της στον εναγόμενο και πως η σχέση που τη συνδέει με αυτόν έχει τον χαρακτήρα συμβάσεως εξαρτημένης αορίστου .χρόνου διότι εξυπηρετεί πάγιες και διαρκείς υπηρεσιακές ανάγκες του τελευταίου, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η εκδοθησομένη απόφαση και τέλος, να καταδικασθεί στη δικαστική της δαπάνη.
Με τέτοιο περιεχόμενο κι αιτήματα, η αγωγή αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου αυτού (άρθρα 16 παρ.  2, 25 παρ, 2 και 664 ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις  των άρθρων  648, 671 ΑΚ σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 1, 3, 8 του ν. 2112/1920 και της Οδηγίας 1999ΠΟ/ΕΚ του Συμβουλίου της ΕΕ της 28.06.1999, 70 και 176 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί προσωρινής εκτελεστότητας, το οποίο είναι επίσης απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι οι αναγνωριστικές αποφάσεις δεν μπορούν να κηρυχθούν προσωρινά εκτελεστές αλλά  η ενέργειά τους εξαντλείται στο δεδικασμένο που παράγουν (Εφθεσ 356/1994 Αρμ 1994, σ. 1389). Πρέπει, επομένως, η αγωγή να  εξετασθεί  περαιτέρω στην ουσία της, κατά το μέρος αυτής που κρίθηκε νόμιμο.
Ο εναγόμενος, με προφορικη δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου ενώπιον του Δικαστηρίου, που καταχωρηθηκε στα ταυτάριθμα με  την παρούσα    πρακτικά    δημόσιας    συνεδρiασης,    δεν    συνομολόγησε    το περιεχόμενο της αγωγής, πλην όμως δεν αρνήθηκε τα  πραγματικά περ1στατικά αυτής.
.Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος αποδείξεως που εξετάσθηκε στο ακροατήρ10 (ο εναγόμενος δεν εξέτασε μάρτυρα) καI περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσ1ας συνεδρίασης του δικαστηρίου αυτού και όλων των εγγράφων που 01 διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επIκαλούνται, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά  περιστατικά:  Η  ενάγουσα (Ελένη ...) προσελήφθη από τον εναγόμενο ΟΤΑ με την επωνυμία «Δήμος .....» ως υπάλληλος γραφείου στο Μουσείο Αλιευτικών σκαφών και εργαλείων του Δήμου Ν. Μουδανιών στις 12.2.2002 με έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, προκειμένου να απασχοληθεί κατά τις χρονικές περιόδους από 12/2/2002 έως 12121200} 04  έως  31ί  512οοi)   απ'   1/6/200    έως  30/5/200    και από 1/6/2005 έως την άσκηση της αγωγής. Πράγματι,  η ενάγουσα εργάσθηκε με πλήρες ωράριο εργασίας, απασχολούμενη ουσιαστικά (πραγματικά) ως υπάλληλος γραφείου στα δημ()τολόγια του εναγομένου Δήμου. Μετά τη λήξη της εκάστοτε σύμβασης, η ενάγουσα εξακολούθησε να εργάζεται  στην  ίδια θέση και να παρέχει τις υπηρεσίες τ ανελλιπώς προς τον εναγόμενο μέχρι σήμερα, όπως σαφώς και μετά λόγου γνώσεως κατέθεσε και ο εξετασθείς μάρτυρας, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου και όχι έκτακτες, πρόσκαφες ή εποχιακές. Εν όψει  των  ανωτέρω,  πρέπει  η  υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ'ουσίαν και να αναγνωρισθεί  ότι  η ενάγουσα, από την πρόσληψή της μέχρι και την ημέρα κατάθεσης της αγωγής, παρέχει τις υπηρεσίες της στον  εναγόμενο,  καθώς  και  ότι συνδέεται με τον τελευταίο με  σύμβαση  εξαρτημένης  εργασίας  ιδιωτικού  ικαίοu αορίστου χρόνου, ως εξυπηρετούσα πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτού. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, ενόψε1 του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η ενάγουσα ......, από  τις  12.2.2002 μέχρι και την 15.6.2006 , παρέχει τις υπηρεσίες της στον εναγόμενο και ότι συνδέεται με τον τελευταίο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ως εξυπηρετούσα πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτού.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων μεταξύ τους.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημ,οσιεύθηκε στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πολύγυρο στις 23 Μαϊου 2007.


ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗ 16/2014 - ΠΑΓΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΡΚΕΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΣΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ - ΑΠΟΡΙΠΤΕΙ ΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΡΓΑΟΖΜΕΝΗ ΔΕΧΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ

Next: Αριθμός απόφασης 690/2018 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ Θ'ΤΡΙΜΕΛΕΣ - ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΒΟΗΘΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΛΛΟΔΑΠΗ ΑΠΟ ΤΟ ΙΚΑ - Επειδή, ο Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/1971 του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1971 (ΕΕ L 149, σελ.2) περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και κωδικοποιήθηκε με τον Κανονισμό (ΕΚ) 647/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Απριλίου 2005 (ΕΕ L 117 σελ.1), στο άρθρο 45 ορίζει ότι:
$
0
0
Απόφαση:   16  /2014
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τον τή    Ιωάννη Αρβαν!rο Πρwτοδίκη , που ορίστηκε από τηv Μρόεδρο Πρωτοδικών και από την Γραμματέα Δέσποινα Ζαμπούνη.
Συνεδρίασε  δημόσιο  στο  ακροατήριό  του  στις  11  Δεκεμβρlοu  2013  για να δικάσει   την  από   14-02 -2 01 3  αγωγή με  αριθμό  έκθεσης  κατάθεσης 1175/51/03-07-
2013 αγωγή, μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) ..., 2) .. 3) .... και 4} ... κατοίκων Ν. Μουδανιών - Χαλκιδικής, οι οποίοι  παραστάθηκαν  δια  της  πληρεξούσιάς  τους  δικηγόρου ..... η οποlα κατέθεσε προτάσεις.
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ ; Ν.Π.!.Δ. ι,.:r: τ ην επωνuμiα «Κοινωφ ελής Επιχείρηση Δήμου Ν. Προποντίδας », που εδρεύει στα Ν. Μουδανιά - Χαλκιδικής νόμιμα εκπροσωπούμενο, ποu παραστάθηκε:  δια  rου  πληρεξοuοfου  τοu  δικηγόρου ..... ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
01 ενάγοντες ζητούν vα γίνει δεκτή η από 12-06-2013 κκαι με αα κατάθεσης 1175/51/03-07-2013 αγωγή τους, η συζήτηση της οποίας τrροσδιορίστηκε για τηδικάσιμο που οναφέρε.rαι στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων, παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω και αφού ανέπτυξαν τοuς ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γfνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά της συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις ποu κατέθεσαν .
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗtΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η πληρεξούσια Αικηγόρος των εναγόντων με  προφορική  δήλωσή  της,  πριν από την προφορική συζήτηση επί της οuσfας της υπόθεσης , η οπο ία καταχωρήθηκε  στα ταuτάρ1θμα με την παροuσα πραf(τικά δημόσιας συνεδρίασης, δήλωσε ότι η τρfτη των εναγόντων πaραιτεfται του  δικογράφου  της  αγωγής  και  συνεπώς  θεωρείται  όrι δεν ασκήθηκε (άρθρα 1D6, 215 π αρ. 1, 221 , 226 παρ . 4, 230 , 294 , 295 , 297 ι<αι 313 Κ.Πολ.Δ.).
Από τοv συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 του Α.Κ. προκύπrει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενο δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια γιο την παροχή της εργασlaς, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος κα, τον σκοπό της εργασία ς. Αν τlθετα , η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρι ορισμένου χρονικού σημεlοu ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότοι; ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου  ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημεlοu, παύει να ισχύει αuτοδικαiως. Επομένως , η διάρκεια της σίιμβοσης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι
σαφώς καθορισμένη εlτε γιατί συμφωνήθηκε, ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της σύμβασης εργασfας. Χαρακτηριστιι<ό της σύμβασης
α_ς  of ff_. ένοu    Χ:fόν  υ  -=είναι  ότι  τα _μ ρ  _ yν    ρΙ ?}ι   _ _ Π    !    ,..,Τ9_)'
ιά'μένδί•ι r, αορlστου χρόνοu δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ'αυτήν οι δικαιοπρακτe>ύντες ή ο νόμος , διότι ο χαρακτηρισμός αι.,τός , ως ι<ατ εξοχήν έργο rης  δικαιοδοτικής λειτοupγίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων
26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο , το οποίο, αξrολογώvτας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής κσι   εφόσον   στην  συνέχεια   προκύψουν   και  κατά   την   αποδεικτική   δισδικασία .
Προσδίδει τον ακριβη (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό  στην σύμβαση. Η δυνατότητα του ορθού χσρακτηρισμού στrό το δικαστήριο της έννομης σχέσης, ως  σύμβασης εργασίας ορισμένου η αοpfστου χρόνου, δεν αποκλεfετα1 στις εργσσιακές σχέσεις του δημόσιου (και του ευρύτερου δημόσ1οu) τομέα (Ολ.Α.Μ. 8/2011 ΧρlδΔ 2011. 752, Ολ.Α.Π. 7/2011 Νο,Β.  2011. 961, Ολ.Α.Π. 18/2006 Αρ .,.   2007. 304,  An.  455/2012. Α.Π. 15/2012 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω , η Ο δηγ lα 1999ΠΟ/ΕΚ του Συμβοuλlου της 28-6-1999 (που δημοσιεύθηκε  στις 10-7-1999 στην Εφημερlδα των ΕυρωπαΎκώ ν Κοινοτήτων και άρχισε να ιcτχύει από 10-7-2001) tχει ως σκοπό την ατrοτροτtη της κσ"tάχρrισης σύναψης διαδοχικών σuμβάcεων r'} σχέσεων εργα ctfας ορισμένου χρόνου με την ληψη cmό ra κράτη μέλη, όταν  δεν  υπάρχουν  ισοδύναμα μέτρα για  την πρόληψη των κοταχpησεωv, σuγκε1ςρ1μένων μέτρων προσαρμογ ς, η Οδηγlα δε αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνrκη έννομη τάξη με τα  Π.Δ. 81/2003  ιςαι 164/2004 , που εφαρμόζεται στους  εργαζομtνουι;  με  συμβάσεις  εpγασlσς  ορισμένου  χρόνου cτον δημόσιο τομέα, η ισχύς των οποfων άρχισε από την δημοσί ευση τους στην Εφημεplδα της Κυβέρνησης στις 02-04-2003 και στις 19-07-2004, αντlστοιχa. Ανεξάρτητα σπό την Οδηγfσ αυτή, στην ελληνική έννομη τάξη η διαc,φάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχημσt11<η επιλογή της σύμβασης έργου ή εργασlσς ορισμένου αντl σορlστοu χρόνου, αντιμετωπιζόταν με τn άρθρα 8 rta p. 3 1ου Ν. 2112/1920 (σε  σuνδuσσμό  με  τα άρθρα 281, 671 του Α.Κ. και 25 παρ. 1 και παρ. 3 1ΌU Συν1άγματος), το οποfο εφαρμόζεται σε όλες τις περιmώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικσlου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο  τομέα, κσι  ορlζει ότι οι διατάξεις  tou νόμου ,    ::-.-r:::..r-- -::- : r.•... 't-"-"Ύ - ι "' 11,,ιιι."";';•ψ ι::-;' v rt rτTnr    I IJ' n ryι ι ι i-v,n v nov,κn _1'\16 nιc ιp . αv C)
