Quantcast
Channel: ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ
Viewing all 1850 articles
Browse latest View live

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΠΙΣΗΜΕΙΩΣΗΣ ΤΗΣ ΣΦΡΑΓΙ∆ΑΣ ΤΗΣ ΧΑΓΗΣ (5-10-1961) (APOSTILLE) ΑΠΟΣΤΙΛ

$
0
0
ΕΓΧΕΙΡΙ∆ΙΟ

  ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΕΙΩΣΗΣ ΤΗΣ
ΣΦΡΑΓΙ∆ΑΣ ΤΗΣ ΧΑΓΗΣ
(Apostille)

 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ & ∆ΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΓΕΝΙΚΗ ∆ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ &
∆ΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ
∆ΙΕΥΘΥΝΣΗ ∆ΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΣΗΣ ∆ΙΑ∆ΙΚΑΣΙΩΝ & ΕΘΙΜΟΤΥΠΙΑΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...


1.     ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ………………….σελ.3


2.     ΦΟΡΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΙΣΗΜΕΙΩΝΟΥΝ……… .σελ.4

3.     ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΣΦΡΑΓΙ∆ΑΣ……….σελ.5

4.     ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΕΓΓΡΑΦΩΝ………………..σελ. 7 5.  ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ…………………………………σελ.13
6.     ΕΠΙΣΗΜΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙ∆Α-ΠΙΝΑΚΑΣ
ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ…………………………..σελ. 14

7.     ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΡΜΟ∆ΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΣΦΡΑΓΙ∆ΑΣ

(ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΕΣ ∆ΙΟΙΚΗΣΕΙΣ- ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΕΣ)


ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ                              ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΠΙΣΗΜΕΙΩΣΗΣ ΤΗΣ ΣΦΡΑΓΙ∆ΑΣ ΤΗΣΧΑΓΗΣ (5-10-1961)
(APOSTILLE)

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΣΦΡΑΓΙ∆Α ΤΗΣ ΧΑΓΗΣ


Η Σφραγίδα της Χάγης (Apostille) είναι η σφραγίδα η οποία απαιτείται, σύµφωνα
µε την Σύµβαση Επισηµείωσης της Σφραγίδας της Χάγης (5-10-1961), να τεθεί στα δηµόσια έγγραφα από το Κράτος που τα έχει συντάξει, προκειµένου να βεβαιωθεί ηγνησιότητα της υπογραφής και η ιδιότητα µε την οποία ενήργησε ο υπογράφωντο έγγραφο και ενδεχοµένως, η ταυτότητα της σφραγίδας ή του επισήµατος πουφέρει το έγγραφο. Η χορήγηση της Σφραγίδας της Χάγης είναι βασική προϋπόθεση για να γίνουν δεκτά τα δηµόσια έγγραφα µεταξύ οποιουδήποτε Κράτους έχει προσχωρήσει στην Σύµβαση αυτή και οποιωνδήποτε Κρατών δεν έχουν προβάλλει αντίρρηση κατά της προσχώρησης του.(βλ. κατάλογο κρατών που έχουν προσχωρήσει στηνσύµβαση).
Η χώρα µας κύρωσε την ανωτέρω Σύµβαση µε τον νόµο 1497/1984 – ΦΕΚ Α’188/27-11-1984.
Για την χορήγηση της Σφραγίδας της Χάγης είναι απαραίτητη η ύπαρξη του δείγµατος υπογραφής του υπογράφοντος το δηµόσιο έγγραφο, µε εξαίρεση ταέγγραφα που φέρουν την προηγµένη ηλεκτρονική υπογραφή (ψηφιακή υπογραφή) ΠΠ1, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του Π∆ 150/2001 – ΦΕΚ 125 Α’/25-6-2001.

Ως δηµόσια έγγραφα κατά τη Σύµβαση θεωρούνται :


  Τα έγγραφα που προέρχονται από αρχή ή δηµόσιο υπάλληλο δικαιοδοτικού οργάνουτουκράτους,συµπεριλαµβανοµένωνκαιτωνεγγράφωνπουπροέρχονται από εισαγγελική αρχή, δικαστικό γραµµατέα ή δικαστικόεπιµελητή.

  Τα διοικητικάέγγραφα.

  Τα συµβολαιογραφικάέγγραφα.
  Οι επίσηµες βεβαιώσεις που τίθενται σε ιδιωτικό έγγραφο(βεβαιώσεις-
θεωρήσεις- επικυρώσεις).

Όταν τα έγγραφα πρόκειται να σταλούν σε Κράτος µη µέλος της Σύµβασης της Χάγης (Apostille) ή σε Κράτος για το οποίο η χώρα µας έχει εγείρει αντιρρήσεις, ακολουθείται η οδός της επικύρωσης των εγγράφων αυτών από τα εποπτεύοντα Υπουργεία και στην συνέχεια από τοΥΠΕΞ.

Η Επισηµείωση προηγείται της Μετάφρασης


Όταν πρόκειται για µετάφραση ήδη επισηµειωθέντος εγγράφου, η επισηµείωσητης
µετάφρασης  δεν  προσθέτει  επιπλέον  αποδεικτική αξία σε  αυτό. Η Επισηµείωση σε
µετάφραση βεβαιώνει την γνησιότητα της υπογραφής του/της µεταφραστή/τριας και την ιδιότητα µε την οποία ενήργησε και όχι την γνησιότητα υπογραφής και την ιδιότητα του υπογράφοντος στο έγγραφο.(ΥΠΕΣ36718/13-9-2013)

ΑΡΜΟ∆ΙΟΙ ΦΟΡΕΙΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΣΦΡΑΓΙ∆ΑΣ ΕΠΙΣΗΜΕΙΩΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΧΑΓΗΣ(APOSTILLE)



Σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 280, παρ1. του Ν.3852/2010, ΦΕΚ 87/Α’/7-6- 2010 (του ιδρυτικού νόµου 2503/1997 – ΦΕΚ 107 Α’) και του άρθρου 186 του παρόντος νόµου, καθώς και του νόµου 1497/1984 - ΦΕΚ Α’ 188/27-11-1984, ο οποίος και κύρωσε την Σύµβαση της Χάγης, οι αρχές που χορηγούν την Επισηµείωση του άρθρου 3 της Σύµβασης της Χάγης είναι :

1.       ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΕΣ ∆ΙΟΙΚΗΣΕΙΣ

Επισηµειώνουν τα δηµόσια διοικητικά έγγραφα των δηµοσίων πολιτικών υπηρεσιών του νοµού που δεν περιέχονται στην αρµοδιότητα της αιρετής περιφέρειας, τα έγγραφα των νοµικών προσώπων του δηµοσίου δικαίου (Ν.Π.∆.∆.), καθώς και τα έγγραφα των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου βαθµού και των ληξιαρχείων.

2.       ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΕΣ

Επισηµειώνουν τα έγγραφα των υπηρεσιών της περιφέρειας.

3.       ΠΡΩΤΟ∆ΙΚΕΙΑ

Επισηµειώνουν δικαστικής φύσεως έγγραφα.

ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΕΙΩΣΗΣ


  Συµπλήρωση των δέκα (10) αριθµηµένων τυποποιηµένωνστοιχείων πληροφοριών.





Κάθε στοιχείο πρέπει να συµπληρώνεται στο βαθµό που είναι διαθέσιµη η σχετική πληροφορία. Κανένα στοιχείο δεν πρέπει να µείνει κενό, ενώ εάν κάποιο στοιχείο δεν ισχύει, θα πρέπει να αναγράφεται ως «µη εφαρµόσιµο».

   Γλώσσα των προστιθέµενωνπληροφοριών


Η Αρµόδια Αρχή µπορεί να συµπληρώσει τα δέκα (10) αριθµηµένα τυποποιηµένα στοιχεία πληροφοριών στην αγγλική, τη γαλλική ή τη γλώσσα της Αρµόδιας Αρχής (εφόσον δεν είναι καµία από αυτές τις δύο) ή και σε άλλη γλώσσα. Γενικά ενθαρρύνεται η συµπλήρωση στα αγγλικά ή στα γαλλικά ώστε να διασφαλίζεται ότι η επισηµείωση έχει ισχύ στην αλλοδαπή. (βλ. Συµπεράσµατα και Συστάσεις, αριθ.90 της Ειδικής Επιτροπής, 2009). Ο τίτλος (Apostille, ConventiondelaHaye 5 Octobre 1961) πρέπει να αναφέρεται στην γαλλική γλώσσα.

   Πολλαπλάέγγραφα


Η επισηµείωση πιστοποιεί µόνο την γνησιότητα της υπογραφής/σφραγίδας ενός
µόνο υπαλλήλου ή µιας αρχής. Συνεπώς, µία επισηµείωση δεν µπορεί να χορηγηθεί για πολλαπλά έγγραφα που συντάσσονται από διαφορετικούς υπαλλήλους. Για λόγους χρησιµότητας, ορισµένες Αρµόδιες Αρχές χορηγούν µία επισηµείωση για πολλαπλά έγγραφα που έχουν οµαδοποιηθεί, όπου το κάθε έγγραφο της δέσµης συντάσσεται από τον ίδιο υπάλληλο ή την ίδιααρχή.

   Υπογραφή


Η Σύµβαση δεν προσδιορίζει τον τρόπο µε τον οποίο πρέπει να υπογράφονται οι επισηµειώσεις. Στην πράξη, οι έντυπες επισηµειώσεις υπογράφονται χειρογράφως (φυσική/ χειρόγραφη υπογραφή) ή µε επίθεση σφραγίδας ή µε τεχνικά µέσα (προσοµοίωση υπογραφής) ή µε ηλεκτρονική υπογραφή, µε τη χρήση ψηφιακού πιστοποιητικού.


   Ηλεκτρονική Επισηµείωση(e-APP)


Από τον Απρίλιο του 2006 έχει εκδοθεί εγχειρίδιο σχετικό µε την ηλεκτρονική σφραγίδα επισηµείωσης της Χάγης, το οποίο µετονοµάστηκε (e-Apostille).Από το 2012 άρχισε να εφαρµόζεται σταδιακά από αρκετά Κράτη µέλη της Σύµβασης.
Το πρόγραµµα προσφέρει ασφάλεια, απλούστευση διαδικασιών και οικονοµία, σύµφωνα µε την Σύµβαση της Χάγης.
Το ηλεκτρονικό πιλοτικό πρόγραµµα (e-App) αποτελείται από δύο διαφορετικές πλατφόρµες :
α). Την έκδοση ηλεκτρονικών Apostille χρησιµοποιώντας την τεχνολογία PDF ως προς την έκδοση και την υπογραφή µε την βοήθεια ενός ηλεκτρονικού πιστοποιητικού.
β). ∆υνατότητα κάθε Αρµόδιας Αρχής να καταγράψει όλες τις επισηµειώσεις που αυτή εκδίδει, ανεξάρτητα αν αυτές έχουν εκδοθεί σε χαρτί ή σε ηλεκτρονική µορφή, σ έναν ηλεκτρονικό κατάλογο. Με αυτόν τον τρόπο µία εκδούσα αρχή µπορεί να ελέγξει την προέλευση του σχετικού Apostilleάλληςαρχής.
Το ηλεκτρονικό Apostilleσυµβάλλει αποτελεσµατικά στην λύση µελλοντικών προβληµάτων (όπως επισηµείωση ηλεκτρονικά εκδιδόµενων εγγράφων, κ.τ.λ.). Η χώρα µας δέχεται τα ηλεκτρονικά Apostilleτων Κρατών που τα εφαρµόζουν και δεν έχει εγείρει αντιρρήσεις σχετικά µε αυτά.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΕΓΓΡΑΦΩΝ


Α. ∆ΗΜΟΣΙΑ ΕΓΓΡΑΦΑ


Η Σφραγίδα της Χάγης χορηγείται σε πρωτότυπα δηµόσια έγγραφα ή σε ακριβή αντίγραφα της εκδούσας αρχής, που έχουν ισχύ πρωτοτύπου (ΥΠΕΣ 47302/26-8-2008). Αν δεν προβλέπεται έκδοση ακριβούς αντιγράφου (π.χ. άδεια οδήγησης, πρωτόκολλα καταστροφής, παλαιά έγγραφα διοικητικής ισχύος κτλ) τότε η επισηµείωση χορηγείται σε ακριβές φωτοαντίγραφο επικυρωµένο από την εκδούσα αρχή.

 ΕΓΓΡΑΦΑ∆ΗΜΩΝ-ΛΗΞΙΑΡΧΕΙΩΝ

-   ΠιστοποιητικάΓέννησης
-   Πιστοποιητικά ΟικογενειακήςΚατάστασης
-   Ληξιαρχικές πράξειςΓάµου
-   Άδειαγάµου
-   Λοιπάέγγραφα

Επισηµειώνονται από Αποκεντρωµένη ∆ιοίκηση, εντός των χρονικών ορίων που θέτουν οι διάφορες υπηρεσίες (ΥΠΕΣ Φ.131360/8297/5-6-2014). Εξαιρούνται τα έγγραφα που σχετίζονται µε την προσωπική κατάσταση, την δικαιοπρακτικήικανότητα, την οικογενειακή κατάσταση, την ιθαγένεια, την κατοικία ή διαµονή ενόςατόµου καθώς και οι πραξεις ή έγγραφα που έχουν εκδοθεί ενόψει τέλεσης γάµου ήτης έκδοσης ληξιαρχικής πράξης γάµου, των χωρών που έχουν επικυρώσει την Σύµβαση περί απαλλαγής από την επικύρωση ορισµένων πράξεων και  εγγράφων,15-9-1977(ΥΠΕΣ22746/3-6-2014,ΦΕΚ19Α’,Ν.4231/2014).Οιχώρες
που έχουν επικυρώσει την εν λόγω σύµβαση είναι :

ΑΥΣΤΡΙΑ, ΙΣΠΑΝΙΑ, ΓΑΛΛΙΑ, ΙΤΑΛΙΑ, ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ, ΟΛΛΑΝ∆ΙΑ, ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ, ΤΟΥΡΚΙΑ, ΠΟΛΩΝΙΑ, ΕΛΛΑ∆Α.

Οι πράξεις και τα έγγραφα αυτά θα γίνονται αποδεκτά χωρίς επικύρωση ή ισοδύναµη διατύπωση,µετηνπροϋπόθεσηότι,θαφέρουνηµεροµηνίακαιυπογραφήήσφραγίδα της αρµόδιας εκδούσας αρχής του κράτους που τα χορήγησε. Επίσης, στα πλαίσια της Κύρωσης της Σύµβασης µε το Ν.4230/2014 (ΦΕΚ 18 Α’ /28-1-2014) για την έκδοση πιστοποιητικού ικανότητας γάµου (Μόναχο, 5-9-1980, ConventionCIECNo 20) το έκαστο συµβαλλόµενο κράτος εκδίδει το πρότυπα πολύγλωσσο πιστοποιητικό το οποίο φέρει ηµεροµηνία, υπογραφή και σφραγίδα της αρχής που το εξέδωσε και έχει ισχύ έξι µηνών από την ηµεροµηνία έκδοσής του. Η εν λόγω Σύµβαση έχει κυρωθεί από τα κράτη:

ΓΕΡΜΑΝΙΑ, ΑΥΣΤΡΙΑ, ΒΕΛΓΙΟ, ΙΣΠΑΝΙΑ, ΓΑΛΛΙΑ, ΕΛΛΑ∆Α, ΙΤΑΛΙΑ, ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ, ΟΛΛΑΝ∆ΙΑ, ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ, ΕΛΒΕΤΙΑ, ΤΟΥΡΚΙΑ.


 ΕΓΓΡΑΦΑΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗΣ
-   Ταυτότητες
-   ∆ιαβατήρια
-   ΛοιπέςΒεβαιώσεις

Επισηµειώνονται από Αποκεντρωµένη ∆ιοίκηση, εφόσον φέρουν θεώρηση µε υπογραφή του ∆ιοικητή του οικείου Αστυνοµικού τµήµατος ή από την Γενική Αστυνοµική ∆ιεύθυνση (ΥΠΕΣ Φ.090/1091/ΑΣ194/18-8-1979, Φ.094/1/ΑΣ117/31- 3-1988, ∆ΙΣΚΠΟ/Φ.15/15409/27-7-2006 και ΕΛΛΑΣ7011/12/5ριδ’/8-6-1988).

   ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑΕΓΓΡΑΦΑ


Επισηµειώνονται   από   Αποκεντρωµένη   διοίκηση,εφόσον  φέρουν       θεώρηση ή επικύρωση από τους ∆ιοικητές ή Ελεγκτές των αντίστοιχων υπηρεσιών τουστρατού.

 ΕΦΟΡΙΑΚΑΕΓΓΡΑΦΑ


Επισηµειώνονται από Αποκεντρωµένη ∆ιοίκηση, εφόσον φέρουν θεώρηση από την αρµόδια ∆ΟΥ. Τα δεδοµένα των ηλεκτρονικών υποβαλλόµενων εγγράφων Ε1, Ε2, Ε3, Ε5, Ε9, θα πρέπει να αναγράφονται σε υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερόµενου, όπου θα βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής του, προκειµένου να επισηµειωθούν (άρθρο 8, Ν.1599/1986, ΦΕΚ Α’, 75/1986).

   ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΑΕΓΓΡΑΦΑ

-   Έγγραφα Α/βάθµιας και Β/βάθµιας Εκπαίδευσης(απολυτήρια,έλεγχοι,κτλ)
-   Έγγραφα Πανεπιστηµίων καιΤ.Ε.Ι.

Επισηµειώνονται από Αποκεντρωµένη ∆ιοίκηση, εφόσον είναι επικυρωµένα από τις αντίστοιχες ∆ιευθύνσεις, τους Προϊσταµένους ή αναπληρωτές των Τµηµάτων ή τους υπαλλήλους Γραµµατείας που έχουν δικαίωµα επικύρωσης.

-Έγγραφα από Αµιγή Ελληνικά σχολεία του εξωτερικού


Επισηµειώνονται από τον Γενικό Γραµµατέα της Αποκεντρωµένης ∆ιοίκησης Αττικής, εφόσον έχουν θεώρηση από τον συντονιστή εκπαίδευσης της οικείας χώρας.

-   Έγγραφα Κρατικών ή Ιδιωτικών σχολών µουσικής, χορού καιθεάτρου


Επισηµειώνονται από Αποκεντρωµένη ∆ιοίκηση, εφόσον φέρουν θεώρηση από το Υπουργείο Πολιτισµού Παιδείας και Θρησκευµάτων.

-   Έγγραφα ιδιωτικών και δηµοσίωνΙΕΚ


Επισηµειώνονται από Αποκεντρωµένη ∆ιοίκηση, εφόσον έχει εκδοθεί από τον Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. (Εθνικό Οργανισµό Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελµατικού Προσανατολισµού, που αντικατέστησε τον Ο.Ε.Ε.Κ.) και φέρει θεώρηση από το Υπουργείο Παιδείας.

-   Έγγραφα ΟΑΕ∆


Επισηµειώνονται από Αποκεντρωµένη ∆ιοίκηση, εφόσον είναι επικυρωµένα από τους
∆ιευθυντές ή αναπληρωτές ∆ιευθυντές των κατά τόπους εκπαιδευτικών µονάδων αυτών ή φέρουν θεώρηση από κεντρικό τοµέα του ΟΑΕ∆.

   ΕΓΓΡΑΦΑ ∆ΗΜΟΣΙΩΝ ΦΟΡΕΩΝΥΓΕΙΑΣ

-Έγγραφα από πανεπιστηµιακά, δηµόσια και στρατιωτικά νοσοκοµεία

Επισηµειώνονται από Αποκεντρωµένες ∆ιοικήσεις, εφόσον φέρουν βεβαίωση του γνησίου υπογραφής των γιατρών που τα έχουν υπογράψει, από εξουσιοδοτηµένο διοικητικό υπάλληλο του νοσοκοµείου ή του δηµόσιου φορέα υγείας, που έχει τον διοικητικό έλεγχο.


-Έγγραφα Ι.Κ.Α., Π.Ε.∆.Υ. και Ε.Ο.Π.Υ.Υ.


Επισηµειώνονται από Αποκεντρωµένη ∆ιοίκηση, εφόσον έχουν εκδοθεί ή επικυρωθεί ως ακριβή αντίγραφα από τον αρµόδιο υπάλληλο της κεντρικής υπηρεσίας ή του τοπικού υποκαταστήµατος. Για έγγραφα τα οποία διακινούνται µε συγκεκριµένη
µορφή διευρωπαϊκώς, δεν χρειάζεται περαιτέρω επικύρωση.

 ΕΓΓΡΑΦΑΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ


Επισηµειώνονται από Αποκεντρωµένη ∆ιοίκηση, εφόσον φέρουν θεώρηση από την οικεία Μητρόπολη. Για τα λοιπά δόγµατα ή δοξασίες ισχύει ότι και για τα Ν.Π.∆.∆. (ΥΠΟΠΑΙΘ 107/28-3-2012).

   ΦΕΚ


Επισηµειώνονται από Αποκεντρωµένη ∆ιοίκηση, εφόσον φέρουν θεώρηση από την
∆ιεύθυνση Πωλήσεως Εθνικού Τυπογραφείου του ΥΠΕΣ.

 ΕΓΓΡΑΦΑ∆ΙΚΑΣΤΙΚΑ

-   Έγγραφα του Υπουργείου ∆ικαιοσύνης, ∆ιαφάνειας καιΑνθρωπίνων
∆ικαιωµάτων.

Αντίγραφα Ποινικού Μητρώου για Έλληνες που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό ή αλλοδαπούς, επισηµειώνονται από Αποκεντρωµένη ∆ιοίκηση εφόσον δεν είναι παλαιότερα των τριών µηνών.

-Έγγραφα που εκδίδονται από το Πρωτοδικείον, το Ειρηνοδικείον, το Πταισµατοδικείον και τον Άρειο Πάγο.


Επισηµειώνονται από τα Πρωτοδικεία (ΥΠΕΣ 5325/2-2-2011).

-   ΠοινικάΜητρώα

-Έγγραφα συµβολαιογραφικά
-Έγγραφα Υποθηκοφυλακείου
-Έγγραφα δικαστικών επιµελητών Πρωτοδικείου επικυρωµένα από τον Πρόεδρο επιµελητών

Επισηµειώνονται από την Εισαγγελία Πρωτοδικών ή τα Πρωτοδικεία των νοµών όπου έχουνεκδοθεί.

-Έγγραφα από το ∆ιοικητικόν Πρωτοδικείον

-Έγγραφα από το ∆ιοικητικόν Εφετείον
-Έγγραφα από το Συµβούλιο της Επικρατείας

Επισηµειώνονται από το ∆ιοικητικό Πρωτοδικείο. Σε κάθε δικαστικής φύσης δηµόσιο έγγραφο, επιβάλλεται τέλος ύψους δέκα (10) ευρώ, για την επίθεση της Σφραγίδας της Χάγης (Apostille), (ΦΕΚ1399/Β’/7-6-2013).

ΕΓΓΡΑΦΑ ΦΟΡΕΩΝ ΠΟΥ ΕΠΟΠΤΕΥΟΝΤΑΙ ΑΠΟΥΠΟΥΡΓΕΙΑ


Επισηµειώνονται από Αποκεντρωµένη ∆ιοίκηση ως εξής :
-          αν είναι Ν.Π.∆.∆. επισηµειώνονται χωρίς περαιτέρω επικύρωση ήθεώρηση.
-          αν    είναι     Ν.Π.Ι.∆.    επισηµειώνονται    εφόσον    φέρουν    σφραγίδα    του εποπτεύοντοςΥπουργείου.

  ΕΓΓΡΑΦΑ ΠΡΕΣΒΕΙΩΝ, ΠΡΟΞΕΝΕΙΩΝ & ΞΕΝΩΝ ∆ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ


Επικυρώνονται από το Υπουργείο Εξωτερικών (Φ.093/3/ΑΣ 1856/98, ΦΕΚ 478 Β’). Εξαιρούνται τα έγγραφα που έχουν εκδοθεί από διπλωµατικούς ή προξενικούς πράκτορες των Κρατών- µελών της Σύµβασης του Συµβουλίου της Ευρώπης (Λονδίνο, 7-6-1968) η οποία κυρώθηκε από τη χώρα µας µε το Ν. 844/1978, τα οποία διακινούνται µεταξύ των Κρατών-µελών χωρίς περαιτέρω επικύρωση. Τα Κράτη-
µέλη είναι :

ΑΥΣΤΡΙΑ, ΚΥΠΡΟΣ, ΤΣΕΧΙΑ, ΓΑΛΛΙΑ, ΓΕΡΜΑΝΙΑ, ΙΡΛΑΝ∆ΙΑ, ΙΤΑΛΙΑ, ΛΙΧΤΕΝΣΤΑΙΝ, ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ, ΙΣΠΑΝΙΑ, ΟΛΛΑΝ∆ΙΑ, ΝΟΡΒΗΓΙΑ, ΠΟΛΩΝΙΑ, ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ, ΜΟΛ∆ΑΒΙΑ, ΣΟΥΗ∆ΙΑ, ΕΛΒΕΤΙΑ, ΤΟΥΡΚΙΑ, ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ, ΕΣΘΟΝΙΑ, ΡΟΥΜΑΝΙΑ.


   ΕΓΓΡΑΦΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΜΕΝΑ ΣΕ ∆ΗΜΟΣΙΑΥΠΗΡΕΣΙΑ
- Αντίγραφα πρακτικών ∆Σ
-  Πιστοποιητικά- Βεβαιώσεις- Αποσπάσµατα, καταχωρηµένα στοΓενικό Εµπορικό µητρώο(Γ.Ε.ΜΗ)

Επισηµειώνονται από Αποκεντρωµένη ∆ιοίκηση εφόσον δοθεί βεβαίωση καταχώρησης ή εκδοθεί ακριβές αντίγραφο από την υπηρεσία στην οποία έχει καταχωρηθεί. Για τα πιστοποιητικά-βεβαιώσεις και αποσπάσµατα που χορηγούνται από το Γ.Ε.ΜΗ, αποκλειστικά µε ηλεκτρονικό τρόπο και φέρουν ψηφιακή υπογραφή (ΠΠ1) θα πρεπει οι ενδιαφερόµενοι να ακολουθούν τις οδηγίες του ιστότοπου www.businessportal.grπροκειµένου τα έγγραφα αυτά να επισηµειωθούν (Υπουργική Απόφαση Κ2-4946/2014 -ΦΕΚ 2919 Β’, ΚΥΑ 79760/30-12-2014 –ΦΕΚ 3623 Β’,ΥΠΕΣ 9643/19-3-2015, 10508/27-3-2015 και 14170/27-4-2015).


Β.Ι∆ΙΩΤΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ


Η Σφραγίδα της Χάγης χορηγείται σε ιδιωτικό έγγραφο εφόσον έχει βεβαιωθεί το γνήσιο της υπογραφής του υπογράφοντος το έγγραφο, από δηµόσια διοικητική αρχή ή τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών. Η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής ενδιαφεροµένου, προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 11του Ν.2690/99 (ΦΕΚ 45/τ.Α΄/9-3-1999) «Κύρωση του Κώδικα ∆ιοικητικής ∆ιαδικασίας και άλλες διατάξεις» και της παραγράφου 3 του άρθρου 16 του ν. 3345/2005 (ΦΕΚ 138/ Α΄/16-6-05) και γίνεται από οποιαδήποτε ∆ιοικητική Αρχή ή τα ΚΕΠ, βάσει του δελτίου ταυτότητας ή των αντίστοιχων εγγράφων που προβλέπονται στο άρθρο 3 του Κώδικα ∆ιοικητικής∆ιαδικασίας.

Ι∆ΙΩΤΙΚΑΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΑ


Επισηµειώνονται από Αποκεντρωµένη ∆ιοίκηση εφόσον έχουν κατατεθεί στην ∆ΟΥ, σύµφωνα µε το άρθρο 8 παρ.16 του Ν.1882/23-4-1990, ΦΕΚ 43/Α’και µε τις Αποφάσεις του ΦΕΚ 951/21-7-2000, µε εξαίρεση έγγραφα χρηµατιστηριακών επιχειρήσεων και των συµφωνητικών τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 27παρ.6 του Ν.2682/8-2-1999, ΦΕΚ 16/Α’ τα οποία προκειµένου να επισηµειωθούν θα πρέπει να βεβαιωθεί το γνήσιο της υπογραφής των άρθρων 11 και 3 του Ν.2690/1999.

ΕΓΓΡΑΦΑ Ι∆ΙΩΤΙΚΩΝ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΩΝΙ∆ΡΥΜΑΤΩΝ

-   Έγγραφα ιδιωτικών ΙΕΚ
-  Λοιπά εκπαιδευτικάιδρύµατα

Επισηµειώνονται από Αποκεντρωµένη ∆ιοίκηση εφόσον φέρουν έχουν εκδοθεί επικυρωµένα φωτοαντίγραφα από το ΥΠΟΠΑΙΘ στην Αθήνα.

   ΕΓΓΡΑΦΑ Ι∆ΙΩΤΙΚΩΝ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΩΝ Ι∆ΡΥΜΑΤΩΝ

-Έγγραφα ιδιωτικών κλινικών
-Έγγραφα ιδιωτικών νοσοκοµείων (ιατρικές γνωµατεύσεις, βεβαιώσεις, κτλ.)
-Έγγραφα από ιδιώτη γιατρό

Επισηµειώνονται από Αποκεντρωµένη ∆ιοίκηση εφόσον φέρουν βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής του γιατρού που τα έχει υπογράψει, από εξουσιοδοτηµένο υπάλληλο του αντίστοιχου Ιατρικού συλλόγου.

   ΕΓΓΡΑΦΑΕΤΑΙΡΕΙΩΝ

-Έγγραφα Εταιρειών του εσωτερικού

Επισηµειώνονται από Αποκεντρωµένη ∆ιοίκηση εφόσον είναι πρωτότυπα ή ακριβή αντίγραφα της υπηρεσίας όπου είναι καταχωρηµένες οι εταιρείες, οι οποίες βάση των νοµιµοποιητικών στοιχείων των εταιρειών χορηγούν θεώρηση του γνησίου υπογραφής και βεβαίωση της ιδιότητάς τους (ΥΠΕΣ 3586/19-1-2010, 58545,58171/24-1-2008).

-   Έγγραφα Εταιρειών του εξωτερικού


Σε έγγραφα εταιρειών µε έδρα στο εξωτερικό, ∆ΕΝ χορηγείται η σφραγίδα της Χάγης από ελληνικές διοικητικές αρχές. Οι ενδιαφερόµενοι θα πρέπει να απευθύνονται σε συµβολαιογράφο οπότε και να επισηµειώνονται ως δικαστικής φύσεως έγγραφα από το οικείο Πρωτοδικείο ή από τις ελληνικές προξενικές αρχές τηςοικείαςχώρας(ΥΠΕΣ49413/13-12-13).Εάντοέγγραφοείναιξενόγλωσσο
µπορεί να ζητηθεί από την υπηρεσία, η προσκόµιση µετάφρασής του από το Υπουργείο Εξωτερικών ή από δικηγόρο(ΥΠΕΣ 58545,58171/24-1-2008).

-   Έγγραφα Εταιρειών από το Γ.Ε.ΜΗ  (Γενικό ΕµπορικόΜητρώο)


Επισηµειώνονται        από        Αποκεντρωµένη        ∆ιοίκηση        (βλ.        ΕΓΓΡΑΦΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΜΕΝΑ ΣΕ ∆ΗΜΟΣΙΑΥΠΗΡΕΣΙΑ).

   ΕΓΓΡΑΦΑ Ι∆ΙΩΤΩΝ ∆ΙΚΑΣΤΙΚΩΝΕΠΙΜΕΛΗΤΩΝ

(οι οποίοι δεν ανήκουν στο Πρωτοδικείο)

Επισηµειώνονται από Αποκεντρωµένη ∆ιοίκηση εφόσον φέρουν θεώρηση από τον πρόεδρο του Συλλόγου ∆ικαστικών Επιµελητών.


Γ. ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΑ ΕΓΓΡΑΦΑ


-Αλλοδαπά συµβολαιογραφικά πληρεξούσια έγγραφα


Γίνονται δεκτά εφόσον φέρουν την επισηµείωση Apostille ,όταν η χώρα προέλευσής τους είναι µέλος της Σύµβασης της σφραγίδας της Χάγης, ή στην αντίθετη περίπτωση θα πρέπει να φέρουν τη θεώρηση του Έλληνα Πρόξενου (∆ΙΣΚΠΟ /Φ.18/25014 (ΠΕ)/11-2-2013 , Α∆Α: ΒΕ∆ΓΧ-ΙΟΨ).

-Μεταφράσεις Αλλοδαπών Εγγράφων

(µεταφράζονται ΜΟΝΟ αν είναι επισηµειωµένα από τη χώρα προέλευσής τους ή φέρουν επικύρωση από την ελληνική προξενική αρχή της χώρας αυτής)

Επίσηµη µετάφραση γίνεται από :
1.       Μεταφραστική υπηρεσία ΥπουργείουΕξωτερικών
2.       ∆ικηγόρο που βεβαιώνει ότι πρόκειται για µετάφραση του συγκεκριµένου εγγράφου. Η βεβαίωση θα πρέπει να είναι επί του εγγράφου ήτης
µετάφρασης.
3.       Πτυχιούχος    του    µεταφραστικού    τµήµατος    του    Ιονίου    Πανεπιστηµίου
(Γνωµοδότηση του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους 495/2004).
4.       Ορκωτούς Μεταφραστές του ΥΠΕΞ
5.       Πρεσβείες καιΠροξενεία

∆. ΕΓΓΡΑΦΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ∆ΕΝ ΕΠΙΣΗΜΕΙΩΝΟΝΤΑΙ


-Έγγραφα χωρίς έλεγχο γνησιότητας υπογραφής

-  Επικυρωµένα φωτοαντίγραφα απόΚΕΠ
-  Εκτυπωµένα φαξ,e-mail
-  Ηλεκτρονικά υποβαλλόµενα έγγραφα(ΠΠ7)
-Έγγραφα των δηµοσίων υπηρεσιών που αφορούν εµπορικές ή τελωνειακές πράξεις (π.χ. τιµολόγια)

ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ

ΚΡΑΤΗ ΓΙΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ Η ΕΛΛΑ∆Α ΕΧΕΙ ΠΡΟΒΑΛΕΙ ΑΝΤΙΤΑΞΗ ΩΣΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΙΣ∆ΟΧΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΕΙΩΣΗΣΤΗΣ ΣΦΡΑΓΙ∆ΑΣ ΤΗΣ ΧΑΓΗΣ

Τα Κράτη µέλη για τα οποία η Ελλάδα έχει προβάλει αντίταξη ως προς την εισδοχή τους και συνεπώς η Σύµβαση της Χάγης (Apostille) δεν ισχύει µεταξύ της χώρας µας και αυτών των κρατών, είναι τα εξής :

ΑΛΒΑΝΙΑ, ΓΕΩΡΓΙΑ, ΠΕΡΟΥ, ΚΙΡΓΙΣΤΑΝ, ΜΟΓΓΟΛΙΑ, ΟΥΖΜΠΕΚΙΣΤΑΝ.

(τελευταία ενηµέρωση- ΥΠΕΞ Φ.0546/Μ.1903/ΑΣ 115/8-5-2015)

ΚΡΑΤΗ ΓΙΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΙ∆ΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΣΗΜΕΙΩΣΗ


   Τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί στην ΚΥΠΡΟ και προορίζονται να προσαχθούν στην Ελλάδα, τα οποία θεωρούνται ως δηµόσια έγγραφα, κατά το άρθρο 1 της Σύµβασης της Χάγης, θα πρέπει να φέρουν την επισηµείωση, εκτός και αν προορίζονται για τους σκοπούς της διµερούς Σύµβασης νοµικής συνεργασίας του1984 (Ν.1548/1985- ΦΕΚ Α’/1995), οπότε απαλλάσσονται από την επικύρωση. Όσον αφορά τα ιδιωτικά έγγραφα, εφαρµοστέο είναι το άρθρο 12 παρ.2 της ελληνο- κυπριακής Σύµβασης του 1984 (ΥΠΕΞ, Ειδική Νοµική Υπηρεσία, Φ.6650.7α/801).

       Κατόπιν της διµερούς συµφωνίας µεταξύ Ελλάδας- Τσεχοσλοβακίαςπερί
∆ικαστικής Αρωγής, (που υπεγράφη στην Αθήνα, στις 22-10-1980 και κυρώθηκε µε το Ν.1323/1983- ΦΕΚ Α’ 8/12-1-1983), παρέµεινε δε σε ισχύ στις σχέσεις µεταξύ Ελλάδας και των διαδόχων κρατών ΤΣΕΧΙΑΣ και ΣΛΟΒΑΚΙΑΣ, η επισηµείωση χορηγείται σε όλα τα έγγραφα των εν λόγω κρατών, πλην όσων επισυνάπτονται σε αιτήµατα δικαστικής συνδροµής που ανταλλάσσονται µεταξύ των Υπουργείων
∆ικαιοσύνης.

   Όταν τα έγγραφα προέρχονται από Κράτος µη µέλος της Σύµβασης της Χάγης (Apostille)ή από Κράτος για το οποίο η χώρα µας έχει εγείρει αντιρρήσεις, η διαδικασία που ακολουθείται είναι η εξής:
Προκειµένου ένα τέτοιο έγγραφο να γίνει αποδεκτό από ελληνικές δηµόσιες υπηρεσίες, απαιτείται η προξενική επικύρωσή του. Η προξενική επικύρωση µπορεί να τεθεί σε αλλοδαπό δηµόσιο έγγραφο που εκδίδεται από Αρχές χώρας µη συµβαλλόµενης στη Σύµβαση της Χάγης από την οικεία ελληνική προξενική αρχή στη χώρα προέλευσης, εφόσον έχει προηγηθεί η επικύρωσή του από το Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας προέλευσης του εγγράφου. Εναλλακτικά, το αλλοδαπό δηµόσιο έγγραφο µπορεί να επικυρωθεί από το Τµήµα Επικυρώσεων του ΚΕΠΠΑ του ΥΠΕΞ., εφόσον µετά την επικύρωσή του από το Υπουργείο Εξωτερικών της οικείας χώρας, επικυρωθεί από την Προξενική Αρχή της χώρας αυτής στην Ελλάδα. Για έγγραφα προέλευσης από τα κράτη µη-µέλη της Σύµβασης της Χάγης, ΑΙΘΙΟΠΙΑ,  ΑΛΓΕΡΙΑ,  ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ,  ΓΚΑΝΑ,  ΕΡΥΘΡΑΙΑ,  ΙΝ∆ΟΝΗΣΙΑ, ΙΡΑΚ, ΙΡΑΝ, ΚΕΝΥΑ, Λ.∆. ΚΟΝΓΚΟ, ΛΙΒΥΗ, ΜΑΛΙ, ΜΑΡΟΚΟ, ΜΠΑΓΚΛΑΝΤΕΣ, ΝΙΓΗΡΙΑ, ΠΑΚΙΣΤΑΝ,ΣΕΝΕΓΑΛΗ,
ΣΟΥ∆ΑΝ, ΣΡΙ ΛΑΝΚΑ, ΦΙΛΙΠΠΙΝΕΣ, η επικύρωση γίνεται µόνο µέσω της αρµόδιας ελληνικής προξενικής Αρχής, στις οικείες χώρες.(ΥΠΕΞ).

ΠΙΝΑΚΑΣ        ΚΡΑΤΩΝ        ΜΕΛΩΝ        ΤΗΣ        ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΠΙΣΗΜΕΙΩΣΗΣ ΤΗΣ ΣΦΡΑΓΙ∆ΑΣ ΤΗΣ ΧΑΓΗΣ(Apostille)



Η ενηµέρωση σχετικά µε τα Κράτη που είναι ήδη µέλη καθώς και για όσα πρόκειται να εισχωρήσουν στην Σύµβαση της Χάγης στο µέλλον, θα πρέπει να γίνεται από την επίσηµη ιστοσελίδα της Χάγης :


HCCH

www.hcch.net(The Apostille Section)






























Τελευταία ενηµέρωση 11 Ιουνίου 2015

Κανονισμός (EE) 2016/1191 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουλίου 2016, για την προώθηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών μέσω της απλούστευσης των απαιτήσεων για την υποβολή ορισμένων δημόσιων εγγράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012

$
0
0

Κανονισμός (EE) 2016/1191 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουλίου 2016, για την προώθηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών μέσω της απλούστευσης των απαιτήσεων για την υποβολή ορισμένων δημόσιων εγγράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012...


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (EE) 2016/1191 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ
της 6ης Ιουλίου 2016
για την προώθηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών μέσω της απλούστευσης των απαιτήσεων για την υποβολή ορισμένων δημόσιων εγγράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 21 παράγραφος 2,
Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,
Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),
Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1)
Η Ένωση όρισε ως στόχο τη διατήρηση και την ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης χωρίς εσωτερικά σύνορα, εντός του οποίου εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. Προκειμένου να διασφαλιστεί η ελεύθερη κυκλοφορία των δημόσιων εγγράφων εντός της Ένωσης και, κατ' επέκταση, να προωθηθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών της Ένωσης, η Ένωση θα πρέπει να υιοθετήσει συγκριμένα μέτρα για την απλούστευση των διοικητικών απαιτήσεων που ισχύουν για την υποβολή σε ένα κράτος μέλος ορισμένων δημόσιων εγγράφων εκδοθέντων από τις αρχές άλλου κράτους μέλους.

(2)
Όλα τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη της Σύμβασης της Χάγης της 5ης Οκτωβρίου 1961 περί κατάργησης της υποχρέωσης επικύρωσης αλλοδαπών δημόσιων εγγράφων («Σύμβασης για την επισημείωση»), με την οποία θεσπίστηκε σύστημα απλουστευμένης κυκλοφορίας των δημόσιων εγγράφων που εκδίδονται από συμβαλλόμενα κράτη της Σύμβασης.

(3)
Σύμφωνα με την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και για να προωθηθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων εντός της Ένωσης, ο παρών κανονισμός θεσπίζει σύστημα περαιτέρω απλούστευσης των διοικητικών διατυπώσεων για την κυκλοφορία ορισμένων δημόσιων εγγράφων και των επικυρωμένων αντιγράφων τους όταν τα εν λόγω δημόσια έγγραφα και τα επικυρωμένα αντίγραφά τους εκδίδονται από αρχή κράτους μέλους για να υποβληθούν σε άλλο κράτος μέλος.

(4)
Το σύστημα που θεσπίζεται με τον παρόντα κανονισμό δεν θίγει τα πρόσωπα που, εφόσον το επιθυμούν, μπορούν να συνεχίσουν να επωφελούνται από άλλα συστήματα τα οποία απαλλάσσουν τα δημόσια έγγραφα από την επικύρωση ή παρόμοια διατύπωση και τα οποία εφαρμόζονται μεταξύ των κρατών μελών. Ειδικότερα, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεωρείται χωριστή και αυτοτελής πράξη έναντι της Σύμβασης για την επισημείωση.

(5)
Θα πρέπει να διαφυλαχθεί η συνύπαρξη του συστήματος που θεσπίζει ο παρών κανονισμός με άλλα συστήματα που ισχύουν μεταξύ των κρατών μελών. Όσον αφορά τη Σύμβαση για την επισημείωση, παρότι οι αρχές των κρατών μελών δεν θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να απαιτούν επισημείωση όταν ένα πρόσωπο τους προσκομίζει δημόσιο έγγραφο που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό και έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να εκδίδουν επισημείωση όταν το πρόσωπο επιλέξει να τη ζητήσει. Επιπλέον, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εμποδίζει ένα πρόσωπο να εξακολουθεί να κάνει χρήση σε ένα κράτος μέλος της επισημείωσης που έχει εκδοθεί σε ένα άλλο. Κατά συνέπεια, η Σύμβαση για την επισημείωση θα μπορούσε να συνεχίσει να εφαρμόζεται, κατόπιν αιτήματος προσώπου, στις σχέσεις μεταξύ κρατών μελών. Σε περίπτωση που ένα πρόσωπο ζητήσει επισημείωση σε δημόσιο έγγραφο υπαγόμενο στον παρόντα κανονισμό, οι εθνικές αρχές έκδοσης θα πρέπει να χρησιμοποιούν τα ενδεδειγμένα μέσα για να ενημερώσουν το πρόσωπο αυτό ότι, βάσει του συστήματος που θεσπίζεται με τον παρόντα κανονισμό, δεν είναι πλέον απαραίτητη η επισημείωση εάν το εν λόγω πρόσωπο σκοπεύει να υποβάλει το έγγραφο σε άλλο κράτος μέλος. Σε κάθε περίπτωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να κοινοποιούν αυτές τις πληροφορίες με κάθε κατάλληλο μέσο.

(6)
Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται στα δημόσια έγγραφα που εκδίδονται από τις αρχές ενός κράτους μέλους σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο και ο πρωταρχικός σκοπός τους είναι να βεβαιώσουν ένα από τα ακόλουθα γεγονότα: γέννηση, το κατά πόσον ένα πρόσωπο βρίσκεται στη ζωή, θάνατο, όνομα, γάμο (συμπεριλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη γάμου και της οικογενειακής κατάστασης), διαζύγιο, δικαστικό χωρισμό ή ακύρωση γάμου, καταχωρισμένη συμβίωση (συμπεριλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης και της κατάστασης από άποψη καταχωρισμένης συμβίωσης), λύση σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης, δικαστικό χωρισμό ή ακύρωση καταχωρισμένης συμβίωσης, γονική ιδιότητα, υιοθεσία, κατοικία και/ή διαμονή, ή ιθαγένεια. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να καλύπτει τα δημόσια έγγραφα που εκδίδονται για συγκεκριμένο πρόσωπο από το κράτος μέλος της ιθαγένειάς του για να πιστοποιηθεί ότι το εν λόγω πρόσωπο έχει λευκό ποινικό μητρώο. Επιπλέον, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καλύπτει δημόσια έγγραφα των οποίων η υποβολή μπορεί να απαιτηθεί από πολίτες της Ένωσης που κατοικούν σε κράτος μέλος του οποίου δεν είναι υπήκοοι όταν, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης, επιθυμούν να ψηφίσουν ή να είναι υποψήφιοι στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή σε δημοτικές εκλογές στο κράτος μέλος κατοικίας τους.

(7)
Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να υποχρεώνει τα κράτη μέλη να εκδίδουν δημόσια έγγραφα που δεν υπάρχουν δυνάμει του εθνικού τους δικαίου.

(8)
Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να εφαρμόζεται στα επικυρωμένα αντίγραφα δημόσιων εγγράφων που έγιναν από αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο έχει εκδοθεί το πρωτότυπο δημόσιο έγγραφο. Ωστόσο, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να καλύπτει τα αντίγραφα των επικυρωμένων αντιγράφων.

(9)
Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να καλύπτει την ηλεκτρονική μορφή των δημόσιων εγγράφων και των πολύγλωσσων τυποποιημένων εντύπων η οποία ενδείκνυται για ηλεκτρονικές ανταλλαγές. Ωστόσο, κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να αποφασίσει, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, εάν και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορούν να υποβάλλονται τα δημόσια έγγραφα και τα πολύγλωσσα τυποποιημένα έντυπα που υπάρχουν σε ηλεκτρονική μορφή.

(10)
Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε διαβατήρια ή δελτία ταυτότητας που εκδίδονται σε ένα κράτος μέλος, δεδομένου ότι αυτά τα έγγραφα δεν υπόκεινται σε επικύρωση ή παρόμοια διατύπωση όταν υποβάλλονται σε άλλο κράτος μέλος.

(11)
Ο παρών κανονισμός, και ιδίως ο μηχανισμός διοικητικής συνεργασίας που προβλέπεται σε αυτόν, δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε έγγραφα προσωπικής κατάστασης που εκδίδονται βάσει των σχετικών συμβάσεων της Διεθνούς Επιτροπής Προσωπικής Κατάστασης («ICCS»).

(12)
Τα δημόσια έγγραφα για την αλλαγή ονόματος θα πρέπει να θεωρούνται επίσης δημόσια έγγραφα των οποίων πρωταρχικός σκοπός είναι να καθοριστεί το όνομα ενός προσώπου.

(13)
Η έννοια «οικογενειακή κατάσταση» θα πρέπει να ερμηνευτεί ως αναφερόμενη στην ιδιότητα ενός προσώπου ως έγγαμου, χωρισμένου ή άγαμου, συμπεριλαμβανομένης της ιδιότητάς του ως ελεύθερου, διαζευγμένου ή χηρεύσαντος.

(14)
Η έννοια «γονική ιδιότητα» θα πρέπει να ερμηνεύεται ότι σημαίνει την έννομη σχέση μεταξύ του τέκνου και των δύο γονέων του τέκνου.

(15)
Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, οι έννοιες «κατοικία», «διαμονή» και «ιθαγένεια» θα πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

(16)
Η έννοια του «ποινικού μητρώου» θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι αφορά το εθνικό μητρώο ή τα εθνικά μητρώα όπου εγγράφονται οι καταδίκες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Η έννοια της«καταδίκης» θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι αφορά κάθε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου κατά φυσικού προσώπου η οποία αφορά αξιόποινη πράξη, στον βαθμό που οι καταδικαστικές αυτές αποφάσεις έχουν εγγραφεί στο ποινικό μητρώο του κράτους μέλους καταδίκης.

(17)
Η απλούστευση των απαιτήσεων υποβολής σε ένα κράτος μέλος δημόσιων εγγράφων εκδοθέντων σε άλλο κράτος μέλος θα πρέπει να προσφέρει απτά οφέλη στους πολίτες της Ένωσης. Δεδομένης της διαφορετικής νομικής φύσης τους, τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί από ιδιώτες θα πρέπει να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Δημόσια έγγραφα που έχουν εκδοθεί από τις αρχές τρίτων χωρών θα πρέπει επίσης να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων και όταν αυτά έχουν ήδη γίνει δεκτά ως γνήσια από τις αρχές κράτους μέλους. Ο αποκλεισμός των δημόσιων εγγράφων που εκδίδονται από τις αρχές τρίτων χωρών θα πρέπει να επεκτείνεται στα επικυρωμένα αντίγραφα δημόσιων εγγράφων εκδοθέντων από τις αρχές τρίτης χώρας, τα οποία αντίγραφα παρήγαγαν οι αρχές κράτους μέλους.

(18)
Ο παρών κανονισμός δεν έχει ως στόχο να τροποποιήσει το ουσιαστικό δίκαιο των κρατών μελών που αφορά τη γέννηση, το ότι ένα πρόσωπο βρίσκεται στη ζωή, τον θάνατο, το όνομα, τον γάμο (συμπεριλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη γάμου και της οικογενειακής κατάστασης), το διαζύγιο, τον δικαστικό χωρισμό ή την ακύρωση του γάμου, την καταχωρισμένη συμβίωση (συμπεριλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης και της κατάστασης από άποψη καταχωρισμένης συμβίωσης), τη λύση σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης, τον δικαστικό χωρισμό ή την ακύρωση καταχωρισμένης συμβίωσης, τη γονική ιδιότητα, την υιοθεσία, την κατοικία και/ή τη διαμονή, την ιθαγένεια, το λευκό ποινικό μητρώο ή τα δημόσια έγγραφα των οποίων την υποβολή ενδέχεται να ζητούν τα κράτη μέλη από τους υποψηφίους σε εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή σε δημοτικές εκλογές ή από τους ψηφοφόρους σε αυτές τις εκλογές που είναι υπήκοοι του εν λόγω κράτους μέλους. Επιπλέον, ο παρών κανονισμός δεν θίγει την αναγνώριση σε κράτος μέλος των έννομων αποτελεσμάτων που απορρέουν από το περιεχόμενο δημόσιου εγγράφου εκδοθέντος σε άλλο κράτος μέλος.

(19)
Για να προωθηθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών της Ένωσης, τα δημόσια έγγραφα που υπάγονται στον παρόντα κανονισμό και τα επικυρωμένα αντίγραφά τους θα πρέπει να εξαιρούνται από κάθε μορφή επικύρωσης και παρόμοιας διατύπωσης.

(20)
Οι άλλες διατυπώσεις, ειδικότερα η απαίτηση να παρέχονται σε κάθε περίπτωση επικυρωμένα αντίγραφα και επικυρωμένες μεταφράσεις δημόσιων εγγράφων, θα πρέπει επίσης να απλουστευθούν για να διευκολυνθεί περαιτέρω η κυκλοφορία των δημόσιων εγγράφων μεταξύ των κρατών μελών.

(21)
Προκειμένου να ξεπεραστούν γλωσσικά εμπόδια και, ως εκ τούτου, να διευκολυνθεί περαιτέρω η κυκλοφορία δημόσιων εγγράφων μεταξύ των κρατών μελών, θα πρέπει να δημιουργηθούν πολύγλωσσα τυποποιημένα έντυπα σε όλες τις επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης για δημόσια έγγραφα που αφορούν τη γέννηση, το ότι ένα πρόσωπο βρίσκεται στη ζωή, τον θάνατο, τον γάμο (περιλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη γάμου και της οικογενειακής κατάστασης), την καταχωρισμένη συμβίωση (περιλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης και της κατάστασης από άποψη καταχωρισμένης συμβίωσης), την κατοικία και/ή διαμονή, και το λευκό ποινικό μητρώο.

(22)
Μοναδικός σκοπός των πολύγλωσσων τυποποιημένων εντύπων είναι η ευκολότερη μετάφραση του δημόσιου εγγράφου στο οποίο είναι συνημμένα. Κατά συνέπεια, τα έντυπα αυτά δεν θα πρέπει να κυκλοφορούν ως αυτοτελή έγγραφα μεταξύ των κρατών μελών. Δεν θα πρέπει να έχουν τον ίδιο σκοπό ούτε επιδιώκουν τους ίδιους στόχους με τα αποσπάσματα ή τα πιστά αντίγραφα πιστοποιητικών προσωπικής κατάστασης, τα πολύγλωσσα αποσπάσματα πιστοποιητικών προσωπικής κατάστασης, τα πολύγλωσσα και κωδικοποιημένα αποσπάσματα πιστοποιητικών προσωπικής κατάστασης ή τα πολύγλωσσα και κωδικοποιημένα πιστοποιητικά προσωπικής κατάστασης που εκδίδονται βάσει της Σύμβασης αριθ. 2 της ICCS (Διεθνούς Επιτροπής Προσωπικής Κατάστασης) για την έκδοση ατελώς και την απαλλαγή από την επικύρωση των αντιγράφων των πιστοποιητικών προσωπικής κατάστασης, βάσει της Σύμβασης αριθ. 16 της ICCS για την έκδοση πολύγλωσσων αποσπασμάτων πιστοποιητικών προσωπικής κατάστασης, και της Σύμβασης αριθ. 34 της ICCS σχετικά με την έκδοση πολύγλωσσων και κωδικοποιημένων αποσπασμάτων των πιστοποιητικών προσωπικής κατάστασης και πολύγλωσσων και κωδικοποιημένων πιστοποιητικών προσωπικής κατάστασης.

(23)
Τα πολύγλωσσα τυποποιημένα έντυπα που θεσπίζονται με τον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να απηχούν το περιεχόμενο των δημόσιων εγγράφων στα οποία επισυνάπτονται και θα πρέπει να περιορίζουν, όσο αυτό είναι εφικτό, την ανάγκη μετάφρασης των εν λόγω δημόσιων εγγράφων. Ωστόσο, για ορισμένα δημόσια έγγραφα των οποίων το περιεχόμενο δεν μπορεί να απηχείται δεόντως σε πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο, όπως είναι ορισμένες κατηγορίες δικαστικών αποφάσεων, ο στόχος του περιορισμού της ανάγκης μετάφρασης δεν είναι λογικά εφικτός. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να κοινοποιούν στην Επιτροπή τα δημόσια έγγραφα στα οποία μπορούν να επισυνάπτονται πολύγλωσσα τυποποιημένα έντυπα ως κατάλληλο μεταφραστικό βοήθημα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσπαθούν να επισυνάπτουν πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο στον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό δημόσιων εγγράφων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(24)
Το πρόσωπο που υποβάλλει δημόσιο έγγραφο συνοδευόμενο από πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο δεν θα πρέπει να υποχρεούται να προσκομίζει μετάφραση του εν λόγω δημόσιου εγγράφου. Ωστόσο, η αρχή στην οποία υποβάλλεται το δημόσιο έγγραφο θα πρέπει τελικά να αποφασίζει κατά πόσον οι πληροφορίες που περιέχονται στο πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο είναι επαρκείς για την επεξεργασία του εν λόγω δημόσιου εγγράφου.

(25)
Η αρχή στην οποία υποβάλλεται ένα δημόσιο έγγραφο μπορεί, κατ'εξαίρεση, αν είναι αναγκαίο προς τον σκοπό της επεξεργασίας του δημόσιου εγγράφου, να απαιτήσει από το πρόσωπο που υποβάλλει το εν λόγω δημόσιο έγγραφο που συνοδεύεται από πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο να προσκομίζει επίσης μετάφραση ή μεταγραμματισμό του περιεχομένου του πολύγλωσσου τυποποιημένου εντύπου στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους της ή, εάν αυτό το κράτος μέλος έχει περισσότερες επίσημες γλώσσες, στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου υποβάλλεται το δημόσιο έγγραφο, η οποία γλώσσα είναι επίσης μία από τις επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

(26)
Τα πολύγλωσσα τυποποιημένα έντυπα θα πρέπει να εκδίδονται κατόπιν αιτήσεως των προσώπων που έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν τα δημόσια έγγραφα στα οποία πρόκειται να επισυναφθούν τα πολύγλωσσα τυποποιημένα έντυπα. Τα πολύγλωσσα τυποποιημένα έντυπα δεν θα πρέπει να παράγουν έννομα αποτελέσματα όσον αφορά την αναγνώριση του περιεχομένου τους στο κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλονται.

(27)
Κατά την προετοιμασία του πολύγλωσσου τυποποιημένου εντύπου που πρόκειται να επισυναφθεί σε ένα ορισμένο δημόσιο έγγραφο, η αρχή που εκδίδει το εν λόγω έντυπο θα πρέπει να είναι σε θέση να επιλέξει από το πρότυπο του εν λόγω πολύγλωσσου τυποποιημένου εντύπου μόνο τους τίτλους καταχωρίσεων ανά χώρα που είναι χρήσιμοι για το συγκεκριμένο δημόσιο έγγραφο, ώστε να διασφαλιστεί ότι το πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο περιέχει μόνο τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο δημόσιο έγγραφο στο οποίο το έντυπο επισυνάπτεται.

(28)
Θα πρέπει να είναι δυνατές η ενσωμάτωση της ηλεκτρονικής μορφής των πολύγλωσσων τυποποιημένων εντύπων από την Ευρωπαϊκή Πύλη για τη Δικαιοσύνη (e-Justice) σε μια διαφορετική θέση, προσβάσιμη σε εθνικό επίπεδο, και η χρησιμοποίησή τους από αυτή τη θέση.

(29)
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα δημιουργίας πολύγλωσσων τυποποιημένων εντύπων σε ηλεκτρονική μορφή με χρήση τεχνολογίας άλλης από εκείνη που χρησιμοποιείται από την Ευρωπαϊκή Πύλη για τη Δικαιοσύνη (e-Justice), υπό την προϋπόθεση ότι τα πολύγλωσσα τυποποιημένα έντυπα που εκδίδονται από τα κράτη μέλη με χρήση της εν λόγω άλλης τεχνολογίας περιέχουν τις πληροφορίες που απαιτούνται από τον παρόντα κανονισμό.

(30)
Θα πρέπει να προβλεφθούν κατάλληλες διασφαλίσεις για την πρόληψη της απάτης σχετικά με τα δημόσια έγγραφα και της νόθευσης των δημόσιων εγγράφων και των επικυρωμένων του αντιγράφων που κυκλοφορούν μεταξύ των κρατών μελών.

(31)
Για να είναι εφικτή η ταχεία και ασφαλής διασυνοριακή ανταλλαγή πληροφοριών και να διευκολυνθεί η αμοιβαία συνδρομή, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίσει έναν αποτελεσματικό μηχανισμό διοικητικής συνεργασίας μεταξύ των αρχών που ορίζονται από τα κράτη μέλη. Η χρήση του εν λόγω μηχανισμού διοικητικής συνεργασίας θα πρέπει να ενισχύσει την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς και θα πρέπει να βασίζεται στο σύστημα πληροφόρησης της εσωτερικής αγοράς («IMI»), που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3).

(32)
Θα πρέπει, κατά συνέπεια, να τροποποιηθεί ο κανονισμός (EΕ) αριθ. 1024/2012 για να προστεθούν ορισμένες διατάξεις του παρόντος κανονισμού στον κατάλογο των διατάξεων περί διοικητικής συνεργασίας στις πράξεις της Ένωσης που εφαρμόζονται μέσω του ΙΜΙ, ως έχει στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012.

(33)
Προκειμένου να εξασφαλιστεί υψηλό επίπεδο ασφάλειας και προστασίας των δεδομένων στο πλαίσιο της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και για την πρόληψη της απάτης, η Επιτροπή θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι το ΙΜΙ εγγυάται την ασφάλεια των δημόσιων εγγράφων και παρέχει ασφαλή μέσα ηλεκτρονικής διαβίβασης των εγγράφων αυτών. Η Επιτροπή θα πρέπει να διαθέτει ένα εργαλείο στο ΙΜΙ που να πιστοποιεί τις πληροφορίες που ανταλλάσσονται μέσω του συστήματος όταν εξάγονται εκτός συστήματος. Επιπλέον, οι αρχές των κρατών μελών που ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με δημόσια έγγραφα θα πρέπει να λάβουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλιστεί ότι, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2012, τα δημόσια έγγραφα και τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που ανταλλάσσονται μέσω του ΙΜΙ συγκεντρώνονται, υφίστανται επεξεργασία και χρησιμοποιούνται για σκοπούς που συνάδουν με εκείνους για τους οποίους είχαν αρχικά υποβληθεί. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 θεσπίζει τις απαραίτητες διατάξεις για να εξασφαλιστούν η προστασία των προσωπικών δεδομένων και υψηλό επίπεδο ασφάλειας και εμπιστευτικότητας για την ανταλλαγή πληροφοριών στο ΙΜΙ, και καθορίζει τις σχετικές αρμοδιότητες της Επιτροπής. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 ορίζει επίσης ότι οι φορείς του ΙΜΙ ανταλλάσσουν και επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μόνο για τους σκοπούς που ορίζονται στις πράξεις της Ένωσης επί των οποίων βασίζεται η ανταλλαγή και σύμφωνα με τον σκοπό για τον οποίο είχαν αρχικά υποβληθεί.

(34)
Η οδηγία 95/46/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4)θα διέπει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται στα κράτη μέλη σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπό την εποπτεία των ανεξάρτητων δημόσιων αρχών που διορίζονται από τα κράτη μέλη. Κάθε ανταλλαγή ή διαβίβαση πληροφοριών και εγγράφων από τις αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με την οδηγία 95/46/EΚ. Επιπλέον, αυτές οι ανταλλαγές και διαβιβάσεις θα πρέπει να εξυπηρετούν τον ειδικό στόχο της επαλήθευσης από τις εν λόγω αρχές της γνησιότητας δημόσιων εγγράφων μέσω του ΙΜΙ και κάθε τέτοια επαλήθευση θα πρέπει να διενεργείται μόνο για θέματα που υπάγονται στις αντίστοιχες σφαίρες αρμοδιοτήτων των εν λόγω αρχών. Αυτό δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν τους δικούς τους νόμους, ρυθμίσεις και διοικητικές διατάξεις σχετικά με την πρόσβαση του κοινού σε επίσημα έγγραφα.

(35)
Οι αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να παρέχουν αμοιβαία συνδρομή ώστε να διευκολύνεται η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή του μηχανισμού διοικητικής συνεργασίας μεταξύ των αρχών που ορίζονται από τα κράτη μέλη, σε περίπτωση που οι αρχές του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται δημόσιο έγγραφο ή το επικυρωμένο αντίγραφό του διατηρούν εύλογες αμφιβολίες για τη γνησιότητα του δημόσιου εγγράφου ή του επικυρωμένου αντιγράφου του.

(36)
Σε περίπτωση που οι αρχές του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται δημόσιο έγγραφο ή το επικυρωμένο του αντίγραφο έχουν εύλογες αμφιβολίες σχετικά με τη γνησιότητα αυτών των εγγράφων, θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν τα διαθέσιμα υποδείγματα εγγράφων στο αποθετήριο του ΙΜΙ και, εάν εξακολουθούν να έχουν αμφιβολίες, να υποβάλουν αιτήσεις για παροχή πληροφοριών μέσω του IMI στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους όπου εκδόθηκαν τα εν λόγω έγγραφα, είτε στέλνοντας την αίτηση απευθείας στην αρχή που εξέδωσε το δημόσιο έγγραφο ή το επικυρωμένο αντίγραφο είτε ερχόμενες σε επαφή με την κεντρική αρχή του εν λόγω κράτους μέλους. Οι αρχές στις οποίες απευθύνονται οι αιτήσεις απαντούν σε αυτές τις αιτήσεις το συντομότερο δυνατό και σε κάθε περίπτωση εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει τις πέντε εργάσιμες ημέρες ή τις δέκα εφόσον η αίτηση υποβάλλεται σε επεξεργασία από κεντρική αρχή. Η προθεσμία των δέκα εργάσιμων ημερών μπορεί ιδίως να καλύπτει περιπτώσεις κατά τις οποίες οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν ακόμη καταχωριστεί στο ΙΜΙ. Σε περίπτωση που οι εν λόγω προθεσμίες δεν είναι δυνατόν να τηρηθούν, θα πρέπει να συμφωνηθεί παράταση των προθεσμιών μεταξύ της αρχής στην οποία απευθύνεται η αίτηση και της αιτούσας αρχής.

(37)
Για τον σκοπό του υπολογισμού των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός, θα πρέπει να εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71 του Συμβουλίου (5).

(38)
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ενδέχεται οι αρχές των κρατών μελών να μην είναι σε θέση να επαληθεύουν τη γνησιότητα δημόσιου εγγράφου. Αυτό θα πρέπει να συμβαίνει μόνο σε περιπτώσεις όπου, για παράδειγμα, λόγω φυσικής καταστροφής ή απώλειας αντιγράφων των εθνικών εγγράφων, λόγω π.χ. καταστροφής των αρχείων ενός συγκεκριμένου ληξιαρχείου ή ενός δικαστηρίου ή λόγω ελλείψεως μητρώου, ενδέχεται να μην είναι δυνατή η επαλήθευσή τους. Ως εκ τούτου, θα πρέπει προβλεφθεί μια επιλογή απάντησης στο ΙΜΙ που να αποτυπώνει αυτήν την πιθανότητα.

(39)
Αν η απάντηση της αρχής στην οποία απευθύνεται η αίτηση δεν επιβεβαιώνει τη γνησιότητα του δημόσιου εγγράφου ή του επικυρωμένου αντιγράφου του, ή αν δεν δοθεί απάντηση από τη εν λόγω αρχή, η αιτούσα αρχή δεν είναι υποχρεωμένη να επεξεργαστεί αυτό το δημόσιο έγγραφο ή το επικυρωμένο αντίγραφο. Επιπλέον, στις περιπτώσεις αυτές, η αιτούσα αρχή ή το πρόσωπο που υπέβαλε το δημόσιο έγγραφο ή το επικυρωμένο αντίγραφό του θα πρέπει να έχουν την ευχέρεια να χρησιμοποιούν κάθε διαθέσιμο μέσο για να επαληθευθεί ή να αποδειχθεί η γνησιότητα του δημόσιου εγγράφου ή του επικυρωμένου αντιγράφου του. Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του παρόντος κανονισμού, οι περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν λαμβάνεται απάντηση μέσω του IMI θα πρέπει να εξακολουθήσουν να αποτελούν την εξαίρεση.

(40)
Εφόσον είναι αναγκαίο, ο συντονιστής του ΙΜΙ ή οι σχετικές κεντρικές αρχές μπορούν να συνδράμουν στην εξεύρεση λύσης στις δυσχέρειες που οι αρχές των κρατών μελών ενδέχεται να αντιμετωπίσουν κατά τη χρήση του IMI, μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις όπου δεν δίνεται απάντηση σε αίτηση παροχής πληροφοριών ή όπου δεν είναι δυνατό να συμφωνηθεί παράταση της προθεσμίας για την απάντηση.

(41)
Οι αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να επωφελούνται από τις διαθέσιμες λειτουργίες του IMI, συμπεριλαμβανομένης της πρόβλεψης ενός πολύγλωσσου συστήματος επικοινωνιών και της χρήσης προμεταφρασμένων και τυποποιημένων ερωτήσεων και απαντήσεων, καθώς και του αποθετηρίου υποδειγμάτων δημόσιων εγγράφων που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς.

(42)
Οι κεντρικές αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να παρέχουν τη συνδρομή τους σε σχέση με αιτήσεις πληροφοριών, και θα πρέπει, κυρίως, να τις παραλαμβάνουν, να τις διαβιβάζουν και, αν είναι αναγκαίο, να απαντούν σε αυτές τις αιτήσεις και να παρέχουν τις αναγκαίες πληροφορίες σε σχέση με αυτές τις αιτήσεις, ειδικότερα όταν ούτε η αιτούσα αρχή ούτε η αρχή στην οποία απευθύνεται η αίτηση είναι καταχωρισμένες στο ΙΜΙ.

(43)
Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, οι κεντρικές αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να επικοινωνούν μεταξύ τους και να ασκούν τα καθήκοντά τους κάνοντας χρήση του ΙΜΙ. Η επικοινωνία μεταξύ των αρχών του ίδιου κράτους μέλους θα πρέπει να λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες.

(44)
Θα πρέπει να διευκρινιστεί η σχέση μεταξύ του παρόντος κανονισμού και του ισχύοντος ενωσιακού δικαίου. Εν προκειμένω, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να επηρεάζει την εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης που περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με την επικύρωση ή παρόμοια διατύπωση, ή άλλες διατυπώσεις, όπως ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 του Συμβουλίου (6). Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει επίσης να επηρεάζει την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου σχετικά με τις ηλεκτρονικές υπογραφές και την ηλεκτρονική ταυτοποίηση. Σε περίπτωση που οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού έρχονται σε αντίθεση με διάταξη άλλης νομικής πράξης της Ένωσης η οποία διέπει συγκεκριμένες πτυχές της απλούστευσης των εν λόγω απαιτήσεων για την υποβολή δημόσιων εγγράφων και η οποία απλοποιεί ακόμη περισσότερο τις απαιτήσεις αυτές, όπως είναι η οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), η οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8)και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), η διάταξη της πράξης της Ένωσης που προβλέπει περαιτέρω απλούστευση θα πρέπει να υπερισχύει.

(45)
Επιπλέον, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει τη χρήση άλλων συστημάτων διοικητικής συνεργασίας που θεσπίζονται από το ενωσιακό δίκαιο και προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών σε συγκεκριμένους τομείς, όπως η οδηγία 93/109/ΕΚ του Συμβουλίου (10)ή ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 987/2009. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται σε συνδυασμό με αυτά τα ειδικά συστήματα.

(46)
Για λόγους συνέπειας με τους γενικούς στόχους του παρόντος κανονισμού, όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών μελών, ο παρών κανονισμός υπερέχει, για τα θέματα στα οποία εφαρμόζεται και κατά την προβλεπόμενη από αυτόν έκταση, των διμερών ή πολυμερών συμβάσεων ή διακανονισμών στα οποία συμμετέχουν τα κράτη μέλη και τα οποία αφορούν θέματα καλυπτόμενα από τον κανονισμό.

(47)
Ακόμη, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διατηρούν ή να συνάπτουν διακανονισμούς μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών μελών σε θέματα που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, όπως η αποδεικτική ισχύς των δημόσιων εγγράφων, τα πολύγλωσσα τυποποιημένα έντυπα με νομική ισχύ, η απαλλαγή από την επικύρωση τέτοιων εντύπων και η απαλλαγή από την επικύρωση δημόσιων εγγράφων σε άλλους τομείς εκτός αυτών που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να διατηρούν ή να συνάπτουν διακανονισμούς με στόχο την περαιτέρω απλούστευση της κυκλοφορίας των δημόσιων εγγράφων που υπάγονται στον παρόντα κανονισμό μεταξύ των κρατών μελών.

(48)
Τα δημόσια έγγραφα που καταρτίζονται από αρχές τρίτων χωρών θα πρέπει επίσης να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Επιπλέον, συμφωνίες και διακανονισμοί σχετικά με την επικύρωση ή παρόμοια διατύπωση όσον αφορά δημόσια έγγραφα για ζητήματα υπαγόμενα στον παρόντα κανονισμό, τα οποία έγγραφα εκδίδονται από τις αρχές των κρατών μελών ή τρίτων χωρών για να χρησιμοποιηθούν στις σχέσεις μεταξύ των ενδιαφερόμενων κρατών μελών και τρίτων χωρών, δεν μπορούν να επηρεάσουν την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Επομένως, ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να συνάπτουν διμερείς ή πολυμερείς διεθνείς συμφωνίες με τρίτες χώρες σχετικά με την επικύρωση ή παρόμοια διατύπωση όσον αφορά δημόσια έγγραφα για ζητήματα υπαγόμενα στον παρόντα κανονισμό και τα οποία έγγραφα εκδίδονται από τις αρχές των κρατών μελών ή τρίτων χωρών για να χρησιμοποιηθούν στις σχέσεις μεταξύ των ενδιαφερόμενων κρατών μελών και τρίτων χωρών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης ανεμπόδιστα να αποφασίζουν, στον βαθμό που ένα ή περισσότερα κράτη μέλη είναι ή ενδέχεται να αποφασίσουν να καταστούν συμβαλλόμενα μέρη σε αυτές τις συμφωνίες και τους διακανονισμούς, σχετικά με την αποδοχή της προσχώρησης νέων συμβαλλόμενων μερών, ιδίως όσον αφορά το δικαίωμα διατύπωσης και κοινοποίησης αντιρρήσεων σε νέες προσχωρήσεις, όπως προβλέπεται στο άρθρο 12 δεύτερο εδάφιο της Σύμβασης για την επισημείωση, καθώς και σχετικά με την υποβολή αίτησης, την τροποποίηση και τη λήψη απόφασης για την προσχώρηση νέων συμβαλλόμενων μερών στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση του 1968 για την κατάργηση της επικύρωσης των εγγράφων που εκδίδονται από τους διπλωματικούς ή προξενικούς υπαλλήλους.

(49)
Δεδομένου ότι τα πολύγλωσσα τυποποιημένα έντυπα βάσει του παρόντος κανονισμού δεν έχουν νομική ισχύ και δεν αλληλεπικαλύπτονται με τα πολύγλωσσα τυποποιημένα έντυπα που προβλέπονται στις Συμβάσεις αριθ. 16, αριθ. 33 και αριθ. 34 της ICCS ή με τα πιστοποιητικά ζωής που προβλέπονται στη Σύμβαση αριθ. 27 της ICCS, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει την εφαρμογή των εν λόγω συμβάσεων μεταξύ των κρατών μελών ή μεταξύ ενός κράτους μέλους και μιας τρίτης χώρας.

(50)
Θα πρέπει να συσταθεί μια ad hoc επιτροπή, αποτελούμενη από αντιπροσώπους της Επιτροπής και των κρατών μελών και προεδρευόμενη από εκπρόσωπο της Επιτροπής, με σκοπό να λαμβάνει κάθε απαραίτητο μέτρο προς διευκόλυνση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ιδιαίτερα για την ανταλλαγή των βέλτιστων πρακτικών σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού μεταξύ των κρατών μελών, την πρόληψη της απάτης σχετικά με τα δημόσια έγγραφα, τα επικυρωμένα αντίγραφα και τις επικυρωμένες μεταφράσεις τους, τη χρήση των ηλεκτρονικών μορφών των δημόσιων εγγράφων, την χρήση των πολύγλωσσων τυποποιημένων εντύπων και σχετικά με τα ανιχνευόμενα παραποιημένα έγγραφα.

(51)
Προς διευκόλυνση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη θα πρέπει, προκειμένου να διατίθενται οι πληροφορίες στο κοινό με κάθε κατάλληλο μέσο, ιδίως μέσω της Ευρωπαϊκής Πύλης για τη Δικαιοσύνη (e-Justice), να παρέχουν στην Επιτροπή μέσω του ΙΜΙ τα λεπτομερή στοιχεία των κεντρικών αρχών τους, τα υποδείγματα των συνηθέστερα χρησιμοποιούμενων δημόσιων εγγράφων βάσει της εθνικής τους νομοθεσίας ή, εάν δεν υπάρχει κάποιο τέτοιο υπόδειγμα για ένα συγκεκριμένο έγγραφο, πληροφορίες σχετικά με τα ειδικά χαρακτηριστικά του εν λόγω εγγράφου.

(52)
Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να κοινοποιούν μέσω του ΙΜΙ ανωνυμοποιημένες μορφές παραποιημένων εγγράφων που εντοπίστηκαν και τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν χρήσιμα και τυπικά παραδείγματα ενδεχόμενων πλαστογραφήσεων. Η κοινοποίηση αυτών των παραποιημένων εγγράφων θα πρέπει να περιορίζεται σε παραποιημένα έγγραφα η δημοσιοποίηση των οποίων επιτρέπεται δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, και δεν θα πρέπει να θίγει τους κανόνες των κρατών μελών σχετικά με τη δημοσιοποίηση αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια ποινικών διαδικασιών. Οι πληροφορίες που κοινοποιούνται από τα κράτη μέλη σχετικά με παραποιημένα έγγραφα δεν θα πρέπει να δημοσιοποιούνται.

(53)
Προς διευκόλυνση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη θα πρέπει, προκειμένου να διατίθενται οι πληροφορίες στο κοινό μέσω της Ευρωπαϊκής Πύλης για τη Δικαιοσύνη (e-Justice), να κοινοποιούν στην Επιτροπή τη γλώσσα ή τις γλώσσες που θεωρούν αποδεκτές για την υποβολή δημόσιων εγγράφων εκδιδόμενων από τις αρχές άλλου κράτους μέλους, ενδεικτικό κατάλογο των δημόσιων εγγράφων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, τα δημόσια έγγραφα στα οποία μπορούν να επισυναφθούν πολύγλωσσα τυποποιημένα έντυπα ως κατάλληλο μεταφραστικό βοήθημα, τους καταλόγους των προσώπων που είναι εξουσιοδοτημένα βάσει του εθνικού δικαίου να πραγματοποιούν επικυρωμένες μεταφράσεις, εφόσον υπάρχουν τέτοιοι κατάλογοι, έναν ενδεικτικό κατάλογο των αρχών που είναι εξουσιοδοτημένες από το εθνικό δίκαιο να κάνουν επικυρωμένες μεταφράσεις, πληροφορίες για τα μέσα με τα οποία μπορούν να επιβεβαιωθούν οι επικυρωμένες μεταφράσεις και τα επικυρωμένα αντίγραφα, και τα ειδικά χαρακτηριστικά των επικυρωμένων μεταφράσεων.

(54)
Οι πληροφορίες σχετικά με τα υποδείγματα των συνηθέστερα χρησιμοποιούμενων δημόσιων εγγράφων ή των ειδικών χαρακτηριστικών των εν λόγω εγγράφων ή επικυρωμένων αντιγράφων τους θα πρέπει να διατίθενται στο κοινό μόνο στον βαθμό που η νομοθεσία του κράτους μέλους του οποίου οι αρχές εξέδωσαν το δημόσιο έγγραφο ή το επικυρωμένο αντίγραφο προβλέπει ήδη ότι οι πληροφορίες αυτές μπορούν να διατίθενται στο κοινό. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να κοινοποιούν στην Επιτροπή τα έγγραφα που είναι διαθέσιμα στο κοινό βάσει της εθνικής τους νομοθεσίας. Ωστόσο, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, οι πληροφορίες σχετικά με τα ειδικά χαρακτηριστικά των δημόσιων εγγράφων ή των επικυρωμένων αντιγράφων που θα πρέπει να ανακοινώνονται από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή δεν θα πρέπει να περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τα ειδικά χαρακτηριστικά ασφαλείας που δεν διατίθενται στο κοινό σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους του οποίου οι αρχές εξέδωσαν το δημόσιο έγγραφο ή το επικυρωμένο αντίγραφο.

(55)
Η ανακοίνωση από κράτος μέλος στην Επιτροπή της γλώσσας ή των γλωσσών εκτός από τη δική του, τις οποίες μπορεί να αποδεχθεί για την υποβολή δημόσιων εγγράφων εκδιδομένων από τις αρχές άλλου κράτους μέλους, δεν θα πρέπει να θίγει τη δυνατότητα των αρχών του να αποδέχονται, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή εφόσον αυτό επιτρέπεται από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, μία ή περισσότερες τυχόν επιπλέον γλώσσες όταν ένα δημόσιο έγγραφο εκδοθέν από τις αρχές άλλου κράτους μέλους υποβάλλεται σε αυτές.

(56)
Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις βασικές αρχές που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το δικαίωμα γάμου και το δικαίωμα δημιουργίας οικογένειας, και την ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με αυτά τα δικαιώματα και τις βασικές αρχές.

(57)
Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η προώθηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης μέσω της διευκόλυνσης της ελεύθερης κυκλοφορίας ορισμένων δημόσιων εγγράφων εντός της Ένωσης δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη αλλά μπορούν λόγω της έκτασης και των αποτελεσμάτων τους να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως προβλέπεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει όσα είναι αναγκαία για την επίτευξη των στόχων αυτών,
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ
Άρθρο 1
Αντικείμενο
1.   Ο παρών κανονισμός προβλέπει, σε σχέση με ορισμένα δημόσια έγγραφα που εκδίδονται από τις αρχές ενός κράτους μέλους και πρέπει να υποβληθούν στις αρχές άλλου κράτους μέλους, σύστημα:
α)
κατάργησης της επικύρωσης ή παρόμοιας διατύπωσης· και

β)
απλούστευσης άλλων διατυπώσεων.
Με την επιφύλαξη του πρώτου εδαφίου, ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει ένα πρόσωπο να χρησιμοποιεί άλλα συστήματα που ισχύουν σε κράτος μέλος και αφορούν επικύρωση ή παρόμοια διατύπωση.
2.   Ο παρών κανονισμός επίσης θεσπίζει πολύγλωσσα τυποποιημένα έντυπα που θα χρησιμοποιούνται ως μεταφραστικά βοηθήματα συνημμένα σε δημόσια έγγραφα που αφορούν τη γέννηση, το ότι ένα πρόσωπο βρίσκεται στη ζωή, τον θάνατο, τον γάμο (περιλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη γάμου και της οικογενειακής κατάστασης), την καταχωρισμένη συμβίωση (περιλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης και της κατάστασης από άποψη καταχωρισμένης συμβίωσης), την κατοικία και/ή διαμονή, και το λευκό ποινικό μητρώο.
Άρθρο 2
Πεδίο εφαρμογής
1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα δημόσια έγγραφα που εκδίδονται από τις αρχές ενός κράτους μέλους σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, τα οποία πρέπει να υποβληθούν στις αρχές άλλου κράτους μέλους και των οποίων πρωταρχικός σκοπός είναι να βεβαιώσουν ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα γεγονότα:
α)
γέννηση·

β)
το ότι ένα πρόσωπο βρίσκεται στη ζωή·

γ)
θάνατος·

δ)
όνομα·

ε)
γάμος, περιλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη γάμου και της οικογενειακής κατάστασης·

στ)
διαζύγιο, δικαστικός χωρισμός ή ακύρωση γάμου·

ζ)
καταχωρισμένη συμβίωση, περιλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης και της κατάστασης από άποψη καταχωρισμένης συμβίωσης·

η)
λύση σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης, δικαστικός χωρισμός ή ακύρωση καταχωρισμένης συμβίωσης·

θ)
γονική ιδιότητα·

ι)
υιοθεσία·

ια)
κατοικία και/ή διαμονή·

ιβ)
ιθαγένεια·

ιγ)
λευκό ποινικό μητρώο, υπό τον όρο ότι τα σχετικά με το γεγονός αυτό δημόσια έγγραφα εκδίδονται για πολίτη της Ένωσης από τις αρχές του κράτους μέλους της ιθαγένειάς του.
2.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται επίσης σε δημόσια έγγραφα των οποίων η υποβολή μπορεί να απαιτηθεί από πολίτες της Ένωσης που κατοικούν σε κράτος μέλος του οποίου δεν είναι υπήκοοι, όταν οι πολίτες αυτοί επιθυμούν να ψηφίσουν ή να είναι υποψήφιοι στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή σε δημοτικές εκλογές στο κράτος μέλος κατοικίας τους, υπό τους όρους που καθορίζονται στην οδηγία 93/109/ΕΚ και στην οδηγία 94/80/ΕΚ του Συμβουλίου (11), αντίστοιχα.
3.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται:
α)
στα δημόσια έγγραφα που εκδίδονται από τις αρχές τρίτης χώρας· ή

β)
σε επικυρωμένα αντίγραφα των εγγράφων που αναφέρονται στο στοιχείο α) εκδοθέντα από τις αρχές κράτους μέλους.
4.   Ο παρών κανονισμός δεν ισχύει για την αναγνώριση σε κράτος μέλος έννομων αποτελεσμάτων σχετικά με το περιεχόμενο δημόσιων εγγράφων που εκδίδονται από τις αρχές άλλου κράτους μέλους.
Άρθρο 3
Ορισμοί
Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται ως:
1)   «δημόσια έγγραφα»:
α)
έγγραφα τα οποία προέρχονται από αρχή ή υπάλληλο που συνδέεται με τα δικαστήρια κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένων των εγγράφων που προέρχονται από εισαγγελέα, γραμματέα δικαστηρίου ή δικαστικό(-ή) επιμελητή(-ρια) («huissier de justice»)·

β)
διοικητικά έγγραφα·

γ)
συμβολαιογραφικές πράξεις·

δ)
επίσημα πιστοποιητικά προσαρτημένα σε έγγραφα υπογεγραμμένα από πρόσωπα που ενεργούν ως ιδιώτες, όπως τα επίσημα πιστοποιητικά που καταγράφουν την πρωτοκόλληση ενός εγγράφου ή ότι το έγγραφο αυτό υπήρχε σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία, καθώς και επίσημες ή συμβολαιογραφικές πράξεις για τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής·

ε)
έγγραφα που συντάσσονται από διπλωματικούς(-ές) ή προξενικούς(-ές) υπαλλήλους κράτους μέλους υπό την επίσημη ιδιότητά τους οι οποίοι(-ες) ασκούν καθήκοντα στο έδαφος οποιουδήποτε κράτους, όταν τα εν λόγω έγγραφα πρέπει να υποβληθούν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή στους διπλωματικούς(-ές) ή προξενικούς(-ές) υπαλλήλους άλλου κράτους μέλους οι οποίοι(-ες) ασκούν καθήκοντα στο έδαφος τρίτου κράτους·
2)   «αρχή»: δημόσια αρχή ενός κράτους μέλους ή οντότητα που ενεργεί υπό επίσημη ιδιότητα και είναι εξουσιοδοτημένη δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας για την έκδοση ή παραλαβή δημόσιου εγγράφου που εμπίπτει στον παρόντα κανονισμό ή επικυρωμένου αντιγράφου του·
3)   «επικύρωση»: η διατύπωση που ακολουθείται για τη βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής δημόσιου(-ας) λειτουργού, της ιδιότητας του (της) υπογράφοντος(-ουσας) και, κατά περίπτωση, της ταυτότητας της σφραγίδας την οποία φέρει το έγγραφο·
4)   «παρόμοια διατύπωση»: η προσθήκη της επισημείωσης που προβλέπεται από τη Σύμβαση για την επισημείωση·
5)   «άλλες διατυπώσεις»: η απαίτηση χορήγησης επικυρωμένων αντιγράφων και επικυρωμένων μεταφράσεων δημόσιων εγγράφων·
6)   «κεντρική αρχή»: η αρχή ή οι αρχές που έχει ή έχουν οριστεί από τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 15, για να ασκούν τα καθήκοντα που συνδέονται με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού·
7)   «επικυρωμένο αντίγραφο»: αντίγραφο πρωτότυπου δημόσιου εγγράφου, υπογεγραμμένο και πιστοποιημένο ως ακριβής και πλήρης αναπαραγωγή του εν λόγω πρωτότυπου δημόσιου εγγράφου από αρχή εξουσιοδοτημένη προς τούτο βάσει του εθνικού δικαίου του ίδιου κράτους μέλους το οποίο αρχικά εξέδωσε το δημόσιο έγγραφο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ, ΚΑΙ ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΣΗ ΑΛΛΩΝ ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΩΝ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΕΠΙΚΥΡΩΜΕΝΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ
Άρθρο 4
Απαλλαγή από την επικύρωση και παρόμοια διατύπωση
Τα δημόσια έγγραφα που υπάγονται στον παρόντα κανονισμό και τα επικυρωμένα αντίγραφά τους απαλλάσσονται από κάθε μορφή επικύρωσης και παρόμοιας διατύπωσης.
Άρθρο 5
Απλούστευση άλλων διατυπώσεων που αφορούν επικυρωμένα αντίγραφα
1.   Όταν κράτος μέλος αξιώνει την υποβολή του πρωτότυπου δημόσιου εγγράφου που έχει εκδοθεί από τις αρχές άλλου κράτους μέλους, οι αρχές του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται το δημόσιο έγγραφο δεν αξιώνουν επίσης την υποβολή του επικυρωμένου αντιγράφου του.
2.   Όταν κράτος μέλος επιτρέπει την υποβολή επικυρωμένου αντιγράφου δημόσιου εγγράφου, οι αρχές αυτού του κράτους μέλους αποδέχονται επικυρωμένα αντίγραφα εκδοθέντα σε άλλο κράτος μέλος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΣΗ ΑΛΛΩΝ ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΩΝ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΓΛΩΣΣΑ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΕΝΤΥΠΑ
Άρθρο 6
Απλούστευση άλλων διατυπώσεων που αφορούν μεταφράσεις
1.   Δεν απαιτείται μετάφραση όταν:
α)
το δημόσιο έγγραφο έχει συνταχθεί στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται το έγγραφο αυτό ή, εάν το εν λόγω κράτος μέλος έχει περισσότερες από μία επίσημες γλώσσες, στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου στον οποίο υποβάλλεται το έγγραφο ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα την οποία έχει δεχθεί ρητά το εν λόγω κράτος μέλος· ή

β)
ένα δημόσιο έγγραφο που αφορά τη γέννηση, το ότι ένα πρόσωπο βρίσκεται στη ζωή, τον θάνατο, τον γάμο (συμπεριλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη γάμου και της οικογενειακής κατάστασης), την καταχωρισμένη συμβίωση (συμπεριλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης και της κατάστασης από άποψη καταχωρισμένης συμβίωσης), την κατοικία και/ή διαμονή, και το λευκό ποινικό μητρώο συνοδεύεται, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό, από πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο εφόσον η αρχή στην οποία υποβάλλεται το έγγραφο κρίνει ότι οι πληροφορίες που περιέχονται στο πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο επαρκούν για την επεξεργασία του δημόσιου εγγράφου.
2.   Η επικυρωμένη μετάφραση από πρόσωπο που, σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους, είναι εξουσιοδοτημένο να πραγματοποιεί τέτοιες μεταφράσεις είναι αποδεκτή σε όλα τα κράτη μέλη.
Άρθρο 7
Πολύγλωσσα τυποποιημένα έγγραφα
1.   Τα δημόσια έγγραφα που αφορούν τη γέννηση, το ότι ένα πρόσωπο βρίσκεται στη ζωή, τον θάνατο, τον γάμο (συμπεριλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη γάμου και της οικογενειακής κατάστασης), την καταχωρισμένη συμβίωση (συμπεριλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης και της κατάστασης από άποψη καταχωρισμένης συμβίωσης), την κατοικία και/ή διαμονή, και το λευκό ποινικό μητρώο και έχουν κοινοποιηθεί από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 1 στοιχείο γ) συνοδεύονται, κατόπιν αίτησης του προσώπου που δικαιούται να λάβει δημόσιο έγγραφο, από πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο καταρτισμένο σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.
2.   Τα πολύγλωσσα τυποποιημένα έντυπα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 εκδίδονται από μια αρχή και φέρουν ημερομηνία έκδοσης καθώς και την υπογραφή και, ανάλογα με την περίπτωση, τη σφραγίδα της αρχής έκδοσης.
Άρθρο 8
Χρήση των πολύγλωσσων τυποποιημένων εντύπων
1.   Τα πολύγλωσσα τυποποιημένα έντυπα που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 επισυνάπτονται στα δημόσια έγγραφα που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο, χρησιμοποιούνται ως μεταφραστικό βοήθημα και δεν έχουν αυτοτελή νομική ισχύ.
2.   Τα πολύγλωσσα τυποποιημένα έντυπα δεν αποτελούν:
α)
αποσπάσματα πιστοποιητικών οικογενειακής κατάστασης·

β)
πιστά αντίγραφα πιστοποιητικών οικογενειακής κατάστασης·

γ)
πολύγλωσσα αποσπάσματα πιστοποιητικών οικογενειακής κατάστασης·

δ)
πολύγλωσσα και κωδικοποιημένα αποσπάσματα πιστοποιητικών οικογενειακής κατάστασης· ή

ε)
πολύγλωσσα και κωδικοποιημένα πιστοποιητικά ληξιαρχικών πράξεων.
3.   Τα πολύγλωσσα τυποποιημένα έντυπα μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο σε άλλα κράτη μέλη εκτός από το κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκαν.
Άρθρο 9
Περιεχόμενο των πολύγλωσσων τυποποιημένων εντύπων
1.   Κάθε πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο περιέχει ένα τυποποιημένο μέρος αποτελούμενο από τα ακόλουθα στοιχεία:
α)
τον τίτλο του πολύγλωσσου τυποποιημένου εντύπου·

β)
τη νομική βάση για την έκδοση του πολύγλωσσου τυποποιημένου εντύπου·

γ)
μνεία του κράτους μέλους στο οποίο έχει εκδοθεί το πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο·

δ)
ένα τετραγωνίδιο με την αναγραφή «Σημαντική γνωστοποίηση»·

ε)
ένα τετραγωνίδιο «Σημείωση για την αρχή έκδοσης»·

στ)
μια δέσμη τυποποιημένων τίτλων καταχωρίσεων και τους κωδικούς τους αριθμούς· και

ζ)
ένα πλαίσιο για την «Υπογραφή».
2.   Τα τυποποιημένα μέρη που θα περιληφθούν στα πολύγλωσσα τυποποιημένα έντυπα σχετικά με τη γέννηση, το ότι ένα πρόσωπο βρίσκεται στη ζωή, τον θάνατο, τον γάμο (περιλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη γάμου και της οικογενειακής κατάστασης), την καταχωρισμένη συμβίωση (περιλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης και της κατάστασης από άποψη καταχωρισμένης συμβίωσης), την κατοικία και/ή διαμονή, και το λευκό ποινικό μητρώο, καθώς και πολύγλωσσα γλωσσάρια των τυποποιημένων τίτλων καταχωρίσεων, καθορίζονται στα παραρτήματα I έως XI, αντίστοιχα.
3.   Κάθε πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο περιλαμβάνει επίσης, κατά περίπτωση, ένα μη τυποποιημένο μέρος αποτελούμενο από ειδικούς ανά χώρα τίτλους καταχωρίσεων που προορίζονται να απηχούν το περιεχόμενο του δημόσιου εγγράφου στο οποίο πρόκειται να επισυναφθεί το πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο, καθώς και τους κωδικούς αριθμούς των εν λόγω τίτλων καταχωρίσεων.
4.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2, τους ειδικούς ανά χώρα τίτλους καταχωρίσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.
5.   Κάθε πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο περιλαμβάνει επίσης πολύγλωσσο γλωσσάριο των τυποποιημένων τίτλων καταχωρίσεων και των ειδικών ανά χώρα τίτλων καταχωρίσεων σε όλες τις επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.
Άρθρο 10
Γλώσσες έκδοσης των πολύγλωσσων τυποποιημένων εντύπων
1.   Τα πολύγλωσσα τυποποιημένα έντυπα συμπληρώνονται από την αρχή έκδοσης στην επίσημη γλώσσα του οικείου κράτους μέλους ή, εάν το εν λόγω κράτος μέλος έχει περισσότερες από μία επίσημες γλώσσες, στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου εκδίδεται το πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο.
2.   Το τυποποιημένο μέρος και οι ειδικοί ανά χώρα τίτλοι καταχωρίσεων των πολύγλωσσων τυποποιημένων εντύπων υφίστανται και στις δύο ακόλουθες γλώσσες:
α)
στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους στο οποίο εκδίδεται το πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο ή, εάν το εν λόγω κράτος μέλος έχει περισσότερες από μία επίσημες γλώσσες, στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου εκδίδεται το πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο, η οποία γλώσσα είναι επίσης μία από τις επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης· και

β)
στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους όπου προορίζεται να υποβληθεί το δημόσιο έγγραφο στο οποίο επισυνάπτεται το πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο ή, εάν το εν λόγω κράτος μέλος έχει περισσότερες από μία επίσημες γλώσσες, στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου προορίζεται να υποβληθεί το δημόσιο έγγραφο στο οποίο επισυνάπτεται το πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο, η οποία γλώσσα είναι επίσης μία από τις επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.
3.   Το τυποποιημένο μέρος και οι ειδικοί ανά χώρα τίτλοι καταχωρίσεων στις δύο γλώσσες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και το πολύγλωσσο γλωσσάριο που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 5 περιλαμβάνονται σε ενιαίο πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο.
Άρθρο 11
Τέλος για τη χορήγηση πολύγλωσσου τυποποιημένου εντύπου
Προκειμένου να διευκολύνουν περαιτέρω την ελεύθερη κυκλοφορία των δημόσιων εγγράφων εντός της Ένωσης, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το τέλος για τη χορήγηση πολύγλωσσου τυποποιημένου εντύπου δεν υπερβαίνει το κόστος παραγωγής του πολύγλωσσου τυποποιημένου εντύπου ή του δημόσιου εγγράφου στο οποίο επισυνάπτεται, ορίζεται δε στο χαμηλότερο από τα δύο ποσά.
Άρθρο 12
Ηλεκτρονικές μορφές των πολύγλωσσων τυποποιημένων εντύπων
Η Ευρωπαϊκή Πύλη για τη Δικαιοσύνη (e-Justice) περιέχει, για κάθε κράτος μέλος, πρότυπα πολύγλωσσα τυποποιημένα έντυπα σχετικά με τη γέννηση, το ότι ένα πρόσωπο βρίσκεται στη ζωή, τον θάνατο, τον γάμο (συμπεριλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη γάμου και της οικογενειακής κατάστασης) και, κατά περίπτωση, την καταχωρισμένη συμβίωση (συμπεριλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης και της κατάστασης από άποψη καταχωρισμένης συμβίωσης), την κατοικία και/ή διαμονή, και το λευκό ποινικό μητρώο, τα οποία θεσπίζονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό σε όλες τις επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και περιλαμβάνουν:
α)
τα τυποποιημένα μέρη που ορίζονται στα παραρτήματα I έως XI· και

β)
τους ειδικούς ανά χώρα τίτλους καταχωρίσεων που έχουν κοινοποιήσει τα κράτη μέλη στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV
ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ
Άρθρο 13
Σύστημα πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά
Το Σύστημα Πληροφόρησης για την Εσωτερική Αγορά («IMI»), που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (EΕ) αριθ. 1024/2012, χρησιμοποιείται για τους σκοπούς των άρθρων 14 και 16 και του άρθρου 22 παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος κανονισμού.
Άρθρο 14
Αιτήματα παροχής πληροφοριών σε περιπτώσεις εύλογης αμφιβολίας
1.   Όταν οι αρχές ενός κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται δημόσιο έγγραφο ή το επικυρωμένο του αντίγραφο έχουν εύλογη αμφιβολία σχετικά με τη γνησιότητα του εν λόγω δημόσιου εγγράφου ή του επικυρωμένου αντιγράφου του, προβαίνουν στις ακόλουθες ενέργειες ώστε να βεβαιωθούν για τη γνησιότητα:
α)
ελέγχουν τα διαθέσιμα υποδείγματα εγγράφων στο αποθετήριο του ΙΜΙ, όπως αναφέρονται στο άρθρο 22·

β)
εάν εξακολουθούν να έχουν αμφιβολία, υποβάλλουν αίτημα παροχής πληροφοριών μέσω του ΙΜΙ:
i)
στην αρχή που εξέδωσε το δημόσιο έγγραφο ή, κατά περίπτωση, στην αρχή που εξέδωσε το επικυρωμένο αντίγραφο, ή και στις δύο· ή

ii)
στην αρμόδια κεντρική αρχή.
2.   Η εύλογη αμφιβολία σχετικά με τη γνησιότητα δημόσιου εγγράφου ή του επικυρωμένου αντιγράφου του που προβλέπεται στην παράγραφο 1 μπορεί να αφορά ειδικότερα:
α)
τη γνησιότητα της υπογραφής·

β)
την ιδιότητα υπό την οποία ενήργησε ο υπογράφων·

γ)
την ταυτότητα της σφραγίδας·

δ)
την παραποίηση ή τη νόθευση του εγγράφου.
3.   Οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών που υποβάλλονται δυνάμει του παρόντος άρθρου αιτιολογούνται σε κάθε περίπτωση.
4.   Οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών που υποβάλλονται δυνάμει του παρόντος άρθρου συνοδεύονται από αντίγραφο του σχετικού δημόσιου εγγράφου ή επικυρωμένου αντιγράφου του, το οποίο διαβιβάζεται ηλεκτρονικά μέσω του ΙΜΙ. Οι αιτήσεις αυτές και οι απαντήσεις στις εν λόγω αιτήσεις απαλλάσσονται από κάθε εισφορά, τέλος ή επιβάρυνση.
5.   Οι αρχές απαντούν σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών που υποβάλλονται δυνάμει του παρόντος άρθρου το συντομότερο δυνατό και σε κάθε περίπτωση εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει τις πέντε εργάσιμες ημέρες ή τις δέκα όταν η αίτηση υφίσταται επεξεργασία μέσω κεντρικής αρχής.
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η προθεσμία που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο δεν είναι δυνατό να τηρηθεί, η αρχή στην οποία απευθύνεται η αίτηση και η αιτούσα αρχή συμφωνούν για την παράτασή της.
6.   Εάν δεν επιβεβαιωθεί η γνησιότητα του δημόσιου εγγράφου ή του επικυρωμένου αντιγράφου του, η αιτούσα αρχή δεν είναι υποχρεωμένη να τα επεξεργαστεί.
Άρθρο 15
Ορισμός κεντρικών αρχών
1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, κάθε κράτος μέλος ορίζει τουλάχιστον μία κεντρική αρχή.
2.   Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος έχει ορίσει περισσότερες της μίας κεντρικές αρχές, προσδιορίζει την κεντρική αρχή στην οποία μπορεί να απευθύνεται οποιαδήποτε αλληλογραφία με σκοπό την περαιτέρω διαβίβασή της στην αρμόδια αρχή αυτού του κράτους μέλους.
Άρθρο 16
Καθήκοντα των κεντρικών αρχών
Οι κεντρικές αρχές παρέχουν βοήθεια, στο πλαίσιο των αιτήσεων παροχής πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 14, και συγκεκριμένα:
α)
διαβιβάζουν, παραλαμβάνουν και, όπου απαιτείται, απαντούν σε αυτές τις αιτήσεις· και

β)
παρέχουν τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες σε σχέση με αυτές τις αιτήσεις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V
ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΜΕ ΑΛΛΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ
Άρθρο 17
Σχέση με άλλες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου
1.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή άλλων διατάξεων του ενωσιακού δικαίου περί επικύρωσης, παρόμοιας διατύπωσης ή άλλων διατυπώσεων, και συμπληρώνει τις διατάξεις αυτές.
2.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει επίσης την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου για τις ηλεκτρονικές υπογραφές και την ηλεκτρονική ταυτοποίηση.
3.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τη χρήση άλλων συστημάτων διοικητικής συνεργασίας που θεσπίζονται από το ενωσιακό δίκαιο, τα οποία προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών σε συγκεκριμένους τομείς.
Άρθρο 18
Τροποποίηση του κανονισμού (EΕ) αριθ. 1024/2012
Στο παράρτημα του κανονισμού (EΕ) αριθ. 1024/2012, προστίθεται το ακόλουθο σημείο:
«9.
Κανονισμός (EΕ) 2016/1191 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουλίου 2016, για την προώθηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών μέσω της απλούστευσης των απαιτήσεων υποβολής ορισμένων δημόσιων εγγράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και για την τροποποίηση του κανονισμού (EΕ) αριθ. 1024/2012 (*): άρθρα 14 και 16 και άρθρο 22 παράγραφοι 1 και 2.
Άρθρο 19
Σχέση με διεθνείς συμβάσεις, συμφωνίες και διακανονισμούς
1.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή διεθνών συμβάσεων στις οποίες είναι συμβαλλόμενα μέρη ένα ή περισσότερα κράτη μέλη κατά τον χρόνο της έκδοσής του και οι οποίες αφορούν ρυθμιζόμενα από αυτόν θέματα.
2.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, ο παρών κανονισμός, σε θέματα στα οποία εφαρμόζεται και κατά την προβλεπόμενη σε αυτόν έκταση, υπερισχύει άλλων διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή διακανονισμούς που συνάπτουν τα κράτη μέλη, στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών που είναι συμβαλλόμενα μέρη.
3.   Το παρόν άρθρο ισχύει με την επιφύλαξη του άρθρου 1 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο.
4.   Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διαπραγματευτούν, να συνάψουν, να προσχωρήσουν, να τροποποιήσουν ή να εφαρμόσουν διεθνείς συμφωνίες και διακανονισμούς με τρίτες χώρες στον τομέα της επικύρωσης δημόσιων εγγράφων ή παρόμοιας διατύπωσης για τα θέματα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό και τα οποία έχουν εκδοθεί από τις αρχές των κρατών μελών ή τρίτων χωρών με σκοπό να χρησιμοποιηθούν στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και των ενδιαφερόμενων τρίτων χωρών. Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να αποφασίσουν σχετικά με την αποδοχή της προσχώρησης στις εν λόγω συμφωνίες και διακανονισμούς νέων συμβαλλόμενων μερών, στο πλαίσιο των οποίων ένα ή περισσότερα κράτη μέλη είναι ή δύνανται να αποφασίσουν να καταστούν συμβαλλόμενα μέρη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VΙ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 20
Περιορισμός του σκοπού
1.   Η ανταλλαγή και η διαβίβαση πληροφοριών και εγγράφων από τα κράτη μέλη δυνάμει του παρόντος κανονισμού εξυπηρετούν τον αποκλειστικό σκοπό της επαλήθευσης της γνησιότητας των δημόσιων εγγράφων από τις αρμόδιες αρχές μέσω του IMI.
2.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή των νόμων, των κανονισμών και των διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την πρόσβαση του κοινού σε δημόσια έγγραφα.
Άρθρο 21
Πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο του παρόντος κανονισμού
Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη καθιστούν τις πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο του παρόντος κανονισμού διαθέσιμες με τα κατάλληλα μέσα, μεταξύ άλλων μέσω της Ευρωπαϊκής Πύλης για τη Δικαιοσύνη (e-Justice) και των ιστοσελίδων των αρχών των κρατών μελών.
Άρθρο 22
Πληροφορίες σχετικά με τις κεντρικές αρχές και στοιχεία επικοινωνίας
1.   Έως 16 Αυγούστου 2018, τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν το ΙΜΙ για να κοινοποιούν τα ακόλουθα:
α)
την κεντρική αρχή ή τις κεντρικές αρχές που ορίζονται δυνάμει του άρθρου 15 παράγραφος 1 μαζί με τα στοιχεία επικοινωνίας τους και, όπου απαιτείται, την αρχή που ορίζεται δυνάμει του άρθρου 15 παράγραφος 2·

β)
τα υποδείγματα των συνηθέστερα χρησιμοποιούμενων δημόσιων εγγράφων δυνάμει της αντίστοιχης εθνικής τους νομοθεσίας ή, όταν δεν υπάρχει υπόδειγμα δημόσιου εγγράφου, πληροφορίες σχετικά με τα ειδικά χαρακτηριστικά του εν λόγω δημόσιου εγγράφου· και

γ)
ανωνυμοποιημένες μορφές παραποιημένων εγγράφων που εντοπίστηκαν.
2.   Τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν το ΙΜΙ για να κοινοποιούν κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1.
3.   Η Επιτροπή δημοσιοποιεί με κάθε ενδεδειγμένο μέσο:
α)
τις πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α)·

β)
τις πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) οι οποίες επιτρέπεται να δημοσιοποιοποιηθούν δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους του οποίου οι αρχές εξέδωσαν το δημόσιο έγγραφο.
Άρθρο 23
Ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών
1.   Συγκροτείται επιτροπή ad hoc από εκπροσώπους της Επιτροπής και των κρατών μελών, της οποίας προεδρεύει εκπρόσωπος της Επιτροπής.
2.   Η ad hoc επιτροπή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 λαμβάνει οποιοδήποτε άλλο μέτρο είναι απαραίτητο για να διευκολυνθεί η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, ιδίως διευκολύνοντας την ανταλλαγή και τακτική επικαιροποίηση βέλτιστων πρακτικών σχετικά με:
α)
την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού μεταξύ των κρατών μελών·

β)
την πρόληψη της απάτης σχετικά με τα δημόσια έγγραφα, τα επικυρωμένα αντίγραφα και τις επικυρωμένες μεταφράσεις·

γ)
τη χρήση των ηλεκτρονικών μορφών των δημόσιων εγγράφων·

δ)
τη χρήση των πολύγλωσσων τυποποιημένων εντύπων·

ε)
τα εντοπισμένα παραποιημένα έγγραφα.
Άρθρο 24
Πληροφορίες που κοινοποιούν τα κράτη μέλη
1.   Έως 16 Αυγούστου 2018, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή:
α)
τις γλώσσες που θα δέχονται για τα δημόσια έγγραφα που θα υποβάλλονται στις οικείες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο α)·

β)
ενδεικτικό κατάλογο των δημόσιων εγγράφων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού·

γ)
τη λίστα των δημόσιων εγγράφων στα οποία μπορούν να επισυνάπτονται πολύγλωσσα τυποποιημένα έντυπα ως κατάλληλο μεταφραστικό βοήθημα·

δ)
τον κατάλογο προσώπων που είναι εξουσιοδοτημένα, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, να πραγματοποιούν επικυρωμένες μεταφράσεις, εφόσον υπάρχουν τέτοιοι κατάλογοι·

ε)
ενδεικτικό κατάλογο με τα είδη των αρχών που εξουσιοδοτούνται, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, να καταρτίζουν επικυρωμένα αντίγραφα·

στ)
πληροφορίες σχετικά με τα μέσα αναγνώρισης των επικυρωμένων μεταφράσεων και των επικυρωμένων αντιγράφων· και

ζ)
πληροφορίες σχετικά με τα ειδικά χαρακτηριστικά των επικυρωμένων αντιγράφων.
2.   Έως 16 Φεβρουαρίου 2017, κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή, στην οικεία επίσημη γλώσσα ή γλώσσες, η οποία γλώσσα ή γλώσσες ανήκουν επίσης στις επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, τους ειδικούς ανά χώρα τίτλους καταχωρίσεων που θα πρέπει να αναγράφονται στα πολύγλωσσα έντυπα που αφορούν τη γέννηση, το ότι ένα πρόσωπο βρίσκεται στη ζωή, τον θάνατο, τον γάμο (συμπεριλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη γάμου και της οικογενειακής κατάστασης) και, κατά περίπτωση, την καταχωρισμένη συμβίωση (συμπεριλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης και της κατάστασης από άποψη καταχωρισμένης συμβίωσης), την κατοικία και/ή διαμονή, και το λευκό ποινικό μητρώο.
3.   Έως 16 Φεβρουαρίου 2018, η Επιτροπή δημοσιεύει τους καταλόγους των ειδικών ανά χώρα τίτλων καταχωρίσεων που λαμβάνονται σύμφωνα με την παράγραφο 2 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην Ευρωπαϊκή Πύλη για τη Δικαιοσύνη (e-Justice) σε όλες τις επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.
4.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε μεταγενέστερη αλλαγή στις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.
5.   Η Επιτροπή δημοσιοποιεί μέσω της Ευρωπαϊκής Πύλης για τη Δικαιοσύνη (eJustice):
α)
τις πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) έως στ)· και

β)
τις πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχείο ζ) οι οποίες επιτρέπεται να δημοσιοποιηθούν δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους του οποίου οι αρχές εξέδωσαν το επικυρωμένο αντίγραφο.
Άρθρο 25
Τροποποίηση των ειδικών ανά χώρα τίτλων καταχωρίσεων στα πολύγλωσσα τυποποιημένα έντυπα
1.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τυχόν τροποποιήσεις των ειδικών ανά χώρα τίτλων καταχωρίσεων που προβλέπονται στο άρθρο 24 παράγραφος 2.
2.   Η Επιτροπή δημοσιεύει τροποποιήσεις, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, των ειδικών ανά χώρα τίτλων καταχωρίσεων στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3.   Η Επιτροπή δημοσιεύει τροποποιήσεις, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, των ειδικών ανά χώρα τίτλων καταχωρίσεων μέσω της Ευρωπαϊκής Πύλης για τη Δικαιοσύνη (e-Justice) και τροποποιεί ανάλογα το υπόδειγμα των πολύγλωσσων τυποποιημένων εντύπων κάθε κράτους μέλους.
Άρθρο 26
Επανεξέταση
1.   Έπειτα από τις 16 Φεβρουαρίου 2024, και το αργότερο κάθε τρία έτη, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η οποία περιλαμβάνει αξιολόγηση των πρακτικών εμπειριών που σχετίζονται με τη συνεργασία μεταξύ κεντρικών αρχών. Η συγκεκριμένη έκθεση περιλαμβάνει επίσης αξιολόγηση καταλληλότητας σχετικά με:
α)
την επέκταση του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού σε δημόσια έγγραφα που αφορούν θέματα εκτός εκείνων που προβλέπονται στο άρθρο 2 και στην παράγραφο 2 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου·

β)
σε περίπτωση επέκτασης του πεδίου εφαρμογής όπως προβλέπεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου, τη δημιουργία πολύγλωσσων τυποποιημένων εντύπων για δημόσια έγγραφα συναφή με θέματα που προσδιορίζονται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου, στα οποία μπορεί να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού· και

γ)
τη χρήση ηλεκτρονικών συστημάτων για την άμεση διαβίβαση δημόσιων εγγράφων και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών των κρατών μελών προκειμένου να αποκλειστεί κάθε πιθανότητα απάτης στα θέματα που εμπίπτουν στον παρόντα κανονισμό.
2.   Μέχρι 16 Φεβρουαρίου 2021, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έκθεση αξιολόγησης της καταλληλότητας όσον αφορά τα κατωτέρω:
α)
την επέκταση του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού στα εξής:
i)
δημόσια έγγραφα σχετικά με το νομικό καθεστώς και την εκπροσώπηση εταιρείας ή άλλης επιχείρησης·

ii)
διπλώματα, πιστοποιητικά και άλλα αποδεικτικά τυπικών προσόντων· και

iii)
δημόσια έγγραφα που πιστοποιούν επίσημα αναγνωρισμένη αναπηρία·

β)
τη δημιουργία πολύγλωσσων τυποποιημένων εντύπων που αφορούν:
i)
δημόσια έγγραφα προβλεπόμενα στο άρθρο 2 παράγραφος 1 για τα οποία δεν θεσπίζονται πολύγλωσσα έντυπα από τον παρόντα κανονισμό· και

ii)
δημόσια έγγραφα σχετικά με θέματα που προσδιορίζονται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου στα οποία μπορεί να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού·

γ)
τη χρήση ηλεκτρονικών συστημάτων για την άμεση διαβίβαση δημόσιων εγγράφων και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών των κρατών μελών προκειμένου να αποκλειστεί κάθε πιθανότητα απάτης στα θέματα που διέπονται από τον παρόντα κανονισμό.
3.   Οι εκθέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 συνοδεύονται, κατά περίπτωση, από προτάσεις για προσαρμογές, ιδιαίτερα σχετικά με την επέκταση του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού σε δημόσια έγγραφα που αφορούν νέα θέματα, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) και στην παράγραφο 2 στοιχείο α), με τη θέσπιση νέων πολύγλωσσων τυποποιημένων εντύπων, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) και στην παράγραφο 2 στοιχείο β), και τη χρήση ηλεκτρονικών συστημάτων για την άμεση διαβίβαση δημόσιων εγγράφων και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών των κρατών μελών, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) και στην παράγραφο 2 στοιχείο γ).
Άρθρο 27
Έναρξη ισχύος
1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2.   Εφαρμόζεται από τις 16 Φεβρουαρίου 2019, με την εξαίρεση:
α)
του άρθρου 24 παράγραφος 2, το οποίο εφαρμόζεται από τις 16 Φεβρουαρίου 2017·

β)
του άρθρου 12 και του άρθρου 24 παράγραφος 3, το οποίο εφαρμόζεται από τις 16 Φεβρουαρίου 2018· και

γ)
του άρθρου 22 και του άρθρου 24 παράγραφος 1, τα οποία εφαρμόζονται από τις 16 Αυγούστου 2018.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Στρασβούργο, 6 Ιουλίου 2016.
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Ο Πρόεδρος
M. SCHULZ
Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος
I. KORČOK

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 4ης Φεβρουαρίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση της 10ης Μαρτίου 2016 (δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα). Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Μαΐου 2016.
(3)  Κανονισμός (EE) αριθ. 1024/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τη διοικητική συνεργασία μέσω του Συστήματος Πληροφόρησης για την Εσωτερική Αγορά και την κατάργηση της απόφασης 2008/49/ΕΚ («κανονισμός ΙΜΙ») (ΕΕ L 316 της 14.11.2012, σ. 1).
(4)  Οδηγία 95/46/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).
(5)  Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71 του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1971, περί καθορισμού των κανόνων που εφαρμόζονται στις προθεσμίες, ημερομηνίες και διορίες (ΕΕ L 124 της 8.6.1971, σ. 1).
(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1347/2000 (ΕΕ L 338 της 23.12.2003, σ. 1).
(7)  Οδηγία 2005/36/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (ΕΕ L 255 της 30.9.2005, σ. 22).
(8)  Οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σ. 36).
(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 284 της 30.10.2009, σ. 1).
(10)  Οδηγία 93/109/EΚ του Συμβουλίου, της 6ης Δεκεμβρίου 1993, για τις λεπτομέρειες άσκησης του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι κατά τις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από τους πολίτες της Ένωσης που κατοικούν σε ένα κράτος μέλος του οποίου δεν είναι υπήκοοι (ΕΕ L 329 της 30.12.1993, σ. 34).
(11)  Οδηγία 94/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1994, περί λεπτομερών κανόνων άσκησης του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι κατά τις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές από τους πολίτες της Ένωσης που κατοικούν σε κράτος μέλος του οποίου δεν είναι υπήκοοι (ΕΕ L 368 της 31.12.1994, σ. 38).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIΙ
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XΙ
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image


ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ - ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΤΗΡΙΟ- ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) ΑΡΙΘ. 650/2012 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ- ΘΕΣΗ ΣΕ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΑΠΟ 17-08-2015

$
0
0

ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ - ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΤΗΡΙΟ- ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) ΑΡΙΘ. 650/2012 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ- ΘΕΣΗ ΣΕ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΑΠΟ 17-08-2015...


