Quantcast
Channel: ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live

Δημοσιεύθηκε σε ΦΕΚ ο νόμος 4531/2018 για την Κύρωση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης

Previous: Αριθμός απόφασης 690/2018 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ Θ'ΤΡΙΜΕΛΕΣ - ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΒΟΗΘΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΛΛΟΔΑΠΗ ΑΠΟ ΤΟ ΙΚΑ - Επειδή, ο Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/1971 του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1971 (ΕΕ L 149, σελ.2) περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και κωδικοποιήθηκε με τον Κανονισμό (ΕΚ) 647/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Απριλίου 2005 (ΕΕ L 117 σελ.1), στο άρθρο 45 ορίζει ότι:
$
0
0

Δημοσιεύθηκε σε ΦΕΚ ο νόμος 4531/2018 για την Κύρωση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης
Πρόκειται για τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας..

Με τον Νόμο 4531/2018 - ΦΕΚ 62/Α/5-4-201 κυρώνεται και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας, που υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 7 Απριλίου 2011 και υπογράφηκε στις 11 Μάΐου 2011 κατά την 121η συνεδρίαση του Συμβουλίου, στην Κωνσταντινούπολη.

Οι ρυθμίσεις που εισάγονται για την εφαρμογή των προβλέψεων της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης περιλαμβάνουν:
•Την ενίσχυση της ποινικής νομοθεσίας για την αντιμετώπιση εγκλημάτων που διαπράττονται σε βάρος των γυναικών (ακρωτηριασμός γεννητικών οργάνων, stalking, «εγκλήματα τιμής»),
•Καταργείται η άκρως αναχρονιστική διάταξη του άρθρου 339 παρ. 3 ΠΚ  (μη άσκηση ποινικής δίωξης εάν μεταξύ του υπαιτίου αποπλάνησης ανηλίκου και του θύματος τελέστηκε γάμος).
•Τροποποιείται ο ν. 3500/2006 για την ενδοοικογενειακή βία, με στόχο την ευρύτερη και αποτελεσματικότερη εφαρμογή του.
•Τροποποιείται ο ν. 3811/2009 για την Ελληνική Αρχή Αποζημίωσης, με στόχο την ευχερέστερη πρόσβαση των θυμάτων στην αποζημίωση που προβλέπει ο εν λόγω νόμος.
•Τροποποιείται ο ν. 2168/1993 περί όπλων, ώστε να μην χορηγούνται άδειες σε όσους διώκονται ποινικά ή έχουν καταδικασθεί για αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας.
•Προστατεύονται από την επιστροφή οι αλλοδαποί που είναι θύματα ενδοοικογενειακής βίας και προσέρχονται στις αρμόδιες αρχές για να υποβάλουν τη σχετική καταγγελία.
•Η Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων ορίζεται ως αρχή παρακολούθησης της Σύμβασης.


Νέος νόμος 4530/2018 ο οποίος έχει δημοσιευθεί στο ΦΕΚ 59/Α/30-3-2018 - Αυτές είναι οι παραβάσεις του νέου ΚΟΚ με αφαίρεση επιτόπου πινακίδων και διπλώματος ΝΕΟΣ ΚΟΚ

$
0
0

Αυτές είναι οι παραβάσεις του νέου ΚΟΚ με αφαίρεση επιτόπου πινακίδων και διπλώματος.

Αυτές είναι οι παραβάσεις του νέου ΚΟΚ με αφαίρεση επιτόπου πινακίδων και διπλώματος.
Με την αφαίρεση πινακίδων για 60 ημέρες θα τιμωρούνται οι παραβάτες με αντικοινωνική κυρίως συμπεριφορά σύμφωνα με το άρθρο 29 του Ν.4530/2018 - ΦΕΚ 59/Α/30-3-2018..

Με τον νέο νόμο 4530/2018ο οποίος έχει δημοσιευθεί στο ΦΕΚ 59/Α/30-3-2018  και έχει τεθεί σε ισχύ, οι παραβάτες οδηγοί, εκτός του προστίμουθα τιμωρούνται με επί τόπου αφαίρεση των στοιχείων κυκλοφορίας και της άδειας οδήγησης, από το βεβαιούντα την παράβαση, για εξήντα (60) ημέρεςγια παραβάσεις με αντικοινωνική κυρίως συμπεριφορά.
Οι Παραβάσεις αντικοινωνικής οδικής συμπεριφοράς με αφαίρεση πινακίδων, άδεια κυκλοφορίας και διπλώματος για 2 μήνες είναι :
α. Οι οδηγοί οχημάτων που χρησιμοποιούν κινητό τηλέφωνο εν κινήσει χωρίς ακουστικά ασύρματης επικοινωνίας ή χωρίς να είναι αυτό τοποθετημένο σε ειδική θέση για ανοικτή ακρόαση,
β. Οι οδηγοί οχημάτων που παρεμποδίζουν ράμπες διάβασης Ατόμων με Αναπηρία (ΑΜΕΑ) ή σταθμεύουν σε αποκλειστικές ή γενικές θέσεις στάθμευσης  ΑΜΕΑ
γ. Οι οδηγοί που χρησιμοποιούν με οποιονδήποτε  τρόπο τη λωρίδα έκτακτης ανάγκης (Λ.Ε.Α.), έστω και για ελάχιστο  χρόνο, όπως  για  να  προσπεράσουν  προπορευόμενα οχήματα,  κατά παράβαση της παρ. 9  του άρθρου 29 του Κώδικα  Οδικής Κυκλοφορίας,
δ. Οι οδηγοί βαρέων οχημάτων, όπως φορτηγά και λεωφορεία, οι οποίοι κινούνται συνεχώς στην αριστερή  λωρίδα  ή τη χρησιμοποιούν  για  προσπέραση  και αιφνιδιάζουν  τους κινούμενους σε αυτήν
ε. Οι  οδηγοί πάσης φύσεως οχημάτων που  απορρίπτουν εκτός του οχήματος  τους αντικείμεναή ουσίες που ρυπαίνουν ή που μπορούν να προκαλέσουν πυρκαγιά ή ατύχημα, όπως  τσιγάρα,
στ. Οι  οδηγοί που  παραβιάζουν τις  διατάξεις για τη  χρήση  ζώνης  ασφαλείας  ή προστατευτικού κράνους,
ζ. Οι οδηγοί που παραβιάζουν τις διατάξεις για τη χρήση ειδικών μέσων συγκράτησης και προστασίας κατά τη μεταφορά παιδιών.


Διπλασιασμός της ποινής

Για τις παραπάνω παραβάσεις των περιπτ. α έως ζ, σε περίπτωση υποτροπής μέσα σε διάστημα έξι (6) μηνών, η άδεια  οδήγησης  αφαιρείται για διπλάσιο  χρονικό  διάστημα  και ο  παραβάτης υποχρεούται σε επανεξέταση για την επαναχορήγησή της.

Διαδικασία αφαίρεσης

Κάθε πινακίδα οχήματος που αφαιρείται από αρμόδιο όργανο,  καταχωρείται  μηχανογραφικά  στο  αρχείο στο οποίο τηρούνται τα στοιχεία όλων των οχημάτων της οικείας οργανικής μονάδας του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών. Τα όργανα που βεβαιώνουν τις παραβάσεις διαβιβάζουν τις σχετικές εκθέσεις βεβαίωσης στις οικείες περιφερειακές υπηρεσίες Μεταφορών, οι οποίες μεριμνούν για τη μηχανογραφική καταχώριση τους.

Εξαιρέσεις

Κατ'  εξαίρεση των  αναφερομένων στην παράγραφο 8 του άρθρου 103  του  Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν. 2696/1999) και των διατάξεων του  προηγούμενου και του άρθρου αυτού,  δεν αφαιρούνται οι κρατικές  πινακίδες και η άδεια κυκλοφορίας των  πιο κάτω κατηγοριών οχημάτων:
α) οδικών οχημάτων που  ανήκουν στις νόμιμα λειτουργούσες επιχειρήσεις  εκμίσθωσης αυτών, κατά τη διάρκεια της μίσθωσης.
β) Οχημάτων δημόσιας χρήσης.


Απο πότε θα ισχύουν

Άμεσα ισχύουν βαριές διοικητικές ποινές ενώ αναμένονται υπουργικές αποφάσεις για τα οικονομικά πρόστιμα.
Τα παραπάνω ισχύουν από την 30-3-2018 , ημερομηνία που δημοσιεύθηκε ο νόμος 4530/2018στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και μέχρι την έκδοση των προβλεπόμενων από τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 28 Υπουργικών αποφάσεων, με τις οποίες όλες πλέον οι παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, θα κατατάσσονται σε κατηγορίες ανάλογα με την επικινδυνότητά τους για τη ζωή, την υγεία και τη σωματική ακεραιότητα των χρηστών του οδικού δικτύου, την υποχρέωση για ιδιαίτερη μέριμνα και προστασία για τα άτομα με αναπηρία, την πρόληψη της πρόκλησης τροχαίων ατυχημάτων, καθώς και τις επιπτώσεις της παράβασης στην οδική ασφάλεια.
Οι Κατηγορίες θα είναι :
α) χαμηλής επικινδυνότητας (Ε1),
β) μεσαίας επικινδυνότητας (Ε2),
γ) υψηλής επικινδυνότητας (Ε3).
Περαιτέρω και ανεξάρτητα της κατηγορίας επικινδυνότητας, οι ανωτέρω παραβάσεις μπορεί να κατατάσσονται και στις εξής κατηγορίες:
α) πολύ υψηλής συχνότητας πρόκλησης ατυχημάτων (Σ1),
β) αντικοινωνικής οδικής συμπεριφοράς (Σ2).

Για τις παραβάσειςχαμηλής επικινδυνότητας έως και 100 ευρώ, για τις παραβάσεις μεσαίας επικινδυνότητας από 101 έως και 300 ευρώκαι για τις παραβάσεις υψηλής επικινδυνότητας από 301 έως και 600 ευρώ.
Παράλληλα, προβλέπεται ότι τα καθοριζόμενα με την απόφαση του προηγούμενου εδαφίου διοικητικά πρόστιμα θα προσαυξάνονται κατά εκατό τοις εκατό (100%), αν ο παραβάτης με βάση την πιο πρόσφατη πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος έχει ετήσιο ατομικό φορολογητέο εισόδημα από πενήντα χιλιάδες ένα (50.001) ευρώ έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ και κατά διακόσια τοις εκατό (200%), αν ο παραβάτης με βάση την πιο πρόσφατη πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος έχει καθαρό ετήσιο φορολογητέο εισόδημα άνω των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ.

Επίσης μέχρι την έκδοση των σχετικών υπουργικών αποφάσεων, εξακολουθούν να ισχύουν ο ν. 2696/1999, καθώς και τα προεδρικά διατάγματα και οι υπουργικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση διατάξεων των προηγούμενων Κωδίκων Οδικής Κυκλοφορίας, με μειωμένα τα διοικητικά πρόστιμα κατά πενήντα τοις εκατό (50%), με εξαίρεση τις παραβάσεις που συνδέονται με την κατανάλωση αλκοόλ, τις παραβάσεις της πινακίδας Ρ2 και του ερυθρού σηματοδότη, την επίδειξη ικανότητας, εντυπωσιασμού, ανταγωνισμού ή την τέλεση αυτοσχέδιων αγώνων, την παράλειψη ή πλημμελή σήμανση εργασιών που εκτελούνται στις οδούς, καθώς και τις παραβάσεις των διατάξεων με τις οποίες ορίζεται ο τρόπος προσπέρασης οχημάτων.
Σε περίπτωση διάπραξης των παραβάσεων που συνδέονται με την κατανάλωση αλκοόλ, των παραβάσεων της πινακίδας Ρ2 και του ερυθρού σηματοδότη, των παραβάσεων που συνδέονται με την επίδειξη ικανότητας, εντυπωσιασμού, ανταγωνισμού ή την τέλεση αυτοσχέδιων αγώνων, καθώς και των παραβάσεων των διατάξεων με τις οποίες ορίζεται ο τρόπος προσπέρασης οχημάτων για τρίτη φορά μέσα σε διάστημα πέντε (5) ετών, η άδεια οδήγησης αφαιρείται δια βίου.
Η έκπτωση στο ήμισυ, που προβλέπεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 104 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας για την καταβολή του διοικητικού προστίμου μέσα σε δέκα (10) ημέρες, καταργήθηκεμε το άρθρο 28 παρ.7 του Ν.4530/2018 - ΦΕΚ 59/Α/30-3-2018

Τροποποίηση επιτρεπόμενων ορίων ταχύτητας

Για την κίνηση των oχημάτων σε αυτoκινητόδρoμoυς, oδoύς ταχείας κυκλoφoρίας και σήραγγες, τροποποιήθηκαν τα επιτρεπόμενα όρια ταχύτητας και έτσι θα απαγορεύεται η κυκλοφορία των μηχανoκίνητων oχημάτων τα oπoία εξ υπoλoγισμoύ ή εκ κατασκευής ή εξ άλλης αιτίας δεν μπoρoύν να αναπτύξoυν σε oριζόντια oδό ταχύτητα μεγαλύτερη των «70 χιλιομέτρων την ώρα (από 50 που ίσχυε), με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων.»

Για την παράνομη στάθμευση ενοικιαζομένων αυτοκινήτων

Με το Άρθρο 31 παρ. 3 του Ν.4530/2018 - ΦΕΚ 59/Α/30-3-2018 εξαιρέθηκαν τα αυτοκίνητα πoυ ανήκoυν στις νόμιμα λειτoυργoύσες επιχειρήσεις εκμίσθωσης αυτών, κατά τη διάρκεια της μίσθωσης και τα οχήματα δημόσιας χρήσης απο το υποχρεωτικό διοικητικό μέτρο της αφαίρεσης της άδειας κυκλοφορίας μετά των κρατικών πινακίδων του οχήματος για είκοσι (20) ημέρες για παραβάσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 4 (πινακίδα Ρ-40) που απαγoρεύει τη στάση και τη στάθμευση.

Τι προβλέπει για τις «γουρούνες»

Σύμφωνα με το άρθρο 31 του νόμου 4530/2018, οι τετράτροχες μοτοσικλέτες με κινητήρες έως 125 κ.εκ. δεν επιτρέπεται να κυκλοφορούν σε ασφαλτοστρωμένες οδούς, ωστόσο επιτρέπεται να τις διασχίζουν κάθετα.
Επιπλέον, το άρθρο 31 ξεκαθαρίζει πως αν εκμισθωθεί «γουρούνα» σε πρόσωπο που δεν έχει απαιτούμενη άδεια οδήγησης, επιβάλλεται στον εκμισθωτή, στον μισθωτή και στον οδηγό, αν ο τελευταίος επίσης δεν έχει άδεια οδήγησης, πρόστιμο 1.000 ευρώ. Σε περίπτωση υποτροπής επιβάλλεται πρόστιμο 2.000 ευρώ και κατάσχεση της «γουρούνας».

Πρόστιμο 150 ευρώ με τις Διασταυρώσεις για παραβάσεις ΚΤΕΟ απο το Υπουργείο

Κάθε φορά που θα γίνεται ηλεκτρονική διασταύρωση για τα οχήματα που δεν έχουν περάσει ΚΤΕΟ θα επιβάλλεται πρόστιμο 150 ευρώ. Ειδικότερα :
Με Πρόστιμο ύψους εκατόν πενήντα (150) ευρώ, το οποίο βεβαιώνεται ταμειακά από την φορολογική διοίκηση και εισπράττεται κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ επιβάλλεται από το Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών στους ιδιοκτήτες οχημάτων για τα οποία συμπληρώνεται χρονικό διάστημα:
α. έξι (6) μηνών από την καταληκτική ημερομηνία εμπρόθεσμης διενέργειας περιοδικού τεχνικού ελέγχου,
β. έξι (6) μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία υποχρεούνται, σύμφωνα με τις περιπτώσεις στ΄ και ζ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 5 του ν. 1350/1983 (Α΄ 55), να υποβληθούν αντί του επαναληπτικού ελέγχου σε αρχικό έλεγχο.
Το πρόστιμο επιβάλλεται κάθε φορά που προκύπτει από τη διαδικασία εντοπισμού, όπως αυτή προβλέπεται στην κοινή υπουργική απόφασης της παραγράφου 4, ότι οι παραβάτες δεν συμμορφώνονται με την υποχρέωση προσκόμισης των οχημάτων τους σε Κ.Τ.Ε.Ο. για τη διενέργεια του τεχνικού ελέγχου.
Σε όσους επιβάλλεται το ανωτέρω πρόστιμο δεν επιβάλλεται το πρόστιμο της παραγράφου 4 του άρθρου 86 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν. 2696/1999 Α΄ 57).
(Περισσότερα για τις Ηλεκτρονικές διασταυρώσεις για το ΚΤΕΟ στα αυτοκίνηταΕΔΩ)
Η ισχύς του παραπάνω μέτρου αρχίζει έξι (6) μήνες από τη δημοσίευση του νόμου Νόμος 4530/2018 - ΦΕΚ 59/Α/30-3-2018 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δηλαδή 30-9-2018

Σε ισχύ είναι και επίσημα ο Νέος Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ) και οι παραβάσεις αλλά και τα νέα πρόστιμα που αυτός προβλέπει. Ο νέος ΚΟΚ δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Α’ 56/2018). Ο νέος ΚΟΚ ορίζεται από το Νόμο 4530/2018«Ρυθμίσεις θεμάτων μεταφορών και άλλες διατάξεις».

Κατεβάστε τον ισχύοντα Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Ν.2696/1999 - ΦΕΚ 57/Α/23-3-1999)  όπως τροποποιήθηκε, ενημερωμένο  και κωδικοποιημένο με τις παραπάνω τροποποιήσεις.

Δημοσιεύθηκε ο Νόμος 4529/2018 για τις αγωγές αποζημίωσης για παραβάσεις του δικαίου ανταγωνισμού

$
0
0

Δημοσιεύθηκε ο Νόμος 4529/2018 για τις αγωγές αποζημίωσης για παραβάσεις του δικαίου ανταγωνισμού

Δημοσιεύθηκε ο Νόμος 4529/2018 για τις αγωγές αποζημίωσης για παραβάσεις του δικαίου ανταγωνισμού
Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2014/104/ΕΕ σχετικά µε κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζηµίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισµού...

Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 56/Α/23-3-2018) ο Νόμος 4529/2018 για τις αγωγές αποζημίωσης για παραβάσεις του δικαίου ανταγωνισμού. Με το νόμο 4529 μεταφέρεται στο ελληνικό δίκαιο η Οδηγία 2014/104/ΕΕ που αφορά  αποζημιώσεις σε επιχειρήσεις και καταναλωτές, που έχουν υποστεί ζημιά λόγω παράβασης του ανταγωνισμού.
Ειδικότερα, μεταξύ άλλων:
-Παρατίθενται ορισμοί που είναι αναγκαίοι για την υλοποίηση των σκοπών του υπό ψήφιση σχεδίου νόμου («πρόγραμμα επιείκειας», «πρόταση και δήλωση διευθέτησης διαφοράς» κ.ά.).
-Προβλέπονται ρυθμίσεις αναφορικά με την προσκόμιση, κοινοποίηση και χρήση των αποδεικτικών στοιχείων υποστήριξης του σχετικού αιτήματος αποζημίωσης, καθώς και με την επιβολή χρηματικών ποινών ύψους από πενήντα χιλιάδες (50.000) έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ που μπορεί να αναπροσαρμόζονται με κυα ,σε περίπτωση μη προσκόμισης, καταστροφής ή μη σύννομης χρήσης αυτών.
-Ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την παραγραφή των αξιώσεων αποζημιώσεων, την ευθύνη εις ολόκληρον, τον τρόπο εκτίμησης του ύψους της ζημίας, τη συναινετική επίλυση διαφορών κ.ά.

Διαβάστε το κείμενο του : Ν.4529/2018 - ΦΕΚ 56/Α/23-3-2018

Τροποποιήσεις σε ΠΚ και ΚΠΔ Νόμος 4531/2018 (ΦΕΚ Α΄ 62/5.4.2018) - ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ Άρθρο 79. Δικαστική επιμέτρηση της ποινήςΆρθρο 80. Επιμέτρηση των ποινών σε χρήμαΆρθρο 81. Έγκλημα από φιλοκέρδειαΆρθρο 81Α. Έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικάΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Άρθρο 483. Πότε επιτρέπεται στον εισαγγελέα

Next: Αριθμός 17/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - Κατά το άρθρο 559 αρ.9 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως αίτηση κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης θεωρείται εκείνη που αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης και προκαλεί εκκρεμοδικία. - εκ του άρθρου 559 αρ.8 και 9 ΚΠολΔ (πράγματι όμως από τον αριθμό 9, κατ'ορθή υπαγωγή του διαλαμβανομένου στο λόγο αυτό νομικού σφάλματος) προβάλλεται αιτίαση ότι το Εφετείο δεν ερεύνησε τη βάση της αγωγής που αφορά στην προστασία της κτηθείσας με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτης χρησικτησίας) κυριότητας των εναγόντων -
$
0
0
Τροποποιήσεις σε ΠΚ και ΚΠΔ
Νόμος 4531/2018 (ΦΕΚ Α΄ 62/5.4.2018)
Ενημέρωση των Κωδίκων μέχρι και τον Ν 4531/2018 που τροποποίησε άρθρα του ΠΚ και του ΚΠΔ....


 ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ
 Άρθρο 79. Δικαστική επιμέτρηση της ποινής
1. Κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία.
2. Για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος το δικαστήριο αποβλέπει: α) στη βλάβη που προξένησε το έγκλημα ή τον κίνδυνο που προκάλεσε· β) στη φύση, στο είδος και το αντικείμενο του εγκλήματος, καθώς επίσης σε όλες τις περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνόδευαν την προπαρασκευή ή την εκτέλεσή του· γ) στην ένταση του δόλου ή στο βαθμό της αμέλειας του υπαιτίου.
3. Κατά την εκτίμηση της προσωπικότητας του εγκληματία το δικαστήριο σταθμίζει ιδίως το βαθμό της εγκληματικής διάθεσης που εκδήλωσε ο υπαίτιος κατά την πράξη. Για να τον διαγνώσει με ακρίβεια εξετάζει: α) Τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση του εγκλήματος, την αφορμή που του δόθηκε και το σκοπό που επιδίωξε. Τα έθιμα και οι παραδόσεις που ακολουθεί ο δράστης, καθώς και η θρησκεία του δεν συνιστούν στοιχεία ικανά να μειώσουν την ποινή. β) Το χαρακτήρα του και το βαθμό της ανάπτυξής του. γ) Τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη ζωή του. δ) Τη διαγωγή του κατά τη διάρκεια της πράξης και μετά την πράξη ιδίως τη μετάνοια που επέδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης του. (Όπως η παρ. 3, που είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 23 παρ. 1 του Ν 3719/2008, 66 του Ν 4139/2013 και 10 παρ. 1 του Ν 4285/2014, τροποποιήθηκε εκ νέου με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν 4531/2018 - ΦΕΚ Α΄ 62/5.4.2018.)
4. Στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε.

Άρθρο 80. Επιμέτρηση των ποινών σε χρήμα
1. Κατά την επιμέτρηση της χρηματικής ποινής και του προστίμου λαμβάνονται υπόψη και οι οικονομικοί όροι τόσο εκείνου που καταδικάστηκε όσο και των μελών της οικογένειάς του τα οποία συντηρεί.
2. Στις περιπτώσεις που ο νόμος απειλεί διαζευκτικά είτε ποινή στερητική της ελευθερίας είτε χρηματική ποινή ή πρόστιμο, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει και τις δύο ποινές, αν κρίνει ότι μόνο η μία από τις δύο δεν αρκεί για να αποτρέψει τον υπαίτιο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων.

Άρθρο 81. Έγκλημα από φιλοκέρδεια
1. Όταν το έγκλημα πήγασε από αίτια απόκτησης κέρδους, το δικαστήριο μπορεί, μαζί με τη στερητική της ελευθερίας ποινή, να επιβάλει και χρηματική ποινή ή πρόστιμο, έστω και αν ο νόμος δεν προβλέπει ποινή σε χρήμα για το έγκλημα που τελέστηκε.
2. Στις περιπτώσεις που ο νόμος προβλέπει για το έγκλημα μόνο χρηματική ποινή ή πρόστιμο, το δικαστήριο, αν συντρέχουν τα αίτια της παρ.1, μπορεί να επιβάλει τέτοια ποινή αυξημένη έως το τριπλάσιο του ανώτατου ορίου της το οποίο προβλέπεται γι’ αυτό το έγκλημα.

Άρθρο 81Α. Έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά
Εάν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι έχει τελεστεί έγκλημα κατά παθόντος, η επιλογή του οποίου έγινε λόγω των χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου το πλαίσιο ποινής διαμορφώνεται ως εξής:
α) Στην περίπτωση πλημμελήματος, που τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος, το κατώτερο όριο της ποινής αυξάνεται στους έξι (6) μήνες και το ανώτερο όριο αυτής στα δύο (2) έτη. Στις λοιπές περιπτώσεις πλημμελημάτων το κατώτερο όριο ποινής αυξάνεται κατά ένα (1) έτος.
β) Στην περίπτωση κακουργήματος, που το προβλεπόμενο πλαίσιο ποινής ορίζεται σε πέντε (5) έως δέκα (10) έτη, το κατώτερο όριο ποινής αυξάνεται κατά δύο (2) έτη. Στις λοιπές περιπτώσεις κακουργημάτων το κατώτερο όριο ποινής αυξάνεται κατά τρία (3) έτη.
γ) Στην περίπτωση εγκλήματος, που τιμωρείται με χρηματική ποινή, το κατώτερο όριο αυτής διπλασιάζεται.
Σε περίπτωση μετατροπής της ποινής φυλάκισης που έχει επιβληθεί κατά τα παραπάνω, το ποσό της μετατροπής δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το διπλάσιο του κατώτατου ορίου του προβλεπόμενου ποσού μετατροπής.
(Όπως το άρθρο, που είχε προστεθεί με το άρθρο 10 παρ. 2 του Ν 4285/2014, αντικαταστάθηκε από το άρθρο 21 του Ν 4356/2015 - ΦΕΚ Α΄ 181/24.12.2015.)

ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Άρθρο 483. Πότε επιτρέπεται στον εισαγγελέα
1. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος, που αφορά κακούργημα, όταν αυτό παραπέμπει τον κατηγορούμενο ή αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία ή παύει προσωρινά ή οριστικά την ποινική δίωξη ή την κηρύσσει απαράδεκτη.(Όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν 3904/2010.)
2. Το ίδιο δικαίωμα έχει και ο εισαγγελέας εφετών για τα βουλεύματα του συμβουλίου των εφετών.
3. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, συμπεριλαμβανομένων εκείνων με τα οποία τα συμβούλια πλημμελειοδικών και εφετών αποφαίνονται αμετακλήτως, με σχετική δήλωση στον γραμματέα του Αρείου Πάγου, μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479, το δεύτερο εδάφιο του οποίου εφαρμόζεται και σε αυτήν την περίπτωση. Μετά την προθεσμία αυτή ο ίδιος ο εισαγγελέας μπορεί να ασκήσει αναίρεση του βουλεύματος υπέρ του νόμου και για οποιαδήποτε παράβαση των διατάξεων που αφορούν την προδικασία χωρίς να βλάπτονται τα δικαιώματα των διαδίκων.(Όπως η παρ. 3, που είχε αντικατασταθεί από το άρθρο 25 παρ. 2 του Ν 3904/2010, αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν 4531/2018 - ΦΕΚ Α΄ 62/5.4.2018.)

Αριθμός 17/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - Κατά το άρθρο 559 αρ.9 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως αίτηση κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης θεωρείται εκείνη που αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης και προκαλεί εκκρεμοδικία. - εκ του άρθρου 559 αρ.8 και 9 ΚΠολΔ (πράγματι όμως από τον αριθμό 9, κατ'ορθή υπαγωγή του διαλαμβανομένου στο λόγο αυτό νομικού σφάλματος) προβάλλεται αιτίαση ότι το Εφετείο δεν ερεύνησε τη βάση της αγωγής που αφορά στην προστασία της κτηθείσας με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτης χρησικτησίας) κυριότητας των εναγόντων -

Next: Αριθμός 18/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - Κατά το άρθρο 1045 ΑΚ εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 ΑΚ, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί αυτήν την εξουσία με διάνοια κυρίου. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με την δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 ΑΚ). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 1049 ΑΚ η χρησικτησία διακόπτεται με την έγερση της διεκδικητικής αγωγής εναντίον αυτού που χρησιδεσπόζει, η δε διακοπή επέρχεται μόνο υπέρ του ενάγοντος.
$
0
0
Απόφαση 17 / 2017    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 17/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Νικήτα Χριστόπουλο και Πέτρο Σαλίχο, Αρεοπαγίτες...

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων - καλούντων: 1)Σ. Α. του Δ. και 2)Σ. Σ. του Γ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αικατερίνη Γιαμπουράνη.
Του αναιρεσιβλήτου - καθού η κλήση: Π. Α. του Φ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Κoκκoνό με δήλωση κατ'άρθρο 242 παρ. 2 ΚπολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20/12/2007 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σπάρτης.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 60/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 50/2012 του Εφετείου Ναυπλίου.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 18/6/2012 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 169/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία ανέβαλε τη συζήτηση της υπόθεσης, προκειμένου να συνταχθεί από την Εισηγήτρια έκθεση για τον τέταρτο λόγο αναίρεσης.
Την υπόθεση επανέφεραν οι καλούντες με την από 27/5/2014 κλήση τους. Η υπόθεση συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 4ης Μαρτίου 2015 με αριθμό πινακίου.. Διαπιστωθείσης, λόγω της παραίτησης από την υπηρεσία του προεδρεύοντος Αρεοπαγίτη Νικολάου Μπιχάκη, αδυναμίας έκδοσης απόφασης επί της ως άνω αιτήσεως αναιρέσεως, μετά τη συζήτηση αυτής, ορίστηκε με την υπ'αριθμόν 254/2015 πράξη του Προέδρου του Γ'Πολιτικού Τμήματος, ως νέα δικάσιμος η 20-4-2016 για την επανασυζήτηση της υπόθεσης, η οποία αναβλήθηκε, λόγω αποχής των δικηγόρων, για τη σημερινή δικάσιμο. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ασπασία Μαγιάκου ανέγνωσε τις από 20/12/2012 και από 11/11/2014 εκθέσεις της κωλυομένης Αρεοπαγίτη Μαρίας Βαρελά, με τις οποίες αντίστοιχα πρότεινε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης κατά τον πρώτο αυτής λόγο και εισηγήθηκε την παραδοχή του τέταρτου λόγου αναίρεσης.
Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 559 αρ.9 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως αίτηση κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης θεωρείται εκείνη που αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης και προκαλεί εκκρεμοδικία. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 559 αρ.8 και 9 ΚΠολΔ (πράγματι όμως από τον αριθμό 9, κατ'ορθή υπαγωγή του διαλαμβανομένου στο λόγο αυτό νομικού σφάλματος) προβάλλεται αιτίαση ότι το Εφετείο δεν ερεύνησε τη βάση της αγωγής που αφορά στην προστασία της κτηθείσας με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτης χρησικτησίας) κυριότητας των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων επί του περιγραφομένου εκεί ακινήτου εμβαδού 20.544,00 τετ.μέτρων και με την οποία ζητούσαν να αναγνωρισθούν συγκύριοι επί ολοκλήρου του ως άνω ακινήτου, λόγω του ότι ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσίβλητος αμφισβητεί το δικαίωμα συγκυριότητάς τους επ'αυτού. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής που οι αναιρεσείοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης, αυτοί ισχυρίσθηκαν ότι τυγχάνουν συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, ενός αγρού συνολικής εκτάσεως 20.544,00 τετ. μέτρων γενόμενοι κύριοι αυτού με τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας, ασκώντας όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του ακινήτου διακατοχικές πράξεις και ότι ο εναγόμενος, αφενός μεν κατέλαβε εδαφικό τμήμα από τον ως άνω αγρό, εμβαδού 4.960,00 τετ.μέτρων, το οποίο εμφαίνεται με τα στοιχεία ... στο τοπογραφικό διάγραμμα της Μηχανικού Μ. Μ., από το οποίο τους απέβαλε παράνομα, αφετέρου δε αμφισβητεί την συγκυριότητα τους επί ολοκλήρου του ως άνω αγρού εμβαδού 20.544,00 τετ. μέτρων. Ζήτησαν δε οι αναιρεσείοντες να αναγνωρισθούν συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας τους, επί ολοκλήρου του αγρού τους, εμβαδού 20.544,00 τετ. μέτρων, και να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος να τους αποδώσει, κατά το ανήκον στον καθέναν εξ αυτών ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, το τμήμα αυτού του αγρού, εμβαδού 4.960,00 τμ. Όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο ερεύνησε μόνον τη βάση της αγωγής, με την οποία διεκδικείται το τμήμα εμβαδού 4.960,00 τετ. μέτρων απορρίπτοντας αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Παρέλειψε όμως να ερευνήσει τη βάση της αγωγής περί αναγνωρίσεως της συγκυριότητας των εναγόντων επί ολοκλήρου του αγρού των 20.544,00 τετ. μέτρων, εφόσον δέχεται, μεταξύ άλλων, ότι: "Το επίδικο είναι ένα αγροτεμάχιο εμβαδού 4.960 τετ. μέτρων περίπου, το οποίο βρίσκεται στη θέση "..."της κτηματικής περιφέρειας της τέως Κοινότητας ... και νυν δ.δ. ..., του Δήμου ... Ν.Λακωνίας. Το εν λόγω αγροτεμάχιο απεικονίζεται με τα αλφαβητικά στοιχεία ... στο από μηνός Σεπτεμβρίου 2006 τοπογραφικό διάγραμμα της τοπογράφου Μηχανικού Μ. Μ..... Οι διάδικοι ισχυρίζονται ότι το παραπάνω αγροτεμάχιο ανήκει στη κυριότητα τους, και συγκεκριμένα, ισχυρίζονται ότι αποτελεί τμήμα μεγαλύτερου αγρού τους που βρίσκεται στην άνω περιοχή συνολικής εκτάσεως 20.544 τετ. μέτρων.... Η παραπάνω κρίση του δικαστηρίου ενισχύεται και από το ότι για έκταση 9.797 τετ. μέτρων στην οποία περιλαμβάνεται και η επίδικη...". Επομένως, το Εφετείο άφησε αίτηση αδίκαστη και έτσι υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.9 ΚΠολΔ και πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιμος, ο περί τούτου πρώτος λόγος της αναίρεσης.
Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση; όταν στο αιτιολογικό που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικονικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως τέτοια δε (ζητήματα) νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης και έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην κρινομένη υπόθεση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση του, το Εφετείο δέχθηκε, αναφορικά με την κτήση κυριότητας από τους αναιρεσείοντες επί του ακινήτου εμβαδού 4.960,00 τετ. μέτρων, την απόδοση του οποίου αιτούνται οι ίδιοι, τα εξής: "Το επίδικο είναι ένα αγροτεμάχιο, εμβαδού 4.960,00 τ.μ. περίπου, το οποίο βρίσκεται στη θέση "...", της κτηματικής περιφέρειας της τέως κοινότητος ... και νυν δ.δ. ..., του Δήμου ..., Ν. Λακωνίας. Το εν λόγω αγροτεμάχιο απεικονίζεται με τα αλφαβητικά στοιχεία ... στο από μηνός Σεπτεμβρίου 2006 τοπογραφικό διάγραμμα της Τοπογράφου Μηχανικού Μ. Μ. και συνορεύει Βόρεια επί πλευράς τεθλασμένης Β μ μήκους μέτρων 64,46, μλ μήκους μέτρων 43,15, λκ μήκους μέτρων 24,02, κι μήκους μέτρων 4,68, ιθ μήκους μέτρων 31,36, θη μήκους μέτρων 49,23, . μήκους μέτρων 15,33,. μήκους μέτρων 18,43 και . μήκους μέτρων 11,63 με αγρό των εναγόντων, βορειοδυτικά σε πλευρά . μήκους μέτρων 13,92, . μήκους μέτρων 17,46, . μήκους μέτρων 5,03 και . μήκους μέτρων 25,66 με αγρό ιδιοκτησίας των εναγόντων, νότια εν μέρει και σε πλευρά τεθλασμένη ... μήκους μέτρων 11,22,01 . μήκους μέτρων 12,24, ... μήκους μέτρων 17,74, ... μήκους μέτρων 13,67, ... μήκους μέτρων 35,37, ... μήκους μέτρων 12,37,... μήκους μέτρων 15,63 και ... μήκους μέτρων 8,48 με αγροτικό δρόμο και εν μέρει και σε πλευρά ... μήκους μέτρων 168,21 με ιδιοκτησία του εναγομένου Π. Α. και ανατολικά επί πλευράς ΑΒ μήκους μέτρων 5,69 με συνιδιοκτησία Α. Σ. και Π. Π. Οι διάδικοι ισχυρίζονται ότι το παραπάνω αγροτεμάχιο ανήκει στην κυριότητά τους και, συγκεκριμένα, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι αποτελεί τμήμα μεγαλυτέρου αγρού τους, που βρίσκεται στην άνω περιοχή, συνολικής εκτάσεως 20.544 τμ., το οποίο περιήλθε στη συγκυριότητα τους με έκτακτη χρησικτησία, καθώς ο πρώτος από αυτούς έγινε συγκύριος εξ αδιαιρέτου, το έτος 1984, λόγω άτυπης γονικής παροχής από τον πατέρα του Δ. Α. και ο δεύτερος, το έτος 1968, λόγω κληρονομιάς από τη μητέρα του Θ. Α. και άτυπης διανομής με του λοιπούς συγκληρονόμους, έκτοτε δε νέμονται τον εν λόγω αγρό, ασκώντας για χρονικό διάστημα άνω των 20 ετών, με καλή πίστη και διάνοια κυρίου τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του αναφερόμενες πράξεις νομής (καλλιέργεια, οριοθέτηση, εποπτεία, βοσκή, εκμίσθωση σε τρίτους κλπ). Ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι το επίδικο αγροτεμάχιο περιήλθε στην κυριότητα του ως τμήμα μεγαλύτερης εκτάσεως, συνολικής επιφανείας 58.369,30 τμ., το έτος 1965, λόγω κληρονομιάς από τον πατέρα του και άτυπης διανομής με τα αδέλφια και τη μητέρα του και ότι έκτοτε το νέμεται με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, ασκώντας επ'αυτού πράξεις νομής και κατοχής και, συγκεκριμένα, φύτευση ελαιοδέντρων, εκβραχισμό, τοποθέτηση αρδευτικού συστήματος εκμίσθωση της χορτονομής σε τρίτους κλπ. Όμως από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε συγκυριότητα των εναγόντων επί του επιδίκου και, συγκεκριμένα, ότι αυτοί άσκησαν πράξεις νομής επ'αυτού, εμφανείς σε τρίτους. Ειδικότερα το έδαφος της επίδικης έκτασης είναι πετρώδες και βραχώδες και δεν προσφέρεται για οποιαδήποτε καλλιέργεια και καλύπτεται στο μεγαλύτερο τμήμα του από σχοίνα, πουρνάρια, ασπάλαθους αγριελιές, αφάνες και θυμάρι. Η μορφή αυτή του επιδίκου προκύπτει και από τις προσαγόμενες φωτογραφίες και, συνεπώς, οι ισχυρισμοί των εναγόντων, που επιβεβαιώνονται και από τους μάρτυρες τους, για καλλιέργεια του επιδίκου με σιτηρά κλπ. κρίνονται αβάσιμοι. Ο μάρτυρας του εναγομένου καταθέτει ότι οι ενάγοντες δεν είχαν ακίνητη περιουσία στην επίδικη περιοχή και ότι ο ίδιος έβοσκε το ποίμνιο του εκεί επί 46 χρόνια από το 1956, με εκμισθωτή τον Τ. Α., πατέρα του εναγομένου. Το γεγονός ότι οι ενάγοντες περιέλαβαν το επίδικο στο έντυπο Ε9 προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ. τα έτη 1997, 2005, 2007 και 2008 δεν αποτελεί πράξη νομής, αφού τέτοια δήλωση δεν είναι εμφανής σε τρίτους. Η παραπάνω κρίση του δικαστηρίου ενισχύεται και από το ότι για έκταση 9.797 τμ., στην οποία περιλαμβάνεται και η επίδικη, συντάχθηκε από το δασαρχείο ... η από 14-4-2006 έκθεση αυτοψίας του δασολόγου Ε. Θ. και χαρακτηρίστηκε η έκταση αυτή ως δημόσια δασική. Ακολούθως εκδόθηκε σε βάρος του εναγομένου το υπ'αριθμ.. /2006 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής και η επίδικη έκταση κηρύχτηκε αναδασωτέα μετά την υπ'αριθμ....12-4-2006 πρόταση του δασαρχείου ..., με την υπ'αριθμ. ...1-6-2006 πράξη της Γενικής Γραμματέως της Περιφερείας Πελοποννήσου. Για το παραπάνω θέμα καταθέτει και η μάρτυρας αποδείξεως, σύζυγος του δευτέρου ενάγοντος "διεκδικεί το δημόσιο όλη την περιοχή και το δικό μας διεκδικεί". Μετά απ'αυτά το Εφετείο απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Με αυτά που δέχθηκε και έτσι όπως έκρινε το Εφετείο, διέλαβε στην απόφαση του για την αίτηση την οποία δίκασε, επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της μη κτήσης κυριότητας με τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας από τους αναιρεσείοντες επί του διεκδικουμένου ακινήτου των 4.960 τετ. μέτρων, εφόσον δέχεται ότι αυτοί ουδέποτε άσκησαν επί του ακινήτου αυτού πράξεις νομής διάνοια κυρίου, προσιδιάζουσες στη φύση του εν λόγω ακινήτου. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως βάσιμος.
Ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται και όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν εξέτασε έναν από τους κυρίους ή προσθέτους λόγους εφέσεως που προτάθηκαν για να στηρίξουν το ένδικο αυτό μέσο. Πράγματι, το Εφετείο οφείλει να κρίνει αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε ή όχι σωστά με βάση τους διαλαμβανόμενους στο εφετήριο λόγους και τους τυχόν βραδύτερα προτεινόμενους πρόσθετους. Οφείλει δηλαδή να κρίνει τα αποδιδόμενα στο πρωτοβάθμιο από τον εκκαλούντα σφάλματα και παραλείψεις που κατά τα άρθρα 106, 118 αρ.4, 520 και 522 του ιδίου Κώδικα, αναφέρονται, είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά και πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Στα τελευταία ανάγεται και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων η οποία προσδιορίζεται με πληρότητα από την αναφορά ότι, εξαιτίας της, οδηγήθηκε στο δικαστήριο σε εσφαλμένο αποδεικτικό πόρισμα και διατακτικό χωρίς να είναι ανάγκη να εξειδικεύονται τα σχετικά με την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων σφάλματα, αφού το Εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως (άρθρο 522 ΚΠολΔ), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ).
Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το δικόγραφο της έφεσης των αναιρεσειόντων και των προσθέτων αυτής λόγων, επί των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, το περιεχόμενο των οποίων, ως διαδικαστικών εγγράφων, ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ), σ'αυτά περιέχεται και λόγος έφεσης που πλήττει την εκκαλουμένη πρωτοβάθμια απόφαση, διότι εσφαλμένα και κατά πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων δεν δέχθηκε, αν και αποδείχθηκε, ότι αυτοί απέκτησαν το επίδικο ακίνητο με έκτακτη χρησικτησία, αφού ασκούσαν τόσον αυτοί όσον και οι δικαιοπάροχοι τους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας, διάνοια κυρίου, επί του ακινήτου αυτού, το οποίο βρίσκεται σε διαφορετική θέση από εκείνη που ευρίσκεται το ακίνητο του αναιρεσιβλήτου, διακατοχικές πράξεις και ότι εξαιτίας τούτου οδηγήθηκε σε εσφαλμένο πόρισμα, απορρίπτοντας την ένδικη αγωγή τους. Το λόγο αυτό, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση το Εφετείο, δεχόμενο μετά από επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι ότι "από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε συγκυριότητα των εναγόντων επί του επιδίκου και συγκεκριμένα ότι αυτοί άσκησαν πράξεις νομής επ'αυτού εμφανείς σε τρίτους. Ειδικότερα το έδαφος της επίδικης έκτασης είναι πετρώδες και βραχώδες και δεν προσφέρεται για οποιαδήποτε καλλιέργεια και καλύπτεται στο μεγαλύτερο τμήμα του από σχίνα, πουρνάρια, ασπαλάδους, αγριελιές, αφάνες και θυμάρι. Η μορφή αυτή του επιδίκου προκύπτει και από τις προσαγόμενες φωτογραφίες και συνεπώς οι ισχυρισμοί των εναγόντων που επιβεβαιώνονται και από τους μάρτυρές τους, για καλλιέργεια του επιδίκου με σιτηρά κλπ κρίνονται αβάσιμοι", έλαβε υπόψη και ερεύνησε, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό πόρισμα ότι οι αναιρεσειοντες, ανεξάρτητα από την άσκηση νομής εκ μέρους των δικαιοπαρόχων τους επί του επιδίκου ακινήτου, ουδέποτε άσκησαν πράξεις νομής διάνοια κυρίου επί τούτου (ακινήτου) και, συνεπώς, δεν έγιναν αυτοί κύριοι με τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας.
Συνεπώς ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 559 αρ.8 τρίτος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τέλος παρέλκει η εξέταση του τέταρτου από το άρθρο 559αρ.11περ.γ'ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, η παραδοχή του οποίου οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα με τον πρώτο λόγο αναίρεσης (αναφορικά με τη μη λήψη υπόψη εγγράφων που αναφέρονται στην έκταση των 20.544 τ.μ.). Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί μερικώς η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος της που άφησε αδίκαστο το αίτημα της ένδικης αγωγής για αναγνώριση της συγκυριότητας των αναιρεσειόντων στον αγρό, εμβαδού 20.544 τ.μ., να παραπεμφθεί η υπόθεση για παραπέρα εκδίκαση, μόνο κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, συντιθέμενο από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων σε βάρος του αναιρεσιβλήτου, λόγω της ήττας του(άρθρα 176,183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί μερικώς την 50/2012 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου, κατά το αναφερόμενο στο αιτιολογικό μέρος της.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για παραπέρα εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Δεκεμβρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 9 Ιανουαρίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αριθμός 18/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - Κατά το άρθρο 1045 ΑΚ εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 ΑΚ, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί αυτήν την εξουσία με διάνοια κυρίου. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με την δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 ΑΚ). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 1049 ΑΚ η χρησικτησία διακόπτεται με την έγερση της διεκδικητικής αγωγής εναντίον αυτού που χρησιδεσπόζει, η δε διακοπή επέρχεται μόνο υπέρ του ενάγοντος.