υποχρεωτικής   κατσγγtλlας   της uπαλληλικης  σύμβασης.    Η   διάταξη   αυτή, ενώ αναφέρεται στην προστασlα των εργαζομένων ατrό τη μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τum κών όρων που επιβάλλει κα'tά την απόλυση ο Ν. 2112/ 1920 , αξιοποι eηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό  χαρακτηp,σμ6  'tων  σuμβάcεων εργασrσς ως ορισμtνης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα τrpοστασfσ έναντι εκεlνης της μεταγtνέσ'tερι ς ως άνω κοινοτικής Οδηγfας, εφόσον πρόκειται   γιο   διαδοχι ές  συμβάσεις  έργου    εργασ!aς ορισ μένου χρόνου, που καλύπτουν πραγματικά τtάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλετrrες ανάγκες της uπηpεσlας. και τούτο διότι ο ορθός νομικός χσpaκr ηρισμός ορισμένης σχέσης, κατά την προαναφ ερθεiσα έννοια, και δη της σύμβασης έργου ή εργσσfας ως ορισμένου ή σοp/στοu χρόνου , σrtortλεf κστεξοΧt)ν έργο της δικαιοδοτικής λειτοuργlας των δικαστηρfwν, ανεξάρ τητα σττό τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό  της  συμβαtικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου (Α.Ε.Δ. 3/2001 Ελλ.ΔΙνη 2001. 368, Ολ.Α. n . 1 /201 1 ο.π., Ολ.Α.Π. 8/.2011 ο.τr.), χωρlς rtαpάλληλα  ο ορθός συτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δ1καστηp iου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθεlσες οuσισσηκές προΟττοetσεις twν καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεττlτρετττη  "μεr ατροτrή"του ιcχΟοντος    νομικσυ καθεστι.ίJτος απασχόλησης από οpισμtνσu χρόνου σε αόριστου (Ολ.Α.Π. 18/2006 σ :π.). Συνάγ εται. περαιτέρω, από τα προαναφερθέντα, ότι  εττf διαδοχικών    συμβάσεων   έργου  ι;  εργσσtας    ορισμένου    χρόνου,  που καταρτfσθηκaν με το Δημόσιο κ.λπ. πριν στtό rην έναρξη ισχύος (1) της ως άνω Οδηγlσς 1999ΠΟ/ΕΚ , (2) των πσpσγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 ου Συντάγματος. που προσtέθηκσν κατά την αναθεώρηση tου έτους 2001, ισχύcuν στrό 18-4 2001 (Φ.Ε.Κ. Α' 85/2001) και απαγορεύουν rη ν, ακόμη και από to νόμο, μονιμοττσlηση του rrpοσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή την μετατροτrη  των συμβάσεων εργασlας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις σορlστσυ χρόνου. ακόμη  και  σε περrπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εpγσσrσς  ορισμένου  χρόνου καλύπτουν πάγι ες και δισρκεlς ανάγκες του Δημοσlοu και (3) των  άρθρων  5 και 11 του Π.Δ. 164/2004, ττου άρχισε να ισχύει από 19-7-2004 και διαγράφει τις _, ροΟποθέσεις    μtτ ατpο τtης    των,    κατά    την    έναρξη της   ισχύος    του, ενεργών συμβάσεωv ορισμένου χpόνοu σε αορίστου , συνεχ ίζον τα! δε και εiν:11 ενερyέςκατ ά τοv χρόνο έναρξης της ισχύος τους κcιι μετά ταύτα r.αι καλ π τουν ι<α_τα την φ σητ ο ς πάγιες κaι διαρκεfς ανάγκες, δεν εφαρμόζον_ται οι ω.ς ανw δ ηι α ξε tς,   διοτ  αυrες (συμβάσεις έργου ή εργασίας) είχαν προσλάβει ηδη καί α τον χρονο ,του εκτεινεταιη έvvομη σχέση και το αντικεlμενο της, δηλαδή ι<σι nρ:ν !ην έναρξη 1σ,χ ύος των ω άvω συνταγματικών   και   άλλων   διατάξεων,   τον   χαρακτηρα   της   <;Jυμβασης αορ ισ ο: u χρ  όνο υ,  κατ  • ορθό νομικό χαρακτηρισμό , παρά την τυχόν απ': γοpευ  crη_απ ό  το νομ της  σύναψης  τοuς  ως   τέτοιων  (αορlσrου  χρόνου),  τον  _ο ποιο διτηρ ουν    και μ τa τ α ύτα,    δηλαδή  και  μετά  την  έναρξη  ισχύος  των  πιο  πανω  διαταξεω,ν   ως ενιαιε ς
πλέον  συμβάσεις  αορlστοu   χρόνου   (Α.Π.   45512012   ο.π., Α .Π    123/2012, A..n 1 6 / 20  1 2  Τ.   Ν .Π .  «ΝΟΜΟΣ»,  Α Π.  15/2012  ο.π.,  πρβλ.  και  Ολ.Α.Π.,  7/2011 .?π. . )
Περαιτέρω,   με  το  άρθρο  5  του  Π.Δ.  164/2004 ,  με  το  oπ fa (  f αι τaγμ α,}  πως προαναφέρθηκε, έγινε η προσαρμογή της ελληνική νομοθεσιας, όσον αφοpα στο προσωπικό του δημοσlοv και rou ευρίιτεροu δημοσιου τομέα, προς τις διατάξεις της Οδηγίας  1999/70ΕΚ  του  Εuρωπ,α κού  Συμβουλίου,  σχετικά  με  τη  συμφωνlα  πλαίσιο γ1α την εργασlα ορισμένου χρόνου, που έχει σuvαφθεl μεταξύ των διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα", ορίζο ται τα  εξής;  "1. .Α:παγοpεύον:αι οι  διαδο  ικές συμ β ά σ εις που καταρτίζονται και εκτελουνται μεταξυ του ιδιου εργοδοτη αι του ιδιου εργαζόμενου με την !δια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους  ίδιους  ή  παρεμφερr.[ς όρους εργασlας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεl χρονικό διάστημα μικρότερο,  των  τριών  μηνών.  2.  Η  κατάρτιση  των  συμβάσεων  αυτών  επιτρέπεται κατ'  εξαίρεση.  εφόσον  δικαιολογείται  από  nντικεψενικούς  λόγους.   Αντικειμενικός λόγος υφίσ1αται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάmονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και  αμίσως  με  τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης ... 4.  Σε  κάθε  περίπτωση  ο αριθμός  των  διαδοχικών  συμβάσεων  δεν  επιτρέπεται  να  εlvαι  μεγαλύτερος  των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων  της  παρ.  2  του  επόμενου  άρθρου".  Ως κύρωση για την περlπτωση της κατά . παράβαση των παραπάνω διατάξεων κατάρτισης  διαδοχικών  συμβάσεων,  προβλέφθηκε  από το άρθρο 7  του αυτού  n.Δ. η αυτοδίκαιη ακυρότητα τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο iων αποδοχών για την εργασία που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις  εκτελέσθηκαν εξ ολοκλήρου ή έστω κατά ένα μέρος, όσο και αποζημίωσης, ίσης με το ποσό το οποlο δ,καιού1αι ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορfστοu χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης του, ενώ θεσ-τrfσθηκε ποινική και πειθαρχιι<ή ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Επιπρόσθετα, με τη μεταβατικού χαρακτήρα, διάταξη  του άρθρου  11 τοu Π.Δ. 164/2004 προβλέπονται (μεταξύ άλλων) τα εξής: "Διαδοχικές συμβάσεις  κατά την πορ. 1 του παρόντος, οι οποίες έχουν συναφθεί πρ:ν από την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συvιστουv εφεξής σύμβαση εργασlας αορfστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά 01 ακόλουθες προϋποθέσεις: α) συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24 μηνώ_ν έως την έναρξη ισχύος (19-7-2004) του διατάγματος, α εξαρτήτως  α_ριθμο    ανανεωσεω  συμβάσεων   ή   τρεις  τουλάχιστον  ανανεώσεις, περαν της :φχι!<ης συμβ: σης , κατα την παράγραφο 1 του άρ6ροu 5 του παρόντος, με συν?λικ ελαχιστο  χρονο. απασχόλησης  δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονι_κο  διαστημα    4   μ νων. α,τό  την  αρχική  σuμβαση,  β)   ο   συνολικός  χρόνος uπη εσιας του εοσφ1οu α vα εχει διανuθεf στον fδιο φορέα, με την fδ1α ή παρεμφερή ειδικο:ηrα, και με τους ίδιους ή π:αρεμφερείς ρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχικη σuμβ_αση, γ) το αντικειμενο της σuμβασης να αφορά δραστηριότητες, οι οποlες   σχετιζοντα.ι   ευθέως   και   αμέσως   με   πάγιες   και   διάρκείς   ανάγκες τοu αντrστοι οu φορέα, οπως αυτές οριοΒετοίινται από το δημόσιο συμφέρον, το οποίο uπ ρετει ο φο έας αυτός, δ) ο κατά τις  προηγούμενες  περιπτώσεις  συνολικός χρονος υπηρεσιας πρέπει να έχει παρασχεeεΙ κατά πλήρες; ή μειωμένο ωpάριο εργασίας, κaι σε  καθήκοντα  ίδια  ή  παρεμφερή  με  αυτά,  που  αναγράφονται  στην α χική σuμβαση. Οι διαδοχικές συμβάσεις μειωμένου ωραρίου εργασίας σuvιστούν, συμφωvα  με  τις  διατάξεις  της  παραγράφου  αυτής,  συμβάσεις  αορίστου  χρόνου μειωμέ νης απ ασχόλησης , αντfστοrχη ς με την αναγραφομένη στην αρχική σύμβαση. Η προΟπόθεση του εδaφlοu α'του παρόντος άρθρου ττ:ρέπει νσ συν τρέχει, κατά τον χρόνο λήξης της σύμβασης . Η τtpόβλεψη, εξάλλου, όη με.σο λαβε f για την αναγν ώριση  της  σχέσηc; ως αόρ1στου  χρόνου  διο1κ r,τιιc,;  δ ιαδrκ α σfα, δεν  μtt opε! να σ'Τtσκλ !σε.1 στσ δικαστ pισ, κστά την άσκηση του υπαγορεuόμενοu από το Σύνταγμα δικαιοδο1-ικού   τους   έpyc,u,   την  έρευνα   της  ύπαρξης  των  προΟποθέσεων    που προσδfδοuν στη σχεηκή σύμβαση ή σχέση το χαρσκt pα σΌμβa σης ή σχέσης εργασίας    αόριστου    χρόνου   (ΑΠ   590/2011  Τ.Ν.Π.    «ΝΟΜΟΣ»).    Στην τtpοκείμενη 1tεplmωση οι ενάγοντες εκθέτουν με την ένδικη αγωγη τους ότι ο πρώτος α,τό τιc; 24- 11-2003, ο δεύτερος από  τις  21-11-2003  και  η  tέτσptr,  εξ αυτών  από  τ1ς  1 2-  02-2002 και μέχρι το χρόνο άσκησης της (ένδικης αγωγής), δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασlας 1δ1ωτικοΟ δικαfσυ ορισμένου χρόνου  και  ατrλών  σχέσεων εργασίας  παρέχουν   στο  [ναγόμεvο   την  εpγασlα   τους  ωι; διοικητικσf  υπάλληλοι    , με τοuς όρουs που αναλυτικά σναφέρουν σε. α υ τήν . Ότ ι ο χρο νικ ός περιορισμός των ανωτέρω   διαδοχικών   συμβάσεων    ορισμένης   διάρκειας   εlναt   κστσχρηστrκός   και  δεν
δικαιολογεlτα1 από  τη φύσrι tων  υπηρεσιών  τους, τtου κάλυπταν 1τάγIες και διαρκε fς ανάγκες τοu εναγομένου, μι ατtοrέλεσμσ οι διc:ιδοχικές οuτές συμβάσεις να θεωρούνται ως μία ενιαfα σύμβαση εργασlας ιδιωτικού δικαlου κσι αορίστου χρόνου. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά ζητοόν να αναγνωριστεΙ ότι σ1τό της 1tρ6σληψης τους συνδέονται με τον εναγόμενο με μfα ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασlaς ιδιωτικού δικσlοu αορfστσu χρόνου. Τέλος, ζηrούν να κσ τaδικαστεf το εναγόμενο στην καταβολή των δικαστrκών τους εξόδων. Με το προδιαλαμβανόμενο περιεχόμενο κοι αlτημα η αγωγι, αρμοδlως καθ'ύλη και κατά τόπο (7, 9, 1Ο, 16 περ. 2, 74 και 664 του κ. n ολ.Δ.) εισάγεϊαι, για να σuζηrηθεf ενώπιον τοu ttαρόντος Δικαστηρίου, κατά την πpοκεrμενη ειδι ςη δrαδικασlα των εργατικών διαφορών {663 επ. του Κ.Πολ.Δ.) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη, στις αναφερόμενες στη  μείζονα σκέψη διατάξεις και ιδlως στις διατάξεις της 1999ΠΟ Οδηγfας του Εupωπατκού Κοινοβοuλlο,υ; των  παραγράφων  7  κα1  8   tou   άρθρου  103  του  Συντάγματος  (,του προστέθηκαν με το ψήφισμα  της  Ζ'  Αναθεωρητικής  Βουλής  των  Ελλήνων,  των οποίων η ισχύς αρχrζει από 17•4 -2001) και των άρθρων 5 και 11 του Π.Δ. 164/2004
αλλά και  σ'  tκεfνε  των άρθρων  70,  176  κοι  191 ,τaρ.  2  του  Κ.Πολ.Δ. Σ:υνεπ  ώς ,ττρέπει να εpευνηΘεΙ 1tερα1τέρω και ως προς την ουσιαστικη της βασιμότητα.
Σύμφωνα με τα άρθρα 221 tt αρ. 1α• και  222  παρ.  1  Κ.Μολ.Δ.  η  κατά  το άρθρο 215 τtαρ. 1 του ίδιου Κώδικα κατάθεση της αγωγης  συνεπάγεται  εκκρεμοδικlα, μετά την επέλευση της οποlας και κσtά τη διάρκεια της δεν μπορεf να γlνει ενώπιον ο,το1οuδήποτε δικαστηρlοu νέα δfΚΙΊ για την fδια διαφορά, με βάση την ΙδIσ ιστορικη κaJ  νομική  αιτrα,  μεταξύ  των  Ιδιων  διαδfιcων,   εφόσον  εμφανrζονται   με   την  fδια ιδι ότητα. Η εκκρεμοδικία παύει με την έκδοση οριστικής απόφασης και η ttαΟση της δισρκεl μέχρι Tt'JV άσκηση ένδικου μέσου κατ'συη 'ις , μετά την άσκηση του oτtofou δημrσupγεfται νέσ εκκρεμοδικία (Α Π. 1046/2009 ΕΞΜολΔ 2010 .439 , A.n. 929/2005 Νο.Β. 2007.2129 , Α.Μ. 436/2003 T.N.n. «ΝΟΜΟΣ»  και  ΧρΙΔ  2003.628,  Α.Μ. 457/2000  T.N.n. «ΝΟΜΟΣ»,  Α Π.  240/1998  Δ. 199Β.719 ,  Εφ.Δω δ.  168/2004 Τ.Ν.Π.«ΝΟΜΟΙ », Εφ.ΑΒ. 5646/2002 . Αpμ. 2003.1807, Εφ.Αθ.  8813/2000  ΕπισκΕΔ 2001.4091    Εφ.Αθ.  2232/1998  Αρχ.Ν.  1999.198,  Εφ .Α θ.  2041/1974  Νο.Β. 1974.527).