Από την 17η-08-2015τίθεται σε εφαρμογή ο Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 650/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση ή, κατά περίπτωση, την αποδοχή, την εκτελεστότητα και την εκτέλεση αποφάσεων, δημόσιων εγγράφων και δικαστικών συμβιβασμών στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής, που εμφανίζει στοιχεία αλλοδαπότηταςκαι την καθιέρωση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου.
Ειδικότερα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτιμώντας, μεταξύ άλλων, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη (7) του Κανονισμού: "ότι για να επιτευχθεί ο στόχος της ομαλής λειτουργίας της εσωτε­ρικής αγοράς μέσω της εξάλειψης των εμποδίων για την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών, οι οποίοι αντιμετωπίζουν σήμερα δυσκολίες στην προσπάθειά τους να ασκήσουν τα δικαιώματά τους στο πλαίσιο μιας κληρονομικής διαδοχής που έχει διασυνοριακές επιπτώσεις, έπρεπε στον ευρωπαϊκό χώρο δικαιοσύνης, οι πολίτες να μπορούν να οργανώ­σουν εκ των προτέρων την κληρονομική τους διαδοχή και να κατοχυρώνονται με αποτελεσματικότητα τα δικαιώματα των κληρονόμων και των κληροδόχων, των άλλων οικείων προσώπων που σχετίζονται με τον θανόντα, καθώς και των κληρονομικών δανειστών", ως εκ τούτου εξέδωσαν στις 04-07-2012 τον ως άνω  υπ'αριθμ 650/2012 Κανονισμό, ο οποίος δημοσεύθηκε στις 27-07-2012 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ισχύς του άρχισε στις 16-08-2012, τίθεται ωστόσο σε εφαρμογή στις 17-08-2015, ήτοι εφαρμόζεται μόνο στην κληρονομική διαδοχή προσώπων των οποίων ο θάνατος επέρχεται κατά ή μετά την 17η-08-2015.

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣΤο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Κανονισμού καλύπτει:
Όλα τα θέματα αστικού δικαίου που άπτονται μιας κληρονομικής διαδοχής, δηλαδή όλες τις περιπτώσεις μεταβίβασης κυριότητας αιτία θανάτου, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, είτε μέσω ηθελημένης πράξης μεταβίβασης, δυνάμει διατάξεως τελευταίας βουλήσεως, είτε μέσω μεταβίβασης με εξ αδιαθέτου διαδοχή.
Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται:
- σε φορολογικά, τελωνειακά ή διοικητικά ζητήματα που διέπονται από το δημόσιο δίκαιο. (Συνεπώς το εθνικό δίκαιο θα πρέπει να ορίζει επί παραδείγματι με ποιο τρόπο θα πρέπει να υπολογίζονται και να καταβάλλονται οι φόροι ή οι λοιπές υποχρεώσεις δημοσίου δικαίου, είτε πρόκειται για καταβλητέους από τον θανόντα φόρους κατά το χρόνο του θανάτου είτε για φόρο κληρονομίας, ο οποίος θα πρέπει να καταβληθεί από την κληρονομιαία περιουσία είτε από τους κληρονόμους)
Αποκλείονται επίσης από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος Κανονισμού τα ακόλουθα:
α)η προσωπική κατάσταση των φυσικών προσώπων καθώς και οι οικογενειακές σχέσεις και οι σχέσεις οι οποίες σύμφωνα με το εφαρμοστέο σε αυτές δίκαιο παράγουν ανάλογα αποτελέσματα·
β)η νομική ικανότητα των φυσικών προσώπων, με την επιφύλαξη του άρθρου 23 παράγραφος 2 στοιχείογ) και του άρθρου 26·
γ)θέματα σχετικά με την αφάνεια, την απουσία ή τον τεκμαιρό­μενο θάνατο φυσικού προσώπου·
δ)θέματα που αφορούν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, συμπεριλαμβανομένων των γαμικών συμβάσεων, όπως είναι γνωστές σε ορισμένα συστήματα δικαίου, στο βαθμό που οι εν λόγω συμβάσεις δεν αφορούν κληρονομικά θέματα, καθώς και το περιουσιακό καθεστώς σχέσεων οι οποίες σύμ­φωνα με το εφαρμοστέο σε αυτές δίκαιο θεωρείται ότι παράγουν αποτελέσματα παρόμοια με του γάμου· 
ε)υποχρεώσεις διατροφής εκτός από αυτές που προέκυψαν λόγω θανάτου·
στ)το τυπικό κύρος των διατάξεων τελευταίας βούλησης που έγι­ ναν προφορικά·
ζ)περιουσιακά δικαιώματα, συμφέροντα και περιουσιακά στοιχεία που δημιουργούνται ή μεταβιβάζονται με άλλους τρόπους πλην της κληρονομικής διαδοχής, π.χ. μέσω δωρεών, συνιδιοκτησίας πλειόνων με συμφωνία ότι σε περίπτωση θανάτου του το μερί­ διο του προαποβιώσαντος περιέρχεται στον επιζώντα συγκύριο, συνταξιοδοτικών προγραμμάτων, ασφαλιστικών συμβάσεων και ανάλογων ρυθμίσεων, με την επιφύλαξη του άρθρου 23 παρά­γραφος 2 στοιχείο θ)·
η)τα ζητήματα που διέπονται από το δίκαιο των εταιρειών και άλλων ενώσεων με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, π.χ. ρήτρες οι οποίες περιλαμβάνονται σε συστατικές πράξεις και σε κατα­ στατικά εταιρειών και άλλων ενώσεων, με ή χωρίς προσωπικό­ τητα, με τις οποίες ρυθμίζεται η τύχη των μεριδίων λόγω θανάτου των μελών τους· L 201/116 EL Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 27.7.2012 ( 1) ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.
θ)η λύση, η παύση λειτουργίας και η συγχώνευση εταιρειών και άλλων ενώσεων με ή χωρίς νομική προσωπικότητα·
ι)η σύσταση, διαχείριση και λύση καταπιστευμάτων (Η εξαίρεση αυτή δεν πρέπει να νοείται ως γενική εξαίρεση των καταπι­στευμάτων. Κατά τη σύσταση καταπιστεύματος με διαθήκη ή εκ του νόμου σε σχέση με εξ αδιαθέτου διαδοχή, το δίκαιο που εφαρμόζεται στην κληρονομική διαδοχή δυνάμει του παρόντος κανονισμού ισχύει όσον αφορά στη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων και τον καθορισμό των δικαιούχων)
ια)η φύση των εμπράγματων δικαιωμάτων (Δεν θίγει δηλαδή ο Κανονισμός τον κλειστό αριθμό («numerus clausus») των εμπράγματων δικαιωμάτων που είναι γνωστά στο εθνικό δίκαιο ορισμένων κρατών μελών. Ένα κράτος μέλος δεν θα πρέπει να υποχρεούται να αναγνωρίσει ένα εμπράγματο δικαίωμα επί περιουσιακών στοιχείων ευρισκο­ μένων σε αυτό το κράτος μέλος, εάν το εν λόγω εμπράγματο δικαίωμα δεν είναι γνωστό στο δίκαιο του κράτους αυτού·) και
ιβ)η οιαδήποτε καταχώριση σε μητρώο δικαιωμάτων επί ακίνητης ή κινητής περιουσίας, περιλαμβανομένων των νομικών απαιτή­ σεων της καταχώρισης, και τα αποτελέσματα της καταχώρισης ή της μη καταχώρισης αυτών των δικαιωμάτων σε μητρώο.

Ο παρών Κανονισμός ορίζει ως γενικό συνδετικό παράγοντα για τον προσδιορισμό τόσο της διεθνούς δικαιοδοσίας όσο και του εφαρμοστέου δικαίου:τη συνήθη διαμονή του κληρονομουμένου κατά το χρόνο του θανάτου.
Στα Άρθρα 20-21 του Κανονισμού ορίζονται αυτολεξεί τα ακόλουθα:
"Άρθρο 20 - Οικουμενική εφαρμογή
Δίκαιο που καθορίζεται από τον παρόντα κανονισμό εφαρμόζεται ακόμη και αν δεν πρόκειται για δίκαιο κράτους μέλους.
Άρθρο 21 - Γενικός κανόνας
1. Με την επιφύλαξη τυχόν αντίθετης διάταξης του παρόντος κανονισμού, για το σύνολο της κληρονομίας είναι εφαρμοστέο το δίκαιο του κράτους στο οποίο ο θανών είχε τη συνήθη διαμονή του κατά τον χρόνο του θανάτου.
2. Αν, κατ’ εξαίρεση, προκύπτει σαφώς από το σύνολο των περι­ στάσεων της υπόθεσης ότι, κατά το χρόνο του θανάτου, ο θανών είχε προδήλως στενότερους δεσμούς με κράτος άλλο από εκείνο του οποίου το δίκαιο θα εφαρμοζόταν δυνάμει της παραγράφου 1, το εφαρμοστέο κληρονομικό δίκαιο είναι το δίκαιο αυτού του άλλου κράτους."
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: 
1.Η κ. Larsson, σουηδικής ιθαγένειας, αποβιώνει στο Κάπρι (Ιταλία) στις 17 Αυγούστου 2015 , όπου ζούσε από το 2000. Διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία στην Ελβετία και στην Ιταλία. Έχει μία θυγατέρα. Ποιο δίκαιο εφαρμόζεται στην κληρονομική διαδοχή;
• Κανονισμός 650/2012: το δίκαιο του τελευταίου τόπου συνήθους διαμονής της αποβιώσασας: το ιταλικό δίκαιο στο σύνολο της κληρονομικής διαδοχής
2. Ο κ. Garcia, γαλλικής ιθαγένειας, αποβιώνει το 2016 στην Αργεντινή, όπου ζούσε από το 1990. Έχει έναν υιό και διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία στην Αργεντινή και στη Γαλλία. Ποιο δίκαιο εφαρμόζεται στην κληρονομική διαδοχή; Πρέπει να εξετασθούν οι κανόνες περί σύγκρουσης των νόμων κάθε κράτους που συνδέεται με την κατάστασή του (Αργεντινή και Γαλλία).
• ΙΔΔ Αργεντινής: το δίκαιο του τελευταίου τόπου διαμονής του αποβιώσαντος: το δίκαιο της Αργεντινής για το σύνολο της κληρονομικής διαδοχής
• Κανονισμός 650/2012: το δίκαιο του τελευταίου τόπου συνήθους διαμονής του αποβιώσαντος: το δίκαιο της Αργεντινής στο σύνολο της κληρονομικής διαδοχής
3Ο κ. Schmitt, γερμανικής ιθαγένειας, εγκαθίσταται σε οίκο ευγηρίας στη Σλοβακία. Αποβιώνει εκεί το 2018, πέντε χρόνια αργότερα. Με εξαίρεση έναν τρεχούμενο λογαριασμό, τον οποίο άνοιξε στη Σλοβακία, το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας του βρίσκεται στη Γερμανία. Το μοναδικό τέκνο του –το οποίο επισκέπτεται τακτικά– ζει στη Γερμανία. Ποιο δίκαιο εφαρμόζεται στην κληρονομική διαδοχή;
• Κανονισμός 650/2012: το εφαρμοστέο δίκαιο στην κληρονομική διαδοχή είναι κανονικά το δίκαιο του τελευταίου τόπου συνήθους διαμονής του αποβιώσαντος (το σλοβακικό δίκαιο). Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις που οδήγησαν τον κ. Schmitt να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του στη Σλοβακία (δηλαδή, το γεγονός ότι οι οίκοι ευγηρίας είναι πολύ οικονομικότεροι εκεί), μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 21, παράγραφος 2, δεδομένου ότι είχε καταφανώς στενότερους δεσμούς με τη Γερμανία. Εάν επιλεγεί μια τέτοια ερμηνεία, θα εφαρμοστεί στην κληρονομική διαδοχή το γερμανικό δίκαιο.  
Ειδικότερα, όπως εξηγείται σχετικώς στις αιτιολογικές σκέψεις 23,24 και 25 του Κανονισμού: 
"(23) Λαμβανομένης υπόψη της αυξανόμενης κινητικότητας των πολιτών και προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή απονομή της δικαιοσύνης στην Ένωση και η ύπαρξη ουσιαστικού συνδετικού στοιχείου μεταξύ της εκάστοτε κληρονομικής διαδοχής και του κράτους μέλους όπου ασκείται η διεθνής δικαιοδοσία, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ορίζει ως γενικό συνδετικό παράγοντα για τον προσδιορισμό τόσο της διεθνούς δικαιοδοσίας όσο και του εφαρμοστέου δικαίου τη συνήθη διαμονή του κληρονομουμένου κατά το χρόνο του θανάτου. Για να προσδιορίσει τη συνήθη διαμονή, η αρχή που επιλαμβάνεται της κληρονομικής διαδοχής θα πρέ­πει να προβεί σε συνολική εκτίμηση των περιστάσεων του βίου του κληρονομουμένου κατά τη διάρκεια των ετών που προηγούνται του θανάτου και κατά το χρόνο του θανάτου, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα σχετικά πραγματικά στοιχεία, ιδίως τη διάρκεια και την κανονικότητα της παρουσίας του κληρονομουμένου στο συγκεκριμένο κράτος καθώς και τις συνθήκες και τους λόγους της παρουσίας αυτής. Η κατ’ αυτόν τον τρόπο προσδιοριζόμενη συνήθης διαμονή θα πρέπει να μαρτυρεί στενό και σταθερό δεσμό με το συγκεκρι­ μένο κράτος, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών στόχων του παρόντος κανονισμού. 
(24) Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο καθορισμός της συνήθους δια­μονής του κληρονομουμένου θα μπορούσε να αποδειχθεί περίπλοκος. Τέτοια περίπτωση μπορεί να προκύψει ιδίως όταν ο κληρονομούμενος είχε μεταβεί για επαγγελματικούς ή οικονομικούς λόγους στο εξωτερικό για να ζήσει και να εργασθεί εκεί, ενίοτε για πολύ καιρό, αλλά είχε διατηρήσει στενή και σταθερή σχέση με το κράτος καταγωγής του. Στην περίπτωση αυτή, θα μπορεί να θεωρηθεί ότι ο κληρονομού­μενος, ανάλογα με τις περιστάσεις, διατηρούσε ακόμα τη συνήθη διαμονή του στο κράτος καταγωγής του, στο οποίο βρισκόταν το επίκεντρο της οικογενειακής και κοινω­νικής του ζωής. Μπορεί να προκύψουν άλλες πολύπλοκες περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κληρονομούμενος ζούσε εκ περιτροπής σε περισσότερα κράτη ή ακόμη ταξίδευε από κράτος σε κράτος χωρίς μόνιμη εγκατάσταση σε κάποιο εξ αυτών. Εάν ο κληρονομούμενος ήταν υπήκοος ενός από τα κράτη αυτά ή διατηρούσε όλα τα κύρια περιουσιακά του στοιχεία σε ένα από αυτά τα κράτη, η ιθαγένεια ή ο τόπος των περιουσιακών στοιχείων θα μπορεί να αποτελέσει ειδικό παράγοντα κατά τη συνολική εκτίμηση όλων των πραγματι­ κών περιστάσεων. 
(25) Όσον αφορά τον καθορισμό του εφαρμοστέου στην κληρο­νομική διαδοχή δικαίου, η αρχή που έχει επιληφθεί της κληρονομικής διαδοχής μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, — εφόσον, π.χ., ο κληρονομούμενος είχε μεταβεί στο κράτος της συνήθους διαμονής αρκετά πρόσφατα πριν τον θάνατό του και αν από όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης συνάγεται ότι είχε προδήλως στενότερο δεσμό με άλλο κράτος, — να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το εφαρμοστέο δίκαιο στην κληρονομική διαδοχή δεν θα πρέπει να είναι το δίκαιο του κράτους της συνήθους διαμονής του κληρονομουμένου αλλά μάλλον το δίκαιο του κράτους με το οποίο ο κληρο­νομούμενος είχε προδήλως στενότερο δεσμό. Αυτός ο προδήλως στενότερος δεσμός δεν θα πρέπει πάντως να χρησι­ μοποιείται ως δευτερεύων συνδετικός παράγων σε περ­ίπτωση που ο καθορισμός της συνήθους διαμονής του κλη­ρονομουμένου κατά το χρόνο του θανάτου αποδεικνύεται περίπλοκος." 

Στο Άρθρο 22 του Κανονισμού προβλέπεται επίσης και η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου:
"Άρθρο 22 -  Επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου
1. Ένα πρόσωπο δύναται να επιλέξει ως δίκαιο που θα διέπει το σύνολο της κληρονομικής διαδοχής του το δίκαιο του κράτους του οποίου έχει την ιθαγένεια κατά το χρόνο πραγματοποίησης της επιλογής του ή κατά το χρόνο του θανάτου. Ένα πρόσωπο που έχει ιθαγένειες περισσότερων κρατών, μπορεί να επιλέξει το δίκαιο οποιουδήποτε εξ αυτών κατά τη στιγμή που κάνει την επιλογή ή κατά το χρόνο του θανάτου. 2. Η επιλογή του δικαίου γίνεται ρητώς με δήλωση υπό μορφή διάταξης τελευταίας βούλησης ή συνάγεται από τους όρους της εν λόγω διάταξης.
3. Το ουσιαστικό κύρος της πράξης με την οποία πραγματοποι­ ήθηκε η επιλογή δικαίου διέπεται από το δίκαιο που επελέγη.
4. Κάθε τροποποίηση ή ανάκληση της επιλογής του δικαίου πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις για την τροποποίηση ή την ανά­ κληση διατάξεων τελευταίας βούλησης."
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ:
Η κ. Gomes γεννήθηκε στο Πόρτο και έζησε εκεί όλη τη ζωή της. Έχει διπλή πορτογαλική και γερμανική ιθαγένεια. Αποβιώνει στο Πόρτο το 2016 και διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία στην Πορτογαλία και στη Γερμανία. Όταν συνέταξε τη διαθήκη της, το 2013, επέλεξε το γερμανικό δίκαιο ως εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή της. Ποιο δίκαιο εφαρμόζεται στην κληρονομική διαδοχή;
• Κανονισμός 650/2012: η επιλογή του γερμανικού δικαίου είναι δυνατή και ισχυρή > το γερμανικό δίκαιο εφαρμόζεται στο σύνολο της κληρονομικής διαδοχής.
Συνιστάται η ρητή επιλογή δικαίου στη διαθήκη.
Η επιλογή δικαίου μελλοντικής ιθαγένειας (ακόμη και αν είναι ισχυρή κατά τον χρόνο του θανάτου) αποθαρρύνεται έντονα λόγω της αβεβαιότητας που δημιουργεί. 

Ως προς το θέμα της Αναπαραπομπής στο Άρθρο 34 του Κανονισμού προβλέπεται αυτολεξεί:
"Άρθρο 34 - Αναπαραπομπή
1. Ως εφαρμογή του δικαίου οποιουδήποτε τρίτου κράτους που ορίζεται ως εφαρμοστέο από τον παρόντα κανονισμό νοείται η εφαρμογή των κανόνων δικαίου που ισχύουν στο εν λόγω κράτος, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου εφόσον αυτοί οι κανόνες προβλέπουν αναπαραπομπή:
α) στο δίκαιο κράτους μέλους· ή
β) στο δίκαιο άλλου τρίτου κράτους που θα εφάρμοζε το δικό του δίκαιο.
2. Δεν μπορεί να γίνει αναπαραπομπή σε σχέση με τα δίκαια που προβλέπονται στο άρθρο 21 παράγραφος 2, στο άρθρο 22"
 ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
Ποιο δίκαιο εφαρμόζεται στην κληρονομική διαδοχή στις ακόλουθες περιπτώσεις;
1.Η κ. Brown, Αγγλίδα η οποία διαμένει στο Λονδίνο, αποβιώνει το 2016 και διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία στην Αγγλία, στη Γερμανία και στην Ιταλία.
• Κανονισμός 650/2012: το δίκαιο του τελευταίου τόπου συνήθους διαμονής της αποβιώσασας: το αγγλικό δίκαιο για το σύνολο της κληρονομικής διαδοχής.
• ΙΔΔ Αγγλίας το αγγλικό δίκαιο για την κινητή περιουσία (όπου και αν βρίσκεται) και την ακίνητη περιουσία που βρίσκεται στην Αγγλία, το γερμανικό δίκαιο για την ακίνητη περιουσία στη Γερμανία και το ιταλικό δίκαιο για την ακίνητη περιουσία στην Ιταλία. Εάν ζητηθούν οι υπηρεσίες συμβολαιογράφου στη Γερμανία ή στην Ιταλία, ο συμβολαιογράφος πρέπει να αποδεχθεί την αναπαραπομπή του αγγλικού δικαίου στο γερμανικό και στο ιταλικό δίκαιο . Στην περίπτωση αυτή, στην κληρονομική διαδοχή εφαρμόζονται τρία διαφορετικά δίκαια: το αγγλικό δίκαιο διέπει τη μεταβίβαση της κινητής περιουσίας, όπου και αν βρίσκεται, και της ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται στην Αγγλία. Το γερμανικό δίκαιο διέπει τη μεταβίβαση της ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται στη Γερμανία. Το ιταλικό δίκαιο διέπει τη μεταβίβαση της ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται στην Ιταλία. Italian law will govern the devolution of immovable property located in Italy.
(Σημείωση: 2 Καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία επέλεξαν να μην συμμετάσχουν στον Κανονισμό, θεωρούνται τρίτα κράτη όσον αφορά την εφαρμογή του κανονισμού. Το ίδιο ισχύει για τη Δανία, ενόψει της εξαίρεσης που προβλέπεται στη Συνθήκη του Άμστερνταμ.)
2.Η κ. Strauss, αυστριακής ιθαγένειας, η οποία διαμένει στο Ντακάρ (Σενεγάλη), αποβιώνει το 2016 και διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία στη Σενεγάλη, στη Γαλλία και στη Ρουμανία.
• Κανονισμός 650/2012: το δίκαιο του τελευταίου τόπου συνήθους διαμονής της αποβιώσασας: το δίκαιο της Σενεγάλης για το σύνολο της κληρονομικής διαδοχής.
• ΙΔΔ Σενεγάλης: το εθνικό δίκαιο της αποβιώσασας. Η αναπαραπομπή του δικαίου της Σενεγάλης στο αυστριακό δίκαιο γίνεται δεκτή: εάν ζητηθούν οι υπηρεσίες συμβολαιογράφου στη Γαλλία ή στη Ρουμανία, ο συμβολαιογράφος πρέπει να εφαρμόσει το αυστριακό δίκαιο.
     Ωστόσο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 34, παράγραφος 2 3 , η αναπαραπομπή δεν γίνεται δεκτή σε περίπτωση εφαρμογής της ρήτρας διασφάλισης ή στην περίπτωση professio juris.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Αμερικανίδα, η οποία διαμένει στη Νέα Υόρκη, αποβιώνει και αφήνει κινητή και ακίνητη περιουσία στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ελλάδα. Στη διαθήκη της προσδιόρισε ως εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή της το δίκαιο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης.
• Η αναπαραπομπή από το αμερικανικό στο ελληνικό δίκαιο δεν μπορεί να γίνει δεκτή: το δίκαιο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης εφαρμόζεται στο σύνολο της κληρονομικής διαδοχής.

Ως προς τις Κληρονομικές Συμβάσεις στο Άρθρο 25 του Κανονισμού ορίζεται:
"Άρθρο 25- Κληρονομικές συμβάσεις
1. Μια κληρονομική σύμβαση με αντικείμενο την κληρονομική διαδοχή ενός προσώπου διέπεται, όσον αφορά το παραδεκτό της, το ουσιαστικό κύρος της και τα δεσμευτικά αποτελέσματά της μεταξύ των μερών καθώς και τους όρους λύσης της, από το δίκαιο το οποίο, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, θα ήταν εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή του εν λόγω προσώπου εάν αυτό είχε αποβιώσει κατά την ημέρα σύναψης της σύμβασης.
2. Μια κληρονομική σύμβαση με αντικείμενο τη διαδοχή περισ­ σότερων προσώπων θεωρείται παραδεκτή μόνον εφόσον είναι παρα­ δεκτή σύμφωνα με όλα τα δίκαια, τα οποία, κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, θα έπρεπε να διέπουν τη διαδοχή όλων των συμμετεχόντων προσώπων εάν αυτά είχαν αποβιώσει κατά την ημέρα σύναψης της σύμβασης. Μια κληρονομική σύμβαση η οποία είναι παραδεκτή σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο διέπεται, όσον αφορά το ουσιαστικό της κύρος και τα δεσμευτικά αποτελέσματά της μεταξύ των μερών καθώς και τους όρους λύσης της, από το δίκαιο, μεταξύ των δικαίων που αναφέρο­ νται στο πρώτο εδάφιο, με το οποίο παρουσιάζει το στενότερο δεσμό.
3. Κατά παρέκκλιση των παραγράφων 1 και 2, τα μέρη μπορούν να επιλέξουν ως δίκαιο που διέπει την κληρονομική τους σύμβαση, όσον αφορά το παραδεκτό της, το ουσιαστικό της κύρος, τα δεσμευτικά αποτελέσματά της μεταξύ των μερών καθώς και τους όρους λύσης της, το δίκαιο το οποίο το πρόσωπο ή ένα από τα πρόσωπα στο οποίο ανήκει η περιουσία θα μπορούσε να επιλέξει βάσει του άρθρου 22 υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται σε αυτό."
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:
1.Ζεύγος Γερμανών έχει τη συνήθη διαμονή του στη Γαλλία. Το ζεύγος επιλέγει ρητώς το γερμανικό δίκαιο ως εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή του και συνάπτει κληρονομική σύμβαση στη Γερμανία, ενώπιον γερμανού συμβολαιογράφου, στην οποία ορίζει ότι το γερμανικό δίκαιο διέπει τη συγκεκριμένη κληρονομική σύμβαση. Ο σύζυγος αποβιώνει στη Γαλλία και γάλλος συμβολαιογράφος καλείται να τακτοποιήσει την κληρονομική διαδοχή. Η σύμβαση είναι ισχυρή, καθώς συνάφθηκε από δύο Γερμανούς οι οποίοι επέλεξαν ρητώς το γερμανικό δίκαιο ως εφαρμοστέο στην κληρονομική σύμβαση, βάσει του άρθρου 25, παράγραφος 3.
2.Ωστόσο, ζεύγος Γάλλων που διαμένει στη Γαλλία δεν μπορεί να επιλέξει το γερμανικό δίκαιο ως εφαρμοστέο, ούτε στην κληρονομική διαδοχή του βάσει του άρθρου 22 ούτε σε κληρονομική σύμβαση βάσει του άρθρου 25, παράγραφος 3. Συνεπώς, το συγκεκριμένο ζεύγος δεν μπορεί να υπάγει έγκυρα στο γερμανικό δίκαιο τη σύμβαση την οποία προτίθεται να καταρτίσει.
3.Τέλος, βάσει του άρθρου 25, παράγραφος 3, ζεύγος με δύο ιθαγένειες (ο σύζυγος Γερμανός, η σύζυγος Αυστριακή), το οποίο διαμένει στη Γαλλία, μπορεί να ορίσει εναλλακτικά το γερμανικό ή το αυστριακό δίκαιο ως εφαρμοστέο σε κληρονομική σύμβαση ενώ, απουσία επιλογής, το εφαρμοστέο δίκαιο θα είναι το γαλλικό δίκαιο περί κληρονομικής διαδοχής (το οποίο αγνοεί τις κληρονομικές συμβάσεις)..
Το κύρος μιας κληρονομικής σύμβασης (όπως και το κύρος μιας διαθήκης) αξιολογείται κατά τον χρόνο σύναψής της. Στην πράξη, συνιστάται με έμφαση να ορίζεται το εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή δίκαιο κατά τον χρόνο σύναψης της κληρονομικής σύμβασης

Ως προς το Θέμα της εφαρμογής ή μη διατάξεων που αντίκεινται στη δημόσια τάξη του κράτους μέλους του δικάζοντος δικαστηρίου, στο Άρθρο 35 του Κανονισμού ορίζεται:
 "Άρθρο 35- Δημόσια τάξη (ordre public)
Η εφαρμογή διάταξης του δικαίου οποιουδήποτε κράτους που ορί­ ζεται από τον παρόντα κανονισμό μπορεί να αποκλεισθεί μόνον εάν η εν λόγω εφαρμογή είναι προδήλως ασυμβίβαστη με τη δημόσια τάξη (ordre public) του κράτους μέλους του δικάζοντος δικαστηρί­ου"
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ:
Αλγερινός πολίτης, ο οποίος διαμένει στην Αλγερία, αποβιώνει στην Αλγερία το 2016 αφήνοντας τραπεζικούς λογαριασμούς στη Γαλλία και ακίνητη περιουσία στην Αλγερία. Έχει δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, τα οποία διαμένουν στη Γαλλία. Ποιο δίκαιο εφαρμόζεται στην κληρονομική διαδοχή;
• Κανονισμός 650/2012: το δίκαιο της Αλγερίας για το σύνολο της κληρονομικής διαδοχής
• Δίκαιο περί κληρονομικής διαδοχής της Αλγερίας: συνεπάγεται άνιση μεταχείριση του κοριτσιού και του αγοριού.
• Δημόσια τάξη της Γαλλίας: ο γάλλος συμβολαιογράφος οφείλει να μην λάβει υπόψη τη διάκριση λόγω φύλου και πρέπει, επομένως, να υποκαταστήσει το δίκαιο της Αλγερίας, το οποίο θα ήταν κανονικά εφαρμοστέο, με το γαλλικό δίκαιο. (Σημείωση:  Επί του παρόντος, δεν υφίσταται έννοια ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης και κάθε χώρα θα εφαρμόζει τη δική της. Επομένως, το κατά πόσον η νόμιμη μοίρα υπόκειται στη διεθνή δημόσια τάξη εξαρτάται από την εσωτερική πολιτική κάθε χώρας.)

Ως προς το Θέμα της Αποδοχής των Δημοσίων Εγγράφων άλλου κράτους μέλους, στα Άρθρα 59  και 74 του Κανονισμού ορίζεται σχετικά:
 "Άρθρο 59-Αποδοχή των δημόσιων εγγράφων
1. Δημόσιο έγγραφο που καταρτίζεται σε ένα κράτος μέλος έχει την ίδια αποδεικτική ισχύ σε άλλο κράτος μέλος με αυτή που έχει στο κράτος μέλος προέλευσης ή την πλησιέστερη ισχύ, υπό τον όροότι αυτό δεν αντιβαίνει προδήλως στη δημόσια τάξη (ordre public) του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Το πρόσωπο που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει δημόσιο έγγραφο σε άλλο κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από την αρχή που εκδίδει το δημόσιο έγγραφο στο κράτος μέλος προέλευσης να συμπληρώσει το έντυπο που θα καταρτιστεί σύμφωνα με τη συμβουλευτική δια­δικασία του άρθρου 81 παράγραφος 2, περιγράφοντας την αποδει­κτική ισχύ του δημόσιου εγγράφου στο κράτος μέλος προέλευσης.
2. Τυχόν αμφισβήτηση της γνησιότητας δημόσιου εγγράφου γίνεται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους προέλευσης και αποφασίζεται με βάση το δίκαιο του εν λόγω κράτους. Το δημόσιο έγγραφο που αμφισβητήθηκε δεν παράγει αποδεικτικά απο­ τελέσματα σε άλλο κράτος μέλος για όσο χρονικό διάστημα η αμφισβήτηση εκκρεμεί ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου.
3. Τυχόν αμφισβήτηση που αφορά τις νομικές πράξεις ή τις έννομες σχέσεις που έχουν καταγραφεί σε δημόσιο έγγραφο γίνεται ενώπιον των δικαστηρίων που έχουν διεθνή δικαιοδοσία βάσει του παρόντος κανονισμού και αποφασίζεται σύμφωνα με το εφαρμοστέο βάσει του κεφαλαίου ΙΙΙ δίκαιο. Το δημόσιο έγγραφο που αμφι­ σβητήθηκε δεν έχει αποδεικτική ισχύ σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος προέλευσης όσον αφορά το στοιχείο που αμφισβη­ τήθηκε, για όσο χρονικό διάστημα η αμφισβήτηση εκκρεμεί ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου.
4. Εάν το αποτέλεσμα της διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου κρά­ τους μέλους εξαρτάται από απόφαση σχετικά με παρεμπίπτον θέμα όσον αφορά τις νομικές πράξεις ή τις έννομες σχέσεις που έχουν καταγραφεί σε δημόσιο έγγραφο σε υποθέσεις κληρονομικής δια­ δοχής, το εν λόγω δικαστήριο έχει δικαιοδοσία ως προς το θέμα αυτό."
"Άρθρο 74-Επικύρωση ή άλλη ανάλογη διατύπωση
Καμία επικύρωση ή άλλη ανάλογη διατύπωση δεν απαιτείται για έγγραφα τα οποία εκδίδονται σε κράτος μέλος στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού."
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:
1. Ο κ. Ionescu, ρουμανικής ιθαγένειας, κατάρτισε δημόσιες διαθήκες στην Ιταλία, στην Ισπανία και στη Ρουμανία, τόπο της συνήθους διαμονής του όταν αποβίωσε. Οι κληρονόμοι του ζητούν την έκδοση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου και, για τον σκοπό αυτό, υποβάλλουν τις διάφορες διαθήκες του αποβιώσαντος σε ρουμάνο συμβολαιογράφο.
• Βάσει του άρθρου 59, παράγραφος 1, οι διαθήκες οι οποίες καταρτίστηκαν ενώπιον συμβολαιογράφου στην Ιταλία και στην Ισπανία ισχύουν στη Ρουμανία χωρίς διατυπώσεις, όπως η διαθήκη η οποία καταρτίστηκε στη Ρουμανία.
2.Ο κ. Vekemans, ολλανδικής ιθαγένειας, ζει στην Ιταλία, όπου αποβιώνει αφήνοντας δύο τέκνα (ένα κορίτσι και ένα αγόρι). Στο έγγραφο κατανομής αναφέρεται ότι ο πίνακας ζωγραφικής του Poussin που βρίσκεται στις Κάτω Χώρες προορίζεται για το κορίτσι. Το έγγραφο κατανομής, το οποίο καταρτίστηκε στην Ιταλία, θα γίνει δεκτό στις Κάτω Χώρες
(Σημείωση: Καθώς το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχεία ια) και ιβ) εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού τη φύση των εμπράγματων δικαιωμάτων και οποιαδήποτε καταχώριση σε μητρώο δικαιωμάτων επί ακίνητης ή κινητής περιουσίας, περιλαμβανομένων των νομικών απαιτήσεων της καταχώρισης, και τα αποτελέσματα της καταχώρισης ή της μη καταχώρισης αυτών των δικαιωμάτων σε μητρώο, εναπόκειται στη χώρα στην οποία βρίσκεται το περιουσιακό στοιχείο να καθορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες διενεργείται η καταχώριση. Για τον σκοπό αυτό, στην αιτιολογική σκέψη 18 αναφέρεται ότι οι προϋποθέσεις καταχώρισης δικαιώματος επί ακίνητων ή κινητών περιουσιακών στοιχείων σε μητρώο θα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Ως εκ τούτου, το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο τηρείται το μητρώο (για την ακίνητη περιουσία, το δίκαιο της τοποθεσίας του πράγματος) θα καθορίζει υπό ποιες νομικές προϋποθέσεις και πώς θα γίνεται η καταχώριση. Επιπλέον, το άρθρο 30 ορίζει: Σε περίπτωση που το δίκαιο του κράτους στο οποίο βρίσκονται ορισμένα ακίνητα, επιχειρήσεις ή άλλες ειδικές κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων, περιλαμβάνει ειδικούς κανόνες, οι οποίοι για λόγους που αφορούν την οικονομική, οικογενειακή ή κοινωνική τους χρήση, θέτουν περιορισμούς που αφορούν ή επηρεάζουν τα περιουσιακά στοιχεία αυτά, οι εν λόγω ειδικοί κανόνες εφαρμόζονται στην κληρονομική διαδοχή εφόσον, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους αυτού, οι κανόνες αυτοί είναι εφαρμοστέοι ανεξαρτήτως του δικαίου που διέπει την κληρονομική διαδοχή. Τέλος, σημειώνεται ότι σε μερικές έννομες τάξεις, η διανομή της περιουσίας πρέπει να τηρεί επίσης τις νόμιμες απαιτήσεις οι οποίες εφαρμόζονται στις δικαιοπραξίες inter vivos).

Ως προς την Εκτελεστότητα των Εγγράφων, στο Άρθρα 60 παρ.1 του Κανονισμού ορίζεται σχετικά:
 "Άρθρο 60-Αποδοχή των δημόσιων εγγράφων 1. Τα δημόσια έγγραφα που είναι εκτελεστά στο κράτος μέλος προέλευσης κηρύσσονται εκτελεστά σε άλλο κράτος μέλος κατόπιν αιτήσεως κάθε ενδιαφερόμενου μέρους σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 45 έως 58."( δηλαδή σύμφωνα με τισ διαδικασίες που προβλέπονται για τις δικαστικές αποφάσεις)

Ως προς, τέλος, το ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΤΗΡΙΟ,  αυτό προβλέπεται στα Άρθα 64 σε συνδυασμό με τα Άρθα 4 και 5 του Κανονισμού: 
• είναι ένα ενιαίο «έγγραφο», το οποίο έχει αποδεικτή ισχύ και προορίζεται να χρησιμοποιηθεί από κληρονόμους, κληροδόχους οι οποίοι έχουν άμεσα δικαιώματα στην κληρονομική διαδοχή, εκτελεστές διαθηκών και διαχειριστές της κληρονομικής διαδοχής για τη διευκόλυνση της απόδειξης της ιδιότητας, των δικαιωμάτων ή των αρμοδιοτήτων τους όχι μόνον στο κράτος που το εκδίδει, αλλά επίσης -και κυρίως- σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο εκδίδεται το κληρονομητήριο·• κυκλοφορεί ελεύθερα και δεν απαιτείται καμία διατύπωση για την αποδοχή του στο κράτος προορισμού· • καλύπτεται από τεκμήριο ακρίβειας όσον αφορά το περιεχόμενό του·• είναι ένα ομοιόμορφο έντυπο, το οποίο προκύπτει από το δίκαιο της ΕΕ·• δεν έχει την εμφάνιση ούτε δημόσιου εγγράφου ούτε δικαστικής απόφασης·• δεν είναι ένα έγγραφο το οποίο αντικατοπτρίζει την οριστική επίλυση μιας κληρονομικής διαδοχής με διασυνοριακές συνέπειες·• δεν είναι υποχρεωτικό έγγραφο·• δεν αντικαθιστά ούτε τα εθνικά έγγραφα ούτε τις εθνικές διαδικασίες, παρότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί επίσης στο έδαφος του κράτους που το εξέδωσε· • δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο. 

Διαβάστε το πλήρες κείμενο του άνω Kανονισμoού (ΕΕ) αριθ. 650/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L201/107-27.07.2012] εδώ.   

Σημείωση: Τα ανωτέρω Πρακτικά Παραδείγματα ελήφθησαν από το "Εγχειρίδιο Επεξήγησης του Κανονισμού 650/2012 σχετικά με τη διασυνοριακή κληρονομική διαδοχή"που συνέταξαν και μετέφρασαν οι εκπρόσωποι των Ευρωπαϊκών Συμβολαιογραφιών στο Ευρωπαϊκό Συμβολαιογραφικό Δίκτυο [European Notarial Network]

Απλούστευση των απαιτήσεων για την κυκλοφορία ορισμένων δημόσιων εγγράφων στην ΕΕ
 
ΣΥΝΟΨΗ ΤΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥ ΕΓΓΡΑΦΟΥ:
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ;
  • Αποσκοπεί στη μείωση της γραφειοκρατίας και του κόστους για τους πολίτες όταν προσκομίζουν στις αρχές μιας χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ένα δημόσιο έγγραφο που έχει εκδοθεί από τις αρχές άλλης χώρας της ΕΕ.
  • Καταργεί την απαίτηση για επισημείωση (βλ. τμήμα παρακάτω) και απλουστεύει τις διατυπώσεις σε σχέση με τα επικυρωμένα αντίγραφα και τις μεταφράσεις.
ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ
Πεδίο εφαρμογής
  • Ο κανονισμός καλύπτει τα δημόσια έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών εγγράφων, συμβολαιογραφικών πράξεων, δικαστικών αποφάσεων και προξενικών εγγράφων σε ορισμένους τομείς.
  • Οι τομείς που καλύπτονται από τον κανονισμό είναι οι εξής:
    • γέννηση·
    • θάνατος·
    • όνομα·
    • γάμος, συμπεριλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη γάμου και της οικογενειακής κατάστασης·
    • διαζύγιο, δικαστικός χωρισμός ή ακύρωση γάμου·
    • καταχωρισμένη συμβίωση, συμπεριλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης και της κατάστασης από άποψη καταχωρισμένης συμβίωσης·
    • λύση σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης, δικαστικός χωρισμός ή ακύρωση καταχωρισμένης συμβίωσης·
    • γονική ιδιότητα, συμπεριλαμβανομένης της υιοθεσίας·
    • κατοικία και/ή διαμονή·
    • ιθαγένεια·
    • λευκό ποινικό μητρώο·
    • το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι κατά τις δημοτικές εκλογέςκαι τις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
  • Ο κανονισμός καλύπτει μόνο τη γνησιότητα του δημόσιου εγγράφου και όχι την αναγνώριση των περιεχομένων ή των αποτελεσμάτων του.
Κατάργηση της απαίτησης επισημείωσης
Για τους τομείς που καλύπτονται από τον κανονισμό, όταν ένας πολίτης προσκομίζει στις αρχές μιας χώρας της ΕΕ ένα δημόσιο έγγραφο που έχει εκδοθεί από τις αρχές άλλης χώρας της ΕΕ, οι παραλήπτριες αρχές δεν μπορούν να απαιτήσουν να φέρει το έγγραφο σφραγίδα επισημείωσης (η σφραγίδα επισημείωσης έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να αποδεικνύει τη γνησιότητα ενός δημόσιου εγγράφου που έχει εκδοθεί σε ξένη χώρα — apostille).
Επικυρωμένα αντίγραφα
  • Οι χώρες της ΕΕ μπορούν να απαιτήσουν την προσκόμιση του πρωτότυπου δημόσιου εγγράφου ή επικυρωμένου αντίγραφού του, αλλά όχι και τα δύο ταυτόχρονα.
  • Αν μια χώρα της ΕΕ αποδέχεται την προσκόμιση επικυρωμένου αντίγραφου αντί του πρωτότυπου, πρέπει να αποδεχτεί επικυρωμένο αντίγραφο που έχει καταρτιστεί σε άλλη χώρα της ΕΕ.
Μεταφράσεις
Η χώρα της ΕΕ στην οποία προσκομίζεται το δημόσιο έγγραφο δεν μπορεί να απαιτήσει μετάφραση, αν το δημόσιο έγγραφο έχει συνταχθεί σε μία από τις επίσημες γλώσσες της χώρας της ΕΕ ή σε μία ανεπίσημη γλώσσα την οποία η χώρα της ΕΕ μπορεί να αποδεχτεί.
Εξάλλου, δεν μπορεί να απαιτηθεί μετάφραση όταν το δημόσιο έγγραφο συνοδεύεται από πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο. Αυτό ισχύει, εφόσον η αρχή στην οποία προσκομίζεται το δημόσιο έγγραφο κρίνει ότι οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο έντυπο επαρκούν για την επεξεργασία του εγγράφου.
Πολύγλωσσα τυποποιημένα έγγραφα
  • Ο κανονισμός προβλέπει προαιρετικά πολύγλωσσα τυποποιημένα έντυπα σε όλες τις γλώσσες της ΕΕ.
  • Τα έντυπα μπορούν να προσκομίζονται από πολίτες σε άλλη χώρα της ΕΕ ως μεταφραστικά βοηθήματα που επισυνάπτονται στα δημόσια έγγραφά τους ώστε να υπερβαίνονται οι απαιτήσεις μετάφρασης.
  • Αν το δημόσιο έγγραφο που προσκομίσθηκε συνοδεύεται από πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο, η παραλήπτρια χώρα της ΕΕ μπορεί να απαιτήσει μετάφραση εγγράφου μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.
  • Εφόσον υφίστανται τέτοιες περιστάσεις και η παραλήπτρια χώρα της ΕΕ απαιτεί επικυρωμένη μετάφραση, οφείλει να αποδεχτεί επικυρωμένη μετάφραση που έγινε σε άλλη χώρα της ΕΕ.
  • Τα πολύγλωσσα τυποποιημένα έγγραφα ως βοηθήματα μετάφρασης δημόσιων εγγράφων διατίθενται για έγγραφα που αφορούν:
    • γέννηση·
    • το ότι ένα πρόσωπο βρίσκεται στη ζωή·
    • θάνατο·
    • γάμο, συμπεριλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη γάμου και της οικογενειακής κατάστασης·
    • καταχωρισμένη συμβίωση, συμπεριλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης και της κατάστασης από άποψη καταχωρισμένης συμβίωσης·
    • κατοικία και/ή διαμονή·
    • λευκό ποινικό μητρώο·
Παραποιημένα έγγραφα
  • Ο κανονισμός θεσπίζει μηχανισμό συνεργασίας ανάμεσα στις αρχές των χωρών της ΕΕ για την καταπολέμηση των παραποιημένων δημόσιων εγγράφων. Ο μηχανισμός συνεργασίας βασίζεται σε υφιστάμενο σύστημα ΤΠ (το σύστημα πληροφόρησης της εσωτερικής αγοράς).
  • Ο μηχανισμός συνεργασίας επιτρέπει στις αρχές της παραλήπτριας χώρας της ΕΕ να συνομιλήσουν με τις αρχές της χώρας της ΕΕ έκδοσης, εφόσον διατηρούν εύλογες αμφιβολίες για τη γνησιότητα του δημόσιου εγγράφου που προσκομίστηκε από πολίτη.
ΑΠΟ ΠΟΤΕ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ Ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ;
Εφαρμόζεται από τις 16 Φεβρουαρίου 2019 με την εξαίρεση των παρακάτω:
  • του άρθρου 24 παράγραφος 2 (πληροφορίες που κοινοποιούνται από τις χώρες της ΕΕ για ειδικούς ανά χώρα τίτλους καταχωρίσεων που θα πρέπει να αναγράφονται στα πολύγλωσσα έντυπα) το οποίο εφαρμόζεται από τις 16 Φεβρουαρίου 2017;
  • των άρθρων 12 και 24 παράγραφος 3 (διαθεσιμότητα των ειδικών ανά χώρα τίτλων στην Ευρωπαϊκή Πύλη για τη Δικαιοσύνη (e-Justice)), τα οποία εφαρμόζονται από τις 16 Φεβρουαρίου 2018 · και
  • των άρθρων 22 και 24 παράγραφος 1 (πληροφορίες που μπορούν να κοινοποιούνται από τις χώρες της ΕΕ στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή), τα οποία εφαρμόζονται από τις 16 Αυγούστου 2018.
ΠΛΑΙΣΙΟ
Για περισσότερες πληροφορίες, ανατρέξτε στο εξής:
ΚΥΡΙΑ ΠΡΑΞΗ
Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1191του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουλίου 2016 για την προώθηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών μέσω της απλούστευσης των απαιτήσεων για την υποβολή ορισμένων δημόσιων εγγράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 (ΕΕ L 200 της 26.7.2016, σ. 1-136)

++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++
_____________________________________________________________________________
Γ. Γενναδίου 4-10678 Αθήνα-τηλ: 210-33.07.450-90, fax: 210-38.48.335, e-mail: notaries@notariat.gr
EΓΚΥΚΛΙΟΣ 31η
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 5 Μαΐου 2015
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ,
ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
& ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Αριθμ. πρωτ. 229
ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ
ΕΛΛΑΔΟΣ
Προς όλους τους􀀀συμβολαιογράφους
_____
Ταχ.Δ/νση : Γ.Γενναδίου 4 - Τ.Κ.106 78
Τηλέφωνα : 210-3307450-60-70-80-90
FAX : 210-3812249-3848335
E-mail : notaries@notariat.gr
Πληροφορίες : κ. ‘Ελενα Τσερτσιγιάννη
Συμ/φος Αθηνών, Εκπρόσωπος της
Ελληνικής Συμβολαιογραφίας στο
Ευρωπαϊκό Συμβολαιογραφικό
Δίκτυο (τηλ. 2103212646)
της χώρας
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Σ α ς ενημερώνουμε ότι οι εκπρόσωποι των Ευρωπαϊκών
Συμβολαιογραφιών στο Ευρωπαϊκό Συμβολαιογραφικό Δίκτυο (European
Notarial Network - σχετική η εγκύκλιος 20/30-3-2011), στο πλαίσιο παροχής
συνδρομής στους συμβολαιογράφους που αντιμετωπίζουν πρακτικά ζητήματα με
διασυνοριακά στοιχεία, συνέταξαν και μετέφρασαν σε όλες τις γλώσσες για τη
διευκόλυνση των Ευρωπαϊων Συμβολαιογράφων που θέλουν να ελέγξουν
πληρεξούσια έγγραφα που τους προσκομίζονται από Ευρωπαικές χώρες-μέλη
του Δικτύου το ΕΝΤΥΠΟ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΗΣ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ.
Συχνά μας προσκομίζεται πληρεξούσιο έγγραφο που έχει συνταχθεί σε
άλλη Ευρωπαϊκή χώρα για να το χρησιμοποιήσουμε στη σύνταξη συμβολαίου
μας, χωρίς εμείς να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν αυτό το έγγραφο είναι
ιδιωτικό ή δημόσιο και αν επιτρέπεται να το χρησιμοποιήσουμε για τη
συγκεκριμένη συμβολαιογραφική πράξη ή όχι. Για την αντιμετώπιση αυτού του
προβλήματος, οι εκπρόσωποι των Ευρωπαϊκών Συμβολαιογραφιών στο Ευρωπαϊκό
Συμβολαιογραφικό Δίκτυο συνεργάστηκαν για τη σύνταξη του συνημμένου
εντύπου, στο οποίο υπάρχουν πληροφορίες για τον αιτούντα συμβολαιογράφο,
τον αποδέκτη του εντύπου, τον έλεγχο της ύπαρξης ή της ανάκλησης του
_____________________________________________________________________________
Γ. Γενναδίου 4-10678 Αθήνα-τηλ: 210-33.07.450-90, fax: 210-38.48.335, e-mail: notaries@notariat.gr
πληρεξουσίου, αν συμφωνεί το έντυπο που έχουμε στα χέρια μας με το έντυπο
που έχει στα χέρια του ο συντάξας αυτό Ευρωπαίος συνάδελφος και κυρίως αν
πληρεί το πληρεξούσιο που μας προσκομίστηκε τις τυπικές προυποθέσεις του
εθνικού δικαίου της χώρας προέλευσης όσον αφορά στη χρήση για την οποία
προορίζεται.
Γ ι α τον έλεχο των πληρεξουσίων εγγράφων που σας προσκομίζονται
λοιπόν, μπορείτε να συμπληρώνετε το ΕΝΤΥΠΟ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ
ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ και να το
αποστέλνετε ηλεκτρονικά στη συνάδελφο συμβολαιογράφο Αθηνών κ. ‘Ελενα
Τσερτσιγιάννη, εκπρόσωπο της Ελληνικής Συμβολαιογραφίας στο Ευρωπαϊκό
Συμβολαιογραφικό Δίκτυο στην ηλεκτρονική διεύθυνση : eltserts@gmail.com
(τηλ/fax: 210-3212646,210-3211298), η οποία θα το προωθεί άμεσα στο συνάδελφο
της Ευρωπαικής χώρας που σας ενδιαφέρει για να λάβετε μία άμεση και έγκυρη
απάντηση.
Οι χώρες των οποίων οι συμβολαιογράφοι είναι μέλη του Ευρωπαϊκού
Συμβολαιογραφικού Δικτύου είναι οι ακόλουθες: Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία,
Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Εσθονία, Ισπανία, Ιταλία, Κάτω Χώρες, Κροατία,
Λεττονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Ουγγαρία, Πολωνία, Πορτογαλία,
Ρουμανία, Σλοβακία, Σλοβενία, Τσεχική Δημοκρατία.
Α κ ο λ ο υ θ ούν συνημμένα σε μετάφραση στα ελληνικά τόσο το
ενημερωτικό φυλλάδιο του Συμβουλίου των Συμβολαιογραφιών της Ευρωπαϊκής
Ένωσης (C.N.U.E.) για το Ευρωπαϊκό Συμβολαιογραφικό Δίκτυο (European
Notarial Network) όσο και το ΕΝΤΥΠΟ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΗΣ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ.
Το έντυπο θα το βρείτε αναρτημένο και στο intranet της ιστοσελίδας μας.
Με τιμή
Ο Πρόεδρος
Κωνσταντίνος Βλαχάκης
Σε ποιον μπορώ να απευθυνθώ;
􀈀􀈐􀈙􀄰􀀃 􀄱􀈣􀈝􀈕􀈠􀈜􀄮􀈚􀈠􀈖􀈡􀈐􀄳􀈠􀈢􀀃 􀈝􀊌􀈠􀈡􀄰􀈓􀀃 􀈞􀄮􀀃 􀄮􀊌􀄰􀈣􀈙􀈪􀈞􀄰􀈚􀀃 􀈖􀈡􀄮􀊌􀄲􀈩
􀄮􀈓􀄲􀈘􀈝􀄮􀀃 􀄱􀄲􀈠􀀃􀊌􀈡􀈩􀄱􀈦􀊌􀈠􀀃􀊌􀈠􀈣􀀃 􀄰􀈓􀈞􀄮􀈚􀀃 􀄲􀈠􀀃􀄱􀈘􀈝􀄰􀈓􀈠􀀃􀄰􀊌􀄮􀄳􀈒􀈢􀀃 􀄲􀈘􀈢
􀈤􀈫􀈡􀄮􀈢􀀃 􀄲􀈠􀈣, 􀄲􀈠􀀃 􀈠􀊌􀈠􀈓􀈠􀀃 􀈙􀄮􀀃 􀄲􀈠􀀃 􀄰􀈟􀄰􀄲􀈐􀄱􀄰􀈚􀀃 􀄮􀈝􀈑􀄱􀈦􀈢􀀃 􀈒􀀃 􀈙􀄮
􀄮􀊌􀈠􀄳􀄮􀄱􀈓􀄱􀄰􀈚􀀃􀈞􀄮􀀃􀄰􀊌􀈚􀈛􀈠􀈚􀈞􀈦􀈞􀈒􀄱􀄰􀈚􀀃􀈝􀄰􀀃􀈑􀈞􀄮􀀃􀄮􀈜􀈜􀈠􀄯􀄮􀊌􀈩􀀃􀄱􀈘􀈝􀄰􀈓􀈠
􀄰􀊌􀄮􀄳􀈒􀈢􀀃􀄱􀄰􀀃􀈝􀈓􀄮􀀃􀄮􀊌􀈩􀀃􀄲􀈚􀈢 20 􀈐􀈜􀈜􀄰􀈢􀀃􀈠􀈡􀈖􀄮􀈞􀈫􀄱􀄰􀈚􀈢 􀈝􀈑􀈜􀈘􀀃􀄲􀈠􀈣
􀇼􀈈􀇻.
􀈉􀄮􀀃 􀄮􀈚􀄲􀈒􀈝􀄮􀄲􀄮􀀃 􀊌􀈡􀈑􀊌􀄰􀈚􀀃 􀈞􀄮􀀃 􀄯􀈚􀄮􀄲􀈣􀊌􀈫􀈞􀈠􀈞􀄲􀄮􀈚􀀃 􀈣􀊌􀈩􀀃 􀈝􀈠 􀈡􀄳􀈒
􀄱􀈣􀈖􀈛􀄰􀈛􀈡􀈚􀈝􀈑􀈞􀈦􀈞􀀃 􀄰􀈡􀈦􀄲􀈒􀄱􀄰􀈦􀈞· 􀄯􀄰􀈞􀀃 􀄰􀈓􀈞􀄮􀈚􀀃 􀄯􀈣􀈞􀄮􀄲􀈩􀈞􀀃 􀈞􀄮
􀄯􀈚􀄮􀈕􀈚􀈕􀄮􀄱􀈙􀈠􀈪􀈞􀀃􀈠􀈜􀈩􀈛􀈜􀈘􀈡􀄰􀈢􀀃􀈣􀊌􀈠􀈙􀈑􀄱􀄰􀈚􀈢.
􀄫􀈚􀄮􀀃 􀊌􀄰􀈡􀈚􀄱􀄱􀈩􀄲􀄰􀈡􀄰􀈢􀀃 􀊌􀈜􀈘􀈡􀈠􀄳􀈠􀈡􀈓􀄰􀈢􀀃 􀄱􀈤􀄰􀄲􀈚􀈛􀈐􀀃 􀈝􀄰􀀃 􀄲􀈠􀀃 􀇼􀈈􀇻􀀃 􀈛􀄮􀈚􀀃􀄲􀈚􀈢
􀈜􀈠􀈚􀊌􀈑􀈢􀀃 􀄯􀈡􀄮􀄱􀄲􀈘􀈡􀈚􀈩􀄲􀈘􀄲􀄰􀈢􀀃 􀄲􀈦􀈞􀀃 􀄱􀈣􀈝􀈕􀈠􀈜􀄮􀈚􀈠􀈖􀈡􀈐􀄳􀈦􀈞􀀃 􀄲􀈘􀈢􀀃 􀇼􀇼,
􀈝􀊌􀈠􀈡􀄰􀈓􀄲􀄰􀀃 􀈞􀄮􀀃 􀄰􀊌􀈚􀄱􀈛􀄰􀄳􀈙􀄰􀈓􀄲􀄰􀀃 􀄲􀈠􀈞􀀃 􀄯􀈚􀈛􀄲􀈣􀄮􀈛􀈩􀀃 􀄲􀈩􀊌􀈠􀀃 􀄲􀈠􀈣
􀈈􀈣􀈝􀈕􀈠 􀈜􀈣􀈓􀈠 􀀃􀈣 􀄲􀈦􀈞􀀃 􀈈􀈣􀈝􀈕􀈠 􀄮􀈜􀈚􀈠 􀈡􀈖􀄮􀄳􀈚􀈫􀈞􀀃 􀄲􀈘􀈢􀀃 􀇼􀈣􀈡􀈦􀊌􀄮􀈧􀈛􀈒􀈢
􀇲􀈞􀈦􀄱􀈘􀈢 (CNUE):
www.cnue.eu
Χώρες των οποίων οι συμβολαιογράφοι είναι μέλη του
ΕΣΔ:
􀇹􀈣􀄱􀄲􀈡􀈓􀄮, 􀇺􀈑􀈜􀈖􀈚􀈠, 􀇺􀈠􀈣􀈜􀈖􀄮􀈡􀈓􀄮, 􀄫􀄮􀈜􀈜􀈓􀄮, 􀄫􀄰􀈡􀈝􀄮􀈞􀈓􀄮, 􀇼􀈜􀈜􀈐􀄯􀄮,
􀇼􀄱􀈙􀈠􀈞􀈓􀄮, 􀇿􀄱􀊌􀄮􀈞􀈓􀄮, 􀇿􀄲􀄮􀈜􀈓􀄮, 􀈀􀈐􀄲􀈦􀀃􀈋􀈫􀈡􀄰􀈢, 􀈀􀈡􀈠􀄮􀄲􀈓􀄮,
􀈁􀄰􀄲􀄲􀈠􀈞􀈓􀄮, 􀈁􀈚􀈙􀈠􀈣􀄮􀈞􀈓􀄮, 􀈁􀈠􀈣􀈟􀄰􀈝􀈕􀈠􀈪􀈡􀈖􀈠, 􀈂􀈐􀈜􀄲􀄮, 􀈅􀈣􀈖􀈖􀄮􀈡􀈓􀄮,
􀈆􀈠􀈜􀈦􀈞􀈓􀄮, 􀈆􀈠􀈡􀄲􀈠􀈖􀄮􀈜􀈓􀄮, 􀈇􀈠􀈣􀈝􀄮􀈞􀈓􀄮, 􀈈􀈜􀈠􀈕􀄮􀈛􀈓􀄮, 􀈈􀈜􀈠􀈕􀄰􀈞􀈓􀄮,
􀈉􀄱􀄰􀈤􀈚􀈛􀈒􀀃􀇻􀈘􀈝􀈠􀈛􀈡􀄮􀄲􀈓􀄮
Ø Το ΕΣΔ– Ο ευρωπαϊκός νομικός χώρος χρειάζεται
πρακτικές λύσεις!
Το ΕΣΔ: Βελτιώνοντας τη διασυνοριακή συνεργασία –
μια πρακτική συνεισφορά με σκοπό την επιτάχυνση των
διαδικασιών, ιδίως των εξωδικαστικών διαδικασιών που
εφαρμόζουν οι συμβολαιογράφοι.
ΕΣΔ – Ευρωπαϊκό Συμβολαιογραφικό Δίκτυο
􀇲􀈞􀄮􀀃􀄱􀈣􀈝􀈕􀈠􀈜􀄮􀈚􀈠􀈖􀈡􀄮􀄳􀈚􀈛􀈩
􀄯􀈓􀈛􀄲􀈣􀈠􀀃􀈖􀈚􀄮􀀃􀄲􀈘􀈞
􀊌􀈡􀄮􀈛􀄲􀈚􀈛􀈒􀀃􀄲􀈠􀈣􀀃􀄯􀈚􀈛􀄮􀈓􀈠􀈣
www.enn-rne.eu
􀈈􀈣􀈝􀈕􀈠􀈪􀈜􀈚􀈠􀀃􀄲􀈦􀈞􀀃􀈈􀈣􀈝􀈕􀈠􀈜􀄮􀈚􀈠􀈖􀈡􀄮􀄳􀈚􀈫􀈞􀀃􀄲􀈘􀈢
􀇼􀈣􀈡􀈦􀊌􀄮􀈧􀈛􀈒􀈢􀀃􀇲􀈞􀈦􀄱􀈘􀈢
􀈈􀈣􀈝􀈕􀈠􀈜􀄮􀈚􀈠􀈖􀈡􀈐􀄳􀈠􀈚􀀃􀄲􀈘􀈢􀀃􀇼􀈣􀈡􀈫􀊌􀈘􀈢
􀇼􀈖􀈖􀈣􀈘􀄲􀈑􀈢􀀃􀄲􀈘􀈢􀀃􀄮􀄱􀄳􀈐􀈜􀄰􀈚􀄮􀈢􀀃􀄯􀈚􀈛􀄮􀈓􀈠􀈣
􀈉􀈠􀀃􀇼􀈈􀇻: 􀈑􀈞􀄮􀀃􀄰􀈡􀈖􀄮􀈜􀄰􀈓􀈠􀀃􀈖􀈚􀄮􀀃􀄲􀈠􀈣􀈢
􀄱􀈣􀈝􀈕􀈠􀈜􀄮􀈚􀈠􀈖􀈡􀈐􀄳􀈠􀈣􀈢􀀃􀄱􀄲􀈘􀈞􀀃􀇼􀈣􀈡􀈫􀊌􀈘 – 􀄱􀄰 21 􀈛􀈡􀈐􀄲􀈘
􀈝􀈑􀈜􀈘􀀃􀄲􀈘􀈢􀀃􀇼􀇼.
Το Συμβούλιο τωνΣυμβολαιογραφιών της
Ευρωπαϊκής Ένωσης (CNUE), επίσημος και
αντιπροσωπευτικός φορέας του συμβολαιογραφικού
επαγγέλματος στην Ευρώπη, αποφάσισε, κατά τη
συνεδρίασή του στις 11 Οκτωβρίου 2006 στη
Μασσαλία, να ιδρύσει το Ευρωπαϊκό
Συμβολαιογραφικό Δίκτυο (ΕΣΔ).
􀈉􀈠􀀃 􀇼􀈈􀇻 􀄰􀈓􀈞􀄮􀈚􀀃 􀈑􀈞􀄮􀀃 􀄰􀈡􀈖􀄮􀈜􀄰􀈓􀈠􀀃 􀄲􀈠􀀃 􀈠􀊌􀈠􀈓􀈠􀀃 􀄮􀄱􀈤􀈠􀈜􀄰􀈓􀄲􀄮􀈚􀀃 􀈝􀄰
􀄯􀈚􀄮􀄱􀈣􀈞􀈠 􀄮􀈡􀈚􀈛􀈑􀈢􀀃 􀈣􀊌􀈠􀈙􀈑􀄱􀄰􀈚􀈢􀀃 􀊌􀈠􀈣􀀃 􀄮􀈞􀄲􀈚􀈝􀄰􀄲􀈦􀊌􀈓􀈗􀈠􀈣􀈞􀀃 􀈠􀈚
􀄱􀈣􀈝􀈕􀈠􀈜􀄮􀈚􀈠􀈖􀈡􀈐􀄳􀈠􀈚􀀃􀄲􀈦􀈞 21 􀈤􀈦􀈡􀈫􀈞􀀃􀈝􀄰􀈜􀈫􀈞􀀃􀄲􀈠􀈣 CNUE.
􀈈􀄲􀈩􀈤􀈠􀈢􀀃 􀄲􀈠􀈣􀀃 􀇼􀈈􀇻􀀃 􀄰􀈓􀈞􀄮􀈚􀀃 􀈘􀀃 􀊌􀄮􀈡􀈠􀈤􀈒􀀃 􀄱􀈣􀈞􀄯􀈡􀈠􀈝􀈒􀈢􀀃 􀄱􀄲􀈠 􀈣􀈢
􀄱􀈣􀈝􀈕􀈠􀈜􀄮􀈚􀈠􀈖􀈡􀈐􀄳􀈠􀈣􀈢􀀃 􀊌􀈠􀈣􀀃 􀄮􀈞􀄲􀈚􀈝􀄰􀄲􀈦􀊌􀈓􀈗􀈠􀈣􀈞􀀃 􀊌􀈡􀄮􀈛􀄲􀈚􀈛􀈐
􀈗􀈘􀄲􀈒􀈝􀄮􀄲􀄮􀀃􀈝􀄰􀀃􀄯􀈚􀄮􀄱􀈣􀈞􀈠􀈡􀈚􀄮􀈛􀈑􀈢􀀃􀄱􀄲􀈠􀈚􀈤􀄰􀈓􀄮..
􀈅􀀃 􀊌􀈠􀈜􀈚􀄲􀈚􀈛􀈩􀈢􀀃 􀄱􀄲􀈩􀈤􀈠􀈢􀀃 􀄲􀈠􀈣􀀃 􀄱􀈣􀈞􀈓􀄱􀄲􀄮􀄲􀄮􀈚􀀃 􀄱􀄲􀈘􀀃 􀄯􀈚􀄰􀈣􀈛􀈩􀈜􀈣􀈞􀄱􀈘,
􀈝􀄰􀄱􀈠􀊌􀈡􀈩􀈙􀄰􀄱􀈝􀄮􀀃􀈛􀄮􀈚􀀃􀈝􀄮􀈛􀈡􀈠􀊌􀈡􀈩􀈙􀄰􀄱􀈝􀄮, 􀄲􀈘􀈢􀀃􀄰􀈞􀄱􀈦􀈝􀈐􀄲􀈦􀄱􀈘􀈢
􀄲􀈠􀈣􀀃􀄰􀈣􀈡􀈦􀊌􀄮􀈧􀈛􀈠􀈪􀀃􀄱􀈣􀈝􀈕􀈠􀈜􀄮􀈚􀈠􀈖􀈡􀄮􀄳􀈚􀈛􀈠􀈪􀀃􀄰􀊌􀄮􀈖􀈖􀈑􀈜􀈝􀄮􀄲􀈠􀈢􀀃􀄱􀄲􀈠
􀇼􀈣􀈡􀈦􀊌􀄮􀈧􀈛􀈩􀀃􀇻􀈚􀈛􀄮􀄱􀄲􀈚􀈛􀈩􀀃􀇻􀈓􀈛􀄲􀈣􀈠􀀃􀄱􀄰􀀃􀄮􀄱􀄲􀈚􀈛􀈑􀈢􀀃􀈛􀄮􀈚􀀃􀄰􀈝􀊌􀈠􀈡􀈚􀈛􀈑􀈢
􀈣􀊌􀈠􀈙􀈑􀄱􀄰􀈚􀈢.
􀈋􀄰􀈚􀈡􀈓􀈗􀄰􀄱􀈙􀄰􀀃􀈝􀈚􀄮􀀃􀄯􀈚􀄮􀄱􀈣􀈞􀈠􀈡􀈚􀄮􀈛􀈒􀀃􀈣􀊌􀈩􀈙􀄰􀄱􀈘;
􀈆􀈠􀈚􀄮􀀃􀄰􀈓􀈞􀄮􀈚􀀃􀈘􀀃􀄮􀊌􀈠􀄱􀄲􀈠􀈜􀈒􀀃􀄲􀈠􀈣􀀃􀇼􀈈􀇻;
􀈈􀄮􀈢􀀃􀈗􀈘􀄲􀈠􀈪􀈞􀀃􀈞􀄮􀀃􀈤􀄰􀈚􀈡􀈚􀄱􀈙􀄰􀈓􀄲􀄰􀀃􀈝􀈚􀄮􀀃􀄯􀈚􀄮􀄱􀈣􀈞􀈠􀈡􀈚􀄮􀈛􀈒􀀃􀈣􀊌􀈩􀈙􀄰􀄱􀈘; 􀈂􀈚􀄮
􀈛􀈜􀈘􀈡􀈠􀈞􀈠􀈝􀈓􀄮, 􀈝􀈚􀄮􀀃 􀄱􀈪􀄱􀄲􀄮􀄱􀈘􀀃 􀄰􀊌􀈚􀈤􀄰􀈓􀈡􀈘􀄱􀈘􀈢, 􀈑􀈞􀄮􀀃 􀈖􀄮􀈝􀈚􀈛􀈩
􀄱􀈪􀈝􀄳􀈦􀈞􀈠, 􀄲􀄮􀀃 􀈠􀊌􀈠􀈓􀄮􀀃 􀊌􀄰􀈡􀈚􀈑􀈤􀈠􀈣􀈞􀀃 􀈑􀈞􀄮􀀃 􀄯􀈚􀄮􀄱􀈣􀈞􀈠􀈡􀈚􀄮􀈛􀈩􀀃 􀄱􀄲􀈠􀈚􀈤􀄰􀈓􀈠
􀄱􀄲􀈘􀈞􀀃 􀇼􀈣􀈡􀈦􀊌􀄮􀈧􀈛􀈒􀀃 􀇲􀈞􀈦􀄱􀈘; 􀈉􀈠􀀃 􀇼􀈈􀇻􀀃 􀄰􀈓􀈞􀄮􀈚􀀃 􀄰􀄯􀈫􀀃 􀈖􀈚􀄮􀀃 􀈞􀄮􀀃 􀄱􀄮􀈢
􀈣􀊌􀈠􀄱􀄲􀈘􀈡􀈓􀈟􀄰􀈚􀀃􀈛􀄮􀈚􀀃􀈞􀄮􀀃􀄱􀄮􀈢􀀃􀄰􀈞􀈘􀈝􀄰􀈡􀈫􀄱􀄰􀈚.
Ø … 􀈩􀄲􀄮􀈞􀀃􀈙􀈑􀈜􀄰􀄲􀄰􀀃􀈞􀄮􀀃􀈖􀈞􀈦􀈡􀈓􀈗􀄰􀄲􀄰􀀃􀄲􀈘􀈞􀀃􀄮􀈞􀄮􀈖􀈛􀄮􀈚􀈩􀄲􀈘􀄲􀄮􀀃􀈒􀀒􀈛􀄮􀈚􀀃􀄲􀈘
􀄯􀈣􀈞􀄮􀄲􀈩􀄲􀈘􀄲􀄮􀀃 􀈤􀈡􀈘􀄱􀈚􀈝􀈠􀊌􀈠􀈓􀈘􀄱􀈘􀈢􀀃 􀄲􀈠􀈣􀀃 􀄱􀈣􀈝􀈕􀈠􀈜􀄮􀈚􀈠􀈖􀈡􀄮􀄳􀈚􀈛􀈠􀈪
􀄲􀈪􀊌􀈠􀈣.
Ø … 􀄰􀈐􀈞􀀃 􀄮􀈞􀄮􀈗􀈘􀄲􀈐􀄲􀄰􀀃 􀄱􀈣􀈞􀄮􀄯􀈑􀈜􀄳􀈠􀈣􀈢􀀃 􀊌􀈠􀈣􀀃 􀄯􀈚􀄮􀈙􀈑􀄲􀈠􀈣􀈞􀀃 􀄲􀈚􀈢
􀄮􀈞􀄮􀈖􀈛􀄮􀈓􀄰􀈢􀀃 􀈖􀈜􀈦􀄱􀄱􀈚􀈛􀈑􀈢􀀃 􀈖􀈞􀈫􀄱􀄰􀈚􀈢􀀃 􀈖􀈚􀄮􀀃 􀈞􀄮􀀃 􀈤􀄰􀈚􀈡􀈚􀄱􀈙􀈠􀈪􀈞􀀃 􀈝􀈚􀄮
􀄱􀈣􀈖􀈛􀄰􀈛􀈡􀈚􀈝􀈑􀈞􀈘􀀃􀈣􀊌􀈩􀈙􀄰􀄱􀈘.
Ø … 􀄰􀈐􀈞􀀃 􀈙􀈑􀈜􀄰􀄲􀄰􀀃 􀈞􀄮􀀃 􀄮􀊌􀄰􀈣􀈙􀈪􀈞􀄰􀄲􀄰􀀃 􀈑􀈞􀄮􀀃 􀄮􀈓􀄲􀈘􀈝􀄮􀀃 􀄱􀄰􀀃 􀈑􀈞􀄮􀈞
􀄱􀈣􀈖􀈛􀄰􀈛􀈡􀈚􀈝􀈑􀈞􀈠􀀃 􀄱􀈣􀈝􀈕􀈠􀈜􀄮􀈚􀈠􀈖􀈡􀈐􀄳􀈠􀀃 􀄰􀈖􀈛􀄮􀄲􀄮􀄱􀄲􀈘􀈝􀈑􀈞􀈠􀀃 􀄱􀄲􀈘􀀃 􀈤􀈫􀈡􀄮
􀊌􀈡􀈠􀈠􀈡􀈚􀄱􀈝􀈠􀈪.
􀈉􀈠􀀃 􀄯􀈓􀈛􀄲􀈣􀈠􀀃 􀄲􀈦􀈞􀀃 􀄱􀈘􀈝􀄰􀈓􀈦􀈞􀀃 􀄰􀊌􀄮􀄳􀈒􀈢􀀃 􀄲􀈦􀈞 21
􀄱􀈣􀈝􀈕􀈠􀈜􀄮􀈚􀈠􀈖􀈡􀄮􀄳􀈚􀈛􀈫􀈞􀀃 􀄰􀈞􀈫􀄱􀄰􀈦􀈞􀀃 􀄲􀈠􀈣 CNUE 􀊌􀄮􀈡􀈑􀈤􀄰􀈚􀀃 􀄱􀄲􀈠􀈣􀈢
􀄰􀈣􀈡􀈦􀊌􀄮􀈓􀈠􀈣􀈢􀀃 􀄱􀈣􀈝􀈕􀈠􀈜􀄮􀈚􀈠􀈖􀈡􀈐􀄳􀈠􀈣􀈢􀀃 􀈖􀈡􀈒􀈖􀈠􀈡􀈘􀀃 􀈣􀊌􀈠􀄱􀄲􀈒􀈡􀈚􀈟􀈘,
􀈤􀈦􀈡􀈓􀈢􀀃􀊌􀄰􀈡􀈚􀄲􀄲􀈒􀀃􀈖􀈡􀄮􀄳􀄰􀈚􀈠􀈛􀈡􀄮􀄲􀈓􀄮.
􀇼􀄳􀄮􀈡􀈝􀈠􀈖􀈒􀀃􀄲􀈦􀈞􀀃􀈛􀈠􀈚􀈞􀈠􀄲􀈚􀈛􀈫􀈞􀀃􀊌􀈡􀈐􀈟􀄰􀈦􀈞􀀃􀄱􀄲􀈘􀀃􀈤􀈫􀈡􀄮􀀃􀄱􀄮􀈢
􀈉􀈠􀀃􀄱􀈘􀈝􀄰􀈓􀈠􀀃􀄰􀊌􀄮􀄳􀈒􀈢􀀃􀄲􀈠􀈣􀀃􀇼􀈈􀇻􀀃􀄱􀄮􀈢􀀃􀄰􀈞􀈘􀈝􀄰􀈡􀈫􀈞􀄰􀈚􀀃􀄰􀊌􀈓􀄱􀈘􀈢
􀄱􀈤􀄰􀄲􀈚􀈛􀈐􀀃 􀈝􀄰􀀃 􀄲􀈘􀈞􀀃 􀄰􀄳􀄮􀈡􀈝􀈠􀈖􀈒􀀃 􀈛􀄮􀈚􀀃 􀄲􀈘􀀃 􀈝􀄰􀄲􀄮􀄳􀈠􀈡􀈐
􀈛􀈠􀈚􀈞􀈠􀄲􀈚􀈛􀈫􀈞􀀃􀈞􀈠􀈝􀈠􀈙􀄰􀄲􀈚􀈛􀈫􀈞􀀃􀊌􀈡􀈐􀈟􀄰􀈦􀈞􀀃􀄱􀄲􀈘􀀃􀈤􀈫􀈡􀄮􀀃􀄱􀄮􀈢.
Ø Οι συμβολαιογράφοι συμμετέχουν στη δημιουργία
ενός ευρωπαϊκού νομικού χώρου!
Ο αριθμός των πολιτών που αναπτύσσουν σχέσεις με
πολίτες άλλου κράτους για επαγγελματικούς ή
οικογενειακούς λόγους αυξάνεται συνεχώς. Αυτή η
ανάγκη νομικών συμβουλών, η οποία προκύπτει από την
ενδοευρωπαϊκή κινητικότητα, εγγράφεται στο φάσμα των
συμβολαιογραφικών υπηρεσιών.
Καθώς προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στις οικογένειες,
οι ευρωπαίοι συμβολαιογράφοι σκοπεύουν να
διαδραματίσουν ενεργό ρόλο στον συγκεκριμένο τομέα.
Η ασφάλεια δικαίου και η ισότητα των πολιτών και των
οικογενειών της Ευρώπης στην πρόσβαση στη
δικαιοσύνη είναι καθοριστικά στοιχεία.
Ø Το ΕΣΔ παρέχει τεχνική υποστήριξη!
Το ΕΣΔ δεν παρέχει νομικές συμβουλές.
Η αποστολή του συνίσταται κυρίως στην παροχή τεχνικής
υποστήριξης για τη διευκόλυνση ορισμένων διαδικασιών που
εφαρμόζονται από τους συμβολαιογράφους και οι οποίες
περιέχουν ένα στοιχείο αλλοδαπότητας.
Ø Jacques Barrot, Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής,
στις 11 Σεπτεμβρίου 2008, στο δεύτερο συνέδριο των
συμβολαιογράφων της ΕΕ στη Βαρσοβία:
«Η ύπαρξη ενός ευρωπαϊκού δικτύου συμβολαιογράφων
(…) θα διευκολύνει σημαντικά τη συνεργασία των
ευρωπαίων συμβολαιογράφων»
ΕΝΤΥΠΟ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ
ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ
Επείγον Απλό
1. Πληροφορίες σχετικά με τον αιτούντα
συμβολαιογράφο/την αιτούσα οντότητα
Συμβολαιογράφος ή αρχή (οντότητα) παραλήπτης του πληρεξουσίου
Όνομα__________________________________________________
Στοιχεία γραφείου:
Διεύθυνση _______
Τηλ./Φαξ Ηλεκ. ταχυδρομείο _______________
Αριθ. πρωτ. /ημερομηνία (ηη/ηη/εε)
____________________
2. Πληροφορίες σχετικά με τον αποδέκτη του εντύπου1
Συμβολαιογράφος ο οποίος θεώρησε ή επικύρωσε το
πληρεξούσιο
Όνομα___________________________________________________
Στοιχεία γραφείου:
Διεύθυνση _______________
Τηλ./Φαξ Ηλεκ. ταχυδρομείο _______________
Αριθ. πρωτ. /ημερομηνία (ηη/μμ/εε)
_______________________
3. Αντικείμενο:
Έλεγχος του πληρεξουσίου
Έλεγχος του ιστορικού ανάκλησης
Σημείωση: Εξ όσων αντιλαμβάνομαι, το πληρεξούσιο το οποίο έλαβα είναι:
 πρωτότυπο έγγραφο
 αντίγραφο – επικυρωμένο ή άλλου είδους (διευκρινίστε)___________________
 άλλο είδος εγγράφου (διευκρινίστε)_________________________________
Σχόλια του συμβολαιογράφου ο οποίος θεώρησε ή επικύρωσε το πληρεξούσιο
__________________________________________________________________________________
4. Πληροφορίες σχετικά με το πληρεξούσιο (επιλέξτε)
 4.1. Θεωρήθηκε ή επικυρώθηκε το συνημμένο πληρεξούσιο από το συμβολαιογραφείο σας;
 Ναι
 Όχι
Ή:
 4.2 Θεώρησε ή επικύρωσε το συμβολαιογραφείο σας πληρεξούσιο με τα ακόλουθα στοιχεία
 (εάν δεν υπάρχει συνημμένο):
 Αριθ. πρωτοκόλλου ____________________
 Ημερομηνία_________________________________
 Όνομα συμβαλλομένου/Ονόματα συμβαλλομένων _______________________
 Άλλα στοιχεία___________________________
1 Στοιχεία επικοινωνίας συμβολαιογράφων στην Ευρώπη στη διεύθυνση http://www.notaries-directory.eu/
 Ναι
 Όχι
 4.3. Εάν ναι, παρακαλείστε να παράσχετε τις ακόλουθες πληροφορίες (επιλέξτε ποιες από τις ακόλουθες
πληροφορίες ζητάτε από τον συμβολαιογράφο ο οποίος θεώρησε ή επικύρωσε το πληρεξούσιο):
 4.3.1. Αριθμό πρωτοκόλλου και ημερομηνία του πληρεξουσίου
 4.3.2. Συμφωνεί απόλυτα το συνημμένο αντίγραφο με το πρωτότυπο έγγραφο που βρίσκεται στο
αρχείο του συμβολαιογραφείου σας;
 Ναι
 Όχι (περιγράψτε τυχόν διαφορές:__________________________)
 4.3.3. Όνομα (-τα) και πληροφορίες σχετικά με τον (τους) συμβαλλόμενο (-ους):
 Εντολέας (-είς):_________________________________________________________
 Πληρεξούσιος (-οι): __________________________________________________________
 4.3.4. Δικαιοπρακτική ικανότητα των συμβαλλομένων / σύμφωνα με το εθνικό σας δίκαιο δικαιούται ο
εντολέας να χορηγήσει το παρόν πληρεξούσιο και δικαιούται ο πληρεξούσιος να αναλάβει τις αντίστοιχες
εξουσίες;
 Ναι
 Όχι
 Εξηγήστε:____________________________________________________________
 4.3.5. Τι είδους έγγραφο είναι το συνημμένο πληρεξούσιο σύμφωνα με το εθνικό σας δίκαιο;
 Θεωρημένη πράξη καταρτισμένη βάσει της εθνικής διαδικασίας θεώρησης
 Έγγραφο με επικυρωμένη υπογραφή
 Άλλο (διευκρινίστε): __________________________
 4.3.6. Πληροί το πληρεξούσιο τις τυπικές προϋποθέσεις του εθνικού δικαίου σας (lex loci actus) όσον
αφορά τη χρήση για την οποία προορίζεται;
 Ναι
 Όχι (διευκρινίστε τον λόγο της τυπικής ακυρότητάς του):
 Ο νόμος απαιτεί διαφορετικό είδος εγγράφου (θεώρηση/επικύρωση)· διευκρινίστε:
_____________
 Άλλο (διευκρινίστε): _______________________
 4.3.7. Ποιοι είναι οι κανόνες περί σύγκρουσης των νόμων στη χώρα σας όσον αφορά το πληρεξούσιο;
 _______________________________________________________________________________
5. Πληροφορίες σχετικά με την ανάκληση του πληρεξουσίου
 5.1. Εξ όσων γνωρίζετε, έχει ανακληθεί το συνημμένο πληρεξούσιο;
 Ναι
 Όχι
 Εξηγήστε (πληροφορίες σχετικά με το έγγραφο ανάκλησης κ.λπ.)
__________________________________________________________________________
 5.2. Μπορείτε να ελέγξετε στα αρχεία κατά πόσον το πληρεξούσιο ανακλήθηκε σε άλλο
συμβολαιογραφείο/οντότητα;
 Ναι
 Όχι
 Ναι, αλλά αυτό συνεπάγεται συμπληρωματικά έξοδα ή/και διαδικασία, παρακαλώ επικοινωνήστε
μαζί μου για περισσότερες λεπτομέρειες στα στοιχεία επικοινωνίας που αναφέρονται ανωτέρω (βλ.
σημείο 2) ή επικοινωνήστε με __________________________________________________
Παρατηρήσεις: ______________________________________________________________________
6. Άλλες ερωτήσεις/πληροφορίες οι οποίες
υποβάλλονται από τον αιτούντα συμβολαιογράφο/την
αιτούσα οντότητα: _______________________
____________________________________________
_____________________________________________
7. Άλλες απαντήσεις/παρατηρήσεις οι οποίες
υποβάλλονται από τον παραλήπτη του εντύπου
__________________________________
___________________________________________
Σημειώσεις
1. Το παρόν έντυπο δεν υποκαθιστά το πληρεξούσιο ούτε μπορεί να θεωρηθεί πληρεξούσιο.
2. Στόχος του παρόντος εντύπου είναι απλώς η παροχή συνδρομής στον αιτούντα συμβολαιογράφο, αλλά δεν αντικαθιστά την
πλήρη νομική εξέταση του εγγράφου από τον αιτούντα συμβολαιογράφο. Ο αιτών συμβολαιογράφος παραμένει επίσης
υπεύθυνος να εξετάσει κατά πόσον το υποβληθέν πληρεξούσιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη δικαιοπραξία για την οποία
προορίζεται. Το ίδιο ισχύει για τον έλεγχο του κύρους του εγγράφου όσον αφορά τις απαιτήσεις του τυπικού και του
ουσιαστικού εφαρμοστέου δικαίου, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού του δικαίου που διέπει τις ουσιαστικές και
τυπικές προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να πληρούνται.
3. Κάθε πληροφορία η οποία παρέχεται από τον συμβολαιογράφο στον οποίο υποβάλλεται το αίτημα αφορά τον χρόνο
κατάρτισης του πληρεξουσίου. Ο συμβολαιογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επακόλουθες αλλαγές στη νομική ισχύ του
πληρεξουσίου, ανεξάρτητα από τους λόγους που ενδέχεται να το κατέστησαν ανίσχυρο.
4. Όταν η ανάκληση του πληρεξουσίου είναι άγνωστη στον συμβολαιογράφο στον οποίο υποβάλλεται το αίτημα και αυτό
αναφέρεται στην απάντησή του, δεν είναι δυνατόν να συναχθεί η νομική ισχύς του πληρεξουσίου από την πληροφορία αυτή,
καθώς η ανάκληση του πληρεξουσίου δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Όταν ο αιτών συμβολαιογράφος ενημερώνεται για ανάκληση
του πληρεξουσίου, η πληροφορία αυτή δεν πρέπει να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το πληρεξούσιο ανακλήθηκε νόμιμα
σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο.
5. Για την παροχή πληροφοριών πρέπει πάντα να τηρούνται οι όποιες υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας επιβάλλονται από τον
νόμο ή από επαγγελματικούς κανόνες.

Ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή στην Ευρώπη Οδηγός για τα δικαιώµατα του πολίτη της ΕΕ

Next: GDPR 2016/679 - ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/679 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων).....ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΑ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ/ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ/ Ν 2251/1994 ΟΠΩΣ ΙΣΧΥΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΥΑ 5338/2018/ ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ ΥΓΕΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ Άρθρο 7α.ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2009/138/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 25ης ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2009Αρθρο 23. Γενικές εποπτικές εξουσίες (άρθρα 34 και 35 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)
$
0
0
 
Ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή στηνΕυρώπη
Οδηγός για τα δικαιώµατα
του πολίτη τηςΕΕ




















 
Ελεύερη κυκλοφορία και διαμονή στηνΕυρώπη
ηγός για τα δικαιώµατα
του πολίτη τηςΕΕ
 Δικαιοσύνη


 

Οπαρώνοδηγόςθασαςβοηθήσεινακατανοήσετεκαλύτεραταδικαιώματάσαςόταν κυκλοφορείτεεντόςτηςΕυρωπαϊκήςΈνωσηςκαιθασαςδώσειλεπτομερείςπρακτικέςοδηγίες. ΟοδηγόςλαμβάνειυπόψητοδίκαιοτηςΕΕόπωςίσχυετονΦεβρουάριοτου2013.

Οπαρώνοδηγόςδενείναινομικάδεσμευτικόέγγραφοκαιδενείναιεξαντλητικός.ΗΕυρωπαϊκή ΕπιτροπήκαικάθεπρόσωποπουενεργείεξονόματοςτηςΕπιτροπήςδενφέρεικαμίαευθύνη γιατηνενδεχόμενηχρήσητωνακόλουθωνπληροφοριών.








Πλαίσιο κειμένου: Η Άμεση Ευρώπη είναι μια υπηρεσία που σας βοηθά να βρείτε απαντήσεις στα ερωτήματά σας σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση Aριθμός δωρεάν τηλεφωνικής κλήσης (*): 00 800 6 7 8 9 10 11  (*) Ορισμένες εταιρείες κινητής τηλεφωνίας δεν επιτρέπουν την πρόσβαση στους αριθμούς 00 800 ή μπορεί να χρεώνουν την κλήση.





 ...




Περισσότερες πληροφορίες για την Ευρωπαϊκή Ένωση διατίθενται στο διαδίκτυο (http://europa.eu).
∆ελτίο καταλογογράφησης υπάρχει στο τέλος του τεύχους. Λουξεμβούργο: Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2013 ISBN 978-92-79-30145-2
doi:10.2838/45426
© Ευρωπαϊκή Ένωση, 2013
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή με αναφορά της πηγής.
Printed in Italy
ΤΥΠΩΜΕΝΟ ΣΕ ΧΑΡΤΙ ΛΕΥΚΑΣΜΕΝΟ ΧΩΡΙΣ ΣΤΟΙΧΕΙΑΚΟ ΧΛΩΡΙΟ (ECF)

Εξώφυλλο © Istockphoto.com
















ΟδηγόςγιαταδικαιώματατουπολίτητηςΕΕ Ελεύθερη κυκλοφορία και  διαμονή στηνΕυρώπη

Κεφάλαιο1    Τι είναι η ιθαγένειατηςΕΕ;............................................. 4

Κεφάλαιο2    Ποιος μπορείναεπωφεληθεί;........................................... 6

Κεφάλαιο3    Πού μπορείτε να ασκήσετε αυτότοδικαίωμα;.................. 9

Κεφάλαιο4    Ετοιμάζεστε για μετάβαση σεάλληχώρα...................... 10

ΚανόνεςΣένγκεν........................................................... 12

Κεφάλαιο5    Οι πρώτοιτρειςμήνες................................................... 13

Γνωστοποίηση τηςπαρουσίαςσας................................ 14

Κεφάλαιο6    Μετά απότρειςμήνες................................................... 15

Κεφάλαιο7    Διοικητικέςδιατυπώσεις................................................ 17

ΠολίτεςτηςΕΕ.............................................................. 17

Μέλη της οικογένειας που δεν έχουν την ιθαγένεια της ΕΕ .. 19 Κυρώσεις..................................................................... 20

Κεφάλαιο8    Διατήρηση τουδικαιώματοςδιαμονής............................ 21

Μέλητηςοικογένειας.................................................... 22

Κεφάλαιο9    Δικαίωμαμόνιμηςδιαμονής........................................... 24

Διοικητικέςαπαιτήσεις.................................................. 26

Κεφάλαιο 10Ίσημεταχείριση........................................................... 27

Κεφάλαιο11Περιορισμοί................................................................. 29

Κεφάλαιο 12  Μεταβατικές ρυθμίσεις γιατουςμισθωτούς................... 32

Κεφάλαιο 13 Πώς να προστατέψετε ταδικαιώματάσας..................... 34
























Πλαίσιο κειμένου: © Istockphoto.comΚεφάλαιο 1



Τιείναιηιθαγένεια τηςΕΕ;



Τί σημαίνει να είσαι πολίτης της ΕΕ;

ΙθαγΕνΕΙα Της ΕΕ

Κάθεάτομοπουέχειτηνιθαγένειαμιαςχώρας τηςΕΕείναιαυτομάτωςκαιπολίτηςτηςΕΕ.Η ιθαγένειατηςΕΕείναισυμπληρωματικήτης εθνικήςιθαγένειαςκαιδεντηναντικαθιστά.
ΗιθαγένειατηςΕΕπαρέχεισεκάθεπολίτητης ΕΕ ορισμένα σημαντικά δικαιώματα, ταοποία περιλαμβάνουν:
§το δικαίωμα να κυκλοφορεί ελεύθερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να εγκαθίσταται οπουδήποτεεντόςτηςεπικράτειάςτης

§το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέ- γεσθαι ως υποψήφιος στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και στις δημο- τικές εκλογές στη χώρα της ΕΕ στην οποία διαμένει,ακόμηκαιανδενείναιυπήκοοςτης εν λόγωχώρας
§τοδικαίωματηςπροστασίαςαπότιςδιπλω- ματικές ή προξενικές αρχές κάθε χώρας  της ΕΕ σε μια χώρα εκτός της ΕΕ όπου η χώρακαταγωγήςσαςτηςΕΕδεναντιπροσω- πεύεται από προξενείο·
§το δικαίωμα να αναφέρεται στοΕυρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το δικαίωμα ναπροσφεύγει στονΕυρωπαίοΔιαμεσολαβητή,καθώςκαι το δικαίωμα να απευθύνεται γραπτώς στα θεσμικάόργαναήτουςφορείςτηςΕΕ.





Πλαίσιο κειμένου: Ο παρών οδηγός αφορά το δικαίωμά σας να κυκλοφορείτε και να διαμένετε ελεύθερα στην ΕΕ. Μπορείτε να βρείτε περισσότερες πληροφορίες για τα άλλα δικαιώματά σας ως πολίτη της ΕΕ στην επιγραμμική πύλη ενημέρωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Your Europe http://ec.europa.eu/youreurope




ΔΙΚαΙωμα ΕλΕύθΕρης ΚύΚλοφορΙας


Τοδικαίωμααυτόείναιαπόταπλέοναπτάκαι πολύτιμα πλεονεκτήματα της Ενωμένης Ευρώ- πηςγιακαθένααπότουςπολίτεςτης.Ήδη,περί- που13εκατομμύριαπολίτεςτηςΈνωσηςέχουν επωφεληθείαπότοπλεονέκτημαπουπαρέχει αυτότοδικαίωμακαιζουντώρασεάλλοκρά-τοςμέλοςτηςΈνωσης.ΟιπολίτεςτηςΈνωσης κάνουνεπίσηςκάθεχρόνοπάνωαπό1δισεκατ. ταξίδιασεάλλεςχώρεςτηςΕΕγιαδουλειάήγια

τουρισμόχωρίςναυποβάλλονταισεελέγχους εντόςτουςχώρουΣένγκενήυποβάλλονταισε ταχείς ελέγχους στασύνορα.
Τοάρθρο21παράγραφος1τηςΣυνθήκηςγια τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσηςορίζει ότικάθεπολίτηςτηςΈνωσηςέχειτοδικαίωμα νακυκλοφορείκαιναδιαμένειελεύθεραστην επικράτειατηςΕΕ,μετηνεπιφύλαξητωνπερι- ορισμώνκαιμετιςπροϋποθέσειςπουπρο- βλέπονται στις συνθήκες και τις διατάξειςπου θεσπίζονταιγιατηνεφαρμογήτους.









ΕφαρμοςΤΕα νομοθΕςΙα Της Ενωςης

Το σχετικό νομικό πλαίσιο είναι η οδηγία 2004/38/EΚ* (στο εξής: «οδηγία») που ετέθη σε εφαρμογή για τις χώρες της ΕΕ στις 30 Απριλίου 2006. Η οδηγία κωδι- κοποίησε και αναθεώρησε τα υφιστάμενα κοινοτικά μέσα για να απλουστεύσει και να ενισχύσει το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής για όλους τους πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικο- γένειάςτους.
Μπορείτε να τηλεφορτώσετε την οδηγία στο
* Οδηγία 2004/38/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμ- βουλίου της 29ης Απριλίου 2004 σχετικά με το δικαίωμα των πο- λιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλο- φορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/
ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ
 
Ηοδηγίαέχειμεταφερθείαπόκάθεχώρατης Ένωσηςστηνεθνικήτηςνομοθεσία.Ανθέλετε να βρείτε περισσότερες πληροφορίες γιατα δικαιώματάσαςσεμιασυγκεκριμένηχώρατης ΕΕ, πρέπει να συμβουλευθείτε την εφαρμοστέα εθνική τηςνομοθεσία.
Η Επιτροπή εξέδωσε κατευθυντήριεςγραμμές, τονΙούλιοτου2009,γιατοντρόπομετονοποίο οιχώρεςτηςΕΕμπορούνναμεταφέρουνκαλύ- τερατηνοδηγίαστηνεθνικήτουςνομοθεσία καιγιατοντρόπομετονοποίοηοδηγίαμπορεί να εφαρμοστεί αποτελεσματικότερα στην καθη- μερινήζωή.Μπορείτενατηλεφορτώσετετις κατευθυντήριες γραμμές απότο
http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=COM:2009:0313:FIN:EN:PDF

























Πλαίσιο κειμένου: © Fotolia.comΚεφάλαιο 2


Ποιος μπορεί ναεπωφεληθεί;
Ποιος μπορεί να επωφεληθεί από το δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα; αυτό το δικαίωμα αφορά μόνο τους πολίτες της Ένωσης ή μπορείτε να φέρετε μαζί σας τη ρωσίδα σύζυγό σας; Και τι ισχύει για τον βραζιλιάνο παππού σας που είναι σοβαρά άρρωστος και πρέπει να τον φροντίσετε εσείς προσωπικά;

οΙ ΠολΙΤΕς Της Ενωςης ΚαΙ οΙ οΙΚογΕνΕΙΕς Τούς!


οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της  οικογένειά  τους  (ακόμη   και εάν δεν είναι υπήκοοι χώρας της ΕΕ) καλύπτονται από τηνοδηγία.
 
μονον ομως Εφοςον μΕΤαβαΙνΕΤΕ ςΕ αλλη χωρα Της ΕΕ η ΕΠΙςΤρΕφΕΤΕ ςΤη χωρα ΚαΤαγωγης ςας αφού ΕχΕΤΕ ΔΙαμΕΙνΕΙ ςΕ μΙα αλλη χωρα Της ΕΕ

Η οδηγία εφαρμόζεται μόνον εφόσον μεταβαί- νετε ή διαμένετε σε μια χώρα της ΕΕ άλλη απ’ αυτήτηςοποίαςείστευπήκοος,καθώςκαιστα μέλητηςοικογένειάςσαςπουσαςσυνοδεύουν ήέρχονταινασαςσυναντήσουν.



YΈχετεεπίσηςτοδικαίωμαναεπωφελείσθεαπό ταδικαιώματαπουχορηγούνταιδυνάμειτηςοδη- γίας, εάν επιστρέφετε στη χώρα καταγωγής σας αφού έχετε διαμείνει σε μια άλλη χώρα τηςΕΕ.
Σεορισμένεςπεριπτώσειςμπορείτεναεπωφε- ληθείτεαπότηνοδηγίαχωρίςναέχετεδιαμείνει σεμιαάλληχώρατηςΕΕ,γιαπαράδειγμαόταν παρέχετευπηρεσίεςσεμιαάλληχώρατηςΕΕ χωρίς να διαμένετε σ’αυτήν.


ΠοΙος ΕΙναΙ ΠολΙΤης ΤηςΕΕ;

Όπως εξηγείται προηγουμένως, πολίτης της ΕΕ είναικάθεπρόσωποτοοποίοέχειτηνιθαγένειαχώρας τηςΕΕ.


ΠοΙος ΕΙναΙ μΕλος Της οΙΚογΕνΕΙας;

Ταμέλητηςοικογένειάςσας,ανεξαρτήτωςτης ιθαγένειάςτους,έχουνδικαίωμανασαςσυνο- δεύουν ή να έρθουν να σας συναντήσουν σε μιαχώρατηςΕΕάλληαπόεκείνητηςοποίας είστε υπήκοοι. Το δικαίωμα αυτό παρέχεται ανε- ξαρτήτωςτουεάνέχουνδιαμείνειπροηγουμέ- νωςσεμιαάλληχώρατηςΕΕήανεξαρτήτωςτηςθεώρησηςμετηνοποίατομέλοςτηςοικο- γένειαςεισήλθεστηχώραυποδοχήςτηςΕΕ.


Πλαίσιο κειμένου: Μέλη της οικογένειάς σας είναι οι σύζυγοι, οι (καταχωρημένοι) σύντρο- φοι, οι κατιόντες και οι ανιόντες

Γιακάθεκατηγορία,ισχύειοακόλουθοςορισμός:
§ο/ησύζυγος
ο/ησύζυγοςσας,ανεξαρτήτωςτουπότεκαιπούέλαβεχώραογάμος·
§ο/η(επίσημαδηλωμένος(-η)σύντροφος
ο/η σύντροφός σας με τον/την οποίο(-α) έχετε σχέση καταχωρημένης συμβίωσης βάσειτηςνομοθεσίαςμιαςχώραςτηςΕΕ– ωστόσο, ο/η καταχωρημένος (-η) σύντρο- φοςέχειτοδικαίωμανασαςσυνοδεύειήνα έρχεταινασαςσυναντήσειμόνοστιςχώρες τηςΕΕοιοποίεςαναγνωρίζουντησχέσητης καταχωρημένης συμβίωσης ωςισοδύναμη προς τογάμο
§κατιόντες
οι απευθείας κατιόντες (δηλ. παιδιά,εγγό- νια,κλπ.)πουείναιηλικίαςκάτωτων21ετών

ήείναιεξαρτώμενοικαιοικατιόντεςτου/της συζύγουσαςήτου/τηςκαταχωρημένου(-ης) συντρόφου σας·
§ανιόντες
οι συντηρούμενοι απευθείας  ανιόντες (δηλ, γονείς, παππούδες, κλπ) καθώς και αυτοίτου/τηςσυζύγουσαςήτου/τηςκκατα- χωρημένου(-ης)συντρόφουσας.
Τα παραπάνω μέλη της οικογένειας έχουν τα δικαιώματαπουπαρέχονταιαπότηνοδηγία ότανέρχονταινασαςσυναντήσουνήσαςσυνο- δεύουν, οι δε χώρες της ΕΕ είναι υποχρεω- μένες να αναγνωρίσουν τα δικαιώματάτους.


ΤΙ ΙςχύΕΙ γΙα Τα αλλα μΕλη Της οΙΚογΕνΕΙας;

Άλλα μέλη της οικογένειας, όπως αδέλφια, ξαδέλφια, θείες και θείοι και άλλοι συγγενείς έχουντοδικαίωμαναδιευκολύνονταιαπότη χώραυποδοχήςτηςΕΕκατάτηνείσοδοκαιτη διαμονή τους,εφόσον:
§συντηρούνται από εσάς ·ή
§ζουν υπό τη στέγη σας ·ή
§εφόσον σοβαροί λόγοι υγείας καθιστούναπό- λυτααναγκαίατηνπροσωπικήφροντίδασας.
Οιγονείςσαςήταπαιδιάσαςηλικίαςάνωτων 21ετώνπουδενσυντηρούνταιαπόεσάςεπω- φελούνται επίσης από το δικαίωμα να διευκο- λύνονταικατάτηνείσοδοκαιδιαμονήτουςεάν διαβιούν μαζίσας.

Οι χώρες της ΕΕ δεν μπορούν νααποκλείουν αυτομάτως μια ιδιαίτερη κατηγορία μελώντης οικογένειας.


ΤΙ ΙςχύΕΙ γΙα Τούς αλλούς ςύνΤροφούς;

Το ίδιο δικαίωμα διευκόλυνσης της εισόδου και της διαμονής χορηγείται και στον/στην σύντροφο με τον/την οποίο(-α) έχετε μια στα- θερή σχέση δεόντως βεβαιωμένη. Η έννοια αυτήκαλύπτειτιςσχέσειςμετοίδιοκαθώςκαι διαφορετικόφύλοκαιεξορισμούσχέσειςόπως ησυμβίωση(όπουκαιοιδύοσύντροφοιζουν μαζί).
Οι καταχωρημένοι σύντροφοι που μεταβαίνουν σεμιαχώρατηςΕΕηοποίαδεναναγνωρίζει το καθεστώς του/της καταχωρημένου (-ης) συντρόφουωςισοδύναμομετογάμοεμπίπτουν επίσηςσ’αυτήτηνκατηγορία.



ΔΙΚαΙωμα ΔΙαμονης

Αυτήηομάδατωνάλλωνμελώντηςοικογέ- νειας και των συντρόφων δεν έχει «αυτο- μάτως» το δικαίωμα να σας συνοδεύει στη χώρα υποδοχής της ΕΕ ή να έρχεται να σας συναντάσ’αυτήν.Ταδικαιώματάτουςυπόκει- νταιστηδιακριτικήευχέρειατηςχώραςυπο- δοχής τηςΕΕ.
Έχουν το δικαίωμα να τους «διευκολύνεται»  ηείσοδοςκαιηδιαμονή.Αυτόσημαίνεικυρίως ότιηχώραυποδοχήςτηςΕΕπρέπεινατουςαντι- μετωπίζειμεευνοϊκότεροτρόποσεσύγκρισημε τις αιτήσεις εισόδου ή διαμονής υπηκόων τρί- τωνχωρών.ΗχώραυποδοχήςτηςΕΕπρέπεινα εξετάζει τους οικογενειακούς δεσμούςτουςμεεσάςκαι,εάνθεωρήσειότιαποτελείτεαληθινή

οικογένεια, πρέπει να τα αντιμετωπίζει με τον ίδιοτρόποπουαντιμετωπίζειταάλλαμέλητης οικογένειας,όπωςσυζύγουςήπαιδιά.
Η χώρα υποδοχής της ΕΕ είναιυποχρεωμένη να αναλαμβάνει εκτενή εξέταση τηςπροσωπι- κήςτουςκατάστασηςκαιηάρνησηεισόδουκαι διαμονήςσεαυτάταμέλητηςοικογένειαςπρέ- πει να δικαιολογείται, να κοινοποιείται γραπτώς, υπόκειται δε σεπροσφυγή.


Πού μΠορω να βρω ΠΕρΙςςοΤΕρΕς ΠληροφορΙΕς;

Μπορείτεναβρείτετηνακριβήνομικήδιατύ- πωσητουθέματοςπουκαλύπτεταισεαυτότο μέρος στα άρθρα 2 και 3 τηςοδηγίας.


















Πλαίσιο κειμένου: © Istockphoto.comΚεφάλαιο 3

Πούμπορείτε
να ασκήσετε αυτό τοδικαίωμα;


ςε ποιες χώρες μπορείτε να ασκήσετε αυτό το δικαίωμα;

CμΠορΕΙΤΕ ναΕΠωφΕληθΕΙΤΕ αΠο αύΤα Τα ΔΙΚαΙωμαΤα ςΤην ΕΕ

ςΤην ΙςλανΔΙα, Το λΙχΤΕνςΤαϊν ΚαΙ Τη νορβηγΙα …


Μπορείτε να επωφεληθείτε από το δι- καίωμα να κυκλοφορείτε και να διαμέ- νετε ελεύθερα σε κάθε χώρα τηςΕΕ. Αυτό περιλαμβάνει και τις Αζόρες, τη Μαδέρα (Πορτογαλία), τα νησιά Άλαντ (Φινλανδία), τις Καναρίους Νήσους, τη Θέουτα και τη Μελίγια (Ισπανία) και τα Γαλλικά ΥπερπόντιαΔιαμερίσματα. Ισχύει επίσης για τοΓιβραλτάρ.
Δεν ισχύει για τα αγγλονορμαδικά νησιά και τη Νήσο του Μαν, τις Φερ- ρόεςΝήσους(∆ανία)ήτιςΥπερπόντι- ες Χώρες καιΕδάφη.
 
Μπορείτεεπίσηςναεπωφεληθείτεαπότοδικαί- ωμα στην Ισλανδία, το Λιχτενστάιν και τηΝορ- βηγία,διότιοιχώρεςαυτέςσυμμετέχουνστον Ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο. Παρομοίως οι υπήκοοι αυτών των τριών χωρών μπορούννα κυκλοφορούνκαιναδιαμένουνελεύθεραεντός της ΕυρωπαϊκήςΈνωσης.

αΙ ΕχΕΤΕ ορΙςμΕνα ΔΙΚαΙωμαΤα ςΤην ΕλβΕΤΙα


Η οδηγία δεν εφαρμόζεται όσον αφορά την Ελβετία. Εντούτοις, μπορείτε να έχετε ορισμένα δικαιώματα στην Ελβετία βάσει της συμφωνίας ΕΕ- Ελβετίας για την ελεύθερη κυκλοφορία των προ- σώπωντου1999καιτωνσχετικώνπρωτοκόλλων. Τα δικαιώματα αυτά είναι πιο περιορισμένα από αυτάπουπροβλέπονταιδυνάμειτηςοδηγίας.Μπο- ρείτενατηλεφορτώσετετησυμφωνίααπότο:
http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=CELEX:22002A0430(01):EN:HTML

























Πλαίσιο κειμένου: © Istockphoto.comΚεφάλαιο 4



Ετοιμάζεστε για μετάβαση σεάλληχώρα



θα θέλατε να μεταβείτε σε μια άλλη χώρα της ΕΕ … τι είδους χαρτιά πρέπει να έχετε έτοιμα πριν από την αναχώρησή σας;


Ως πολίτης της ΕΕ, μπορείτε πάντα να διέλθετε τα σύνορα με ένα ισχύον δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο.
 
Το μονο Πού χρΕΙαζΕςΤΕ ΕΙναΙ ΕθνΙΚη ςας ΤαύΤοΤηΤα
Δενχρειάζεταιναέχετεδελτίοταυτότηταςμε μηχαναγνώσιμη ζώνη βιομετρικά χαρακτη- ριστικά ή διαβατήριο που να ισχύει για του- λάχιστονακόμη3μήνεςεάντοταξιδιωτικό έγγραφο είναι έγκυρο, είστε εντάξει. Οι χώρες τηςΕΕδενμπορούννασαςυποχρεώσουννα προσκομίσετε μόνο διαβατήριο ή μόνο δελτίο ταυτότητας.Έχετετοδικαίωμαναεπιλέξετετο ταξιδιωτικό έγγραφο και αυτό το δικαίωμαδεν μπορεί να περιοριστεί. Δεν χρειάζεστε καμία θεώρησηεισόδου.
Δεδομένουότιμπορείνασαςζητηθείαπότις εθνικέςαρχέςνααποδείξετετηνταυτότητάσας για λόγους ασφαλείας ανά πάσα στιγμή, πρέπει ναέχετεπάνταμαζίσαςτηνταυτότητάςσας.



χαςαΤΕ η ξΕχαςαΤΕ Το ΔΙαβαΤηρΙο ςας η Το ΔΕλΤΙο ΤαύΤοΤηΤας;

Θέλετεναπεράσετετασύνορακαιαντιλαμβά- νεστεότιδενέχετεμαζίσαςτοδελτίοταυτό- τητάς σας ή το διαβατήριο; Οι υπάλληλοιπου είναιυπεύθυνοιγιατονέλεγχοτωνσυνόρωνδενμπορούννασαςστείλουνπίσωπροτούσαςδώσουν κάθε εύλογη δυνατότητα να αποκτή- σετετααναγκαίαέγγραφαήζητήσουννατους αποσταλούνταέγγραφααυτάμέσασεεύλογο χρονικόδιάστημα.
Μπορείτε επίσης να αποδείξετε με άλλα μέσα ότικαλύπτεσθεαπότοδικαίωματηςελεύθερηςκυκλοφορίαςκαιδιαμονήςαποδεικνύονταςτηνταυτότητακαιτηνιθαγένειάσας.




ΚανονΕς γΙα Τα μΕλη Της οΙΚογΕνΕΙας ςας


Οι χώρες των οποίων οι υπήκοοι υπόκεινται σε θεώρησηαπαριθμούνταιστονκανονισμό(EΚ)αριθ. 539/2001 και τις διαδοχικές τροποποιήσεις του, [διατίθεταιήστηνεθνικήνομοθεσίαστηνπερί- πτωσητουΗνωμένουΒασιλείουκαιτηςΙρλανδίας.

θΕωρηςΕΙς ΕΙςοΔού;

οι χώρες της ΕΕ υποχρεούνται να παρέχουν στα μέλη της οικογένειάς σας που δεν έχουν ιθαγένεια της ΕΕ κάθε διευκόλυνση, προκει- μένου να αποκτήσουν τις απαιτούμενες θεω- ρήσεις. Οι θεωρήσεις αυτές εκδίδονταιατελώς τοσυντομότεροδυνατόκαιβάσειταχείαςδιαδι-

κασίας.ΗΕπιτροπήθεωρείότιοχρόνοςγιατη διεκπεραίωσημπορείναυπερβαίνειτις15ημέ- ρεςμόνοσεξαιρετικέςκαιδεόντωςδικαολογη- μένεςπεριπτώσεις.
Οι χώρες της ΕΕ μπορούν να απαιτούν γιατα μέλη της οικογένειάς σας μόνον θεωρήσειςεισό- δου και όχι θεωρήσεις οικογενειακές ήδιαμονής.

ΤΙ Εγγραφα χρΕΙαζονΤαΙ;

Τοδικαίωμαεισόδουτωνμελώντηςοικογένειάς σαςπουδενέχουνιθαγένειατηςΕΕπροκύπτει απότουςοικογενειακούςδεσμούςτουςμεεσάς που είστε πολίτης της Ένωσης. Το μόνο που μπορούνναζητήσουνοιπροξενικοίυπάλληλοι είναι το διαβατήριό τους και ένα έγγραφο που να αποδεικνύει τους οικογενειακούς δεσμούς τουςμεεσάς,όπωςπιστοποιητικόγάμουήγεν- νήσεως,απόδειξηότιδιαμένετεήδηστηχώρα υποδοχήςτηςΕΕ(ήδήλωσηότιθαμεταβείτεσε αυτήμεταμέλητηςοικογένειάςσαςμόλιςεκδο- θεί η θεώρηση) και απόδειξη εξάρτησης,όταν απαιτείται.Δενμπορείναζητηθείαπόταμέλη της οικογένειάς σας να προσκομίσουν έγγραφα, όπως εισιτήρια, πιστοποιητικό απασχόλησης, φύλλα μισθοδοσίας, αποσπάσματα τραπεζικού λογαριασμού, απόδειξη στέγασης και μέσωνδια- βίωσηςήιατρικόπιστοποιητικό.