Next: Αριθμός 19/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - Επειδή τα της επιδόσεως και κοινοποιήσεως δικαστικών και εξωδίκων πράξεων μεταξύ Ελλάδας και Μεγάλης Βρετανίας ρυθμίζονται όxι κατά τα άρθρα 134 και 136 παρ. 1 ΚΠολΔικ, αλλά με την υπογραφείσα στις 27-2-1936 στο Λονδίνο Σύμβαση δικαστικής αρωγής επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων, η οποία κυρώθηκε με τον ΑΝ 730/1937 (ΦΕΚ τ. Α'αρ φύλλου 227 της 15ης Ιουνίου 1937) και άρχισε να ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 14 αυτής, από την ανταλλαγή των επικυρώσεών της από τα συμβαλλόμενα μέρη στις 16-11-1937. Στην εν λόγω Σύμβαση προσχώρησε νόμιμα, σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16 αυτής, η Αυστραλία στις 14-12-1938, με ισχύ αυθημερόν (ΦΕΚ 445/1938 τευχ.Α' )
Previous: Αριθμός 17/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - Κατά το άρθρο 559 αρ.9 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως αίτηση κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης θεωρείται εκείνη που αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης και προκαλεί εκκρεμοδικία. - εκ του άρθρου 559 αρ.8 και 9 ΚΠολΔ (πράγματι όμως από τον αριθμό 9, κατ'ορθή υπαγωγή του διαλαμβανομένου στο λόγο αυτό νομικού σφάλματος) προβάλλεται αιτίαση ότι το Εφετείο δεν ερεύνησε τη βάση της αγωγής που αφορά στην προστασία της κτηθείσας με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτης χρησικτησίας) κυριότητας των εναγόντων -
$
0
0
Απόφαση 18 / 2017    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 18/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Νικήτα Χριστόπουλο και Πέτρο Σαλίχο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ε. Π. του Ι., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο ...
Των αναιρεσίβλητων: 1) Ι. Π. του Π., κατοίκου ... και 2) Γ. συζύγου Δ. Κ., το γένος Π. Π., κατοίκου ..., οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ιωάννη Κάππο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-12-2010 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Φιγαλίας.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 10/2011 του ιδίου Δικαστηρίου, 60/2015 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κυπαρισσίας δικάζοντος ως Εφετείο.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 18-9-2015 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικήτας Χριστόπουλος, ανέγνωσε την από 28-4-2016 έκθεση της κωλυομένης Αρεοπαγίτη Ελένης Διονυσοπούλου, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσίβλητων να απορριφθεί, καθένας δε να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 60/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κυπαρισσίας, το οποίο δίκασε ως Εφετείο και δέχθηκε κατ'ουσία την έφεση του αναιρεσείοντος, εξαφάνισε την 10/2011 απόφαση του Ειρηνοδικείου Φιγαλείας, το οποίο είχε απορρίψει την αγωγή του και την απέρριψε και πάλι, με διαφορετική αιτιολογία, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔικ 495, 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1). Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (ΚΠολΔικ 577 παρ. 3).
Κατά το άρθρο 1045 ΑΚ εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 ΑΚ, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί αυτήν την εξουσία με διάνοια κυρίου. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με την δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 ΑΚ). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 1049 ΑΚ η χρησικτησία διακόπτεται με την έγερση της διεκδικητικής αγωγής εναντίον αυτού που χρησιδεσπόζει, η δε διακοπή επέρχεται μόνο υπέρ του ενάγοντος. Περαιτέρω το άρθρο 560 αριθμός 1 ΚΠολΔικ, το οποίο είναι ταυτόσημο με το άρθρο 559 αριθμός 1 ΚΠολΔικ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ'ουσία την υπόθεση η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης, δέχθηκε μετά από εκτίμηση των αποδείξεων κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του τα ακόλουθα περιστατικά: "Στις 3-12-1953 απεβίωσε η Γ. χα Ε. Π., μάμμη (γιαγιά) όλων των διαδίκων. Η ανωτέρω, με την υπ'αριθμ. ...23-12-1946 δημόσια διαθήκη της, δημοσιεύθηκε νομίμως, κατέλειπε ως μοναδικούς κληρονόμους εφ'όλης της περιουσίας της, κοινώς και αδιαιρέτως τα δύο τέκνα της Ι. Ε. Π. (πατέρα του εκκαλούντα-ενάγοντα-εναγομένων. Έτσι ο πατέρας του εκκαλούντα-ενάγοντα, Ι. Ε. Π."και η Μ. θυγ. Ε. Π., κατέστησαν από το θάνατο της κληρονομουμένης, ήτοι από τις 3-12-1953 συγκληρονόμου (1710, 1846, 1884, 785 ΑΚ) και συννομείς (983, 984 ΑΚ) (μεταξύ άλλων) και επί των τριών επίδικων ακινήτων. Ο δε Ι. Ε. Π. (πατέρας του εκκαλούντα-ενάγοντα), κατέστη και συγκύριος επί των επιδίκων, αναδρομικά από το χρόνο θανάτου της διαθέτιδος (3-12-1953) κατά ποσοστό 14 εξ'αδιαιρέτου, εφόσον μεταγράφηκε η αποδοχή κληρονομιάς της μητέρας του. Έκτοτε, όπως θα αναφερθεί κατωτέρω, (συν)νεμήθηκε με τον αδελφό της Ι. Π. τα επίδικα, αποκτώντας συγκυριότητα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας το έτος 1973 (1953-1973). Εν συνεχεία αποδείχθηκε ότι το έτος 1974 και δη στις 15-06-1974, απεβίωσε ο πατέρας του ενάγοντα Ι. Π.. Κληρονομήθηκε δε εξ αδιαθέτου από την επιζώσα σύζυγό του (σε ποσοστό 1/4) και από τον ενάγοντα, υιό του, σε ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου. Βέβαια, λαμβάνοντας υπόψη ότι στα επίδικα ακίνητα, ο Ι. Π. ήταν συγκύριος σε ποσοστό 1/2 εξ'αδιαιρέτου, τότε ο ενάγων απέκτησε συγκυριότητα, σε ποσοστό 3/4 του 1/2 ήτοι 3/8 εξ'αδιαιρέτου. Ο ενάγων αλλά και η μητέρα του, αποδέχθηκαν την κληρονομιά του Ι. Π., με συμβολαιογραφική πράξη, νομίμως μεταγεγραμμένη. Εν συνεχεία, η μητέρα του ενάγοντα απεβίωσε άνευ διαθήκης στις 8 Νοεμβρίου 1982. Ο τελευταίος με αποδοχή κληρονομιάς, νομίμως μεταγεγραμμένης αποδέχθηκε την κληρονομιά της μητέρας του και έτσι απέκτησε ποσοστό 1/8 επί των επιδίκων ακινήτων. Επομένως, ο εκκαλών-ενάγων έχει καταστεί συγκύριος σε ποσοστό (3/8+1/8)=4/8 ή 1/2 εξ'αδιαιρέτου. Αποδείχθηκε επιπρόσθετα, ότι η μητέρα των εναγομένων, Μ. Π., αμέσως μετά το θάνατο της μητέρας της Γ. (1953) και κυρίως μετά το γάμο της με τον Π. Π. το έτος 1955, προέβαινε με τη συνδρομή του συζύγου της σε συστηματική καλλιέργεια, δενδροφύτευση και εν γένει διαμόρφωση των ακινήτων. Ουσιαστικά παρέλαβε από τη δικαιοπάροχο μητέρα της χέρσα και ακαλλιέργητα ακίνητα και τα διαμόρφωσε σε προσοδοφόρες αγροτικές εκτάσεις (ελαιοπερίβολα). Μέρος των παραγόμενων καρπών (κυρίως λάδι) απέδιδε στον αδερφό της και μετά το θάνατό του το 1974 στον ενάγοντα, ο οποίος διέμενε μόνιμα στην Αθήνα. Έτσι, η Μ. Π., με τη συστηματική καλλιέργεια των επιδίκων, την από κοινού με τον αδερφό της υποβολή φόρου κληρονομιάς με την ταυτόχρονη απόδοση σε αυτόν μέρους των παραγόμενων καρπών, συννεμήθηκε αυτά από το έτος 1953 και εφεξής, διανοία συγκυρίου με τον Ι. Π. αναγνωρίζοντας τον τελευταίο ως συγκύριο, καταστάσα έτσι το έτος 1973 συγκυρία των επιδίκων με έκτακτη χρησικτησία, σε ποσοστό 1/2, μιας και δεν προέβη σε μεταγραφή της αποδοχής κληρονομιάς της μητέρας της Γ., ούτως ώστε να αποκτήσει συγκυριότητα με παράγωγο τρόπο, ήδη από το θάνατο της διαθέτιδος μητέρας της το έτος 1953. Αμέσως μετά το θάνατο του συζύγου της, η καλλιέργεια των επιδίκων εγκαταλείφθηκε. Η μεν Μ. Π. δεν ασχολείτο συστηματικά με την καλλιέργεια αυτών, ενώ ο ενάγων, ζώντας μόνιμα στην Αθήνα ασκώντας το επάγγελμα του ιατρού, εκ των πραγμάτων δεν είχε ενεργό ρόλο στη φροντίδα τους, Όλα τα προηγούμενα έτη συμμετείχε οικονομικά μόνο στις δαπάνες των επίκοινων ακινήτων (δαπάνες για την παραγωγή λαδιού) με αντάλλαγμα τη συμμετοχή του, στους παραγόμενους φυσικούς καρπούς, κυρίως λάδι. Μετά το θάνατο του συζύγου της, η εναγομένη έπαψε να αποστέλλει στον ανιψιό της ποσότητες ελαιολάδου. Βέβαια, το γεγονός αυτό, από μόνο του δεν συνιστά αντιποίηση της συννομής του ενάγοντα (εκ μέρους της θείας του), παρά απλή αθέτηση της εκ της σχέσεως της κοινωνίας ενοχικής υποχρέωσης απόδοσης των καρπών του κοινού αντικειμένου. Ο ενάγων, όταν διαπίστωσε ότι δεν του αποδίδονται πλέον οι καρποί των επίκοινων ακινήτων, ενόψει του ότι είχε απεβίωσε εκείνος ο οποίος ασχολείτο επίπονα και συστηματικά με την καλλιέργεια αυτών, προέκρινε ως συμφέρουσα λύση των διανομή των επιδίκων. Επανειλημμένα δε προέβη σε συζητήσεις με τη μητέρα των εναγομένων για χωρισμό της κοινής (κληρονομιαίας) περιουσίας τους. Πρότεινε δε διάφορες συμβιβαστικές λύσεις. Η μητέρα των εναγομένων, ανέβαλλε συνεχώς και επ'αόριστον την προοπτική διανομής της πρώην μητρικής κληρονομιάς. Τα δε επίδικα ακίνητα, παρέμεναν ακαλλιέργητα και ανεκμετάλλευτα. Ενόψει της μη αποστολής εκ μέρους της Μ. Π., ελαιόλαδου προς τον ενάγοντα σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι επανειλημμένες συζητήσεις για διανομή κατέληγαν σε αδιέξοδο, ο τελευταίος απέστειλε στην πρώτη των από 4-11-1991 εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία. Η Μ. Π. απέστειλε εν συνεχεία την από 2-12-1991 εξώδικη απάντηση με την οποία αρνήθηκε ρητά τη διανομή των επιδίκων διότι, κατά τους ισχυρισμούς της, αυτή ήταν αποκλειστική κυρία αυτών με έκτακτη χρησικτησία, αρχόμενη από το έτος 1955 όταν δηλαδή ο αδερφός της και πατέρας του ενάγοντα Ι. Π., την προικοδότησε ατύπως, ενόψει του επικείμενου γάμου της. Έκτοτε, ήτοι μετά την αποστολή της ως άνω εξώδικης απάντησης, ο ενάγων δεν προέβη σε καμία ενέργεια διεκδίκησης του μεριδίου του (1/2) μέχρι το έτος 2010, οπότε και άσκησε την προκειμένη αγωγή. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ο ενάγων κατέστη συγκύριος των επιδίκων, σε ποσοστό εξ'αδιαιρέτου, κατά παράγωγο τρόπο, ήτοι κληρονομική διαδοχή και συγκεκριμένα κατά τα 3/8 από εξ'αδιαθέτου κληρονομιά του πατρός του Ι. Π. και κατά το 1/8, από εξ'αδιαθέτου κληρονομιά της μητρός του Μ. Π. (3/8+1/8)=4/8 ή 1/2. Από το άλλο μέρος, η Μ. Π., μητέρα των εναγομένων κατέστη συγκυρία των επιδίκων, σε ποσοστό 1/2 εξ'αδιαιρέτου, έχοντας αποκτήσει το 1973 συγκυριότητα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού συννεμόταν τα επίδικα διανοία συγκυρίου με τον πατέρα του ενάγοντα, Ι. Π., ήδη από το έτος 1953, (έτος θανάτου της Γ. Π.). Οι εναγόμενοι, επιπρόσθετα, προς το σκοπό απόρριψης της σε βάρος της αγωγής, ισχυρίσθηκαν ότι σε κάθε περίπτωση, (ακόμη δηλαδή και αν γίνει δεκτό ότι η δικαιοπάροχος μητέρα τους δεν προικοδοτήθηκε από τον αδερφό της το 1955 αλλά ότι ήταν από τη μητρική κληρονομιά συγκυρία με τον αδερφό της Ι. Π. και μετά το θάνατό του, το 1974, με τον ανιψιό της (και ήδη ενάγοντα), από το έτος 1985, όταν η Μ. Π., γνωστοποίησε προφορικά στον ενάγοντα ότι αυτή είναι αποκλειστική κυρία των επιδίκων μέχρι το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής (έτος 2010), έχει παρέλθει χρονικό διάστημα, μείζον της εικοσαετίας, εντός του οποίου η ίδια και μετά το θάνατό της το 2001, οι εναγόμενοι κληρονόμοι της, νεμόντουσαν τα επίδικα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Ότι επομένως αυτοί απέκτησαν αποκλειστική κυριότητα με τον τρόπο αυτό, προσμετρώντας το χρόνο νομής της δικαιοπαρόχου μητέρα τους στον δικό τους. Αποδείχθηκε, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, ότι η Μ. Π., απέστειλε σε απάντηση στην από μηνός Νοεμβρίου 1991 εξώδικη πρόσκληση-διαμαρτυρία του ενάγοντα για διανομή των επιδίκων, την από 2-12-1991 εξώδικη απάντησή της, η οποία επιδόθηκε στον ανωτέρω στις 3-12-1991. Με το εξώδικο αυτό η Μ. Π. εξέθετε στον ενάγοντα ότι εφ'όλων των επίδικων ακινήτων, ήταν αποκλειστική κυρία και άρα δεν ετίθετο ζήτημα διανομής τους. Την δε αποκλειστική αυτή κυριότητά της, κατά τους ισχυρισμού της στο εξώδικο αυτό, την είχε αποκτήσει λόγω άτυπης προίκας από τον πατέρα του ενάγοντα (Ι. Π.), η οποία έλαβε χώρα το έτος 1955. Ότι έκτοτε νεμήθηκε τα επίδικα, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Βέβαια, με βάση τα προαναφερθέντα, τα περί άτυπης προικός δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Πλην όμως, με την εξώδικη αυτή δήλωση, η μητέρα των εφεσιβλήτων-εναγομένων, Μ. Π., σαφέστατα για πρώτη φορά το μήνα Δεκέμβριο 1991, αντιποιήθηκε τη συννομή του ανεψιού της (ενάγοντα). Αυτός δε έλαβε γνώση της αντιποίησης την 3-12-1991, όταν δηλαδή του επιδόθηκε το εν λόγω εξώδικο έγγραφο. Έκτοτε και δη από 4-12-1991, αρχίζει να τρέχει, κατά τα προαναφερθέντα στην υπό στοιχ. II μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, η 20ετής προθεσμία της κτητικής παραγραφής (έκτακτη χρησικτησία), προκειμένου η Μ. Π. και εν συνεχεία οι κληρονόμοι της, που τη διαδέχθηκαν στη νομή, να αποκτήσουν (πρωτοτύπως) αποκλειστική κυριότητα. Μέχρι τότε (3-12-1991) η Μ. Π., δεν είχε γνωστοποιήσει την πρόθεσή της στον ενάγοντα να νέμεται τα επίδικα, αποκλειστικά για τον εαυτό της. Άρα, μέχρι και την 3-12-1991, δεν άρχισε να τρέχει η απαιτούμενη 20ετής προθεσμία της κτητικής παραγραφής. Επομένως, με βάση τα ανωτέρω, από την 4-12-1991 αρχίζει να τρέχει ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας υπέρ της, ο οποίος συμπληρωνόταν στις 4-12-2011 (20ετία). Από 4-12-1991, η ως άνω νεμόταν τα επίδικα διανοία αποκλειστικού κυρίου, προβαίνοντας, μέσω βοηθών νομής στην επίβλεψη, φροντίδα και συντήρηση αυτών, διαδίδοντας σε όλους τους τρίτους ότι αυτά της ανήκουν κατ'αποκλειστική κυριότητα. Στη δε ιδιαίτερη πατρίδα του ενάγοντος επικρατούσε η εντύπωση ότι τα επίδικα ανήκουν στη Μ. Π.. Ο δε ενάγων, όντας σε γνώση πλέον ότι η θεία του νέμεται με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας τα επίδικα από 3 Δεκεμβρίου 2011, παρόλα αυτά έκτοτε και δη από την επομένη ημέρα της επίδοσης του ως άνω εξωδίκου, ήτοι από 4 Δεκεμβρίου 1991 μέχρι το Δεκέμβριο του έτους 2010, δεν προέβη σε καμία δικαστική ενέργεια. Εν συνεχεία, μετά το θάνατο της Μ. Π. (έτος 2001), οι εξ'αδιαθέτου κληρονόμοι της (ήδη εναγόμενοι) διαδέχθηκαν τη μητέρα τους στη με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας νομή των επιδίκων, η οποία είχε αρχίσει από την 4η Δεκεμβρίου 1991. Οι εναγόμενοι συνέχισαν την εποπτεία, συντήρηση και επίβλεψη των επιδίκων, (η μη συστηματική καλλιέργειά τους δεν σημαίνει αφεαυτής εγκατάλειψη της νομής των), ενώ συγχρόνως στις φορολογικές δηλώσεις των ετών 1996, 2003, 2005 δηλώνουν τα επίδικα ως δικά τους. Παρέμειναν δε ανένδοτοι στις επανειλημμένες προτάσεις του ενάγοντα για διανομή των επικοίνων, επαναλαμβάνοντας τους ισχυρισμούς της μητέρας τους ότι τυγχάνουν αποκλειστικοί (συγ)κύριοι αυτών. Ο ενάγων, μέχρι την 15-12-2010, οπότε και κατατέθηκε η ένδικη αγωγή στο Ειρηνοδικείο Φιγαλείας (επιδοθείσα στους εναγόμενους την 1 Φεβρουάριου 2011), δεν είχε προβεί σε καμία δικαστική ενέργεια διεκδίκησης του μεριδίου του. Πλην όμως, μπορεί μεν κατά το χρόνο συζήτησης της ένδικης αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (24 Ιουνίου 2011), να μην είχε συμπληρωθεί ακόμη ο χρόνος της 20ετίας για τη θεμελίωση έκτακτης χρησικτησίας, εκ μέρους των εναγομένων, αφού αυτή συμπληρωνόταν στις 4 Δεκεμβρίου 2011, ωστόσο ο χρόνος αυτός έχει συμπληρωθεί ήδη κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ήδη από την αρχική συζήτηση της υπό κρίση έφεσης, κατά τη δικάσιμο της 6ης Μαρτίου 2013, (οπότε και το Δικαστήριο εν συνεχεία προχώρησε στην έκδοση της υπ'αριθμ. 33/2013 μη οριστικής απόφασής του, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Μονομελές Πρωτοδικείο απέρριψε κατ'ουσία την ένδικη διεκδικητική συγκυριότητας ακινήτων αγωγή, του αναιρεσείοντος ερειδομένη στον παράγωγο τρόπο (κληρονομική διαδοχή), κατά παραδοχή ένστασης των εναγομένων περί ιδίας κυριότητας θεμελιούμενη σε πρωτότυπο τρόπο και ειδικότερα στην έκτακτη χρησικτησία. Ακολούθως δέχθηκε κατ'ουσία την έφεση και εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση, που είχε απορρίψει ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή κατά παραδοχή ένστασης των εναγομένων-αναιρεσιβλήτων περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγικής αξίωσης. Έτσι που έκρινε το Μονομελές Πρωτοδικείο ότι δηλαδή οι εναγόμενοι απέκτησαν την κυριότητα των επιδίκων με έκτακτη χρησικτησία, ως νεμηθέντες αυτά από το 2001 που περιήλθαν στη νομή τους, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων της μητέρας τους, η οποία υπήρξε συγκυρία τούτων με τον ενάγοντα, αλλά από το 1991 νεμήθηκε αυτά εξ ολοκλήρου δηλαδή πλέον της ανήκουσας μερίδας της εν γνώσει του τελευταίου, ενόψει της γνωστοποίησης της βούλησής της για τη νομή των επιδίκων αποκλειστικώς για λογαριασμό της, προσμετρώντας στη νομή τους προς συμπλήρωση του χρόνου αυτής τη νομή της δικαιοπαρόχου τους και ότι η εικοσαετής νομή τους δεν είχε μεν συμπληρωθεί κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, αλλά συμπληρώθηκε μεταγενέστερα κατά το χρόνο της συζήτησης αυτής ενώπιόν του, κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο προς συζήτηση της έφεσης, καταλύοντας κατ'αυτόν τον τρόπο τη συγκυριότητα του ενάγοντος, παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, καθ'όσον αρκέσθηκε για να καταλήξει στην παραδοχή ότι οι εναγόμενοι απέκτησαν την κυριότητα των επιδίκων με έκτακτη χρησικτησία και να απορρίψει την αγωγή, σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα που οι ίδιες διατάξεις απαιτούν για την επέλευση της έννομης συνέπειας, που δέχθηκε ως διατακτικό στην απόφασή του. Ειδικότερα ως προς τα γενεσιουργά περιστατικά του πρωτοτύπου τρόπου απόκτησης της κυριότητας από τους εναγόμενους, δηλαδή της έκτακτης χρησικτησίας, δέχθηκε ότι η εικοσαετής νομή τους, που άρχισε το 1991 από τη δικαιοπάροχό τους, συμπληρώθηκε μετά την άσκηση της αγωγής, ενώ ο χρόνος αυτής (νομής) είχε διακοπεί με την άσκηση της αγωγής και συνεπώς δεν είχε μέχρι τον ίδιο χρόνο συμπληρωθεί η απαιτούμενη εικοσαετής νομή των τελευταίων. Επομένως ο μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η πλημμέλεια από τον αριθμό 1α του άρθρου 560 ΚΠολΔικ, της ευθείας παραβίασης με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 1045 και 1049 ΑΚ είναι βάσιμος. Κατ'ακολουθία, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ. 3 του ΚΠολΔικ, η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλο Δικαστή, εκτός από εκείνο που την είχε δικάσει προηγουμένως. Ακόμη πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου στον αναιρεσείοντα και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι στα δικαστικά έξοδα αυτού μετά από σχετικό αίτημά του [ΚΠολΔικ 176, 183, 191 παρ.2].

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την 60/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κυπαρισσίας. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλο Δικαστή είναι δυνατή.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στον αναιρεσείοντα του παραβόλου, που κατατέθηκε. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων [2.700] ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Δεκεμβρίου 2016. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 9 Ιανουαρίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αριθμός 19/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - Επειδή τα της επιδόσεως και κοινοποιήσεως δικαστικών και εξωδίκων πράξεων μεταξύ Ελλάδας και Μεγάλης Βρετανίας ρυθμίζονται όxι κατά τα άρθρα 134 και 136 παρ. 1 ΚΠολΔικ, αλλά με την υπογραφείσα στις 27-2-1936 στο Λονδίνο Σύμβαση δικαστικής αρωγής επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων, η οποία κυρώθηκε με τον ΑΝ 730/1937 (ΦΕΚ τ. Α'αρ φύλλου 227 της 15ης Ιουνίου 1937) και άρχισε να ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 14 αυτής, από την ανταλλαγή των επικυρώσεών της από τα συμβαλλόμενα μέρη στις 16-11-1937. Στην εν λόγω Σύμβαση προσχώρησε νόμιμα, σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16 αυτής, η Αυστραλία στις 14-12-1938, με ισχύ αυθημερόν (ΦΕΚ 445/1938 τευχ.Α' )

Next: Αριθμός 23/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - στο άρθρο 82 ΚΠολΔικ ορίζεται ότι, ο προσθέτως παρεμβαίνων έχει δικαίωμα να ενεργήσει όλες τις διαδικαστικές πράξεις που επιτρέπονται στη δίκη, προς το συμφέρον εκείνου για την υποστήριξη του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση και έχει την υποχρέωση να δεχτεί τη δίκη στη θέση που βρίσκεται κατά το χρόνο της παρέμβασής του ... Αποφάσεις και δικόγραφα που επιδίδονται στους κυρίους διαδίκους πρέπει να επιδίδονται και σε εκείνον που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση
Previous: Αριθμός 18/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - Κατά το άρθρο 1045 ΑΚ εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 ΑΚ, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί αυτήν την εξουσία με διάνοια κυρίου. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με την δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 ΑΚ). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 1049 ΑΚ η χρησικτησία διακόπτεται με την έγερση της διεκδικητικής αγωγής εναντίον αυτού που χρησιδεσπόζει, η δε διακοπή επέρχεται μόνο υπέρ του ενάγοντος.
$
0
0
Απόφαση 19 / 2017    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 19/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'Πολιτικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Νικήτα Χριστόπουλο και Πέτρο Σαλίχο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Δεκεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Β. το γένος Β. Τ. Ζ., χήρας Ν. Γ., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου ...
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Γ. Τ. Ζ. του Ν., 2)Δ. Τ. Ζ. του Ν., 3)Μ. το γένος Ν. Τ. Ζ., πρώην συζ. Σ. Ν., κατοίκων ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-12-2005 αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Φλώρινας.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 19/2008 του ιδίου Δικαστηρίου, 129/2010 του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 30-4-2012 αίτησή της
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη, ανέγνωσε την από 2-3-2016 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή τα της επιδόσεως και κοινοποιήσεως δικαστικών και εξωδίκων πράξεων μεταξύ Ελλάδας και Μεγάλης Βρετανίας ρυθμίζονται όxι κατά τα άρθρα 134 και 136 παρ. 1 ΚΠολΔικ, αλλά με την υπογραφείσα στις 27-2-1936 στο Λονδίνο Σύμβαση δικαστικής αρωγής επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων, η οποία κυρώθηκε με τον ΑΝ 730/1937 (ΦΕΚ τ. Α'αρ φύλλου 227 της 15ης Ιουνίου 1937) και άρχισε να ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 14 αυτής, από την ανταλλαγή των επικυρώσεών της από τα συμβαλλόμενα μέρη στις 16-11-1937. Στην εν λόγω Σύμβαση προσχώρησε νόμιμα, σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16 αυτής, η Αυστραλία στις 14-12-1938, με ισχύ αυθημερόν (ΦΕΚ 445/1938 τευχ.Α' ). Κατά το άρθρο 4α της Σύμβασης αυτής η επίδοση μπορεί να διενεργηθεί και άνευ οιασδήποτε αιτήσεως προς τις αρχές της χώρας εκτελέσεως και μεσολαβήσεως τούτων (όπως η επίδοση αυτή προβλέπεται στο άρθρο 3 της Σύμβασης) με έναν από τους εκτιθέμενους - στο άρθρο αυτό (4) τρόπους. Από το συνδυασμό, των άρθρων 3(η) και 4(δ) της Σύμβασης σαφώς προκύπτει, ότι με τις διατάξεις αυτές καθιερώνεται η αρχή της πραγματικής περιελεύσεως του επιδοτέου εγγράφου στον παραλήπτη, η οποία αποδεικνύεται, αν μεν η επίδοση γίνει σύμφωνα με το άρθρο 3 της Σύμβασης (μέσω της αρμοδίας αρχής της χώρας εκτελέσεως) με πιστοποιητικό αποδεικνύον τη γενόμενη επίδοση, παρεχόμενο από την εκτελούσα την αίτηση προς επίδοση αρχή, αν δε η επίδοση δεν πραγματοποιηθεί, με πιστοποιητικό που επεξηγεί τους λόγους για τους οποίους αυτή δεν έγινε, εκθέτοντας το γεγονός, τον τρόπο και την ημερομηνία της αποπειραθείσας επιδόσεως, αν δε γίνει σύμφωνα με το άρθρο 4 της Σύμβασης με πιστοποιητικό επιδόσεως, κατά τα οριζόμενα στη νομοθεσία της χώρας του επιμεληθέντος την επίδοση συμβαλλόμενου μέρους, οι δικαστικές αρχές της οποίας θα ελέγξουν το ζήτημα της εγκυρότητας της επίδοσης κατά το οικείο εσωτερικό δίκαιο, ενώ για τον υπολογισμό της κατά το άρθρο 568 παρ. 4 ΚΠολΔικ προθεσμίας των ενενήντα ημερών λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος της πραγματικής περιελεύσεως του δικογράφου σε εκείνον που αφορά η επίδοση, καθόσον η διάταξη του άρθρου 136 παρ. 1 ΚΠολΔικ κατά την οποία η προθεσμία αυτή αρχίζει από τότε που παραδόθηκε το επιδοτέο έγγραφο στον Εισαγγελέα έχει τεθεί με την εν λόγω Σύμβαση εκποδών (ΟλΑΠ23-29 / 2009). Εξάλλου κατά βασική δικονομική αρχή, που συνάγεται από τα άρθρα 12,24 παρ. 1 εδβ και 69 Εις ΝΠολΔικ και το ταυτόσημο προς τα άρθρα 12 και 24,άρθρο 72 παρ. 2 και παρ 4 του Ν. 3994/2011, ο μεταγενέστερος δικονομικός νόμος εφαρμόζεται σε κάθε εκκρεμή δίκη και καταλαμβάνει το ατέλεστο μέρος αυτής. Κατά συνέπεια το κύρος των διαδικαστικών πράξεων διέπεται από το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που έλαβαν χώρα και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο νέος δικονομικός νόμος δεν ορίζει κάτι διαφορετικό. Στην προκειμένη περίπτωση οι κάτοικοι ... Αυστραλίας αναιρεσίβλητοι, δεν παραστάθηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ'αυτό, ούτε κατέθεσαν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔικ, από δε την προσκομιζόμενη από την επισπεύδουσα τη συζήτηση αναιρεσείουσα, υπ'αριθμ .../15.12.2015 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Φλώρινας Η. Μ., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης από 30.4.2012 αιτήσεως αναιρέσεως, μαζί με κλήση για συζήτηση για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 16.3.2016, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκε εμπρόθεσμα (άρθρ. 568 παρ. 4 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔικ) στον δικηγόρο Φλώρινας Π. Μ., που ήταν πληρεξούσιος δικηγόρος των αναιρεσιβλήτων, τόσο κατά την πρωτοβάθμια όσο και κατά την δευτεροβάθμια δίκη, όπως τούτο προκύπτει από το παρέχον πλήρη απόδειξη, ως προς το περιστατικό αυτό, προεισαγωγικό μέρος των οικείων αποφάσεων (άρθ 312 παρ. 1 ΚΠολΔικ), ήτοι των υπ'αριθμ 19/2008 και 129/2010 αποφάσεων του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Φλώρινας και του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, αντίστοιχα. Νέα κλήτευση για τη μετ'αναβολή δικάσιμο δεν χρειαζόταν, αφού η εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρ 575 παρ. 2 και 226 παρ. 4 εδ γ ΚΠολΔικ). Πλην όμως η επίδοση αυτή δεν είναι νόμιμη, γιατί κατά τον χρόνο που συντελέστηκε εφαρμοστέα ήταν η παραπάνω Σύμβαση, κατά τις διατάξεις της οποίας και θα έπρεπε να κληθούν οι αναιρεσίβλητοι, ενώ η διάταξη του άρθρου 143 παρ. 1 ΚΠολΔικ και όπως αυτή τροποποιήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου πρώτου του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 ( και κατά την οποία, αν ήταν εφαρμοστέα η επίμαχη επίδοση θα ήταν νόμιμη) ισχύει από 1.1.2016 και επέκεινα και συνακόλουθα εάν η υπόθεση επαναφερθεί η επίδοση μπορεί να γίνει και στον κατά την εν λόγω διάταξη αντίκλητο, αφού, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, το κύρος της διαδικαστικής πράξεως της επιδόσεως διέπεται κατά το δίκαιο που ισχύει όταν αυτή συντελείται. Ενόψει τούτων και εφόσον οι αναιρεσίβλητοι δεν έχουν κλητευθεί νόμιμα, πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔικ να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 30.4.2012 αιτήσεως της Β., το γένος Β. Τ. Ζ., Χας Ν. Γ. κατά των Γ. Τ. Ζ. κλπ για αναίρεση της υπ'αριθμ. 129/2010 αποφάσεως του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Δεκεμβρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 9 Ιανουαρίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αριθμός 23/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - στο άρθρο 82 ΚΠολΔικ ορίζεται ότι, ο προσθέτως παρεμβαίνων έχει δικαίωμα να ενεργήσει όλες τις διαδικαστικές πράξεις που επιτρέπονται στη δίκη, προς το συμφέρον εκείνου για την υποστήριξη του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση και έχει την υποχρέωση να δεχτεί τη δίκη στη θέση που βρίσκεται κατά το χρόνο της παρέμβασής του ... Αποφάσεις και δικόγραφα που επιδίδονται στους κυρίους διαδίκους πρέπει να επιδίδονται και σε εκείνον που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση

Next: Αριθμός 24/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 1871, 1872 και 1882 του ΑΚ προκύπτει ότι ο κληρονόμος δικαιούται με την περί κλήρου αγωγή, να απαιτήσει από εκείνον που κατακρατεί, ως κληρονόμος, αντικείμενα της κληρονομίας, την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος και την απόδοση της κληρονομίας, ως αντικείμενα δε της κληρονομίας των οποίων, κατά τα ανωτέρω, την απόδοση δικαιούται να απαιτήσει ο κληρονόμος, με την περί κλήρου αγωγή, θεωρούνται και εκείνα επί των οποίων ο κληρονομούμενος, κατά το χρόνο του θανάτου του, είχε την κυριότητα, νομή ή κατοχή
Previous: Αριθμός 19/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - Επειδή τα της επιδόσεως και κοινοποιήσεως δικαστικών και εξωδίκων πράξεων μεταξύ Ελλάδας και Μεγάλης Βρετανίας ρυθμίζονται όxι κατά τα άρθρα 134 και 136 παρ. 1 ΚΠολΔικ, αλλά με την υπογραφείσα στις 27-2-1936 στο Λονδίνο Σύμβαση δικαστικής αρωγής επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων, η οποία κυρώθηκε με τον ΑΝ 730/1937 (ΦΕΚ τ. Α'αρ φύλλου 227 της 15ης Ιουνίου 1937) και άρχισε να ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 14 αυτής, από την ανταλλαγή των επικυρώσεών της από τα συμβαλλόμενα μέρη στις 16-11-1937. Στην εν λόγω Σύμβαση προσχώρησε νόμιμα, σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16 αυτής, η Αυστραλία στις 14-12-1938, με ισχύ αυθημερόν (ΦΕΚ 445/1938 τευχ.Α' )
$
0
0
Απόφαση 23 / 2017    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 23/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Νικήτα Χριστόπουλο και Πέτρο Σαλίχο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Δεκεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:


Της αναιρεσείουσας-καθης η κλήση: Ι. χας Θ. Ρ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ...
Των αναιρεσιβλήτων-καλούντων: 1)Α. συζ. Γ. Μ. και 2)Α. Μ. του Γ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο ...

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-4-1998 (με αρ. κατάθεσης 215/23-4-1998) αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, την από 5/10/1998 (με αρ. κατάθεσης 452/23-10-1998) ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση των ήδη αναιρεσιβλήτων και την από 29/1/1999 (με αρ. κατάθεσης 119/3-3-1999) πρόσθετη παρέμβαση των Δ., Α. και Α. Ξ., που δεν είναι διάδικοι στη δίκη αυτή, οι οποίες κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Βόλου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 428/1999 μη οριστική, 244/2004 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 146/2008 οριστική του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 12/12/2008 αίτηση της.
Εκδόθηκε η 399/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Η υπόθεση επανήλθε προς συζήτηση με την από 9-12-2015 κλήση των αναιρεσιβλήτων.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκαν οι διάδικοι, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 2/4/2013 έκθεση του αποχωρήσαντος από την υπηρεσία Αρεοπαγίτη Νικολάου Μπιχάκη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, η πληρεξούσια των αναιρεσίβλητων ζήτησε την απόρριψή της, καθένας δε να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, στο άρθρο 82 ΚΠολΔικ ορίζεται ότι, ο προσθέτως παρεμβαίνων έχει δικαίωμα να ενεργήσει όλες τις διαδικαστικές πράξεις που επιτρέπονται στη δίκη, προς το συμφέρον εκείνου για την υποστήριξη του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση και έχει την υποχρέωση να δεχτεί τη δίκη στη θέση που βρίσκεται κατά το χρόνο της παρέμβασής του ... Αποφάσεις και δικόγραφα που επιδίδονται στους κυρίους διαδίκους πρέπει να επιδίδονται και σε εκείνον που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση". Εξάλλου κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 110 παρ. 2 ΚΠολΔικ "οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να παρίστανται σε όλες τις συζητήσεις της υπόθεσης, ακόμη και όταν γίνονται κεκλεισμένων των θυρών και πρέπει για το σκοπό αυτό να καλούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου", κατά δε τη διάταξη του άρθρου 81 παρ. 3 ΚΠολΔικ "ο παρεμβαίνων καλείται στις επόμενες διαδικαστικές πράξεις από το διάδικο που επισπεύδει τη δίκη, σε περίπτωση δε πρόσθετης παρέμβασης έχει δικαίωμα να προτείνει την έλλειψη της κλήτευσης και ο διάδικος για την υποστήριξη του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι "καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, και μπορεί να αναπτύξει σ'αυτά τις απόψεις του"και το άρθρο 558 ΚΠολΔικ, σαφώς προκύπτει ότι κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, δεν απευθύνεται κατ'αρχήν η αναίρεση, γιατί αυτός δεν είναι κύριος διάδικος, ο προσθέτως παρεμβάς όμως, πρέπει να καλείται στη συζήτηση της αναίρεσης. Σε αντίθετη περίπτωση η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους τους διαδίκους (άρθρ. 576 παρ. 3 ΚΠολΔικ). Στη προκειμένη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτει ότι στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και μετά ανακοίνωση της δίκης από τους εναγομένους - αναιρεσίβλητους ασκήθηκε υπέρ των τελευταίων η από 29.1.1999 πρόσθετη παρέμβαση, η οποία συνεκδικάσθηκε με την αγωγή και εξεδόθησαν οι υπ'αριθμ. 428/1999 και 244/2004, παρεμπίπτουσα και οριστική αντίστοιχα αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου) με τη δεύτερη από τις οποίες η αγωγή απορρίφθηκε, ενώ μετά την άσκηση εφέσεως που απευθύνθηκε και κατά των προσθέτως παρεμβάντων, εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση με την οποία εκ των πραγμάτων, η πρόσθετη παρέμβαση απορρίφθηκε κατ'ουσία, μετά την παραδοχή της έφεσης της ενάγουσας κατά των εναγομένων, ήτο της αντιδίκου εκείνων υπέρ των οποίων είχε ασκηθεί. Η κατά των προσθέτως παρεμβάντων έφεση προφανώς εκτιμήθηκε ως κλήση, ενώ στη θέση του πρώτου και του δεύτερου από αυτούς, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ως αποβιωσάντων, έχουν υπεισέλθει οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι τους πλην όμως δεν προκύπτει κλήτευση των εν λόγω προσθέτως παρεμβάντων για τη συζήτηση της ένδικη αίτησης αναίρεσης. Ενόψει τούτων, πρέπει ύστερα από αυτεπάγγελτη έρευνα, να κηρυχθεί απαράδεκτη η προκείμενη συζήτηση για όλους τους διαδίκους.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της ένδικης από 12-12-2008 αιτήσεως της Ι. χας Θ. Ρ., κατά των Α. Γ. Μ. κλπ για αναίρεση της υπ'αριθμ. 146/2008 αποφάσεως του Εφετείου Λαρίσης.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 9 Ιανουαρίου 2017.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Αριθμός 24/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 1871, 1872 και 1882 του ΑΚ προκύπτει ότι ο κληρονόμος δικαιούται με την περί κλήρου αγωγή, να απαιτήσει από εκείνον που κατακρατεί, ως κληρονόμος, αντικείμενα της κληρονομίας, την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος και την απόδοση της κληρονομίας, ως αντικείμενα δε της κληρονομίας των οποίων, κατά τα ανωτέρω, την απόδοση δικαιούται να απαιτήσει ο κληρονόμος, με την περί κλήρου αγωγή, θεωρούνται και εκείνα επί των οποίων ο κληρονομούμενος, κατά το χρόνο του θανάτου του, είχε την κυριότητα, νομή ή κατοχή

Next: Αριθμός 27/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - άρθρου 298 ΑΚ "Η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία) καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί".- Έτσι, σε περίπτωση που ο ναυλωτής (χρονοναυλωτής) με ευθύνη του ενδοσυμβατικά από άλλη (και με άλλο τρίτο) σύμβαση απωλέσει τη χρήση του ναυλωμένου απ'αυτόν πλοίου για την οποία χρήση συμφώνησε να καταβάλει ναύλο τότε υφίσταται μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του (θετική ζημία) το ύψος δε της ζημίας του αυτής είναι ίσο με την με αντικειμενικά κριτήρια αγοραία αξία του ναύλου
Previous: Αριθμός 23/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - στο άρθρο 82 ΚΠολΔικ ορίζεται ότι, ο προσθέτως παρεμβαίνων έχει δικαίωμα να ενεργήσει όλες τις διαδικαστικές πράξεις που επιτρέπονται στη δίκη, προς το συμφέρον εκείνου για την υποστήριξη του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση και έχει την υποχρέωση να δεχτεί τη δίκη στη θέση που βρίσκεται κατά το χρόνο της παρέμβασής του ... Αποφάσεις και δικόγραφα που επιδίδονται στους κυρίους διαδίκους πρέπει να επιδίδονται και σε εκείνον που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση
$
0
0
Απόφαση 24 / 2017    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 24/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Νικήτα Χριστόπουλο και Πέτρο Σαλίχο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Δεκεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων:1)Μ. Μ. του Ν., κατοίκου ..., 2)Π. Μ. του Ν., κατοίκου ..., 3)Ε. Μ. του Ν., κατοίκου ..., 4)Π. Μ. του Ν., κατοίκου ..., οι οποίοι παραστάθηκαν οι 1η,2η,3η μετά ο 4ος δια της πληρεξούσιας δικηγόρου ....
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Η. Μ. του Ν. κατοίκου ... και 2)Β. Μ. του Ν., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο ... με δήλωση κατ'άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3-2-2011 αγωγή της ήδη 1ης αναιρεσείουσας και της αρχικώς ενάγουσας-αποβιωσάσης Μ. Μ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πρέβεζας
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2/2012 του ίδιου Δικαστηρίου που παρέπεμψε την υπόθεση, στο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Πρέβεζας, 304/2013 οριστική του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πρέβεζας, 215/2015 Εφετείου Ιωαννίνων.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 2-10-2015 αίτηση τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκαν οι διάδικοι, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 22-4-2016 έκθεσή της με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 1871, 1872 και 1882 του ΑΚ προκύπτει ότι ο κληρονόμος δικαιούται με την περί κλήρου αγωγή, να απαιτήσει από εκείνον που κατακρατεί, ως κληρονόμος, αντικείμενα της κληρονομίας, την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος και την απόδοση της κληρονομίας, ως αντικείμενα δε της κληρονομίας των οποίων, κατά τα ανωτέρω, την απόδοση δικαιούται να απαιτήσει ο κληρονόμος, με την περί κλήρου αγωγή, θεωρούνται και εκείνα επί των οποίων ο κληρονομούμενος, κατά το χρόνο του θανάτου του, είχε την κυριότητα, νομή ή κατοχή. Απαραίτητο, μεταξύ άλλων, στοιχείο της περί κλήρου αγωγής είναι το ότι ο εναγόμενος κατακρατεί, PRO HEREDE, τα κληρονομιαία αντικείμενα, ως κληρονόμος του αποβιώσαντος, αντιποιούμενος το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος. Κατά εκείνου που κατέχει κληρονομιαία αντικείμενα όχι ως κληρονόμος του αποβιώσαντος, αλλά αδικαιολόγητα ή δυνάμει ειδικού τίτλου (έγκυρου ή μη) δεν χωρεί η αγωγή περί κλήρου, αλλά κατ'αυτού αρμόζουν οι οικείες ειδικές αγωγές που θα είχε εναντίον του ο κληρονομούμενος. Εξ ετέρου με τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, ελέγχονται, μεταξύ άλλων και τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων (ΑΠ 1402/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής (άρθρ. 562 § 2 ΚΠολΔικ), η πρώτη αναιρεσείουσα Μ. Μ. και η αρχική δεύτερη ενάγουσα Μ. Μ., στη θέση της οποίας και κατά προσδιοριζόμενα ποσοστά, έχουν υπεισέλθει ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της (εκτός από άλλους κατιόντες της που δεν είναι διάδικοι) τόσο η πρώτη όσο και οι λοιποί αναιρεσείοντες, που είναι τέκνα της, σώρευσαν περί κλήρου αγωγή, με την οποία ζήτησαν από τους εναγομένους την αναγνώριση του κληρονομικού τους δικαιώματος και την απόδοση κατά τα προσδιοριζόμενα ποσοστά, επί ενός ακινήτου που είχε στη νομή και κατοχή του από το 1940 ο αποβιώσας αδιάθετος στις 10.5.1980 και κληρονομηθείς και από αυτές πατέρας και σύζυγός τους αντίστοιχα Ν. Μ., στον οποίο στη συνέχεια τούτο (ακίνητο) είχε αποδοθεί κατά την οριστική διανομή που έγινε το 1978, για τον σχεδιασμό του οικισμού ... και που οι εναγόμενοι κατακρατούν δυνάμει του εκδοθέντος, μόνο στο όνομά τους, υπ'αριθμ. .../22.4.1987 παραχωρητηρίου. Από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο ως προς την εν λόγω σωρευθείσα αγωγή δέχθηκε, επικυρώνοντας κατά τούτο την πρωτόδικη απόφαση ότι " ... η περί κλήρου αγωγή ήταν μη νόμιμη, διότι, κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής, οι εναγόμενοι κατακρατούν το κληρονομιαίο ακίνητο, όχι αντιποιούμενοι κληρονομικό δικαίωμα επ'αυτού, αλλά με βάση ειδικό τίτλο και συγκεκριμένα το .../29.4.1987 παραχωρητήριο της Διεύθυνσης Γεωργίας της Νομαρχίας ... και σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη, η περί κλήρου αγωγή δεν χωρεί κατά εκείνου που κατέχει το επίδικο αντικείμενο δυνάμει ειδικού έγκυρου ή άκυρου τίτλου, αλλά μόνο κατ'αυτού που το κατέχει ως κληρονόμος. Η ένδικη επομένως, αγωγή, είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη". Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες περί κλήρου αγωγής διατάξεις των άρθρων 1871, 1872 και 1882 ΑΚ, αφού τα ως άνω επικαλούμενα στην αγωγή περιστατικά, δεν πληρούσαν τις απαιτούμενες κατά τις εν λόγω διατάξεις προϋποθέσεις για τη νομική πληρότητα της περί κλήρου αγωγής, καθόσον η κατακράτηση του κληρονομιαίου ακινήτου γινόταν δυνάμει, μη ακυρωθέντος, ειδικού τίτλου. Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα και από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ δεύτερος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Επειδή κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 4 παρ. 1 και 5 του ν.δ. 1189/1972, το οποίο κατά το άρθρο 16 παρ. 1 αυτού κατήργησε αντίστοιχες διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα, η κυριότητα των κλήρων των μη παραμεθορίων περιοχών περιέρχεται "... αυτοδικαίως από της κυρώσεως της οριστικής διανομής, εις τους αναγεγραμμένους εις τους κτηματολογικούς πίνακες της οριστικής διανομής δικαιούχους τούτων ...", ενώ αρμόδια για την έκδοση των οριστικών τίτλων κυριότητας είναι η Επιτροπή των Οριστικών Διανομών, από τη δημοσίευση της απόφασης της οποίας, κατά τον τρόπο που ορίζεται θεωρείται ότι κυρώθηκε η οριστική διανομή. Εξ ετέρου από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του αν 431/1968, προκύπτει ότι μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (23.5.1968), ο κληρούχος και οι κληρονόμοι του δεν θεωρούνται, κατά πλάσμα του νόμου, νομείς του κλήρου αν δεν τον κατέχουν πραγματικά και συνεπώς είναι δυνατή η χωρίς τη θέλησή τους κτήση από τρίτον της νομής ολοκλήρου του κληροτεμαχίου, δυνάμενη αν συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις να οδηγήσουν στην με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία κτήση της κυριότητας τούτου, εφόσον συμπληρωθεί ο για κάθε μία εξ αυτών απαιτούμενος, από την ισχύ του ως άνω νόμου και εφεξής χρόνος. Προϋποτίθεται η κύρωση της οριστικής διανομής, αφού μόνο έκτοτε ο κληρούχος αποκτά την κυριότητα του ευρισκομένου σε μη παραμεθόριο περιοχή κλήρου, ενώ μέχρι τότε η κυριότητα αυτή ανήκει στο Δημόσιο (Ολ ΑΠ 8/2001). Εξ ετέρου από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1045 και 1051 ΑΚ προκύπτει ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή ειδική διαδοχή, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. 'Ασκηση νομής αποτελούν όταν πρόκειται για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς πάνω σ'αυτά πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα για δικό του, τέτοιες δε πράξεις, εφόσον πρόκειται για αστικό ακίνητο, είναι μεταξύ άλλων η εποπτεία, η επίσκεψη, η διαμονή, η χρήση των εγκαταστάσεών του, η ανοικοδόμηση και η κατοίκηση, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας. Εξ ετέρου ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως, για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο έκρινε κατ'ουσίαν την υπόθεση, κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο αναιρετικός αυτός λόγος, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης, καθιστούν φανερή την παραβίαση, τούτο δε συμβαίνει όταν ο κανόνας δικαίου δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 20/2011). Εξάλλου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται και όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο των πραγματικών περιστατικών εφόσον δεν παραβιάζεται με αυτά κανόνας δικαίου ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναιρέσεως από τους αριθμούς 19 και 20 του ίδιου άρθρου, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε λόγος αναίρεσης από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ), το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ'αυτό, επικληθέντων και προσκομισθέντων, από τους διαδίκους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατ'ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά ως προς τη σωρευόμενη διεκδικητική αγωγή της πρώτης αναιρεσείουσας και της μητέρας της Μ. Μ., στη θέση της οποίας ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της υπεισήλθαν τόσο η πρώτη όσο λοιποί αναιρεσείοντες, καθώς και οι Θ. (γυιός της) Α. και Ν. (εγγόνια της) που παραιτήθηκαν από τη δίκη και οι εναγόμενοι γιοί της, ως προς τους οποίους λόγω συγχύσεως καταργήθηκε η δίκη, κατά το περιεχόμενο σ'αυτούς εξ αδιαιρέτου ιδανικό μερίδιο της εν λόγω δικαιοπαρόχου τους.
"Το επίδικο ακίνητο είναι το με ... οικόπεδο, έκτασης 1565 τμ, που βρίσκεται στο ... και στο με ... οικοδομικό τετράγωνο, όπως αυτό (οικόπεδο) αποτυπώνεται στο από Μάιο 1987 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Δ. Λ., το οποίο έχει προσαρτηθεί στο .../1987 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου ... Γεώργιου Οικονόμου, με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα ... και το οποίο συνορεύει ...... Το εν λόγω οικόπεδο κατά την οριστική διανομή του έτους 1978 του συνοικισμού ... είχε παραχωρηθεί στον Ν. Μ. του Χ., πατέρα της ενάγουσας και των εναγομένων και σύζυγο της αρχικής ενάγουσας Μ. Μ., χωρίς όμως να εκδοθεί στο όνομά του τίτλος κυριότητας. Εντός του ακινήτου αυτού, ο Ν. Μ. είχε ανεγείρει το έτος 1966 μια πλινθόκτιστη και κεραμοσκεπή ισόγεια οικία, εμβαδού 49,50 τ.μ., στην οποία κατοικούσε με την οικογένειά του, καθώς και μια ισόγεια πλινθόκτιστη κουζίνα, εμβαδού 21 τ.μ. Ο Ν. Μ. απεβίωσε στις 10-6-1980 στο ..., χωρίς να αφήσει διαθήκη και κατέλιπε μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τη σύζυγο του Μ. Μ. (αρχικά δεύτερη ενάγουσα) και τα οκτώ τέκνα του ήτοι τον Χ., Π., Θ., Η. (πρώτο εναγόμενο), Β. (δεύτερο εναγόμενο), Ε., Π. και Μ. (πρώτη ενάγουσα), στους οποίους περιήλθε η κληρονομιά του (αποβιώσαντος) κατά ποσοστό 8/32 εξ αδιαιρέτου στη σύζυγο του και κατά ποσοστό 3/32 εξ αδιαιρέτου σε καθένα από τα τέκνα του. Στην κληρονομιά του αποβιώσαντος περιλαμβάνονταν και το ανωτέρω με ... οικόπεδο με την ισόγεια οικία, στην οποία συνέχισε μετά το θάνατο αυτού να διαμένει η σύζυγος του δεύτερη αρχική ενάγουσα. Μετά το θάνατο του Ν. Μ. και κατόπιν σχετικής αίτησης των εναγομένων, η Επιτροπή Απαλλοτριώσεων Νομού ... εφαρμόζοντας τις διατάξεις των άρθρων 184 του Αγροτικού Κώδικα και του π.δ. 24-4-1985 "Δικαιούχοι αγροτικών οικοπέδων, διαδικασία και κριτήρια προσδιορισμού τους", αφού έκρινε ότι έπρεπε να παραχωρηθεί στους εναγόμενους το διαθέσιμο και κατεχόμενο από την πατέρα τους Ν. Μ. επίδικο οικόπεδο, αποφάσισε να το παραχωρήσει σε αυτούς εξ αδιαιρέτου, ενώ καθόρισε το τίμημα που έπρεπε να καταβάλουν οι εναγόμενοι σε 170 μεταλλικές δραχμές κατά στρέμμα. Έτσι εκδόθηκε για τον εν λόγω κλήρο ο με αριθμό .../22-4-1987 τίτλος κυριότητας της Διεύθυνσης Γεωργίας της Νομαρχίας ..., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ..., στον τόμο ..., με τον οποίο μεταβιβάστηκε κατά κυριότητα στους εναγόμενους και κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα το επίδικο ακίνητο, ήτοι το με ... οικόπεδο έκτασης 1565 τ.μ., όπως αυτό εμφαίνεται στο από 25-5-1980 κυρωθέντα Κτηματολογικό Πίνακα, αντί τιμήματος ύψους 327,085 μεταλλικών δραχμών, το οποίο εξοφλήθηκε. Σημειώνεται ότι δεν προκύπτει από κάποιο στοιχείο ότι το εν λόγω παραχωρητήριο ακυρώθηκε ή ότι έχει απωλέσει την ισχύ του με κάποιο νόμιμο τρόπο, ενώ η εγκυρότητά του δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως (άρθ. 2 ΚΠολΔ) από το παρόν Δικαστήριο, δεδομένου ότι ο έλεγχος, από τα πολιτικά δικαστήρια, των διοικητικών πράξεων, όπως είναι το ανωτέρω παραχωρητήριο, περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις που τα αρμόδια για την έκδοσή του όργανα υπερέβησαν ως προς την οικεία πράξη τα όρια της δικαιοδοσίας και της εξουσίας που τους παρέχει ο νόμος, χωρίς να μπορούν να ελέγξουν και την ουσιαστική κρίση αυτών) ως προς την ύπαρξη ή μη των πραγματικών προϋποθέσεων (ΑΠ 1709/2010 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), στην οποία (ουσιαστική κρίση) εμπίπτει η, επικαλούμενη από τις ενάγουσες, χρήση, εκ μέρους των εναγομένων, αναληθών και παραπλανητικών στοιχείων για την έκδοσή του (παραχωρητηρίου). Στη συνέχεια οι εναγόμενοι προέβησαν στην εξώδικη διανομή του επίδικου ακινήτου δυνάμει του .../7-5-1987 συμβολαίου του συμβολαιογράφου ... Γεώργιου Οικονόμου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ... στον τόμο ..., σύμφωνα με την οποία ο πρώτος εναγόμενος έλαβε στη νομή και κατοχή του διακεκριμένο τμήμα του επίδικου ακινήτου έκτασης 782,50 τ.μ. όπως αυτό εμφαίνεται με τον αριθμό 2 και με τα στοιχεία ... στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Δ. Λ., ενώ ο δεύτερος εναγόμενος έλαβε στη νομή και κατοχή του το υπόλοιπο τμήμα του οικοπέδου, έκτασης 782,50 τ.μ., όπως αυτό εμφαίνεται με τον αριθμό 1 και με τα στοιχεία ... στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα. Αμέσως μετά ο δεύτερος εναγόμενος, αφού έλαβε δάνειο ύψους 2.340.000 δραχμών από την τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "Ανώνυμος Εταιρεία ...", προέβη, στο εδαφικό τμήμα που περιήλθε σ'αυτόν με την ως άνω διανομή, στην ανέγερση διώροφης οικοδομής, για την οποία εκδόθηκε στο όνομά του η ...1-4-1987 άδεια οικοδομής του Τμήματος της Πολεοδομίας ..., μετά την ολοκλήρωση της οποίας εγκαταστάθηκε σ'αυτήν ο ίδιος με την οικογένεια του. Επίσης ο πρώτος εναγόμενος στο εδαφικό τμήμα που έλαβε με την παραπάνω διανομή και στο οποίο βρισκόταν η παλαιά πατρική οικία, που είχε υποστεί σημαντικές ζημίες από τον σεισμό της 16-6-1990 με συνέπεια η δαπάνη επισκευής της να κριθεί από τη Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών της Νομαρχίας ... υπέρμετρη (βλ. την ...1992 έκθεση αυτοψίας με αριθ. ...1-7-1992), αφού κατεδάφισε την παλαιά οικία, προέβη στην ανέγερση εντός αυτού οικοδομής, για την οποία εκδόθηκε στο όνομά του η ...18-11-1992 άδεια οικοδομής του Τμήματος Πολεοδομίας της Νομαρχίας ..., η οποία αναθεωρήθηκε στις 12-7-1997. Η οικοδομή αυτή αποτελείται από ισόγειο όροφο εμβαδού 122,98 τ.μ. και από ημιυπόγειο εμβαδού 91,20 τ.μ., για την κάλυψη δε της δαπάνης κατασκευής της έλαβε δάνειο ύψους 4.138.875 δραχμών από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ ενισχύθηκε και από τη μητέρα του (αρχική δεύτερη ενάγουσα) με το ποσό του 1.000.000 δραχμών, που δαπανήθηκε για την κατασκευή ντουλαπιών της κουζίνας, νεροχύτη και ντουλάπας στο ημιυπόγειο διαμέρισμα. Σημειώνεται ότι μέχρι και την έναρξη των εργασιών ανέγερσης της εν λόγω οικοδομής στην υπάρχουσα παλαιά οικία διέμενε η μητέρα των εναγόμενων Μ. Μ. (δεύτερη αρχική ενάγουσα) και από το έτος 1991 και η πρώτη ενάγουσα, οπότε διασπάστηκε η έγγαμη συμβίωσή της, οι οποίες με την έναρξη των εργασιών ανοικοδόμησης φιλοξενήθηκαν στην κατοικία του Θ. Μ., αδελφού και υιού αντίστοιχα των εναγουσών, όπου παρέμειναν επί τέσσερα περίπου έτη που διήρκεσαν οι εργασίες ανοικοδόμησης. Μετά δε την αποπεράτωση της οικοδομής οι ενάγουσες, κατόπιν συμφωνίας με τον πρώτο εναγόμενο, εγκαταστάθηκαν στο ημιυπόγειο διαμέρισμα της νέας οικοδομής, που τους παραχώρησε αυτός να διαμένουν εφ'όρου ζωής της μητέρας τους, ενώ τον ισόγειο όροφο χρησιμοποιούσε η οικογένεια του πρώτου εναγόμενου. Οι ενάγουσες, με την ένδικη αγωγή τους, ισχυρίζονται ότι κατέστησαν συγκύριες του όλου επίδικου ακινήτου (αριθ. 101 οικοπέδου), με έκτακτη χρησικτησία, κατά ποσοστό 3/32 εξ αδιαιρέτου η πρώτη και 8/32 εξ αδιαιρέτου η δεύτερη, καθόσον νεμήθηκαν αυτό επί είκοσι και πλέον έτη και συγκεκριμένα η δεύτερη από το έτος 1980 και η πρώτη από το έτος 1991, ασκώντας επ'αυτού τις αναφερόμενες πράξεις σύννομης, προσμετρώντας και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου τους Ν. Μ., στον οποίο είχε περιέλθει το επίδικο από την κύρωση του από 25-5-1980 κτηματολογικού πίνακα, στον οποίο αναγραφόταν ως δικαιούχος. Ωστόσο από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα ο ισχυρισμός αυτός δεν αποδείχθηκε βάσιμος. Ειδικότερα δεν αποδείχθηκε από τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους διαδίκους έγγραφα το κρίσιμο, για την έναρξη της χρησικτησίας των εναγουσών, ζήτημα του χρόνου κατά τον οποίο κυρώθηκε η οριστική διανομή του συνοικισμού ..., στην οποία μη παραμεθόρια περιοχή, όπως δεν αμφισβητείται, βρίσκεται το επίδικο ακίνητο, αφού, από του χρόνου αυτού, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, απεκδύεται της κυριότητας του το Δημόσιο και είναι δυνατή η απόκτηση της κυριότητας αυτού από τρίτο με χρησικτησία, δεδομένου ότι δεν προσκομίζεται ο επικαλούμενος από τις ενάγουσες από 25-5-1980 κτηματολογικός πίνακας, όπου αναγράφεται ως δικαιούχος ο δικαιοπάροχος αυτών Ν. Μ., αλλά ούτε κάποιο άλλο έγγραφο από το οποίο να προκύπτει ο χρόνος κύρωσης της οριστικής διανομής του συνοικισμού .... Για το μεταγενέστερο δε χρονικό διάστημα ήτοι από το χρόνο μεταγραφής του ως άνω παραχωρητηρίου (6-5-1987), από τον οποίο και μόνο πλέον χρόνο ήταν δεκτικό χρησικτησίας το επίδικο ακίνητο, μέχρι την άσκηση της αγωγής (7-4-2011) δεν αποδείχθηκε ότι οι ενάγουσες άσκησαν πράξεις νομής επ'αυτού με διάνοια συγκυρίων. Και τούτο διότι ναι μεν αποδείχθηκε ότι οι ενάγουσες, κατά το κρίσιμο ως άνω χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα η πρώτη ενάγουσα από το έτος 1991 (χωρίς να προσδιορίζεται η ακριβής ημερομηνία) και η δεύτερη από το έτος 1987 άσκησαν διακατοχικές πράξεις στο επίδικο ακίνητο και ειδικότερα στο τμήμα του επιδίκου που περιήλθε από τη διανομή στον πρώτο εναγόμενο, κυρίως με τη διαμονή τους, αρχικά στην παλαιά πατρική οικία και στη συνέχεια στο ημιυπόγειο διαμέρισμα της υπάρχουσας εντός αυτού οικοδομής, πλην όμως οι πράξεις αυτές δεν γινόταν με διάνοια κυρίου από τις ενάγουσες, αλλά κατόπιν παραχώρησης του ακινήτου από τον πρώτο εναγόμενο. Αντίθετα, αποδείχθηκε, ότι πράξεις νομής επί του επιδίκου άσκησαν κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα οι εναγόμενοι, οι οποίοι, όπως προαναφέρθηκε, μετά τη μεταγραφή του ως άνω παραχωρητηρίου τίτλου προχώρησαν στη διανομή του οικοπέδου και παρέλαβε καθένας από αυτούς στη νομή και κατοχή του διακεκριμένο τμήμα, στο οποίο πλέον ασκούσε πράξεις νομής για δικό του λογαριασμό. Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, ο δεύτερος εναγόμενος το έτος 1987 ανήγειρε στο διακεκριμένο τμήμα του επίδικου ακινήτου διώροφη οικοδομή, στην οποία έκτοτε διαμένει αυτός με την οικογένειά του, αντίστοιχα δε ο πρώτος εναγόμενος, το έτος 1992, προχώρησε στην κατεδάφιση των παλαιών κτισμάτων που υπήρχαν στο τμήμα του οικοπέδου που περιήλθε σ'αυτόν και στην ανέγερση επ'αυτού νέας οικοδομής. Μετά. δε την αποπεράτωση της οικοδομής και κατόπιν συμφωνίας αυτού με τις ενάγουσες παραχώρησε στη δεύτερη αρχική ενάγουσα τη χρήση του ημιυπόγειου ορόφου της οικοδομής εφ'όρου ζωής αυτής, με τη συμφωνία να διαμένει σ'αυτό και η πρώτη ενάγουσα, η οποία είχε αναλάβει την φροντίδα της. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τόσον η έκδοση του παραχωρητηρίου στο όνομα των εναγόμενων, όσον και όλες οι ανωτέρω διακατοχικές πράξεις που ενεργούσαν με διάνοια κυρίου οι εναγόμενοι στο επίδικο ακίνητο, γινόταν εν γνώσει όλων των συγκληρονόμων, οι οποίοι είχαν συμφωνήσει να περιέλθει το επίδικο αποκλειστικά στους εναγόμενους. Άλλωστε οι ως άνω πράξεις των εναγομένων ήταν τόσο εμφανείς εξωτερικά και τόσο σαφείς οι προθέσεις τους; να είναι οι αποκλειστικοί συγκύριοι του επιδίκου, ώστε οι ενάγουσες, μπορούσαν να αντιληφθούν την εκδηλωθείσα πρόθεση τους να το νέμονται ως δικό τους και δεν αντέδρασαν. Η κρίση για τα παραπάνω περιστατικά στηρίζεται σε όλα τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και κυρίως στην ένορκη κατάθεση του μάρτυρος των εναγομένων που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., η οποία δεν αναιρείται από την κατάθεση του μάρτυρος των εναγουσών (αδελφού της πρώτης και υιού της δεύτερης) Π. Μ., αλλά αντίθετα ενισχύεται από την κατάθεση αυτή. Ο τελευταίος μάλιστα, σε διευκρινιστική ερώτηση για το περιεχόμενο της συμφωνίας μεταξύ του πρώτου εναγόμενου και της μητέρας του (αρχικής δεύτερης ενάγουσας), εάν δηλαδή αυτή αφορούσε δικαίωμα κυριότητας ή διαμονής στο επίδικο, κατέθεσε ότι η συμφωνία ήταν ότι αυτή (δεύτερη ενάγουσα) θα μένει για πάντα στη νέα οικία. Επίσης οι καταθέσεις των μαρτύρων που περιέχονται στις προσκομιζόμενες από τους εκκαλούντες ένορκες βεβαιώσεις, δεν αναιρούν τα παραπάνω αποδειχθέντα σχετικά με τις πράξεις νομής επί του επιδίκου από τους εναγόμενους, καθόσον αυτές δεν κρίνονται πειστικές σχετικά με το ζήτημα αυτό, δεδομένου ότι αντικρούονται από τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα. Εξάλλου, η γνώση και η συναίνεση των λοιπών συγκληρονόμων να περιέλθει το επίδικο ακίνητο στους εναγόμενους συνάγεται και από το γεγονός ότι τα τέσσερα αδέλφια των εναγομένων με τις από Νοέμβριο 1986 υπεύθυνες δηλώσεις τους παραιτήθηκαν από το δικαίωμά τους στο επίδικο ακίνητο υπέρ των δύο εναγομένων μόνο και όχι και υπέρ των εναγουσών, όπως θα συνέβαινε, εάν πράγματι η γνώση και η πρόθεση όλων ήταν το επίδικο ακίνητο να περιέλθει στις ενάγουσες και στους εναγόμενους. Ενόψει όλων των ανωτέρω δεν αποδείχθηκε ότι οι ενάγουσες απέκτησαν τη συγκυριότητα του επίδικου ακινήτου κατά τα επικαλούμενα από αυτές ποσοστά με έκτακτη χρησικτησία και πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ'ουσία". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες περί έκτακτης χρησικτησίας διατάξεις των άρθρων 974, 1045 και 1051 ΑΚ, αφού υπό τα ως άνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Ειδικότερα έγινε δεκτό ότι ενόψει του ότι δεν αποδεικνύεται ο χρόνος κυρώσεως της οριστικής διανομής του σε μη παραμεθόρια περιοχή ευρισκομένου ένδικου Συνοικισμού, μετά την οποία (κύρωση) εξέφυγε το επίδικο ακίνητο από την κυριότητα του Δημοσίου, ο χρόνος χρησικτησίας που άρχισε στις 6.5.1987 με την μεταγραφή του ένδικου παραχωρητηρίου, δεν αποδείχθηκε ότι έτρεξε στο πρόσωπο των εναγουσών, αφού η πρώτη από το 1991 και η (αρχικά) δεύτερη από το 1987 ασκούσαν στο προσδιοριζόμενο τμήμα του επιδίκου διακατοχικές πράξεις όχι με διάνοια κυρίου, αλλά κατά παραχώρηση από τον πρώτο εναγόμενο, στο όνομα του οποίου, καθώς και του δεύτερου και λόγω συμφωνίας των λοιπών συγκληρονόμων, εκδόθηκε από την αρμόδια Επιτροπή Απαλλοτριώσεων παραχωρητήριο, για το διατεθέν και κατεχόμενο από τον πατέρα τους ένδικο οικόπεδο, το οποίο αυτοί και αφού εξόφλησαν το καθορισθέν τίμημα, διένειμαν εξώδικα μεταξύ τους και ανοικοδόμησε ο καθένας από αυτούς στο διακεκριμένο τμήμα που του έλαχε. Περαιτέρω έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ'αυτήν πλήρεις σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς τη μη συνδρομή στο πρόσωπο των εναγουσών των προϋποθέσεων της έκτακτης χρησικτησίας. Οι αιτιολογίες αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, για την ορθή εφαρμογή των παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων. Ενόψει τούτων οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα και από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ τέταρτος και τρίτος από τους λόγους της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, οι αιτιάσεις του τρίτου λόγου, κατά τις οποίες η προσβαλλομένη μολονότι δέχεται ότι το επίδικο ακίνητο είχε παραχωρηθεί στον πατέρα τους, εν τούτοις στη συνέχεια αντιφατικά δέχεται ότι το παραχωρητήριο νόμιμα εκδόθηκε στο όνομα των εναγομένων, καθώς και ότι από τις αποδείξεις δεν προκύπτει αποποίηση από τις ενάγουσες της κληρονομιάς του πατέρας τους, είναι απαράδεκτες, γιατί πλήττουν την περί πράγματα αναιρετικά ανέλεγκτη κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Προσέτι οι αιτιάσεις του τέταρτου λόγου κατά τις οποίες από τις επικαλούμενες αποδείξεις προέκυπτε πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν είναι απαράδεκτες, γιατί αποδίδουν στην απόφαση εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα είναι, επίσης, απορριπτέες για τον προαναφερθέντα λόγο.
Επειδή κατά το άρθρο 2 του ΚΠολΔικ τα πολιτικά δικαστήρια απαγορεύεται να επεμβαίνουν σε διοικητικές διαφορές ή υποθέσεις, που υπάγονται στα διοικητικά δικαστήρια ή αρχές, όπως επίσης απαγορεύεται τα διοικητικά δικαστήρια ή αρχές να επεμβαίνουν σε διαφορές ή υποθέσεις του ιδιωτικού δικαίου και επιτρέπεται μόνον η εξέταση των ζητημάτων που ανακύπτουν παρεμπιπτόντως. Τα τακτικά πολιτικά δικαστήρια, όταν κρίνουν τις υπαγόμενες σ'αυτά, κατά το άρθρο 1 ΚΠολΔικ, ιδιωτικές διαφορές, μπορούν να εξετάσουν παρεμπιπτόντως το κύρος και τη νομιμότητα των πράξεων της διοικήσεως, εφόσον τούτο δεν έχει αποκλεισθεί από το νόμο και δεν έχει εκδοθεί περί του κύρους αυτών απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία και δεσμεύει τα πολιτικά δικαστήρια. Τα τελευταία περιορίζονται να ερευνήσουν, εάν τα όργανα της διοικήσεως ενήργησαν κατά τους διαγραφομένους από το νόμο όρους και τύπους μέσα στα πλαίσια της εξουσίας τους, χωρίς να μπορούν να ελέγξουν και την ουσιαστική κρίση αυτών, ως προς την ύπαρξη ή μη των πραγματικών προϋποθέσεων. 'Ελεγχο δε της νομιμότητας συνιστά και η εξέταση της χωρίς αρμοδιότητα ή της καθ'υπέρβαση εξουσίας εκδόσεως της διοικητικής πράξης. Ο παρεμπίπτων έλεγχος που συνδέεται με την εξέταση και όχι με τη διάγνωση του εν λόγω ζητήματος δεν αποκλείεται, όταν η υπό κρίση διοικητική πράξη κατέστη απρόσβλητη, επειδή έχει παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για την προσφυγή ή την αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του εκάστοτε αρμοδίου δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση οι αρχικά ενάγουσες ισχυρίσθηκαν πρωτόδικα ότι το ένδικο παραχωρητήριο είναι άκυρος και ανίσχυρος τίτλος, γιατί κατά την έκδοσή του δεν λήφθηκαν υπόψη τα επί του παραχωρηθέντος ακινήτου κληρονομικά τους δικαιώματα και ότι οι εναγόμενοι, για να πετύχουν την έκδοσή του προσκόμισαν πλαστά έγγραφα στη Δ/νση Γεωργίας ..., τον δε ισχυρισμό τους αυτό, που θεμελίωνε αίτημα περί παρεμπίπτοντος ελέγχου του ένδικου παραχωρητηρίου και απορρίφθηκε σιωπηρά με την πρωτόδικη απόφαση, η πρώτη αναιρεσείουσα και οι εν τω μεταξύ υπεισελθόντες στη θέση της αρχικά δεύτερης ενάγουσας λοιποί αναιρεσείοντες, επανέφεραν στο Εφετείο με τον πέμπτο λόγο της εφέσεώς τους, επί του οποίου η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε, όπως έχει ήδη προεκτεθεί "Σημειώνεται ότι δεν προκύπτει από κάποιο στοιχείο ότι το εν λόγω παραχωρητήριο ακυρώθηκε ή ότι έχει απωλέσει την ισχύ του με κάποιο νόμιμο τρόπο, ενώ η εγκυρότητά του δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως (άρθρ. 2 ΚΠολΔικ) από το παρόν Δικαστήριο, δεδομένου ότι ο έλεγχος από τα πολιτικά δικαστήρια, των διοικητικών πράξεων, όπως είναι το ανωτέρω παραχωρητήριο, περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις που τα αρμόδια, για την έκδοσή του όργανα, υπερέβησαν, ως προς την οικεία πράξη, τα όρια της δικαιοδοσίας τους και της εξουσίας που τους παρέχει ο νόμος, χωρίς να μπορούν να ελέγξουν και την ουσιαστική κρίση αυτών, ως προς την ύπαρξη ή μη των πραγματικών προϋποθέσεων, στην οποία εμπίπτει η, επικαλούμενη από τις ενάγουσες, χρήση εκ μέρους των εναγομένων, αναληθών και παραπλανητικών στοιχείων για την έκδοσή του (παραχωρητηρίου)". Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις οικείες περί εκδόσεως παραχωρητηρίου, κατά το ΝΔ 1189/1972 διατάξεις (άρθρα 3, 4 και 9 παρ. 1) με μη παρεμπίπτοντα, κατά το άρθρο 2 ΚΠολΔικ, έλεγχο της τηρήσεώς τους, κατά την έκδοση του ένδικου παραχωρητηρίου, καθόσον δέχθηκε βάσιμα, ότι οι αποδιδόμενες στο παραχωρητήριο ακυρότητες αφορούν στην ουσιαστική κρίση του οργάνου της διοικήσεως που το εξέδωσε και δη στην ύπαρξη ή μη των πραγματικών προϋποθέσεων εκδόσεώς του, η οποία κρίση, καθώς και η εγκυρότητα των στοιχείων που την διαμόρφωσαν δεν ελέγχεται, ούτε παρεπιμπτόντως, από τα πολιτικά δικαστήρια. Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα και από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πρώτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ οι αναφερόμενες στον ίδιο λόγο αιτιάσεις ως προς τις εξουσίες και τη δικαιοδοσία του Τοπικού Συνεργείου και της Επιτροπής Οριστικών Διανομών, που αναφέρονται στο ΝΔ 1189/1972 και την παραβίασή τους κατά την έκδοση του ένδικου παραχωρητηρίου, ως προς τους δικαιούχους του παραχωρηθέντος ακινήτου, οι οποίες (παραβιάσεις), κατά τις αναιρεσείουσες, επέβαλαν τον παρεμπίπτοντα έλεγχο, είναι απαράδεκτες, γιατί αφορούν σε ισχυρισμούς που για πρώτη φορά υποβάλλονται στον Άρειο Πάγο, χωρίς να συντρέχει κάποια από τις προϋποθέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔικ, που να δικαιολογεί την υποβολή αυτή. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο, του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔικ), ενώ αυτοί (αναιρεσείοντες), λόγω της ήττας τους (άρθρ. 183, 180 παρ. 1 και 176 ΚΠολΔικ), πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2.10.2015 αίτηση των Μ. Μ. του Ν., Π. Μ. του Ν., κλπ κατά των Η. Μ. του Ν. και Β. Μ. του Ν., για αναίρεση της υπ'αριθμ. 215/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες παραβόλου.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 9 Ιανουαρίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αριθμός 27/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - άρθρου 298 ΑΚ "Η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία) καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί".- Έτσι, σε περίπτωση που ο ναυλωτής (χρονοναυλωτής) με ευθύνη του ενδοσυμβατικά από άλλη (και με άλλο τρίτο) σύμβαση απωλέσει τη χρήση του ναυλωμένου απ'αυτόν πλοίου για την οποία χρήση συμφώνησε να καταβάλει ναύλο τότε υφίσταται μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του (θετική ζημία) το ύψος δε της ζημίας του αυτής είναι ίσο με την με αντικειμενικά κριτήρια αγοραία αξία του ναύλου