Κατά  δε  τη  διάταξη  του  άρθρου  222  πσρ.  2  Κ.Πολ.Δ.,  αν  κατά  τη  διάρκεια της εκκpεμσδικlας ασκηθεί άλλη αγωγη, αντaγωγη ή  κυρrα  παρέμβαση  ή  προταθεl ένσταση σuμψηφισμc:,(J γrσ την lδ1σ επlδικη διαφορά,  αναστέλλεται κι αυτεπαγγέλτωc; η εκδlκασή της έως ότου περαrωθεr η πρώτη δίκt'J. Η ένσταση Τr:)ς εκκρεμοδrκlας προτείνεται σε κάθε στάση της δ!κης, ακόμη και ενώπιον  τοu  Αρεfου  Πάγου.  όταν δικάζει σ1ηv συσlα , χωplς ν• ασιςεf επιρροή σε ποιο στάδιο εκιφεμεf η  ,τpώτη  δίκη (Α.Π.  255/2000  Ελλ.Δ/νη  41.1026,  Εφ.Αθ.  4196/1999  Αpχ.Ν.  1999 .794,   Εφ.n ειρ. 85/1999 n ειp.Νομ. 2000.34, Εφ.Θεσ. 149/1994 Αρμ. 1995.1043). ΠροΟποθέσιις της εκκpεμοδικfσς κατά τις ως άνω διατάξεις ε.Ιν α r η ταυτότητα της διαφοράς ποu εισάγεται προς εκδίκαση μεταξu της αγωγης που σσκη-θηκε πρώτη και εκεfνης που εισάγεται   μεrαγενέστερa,   καθώς    και   η    ταυτότητα    διαδlκων    που   πρέπει να πα   rστανται   υπό   την   αυτήν   ιδιότητα.   Η   έν νοια   τηs,    τα υτ ότ η τας    της    δ ιαψ ορά  ς ιλaμβάνε ταυτότητα τοu δικαιώματος, του σντικι:ιμενοu και της 1στορ1 1<ης κα ι
; ικής αιτfας (Α.Π. 1427/1988 Ελλ.Δ/νη 30.330), ενώ_ η έννοια τ ς ταυτό τ ητας τω ν διtδίκων περ λαμβάνει  όλες εκεlνcς  τις περιπ τώσεις κατα  ΤΙ    σπ οει  ς  το  ε δι κασ    έν
ης απόφασης της πρώτης δίκης καταλαμβάνει και του_ς    διa δικοuς της δε.uτ_ερ ης   δ κι η  ? τ  ια  την ίδια διαφορά.  Ακόμη,  είνα ι αδιάφορο  αν προκε1ται  περf_ δικασ;  ηριων    ξiσο Υ ρμόδιων  καθ'  uλην  ή  το  δικαστήριο  rη ς πρώτης  δίκης  είναι κατwτερο  η  αναρμοδ  ι  η το  ένα  από  τα  δύο δικαστήρια επ1λαμβάνετσ    1 κατ 'έφεση και το άλλο σε πρωτο βαθμό, καθώς και το αν η νέα αγωγή Ba εκδικασ τεί κατ'άλλη διαδικασfα ή α ν π   ιp  rέχε   ι   και   επικουρική  βάση   (Εφ.Αθ. 1403/1993   Αρχ.,Ν    1 99 4 .412 ).    Από   τ ν συνδυασμό των άρθρων 221, 222, 223, 294, 296 και 522 Κ.Πολ.Δ., .η εκκρεμ δικαι λήγει  με   την   έκδοση   οριστικής  αποφάσε ς.   ανεξαρτήτως _αν   τη   δεχετσ1  η. τ  ην απορρίπτει για λόγο δικονομικό  r'1 οuσιαατικο.   (βλ. και Δ. Κοvδυλη, Το  Δεδικασμενο , σ. 88,  ΑΠ.  420/1993, Ελλ.Δ/νη 1995. 342, Εφ.Αθ.  3695/1996,  Νο.Β. 45.798).    Η εκκρεμοδικία διατηρείται και με την έκδοση μη οριστικής οτrοφάσεως (βλ. κα_ι Εφ.Αθ. 1403/1993, Αρχ . Ν.  1994  . 412, 414, Εφ.Αθ.  2147/1986, Αρχ.Ν. 198 7 .306 ), καθως _ κα   ι με την έκδοση απόφασης ποu παραπέμπει  την υπόθεση  στο  αρμόδιο  δικαστηριο (βλ. και Κερaμεύς/Κονδύλης/Νίκaς Κ.Πολ.Α. 1 (2000), άρθρο 222 Κ.Πολ.Δ., § 4, σ. 484}, εφόσον συντρέχουν 01 προϋποθέσεις της, δη λαδή ταυτότητα διαφοράς, αιτήματος  και  διaδfκων.    Η  εκpεμοδικία,  αναβιώνει  μ    την  άσκη η  έφεση  και ειδικότερα από τη στιγμη της συvταξης της έκθεσης καταθεσης του ενδικοu μεσοu χωρfς να απαιτεfται ο προσδιορ1σμός δικασlμοu και ανατρέχει στο χρόνο έι<δοσης της οριστικrΊς απόφασης. Δεν πρ οτείνεται όμως επιτυχώς η ένσταση εκκρεμοδιι<ία ς στο διάστημα μεταξύ  έκδοσης  της  ορ1σηκής  απόφασης  και  άσκησης  του ένδιι<οu μέσου,
ούτε αναβιώνει η εκιφεμοδικfα με την άσκηση των εκτάκτων ενδlκων μέσων, αλλά μόνον αφού γ/vοuν αυτά δει<τά και εξαφανισθεί η πpοσβαλλόμενη τελεσίδ1κη απόφαση (Ολ.Α.Π. 38/1996 , Α Π. 1528/2008 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ)) Εφ.Αθ. 535712011 Νο.Β. 2013 .76) . ;'f"o εναγόμενο, με τις προτάσεις του, προβάλλει την ένσταση τηςι εκιφεμοδικfας λόγω άσκησης αγωγής, που άσκησε η τέταρτη ενάγουσα (Ειρήνη Γαροφάλλοu) ενώπιον τοu παρόντος Δικαστηρίου και στρεφόταν εναντfον του με περιεχόμενο και αfτημα ταυτόσημο με αuτό της uπό ι<ρfση αγωγής, επί της οποfας εκδόθηκε η 20/2011 απόφαση αurού τοu Δικαστηρfοu , που απέρριψε την αγωγή της. Όπως αποδε1κνύεται από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας,  η  ενάγουσα (Ειρήνη Γαροφάλλοu) έχει καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρfοu τούτου τη με  αριθμό έκθεση κατάθεσης 476/17-03-2011  αγωγή  (ειδική  διαδικασία  εργατιι<ών  διαφορώ ν), την οττο/α έχει στρέψει κατά του εναγομένου  και  η  οποfα  εκδικάσrηκε  σης  28-09- 2011, οπότε και εκδόθηκε η με αριθμό 20/28-11-2011 απόφαση , η οποία απέρριψε οριστικά την αγωγή αυτή. nεραιτέρω  από  την  ανάγνωση  του  δικογράφου  της αγωγής με αρ1θμό έκθεση κατάθεσης 476/17-03-2011, προκύπτει ότι αυτό έχει όμοιο πεp εχόμενο  με_ αυτό  της  κρινόμενη  αγωγή,  δηλαδή  iδια  ιστορική  και  νομική  βάση αλλα κa1 fδ ιο ιτημα.    Όμ ς, α;rό τη δ μοσίεuση  της  ανωτέρω  απόφασης  (28-11- 2011) δεv "!αpηλθαν  τρfα ετη,  ο  τε  προκυπτrι  επfδοσή  της προκειμένου  να παρέλΘει η προθεσμια των τριάντ? ημερων προκειμένου να καταστεl αυτή τι::λεσ1δ ικη (άρθρο
s.1a κ.nολ.Δ.). _Ως εκ τοuτ?u,    προβληθεrσα  η  προβληθεfσα  ένσταση εκκρεμοδικίας
ει aι νόμω σβ σιμη aφou σuμφωνα με την προπαpατεθε /σα νομιι<ή σκέψη στο διάστημα μεταξ έκδοσης της οριστικής απόφασης και άσκηαης του ένδικου μέσου αηv 'ι εν μπορει να προ.βληθεί αλλά και ούτε δεδικασμένο δημ1οuργεfται (το οποίο ερεuνα_rαι  αυτεπαγγέλτως   κατ'  άρθρο 332  κ.nολ.Δ.    Α Π . 1471/2012 T.N.n.
«ΝΟΜΟΣ». Ε φ.Λαρ. 258/2013 «ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ» 2013.1Ο) αφού δεν προι<ύτrτει ότι η ανωτέρω απόφαση κατέστη τελεσlδικη. Απ'όλα τα έγγραφα, που C>ι δ 1άδικοI επικαλούνται και τtροσ κομίζοuν, άλλα εκ των οποlων λαμβάνονται υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μtσα και άλλα για τη συναγωγή. δικαστικών τεκ:μηρfων αποδεfχθηι<σv τα  ακόλουθα  πραγματικά πεpιστατικα; 01 ενάγοντες, προσλήφθηκαν στα Ν. Μουδαν1ά - Χαλκιδ ικής από την πρώην Αμιγή Δημοτική Επιχείρηση Ν. Μοuδανιών («ΤΑ ΜΟΥΔΑΝΙΑ») με ατομικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή με σύμβαση μlσθωcης έργου  και  01  δύο πρώτοι των εναγόντων (Αθανάσ1ο ς Γ1ούλ 1ος κσι Ευγένιος Μισαηλfδη ς) ως άτομα με ειδικές ανάγκες. Η αρχική πρόσληψη  πραγματοποιήθηκε αττό την  ανωτέρω η οποlα στη συνέχεια υποκαταστάθηκε αυτοδικαlως. μετά την tφαρμογη του σχεδfου «ΚΑΛΛΙΚΡΑί ΉΣ)>, αtrό το rνσγόμενο -   Ν.n .Ι.Δ.   Ο πρώτος ενάγων, ,τροσλήφθηκε δυνάμει των διατάξεων του Ν. 2643/28-09-1998 (Φ.Ε.Κ. Α' 220) «μέριμνα για την απασχόληση προσώπων ειδικών κατηγοριών και άλλες διατάξεις», με την με αριθ. 370/2003 απόφαση ιmαγωyής σ10 πρόγραμμα υπαγωγής  Νέων  Θέσεων  εpγοσlας για ΑΜΕΑ , ως Διοικητικός Υπάλληλος στο τμήμα εσόδων και περιουσlας, με  το ωράριο των υπαλληλων του εναγομένου. Ο πρώτος ενάγων, πάσχει από πολυκυστική νόσο νεφρών με ποσοστό ανaπηρlας 67%. Μροσελ φeη με την cmό 21-11-2003 ι1ύμβααη εpγασlας ορισμένου χρόνου με πλήρη  απασχόληση  για χρονικό διάστημα 48 μηνών, ηtοι από 24.11.2003 έως 23.11.2007, σύμφωνα με τις σνάγκες της Δημοtικης ΕττιχεΙρησης Ν. Μουδανιών κσI το ωράριο των uπαλλrΊλων αυτής. Η σύμβαση αυτή ανανεώθηκε για τtσσεpα (4) έτη, δυνάμει της από 21.1.2008 σύμβασης, κατόπιν έκδοσης της υπ'αριθμό 14/2008 απόφασt']ι; της; Ιδιας ως άνω Δημοτικrjς !Ξπιχε(ρησηι; . ήτοι για το χρονικό διάστημα από 21.1.2008  έως 1.7.2012, με τους Ιδιοuς όρους. Ο δεύτερος ενάγων, προσλήφθηκε δυνάμει των διατάξεων του Ν. 2643/28-09-1998 (Φ.Ε.Κ. Α' 220) <ψέpιμνα γιο 'tην απασχόληση 'tτpοσώπωv ,:ιδικών κα τηγοριών και άλλες διατάξεις», ως Διοικητικός Υπάλληλος - υπάλληλος γραφε!ου , με  το  ωράριο  των υπαλλήλων του εναγομένου.    Ο δεύτερος ενάγων, ο οποlος πάσχει α-τtό χρόνια λειtουpγικr; ψίιχωση με ποσοστό αναπηρlας 67%. Μροσελήφθη ορχικά με την σττό  21.11 .2003  σύμβαση  εpγασlας  ορισμένου  χρόνου, με πλήρη απασχόληση για χρονικό διάστημα σαράντα οκτώ {48) μηνών. τοι από 24.11.2003 έως 23.11.2007, σΟμφωνα με τις ανάγκες της Δημοτικής Εττιχεfρησης Ν. Μουδανιών και το ωράριο των υ,ταλλr;λων αυτής. Η σύμβαση σuτή ανανεώθηκε για τtσσερα (4) έτη, δυνάμει της από 21.1.2008 σύμβασης, κατόπιν έκδοσης  της  uττ'αριθμό 14/2006 αττόφασης της Ιδιας ως άνω Δημοτrκής Etrιχtfpησης, ήτοι για το • χρονικό διάστημα από 21.1.2008 έως 1.7.2012, με τους ίδιους όρους. Και οι δύο πpοσvσφερόμεvοι   ενάγοντες   απ6   την   ημέρα πρόσληψής  τους,    προσφέρουν συνεχώς τις υπηρεσίες τους, στο εναγόμενο. Κατ'αυτόν  τον τρόπο,  οι  δύο πρώτοι των εναγόντων  που ,τροσληφθηκαν με  την rδιότητα του Διοικητικού Υπαλληλοu, και -rτaρεΙχαν την εργασlα  τους με την ιδιότητα αυτη,  συμπληρώνοντας χρόνο εργασ/σς στο εναγόμενο, τουλάχιστον ε!κοσι τεσσάρων (24) μηνών, καλuτrtοντας τrάγιις κσι διαρκεlς ανάγκες συτού με τους fδ ι οu ς ττάvτα όρους που Ισχυαν από την πρώτη ημέρα παροχής της εργασίας τοuς, ήτοι σε πενθήμερη βάση, με πλήρες ωράριο από ώρα 07 .30 μέχρι 15 .00 και με το προαναφερόμενο αντικεfμ ε νο εpγασlαι;, ο μεν -τtρώτος οτο Τμήμα Εσόδων και Περιοuσlaς και ο δε δεύτερος ως υπάλληλος σtο δ.δ. Σημάντρων, έχοντας δηλαδή τις Ιδιοuς όρους εργασΙσς με έναν μόνιμο διοικητικό υπάλληλο.    ο, ανωτέρω  διαδοχικές  συμβάσεις  που  σuνηφθησαν  μ ταξύ  των δύο πρώτων των εναγόντων και του •εναγομένου και ήταν ενεργές κατά το χρονικό διάστημα από 19-04-2004 έως 19-07-2004, χαρακτηρlστηκαν  ως  συμβάσεις εργασ(ας ορισμένου χρόνου, εlχον όμwς όλες χαρακτήρα εξαρτημένης εργασ!ας, σφού η τταροχr; των uττηρεσιών των εναγόντων αuτώv γινόταν στο χώρο εγκατάστασης του ενσγομένου, μέσα στο ωράριο που συτός κσθ ριζ ε κσι με το πρόγραμμα και τον τρόπο που ο !διος επέλεγε, ο δε καθορισμός της ορισμένης χρονικης  διάρκε ιας  τους  δεν δικ.σιολογούνταν  ουτε  σπ6  τη  φΟση των ttαρεχόμενων    - .f/ '1
υπηρεσιών ούτε ατrό τη φύση των καλυπτόμενων αναγκών του εναγομένου αλλά έγινε  με   αιτ-οκλειστικό  σκοπό   vσ   σποφ εuχθούν   0 1  κάθε   ε!δους   συνέπειες που    ';)':    \ ,.JD απορρέουν  από τη  c:rΟμβαση εξαρτημένης  εργασίας  αοplστου  χρόνου. Πέραν αυ1ών,    JΌ-v η  τέταρτη  των  εναγόντων  προσλήφθηκε  ως  Διοικητική  Υτrάλληλος r  aφε!cπο uσπσσχόληση,  για χρονικό διάστημσ δvο (2)  ετών,  με ωράριο εργασίας από 07:00    v    1:\
. \  έ ως 15 :00 .    Κατόπ   ιν,  δυνάμει  της  από  03-06-2004  σvμβσσης  μlσθωσης έργου, σε    •{
τ•.- -.,-   l    ,,Ζ.-.    υ  5 JΙ{t'fJr Y _) _. _  . _.. _ _,. _ _  _ _. _. _  ...