ΔΙαβαΤηρΙο χωρΙς θΕωρηςη;

Τα μέλη της οικογένειάς σαςδεν μπορούν να επαναπροωθηθούν αυτομάτως στα σύνορα σε περίπτωσηπουδενφέρουνισχύονδιαβατήριο ή, απαιτείται, θεώρηση εισόδου, όταν είναι σε θέσηνααποδείξουντηνταυτότητάτουςκαιτους οικογενειακούςδεσμούςτουςμεεσάς.

ΔΕλΤΙο ΔΙαμονης = ΔΕν αΠαΙΤΕΙΤαΙ θΕωρηςη



Πλαίσιο κειμένου: Κατοχή ισχύοντος δελτίου διαμονής που εκδόθηκε από χώρα της ΕΕ που υπάγεται στο χώρο Σένγκεν (βλ. παρα- κάτω) απαλλάσσει τα μέλη της οι- κογένειας από την απαίτηση θεώ- ρησης σε άλλες χώρες της ΕΕ που υπάγονται στο χώρο ςένγκεν.


Εάνμέλητηςοικογένειάςσαςπουδενέχουν την ιθαγένεια της ΕΕ κυκλοφορούνμεταξύ



μιαςχώραςτηςΕΕπουυπάγεταιστοΣένγκεν καιμιαςχώραςτηςΕΕπουδενυπάγεταιστο Σένγκεν, μπορούν επίσης να απαλλάσσονται από την απαίτηση θεώρησης εάν ταξιδεύουν μαζίσαςήγιανασαςσυναντήσουνκαιφέρουν ισχύονδελτίοδιαμονήςμέλουςτηςοικογένειας πουέχειεκδοθείαπόχώρατηςΕΕάλληαπότηχώρατηςεθνικήςσαςιθαγένειας.


ΕΠΙβΙβαςη ςΕ ΠΤηςη

Μπορείτε να επιβιβαστείτε σεενδοευρωπαϊκή πτήσημεισχύονδιαβατήριοήδελτίοταυτότητας (ταμέλητηςοικογένειάςσαςπουδενέχουντην ιθαγένειατηςΕΕμεισχύονδιαβατήριο).Μπορεί ναγίνουναποδεκτάάλλαέγγραφαταυτότητας, σύμφωνα με τους εσωτερικούς κανόνεςτου αντίστοιχουμεταφορέα.


Πού μΠορω να βρω ΠΕρΙςςοΤΕρΕς ΠληροφορΙΕς;

Μπορείτεναβρείτετηνακριβήνομικήδιατύ- πωση του θέματος που καλύπτεται σ’ αυτότο μέρος στο άρθρο 5 τηςοδηγίας.


   ΚανόνΕςςΕνγΚΕν  


Τι ισχύει για την κυκλοφορία εντός του χώρου ςένγκεν;




Πλαίσιο κειμένου: Ο χώρος Σένγκεν είναι μια ζώνη εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου δεν υπάρχουν εσωτερικοί συνο- ριακοί έλεγχοι. Στη ζώνη αυτή ισχύ- ουν οι «κανόνες Σένγκεν».

ΤΙ ΕΙναΙ ο χωρος ςΕνγΚΕν;
ΗπλειονότητατωνχωρώντηςΕΕ(αυστρία, Βέλγιο,ΔημοκρατίατηςΤσεχίας,Δανία,Εσθονία,

Φινλανδία, γαλλία, γερμανία, όυγγαρία, Ελλάδα, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Κάτω Χώρες, Πολωνία, Πορτογαλίαςλοβακία, ςλοβενία, Ισπανία και ςουηδία, καθώς και η Ισλανδία,τοΛιχτενστάιν,ηνορβηγίακαιηΕλβε- τία)αποτελούνμέροςτουχώρουΣένγκεν.
ΗΒουλγαρία,ηΚύπροςκαιηΡουμανίακαιτο Λιχτενστάιν δεν ανήκουν ακόμη πλήρωςστον χώρο Σένγκεν. Ως εκ τούτου, οι συνοριακοί έλεγχοι μεταξύ αυτών και του χώρου Σένγκεν θα διατηρηθούν έως ότου πληρωθούν οιόροι για την κατάργησήτους.
ΤοΗνωμένοΒασίλειοκαιηΙρλανδίαείναιεκτός τουχώρουΣένγκεν,δεδομένουότιέχουνεπιλέ- ξειναδιατηρήσουντουςσυνοριακούςελέγχους μετιςάλλεςχώρεςτηςΕΕ.


ςύνορΙαΚοΙ ΕλΕγχοΙ ςΤούς ΠολΙΤΕς Της ΕΕ

ΟιπολίτεςτηςΕΕπουδιέρχονταιταεξωτερικά σύνορα υποβάλλονται σε ελάχιστο έλεγχοκαι μπορούνναχρησιμοποιούνχωριστέςλωρίδες πουπροορίζονταιγιατουςπολίτεςτηςΈνωσης.
Ηκατάργησητωνσυνοριακώνελέγχωνσημαί- νει ότι δεν πρέπει να δείχνετε πλέον τα διαβα- τήρια ή τα δελτία ταυτότητας όταν διέρχεστε τασύνοραμεταξύτωνχωρώντουχώρουΣέν- γκεν.Εντούτοις,πρέπειναέχετεπάνταμαζί σαςτοδιαβατήριόσαςήτοδελτίοταυτότητας, καθώς το δικαίωμαελεύθερηςκυκλοφορίαςκαιδιαμονήςυπόκειταιστονόροτηςπροσκόμι- σηςαυτώντωνεγγράφωνότανσαςζητούνται.


… ΚαΙ ςΤα μΕλη Της οΙΚογΕνΕΙας Τούς

Ταμέλητηςοικογένειάςσαςπουείναιπολίτες τηςΈνωσηςκαλύπτονταιαπότουςίδιουςακρι- βώςκανόνες.
Ταμέλητηςοικογένειάςσαςπουδενέχουντην ιθαγένειατηςΕΕμπορούνναεισέλθουνστο χώροΣένγκενμεθεώρησηεισόδου,εάναπαι- τείται(βλ.παραπάνω),καιναταξιδεύουνελεύ- θερασ’αυτόν,καθώςηενιαίαθεώρησηισχύει για όλη τον χώροΣένγκεν.























Πλαίσιο κειμένου: © Istockphoto.comΚεφάλαιο 5



Οι πρώτοι τρεις μήνες



Περάσατε τα σύνορα! Και τώρα;

ΔΙΚαΙωμα ΔΙαμονης Εως ΤρΕΙς μηνΕς


Πλαίσιο κειμένου: Κάθε πολίτης της ΕΕ έχει το δικαίω- μα να διαμένει στο έδαφος της χώ- ρας υποδοχής της ΕΕ για περίοδο μέχρι τριών μηνών άνευ όρων ή διατυπώσεων πέραν της απαίτησης να κατέχει ισχύον δελτίο ταυτότη- τας ή διαβατήριο.

Δενέχεισημασίαανέχετεέλθεισ’αυτήνγια ναεργαστείτεήνασπουδάσετεήαπλώςγιανα τηνεπισκεφθείτεωςτουρίστας.Τομόνοπου

χρειάζεστε είναι ένα ισχύον δελτίοταυτότητας ήδιαβατήριο.
Τα μέλη της οικογένειάς σας που δεν έχουν την ιθαγένεια της ΕΕ και σας συνοδεύουν ή έρχονταινασαςσυναντήσουνμπορούνναδια- μείνουν μαζί σας έως τρεις μήνες απλώςκαι μόνο με το διαβατήριότους.


ΕΙΔΙΚη μΕΤαχΕΙρΙςη αύΤων Πού αναζηΤούν ΕργαςΙα

ΟιπολίτεςτηςΈνωσηςέχουντοδικαίωμανα διαμένουνάνευόρωνήδιατυπώσεωνγιαπερί- οδοέξιμηνώνήκαιπερισσότεροανσυνεχίζουν νααναζητούνεργασίαστηχώραυποδοχήςτης ΕΕκαιέχουνπραγματικήπιθανότηταναβρουν.



Πού μΠορω να βρω ΠΕρΙςςοΤΕρΕς ΠληροφορΙΕς;

Μπορείτεναβρείτετηνακριβήνομικήδιατύ- πωσητουθέματοςπουκαλύπτεταισεαυτότομέρος στο άρθρο 6 τηςοδηγίας.



Πλαίσιο κειμένου: γνωςΤόΠόΙηςη Της ΠαρόυςΙας ςας




γνωςΤοΠοΙηςη Της ΠαρούςΙας ςας

Μπορείναζητηθείαπόσας,καθώςκαιαπότα μέλη της οικογένειάς σας να γνωστοποιήσετε τηνπαρουσίασαςεντόςεύλογηςπροθεσμίας απότηνάφιξήσας.Έτσιοιδημόσιεςαρχέςτης χώραςυποδοχήςτηςΕΕθαείναισεθέσηναγνω- ρίζουνμεπερισσότερεςλεπτομέρειεςτηνκυκλο- φορίατουπληθυσμούστηνεπικράτειάτους.
Ωστόσο,οιχώρεςτηςΕΕμπορούνναεπιλέ- ξουνναμηναπαιτήσουντηγνωστοποίησητης παρουσίαςσας.

ΤΙ ςύμβαΙνΕΙ αν ΔΕν γνωςΤοΠοΙηςΕΤΕ Την ΠαρούςΙα ςας;

η μη συμμόρφωσή σας ή η μη συμμόρφωση των μελών της οικογένειάς σας με τηναπαί- τηση γνωστοποίησης της παρουσίας σας μπο- ρεί να επισύρει διοικητικές κυρώσεις που θα είναι αναλογικές και δεν θα εισάγουν διακρί- σεις.Τούτοσημαίνειότιοικυρώσειςπρέπεινα είναιανάλογεςπροςτηνπαράβασηπουδιεπρά- χθηκαιταυτόχροναπρέπειναείναιοιίδιεςμε αυτέςπουθαεπιβάλλοντανστουςυπηκόουςτης χώρας υποδοχής της ΕΕ. Εν πάση περιπτώσει, δενμπορείτενααπελαθείτεγιατηνπαράβαση και μόνον αυτού τουκανόνα.


Πού μΠορω να βρω ΠΕρΙςςοΤΕρΕς ΠληροφορΙΕς;

Μπορείτεναβρείτετηνακριβήνομικήδιατύ- πωσητουθέματοςπουκαλύπτεταιστοπαρόν μέροςστοάρθρο5παράγραφος5ηςοδηγίας.


















Πλαίσιο κειμένου: © Istockphoto.comΚεφάλαιο 6



Μετά από τρεις μήνες



Τι ισχύει εάν θέλετε να διαμείνετε άνω των τριών μηνών;



Πλαίσιο κειμένου: Το δικαίωμά σας να διαμένετε άνω τριών μηνών υπόκειται σε ορισμένους όρους. Η φύση αυτών των όρων εξαρτάται από την ιδιότητά σας στη χώρα υποδοχής της ΕΕ.

ΕξαρΤαΤαΙ αΠο Την ΙΔΙοΤηΤα ςας


μΙςθωΤοΙ, αύΤοαΠαςχολούμΕνοΙ,
ΠαροχοΙ ύΠηρΕςΙων
οιμισθωτοίκαιοιαυτοαπασχολούμενοιέχουν δικαίωμα διαμονής χωρίς άλλους όρουςεκτός από το να είναι μισθωτοί ή αυτοαπασχολού- μενοι.Τοίδιοδικαίωμαέχουνκαιοιπαρέχοντες

προσωρινά υπηρεσίες στη χώρα υποδοχής της Ένωσης.
γιαλεπτομέρειεςόσοναφοράτιςμεταβατικές ρυθμίσεις για την ελεύθερη κυκλοφορίατων μισθωτών,βλ.παρακάτωΚεφάλαιο12.


ΔΙαΤηρηςη Της ΙΔΙοΤηΤας Τού μΙςθωΤού η Τού αύΤοαΠαςχολούμΕνού

ΟιπολίτεςτηςΕΕδιατηρούντηνιδιότητατου μισθωτού και του αυτοαπασχολούμενου στις ακόλουθεςπεριπτώσεις:
§εάν είναι ανίκανοι προς εργασία εξαιτίας ασθένειας ή ατυχήματοςή
§εάνέχουνκαταγραφείωςακουσίωςάνεργοι και έχουν εγγραφεί ως πρόσωπα πουανα- ζητούν εργασία στην αρμόδια υπηρεσίααπα- σχόλησηςή
§εάν παρακολουθούν μαθήματα επαγγελματι- κήςκατάρτισης.



ςΠούΔαςΤΕς …

οισπουδαστέςπρέπειναπληρούντουςακό- λουθους τρειςόρους:
§να έχουν εγγραφεί σε ένα ίδρυμα για να παρακολουθήσουν, κατάκύριααπασχό-ληση, κύκλο σπουδών ή επαγγελματικής εκπαίδευσης
§να διαθέτουν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας·και
§ναδιαβεβαιώσουντηναρμόδιαεθνικήαρχήμεδήλωσηήμεοποιοδήποτεάλλοισοδύ- ναμοτρόποεπιλέξουνότιέχουνεπαρκείς πόρους για τους ίδιους και την οικογένειά τους, προκειμένου να μην επιβαρύνουν,κατά τη διάρκεια της διαμονής τους, τοσύστημα κοινωνικής προνοίας της χώραςυποδοχής τηςΕΕ.


… ΚαΙ αλλα ΠροςωΠα ανΕύ ΕΠαγγΕλμαΤος

Τα άλλα πρόσωπα άνευ επαγγέλματος (π.χ. άνεργοι,συνταξιούχοικ.λπ.)πρέπειεπίσηςνα έχουν επαρκείς πόρους για τους ίδιους και τα μέλη της οικογένειάς τους, προκειμένουνα μην επιβαρύνουν, κατά την περίοδο παραμο- νήςτους,τοσύστημακοινωνικήςπρονοίαςτηςχώρας υποδοχής της ΕΕ και πρέπει ναέχουν πλήρη ασφαλιστική κάλυψηασθενείας.


ΔΙΚαΙωμαΤαΤωνμΕλωνΤης οΙΚογΕνΕΙαςςας



Πλαίσιο κειμένου: Τα μέλη της οικογένειάς σας έχουν το δικαίωμα να διαμένουν μαζί σας υπό την προϋπόθεση ότι πληρούν τους όρους που παρουσιάζονται συνοπτι- κά στο παρόν κεφάλαιο.


ΕξαΙρΕςη γΙα μΕλη Της οΙΚογΕνΕΙας Των ςΠούΔαςΤων
Ημόνηεξαίρεσηαφοράορισμέναμέλητηςοικο- γένειαςτωνσπουδαστών.Ηχώραυποδοχήςτης ΕΕμπορείνααποφασίσειότιμόνονο/ησύζυγος

τους,ο/ηκαταχωρημένος(-η)σύντροφοςκαιτα συντηρούμενα τέκνα τους έχουν«αυτομάτως» δικαίωμα διαμονής. Τα άλλα μέλη της οικογέ- νειάςτους,όπωςοιγονείς,έχουνμόνοδικαίωμα σε«διευκόλυνση»τηςεισόδουτους.


ΕΙναΙ ΠροςωΠΙΚο ΔΙΚαΙωμα


Πλαίσιο κειμένου: Το δικαίωμα διαμονής σε μια άλλη χώρα της ΕΕ είναι θεμε- λιώδες και προσωπικό δικαί- ωμά σας και σας χορηγείται απευθείας από τη ςυνθήκη για  τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. ςυνεπώς, το δικαίωμα δεν εξαρ- τάται από το αν έχετε εκπληρώ- σει διοικητικές διαδικασίες.
Αυτόσημαίνειβασικάότι,απότηστιγμήπου πληροίτετουςόρους,έχετετοδικαίωμαδια- μονήςκαιτοδικαίωμάσαςδενσαςχορηγείται με απόφαση της χώρας υποδοχής της ΕΕ.Τα έγγραφαπουμπορούνναχορηγηθούνσεσας ήσταμέλητηςοικογένειάςσαςαπότηχώρα υποδοχήςτηςΕΕπιστοποιούναπλώςότιέχετε αυτό το δικαίωμα. Ωστόσο, αν δενεγγραφείτε ήέχειλήξειτοδελτίοδιαμονήςτωνμελώντης οικογένειάςσας,δενμπορείνατεθείτέρμαστο δικαίωμα διαμονής σας εάν εξακολουθείτε να πληροίτετουςόρους.Μπορείνασαςεπιβληθεί γιατημησυμμόρφωσήσαςμετουςεθνικούς κανόνεςκύρωσηηοποίαθαείναιαναλογικήκαι δεν θα εισάγειδιακρίσεις.


Πού μΠορω να βρω ΠΕρΙςςοΤΕρΕς;

Μπορείτεναβρείτετηνακριβήνομικήδιατύ- πωσητουθέματοςπουκαλύπτεταιστοπαρόν μέρος στο άρθρο 7 τηςοδηγίας.

























Πλαίσιο κειμένου: © Istockphoto.comΚεφάλαιο 7



Διοικητικές διατυπώσεις



Τι διοικητικές διατυπώσεις μπορεί να χρειαστεί να ακολουθήσετε για να μπορείτε να διαμείνετε άνω των τριώνμηνών;

      ΠόΛΙΤΕςΤηςΕΕ      

Εγγραφη

Μπορεί να σας ζητηθεί να εγγραφείτε στις αρμόδιεςαρχέςαλλάμόνονγιαδιάστημαδια- μονής που υπερβαίνει τους τρειςμήνες.
οι χώρες της ΕΕ έχουν τη δυνατότητα να επι- λέξουν να μην απαιτήσουν από τους πολίτες της Ένωσης να εγγραφούν.

ΠΙςΤοΠοΙηΤΙΚο ΚαΙ ΠροθΕςμΙα



Πλαίσιο κειμένου: Η προθεσμία εγγραφής καθορίζεται από κάθε χώρα της ΕΕ, αλλά δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τρεις μήνες από την ημερομηνία της άφι- ξης. Η αρμόδια εθνική αρχή πρέπει να σας χορηγήσει πιστοποιητικό εγ- γραφής στο οποίο θα αναγράφεται το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνσή σας, καθώς και η ημερομηνία εγγρα- φής, αμέσως μετά την προσκόμιση των απαιτούμενων.




ΚαΤαργηςη Των αΔΕΙων ΔΙαμονης
οι άδειες διαμονής για τους πολίτες της Ένωσης καταργήθηκαν από την οδηγία και αντικαταστάθηκαν με πιστοποιητικάεγγραφής τα οποία θα εκδίδονται με πολύ ταχύτερηδια- δικασία.


ΕγγραφαΠούΠρΕΠΕΙναΕχΕΤΕΕΤοΙμα

Μπορείνασαςζητηθείναπροσκομίσετεέγγραφα πουνααποδεικνύουνότιπληροίτετουςόρους πουαπαριθμούνταιστοπαραπάνωκεφάλαιο6.
§Δελτίο ταυτότητας ήδιαβατήριο
Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να βεβαιωθείτε ότι έχετε ένα ισχύον δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο.
Ανάλογα με την ιδιότητά σας, μπορεί να σας ζητηθεί να προσκομίσετε απόδειξη ότι πληροίτε τους όρους που συνδέονται μετο δικαίωμαδιαμονήςτηςκατηγορίαςτηςιδιό- τητάςσας(π.χ.μισθωτός,σπουδαστήςκ.λπ.).
§γιατουςμισθωτούς
οιμισθωτοίπρέπειναπροσκομίζουνβεβαί- ωση πρόσληψης από τον εργοδότη ήπιστο- ποιητικό απασχόλησης. Δεν χρειάζεται να προσκομίσουν εκκαθαριστικόμισθοδοσίας.
§για τουςαυτοαπασχολούμενους
οι αυτοαπασχολούμενοι πρέπει να προσκομί- ζουναπόδειξηότιείναιαυτοαπασχολούμενοι.
§για τουςσπουδαστές
οι σπουδαστές πρέπει να προσκομίζουν τα ακόλουθα:
     απόδειξη της εγγραφής τους σεεγκεκρι- μένο εκπαιδευτικόίδρυμα
     απόδειξη πλήρουςασφαλιστικής κάλυ-ψης ασθενείας ·και
     δήλωσηήάλλοισοδύναμομέσοτηςεπι- λογής τους, από το οποίο να προκύπτει ότι διαθέτουν επαρκείς πόρους,προκει- μένουναμηνεπιβαρύνουντοσύστημακοινωνικής πρόνοιας τις χώρες υποδοχής τηςΕΕ.
§για άλλαπρόσωπα
Άλλα άνευ επαγγέλματος άτομα πρέπεινα προσκομίζουν απόδειξη πλήρους ασφαλι- στικής κάλυψης ασθενείας και επαρκών πόρων, προκειμένου να μην επιβαρύνουν τοσύστημακοινωνικήςπρονοίαςτηςχώρας υποδοχής τηςΕΕ.

ΤΙ ςημαΙνΕΙ ΕΠαρΚΕΙς ΠοροΙ;


Πλαίσιο κειμένου: Δεν έχει προσδιοριστεί το ύψος των πόρων  που  οι  χώρες  της  ΕΕ μπορούν να επιβάλλουν ως «επαρκείς».


Πλαίσιο κειμένου: Οι πολίτες της ΕΕ έχουν επαρκείς πό- ρους αν το επίπεδο των πόρων τους είναι υψηλότερο από το όριο κάτω από το οποίο χορηγείται στη χώρα υποδοχής της ΕΕ η παροχή στοιχειώ- δους διαβίωσης (ή η κατώτατη σύ- νταξη κοινωνικής ασφάλισης).

Οιεθνικέςαρχέςπρέπειναλαμβάνουνυπόψη την προσωπική κατάσταση τουενδιαφερόμενου πολίτη της ΕΕ, αλλά μπορούν, όπου απαιτείται, να διενεργούν ελέγχους ως προς την ύπαρξη τωνπόρων,τηνομιμότητα,τούψοςκαιτηδια- θεσιμότητάτους.Οιπόροιαπόένατρίτομέρος πρέπει να γίνονταιαποδεκτοί.


ΤΙ ΙςχύΕΙ γΙα Τα μΕλη Της οΙΚογΕνΕΙας;

Σταμέλητηςοικογένειάςσαςπουείναιπολίτες τηςΕΕθατουςχορηγηθείβεβαίωσηεγγραφής μετάαπόπροσκόμισητωνακόλουθων:
§ισχύοντοςδελτίουταυτότηταςήδιαβατηρίου
§της βεβαίωσης εγγραφής σας ή, εάν δεν υπάρχει σύστημα εγγραφής, οποιασδήποτε απόδειξητηςδιαμονήςσαςστηχώραυπο- δοχής της ΕΕκαι
§ενός εγγράφου που να βεβαιώνει την ύπαρξηοικογενειακούδεσμούήκαταχωρη- μένηςσυμβίωσηςμεεσάςκαι,ενδεχομένως, εγγράφου που να πιστοποιεί ότισυντηρού- νται απόεσάς.



Τα μέλη της οικογένειας που έχουν δικαίωμα διευκόλυνσηςεισόδουήδιαμονής,πρέπειεπί- σης ναπροσκομίζουν:
§έγγραφοπουτουςέχειχορηγηθείαπότηναρμόδια αρχή της χώρας καταγωγής τους τοοποίοναπιστοποιείότισυντηρούνταιαπόεσάςήζουνυπότηστέγησας·
§απόδειξη της ύπαρξηςσοβαρώνλόγωνυγείας·ή
§απόδειξη της ύπαρξης σταθερής σχέσηςμαζί σας.


ΕΠΙΚύρωςη ΚαΙ μΕΤαφραςη Εγγραφων


Πλαίσιο κειμένου: ΜΕΛη Της όΙΚόγΕνΕΙας Πόυ ΔΕν ΕΧόυν Την ΙθαγΕνΕΙα Της ΕΕ



ςτα μέλη της οικογένειας που  δεν έχουν την ιθαγένεια τηςΕΕ θα χορηγηθεί δελτίο διαμονής που αναφέρει σαφώς ότι είναι μέλητης οικογένειας ενός πολίτη της ΕΕ μετά από προσκόμιση τωνακολούθων:
§ισχύοντος διαβατηρίου·
§της βεβαίωσης εγγραφής σαςή, εάν δεν υπάρχει σύστημα εγγρα- φής, οποιασδήποτε άλλης απόδει- ξης της διαμονής σας στη χώρα υποδοχής τηςΕΕ·και
§ενός εγγράφου που πιστοποιεί την ύπαρξη οικογενειακής σχέσης ή κα- ταχωρημένης συμβίωσης μαζί σας και, ενδεχομένως, εγγράφου πουπι- στοποιείότισυντηρούνταιαπόεσάς.
 
ΔΕλΤΙο ΔΙαμονης


Πλαίσιο κειμένου: Αν η χώρα της ΕΕ έχει σοβαρές αμ- φιβολίες για την αυθεντικότητα των εγγράφων που προσκομίζετε, μπορεί να χρειαστεί να τα πιστοποιήσετε ως γνήσια. Για το σκοπό αυτό, πρέπει να απευθυνθείτε σ’ ένα δικηγόρο, σ’ ένα συμβολαιογράφο ή στην πρεσβεία σας και συνήθως να καταβάλετε ένα τέλος. Εάν η χώρα της ΕΕ δεν κατα- νοεί τα έγγραφά σας, μπορεί να σας ζητηθεί μετάφραση.


ΟιχώρεςτηςΕΕμπορούνναλαμβάνουντα αναγκαία μέτρα προκειμένου να αρνούνται,να τερματίζουν ή να ανακαλούν οποιοδήποτε δικαίωμα αναγνωρίζεται από την οδηγία σε περίπτωση πλαστών εγγράφων.


ΤΙ ΙςχύΕΙ γΙα Τα ΤΕλη;

Οι βεβαιώσεις εγγραφής πρέπει ναχορηγούνται ατελώς ή έναντι τέλους που δεν υπερβαίνει αυτόπουεπιβάλλεταιστουςημεδαπούςγιατη χορήγηση παρεμφερών εγγράφων, όπωςτων εθνικών δελτίωνταυτότητας.


Πού μΠορω να βρω ΠΕρΙςςοΤΕρΕς ΠληροφορΙΕς;

Μπορείτεναβρείτετηνακριβήνομικήδιατύ- πωσητουθέματοςπουκαλύπτεταιστοπαρόν μέρος στο άρθρο 8 τηςοδηγίας.



Τα μέλη της οικογένειας που έχουν το δικαί- ωμα της διευκόλυνσης εισόδου και διαμονής πρέπειναπροσκομίζουνοποιοδήποτεαπότα ίδια έγγραφα που απαιτούνται από τουςπολίτες τηςΕΕπουέχουναυτότοδικαίωμα.


ΠροθΕςμΙΕς ΚαΙ Ιςχύς


Πλαίσιο κειμένου: Τα μέλη της οικογένειάς σας που δεν έχουν την ιθαγένεια της ΕΕ υποχρε- ούνται να υποβάλουν αίτηση για τη χορήγηση δελτίου διαμονής, όταν η προβλεπόμενη περίοδος πα- ραμονής υπερβαίνει τους τρεις μήνες.
Ηπροθεσμίαγιατηνυποβολήτηςαίτησηςδεν μπορείναείναικάτωτωντριώνμηνώναπότην ημερομηνίαάφιξης.



Το δελτίο διαμονής εκδίδεται εντός έξι μηνών από την υποβολή της αίτησης με ισχύ πέντε έτηγιατηνπροβλεπόμενηπερίοδοπαραμο- νήςσας,εάνηπερίοδοςαυτήείναιμικρότερη τωνπέντεετών)απότηνημερομηνίαέκδοσης. Η βεβαίωση υποβολής της αίτησηςχορηγείται αμέσως.


ΕΠΙΚύρωςη ΚαΙ μΕΤαφραςη Εγγραφων

ΌπωςγιατουςπολίτεςτηςΕΕ,μπορείνασας ζητηθεί να πιστοποιήσετε τα έγγραφα σας ως γνήσια,εάνηχώρατηςΕΕέχεισοβαρέςαμφι- βολίες για τη γνησιότητά τους. Για τοσκοπό αυτό,πρέπεινααπευθυνθείτεσ’έναδικηγόρο, ένασυμβολαιογράφοήστηνπρεσβείασαςκαι νακαταβάλετεένατέλος.ΑνηχώρατηςΕΕδεν μπορείνακατανοήσειταέγγραφάσας,μπορεί επίσηςνασαςζητηθείμετάφραση.
ΟιχώρεςτηςΕΕμπορούνναλαμβάνουντα αναγκαία μέτρα προκειμένου να αρνούνται,να τερματίζουν ή να ανακαλούν οποιοδήποτε δικαίωμα αναγνωρίζεται από την οδηγία σε περίπτωση πλαστών εγγράφων.


ΤΙ ΙςχύΕΙ γΙα Τα ΤΕλη;



Πλαίσιο κειμένου: Τα δελτία διαμονής πρέπει να εκδίδο- νται ατελώς ή έναντι τέλους που δεν υπερβαίνει αυτό που επιβάλ- λεται στους ημεδαπούς για τη χο- ρήγηση παρεμφερών εγγράφων.

Πού μΠορω να βρω ΠΕρΙςςοΤΕρΕς ΠληροφορΙΕς;
Μπορείτεναβρείτετηνακριβήνομικήδιατύ- πωσητουθέματοςπουκαλύπτεταιστοπαρόν μέρος στα άρθρα 9 έως 11 τηςοδηγίας.

           ΚυρωςΕΙς        

Και αν δεν πληροίτε τις διοικητικές απαιτήσεις... ;


ΤΙ ςύμβαΙνΕΙ αν ΔΕν ΕχΕΤΕ ύΠοβαλΕΙ αΙΤηςη γΙα Ενα αΠαΙΤούμΕνο Εγγραφο;
Ανεσείςήταμέλητηςοικογένειάςσαςδενσυμ- μορφωθείτε με την απαίτηση να εγγραφείτε  ή να υποβάλετε αίτηση για δελτίο διαμονής, είναι δυνατόν να σας επιβληθούν κυρώσεις που θα είναι αναλογικές και δεν θα εισάγουν διακρίσεις.ΟιχώρεςτηςΕΕμπορούνναεπι- βάλλουντιςίδιεςκυρώσειςμεαυτέςπουεπι- βάλλονταιστουςημεδαπούςεπειδήδενέχουν μαζί τους το δελτίοταυτότητας
Ενπάσηπεριπτώσει,δενείναιδυνατόννασας απελάσουν ή τα μέλη της οικογένειάς σας για απλή παράβαση αυτού τουκανόνα.


μΠορΕΙ να ΕΙςΤΕ ύΠοχρΕωμΕνοΙ να ΕχΕΤΕ μαζΙ ςας Τα Εγγραφα;

οι χώρες της ΕΕ μπορούν να απαιτούν ότι οι αλλοδαποί πρέπει να έχουν πάντα μαζί τους βεβαίωση εγγραφής ή δελτίο διαμονής και να διενεργούνελέγχους,αλλάμόνονεφόσονηίδια υποχρέωσηισχύειγιατουςημεδαπούςσεσχέση με το δελτίο ταυτότητάςτους.


Πού μΠορω να βρω ΠΕρΙςςοΤΕρΕς ΠληροφορΙΕς;

Μπορείτεναβρείτετηνακριβήνομικήδιατύπωση του θέματος που καλύπτεται στο παρόν μέρος στα άρθρα 8 παράγραφος 2 και 9 παράγρα- φος 3 τηςοδηγίας.



























Πλαίσιο κειμένου: © Dreamstime.comΚεφάλαιο 8


Διατήρηση του δικαιώματος διαμονής


Τι πρέπει να κάνετε για να διατηρήσετε το δικαίωμα διαμονής;

Πως μΠορΕΙΤΕ να ΔΙαΤηρηςΕΤΕ Το ΔΙΚαΙωμα ΔΙαμονης;
Εσείς και τα μέλη της οικογένειάς σας έχετε  το δικαίωμα αυτό όσο χρονικό διάστημα πλη- ρούνται οι όροι του δικαιώματος διαμονής. Έτσι μπορείτε να απωλέσετε το δικαίωμα εάν δενεργάζεστεπλέονήανδενδιατηρείτετην ιδιότητατουμισθωτούήέχετεολοκληρώσειτις σπουδέςσαςκαιδενδιαθέτετεεπαρκείςπόρους πουνακαλύπτουντηδιαμονήσας.

αν γΙνΕΤαΙ βαρος ςΤο ςύςΤημα ΚοΙνωνΙΚης ΠρονοΙας, μΠορΕΙ Το ΔΙΚαΙωμα ΔΙαμονης να ΤΕθΕΙ ςΕ ΚΙνΔύνο

αν προϋπόθεση για το δικαίωμα διαμονής σας είναι να διαθέτετε επαρκείς πόρους ώστε ναμηναποτελείτεβάροςγιατοσύστημακοι- νωνικήςπρόνοιαςτηςχώραςυποδοχήςτηςΕΕ (π.χ.,ότανδενείστεοικονομικάενεργός),το δικαίωμα αυτό μπορεί να αρθεί μόλις κατα- στείτε υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοι- νωνικήςπρόνοιας.
αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορείτε να υπο- βάλετε αίτηση κοινωνικής πρόνοιας στη χώρα



υποδοχής, εφόσον την έχετε ανάγκη. Έχετε δικαίωμαναλάβετεαυτήτηνπαροχήμετους ίδιουςόρουςμετουςημεδαπούςτηςχώραςυποδοχής τηςΕΕ.
Ωστόσο,ηχώραυποδοχήςτηςΕΕέχειδικαίωμα ναεξετάσειτιςπεριστάσειςτηςαίτησήςσας. Μπορούνναεξετάσουνανηανάγκησαςνα υποβάλετεαίτησηκοινωνικήςπρόνοιαςείναιμια περίπτωσηπροσωρινώνδυσκολιών.Θαλάβουν υπόψη τη διάρκεια της παραμονής, την προσω- πικήκατάστασηκαιτοποσότηςχορηγούμενης ενίσχυσης.
ΕάνηχώραυποδοχήςτηςΕΕκαταλήξειστο συμπέρασμαότιαποτελείτευπέρμετροβάρος για το σύστημα κοινωνικής της πρόνοιαςμπορεί ναπροβείστηναπέλασήσας.Ωστόσο,τομέτρο απέλασης δεν μπορεί επ’ ουδενί να είναι αυτομάτως συνέπεια της προσφυγής σας στο σύστημα κοινωνικήςπρόνοιας.


ςύνΕΠΕΙΕς Της αΠΕλαςης

Αναπελαθείτεγι’αυτούςτουςλόγους,ηχώρα υποδοχής της ΕΕ δεν μπορεί να επιβάλειαπα- γόρευσηεισόδουκαιμπορείτεναεπιστρέψετε οποτεδήποτεκαιναέχετετοδικαίωμαδιαμονήςεάν πληροίτε τους όρους που περιγράφονται στο κεφάλαιο6.


ΕξαΙρούνΤαΙ Τα οΙΚονομΙΚως ΕνΕργα αΤομα

Εξαιρούνται τα οικονομικώς ενεργά άτομα
Οι κατηγορίες των οποίων το δικαίωμαδιαμο- νήςδενεξαρτάταιαπότονόροτωνεπαρκώνπόρων, όπως οι μισθωτοί ή οι αυτοαπασχολού- μενοιδενμπορούννααπελαθούνεπειδήλαμ- βάνουνπαροχέςκοινωνικήςπρόνοιας.


Πού μΠορω να βρω ΠΕρΙςςοΤΕρΕς ΠληροφορΙΕς;

Μπορείτεναβρείτετηνακριβήνομικήδιατύ- πωση του θέματος που καλύπτεται σ’ αυτότο μέρος στο άρθρο 14 τηςοδηγίας.

Πλαίσιο κειμένου: ΜΕΛη Της όΙΚόγΕνΕΙας


Τι συμβαίνει στα μέλη της οικογένειας αν ο πολίτης της ΕΕ απωλέσει ο δικαίωμα διαμονής του;


ΔΙαΤηρηςη Της ΔΙαμονης αΠο Τα μΕλη Της οΙΚογΕνΕΙας
Ταμέλητηςοικογένειάςσαςμπορούν,υπόορι- σμένους όρους, να διατηρήσουν το δικαίωμα διαμονής τους σε περίπτωση θανάτου σας, αναχώρησης ή τερματισμού των οικογενει- ακώνδεσμών(διαζυγίου,ακύρωσηςγάμουή λήξης καταχωρημένηςσυμβίωσης).
Δεδομένου ότι το δικαίωμα διαμονής τους απορρέει από το δικό σας δικαίωμα ελεύθε- ρηςκυκλοφορίαςκαιδιαμονήςκαιεξαρτάταιαπ’ αυτό,οθάνατόςσας,ηαναχώρησηήοτερματι- σμόςτωνοικογενειακώνδεσμώνεπηρεάζειτη νομικήτουςθέσηστηχώραυποδοχήςτηςΕΕ.
Όταναποκτηθείτοδικαίωμαμόνιμηςδιαμονής (βλ.Κεφάλαιο9),τοδικαίωμααυτόδιατηρείται άνευ όρων ακόμη και σε περίπτωση θανάτου σας, αναχώρησης ή τερματισμού των οικογενει- ακώνδεσμών.
Καιπάλι,ηκατάστασητωνμελώντηςοικογέ- νειάςσαςδιαφέρειανάλογαμετοανείναικαι αυτάπολίτεςτηςΈνωσηςήόχι.


ΕΙναΙ ΚαΙ αύΤα ΠολΙΤΕς Της ΕΕ

ΕάνείναιπολίτεςτηςΕΕ,τοδικαίωμαδιαμονής τουςδενθίγεταιεάνπληρούντουςόρουςτου δικαιώματοςδιαμονής(βασικάπρέπειναείναι μισθωτοί ή αυτοαπασχολούμενοι ή,εναλλακτικά, σπουδαστέςήάνευεπαγγέλματοςμεπλήρη κάλυψη ασφάλισης ασθενείας και επαρκείς πόρους)ήεάνείναιμέλητηςοικογένειαςπολίτη τηςΕΕοοποίοςπληροίαυτούςτουςόρους(π.χ. συντηρούμεναμέλητηςοικογένειας).



ΔΕν ΕΙναΙ ΠολΙΤΕς Της ΕΕ

ΕάνδενείναιπολίτεςτηςΕΕ,τοδικαίωμαδια- μονήςτουςδενθίγεταιανπληρούντουςόρους τουδικαιώματοςδιαμονήςαπόμόνατουςήεάν είναι μέλη της οικογένειας ενός ατόμουπου πληροίαυτούςτουςόρους.Επιπλέον,πρέπεινα πληρούν, ανάλογα με τις περιστάσεις, ορισμέ- νους πρόσθετους όρους που απαριθμούνται παρακάτω.

ΘάνατοςήαναχώρησητουπολίτητηςΕΕ

Οθάνατόςσαςδενσυνεπάγεταιαπώλειατου δικαιώματος διαμονής των μελώνοικογένειας πουδενέχουντηνιθαγένειατηςΕΕυπότηνπροϋπόθεσηότιέχουνδιαμείνειστηχώραυπο- δοχήςτηςΕΕωςμέλητηςοικογένειάςσαςτου- λάχιστονέναέτοςπριναπότοθάνατόσας,

Μαθητές και οι γονείς τους

Σεπερίπτωσηαναχώρησής σας,ταμέλητης οικογένειάςσαςπουδενέχουντηνιθαγένεια της ΕΕ κατ΄αρχήν δεν διατηρούν το δικαίωμα διαμονήςτους,αλλάηαναχώρησηήοθάνατός σαςδενπρέπειναεπηρεάζουντοδικαίωμαδια- μονήςτωνπαιδιώνσαςήτουγονέαοοποίοςέχειπράγματιτηνεπιμέλειατωνπαιδιών,ανε- ξαρτήτωςιθαγένειας,ανταπαιδιάείναιεγγε-γραμμένα σε εκπαιδευτικό ίδρυμα, μέχρι την ολοκλήρωση των σπουδώντους.

Διαζύγιοήτερματισμόςτηςκαταχωρημέ-νηςσυμβίωσης

Τα μέλη της οικογένειάς σας που δενέχουν τηνιθαγένειατηςΕΕμπορούννααποκτήσουν αυτόνομοδικαίωμαδιαμονήςαν,πριναπότην

έναρξητωνδιαδικασιώνδιαζυγίουήλήξηςτης καταχωρημένηςσυμβίωσης,ογάμοςήηκατα- χωρημένη συμβίωση είχε διαρκέσει τουλάχι- στον τρία χρόνια, συμπεριλαμβανομένου του ενόςχρόνουστηχώραδιαμονήςτηςΕΕ.

Επιμέλειατωνπαιδιώντωνπολιτώντης ΕΕήδικαίωμαεπικοινωνίαςμ’αυτά

Ταμέλητηςοικογένειάςσαςπουδενέχουντην ιθαγένειατηςΕΕμπορούννααποκτήσουνκαιαυτά αυτόνομο δικαίωμα διαμονής εάν, με συμφωνία μεταξύτωνσυζύγωνήτωνσυντρόφωνήμεαπό- φαση του δικαστηρίου, έχουν την επιμέλεια των παιδιώνσαςήτοδικαίωμαεπικοινωνίαςμετο ανήλικοπαιδίτους,υπότονόροότιτοδικαστήριο αποφάσισεότιηεπικοινωνίααυτήπρέπειναγίνε- ταιστηχώραυποδοχήςτηςΈνωσης.
Στην περίπτωση του δικαιώματος επικοινωνίας μεέναανήλικοπαιδί,τοδικαίωμαδιαμονήςδια- τηρείταιγιαόσοχρονικόδιάστημααπαιτείται.

Ιδιαιτέρως δύσκολες περιστάσεις

Ταμέλητηςοικογένειαςαποκτούνεπίσηςαυτό- νομο δικαίωμα διαμονής, αν αυτό υπαγορεύεται απόιδιαίτεραδύσκολεςκαταστάσεις,όπωςσε περίπτωσηπουέχουνκαταστείθύματαοικογε- νειακήςβίαςενόσωυφίστατοογάμοςήηκατα- χωρημένησυμβίωση.


Πού μΠορω να βρω ΠΕρΙςςοΤΕρΕς ΠληροφορΙΕς;

Μπορείτεναβρείτετηνακριβήνομικήδιατύ- πωσητουθέματοςπουκαλύπτεταιστοπαρόν μέρος στα άρθρα 12 και 13 τηςοδηγίας.



























Πλαίσιο κειμένου: © Istockphoto.comΚεφάλαιο 9



Δικαίωμα μόνιμηςδιαμονής




Το μόνο που χρειάζεστε είναι πέντε χρόνια συνεχούς νόμιμης διαμο- νής στη χώρα υποδοχής της ΕΕ και έχετε το δικαίωμα να διαμείνετε εκεί σε μόνιμη βάση! Το δικαίωμα αυτό χορηγείται σε σας απευθεί- ας από τη νομοθεσία τηςΕΕ.
 
Ποια είναι τα δικαιώματά σας μετά από πέντε έτη συνεχούς μόνιμης διαμονής;

ΔΙΚαΙωμα μονΙμης ΔΙαμονης

Ηοδηγίαπροβλέπειδικαίωμαμόνιμηςδιαμο-νής για τους πολίτες της ΕΕ και τα μέλη της οικογένειάςτους.

Πως Την αΠοΚΤούν οΙ ΠολΙΤΕς Της ΕΕ;



Η διαμονή θεωρείται νόμιμηγια τον σκοπότης μόνιμης διαμονής εάν πληρούσετουςόρουςτηςοδηγίας,όπωςπεριγράφεταιπροηγουμένως στο κεφάλαιο6.

Το ΔΙΚαΙωμα αύΤο ΔΕν ύΠοΚΕΙΤαΙ ςΕ ορούς, μΠορΕΙΤΕ ομως να Το αΠωλΕςΕΤΕ;



Πλαίσιο κειμένου: Η μόνιμη διαμονή αποκτάται αυτομά- τως μόλις εκπληρωθούν οι προα- ναφερόμενοι όροι –δεν χρειάζεται καν να υποβάλετε σχετική αίτηση! Το δικαίωμα αυτό δεν υπόκειται στους όρους που προβλέπονται στα παραπά- νω κεφάλαια 6 και 7, μπορείτε να απωλέσετε αυτό το δικαίωμα μόνο κατόπιν απουσίας για περίοδο που υπερβαίνει δύο συναπτά έτη.

αΠοΔΕΚΤΕς αΠούςΙΕς

η συνέχεια της διαμονής δεν θίγεται από τα ακόλουθα:
§προσωρινές απουσίες που δεν υπερβαίνουν συνολικάτουςέξιμήνεςετησίωςή
§απουσίεςμεγαλύτερηςδιάρκειαςγιατηνεκπλή- ρωσηυποχρεωτικήςστρατιωτικήςθητείαςή
§απόμιααπουσίαδώδεκασυναπτώνμηνώνκατ’ ανώτατο όριο για σοβαρούςλόγους, όπως εγκυμοσύνη και μητρότητα, σοβαρή ασθένεια,σπουδέςήεπαγγελματικήκατάρ-τιση,ήτοποθέτησησεμιαάλληχώρατηςΕΕή σε μια τρίτηχώρα.




Πλαίσιο κειμένου: Τα μέλη της οικογένειάς σας που έχουν διαμείνει νόμιμα μαζί σας στη χώρα υποδοχής της ΕΕ για πέντε χρόνια αποκτούν και αυτά το δικαίω- μα της μόνιμης διαμονής.
Πως Την αΠοΚΤούν Τα μΕλη Της οΙΚογΕνΕΙας ςας;

ΤαμέλητηςοικογένειάςσαςπουδιατήρησαντοδικαίωμαδιαμονήςστηχώραυποδοχήςτηςΕΕσεπερίπτωσηθανάτουσας,αναχώρησηςήτερ- ματισμού των οικογενειακών δεσμών,μπορούν

νααποκτήσουνκαιαυτάτοδικαίωματηςμόνι- μηςδιαμονήςαπόμόνατουςμετάαπόπέντε χρόνιαδιαμονής.


ΕύνοϊΚοΤΕρη μΕΤαχΕΙρΙςη γΙαΤούςμΙςθωΤούςΚαΙΤούς αύΤοαΠαςχολούμΕνούς

Οιαπαιτήσειςπουπρέπειναπληροίτεγιανα αποκτήσετε το δικαίωμα μόνιμης διαμονής εξαρτώνταιαπότηνιδιότητάσαςστηχώραυπο-δοχήςτηςΕΕ.Ορισμένεςκατηγορίεςπροσώπων τυγχάνουν ευνοϊκότερηςμεταχείρισης.
Εάν είστε μισθωτός ή αυτοαπασχολούμενος μπορείτενααποκτήσετε,υπόορισμένουςόρους, τοδικαίωματηςμόνιμηςδιαμονήςπριναπότη συμπλήρωση μιας συνεχούς περιόδου πέντε ετών διαμονήςστιςακόλουθεςτρειςπεριπτώσεις:


1.      οΤαν φθαςΕΤΕ ςΤην ηλΙΚΙαγΙαΤηναΠοΚΤηςη ΔΙΚαΙωμαΤωνςΕςύνΤαξη γηραΤος η Προωρης ςύνΤαξΙοΔοΤηςης

Αν παύσετε να εργάζεστε επειδή έχετεφθάσει στην ηλικία για την απόκτηση δικαιώματος σύνταξη γήρατος ή για πρόωρη συνταξιοδό- τηση, με τηνπροϋπόθεση:
§ότι έχετε εργαστεί σ’ αυτή τη χώρα της Ένωσης τουλάχιστον τουςπροηγούμενους δώδεκαμήνες·και
§έχετεδιαμείνειεκείσυνεχώςγιαπερισσό- τερα από τρίαχρόνια.
ΑντοδίκαιοτηςχώραςυποδοχήςτηςΕΕδεν αναγνωρίζει το δικαίωμα σε σύνταξηγήρατος σε ορισμένες κατηγορίες αυτοαπασχολούμενων, θεωρείταιότιηπροϋπόθεσητηςηλικίαςπληρούται όταν ο ενδιαφερόμενος συμπληρώσει το 60όέτος.


2.      μονΙμη ανΙΚανοΤηΤα Προς ΕργαςΙα

Εάνέχετεπαύσειναεργάζεστεστηχώραυπο- δοχής της ΕΕ λόγω μόνιμης ανικανότητας προςεργασία,μετηνπροϋπόθεσηότι:
§έχετε διαμείνει στη χώρα αυτή συνεχώςγια περισσότερα από δύοέτη.
Εάνηανικανότητάσαςείναιαποτέλεσμαεργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθενείας, δεν επι- βάλλεταιοόροςσχετικάμετηδιάρκειαδιαμονής.


3.     
ΔΙόΙΚηΤΙΚΕς
αΠαΙΤηςΕΙς
 
μΙςθωΤοΙ ΠούΔΙΕρχονΤαΙ Ταςύνορα



Εάν εργάζεστε σε μια άλλη χώρα της ΕΕ,
§μετάαπότρίαχρόνιασυνεχούςαπασχόλησης καιδιαμονήςστηχώραυποδοχήςτηςΕΕ·και
§διατηρείτετοντόποδιαμονήςσαςστηχώρα υποδοχής της ΕΕ στηνοποίαεπιστρέφετεκαθημερινά ή τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα,
γιανααποκτήσετετοδικαίωμάσαςμόνιμης διαμονήςστηχώραυποδοχήςτηςΕΕστιςπρώ-τες δύο περιπτώσεις, οι περίοδοι απασχόλησης πουπραγματοποιήθηκανστηχώρατηςΕΕστην οποίαεργάζεστεθεωρείταιότιπραγματοποιή- θηκανστηχώραυποδοχήςτηςΕΕ.


μΕλη  Της οΙΚογΕνΕΙας

Στις τρεις περιπτώσειςπουαπαριθμούνταιπαραπάνω, τα μέλη της οικογένειάς σας που συμβιώνουνμαζίσαςστηχώραυποδοχήςτης ΕΕ αποκτούν το δικαίωμα της μόνιμηςδιαμονής όταν το αποκτάτε καιεσείς.
Εάν είστε μισθωτός ή αυτοαπασχολούμενος, σε περίπτωση θανάτου σας προτού αποκτήσετε το δικαίωμα μόνιμης διαμονής, τα μέλη της οικογένειάς σας τα οποία διαμένουν μαζί σας αποκτούναυτότοδικαίωμαμετηνπροϋπόθεση:
§ότιείχατεδιαμείνει,κατάτηστιγμήτουθανά- τουσας,στηχώραυποδοχήτηςΕΕσυνεχώςεπί δύο έτηή
§ότιοθάνατοςήτανσυνέπειαεργατικούατυ- χήματοςήεπαγγελματικήςασθένειαςή
§ότι ο/η σύζυγος απώλεσε την ιθαγένειατης ενλόγωχώραςτηςΈνωσηςλόγωγάμουμαζίσας.


Πού μΠορω να βρω ΠΕρΙςςοΤΕρΕς λΕΠΤομΕρΕΙΕς;

Μπορείτεναβρείτετηνακριβήνομικήδιατύ- πωσητουθέματοςπουκαλύπτεταιστοπαρόν μέρος στα άρθρα 16 και 17 τηςοδηγίας.


Τι χρειάζεται να  κάνετε  για να αποδείξετε την κατάσταση μόνιμης διαμονήςσας;


ΤΙ Εγγραφο θα ςας χορηγηθΕΙ;


Πλαίσιο κειμένου: Το δικαίωμα μόνιμης διαμονής σας ως πολίτη της ΕΕ αποδεικνύεται από ένα έγγραφο που πιστοποιεί τη μόνιμη διαμονή το οποίο πρέπει να εκδοθεί το συντομότερο δυνατό μετά από αίτησή σας. Δεν είστε υποχρεωμένος να υποβάλετε αίτηση, αλλά θα ήταν χρήσιμο να αποδείξετε την ιδιότητά σας του μονίμου κατοίκου.


ΚαΙ ςΤα μΕλη Της οΙΚογΕνΕΙας ςας;
ςτα μέλη της οικογένειάς σας που είναι και αυτά πολίτες της ΕΕ θα χορηγηθεί το ίδιο έγγραφο.
Τα μέλη της οικογένειάς σας που δεν έχουν την ιθαγένεια της ΕΕ πρέπει να υποβάλουν αίτησηγιατοδελτίομόνιμηςδιαμονήςπροτού λήξειηισχύςτουκανονικούδελτίουδιαμονής. Τοδελτίοτηςμόνιμηςδιαμονήςπρέπεινατους χορηγηθεί εντός έξι μηνών από την υποβολή της αίτησης. Το δελτίο της μόνιμηςδιαμονής ανανεώνεταιαυτομάτωςανάδεκαετία.

ΚύρωςΕΙς

Εάνταμέλητηςοικογένειάςσαςπουδενέχουν τηνιθαγένειατηςΕΕδενσυμμορφωθούνμετην απαίτησηναυποβάλουναίτησηγιαδελτίομόνιμης διαμονής, μπορεί να τους επιβληθούν κυρώσεις οιοποίεςθαείναιαναλογικέςκαιδενθαεισάγουν διακρίσεις. Ωστόσο, δεν μπορούν νααπελαθούν γιααπλήπαράβασηαυτούτουκανόνα.

Πού μΠορω να βρω ΠΕρΙςςοΤΕρΕς λΕΠΤομΕρΕΙΕς;

Μπορείτεναβρείτετηνακριβήνομικήδιατύ- πωσητουθέματοςπουκαλύπτεταιστοπαρόν μέρος στα άρθρα 19 και 20 τηςοδηγίας.

























Πλαίσιο κειμένου: © Istockphoto.comΚεφάλαιο 10



Ίση μεταχείριση



Τι άλλα δικαιώματα έχετε εάν κυκλοφορείτε για να ζήσετε ή να εργαστείτε σε μια άλλη χώρα της ΕΕ;

ΤΙ αλλα ΔΙΚαΙωμαΤα ΕχΕΤΕ;


Πλαίσιο κειμένου: Αν κυκλοφορείτε για να ζήσετε ή να εργαστείτε σε μια άλλη χώρα της ΕΕ έχετε μια ολόκληρη σειρά πρόσθε- των δικαιωμάτων που δίνουν πε- ριεχόμενο και καθιστούν χρήσιμη την ελευθερία της κυκλοφορίας.



Ιςη μΕΤαχΕΙρΙςη
Τοσημαντικότεροαπόαυτάταδικαιώματαείναι το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης. Τοάρθρο

18τηςΣυνθήκηςγιατηλειτουργίατηςΕυρωπα- ϊκήςΈνωσηςαπαγορεύεικάθεδιάκρισηλόγω ιθαγένειας εντός του πεδίου εφαρμογήςτων Συνθηκώνκαιμετηνεπιφύλαξητωνειδικών διατάξεων.
Ηοδηγίαεπεκτείνειαυτότοδικαίωμασταμέλη της οικογένειας, το οποίο σημαίνει ότι οιπολί- τεςτηςΕΕκαιταμέλητηςοικογένειάςτουςπου διαμένουνστηνεπικράτειατηςχώραςυποδοχής τηςΕΕαπολαύουνίσηςμεταχείρισηςμετους ημεδαπούς αυτής της χώρας της ΕΕ εντός του πεδίου εφαρμογής τηςΣυνθήκης.


ΤΙ αλλα ΕύΕργΕΤημαΤα αΠορρΕούν αΠο αύΤην;

Χάρηστηναρχήτηςίσηςμεταχείρισης,έχετε το δικαίωμα στα περισσότερα πλεονεκτήματα και ευεργετήματα (μεταξύ άλλων, κυρίως,σε όλατακοινωνικάκαιφορολογικάπλεονεκτή- ματα)πουχορηγούνταιαπότηχώραυποδοχής τηςΕΕστουςυπηκόουςτης.Γιαπαράδειγμα:



Επιδοτούμενοι ταξιδιωτικοί ναύλοι

Εάν η χώρα υποδοχής της‘Ένωσηςστηρίζειτους συνταξιούχους ή τις πολυμελείς οικο- γένειες μέσω επιδοτούμενων ταξιδιωτικών δελτίωνελευθέρας,τότεέχετετοδικαίωμασ’ αυτά,καθώςκαιανπληροίτετουςόρους.

Τέλη εγγραφής και δίδακτρα

Έχετε δικαίωμα πρόσβασης στηνεκπαίδευση ακριβώςμετουςίδιουςόρουςμετουςημεδα-πούς(π.χ.,δενυπάρχουντέληεγγραφήςήδίδα- κτραεάνδενισχύουνγιατουςυπηκόους,ούτε αριθμητικές ποσοστώσεις για τους πολίτεςτης ΕΕ,ούτωςώστεοιχώρεςτηςΕΕναμηνμπο- ρούν να παρέχουν προτιμησιακή πρόσβασηστο εκπαιδευτικό σύστημα στους δικούςτουςυπη-κόους).

Κοινωνική πρόνοια

Έχετε δικαίωμα στις παροχές κοινωνικής πρό- νοιαςγιατουςίδιουςλόγουςμετουςυπηκόους τηςχώραςυποδοχήςτηςΕΕ.
ΗχώραυποδοχήςτηςΕΕπροβλέπειεπιπλέον πλεονέκτημα για οικογένειες χαμηλού εισο- δήματος προκειμένου να στηρίξει το κόστος τηςστέγασήςτους;Εάνναι,έχετετοδικαίωμα ναυποβάλετεαίτησηγιααυτότοευεργέτημακαι θασαςαντιμετωπίσουνακριβώςόπωςκαιτουςυπηκόουςτουενλόγωκράτους.

Εξαίρεση – πρόσβαση στην κοινωνική πρόνοιακατάτουςπρώτουςτρειςμήνες

Μιασημαντικήεξαίρεσηείναιότιοιχώρεςτης ΕΕ μπορούν να αποφασίσουν ότι δεν θα χορη- γήσουν το δικαίωμα σε κοινωνικέςπαροχές

κατά η διάρκεια των πρώτων τριών μηνών διαμονήςσεσαςκαιταμέλητηςοικογένειάς σας(καιγιαακόμημεγαλύτερηπερίοδογιατους αναζητούντεςεργασία),ανδενείστεμισθωτόςή αυτοαπασχολούμενος.

Εξαίρεση – διατήρηση της σπουδαστικής βοήθειας

οι χώρες της ΕΕ μπορούν επίσης να αποφασί- ζουν να μην χορηγούν σπουδαστική βοήθεια (π.χ. σπουδαστικές υποτροφίες ή σπουδαστικά δάνεια) σε άλλα πρόσωπα εκτός από μισθω- τούς, αυτοαπασχολούμενους, πρόσωπα που διατηρούναυτήτηνιδιότητακαισταμέλητων οικογενειών τους. Ωστόσο, πρέπει να σαςχορη- γηθεί αυτή η βοήθεια μόλις αποκτήσετε το δικαίωμα της μόνιμηςδιαμονής.

Πρόσβαση στην αγορά εργασίας

Τα μέλη της οικογένειάς σας, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, έχουν το δικαίωμα να εργάζο-  νται ως μισθωτοί ή αυτοαπασχολούμενοι στη χώραυποδοχήςτηςΕΕ.Δενέχεισημασίαεάν εργάζεστε, σπουδάζετε ή απλώς διαμένετε σ’ αυτή,ταμέλητηςοικογένειάςσαςμπορούννα αρχίσουν την οικονομική τους δραστηριότηταμε τιςίδιεςδιατυπώσειςόπωςκαιοιυπήκοοιηςεν λόγωχώρας.


Πού μΠορω να βρω ΠΕρΙςςοΤΕρΕς ΠληροφορΙΕς;

Μπορείτεναβρείτετηνακριβήνομικήδιατύ- πωση του θέματος που καλύπτεται σ’ αυτότο μέρος στα άρθρα 23 και 24 τηςοδηγίας.


























Πλαίσιο κειμένου: © Istockphoto.comΚεφάλαιο 11


Περιορισμοί



για ποιούς λόγους μπορούν οι χώρες της ΕΕ να περιορίσουν την ελευθερίακυκλοφορίαςκαιδιαμονής;


οι χώρες της ΕΕ μπορούν να επιβάλλουν περιορισμούς γιαλό- γους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιαςυγείας.
 
λογοΙ ΔημοςΙας Ταξης, ΔημοςΙας αςφαλΕΙας ΚαΙ ΔημοςΙας ύγΕΙας
ΕγγύηςΕΙς

Πλαίσιο κειμένου: Υπάρχουν σημαντικές εγγυήσεις που προβλέπονται από την οδη- γία για να διασφαλιστεί ότι οι πε- ριορισμοί αυτοί ασκούνται ορθά από τις χώρες της ΕΕ.









Οι περιορισμοί αυτοί, όπωςάρνησηεισόδου,άρνηση διαμονής ή απέλαση, πρέπει να συμ- μορφώνονταιμετουςόρουςκαιτιςπροϋποθέ-σειςπουκαθορίζονταιστηνοδηγία.

αναλογΙΚοΤηΤα

Όταν πρόκειται για δημόσια τάξη και δημόσια ασφάλειαταμέτραπουλαμβάνονταιγι’αυτούς τους λόγουςπρέπει:
§να είναι αναλογικά (η απέλαση αποτελεί δριμύτατηπαρέμβασηστηζωήενόςατόμου καιπρέπειναείναιαναλογικήπροςτησοβα- ρότητατηςπαραβίασηςτηςδημόσιαςτάξηςή της δημόσιας ασφάλειαςκαι



§να βασίζονται αποκλειστικά στην προσω- πική συμπεριφορά τουενδιαφερομένου,ηοποίαπρέπεινασυνιστάπραγματική,ενε-στώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή που στρέφεται κατάθεμελιώδουςσυμφέροντοςτηςκοινωνίας.

ΠροςθΕΤΕς ΕγγύηςΕΙς

Προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτε- λούναφεαυτέςλόγουςγιατονπεριορισμότου δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και δια- μονής. Τα περιοριστικά μέτρα επίσης δενμπο- ρούνναστηρίζονταιμόνοσεεκτιμήσειςγενικής πρόληψης.
ΟιχώρεςτηςΕΕέχουντοδικαίωμανασυμβου- λευτούντοπροηγούμενοποινικόμητρώοσας, αλλά δεν μπορούν να απαιτούν από εσάςένα τέτοιοέγγραφοήβεβαίωσηκαλήςδιαγωγής.


ΠαραγονΤΕς Πού λαμβανονΤαΙ ύΠοψη

ΗχώραυποδοχήςτηςΕΕπροτούλάβειαπό-φαση απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης ήδημόσιαςασφάλειαςπρέπειναλάβειυπόψη εκτιμήσειςόπως:
§η διάρκεια παραμονήςτουενδιαφερομένουστην επικράτειάτης,
§ηηλικίατου/τηςηκατάστασητηςυγείαςτου/της και η οικογενειακή και οικονομικήκατά- στασήτου/της·
§η κοινωνική καιπολιτιστικήενσωμάτωσήτου/τηςστηχώραυποδοχήςτηςΕΕκαι
§τοεύροςτωνδεσμώντου/τηςμετηχώρα καταγωγής.


αύξημΕνη ΠροςΤαςΙα γΙαΤούς μονΙμούς ΚαΤοΙΚούς ΚαΙ Τούς ανηλΙΚούς

ΟιπολίτεςτηςΕΕκαιταμέλητηςοικογένειάςτουςπουέχουντοδικαίωμαμόνιμηςδιαμονής έχουν μόνιμη προστασία κατά της απέλασης, δεδομένουότιμπορούννααπελαθούνμόνογια σοβαρούςλόγουςδημόσιαςτάξηςήδημόσιας ασφάλειας.
Όταν πρόκειται για πολίτες της ΕΕ πουέχουν διαμείνειστηχώραυποδοχήςτηςΕΕκατάταπροηγούμενα10έτηήείναιανήλικοι(σεπερί- πτωσηανηλίκων,ηαπέλασημπορείεπίσηςνα δικαιολογηθείεάνείναιαπαραίτητηγιατοβέλ-τιστο συμφέρον τουπαιδιού).

ΔημοςΙα ύγΕΙα

Ότανπρόκειταιγιατηδημόσιαυγεία,μόνονοι πολύ σοβαρές μεταδοτικές ασθένειες μπορούν ναδικαιολογήσουνμέτραπουπεριορίζουντην ελεύθερη κυκλοφορία. Όταν υπάρχουν σοβα- ρέςενδείξειςότιείναιαναγκαίο,μπορείνασας ζητηθεί,εντόςτριώνμηνώναπότηνημερομη- νίαάφιξης,δωρεάνιατρικήεξέταση.
Ενπάσηπεριπτώσει,οιασθένειεςοιοποίες επέρχονταιτρειςμήνεςμετάτηνημερομηνίαάφιξηςδενδικαιολογούναπέλαση.


ΔΙαΔΙΚαςΤΙΚΕς ΕγγύηςΕΙς

ΟιπολίτεςτηςΕΕκαιταμέλητηςοικογένειάς τους προστατεύονται επίσης από τις ακόλουθες διαδικαστικέςεγγυήσεις.

Γραπτή κοινοποίηση και προσφυγή

αν απελαθούν ή δεν τους επιτραπεί η είσο- δος, η απόφαση πρέπει:
§να κοινοποιείται γραπτώς και κατά τρόπο που να επιτρέπει στον ενδιαφερόμενονα κατανοήσει το περιεχόμενο και τις συνέ- πειές της·
§να περιλαμβάνει ακριβείς και πλήρειςπλη- ροφορίες για τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η απόφασηκαι
§να διευκρινίζει το δικαστήριο ή τη διοικη- τικήαρχήενώπιοντωνοποίωνοενδιαφερό- μενοςμπορείναασκήσειπροσφυγή,καθώς και την προθεσμία για τηνπροσφυγή.

Δυνατότητα δικαστικής προσφυγής

Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να ασκήσουν δικαστική και, ενδεχομένως, διοικητική προ- σφυγή,προκειμένουναπροσβάλουνήναζητή- σουντηναναθεώρησηαπόφασηςηοποίαέχει ληφθείειςβάροςτουςγιατουςπροαναφερό- μενουςλόγους.Οιδιαδικασίεςαυτέςπρέπεινα επιτρέπουν τον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης, καθώς και των  γεγονότων  και  τωνπεριστάσεωνστιςοποίεςβασίζεταιτοπρο- τεινόμενομέτρο.
Ανηαίτησηπροσφυγήςσυνοδεύεταιαπόαίτηση ασφαλιστικώνμέτρωνγιατηναναστολήτης εκτέλεσηςαυτήςτηςαπόφασης,ηαπομάκρυνση απότηνεπικράτειαδενμπορείναδιενεργηθεί προτού ληφθεί απόφαση για τα ασφαλιστικά μέτρα.



Απέλασηωςφυσικήσυνέπειαμιαςποινής κράτησης

Μιααπόφασηαπέλασηςμπορείναεκδοθείως ποινήήπαρεπόμενομέτροσεσχέσημεποινή κράτησης.Ανμιααπόφασηέχειεκδοθείγι’αυτόν τον σκοπό αλλά εκτελείται αφού περάσουν περισσότερααπόδύοέτηαφότουέχειεκδοθεί,η χώρα υποδοχής της ΕΕυποχρεούται:
§cνα βεβαιωθεί ότι ο ενδιαφερόμενος εξα- κολουθεί να αποτελεί πραγματική απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφά- λεια προτού τον απελάσεικαι
§να βεβαιωθεί κατά πόσο έχει επέλθει ουσι- αστική μεταβολή των περιστάσεωνπροτού απελάσειτονίδιοήταμέλητηςοικογένειάς του.

Απαγόρευση εισόδου

Επίσης, μπορεί να απαγορευθεί η είσοδος σε απελαθέντες πολίτες και στα μέλη τηςοικο- γένειάς τους για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιαςασφάλειας,αλλάαυτοίμπορούννα υποβάλουν αίτηση για την άρση αυτής της απαγόρευσηςμετάαπόεύλογηχρονικήπερί-οδοκαι,ενπάσηπεριπτώσει,μετάτηνπάροδο τριετίαςαπότηνεκτέλεσητηςοριστικήςαπόφα- σης απαγόρευσηςεισόδου.

Κατάχρηση δικαιώματος και απάτη

ΟιχώρεςτηςΕΕμπορούνναλαμβάνουνταανα- γκαίαμέτραγιανααρνούνται,νατερματίζουνή ναανακαλούνοποιοδήποτεδικαίωμαπουανα- γνωρίζεται από την παρούσα οδηγία σε περί- πτωση κατάχρησης δικαιώματος ή απάτης, όπως είναι η περίπτωση του εικονικού γάμου ή πλαστώνεγγράφων.


Πού μΠορω να βρω ΠΕρΙςςοΤΕρΕς λΕΠΤομΕρΕΙΕς;

Μπορείτεναβρείτετηνακριβήνομικήδιατύ- πωσητουθέματοςπουκαλύπτεταιστοπαρόν μέρος στο Κεφάλαιο VI (άρθρα 27 έως 33)και στο άρθρο 35 τηςοδηγίας.



























Πλαίσιο κειμένου: © Istockphoto.comΚεφάλαιο 12



Μεταβατικές ρυθμίσεις για τουςμισθωτούς



μΕΤαβαΤΙΚΕς ρύθμΙςΕΙς γΙα Την ΕλΕύθΕρη ΚύΚλοφορΙα Των μΙςθωΤων
ΟιχώρεςτηςΕΕμπορούνναπεριορίσουνπρο- σωρινά την πρόσβαση στις αγορές εργασίας των υπηκόων της Ρουμανίας και της Βουλγα- ρίας:καθώςοιμεταβατικέςρυθμίσειςτουςεπι- τρέπουννακαθυστερήσουντηνεφαρμογήτου δικαίουτηςΕΕγιατηνελεύθερηκυκλοφορίατωνμισθωτώνπουεγγυάταιτηνελεύθερηπρό-

σβαση στην απασχόληση, μπορούν αντ’ αυτού ναεφαρμόζουνεθνικούςκανόνες.Οιίδιοικανό- νεςθαεφαρμόζονταιγιατουςμισθωτούςτης Κροατίαςεπίεπτάέτημετάτηνπροσχώρησητης Κροατίας στηνΕΕ.
Κατάσυνέπεια,μπορείνααπαιτηθείαπότους μισθωτούςπουπροέρχονταιαπότηΡουμανία και τη Βουλγαρία (μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2013,τοαργότερο)ναλάβουνάδειαεργασίας γιανααποκτήσουνθέσηαπασχόλησηςσεμια απότιςάλλεςχώρεςτηςΕΕ.



Ωςπεραιτέρωσυνέπεια,οιχώρεςτηςΕΕμπο- ρούν επίσης να παρεκκλίνουν από ορισμέ- νεςδιατάξειςτουδικαιώματοςδιαμονήςτων μισθωτώντηςΕΕ,αλλάμόνονόπουαυτόείναι αναγκαίο.Γιαπαράδειγμα,μιαχώρατηςΕΕπου απαιτείεγγραφήστιςαρμόδιεςαρχέςγιαπερι- όδους διαμονής που υπερβαίνουν τους τρεις μήνες μπορεί να απαιτεί από τους μισθωτούς πουπροέρχονταιαπότιςανωτέρωχώρεςοιοποίοιπρέπεινααποκτήσουνάδειαεργασίαςνα προσκομίσουν,εκτόςαπότηβεβαίωσηπρόσλη- ψηςαπότονεργοδότηήτοπιστοποιητικόαπα- σχόλησης,καιαυτήτηνάδειαεργασίας.


Πού μΠορω να βρω ΠΕρΙςςοΤΕρΕς ΠληροφορΙΕς;

Εάν χρειάζεστε περισσότερες πληροφορίεςσχε- τικάμετοκατάπόσοηχώρατηςΕΕόπουθα

θέλατεναεργαστείτεπεριορίζειτηνπρόσβαση στηναγοράεργασίαςήσχετικάμετιςσυνθήκες εργασίαςκαιδιαβίωσης,επισκεφθείτετονεπί- σημο δικτυακότόποhttp://ec.europa.eu/euresόπου μπορείτε να βρείτε λεπτομερείςπληρο- φορίες για την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων.
Μπορείτεεπίσηςνασυμβουλευτείτετονοδηγό της Επιτροπής για την απασχόληση σε μια άλλη χώρα της ΕΕ ο οποίος εκπονήθηκε από τη Γενική Διεύθυνση απασχόλησης, κοινωνικών υποθέσεωνκαικοινωνικήςένταξηςκαιυπάρχει στηδιεύθυνση





















Πλαίσιο κειμένου: © Istockphoto.comΚεφάλαιο 13


Πώς να προστατέψετετα δικαιώματάσας



Πού μπορείτε να βρείτε περισσότερες πληροφορίες; Τι μπορείτε να κάνετε εάν θεωρείτε ότι δεν έχουν τηρηθεί τα δικαιώματά σας;


αΠοΠούμΠορΕΙΤΕναΠαρΕΤΕΔωρΕαν ΠληροφορΙΕς
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά μεταδικαιώματά σας ελεύθερηςκυκλοφορίαςκαιδιαμονής,μπορείτενασυμβουλευτείτετηνεπι- γραμμική δικτυακή πύληπληροφόρησηςτηςΕυρωπαϊκήςΕπιτροπής,ηΕυρώπησας:

Επίσης,μπορείτενασυμβουλευτείτετονδικτυ- ακότόποτηςγενικήςΔιεύθυνσηςΔικαιοσύνης τηςΕυρωπαϊκήςΕπιτροπήςστο:
Εάνεπιθυμείτεναέχετεπρόσβασηστηνομοθε- σίατηςΕΕγιατηνελεύθερηκυκλοφορία,μπορεί να επισκεφτείτε την επιγραμμική πύλη πρόσβα- σηςτηςΕυρωπαϊκήςΕπιτροπήςστοδίκαιοτης ΕΕ,EUR-Lex


θΕωρΕΙΤΕ οΤΙ ΠαραβΙαςΤηΚαν Τα ΔΙΚαΙωμαΤα ςας;

Εάν νομίζετε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής σας,



μπορείτε να προσφύγετε στα αρμόδια εθνικά δικαστήρια,στονΔιαμεσολαβητήήστουςδιοι- κητικούς φορείς. Πρέπει να λάβετε υπόψη ότι ταεθνικάδικαστήριαείναιομόνοςαρμόδιος φορέας που μπορεί να σας αποζημιώσει ήνα δώσειεντολήσεένανφορέανασαςαποζημι- ώσειήναπάψειναπράττεικάτι.Θαπρέπεινα αποταθείτεγιαβοήθειασεέναντοπικόδικη- γόρο. Για πληροφορίες σχετικά με ταένδικα μέσα, μπορείτε να συμβουλευτείτε την Δικτυακή πύλη της ευρωπαϊκής ηλεκτρονικήςδικαιοσύ- νηςστηδιεύθυνσηhttps://e-justice.europa.eu
η Ευρώπη σου: συμβουλές είναι μια ευρω- παϊκής κλίμακας υπηρεσία που σας προσφέρει νομικές πληροφορίες προσαρμοσμένες στις ανάγκεςσαςκαισυμβουλέςγιαταδικαιώματά σας στο εσωτερικό της ΕυρωπαϊκήςΈνωσης. Οιαπαντήσειςπαρέχονταιδωρεάν,εντόςμιας εβδομάδας,σεοποιαδήποτεαπότιςεπίσημες γλώσσεςτηςΕυρωπαϊκήςΈνωσης.Γιαπερισ- σότερες πληροφορίες, επισκεφθείτε το δικτυακό τόπο:http://ec.europa.eu/citizensrights

Εάννομίζετεότιτοπρόβλημάσαςπροκλήθηκε από κακή εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ από μέρους των δημόσιων εθνικών αρχών, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το σύστημα SOLVIT,έναδίκτυοσεεπιγραμμικήσύνδεσηγια τηνεπίλυσηπροβλημάτων,στοοποίοοιχώρες της ΕΕ συνεργάζονται για να επιλύσουν προ- βλήματαχωρίςνομικέςδιαδικασίες.Γιαπερισ- σότερες πληροφορίες, επισκεφτείτε το δικτυακό τόπο:http://ec.europa.eu/solvit
Εάν νομίζετε ότι δεν έχουν γίνει σεβαστά τα δικαιώματάσαςκαιέχετεεξαντλήσειταεπανορ- θωτικά μέτρα που αναφέρονται προηγουμένως, μπορείτεναυποβάλετετηνκαταγγελίασαςστην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο δικτυακό τόπο http://ec.europa.eu/community_law/complaints/form
Έχετεεπίσηςδικαίωμαναυποβάλετεαναφορά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Για να υποβάλετε τηναναφοράσας,επισκεφτείτετον:



Ευρωπαϊκή Επιτροπή


οδηγός για τα δικαιώματα του πολίτη της ΕΕ Ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή στην Ευρώπη

Λουξεμβούργο: Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2013 2013 — 35 σ. — 17,6 x 25 cm
ISBN 978-92-79-30145-2 doi:10.2838/45426





Πλαίσιο κειμένου: DS-31-13-553-EL-C 










               

doi:10.2838/45426

GDPR 2016/679 - ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/679 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων).....ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΑ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ/ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ/ Ν 2251/1994 ΟΠΩΣ ΙΣΧΥΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΥΑ 5338/2018/ ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ ΥΓΕΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ Άρθρο 7α.ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2009/138/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 25ης ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2009Αρθρο 23. Γενικές εποπτικές εξουσίες (άρθρα 34 και 35 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

$
0
0
GDPR 2016/679
ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/679 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)
  
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΕΔΩ
 ......

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΑ
ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ/ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ/ Ν 2251/1994 ΟΠΩΣ ΙΣΧΥΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΥΑ 5338/2018/ ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ ΥΓΕΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ (ΙΣΧΥΩΝ ΝΟΜΟΣ)Άρθρο 1α. Ορισμοί
Με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων του παρόντος, νοούνται ως:
1. καταναλωτής: κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα,
2. προμηθευτής: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από το αν διέπεται από το ιδιωτικό ή δημόσιο δίκαιο, το οποίο ενεργεί ακόμη και μέσω κάθε άλλου προσώπου που ενεργεί στο όνομά του ή για λογαριασμό του, για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με τις εμπορικές, επιχειρηματικές, βιοτεχνικές ή επαγγελματικές δραστηριότητές του,
3. πωλητής: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο πωλεί καταναλωτικά αγαθά με σύμβαση που συνάπτει κατά την άσκηση της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας,
4. παραγωγός: ο κατασκευαστής ενός καταναλωτικού αγαθού, ο εισαγωγέας του καταναλωτικού αγαθού σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε) και κάθε πρόσωπο που παρουσιάζεται ως παραγωγός θέτοντας επί αυτού το όνομά του, το σήμα του ή άλλο διακριτικό σημείο,
5. αγαθό: κάθε ενσώματο κινητό πράγμα, εκτός από τα πράγματα τα οποία μεταβιβάζονται στο πλαίσιο μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης ή αντίστοιχης νόμιμης διαδικασίας. Το νερό, το φυσικό αέριο και η ηλεκτρική ενέργεια θεωρούνται "αγαθά"κατά την έννοια του παρόντος, εφόσον διατίθενται προς πώληση σε περιορισμένο όγκο ή σε καθορισμένη ποσότητα,
6. αγαθό κατασκευασμένο σύμφωνα με τις προδιαγραφές του πελάτη: κάθε αγαθό το οποίο δεν είναι προκατασκευασμένο και κατασκευάζεται σύμφωνα με την ατομική επιλογή ή απόφαση του πελάτη,
7. σύμβαση πώλησης: κάθε σύμβαση δυνάμει της  οποίας ο προμηθευτής μεταβιβάζει ή αναλαμβάνει να μεταβιβάσει την κυριότητα αγαθών στον καταναλωτή, ο δε καταναλωτής καταβάλλει ή αναλαμβάνει να καταβάλει το τίμημα, καθώς και κάθε σύμβαση που έχει ως αντικείμενο την παροχή αγαθών και υπηρεσιών ταυτόχρονα,
8. σύμβαση παροχής υπηρεσιών: κάθε σύμβαση, εκτός από τη σύμβαση πώλησης, δυνάμει της οποίας ο προμηθευτής παρέχει ή αναλαμβάνει να παράσχει υπηρεσία στον καταναλωτή, ο δε καταναλωτής καταβάλλει ή αναλαμβάνει να καταβάλει το τίμημα,
9. χρηματοοικονομική υπηρεσία: κάθε υπηρεσία τραπεζικής, πιστωτικής, ασφαλιστικής ή επενδυτικής φύσης ή σχετική με ατομικές συντάξεις, επενδύσεις ή πληρωμές,
10. σύμβαση χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση: κάθε σύμβαση που αφορά χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, η οποία συνάπτεται μεταξύ ενός προμηθευτή και ενός καταναλωτή χωρίς την ταυτόχρονη φυσική τους παρουσία, στο πλαίσιο συστήματος από απόσταση πώλησης ή παροχής υπηρεσιών που οργανώνεται από τον προμηθευτή, ο οποίος χρησιμοποιεί αποκλειστικά για τη σύμβαση αυτή ένα ή περισσότερα μέσα επικοινωνίας από απόσταση, μέχρι και τη στιγμή σύναψης της σύμβασης,
11. σταθερό μέσο: κάθε μέσο που επιτρέπει στον καταναλωτή ή στον προμηθευτή να αποθηκεύει πληροφορίες που απευθύνονται προσωπικά σε αυτόν κατά τρόπο προσπελάσιμο για μελλοντική πρόσβαση για επαρκές χρονικό διάστημα σε σχέση με τους σκοπούς που εξυπηρετούν οι πληροφορίες και το οποίο επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών, όπως το χαρτί, τα κλειδιά USB, τα CD-ROM, τα DVD, οι κάρτες μνήμης ή οι σκληροί δίσκοι υπολογιστών και τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου,
12. μέσο επικοινωνίας από απόσταση: κάθε μέσο το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί, χωρίς την αυτοπρόσωπη και ταυτόχρονη παρουσία του προμηθευτή και του καταναλωτή, για την από απόσταση εμπορία υπηρεσίας μεταξύ των μερών αυτών, όπως αναφέρεται στο Μέρος Τρίτο,
13. φορέας ή προμηθευτής μέσου επικοινωνίας από απόσταση: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου, του οποίου η εμπορική ή η επαγγελματική δραστηριότητα συνίσταται στη διάθεση ενός ή περισσότερων μέσων επικοινωνίας από απόσταση στους προμηθευτές,
14. ψηφιακό περιεχόμενο: δεδομένα που παράγονται και παρέχονται σε ψηφιακή μορφή,
15. νόμιμη εγγύηση: η ευθύνη του πωλητή για πραγματικά ελαττώματα και έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 5 του παρόντος και τα άρθρα 534 επ. του Αστικού Κώδικα,
16. εμπορική εγγύηση: κάθε ανάληψη υποχρέωσης από τον πωλητή ή τον παραγωγό (εγγυητή) προς τον καταναλωτή πλέον της νόμιμης εγγύησης, για επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος ή για αντικατάσταση, επισκευή ή συντήρηση με οποιοδήποτε τρόπο των αγαθών αν αυτά δεν ικανοποιούν τις προδιαγραφές ή οποιαδήποτε άλλη απαίτηση, οι οποίες αναφέρονται στη δήλωση της εγγύησης ή στη σχετική διαφήμιση και είναι διαθέσιμες κατά τη στιγμή ή πριν από τη σύναψη της σύμβασης.

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ (ΙΣΧΥΩΝ ΝΟΜΟΣ)
Άρθρο 7α. Ψυχική υγεία των ανήλικων καταναλωτών
1. α) Οι προμηθευτές υποχρεούνται να διαθέτουν στην αγορά προϊόντα τα οποία, ως εκ του προορισμού, της χρήσης ή των συνθηκών διάθεσης δεν ενέχουν κινδύνους για την ψυχική, πνευματική ή ηθική ανάπτυξη των ανηλίκων. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, προμηθευτής είναι και ο παραγωγός καταναλωτικού προϊόντος, κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 6 του παρόντος νόμου, ο αντιπρόσωπός του, ο εισαγωγέας καταναλωτικού προϊόντος σε κράτος μέλος της Ε.Ε. και κάθε επαγγελματίας που συμμετέχει στην αλυσίδα εφοδιασμού της αγοράς καταναλωτικού προϊόντος και μπορεί να επηρεάσει τα χαρακτηριστικά της ασφάλειάς του, καθώς και ο διανομέας.
β) Οι προμηθευτές οφείλουν να προβάλλουν τα προϊόντα που απευθύνονται σε ανήλικους με τρόπο ώστε να μη στρεβλώνεται άμεσα ή έμμεσα η εικόνα της παιδικής ηλικίας αλλοιώνοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της και να μην ενισχύεται το αίσθημα του καταναλωτισμού με την προβολή της ευδαιμονίας ως αποκλειστικά συνδεόμενης με την απόκτηση των συγκεκριμένων προϊόντων.
γ) Οι προμηθευτές υποχρεούνται να διαθέτουν στην αγορά προϊόντα, τηρουμένων των διατάξεων για τα προσωπικά δεδομένα των ανηλίκων.
2. Ως προϊόντα τα οποία ενέχουν κινδύνους για την ψυχική, πνευματική ή ηθική ανάπτυξη των ανηλίκων θεωρούνται ιδίως τα προϊόντα τα οποία:
α) προκαλούν στους ανηλίκους, ανασφάλεια ή φόβο,
β) παροτρύνουν, άμεσα ή έμμεσα, σε επιθετική συμπεριφορά και ειδικότερα σε χρήση ή άσκηση βίας,
γ) προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια,
δ) προτρέπουν στην υιοθέτηση προτύπων συμπεριφοράς που δεν συνάδουν με τους ηθικούς και νομικούς κανόνες της σύγχρονης κοινωνίας ή είναι επιζήμια για το περιβάλλον,
ε) καλλιεργούν διακρίσεις λόγω φυλής, φύλου, θρησκείας, ιθαγένειας, αναπηρίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού,
στ) παροτρύνουν σε εθισμούς και δραστηριότητες που είναι επιβλαβείς για τους ίδιους,
ζ) εγείρουν άμεσα ή έμμεσα, πρόωρα, τον ερωτισμό μέσω λεκτικών ή εικονικών αναπαραστάσεων με σεξουαλικά μηνύματα που δεν συνάδουν με την εικόνα της παιδικής ηλικίας και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής ή αναπαράγουν έμφυλα στερεότυπα,
η) εξοικειώνουν, άμεσα ή έμμεσα, τους ανηλίκους με ανήθικες ή ασεβείς πράξεις.
3. Οι παραγωγοί, ηλεκτρονικών προϊόντων ψυχαγωγίας και απασχόλησης κατά τον ελεύθερο χρόνο, όπως ηλεκτρονικών παιχνιδιών και βιντεοπαιχνιδιών, υποχρεούνται να προβάλλουν τα προϊόντα αυτά ανάλογα με τις ηλικιακές ομάδες προς τις οποίες απευθύνονται.
4. Επιχειρήσεις που διαθέτουν δωρεάν ή έναντι αμοιβής τη χρήση ηλεκτρονικών παιχνιδιών και λοιπών ψηφιακών εφαρμογών στους καταναλωτές σε χώρους όπου έχουν πρόσβαση και ανήλικοι υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τα προβλεπόμενα στην παρ. 3 του παρόντος άρθρου.
4α. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης εκδίδεται Κώδικας Δεοντολογίας για τις επιχειρήσεις της παρ. 4 του παρόντος άρθρου, ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Προστασίας Ανηλίκων της παρ. 5 του παρόντος.
5. Στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης συνιστάται Επιτροπή Προστασίας Ανηλίκων, η οποία αποτελεί συμβουλευτικό και γνωμοδοτικό όργανο του Γενικού Γραμματέα Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή για θέματα εφαρμογής του παρόντος. Η Επιτροπή αυτή, η οποία συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, αποτελείται από τα κάτωθι μέλη και ισάριθμα αναπληρωματικά τους:
α) έναν εκπρόσωπο του Συνηγόρου του Πολίτη,
β) έναν εκπρόσωπο του Συνηγόρου Καταναλωτή,
γ) έναν εκπρόσωπο του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού,
δ) ένα μέλος Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) ή Επιστημονικού Προσωπικού (ΕΠ) Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (ΑΕΙ) με εξειδικευμένες γνώσεις σε θέματα παιδοψυχολογίας ή κοινωνιολογίας,
ε) έναν εκπρόσωπο του Εθνικού Συμβουλίου Αγοράς και Καταναλωτή που προέρχεται από τις ενώσεις καταναλωτών,
στ) έναν εκπρόσωπο της Κεντρικής Ένωσης των Επιμελητηρίων Ελλάδος,
ζ) έναν εκπρόσωπο του Συνδέσμου Βιοτεχνών Παιχνιδιών,
η) έναν εκπρόσωπο της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας και
θ) έναν εκπρόσωπο της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή.
Τα μέλη της Επιτροπής, πλην του μέλους ΔΕΠ ή ΕΠ ΑΕΙ, προτείνονται, με τους αναπληρωτές τους, από τους οικείους φορείς μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση σε αυτούς σχετικής πρόσκλησης του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης. Το μέλος ΔΕΠ ή ΕΠ ΑΕΙ προτείνεται εντός της ίδιας προθεσμίας από τον Υπουργό Παιδείας, Έρευνας και θρησκευμάτων. Αν οι φορείς ή ο Υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων δεν προτείνουν τους εκπροσώπους τους μέσα στην προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου, αυτοί ορίζονται από τον Υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης. Τα μέλη της Επιτροπής, με τους αναπληρωτές τους, ο Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος, καθώς και ο γραμματέας αυτής ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, με θητεία δύο (2) ετών. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης ρυθμίζονται τα ειδικότερα θέματα αρμοδιότητας και λειτουργίας της Επιτροπής, καθώς και κάθε σχετικό θέμα.
6. Η Επιτροπή, κατά τη διάρκεια των εργασιών της και εφόσον αυτό κρίνεται σκόπιμο ανάλογα με την υπό εξέταση καταγγελία, ζητά τη συνδρομή ή και τη συμμετοχή στις συνεδριάσεις άλλων φορέων ή οργανισμών των οποίων οι αρμοδιότητες άπτονται ή είναι συναφείς με την υπό εξέταση υπόθεση.
7. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, ύστερα από γνωμοδότηση της Επιτροπής της παρ. 5 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται για την προστασία των ανηλίκων περιοριστικά και διορθωτικά μέτρα στην κυκλοφορία προϊόντων, βιομηχανικών προϊόντων και ηλεκτρονικών προϊόντων, όπως αναφέρονται στην παρ. 3 του παρόντος άρθρου, τα οποία, υπό συνήθεις ή ευλόγως προβλέψιμες συνθήκες, ενέχουν σοβαρούς κινδύνους για την ψυχική, πνευματική ή ηθική ανάπτυξη των ανηλίκων, όπως τροποποίηση της επισήμανσής τους ή υπαγωγή της εμπορίας τους σε όρους. Η απόφαση αυτή υπόκειται στην ενδικοφανή προσφυγή της παρ. 12 του άρθρου 7, που εφαρμόζεται αναλόγως.
8. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται με την επιφύλαξη ειδικότερων εθνικών και κοινοτικών ρυθμίσεων.

ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2009/138/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 25ης ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2009
 
Ά

Αρθρο 23. Γενικές εποπτικές εξουσίες (άρθρα 34 και 35 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)
1. Σχετικά με τις δραστηριότητες πρωτασφάλισης και αντασφάλισης, η Εποπτική Αρχή ασκεί την εποπτεία σε προληπτική, διορθωτική και κατασταλτική βάση. Δύναται να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα και αναγκαία μέτρα, ώστε αφ’ ενός οι δραστηριότητες των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να είναι σύμφωνες με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που ισχύουν στην Ελλάδα και στα άλλα κράτη - μέλη και αφετέρου να αποφευχθεί ή εξαλειφθεί κάθε ανωμαλία που θα έθιγε τα συμφέροντα των ασφαλισμένων. Σχετικά με τη δραστηριότητα της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης, η Εποπτική Αρχή εποπτεύει την τήρηση της νομοθεσίας για την ασφαλιστική και αντασφαλιστική διαμεσολάβηση, ιδίως όσον αφορά την τήρηση και το περιεχόμενο του οικείου μητρώου κατά κατηγορία διαμεσολαβούντος. Μπορεί να καθορίζει συγκεκριμένες υποχρεώσεις εσωτερικής οργάνωσης των επιχειρήσεων ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης, καθώς και την υποβολή και το περιεχόμενο οικονομικών καταστάσεων ή άλλων οικονομικών και λοιπών αναγκαίων στοιχείων για την άσκηση της εποπτείας.
2. Στο πλαίσιο της εποπτείας που ασκεί, η Εποπτική Αρχή μπορεί να διενεργεί, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, γενικούς ή ειδικούς, επιτόπιους ή μη, ελέγχους στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και στα εποπτευόμενα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.
3. Η Εποπτική Αρχή, κατά την άσκηση των εποπτικών αρμοδιοτήτων της, διά των εντεταλμένων οργάνων της:
α) Έχει πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο, βιβλίο ή άλλο στοιχείο υπό οποιαδήποτε μορφή, για το σύνολο των δραστηριοτήτων της επιχείρησης εντός και εκτός της Ελλάδας και που τηρούνται είτε στις εποπτευόμενες ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή και σε άλλες επιχειρήσεις ή οργανισμούς, ενδεικτικά που εκτελούν χρέη θεματοφύλακα της περιουσίας, και μπορεί να λαμβάνει αντίγραφό του, ακόμη και εάν αυτό περιέχει απλά ή ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα κατά την έννοια του Ν 2472/1997 (Α` 50).
β) Μπορεί να ζητά πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο ή δημόσια αρχή.
γ) Μπορεί να απαιτεί τη διακοπή της πώλησης συγκεκριμένου ασφαλιστικού προϊόντος ή τη διακοπή κάθε δραστηριότητας ή πρακτικής που είναι αντίθετη με το νόμο αυτόν, την αντίστοιχη Ευρωπαϊκή ασφαλιστική νομοθεσία ή τις αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του.
δ) Μπορεί να απαγορεύει προσωρινά, για περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη, σε πρόσωπα την εξακολούθηση της άσκησης ή την ανάληψη καθηκόντων του άρθρου 31 του παρόντος σε μία ή περισσότερες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.
ε) Μπορεί να λαμβάνει πληροφορίες από εξωτερικούς εμπειρογνώμονες, ενδεικτικά αναλογιστές και ελεγκτές των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και να αναθέτει εξακριβώσεις, μελέτες ή έρευνες σε ορκωτούς λογιστές, αναλογιστές και άλλους εμπειρογνώμονες.
στ) Μπορεί να λαμβάνει κάθε πληροφορία σχετικά με συμβάσεις που βρίσκονται στην κατοχή διαμεσολαβητών ή έχουν συναφθεί με τρίτους.
ζ) Πέραν των οριζομένων στην παράγραφο 2 του παρόντος, έλεγχοι μπορεί να διενεργούνται και:
ζα) Σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου αλλά, είτε του έχουν ανατεθεί εξωτερικά λειτουργίες ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 37 του παρόντος, είτε είναι τρίτος με τον οποίον η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει πραγματοποιήσει συναλλαγή, ο έλεγχος του οποίου είναι αναγκαίος για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος.
ζβ) Σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, μόνο όμως στο πλαίσιο της εφαρμογής των διατάξεων της κείμενης ασφαλιστικής νομοθεσίας και εφόσον ο έλεγχος δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.
4. Κατά τη διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης του άρθρου 25 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή μπορεί, εφόσον το θεωρεί αναγκαίο, να αναπτύσσει, επιπροσθέτως του υπολογισμού της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, πρόσθετα ποσοτικά εποπτικά εργαλεία (ενδεικτικά διαγνωστικές ασκήσεις και ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων), με τα οποία θα εξετάζεται η δυνατότητα των επιχειρήσεων να ανταπεξέρχονται σε πιθανά γεγονότα ή μελλοντικές αλλαγές της οικονομικής συγκυρίας τα οποία θα μπορούσαν να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στη συνολική χρηματοοικονομική τους θέση. Η εφαρμογή των ως άνω εποπτικών εργαλείων και ασκήσεων από τις επιχειρήσεις είναι υποχρεωτική.
5. Κατά τη διενέργεια ελέγχων από την Εποπτική Αρχή ή τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών - μελών, δυνάμει του παρόντος νόμου και της εν γένει ισχύουσας νομοθεσίας περί άσκησης της εποπτείας, τα υποκείμενα στους ελέγχους αυτούς πρόσωπα δεν δικαιούνται να επικαλεσθούν το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων ή τη νομοθεσία περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων ή άλλο απόρρητο έναντι των αρμόδιων αρχών ή των εξουσιοδοτημένων από αυτές για τη διενέργεια του ελέγχου προσώπων.
6. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι εν γένει ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις άσκησης του επαγγέλματος του ασφαλιστικού, αντασφαλιστικού και συνδεδεμένου ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την εγγραφή του ασφαλιστικού, αντασφαλιστικού και συνδεδεμένου ασφαλιστικού διαμεσολαβητή στο οικείο Επιμελητήριο, κατ’ άρθρο 4 ΠΔ 190/2006, το ελάχιστο όριο κάλυψης και το ανώτατο επιτρεπόμενο ποσό απαλλαγής των ασφαλιστηρίων συμβολαίων επαγγελματικής αστικής ευθύνης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών διαμεσολαβητών, και ο καθορισμός των εν γένει προθεσμιών που προβλέπονται στα άρθρα 3, 4 και 5 του ΠΔ 190/2006, όπως ενδεικτικά η προθεσμία για την ανανέωση εγγραφής στο οικείο Επαγγελματικό Επιμελητήριο.
7. Με απόφαση της Εποπτική Αρχή, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μπορεί να καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια ως προς τη συνεργασία ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων που διαμεσολαβούν στην ιδιωτική ασφάλιση με νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου που δραστηριοποιούνται στις χρηματοπιστωτικές εργασίες κυρίως ως προς τη διάθεση ασφαλιστικών προϊόντων, χωρίς να παραβιάζονται οι κείμενες διατάξεις περί ανταγωνισμού.
8. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μπορεί να καθορίζονται τα ελάχιστα κριτήρια καταλληλότητας και αξιοπιστίας που εντάσσονται στις σχετικές πολιτικές των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ώστε να διασφαλίζεται ότι οι συνδεδεμένοι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές και οι προστηθέντες τους ενεργούν εντίμως, νομίμως και με την απαιτούμενη προσοχή και επιμέλεια κατά τη διεξαγωγή των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων, διαθέτουν και χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τους πόρους και τις διαδικασίες που απαιτούνται προς το συμφέρον των ασφαλισμένων και λαμβάνουν μέτρα ώστε να εντοπίζουν και να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τις συγκρούσεις συμφερόντων.
[Έναρξη ισχύος άρθρου από 1.1.2016 – άρθρο 284 Ν 4364/2016.]


Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 24ης Μαΐου 2011. Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Βασιλείου του Βελγίου. Παράβαση κράτους μέλους - Άρθρο 43 ΕΚ - Ελευθερία εγκαταστάσεως - Συμβολαιογράφοι - Προϋπόθεση ιθαγένειας - Άρθρο 45 ΕΚ - Συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας - Οδηγία 89/48/ΕΟΚ. Υπόθεση C-47/08.

Next: Ευρωπαϊκό Συμβολαιογραφικό Δίκτυο (European Notarial Network - σχετική η εγκύκλιος 20/30-3-2011), στο πλαίσιο παροχής συνδρομής στους συμβολαιογράφους που αντιμετωπίζουν πρακτικά ζητήματα με διασυνοριακά στοιχεία συνέταξαν και μετέφρασαν σε όλες τις γλώσσες για τη διευκόλυνση των Ευρωπαίων Συμβολαιογράφων ένα πρακτικό εγχειρίδιο με πληροφορίες για τον Κανονισμό ( ΕΕ) αριθ. 650/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012
Previous: GDPR 2016/679 - ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/679 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων).....ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΑ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ/ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ/ Ν 2251/1994 ΟΠΩΣ ΙΣΧΥΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΥΑ 5338/2018/ ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ ΥΓΕΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ Άρθρο 7α.ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2009/138/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 25ης ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2009Αρθρο 23. Γενικές εποπτικές εξουσίες (άρθρα 34 και 35 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)
$
0
0

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 24ης Μαΐου 2011.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Βασιλείου του Βελγίου.
Παράβαση κράτους μέλους - Άρθρο 43 ΕΚ - Ελευθερία εγκαταστάσεως - Συμβολαιογράφοι - Προϋπόθεση ιθαγένειας - Άρθρο 45 ΕΚ - Συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας - Οδηγία 89/48/ΕΟΚ.
Υπόθεση C-47/08....


European Court Reports 2011 I-04105

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2011:334
 

Υπόθεση C-47/08
Ευρωπαϊκή Επιτροπή
κατά
Βασιλείου του Βελγίου


«Παράβαση κράτους μέλους – Άρθρο 43 ΕΚ – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Συμβολαιογράφοι – Προϋπόθεση ιθαγένειας – Άρθρο 45 ΕΚ – Συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας – Οδηγία 89/48/ΕΟΚ»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Παρεκκλίσεις – Δραστηριότητες που συνδέονται με την άσκηση δημόσιας εξουσίας – Συμβολαιογραφικές δραστηριότητες – Δεν εμπίπτουν – Προϋπόθεση ιθαγένειας για την πρόσβαση στο συμβολαιογραφικό επάγγελμα – Δεν επιτρέπεται

(Άρθρα 43 ΕΚ και 45, εδ. 1, ΕΚ)

2.        Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Εξέταση του βασίμου από το Δικαστήριο – Κατάσταση που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη – Κατάσταση κατά την εκπνοή της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας – Κατάσταση αβεβαιότητας λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων κατά τη νομοθετική διαδικασία – Δεν συντρέχει παράβαση

(Άρθρα 43 ΕΚ, 45, εδ. 1, ΕΚ και 226 ΕΚ· οδηγία 2005/36 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

1.        Δεν τηρεί τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 43 ΕΚ το κράτος μέλος του οποίου η νομοθεσία επιβάλλει προϋπόθεση ιθαγένειας για την πρόσβαση στο συμβολαιογραφικό επάγγελμα, καθόσον οι δραστηριότητες που έχουν ανατεθεί στους συμβολαιογράφους στην έννομη τάξη του εν λόγω κράτους μέλους δεν συνιστούν συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας κατά την έννοια του άρθρου 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ. Συναφώς, το άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ συνιστά παρέκκλιση από τον θεμελιώδη κανόνα της ελευθερίας εγκαταστάσεως, η οποία χρήζει στενής ερμηνείας, ούτως ώστε να περιορίζεται στο μέτρο που είναι απολύτως αναγκαίο για την προάσπιση εκείνων των συμφερόντων τα οποία η διάταξη αυτή επιτρέπει στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν. Επίσης, η παρέκκλιση αυτή πρέπει να περιορίζεται στις δραστηριότητες οι οποίες, αυτές καθαυτές, συνιστούν άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας.

Προκειμένου να εξακριβωθεί αν οι δραστηριότητες που έχουν ανατεθεί στους συμβολαιογράφους περιλαμβάνουν άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας, πρέπει να ληφθεί υπόψη η φύση των δραστηριοτήτων που ασκούνται από τους συμβολαιογράφους. Συναφώς, οι διάφορες δραστηριότητες των συμβολαιογράφων, παρά τα σημαντικά έννομα αποτελέσματα που προσδίδουν στις πράξεις τους, δεν συνιστούν άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας κατά την έννοια του άρθρου 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, δεδομένης της ιδιαίτερης βαρύτητας που έχει είτε η βούληση των δικαιοπρακτούντων είτε η εποπτεία ή η απόφαση του δικαστή.

Συγκεκριμένα, αφενός, όσον αφορά τη σύνταξη αυθεντικών πράξεων, βεβαιώνεται η αυθεντικότητα των πράξεων ή των συμβολαίων που έχουν συνομολογήσει οι δικαιοπρακτούντες ιδία βουλήσει, ο δε συμβολαιογράφος δεν δύναται να μεταβάλει μονομερώς το συμβόλαιο του οποίου την αυθεντικότητα καλείται να βεβαιώσει, χωρίς να έχει προηγουμένως εξασφαλίσει τη συναίνεση των δικαιοπρακτούντων. Εξάλλου, μολονότι η υποχρέωση των συμβολαιογράφων να εξακριβώνουν τη συνδρομή των απαιτούμενων προϋποθέσεων υπηρετεί βεβαίως σκοπό γενικού συμφέροντος, εντούτοις η επιδίωξη του σκοπού αυτού δεν μπορεί να δικαιολογήσει την αναγνώριση των αναγκαίων προς τούτο προνομίων μόνο στους συμβολαιογράφους που είναι υπήκοοι του οικείου κράτους μέλους ούτε αρκεί, αφ’ εαυτής, για να γίνει δεκτό ότι συγκεκριμένη δραστηριότητα συνιστά άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας.

Αφετέρου, όσον αφορά την εκτελεστότητα των συμβολαιογραφικών πράξεων, μολονότι η εκ μέρους του συμβολαιογράφου περιαφή εκτελεστηρίου τύπου εξασφαλίζει την εκτελεστότητα της αυθεντικής πράξεως, η εκτελεστότητα αυτή στηρίζεται εντούτοις στη βούληση των δικαιοπρακτούντων να συνάψουν πράξη ή συμβόλαιο, αφού εξακριβωθεί από τον συμβολαιογράφο η συμβατότητα της εν λόγω πράξεως ή του εν λόγω συμβολαίου με τον νόμο, και να καταστήσουν την εν λόγω πράξη ή το εν λόγω συμβόλαιο εκτελεστή/ό. Ομοίως, η αποδεικτική ισχύς συμβολαιογραφικής πράξεως διέπεται από το καθεστώς αποδείξεων και, συνεπώς, δεν ασκεί άμεση επιρροή στο ζήτημα αν η δραστηριότητα που περιλαμβάνει την εν λόγω πράξη συνιστά, αυτή καθαυτή, άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας, κατά μείζονα λόγο αν πρόκειται για ιδιωτικό συμφωνητικό που, σύμφωνα με τη νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους, έχει το κύρος αυθεντικής πράξεως.

Το ίδιο ισχύει και για τις λοιπές δραστηριότητες του συμβολαιογράφου, όπως είναι οι αναγκαστικές εκτελέσεις, ορισμένες μεταβιβάσεις ακινήτων, οι δραστηριότητες στον τομέα της απογραφής σε περιπτώσεις διαδοχής, κοινωνίας δικαιώματος ή διανομής αδιαίρετων αγαθών, οι δραστηριότητες σφραγίσεως και αποσφραγίσεως κατασχεθέντων πραγμάτων, καθώς και οι δραστηριότητες στον τομέα της δικαστικής διανομής, η διαδικασία κατατάξεως των δανειστών κατόπιν πλειστηριασμού, πράξεις όπως οι δωρεές εν ζωή, οι διαθήκες και τα γαμικά σύμφωνα ή σύμφωνα εννόμου συμβιώσεως, η σύσταση εταιριών, σωματείων και ιδρυμάτων και, τέλος, τα φοροεισπρακτικά καθήκοντα.

Τέλος, όσον αφορά το ειδικό καθεστώς των συμβολαιογράφων, πρώτον, από το γεγονός ότι η ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχουν μπορεί να διαφέρει ανάλογα, ιδίως, με τα επαγγελματικά προσόντα τους προκύπτει ότι, εντός των ορίων της κατά τόπον αρμοδιότητάς τους, οι συμβολαιογράφοι ασκούν το επάγγελμά τους υπό όρους ανταγωνισμού, χαρακτηριστικό που δεν προσιδιάζει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας. Δεύτερον, οι συμβολαιογράφοι είναι άμεσα και προσωπικά υπεύθυνοι, έναντι των πελατών τους, για ζημίες που απορρέουν από κάθε είδους πταίσμα κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους.

(βλ. σκέψεις 80, 82, 84-85, 87-92, 94-96, 99-105, 107-110, 113-118, 123)

2.        Στην περίπτωση κατά την οποία, στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας, συντρέχουν ιδιαίτερες περιστάσεις, όπως η μη σαφής τοποθέτηση του νομοθέτη ή ο μη ακριβής καθορισμός του πεδίου εφαρμογής διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, οι οποίες δημιουργούν κατάσταση αβεβαιότητας, δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί ότι, κατά το πέρας της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, υφίστατο αρκούντως σαφής για τα κράτη μέλη υποχρέωση μεταφοράς οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη.

(βλ. σκέψεις 139-141)






ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 24ης Μαΐου 2011 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Άρθρο 43 ΕΚ – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Συμβολαιογράφοι – Προϋπόθεση ιθαγένειας – Άρθρο 45 ΕΚ – Συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας – Οδηγία 89/48/ΕΟΚ»

Στην υπόθεση C‑47/08,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, η οποία ασκήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2008,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J.-P. Keppenne, H. Støvlbæk και Γ. Zαββό, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από:

το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τον S. Ossowski,

παρεμβαίνον,

κατά

Βασιλείου του Βελγίου, εκπροσωπούμενου από τις C. Pochet και L. Van den Broeck, επικουρούμενες από τους H. Gilliams και L. Goossens, avocats,

καθού,

υποστηριζόμενου από:

την Τσεχική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον M. Smolek,

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues και B. Messmer,

τη Δημοκρατία της Λεττονίας, εκπροσωπούμενη από τις L. Ostrovska, K. Drēviņa και J. Barbale,

τη Δημοκρατία της Λιθουανίας, εκπροσωπούμενη από τον D. Kriaučiūnas,

τη Δημοκρατία της Ουγγαρίας, εκπροσωπούμενη από τις J. Fazekas, R. Somssich και K. Veres καθώς και από τον M. Fehér,

τη Σλοβακική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον J. Čorba και την B. Ricziová,

παρεμβαίνουσες,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, A. Tizzano, J. N. Cunha Rodrigues, K. Lenaerts, J.-C. Bonichot, A. Arabadjiev (εισηγητή) και J.-J. Kasel, προέδρους τμήματος, R. Silva de Lapuerta, E. Juhász, Γ. Aρέστη, M. Ilešič, C. Toader και M. Safjan, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón

γραμματέας: M.-A. Gaudissart, προϊστάμενος τμήματος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Απριλίου 2010,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο του Βελγίου, επιβάλλοντας προϋπόθεση ιθαγένειας για την πρόσβαση στο συμβολαιογραφικό επάγγελμα και παραλείποντας να μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη, όσον αφορά το επάγγελμα αυτό, την οδηγία 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών (ΕΕ 1989, L 19, σ. 16), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2001/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 2001 (ΕΕ L 206, σ. 1, στο εξής: οδηγία 89/48), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 43 ΕΚ και 45 ΕΚ, καθώς και από την οδηγία 89/48.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

2        Η δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/48 όριζε ότι «το γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν θίγει την εφαρμογή [του άρθρου 45 ΕΚ]».

3        Το άρθρο 2 της οδηγίας 89/48 είχε ως εξής:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στους υπηκόους κράτους μέλους οι οποίοι επιθυμούν να ασκήσουν ως ελεύθεροι επαγγελματίες ή μισθωτοί νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα σε κράτος μέλος υποδοχής.

Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στα επαγγέλματα τα οποία διέπει ειδική οδηγία που καθιερώνει αμοιβαία αναγνώριση διπλωμάτων μεταξύ των κρατών μελών.»

4        Το συμβολαιογραφικό επάγγελμα δεν αποτέλεσε αντικείμενο καμίας κανονιστικής ρυθμίσεως όπως η προβλεπόμενη στο ως άνω άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο.

5        Η οδηγία 89/48 προέβλεπε προθεσμία μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο η οποία έληγε, κατά το άρθρο 12 της οδηγίας, στις 4 Ιανουαρίου 1991.

6        Δυνάμει του άρθρου 62 της οδηγίας 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (ΕΕ L 255, σ. 22), η οδηγία 89/48 καταργήθηκε με ισχύ από τις 20 Οκτωβρίου 2007.

7        Η τεσσαρακοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2005/36 ορίζει ότι η οδηγία αυτή «δεν θίγει την εφαρμογή του άρθρου 39, παράγραφος 4, [ΕΚ] και του άρθρου 45 [EΚ], ιδίως όσον αφορά τους συμβολαιογράφους».

 Η εθνική νομοθεσία

 Η οργάνωση του συμβολαιογραφικού επαγγέλματος εν γένει

8        Στη βελγική έννομη τάξη οι συμβολαιογράφοι ασκούν τις δραστηριότητές τους ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Το συμβολαιογραφικό επάγγελμα ρυθμίζεται από τον νόμο της 25ης ventôse του έτους XI περί οργανώσεως του συμβολαιογραφικού επαγγέλματος, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 4ης Μαΐου 1999 (στο εξής: νόμος της 25ης ventôse).

9        Κατά το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, του νόμου αυτού, οι συμβολαιογράφοι είναι «δημόσιοι λειτουργοί αρμόδιοι για τη σύνταξη κάθε αυθεντικής πράξεως και συμβάσεως που οι δικαιοπρακτούντες υποχρεούνται ή επιθυμούν να αναγνωρισθεί ως πράξη της δημόσιας αρχής, καθώς και για τη θεώρηση των σχετικών εγγράφων προκειμένου να αποκτήσουν βέβαιη χρονολογία, τη φύλαξη των εγγράφων αυτών και τη χορήγηση απογράφων και αυθεντικών αντιγράφων».

10      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του νόμου αυτού προβλέπει ότι «[ο]ι συμβολαιογράφοι ασκούν τα καθήκοντά τους εντός της δικαστικής περιφέρειας της έδρας τους». Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του νόμου της 25ης ventôse, πέραν των περιπτώσεων στις οποίες ο ορισμός συμβολαιογράφου προβλέπεται δικαστικώς, κάθε ενδιαφερόμενος έχει ελευθερία επιλογής συμβολαιογράφου. Ο αριθμός των συμβολαιογράφων, οι θέσεις και η έδρα τους καθορίζονται με βασιλικό διάταγμα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του ίδιου νόμου.

11      Κατά το άρθρο 50 του νόμου της 25ης ventôse, ο συμβολαιογράφος μπορεί να ασκήσει το επάγγελμά του κατά μόνας, συνεργαζόμενος με έναν ή πλείονες συμβολαιογράφους των οποίων η έδρα βρίσκεται στην ίδια δικαστική περιφέρεια, ή εντός εταιρίας συμβολαιογράφων.

12      Οι αμοιβές των συμβολαιογράφων καθορίζονται από τον νόμο σύμφωνα με τις διατάξεις του βασιλικού διατάγματος της 16ης Δεκεμβρίου 1950 περί των αμοιβών των συμβολαιογράφων.

13      Κατά το άρθρο 35, παράγραφος 3, του νόμου της 25ης ventôse, για να αποκτήσει ο ενδιαφερόμενος υποψήφιος την ιδιότητα του συμβολαιογράφου πρέπει, μεταξύ άλλων, να είναι Βέλγος υπήκοος.

 Οι συμβολαιογραφικές δραστηριότητες

14      Όσον αφορά τις διάφορες δραστηριότητες του συμβολαιογράφου στη βελγική έννομη τάξη, δεν αμφισβητείται ότι η κύρια αποστολή του συνίσταται στη σύνταξη αυθεντικών πράξεων. Η παρέμβαση του συμβολαιογράφου μπορεί να είναι υποχρεωτική ή προαιρετική, ανάλογα με την πράξη την οποία καλείται να συντάξει. Με την παρέμβασή του, ο συμβολαιογράφος επαληθεύει τη συνδρομή όλων των απαιτούμενων για τη σύνταξη της επίμαχης πράξεως νομίμων προϋποθέσεων, καθώς και την ικανότητα δικαίου των ενδιαφερομένων και την ικανότητά τους να είναι διάδικοι.

15      Η αυθεντική πράξη ορίζεται με το άρθρο 1317 του Αστικού Κώδικα, που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο VI με τίτλο «Περί αποδείξεως των απαιτήσεων και της πληρωμής», του τίτλου III του βιβλίου III του Κώδικα αυτού. Αυθεντική πράξη είναι, κατά το εν λόγω άρθρο, «η πράξη δημόσιων λειτουργών νομιμοποιούμενων να ασκήσουν τα καθήκοντά τους εντός του τόπου στον οποίο συντάχθηκε η πράξη και με τις απαραίτητες διατυπώσεις».

16      Βάσει του άρθρου 19 του νόμου της 25ης ventôse, η συμβολαιογραφική πράξη έχει κύρος και είναι εκτελεστή σε όλη την επικράτεια του Βασιλείου του Βελγίου.

17      Με το άρθρο 1319 του Αστικού Κώδικα διευκρινίζεται ότι «[η] αυθεντική πράξη προσδίδει κύρος στη συμφωνία που εμπεριέχει μεταξύ των συμβαλλομένων και των κληρονόμων ή των ειδικών διαδόχων τους».