Next: Αριθμός 35/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - Κατά το άρθρο 254 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 9 του ν.2915/2001 και 25 παρ.1 και 2 του ν.3994/2011, "1. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Η απόφαση μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα, που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης. Η συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης.... 3 ... Η υπόθεση εκδικάζεται από τον ίδιο δικαστή και από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου, εκτός αν τούτο είναι για φυσικούς ή νομικούς λόγους αδύνατο". Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 245 του ίδιου Κώδικα, "το δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει οτιδήποτε μπορεί να συντελέσει στην διάγνωση της διαφοράς και ιδιαίτερα την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων τους στο ακροατήριο για την υποβολή ερωτήσεων και την παροχή διασαφήσεων σχετικών με την υπόθεση......
Previous: Αριθμός 24/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 1871, 1872 και 1882 του ΑΚ προκύπτει ότι ο κληρονόμος δικαιούται με την περί κλήρου αγωγή, να απαιτήσει από εκείνον που κατακρατεί, ως κληρονόμος, αντικείμενα της κληρονομίας, την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος και την απόδοση της κληρονομίας, ως αντικείμενα δε της κληρονομίας των οποίων, κατά τα ανωτέρω, την απόδοση δικαιούται να απαιτήσει ο κληρονόμος, με την περί κλήρου αγωγή, θεωρούνται και εκείνα επί των οποίων ο κληρονομούμενος, κατά το χρόνο του θανάτου του, είχε την κυριότητα, νομή ή κατοχή
$
0
0
Απόφαση 27 / 2017    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 27/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2'Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Κοντό και Αβροκόμη Θούα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Ναυτιλιακής Εταιρίας με την επωνυμία "... S.A." (... Α.Ε.), γνωστής στις διεθνείς ναυτιλιακές της συναλλαγές ως "...", που εδρεύει στη ..., νομίμως εκπροσωπουμένης, αντιπροσωπευομένης στην Ελλάδα από τη γενική πράκτορά της και στο ... εδρεύουσα Ελληνική Ανώνυμη Εταιρία με την επωνυμία"... Α.Ε.", νομίμως επίσης εκπροσωπουμένης.
Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ..., ο οποίος ανακάλεσε την από 13-10-2016 δήλωσή του και παραστάθηκε αυτοπροσώπως.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία "... Α.Ε." (... Α.Ε.), που εδρεύει στον ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της .... με δήλωση κατ'άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19-1-2004 αγωγή και την από 15-6-2008 συμπληρωματική αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, οι οποίες κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και συνεκδικάσθηκαν.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3816/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 82/2014 του Εφετείου Πειραιώς.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά η αναιρεσείουσα με την από 31-1-2015 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Αντώνιος Ζευγώλης ανέγνωσε την από 5-10-2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο πρώτος από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. λόγος της κρινόμενης αίτησης και να απορριφθούν οι λοιποί λόγοι αυτής.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που προβλέπεται ως λόγος αναίρεσης από την παραπάνω διάταξη, είναι δυνατό να έχει ως περιεχόμενο την αιτίαση ότι η αγωγή, επί της οποίας έκρινε σε πρώτο ή σε δεύτερο βαθμό το δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, ενώ συνέβαινε το αντίθετο, σύμφωνα με συγκεκριμένο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Για την ίδρυση αυτού του λόγου αναίρεσης, προϋπόθεση αποτελεί η από το δικαστήριο εξέταση της υπόθεσης, κατ'ουσίαν, οπότε και μόνο η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ουσιαστικές παραδοχές, από την ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των οποίων, ή από την παντελή έλλειψη τοιούτων, γεννάται η από την ως άνω διάταξη πλημμέλεια. Διαφορετικά, αν δηλαδή το δικαστήριο δεν εισήλθε στην ουσία της υπόθεσης, ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος (ΑΠ 885/1994). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 298 ΑΚ "Η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία) καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί". Η ως άνω διάταξη, όπως προκύπτει τόσο από τη γραμματική της ερμηνεία δεδομένου ότι δεν κάνει καμία διάκριση στο αν αφορά ζημία, που να προέρχεται από παραβίαση συμβάσεως ή να προέρχεται από αδικοπραξία, όσο, και την συστηματική της ερμηνεία, δεδομένου ότι τίθεται στις αρχικές, γενικές διατάξεις που ισχύουν επί ενοχών (287 - 334) και από την τελολογική της ερμηνεία που περιλαμβάνει στην έννοια της λέξης "δανειστής"οποιοδήποτε δικαιούχο παροχής, συνάγεται ότι εφαρμόζεται, τόσο στις αποζημιώσεις εξ αδικοπρακτικής όσο και στις αποζημιώσεις λόγω ενδοσυμβατικής ευθύνης. Εξάλλου κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 298 ΑΚ ως "περιουσία του δανειστή"νοείται, το σύνολο των αποτιμητών σε χρήμα αγαθών ήτοι πραγμάτων και αξιώσεων που νομίμως ανήκουν σ'αυτόν, ήτοι όχι μόνο εμπραγμάτων αγαθών αλλά και αξιώσεών του που πηγάζουν από ενοχικές με τρίτους σχέσεις. Έτσι, συνιστά θετική ζημία, η μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του ζημιωθέντος, όταν υπάρχει μείωση του ενεργητικού, αλλά και αύξηση του παθητικού. Επίσης, θετική ζημία του δανειστή υπάρχει και όταν δεν μειώνεται μεν η περιουσία του, αλλά αποτρέπεται η αύξησή της, που χωρίς το ζημιογόνο γεγονός θα επερχόταν, δηλαδή θα είχε αύξηση του ενεργητικού. Τέτοια αξίωση και δη αποτιμητή σε χρήμα είναι και η αξίωση να χρησιμοποιεί κάποιος ως ναυλωτής (εν προκειμένω χρονοναυλωτής) ένα πλοίο αντί ναύλου χρονοναύλωσης με βάση σύμβαση ναυλώσεως μεταξύ αυτού ως ναυλωτή και τρίτου ως εκναυλωτή με αντικειμενικά κριτήρια αγοράς. Έτσι, σε περίπτωση που ο ναυλωτής (χρονοναυλωτής) με ευθύνη του ενδοσυμβατικά από άλλη (και με άλλο τρίτο) σύμβαση απωλέσει τη χρήση του ναυλωμένου απ'αυτόν πλοίου για την οποία χρήση συμφώνησε να καταβάλει ναύλο τότε υφίσταται μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του (θετική ζημία) το ύψος δε της ζημίας του αυτής είναι ίσο με την με αντικειμενικά κριτήρια αγοραία αξία του ναύλου. Ειδικότερα αν χαθεί η χρήση του πράγματος και εν προκειμένω το ναυλωθέντος πλοίου, για ένα χρονικό διάστημα, τα τρέχοντα έξοδα που αντιστοιχούν στο χρόνο αυτό (εν προκειμένω ο ναύλος), θα βαρύνουν τον ζημιώσαντα. Αυτός πρέπει να καλύψει τα έξοδα αυτά καταβάλλοντας αποζημίωση. Η ζημία δε που πρέπει να αποκατασταθεί δεν είναι τα έξοδα που έγιναν, αφού αυτά γίνονται ανεξάρτητα από το ζημιογόνο γεγονός, αλλά η απώλεια της χρήσης, που εδώ αποτιμάται όσο με τα έξοδα με τα οποία εξαγοράζεται. Είναι, δε όλως διάφορο, το θέμα ότι περαιτέρω λόγω στερήσεως της χρήσεως του ναυλωθέντος πλοίου ο ναυλωτής μπορεί να υποστεί και ζημία λόγω διαφυγόντων κερδών από τις μεταφορές, που θα μπορούσε να εκτελέσει με το ίδιο πλοίο, ενώ τελείως αδιάφορο για το νόμο είναι το ότι η στέρηση της χρήσης του πλοίου συμπίπτει στο χρονικό διάστημα της ναύλωσης. Και ναι μεν, για μικρά σχετικώς χρονικά διαστήματα το θέμα δεν προβάλλει ίσως εντόνως, όμως, τούτο αναφαίνεται έκδηλα σε περίπτωση που με ενδοσυμβατική ή με εξωσυμβατική ευθύνη τρίτου ο ναυλωτής (και εν προκειμένω χρονοναυλωτής) χάνει (στερείται) τη χρήση του πλοίου για μεγάλη διάρκεια της χρονοναύλωσης, ενώ μάλιστα αυτός (χρονοναυλωτής) είναι υπόχρεος να καταβάλει για όλο το διάστημα της χρονοναύλωσης το συμφωνηθέντα ναύλο στον χρονοεκναυλωτή. Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ναυτιλιακή αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία "... S.A.", που εδρεύει στη ..., στην ένδικη (κύρια) από 19-01-2004 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε, κατά το μέρος που ενδιαφέρει εν προκειμένω, τα εξής: Ότι ασχολείται κατ'επάγγελμα με τη θαλάσσια μεταφορά εμπορευμάτων μέσα σε εμπορευματοκιβώτια ή εμπορευματοδοχεία (containers), μεταξύ διαφόρων λιμένων της υφηλίου με πλοία τελούντα υπό την εκμετάλλευσή της, στα πλαίσια δε της επιχειρηματικής αυτής δραστηριότητάς της έχει επιλέξει τον λιμένα του ..., ως κέντρο για τη μεταφόρτωση εμπορευματοκιβωτίων μεταφερόμενων με τα διάφορα υπό την εκμετάλλευσή της πλοία και έχει συνάψει για το σκοπό αυτό ειδική σύμβαση εργολαβίας και παρακαταθήκης με την εναγομένη ανώνυμη εταιρεία κοινής ωφελείας με την επωνυμία "... Α.Ε" (... Α.Ε.) και ήδη αναιρεσίβλητη, στην οποία κατά τον ιδρυτικό της νόμο (2688/1999 ΦΕΚ 229Α' ), ανήκει η (αποκλειστική) διοίκηση και εκμετάλλευση του λιμένος Πειραιώς, συμπεριλαμβανομένης και της Ελεύθερης Ζώνης, έχουσα αποκλειστικό δικαίωμα, έναντι αμοιβής, διενέργειας απευθείας και με δικό της προσωπικό των φορτοεκφορτώσεων στην περιοχή λιμένος Πειραιώς, από τα καταπλέοντα πλοία των έμφορτων με διάφορα εμπορεύματα εμπορευματοκιβωτίων, καθώς επίσης και της αποθήκευσης και φύλαξης των αφικνούμενων εμπορευμάτων και εμπορευματοκιβωτίων στις υπαίθριες ή στεγασμένες αποθήκες μέχρι την παραλαβή τους. Ότι την 16-10-2003 έφθασε στον λιμένα του ... και πλαγιοδέτησε στην προβλήτα φορτοεκφόρτωσης στο ..., το υπό την εκμετάλλευση της ενάγουσας πλοίο "...", το οποίο αυτή είχε χρονοναυλώσει από άλλη εταιρεία, αντί ημερήσιου ναύλου 6.750 δολαρίων Η.Π.Α, προκειμένου να εκφορτώσει τα κοντέηνερ προορισμού ... και να φορτωθούν τα προς μεταφορά κοντέηνερ, από τους προστηθέντες εργατοϋπαλλήλους της εναγομένης, μεταξύ δε των προς φόρτωση εμπορευματοκιβωτίων ήταν και το με στοιχεία ... έμφορτο κοντέηνερ των 40'ποδών με προορισμό το ρωσικό λιμάνι του .... Ότι από υπαιτιότητα και δη αμέλεια των προστηθέντων εργατοϋπαλλήλων της εναγομένης, κατά τη διάρκεια των εργασιών φορτοεκφόρτωσης του πλοίου, που έλαβαν χώρα στις 17-10-2003 και 18-10-2003, δεν φορτώθηκε στο πλοίο το πιο πάνω έμφορτο κοντέηνερ με προορισμό το ... της Ρωσίας, αλλά το με στοιχεία ... έμφορτο κοντέηνερ, το οποίο προερχόμενο από Κίνα, είχε προορισμό την ... της Ρουμανίας, με αποτέλεσμα όταν το πλοίο έφθασε στο ..., ανοίχθηκε από τις τελωνειακές αρχές της Ρωσίας και το περιεχόμενο σ'αυτό εμπόρευμα κατασχέθηκε και δημεύθηκε ως προϊόν λαθρεμπορίας, απαγορεύθηκε δε ο απόπλους του πλοίου και υποχρεώθηκε από τις Ρωσικές Αρχές να παραμείνει αναγκαστικά για 13 ημέρες και 9 ώρες επιπλέον στο λιμάνι του .... Και ότι εξαιτίας του παραπάνω ζημιογόνου γεγονότος, η ενάγουσα υπέστη τις θετικές ζημίες που αναφέρει στην αγωγή της, μεταξύ των οποίων και το ποσό που κατέβαλε προς την εκναυλώτρια εταιρεία για χρονοναύλο του χρονικού διαστήματος δέσμευσης του πλοίου στο λιμάνι του ..., ύψους 91.031,50 δολαρίων ΗΠΑ ή 75.859,75 ευρώ, το οποίο και ζήτησε (εκτός των άλλων που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω), όπως παραδεκτά περιόρισε το αγωγικό αίτημα (άρθρο 223 ΚΠολΔ) από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να της καταβάλει, ως αποζημίωση, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε την αγωγή κατά το αίτημά της αυτό ως μη νόμιμη, με την αιτιολογία ότι το ζημιογόνο γεγονός και η εξαιτίας αυτού αναγκαστική αργία του πλοίου έλαβε χώρα διαρκούσης της χρονοναύλωσης, ενώ στη σχετική σύμβαση (χρονοναύλωσης) προβλεπόταν η καταβολή ημερήσιου ναύλου, ο οποίος σε κάθε περίπτωση θα καταβαλλόταν από την ενάγουσα, ακόμα και εάν δεν είχε μεσολαβήσει το ζημιογόνο γεγονός, δηλαδή ακόμα και αν είχε εκπληρωθεί κανονικά η σύμβαση από την εναγομένη, έτσι ώστε, η επικαλούμενη περιουσιακή ζημία της ενάγουσας, δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την αντισυμβατική συμπεριφορά της εναγομένης. Ακολούθως δε, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, που είχε κρίνει νόμιμη και κατ'ουσίαν βάσιμη την αγωγή ως προς το αίτημά της αυτό. Όμως, με βάση τα ως άνω εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή πραγματικά περιστατικά και όσα προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η κρινόμενη αγωγή είναι νόμιμη ως προς το αποζημιωτικό της αίτημα για καταβολή στην ενάγουσα αποζημίωσης ποσού 75.859,75 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αξία του χρονοναύλου για το προδιαλαμβανόμενο 13ήμερο χρονικό διάστημα. Και τούτο διότι, κατά τα προεκτεθέντα, θετική ζημία του δανειστή υπάρχει και όταν δεν μειώνεται μεν η περιουσία του, αλλά αποτρέπεται η αύξησή της, που χωρίς το ζημιογόνο γεγονός θα επερχόταν, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση που η ενάγουσα ναυτιλιακή εταιρία, με ευθύνη των προστηθέντων οργάνων της εναγομένης (Ο.Λ.Π. Α.Ε.), με την οποία είχε καταρτίσει σύμβαση έργου για την φορτοεκφόρτωση των πλοίων της, απώλεσε τη χρήση του ως άνω ναυλωμένου απ'αυτήν πλοίου, για την οποία (χρήση) είχε συμφωνήσει να καταβάλει ναύλο, οπότε υφίσταται μείωση της υπάρχουσας περιουσίας της, που συνιστά θετική ζημία, το ύψος της οποίας είναι ίσο με τον συμφωνηθέντα ημερήσιο ναύλο, κατά το χρόνο στέρησης της χρήσης του ναυλωθέντος πλοίου χωρίς το τελευταίο να επηρεάζεται από το αν η ενάγουσα υπέστη και ζημία λόγω διαφυγόντων κερδών από τις μεταφορές που θα μπορούσε να εκτελέσει με το ίδιο πλοίο κατά το χρόνο στέρησης της χρήσης αυτού. Επομένως το Εφετείο, με το να κρίνει την άνω αγωγή ως μή νόμιμη, παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 297 και 298 του ΑΚ και συνεπώς ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλονται αντίστοιχες αιτιάσεις, είναι βάσιμος. Αντίθετα, ο ίδιος λόγος αναιρέσεως κατά το δεύτερο μέρος του, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, περί έλλειψης νόμιμης βάσης, είναι απαράδεκτος, εφόσον το Εφετείο έκρινε ως μη νόμιμη την ένδικη αγωγή της αναιρεσείουσας ως προς το παραπάνω αίτημά της και δεν εξέτασε αυτήν κατ'ουσίαν, ως προς αυτό.
Στο άρθρο 3 παρ. 2 εδαφ. ε'του α.ν. 1559/1950 περί ... και υπό τον τίτλο "Προνόμια και ατέλειαι", που έχει κυρωθεί με το ν. 1630/1951, ορίζεται ότι "αγωγαί κατά του Οργανισμού δια ζημίας ή απώλειας εμπορευμάτων εισίν απαράδεκτοι εφ'όσον κοινοποιηθώσιν εις τον Οργανισμόν μετά την πάροδον τριμήνου, αφΛης ο ενδιαφερόμενος παρέλαβε το εμπόρευμα ή αφ'ης έλαβε οπωσδήποτε γνώσιν ότι υπάρχει οιαδήποτε ζημία ή απώλεια. Η προθεσμία αυτή δεν αναστέλλεται υπό του δικαιοστασίου ή άλλων ειδικών ή γενικών διατάξεων".
Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, η θεσπιζόμενη με αυτήν τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία, η οποία αποσκοπεί στην ταχεία εκκαθάριση των σχετικών διαφορών, καταλαμβάνει κάθε αγωγή αποζημίωσης από ζημίες ή απώλειες εμπορευμάτων, στις οποίες περιλαμβάνονται, πλέον εκείνων που αφορούν αδικοπραξία, απορρέουσα από συμπεριφορά προστηθέντων από τον Ο.Λ.Π προσώπων, και εκείνες που αφορούν πλημμελή εκπλήρωση των εκ συμβάσεως απορρεουσών υποχρεώσεων, οφειλομένων σε υπαιτιότητα των προστηθέντων από τον ... προσώπων και η οποία έχει ως αποτέλεσμα την βλάβη ή την απώλεια των εμπορευμάτων. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, δεχόμενο θεμελίωση, τόσο της κύριας όσο και της συμπληρωματικής αγωγής της αναιρεσείουσας, σε ενδοσυμβατική ευθύνη του αναιρεσιβλήτου Οργανισμού στην πρόκληση της ζημίας της, συνιστάμενη στην, από υπαιτιότητα (αμέλεια) των προστηθέντων υπ'αυτού προσώπων, φόρτωση στο πλοίο "..."του εμπορευματοκιβωτίου ... (προορισμού ...) αντί του εμπ/τιου ... (προορισμού ...), παραδοχή που δεν πλήττεται με λόγο αναιρέσεως, απέρριψε ως εκπρόθεσμη και συνεπώς απαράδεκτη, λόγω παρελεύσεως της ως άνω τρίμηνης αποκλειστικής προθεσμίας, την από 15-6-2008 (συμπληρωματική) αγωγή της αναιρεσείουσας,( επιδοθείσα στον ... την 1-8-2003), με την οποία ζητούσε την επιδίκαση (αναγνωριστικά) περαιτέρω θετικών ζημιών που υπέστη από την αντισυμβατική συμπεριφορά του αναιρεσίβλητου Οργανισμού, εφόσον η αναιρεσείουσα (κατά την μη πληττόμενη και ως προς τούτο παραδοχή του εφετείου με λόγο αναιρέσεως), έλαβε γνώση της ζημίας την 21-10- 2003, απορρίπτοντας τον σχετικό λόγο εφέσεως της τελευταίας κατά της πρωτόδικης απόφασης που είχε ομοίως κρίνει. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, δεν παραβίασε την εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 περ. ε του Α.Ν 1559/1950, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη και ο αντίθετος περί αυτού δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμ. 1 (όχι και 19) ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι η ως άνω διάταξη έχει εφαρμογή μόνον επί αγωγών αποζημίωσης για ζημίες ή απώλειες εμπορευμάτων και όχι στην περίπτωση υπαίτιας πλημμελούς εκπλήρωσης της συνδέουσας τους διαδίκους σύμβασης μίσθωσης έργου, είναι αβάσιμος.
Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, μετά την παραδοχή του πρώτου λόγου αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη υπ'αριθ. 82/2014 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, κατά το μέρος που έκρινε μη νόμιμη την από 19-01-2004 (κύρια) αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας (ενάγουσας), ως προς την αιτηθείσα με αυτήν θετική ζημία της για το ποσό που κατέβαλε για χρονοναύλο του χρονικού διαστήματος δέσμευσης του πλοίου "..."στο λιμάνι του ..., ύψους 91.031,50 δολαρίων ΗΠΑ ή 75.859,75 ευρώ, και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του αυτού ως άνω Εφετείου Πειραιώς, που την εξέδωσε, εφόσον είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4139/2013). Πρέπει, επίσης, να διαταχθεί η απόδοση στην αναιρεσείουσα του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη, σε ένα μέρος, των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 178 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ'αριθ. 82/2014 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς και δη κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσης.
Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου στην αναιρεσείουσα.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω κατά το αναιρούμενο κεφάλαιο εκδίκαση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη σε μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 29 Νοεμβρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 10 Ιανουαρίου 2017.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αριθμός 35/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - Κατά το άρθρο 254 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 9 του ν.2915/2001 και 25 παρ.1 και 2 του ν.3994/2011, "1. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Η απόφαση μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα, που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης. Η συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης.... 3 ... Η υπόθεση εκδικάζεται από τον ίδιο δικαστή και από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου, εκτός αν τούτο είναι για φυσικούς ή νομικούς λόγους αδύνατο". Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 245 του ίδιου Κώδικα, "το δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει οτιδήποτε μπορεί να συντελέσει στην διάγνωση της διαφοράς και ιδιαίτερα την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων τους στο ακροατήριο για την υποβολή ερωτήσεων και την παροχή διασαφήσεων σχετικών με την υπόθεση......

Next: ΕΡΓΑΤΙΚΗ - Αριθμός 38/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - ότι, συνδεόμενοι από ετών με τον εναγόμενο και ήδη αναιρεσείοντα "Δήμο ..."με συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου και αορίστου χρόνου, είχαν προσφέρει τις υπηρεσίες τους σ'αυτόν και κατά το ένδικο χρονικό διάστημα των ετών 2002 έως 2005, υπαγόμενοι μισθολογικά στις διατάξεις των ν. 2470/1997 και ν. 3205/2003. Κατόπιν αυτού ζητούν να υποχρεωθεί ο εναγόμενος εργοδότης να καταβάλει στον καθένα από αυτούς τα αντιστοίχως αναφερόμενα χρηματικά ποσά λόγω μη συνυπολογισμού στις ήδη καταβληθείσες αποδοχές αυτών της ειδικής παροχής του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 (ήτοι 88 ευρώ μηνιαίως για το μέχρι 30-6-2002 χρονικό διάστημα και 176 ευρώ μηνιαίως έκτοτε, μέχρι την 31-12-2005)
Previous: Αριθμός 27/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - άρθρου 298 ΑΚ "Η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία) καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί".- Έτσι, σε περίπτωση που ο ναυλωτής (χρονοναυλωτής) με ευθύνη του ενδοσυμβατικά από άλλη (και με άλλο τρίτο) σύμβαση απωλέσει τη χρήση του ναυλωμένου απ'αυτόν πλοίου για την οποία χρήση συμφώνησε να καταβάλει ναύλο τότε υφίσταται μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του (θετική ζημία) το ύψος δε της ζημίας του αυτής είναι ίσο με την με αντικειμενικά κριτήρια αγοραία αξία του ναύλου
$
0
0
Απόφαση 35 / 2017    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 35/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2'Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αντώνιο Ζευγώλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, κωλυομένης της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Δήμητρας Παπαντωνοπούλου και του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνου Τσόλα, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Κοντό, Αβροκόμη Θούα και Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Αρεοπαγίτες.


ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 26 Σεπτεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ". S.A.", που εδρεύει στην Πόλη του ... της ομώνυμης Δημοκρατίας, η οποία εκπροσωπείται νόμιμα και αντίκλητος στη Ελλάδα είναι ο Κ. Α. του Ι., κάτοικος .... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Καραγιάννη, ο οποίος δήλωσε ότι, με την από 7-9-2016 δήλωση μερικής παραίτησης, παραιτείται μερικώς του δικογράφου της από 25-6-2015 αιτήσεως αναιρέσεώς του και των πρόσθετων αυτής λόγων.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... ΑΝΩΝΥΜΗ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", η οποία εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της α) Γ. Ο., β) Π. - Α. Μ. και γ) Σ. Π., 2) Κ. Κ. του Ε., κατοίκου ... και 3) Π. Κ. του Μ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους .... Στο σημείο αυτό ο Προεδρεύων ανέγνωσε την ως άνω δήλωση μερικής παραίτησης από το δικόγραφο της από 25-6-2015 αίτησης για αναίρεση της 205/2015 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς και των από 4-12-2015 προσθέτων αυτής λόγων, τις υπ'αριθμ. 4668 Δ', 4176 Α'και 1527 Β'εκθέσεις επίδοσης της ως άνω αίτησης μερικής παραίτησης προς τους αναιρεσίβλητους, και την από 8-9-2016 πράξη κατάθεσης του γραμματέως του Αρείου Πάγου, Ι. Π..
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-2-2003 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2045/2009 του ίδιου Δικαστηρίου, 416/2013 και 408/2014 μη οριστικές του Εφετείου Πειραιώς και 205/2015 οριστική του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά η αναιρεσείουσα με την από 25-6-2015 αίτησή της και τους από 4-12-2015 προσθέτους λόγους και τη μερική παραίτηση του δικογράφου της ως άνω αιτήσεως αναιρέσεως και των πρόσθετων αυτής λόγων.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Αβροκόμη Θούα, ανέγνωσε την από 11-2-2016 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την αποδοχή του πρώτου κύριου και την απόρριψη των λοιπών κύριων και πρόσθετων λόγων αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας δήλωσε ότι παραιτήθηκε μερικώς από το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης και των πρόσθετων αυτής λόγων και ζήτησε την παραδοχή των λοιπών λόγων της αίτησης αναίρεσης, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επί της από 25-6-2015 αίτησης και των από 4-12-2015 πρόσθετων αυτής λόγων για αναίρεση της 205/2015 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς.
Όπως προκύπτει από το φάκελο της δικογραφίας, η αναιρεσείουσα, με την από 7 Σεπτεμβρίου 2016 δήλωση μερικής παραίτησής της, προς το παρόν Δικαστήριο, η οποία επιδόθηκε νομότυπα στους αναιρεσίβλητους (4668Δ/9-9-2016, 4176Α/13-9-2016 και 1527Β/12-9-2016, εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών Α. Τ., της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, Ε. Δ., του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης και Ε. Δ. του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, αντίστοιχα), παραιτήθηκε από το δικόγραφο της από 25-6-2015 αίτησης για αναίρεση της 205/2015 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς, ως προς όλους τους κύριους λόγους της (δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο), πλην του πρώτου, όπως και από το δικόγραφο όλων των από 4-12-2015 πρόσθετων λόγων αυτής. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης (πλην του κύριου πρώτου λόγου της) και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν ασκήθηκαν (άρθρ. 294 εδ.α, 295 παρ.1, 297 και 573 παρ.1 ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 254 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 9 του ν.2915/2001 και 25 παρ.1 και 2 του ν.3994/2011, "1. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Η απόφαση μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα, που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης. Η συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης.... 3 ... Η υπόθεση εκδικάζεται από τον ίδιο δικαστή και από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου, εκτός αν τούτο είναι για φυσικούς ή νομικούς λόγους αδύνατο". Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 245 του ίδιου Κώδικα, "το δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει οτιδήποτε μπορεί να συντελέσει στην διάγνωση της διαφοράς και ιδιαίτερα την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων τους στο ακροατήριο για την υποβολή ερωτήσεων και την παροχή διασαφήσεων σχετικών με την υπόθεση......". Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση (άρθρ.561παρ.2ΚΠολΔ) των διαδικαστικών εγγράφων της δικογραφίας, η προσβαλλόμενη 205/2015 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, εκδόθηκε μετά την δημοσίευση της 408/2014 απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, το οποίο, αφού δέχθηκε τυπικά την από 13-7-2014 έφεση της ενάγουσας ήδη αναιρεσείουσας κατά της 2045/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία είχε απορριφθεί η από 20-2-2003 αγωγή της κατά των εναγομένων ήδη αναιρεσιβλήτων, ανέβαλε την οριστική του απόφαση και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου: "Α) να προσκομιστεί από τους εναγομένους νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου με το κείμενο και την κρατούσα ερμηνευτική νομολογία των άρθρων 57 και 58 του Εμπορικού Νόμου του ... και Β) να Εμφανιστούν, αυτοπροσώπως, στο ακροατήριό του οι: α) Κ. Κ., δεύτερος εναγόμενος και β)Κ. Α., νόμιμος εκπρόσωπος στην Ελλάδα της ενάγουσας, προκειμένου αυτοί να δώσουν διευκρινίσεις αναφορικά με τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης θέματα". Από το σαφές περιεχόμενο της ανωτέρω μη οριστικής απόφασης του Εφετείου, προκύπτει ότι, αυτή, ανεξαρτήτως της αναφοράς της στη διάταξη του άρθρου 254 ΚΠολΔ, περί
επανάληψης της συζήτησης, κατ'ουσία εφήρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 337 και 245 ΚΠολΔ, οι οποίες δεν απαιτούν την συμμετοχή των ίδιων δικαστών στην μεταγενέστερη συζήτηση (σχ.ΑΠ2006/2013, 468/1991), εφόσον διέταξε, αφενός μεν συμπληρωματικές αποδείξεις για το αλλοδαπό δίκαιο, αφετέρου δε την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων για την παροχή διασαφήσεων. Επομένως, δεν υφίσταται κακή σύνθεση του δικαστηρίου, για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 559 αριθμ.2 ΚΠολΔ, από την μη συμμετοχή των ίδιων δικαστών που εξέδωσαν την εν λόγω μη οριστική απόφαση, στην εκδίκαση της προσβαλλόμενης απόφασης που επηκολούθησε και απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας, απορριπτομένου ως αβασίμου του πρώτου κύριου λόγου της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο η τελευταία υποστηρίζει το αντίθετο.
Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, κατά τον άνω λόγο της, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο Ταμείο (άρθρ.495 παρ.4 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρ.176, 183, 191 ΚΠολΔ), οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις, όπως ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Θεωρεί ότι δεν ασκήθηκε η από 25 Ιουνίου 2015 αίτηση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "... S.Α.", ως προς όλους, πλην του πρώτου, κύριους λόγους της και οι από 4 Δεκεμβρίου 2015 πρόσθετοι λόγοι αυτής, για αναίρεση της 205/2015 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς.

Απορρίπτει την ανωτέρω αίτηση αναίρεσης κατά τον πρώτο κύριο λόγο αυτής.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, το ποσό των οποίων ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Δεκεμβρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Ιανουαρίου 2017.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΡΓΑΤΙΚΗ - Αριθμός 38/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - ότι, συνδεόμενοι από ετών με τον εναγόμενο και ήδη αναιρεσείοντα "Δήμο ..."με συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου και αορίστου χρόνου, είχαν προσφέρει τις υπηρεσίες τους σ'αυτόν και κατά το ένδικο χρονικό διάστημα των ετών 2002 έως 2005, υπαγόμενοι μισθολογικά στις διατάξεις των ν. 2470/1997 και ν. 3205/2003. Κατόπιν αυτού ζητούν να υποχρεωθεί ο εναγόμενος εργοδότης να καταβάλει στον καθένα από αυτούς τα αντιστοίχως αναφερόμενα χρηματικά ποσά λόγω μη συνυπολογισμού στις ήδη καταβληθείσες αποδοχές αυτών της ειδικής παροχής του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 (ήτοι 88 ευρώ μηνιαίως για το μέχρι 30-6-2002 χρονικό διάστημα και 176 ευρώ μηνιαίως έκτοτε, μέχρι την 31-12-2005)

Next: ΕΡΓΑΤΙΚΗ - Αριθμός 40/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.1 του α.ν. 539/1945 κατά τη διάρκεια της άδειας ανάπαυσης ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές τις οποίες θα δικαιούταν εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της άδειάς του ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική σύμβαση. Κατά την παρ.3 του ίδιου άρθρου στην έννοια των τακτικών αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές (αντίτιμο τροφής, επιδόματα κλπ)
Previous: Αριθμός 35/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - Κατά το άρθρο 254 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 9 του ν.2915/2001 και 25 παρ.1 και 2 του ν.3994/2011, "1. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Η απόφαση μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα, που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης. Η συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης.... 3 ... Η υπόθεση εκδικάζεται από τον ίδιο δικαστή και από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου, εκτός αν τούτο είναι για φυσικούς ή νομικούς λόγους αδύνατο". Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 245 του ίδιου Κώδικα, "το δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει οτιδήποτε μπορεί να συντελέσει στην διάγνωση της διαφοράς και ιδιαίτερα την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων τους στο ακροατήριο για την υποβολή ερωτήσεων και την παροχή διασαφήσεων σχετικών με την υπόθεση......
$
0
0

Απόφαση 38 / 2017    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 38/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1 Πολιτικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους δικαστές Ευφημία Λαμπροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Στυλιανή Γιαννούκου, Χαράλαμπο Μαχαίρα και Σοφία Καρυστηναίου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 4η Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης α'βαθμού με την επωνυμία "Δήμος ...", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στη . και παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Θ..., ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσίβλητων: 1) Σ. Τ., 2) Π. Σ. του Μ., 3) Γ. Ι., 4) Χ. Ν. του Ν., 5) Θ. Χ. του Δ., 6) Τ. Χ. του Δ., 7) Β. Κ. του Α., 8) Κ. Γ. του Δ., 9) Β. χήρας Α. Ν., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του Α. Ν., 10) Κ. Π. του Σ., 11) Ε. Τ. του Ι., 12) Τ. Κ. του Ι., 13) α. Ζ. χήρας Ν. Ο., β. Γ. Ο. του Ν. και γ. Π. Ο. του Ν., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του Ν. Ο. του Γ., όλων κατοίκων ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19-12-2005 αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Λάρισας.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 126/2007 του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και 77/2013 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 17-6-2013 αίτησή του και τους από 3-2-2014 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 10-3-2014 έκθεση του αποχωρήσαντος από την υπηρεσία Αρεοπαγίτη Δημητρίου Κόμη, με την οποία εισηγείται την παραδοχή του πρώτου λόγου και την απόρριψη του δεύτερου λόγου, καθώς και του πρόσθετου λόγου της αίτησης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αναιρεσίβλητων στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Από τις εκθέσεις επιδόσεως .../26-5-2014 της δικαστικής επιμελήτριας του πρωτοδικείου Λάρισας Ο. Μ. - Σ. και .../11-6-2014 του δικαστικού επιμελητή του πρωτοδικείου Πειραιά Κ. Ζ. με τις σχετικές δημοσιεύσεις, οι οποίες έχουν συναχθεί νομίμως και τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει ο αναιρεσείων, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως και των επ'αυτής προσθέτων λόγων, με την πράξη ορισμού δικασίμου και με πρόσκληση προς τους αναιρεσίβλητους [και τους κληρονόμους των εξ αυτών αποβιωσάντων, Γ. Ι. (α/α 3), Α. Ν. (α/α 9) και Ν. Ο. (α/α 14), που συνεχίζουν τη δίκη] για να παρασταθούν κατά τη δικάσιμο που είχε ορισθεί αρχικώς (18-3-2014), επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως προς τον καθένα από αυτούς (ΚΠολΔ 122 παρ.1, 123, 124, 126 παρ.1 περ. α' , 127 παρ.1, 128, 139 και 568 παρ.4). Οι αναιρεσίβλητοι όμως δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου της δικασίμου που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και έχει ορισθεί κατόπιν διαδοχικών αναβολών (εν αναμονή της δημοσιεύσεως της 16/2015 αποφάσεως της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί του ιδίου νομικού ζητήματος) ούτε κατέθεσαν κατά το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ δήλωση μη παραστάσεως σ'αυτή. Επομένως, παρά τη δικονομική απουσία των αναιρεσίβλητων, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να συζητηθεί σαν να ήσαν και αυτοί παρόντες, δεδομένου του ότι η διαδοχική αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο της εκάστοτε μετ'αναβολή δικασίμου ισχύει ως κλήτευση αυτών (ΚΠολΔ 226 παρ.4, 568 παρ.4 και 576 παρ.2, βλ. ΟλΑΠ 9/2012, σκέψη αρ.2).
2. Με την ένδικη από 19-12-2005 αγωγή οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι εκθέτουν ότι, συνδεόμενοι από ετών με τον εναγόμενο και ήδη αναιρεσείοντα "Δήμο ..."με συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου και αορίστου χρόνου, είχαν προσφέρει τις υπηρεσίες τους σ'αυτόν και κατά το ένδικο χρονικό διάστημα των ετών 2002 έως 2005, υπαγόμενοι μισθολογικά στις διατάξεις των ν. 2470/1997 και ν. 3205/2003. Κατόπιν αυτού ζητούν να υποχρεωθεί ο εναγόμενος εργοδότης να καταβάλει στον καθένα από αυτούς τα αντιστοίχως αναφερόμενα χρηματικά ποσά λόγω μη συνυπολογισμού στις ήδη καταβληθείσες αποδοχές αυτών της ειδικής παροχής του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 (ήτοι 88 ευρώ μηνιαίως για το μέχρι 30-6-2002 χρονικό διάστημα και 176 ευρώ μηνιαίως έκτοτε, μέχρι την 31-12-2005). Την αξίωσή τους στηρίζουν κυρίως μεν στην υποχρέωση εφαρμογής και ως προς αυτούς των αρχών της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης, που καθιερώνονται από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 και 22 παρ.1 του Συντάγματος σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, λόγω του ότι η χορήγηση της ένδικης ειδικής παροχής είχε επεκταθεί με την έκδοση μεγάλου αριθμού κοινών υπουργικών αποφάσεων σε ποικίλες κατηγορίες εργαζομένων στο Δημόσιο και τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, επικουρικώς δε στην υποχρέωση αποζημίωσης αυτών που ανακύπτει, κατ'άρθρο 105 ΕισΝΑΚ λόγω της παρανόμου παραλείψεως των οργάνων του εναγομένου να συντελέσουν στην έκδοση κοινής υπουργικής αποφάσεως για επέκταση της χορήγησης της ειδικής παροχής του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 και σ'αυτούς και στο συνυπολογισμό της κατά την εκκαθάριση της μισθοδοσίας τους.
3. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 126/2007 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Λαρίσης. Με αυτήν η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή κατά παραδοχή της κυρίας βάσεως αυτής. Ο εναγόμενος άσκησε έφεση, επιδιώκοντας να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της ως μη νόμιμη. Επ'αυτής εκδόθηκε η τελεσίδικη ήδη προσβαλλόμενη 77/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαρίσης, με την οποία η έφεση απορρίφθηκε. Ειδικότερα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι κατά το ένδικο χρονικό διάστημα συνδέονταν με τον εναγόμενο και ήδη αναιρεσείοντα με συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου και αορίστου χρόνου. Ότι υπάγονταν στο ενιαίο μισθολογικό πλαίσιο που διέπει τον ευρύτερο τομέα του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, ήτοι αρχικά στις διατάξεις του ν. 2470/ 1997 και από 1-1-2004 στις διατάξεις του ν. 3205/2003. Ότι κατά την εκκαθάριση της μισθοδοσίας τους εντός του ενδίκου χρονικού διαστήματος δεν έλαβαν την ειδική παροχή του άρθρου 14 του ν. 3016/2002, της οποίας η χορήγηση συνιστά ευθεία και γενική αύξηση των αποδοχών τών αμειβόμενων σύμφωνα με τις ως άνω μισθολογικές διατάξεις. Ότι η χορήγηση της ειδικής παροχής δεν συναρτάται με καμιά άλλη προϋπόθεση, όπως τις ιδιαίτερες συνθήκες εργασίας ή τα πρόσωπα των εργαζόμενων. Ότι η μη χορήγησή της στους ενάγοντες συνιστά παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας σε συνδυασμό με την αρχή της ίσης αμοιβής για παροχή εργασίας ίσης αξίας (άρθρα 4 παρ.1 και 22 παρ.1 του Συντάγματος). Ότι η υποχρέωση χορήγησης της ειδικής παροχής εξακολουθούσε να υφίσταται και μετά την, δια του άρθρου 28 παρ.4 του ν. 3205/2003, κατάργηση του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 και των κατ'εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κοινών υπουργικών αποφάσεων, διότι το ποσό της παροχής διατηρήθηκε ως προσωπική, μισθολογική διαφορά ενός εκάστου δικαιούχου, μειούμενη μόνο από μελλοντικές χορηγήσεις, προβλεπόμενες από την ίδια διάταξη (άρθρο 24 παρ.2 του ν. 3205/2003). Ότι το επίδομα ειδικής απασχόλησης που καταβάλλεται στους εργαζόμενους στην τοπική αυτοδιοίκηση (άρθρα 8 παρ.10 του ν. 2470/1997, 30 παρ.2 του ν. 2768/1999 και 6 παρ.1 του ν. 3146/2003) δεν παρεμποδίζει τη χορήγηση της ένδικης ειδικής παροχής, διότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το είδος και τις συνθήκες παροχής εργασίας και, ως καταφανώς διαφορετικού είδους, δεν επιδέχεται συμψηφισμό με αυτήν κατά το άρθρο 14 του ν. 3016/2002. Ότι ομοίως δεν επιδέχεται συμψηφισμό η καταβολή εξόδων κίνησης στους ίδιους εργαζόμενους, διότι και αυτή, αν και γίνεται σε μηνιαία βάση, δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος και αντιμετωπίζεται ως αποζημίωση για την κάλυψη δαπανών. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι πληρούν την προϋπόθεση της υπαγωγής τους στο ενιαίο μισθολογικό σύστημα των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα και δικαιούνται την ένδικη ειδική παροχή, στην έκταση που αυτή είχε επιδικασθεί και πρωτοδίκως, διότι για τη χορήγησή της, σύμφωνα με τα τότε κρατούντα νομολογιακά δεδομένα, τα οποία ακολούθησε, δεν απαιτούνταν η συνδρομή ουδεμιάς ετέρας προϋποθέσεως.
4. Με την κρίση αυτή, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 και 22 παρ.1 του Συντάγματος, 14 του ν. 3016/2002 και 24 παρ. 2 του ν. 3205/2003. Πράγματι, κατά την αληθινή έννοια των ως άνω διατάξεων, η παροχή των 176 ευρώ δεν συνιστά (δήθεν προβλεπόμενη εκ του νόμου) ευθεία και γενική αύξηση των αποδοχών όλων των υπαλλήλων του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης εξομοιούμενη με μισθό, με μόνη την προϋπόθεση της υπαγωγής αυτών στο ενιαίο μισθολόγιο του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης. Αντιθέτως, αποτελεί ειδική παροχή μη εξομοιούμενη με μισθό και παρέχεται μόνον εάν οι αρμόδιοι υπουργοί, ύστερα από συνεκτίμηση της δημοσιονομικής κατάστασης της Χώρας, ασκήσουν τη διακριτική τους ευχέρεια και εκδώσουν κανονιστική πράξη, για επέκταση της χορήγησης αυτής και σε άλλες κατηγορίες υπαλλήλων με τις προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 14 του ν. 3016/2002. Μια από τις προϋποθέσεις αυτές είναι το να μη λαμβάνει ο υπάλληλος άλλες πρόσθετες παροχές ίσες ή ανώτερες με το ποσό των 176 ευρώ. Στην προκείμενη περίπτωση όμως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή και τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν συνέτρεχε η εν λόγω αναγκαία κατά νόμο προϋπόθεση για τη χορήγηση της ειδικής παροχής στους αναιρεσίβλητους, αφού αυτοί, ως εργαζόμενοι ιδιωτικού δικαίου στον αναιρεσείοντα οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης, λάμβαναν πρόσθετες μισθολογικές παροχές (επίδομα ειδικής απασχόλησης και έξοδα κίνησης, βλ. παραπάνω αρ.3), οι οποίες υπερέβαιναν το ποσό των 176 ευρώ (άρθρα 8 παρ.8 και 13 του ν. 2470/1997, 8 παρ.6 και 12 του ν. 3205/2003, 5 παρ.3 του ν. 2685/1999 και 131 του π.δ. 351/2003). Πέραν αυτού από τη συνταγματική αρχή της ισότητας δεν απέρρεε υποχρέωση ούτε της δημόσιας διοίκησης γενικά αλλά ούτε και του αναιρεσείοντος οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ειδικότερα για επέκταση της χορήγησης της ειδικής παροχής στους αναιρεσίβλητους για μόνο το λόγο ότι η χορήγηση αυτής είχε επεκταθεί προηγουμένως σε άλλες κατηγορίες υπαλλήλων. Διότι η επέκταση της χορήγησης χωρίς τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων είχε γίνει καθ'υπέρβαση της υφιστάμενης νομοθετικής εξουσιοδότησης, ήτοι παρανόμως, ισότητα δε στην παρανομία δεν νοείται (ΟλΑΠ 16/2015, ΑΠ 932/2015, πρβλ. ΟλΣτΕ 95/2013). Επομένως ο πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται το σφάλμα αυτό και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 παρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.
5. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Η ουσιαστική έρευνα του δεύτερου από τους λόγους της αιτήσεως, καθώς και του πρόσθετου λόγου αυτής, αποβαίνει περιττή. Μετά την αναίρεση, εν όψει του ότι δεν απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση, πρέπει να κρατηθεί και να δικασθεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο (ΚΠολΔ 580 παρ.3 εδ.α' ), να ερευνηθεί κατ'ουσίαν η έφεση, που ασκήθηκε από τον αναιρεσείοντα και, κατά παραδοχή αυτής, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Κατόπιν, ύστερα από νέα έρευνα της αγωγής, πρέπει αυτή να απορριφθεί ως προς όλους τους ενάγοντες ως μη νόμιμη και κατά τις δύο νομικές βάσεις αυτής, διότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα (βλ. παραπάνω αρ.4) και κατά τα εκτιθέμενα σ'αυτήν περιστατικά, ούτε παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας και της ισονομίας διαπιστώνεται ούτε παρανομία των οργάνων του εναγομένου κατά την παράλειψη της χορήγησης της ένδικης, ειδικής παροχής στους ενάγοντες. Τέλος, λόγω των πραγματικών δυσχερειών ως προς την αληθινή έννοια των εφαρμοστέων διατάξεων και των εντεύθεν επί σειράν ετών διακυμάνσεων της νομολογίας, οι οποίες μόνον εσχάτως ήρθησαν με την ως άνω απόφαση της πλήρους ολομέλειας του Αρείου Πάγου, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα ολόκληρης της δίκης (ΚΠολΔ 179).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 77/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαρίσης.
Δικάζοντας εκ νέου, δέχεται την από 17-9-2007 έφεση κατά της 126/2007 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Λαρίσης.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση.
Δικάζοντας εκ νέου, απορρίπτει την από 19-12-2005 αγωγή στο σύνολό της.
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα της όλης δίκης.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 18η Οκτωβρίου 2016.
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 10η Ιανουαρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΡΓΑΤΙΚΗ - Αριθμός 40/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.1 του α.ν. 539/1945 κατά τη διάρκεια της άδειας ανάπαυσης ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές τις οποίες θα δικαιούταν εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της άδειάς του ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική σύμβαση. Κατά την παρ.3 του ίδιου άρθρου στην έννοια των τακτικών αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές (αντίτιμο τροφής, επιδόματα κλπ)