-=   . ;:-;: r, .  ;:: ; Ξ    •.:;...:::.•: Ξ:.::.... : :? : ;._: :_ ; :
7η 1,71.1.{δα  -τηι;    IG /1014  απόφuσης  του  Μονομt;.ο\\ς  Πρω'fοδικείον  Χα). ιδικής εκτέλεση τηc; 188/2004 απόφασης του Δ.Σ. της .ι:--μιγοuς Δημοτικής Επιχε!ρησης Ν. Μουδανιών («ΤΑ ΜΟΥΔΑΝΙΑ») και στα τtλαfσια των υποχρεώσεων που ανέλαβε η Επιχείρηση σύμφωνο με την Προγραμμαηκή σύμβαση που σύνηψαv ο Δήμοι;, η Δημοτική Επrχεfρηση και η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Χαλκιδικής, ανατέθηκε στην iδια   ενάγουσα το έργο της διοικητικής στήριξης του Μοuσετο Αλιευτικών σκαφών και    f\i i   ύ-',\ιν i  ") εpγaλεiωv  καθώς και  την  πώληση  εισιτηρίων  κaι  την  ξενάγηση  των επισκεπτών, γra    .ι»J."' l χρονικό    διάστημC1  από  01-06-2004  μέχρι   και   30-05-2006,-pε  συμφωνηθέν   ποσό αμοιβής   12.925,00   εuρώ  πλέον Φ.n .Α.    Η πρόσληψη  με  τη  σύμβαση  μ /σθωση ς έργου πραγματοποιήθηκε για την εύρυθμη λειτοuργfα του Μοuοείου και εγιφίθηκι με την 6861/02-07-2004 απόφαση της Περιφέρειας . Περαιτέρω, με την από 11-09-2006 σύμβασrt μ/σθωσης έργου και σε εκτέλεση της 329/2006 απόφασης του Δ Σ. της Αμιγούς Δημοτικής Επιχείρησης Ν. Μουδανιών («ΤΑ ΜΟΥΔΑΝΙΑ») η οποrσ εγκpi8ηκε με την 9167/2006 απόφαση της Περιφέρειας, ανατέθηκε στην ενάγουσα ro έργο της διοικητικής στήρ1ξης του Μc,υσεrο Αλιευτικών Σκαφών και Εργαλείων καθώς και  την πώληση ε1σιτηρίων  και  την ξενάγηση των  επισκεπτών,  για χρονικό διάστημα    .από  01-09-2006  μέχρι  και  31- - 05-  2007,  με  συμφωνηθέν  ποσό  αμοιβης  11.200,00    (b• Λ_ ευρώ πλέον Φ.Π.Α το οποίο θα καταβαλλόταν σε τέοσερε1ς δόο-εις με έκδοση ανάλογου   τιμολογlοu παροχής  υτrηρεσιών.    Κατόπιν  με   την  α τό  31-08-2007    6u1.1.l. l) O
σίιμβaση  μΙσθωσης   έpγοu,   σνατέθηκε   στην  τέταρτη  ενάγουσα   σε  εκτέλεση   της    1 Γ    .1224/2007  απόφασης   του  Δ.Σ.   της  Αμιγούς  Δημοτικής Επ1χε.fρη  σης    Ν . Μουδανιών            b_lr{)..\V («ΤΑ  ΜΟΥΔΑΝΙΑ»)  η  οποία  εγκρίθηκε  με  την  4879/2007   απόφαση  της n ερ1φέρε1α  ς        ,        i και   της  επfσης  372/2007   απόφασης   του  Ιδιου  Δ.Σ.,  το  έργο   της διοικητικής  στήpιξης                d.. υ του  Μουσείο  Αλiεuτικών   Σκαφών  κα1 Εργαλε/ωv   καθώς  και   τηv πώληση  εισιτηρίων    r}JJ,\tείΙ.Α και   την   ξενάγηση των επισκεπτών,  για  χρονικό  διάστημα  από  17-09-2007  μέχρι κα, _    \,. 17-03-2008,  με   συμφωνηθέν   ποσό  αμοιβής  12.500,00  ε:uρώ  πλέον  Φ.Π.Α.  το οποlο  (,'tt,ι    t1+ θα   καταβαλλόταν   σε   τpει   δόσεις    με   έκδοση    ανάλογου  τιμολογίου   παροχής    a
υπ    ιών    Περαιτέρω,  με  την  από  21-07-2009  σύμβαση  μίσθωσης  έργου,  σε    "1\ τέλεση tης 49/2009 απόφασης  του Δ. Σ. της Δημοτικής Επιχείρησης Πολιτισμού - '    Χ'\\
Τουριστικής  Ανάπτυξης  1<αι Προβολής  του Δήμου  ΜουδανΙων  η  οποία εγκρίθηκε με .    , , , την 5195/24-06-2009 απόφαση τηι; Περιφέρειας, ανατέθηκε στην τέταρτη ενάγουσα '-\(\_\- Ο 0 . το έργο τη διοικητικής στήριξης του Μουσείο Αλιευτικών Σκαφών και Εργαλείων  t.ill  \ \.\  1 καθώς και την πώληση εισιτηρίων και την ξενάγηση των επισκεπτών, για χρονικό ,    χ;.    διάστημα  άΠό  17-04-2009  μέχρι  και 31-12-2009,    ε  σu    ωνηθέv   ποσό  αμοι  •
Ο \    14.200,00 ευρώ πλέον ,Φ Π .Α . το  οποlο θα  κατα α    οταν σε τρεις οσεrς με εκ οση 'Εχ ., t:k.1 f......,d-"P
ανάλογου τιμολογίου ποpοχής uπηρεσ1ών. Τέλος, με την από 24-12-2009 σύμβαση r,. ul-Λι'J)<, ,, #μfσθωσης έργου, σε εκτέλεση των 82/2009 και 327/2009 αποφασεων του Δ.Σ. τοu """"l'l - -'-\ι1

1.:,v  .    δήμου Μουδανιών, η οποία εγκρίθηκε με την 7843/08-10-2009 απόφαση της (;, blryL\Vσ.f
Περιφέρειας,    ανατέθηκε    στην    ανωτέρω    ενάγοuσο    το    έργο     της  φΟλαξι,ς    των    l \ .
.,    εγκαταστάσεων  των  τριών  Βιολογrκών  Σταθμών  του  δήμου  Μοuδανrών.    Άπό _τα    f t. Οί,.) Ya
_wν1    a    ανωτέρω  και  όσον  αφορά  την  τέταρτη  ενάγουσα,  δεν  πpοκύτrτει  εκτός  από  την    r/JI\.t H J 1      tJJ;
9;    0 'b•    αρχική σuμβάση, εάν το ωράριο απασχόλησής της ήταν το Ιδιο με αυτό των λοιπών
ο•'- Dr..,,  \ '    μόνιμων    υπcιλλήλων    του    εναγομένου    (πλήρες,    μερικής     απασχόλησης    κ.λπ.)    \S---\-Jb
-        δικόγραφο χρονικό διάστημα με την fδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους c:ιpouς εργασίας με τους οποίους προσλήφθηκε (δεν μνημονεύονται οι όροι παροχής εργασίας με βάση την αρχική σύμβαση, όπως ο τόπος παροχής της εργασίας, οι  ημέρες απασχόλησης κ.λπ., ούτε επίσης και οι όροι εργασfας με βάση τις διαδοχικές συμβάσεις). Κατ'αυτόν τον τρόπο δεν μπορεf να διαπιστωθεί εάν η ενάγουσα 'tργαζόταν στο εναγόμενο κατά το συγκεκριμένο διάστημα .έχο ντας χαρακτήρα εξαρτημένης εργασίας, αφού δεν διαπιστώνεται εάν η παροχή Ίων υπηρεσ1ών της γινόταν στο χώρο εγκατάστασης του εναγομένου, μέσα στο ωράριο ,του αυτό καθόριζε και με το πρόγραμμα και τον τρόπο που το Ιδtο επέλεγε. Περαιτέρω, δεν εκτίθενται εξειδικευμένα 01 πάγιες και διαρκείς ανάγκες του cναγομένοu τις οποίες κάλυπτε η ενάγουσα με την εργασία της, ούτε (ικτίθετα1) εάν το αντικείμενο της σύμβασης αφορούσε σε δραστηριότητες σι οποlες σχετίζονται αμέσως και εuθέως με πάγιες  και  διαρκείς  ανάγκες  του  αντlστοιχοu  φορέα,  ότrως  οpιο ΘετοΟντα  1 αττ6  το δημόσιο συμφέρον το οποrο uπηρετε l ο φορέας αυτός, .ώστε να εlναι δυνατή η uπαγωγη σϊΙς εν λόγω ρuθμ /σ εις {βλ. σχετ. Εφ.Λαρ. 240/2010  T.N.n . «Δ.Σ.Α.»). Έτσ; δεν σποδεικνύεtαι εάν οι παρεχόμενες υτrηρεσlες της tδιας προς το ενσγόμε νο συνιστούσαν    σχέση   εξαρτημένης    εργασίας        και        όχι   σχέση        μfσθωσης    έργου καλύπτοντας με την εργασ!α της πάγιεr; και διαρκεlι; ανάγκεr; του δημου στον τομέα του    διοικητικού   προσωπικού        (υπαλλήλου    γpαφε!ου)    και    όχι    έκτακτες    και αττρόβλεmες ανάγκες αυτού.    Κατ'ακολουθfα των ανωτέρω, πpέττει η υπό κpfση αγωγή να γlνει δεκτή και ως βάσιμη στην οuσrα της και να aναγνωρ1στε/ ότι 01 δύο πρώτοι των εναγόντων από της πρόσληψης τους και, ειδικότερα ο  πρώτος (...) από την 24-11-2003 και ο δεύτερος (... από 21-11-2003, συνδέονται με τον εναγόμενο μι μlα ινιαlα  σύμβαση  εξαρτημένης εργασlας-  ιδιωτικού  δικαίου  αορfσ τ cυ    χρόνου .    Αντlθετα, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως προς την περίπτωση της τέταρτης ενάγουσας, να αναγνωρrστεf ότι σπό την r,μέρα την 12-02-2002 μέχρι την κατάθεση της υτrό κρrση σγωγής τrαρέχει nς uπηρεσlες της στο εναγόμενο συνδtόμενη με σύμβαση εξαρτημένης εργασfας aoplστou χρόνου . Τέλος, τα δικαστικά έξοδο τtρέπει να c,υμψηφιστούν στο σύνολο τους μεταξύ των διαδlκων, διότι η ερμηνε!α του κανόνα δικαfοu που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαfτερο δυσχερής (άρθρο 179 του κ.n ολ.Δ.)
rιΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΚΑΤΑΡΓΕΙ τη δlιc:η ως προς την τplτη των ενσγοuσών (....).
ΔfΚΑΖΕΙ αν τιμwλlσ των λοιττών διαδlκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγι'J.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι πρώτος και δεύτερος των εναγ Qν των συνδέονται με το εναγόμενο Ν.Π.Ι.Δ. με συμβάσεις εξαρτημένης εργασfας ιδιωτικού δικσlου aoplστou χρόνου και με αντικεlμενο την παροχη εργασlaς διοικητιι,_ών υτrαλληλων , ο μεν πρώτος εξ αυτών (...) α,τό τις 24-11-2003 ο δε δεύτερος εξ αυτών
(...) από τις 21-11-2003.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ    την    αγωγή    ως    προς    την    τέταρτη    ενάγουσα (Ειρ.....)
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδο σrσ σύνολο τους μεταξίι των δ1αδrκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποψασfο θηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρlαση στο•ν Πολύγυρο, σης ..\.i, Ο ,  ... ...2014, χωpfς την παpουσlα  των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Αριθμός απόφασης 690/2018 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ Θ'ΤΡΙΜΕΛΕΣ - ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΒΟΗΘΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΛΛΟΔΑΠΗ ΑΠΟ ΤΟ ΙΚΑ - Επειδή, ο Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/1971 του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1971 (ΕΕ L 149, σελ.2) περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και κωδικοποιήθηκε με τον Κανονισμό (ΕΚ) 647/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Απριλίου 2005 (ΕΕ L 117 σελ.1), στο άρθρο 45 ορίζει ότι:

$
0
0
Αριθμός απόφασης 690/2018
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ       
ΤΜΗΜΑ Θ'ΤΡΙΜΕΛΕΣ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  16  Ιουνίου  2017  με δικαστές τις: Κωνσταντίνα Παπάζογλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Αικατερίνη - Ελένη Βάντση, Πρωτοδίκη Δ.Δ., Χριστίνα Αποστολίδου, Πρωτοδίκη  Δ.Δ.  - Εισηγήτρια, και γραμματέα την Αμαλία Σκιά, δικαστική υπάλληλο, για   ..
     να δικάσει την προσφυγή με αριθμό και χρονολογία κατάθεσης 3903/4.7.2014, της   ....., κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδός Βασιλίσσης Όλγας, αρ.231 Α), η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως, κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία <<'Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών» (Ι.Κ.Α.­ Ε.Τ.Α.Μ.) και ήδη «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (Ε.Φ.Κ.Α.), ως οιονεί καθολικού  διαδόχου   του  πρώτου  [51  παρ.  1,  53  παρ.  1 στοιχ.   Α  70  παρ.  9   του ν. 4387/2016 (Α' 85)], που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Αμερικής αρ. 12) και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή του, ο οποίος δεν εμφανίσθηκε στο ακροατ11ριο, αλλά λογίζεται ότι παραστάθηκε μετά την υποβολή της από 7.6.2017 δ11λωσης παράστασης, σύμφωνα με το άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., διά του πληρεξούσιου δικηγόρου Στέλιου Λεμονίδη.