18      Το άρθρο 1322 του ίδιου Κώδικα προβλέπει ότι «[τ]ο ιδιωτικό συμφωνητικό, που αναγνωρίζεται από το πρόσωπο έναντι του οποίου προβάλλεται ή που θεωρείται αναγνωρισμένο από νομικής απόψεως, έχει μεταξύ των συμβαλλομένων καθώς και μεταξύ των κληρονόμων και των ειδικών διαδόχων τους το κύρος αυθεντικής πράξεως».

19      Κατά το άρθρο 516 του Κώδικα Δικονομίας, μόνον οι δικαστικοί επιμελητές είναι αρμόδιοι, εφόσον δεν ορίζεται άλλως, να εκτελούν δικαστικές αποφάσεις, καθώς και πράξεις ή τίτλους εκτελεστούς. Τα άρθρα 1395 και 1396 του Κώδικα αυτού προβλέπουν ότι όλες οι σχετικές ιδίως με την αναγκαστική εκτέλεση απαιτήσεις υποβάλλονται ενώπιον του αρμόδιου για τις κατασχέσεις δικαστή. Ο δικαστής αυτός μεριμνά για την τήρηση των διατάξεων της αναγκαστικής εκτελέσεως. Μπορεί, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, να ζητήσει από τους ex officio ή εντεταλμένους δημόσιους λειτουργούς ή δικαστικούς υπαλλήλους έκθεση σχετική με την εξέλιξη της διαδικασίας.

20      Πέραν των δραστηριοτήτων συντάξεως αυθεντικών πράξεων, οι συμβολαιογράφοι ασκούν στη βελγική έννομη τάξη τα ακόλουθα καθήκοντα.

21      Σύμφωνα με τα άρθρα 1148 έως 1173 του Κώδικα Δικονομίας, ο συμβολαιογράφος ασκεί ορισμένες δραστηριότητες σφράγισης και αποσφράγισης κατασχεθέντων πραγμάτων. Η σφράγιση και αποσφράγιση κατασχεθέντων πραγμάτων πραγματοποιείται με απόφαση του ειρηνοδίκη. Σε περιπτώσεις απόλυτης ανάγκης, ο ειρηνοδίκης μπορεί να διατάξει την άμεση αποσφράγιση πράγματος και να ορίσει ένα συμβολαιογράφο ο οποίος θα εκπροσωπήσει τους απόντες και ένα συμβολαιογράφο ο οποίος θα πραγματοποιήσει την απογραφή και θα αναλάβει τη φύλαξη του πράγματος.

22      Κατά τα άρθρα 1175 έως 1184 του εν λόγω Κώδικα, ο συμβολαιογράφος είναι επιφορτισμένος με καθήκοντα απογραφής σε περιπτώσεις διαδοχής, κοινωνίας δικαιώματος ή διανομής αδιαίρετων αγαθών. Η απογραφή αυτή υπόκειται κατά κανόνα σε έγκριση του αρμόδιου ειρηνοδίκη. Η απογραφή πρέπει να περιβληθεί, ακολούθως, τον συμβολαιογραφικό τύπο. Εφόσον παραστεί ανάγκη, ο συμβολαιογράφος παραπέμπει την υπόθεση στον αρμόδιο δικαστή.

23      Ο ρόλος του συμβολαιογράφου στο πλαίσιο ορισμένων μεταβιβάσεων ακινήτων διέπεται από τα άρθρα 1186 έως 1190 του Κώδικα Δικονομίας. Για να πραγματοποιήσουν τις οικείες μεταβιβάσεις, οι ενδιαφερόμενοι πρέπει προηγουμένως, όπου ορίζει ο νόμος, να ζητήσουν έγκριση από τον ειρηνοδίκη. Αν ο ειρηνοδίκης δεχθεί το αίτημά τους, ορίζει συμβολαιογράφο ο οποίος αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει τη μεταβίβαση.

24      Ο συμβολαιογράφος ασκεί επίσης, κατά τα άρθρα 1207 έως 1224 του εν λόγω Κώδικα, ορισμένες δραστηριότητες στον τομέα της δικαστικής διανομής. Το αρμόδιο δικαστήριο πρέπει προηγουμένως να διατάξει τη δικαστική διανομή και να παραπέμψει τους δικαιοπρακτούντες, ενδεχομένως υπό τους όρους που εκείνο θα θέσει, σε έναν ή δύο αυτεπαγγέλτως ορισθέντες συμβολαιογράφους, αν οι δικαιοπρακτούντες δεν συμφωνούν ως προς την επιλογή συμβολαιογράφου. Κατόπιν της εκτιμήσεως ή της πωλήσεως των κινητών και ακινήτων, ο συμβολαιογράφος διενεργεί απογραφή ενεργητικού και παθητικού προκειμένου να προβεί στη διανομή. Το δικαστήριο κατανέμει τις ενδεχόμενες διαφορές, κατόπιν εγκρίνει την εν λόγω απογραφή ή την παραπέμπει στον αρμόδιο συμβολαιογράφο ζητώντας συμπληρωματική απογραφή ή απογραφή σύμφωνη με τις οδηγίες του ειρηνοδίκη.

25      Ο συμβολαιογράφος ασκεί επίσης, σύμφωνα με τα άρθρα 1560 επ. του Κώδικα Δικονομίας, ορισμένες δραστηριότητες στον τομέα της αναγκαστικής εκτελέσεως ακινήτων. Κατά τις διατάξεις αυτές, ο εκτελεστός τίτλος εκτελείται καταρχάς από τον δικαστικό επιμελητή, ο οποίος επιδίδει επιταγή προς πληρωμή στον οφειλέτη. Ο οφειλέτης έχει στη συνέχεια προθεσμία καταβολής της οφειλής. Τέλος, αν μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής ο οφειλέτης δεν έχει συμμορφωθεί, ο δικαστικός επιμελητής προβαίνει σε κατάσχεση των επίμαχων ακινήτων συντάσσοντας κατασχετήρια έκθεση η οποία μεταγράφεται στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο. Κατόπιν αιτήσεως του επισπεύδοντος δανειστή, ο αρμόδιος για τις κατασχέσεις δικαστής ορίζει συμβολαιογράφο στον οποίο αναθέτει τη διενέργεια πλειστηριασμού ή άμεσης μεταβιβάσεως των οικείων πραγμάτων, εφόσον ο δικαστής επιτρέπει την εν λόγω μεταβίβαση, και την κατάταξη των δανειστών. Σε περίπτωση κατακυρώσεως, ο αρμόδιος συμβολαιογράφος συντάσσει την κατακυρωτική έκθεση, η οποία αναφέρει την ημέρα του πλειστηριασμού και περιλαμβάνει εντολή μεταβιβάσεως του πλειστηριάσματος στους δανειστές. Σε περίπτωση αντιρρήσεων ως προς το περιεχόμενο της κατακυρωτικής εκθέσεως, ο συμβολαιογράφος συντάσσει πρακτικά, αναστέλλει κάθε σχετική πράξη και παραπέμπει το ζήτημα στον αρμόδιο δικαστή. Τα άρθρα 1395 και 1396 του εν λόγω Κώδικα, για τα οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 19 της παρούσας αποφάσεως, εφαρμόζονται στην αναγκαστική εκτέλεση ακινήτων.

26      Ο συμβολαιογράφος παρεμβαίνει επίσης, σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 1639 έως 1654 του Κώδικα Δικονομίας, στην κατάταξη των δανειστών που έπεται του πλειστηριασμού. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος συμβολαιογράφος συντάσσει την έκθεση διανομής του πλειστηριάσματος ή, αν συντρέχει λόγος, τον πίνακα προνομιούχων απαιτήσεων και υποθηκών. Ελλείψει αντιρρήσεων, ο συμβολαιογράφος περατώνει την έκθεση διανομής και επιδίδει στους δανειστές το αναγγελτήριο δικόγραφο με εκτελεστό τίτλο. Ενδεχόμενες αντιρρήσεις ασκούνται ενώπιον του αρμόδιου δικαστή.

27      Επιπλέον, ορισμένες δικαιοπραξίες απαιτούν, επί ποινή ακυρότητας, συμβολαιογραφική πράξη. Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για τις δωρεές εν ζωή, τις διαθήκες, καθώς και τα γαμικά σύμφωνα και τα σύμφωνα εννόμου συμβιώσεως.

28      Ο συμβολαιογράφος έχει επίσης αρμοδιότητα στον τομέα του δικαίου των εταιριών και των σωματείων. Παραδείγματος χάριν, οι αποφάσεις περί λύσεως ορισμένων εταιριών που ελήφθησαν από τις γενικές συνελεύσεις τους πρέπει να περιβληθούν τον συμβολαιογραφικό τύπο βάσει του άρθρου 181, παράγραφος 4, του Κώδικα περί εταιριών. Το ίδιο ισχύει, κατά τα άρθρα 27 και 46 του νόμου περί μη κερδοσκοπικών σωματείων, διεθνών μη κερδοσκοπικών σωματείων και ιδρυμάτων, όσον αφορά τις συστατικές πράξεις των εν λόγω σωματείων και ιδρυμάτων. Τα σωματεία και τα ιδρύματα, όπως και οι εταιρίες, αποκτούν νομική προσωπικότητα κατόπιν καταθέσεως της συστατικής πράξεως στη Γραμματεία του αρμόδιου για εμπορικές διαφορές δικαστηρίου (άρθρα 2, παράγραφος 4, και 68 του Κώδικα περί εταιριών, καθώς και άρθρα 3, 26 novies, παράγραφος 1, 29, παράγραφος 1, και 31, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου). Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 882 έως 884 του Κώδικα περί εταιριών, η εξακρίβωση της νομιμότητας συγχωνεύσεως ή διασπάσεως εταιριών ή η μεταφορά έδρας εταιρίας πραγματοποιείται από συμβολαιογράφο.

 Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

29      Ενώπιον της Επιτροπής υποβλήθηκε καταγγελία αφορώσα την προϋπόθεση ιθαγένειας από την οποία εξαρτάται η πρόσβαση στο συμβολαιογραφικό επάγγελμα στο Βέλγιο. Κατόπιν εξετάσεως της καταγγελίας αυτής, η Επιτροπή ζήτησε από το Βασίλειο του Βελγίου, με έγγραφο οχλήσεως της 8ης Νοεμβρίου 2000, να της υποβάλει εντός δίμηνης προθεσμίας τις παρατηρήσεις του, αφενός, επί της συμβατότητας της εν λόγω προϋποθέσεως ιθαγένειας με το άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ και, αφετέρου, επί της πλημμελούς μεταφοράς της οδηγίας 89/48 στο εσωτερικό δίκαιο όσον αφορά το συμβολαιογραφικό επάγγελμα.

30      Το Βασίλειο του Βελγίου απάντησε στο εν λόγω έγγραφο οχλήσεως με έγγραφο της 1ης Φεβρουαρίου 2001.

31      Στις 15 Ιουλίου 2002 η Επιτροπή απηύθυνε στο εν λόγω κράτος μέλος συμπληρωματικό έγγραφο οχλήσεως, με το οποίο του προσήψε παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει από τα άρθρα 43 ΕΚ και 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, καθώς και από την οδηγία 89/48.

32      Το εν λόγω κράτος μέλος απάντησε στο συμπληρωματικό αυτό έγγραφο οχλήσεως στις 10 Οκτωβρίου 2002.

33      Επειδή η Επιτροπή δεν πείστηκε από τα επιχειρήματα του Βασιλείου του Βελγίου, του απηύθυνε στις 18 Οκτωβρίου 2006 αιτιολογημένη γνώμη με την οποία του προσήψε παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει από τα άρθρα 43 ΕΚ και 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, καθώς και από την οδηγία 89/48. Η Επιτροπή κάλεσε το εν λόγω κράτος μέλος να θεσπίσει τα μέτρα που απαιτούνται για τη συμμόρφωσή του προς την εν λόγω αιτιολογημένη γνώμη εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίησή της.

34      Με έγγραφο της 13ης Δεκεμβρίου 2006, το Βασίλειο του Βελγίου εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους έκρινε αβάσιμη την άποψη της Επιτροπής.

35      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

 Επί της προσφυγής

 Επί της πρώτης αιτιάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

36      Με την πρώτη αιτίασή της, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο του Βελγίου, παρέχοντας δυνατότητα προσβάσεως στο συμβολαιογραφικό επάγγελμα μόνο στους υπηκόους του, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 43 ΕΚ και 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ.

37      Η Επιτροπή τονίζει, εκ προοιμίου, ότι η πρόσβαση στο συμβολαιογραφικό επάγγελμα δεν υπόκειται σε καμία προϋπόθεση ιθαγένειας σε ορισμένα κράτη μέλη και ότι η προϋπόθεση αυτή καταργήθηκε σε άλλα κράτη μέλη, όπως π.χ. στο Βασίλειο της Ισπανίας, στην Ιταλική Δημοκρατία και στην Πορτογαλική Δημοκρατία.

38      Η Επιτροπή υπενθυμίζει, καταρχάς, ότι το άρθρο 43 ΕΚ αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που σκοπό έχει να εξασφαλίσει το προνόμιο της ίσης μεταχειρίσεως με τους ημεδαπούς σε κάθε υπήκοο κράτους μέλους που εγκαθίσταται έστω και υπό τη μορφή δευτερεύουσας εγκαταστάσεως σε άλλο κράτος μέλος, προκειμένου να ασκήσει μη μισθωτή δραστηριότητα, και απαγορεύει κάθε δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας.

39      Η Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας υποστηρίζουν ότι το άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ χρήζει αυτοτελούς και ενιαίας ερμηνείας (απόφαση της 15ης Μαρτίου 1988, 147/86, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 1988, σ. 1637, σκέψη 8). Στο μέτρο που προβλέπει παρέκκλιση από την ελευθερία εγκαταστάσεως για τις δραστηριότητες που συνιστούν συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας, το άρθρο αυτό χρήζει, επιπλέον, στενής ερμηνείας (απόφαση της 21ης Ιουνίου 1974, 2/74, Reyners, Συλλογή τόμος 1974, σ. 317, σκέψη 43).

40      Ως εκ τούτου, το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω παρεκκλίσεως θα έπρεπε να περιορίζεται στις δραστηριότητες που συνιστούν αυτές καθαυτές άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας (προαναφερθείσα απόφαση Reyners, σκέψεις 44 και 45). Κατά την Επιτροπή, η έννοια της δημόσιας εξουσίας περιλαμβάνει την άσκηση εξουσίας λήψεως αποφάσεων πέραν του κοινού δικαίου, που εκδηλώνεται ως ικανότητα της δημόσιας εξουσίας να λειτουργεί ανεξαρτήτως της βουλήσεως άλλων υποκειμένων δικαίου ή ακόμη και αντιθέτως προς τη βούληση αυτή. Ειδικότερα, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η δημόσια εξουσία εκφράζεται, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, με την άσκηση εξουσιών καταναγκασμού (απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 1998, C‑114/97, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 1998, σ. I‑6717, σκέψη 37).

41      Κατά την άποψη της Επιτροπής και του Ηνωμένου Βασιλείου, οι δραστηριότητες που συνιστούν συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας πρέπει να διακρίνονται από εκείνες που ασκούνται προς το γενικό συμφέρον. Πράγματι, διάφοροι επαγγελματικοί κλάδοι είναι επιφορτισμένοι με ειδικές αρμοδιότητες γενικού συμφέροντος, χωρίς ωστόσο να μετέχουν στην άσκηση δημόσιας εξουσίας.

42      Από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ αποκλείονται επίσης οι δραστηριότητες που συνιστούν συνδρομή ή συμβολή στη λειτουργία της δημόσιας εξουσίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 13ης Ιουλίου 1993, C‑42/92, Thijssen, Συλλογή 1993, σ. I‑4047, σκέψη 22).

43      Επιπλέον, η Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο υπενθυμίζουν ότι το άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ αφορά καταρχήν συγκεκριμένες δραστηριότητες και όχι ένα ολόκληρο επάγγελμα, εκτός αν οι οικείες δραστηριότητες είναι αναπόσπαστες από το σύνολο των ασκούμενων στο πλαίσιο του εν λόγω επαγγέλματος δραστηριοτήτων.

44      Η Επιτροπή εξετάζει, ακολούθως, τις διάφορες δραστηριότητες που ασκεί ο συμβολαιογράφος στη βελγική έννομη τάξη.

45      Όσον αφορά, πρώτον, τη σύνταξη αυθεντικών πράξεων και συμβολαίων, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο συμβολαιογράφος απλώς πιστοποιεί τη βούληση των μερών, αφού προηγουμένως τους συμβουλευθεί, και προσδίδει στη βούληση αυτή έννομα αποτελέσματα. Κατά την άσκηση της δραστηριότητας αυτής, ο συμβολαιογράφος δεν διαθέτει καμία εξουσία λήψεως αποφάσεων ως προς τους δικαιοπρακτούντες. Ως εκ τούτου, η σύνταξη αυθεντικής πράξεως αποτελεί απλή επιβεβαίωση προηγούμενης συμφωνίας μεταξύ των δικαιοπρακτούντων. Το ότι για ορισμένες πράξεις απαιτείται οπωσδήποτε η σύνταξη αυθεντικού εγγράφου δεν ασκεί επιρροή, κατά την Επιτροπή, δεδομένου ότι πολλές διαδικασίες έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα, χωρίς ωστόσο να αποτελούν μορφή ασκήσεως δημόσιας εξουσίας.

46      Κατά την άποψη της Επιτροπής, το ίδιο ισχύει όσον αφορά τις ιδιαιτερότητες της αποδεικτικής ισχύος των συμβολαιογραφικών πράξεων, δεδομένου ότι παρόμοια αποδεικτική ισχύ αναγνωρίζεται και σε άλλες πράξεις που δεν εμπίπτουν στην άσκηση δημόσιας εξουσίας όπως π.χ. στα πρακτικά των ορκωτών θηροφυλάκων. Το ότι ο συμβολαιογράφος ευθύνεται κατά τη σύνταξη συμβολαιογραφικών πράξεων δεν ασκεί επίσης επιρροή. Συγκεκριμένα, η περίπτωση αυτή συντρέχει για την πλειονότητα των ελεύθερων επαγγελματιών, όπως π.χ. για τους δικηγόρους, τους αρχιτέκτονες ή τους ιατρούς.

47      Ως προς το ζήτημα της εκτελεστότητας των αυθεντικών πράξεων, η Επιτροπή εκτιμά ότι η περιαφή του εκτελεστηρίου τύπου προηγείται της εκτελέσεως αυτής καθαυτή, χωρίς να αποτελεί μέρος της. Αυτή η εκτελεστότητα δεν παρέχει καμία εξουσία καταναγκασμού στους συμβολαιογράφους. Εξάλλου, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, οι ενδεχόμενες αντιρρήσεις δεν εξετάζονται από τον συμβολαιογράφο, αλλά από τον δικαστή.

48      Όσον αφορά, δεύτερον, τα καθήκοντα του συμβολαιογράφου στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτελέσεως ακινήτων, ο συμβολαιογράφος απλώς εκτελεί τις αποφάσεις του αρμόδιου για τις κατασχέσεις δικαστή. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τον πλειστηριασμό ακινήτων εκτός διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως.

49      Τρίτον, ο ρόλος του συμβολαιογράφου στις πράξεις που αφορούν διαδοχή, κοινωνία δικαιώματος ή διανομή αδιαίρετων αγαθών περιορίζεται στην κατάρτιση του σχετικού εγγράφου υπό την εποπτεία του δικαστή. Όσον αφορά τον ρόλο του στη δικαστική εκκαθάριση-διανομή, ο συμβολαιογράφος πλαισιώνεται επίσης από τις αποφάσεις του δικαστή.

50      Όσον αφορά, τέταρτον, τα καθήκοντα του συμβολαιογράφου που σχετίζονται με την πραγματοποίηση ορισμένων πράξεων όπως οι δωρεές, τα γαμικά σύμφωνα ή τα σύμφωνα εννόμου συμβιώσεως και οι διαθήκες, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο συμβολαιογράφος απλώς εκτελεί τη βούληση των δικαιοπρακτούντων τηρουμένου του νόμου.

51      Το ίδιο ισχύει, πέμπτον, για τα συμβολαιογραφικά καθήκοντα στον τομέα του δικαίου των εταιριών και των σωματείων.

52      Εξάλλου, το ειδικό καθεστώς του συμβολαιογράφου στο βελγικό δίκαιο, ο διορισμός του με βασιλικό διάταγμα και ο έλεγχος που ασκείται επί των δραστηριοτήτων του από τις κρατικές υπηρεσίες δεν ασκούν άμεσα επιρροή στην εκτίμηση της φύσεως των επίμαχων δραστηριοτήτων.

53      Η Επιτροπή υποστηρίζει, τέλος, συμφωνώντας με το Ηνωμένο Βασίλειο, ότι οι κανόνες του δικαίου της Ένωσης που περιλαμβάνουν αναφορές στη συμβολαιογραφική δραστηριότητα δεν θίγουν την εφαρμογή των άρθρων 43 ΕΚ και 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ στην εν λόγω δραστηριότητα.

54      Πράγματι, τόσο το άρθρο 1, παράγραφος 5, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά (οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο) (ΕΕ L 178, σ. 1), όσο και η τεσσαρακοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2005/36 δεν αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής τους τις συμβολαιογραφικές δραστηριότητες, παρά μόνο στο μέτρο που αποτελούν άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας. Πρόκειται, συνεπώς, για απλή ρήτρα που δεν έχει καμία επίπτωση στην ερμηνεία του άρθρου 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ. Όσον αφορά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο ιβ΄, της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 376, σ. 36), το οποίο αποκλείει τις συμβολαιογραφικές δραστηριότητες από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, η Επιτροπή τονίζει ότι το γεγονός ότι ο νομοθέτης επέλεξε να αποκλείσει μια συγκεκριμένη δραστηριότητα από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής δεν σημαίνει ότι το άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ έχει εφαρμογή στην εν λόγω δραστηριότητα.

55      Όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1), τον κανονισμό (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 (ΕΕ L 338, σ. 1), καθώς και τον κανονισμό (ΕΚ) 805/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τη θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις (ΕΕ L 143, σ. 15), η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι κανονισμοί αυτοί προβλέπουν απλώς την υποχρέωση των κρατών μελών να αναγνωρίζουν και να κηρύσσουν εκτελεστές πράξεις που εκδόθηκαν και είναι εκτελεστές εντός άλλου κράτους μέλους.

56      Όσον αφορά το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Μαρτίου 2006 σχετικά με τα νομικά επαγγέλματα και το γενικό συμφέρον στην ομαλή λειτουργία των νομικών συστημάτων (ΕΕ C 292E, σ. 105, στο εξής: ψήφισμα του 2006), πρόκειται για πράξη αμιγώς πολιτική, της οποίας το περιεχόμενο είναι αμφίσημο, καθόσον, αφενός μεν, με τη σκέψη 17 του ψηφίσματος αυτού, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επισήμανε ότι το άρθρο 45 ΕΚ πρέπει να εφαρμόζεται στο συμβολαιογραφικό επάγγελμα, αφετέρου δε, με το σημείο 2 του ψηφίσματος, επιβεβαίωσε τη θέση που είχε εκφράσει με το ψήφισμα της 18ης Ιανουαρίου 1994 σχετικά με την κατάσταση και την οργάνωση του συμβολαιογραφικού επαγγέλματος στα δώδεκα κράτη μέλη της Κοινότητας (ΕΕ C 44, σ. 36, στο εξής: ψήφισμα του 1994), με το οποίο εξέφρασε την επιθυμία του να καταργηθεί η προϋπόθεση της ιθαγένειας για την πρόσβαση στο εν λόγω επάγγελμα, την οποία προέβλεπε η νομοθεσία πολλών κρατών μελών.

57      Η Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο προσθέτουν ότι η υπόθεση στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C‑405/01, Colegio de Oficiales de la Marina Mercante Española (Συλλογή 2003, σ. I‑10391) και στην οποία παραπέμπουν πολλά κράτη μέλη με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, αφορούσε την εκ μέρους των πλοιάρχων και των υποπλοιάρχων εμπορικών πλοίων άσκηση ευρέος φάσματος καθηκόντων ασφάλειας, αστυνομικών εξουσιών καθώς και συμβολαιογραφικών και ληξιαρχικών αρμοδιοτήτων. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν είχε την ευκαιρία να εξετάσει ενδελεχώς τις διάφορες δραστηριότητες που ασκούν οι συμβολαιογράφοι από πλευράς του άρθρου 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ. Ως εκ τούτου, η ως άνω απόφαση δεν αρκεί για να διαπιστωθεί η εφαρμογή της οικείας διατάξεως στους συμβολαιογράφους.

58      Το Βασίλειο του Βελγίου, υποστηριζόμενο από την Τσεχική Δημοκρατία, τη Γαλλική Δημοκρατία, τη Δημοκρατία της Λιθουανίας, τη Δημοκρατία της Ουγγαρίας και τη Σλοβακική Δημοκρατία, υποστηρίζει, πρώτον, ότι η ερμηνεία του άρθρου 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ την οποία επικαλείται η Επιτροπή είναι πολύ περιοριστική. Κατά το πρώτο από αυτά τα κράτη μέλη, στη βελγική έννομη τάξη οι συμβολαιογράφοι μετέχουν άμεσα και ειδικά στην άσκηση δημόσιας εξουσίας λόγω, αφενός, των εννόμων αποτελεσμάτων των συμβολαιογραφικών πράξεων που εκφεύγουν του κοινού δικαίου και, αφετέρου, της φύσεως των συμβολαιογραφικών δραστηριοτήτων οι οποίες συνδέονται στενά με την άσκηση της δικαστικής εξουσίας, καθώς και των δραστηριοτήτων που οι συμβολαιογράφοι ασκούν επί εξωδικαστικώς κρινόμενων ζητημάτων.

59      Το Βασίλειο του Βελγίου προσθέτει ότι η ιδιότητα των συμβολαιογράφων στη βελγική έννομη τάξη είναι ανάλογη εκείνης των δημόσιων λειτουργών, στο μέτρο που η διαδικασία διορισμού τους και το καθεστώς αποκλεισμού της επαγγελματικής μετακινήσεως που τους διέπει είναι ανάλογα με εκείνα των δικαστών.

60      Όσον αφορά τις διάφορες δραστηριότητες που ασκούν οι συμβολαιογράφοι, το Βασίλειο του Βελγίου τονίζει, δεύτερον, ότι οι δραστηριότητες αυτές περιλαμβάνουν τη σύνταξη αυθεντικών πράξεων, η οποία αποτελεί συγκεκριμένη εκδήλωση της δημόσιας εξουσίας. Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, η συμφωνία των δικαιοπρακτούντων δεν αρκεί για τη σύνταξη συμβολαιογραφικής πράξεως. Συγκεκριμένα, ο συμβολαιογράφος πρέπει να αρνηθεί να καταρτίσει τη συμβολαιογραφική πράξη, αν δεν πληρούνται οι απαιτούμενες από τον νόμο προϋποθέσεις.

61      Επιπλέον, κατά τη βεβαίωση της αυθεντικότητας, ο συμβολαιογράφος έχει ρόλο εφοριακού υπαλλήλου, στο μέτρο που εισπράττει ενδεχόμενα τέλη μεταγραφής καθώς και το τέλος υποθήκης, εκδίδοντας απόδειξη.

62      Οι αυθεντικές πράξεις τις οποίες συντάσσει ο συμβολαιογράφος έχουν, εξάλλου, πλήρη αποδεικτική ισχύ και είναι εκτελεστές.

63      Στη βελγική έννομη τάξη τα πραγματικά περιστατικά που βεβαιώνει η συμβολαιογραφική πράξη, ήτοι εκείνα που διαπίστωσε ο ίδιος ο συμβολαιογράφος και τα οποία δηλώνει ότι είδε, άκουσε και κατέγραψε, έχουν πλήρη αποδεικτική ισχύ μεταξύ των δικαιοπρακτούντων, εκτός αν διαψευσθούν στο πλαίσιο διαδικασίας προσβολής για πλαστότητα. Αντιθέτως, τα ιδιωτικά συμφωνητικά στερούνται αποδεικτικής ισχύος, εκτός αν αναγνωρισθούν από τους δικαιοπρακτούντες.

64      Οι συμβολαιογραφικές πράξεις είναι επίσης εκτελεστές, χωρίς να χρειάζεται προηγούμενη δικαστική απόφαση. Συγκεκριμένα, η σύνταξη της συμβολαιογραφικής πράξεως δημιουργεί εκτελεστό τίτλο ο οποίος παρέχει στον δικαστικό επιμελητή τη δυνατότητα να προβεί σε άμεση εκτέλεση δυνάμει της εν λόγω συμβολαιογραφικής πράξεως. Ενδεχόμενες αντιρρήσεις ως προς την εκτέλεση πρέπει να ασκηθούν από τον οφειλέτη ενώπιον του αρμόδιου για τις κατασχέσεις δικαστή.

65      Το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει, τρίτον, ότι η βελγική έννομη τάξη αναθέτει στους συμβολαιογράφους ορισμένα καθήκοντα στο πλαίσιο τόσο της ένδικης όσο και της εξωδικαστικής διαδικασίας επιλύσεως διαφορών.

66      Όσον αφορά, πρώτον, τα διάφορα καθήκοντα που ανατίθενται στους συμβολαιογράφους στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας, στα οποία καταλέγεται η κατάσχεση ακινήτων, ορισμένοι πλειστηριασμοί, η απογραφή σε περιπτώσεις διαδοχής, κοινωνίας δικαιώματος ή διανομής αδιαίρετων αγαθών, η δικαστική διανομή, η κατάταξη δανειστών και η αποσφράγιση κατασχεθέντων πραγμάτων, τα καθήκοντα αυτά συνδέονται στενά, κατά το Βασίλειο του Βελγίου, με την άσκηση της δικαστικής εξουσίας.

67      Ο συμβολαιογράφος ασκεί, επομένως, καθήκοντα αυτοτελή και χωριστά σε σχέση με εκείνα του δικαστή. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο συμβολαιογράφος είναι αρμόδιος για τη λήψη μονομερών μέτρων, χωρίς να είναι αναγκαία η συμφωνία των δικαιοπρακτούντων. Η περίπτωση αυτή συντρέχει όταν ο συμβολαιογράφος προβαίνει σε μεταβίβαση ακινήτου στο πλαίσιο αναγκαστικής εκτελέσεως ή ακόμη όταν πραγματοποιεί απογραφή στο πλαίσιο δικαστικής διανομής. Όσον αφορά, ειδικότερα, την αναγκαστική εκτέλεση, ο συμβολαιογράφος, αφού ορισθεί από το αρμόδιο δικαστήριο, είναι αποκλειστικώς αρμόδιος για τη διαδικασία, η δε κατακύρωση είναι οριστική και δεν επιδέχεται προσβολή. Συνεπώς, ο αρμόδιος για τις κατασχέσεις δικαστής μπορεί να επιληφθεί μόνον αντιρρήσεων αφορωσών τη νομιμότητα της κατασχέσεως ή αιτήσεων ακυρώσεως της διαδικασίας κατακυρώσεως.

68      Όσον αφορά, δεύτερον, τα καθήκοντα που ανατίθενται στον συμβολαιογράφο στο πλαίσιο της εξωδικαστικής επιλύσεως διαφορών και ιδίως στον τομέα των διαθηκών, των γαμικών συμφώνων ή των συμφώνων εννόμου συμβιώσεως, σκοπός των καθηκόντων αυτών είναι, κατά το Βασίλειο του Βελγίου, η αποτροπή νομικών αμφισβητήσεων σε μεταγενέστερο στάδιο. Επομένως, οι συμβολαιογράφοι και οι δικαστές αναλαμβάνουν δύο χωριστά μέρη της δικαστικής λειτουργίας, καθόσον οι πρώτοι ενεργούν στο πλαίσιο των εξωδικαστικών διαδικασιών επιλύσεως διαφορών και οι δεύτεροι στο πλαίσιο των ένδικων διαδικασιών επιλύσεως διαφορών. Κατά συνέπεια, οι δραστηριότητες του συμβολαιογράφου δεν έχουν επικουρικό ή προπαρασκευαστικό χαρακτήρα έναντι των δραστηριοτήτων του δικαστή.

69      Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει, με την προαναφερθείσα απόφασή του Colegio de Oficiales de la Marina Mercante Española, ότι οι σχετικές με τη σύνταξη διαθηκών συμβολαιογραφικές δραστηριότητες συνιστούν συμμετοχή στην άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας.

70      Τρίτον, στον τομέα του δικαίου των εταιριών, ο συμβολαιογράφος ενεργεί ως εκπρόσωπος της δημόσιας εξουσίας και εξασφαλίζει, προς το γενικό συμφέρον, τη συμβατότητα των συναλλαγών με τον νόμο.

71      Το Βασίλειο του Βελγίου και η Δημοκρατία της Λιθουανίας υποστηρίζουν, τέταρτον, ότι ο νομοθέτης της Ένωσης επιβεβαίωσε ότι οι συμβολαιογράφοι μετέχουν στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας. Συναφώς, παραπέμπουν στις προαναφερθείσες στη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως πράξεις της Ένωσης, οι οποίες είτε αποκλείουν τις συμβολαιογραφικές δραστηριότητες από το αντίστοιχο πεδίο εφαρμογής τους λόγω μη συμμετοχής των συμβολαιογράφων στη δημόσια εξουσία, είτε αναγνωρίζουν ότι οι αυθεντικές πράξεις συντάσσονται από δημόσια αρχή ή από οποιαδήποτε άλλη εξουσιοδοτημένη από το κράτος προς τούτο αρχή. Από τις προαναφερθείσες στη σκέψη 55 της παρούσας αποφάσεως πράξεις προκύπτει επίσης ότι οι συμβολαιογραφικές πράξεις εξομοιώνονται με δικαστικές αποφάσεις όσον αφορά την εκτελεστότητά τους.

72      Τα εν λόγω κράτη μέλη προσθέτουν, τέλος, ότι το Κοινοβούλιο επιβεβαίωσε, με τα ψηφίσματα του 1994 και του 2006, ότι το συμβολαιογραφικό επάγγελμα μετέχει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

–       Προκαταρκτικές εκτιμήσεις

73      Με την πρώτη αιτίασή της, η Επιτροπή προσάπτει στη Βελγική Δημοκρατία ότι, παρέχοντας δυνατότητα προσβάσεως στο συμβολαιογραφικό επάγγελμα μόνο στους υπηκόους της, κατά παράβαση του άρθρου 43 ΕΚ, εμποδίζει τους υπηκόους των λοιπών κρατών μελών να ασκήσουν το εν λόγω επάγγελμα εντός του εδάφους της.

74      Η αιτίαση αυτή αφορά, επομένως, μόνον την προϋπόθεση ιθαγένειας που επιβάλλει η επίμαχη βελγική ρύθμιση για την πρόσβαση στο εν λόγω επάγγελμα από πλευράς του άρθρου 43 ΕΚ.

75      Ως εκ τούτου, διευκρινίζεται ότι η αιτίαση αυτή δεν αφορά ούτε τη θέση και την οργάνωση του συμβολαιογραφικού επαγγέλματος στη βελγική έννομη τάξη, ούτε τις λοιπές προϋποθέσεις προσβάσεως στο επάγγελμα αυτό, πέραν της σχετικής με την ιθαγένεια προϋποθέσεως, εντός του οικείου κράτους μέλους.

76      Πρέπει κατά τα λοιπά να τονιστεί, όπως επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η πρώτη αιτίαση δεν αφορά περαιτέρω ούτε την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Ομοίως, δεν αφορά την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.

–       Επί της ουσίας

77      Υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι το άρθρο 43 ΕΚ αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης (βλ. επ’ αυτού, μεταξύ άλλων, την προαναφερθείσα απόφαση Reyners, σκέψη 43).

78      Η έννοια της εγκαταστάσεως κατά τη διάταξη αυτή είναι πολύ ευρεία και εμπεριέχει τη δυνατότητα του κοινοτικού υπηκόου να συμμετέχει, με σταθερό και συνεχή τρόπο, στην οικονομική ζωή άλλου κράτους μέλους εκτός του κράτους προελεύσεώς του και να αποκομίζει συναφώς οφέλη, διευκολύνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την οικονομική και κοινωνική αλληλοδιείσδυση στο εσωτερικό της Κοινότητας όσον αφορά τον τομέα των μη μισθωτών δραστηριοτήτων (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑161/07, Επιτροπή κατά Αυστρίας, Συλλογή 2008, σ. I‑10671, σκέψη 24).

79      Η αναγνωριζόμενη στους υπηκόους κράτους μέλους ελευθερία εγκαταστάσεως στο έδαφος άλλου κράτους μέλους περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την πρόσβαση στις μη μισθωτές δραστηριότητες και την άσκηση των δραστηριοτήτων αυτών υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει η νομοθεσία του κράτους μέλους εγκαταστάσεως για τους δικούς του υπηκόους (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1986, 270/83, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1986, σ. 273, σκέψη 13, και, υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Αυστρίας, σκέψη 27).

80      Το άρθρο 43 ΕΚ έχει συνεπώς ως σκοπό να εξασφαλίσει το προνόμιο της ίσης μεταχειρίσεως με τους ημεδαπούς σε κάθε υπήκοο κράτους μέλους που εγκαθίσταται σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου να ασκήσει μη μισθωτή δραστηριότητα και απαγορεύει κάθε δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας που απορρέει από τις εθνικές νομοθεσίες υπό μορφήν περιορισμού της ελευθερίας εγκαταστάσεως (προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 14).

81      Εν προκειμένω, η επίδικη εθνική νομοθεσία παρέχει δυνατότητα προσβάσεως στο συμβολαιογραφικό επάγγελμα μόνο στους Βέλγους υπηκόους, προβλέποντας με τον τρόπο αυτό διαφορετική μεταχείριση λόγω ιθαγένειας, η οποία καταρχήν απαγορεύεται από το άρθρο 43 ΕΚ.

82      Το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει ωστόσο ότι οι συμβολαιογραφικές δραστηριότητες εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 43 ΕΚ, καθόσον συνιστούν συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας κατά την έννοια του άρθρου 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ. Ως εκ τούτου, πρέπει καταρχάς να εξεταστεί το περιεχόμενο της έννοιας της ασκήσεως δημόσιας εξουσίας, όπως προβλέπεται στην τελευταία αυτή διάταξη, και ακολούθως να εξακριβωθεί αν οι δραστηριότητες που ασκούν οι συμβολαιογράφοι στη βελγική έννομη τάξη εμπίπτουν στην έννοια αυτή.

83      Όσον αφορά την κατ’ άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ έννοια της «ασκήσεως δημόσιας εξουσίας», επισημαίνεται ότι η έννοια αυτή πρέπει να λαμβάνει υπόψη, κατά πάγια νομολογία, τον προσιδιάζοντα στο δίκαιο της Ένωσης χαρακτήρα των ορίων που θέτει το εν λόγω άρθρο στις επιτρεπόμενες εξαιρέσεις από την αρχή της ελευθερίας εγκαταστάσεως, ώστε να μην εξουδετερώνεται, με μονομερείς διατάξεις των κρατών μελών, η πρακτική αποτελεσματικότητα της Συνθήκης στον τομέα της ελευθερίας εγκαταστάσεως (βλ., επ’ αυτού, προαναφερθείσες αποφάσεις Reyners, σκέψη 50, και Επιτροπή κατά Ελλάδας, της 15ης Μαρτίου 1988, σκέψη 8, και απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2009, C‑438/08, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, Συλλογή 2009, σ. I‑10219, σκέψη 35).

84      Επίσης κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ συνιστά παρέκκλιση από τον θεμελιώδη κανόνα της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Ως εκ της φύσεώς της, η εν λόγω παρέκκλιση χρήζει στενής ερμηνείας, ούτως ώστε να περιορίζεται στο μέτρο που είναι απολύτως αναγκαίο για την προάσπιση εκείνων των συμφερόντων τα οποία η διάταξη αυτή επιτρέπει στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν (προαναφερθείσες αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 1988, Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 7, και Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψη 34, απόφαση της 30ής Μαρτίου 2006, C-451/03, Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti, Συλλογή 2006, σ. I-2941, σκέψη 45, αποφάσεις της 29ης Νοεμβρίου 2007, C‑393/05, Επιτροπή κατά Αυστρίας, Συλλογή 2007, σ. I‑10195, σκέψη 35, και C‑404/05, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2007, σ. I‑10239, σκέψεις 37 και 46, καθώς και προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, σκέψη 34).

85      Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως τονίσει ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ παρέκκλιση πρέπει να περιορίζεται στις δραστηριότητες οι οποίες, αυτές καθαυτές, συνιστούν άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας (προαναφερθείσες αποφάσεις Reyners, σκέψη 45, Thijssen, σκέψη 8, Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψη 35, Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti, σκέψη 46, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 38, και Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, σκέψη 36).

86      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής της παρεκκλίσεως του άρθρου 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, πρώτον, ορισμένες δραστηριότητες επικουρικού ή προπαρασκευαστικού χαρακτήρα σε σχέση με την άσκηση δημόσιας εξουσίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσες αποφάσεις Thijssen, σκέψη 22, Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψη 38, Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti, σκέψη 47, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 38, και Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, σκέψη 36), δεύτερον, ορισμένες δραστηριότητες των οποίων η άσκηση, μολονότι περιλαμβάνει επαφές, ακόμη και τακτικές και λειτουργικές, με διοικητικές ή δικαστικές αρχές, ή και συνδρομή, ακόμη και υποχρεωτική, στη λειτουργία τους, δεν θίγει τις εξουσίες εκτιμήσεως και λήψεως αποφάσεων των εν λόγω αρχών (βλ., υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσα απόφαση Reyners, σκέψεις 51 και 53), και, τρίτον, ορισμένες δραστηριότητες που δεν περιλαμβάνουν άσκηση εξουσίας λήψεως αποφάσεων (βλ., υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσες αποφάσεις Thijssen, σκέψεις 21 και 22, της 29ης Νοεμβρίου 2007, Επιτροπή κατά Αυστρίας, σκέψεις 36 και 42, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψεις 38 και 44, καθώς και Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, σκέψεις 36 και 41), εξουσίας καταναγκασμού (βλ., υπό την έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψη 37), ή και εξουσίας επιβολής κυρώσεων (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C‑47/02, Anker κ.λπ., Συλλογή 2003, σ. I‑10447, σκέψη 61, καθώς και προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, σκέψη 44).

87      Πρέπει να εξακριβωθεί, υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, αν οι δραστηριότητες που έχουν ανατεθεί στους συμβολαιογράφους στη βελγική έννομη τάξη περιλαμβάνουν άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας.

88      Προς τούτο, πρέπει να ληφθεί υπόψη η φύση των δραστηριοτήτων που ασκούνται από τα μέλη του επίμαχου επαγγέλματος (βλ., υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσα απόφαση Thijssen, σκέψη 9).

89      Το Βασίλειο του Βελγίου και η Επιτροπή συμφωνούν ως προς το ότι η κύρια δραστηριότητα των συμβολαιογράφων στη βελγική έννομη τάξη συνίσταται στη σύνταξη αυθεντικών πράξεων σύμφωνα με τις απαιτούμενες διατυπώσεις. Προς τούτο, ο συμβολαιογράφος πρέπει να εξακριβώσει, μεταξύ άλλων, τη συνδρομή όλων των νομίμων προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη σύνταξη της πράξεως. Η αυθεντική πράξη έχει, επιπλέον, αποδεικτική ισχύ και είναι εκτελεστή.

90      Τονίζεται, συναφώς, ότι, βάσει της βελγικής νομοθεσίας, αυθεντικές είναι οι πράξεις ή τα συμβόλαια που έχουν συνομολογήσει οι δικαιοπρακτούντες ιδία βουλήσει. Συγκεκριμένα, οι ίδιοι οι δικαιοπρακτούντες αποφασίζουν, εντός των ορίων που θέτει ο νόμος, το περιεχόμενο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών τους και επιλέγουν ελεύθερα τις διατάξεις στις οποίες επιθυμούν να υπαχθούν όταν υποβάλλουν στον συμβολαιογράφο έγγραφο ή συμβόλαιο προς βεβαίωση της αυθεντικότητάς του/της. Η παρέμβαση του συμβολαιογράφου προϋποθέτει, συνεπώς, προηγούμενη συναίνεση ή εκούσια συμφωνία των δικαιοπρακτούντων.

91      Επιπλέον, ο συμβολαιογράφος δεν μπορεί να μεταβάλει μονομερώς το συμβόλαιο του οποίου την αυθεντικότητα καλείται να βεβαιώσει, χωρίς να έχει προηγουμένως εξασφαλίσει τη συναίνεση των δικαιοπρακτούντων.

92      Η δραστηριότητα βεβαιώσεως της αυθεντικότητας που ανατίθεται στους συμβολαιογράφους δεν περιλαμβάνει συνεπώς, αυτή καθαυτή, άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας κατά την έννοια του άρθρου 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ.

93       Το ότι ορισμένες δικαιοπραξίες απαιτούν οπωσδήποτε, επί ποινή ακυρότητας, τη σύνταξη αυθεντικής πράξεως ή συμβολαίου δεν αναιρεί το συμπέρασμα αυτό. Πράγματι, είναι σύνηθες φαινόμενο το κύρος διαφόρων πράξεων να υπόκειται, σε κάθε εθνική έννομη τάξη και σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατυπώσεις, σε απαιτήσεις ως προς τον τύπο ή ακόμη σε υποχρεωτικές διαδικασίες αναγνωρίσεως του κύρους πράξεως. Το στοιχείο αυτό δεν αρκεί, συνεπώς, για να στηρίξει την άποψη του Βασίλειο του Βελγίου.

94      Η υποχρέωση των συμβολαιογράφων να εξακριβώσουν, πριν προβούν στη σύνταξη αυθεντικής πράξεως ή συμβολαίου, ότι πληρούνται όλες οι απαιτούμενες για την εκτέλεση της εν λόγω πράξεως ή του εν λόγω συμβολαίου νόμιμες προϋποθέσεις και, αν δεν συντρέχει η περίπτωση αυτή, να αρνηθούν τη σύνταξή τους επίσης δεν αναιρεί το προαναφερθέν συμπέρασμα.

95      Βεβαίως, ο συμβολαιογράφος προβαίνει στην εξακρίβωση αυτή υπηρετώντας σκοπό γενικού συμφέροντος, ήτοι την εξασφάλιση της νομιμότητας και της ασφάλειας δικαίου στις μεταξύ ιδιωτών δικαιοπραξίες. Ωστόσο, η επιδίωξη και μόνο του σκοπού αυτού δεν μπορεί να δικαιολογήσει την αναγνώριση των αναγκαίων προς τούτο προνομίων μόνο στους συμβολαιογράφους που είναι υπήκοοι του οικείου κράτους μέλους.

96      Η επιδίωξη δημοσίου συμφέροντος δεν αρκεί, αφ’ εαυτής, για να γίνει δεκτό ότι συγκεκριμένη δραστηριότητα συνιστά άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας. Πράγματι, είναι γεγονός ότι δραστηριότητες ασκούμενες στο πλαίσιο διαφόρων νομικώς κατοχυρωμένων επαγγελμάτων συνεπάγονται συχνά, στην εκάστοτε εθνική έννομη τάξη, υποχρέωση των προσώπων που τις ασκούν να επιδιώκουν τέτοιο σκοπό, χωρίς ωστόσο οι δραστηριότητες αυτές να εμπίπτουν στην άσκηση της εν λόγω εξουσίας.

97      Πάντως, το γεγονός ότι οι συμβολαιογραφικές δραστηριότητες επιδιώκουν σκοπούς γενικού συμφέροντος, οι οποίοι έγκεινται κυρίως στην τήρηση της νομιμότητας και της ασφάλειας δικαίου στις μεταξύ ιδιωτών δικαιοπραξίες, αποτελεί επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος δυνάμενο να δικαιολογήσει ενδεχόμενους περιορισμούς του άρθρου 43 ΕΚ απορρέοντες από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συμβολαιογραφικού επαγγέλματος, όπως είναι το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι διαδικασίες διορισμού συμβολαιογράφων, ο περιορισμένος αριθμός των θέσεών τους και οι κατά τόπον αρμοδιότητές τους, ή ακόμη το καθεστώς που διέπει τις αμοιβές τους, η ανεξαρτησία τους, τα ασυμβίβαστα και ο αποκλεισμός της δυνατότητας επαγγελματικής μετακινήσεώς τους, εφόσον οι περιορισμοί αυτοί είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την εκπλήρωση των εν λόγω σκοπών.

98      Είναι επίσης γεγονός ότι ο συμβολαιογράφος οφείλει να αρνηθεί να συντάξει αυθεντική πράξη ή συμβόλαιο που δεν πληροί τις απαιτούμενες νόμιμες προϋποθέσεις, ανεξαρτήτως της βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων. Ωστόσο, κατόπιν της αρνήσεως αυτής, οι δικαιοπρακτούντες παραμένουν ελεύθεροι είτε να θεραπεύσουν τη διαπιστωθείσα έλλειψη νομιμότητας, είτε να τροποποιήσουν τις διατάξεις της επίμαχης πράξεως ή του επίμαχου συμβολαίου, ή ακόμη και να παραιτηθούν από την πράξη ή το συμβόλαιο.

99       Όσον αφορά την αποδεικτική ισχύ και την εκτελεστότητα της συμβολαιογραφικής πράξεως, δεν αμφισβητείται ότι, λόγω των ιδιοτήτων τους αυτών, οι σχετικές πράξεις μπορούν να παραγάγουν σημαντικά έννομα αποτελέσματα. Ωστόσο, το ότι μια συγκεκριμένη δραστηριότητα περιλαμβάνει πράξεις με τέτοια αποτελέσματα δεν αρκεί για να διαπιστωθεί ότι η δραστηριότητα αυτή συνιστά άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας, κατά την έννοια του άρθρου 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ.

100    Πράγματι, όσον αφορά, ειδικότερα, την αποδεικτική ισχύ συμβολαιογραφικής πράξεως, διευκρινίζεται ότι η ισχύς αυτή διέπεται από το καθεστώς αποδείξεων που προβλέπει ο νόμος στην οικεία έννομη τάξη. Συνεπώς, η αποδεικτική ισχύς που ο νόμος αναγνωρίζει σε συγκεκριμένη πράξη δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι η δραστηριότητα που περιλαμβάνει την εν λόγω πράξη συνιστά, αυτή καθαυτή, άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας, σύμφωνα με τις επιταγές της νομολογίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσες αποφάσεις Thijssen, σκέψη 8, και Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψη 35).

101    Περαιτέρω, όπως δέχθηκε το Βασίλειο του Βελγίου, το ιδιωτικό συμφωνητικό που αναγνωρίζεται από το πρόσωπο έναντι του οποίου προβάλλεται, ή θεωρείται αναγνωρισμένο από νομικής απόψεως, έχει μεταξύ των συμβαλλομένων και μεταξύ των κληρονόμων και των ειδικών διαδόχων τους «το κύρος αυθεντικής πράξεως».

102    Όσον αφορά την εκτελεστότητα της αυθεντικής πράξεως, επισημαίνεται, όπως υποστηρίζει το Βασίλειο του Βελγίου, ότι καθιστά δυνατή την εκτέλεση της απαιτήσεως που εμπεριέχει η πράξη αυτή χωρίς προηγούμενη δικαστική παρέμβαση.

103    Η εκτελεστότητα της αυθεντικής πράξεως δεν συνεπάγεται ωστόσο ότι ο συμβολαιογράφος διαθέτει εξουσίες οι οποίες συνιστούν άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας. Πράγματι, μολονότι η εκ μέρους του συμβολαιογράφου περιαφή εκτελεστηρίου τύπου εξασφαλίζει την εκτελεστότητα της αυθεντικής πράξεως, η εκτελεστότητα αυτή στηρίζεται εντούτοις στη βούληση των δικαιοπρακτούντων να συνάψουν πράξη ή συμβόλαιο, αφού εξακριβωθεί από τον συμβολαιογράφο η συμβατότητα της εν λόγω πράξεως ή του εν λόγω συμβολαίου με τον νόμο, και να καταστήσουν την εν λόγω πράξη ή το εν λόγω συμβόλαιο εκτελεστή/ό.

104    Πρέπει επίσης να εξακριβωθεί αν οι λοιπές δραστηριότητες που ασκεί ο συμβολαιογράφος στη βελγική έννομη τάξη και στις οποίες αναφέρεται το Βασίλειο του Βελγίου συνιστούν άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας.

105    Όσον αφορά, πρώτον, τα καθήκοντα του συμβολαιογράφου στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτελέσεως, επισημαίνεται ότι τα καθήκοντα αυτά συνίστανται κυρίως στην οργάνωση του πλειστηριασμού ή της άμεσης μεταβιβάσεως του κατασχεθέντος πράγματος, εφόσον η μεταβίβαση αυτή επιτραπεί από τον αρμόδιο δικαστή και υπό τους όρους που εκείνος θα θέσει. Ο συμβολαιογράφος οφείλει επίσης να οργανώσει τον επιτόπιο έλεγχο και να συντάξει την κατακυρωτική έκθεση, η οποία αναφέρει την ημέρα του πλειστηριασμού και περιλαμβάνει εντολή μεταβιβάσεως του πλειστηριάσματος στους δανειστές.

106    Διαπιστώνεται, αφενός, ότι ο συμβολαιογράφος δεν είναι αρμόδιος να προβεί ο ίδιος στην αναγκαστική εκτέλεση. Αφετέρου, ο αρμόδιος για τις κατασχέσεις δικαστής είναι αυτός που ορίζει τον συμβολαιογράφο και του αναθέτει τη διενέργεια του πλειστηριασμού ή της άμεσης μεταβιβάσεως του κατασχεθέντος πράγματος, καθώς και την κατάταξη των δανειστών. Στον εν λόγω δικαστή απόκειται να τηρήσει τις σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση διατάξεις. Ο δικαστής μπορεί ακόμη και αυτεπαγγέλτως, όπως προκύπτει από το άρθρο 1396 του Κώδικα Δικονομίας, να ζητήσει από τους ex officio ή εντεταλμένους δημόσιους λειτουργούς ή δικαστικούς υπαλλήλους έκθεση σχετική με την εξέλιξη της διαδικασίας. Επί ενδεχόμενων αντιρρήσεων αποφαίνεται ο αρμόδιος για τις κατασχέσεις δικαστής, ο δε συμβολαιογράφος οφείλει να συντάξει πρακτικά, να αναστείλει κάθε σχετική πράξη και να παραπέμψει το ζήτημα στον αρμόδιο δικαστή.

107    Τα καθήκοντα που ανατίθενται στους συμβολαιογράφους στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτελέσεως ασκούνται υπό την εποπτεία του αρμόδιου δικαστή, στον οποίο ο συμβολαιογράφος πρέπει να υποβάλει τις ενδεχόμενες αντιρρήσεις και ο οποίος αποφαίνεται εν τέλει. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα εν λόγω καθήκοντα συνιστούν, αυτά καθαυτά, άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσες αποφάσεις Thijssen, σκέψη 21, απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2007, Επιτροπή κατά Αυστρίας, σκέψεις 41 και 42, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψεις 43 και 44, καθώς και Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, σκέψεις 37 και 41).

108    Το ίδιο συμπέρασμα ισχύει, δεύτερον, όσον αφορά τα καθήκοντα που ανατίθενται στους συμβολαιογράφους, κατά τα άρθρα 1186 έως 1190 του Κώδικα Δικονομίας, στο πλαίσιο ορισμένων μεταβιβάσεων ακινήτων. Συγκεκριμένα, από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η απόφαση περί εγκρίσεως ή όχι των μεταβιβάσεων αυτών απόκειται στον δικαστή.

109    Όσον αφορά, τρίτον, τις δραστηριότητες του συμβολαιογράφου στον τομέα της απογραφής σε περιπτώσεις διαδοχής, κοινωνίας δικαιώματος ή διανομής αδιαίρετων αγαθών, καθώς και στον τομέα της σφραγίσεως και αποσφραγίσεως κατασχεθέντων πραγμάτων, επισημαίνεται ότι οι δραστηριότητες αυτές υπόκεινται στην έγκριση του αρμόδιου ειρηνοδίκη. Εφόσον παραστεί ανάγκη, ο συμβολαιογράφος παραπέμπει την υπόθεση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1184 του Κώδικα Δικονομίας, στον εν λόγω δικαστή.

110    Όσον αφορά, τέταρτον, τις δραστηριότητες του συμβολαιογράφου στο πλαίσιο δικαστικής διανομής, πρέπει να τονιστεί, αφενός, ότι στον δικαστή απόκειται να διατάξει τη διανομή και να παραπέμψει τους δικαιοπρακτούντες, ενδεχομένως υπό τους όρους που εκείνος θα θέσει, ενώπιον συμβολαιογράφου ο οποίος οφείλει, μεταξύ άλλων, να πραγματοποιήσει την απογραφή, την κατάταξη των δανειστών και τον πίνακα διανομής. Αφετέρου, στον δικαστή απόκειται να επιλύσει κάθε διαφορά που ενδεχομένως θα ανακύψει, να εγκρίνει την εν λόγω απογραφή ή να την παραπέμψει στον αρμόδιο συμβολαιογράφο ζητώντας συμπληρωματική απογραφή ή απογραφή σύμφωνη με τις οδηγίες του δικαστή. Κατά συνέπεια, οι σχετικές δραστηριότητες του συμβολαιογράφου δεν συνιστούν άσκηση δημόσιας εξουσίας.

111    Το ίδιο ισχύει, πέμπτον, και στην περίπτωση της κατατάξεως των δανειστών κατόπιν πλειστηριασμού. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, ο συμβολαιογράφος οφείλει να συντάξει την έκθεση διανομής του πλειστηριάσματος ή, αν συντρέχει λόγος, τον πίνακα προνομιούχων απαιτήσεων και υποθηκών. Ενδεχόμενες αντιρρήσεις ασκούνται ενώπιον δικαστηρίου.

112    Πρέπει περαιτέρω να διευκρινιστεί, όσον αφορά τις συμβολαιογραφικές δραστηριότητες για τις οποίες γίνεται λόγος στις σκέψεις 105 έως 111 της παρούσας αποφάσεως, ότι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 86, επαγγελματικές υπηρεσίες που περιλαμβάνουν συνδρομή, έστω και υποχρεωτική, στη λειτουργία των δικαστηρίων δεν συνιστούν εντούτοις συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας (προαναφερθείσα απόφαση Reyners, σκέψη 51).

113    Έκτον, πράξεις όπως οι δωρεές εν ζωή, οι διαθήκες και τα γαμικά σύμφωνα ή σύμφωνα εννόμου συμβιώσεως, που απαιτούν επί ποινή ακυρότητας συμβολαιογραφική πράξη, εξετάστηκαν στις σκέψεις 90 έως 103 της παρούσας αποφάσεως.

114    Τα ίδια ισχύουν όσον αφορά, έβδομον, τη σύσταση εταιριών, σωματείων και ιδρυμάτων, η οποία απαιτεί, επί ποινή ακυρότητας, συμβολαιογραφική πράξη. Πρέπει εξάλλου να προστεθεί ότι τα προαναφερθέντα νομικά πρόσωπα αποκτούν νομική προσωπικότητα μόνον κατόπιν της καταθέσεως της συστατικής πράξεως στη Γραμματεία του αρμόδιου για εμπορικές υποθέσεις δικαστηρίου.

115    Όγδοον, τα φοροεισπρακτικά καθήκοντα που ασκεί ο συμβολαιογράφος κατά την πληρωμή τελών μεταγραφής ή υποθήκης δεν μπορούν να θεωρηθούν, αφ’ εαυτών, ως άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας. Διευκρινίζεται, επί του σημείου αυτού, ότι η είσπραξη των εν λόγω τελών, που πραγματοποιείται από τον συμβολαιογράφο για λογαριασμό του οφειλέτη και ακολουθείται από καταβολή των αντίστοιχων ποσών στην αρμόδια υπηρεσία του κράτους, δεν διαφέρει ουσιωδώς από την είσπραξη του φόρου προστιθέμενης αξίας.

116    Όσον αφορά το ειδικό καθεστώς των συμβολαιογράφων στη βελγική έννομη τάξη, αρκεί να υπομνησθεί, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 85 και 88 της παρούσας αποφάσεως, ότι, για να εξακριβωθεί αν οι δραστηριότητες αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρεκκλίσεως του άρθρου 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, πρέπει να ληφθεί υπόψη η φύση των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων και όχι το ειδικό καθεστώς των συμβολαιογράφων.

117    Επιβάλλονται, εντούτοις, δύο διευκρινίσεις επί του σημείου αυτού. Πρώτον, είναι γεγονός ότι, πέραν των περιπτώσεων στις οποίες ο ορισμός συμβολαιογράφου προβλέπεται δικαστικώς, καθένας από τους δικαιοπρακτούντες έχει ελευθερία επιλογής συμβολαιογράφου, δυνάμει του άρθρου 9 του νόμου της 25ης ventôse. Μολονότι δεν αμφισβητείται ότι οι αμοιβές των συμβολαιογράφων καθορίζονται από τον νόμο, εντούτοις η ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχουν μπορεί να διαφέρει, ανάλογα ιδίως με τα επαγγελματικά προσόντα τους. Συνεπώς, εντός των ορίων της κατά τόπον αρμοδιότητάς τους, οι συμβολαιογράφοι ασκούν το επάγγελμά τους, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 18 των προτάσεών του, υπό όρους ανταγωνισμού, χαρακτηριστικό που δεν προσιδιάζει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας.

118    Επισημαίνεται, δεύτερον, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή χωρίς να αντικρούεται επί του σημείου αυτού από το Βασίλειο του Βελγίου, ότι οι συμβολαιογράφοι είναι άμεσα και προσωπικά υπεύθυνοι, έναντι των πελατών τους, για ζημίες που απορρέουν από κάθε είδους πταίσμα κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους.

119    Κατά τα λοιπά, το επιχείρημα που αντλεί το Βασίλειο του Βελγίου από ορισμένες πράξεις της Ένωσης δεν είναι επίσης πειστικό. Όσον αφορά τις προαναφερθείσες στη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως πράξεις, διευκρινίζεται ότι το γεγονός ότι ο νομοθέτης επέλεξε να αποκλείσει τις συμβολαιογραφικές δραστηριότητες από το πεδίο εφαρμογής συγκεκριμένης πράξεως δεν σημαίνει ότι οι δραστηριότητες αυτές εμπίπτουν κατ’ ανάγκη στο πεδίο εφαρμογής της προβλεπόμενης στο άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ παρεκκλίσεως. Όσον αφορά, ειδικότερα, την οδηγία 2005/36, από το γράμμα της τεσσαρακοστής πρώτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας αυτής, κατά την οποία η οδηγία «δεν θίγει την εφαρμογή […] του άρθρου 45 [EΚ], ιδίως όσον αφορά τους συμβολαιογράφους», προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν έλαβε θέση επί του ζητήματος της εφαρμογής του άρθρου 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ στο συμβολαιογραφικό επάγγελμα.

120    Τα επιχειρήματα που στηρίζονται στους προαναφερθέντες στη σκέψη 55 της παρούσας αποφάσεως κανονισμούς δεν ασκούν επίσης επιρροή. Συγκεκριμένα, οι κανονισμοί αυτοί αφορούν την αναγνώριση και την εκτέλεση αυθεντικών πράξεων οι οποίες συντάσσονται και εκτελούνται εντός κράτους μέλους και, κατά συνέπεια, δεν θίγουν την ερμηνεία του άρθρου 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ. Eπιπλέον, από τη νομολογία η οποία εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στον κανονισμό 44/2001 προκύπτει ότι για να χαρακτηρισθεί μια πράξη ως αυθεντική κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού είναι αναγκαία η παρέμβαση είτε δημόσιας αρχής, είτε οποιασδήποτε άλλης αρχής εξουσιοδοτημένης από το κράτος (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 17ης Ιουνίου 1999, C-260/97, Unibank, Συλλογή 1999, σ. I‑3715, σκέψεις 15 και 21).

121    Όσον αφορά τα ψηφίσματα του 1994 και του 2006, για τα οποία έγινε λόγος στη σκέψη 56 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να τονιστεί ότι στερούνται εννόμων αποτελεσμάτων, δεδομένου ότι τα ψηφίσματα αυτά δεν αποτελούν, ως εκ της φύσεώς τους, δεσμευτικές πράξεις. Κατά τα λοιπά, μολονότι από τα εν λόγω ψηφίσματα προκύπτει ότι το συμβολαιογραφικό επάγγελμα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 45 ΕΚ, το Κοινοβούλιο, με το πρώτο από τα ψηφίσματα αυτά, εξέφρασε την επιθυμία του να ληφθούν μέτρα ούτως ώστε να καταργηθεί η προϋπόθεση ιθαγένειας για την πρόσβαση στο συμβολαιογραφικό επάγγελμα, θέση την οποία επιβεβαίωσε εμμέσως με το ψήφισμα του 2006.

122    Όσον αφορά το επιχείρημα που το Βασίλειο του Βελγίου αντλεί από την προαναφερθείσα απόφαση Colegio de Oficiales de la Marina Mercante Española, διευκρινίζεται ότι η υπόθεση στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 39, παράγραφος 4, ΕΚ, και όχι του άρθρου 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ. Επιπλέον, από τη σκέψη 42 της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι το Δικαστήριο, κρίνοντας ότι τα καθήκοντα που ασκούν οι πλοίαρχοι και υποπλοίαρχοι συνιστούν συμμετοχή στην άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας, αναφερόταν στο σύνολο των καθηκόντων τους. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν εξέτασε τη μοναδική συμβολαιογραφικής φύσεως λειτουργία που έχει απονεμηθεί στους πλοιάρχους και υποπλοιάρχους, ήτοι την παραλαβή, φύλαξη και απόδοση διαθηκών, χωριστά από τις λοιπές αρμοδιότητές τους, όπως π.χ. τις εξουσίες εξαναγκασμού ή επιβολής κυρώσεων με τις οποίες είναι επιφορτισμένοι.

123    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι συμβολαιογραφικές δραστηριότητες, όπως προβλέπονται σήμερα στη βελγική έννομη τάξη, δεν συνιστούν συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας κατά την έννοια του άρθρου 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ.

124    Διαπιστώνεται, κατά συνέπεια, ότι η προϋπόθεση ιθαγένειας που απαιτεί η βελγική νομοθεσία για την πρόσβαση στο συμβολαιογραφικό επάγγελμα συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας απαγορευόμενη από το άρθρο 43 ΕΚ.

125    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι η πρώτη αιτίαση είναι βάσιμη.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

126    Η Επιτροπή προσάπτει στο Βασίλειο του Βελγίου ότι δεν μετέφερε στην εσωτερική έννομη τάξη την οδηγία 89/48 όσον αφορά το επάγγελμα του συμβολαιογράφου. Όπως υποστηρίζει, το επάγγελμα αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, στο μέτρο που ο συμβολαιογράφος δεν μετέχει κατά τρόπο άμεσο και ειδικό στην άσκηση δημόσιας εξουσίας.

127    Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η οδηγία 89/48 παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να προβλέπουν είτε μια δοκιμασία επάρκειας, είτε μια πρακτική άσκηση, προκειμένου να εξασφαλίζεται το υψηλό επίπεδο προσόντων που απαιτείται στην περίπτωση των συμβολαιογράφων. Επιπλέον, η εφαρμογή της οδηγίας αυτής δεν σκοπεί στη δημιουργία εμποδίων στην πρόσληψη συμβολαιογράφων μέσω διαγωνισμού, αλλά μόνο στην παροχή προσβάσεως στον εν λόγω διαγωνισμό στους υπηκόους των λοιπών κρατών μελών. Η εφαρμογή της οδηγίας αυτής δεν ασκεί επίσης επιρροή στη διαδικασία διορισμού των συμβολαιογράφων.

128    Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει, περαιτέρω, ότι η αναφορά στο συμβολαιογραφικό επάγγελμα που περιλαμβάνει η τεσσαρακοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2005/36 δεν αποκλείει το επάγγελμα αυτό στο σύνολό του από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.

129    Χωρίς να προβάλει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου, το Βασίλειο του Βελγίου επισημαίνει ότι η δεύτερη αιτίαση αντλείται από προβαλλόμενη πλημμελή μεταφορά της οδηγίας 89/48 και όχι της οδηγίας 2005/36. Η οδηγία 2005/36 κατήργησε την οδηγία 89/48 με ισχύ από τις 20 Οκτωβρίου 2007.

130    Επί της ουσίας, το εν λόγω κράτος μέλος καθώς και η Δημοκρατία της Λιθουανίας, η Δημοκρατία της Ουγγαρίας και η Σλοβακική Δημοκρατία υποστηρίζουν ότι η οδηγία 2005/36 ορίζει ρητώς, με την τεσσαρακοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της, ότι «δεν θίγει την εφαρμογή του άρθρου 39, παράγραφος 4, [ΕΚ] και του άρθρου 45 [EΚ], ιδίως όσον αφορά τους συμβολαιογράφους». Η ρήτρα αυτή επιβεβαιώνει ότι το επάγγελμα του συμβολαιογράφου καλύπτεται από το άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, οπότε η οδηγία 2005/36 δεν εφαρμόζεται στο εν λόγω επάγγελμα. Επιπλέον, η Δημοκρατία της Λιθουανίας υπενθυμίζει ότι μια ειδικότερη αλλά παρεμφερής ρήτρα περιλαμβάνεται στη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/48.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

–       Επί του παραδεκτού

131    Κατά πάγια νομολογία, όταν έχει ασκηθεί προσφυγή βάσει του άρθρου 226 ΕΚ, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται βάσει της κοινοτικής νομοθεσίας που ισχύει κατά την παρέλευση της προθεσμίας που τάσσει η Επιτροπή στο οικείο κράτος μέλος προκειμένου να συμμορφωθεί με την αιτιολογημένη γνώμη (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 1999, C-365/97, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1999, σ. Ι-7773, σκέψη 32, της 5ης Οκτωβρίου 2006, C-275/04, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 2006, σ. I-9883, σκέψη 34, και της 19ης Μαρτίου 2009, C‑270/07, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2009, σ. I-1983, σκέψη 49).

132    Εν προκειμένω, η προθεσμία αυτή παρήλθε στις 18 Δεκεμβρίου 2006. Η οδηγία 89/48 ίσχυε ακόμη κατά την ημερομηνία εκείνη, καθόσον η οδηγία 2005/36 την κατήργησε από τις 20 Οκτωβρίου 2007. Ως εκ τούτου, μια προσφυγή που στηρίζεται σε πλημμελή μεταφορά της οδηγίας 89/48 στην εσωτερική έννομη τάξη δεν στερείται αντικειμένου (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, C-327/08, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 23).

133    Κατά συνέπεια, η ένσταση του Βασιλείου του Βελγίου πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της ουσίας

134    Η Επιτροπή προσάπτει στο Βασίλειο του Βελγίου πλημμελή μεταφορά της οδηγίας 2005/36 στην εσωτερική έννομη τάξη όσον αφορά το συμβολαιογραφικό επάγγελμα. Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί αν η οδηγία αυτή έχει εφαρμογή στο εν λόγω επάγγελμα.

135    Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη το νομοθετικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η εν λόγω οδηγία.

136    Τονίζεται επίσης ότι ο νομοθέτης προέβλεψε ρητώς, με τη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/48, ότι το γενικό σύστημα αναγνωρίσεως των διπλωμάτων ανώτατης εκπαίδευσης που καθιέρωσε η πρώτη από τις οδηγίες αυτές «δεν θίγει την εφαρμογή […] του άρθρου 45 [EΚ]». Η ρήτρα αυτή καταδεικνύει τη βούληση του νομοθέτη να αποκλείσει τις σχετικές με το άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ δραστηριότητες από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.

137    Κατά τον χρόνο εκδόσεως της οδηγίας 89/48 πάντως, το Δικαστήριο δεν είχε ακόμη την ευκαιρία να αποφανθεί επί του κατά πόσον οι δραστηριότητες του συμβολαιογράφου εμπίπτουν στο άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ.

138    Εξάλλου, κατά τα έτη που ακολούθησαν την έκδοση της οδηγίας 89/48, το Κοινοβούλιο, με τα ψηφίσματα του 1994 και του 2006 για τα οποία έγινε λόγος στις σκέψεις 56 και 121 της παρούσας αποφάσεως, αφενός μεν επισήμανε ότι το άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ έπρεπε να έχει πλήρη εφαρμογή στο συμβολαιογραφικό επάγγελμα αυτό καθαυτό, αφετέρου δε εξέφρασε την επιθυμία του να καταργηθεί η προϋπόθεση της ιθαγένειας για την πρόσβαση στο εν λόγω επάγγελμα.

139    Επιπλέον, κατά την έκδοση της οδηγίας 2005/36 που αντικατέστησε την οδηγία 89/48, ο νομοθέτης της Ένωσης διευκρίνισε, με την τεσσαρακοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της πρώτης από τις οδηγίες αυτές, ότι η οικεία οδηγία δεν θίγει την εφαρμογή του άρθρου 45 EΚ, «ιδίως όσον αφορά τους συμβολαιογράφους». Προβλέποντας τη ρήτρα αυτή, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν τοποθετήθηκε επί του ζητήματος της εφαρμογής του άρθρου 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ και, ως εκ τούτου, της οδηγίας 2005/36 στις συμβολαιογραφικές δραστηριότητες.

140    Υπέρ της διαπιστώσεως αυτής συνηγορούν, μεταξύ άλλων, οι προπαρασκευαστικές εργασίες της τελευταίας αυτής οδηγίας. Συγκεκριμένα, με το νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (ΕΕ 2004, C 97Ε, σ. 230), που εγκρίθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 11 Φεβρουαρίου 2004, το Κοινοβούλιο είχε προτείνει να τονιστεί ρητώς στο κείμενο της οδηγίας 2005/36 ότι η εν λόγω οδηγία δεν έχει εφαρμογή στους συμβολαιογράφους. Η αιτιολογία βάσει της οποίας η πρόταση αυτή δεν έγινε δεκτή ούτε στην τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων [COM(2004) 317 τελικό], ούτε στην κοινή θέση (ΕΚ) 10/2005, της 21ης Δεκεμβρίου 2004, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με σκοπό τη θέσπιση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (ΕΕ 2005, C 58E, σ. 1), δεν στηρίχθηκε στο ότι η εν λόγω οδηγία έπρεπε να εφαρμοστεί στο συμβολαιογραφικό επάγγελμα, αλλά, μεταξύ άλλων, στο ότι «[η] παρέκκλιση από την αρχή της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών για τις δραστηριότητες που συνεπάγονται άμεση και συγκεκριμένη συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας προβλ[επόταν] με το άρθρο 45[, πρώτο εδάφιο,] ΕΚ».

141    Συναφώς, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης νομοθετικής διαδικασίας, καθώς και της καταστάσεως αβεβαιότητας που δημιουργήθηκε, όπως προκύπτει από το προαναφερθέν νομοθετικό πλαίσιο, δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί ότι, κατά το πέρας της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, υφίστατο αρκούντως σαφής για τα κράτη μέλη υποχρέωση μεταφοράς της οδηγίας 2005/36 στην εσωτερική έννομη τάξη όσον αφορά το συμβολαιογραφικό επάγγελμα.

142    Κατά συνέπεια, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

143    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να διαπιστωθεί ότι το Βασίλειο του Βελγίου, επιβάλλοντας προϋπόθεση ιθαγένειας για την πρόσβαση στο συμβολαιογραφικό επάγγελμα, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 43 ΕΚ, και να απορριφθεί η προσφυγή κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

144    Βάσει του άρθρου 69, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα δικαστικά έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του, αν οι διάδικοι ηττηθούν σε ένα ή πλείονα αιτήματά τους. Δεδομένου ότι γίνεται μόνο μερικώς δεκτή η προσφυγή της Επιτροπής, πρέπει να αποφασιστεί ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

145    Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του ίδιου Κανονισμού, τα κράτη μέλη που παρενέβησαν στη διαφορά φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Συνεπώς, η Τσεχική Δημοκρατία, η Γαλλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Λεττονίας, η Δημοκρατία της Λιθουανίας, η Δημοκρατία της Ουγγαρίας, η Σλοβακική Δημοκρατία και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

1)      Το Βασίλειο του Βελγίου, επιβάλλοντας προϋπόθεση ιθαγένειας για την πρόσβαση στο συμβολαιογραφικό επάγγελμα, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 43 ΕΚ.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Βασίλειο του Βελγίου, η Τσεχική Δημοκρατία, η Γαλλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Λεττονίας, η Δημοκρατία της Λιθουανίας, η Δημοκρατία της Ουγγαρίας, η Σλοβακική Δημοκρατία και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

(υπογραφές)

Ευρωπαϊκό Συμβολαιογραφικό Δίκτυο (European Notarial Network - σχετική η εγκύκλιος 20/30-3-2011), στο πλαίσιο παροχής συνδρομής στους συμβολαιογράφους που αντιμετωπίζουν πρακτικά ζητήματα με διασυνοριακά στοιχεία συνέταξαν και μετέφρασαν σε όλες τις γλώσσες για τη διευκόλυνση των Ευρωπαίων Συμβολαιογράφων ένα πρακτικό εγχειρίδιο με πληροφορίες για τον Κανονισμό ( ΕΕ) αριθ. 650/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012

Next: Η εκ διαθήκης διαδοχή στο Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο - Με το θάνατο κάποιου προσώπου τίθεται σε κίνηση ο μηχανισμός της κληρονομικής διαδοχής. Πρόκειται για τον τρόπο ρύθμισης των εννόμων σχέσεων του ατόμου μετά το θάνατό του και ιδίως την τύχη της περιουσίας του, για την οποία πιθανόν να έχει ήδη αποφασίσει το ίδιο το άτομο. Όταν, ειδικότερα, ο αποθανών έχει εκφράσει τη βούλησή του περί διάθεσης των κληρονομιαίων με διάταξη τελευταίας βούλησης, τίθεται σε κίνηση ο μηχανισμός της εκ διαθήκης κληρονομικής διαδοχής. Αντίθετα, όταν ο ίδιος ο διαθέτης δεν έχει εκφραστεί με διάταξη τελευταίας βούλησης, ενεργοποιείται ο μηχανισμός της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής.
$
0
0
Ευρωπαϊκό  Συμβολαιογραφικό  Δίκτυο (European Notarial  Network  -  σχετική  η  εγκύκλιος  20/30-3-2011), στο  πλαίσιο
παροχής συνδρομής στους συμβολαιογράφους που αντιμετωπίζουν πρακτικά ζητήματα με διασυνοριακά στοιχεία
συνέταξαν και μετέφρασαν σε όλες τις γλώσσες για τη διευκόλυνση των Ευρωπαίων Συμβολαιογράφων ένα πρακτικό εγχειρίδιο με ....
πληροφορίες  για  τον  Κανονισμό (
ΕΕ) αριθ. 650/2012 του  Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου  και  του  Συμβουλίου  της 4ης Ιουλίου 2012  σχετικά  με  τη  διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο,την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, την αποδοχή  και  εκτέλεση  δημοσίων  εγγράφων στον  τομέα  της  κληρονομικής διαδοχής  και  την  καθιέρωση  του  ευρωπαϊκού  κληρονομητηρίου,  ο οποίος τίθεται σε εφαρμογή στις 17 Αυγούστου 2015.
Το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού καλύπτει όλα τα θέματα αστικού δικαίου  που  άπτονται  της  κληρονομικής  διαδοχής,    δηλαδή  όλες  τις περιπτώσεις απόκτησης αιτία θανάτου περιουσιακών στοιχείων,  δικαιωμάτων και υποχρεώσεων  είτε  δυνάμει  διατάξεως  τελευταίας  βουλήσεως  είτε  δυνάμει  εξ αδιαθέτου διαδοχής.
Ο  Κανονισμός  εφαρμόζεται  στην  κληρονομική  διαδοχή  προσώπων των οποίων ο θάνατος επέρχεται κατά ή μετά την
17.8.2015

Ακολουθεί συνημμένο σε  μετάφραση στα ελληνικά το εγχειρίδιο για την επεξήγηση του Κανονισμού για τη διασυνοριακή κληρονομική διαδοχή.
Το εγχειρίδιο θα το βρείτε αναρτημένο και στο intranet της ιστοσελίδας μας

Kανονισμού  650/2012 Σχετικά με τη διασυνοριακή κληρονομική διαδοχή
Για την προσαρμογή των κανόνων στην αυξανόμενη κινητικότητα των πολιτών και  τον συντονισμό της συνύπαρξης των εθνικών νομοθεσιών περί κληρονομικής  διαδοχής, στις 4 Ιουλίου 2012 εκδόθηκε ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 650/2012 σχετικά με τη διεθνή κληρονομική διαδοχή. Ο κανονισμός παρέχει ένα απλουστευμένο πλαίσιο για όσους έχουν ιδιωτικά και χρηματοοικονομικά συμφέροντα σε δύο  τουλάχιστον χώρες, τόσο εντός όσο και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο κανονισμός, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 16 Αυγούστου 2012, θα εφαρμόζεται  μόνον στην κληρονομική διαδοχή προσώπων των οποίων ο θάνατος επέρχεται κατά ή μετά την 17 Αυγούστου 2015.
Ο κανονισμός εφαρμόζεται σε όλες τις πτυχές της κληρονομικής διαδοχής: από την επαγωγή έως την εκκαθάριση της κληρονομίας, περνώντας από τη μεταβίβαση
και τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων. Ωστόσο, από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού εξαιρείται ρητώς, μεταξύ άλλων, κάθε στοιχείο που αφορά δωρεές, ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής, τοντίνες, καταπιστεύματα, καθεστώτα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, υποχρεώσεις διατροφής, τη φύση εμπράγματων δικαιωμάτων και τη φορολογία.
Ο κανονισμός θεσπίζει έναν ενιαίο συνδετικό παράγοντα, το δίκαιο του τελευταίου τόπου συνήθους διαμονής του αποβιώσαντος, για τον καθορισμό τόσο της αρμόδιας δικαιοδοσίας, η οποία θα αποφανθεί επί του συνόλου της κληρονομικής διαδοχής, όσο και του εφαρμοστέου στην κληρονομική διαδοχή δικαίου. Θεσπίζει επίσης τη δυνατότητα επιλογής -ως εφαρμοστέου δικαίου στην κληρονομική διαδοχή ενός προσώπου- του δικαίου ενός εκ των κρατών την ιθαγένεια του οποίου έχει.
Τέλος, ο κανονισμός θεσπίζει το ευρωπαϊκό κληρονομητήριο, με σκοπό την απλούστευση των διαδικασιών τις οποίες πρέπει να διεκπεραιώσουν οι κληρονόμοι για να αποκτήσουν τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν μέρος της περιουσίας.
Το ευρωπαϊκό κληρονομητήριο θα αναγνωρίζεται αυτομάτως σε όλα τα κράτη μέλη. Στόχος του παρόντος εγχειριδίου είναι η συνοπτική παρουσίαση του νέου αυτού κανονισμού, ώστε να έχετε ήδη μερικές πληροφορίες όταν θα βρεθείτε αντιμέτωποι με μια κληρονομική διαδοχή η οποία θα εμφανίζει κάποιο στοιχείο αλλοδαπότητας.
Ο κανονισμός διατίθεται στην ακόλουθη διεύθυνση http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=OJ:L:2012:201:0107:0 134:EL:PDF
Εισαγωγή Kανονισμού 650/2012  σχετικά με τη διασυνοριακή κληρονομική διαδοχή Kανονισμού  650/2012  σχετικά με τη διασυνοριακή κληρονομική διαδοχή 54 Παραδειγμα
Ο κ. Schmitt, γερμανικής ιθαγένειας, εγκαθίσταται σε οίκο ευγηρίας στη Σλοβακία. Αποβιώνει εκεί το 2018, πέντε χρόνια αργότερα. Με εξαίρεση έναν τρεχούμενο λογαριασμό, τον οποίο άνοιξε στη Σλοβακία, το σύνολο της κινητής  και ακίνητης περιουσίας του βρίσκεται στη Γερμανία. Το μοναδικό τέκνο του –το οποίο επισκέπτεται τακτικά– ζει στη Γερμανία. Ποιο δίκαιο εφαρμόζεται στην κληρονομική διαδοχή;
•   Κανονισμός 650/2012: το εφαρμοστέο δίκαιο στην κληρονομική διαδοχή είναι κανονικά το δίκαιο του  τελευταίου τόπου συνήθους διαμονής του αποβιώσαντος (το σλοβακικ
ό δίκαιο).
Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις που οδήγησαν τον κ. Schmitt να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του στη Σλοβακία (δηλαδή, το γεγονός  ότι οι οίκοι ευγηρίας είναι πολύ οικονομικότεροι εκεί), μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 21, παράγραφος 2, δεδομένου ότι είχε καταφανώς στενότερους δεσμούς με τη Γερμανία. Εάν επιλεγεί μια τέτοια ερμηνεία, θα εφαρμοστεί στην κληρονομική διαδοχή το γερμανικό δίκαιο.
Στο παρόν στάδιο, και απουσία νομολογίας σχετικά με τον ορισμό του τόπου συνήθους διαμονής, για την καλύτερη κατανόηση της κατάστασης ενδείκνυται η  παραπομπή στις αιτιολογικές σκέψεις 23, 24 και 25.
Άρθρο 21, πΆράγρΆφος 2
Αν, κατ’ εξαίρεση, προκύπτει σαφώς από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης  ότι, κατά το χρόνο του θανάτου, ο θανών είχε προδήλως στενότερους δεσμούς με κράτος άλλο από εκείνο του οποίου το δίκαιο θα εφαρμοζόταν δυνάμει της παραγράφου 1, το εφαρμοστέο κληρονομικό δίκαιο είναι το δίκαιο αυτού του άλλου κράτους.
Η εξαίρεση στον γενικό κανόνα Παραδειγματα
1.     Η κ. Larsson, σουηδικής ιθαγένειας, αποβιώνει στο Κάπρι (Ιταλία) στις 17 Αυγούστου 2015 1, όπου ζούσε από το 2000. Διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία  στην Ελβετία και στην Ιταλία. Έχει μία θυγατέρα. Ποιο δίκαιο εφαρμόζεται στην
κληρονομική διαδοχή;
   Κανονισμός 650/2012: το δίκαιο του τελευταίου τόπου συνήθους διαμονής της αποβιώσασας: το ιταλικό δίκαιο στο σύνολο της κληρονομικής διαδοχής
2.    
Ο κ. Garcia, γαλλικής ιθαγένειας, αποβιώνει το 2016 στην Αργεντινή, όπου  ζούσε από το 1990. Έχει έναν υιό και διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία στην Αργεντινή και στη Γαλλία. Ποιο δίκαιο εφαρμόζεται στην κληρονομική διαδοχή;
Πρέπει να εξετασθούν οι κανόνες περί σύγκρουσης των νόμων κάθε κράτους που συνδέεται με την κατάστασή του (Αργεντινή και Γαλλία).•   ΙΔΔ Αργεντινής: το δίκαιο του τελευταίου τόπου διαμονής του αποβιώσαντος: το δίκαιο της
Αργεντινής για το σύνολο της κληρονομικής διαδοχής•   Κανονισμός 650/2012: το δίκαιο του τελευταίου τόπου συνήθους διαμονής του αποβιώσαντος: το δίκαιο της Αργεντινής στο σύνολο της κληρονομικής διαδοχής
Άρθρο 20
Δίκαιο που καθορίζεται από τον παρόντα κανονισμό εφαρμόζεται ακόμη και αν δεν  πρόκειται για δίκαιο κράτους μέλους.
Άρθρο 21, πΆρΆγρΆφος 1
Με την επιφύλαξη τυχόν αντίθετης διάταξης του παρόντος κανονισμού, για το σύνολο της κληρονομίας είναι εφαρμοστέο το δίκαιο του κράτους στο οποίο ο θανών είχε τη συνήθη διαμονή του κατά τον χρόνο του θανάτου.
Οικουμενική εφαρμογή και γενικός κανόνας  όσον αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο 1I Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 83, παράγραφος 1, ο κανονισμός εφαρμόζεται στην κληρονομική διαδοχή προσώπων των οποίων ο θάνατος επέρχεται κατά ή μετά την 17η Αυγούστου 2015.
Kανονισμού  650/2012 σχετικά με τη διασυνοριακή κληρονομική διαδοχή 

Kανονισμού 650/2012
σχετικά με τη διασυνοριακή κληρονομική διαδοχή
Άρθρο 22, πΆρΆγρΆφος 1
Ένα πρόσωπο δύναται να επιλέξει ως δίκαιο που θα διέπει το σύνολο της κληρονομικής διαδοχής του το δίκαιο του κράτους του οποίου έχει την ιθαγένεια κατά το χρόνο πραγματοποίησης της επιλογής του ή κατά τον χρόνο του θανάτου.
Ένα πρόσωπο που έχει ιθαγένειες περισσότερων κρατών, μπορεί να επιλέξει το δίκαιο οποιουδήποτε εξ αυτών κατά τη στιγμή που κάνει την επιλογή ή κατά τον χρόνο του θανάτου.
Άρθρο 22, πΆρΆγρΆφος 2
Η επιλογή του δικαίου γίνεται ρητώς με δήλωση υπό μορφή διάταξης τελευταίας βούλησης ή συνάγεται από τους όρους της εν λόγω διάταξης.
Άρθρο 83, πΆρΆγρΆφος 4
Εάν μια διάταξη τελευταίας βούλησης συντάχθηκε πριν από τη 17η Αυγούστου  2015, σύμφωνα με το δίκαιο το οποίο ο θανών θα μπορούσε να είχε επιλέξει, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, το δίκαιο αυτό θεωρείται ότι επελέγη ως το εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή δίκαιο.
Η επιλογή αυτή μπορεί να γίνει από τώρα, αλλά θα εφαρμοστεί μόνον εάν ο θάνατος επέλθει κατά ή μετά την 17η Αυγούστου 2015.
Επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου Παραδειγμα
Η κ. Gomes γεννήθηκε στο Πόρτο και έζησε εκεί όλη τη ζωή της. Έχει διπλή πορτογαλική και γερμανική ιθαγένεια. Αποβιώνει στο Πόρτο το 2016 και διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία στην Πορτογαλία και στη Γερμανία. Όταν συνέταξε
τη διαθήκη της, το 2013, επέλεξε το γερμανικό δίκαιο ως εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή της. Ποιο δίκαιο εφαρμόζεται στην κληρονομική διαδοχή;
recital 23
... Για να προσδιορίσει τη συνήθη διαμονή, η αρχή που επιλαμβάνεται της κληρονομικής διαδοχής θα πρέπει να προβεί σε συνολική εκτίμηση των περιστάσεων του βίου του κληρονομουμένου κατά τη διάρκεια των ετών που προηγούνται του θανάτου και κατά το χρόνο του  θανάτου, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα σχετικά πραγματικά στοιχεία, ιδίως τη διάρκεια και την κανονικότητα της παρουσίας του κληρονομουμένου στο συγκεκριμένο κράτος, καθώς και τις
συνθήκες και τους λόγους της παρουσίας αυτής. Η κατ’ αυτόν τον τρόπο προσδιοριζόμενη συνήθης διαμονή θα πρέπει να μαρτυρεί στενό και σταθερό δεσμό με το συγκεκριμένο  κράτος, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών στόχων του παρόντος κανονισμού.
recital 24
Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο καθορισμός της συνήθους διαμονής του κληρονομουμένου θα μπορούσε να αποδειχθεί περίπλοκος. Τέτοια περίπτωση μπορεί να προκύψει ιδίως όταν ο κληρονομούμενος είχε μεταβεί για επαγγελματικούς ή οικονομικούς λόγους στο εξωτερικό για να ζήσει και να εργασθεί εκεί, ενίοτε για πολύ καιρό, αλλά είχε διατηρήσει στενή και  σταθερή σχέση με το κράτος καταγωγής του. Στην περίπτωση αυτή, θα μπορεί να θεωρηθεί ότι ο κληρονομούμενος, ανάλογα με τις περιστάσεις, διατηρούσε ακόμα τη συνήθη διαμονή του στο κράτος καταγωγής του, στο οποίο βρισκόταν το επίκεντρο της οικογενειακής και κοινωνικής του ζωής. Μπορεί να προκύψουν άλλες πολύπλοκες περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κληρονομούμενος ζούσε εκ περιτροπής σε περισσότερα κράτη ή ακόμη ταξίδευε από κράτος σε κράτος χωρίς μόνιμη εγκατάσταση σε κάποιο εξ αυτών. Εάν ο κληρονομούμενος ήταν υπήκοος ενός από τα κράτη αυτά ή διατηρούσε όλα τα κύρια περιουσιακά του στοιχεία σε ένα από αυτά τα κράτη, η ιθαγένεια ή ο τόπος των περιουσιακών στοιχείων θα μπορεί να αποτελέσει ειδικό παράγοντα κατά τη συνολική εκτίμηση όλων των πραγματικών περιστάσεων.
recital 25
Όσον αφορά τον καθορισμό του εφαρμοστέου στην κληρονομική διαδοχή δικαίου, η αρχή που έχει επιληφθεί της κληρονομικής διαδοχής μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, - εφόσον, π.χ., ο κληρονομούμενος είχε μεταβεί στο κράτος της συνήθους διαμονής αρκετά πρόσφατα πριν τον θάνατό του και αν από όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης συνάγεται ότι είχε προδήλως στενότερο δεσμό με άλλο κράτος, — να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το εφαρμοστέο δίκαιο στην κληρονομική διαδοχή δεν θα πρέπει να είναι το δίκαιο του κράτους της συνήθους διαμονής του κληρονομουμένου αλλά μάλλον το δίκαιο του κράτους με το οποίο ο κληρονομούμενος είχε προδήλως στενότερο δεσμό. Αυτός ο προδήλως στενότερος δεσμός δεν θα πρέπει πάντως να χρησιμοποιείται ως δευτερεύων συνδετικός παράγων σε περίπτωση που ο καθορισμός της συνήθους διαμονής του κληρονομουμένου κατά το χρόνο του θανάτου αποδεικνύεται περίπλοκος.Η εξαίρεση στον γενικό κανόνα Kανονισμού
650/2012 σ
χετικά με τη διασυνοριακή κληρονομική διαδοχή
Kανονισμού 650/2012  σχετικά με τη διασυνοριακή κληρονομική διαδοχή Παραδειγματα Ποιο δίκαιο εφαρμόζεται στην κληρονομική διαδοχή στις ακόλουθες περιπτώσεις;
1.     Η κ. Brown, Αγγλίδα η οποία διαμένει στο Λονδίνο, αποβιώνει το 2016 και διαθέτει  κινητή και ακίνητη περιουσία στην Αγγλία, στη Γερμανία και στην Ιταλία.
•    Κανονισμός 650/2012:
το δίκαιο του τελευταίου τόπου συνήθους διαμονής της αποβιώσασας: το αγγλικό δίκαιο για το σύνολο της κληρονομικής διαδοχής.
•    ΙΔΔ Αγγλίας
το αγγλικό δίκαιο για την κινητή περιουσία (όπου και αν βρίσκεται) και την ακίνητη περιουσία που βρίσκεται στην Αγγλία, το γερμανικό δίκαιο για  την ακίνητη περιουσία στη Γερμανία και το ιταλικό δίκαιο για την ακίνητη περιουσία στην Ιταλία.
Εάν ζητηθούν οι υπηρεσίες συμβολαιογράφου στη Γερμανία ή στην Ιταλία, ο συμβολαιογράφος πρέπει να αποδεχθεί την αναπαραπομπή του αγγλικού δικαίου στο γερμανικό και στο ιταλικό δίκαιο . Στην περίπτωση αυτή, στην κληρονομική
διαδοχή εφαρμόζονται τρία διαφορετικά δίκαια: το αγγλικό δίκαιο διέπει τη μεταβίβαση της κινητής περιουσίας, όπου και αν βρίσκεται, και της ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται στην Αγγλία. Το γερμανικό δίκαιο διέπει τη μεταβίβαση 
Άρθρο 34, πΆρΆγρΆφος 1
Άρθρο 34, παράγραφος 1: Ως εφαρμογή του δικαίου οποιουδήποτε τρίτου κράτους που  ορίζεται ως εφαρμοστέο από τον παρόντα κανονισμό νοείται η εφαρμογή των κανόνων δικαίου που ισχύουν στο εν λόγω κράτος, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου εφόσον αυτοί οι κανόνες προβλέπουν αναπαραπομπή: 
a) στο δίκαιο κράτους μέλους· ή 
b) στο δίκαιο άλλου τρίτου κράτους που θα εφάρμοζε το δικό του δίκαιο.
Αναπαραπομπή

Καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία επέλεξαν να μην συμμετάσχουν, θεωρούνται τρίτα κράτη όσον αφορά την εφαρμογή του κανονισμού. Το ίδιο ισχύει για τη Δανία, ενόψει της εξαίρεσης που προβλέπεται στη Συνθήκη του Άμστερνταμ.
•   Κανονισμός 650/2012:
η επιλογή του γερμανικού δικαίου είναι δυνατή και ισχυρή > το γερμανικό δίκαιο εφαρμόζεται στο σύνολο της κληρονομικής διαδοχής.
Συνιστάται η ρητή επιλογή δικαίου στη διαθήκη.
Η επιλογή δικαίου μελλοντικής ιθαγένειας (ακόμη και αν είναι ισχυρή κατά τον χρόνο του θανάτου) αποθαρρύνεται έντονα λόγω της αβεβαιότητας που δημιουργεί.
Επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου

Η εκ διαθήκης διαδοχή στο Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο - Με το θάνατο κάποιου προσώπου τίθεται σε κίνηση ο μηχανισμός της κληρονομικής διαδοχής. Πρόκειται για τον τρόπο ρύθμισης των εννόμων σχέσεων του ατόμου μετά το θάνατό του και ιδίως την τύχη της περιουσίας του, για την οποία πιθανόν να έχει ήδη αποφασίσει το ίδιο το άτομο. Όταν, ειδικότερα, ο αποθανών έχει εκφράσει τη βούλησή του περί διάθεσης των κληρονομιαίων με διάταξη τελευταίας βούλησης, τίθεται σε κίνηση ο μηχανισμός της εκ διαθήκης κληρονομικής διαδοχής. Αντίθετα, όταν ο ίδιος ο διαθέτης δεν έχει εκφραστεί με διάταξη τελευταίας βούλησης, ενεργοποιείται ο μηχανισμός της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής.

Previous: Ευρωπαϊκό Συμβολαιογραφικό Δίκτυο (European Notarial Network - σχετική η εγκύκλιος 20/30-3-2011), στο πλαίσιο παροχής συνδρομής στους συμβολαιογράφους που αντιμετωπίζουν πρακτικά ζητήματα με διασυνοριακά στοιχεία συνέταξαν και μετέφρασαν σε όλες τις γλώσσες για τη διευκόλυνση των Ευρωπαίων Συμβολαιογράφων ένα πρακτικό εγχειρίδιο με πληροφορίες για τον Κανονισμό ( ΕΕ) αριθ. 650/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012
$
0
0
Η εκ διαθήκης διαδοχή στο Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο
EΙΣΑΓΩΓΗ
Με το θάνατο κάποιου προσώπου τίθεται σε κίνηση ο μηχανισμός της κληρονομικής διαδοχής. Πρόκειται για τον τρόπο ρύθμισης των εννόμων σχέσεων του ατόμου μετά το θάνατό του και ιδίως την τύχη της περιουσίας του, για την οποία πιθανόν να έχει ήδη αποφασίσει το ίδιο το άτομο. Όταν, ειδικότερα, ο αποθανών έχει εκφράσει τη βούλησή του περί διάθεσης των κληρονομιαίων με διάταξη τελευταίας βούλησης, τίθεται σε κίνηση ο μηχανισμός της εκ διαθήκης κληρονομικής διαδοχής. Αντίθετα, όταν ο ίδιος ο διαθέτης δεν έχει εκφραστεί με διάταξη τελευταίας βούλησης, ενεργοποιείται ο μηχανισμός της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής....
Η τυχόν σύνδεση των κληρονομικών σχέσεων, που απορρέουν από το θάνατο του κληρονομούμενου, με περισσότερες της μίας έννομες τάξεις μπορεί να ανακύψει, είτε όταν ο αποθανών κατοικούσε εν ζωή σε άλλο κράτος από εκείνο του οποίου είχε την ιθαγένεια, είτε όταν μέρος των κληρονομιαίων βρίσκεται σε άλλο κράτος από εκείνο με το οποίο συνδεόταν. Στην περίπτωση αυτή, καλείται σε λειτουργία ο μηχανισμός του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, κατά τον οποίο η ρύθμιση των τυχόν ανακυπτουσών διαφορών πρέπει να ακολουθήσει συγκεκριμένα στάδια.
Έτσι, στην περίπτωση της σύνδεσης των κληρονομικών σχέσεων με περισσότερες της μίας έννομες τάξεις στην εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή, τα στάδια που πρέπει να ακολουθηθούν για τη ρύθμιση των ζητημάτων που τυχόν θα ανακύψουν είναι, αφενός, από ουσιαστικής άποψης, το εφαρμοστέο δίκαιο στα νομικά αυτά ζητήματα και, αφετέρου, από δικονομικής άποψης, η διεθνής δικαιοδοσία ως προς τη δικαστική διευθέτηση των ζητημάτων αυτών.
Ειδικότερα, τα στάδια του εφαρμοστέου δικαίου και της διεθνούς δικαιοδοσίας απαντούν στα ερωτήματα σχετικά με το ποιο δίκαιο διέπει την επίδικη κληρονομική διαφορά με στοιχεία αλλοδαπότητας, αφενός, και σχετικά με το δικαστήριο που δύναται να επιληφθεί της διαφοράς αυτής, αφετέρου. Τα στάδια αυτά είναι διακριτά μεταξύ τους, καθώς η κατάφαση της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων ενός κράτους δεν συνεπάγεται αυτοδίκαια και την εφαρμογή των

ουσιαστικών διατάξεων του δικαίου του εν λόγω κράτους. Η αντίθετη λύση, παρότι θα απλοποιούσε σημαντικά το έργο του δικάζοντος δικαστή, παραγνωρίζει την ιδιομορφία των διαφορών με στοιχεία αλλοδαπότητας.
Ειδικά στο χώρο του κληρονομικού δικαίου, τα ιδιωτικοδιεθνολογικά ζητήματα που ανακύπτουν επαυξάνονται από το γεγονός ότι πολλοί θεσμοί αποτελούν σημαντικό στοιχείο κάποιων εννόμων τάξεων, τη στιγμή που σε άλλες έννομες τάξεις είναι τελείως άγνωστοι. Αλλά και σε δικονομικό επίπεδο, οι διαφοροποιήσεις στις ουσιαστικές διατάξεις των εννόμων τάξεων διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην αντιμετώπιση των δικονομικών και διαδικαστικών ζητημάτων που ανακύπτουν. Μάλιστα, η διαπλοκή των διατάξεων ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου είναι ιδιαίτερα έντονη στο πεδίο της κληρονομικής διαδοχής και δημιουργεί συχνά προβλήματα εφαρμογής των δικονομικών διατάξεων της lex fori. Η ιδιωτικοδιεθνολογική αυτή ιδιαιτερότητα του κληρονομικού δικαίου αποτέλεσε το λόγο ενασχόλησης με την ανάπτυξη του συγκεκριμένου θέματος, εμφατικά μάλιστα η ιδιαιτερότητα της εκ διαθήκης κληρονομικής διαδοχής, καθόσον τα ιδιαίτερα ιδιωτικοδιεθνολογικά ζητήματα είναι εμφανή ιδίως σε  θέματα που άπτονται της διαδοχής με διάταξη τελευταίας βούλησης.
Στο πλαίσιο λειτουργίας των δύο αυτών σταδίων, του εφαρμοστέου δικαίου και της διεθνούς δικαιοδοσίας, ανακύπτουν ειδικότερα ζητήματα που σχετίζονται με την εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή, τα οποία έχουν ειδικό και συγκεκριμένο χαρακτήρα. Τα ζητήματα αυτά θα αποτελέσουν τον κεντρικό άξονα της παρούσας ανάπτυξης. Ειδικότερα, από άποψη διάρθρωσης, στο πρώτο μέρος αυτής εξετάζονται τα ζητήματα που σχετίζονται με το εφαρμοστέο δίκαιο στην εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή, υπό το οποίο αναπτύσσονται οι γενικές θέσεις του ελληνικού ιδδδ, αλλά και τα ζητήματα που άπτονται της βούλησης του διαθέτη και του εκ διαθήκης κληρονομικού δικαιώματος. Συγκεκριμένα, μετά την εξέτασης της επιλογής της lex patriae ως συνδέσμου της ιθαγένειας, της ενότητας της κληρονομίας, ζητημάτων διαπροσωπικού, διατοπικού και διαχρονικού δικαίου και της επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου από τον διαθέτη, τα οποία πραγματεύονται τις θέσεις του ελληνικού ιδδδ, ακολουθεί η πραγμάτευση αφενός των ζητημάτων

που άπτονται της βούλησης του διαθέτη, όπου εξετάζεται η διάθεση της κληρονομιαίας περιουσίας και οι περιορισμοί του διατίθενται, και αφετέρου των ζητημάτων που άπτονται του εκ διαθήκης κληρονομικού δικαιώματος, όπου εξετάζεται το εύρος και οι περιορισμοί του εκ διαθήκης κληρονομικού δικαιώματος. Ακολούθως, στο δεύτερο μέρος εξετάζονται τα ζητήματα που αφορούν στη δικαιοδοτική κρίση στην εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή, υπό το οποίο πραγματεύονται οι κανόνες δικονομικού διεθνούς δικαίου, τα διεθνή κείμενα σε σχέση με τον ΚΠολΔ, αλλά και τα ζητήματα αλλοδαπού χαρακτήρα υπό την οπτική του ελληνικού δικαίου. Συγκεκριμένα, μετά τη γενική εξέταση του μονομερούς χαρακτήρα των δικονομικών κανόνων σε ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας και την επίδρασή τους στην αρχή της ενότητας της κληρονομίας, ακολουθεί η πραγμάτευση αφενός των ζητημάτων, που άπτονται της διεθνούς δικαιοδοσίας και της αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπών αποφάσεων τόσο σύμφωνα με διεθνή κείμενα όσο και σύμφωνα με τον ΚΠολΔ, και αφετέρου ζητημάτων αλλοδαπού χαρακτήρα υπό την οπτική του ελληνικού δικαίου, όπου αναπτύσσονται το βάρος απόδειξης του εκ διαθήκης κληρονομικού δικαιώματος και οι διατάξεις που αφορούν στις διαθήκες που έχουν συνταχθεί στην αλλοδαπή.
Υπό τη διάρθρωση αυτή, επιχειρήθηκε ο συγκερασμός και η αξιοποίηση των υπό εξέταση ζητημάτων, τόσο για μια ενδιαφέρουσα ανάπτυξη όσο και για έναν γόνιμο προβληματισμό επί της υπό ανάπτυξη θεματικής.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΗΝ ΕΚ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ

Ι. ΟΙ ΓΕΝΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΙΔΔΔ


Α. Η επιλογή του συνδέσμου της ιθαγένειας


α. Το δίλημμα μεταξύ lex patriae και lex domicilii


Από τα σημαντικότερα ιδιωτικοδιεθνολογικά ζητήματα εν γένει είναι το πρόβλημα της επιλογής του κατάλληλου συνδέσμου στο πλαίσιο της δομής του κανόνα σύγκρουσης, που εν προκειμένου αφορά στον καθορισμό του δικαίου που διέπει τις κληρονομικές σχέσεις, τη lex hereditatis.
Στο κληρονομικό διεθνές δίκαιο, το νομικό δίλημμα που έχει τεθεί1 είναι η επιλογή μεταξύ του συνδέσμου της ιθαγένειας, της lex patriae, και του συνδέσμου της κατοικίας, της lex domicilii, καθώς πρόκειται για δύο συνδέσμους που η εφαρμογή αμφότερων επιφέρει ως αποτέλεσμα τη ρύθμιση της επίδικης έννομης σχέσης σύμφωνα με το δίκαιο, με το οποίο αυτή συνδέεται στενότερα.
Ο σύνδεσμος της ιθαγένειας του κληρονομούμενου έχει ως κύριο πλεονέκτημα τη δικαιική ασφάλεια, για το λόγο ότι η ύπαρξη ή όχι της ιθαγένειας ενός κράτους εξακριβώνεται σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του δικαίου του κράτους αυτού. Παράλληλα, ο καθορισμός της ιθαγένειας με βάση διατάξεις δημοσίου δικαίου και η κτήση της υπό τις προϋποθέσεις που αυτές προβλέπουν, περιορίζει σε σημαντικό βαθμό τη δυνατότητα αυτόβουλης μεταβολής της ιθαγένειας και, κατ’ επέκταση, καταστρατηγικών ενεργειών, με τις οποίες να μεθοδεύεται η υπαγωγή έννομης σχέσης σε δίκαιο άλλο από εκείνο που κανονικά τη διέπει.
Το ζήτημα που τίθεται ως προς την επιλογή του συνδέσμου της ιθαγένειας, είναι στην περίπτωση που διαφέρει το κράτος, του οποίου ο κληρονομούμενος έχει

1 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 2 επ.

την ιθαγένεια, με το κράτος, στο οποίο βρίσκεται η κατοικία ή η συνήθης διαμονή του, οπότε και ανακύπτει το ερώτημα αν πράγματι ο κληρονομούμενος συνδέεται περισσότερο με το δίκαιο του κράτους της ιθαγένειάς του.
Το κυρίαρχο, ωστόσο, στοιχείο για την υπαγωγή των κληρονομικών σχέσεων στο δίκαιο της ιθαγένειας του κληρονομούμενου αποτελούν σταθμίσεις που ανάγονται στην άσκηση εθνικής πολιτικής. Έτσι, παρατηρείται ότι οι χώρες, που εμφανίζουν μεταναστευτικό ρεύμα προς το εξωτερικό, επιδιώκουν τη διατήρηση των σχέσεων των μεταναστευόντων με τη χώρα προέλευσης, όπως συμβαίνει με το ελληνικό και ιταλικό ιδδδ. Αντίστροφα, χώρες υποδοχής των μεταναστών, όταν ενδιαφέρονται για την ταχεία ενσωμάτωσή τους, έχουν την τάση να διευρύνουν το πεδίο εφαρμογής του δικαίου της κατοικίας.
Από την άλλη πλευρά, η εφαρμογή του δικαίου της κατοικίας, που είχε ο κληρονομούμενος κατά το θάνατό του, εμφανίζει το πλεονέκτημα ότι τα αναφυόμενα προβλήματα επιλύονται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους, στο οποίο ο κληρονομούμενος έχει συγκεντρώσει το επίκεντρο των βιοτικών του σχέσεων. Εφαρμόζεται, έτσι, το δίκαιο του κράτους, στο οποίο ο κληρονομούμενος είχε αναπτύξει την κοινωνικοοικονομική του δραστηριότητα, το περιουσιακό αποτέλεσμα της οποίας αποτελεί το αντικείμενο της κληρονομικής διαδοχής.
Αντίθετα από ό, τι συμβαίνει με το σύνδεσμο της ιθαγένειας, ο σύνδεσμος της κατοικίας εμφανίζει το μειονέκτημα ότι μειώνει τη δικαιική ασφάλεια, διότι η διαπίστωση της πραγματικής ή μη κατοικίας του κληρονομούμενου σε κάποιο κράτος είναι ζήτημα πραγματικό, που δεν διαπιστώνεται με την απλή αναγωγή στις οικείες διατάξεις του νόμου του κράτους αυτού, αλλά προαπαιτεί τη διερεύνηση υποκειμενικών δεδομένων, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο ο κληρονομούμενος είχε την πρόθεση να ζήσει σε μόνιμη βάση σε κάποια χώρα. Από την άλλη, η εφαρμογή του δικαίου της ιθαγένειας, που έχει ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο θανάτου του, δημιουργεί σχετική αβεβαιότητα, καθώς δεν μπορεί να αποκλεισθεί η αλλαγή ιθαγένειας του κληρονομούμενου λίγο πριν το θάνατό του, οπότε δεν είναι πάντα γνωστό εκ των προτέρων το δίκαιο που θα εφαρμοσθεί. Ωστόσο, ακόμη και στην περίπτωση αυτή, η δικαιική ασφάλεια που διασφαλίζει

κατά τα ανωτέρω θα έλεγε κανείς ότι υπερτερεί έναντι της ανασφάλειας που μπορεί να προκαλέσει ο σύνδεσμος της κατοικίας. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που ο σύνδεσμος της ιθαγένειας υιοθετήθηκε από το ελληνικό δίκαιο, όπως αναπτύσσεται αμέσως κατωτέρω.

β. Η lex patriae κατά το ελληνικό δίκαιο


Η λύση που υιοθετήθηκε από το ελληνικό δίκαιο στη διάταξη του άρθρου 28 ΑΚ είναι η επιλογή του συνδέσμου της ιθαγένειας έναντι αυτού της κατοικίας, σε ακολουθία με τα πλεονεκτήματα που συνεπάγεται ορθά η επιλογή αυτή. Κατά τον ως άνω διμερή κανόνα σύγκρουσης ‘οι κληρονομικές σχέσεις διέπονται από το δίκαιο της ιθαγένειας που είχε ο κληρονομούμενος όταν πέθανε’.
Το ελληνικό ιδδδ διεκδικεί την παγκόσμια ‘πρωτιά’ όσον αφορά στην καθιέρωση της ιθαγένειας ως συνδέσμου, με βάση τον οποίο προσδιορίζεται το δίκαιο που διέπει τις κληρονομικές σχέσεις. Ειδικότερα, το άρθρο 5 παρ. 2 Ν. Τ}Α/1856, που ίσχυε μέχρι να τεθεί σε ισχύ ο ΑΚ, προέβλεπε την εφαρμογή του δικαίου της ιθαγένειας του κληρονομούμενου ως προς την εκ διαθήκης και εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή επί των κινητών της περιουσίας2.
Κρίσιμος χρόνος για τον καθορισμό του δικαίου που διέπει τις κληρονομικές σχέσεις είναι, κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 28 ΑΚ, ο χρόνος θανάτου του κληρονομούμενου, η επέλευση του οποίου θα κριθεί σύμφωνα με το δίκαιο που ορίζει ο κανόνας σύγκρουσης του άρθρου 5 ΑΚ, κατά το οποίο ‘η ικανότητα δικαίου του φυσικού προσώπου διέπεται από το δίκαιο της ιθαγένειάς του’3. Το δίκαιο αυτό ρυθμίζει μεταξύ άλλων και τη λήξη της προσωπικότητας του φυσικού προσώπου4.

2 Βρέλλης, Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, Γ’ Έκδοση, 2008, σελ. 343, Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 8.
3 Η λειτουργία του κανόνα σύγκρουσης του άρθρου 5 αδρανοποιείται στην περίπτωση διαπλοκής
περισσότερων leges patriae, όπως συμβαίνει όταν υπάρχει δυσχέρεια προσδιορισμού της σειράς θανάτου περισσότερων προσώπων διαφορετικής ιθαγένειας,, π.χ. σε πολύνεκρο αεροπορικό δυστύχημα. Ως προς το θέμα αυτό έχει υποστηριχθεί πληθώρα απόψεων από την ελληνική θεωρία του ιδδδ, για τις οποίες βλ. Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 11.
4 Μαριδάκης, Ιδιωτικόν διεθνές δίκαιο, ΙΙ, 1968, σελ. 390, Βρέλλης, Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, Γ’ Έκδοση
2008, σελ. 135.