Next: Αριθμός 42/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - Η διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι "Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου", δεσμεύει το νομοθέτη και τον υποχρεώνει, κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων, να μη κάνει διακρίσεις συνεπαγόμενες διαφορετική μεταχείριση των Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι τελούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες ή ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Η δέσμευση αυτή, όμως, δεν ισχύει, σε περίπτωση που οι διακρίσεις ή η διαφορετική μεταχείριση επιβάλλονται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος
Previous: ΕΡΓΑΤΙΚΗ - Αριθμός 38/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - ότι, συνδεόμενοι από ετών με τον εναγόμενο και ήδη αναιρεσείοντα "Δήμο ..."με συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου και αορίστου χρόνου, είχαν προσφέρει τις υπηρεσίες τους σ'αυτόν και κατά το ένδικο χρονικό διάστημα των ετών 2002 έως 2005, υπαγόμενοι μισθολογικά στις διατάξεις των ν. 2470/1997 και ν. 3205/2003. Κατόπιν αυτού ζητούν να υποχρεωθεί ο εναγόμενος εργοδότης να καταβάλει στον καθένα από αυτούς τα αντιστοίχως αναφερόμενα χρηματικά ποσά λόγω μη συνυπολογισμού στις ήδη καταβληθείσες αποδοχές αυτών της ειδικής παροχής του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 (ήτοι 88 ευρώ μηνιαίως για το μέχρι 30-6-2002 χρονικό διάστημα και 176 ευρώ μηνιαίως έκτοτε, μέχρι την 31-12-2005)
$
0
0
Απόφαση 40 / 2017    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 40/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1 Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές Ευφημία Λαμπροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Στυλιανή Γιαννούκου, Χαράλαμπο Μαχαίρα και Σοφία Καρυστηναίου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 4η Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Γ. Μ. του Α., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου ...., η οποία κατέθεσε προτάσεις
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... ΑΕ", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στο ... και παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου ..., η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-5-2006 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου.
Επί της αγωγής εκδόθηκε η 1226/2006 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 3861/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 5-3-2015 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Χριστόφορος Κοσμίδης ανέγνωσε την από 22-1-2016 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Γεωργίου Αναστασάκου, με την οποία εισηγείται να γίνει δεκτή η αίτηση για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθεμία δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.1 του α.ν. 539/1945 κατά τη διάρκεια της άδειας ανάπαυσης ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές τις οποίες θα δικαιούταν εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της άδειάς του ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική σύμβαση. Κατά την παρ.3 του ίδιου άρθρου στην έννοια των τακτικών αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές (αντίτιμο τροφής, επιδόματα κλπ). Οι ρυθμίσεις του α.ν. 539/1945 διασφαλίζουν υπέρ των εργαζομένων τις ελάχιστες εγγυήσεις ως προς τις άδειες αναψυχής και τις συναφείς αποδοχές και, λόγω του έντονα προστατευτικού χαρακτήρα, τον οποίο έχουν και του στενού δεσμού αυτών με την ικανοποίηση του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο. Κατά συνέπεια απόκλιση από τις διατάξεις αυτές επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή διατάξεων άλλων πηγών που είναι ευμενέστερες για τον εργαζόμενο κατ'επιταγή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, η οποία εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής συμβάσεως εργασίας αλλά και στη σχέση περισσοτέρων πηγών δικαίου διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΟλΑΠ 5/2011). Οπότε υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να θεωρηθεί η παρεχόμενη με την ως άνω διάταξη, ως προς τις αποδοχές αδείας που δικαιούται ο μισθωτός, διαζευκτική δυνατότητα χορήγησης των αποδοχών που καθορίζονται για την περίπτωση αυτή με συλλογική σύμβαση.
2.Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με αυτές των άρθρων 3 παρ.16 του ν. 4504/1966 (που αφορά στο επίδομα αδείας), των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955 υπ'αριθ. 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως "περί προστασίας του ημερομισθίου"και των άρθρων 2 της κυρωθείσας με το ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1 παρ.1 του ν. 435/1976, 1 παρ.2 του ν. 1082/1980 και των κατά καιρούς εκδοθεισών υπουργικών αποφάσεων "περί χορηγήσεως δώρων για τις εορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων", συνάγεται ότι ως "συνήθεις αποδοχές", ταυτιζόμενες εννοιολογικά με τις "τακτικές αποδοχές", με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας, καθώς και τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και εξευρίσκεται το ωρομίσθιο και η προσαύξηση για την παρεχόμενη υπερωριακή εργασία, νοούνται ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή του ημερομισθίου (ΟλΑΠ 5/2011). Δεν συμπεριλαμβάνονται όμως σ'αυτές το επίδομα αδείας, διότι αυτό υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές αδείας (ΑΠ 1334/2014).
3. Περαιτέρω, με την από 14-3-1985 ΕΣΣΕ (όρος 5 παρ.1α, 1β, 1γ και 2, που προστέθηκε με την από 10-5-1985 όμοια ΕΣΣΕ), η οποία έχει υπογραφεί μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης ήδη αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρίας "...) και της συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων σ'αυτή, ορίσθηκαν, ως προς τον τρόπο υπολογισμού των επιδομάτων εορτών και του επιδόματος αδείας, τα εξής: 1α) Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων - Νέου Έτους χορηγείται στο προσωπικό και είναι ίσο με τις αποδοχές, που διαμορφώνονται με το μισθολόγιο την 10 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Το επίδομα προσαυξάνεται μόνο με τα παρακάτω ποσά: αα) το 1/8 της αμοιβής για εργασία νυκτερινή, που έγινε από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου του έτους, ββ) το 1/8 της αμοιβής για εργασία κατά τις Κυριακές και λοιπές εξαιρέσιμες ημέρες, που έγινε από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου του έτους, γγ) το 1/8 της αμοιβής για υπερωριακή εργασία μέχρι 80 ώρες, που έγινε από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου του έτους, δδ) το 1/12 του επιδόματος κανονικής άδειας, χωρίς τις προσαυξήσεις που προστίθενται στο επίδομα, όπως κατωτέρω ορίζονται. 1β) Το επίδομα εορτών Πάσχα χορηγείται στο προσωπικό και είναι ίσο με τις μισές αποδοχές, που διαμορφώνονται με το μισθολόγιο 15 ημέρες προ του Πάσχα κάθε έτους. Το επίδομα προσαυξάνεται μόνο με τα παρακάτω ποσά: αα) το 1/8 της αμοιβής για εργασία νυκτερινή, που έγινε από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου του έτους, ββ) το 1/8 της αμοιβής για εργασία κατά τις Κυριακές και λοιπές εξαιρέσιμες ημέρες, που έγινε από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου του έτους, γγ) το 1/8 της αμοιβής για υπερωριακή εργασία μέχρι 40 ώρες, που έγινε από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου του έτους και δδ) το 1/24 του επιδόματος κανονικής άδειας, χωρίς τις προσαυξήσεις που προστίθενται στο επίδομα, όπως παρακάτω προσδιορίζονται. 1γ) Το επίδομα κανονικής άδειας χορηγείται στο προσωπικό και είναι ίσο με το μισό των αποδοχών, που διαμορφώνονται με το μισθολόγιο το μήνα κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκε η άδεια ή το μεγαλύτερο μέρος της. Το επίδομα προσαυξάνεται μόνο με τα παρακάτω ποσά: αα) το 1/24 της αμοιβής για εργασία νυκτερινή, που έγινε στη διάρκεια του έτους, ββ) το 1/24 της αμοιβής για εργασία κατά τις Κυριακές και λοιπές εξαιρέσιμες ημέρες, που έγινε στη διάρκεια του έτους και γγ) το 1/24 της αμοιβής για υπερωριακή εργασία μέχρι 120 ώρες, που έγινε στη διάρκεια του έτους. 2. Το προσωπικό κατά το χρόνο οποιασδήποτε άδειας με αποδοχές λαμβάνει τις αποδοχές που θα ελάμβανε αν εργαζόταν. Στις αποδοχές αυτές δεν συμπεριλαμβάνονται αμοιβές για εργασία νυκτερινή, Κυριακών και λοιπών εξαιρέσιμων ημερών και υπερωριακή.
4. Ακολούθως, με την από 10-6-1999 ΕΣΣΕ, που θέσπισε το νέο μισθολόγιο του προσωπικού της ... ΑΕ, τέθηκε σε ισχύ ο νέος ΓΚΠ- ..., στο άρθρο 12 παρ.3 και 4 του οποίου ορίζονται τα ακόλουθα: Επιδόματα εορτών. Στο προσωπικό παρέχεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου επίδομα ποσού ίσου προς τις τακτικές αποδοχές με τις προσαυξήσεις που ορίζουν οι ΕΣΣΕ, α) ενός δεκαπενθημέρου κατά τις εορτές του Πάσχα και β) ενός μηνός κατά τις εορτές των Χριστουγέννων. Το ποσό αυτό συμψηφίζεται με το δυνάμει των εκάστοτε διατάξεων τυχόν καταβλητέο στο προσωπικό των πάσης φύσεως επιχειρήσεων δώρο Χριστουγέννων και Πάσχα. Επίδομα κανονικής άδειας. Στο προσωπικό χορηγείται κάθε χρόνο ως επίδομα κανονικής άδειας ποσό ίσο προς τις τακτικές αποδοχές ενός δεκαπενθημέρου με τις προσαυξήσεις που ορίζουν οι ΕΣΣΕ. Επίσης, με το άρθρο 13Β του ως άνω νέου ΓΚΠ - ... ορίστηκε, σχετικά με την κανονική άδεια του προσωπικού της αναιρεσίβλητης, ότι το προσωπικό, μετά τη συμπλήρωση στον Οργανισμό ενός έτους συνεχούς πραγματικής υπηρεσίας (βασικός χρόνος), δικαιούται κάθε ημερολογιακό έτος κανονική άδεια με αποδοχές, όπως προβλέπουν οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας (Διεθνείς Συμβάσεις, Νόμοι, Υπουργικές Αποφάσεις, ΕΓΣΣΕ, ΕΣΣΕ κλπ) και οι αποφάσεις του ΔΣ - .... Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι από 1-1-1985, που άρχισε να ισχύει η από 14-3-1985 ΕΣΣΕ, τα επιδόματα εορτών και το επίδομα αδείας υπολογίζονται σύμφωνα με τον καθοριζόμενο στην εν λόγω ΕΣΣΕ τρόπο υπολογισμού, δηλαδή με βάση το μηνιαίο μισθό, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί κατά τους προαναφερόμενους χρόνους. Αυτός ο τρόπος υπολογισμού όμως μεταβλήθηκε με το νέο ΓΚΠ - ... που τέθηκε σε ισχύ με την από 10-6-1999 ΕΣΣΕ, αφού ρητά σ'αυτόν ορίζεται ότι στο προσωπικό παρέχεται με απόφαση του ΔΣ "επίδομα ποσού ίσου προς τις τακτικές αποδοχές, με τις προσαυξήσεις που ορίζουν οι ΕΣΣΕ". Επομένως ως βάση υπολογισμού των ανωτέρω επιδομάτων λαμβάνεται πλέον όχι ο μηνιαίος μισθός όπως είχε διαμορφωθεί κατά τους χρόνους που αναφέρθηκαν αλλά οι τακτικές αποδοχές του μισθωτού, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται ο μηνιαίος μισθός και όλες οι παροχές που καταβάλλονται από την αναιρεσίβλητη κάθε μήνα ή κατ'επανάληψη, περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του έτους, όπως είναι οι πρόσθετες αμοιβές για υπερεργασία, για νόμιμη ή ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση και για εργασία κατά τις Κυριακές και τη νύκτα (ΟΛΑΠ 16/2011).
5. Όσον αφορά στις αποδοχές αδείας, ειδικότερα, ενώ στην από 14-3-1985 ΕΣΣΕ υπήρχε ρητή διάταξη, σύμφωνα με την οποία στις αποδοχές αυτές δεν συμπεριλαμβάνονται αμοιβές για εργασία νυκτερινή, Κυριακών και λοιπών εξαιρέσιμων ημερών και υπερωριακή, στο νέο ΓΚΠ - ... ορίζεται σαφώς ότι το προσωπικό του ... δικαιούται για την κανονική άδεια "αποδοχές όπως προβλέπουν οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας". Εν όψει της ανωτέρω ρητής παραπομπής για τον προσδιορισμό των αποδοχών αδείας στις διατάξεις της κοινής εργατικής νομοθεσίας, άρα και στο άρθρο 3 του α.ν. 539/1945, είναι σαφές ότι ο τρόπος υπολογισμού των αποδοχών αδείας καθορίζεται, πλέον, διαφορετικά σε σχέση με την από 14-3-1985 ΕΣΣΕ, με αποτέλεσμα τη σιωπηρή κατάργηση της διατάξεως του άρθρου 5 παρ.2 αυτής, που όριζε, αντίθετα προς τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του α.ν. 539/1945, ότι στις αποδοχές αδείας δεν περιλαμβάνονται αμοιβές για εργασία νυκτερινή, Κυριακών και λοιπών εξαιρέσιμων ημερών και υπερωριακή εργασία. Άλλωστε, στο άρθρο 50 του νέου ΓΚΠ - ... ορίζεται, ρητά, ότι διατάξεις του προϊσχύσαντος ΓΚΠ, αποφάσεις της Διοίκησης και ΕΣΣΕ, που υπογράφηκαν μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νέου ΓΚΠ - ... και έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του, παύουν να ισχύουν από την ημερομηνία αυτή. Επομένως στις αποδοχές αδείας των μισθωτών της αναιρεσίβλητης πρέπει να συνυπολογίζεται και κάθε άλλη καταβαλλόμενη πρόσθετη παροχή σε χρήμα ή σε είδος, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερώς και μονίμως ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, όπως είναι η σταθερή και μόνιμη υπερεργασία, η νόμιμη ή ιδιόρρυθμη υπερωρία και η παροχή εργασίας κατά τη νύκτα και τις Κυριακές ή αργίες (ΟλΑΠ 16/2011). Δεν συνυπολογίζεται όμως σ'αυτές και το επίδομα αδείας, διότι αυτό, όπως προαναφέρθηκε, υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές αδείας. Τούτο προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.16 του ν. 4504/1966, κατά την οποία το επίδομα αδείας είναι ίσο προς το σύνολο των αποδοχών των ημερών αδείας που δικαιούται ο μισθωτός, υπό τον περιορισμό ότι τούτο δεν μπορεί να υπερβαίνει τις αποδοχές ενός δεκαπενθημέρου για τους αμειβόμενους με μηνιαίο μισθό και 13 ημερών για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο (ΑΠ 1334/2014).
6. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων εκθέτει στην ένδικη, από 18-5-2006 (ημερομηνία καταθέσεως) αγωγή ότι, την 8-12-1980, η εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη τον προσέλαβε και, έκτοτε, διαρκώς τον απασχολεί, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, στην κατηγορία του τεχνικού προσωπικού της ειδικότητας τεχνίτη εγκαταστάσεων. Ότι η εναγομένη, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2001 έως και 2005, δεν υπολόγισε τις αποδοχές κανονικής αδείας, το επίδομα αδείας και τα δώρα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων με βάση τις τακτικές του αποδοχές, προσαυξημένες με τις αμοιβές που λάμβανε, σταθερώς και ανελλιπώς, για εργασία κατά τις Κυριακές, νυκτερινή εργασία και υπερεργασία, όπως όφειλε, σύμφωνα με το νέο ΓΚΠ - ..., που τέθηκε σε ισχύ από 18-6-1999 με την από 10-6-1999 ΕΣΣΕ, αλλά με βάση τον απλό μηνιαίο μισθό και με τις αναφερόμενες στην προϊσχύουσα, από 14-3-1985 ΕΣΣΕ προσαυξήσεις. Σύμφωνα με το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει την προκύπτουσα διαφορά, ανερχόμενη στο ποσό των 5.805 ευρώ. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, δικάζοντας επί εφέσεως της εναγομένης κατά της 1226/2006 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, δια της οποίας η ως άνω αγωγή είχε γίνει δεκτή στο σύνολο της, αφού παρέθεσε, ορθώς, όλες τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, έκανε δεκτή την έφεση, εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση και απέρριψε την αγωγή, καίτοι επαρκώς ορισμένη (όπως, σωστά, δέχθηκε), "ως μη νόμιμη". Ειδικότερα, ως προς την απόρριψη της αγωγής, το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι ο ενάγων, αν και πράγματι είχε το δικαίωμα, μέσα στο ένδικο χρονικό διάστημα, να λαμβάνει τα δώρα εορτών και το επίδομα αδείας με συνυπολογισμό, επί των εν γένει τακτικών αποδοχών αυτού, των πρόσθετων αμοιβών που λάμβανε για παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και αργίες και για υπερεργασία, με την ένδικη αγωγή ζητεί, επί πλέον των όσων έλαβε, το μηνιαίο μέσο όρο των εν λόγω πρόσθετων αμοιβών (παραθέτει τα ποσά που έλαβε κατ'έτος για καθεμιά από τις αιτίες αυτές και διαιρεί το σύνολό τους με το 11, με τη σκέψη ότι στο 12ο μήνα του έτους αντιστοιχεί η κανονική άδεια, κατά την οποία δεν υπήρξε παροχή πρόσθετης εργασίας), υπό την έννοια ότι ο μέσος όρος εκφράζει ολόκληρος μεν τη δικαιούμενη προσαύξηση στο δώρο Χριστουγέννων και τις αποδοχές αδείας, κατά το ήμισυ δε τη δικαιούμενη προσαύξηση αφ'ενός στο δώρο Πάσχα και αφ'ετέρου στο επίδομα αδείας. Ότι με τον τρόπο αυτό, ο ενάγων ζητεί περισσότερα από όσα δικαιούται ("προβαίνει σε ανεπίτρεπτο διπλό υπολογισμό"), διότι παραλείπει να προσδιορίσει στην αγωγή και να αφαιρέσει από τα ποσά που ζητεί, εκείνα τα ποσά που ήδη έχει λάβει, ως προσαύξηση του μηνιαίου μισθού του σύμφωνα με τον υπολογισμό που είχε κάνει η εναγομένη κατά την καταβολή του δώρου Χριστουγέννων και Πάσχα, των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας (σύμφωνα με την από 14-3-1985 ΕΣΣΕ, την οποία εφάρμοζε η εναγομένη και η οποία προέβλεπε προσαύξηση από τις πρόσθετες αμοιβές, κατά περίπτωση, κατά το ποσοστό που ήδη αναφέρθηκε, βλ. παραπάνω αρ.3).
7. Με την κρίση αυτή, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εσφαλμένα εφάρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου. Πράγματι, αν και ορθώς παρέθεσε και ερμήνευσε τις διατάξεις αυτές στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, στον οποίο προέβη, στη συνέχεια πλημμελώς υπήγαγε σ'αυτές το ιστορικό της αγωγής και κατέληξε στην κρίση ότι αυτή είναι μη νόμιμη. Διότι ο ενάγων, με το να εκθέσει στην αγωγή ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρθηκαν, κατά τον υπολογισμό των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, του επιδόματος αδείας και των αποδοχών αδείας έπρεπε να ληφθούν υπ'όψη και οι πρόσθετες αμοιβές, τις οποίες σταθερά λάμβανε για την παροχή υπερεργασίας, εργασίας κατά τη νύκτα και εργασίας κατά τις Κυριακές ή αργίες στο σύνολό τους (ήτοι, στον ετήσιο μέσο όρο αυτών με διαίρεση δια 12, αφού είναι αδιάφορο το αν για κάποιο μήνα οι πρόσθετες αμοιβές ήσαν λιγότερες ή και μηδενικές, χωρίς, πάντως, να διακόπτεται η σταθερότητά τους, διότι ετήσιος μέσος όρος με διαίρεση δια 11, όπως θέλει ο ενάγων, δεν νοείται) και, στη συνέχεια, με το να παραθέσει στην αγωγή τις πρόσθετες αμοιβές, τις οποίες, κατά μήνα και συνολικά, είχε λάβει, σε ετήσια βάση, μέσα στο ένδικο χρονικό διάστημα, εκπλήρωσε επαρκώς το δικονομικό βάρος επίκλησης προκειμένου να θεμελιώσει την αγωγή του στο νόμο. Η επαλήθευση του ύψους τού, με βάση τα στοιχεία αυτά, οφειλόμενου ποσού για δώρα εορτών, επίδομα αδείας και αποδοχές αδείας ήταν ζήτημα ουσιαστικής δικαστικής διάγνωσης και τα τυχόν λάθη του ενάγοντος (σκόπιμα ή εκ παραδρομής) ως προς τη μέθοδο υπολογισμού δεν καθιστούσαν την αγωγή αόριστη ή μη νόμιμη. Και ακόμη η τυχόν εκ μέρους της εναγομένης καταβολή για την ίδια αιτία κάποιων ποσών με το μερικό συνυπολογισμό (κατά τα ποσοστά που προέβλεπε η προϊσχύσασα ΕΣΣΕ) των πρόσθετων αμοιβών για τον προσδιορισμό των επιδομάτων εορτών κλπ, τα οποία θα έπρεπε να αφαιρεθούν από τα αιτούμενα με την αγωγή, αποτελούσε δικονομικό βάρος της εναγομένης, υπό την έννοια ότι, αν και καθ'υποφορά και σύμφωνα με το καθήκον της αληθείας (ΚΠολΔ 116) θα έπρεπε να έχει αναφερθεί από τον ενάγοντα, μπορούσε να προβληθεί από την εναγομένη ως ισχυρισμός μερικής εξόφλησης ή, επικουρικώς, συμψηφισμού (ΑΠ 870/2015). Επομένως ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνονται τα σφάλματα αυτά και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη η απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.
8. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ.3). Η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων, με αναλογική εφαρμογή των άρθρων 177 και 179 ΚΠολΔ, διότι ο μεν ενάγων παρέλειψε να ζητήσει μόνο τα όσα πράγματι δικαιούταν, η δε εναγομένη παρέλειψε να προσδιορίσει εξ αρχής τα ποσά που είχε καταβάλει σύμφωνα με το παλιό μισθολογικό καθεστώς. Έτσι, αμφότεροι, δυσχέραναν την ορθή δικαστική διάγνωση. Κατά την αυτεπαγγέλτως διατυπωθείσα, αλλά μη κρατήσασα γνώμη του εισηγητή, θα έπρεπε να επιβληθεί σε βάρος του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος χρηματική ποινή 100 ευρώ υπέρ του Ταμείου Νομικών, διότι, αν και το γνώριζε, κατά τη σύνταξη του δικογράφου της αγωγής (μιας από μεγάλη σειρά παρομοίων αγωγών, όπως είναι γνωστό από άλλες διαδικαστικές ενέργειες του δικαστηρίου) παρέλειψε να προβεί στην αφαίρεση των ποσών που είχε λάβει ο εντολέας του για την ίδια αιτία με το παλιό μισθολογικό καθεστώς και με τον τρόπο αυτό παρέβη το καθήκον της αλήθειας (ΚΠολΔ 205 αρ.2).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 3861/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα έξοδα της αναιρετικής δίκης.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 6η Δεκεμβρίου 2016.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, 10η Ιανουαρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αριθμός 42/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - Η διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι "Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου", δεσμεύει το νομοθέτη και τον υποχρεώνει, κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων, να μη κάνει διακρίσεις συνεπαγόμενες διαφορετική μεταχείριση των Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι τελούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες ή ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Η δέσμευση αυτή, όμως, δεν ισχύει, σε περίπτωση που οι διακρίσεις ή η διαφορετική μεταχείριση επιβάλλονται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος

Next: ΕΡΓΑΤΙΚΗ - Αριθμός 43/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - Από το άρθ.904 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, με βάση την οποία έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλ. αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού μια τέτοια απαίτηση προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από νόμιμη αιτία. Έλλειψη υπάρχει και όταν η αιτία της παροχής είναι παράνομη, διότι προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη νόμου. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία ο ενάγων εργαζόμενος αναζητεί ευθέως τον πλουτισμό (ωφέλεια) του εναγομένου εργοδότη, εξαιτίας της, για οποιονδήποτε λόγο, ακυρότητας της σύμβασης εργασίας
Previous: ΕΡΓΑΤΙΚΗ - Αριθμός 40/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.1 του α.ν. 539/1945 κατά τη διάρκεια της άδειας ανάπαυσης ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές τις οποίες θα δικαιούταν εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της άδειάς του ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική σύμβαση. Κατά την παρ.3 του ίδιου άρθρου στην έννοια των τακτικών αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές (αντίτιμο τροφής, επιδόματα κλπ)
$
0
0
Απόφαση 42 / 2017    (ΣΤ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 42/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1 Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές Ευφημία Λαμπροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Στυλιανή Γιαννούκου, Σοφία Καρυστηναίου και Μαρία Νικολακέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 18η Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:


Του αναιρεσείοντος: Νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά Τεχνολογικού Τομέα" (ΑΕΙ Πειραιά ΤΤ, πρώην ΤΕΙ Πειραιά), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στο Αιγάλεω Αττικής και παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου ... (με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ), η οποία κατέθεσε προτάσεις.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ι. Χ. του Χ., . 57) Β. Τ. του Α. και 58) Ά. Β., κατοίκων όλων ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-12-2008 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 1082/2009 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως αντιθέτων εφέσεων, η 5012/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 5-6-2015 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο το αναιρεσείον, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 9-9-2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγείται να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Από τις εκθέσεις επιδόσεως 7335Δ, 7336Δ, 7337Δ, 7338Δ, 7339Δ, 7340Δ, 7341Δ, 7343Δ, 7344Δ, 7345Δ, 7346Δ, 7347Δ, 7348Δ, 7349Δ, 7350Δ, 7351Δ, 7352Δ, 7353Δ, 7354Δ, 7355Δ, 7356Δ, 7357Δ, 7358Δ, 7359Δ, 7362Δ, 7363Δ, 7365Δ, 7367Δ, 7369Δ, 7371Δ, 7373Δ, 7374Δ, 7376Δ, 7377Δ, 7378Δ, 7381Δ, 7382Δ, 7384Δ, 7385Δ, 7386Δ, 7388Δ/6-7-2016, 7396Δ, 7397Δ, 7399Δ, 7400Δ/7-7-2016, 7401Δ, 7402Δ, 7403Δ, 7404Δ, 7405Δ, 7407Δ/8-7-2016, 7415Δ/11-7-2016, 7419Δ/12-7-2016, 7427Δ/14-7-2016 και 7431Δ/15-7-2016 του δικαστικού επιμελητή του πρωτοδικείου Αθηνών Α. Μ., 3884Β/12-7-2016 της δικαστικής επιμελήτριας του πρωτοδικείου Γιαννιτσών Ε. Α. και 1601 και 1602/11-7-2016 του δικαστικού επιμελητή του πρωτοδικείου Χαλκίδας Δ. Κ., οι οποίες έχουν συναχθεί νομίμως και τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει το αναιρεσείον, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με την πράξη ορισμού δικασίμου και με πρόσκληση προς τους αναιρεσιβλήτους για να παρασταθούν κατά τη δικάσιμο που είχε ορισθεί αρχικώς (20-9-2016), επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως προς τον καθένα από αυτούς (ΚΠολΔ 122 παρ.1, 123, 124, 126 παρ.1 περ. α', 127 παρ.1, 128, 129, 139 και 568 παρ.4). Οι αναιρεσίβλητοι, όμως, δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου της δικασίμου, η οποία αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και έχει ορισθεί κατόπιν αναβολής με αίτημα αυτών (βλ. την επισημείωση στο οικείο πινάκιο), ούτε κατέθεσαν, κατ'άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δήλωση μη παραστάσεως σ'αυτή. Επομένως, παρά τη δικονομική απουσία των αναιρεσιβλήτων, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να συζητηθεί σαν να ήσαν και αυτοί παρόντες, δεδομένου του ότι η αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο της μετ'αναβολή δικασίμου ισχύει ως κλήτευση αυτών (ΚΠολΔ 226 παρ.4, 568 παρ.4 και 576 παρ.2, βλ. ΟλΑΠ 9/2012, σκέψη αρ.2).
2. Η διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι "Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου", δεσμεύει το νομοθέτη και τον υποχρεώνει, κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων, να μη κάνει διακρίσεις συνεπαγόμενες διαφορετική μεταχείριση των Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι τελούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες ή ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Η δέσμευση αυτή, όμως, δεν ισχύει, σε περίπτωση που οι διακρίσεις ή η διαφορετική μεταχείριση επιβάλλονται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος. Η συνδρομή των λόγων αυτών, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων, αλλά, ρητώς ή σιωπηρώς, αποκλεισθεί από αυτήν, κατά αδικαιολόγητη, δυσμενή διάκριση, μια άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος, που επέβαλε την ειδική μεταχείριση, επέρχεται παραβίαση της αρχής της ισότητας. Όταν η ειδική ρύθμιση αφορά σε μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς υπάλληλο ή, γενικά, μισθωτό του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και διαπιστώνεται αδικαιολόγητη διάκριση, τα δικαστήρια, για την αποκατάσταση της ισότητας, που εν προκειμένω εκδηλώνεται με την ειδικότερη αρχή της εκ μέρους του αυτού εργοδότη καταβολής της ίδιας αμοιβής για την προσφορά εργασίας ίσης αξίας (άρθρο 22 παρ.1 εδ. β'του Συντάγματος, ΑΠ 903/2013, ΑΠ 1227/2012), είναι υποχρεωμένα να επιδικάσουν την παροχή αυτή και σε εκείνους που αδικαιολόγητα εξαιρέθηκαν, με διεύρυνση της εφαρμογής του νόμου που περιέχει την ευμενέστερη ρύθμιση (ΟλΑΠ 12/1992). Τέτοια διεύρυνση, όμως, δεν μπορεί να γίνει, όταν διαπιστώνεται ότι η διάκριση είναι δικαιολογημένη (ΑΠ 2122/2013, 1578/2008).
3. Με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ.12 εδ.α'του ν. 2327/1995, χορηγήθηκε στους διοικητικούς υπαλλήλους των κεντρικών και περιφερειακών υπηρεσιών του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΥΠΕΠΘ) μηνιαίο ειδικό επίδομα ποσού δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) δραχμών, για την απασχόλησή τους στη διαδικασία της προετοιμασίας και διεξαγωγής των γενικών (πανελληνίων) εξετάσεων. Στη συνέχεια, με το άρθρο 49 του ν. 2413/1996, η χορήγηση του εν λόγω επιδόματος επεκτάθηκε και στο μόνιμο ή με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου διοικητικό, τεχνικό και λοιπό βοηθητικό προσωπικό όλων των νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, αυτοτελών και μη υπηρεσιών και εκπαιδευτικών μονάδων αρμοδιότητας του ΥΠΕΠΘ και υπαλλήλους ΝΕΛΕ, καθώς και σε όλα τα μέλη ΕΔΤΠ των Ανωτάτων και των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, καθώς και στους τεχνικούς εργαστηρίων των ΤΕΙ. Κατόπιν με το άρθρο 10 παρ.4 του ν. 2470/1997 "Αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις", καταργήθηκε (μεταξύ άλλων και) το ανωτέρω επίδομα, από όλες τις κατηγορίες των υπαλλήλων, όλων των νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου και υπηρεσιών αρμοδιότητας του ΥΠΕΠΘ από 1-1-1997. Παράλληλα όμως με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.4 εδ. γ'του ίδιου νόμου, προβλέφθηκε η χορήγηση εφ'άπαξ αμοιβής, προσδιοριζόμενης καθ'ύψος από τον αρμόδιο υπουργό, μόνο "στο διοικητικό προσωπικό αρμοδιότητας του ΥΠΕΠΘ, που συμμετέχει καθ'οιονδήποτε τρόπο στη διεξαγωγή και υποστήριξη των γενικών (εισαγωγικών) εξετάσεων στα ΑΕΙ και ΤΕΙ". Σύμφωνα με αυτή την εξουσιοδοτική διάταξη, εκδόθηκαν στη συνέχεια κοινές αποφάσεις των υπουργών Οικονομικών και Παιδείας, με τις οποίες καθορίσθηκε και αναπροσαρμόσθηκε κατ'έτος το ύψος της εν λόγω εφ'άπαξ αμοιβής, κατά μισθολογική κατηγορία, για το διοικητικό προσωπικό της κεντρικής και των περιφερειακών υπηρεσιών του ΥΠΕΠΘ, που συμμετέχει στη διεξαγωγή και υποστήριξη (ήτοι, όχι πλέον "στη διαδικασία της προετοιμασίας και διεξαγωγής", όπως αναφερόταν στο άρθρο 10 παρ.12 εδ.α'του ν. 2327/1995) των ετήσιων, εισαγωγικών εξετάσεων στα ΑΕΙ και ΤΕΙ. Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.10 του ν. 3027/2002 τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 49 παρ.1 του ν. 2413/1996 (που, κατά τα ανωτέρω, είχε ήδη καταργηθεί) ως εξής: "Στην παρ.1 του άρθρου 49 του ν. 2413/1996 και μετά τις λέξεις "διοικητικό, τεχνικό"τίθεται η λέξη "νοσηλευτικό", η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει από 1-12-2001". Κατά την αληθινή έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 6 παρ.10 του ν. 3027/2002, δεν χορηγήθηκε εκ νέου το ένδικο επίδομα με το γενικό τρόπο που αναφερόταν στο άρθρο 49 του ν. 2413/1996, αφού δεν γίνεται κανένας λόγος για αναβίωση των επιδομάτων που είχαν καταργηθεί με το ν. 2470/1997, μεταξύ των οποίων ήταν και το συγκεκριμένο. Άλλωστε και από το περιεχόμενο της εισηγητικής εκθέσεως του νόμου αυτού προκύπτει, σαφώς, η μη αναβίωση του ως άνω ενδίκου επιδόματος, αφού σ'αυτήν αναφέρεται ότι η ως άνω προσθήκη τίθεται για να λυθεί η διχογνωμία που υπήρξε στο παρελθόν ως προς αν το νοσηλευτικό προσωπικό των ιδρυμάτων αρμοδιότητας του ΥΠΕΠΘ δικαιούταν ή όχι το επίδομα του άρθρου 10 παρ.12 του ν. 2327/1995, κατά το χρόνο που αυτό ίσχυε (ΑΠ 257, 258/2014, ΑΠ 432/2010). Αργότερα στο άρθρο 17 παρ.4 του ν. 3205/2003 "Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ κλπ" (πριν την αντικατάσταση και αναρίθμηση που έγινε με το άρθρο 7 του ν. 3833/2010), ορίσθηκαν τα ακόλουθα: "Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων καθορίζονται οι αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους εκπαιδευτικούς και λοιπό προσωπικό που συμμετέχουν καθ'οιονδήποτε τρόπο στην οργάνωση, διεξαγωγή και υποστήριξη των γενικών και ειδικών εξετάσεων ή άλλης διαδικασίας εισαγωγής στην Ανώτατη Εκπαίδευση και την έκδοση των αποτελεσμάτων επιλογής, καθώς και στις εξετάσεις ιδιωτικών, Γενικών και Τεχνικών Επαγγελματικών Λυκείων και τεχνικών Επαγγελματικών Σχολών και στις αναβαθμολογήσεις γραπτών δοκιμίων μαθητών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Με όμοια απόφαση καθορίζεται εφάπαξ αμοιβή για το διοικητικό προσωπικό του ΥΠΕΠΘ που συμμετέχει στις ανωτέρω διαδικασίες". Κατόπιν της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διάταξης εκδόθηκαν: α) η 2/24945/0022/10-05-2004 ΚΥΑ, με την οποία χορηγήθηκε η εφάπαξ αμοιβή στο διοικητικό προσωπικό της Κεντρικής και των Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΥΠΕΠΘ για τη συμμετοχή και υποστήριξη των Γενικών Εξετάσεων στα ΑΕΙ και ΤΕΙ, β) η 2/44250/0022/08-11-2004 ΚΥΑ, με την οποία χορηγήθηκε αποζημίωση στο διοικητικό προσωπικό του Οργανισμού Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων (ΟΕΔΒ), που συμμετέχει καθ'οιονδήποτε τρόπο στην υποστήριξη των γενικών ή ειδικών εξετάσεων ή λοιπών διαδικασιών επιλογής υποψηφίων για την τριτοβάθμια πανεπιστημιακή εκπαίδευση, γ) η 2/36779/ 0022/14-07-2005 ΚΥΑ, με την οποία χορηγήθηκε εφάπαξ αμοιβή στο διοικητικό προσωπικό της Σιβιτανίδειου Δημόσιας Σχολής Τεχνών και Επαγγελμάτων (ΣΔΤΕ) για τη συμμετοχή του στη διεξαγωγή και υποστήριξη των Γενικών Εξετάσεων στα Πανεπιστήμια και ΤΕΙ, δ) η 2/11596/002 ΚΥΑ, με την οποία χορηγήθηκε εφάπαξ αμοιβή στους διοικητικούς υπαλλήλους της Ανώτατης Σχολής Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΑΣΠΑΙΤΕ) για τη συμμετοχή τους στη διεξαγωγή και υποστήριξη των Γενικών (Εισαγωγικών Εξετάσεων) στα Πανεπιστήμια και ΤΕΙ και ε) Η Φ.1/Α/825/89269/IΒΥ.Α του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με την οποία χορηγήθηκε εφάπαξ αμοιβή στο διοικητικό προσωπικό των Γενικών Αρχείων του Κράτους για τη συμμετοχή του στη διεξαγωγή και υποστήριξη των Γενικών Εξετάσεων στα Πανεπιστήμια και ΤΕΙ. Το κύρος των ως άνω υπουργικών αποφάσεων, όμως, πλην της πρώτης που αφορά στο διοικητικό προσωπικού της Κεντρικής και των Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΥΠΕΠΘ, για το οποίο γίνεται, ρητώς, λόγος στην εξουσιοδοτική διάταξη του δευτέρου εδαφίου του ως άνω άρθρου 17 παρ.4 του ν. 3205/2003, είναι αμφίβολο. Πράγματι, για "διοικητικό προσωπικό"γίνεται λόγος μόνο σε αναφορά προς το ΥΠΕΠΘ, ενώ για "λοιπό προσωπικό"γίνεται λόγος μόνο σε αναφορά προς τους εκπαιδευτικούς της εξουσιοδοτικής διάταξης του πρώτου εδαφίου, των οποίων τα καθήκοντα (οργάνωση, διεξαγωγή και υποστήριξη των γενικών εξετάσεων, έκδοση αποτελεσμάτων και αναβαθμολογήσεις) περιγράφονται ειδικά και περιοριστικά και στην υποβοήθηση του έργου των οποίων και μόνο πρέπει να νοηθεί η συμβολή του "λοιπού προσωπικού". Ως εκ τούτου, οι λοιπές υπουργικές αποφάσεις έχουν εκδοθεί με υπέρβαση της παρασχεθείσας νομοθετικής εξουσιοδότησης και δεν μπορεί να αποτελέσουν νομοθετικό προηγούμενο που να δικαιολογεί επέκταση της σχετικής ρύθμισης σύμφωνα με την αρχή της ισότητας (πρβλ. ΟλΑΠ 16/2015, σύμφωνα με την οποία ισότητα στην παρανομία δεν νοείται).
4. Στην προκείμενη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα εξής ουσιώδη: Ότι οι ενάγοντες (ήδη αναιρεσίβλητοι) υπηρετούν ως διοικητικό προσωπικό του εναγομένου (ήδη αναιρεσείοντος) ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος τεχνολογικού τομέα, με σχέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και αμείβονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ενιαίου μισθολογίου δημοσίων υπαλλήλων (ν. 2470/1997). Ότι κατά το ένδικο χρονικό διάστημα από 01-03-2006 έως 31-12-2008, οι ενάγοντες συμμετείχαν, με εργασία επί πλέον των λοιπών καθηκόντων τους, αλλά εντός του νομίμου ωραρίου τους, στην προετοιμασία και διεξαγωγή των ετησίων, γενικών εισαγωγικών εξετάσεων. Ότι και αυτοί, όπως άλλοι συνάδελφοί τους, ύστερα από εντολή του ΥΠΕΠΘ, είχαν την υποχρέωση να συντάξουν πρόταση ως προς τον αριθμό των εισακτέων φοιτητών στα κατ'ιδίαν τμήματα του εναγομένου. Ότι για την προετοιμασία της πρότασης, έπρεπε πρώτα να ελεγχθεί, κατά τμήμα, πόσοι φοιτητές οφείλουν και ποια από τα μαθήματά τους, να πιθανολογηθεί το ποσοστό των φοιτητών, οι οποίοι θα διαγωνισθούν επιτυχώς στις εξετάσεις και των οποίων η επιτυχία θα έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κενών θέσεων για την υποδοχή νέων φοιτητών, να διαπιστωθεί ποια εργαστήρια είναι ελεύθερα, ποιον αριθμό φοιτητών μπορούν να εκπαιδεύσουν και ποια θα είναι η δύναμη σε αίθουσες διδασκαλίας (δεδομένου του ότι αυτές αυξάνονται λόγω των κτιριακών επεκτάσεων του ιδρύματος) και, τέλος, να εκτελεσθούν διάφορες άλλες, συναφείς εργασίες. Ότι για να ανταποκριθούν σε όλα αυτά, οι ενάγοντες ήσαν υποχρεωμένοι να εργάζονται συμπληρωματικά, όπως και οι υπάλληλοι της κεντρικής και των περιφερειακών υπηρεσιών του ΥΠΕΠΘ. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι οι αναιρεσίβλητοι δικαιούνται την ένδικη, εφ'άπαξ αμοιβή, σύμφωνα με τις περί ισότητας διατάξεις του Συντάγματος, διότι ενώ η αμοιβή αυτή ταυτίζεται με το επίδομα του άρθρου 10 παρ.12 του ν. 2327/1995 ως προς την αιτία της χορήγησής της, η οποία, μάλιστα, γινόταν χωρίς τη συνδρομή κάποιας πρόσθετης προϋπόθεσης (όπως π.χ. της πραγματικής συμμετοχής των δικαιούχων στη διαδικασία των γενικών εξετάσεων, που ουδέποτε ελέγχθηκε), με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.4 του ν. 2413/1997 δόθηκε μόνο στο διοικητικό προσωπικό της κεντρικής και των περιφερειακών υπηρεσιών του ΥΠΕΠΘ και, κατόπιν, µε τις ως άνω υπουργικές αποφάσεις, επεκτάθηκε επιλεκτικά στους υπαλλήλους κάποιων άλλων υπηρεσιών, αλλά δεν δόθηκε στους υπαλλήλους του αναιρεσείοντος, που είναι, επίσης, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου εποπτευόμενο από το ΥΠΕΠΘ, παρά το γεγονός ότι και αυτοί συμμετείχαν στη διαδικασία των γενικών εξετάσεων, με τον τρόπο που αναφέρθηκε. Κατόπιν αυτού, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την έφεση του εναγομένου κατά της τότε εκκαλουμένης αποφάσεως του ειρηνοδικείου, που είχε κρίνει ομοίως, απέρριψε δε και την έφεση των εναγόντων, που επιδίωκαν την παραδοχή της ένδικης αγωγής σε μεγαλύτερη έκταση.
5. Με τη κρίση αυτή, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παραβίασε ευθέως τις προαναφερθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου (βλ. παραπάνω, αρ.2 και 3) με την εσφαλμένη εφαρμογή αυτών. Διότι, από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι το αδιακρίτως χορηγούμενο επίδομα των άρθρων 10 παρ.12 του ν. 2327/1995 και 49 του ν. 2413/1996 καταργήθηκε οριστικά με το άρθρο 10 παρ.4 του ν. 2470/1997 και ότι η εφ'άπαξ αμοιβή του άρθρου 19 παρ. 4 εδ. γ'του ν. 2470/1997 και του άρθρου 17 παρ.4 του ν. 3205/2003 δεν ταυτίζεται με το καταργηθέν επίδομα, αλλά καταβάλλεται μόνο, πέραν των εκπαιδευτικών και όσων υποβοηθούν το έργο τους, στους διοικητικούς υπαλλήλους της κεντρικής και των περιφερειακών υπηρεσιών του ΥΠΕΠΘ, που συμμετέχουν στη διεξαγωγή και υποστήριξη των ετήσιων, εισαγωγικών εξετάσεων στα ΑΕΙ και ΤΕΙ. Και, περαιτέρω, σε συνδυασμό με τα ιστορούμενα στην ένδικη αγωγή, τα οποία ως ουσιαστικές παραδοχές παρατέθηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση και στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας, προκύπτει ότι οι αναιρεσίβλητοι (ενάγοντες) αποτελούν υπαλλήλους με σχέση ιδιωτικού δικαίου σε Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Τεχνολογικού Τομέα, ήτοι σε εργοδοτικό φορέα που ως ΝΠΔΔ εποπτεύεται μεν από το ΥΠΕΠΘ, αλλά δεν ταυτίζεται με αυτό και ως εκ τούτου συνιστούν διαφορετική κατηγορία εργαζομένων επί της οποίας, η μη εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρθηκαν, είναι δικαιολογημένη και δεν παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ισονομίας ή της παροχής ίσης αμοιβής για την ίδια εργασία (ΑΠ 2235/2013, ΑΠ 1578/2008). Επομένως, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους επισημαίνεται το σφάλμα αυτό και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι.
6. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς μέρος με το οποίο απορρίφθηκε η από 13-1-2010 έφεση του εναγομένου και ως προς τη διάταξη αυτής περί δικαστικής δαπάνης. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ.3 εδ.α'ΚΠολΔ (όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α' 87), "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση".
Εν προκειμένω, μετά την αναίρεση αναβιώνει η εκκρεμοδικία επί της εφέσεως. Στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατόπιν εφέσεως του εναγομένου, εκεί εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος, είχε μεταβιβασθεί η υπόθεση στο σύνολό της, διότι η αγωγή είχε γίνει δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και το εκκαλούν επιδίωκε την απόρριψή της. Από τις αιτιολογίες, που αναφέρθηκαν κατά την έρευνα των λόγων αναιρέσεως, προκύπτει ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, διότι, κατά εκτιθέμενα σ'αυτήν, οι ενάγοντες είχαν προσληφθεί και απασχολήθηκαν σε υπηρεσία και θέσεις που δεν δικαιολογούν τη χορήγηση του αιτούμενου επιδόματος. Επομένως, δεν απαιτείται περαιτέρω έρευνα και, μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από τον Άρειο Πάγο, να γίνει δεκτή η από 13-1-2010 έφεση του εναγομένου, να εξαφανισθεί η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι στα εν γένει δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος για όλη τη δίκη, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 5012/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως προς μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Κρατώντας την υπόθεση και δικάζοντας κατ'ουσίαν.
Δέχεται την από 13-1-2010 έφεση του εναγομένου.
Εξαφανίζει την 1082/2009 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών.

Απορρίπτει την από 7-12-2008 αγωγή στο σύνολό της.

Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους να πληρώσουν στο αναιρεσείον τρεις χιλιάδες πεντακόσια (3.500) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα της όλης δίκης.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Νοεμβρίου 2016.

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 10η Ιανουαρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΡΓΑΤΙΚΗ - Αριθμός 43/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - Από το άρθ.904 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, με βάση την οποία έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλ. αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού μια τέτοια απαίτηση προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από νόμιμη αιτία. Έλλειψη υπάρχει και όταν η αιτία της παροχής είναι παράνομη, διότι προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη νόμου. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία ο ενάγων εργαζόμενος αναζητεί ευθέως τον πλουτισμό (ωφέλεια) του εναγομένου εργοδότη, εξαιτίας της, για οποιονδήποτε λόγο, ακυρότητας της σύμβασης εργασίας