Κατά τη συζήτηση, ο διάδικος που παραστάθηκε στο ακροατήριο ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Η κρίση του Δικαστηρίου είναι η εξής:
1.            Επειδή,με την κρινόμενη προσφυγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα 2870149 και 5771152/2014, σειράς Α' , ειδικά έντυπα παραβόλου Δημοσίου), η προσφεύγουσα επιδιώκει, παραδεκτώς, την ακύρωση της 37 Συνεδρίαση: 3/26.3.2014 απόφασης της Α'Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.)                του Περιφερειακού Τποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Ν Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε ένστασή της κατά της 3839/29.2.2012 απόφασης του Διευθυντή του ως ό.νω Υποκαταστήματος. Με την τελευταία αυτή απόφαση, πλην των άλλων, χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα, εκτός από το πραγματικό ποσό σύνταξης, συμπληρωματική παροχή, κατ'άρθρο 50 Καν. 1408/1971, από 2.5.2011 έως 31.1.2013 και καθορίσθηκε το καταβλητέο κατά μήνα ποσό σύνταξης, από 2.5.2011, σε 288,00 ευρώ, με κράτηση για ασφάλεια ασθενείας 4%.
2.            Επειδή,ο Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/1971 του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1971 (ΕΕ L 149, σελ.2) περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και κωδικοποιήθηκε με τον Κανονισμό (ΕΚ) 647/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Απριλίου 2005 (ΕΕ L 117 σελ.1), στο άρθρο 45 ορίζει ότι: «1. Εάν η νομοθεσία κράτους μέλους εξαρτά την απόκτηση, τη διατήρηση, ή την ανάκτηση του δικαιώματος παροχών, δυνάμει συστήματος που δεν είναι ειδικό σύστημα κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 3, από την πραγματοποίηση περιόδων ασφαλίσεως ή κατοικίας, ο αρμόδιος φορέας αυτού του κράτους μέλους λαμβάνει υπόψη, κατά το μέτρο που απαιτείται, τις περιόδους ασφαλίσεως ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία κάθε άλλου κράτους μέλους, στα πλαίσια είτε γενικού είτε ειδικού συστήματος, που εφαρμόζεται σε μισθωτούς ή μη μισθωτούς. Προς το σκοπό αυτό, ο εν λόγω φορέας λαμβάνει υπόψη τις ως άνω περιόδους, σαν να πρόκειται για περιόδους που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζει... », στο άρθρο 46 ότι : « 1. Ο αρμόδιος φορέας καθενός από τα Κράτη μέλη, στη νομοθεσία των οποίων έχει υπαχθεί ο εργαζόμενος και της οποίας πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την γένεση του δικαιώματος παροχών, χωρίς να χρειάζεται να εφαρμοσθούν οι διατάξεις του άρθρου 45, προσδιορίζει, κατά τις διατάξεις της νομοθεσίας που εφαρμόζεται απ'αυτόν, το ποσό της παροχής που αντιστοιχεί στην συνολική διάρκεια των περιόδων ασφαλίσεως που πρέπει να ληφθούν υπ'όψη δυνάμει της νομοθεσίας αυτής. Ο φορέας αυτός προβαίνει επίσης στον υπολογισμό του ποσού της παροχής που θα εχορηγείτο κατ'εφαρμογή των κανόνων της παραγράφου 2 περιπτώσεις α) και β). Μόνο το μεγαλύτερο από τα δύο αυτά ποσά λαμβάνεται υπ'όψη. 2. Ο αρμόδιος φορέας καθενός από τα Κράτη μέλη, στη νομοθεσία των οποίων έχει υπαχθεί ο εργαζόμενος, εφαρμόζει τους ακόλουθους κανόνες, εφ'όσον οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την γένεση του δικαιώματος παροχών δεν πληρούνται, παρά μόνον αν ληφθούν υπ'όψη οι διατάξεις του άρθρου 45: α) ο φορέας υπολογίζει το θεωρητικό ποσό της παροχής, την οποία θα ηδύνατο να διεκδικήσει ο ενδιαφερόμενος, αν όλες οι περίοδοι ασφαλίσεως που επραγματοποιήθησαν υπό τις νομοθεσίες των Κρατών μελών στις οποίες είχε υπαχθεί, είχαν πραγματοποιηθεί στο εν λόγω Κράτος και υπό την νομοθεσία που εφαρμόζεται από τον φορέα αυτόν κατά την ημερομηνία εκκαθαρίσεως της παροχής. Αν, κατά τη νομοθεσία αυτήν, το ποσό της παροχής είναι ανεξάρτητο της διάρκειας των περιόδων ασφαλίσεως, το ποσό αυτό λαμβάνεται ως το θεωρητικό ποσό που αναφέρεται στην παρούσα περίπτωση- β) ο φορέας προσδιορίζει κατόπιν το πραγματικό ποσό της παροχής βάσει του θεωρητικού ποσού που αναφέρεται στην προηγούμενη περίπτωση, κατ'αναλογία προς την διάρκεια των περιόδων ασφαλίσεως που επραγματοποιήθησαν προ της επελεύσεως του κινδύνου υπό την νομοθεσία που εφαρμόζει, εν σχέσει προς την συνολική διάρκεια των περιόδων ασφαλίσεως που επραγματοποιήθησαν προ της επελεύσεως του κινδύνου υπό τις νομοθεσίες όλων των σχετικών Κρατών μελών- γ) ... δ) ... 3. Ο ενδιαφερόμενος δικαιούται το συνολικό ποσό των παροχών που υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, με ανώτατο όριο το μεγαλύτερο από τα θεωρητικά ποσά παροχών που υπολογίζονται κατά τις διατάξεις της παραγράφου 2 περίπτωση α). Εφ'όσον το ποσό που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο υπερβαίνει το όριο, κάθε φορέας ο οποίος εφαρμόζει την παράγραφο 1 προσαρμόζει την παροχή του στο ποσό που αντιστοιχεί στη σχέση μεταξύ του ποσού της εν λόγω παροχής και του συνολικού ποσού των παροχών που προσδιορίζονται κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1. 4. ... »,στο άρθρο 49 ότι: «1. Εάν ο ενδιαφερόμενος δεν συγκεντρώνει, σε δεδομένη στιγμή, αφού ληφθεί ενδεχομένως υπόψη το άρθρο 45 ή/και το άρθρο 40 παράγραφος 3, τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την πληρωμή των παροχών από όλ.ες τις νομοθεσί.ες των κρατών μελών στις οποίες είχε υπαχθεί, αλλά πληροί μόνον τις προϋποθέσεις μιας ή περισσοτέρων από αυτές, ισχύουν τα ακόλουθα: α) καθένας από τους αρμόδιους φορείς, κατά τη νομοθεσία του οποίου πληρούνται οι προϋποθέσεις, υπολογίζει το ποσό της οφειλόμενης παροχής σύμφωνα με  το  άρθρο  46 εκτός εάν ο συνυπολογισμός των  εν λόγω  περιόδων  επιτρέπει  τον  καθορισμό   υψηλότερου  ποσού  παροχών   β)   ωστόσο:...    εάν ο  ενδιαφερόμενος  πληροί τις προϋποθέσεις μιας και μόνον νομοθεσίας, χωρίς να χρειασθεί να συνυπολογισθούν οι περίοδοι  ασφαλίσεως  ή διαμονής που πραγματοποιήθηκαν υπό        
 
νομοθεσίες των οποίων οι προϋποθέσεις δεν πληρούνται, το ποσό της οφειλόμενης παροχής υπολογίζεται, κατ'εφαρμογή του άρθρου 46 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i), σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας της οποίας πληρούνται οι προϋποθέσεις και λαμβανομένων υπόψη μόνον των περιόδων που πραγματοποιήθηκαν υπό την εν λόγω νομοθεσία, εκτός εάν ο συνυπολογισμός των περιόδων που πραγματοποιήθηκαν υπό άλλες νομοθεσίες των οποίων δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις επιτρέπει τον καθορισμό υψηλότερου ποσού παροχών, σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii). Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται κατ'αναλογία όταν ο ενδιαφερόμενος έχει ζητήσει ρητά την αναβολή της εκκαθαρίσεως των παροχών γήρατος, σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 2 δεύτερη φράση... », στο άρθρο 50 ότι: «Ο δικαιούχος παροχών, επί του οποίου εφαρμόσθηκε το παρόν κεφάλαιο, δεν δύναται, στο κράτος στου οποίου το έδαφος κατοικεί και κατά τη νομοθεσία του οποίου του οφείλεται παροχή, να εισπράξει ποσό παροχών μικρότερο από την ελάχιστη παροχή που ορίζεται από την εν λόγω νομοθεσία για περίοδο ασφαλίσεως ή κατοικίας ίση με το σύνολο των περιόδων που ελήφθησαν υπόψη για την εκκαθάριση σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγουμένων άρθρων. Ο αρμόδιος φορέας του κράτους αυτού του καταβάλλει, ενδεχομένως, καθόλη τη διάρκεια της κατοικίας του στο έδαφος του κράτους αυτού, συμπλήρωμα ίσο με τη διαφορά μεταξύ του ποσού των παροχών που οφείλονται δυνάμει του παρόντος κεφαλαίου και του ποσού της ελάχιστης παροχής». Περαιτέρω, ο Κανονισμός (ΕΟΚ) 574/1972 του Συμβουλίου της 21ης Μαρτίου 1972 (ΕΕ L 047 σελ.1), περί του τρόπου εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/1971, όπως κωδικοποιήθηκε και τροποποιήθηκε με τον Κανονισμό (ΕΚ) 647/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Απριλίου 2005, στο άρθρο 36 ορίζει ότι: « 1. Για να λάβει παροχές δυνάμει των άρθρων 40 έως 51, εκτός των περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 35 του κανονισμού εφαρμογ11ς, ο αιτών υποχρεούται να υποβάλει αίτηση στο φορέα του τόπου κατοικίας σύμφωνα με τις διατυπώσεις που προβλέπονται από τη νομοθεσία που εφαρμόζει ο φορέας αυτός.
4. Μια αίτηση παροχών που υποβλήθηκε στο φορέα ενός κράτους μέλους επιφέρει αυτόματα την ταυτόχρονη  εκκαθάριση των παροχών δυνάμει των νομοθεσιών όλων των κρατών μελών τις προϋποθέσεις των οπαίων πληροί ο αιτών εκτός αν, σύμφωνα με   το άρθρο  44 παράγραφος  2  του κανονισμού,  ο αιτών  επιθυμεί  να ανασταλεί η εκκαθάριση των παροχών γήρατος που δικαιούται  δυνάμει  της  νομοθεσίας  ενός  ή περισσοτέρων κρατών μελών», στο άρθρο 37 ότι: « Η υποβολή των αιτήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 36 του κανονισμού εφαρμογής υπόκειται στους ακόλουθους κανόνες: α) η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από τα απαιτούμενα δικαιολογητικά έγγραφα και πρέπει να συντάσσεται στο έντυπο που προβλέπεται από την νομοθεσία:
i) του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί ο αιτών, στην περίπτωση που προβλέπεται στο άρθρο 36 παράγραφος 1... δ) αν, σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 2 του κανονισμού, ο αιτών επιθυμεί την αναστολή της εκκαθαρίσεως των παροχών γήρατος, που θα ελάμβανε κατά τη νομοθεσία ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών οφείλει να προσδιορίσει επακριβώς βάσει ποιας νομοθεσίας ζητεί παροχές». Επίσης, στον Κανονισμό (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 166), ο οποίος άρχισε να εφαρμόζεται από την 1η Μαίου 2010, ορίζονται τα εξής: Άρθρο 52: «1. Ο αρμόδιος φορέας υπολογίζει το ποσό της οφειλόμενης παροχής: α) σύμφωνα με τη νομοθεσία την οποία εφαρμόζει, μόνο όταν οι όροι που απαιτούνται για τη θεμελίωση δικαιώματος σε παροχές, πληρούνται αποκλειστικά δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας (αυτοτελής παροχ11), β) με τον υπολογισμό ενός θεωρητικού ποσού και, εν συνεχεία, ενός πραγματικού ποσού (αναλογική παροχή), ως εξής: (i) το θεωρητικό ποσό της παροχής ισούται προς την παροχή την οποία θα μπορούσε να διεκδικήσει ο ενδιαφερόμενος, εάν όλες οι περίοδοι ασφάλισης ή/και κατοικίας οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί δυνάμει των νομοθεσιών των άλλων κρατών μελών είχαν πραγματοποιηθεί δυνάμει της νομοθεσίας την οποία εφαρμόζει ο φορέας, κατά την ημερομηνία εκκαθάρισης της παροχής- εάν, δυνάμει της νομοθεσίας αυτής, το ποσό της παροχής είναι ανεξάρτητο από τη διάρκεια των περιόδων οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί, το ποσό αυτό εκλαμβάνεται ως το θεωρητικό ποσό, (ii) ο αρμόδιος φορέας προσδιορίζει κατόπιν το πραγματικό ποσό της αναλογικής παροχής, βάσει του θεωρητικού ποσού κατ'αναλογίαν  της διάρκειας  των περιόδων οι οποίες πραγματοποιήθηκαν πριν από την επέλευση του κινδύνου δυνάμει της νομοθεσίας την οποία εφαρμόζει ο φορέας σε σχέση προς τη συνολική διάρκεια των περιόδων οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί πριν από την επέλευση του κινδύνου δυνάμει των νομοθεσιών όλων των ενδιαφερομένων κρατών μελών. 2. Εφόσον είναι αναγκαίο, ο αρμόδιος φορέας εφαρμόζει επί του ποσού το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με τα στοιχεία α)  και β) της παραγράφου 1, το σύνολο των κανόνων μείωσης, αναστολής ή κατάργησης οι οποίοι προβλέπονται από την νομοθεσία, που αυτός εφαρμόζει, εντός των ορίων τα οποία ορίζουν τα άρθρα 53 έως 55. 3. Ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να λάβει από τον αρμόδιο φορέα κάθε κράτους μέλους, το υψηλότερο από τα ποσά που υπολογίζονται σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 1. 4. Όταν ο υπολογισμός σύμφωνα με την παράγραφο 1, στοιχείο α) σε ένα κράτος μέλος,  συνεπάγεται πάντοτε αυτοτελή παροχή ίση ή υψηλότερη της αναλογικής παροχής, η οποία υπολογίζεται κατ'εφαρμογή της παραγράφου 1, στοιχείο β), ο αρμόδιος φορέας μπορεί να μην εφαρμόζει τον αναλογικό υπολογισμό, υπό τους όρους που προβλέπονται στον κανονισμό εφαρμογής. Οι καταστάσεις αυτές ορίζονται στο Παράρτημα VΙΙΙ.». Άρθρο 58: «1. Ο δικαιούχος παροχών, επί του οποίου εφαρμόζεται το παρόν Κεφάλαιο, δεν θα μπορούσε στο κράτος μέλος κατοικίας, και κατά τη νομοθεσία του οποίου του οφείλεται παροχή, να λάβει παροχή  μικρότερη από την ελάχιστη παροχή η οποία ορίζεται από την εν λόγω νομοθεσία για περίοδο ασφάλισης ή κατοικίας ίση με το σύνολο των περιόδων οι οποίες έχουν ληφθεί υπόψη για την εκκαθάριση σύμφωνα με το παρόν Κεφάλαιο. 2. Ο αρμόδιος φορέας αυτού του κράτους μέλους καταβάλλει στον ενδιαφερόμενο, καθ'όλο το διάστημα κατά το οποίο κατοικεί στο έδαφός του, συμπληρωματικό ποσό ίσο με τη διαφορά μεταξύ του συνόλου των παροχών οι οποίες οφείλονται σύμφωνα με το παρόν Κεφάλαιο και του ποσού της ελάχιστης παροχής.» Άρθρο 59: «1. Εάν η μέθοδος καθορισμού των παροχών ή οι κανόνες για τον υπολογισμό των παροχών τροποποιηθούν σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους ή εάν η προσωπική κατάσταση του ενδιαφερομένου υποστεί σημαντική αλλαγή, η οποία, σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτή, μπορεί να οδηγήσει σε αναπροσαρμογή του ποσού της παροχής, πραγματοποιείται νέος υπολογισμός σύμφωνα με το άρθρο 52. Ωστόσο, εάν . .. τροποποιηθούν οι παροχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών κατά ... εφ'άπαξ ποσό, το εν λόγω . .. ποσό εφαρμόζεται απευθείας στις παροχές οι οποίες καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 52, χωρίς να χρειάζεται νέος υπολογισμός».