Στην ουσία πρόκειται, όσον αφορά στο ελληνικό ιδδδ, για το ίδιο δίκαιο που εφαρμόζεται επί των κληρονομικών σχέσεων του κληρονομούμενου, αφού αμφότεροι οι κανόνες σύγκρουσης χρησιμοποιούν ως σύνδεσμο την τελευταία ιθαγένεια. Με την ταύτιση αυτή του συνδέσμου, απλοποιείται εν γένει το ζήτημα της επέλευσης του χρόνου θανάτου του κληρονομουμένου και διευκολύνεται στο χειρισμό του τόσο ο εφαρμοστής του δικαίου όσο και ο νομικός της πράξης.
Εφόσον, λοιπόν, η ιθαγένεια του κληρονομούμενου κατά τη στιγμή του θανάτου του είναι ο κρίσιμος σύνδεσμος για τη lex hereditatis, ζήτημα τίθεται όταν ο κληρονομούμενος είναι κατά τη στιγμή του θανάτου του ανιθαγενής ή πολυιθαγενής. Στην πρώτη περίπτωση, ο κανόνας σύγκρουσης του άρθρου 28 ΑΚ δεν μπορεί να λειτουργήσει και ο καθορισμός της lex hereditatis θα γίνει σύμφωνα με το άρθρο 30 ΑΚ, κατά το οποίο ‘εφόσον ο νόμος δεν καθιερώνει άλλη ρύθμιση, αν το πρόσωπο δεν έχει ιθαγένεια, εφαρμόζεται στη θέση του δικαίου της ιθαγένειας το δίκαιο της συνήθους διαμονής και, αν δεν έχει συνήθη διαμονή, το δίκαιο της απλής διαμονής’. Κατ’ αναλογία δε προς τον κανόνα σύγκρουσης του άρθρου 28 ΑΚ, εφαρμόζεται το δίκαιο της συνήθους διαμονής που είχε ο ανιθαγενής κατά το χρόνο του θανάτου του. Η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 30 ΑΚ πρέπει να γίνει δεκτή ότι επιτρέπεται και προκειμένου περί προσώπων, των οποίων η ιθαγένεια δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί.
Πρόβλημα καθορισμού της lex hereditatis ανακύπτει και όταν ο κληρονομούμενος είναι κατά το χρόνο του θανάτου του πολυιθαγενής. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 31 ΑΚ, η οποία διακρίνει μεταξύ της περίπτωσης, όπου η μία από τις ιθαγένειες του πολυιθαγενούς είναι η ελληνική, και εκείνης, όπου όλες οι ιθαγένειες του πολυιθαγενούς είναι αλλοδαπές. Στην πρώτη περίπτωση, κατά το ελληνικό ιδδδ υπερισχύει η ελληνική ιθαγένεια και εφαρμόζεται ως lex patriae το ελληνικό δίκαιο, ενώ στη δεύτερη περίπτωση εφαρμόζεται ως lex patriae το δίκαιο του κράτους, με το οποίο ο πολυιθαγενής συνδέεται στενότερα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η αναζήτηση του κράτους, με το οποίο υπάρχει ο στενότερος σύνδεσμος, προϋποθέτει την αξιολογική κρίση

του δικάζοντος δικαστή, η οποία θα στηριχθεί στα πραγματικά δεδομένα της υπό κρίση περίπτωσης5.
Πέρα, όμως, από την ελληνική πρωτιά που αναφέρθηκε ανωτέρω ως προς την επιλογή του συνδέσμου της ιθαγένειας, ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέταση των τάσεων που παρατηρούνται στα αλλοδαπά ιδδδ, η οποία ακολουθεί αμέσως κατωτέρω.

γ. Οι τάσεις αλλοδαπών ιδδδ


Στα επί μέρους εθνικά συστήματα ιδδδ παρατηρούνται δύο τάσεις6: αφενός οι εθνικές διατάξεις ιδδδ που προβλέπουν την εφαρμογή της lex domicilii στα  κινητά της κληρονομίας και την εφαρμογή του δικαίου του τόπου του ακινήτου, της lex rei sitae, ως προς τα ακίνητα της κληρονομίας και, αφετέρου, οι εθνικές διατάξεις που προβλέπουν ότι τις κληρονομικές σχέσεις διέπει η lex patriae. Στην πρώτη κατηγορία, επέρχεται διάσπαση της κληρονομίας και καθίσταται ιδιαίτερα πιθανή η εφαρμογή περισσότερων του ενός δικαίων επί των διαφόρων τμημάτων της κληρονομίας. Τη λύση αυτή υιοθετούν7 το δίκαιο της Γαλλίας8, του Καναδά, της Αγγλίας9, των Η.Π.Α., του Βελγίου, της Ελβετίας, της Λιθουανίας, της Φινλανδίας10. Στη δεύτερη κατηγορία, ανήκουν το δίκαιο της Πολωνίας11, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, της Αυστρίας12, της Ουγγαρίας13, της Ιταλίας, της Τσεχίας14, της Σουηδίας15. Τέλος, κάποια ιδδδ προβλέπουν την εφαρμογή της lex patriae, αλλά κατ’ εξαίρεση την εφαρμογή της lex rei sitae για τα ακίνητα που βρίσκονται στο


5 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 19. 6 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 20. 7 Για τα δίκαια της ΕΕ βλ. http://ec.europa.eu/civiljustice/applicable _law.
8 Mayer – Heuzé, Droit international privé, 7e edition, 2001, σελ. 527 επ.
9 Morris, Theobald on the law of wills, 9th edition, 1939, London, σελ. 1 επ., Chesire, North & Fawcett, Private international law, 14th edition, 2008, Oxford, σελ. 1264 επ, 1279 επ., Hood, Conflicts of laws
within the UK, 2007, Oxford, σελ. 155 επ.
10 Άρθρο 26 του Κληρονομικού Κώδικα.
11 Άρθρα 34, 35 του Νόμου Ιδδδ.
12 Άρθρα 28, 29 IPRG.
13 Szászy, Private international law in the European People’s Democracies, Budapest, 1964, σελ. 366
επ.
14Szászy, Private international law in the European People’s Democracies, Budapest, 1964, σελ. 366 επ.
15 Άρθρο 1(1) του Νόμου για τις διεθνείς έννομες σχέσεις.

έδαφός τους. Αυτήν τη λύση έχουν υιοθετήσει το τουρκικό και το ρουμανικό δίκαιο16, ενώ κατά το γερμανικό δίκαιο είναι δυνατό να επιλεγεί ως εφαρμοστέο δίκαιο το γερμανικό για τα ακίνητα που βρίσκονται στη Γερμανία17.
Την 1η Αυγούστου 1989 συντάχθηκε από τη Συνδιάσκεψη της Χάγης η Σύμβαση για το εφαρμοστέο δίκαιο στην κληρονομική διαδοχή αιτία θανάτου, η οποία, παρότι έχει υπογραφεί μόνο από την Αργεντινή, το Λουξεμβούργο, την Ολλανδία και την Ελβετία και έχει κυρωθεί μόνο από την Ολλανδία18, είναι ένα σημαντικό κείμενο του διεθνούς κληρονομικού δικαίου. Ως προς το δίκαιο που διέπει την κληρονομική διαδοχή, το άρθρο 3 παρ. 1 προβλέπει ότι το δίκαιο αυτό είναι του κράτους, εντός του οποίου ο κληρονομούμενος είχε τη συνήθη διαμονή του κατά το χρόνο του θανάτου του, εφόσον είχε την ιθαγένεια του κράτους αυτού. Με τη ρύθμιση αυτή, που οδηγεί στη σύζευξη ιθαγένειας και συνήθους διαμονής ως συνδετικών εννοιών, εφαρμόζεται το δίκαιο του κράτους που αποτελεί το κέντρο των βιοτικών δραστηριοτήτων του κληρονομούμενου19. Στην περίπτωση που ο κληρονομούμενος είχε την ιθαγένεια κράτους άλλου από εκείνο, στο οποίο είχε τη συνήθη διαμονή του κατά το χρόνο θανάτου του, η διάταξη του αυτού άρθρου στην παρ. 2 εδ. α’ προβλέπει την εφαρμογή του δικαίου της συνήθους διαμονής, εφόσον όμως αυτή υπήρχε τουλάχιστον για διάστημα πέντε ετών πριν το θάνατο του κληρονομούμενου. Ωστόσο, η εφαρμογή του δικαίου αυτού υπόκειται σε εξαιρέσεις. Το εδ. β’ της ίδιας διάταξης προβλέπει την κατ’ εξαίρεση εφαρμογή της lex patriae, εφόσον συνδεόταν εμφανώς στενότερα με το κράτους αυτό. Η διάταξη αυτή επιβάλλει τη στάθμιση των δεσμών που είχε ο κληρονομούμενος με το κράτος, του οποίου είχε την ιθαγένεια. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις που εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής των δύο πρώτων παραγράφων, όπως η περίπτωση της συνήθους διαμονής για διάστημα μικρότερο των πέντε ετών πριν το θάνατο του κληρονομούμενου, η παράγραφος 3 της ίδιας διάταξης προβλέπει ότι εφαρμόζεται το δίκαιο της ιθαγένειας που είχε ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου

16 Szászy, Private international law in the European People’s Democracies, Budapest, 1964, σελ. 366
επ.
17 Άρθρο 25 EGBGB.
18 www.hcch.net.
19Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ.26.

του. Ωστόσο, το δίκαιο αυτό δεν εφαρμόζεται όταν ο κληρονομούμενος συνδεόταν στενότερα με κάποιο άλλο κράτος κατά το χρόνο του θανάτου του.
Πέρα, όμως, από την επιλογή του συνδέσμου της ιθαγένειας ή της κατοικίας ως lex hereditatis από τα διάφορα εθνικά ιδδδ και τα σχετικά διεθνή κείμενα, έντονο ιδιωτικοδιεθνολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ζήτημα πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία της κληρονομίας, ως μία ενότητα ή ως μεμονωμένα στοιχεία αυτής;

Β. Η υπερίσχυση της αρχής της ενότητας της κληρονομίας α. Θεωρητική αποτύπωση της προβληματικής
Όταν οι κληρονομικές σχέσεις, που απορρέουν από το θάνατο ενός προσώπου, συνδέονται με περισσότερες της μίας έννομες τάξεις και, ιδίως, όταν τα περιουσιακά στοιχεία που συναποτελούν την κληρονομία είναι διασπαρμένα σε περισσότερες της μίας χώρες, γεννάται το ερώτημα αν θα εφαρμοσθεί το ίδιο δίκαιο στο σύνολο της κληρονομικής διαδοχής. Στο σημείο αυτό, διίστανται οι λύσεις που δίνονται από τα εθνικά ιδδδ. Ορισμένα από αυτά εμμένουν στην ενότητα της κληρονομίας και στην εφαρμογή ενός δικαίου στο σύνολό της και άλλα αποδέχονται τη διάσπαση της κληρονομίας σε περισσότερες ομάδες και την εφαρμογή διαφορετικών δικαίων στα επιμέρους τμήματά της20.
Η διάσπαση μπορεί να πάρει διάφορες μορφές: διάσπαση μεταξύ κινητών και ακινήτων, οπότε για τα πρώτα εφαρμόζεται η lex patriae ή η lex domicilii, ανάλογα με το σύνδεσμο που έχει επιλέξει κάθε ιδδδ, ενώ για τα δεύτερα η lex rei sitae∙ διάσπαση μεταξύ των διαφόρων στοιχείων, οπότε για το καθένα από αυτά (κινητά ή ακίνητα, αδιαφόρως) εφαρμόζεται η δική του lex rei sitae∙ διάσπαση μεταξύ των ακινήτων που βρίσκονται στην ημεδαπή, για τα οποία εφαρμοστέα είναι η lex rei sitae (δηλαδή το ημεδαπό δίκαιο) και όλων των άλλων (ακινήτων στην



20 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 72.

αλλοδαπή και κινητών οπουδήποτε και αν βρίσκονται), για τα οποία εφαρμόζεται η
lex patriae ή η lex domicilii21.
Στην εξάλειψη της σύγκρουσης μεταξύ της lex hereditatis, που υποδεικνύει ο κανόνας σύγκρουσης του forum, και της lex rei sitae κληρονομιαίου ακινήτου, που βρίσκεται σε άλλο κράτος, αποβλέπει μία τρίτη αρχή, η αρχή της μείζονος εγγύτητας ή αρμοδιότητας. Σύμφωνα με αυτήν22, οι κληρονομικές σχέσεις διέπονται καταρχήν από το δίκαιο που υποδεικνύει το ιδδδ του forum. Λαμβάνεται, όμως, υπόψη και ο κανόνας ιδδδ των χωρών όπου βρίσκονται κληρονομιαία ακίνητα και, εφόσον αυτός προβλέπει την εφαρμογή της lex rei sitae, υποχωρεί η αρχή της ενότητας της lex hereditatis και εφαρμόζεται από το δικαστήριο του forum η lex rei sitae του κληρονομιαίου ακινήτου, που βρίσκεται εκτός του κράτους του forum. Η αρχή αυτή, ως θεωρητικό σχήμα με το οποίο επιδιώχθηκε ο συγκερασμός των δύο άλλων αρχών, της ενότητας και της διάσπασης της κληρονομίας, τελικά δεν εκπλήρωσε το σκοπό της.
Σκόπιμη κρίνεται, στο σημείο αυτό, η κριτική επισκόπηση των δύο αρχών, της ενότητας και της διάσπασης της κληρονομίας.

β. Τα μειονεκτήματα της αρχής της διάσπασης της κληρονομίας


Με την αρχή της διάσπασης της κληρονομίας εννοείται η εφαρμογή, ως προς τις κληρονομικές σχέσεις που αφορούν στον ίδιο κληρονομούμενο, περισσότερων της μίας leges hereditatis. Τα κληρονομιαία κατανέμονται σε αυτοτελείς κληρονομικές ομάδες, ως προς καθεμία από τις οποίες εφαρμόζονται διαφορετικά δίκαια. Πρόκειται, συνεπώς, για κατάτμηση της lex hereditatis, με την έννοια ότι εφαρμόζονται διαφορετικά δίκαια στις κληρονομικές σχέσεις, που αφορούν σε ένα πρόσωπο. Η περίπτωση αυτή θυμίζει το θεσμό του dépeçage, που συναντάται στο ενοχικό διεθνές δίκαιο και συνίσταται στην εφαρμογή, ως προς την ίδια σύμβαση, διαφορετικών δικαίων. Σε αντίθεση, όμως, με το dépeçage, που συνδέεται κατά

21 Βρέλλης, Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, Γ’ Έκδοση, 2008, σελ. 342, Μαριδάκης, Ιδιωτικόν διεθνές δίκαιο, ΙΙ, 1968, σελ. 240.
22 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 93.

κύριο λόγο με τη ρητή ή σιωπηρή υπαγωγή, εκ μέρους των συμβαλλομένων ή του δικάζοντος δικαστή, τμημάτων της σύμβασης σε διαφορετικά δίκαια, η κατάτμηση της lex hereditatis δεν αποτελεί καταρχήν απόρροια της βούλησης του διαθέτη, αλλά αποτελεί τη λύση που έχει επιλέξει ο νομοθέτης του ιδδδ ορισμένων κρατών23. Η διάσπαση της κληρονομίας ενδέχεται να οδηγήσει στην ερμηνεία από το δικαστήριο της ίδιας διαθήκης με τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις διαφορετικών δικαίων24. Ωστόσο, η αναζήτηση της αληθούς βούλησης του διαθέτη σε αναφορά με τις διατάξεις περισσότερων του ενός δικαίων και τη δικαιική ασφάλεια θίγει, αλλά και τη βούληση του διαθέτη τείνει να παραγνωρίσει, δεδομένου ότι αυτός έχει σχεδόν πάντοτε κατά νου τις ρυθμίσεις που περιέχει το δίκαιο, με το οποίο είναι περισσότερο εξοικειωμένος όταν συντάσσει τη διαθήκη του. Εξάλλου, η μείωση της δικαιικής ασφάλειας θίγει και τους κληρονόμους, οι οποίοι συχνά δυσκολεύονται να προσδιορίσουν τα δικαιώματά τους, αφού αυτά κρίνονται για κάθε επιμέρους ομάδα κληρονομιαίων σύμφωνα με το δίκαιο που κατά περίπτωση εφαρμόζεται ως lex hereditatis, ενώ συνεπάγεται γι’ αυτούς και την υποχρέωση να υποβάλουν δηλώσεις αποδοχής ή αποποίησης σε όσα κράτη υπάρχουν κληρονομιαία. Η δε πιο επισφαλής συνέπεια της διάσπασης της κληρονομίας είναι η εφαρμογή επί της ουσίας διατάξεων, των οποίων δεν είναι δυνατή η σύγκλιση25. Έτσι, ενδέχεται η διαθήκη να είναι έγκυρη σύμφωνα με τις διατάξεις μίας leges hereditatis, άκυρη όμως σύμφωνα με τις διατάξεις μίας άλλης leges hereditatis∙ ή ενδέχεται το ένα δίκαιο να αναγνωρίζει τη συνδιαθήκη ή την κληρονομική σύμβαση και το άλλο δίκαιο να τις αγνοεί. Περαιτέρω, είναι ιδιαίτερα δυσχερής η διάκριση των χρεών της κληρονομίας κατά πόσο βαρύνουν το σύνολο ή μία ομάδα της κληρονομίας. Αλλά και στην περίπτωση ορισμού εκτελεστή διαθήκης, ο τελευταίος δεν θα είναι πάντοτε σε θέση να συγκεράσει τις σημαντικές και αγεφύρωτες διαφορές, που
συχνά παρουσιάζουν οι εφαρμοστέες leges hereditatis.




23 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 73. 24 Για την αποδοχή της δυνατότητας αυτής από τα εθνικά δικαστήρια βλ. Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 80.
25 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 82.

Στον αντίποδα των μειονεκτημάτων αυτών, ακολουθεί η ανάπτυξη των πλεονεκτημάτων της αρχής της ενότητας της κληρονομίας.

γ. Τα πλεονεκτήματα της αρχής της ενότητας της κληρονομίας


Η αρχή της ενότητας της κληρονομίας συνίσταται στο ότι το σύνολο των κληρονομικών σχέσεων, ανεξάρτητα από τον τόπο όπου βρίσκεται το καθένα από τα κληρονομιαία, ρυθμίζεται κατά τις διατάξεις μίας και μόνο lex hereditatis. Η κληρονομία εκλαμβάνεται ως ένα ενιαίο σύνολο, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ κινητής και ακίνητης περιουσίας του κληρονομουμένου26.
Ο καθολικός χαρακτήρας της κληρονομικής διαδοχής δεν συμβαδίζει με τη διαίρεση των κληρονομιαίων σε επιμέρους ομάδες και την εφαρμογή διαφορετικών δικαίων σε καθεμία από αυτές. Εξάλλου, καθόσο χρονικό διάστημα ζούσε ο κληρονομούμενος, η περιουσία του αποτελούσε ένα ενιαίο σύνολο, τόσο από νομικής όσο και από οικονομικής άποψης. Κρίνεται, συνεπώς, σκόπιμο να μην ανατραπεί ο ενιαίος χαρακτήρας της περιουσίας κατά την επαγωγή της στους κληρονόμους. Εμφανίζει, άλλωστε, νομική ακολουθία η παραδοχή ότι και η βούληση του διαθέτη είναι ενιαία, καθώς ο διαθέτης αντιλαμβάνεται την περιουσία του ως ενιαίο περιουσιακό σύνολο και έτσι αντιμετωπίζει συνολικά, χωρίς διακρίσεις ανάλογα με την τοποθεσία των κληρονομιαίων, την κατανομή της μεταξύ των προσώπων που εγκαθιστά ως κληρονόμους. Εξάλλου, η διαμόρφωση της βούλησης του διαθέτη με βάση τα δεδομένα ενός μόνο δικαίου αποτελεί την απλούστερη νομικά λύση, που προάγει τη δικαιική ασφάλεια και αμβλύνει τις δυσχέρειες, στα σημεία που η εφαρμογή περισσότερων του ενός δικαίων προκαλεί δυσλειτουργίες, όπως την αποδοχή και αποποίηση της κληρονομίας ή τα χρέη της κληρονομίας.
Τη θέση της υπέρ της αρχής της ενότητας της κληρονομίας έχει ορθά εκφράσει η ελληνική θεωρία27.

26 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 86. 27 Στρέιτ-Βάλληνδας, Ιδιωτικόν διεθνές δίκαιον, ΙΙ, σελ. 459, οι οποίοι αντιπαρέθεταν στην αρχή της διάσπασης ‘την επιστημονικώς ορθήν αρχήν της ενότητας της κληρονομίας’, Μαριδάκης, Ιδιωτικόν

Στο ελληνικό ιδδδ αρχικά υιοθετήθηκε με τον ‘Αστικό Νόμο’, το Ν. Τ}Α/1856, η αρχή της διάσπασης της κληρονομίας. Ο Νόμος αυτός ακολούθησε τη θεωρία των ‘θεσμίων’ και όριζε ότι τα κινητά διέπονται από το δίκαιο της ιθαγένειας, ενώ τα ακίνητα από το δίκαιο της τοποθεσίας τους28. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 αυτού, ‘η εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου διαδοχή διέπεται υπό των νόμων της πολιτείας, εις ήν ανήκει ο κληρονομούμενος, εκτός αν πρόκειται περί ακινήτων κειμένων εν Ελλάδι, τα οποία ως προς τούτο διέπονται υπό του ελληνικού Νόμου’. Είχαν, μάλιστα, διατυπωθεί δύο απόψεις. Κατά τη μία γινόταν διάκριση μεταξύ κινητών, στα οποία εφαρμοζόταν η lex patriae, και ακινήτων (οπουδήποτε και αν βρίσκονταν), για το οποία εφαρμοστέα εθεωρείτο η lex rei sitae. Κατά την άλλη άποψη, η lex rei sitae ήταν εφαρμοστέα μόνο για τα ακίνητα που βρίσκονταν στην Ελλάδα. Για όλα τα άλλα κληρονομιαία στοιχεία εφαρμοστέα ήταν η lex patriae29. Η διάταξη, όμως, που ισχύει σήμερα, το άρθρο 28 ΑΚ, προβλέπει την εφαρμογή της lex patriae του κληρονομούμενου στο σύνολο της κληρονομίας, ενώ ο αποκλεισμός της παραπομπής με τη διάταξη του άρθρου 32 ΑΚ εξαλείφει στην πράξη το ενδεχόμενο να υπάρξει διάσπαση της κληρονομίας, αφού αποκλείεται η εφαρμογή των αλλοδαπών κανόνων ιδδδ, που ενδέχεται να επιβάλλουν την εφαρμογή διαφορετικού δικαίου επί του συνόλου ή επί τμημάτων της κληρονομίας. Η επιλογή ως συνδέσμου της τελευταίας ιθαγένειας ισοδυναμεί με την υπερίσχυση στο ελληνικό ιδδδ της αρχής της ενότητας της κληρονομίας. Η διάταξη του άρθρου 28 ΑΚ προβλέπει την εφαρμογή ενός και μόνο δικαίου στο σύνολο των κληρονομικών σχέσεων. Αντίστοιχα, η κληρονομία εκλαμβάνεται ως ένα ενιαίο σύνολο. Με τον τρόπο αυτό, κατοχυρώνεται η αρχή του ενός δικαίου, η οποία
διαπνέει γενικά το ελληνικό ιδδδ.
Η επιλογή αυτή συμβαδίζει και με τη Σύμβαση της Χάγης της 01.08.1989 για το εφαρμοστέο δίκαιο στη διαδοχή αιτία θανάτου, η οποία στη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 υιοθετεί την αρχή της ενότητας της κληρονομίας, με τις εξαιρέσεις όμως

διεθνές δίκαιον, ΙΙ, 1947, σελ. 239. Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 86 .
28 Παπαντωνίου, Κληρονομικό δίκαιο, 1989, σελ. 524.
29 Βρέλλης, Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, Γ’ Έκδοση, 2008, σελ. 343.

των διατάξεων των άρθρων 4 και 15. Με το άρθρο 4 προβλέπεται περαιτέρω παραπομπή από το ιδδδ μη συμβαλλόμενου κράτους στους κανόνες ουσιαστικού δικαίου ενός άλλου μη συμβαλλόμενου κράτους, εφόσον αυτό αποδέχεται μέσω των δικών του κανόνων σύγκρουσης την εφαρμογή του. Από την άλλη, το άρθρο 15 ορίζει ότι υπερισχύουν των διατάξεων της lex hereditatis, που υποδεικνύεται από τη διάταξη του άρθρου 3, οι διατάξεις της lex rei sitae, που εφαρμόζονται επί ορισμένων ακινήτων, επιχειρήσεων ή άλλων ειδικών κατηγοριών πραγμάτων λόγω του οικονομικού, κοινωνικού ή οικογενειακού προορισμού τους. Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 6 δίνεται στο διαθέτη το δικαίωμα να υποβάλει μέρος της κληρονομίας σε διαφορετικό δίκαιο από εκείνο που επιλέγει για άλλα μέρη της κληρονομίας.
Κατ’ εξαίρεση της αρχής της ενότητας της κληρονομίας, για τους φορολογικούς νόμους ισχύει ως γενικός κανόνας η αρχή της χωρικότητας ή της εδαφικότητας, η οποία οδηγεί στην εφαρμογή των νόμων αυτών επί του συνόλου των κληρονομιαίων, που ο κληρονομούμενος κατέλιπε στο έδαφος του εν λόγω κράτους, ανεξάρτητα από το αν είχε άλλη σχέση με αυτό. Εφαρμόζονται, έτσι, οι οικείες διατάξεις της lex fori χωρίς να προσφεύγει ο εφαρμοστής του δικαίου σε κανόνες σύγκρουσης νόμων. Στο ελληνικό δίκαιο, η ρύθμιση που αφορά στη φορολογία διεθνούς κληρονομίας περιέχεται στο άρθρο 3 παρ. 1 εδ. α’ και β’ του ν.δ. 118/1973 ‘Περί Κώδικος φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, προικών και κερδών εκ λαχείων’, κατά δε τις απαλλαγές από το φόρο που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 25 περ. δ’ του Ν. 2961/2001 περί ‘Κύρωσης του Κώδικα διατάξεων φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών, προικών και κερδών από λαχεία’ απαλλάσσονται από το φόρο οι κτήσεις, εφόσον δικαιούχοι είναι αλλοδαποί με τον όρο της αμοιβαιότητας, εφόσον προβλέπεται απαλλαγή τους από το φόρο με διεθνείς συμβάσεις. Αν στη νομοθεσία του αλλοδαπού κράτους δεν προβλέπεται πλήρης απαλλαγή αλλά υπαγωγή σε ελαφρύτερη φορολογία με τον όρο της αμοιβαιότητας, η φορολογητέα στην Ελλάδα κληρονομική μερίδα ή κληροδοσία φυσικού ή νομικού προσώπου, που έχει την ιθαγένεια του ξένου τούτου κράτους, υπόκειται σε ελαφρύτερο φόρο αντίστοιχο

προς εκείνο που επιβάλλεται από το ξένο τούτο κράτος. Ωστόσο, το ότι η κληρονομία δεν αντιμετωπίζεται ως ενιαίο σύνολο στο πεδίο του φορολογικού δικαίου δεν ισοδυναμεί με ανατροπή της αρχής της ενότητας της κληρονομίας30. Η διάσπαση της κληρονομίας στον δικαιικό αυτό τομέα δίνει την προσήκουσα λύση στα προβλήματα που συχνά ανακύπτουν.
Πέρα από την μέχρι τώρα ανάπτυξη της επιλογής από το ελληνικό ιδδδ του συνδέσμου της ιθαγένειας ως lex hereditatis και της αρχής της ενότητας της κληρονομίας, η σφαιρική επισκόπηση των γενικών θέσεων του ελληνικού ιδδδ επιτάσσει και την αναφορά σε ζητήματα διαπροσωπικού, διατοπικού και διαχρονικού δικαίου.

Γ. Ζητήματα διαπροσωπικού, διατοπικού και διαχρονικού δικαίου α. Οι Έλληνες μουσουλμάνοι της ελληνικής επικράτειας
Οι διαφορές που πολύ συχνά υπάρχουν μεταξύ των υπηκόων του ίδιου κράτους και που, κατά κύριο λόγο, ανάγονται στη θρησκεία, συνεπάγονται την παράλληλη εφαρμογή διαφορετικών κανόνων δικαίου εντός της αυτής επικράτειας31. Κανόνες διαπροσωπικού δικαίου είναι εκείνοι, που καθορίζουν ποιο δίκαιο θα εφαρμοσθεί από τα περισσότερα του ενός δίκαια, που ισχύουν εντός του αυτού κράτους και που αφορούν σε διαφορετικές κατηγορίες προσώπων. Δεν αποκλείεται να ανακύψει πρόβλημα εφαρμογής κανόνων διαπροσωπικού δικαίου και όταν ο κανόνας σύγκρουσης του δικάζοντος δικαστή, της lex fori, υποδεικνύει ως lex hereditatis το δίκαιο αλλοδαπής πολιτείας, όπου συνυπάρχουν περισσότερα προσωπικά δίκαια.
Στην ελληνική έννομη τάξη, έχει θεσπισθεί η, κατά παρέκκλιση από το κοινό δίκαιο, ισχύς διατάξεων του μουσουλμανικού δικαίου για ορισμένες κατηγορίες εννόμων σχέσεων. Το ιερό μουσουλμανικό δίκαιο εφαρμόζεται ως ειδικό ελληνικό


30 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 119.
31 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 29.

δίκαιο και αποτελεί ημεδαπό δίκαιο32. Αυτό σημαίνει ότι οι σχετικές διατάξεις του ιερού μουσουλμανικού δικαίου δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως αντίθετες προς την δημόσια τάξη κατά τη διάταξη του άρθρου 33 ΑΚ και, συνεπώς, θα τύχουν εφαρμογής παρά τις τυχόν διαφοροποιήσεις που εμφανίζουν ως προς το ελληνικό δίκαιο και τις, υπό άλλες συνθήκες, πρόσκρουση αυτών στην ελληνική δημόσια τάξη33.
Ειδικότερα, την εφαρμογή του μουσουλμανικού δικαίου σε ορισμένες κατηγορίες εννόμων σχέσεων των ελλήνων μουσουλμάνων προέβλεπε αρχικά  η από 10.06.1881 Σύμβαση Ελλάδας – Τουρκίας, που κυρώθηκε με το Ν. ΞΛΖ/11.03.1882, στις διατάξεις των άρθρων 3 και 8. Οι διατάξεις αυτές τροποποιήθηκαν με το άρθρο 11 εδ. 9 της Συνθήκης των Αθηνών της 1/14.11.1913, με την οποία προβλέφθηκε η δικαιοδοσία των μουφτήδων σε θέματα γάμου, διαζυγίου, επιτροπείας, κηδεμονίας, χειραφεσίας, ισλαμικών διαθηκών και εξ αδιαθέτου διαδοχής, υπό την προϋπόθεση ότι εφαρμόζεται ο ιερός μουσουλμανικός νόμος. Η ισχύς της διατηρήθηκε με τα άρθρα 4 παρ. 2 του Ν. 147/1914 και 10 εδ. 1 του Ν. 2345/1920 περί μουφτήδων, ο οποίος καταργήθηκε με το Ν. 1920/1991 περί μουσουλμάνων θρησκευτικών λειτουργών. Επιπλέον, με το άρθρο 14 της Συνθήκης των Σεβρών της 28.07/10.08.1920, που κυρώθηκε με το ν.δ. της 30.09/30.10.1923, και με το άρθρο 45 της Συνθήκης της Λωζάνης της 24.07.1923, που κυρώθηκε με το ν.δ. της 25.08.1923, το Ελληνικό κράτος ανέλαβε την υποχρέωση να διασφαλίσει, ως προς την εναπομείνασα μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, την υπαγωγή στα μουσουλμανικά έθιμα των ζητημάτων που άπτονται του οικογενειακού δικαίου και της προσωπικής κατάστασης, ενώ έχει επικρατήσει ορθώς η άποψη ότι το ιερό μουσουλμανικό δίκαιο διέπει τις οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου σχέσεις και στο υπόλοιπο της ελληνικής επικράτειας34. Η θέσπιση της εφαρμογής του μουσουλμανικού δικαίου από τους




32 Μπεντερμάχερ-Γερούσης, Το διαπροσωπικό δίκαιο στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στη Θράκη, Αρμ
1977, 633, ΑΠ 1723/1980, ΝοΒ 1981.1217.
33 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 34.
34 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 33.

μουφτήδες, επειδή ακριβώς στηρίχθηκε σε διεθνείς συνθήκες, δεν ανατράπηκε ούτε με τον ΕισΝΑΚ ούτε με τον ΕισΝΚΠολΔ35.
Κατά τον ισχύοντα Ν. 1920/1991 ‘Περί μουσουλμάνων θρησκευτικών λειτουργών’, ο μουφτής ασκεί δικαιοδοσία μεταξύ μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών της περιφέρειάς του επί γάμων, διαζυγίων, διατροφών, επιτροπειών, κηδεμονιών, χειραφεσίας ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών και της εξ αδιαθέτου διαδοχής, εφόσον οι σχέσεις αυτές διέπονται από τον ιερό μουσουλμανικό νόμο36. Ως προς τις κληρονομικές σχέσεις, κατά το άρθρο 11 εδ. 11 της Συνθήκης των Αθηνών της 1/14.11.1913, ως προς τις κληρονομίες οι ενδιαφερόμενοι μουσουλμάνοι μπορούν, έπειτα από προηγούμενη συμφωνία, να προσφεύγουν στο μουφτή ως διαιτητή. Ειδικά ως προς την εκ διαθήκης διαδοχή, υπάγονται στη δικαιοδοσία του μουφτή οι διαφορές που έχουν σχέση με τις ισλαμικές διαθήκες. Ως ισλαμικές διαθήκες χαρακτηρίζονται οι διατάξεις τελευταίας βούλησης, με τις οποίες, χωρίς να παρακάμπτεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή, ο διαθέτης μπορεί να διαθέσει μέχρι και το 1/3 της κληρονομίας37. Πρέπει να σημειωθεί ότι στο μουσουλμανικό δίκαιο, για λόγους αναγόμενους στη θεοκρατική υφή του, η εκ διαθήκης διαδοχή επιτελεί συμπληρωματική λειτουργία σε σχέση με την εξ αδιαθέτου διαδοχή. Αυτό σημαίνει ότι η δικαιοδοσία του μουφτή επί ισλαμικών διαθηκών υφίσταται, μόνο εφόσον και η εξ αδιαθέτου διαδοχή διέπεται από τον ιερό μουσουλμανικό νόμο. Η δικαιοδοσία του μουφτή, που προσομοιάζει στα θέματα αυτά με εκείνη του συμβολαιογράφου, συμπεριλαμβάνει και τη σύνταξη διαθήκης, τη δημοσίευσή της, καθώς και την έκδοση κληρονομητηρίου, δικαιοδοσία που δεν έχει καταργηθεί με τον ισχύοντα νόμο, ενώ υφίσταται επιπλέον η γνωμοδοτική αρμοδιότητά του για θέματα κληρονομικού δικαίου, κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 εδ. 2 του ισχύοντα νόμου.
Ωστόσο, η δικαιική πολυμορφία που εντοπίζεται σε ένα κράτος, μπορεί να έχει πέρα από διαπροσωπικό και διατοπικό χαρακτήρα.


35 Μπεντερμάχερ-Γερούσης, Το διαπροσωπικό δίκαιο στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στη Θράκη, Αρμ
1977, 633.
36 ΑΠ 2113/2009, ΝοΒ 2010.58, ΑΠ 1097/2007, ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΡοδ 9/2008, Δ 2008.999.
37 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 36.

β. Δικαιική πολυμορφία διατοπικού χαρακτήρα


Υπάρχει περίπτωση, στο κράτος του οποίου το δίκαιο είναι εφαρμοστέο σύμφωνα με τον κανόνα σύγκρουσης του forum, να μην υπάρχει ενιαία νομοθετική ρύθμιση στο πεδίο των διατάξεων ουσιαστικού δικαίου, αλλά αντίθετα σε ορισμένα τμήματά του να εφαρμόζονται διαφορετικοί κατά το περιεχόμενό τους δικαιικοί κανόνες. Η ύπαρξη τέτοιων κανόνων, όταν δεν αποτελεί απόρροια της ύπαρξης ομοσπονδιακής κρατικής δομής, συνδέεται κυρίως με μεταβολές κρατικής κυριαρχίας και, για το λόγο αυτό, έχει συχνά προσωρινό χαρακτήρα38.
Αυτό συνέβη στην Ελλάδα, όπου επί σειρά ετών υπήρξε δικαιική πολυμορφία με την παράλληλη ισχύ του Ιόνιου ΑΚ του 1841, ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα με τη διάταξη του Ν. ΡΝ/1866, του ΑΚ της Κρήτης του 1904, που διατηρήθηκε σε ισχύ μετά την ενσωμάτωση της Κρήτης στην Ελλάδα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 5 Ν. 147/1914, και του Σαμιακού ΑΚ του 1900, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την ένταξη της Σάμου στο ελληνικό κράτος με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 5 Ν. 147/1914.
Τη δικαιική αυτή πολυμορφία, που επηρέαζε άμεσα και τα ζητήματα κληρονομικού δικαίου, ήρε η διάταξη του άρθρου 5 του ΕισΝΑΚ, με το οποίο καταργήθηκε η ισχύς των τοπικών ΑΚ.
Πέρα από διαπροσωπικού και διατοπικού χαρακτήρα, η δικαιική πολυμορφία ενός κράτους μπορεί να εμφανίζει σύνδεση και με το στοιχείο χρόνος.



γ. Διαχρονικές συγκρούσεις νόμων


Το αλλοδαπό δίκαιο, που υποδεικνύει ο κανόνας σύγκρουσης του άρθρου  28 ΑΚ ως lex hereditatis, ενδέχεται να έχει αποτελέσει αντικείμενο νομοθετικών μεταβολών. Εν προκειμένω, λόγω του ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 28 ΑΚ

38 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 37.

κρίσιμο χρονικό σημείο είναι ο θάνατος του κληρονομούμενου, το πρόβλημα γεννάται ως προς τις τροποποιήσεις των ουσιαστικών διατάξεων της lex hereditatis, οι οποίες λαμβάνουν χώρα στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ του θανάτου του κληρονομούμενου και της ρύθμισης των θεμάτων, τα οποία άπτονται της κληρονομικής διαδοχής.
Για την επίλυση του ζητήματος που τίθεται, έχουν υποστηριχθεί δύο λύσεις: η εφαρμογή των διατάξεων διαχρονικού δικαίου της lex hereditatis ή οι αντίστοιχες της lex fori. Από τις λύσεις αυτές έχει ορθά επικρατήσει η πρώτη, για το λόγο ότι από τη στιγμή που έχει γίνει υπόδειξη του αλλοδαπού δικαίου από τον κανόνα σύγκρουσης της lex fori, στο αλλοδαπό δίκαιο εναπόκειται να ρυθμίσει εάν οι νέες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου έχουν ή όχι αναδρομική ισχύ39. Ως εκ τούτου, και αν ακόμη στην έννομη τάξη του forum ισχύει ως γενική αρχή η μη αναδρομική εφαρμογή των νόμων, αυτός δεν αποτελεί επαρκή λόγο για την αποκλεισμό της αναδρομικής ισχύος των νέων διατάξεων της lex hereditatis.
Διαφορετικό είναι το ζήτημα της μεταβολής του κανόνα σύγκρουσης του forum. Στην ελληνική έννομη τάξη, η ριζική αναδιαμόρφωση των κανόνων ιδδδ επήλθε αρχικά με τη θέση σε ισχύ του ΑΚ την 23.02.1946, οπότε και αντικαταστάθηκαν οι κανόνες σύγκρουσης των άρθρων 3 επ. του Τ}Α/1856 με τις διατάξεις των άρθρων 4 επ. ΑΚ, οι οποίοι αφορούσαν και το πεδίο των κληρονομικών σχέσεων40. Κατά τη διάταξη του άρθρου 92 εδ. 1 του ΕισΝΑΚ, προβλέφθηκε ότι για τις κληρονομικές σχέσεις το κληρονομικό δίκαιο ισχύει και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, όταν ο κληρονομούμενος έχει αποβιώσει πριν από αυτήν. Κατ’ εφαρμογή της διάταξης αυτής, ακόμη και σήμερα χωρεί εφαρμογή του δικαίου που ίσχυε πριν τη θέση σε ισχύ του ΑΚ, αν και λόγω παρέλευσης ικανού χρονικού διαστήματος, πλέον έχει περιορισθεί σημαντικά η πρακτική σημασία της σχετικής προβληματικής. Επίσης, διαφορετικό είναι και το ζήτημα της μεταβολής του συνδέσμου. Σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες περιπτώσεις, στις οποίες η μεταβολή του κανόνα δικαίου είναι αποτέλεσμα νομοθετικής παρέμβασης, η

39 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 44.
40 ΑΠ 1262/2002, ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2010/2003, Αρμ 2005.849.

μεταβολή του συνδέσμου41 είναι απόρροια της αλλαγής των πραγματικών δεδομένων μίας συγκεκριμένης έννομης σχέσης, για παράδειγμα ότι εμφιλοχωρήσει μεταβολή της ιθαγένειας, όταν προβλέπεται ως σύνδεσμος η ιθαγένεια του προσώπου. Η μεταβολή αυτή, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει επί καταστρατήγησης, δεν γίνεται με σκοπό να αποφευχθεί η υπαγωγή της έννομης σχέσης στο κανονικώς εφαρμοστέο δίκαιο. Δεν πρόκειται για αλλαγή του κανόνα, που υποδεικνύει ο κανόνας σύγκρουσης, αλλά για μεταβολή του μεταβλητού εκείνου συνδέσμου, όπως είναι η ιθαγένεια και η κατοικία, η οποία έχει ως συνέπεια την εφαρμογή δικαίου άλλου από εκείνο το οποίο θα είχε εφαρμοσθεί εάν δεν είχε μεσολαβήσει η εν λόγω μεταβολή42. Όσον αφορά στη lex hereditatis, δεν είναι λογικά δυνατή η εμφάνιση ενός conflit mobile, αφού κρίσιμο χρονικό σημείο είναι ο θάνατος του κληρονομουμένου. Έτσι, ο επακριβής χρονικός προσδιορισμός του σημείου, το οποίο θα ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό της ιθαγένειας του κληρονομουμένου, η ανάδειξη δηλαδή της ιθαγένειας σε σταθερό σύνδεσμο στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 28 ΑΚ, αποκλείουν την εμφάνιση ενός conflit mobile.
Τέλος, μικρής σημασίας αλλά υπαρκτή είναι η προβληματική στην περίπτωση διαδοχής κρατών, δηλαδή επί μεταβολής της κρατικής κυριαρχίας που λαμβάνει χώρα σε εδαφική περιοχή, με την οποία συνδέεται η κληρονομική σχέση. Τη λύση θα αναζητούσε ο δικαστής στις διατάξεις διαχρονικού ιδδδ του forum, σε συνδυασμό με τις γενικές αρχές του διαχρονικού δικαίου. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να ληφθεί υπόψη η ανάγκη να διαφυλαχθεί κατά το δυνατόν η ασφάλεια δικαίου, ιδίως δε να μην ανατραπούν τα αποτελέσματα δικαιοπραξιών που έχουν καταρτισθεί σε χρόνο προγενέστερο της διαδοχής των κρατών, σύμφωνα με το τότε ισχύον δίκαιο, και να μην ανατραπούν κεκτημένα δικαιώματα.
Η γενική, λοιπόν, θεώρηση του ελληνικού ιδδδ ολοκληρώνεται ακολούθως με την αναφορά στο ζήτημα της επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου από το διαθέτη.


41 Conflit mobile, κατά το γαλλικό όρο που έχει επικρατήσει στη διεθνή θεωρία.
42 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 62.

Δ. Η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου από το διαθέτη


Από μέρος της θεωρίας έχει υποστηριχθεί ότι θα ήταν σκόπιμο, λόγω των ιδιαίτερων προβλημάτων που γεννά από ιδιωτικοδιεθνολογική άποψη η κληρονομική διαδοχή, να χορηγηθεί στο διαθέτη η δυνατότητα να καθορίζει ο ίδιος το δίκαιο με το οποίο θα ρυθμισθούν οι κληρονομικές του σχέσεις. Τα τελευταία δε χρόνια αρχίζει να παρατηρείται μία τάση αναγνώρισης της σχετικής δυνατότητας43.
Η καθιέρωση της αρχής της αυτονομίας των συμβαλλομένων ως συνδέσμου, διά του οποίου υλοποιείται ο καθορισμός του εφαρμοστέου δικαίου, μπορεί να παραλληλισθεί, αλλά όχι και να ταυτισθεί, με την αρχή της αυτονομίας της βούλησης, που έχει παγιωθεί ως επικρατούσα στο πεδίο των συμβατικών ενοχών και ισχύει στα περισσότερα εθνικά συστήματα ιδδδ44. Ειδικά στο πεδίο του κληρονομικού δικαίου, η επιλογή της lex hereditatis εκ μέρους του διαθέτη τείνει να γενικευθεί στη διεθνή βιβλιογραφία με τον όρο ‘professio juris’, που χρησιμοποιεί κυρίως η ελβετική θεωρία ιδδδ. Ως professio juris νοείται η κατ’ επιλογή του διαθέτη υπαγωγή της κληρονομίας σε ένα δίκαιο που εφαρμόζεται στο σύνολο των κληρονομικών σχέσεών του. Η υπαγωγή αυτή γίνεται με μονομερή δικαιοπραξία του διαθέτη, που επενεργεί στο πεδίο του ιδδδ με την έννοια ότι τον σύνδεσμο, βάσει του οποίου καθορίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο, αποτελεί η δήλωση βούλησης του διαθέτη σχετικά με το τελευταίο.
Ωστόσο, η επιλογή από το διαθέτη του δικαίου, που διέπει τις κληρονομικές σχέσεις που τον αφορούν, δεν στερείται μειονεκτημάτων, τα οποία όμως εκδηλώνονται κατά κύριο λόγο στο επίπεδο του ουσιαστικού δικαίου. Αντίθετα, στο πεδίο του ιδδδ εκδηλώνονται τα πλεονεκτήματα της επιλογής αυτής, με την οποία παρέχεται στο διαθέτη το δικαίωμα να προκρίνει αντί του δικαίου, που υποδεικνύεται μέσω της μηχανιστικής εφαρμογής του κλασικού κανόνα





43 Βρέλλης, Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, Γ’ Έκδοση, 2008, σελ. 342.
44 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 325 - 329.

σύγκρουσης, το δίκαιο με το οποίο είναι περισσότερο εξοικειωμένος και που γνωρίζει αρτιότερα45.
Στο θετικό δίκαιο, διακρίνεται μία τάση να καθιερωθεί, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, το δικαίωμα του κληρονομουμένου να επιλέγει το δίκαιο που διέπει την κληρονομική διαδοχή του. Σε εθνικό επίπεδο, τη δυνατότητα επιλογής της professio juris αναγνωρίζει η Εσθονία, ωστόσο η επιλογή περιορίζεται στο δίκαιο του κράτους της ιθαγένειας του κληρονομούμενου, καθώς κατά το εσθονικό δίκαιο το δίκαιο που διέπει την κληρονομική διαδοχή είναι του κράτους της συνήθους διαμονής του κληρονομούμενου, και δεν επεκτείνεται στην ακίνητη περιουσία του. Τη δυνατότητα αυτή αναγνωρίζει και η Φινλανδία, μεταξύ του δικαίου του κράτους ιθαγένειας ή διαμονής του κληρονομούμενου ή, σε περίπτωση που ήταν έγγαμος, του κράτους, το δίκαιο του οποίου ήταν εφαρμοστέο στις σχέσεις των συζύγων. Και η Ολλανδία επιτρέπει την επιλογή του δικαίου που διέπει την κληρονομική διαδοχή μεταξύ του δικαίου της ιθαγένειας και του δικαίου της συνήθους διαμονής. Παρόμοια είναι και η δυνατότητα που αναγνωρίζει το βελγικό δίκαιο. Το ιταλικό δίκαιο, παρότι αναγνωρίζει ως εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή το δίκαιο της ιθαγένειας του κληρονομούμενου, αναγνωρίζει στον τελευταίο τη δυνατότητα να επιλέξει το δίκαιο της συνήθους διαμονής. Αντίστροφα, το βουλγάρικο δίκαιο, παρότι αναγνωρίζει ως εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή το δίκαιο της συνήθους διαμονής, αναγνωρίζει στον κληρονομούμενο το δικαίωμα να επιλέξει το δίκαιο της ιθαγένειάς του. Και η Ρουμανία αναγνωρίζει τη σχετική δυνατότητα, αλλά με τον περιορισμό των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων του δικαίου της ιθαγένειας, που εν γένει διέπει την κληρονομική διαδοχή και του δικαίου της τοποθεσίας των ακινήτων46.
Το δικαίωμα επιλογής της lex hereditatis καθιερώνει και το άρθρο 5 της Σύμβασης της Χάγης της 1ης Αυγούστου 1989, στην παράγραφο 1 του οποίου ορίζεται ότι μπορεί να επιλεγεί το δίκαιο ενός συγκεκριμένου κράτους, προκειμένου να εφαρμοσθεί επί του συνόλου της κληρονομίας.


45 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 369.
46 http://ec.europa.eu/civiljustice/applicable _law.

Το ζήτημα του επιτρεπτού της professio juris δεν έχει ακόμη τεθεί στο ελληνικό ιδδδ, όμως η εμφάνισή της θα πρέπει να θεωρηθεί αναπόφευκτη, αφού σε διεθνές επίπεδο διαφαίνεται η τάση για καθιέρωση της επιλογής της lex hereditatis από το διαθέτη. Ούτε τα ελληνικά δικαστήρια έχουν πάρει θέση υπέρ ή κατά της professio juris, ακόμη και σε υποθέσεις στις οποίες ο διαθέτης είχε ορίσει με τη διαθήκη του τη lex hereditatis, ζήτημα ωστόσο επί του οποίου καμία κρίση δεν έγινε από το επιληφθέν δικαστήριο47.
Την κατά τα ανωτέρω ανάπτυξη των γενικών θέσεων του ιδδδ, ακολουθεί κατωτέρω η προβληματική του εφαρμοστέου δικαίου που ανακύπτει σε ζητήματα που άπτονται της βούλησης του διαθέτη.

ΙΙ. Η ΒΟΥΛΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑΘΕΤΗ


Α. Η διάθεση της κληρονομιαίας περιουσίας α. Η διαθήκη ως διάταξη τελευταίας βούλησης
i.    Τυπικές προϋποθέσεις εγκυρότητας της διαθήκης


Ο νόμος αναγνωρίζει στον άνθρωπο το δικαίωμα, με τη σύνταξη διαθήκης, να προσδιορίζει ο ίδιος του κληρονόμους του. Πρόκειται για τη μονομερή αιτία θανάτου δικαιοπραξία, που περιέχει δήλωση βούλησης, η οποία δεν απευθύνεται σε άλλον, έχει όμως ανακοινωτικό χαρακτήρα, συντάσσεται αυτοπροσώπως, σύμφωνα με ορισμένους τύπους και ανακαλείται ελεύθερα48. Περιλαμβάνει μία ή και περισσότερες διατάξεις και στην τρέχουσα γλώσσα πολλές φορές σημαίνει την πράξη της, δηλαδή το έγγραφό της49.

47 ΠΠρΑθ 9970/1997, ΕλλΔνη 1998.677, ΠΠρΑθ 9971/1997, ΕλλΔνη 1998.692, στις οποίες ο Έλληνας διαθέτης είχε επιλέξει με τις διαθήκες που είχε συντάξει στην Ελβετία το ελληνικό δίκαιο ως εφαρμοστέο στην κληρονομία, όμως το επιληφθέν δικαστήριο κατέληξε στην εφαρμογή του ελληνικού δικαίου ως εφαρμοστέου λόγω της ιθαγένειας του κληρονομουμένου, χωρίς ωστόσο να κάνει καμία μνεία στην επιλογή αυτού από τον ίδιο το διαθέτη με τη διαθήκη του.
48 Στο ελληνικό δίκαιο προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 1712 επ.
49 Φίλιος, Κληρονομικό δίκαιο, Ειδικό μέρος, 1996, σελ. 135.

Η ρύθμιση εκ μέρους του κληρονομούμενου των ζητημάτων, που αφορούν στην περιουσία του, αποτελεί κατά κανόνα αντικείμενο της διαθήκης την οποία συντάσσει, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται η επιλογή και άλλων μορφών διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων, που μπορούν να χαρακτηρισθούν ως κληρονομιαία, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τη νέμηση ανιόντος.
Από ιδιωτικοδιεθνολογική άποψη, το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι αν η ικανότητα προς σύνταξη διαθήκης ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 28 ΑΚ, δηλαδή τη lex hereditatis, ή από τη διάταξη του άρθρου 7 ΑΚ, που ρυθμίζει την ικανότητα για δικαιοπραξία, δεδομένου ότι στο πεδίο του εσωτερικού δικαίου η ικανότητα προς σύνταξη διαθήκης αποτελεί μία υποπερίπτωση της γενικής δικαιοπρακτικής ικανότητας50. Την ικανότητα προσώπου προς σύνταξη διαθήκης ο νόμος θα έπρεπε να τη ρυθμίσει με ειδικές διατάξεις, γιατί η έννοια του περιορισμένα ικανού, που καθιερώνεται με τις διατάξεις που αναφέρονται στην ικανότητα για κάθε δικαιοπραξία, δεν συμβιβάζεται με την αρχή ότι η διαθήκη συντάσσεται μόνο αυτοπροσώπως. Για τη σύνταξη, επομένως, διαθήκης έπρεπε να γίνει διάκριση των προσώπων μόνο σε απολύτως ικανά και απολύτως ανίκανα51.
Γίνεται δεκτό τόσο από τη θεωρία όσο και από τη νομολογία 52 ότι το εφαρμοστέο δίκαιο καθορίζεται με βάση τον κανόνα σύγκρουσης, που αφορά στην ικανότητα προς δικαιοπραξία, δηλαδή το άρθρο 7 ΑΚ, το οποίο επιτάσσει την εφαρμογή του δικαίου της πολιτείας, της οποίας την ιθαγένεια είχε ο δικαιοπρακτών κατά το χρόνο της κατάρτισης της δικαιοπραξίας. Και οι δύο κανόνες σύγκρουσης, του άρθρου 28 ΑΚ και του άρθρου 7 ΑΚ, υποδεικνύουν ως  εφαρμοστέο δίκαιο τη lex patriae του διαθέτη, με τη διαφορά του κρίσιμου χρόνου, κατά το άρθρο 28 ΑΚ του θανάτου του κληρονομούμενου και κατά το άρθρο 7 ΑΚ της κατάρτισης της δικαιοπραξίας, δηλαδή της σύνταξης της διαθήκης.
Πρακτικά, λοιπόν, το πρόβλημα γεννάται, εφόσον ο κληρονομούμενος μετέβαλε ιθαγένεια μετά τη σύνταξη της διαθήκης του. Διχασμένη εμφανίζεται η


50 Άρθρο 1719 ΑΚ, ΑΠ 1596/2008, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1110/2008, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 695/2008, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ
2039/1007, ΧρΙΔ 2008.711.
51 Παπαντωνίου, Κληρονομικό δίκαιο, 1989, σελ. 247.
52 Μαριδάκης, Ιδιωτικόν διεθνές δίκαιον, ΙΙ, 1968, σελ. 243, ΑΠ 369/2002, ΝΟΜΟΣ.

θεωρία. Έχει υποστηριχθεί53 ότι εφαρμοστέα είναι κατά τη διάταξη του άρθρου 7  ΑΚ η lex patriae του διαθέτη κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, προκειμένου να κριθεί αν κατά το χρόνο αυτό ήταν ικανός. Αν, όμως, αυτός στερούνταν της ικανότητας αυτής κατά το δίκαιο που υποδεικνύει ο κανόνας σύγκρουσης του άρθρου 7 ΑΚ, αλλά κρίνεται ικανός προς σύνταξη διαθήκης σύμφωνα με το δίκαιο που εφαρμόζεται ως lex hereditatis, η διαθήκη πρέπει να κηρυχθεί έγκυρη. Έχει, όμως, υποστηριχθεί και η αντίθετη άποψη54, ότι δηλαδή είναι άσκοπο να χωρεί κληρονομική διαδοχή εκ διαθήκης, ενώ ο διαθέτης όταν απεβίωσε δεν ήταν ικανός να συντάξει διαθήκη και, για το λόγο αυτό, υποστηρίχθηκε η σωρευτική εφαρμογή της lex patriae που είχε ο διαθέτης κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης και κατά το χρόνο του θανάτου του. Έχει δε υποστηριχθεί55 ότι κρίσιμο χρονικό σημείο για την κρίση σχετικά με το αν ο διαθέτης ήταν ικανός προς σύνταξη διαθήκης είναι ο χρόνος σύνταξης της διαθήκης, η τυχόν δε επακολουθήσασα, λόγω μεταβολής της ιθαγένειας, ανικανότητα ή ικανότητα ούτε θίγει ούτε ισχυροποιεί τη διαθήκη. Η λύση αυτή φαίνεται να είναι η προτιμότερη, καθώς το γεγονός ότι η διαθήκη παράγει αποτελέσματα σε χρόνο μεταγενέστερο από την κατάρτισή της, που όμως δεν μπορεί εκ των προτέρων να προβλεφθεί, δεν δικαιολογεί από μόνο του την παρέκκλιση από τον κανόνα που γενικά ισχύει επί δικαιοπραξιών56.
Η αρχή της ελευθερίας του διαθέτη εμπεριέχει, πέρα από τη σύνταξη της τελευταίας βούλησής του, και τη δυνατότητα να προβεί αυτός με δήλωση βούλησής του σε μερική ή ολική ανάκληση της μέχρι τότε έγκυρης διαθήκης του. Ανάκληση διαθήκης είναι ακριβώς η δήλωση του διαθέτη με την οποία αίρεται, ολικά ή μερικά, το κύρος έγκυρης έως τότε διαθήκης. Το δικαίωμα του διαθέτη να ανακαλέσει τη διαθήκη του προστατεύεται απολύτως από το δίκαιο, ως στοιχείο  της ατομικής του ελευθερίας. Άκυρη, όμως, είναι όχι μόνο σύμβαση, αλλά και οποιαδήποτε δήλωση του διαθέτη να μην ανακαλέσει διαθήκη του, η ρήτρα


53 Μαριδάκης, Ιδιωτικόν διεθνές δίκαιον, ΙΙ, 1968, σελ. 243 επ., Βρέλλης, Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, Γ’ Έκδοση 2008, σελ. 347.
54 Μπαλής, Κληρονομικό δίκαιο, σελ. 686.
55 Στρέητ-Βάλληνδας, Ιδιωτικόν διεθνές δίκαιον, ΙΙ, σελ. 508, Σπυρόπουλος, Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, σελ. 511.
56 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 186.

clausula derogatoria, να δηλώσει δηλαδή ότι αυτή είναι ‘αμετάκλητη’57. Όπως δε έχει δικαίωμα να ανακαλεί διαθήκη του, ο διαθέτης έχει και το δικαίωμα να ανακαλεί την ανάκληση58.
Από ιδιωτικοδιεθνολογική άποψη, το βασικό ερώτημα είναι κατά πόσο η lex hereditatis είναι αυτή που ρυθμίζει αν και υπό ποιες προϋποθέσεις είναι δυνατή η ανάκληση της διαθήκης. Η απάντηση που δίνεται από τη θεωρία και τη νομολογία είναι καταρχήν θετική59. Επομένως, η lex hereditatis είναι εφαρμοστέα προκειμένου να κριθεί αν ο διαθέτης μπορούσε να προβεί στην ανάκληση της διαθήκης του, υπό ποιες προϋποθέσεις, ποιες ενέργειες εξομοιώνονται με ανάκληση, αν είναι δυνατή η σιωπηρή ανάκληση αλλά και η ανάκληση της ανάκλησης, καθώς και ποιες είναι οι συνέπειές της, ενώ αλλοδαπή διάταξη ουσιαστικού δικαίου που απαγορεύει την ανάκληση από το διαθέτη της διαθήκης του, θα πρέπει να θεωρηθεί μη εφαρμοστέα ως αντίθετη με τη δημόσια τάξη, κατά τη διάταξη του άρθρου 33 ΑΚ60. Όσον αφορά, όμως, στον τύπο στον οποίο υποβάλλεται η δήλωση ανάκλησης, εφαρμόζονται αναλόγως οι ρυθμίσεις που ισχύουν για τον τύπο της διαθήκης61.
Πέρα από την ικανότητα προς σύνταξη διαθήκης, οι τυπικές προϋποθέσεις εγκυρότητάς της εκτείνονται και στην τήρηση του προβλεπόμενου τύπου για την κατάρτισή της. Η διαθήκη είναι αυστηρά τυπική δικαιοπραξία. Για να είναι, δηλαδή, έγκυρη, πρέπει να συνταχθεί σύμφωνα με έναν από τους τύπους που καθορίζει ο νόμος. Ως τύπο διαθήκης νοούμε τόσο τα βασικά γνωρίσματα από τα οποία χαρακτηρίζεται κάθε είδος διαθήκης, όσο και τις μερικότερες πανηγυρικές διατυπώσεις, που αποτελούν στοιχεία του συγκεκριμένου είδους62. Υπήρχε έντονη αμφισβήτηση, αν οι διατάξεις, που αφορούν στη σύνταξη διαθηκών, αναφέρονται στον τύπο των διαθηκών ή έχουν ουσιαστική σημασία και, ακόμη, αν αλλοδαποί νόμοι, που καθιερώνουν διαφορετικού, απ’ ό,τι ο ελληνικός, τύπους διαθηκών,

57 Παπαντωνίου, Κληρονομικό δίκαιο, 1989, σελ. 308.
58 Παπαντωνίου, Κληρονομικό δίκαιο, 1989, σελ. 318, ΑΠ 459/2005, ΕλλΔνη 2005.1449.
59 Μαριδάκης, Ιδιωτικόν διεθνές δίκαιον, ΙΙ, 1968, σελ. 249, Στρέητ-Βάλληνδας, Ιδιωτικόν διεθνές δίκαιον, ΙΙ, σελ. 515, Βρέλλης, Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, Γ’ Έκδοση, 2008, σελ. 347.
60 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 191.
61 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 194. 62 Στο ελληνικό δίκαιο προβλέπεται η ιδιόγραφη (1721 - 1723 ΑΚ), η δημόσια (1724 – 1737 ΑΚ), η μυστική (1738 – 1748 ΑΚ) και οι έκτακτες διαθήκες (διαθήκη σε πλοίο 1749 – 1752 και 1755 – 1756 ΑΚ, η διαθήκη σε εκστρατεία 1753 – 1754 ΑΚ και η διαθήκη των αποκλεισμένων 1757 ΑΚ).

αντίκεινται ή όχι στην ελληνική δημόσια τάξη. Πρακτική σημασία, αν αποδεχθεί κανείς ότι οι διατάξεις αυτές αναφέρονται στον τύπο ή έχουν ουσιαστική σημασία, είναι αν θα εφαρμοσθεί ο κανόνας σύγκρουσης του άρθρου 11 ΑΚ ή του άρθρου 28 ΑΚ. Επίσης, αν δεχθεί κανείς ότι κάποια από τις αλλοδαπές διατάξεις αντίκειται στην ελληνική δημόσια τάξη, τότε αποκλείεται η εφαρμογή του αλλοδαπό κανόνα δικαίου63.
Ο τύπος της διαθήκης παλαιότερα υπαγόταν στον κανόνα σύγκρουσης του άρθρου 11 ΑΚ64. Την άρση, ωστόσο, της σύγκρουσης νόμων που αφορούν στον τύπο των διαθηκών επεδίωξε η από 05.10.1961 Σύμβαση της Χάγης, η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 1325/198365. Η Σύμβαση αυτή αυξάνει, συγκριτικά με τον κανόνα του άρθρου 11 ΑΚ, τον αριθμό των δικαίων, ο τύπος ενός των οποίων αρκεί να έχει τηρηθεί για να είναι έγκυρη η διαθήκη από πλευράς τυπικών προϋποθέσεων66. Κατά τη Σύμβαση, οι διατάξεις της οποίας εφαρμόζονται ανεξάρτητα οποιασδήποτε αμοιβαιότητας και σε οποιουδήποτε κράτους, συμβαλλόμενου ή μη, το δίκαιο κι αν παραπέμπουν, διάταξη διαθήκης είναι έγκυρη ως προς τον τύπο αν είναι σύμφωνη με το εσωτερικό δίκαιο: α/ του τόπου, όπου ο διαθέτης επιχείρησε τη διαθήκη, ή β/ μίας ιθαγένειας, που είχε ο διαθέτης είτε  κατά το χρόνο επιχείρησης της διαθήκης είτε κατά το χρόνο του θανάτου του, ή γ/ ενός τόπου, όπου ο διαθέτης είχε την κατοικία του είτε κατά το χρόνο επιχείρησης της διαθήκης είτε το χρόνο του θανάτου του, ή δ/ του τόπου, όπου ο διαθέτης είχε τη συνήθη διαμονή του είτε κατά το χρόνο επιχείρησης της διαθήκης είτε κατά το χρόνο του θανάτου του, ή ε/ προκειμένου για ακίνητα της τοποθεσίας τους67. Το ίδιο δίκαιο διέπει και τον τύπο της συνδιαθήκης68. Ο τύπος της ανάκλησης της διαθήκης αρκεί να είναι σύμφωνος προς ένα από τα δίκαια, που κατά τρόπο αντικειμενικώς διαζευκτικό ορίζονται ως εφαρμοστέα στον τύπο κατ’ άρθρο 1 της
63 Παπαντωνίου, Κληρονομικό δίκαιο, 1989, σελ. 209 - 211.
64 Βρέλλης, Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, Γ’ Έκδοση, 2008, σελ. 347.
65 Τη Σύμβαση έχουν επίσης κυρώσει η Αυστραλία, η Αυστρία, το Βέλγιο, η Βοσνία – Ερζεγοβίνη, η
Κροατία, Η Δανία, η Εσθονία, η Φινλανδία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιρλανδία, το Ισραήλ, η Ιταλία, η Ιαπωνία, το Λουξεμβούργο, το Μαυροβούνιο, η Ολλανδία, η Νορβηγία, η Πολωνία, η Σερβία, η Σλοβενία, η Νότια Αφρική, η Ισπανία, η Σουηδία, η Ελβετία, η Π.Γ.Δ.Μ., η Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ την έχει υπογράψει αλλά δεν την έχει κυρώσει η Πορτογαλία.
66 ΑΠ 280/2010, ΝΟΜΟΣ.
67 Άρθρο 1 παρ. 1.
68 Άρθρο 4.

Σύμβασης, ή προς ένα από τα δίκαια του άρθρου 1 αυτής, κατά τις διατάξεις του οποίου η ανακαλούμενη διαθήκη ήταν από πλευράς τύπου έγκυρη69. Οι διατάξεις που απαγορεύουν σε ορισμένα πρόσωπα τη σύνταξη ορισμένου είδους διαθήκης (π.χ. 1723, 1748 ΑΚ) είχαν και αυτές προκαλέσει πρόβλημα νομικού χαρακτηρισμού. Έτσι, κατά μία άποψη αναφέρονταν στην ικανότητα σύνταξης διαθήκης, ενώ κατ’ άλλη άποψη στον τύπο της διαθήκης70. Σήμερα, η Σύμβαση ρητά επιλύει το πρόβλημα, χαρακτηρίζοντας το θέμα ως ζήτημα τύπου, το οποίο κατά συνέπεια διέπεται από το δίκαιο που εφαρμόζεται στον τύπο της διαθήκης71.
Πέραν της ως άνω Σύμβασης, ως προς το ζήτημα του τύπου της διαθήκης σχετικές διατάξεις περιέχουν και κάποιες διμερείς Συμβάσεις, που έχει υπογράψει η Ελλάδα. Έτσι, κατά την πανομοιότυπη διάταξη α/ του άρθρου 22 παρ. 1 της Σύμβασης δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας της Αλβανίας, η οποία υπογράφηκε στην Αθήνα την 17.05.1993 και κυρώθηκε με το Ν. 2311/1995, β/ του άρθρου 30 της Σύμβασης νομικής συνεργασίας μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυπριακής Δημοκρατίας σε θέματα αστικού, οικογενειακού, εμπορικού και ποινικού δικαίου, που υπογράφηκε στη Λευκωσία την 05.03.1984 και κυρώθηκε με το Ν. 1548/1985, και γ/ του άρθρου 23 παρ. 1 της Σύμβασης δικαστικής αρωγής επί αστικών και ποινικών υποθέσεων μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, η οποία υπογράφηκε στη Βουδαπέστη την 08.10.1979 και κυρώθηκε με το Ν. 1149/1981, η διαθήκη που συντάσσεται από υπηκόους ενός συμβαλλόμενου μέρους θα είναι ισχυρή ως προς τον τύπο, αν έχει συνταχθεί σύμφωνα με α/ τη νομοθεσία του κράτους στο έδαφος του οποίου έγινε ή β/ το δίκαιο του συμβαλλόμενου μέρους, του οποίου ο διαθέτης ήταν υπήκοος κατά την ημερομηνία που συνέταξε τη διαθήκη του ή κατά τη στιγμή του θανάτου του ή γ/ τη νομοθεσία του κράτους, στο έδαφος του οποίου και κατά τα χρονικά διαστήματα που προβλέπονται στο εδάφιο β’, ο διαθέτης είχε την κατοικία ή τη διαμονή του. Οι



69 Άρθρο 2.
70 Βρέλλης, Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, Γ’ Έκδοση, 2008, σελ. 349.
71 Άρθρο 5.

δε όροι της παραγράφου 1 των ως άνω άρθρων εφαρμόζονται επίσης και ως προς την ανάκληση των διαθηκών.
Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 της Σύμβασης δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ένωσης των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, που είχε υπογραφεί στην Αθήνα την 21.05.1981 και κυρωθεί με το Ν. 1242/1982, παρά το πλέον ανίσχυρό της, η διαθήκη υπηκόου ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη ήταν έγκυρη ως προς τον τύπο, αν για τη σύνταξή της είχε τηρηθεί η νομοθεσία του κράτους, στο έδαφος του οποίου συντάχθηκε η διαθήκη, ή η νομοθεσία του συμβαλλόμενου μέρους, του οποίου ο διαθέτης ήταν υπήκοος κατά τη στιγμή της σύνταξης της διαθήκης ή του θανάτου του ή η νομοθεσία του κράτους, στο έδαφος του οποίου κατοικούσε ο διαθέτης κατά τα προαναφερόμενα χρονικά σημεία. Κατά το μέρος που αφορούσε σε ακίνητη περιουσία, η διαθήκη αναγνωρίζεται έγκυρη αν τηρήθηκε η νομοθεσία του κράτους, στο έδαφος του οποίου βρισκόταν η ακίνητη περιουσία. Οι δε διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονταν και στην περίπτωση ακύρωσης της διαθήκης.
Τέλος, κατά τη Σύμβαση της UNIDROIT που συνάφθηκε στην Ουάσινγκτον την 26.10.1973 σχετικά με τον τύπο διεθνούς διαθήκης72, προβλέπεται διεθνές σύστημα καταχώρισης των διεθνών διαθηκών και ενιαίο έντυπο για τη σχετική διαδικασία.
Τις τυπικές προϋποθέσεις εγκυρότητας της διαθήκης ακολουθούν για λόγους αρχής οι ουσιαστικές προϋποθέσεις εγκυρότητας αυτής.
ii.    Ουσιαστικές προϋποθέσεις εγκυρότητας της διαθήκης


Εκτός από τον τύπο και την ικανότητα προς σύνταξη, που ανάγονται στις τυπικές προϋποθέσεις εγκυρότητας της διαθήκης, προσαπαιτείται και η συνδρομή προϋποθέσεων, που αφορούν στο περιεχόμενο της διαθήκης.



72 Η Σύμβαση έχει κυρωθεί από το Βέλγιο, τη Βοσνία – Ερζεγοβίνη, τον Καναδά, την Κύπρο, το Εκουαδόρ, τη Γαλλία, την Ιταλία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Νιγηρία, την Πορτογαλία, τη Σλοβενία και τη Γιουγκοσλαβία.

Καταρχήν, για να είναι έγκυρη μία διαθήκη πρέπει να πληροί μία σειρά από προϋποθέσεις ως προς το περιεχόμενο, οι οποίες μπορεί να διαφέρουν από δίκαιο σε δίκαιο. Πάντως, σε γενικές γραμμές, δεν θα πρέπει το περιεχόμενό της να είναι αόριστο, η διάταξη τελευταίας βούλησης θα πρέπει να αντιστοιχεί στην πραγματική βούληση του διαθέτη και να είναι απαλλαγμένη από ελαττώματα73. Οι διατάξεις που περιλαμβάνονται στη διαθήκη υπόκεινται στην αρχή του κλειστού αριθμού, η οποία διέπει το κληρονομικό δίκαιο, και κατατάσσονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στις παροχικές, με τις οποίες ο διαθέτης επιδίδει αιτία θανάτου σε ορισμένα πρόσωπα (τιμώμενοι) διάφορα περιουσιακά στοιχεία (εγκατάσταση κληρονόμου ή καταπιστευματοδόχου ή σύσταση κληροδοσίας) και στις λοιπές διατάξεις, οι οποίες μπορεί να είναι διατάξεις κληρονομικού δικαίου (αποκλεισμός από την εξ αδιαθέτου διαδοχή, αποκλήρωση, διανεμητικές διατάξεις κ.λπ.) ή διατάξεις από άλλους κλάδους δικαίου (σύσταση ιδρύματος, εκούσια αναγνώριση τέκνου κ.λπ.). Τέλος, η διαθήκη ως έγγραφο μπορεί να περιέχει κάθε είδους δηλώσεις του διαθέτη, όπως συμβουλή ή ευχή, πρόταση ή αποδοχή πρότασης για κατάρτιση σύμβασης, εξύβριση κ.λπ. Οι δηλώσεις αυτές υπόκεινται στην οικεία ρύθμισή τους, ενώ με τη διατύπωσή τους στη διαθήκη δεν γίνονται διατάξεις τελευταίας βούλησης και δεν καταλαμβάνονται από τη ρύθμιση των τελευταίων74. Έτσι, πέρα από τους κληρονόμους, που είναι το πιο συνηθισμένο αλλά και το πιο σημαντικό περιεχόμενο της διαθήκης παρότι δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της, ο διαθέτης μπορεί με τη διαθήκη του να χαρακτηρίσει ως τετιμημένο, κατά τη διατύπωση του ελληνικού δικαίου, κάθε πρόσωπο που αναγράφει στο κείμενό της και στο οποίο παρέχει κάποια ωφέλεια75. Μπορεί, επίσης, να παράσχει σε κάποιον κληροδότημα, δηλαδή περιουσιακή ωφέλεια χωρίς αυτός να είναι κληρονόμος, ορίζοντάς τον έτσι κληροδόχο76. Ο ορισμός αυτός της κληροδοσίας προσδιορίζει την έννοιά της, εξαίροντας το αρνητικό χαρακτηριστικό της, ότι δηλαδή το πρόσωπο που αποκτά

73 Στο ελληνικό δίκαιο οι προϋποθέσεις του περιεχομένου προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 1781 – 1812 ΑΚ, ΑΠ 1714/2009, ΕΠολΔ 2010.441, ΑΠ 1706/2009, ΧρΙΔ 2010.535, ΑΠ 1131/2009, ΧρΙΔ 2010.194, ΑΠ 825/2009, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 415/2009, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 225/1009, ΕλλΔνη 2010.1011, ΑΠ 1262/2008, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1069/2007, ΧρΙΔ 2008.35.
74 Φίλιος, Κληρονομικό δίκαιο, Ειδικό μέρος, 1996, σελ. 139 - 140.
75 Παπαντωνίου, Κληρονομικό δίκαιο, 1989, σελ. 247.
76 Στο ελληνικό δίκαιο ο θεσμός ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 1714 ΑΚ.

ωφέλεια με την κληροδοσία, ο κληροδόχος, δεν είναι και δεν γίνεται κληρονόμος77. Η διαθήκη είναι ο μόνος τρόπος, με τον οποίο μπορεί ο διαθέτης να συστήσει κληροδοσία78. Επίσης, ο διαθέτης έχει τη δυνατότητα όχι μόνο να ορίσει τον κληρονόμο του, αλλά να καθορίσει και απώτερο κληρονόμο ή κληρονόμους, στους οποίους θα περιέλθει η κληρονομία του, συνήθως όταν πεθάνει ο αρχικός κληρονόμος. Πρόκειται για το θεσμό του κληρονομικού ή καθολικού καταπιστεύματος79, δηλαδή το θεσμό που επιτρέπει στο διαθέτη να υποχρεώσει τον κληρονόμο να παραδώσει, έπειτα από ορισμένο γεγονός ή χρονικό σημείο, την κληρονομία που απέκτησε ή ποσοστό της σε άλλον, τον καταπιστευματοδόχο. Χαρακτηριστικό του καθολικού καταπιστεύματος είναι ότι ο καταπιστευματοδόχος, από τότε που θα του επαχθεί η κληρονομία, γίνεται καθολικός διάδοχος του κληρονομουμένου, όχι όμως άμεσος, όπως ο κληρονόμος, αλλά έμμεσος80. Και το καθολικό καταπίστευμα μπορεί να συσταθεί μόνο με διαθήκη, αρκεί όμως και έμμεση δήλωση του διαθέτη για τη σύσταση του, χωρίς πανηγυρικές εκφράσεις και χωρίς να χρησιμοποιηθεί καν η λέξη ‘καταπίστευμα’. Τέλος, η διαθήκη μπορεί να περιέχει και διάταξη, με την οποία ορίζεται υποκατάστατος του κληρονόμου, του καταπιστευματοδόχου ή του κληροδόχου, δηλαδή να ‘διορίζεται’ κληρονόμος για την περίπτωση που ο κληρονόμος, ο οποίος εγκαταστάθηκε, εκπέσει είτε πριν είτε μετά την επαγωγή81. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για ‘εφεδρικό’ κληρονόμο, κληρονόμο δηλαδή ‘δεύτερου βαθμού’, ο οποίος καλείται στην κληρονομία μόνο αν ο εγκατάστατος δεν γίνει κληρονόμος, αν δηλαδή εκπέσει82.
Από ιδιωτικοδιεθνολογική άποψη, αυτό που ενδιαφέρει είναι κατά πόσο η επίλυση των ζητημάτων που αφορούν στην ουσιαστική εγκυρότητα της διαθήκης θα



77 Παπαντωνίου, Κληρονομικό δίκαιο, 1989, σελ. 117.
78 Σε πολλά δίκαια με ρίζες από το ρωμαϊκό δίκαιο, μεταξύ των οποίων και το ελληνικό, με τη διαθήκη μπορούσε να ορισθεί μόνο κληρονόμος, ενώ η διάταξη τελευταίας βούλησης που είχε άλλο
περιεχόμενο δεν ήταν διαθήκη αλλά κωδίκελλος (Ν. ΓΨΠ’/1911). Για την κατάργηση του κωδίκελλου και γενικά μία πληρέστατη ιστορική αναδρομή ως προς τη διαθήκη βλ. Σοφιανόπουλος, Η διαθήκη στη θεωρία, τη νομολογία και την πράξη, 2005, σελ. 65 επ.
79 Στο ελληνικό δίκαιο προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 1923 – 1941 ΑΚ, ΑΠ 103/2010,
ΝΟΜΟΣ , ΕφΑΔ 2010/553 , ΧρΙΔ 2010/696.
80 Παπαντωνίου, Κληρονομικό δίκαιο, 1989, σελ. 141 επ.
81 Στο ελληνικό δίκαιο προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 1809, 1932, 2008 ΑΚ.
82 Παπαντωνίου, Κληρονομικό δίκαιο, 1989, σελ. 300.

γίνει σύμφωνα με τη lex hereditatis. Έχει υποστηριχθεί83 ότι, αφού η αντιστοιχία μεταξύ της βούλησης του διαθέτη και των διατάξεων της διαθήκης υφίσταται κατά το χρόνο σύνταξής της, αν προσβληθεί η διαθήκη λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής, θα εφαρμοσθεί το δίκαιο της ιθαγένειας που ο διαθέτης είχε κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης. Η πρακτική σημασία και πάλι του ζητήματος γίνεται αντιληπτή σε περίπτωση μεταβολής της ιθαγένειας του διαθέτη μεταξύ του χρόνου σύνταξης αυτής και του χρόνου θανάτου του. Εντούτοις, οι διατάξεις της διαθήκης παράγουν έννομες συνέπειες μετά το θάνατο του διαθέτη. Ο χρόνος του θανάτου του κληρονομούμενου είναι το καταληκτικό σημείο, μέχρι του οποίου αυτός είχε τη δυνατότητα να επαναδιαμορφώσει τη διαθήκη του και να την εναρμονίσει με την πραγματική του βούληση84. Για το λόγο αυτό, έχει υποστηριχθεί ορθά αντίθετα με την παραπάνω άποψη85 ότι ως προς τα ελαττώματα της βούλησης του διαθέτη εφαρμόζεται η lex hereditatis, η οποία εφαρμόζεται σε κάθε ζήτημα που σχετίζεται με την ασάφεια και την αοριστία των διατάξεων της διαθήκης, καθώς επίσης και στις συνέπειες που επισύρουν τα ελαττώματα της διαθήκης. Συνεπώς, κατά τη lex hereditatis θα κριθεί η ακυρότητα ή ακυρωσία της διαθήκης, τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται να ζητήσουν την ακύρωσή της, καθώς και αν η δήλωση του διαθέτη είναι ή όχι εικονική, αλλά και το ουσιαστικό περιεχόμενο της διαθήκης86, δηλαδή αν υπάρχουν περιορισμοί ως προς τα πρόσωπα, των οποίων επιτρέπεται η εγκατάσταση ως κληρονόμων ή αν ο προσδιορισμός των προσώπων που εγκαθίστανται ως κληρονόμοι ή καταλειπόμενου πράγματος είναι δυνατόν να γίνει εκ μέρους τρίτου, το επιτρεπτό της υποκατάστασης και οι περιπτώσεις στις οποίες χωρεί ο διορισμός υποκατάστατου κληρονόμου από το διαθέτη. Στο ουσιαστικό περιεχόμενο της διαθήκης συγκαταλέγονται και οι αιρέσεις που συνοδεύουν τη διάταξη τελευταίας βούλησης, αλλά και το κύρος των κληροδοσιών, καθώς και αν κάποιο πρόσωπο εγκαθίσταται ως κληρονόμος ή κληροδόχος και τα δικαιώματα και η νομική θέση του τελευταίου, όπως και τα ζητήματα που αφορούν στο


83 Μαριδάκης, Ιδιωτικόν διεθνές δίκαιον, ΙΙ, 1968, σελ. 247.
84 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 197.
85 Βρέλλης, Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, Γ’ Έκδοση, 2008, σελ. 347.
86 Βρέλλης, Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, Γ’ Έκδοση, 2008, σελ. 346, ΑΠ 459/2005, ΕλλΔνη 2005.1449.

κληρονομικό καταπίστευμα87. Τέλος, και η ερμηνεία της βούλησης του διαθέτη θα επιχειρηθεί σύμφωνα με τη lex hereditatis88, παρότι πρόκειται αναμφισβήτητα για ζήτημα πραγματικό, γεγονός που μειώνει τη σημασία του εφαρμοστέου δικαίου89.
Ωστόσο, πέρα από τη διαθήκη, προβλήματα ιδδδ ανακύπτουν και σε σχέση με άλλους τύπους διάθεσης της κληρονομιαίας περιουσίας.

β. Προβλήματα ιδδδ σε σχέση με άλλους τύπους διάθεσης της κληρονομιαίας περιουσίας

i.    Η νέμηση ανιόντος


Η διαθήκη δεν αποτελεί το μοναδικό τύπο δικαιοπραξίας, που αφορά στη διάθεση των περιουσιακών στοιχείων, ενόψει του μελλοντικού αλλά βέβαιου γεγονότος, που αποτελεί ο θάνατος του κληρονομούμενου.
Ένας από τους δύο τύπους δικαιοπραξιών, που το ελληνικό δίκαιο  προβλέπει εκτός από τη διαθήκη, με τον οποίο φυσικό πρόσωπο προβαίνει σε διάθεση των περιουσιακών στοιχείων του ώστε οι έννομες συνέπειες να παραχθούν μετά το θάνατό του, είναι η νέμηση ανιόντος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1891 ΑΚ, ο ανιών μπορεί όσο ζει να διανείμει την περιουσία του μεταξύ των κατιόντων του (νέμηση). Η διανομή γίνεται με σύμβαση και περιλαμβάνει μόνο την περιουσία που υπάρχει. Ο ανιών όμως δεν δεσμεύεται από τη διανομή αυτή για τις διατάξεις της διαθήκης του. Πρόκειται για γνήσια κληρονομική σύμβαση, που περιέχει προδιανομή της κληρονομίας και δεν επιτρέπεται να περιλάβει άλλες διατάξεις90.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η νέμηση ανιόντος είναι δικαιοπραξία εν ζωή ή αιτία θανάτου, καθώς από την κατάταξή της σε μία από τις δύο κατηγορίες δικαιοπραξιών εξαρτάται η λύση που θα δοθεί στο πεδίο του ιδδδ. Έτσι, αν πρόκειται για δικαιοπραξία εν ζωή θα εφαρμοσθεί ο κανόνας σύγκρουσης του
87 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 199
επ.
88 Στρέητ-Βάλληνδας, Ιδιωτικόν διεθνές δίκαιον, ΙΙ, σελ. 516, Σπυρόπουλος, Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, σελ. 518.
89 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 204.
90 Φίλιος, Κληρονομικό δίκαιο, Γενικό μέρος, 1996, σελ. 118.

άρθρου 25 ΑΚ, που καθορίζει το εφαρμοστέο δίκαιο επί συμβατικών ενοχών, ενώ αν πρόκειται για δικαιοπραξία αιτία θανάτου, θα εφαρμοσθεί ο κανόνας σύγκρουσης του άρθρου 28 ΑΚ91.
Κατά τη θεωρία92, η νέμηση ανιόντος αποτελεί δικαιοπραξία αιτία θανάτου, διότι οι έννομες συνέπειές της επέρχονται μετά το θάνατο του διαθέτη. Πράγματι, η νέμηση ανιόντος αποτελεί σύμβαση, που όμως όσον αφορά στον ανιόντα περιέχει και διάταξη τελευταίας βούλησης, της οποίας τα αποτελέσματα επέρχονται μετά το θάνατό του. Οι κατιόντες, υπό την ιδιότητα των κληρονόμων, θα λάβουν ό,τι τους αναλογεί. Εδώ συνίσταται εξάλλου και το βασικό γνώρισμά της ως σύμβασης, η οποία συνάπτεται μεταξύ του κληρονομούμενου με πρόσωπα, στα οποία αυτός μεταβιβάζει μέρος της περιουσίας τους, ακριβώς λόγω της ιδιότητάς τους ως κληρονόμων. Για το λόγο αυτό, η νέμηση ανιόντος εντάσσεται στις κληρονομικές σχέσεις, χωρίς ο συμβατικός χαρακτήρας της να συνεπάγεται την εφαρμογή του δικαίου, που υποδεικνύουν οι κανόνες σύγκρουσης που αφορούν στις συμβατικές ενοχές.
Έτσι, η νέμηση ανιόντος διέπεται από το δίκαιο της τελευταίας ιθαγένειας του κληρονομουμένου, το οποίο θα κρίνει αν επιτρέπεται η νέμηση, μεταξύ ποιων προσώπων, αν ολόκληρη η περιουσία ή μέρος της μπορεί να διανεμηθεί, τη σχέση της με υφιστάμενη ή μεταγενέστερη διαθήκη, αν είναι επιτρεπτή η ανάκλησή της, αν η δήλωση βούλησης του ανιόντος και των κατιόντων μπορούν να γίνουν από αντιπρόσωπο. Αντίθετα, η δικαιοπρακτική ικανότητα των συμβαλλομένων θα κριθεί κατά τον κανόνα σύγκρουσης του άρθρου 7 ΑΚ, ενώ ως προς τον τύπο, δεδομένου ότι δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 1325/1983, με τον οποίο κυρώθηκε η Σύμβαση της Χάγης της 05.10.1961 σχετικά με τον τύπο διατάξεων διαθήκης, θα πρέπει να έχει συνταχθεί σύμφωνα με ένα από τα διαζευκτικώς εφαρμοστέα  δίκαια, που υποδεικνύει ο κανόνας σύγκρουσης του άρθρου 11 ΑΚ93.
Πέρα από τη νέμηση ανιόντος, προβλήματα ιδδδ μπορούν να ανακύψουν και σε σχέση με τη δωρεά αιτία θανάτου.

91 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 209.
92 Παπαντωνίου, Κληρονομικό δίκαιο, 1989, σελ. 510.
93 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 210.



ii.    Η δωρεά αιτία θανάτου


Ο δεύτερος τύπος δικαιοπραξίας, που το ελληνικό δίκαιο προβλέπει εκτός από τη διαθήκη, με τον οποίο φυσικό πρόσωπο προβαίνει σε διάθεση των περιουσιακών στοιχείων του ώστε οι έννομες συνέπειες να παραχθούν μετά το θάνατό του, είναι η δωρεά αιτία θανάτου. Με το θεσμό αυτό παρέχεται ωφέλεια σε πρόσωπο που δεν είναι κληρονόμος, αλλά ούτε κληροδόχος ή καταπιστευματοδόχος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 2032 ΑΚ, δωρεά αιτία θανάτου είναι εκείνη που συμφωνείται υπό την αναβλητική αίρεση της προαποβίωσης του δωρητή ή της ταυτόχρονης αποβίωσης δωρητή – δωρεοδόχου, χωρίς να έχει στο ενδιάμεσο διάστημα ο δωρεοδόχος την απόλαυση των δωρηθέντων.
Και εν προκειμένω, το κρίσιμο ερώτημα είναι αν πρόκειται για δικαιοπραξία εν ζωή ή αιτία θανάτου, καθώς από αυτό εξαρτάται και πάλι η εφαρμογή του κανόνα σύγκρουσης του άρθρου 25 ΑΚ ή του άρθρου 28 ΑΚ, στην περίπτωση όμως αυτή η θεωρία του κληρονομικού δικαίου είναι διχασμένη94 και το ίδιο η θεωρία του ιδδδ95.
Η δωρεά αιτία θανάτου επιφέρει ειδική και όχι καθολική διαδοχή, ακόμη κι αν αφορά στο σύνολο της περιουσίας του δωρητή, που υπήρχε τότε που καταρτίστηκε η σύμβαση. Συγχρόνως, είναι αναμφίβολο ότι η δωρεά αιτία θανάτου αποτελεί ουσιαστικά είδος κληρονομικής σύμβασης, που όμως κατά το ελληνικό δίκαιο επιτρέπεται, αποτελεί δε απαγορευμένη κληρονομική σύμβαση και άρα είναι άκυρη, αν αναφέρεται σε όλη την περιουσία του δωρητή, που υπήρχε όταν αυτός πέθανε. Η αμφισβήτηση ως προς το αν πρόκειται για δικαιοπραξία εν ζωή ή αιτία θανάτου οφείλεται μάλλον στην αποδοχή διαφορετικών ορισμών της δικαιοπραξίας αιτία θανάτου. Επειδή με τη δωρεά αιτία θανάτου δεσμεύεται η εξουσία για διάθεση του δωρητή και αντίστοιχα ο δωρεοδόχος αποκτά τουλάχιστον προσδοκία,



94 Παπαντωνίου, Κληρονομικό δίκαιο, 1989, σελ. 164.
95 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 213
επ.

η δωρεά αιτία θανάτου, παρά τον όρο που χρησιμοποιεί ο νόμος, είναι ορθότερο να θεωρηθεί δικαιοπραξία εν ζωή96.
Πάντως, στο ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2032 ΑΚ, στις δωρεές αιτία θανάτου εφαρμόζονται οι διατάξεις για τις δωρεές, όμως κατά τη διάταξη του άρθρου 2035 ΑΚ, σε δωρεές αιτία θανάτου που μειώνουν την περιουσία του δωρητή με αποτέλεσμα να προκαλείται βλάβη στους δανειστές ή που προσβάλλουν τη νόμιμη μοίρα των μεριδούχων, εφαρμόζονται οι διατάξεις για τις κληροδοσίες. Η εφαρμογή των διατάξεων αυτών αφενός καταδεικνύει την ύπαρξη κοινών σημείων μεταξύ της δωρεάς αιτία θανάτου και της κληροδοσίας και αφετέρου πιστοποιεί τη σύνδεση της δικαιοπραξίας αυτής με την κληρονομική διαδοχή του δωρητή, αφού οι δανειστές που προστατεύονται είναι οι δανειστές της κληρονομίας, ενώ παράλληλα προστατεύονται και οι νόμιμοι μεριδούχοι από καταδολιευτικού χαρακτήρα απαλλοτριώσεις περιουσιακών στοιχείων97.
Εναπόκειται, τελικά, στον εφαρμοστή του δικαίου να αποφανθεί σε κάθε περίπτωση για τη φύση της δωρεάς αιτίας θανάτου και να εφαρμόσει τον ανάλογο κανόνα σύγκρουσης.
Την ανάπτυξη των τρόπων διάθεσης της κληρονομιαίας περιουσίας και των προβλημάτων ιδδδ που ανακύπτουν σε σχέση με αυτούς, ακολουθεί κατωτέρω η αναφορά στους περιορισμούς της διάθεσης της κληρονομαίας περιουσίας.

Β. Περιορισμοί του διατιθέναι α. Η αναγκαστική διαδοχή
Βασικό περιορισμό στην ελευθερία διάθεσης εκ μέρους του διαθέτη των περιουσιακών στοιχείων του συνιστά ο θεσμός της αναγκαστικής διαδοχής, με τον οποίο αποσκοπείται η προστασία των κληρονομικών δικαιωμάτων ορισμένων προσώπων (μεριδούχων), που κατά κανόνα ανήκουν στο στενό οικογενειακό περιβάλλον του διαθέτη, από τον κίνδυνο να αποστερηθούν των δικαιωμάτων
96 Παπαντωνίου, Κληρονομικό δίκαιο, 1989, σελ. 57, 164.
97 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 212.

αυτών. Ο κίνδυνος αυτός υφίσταται όταν ο διαθέτης παραλείπει να τους εγκαταστήσει ως κληρονόμους ή τους εγκαθιστά σε μέρος μόνο της νόμιμης μοίρας, δηλαδή στο κληρονομικό μερίδιο που αναγνωρίζεται, παρά τη θέλησή του, από το νόμο στους αναγκαίους κληρονόμους ή μεριδούχους98. Νόμιμη μοίρα είναι ακριβώς το κληρονομικό μερίδιο που αναγνωρίζεται από το νόμο και παρά την αντίθετη βούληση του διαθέτη σε ορισμένα πρόσωπα99. Σχετικοποιείται, με άλλα λόγια, η ελευθερία του διατιθέναι και τούτο, προκειμένου να διασφαλισθούν τα κληρονομικά δικαιώματα των μεριδούχων, δηλαδή των προσώπων εκείνων, που ακριβώς επειδή ανήκουν στο στενό οικογενειακό περιβάλλον του διαθέτη, θεωρείται ότι χρήζουν ιδιαίτερης μέριμνας. Περιορίζεται, επομένως, η ελευθερία του διαθέτη, προκειμένου να προστατευθεί η οικογένεια100.
Ο θεσμός της αναγκαστικής διαδοχής αφορά άμεσα στη ρύθμιση των κληρονομικών σχέσεων, επεμβαίνοντας διορθωτικά σε σχέση με τη βούληση του διαθέτη, την οποία και ανατάσσει προς όφελος των μεριδούχων. Ο καθορισμός, εξάλλου, των μεριδούχων επιβάλλει μία έμμεση, αλλά ωστόσο αδιαμφισβήτητη, συσχέτιση της εξ αδιαθέτου και της εκ διαθήκης κληρονομικής διαδοχής, εφόσον σε ορισμένα δίκαια, όπως και στο ελληνικό, ο καθορισμός της νόμιμης μοίρας συσχετίζεται με τις διατάξεις, που ρυθμίζουν την εξ αδιαθέτου διαδοχή. Για το λόγο αυτό, από ιδιωτικοδιεθνολογική άποψη, στα ζητήματα που αφορούν στην αναγκαστική διαδοχή θα πρέπει να εφαρμοσθεί το δίκαιο που διέπει τις κληρονομικές σχέσεις101. Κατά το δίκαιο αυτό θα καθορισθεί ο τρόπος υπολογισμού της νόμιμης μοίρας102, ποια πρόσωπα έχουν την ιδιότητα του μεριδούχου, ποιο είναι το κρίσιμο σημείο για την απόκτησή της, αλλά και οι συνέπειες που συνεπάγεται η προσβολή της νόμιμης μοίρας, το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο μεριδούχος αποκτά την ιδιότητα του κληρονόμου, καθώς επίσης κι αν είναι

98 Στο ελληνικό δίκαιο ‘μεριδούχοι’ και ‘αναγκαίοι κληρονόμοι’ είναι ταυτόσημοι όροι. Στο ρωμαϊκό δίκαιο, και μάλιστα στο αρχαιότερο, αναγκαίοι κληρονόμοι ήταν τα πρόσωπα που έπρεπε να μνημονεύσει ο διαθέτης, έστω και αν δεν τους άφηνε τίποτα.
99 Παπαντωνίου, Κληρονομικό δίκαιο, 1989, σελ. 409, ΑΠ 1017/2009, ΧρΙΔ 2010/195, ΕφΑΔ
2010/316, ΑΠ 207/2008, ΧρΙΔ 2008.708, ΑΠ 150/2008, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1578/2007, ΝΟΜΟΣ.
100 Βασιλακάκης, Δικαίωμα νόμιμης μοίρας και επιφύλαξη της δημόσιας τάξης στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, ΝοΒ 2002, 1819.
101 Μαριδάκης, Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, ΙΙ, 1968, σελ. 250, Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική
διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 288.
102 ΠΠρΘεσ 398/1983, ΝοΒ 1983.705.

επιτρεπτή η παραίτηση του μεριδούχου από τη νόμιμη μοίρα του, το ζήτημα σχετικά με τη συμπλήρωση της κληρονομίας που υπολείπεται του ποσοστού της νόμιμης μοίρας, οι συνέπειες που παράγει ως προς την αναγκαστική διαδοχή η κληροδοσία υπέρ του μεριδούχου, αλλά και η ανατροπή τυχόν δωρεών του διαθέτη που προσβάλλουν τη νόμιμη μοίρα (κατά το εσωτερικό δίκαιο, μέμψη άστοργης δωρεάς103). Η lex hereditatis θα εφαρμοσθεί, ακόμη, για να διασαφηνισθεί ποιοι είναι οι μεριδούχοι και ποιο το ποσοστό της νόμιμης μοίρας τους, καθώς επίσης για να καθορισθεί ο χρόνος και ο τρόπος προσδιορισμού της αξίας της κληρονομίας, έτσι ώστε με βάση την αξία αυτή να υπολογισθεί παράλληλα η νόμιμη μοίρα, καθώς επίσης ο τρόπος της κατάλειψης και το δυνατό της προσβολής των πράξεων του διαθέτη, που προσβάλλουν τη νόμιμη μοίρα104. Ο προσδιορισμός, πάντως, των μεριδούχων γεννά προδικαστικό ζήτημα, συνιστάμενο στην εξεύρεση του εφαρμοστέου δικαίου, με βάση το οποίο θα κριθεί η έννομη σχέση, από το κύρος της οποίας εξαρτάται αν κάποιο πρόσωπο συγκαταλέγεται, στη συγκεκριμένη περίπτωση, στους μεριδούχους, όπως είναι η ύπαρξη έγκυρου γάμου ή το κύρος της αναγνώρισης τέκνου γεννημένου εκτός γάμου, τα οποία θα κριθούν από το δίκαιο που διέπει την υπό κρίση έννομη σχέση105.
Ωστόσο, το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας μπορεί να παρακάμψει ο διαθέτης αν προσφύγει στην αποκλήρωση ενός ή και όλων των μεριδούχων. Ο αποκλεισμός μεριδούχου από τη νόμιμη μοίρα αποτελεί την κατά κυριολεξία, με στενή έννοια αποκλήρωση106, 107 και εκφράζει συνήθως αποδοκιμασία της συμπεριφοράς του κληρονόμου. Αποτέλεσμα της αποκλήρωσης είναι αυτός που αποκληρώθηκε να θεωρείται ότι δεν υπήρχε στο χρόνο του θανάτου του διαθέτη, οπότε στη θέση του αποκληρωθέντος υπεισέρχονται οι κατιόντες του, με τη σειρά της εξ αδιαθέτου διαδοχής. Λόγω της άμεσης σχέσης που εμφανίζει η αποκλήρωση με τη ρύθμιση  της κληρονομικής διαδοχής στο σύνολό της, θα εφαρμοσθεί η lex hereditatis για τον

103 Άρθρα 1835 επ.
104 ΕφΑθ 1608/1997, ΕλληΔνη 1997.1653.
105 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 291. 106 Στο ελληνικό δίκαιο προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 1839 - 1845 ΑΚ. Την αποκλήρωση με ευρεία έννοια αποτελεί ο αποκλεισμός του συζύγου ή συγγενή από την εξ αδιαθέτου διαδοχή. Στο ελληνικό δίκαιο προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 1713 ΑΚ.
107 Παπαντωνίου, Κληρονομικό δίκαιο, 1989, σελ. 101 επ.

προσδιορισμό των λόγων αποκλήρωσης, το χρόνο που αυτοί πρέπει να συντρέχουν, την επίδραση που ασκεί στο κύρος της αποκλήρωσης η παροχή συγγνώμης εκ μέρους του διαθέτη. Όταν, όμως, η αποκλήρωση στηρίζεται στην επίκληση λόγου που ανάγεται σε άλλη έννομη σχέση, το κατά πόσο συντρέχει αυτός στη συγκεκριμένη περίπτωση θα κριθεί σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει την εν λόγω έννομη σχέση108.
Η βασικότερη αντίρρηση κατά της διάσπασης της κληρονομίας επικεντρώνεται στα προβλήματα που συνδέονται με την αναγκαστική διαδοχή109. Συγκεκριμένα, με τη διαίρεση των κληρονομιαίων σε ομάδες, επί των οποίων εφαρμόζονται διαφορετικά δίκαια, καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής ο καθορισμός της νόμιμης μοίρας των προσώπων, που ο διαθέτης παρέλειψε να συμπεριλάβει στη διαθήκη του ή που εγκαταστάθηκαν σε μερίδιο μικρότερο από εκείνο που ορίζουν οι διατάξεις περί αναγκαστικής διαδοχής ενός από τα δίκαια που εφαρμόζονται110. Κατά την αρχή της διάσπασης της κληρονομίας, η νόμιμη μοίρα του παραλειφθέντος μεριδιούχου υπολογίζεται χωριστά για κάθε ομάδα κληρονομιαίων. Η λύση αυτή φαίνεται να απλοποιεί εκ πρώτης όψης την επίλυση του προβλήματος, την έχει δε αποδεχθεί η γαλλική νομολογία111. Ωστόσο, είναι προφανής η δυσκολία του διαθέτη, του οποίου η κληρονομική διαδοχή διέπεται από περισσότερα δίκαια, να επιλέξει μεταξύ των κληρονομιαίων εκείνα που θα καλύψουν τη νόμιμη μοίρα των μεριδούχων, τους οποίους επιθυμεί να εγκαταστήσει ως κληρονόμους μόνο κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας τους. Η εφαρμογή περισσότερων leges hereditatis δεν επιτρέπει να καταλογισθεί στη νόμιμη μοίρα, όπως αυτή υπολογίζεται με βάση ένα από τα δίκαια αυτά, ό,τι ο μεριδούχος έχει λάβει πέραν της νόμιμης μοίρας από άλλη ομάδα κληρονιμαίων, που διέπεται από διαφορετική lex hereditatis. Είναι, εξάλλου, ιδιαίτερα πιθανό, η εφαρμογή λόγω διάσπασης της κληρονομίας των διατάξεων σχετικά με τη νόμιμη μοίρα, που περιέχονται στις συνεφαρμοζόμενες leges hereditatis, να οδηγήσει στην

108 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 294. 109 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 77. 110 Βασιλακάκης, Δικαίωμα νόμιμης μοίρας και επιφύλαξη της δημόσιας τάξης στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, ΝοΒ 2002, 1819.
111 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 77.

άνιση μεταχείριση των κληρονόμων, καθώς δεν αποκλείεται το δίκαιο κάποιας χώρας να αγνοεί το θεσμό της νόμιμης μοίρας, όπως συμβαίνει στο χώρο των αγγλοαμερικανικών δικαίων112. Αντίστοιχο, πάλι, θέμα μπορεί να ανακύψει ως προς τη συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας, καθώς και ως προς τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας σε περίπτωση συνεισφοράς ή για τη μέμψη άστοργης δωρεάς.
Για τους λόγους αυτούς, η εφαρμογή ενός δίκαιου στο σύνολο της κληρονομίας αποτελεί τη βασική λύση για τα ζητήματα της αναγκαστικής διαδοχής. Ο ενιαίος καθορισμός των μεριδούχων και ο υπολογισμός της νόμιμης μοίρας με βάση το σύνολο της κληρονομίας σύμφωνα με τις διατάξεις του ίδιου δικαίου, αμβλύνει τις δυσχέρειες που συνεπάγεται η κατάτμηση της lex hereditatis.
Κρίσιμο είναι το ερώτημα αν η προστασία της νόμιμης μοίρας συγκαταλέγεται στις θεμελιώδεις πολιτικές, θρησκευτικές, κοινωνικές, ηθικές και οικονομικές αρχές, που η νομολογία έχει δεχθεί113 ότι αποτελούν την έννοια της δημόσιας τάξης στο πεδίο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Τυχόν καταφατική απάντηση συνεπάγεται το ανεφάρμοστο, με βάση το άρθρο 33 ΑΚ, της αλλοδαπής εκείνης διάταξης της lex hereditatis που καταρχήν υποδεικνύεται από το άρθρο 28 ΑΚ, εφόσον αυτή θίγει στη συγκεκριμένη περίπτωση το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας. Στη θέση της θα εφαρμοσθεί καθ’ υποκατάσταση, με βάση τα γενικώς κρατούντα στη θεωρία, ο οικείος κανόνας της lex fori, καθώς εν προκειμένω είναι μάλλον απίθανο να εφαρμοσθούν στη θέση της άλλες διατάξεις της lex hereditatis, που να είναι συμβατές με την ημεδαπή δημόσια τάξη. Δεν αποκλείεται, βέβαια, να προστρέξει ο διαθέτης σε ενέργειες καταστρατηγικού χαρακτήρα114 για να περιγράψει τα δικαιώματα των μεριδούχων. Αυτό μπορεί να γίνει για παράδειγμα μέσω μεταβολής της ιθαγένειάς του, έτσι ώστε να εφαρμοσθεί ως lex hereditatis δίκαιο που καθιστά ευχερέστερη την αποκλήρωση, ή μέσω της μεταβίβασης κληρονομιαίων σε εταιρία που έχει ιδρυθεί νόμιμα. Σε μία τέτοια περίπτωση, δεν υφίστανται περιθώρια για τη διορθωτική παρεμβολή του άρθρου 33 ΑΚ. Με τη μη
112 Βασιλακάκης, Δικαίωμα νόμιμης μοίρας και επιφύλαξη της δημόσιας τάξης στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, ΝοΒ 2002, 1819.
113 ΑΠ 985/1982, ΝοΒ 1983/999 = ΕΕΝ 1983.508 = ΕΕργΔ 1983.108, ΑΠ 1206/1982, ΝοΒ 1983.1168
= ΕΕΝ 1983.546 = ΕΕργΔ 1983.308.
114 Γενικά για την καταστρατήγηση βλ. Βρέλλη, Η καταστρατήγησις εις το ιδιωτικός διεθνές δίκαιον, 1979.

εφαρμογή της αλλοδαπής διάταξης, που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα, διασφαλίζεται η προστασία των μεριδούχων, ακόμη και σε μία έννομη σχέση, η οποία λόγω του ενυπάρχοντος σε αυτήν στοιχείου αλλοδαπότητας, δεν συνδέεται μόνο με την ελληνική έννομη τάξη. Εντούτοις, έχει προταθεί ως κανόνας115 ότι δεν υπάρχει αντίθεση στη δημόσια τάξη όταν το αλλοδαπό δίκαιο δεν προστατεύει τους μεριδούχους και κατ’ εξαίρεση παρέμβαση της δημόσιας τάξης σε περίπτωση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Τέλος, ζήτημα προσφυγής στην επιφύλαξη της δημόσιας τάξης μπορεί να ανακύψει όχι μόνο όταν το αλλοδαπό δίκαιο αγνοεί το θεσμό της νόμιμης μοίρας, αλλά και όταν προβαίνει κατά διαφορετικό τρόπο απ’ ότι η lex fori στον καθορισμό των προσώπων που έχουν δικαίωμα νόμιμης μοίρας. Ωστόσο, το αν το αλλοδαπό δίκαιο, που με βάση τον κανόνα σύγκρουσης του forum διέπει τις κληρονομικές σχέσεις του αποβιώσαντος, αναγνωρίζει ή όχι δικαίωμα νόμιμης μοίρας σε ορισμένα πρόσωπα, σε αντίθεση με τις αντίστοιχες προβλέψεις της lex fori, θα πρέπει σε οριακές μόνο περιπτώσεις να θεωρείται ότι καθιδρύει αντίθεση προς τη δημόσια τάξη.
Ωστόσο, ο παραμερισμός των ημεδαπών διατάξεων περί νόμιμης μοίρας, που κανονικά θα έπρεπε να είναι εφαρμοστέες σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 28 ΑΚ λόγω της ελληνικής ιθαγένειας του κληρονομουμένου, προβλέπεται με τη διάταξη του άρθρου 21 του Ν. 1738/1987, κατά την οποία Έλληνες υπήκοοι, κάτοικοι εξωτερικού επί είκοσι πέντε τουλάχιστον συνεχόμενα χρόνια πριν από το θάνατό τους, δεν υπόκεινται στους περιορισμούς των περί νομίμου μοίρας και μεριδούχων διατάξεων του ελληνικού νόμου, όσον αφορά στη διάθεση αιτία θανάτου της περιουσίας τους που βρίσκεται στο εξωτερικό. Εφόσον συντρέχει η παραπάνω προϋπόθεση, η μη συμμόρφωση με τις περί νομίμου μοίρας και μεριδούχων διατάξεις δεν επηρεάζει ως προς την περιουσία που βρίσκεται στο εξωτερικό, εκ της αιτίας αυτής, το κύρος των διαθηκών ή άλλων αιτία θανάτου πράξεων διάθεσης116. Εκείνο που χρήζει επισήμανσης είναι ότι η ρύθμιση αυτή διακρίνει, κατά παρέκκλιση από την αρχή της ενότητας της κληρονομίας, μεταξύ
115 Βασιλακάκης, Δικαίωμα νόμιμης μοίρας και επιφύλαξη της δημόσιας τάξης στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, ΝοΒ 2002, 1819.
116 Η εν λόγω διάταξη ήταν στενά συνδεδεμένη με την κληρονομική διαδοχή σημαίνοντος Έλληνα εφοπλιστή.

περιουσίας στην ημεδαπή και περιουσίας που βρίσκεται στην αλλοδαπή, ως προς τις οποίες ο Έλληνας διαθέτης δεν είναι υποχρεωμένος να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου που αφορούν στη νόμιμη μοίρα, εφαρμοστέες σύμφωνα με το άρθρο 28 ΑΚ λόγω της ελληνικής ιθαγένειας του διαθέτη117. Ο συγκεκριμένος νόμος εκπλήρωσε την αποστολή του και έκτοτε δεν έχει απασχολήσει την ελληνική νομολογία.
Πέρα από την αναγκαστική διαδοχή, η διάθεση της κληρονομιαίας περιουσίας μπορεί να προσκρούσει και στη δημόσια τάξη.

β. Βούληση του διαθέτη και ελληνική δημόσια τάξη


i.    Η κληρονομική σύμβαση


Η γνήσια κληρονομική σύμβαση δεν συγκαταλέγεται στους τύπους διαθήκης, που προβλέπονται στο ελληνικό εσωτερικό δίκαιο. Έτσι, κατά τη διάταξη του άρθρου 368 ΑΚ, σύμβαση για την κληρονομία προσώπου που ζει είτε με το ίδιο είτε με τρίτο πρόσωπο, είτε για ολόκληρη είτε για ποσοστό της, είναι άκυρη. Το ίδιο ισχύει και για τη σύμβαση, με την οποία περιορίζεται η ελευθερία ως προς τις διατάξεις τελευταίας βούλησης.
Ως γνήσια κληρονομική σύμβαση εννοείται κάθε σύμβαση, με την οποία επιδιώκεται να εξασφαλισθεί ή να αποκλεισθεί η επαγωγή της κληρονομίας σε ορισμένο πρόσωπο. Έτσι, γνήσια κληρονομική σύμβαση αποτελεί η σύμβαση, με την οποία ένας ορίζει κληρονόμο του ή αντίθετα συμφωνεί με τρίτο να μην ορίσει άλλον ως κληρονόμο του. Η βασική διαφορά τέτοιας σύμβασης από την κατάρτιση διαθήκης είναι ότι ο διαθέτης μπορεί να ανακαλέσει τη διαθήκη όποτε θελήσει, ενώ η σύμβαση θα ήταν δεσμευτική. Γνήσια κληρονομική σύμβαση είναι και η σύμβαση, με την οποία κάποιος παραιτείται από το δικαίωμα να συντάξει διαθήκη, ώστε να γίνει κληρονόμος αυτός τον οποίο προβλέπει ο νόμος, ή να μην ανακαλέσει  διαθήκη με την οποία έχει εγκαταστήσει κληρονόμο, όπως και η σύμβαση με την
117 Βασιλακάκης, Δικαίωμα νόμιμης μοίρας και επιφύλαξη της δημόσιας τάξης στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, ΝοΒ 2002, 1819.

οποία ενδεχόμενος κληρονόμος συμβάλλεται να μην αποδεχθεί την κληρονομία, που πιθανόν να του επαχθεί, ή να την μεταβιβάσει σε άλλον ή να μην επικαλεστεί ακυρότητα διαθήκης118.
Ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ως κληρονομικής θα γίνει σύμφωνα με τη lex fori. Αντίθετα, το δίκαιο που διέπει τις κληρονομικές σχέσεις του κληρονομούμενου, στη ρύθμιση των οποίων αφορά η κληρονομική σύμβαση, θα εφαρμοσθεί για να κριθεί αν και σε ποια έκταση επιτρέπεται η κατάρτισή της, καθώς και ποιες είναι οι συνέπειες που επέρχονται, όταν προβλέπεται η απαγόρευσή της από τη lex hereditatis. Η εφαρμογή του δικαίου αυτού, και όχι της lex patriae του διαθέτη κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, επιβάλλεται για το λόγο ότι με την κληρονομική σύμβαση ρυθμίζονται άμεσα οι κληρονομικές σχέσεις του προσώπου, στο οποίο αυτή αφορά. Αλλά και η εφαρμογή της lex contractus αποκλείεται, εκ του λόγου ότι ο θεσμός αυτός προσεγγίζει περισσότερο την δωρεά αιτία θανάτου ή τη διαθήκη και λιγότερο την ενοχική σύμβαση119. Σε αυτήν ερείδεται η κτήση δικαιωμάτων επί της κληρονομιαίας περιουσίας, έτσι ώστε να αποτελεί λόγο επαγωγής της κληρονομίας και, επομένως, εφαρμοστέο να είναι το δίκαιο που διέπει τις κληρονομικές σχέσεις. Ως κληρονομική πρέπει να θεωρηθεί και η σύμβαση παραίτησης από μελλοντικό κληρονομικό δικαίωμα, για το κύρος και τις συνέπειες της οποίας θα εφαρμοσθεί η lex hereditatis. Σύμφωνα με το ίδιο δίκαιο θα κριθεί, επίσης, και η επίδραση που ασκεί η κατάρτιση της κληρονομικής σύμβασης στο κύρος προγενέστερης διαθήκης. Αν η τελευταία ιθαγένεια του κληρονομούμενου ήταν η ελληνική, η κληρονομική σύμβαση είναι άκυρη σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 368 ΑΚ και, επομένως, δεν θίγεται το κύρος της διαθήκης που την αντιστρατεύται, άμεσα ή έμμεσα120.
Ερευνητέο, όμως, είναι ποια θα είναι η στάση του έλληνα δικαστή, όταν το δίκαιο της τελευταίας ιθαγένειας του κληρονομούμενου επιτρέπει τη σύναψη κληρονομικής σύμβασης, όπως είναι το γερμανικό δίκαιο. Στην περίπτωση αυτή, κατά πόσο η αλλοδαπή διάταξη του δικαίου της τελευταίας ιθαγένειας του
118 Παπαντωνίου, Κληρονομικό δίκαιο, 1989, σελ. 52.
119 Καλαβρός, Δίκαιον διέπον το περιεχόμενον της κληρονομικής συμβάσεως εξ αφορμής του ν.δ. 472/1974, ΕΕΝ 1974, 871.
120 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 220.