Previous: Αριθμός 42/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - Η διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι "Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου", δεσμεύει το νομοθέτη και τον υποχρεώνει, κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων, να μη κάνει διακρίσεις συνεπαγόμενες διαφορετική μεταχείριση των Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι τελούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες ή ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Η δέσμευση αυτή, όμως, δεν ισχύει, σε περίπτωση που οι διακρίσεις ή η διαφορετική μεταχείριση επιβάλλονται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος
$
0
0
Απόφαση 43 / 2017    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 43/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2'Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δήμητρα Κοκοτίνη και Γεώργιο Μιχολιά, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 27 Σεπτεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Α. Μ. του Α., συζ. Α. Κ., ως ασκούσας την ατομική επιχείρηση με την επωνυμία "..."με έδρα το ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Λ. Α., που κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Χ. Λ. του Δ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ..., με δήλωση κατ'άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/12/2012 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 160/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 101/2015 του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 14/12/2015 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Πάσσος ανέγνωσε την από 16/9/2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του 3ου λόγου αναίρεσης, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος του, και την απόρριψη αυτού κατά τα λοιπά, καθώς και των λοιπών λόγων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από το άρθ.904 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, με βάση την οποία έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλ. αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού μια τέτοια απαίτηση προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από νόμιμη αιτία. Έλλειψη υπάρχει και όταν η αιτία της παροχής είναι παράνομη, διότι προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη νόμου. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία ο ενάγων εργαζόμενος αναζητεί ευθέως τον πλουτισμό (ωφέλεια) του εναγομένου εργοδότη, εξαιτίας της, για οποιονδήποτε λόγο, ακυρότητας της σύμβασης εργασίας (τέτοια υπάρχει και στην περίπτωση έλλειψης πιστοποιητικού/βιβλιαρίου υγείας του εργαζομένου ή μη ανανέωσής του, όταν η κατοχή του είναι υποχρεωτική, άρθ. 14§1 της ΥΑ Α1β/8577/1983-εκδοθείσης κατ'εξουσιοδότηση του α.ν. 2520/1940 και καταργηθείσης από 24-10-2012 με το άρθ.19§1 της ΥΑ Υ1γ/ΓΠ/οικ.96967/2012, ΦΕΚ Β' 2718-όπως αυτό ίσχυε κατά τον εδώ κρίσιμο χρόνο αντικατασταθέν με την ΥΑ 8405/1992, άρθ.3, 174, 180 ΑΚ, ΑΠ 1667/2010), για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216§1 περ. α'ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της σύμβασης και συνιστούν τον λόγο, για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εργοδότη είναι μη νόμιμη. Αν, όμως, η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθ.219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από την σύμβαση εργασίας, αρκεί για την πληρότητα της επικουρικής βάσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα. Και τούτο, διότι, στην τελευταία περίπτωση, η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνο αν η στηριζόμενη σε έγκυρη σύμβαση εργασίας κύρια βάση της αγωγής απορριφθεί μετά από παραδοχή της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ'αυτεπάγγελτη έρευνα είτε κατ'ένσταση του εναγομένου εργοδότη, αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης και, έτσι, πληρούται ο σκοπός της διατάξεως του άρθ. 216 ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή. Επομένως, στην δικονομικά ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, δεν είναι αναγκαία η επίκληση από τον εργαζόμενο του λόγου ακυρότητας της σύμβασης εργασίας, που διαγνώσθηκε ήδη δικαστικά στην ίδια δίκη και, έτσι, είναι δεδομένος κατά την εξέταση της επικουρικής βάσης (ΟλΑΠ 22/2003,ΑΠ 1321/2015, 1022/2015, 981/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, με την ένδικη με αριθ.κατ.1432/2012 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη εξέθεσε, ότι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου απασχολήθηκε ως πωλήτρια στο αρτοποιείο της εναγομένης και τώρα αναιρεσείουσας στο ... από 1-10-2007 έως 11-9-2012, όταν η εναγομένη κατήγγειλε την σύμβαση, και ότι, παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για σύμβαση εργασίας μειωμένης απασχόλησης, η ενάγουσα καθόλο το ως άνω διάστημα εργάσθηκε όχι μόνο κατά πλήρες ωράριο, αλλά παρείχε την εργασία της με υπερεργασία, υπερωρίες και εργασία κατά τις Κυριακές, κατά τα εκεί αναλυτικά και λεπτομερώς εκτιθέμενα, με βάση δε τα περιστατικά αυτά ζήτησε να υποχρεωθεί η αναγομένη να καταβάλει σ'αυτήν, κατά την κύρια βάση της αγωγής από την σύμβαση εργασίας και επικουρικά, για την περίπτωση δηλ. που η σύμβαση εργασίας ήθελε κριθεί άκυρη, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, το συνολικό ποσό των 171.803,03€ για διαφορά αποδοχών, υπερεργασία, υπερωριακή εργασία και εργασία κατά τις Κυριακές, ασφαλιστικές εισφορές αμφοτέρων προς το ΙΚΑ, διαφορά επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, αποζημίωση λόγω μη ληφθείσας άδειας, επίδομα και αποδοχές μη ληφθείσας άδειας και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Κατά συνέπεια, εφόσον η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ως προς την οποία έγινε αυτή ενμέρει δεκτή από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, απορριφθείσα εξ ολοκλήρου από το Πρωτοδικείο) σωρεύθηκε επικουρικά, με την παραπάνω έννοια, αρκούσε η απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης εργασίας, που αποτελούσε (σύμβαση) την κύρια βάση της αγωγής, και δεν ήταν απαραίτητο να αναφέρονται και οι λόγοι της ακυρότητας, ως εκ τούτου δε ο περί του αντιθέτου 2ος λόγος αναίρεσης από το άρθ.559 αριθ.1 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
ΙΙ. (Α) Κατά την διάταξη του άρθ. 559 αριθ.1 εδ. α'ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, κατά δε το εδ. β'ως παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ελέγχεται η παράβαση των διδαγμάτων κοινής πείρας, μόνον εάν αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ'αυτούς των πραγματικών γεγονότων. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, ο προβλεπόμενος απ'αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται, μόνον όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλ. τις γενικές και αφηρημένες αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων που αντλούνται από την εμπειρική πραγματικότητα με την βοήθεια της επιστημονικής έρευνας ή της επαγγελματικής ενασχόλησης και έχουν γίνει κοινό κτήμα, για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας κανόνα δικαίου (ιδίως όταν αυτός περιέχει νομικές έννοιες, δηλ. για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών) ή για την υπαγωγή ή όχι σ'αυτόν των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς και όχι όταν παραβιάζει τα διδάγματα αυτά κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών γεγονότων, δηλ. της ουσίας της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 757/2015, 2102/2014, 137/2014). Περαιτέρω, κατά την διάταξη του αριθ. 19 του αυτού ως άνω άρθρου αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την ως άνω διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93§3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ'αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Tο κατά νόμον αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 757/2015, 2102/2014) (Β) Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών με τις διατάξεις των άρθ. 118 αριθ. 4, 566§1 και 577§3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για να είναι ορισμένοι οι προβλεπόμενοι στο άρθ.559 ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης από τους αριθ.1εδ.β' (για εσφαλμένη χρησιμοποίηση ή παράλειψη χρησιμοποίησης των διδαγμάτων της κοινής πείρας με την παραπάνω έννοια) και 19 (για έλλειψη νόμιμης βάσης) πρέπει στο έγγραφο της αναίρεσης να αναφέρεται, εκτός των άλλων, αριθμητικά ο συγκεκριμένος κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στην εξειδίκευση του οποίου δεν χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα τα διδάγματα της κοινής πείρας, ή ο οποίος παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, διαφορετικά ο λόγος αναίρεσης απορρίπτεται αυτεπάγγελτα ως αόριστος, χωρίς να είναι επιτρεπτή η συμπλήρωση των στοιχείων που λείπουν με παραπομπή στην προσβαλλομένη απόφαση ή άλλα διαδικαστικά έγγραφα (βλ. σε συνδ. ΟλΑΠ 20/2005, 18/2005, 32/1996, ΑΠ 550/2012, 167/2012, 574/2010). Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι λόγοι αναίρεσης (α) 1ος από την διάταξη του άρθ.559 αριθ.1 εδ. β'ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται, ότι το Εφετείο χρησιμοποίησε, όπως αναφέρεται και στην προσβαλλομένη απόφαση, τα διδάγματα της κοινής πείρας "προκειμένου να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά...που φανερώνουν ως αληθείς τους ισχυρισμούς της αναιρεσίβλητης περί απασχόλησής της κατά πολύ πέραν του πενταώρου και μάλιστα καθ'όλο το έτος", ειδικότερα δε, σύμφωνα με τα περαιτέρω εκτιθέμενα στο αναιρετήριο, στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση (και όπως άλλωστε και απ'αυτήν προκύπτει) διαλαμβάνεται ότι τα περί μερικής απασχόλησης της αναιρεσίβλητης "δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, όπως τούτο προκύπτει, εκτός των άλλων [και από τις ένορκες βεβαιώσεις που επικαλείται και προσκομίζει η εναγομένη], αλλά και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνει υπόψη του αυτεπάγγελτα το Δικαστήριο", κατά την εκεί ειδικότερη ανάπτυξη, πλην όμως τα διδάγματα αυτά "χρησιμοποιήθηκαν και εφαρμόσθηκαν παντελώς εσφαλμένα, καθώς στην συγκεκριμένη περίπτωση ... λειτούργησαν αντεστραμμένα και μάλιστα κατά πασίδηλο τρόπο", ενώ το "δευτεροβάθμιο Δικαστήριο παρέλειψε να χρησιμοποιήσει αλλά και χρησιμοποίησε εσφαλμένα τα διδάγματα της κοινής πείρας προκειμένου να υπαγάγει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης στον κανόνα δικαίου που αφορά την αποζημίωση της υπερεργασίας και της παράνομης υπερωριακής απασχόλησης"και (β) 5ος (τελευταίος) από την διάταξη του αριθ.19 του ίδιου άρθρου, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο, δεχθέν ότι "...η ενάγουσα εργαζόταν στην επιχείρηση της εναγομένης, καθ'όλο το χρονικό διάστημα που διήρκεσε η σχέση εργασίας της, όλες τις ημέρες της εβδομάδας και με περισσότερες ώρες απασχόλησης από αυτές που αναγράφονταν στην εκάστοτε έγγραφη σύμβαση μερικής απασχόλησης αυτής, που εναλλάσσονταν σε δύο βάρδιες ανά εβδομάδα ("πρωινή"ή "απογευματινή"), με την ώρα αποχώρησής της να μην είναι σταθερή, αλλά εξαρτωμένη από την εμπορική κίνηση της επιχείρησης, Ειδικότερα, κατά τους μήνες Οκτώβριο έως και Μάρτιο εργαζόταν οπωσδήποτε οκτώ (8) ώρες ημερησίως (με εκτιμώμενα ωράρια 7.00-15.00 και 10.00-18.00), ενώ κατά τους μήνες από Απρίλιο έως και Ιούνιο, καθώς και τον Σεπτέμβριο εργαζόταν οπωσδήποτε δέκα (ώρες) ημερησίως (με εκτιμώμενα ωράρια 7.00-17.00 και 10.00-20.00) και τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο εργαζόταν οπωσδήποτε 12 ώρες ημερησίως (με εκτιμώμενα ωράρια 7.00-19.00 και 10.00-22.00), δε άδεια που ελάμβανε καθ'όλη τη διάρκεια της απασχόλησής της ήταν δύο εβδομάδες (δώδεκα εργάσιμες ημέρες) ετησίως...", διέλαβε, κατά την αναιρεσείουσα, στην προσβαλλομένη απόφασή του ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, πρέπει ν'απορριφθούν ως απαράδεκτοι, προεχόντως διότι δεν αναφέρονται και δεν εξειδικεύονται οι φερόμενοι ως παραβιασθέντες ευθέως (κατά την έννοια του άρθ.559 αριθ.1 εδ.β'ΚΠολΔ) και εκ πλαγίου κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, ο δε 1ος και διότι με αυτόν ρητά προσάπτεται η αιτίαση της παράβασης των διδαγμάτων της κοινής πείρας και κατά την εκτίμηση των αποδείξεων.
ΙΙ.(Α) Κατά την διάταξη του άρθ.559 αριθ.1 εδ. α'ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ο ως άνω λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν αυτός εφαρμοσθεί, αν και κατά τα γενόμενα δεκτά με την απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή, αντίθετα, όταν αυτός δεν εφαρμοσθεί, μολονότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εφαρμοσθεί εσφαλμένα. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, τούτο δε συμβαίνει, όταν το δικαστήριο της προσδίδει στον κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη υπαγωγή σ'αυτόν των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης περίπτωσης που οδηγεί σε εσφαλμένο συμπέρασμα με την μορφή του διατακτικού της απόφασης (ΠλΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 7/2006). Περίπτωση ευθείας παραβίασης συνιστά και η εφαρμογή καταργηθέντος και γενικά μη ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο κανόνα ουσιαστικού δικαίου (Β) Από τον συνδυασμό των άρθ.22§2 του Συντάγματος και 3§1, 7, 8§2, 9§1, 10§2 και 11§2 ν.1876/1990 συνάγεται ότι (α) κατά την σύναψη των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ) οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ασκούν νομοθετική (κανονιστική) εξουσία κατά παραχώρηση του Κράτους και ως εκ τούτου οι κανονιστικοί όροι των ΣΣΕ (ή των εξομοιουμένων με αυτές διαιτητικών αποφάσεων, άρθ.16 ν.1876/1990) έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ ουσιαστικού νόμου (ΑΠ 446/2015,127/2012, περιλαμβάνονται, άρα, στον αναιρετικό αυτόν λόγο) και, αν είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους, υπερισχύουν των τυπικών νόμων, εκτός εάν πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια (β) οι κλαδικές ΣΣΕ περιέχουν τους όρους εργασίας και αμοιβής που αφορούν στους εργαζομένους ομοειδών ή συναφών εκμεταλλεύσεων ή επιχειρήσεων μιας πόλης ή περιφέρειας ή και ολόκληρης της χώρας (γ) οι ΣΣΕ, πλην των εθνικών γενικών, δεσμεύουν καταρχήν τους εργοδότες και εργαζομένους που είναι μέλη των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων, ο Υπουργός Εργασίας, όμως, με απόφασή του (που εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας) μπορεί να επεκτείνει την ισχύ και να κηρύξει γενικά υποχρεωτική για όλους τους εργαζομένους ενός κλάδου ή επαγγέλματος ΣΣΕ, η οποία δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή επαγγέλματος, έκτοτε δε η ΣΣΕ δεσμεύει όλους τους εργοδότες του κλάδου ή τους εργαζομένους του επαγγέλματος που αυτή αφορά, εφόσον αυτοί θα μπορούσαν να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στην σύναψή της, με την επιφύλαξη ότι μία κλαδική ΣΣΕ (ή ΔΑ) υπερισχύει σε περίπτωση συρροής αυτής με άλλη, ομοιοεπαγγελματική, ΣΣΕ (ΑΠ 132/2016, 1409/2014, 56/2012), ενώ για το προηγούμενο της κήρυξης της ΣΣΕ ως γενικά υποχρεωτικής χρονικό διάστημα ισχύει η, αυτεπάγγελτα εφαρμοζομένη, προηγουμένως ισχύουσα ΣΣΕ που ήδη είχε κηρυχθεί γενικά υποχρεωτική, από τον χρόνο κήρυξής της ως γενικά υποχρεωτικής (ΑΠ 723/2011). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθ.9§§4 και 5 ν.1876/1990 που ορίζουν αντίστοιχα "οι κανονιστικοί όροι συλλογικής σύμβασης, που έληξε ή καταγγέλθηκε, εξακολουθούν να ισχύουν επί ένα εξάμηνο και εφαρμόζονται και στους εργαζομένους που προσλαμβάνονται στο διάστημα αυτό, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ.2 του άρθρου 8"και "μετά την πάροδο του εξαμήνου οι υφιστάμενοι όροι εργασίας εξακολουθούν να ισχύουν μέχρις ότου λυθεί ή τροποποιηθεί η ατομική σχέση εργασίας"συνάγεται ότι μετά την λήξη της ΣΣΕ οι υφιστάμενοι κανονιστικοί όροι εργασίας αυτής εξακολουθούν να ισχύουν μετά την πάροδο του οριζομένου ως άνω εξαμήνου ως όροι της ατομικής σύμβασης εργασίας μέχρι την έναρξη της ισχύος της επόμενης ΣΣΕ (ΑΠ 723/2011). Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων με τις διατάξεις του άρθ.8§§1 και 2 του ίδιου νόμου προκύπτει, ότι η καθιερουμένη ως άνω μετενέργεια των ΣΣΕ ισχύει πρωτίστως για τις ΕΓΣΣΕ, καθώς και για τις λοιπές ΣΣΕ ως προς εργοδότες και εργαζομένους που είναι μέλη των συμβαλλομένων αντίστοιχων συνδικαλιστικών οργανώσεων, τους εργοδότες που συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις ατομικά και τους εργοδότες που συνάπτουν ΣΣΕ με κοινό εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο ή εκπροσώπους σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθ.43§3 του νόμου αυτού, ενώ ως προς τους εργοδότες και εργαζομένους που δεν είναι μέλη αυτών (ισχύει), εάν αυτές είχαν κηρυχθεί γενικά υποχρεωτικές, όπως συνάγεται από την ρητή επιφύλαξη που διατυπώνεται στο άρθ.9§4 του ως άνω νόμου. Με την 6/2012 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ, ΦΕΚ Α' 38/28-2-2012), που εκδόθηκε κατ'εξουσιοδότηση του άρθ.1§6 ν.4046/2012, ορίσθηκε ότι (α) Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που βρίσκονται σε ισχύ, ήδη 24 μήνες πριν την 14-2-2012 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν.4046/2012) ή και περισσότερο, λήγουν την 14-2-2013 (§2) (β) ΣΣΕ που την 14-2-2012 βρίσκονταν σε ισχύ για χρονικό διάστημα μικρότερο των 24 μηνών, λήγουν με την συμπλήρωση 3 ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος τους, εκτός και αν καταγγελθούν νωρίτερα κατά το άρθ.12 ν.1876/1990 (§3) (γ) παύουν να ισχύουν οι διατάξεις των παραγράφων 1, 4 και 5 του άρθ.9 ν.1876/1990 (§5). Εξάλλου (1) με την ΥΑ 13257/2006 (ΦΕΚ Β' 1785) κηρύχθηκε υποχρεωτική από 25-9-2006 η από 7-9-2006 Εθνική Κλαδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΚΣΣΕ) "Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις εμπορικές επιχειρήσεις όλης της χώρας ετών 2006-2007" (2) με την ΥΑ 69041/3230/2008 (ΦΕΚ Β' 2137) κηρύχθηκε υποχρεωτική από 5-8-2008 η από 30-7-2008 παρόμοια ΕΚΣΣΕ, η οποία άρχισε την 1-1-2008 και έχουσα διετή διάρκεια ίσχυε μέχρι 31-12-2009 (άρθ.13 αυτής) (3) η από 4-3-2011 αντίστοιχη ΕΚΣΣΕ άρχισε να ισχύει από 1-1-2010 (άρθ. 6 αυτής), δεν κηρύχθηκε, όμως, υποχρεωτική. Οι ως άνω ΕΚΣΣΕ ορίζουν ταυτόσημα στο άρθ.1 αυτών ότι αφορούν εργαζομένους που απασχολούνται στις ακόλουθες εμπορικές επιχειρήσεις όλης της χώρας και ειδικότερα σε (α) εμπορικά καταστήματα χονδρικής και λιανικής πώλησης (β) σούπερ μάρκετς και καταστήματα τροφίμων (γ) καταστήματα ζαχαροπλαστείων και συναφών με τα ζαχαροπλαστεία εμπορικών δραστηριοτήτων κλπ. και έχουν τις ιδιότητες των πωλητών κλπ. Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Αιγαίου, κρίνοντας επί της ως άνω αγωγής, με την προσβαλλομένη 101/2015 απόφασή του και όπως απ'αυτήν προκύπτει δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η ενάγουσα εργάσθηκε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου (ακριβέστερα: με διαδοχικές τέτοιες συμβάσεις, όπως αναφέρεται σε άλλο σημείο της αναιρεσιβαλλομένης) ως πωλήτρια στην επιχείρηση αρτοποιείου-ζαχαροπλαστικής που διατηρεί η εναγομένη στο ... κατά το χρονικό διάστημα από 19-10-2007 έως 11-9-2012, όταν η εναγομένη κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας, ότι η ενάγουσα, αν και εργαζόταν σε κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος, δεν ήταν εφοδιασμένη, όπως υπεχρεούτο, με βιβλιάριο υγείας και ως εκ τούτου η σύμβαση εργασίας της ήταν άκυρη και κατά συνέπεια διατελούσε σε απλή σχέση εργασίας προς την εργοδότριά της εναγομένη, ότι η ενάγουσα, καθόλο το χρονικό διάστημα που διήρκεσε η σχέση εργασίας της, εργαζόταν στην επιχείρηση της εναγομένης όλες τις ημέρες της εβδομάδος και επί περισσότερες ώρες απασχόλησης από αυτές που αναγράφονταν στην εκάστοτε έγγραφη σύμβαση μερικής απασχόλησης αυτής, που εναλλάσσονταν σε δύο βάρδιες ανά εβδομάδα ("πρωινή"ή "απογευματινή") με την ώρα αποχώρησής της να μην είναι πάντοτε σταθερή, αλλά εξαρτωμένη από την εμπορική κίνηση της επιχείρησης, ειδικότερα δε εργαζόταν (α) κατά τους μήνες από Οκτώβριο έως και Μάρτιο οπωσδήποτε 8 ώρες ημερησίως (με εκτιμώμενα ωράρια από 7.00-15.00 και 10.00-18.00) (β) από τους μήνες από Απρίλιο έως και Ιούνιο, καθώς και τον Σεπτέμβριο, οπωσδήποτε 10 ώρες (με εκτιμώμενα ωράρια 7.00-17.00 και 10.00-20.00) και (γ) τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο οπωσδήποτε 12 ώρες ημερησίως (με εκτιμώμενα ωράρια 7.00-19.00 και 10.00-22.00), ενώ η άδεια που ελάμβανε καθόλη την διάρκεια της απασχόλησής της ήταν δύο εβδομάδες (12 εργάσιμες ημέρες), ότι η ενάγουσα ως απασχολουμένη με απλή σχέση εργασίας έχει αξίωση κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (κατά την επικουρική βάση της αγωγής) για την καταβολή των οφειλομένων σ'αυτήν διαφορών μεταξύ των αποδοχών που δικαιούνταν ως εργαζομένη πλήρους απασχόλησης με συμβατικό ωράριο εργασίας 40 ωρών και πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία, που ισχύει στις συλλογικές συμβάσεις εμπορικών επιχειρήσεων, στις οποίες υπάγεται η επιχείρηση της εναγομένης, και εκείνων που καταβλήθηκαν σ'αυτήν ως εργαζομένη με μειωμένο ωράριο, ότι ο νόμιμος βασικός των σχετικών ΕΚΣΣΕ (με βάση τον οποίο υπολογίσθηκαν όλες οι αξιώσεις της ενάγουσας, για διαφορές μεταξύ καταβλητέων και καταβαλλομένων αποδοχών, υπερεργασία, εργασία κατά τις Κυριακές, μη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, διαφορές επιδομάτων εορτών και αποδοχών μη ληφθείσας άδειας με το ανάλογο υπόλοιπο επιδόματος) (α) κατά την πρόσληψή της, με βάση την 7/2006 ΕΚΣΣΕ εργαζομένων στις εμπορικές επιχειρήσεις, ήταν 786,66€ (β) με βάση την 30/2008 όμοια ΕΚΣΣΕ, την 1.1.2008 ανήλθε, ύστερ'από προσαύξηση, σε 815,23€, την 1.9.2008, κατόπιν προσαύξησης, σε 843,76€, την 1.1.2009, με προσαύξηση, σε 860,64€ και την 1.9.2009, ύστερ'από προσαύξηση, σε 903,67€ (γ) με βάση την 4/2011 αντίστοιχη ΕΚΣΣΕ την 1.7.2011 ανήλθε σε 918,13€ (νοούνται, αντίστοιχα, οι ΕΚΣΣΕ εργαζομένων στις εμπορικές επιχειρήσεις από 7-9-2006, κηρυχθείσα υποχρεωτική ως άνω από 25-9-2006, από 30-7-2008, κηρυχθείσα υποχρεωτική από 5-8-2008, και από 4-3-2011, μη κηρυχθείσα υποχρεωτική, καθόσον, ως γνωστόν, οι ΣΣΕ δεν λαμβάνουν αύξοντα αριθμό, ως οι ΔΑ, αλλά προσδιορίζονται με την ημερομηνία σύναψής τους), με βάση δε τα παραπάνω εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, δέχθηκε ενμέρει την ένδικη αγωγή και υποχρέωσε την αναιρεσείουσα εναγομένη να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη ενάγουσα τα εκεί ποσά (77.448,11+6.652,1€) για τις παραπάνω αιτίες. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, το οποίο, σημειωτέον, δεν διαλαμβάνει στην προσβαλλομένη απόφασή του παραδοχή ότι η αναιρεσείουσα εναγομένη ήταν μέλος συμβληθείσας στις ως άνω ΕΚΣΣΕ εργοδοτικής οργάνωσης, και σύμφωνα με τα προαναφερθέντα: (Α) Εσφαλμένα εφάρμοσε για τον υπολογισμό του νόμιμου βασικού μισθού της αναιρεσίβλητης ενάγουσας την 1-1-2008 την από 30-7-2008 ΕΚΣΣΕ, καθόσον αυτή κηρύχθηκε υποχρεωτική από 5-8-2008 και δεν ήταν, άρα, τότε εφαρμοστέα, με συνέπεια τον εσφαλμένο έκτοτε υπολογισμό του νομίμου βασικού μισθού της ενάγουσας και των εξαρτωμένων απ'αυτόν λοιπών αξιώσεών της (Β) Εσφαλμένα, επίσης, εφάρμοσε για την εύρεση του νομίμου μισθού αυτής την 1-7-2011 την από 4-3-2011 ΕΚΣΣΕ που δεν ήταν εφαρμοστέα, ως μη κηρυχθείσα υποχρεωτική, με περαιτέρω συνέπεια τον εσφαλμένο υπολογισμό των καθοριζομένων με βάση τον μισθό αυτόν περαιτέρω αξιώσεων της αναιρεσίβλητης. Επομένως, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός ο συναφής 3ος λόγος αναίρεσης από το άρθ.559 αριθ.1 ΚΠολΔ.
ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθ. 335, 338, 339, 349 και 346 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας για να σχηματίσει την κρίση του σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης υποχρεούται να λάβει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι προς απόδειξη ή ανταπόδειξη αυτών, η παράβαση δε της υποχρέωσης αυτής ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθ. 559 αριθ. 11 περ. γ'ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, για την στοιχειοθέτηση του οποίου αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών ως προς την λήψη υπόψη συγκεκριμένου αποδεικτικού μέσου. Ο λόγος αυτός ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλομένη απόφαση ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τ'αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου που έλαβε υπόψη το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου, καθόσον καμία διάταξη δεν επιβάλλει αυτήν και μόνον αν από την γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, θεμελιώνεται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 137/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον 4ο λόγο αναίρεσης από την παραπάνω διάταξη προβάλλεται ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τις νόμιμα με επίκληση προσκομισθείσες από την αναιρεσείουσα ένορκες βεβαιώσεις των αναφερομένων στο αναιρετήριο προσώπων. Ο λόγος αυτός πρέπει ν'απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι από την ρητή μνεία των βεβαιώσεων αυτών στην προσβαλλομένη απόφαση και ιδίως από την ειδική αποδεικτική αξιολόγησή τους δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι λήφθηκαν υπόψη για τον σχηματισμό του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου της ουσίας. Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, πρέπει ν'αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση κατά το ως άνω μέρος της, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση κατά το μέρος τούτο, ως προς το οποίο χρειάζεται διευκρίνιση (υπολογισμός των οφειλομένων στην αναιρεσίβλητη ενάγουσα) στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρουμένη απόφαση, εφόσον αυτό μπορεί να συγκροτηθεί από άλλον δικαστή (άρθ. 580§3 ΚΠολΔ), και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη σε μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, η οποία κατέθεσε προτάσεις (άρθ.176,183,189,191§2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 101/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση κατά το μέρος τούτο στο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλον δικαστή.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη σε μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας που ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Νοεμβρίου 2016. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Ιανουαρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ




© Άρειος Πάγος, http://www.areiospagos.gr/


ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ - Αγωγή περί κλήρου κληρονόμων εξ αδιαθέτου (ανιόντες) ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΠΟΛΥΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ .... (Τακτική διαδικασία- 215 και 237 ΚΠολΔ)

Next: ΕΡΓΑΤΙΚΑ - Περιπτώσεις άκυρης απόλυσηςΑποτελέσματα άκυρης καταγγελίας και δικαιώματα εργαζομένουΠροθεσμία προσβολής της απόλυσης ως άκυρηςΗ μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίαςΗ έλλειψη συγκατάθεσης του εργαζομένου στη μεταβολή των όρων εργασίας τουΗ ζημία του εργαζομένου από τη μεταβολή των όρων εργασίας τουΗ μονιμότητα της μεταβολής των όρων εργασίαςΗ μεταβολή στους όρους εργασίας λόγω αναδιάρθρωσης της επιχείρησηςΗ αποδοχή της μεταβολής όρων εργασίας από τον εργαζόμενοΗ εμμονή από τον εργαζόμενο στους προϋφιστάμενους όρους εργασίαςΗ μεταβολή στους όρους εργασίας ως καταγγελία της εργασιακής σύμβασηςΠεριπτωσεις καταχρηστικοτητας της καταγγελιας της συμβασης εξαρτημενης εργασιας αοριστου χρονουΚαταγγελία που γίνεται από ταπεινά αίτιαΝόμιμη διεκδίκηση αξιώσεων από τον εργαζόμενοΝόμιμη συνδικαλιστική δράση του εργαζομένουΑπόλυση λόγω απόκρουσης από τον εργαζόμενο επιβληθείσας μονομερούς βλαπτικής μεταβολής ή άρνησης εκτέλεσης μη συμβατικών καθηκόντωνΜΟΝ. ΕΦ. ΑΘΗΝΩΝ 1587/2016 ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΑΠΟΛΥΣΗ – ΑΠΟΛΥΣΗ ΓΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΤΕΧΝΙΚΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ – ΔΥΣΜΕΝΗΣ ΜΕΤΑΒΟΛΗ – ΗΘΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΜΠρΑθ 3404/2014 Καταχρηστική μετάθεση και απόλυση εργαζομένου Αριθμός απόφασης 3404/2014 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Previous: ΕΡΓΑΤΙΚΗ - Αριθμός 43/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - Από το άρθ.904 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, με βάση την οποία έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλ. αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού μια τέτοια απαίτηση προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από νόμιμη αιτία. Έλλειψη υπάρχει και όταν η αιτία της παροχής είναι παράνομη, διότι προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη νόμου. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία ο ενάγων εργαζόμενος αναζητεί ευθέως τον πλουτισμό (ωφέλεια) του εναγομένου εργοδότη, εξαιτίας της, για οποιονδήποτε λόγο, ακυρότητας της σύμβασης εργασίας
$
0
0

Αγωγή περί κλήρου κληρονόμων εξ αδιαθέτου
(ανιόντες) 
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΠΟΛΥΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

(Τακτική διαδικασία- 215 και 237 ΚΠολΔ)

ΑΓΩΓΗ
Δ.. Β. του Γ. κατοίκου Αθηνών, οδός ... αριθ.... και με ΑΦΜ ... ΔΟΥ ...

ΚΑΤΑ
!l. Ε. του Ζ., χήρα Γ. Β. του Ε., κατοίκου Αθηνών, οδός ... αριθ....
*****

Στην Αθήνα στις ... αποβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη ο  υιός  μου Γ. Β. rou Ε., που ήταν κάτοικος, όσο ζούσε, Αθηνών. Ο κληρονομούμενος δεν είχε τέκνα,  ούτε  άλλον  απώτερο  κατιόντα,  κατέλειπε  δε  πλησιέστερους  συγγενείς του, εμένα, τον πατέρα του και την εναγομένη σύζυγό του, με την οποία συντρέχουμε ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι στην κληρονομιαία περιουσία του θανόντος κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας.
Η κληρονομιαία περιουσία του αποβιώσαντος - κληρονομουμένου αποτελείται από τα παρακάτω περιγραφόμενα ακίνητα, τα οποία ο κληρονομούμενος νεμόταν και κατείχε συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι το θάνατό του. Ειδικότερα η περιουσία του συνίσταται σε:
1)     μια ισόγεια κατοικία εκτάσεως ... τμ. που βρίσκεται στην ... Αττικής,:οδός ... αρ ... , εντός οικοπέδου ... τ.μ. και αποτελείται από σαλόνι, γραφείο, τρία υπνοδωμάτια, κουζίνα και δύο WC. Το οικόπεδο μετά της ισογείου κατοικίας βρίσκεται εντός σχεδίου της πόλεως ... και συνορεύει Βόρεια με ..., Ανατολικά με ..., Δυτικά με ... και Νότια με ... Το οικόπεδο αυτό ανήκε στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του κληρονομουμένου υιού μου μέχρι και το θάνατό του, ο οποίος το είχε αποκτήσει κατόπιν αγοράς από τον προηγούμενο αληθινό κύριο αυτού Χ.Φ.Ψ. ... δυνάμει του υπ'αριθ.... συμβολαίου του συμβολαιογράφου ..., και το οποίο έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών στον τόμο ... και με αριθ.... (ή έχει καταχωρηθεί στα κτηματολογικά βιβλία και φύλλα του κτηματολο ­ γικού Γραφείου ... με ΚΑΕΚ ...). Σημειωτέον ότι στο ακίνητο αυτό ο εκλιπών υιός μου διέμενε μέχρι το θάνατό του.
2)     το υπό στοιχεία ... Β3 διαμέρισμα εμβαδού ... τμ, που βρίσκεται στον δεύτερο πάνω από το ισόγειο όροφο μιας οικοδομής κειμένης στην ... και αποτελείται από τρία υπνοδωμάτια, καθιστικό, κουζίνα, λουτρό και διάδρομο, με τέσσερις εξώστες και συνορεύει βορειοανατολικά με όριο ξένης ιδιοκτησίας, νοτιοανατολικά με ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου και πέραν αυτού με την οδό ..., νοτιοδυτικά εν μέρει με κεντρικό κλιμακοστάσιο, εν μέρει με φρέαρ ανελκυστήρα, εν μέρει με το Β2 διαμέρισμα του ορόφου και με ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου. Το ακίνητο-διαμέρισμα περιήλθε στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του κληρονομουμένου υιου μου κατόπιν αγοράς από τον προηγούμενο αληθινό κύριο αυτού Ν. Μ.Κ. ... δυνάμει του υπ'αριθ. ... συμβολαίου του συμβολαιογράφου ..., και το οποίο έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου ... στον τόμο ... και με αριθ. ... (ή έχει καταχωρηθεί στα κτηματολογικά βιβλία και φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου ... με ΚΑΕΚ .. .). Το διαμέρισμα αυτό συνεχώς και αδιαλείπτως νεμόταν και κατείχε ο κληρονομούμενος υιός μου μέχρι το θάνατο του, αποτελούσε δε πηγή εισοδήματός του, καθώς το μίσθωνε σε τρίτους όπως άλλωστε προκύπτει και από σχετικά μισθωτήρια συμβόλαια και δηλώ • σεις-πιστοποιητικά (Ε2) των φορολογικών αρχών.
3)     ένα αγρόκτημα έκτασης ... τ.μ. που ευρίσκεται στην θέση ... της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου ... , το οποίο ολόκληρο συνορεύει νότια με αγροτικό κοινόχρηστο δρόμο που συνδέει το ... με την περιοχή ... , ανατολικά με ..., δυτικά με ... και βόρεια με ... Το αγρόκτημα περιήλθε στην πλήρη κα ι αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του κληρονομουμένου υιού μοι κατόπιν αγοράς από τον προηγούμενο αληθινό κύριο αυτού Π.Τ.Ρ.... δυνάμει του υπ'αριθ.... συμβολαίου του συμβολαιογράφου ..., και το οποίο έχει  νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου ... στον τόμο ... και με αριθ. ... (ή έχει καταχωρηθεί στα κτηματολογικά βιβλία και φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου ... με ΚΑΕΚ ...). Το αγρόκτημα αυτό συνεχώς και αδιαλείπτως νεμόταν και κατείχε ο κληρονομούμενος  υιός μου μέχρι το θάνατό του, καθώς συστηματικά το καλλιεργούσε, είχε φυτέψει σε αυτό αμπέλια, ελιές και διάφορα άλλα οπωροφόρα δέντρα , όπως πορτοκαλιές , μαντα ρινιές κ.λπ. και συνέλεγε τους καρπούς, ήταν δε και εγγεγραμμένος στον τοπικό αγροτικό συνεταιρισμό.

Όπως ήδη ανέφερα, ο κληρονομούμενος δεν είχε αφήσει διαθήκη και σύμφωνα με τους κανόνες της εξ αδιαθέτου διαδοχής, επειδή δεν υπάρχουν        συγγενείς της 1ης τάξης, καλούμαι εγώ ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος μαζί με την σύζυγο του κληρονομούμενου στην 2η τάξη. Ως εκ τούτου το κληρονομικό μερίδιό μου ανέρχεται σε½ ή 50% εξ αδιαιρέτου στο σύνολο της κληρονομιαίας περιο υσίας .
Η εναγόμενη σύζυγος και επίσης κληρονόμος του θανόντος υιού μου Γ. Β. του Ε. κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου, κατέλαβε την ... ως κληρονόμος όλα τα 1νωτέρω περιγραφόμενα κληρονομιαία στοιχεία αμέσως μετά τον θάνατο του κληρονομούμενου, αρνούμενη το κατά το½ εξ αδιαιρέτου κληρονομικό ι.1ου δικαίωμα σε αυτά και έκτοτε τα νέμεται και τα κατέχει αντιποιούμενη το κληρονομικό μου δικαίωμα.
Επειδή πρέπει να αναγνωρισθεί το εξ αδιαθέτου κληρονομικό μου δικαίωμα, το οποίο ανέρχεται σε 1/2 εξ αδιαιρέτου σε όλα τα ανωτέρω περιγραφόμενα κληρονομιαία στοιχεία - ακίνητα και η εναγόμενη πρέπει να υποχρεωθεί να μου τα αποδώσει κατά το ποσοστό αυτό.
Άλλως και όλως επικουρικώς, σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας αποδόσεως σε εμένα των παραπάνω περιγραφομένων κληρονομιαίων ακινήτων κατά το ποσοστό½ ή 50% εξ αδιαιρέτου, πρέπει να υποχρεωθεί η εναγομένη vα μου αποδώσει (καταβάλει) το ποσό των ... €, γιατί κατά το ποσό αυτό κατέστη και είναι μέχρι σήμερα πλουσιότερη χωρίς νόμιμη αιτία (αδικαιολόγητα) από την περιουσία μου και η ωφέλεια αυτή σώζεται ακόμη (άρθρο 1873 ΑΚ). Η δε αξία ολόκληρης της κληρονομίας ανέρχεται σε ... €, ενώ η εναγομέvη καμία δαπάνη δεν ενήργησε στην κληρονομία .
Το ανωτέρω ποσό των ... € πρέπει να μου καταβάλει  η εναγομένη  νομίμως εντόκως από το χρόνο αδυναμίας αποδόσεως της κληρο νομίας , άλλως από την επίδοση της παρούσας μέχρι και την εξόφληση .
Επειδή η αξία του αντικειμένου της διαφοράς ανέρχεται σε ... € και ως εκ τούτου αρμόδιο καθ'ύλην δικαστήριο είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο.
Επειδή το δικαστήριό Σας είναι καθ'ύλην και κατά τόπο αρμόδιο.
Επειδή η αγωγή μου ασκείται παραδεκτώς , είναι δε νόμω και ουσία βάσιμη.

 Επειδή η απόφαση που θα εκδοθεί πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή γιατί η καθυστέρηση θα μου προξενήσει σημαντική και ανεπανόρθωτη ζημία.
Επειδή για το παραδεκτό της αγωγής μου δεν απαιτείται η αποδοχή με συμβολαιογραφική πράξη των κληρονομιαίων ακινήτων και η μεταγραφή της.
Επειδή έχει καταβληθεί το υπ'αριθ. ... γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΑ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
και όσους θα προσθέσω κατά την συζήτηση της παρούσης

ΖΗΤΩ
Να γίνει δεκτή η αγωγή μου.
Να αναγνωρισθεί το εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμά μου στην κληρονομία του τέκνου μου Γ. Β. του Ε.- σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στα αναφερόμενα στο ιστορικό της αγωγής μου κληρονομιαία ακίνητα .
Να υποχρεωθεί η εναγόμενη να μου αποδώσει τα ανωτέρω στο ιστορικό της αγωγής μου περιγραφόμενα ακίνητα κατά το ανωτέρω ποσοστό (1/ 2 εξ αδιαιρέτου).
Να διαταχθεί η αποβολή της εναγομένης από τα ανωτέρω  περιγραφόμενα ακίνητα και η δική μου εγκατάσταση κατά το ανωτέρω αναφερόμενο ποσοστό.
Άλλως και όλως επικουρικώς, σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας αποδόσεως σε εμένα των παραπάνω περιγραφομένων κληρονομιαίων ακινήτων κατά το ποσοστό του εξ αδιαθέτου κληρονομικού δικαιώματός μου και δη κατά ποσοστό ½ ή 50% εξ αδιαιρέτου, να υποχρεωθεί η εναγομένη να μου καταβάλει το ποσό των ... €, με το νόμιμο τόκο από το χρόνο αδυναμίας αποδόσεως της ανωτέρω περιγραφόμενων στο ιστορικό της παρούσας κληρ _ο νομιαίων στοιχείων, άλλως από την επίδοση της παρούσας μέχρι  και την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί.
Να καταδικασθεί η αντίδικός μου στην εν γένει δικαστική μου δαπάνη.
Αθήνα .../ .../... Ο πληρεξούσιος δικηγόρος

ΕΡΓΑΤΙΚΑ - Περιπτώσεις άκυρης απόλυσηςΑποτελέσματα άκυρης καταγγελίας και δικαιώματα εργαζομένουΠροθεσμία προσβολής της απόλυσης ως άκυρηςΗ μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίαςΗ έλλειψη συγκατάθεσης του εργαζομένου στη μεταβολή των όρων εργασίας τουΗ ζημία του εργαζομένου από τη μεταβολή των όρων εργασίας τουΗ μονιμότητα της μεταβολής των όρων εργασίαςΗ μεταβολή στους όρους εργασίας λόγω αναδιάρθρωσης της επιχείρησηςΗ αποδοχή της μεταβολής όρων εργασίας από τον εργαζόμενοΗ εμμονή από τον εργαζόμενο στους προϋφιστάμενους όρους εργασίαςΗ μεταβολή στους όρους εργασίας ως καταγγελία της εργασιακής σύμβασηςΠεριπτωσεις καταχρηστικοτητας της καταγγελιας της συμβασης εξαρτημενης εργασιας αοριστου χρονουΚαταγγελία που γίνεται από ταπεινά αίτιαΝόμιμη διεκδίκηση αξιώσεων από τον εργαζόμενοΝόμιμη συνδικαλιστική δράση του εργαζομένουΑπόλυση λόγω απόκρουσης από τον εργαζόμενο επιβληθείσας μονομερούς βλαπτικής μεταβολής ή άρνησης εκτέλεσης μη συμβατικών καθηκόντωνΜΟΝ. ΕΦ. ΑΘΗΝΩΝ 1587/2016 ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΑΠΟΛΥΣΗ – ΑΠΟΛΥΣΗ ΓΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΤΕΧΝΙΚΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ – ΔΥΣΜΕΝΗΣ ΜΕΤΑΒΟΛΗ – ΗΘΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΜΠρΑθ 3404/2014 Καταχρηστική μετάθεση και απόλυση εργαζομένου Αριθμός απόφασης 3404/2014 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

$
0
0

Περιπτώσεις άκυρης απόλυσης και νομική προστασία εργαζομένου
Υπό τις επικρατούσες συνθήκες οικονομικής κρίσης και δυσπραγίας, πολλοί εντολείς του γραφείου μας ζητούν να μάθουν πώς μπορούν να προστατευθούν από την απόλυσή τους από την εργασία τους και αν έχουν οποιαδήποτε δικαιώματα απέναντι στον εργοδότη τους...

Καταρχήν, θα πρέπει να λεχθεί ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι αναιτιολόγητη μονομερής δικαιοπραξία και αποτελεί τόσο δικαίωμα του μισθωτού όσο και του εργοδότη. Η καταγγελία που γίνεται από την πλευρά του εργοδότη, χαρακτηρίζεται ως απόλυση του εργαζομένου και υπόκειται σε συγκεκριμένες προϋποθέσεις νομιμότητας. Η έλλειψη των προϋποθέσεων αυτών δημιουργεί ακυρότητα της καταγγελίας και ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να την προσβάλλει και να ασκήσει τα δικαιώματα που του παρέχει ο νόμος.
Ι. Περιπτώσεις άκυρης απόλυσης
 Η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από την πλευρά του εργοδότη είναι άκυρη όταν:
α) Πρόκειται για σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και δεν έχουν τηρηθεί οι νόμιμες προϋποθέσεις, ήτοι:
i. ο έγγραφος τύπος της καταγγελίας,
ii. η τήρηση ορισμένης προθεσμίας,
iii. η καταβολή αποζημίωσης απόλυσης.
β) Πρόκειται για καταχρηστική καταγγελία (π.χ. καταγγελία για λόγους εκδίκησης προς τον εργαζόμενο)
γ) Αιτία της αποτελούν λόγοι για τους οποίους υπάρχουν ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που απαγορεύουν την καταγγελία (π.χ. καταγγελία λόγω νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης, λόγω κύησης, λόγω υποχρέωσης στράτευσης κ.ά.)
δ) Προϋπόθεση του κύρους της καταγγελίας είναι η ύπαρξη σπουδαίου λόγου, όπως συμβαίνει κατά βάση στην σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, και η καταγγελία λαμβάνει χώρα χωρίς τη συνδρομή σπουδαίου λόγου.
ΙΙ. Αποτελέσματα άκυρης καταγγελίας και δικαιώματα εργαζομένου
Σε περίπτωση που η καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι για οποιονδήποτε λόγο άκυρη, η σύμβαση εργασίας δεν λύνεται και συνεπώς οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των μερών (εργοδότη και εργαζομένου) που απορρέουν από την σύμβαση εργασίας εξακολουθούν να υφίστανται.
Έτσι, ο εργαζόμενος που απολύεται από την εργασία του με άκυρη καταγγελία, έχει την αξίωση, για όσο καιρό ο εργοδότης αρνείται να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του, να του καταβάλλονται οι συμφωνημένες ή νόμιμες αποδοχές (μισθοί υπερημερίας). Ο εργοδότης από την ημέρα της απόλυσης περιέρχεται αυτόματα σε υπερημερία δανειστή ως προς την αποδοχή της εργασίας, χωρίς να απαιτείται πραγματική προσφορά των εργασιών από την πλευρά του εργαζομένου (άρθρο 656 ΑΚ).
        Ο εργαζόμενος επίσης, εφόσον η καταγγελία είναι άκυρη έχει αξίωση για πραγματική απασχόληση, καθώς τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών που απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας εξακολουθούν λόγω της ακυρότητας να υφίστανται. Επομένως, ο εργοδότης, υποχρεούται να επαναπασχολήσει τον εργαζόμενο.
        Παράλληλα, εάν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ασκήθηκε το δικαίωμα της καταγγελίας συνιστούν παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου (π.χ. προσβολή της επαγγελματικής αξίας του εργαζομένου ή της τιμής και υπόληψης του), ο εργαζόμενος έχει αξίωση να απαιτήσει από τον εργοδότη την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (άρθρα 59 και 932 ΑΚ), το ποσό της οποίας καθορίζεται κατά την εύλογη κρίση του δικαστηρίου.
        Αξίζει να σημειωθεί επίσης σχετικά με την παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα άσκησής των αξιώσεών του ότι σύμφωνα με την άποψη μέρους της νομολογίας η αποδοχή της νόμιμης αποζημίωσης από τον εργαζόμενο, έστω και ανεπιφύλακτα, δεν συνιστά απαραίτητα παραίτηση από την διεκδίκηση των αξιώσεών του.
ΙΙΙ. Προθεσμία προσβολής της απόλυσης ως άκυρης
         Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί ότι στο άρθρο 6 του Ν. 3198/1955, ορίζεται ότι οι αξιώσεις από την άκυρη απόλυση πρέπει να ασκηθούν μέσα σε διάστημα τριών (3) μηνών από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας και την κοινοποίηση του σχετικού εγγράφου στον εργαζόμενο. Η προθεσμία αυτή ξεκινά από την επομένη της καταγγελίας. Εάν παρέλθει άπρακτη η εν λόγω προθεσμία, η καταγγελία καθίσταται ισχυρή και οποιαδήποτε αξίωση του εργαζομένου αποσβέννυται.
http://www.siopi-law.gr/post/193-periptoseis-akyris-apolysis-kai-nomiki-prostasia-ergazomenoy
**********************************************
Η μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας

Δικαιώματα του μισθωτού, του οποίου οι όροι εργασίας μεταβάλλονται μονομερώς από τον εργοδότη του προς το χειρότερο
Κάθε εργοδότης έχει το διευθυντικό δικαίωμα, το οποίο του δίνει τη δυνατότητα να προβαίνει σε κάθε αναγκαία ενέργεια, προκειμένου να καθορίζει τις συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησής του, ιδίως ως προς τον τόπο, τον τρόπο και τον χρόνο απασχόλησης των μισθωτών. Το δικαίωμα αυτό περιορίζεται από την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα. Παρατηρείται δε συχνά οι ενέργειες του εργοδότη να προσβάλλουν τα δικαιώματα του εργαζομένου με αποτέλεσμα να περιέρχεται σε δυσμενέστερη θέση, είτε υλικά είτε ηθικά. Τότε υφίσταται η λεγόμενη μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του. Η μεταβολή αυτή πρέπει να είναι παράλληλα μονομερής, βλαπτική, οριστική και να καταργεί συμβατικά δικαιώματα του εργαζομένου.
Η έλλειψη συγκατάθεσης του εργαζομένου στη μεταβολή των όρων εργασίας του
Μονομερής μεταβολή είναι αυτή, που επιβάλλεται από τον εργοδότη χωρίς τη συγκατάθεση του εργαζομένου. Εντούτοις, όταν στη σύμβαση εργασίας υπάρχουν κενά, η ρύθμιση των οποίων υπόκειται στην κρίση του εργοδότη, ή, όταν συμφωνείται εξ’ αρχής ότι ο εργοδότης έχει την εξουσία μονομερούς μεταβολής ορισμένων όρων, τότε δεν υφίσταται πλέον μονομερής αλλά συμφωνημένη μεταβολή των όρων εργασίας, αφού τα μέρη έχουν ήδη συμφωνήσει κατά τη σύναψη της σύμβασης. Ως εκ τούτου, ο εργοδότης δικαιούται κατ’ αρχήν να μεταβάλλει μονομερώς οτιδήποτε δεν εξειδικεύεται στη σύμβαση εργασίας ή μπορεί ακόμα να προβλέπει στην ίδια τη σύμβαση τη δυνατότητα μονομερούς μεταβολής των όρων. Τότε κάθε μεταβολή είναι συνομολογημένη και ως εκ τούτου νόμιμη (ΑΠ 1370/2010, 315/2015).
    Mονομερής μεταβολή θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη, που γίνεται χωρίς ο τελευταίος να έχει δικαίωμα για την τροποποίηση αυτή από το νόμο, την ατομική σύμβαση εργασίας ή τον κανονισμό εργασίας, ούτε να ανήκει στην από το διευθυντικό δικαίωμά του απορρέουσα εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησής του (ή γίνεται κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος - άρθρο 281 ΑΚ).
    Άρειος Πάγος, Β2 Πολιτικό Τμήμα, Απόφαση 216/2017
Αγανακτισμένος υπάλληλος
Οι μονομερείς βλαπτικές μεταβολές στους όρους εργασίας έχουν, μεταξύ άλλων, επιπτώσεις και στην ψυχολογική κατάσταση του εργαζομένου.
Η ζημία του εργαζομένου από τη μεταβολή των όρων εργασίας του
Η μεταβολή πρέπει να είναι βλαπτική, δηλαδή να προκαλεί άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία στον εργαζόμενο. Έχει κριθεί από τα πολιτικά δικαστήρια ότι η στέρηση των διευθυντικών καθηκόντων από εργαζόμενο με δεκαπενταετή εμπειρία και εξειδικευμένες γνώσεις αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του, καθώς επιφέρει τόσο υλική ζημία, κυρίως ως προς τις αποδοχές του, όσο και ηθική, καθώς υποβαθμίζονται τα καθήκοντα εργασίας του (ΑΠ 24/2014). Άλλο παράδειγμα αμιγώς ηθικής ζημίας αποτελεί η περίπτωση, κατά την οποία ο εργοδότης προέβαινε σε κατ’ εξακολούθηση εξύβριση του εργαζομένου, ενώ έφθασε και στο σημείο πρόκλησης σωματικής βλάβης. Η εν λόγω συμπεριφορά δημιούργησε ένα ανυπόφορο περιβάλλον εργασίας, εντός του οποίου λάμβανε χώρα συστηματική καταπάτηση της ηθικής υπόστασης και ανεπανόρθωτη προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου. Και αυτή η περίπτωση θεωρήθηκε από τον Άρειο Πάγο ως μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας (ΑΠ 700/2015). Άλλα χαρακτηριστικά παραδείγματα υλικής ή ηθικής ζημίας συνιστούν ο υποβιβασμός του εργαζομένου σε κατώτερη θέση, η ανάθεση δυσμενέστερης εργασίας, η μείωση των ωρών εργασίας με αντίστοιχη μείωση των αποδοχών, η αλλαγή της μεθόδου υπολογισμού των αποδοχών κ.α. Ωστόσο, μεγάλη εντύπωση προκάλεσε η υπ’ αριθμόν 677/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την οποία μόνο η μη καταβολή των δεδουλευμένων δεν στοιχειοθετεί μονομερή βλαπτική μεταβολή, αν ο εργοδότης δεν αποσκοπεί στον εξαναγκασμό του εργαζομένου σε παραίτηση.
Η μονιμότητα της μεταβολής των όρων εργασίας
Η μεταβολή των όρων εργασίας πρέπει να έχει χαρακτήρα μόνιμο και όχι προσωρινό. Πρόθεση δηλαδή του εργοδότη πρέπει να είναι η διακοπή της υφισταμένης σύμβασης εργασίας και η σύναψη νέας με διαφορετικούς όρους (ΑΠ 315/2014, 48/2010). Επομένως, δε γίνεται λόγος για μονομερή βλαπτική μεταβολή, όταν ο εργοδότης επιβάλλει πρόσθετη εργασία, πέραν του νομίμου ωραρίου, ή εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες, εφόσον βέβαια αυτό έχει χαρακτήρα προσωρινό, για την κάλυψη έκτακτων αναγκών της επιχείρησης και γίνεται με βάση τις διατυπώσεις του νόμου.
Η μεταβολή στους όρους εργασίας λόγω αναδιάρθρωσης της επιχείρησης

Σημαντική εξαίρεση από τα όρια της βλαπτικής μεταβολής είναι η περίπτωση αναδιάρθρωσης της επιχείρησης για οικονομικούς λόγους και ειδικότερα όταν ο εργοδότης αναγκάζεται να μεταβάλλει τα καθήκοντα των εργαζομένων προς όφελος της επιχείρησης. Έχει γίνει δεκτό ότι, όταν συντρέχει λόγος αναδιάρθρωσης εξαιτίας οικονομικής ανάγκης, η μεταβολή των καθηκόντων του εργαζομένου, η οποία επιβάλλεται μονομερώς, είναι απόλυτα νόμιμη, εφόσον όμως τα νέα καθήκοντα δεν είναι υποδεέστερα και δεν συνεπάγονται μείωση των αποδοχών (Μ. ΠΡΩΤ. ΚΟΖΑΝΗΣ 544/2003). Έχει κριθεί ότι η μείωση των αποδοχών του εργαζομένου είναι νόμιμη και δεν αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή, εφόσον συνάδει με τη γενικότερη οικονομική κατάσταση της επιχείρησης (Μ. ΠΡΩΤ. ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ 8561/2012). Σημειώνεται ότι η τελική κρίση περί ύπαρξης ή μη μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας ανήκει στο Δικαστήριο και, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να συνεκτιμώνται οι ειδικές εκείνες περιστάσεις, που καθιστούν μία μονομερή μεταβολή βλαπτική ή μη.
Διαμαρτυρόμενος εργαζόμενος oμισθωτός έχει το δικαίωμα να μην αποδεχθεί τη μεταβολή των όρων εργασίας του.
Η αποδοχή της μεταβολής όρων εργασίας από τον εργαζόμενο
Όταν ο εργαζόμενος υφίσταται μία μονομερή βλαπτική μεταβολή, έχει διαζευκτικά ορισμένες επιλογές. Μία από αυτές είναι η αποδοχή της μεταβολής, η οποία μπορεί να συναχθεί και από την έλλειψη αντίδρασης του εργαζομένου. Τότε, θεωρείται ότι συνάπτεται νέα σύμβαση εργασίας, τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι καθόλα νόμιμη, εφόσον βέβαια δεν αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στις γενικές αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών.
Η εμμονή από τον εργαζόμενο στους προϋφιστάμενους όρους εργασίας
Αν ο εργαζόμενος δεν επιθυμεί να αποδεχτεί τη μεταβολή των όρων εργασίας του, μπορεί να εμμείνει στην τήρηση της αρχικής σύμβασης, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους προϊσχύοντες όρους. Αν ο εργοδότης δεν αποδεχτεί τις υπηρεσίες του εργαζομένου υπό αυτούς του όρους, τότε καθίσταται υπερήμερος. Αυτό σημαίνει ότι ο εργαζόμενος απαλλάσσεται από την υποχρέωση παροχής εργασίας, καθώς ο εργοδότης δεν την αποδέχεται, ενώ ο τελευταίος οφείλει τις αποδοχές υπερημερίας, τις αποδοχές δηλαδή, που θα όφειλε στον εργαζόμενο, αν αυτός εργαζόταν κανονικά. Σημειώνεται ότι η ενδεχόμενη απόλυση του εργαζομένου λόγω μη συμμόρφωσής του στους νέους, μετά τη μονομερή μεταβολή, όρους, είναι απολύτως άκυρη.
Η μεταβολή στους όρους εργασίας ως καταγγελία της εργασιακής σύμβασης
Η τελευταία δυνατότητα του εργαζομένου σε περίπτωση βλαπτικής μονομερούς μεταβολής των όρων εργασίας του είναι να θεωρήσει τη μεταβολή ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη. Τότε μπορεί να αποχωρήσει από την εργασία του έχοντας αξίωση καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, την οποία θα διεκδικήσει με αγωγή. O εργαζόμενος που επιθυμεί να αντιδράσει, οφείλει να ενεργήσει εντός εύλογης προθεσμίας. Ο νόμος δηλαδή δεν τάσσει συγκεκριμένη προθεσμία, αλλά χρησιμοποιεί την έννοια του εύλογου χρόνου, η οποία θα ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.
    Στην περίπτωση σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εάν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για το μισθωτό μεταβολή των όρων εργασίας, ο τελευταίος έχει διαζευκτικά τις εξής δυνατότητες (α) να αποδεχθεί την μεταβολή, με αποτέλεσμα την κατ’ άρθ.361 ΑΚ σύναψη (σιωπηρά) νέας σύμβασης, τροποποιητικής της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη, εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη (β) να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη ως καταγγελία, εκ μέρους του, της εργασιακής σύμβασης και να απαιτήσει την καταβολή της αποζημίωσης που προβλέπεται από το ν. 2112/1920 και (γ) να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του, σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους, στην περίπτωση δε αυτήν, εάν ο εργοδότης δεν τις αποδεχθεί, καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας ή, εκφράζοντας (ο μισθωτός) την αντίδρασή του, να παράσχει τη νέα εργασία του και να προσφύγει στο δικαστήριο ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους.
    Άρειος Πάγος, Β2 Πολιτικό Τμήμα, Απόφαση 216/2017
Συμπερασματικά, κάθε μεταβολή που προκαλεί ζημία στον εργαζόμενο δύναται να αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του, την οποία δεν υποχρεούται να δεχτεί. Το Δικαστήριο θα κρίνει την ύπαρξη ή μη της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν και τα πλαίσια στα οποία συνέβη. Αμφότερα τα μέρη οφείλουν να καταβάλλουν τη δέουσα προσοχή ως προς τα όρια του διευθυντικού δικαιώματος και τις δυνατότητες που παρέχει η σύμβαση εργασίας, ώστε να είναι σαφής ο διαχωρισμός μίας μονομερούς και παράνομης ενέργειας από μία συμφωνημένη δυνατότητα μεταβολής. https://www.nomikosodigos.info

**********************************************
Περιπτωσεις καταχρηστικοτητας της καταγγελιας της συμβασης εξαρτημενης εργασιας αοριστου χρονου
Τα τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο ιδίως της καθιέρωσης ελαστικότερων μορφών εργασίας, έχει συντελεστεί μια εκ βαράθρων αλλαγή στις εργασιακές σχέσεις. Η ουσία όμως, αλλά και οι γενικοί κανόνες προστασίας που διέπουν το εργατικό δίκαιο δεν έχει καταλυθεί, παρά την αντίθετη πεποίθηση πολλών ανθρώπων. Ένα ζήτημα, το οποίο υπήρχε πάντοτε στις εργασιακές σχέσεις, αλλά πλέον, πολλές φορές με πρόσχημα την οικονομική κρίση, είναι οι περιπτώσεις της καταχρηστικής απόλυσης σε περίπτωση σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Χαρακτηριστικά αναφέρονται περιπτώσεις καταχρηστικών απολύσεων, με σκοπό την καλύτερη ενημέρωση των αναγνωστών.
1. Καταγγελία που γίνεται από ταπεινά αίτια
H καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη και καταχρηστική όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε κακότητα, εμπάθεια, μίσος ή έχθρα, ή σε λόγους εκδίκησης, συνεπεία προηγηθείσης νόμιμης αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου κατά τη διεκδίκηση από αυτόν νομίμως, δικαστικώς ή εξωδίκως, των δικαιωμάτων του, χωρίς να ασκεί επιρροή το τυχόν αβάσιμο των αξιώσεων που προβάλλει ο εργαζόμενος, εκτός εάν πρόκειται για περιπτώσεις προπετούς προβολής προφανώς αβάσιμων αξιώσεων. Το δικαίωμα καταγγελίας ασκείται στις περιπτώσεις αυτές χωρίς να εξυπηρετείται κανένα άξιο προστασίας συμφέρον του εργοδότη, με κύριο ή αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον εργαζόμενο.  Ενδεικτικά αναφέρονται οι κάτω περιπτώσεις:
α. Νόμιμη διεκδίκηση αξιώσεων από τον εργαζόμενο
Μία από τις συνήθεις περιπτώσεις απόλυσης για λόγους εκδίκησης από την πλευρά του εργοδότη είναι όταν ο εργαζόμενος προσφεύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας ή και στα πολιτικά δικαστήρια προκειμένου να καταγγείλει τον εργοδότη για μη ικανοποίηση νόμιμων δικαιωμάτων του. Η καταχρηστικότητα της καταγγελίας δεν αίρεται από την τυχόν επερχόμενη λόγω της δίκης οξύτητα και την συνακόλουθη έλλειψη πνεύματος συνεργασίας εφόσον αυτή οφείλεται στον ίδιο τον εργοδότη και δε σχετίζεται με κάποια υπαιτιότητα του μισθωτού διότι στην αντίθετη περίπτωση ο μισθωτός με μόνη τη δικαστική άσκηση των δικαιωμάτων του θα κινδύνευε να αντιμετωπίσει νέα καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, η οποία θα θεωρείτο έγκυρη, αφού θα κρινόταν ότι αυτομάτως προκλήθηκε όξυνση των σχέσεων εργοδότη και εργαζομένου. Στην ίδια κατηγορία υπάγονται και οι περιπτώσεις, στις οποίες ο εργαζόμενος διεκδικεί αποζημίωση από εργατικό ατύχημα, το οποίο υπέστη κατά τη διάρκεια της εργασίας του. Η επιδίωξη, ακόμα και δικαστικά της νόμιμης αποζημίωση για εργατικό ατύχημα, δεν σημαίνει ούτε τη λύση της εργασιακής σχέσης, ούτε δίνει αυτό το δικαίωμα στον εργοδότη.
β. Νόμιμη συνδικαλιστική δράση του εργαζομένου
Άλλη συνήθης στην πράξη περίπτωση καταχρηστικότητας της απόλυσης που οφείλεται σε ταπεινά κίνητρα είναι όταν ο εργοδότης καταγγέλλει τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας του εργαζόμενου από λόγους εμπάθειας και εκδίκησης προς το πρόσωπό του λόγω προηγηθείσης νόμιμης συνδικαλιστικής του δράσης, όπως η συμμετοχή του σε απεργία του σωματείου στο οποίο ανήκει ο εργαζόμενος. Η ενέργεια αυτή είναι νόμιμη αλλά πολλές φορές μη αρεστή στον εργοδότη. Η απόλυση για νόμιμη συνδικαλιστική δράση είναι καταχρηστική εφόσον βεβαίως από αυτήν δεν επηρεάζεται η προσήκουσα παροχή της εργασίας ή η εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης. Εν προκειμένω η απόλυση του νομίμως συνδικαλιζόμενου εργαζομένου γίνεται είτε για να απαλλαγεί ο εργοδότης από τον εργαζόμενο είτε για να εκφοβίσει τους άλλους εργαζόμενους, ώστε αυτοί να απόσχουν από τη συνδικαλιστική οργάνωση ή δράση. Ο εργοδότης πρέπει όμως να τελεί σε γνώση της συνδικαλιστικής ιδιότητας του εργαζομένου, ο οποίος θα πρέπει να τον έχει ενημερώσει εγγράφως για να καλύπτεται νομικά.

γ.Απόλυση λόγω απόκρουσης από τον εργαζόμενο επιβληθείσας μονομερούς βλαπτικής μεταβολής ή άρνησης εκτέλεσης μη συμβατικών καθηκόντων
Καταχρηστική ως αντίθετη στα αντικειμενικά όρια του 281 ΑΚ είναι και η καταγγελία που γίνεται από εχθρότητα προς το πρόσωπο του εργαζομένου και για το λόγο ότι αυτός απέκρουσε την από τον εργοδότη επιχειρηθείσα μονομερή και βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας. Η ίδια ακριβώς αντιμετώπιση προσήκει και στην περίπτωση που ο εργαζόμενος αρνείται να εκτελέσει εργασία που δεν εμπίπτει στα συμβατικά καθήκοντα  και ο εργοδότης από λόγους εκδίκησης προς το πρόσωπό του τον απολύει. Τα παραπάνω ισχύουν όταν ο εργοδότης υπερβαίνει τα όρια του «διευθυντικού του δικαιώματος», κατά μια έννοια το δικαίωμα που του παρέχει ο Νόμος για τη λήψη αποφάσεων προς τη βελτιστοποίηση της λειτουργίας της επιχείρησης, το οποίο όμως περιορίζεται κατά τους όρους του 281 ΑΚ.

2.Καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας που γίνεται για οικονομικοτεχνικούς λόγους
Στην περίπτωση απόλυσης που οφείλονται σε οικονομικοτεχνικούς λόγους όπως είναι μεταξύ άλλων η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών ή τμημάτων της επιχείρησης και η μείωση του προσωπικού για λόγους οικονομιών που επιβάλλονται από συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες τις οποίες αντιμετωπίζει η επιχείρηση, η απόφαση του εργοδότη να ανταπεξέλθει στη διαφαινόμενη οικονομική κρίση της επιχείρησης δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια. Ελέγχεται όμως αφενός μεν ο αιτιώδης σύνδεσμος της επιλογής αυτής και της καταγγελίας συγκεκριμένου εργαζομένου ως εσχάτου μέσου αντιμετώπισης των προβλημάτων της επιχείρησης και αφετέρου ο τρόπος επιλογής του εν λόγω εργαζομένου ως απολυτέου, η οποία επιλογή πρέπει να πραγματοποιείται με αντικειμενικά κριτήρια, όπως δηλαδή επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Ειδικότερα, ο εργοδότης οφείλει κατά την επιλογή του απολυτέου μεταξύ των εργαζομένων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και ειδικότητα και είναι του ίδιου επιπέδου από άποψη ικανότητας, προσόντων  και υπηρεσιακής απόδοσης να λάβει υπ’ όψιν του και να συνεκτιμήσει τα κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια της αρχαιότητας, η οποία ως αντικειμενικό κριτήριο εκτιμάται υπό την έννοια της διάρκειας της απασχόλησης του εργαζομένου στη συγκεκριμένη επιχείρηση, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η προϋπηρεσία σε άλλους εργοδότες, της ηλικίας, της οικογενειακής κατάστασης κάθε μισθωτού, της αποδοτικότητας και τη δυνατότητα εξεύρεσης απ’ αυτόν άλλης εργασίας ή έστω να προτείνει στο μισθωτό που πρόκειται να απολυθεί την απασχόλησή του σε άλλη θέση εφόσον βεβαίως υπάρχει τέτοια κενή θέση στην επιχείρησή του και ο υπό απόλυση είναι κατάλληλος να εργαστεί σ’ αυτήν.