Επειδή,   εξάλλου,   με   το   αρ.   34   παρ.   1   του   ν.   3996/2011   (Α'    170) αντικαταστάθηκε το άρθρο 20 του ν. 2434/1996 (Α' 188), ορίζοντας μεταξύ άλλων ότι: «11. Ελάχιστη παροχή κατά την έννοια του άρθρου 58 του Κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 είναι το ποσό της βασικής σύνταξης του άρθρου 2 του ν. 3863/2010, όπως διαμορφώνεται κάθε φορά. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου. Εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης κρίνονται με τις ανωτέρω διατάξεις». Στο δε άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3863/2010 (Α' 115), όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή του με το άρθρο 27 παρ. 4 του ν. 438712016 (Α' 85), οριζόταν ότι: «Από 1.1.2015 και εφεξής καθιερώνεται βασική σύνταξη. Το ύψος της βασικής σύνταξης, για το έτος 201Ο, καθορίζεται στο ποσό των τριακοσίων εξήντα (360,00) ευρώ μηνιαίως, για 12 μήνες και αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του νόμου αυτού».
4.            Επειδή,από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι σε περίπτωση ασφαλισμένου πολίτη κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο οποίος έχει πραγματοποιήσει περιόδους ασφάλισης σε περισσότερα κράτη - μέλη χωρίς να συμπληρώνει προϋποθέσεις χορήγησης σύνταξης αυτοτελώς σε ένα από αυτά, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία καθενός, ο αρμόδιος ασφαλιστικός φορέας του κράτους - μέλους της κατοικίας του προσμετρά στον χρόνο που απαιτείται για τη θεμελίωση δικαιώματος σε συνταξιοδοτική παροχή, σύμφωνα με την εθνική του νομοθεσία, όλες τις ασφαλιστικές περιόδους που διανύθηκαν σε όλα τα κράτη - μέλη. Ακολούθως, υπολογίζει το θεωρητικό ποσό της σύνταξης που αντιστοιχεί στον χρόνο αυτό και, στη συνέχεια, υπολογίζει το πραγματικό ποσό της τελικώς καταβλητέας σύνταξης που του αναλογεί, πολλαπλασιάζοντας το ανωτέρω θεωρητικό ποσό με το κλάσμα των ημερών εργασίας που διανύθηκε στην ασφάλισή του διά του συνολικού αριθμού των ημερών εργασίας που πραγματοποιήθηκαν σε όλα τα κράτη - μέλη. Ωστόσο, η καταβλητέα σύνταξη δεν μπορεί να είναι μικρότερη από την ελάχιστη, όπως ορίζεται κάθε φορά από την εθνική νομοθεσία του αρμόδιου φορέα, και η τυχόν διαφορά μεταξύ του, κατά τα ανωτέρω, πραγματικού ποσού και της ελάχιστης σύνταξης χορηγείται στον συνταξιούχο ως συμπληρωματικό ποσό. Η λειτουργία που επιτελεί η τελευταία αυτή παροχή συνίσταται στη χορήγηση ενός συμπληρωματικού εισοδήματος στους δικαιούχους ανεπαρκών παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως, προς εξασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου μέσων βιοπορισμού στα άτομα αυτά των οποίων το σύνολο των εισοδημάτων  υπολείπεται  ενός  ορίου που  καθορίζει  ο  νόμος. Η παροχή αυτή έχει τον χαρακτήρα κοινωνικής αρωγής, που δικαιολογείται για οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους βάσει ρυθμίσεων προβλεπουσών αντικειμενικά κριτήρια (πρβλ. επ'αυτού τις αποφάσεις του ΔΕΚ της 4ης Νοεμβρίου 1997, C-20/96, Kelvin Albel't Snaies κατά Adjudication OfficeI, σκέψεις 33, 42 και 43•  της  11ης Ιουνίου 1998, C-297/96, Vel'a Α. Paι-tι-idge κατά Adjudication OfficeI, σκέψη 34, και της 31ης ΜαίΌυ 2001, C-43/99, Ghislain Lecleι-e και Alina Deaconescιι κατά Caisse nationale des piestations familiales, σκέψη 32), ενώ το καθοριζόμενο από  τον  νόμο ύψος της λαμβάνει υπόψη το βιοτικό επίπεδο στη χώρα, όπου  χορηγείται.  Ως  εκ τούτου, θα εκτρεπόταν του σκοπού της αν έπρεπε να χορηγείται εκτός του κράτους κατοικίας (πρβλ. απόφαση ΔΕΚ της 29ης Απριλίου 2004, C-160/02, Fiiedl'ich Skalka κατά Sozialveisiche1-ungsanstalt del' gewe1•blichen Wiιischaft, σκέψεις 24 και 25). Εξάλλου, σε περίπτωση νομοθετικής  τροποποίησης  των  συνταξιοδοτικών  παροχών του κράτους - μέλους κατά εφάπαξ ποσό, το ποσό αυτό εφαρμόζεται απευθείας στην καταβλητέα κατά τα ανωτέρω σύνταξη.
5.            Επειδή, τέλος, κατά το άρθρο 16 του π.δ.106/2007 (ΒΊ35) « Έγγραφο πιστοποίησης μόνιμης διαμονής πολίτη της Ένωσης» (Άρθρο 19 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ), ως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, «Αφού εξακριβωθεί η διάρκεια παραμονής των πολιτών της Ένωσης που είναι δικαιούχοι μόνιμης διαμονής, με την προσκόμιση της βεβαίωσης εγγραφής, οι αρμόδιες για το χειρισμό θεμάτων αλλοδαπών αστυνομικές αρχές του τόπου κατοικίας τους χορηγούν, κατόπιν αιτήσεως τους που υποβάλλεται αυτοπροσώπως, έγγραφο που πιστοποιεί τη μόνιμη διαμονή τους». Επιπροσθέτως, στο άρθρο 11 του Κανονισμού 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 , για τον καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, υπό τον τίτλο «Στοιχεία για τον προσδιορισμό της κατοικίας», διαλαμβάνονται τα ακόλουθα: «1. Σε περίπτωση διάστασης απόψεων μεταξύ των φορέων δύο ή περισσότερων κρατών μελών σχετικά με τον προσδιορισμό της κατοικίας ενός προσώπου για το οποίο εφαρμόζεται ο βασικός κανονισμός, οι φορείς αυτοί προσδιορίζουν με κοινή συμφωνία το κέντρο των συμφερόντων του εν λόγω προσώπου, βάσει συνολικής αξιολόγησης όλων των διαθέσιμων πληροφοριών που αφορούν συναφή στοιχεία, στα οποία μπορούν να περιλαμβάνονται  ανάλογα  με  την  περίπτωση:  α) η  διάρκεια  καθώς και η συνεχής παρουσία στην επικράτεια των σχετικών κρατών μελών β) η κατάσταση ενός προσώπου, στην οποία περιλαμβάνονται: i) η φύση και τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της ασκούμενης δραστηριότητας, και ιδίως ο τόπος όπου ασκείται συνήθως η δραστηριότητα, η σταθερότητα της δραστηριότητας, και η διάρκεια της τυχόν σύμβασης εργασίας, ii) η οικογενειακή κατάσταση και οι οικογενειακοί δεσμοί του, iii) η άσκηση τυχόν μη αμειβομένων δραστηριοτήτων, iv) στην περίπτωση σπουδαστών, η πηγή των εισοδημάτων τους, ν) οι συνθήκες στέγασης του, και ειδικότερα ο βαθμός μονιμότητάς τους, vi) το κράτος μέλος όπου θεωρείται ότι βρίσκεται η φορολογική κατοικία του προσώπου. 2. Εάν η εφαρμογή των διαφόρων κριτηρίων βάσει συναφών στοιχείων όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν επιτρέπει στους σχετικούς φορείς να καταλήξουν σε συμφωνία, η βούληση του προσώπου, όπως προκύπτει από αυτά τα στοιχεία και τις περιστάσεις, και ιδίως οι λόγοι που το οδi1γησαν στην απόφαση να μετακινηθεί, θεωρούνται καθοριστικά για τον προσδιορισμό του πραγματικού κράτους μέλους κατοικίας του». Εξάλλου, στο άρθρο 51 του Αστικού Κώδικα (ΑΚ) ορίζεται ότι: «Το πρόσωπο έχει κατοικία τον τόπο της κύριας και μόνιμης εγκατάστασής του. ....», στο δε άρθρο 52 αυτού ότι: «Η κατοικία διατηρείται ωσότου αποκτηθεί νέα». Κατά την έννοια τι1ς προαναφερθείσης διατάξεως του άρθρου 51 του ΑΚ, κατοικία είναι ο τόπος όπου το πρόσωπο έχει την κύρια και μόνιμη εγκατάστασή του, ο τόπος δηλαδή που έχει καταστεί, σύμφωνα με τη βούλησή του, το σταθερό κέντρο των βιοτικών του εν γένει σχέσεων. Για την ύπαρξη κατοικίας δεν απαιτείται μόνον η πραγματική εγκατάσταση σε ορισμένο τόπο, αλλά πρέπει να προκύπτει ότι η εγκατάσταση αυτή γίνεται με σκοπό μονιμότητας. Η θέληση της συστάσεως κατοικίας ή μεταβολής αυτής προκύπτει προ πάντων από τη δήλωση στα οικεία Δημαρχεία, ελλείψει δε αυτής, δύναται να προκύπτει εξ οιουδήποτε σαφούς και αναμφισβήτητου γεγονότος από το οποίο να προκύπτει η πρόθεση της σε συγκεκριμένο τόπο κυρίας και μονίμου εγκαταστάσεως (πρβλ. ΣτΕ 1445/2016, 3973/2005, 3870/2002). Ειδικότερα, από την δήλωση στα οικεία Δημαρχεία προκύπτει τεκμήριο περί της φυσικής παρουσίας του ενδιαφερομένου στο εξωτερικό.
Επειδή,περαιτέρω, ο α.ν.1846/1951(Α' 179) στο άρθρο 28, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 27 παρ.1  του  ν.1902/1990  (Α'  138), ορίζει ότι:  «1.α) Ο ασφαλισμένος              στο Ίδρυμα δικαιούται  σύνταξη λόγω γήρατος, εάν κατά την υποβολή  της αιτήσεως  έχει συμπληρώσει το 65ό έτος της ηλικίας  του  ή  η  ασφαλισμένη  το  60ό  και πραγματοποίησε τέσσερις χιλιάδες πενήντα (4.050) τουλάχιστον ημέρες εργασίας. Το ως άνω όριο ημερών εργασίας αυξάνεται προοδευτικά σε τέσσερις χιλιάδες πεντακόσιες (4.500) ημέρες εργασίας, με την προσθήκη στις τέσσερις χιλιάδες πενήντα (4.050) ανά εκατόν πενήντα (150) ημερών κατά μέσο όρο για καθένα επόμενο ημερολογιακό έτος, αρχής γενομένης από της 1ης Ιανουαρίου 1992... ». Και στο άρθρο 29 παρ.5, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν.δ. 4476/1965 ( Α' 103), ότι: «Η καταβολή των συντάξεων και του επιδόματος αναπροσαρμογ11ς άρχεται από της ημέρας καθ'ήν υπεβλήθη υπό του ασφαλισμένου η αίτησις περί απονομ11ς της συντάξεως....». Επιπλέον, ο Κανονισμός Ασφαλιστικής Αρμοδιότητας και Διαδικασίας Απονομής Παροχών Ι.Κ.Α. (57440 της 13.1/7.2.1938 απόφαση Υφυπουργού Εργασίας- Β' 33) στο άρθρο 10 παρ. 1 ορίζει ότι: «Προς άσκησιν παντός δικαιώματος εκ της ασφαλίσεως κατά της αναπηρίας, γήρατος και θανάτου, δέον να υποβληθεί υπό του αιτούντος εις την υπηρεσίαν του Ιδρύματος αίτησις, ήτις δέον να συντάσσεται και υπό της υπηρεσίας, εφ'όσον ζητεί τούτο ο ενδιαφερόμενος». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 29 παρ.5 του α.ν.1846/1951 και 10 παρ.1 του Κανονισμού Ασφαλιστικής Αρμοδιότητας και Διαδικασίας Απονομής Παροχών Ι.Κ.Α. συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι για την απονομή σύνταξης από το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., συμπλήρωμα της οποίας αποτελεί η επίδικη παροχή, απαιτείται, κατ'αρχήν, η υποβολή από τον ασφαλισμένο 11 άλλο δικαιούχο αίτησης, η οποία αποτελεί και την αφετηρία για την έναρξη της διαδικασίας διαπίστωσης της συνδρομής των προϋποθέσεων για συνταξιοδότηση (πρβλ. ΣτΕ 1535/2011, 3598/2008, 3702/2006). Η καταβολή της σύνταξης λόγω γήρατος αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία υποβλήθηκε από τον ασφαλισμένο η αίτηση αυτή, υπό τον όρο ότι είχαν ήδη λάβει χώρα όλα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το δικαίωμα. Αντιθέτως, σε περίπτωση κατά την οποία προϋπόθεση απονομής της σύνταξης συνέτρεξε μετά την υποβολή της αίτησης για συνταξιοδότηση, η καταβολή της αρχίζει όχι από την ημέρα υποβολής της αίτησης αλλά από την ημέρα που πληρώθηκε και η προϋπόθεση αυτή ( πρβλ. ΣτΕ 2900/2008, 2157/2006, 232/2005, 137/2002, 5292/1995), απόκειται ,δε, στον ενδιαφερόμενο να επικαλεστεί, και να αποδείξει τα περιστατικά που ανάγονται στην προσωπική και οικογενειακή του κατάσταση και εκ των οποίων αποδεικνύεται η συνδρομή των.