κληρονομούμενου, που επιτρέπει την κληρονομική σύμβαση, αντίκειται στη δημόσια τάξη, με αποτέλεσμα να αποκλείεται η εφαρμογή της σύμφωνα με τη άρθρο 33 ΑΚ; Πράγματι, η αλλοδαπή διάταξη με αυτό το περιεχόμενο καταρχήν αντιβαίνει προς την ελληνική δημόσια τάξη, διότι θίγει τις θεμελιώδεις αντιλήψεις που διέπουν την ελληνική έννομη τάξη, ιδίως δε την ελευθερία του διαθέτη να διαθέσει την περιουσία του όπως αυτός επιθυμεί. Στο σημείο αυτό, η σύμπτωση απόψεων στην ελληνική θεωρία του ιδδδ είναι σχεδόν απόλυτη121. Επομένως, θα θεωρηθεί αντίθετη προς τη δημόσια τάξη η αλλοδαπή διάταξη που επιτρέπει τη σύναψη κληρονομικής σύμβασης και θα χωρήσει η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, σύμφωνα με τους οικείους κανόνες της lex hereditatis.
Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, η προσφυγή στην επιφύλαξη της δημόσιας τάξης θα πρέπει να γίνεται με φειδώ, ιδίως σε περιπτώσεις που αλλοδαποί, συχνά γερμανοί υπήκοοι, συνάπτουν κληρονομική σύμβαση βέβαιοι για την εγκυρότητά της, την οποία ωστόσο καλούνται να κρίνουν λόγω της τελευταίας κατοικίας τους τα ελληνικά δικαστήρια, οπότε η βούληση των συμβαλλομένων κινδυνεύει να ανατραπεί μέσω της ενεργοποίησης της επιφύλαξης της δημόσιας τάξης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, σύμφωνα με τη θεωρία της inlandsbeziehung που έχει αναπτυχθεί στη Γερμανία122, η επιφύλαξη της δημόσιας τάξης αδρανεί, όταν η ένδικη περίπτωση δεν εμφανίζει ισχυρά σημεία επαφής με την έννομη τάξη του forum, αλλά αντίθετα είναι χαλαρά συνδεδεμένη με αυτήν. Έτσι, διασφαλίζεται η προστασία των αλλοδαπών που συμβάλλονται, χωρίς να είναι σε θέση να  γνωρίζουν τη σχετική απαγόρευση του ελληνικού δικαίου. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά πόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση υπήρξε επηρεασμός της βούλησης του κληρονομούμενου για τη σύνταξη της σύμβασης ή όχι. Συνεπώς, όταν η επίδικη περίπτωση συνδέεται περιορισμένα με την ελληνική έννομη τάξη και δεν προβάλλεται ισχυρισμός ότι ο κληρονομούμενος επηρεάστηκε και δέσμευσε τη βούλησή του, δεν πρέπει να εξοβελίζεται ως αντίθετη προς τη δημόσια τάξη η διάταξη αλλοδαπού δικαίου, που επιτρέπει την κατάρτιση κληρονομικής σύμβασης.
121 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 222,
Καλαβρός, Δίκαιον διέπον το περιεχόμενον της κληρονομικής συμβάσεως εξ αφορμής του ν.δ. 472/1974, ΕΕΝ 1974, 871.
122 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 223.

Τον απόλυτο χαρακτήρα της απαγόρευσης του άρθρου 368 ΑΚ έχει περιορίσει η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν.δ. 472/1974 ‘περί ρυθμίσεως θεμάτων τινών κληρονομίας των ελληνικής ιθαγενείας κατοίκων αλλοδαπής’, που τέθηκε σε ισχύ την 25.06.1974, κατά την οποία οι συμβάσεις που συνάπτονται στην αλλοδαπή μεταξύ μελλονύμφων που είναι κατά το χρόνο κατάρτισής τους κάτοικοι αλλοδαπής και ο ένας από αυτός είναι ελληνικής ιθαγένειας ο δε άλλος αλλοδαπής, με τις οποίες αλλοδαπός παραιτείται, με ή χωρίς αντάλλαγμα, από τα κληρονομικά δικαιώματά του, που μετά την τέλεση του γάμου θα αποκτούσε σε σχέση με την κληρονομία του/της ελληνικής ιθαγένειας συζύγου, είναι έγκυρες, εφόσον επακολουθεί ο γάμος ενόψει του οποίου συνάπτονται. Κατά δεν την παρ. 2, η ρύθμιση αυτή ισχύει και για τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά την τέλεση γάμου μεταξύ των προσώπων αυτών. Ευχερώς, λοιπόν, μπορεί να γίνει δεκτό ότι πρόκειται για κληρονομική σύμβαση, η έστω και μερική πρόσδοση εγκυρότητας στην οποία με την εν λόγω διάταξη δημιουργεί ρήγμα στην απαγόρευση που εισάγει το άρθρο 368 ΑΚ. Όπως και στην περίπτωση της σύναψης κληρονομικής σύμβασης από αλλοδαπούς, έτσι και εδώ παρατηρούμε ότι είναι καθοριστικής σημασίας για την εγκυρότητα της κληρονομικής σύμβασης η χαλαρότητα που εμφανίζουν οι δεσμοί που έχουν οι κληρονομικές σχέσεις, στις οποίες αυτές αφορά, με την ελληνική έννομη τάξη123 και, αντίστοιχα, η σύνδεσή τους και με κάποια αλλοδαπή έννομη τάξη124. Σε κάθε περίπτωση, εισάγεται ουσιαστικός κανόνας ιδδδ, με αποτέλεσμα το επιτρεπτό της κληρονομικής σύμβασης σε σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας να κρίνεται χωρίς την παρεμβολή κανόνα σύγκρουσης.
Στη Σύμβαση της Χάγης της 1ης Αυγούστου 1989, η κληρονομική σύμβαση ορίζεται στο άρθρο 8 ως η συμφωνία, που καταρτίζεται εγγράφως ή απορρέει από αμοιβαίες διαθήκες, η οποία προσδιορίζει, τροποποιεί ή καταργεί δικαιώματα ενός ή περισσότερων από τα συμβαλλόμενα πρόσωπα επί της κληρονομίας, της οποίας η

123 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 225. Στην ουσία, βέβαια, το ν.δ. δεν φαίνεται να ήταν προϊόν των θεωρητικών αυτών προβληματισμών, αλλά μάλλον είχε ως στόχο τη διευθέτηση των ειδικών ζητημάτων οικονομικής σημασίας, που είχε ο γάμος του Αριστοτέλη Ωνάση με την Τζάκυ Κέννεντυ, για το λόγο δε το εν λόγω ν.δ. έχει μείνει γνωστό ως lex Onassis.
124 Βασιλακάκης, Δικαίωμα νόμιμης μοίρας και επιφύλαξη της δημόσιας τάξης στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, ΝοΒ 2002, 1819.

επαγωγή πρόκειται να γίνει στο μέλλον. Η παραχώρηση, αλλοίωση ή κατάργηση δικαιωμάτων γίνεται είτε με αντάλλαγμα είτε χωρίς αντάλλαγμα. Ο ορισμός αυτός είναι ιδιαίτερα ευρύς και συμπεριλαμβάνει όχι μόνο την κληρονομική σύμβαση, αλλά και τη συνδιαθήκη, η οποία εμφανίζεται ως μία υποπερίπτωση κληρονομικής σύμβασης. Με τις ρυθμίσεις των άρθρων 9 επ., επιχειρείται η εξεύρεση ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο μίας λύσης, η οποία να αίρει τα προβλήματα που γεννώνται λόγω του ότι πολύ συχνά οι κληρονομικές σχέσεις των συμβαλλομένων μέρων δεν διέπονται από το ίδιο δίκαιο, λόγω για παράδειγμα διαφορετικής ιθαγένειας. Κατά τη διάταξη του άρθρου 9, στην κληρονομική σύμβαση που αφορά στις κληρονομικές σχέσεις ενός προσώπου, όσον αφορά στο ουσιαστικό κύρος, τις έννομες συνέπειες και τις περιστάσεις υπό τις οποίες οι συνέπειες αυτές εξαλείφονται, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο που θα εφαρμοζόταν, σύμφωνα με τους κανόνες ιδδδ των άρθρων 3 ή 5 παρ. 1, στις κληρονομικές σχέσεις του προσώπου αυτού, αν απεβίωνε την ημέρα κατάρτισης της σύμβασης. Ενώ κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όταν η κληρονομική σύμβαση δεν είναι έγκυρη κατά την παρ. 1, το κύρος της πρέπει να αναγνωρισθεί, εφόσον είναι έγκυρη κατά το δίκαιο που διέπει τις κληρονομικές σχέσεις, σύμφωνα με τα άρθρα 3 ή 5 παρ. 1, κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου. Στις κληρονομικές συμβάσεις που ρυθμίζουν τις κληρονομικές σχέσεις περισσότερων του ενός προσώπων, το άρθρο 10 παρ. 1 προβλέπει, ως προς το ουσιαστικό κύρος τους, τη σωρευτική εφαρμογή των δικαίων που, σύμφωνα με τα άρθρα 3 ή 5 παρ. 1, θα διείπαν τις κληρονομικές σχέσεις εκάστου των συμβαλλομένων, αν αυτοί απεβίωναν κατά την ημέρα κατάρτισης της σύμβασης. Συνεπώς, η λύση γι’ αυτήν την κατηγορία κληρονομικών συμβάσεων είναι πιο αυστηρή, αφού η κληρονομική σύμβαση θα πρέπει να αναγνωρίζεται ως θεσμός από περισσότερα του ενός δίκαια. Ωστόσο, η Σύμβαση δίνει τη δυνατότητα στους συμβαλλομένους να παρακάμψουν τις απαγορευτικές διατάξεις των εθνικών δικαίων, καθώς με το άρθρο 11 μπορούν να επιλέξουν τη lex hereditatis μεταξύ του δικαίου του κράτους, όπου ένα από τα πρόσωπα των οποίων ρυθμίζονται οι κληρονομικές σχέσεις είχε τη συνήθη διαμονή του, ή του κράτους, του οποίου την ιθαγένεια είχε ένα από τα πρόσωπα αυτά όταν καταρτίσθηκε η σύμβαση. Η δε

εγκυρότητα της κληρονομικής σύμβασης σε περίπτωση επιλογής της lex hereditatis εξασφαλίζεται με το άρθρο 12, ενώ με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου προστατεύονται τα πρόσωπα, των οποίων τα δικαιώματα απειλούνται με παράκαμψη. Βέβαια, η τολμηρή επιδίωξη της Σύμβασης να ρυθμίσει το ακανθώδες θέμα των κληρονομικών συμβάσεων, εξισορροπείται με τη διάταξη του άρθρου 24, κατά την οποία κάθε κράτος μπορεί να δηλώσει ότι επιφυλάσσεται όσον αφορά στην εφαρμογή των άρθρων 8 επ.125.
Απαγορευτική, όμως, είναι η θέση του ελληνικού δικαίου και ως προς τη σύνταξη συνδιαθήκης.

ii.    H συνδιαθήκη


Αναλογίες με την κληρονομική σύμβαση εμφανίζει και η συνδιαθήκη, η οποία συντάσσεται από δύο ή περισσότερα πρόσωπα με την ίδια πράξη. Με τη συνδιαθήκη εξομοιώνεται και η αμοιβαία διαθήκη, με την οποία ο ένας διαθέτης εγκαθίσταται ως κληρονόμος του άλλου. Γίνεται, πάντως, δεκτό126 ότι για να υπάρχει συνδιαθήκη απαιτείται οργανική εξάρτηση των διατάξεων τελευταίας βούλησης περισσότερων προσώπων, ασχέτως του αν έχουν αποτυπωθεί στο ίδιο έγγραφο.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1717 ΑΚ, περισσότερα πρόσωπα δεν μπορούν να συντάξουν διαθήκη με την ίδια πράξη127. Απαγορευτικές διατάξεις περιέχουν και το γαλλικό δίκαιο, το ιταλικό και το ισπανικό, ενώ το γερμανικό την επιτρέπει μόνο όμως μεταξύ συζύγων128. Η αρνητική τοποθέτηση του έλληνα νομοθέτη αποδίδεται στην πρόθεση να διαφυλαχθεί η ελεύθερη βούληση του διαθέτη και να αποκλεισθεί η παραποίησή της μέσω της σύμπραξης με άλλο πρόσωπο129. Έτσι, διαφυλάσσεται  ο χαρακτήρας της διαθήκης ως μονομερούς δικαιοπραξίας.


125 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 242. 126 Φίλιος, Κληρονομικό δίκαιο, Γενικό μέρος, 1996, σελ. 136, Παπαντωνίου, Κληρονομικό δίκαιο, 1989, σελ. 209.
127 ΑΠ 1179/2010, ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 423/2011, ΝΟΜΟΣ.
128 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 227.
129 Παπαντωνίου, Κληρονομικό δίκαιο, 1989, σελ. 209.

Στο πεδίο του ιδδδ, γεννάται πρόβλημα όταν το δίκαιο που διέπει τις κληρονομικές σχέσεις του ενός από τα μέρη επιτρέπει τη συνδιαθήκη, ενώ το δίκαιο που διέπει τις κληρονομικές σχέσεις του άλλου την απαγορεύει. Το πρώτο ζήτημα που τίθεται από ιδιωτικοδιεθνολογική άποψη είναι το πρόβλημα του νομικού χαρακτηρισμού, σχετικά με το αν η απαγόρευση της συνδιαθήκης αποτελεί θέμα τύπου ή περιεχομένου. Αν θεωρηθεί ότι η συνδιαθήκη ανάγεται στον τύπο,  τυγχάνει εφαρμογής ο κανόνας σύγκρουσης του άρθρου 11 ΑΚ και, συνεπώς, έχουν τη δυνατότητα δύο ή περισσότεροι έλληνες υπήκοοι να συντάξουν συνδιαθήκη σε χώρα, το δίκαιο της οποίας την επιτρέπει, συμμορφούμενοι με τις οικείες διατάξεις της lex loci actus. Αντίθετα, αν θεωρηθεί ότι ανάγεται στο περιεχόμενο των διατάξεων τελευταίας βούλησης, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της τελευταίας ιθαγένειας του πρώτου αποβιώσαντος από τα πρόσωπα που συντάσσουν από κοινού τη συνδιαθήκη, σύμφωνα με τον κανόνα σύγκρουσης του άρθρου 28 ΑΚ.
Η εξεύρεση του εφαρμοστέου δικαίου επί της συνδιαθήκης έχει διχάσει την ελληνική θεωρία και νομολογία. Στη θεωρία, ωστόσο, έχει επικρατήσει η άποψη130 ότι οι διατάξεις που απαγορεύουν τη συνδιαθήκη αφορούν στο ουσιαστικό περιεχόμενο της διαθήκης και, συνακόλουθα, εφαρμοστέα είναι η διάταξη του άρθρου 28 ΑΚ131. Αυτή φαίνεται να είναι και η άποψη της νομολογίας. Συγκεκριμένα, έχει κριθεί132 ότι η απαγόρευση του άρθρου 1717 ΑΚ, επαγόμενη απόλυτη ακυρότητα της διαθήκης, η οποία έχει θεσπισθεί για να διασφαλισθεί η ελεύθερη, ανεπηρέαστη και αδέσμευτη έκφραση της τελευταίας διάθεσης του διαθέτη, δεν ανάγεται στον τύπο της διαθήκης, αλλά στην ουσία (το περιεχόμενο) των διαθηκών. Ως εκ τούτου, εφαρμοστέο, προκειμένου να κριθεί το επιτρεπτό ή μη και συνεπώς το κύρος της συνδιαθήκης, είναι το διέπον την κληρονομία δίκαιο,

130 Μαριδάκης, Ιδιωτικόν διεθνές δίκαιον, ΙΙ, 1968, σελ. 472, Βρέλλης, Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, Γ’ Έκδοση, 2008, σελ. 348, Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 230.
131 Μόνο ο Μπαλής, Κληρονομικό δίκαιο, σελ. 688, υποστήριξε ότι οι διατάξεις που απαγορεύουν τη
σύνταξη συνδιαθήκης αφορούν στον τύπο της διαθήκης και, επομένως, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο από τον κανόνα σύγκρουσης του άρθρου 11 ΑΚ, ενώ υποστηρίχθηκε και τρίτη άποψη από τον Σπυρόπουλο, Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, σελ. 519, κατά την οποία η απαγόρευση σύνταξης συνδιαθήκης ανάγεται στην ικανότητα προς σύνταξη διαθήκης και, επομένως, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο που διέπει τη δικαιοπρακτική ικανότητα του κληρονομουμένου, δηλαδή αυτό που υποδεικνύει ο κανόνας σύγκρουσης του άρθρου 7 ΑΚ.
132 ΑΠ 666/1983, ΝοΒ 1984.78.

δηλαδή το δίκαιο που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 28 ΑΚ και όχι το δίκαιο της διάταξης του άρθρου 11 ΑΚ, το οποίο θεσπίζει κανόνα locus regit actum, της εφαρμογής δηλαδή του δικαίου της πολιτείας, στην οποία επιχειρήθηκε η συνδιαθήκη.
Χαρακτηριστικό της διχογνωμίας που υπάρχει στο θεωρητικό επίπεδο είναι ότι οι συντάκτες της Σύμβασης της Χάγης σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο επί του τύπου των διαθηκών απέφυγαν να τοποθετηθούν στο ζήτημα του επιτρεπτού της συνδιαθήκης. Μόνο το άρθρο 4 προβλέπει την εφαρμογή των διατάξεών της όσον αφορά στον τύπο των διαθηκών που καταρτίζονται με την ίδια πράξη από δύο ή περισσότερα πρόσωπα.
Όπως και στην περίπτωση της κληρονομικής σύμβασης, έτσι και στην περίπτωση της συνδιαθήκης ανακύπτει το ζήτημα αν η επιφύλαξη της δημόσιας τάξης πρέπει να ενεργοποιείται, όταν η lex patriae του κληρονομουμένου κατά το χρόνο του θανάτου του επιτρέπει τη σύνταξη συνδιαθήκης. Και εδώ, η ενεργοποίηση της επιφύλαξης της δημόσιας τάξης του άρθρου 33 ΑΚ θα πρέπει να γίνεται με φειδώ. Έτσι, θα πρέπει να θεωρηθεί κατ’ εξαίρεση ως μη αντικείμενη στη δημόσια τάξη η αλλοδαπή διάταξη που επιτρέπει τη σύνταξη συνδιαθήκης, όταν η επίδικη διαφορά συνδέεται πολύ χαλαρά με την ελληνική έννομη τάξη και δεν προβάλλεται ισχυρισμός περί επηρεασμού και περιορισμού της τελευταίας βούλησης του διαθέτη133.
Την προβληματική ως προς τα ζητήματα του εφαρμοστέου δικαίου στην εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή, μετά τις γενικές θέσεις του ιδδδ και τα προβλήματα του εφαρμοστέου δικαίου σε σχέση με τη βούληση του διαθέτη, θα ολοκληρώσει η ανάπτυξη αμέσως κατωτέρω των προβλημάτων εφαρμοστέου δικαίου που άπτονται του εκ διαθήκης κληρονομικού δικαιώματος.

ΙΙΙ. ΤΟ ΕΚ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ


Α. Το εύρος του εκ διαθήκης κληρονομικού δικαιώματος



α. Οι κληρονόμοι που εγκαθίστανται με διάταξη τελευταίας βούλησης


Ο προσδιορισμός των προσώπων που εγκαθίστανται ως κληρονόμοι με διάταξη τελευταίας βούλησης, από ιδιωτικοδιεθνολογική άποψη προϋποθέτει την εξεύρεση του δικαίου, κατά το οποίο θα κριθεί αν τα πρόσωπα που ο διαθέτης εγκατέστησε με τη διαθήκη έχουν την ικανότητα να είναι κληρονόμοι. Προκύπτει, επίσης, ανάγκη καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου ως προς την κληρονομική αναξιότητα. Πριν απ’ όλα δε υπάρχει ανάγκη προσδιορισμού του δικαίου για τον καθορισμό του λόγου και του χρόνου επαγωγής της κληρονομίας, αφού από τη λύση που δίνεται για τα ζητήματα αυτά εξαρτάται άμεσα η γέννηση των κληρονομικών δικαιωμάτων.
Από άποψη ιδδδ, το πρώτο κρίσιμο χρονικό σημείο ως προς τα κληρονομικά δικαιώματα είναι ο λόγος και ο χρόνος επαγωγής της κληρονομίας. Παρότι ο λόγος και ο χρόνος επαγωγής της κληρονομίας συμπίπτουν με το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, δεν είναι περιττό να διευκρινισθεί ότι το δίκαιο που προσδιορίζει τους λόγους και τους χρόνους επαγωγής της κληρονομίας είναι η lex hereditatis134. Η lex hereditatis εφαρμόζεται για να κριθούν οι λόγοι επαγωγής της κληρονομίας, δηλαδή αν χωρεί επαγωγή εξ αδιαθέτου ή εκ διαθήκης ή εκ κληρονομικής σύμβασης, καθώς και αν αποτελεί λόγο επαγωγής της κληρονομίας ο πολιτικός θάνατος φυσικού προσώπου, η αποδοχή του μοναχικού σχήματος ή η αφάνεια. Αντίθετα, οι συνέπειες που επιφέρει η επαγωγή της κληρονομίας στις έννομες σχέσεις του κληρονομούμενου ρυθμίζονται από το δίκαιο που διέπει την υπό κρίση έννομη σχέση, όπως αν επέρχεται λύση ή όχι της προσωπικής εταιρίας του κληρονομούμενου. Από την άλλη, τα ζητήματα που θέτει η δημοσίευση της διαθήκης, λόγω της δικονομικής φύσης τους ορθότερο είναι να λυθούν με βάση της lex fori.
Για να εγκατασταθεί κάποιο πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ως κληρονόμος, προϋποτίθεται ότι το πρόσωπο αυτό μπορεί να γίνει κληρονόμος, συντρέχει δηλαδή

στο πρόσωπό του η ικανότητα προς το κληρονομείν, η οποία διαφοροποιείται από τη δικαιοπρακτική ικανότητα135, καθώς η έλλειψή της έχει ως συνέπεια να καθίσταται ανενεργός η εγκατάσταση ως κληρονόμου προσώπου, το οποίο στερείται της ικανότητας αυτής. Η διακρίβωση του αν κάποιο πρόσωπο έχει ή όχι την εν λόγω ικανότητα θα γίνει με βάση τη lex hereditatis και όχι σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει την ικανότητα δικαίου του κληρονόμου, δηλαδή το δίκαιο της ιθαγένειας του προσώπου που καλείται ως κληρονόμος κατά τον κανόνα σύγκρουσης του άρθρου 5 ΑΚ136 ή το δίκαιο της πραγματικής έδρας του, όταν πρόκειται για νομικό πρόσωπο κατά τον κανόνα σύγκρουσης του άρθρου 10 ΑΚ. Το τελευταίο αυτό δίκαιο θα εφαρμοσθεί ως προς το νομικό πρόσωπο, προκειμένου να κριθεί αν αυτό έχει συσταθεί νόμιμα και αν έχει την ικανότητα να αποκτήσει κληρονομικά δικαιώματα. Κατά τη lex hereditatis θα κριθούν, επίσης, και οι κατηγορίες προσώπων που δεν έχουν την ικανότητα προς το κληρονομείν. Ο αποκλεισμός ορισμένων κατηγοριών προσώπων από την κληρονομική διαδοχή εμπεριέχει κινδύνους διακρίσεων, οπότε καθίσταται αναπόφευκτη η διορθωτική παρέμβαση της επιφύλαξης της δημόσιας τάξης.
Ένα ιδιαίτερα πρακτικό θέμα από άποψη ιδδδ σχετικά με την ικανότητα προς το κληρονομείν των νομικών προσώπων, συνίσταται στην επιλογή που θα εφαρμοσθεί για να προσδιορισθεί το χρονικό σημείο, κατά το οποίο το νομικό πρόσωπο πρέπει να υφίσταται για να μπορεί να αποκτήσει την ιδιότητα του κληρονόμου. Και τούτο, διότι δεν είναι καθόλου σπάνιο στην πράξη ο κληρονομούμενος να προβαίνει με διάταξη που περιέχεται στη διαθήκη του στη σύσταση για παράδειγμα ιδρύματος, το οποίο δεν υφίσταται κατά το χρόνο του θανάτου του και το οποίο επιθυμεί να εγκαταστήσει ως το βασικό του κληρονόμο. Στο ελληνικό εσωτερικό δίκαιο δίνεται λύση με τη διάταξη του άρθρου 114 ΑΚ, κατά την οποία ίδρυμα που συνιστάται μετά το θάνατο του ιδρυτή θεωρείται ότι υφίσταται κατά το χρόνο του θανάτου του ως προς την περιουσία που έχει ταχθεί



135 Βρέλλης, Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, Γ’ Έκδοση, 2008, σελ. 347, Παπαντωνίου, Κληρονομικό δίκαιο, 1989, σελ. 68.
136 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 248.

υπέρ του ιδρύματος137. Η λύση θα πρέπει να αναζητηθεί είτε στη lex hereditatis, αφού η σύσταση του ιδρύματος με διαθήκη εντάσσεται στο γενικότερο σχεδιασμό του διαθέτη για τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων του, είτε στο δίκαιο που διέπει την ικανότητα δικαίου, αφού το χρονικό σημείο από το οποίο θεωρείται ότι υφίσταται το νομικό πρόσωπο αποτελεί την αφετηρία από την οποία αυτό θεωρείται ότι έχει ικανότητα δικαίου. Δεδομένου, ωστόσο, ότι το χρονικό σημείο από το οποίο αρχίζει η γέννηση δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του είναι ο θάνατος του διαθέτη – ιδρυτή του, είναι ορθότερο να θεωρηθεί ότι, προκειμένου να κριθεί αν το νομικό πρόσωπο, που συνιστάται με διαθήκη, υφίσταται κατά το χρόνο επαγωγής της κληρονομίας, θα πρέπει να εφαρμοσθούν σωρευτικά οι διατάξεις της lex hereditatis και του δικαίου που διέπει την ικανότητα δικαίου. Συνεπώς, θα πρέπει και κατά τα δύο αυτά δίκαια το νομικό πρόσωπο να θεωρείται ότι υφίσταται, έστω και μόνο όσον αφορά στα περιουσιακά στοιχεία που του μεταβιβάζονται με τη διαθήκη138.
Τέλος, στενά συνυφασμένη με την ικανότητα προς το κληρονομείν και, συγκεκριμένα, αρνητική προϋπόθεση για την επαγωγή της κληρονομίας, αποτελεί η κληρονομική αναξιότητα139. Με το θεσμό αυτό επιδιώκεται η προστασία του διαθέτη από αξιοκατάκριτη συμπεριφορά του κληρονόμου είτε απέναντι στον ίδιο είτε απέναντι σε πρόσωπα του συγγενικού του περιβάλλοντος, συμπεριφορά που δεν αποκλείεται να λάβει χώρα μετά το θάνατο του διαθέτη. Έτσι, με το θεσμό αυτό μπορεί να αφαιρεθεί η κληρονομία από κληρονόμο που την έχει αποκτήσει, αν διαπιστωθεί δικαστικά ότι αυτός έχει υποπέσει σε ένα από τα βαριά παραπτώματα που αναφέρει ο νόμος. Η αποδοκιμασία από το νόμο του ‘ανάξιου’ κληρονόμου θεωρείται ότι ανταποκρίνεται και στην εικαζόμενη βούληση του διαθέτη, γιατί ‘τεκμαίρεται’ ότι και αυτός δεν θα τον ήθελε ως κληρονόμο του, αν γνώριζε τη συμπεριφορά του140. Ως αρνητική προϋπόθεση για την επαγωγή της κληρονομίας, η αναξιότητα εντάσσεται στο μηχανισμό της κληρονομικής διαδοχής, έτσι ώστε αναμφισβήτητα να είναι εφαρμοστέα από άποψη ιδδδ η lex hereditatis. Κατά τη lex
137 ΑΠ 346/2007, ΝΟΜΟΣ.
138 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 254.
139 Στο ελληνικό δίκαιο προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 1860 – 1864 ΑΚ.
140 Παπαντωνίου, Κληρονομικό δίκαιο, 1989, σελ. 108.

hereditatis θα κριθεί πότε επέρχεται η κληρονομική αναξιότητα, ποιες είναι οι συνέπειές της, καθώς επίσης αν και υπό ποιες προϋποθέσεις η αναξιότητα εκλείπει λόγω συγγνώμης141.
Τέλος, κατά γενική αρχή του κληρονομικού δικαίου, οι περισσότεροι κληρονόμοι τελούν μεταξύ τους σε σχέση κοινωνίας142 . Και οι μεταξύ των συγκληρονόμων σχέσεις και ιδιαίτερα η μεταξύ αυτών κοινωνία, όπως και η λύση της, αποτελούν δημιουργούμενες από την κληρονομία σχέσεις και για το λόγο αυτό διέπονται από τη lex hereditatis143.
Την εγκατάσταση των κληρονόμων από την πλευρά του διαθέτη με διάταξη τελευταίας βούλησης, ακολουθεί η από της πλευρά των ίδιων των κληρονόμων άσκηση ή μη του κληρονομικού τους δικαιώματος με την αποδοχή ή αποποίηση της κληρονομίας που με τη διαθήκη τους επάγεται. Για το λόγο αυτό, μεθοδολογικά ακολουθεί η ανάπτυξη των ιδιωτικοδιεθνολογικών ζητημάτων που σχετίζονται με την άσκηση του εκ διαθήκης κληρονομικού δικαιώματος.

β. Η άσκηση του εκ διαθήκης κληρονομικού δικαιώματος


Στην άσκηση από τους κληρονόμους των δικαιωμάτων που αποκτούν, με βάση τις διατάξεις της διαθήκης με τις οποίες εγκαθίστανται ως κληρονόμοι, ασκεί θετική επιρροή η αποδοχή και αρνητική η αποποίηση της κληρονομίας από μέρους των τελευταίων. Πρόκειται, δηλαδή, για δηλώσεις βούλησης που έχουν άμεση επίπτωση στη ρύθμιση των κληρονομικών σχέσεων του διαθέτη144. Για το λόγο αυτό, για να κριθεί το επιτρεπτό ή μη τόσο της αποδοχής όσο και της αποποίησης, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί η καθεμία να λάβει χώρα, η προθεσμία τους και οι συνέπειες που παράγουν, θα εφαρμοσθεί η lex hereditatis. Αντίθετα, για να κριθεί αν ο κληρονόμος είχε δικαιοπρακτική ικανότητα για να προβεί στη σχετική δήλωση βούλησης, θα εφαρμοσθεί ο κανόνας σύγκρουσης του άρθρου 7 ΑΚ, καθώς

141 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 256.
142 Άρθρο 1884 επ. ΑΚ.
143 Μαριδάκης, Ιδιωτικόν διεθνές δίκαιον, ΙΙ, 1968, σελ. 263, ΠΠρΑθ 10499/1997, ΕλλΔνη 1999.669 =
ΕΕμπΔ 1998.561.
144 Φίλιος, Κληρονομικό δίκαιο, Γενικό μέρος, 1996, σελ. 89, 96.

πρόκειται για μονομερείς δικαιοπραξίες. Ακόμη, για τον καθορισμό του δικαίου που ρυθμίζει τον τύπο της αποδοχής ή της αποποίησης θα εφαρμοσθεί ο κανόνας σύγκρουσης του άρθρου 11 ΑΚ145.
Η lex hereditatis είναι εφαρμοστέα και ως προς το επιτρεπτό ή μη της αποδοχής της κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής, θεσμό που αγνοούν πολλά εθνικά δίκαια και ο οποίος σχετίζεται με το ζήτημα της ευθύνης των κληρονόμων στο ενεργητικό της κληρονομίας, ultra vires hereditatis, ή τη μεταβίβαση και του παθητικού μέρους της κληρονομίας και την ευθύνη των κληρονόμων για τα χρέη της κληρονομίας146. Συνεπώς, η lex hereditatis είναι εφαρμοστέα όχι μόνο για τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων, αλλά και για την οριοθέτηση των υποχρεώσεων των κληρονόμων. Σύμφωνα με το δίκαιο αυτό θα κριθεί αν και με ποιες προϋποθέσεις είναι επιτρεπτός ο περιορισμός της ευθύνης των κληρονόμων, καθώς επίσης το είδος της ευθύνης τους. Όμως, για να κριθεί αν η απαίτηση κατά του διαθέτη είναι κληρονομητή, δεν θα εφαρμοσθεί η lex hereditatis αλλά η lex causae, που διέπει τη σχέση μεταξύ του διαθέτη και του δανειστή του. Το ζήτημα της ευθύνης των κληρονόμων για τα χρέη της κληρονομίας είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο όταν υιοθετείται η αρχή της διάσπασης της κληρονομίας, καθώς είναι πολύ πιθανό να επιβαρυνθεί ένας από τους κληρονόμους ακόμη και με την ατομική του περιουσία, ενώ αντίθετα των λοιπών κληρονόμων η ευθύνη να περιορίζεται στο ύψος του ενεργητικού της κληρονομίας που του μεταβιβάζεται147.
Τα ιδιωτικοδιεθνολογικά προβλήματα είναι εντονότερα όταν τα κληρονομιαία είναι εγκατεσπαρμένα σε διαφορετικά κράτη. Η προτίμηση του ελληνικού δικαίου υπέρ την αρχής της ενότητας της κληρονομίας απλοποιεί τη διακρίβωση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την αποδοχή ή αποποίηση της κληρονομίας, για το λόγο ότι θα υπάρχει ενιαία ρύθμιση για το σύνολο της κληρονομίας. Γεγονός, πάντως, είναι ότι η ύπαρξη κληρονομιαίων σε πολλά κράτη δημιουργεί προβλήματα, ενώ ανακύπτει δυσχέρεια των πιστωτών να

145 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 260
επ., Παπαντωνίου, Κληρονομικό δίκαιο, 1989, σελ. 93.
146 Παπαντωνίου, Κληρονομικό δίκαιο, 1989, σελ. 79 επ.
147 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 267
επ.

πληροφορηθούν αν υπήρξε έγκυρη αποδοχή ή αποποίηση της κληρονομίας εκ μέρους των κληρονόμων. Από την άλλη πάλι πλευρά, θα ήταν ιδιαίτερα δυσχερές για τους κληρονόμους να πρέπει να συμμορφωθούν, ως προς τις προϋποθέσεις αποδοχής ή αποποίησης, προς τις δικαιικές διατάξεις καθεμίας πολιτείας όπου βρίσκονται τα κληρονομιαία.
Ειδικά ως προς τα ακίνητα της κληρονομίας, εφόσον σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου όπου κείνται τα κληρονομιαία ακίνητα η κτήση εμπραγμάτων δικαιωμάτων προϋποθέτει τη μεταγραφή της αποδοχής όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα, επιβάλλεται η τήρηση από τους κληρονόμους των διατυπώσεων δημοσιότητας που επιβάλλει το δίκαιο αυτό. Το ζήτημα αυτό δίνει μία ανάγλυφη εικόνα των προβλημάτων, που θέτει σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο, η κτήση των ακινήτων της κληρονομίας, καθώς γίνεται εν προκειμένω αντιληπτό ότι για τη μεταβίβαση της κυριότητας των κληρονομιαίων πρέπει να ληφθούν υπόψη και διατάξεις, που στο εσωτερικό δίκαιο δεν χαρακτηρίζονται ως κληρονομικού δικαίου148.
Ωστόσο, το εκ διαθήκης κληρονομικό δικαίωμα έρχονται να περιορίσουν κάποιοι θεσμοί του κληρονομικού δικαίου, τα ιδιωτικοδιεθνολογικά ζητήματα των οποίων αναπτύσσονται αμέσως κατωτέρω.

Β. Περιορισμοί του εκ διαθήκης κληρονομικού δικαιώματος α. Εκτελεστής διαθήκης και συναφείς θεσμοί
Η υλοποίηση των διατάξεων τελευταίας βούλησης είναι πιθανό να μην επαφίεται στα πρόσωπα που εγκαθίστανται με αυτές, αλλά να έχει ανατεθεί από τον ίδιο τον κληρονομούμενο σε έναν ή περισσότερους εκτελεστές διαθήκης149. Το έργο του εκτελεστή, συνιστάμενο στην εκτέλεση των διατάξεων της διαθήκης, αποτελεί απόλυτο περιορισμό του κληρονομικού δικαιώματος καθ’ εαυτό και των

148 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 265. 149 Ο θεσμός του εκτελεστή ήταν άγνωστος στο ρωμαϊκό δίκαιο, ενώ φαίνεται ότι υπήρχε στο αρχαίο ελληνικό δίκαιο ως ‘επιμελητής’ ή ‘επίτροπος’.

αντίστοιχων εξουσιών του κληρονόμου150. Ειδικότερα, ο θεσμός του εκτελεστή είναι ιδιόρρυθμος. Ο διαθέτης μπορεί να περιορίσει τον εκτελεστή σε επόπτη του ότι οι κληρονόμοι θα εκτελέσουν τις διατάξεις της κληρονομίας με δικαίωμα μόνο να ζητήσει από αυτούς να τις εκτελέσουν. Μπορεί, όμως, να τον ορίσει και διαχειριστή της κληρονομίας. Στην περίπτωση αυτή, δεν απαιτεί ο εκτελεστής από τον κληρονόμο να εκτελέσει διατάξεις της διαθήκης, αλλά τις εκτελεί ο ίδιος. Ο διορισμός εκτελεστή με διαχειριστική εξουσία αποτελεί σημαντικό περιορισμό του κληρονομικού δικαιώματος151.
Η παρεμβολή του εκτελεστή διαθήκης, καθώς αποσκοπεί στην εκτέλεση των διατάξεων της διαθήκης, συνδέεται άμεσα με τη ρύθμιση των κληρονομικών σχέσεων, όπως αυτή διαμορφώνεται με τη διαθήκη, και για το λόγο αυτό προσήκει καταρχήν η εφαρμογή της lex hereditatis στα ζητήματα που αφορούν στο λειτούργημα του εκτελεστή152, όπως και γενικότερα στο ζήτημα της διαχείρισης και διοίκησης της περιουσίας του κληρονομούμενου με βάση διάταξη τελευταίας βούλησης153. Έτσι, από τη lex hereditatis θα κριθεί αν επιτρέπεται και πώς γίνεται ο διορισμός του εκτελεστή, ο χρόνος έναρξης και παύσης του λειτουργήματός του, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του, η έννομη θέση, το εύρος των εξουσιών και η διάρκεια άσκησής τους, καθώς και το επιτρεπτό, οι προϋποθέσεις και ο τρόπος εκποίησης κληρονομιαίων από τον εκτελεστή, η αποδοχή και η αποποίηση του λειτουργήματός του, όπως και οι σχέσεις μεταξύ περισσότερων εκτελεστών, η ευθύνη του έναντι των κληρονόμων, αλλά και το κατά πόσο νομιμοποιείται να διεξάγει δίκες σχετικές με αξιώσεις της κληρονομίας ή κατά της κληρονομίας154. Περαιτέρω, η εκτέλεση των διατάξεων της διαθήκης, που αποτελεί το κύριο καθήκον των εκτελεστών, καθώς και η διαχείριση της κληρονομικής περιουσίας που ενδεχομένως ανατέθηκε σε αυτούς, συνδέονται άρρηκτα με τη ρύθμιση των
150 Μπαλής, Κληρονομικόν δίκαιον, 1959, σελ. 437, Παπαντωνίου, Κληρονομικό δίκαιο, 1989, σελ.
328.
151 Παπαντωνίου, Κληρονομικό δίκαιο, 1989, σελ. 328.
152 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 303
επ.
153 ΕφΑθ 566/1969, Αρμ 1969.517, ΕφΑθ 3111/1971, ΝοΒ 1972.511, ΕφΘεσ 699/1973, Αρμ
1973.711, ΕφΑθ 6599/1990, ΕλλΔνη 1991.825, ΠΠρΑθ 9970/1997, ΕλλΔνη 1998.677.
154 Για το ζήτημα αυτό έχει υποστηριχθεί και η εφαρμογή της lex fori λόγω της δικονομικής υφής του θεματος, βλ. Βασιλακάκη, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 306.

κληρονομικών σχέσεων. Κατ’ ακολουθία, όλα τα σχετικά με τους εκτελεστές της διαθήκης ζητήματα, μεταξύ των οποίων και το ζήτημα της δυνατότητας οριστικής ή προσωρινής παύσης τους, διέπονται επίσης από τη lex hereditatis155.
Αντίθετα, η ικανότητα του εκτελεστή να αποδεχθεί το διορισμό του και να ασκήσει τα δικαιώματα, που του χορηγεί η lex hereditatis, θα κριθεί σύμφωνα με τον κανόνα σύγκρουσης του άρθρου 7 ΑΚ, ενώ από τον κανόνα σύγκρουσης του άρθρου 5 ΑΚ θα αναζητηθεί το εφαρμοστέο δίκαιο για το αν ο εκτελεστής είναι υποχρεωμένος να αποδεχθεί το διορισμό του.
Θεσμός άγνωστος στις χώρες του civil law, αλλά και δυσνόητος για την ευρωπαϊκή νομική σκέψη κυριαρχούμενη από το ελληνορωμαϊκό δίκαιο, που έχει να κάνει με τη διαχείριση της κληρονομίας, είναι ο, γνωστός στις χώρες του common law, ιδιόρρυθμος θεσμός του trust156. Ο κρατών ορισμός είναι ‘μία έννομος σχέσις ήτις δημιουργείται αφ’ ης αγαθά (περιουσία) εμπιστεύεται τις εις πρόσωπον ή πρόσωπα καλούμενα trustees άτινα υποχρεούνται να έχωσι εις την κυριότητά των επ’ ωφελεία ετέρων προσώπων καλουμένων beneficiaries. Ο θεσμός ούτος συνίσταται είτε μεταξύ ζώντων είτε αιτία θανάτου υπό την μορφήν διαθήκης’157. Πρόκειται στην ουσία για ένα πρόσωπο, τον settler, ο οποίος μεταβιβάζει περιουσιακά αντικείμενα ή απαιτήσεις σε άλλο πρόσωπο, τον trustee158, ο οποίος αναλαμβάνει την υποχρέωση να τα μεταβιβάσει στο δικαιούχο, τον beneficiary, μετά πάροδο χρονικού διαστήματος, κατά τη διάρκεια του οποίου τα διαχειρίζεται, προκειμένου να τα αποδώσει σύμφωνα με τους όρους που έχει θέσει ο settlor. Γίνεται διάκριση μεταξύ των trust inter vivos και testamentary trusts,

155 ΕφΑθ 1599/1990, ΕλλΔνη 1991.825.
156 Το προϊσχύσαν δίκαιο περιείχε ρητή διάταξη. Με το άρθρο 24 του ν.δ. της 17 Ιουλίου/13 Αυγούστου 1923 περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών, που όμως καταργήθηκε με το άρθρο
41 ΕισΝΑΚ, ο trustee οριζόταν ως κηδεμόνας της κληρονομίας. Τα ελληνικά φορολογικά δικαστήρια, από την άλλη, έκαναν λόγο για διαχειριστή εμπιστοσύνης, ο οποίος προσομοιάζει προς τον εκτελεστή διαθήκης του ελληνικού δικαίου. Για τις αποφάσεις αυτές βλ. Βασιλακάκη, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 310 επ. Για το θεσμό του trust στις χώρες του common law βλ. Morris, Theobald on the law of wills, 9th edition, 1939, London, σελ. 23, 64 επ., 99, 112 επ., 205, Mellows, The law of succession, 1970, London, σελ. 346, 368, 501 επ., 564, Parry, The law of succession – Testate and intestate, 3rd edition, 1953, London, σελ. 97, 223, 286.
157 Παρασκευόπουλος, Εμπίστευμα (Trust) – Εμπιστευματούχος (Trustee) και πώλησις παρ’ αυτού ακινήτου εν Ελλάδι, ΝοΒ 1981, 425.
158 Morris, Theobald on the law of wills, 9th edition, 1939, London, σελ. 98 επ., 212 επ., 330 επ., 375
επ., Mellows, The law of succession, 1970, London, σελ. 334, 546, Parry, The law of succession – Testate and intestate, 3rd edition, 1953, London, σελ. 40, 45.

που αφορούν άμεσα στην κληρονομική διαδοχή, ενώ δεν αποκλείεται και τα trusts inter vivos να διαπλέκονται με τη ρύθμιση των κληρονομικών σχέσεων του settlor. Το ιδιάζον γνώρισμα του θεσμού είναι ότι ο trustee και ο beneficiary έχουν ταυτόχρονα δικαίωμα κυριότητας, διαφορετικής όμως φύσης, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ασάφεια ως προς το πρόσωπο του κυρίου159. Σημειώνεται, πάντως, ότι σε αντίθεση με τον trustee, ο οποίος κτάται την προσωπική κυριότητα (legal ownership) επί της κληρονομιαίας περιουσίας, δυνάμενος ακόμη και να την εκποιήσει160, ο εκτελεστής διαθήκης δεν αποκτά την κυριότητα των κληρονομιαίων. Η ελληνική νομολογία161 έχει κάνει λόγο για ‘εμπίστευμα εκ του νόμου προς πώλησιν’ και για ‘αντιπρόσωπο, ο οποίος διορίζεται από το δικαστήριο ή είναι ο εκτελεστής διαθήκης που ορίσθηκε με τη διαθήκη από το διαθέτη’. Ειδικότερα, ο προσωπικός αντιπρόσωπος του κληρονομούμενου από το θάνατο κρατεί ως εμπίστευμα για ρευστοποίηση τα ακίνητα της κληρονομίας, συγκεντρώνει δε, εκποιεί ή ρευστοποιεί τα κινητά, εκτός από τα χρήματα, και έχει το δικαίωμα, κατά την απόλυτη κρίση του, της αναβολής της εκποίησης και ρευστοποίησης. Το αντάλλαγμα της ανωτέρω εκποίησης, μαζί με το τμήμα της κληρονομίας που παραμένει ανεκποίητο, όταν δε υπάρχει ανάγκη εκποίησης για διαχειριστικούς λόγους, χρησιμοποιείται για την πληρωμή των εξόδων κηδείας, διαθήκης αν υπάρχει και διαχείρισης, των φόρων, των χρεών και των υπόλοιπων υποχρεώσεων της κληρονομίας. Ό,τι απομένει συνιστά το ‘κατάλοιπον’ (residuary estate), το οποίο
διανέμεται στους δικαιούχους.
Το βασικό πρόβλημα που γεννάται σχετικά με τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου ανακύπτει, όταν το δίκαιο που διέπει το trust είναι άλλο από τη lex hereditatis. Το πρόβλημα καθίσταται εντονότερο, όταν το ιδδδ του forum υιοθετεί την αρχή της διάσπασης της κληρονομίας. Στην περίπτωση αυτή, είναι αμφίβολο κατά πόσο θα υλοποιηθεί η βούληση του διαθέτη ως προς το ρόλο του trustee, αφού οι εξουσίες που παρέχονται σε αυτόν σύμφωνα με το δίκαιο που

159 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. σελ. 307 επ.
160 Παρασκευόπουλος, Εμπίστευμα (Trust) – Εμπιστευματούχος (Trustee) και πώλησις παρ’ αυτού ακινήτου εν Ελλάδι, ΝοΒ 1981, 425.
161 ΕφΑθ 8301/1989, ΕΕΝ 1990.299 = ΝοΒ 1990.1013.

διέπει το trust, ενδέχεται να μην του αναγνωρίζονται από τη lex hereditatis. Το πρόβλημα που δημιουργείται από ιδιωτικοδιεθνολογική άποψη είναι ότι συχνά το trust, επί του οποίου εφαρμόζεται δίκαιο μίας από της χώρας που το αναγνωρίζει, ενεργοποιείται στο πλαίσιο κληρονομικής διαδοχής, την οποία διέπει δίκαιο που αγνοεί το θεσμό. Συνεπώς, η ιδιοτυπία του θεσμού του trust μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ρωγμής στην εφαρμογή της lex hereditatis. Η εφαρμογή του δικαίου που διέπει το trust, εφόσον το δίκαιο που διέπει τις κληρονομικές σχέσεις δεν περιέχει αντίστοιχες ουσιαστικές διατάξεις, είναι αναπόφευκτη, όταν δεν μπορεί να εξευρεθεί λύση στη συγκεκριμένη περίπτωση με βάση την εξομοίωση του trustee προς τον εκτελεστή διαθήκης162.
Κατά τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων163, ο προσωπικός αντιπρόσωπος του κληρονομούμενου, όπως τον χαρακτηρίζουν, εξομοιώνεται ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις με το θεσμό του εκτελεστή διαθήκης που προβλέπει το ελληνικό δίκαιο. Συνεπώς, ο θεσμός αυτός δεν είναι αντίθετος προς την ελληνική δημόσια τάξη, αφού δεν εισάγει σύστημα αντίθετο προς τις βασικές αρχές του ελληνικού κληρονομικού δικαίου.
Λύση σε μεγάλο βαθμό στα προβλήματα αυτά δίνει η Σύμβαση της Χάγης της 01.07.1985 για το εφαρμοστέο επί του trust δίκαιο και για την αναγνώρισή του164. Η Σύμβαση προβλέπει στο άρθρο 6 την εφαρμογή του δικαίου που επιλέγει αυτός που συνιστά το trust, ελλείψει δε σχετικής επιλογής, του δικαίου με το οποίο το trust συνδέεται στενότερα κατά το άρθρο 7. Τέλος, ως δικλείδα ασφαλείας, η επιφύλαξη δημόσιας τάξης παρεμποδίζει κατά τη διάταξη του άρθρου 18 την εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου που διέπει το trust, εφόσον οι τελευταίες οδηγούν σε λύση ριζικά αντίθετη από εκείνη που προβλέπουν οι ουσιαστικού δικαίου διατάξεις της lex hereditatis που κατατείνουν στην προστασία των μεριδούχων. Ειδικά δε το άρθρο 15 παρ. 1 προβλέπει ότι σε ορισμένους τομείς, μεταξύ των οποίων η εκ διαθήκης διαδοχή και ειδικότερα τα ζητήματα της νόμιμης

162 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 312.
163 ΕφΑθ 8301/1989, ΕΕΝ 1990.299 = ΝοΒ 1990.1013.
164 Την οποία έχουν κυρώσει η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο, η Μάλτα, το Μονακό, η Ελβετία, η Ολλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ την έχουν υπογράψει χωρίς να την έχουν κυρώσει η Κύπρος, η Γαλλία και η Η.Π.Α.

μοίρας, η εφαρμογή της Σύμβασης δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την παράκαμψη των διατάξεων αναγκαστικού δικαίου που υποδεικνύει το ιδδδ του forum. Τέλος, η Σύμβαση της Χάγης της 1ης Αυγούστου 1989 προβλέπει ρητά στη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 ότι η σύσταση trust μέσω διάταξης τελευταίας βούλησης δεν συνεπάγεται την σύμπτωση του δικαίου, που το διέπει, με το δίκαιο, που εφαρμόζεται ως lex hereditatis σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης.
Τέλος, συναφή με τη διαχείριση της κληρονομίας, τα ζητήματα που αφορούν στη διοίκηση της κληρονομίας, στη δικαστική εκκαθάριση της κληρονομίας και στην πλειοψηφία των ζητημάτων που γεννώνται στο πλαίσιο της διανομής της κληρονομίας, θα κριθούν από τη lex hereditatis λόγω της σχέσης τους με τη ρύθμιση των κληρονομικών σχέσεων165.
Πέρα από τα ζητήματα αυτά, τους περιορισμούς του εκ διαθήκης κληρονομικού δικαιώματος θα ολοκληρωθεί ακολούθως η μελέτη του ζητήματος της σχολάζουσας κληρονομίας από ιδιωτικοδιεθνολογική σκοπιά.

β. Σχολάζουσα κληρονομία


Παρότι σπάνια στην πράξη, δεν μπορεί να αποκλεισθεί η περίπτωση να έχει εγκαταστήσει ο διαθέτης με τη διαθήκη του πρόσωπο άγνωστο ως κληρονόμο, του οποίου δηλαδή η ύπαρξη δεν μπορεί να εξακριβωθεί, να είναι δηλαδή η κληρονομία σχολάζουσα.
Έτσι, μπορεί η ύπαρξη του κληρονόμου να είναι αμφισβητούμενη, όπως όταν ο κληρονόμος είναι κατά τη σύνταξη της διαθήκης και μέχρι τη στιγμή του θανάτου κυοφορούμενος και δεν είναι γνωστό αν θα γεννηθεί ζωντανός ή αν κυοφορείται ένας ή περισσότεροι κληρονόμοι∙ ή όταν ο κληρονόμος δεν βρίσκεται∙ ή όταν ο κληρονόμος είναι ακόμη προσωρινός∙ ή όταν υπάρχει σοβαρή αμφισβήτηση για το κύρος της διαθήκης ή για ορισμένες διατάξεις της, που διορίζουν κληρονόμο∙ ή όταν έχει ασκηθεί βάσιμη αγωγή για κήρυξη κληρονομικής αναξιότητας∙ ή όταν δεν είναι βέβαιο αν ο κληρονόμος αποδέχτηκε την κληρονομία,
165 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 315
επ.

διότι αμφισβητείται αν ορισμένη διαχειριστική πράξη του κληρονόμου περιέχει σιωπηρή αποδοχή της κληρονομίας ή έχει ασκηθεί αγωγή με βάσιμο λόγο για ακύρωση της αποδοχής166. Είναι, επομένως, σχολάζουσα η κληρονομία, όταν η βούληση του διαθέτη δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί λόγω της αβεβαιότητας που υπάρχει είτε ως προς το πρόσωπο του κληρονόμου είτε ως προς το αν αυτός έχει αποδεχθεί την κληρονομία167.
Από ιδιωτικοδιεθνολογική άποψη, ενδιαφέρει ο καθορισμός του εφαρμοστέου δικαίου, προκειμένου να κριθούν τα ζητήματα που αφορούν στο θεσμό της σχολάζουσας κληρονομίας. Το δίκαιο αυτό θα ορίσει τις περιπτώσεις, στις οποίες η κληρονομία είναι σχολάζουσα, καθώς επίσης και τις συνέπειες που επιφέρει ο χαρακτηρισμός αυτός στην κληρονομική διαδοχή. Η κρατούσα στη θεωρία άποψη168 στρέφεται υπέρ της εφαρμογής της lex hereditatis, λόγω της στενής σύνδεσης του ζητήματος με τη γενικότερη ρύθμιση των κληρονομικών σχέσεων. Αλλά και κατά την ελληνική νομολογία εφαρμοστέο δίκαιο επί των ζητημάτων που αφορούν στη σχολάζουσα κληρονομία είναι η lex hereditatis, ενώ και η διαχείριση της κληρονομικής περιουσίας που ασκείται από τον κηδεμόνα της σχολάζουσας κληρονομίας συνδέεται άρρηκτα με τη ρύθμιση των κληρονομικών σχέσεων και διέπεται ομοίως από τη lex hereditatis169. Η δε εφαρμογή της lex hereditatis έχει κριθεί νομολογιακά170 ότι επιβάλλεται από τη στενή σχέση του ζητήματος αν η κληρονομία είναι σχολάζουσα και ποιες είναι οι συνέπειες που επιφέρει ο χαρακτηρισμός αυτός με το ζήτημα αν υπάρχει κληρονόμος ή ποιος είναι ο κληρονόμος και ποιες οι εξουσίες του για τη διοίκηση και διαχείριση της κληρονομίας.
Το κύριο πρόβλημα που θέτει ο θεσμός της σχολάζουσας κληρονομίας στο επίπεδο του ιδδδ συνίσταται στο κατά πόσο το κράτος, ελλείψει κληρονόμων, αποκτά κληρονομικό δικαίωμα ασκώντας κυριαρχικό δικαίωμα αναγόμενο στη σφαίρα της κυριαρχικής εξουσίας του (iure imperii) ή, αντίθετα, αποκτά
166 Φίλιος, Κληρονομικό δίκαιο, Γενικό μέρος, 1996, σελ. 78.
167 Στο ελληνικό δίκαιο προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 1865 - 1870 ΑΚ.
168 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 279. 169 ΠΠρΑθ 9970/1997, ΕλλΔνη 1998.677, ΠΠρΑθ 9971/1997, ΕλλΔνη 1998.692, ΕφΠειρ 71/2005, ΕλλΔνη 2005.541.
170 ΠΠρΑθ 9970/1997, ΕλλΔνη 1998.677, ΠΠρΑθ 9971/1997, ΕλλΔνη 1998.692.

κληρονομικό δικαίωμα εξομοιώσιμο από νομική άποψη προς εκείνο των κληρονόμων (iure hereditatis). Το ότι τα δικαιώματα του δημοσίου συνδέονται με την κληρονομική διαδοχή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το θέμα άπτεται των κληρονομικών σχέσεων και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου που τις διέπει. Πρέπει, όμως, να διερευνηθεί αν η εφαρμογή του δικαίου αυτού παραμένει αλώβητη, όταν το κράτος, του οποίου την ιθαγένεια έχει ο κληρονομούμενος κατά το θάνατό του, αποκτά κληρονομιαία που βρίσκονται στο έδαφος τρίτου κράτους. Και τούτο, διότι αν θεωρηθεί ότι η κτήση των κληρονομιαίων συνδέεται με την άσκηση της κυριαρχικής εξουσίας του κράτους αυτού, όσον αφορά στα κληρονομιαία που βρίσκονται στο έδαφος τρίτου κράτους η απόκτησή τους iure imperii συνιστά άσκηση κυριαρχίας στο έδαφος του κράτους αυτού. Ανακύπτει, επομένως, το ζήτημα αν το τελευταίο αποδέχεται την απόκτησή τους από το αλλοδαπό κράτος, του οποίου την ιθαγένεια είχε ο κληρονομούμενος. Αντίθετα, αν κριθεί ότι η απόκτηση των κληρονομιαίων γίνεται iure hereditatis, αυτό το ζήτημα δεν τίθεται, αφού την απόκτησή τους από το αλλοδαπό κράτος, του οποίου υπήκοος ήταν ο κληρονομούμενος, θα αποδεχθεί και το κράτος, στο έδαφος του οποίου βρίσκονται τα κληρονομιαία171.
Κατά τη lex hereditatis του άρθρου 28 ΑΚ, δεν καθορίζεται ποια πρόσωπα καλούνται στην κληρονομία, αλλά ρυθμίζεται η τύχη εν γένει της καταληφθείσας περιουσίας, ποια πρόσωπα εν γένει δικαιούνται να λάβουν αυτήν. Δεν ενδιαφέρει την έννομη τάξη του κράτους, όπου κείνται τα κληρονομιαία ή μέρος αυτών, το κατά πόσο η πολιτεία, της οποίας την ιθαγένεια είχε ο κληρονομούμενος, καλείται στην κληρονομία iure hereditatis ή iure imperii. Την απάντηση στο ερώτημα αυτό θα αναζητήσει ο εφαρμοστής του δικαίου στη lex hereditatis. Επομένως, στο ελληνικό δημόσιο θα περιέλθει η σχολάζουσα κληρονομία, όταν ο κληρονομούμενος είχε την ελληνική ιθαγένεια, ενώ αντίστροφα η κληρονομιαία περιουσία θα περιέλθει στο







171 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 281.

αλλοδαπό    δημόσιο,    του    οποίου    την    ιθαγένεια    είχε    ο    αλλοδαπός κληρονομούμενος172.
Σημειώνεται, τέλος, ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 16 της Σύμβασης της Χάγης της 1ης Αυγούστου 1989, αν η κληρονομία είναι σχολάζουσα σύμφωνα με το δίκαιο που κατά τους οικείους κανόνες της Σύμβασης διέπει τις κληρονομικές σχέσεις, τότε το δίκαιο αυτό υποχωρεί προ των διατάξεων του δικαίου της τοποθεσίας των κληρονομιαίων, με τις οποίες αυτά αποκτώνται από το κράτος όπου κείνται ή από νομικό πρόσωπο που έχει συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους.

ΙV. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ


Από την ανάπτυξη που ακολούθησε και την με αυτήν πραγμάτευση του σταδίου του εφαρμοστέου δικαίου και κυρίως των ειδικότερων ζητημάτων που ανακύπτουν κατ’ αυτό, αυτό που διαπιστώνει κανείς είναι η καθολική σχεδόν εφαρμογή της lex hereditatis στην πλειοψηφία των ζητημάτων αυτών.
Ειδικότερα, ξεκινώντας από το νομικό δίλημμα μεταξύ του συνδέσμου της ιθαγένειας και του συνδέσμου της κατοικίας, το ελληνικό δίκαιο επέλεξε τη λύση του συνδέσμου της ιθαγένειας ως lex hereditatis και μάλιστα στο σύνολο της κληρονομικής διαδοχής, εγκαθιδρύοντας έτσι την υπερίσχυση της αρχής της ενότητας της κληρονομίας στο ελληνικό ιδδδ.
Ειδικά ως προς τα ιδιωτικοδιεθνολογικά ζητήματα που τίθενται στην εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή, διαπιστώνεται η εφαρμογή της lex hereditatis σχεδόν στο σύνολό τους. Ως προς τη σύνταξη τελευταίας βούλησης, η ικανότητα προς σύνταξη διαθήκης κατά την κρατούσα άποψη διέπεται από τη διάταξη του άρθρου 7 ΑΚ, όμως η ανάκλησή της διέπεται από τη lex hereditatis. Ορθά υποστηρίζεται ότι η lex hereditatis εφαρμόζεται και ως προς τα ελαττώματα της βούλησης του διαθέτη. Σε σχέση με άλλους τύπους διάθεσης της κληρονομιαίας

172 Μαριδάκης, Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, ΙΙ, 1968, σελ. 290. Τη θέση αυτή αποδέχεται και η γερμανική και ιταλική νομολογία, ενώ την αντίθετη άποψη έχει υιοθετήσει η γαλλική θεωρία του ιδδδ, βλ.
Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 283 επ.

περιουσίας, υποστηρίζεται ότι τόσο η νέμηση ανιόντος όσο και η δωρεά αιτία θανάτου, καθώς επιφέρουν τις έννομες συνέπειές τους μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, ρυθμίζονται από την lex hereditatis, θέση ωστόσο που δεν γίνεται αποδεκτή από το σύνολο της θεωρίας και της νομολογίας. Και ο θεσμός της αναγκαστικής διαδοχής, καθώς επεμβαίνει διορθωτικά σε σχέση με τη βούληση του διαθέτη, ρυθμίζεται ιδιωτικοδιεθνολογικά από το δίκαιο που διέπει τις κληρονομικές σχέσεις, όπως και ο αποκλεισμός μεριδούχου με την αποκλήρωσή του. Το ελληνικό δίκαιο δεν επιτρέπει τη σύναψη κληρονομικών συμβάσεων, χαρακτηρισμός ο οποίος θα γίνει σύμφωνα με τη lex fori. Αντίθετα, η lex hereditatis θα εφαρμοσθεί για να κριθεί αν επιτρέπεται η κατάρτισή της. Ως προς το θέμα της συνδιαθήκης, το ιδιωτικοδιεθνολογικό ζήτημα που ανακύπτει είναι τι συμβαίνει όταν η lex hereditatis του ενός μέρους την επιτρέπει, ενώ του άλλου την απαγορεύει. Οι απόψεις διίστανται, επικρατούσα ωστόσο φαίνεται η εφαρμογή της lex hereditatis και στο ζήτημα αυτό.
Τέλος, η εφαρμογή της lex hereditatis επικρατεί και στα ζητήματα του κληρονομικού δικαιώματος. Έτσι, από αυτήν θα κριθούν οι λόγοι και ο χρόνος επαγωγής της κληρονομίας, η ικανότητα προς το κληρονομείν, οι κατηγορίες προσώπων που στερούνται τη σχετική ικανότητα, αλλά και η κληρονομική αναξιότητα, όπως και η αποδοχή και αποποίηση της κληρονομίας. Λόγω της άμεσης σύνδεσης με τη ρύθμιση των κληρονομικών σχέσεων, από τη lex hereditatis ρυθμίζεται και η παρεμβολή του εκτελεστή διαθήκης, όπως και ζητήματα που αφορούν στη διοίκηση της κληρονομίας, στη δικαστική εκκαθάριση της κληρονομίας και στη διανομή αυτής, αλλά και ο θεσμός της σχολάζουσας κληρονομίας παρά την περιορισμένη πρακτική του σημασία. Βέβαια, η δικαιοπρακτική ικανότητα του κληρονόμου για τη δήλωση αποδοχής ή αποποίησης θα κριθεί από τον κανόνα σύγκρουσης του άρθρου 7 ΑΚ, όπως και η ικανότητα του εκτελεστή να αποδεχθεί το διορισμό του.
Την προβληματική του εφαρμοστέου δικαίου στην εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή, ακολουθεί η μελέτη των ζητημάτων δικαιοδοτικής κρίσης στην εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή, και πιο συγκεκριμένα οι κανόνες δικονομικού

διεθνούς δικαίου, τα διεθνή κείμενα σε σχέση με τον ΚΠολΔ, αλλά και τα ζητήματα αλλοδαπού χαρακτήρα υπό την οπτική του ελληνικού δικαίου, τα οποία θα ολοκληρώσουν δικονομικά τις πτυχές τις εκ διαθήκης κληρονομικής διαδοχής στο ιδδδ.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ

Ι. ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ


Α. Ο μονομερής χαρακτήρας σε ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας


Σε αντίθεση με τους κανόνες σύγκρουσης νόμων, που στη συντριπτική πλειοψηφία τους είναι διμερείς, και υποδεικνύουν το εφαρμοστέο δίκαιο, ανεξάρτητα από το αν αυτό είναι η lex fori ή αλλοδαπό δίκαιο, οι κανόνες δικονομικού διεθνούς δικαίου, που άπτονται ζητημάτων διεθνούς δικαιοδοσίας, είναι μονομερείς, δηλαδή προσδιορίζουν τις περιπτώσεις εκείνες, των οποίων τα δικαιοδοτικά όργανα του forum δύνανται να επιληφθούν, χωρίς να ορίζουν αν τα δικαστήρια άλλων κρατών έχουν διεθνή δικαιοδοσία για την ίδια ένδικη διαφορά. Αν στη συγκεκριμένη περίπτωση τα δικαστήρια του forum στερούνται διεθνούς δικαιοδοσίας, περιορίζονται να διαπιστώσουν την έλλειψη αυτή και να υλοποιήσουν με την απόφασή τους τις προβλεπόμενες από τη lex fori συνέπειες, χωρίς να μπορούν να παραπέμψουν την επίδικη διαφορά στα δικαστήρια άλλων κρατών. Αυτό οφείλεται στο μονομερή χαρακτήρα των κανόνων δικονομικού διεθνούς δικαίου.
Επομένως, το ελληνικό δικαστήριο ενώπιον του οποίου άγεται προς κρίση διαφορά, η οποία αφορά σε έννομη σχέση που συνδέεται με περισσότερα του ενός κράτη, θα ερευνήσει αυτεπαγγέλτως αν έχει διεθνή δικαιοδοσία και, εφόσον κρίνει ότι δεν έχει, θα απορρίψει την αγωγή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 εδ. β’ ΚΠολΔ.
Το πλέγμα των διατάξεων δικονομικού διεθνούς δικαίου του forum, που εφαρμόζονται στις διαφορές με στοιχεία αλλοδαπότητας, δεν αποτελείται μόνο από εκείνες που ρυθμίζουν τη διεθνή δικαιοδοσία. Συμπληρώνεται με τις διατάξεις που ως αντικείμενό τους έχουν την αναγνώριση του δεδικασμένου και την κήρυξη της εκτελεστότητας των αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Ο κίνδυνος να εκδοθούν

αντιφατικές αποφάσεις σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις κληρονομικές σχέσεις συνδέεται με το κατά πόσο υφίσταται για κάποιον από τους διαδίκους η δυνατότητα να επικαλεσθεί την ευνοϊκή γι’ αυτόν απόφαση σε κράτος άλλο από εκείνο του forum.
Πέρα από τη μονομερή φύση των δικονομικών κανόνων που άπτονται ζητημάτων κληρονομικού δικαίου, δικονομικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και το αν διαταράσσεται ή όχι η αρχή της ενότητας της κληρονομίας αν επιληφθούν κάποιας διαφοράς κληρονομικής φύσης δικαστήρια κράτους που έχουν υιοθετήσει την αρχή της διάσπασης.

Β. Η επίδραση στην αρχή της ενότητας της κληρονομίας α. Η γενική προβληματική
Ως προς τα ιδδδ που έχουν υιοθετήσει, όπως και το ελληνικό, την αρχή της ενότητας της κληρονομίας, ερευνητέο είναι κατά πόσο η αρχή αυτή διαταράσσεται, αν επιληφθούν διαφοράς σχετικής με την ίδια κληρονομία και δικαστήρια άλλου κράτους, κατά το ιδδδ του οποίου υφίσταται κατάτμηση της lex hereditatis. Η κατάφαση της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων ενός κράτους, του οποίου το ιδδδ προβλέπει την κατάτμηση της lex hereditatis, καθιστά ιδιαίτερα πιθανή τη διάρρηξη της αρχής της ενότητας της κληρονομίας.
Προκειμένου να αποφευχθεί η εκδίκαση των υποθέσεων, που αφορούν στην ίδια κληρονομία, από δικαστήρια περισσότερων του ενός κρατών και η συνακόλουθη κατάτμηση της κληρονομίας, προτείνεται η εναρμόνιση των εθνικών διατάξεων που αφορούν σε ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας επί κληρονομικών διαφορών, έτσι ώστε να κατοχυρωθεί η ενότητα της κληρονομίας και συνακόλουθα της lex hereditatis173.
Για το σκοπό αυτό, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ξεκινήσει διαβούλευση με την από 01.03.2005 Πράσινη Βίβλο για την ‘Κληρονομική

173 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 121.

διαδοχή και διαθήκη’174. Το ζήτημα της κληρονομικής διαδοχής αποκλείεται από τους ‘κοινοτικούς’ κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, που έχουν θεσπισθεί μέχρι σήμερα. Παρατηρείται, μάλιστα, ότι στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού ιδδδ, η οποιαδήποτε αναφορά σε ζητήματα κληρονομικού χαρακτήρα επιχειρείται κυρίως υπό μία αρνητική εκδοχή και, ειδικότερα, για να δηλωθεί ότι τούτα εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του εκάστοτε κοινοτικού νομοθετήματος175.
Το κατοχυρωμένο σε επίπεδο ΕΕ δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής του κάθε πολίτη της Ένωσης σε οποιοδήποτε σημείο της γεωγραφικής της επικράτειας, διαμόρφωσε μεταξύ άλλων την ανάγκη αποσαφήνισης και ρύθμισης των κληρονομικών του σχέσεων σε μία ενιαία βάση. Έτσι, οι επιπλοκές που μπορεί να προκύψουν κατά τη διευθέτηση διαφορών κληρονομικού δικαίου εντός της ΕΕ είναι ποσοτικά και ποιοτικά σημαντικές. Η ποικιλότητα και ανομοιομορφία των εθνικών ρυθμίσεων σε όλα τα επίπεδα (ουσιαστικού δικαίου, διεθνούς δικαιοδοσίας και κανόνων σύνδεσης) καλλιεργούν ένα περιβάλλον αβεβαιότητας δικαίου και αδυναμίας προβλεψιμότητας των δικαστικών αποφάσεων176. Για τους λόγους αυτούς, κρίνεται απαραίτητη η θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων σε επίπεδο ΕΕ. Μια τέτοια πράξη, πέραν του προσδιορισμού των αρμόδιων δικαστηρίων και την αναγνώριση και εκτέλεση σχετικών αποφάσεων, θα πρέπει απαραίτητα να καλύπτει εξίσου την αναγνώριση εγγράφων και εξωδικαστικών πράξεων (διαθήκες, συμβολαιογραφικές πράξεις, διοικητικές πράξεις). Ακόμη, δεδομένου ότι η πλήρης εναρμόνιση των κανόνων ουσιαστικού δικαίου των κρατών μελών δεν είναι εφικτή, φαίνεται ενδεδειγμένο να αναληφθεί δράση από την άποψη των κανόνων σύγκρουσης. Κατά την εξέταση όλων αυτών των ζητημάτων, θα


174 Η θέσπιση ευρωπαϊκής νομικής πράξης στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής συμπεριλαμβανόταν ήδη μεταξύ των προτεραιοτήτων του προγράμματος δράσης της Βιέννης του 1998. Το πρόγραμμα μέτρων για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο και την Επιτροπή κατά τα τέλη του 2000, προβλέπει τη θέσπιση νομικής πράξης στο συγκεκριμένο τομέα. Μετέπειτα, το πρόγραμμα της Χάγης κάλεσε την Επιτροπή να υποβάλει Πράσινη Βίβλο που να καλύπτει το σύνολο της προβληματικής: εφαρμοστέο δίκαιο, διεθνής δικαιοδοσία και αναγνώριση, διοικητικά μέτρα (κληρονομητήριο, εγγραφή στο μητρώο διαθηκών).
175 Σταματιάδης, Σύντομες σκέψεις επί της προτάσεως κοινοτικού κανονισμού στον χώρο της κληρονομικής διαδοχής, ΑρχΝ 2011, 108.
176 Σταματιάδης, Σύντομες σκέψεις επί της προτάσεως κοινοτικού κανονισμού στον χώρο της
κληρονομικής διαδοχής, ΑρχΝ 2011, 112.

εξετασθούν αναγκαστικά και ιδιαίτερα ζητήματα, που εμφανίζουν αποκλίσεις μεταξύ των εθνικών δικαίων των κρατών μελών. Τέλος, η νομοθετική παρέμβαση της ΕΕ πρέπει επίσης να στοχεύει στην εξάλειψη των διοικητικών και πρακτικών εμποδίων. Στο πλαίσιο αυτής της προοπτικής πρέπει να προβλεφθεί η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου.
Σε αυτό το γενικό πλαίσιο, την 14.10.2009 κατατέθηκε Πρόταση Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και δημόσιων εγγράφων στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής και την καθιέρωση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου, η οποία χρήζει ειδικής αναφοράς αμέσως κατωτέρω.

β. Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής


Κατά την αιτιολογική έκθεση της πρότασης κανονισμού, η ποικιλομορφία τόσο των κανόνων ουσιαστικού δικαίου, όσο και των κανόνων που διέπουν τη διεθνή δικαιοδοσία και το εφαρμοστέο δίκαιο, ο μεγάλος αριθμός αρχών που είναι πιθανό να κληθούν να ασχοληθούν με μία κληρονομική διαδοχή διεθνούς χαρακτήρα, καθώς και ο κατακερματισμός των κληρονομικών διαδοχών ως αποτέλεσμα της εφαρμογής των προαναφερόμενων ανομοιογενών κανόνων, εμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων στην Ένωση. Σκοπός της Πρότασης Κανονισμού είναι να μπορούν τα πρόσωπα που διαμένουν στην ΕΕ να οργανώνουν εκ των προτέρων την κληρονομική τους διαδοχή, καθώς επίσης να κατοχυρωθούν με αποτελεσματικότητα τα δικαιώματα των κληρονόμων ή/και των κληροδόχων, αλλά και των άλλων προσώπων που σχετίζονται με τον θανόντα και των κληρονομικών δανειστών.
Σημαντικά σημεία της πρότασης είναι, ως προς το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, ότι η έννοια της κληρονομικής διαδοχής πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο αυτοτελή και ότι περιλαμβάνει όλες τις παραμέτρους μίας κληρονομικής διαδοχής, ιδίως δε την επαγωγή κληρονομίας, τη διαχείριση και την εκκαθάριση.

Μεγαλύτερης ιδιωτικοδιεθνολογικής σημασίας είναι η πρόκριση ενιαίου συστήματος στον κανονισμό, ώστε η κληρονομική διαδοχή να υπόκειται σε ένα και μοναδικό δίκαιο. Υιοθετείται, λοιπόν, η αρχή της ενότητας της κληρονομίας έναντι της διάσπασης αυτής. Ως σύνδεσμος, όμως, δεν επιλέγεται αυτός της ιθαγένειας, αλλά αυτός της τελευταίας συνήθους διαμονής του θανόντος. Ο κανονισμός προκρίνει το συγκεκριμένο δίκαιο αντί του δικαίου της ιθαγένειας, λόγω του ότι συμπίπτει με το κέντρο των συμφερόντων του θανόντος. Επιπλέον, συνεπής με το σκοπό να μπορούν τα πρόσωπα που διαμένουν στην ΕΕ να οργανώνουν εκ των προτέρων την κληρονομική τους διαδοχή, ο κανονισμός παρέχει στο διαθέτη δυνατότητα επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου, μόνο όμως όταν πρόκειται για το δίκαιο της ιθαγένειάς του. Ως προς την αναγνώριση και εκτέλεση, οι σχετικές διατάξεις έχουν ως πρότυπο τους αντίστοιχους κανόνες του κανονισμού 44/2001/ΕΚ. Τέλος, ως προς τα δημόσια έγγραφα στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής διασφαλίζει την αναγνώρισή τους, ενώ προβλέπει και την καθιέρωση του πολυαναμενόμενου ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου.
Ειδικότερα, ως προς το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας η Πρόταση δεν απέχει καταρχήν από την αντίστοιχη ελληνική ρύθμιση, καθώς θεμελιώνει μία γενική διεθνή δικαιοδοσία στη βάση του κριτηρίου της συνήθους διαμονής του κληρονομούμενου κατά το χρόνο του θανάτου του177, όμως διαφοροποιείται από τα ισχύοντα στο ελληνικό δικονομικό δίκαιο, καθώς καθιδρύει μία ενιαία διεθνή δικαιοδοσία χωρίς τη διάκριση μεταξύ αμφισβητούμενης και εκούσιας δικαιοδοσίας, ενώ η γενική διεθνής δικαιοδοσία αφορά στο σύνολο της κληρονομικής διαδοχής, όπως αντίστοιχα και στο ελληνικό δίκαιο178. Αξιοσημείωτη, μάλιστα, είναι η καινοτομία της Πρότασης, η οποία αναγνωρίζει στο αρμόδιο δικαστήριο, κατ’ εξαίρεση και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο του κράτους του οποίου ο θανών είχε την ιθαγένεια, εφόσον αυτό είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την διαφορά179. Πέραν τούτου,


177 Άρθρο 4 της Πρότασης.
178 Σταματιάδης, Σύντομες σκέψεις επί της προτάσεως κοινοτικού κανονισμού στον χώρο της κληρονομικής διαδοχής, ΑρχΝ 2011, 113.
179 Άρθρο 5 της Πρότασης.

υιοθετεί μία επικουρική δικαιοδοσία, όταν η συνήθης διαμονή του θανόντος κατά το χρόνο του θανάτου του δεν βρισκόταν σε κάποιο κράτος μέλος180.
Ως προς το ζήτημα του εφαρμοστέου δικαίου, η Πρόταση προβλέπει έναν αντικειμενικό σύνδεσμο, και πάλι αυτός της συνήθους διαμονής του κληρονομούμενου κατά το χρόνο του θανάτου του181, στην οποία προσδίδεται οικουμενική διάσταση, με την έννοια ότι μπορεί να μην πρόκειται αποκλειστικά για δίκαιο κράτους μέλους182, ενώ από άποψη πεδίου εφαρμογής, εκτείνεται στο σύνολο των στοιχείων της κληρονομίας, ανεξάρτητα από την τοποθεσία τους, ακολουθώντας έτσι την αρχή της ενότητας183, ενώ αξίζει να επισημανθεί, όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, η δυνατότητα επιλογής του δικαίου της ιθαγένειας ενός ατόμου ως εφαρμοστέου δικαίου στο σύνολο της κληρονομίας του184.
Ως προς το ζήτημα της αναγνώρισης και εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων και δημοσίων εγγράφων, οι ειδικές διατάξεις της Πρότασης κινούνται στο πρότυπο του Κανονισμού 44/2001185, δεδομένου ότι πρόκειται για ένα γνωστό και επιτυχημένο πρότυπο στο πεδίο της αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Στο πλαίσιο αυτό, οι λόγοι μη αναγνώρισης περιορίζονται στο ελάχιστα αναγκαίο, συγκεκριμένα στην πρόδηλη αντίθεση της δικαστικής απόφασης προς τη δημόσια τάξη του κράτους υποδοχής της και στην παραβίαση ορισμένων θεμελιωδών δικονομικών αρχών.
Τέλος, ως προς το πολυσυζητημένο ζήτημα του ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου, η πρόβλεψή του δεν υποκαθιστά το εθνικό186, με την έννοια ότι για τις περιπτώσεις αμιγώς εθνικού χαρακτήρα, καθώς και για εκείνες που παρότι περιέχουν κάποιο στοιχείο αλλοδαπότητας το σύνολο της περιουσίας βρίσκεται στο





180 Άρθρο 6 της Πρότασης.
181 Άρθρο 16 της Πρότασης.
182 Άρθρο 25 της Πρότασης.
183 Σταματιάδης, Σύντομες σκέψεις επί της προτάσεως κοινοτικού κανονισμού στον χώρο της κληρονομικής διαδοχής, ΑρχΝ 2011, 116.
184 Άρθρο 17 της Πρότασης.
185 Άρθρα 29 επ. της Πρότασης.
186 Άρθρο 36 παρ. 2 της Πρότασης.

εσωτερικό    μίας    χώρας,    διατηρείται    η    δυνατότητα    έκδοσης    του    εθνικού κληρονομητηρίου, παράλληλα με το ευρωπαϊκό187.
Θετική είναι σε γενικές γραμμές η αντιμετώπιση της Πρότασης από το νομικό κόσμο ως προς τις αλλαγές που φαίνεται ότι θα επέλθουν στο υφιστάμενο τοπίο της κληρονομικής διαδοχής, ενώ αναμένεται το τελικό κείμενο για να αρχίζουν να διαφαίνονται οι αλλαγές αυτές στην πράξη188.
Τη μελέτη των κανόνων δικονομικού διεθνούς δικαίου κληρονομικής φύσης ακολουθεί κατωτέρω η κυρίως δικονομική ανάπτυξη των ισχύοντων κειμένων που άπτονται της διεθνούς δικαιοδοσίας και της αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπών αποφάσεων επί ζητημάτων κληρονομικού δικαίου.

ΙΙ. ΔΙΕΘΝΗ ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΙ ΚΠΟΛΔ


Α. Διεθνής δικαιοδοσία σε ζητήματα κληρονομικού δικαίου


α. Ζητήματα κληρονομικού δικαίου αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας


i.    Η γενική ρύθμιση


Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 σημείο 1 της Σύμβασης των Βρυξελλών της 27.09.1968 περί διεθνούς δικαιοδοσίας και αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπών αποφάσεων επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 1814/1988, και ήδη Κανονισμό 44/2001/ΕΚ, γνωστό ως ‘Βρυξέλλες Ι’, καθώς και με την ταυτάριθμη διάταξη της Σύμβασης του Λουγκάνο  για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις της 16.09.1988, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2460/1997189,


187 Σταματιάδης, Σύντομες σκέψεις επί της προτάσεως κοινοτικού κανονισμού στον χώρο της κληρονομικής διαδοχής, ΑρχΝ 2011, 119.
188 Σταματιάδης, Σύντομες σκέψεις επί της προτάσεως κοινοτικού κανονισμού στον χώρο της κληρονομικής διαδοχής, ΑρχΝ 2011, 120.
189 Η ερμηνεία των διατάξεων αυτής της Σύμβασης ακολουθεί την ερμηνεία των ταυτόσημων
διατάξεων της Σύμβασης των Βρυξελλών, βλ. Αιτιολογική έκθεση Jenard/Möller στη Σύμβαση του

δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής πλέον του Κανονισμού και της Σύμβασης του Λουγκάνο οι κληρονομικές σχέσεις. Η εξαίρεση αυτή υπαγορεύθηκε από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των σχετικών διαφορών, που αντανακλώνται στη μεγάλη ποικιλία των εθνικών ρυθμίσεών τους, στο επίπεδο τόσο του ουσιαστικού όσο και του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου190. Η εν λόγω διάταξη εξαιρεί τις κληρονομικές σχέσεις χωρίς να κάνει διάκριση και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να εξαιρεθούν όλες οι διαφορές που αφορούν στην κληρονομική διαδοχή191. Έτσι, στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού και της Σύμβασης συμπεριλαμβάνονται όλες οι διαφορές και δικαστικές αποφάσεις που έχουν ως αντικείμενο όλες τις συμβατικές ή εξωσυμβατικές ενοχές, που δεν άπτονται της σφαίρας της κληρονομικής διαδοχής, εφόσον βέβαια οι διαφορές αυτές αποτελούν το κύριο αντικείμενο της δίκης192.
Επομένως, η ύπαρξη ή όχι διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων θα κριθεί με βάση τις ελληνικές δικονομικές διατάξεις του ΚΠολΔ193. Τίθεται, βέβαια, ζήτημα ποια ζητήματα και, κατ’ επέκταση αγωγικά αιτήματα, αφορούν αναμφισβήτητα σε ‘κληρονομικές σχέσεις’, υπό την έννοια του άρθρου 1 παρ. 2 της Σύμβασης και ήδη Κανονισμού Βρυξέλλες Ι και, συνεπώς, εξαιρούνται από την εφαρμογή του. Έχει κριθεί194 ότι η αγωγή περί κλήρου, καθώς και τα ζητήματα νόμιμης μοίρας αφορούν σε ‘κληρονομικές σχέσεις’ υπό την έννοια αυτή. Το ίδιο και οι διαφορές που αναφέρονται σε κληρονομικά trusts.
Ως προς τις διαφορές κληρονομικού δικαίου, οι οποίες υπάγονται κατά το ελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο στην αμφισβητούμενη δικαιοδοσία, η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων θα καθορισθεί από τη συνδυασμένη

Λουγκάνο, in Νίκας, Οι Συμβάσεις Βρυξελλών και Λουγκάνο για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, 1998, σελ. 526.
190 Έκθεση Ευρυγένη/Κεραμέα για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας στη Σύμβαση Βρυξελλών, in Νίκας, Οι Συμβάσεις Βρυξελλών και Λουγκάνο για τη διεθνή δικαιοδοσία και την
εκτέλεση αποφάσεων, 1998, σελ. 390.
191 Κεραμεύς/Κρέμλης/Ταγαράς, Η Σύμβαση των Βρυξελλών, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, σελ. 2,
Πανταζόπουλος, Η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων επί κληρονομικών διαφορών, ΕλλΔνη 2002, 1337.
192 Έκθεση Jenard για τη Σύμβαση των Βρυξελλών, in Νίκας, Οι Συμβάσεις Βρυξελλών και Λουγκάνο για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, 1998, σελ. 196.
193 Βασιλακάκης, Χορήγηση κληρονομητηρίου σχετικά με ακίνητο που ανήκε σε γάλλο
κληρονομούμενο και βρίσκεται στην Ελλάδα – Διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων – Εφαρμοστέο δίκαιο στο οποίο δεν υπάρχει ο θεσμός του κληρονομητηρίου, Γνμδ, Αρμ 1997, 455. 194 Κεραμεύς, Διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων επί διαφορών από κληρονομικό εμπίστευμα, Γνμδ, ΕλλΔνη 1995, 801.

εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 3 και 30 ΚΠολΔ. Καθιερώνεται, συνεπώς, πλήρης αποδέσμευση της θεμελίωσης της διεθνούς δικαιοδοσίας από το δίκαιο, που εφαρμόζεται στην ουσία της διαφοράς.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 3, υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων τόσο έλληνες όσο και αλλοδαποί, εφόσον υφίσταται αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Με τον όρο ‘διεθνής δικαστική δικαιοδοσία’, η οποία ανακύπτει στην περίπτωση που συγκεκριμένη διεθνής πολιτική διαφορά συνάπτεται με κάποιο στοιχείο ξένο προς την ελληνική πολιτεία, γιατί ένας ή όλοι οι διάδικοι είναι αλλοδαποί ή τα παραγωγικά της δικαιολογικής σχέσης γεγονότα σχετίζονται με κάποια ξένη πολιτεία, νοείται η υπαγωγή συγκεκριμένης διαφοράς στα εγχώρια δικαστήρια και όχι στα δικαστήρια κάποιας αλλοδαπής πολιτείας. Η οριοθέτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας, κατά τις κρατούσες στο διεθνές δίκαιο αρχές, ανήκει στον εγχώριο νομοθέτη, καθώς, υπό το υφιστάμενο στάδιο στο πεδίο σχέσεων της διεθνούς κοινωνίας, δεν υπάρχει υπερπολιτειακός νομοθέτης195. Η εν λόγω διάταξη αποσυνδέει τη διεθνή δικαιοδοσία από την ιθαγένεια των διαδίκων, που αποτελούσε τη βάση της ρύθμισης στο προϊσχύον δικονομικό δίκαιο, και την εξαρτά από την ύπαρξη κατά τόπο αρμοδιότητας κάποιου ελληνικού δικαστηρίου196. Έτσι, ο κανόνας της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών  πολιτικών δικαστηρίων και σε ιδιωτικές διεθνείς διαφορές έχει ως προϋπόθεση σύνδεσμο αυτών με την ελληνική πολιτεία, με κάποιο στοιχείο θεμελιωτικό αρμοδιότητας ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων κατά τις γενικές διατάξεις περί γενικών και ειδικών δωσιδικιών197, χωρίς να συνάπτεται προς τη  διεθνή δικαιοδοσία το ζήτημα του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, το οποίο ερευνάται από τα ημεδαπά δικαστήρια αν και εφόσον υφίσταται δικαιοδοσία αυτών προς επιδίκαση οικείας διαφοράς. Η ιθαγένεια δεν ασκεί έννομη επιρροή για τον καθορισμό της αρμοδιότητας198. Η εφαρμογή της διάταξης εκτείνεται και σε εκείνους που έχουν αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια, γι’ αυτό η ίδια προϋπόθεση
195 Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ Ερμηνευτική – νομολογιακή ανάλυση, Τόμ. Α’, 1994, σελ. 83.
196 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 133.
197 ΑΠ 1897/1988, ΕλλΔνη 1989.791, ΕφΑθ 5987/1993, ΕλλΔνη 1995.880, ΕφΑθ 8439/1994, ΝοΒ
1994.1006, ΜΠρΑθ 5730/1996, Αρμ 1997.541.
198 ΕφΑθ 7541/1985, ΝοΒ 1986.1210, ΕφΑθ 6678/1982, ΝοΒ 1983.1289, ΕφΑθ 7443/1976, ΝοΒ
1977.756.

απαιτείται για τον ημεδαπό, ο οποίος αν δεν έχει στην ημεδαπή κατοικία ή διαμονή ούτε συντρέχει κάποια ειδική δωσιδικία, δεν υπάγεται αυτός στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, αν και έχει αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια199. Από τη διάταξη αυτή διαπιστώνεται ότι στο ελληνικό δίκαιο ισχύει πλέον η αρχή της εδαφικότητας και, ειδικότερα, ο κανόνας ότι όπου θεμελιώνεται κατά τόπο αρμοδιότητα των δικαστηρίων μας, είτε λόγω της γενικής ή ειδικής κατοικίας του εναγομένου είτε γιατί θεμελιώνεται κάποια άλλη δωσιδικία, εκεί υφίσταται και διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων μας200.
Η διάταξη του άρθρου 30 ΚΠολΔ θεσπίζει την αποκλειστική ειδική δωσιδικία της κληρονομίας (forum hereditatis201), προβλέποντας ότι ‘διαφορές που αφορούν την αναγνώριση κληρονομικού δικαιώματος ή διανομή κληρονομίας, απαιτήσεις του κληρονόμου εναντίον του νομέα ή του κατόχου της κληρονομίας, απαιτήσεις από κληροδοτήματα ή απαιτήσεις από άλλες διατάξεις αιτία θανάτου ή απαιτήσεις από νόμιμη μοίρα ή απαιτήσεις εναντίον εκτελεστών διαθήκης από νόμιμη μοίρα ή απαιτήσεις εναντίον εκτελεστών διαθήκης για την εκτέλεση των διατάξεών της, υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου ο κληρονομούμενος, όταν πέθανε, είχε την κατοικία του και, αν δεν είχε κατοικία, τη διαμονή του’. Επομένως, δεν έχουν διεθνή δικαιοδοσία τα ελληνικά δικαστήρια, όταν ο κληρονομούμενος δεν είχε κατοικία ή διαμονή στην Ελλάδα κατά το χρόνο του θανάτου του202. Η ρύθμιση αυτή ισχύει τόσο για τα κληρονομιαία που βρίσκονται στην Ελλάδα, όσο και για εκείνα που βρίσκονται στο εξωτερικό. Εκτός από τις διαφορές αυτές, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, στο ίδιο δικαστήριο εισάγονται και οι ‘απαιτήσεις μεταξύ των κληρονόμων έως τη διανομή της κληρονομίας, απαιτήσεις εξαιτίας χρεών του κληρονομούμενου ή της κληρονομίας, καθώς και εμπράγματες απαιτήσεις για κινητά που δεν περιλαμβάνονται στην παρ. 1’, εφόσον η σχετική με αυτές αγωγή ασκείται εντός

199 Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ Ερμηνευτική – νομολογιακή ανάλυση, Τόμ. Α’, 1994, σελ. 84.
200 Πανταζόπουλος, Η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων επί κληρονομικών διαφορών, ΕλλΔνη 2002, 1337.
201 Νικόπουλος, Περί της δωσιδικίας της κληρονομίας, Αρμ 1973, 349.
202ΑΠ 1730/2009, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 123/2000, ΕλλΔνη 2000.982 = ΝοΒ 230/2001 = ΕΕΝ 2001.538, ΑΠ
583/1995, ΕλλΔνη 1996.525, ΕφΑθ 4896/2003, ΕλλΔνη 2004.498, ΕφΑθ 1609/2003, ΕλλΔνη
2004.1467, ΕφΑθ 9015/1991, ΕλλΔνη 1991.1631, ΜΠρΛευκ 122/1989, ΑρχΝ 1989.475.

διετίας από το θάνατο του κληρονομουμένου. Πρόκειται για διαφορές, που δεν απορρέουν άμεσα από την εφαρμογή διατάξεων κληρονομικού δικαίου, αλλά των οποίων η γενεσιουργός αιτία διαπλέκεται με την κληρονομική διαδοχή. Στις διαφορές αφορά υπάγεται και η αμοιβή για τη διαχείριση της κληρονομιαίας περιουσίας, η οποία αποτελεί βάρος της κληρονομίας203. Μετά την πάροδο της διετίας, η αγωγή που τυχόν θα ασκηθεί υπάγεται είτε στη γενική δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου είτε σε κάποια ειδική δωσιδικία που επιβάλλεται από το είδος της διαφοράς204.
Με τη ρύθμιση αυτή, επιδιώκεται η υπαγωγή των κληρονομικών διαφορών σε ένα δικαστήριο205, έτσι ώστε η δωσιδικία της κληρονομίας να θεωρείται206 το δικονομικό αντίκρισμα της καθολικής διαδοχής, που επέρχεται με το θάνατο του προσώπου, συνιστά δηλαδή μία περίπτωση ‘ειδικής συνάφειας’, όπου  θεμελιώνεται αποκλειστική ειδική δωσιδικία207. Από την άποψη αυτή, η υπαγωγή του συνόλου των κληρονομικών διαφορών, ανεξάρτητα από την τοποθεσία των επιμέρους κληρονομιαίων, στην αποκλειστική δωσιδικία του δικαστηρίου της κατοικίας, άλλως της διαμονής του κληρονομούμενου κατά το χρόνο του θανάτου του, συμβαδίζει με τη ρύθμιση του άρθρου 28 ΑΚ, που υποβάλλει στο ίδιο δίκαιο το σύνολο των κληρονομικών σχέσεων208. Κοινό σημείο, επίσης, των διατάξεων των άρθρων 28 ΑΚ και 30 ΚΠολΔ συνιστά και η αναγωγή του χρόνου θανάτου του κληρονομούμενου σε κρίσιμη χρονική στιγμή για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου και της διεθνούς δικαιοδοσίας, αντίστοιχα. Η βασική διαφορά, όμως, μεταξύ των δύο διατάξεων είναι ότι ενώ ο επιλεγόμενος από τον κανόνα σύγκρουσης σύνδεσμος είναι η ιθαγένεια, ως βάση για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας χρησιμοποιείται η κατοικία, επικουρικά δε η διαμονή του κληρονομούμενου. Η ύπαρξη κατοικίας στην Ελλάδα θα πρέπει να κριθεί σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, που εφαρμόζεται ως lex fori, και το ίδιο δίκαιο θα
203 Κουσούλης, Διεθνής δικαιοδοσία για εκδίκαση αγωγής εκτελεστή διαθήκης προς λήψη της αμοιβής του, Γνμδ, Δ 2002, 276.
204 Κεραμεύς, Αστικό δικονομικό δίκαιο, 1983, σελ. 59.
205 ΜΠρΛευκ 122/1989, ΑρχΝ 1989.475.
206 Κεραμεύς, Αστικό δικονομικό δίκαιο, 1283, σελ. 58.
207 Πανταζόπουλος, Η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων επί κληρονομικών διαφορών, ΕλλΔνη 2002, 1337.
208 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 137.

εφαρμοσθεί και για να κριθεί, αν είχε ο κληρονομούμενος κατοικία στην αλλοδαπή κατά το χρόνο του θανάτου του.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι όλα τα ανωτέρω ισχύουν στο πεδίο του ελληνικού δικονομικού διεθνούς δικαίου επί των κληρονομικών διαφορών. Ωστόσο, ανεξάρτητα από τη διεθνή δικαιοδοσία του forum, εν προκειμένω των ελληνικών δικαστηρίων κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικονομικού διεθνούς δικαίου, είναι πιθανό να υφίσταται, σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις αλλοδαπού δικαίου, και διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων αλλοδαπής πολιτείας, με την οποία η επίδικη κληρονομική διαφορά εμφανίζει κάποιο σύνδεσμο. Δεν αποκλείεται, εξάλλου, λόγω ακριβώς της διασποράς των κληρονομιαίων σε περισσότερες χώρες, να δύνανται να επιληφθούν των κληρονομικών διαφορών τα δικαστήρια περισσότερων κρατών και αυτό να οδηγήσει σε forum shopping. Στην περίπτωση αυτή, η οριοθέτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων θα γίνει με γνώμονα την κατοικία, ανεξάρτητα από την τυχόν δικαιοδοσία άλλων κρατών, σύμφωνα με τις δικές τους διατάξεις δικονομικού διεθνούς δικαίου. Άλλο το ζήτημα αν θα εφαρμοσθούν περισσότερα δίκαια ως leges hereditatis από τα ελληνικά και τα αλλοδαπά δικαστήρια. Το ζήτημα της κατάτμησης της lex hereditatis θα διερευνηθεί από τα ελληνικά δικαστήρια στο στάδιο αναγνώρισης του δεδικασμένου της αλλοδαπής απόφασης, αν η υπόθεση υπαγόταν ή όχι, κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους, στο οποίο ανήκει το δικαστήριο που εξέδωσε την αλλοδαπή απόφαση209.
Κρίσιμο είναι το ζήτημα του κατά πόσο η διαμονή του κληρονομούμενου στην Ελλάδα κατά το χρόνο του θανάτου του καθιδρύει τη διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, μόνο εφόσον ο κληρονομούμενος στερούνταν κατοικίας όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Την άποψη αυτή ενισχύει και η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, η οποία θεσπίζει γενική δωσιδικία με σύνδεσμο τη διαμονή του εναγομένου, όταν αυτός στερείται κατοικίας στην ημεδαπή ή την αλλοδαπή. Ωστόσο, αυτή η ερμηνεία αυξάνει τον κίνδυνο



209 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 142.

αρνησιδικίας210. Έτσι, υποστηρίζεται ότι αν ο κληρονομούμενος είχε κατοικία στην αλλοδαπή και διέμενε απλώς στην ημεδαπή κατά το χρόνο του θανάτου του, τότε σε καμία περίπτωση δεν αποκτούν τα ελληνικά δικαστήρια δικαιοδοσία δυνάμει απλώς του γεγονότος ότι ‘συντρέχει’ ο σύνδεσμος της διαμονής στη χώρα μας με το σύνδεσμο της κατοικίας στην αλλοδαπή211. Πάντως, και η νομολογία φαίνεται να προχωρεί στο σύνδεσμο της διαμονής, μόνο εφόσον ελλείπει ο σύνδεσμος της κατοικίας212.
Τη μελέτη της γενικής ρύθμισης ως προς τα ζητήματα αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, ακολουθεί το ειδικότερο ζήτημα της έρευνας της έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου στο χώρο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας.

ii.    Η έρευνα της έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου


Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 ΚΠολΔ, το δικαστήριο ερευνά την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας είτε έπειτα από πρόταση του εναγομένου είτε και αυτεπαγγέλτως, αν αυτός δεν παρίσταται. Σε κάθε περίπτωση, ο έλεγχος αυτός διενεργείται με βάση τις αρχές του συστήματος συζήτησης: το δικαστήριο καλείται να ελέγξει τη διεθνή δικαιοδοσία στηριζόμενο στα γεγονότα που αναφέρονται στην αγωγή213, χωρίς μάλιστα να ερευνά στο συγκεκριμένο στάδιο αν αυτά είναι αληθή214. Συχνά, εξάλλου, η θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας εξαρτάται από  το νομικό χαρακτηρισμό της υποβαλλόμενης αξίωσης. Αυτό συμβαίνει συνήθως στο πλαίσιο των ειδικών δικαιοδοτικών βάσεων, η ύπαρξη των οποίων συναρτάται προς το νομικό χαρακτηρισμό του δικαιώματος, που ο ενάγων ισχυρίζεται ότι έχει. Το δικαστήριο εξετάζει τότε, αν από τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που εκτίθενται στην αγωγή, προκύπτει η ύπαρξη αξίωσης της συγκεκριμένης νομικής μορφής, χωρίς να δεσμεύεται από την άποψη του ενάγοντα ως προς τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό. Όπως ακριβώς κατά το στάδιο του ελέγχου της βασιμότητας, το
210 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 143. 211 Μητσόπουλος, Πολιτική δικονομία, Τεύχος Α’, σελ. 224, Πανταζόπουλος, Η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων επί κληρονομικών διαφορών, ΕλλΔνη 2002, 1337.
212 ΑΠ 583/1995, ΕλλΔνη 1996.330 = ΕλλΔνη 1996.595 = ΕΕΝ 1996.508 = ΝοΒ 1997.37.
213 ΕφΑθ 754/1991, Αρμ 1992.367.
214 ΕφΑθ 172/1984, Δ 1984.495.

δικαστήριο προβαίνει αυτό στην υπαγωγή των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στον κατάλληλο κανόνα δικαίου, έτσι και κατά τον έλεγχο του παραδεκτού της αγωγής, και ειδικά κατά την εξέταση της διεθνούς δικαιοδοσίας, ερευνά αν οι πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντα, κι αν υποτεθεί ότι είναι αληθινοί, μπορούν να θεμελιώσουν την αξίωση συγκεκριμένου νομικού χαρακτήρα, από την οποία εξαρτάται η διεθνής του δικαιοδοσία215.
Έτσι, λοιπόν, αυτήν τη διεργασία πρέπει να ακολουθήσει το ελληνικό δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει αγωγή με αντικείμενο την ικανοποίηση της αξίωσης του ενάγοντα προς καταβολή αμοιβής οφειλόμενης σε αυτόν, επειδή του ανατέθηκε με διαθήκη ελληνίδας μόνιμης κατοίκου Ελβετίας να διαχειρίζεται την κληρονομιαία περιουσία της ανήλικης κόρης της μέχρι την ενηλικίωσή της216. Ειδικότερα, για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, ο ενάγων προέβη σε νομικό χαρακτηρισμό της αξίωσής του. Συγκεκριμένα, ισχυρίσθηκε ότι η αμοιβή του ως ειδικού διαχειριστή και γραμματέα της Διαχειριστικής Επιτροπής της περιουσίας της ανήλικης κληρονόμου έχει συμβατικό χαρακτήρα, αφού απορρέει από την ανατεθείσα σε αυτόν, με τη  διαθήκη της κληρονομούμενης, εντολή διαχείρισης της περιουσίας της ανήλικης κόρης της, την οποία αποδέχθηκε. Έτσι, κατά τον ίδιο, η επιδίκαση της αμοιβής του υπάγεται στη διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων κατά τις διατάξεις των άρθρων 3 και 5 εδ. 1 της Σύμβασης του Λουγκάνο. Εντούτοις, ανεξάρτητα από τον αυτόνομο ή τον, κατά το ιδδδ του forum, προσδιορισμό των κληρονομικών σχέσεων, μία τέτοια αξίωση άπτεται της σφαίρας της καθόλου κληρονομικής διαδοχής και, ειδικά, της διαδοχής δυνάμει διαθήκης. Η εξουσία του εκτελεστή – διαχειριστή της κληρονομιαίας περιουσίας έχει την πηγή της σε διάταξη τελευταίας βούλησης, η δε αξίωση του εκτελεστή για αμοιβή έχει την πηγή της στους κανόνες του κληρονομικού δικαίου και αποτελεί απαίτηση στρεφόμενη κατά της κληρονομίας. Η δημιουργούμενη, λοιπόν, διαφορά εμπίπτει στον πυρήνα της έννοιας της κληρονομικής σχέσης και εξαιρείται εντεύθεν από το πεδίο εφαρμογής
215 Κουσούλης, Διεθνής δικαιοδοσία για εκδίκαση αγωγής εκτελεστή διαθήκης προς λήψη της αμοιβής του, Γνμδ, Δ 2002, 276.
216 Κουσούλης, Διεθνής δικαιοδοσία για εκδίκαση αγωγής εκτελεστή διαθήκης προς λήψη της αμοιβής του, Γνμδ, Δ 2002, 276.

των Συμβάσεων Βρυξελλών και Λουγκάνο. Επομένως, η διεθνής δικαιοδοσία για την εκδίκασή της πρέπει να κριθεί κατά τους κανόνες του ημεδαπού δικονομικού διεθνούς δικαίου.
Συναφές με το ζήτημα της έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του ελληνικού δικαστηρίου είναι και το ζήτημα της σύγκρουσης της δωσιδικίας της κληρονομίας με κάποια άλλη αποκλειστική δωσιδικία. Ειδικότερα, το ζήτημα τέθηκε ως προς τη σύγκρουση της αποκλειστικής δωσιδικίας της κληρονομίας με την αποκλειστική δωσιδικία της συνάφειας της διάταξης του άρθρου 31 ΚΠολΔ. Κατά τη σταθερή θέση της ελληνικής θεωρίας217, σε περίπτωση σύγκρουσης της αποκλειστικής δωσιδικίας της συνάφειας με οποιαδήποτε άλλη αποκλειστική δωσιδικία, όπως εδώ με τη δωσιδικία της κληρονομίας, το προβάδισμα έχει η δωσιδικία της συνάφειας218. Και τούτο, διότι διαφορετικά ενεργοποιείται ο κίνδυνος, στην αποτροπή του οποίου στοχεύει, δηλαδή ο κίνδυνος να εκδοθούν αντιφατικές αποφάσεις για τις συναφείς διαφορές. Αυτός ο κίνδυνος αποτρέπεται μόνο με την προτεραιότητα που πρέπει να έχει, και όντως έχει, η αποκλειστική δωσιδικία της συνάφειας έναντι της αποκλειστικής δωσιδικίας της κληρονομίας. Και κατά την ελληνική νομολογία έχει κριθεί219 ότι το γεγονός ότι μία αγωγή υπάγεται κανονικά στην αποκλειστική δωσιδικία της κληρονομίας και απευθύνεται έναντι τρίτων προσώπων δεν ασκεί οποιαδήποτε επιρροή στη θεμελίωση της δικαιοδοσίας και τοπικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου, που έχει επιληφθεί συναφούς αγωγής, διότι η αποκλειστική δωσιδικία της συνάφειας ισχύει, ανεξάρτητα αν η εφελκόμενη διαφορά θα υπήγετο σε αποκλειστική ή συντρέχουσα δωσιδικία, αν ήγετο αυτοτελώς σε δίκη, και τούτο διότι δεν νοείται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων. Μάλιστα, η δωσιδικία της συνάφειας δεν προϋποθέτει αναγκαίως ταυτότητα διαδίκων ανάμεσα στις δύο συναφείς δίκες. Η αποκλειστική δωσιδικία της συνάφειας θεμελιώνεται, ακόμη και όταν η δεύτερη συναφής δίκη κινείται με πρωτοβουλία προσώπου, το οποίο δεν είναι διάδικος στην πρώτη, όπως τούτο γίνεται αμέσως φανερό στην απαρίθμηση των συναφών δικών που κάνει η ίδια η
217 Μπέης, Διεθνής δικαιοδοσίας ελληνικών δικαστηρίων για κληρονομικές διαφορές, Δ 1997, 749. 218 Αντίθετα, Πανταζόπουλος, Η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων επί κληρονομικών διαφορών, ΕλλΔνη 2002, 1337.
219 ΠΠρΑθ 9971/1997, ΕλλΔνη 1998.692.

διάταξη του άρθρου 31 παρ. 1 ΚΠολΔ, αναφέροντας χαρακτηριστικά την περίπτωση των παρεμβάσεων, όπου είναι βέβαιο ότι ο ήδη παρεμβαίνον δεν ήταν ως τώρα διάδικος της αρχικής δίκης. Από κανένα σημείο του άρθρου 31 ΚΠολΔ δεν αξιώνεται ταυτότητα διαδίκων των δύο συναφών δικών, προκειμένου να καθιδρυθεί η αποκλειστική δωσιδικία της συνάφειας. Η ταυτότητα αναφέρεται στην ταυτότητα ή αλληλουχία των εννόμων σχέσεων, οι οποίες όμως δεν είναι απαραίτητο να έχουν εντελώς τα ίδια υποκείμενα. Αυτό γίνεται φανερό στην περίπτωση της αγωγής του εκ διαθήκης κληρονόμου, ο οποίος ενάγει τους εκτελεστές της διαθήκης, αξιώνοντας να καταδικαστούν να του καταβάλουν όσα η διαθήκη ορίζει. Η δικαστική παραδοχή της αγωγής τούτης ως νομικά βάσιμης προϋποθέτει ότι δεν υπάρχει νόμιμο κώλυμα, που να εμποδίζει την καταδίκη των εκτελεστών της διαθήκης. Τέτοιο νόμιμο κώλυμα είναι η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, που έχει διατάξει προσωρινά τους εκτελεστές να μην προβούν σε καμία καταβολή από την κληρονομική περιουσία, ώσπου να κριθεί τελεσίδικα αν τρίτο πρόσωπο έχει τα εξ αδιαθέτου κληρονομικά δικαιώματα, που επικαλείται ότι έχει. Εδώ, λοιπόν, είναι πρόδηλο ότι υπάρχει ουσιαστική συνάφεια ανάμεσα, αφενός, στην υποχρέωση των εκτελεστών να καταβάλουν στον εκ διαθήκης κληρονόμο και, αφετέρου, στην ανυπαρξία του επικαλούμενου από τον τρίτο δικού του εξ αδιαθέτου κληρονομικού δικαιώματος. Η απαγόρευση καταβολής δεν είναι νόμιμη, αν ο τρίτος πράγματι δεν έχει εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα και, αντίστροφα, η αγωγή για την καταδίκη των εκτελεστών να καταβάλουν στον εκ διαθήκης κληρονόμο είναι βάσιμη, αν δεν υπάρχει το επικαλούμενο από τον τρίτο εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα. Για το λόγο αυτό, το ελληνικό δικαστήριο, ενώπιον του οποίου παραδεκτά εκκρεμεί η καταψηφιστική αγωγή του εκ διαθήκης  κληρονόμου εναντίον των εκτελεστών αυτής της διαθήκης, έχει κατά το άρθρο 31 ΚΠολΔ λόγω συνάφειας αποκλειστική αρμοδιότητα, συνακόλουθα κατά το άρθρο 3 παρ. 1 ΚΠολΔ και αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία να δικάσει την αρνητική αναγνωριστική  αγωγή του ίδιου ενάγοντα εναντίον εκείνου, που επικαλείται ότι έχει εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα στην ίδια κληρονομιαία περιουσία.

Τέλος, έχει κριθεί220 ότι η δωσιδικία της κληρονομίας υπερισχύει ακόμη και της καθιερούμενης με το άρθρο 27 ΚΠολΔ αποκλειστικής δωσιδικίας των εταιρικών διαφορών και της θεσπιζόμενης με το άρθρο 29 ΚΠολΔ αποκλειστικής δωσιδικίας του ακινήτου και αποκλείει και κάθε άλλη συντρέχουσα δωσιδικία, όπως η δωσιδικία της περιουσίας του άρθρου 40 ΚΠολΔ.
Τα ζητήματα αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας θα ολοκληρώσει η ανάπτυξη της δυνατότητας ή μη παρέκτασης κατά τη βούληση του διαθέτη.

iii.    Η δυνατότητα παρέκτασης


Δεν είναι σπάνιο στην πράξη ο διαθέτης να εκφράζει στη διαθήκη του την επιθυμία του όλες οι κληρονομικές διαφορές που τυχόν θα ανακύψουν στο μέλλον, αναφορικά με την κληρονομιαία περιουσία του, να υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα και διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων συγκεκριμένης πόλης.
Έτσι, έχουμε συναντήσει διαθήκη221, με την οποία ο διαθέτης ορίζει κάθε κληρονόμος του, κατά τις διατάξεις της τελευταίας βούλησής του, εντός συγκεκριμένης προθεσμίας από τη γνώση του περιεχομένου της διαθήκης του να δηλώσει εγγράφως, με επιστολή του απευθυνόμενη προς καθέναν από τους εκτελεστές και τους άλλους κληρονόμους του, αν είναι αποφασισμένος ή όχι να συμμορφωθεί με όλες τις διατάξεις της παρούσας διαθήκης, ορίζοντας κατά λέξη το περιεχόμενο του κειμένου της επιστολής. Στο περιεχόμενο αυτό είναι πιθανό να ορίζεται και ρητή δήλωση, με την οποία κάθε κληρονόμος δηλώνει ότι συμφωνεί κάθε διαφορά, δίκη ή διαδικασία σχετιζόμενη με οποιονδήποτε τρόπο με το θάνατο του διαθέτη και/ή τη διαθήκη του, περιλαμβανομένων ενδεικτικά και των  διαφορών για το κύρος και την ερμηνεία της, να υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του δικαστηρίου συγκεκριμένης πόλης, με ρητή μάλιστα παραίτηση από κάθε δικαίωμα και ένσταση για έλλειψη δικαιοδοσίας. Στην περίπτωση που

220 ΑΠ 583/1995, ΕλλΔνη 1996.330 = ΕλληΔνη 1996.595 = ΕΕΝ 1996.508 = ΝοΒ 1997.37, ΕφΑθ
5987/1993, ΕλλΔνη 1995.880, ΜΠρΑθ 5730/1996, Αρμ 1997.541, ΜΠρΛευκ 122/1989, ΑρχΝ
1989.475.
221 Μπέης, Διεθνής δικαιοδοσίας ελληνικών δικαστηρίων για κληρονομικές διαφορές, Δ 1997, 749,
ΠΠρΑθ 9970/1997, ΕλλΔνη 1998.677, ΠΠρΑθ 9971/1997, ΕλλΔνη 1998.692.

τέτοια επιθυμία εκφραστεί από το διαθέτη σε διάταξη της διαθήκης του και οι κληρονόμοι και οι εκτελεστές διαθήκης, συμμορφούμενοι με την επιθυμία του διαθέτη, δηλώσουν εγγράφως αμοιβαία ότι παρεκτείνουν την αρμοδιότητα και διεθνή δικαιοδοσία των ορισθέντων από το διαθέτη δικαστηρίων για όλες τις κληρονομικές διαφορές τους, πρόκειται με τις αμοιβαίες αυτές δηλώσεις των διαδίκων τυχόν ανοιγείσας δίκης για έγκυρη παρέκταση, αφού κατά τη διάταξη του άρθρου 41 παρ. 1 ΚΠολΔ επιτρέπεται παρέκταση ακόμη και σε βάρος αποκλειστικής δωσιδικίας, όπως εδώ της δωσιδικίας της κληρονομίας. Και τα ελληνικά δικαστήρια έχουν κρίνει222 ότι με την αποστολή εκ μέρους του ενάγοντος επιστολής, κατ’  εντολή του διαθέτη, που περιέχει συμφωνία παρέκτασης υπέρ των δικαστηρίων Αθηνών και που φέρει την ιδιόγραφη υπογραφή του προς όλους τους εναγομένους
– λοιπούς κληρονόμους, οι οποίοι και βεβαίωσαν εγγράφως τη λήψη της, με την αντίστοιχη αποστολή από τους τελευταίους επιστολών που περιέχουν την ίδια συμφωνία παρέκτασης υπέρ των δικαστηρίων των Αθηνών και φέρουν ομοίως τις ιδιόγραφες υπογραφές τους προς τον ενάγοντα, ο οποίος και βεβαίωσε εγγράφως τη λήψη τους, καθώς και με την εκ μέρους των εκτελεστών της διαθήκης αποστολή της επιστολής προς τον ενάγοντα με το προαναφερθέν περιεχόμενο, συνομολογήθηκε έγκυρη έγγραφη συμφωνία παρέκτασης υπέρ των δικαστηρίων των Αθηνών. Η συμφωνία αυτή ανταποκρίνεται σε όλες τις απαιτήσεις του ελληνικού δικονομικού δικαίου κατ’ άρθρο 41 ΚΠολΔ, αφού αφορά σε περιουσιακές διαφορές, έχει συσταθεί εγγράφως και προσδιορίζει επακριβώς το πλέγμα των εννόμων σχέσεων που καλύπτει.
Το ζήτημα, ωστόσο, που τίθεται, ενόψει της συμφωνίας των διαδίκων, που απαιτείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 42, 43 και 44 ΚΠολΔ, είναι αν μπορεί να γίνει παρέκταση τοπικής αρμοδιότητας με μονομερή δικαιοπραξία, και μάλιστα προσώπου, το οποίο δεν είναι διάδικος στην ανοιγόμενη πολιτική δίκη, όπως είναι ο κληρονομούμενος διαθέτης, που όρισε με τη διαθήκη του ποιο θέλει να είναι το τοπικώς αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των κληρονομικών διαφορών, που



222 ΠΠρΑθ 9970/1997, ΕλλΔνη 1998.677, ΠΠρΑθ 9971/1997, ΕλλΔνη 1998.692.