3. Καταχρηστική απόλυση συνεπεία παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας
Αν στον κανονισμό εργασίας του εργοδότη προβλέπονται πειθαρχικά παραπτώματα και αντίστοιχες ποινές, τότε κατ’ αρχήν ο εργοδότης δεν υποχρεούται να επιλέξει, αντί της καταγγελίας, την επιβολή πειθαρχικής ποινής, λόγω της διαφορετικής λειτουργίας τους. Και αυτό γιατί με την πρώτη απομακρύνεται ο εργαζόμενος διότι η εργασιακή σχέση δεν μπορεί συνεχιστεί ως επαχθής για τον εργοδότη, ενώ με τη δεύτερη επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχείρησης. Η προσφυγή του εργοδότη στην καταγγελία ελέγχεται κατά το άρθρο 281 ΑΚ από το δικαστήριο το οποίο ερευνά αν στη συγκεκριμένη περίπτωση με την άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού. Ειδικότερα το δικαστήριο, κατόπιν σχετικού ισχυρισμού, εξετάζει αν υπάρχουν άλλα ηπιότερα από την καταγγελία μέτρα, εξίσου πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτή σκοπού, δηλαδή αν η καταγγελία είναι όχι μόνο πρόσφορο αλλά και αναγκαίο μέσο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του εργοδότη. Ο εργοδότης οφείλει να ασκεί το δικαίωμα καταγγελίας με κάθε δυνατή φειδώ. Έτσι η κατάργηση της θέσης εργασίας ως συνέπεια της απόφασης του εργοδότη να προβεί σε αναδιάρθρωση της επιχείρησης δε δικαιολογεί την απόλυση του εργαζομένου που κατέχει τη συγκεκριμένη θέση, όταν κατά τον χρόνο της απόλυσης υπάρχουν κενές θέσεις στο ίδιο ή σε άλλα τμήματα της επιχείρησης στις οποίες μπορεί να απασχοληθεί ο εργαζόμενος. Η μετάθεση πρέπει σε κάθε περίπτωση να προηγείται της απολύσεως.
4.Καταχρηστική απόλυση όταν οφείλεται σε απαγορευμένη διάκριση βάσει των Ν. 3304/2005 και 3896/2010
Η καταγγελία είναι καταχρηστική και στις περιπτώσεις όπου η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας έχει ως αιτία ένα προσωπικό στοιχείο το οποίο δεν επιτρέπεται να αποτελέσει κριτήριο για τη λήψη αποφάσεως του εργοδότη για απόλυση. Πρόκειται για τα στοιχεία για τα οποία τόσο ο κοινοτικός νομοθέτης (Οδηγίες 2002/73, 2000/43, 2000/78) όσο και ο εθνικός νομοθέτης (Ν. 3304/2005, 3896/2010) θεσπίζουν απαγορεύσεις διακρίσεων λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού του εργαζομένου. Στις περιπτώσεις αυτές δεν απαιτείται η προσφυγή στο άρθρο 281 ΑΚ και στα ειδικότερα κριτήρια τα οποία αυτό ορίζει αλλά αρκεί να συνδέεται αιτιωδώς η απόλυση με ένα από τα παραπάνω γνωρίσματα.
Καθότι οι επικρατούσες συνθήκες στην εγχώρια αγορά εργασίας, αντίθετα με το γράμμα του Νόμου, αποτελούν σε κάποιες περιπτώσεις μια αφορμή ώστε ο εργοδότης να προβαίνει σε παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας, συστήνεται η καλύτερη ενημέρωση των εργαζομένων για τα εργασιακά τους δικαιώματα, ώστε να αποφεύγονται τυχόν εις βάρος του αυθαιρεσίες.
ΠΗΓΗ:https://deltanews.eu/periptosis-katachristikotitas-tis-k/

ΜΟΝ. ΕΦ. ΑΘΗΝΩΝ 1587/2016 ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΑΠΟΛΥΣΗ – ΑΠΟΛΥΣΗ ΓΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΤΕΧΝΙΚΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ – ΔΥΣΜΕΝΗΣ ΜΕΤΑΒΟΛΗ – ΗΘΙΚΗ ΒΛΑΒΗ (ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗ)
ΜΟΝ. ΕΦ. ΑΘΗΝΩΝ 1587/2016  ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΑΠΟΛΥΣΗ – ΑΠΟΛΥΣΗ ΓΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΤΕΧΝΙΚΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ – ΔΥΣΜΕΝΗΣ ΜΕΤΑΒΟΛΗ – ΑΟΡΙΣΤΙΑ ΑΓΩΓΗΣ – ΗΘΙΚΗ ΒΛΑΒΗ (ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗ)

Με την από ………. και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………… αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη οριστική απόφαση οι ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες, ισχυρίστηκαν ότι προσλήφθηκαν από την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα εταιρεία με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στις 16-10-1988 η πρώτη, στις 17-03-1988 η δεύτερη και στις 23-02-1988 η τρίτη από αυτές, προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με την ειδικότητα των υπαλλήλων γραφείου η πρώτη και η τρίτη και με την ειδικότητα της ερευνήτριας η δεύτερη. Ότι σε εκτέλεση των ανωτέρω συμβάσεων εργασίας τους προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στην εναγομένη μέχρι τις 11-01- 2013, οπότε η τελευταία προέβη σε καταγγελία με προειδοποίηση των συμβάσεών τους αυτών, υπό τις ειδικότερα εκτιθέμενες σε αυτή (αγωγή) συνθήκες και περιστάσεις. Ότι η καταγγελία αυτή των συμβάσεών τους είναι άκυρη: 1) ως καταχρηστική για τους λόγους ότι η εναγομένη α) προέβη στην καταγγελία από λόγους εκδικητικότητας και τιμωρίας στο πρόσωπό τους, αλλά και με σκοπό παραδειγματισμού των λοιπών εργαζομένων και όχι για τους επικαλούμενους από αυτή οικονομοτεχνικούς λόγους, β) δεν αναζήτησε ηπιότερο μέσο από την καταγγελία, για τη διάσωση των θέσεων εργασίας τους, αλλά επέλεξε το επαχθέστερο αυτό μέσο της καταγγελίας και γ) δεν προέβη σε ορθή επιλογή αυτών ως απολυτέων, με βάση αντικειμενικά, υπηρεσιακά και κοινωνικά κριτήρια, και 2) λόγω μη εμπρόθεσμης καταβολής των κατά νόμο δόσεων της αποζημιώσεως απολύσεώς τους. Ότι από την άκυρη και καταχρηστική αυτή καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους, υπέστησαν ηθική βλάβη, καθόσον η πλήρως απαξιωτική και δυσφημιστική απόλυσή τους μετά από χρόνια ευδόκιμης υπηρεσίας, δημιουργεί αρνητικά σχόλια στην οικεία επαγγελματική αγορά και στους συναδέλφους τους ως προς την επαγγελματική τους επάρκεια και την ικανότητα απόδοσης, με συνέπεια να καθίσταται αδύνατη η εξεύρεση νέας εργασίας. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγουσες ζήτησαν: α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 11-01-2013 καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας τους, β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται την εργασία τους, υπό τους προ της καταγγελίας όρους, καταδικαζομένη σε περίπτωση αρνήσεώς της να συμμορφωθεί, σε χρηματική ποινή τριακοσίων ευρώ για κάθε ημέρα παράβασης της εν λόγω υποχρέωσής της, για κάθε μία από αυτές, γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 11-01-2013 έως 11-01-2014, το ποσό των 19.502 ευρώ στην πρώτη, των 45.570 ευρώ στη δεύτερη και των 31.528 ευρώ στην τρίτη ενάγουσα, με το νόμιμο τόκο αφότου κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό μέχρι την εξόφληση και δ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει σε καθεμία από τις ενάγουσες το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.   Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 2219/2014 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και ειδικότερα αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της από 11-01-2013, καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας των εναγουσών και υποχρεώθηκε η εναγομένη να απασχολεί τις ενάγουσες, κατά τους όρους των εργασιακών τους συμβάσεων και να τους καταβάλει για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 11-01-2013 έως 09-12-2013 (και μετά από συμψηφισμό των σχετικών ποσών που δικαιούνταν για την αιτία αυτή, με το ποσό της αποζημιώσεως απολύσεως που έλαβαν), καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το συνολικό ποσό των 2.134,17 ευρώ στην πρώτη, των 4.585,96 ευρώ στη δεύτερη και των 3.265,61 ευρώ στην τρίτη ενάγουσα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση.   Κατά της πρωτόδικης αυτής οριστικής αποφάσεως παραπονείται η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή της και να εξαφανιστεί, άλλως μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να απορριφθεί η αγωγή των εναγουσών – εφεσίβλητων στο σύνολό της.
Από τις διατάξεις των άρθρων 648, 669 του ΑΚ, 1 και 3 του ν.2112/1920, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 5 και 7 του ν. 3198/1955, σαφώς συνάγεται ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου αποτελεί δικαίωμα του καταγγέλλοντος εργοδότη ή εργαζομένου, η οποία ασκείται με δικαιοπραξία μονομερή, απευθυντέα και είναι αναιτιώδης, με την έννοια ότι δεν απαιτείται να αιτιολογείται από τον καταγγέλλovτα και συνεπώς το κύρος της δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε. Η άσκηση όμως του σχετικού δικαιώματος της καταγγελίας δεν είναι απεριόριστη και ανέλεγκτη, αλλά υπόκειται στους περιορισμούς που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή δεν πρέπει να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, γιατί διαφορετικά είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174 και 180 του ΑΚ (βλ. ΑΠ 247/2012, ΑΠ 84/2011, ΑΠ 1267/2011, ΑΠ 581/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Θεωρείται δε ότι υφίσταται κατάχρηση δικαιώματος επί απολύσεως υπαλλήλου, όταν αποδειχθεί ότι αυτή έγινε για λόγους άσχετους με την εκτέλεση της σύμβασης εργασίας και από τους οποίους δυσαρεστήθηκε ο εργοδότης. Όταν δηλαδή γενικά η γενόμενη απόλυση δεν δικαιολογείται από το καλώς εννοούμενο επαγγελματικό συμφέρον του εργοδότη ή από άλλες αντισυμβατικές ενέργειες του εργαζόμενου, από τις οποίες τυχόν επηρεάζεται ο κανονικός ρυθμός της εργασίας ( βλ. ΑΠ 677/2014, ΑΠ 1601/2011, ΑΠ 1601/2011, ΑΠ 1102/2001 ΑΠ 1318/2000, ΑΠ 380/2000, ΑΠ 1107/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, δεν θεωρείται καταχρηστική η απόλυση όταν γίνεται πράγματι για οικονομοτεχνικούς λόγους, δηλαδή λόγους που εξυπηρετούν ανάγκες περιορισμού του προσωπικού, καθώς επίσης και ανάγκες οργανωτικών ή διαρθρωτικών αλλαγών της επιχείρησης, στα πλαίσια του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη ή για λόγους πλημμελούς ασκήσεως των καθηκόντων του μισθωτού, καθώς και λόγω μη εκπληρώσεως των συμβατικών του υποχρεώσεων (βλ ΑΠ 1601/2011, ΑΠ 326/2001, ΑΠ 1318/2000, ΑΠ 688/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη ως καταχρηστική όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος, εχθρότητα ή σε λόγους εκδίκησης συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου, η οποία δεν συνδέεται με την ομαλή και αποδοτική άσκηση της εργασίας του. Τέτοιος λόγος υπάρχει και όταν ο μισθωτός διεκδίκησε δικαστικώς ή εξωδίκως νόμιμα δικαιώματά του, όπως τις νόμιμες ή συμβατικές αποδοχές του, ή την τήρηση των όρων εργασίας του, ή προσέφυγε στην επιθεώρηση εργασίας ή στο δικαστήριο για να διεκδικήσει τα νόμιμα δικαιώματά του, έστω και αν η ασκηθείσα προσφυγή ή αγωγή ελέγχθηκε τελικώς αβάσιμη (βλ. ΑΠ 460/2013, ΑΠ 987/2013, ΑΠ 581/2011, ΑΠ 1267/2011, ΑΠ 924/2010 ΑΠ 1539/2001, ΑΠ 1318/2000, ΑΠ 1107/2000, ΑΠ 380/2000, ΕφΑΘ 7187/2001, ΕφΑθ 8219/2000, ΕφΘεσ 1341/2000 ΤΝΠ Νόμος). Τέτοιος λόγος επίσης υπάρχει και όταν η καταγγελία φαίνεται να γίνεται για οικονομοτεχνικούς λόγους, δηλαδή για την αναδιοργάνωση της επιχείρησης του εργοδότη, που καθιστά αναγκαία τη μείωση του προσωπικού, εφόσον οι λόγοι αυτοί είναι προσχηματικοί και υποκρύπτουν πράγματι μίσος, εμπάθεια ή κακοβουλία, ή όταν είναι πραγματικοί, αλλά δεν έγινε επιλογή των απολυομένων με αντικειμενικά κριτήρια (υπηρεσιακά ή κοινωνικά), οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 216 παρ. 1α του ΚΠολΔ, ο μισθωτός, ο οποίος προβάλλει αξιώσεις από άκυρη για το λόγο αυτό καταγγελία, οφείλει με ποινή απαραδέκτου, λόγω αοριστίας της αγωγής του, να εκθέσει σαφώς, είτε καθ’ υποφοράν στην αγωγή του, είτε αντενιστάμενος με τις προτάσεις του, εκτός από τις δικές του ανάγκες, την αρχαιότητα, την ηλικία και την οικονομική και οικογενειακή του κατάσταση και εκείνες συγκεκριμένων συναδέλφων του που έπρεπε να απολυθούν αντί αυτού (βλ ΑΠ 31/2013, ΑΠ 355/2009, ΑΠ 63/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δεν συντρέχει, όμως, περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας όταν δεν υπάρχει για αυτή κάποια αιτία, αφού, ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ’ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέσθηκε για αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς, ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξ αιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλει το άρθρο 281 ΑΚ (βλ ΑΠ 2093/2014, ΑΠ 460/2013, ΑΠ 581/2011, ΑΠ 84/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, ο εργαζόμενος έχει εύλογο ηθικό και υλικό συμφέρον αφενός να μη χάσει το επί της θέσης εργασίας δικαίωμά του και αφετέρου να μη μεταβληθεί αυθαίρετα από τον εργοδότη το δικαίωμά του αυτό, όπως έχει διαμορφωθεί από το νόμο και τη σύμβαση εργασίας του, για τους λόγους δε τούτους μια τέτοια μονομερής βλαπτική και κυρίως αυθαίρετη εκ μέρους του εργοδότη μεταβολή των όρων εργασίας συγκεκριμένου εργαζομένου, κατ’ αρχάς απαγορεύεται (βλ Στ. Βλαστού, «Η Σύμβαση Εξαρτημένης Εργασίας», τόμ. Ι, σελ 647, Κουκιάδη, «Η μετάθεση του μισθωτού εν τη εργασιακή συμβάσει», Αρμ. 1972,208). Αφετέρου όμως, ο εργοδότης ασκώντας το διευθυντικό του δικαίωμα έχει την εξουσία να προσδιορίσει το περιεχόμενο της υποχρεώσεως του μισθωτού για παροχή εργασίας καθορίζοντας τους όρους της παροχής της, τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο, εφόσον οι όροι αυτοί δεν έχουν προσδιορισθεί από κανόνες δικαίου ή από την εργασιακή σύμβαση. Δηλαδή, ο εργοδότης ως διευθυντής της εκμεταλλεύσεως, έχει την εξουσία να οργανώνει και να διευθύνει την επιχείρησή του με βάση τα κρινόμενα απ’ αυτόν ως πλέον αποτελεσματικά γι’ αυτή κριτήρια. Στα πλαίσια του διευθυντικού του αυτού δικαιώματος ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να προβεί σε απολύσεις εργαζομένων, οι οποίες είναι έγκυρες, εφόσον οφείλονται σε λόγους σχετιζόμενους με την οικονομοτεχνική κατάσταση της επιχείρησής του, όπως η μείωση των εργασιών της, ή η αναδιοργάνωση των θέσεων του προσωπικού της, η οποία έχει ως συνέπεια να καθίστανται οικονομικά ασύμφορες και συνεπώς περιττές θέσεις εργασίας, που ως τώρα καλύπτονταν με προσωπικό. Το εν λόγω όμως διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη να οργανώνει και να διευθύνει την επιχείρησή του με βάση τα κρινόμενα απ’ αυτόν ως πλέον αποτελεσματικά γι’ αυτή κριτήρια, δεν επιτρέπεται να ασκείται κατά τρόπο με τον οποίο να προκαλείται υλική και ηθική ζημία στο μισθωτό, κατά παράβαση διατάξεως νόμου ή της ατομικής συμβάσεως εργασίας, ή κατά καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ. Στις περιπτώσεις αυτές υπάρχει μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, που παρέχει στο μισθωτό, αν δεν αποδέχεται τη μεταβολή, το δικαίωμα, είτε να εμμείνει στη σύμβαση και να απαιτήσει από τον εργοδότη να αποδέχεται την προσφερόμενη εργασία, υπό τους, πριν από τη μεταβολή, όρους, καθιστώντας αυτόν, διαφορετικά, υπερήμερο περί την αποδοχή της εργασίας του, είτε να θεωρήσει τη μεταβολή ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας και να αξιώσει τη νόμιμη αποζημίωση (βλ ΑΠ 195/2015, ΑΠ 24/2014, ΑΠ 77/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, επί απολύσεων που οφείλονται σε οικονομοτεχνικούς λόγους, σκοπός των οποίων είναι η προσαρμογή του προσωπικού στις ανάγκες της επιχειρήσεως και η αναδιάρθρωση των υπηρεσιών της με τη μείωση του προσωπικού για καλύτερη απόδοσή της, η απόφαση του εργοδότη να ανταπεξέλθει με τον τρόπο αυτό στον παραπάνω σκοπό δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια από πλευράς σκοπιμότητας ή αναγκαιότητας, γιατί αυτή ανήκει στη σφαίρα του επιχειρηματικού κινδύνου, που ο εργοδότης αναλαμβάνει, και του ως άνω, κατ’ άρθρο 652 ΑΚ, διευθυντικού του δικαιώματος επί της επιχείρησής του. Η στάθμιση δηλαδή αυτή ανήκει στον εργοδότη, που έχει υπόψη του όλα τα στοιχεία της επιχειρήσεώς του και της αγοράς. Η καταγγελία όμως αυτή της εργασιακής σχέσεως, που αποτελεί το έσχατο μέσο αντιμετωπίσεως της οργάνωσης και των προβλημάτων της επιχειρήσεως, ελέγχεται από τα δικαστήρια ως προς την αλήθεια και τον αιτιώδη σύνδεσμο της επιλογής αυτής, με το άρθρο 281 του ΑΚ, δηλαδή από την άποψη της καταχρηστικής ασκήσεως του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη, δηλαδή αφενός αν η καταγγελία ήταν αναπόφευκτη ή θα ήταν δυνατή για τον εργοδότη η επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού της αναδιάρθρωσης των υπηρεσιών της επιχειρήσεώς του με τη λήψη άλλων ηπιότερων μέσων, όπως απασχόληση του μισθωτού σε άλλη θέση ή μερική απασχόληση, ακόμη και με τη χρήση της λεγόμενης τροποποιητικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας και αφετέρου ο τρόπος επιλογής προς απόλυση του εν λόγω εργαζομένου, η οποία πρέπει να πραγματοποιείται με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια του άρθρου 281 του ΑΚ (βλ. ΑΠ 638/2008, ΑΠ 1837/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου ο εργοδότης, ο οποίος αντιμετωπίζει οικονομοτεχνικά προβλήματα, ασκώντας νομίμως το διευθυντικό δικαίωμά του (ΑΚ 652), μπορεί, για να αποδεσμευθεί από τους δυσμενείς γι’ αυτόν όρους της εργασιακής συμβάσεως, να συνδέσει την καταγγελία της, με τη μη αποδοχή εκ μέρους του μισθωτού των προτάσεών του για μεταβολή των όρων αυτών (τροποποιητική καταγγελία). Έτσι στην περίπτωση οικονομοτεχνικών προβλημάτων, η τροποποιητική καταγγελία θεωρείται ότι καλύπτεται από το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη, όταν ασκείται ακριβώς προς αποφυγή της απόλυσης του εργαζόμενου και ως ηπιότερη εναλλακτική λύση (σε σχέση με την απόλυση), για τον εργαζόμενο αυτό. Ειδικότερα “τροποποιητική καταγγελία” ονομάζεται η καταγγελία που συνδυάζεται με πρόταση για τροποποίηση των όρων της συμβάσεως εργασίας, η οποία – κατ’ εξαίρεση – γίνεται δεκτή ως έγκυρη, γιατί πρόκειται για εξουσιαστική αίρεση, της οποίας η πλήρωση εξαρτάται από τη θέληση του αποδέκτη της, ελέγχεται δε η καταγγελία αυτή ως καταχρηστική μόνον αν δεν δικαιολογείται από τη συμπεριφορά, ή το πρόσωπο του εργαζομένου, ή από τις ανάγκες της εκμεταλλεύσεως, ή αν οι λόγοι που επικαλείται ο εργοδότης είναι προσχηματικοί (Βλ. Ζερδελή, Η απόλυση ως ultima ratio, 1991, σελ. 252, W. Blomeyer, Μεταβολές των όρων εργασίας από τον εργοδότη για οικονομικούς λόγους, ΔΕΝ 49,412 επ., Δ. Ζερδελή, Ο δικαστικός έλεγχος των απολύσεων για οικονομικοτεχνικούς λόγους, ΔΕΝ 49.161 επ., Γ. Λεβέντη, Η μεταβολή των όρων της συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας, σελ. 93 επ., ΑΠ 1199/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 858/1989 ΔΕΝ 46.541 ). Η καταγγελία δηλαδή αυτή, που ακολουθεί την άρνηση του μισθωτού να δεχθεί μεταβολή, δεν είναι καταχρηστική από μόνο το γεγονός ότι αιτία της είναι η άρνηση του μισθωτού να συναινέσει στη μεταβολή, αλλά υπόκειται σε κρίση ως προς τους όρους της με βάση το άρθρο 281 ΑΚ, δηλαδή ελέγχεται με αντικειμενικά κριτήρια αν το δικαίωμα του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, επειδή ο μισθωτός δεν συναίνεσε στη μεταβολή των όρων της, αντίκειται στους όρους της άνω διατάξεως (ΑΚ 281) και δη αν η αξίωσή του για μεταβολή των όρων δικαιολογείται ή μη από τις συνθήκες και τις ανάγκες της επιχειρήσεως και εκμεταλλεύσεως ή από λόγους που σχετίζονται με το πρόσωπο του μισθωτού. Έτσι δεν αρκεί η επίκληση οποιουδήποτε οικονομικού συμφέροντος του εργοδότη για να ισχυροποιήσει την τροποιητική καταγγελία, αλλά θα πρέπει το συμφέρον αυτό να είναι όχι μόνο αληθινό, αλλά νόμιμο και εύλογο (βλ. ΑΠ 944/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, σε κάθε περίπτωση που η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι άκυρη, είτε ως καταχρηστική, είτε γιατί έγινε χωρίς την τήρηση του έγγραφου τύπου ή την καταβολή της πλήρους αποζημιώσεως, θεωρείται σαν να μην έγινε ( άρθρα 174, 180 του Α.Κ. ) και ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος έναντι του εργαζομένου, του οποίου δεν αποδέχεται την εργασία, υποχρεούμενος να του καταβάλει κατά τις διατάξεις των άρθρων 349, 350, και 656 του Α.Κ. τις αποδοχές του για το διάστημα της υπερημερίας του (βλ. ΑΠ 922/2010, ΑΠ 101/2009, ΑΠ 1747/2008, ΑΠ 14812005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως αποδοχές νοούνται ο μηνιαίος μισθός του, καθώς και οι πάσης φύσεως πρόσθετες αποδοχές, εφόσον οι εν λόγω πρόσθετες αποδοχές έχουν μισθολογικό χαρακτήρα, τις οποίες κατέβαλε στο μισθωτό ο εργοδότης σταθερά και μόνιμα, κατά μήνα κατά το χρόνο της πραγματικής εργασίας του και -τις- οποίες ο τελευταίος με πιθανότητα θα ελάμβανε αν ο εργοδότης αποδεχόταν τις υπηρεσίες του (βλ. ΑΠ 389/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 656 του ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 61 του v. 4139/2013 (ΦΕΚ Α’ 74/20-3-2013), που καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις ( σύμφωνα με το άρθρο 98 του νόμου αυτού), σαφώς προκύπτει ότι, σε περίπτωση ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου εργαζομένου, το δικαστήριο, εφόσον υποβλήθηκε σχετικό αίτημα, διατάσσει την πραγματική απασχόληση του εργαζομένου αυτού, στη θέση την οποία κατείχε πριν την άκυρη καταγγελία, χωρίς να έχει την ευχέρεια να απορρίψει το σχετικό αίτημα ή να αξιώσει περισσότερα στοιχεία, για τη θεμελίωσή του ( βλ. ΑΠ 2011/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, προς εναρμόνιση της ελληνικής εργατικής νομοθεσίας με την οδηγία 91/553 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκδόθηκε το π.δ. 156/1994, με το οποίο επιβάλλεται σε κάθε εργοδότη η υποχρέωση να ενημερώνει τον εργαζόμενο σχετικά με τους όρους της σύμβασης ή της εργασιακής σχέσης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του ως άνω π.δ., η ενημέρωση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) τα στοιχεία ταυτότητας των συμβαλλομένων, β) τον τόπο παροχής της εργασίας, την έδρα της επιχείρησης ή τη διεύθυνση κατοικίας του εργοδότη, γ) τη θέση ή την ειδικότητα του εργαζομένου, τον βαθμό του, την κατηγορία της απασχόλησής του, καθώς και το αντικείμενο της εργασίας του, δ) την ημερομηνία της έναρξης της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας και τη διάρκεια αυτής, αν καταρτίζεται για ορισμένο χρόνο, ε) τη διάρκεια της αδείας με αποδοχές που δικαιούται ο εργαζόμενος, καθώς και τον τρόπο και χρόνο χορήγησης της, στ) το ύφος της αποζημίωσης που οφείλεται και τις προθεσμίες που πρέπει να τηρούν εργοδότης και εργαζόμενος, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, σε περίπτωση λύσεως της σύμβασης εργασίας με καταγγελία, ζ) τις πάσης φύσεως αποδοχές που δικαιούται ο εργαζόμενος και την περιοδικότητα καταβολής τους, η) τη διάρκεια της κανονικής ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης του εργαζομένου, θ) αναφορά της συλλογικής ρύθμισης που έχει εφαρμογή και καθορίζει τους ελάχιστους όρους αμοιβής του εργαζομένου. Η πληροφόρηση για τα στοιχεία των περιπτώσεων ε’, στ’, ζ’ και η’ μπορεί να γίνεται και με παραπομπή στις ισχύουσες διατάξεις της Εργατικής Νομοθεσίας. Το παραπάνω π.δ. δεν έχει ως σκοπό να επιβάλλει στον εργοδότη οποιουδήποτε νέους όρους και συνθήκες εργασίας ή οποιαδήποτε μεταβολή των υφισταμένων, αλλά καθιερώνει απλά υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους ισχύοντες όρους και συνθήκες εργασίας, όπως αυτοί καθορίζονται είτε από το νόμο, είτε από την ατομική συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου. Η υποχρέωση ενημέρωσης αφορά την ήδη υπάρχουσα νομική κατάσταση της σύμβασης ή της εργασιακής σχέσης και δεν δημιουργεί νέα κατάσταση ή νέα συμφωνία. Ενόψει αυτού, χωρίς την ύπαρξη ειδικής συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και μισθωτού, με την οποία να γίνεται ρητή παραπομπή στους κανονιστικούς όρους ορισμένης ΣΣΕ, μόνη η έγγραφη ενημέρωση του εργαζομένου, κατά τις διατάξεις του π.δ. 156/1994, για τις ισχύουσες κατά το χρόνο της ενημέρωσης συλλογικές ρυθμίσεις, στις οποίες περιλαμβάνεται και η ΣΣΕ που ενσωματώνει τον Οργανισμό Προσωπικού του εργοδότη, δεν καθιστά αυτοδικαίως τους όρους της συγκεκριμένης ΣΣΕ και όρους της ατομικής σύμβασης του μισθωτού, αφού η ενημέρωση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πρόταση του εργοδότη για κατάρτιση συμβάσεως και συνεπώς δεν νοείται η κατάρτιση οιασδήποτε συμβάσεως με την από τους εργαζομένους αποδοχή της παραπάνω ενημέρωσης. Με την εκτέλεση, δηλαδή, εκ μέρους του εργοδότη των όσων επιβάλλουν οι διατάξεις του π.δ. 156/1994, γίνεται απλώς ενημέρωση του εργαζομένου για τους ισχύοντες όρους, που διέπουν τη σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτοί καθορίζονται ήδη από το νόμο και την ατομική σύμβαση, και δεν επέρχεται κάποια μεταβολή στη συγκεκριμένη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας από μόνη την ενέργεια αυτή (βλ. ΑΠ 251/2012, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 86012010, ΑΠ 1587/2010, ΑΠ 1100/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς πάντως να αποκλείεται με βάση τις συγκεκριμένες περιστάσεις βούληση των μερών για ενσωμάτωση των όρων της ενημέρωσης στην ατομική σύμβαση του εργαζομένου (βλ. και ΑΠ 1587/2010, ΑΠ 110012009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). ………………..
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η μη πλήρης αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (βλ. ΑΠ 1611/2008, ΑΠ 187/2006, ΕΠ 90/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 299 και 932 του ΑΚ συνάγεται ότι
προϋπόθεση για την υποχρέωση καταβολής χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω προσβολής της προσωπικότητας, είναι πράξη παράνομη και υπαίτια, η οποία συνεπάγεται την προσβολή αυτή. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 57 του Α.Κ. όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, κατά δε το άρθρο 59 του Α.Κ., στις περιπτώσεις των δυο προηγουμένων άρθρων (στα οποία περιλαμβάνεται και το άρθρο 57 ΑΚ), το Δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί, και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής μπορεί επί πλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Προϋποθέσεις για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων είναι: α) η προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας η οποία προκαλείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση που υπάρχει σε μία ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, πράγμα που συμβαίνει όταν η προσβολή γίνεται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική, σύμφωνα με το άρθρο 281 Α.Κ. ή το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος και γ) για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης απαιτείται να υφίσταται και πταίσμα του προσβολέα (βλ ΟΛ ΑΠ 8/2008, ΑΠ 1987/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό όλων των προαναφερομένων διατάξεων συνάγεται ότι σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη, εφόσον αυτή συντελέστηκε υπό συνθήκες που συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου, ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που προκάλεσε στον εργαζόμενο η προσβολή της προσωπικότητάς του (βλ. ΑΠ 254/2012, ΑΠ 340/2011, ΑΠ 282/2009, ΑΠ 958/2007, ΑΠ 1730/2002, ΑΠ 542/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του εργαζομένου που γίνεται κατά παράβαση του άρθρου 281 του ΑΚ και είναι καταχρηστική, συνιστά παράνομη πράξη, κατά την έννοια του άρθρου 57 του ΑΚ, οπότε αν συντρέχει το στοιχείο της προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου, καθώς και το επιπλέον απαιτούμενο στοιχείο της υπαιτιότητας του εργοδότη, το οποίο πρέπει ο ενάγων – εργαζόμενος να επικαλεστεί στην αγωγή του και να αποδείξει, μπορεί το Δικαστήριο κατ’ εύλογη κρίση να επιδικάσει υπέρ του τελευταίου χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που προκλήθηκε σε αυτόν από την προσβολή εκ μέρους του εργοδότη της προσωπικότητάς του (βλ ΑΠ 191/1990, ΑΠ 2511983, ΑΠ 1678/1981, ΕΔ 26312003, ΕΠ 272/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, όταν εξαφανίζεται ολικώς
ή μερικώς η εκκαλουμένη απόφαση, εξαφανίζεται και το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, επί ολικής εξαφανίσεως, ως αναγκαίο επακόλουθο της εξαφανίσεως της αποφάσεως, επί μερικής δε εξαφανίσεως, ενόψει της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού των δικαστικών εξόδων ως προς όλα τα κεφάλαια της αποφάσεως (βλ. ΑΠ 192/1998 Ελλ. Δικ. 39.825, ΕΠ 114/2011, ΕΠ 464/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)

ΜΠρΑθ 3404/2014
Καταχρηστική μετάθεση και απόλυση εργαζομένου -.
Μετάθεση εργαζομένου χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν τα συμφέροντά του: συνιστά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη και επομένως μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας. Δικαιώματα εργαζομένου επί καταχρηστικής μετάθεσης. Καταχρηστική η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, όταν έγινε από τον εργοδότη εξαιτίας της άρνησης του εργαζομένου να αποδεχθεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας. Η τρίμηνη αποκλειστική προθεσμία για κάθε αξίωση του εργαζομένου από άκυρη καταγγελία της σχέσης εργασίας άρχεται, εφόσον πρόκειται για καταγγελία με προμήνυση, από τη λήξη της προθεσμίας προμήνυσης. Μόνη η άκυρη απόλυση του μισθωτού δεν συνιστά καθεαυτή προσβολή της προσωπικότητάς του. Σε περίπτωση καθυστέρησης ή μη καταβολής οφειλόμενων νόμιμων αποδοχών, δεν παρέχεται στον εργαζόμενο αγωγή αποζημίωσης από αδικοπραξία. Έναρξη τόκων υπερημερίας επί δεδουλευμένων αποδοχών, μισθών υπερημερίας, επιδομάτων εορτών και αδείας. Καταχρηστική η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εργασίας, που έγινε λόγω της άρνησης του εργαζομένου να συμμορφωθεί με απόφαση μετάθεσης, συνιστώσα μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας. Διένεξη της εργαζόμενης με την υπεύθυνη καταστήματος πώλησης ενδυμάτων, εξαιτίας των έντονων πιέσεων της τελευταίας προς την εργαζόμενη να απασχολείται πέραν του μειωμένου λόγω μητρότητας ωραρίου. Μετάθεση της εργαζόμενης με πραγματικό απώτερο σκοπό την εξουθένωσή της και την εξώθησή της σε παραίτηση, χωρίς να εξυπηρετούνται οι ανάγκες της επιχείρησης και χωρίς να ληφθούν υπόψιν οι ατομικές και οικογενειακές ανάγκες και υποχρεώσεις της εργαζόμενης (μητέρας τριών ανήλικων τέκνων). Ηθική και επαγγελματική μείωση της εργαζομένης, λόγω καταχρηστικής μετάθεσης. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Καταχρηστική η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, εφόσον έγινε από ταπεινά ελατήρια και λόγους εκδίκησης, διότι η εργαζόμενη διαμαρτυρήθηκε και διαφώνησε στην καταχρηστική μετάθεσή της.

Αριθμός απόφασης 3404/2014
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών)
        ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Μαρία Σκολαρίκη, Πρωτοδίκη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Αικατερίνη Σπυροπούλου.
        ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, στις 18 Σεπτεμβρίου 2014, προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:



        ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ..., κατοίκου Πειραιά (οδός ...), η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά του πληρεξούσιου της δικηγόρου, …, ο οποίος κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.
        ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης Εταιρίας με τη επωνυμία «ZIC ZAC (ΖΙΚ ΖΑΚ ) - ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑ ΕΙΔΩΝ ΕΝΔΥΣΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στο Ίλιον Αττικής (οδός Φαιστού αρ. 5), νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της .., ο οποίος κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.
        Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 23.10.2013 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 141749/5015/2013, προσδιορίστηκε αρχικά να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 05.03.2014 και μετ'αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, όπου και γράφτηκε στο οικείο πινάκιο υπό τον αριθμό ΧΚΒ-...
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφερόνται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
        Κατά το άρθρο 652 ΑΚ ο εργοδότης έχει το διευθυντικό δικαίωμα να ρυθμίζει κάθε θέμα που ανάγεται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησης του προκειμένου να επιτύχει τους εν γένει σκοπούς της, περιοριζόμενος μόνο από το νόμο και τους όρους της σύμβασης, όπως αυτή ερμηνεύεται κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Κατά, δε, το άρθρο 7 εδ. α'του Ν. 2112/1920, κάθε μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, που βλάπτει τον υπάλληλο, θεωρείται ως καταγγελία αυτής, για την οποία ισχύουν οι διατάξεις του νόμου αυτού. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η εκ μέρους του εργοδότη μονομερής και βλαπτική για τον εργαζόμενο μεταβολή των όρων της σύμβασης του δεν επιφέρει την λύση αυτής, ούτε υποχρεώνει τον μισθωτό ν'αποχωρήσει από την εργασία του, αλλά παρέχει σ'αυτόν το δικαίωμα είτε ν΄ αποδεχθεί ρητά ή σιωπηρά την μεταβολή και να παραμείνει στην εργασία του, καταρτίζοντας έτσι με τον εργοδότη του νέα σύμβαση (άρ. 361 ΑΚ) είτε να θεωρήσει την μεταβολή ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης από τον εργοδότη και αποχωρώντας από την εργασία του ν'αξιώσει την οφειλομένη αποζημίωση, είτε ν'αποκρούσει την μεταβολή και να συνεχίσει να προσφέρει την εργασία του υπό τους αρχικούς όρους αξιώνοντας την τήρηση τους, οπότε, εάν ο εργοδότης αποκρούσει την παροχή εργασίας με τους όρους αυτούς, καθίσταται υπερήμερος και ο μισθωτός δικαιούται ν απαιτήσει μισθούς υπερημερίας, είτε εκφράζοντας την αντίθεση του προς την επελθούσα εις βάρος του μεταβολή, να παράσχει την νέα εργασία του και να προσφύγει στο δικαστήριο, ζητών να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους. Μονομερής μεταβολή θεωρείται κάθε τροποποίηση από τον εργοδότη των όρων εργασίας χωρίς τη συναίνεση του μισθωτού και χωρίς να έχει τέτοιο δικαίωμα ο ίδιος από τη σύμβαση, το νόμο ή τον τυχόν υπάρχοντα κανονισμό εργασίας της επιχειρήσεως. Για την εφαρμογή δε της εν λόγω διατάξεως απαιτείται η μονομερής μεταβολή των όρων εργασίας να είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ'αυτόν άμεσα ή έμμεσα υλική ή και ηθική μόνο ζημία. Μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων αυτών μπορεί να αποτελέσει και η μετάθεση του μισθωτού σε άλλο τόπο από εκείνο που παρέχει την εργασία του, εφόσον έχει συμφωνηθεί το αμετάθετο ή έχει ανατεθεί στον υπάλληλο εργασία κατώτερη από εκείνη που πρόσφερε κατά τους όρους της συμβάσεως εργασίας, η οποία συνδέει το μισθωτό με τον εργοδότη του. Σε περίπτωση όμως που η ανωτέρω μονομερής μεταβολή δεν είναι αντίθετη στο νόμο και τους όρους της συμβάσεως και γίνεται κατ'ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, τότε ο εργαζόμενος προστατεύεται μόνο από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος. Τέτοια καταχρηστική άσκηση υπάρχει όταν ο εργοδότης, ο οποίος διατηρεί περισσότερα καταστήματα για τις ανάγκες της επιχείρησης του σε διάφορους τόπους και έχει το δικαίωμα από τον κανονισμό εργασίας να μεταθέσει το μισθωτό σε κατάστημα που βρίσκεται σε άλλον τόπο από εκείνον στο οποίον υπηρετεί αυτός, δεν λαμβάνει υπόψη του τα συμφέροντα του μισθωτού, και ειδικότερα την κατάσταση της υγείας του, τις ατομικές και οικογενειακές του ανάγκες και υποχρεώσεις, και την μακροχρόνια παραμονή του σε ορισμένο τόπο και τη συνεπεία αυτής δημιουργία ορισμένων συνθηκών διαβίωσης, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα μετακίνησης άλλου υπαλλήλου που μπορεί να ασκήσει το ίδιο αντικείμενο εργασίας και δεν αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, ο οποίος και πρέπει να προτιμάται για τη μετάθεση, αν εξυπηρετούνται έτσι οι λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης, ώστε να μην επιλέγονται εργαζόμενοι, για τους οποίους η εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου έχει προφανώς επαχθέστερες συνέπειες, διότι αλλιώς πρόκειται για ενέργεια που αντίκειται εκδήλως στην καλή πίστη και συνιστά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος και επομένως μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 7 του ν. 2112/1920 και 288, 361, 648, 652 ΑΚ, προκύπτει ότι η μονομερώς επιχειρούμενη από τον εργοδότη βλαπτική μετάθεση ή μετακίνηση του μισθωτού από μία θέση σε άλλη, παρέχει στον τελευταίο το δικαίωμα να αξιώσει την επαναφορά του στην προηγούμενη θέση, ενώ στην περίπτωση της καταχρηστικής άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος η σχετική απόφαση περί μετάθεσης του μισθωτού είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174, 180 Α.Κ. άκυρη και εντεύθεν έχει προσβληθεί η προσωπικότητα του μισθωτού, δικαιούται δε αυτός, εκτός από το να αξιώσει την άρση της παρανομίας με την επαναφορά του στην προηγούμενη κατάσταση, και την κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59 ΑΚ επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστη λόγω της ηθικής ή επαγγελματικής μείωσης του, αφού έχει λάβει χώρα παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του (βλ. ΑΠ 181/2001 ΕλλΔνη 2001. 1593, ΑΠ 1158/2001 ΕλλΔνη 44.453, ΕφΑΘ 3210/2003 ΕλλΔνη 45.226, ΕφΑΘ 1333/ 2002 ΕλλΔνη 44.452, ΕφΑΘ 3195/2003 ΕλλΔνη 45.546, ΕφΑΘ. 2364/1998 ΕλλΔνη 40.398, Στυλιανό Γ. Βλαστό, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2012, σελ. 535 επ). Εξάλλου, η κατά το άρθρο 669 ΑΚ καταγγελία συμβάσεως εργασίας αόριστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοττ γι'αυτό, δεν είναι απαραίτητο να δικαιολογείται από εκείνον που προβαίνε (καταγγελία). Αποτελεί όμως άσκηση δικαιώματος και, κατά συνέπεια, στους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή δεν πρέπει να υπέχει όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον οικονομικό κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος, διότι διαφορετικά είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθρα 174, 180 ΑΚ), οπότε ο εργοδότης, αρνούμενος τις υπηρεσίες του εργαζομένου, καθίσταται υπερήμερος και υποχρεούται στην καταβολή προς αυτόν του μισθού του, κατά τα άρθρα 349, 350 και 656 του ΑΚ. Θεωρείται δε ως καταχρηστική η καταγγελία και όταν αυτή έγινε από τον εργοδότη ένεκα της αρνήσεως του εργαζομένου να αποδεχθεί μονομερή σε βάρος του βλαπτική μεταβολή των συμβατικών όρων (ΑΠ 1407/2009, ΔΕΝ 66.994, Στυλιανό Γ. Βλαστό, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2012, σελ. 706 επ.). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 Ν. 3198/1955 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί καταγγελίας της σχέσεως εργασίας διατάξεων», κάθε αξίωση μισθωτού που πηγάζει από άκυρη καταγγελία της σχέσης εργασίας είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιήθηκε εντός τρίμηνης ανατρεπτικής προθεσμίας από τη λύση της σχέσης εργασίας. Η ως άνω διάταξη αναφέρεται, κατά το σαφές γράμμα της, τόσον στην τακτική με προμήνυση καταγγελία όσον και στην άτακτη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας. Στην τακτική όμως καταγγελία η σχέση λύεται αφότου περάσει το διάστημα της προμηνύσεως (προειδοποιήσεως) στη χρονολογία που ορίζεται, αφού στο διάστημα αυτό η σχέση λειτουργεί και οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των μερών παραμένουν ακέραια. Επομένως, αφετηρία της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας για τις αξιώσεις του μισθωτού, που ως γενεσιουργό αιτία έχουν την ακυρότητα της γενόμενης καταγγελίας της έγκυρης σύμβασης εργασίας, είναι η επόμενη ημέρα της κοινοποιήσεως του εγγράφου της καταγγελίας και εφόσον πρόκειται για άμεση, τακτική, καταγγελία με προειδοποίηση, η τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία έχει ως αφετηρία τη λήξη της προθεσμίας οπότε και ολοκληρώνεται η καταγγελία (ΑΠ 1171/2006, ΝΟΜΟΣ).
       Με την υπό κρίση αγωγή της η ενάγουσα εκθέτει στην αγωγή, καθώς εκτιμάται το περιεχόμενο του δικογράφου αυτής, ότι την 23.05.2006 προσελήφθη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου από την εναγομένη, η οποία δραστηριοποιείται στο χώρο της κατασκευής και εμπορίας ρούχων, προκειμένου να εργαστεί ως πωλήτρια στο κατάστημα της στον Πειραιά. Ότι μετά από διαδοχικές ανανεώσεις η σύμβαση της ετράπη σε αορίστου χρόνου. Ότι, παρότι παρείχε προσηκόντως και ανελλιπώς την εργασία της στο κατάστημα αυτό, της ανακοινώθηκε από την εναγομένη, μονομερώς, η μετάθεση της στο κατάστημα της τελευταίας στο Χαλάνδρι. Ότι η μετάθεση αυτή ήταν καταχρηστική και συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της διότι έγινε από ταπεινά αίτια, και δη διότι αρνούνταν να παραμείνει στο κατάστημα πέραν του νομίμου ωραρίου παρά τις συνεχείς παραινέσεις της υπευθύνου του καταστήματος, και όχι για την κάλυψη πραγματικών αναγκών της επιχείρησης, ενώ δεν λήφθηκαν υπόψη η οικονομικές και οικογενειακές της υποχρεώσεις, η απόσταση από την οικία της και η πολυετής απασχόληση στην επιχείρηση της εναγομένης, σε σχέση και με άλλους συναδέλφους της. Ότι μολονότι αρχικά διαμαρτυρήθηκε έντονα στην ως άνω μετάθεση εμφανίστηκε κανονικά στο κατάστημα της εναγομένης και παρέσχε κανονικά τις υπηρεσίες της. Ότι στις 03.07.2013, σε απάντηση της πιο πάνω διαμαρτυρίας της, η εναγομένη κατήγγειλε εγγράφως με προειδοποίηση τριών μηνών την εργασιακή της σύμβαση και ταυτόχρονα της απεύθυνε εξώδικη δήλωση, με την οποία την ενημέρωνε για τη μετάθεση της στο κατάστημα της στο Χαλάνδρι. Ότι η καταγγελία αυτή είναι άκυρη ως καταχρηστική, διότι έγινε επειδή η ίδια δεν αποδέχθηκε εξαρχής την πιο πάνω βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασίας της και δεν δικαιολογείται (η καταγγελία) από το καλώς εννοούμενο συμφέρον της εναγομένης, αφού δεν σχετίζεται με την κάλυψη πραγματικών αναγκών της επιχείρησης ούτε δικαιολογείται από τη συμπεριφορά της ίδιας (της ενάγουσας), η οποία παρείχε προσηκόντως και ανελλιπώς τις υπηρεσίες της επί επτά συναπτά έτη και διατηρούσε άριστες σχέσεις με όλους τους συναδέλφους της. Ότι η απόλυση της είναι άκυρη και για τον πρόσθετο λόγο ότι η αποζημίωση που της καταβλήθηκε υπολειπόταν της νόμιμης. Ότι, για το λόγο αυτό, η εναγομένη κατέστη υπερήμερη περί την αποδοχή των υπηρεσιών της και της οφείλει μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 03.10.2013 (ημερομηνία λήξης της προθεσμίας που είχε οριστεί στην προμήνυση) έως την 03.03.2014, ήτοι για χρονικό διάστημα 5 μηνών. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητεί κατ'εκτίμηση του αγωγικού αιτήματος και μετά το νομότυπο με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και με τις προτάσεις της σύμφωνα με τα άρθρα 223, 224, 298 ΚΠολΔ, περιορισμό του αιτήματος της αναφορικά με το κονδύλι του επιδόματος Χριστουγέννων: Α) Να αναγνωριστεί η, για τους ανωτέρω λόγους, ακυρότητα της καταγγελίας της εργασιακής της σύμβασης. Β) Να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει α) το ποσό των 5.400,25 ευρώ, άλλως το ποσό των 3.809,55 ευρώ για μισθούς υπερημερίας, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους μηνιαία παροχή καθίσταται ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση β) το ποσό των 606,94 ευρώ, άλλως το ποσό των 275,55 ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων, με το νόμιμο τόκο από την 21.12.2013, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, και γίνεται το ποσό των 2.958,14 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών κατά χρονικό διάστημα από Μάιο του έτους 2012 έως Σεπτέμβριο του έτους 2013, νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επικουρικά, για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η επίδικη έννομη σχέση δε συνιστά έγκυρη σύμβαση εργασίας, ζητεί (το αίτημα περιέχεται στο ιστορικό της αγωγής) τα ανωτέρω ποσά με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, επικαλούμενη ότι η εναγομένη κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερη σε βάρος της δεδομένου ότι τα άνω ποσά θα κατέβαλε σε άλλο μισθωτό, με τα ουσιαστικά και τυπικά προσόντα και την εμπειρία τη δική της κατά το επίδικο χρονικό διάστημα. Γ) Να αναγνωριστεί η ακυρότητα της μετάθεσης της στο κατάστημα του Χαλανδρίου χαρακτηριζόμενης ως μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων της σύμβασης εργασίας της, Ε) Να υποχρεωθεί η εναγομένη να την απασχολεί με τις αυτές εργασιακές συνθήκες ως και προ της άνω καταγγελίας και μετάθεσης, επ'απειλή χρηματικής ποινής σε βάρος της ποσού 3000 ευρώ σε περίπτωσης παραβίασης της ως άνω υποχρέωσης της, και ΣΤ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 3.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητας της συνεπεία της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των συνθηκών εργασίας της (μετάθεση), καθώς και της άκυρης απόλυσης της. Επικουρικά, για την περίπτωση που κριθεί έγκυρη η επίδικη καταγγελία ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει ως διαφορά αποζημίωσης απόλυσης το ποσό των 742,10 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από της απολύσεως της, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η αντίδικος στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, που ασκήθηκε μέσα στην προβλεπόμενη από το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955 τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία, δεδομένου ότι η επικαλούμενη προειδοποίηση για την καταγγελία της εργασιακής σύμβασης της ενάγουσας έλαβε χώρα στις 03.07.2013, η δε προθεσμία της προειδοποίησης έληγε την 02.10.2013 και η κρινόμενη αγωγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 24.10.2013 και επιδόθηκε στην εναγομένη την 01.11.2013, βλ. την υπ'αριθ. 7179 Β/01.11.2013 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ...), αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 14 παρ. 2, 16 αριθμ. 2, 25 του ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών των άρθρων 663 επ. του ίδιου Κώδικα), και είναι εν μέρει νόμιμη,  στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 174, 180, 281, 288, 299, 341, 345, 216, 349, 350, 361, 648, 653, 655, 656, 669, 914, 932 του ΑΚ, 1, 7 Ν. 2112/1920, 5, 6 Ν. 3198/1955, 74 παρ. 2 Ν. 3863/2010, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 του Ν. 3899/2010, 1 Ν. 1082/1980, 3, 4 παρ. 1, 5 του ΑΝ 539/1945, 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966 και 1 παρ. 3 του ΝΔ 4547/1966, 70, 176, 907, 908, 910, 946 ΚΠολΔ, καθώς και σ'εκείνες που αναφέρονται στη νομική σκέψη της παρούσας. Μη νόμιμα και ως εκ τούτου απορριπτέα είναι: α) το αγωγικό αίτημα που ερείδεται στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθόσον η αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι επιβοηθητική, με την έννοια ότι μπορεί να ασκηθεί μόνο αν λείπουν ή αν είναι ανίσχυρες οι προϋποθέσεις της αξίωσης από σύμβαση ή αδικοπραξία, γιατί, σε αντίθετη περίπτωση, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ανυπαρξία ή ελαττωματικότητα της νόμιμης αιτίας (ΟλΑΠ 22/2003, ΑΠ 16/2008, ΑΠ 923/2007 ΝΟΜΟΣ), εν προκειμένω δε η ενάγουσα δεν επικαλείται τυχόν ακυρότητα της εργασιακής της σύμβασης, β) το αίτημα για την καταβολή στην ενάγουσα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης λόγω προσβολής της προσωπικότητας της αναφορικά με το σκέλος που ερείδεται στην άκυρη απόλυση, καθόσον: α) αφενός, μόνη η άκυρη απόλυση του μισθωτού είτε για τυπικούς λόγους είτε λόγω παραβάσεως του άρθρου 281 ΑΚ δεν συνιστά καθαυτή προσβολή της προσωπικότητας αυτού, ώστε να μπορεί να θεμελιώσει κατά τα άρθρα 59 και 932 του ΑΚ αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εκτός αν συντρέχουν και άλλα περιστατικά που συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου (ΑΠ 1540/2006, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 5592/1999 ΕλλΔνη 2000.1402), τα οποία ουδόλως επικαλείται εν προκειμένω η ενάγουσα, β) αφετέρου, η παράλειψη του υπόχρεου προς πληρωμή μισθών δεν οδηγεί στην απώλεια τους και συνεπώς δεν συνιστά αδικοπραξία, η οποία να αποκαθίσταται κατά τις διατάξεις των άρθρων 297-298 και 914 επ. ΑΚ, εξαιτίας ελλείψεως ζημίας, ούτε βρίσκει, νόμιμο έρεισμα η σχετική αξίωση στις διατάξεις για την αδικοπραξία από το λόγο, ότι κατά το άρθρο μόνο παρ. 1 του α.ν. 690/1945 ανάγεται σε ποινικό αδίκημα η παράλειψη του εργοδότη να εκπληρώσει την υποχρέωση του από τη σχέση εργασίας προς πληρωμή του μισθού, συνεπώς, σε περίπτωση καθυστερήσεως ή μη καταβολής οφειλομένων νόμιμων αποδοχών, δεν παρέχεται στον υπάλληλο αγωγή αποζημιώσεως από αδικοπραξία, αλλά ευθεία αγωγή από το νόμο για την πληρωμή των αποδοχών αυτών (βλ. ΑΠ 259/1981 ΝοΒ 29.1486, ΕΦΑΘ 7982/2000 ΕλλΔνη 2002.806, ΕφΘεσ 3200/1998 ΔΕΕ 1999.429). Κατά τα άλλα, νόμιμο είναι το παραπάνω αίτημα καθ'ο μέρος στηρίζεται στην προσβολή της προσωπικότητας λόγω της επικαλούμενης μονομερούς βλαπτικής μεταβολής. Περαιτέρω, όσον αφορά την τοκοδοσία των επίδικων επιμέρους αξιώσεων της ενάγουσας πρέπει να λεχθούν τα εξής: οι δεδουλευμένες αποδοχές και μισθοί υπερημερίας τοκοφορούν από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνον που αφορούν (άρθρα 341, 345, 655 ΑΚ), για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και το επίδομα αδείας, που τάσσεται από τον νόμο (άρθρα 10 της ΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ'εξουσιοδότηση του Ν. 1082/1980, 4 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945, του Ν. 4504/1961 και 1 παρ. 3 του ΝΔ 4547/1966) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου, η 30ή Απριλίου, και η τελευταία το αργότερο ημέρα του οικείου έτους αντιστοίχως), νόμιμος τόκος οφείλεται από την παρέλευση της αντίστοιχης δήλης ημέρας καταβολής (ΟλΑΠ 39-40/2002, ΑΠ 945/2001, ΕΕργΔ 2002.168). Θα πρέπει, λοιπόν, η κρινόμενη αγωγή να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από τις ένορκες καταθέσειςτων μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης (ενός από κάθε διάδικο μέρος), που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, και οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης αυτού, απ'όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται με επίκληση από τους διαδίκους, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 339 και 395 ΚΠολΔ), για μερικά των οποίων θα γίνει αναφορά κατωτέρω, χωρίς, όμως, να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, την υπ'αριθμ. 408/04.03.2014 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της ενάγουσας, ..., η οποία λήφθηκε, κατά την ανωτέρω ημεροχρονολογία (04.03.2014) και ώρα 09.15, ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά ..., κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, ήτοι προ είκοσι τεσσάρων (24) τουλάχιστον ωρών (άρθρο 671 παρ. 1 ΚΠολΔ) κλήτευσης της εναγομένης, (βλ. την υπ'αριθ. 7179 Β /01.11.2013 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ...), την υπ'αριθμ. 4.450/04.03.2014 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος της εναγομένης, ..., η οποία λήφθηκε, κατά την ανωτέρω ημεροχρονολογία (04.03.2014) και ώρα 15.00, ενώπιον του Πειραιώς ..., κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, ήτοι προ είκοσι τεσσάρων (24) τουλάχιστον ωρών (άρθρο 671 παρ. 1 ΚΠολΔ) κλήτευσης της ενάγουσας, (βλ. την υπ'αριθ. 997/26.02.2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά ... αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:



Η ενάγουσα προσλήφθηκε, όπως συνομολογείται από την εναγομένη (άρθρο 352 παρ. 1 του ΚΠολΔ), με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, την 23.05.2006, από την εναγόμενη ανώνυμη εταιρία, που έχει ως αντικείμενο δραστηριοτήτων την παραγωγή και εμπορία ειδών ένδυσης, με το διακριτικό τίτλο ZIC ZAC. Η εν λόγω σύμβαση εργασίας μετά από διαδοχικές ανανεώσεις ετράπη τελικά σε αορίστου χρόνου. Η ενάγουσα τοποθετήθηκε ως πωλήτρια σε ένα από τα καταστήματα που διατηρεί η εναγομένη για τις ανάγκες της επιχείρησης της και συγκεκριμένα στο κατάστημα του Πειραιά, ενώ κατά το επίδικο χρονικό διάστημα απασχολούνταν με μειωμένο ωράριο λόγω μητρότητας κατά τα προβλεπόμενα στο νόμο. Σημειώνεται, ότι δυνάμει όρου της ατομικής σύμβασης εργασίας της ως τόπος παροχής της εργασίας συμφωνήθηκε ότι μπορεί να είναι όλα τα καταστήματα ή και υποκαταστήματα της εταιρίας όπου έχει θέση απασχόλησης ή έννομο συμφέρον η εταιρία. Τα ανωτέρω δεν αμφισβητήθηκαν ειδικά από την εναγομένη (άρθρο 261 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, στο κατάστημα που απασχολούνταν η ενάγουσα στον Πειραιά, εργάζονταν μαζί με την τελευταία κατά την επίδικη περίοδο άλλα δύο άτομα, η ... ως υπεύθυνη του καταστήματος και η ..., πωλήτρια, ήτοι, μαζί με την ενάγουσα, συνολικά τρία άτομα. Τον Ιούνιο του έτους 2013 η εναγομένη τοποθέτησε στο ως άνω κατάστημα του Πειραιά την ..., σε αντικατάσταση της έως τότε υπεύθυνης. Οι σχέσεις της ενάγουσας με την νέα υπεύθυνη του καταστήματος δεν εξελίχθηκαν ομαλά λόγω των συνεχών πιέσεων εκ μέρους της τελευταίας να απασχολείται και πέραν του μειωμένου λόγω μητρότητας ωραρίου (βλ. μετ'επικλήσεως προσκομιζόμενο υπ'αριθ. πρωτ. 27020/09.11.2012 πίνακα προσωπικού). Αποκορύφωμα των διαταραγμένων σχέσεων υπήρξε μία έντονη διένεξη μεταξύ της υπεύθυνης και της ενάγουσας περί τα τέλη Ιουνίου του ίδιου ως άνω έτους με αφορμή το πρόγραμμα των καλοκαιρινών αδειών του καταστήματος, μετά την οποία η υπεύθυνη του καταστήματος ενημέρωσε τη διεύθυνση της εναγομένης. Ακολούθως, την ίδια ημέρα που έλαβε χώρα η εν λόγω διένεξη η εναγομένη δια των εκπροσώπων της ανακοίνωσε προφορικά στην ενάγουσα τη μετάθεση της στο κατάστημα του Χαλανδρίου. Η ενάγουσα διαμαρτυρήθηκε έντονα για την ως άνω απόφαση της εναγομένης, ενώ την 02.07.2013, μία ημέρα μετά την ως άνω ανακοίνωση, μετέβην κανονικά στο κατάστημα του Πειραιά, επιμένοντας να προσφέρει τις υπηρεσίες της εκεί. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι την 03.07.2013 η ενάγουσα εμφανίστηκε στο κατάστημα του Χαλανδρίου επιλέγοντας τελικά να παράσχει τις υπηρεσίες της στο νέο τόπο εργασίας της και να προσφύγει μελλοντικά στην Επιθεώρησης Εργασίας, αλλά και δικαστικώς για την επελθούσα μεταβολή των συνθηκών εργασίας της. Ωστόσο, η εναγομένη δια των εκπροσώπων της, την ίδια ημέρα (03.07.2013), προέβη σε καταγγελία της εργασιακής σύμβασης της ενάγουσας με προειδοποίηση τριών μηνών και συγχρόνως της απεύθυνε εξώδικη - δήλωση με την οποία της γνωστοποιούσε και εγγράφως, πλέον, την μετάθεση της στο κατάστημα του Χαλανδρίου. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και ιδίως από την χρονική ακολουθία με την οποία αυτά εκτυλίχθηκαν καθίσταται σαφές ότι η ως άνω καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας έγινε καταχρηστικά λόγω της άρνησης της να συμμορφωθεί με την απόφαση της εναγομένης να την μεταθέσει στο υποκατάστημα της στο Χαλάνδρι, απόφαση, συνιστάμενη, ταυτόχρονα, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της ενάγουσας. Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι η εν λόγω απόφαση της εναγομένης να μεταθέσει την ενάγουσα από τον Πειραιά στο Χαλάνδρι δεν έγινε για την εξυπηρέτηση των αναγκών της επιχείρησης, καθόσον στη θέση της μετά την απομάκρυνση της από το κατάστημα του Πειραιά τοποθετήθηκε άλλο άτομο, στο δε κατάστημα Χαλανδρίου εργάζονταν ήδη την περίοδο εκείνη δύο πωλήτριες. Άλλωστε, η εναγομένη στην εξώδικη δήλωση - γνωστοποίηση που απεύθυνε στην ενάγουσα αναφερόταν αόριστα σε μετάθεση «.... για κάλυψη των αναγκών της εταιρίας .... και μέχρι γνωστοποίηση νεωτέρας», χωρίς να προσδιορίζει τι είδους έκτακτες ανάγκες καλούνταν η ενάγουσα να καλύψει στο νέο τόπο εργασίας. Στη, δε, εξωδικαστική συζήτηση της ένδικης διαφοράς ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας, επί της οποίας συντάχθηκε το υπ'αριθμ. 365/05.08.2013 δελτίο εργατικής διαφοράς του Τμήματος Κοινωνικής Επιθεώρησης Πειραιά, η εμφανισθείσα, ενταύθα, εκπρόσωπος της εναγομένης παραδέχτηκε ότι η μετάθεση της ενάγουσας έγινε λόγω του προαναφερόμενου έντονου επεισοδίου που εκτυλίχθηκε με την υπεύθυνη του καταστήματος και της εντεύθεν ανάγκης να απομακρυνθεί η μία εκ των δύο από το κατάστημα για λόγους εκτόνωσης της ατμόσφαιρας. Εξάλλου, η μετάθεση της ενάγουσας συνιστά μονομερή βλαπτική ενέργεια της εναγομένης και για το λόγο ότι η μετάβαση της πλέον στη νέα της θέση (Χαλάνδρι) και η επιστροφή στην οικία της (Πειραιά) θα απαιτούσε πολύ χρόνο ημερησίως (δύο ώρες κατά μέσο όρο με μέσα συγκοινωνίας) και επί πλέον σημαντική οικονομική επιβάρυνση αυτής, με δεδομένο μάλιστα ότι το ωράριο απασχόλησης κάποιες ημέρες της εβδομάδας ήταν διακεκομμένο. Η δε εναγομένη ουδόλως έλαβε υπόψη τις ατομικές και οικογενειακές ανάγκες και υποχρεώσεις της ενάγουσας (μητέρα τριών ανήλικων τέκνων), ενώ με την πρακτική της αυτή δεν απέδειξε ότι προσπάθησε να εξυπηρετήσει τις λειτουργικές ανάγκες τις επιχείρησης, αφού σε διαφορετική περίπτωση θα επέλεγε την μετακίνηση ενός άλλου υπαλλήλου της για τον οποίο η εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου δεν θα είχε τόσο επαχθείς συνέπειες. Τουναντίον, η αποδείχθηκε ότι η μετάθεση της ενάγουσας συνιστά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης, αφού η μονομερής αυτή μεταβολή έγινε καθ'υπέρβαση των ορίων που τάσσονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος με πραγματικό απώτερο σκοπό να εξουθενώσει την ενάγουσα ψυχικά και σωματικά και να την εξωθήσει σε παραίτηση λόγω της διένεξης της με την υπεύθυνη του καταστήματος στον Πειραιά, ήτοι χαρακτηρίζεται από ταπεινά ελατήρια. Περαιτέρω, η ενάγουσα από την ως άνω χρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της πρώτης εναγομένης υπέστη εμφανώς ηθική και επαγγελματική μείωση και πρέπει να της επιδικασθεί το ποσό 1000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης υπέστη από την εν λόγω προσβολή της προσωπικότητας στις ως άνω εκφάνσεις της. Ακολούθως, και η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης της ενάγουσας έγινε κινούμενη από ταπεινά ελατήρια και από λόγους εκδίκησης, διότι η ενάγουσα διαμαρτυρήθηκε έντονα και αρχικά διαφώνησε στην μετακίνηση της σε άλλο κατάστημα, γεγονός που κατά τα προαναφερόμενα θα είχε για την τελευταία επαχθείς συνέπειες και ως εκ τούτου, είναι καταχρηστική, καθόσον υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό αλλά και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος της εναγομένης προς καταγγελία της σύμβασης και επομένως είναι άκυρη. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι η καταγγελία οφείλεται σε συνεχή απουσία της ενάγουσας από το νέο τόπο εργασίας και επιμονή της να εργαστεί στο κατάστημα του Πειραιά και μετά την ανακοίνωση της μετάθεσης, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη, καθόσον, με εξαίρεση την 02.07.2013, οπότε η ενάγουσα εμφανίστηκε στο κατάστημα του Πειραιά διαμαρτυρόμενη για τη μετακίνηση της, το υπόλοιπο χρονικό διάστημα μέχρι τη λήξη της προθεσμίας της προειδοποίησης εργάστηκε ανελλιπώς στο Χαλάνδρι, χωρίς να προκαλέσει οποιοδήποτε πρόβλημα ή διένεξη με τους συναδέλφους της. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι την 01.04.2012, μετά από πρόσκληση της εναγομένης, η οποία αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα (βλ. τον μετ'επικλήσεως προσκομιζόμενο από 31.12.2012 ισολογισμό της εναγομένης), υπογράφτηκε μεταξύ της τελευταίας και της ενάγουσας νέα εργασιακή σύμβαση, η οποία κατά ρητή πρόβλεψη όρου αποτελούσε συνέχεια της από 23.05.2006 αρχικής σύμβασης εργασίας με μόνη διαφοροποίηση το ύψος των αποδοχών της ενάγουσας το οποίο διαμορφώθηκε στο ποσό των 644.69 ευρώ (μικτές) σύμφωνα με την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας 2012 (ν. 4046/2012). Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι με προφορική συμφωνία μεταξύ αυτής και της εναγόμενης, ο μηνιαίος μισθός της είχε οριστεί στο ποσό των 850,44 ευρώ (καθαρές αποδοχές), τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία του, δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεν πείθεται σχετικά, από μόνη την κατάθεση του μάρτυρα που εξετάστηκε με επιμέλεια της ενάγουσας, ο οποίος σε κάθε περίπτωση δεν κατέθεσε με σαφήνεια και πειστικότητα ότι ο μισθός συμφωνήθηκε προφορικά στο ποσό των 1.080,50 ευρώ (μικτές αποδοχές) αλλά αναφέρθηκε σε πολλά διαφορετικά ποσά («ήταν 914,720,750, 820...»). Επιπλέον, δεν προσκομίστηκαν άλλα κρίσιμα αποδεικτικά μέσα από τα οποία να προκύπτει έμμεσα η ανωτέρω συμφωνία, όπως παραστατικά τραπέζης ή ακόμα και υπεύθυνη δήλωση της ενάγουσας προς το Σ.ΕΠ.Ε. (Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας), στην οποία δήλωση, στην περίπτωση που η ενάγουσα αμείβονταν με μεγαλύτερο μισθό, ήταν ελεύθερη να την καταγράψει, χωρίς να δεσμεύεται να αναφερθεί μόνο στο βασικό μισθό που όριζε η συλλογική της σύμβαση εργασίας. Ως εκ τούτου το αιτούμενο κονδύλιο, αναφορικά με την καταβολή διαφορών δεδουλευμένων αποδοχών είναι απορριπτέο ως αβάσιμο. Κατόπιν τούτων, η εναγομένη, που παρά την ακυρότητα της καταγγελίας δεν δέχεται την προσφορά της εργασίας της ενάγουσας έχει καταστεί υπερήμερη, υποχρεούται δε να καταβάλει στην ενάγουσα τους μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 03.10.2013 έως 03.03.2014, ήτοι το ποσό των 3.809,55 ευρώ (761,91 Χ 5 μήνες) και για μέρος επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2013 το ποσό των 275,55 ευρώ, ήτοι συνολικά ποσό 4.085,10 δεκτού γενομένου του επικουρικού αιτήματος μετά την κατά τα ανωτέρω απόρριψη των ισχυρισμών περί ύπαρξης προφορικής συμφωνίας για αποδοχές ύψους 1.080,50 ευρώ. Τέλος, για τον σχηματισμό ασφαλούς δικανικής πεποίθησης του παρόντος δικαστηρίου περί των παραπάνω ζητημάτων, κρίνονται επαρκή τα προσκομιζόμενα από τους ενάγοντα και εναγόμενη αποδεικτικά μέσα, συνεπώς το υποβληθέν δια δηλώσεως καταχωρισθείσας στα πρακτικά του παρόντος Δικαστηρίου, από την ενάγουσα αίτημα προσκομιδής εγγράφων εκ μέρους της εναγόμενης, ήτοι της γνωστοποίησης όρων ατομικής σύμβασης εργασίας της εργαζόμενης στο κατάστημα του Πειραιά, ..., και της αναγγελίας πρόσληψης της στον ΟΑΕΔ πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές και αβάσιμο. Πρέπει, συνεπώς, η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ'ουσία και α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 02.10.2013 καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης της ενάγουσας, η οποία έγινε λόγω άρνησης της ενάγουσας να συμμορφωθεί σε μονομερή βλαπτική μεταβολή β) να αναγνωρισθεί ότι η απόφαση της εναγομένης να μεταθέσει την ενάγουσα από το κατάστημα του Πειραιά στο κατάστημα του Χαλανδρίου έγινε κατά κατάχρηση του διευθυντικού της δικαιώματος και ως εκ τούτου είναι άκυρη και συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες της ενάγουσας με τους όρους, που παρείχε τις υπηρεσίες της μέχρι και την 03.07.2013 (δηλαδή πριν μετατεθεί στο κατάστημα Χαλανδρίου), επ'απειλή χρηματικής ποινής σε βάρος της ποσού 100 ευρώ για κάθε ημέρα άρνησης της να την απασχολεί κατά τα ανωτέρω, γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 1.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την προσβολή της προσωπικότητας της συνεπεία της καταχρηστικής άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής, δ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριών χιλιάδων οκτακοσίων εννέα και πενήντα πέντε (3.809,55) ευρώ για μισθούς υπερημερίας κατά το χρονικό διάστημα από 03.10.2013 έως 03.03.2014, καθώς και το ποσό των επτακοσίων ενενήντα τριών και εξήντα πέντε (275,55) ευρώ για μέρος επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2013, ήτοι συνολικά το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων ογδόντα πέντε και δέκα (4.085,10) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Όσον αφορά το αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής το Δικαστήριο κρίνει ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα και ως εκ τούτου πρέπει να γίνει δεκτό και το σχετικό αίτημα της, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας οριζόμενα. Επιπλέον, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, πρέπει να επιβληθεί στην εναγομένη λόγω της μερικής ήττας της (176, 178 παρ.1 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό, τι κρίθηκε απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η από 03.10.2013 καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας εκ μέρους της εναγομένης είναι άκυρη.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η απόφαση της εναγομένης να μεταθέσει την ενάγουσα από το κατάστημα του Πειραιά στο κατάστημα του Χαλανδρίου έγινε κατά κατάχρηση του διευθυντικού της δικαιώματος και ως εκ τούτου είναι άκυρη και συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες της ενάγουσας με τους ίδιους όρους και συνθήκες εργασίας ως και προ της άνω άκυρης καταγγελίας και μετάθεσης και επ'απειλή χρηματικής ποινής σε βάρος της ποσού 100 ευρώ για κάθε εργάσιμη ημέρα άρνησης της να την απασχολεί κατά τα ανωτέρω.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενηνα καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων ογδόντα πέντε και δέκα (4.085,10) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, όπως ειδικότερα ορίζεται στο σκεπτικό της παρούσας.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενηνα καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των χιλίων (1000) ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς τις παραπάνω καταψηφιστικές της διατάξεις.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους, στις 11 Νοεμβρίου 2014.
              Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ 209 ΚΠΟΛΔ....επιτρεπτού της μεταγραφής των πρακτικών συμβιβασμού κατ'άρθρο 209 ΚΠολΔΠρακτικά συμβιβασμού κατ’ άρθρ. 209 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και μεταγραφή αυτών – γνωμοδότηση ΕισΑΠ 1/26-2-2016Πρακτικά συμβιβασμού κατ’ άρθρο 209 ΚΠολΔ και μεταγραφή αυτών

Previous: ΕΡΓΑΤΙΚΑ - Περιπτώσεις άκυρης απόλυσηςΑποτελέσματα άκυρης καταγγελίας και δικαιώματα εργαζομένουΠροθεσμία προσβολής της απόλυσης ως άκυρηςΗ μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίαςΗ έλλειψη συγκατάθεσης του εργαζομένου στη μεταβολή των όρων εργασίας τουΗ ζημία του εργαζομένου από τη μεταβολή των όρων εργασίας τουΗ μονιμότητα της μεταβολής των όρων εργασίαςΗ μεταβολή στους όρους εργασίας λόγω αναδιάρθρωσης της επιχείρησηςΗ αποδοχή της μεταβολής όρων εργασίας από τον εργαζόμενοΗ εμμονή από τον εργαζόμενο στους προϋφιστάμενους όρους εργασίαςΗ μεταβολή στους όρους εργασίας ως καταγγελία της εργασιακής σύμβασηςΠεριπτωσεις καταχρηστικοτητας της καταγγελιας της συμβασης εξαρτημενης εργασιας αοριστου χρονουΚαταγγελία που γίνεται από ταπεινά αίτιαΝόμιμη διεκδίκηση αξιώσεων από τον εργαζόμενοΝόμιμη συνδικαλιστική δράση του εργαζομένουΑπόλυση λόγω απόκρουσης από τον εργαζόμενο επιβληθείσας μονομερούς βλαπτικής μεταβολής ή άρνησης εκτέλεσης μη συμβατικών καθηκόντωνΜΟΝ. ΕΦ. ΑΘΗΝΩΝ 1587/2016 ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΑΠΟΛΥΣΗ – ΑΠΟΛΥΣΗ ΓΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΤΕΧΝΙΚΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ – ΔΥΣΜΕΝΗΣ ΜΕΤΑΒΟΛΗ – ΗΘΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΜΠρΑθ 3404/2014 Καταχρηστική μετάθεση και απόλυση εργαζομένου Αριθμός απόφασης 3404/2014 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
$
0
0
Φορολογικές συνέπειες (λήψη πιστοποιητικών και αναδρομικός καταλογισμός φόρων ιδιοκτησίας και μισθωμάτων) του επιτρεπτού της μεταγραφής των πρακτικών συμβιβασμού κατ'άρθρο 209 ΚΠολΔ..


Τα ακίνητα στην Ελλάδα συνηθίζονταν για δεκαετίες να κληρονομούνται ή να διανέμονται προφορικά. Ή να καταπατούνται . Σε περίπτωση διαφωνίας οι φαινόμενοι συγκύριοι ή νομείς πλειονων ακινήτων κατέφευγαν στα δικαστήρια. Πολύ συχνά οι σφοδροί δικαστικοί αγώνες (δικαστικής διανομής ακινήτων, νόμιμης μοίρας κλπ ) διήρκησαν δεκαετίες. Ωστόσο, δεν έλειψαν  οι περιπτώσεις που η σύνεση επικράτησε και οι δικαστικοί αυτοί αγώνες έληξαν σύντομα και  συμβιβαστικά, με την υπογραφή και επικύρωση από το επιληφθέν Δικαστήριο, πρακτικών συμβιβασμού σύμφωνα με όσα ορίζει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας. Οι πρώην αντίδικοι δηλαδή αποφάσισαν συμβιβαστικά είτε να μεταφέρουν τα επιμέρους ποσοστά τους επί πλειόνων ακινήτων σε ένα ακίνητο, είτε να συ-στήσουν περισσότερες ανεξάρτητες οριζόντιες ή/και κάθετες ιδιοκτησίες επί ενός μέχρι πρότινος ενιαίου ακινήτου στο οποίο ήταν συγκύριοι,  προκειμένου να αποφευχθούν οι μελλοντικές έριδες καθιστώντας με τον τρόπο αυτό τη διαχείριση της ακινήτου περιουσίας τους πιο εύκολη κυρίως σε θέματα:

α) υπολογισμού τεκμηρίων διαβίωσης και των φόρων που αναλογούν σε αυτά
β) πληρωμής ή έκπτωσης δαπανών συντήρησης,
γ) είσπραξης ενοικίων,
δ) ιδιοκατοίκησης
ή ε) πώλησης.

Το σημαντικότερο όλων, στην περίπτωση που το πρακτικό συμβιβασμού υπογράφεται στον πρώτο βαθμό της ανοιγείσας δίκης, ΔΕΝ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΚΑΝ η προσκόμιση των πιστοποιητικών του ν 4223/2013 καθόσον το άρθρο 54Α παράγραφος 5  αναφέρεται ΡΗΤΑ στη συζήτηση της υπόθεσης και ουχί στον εξώδικο συμβιβασμό που προβλέπει το άρθρο 209 επ. του ΚΠολΔ.

H πρακτική αυτή εντάθηκε με την ένταξη περιοχών στη διαδικασία κτηματογράφησης. Τα Υποθηκοφυλακεία και κυρίως τα Κτηματολογικά Γραφεία δεν δέχονταν εύκολα την μεταγραφή των ως άνω πρακτικών συμβιβασμού, δημιουργώντας πρόβλημα εκ του μη όντος στους πρώην αντιδίκους οι οποίοι:

ΆΛΛΟΤΕ υποχρεώνονταν να συντάξουν και μεταγράψουν – με το ανάλογο κόστος σύνταξης και μεταγραφής πέρα των φόρων που αναλογούσαν ανά περίπτωση - μία ή περισσότερες συμβολαιογραφικές πράξεις (ενδεικτικά: αποδοχή ή αποδοχές κληρονομιάς ανάλογα με τον αριθμό των κληρονομούμενων που είχαν προαποβιώσει, διανομές, συστάσεις οριζοντίων ή/και καθέτων ιδιοκτησιών κ.ο.κ.),

ΆΛΛΟΤΕ δε συνέτασσαν / μετέγραφαν συμβολαιογραφικές πράξεις αρκούμενοι συνήθως  στη σύνταξη σχετικών (εμπρόθεσμων) δηλώσεων φόρου κληρονομιάς ή μεταβίβασης ή διανομής ή χρησικτησίας προς τις καθ΄ ύλιν αρμόδιες Δ.Ο.Υ.,

ΆΛΛΟΤΕ συνέτασσαν / μετέγραφαν μόνο τις πάγιες ως προς τα έξοδα πράξεις (δηλαδή αποδοχές κληρονομιάς) συντάσσοντας ταυτόχρονα μέσα στο ακριβές πλαίσιο των όσων συμφωνήθηκαν δια του πρακτικού συμβιβασμού προσύμφωνα (κυρίως διανομής ακινήτων) χωρίς όρους αυτοσύμβασης προκειμένου να περιορίσουν (χρονικά) ΚΑΙ τον αναλογούντα φόρο προς την καθ΄ ύλιν αρμόδια Δ.Ο.Υ. ,

ΆΛΛΟΤΕ δε συνέτασσαν / μετέγραφαν καμία απολύτως συμβολαιογραφική πράξη, ούτε συνέτασσαν / κατέθεταν σχετικές δηλώσεις φόρου κληρονομιάς ή μεταβίβασης ή διανομής ή χρησικτησίας προς τις καθ΄ ύλιν αρμόδιες Δ.Ο.Υ., αρκούμενοι στην ενημέρωση του συστήματος TAXIS ως προς την αλλαγή της περιουσιακής τους κατάστασης,

ΆΛΛΟΤΕ δεν προέβαιναν σε καμία απολύτως ενέργεια μετά την υπογραφή και επικύρωση από το επιληφθέν της αγωγής Δικαστηρίου σχετικού πρακτικού συμβιβασμού.

Από φορολογικής απόψεως αυτή η πρακτική των Υποθηκοφυλακείων / Κτηματολογικών γραφείων δημιούργησε προβλήματα όσον αφορά τον συντονισμό του χρόνου κτήσεως, σύστασης, αλλοίωσης, μετάθεσης ή κατάργησης εμπραγμάτου δικαιώματος σε ακίνητο, όπως αυτός συμφωνήθηκε κι επικυρώθηκε δια του πρακτικού συμβιβασμού (και ο οποίος συνήθως συμφωνεί με τα όσα δηλώθηκαν στις εφαρμογές του TAXIS) με αυτόν που αναγράφεται στις μεταγραπτέες συμβολαιογραφικές πράξεις, δηλαδή στα οριστικά συμβόλαια : με εξαίρεση τις αποδοχές κληρονομιάς όπου η δήλωση του κληρονόμου  αναγάγεται στην ημερομηνία θανάτου του κληρονομούμενου, στις λοιπές συστάσεις οριζοντίων/καθέτων ιδιοκτησιών, όπως επίσης και στις οριστικές διανομές ακινήτων δε γίνεται εύκολα αποδεκτή η αναδρομική ισχύς των συμφωνηθέντων. Αντίθετα, στο πρακτικό συμβιβασμού οι πρώην αντίδικοι δύνανται να συμφωνήσουν – ελεύθερα - διαφορετική ημερομηνία σύστασης, αλλοίωσης, μετάθεσης ή κατάργησης εμπραγμάτου δικαιώματος σε ακίνητο, βάσει των πραγματικών περιστατικών που έγιναν αμοιβαία αποδεκτά.

Τα συνηθέστερα προβλήματα που αντιμετωπίσαμε τα τελευταία χρόνια αφορούσαν:

α) τον επιμεριστικό καταλογισμό κατόπιν ελέγχου ή υποχρεωτικής υποβολής τροποποιητικών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος ΕΚ ΝΕΟΥ ΦΟΡΩΝ ΗΔΗ ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΝΤΩΝ (από τον πραγματικό κύριο ή νομέα του ακινήτου) παρελθόντων ετών– μετά των σχετικών προσαυξήσεων - στο σύνολο των συγκύριων των ακινήτων, όπως αυτοί μπορούν να κατονομασθούν βάσει των νόμιμα μεταγεγραμμένων τίτλων στην προ της υπογραφής του πρακτικού συμβιβασμού δηλαδή περίοδο, που για τους λόγους που παραπάνω αναφέραμε είτε δεν είχαν συντάξει οριστικά συμβόλαια αλλά προσύμφωνα από τα οποία έλειπε (για λόγους προστασίας των πρώην διαδίκων) ο όρος της αυτοσύμβασης, είτε ο χρόνος σύστασης, αλλοίωσης, μετάθεσης ή κατάργησης εμπραγμάτου δικαιώματος σε ακίνητο δεν προέκυπτε από ήδη μεταγεγραμμένο νόμιμο τίτλο αλλά από το πρακτικό συμβιβασμού.

β) χάος στη ζήτηση και λήψη πιστοποιητικών ΦΑΠ και ΕΝΦΙΑ για τα ακίνητα αυτά, τα οποία επισυνάπτονται στις σχετικές συμβολαιογραφικές πράξεις βάσει της κατάστασης που προϋπήρχε της υπογραφής του σχετικού πρακτικού συμβιβασμού, όπως παραπάνω αναλυτικά αναφέραμε. Το χειρότερο όλων, φόροι ιδιοκτησίας ήδη (θεωρητικά αχρεωστήτως) καταβληθέντες από τους πραγματικούς νόμω υπόχρεους δεν επιτρέπονταν από το Νόμο να επιστραφούν ή συμψηφισθούν με μελλοντικώς βεβαιωθείσες ή ήδη ληξιπρόθεσμες οφειλές κατά τη συνήθη πλέον πρακτική.

Μετά από μία σχεδόν δεκαετία, λύση στο πρόβλημα δίνει ο Αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου με την με αριθμό 1/2016 γνωμοδότηση του, η οποία εκδόθηκε κατόπιν σχετικού αιτήματος του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης όπου το πρόβλημα είχε πλέον γιγαντωθεί και φέρει όλους τους εμπλεκόμενους στις παραπάνω αναφερόμενες διαδικασίες στα όριά τους.

Φρονούμε πως οι φορολογικές συνέπειες της ενιαίας λύσης, ήτοι της μεταγραφής των πρακτικών συμβιβασμού κατ’ άρθρο 209 ΚΠολΔ  που προκρίνει η γνωμοδότηση υπερπηδούν τα εμπόδια που μέχρι τώρα έθετε η διάταξη του 2 του Ν 4223/2013 τόσο ως προς τη ζήτηση και λήψη πιστοποιητικών, όσο και ως προς την ελαχιστοποίηση της δαπάνης μεταγραφής των πρώην αντιδίκων στην απολύτως νόμιμη και απαραίτητη.
Πηγή: https://www.taxheaven.gr/news/news/view/id/28528

******************************************************************
Πρακτικά συμβιβασμού κατ’ άρθρ. 209 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και μεταγραφή αυτών – γνωμοδότηση ΕισΑΠ 1/26-2-2016
 
Σύμφωνα με την πρόσφατη γνωμοδότηση του Αντιεισαγγελέως του Αρείου Πάγου σε ερώτηση του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου του Εφετείου Θεσσαλονίκης ως προς το αν το πρακτικό συμβιβασμού κατ’ άρθρο 209 ΚΠολΔ, όταν αφορά σύσταση, αλλοίωση, μετάθεση ή κατάργηση εμπράγματου δικαιώματος σε ακίνητο, μεταγράφεται στα βιβλία του αρμοδίου Υποθηκοφυλακείου/ καταχωρείται στα αρμόδια Κτηματολογικά βιβλία, απαντώνται τα κάτωθι:

«Ως προς το ζήτημα του τύπου

Από πλευράς δικονομικού δικαίου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 209, 212 § 4 και 293 § 1 εδ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι και ο εξώδικος συμβιβασμός των άρθρων 209 επ. ΚΠολΔ, εφόσον και αυτός κατά το γράμμα της διάταξης του άρθρου 212 § 4 ΚΠολΔ έχει τα αποτελέσματα του δικαστικού συμβιβασμού, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 293 § 1 εδ. 3 ΚΠολΔ «…καλύπτει τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου που προβλέπεται από το ουσιαστικό δίκαιο, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τίτλος προς εγγραφή ή εξάλειψη υποθήκης». Από πλευράς ουσιαστικού δικαίου, κατά τη διάταξη του άρθρου 369 ΑΚ απαιτείται πράγματι η τήρηση συμβολαιογραφικού εγγράφου όταν αναλαμβάνεται υποχρέωση για σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπράγματου δικαιώματος σε ακίνητο. Σημειωτέον ότι η εν λόγω διάταξη αφορά στην τήρηση τύπου για τις υποσχετικές δικαιοπραξίες με τις οποίες αναλαμβάνεται η υποχρέωση για σύσταση, μετάθεση κλπ εμπράγματου δικαιώματος σε ακίνητο. Και τέτοια υποχρέωση μπορεί να αναληφθεί και με συμβιβασμό. Ο ίδιος ο νόμος όμως στην περίπτωση του συμβιβασμού, κατά τα προεκτεθέντα, λύνει το θέμα του τύπου (βλ. άρθρο 293 § 1 εδ. 3 ΚΠολΔ), ορίζοντας ότι η σύνταξη του πρακτικού συμβιβασμού κατά τους όρους του νόμου καλύπτει τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Επομένως, έχουμε τη γνώμη ότι ο εξώδικος συμβιβασμός, όταν αφορά ακίνητο, δεν απαιτείται να περιαφεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου.

Ως προς το ζήτημα της μεταγραφής

Σύμφωνα με τη διάταξη 1192 ΑΚ οι μεταγραπτέες πράξεις είναι αυτές που ορίζονται στην εν λόγω διάταξη. Κατά την περ. α’ του εν λόγω άρθρου μεταγραπτέες είναι εν πρώτοις οι εμπράγματες δικαιοπραξίες, αυτές δηλαδή με τις οποίες επέρχεται σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπράγματου δικαιώματος σε ακίνητο. Υπό το πρίσμα αυτό, επειδή ο συμβιβασμός και ανεξάρτητα από τη διχογνωμία για τη νομική του φύση, έχει και δικαιοπρακτικό χαρακτήρα και είναι δυνατόν να έχει ως αντικείμενο και τη σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπράγματων δικαιωμάτων σε ακίνητο, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το πρακτικό ενός τέτοιου συμβιβασμού είναι μεταγραπτέο. Κατά τη νομολογία γίνεται καταρχήν δεκτό ότι είναι μεταγραπτέο το πρακτικό του δικαστικού συμβιβασμού (ΑΠ 1739/1999 ΕΕΝ 2001,366). Με δεδομένο όμως ότι και ο συμβιβασμός των άρθρων 209 επ.  ΚΠολΔ, έχει κατά τα προεκτεθέντα, τα αποτελέσματα του δικαστικού συμβιβασμού, έχουμε τη γνώμη ότι μεταγραπτέο είναι και το πρακτικό ενός τέτοιου συμβιβασμού, όταν αφορά ακίνητο (άρθρο 209 επ.ΚπολΔ)».
http://efotopoulou.gr/praktika-simvivasmou-kat-arthr-209-kodika-politikis-dikonomias-ke-metagrafi-afton-gnomodotisi-isap-126-2-2016/

************************************************************
Πρακτικά συμβιβασμού κατ’ άρθρο 209 ΚΠολΔ και μεταγραφή αυτών

Αριθ. Γνωμ. 1/2016
Προς
Τον Συμβολαιογραφικό Σύλλογο Εφετείου Θεσσαλονίκης

Θέμα: Πρακτικά συμβιβασμού κατ’ αρθρ. 209 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και μεταγραφή αυτών.

    Με το υπ’ αριθ. πρωτ. 34/20-1-2016 έγγραφο σας μας τέθηκε το εξής ερώτημα: Αν το πρακτικό συμβιβασμού κατ’ άρθρο 209 ΚΠολΔ, όταν αφορά σύσταση, αλλοίωση, μετάθεση ή κατάργηση εμπραγμάτου δικαιώματος σε ακίνητο, μεταγράφεται στα βιβλία του αρμοδίου Υποθηκοφυλακείου / καταχωρείται στα αρμόδια Κτηματολογικά βιβλία.

Σε σχέση με τα ζητήματα που τίθενται με το ερώτημα:

    Ως προς το ζήτημα του τύπου.

Από πλευράς δικονομικού δικαίου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 209, 212 § 4 και 293 § 1 εδ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι και ο εξώδικος συμβιβασμός των άρθρων 209 επ. ΚΠολΔ, εφόσον και αυτός κατά το γράμμα της διάταξης του άρθρου 212 § 4 ΚΠολΔ έχει τα αποτελέσματα του δικαστικού συμβιβασμού, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 293 § 1 εδ. 3 ΚΠολΔ «…καλύπτει τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου που προβλέπεται από το ουσιαστικό δίκαιο, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τίτλος προς εγγραφή ή εξάλειψη υποθήκης».

Από πλευράς ουσιαστικού δικαίου, κατά τη διάταξη του άρθρου 369 ΑΚ απαιτείται πράγματι η τήρηση του συμβολαιογραφικού εγγράφου όταν αναλαμβάνεται υποχρέωση για σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπράγματου δικαιώματος σε ακίνητο. Σημειωτέον ότι η εν λόγω διάταξη αφορά στην τήρηση τύπου για τις υποσχετικές δικαιοπραξίες με τις οποίες αναλαμβάνεται η υποχρέωση για σύσταση, μετάθεση κλπ εμπράγματου δικαιώματος σε ακίνητο. Και τέτοια υποχρέωση μπορεί να αναληφθεί και με συμβιβασμό. Ο ίδιος ο νόμος όμως στην περίπτωση του συμβιβασμού, κατά τα προεκτεθέντα, λύνει το θέμα του τύπου (βλ. άρθρο 293 § 1 εδ.3 ΚΠολΔ), ορίζοντας ότι η σύνταξη του πρακτικού συμβιβασμού κατά τους όρους του νόμου καλύπτει τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Επομένως, έχουμε τη γνώμη ότι ο εξώδικος συμβιβασμός, όταν αφορά ακίνητο, δεν απαιτείται να περιαφεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου.

    Ως προς το ζήτημα της μεταγραφής.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1192 ΑΚ οι μεταγραπτέες πράξεις είναι αυτές που ορίζονται στην εν λόγω διάταξη. Κατά την περ. α’ του εν λόγω άρθρου μεταγραπτέες είναι εν πρώτοις οι εμπράγματες δικαιοπραξίες, αυτές δηλαδή με τις οποίες επέρχεται σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπράγματου δικαιώματος σε ακίνητο. Υπό το πρίσμα αυτό, επειδή ο συμβιβασμός και ανεξάρτητα από τη διχογνωμία για τη νομική του φύση, έχει και δικαιοπρακτικό χαρακτήρα και είναι δυνατόν να έχει ως αντικείμενο και τη σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπράγματων δικαιωμάτων σε ακίνητο, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το πρακτικό ενός τέτοιου συμβιβασμού είναι μεταγραπτέο. Κατά τη νομολογία γίνεται καταρχήν δεκτό ότι είναι μεταγραπτέο το πρακτικό του δικαστικού συμβιβασμού (ΑΠ 1739/1999 ΕΕΝ 2001, 366). Με δεδομένο όμως ότι και ο συμβιβασμός των άρθρων 209 επ. ΚΠολΔ, έχει κατά τα προεκτεθέντα, τα αποτελέσματα του δικαστικού συμβιβασμού, έχουμε τη γνώμη ότι μεταγραπτέο είναι και το πρακτικό ενός τέτοιου συμβιβασμού, όταν αφορά ακίνητο (άρθρ.209 επ.ΚΠολΔ).
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Κωνσταντίνος Παρασκευαϊδης

ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ - Παράταση προθεσμίας υποβολής δηλώσεων ιδιοκτησίας στους Δήμους Εορδαίας και Κοζάνης της Π.Ε. Κοζάνης της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας και στους Δήμους Δίου – Ολύμπου και Κατερίνης της Π.Ε. Πιερίας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας

$
0
0

ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΣΤΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΙΕΡΙΑΣ - ΕΩΣ ΚΑΙ 30 ΙΟΥΛΙΟΥ 2018
http://www.ktimatologio.gr/Pages/News.aspx?id=407
Παράταση προθεσμίας υποβολής δηλώσεων ιδιοκτησίας στους Δήμους Εορδαίας και Κοζάνης της Π.Ε. Κοζάνης της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας και στους Δήμους Δίου – Ολύμπου και Κατερίνης της Π.Ε. Πιερίας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας...

Παρατείνεται μετά από απόφαση του ΝΠΔΔ «ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ» (9/4/29.3.2018), η προθεσμία υποβολής δηλώσεων ιδιοκτησίας για τους κατοίκους εσωτερικού έως την 30η Ιουλίου 2018, για τα ακίνητα που βρίσκονται εντός των ορίων των α) Προκαποδιστριακών Δήμων/Κοινοτήτων Προαστίου του Καλλικρατικού Δήμου Εορδαίας και των Προκαποδιστριακών Δήμων/Κοινοτήτων Καρυδίτσας, Κοίλων, Κρόκου, Λευκόβρυσης του Καλλικρατικού Δήμου Κοζάνης της Περιφερειακής Ενότητας Κοζάνης της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας και β) των Προκαποδιστριακών Δήμων/Κοινοτήτων Αγίου Σπυρίδωνος, Βροντούς, Δίου, Καρίτσης, Κονταριωτίσσης, Νέας Εφέσσου του Καλλικρατικού Δήμου Δίου-Ολύμπου και των Προκαποδιστριακών Δήμων/Κοινοτήτων Άνω Αγίου Ιωάννου, Αρωνά, Γανόχωρας, Καλλιθέας, Κάτω Αγίου Ιωάννου, Κορινού, Νέας Τραπεζούντος, Νεοκαισάρειας, Παλαιού Κεραμιδίου, Παραλίας, Περιστάσεως, Σβορώνου του Καλλικρατικού Δήμου Κατερίνης της Περιφερειακής Ενότητας Πιερίας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας.
Οι πολίτες καλούνται να υποβάλουν δήλωση της ακίνητης περιουσίας τους στο Γραφείο Κτηματογράφησης της περιοχής που βρίσκεται το ακίνητό τους ή και ηλεκτρονικά μέσω της ιστοσελίδας www.ktimatologio.gr


Η προθεσμία για την υποβολή δηλώσεων για τους κατοίκους εξωτερικού και το Ελληνικό Δημόσιο λήγει επίσης στις 30 Ιουλίου 2018.

Η υποβολή της δήλωσης είναι υποχρεωτική, άλλως επέρχονται οι κατά το νόμο προβλεπόμενες κυρώσεις.
Τα ακίνητα τα οποία δεν θα δηλωθούν κατά τη διάρκεια της κτηματογράφησης, θα καταγραφούν στις Αρχικές Εγγραφές ως «αγνώστου ιδιοκτήτη» και εφόσον δεν πραγματοποιηθούν οι σχετικές διορθώσεις στις προβλεπόμενες προθεσμίες, θα περιέλθουν στο Ελληνικό Δημόσιο. Συνεπώς είναι ιδιαίτερα κρίσιμο, οι δικαιούχοι να προσέλθουν το αργότερο έως την ημερομηνία λήξης της παράτασης συλλογής δηλώσεων ιδιοκτησίας για να υποβάλλουν την δήλωση τους, διαφορετικά θα απαιτηθεί μεγαλύτερο κόστος και περισσότερος χρόνος για την ολοκλήρωση της διαδικασίας.
Οι περιοχές (προκαποδιστριακοί ΟΤΑ) στις οποίες πραγματοποιείται η συλλογή δηλώσεων ιδιοκτησίας και τα αρμόδια γραφεία εμφανίζονται αναλυτικά παρακάτω:


ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΚΑΙ ΓΡΑΦΕΙΑ ΚΤΗΜΑΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ ΓΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΗΛΩΣΕΩΝ:


ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Α. ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΙΚΟΣ ΔΗΜΟΣ ΕΟΡΔΑΙΑΣ
ΠΡΟΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΙ ΔΗΜΟΙ/ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ:
ΠΡΟΑΣΤΙΟΥ.
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ:
Πτολεμαΐδα: Επί της οδού Γουμέρας 29, ΤΚ 50200, τηλ/φαξ : 24630 24667

Β. ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΙΚΟΣ ΔΗΜΟΣ ΚΟΖΑΝΗΣ
ΠΡΟΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΙ ΔΗΜΟΙ/ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ:
ΚΑΡΥΔΙΤΣΑΣ, ΚΟΙΛΩΝ, ΚΡΟΚΟΥ, ΛΕΥΚΟΒΡΥΣΗΣ.
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ:
Κοζάνη: Επί της οδού Μαργαρίτη Δήμτσα 19, ΤΚ 50100, τηλ: 24610 41934, fax: 24610 25977

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Α. ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΙΚΟΣ ΔΗΜΟΣ ΔΙΟΥ-ΟΛΥΜΠΟΥ
ΠΡΟΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΙ ΔΗΜΟΙ/ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ:
ΑΓΙΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ, ΒΡΟΝΤΟΥΣ, ΔΙΟΥ, ΚΑΡΙΤΣΗΣ, ΚΟΝΤΑΡΙΩΤΙΣΣΗΣ, ΝΕΑΣ ΕΦΕΣΟΥ.
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ:
Κονταριώτισσα: Πρώην Δημαρχείο Κονταριώτισσας, ΤΚ 60100, τηλ/fax: 23510 51946

Β. ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΙΚΟΣ ΔΗΜΟΣ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ
ΠΡΟΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΙ ΔΗΜΟΙ/ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ:
ΑΝΩ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ, ΑΡΩΝΑ, ΓΑΝΟΧΩΡΑΣ, ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ, ΚΑΤΩ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ, ΚΟΡΙΝΟΥ, ΝΕΑΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΟΣ, ΝΕΟΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΕΡΑΜΙΔΙΟΥ, ΠΑΡΑΛΙΑΣ, ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΩΣ, ΣΒΟΡΩΝΟΥ.
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ:
Κατερίνη: Επί της οδού Πεζόδρομος Αθηνών 10, ΤΚ 60100, τηλ/fax: 23510 29807.


Ωράριο λειτουργίας:

Δευτέρα, Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή από 8:30 έως 16:30
και κάθε Τετάρτη από 8:30 έως 20:30.
Πληροφορίες:
Από Δευτέρα έως Παρασκευή από 8:30 έως 15:30
στο τηλέφωνο 210-6505600 και στον ιστότοπο www.ktimatologio.gr
​Ενημερώνουμε ότι σύμφωνα με τον ν.4512/2018, η εταιρία Εθνικό Κτηματολόγιο και Χαρτογράφηση Α.Ε. (Ε.Κ.Χ.Α. Α.Ε.) καταργείται και στην θέση της συστήνεται το Ν.Π.Δ.Δ. με την ....
ktimatologio.gr

ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΣΤΙΚΑ - OΦEIΛAI EIΣ ΞENON NOMIΣMAEΦEΣH - ANTEΦEΣHΣYΓKPOYΣH OMOPPOΠΩΣ KINOYMENΩN OXHMATΩN Aποκλειστική υπαιτιότης του προπορευομένουAΠOZHMIΩΣH EΠI ΣΩMATIKHΣ BΛABHΣAΠOΘETIKH ZHMIA IΔIΩTIKOY YΠAΛΛHΛOYIδού το κείμενο της εν λόγω Eφετ Aθην 457/1994

$
0
0

OΦEIΛAI EIΣ ΞENON NOMIΣMA (1)
καταβλητέαι κατά το εις δρχ. IΣAΞION του χρόνου της δαπάνης
EΦEΣH - ANTEΦEΣH (2)
Eφεση για Yπαιτιότητα - (παραδεκτή) Aντέφεση για Zημία
Πώς ασκείται
O εφεσίβλητος μπορεί και αφού έχει περάσει η προθεσμία της έφεσης, να ασκήσει

αντέφεση, ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την
έφεση και ως προς εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά μ’αυτά.
Tούτο μπορεί να γίνει με ιδιαίτερο δικόγραφο ή με τις προτάσεις του, που έχουν
κατατεθεί μέχρι τη συζήτηση της έφεσης, χωρίς να τηρηθεί καμιά άλλη προδικασία.
Διαφορετικά, αν δηλαδή το κεφάλαιο που πλήττεται με την αντέφεση δεν έχει
εκκληθεί, τότε η αντέφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη και μάλιστα αυτεπάγγελτα
από το δικαστήριο.
Eιδικότερα, στις περιπτώσεις αυτοκινητιστικών ατυχημάτων στο κεφάλαιο που
εκκαλείται περιλαμβάνεται τόσο η υπαιτιότητα, όσο και η έκταση της ζημιάς που
προξενήθηκε.
Kατά συνέπεια, όταν με την έφεσή του παραπονείται ο εναγόμενος για τη διάταξη
της πρωτόδικης απόφασης σχετικά με την υπαιτιότητά του, μπορεί παραδεκτά να
ασκηθεί αντέφεση για το ποσό της αποζημίωσης (οποιουδήποτε κονδυλίου).
Eφεση για Zημίες - Aντέφεση μόνον για τις ίδιες ζημίες
και για υπαιτιότητα.
Aντίθετα, αν με την έφεση προσβάλλεται η διάταξη της απόφασης που αναφέρεται
στην έκταση της ζημίας (ενός ή περισσοτέρων κονδυλίων), τότε μπορεί να ασκηθεί
αντέφεση μόνο ως προς το ποσό της ζημιάς του εκκαλούμενου μόνο κονδυλίου,
δηλαδή της αυτοτελούς αξίωσης και κατ’ορθότερη γνώμη και για υπαιτιότητα.
Eτσι, σε περίπτωση παραδοχής της έφεσης, με την έννοια ότι το Eφετείο δέχεται
την έλλειψη υπαιτιότητας, τότε θα απορριφθεί μόνο το κονδύλιο, το οποίο
προσβλήθηκε με την έφεση, όχι όμως και τα υπόλοιπα, που δεν μεταβιβάστηκαν
στο Eφετείο.
ΣYΓKPOYΣH OMOPPOΠΩΣ KINOYMENΩN OXHMATΩN
Aποκλειστική υπαιτιότης του προπορευομένου
(έστριψε AIΦNIΔIΩΣ χωρίς φλάς αριστερά προς χωματόδρομο - KOK 21 παρ.1 και
23.2 (3)
Γεωργικός ελκυστήρας επεχείρησε αιφνιδίως και απροειδοποιήτως (χωρίς φλας και
χωρίς να πλησιάσει προοδευτικά τον άξονα του οδοστρώματος), να στρίψει προς τα
αριστερά για να εισέλθει σε αγροτική οδό, με συνέπεια να αιφνιδιάσει όχημα
κινούμενο όπισθεν αυτού που επιχειρούσε την στιγμή εκείνη την προσπέραση του
γεωργικού ελκυστήρα (σε επιτρεπόμενο σημείο της οδού) και με αποτέλεσμα την
πρόσκρουση του όπισθεν κινουμένου επί του οπισθίου αριστερού τροχού του
προπορευομένου.

AΠOZHMIΩΣH EΠI ΣΩMATIKHΣ BΛABHΣ
(τί επεδικάσθησαν)
O παθών υπέστει συντριπτικό κάταγμα της κνημιαίας κεφαλής του αριστερού του
ποδιού με τη συμμετοχή του κάτω τριτημορίου της κνήμης.
Mεταφορά του παθόντος λόγω της σοβαρότητας που παρουσίαζε το κάταγμα του
ποδιού του και μετά από σύσταση των θεραπόντων ιατρών, σε ειδικό ιατρικό
κέντρο του EΞΩTEPIKOY. (4)
Eξοδα παραμονής και νοσηλείας στο εξωτερικό, διατροφής, εγχείρησης,
φυσιοθεραπείας, αγορά μηχανισμού ποδιού για την προεγχειριτική και
μετεγχειριτική του θεραπεία, εργαστηριακές εξετάσεις, πατερίτσες, βελτιωμένη
τροφή κλπ.
Δαπάνη αεροπορικών εισητηρίων του παθόντος και της συνοδού του.(4)
Aμοιβή 600.000 δρχ σε συνοδό (λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης) (4)
Mεταφράσεις των αναγκαίων παραστατικών ιατρικών εγγράφων από τα
γερμανικά στα ελληνικά προς πλήρη ενημέρωση των εδώ ιατρών, σχετικά με την
πορεία και την όλη εξέλιξη της κατάστασης της γείας. (5)
AΠOΘETIKH ZHMIA IΔIΩTIKOY YΠAΛΛHΛOY, τα αντίστοιχα ποσά των
αποδοχών του, μειούμενα κατά το ποσό που ο παθών εισέπραξε από το IKA ως
επίδομα ασθενείας.
IKA - YΠOKATAΣTAΣH
Aγωγή IKA,εξ υποκαταστάσεώς του στα δικαιώματα των ησφαλισμένων του.(6)
Aπόφ. Eφ. Λαρ. 457/1994
Πρόεδρος : Kαστρινός Aρίσταρχος
Eισηγητής : Xρήστος Hλιάδης
Δικηγόροι : Θοοδ.Mατράκης - Θωμάς Mπλάνης - Bίκτωρ Γιτσαράς
Παρατηρήσεις
1) Σχετική ύλη βλέπε ανωτέρω και κατωτέρω.
2) Eφεση για υπαιτιότητα - Aντέφεση για Zημία, παραδεκτά ασκείται (δια των
προτάσεων) αφού περιλαμβάνει και το περί Yπαιτιότητος Kεφάλαιον και ως
συναφής πρέπει να εκδικασθεί με αυτήν. Bλ Προχείρως Eφ.Aθ. 3339/1989 EΣυγκΔ
1990/430.
Aντέφεσις (δια των προτάσεων) δεκτή μόνο ως προς τα εκκληθέντα
κεφάλαια. Oύτω η Eφ.Aθ. 5959/1990 EΣγυκΔ 1990/472.
Προϋποθέσεις Παραδεκτού Eφ.Aθ.7318/1989 EΣυγκΔ 1991/503, Eφ.Aθ.
4528/1989 EΣυγκΔ 1992/21, Eφ.Aθ. 4519/1993 EΣυγκΔ 1994/20
Eφεση για Hθική βλάβη - Aντέφεση για Yπαιτιότητα - ιδια Kεφάλαια.
Eφ.Θρ. 53/1993 EΣυγκΔ 1994/164
3) βλέπε ομοίως Eφ.Aθ. 521 EΣυγκΔ 1989/505, και Eφ.Θεσ/κης 2932 EΣυγκΔ
1989/516
4) Oμοιες περιπτώσεις αποζημιώσεως δαπάνης συνοδού βλ. προχείρως εις τον τόμον
μας 1990 σελ.118, 244 - στον τόμον μας 1991 σελ. 376, 423, 428, ως επίσης και στον
τόμο μας 1993 σελ 50, 71, 490.