Επειδή,στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας οκύπτουν τα ακόλουθα:
Η προσφεύγουσα, με βουλγάρικη υπηκοότητα, γεννηθείσα το  έτος 1948, πραγματοποίησε συνολικά 6221 ημέρες ασφάλισης, εκ των οποίων στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. 942 ημέρες εργασίας, χρονικής περιόδου 16.5.2002 μέχρι 31.10.2007, ως οικιακή βοηθός, και στην ασφάλιση του βουλγαρικού ασφαλιστικού φορέα 5279 ημέρες ασφάλισης, χρονικής περιόδου από 1.12.1965 έως 1.4.1989 (σχετικό το Ε205 BG με στοιχεία 480 115 1590/1.8.2008 ). Με την 31643/20.3.2008 αίτησή της, στην οποία αναφέρει ως διεύθυνση κατοικίας της διαμέρισμα επί της οδού Βασ. Όλγας, αρ.231Α, στη Θεσσαλονίκη, ζήτησε να της χορηγηθεί πλήρης σύνταξη γήρατος σύμφωνα με τις διατάξεις των Κοινοτικών Κανονισμών 1408/1971 και 574/1972. Δοθέντος ότι ο Βουλγάρικος ασφαλιστικός φορέας με την υπό στοιχεία 4801154590/1.8.2008 απόφασή του απέρριψε σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας περί συνταξιοδότησής της ελλείψει χρονικών προϋποθέσεων, με την 1856/27.1.2011 απόφαση του Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Θεσσαλονίκης, χορηγήθηκε σε αυτήν πλήρης σύνταξη γήρατος με εφαρμογή των διατάξεων της Ε.Ε. από 20.3.2008, με συνολικό χρόνο ασφάλισης 6221 ημερών ασφάλισης (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. : 942 + ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ:5279 ) βάσει της 5ης ασφαλιστικής κλάσης, το ποσό της οποίας καθορίσθηκε στο πραγματικό ποσό των 60,97 ευρώ μηνιαίως από την ως άνω ημερομηνία, καθόσον η προσφεύγουσα δεν θεμελίωνε αυτοτελές δικαίωμα συνταξιοδότησης λόγω γήρατος έναντι του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., και ύστερα από μείωση κατά ποσοστό 20% , καθόσον ο χρόνος ασφάλισης στο σύνολό του πραγματοποιήθηκε βάσει του άρθρου 26 ν. 2639/98 και σε συνδυασμό με το άρθρο 48 παρ. 1 του προαναφερθέντος Κανονισμού 1408/1971. Με την 19900/14.2.2011 αίτηση η προσφεύγουσα ζήτησε να της χορηγηθεί και συμπληρωματική παροχή, κατ'άρθρο 58 Καν. 883/2004. Προς τούτο προσκόμισε  μαζί  με  την αίτηση αυτή, με άλλες  αιτήσεις  και έγγραφα,   αλλά   και κατόπιν της σχετικής 44304/6.4.2011 πρόσκλησης της αρμόδιας υπηρεσίας του  καθ'ου Ιδρύματος, τα παρακάτω δικαιολογητικά: C) λογαριασμούς της ΔΕΗ για το διαμέρισμα  επί της οδού  Βασ.  Όλγας, αρ.231Α, στη  Θεσσαλονίκη,  στο  όνομα  της ιδιοκτήτριας,  για  τα  έτη  2008-201Ο,  και  όμοιους  λογαριασμούς   στο όνομα  της  προσφεύγουσας  για  το  έτος  2011, @αποδείξεις  παραλαβής  από  την  ίδια  των κοινοχρήστων  για  τα έτη 2008-20100,            το 4000/10/5872/14.5.2008 έγγραφο πιστοποίησης μόνιμης διαμονής πολίτη κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης της Ελληνικής Αστυνομίας(Ι ) το 001635/14.12.2010 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης και μελών της οικογένειας του αρμόδιου υπαλλήλου του Δ.Δ. Ζάπαντεν Δήμου Φιλιππούπολης, στο οποίο αναγράφεται ως «τωρινή διεύθυνση κατοικίας/νομός, οικισμός, δήμος/: Φιλιππούπολης, Φιλιππούπολης, Λεωφ. Πέστερσκο σοσέ αριθ.: 143, 1°ς όρ., διαμέρισμα 002»Q μισθωτήριο συμφωνητικό κύριας κατοικίας στην ως άνω διεύθυνση για τις χρονικές περιόδους 1.3.2008 - 1.3.2010 και 1.4.2010-1.3.2013, επ'ονόματί της, τα οποία κατατέθηκαν στη φορολογική αρχή το 2011, και υπεύθυνη δήλωση της ιδιοκτήτριας για ενοικίαση του διαμερίσματος  αυτού από 1.3.2008 έως 1.3.2013@, αποδείξεις κινητής τηλεφωνίας για  τα  έτη  2009-2010,  ομοίως,  στο  όνομά  τη½"l την  από  9.4.2002  βεβαίωση απόδοσης ΑΦΜ της Ζ'Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης και την από 7.2.2011 βεβαίωση Α.Μ.Κ.Α@ την από 2.5.2011 υπεύθυνη δήλωση της ίδιας, στην οποία δηλώνει τη διεύθυνση της μόνιμης κατοικίας της στην Ελλάδα και ότι στις 2.5.2011 έκανε αίτηση για υπογραφή συμβολαίου με την ΔΕΗ στο όνομα της λόγω του μισθωτήριου συμβολάιου αντίγραφο δήλωσης φορολογίας εισοδήματος για το οικονομικό έτος 2008 (χρήση 2007), με αναγραφείσα την ως άνω διεύθυνση και δηλωθέντα εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες, ύψους 5.820,31 ευρώ και την από 14.2.2011 υπεύθυνη δ11λωσή της για τη μη υποχρέωση υποβολής φορολογικής δήλωσης για τα έτη 2009 και 201Ο, και 1Ο. την άδεια παραμονής της από 18.6.1996 έως 17.6.1997 και το 355673468 διαβατήριο της με ισχύ από 12.3.2007 έως 12.3.2012. Εν συνεχεία, με την 3838/29.2.2012 απόφαση του Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Θεσσαλονίκης, τροποποιήθηκε η ως άνω υπ'αριθμ. 1856/27.1.2011 όμοια απόφαση ως προς το καταβλητέο ποσό της σύνταξης από τις 20.3.2008 και μετά, καθώς έγινε επανυπολογισμός του ποσού της σύνταξης βάσει των οδηγιών της 41/2011 Εγκυκλίου του καθ'ου Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., ήτοι η προσαύξηση του κατωτάτου ορίου για τις πλέον των 4500 ημερών ασφάλισης υπολογίστηκε μόνο με τον ελληνικό χρόνο ασφάλισης. Επίσης, εκδόθηκε η 3839/29.2.2012 απόφαση του ως άνω Διευθυντή, με την οποία: α. χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα εκτός από το πραγματικό   ποσό   και   συμπληρωματική   παροχή   από   2.5.2011  έως   31.1.2013  ημερομηνία  πιθανής  έναρξης  της  βουλγαρικής  σύνταξης),   β.  καθορίσθηκε  το καταβλητέο κατά μήνα ποσό σύνταξης, από 2.5.2011, σε 288,00 ευρώ με κράτηση για ασφάλεια ασθενείας 4%, γ. παραγγέλθηκε ο συμψηφισμός κάθε ποσού σύνταξης καταβληθέντος από την ως άνω ημερομηνία και μετά, δ. ορίστηκαν τα δώρα εορτών και το επίδομα αδείας να καθορίζονται βάσει της εγκυκλίου 93/2011 της Διοίκησης Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. από 2.5.2011 και μετά, υπό την προϋπόθεση η προσφεύγουσα να είναι μόνιμη κάτοικος Ελλάδος και να μην συνταξιοδοτείται από κανένα άλλο ταμείο κύριας ασφάλισης από την Ελλάδα συμψηφιζομένου κάθε ποσού καταβληθέντος από 2.5.2011 και μετά, και ε. τέθηκε επιφύλαξη για την αναθεώρηση της τελευταίας απόφασης, ως προς το καταβλητέο ποσό σύνταξης και τον καταλογισμό των επιπλέον ληφθέντων ποσών σύνταξης, σε περίπτωση που χορηγηθεί στη συνταξιούχο έτερη σύνταξη για το χρονικό διάστημα από 2.5.2011 έως 31.1.2013 ή αλλάξει χώρα μονίμου διαμονής. Κατά της απόφασης αυτής η προσφεύγουσα υπέβαλε την 65696/18.5.2012 ένσταση στην οικεία Τ.Δ.Ε. του ως άνω Υποκαταστήματος του καθ'ου επιδιώκοντας την έναρξη της επίδικης συμπληρωματιιd1ς παροχής από τις 20.3.2008, ήτοι από την ημερομηνία υποβολ1Ίς της αρχικής αίτησής της για συνταξιοδότηση από το καθ'ου, και την αναθεώρηση της ως άνω απόφασης του Διευθυντή ως προς το ποσό της παροχής αυτής στο ποσό των 486 ευρώ. Ενώπιον της Επιτροπής αυτής η προσφεύγουσα παρέστη μετά της δικηγόρου της, Αναστασίας Δαρνάκα και ισχυρίσθηκε ότι, δεδομένου ότι το έτος 2007 η Βουλγαρία έγινε μέλος  της Ε.Ε., την επόμενη χρονιά υπέβαλε η ίδια αίτηση στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., για να  της χορηγηθεί σύνταξη γήρατος, δεν της ζητήθηκαν, όμως, δικαιολογητικά για τη συμπληρωματική παροχή που αποτελεί επακόλουθο του δικαιώματος σύνταξης, η παράλειψη δε αυτή, κατά τους ισχυρισμούς της, ήταν εσκεμμένη. Επίσης, υποστήριξε ότι η επίδικη παροχή έπρεπε να της χορηγηθεί από τότε που υπέβαλε την αίτηση για την συνταξιοδότηση της και το ποσό να έχει υπολογισθεί σύμφωνα με τον τότε τρόπο υπολογισμού. Εξάλλου, κατά τους ισχυρισμούς της, τα απαιτούμενα εκ του νόμου δικαιολογητικά μπορεί μεν να είναι περιοριστικά, ωστόσο στο τέλος αναφέρει ότι εκείνο που πρέπει να προκύπτει είναι η μόνιμη εγκατάσταση. Ακολούθως, εξιστορεί ότι   ήλθε  στην  Ελλάδα  το έτος  1992  και από τότε ζει μόνιμα  στη χώρα,  όπου οι τέσσερις κόρες της σπούδασαν, την συντηρεί, δε, οικονομικά η μικρότερη κόρη της που είναι 35 ετών, ανύπανδρη, εργάζεται και συγκατοικούν, ενώ η κόρη της, που διαμένει στη Δανία, της στέλνει χρήματα. Ως εκ τούτου, κατά τους ισχυρισμούς της, υπάρχουν πολλά στοιχεία από τα οποία αποδεικνύεται ότ.ι-έχει μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα από το 1998 μέχpι και σήμερα (μισθωτήριο κατοικίας , επ'ονόματί της από το 2008, για το οποίο πλήρωσε πρόστιμο για την εκπρόθεσμη υποβολή του στην εφορία το έτος 2011, αποδείξεις καταβολί1ς ενοικίου, φορολογικές δηλώσεις από το έτος 2000 και μετά, εκτός από τα έτη 2009 και 2010, διότι τις χρονιές αυτές δεν είχε εισόδημα, ένσημα μέχρι και το έτος 2007, αποδείξεις πληρωμής λογαριασμών τηλεφώνου στο όνομα της από το έτος 2008 έως το έτος 2010, σύνδεση της ΔΕΗ στο όνομά της από το 2011, πληρωμές φυσικού αερίου, αποδείξεις είσπραξης κοινοχρήστων χρονικής περιόδου 2008-2011, αποδείξεις φαρμακείων κ.λ.π.). Ως προς την έναρξη χορήγησης της συμπληρωματικής παροχής η προσφεύγουσα επικαλέσθηκε τις διατάξεις του άρθρου 50 του Καν. 1408/71, και ανέφερε τις προϋποθέσεις χορήγησης της επίδικης παροχ11ς επισημαίνοντας ότι δεν απαιτείται ξεχωριστή αίτηση για την χορήγηση αυτή, αλλά αρκεί η αίτηση για χορήγηση σύνταξης, διότι το έτος 2008 το ΙΚΑ εξέταζε αυτεπαγγέλτως την ανάγκη ή μη συμπλήρωσης του ποσού της σύνταξης με συμπληρωματική παροχή, οι παράνομες, δε, πράξεις και παραλείψεις των οργάνων της Διοίκησης δεν μπορεί να αποβαίνουν σε βάρος των ασφαλισμένων. Επιπροσθέτως, επισήμανε ότι είναι άκρως προσβλητικός ο ισχυρισμός του καθ'ου, που ενήργησε με δόλο, ότι «δημιούργησε» τις προϋποθέσεις για συμπληρωματική παροχή, τη στιγμή που το ίδιο αδιαφόρησε για τη μόνιμη κατοικία της από το έτος 2008, ενώ δεν υπάρχει λογική στον ισχυρισμό  ότι είναι μόνιμη κάτοικος Ελλάδος από το έτος 2011, καθόσον από το έτος 2008 περίμενε την απονομ1Ί της σύνταξής της και γνώριζε ότι προϋπόθεση για την χορήγηση της ήταν να είναι μόνιμη κάτοικος της χώρας. Αν το καθ'ου Ίδρυμα είχε ενεργήσει σωστά, κατά τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, η απόφαση που θα αφορούσε και τη χορήγηση της συμπληρωματικής παροχής θα συμπεριλαμβανόταν στην υπ'αριθμ. 1856/27.1.2011 απόφαση και δεν θα επηρεαζόταν η περίπτωση της από την εγκύκλιο 41/2011. Προς ενίσχυση των ισχυρισμών της κατέθεσε ενώπιον της Τ.Δ.Ε. ένα υπόμνημα, 48 φωτοτυπίες αποδείξεων είσπραξης κοινοχρήστων, 9 αντίγραφα κίνησης λογαριασμού από 18.3.2009 -17.2.2012, 26 φωτοτυπίες λογαριασμών ΔΕΗ από 2008-2012, 39 φωτοτυπίες λογαριασμών  από σταθερό ΟΤΕ και WIND, 45 φωτοτυπίες από αποδείξεις είσπραξης της Εθνικής Τράπεζας. Η εν λόγω Επιτροπή λαμβάνοντας υπόψη της τους ως άνω ισχυρισμούς και τα στοιχεία του φακέλου απέρριψε την ως άνω ένσταση, με την αιτιολογία ότι η προσφεύγουσα δημιούργησε τις προϋποθέσεις για χορήγηση συμπληρωματικής παροχής μετά την συνταξιοδότηση της και προσκόμισε επαρκή στοιχεία μόνιμης κατοικίας με την υποβολή της ως άνω 19900/14.2.2011 αίτησής της περί χορήγησης συμπληρωματικής παροχής. Ειδικότερα, έκρινε ότι η προσφεύγουσα πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 50 του καν. 1408/71 και 58 Καν. (ΕΚ) 883/04 από 2.5.2011, ήτοι διαμένει μόνιμα στην Ελλάδα από την ημερομηνία υποβολής της αίτησής της για την υπογραψί1 συμβολαίου στο όνομά της με τη ΔΕΗ ( σχετική και η υπ'αριθμ. 93/201 Ι εγκ. Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. ) και δεν συνταξιοδοτείται από κανέναν άλλον φορέα ασφάλισης ελληνικό ή ξένο, ως εκ τούτου, δε, μπορεί να της χορηγηθεί ως συμπληρωματική παροχή η διαφορά μεταξύ του κατά τα ανωτέρω πραγματικού ποσού σύνταξης μέχρι την ελάχιστη παροχή του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. ( = 360,00 ευρώ σύμφωνα με τα άρθρα 3-1 παρ. 1 εδαφ. 11 ν. 3996/2011 και 2 του ν. 3863/2010 ), από 2.5.2011 (ημερομηνία θεμελίωσης δικαιώματος χορήγησης συμπληρωματικής παροχής) έως 31.7.2013 (ημερομηνία πιθανής έναρξης της βουλγαρικής σύνταξης), το δε καταβλητέο κατά μήνα ποσό σύνταξης καθορίζεται σε 288,00 ευρώ (πραγματικό ποσό+ συμπληρωματική παροχή) .