τυχόν θα ανακύψουν σχετικά με την κληρονομία του. Έχει υποστηριχθεί223 ότι η παρέκταση της τοπικής αρμοδιότητας και, συνακόλουθα, της διεθνούς δικαιοδοσίας, που γίνεται με τη διαθήκη για τις κληρονομικές διαφορές μεταξύ των εκ διαθήκης κληρονόμων ή μεταξύ εκείνων και των κληροδόχων ή των εκτελεστών διαθήκης, είναι ισχυρή, δίχως να χρειάζεται απαραίτητα και η συγκατάθεση των διαδίκων. Ασφαλώς, η κρίση του διαθέτη αναφορικά με την προσφορότητα ενός άλλου δικαστηρίου, που θα έχει αρμοδιότητα και διεθνή δικαιοδοσία, δεν μπορεί να είναι αυθαίρετη, με την επιλογή για παράδειγμα ενός τελείως απρόσιτου δικαστηρίου. Με την επιφύλαξη, όμως, αυτή, η έννομη τάξη δεν έχει κανένα λόγο να εναντιωθεί στην επιλογή του διαθέτη, πολύ περισσότερο όταν εκείνος κάνει μία πιο πρόσφορη επιλογή από εκείνη που κάνει ο νόμος με τη άρθρο 30 ΚΠολΔ, δηλαδή όταν αντί για το αλλοδαπό δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου θα έχει την τελευταία του κατοικία, επιλέγει το δικαστήριο της πρωτεύουσας της δικής του χώρας, της οποίας το ουσιαστικό κληρονομικό δίκαιο θα κληθεί να εφαρμόσει και με το οποίο προδήλως έχει μεγαλύτερη εξοικείωση από το αλλοδαπό δικαστήριο της τελευταίας κατοικίας του. Και τούτο, ενόψει και του σκοπού της ρύθμισης του άρθρου 30 παρ. 1 ΚΠολΔ, δηλαδή την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων μέσω της συγκέντρωσης όλων των κληρονομικών διαφορών σε ένα δικαστήριο. Βέβαια, είναι αλήθεια ότι, στην περίπτωση αυτή, η διάταξη αυτή της διαθήκης δεν δεσμεύει τον εξ αδιαθέτου κληρονόμο που εναντιώνεται στη διαθήκη αξιώνοντας δικαίωμα νόμιμης μοίρας, όμως η εμμονή του στη δωσιδικία της κληρονομίας συνιστά συμπεριφορά αντίθετη στους κανόνες της καλής πίστης, κάτι που απαγορεύει η διάταξη του άρθρου 116 ΚΠολΔ, επειδή η εμμονή του αυτή υπερακοντίζει και αντιστρατεύεται το νομοθετικό σκοπό, για τον οποίο ιδρύθηκε αυτή η δωσιδικία, δηλαδή τη συγκέντρωση όλων των κληρονομικών διαφορών στο ίδιο δικαστήριο. Συνακόλουθα, τυχόν ένστασή του έλλειψης τοπικής αρμοδιότητας και διεθνούς δικαιοδοσίας κατ’ επίκληση του άρθρου 30 παρ. 1 ΚΠολΔ, θα πρέπει να χαρακτηρισθεί ως αντίθετη στους κανόνες καλής πίστης, που επιβάλλει το άρθρο 116 ΚΠολΔ, και να απορριφθεί για το λόγο αυτό ως απαράδεκτη, διότι η επίκληση

της δωσιδικίας της κληρονομίας του άρθρου 30 ΚΠολΔ είναι σύμφωνη εν προκειμένω μόνο με το γράμμα και όχι και με το πνεύμα της διάταξης αυτής224.
Πέρα από τα ζητήματα κληρονομικού δικαίου αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, ιδιωτικοδιεθνολογικά ζητήματα ανακύπτουν και στο χώρο της εκούσιας δικαιοδοσίας.

β. Ζητήματα κληρονομικού δικαίου εκούσιας δικαιοδοσίας


i.    Η γενική ρύθμιση


Διαφορετική είναι η λύση, που καθιερώνεται ως προς τα ζητήματα κληρονομικού δικαίου, τα οποία υπάγονται κατά το ελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο στην εκούσια δικαιοδοσία. Στην περίπτωση αυτή, η θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων θα γίνει από τη συνδυασμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 3 και 810 επ. ΚΠολΔ., χωρίς να ασκεί καμία απολύτως επιρροή ποιο είναι το δίκαιο που διέπει την κληρονομική διαδοχή, αν δηλαδή είναι το ελληνικό ή το αλλοδαπό. Σε αντίθεση με τις κληρονομικές διαφορές αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, δικαστήριο της κληρονομίας, αρμόδιο να επιληφθεί κληρονομικών ζητημάτων, που επιλύονται κατά το ελληνικό δικονομικό δίκαιο με τη διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας, είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, στην Περιφέρεια του οποίου ο κληρονομούμενος είχε την κατοικία του κατά το χρόνο του θανάτου του. Αν ο κληρονομούμενος εστερείτο κατοικίας στην Ελλάδα κατά το χρονικό αυτό σημείο, λαμβάνεται υπόψη ο τόπος διαμονής, στην περίπτωση δε που ούτε διαμονή υπήρχε, αρμόδιο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο της πρωτεύουσας του κράτους. Επομένως, για τα ζητήματα κληρονομικού δικαίου, τα οποία υπάγονται κατά το ελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο στην εκούσια δικαιοδοσία, τα ελληνικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία, ακόμη και αν ο κληρονομούμενος είχε αλλοδαπή ιθαγένεια και στερείτο κατοικίας ή διαμονής στην Ελλάδα, όταν απεβίωσε. Στην περίπτωση αυτή, αρμόδιο είναι το Μονομελές

Πρωτοδικείο Αθηνών. Δεν αποκλείεται, επομένως, η κληρονομική υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας να αχθεί ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων και σε περιπτώσεις όπου ο μοναδικός ‘σύνδεσμος’ των κληρονομικών σχέσεων με την ελληνική έννομη τάξη συνίσταται στο ότι τα κληρονομιαία ή μέρος αυτών βρίσκονται στην Ελλάδα. Εμφανής είναι η διαφορά σε σχέση με τον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας σε υποθέσεις αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, για τις οποίες δεν υφίσταται επικουρική αρμοδιότητα των δικαστηρίων της πρωτεύουσας225.
Η ρύθμιση αυτή εναρμονίζεται πλήρως με τη διάταξη του άρθρου 120 ΕισΝΑΚ, η οποία προβλέπει επί υποθέσεων εκούσιας δικαιοδοσίας την επικουρική αρμοδιότητα των δικαστηρίων της πρωτεύουσας του κράτους226 και έχει ως αποτέλεσμα να υπάγεται στη διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων το σύνολο των κληρονομικών υποθέσεων εκούσιας δικαιοδοσίας.
Κατά βάση, κατά τη διάταξη του άρθρου 810 ΚΠολΔ ρυθμίζονται ζητήματα, που ανάγονται στη διοίκηση και διαχείριση της κληρονομίας, όπως ο διορισμός, η αντικατάσταση ή η παύση του κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομίας ή ειδικού κηδεμόνα προς διεξαγωγή δίκης, ο ορισμός προθεσμίας για δήλωση επιλογής από τον βεβαρημένο με κληροδότημα ή τον κληροδόχο ως τρίτο, η δικαστική εκκαθάριση της κληρονομικής περιουσίας που περιέρχεται στον εξ απογραφής κληρονόμο και η κατάθεση διαθήκης από αυτόν που την κατέχει227.
Το ιδιωτικοδιεθνολογικό ζήτημα που ανακύπτει είναι ποιο δίκαιο θα εφαρμοσθεί ως lex hereditatis. Ορθό είναι να θεωρηθεί ότι το ελληνικό δικαστήριο, που επιλαμβάνεται κληρονομικής υπόθεσης, οφείλει να εφαρμόσει τον κανόνα σύγκρουσης του άρθρου 28 ΑΚ, προκειμένου να εξεύρει το δίκαιο, κατά το οποίο θα διαμορφώσει τη δικαιοδοτική του κρίση. Συνεπώς, ελλείπει και εν προκειμένω οποιαδήποτε σύνδεση της διεθνούς δικαιοδοσίας με το εφαρμοστέο δίκαιο228.




225 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 159
- 160.
226 Παπαντωνίου, Κληρονομικό δίκαιο, Έκδοση 5η, 1989, σελ. 79.
227 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 160.
228 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 161
- 162.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο χώρο της εκούσιας δικαιοδοσίας παρουσιάζει το ζήτημα του κληρονομητηρίου, του οποίου η προσέγγιση και η ανάπτυξη των ζητημάτων του σχετικού θεσμού ακολουθεί αμέσως κατωτέρω.

ii.    Η χορήγηση κληρονομητηρίου αα. Ο θεσμός του κληρονομητηρίου
Η συναλλαγή με πρόσωπο, που ενεργεί ως κληρονόμος, ενέχει συνήθως κινδύνους για τον αντισυμβαλλόμενο. Έτσι, για παράδειγμα, αν κάποιος πώλησε, επικαλούμενος εξ αδιαθέτου κληρονομικό του δικαίωμα, και μετά δημοσιευθεί διαθήκη, ο αγοραστής μένει απροστάτευτος ανεξάρτητα από την καλή του πίστη. Ο τρίτος θα είναι, όμως, συνήθως δύσκολο να διαπιστώσει, αν η διαθήκη την οποία επικαλείται ο αντισυμβαλλόμενός του είναι έγκυρη ή ότι δεν έχει ανακληθεί. Παρομοίως, και ο κληρονόμος δυσκολεύεται να πείσει έναν τρίτο ότι αυτός είναι ο πραγματικός κληρονόμος. Την προστασία κυρίως του τρίτου, αλλά και τη διευκόλυνση του κληρονόμου, θέλησε να εξασφαλίσει ο νομοθέτης με το θεσμό του κληρονομητηρίου229.
Το δικαστήριο της κληρονομίας δύναται να χορηγήσει, κατά τη διάταξη του άρθρου 819 ΚΠολΔ, ύστερα από αίτηση του κληρονόμου, του καταπιστευματοδόχου ή του εκτελεστή διαθήκης, κληρονομητήριο, δηλαδή πιστοποιητικό με το οποίο τεκμαίρονται τα δικαιώματα, που έχουν ως προς την κληρονομία τα πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτό230, τα οποία μπορεί να είναι ο κληρονόμος, ο καταπιστευματοδόχος, ο κληροδόχος και ο εκτελεστής διαθήκης231. Τεκμαίρεται, επίσης, ότι επί των δικαιωμάτων αυτών δεν υφίστανται περιορισμοί άλλοι από αυτούς, που αναγράφονται στο κληρονομητήριο. Αυτές οι ιδιότητές του το καθιστούν εξαιρετικά χρήσιμο τόσο για το δικαιούχο όσο και για τους τρίτους.



229Παπαντωνίου, Κληρονομικό δίκαιο, 1989, σελ. 171 επ.
230 Άρθρα 1962 ΑΚ, 821 ΚΠολΔ.
231 Φίλιος, Κληρονομικό δίκαιο, Γενικό μέρος, 1996, σελ. 156.

Από τις διατάξεις του ΚΠολΔ αναμφίβολα προκύπτει ότι ως κληρονομητήριο δεν θεωρείται η δικαστική απόφαση, που δέχεται την αίτηση παροχής κληρονομητηρίου, αλλά το ειδικό πιστοποιητικό, που βάσει της διαταγής της απόφασης, παρέχει ο γραμματέας του δικαστηρίου της κληρονομίας. Η απόφαση δεν έχει δεσμευτική δύναμη (δεδικασμένο) ως προς τα δικαιώματα, που θα βεβαιωθούν με το κληρονομητήριο, σε αντίθεση με την τελεσίδικη απόφαση, που εκδίδεται έπειτα από αγωγή του κληρονόμου εναντίον εκείνου, που αμφισβητεί το κληρονομικό δικαίωμα, η οποία αναπτύσσει δεδικασμένο ως προς το δικαίωμα που κρίθηκε. Το κληρονομητήριο αναπτύσσει νόμιμο τεκμήριο, μαχητό, που ισχύει σε βάρος του αληθούς κληρονόμου και υπέρ του τρίτου, που συνέπραξε σε δικαιοπραξία με το φερόμενο ως δικαιούχο στο κληρονομητήριο, ακόμη κι αν τα πρόσωπα αυτά δεν ήταν διάδικοι στη δίκη έκδοσης του  κληρονομητηρίου. Αντίθετα, η τελεσίδικη απόφαση, που αναγνωρίζει το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος, είναι δεσμευτική, ακαταμάχητη και περιορίζεται αποκλειστικά ανάμεσα στους διαδίκους232. Προσδίδεται, έτσι, στο κληρονομητήριο δημόσια πίστη, καθώς αναγνωρίζονται ως έγκυρες, και απέναντι στον αληθινό κληρονόμο, δικαιοπραξίες με καλόπιστους τρίτους, του προσώπου που αναγράφεται στο κληρονομητήριο ως κληρονόμος ή και με άλλη ιδιότητα233. Το μαχητό τεκμήριο δικαιώματος, που παράγεται από το κληρονομητήριο, λαμβάνεται υπόψη ιδίως στις πολιτικές δίκες που αφορούν, άμεσα ή έμμεσα, στα κληρονομικά δικαιώματα των προσώπων, που αναφέρονται σε αυτό. Αυτό έχει ως συνέπεια να μετακυλίεται το βάρος απόδειξης σχετικά με το ότι δεν υφίσταται το πιστοποιούμενο κληρονομικό δικαίωμα στο διάδικο, ο οποίος το αμφισβητεί. Εξάλλου, τυχόν ανατροπή του τεκμηρίου με μεταγενέστερη δικαστική απόφαση ισχύει μόνο μεταξύ των διαδίκων στη σχετική δίκη, όχι και για τους τρίτους, οι οποίοι δύνανται να ζητήσουν από το δικαστήριο, που το εξέδωσε, να αφαιρεθεί, να κηρυχθεί ανίσχυρο, να τροποποιηθεί ή να ανακληθεί το κληρονομητήριο234.



232 Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ Ερμηνευτική – νομολογιακή ανάλυση, Τόμ. Η’, 1994, σελ. 604.
233 Παπαντωνίου, Κληρονομικό δίκαιο, 1989, σελ. 182.
234 Άρθρο 823 παρ. 1 ΚΠολΔ.

Επιπλέον, το κληρονομητήριο επιτρέπει στα πρόσωπα, που αναγράφονται σε αυτό, να κάνουν χρήση των δικαιωμάτων, που τους παρέχει η αναγραφόμενη σε αυτό ιδιότητά τους. Έτσι, όποιος αναφέρεται σε αυτό ως κληρονόμος, θα μπορέσει να το επικαλεσθεί για να προβεί σε ανάληψη τραπεζικών καταθέσεων του κληρονομουμένου, ενδεχομένως σε χώρα άλλη από εκείνη, της οποίας τα δικαστήρια εξέδωσαν το κληρονομητήριο. Σε αυτές, ακριβώς, τις περιπτώσεις ανακύπτει η πρακτική σημασία του κληρονομητηρίου στο πεδίο των κληρονομικών σχέσεων, που συνδέονται με περισσότερες της μίας έννομες τάξεις235.
Είναι απαραίτητο να προσδιορισθεί η νομική φύση του κληρονομητηρίου,  αν δηλαδή πρόκειται για θεσμό του ουσιαστικού δικαίου, με τον οποίο παράγονται συνέπειες ουσιαστικού δικαίου, που κατατείνουν στην προστασία των κληρονομικών δικαιωμάτων και τη νομιμοποίηση των αναφερομένων σε αυτό προσώπων, ή αν, αντίθετα, αποτελεί θεσμό του δικονομικού δικαίου, του οποίου η λειτουργία είναι προεχόντως αποδεικτική. Η θεωρητική αυτή διχογνωμία δημιουργεί οπωσδήποτε ποικίλα προβλήματα για τη θεωρία του αστικού δικονομικού και του κληρονομικού δικαίου, ακόμα κι όταν περιορίζεται στο αμιγώς εθνικό πλαίσιο. Όταν, όμως, μέσα στο όλο πλέγμα των κληρονομικών σχέσεων, που καλείται να βεβαιώσει το κληρονομητήριο, υπεισέρχεται ένα στοιχείο αλλοδαπότητας, που σύμφωνα με το ιδδδ μεταβάλλει την εθνικότητα του εφαρμοστέου δικαίου, τότε το πρόβλημα επιτείνεται. Κι αυτό, διότι διαφορετική οδό θα πρέπει να ακολουθήσει ο δικαστής, που θα δεχθεί το κληρονομητήριο ως θεσμό του ουσιαστικού δικαίου, από εκείνον που θα ακολουθήσει την άλλη άποψη236. Η επιλογή της μίας ή της άλλης άποψης έχει ιδιαίτερη πρακτική σημασία, όταν εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή είναι αλλοδαπό δίκαιο. Και τούτο, διότι, αν θεωρηθεί ότι πρόκειται για θεσμό του ουσιαστικού δικαίου, η χορήγηση του κληρονομητηρίου θα γίνει σύμφωνα με τους κανόνες της lex hereditatis, κατ’ εφαρμογή του κανόνα σύνδεσης του άρθρου 28 ΑΚ, ενώ αντίθετα αν θεωρηθεί ότι πρόκειται για θεσμό του δικονομικού δικαίου, θα εφαρμοσθούν οι δικονομικές

235 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 170. 236 Γραμματικάκη-Αλεξίου, Προβλήματα εφαρμογής του αλλοδαπού δικαίου και ειδικότερα στη διαδικασία έκδοση κληρονομητηρίου, Αρμ 1976, 527.

διατάξεις της lex fori. Πάντως, και στις δύο περιπτώσεις το ουσιαστικό περιεχόμενο του κληρονομητηρίου, και ιδίως η έκταση των αναφερόμενων σε αυτό δικαιωμάτων, θα προσδιορισθούν σύμφωνα με τη lex hereditatis, υπό την έννοια ότι εκείνης οι διατάξεις θα εφαρμοσθούν237.
Οι υποστηρικτές της πρώτης άποψης θεωρούν το κληρονομητήριο θεσμό ουσιαστικού δικαίου, επειδή αποτελεί ‘ένδικον μέσον προστασίας (εικαζομένου) κληρονομικού δικαιώματος’238, τρόπο νομιμοποίησης του κληρονόμου για την απαίτηση της κληρονομίας ή, τέλος, πιστοποιητικό που επιφέρει συνέπειες ουσιαστικού δικαίου. Από τους οπαδούς της δεύτερης άποψης υποστηρίζεται ότι το κληρονομητήριο είναι καθαρά δικονομικός θεσμός, επειδή πρόκειται για πιστοποίηση – απόδειξη του κληρονομικού δικαιώματος και της κληρονομικής μερίδας, που μάλιστα δεν αποκλείει άλλα σχετικά αποδεικτικά μέσα. Δεν ρυθμίζει, δηλαδή, την κληρονομική διαδοχή του κληρονομούμενου, αλλά η σχετική απόφαση παράγει μαχητό τεκμήριο, που αποβλέπει στην προστασία τόσο των κληρονόμων όσο και των τρίτων239.
Η διχογνωμία ως προς τη δικονομική ή ουσιαστική φύση του κληρονομητηρίου έχει αρκετά σχηματικό χαρακτήρα240. Με το κληρονομητήριο δεν αποσκοπείται μόνο να παρασχεθεί στον κληρονόμο, τον καταπιστευματοδόχο, τον κληροδόχο ή τον εκτελεστή διαθήκης η δυνατότητα απόδειξης των δικαιωμάτων του, αλλά και η κατά το δυνατόν μεγαλύτερη προστασία των συναλλαγών. Για το λόγο αυτό, έχει υποστηριχθεί241 ότι ως προς το κληρονομητήριο το πρόβλημα, που γεννάται, δεν είναι αν τα ελληνικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία για τη χορήγησή του, αλλά αν μπορεί με αυτό να αποδειχθεί κληρονομικό δικαίωμα, που πηγάζει από αλλοδαπό δίκαιο, το οποίο εφαρμόζεται ως lex hereditatis.



237 Βασιλακάκης, Χορήγηση κληρονομητηρίου σχετικά με ακίνητο που ανήκε σε Γάλλο κληρονομούμενο και βρίσκεται στην Ελλάδα – Διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων – Εφαρμοστέο δίκαιο στο οποίο δεν υπάρχει ο θεσμός του κληρονομητηρίου, Γνμδ, Αρμ 1997, 455. 238 Μπαλής, Κληρονομικόν δίκαιον, 1965 σελ. 434.
239 Μαριδάκης, Ιδιωτικόν διεθνές δίκαιον, ΙΙ, 1968, σελ. 267.
240 Βασιλακάκης, Χορήγηση κληρονομητηρίου σχετικά με ακίνητο που ανήκε σε γάλλο κληρονομούμενο και βρίσκεται στην Ελλάδα – Διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων –
Εφαρμοστέο δίκαιο στο οποίο δεν υπάρχει ο θεσμός του κληρονομητηρίου, Γνμδ, Αρμ 1997, 455.
241 Μαριδάκης, Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, ΙΙ, 1947, σελ. 269.

Η ελληνική νομολογία είναι διχασμένη ως προς τη νομική φύση του κληρονομητηρίου. Φαίνεται, όμως, μάλλον να υπερισχύει ο δικονομικός χαρακτήρας του κληρονομητηρίου242. Η υιοθέτηση της άποψης αυτής, πρακτικά επιτρέπει στο ελληνικό δικαστήριο της κληρονομίας, το οποίο δύναται να επιληφθεί της αίτησης για τη χορήγηση κληρονομητηρίου και όταν ο αλλοδαπός κληρονομούμενος εστερείτο κατοικίας ή διαμονής στην Ελλάδα, να χορηγήσει κληρονομητήριο κι αν ακόμη ο θεσμός αυτός είναι άγνωστος στο αλλοδαπό δίκαιο, που διέπει εν προκειμένω τις κληρονομικές σχέσεις. Αντίθετα, αν θεωρηθεί ότι πρόκειται για θεσμό του ουσιαστικού δικαίου, σε περίπτωση που το εφαρμοστέο, δυνάμει της διάταξης του άρθρου 28 ΑΚ, δίκαιο προβλέπει είτε αυτόν τούτο το θεσμό είτε θεσμό παραπλήσιο από άποψη νομικής υφής και δικονομικού ενδύματος, τότε δεν παρουσιάζονται ιδιαίτερα προβλήματα. Το δικαστήριο, κατά κανόνα, θα χορηγήσει το κληρονομητήριο εφαρμόζοντας τη lex hereditatis. Αντίθετα, σε περίπτωση που το εφαρμοστέο δίκαιο είτε αγνοεί πλήρως το σχετικό θεσμό είτε έχει δημιουργήσει για την εξυπηρέτηση του ίδιου στόχου θεσμούς τελείως διαφορετικούς, τότε δημιουργείται πρόβλημα, γιατί συχνά τα ελληνικά δικαστήρια αρνούνται στην περίπτωση αυτή να χορηγήσουν κληρονομητήριο243. Πίσω από την άρνηση αυτή κρύβεται, ενδεχομένως, ο φόβος χορήγησης κληρονομητηρίου σε κληρονόμους, των οποίων το δικαίωμα στηρίζεται σε θεσμούς ή διατάξεις που είναι ελάχιστα ή καθόλου κατανοητές από τον έλληνα δικαστή244.
Η ελληνική θεωρία τείνει και αυτή προς τη δικονομική φύση του κληρονομητηρίου. Κατά τους ιδιωτικοδιεθνολόγους245, ο χαρακτηρισμός του κληρονομητηρίου ως δικονομικού θεσμού είναι ορθότερος, καθώς εμφανίζει το πλεονέκτημα να απλουστεύει την επίλυση των προβλημάτων που συνδέονται με τη χορήγησή του. Η λύση αυτή, στο μέτρο που προστρέχει στη lex fori λόγω της
242 Υπέρ της δικονομικής φύσης του κληρονομητηρίου βλ. ΜΠρΡοδ 578/2004, ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ
2726/1980, ΝοΒ 1980.1595 = ΝοΒ 1981.1422, ΜΠρΑθ 7751/1979, ΝοΒ 1981.140, ΜΠρΚαβ 74/1975,
Αρμ 1976.605. Υπέρ της ουσιαστικής φύσης του κληρονομητηρίου βλ. ΜΠρΘεσ 1063/1975, Αρμ
1976.482.
243 ΕφΘεσ 977/1969, Αρμ 1970.397, ΕφΑθ 1242/1959, ΝοΒ 1959.1175.
244 Γραμματικάκη-Αλεξίου, Προβλήματα εφαρμογής του αλλοδαπού δικαίου και ειδικότερα στη διαδικασία έκδοση κληρονομητηρίου, Αρμ 1976, 527.
245 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 172,
Γραμματικάκη-Αλεξίου, Προβλήματα εφαρμογής του αλλοδαπού δικαίου και ειδικότερα στη διαδικασία έκδοση κληρονομητηρίου, Αρμ 1976, 527.

δικονομικής υφής του ζητήματος, λαμβάνει υπόψη της την έλλειψη συσχέτισης στο ελληνικό δίκαιο μεταξύ διεθνούς δικαιοδοσίας και εφαρμοστέου δικαίου, η οποία σημαίνει ότι η κατάφαση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων δεν εξαρτάται από την εφαρμογή ή όχι του ελληνικού δικαίου στην ουσία της υπόθεσης. Έτσι, καταλήγει σε λύση, η οποία ανταποκρίνεται στο συμφέρον του αιτούντος, χωρίς να πάσχει δογματικά. Με την υιοθέτηση της λύσης αυτής, η ανυπαρξία στο εφαρμοστέο κληρονομικό δίκαιο θεσμού αντίστοιχου προς το κληρονομητήριο δεν εμποδίζει την έκδοση, σύμφωνα με τις ελληνικές δικονομικές διατάξεις, κληρονομητηρίου από ελληνικό δικαστήριο, με το οποίο να πιστοποιούνται τα κληρονομικά δικαιώματα επί ακινήτου ευρισκόμενου στην Ελλάδα. Για τον καθορισμό των εν λόγω δικαιωμάτων, θα εφαρμοσθούν οι ουσιαστικές διατάξεις της lex hereditatis, που δεν θα πάψει να είναι αρμόδια ως προς το ουσιαστικό περιεχόμενο του κληρονομητηρίου. Η λύση αυτή εξυπηρετεί τους κληρονόμους, που ζουν και συναλλάσσονται στην Ελλάδα, και προστατεύει τους τρίτους, χωρίς να καταστρατηγεί το εφαρμοστέο αλλοδαπό δίκαιο ή να προσκρούει στην αλλοδαπή δημόσια τάξη, αφού το κληρονομητήριο ούτως ή άλλως έχει χωρική ισχύ246.
Χωρίς διχογνωμίες είναι δυνατή η έκδοση κληρονομητηρίο από το ελληνικό δικαστήριο, κατά τις διατυπώσεις που αναπτύσσονται ακολούθως.

ββ. Η έκδοσή του από ελληνικό δικαστήριο


Στα ζητήματα κληρονομικού δικαίου, τα οποία υπάγονται κατά το ελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο στην εκούσια δικαιοδοσία, συγκαταλέγεται και η χορήγηση κληρονομητηρίου. Επομένως, και ως προς τη χορήγηση κληρονομητηρίου υπάρχει διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων σύμφωνα με τη συνδυασμένη εφαρμογή των άρθρων 3, 810 και 819 ΚΠολΔ.
Συνεπώς, για τη χορήγηση κληρονομητηρίου τα ελληνικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία, ακόμη κι αν ο κληρονομούμενος είχε αλλοδαπή ιθαγένεια και
246 Γραμματικάκη-Αλεξίου, Προβλήματα εφαρμογής του αλλοδαπού δικαίου και ειδικότερα στη διαδικασία έκδοση κληρονομητηρίου, Αρμ 1976, 527.

εστερείτο κατοικίας ή και διαμονής στην Ελλάδα, όταν αποβίωσε, και, μάλιστα, χωρίς να ασκεί καμία επιρροή ποιο είναι το δίκαιο που διέπει την κληρονομική διαδοχή, το ελληνικό ή το αλλοδαπό. Καθιερώνεται, δηλαδή, αρμοδιότητα δικαστηρίου στην ημεδαπή, ανεξάρτητα αν ο κληρονομούμενος είχε ποτέ στην Ελλάδα κατοικία ή διαμονή247. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι τα ελληνικά δικαστήρια θα εκδίδουν κληρονομητήρια για το σύνολο των κληρονομικών υποθέσεων, ακόμη κι αν αυτές δεν εμφανίζουν καμία σύνδεση με την ελληνική έννομη τάξη. Η χορήγηση κληρονομητηρίου από ελληνικό δικαστήριο προϋποθέτει ότι υπάρχει έννομο συμφέρον για την παροχή του248. Πράγματι, η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος αποτελεί προϋπόθεση για τη χορήγηση κληρονομητηρίου, όπως και γενικά για την παροχή δικαστικής προστασίας κατά τη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, το οποίο υφίσταται κυρίως όταν υπάρχουν κληρονομιαία στην Ελλάδα249. Για το λόγο αυτό, έχει υποστηριχθεί η άποψη250 ότι η διεθνής δικαιοδοσία για την έκδοση του κληρονομητηρίου δεν εξαρτάται από το αν το δίκαιο της ιθαγένειας του κληρονομουμένου αναγνωρίζει ή όχι το θεσμό του κληρονομητηρίου, αλλά από το αν υπάρχει ή όχι έννομο συμφέρον για την παροχή του κληρονομητηρίου. Το ζήτημα, δηλαδή, είναι, αν το κληρονομητήριο, ως αποδεικτικό μέσο εισαγόμενο από το ελληνικό δίκαιο, συγχωρείται προς απόδειξη κληρονομικού δικαιώματος, το οποίο πηγάζει από αλλοδαπό δίκαιο, και όχι αφηρημένα, αν τα  ελληνικά δικαστήρια έχουν ή μη δικαιοδοσία να εκδώσουν κληρονομητήριο. Αν συγχωρείται, ως αποδεικτικό μέσο, κατά το διεθνές δικονομικό περί απόδειξης δίκαιο, τα ελληνικά δικαστήρια δεν δικαιούνται να αρνηθούν την έκδοση, υπό την πρόφαση ότι δεν έχουν διεθνή δικαιοδοσία251. Το έννομο αυτό συμφέρον θα υπάρχει κυρίως, όταν στοιχεία της κληρονομίας υπάρχουν στην Ελλάδα, οπότε η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 40 ΚΠολΔ για


247 ΜονΠρΑθ 2726/1980, ΝοΒ 1980.1422.
248 Παπαντωνίου, Κληρονομικό δίκαιο, Έκδοση 5η, 1989, σελ. 176.
249 Βασιλακάκης, Χορήγηση κληρονομητηρίου σχετικά με ακίνητο που ανήκε σε γάλλο κληρονομούμενο και βρίσκεται στην Ελλάδα – Διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων –
Εφαρμοστέο δίκαιο στο οποίο δεν υπάρχει ο θεσμός του κληρονομητηρίου, Γνμδ, Αρμ 1997, 455. Έτσι και ΜΠρΑθ 2726/1980, ΝοΒ 1980.1595 = ΝοΒ 1981.1422, ΜΠρΚαβ 74/1975, Αρμ 1976.605.
250 Παπαντωνίου, Κληρονομικό δίκαιο, 1989, σελ. 176.
251 Μαριδάκης, Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, ΙΙ, 1947, σελ. 269.

τη δωσιδικία της περιουσίας. Η ύπαρξη ή η έκταση, όμως, του κληρονομικού δικαιώματος δεν ρυθμίζεται από τη lex fori, αλλά από τη lex hereditatis.
Ως προς τη χορήγηση κληρονομητηρίου από τα ελληνικά δικαστήρια, τίθεται το ζήτημα κατά πόσο τα ελληνικά δικαστήρια μπορούν να το χορηγήσουν, εφόσον έχουν διεθνή δικαιοδοσία, ακόμη κι αν ο θεσμός του κληρονομητηρίου είναι άγνωστος στο εφαρμοστέο αλλοδαπό δίκαιο, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με το γαλλικό δίκαιο. Η ελληνική νομολογία συνάγει τη δυνατότητα αυτή είτε από τη διάταξη της γενικής δωσιδικίας εκ της κατοικίας του εναγομένου252 είτε συνήθως από τη διάταξη του άρθρου 40 ΚΠολΔ253. Συνεπώς, ανεξαρτήτως του αν στην αλλοδαπή αναγνωρίζεται ή όχι ο θεσμός του κληρονομητηρίου, μπορεί να ζητηθεί από τον κληρονόμο αλλοδαπού κληρονομούμενου η έκδοση κληρονομητηρίου, όταν ο κληρονομούμενος αλλοδαπός κατέλιπε περιουσία στην Ελλάδα, οπότε συντρέχει η ειδική δωσιδικία της περιουσίας του άρθρου 40 ΚΠολΔ.
Είναι περιορισμένος ο αριθμός των δικαίων, στα οποία υπάρχει ο θεσμός του κληρονομητηρίου. Σε ορισμένα δίκαια, που αγνοούν το θεσμό, υπάρχει το συμβολαιογραφικό πιστοποιητικό περί των υπαρχόντων κληρονομκών δικαιωμάτων. Έτσι, στο γαλλικό δίκαιο υπάρχει το acte de notoriété254. Κατά την ελληνική νομολογία255, στην περίπτωση αυτή πρόκειται για αλλοδαπό δημόσιο έγγραφο, που δεν ισοδυναμεί με κληρονομητήριο και, κατά συνέπεια, δεν παράγει τεκμήριο ως προς τα κληρονομικά δικαιώματα. Στις περιπτώσεις αυτές τη λύση θα δώσει, τουλάχιστον σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, ένας Κανονισμός κατά την ήδη κατατεθειμένη ως άνω Πρόταση, ο οποίος διασφαλίζει την αναγνώριση των δημοσίων εγγράφων στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής.
Σε κάθε περίπτωση, ο καθορισμός των κληρονομικών δικαιωμάτων στο κληρονομητήριο, που εκδίδεται από το ελληνικό δικαστήριο της κληρονομίας, σύμφωνα με το δίκαιο που υποδεικνύει ο κανόνας σύγκρουσης του άρθρου 28 ΑΚ, διασφαλίζει την αρχή της ενότητας της κληρονομίας, αφού το κληρονομητήριο

252 ΜΠρΡοδ 578/2004, ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσ 239/1988, Αρμ 1999.249.
253 ΜΠρΡοδ 578/2004, ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσ 15734/1994, Αρμ 1997.400, ΜΠρΣπαρτ 57/1989, ΑρχΝ
1989/599, ΜονΠρΑθ 2726/1980, ΝοΒ 1980.1422, ΜονΠρΑθ 4839/2003, ΧρΙΔ 2003.804.
254 Pamboukis, L’acte public étranger en droit international privé, 1993, σελ. 22.
255 ΑΠ 192/1981, ΝοΒ 1981.1393.

οριοθετεί τα κληρονομικά δικαιώματα των προσώπων, που αναγράφονται σε αυτό, επί του συνόλου της κληρονομίας. Παράλληλα, την ενότητα της lex hereditatis ενισχύει έμμεσα και το εύρος της δικαιοδοσίας, που έχουν, σύμφωνα με το άρθρο 810 ΚΠολΔ, τα ελληνικά δικαστήρια, όταν ζητείται η χορήγηση κληρονομητηρίου. Βέβαια, η πιστοποίηση των κληρονομικών δικαιωμάτων στο κληρονομητήριο δεν έχει την ίδια βαρύτητα με την αναγνώριση κληρονομικών δικαιωμάτων που γίνεται με δικαστική απόφαση, η οποία εκδόθηκε επί αναγνωριστικής αγωγής. Έχει, όμως, χαρακτήρα ενιαίο, με την έννοια ότι προσδιορίζει τα κληρονομικά δικαιώματα επί του συνόλου της κληρονομίας, σύμφωνα με το δίκαιο της τελευταίας ιθαγένειας  του κληρονομουμένου. Δεν αποκλείεται, βέβαια, όσον αφορά στην εκ διαθήκης διαδοχή, αυτός που ζητεί τη χορήγηση κληρονομητηρίου να έχει εγκατασταθεί μόνο επί κληρονομιαίων που βρίσκονται στην Ελλάδα, οπότε η πιστοποίηση του κληρονομικού δικαιώματός του να περιορίζεται εκ των πραγμάτων στο τμήμα της κληρονομίας που βρίσκεται στην Ελλάδα, χωρίς να προσδιορίζονται τα κληρονομικά δικαιώματα επί των κληρονομιαίων, που βρίσκονται ενδεχομένως στην αλλοδαπή256.
Τα ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας ακολουθεί η ανάπτυξη των ζητημάτων που άπτονται της αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων επί ζητημάτων κληρονομικού δικαίου.

Β. Αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων επί ζητημάτων κληρονομικού δικαίου

α. Αποφάσεις αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας


Όπως ήδη επισημάνθηκε, όταν πρόκειται για κληρονομικές σχέσεις με στοιχείο αλλοδαπότητας είναι πιθανό να επιληφθούν της σχετικής με αυτές διαφοράς δικαστήρια περισσότερων του ενός κρατών, τα οποία έχουν όλα διεθνή δικαιοδοσία κατά τις διατάξεις της lex fori να επιληφθούν των διαφορών. Στην
256Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 174- 175.

περίπτωση αυτή, τίθεται το ζήτημα κατά πόσο η δικαστική απόφαση, που εκδόθηκε σε καθένα από τα κράτη αυτά, παράγει δεδικασμένο ή μπορεί να κηρυχθεί εκτελεστή και στα άλλα κράτη. Εμφανής είναι η πρακτική σημασία του ερωτήματος, διότι είναι πολύ πιθανό να δίνονται διαφορετικές λύσεις σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο και, συνεπώς, με την ουσία της διαφοράς257.
Στη διάταξη του άρθρου 323 ΚΠολΔ, με την επιφύλαξη ότι δεν περιέχονται αντίθετες ρυθμίσεις σε διεθνείς συμβάσεις, προβλέπονται οι όροι που πρέπει να πληροί μία αλλοδαπή δικαστική απόφαση, προκειμένου να ισχύει και να αποτελεί δεδικασμένο στην Ελλάδα χωρίς άλλη διαδικασία. Κατά το κείμενο της διάταξης, η απόφαση πρέπει να αποτελεί δεδικασμένο κατά το δίκαιο του τόπου όπου εκδόθηκε (αρ. 1)∙ η υπόθεση κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου να υπαγόταν στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους, στο οποίο ανήκε το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση (αρ. 2)∙ ο διάδικος, που νικήθηκε, να μην στερήθηκε του δικαιώματος υπεράσπισης και γενικά της συμμετοχής στη δίκη, εκτός αν η στέρηση έγινα σύμφωνα με διάταξη, που ισχύει και για τους υπηκόους του κράτους, στο οποίο ανήκει το δικαστήριο, που εξέδωσε την απόφαση (αρ. 3)∙ η απόφαση να μην είναι αντίθετη προς απόφαση ελληνικού δικαστηρίου, που εκδόθηκε στην ίδια υπόθεση, και να μην αποτελεί δεδικασμένο για τους διαδίκους, μεταξύ των οποίων εκδόθηκε η απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου (αρ. 4)∙ η απόφαση να μην είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη ή προς τη δημόσια τάξη (αρ. 5). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 905 παρ. 3 ΚΠολΔ, η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών απαιτείται και για την κήρυξη της εκτελεστότητας της αλλοδαπής απόφασης, κατά τη διαδικασία των διατάξεων 741 επ. ΚΠολΔ, από το δικαστήριο που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 905 ΚΠολΔ.
Για αποφάσεις κληρονομικού δικαίου με στοιχεία αλλοδαπότητας μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου ισχύει η Σύμβαση νομικής συνεργασίας μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυπριακής Δημοκρατίας σε θέματα αστικού, οικογενειακού, εμπορικού και ποινικού δικαίου, που υπογράφηκε στη Λευκωσία την 05.03.1984 και
257 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 150.

κυρώθηκε με το Ν. 1548/1985, κατά τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1 της οποίας, κάθε συμβαλλόμενο μέρος αναγνωρίζει και εκτελεί στο έδαφός του τις ακόλουθες αποφάσεις, που αφορούν υποθέσεις αστικού, οικογενειακού και εμπορικού δικαίου και εκδίδονται στο έδαφος του άλλου: α/ δικαστικές αποφάσεις β/ διαιτητικές αποφάσεις και γ/ συμβιβασμούς ενώπιον δικαστηρίων ή διαιτητών. Κατά δε την παρ. 2 αποφάσεις με την πιο πάνω έννοια θεωρούνται επίσης αποφάσεις και διατάγματα δικαστηρίων σε θέματα κληρονομίας και διαδοχής.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 27 σημ. 4 της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1968 για την διεθνή δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων σε υποθέσεις αστικού και εμπορικού δικαίου, από το πεδίο εφαρμογής του οποίου ρητά εξαιρούνται, όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, οι κληρονομικές σχέσεις, προβλέπεται ότι υφίσταται κώλυμα για την αναγνώριση απόφασης σε άλλο συμβαλλόμενο μέρος, αν με την απόφαση έχει επιλυθεί προδικαστικό ζήτημα σχετικό με την προσωπική κατάσταση και ικανότητα φυσικών προσώπων, τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων ή τις κληρονομικές σχέσεις, κατά τρόπο αντίθετο με τη ρύθμιση που θεσπίζει για το εφαρμοστέο δίκαιο ο κανόνας ιδδδ, ο οποίος ισχύει στο κράτος αναγνώρισης. Ίδια είναι η διάταξη και για την κήρυξη εκτελεστότητας αποφάσεων σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 34 παρ. 2 της Σύμβασης. Ωστόσο, στον Κανονισμό 44/2001, ο οποίος διαδέχθηκε τη Σύμβαση, δεν υπάρχει σχετικό κώλυμα αναγνώρισης ή εκτέλεσης.
Ως προς την αρχή της ενότητας της κληρονομίας, το ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 323 ΚΠολΔ γενικά δεν απαιτείται η εφαρμογή από το αλλοδαπό δικαστήριο του δικαίου, που θα είχε εφαρμόσει το ελληνικό δικαστήριο, αν είχε επιληφθεί της διαφοράς, καθιστά καταρχήν πιθανή τη δημιουργία ρωγμής στην αρχή της ενότητας της κληρονομίας. Ωστόσο, αφενός, η ρύθμιση αυτή συνάδει με τη γενική αρχή ιδδδ ότι στο επίπεδο της αναγνώρισης αλλοδαπών αποφάσεων το ημεδαπό δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στην ουσία της διαφοράς και, αφετέρου, η αρχή της ενότητας διασφαλίζεται με τις προϋποθέσεις των αρ. 2 και 4 της διάταξης αυτής.  Με τη ρύθμιση του αριθμού 4, παρέχεται προτεραιότητα στην ημεδαπή δικαστική απόφαση. Έτσι, όμως, παρέχεται και έμμεση προτεραιότητα, όσον αφορά στο

εφαρμοστέο δίκαιο, στον ελληνικό κανόνα ιδδδ, τον οποίο έχει εφαρμόσει το ελληνικό δικαστήριο. Συνεπώς, η ρύθμιση του άρθρου 323 αρ. 2 και 4 ΚΠολΔ περιορίζει σημαντικά, με έμμεσο τρόπο, το ενδεχόμενο να εφαρμοσθούν τελικά, λόγω του ότι αλλοδαπή δικαστική απόφαση εφάρμοσε κανόνα ιδδδ που προβλέπει την κατάτμηση της lex hereditatis, περισσότερα από ένα δίκαια ως leges hereditatis σε κληρονομικές σχέσεις που εμφανίζουν κάποιο σύνδεσμο με την ελληνική έννομη τάξη. Δεν αποκλείεται, όμως, τελείως το ενδεχόμενο αυτό, αν η διεθνής δικαιοδοσία των αλλοδαπών δικαστηρίων θεμελιώνεται και αυτή στην κατοικία ή τη διαμονή του κληρονομούμενου, καθώς στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να γίνει επίκληση της διάταξης του άρθρου 323 περ. 2 ΚΠολΔ258.
Διαφοροποιήσεις παρουσιάζει η διαδικασία αναγνώρισης των αποφάσεων εκούσιας δικαιοδοσίας, η οποία αναπτύσσεται αμέσως κατωτέρω.

β. Αποφάσεις εκούσιας δικαιοδοσίας


i.    Η γενική ρύθμιση


Κατά τη διάταξη του άρθρου 780 ΚΠολΔ, με την επιφύλαξη αυτών που ορίζουν διεθνείς συμβάσεις, απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου έχει στην Ελλάδα, χωρίς άλλη διαδικασία, την ισχύ που της αναγνωρίζει το δίκαιο του κράτους του δικαστηρίου που την εξέδωσε, εφόσον η απόφαση εφάρμοσε τον ουσιαστικό νόμο, που έπρεπε να εφαρμοστεί κατά το ελληνικό δίκαιο και εκδόθηκε από δικαστήριο, που έχει δικαιοδοσία κατά το δίκαιο της πολιτείας, της οποίας τον ουσιαστικό νόμο εφάρμοσε, και εφόσον δεν είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη ή προς τη δημόσια τάξη. Ως προς τις ισχύουσες διεθνείς συμβάσεις, που υπερισχύουν δυνάμει του άρθρου 28 Σ των ρυθμίσεων του ΚΠολΔ, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις διεθνών συμβάσεων υπερισχύουν από τις αντίστοιχες διατάξεις του εθνικού εσωτερικού δικαίου, μόνο όταν είναι ευνοϊκότερες για την αναγνώριση αλλοδαπών αποφάσεων εκούσιας δικαιοδοσίας, διαφορετικά ατονούν και αφήνουν το
258 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 155
- 158.

προβάδισμα στην ευνοϊκότερη ρύθμιση του άρθρου 780 ΚΠολΔ, καθώς ο προσδιορισμός της εφαρμοστέας, κατά περίπτωση, ρύθμισης θα πρέπει να γίνει τελολογικώς, υπό το πρίσμα δηλαδή της διευκόλυνσης, η οποία επιδιώκεται με τις διεθνείς συμβάσεις, και όχι της δυσχέρανσης της αναγνώρισης αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων259.
Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι η πλήρης αποσύνδεση του ζητήματος της διεθνούς δικαιοδοσίας, από εκείνο του εφαρμοστέου δικαίου στις κληρονομικές υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, αναιρείται έμμεσα από τη ρύθμιση αυτή ως προς την ισχύ, που παράγουν οι αλλοδαπές αποφάσεις εκούσιας δικαιοδοσίας. Αλλά με την πρώτη προϋπόθεση επιλέγεται και λύση ριζικά διαφορετική από εκείνη της διάταξης του άρθρου 323 αρ. 2 ΚΠολΔ, αφού απαιτείται να είχε το αλλοδαπό δικαστήριο διεθνή δικαιοδοσία κατά τις οικείες διατάξεις της lex causae και όχι κατ’ αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του ελληνικού δικονομικού δικαίου. Πάντως, η διατύπωση του άρθρου 780 ΚΠολΔ είναι πολύ αντιφατική, καθώς από τη μία πλευρά απαιτείται η εφαρμογή του δικαίου, που υποδεικνύει το άρθρο 28 ΑΚ, και από την άλλη πλευρά ελέγχεται η ύπαρξη διεθνούς δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του δικαίου που εφαρμόσθηκε σύμφωνα με τον κανόνα ιδδδ του αλλοδαπού forum και το οποίο πολύ πιθανό να είναι άλλο από εκείνο, που θα υποδείκνυε το άρθρο 28 ΑΚ. Επιπλέον, η ισχύς της αλλοδαπής απόφασης εξαρτάται από την εφαρμογή στην ουσία της υπόθεσης του δικαίου εκείνου, που υποδεικνύει η ελληνική διάταξη ιδδδ, δηλαδή διάταξη την οποία κάθε άλλο παρά είναι βέβαιο ότι έχει εφαρμόσει το αλλοδαπό δικαστήριο260.
Τίθεται θέμα κατά πόσο το δίκαιο, που εφαρμόσθηκε από το αλλοδαπό δικαστήριο, πρέπει να είναι το ίδιο με εκείνο, που υποδεικνύει ο ελληνικός κανόνας σύγκρουσης ή απλώς πρέπει να έχει ουσιαστικό περιεχόμενο όμοιο με εκείνο του δικαίου, που θα υπεδείκνυε ως lex causae το ελληνικό ιδδδ. Στη δεύτερη περίπτωση, αρκεί για την ισχύ της αλλοδαπής απόφασης η ουσιαστική ισοδυναμία της διάταξης, που εφαρμόσθηκε, με εκείνη, που θα ήταν εφαρμοστέα κατά το

259 ΜΠρΡοδ 806/2005, ΝΟΜΟΣ.
260 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 162
- 164.

ελληνικό ιδδδ. Από την οπτική του κληρονομικού διεθνούς δικαίου, η απάντηση στο ζήτημα αυτό συνδέεται έμμεσα με την επιλογή μεταξύ ενότητας και κατάτμησης της lex hereditatis. Η υιοθέτηση από το ελληνικό ιδδδ της αρχής της ενότητας επιβάλλει να ληφθεί υπόψη ότι οι έννομες συνέπειες των αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων εκούσιας δικαιοδοσίας επεκτείνονται καταρχήν στο σύνολο της κληρονομίας. Κατά συνέπεια, ο καθολικός χαρακτήρας της κληρονομικής διαδοχής και η ανάγκη να υπάρξει ενιαία ρύθμιση των κληρονομικών σχέσεων επιβάλλουν την ανελαστική εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 780 ΚΠολΔ. Για το λόγο αυτό, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν πληρούται η προϋπόθεση που προβλέπει το άρθρο 780 αρ. 1 ΚΠολΔ, όταν εφαρμόσθηκε δίκαιο άλλο από εκείνο υποδεικνύει ο ελληνικός κανόνας ιδδδ. Εξάλλου, πρέπει να συνυπολογισθεί ότι η διάταξη αυτή δεν προβλέπει ως προϋπόθεση τη μη αντίθεση προς απόφαση ελληνικού δικαστηρίου, που εκδόθηκε στην ίδια υπόθεση, όπως η διάταξη του άρθρου 323 αρ. 4 ΚΠολΔ, και τούτο, διότι τις συνέπειες, που παράγει η ύπαρξη αντιφατικών αποφάσεων εκούσιας δικαιοδοσίας, της μίας ημεδαπής και της άλλης αλλοδαπής, αποσκοπεί να άρει η εξάρτηση της ισχύος της αλλοδαπής απόφασης από την εφαρμογή του δικαίου, που προβλέπει ο ελληνικός κανόνας σύγκρουσης του άρθρου 28 ΑΚ261.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ζήτημα της ισχύος αλλοδαπών κληρονομητηρίων στην Ελλάδα, όπως φαίνεται από την ανάπτυξη που ακολουθεί.

ii.    Η ισχύς αλλοδαπών κληρονομητηρίων στην Ελλάδα


Οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 780 ΚΠολΔ πρέπει να πληρούνται και για να παράγει ισχύ στην Ελλάδα αλλοδαπό κληρονομητήριο262.
Ορθό και σύμφωνο με το γράμμα του άρθρου 780 ΚΠολΔ είναι να αναγράφεται σαφώς στο αλλοδαπό κληρονομητήριο ποια είναι η lex hereditatis, σύμφωνα με την οποία γίνεται η πιστοποίηση των κληρονομικών δικαιωμάτων.
261 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 168.
262 Βασιλακάκης, Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994, σελ. 178
- 179.

Αποφεύγεται με τον τρόπο αυτό πιστοποίηση κληρονομικών δικαιωμάτων διαφορετική από εκείνη, η οποία προκύπτει σύμφωνα με το δίκαιο που υποδεικνύεται ως lex hereditatis κατά το ελληνικό δίκαιο.
Και όσον αφορά στην ειδικότερη περίπτωση του αλλοδαπού κληρονομητηρίου, η ρύθμιση του άρθρου 780 ΚΠολΔ διασφαλίζει την εφαρμογή ενιαίου δικαίου επί της κληρονομίας, αφού αυτό δεν παράγει ισχύ στην ημεδαπή, αν δεν εφαρμόσθηκε το δίκαιο, που υποδεικνύει το άρθρο 28 ΑΚ.
Τέλος, η έκδοση αλλοδαπού κληρονομητηρίου δεν κωλύει τη χορήγηση κληρονομητηρίου και από ελληνικό δικαστήριο, αφού δεν παράγεται δεδικασμένο.
Τα ζητήματα δικαιοδοτικής κρίσης στην εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή θα ολοκληρώσει η ανάπτυξη ζητημάτων αλλοδαπού χαρακτήρα υπό την οπτική του ελληνικού δικαίου, και ειδικότερα το ζήτημα του βάρους απόδειξης του εκ διαθήκης κληρονομικού δικαιώματος και το ζήτημα των διαθηκών που έχουν συνταχθεί στην αλλοδαπή.

ΙΙΙ. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΛΛΟΔΑΠΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΥΠΟ ΤΗΝ ΟΠΤΙΚΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Α. Βάρος απόδειξης του εκ διαθήκης κληρονομικού δικαιώματος


Κατά τη διάταξη του άρθρου 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα, που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Πρόκειται για τους ισχυρισμούς που είναι ουσιώδεις για την έκβαση της δίκης. Τέτοιοι δε ισχυρισμοί είναι εκείνοι, που τείνουν στην υποστήριξη ή στην κατάλυση του αγωγικού δικαιώματος και όχι τα επιχειρήματα, τα οποία αντλεί το δικαστήριο από τις αποδείξεις για να στηρίξει την κρίση του στο θέμα της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας του επιδίκου δικαιώματος263. Η διάταξη αυτή βρίσκει εφαρμογή και ως προς την απόδειξη του κληρονομικού, ιδίως εκ διαθήκης, κληρονομικού δικαιώματος.

263 ΑΠ 694/2000, ΕΕΝ 2001.805.

Έτσι, τα ελληνικά δικαστήρια έχουν κρίνει264 ότι αυτός, που αξιώνει δικαίωμα από κληρονομική διαδοχή και ισχυρίζεται ότι είναι κληρονόμος, έχει το βάρος της απόδειξης των γεγονότων, τα οποία στηρίζουν το κληρονομικό του δικαίωμα, μεταξύ των οποίων είναι ενδεχομένως και η ιθαγένεια του κληρονομούμενου, ο δε αντίδικος φέρει το βάρος της απόδειξης του ισχυρισμού του (ένστασης) ότι η αγωγική αξίωση, που στηρίζεται σε κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος, υπέκυψε σε παραγραφή.
Ακόμη, σε αγωγή για αναγνώριση κληρονομικού δικαιώματος ελληνικό δικαστήριο απέρριψε265 ως αόριστο τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί μη εφαρμογής του ημεδαπού δικαίου επί της ένδικης διαφοράς λόγω της παρά του δικαιοπαρόχου της απώλειας της ημεδαπής ιθαγένειας δια της οικειοθελούς απόκτησης από τον τελευταίο της αμερικανικής, διότι η αναιρεσείουσα δεν επικαλέσθηκε ότι ο δικαιοπάροχός της απέκτησε την αμερικανική ιθαγένεια κατόπιν άδειας της ελληνικής πολιτείας ή ότι έγινε αποδεκτή από αυτήν αίτηση του ίδιου περί αποβολής της ημεδαπής. Έτσι, κατά την κρίση του Αρείου Πάγου, το Εφετείο που απέρριψε αυτόν τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ως αόριστο και δεν διέταξε απόδειξη του αντιθέτου του ίδιου ισχυρισμού, δηλαδή ότι ο δικαιοπάροχός της δεν απώλεσε την ελληνική ιθαγένεια δια της οικειοθελούς απόκτησης της αμερικανικής, δεν παραβίασε των ως άνω κανόνα περί του υποκειμενικού βάρους απόδειξης.
Ομοίως, στην αίτηση για την παροχή κληρονομητηρίου έχει κριθεί266 ότι ο αιτών έχει το βάρος να αναφέρει εκτός από τα πρόσθετα στοιχεία, που απαιτεί το άρθρο 820 ΚΠολΔ, μόνο τα στοιχεία, που διαλαμβάνονται στη διάταξη του άρθου 1957 ΑΚ και μεταξύ αυτών τη διαθήκη και το περιεχόμενο αυτής. Αν λείπουν από την αίτηση τα στοιχεία αυτά, πρέπει να απορρίπτεται ως αόριστη (απαράδεκτη) από το δικαστήριο. Αν ο αιτών επικαλείται κληρονομικό δικαίωμα από ιδιόγραφη διαθήκη, δεν οφείλει να αναφέρει στην αίτηση ότι η διαθήκη δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία. Ωστόσο, όμως, παρότι ο αιτών δεν οφείλει να αναφέρει στην αίτησή του τη δημοσίευση και την κήρυξη κυρίας της ιδιόγραφης διαθήκης, έχει το

264 ΑΠ 982/2006, ΝοΒ 2007.889.
265 ΑΠ 518/1985, ΝοΒ 1986.395.
266 ΕφΑθ 2734/2005, ΕλλΔνη 2005.1140.

υποκειμενικό βάρος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 338 και 759 ΚΠολΔ και 1958 ΑΚ, να αποδείξει με την προσκομιδή των πρακτικών, αντίστοιχα, και της δικαστικής απόφασης, τη δημοσίευση και την κήρυξη κυρίας της ιδιόγραφης διαθήκης, προκείμενου να ευδοκιμήσει κατ’ ουσίαν η έφεσή του.
Επίσης, έχει κριθεί267 ότι ο νόμιμος μεριδούχος, που δηλώνει πως αποποιείται την κληροδοσία και ασκεί ολόκληρο το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας, δεν έχει το δικονομικό βάρος να επικαλεσθεί και να αποδείξει πως δεν έχει μέχρι τότε αποδεχθεί την κληροδοσία, διότι το περιστατικό αυτό, που επιφέρει τον αποκλεισμό του δικαιώματος, στηρίζει ένσταση του βεβαρημένου κληρονόμου διακωλυτική της γένεσής του και γι’ αυτό το σχετικό βάρος απόδειξης νομίμως επιρρίπτεται στον ενιστάμενο.
Αλλά και αν κάποιος αιτούμενος με αγωγή την αναγνώριση της ακυρότητας προσυμφώνου πώλησης πράγματος, συναφθέντος υπό του πατέρα του, στηρίζει το νομιμοποιούν αυτόν έννομο συμφέρον στην ιδιότητά του ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του πατέρα του, χρειαστεί να αποδείξει την επικαλούμενη συγγένεια, επί της οποίας εδράζεται η ιδιότητά του αυτή, αν δε ο αντίδικος του επικαλεσθεί την ύπαρξη διαθήκης αποκλείουσας την εξ αδιαθέτου διαδοχή στο προσυμφωνηθέν να πωληθεί πράγμα, τότε εκείνος μεν υποχρεούται ν’ αποδείξει την ύπαρξη και το περιεχόμενο της διαθήκης, ενώ ο ενάγων, επικαλούμενος ακυρότητα της διαθήκης, οφείλει ν’ αποδείξει την τελευταία268.
Διαφορετικό είναι το ζήτημα των διαθηκών που έχουν συνταχθεί στην αλλοδαπή, η ανάπτυξη του οποίου αμέσως ακολουθεί.

Β. Διαθήκες που έχουν συνταχθεί στην αλλοδαπή


α. Οι εθνικές διατάξεις
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1773 παρ. 1 εδ. 1 ΑΚ και 808 παρ. 2 ΚΠολΔ, η προξενική αρχή, στην οποία υπάρχει διαθήκη, οφείλει μόλις πληροφορηθεί το θάνατο του διαθέτη να δημοσιεύσει τη διαθήκη.
267 ΑΠ 1038/2004, ΝΟΜΟΣ.
268 ΑΠ 536/1996, ΕλλΔνη 1998.1330.

Ως προς την κατάργηση ή μη της διάταξης του άρθρου 1773 από τα άρθρα 807 παρ. 2 και 808 παρ. 2 και 6 ΚΠολΔ, η επικρατέστερη στη θεωρία άποψη269 δέχεται ότι καταργήθηκε ολόκληρο το άρθρο, όμως κατ’ άλλες γνώμες τόσο η ΑΚ 1773 όσο και η ΑΚ 1775 εφαρμόζονται, εφόσον προσαρμόζονται προς τις ως άνω διατάξεις του ΚΠολΔ, ή απλώς η διάταξη του άρθρου 1773 παρ. 1 ΑΚ δεν έχει αντίκρισμα, αφού καταργήθηκαν τα προξενικά δικαστήρια, ενώ κατ’ άλλη άποψη, που εμφανίζει νομική ακολουθία, ισχύει ως προς το υπηρεσιακό καθήκον της προξενικής αρχής να δημοσιεύει διαθήκες, αλλά όχι ως προς τα πρόσωπα, που πρέπει να υπογράψουν το πρακτικό δημοσίευσης, όπως επίσης η παρ. 2 ισχύει ως προς την υποχρέωση αποστολής αντιγράφων. Το γεγονός, πάντως, ότι η νομολογία δεν έχει ασχοληθεί με το ζήτημα, υποδηλώνει την έλλειψη πρακτικού ενδιαφέροντος, αφού στην ουσία τηρούνται τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις των άρθρων 807 επ. και 808 παρ. 2 και 6 ΚΠολΔ.
Ωστόσο, η προξενική αρχή δεν έχει αρμοδιότητα να κηρύξει ιδιόγραφη διαθήκη ως κυρία, καθώς για την κήρυξή της απαιτείται η έκδοση δικαστικής απόφασης270. Στην περίπτωση αυτή, η κήρυξη γίνεται από το δικαστήριο της κληρονομίας κατά τη διάταξη του άρθρου 808 παρ. 3.

β. Διμερείς συμβάσεις


Κατά τη διάταξη του άρθρου 52 του Ν. 3566/2007 περί κύρωσης ως Κώδικα του ‘Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών’, οι έμμισθες προξενικές αρχές ασκούν στην περιφέρειά τους, μεταξύ άλλων ειδικότερων καθηκόντων, και καθήκοντα δικαστικής φύσης, σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες και τις ισχύουσες διατάξεις του ελληνικού δικονομικού δικαίου, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η παραλαβή και δημοσίευση διαθηκών.





269 Νικολόπουλος, in Γεωργιάδης/Σταθόπουλος, Αστικός Κώδικας, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, 1996, Άρθρο
1773, σελ. 244.
270 Αρβανιτάκης, in Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, ΙΙ, Άρθρο 807, σελ. 1584.

Πέρα από τη γενική αυτή ρύθμιση, ειδικά καθήκοντα των προξενικών αρχών ως προς διαθήκες των υπηκόων του αποστέλλοντος κράτους μπορούν να ορισθούν με ειδικότερες Συμβάσεις.
Έτσι, με τη διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 2409/1996, με τον οποίο κυρώθηκε η Συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και της Γεωργίας σχετικά με την άσκηση προξενικών καθηκόντων από τα προξενικά γραφεία των πρεσβειών των δύο χωρών, οι προξενικοί λειτουργοί έχουν το δικαίωμα να συντάσσουν, επικυρώνουν και αποδέχονται για ασφαλή φύλαξη τις τελευταίες βουλήσεις και διαθήκες υπηκόων του αποστέλλοντος κράτους.
Παρομοίως, με τη διάταξη του άρθρου 19 του ν.δ. 426/1974 περί κύρωσης της από 22.05.1972 Προξενικής Σύμβασης μεταξύ της Ελλάδας και της Ρουμανίας, καθ’ ο μέτρο επιτρέπουν οι νόμοι του αποδεχόμενου Κράτους, ο προξενικός λειτουργός δικαιούται να εκτελεί εντός των προξενικών χώρων, στην κατοικία πολιτών του αποστέλλοντος Κράτους, επί πλοίων ή αεροσκαφών φερόντων τη σημαία του Κράτους αυτού, να συντάσσει, επικυρώνει το γνήσιο και παραλαμβάνει προς φύλαξη διαθήκες πολιτών του αποστέλλοντος Κράτους.

ΙV. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΜΕΡΟΥΣ


Ως προς τους κανόνες δικονομικού διεθνούς δικαίου, τόσο αυτούς που άπτονται ζητημάτων διεθνούς δικαιοδοσίας όσο και εκείνους που έχουν ως αντικείμενο την αναγνώριση του δεδικασμένου και την κήρυξη της εκτελεστότητας των αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων, διαπιστώνεται ότι η αρχή της ενότητας της κληρονομίας διαταράσσεται αν επιληφθούν διαφοράς σχετικής με την ίδια κληρονομία δικαστήρια περισσότερων κρατών. Προς αποτροπή του κινδύνου αυτού, ενδείκνυται η εναρμόνιση των εθνικών διατάξεων ώστε να κατοχυρωθεί η ενότητα της κληρονομίας και συνακόλουθα της lex hereditatis. Προς τούτο, σε ευρωπαϊκό επίπεδο κατατέθηκε την 14.10.2009 Πρόταση Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και δημόσιων

εγγράφων στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής και την καθιέρωση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου.
Τόσο ως προς τη διεθνή δικαιοδοσία όσο και ως προς την αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων αλλοδαπών δικαστηρίων, ο Κανονισμός 44/2001/ΕΚ, καθώς και η Σύμβαση του Λουγκάνο για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, εξαιρούν ρητά από το πεδίο εφαρμογής τους τις κληρονομικές σχέσεις.
Ως προς τις διαφορές κληρονομικού δικαίου αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων θα καθορισθεί από τη συνδυασμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 3 και 30 ΚΠολΔ, οι οποίες καθιερώνουν την πλήρη αποδέσμευση της θεμελίωσης της διεθνούς δικαιοδοσίας από το δίκαιο που εφαρμόζεται στην ουσία της διαφοράς. Η διάταξη του άρθρου 3 καθιερώνει την αρχή της εδαφικότητας, ενώ η διάταξη του άρθρου 30 ΚΠολΔ θεσπίζει την αποκλειστική ειδική δωσιδικία της  κληρονομίας, καθιερώνοντας ως βάση για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας την κατοικία και επικουρικά τη διαμονή του κληρονομουμένου. Με τη ρύθμιση αυτή επιδιώκεται η υπαγωγή των κληρονομικών διαφορών σε ένα δικαστήριο, υπαγωγή η οποία συμβαδίζει με τη ρύθμιση του άρθρου 28 ΑΚ, που υποβάλλει στο ίδιο δίκαιο το σύνολο των κληρονομικών σχέσεων. Η έρευνα της έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας γίνεται από το δικαστήριο κατά τη διάταξη του άρθρου 4 ΚΠολΔ, ενώ ως προς τη σύγκρουση της αποκλειστικής δωσιδικίας της κληρονομίας με τη δωσιδικία της συνάφειας, το προβάδισμα έχει η δωσιδικία της συνάφειας. Αντίθετα, η δωσιδικία της κληρονομίας υπερισχύει της αποκλειστικής δωσιδικίας των εταιρικών διαφορών, αλλά και της αποκλειστικής δωσιδικίας του ακινήτου, ενώ αποκλείει και κάθε άλλη συντρέχουσα, όπως η δωσιδικία της περιουσίας. Τέλος, για να δίνει δεκτή παρέκταση σε βάρος της αποκλειστικής δωσιδικίας της κληρονομίας, θα πρέπει η σχετική συμφωνία να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του ελληνικού δικονομικού δικαίου.
Ως προς τις διαφορές κληρονομικού δικαίου εκούσιας δικαιοδοσίας, η θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων θα γίνει από τη

συνδυασμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 3 και 810 ΚΠολΔ, οι οποίες καθιερώνουν διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων ακόμη κι αν ο κληρονομούμενος είχε αλλοδαπή ιθαγένεια και εστερείτο κατοικίας ή διαμονής στην Ελλάδα. Επομένως, και ως προς τη χορήγηση κληρονομητηρίου υπάρχει διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων σύμφωνα με τη συνδυασμένη εφαρμογή των άρθρων 3, 810 και 819 ΚΠολΔ, εφόσον υπάρχει έννομο συμφέρον για την παροχή του, το οποίο υφίσταται κυρίως όταν υπάρχουν κληρονομιαία στην Ελλάδα.
Ομοίως, και η αναγνώριση δεδικασμένου και η εκτελεστότητα αλλοδαπών αποφάσεων που ρυθμίζουν ζητήματα κληρονομικής διαδοχής ρυθμίζεται από τις διατάξεις του ΚΠολΔ. Έτσι, ως προς τις αποφάσεις αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, στη διάταξη του άρθρου 323 ΚΠολΔ προβλέπονται οι όροι που πρέπει να πληροί μία αλλοδαπή δικαστική απόφαση, προκειμένου να ισχύει και να αποτελεί δεδικασμένο στην Ελλάδα χωρίς άλλη διαδικασία, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 905 παρ. 3 ΚΠολΔ, η συνδρομή των ίδιων προϋποθέσεων απαιτείται και για την κήρυξη της εκτελεστότητας της αλλοδαπής απόφασης. Ως προς τις αποφάσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 708 ΚΠολΔ, οι προϋποθέσεις της οποίας πρέπει να πληρούνται και για να παράγει ισχύ στην Ελλάδα αλλοδαπό κληρονομητήριο.
Τέλος, η γενική διάταξη του άρθρου 338 παρ. 1 ΚΠολΔ βρίσκει εφαρμογή και ως προς την απόδειξη του κληρονομικού, ιδίως εκ διαθήκης, κληρονομικού δικαιώματος, ενώ ως προς τις διαθήκες που έχουν συνταχθεί στην αλλοδαπή τηρούνται τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις των άρθρων 807 επ. και 808 παρ. 2 και 6 ΚΠολΔ, καθώς και από τις διμερείς συμβάσεις που έχει υπογράψει σχετικά η Ελλάδα.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ


Ι. Η διάσταση της προβληματικής


Η αυξημένη κινητικότητα των ατόμων στο εσωτερικό ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα, καθώς και η αύξηση του αριθμού των γάμων μεταξύ υπηκόων διαφορετικών κρατών, οι οποίοι συχνά συνοδεύονται από την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων ευρισκόμενων στο έδαφος διαφορετικών κρατών, καθιστούν άκρως πολύπλοκο το ζήτημα της κληρονομικής διαδοχής. Έτσι, είναι πιθανό Έλληνας, που συνέταξε διαθήκη στη Γαλλία, να αποβιώσει στον Καναδά ή αλλοδαπός να αφήσει περιουσιακά στοιχεία σε περισσότερα κράτη, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα. Στις περιπτώσεις αυτές τίθεται το ερώτημα ποιο από τα δίκαια των εμπλεκομένων κρατών, που θα μπορούσαν να αξιώσουν να εφαρμοσθούν, ρυθμίζει τις κληρονομικές σχέσεις που ανακύπτουν.
Την άρση της σύγκρουσης των παράλληλων δικαίων, την εναρμόνιση, ακριβέστερα, της λειτουργίας των περισσότερων εννόμων τάξεων, επιδιώκει ο ελληνικός αστικός κώδικας με τον κανόνα σύγκρουσης του άρθρου 28, επιλέγοντας έτσι τη lex patriae του κληρονομούμενου κατά το χρόνο του θανάτου του ως τη lex hereditatis, υιοθετώντας έτσι την αρχή της ενότητας της κληρονομίας. Από την ανάπτυξη που προηγήθηκε και την με αυτήν πραγμάτευση του σταδίου του εφαρμοστέου δικαίου και κυρίως των ειδικότερων ζητημάτων που ανακύπτουν κατ’ αυτό, αυτό που διαπιστώνει κανείς είναι η καθολική σχεδόν εφαρμογή της lex hereditatis στην πλειοψηφία των ζητημάτων αυτών.
Ωστόσο, λόγω της ιδιαιτερότητας των ιδιωτικοδιεθνολογικών ζητημάτων  που ανακύπτουν στο πεδίο του κληρονομικού διεθνούς δικαίου, ο έλληνας νομικός θα πρέπει να έχει πάντα κατά νου κατά την εφαρμογή του κανόνα σύγκρουσης του άρθρου 28 ΑΚ ότι ο όρος ‘κληρονομικές σχέσεις’ δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως τεχνικός όρος του ελληνικού κληρονομικού δικαίου, ώστε να περιορίζεται στις σχέσεις, που το ελληνικό δίκαιο χαρακτηρίζει ως κληρονομικές, αλλά να θεωρείται ότι περιλαμβάνει όλα τα πραγματικά γεγονότα, που αναφέρονται στο θέμα της

διαδοχής στο περιουσιακό σύνολο ανθρώπου που απεβίωσε, ακόμη και θεσμούς κληρονομικού δικαίου άλλων εννόμων τάξεων, που το ελληνικό κληρονομικό δίκαιο και η ελληνική έννομη τάξη αγνοεί ή απορρίπτει.
Από την άλλη πλευτρά, σχεδόν στο σύνολο των ζητημάτων δικαιοδοτικής κρίσης στην εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή βρίσκουν εφαρμογή οι γενικές δικονομικές ρυθμίσεις του ΚΠολΔ, ενώ σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υπάρχει ακόμη σχετικό νομοθετικό πλαίσιο, εν αναμονή ωστόσο της Πρότασης Κανονισμού που ήδη έχει υποβληθεί. Πέραν του νομικού αυτού πλαισίου, διαπιστώνεται ότι ο σύνδεσμος της ιθαγένειας είναι ιδιαίτερα αποδυναμωμένος σε δικονομικό επίπεδο, ενώ είναι ισχυρότερη η θέση του συνδέσμου της κατοικίας, όχι όμως γενικευμένα, καθώς δεν αποκλείεται η δικονομική σύνδεση της Ελλάδας με μία διαφορά χωρίς να υπάρχει ούτε ιθαγένεια ούτε κατοικία συνδεόμενη με αυτήν. Σε κάθε περίπτωση, η θέση σε ισχύ της Πρότασης Κανονισμού σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης θα φέρει μεγάλες αλλαγές στα δικονομικά ιδιωτικοδιεθνολογικά ζητήματα της εκ διαθήκης κληρονομικής διαδοχής, καθώς με αυτήν ανατρέπονται κατά τα ανωτέρω κρίσιμες επιλογές του έλληνα νομοθέτη.

ΙΙ. Η ευκταία πρόταση


Όπως γίνεται αντιληπτό, οι δυσκολίες, στις οποίες προσκρούουν οι πρωταγωνιστές κληρονομικής διαδοχής, και δη εκ διαθήκης, με διεθνείς  διαστάσεις, συνδέονται ως επί το πλείστον με τις διαφορές των κανόνων ουσιαστικού δικαίου, των δικονομικών κανόνων και των κανόνων σύγκρουσης.
Για να απλουστευθεί το καθήκον των βασικών εμπλεκομένων σε υπόθεση διεθνούς εκ διαθήκης κληρονομικής διαδοχής και να επιλυθούν αποτελεσματικά τα προβλήματα που ανακύπτουν, θα ήταν απαραίτητη η θέσπιση διεθνών κειμένων τόσο σε ουσιαστικό όσο και σε δικονομικό επίπεδο, στο πνεύμα της Πρότασης Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που κατατέθηκε 14.10.2009 σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και δημόσιων εγγράφων στον τομέα της

κληρονομικής διαδοχής και την καθιέρωση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου. Στην προσπάθεια αυτή, θα πρέπει να εξετασθεί κατά προτεραιότητα το ζήτημα του εφαρμοστέου δικαίου. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, πρέπει κατά κύριο λόγο να τεθεί το ερώτημα ως προς το πεδίο εφαρμογής των κανόνων σύγκρουσης, που θα αποτελέσουν τον πυρήνα μιας νομοθετικής πρωτοβουλίας. Το ζήτημα του συνδέσμου πρέπει εξίσου να αποτελέσει το αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής. Περαιτέρω, αν ο προσδιορισμός του εφαρμοστέου δικαίου έχει ουσιαστική σημασία, το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας δεν πρέπει να παραγνωρίζεται, καθώς είναι σημαντικές οι αποκλίσεις των κρατών ως προς τις βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας. Αλλά και το ζήτημα της αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων για κληρονομικά ζητήματα συνεπάγεται εξίσου ότι πρέπει να εξετασθεί η απόκλιση των εθνικών διατάξεων, καθώς σε πολλά κράτη η παρέμβαση δικαστή είναι υποχρεωτική για την αναγνώριση σχετικών αποφάσεων, ενώ σε άλλα με τη σχετική αρμοδιότητα έχουν επιφορτισθεί διοικητικές υπηρεσίες. Κατά την εξέταση δε όλων αυτών των ζητημάτων, θα κριθεί απαραίτητη η εξέταση πολλών ιδιαίτερων κληρονομικών ζητημάτων, που εμφανίζουν μεγάλες ή μικρότερες αποκλίσεις  μεταξύ των εθνικών κληρονομικών δικαίων, όπως είναι η κληρονομική σύμβαση, η νόμιμη μοίρα ή ο θεσμός του trust. Τέλος, λόγω της αυξημένης ιδιαιτερότητας των κληρονομικών ζητημάτων, η νομοθετική παρέμβαση σε διεθνές επίπεδο θα πρέπει να στοχεύει στην εξάλειψη των διοικητικών και πρακτικών εμποδίων.
Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή, παρά το τεχνικό των ζητημάτων με τα οποία συνδέεται, είναι κρίσιμης σημασίας για τη ρύθμιση πραγματικών περιστατικών και εννόμων σχέσεων που διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο όχι μόνο για τη διευθέτηση των ζητημάτων που αποτελούν, τρόπον τινά, διαδικαστικές ‘εκκρεμότητες’ λόγω της επέλευσης του θανάτου του κληρονομουμένου, αλλά και για τη ρύθμιση των ζητημάτων που για μία σειρά προσώπων πηγάζουν από το γεγονός του θανάτου του κληρονομουμένου και στην πράξη απαιτούν πολύ χρόνο και ακόμη περισσότερη υπομονή για να διευθετηθούν. Η διαφορετικότητα των νομικών συστημάτων, η δυσχέρεια κατανόησης άγνωστων θεσμών, αλλά ακόμη και η αδυναμία συντονισμού των θεμάτων από τους λειτουργούς της δικαιοσύνης από

κράτος σε κράτος, καθιστά τα ζητήματα της εκ διαθήκης κληρονομικής διαδοχής φλέγοντα ζητήματα της καθημερινότητας του απλού πολίτη που απαιτούν μεθοδευμένη ρύθμιση με σταθμισμένη αποτελεσματικότητα.

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Αρβανιτάκης,
−    in Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, ΙΙ, Άρθρο 807


Βαθρακοκοίλης,
−    ΚΠολΔ Ερμηνευτική – νομολογιακή ανάλυση, 1994


Βασιλακάκης,
−    Δικαίωμα νόμιμης μοίρας και επιφύλαξη της δημόσιας τάξης στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, ΝοΒ 2002, 1819
−    Χορήγηση κληρονομητηρίου σχετικά με ακίνητο που ανήκε σε γάλλο κληρονομούμενο και βρίσκεται στην Ελλάδα – Διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων – Εφαρμοστέο δίκαιο στο οποίο δεν υπάρχει ο θεσμός του κληρονομητηρίου, Γνμδ, Αρμ 1997, 455
−    Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 1994

Βρέλλης,
−    Iδιωτικό διεθνές δίκαιο, Γ’ Έκδοση, 2008
−    Η καταστρατήγησις εις το ιδιωτικός διεθνές δίκαιον, 1979


Γραμματικάκη‐Αλεξίου,
−    Προβλήματα εφαρμογής του αλλοδαπού δικαίου και ειδικότερα στη διαδικασία έκδοση κληρονομητηρίου, Αρμ 1976, 527

Chesire, North & Fawcett,
−    Private international law, 14th edition, 2008, Oxford

Hood,

−    Conflicts of laws within the UK, 2007, Oxford


Καλαβρός,
−    Δίκαιον διέπον το περιεχόμενον της κληρονομικής συμβάσεως εξ αφορμής του ν.δ. 472/1974, ΕΕΝ 1974, 871

Κεραμεύς,
−    Διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων επί διαφορών από κληρονομικό εμπίστευμα, Γνμδ, ΕλλΔνη 1995, 801

Κεραμεύς/Κρέμλης/Ταγαράς,
−    Η Σύμβαση των Βρυξελλών, Ερμηνεία κατ’ άρθρο


Κουσούλης,
−    Διεθνής δικαιοδοσία για εκδίκαση αγωγής εκτελεστή διαθήκης προς λήψη της αμοιβής του, Γνμδ, Δ 2002, 276

Κρίσπης,
−    Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο


Μαριδάκης,
−    Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, ΙΙ, 1968


Μητσόπουλος,
−    Πολιτική δικονομία, Τεύχος Α’


Μπαλής,
−    Κληρονομικό δίκαιο, 1965


Μπέης,

−    Διεθνής    δικαιοδοσίας    ελληνικών    δικαστηρίων    για    κληρονομικές διαφορές, Δ 1997, 749

Μπεντερμάχερ‐Γερούσης,
−    Το διαπροσωπικό δίκαιο στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στη Θράκη, Αρμ
1977, 633


Mayer – Heuzé,
−    Droit international privé, 7e edition, 2001


Mellows,
−    The law of succession, 1970, London



Morris,


−    Theobald on the law of wills, 9th edition, 1939, London




Νίκας,


−    Οι Συμβάσεις Βρυξελλών και Λουγκάνο για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, 1998


Νικολόπουλος,
−    in Γεωργιάδης/Σταθόπουλος, Αστικός Κώδικας, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, 1996, Άρθρο 1773

Νικόπουλος,
−    Περί της δωσιδικίας της κληρονομίας, Αρμ 1973, 349


Παπαντωνίου,
−    Κληρονομικό δίκαιο, Έκδοση 5η, 1989

Pamboukis,
−    L’acte public étranger en droit international privé, 1993



Parry,


−    The law of succession – Testate and intestate, 3rd edition, 1953, London



Πανταζόπουλος,
−    Η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων επί κληρονομικών διαφορών, ΕλλΔνη 2002, 1337

Παρασκευόπουλος,
−    Εμπίστευμα (Trust) – Εμπιστευματούχος (Trustee) και πώλησις παρ’ αυτού ακινήτου εν Ελλάδι, ΝοΒ 1981, 425

Σοφιανόπουλος,
−    Η διαθήκη στη θεωρία, τη νομολογία και την πράξη, 2005


Σπυρόπουλος,
−    Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο


Σταματιάδης,
−    Σύντομες σκέψεις επί της προτάσεως κοινοτικού κανονισμού στον χώρο της κληρονομικής διαδοχής, ΑρχΝ 2011, 108

Στρέητ‐Βάλληνδας,
−    Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, ΙΙ



Szászy,


−    Private international law in the European People’s Democracies, Budapest, 1964



Φίλιος,
−    Κληρονομικό δίκαιο, Γενικό μέρος, 1996

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ


ΑΠ 1179/2010, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 280/2010, ΝΟΜΟΣ
ΑΠ 103/2010, ΝΟΜΟΣ , ΕφΑΔ 2010.553 = ΧρΙΔ 2010.696
ΑΠ 2113/2009, ΝοΒ 2010.58
ΑΠ 1730/2009, ΝΟΜΟΣ
ΑΠ 1714/2009, ΕΠολΔ 2010.441 ΑΠ 1706/2009, ΧρΙΔ 2010.535 ΑΠ 1131/2009, ΧρΙΔ 2010.194
ΑΠ 1017/2009, ΧρΙΔ 2010.195 = ΕφΑΔ 2010.316
ΑΠ 825/1009, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 415/2009, ΝΟΜΟΣ
ΑΠ 225/2009, ΕλλΔνη 2010.1011
ΑΠ 1596/2008, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1262/2008, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1110/2008, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 695/2008, ΝΟΜΟΣ
ΑΠ 207/2008, ΧρΙΔ 2008.708
ΑΠ 150/2008, ΝΟΜΟΣ
ΑΠ 2039/1007, ΧρΙΔ 2008.711
ΑΠ 1578/2007, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1097/2007, ΝΟΜΟΣ
ΑΠ 1069/2007, ΧρΙΔ 2008.35
ΑΠ 346/2007, ΝΟΜΟΣ
ΑΠ 982/2006, ΝοΒ 2007.889
ΑΠ 459/2005, ΕλλΔνη 2005.1449
ΑΠ 1038/2004, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1262/2002, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 369/2002, ΝΟΜΟΣ

ΑΠ 694/2000, ΕΕΝ 2001.805
ΑΠ 123/2000, ΕλλΔνη 2000.982 = ΝοΒ 230.2001 = ΕΕΝ 2001.538
ΑΠ 539/1996, ΕλλΔνη 1998.1330
ΑΠ 583/1995, ΕλλΔνη 1996.330 = ΕλλΔνη 1996.595 = ΕΕΝ 1996.508 = ΝοΒ 1997.37
ΑΠ 1897/1988, ΕλλΔνη 1989.791
ΑΠ 518/1985, ΝοΒ 1986.395
ΑΠ 666/1983, ΝοΒ 1984.78
ΑΠ 1206/1982, ΝοΒ 1983.1168 = ΕΕΝ 1983.546 = ΕΕργΔ 1983.308 ΑΠ 985/1982, ΝοΒ 1983.999 = ΕΕΝ 1983.508 = ΕΕργΔ 1983.108 ΑΠ 192/1981, ΝοΒ 1981.1393
ΑΠ 1723/1980, ΝοΒ 1981.1217


ΕφΑθ 2734/2005, ΕλλΔνη 2005.1140 ΕφΑθ 4896/2003, ΕλλΔνη 2004.498 ΕφΑθ 1609/2003, ΕλλΔνη 2004.1467 ΕφΑθ 1608/1997, ΕλληΔνη 1997.1653 ΕφΑθ 8439/1993, ΝοΒ 1994.1006 ΕφΑθ 5987/1993, ΕλλΔνη 1995.880 ΕφΑθ 9015/1991, ΕλλΔνη 1991.1631 ΕφΑθ 754/1991, Αρμ 1992.367
ΕφΑθ 6599/1990, ΕλλΔνη 1991.825
ΕφΑθ 1599/1990, ΕλλΔνη 1991.825
ΕφΑθ 8301/1989, ΕΕΝ 1990.299 = ΝοΒ 1990.1013
ΕφΑθ 172/1984, Δ 1984.495 ΕφΑθ 6678/1982, ΝοΒ 1983.1289 ΕφΑθ 7443/1976, ΝοΒ 1977.756 ΕφΑθ 3111/1971, ΝοΒ 1972.511 ΕφΑθ 7541/1985, ΝοΒ 1986.1210 ΕφΑθ 566/1969, Αρμ 1969.517 ΕφΑθ 1242/1959, ΝοΒ 1959.1175

ΕφΘεσ 2010/2003, Αρμ 2005.849 ΕφΘεσ 699/1973, Αρμ 1973.711 ΕφΘεσ 977/1969, Αρμ 1970.397
ΕφΠειρ 71/2005, ΕλλΔνη 2005.541


ΠΠρΑθ 423/2011, ΝΟΜΟΣ
ΠΠρΑθ 10499/1997, ΕλλΔνη 1999.669 = ΕΕμπΔ 1998.561
ΠΠρΑθ 9971/1997, ΕλλΔνη 1998.692 ΠΠρΑθ 9970/1997, ΕλλΔνη 1998.677 ΠΠρΘεσ 398/1983, ΝοΒ 1983.705

ΜονΠρΑθ 4839/2003, ΧρΙΔ 2003.804
ΜΠρΑθ 5730/1996, Αρμ 1997.541
ΜΠρΑθ 2726/1980, ΝοΒ 1980.1595 = ΝοΒ 1981.1422
ΜΠρΑθ 7751/1979, ΝοΒ 1981.140 ΜΠρΘεσ 15734/1994, Αρμ 1997.400 ΜΠρΘεσ 239/1988, Αρμ 1999.249 ΜΠρΘεσ 1063/1975, Αρμ 1976.482 ΜΠρΡοδ 9/2008, Δ 2008.999 ΜΠρΡοδ 806/2005, ΝΟΜΟΣ ΜΠρΡοδ 578/2004, ΝΟΜΟΣ ΜΠρΚαβ 74/1975, Αρμ 1976.605 ΜΠρΛευκ 122/1989, ΑρχΝ 1989.475
ΜΠρΣπαρτ 57/1989, ΑρχΝ 1989/599
+++++++++++++++++++++++++++++++++

Βασιλική Ε. Τσοκανά 
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ANTIKEIMENO: ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ: κ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΑΔΗΣ

Κωδικοποίηση της διάταξης του άρθρου 19 παρ. 2 του ν. 2664/1998 μετά την τροποποίηση της με το άρθρο 52 παρ. 1 του ν. 4277/2014 (Α' 156) - Διευκρινίσεις εφαρμογής - ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΡΟΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΥΣ- ΣΧΕΤΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Κτηματολόγιο - Διόρθωση γεωμετρικών στοιχείων ακινήτου βάσει άρθρου 19 παρ. 2 Ν. 2664/98 - Ιδιοκτησιακή αμφισβήτηση και όχι απλώς διόρθωση γεωμετρικών στοιχείων (Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου, αριθμός απόφασης 599/2012)

Next: Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ - Ο Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων (DPO) στον GDPR Ποιος είναι ο Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων (Data Protection Officer) Ποιοι οργανισμοί υποχρεούνται να ορίζουν Υπεύθυνο Προστασίας Δεδομένων; Αν μια επιχείρηση δεν υπάγεται στις περιπτώσεις υποχρεωτικού ορισμού DPO, μπορεί να ορίσειΠού θα πρέπει να είναι εγκατεστημένος ο DPOΠοια είναι η σχέση εργασίας που συνδέει DPO και επιχείρηση Τι προβλέπει ο ελληνικός Νόμος για την εφαρμογή του GDPR σχετικά με τον Υπεύθυνο Προστασίας Δεδομένων Ποια είναι τα καθήκοντα του Yπευθύνου Προστασίας Δεδομένων Η υποχρέωση εχεμύθειας του ΥΠΔΗ παρακολούθηση συμμόρφωσης από τον ΥΠΔ Τι προσόντα πρέπει να έχει ο Yπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων; Ποια είναι η διαδικασία ορισμού του Yπευθύνου Προστασίας Δεδομένων; - Οδηγία 95/46/ΕΚ, που είχε ενσωματωθεί στην Ελληνική Νομοθεσία με το Ν. 2472/1997
Previous: Η εκ διαθήκης διαδοχή στο Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο - Με το θάνατο κάποιου προσώπου τίθεται σε κίνηση ο μηχανισμός της κληρονομικής διαδοχής. Πρόκειται για τον τρόπο ρύθμισης των εννόμων σχέσεων του ατόμου μετά το θάνατό του και ιδίως την τύχη της περιουσίας του, για την οποία πιθανόν να έχει ήδη αποφασίσει το ίδιο το άτομο. Όταν, ειδικότερα, ο αποθανών έχει εκφράσει τη βούλησή του περί διάθεσης των κληρονομιαίων με διάταξη τελευταίας βούλησης, τίθεται σε κίνηση ο μηχανισμός της εκ διαθήκης κληρονομικής διαδοχής. Αντίθετα, όταν ο ίδιος ο διαθέτης δεν έχει εκφραστεί με διάταξη τελευταίας βούλησης, ενεργοποιείται ο μηχανισμός της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής.
$
0
0

 
Κωδικοποίηση της διάταξης του άρθρου 19 παρ. 2 του ν. 2664/1998 μετά την τροποποίηση της με το άρθρο 52 παρ. 1 του ν. 4277/2014 (Α' 156) - Διευκρινίσεις εφαρμογής
.......

Αθήνα, 07.08.2014
Α.Π.: 1423145/ΝΔ 2611
Νομική Δ/νση Υποδ/νση Λειτουργούντος Κτηματολογίου: τηλ. 210 65 05 610
Προς: Κτηματολογικά Γραφεία της Χώρας
Θέμα: «Κωδικοποίηση της διάταξης του άρθρου 19 παρ. 2 του ν. 2664/1998 μετά την τροποποίηση της με το άρθρο 52 παρ. 1 του ν. 4277/2014 (Α' 156) - Διευκρινίσεις εφαρμογής»
Με την παρ. 16 του άρθρου 2 του ν. 4164/2013 (ΑΊ56) αναδιατυπώθηκε η παρ. 2 του άρθρου 19 του ν. 2664/1998. που αφορά στη διόρθωση σφαλμάτων σε γεωμετρικά στοιχεία των κτηματολογικών εγγραφών και ρυθμίστηκαν διαδικαστικά ζητήματα κατά την υποβολή και εξέταση των σχετικών αιτημάτων ενώπιον του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου, είτε ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή μετά την υποβολή προσφυγής. Επιπλέον, καθορίστηκε ότι η αίτηση για τη διόρθωση σφαλμάτων που αφορούν σε γεωμετρικά στοιχεία κτηματολογικών εγγραφών δεν επιβαρύνεται με τέλη και δικαιώματα, πάγια ή αναλογικά.
Πρόσφατα, με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 52 του ν. 4277/2014 (ΑΊ56) αντικαταστάθηκε η περίπτωση γ'της παραγράφου 2 του άρθρου 19 και εισάγεται η υποχρέωση του αιτούντος, όταν γίνεται δεκτή η αίτηση που έχει υποβάλει ενώπιον του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου για τη διόρθωση γεωμετρικών στοιχείων, να λάβει γνώση της απόφασης εντός ρητής προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την έκδοση της και να την κοινοποιήσει, εντός της ίδιας προθεσμίας, με επιμέλεια του στους όμορους δικαιούχους.  Συνακολούθως, προ βλέπεται, ρητά, ότι μετά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αυτής, παύει αυτοδικαίως η ισχύς της εκδοθείσας απόφασης, θεωρείται ότι δεν έγινε η καταχώρισή της και εξαλείφεται αυτεπάγγελτα η προσωρινή διενεργηθείσα. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η γρήγορη εκκαθάριση των σχετικών υποθέσεων, ενισχύεται η ασφάλεια δικαίου των συναλλαγών και αποτρέπεται η αδικαιολόγητη παρακώλυσή τους τυχόν λόγω αμέλειας το)ν συναλλασσόμενων να διευθετήσουν τις εκκρεμείς υποθέσεις τους ενώπιον των υπηρεσιών των Κτηματολογικών Γραφείων. Μετά τα προαναφερόμενα, η κωδικοποιημένη μορφή της διάταξης ως ισχύει, είναι η ακόλουθη: 

Αρθρο 19 παρ. 2 ν. 2664/1998 «2. α) Αν υπάρχουν σφάλματα που αφορούν σε γεωμετρικά στοιχεία των κτη ματολογικών εγγραφόιν, ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου προβαίνει σε διόρθωση, ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον. Η αίτηση συνοδεύεται από τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικόν μεταβολών, στο οποίο αποτυπώνεται η γεωμετρική μεταβολή που επέρχεται με την αιτούμενη διόρθωση. Η αίτηση δεν επιβαρύνεται με τέλη και δικαιώματα, πάγια ή αναλογικά, και καταχωρίζεται, με ποινή απαραδέκτου, στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου του αιτούντος και των ακινήτων των δικαιούχων που τυχόν επηρεάζονται από την αποδοχή της, στη θέση που καταχωρίζεται και η κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 13 αγωγή, β) Αν η αποδοχή της αίτησης επηρεάζει δικαιώματα δικαιούχων όμορων ακινήτων, αντίγραφό της, συνοδευόμενο από αντίγραφο του συνυποβαλλόμενου τοπογραφικού διαγράμματος γεωμετρικών μεταβολών καθώς και από αντίγραφο της εισήγησης του Κτηματολογικού Γραφείου, ή, εάν αυτό δεν έχει συσταθεί και το υφιστάμενο Υποθηκοφυλακείο εξακολουθεί να λειτουργεί μεταβατικά ως Κτηματολογικό Γραφείο, της εταιρείας «ΚΤΗΜΑ ΤΟ Λ ΟΓΙΟ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», όπως αυτή μετονομάζεται, για τη συνδρομή των τεχνικών προϋποθέσεων της απεικόνισης της γεωμετρικής μεταβολής που επέρχεται με την αιτούμενη διόρθωση στα κτηματολογικό διαγράμματα, κοινοποιείται με επιμέλεια του αιτούντος, επί ποινή απαραδέκτου, σε αυτούς. Κοινοποίηση της αίτησης στους δικαιούχους όμορων ακινήτων των οποίων τα   δικαιώματα επηρεάζονται από την αποδοχή της, δεν απαιτείται, εφόσον αυτοί συγκατατίθενται εγγράφως, είτε συνυπογράφοντας την αίτηση και το συνυποβαλλόμενο διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών, είτε με σχετική δήλωσή τους ενώπιον συμβολαιογράφου, είτε με υπεύθυνη δήλωσή τους, επί της οποίας βεβαιώνεται αρμοδίως το γνήσιο της υπογραφής τους, η συναίνεση δε αυτή δεν υποκρύπτει άτυπη μεταβίβαση ή μεταβολή τίτλου του ακινήτου. Στις τελευταίες περιπτώσεις η δή'λωσή τους περιλαμβάνει ρητά την αποδοχή της αιτούμενης γεωμετρικής διόρθωσης, όπως αυτή αποτυπώνεται στο συνυποβαλλόμενο με την αίτηση τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών. Στην περίπτωση όμορων ακινήτων με την ένδειξη «αγνώστου ιδιοκτήτη», η αίτηση κοινοποιείται στο Ε/Ληνικό Δημόσιο, εκτός εάν αυτό συγκατατίθεται σύμφα)να με τα ανωτέρω. Ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου ορίζει εύλογη προθεσμία, εντός της οποίας οι δικαιούχοι όμορων ακινήτων έχουν δικαίωμα να υποβάλουν τις απόψεις τους εγγράφως.
γ) Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης από τον Προϊστάμενο του Κτηματολογικού Γραφείου, διενεργείται αμελλητί η καταχώρισή της στα κτηματολογικό/, φύλλα των επηρεαζόμενων ακινήτων, όπου έχει καταχωριστεί η αίτηση επί της οποίας αυτή εξεδόθη. Σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης από τον Προϊστάμενο του Κτηματολογικού Γραφείου, διενεργείται προσωρινή καταχώριση της απόφασής του στα κτηματολογικά φύ)ζλα των επηρεαζόμενων ακινήτων, όπου έχει καταχωριστεί η αίτηση επί της οποίας αυτή εξεδόθη και ο αϊτών υποχρεούται, με επιμέλειά του, εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από την έκδοση της απόφασης να λάβει γνώση αυτής διά λήψης αντιγράφου από το Κτηματολογικά Γραφείο με σχετική επισημείωση στο πρωτότυπο. Η απόφαση του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου κοινοποιείται με επιμέλεια του αιτούντος εντός της ίδιας προθεσμίας και στους όμορους δικαιούχους, εκτός αν αυτοί έλαβαν γνώση της απόφασης διά λήψης αντιγράφου από το Κτηματολογικά Γραφείο με σχετική επισημείωση στο πρωτότυπό της. Στην περίπτωση όμορων ακινήτων με την ένδειξη «αγνώστου ιδιοκτήτη», η απόφαση κοινοποιείται στο Ελληνικό Δημόσιο. Εάν πα,ρέλθει άπρακτη η κατά το δεύτερο και τρίτο εδάφιο προθεσμία, παύει αυτοδικαίως η ισχύς της απόφασης, θεωρείται ότι δεν έγινε η καταχώριση και εξαλείφεται αυτεπαγγέλτως η προσωρινή διενεργηθείσα.
δ) Ο αϊτών δικαιούται να προσφύγει στον Κτηματολογικά Δικαστή μέσα σε προθεσμία  δεκαπέντε (15) ημερών, αφότου έλαβε γνώση της απόφασης. Το ίδιο ισχύει και για τον δικαιούχο όμορου ακινήτου που βλάππεται από την απόφαση του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου. Στην περίπτωση αυτή η δεκαπενθήμερη προθεσμία αρχίζει από την κοινοποίηση σε αυτόν της απόφασης με επιμέλεια του αιτούντος, ή αφότου έλαβε γνώση διά λήψης αντιγράφου από το Κτηματολογικό Γραφείο με σχετική επισημείωση στο πρωτότυπό της. Δικαίωμα προσφυγής στον Κτηματολογικό Δικαστή έχει επίσης ο αϊτών και στην περίπτωση που ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου δεν αποφανθεί επί της αιτήσεώς του μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την υποβολή της ή από τη λήξη της εύλογης προθεσμίας που τυχόν ετάχθη για την υποβολή των απόψεων των δικαιούχων όμορων ακινήτων. Η δεκαπενθήμερη προθεσμία προσφυγής στον Κτηματολογικό Δικαστή είναι στην περίπτωση αυτή δεκαπέντε (15) ημερών από τη λήξη του κατά το προηγούμενο εδάφιο διμήνου. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται όσα ορίζονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 16.
Εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την κατάθεσή της και επί ποινή απαραδέκτου, η προσφυγή καταχωρίζεται στα κτηματολογικό φύλλα των ακινήτων όπου έχει καταχωριστεί η αίτηση επί της οποίας εξεδόθη η προσβαλλόμενη απόφαση, στη θέση που καταχωρίζεται η κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 13 αγωγή και αναστέλλεται η διόρθωση των κτηματολογικών εγγραφών έως την έκδοση οριστικής απόφασης από τον Κτηματολογικό Δικαστή. Η προθεσμία και η άσκηση των ένδικων μέσων κατά της απόφασης του Κτηματολογικού Δικαστή δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.
ε) Μετά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης προσφυγής, οριστικοποιείται η καταχώριση της απόφασης του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου και διενεργείται η διόρθωση στα κτηματολογικό διαγράμματα. Σε περίπτωση άσκησης προσφυγής, η εγγραφή της απόφασης γίνεται οριστική στα κτηματολογικό φύλλα και αναστέλλεται η διόρθωση των κτηματολογικών εγγραφών κατά τα οριζόμενα στα προηγούμενα εδάφια της παρούσας. Ο Προϊστάμενος στις προαναφερόμενες περιπτώσεις τρέπει την προσωρινή καταχώριση της απόφασής του σε οριστική, σημειώνοντας την τροπή στην οικεία θέση του κτηματολογικού φύλλου και ημερομηνία της οριστικής καταχώρισης θεωρείται η ημερομηνία της προσωρινής καταχώρισης. Μετά την προσωρινή καταχώριση της απόφασης του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου, αυτός δεν επιτρέπεται να προβεί σε καταχώριση  μεταγενέστερης εγγραφής, προτού οριστικοποιηθεί στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου η προσωρινή καταχώριση. Η υποβολή αίτησης διόρθωσης γεωμετρικών στοιχείων δεν συνιστά αναγκαία προδικασία για την υποβολή και συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου αγωγών και αιτήσεων διόρθωσης των κτηματολογικών εγγραφών, αρχικών και μεταγενέστερων, κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού.»
Κατόπιν τούτων για την εξωδικαστική διαδικασία διόρθωσης γεωμετρικών σφαλμάτων στα κτηματολογικό διαγράμματα κατά το άρθρο 19 παρ. 2 του ν. 2664/1998, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και ισχύει, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα;
1.                 Η αίτηση που υποβάλλεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 2, συνοδεύεται από τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών, στο οποίο αποτυπώνεται η γεωμετρική μεταβολή που επέρχεται με την αιτούμενη διόρθωση. Η αίτηση δεν επιβαρύνεται με τέλη και δικαιώματα, πάγια ή αναλογικά, και καταχωρίζεται, με ποινή απαραδέκτου, στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου του αιτούντος και των ακινήτων των δικαιούχων που τυχόν επηρεάζονται από την αποδοχή της, στη θέση που καταχωρίζεται και η κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 13 αγωγή.
2.                 Τα έγγραφα που σύμφωνα με ρητή και περιοριστική απαρίθμηση στη διάταξη αυτή, κοινοποιούνται με επιμέλεια του αιτούντος και επί ποινή απαραδέκτου, στους δικαιούχους όμορων ακινήτων, στις περιπτώσεις που η αποδοχή της αίτησης επηρεάζει τα δικαιώματά τους, είναι; α) αντίγραφο της αίτησης, β) αντίγραφο του συνυποβαλλόμενου τοπογραφικού διαγράμματος γεωμετρικών μεταβολών και γ) αντίγραφο της εισήγησης του Κτηματολογικού Γραφείου, ή, εάν αυτό δεν έχει συσταθεί και το υφιστάμενο Υποθηκοφυλακείο εξακολουθεί να λειτουργεί μεταβατικά ως Κτηματολογικό Γραφείο, της εταιρείας ΕΚΧΑ Α.Ε., για τη συνδρομή των τεχνικών προϋποθέσεων της απεικόνισης της γεωμετρικής μεταβολής που επέρχεται με την αιτούμενη διόρθωση στα κτηματολογικό  διαγράμματα. Σημειώνεται ότι στην προκειμένη περίπτωση η εισήγηση των τεχνικών υπηρεσιών της εταιρείας ΕΚΧΑ Α.Ε., ως μετονομάστηκε η ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε., εκδίδεται αυτεπάγγελτα μετά την διαβίβαση στην εταιρεία της αίτησης διόρθωσης από το οικείο Κτηματολογικά Γραφείο και ακολούθως αποστέλλεται σε αυτό για να διενεργήσει ο αϊτών με επιμέλειά του τις κατά νόμο κοινοποιήσεις.
Όπως αναφέρεται και στο υπ'αρ. πρωτ. ΑΠ Οικ. 1108492/30.3.2011 έγγραφο της Νομικής Διεύθυνσης της ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε. ως μετονομάστηκε, για τη διαδικασία κοινοποίησης της αίτησης του άρθρου 19 παρ. 2 στους όμορους ιδιοκτήτες, για τα λοιπά δικαιολογητικά, που τυχόν έχουν υποβληθεί με την αίτηση (π.χ. αντίγραφα τίτλων, πιστοποιητικά κ.λ.π.), δεν συντρέχει εκ του νόμου υποχρέωση συγκοινοποίησης, αφού εξυπηρετούν ανάγκες νομιμοποίησης του αιτούντος και περαιτέρω της τεκμηρίωσης του αιτήματος του ενώπιον του Προϊσταμένου του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου. Οι επηρεαζόμενοι όμοροι δικαιούχοι δύνανται να λάβουν γνώση του περιεχομένου τους με επιτόπια έρευνα στο Κτηματολογικά Γ ραφείο και στο αρχείο τίτλων και δικαιολογητικών, όπου φυλάσσεται η αίτηση διόρθωσης του άρθρου 19 παρ. 2 μετά την υποβολή της με άπαντα τα συνημμένα επ’ αυτής δικαιολογητικά.
Ο αριθμός των χορηγούμενων αντιγράφων της αίτησης (μετά των επ'αυτής συγκοινοποιούμενων εγγράφων) προσδιορίζεται κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερόμενου. Σε περίπτωση λήψης μικρότερου αριθμού αντιγράφων από εκείνα που απαιτούνται για την κοινοποίηση, ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται σε επικύρωση του υπολειπόμενού αριθμού. Κοινοποίηση της αίτησης στους δικαιούχους όμορων ακινήτων των οποίων τα δικαιώματα επηρεάζονται από την αποδοχή της, δεν απαιτείται, εφόσον αυτοί συγκατατίθενται εγγράφως:
α) είτε συνυπογράφοντας την αίτηση και το συνυποβαλλόμενο διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών,  β) είτε με σχετική δήλωσή τους ενώπιον συμβολαιογράφου, γ) είτε με υπεύθυνη δήλωσή τους, επί της οποίας βεβαιώνεται αρμοδίως το γνήσιο της υπογραφής τους, η συναίνεση δε αυτή δεν υποκρύπτει άτυπη μεταβίβαση ή μεταβολή τίτλου του ακινήτου. Στις τελευταίες περιπτώσεις (β'και γ') η δήλωσή τους περιλαμβάνει ρητά και την αποδοχή της αιτούμενης γεωμετρικής διόρθωσης, όπως αυτή αποτυπώνεται στο συνυποβαλλόμενο με την αίτηση τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών. Στην περίπτωση όμορων ακινήτων με την ένδειξη «αγνώστου ιδιοκτήτη», η αίτηση κοινοποιείται στο Ελληνικό Δημόσιο, εκτός εάν αυτό συγκατατίθεται σύμφωνα με τα ανωτέρω.
1.                   Ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου ορίζει εύλογη προθεσμία, εντός της οποίας οι δικαιούχοι όμορων ακινήτων έχουν δικαίωμα να υποβάλουν τις απόψεις τους εγγράφως.
Μετά την παρέλευση της προθεσμίας που έταξε ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γ ραφείου για την υποβολή των απόψεων, συντρέχουν οι εξής περιπτώσεις:
α) Ο Προϊστάμενος, μετά την αξιολόγηση της αίτησης και των απόψεων των όμορων δικαιούχων που τυχόν υποβλήθηκαν, αποδέχεται την αιτούμενη διόρθωση:
Ο Προϊστάμενος διενεργεί προσωρινή καταχώριση της εκδοθησόμενης απόφασής του, δηλαδή αυτή καταχωρίζεται μεν στα κτηματολογικά φύλλα των επηρεαζόμενων ακινήτων, όπου έχει καταχωριστεί η αίτηση επί της οποίας αυτή εξεδόθη, πλην όμως δεν προβαίνει σε διορθώσεις επί των κτηματολογικών διαγραμμάτων, δεδομένου ότι, ως προβλέπεται στην ίδια διάταξη, η άσκηση προσφυγής αναστέλλει τη διόρθωση των κτηματολογικών εγγραφών. Μετά την προσωρινή καταχώριση της απόφασης του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου, αυτός δεν επιτρέπεται να προβεί σε καταχώριση μεταγενέστερης εγγραφής, προτού οριστικοποιηθεί στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου η προσωρινή καταχώριση.
Ακολούθως, και προκειμένου η καταχώριση της απόφασης να καταστεί οριστική για να διενεργηθούν οι διορθώσεις στα κτηματολογικά διαγράμματα, ο αϊτών υποχρεούται εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την έκδοση της  απόφασης, σωρευτικά:
α) να λάβει γνώση της απόφασης διά λήψης αντιγράφου από το Κτηματολογικό Γ ραφείο με σχετική επισημείωση στο πρωτότυπο και
β) να κοινοποιήσει αντίγραφο της απόφασης εντός της ίδιας προθεσμίας και στους όμορους δικαιούχους, εκτός εάν αυτοί έλαβαν γνώση της απόφασης διά λήψης αντιγράφου από το Κτηματολογικά Γραφείο με σχετική επισημείωση στο πρωτότυπο. Στην περίπτωση όμορων ακινήτων με την ένδειξη «αγνώστου ιδιοκτήτη», η απόφαση κοινοποιείται στο Ελληνικό Δημόσιο.
Προς απόδειξη της διενέργειας των κατά νόμο επιδόσεων της απόφασης του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γ ραφείου εντός της νόμιμης οριζόμενης προθεσμίας, ο αϊτών προσκομίζει στο Κτηματολογικά Γ ραφείο αντίγραφα των οικείων εκθέσεων επίδοσης εντός της ίδιας προθεσμίας.
Εάν παρέλθει άπρακτη η δεκαπενθήμερη προθεσμία, παύει αυτοδικαίως η ισχύς της απόφασης, θεωρείται ότι δεν έγινε η καταχώριση και εξαλείφεται αυτοδικαίως η προσωρινή διενεργηθείσα.
Σε περίπτωση πάντως που επισυμβούν τα προηγούμενα λόγω μη έγκαιρης γνώσης και κοινοποίησης της εκδοθείσας απόφασης, οπότε εκ του νόμου παύει αυτοδικαίως η ισχύς της, ο αϊτών έχει έννομο συμφέρον να επαναφέρει το ίδιο αίτημα διόρθωσης με νεότερη αίτηση, απευθυνόμενη στο Κτηματολογικά Γ ραφείο .
Ο αϊτών δικαιούται να προσφύγει στον Κτηματολογικά Δικαστή μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών, αφότου έλαβε γνώση της απόφασης. Το ίδιο ισχύει και για τον δικαιούχο όμορου ακινήτου που βλάπτεται από την απόφαση του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου. Στην περίπτωση αυτή η δεκαπενθήμερη προθεσμία αρχίζει από την κοινοποίηση σε αυτόν της απόφασης με επιμέλεια του αιτούντος, ή αφότου έλαβε γνώση διά λήψης αντιγράφου από το Κτηματολογικά Γ ραφείο με σχετική επισημείωση στο πρωτότυπό της, από την οποία θα προκύπτει η ακριβής ημερομηνία. Μετά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης προσφυγής, που αποδεικνύεται με επιμέλεια όποιου έχει έννομο συμφέρον και προσκομίζει τα οικεία αποδεικτικά έγγραφα (όπως, ενδεικτικά, εκθέσεις  επίδοσης, πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου περί μη άσκησης προσφυγής ή περί παραίτησης από την άσκηση ενδίκων μέσων), οριστικοποιείται η καταχώριση της απόφασης του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γ ραφείου διά της τροπής της προσωρινής καταχώρισης της απόφασής του σε οριστική, με σχετική σημείωση στην οικεία θέση του κτηματολογικού φύλλου και διενεργείται η διόρθωση στα κτηματολογικά διαγράμματα.
Ημερομηνία της οριστικής καταχώρισης θεωρείται η ημερομηνία της προσωρινής καταχώρισης.
Εάν εντός της νόμιμης προθεσμίας που προ βλέπεται, ασκηθεί προσφυγή, τότε εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την κατάθεσή της και επί ποινή «παραδεκτού, η προσφυγή καταχωρίζεται στα κτηματολογικά φύλλα των ακινήτων όπου έχει καταχωριστεί η αίτηση επί της οποίας εξεδόθη η προσβαλλόμενη απόφαση, στη θέση που καταχωρίζεται η κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 13 αγωγή και αναστέλλεται η διόρθωση των κτηματολογικών εγγραφών έως την έκδοση οριστικής απόφασης από τον Κτηματολογικά Δικαστή. Στην περίπτωση αυτή η εγγραφή της απόφασης γίνεται οριστική και ο Προϊστάμενος τρέπει την προσωρινή καταχώριση της απόφασής του σε οριστική, σημειώνοντας την τροπή στην οικεία θέση του κτηματολογικού φύλλου και ημερομηνία της οριστικής καταχώρισης θεωρείται η ημερομηνία της προσωρινής καταχώρισης. Εάν η προσφυγή που θα ασκηθεί κατά της θετικής απόφασης του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου, απορριφθεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον δύναται να υποβάλει αίτηση για την καταχώρισή της απόφασης του Κτηματολογικού Δικαστή στα κτηματολογικά φύλλα των ακινήτων, όπου έχει καταχωριστεί η προσφυγή επί της οποίας αυτή εξεδόθη και η διόρθωση των κτηματολογικών εγγραφών διενεργείται σύμφωνα με την απόφαση του Προϊσταμένου. Στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται να καταστεί τελεσίδικη η απορριπτική απόφαση του Κτηματολογικού Δικαστή, αφού, ως ρητά ορίζεται στην ίδια διάταξη, η προθεσμία και η άσκηση των ένδικων μέσων κατά της απόφασης του Κτηματολογικού Δικαστή δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.
Εάν η προσφυγή που θα ασκηθεί κατά της θετικής απόφασης του Προϊσταμένου του  Κτηματολογικού Γραφείου, γίνει δεκτή, όποιος έχει έννομο συμφέρον δύναται να υποβάλει αίτηση για την καταχώρισή της απόφασης του Κτηματολογικού Δικαστή στα κτηματολογικά φύλλα των ακινήτων, όπου έχει καταχωριστεί η προσφυγή επί της οποίας αυτή εξεδόθη, προς απόδειξη της άρσης της εκκρεμοδικίας,
β) Ο Προϊστάμενος, μετά την αξιολόγηση της αίτησης και των απόψεων των όμορων δικαιούχων που τυχόν υποβλήθηκαν, απορρίπτει την αιτούμενη διόρθωση: 
Η εκδοθείσα απορριπτική απόφαση του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γ ραφείου καταχωρίζεται οριστικά στα κτηματολογικά φύλλα των επηρεαζόμενων ακινήτων, όπου έχει καταχωριστεί η αίτηση επί της οποίας αυτή εξεδόθη.
Για την προθεσμία άσκησης προσφυγής και την εγγραφή της στα κτηματολογικά βιβλία, ισχύουν όσα προαναφέρθηκαν. Εάν η προσφυγή που θα ασκηθεί κατά της απορριπτικής απόφασης του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γ ραφείου, γίνει δεκτή, όποιος έχει έννομο συμφέρον δύναται να υποβάλει αίτηση για την καταχώριση της απόφασης του Κτηματολογικού Δικαστή στα κτηματολογικά φύλλα των ακινήτων, όπου έχει καταχωριστεί η προσφυγή επί της οποίας αυτή εξεδόθη. Στην περίπτωση αυτή η διόρθωση των κτηματολογικών εγγραφών διενεργείται σύμφωνα με το διατακτικό της απόφασης του Κτηματολογικού Δικαστή, χωρίς να απαιτείται να καταστεί αυτή τελεσίδικη, αφού, ως ρητά ορίζεται στη διάταξη, η προθεσμία και η άσκηση των ένδικων μέσων κατά της απόφασης του Κτηματολογικού Δικαστή δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.
Εάν η προσφυγή που θα ασκηθεί κατά της απορριπτικής απόφασης του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου, απορριφθεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον δύναται να υποβάλει αίτηση για την καταχώριση της απόφασης του Κτηματολογικού Δικαστή στα κτηματολογικά φύλλα των ακινήτων, όπου έχει καταχωριστεί η προσφυγή επί της οποίας αυτή εξεδόθη, προς απόδειξη της άρσης της εκκρεμοδικίας.  γ) Ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου δεν αποφαίνεται επί της αίτησης (σιωπηρή άρνηση):
Εάν ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου δεν αποφανθεί επί της αιτήσεως μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών: α) από την υποβολή της ή
β) από τη λήξη της εύλογης προθεσμίας που τυχόν ετάχθη για την υποβολή των απόψεων των δικαιούχων όμορων ακινήτων,
ο αϊτών έχει δικαίωμα προσφυγής στον Κτηματολογικό Δικαστή μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών που άρχεται από τη λήξη του διμήνου σε καθεμία από τις προαναφερόμενες περιπτώσεις. Για την εγγραφή της προσφυγής στα κτηματολογικά βιβλία, ισχύουν όσα προαναφέρθηκαν Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται όσα ορίζονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 16.
Για την Ε.Κ.Χ.Α. Α.Ε.