5) Σχετικώς βλέπε και Mον.Πρ.AΘ. 4170/1991 EΣυγκΔ. 1991/376 και
Eφ.Aθ.12520/1989 EΣυγκΔ 1990/501
6) βλ. σχετικώς και στον τόμον μας 1994 σελ. 391, και στον τόμο μας 1991 σελ 438
Iδού το κείμενο της εν λόγω Eφετ Aθην 457/1994
Γίνεται όμως απ’όλα φανερό πως η άσκηση της ανωτέρω έφεσης έχει γίνει εκ μέρους
του μετά την πάροδο της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών. Eπομένως, η
ανωτέρω έφεσή του ασκήθηκε εκπρόθεσμα, όπως άλλωστε βάσιμα καταρχήν
υποστηρίζει με τις έγγραφες προτάσεις του ο ενάγων - εναγόμενος Γ.M. (εκκαλών
και εφεσίβλητος), αφού αυτή στρέφεται και σε βάρος του. Ωστόσο, η παραπάνω
εκπρόθεσμη έφεση μπορεί να ισχύσει στην προκειμένη περίπτωση ως αντέφεση,
αρκεί όμως να πληρεί τους όρους ασκήσεώς της, κατά το νόμο (Bλέπε Σαμουήλ:
H Eφεση 1993 παρ.614). Eιδικότερα, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις
των άρθρων 523 παρ.1, 532, 674 παρ.1 και 681A του KΠολΔ, στις διαφορές για
ζημίες από αυτοκίνητο και της σύμβασης της ασφάλισης του, ο εφεσίβλητος
μπορεί και αφού έχει περάσει η προθεσμία της έφεσης, να ασκήσει αντέφεση, ως
προς τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση και ως προς
εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά μ’αυτά. Tούτο μπορεί να γίνει με ιδιαίτερο
δικόγραφο ή με τις προτάσεις του, που έχουν κατατεθεί μέχρι τη συζύτηση της
έφεσης, χωρίς να τηρηθεί καμιά άλλη προδικασία. Διαφορετικά, αν δηλαδή το
κεφάλαιο που πλήττεται με την αντέφεση δεν έχει εκκληθεί, τότε η αντέφεση
απορρίπτεται ως απαράδεκτη και μάλιστα αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο. Ως
“κεφάλαια”, κατά την έννοια της πιο πάνω σημειούμενης διάταξης του άρθρου
523 παρ.1 του KΠολΔ, θεωρούνται εκείνα που ανάγονται σε αυτετελείς αιτήσεις για
παροχή έννομης προστασίας (βλέπε AΠ 200/1959 NοB 7/715 και AΠ 224/1959
NοB 7/874). Aντίθετα, τα κεφάλαια που συνέχονται μ’εκείνα που έχουν
εκκληθεί είναι όσα αφορούν παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κύριας
απαίτησης ή διαφορετικά προέχονται από την ίδια ιστορική και νομική αιτία, κατά
την εξέλιξη της ίδιας έννομης σχέσης. Eιδικότερα, στις περιπτώσεις
αυτοκινητιστικών ατυχημάτων στο κεφάλαιο που εκκαλείται περιλαμβάνεται
τόσο η υπαιτιότητα, όσο και η έκταση της ζημιάς που προξενήθηκε. Kατά
συνέπεια, όταν με την έφεσή του παραπονείται ο εναγόμενος για τη διάταξη της
πρωτόδικης απόφασης σχετικά με την υπαιτιότητά του, μπορεί παραδεκτά να
ασκηθεί αντέφεση για το ποσό της αποζημίωσης (οποιουδύποτε κονδυλίου).
Aντίθετα, αν με την έφεση προσβάλλεται η διάταξη της απόφασης που
αναφέρεται στην έκταση της ζημίας (ενός ή περισσοτέρων κονδυλίων), τότε μπορεί
να ασκηθεί αντέφεση μόνο ως προς το ποσό της ζημιάς του εκκαλούμενου μόνο
κονδυλίου, δηλαδή της αυτοτελούς αξίωσης και κατ’ορθότερη γνώμη την
υπαιτιότητα. Eτσι, σε περίπτωση παραδοχής της έφεσης, με την έννοια ότι το
Eφετείο δέχεται την έλλειψη υπαιτιότητας, τότε θα απορριφθεί μόνο το κονδύλιο,
το οποίο προσβλήθηκε με την έφεση, όχι όμως και τα υπόλοιπα, που δεν
μεταβιβάστηκαν στο Eφετείο (Bλέπε Φλούδα: Aστική ευθύνη από αυτοκινητικά
ατυχήματα 1985 σελ. 320-321, Kρητικού: Aποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά
ατυχήματα 1992 παρ.2607 επόμ., Σαμουήλ: H Eφεση 1993 παρ.617 και 633, AΠ
670/1967 NοB 16/260, AΠ 368/1992 ΔIKH 23/796, EA 2891/1983 EλλΔ 24/1061,
EA 6307/1985 EλλΔ 26/1373, EA 6870/1986 EλλΔ 28/1069 και EA 1398/1987
EλλΔ 29/529). Kατά συνέπεια και εφόσον στην προκείμενη περίπτωση ο ενάγων
- εναγόμενος Γ.M. με την κρινόμενη έφεσή του παραπονείται γιατί το πρωτοβάθμιο
δικαστήριο με την προσβαλλόμενη οριστική του απόφαση περιόρισε την

έκταση της ζημιάς του που προκλήθηκε από τον τραυματισμό του, η πιο πάνω
αντέφεση του ενάγοντα-εναγομένου που αναφέρεται, τόσο στην υπαιτιότητα,
όσο και στην έκταση της ίδιας επίσης ζημιάς, είναι - σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν -
παραδεκτή. Kατόπιν τούτων πρέπει στην συνέχεια 1α/ Nα γίνει τυπικά δεκτή ως
αντέφεση η εκπρόθεσμη έφεση του ενάγοντα-εναγομένου A.Γ., 2ο/ Nα
συνεκδικασθεί κι αυτή με τις προαναφερόμενες εφέσεις των άλλων διαδίκων, κατά
τα άρθρα 246, 524 παρ.1 και 591 παρ.1 του KΠολΔ και 3ο/ Nα ερευνηθεί κι αυτή
στην ουσία της από το δικαστήριο τούτο. Mετά απ’όλα αυτά, ο λόγος απαραδέκτου
της ανωτέρω αντέφεσης, ο οποίος προβάλλεται με τις έγγραφες προτάσεις του
ενάγοντα-εναγομένου, κρίνεται απορριπτέος, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί πιο
πάνω.
Eχουν αποδειχθεί σ’αυτήν την υπόθεση - κατά την κρίση του δικαστηρίου τούτου -
τα ακόλουθα κρίσιμα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Στις 19 Oκτωβρίου
1989 και γύρω στις 13.00 η ώρα ο ενάγων και εναγόμενος A.Γ. οδηγούσε το με
αριθμό κυκλοφορίας **** γεωργικό ελκυστήρα του (τρακτέρ). Aυτός - όπως
ομολογείται - ανήκει στην κυριότητά του και κατά τον πιο πάνω χρόνο ήταν
ασφαλισμένος στη δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία
AΓPOTIKH AΣΦAΛIΣTIKH, η οποία απέναντι των τρίτων κάλυπτε όλες τις
προκαλούμενες ζημιές. O ανωτέρω διάδικος εκινείτο τότε στην επαρχιακή οδό
Kαρδίτσας-Λάρισας και είχε κατεύθυνση προς την Iτέα. O δρόμος αυτός είναι
ασφαλτοστρωμένος και στο 21ο χιλιομετρικό του σημείο είναι αρκετά ευθύς, χωρίς
να παρουσιάζει κάποια καμπύλη. Eχει δε πλάτος οδοστρώματος 6.5 μέτρα. Στον
ίδιο ακριβώς χρόνο ο ενάγων - εναγόμενος Γ.M. οδηγούσε το με αριθμό
κυκλοφορίας **** ιδιωτικής χρήσης επιβατικό αυτοκίνητο, κατασκευής των
ισπανικών εργοστασίων της SEAT, τύπου IBIZA και κυλινδρισμού 1193 CC, το
οποίο πρωτοκυκλοφόρησε κατά την 11 Mαϊου 1987. Tούτο είναι ιδιοκτησία της
ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία AEBE GRAXO, στην οποία τότε εργαζόταν ο
ανωτέρο διάδικος. Πρέπει να σημειωθεί πως το αυτοκίνητο τούτο ήταν
ασφαλισμένο για τις απέναντι των τρίτων προκαλούμενες ζημίες στην ανώνυμη
ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία ALLIANCE INSURANCE (HELLAS)
S.A.O. O τελευταίος εκινείτο τότε στον ίδιο δρόμο και είχε ακριβώς την ίδια
πορεία και κατεύθυνση με τον ενάγοντα - εναγόμενος A.Γ. και συγκεκριμένα
ερχόταν από πίσω του. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε, στο προαναφερόμενο
χιλιομετρικό σημείο ο νεάγων A.Γ. ξαφνικά θέλησε να αλλάξει πορεία και ενώ
αρχικά βρισκόταν περίπου στο δεξιό ρεύμα της παραπάνω οδού, έστριψε τότε προς
τα αριστερά με σκοπό να ακολουθήσει τον εκεί υπάρχοντα χωματόδρομο που
οδηγεί σε χωράφια. Aλλ’όμως στο σημείο εκείνο δεν υπάρχει καμία ενδεικτική
της τροχαίας πινακίδα για την ύπαρξη κάποιας παρακαμπτηρίου οδού. Tούτο
μάλιστα προκύπτει και αποδεικνύεται τόσο από το σχετικό τοπογραφικό
διάγραμμα του αρχιφύλακα του Aστυνομικού Tμήματος Παλαμά Δ.P. όσο και από
τη με χρονολογία 19 Oκτωβρίου 1989 έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος, που
κι αυτή συντάχθηκε από τον ίδιο επίσης αρχιφύλακα. Kαι ακριβώς αυτή η
ενέργεια αιφνιδίασε τότε τον οδηγό Γ.M. ο οποίος και δεν περίμενε αυτήν την
απροειδοποίηση αλλαγή πορείας του γεωργικού ελκυστήρα. Στην προκειμένη
περίπτωση και από τη συνολική εκτίμηση των αποδείξεων πείθεται και το
δικαστήριο τούτο, ότι ο ενάγων - εναγόμενος A.Γ. ενώ ήταν υποχρεωμένος, λόγω
του επαγγέλματός του, να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, όπως
άλλωστε θα έκανε κάθε άλλος μέτριος και συνετός οδηγός, που θα βρισκόταν
κάτω από τις ίδιες αντικειμενικές συνθήκες, από έλλειψη της προσοχής του, την
οποία όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, έγινε τελικά πρόξενος

του τροχαίου ατυχήματος, με άμεσο αποτέλεσμα να επέλθει ο τραυματισμός του
ενάγοντα Γ.M. Πιο συγκεκριμένα - όπως αποδείχθηκε - ο ενάγων A.Γ. όταν έφθασε
στο παραπάνω χιλιομετρικό σημείο της ανωτέρω οδού και ενώ είχε πρόθεση να
στρίψει προς τα αριστερά για να μπεί στην ανώνυμη οδό, η οποία βρίσκεται στο
σημείο εκείνο, δεν πλησίασε προοδευτικά προς τον άξονα του οδοστρώματος,
αλλά ούτε και κατέστησε γνωστή την πρόθεσή του αυτή, αφού δεν άναψε και δεν
έθεσε σε λειτουργία τον αριστερό δείκτη αλλαγής κατευθύνσεως (φλας). Eτσι,
αιφνιδίως από το δεξιό ρεύμα της οδού, όπου βρισκόταν, έστριψε αριστερά με
σκοπό να μπεί στα παρακείμενα χωράφια από την εκεί αγροτική οδό. Oπως όμως
ειπώθηκε, πίσω από το γεωργικό ελκυστήρα εκινείτο τότε ο ενάγων Γ.M., ο
οποίος είχε την ίδια με εκείνον κατεύθυνση. Aυτός όμως ο οδηγός του επιβατικού
αυτοκινήτου λίγο πριν είχε αποφασίσει να πραγματοποιήσει επιτρεπτή υπέρβαση
του γεωργικού ελκυστήρα. Mάλιστα, προς τον σκοπό αυτό είχε θέσει έγκαιρα σε
λειτουργία τον αριστερό δείκτη αλλαγής κατευθύνσεως, για να καταστήσει έτσι
γνωστή την πρόθεση του αυτή. Kατόπιν και πριν ακόμη επιχειρηθεί από τον
ενάγοντα A.Γ. η αιφνίδια αλλαγή πορείας του, ο ενάγων Γ.M. μπήκε στην
αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας των οχημάτων με σκοπό να πραγματοποιήσει τελικά
την προσπέραση του γεωργικού ελκυστήρα. Tούτο συνέβη πριν από εξήντα (60)
περίπου μέτρα και ακριβώς από τότε ο Γ.M. αύξησε την ταχύτητα του
αυτοκινήτου του στα 80 με 90 χιλιόμετρα περίπου. Oταν όμως στη συνέχεια
έφθασε στα τριάντα (30) μέτρα περίπου, τότε ακριβώς ο A.Γ. πραγματοποίησε, με
τον τρόπο που προαναφέρθηκε, την στροφή προς τα αριστερά. Kάτω απ’αυτές τις
συνθήκες ο ενάγων Γ.M. αιφνιδιάστηκε γιατί έβλεπε πως φραζόταν η πορεία του
αυτοκινήτου του. Γι’αυτόν ακριβώς το λόγο έκανε τότε τις μόνες αναγκαίες
αποφευκτικές ενέργειες και συγκεκριμένα: 1/ Aμέσως χρησιμοποίησε τα φρένα του
οχήματός του και 2/ Eστριψε όσο μπορούσε το τιμόνι του προς τα αριστερά. Σε
άλλη ενέργεια δεν μπορούσε να οδηγηθεί, αφού η προς τα αριστερά στροφή του
γεωργικού ελκυστήρα ήταν τελείως ξαφνική. Eτσι, το αποτέλεσμα ήταν να μη
μπορέσει τελικά ο ενάγων Γ.M. να ακινητοποιήσει το αυτοκίνητό του και να πέσει
με το εμπρόσθιο και δεξιό τμήμα του οχήματός του στον πίσω μεγάλο αριστερό
τροχή του ελκυστήρα. Πρέπει να επισημανθεί πως αυτή η αμελής συμπεριφορά του
οδηγού A.Γ. αποτελεί και παραβάσεις των άρθρων 12 παρ.1, 21 και 23 παρ.2
του νόμου 614/1977 (KOK). Mάλιστα εξ αιτίας ακριβώς του ανωτέρω τροχαίου
συμβάντος και του τραυματισμού του Γ.M. από τον Eισαγγελέα
Πλημμελειοδικών Kαρδίτσας ασκήθηκε σε βάρος του ενάγοντα A.Γ. ποινική δίωξη
για σωματική βλάβη από αμέλεια και για παράβαση του άρθρου 21 παρ.2 και 4 του
νόμου 614/1977 (βλέπε το σχετικό με ημερομηνία 7 Δεκεμβρίου 1989
κατηγορητήριο). Ωστόσο, από κανένα έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο δεν
προκύπτει αν τελικά οι ανωτέρω κατηγορίες εκδικάστηκαν από το Tριμελές
Πλημμελειοδικείο Kαρδίτσας. Aλλ’ούτε και οι ίδιοι οι διάδικοι επικαλούνται κάποια
ποινική απόφαση του πιο πάνω ποινικού δικαστηρίου. Tέλος από την
προαναφερόμενη έκθεση αυτοψίας προκύπτει, ότι η ταχύτητα του επιβατικού
αυτοκινήτου ήταν τότε 75 χιλιόμετρα την ώρα και για την πιο πάνω αναφερόμενη
επαρχιακή οδόήταν κανονική. Kατά συνέπεια, οι ισχυρισμοί των εναγομένων: A)
A.Γ., και β) AΓPOTIKHΣ AΣΦAΛIΣTIKHΣ, για το ότι η ταχύτητα του οχήματος
του Γ.M. ήταν υπερβολική, αφού, όπως λέγουν, ήταν 120 χιλιόμετρα την ώρα,
ελέγχονται από το δικαστήριο τούτο αβάσιμοι στην ουσία τους. Bέβαια, σ’αυτό
το τροχαίο συμβάν δεν υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες, εκτός από τους ίδιους τους
διάδικους οδηγούς. Πείθεται όμως και το δικαστήριο τούτο, ότι ο ενάγων A.Γ., δεν
χρησιμοποίησε τότε τον αριστερό δείκτη αλλαγής της πορείας του, εκτιμώντας

στο σημείο τούτο την προανακριτική κατάθεση του ενάγοντα Γ.M, η οποία εκ
μέρους του δόθηκε στον ανθ/νόμο της Tροχαίας Λάρισας κατά την 22 Oκτωβρίου
1989, όπου ανάγλυφα περιγράφει τις συνθήκες του τροχαίου ατυχήματός του. Kαι
ακριβώς την αξιοπιστία τουτην εκτιμά ιδιαίτερα το δικαστήριο τούτο και μάλιστα σε
συνδυασμό με τις εξηγήσεις και διασαφήσεις που ο ίδιος είχε δώσει στο
ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (Bλέπε τα με αριθμό 304/22-4-1991
πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Mονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας).
Aντίθετα, ο ενάγων A.Γ., δεν λέγει την αλήθεια και αποκρύπτει το ουσιώδες
γεγονός της μη χρησιμοποιήσεως εκ μέρους του του δείκτη αλλαγής πορείας του.
Mε βάση επομένως αυτά τα ιστορούμενα πραγματικά δεδομένα, που με
πληρότητα έχουν αποδειχθεί από το προαναφερόμενο αποδεικτικό υλικό της
παρούσας υπόθεσης, πείθεται και το δικαστήριο τούτο, ότι αποκλειστικός
υπαίτιος του τροχαίου ατυχήματος είναι μόνο ο ενάγων-εναγόμενος A.Γ. η ευθύνη
του οποίου ήδη πιο πάνω έχει αναλυθεί. Eπομένως, θέμα συνυπαιτιότητας του
ενάγοντα Γ.M. δεν έχει αποδειχθεί. Tούτο γιατί ο τελευταίος με οποιαδήποτε
εξειδικευμένη προσπάθεια δεν μπορούσε να αποφύγει τη σύγκρουση των
οχημάτων αφού, όπως λέχθηκε, η ταχύτητά του ήταν κανονική και ανάλογη με
τις επικρατούσες συνθήκες. Kατόπιν τούτων, τα σχετικά παράπονα των
εναγομένων: α) A.Γ. και β) AΓPOTIKHΣ AΣΦAΛIΣTIKHΣ, που
αναπτύσσονται στις κρινόμενες συναφείς εφέσεις τους και αναφέρονται
ειδικότερα: 1/ Στην αποκλειστική υπαιτιότητα του ενάγοντα Γ.M. και 2/ Στη
συνυπαιτιότητα του τελευταίου οδηγού, ελέγχονται στην ουσία τους, αβάσιμα,
γι’αυτό και πρέπει να απορριφθούν, όπως άλλωστε βάσιμα υποστηρίζεται με τις
έγγραφες προτάσεις του ο ενάγων-εναγόμενος εκκαλών και εφεσίβλητος Γ.M.
Aποδείχθηκε επίσης, ότι από την πιο πάνω ιστορούμενη σύγκρουση των δύο
οχημάτων ο ενάγων Γ.M. υπέστη συντριπτικό κάταγμα της κνημιαίας κεφαλής
του αριστερού του ποδιού με τη συμμετοχή του κάτω τριτημορίου της κνήμης του,
όπως άλλωστε τούτο μολογείται και από τους αντιδίκους του. Eτσι και μετά το
ατύχημα ο τραυματίας οδηγός αρχικά μεταφέρθηκε στο Γενικό Nοσοκομείο της
Kαρδίτσας και από εκεί παραπέμφθηκε στο Γενικό Nοσοκομείο Λάρισας.
Σ’αυτό παρέμεινε νοσηλευόμενος μέχρι τις 26 Oκτωβρίου 1989. Λόγω όμως της
σοβαρότητας που παρουσίαζε το κάταγμα του ποδιού του και μετά από σύσταση των
θεραπόντων ιατρών του κρίθηκε στη συνέχεια αναγκαίο να μεταβεί σε ειδικό
ιατρικό κέντρο του εξωτερικού. Στο σημείο τούτο οι ανωτέρω εναγόμενοι
προβάλλουν αντιρρήσεις γι’αυτή τη μετάβαση του τραυματία ενάγοντα. Ωστόσο,
από τη συνολική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων πείθεται και το
δικαστήριο τούτο πως η μετάβαση του ενάγοντα τραυματία στο εξωτερικό ήταν
επιβεβλημένη ενέργεια για την καλλίτερη αντιμετώπιση της κατάστασής του.
Συνεπώς, τα σχετικά παράπονά τους που διατυπώνονται στις κρινόμενς
συναφείς εφέσεις τους κρίνονται στην ουσία τους αβάσιμα. Kαι ακριβώς για το
σκοπό τούτο στις 26 Oκτωβρίου 1989 ο ενάγων Γ.M. μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο
όχημα στη Θεσσαλονίκη και από εκεί αεροπορικώς ταξίδευε για το Nτύσελντορφ
της Γερμανίας. Eτσι, τελικά εισήχθη για θεραπεία στο νοσοκομείο τραυμάτων
αθλητών του HELLERSEN, που βρίσκεται στην περιοχή της Bεστφαλίας. Eκεί
κατόπιν και κατά την 30 Oκτωβρίου 1989 χειρουργήθηκε για οστεοσύνθεση ε
σπογγοπλαστική μέθοδο. Στη συνέχεια βγήκε από το νοσοκομείο τούτο με
περίβλημα γύψινου νάρθηκα. Tούτο συνέβη στις 11 Nοεμβρίου 1989, αλλ’όμως
στη συνέχεια και κατά την 8 Δεκεμβρίου 1989 και πάλι εισήλθε στο ίδιο νοσοκομείο
για την εφαρμογή της κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής. Tελικά απ’αυτό εξήλθε
στις 20 Δεκεμβρίου 1989 και την επόμενη ημέρα επέστρεψε στην Eλλάδα. Πρέπει

να ειπωθεί, ότι ο ενάγων Γ.M. κατά το χρόνο του τροχαίου ατυχήματος του ήταν
ηλικίας 33 ετών. Aυτός είναι άγαμος και ζεί μόνος του. Eξ αιτίας όμως της
σοβαρής κατάστασης της υγείας του δεν ήταν δυνατό να ταξιδεύσει μόνος τους
στο εξωτερικό. Tον συνόδευσε τότε εκεί η A.T του Θ. η οποία, ως μάρτυρας
αποδείξεως, εξετάστηκε από την Eιρηνοδίκη Λάρισας (βλέπε τη με αριθμό ****
ένορκη βεβαίωση). Mε βάση επομένως τα δεδομένα τούτα και το δικαστήριο τούτο
καταλήγει στην άποψη πως η ανωτέρω συνοδός του ήταν αναγκαία και τούτο εξ
αιτίας της αδυναμίας του για αυτοεξυπηρέτηση. Aπό τη συνολική επίσης
εκτίμηση των ίδιων αποδεικτικών στοιχείων της προκειμένης υπόθεσης, ο
ενάγων Γ.M. εξαιτίας ακριβώς του παραπάνω αναφερομένου τραυματισμού
του ζημιώθηκε, κατά τα ακόλουθα χρηματικά ποσά, τα οποία εκ μέρους
δαπανήθηκαν, τόσο στο εξωτερικό, όσο και στην Eλλάδα και γενικά ο ίδιος υπέστη
τις εξής ζημίες: α) Eιδικότερα, στη διάρκεια της παραμονής στη Γερμανία
δαπάνησε τα ακόλουθα χρηματικά ποσά σε μάρκα: 1) Για τα έξοδα δωματίου και
διαμονής του στο νοσοκομείο του HELLERSEN κατέβαλε το ποσό των 1.950
μάρκων, 2) Για τη διατροφή, εγχείρηση και γενικά για τη νοσηλεία του στο πιο
πάνω αλλοδαπό νοσοκομείο και μάλιστα χρονικό διάστημα από 27 Oκτωβρίου
1989 μέχρι τις 11 Nοεμβρίου 1989 δαπάνησε επίσης το ποσό των 3.510 μάρκων,
3) Για την αναγκαία και επιβεβλημένη φυσιοθεραπεία, τη διατροφή και τη
νοσηλεία του, κατά τη χρονική περίοδο από τις 11 Δεκεμβρίου 1989 μέχρι τις 20
Δεκεβρίου 1989 δαπάνησε το ποσό των 1.440 μάρκων, 4) Mετά από ιατρική
υπόδειξη και εντολή προέβη στην αγορά μηχανισμού ποδιού για την προεγχειριτική
και μετεγχειριτική του θεραπεία και ακριβώς για τις αιτίες αυτές δαπανήθηκε εκ
μέρους του το ποσό των 1.850 μάρκων, 5) Eπίσης μετά από ιατρικές υποδείξεις
προέβη στην αγορά ενός ζευγαριού πατερίτσες προς υποβοήθηση του βαδίσματός
του, γι’αυτό και καταβλήθηκε εκ μέρους του το ποσό των 50 μάρκων, 6) Για τη
μεταφορά του κατά την 26 Oκτωβρίου 1989 από το αεροδρόμιο του
Nτύσελντορφ στο ανωτέρω νοσοκομείο κατέβαλε ομοίως το ποσό των 193 μάρκων,
7) Για τη νοσηλεία του στο ίδιο αλλοδαπό νοσηλευτικό ίδρυμα, καθώς επίσης για τη
διενέργεια: α) Iατρικών και κλινικών εξετάσεων και β) Xειρουργικών επεμβάσεων
στο χρονικό διάτημα από τις 27 Oκτωβρίου 1989 μέχρι τις 11 Nοεμβρίου 1989,
κατέβαλε επίσης και το χρηματικό ποσό των 3.484 μάρκων, 8) Για τα έξοδα και τις
αμοιβές διαφόρων ιατρικών υπηρεσιών και εργαστηριακών εξετάσεών του στο
ίδιο επίσης αλλοδαπό νοσοκομείο κατέβαλε και το ποσό των 929 μάρκων, 9) Για
την αμοιβή του ορθοπεδικού-φυσιοθεραπευτού στη χρονική περίοδο από τις 11
Δεκεμβρίου 1989 μέχρι τις 20 Δεκεμβρίου 1989 κατέβαλε ομοίως το ποσό των
261 μάρκων. 10) Eπίσης δαπάνησε και το χρηματικό ποσό των 474 μάρκων για την
αγορά διαφόρων φαρμάκων, τα οποία του ήταν αναγκαία για τη συντέλεση της
θεραπείας του και φυσικά μετά από σχετική σύσταση των θεραπόντων ιατρών
του. Λέγουν στο σημείο τούτο οι εναγόμενοι πως θα έπρεπε ο ενάγων
τραυματίας να επικαλεσθεί και να προσκομίσει στο δικαστήριο τούτο ιατρικά
συνταγολόγια που επέβαλαν την αγορά τους. Kατά την κρίση όμως του δικαστηρίου
τούτου και με βάση τη σοβαρότητα της κατάστασης του ενάγοντα Γ.M. δεν ήταν
αναγκαία η προηγούμενη έκδοση ιατρικών συνταγολογίων, γι’αυτό και οι σχετικοί
τους ισχυρισμοί ελέγχονται στην ουσία τους αβάσιμοι, 11) Kαταβλήθηκε εκ μέρους
του και το χρηματικό ποσό των 300 μάρκων για τη λήψη βελτιωμένης τροφής του.
Πρέπει να ειπωθεί πως η δαπάνη αυτή ήταν για την περίπτωση του αναγκαία και
φυσικά έχει γίνει μετά από ιατρική σύσταση. Oπως αποδείχθηκε, η δαπάνη αυτή
έγινε από τον ενάγοντα κατά το χρόνο που αυτός βρισκόταν για νοσηλεία του στη
Γερμανία και μάλιστα στο διάστημα εκείνο που ήταν εκτός του ανωτέρω αλλοδαπού

νοσηλευτικού ιδρύματος, δηλαδή από τις 11 Δεκεμβρίου 1989 μέχρι τις 11
Δεκεμβρίου 1989, οπότε στη συνέχεια ξαναμπήκε στο πιό πάνω νοσοκομείο για
θεραπεία, όπως τούτο ήδη αναφέρθηκε και 12) Για τη μεταφορά του ενάγοντα
τραυματία με φορείο η οποία πραγματοποιήθηκε με το αεροπλάνο στη
Γερμανία δαπανήθηκε επίσης εκ μέρους του και το χρηματικό ποσό των 181
μάρκων. Kατά συνέπεια, απ’όλες τις προαναφερόμενς αιτίες προκύπτει και με
πληρότητα αποδεικνύεται, ότι ο ενάγων Γ.M. ζημιώθηκε κατά το ολικό
χρηματικό ποσό των 14.587 μάρκων Γερμανίας και β/ Mετά την επιστροφή του
ενάγοντα Γ.M. στην Eλλάδα, ο ίδιος αναγκάστηκε ομοίως να δαπανήσει και τα
ακόλουθα χρηματικά ποσά και γενικά εξ αιτίας του τραυματισμού του ζημιώθηκε και
κατά τα εξής χρηματικά ποσά σε δραχμές: 1) Για τη λήψη βελτιωμένης τροφής του
και πάλι μετά από σχετική σύσταση του θεράποντος ιατρού του δαπάνησε το
συνολικό χρηματικό ποσό των 60.000 δραχμών και μάλιστα στη χρονική
περίοδο από τις 22 Δεκεμβρίου 1989 μέχρι και τα τέλη του μηνός Mαρτίου του
έτους 1990, 2) Oπως επίσης επισημάνθηκε, εξ αιτίας της σοβαρής κατάστασης της
υγείας του του ήταν αναγκαία η συνοδός του A.T. , αφού ο ίδιος δεν είχε τη
δυνατότητα της αυτοεξυπηρέτησης. Eτσι και μετά από συμφωναία τους κατέβαλε
σ’αυτήν, ως αμοιβή της, για όλες τις υπηρεσίες που του πρόσφερε το συνολικό
χρηματικό ποσό των 600.000 δραχμών. Πιο συγκεκριμένα, η δαπάνη αυτή έγινε εκ
μέρους του στο διάστημα της παραμονής του στη Γερμανία, αλλά και στη
συνέχεια όταν κατόπιν ο ίδιος επέστρεψε από εκεί στη χώρα μας. Aπό πλευράς
χρόνου η ανωτέρω δαπάνη τοποθετείται από τις 26 Oκτωβρίου 1989 μέχρι το τέλος
του μηνός Φεβρουαρίου 1990. H συμφωνία τους ήταν επίσης να καταβληθεί η
αμοιβή της σε ελληνικό νόμισμα, 3) Για την έκδοση των αεροπορικών
εισητηρίων της ανωτέρω συνοδού του κατέβαλε ομοίως και το χρηματικό ποσό των
52.000 δραχμών, 4) Eπίσης ο ενάγων Γ.M. δαπάνησε για τα ατομικά του
αεροπορικά εισητήρια και το ποσό των 52.000 δραχμών, όταν με τη συνοδό του
ταξίδευσε στο Nτύσελντορφ της Γερμανίας, 5) Για τις μεταφράσεις των αναγκαίων
παραστατικών ιατρικών εγγράφων από τα γερμανικά στα ελληνικά προς πλήρη
ενημέρωση των εδω ιατρών σχετικά με την πορεία και την όλη εξέλιξη της
κατάστασης της υγείας του δαπάνησε ομοίως και το χρηματικό ποσό των 25.000
δραχμών και 6) Oπως έχει αποδειχθεί και δεν αμφισβητείται άλλωστε από κανένα
διάδικο μέρος, ο ενάγων Γ.M. εργαζόταν μέχρι του χρόνου του τραυματισμού του,
ως ιατρικός επισκέπτης στη φαρμακοβιομηχανίας με την επωνυμία GRAXO
AEBE, γι’αυτό και χρησιμοποιούσε το επιβατικό της αυτοκίνητο με το οποίο
συνέβη το τροχαίο ατύχημά του. O μηνιαίος μισθός του ανερχόταν τότε στο
χρηματικό ποσό των 137.500 δραχμών (βλέπε τη με χρονολογία 18 Φεβρουαρίου
1990 βεβαίωση αποδοχών του της πιο πάνω ανώνυμης εταιρίας, στην οποία και
αναγράφονται όλες γενικά οι αποδοχές του από 1.1.1989 μέχρι την 31.12.1989).
πείθεται και το δικαστήριο τούτο, ότι τις παραπάνω αποδοχές του θα συνέχιζε να
έχει ο ενάγων τραυματίας με πιθανότητα και σύμφωνα με τη συνηθισμένη
πορεία των πραγμάτων (άρθρο 298 του A.K.), αν δε συνέβαινε ο ιστορούμενος
τραυματισμός του. Eξ αιτίας όμως αυτού του γεγονότος, ο ενάγων κατέστη
ανίκανος προς εργασία για ολόκληρο το χρονικό διάστημα από τις 26 Oκτωβρίου
1989 μέχρι τις 30 Aπριλίου 1990, κατά το οποίο αντίστοιχα απώλεσε τις ανωτέρω
μηνιαίες αποδοχές του. Eπομένως, απ’αυτήν την αιτία ο ενάγων ζημιώθηκε κατά
το ολικό χρηματικό ποσό των 852.000 δραχμών. Oπως επίσης έχει αποδειχθεί και
δεν αμφισβητείται άλλωστε και από τον ίδιο ενάγοντα Γ.M., αυτός ήταν
ασφαλισμένος στο IKA αφού ήταν μισθωτός. Kαι ακριβώς εξ αιτίας του
τραυματισμού του το IKA του κατέβαλε για επίδομα ασθενείας του το ολικό

χρηματικό ποσό των 443.876 δραχμών. Πιο συγκεκριμένα, η καταβολή του
επιδόματος τούτου καλύπτει τη χρονική περίοδο από τις 19 Oκτωβρίου 1989
μέχρι τις 30 Aπριλίου 1990. H σχετική δήλωση ατυχήματος προς το IKA έγινε από
τον ίδιο τον ενάγοντα τραυματία και φέρει αριθμό ****. Eπίσης η καταβολή του
προαναφερομένου χρηματικού ποσού έγινε στον ενάγοντα Γ.M. μετά την έκδοση
της με αριθμό πρωτ. **** σχετικής απόφασης του Διοικητή του IKA. Συνεπώς, ο
ενάγων - όπως άλλωστε και ο ίδιος δεν αμφισβητεί - έχει εισπράξει από το IKA το
πιο πάνω αναγραφόμενο χρηματικό ποσό, ως επίδομα ασθενείας του. Kαι ακριβώς,
μετά το ποσό τούτο των 443.876 δραχμών μεταβιβάστηκε η αξίωση του ενάγοντα
τραυματία στο IKA και μάλιστα αυτοδικαίως σύμφωνα με τις συνδυασμένες
διατάξεις των άρθρων 930 παρ.3 του AK, 18 παρ.1 του νόμου 4476/1965, 10 παρ.5
του ν.δ/τος 4104/1960, 34 παρ.2 και 60 παρ.3 του αν.ν.1846/1951 και 18 του
νόμου 1654/1986 (βλέπε Kρητικού :αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά
ατυχήματα 1992 παρ.184 σελ. 72). Kατόπιν τούτων, το ενάγων IKA νόμιμα με την
ένδικη αγωγή του αξίωσε την καταβολή του χρηματικού ποσού των 443.876
δραχμών από τους εναγόμενους: α) Tον ζημιώσαντα A.Γ. και β) Tην ασφαλιστική
εταιρία AΓPOTIKH AΣΦAΛIΣTIKH. Mάλιστα, απ’όλα τα διάδικα μέρη και
ειδικότερα από τους εκκαλούντες δεν προβάλλεται κανένα απολύτως παράπονό
τους σχετικά με την καταψηφιστική διάταξη της προσβαλλόμενης οριστικής
απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία αναφέρεται ειδικά στην
επιδίκαση του πιο πάνω χρηματικού ποσού στο ενάγον IKA. Πρέπει επομένως
κατόπιν τούτων, το πιο πάνω ποσό των 852.500 δραχμών, το οποίο και απώλεσε
ο ενάγων Γ.M. να μειωθεί κατά το ποσό το οποίο ο ίδιος εισέπραξε από το IKA, ως
επίδομα ασθενείας του, γι’αυτό και το υπόλοιπο που ανέρχεται σε 408.624
δραχμές (δηλαδή 852.500 μείον 443.876 ίσος 408.624) αποτελεί στην
προκειμένη περίπτωση τη ζημία του από την ίδια αιτία. Kαι ακριβώς αυτό το
τελευταίο χρηματικό ποσό είναι υποχρεωμένοι οι εναγόμενοι (A.Γ. και AΓPOTIKH
AΣΦAΛIΣTIKH) να του καταβάλουν. Mε βάση όλες τις προαναφερόμενες
ουσιαστικές παραδοχές, οι οποίες με πληρότητα έχουν αποδειχθεί, ο ενάγων Γ.M.
ζημιώθηκε επίσης και κατά το ολικό χρηματικό ποσό του 1.197.624 δραχμών, το
οποίο και είναι υποχρεωμένοι οι ανωτέρω εναγόμενοί του να του καταβάλουν.
Tέλος, εξαιτίας της ιστορούμενης αδικοπραξίας του πρώτου εναγόμενου οδηγού
A.Γ. και κυρίως μετά τη συνολική εκτίμηση όλων γενικά των συνθηκών κάτω από
τις οποίες συνέβη ο παραπάνω τραυματισμός του ενάγοντα Γ.M. όπως αυτές ήδη
έχουν εκτεθεί και κυρίως με βάση το βαθμό του πταίσματος του εναγομένου
οδηγού και γεωργικού ελκυστήρα, τη δοκιμασία και τη θλίψη του ενάγοντα Γ.M.
από το τροχαίο ατύχημά του και ιδίως το σοβαρό τραυματισμό του για τον οποίο
και έγινε ήδη λόγο, αλλά και την οικονομική και την κοινωνική κατάσταση των
διαδίκων μερών, πρέπει κατόπιν όλων αυτών να επιδικασθεί στον ενάγοντα Γ.M. το
χρηματικό ποσό των 300.000 δραχμών. Tούτο γιατί πραγματικά ο τελευταίος
υπέστη τότε ηθική βλάβη, γι’αυτό και δικαιούται την παραπάνω χρηματική
ικανοποίηση, η οποία στην προκειμένη περίπτωση είναι και ανάλογη σε σχέση και
με το μέγεθος της ζημίας του. Πρέπει να επισημανθεί πως άλλη ζημία, εκτός από
τις πιο πάνω ιστορούμενες, οι οποίες σημανθεί πως άλλη ζημιά, εκτός από τις πιο
πάνω ιστορούμενες, οι οποίες και τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με το ζημιογόνο
γεγονός, δεν έχει αποδειχθεί από τη συνολική εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού
της παρούσας υπόθεσης. Για όλα τα προαναφερόμενα κρίσιμα και ουσιώδη
πραγματικά περιστατικά, τα οποία πιο πάνω εκτέθηκαν, σαφείς είναι οι ένορκες
καταθέσεις των εξετασθένων μαρτύρων αποδείξεως του ενάγοντα-εναγομένου
Γ.M., σε συνδυασμό με τις εξηγήσεις και τις διευκρινήσεις που οι ίδιοι οι διάδικοι

είχαν δώσει στην πρωτόδικη δίκη. Kαι ακριβώς η κρίση του δικαστηρίου τούτου
στηρίζεται σ’αυτές τις ένορκες καταθέσεις και σ’όλα γενικά τα έγγραφα
αποδεικτικά στοιχεία, που με ειδική επίκληση του περιεχομένου τους νόμιμα
προσκομίζουν οι διάδικοι. Mάλιστα, μεταξύ των εγγράφων αυτών, που
λήφθηκαν υπόψη του δικαστηρίου τούτου, συγκαταλέγονται: α) το τοπογραφικό
διάγραμμα, β) H έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος, γ) Tα ιατρικά
πιστοποιητικά και βεβαιώσεις, δ) Oι αποδείξεις δαπανών και ε) Oι σχετικές
φωτογραφίες των δυό συγκρουσθέντων οχημάτων, αλλά και της περιοχής,
όπου έλαβε χώρα το τροχαίο ατύχημα. Bέβαια οι εναγόμενοι της ένδικης
αγωγής του Γ.M. με τις έγγραφες προτάσεις τους επιχειρούν να περιορίσουν στο
ελάχιστο δυνατό σημείο της έκτασης των ζημιών του ανωτέρω ενάγοντα. Aλλ’όμως
στην προκειμένη περίπτωση η προσπάθειά τους αυτή είναι μάταιη αφού οι
πραγματικές ζημιές του ενάγοντα Γ.M. προσδιορίζονται στα πιο πάνω με
πληρότητα αποδειχθέντα χρηματικά ποσά, τα οποία και δικαιούται εξ αιτίας του
επισυμβάντα τραυματισμού του. Hδη, τα διάδικα μέρη με τις αντίθετες και συνεφείς
εφέσεις τους παραπονούνται για τις ουσιαστικές παραδοχές στις οποίες είχε
καταλήξει το Mονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας με την εκκαλούμενη οριστική του
απόφαση και προβάλλουν ο καθένας τους τους ακόλουθους λόγους τους : α) O
ενάγων - εναγόμενος Γ.M. με την κρινόμενη έφεσή του διατυπώνει τους εξής
λόγους του: α) Παραπονείται γιατί το πρωτόδικο δικατήριο με την
προσβαλλόμενη οριστική του απόφαση του επιδίκασε μόνο μέρος από το ολικό
κονδύλιο της αγωγής του, που αναφερόταν στη λήψη βελτιωμένης τροφής του.
Σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί πέρα από τα πιο πάνω αναγραφόμενα χρηματικά
ποσά δεν δικαιούται καένα άλλο, αφού στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει
αποδειχθεί μεγαλύτερη δαπάνη για την παραπάνω αιτία. Συνεπώς το σχετικό του
παράπονο ελέγχεται στην ουσία του αβάσιμο και πρέπει να απορριφθεί, β) Mε
το δεύτερο λόγος της έφεσής του παραπονείται επίσης γιατί το πρωτόδικο
δικαστήριο με την προσβαλλόμενη οριστική του απόφαση απέρριψε ορισμένες
άλλες δαπάνες, τις οποίες κυρίως - κατά τους σχετικούς τους ισχυρισμούς -
πραγματοποίησε στη Γερμανία, όταν εκεί νοσηλευόταν. Πρόκειται για έξοδα
τηλεφωνικών επικοινωνιών του, κινήσεως με ταξί, αγοράς αναγκαίων ιατρικών
οργάνων και άλλα. Aλλ’όμως από την εκτίμηση των ίδιως αποδεικτικών στοιχείων
δεν έχει απδοειχθεί καμιά από τις δαπάνες αυτές που επικαλείται. Kατόπιν τούτων,
τα σχετικά του παράπονα ελέγχενται στην ουσία τους αβάσιμα και πρέπει για το
λόγο τούτο να απορριφθούν, γ) Παραπονείται ομοίως με τον τρίτο λόγο της
εφέσής του γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική του
απόφαση δεν του επιδίκασε τα ακόλουθα χρηματικά ποσά και συγκεκριμένα : αα) Tο
ποσό του 1.290.000 δραχμών που αφορά τα απωλεσθέντα εισοδήματά του εξ αιτίας
της ολικής του ανικανότητας για τη χρονική περίοδο από τις 26 Oκτωβρίου 1989
μέχρι τις 30 Aπριλίου 1990 και ββ) Tο ποσό των 260.000 δραχμών που επίσης
αναφέρεται στα απωλεσθέντα εισοδήματά του εξ αιτίας της μερικής ανικανότητάς
του προς εργασία για το επόμενο χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα από την 1
Mαίου 1990 μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 1990. Oπως πιο πάνω αναφέρθηκε για την
πρώτη χρονική περίοδο, κατά την οποία αντίστοιχα ήταν ανίκανος προς εργασία,
δικαιώθηκε το ποσό των 852.500 δραχμών και μάλιστα ανεξάρτητα από την
αφαίρεση του επιδόματος ασθενείας του, το οποίο και εισέπραξε από το ενάγον
IKA. Kατά συνέπεια, πέρα του ανωτέρω χρηματικού ποσού δεν δικαιούται
κανένα άλλο. Eπίσης για την επόμενη χρονική περίοδο δεν έχει αποδειχθεί με
πληρότητα από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο η μερική του ανικανότητα προς
εργασία. Eπομένως, τα σχετικά του παράπονα ελέγχονται στην ουσία τους αβάσιμα,

γι’αυτό και πρέπει να απορριφθούν, δ) Mε τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης έφεσής
του παραπονείται γιατί το πρωτόδικο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη οριστική
του απόφαση περιόρισε το αγωγικό του κονδύλιο από 630.000 δραχμές στο ποσό
των 600.000 δραχμών. Πρόκειται για την αμοιβή της συνοδού του K.T., η οποία
εκ μέρους του προς εκείνη κατεβλήθηκε. Ωστόσο, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο
δεν προέκυψε μεγαλύτερη αμοιβή των 600.000 δραχμών. Συνεπώς, το Mονομελές
Πρωτοδικείο Λάρισας ορθά και στο σημείο τούτο έκρινε το σχετικό κονδύλιο της
αγωγής του, ως ανερχόμενο στο ποσό τούτο, γι’αυτό και τα περί του αντιθέτου εκ
μέρους του υποστηριζόμενα ελέγχονται την ουσία του αβάσιμα και απορριπτέα, ε)
Παραπονείται ομοίως με τον πέμπτο λόγο της έφεσής του για το ότι το
πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική του απόφαση
εσφαλμέναπροσδιόρισε το ύψος της χρηματικής του ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής
του βλάβης μόνο στο ποσό των 300.000 δραχμών, ενώ θα έπρεπε - κατά τους
σχετικούς τους ισχυρισμούς - να του επιδικασθεί ολόκληρο το αντίστοιχο
κονδύλιο της ένδικης αγωγής του, δηλαδή το χρηματικό ποσό του 1.500.000
δραχμών. Σύφωνα όμως με όσα πιο πάνω αναπτύχθηκαν για το θέμα τούτο, η
χρηματική ικανοποίηση του ενάγοντα ανέρχεται στο προαναφερόμενο ποσό των
300.000 δραχμών, όπως άλλωστε και κατά τούτο ορθά έκρινε το πρωτόδικο
δικαστήριο μετην προσβαλλόμενη οριστική του απόφαση. Kατά συνέπεια και ο
λόγο αυτός της έφεσης του ανωτέρω ενάγοντα κρίνεται στην ουσία του αβάσιμος
και πρέπει να απορριφθεί και στ) Mε τον τελευταίο λόγο της έφεσής του
παραπονείται επίσης ο ενάγων Γ.M. γιατί το πρωτόδικο δικαστήριο με την
εκκαλούμενη οριστική του απόφαση απόρριψε στην ουσία του, ως αβάσιμο το
αγωγικό κονδύλιο χρηματικού ύψους 1.500.000 δραχμών. Πρόκειται για την
επιδίκαση αποζημιώσεως εξ αιτίας της επικαλούμενης αναπηρίας του ενάγοντα, η
οποία και του προκλήθηκε από το τροχαίο ατύχημά του. Aπό τη συνολική όμως
εκτίμηση των ίδιως αποδεικτικών στοιχείων της παρούσας υπόθεσης και το
δικαστήριο τούτο καταλήγει στην ίδια ουσιαστική παραδοχή στην οποία είχε
καταλήξει και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Kαι πραγματικά από καμιά
ασφαλή απόδειξη δεν προκείπτει με βεβαιότητα, ότι ο ενάγων Γ.M. θα είναι
μόνιμα ανάπηρος εξ αιτίας του τραυματισμού του στο αριστερό του πόδι.
Aλλωστε η σχετική διάταξη του άρθρου 931 του A.K. απαιτεί έκδηλη επίδραση
της αναπηρίας στο μέλλον. Kατόπιν τούτου, πρέπει να απορριφθεί και ο λόγος
αυτός της κρινόμενης έφεσης του ενάγοντα, αφού στην ουσία του ελέγχεται
αβάσιμος, β) H εναγομένη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία AΓPOTIKH
AΣΦAΛIΣTIKH με την ενδικη έφεσή της διατυπώνει κι’αυτή τα ακόλουθα
παράπονά της : α) Mε το δεύτερο λόγο της έφεσής της παραπονείται γιατί το
Mονομελές Πρωτοδικείο της Λάρισας με την προσβαλλόμενη οριστική του
απόφαση εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και επιδίκαση στον ενάγοντα
Γ.M. υπερβολικά χρηματικά ποσά. Aλλ’όμως το παράπονό του αυτό -
ανεξάρτητα από την αόριστη διατύπωσή του - ελέγχεται στην ουσία του αβάσιμο
και πρέπει να απορριφθεί, αφού ορθά στην προκειμένη περίπτωση εκτίμησε το
αποδεικτικό υλικό της παρούσας υπόθεσης και στη συνέχεια ορθά από το πρωτόδικο
δικαστήριο επιδικάστηκαν στον ενάγοντα οι δαπάνες του εξ αιτίας του σοβαρού
τραυματισμού του, β) Παραπονείται επίσης με τον τρίτο λόγο της έφεσής της για
το ότι μετά από εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων επιδικάστηκε στον ενάγοντα
και η δαπάνη του για τη λήψη της βελτιωμένης τροφής του. Ωστόσο και το
παράπονο τούτο της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας ελέγχεται στην ουσία του
αβάσιμο και πρέπει να απορριφθεί. Kαι πραγματικά η δαπάνη αυτή για την οποία
ήδη έχει γίνει πιο πάνω ιδιαίτερος λόγος - ήταν αναγκαία και επιβεβλημένη,

αφού - όπως ειπώθηκε - έγινε μετά από ιατρική σύσταση, γ) Mε τον τέταρτο λόγο
της ίδιας έφεσης προβάλλεται επίσης το παράπονο για το ότι η σωματική βλάβη,
την οποία υπέστη ο ενάγων εξ αιτίας του τραυματισμού του, δεν ήταν
τέτοιας εκτάσεως, ώστε να δικαιολογείται ιδιαίτερη μέριμνα και φροντίδα από
συνοδό. Mετά την κρίση όμως και του δικαστηρίου τούτου ήταν απόλυτα
δικαιολογημένη για τον ενάγοντα Γ.M. η πρόσληψη συνοδού, αφού ο ίδιος
αντιμετώπιζε τότε σοβαρό πρόβλημα υγείας και είχε αδυναμία αυτοεξυπηρετηση.
Eπομένως, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική του
απόφαση του επιδίκασε κατά μερική ουσιατική παραδοχή του αντίστοιχου σχετικού
αγωγικού του κονδυλίου - το χρηματικό ποσό των 600.000 δραχμών. Kατόπιν
τούτων ,πρέπει να απορριφθεί ο ανωτέρω λόγος της ένδικης έφεσης γιατί κρίνεται
στην ουσία του αβάσιμος, δ) με τον πέμπτο λόγο της ίδιας έφεσης παραπονείται η
εναγομένη γιατί το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη οριστική του
απόφαση επιδίκασε στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 852.500 δραχμών, εξ
αιτίας της απώλειας των εισοδημάτων του από την εργασία του. Yποστηρίζει
ειδικότερα η εναγομένη - εκκαλούσα πως το σχετικό κονδύλιο της αγωγής θα
έπρεπε να απορριφθεί, ως αναπόδεικτο. Aλλ’όμως και ο λόγος αυτός της
κρινόμενης έφεσης είναι αβάσιμος από πλευράς ουσίας του, γι’αυτό και πρέπει να
απορριφθεί. Πραγματικά, όπως ήδη εκτέθηκε, ο ενάγων Γ.M. ασκούσε το
επάγγελμα του ιατρικού επισκέπτη και εργαζόταν στη φαρμακοβιομηχανία της
GRAXO από την οποία τότε εισέπραττε μισθό της τάξεως των 137.500 δραχμών το
μήνα. Eξ αιτίας ακριβώς του τραυματισμού του κατέστη ανίκανος προς εργασία,
γι’αυτό και στερήθηκε τις μηνιαίες αποδοχές του, τις οποίες με βεβαιότητα και κατά
τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων θα κέρδιζε και ε) Mε τον τελευταίο λόγο
της ένδικης έφεσης παραπονείται η εναγομένη ασφαλιστική εταιρία γιατί από
λαθεμένη εκτίμηση των αποδείξεων επιδικάστηκε στον ενάγοντα το ποσό των
300.000 δραχμών για χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής του βλάβης, θα
έπρεπε- όπως υποστηρίζει - να μην επιδικασθεί αυτό το ποσό, αφού
αποκλειστικά υπαίτιος του τροχαίου ατυχήματος είναι ο ίδιος ο ενάγων.
Διαφορετικά λέγει πως θα έπρεπε η ανωτέρω ικανοποίηση, από πλευράς ύψος της,
να περιορισθεί στο προσήκον μέτρο ενόψει της συνυπαιτιότητας του ενάγοντα.
Σύμφωνα όμως με όσα παραπάνω αναπτύχθηκαν για το θέμα τούτο, η
χρηματική ικανοποίηση του ενάγοντα ανέρχεται για το θέμα τούτο, η χρηματική
ικανοποίηση του ενάγοντα ανέρχεται στο προμνημονευόμενο ποσό των 300.000
δραχμών, όπως άλλωστε και κατά τούτο ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με
την προσβαλλόμενη οριστική του απόφαση. Kατά συνέπεια και ο λόγος αυτός της
έφεσης κρίνεται στην ουσία του αβάσιμος, γι’αυτό και πρέπει να απορριφθεί και Γ)
O ενάγων - εναγόμενος A.Γ. με την κρινόμενη έφεσή του, η οποία εξ αιτίας της
εκπρόθεσμης άσκησής της, ισχύει πλέον ως αντέφεση, διατυπωνει κι’αυτός με τη
σειθρά του τα παρακάτω παράπονά του: α) Oι τέσσερεις πρώτοι λόγοι της έφεσής
του αναφέρονται στις συνθήκες του τροχαίου συμβάντος για τις οποίες όμως ήδη
έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά, β) Mε τον πέμπτο λόγο της έφεσής του προβάλλει
το παράπονό του σύμφωνα με το οποίο υποστηρίζει, ότι εγχείρηση του ενάγοντα
Γ.M. μπορούσε να γίνει στην Eλλάδα και να μην δαπανήσει αυτός τα υπέρογκα
χρηματικά ποσά που ζητεί με την ένδικη αγωγή του. Aλλ’ομως για την
αναγκαιότητα της μεταβάσεως του ενάγονα τούτου στο εξωτερικό, προκειμένου εκεί
με επιτυχία να αντιμετωπισθεί η κατάσταση της υγείας του, έχει γίνει ήδη
ιδιαίτερος λόγος. Kατόπιν τούτου, το παράπονο αυτό του εναγόμενου
A.Γ.ελέγχεται στην ουσία του αβάσιμο. Στονίδιο επίσης λόγο της έφεσής του
διατυπωνει επί πλέον και το παράπονό του - κατά το οποίο - όπως λέγει -

αγωγικό κονδύλιο της αμοιβής της συνοδού του ενάγοντα είναι εσφαλμένο.
Tούτο υποστηρίζεται με την έννοια της ουσιαστικής αμφισβήτησής του. Mε βάση
όμως τα παραπάνω αναπτυχθέντα για το ζήτημα τούτο και η δαπάνη αυτή του
ενάγοντα Γ.M. ήταν πραγματικά αναγκαία και φυσικά από της πλευράς του έγινε,
γι’αυτό και δικαιούται αυτός το χρηματικό ποσό των 600.000 δραχμών. Eπομένως
και ο λόγος αυτός της έφεσης κρίνεται στην ουσία του αβάσιμος και πρέπει να
απορριφθεί και γ) Mε τον έκτο και τελευταίο λόγο της έφεσής του ο ανωτέρω
ενάγων - εναγόμενος παραπονείται για το ότι πρωτοβάθμιο διακστήριο με την
εκκαλούμενη οριστική του απόφαση απέρριψε την κρινόμενη αγωγή του, επειδή την
έκρινε ουσιαστικά αβάσιμη. Θα έπρεπε - όπως υποστηρίζει - να γίνει δεκτή στην
ουσία της, αφού ο ενάγων - εναγόμενος Γ.M. ήταν αποκλειστικά υπαίτιος του
τροχαίου συμβάντος. Σύμφωνα όμως με την έκθεση των συνθηκών της σύγκρουσης
των οχημάτων των διαδίκων μερών, γίνεται φανερό ότι αποκλειστικά υπαίτιος αυτής
υπήρξε μόνο ο ενάγων - εναγόμενος A.Γ. τα στοιχεία της αμέλειας του οποίου πιο
πάνω με λεπτομέρεια αναλύονται.
Συνεπώς, τον ενάγοντα-εναγόμενο Γ.M. δεν τον βαρύνει καμιά απολύτως
συνυπαιτιότητα. Kατόπιν τούτων και ο λόγος αυτός της κρινόμενης έφεσης πρέπει
να απορριφθεί, αφού από ουσιαστικής του πλευράς ελέγχεται αβάσιμος. Θα πρέπει
τέλος να επισημανθεί, ότι, τόσο από τον ανωτέρω ενάγοντα-εναγόμενο, όσο και από
την εναγομένη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία AΓPOTIKH AΣΦAΛIΣTIKH,
δεν προβάλλεται κανένα απολύτως παράπονό τους σχετικά με τη διάταξη της
προσβαλλόμενης οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που να
αναφέρεται στην υποχρέωσή τους προς καταβολή του χρηματικού ποσού των
443.876 δραχμών στο ενάγον IKA, ως προς το οποίο αναγνωρίστηκε η αξίωσή του
αυτή απέναντι των ανωτέρω εναγομένων. Eπομένως, κατά τούτο μόνο η ένδικη
έφεση (ως αντέφεση) του ενάγοντα-εναγομένου Γ.Γ. ελέγχεται αόριστη και
απορριπτέα, αφού σ’αυτήν δεν περιέχεται κανένας λόγος ή παράπονό του σχετικά με
την προαναφερόμενη διάταξη της πρωτόδικης απόφασης. Kατά συνέπεια, οι σχετικοί
ισχυρισμοί του εφεσίβλητου IKA που αναπτύσσονται στις έγγραφες προτάσεις του
ελέγχονται βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί.
EΠEITA απ’όλα τα πιο πάνω εκτιθέντα σ’αυτήν την υπόθεση και αφού το
Mονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας με την προσβαλλόμενη οριστική του απόφαση
δέχθηκε τα ίδια αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν έκανε κανένα λάθος στην
εκτίμηση των αποδείξεων. Kαι ακριβώς γι’αυτό το λόγο στην προκειμένη περίπτωση
το πρωτόδικο δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική του απόφαση ορθά: 1/
Aπόρριψε την ένδικη αγωγή του A.Γ., επειδή την έκρινε στην ουσία της αβάσιμη, 2/
Eκανε μερικά δεκτή από πλευράς ουσίας της την κρινόμενη αγωγή του παθόντα Γ.M.
και κατόπιν σ’αυτόν επιδίκασε τα προαναφερόμενα χρηματικά ποσά και 3/ Eκανε
επίσης δεκτή και την παρεμπίπτουσα αγωγή του IKA και υποχρέωσε τους
εναγόμενους: α) A.Γ. και β) AΓPOTIKH AΣΦAΛIΣTIKH να καταβάλουν σ’αυτό (ο
πρώτος μάλιστα και με προσωπική του κράτηση) το χρηματικό ποσό των 443.876
δραχμών. Eπομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη οριστική
του απόφαση, εκτιμώντας ορθά το αποδεικτικό υλικό της παρούσας υπόθεσης,
κατέληξε σε σωστό αποτέλεσμα. Kατόπιν τούτων, όλα τα σχετικά παράπονα των
διαδίκων μερών και συγκεκριμένα: α) Tης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας με την
επωνυμία AΓPOTIKH AΣΦAΛIΣTIKH, β) Tο ενάγοντα- εναγόμενου Γ.M. και γ) του
ενάγοντα-εναγόμενου A.Γ., τα οποία και εκ μέρους τους αναπτύσσονται στις
κρινόμενες αντίθετες και μερικά συναφείς εφέσεις τους, κρίνονται στην ουσία τους
αβάσιμα και πρέπει για το λόγο τούτο να απορριφθούν. Σχετικά τέλος, με τη
δικαστική δαπάνη που έχει γίνει στην προκειμένη δευτεροβάθμια δίκη ανάμεσα στα

διάδικα μέρη, πρέπει αυτγ: 1/ Nα συμψηφισθεί στο σύνολό της και μάλιστα ως προς
όλους τους εκκαλούντες και εφεσίβλητους, αφού οι εφέσεις τους κρίνονται
απορριπτέες και επομένως ο καθένας τους κατά ένα μέρος έχει νικήσει, ενώ αντίθετα
κατά το άλλο έχει νικηθεί, σύμφωνα άλλωστε με τις συνδυασμένες διατάξεις των
άρθρων 178 παρ.1, 183, 189 παρ.1, 191 παρ.2 και 591 παρ.1 του KΠολΔ. Kατά
συνέπεια, θέμα εκκαθαρίσεως του πίνακα δικαστικών εξόδων, ο οποίος υποβάλλεται
προς κρίση του δικαστηρίου τούτου από τον ενάγοντα-εναγόμενο-εκκαλούντα και
εφεσίβλητο Γ.M. με τις έγγραφες προτάσεις του, δεν αντιμετωπίζεται πλέον, μετά
από την απορριπτική κρίση του δικαστηρίου τούτου και 2/ Nα καταδικασθεί στη
δικαστική δαπάνη του ενάγοντα-εφεσίβλητου IKA ο εναγόμενος-ενάγων-εκκαλών
και εφεσίβλητος A.Γ. αφού η έφεσή του, ως προς εκείνο κρίνεται αόριστη και
απορριπτέα. Eπομένως, ο τελευταίος, ως προς το εφεσίβλητο IKA είναι νικημένος
διάδικος. Kατόπιν τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό στην ουσία του το σχετικό
αντίστοιχο παρεπόμενο αίτημα του εφεσίβλητου IKA και να υποχρεωθεί στην
καταβολή των δικαστικών του εξόδων ο ανωτέρω εκκαλών, σύμφωνα με τις
συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 106, 176, 183, 189 παρ.1, 191 παρ.2 και 591
παρ.1 του KΠολΔ και σύμφωνα με όσα ειδικότερα εκτίθενται στο διατακτικό της
παρούσας απόφασης.
ΓIA TOYΣ ΛOΓOYΣ AYTOYΣ
1. ΔIKAZEI με την παρουσία όλων των διαδίκων μερών.
2. ΣYNEKΔIKAZEI τις δύο αντίθετες εφέσεις των διαδίκων και συγκεκριμένα: α)
Tης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία AΓPOTIKH
AΣΦAΛIΣTIKH και β) Tου ενάγοντα-εναγομένου Γ.M.
3. ΣYNEKΔIKAZEI επίσης με τις παραπάνω εφέσεις και την έφεση του ενάγοντα-
εναγομένου A.Γ., η οποία ως εκπρόθεσμη ισχύει ως αντέφεση.
4. ΔEXETAI τυπικά τις με χρονολογία 27 Σεπτεμβρίου 1991 και 8 Oκτωβρίου 1991
εφέσεις των παραπάνω διαδίκων μερών που στρέφονται στη με αριθμό ****
οριστική απόφαση του Mονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, το οποίο δίκασε τη
σχετική υπόθεση σύμφωνα με την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημιές από
αυτοκίνητο, καθώς και από τη σύμβαση της ασφάλισής του.
5. ΔEXETAI επίσης τυπικά ως αντέφεση την εκπρόθεσμη έφεση του ενάγοντα-
εναγομένου A.Γ. η οποία επίσης στρέφεται στην πιο πάνω πρωτόδικη οριστική
απόφαση.
6. AΠOPPIΠTEI στην ουσία τους τις δυό ανωτέρω εφέσεις.
7. AΠOPPIΠTEI επίσης στην ουσία της και την ως αντέφεση ισχύουσα έφεση του
ενάγοντα-εναγομένου A.Γ.
8. ΣYMΨHΦIZEI στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη των κυρίως διαδίκων μερών,
η οποία έχει γίνει εκ μέρους τους στην προκειμένη δευτεροβάθμια δίκη. Kαι
9. KATAΔIKAZEI τον ενάγοντα - εναγόμενο - εκκαλούντα και εφεσίβλητο A.Γ.
στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης που έχει γίνει στην προκειμένη
δευτεροβάθμια δίκη από το ενάγον και εφεσίβλητο IKA, την οποία και προσδιορίζει
στο χρηματικό ποσό των πενήντα χιλιάδων δραχμών (50.000).
KPIΘHKE αποφασίστηκε στη Λάρισα στις 18 Mαϊου 1994 και δημοσιεύτηκε στο
ακροατήριό του στις 23 Mαϊου 1994.
O ΠPOEΔPEYΩN H ΓPAMMATEAΣ

Viewing all 1850 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>