8.            Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή και το νομίμως από 15.6.2017 κατατεθέν υπόμνημα, η προσφεύγουσα επιδιώκει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης προβάλλοντας ότι εσφαλμένα της απονεμήθηκε με την προαναφερθείσα απόφαση του Διευθυντή η εν λόγω συμπληρωματική παροχή από 2.5.2011 και επαναλαμβάνοντας τους ως άνω προβληθέντες ενώπιον της Τ.Δ.Ε. του  ανωτέρω Υποκαταστήματος του καθ'  ου Ιδρύματος ισχυρισμούς. Ειδικότερα,   εμμένει στην άποψη ότι είναι μόνιμος κάτοικος της Ελλάδας τουλάχιστον από τις 20.3.2008, ημερομηνία υποβολής της αίτησης της περί συνταξιοδότησης της, που πρέπει, άλλωστε, να ληφθεί υπόψη και για το ύψος της  συμπληρωματικής παροχής, γεγονός που αποδεικνύεται,  κατά  την άποψή της, από το σύνολο των ως άνω αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία, εξάλλου, παρανόμως και από υπαιτιότητα του καθ'ου δεν της ζητήθηκαν νωρίτερα, ειδικά δε το μισθωτήριο  διάρκειας από  1.3.2010 έως 1.3.2013  κατατέθηκε  στην εφορία στις 2.3.2010 και όχι τον 4° του 2011, ενώ τα απαραίτητα δικαιολογητικά που πρέπει να προσκομίζονται από τους ενδιαφερόμενους βάσει της 5/24/1-2011 εγκυκλίου της Διοίκησης δεν είναι περιοριστικά. Επίσης, επισημαίνει ότι είναι ελληνικής καταγωγής και οι δύο γονείς της είναι γεννημένοι στην Ελλάδα , ζει επί σειρά ετών στη χώρα, όπου έχει μεγαλώσει τα παιδιά της, ένα εκ των οποίων έχει σπουδάσει σε ελληνικό πανεπιστήμιο. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της επικαλείται και προσκομίζει εκ νέου τα ως άνω έγγραφα στοιχεία, επιπροσθέτως δε τα ακόλουθα: 1. το 18674/29.4. 2011 διπλότυπο είσπραξης της Ζ'ΔΟΥ, με το οποίο η εκμισθώτρια του ως άνω διαμερίσματος, Κουτσαγγέλα Βιργινία, πλήρωσε πρόστιμο για τα προαναφερθέντα μισθωτήρια συμφωνητικά, 2. αποδείξεις καταθέσεων του ενοικίου από την ίδια από το έτος 2008 έως το έτος 2012 μέσω τράπεζας, 3. βεβαίωση του φαρμακοποιού Γεωργίου Δουμπαλακίδη ότι η προσφεύγουσα είναι πελάτισσά του χρόνια και έρχεται συχνά στο φαρμακείο, 4. βεβαίωση της οδοντιάτρου Άννας Παπούλια ότι  η τελευταία είναι ασθενής της από το έτος 2001 και είναι μόνιμη κάτοικος Θεσσαλονίκης, 5. υπεύθυνη δήλωση του γείτονα της, Κωνσταντίνου Σιμαρά, ο οποίος βεβαιώνει ότι αυτή μένει μόνιμα στη συγκεκριμένη διεύθυνση για πάνω από 1Ο έτη, 6. υπεύθυνη δήλωση του διαχειριστή της οικοδομής που αφορά το ως άνω διαμέρισμα, Κωνσταντίνου Χριστοδουλίδη, που βεβαιώνει τη νόμιμη διαμονή της στη συγκεκριμένη διεύθυνση, 7. υπεύθυνη δi1λωση της συγκατοίκου της Ελένης Θεοδωρίδου, 8.υπεύθυνη δήλωση του Σάββα Παπαδόπουλου, ο οποίος διατι1ρεί κατάστημα εμπορίας τροφίμων στην ίδια πολυκατοικία επί σειρά ετών και βεβαιώνει ότι η προσφεύγουσα διαμένει επί σειρά ετών στο προαναφερθέν διαμέρισμα επί της οδού Βασ. Όλγας, αρ.231 Α. Αντίθετα, το καθού με το 50535/4.5.2017 έγγραφό του υπεραμύνεται της ορθότητας της προσβαλλομένης, την οποία θεωρεί πλήρως αιτιολογημένη.
9.            Επειδή,με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τις διατάξεις που εκτέθηκαν και ερμηνεύθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, το Δικαστήριο λαμβάνει, κατ'αρχάς, υπόψη του ότι η επίδικη συμπληρωματιΚ1Ί παροχή, ενόψει του κοινωνικού της χαρακτήρα, χορηγείται μόνο εντός του κράτους κατοικίας του δικαιούχου, ήτοι του τόπου κύριας και μόνιμης εγκατάστασης αυτού, κρίσιμο δε χρονικό σημείο για τη χορήγηση της παροχής αυτής είναι ο χρόνος υποβολής της αρχικής αίτησης για συνταξιοδότηση του ενδιαφερόμενου, υπό τον όρο, όμως, ότι έχουν ήδη λάβει χώρα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το αντίστοιχο δικαίωμα, τα  σχετικά δε δικαιολογητικά που  αποδεικνύουν σε κάθε περίπτωση την συνδρομή  των προϋποθέσεων  του  νόμου για την χορήγηση  της ανωτέρω παροχής  πρέπει να προσκομίζονται από τον δικαιούχο. Ενόψει αυτών, το Δικαστήριο λαμβάνει,   ειδικώς,   υπόψη ότι  από     το μείζονας αποδεικτικής βαρύτητας από 14.12.201Ο πιστοποιητικό  οικογενειακής  κατάστασης  και  μελών της οικογενείας (πρβλ. ΣτΕ 1445/2016, 3973/2005 και 3870/2002), το οποίο η ίδια η προσφεύγουσα   ,  γ: προσκόμισε   στο καθ'  ου    Ίδρυμα,   προκύπτει   ότι  η ως  άνω κατοικεί στη Φιλιππούπολη, Βουλγαρία (οδός Λεωφ. Πέστερσκο σοσέ αριθ.: 143, 1ος όρ., διαμέρι9"μα 002), ενώ _το ως άνω έγγραφο πιστοποίησης μόνιμης δια τον  πολίτη κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης της Ελληνικής Αστυνομίας  εκδόθηκε στις 14.5.2008 και αφορά τη  διαμονή της βάσει της βεβαίωσης εγγραφής της  την ίδια ημερομηνία (14.5.2008), δεν αποδεικνύει, δε, επαρκώς τη μόνιμη και συνεχόμενη διαμονή  της στην Ελλάδα από το  έτος 2000,  όπως η ίδια ισχυρίζεται,  καθόσον δεν συνεπικουρείται από λοιπά         σχετικά έγγραφα  στοιχεία,  ικανά  να αποδείξουν τον ισχυρισμό αυτόν. Εξάλλου,  οι λογαριασμοί της ΔΕΗ για το διαμέρισμα επί της οδού Βασ. Όλγας, αρ.231, στη Θεσσαλονίκη, για τα έτη 2008-2010, έχουν στο όνομα της Βιργινίας Κουτσαγγέλας, τα μισθωτήρια συμφωνητικά κατοικίας κατατέθηκαν στη φορολογική αρχή το έτος 2011 (και όχι το έτος 201Ο, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η προσφεύγουσα,)ενώ στις 2.5.2011 υπέβαλε αίτηση για την υπογραφή συμβολαίου στο όνομά της με τη ΔΕΗ, όπως εξάλλου δεν αμφισβητεί και η ίδια. Μόνο από το ότι η προσφεύγουσα υπέβαλε, εκτός άλλων, κατά το οικονομικό έτος 2008 την ανωτέρω δήλωση φορολογίας εισοδήματος στην Ελλάδα, με δηλωθέν εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες ποσού 5.820,31  ευρώ,  ενώ  βάσει της από 14.2.2011  υπεύθυνής δήλωσής της δεν υπείχε υποχρέωση για υποβολή φορολογικής δήλωσης για τα έτη 2009 και 201Ο, δεν μπορεί να συναχθεί ότι εντεύθεν κατοικεί στην Ελλάδα. Ουδόλως, δε, προκύπτει από τις αποδείξεις πληρωμής λογαριασμών τηλεφώνου ή από τις   αποδείξεις καταθέσεων  ενοικίου  ποσού  300,00  από  την ίδια                μέσω τράπεζας συγκεκριμένες ημέρες ότι ο τόπος μόνιμης εγκατάστασής της είναι η Ελλάδα, κατά τον κρίσιμο χρόνο. Περαιτέρω, οι ως άνω προσκομιζόμενες υπεύθυνες δηλώσεις και βεβαιώσεις δέν λαμβάνονται υπόψη προεχόντως διότι δεν αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα, καθόσον δεν ελήφθησαν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 185 του Κώδικα Διοικητιιcί1ς Δικονομίας [Κ.Δ.Δ., ν. 2717/1999, Α' 9 7) (πρβλ. ΣτΕ 2124/2012, ΔΕφΑθ 109/2014), ενώ η πιστοποίηση της μόνιμης κατοικίας προσώπου στη χώρα ανήκει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του Δημάρχου της οικείας περιοχής, καθόσον ο τελευταίος έχει αρμοδιότητα έκδοσης πιστοποιητικών για την προσωπική κατάσταση των δημοτών [άρθρο 86 παρ. 1 περ. ζ του ν. 3463/2006 (A'l1)]. Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι ορθώς το καθ'ου Ίδρυμα χορήγησε στην προσφεύγουσα την επίδικη συμπληρωματική παροχή από 2.5.2011 και καθόρισε το καταβλητέο κατά μήνα ποσό σύνταξης, από την ημερομηνία αυτή, σε 288,00 ευρώ με κράτηση για ασφάλεια ασθενείας 4%, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 58 του Καν. 883/2004, του άρθρου 34 παρ. 1 του ν. 3996/2011 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3863/2010, ως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο. Συνεπώς,   η   Α'    Τ.Δ.Ε.    του   ανωτέρω    Υποκαταστήματος,   η    οποία    με    την προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε ομοίως, ορθώς εκτίμησε τα πραγματικά περιστατικά και εφάρμοσε τον νόμο, απορριπτόμενων ως αβάσιμων των εκ του αντιθέτου ισχυρισμών της προσφεύγουσας.
1Ο. Επειδή, κατ'ακολουθία, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, ενώ, ελλείψει σχετικού αιτήματος, δεν πρέπει να καταλογιστούν σε βάρος της προσφεύγουσας δικαστικά έξοδα (άρθρο 275 παρ. 7 εδ. α'του ίδιου Κώδικα).
ΔΙΑΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την προσφυγή.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 16.10.2017 με τη σύνθεση που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και υπογράφεται, κατ'άρθρο 194 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, από τον αρχαιότερο Δικαστή της σύνθεσης αυτής, Χριστίνα Αποστολίδου, λόγω προαγωγής της Προέδρου της σύνθεσης αυτής Κωνσταντίνας Παπάζογλου σε Εφέτη Δ.Δ., και τοποθέτησής της στο Διοικητικό Εφετείο Κομοτηνής, και λόγω προαγωγής της Αικατερίνης  - Ελένης Βάντση σε Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ. και τοποθέτησής της στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Τρικάλων.
Η Αρχαιότερη Δικαστής - Εισηγήτρια
Δημοσιεύτηκε   σε           έκτακτη               δημόσια              συνεδρίαση       στο         ακροατήριο       του
Δικαστηρίου τούτου στις 31.1.2018, με τη συμμετοχή στη σύνθεση της Προεδρεύουσας του Θ'Τμήματος, Αικατερίνης Κοντάκι, Πρωτοδίκου Δ.Δ. και της Πρωτοδίκου Δ.Δ. Χριστίνας Χατζηδήμου, λόγω της πιο πάνω υπηρεσιακής μεταβολής.
 Η Προεδρεύουσα
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>