ΟΔΗΓΙΕΣ


B.5 ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΔΙΟΡΘΩΣΗΣ
ΤΩΝ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΟΥ ΓΕΩΤΕΜΑΧΙΟΥ
Ο φάκελος της αίτησης κατατίθεται εις διπλούν, ένα πρωτότυπο και ένα απλό φωτοαντίγραφο, και θα πρέπει να περιλαμβάνει τα εξής:
α) Tο έντυπο της Αίτησης συμπληρωμένο με τα ΚΑΕΚ των γεωτεμαχίων που αφορά η διόρθωση και τα όμορα που επηρεάζονται.
β) Τον τίτλο κτήσης των γεωτεμαχίων που αφορά η διόρθωση.
γ) Αντίγραφο του Τοπογραφικού Διαγράμματος που συνοδεύει τον τίτλο κτήσης (εφόσον υπάρχει).
δ) Το Διάγραμμα Γεωμετρικών Μεταβολών, στο οποίο απεικονίζεται η αιτούμενη διόρθωση στα κτηματολογικά διαγράμματα, στο σύστημα συντεταγμένων ΕΓΣΑ ,87.
Στις περιπτώσεις που οι δικαιούχοι όμορων γεωτεμαχίων συναινούν στη διόρθωση των ορίων τους, είναι δυνατόν να υποβληθεί κοινή αίτηση διόρθωσης των γεωμετρικών στοιχείων των γεωτεμαχίων. Σε αυτή την περίπτωση, τόσο το έντυπο της αίτησης όσο και το ΔΓΜ που συνυποβάλλονται στο ΚΓ, θα πρέπει να συνυπογράφονται από όλους τους όμορους ιδιοκτήτες που συναινούν στην αιτούμενη διόρθωση. Επιπλέον, στο προσκομιζόμενο ΔΓΜ θα πρέπει να αναγράφεται με σαφήνεια ότι ο ιδιοκτήτης του όμορου γεωτεμαχίου συναινεί στην αιτούμενη διόρθωση του κοινού ορίου του γεωτεμαχίου του με το προς διόρθωση γεωτεμάχιο. Εφόσον επιτευχθούν τα ανωτέρω, τότε ο αιτών αφενός αποφεύγει το κόστος κοινοποίησης της αίτησης του καθώς και των συνυποβαλλόμενων στοιχείων στους όμορους ιδιοκτήτες που έχουν ήδη συνυπογράψει, αφετέρου επωφελείται από την επακόλουθη σημαντική μείωση του χρόνου περαίωσης της αίτησής του.
Σημειώνεται ότι τα όρια των γεωτεμαχίων της κτηματολογικής βάσης που μεταβλήθηκαν με την εξωδικαστική διοικητική διαδικασία που ορίζεται στις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 2 του Ν.2664/1998, δεν επιδέχονται εκ νέου εξωδικαστική διόρθωση__

ΣΧΕΤΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 
Κτηματολόγιο - Διόρθωση γεωμετρικών στοιχείων ακινήτου βάσει άρθρου 19 παρ. 2 Ν. 2664/98 - Ιδιοκτησιακή αμφισβήτηση και όχι απλώς διόρθωση γεωμετρικών στοιχείων (Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου, αριθμός απόφασης 599/2012)

Περίληψη: Κτηματολόγιο. Διόρθωση γεωμετρικών στοιχείων ακινήτου βάσει άρθρου 19 παρ. 2 Ν. 2664/98. Κοινοποίηση απόφασης Προϊσταμένου στους θιγόμενους δικαιούχους όμορων ακινήτων. Δεκαπενθήμερη προθεσμία άσκησης αντιρρήσεων. Συνέπειες μη κοινοποίησης. Προσφυγή θιγόμενου προ πάσης κοινοποιήσεως και ακύρωση απόφασης Προϊσταμένου. Ο Προϊστάμενος δεν καθίσταται διάδικος στην διαδικασία της Εκούσιας Δικαιοδοσίας. Ιδιοκτησιακή αμφισβήτηση και όχι απλώς διόρθωση γεωμετρικών στοιχείων. Επίδοση στη Γερμανία. Πλασματική και πραγματική επίδοση.

[...] Σύμφωνα με το άρθρο 19 του ν. 2664/1998 «1. Ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου, ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, προβαίνει σε διόρθωση ληξιαρχικών στοιχείων που αναγράφονται στα κτηματολογικά βιβλία, όταν η διόρθωση αυτή συνιστά συμμόρφωση σε αμετάκλητη δικαστική απόφαση, που έχει εκδοθεί κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας σύμφωνα με το άρθρο 782 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. 2. Αν υπάρχουν σφάλματα που αφορούν σε γεωμετρικά στοιχεία των κτηματολογικών έγγραφων, ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου προβαίνει σε διόρθωση ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον. Η αίτηση αυτή καταχωρίζεται, με ποινή απαραδέκτου, στα κτηματολογικά φύλλα στη θέση που καταχωρίζεται και η, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 13 αγωγή. Αν η αποδοχή της αίτησης μπορεί να επηρεάσει δικαιώματα όμορων δικαιούχων, κοινοποιείται, με ποινή απαραδέκτου, στους όμορους δικαιούχους. Ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου ορίζει εύλογη προθεσμία, μέσα στην οποία οι όμοροι δικαιούχοι έχουν δικαίωμα να υποβάλουν τις απόψεις τους εγγράφως. Η απόφαση του Προϊστάμενου του Κτηματολογικού Γραφείου κοινοποιείται και στους όμορους δικαιούχους. Ο αιτών ή όμορος δικαιούχος που βλάπτεται από την απόφαση δικαιούται να προσφύγει στον Κτηματολογικό Δικαστή μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση της σε αυτόν. Η προσφυγή στον Κτηματολογικό Δικαστή καταχωρίζεται, με ποινή απαραδέκτου, στα Κτηματολογικά φύλλα, στη θέση που καταχωρίζεται η κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 13 αγωγή και αναστέλλει τη διόρθωση των κτηματολογικών εγγραφών έως την έκδοση οριστικής απόφασης από τον Κτηματολογικό Δικαστή. Η προθεσμία και η άσκηση ένδικων μέσων κατά της απόφασης του Κτηματολογικού Δικαστή δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Δικαίωμα προσφυγής στον Κτηματολογικό Δικαστή έχει επίσης ο αιτών και σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου δεν αποφανθεί επί της αιτήσεως μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την υποβολή της ή από τη λήξη της εύλογης προθεσμίας που τυχόν ετάχθη για την υποβολή των απόψεων των όμορων δικαιούχων.

Η δεκαπενθήμερη προθεσμία προσφυγής στον Κτηματολογικό Δικαστή είναι στην περίπτωση αυτή δεκαπέντε (15) ημερών από τη λήξη του κατά το προηγούμενο εδάφιο διμήνου. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται όσα ορίζονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 16. Κοινοποίηση της αίτησης στους όμορους ιδιοκτήτες, των οποίων τα δικαιώματα επηρεάζονται από την αποδοχή της, δεν απαιτείται, εφόσον αυτοί συγκατατίθενται εγγράφως, είτε συνυπογράφοντας την αίτηση είτε με σχετική δήλωση τους ενώπιον συμβολαιογράφου είτε με υπεύθυνη δήλωση τους, επί της οποίας βεβαιώνεται αρμοδίως το γνήσιο της υπογραφής τους. Στην περίπτωση ακινήτων με την ένδειξη "αγνώστου ιδιοκτήτη", η αίτηση κοινοποιείται στο Ελληνικό Δημόσιο, εκτός αν αυτό συγκατατίθεται σύμφωνα με τα ανωτέρω. Περαιτέρω, κατά της απόφασης του Κτηματολογικού δικαστή ως απόφασης που έχει εκδοθεί κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας μπορεί να ασκηθεί έφεση κατά τα άρθρα 741 και 760επ. ΚΠολΔ και αν απορριφθεί τελεσιδίκως, ο ηττηθείς διάδικος μπορεί να ζητήσει πλέον τη διόρθωση της εγγραφής με την αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 ακολουθώντας πλέον την αμφισβητούμενη διαδικασία για τη διόρθωση της κατά τα ανωτέρω ανακριβούς εγγραφής. Τέλος, η έννοια του διαδίκου, όπως αυτή καθορίζεται στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, δεν προσαρμόζεται στην από τα άρθρα 741-781 του ΚΠολΔ ρυθμιζόμενη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, όπου δεν υπάρχει αντιδικία, αλλά μετέχουν στη διαδικασία αυτή οι ενδιαφερόμενοι για τη ρύθμιση που θα αποφασισθεί, οι οποίοι προσλαμβάνουν την ιδιότητα του διαδίκου: α) με την υποβολή της αίτησης για εκδίκαση ορισμένης υπόθεσης της εκούσιας δικαιοδοσίας, β) με την κλήτευση τους στη διαδικασία κατόπιν διαταγής του αρμοδίου δικαστηρίου (άρθρο 748 παρ. 3 του ΚΠολΔ), γ) με την πρωτοβουλία του διαδίκου και αυτεπάγγελτα με προσεπίκληση από το δικαστήριο (άρθρο 753 του ΚΠολΔ), δ) με την άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 752 του ΚΠολΔ) και ε)με την άσκηση τριτανακοπής (άρθρο 773 του ΚΠολΔ), ενώ διάδικοι είναι και οι καθολικοί και ειδικοί διάδοχοι των παραπάνω αναφερόμενων προσώπων. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 761, 748 παρ. 3, 753 παρ. 1 και 752 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο καθού η αίτηση δεν προσλαμβάνει την ιδιότητα του διαδίκου με μόνη την απεύθυνση της αίτησης εναντίον του (βλ. ΕφΑΘ4959/2010, ΕλλΔ/νη 2011,576), αν δεν κλητεύθηκε ύστερα από διαταγή του δικαστηρίου, δεν προσεπικλήθηκε ή δεν άσκησε παρέμβαση, ακόμη και όταν, χωρίς πάντως να ασκήσει παρέμβαση, παραστεί στη δίκη (βλ. ΕφΘες 292/2009, ΑΡΜ 2010,382). Ούτε άλλωστε ο από το δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου ορισμός κατά την κατάθεση της αίτησης απλώς της προθεσμίας για την τυχόν κοινοποίηση της στον καθού για να ασκήσει παρέμβαση ή να προστατεύσει κατ` άλλο, ενδεχομένως, τρόπο τα πιθανά συμφέροντα του, συνιστά ή μπορεί να αναπληρώσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 748 παρ. 3 ΚΠολΔ, κλήτευση, με διαταγή του αρμόδιου δικαστή, εκείνου που έχει έννομο συμφέρον από τη δίκη, ώστε να προσδίδει στον καθού η αίτηση ιδιότητα διαδίκου (βλ. ΑΠ 1305/1994, ΕλλΔνη37,638, ΑΠ 646/1978, ΝοΒ24,50, ΕΑ. 2295/1998 ΕλλΔνη39,617 Εφ.Αθ. 1948/1994, ΝοΒ 43, 64).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση-προσφυγή του ο αιτών εκθέτει ότι είναι κύριος ενός αγροτεμαχίου που βρίσκεται στην κτηματική περιοχή «MAPΠΟΥΝΤΑ» της δημοτικής ενότητας Αλοννήσου, εκτάσεως 4.200τμ κατά τον τίτλο κτήσης και 4.183τμ κατά νεότερη καταμέτρηση, το οποίο περιήλθε στην κυριότητα του με αγορά δυνάμει του με αριθμό 12552/1974 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σκοπέλου Βασιλείου Παλιούρη που μεταγράφηκε νομίμως. Οτι κατά την κτηματογράφηση της περιοχής καταχωρήθηκε με KAEK με εμβαδόν 4.323τμ. Οτι με την από 81/2007 αίτηση του ο ..................... ζήτησε να διορθωθούν τα γεωμετρικά στοιχεία του ως άνω γεωτεμαχίου, ώστε τμήμα αυτού να συμπεριληφθεί στο ακίνητο του αιτούντος με KAEK που καταχωρήθηκε με εμβαδόν 968,61τμ αντί του πραγματικού 1.340τμ. Οτι η αίτηση αυτή παρά το νόμο έγινε δεκτή από την Προϊσταμένη του Κτηματολογικού Γραφείου Σκοπέλου, διότι α) υποβλήθηκε από πρόσωπο που δεν νομιμοποιούνταν, καθώς κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης συγκύριοι του ακινήτου με KAEK ήταν ο .......................... , κατά το 72 εξ αδιαιρέτου ο καθένας τους, β) δεν έγινε πραγματική επίδοση αυτής (της αίτησης) στον προσφεύγοντα ως δικαιούχο όμορης ιδιοκτησίας που επηρεάζεται από την αιτούμενη διόρθωση και τέλος, γ) η εκδοθείσα από την Προϊσταμένη απόφαση δεν κοινοποιήθηκε ποτέ στον προσφεύγοντα. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί να ακυρωθεί η με αριθμό 15/2008 και με αριθμ.πρωτ. 165/31-7-2008 απόφαση της Προϊσταμένης του Κτηματολογικού Γραφείου Σκοπέλου που καταχωρήθηκε στο κτηματολογικό φύλλο των ακινήτων με KAEK με αριθμό 165/31-7-2008, να απορριφθεί η με αριθμό πρωτ.81/2007 αίτηση διόρθωσης γεωμετρικών στοιχείων που υποβλήθηκε από τον ............... και να διαταχθεί η καταχώριση της απόφασης μετά την τελεσιδικία της στα κτηματολογικά φύλλα. Επίσης, ζητεί να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων δηλαδή της αποτύπωσης στους κτηματολογικούς χάρτες των ως άνω γεωτεμαχίων με τις γεωμετρικές συντεταγμένες όπως ήταν πριν από την έκδοση και καταχώρηση της ως άνω απόφασης. Τέλος, ζητά να καταδικασθεί η καθής στη δικαστική του δαπάνη. Η κρινόμενη προσφυγή στρέφεται κατά της Προϊσταμένης του Κτηματολογικού Γραφείου Σκοπέλου, η οποία έκανε δεκτή την υπ` αριθμ.81/15-3-2007 σχετική αίτηση του ............. , αντίγραφο δε αυτής (της προσφυγής) της επέδωσε ο προσφεύγων μαζί με κλήση προς συζήτηση για τη σημερινή δικάσιμο (βλ. την υπ` αριθμ.5967/28-3-2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Βόλου Ευστάθιου Κωτσόβολου).

Ωστόσο, η τελευταία δεν κατέστη διάδικος, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη προηγηθείσα νομική σκέψη, με μόνη την απευθυνση της προσφυγής σε βάρος της, αφού δεν κλητεύθηκε ύστερα από διαταγή του δικαστηρίου, ούτε προσεπικλήθηκε ούτε άσκησε παρέμβαση, ούτε τέλος, χωρίς πάντως να ασκήσει παρέμβαση, παρέστη στη δίκη, ώστε να ερευνάται τυχόν ερημοδικία αυτής. Περαιτέρω, με αυτό το περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα η ένδικη αίτηση-προσφυγή φέρεται προς συζήτηση στο αρμόδιο καθ` ύλην και κατά τόπο δικαστήριο για να δικαστεί με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρ.29, 739, 740 και 19παρ.2 και 16παρ.5 του ν.2664/1998). Η προσφυγή έχει ασκηθεί παραδεκτά, διότι α)από τη μελέτη της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της απόφασης της Προϊσταμένης του Κτηματολογικού Γραφείου Σκοπέλου στον προσφεύγοντα όμορο δικαιούχο, ώστε να τρέχει η προθεσμία των δεκαπέντε ημερών και συνακόλουθα, αυτή ασκήθηκε εμπρόθεσμα προ πάσης επιδόσεως και β)εγγράφηκε εμπρόθεσμα στα οικεία κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σκοπέλου στα κτηματολογικά φύλλα των επίδικων γεωτεμαχίων με KAEK (βλ. το υπ` αριθμ. πρωτ. 35/29-3-2012 πιστοποιητικό καταχώρισης εγγραπτέας πράξης του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου Σκοπέλου). Είναι δε νόμιμη ως προς το αίτημα της να ακυρωθεί η με αριθμό 15/2008 απόφαση της Προϊσταμένης του Κτηματολογικού Γραφείου Σκοπέλου, στηριζόμενη στα άρθρα 19 παρ.2 και 16 παρ.5 του ν.2664/1998, καθόσον η εναντίωση κατά της απόφαση του Προϊσταμένου χωρεί με επίκληση της ρήτρας ελέγχου νομιμότητας κατ` άρθρο 16 παρ.1 του ν.2664/1998 αναλογικά εφαρμοζομένου, και ως εκ τούτου, το δικαστήριο δε διατάσσει την αποδοχή ή την απόρριψη της αίτησης για διόρθωση των γεωμετρικών στοιχείων και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, απορριπτόμενων των λοιπών αιτημάτων ως μη νόμιμων, διότι α) μόνο κατ` εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 791 ΚΠολΔ και υπό τις προϋποθέσεις που θέτει είναι νόμιμο να διαταχθεί εκείνος που τηρεί δημόσια βιβλία, όπως η Προϊσταμένη του Κτηματολογικού Γραφείου Σκοπέλου, να καταχωρήσει την απόφαση επί της ένδικης προσφυγής σ` αυτά, στην κρινόμενη υπόθεση όμως, δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις και ιδίως, η άρνηση της Προϊσταμένης να καταχωρήσει την απόφαση, αφού στο δικαστήριο υποβλήθηκαν τα ως άνω αιτήματα με την ίδια αίτηση-σημειωτέον ότι κατά το άρθρο 16 παρ.5 του ν. 2664/1998 εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως 5 του άρθρου 791 του ΚΠολΔ, που αφορούν ιδίως στη διαδικασία που τηρείται στην περίπτωση αυτή και β) η άσκηση της προσφυγής αναστέλλει τη διόρθωση των κτηματολογικών εγγραφών έως την έκδοση οριστικής απόφασης από τον κτηματολογικό δικαστή, ενώ η προθεσμία και η άσκηση ένδικων μέσων κατά της οριστικής απόφασης αυτού δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, το αίτημα για την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που ήταν πριν την έκδοση και καταχώριση της προσβαλλόμενης απόφασης του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου δεν προσήκει στην κρινόμενη προσφυγή, αφού όσο εκκρεμεί η εκδίκαση της αναστέλλεται εκ του νόμου η διόρθωση, μετά την έκδοση όμως, της οριστικής απόφασης δεν προβλέπεται τέτοια αναστολή, η οποία μόνο κατά το άρθρο 763 ΚΠολΔ μπορεί να διαταχθεί, ενώ η επαναφορά των πραγμάτων θα αποτελούσε νόμιμο αίτημα κατ` άρθρο 914 ΚΠολΔ, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η έφεση, αλλιώς οι εγγραφές θα διορθωθούν αφότου γίνει αμετάκλητη η απόφαση επί της προσφυγής.

Από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζει με επίκληση ο προσφεύγων και τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του με αριθμό 12552/22-4-1974 συμβολαίου πώλησης του συμβολαιογράφου Σκοπέλου Βασιλείου Παλιούρη που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σκοπέλου στον τόμο 131 και αριθμό 20, ο αιτών-προσφεύγων απέκτησε την κυριότητα ενός αγρού καλλιεργούμενου με δημητριακά, εκτάσεως 4.200τμ ή όσης και αν είναι, που βρίσκεται στη θέση «ΜΑΡΠΟΥΝΤΑ» της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας Αλοννήσου και συνορεύει γύρωθεν βόρεια με ελαιόκτημα ........... , ανατολικά με δασοτεμάχιο ...................... , νότια με δημόσιο παλαιό αγροτικό δρόμο και δυτικά με ιδιοκτησία ............ . Στην ίδια επίσης θέση ο .............................. απέκτησαν με παράγωγο τρόπο με το με αριθμό .. συμβόλαιο πώλησης του συμβολαιογράφου Σκοπέλου Βασιλείου Παλιούρη που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σκοπέλου στον τόμο 76 και αριθμό 12, την συγκυριότητα, σε ποσοστό Vz εξ αδιαιρέτου ο καθένας τους, ενός αγρού 7 περίπου στρεμ. που συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησία ..................... , βόρεια με ιδιοκτησία .... , δυτικά με ιδιοκτησία .... και νότια με θάλασσα. Ακολούθως, με το με αριθμό 5269/2008 συμβόλαιο πώλησης της συμβολαιογράφου Αθηνών Ελένης Σούλη που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σκοπέλου, η ............. μεταβίβασε με γονική παροχή το ποσοστό της επί του ως άνω ακινήτου στους .......................... , κατά το ΛΑ στον καθέναν. Ο ...... απεβίωσε στις 7-6-2006 εν πλω κατά τη διακομιδή του με ΠΑΣ-169 στο Γενικό Νομαρχιακό Νοσοκομείο Βόλου, αφήνοντας την από 25-3- 1999 ιδιόγραφη διαθήκη του που δημοσιεύθηκε με τα υπ` αριθμ. 6663/2006 πρακτικά της από 15-12-2006 δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με τη διαθήκη αυτή εγκατέστησε κληρονόμους τον ........................ , οι οποίοι με τη με αριθμό 5270/2008 συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Αθηνών Ελένης Σούλη που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σκοπέλου αποδέχθηκαν την επαχθείσα σ` αυτούς κληρονομιά, στην οποία περιλαμβανόταν και το ποσοστό του 14 εξ αδιαιρέτου επί του πιο πάνω περιγραφομένου ακινήτου.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά την κτηματογράφηση της περιοχής τα ως άνω ακίνητα καταχωρήθηκαν του μεν προσφεύγοντος με KAEK και εμβαδόν 4323τμ, των δε .............. με KAEK και εμβαδόν 969τμ. Με τη με αριθμ.πρωτ. 81/15-3-2007 αίτηση διόρθωσης σφαλμάτων που αφορούν γεωμετρικά στοιχεία προς το Κτηματολογικό Γραφείο Σκοπέλου ο ............... υπέβαλε αίτηση με την οποία επισήμανε ότι από το KAEK λείπει ένα τμήμα που ανήκει στο γεωτεμάχιο με KAEK και ότι το γεωτεμάχιο με KAEK έχει εμβαδόν 968,61τμ, ενώ το πραγματικό εμβαδόν είναι 1340τμ και πρότεινε τη διόρθωση των γεωμετρικών του στοιχείων, ώστε να συμπεριληφθεί τμήμα του γεωτεμαχίου με KAEK . Για την απόδειξη της βασιμότητας του ισχυρισμού του προσκόμισε κτηματογραφικό διάγραμμα, το συμβόλαιο αγοράς, τοπογραφικό διάγραμμα και τοπογραφικό διάγραμμα της προτεινόμενης διόρθωσης των γεωμετρικών στοιχείων. Σύμφωνα με την αίτηση αυτή όμορα γεωτεμάχια που επηρεάζει η διόρθωση είναι εκείνα με KAEK . Επί της αιτήσεως αυτής ο Ο.Κ.Χ.Ε. εισηγήθηκε ότι τα στοιχεία μπορούν να εισαχθούν στη χωρική βάση μετά τη διόρθωση των ορίων του γεωτεμαχίου με KAEK 0904006 τα εμβαδά που προκύπτουν για τα κτηματολογικά στοιχεία είναι 2.361,30τμ για το γεωτεμάχιο με KAEK, 3.939,40τμ για το γεωτεμάχιο με KAEK, 5.271,20τμ για το γεωτεμάχιο με KAEK και 1.339,90τμ για το γεωτεμάχιο με KAEK. Ακολούθως, η Προϊσταμένη του Κτηματολογικού Γραφείου Σκοπέλου παρήγγειλε την επίδοση αυτής της απόφασης στον προσφεύγοντα και αντίγραφο της με παραγγελία για επίδοση για να λάβει γνώση και για τις έννομες συνέπειες επιδόθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Βόλου (βλ. τη με αριθμό 2574/19-2-2008 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Βόλου Γρηγορίου Παππά). Στη συνέχεια, συντάχθηκε σχετική αίτηση επίδοσης της πράξεως σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) με αριθμό 1348/2000 του Συμβουλίου για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη-μέλη δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις και επισυνάφθηκε βεβαίωση επίδοσης ή κοινοποίησης ή μη επίδοσης ή κοινοποίησης των πράξεων. Οπως προκύπτει από το σχετικό έγγραφο, η Προϊσταμένη του Κτηματολογικού Γραφείου δεν έταξε εύλογη προθεσμία, ώστε οι όμοροι ιδιοκτήτες να υποβάλουν τις απόψεις τους εγγράφως ούτε τελικά υποβλήθηκε κανένα τέτοιο έγγραφο. Με βάση την ως άνω με αριθμό πρωτ. 0708519/19-10-2007 εισήγηση εκδόθηκε η με αριθμό 15/31-7-2008 απόφαση της Προϊσταμένης του Κτηματολογικού Γραφείου Σκοπέλου (αριθμ.πρωτ. 165/31-7-2008), η οποία αποφάσισε την αποδοχή της αιτούμενης διόρθωσης. Η απόφαση αυτή καταχωρήθηκε οριστικά αυθημερόν (31-7- 2008) στα κτηματολογικά φύλλα των γεωτεμαχίων με KAEK και ....... , αν και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 2 του ν.2664/1998, έπρεπε να κοινοποιηθεί και στους όμορους δικαιούχους.

Στην κρινόμενη υπόθεση όμως, δεν προκύπτει ότι προηγήθηκε επίδοση αυτής στον προσφεύγοντα όμορο ιδιοκτήτη ή σε οποιονδήποτε αφορούσε η μεταβολή. Απ` όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι κατά το χρόνο υποβολής της με αριθμ.πρωτ. 81/15-3-2007 αίτησης διόρθωσης ο ......................... δεν ήταν κύριος του γεωτεμαχίου με KAEK, το οποίο στις 15-3-2007 ανήκε στην .............. κατά το εξ αδιαιρέτου, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό του ΛΑ αποτελούσε μέρος της κληρονομιαίας περιουσίας του ......... , ο οποίος είχε αποβιώσει στις 7-6-2006, πλην όμως έως την υποβολή της αίτησης δεν είχε συνταχθεί ούτε μεταγραφεί σχετική συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονομιάς. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 134 παρ.1 και 3 Κ.Πολ.Δ, αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, όπως εν προκειμένω ο προσφεύγων, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη, αυτός δε, όταν παραλάβει το έγγραφο, οφείλει να το αποστείλει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, στον υπουργό των εξωτερικών, ο οποίος έχει την υποχρέωση να το διαβιβάσει σε εκείνον προς τον οποίο γίνεται η επίδοση. Κατά τη διάταξη του άρθρου 136 παρ.1 Κ.Πολ.Δ., η επίδοση που γίνεται κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 134 θεωρείται ότι συντελέστηκε μόλις παραδοθεί το έγγραφο στον αρμόδιο εισαγγελέα, ανεξάρτητα από το χρόνο της αποστολής και της παραλαβής του από το πρόσωπο για το οποίο προορίζεται. Οι πιο πάνω διατάξεις, με τις οποίες καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον εισαγγελέα, όταν εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την κύρωση της από 15 Νοεμβρίου 1965 Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης με το ν. 1334/1983. Η διεθνής αυτή σύμβαση δεν καταργεί τις περί επιδόσεως διατάξεις του εσωτερικού δικαίου των Χωρών, που την υπέγραψαν, αλλά αποκλείει να θεωρηθεί η πλασματική επίδοση ως ολοκληρωθείσα με την απλή παράδοση του επιδοτέου εισαγωγικού της δίκης ή άλλου ισοδύναμου δικογράφου στον εισαγγελέα, όπως ορίζει το άρθρο 136 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. δηλαδή ανεξάρτητα από το αν παραλήφθηκε από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται, κατά τον οριζόμενο στο άρθρο 15 της συμβάσεως τρόπο. Και τούτο, για να διασφαλίζεται η περιέλευση του εγγράφου στον παραλήπτη του και να αποφεύγονται έτσι οι πλασματικές επιδόσεις και η ερήμην του διαδίκου διεξαγωγή της δίκης.

Ειδικότερα, από το άρθρο 5 παρ. 1 της από 11.5.1938 μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας συμβάσεως "περί αμοιβαίας δικαστικής αντιλήψεως επί υποθέσεων αστικού και εμπορικού δικαίου", η οποία έχει κυρωθεί με το άρθρο μόνο του ΑΝ 1932/1938 και επανατεθεί σε ισχύ από 1.2.1952 με ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών από 24.10/15.12.1952 (ΦΕΚ 338/15.12.1952 τ.A ) και δεν έχει θιγεί με την εισαγωγή του ΚΠολΔ, ούτε από την σύμβαση της Χάγης, σύμφωνα με την γενική διάταξη του άρθρου 25 αυτής, σαφώς προκύπτει ότι η επίδοση πρέπει να αποδεικνύεται είτε από το χρονολογημένο και δεόντως κεκυρωμένο αποδεικτικό παραλαβής από εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται το έγγραφο ή με πιστοποιητικό της αρχής του προς ο η αίτηση Κράτους, στο οποίο να εμφαίνεται το γεγονός, ο τόπος και η χρονολογία της επίδοσης, έτσι που να βεβαιώνεται, όπως ήδη έχει προαναφερθεί, ότι αυτός προς τον οποίο γίνεται η επίδοση ή η κοινοποίηση έλαβε γνώση του προς επίδοση εγγράφου (βλ. ΑΠ 1342/2007 και ΑΠ 1786/2006 σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Αλλωστε, η ως άνω διμερής από 11.5.1938 Σύμβαση "περί αμοιβαίας δικαστικής αντιλήψεως επί υποθέσεων αστικού και εμπορικού δικαίου", εξακολουθεί να ισχύει και μετά τον με αριθμό 1348/29.5.2000 Κανονισμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ο οποίος αντικατέστησε μεταξύ των κρατών μελών, με εξαίρεση τη Δανία και, προσωρινά, τη Γερμανία, την παραπάνω σύμβαση της Χάγης (82598/28.5.2001 εγκύκλιος Υπουργείου Δικαιοσύνης στον ΚωδΝοΒ 49.1391) και ο οποίος αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με τον 1393/2007 Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η ισχύς του οποίου άρχισε στις 13.11.2008. Σύμφωνα με το άρθρο 1 της εν λόγω Ελληνογερμανικής Σύμβασης, σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η επίδοση των εγγράφων που προορίζονται για πρόσωπο που βρίσκεται στο έδαφος του άλλου κράτους, γίνεται με αίτηση που διαβιβάζεται από το αιτούν κράτος, στη Γερμανία στον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου και στην Ελλάδα στον Εισαγγελέα του Πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου πρέπει να γίνει η επίδοση. Επίσης, όπως προεκτέθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 5 της ίδιας Σύμβασης, η απόδειξη της επίδοσης προκύπτει ή με χρονολογημένο και δεόντως επικυρωμένο αποδεικτικό παραλαβής από εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται το έγγραφο ή με πιστοποιητικό της αρχής του κράτους προς το οποίο απευθύνεται, το οποίο να εμφαίνει το γεγονός, τον τόπο και τη χρονολογία της επίδοσης. Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό και με εκείνες του άρθρου 134 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μχ αυτές καθιερώνεται η αρχή της πραγματικής περιέλευσης του εγγράφου στον παραλήπτη, η οποία αποδεικνύεται με κάποιον από τους παραπάνω τρόπους και επομένως, καταργείται κάθε άλλη ρύθμιση. Στην κρινόμενη υπόθεση όμως, δεν προκύπτει ότι έγινε πραγματική επίδοση στον όμορο δικαιούχο-προσφεύγοντα, ώστε να λάβει γνώση και να εκθέσει τις απόψεις του αναφορικά με την αιτούμενη διόρθωση. Άλλωστε, στον τελευταίο δεν κοινοποιήθηκε ούτε η απόφαση του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου, με αποτέλεσμα να λάβει γνώση της διορθώσεως, αφού είχε ήδη επέλθει η μεταβολή, η οποία πρέπει να σημειωθεί ότι καταχωρήθηκε αυθημερόν στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, αν και το άρθρο 19 παρ. 2 του ν.2664/1998 προβλέπει την κοινοποίηση της απόφασης στους όμορους ιδιοκτήτες και στη συνέχεια, την καταχώριση της, αφού παρέλθει άπρακτη δεκαπενθήμερη προθεσμία για την άσκηση αντιρρήσεων κατ` αυτής ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή, διαφορετικά και σε περίπτωση που ασκηθεί προσφυγή αναστέλλεται η διόρθωση των κτηματολογικών εγγραφών έως την έκδοση οριστικής απόφασης από τον κτηματολογικό δικαστή, ενώ η προθεσμία και η άσκηση ένδικων μέσων κατ` αυτής δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Σημειωτέον ότι η απόφαση του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου επί της με αριθμ.πρωτ.81/15-3-2007 αιτήσεως εκδόθηκε στις 31-7-2008, δηλαδή μετά την παρέλευση χρονικού διαστήματος δύο μηνών από την υποβολή της αίτησης που ήταν στις 15-3-2007 και καταχωρήθηκε την ίδια ημέρα της έκδοσης της. Τέλος, σύμφωνα με τους τίτλους κτήσης του προσφεύγοντος και των ................ , ο μεν πρώτος αγόρασε ένα ακίνητο εμβαδού 4.200τμ ή όσης κι αν είναι εκτάσεως, πλέον ή έλαττον, οι δε τελευταίοι αγόρασαν κατά το Vz ένα ακίνητο ένα ακίνητο εμβαδού 7 περίπου στρεμ. ή όσης εκτάσεως και αν είναι περισσότερο ή λιγότερο. Με την ως άνω διόρθωση των κτηματολογικών στοιχείων όμως, και σύμφωνα με τους συμβολαιογραφικούς τίτλους κτήσης κυριότητας το ακίνητο ιδιοκτησίας πλέον κατά τα προαναφερόμενα ................ αποτελείται από δύο τμήματα κατόπιν διαχωρισμού με τη διάνοιξη του δρόμου, εμβαδού 7.709,87τμ και 1.339,05τμ το καθένα αντίστοιχα, δηλαδή εμφανίζεται ως έχον συνολική έκταση 9.048,92τμ, ήτοι μεγαλύτερο κατά 2.048,92τμ από το περιγραφόμενο στο με αριθμό 5635/1965 συμβόλαιο. Η διαφορά αυτή επιμερίζεται κατά 1745,72τμ στο πρώτο ακίνητο και 303,90τμ στο δεύτερο ακίνητο. Ενόψει τούτων, καθίσταται σαφές ότι η αιτούμενη διόρθωση αφορά την επίλυση ιδιοκτησιακής αμφισβήτησης και όχι απλώς τη διόρθωση εκείνων των στοιχείων της κτηματολογικής εγγραφής που αφορούν στο εμβαδόν, στις πλευρικές διαστάσεις του, στη θέση του και στο σχήμα του σε σχέση με την πραγματική κατάσταση σε συνδυασμό και με τους τίτλους κτήσεως. Η αιτούμενη δε διόρθωση μπορεί να διαταχθεί μόνο κατόπιν αμετάκλητης απόφασης του αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου που δικάζει επί αναγνωριστικής κυριότητας αγωγής κατά την τακτική διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 και όχι από τον Προϊστάμενο του Κτηματολογικού Γραφείου ή με απόφαση της εκούσιας δικαιοδοσίας, κατόπιν προσφυγής κατά αποφάσεως του τελευταίου με τη διαδικασία του άρθρου 19 του ν.2664/1998.

Κατόπιν όλων των προεκτιθεμένων, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να ακυρωθεί η με αριθμό 15/2008 και με αριθμό πρωτ. 165/31-7-2008 απόφαση της Προϊσταμένης του Κτηματολογικού Γραφείου Σκοπέλου που καταχωρήθηκε στο κτηματολογικό φύλλο των ακινήτων με ΚΑΕΚ .......... . Τέλος, σημειώνεται ότι δεν ορίζεται παράβολο ερημοδικίας, δεδομένου ότι η παρούσα κατά το σκέλος που έκρινε ερήμην της καθ` ής η προσφυγή δεν υπάγεται σε εκείνες τις εξαιρετικές περιπτώσεις που συγχωρείται ανακοπή ερημοδικίας σε υποθέσεις δικαζόμενες κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας σε πρώτο βαθμό (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ΚΠολΔ II, 2000, 754 αριθ. 8).

ΓΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ:

Δικάζει την προσφυγή, ερήμην του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου Σκοπέλου.

Δέχεται την προσφυγή.

Ακυρώνει τη με αριθμό 15/31-7-2008 και με αριθμό πρωτοκόλλου 165/31-7-2008 απόφαση του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου Σκοπέλου, που καταχωρίστηκε στο κτηματολογικό φύλλο του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ......
 

Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ - Ο Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων (DPO) στον GDPR Ποιος είναι ο Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων (Data Protection Officer) Ποιοι οργανισμοί υποχρεούνται να ορίζουν Υπεύθυνο Προστασίας Δεδομένων; Αν μια επιχείρηση δεν υπάγεται στις περιπτώσεις υποχρεωτικού ορισμού DPO, μπορεί να ορίσειΠού θα πρέπει να είναι εγκατεστημένος ο DPOΠοια είναι η σχέση εργασίας που συνδέει DPO και επιχείρηση Τι προβλέπει ο ελληνικός Νόμος για την εφαρμογή του GDPR σχετικά με τον Υπεύθυνο Προστασίας Δεδομένων Ποια είναι τα καθήκοντα του Yπευθύνου Προστασίας Δεδομένων Η υποχρέωση εχεμύθειας του ΥΠΔΗ παρακολούθηση συμμόρφωσης από τον ΥΠΔ Τι προσόντα πρέπει να έχει ο Yπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων; Ποια είναι η διαδικασία ορισμού του Yπευθύνου Προστασίας Δεδομένων; - Οδηγία 95/46/ΕΚ, που είχε ενσωματωθεί στην Ελληνική Νομοθεσία με το Ν. 2472/1997

Next: Διαχρονικό ποινικό δίκαιο - Ποινική προδικασία - Ποινική διαδικασία στο ακροατήριο - Προθεσμία υποβολής της έγκλησης Αδιαίρετο της έγκλησης Αρχειοθέτηση μήνυσης και απόρριψη έγκλησης Παύση ποινικής δίωξης Προκαταταρκτική εξέταση Σύμφωνη γνώμη εισαγγελέα εφετών Κίνηση ποινικής δίωξης Προανάκριση Άμυνα κατά πράξεων της προδικασίας Αίτηση ακύρωσης πράξης της προδικασίας Προσφυγή κατά απευθείας κλήσης στο ακροατήριο Πορεία της προσφυγής Προσφυγή από πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας Προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων Παραγραφή ποινικού αδικήματος Ακυρότητα Σχετική ακυρότητα Απόλυτη ακυρότητα Προστασία από κακόβουλες κλήσεις Τροποποίηση Ποινικού Δικαίου Τροποποίηση Ποινικού Δικονομικού Δικαίου Ποινική διαδικασία στο ακροατήριο Πότε προβάλλεται ο αυτοτελής ισχυρισμός Πώς προβάλλεται ο αυτοτελής ισχυρισμός Αυτοτελής ισχυρισμός ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος Χρόνος προβολής ακυρότητας κλητηρίου θεσπίσματος Αυτοτελής ισχυρισμός τοξικομανίας Αυτοτελής ισχυρισμός μη νομιμοποίησης του εγκαλούντος προς υποβολή έγκλησης Αυτοτελής ισχυρισμός συγγνωστής νομικής πλάνης Αυτοτελής ισχυρισμός διαφύλαξης δικαιώματος ή δικαιολογημένου ενδιαφέροντος Ελαφρυντική περίσταση αρ.84 παρ.2 περ.α ΠΚ Ελαφρυντική περίσταση αρ.84 παρ.2 περ.β ΠΚ Ελαφρυντική περίσταση αρ.84 παρ.2 περ.γ ΠΚ Ελαφρυντική περίσταση αρ.84 παρ.2 περ.δ ΠΚ Ελαφρυντική περίσταση αρ.84 παρ.2 περ.ε ΠΚ Διφορούμενες απόψεις για τον χαρακτηρισμό κάποιων ισχυρισμών Αίτηση του κατηγορούμενου Υποδείξεις του κατηγορουμένου Ακυρότητα παράστασης πολιτικής αγωγής Χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου Αιτιολογία απόφασης
$
0
0

Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ...

Προοίμιο - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Αντικείμενο και στόχοι

Άρθρο 2 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής

Άρθρο 3 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Εδαφικό πεδίο εφαρμογής

Άρθρο 4 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Ορισμοί

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II Αρχές

Άρθρο 5 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Αρχές που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Άρθρο 6 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Νομιμότητα της επεξεργασίας

Άρθρο 7 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Προϋποθέσεις για συγκατάθεση

Άρθρο 8 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Προϋποθέσεις που ισχύουν για τη συγκατάθεση παιδιού σε σχέση με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών

Άρθρο 9 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Άρθρο 10 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα

Άρθρο 11 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Επεξεργασία η οποία δεν απαιτεί εξακρίβωση ταυτότητας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III Δικαιώματά του υποκειμένου των δεδομένων
Τμήμα 1 Διαφάνεια και ρυθμίσεις

Άρθρο 12 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Διαφανής ενημέρωση, ανακοίνωση και ρυθμίσεις για την άσκηση των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων

Τμήμα 2 Ενημέρωση και πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα

Άρθρο 13 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Πληροφορίες που παρέχονται εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συλλέγονται από το υποκείμενο των δεδομένων

Άρθρο 14 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Πληροφορίες που παρέχονται εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν έχουν συλλεγεί από το υποκείμενο των δεδομένων

Άρθρο 15 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων

Τμήμα 3 Διόρθωση και διαγραφή

Άρθρο 16 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Δικαίωμα διόρθωσης

Άρθρο 17 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Δικαίωμα διαγραφής («δικαίωμα στη λήθη»)

Άρθρο 18 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Δικαίωμα περιορισμού της επεξεργασίας

Άρθρο 19 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Υποχρέωση γνωστοποίησης όσον αφορά τη διόρθωση ή τη διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή τον περιορισμό της επεξεργασίας

Άρθρο 20 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Δικαίωμα στη φορητότητα των δεδομένων

Τμήμα 4 Δικαίωμα εναντίωσης και αυτοματοποιημένη ατομική λήψη αποφάσεων

Άρθρο 21 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Δικαίωμα εναντίωσης

Άρθρο 22 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Αυτοματοποιημένη ατομική λήψη αποφάσεων, περιλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ

Τμήμα 5 Περιορισμοί

Άρθρο 23 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Περιορισμοί

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV Υπεύθυνος επεξεργασίας και εκτελών την επεξεργασία
Τμήμα 1 Γενικές υποχρεώσεις

Άρθρο 24 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Ευθύνη του υπευθύνου επεξεργασίας

Άρθρο 25 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Προστασία των δεδομένων ήδη από το σχεδιασμό και εξ ορισμού

Άρθρο 26 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Από κοινού υπεύθυνοι επεξεργασίας

Άρθρο 27 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Εκπρόσωποι υπευθύνων επεξεργασίας ή εκτελούντων την επεξεργασία μη εγκατεστημένων στην Ένωση

Άρθρο 28 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Εκτελών την επεξεργασία

Άρθρο 29 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Επεξεργασία υπό την εποπτεία του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία

Άρθρο 30 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Αρχεία των δραστηριοτήτων επεξεργασίας

Άρθρο 31 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Συνεργασία με την εποπτική αρχή

Τμήμα 2 Ασφάλεια δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Άρθρο 32 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Ασφάλεια επεξεργασίας

Άρθρο 33 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Γνωστοποίηση παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην εποπτική αρχή

Άρθρο 34 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Ανακοίνωση παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο υποκείμενο των δεδομένων

Τμήμα 3 Εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία δεδομένων και προηγούμενη διαβούλευση

Άρθρο 35 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία δεδομένων

Άρθρο 36 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Προηγούμενη διαβούλευση

Τμήμα 4 Υπεύθυνος προστασίας δεδομένων

Άρθρο 37 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Ορισμός του υπευθύνου προστασίας δεδομένων

Άρθρο 38 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Θέση του υπευθύνου προστασίας δεδομένων

Άρθρο 39 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Καθήκοντα του υπευθύνου προστασίας δεδομένων

Τμήμα 5 Κώδικες δεοντολογίας και πιστοποίηση

Άρθρο 40 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Κώδικες δεοντολογίας

Άρθρο 41 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Παρακολούθηση των εγκεκριμένων κωδίκων δεοντολογίας

Άρθρο 42 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Πιστοποίηση

Άρθρο 43 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Φορείς πιστοποίησης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V Διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς

Άρθρο 44 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Γενικές αρχές για διαβιβάσεις

Άρθρο 45 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Διαβιβάσεις βάσει απόφαση επάρκειας

Άρθρο 46 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Διαβιβάσεις που υπόκεινται σε κατάλληλες εγγυήσεις

Άρθρο 47 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Δεσμευτικοί εταιρικοί κανόνες

Άρθρο 48 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Διαβιβάσεις ή κοινοποιήσεις που δεν επιτρέπονται από το δίκαιο της Ένωσης

Άρθρο 49 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Παρεκκλίσεις για ειδικές καταστάσεις

Άρθρο 50 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Διεθνής συνεργασία για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI Ανεξάρτητες εποπτικές αρχές
Τμήμα 1 Ανεξάρτητο καθεστώς

Άρθρο 51 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Εποπτική αρχή

Άρθρο 52 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Ανεξαρτησία

Άρθρο 53 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Γενικές προϋποθέσεις για τα μέλη της εποπτικής αρχής

Άρθρο 54 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Κανόνες για τη σύσταση της εποπτικής αρχής

Τμήμα 2 Αρμοδιότητα, καθήκοντα και εξουσίες

Άρθρο 55 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Αρμοδιότητα

Άρθρο 56 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Αρμοδιότητα της επικεφαλής εποπτικής αρχής

Άρθρο 57 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Καθήκοντα

Άρθρο 58 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Εξουσίες

Άρθρο 59 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Εκθέσεις δραστηριοτήτων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII Συνεργασία και συνεκτικότητα
Τμήμα 1 Συνεργασία

Άρθρο 60 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Συνεργασία μεταξύ της επικεφαλής εποπτικής αρχής και των άλλων ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών

Άρθρο 61 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Αμοιβαία συνδρομή

Άρθρο 62 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Κοινές επιχειρήσεις αρχών ελέγχου

Τμήμα 2 Συνεκτικότητα

Άρθρο 63 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Μηχανισμός συνεκτικότητας

Άρθρο 64 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Γνώμη του Συμβουλίου

Άρθρο 65 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Επίλυση διαφορών από το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων

Άρθρο 66 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Επείγουσα διαδικασία

Άρθρο 67 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Ανταλλαγή πληροφοριών

Τμήμα 3 Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων

Άρθρο 68 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων

Άρθρο 69 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Ανεξαρτησία

Άρθρο 70 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Καθήκοντα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων

Άρθρο 71 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Εκθέσεις

Άρθρο 72 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Διαδικασία

Άρθρο 73 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Πρόεδρος

Άρθρο 74 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Καθήκοντα του Προέδρου

Άρθρο 75 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Γραμματεία

Άρθρο 76 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Εμπιστευτικότητα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII Προσφυγές, ευθύνη και κυρώσεις

Άρθρο 77 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Δικαίωμα υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή

Άρθρο 78 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής κατά αρχής ελέγχου

Άρθρο 79 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής κατά υπευθύνου επεξεργασίας ή εκτελούντος την επεξεργασία

Άρθρο 80 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Εκπροσώπηση υποκειμένων των δεδομένων

Άρθρο 81 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Αναστολή των διαδικασιών

Άρθρο 82 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Δικαίωμα αποζημίωσης και ευθύνη

Άρθρο 83 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Γενικοί όροι επιβολής διοικητικών προστίμων

Άρθρο 84 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Κυρώσεις

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX Διατάξεις που αφορούν ειδικές περιπτώσεις επεξεργασίας

Άρθρο 85 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Επεξεργασία και ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης

Άρθρο 86 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Επεξεργασία και πρόσβαση του κοινού σε επίσημα έγγραφα

Άρθρο 87 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Επεξεργασία του εθνικού αριθμού ταυτότητας

Άρθρο 88 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Επεξεργασία στο πλαίσιο της απασχόλησης

Άρθρο 89 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Διασφαλίσεις και παρεκκλίσεις σχετικά με την επεξεργασία για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον ή σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή στατιστικούς σκοπούς

Άρθρο 90 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Υποχρεώσεις τήρησης απορρήτου

Άρθρο 91 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Υφιστάμενοι κανόνες προστασίας των δεδομένων εκκλησιών και θρησκευτικών ενώσεων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ X Κατ'εξουσιοδότηση πράξεις και εκτελεστικές πράξεις

Άρθρο 92 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Άσκηση της εξουσιοδότησης

Άρθρο 93 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Διαδικασία επιτροπής

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XI Τελικές διατάξεις

Άρθρο 94 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ

Άρθρο 95 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Σχέση με την οδηγία 2002/58/ΕΚ

Άρθρο 96 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Σχέση με συμφωνίες που έχουν συναφθεί παλαιότερα

Άρθρο 97 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Εκθέσεις της Επιτροπής

Άρθρο 98 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Επισκόπηση άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης για την προστασία των δεδομένων

Άρθρο 99 - Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Βρυξέλλες, 27 Απριλίου 2016

 

Ο Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων (DPO) στον GDPR


Ο νέος Κανονισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Γενική Προστασία Δεδομένων (General Data Protection Regulation) αποτελεί τη μεγαλύτερη αλλαγή στην νομοθεσία περί προστασίας των δεδομένων τα τελευταία σχεδόν 20 χρόνια. Επιβάλλει ένα ενιαίο νομοθετικό πλαίσιο για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αντικαθιστά την Οδηγία 95/46/ΕΚ, που είχε ενσωματωθεί στην Ελληνική Νομοθεσία με το Ν. 2472/1997.

Με τον Γενικό Κανονισμό...
επιχειρείται η συνολική αναβάθμιση του πλαισίου προστασίας προσωπικών δεδομένων, προκειμένου να εξασφαλιστεί τόσο η ουσιαστική προστασία των ατόμων σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο τεχνολογικό περιβάλλον, όσο και η ελεύθερη κυκλοφορία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Για να επιτύχει τους σκοπούς αυτούς εισάγει μία σειρά από καινοτόμες διατάξεις, μεταξύ των οποίων και ο θεσμός του Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (Data Protection Officer ή DPO).

Ο Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο μελέτης και συζητήσεων, καθώς αποτελεί ένα ρόλο-κλειδί στο νέο πλαίσιο προστασίας δεδομένων. Στο παρόν κείμενο θα επιχειρηθεί η παρουσίαση και σύντομη ανάλυση των χαρακτηριστικών του Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων μέσα από ερωταπαντήσεις.

Ποιος είναι ο Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων (Data Protection Officer);

Ο Data Protection Officer (DPO) αποτελεί ανεξάρτητο ειδικό στο χώρο των προσωπικών δεδομένων, με αποδεδειγμένη γνώση και εμπειρία στη νομοθεσία και πρακτική εφαρμογή των Προσωπικών Δεδομένων, ο οποίος θα έχει εχέγγυα ανεξαρτησίας και θα αναφέρεται απευθείας στον CEO ή σε μέλος του Δ.Σ μιας εταιρίας. Προβλέπεται από τον Γενικό Κανονισμό Προσωπικών Δεδομένωνστα άρθρα 37-39, καθώς και στα άρθρα 32-34 της Οδηγίας 2016/680. Στις 16 Δεκεμβρίου 2016 η Ομάδα Εργασίας του άρθρου 29 (Article 29 Working Party) η οποία αποτελεί την εποπτεύουσα αρχή των εθνικών Αρχών Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και Συμβουλευτικό Όργανο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εξέδωσε διευκρινιστικές οδηγίες σχετικά με τον ρόλο και την ευθύνη του νέου θεσμού.
Στην προγενέστερη ελληνική νομοθεσία, συναφείς θεσμούς συναντάμε αναφορικά με τον κλάδο των παρόχων δικτύων ή/και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Ειδικότερα, στον Ν. 3674/2008 και τον Κανονισμό για τη Διασφάλιση του Απορρήτου των Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών (ΥΑ αποφ. 165/2011/ΦΕΚ 2715/Β/17.11.2011) , θεσπίζεται υποχρέωση ορισμού Υπευθύνου Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών με ενδεικτικές αρμοδιότητες την εξέταση συστημάτων διασφάλισης απορρήτου, την καταγραφή και αξιολόγηση κινδύνων σχετιζόμενων με την αξιοπιστία του εξοπλισμού και μέτρα αποφυγής των κινδύνων αυτών, ενώ στον Ν. 3917/2011θεσπίζεται υποχρέωση ορισμού Υπευθύνου Ασφάλειας Δεδομένων για την διατήρηση δεδομένων προκειμένου αυτά να καθίστανται διαθέσιμα στις αρμόδιες αρχές για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Σημειωτέον ότι και στις δυο περιπτώσεις, τα διορισμένα πρόσωπα αποτελούν εξουσιοδοτημένα στελέχη - εργαζόμενοι της επιχείρησης.


Ποιοι οργανισμοί υποχρεούνται να ορίζουν Υπεύθυνο Προστασίας Δεδομένων;

Σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 1 του ΓΚΠΔ, υποχρέωση ορισμού DPO έχουν:
α) οι δημόσιες αρχές ή φορείς, εκτός από δικαστήρια που ενεργούν στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής τους αρμοδιότητας,
β) οι επιχειρήσεις των οποίων οι βασικές δραστηριότητες συνιστούν πράξεις επεξεργασίας οι οποίες, λόγω της φύσης, του πεδίου εφαρμογής και/ή των σκοπών τους, απαιτούν τακτική και συστηματική παρακολούθηση των υποκειμένων των δεδομένων σε μεγάλη κλίμακα.
γ) οι επιχειρήσεις των οποίων οι βασικές δραστηριότητες συνιστούν μεγάλης κλίμακας επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως δεδομένων που αφορούν την θρησκεία, πολιτικές πεποιθήσεις, σεξουαλικό προσανατολισμό, συμμετοχή σε συνδικαλιστικές οργανώσεις αλλά και γενετικών δεδομένων ή υλικό όπως βιομετρικά στοιχεία, καθώς και δεδομένων που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα.
Ως «βασικές δραστηριότητες»νοούνται οι ενέργειες εκείνες που συνδέονται με επεξεργασία δεδομένων και αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι για την ολοκλήρωση του παρεχόμενου έργου από την επιχείρηση. Παραδείγματα : η επεξεργασία φακέλων ασθενών κατά την νοσηλεία τους σε νοσοκομείο, η επεξεργασία δεδομένων εργαζομένων όταν η καταβολή της μισθοδοσίας τους έχει ανατεθεί σε εξωτερικό συνεργάτη, η επεξεργασία δεδομένων κατά την παρακολούθηση χώρου όταν η φύλαξη και προστασία αυτού έχει ανατεθεί σε τρίτη εταιρεία παροχής υπηρεσιών ασφάλειας.
Η «επεξεργασία σε μεγάλη κλίμακα»παραμένει ασαφής και μάλλον αόριστη στα πλαίσια του ΓΚΠΔ . Ενδεικτικά, προτείνεται η εξέταση του αριθμού των εμπλεκόμενων υποκειμένων, των οποίων τα δεδομένα υπόκεινται σε επεξεργασία, του όγκου των δεδομένων, της διάρκειας της επεξεργασίας και της γεωγραφικής έκτασης της δραστηριότητας επεξεργασίας. Παραδείγματα: η επεξεργασία δεδομένων ασθενών κατά τη λειτουργία νοσοκομείου, η επεξεργασία δεδομένων σχετικών με την μετακίνηση φυσικών προσώπων με δημόσια μέσα συγκοινωνιών εντός της πόλης μέσω χρήσης καρτών πολλαπλών διαδρομών, η δυνατότητα εντοπισμού σε πραγματικό χρόνο της γεωγραφικής θέσης πελάτη εκ μέρους διαδικτυακής σελίδας ταχυφαγείων προκειμένου να προταθούν και να παρασχεθούν υπηρεσίες delivery, η επεξεργασία δεδομένων πελατών από τράπεζες και ασφαλιστικές επιχειρήσεις, καθώς και από παρόχους υπηρεσιών τηλεφωνίας ή διαδικτύου. Όταν η επεξεργασία γίνεται από ιδιώτη (πχ γιατρό, δικηγόρο) δεν μπορεί να γίνει λόγος για μεγάλης κλίμακας επεξεργασία.
Στην έννοια, τέλος, της «τακτικής και συστηματικής παρακολούθησης»περιλαμβάνονται όλες οι μορφές παρακολούθησης και διαμόρφωσης «προφίλ» στο διαδίκτυο, μεταξύ άλλων, και για σκοπούς συμπεριφορικής διαφήμισης. Παραδείγματα: λειτουργία δικτύου τηλεπικοινωνιών, παροχή υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών, καθορισμός του προφίλ του υποκειμένου με βάση συγκεκριμένα προσωπικά δεδομένα που αφορούν την καταναλωτική του ταυτότητα, τις προτιμήσεις του, επισκεψιμότητα σε συγκεκριμένα καταστήματα, παρακολούθηση δεδομένων σχετικά με την ευεξία, τη φυσική κατάσταση και την υγεία μέσω φορέσιμων συσκευών (πχ ρολόι), η τηλεόραση κλειστού κυκλώματος, συνδεδεμένες συσκευές, π.χ. έξυπνες συσκευές μέτρησης, έξυπνα αυτοκίνητα, οικιακός αυτοματισμός.
Συγκεντρωτικά, οι δραστηριότητες που φαίνεται ότι θα κληθούν άμεσα να συμμορφωθούν στον ΓΚΠΔ και θα επηρεαστούν σε μεγαλύτερο βαθμό λόγω της φύσης τους αποτελούν οι:
  • Υπηρεσίες Υγείας
  • Χρηματοοικονομικές Υπηρεσίες
  • Υπηρεσίες Ανθρώπινου Δυναμικού
  • Υπηρεσίες Φιλοξενίας και Μετακινήσεων
  • Υπηρεσίες Διαδικτυακών/Προσωποποιημένων Πωλήσεων
  • Παροχή Τηλεπικοινωνιακών Υπηρεσιών
  • Παροχή Υπηρεσιών Ενέργειας, καθώς και
  • Ο Κρατικός Τομέας
Αν μια επιχείρηση δεν υπάγεται στις περιπτώσεις υποχρεωτικού ορισμού DPO, μπορεί να ορίσει;
Ναι και μάλιστα ενθαρρύνεται ο εθελοντικός ορισμός DPO. Στην περίπτωση αυτή θα ισχύουν οι ίδιες απαιτήσεις ως εάν ο ορισμός να ήταν υποχρεωτικός.
Μπορούν οι οργανισμοί να ορίζουν από κοινού DPO; (Άρθρο 37 παράγραφοι 2 και 3 του ΓΚΠΔ)
Ναι, στην περίπτωση που υπάρχει α) όμιλος επιχειρήσεων ή β) περισσότερες δημόσιες αρχές ή φορείς. Απαραίτητο είναι όμως σε αυτή την περίπτωση να διαφυλάσσονται τα εχέγγυα πρόσβασης του DPO στις επιμέρους επιχειρήσεις / αρχές ή φορείς, να παραμένουν διαθέσιμα τα στοιχεία επικοινωνίας του και να διασφαλίζεται ότι ένας μόνο DPO, συνεπικουρούμενος από ομάδα, εφόσον απαιτείται, δύναται να επιτελεί αποτελεσματικά όλα τα καθήκοντα παρά το γεγονός ότι έχει οριστεί για όλον τον όμιλο επιχειρήσεων / για περισσότερες δημόσιες αρχές και φορείς.
Πού θα πρέπει να είναι εγκατεστημένος ο DPO;
Συνίσταται ο DPO να είναι εγκατεστημένος εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς να είναι απόλυτο κάτι τέτοιο.
Ποια είναι η σχέση εργασίας που συνδέει DPO και επιχείρηση; ( Άρθρο 37 παράγραφος 6 του ΓΚΠΔ)
Ο DPO μπορεί να είναι μέλος του προσωπικού της επιχείρησης ή να ασκεί τα καθήκοντά του βάσει σύμβασης παροχής υπηρεσιών (εξωτερικός συνεργάτης). Αν ως εξωτερικός συνεργάτης DPO ορίζεται οργανισμός, προτείνεται η σύσταση ομάδας, με σαφή καταμερισμό εργασιών. Κάθε πρόσωπο δε, εντός του οργανισμού που ασκεί καθήκοντα DPO πρέπει να πληροί όλες τις απαιτήσεις του ΓΚΠΔ.

Τι προβλέπει ο ελληνικός Νόμος για την εφαρμογή του GDPR σχετικά με τον Υπεύθυνο Προστασίας Δεδομένων;


Στον ελληνικό νόμο, η διαβούλευσητου οποίου ολοκληρώθηκε και αναμένεται να ψηφισθεί σύντομα από το Ελληνικό Κοινοβούλιο, ο θεσμός του DPO (υπεύθυνος προστασίας δεδομένων, στο εξής: ΥΠΔ) ρυθμίζεται στα άρθρα 14 (για τον ΓΚΠΔ) και 48 έως 50 για την Οδηγία 2016/680 . Ακολουθούνται οι απαιτήσεις του ΓΚΠΔ, με κεντρικά σημεία τα εξής:

  • Πέρα από τις περιπτώσεις του άρθρου 37 του ΓΚΠΔ, υποχρέωση ορισμού υπευθύνου προστασίας έχουν οι υπεύθυνοι επεξεργασίας και οι εκτελούντες επεξεργασία οι οποίοι εκτελούν πράξεις επεξεργασίας οι οποίες, σύμφωνα με τον κατάλογο που έχει καταρτίσει η Αρχή απαιτούν τακτική και συστηματική παρακολούθηση των υποκειμένων των δεδομένων σε μεγάλη κλίμακα λόγω της φύσης, του πεδίου εφαρμογής και/ή των σκοπών τους.
  • Ο ορισμός υπευθύνου προστασίας δεδομένων γίνεται εγγράφως, ενώ κατά τον ορισμό προσδιορίζονται ειδικότερα ιδίως η θέση, τα καθήκοντα και ο τρόπος με τον οποίο θα τα ασκεί. Ο ορισμός γίνεται για ορισμένο χρονικό διάστημα , εκτός αν συντρέχει σοβαρός λόγος, και μπορεί να να ανανεώνεται.
  • Υπάρχει υποχρέωση εχεμύθειας (βλ. αναλυτικά στο επόμενο ερώτημα)
  • H υποχρέωση ορισμού ΥΠΔ δεν περιλαμβάνει τα δικαστήρια και τις εισαγγελικές αρχές, όταν ενεργούν υπό τη δικαιοδοτική τους αρμοδιότητα.
  • Δίνεται δυνατότητα ορισμού ενός κοινού ΥΠΔ για περισσότερες της μιας αρμόδιες αρχές, ανάλογα με την οργανωτική δομή και το μέγεθός τους (Οδηγία 2016/680).
  • Ο ορισμός ΥΠΔ, γίνεται με βάση τα επαγγελματικά προσόντα και την εμπειρογνωσία, κατά τα οριζόμενα στον ΓΚΠΔ. Ο ορισμός γίνεται εγγράφως, ενώ πρέπει να εξειδικεύονται η θέση, τα και ο τρόπος με τον οποίο θα τα ασκεί. Ο ορισμός γίνεται για ορισμένο χρονικό διάστημα, εκτός αν συντρέχει σοβαρός λόγος για την ανάκληση του ορισμού ή για την παύση του ΥΠΔ, ενώ μπορεί να ανανεώνεται. Μετά τον ορισμό υπάρχει υποχρέωση κοινοποίησης του ονόματος και της ιδιότητας του ΥΠΔ στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Οδηγία 2016/680).
  • Στα καθήκοντά του ΥΠΔ ( Οδηγία 2016/680) προβλέπονται κατ΄ ελάχιστο ο ενημερωτικός και συμβουλευτικός χαρακτήρας για την εφαρμογή του ΓΚΠΔ, η παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τον ΓΚΠΔ και την εθνική νομοθεσία σχετικά με την προστασία των δεδομένων ων προσωπικού χαρακτήρα, η κατάρτιση του προσωπικού της επιχείρησης αναφορικά με τα ζητήματα αυτά, καθώς και η συνεργασία με την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.

    Ποια είναι τα καθήκοντα του Yπευθύνου Προστασίας Δεδομένων;

    Αρχικά ο ΥΠΔ ενημερώνει και συμβουλεύει τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία και τους υπαλλήλους που επεξεργάζονται τις υποχρεώσεις τους (βλ. άρθρο 39 παρ. 1 στοιχείο α). Συγκεκριμένα ο ΥΠΔ οφείλει να ενημερώσει τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή εκτελούντα για της εξής υποχρεώσεις τους:
    Α) Τους κανόνες που διέπουν τις αρχές της συλλογής και επεξεργασίας,όπως την «αρχή της νομιμότητας, αντικειμενικότητας και διαφάνειας των δεδομένων», την αρχή του «περιορισμού του σκοπού», την αρχή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων» την αρχή της «ακρίβειας» των δεδομένων, την αρχή του «περιορισμού της περιόδου αποθήκευσης των δεδομένων», την αρχή της «ακεραιότητας και εμπιστευτικότητας», την αρχή της «λογοδοσίας», καθώς και την ευθύνη του υπευθύνου επεξεργασίας να αποδείξει τη συμμόρφωσή του με τα ανωτέρω, όπως αυτά θεσπίζονται από το άρθρο 5 του Γ.Κ.Π.Δ. και το άρθρο 4 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680.
    Β) Την νομιμότητα της επεξεργασίας.Συγκεκριμένα ο ΥΠΔ, οφείλει να ενημερώσει τον φορέα για τις περιοριστικά απαριθμούμενες περιστάσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται η επεξεργασία των δεδομένων, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 6 παρ. 1 του Γ.Κ.Π.Δ.
    Γ) Για το ποιες είναι οι προϋποθέσεις για τη νόμιμη συγκατάθεσητου υποκειμένου των δεδομένων σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 8 του ΓΚΠΔ. Συγκεκριμένα όταν η επεξεργασία βασίζεται στην συγκατάθεση ο υπεύθυνος επεξεργασίας πρέπει να μπορεί να αποδείξει ότι το υποκείμενο των δεδομένων είναι σύμφωνο με την αυτή επεξεργασία. Ιδιαίτερα, κρίνεται αναγκαίο να επισημανθεί ότι εάν η ως άνω συγκατάθεση παρέχεται με την μορφή γραπτής δήλωσης, η οποία αφορά και άλλα ζητήματα, το αυτό αίτημα συγκατάθεσης θα πρέπει να τίθεται με σαφώς διακριτό τρόπο από τα άλλα θέματα και με κατανοητό τρόπο και σαφή διατύπωση. Επιπλέον ο ΥΠΔ οφείλει να ενημερώσει για τις απαγορεύσεις επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων, όπως και για τις περιπτώσεις που επιτρέπεται η εν λόγω επεξεργασία (βλ. άρθρο 9,10 ΓΠΔΚ και άρθρο 10 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680).
    Δ) Υποχρέωση γνωστοποίησης όσον αφορά τη διόρθωση ή τη διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή τον περιορισμό επεξεργασίας, η οποία διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 16, 17 παρ.1 και 18 του ΓΚΠΔ, σε κάθε αποδέκτη που γνωστοποιήθηκαν τα ως άνω δεδομένα, εκτός αν κάτι τέτοιο αποδεικνύεται ανέφικτο.
    Ε) Για τις διατάξεις που ρυθμίζουν την έκταση και τις προϋποθέσεις ευθύνης του υπευθύνου επεξεργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 24 και 25 του ΓΚΠΔ και το άρθρο 19 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680, στα οποία ορίζεται ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να εφαρμόζει τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα (όπως λόγω χάριν η ψευδωνυμοποίηση, η δυνατότητα διασφάλισης του απορρήτου, η δυνατότητα αποκατάστασης της διαθεσιμότητας και της πρόσβασης σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε εύθετο χρόνο σε περίπτωση τεχνικού ή φυσικού συμβάντος), ώστε να διασφαλίζει εξ’ ορισμού ότι υφίστανται επεξεργασία μόνο τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που είναι απαραίτητα για τον εκάστοτε σκοπό της επεξεργασίας και σύμφωνα πάντα με τις απαιτήσεις του κανονισμού. Κατά την εκτίμηση του ενδεδειγμένου επιπέδου ασφαλείας λαμβάνονται ιδίως υπόψη οι κίνδυνοι που απορρέουν από την επεξεργασία, ιδίως από τυχαία ή παράνομη καταστροφή, απώλεια κτλ.
    ΣΤ) Γνωστοποίηση παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Αρχή και το Υποκείμενο των δεδομένων.Ο ΥΠΔ οφείλει να ενημερώσει ότι σε περίπτωση παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας πρέπει να γνωστοποιεί άμεσα, εντός 72 ωρών από τη στιγμή που αποκτά σχετική γνώση την Αρχή, εκτός αν η παραβίαση δεν ενδέχεται να προκαλέσει κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων. Αντίστοιχα ο ΥΠΔ οφείλει να ενημερώσει ότι όταν η παραβίαση ενδέχεται να θέσει σε υψηλό κίνδυνο δικαιώματα φυσικών προσώπων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας πρέπει να ανακοινώσει την εν λόγω παραβίαση στο υποκείμενο, περιγράφοντας με σαφήνεια την φύση της παραβίασης.
    Ζ) Εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων και διασυνοριακή μεταβίβαση δεδομένων.Όταν ένα είδος επεξεργασίας ενδέχεται να επιφέρει υψηλό κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να προβεί πριν την διενέργεια της επεξεργασίας σε εκτίμηση των επιπτώσεων της εν λόγω πράξης, έχοντας ζητήσει την προηγούμενη γνώμη του ΥΠΔ (βλ. άρθρο 39 παρ. 1 γ του ΓΚΠΔ και άρθρο 34 στοιχείο γ της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680).
    Επιπλέον ο ΥΠΔ ενημερώνει τον οργανισμό ότι η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς Τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο εφόσον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αποφασίσει ότι η Τρίτη χώρα προσφέρει τις αντίστοιχες εγγυήσεις της προστασίας των προσωπικών δεδομένων.
    Η υποχρέωση εχεμύθειας του ΥΠΔ
    Αυτονόητη προϋπόθεση άσκησης του επαγγέλματος του ΥΠΔ είναι η υποχρέωση εχεμύθειας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που έρχονται σε γνώση αυτού. Μάλιστα στο άρθρο 70 παρ. 5 του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου, ΥΠΔ που παραβιάζει την εν λόγω υποχρέωση με σκοπό να ωφεληθεί ο ίδιος ή τρίτος, ή για να βλάψει τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία ή το υποκείμενο των δεδομένων ή οποιονδήποτε τρίτο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις.
    Η παρακολούθηση συμμόρφωσης από τον ΥΠΔ
    Ο ΥΠΔ έχει ως καθήκον να παρακολουθεί τη συμμόρφωση με τον Γενικό Κανονισμό και την Οδηγία, με άλλες διατάξεις της Ένωσης ή του κράτους μέλους σχετικά με την προστασία των δεδομένων και τις πολιτικές που ακολουθούν ο υπεύθυνος ή ο εκτελών την επεξεργασία (βλ. άρθρα 39 παρ. 1 εδ. β’ του ΓΚΠΔ, 34 στοιχείο β’ της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 και «τις Κατευθυντήριες Γραμμές» για τους ΥΠΔ της Ομάδας εργασίας του άρθρου 29.
    Στο σημείο βέβαια αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι η Ομάδα Εργασίας του άρθρου 29 καθιστά σαφές ότι η παρακολούθηση συμμόρφωσης δεν σημαίνει ότι ο ΥΠΔ είναι προσωπικά υπεύθυνος όταν υπάρχει ένα περιστατικό μη συμμόρφωσης. Σύμφωνα με τον ΓΚΠΔ ο υπεύθυνος επεξεργασίας είναι ο υπεύθυνος να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διασφαλίζει ότι η επεξεργασία διεξάγεται σύμφωνα με τον Κανονισμό.
    Η συμμόρφωση αφορά όχι μόνο τις υποχρεώσεις που προβλέπει το θεσμικό πλαίσιο, αλλά και την ικανοποίηση των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων. Ως εκ τούτου εάν το υποκείμενο ασκήσει ένα από τα δικαιώματα πρόσβασης, διαγραφής, διόρθωσης, φορητότητας, εναντίωσης κτλ και ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν το ικανοποιήσει, τότε το υποκείμενο μπορεί να προβεί σε καταγγελία στο ΥΠΔ, ζητώντας του να εξετάσει τη συμμόρφωση του υπευθύνου με τις διατάξεις. Ακολούθως ο ΥΠΔ μπορεί να εξετάσει για ποιους λόγους δεν ικανοποιήθηκε το δικαίωμα και αν η άρνηση εμπίπτει σε κάποια από τις εξαιρέσεις. Επίσης ο ΥΠΔ μπορεί να προβλέψει εάν το υποκείμενο των δεδομένων θα προσφύγει στην αρχή και να εισηγηθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας την επανεξέταση του εν λόγω αιτήματος.

    Τι προσόντα πρέπει να έχει ο Yπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων;

    Ο DPO διορίζεται βάσει επαγγελματικών προσόντων και ιδίως βάσει της εμπειρογνωσίας που διαθέτει στον τομέα του δικαίου και των πρακτικών περί προστασίας δεδομένων, καθώς και βάση της ικανότητας εκπλήρωσης των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 39. Κατά την αιτιολογική σκέψη 97 του ΓΚΠΔ, ο ΥΠΔ ορίζεται ως «ένα πρόσωπο με ειδικές γνώσεις στο δίκαιο και στις πρακτικές της προστασίας δεδομένων». Σύμφωνα δε, με τις «Κατευθυντήριες γραμμές για τους ΥΠΔ» της Ομάδας εργασίας του άρθρου 29, το επίπεδο εξειδίκευσης του ΥΠΔ δεν προσδιορίζεται αυστηρά, αλλά θα πρέπει να βρίσκεται σε αντιστοιχία με την πολυπλοκότητα και τον όγκο των δεδομένων που επεξεργάζεται κάθε φορά.
    Σύμφωνα με ανακοίνωση της Ελληνικής Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ) o ΓΚΠΔ δεν θέτει κάποια υποχρεωτική απαίτηση για πιστοποίηση του DPO, ούτε καν ενθαρρύνει σχετική πιστοποίηση σε προαιρετική βάση. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και η Βελγική Αρχή με την οποία τονίστηκε ότι για τον διορισμό του DPO δεν απαιτείται από τον Κανονισμό κανένα δίπλωμα ή ειδική πιστοποίηση (υπ’ αριθ. 4/2017 Γνωμοδότηση, σημεία 43 και 44). Αντίθετα, η αντίστοιχη Γνωμοδότηση της Ισπανικής Αρχής θέσπισε γενικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με το Σύστημα Πιστοποίησης Προσώπων με την ιδιότητα του DPO και την λειτουργία αυτού (υπ’ αριθ. 2017.10.07.2017-0207 Γνωμοδότηση).
    Ωστόσο, αν και στον ΓΚΠΔ δεν προσδιορίζονται τα ειδικά επαγγελματικά προσόντα που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον ορισμό του DPO, κρίνεται ότι τελευταίος πρέπει να διαθέτει τα εξής χαρακτηριστικά:
    1) εμπειρογνωσία στον τομέα του δικαίου και των πρακτικών περί προστασίας δεδομένων, τόσο σε εθνικό όσο και ευρωπαϊκό επίπεδο
    2) να έχει άριστη γνώση του ΓΚΠΔ.
    3) Χρήσιμη θεωρείται δε η γνώση του τομέα δραστηριότητας καθώς και του οργανισμού του υπευθύνου επεξεργασίας στον οποίο θα απασχοληθεί.
    4) O DPO θα πρέπει να έχει καλή γνώση των πράξεων επεξεργασίας που διενεργούνται, καθώς και των συστημάτων πληροφορικής, και των αναγκών του υπευθύνου επεξεργασίας σε επίπεδο ασφάλειας και προστασίας των δεδομένων.
    5) Eιδικά στην περίπτωση δημόσιας αρχής ή δημόσιου φορέα, ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων θα πρέπει να έχει επιπλέον καλή γνώση των διοικητικών κανόνων και διαδικασιών του οργανισμού.
    Στο σημείο αυτό θα ήταν χρήσιμο να αναφέρουμε, ότι αν και η πιστοποίηση εμπειρίας δεν είναι τυπική προϋπόθεση κατά τον ΓΚΠΔ, όπως έχουμε ήδη τονίσει και ανωτέρω, κατά τον χρόνο σύνταξης των «Επαγγελματικών Προτύπων για τους ΥΠΔ των θεσμικών οργάνων και οργανισμών της Ε.Ε. που εργάζονται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 45/2001» (το 2010), η πιστοποίηση με την μεγαλύτερη ισχύ, κατά την κρίση των κοινοτικών ΥΠΔ είναι αυτή που παρείχε η Διεθνής Ένωση Επαγγελματιών Ιδιωτικότητας (International Association of privacy Professionals (IAPP). Επίσης στον ως άνω έγγραφο καθορισμού των επαγγελματικών προτύπων για τους κοινοτικούς ΥΠΔ, γίνεται αναφορά σε τριετή ή επταετή σχετική εμπειρία του ΥΠΔ, στην εφαρμογή διατάξεων προστασίας προσωπικών δεδομένων, κάτι το οποίο ίσως θα μπορούσε να λειτουργήσει αναλογικά στο μέλλον και στην εσωτερική έννομη τάξη.
    Σχετικά με τα εκπαιδευτικά προγράμματα και σεμινάρια που πραγματοποιούνται στην Ελλάδα, σχετικά με την πιστοποίηση επαγγελματικών προσόντων DPO και τον ρόλο του, η Ελληνική Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ) εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία επισημαίνεται ότι σήµερα κανένας φορέας στην Ελλάδα δεν έχει διαπιστευθεί για να πιστοποιεί τα επαγγελµατικά προσόντα/δεξιότητες ενός DPO. Αν και η ύλη των προσφερόμενων εκπαιδευτικών προγραμμάτων είναι συναφής µε τον ΓΚΠΔ και τη θέση του DPO, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να επικρατήσει η αντίληψη ότι οι προτεινόμενες πιστοποιήσεις DPO αποτελούν επίσημες ελληνικές πιστοποιήσεις και η συμμετοχή των ενδιαφερόμενων πρέπει να γίνεται με αποκλειστική δική τους ευθύνη, έχοντας υπόψιν ότι η ολοκλήρωση των συγκεκριμένων προγραμμάτων δεν αποτελεί στάδιο για την λήψη οποιασδήποτε πιστοποίησης στην ελληνική επικράτεια.

    Ποια είναι η διαδικασία ορισμού του Yπευθύνου Προστασίας Δεδομένων;

    Η διαδικασία ανάθεσης καθηκόντων εξειδικευμένου τύπου όπως αυτά ενός ΥΠΔ είναι διαφορετική στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Στον δημόσιο τομέα η διαδικασία θα πρέπει να εκκινήσει με την δημοσίευση μιας πρόσκλησης ενδιαφέροντος, η οποία θα πρέπει να αναρτηθεί στην επίσημη ιστοσελίδα του φορέα, καθώς και στο Πρόγραμμα «Διαύγεια» (Ν.3861/2010) και στην οποία θα πρέπει να διευκρινίζεται εάν ο ΥΠΔ θα είναι πλήρους ή μερικής απασχόλησης ως προς τα συγκεκριμένα καθήκοντά του για την προστασία δεδομένων. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι η ως άνω πρόσκληση θα πρέπει να διευκρινίζει κατά πόσο ο ορισμός ΥΠΔ αφορά ανάθεση καθηκόντων σε ήδη υφιστάμενο μέλος του προσωπικού ή εάν απευθύνεται στην ελεύθερη αγορά. Στην συνέχεια ακολουθεί η αξιολόγηση των υποψηφίων όπου τα βασικά προσόντα θα κριθούν είναι η εμπειρογνωσία στον τομέα του δικαίου και των πρακτικών της προστασίας προσωπικών δεδομένων, καθώς και της ικανότητας να ασκεί τα καθήκοντα του άρθρου 39 του ΓΚΠΔ. Το κεντρικό ζητούμενο βέβαια είναι η ικανότητα του προσώπου να ασκεί τα εν λόγω καθήκοντα με ανεξαρτησία. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι ο Κανονισμός δεν θέτει κάποια υποχρεωτική απαίτηση για πιστοποίηση του ΥΠΔ, ούτε καν ενθαρρύνει σχετική πιστοποίηση σε προαιρετική βάση (βλ. την υπ’ αριθμ. πρωτ. Γ/ΕΞ/6007/09-08-2017 Ανακοίνωση και τη Γνωμοδότηση 7/2017 της Αρχής).
    Στη συνέχεια καταρτίζεται πίνακας υποψηφίων, ο οποίος θα πρέπει να είναι προσβάσιμος για τους ενδιαφερόμενους ώστε να διασφαλίζονται οι αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης. Η πράξη ορισμού του ΥΠΔ πρέπει να λάβει τη μέγιστη δυνατή δημοσιότητα είτε πρόκειται για δημόσια υπηρεσία είτε για ιδιωτική επιχείρηση. Το ανθρώπινο δυναμικό πρέπει να ενημερωθεί άμεσα για την ταυτότητα του ΥΠΔ με σχετική ανακοίνωση. Ακολούθως και ο ίδιος ο ΥΠΔ οφείλει να προσχωρήσει στην ενημέρωση των υποκειμένων των δεδομένων, τόσο εντός όσο και εκτός της οντότητας (πχ πελάτες, γενικό κοινό κτλ). Όπως έχουμε ήδη αναφέρει και ανωτέρω η διαδικασία ορισμού ΥΠΔ στο σχέδιο του ελληνικού νόμου προβλέπεται στο άρθρο 14 παρ. 3.
    ΠΗΓΗ: https://www.lawspot.gr Επιμέλεια: Κωνσταντίνα Μαρκομιχάλη, Δικηγόρος - Μιράντα Γκανέτσου, Δικηγόρος

Διαχρονικό ποινικό δίκαιο - Ποινική προδικασία - Ποινική διαδικασία στο ακροατήριο - Προθεσμία υποβολής της έγκλησης Αδιαίρετο της έγκλησης Αρχειοθέτηση μήνυσης και απόρριψη έγκλησης Παύση ποινικής δίωξης Προκαταταρκτική εξέταση Σύμφωνη γνώμη εισαγγελέα εφετών Κίνηση ποινικής δίωξης Προανάκριση Άμυνα κατά πράξεων της προδικασίας Αίτηση ακύρωσης πράξης της προδικασίας Προσφυγή κατά απευθείας κλήσης στο ακροατήριο Πορεία της προσφυγής Προσφυγή από πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας Προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων Παραγραφή ποινικού αδικήματος Ακυρότητα Σχετική ακυρότητα Απόλυτη ακυρότητα Προστασία από κακόβουλες κλήσεις Τροποποίηση Ποινικού Δικαίου Τροποποίηση Ποινικού Δικονομικού Δικαίου Ποινική διαδικασία στο ακροατήριο Πότε προβάλλεται ο αυτοτελής ισχυρισμός Πώς προβάλλεται ο αυτοτελής ισχυρισμός Αυτοτελής ισχυρισμός ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος Χρόνος προβολής ακυρότητας κλητηρίου θεσπίσματος Αυτοτελής ισχυρισμός τοξικομανίας Αυτοτελής ισχυρισμός μη νομιμοποίησης του εγκαλούντος προς υποβολή έγκλησης Αυτοτελής ισχυρισμός συγγνωστής νομικής πλάνης Αυτοτελής ισχυρισμός διαφύλαξης δικαιώματος ή δικαιολογημένου ενδιαφέροντος Ελαφρυντική περίσταση αρ.84 παρ.2 περ.α ΠΚ Ελαφρυντική περίσταση αρ.84 παρ.2 περ.β ΠΚ Ελαφρυντική περίσταση αρ.84 παρ.2 περ.γ ΠΚ Ελαφρυντική περίσταση αρ.84 παρ.2 περ.δ ΠΚ Ελαφρυντική περίσταση αρ.84 παρ.2 περ.ε ΠΚ Διφορούμενες απόψεις για τον χαρακτηρισμό κάποιων ισχυρισμών Αίτηση του κατηγορούμενου Υποδείξεις του κατηγορουμένου Ακυρότητα παράστασης πολιτικής αγωγής Χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου Αιτιολογία απόφασης

Next: ΠΟΙΝΙΚΟ - Συκοφαντική δυσφήμηση Αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση Ισχυρισμός ή διάδοση Τρίτος στη συκοφαντική δυσφήμηση Γεγονός πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου Ψευδές γεγονός Γνώση του ψεύδους του γεγονότος Αναστολή ποινικής δίωξης Συρροή ή κατ'εξακολούθηση έγκλημα Περιεχόμενο κλητηρίου θεσπίσματος Αγωγή για συκοφαντική δυσφήμηση Παραγραφή σε εξακολουθητική ζημία Περιεχόμενο απόφασης για συκοφαντική δυσφήμηση Δυσφημιστικές διαδόσεις
Previous: Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ - Ο Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων (DPO) στον GDPR Ποιος είναι ο Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων (Data Protection Officer) Ποιοι οργανισμοί υποχρεούνται να ορίζουν Υπεύθυνο Προστασίας Δεδομένων; Αν μια επιχείρηση δεν υπάγεται στις περιπτώσεις υποχρεωτικού ορισμού DPO, μπορεί να ορίσειΠού θα πρέπει να είναι εγκατεστημένος ο DPOΠοια είναι η σχέση εργασίας που συνδέει DPO και επιχείρηση Τι προβλέπει ο ελληνικός Νόμος για την εφαρμογή του GDPR σχετικά με τον Υπεύθυνο Προστασίας Δεδομένων Ποια είναι τα καθήκοντα του Yπευθύνου Προστασίας Δεδομένων Η υποχρέωση εχεμύθειας του ΥΠΔΗ παρακολούθηση συμμόρφωσης από τον ΥΠΔ Τι προσόντα πρέπει να έχει ο Yπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων; Ποια είναι η διαδικασία ορισμού του Yπευθύνου Προστασίας Δεδομένων; - Οδηγία 95/46/ΕΚ, που είχε ενσωματωθεί στην Ελληνική Νομοθεσία με το Ν. 2472/1997
$
0
0

Προθεσμία υποβολής της έγκλησης

Αν το έγκλημα διώκεται κατ’ έγκληση, και ο δικαιούχος έγκλησης δεν υποβάλει την έγκληση μέσα σε 3 μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση της πράξη που τελέσθηκε και του προσώπου που την τέλεσε, ή έστω ενός συμμετόχου, τότε το αξιόποινο της πράξης εξαλείφεται 1859/2009 ΑΠ Ποιν.τμ.άρ.117 παρ.1 ΠΚ.....

Αδιαίρετο της έγκλησης

Αν το έγκλημα διώκεται κατ’ έγκληση, και υπάρχουν περισσότεροι συμμέτοχοι στο έγκλημα, και ο εγκαλών ανακαλεί ή παραιτείται της έγκλησης υπέρ ενός των συμμετόχων, τότε η ανάκληση ή παραίτηση επεκτείνεται και στους υπόλοιπους συμμετόχους 2/2007 ΑΠ Ποιν.Ολομέλεια 1859/2009 ΑΠ Ποιν.τμ.άρ.119 ΠΚάρ.120 παρ.2 ΠΚ. Το αδιαίρετο της έγκλησης αφορά την πράξη, όχι τα κατ'ιδίαν πρόσωπα 1859/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν το έγκλημα διώκεται κατ’ έγκληση, και υπάρχουν περισσότεροι παθόντες δικαιούμενοι σε έγκληση, τότε το αδιαίρετο της έγκλησης δεν ισχύει επ'αυτών ως δικαιούχων έγκλησης 1859/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν το έγκλημα διώκεται κατ’ έγκληση, και υπάρχουν περισσότεροι παθόντες δικαιούμενοι σε έγκληση, τότε ο καθένας τους έχει αυτοτελές δικαίωμα έγκλησης 1859/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν το έγκλημα διώκεται κατ’ έγκληση, και υπάρχουν περισσότεροι παθόντες δικαιούμενοι σε έγκληση, τότε η τρίμηνη προθεσμία της έγκλησης αρχίζει χωριστά για τον καθένα από τότε που έλαβε γνώση της πράξης και του προσώπου που την τέλεσε, ή έστω ενός από τους συμμετόχους 1859/2009 ΑΠ Ποιν.τμ.άρ.118 παρ.3 ΠΚ. Αν το έγκλημα διώκεται κατ’ έγκληση, και υπάρχουν περισσότεροι παθόντες δικαιούμενοι σε έγκληση, τότε η βούληση του ενός παθόντος να μην υποβάλει έγκληση, ή η ανάκληση από αυτόν της έγκλησής του, ή η παραίτησή του από την έγκληση δεν επηρεάζει το δικαίωμα των υπολοίπων παθόντων 1859/2009 ΑΠ Ποιν.τμ.άρ.118 παρ.3 ΠΚ. Το αδιαίρετο της έγκλησης ισχύει και επί ανάκλησης της υποβληθείσας έγκλησης 267/2000 Συμβ.Πλημ.Βόλου. Η ανάκληση λειτουργεί αδιαίρετα στις περιπτώσεις της συμμετοχής των άρθρων 45 - 47 ΠΚ και της αναγκαίας συμμετοχής 267/2000 Συμβ.Πλημ.Βόλου. Η ανάκληση δεν λειτουργεί αδιαίρετα
  • αν υπάρχει παραυτουργία 267/2000 Συμβ.Πλημ.Βόλου, ή
  • αν ο ένας ενεργεί με δόλο και ο άλλος με αμέλεια 267/2000 Συμβ.Πλημ.Βόλου, ή
  • αν υπάρχουν συρρεόντα εγκλήματα 267/2000 Συμβ.Πλημ.Βόλου, ή
  • αν έχει υποβληθεί έγκληση από όλους τους δικαιούχους και χωρεί ανάκλησή της από έναν μόνο από αυτούς 267/2000 Συμβ.Πλημ.Βόλου.
Αν η ανάκληση δεν λειτουργεί αδιαίρετα, η ανάκληση δεν επηρεάζει τη συνέχιση της ποινικής δίωξης στο μέτρο που δεν ανακαλείται η έγκληση του άλλου δικαιούχου 267/2000 Συμβ.Πλημ.Βόλου.

Αρχειοθέτηση μήνυσης και απόρριψη έγκλησης

Ο εισαγγελέας δύναται να θέσει την μήνυση ή την αναφορά στο αρχείο
  • αν έγινε ανώνυμα ή με ανύπαρκτο όνομααρ.43 παρ.4 εδ.1 ΚΠοινΔ, ή
  • αν είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησηςαρ.43 παρ.2 ΚΠοινΔ, ή
  • αν είναι νόμω αβάσιμηαρ.43 παρ.2 ΚΠοινΔ, ή
  • αν είναι προφανώς ουσία αβάσιμηαρ.43 παρ.2 ΚΠοινΔ, ή
  • αν για αυτήν έχει διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή προανακριτικές πράξεις κατά το αρ.243 παρ.2 ΚΠοινΔ ή ΕΔΕ, και αν ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την άσκηση ποινικής δίωξηςαρ.43 παρ.3 ΚΠοινΔ.
Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών δύναται να απορρίψει την έγκληση
  • αν είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησηςαρ.47 παρ.1 ΚΠοινΔ, ή
  • αν είναι νόμω αβάσιμηαρ.47 παρ.1 ΚΠοινΔ, ή
  • αν είναι προφανώς ουσία αβάσιμηαρ.47 παρ.1 ΚΠοινΔ
  • αν για αυτήν έχει διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή ανακριτικές πράξεις κατά το αρ.243 παρ.2 ΚΠοινΔ ή ΕΔΕ, και αν ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την άσκηση ποινικής δίωξηςαρ.47 παρ.2 ΚΠοινΔ
Η πράξη του Εισαγγελέα, με την οποία η μήνυση ή η αναφορά αρχειοθετείται κατ'αρ.43 παρ.2 ΚΠοινΔ, δεν παράγει δεδικασμένο 383/2012 ΑΠ Ποιν.Τμ.παρ.III 1780/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.αρ.43 παρ.2 ΚΠοινΔ. Η πράξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, με την οποία η έγκληση απορρίπτεται, δεν παράγει δεδικασμένοπαρ.III 1780/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών εκδώσει πράξη με την οποία απορρίπτει την έγκληση, και αν η πράξη αυτή εγκριθεί από τον εισαγγελέα εφετών, τότε η πράξη παράγει περιορισμένο οιονεί δεδικασμένοπαρ.III 1780/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Το περιορισμένο αυτό οιονεί δεδικασμένο έγγυται στο δικαίωμα του εισαγγελέα πλημμελειοδικών να απορρίψει κάθε νέα καταγγελία του ίδιου προσώπου που βασίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά ή σε επουσιώδη παραλλαγή ή συμπλήρωση αυτώνπαρ.III 1780/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Το περιορισμένο αυτό οιονεί δεδικασμένο κάμπτεται αν μεταγενέστερα προκύψουν νεότερα πραγματικά περιστατικά ή συμπληρωθούν οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της άσκησης ποινικής δίωξηςπαρ.III 1780/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Παύση ποινικής δίωξης

Αν το έγκλημα έχει παραγραφεί, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών δύναται να διατάξει την παύση της ποινικής δίωξης, θέτοντας τη δικογραφία στο αρχείοαρ.113 παρ.5 ΠΚ. Για τη διάταξη απαιτείται και η σύμφωνη γνώμητου εισαγγελέα εφετώναρ.113 παρ.5 ΠΚ

Προκαταταρκτική εξέταση

Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών έχει δικαίωμα να ενεργεί προκαταρκτική εξέτασηαρ.31 παρ.1 περ.α ΚΠοινΔ. Η προκαταρκτική εξέταση διενεργείται για να κρίνει ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών αν υπάρχει περίπτωση ποινικής δίωξηςαρ.31 παρ.1 περ.α ΚΠοινΔ. Η προκαταρκτική εξέταση συνιστά βασικό στάδιο της προδικασίας 1575/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο. Η προκαταρκτική εξεταση και η προανάκριση ταυτίζονται πλέον από την άποψη πλευράς τρόπου ενέργειας και σκοπού, μετά την τροποποίηση και με τον ν.4055/2012 1575/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο. Στα πλημμελήματα, η προκαταρκτική εξέταση δεν είναι υποχρεωτική, και εναπόκειται στην κρίση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών 2846/2014 Συμβ.Πλημ.Αθηνών 64/2012 διατ.Εισ.Εφ.Πειραιάαρ.43 παρ.1αρ.27 παρ.3 ν.4055/2012αιτιολ.έκθεση ν.4055/2012. Κατά την προκαταρκτική εξέταση, το άτομο είναι ακόμα ύποπτος, και όχι κατηγορούμενος 1575/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο 1/2009 εγκυκλ.Εισ.ΑΠ. Κατά μια άποψη, αν η προκαταρκτική εξέταση γίνεται κατόπιν μήνυσης ή έγκλησης κατά ορισμένου προσώπου, ή αν κατά τη διάρκεια αυτής αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η τέλεση αξιόποινης πράξης, το πρόσωπο αυτό έχει δικαιώματα ανάλογα προς εκείνα τα οποία αναγνωρίζει στον κατηγορούμενο το ποινικό δικονομικό δίκαιο κατά τη διάρκεια της προδικασίας, και ειδικότερα της προανάκρισης και της ανάκρισης 455/2012 Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Αν διενεργείται προκαταρκτική εξέταση, ο πολιτικώς ενάγων δεν είναι ακόμη διάδικος 1575/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο. Αν ο πολιτικώς ενάγων δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής πριν την άσκηση ποινικής δίωξης, μπορεί να ασκήσει τα προβλεπόμενα δικαιώματά του από τη στιγμή που ο κατηγορούμενος θα κληθεί σε απολογία ή θα εκδοθεί εναντίον του ένταλμα σύλληψης ή ένταλμα βίαιης προσαγωγής, και όχι όταν διενεργείται προκαταρκτική εξέταση 1575/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο. Αν ο δικαιούμενος προς παράσταση πολιτικής αγωγής δεν συνοδεύει τη δήλωσή του με αποδεικτικό καταβολής του οικείου παραβόλου, δεν δημιουργείται από τον λόγο αυτό ακυρότητα ως προς τη δήλωση παράστασης της πολιτικής αγωγήςπαρ.I 1780/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Το αποδεικτικό καταβολής του οικείου παραβόλου δύναται να καταβληθεί είτε κατά την προδικασία είτε κατά την κύρια διαδικασίαπαρ.I 1780/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.αρ.63 παρ.2 εδ.2 ΚΠοινΔ. Το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης δεν προβλέπεται ότι πρέπει να γνωστοποιείται στον κατηγορούμενο ή τον πολιτικώς ενάγοντα 455/2012 Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Κατά μια άποψη, ο κατηγορούμενος δεν είναι απαραίτητο να κληθεί σε συμπληρωματικές εξηγήσεις μετά τη συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού, εκτός αν υπήρχε αίτημά του προς τον αρμόδιο δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό για να καταθέσει συμπληρωματικά, ή αν το έκρινε ο ίδιος ο πταισματοδίκης ή ο επισπεύδων την προκαταρκτική εξέταση Εισαγγελέας, ο οποίος θα έδινε ρητή παραγγελία 455/2012 Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Κατά τη μορφή του αρ.43 ΚΠοινΔ έως 01-04-2012, η παραπομπή του υπόπτου απευθείας στο ακροατήριο μετά από προκαταρκτική εξέταση είναι νόμιμη και στα πλημμελήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, αν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις 455/2012 Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Κατά τη μορφή του αρ.43 ΚΠοινΔ έως 01-04-2012, η διενέργεια προανάκρισης στα πλημμελήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου είναι αναγκαία αν έχει προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση και δεν υπάρχουν ακόμη επαρκείς ενδείξεις για παραπομπή με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή αν δεν έχει προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση 455/2012 Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Αν διενεργείται προκαταρκτική εξέταση για ψευδορκίααρ.224 ΠΚ 666/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ., συγκεκριμένες περιπτώσεις ψευδούς ανώμοτης κατάθεσηςαρ.225 παρ.1 περ.α ΠΚαρ.225 παρ.3 εδ.α ΠΚ, ψευδή καταμήνυσηαρ.229 ΠΚ 666/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ., δυσφήμησηαρ.362 ΠΚ, συκοφαντική δυσφήμησηαρ.363 ΠΚ 666/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.ή δυσφήμηση ανώνυμης εταιρείαςαρ.364 ΠΚ, και αν έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη για το γεγονός στο οποίο αναφέρονται τα εγκλήματα αυτά, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών, μετά την προκαταρκτική εξέταση, αναβάλλει με πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια, έως το τέλος της ποινικής δίωξηςαρ.59 παρ.2 ΚΠοινΔ. Για την αναβολή αυτή απαιτείται και η σύμφωνη γνώμητου εισαγγελέα εφετώναρ.59 παρ.2 ΚΠοινΔΗ σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα εφετών έπεται, δεν προηγείται, της πράξης αναβολής του εισαγγελέα πρωτοδικών 666/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Κατά τη διάρκεια της αναβολής αναστέλλεται η παραγραφή των εγκλημάτων στα οποία αφορά η προκαταρκτική εξέταση 666/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.αρ.113 παρ.3 εδ.2 ΠΚαρ.59 παρ.2 ΚΠοινΔ. Η αναστολή της προθεσμίας παραγραφής αρχίζει από τον χρόνο έκδοσης της διάταξης περί αναβολής από τον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών 666/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.αρ.113 παρ.3 εδ.2 ΠΚαρ.59 παρ.2 ΚΠοινΔ.

Σύμφωνη γνώμη εισαγγελέα εφετών

Αν ο νόμος προβλέπει την έγκριση ή την έκφραση σύμφωνης γνώμης του εισαγγελέα εφετών σε πράξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, τότε ο εισαγγελέας εφετών δεν εκφέρει πρωτογενή δικαιοδοτική κρίση, αλλά ελέγχει τη νομιμότητα, και μάλιστα τον εξωτερικό τύπο των συγκεκριμένων ενεργειών του εισαγγελέα πλημμελειοδικών 666/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Τέτοια σύμφωνη γνώμη προβλέπεται και για την αναβολή κάθε περαιτέρω ενέργειας έως το τέλος της ποινικής δίωξηςαρ.59 παρ.2 ΚΠοινΔ 666/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Κίνηση ποινικής δίωξης

Αν δεν πρόκειται για κακούργημα, ο Εισαγγελέας κινεί την ποινική δίωξη
  • παραγγέλοντας προανάκρισηαρ.43 παρ.1 εδ.1 ΚΠοινΔ, ή
  • παραγγέλοντας ανάκρισηαρ.43 παρ.1 εδ.1 ΚΠοινΔ, ή
  • εισάγοντας την υπόθεση με απευθείας κλήση του κατηγορούμενου στο ακροατήριο, όπου αυτό προβλέπεταιαρ.43 παρ.1 εδ.1 ΚΠοινΔ.
Αν πρόκειται για κακούργημα, ο Εισαγγελέας μπορεί να κινήσει την ποινική δίωξη μόνο αν έχει γίνει προκαταρκτική εξέταση ή προανακριτικές πράξεις, και αν προκύπτουν επαρκείς ενδείξειςαρ.43 παρ.1 εδ.2 ΚΠοινΔ. Δεν είναι αναγκαία η προκαταρκτική εξέταση, αν έχει προηγηθεί ΕΔΕ ή υπάρχει πόρισμα ή έκθεση ελέγχου του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης ή Σώματος ή Υπηρεσίας Επιθεώρησης και Ελέγχου των φορέων του αρ.1 παρ.2 ν.3074/2002 (ΦΕΚ Α 296), και αν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξηαρ.43 παρ.1 εδ.3 ΚΠοινΔ.

Προανάκριση

Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών έχει δικαίωμα να ενεργεί προανάκρισηαρ.31 παρ.1 περ.β ΚΠοινΔ. Η προανάκριση διενεργείται για να βεβαιωθεί αξιόποινη πράξηαρ.31 παρ.1 περ.β ΚΠοινΔ. Κατά την προανάκριση, το άτομο δεν είναι απλά ύποπτος, αλλά κατηγορούμενος 1/2009 εγκυκλ.Εισ.ΑΠ. Κατά μια άποψη, αν πρόκειται για πλημμέλημα αρμοδιότητας του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών είναι απαραίτητο να διατάξει προανάκριση 2846/2014 Συμβ.Πλημ.Αθηνών. Κατά μια άποψη, το κατηγορητήριο είναι απαραίτητο να συντάσσεται εγγράφως 2846/2014 Συμβ.Πλημ.ΑθηνώνΚατ'άλλη άποψη, το κατηγορητήριο δεν είναι απαραίτητο να συντάσσεται εγγράφως 101/2013 διατ.Εισ.Εφ.Αθηνών. Κατά μια άποψη, το περιεχόμενο του κατηγορητηρίου είναι απαραίτητο να αναγράφεται στην έκθεση εξέτασης του κατηγορουμένου κατά την προανάκριση 2846/2014 Συμβ.Πλημ.Αθηνών. Κατά μια άποψη, μόνη η αναγραφή στην έκθεση εξέτασης του κατηγορούμενου ότι "του απαγγέλθηκε η κατηγορία"δεν εκπληρώνει την υποχρέωση του ανακρίνοντος να εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα η πράξη για την οποία προκύπτει κατηγορία 2846/2014 Συμβ.Πλημ.Αθηνών. Κατά μια άποψη, η ανακοίνωση της κατηγορίας πρέπει να περιλαμβάνει τόσο την ουσιαστική ποινική διάταξη, την οποία αναφέρει ο εισαγγελέας στην ποινική δίωξη που άσκησε, όσο και ακριβή περιγραφή του πραγματικού συμβάντος το οποίο συγκροτεί την αξιόποινη πράξη με λεπτομερή αναφορά των πραγματικών περιστατικών, έτσι ώστε ο κατηγορούμενος να είναι σε θέση να απολογηθεί με σαφήνεια και πληρότητα 2846/2014 Συμβ.Πλημ.Αθηνών. Το πέρας της προανάκρισης δεν προβλέπεται ότι πρέπει να γνωστοποιείται στον κατηγορούμενο ή τον πολιτικώς ενάγοντα 455/2012 Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Η προανάκριση περατώνεται
  • με απευθείας κλήση του κατηγορούμενου στο ακροατήριοαρ.245 παρ.1 περ.α ΚΠοινΔ, ή
  • με πρόταση του εισαγγελέα στο δικαστικό συμβούλιοαρ.245 παρ.1 περ.β ΚΠοινΔ, αν κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριοαρ.245 παρ.2 εδ.2 ΚΠοινΔή
  • με παραγγελία του εισαγγελέα στον ανακριτή, αν προκύπτει τέλεση κακουργήματοςαρ.245 παρ.1 περ.γ ΚΠοινΔ.
Ο εισαγγελέας κάνει πρόταση στο δικαστικό συμβούλιο και για τα πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας 3/2009 ΑΠ Πληρ.Ποιν.Ολομέλεια Συμβούλιο. Επί πλημμελημάτων δικηγόρωναρ.111 παρ.6 ΚΠοινΔ, αρμόδιο για την περάτωση της προανάκρισης, αν δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, είναι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών 3/2009 ΑΠ Πληρ.Ποιν.Ολομέλεια.Συμβούλιοαρ.245 παρ.2 εδ.3 ΚΠοινΔ.

Άμυνα κατά πράξεων της προδικασίας

Αίτηση ακύρωσης πράξης της προδικασίας

Η ακυρότητα πράξεως της προδικασίας μπορεί να προταθεί με αίτηση ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου για ακύρωση πράξης της προδικασίαςαρ.176 παρ.1 ΚΠοινΔ. Η ακυρότητα πράξεως της προδικασίας, αν δεν προτάθηκε ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου, μπορεί να προταθεί με προσφυγή κατά του κλητηρίου θεσπίσματος ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών, αν συνάπτεται με τη βασιμότητα της παραπομπής του κατηγορούμενου στο ακροατήριο 1/2008 Πληρ.Ποιν.Ολομέλεια 539/1989 ΑΠ Ποιν.Τμ. 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Η αίτηση ακυρότητας κατά πράξης της προδικασίας ασκείται με κατάθεσή της στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών 2846/2014 Συμβ.Πλημ.Αθηνών. Η αίτηση ακυρότητας κατά πράξης της προδικασίας ασκείται παραδεκτά αν μέχρι την κατάθεσή της στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών δεν έχει επιδοθεί το κλητήριο θέσπισμα στον κατηγορούμενο και δεν έχει γίνει αμετάκλητη η παραπομπή του στο ακροατήριο 2846/2014 Συμβ.Πλημ.Αθηνών. Αν πρόκειται για πλημμέλημα για το οποίο απαιτείται προανάκρισηαρ.244 ΚΠοινΔ, και ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών δεν διατάξει προανάκριση, υπάρχει απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας 2846/2014 Συμβ.Πλημ.Αθηνών. Η ακυρότητα αυτή καλύπτεται αν ο κατηγορούμενος είχε ήδη απολογηθεί, λόγω αυτεπάγγελτης προανάκρισης 64/2012 διατ.Εισ.Εφ.Πειραιά 2846/2014 συμβ.Πλημ.Αθηνώναρ.243 παρ.2 ΚΠοινΔ.

Προσφυγή κατά απευθείας κλήσης στο ακροατήριο

Αν ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε απευθείας στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείουαρ.322 παρ.1 εδ.1 ΚΠοινΔή του Τριμελούς Εφετείουαρ.322 παρ.3 εδ.1 ΚΠοινΔμε κλητήριο θέσπισμα, έχει δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή. Η προθεσμία άσκησης της προσφυγής είναι 10 ημέρες από την επιδοση του κλητηρίου θεσπίσματοςαρ.322 παρ.1 εδ.1 ΚΠοινΔ. Η προσφυγή ασκείται εμπρόθεσμα αν η κατάθεση της προσφυγής γίνει εντός 10 ημερών από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος 445/2012 Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Η προθεσμία αυτή αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα από 1η έως και 31η Αυγούστου 405/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιοαρ.473 παρ.4 ΚΠοινΔ. Η ακυρότητα πράξεως της προδικασίας, αν δεν προτάθηκε ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου, μπορεί να προταθεί με προσφυγή κατά του κλητηρίου θεσπίσματος ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών, αν συνάπτεται με τη βασιμότητα της παραπομπής του κατηγορούμενου στο ακροατήριο 1/2008 Πληρ.Ποιν.Ολομέλεια 539/1989 ΑΠ Ποιν.Τμ. 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Σκοπός της προσφυγής είναι η αποφυγή της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για πράξη για την οποία προφανώς δεν πρέπει να δικαστεί, για νομικούς ή και για ουσιαστικούς λόγους 706/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο. Η προσφυγή πρέπει να αναφέρει τους νομικούς και ουσιαστικούς λόγους για τους οποίους ασκείται 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Αν οι λόγοι δεν αναφέρονται ή είναι αόριστοι, η προσφυγή είναι άκυρη και απορρίπτεται ως απαράδεκτη 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Νομικός λόγος για την αποφυγή παραπομπής του κατηγορουμένου είναι και η αρμοδιότητα του δικαστηρίου 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Ουσιαστικός, νόμιμος, λόγος είναι και η εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και η μη συνδρομή των προϋποθέσεων της παραπομπής του κατηγορούμενου, αφού ελλείπουν οι απαιτούμενες προς τούτο επαρκείς ενδείξεις 23/2013 διατ.Εισ.Εφ.Πειραιά. Επί πλημμελημάτων δικηγόρων, αρμόδιο καθ'ύλην δικαστήριο είναι το Τριμελές Εφετείο 3/2009 ΑΠ Πληρ.Ποιν.Ολομέλεια.Συμβούλιοαρ.111 παρ.6 ΚΠοινΔ. Το Δικαστικό Συμβούλιο (Πλημμελειοδικών ή Εφετών) αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και όταν δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι σοβαρές για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριοαρ.309 παρ.1 περ.α ΚΠοινΔαρ.310 παρ.1 εδ.1 ΚΠοινΔαρ.313 ΚΠοινΔαρ.318 ΚΠοινΔ 755/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο. Οι ενδείξεις θεωρούνται σοβαρές, όταν πιθανολογούν την ενοχή του κατηγορουμένου ή όταν από το αποδεικτικό υλικό, το οποίο συγκομίσθηκε, προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο θα πρέπει να επιληφθεί και να υποβάλει στη δοκιμασία της επ'ακροατηρίου διαδικασίας τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζονται οι ενδείξεις 755/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο. Αντίθετα, οι ενδείξεις δεν θεωρούνται σοβαρές όταν, αυτές καθαυτές κρινόμενες, δεν πιθανολογούν σοβαρά την ενοχή του κατηγορουμένου και κλονίζονται από άλλα αποδεικτικά σοιχεία που είναι επαρκή για να οδηγήσουν το δικαστήριο στην απαλλαγή του 755/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο. Για να κρίνει το συμβούλιο το αν υπάρχουν ή όχι επαρκείς ενδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου ή για το ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία σε βάρος του, θα συνεκτιμήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν, αξιολογώντας και σταθμίζοντας τόσο τα στοιχεία που ενισχύουν τις άνω ενδείξεις όσο και τα στοιχεία που τις αποδυναμώνουν 755/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο. Δεν επιτρέπεται η συμπλήρωση των λόγων με άλλους που δεν περιέχονται στην έκθεση, όπως όταν στην έκθεση γίνεται παραπομπή σε λόγους που αναφέρονται σε άλλη έκθεση ή σε υπόμνημα 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Τέτοια συμπλήρωση επιτρέπεται μόνο αν με την έκθεση συνυποβάλλεται έγγραφο με επιπλέον λόγους, και το έγγραφο φέρει επ'αυτού υπογραφή του προσφεύγοντος και του γραμματέα 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Η προσφυγή δεν έχει σκοπό την προβολή της ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος 706/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο. Αν το Συμβούλιο ακυρώσει το κλητήριο θέσπισμα, υπερβαίνει θετικά την εξουσία του 706/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο. Η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος ελέγχεται αποκλειστικά από το Δικαστήριο το οποίο θα επιληφθεί της εκδίκασης της κατηγορίας 706/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο. Ακυρότητες της προδικασίας δεν αποτελούν λόγο ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος 1/2008 Πληρ.Ποιν.Ολομέλεια 706/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο. Αν πράξη της προδικασίας είναι άκυρη, και η ακυρότητα δεν προτάθηκε ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου, η ακυρότητα της πράξης μπορεί να προβληθεί με προσφυγή κατ'αρ.322 ΚΠοινΔ ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών, αν συνάπτεται με τη βασιμότητα της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο 1/2008 Πληρ.Ποιν.Ολομέλεια. Αν ο Εισαγγελέας Εφετών κρίνει ότι οι προτεινόμενοι λόγοι ακυρότητας της προδικασίας είναι βάσιμοι, και αν από τα λοιπά στοιχεία δεν δικαιολογείται η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, ο Εισαγγελέας Εφετών δύναται να διατάξει τη συμπλήρωση της διενεργειθείσας προανάκρισης 1/2008 Πληρ.Ποιν.Ολομέλεια. Αν ο Εισαγγελέας Εφετών απορρίψει τους προτεινόμενους λόγους ακυρότητας, ή αν η ακυρότητα δεν προβλήθηκε δια της προσφυγής, η ακυρότητα δεν επιδρά επί του κύρους της δια κλητηρίου θεσπίσματος παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, και δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο ως λόγος ακυρότητας της παραπομπής 1/2008 Πληρ.Ποιν.Ολομέλεια. Το δικαστήριο δεν έχει, βάσει αυτού το λόγου, εξουσία να κηρύξει την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος και να παραπέμψει την υπόθεση στην ανάκριση, ώστε να επαναληφθεί η ακύρως διενεργειθείσα ανακριτική πράξη 1/2008 Πληρ.Ποιν.Ολομέλεια. Για την άσκηση της προσφυγής απαιτείται η κατάθεση παραβόλου υπέρ του Δημοσίου 300 €αρ.322 παρ.1 εδ.2 ΚΠοινΔ. Αν μία προσφυγή ασκείται από περισσότερους κατηγορούμενους, κατατίθεται ένα μόνο παράβολοαρ.322 παρ.1 εδ.3 ΚΠοινΔ 23/2013 διατ.Εισ.Εφ.Πειραιά. Αν περισσότες προσφυγές ασκούνται από περισσότερους κατηγορούμενους, κατατίθεται ένα παράβολο ανά προσφυγή 23/2013 διατ.Εισ.Εφ.Πειραιά. Αν δεν καταβληθεί το παράβολο, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη 23/2013 διατ.Εισ.Εφ.Πειραιά. Η προσφυγή αποτελεί ειδικό ένδικο μέσο 23/2013 διατ.Εισ.Εφ.Πειραιά. Η άσκηση της προσφυγής έχει επεκτατικό αποτέλεσμα και στους μη ασκούντες προσφυγή συμμετέχοντεςαρ.45 ΚΠοινΔ, αλλά και στους συναίτιους, όταν ο λόγος δεν αρμόζει αποκλειστικά στον προσφεύγοντα 23/2013 διατ.Εισ.Εφ.Πειραιά. Η προσφυγή εξετάζεται μόνο για τα τμήματα του κλητηρίου θεσπίσματος τα οποία προσβάλλει 646/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν το κλητήριο θέσπισμα παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο για περισσότερα εγκλήματα, η προσφυγή θα εξεταστεί μόνο για τα σκέλη του κλητηρίου θεσπίσματος εναντίον των οποίων βάλλει, και δεν εξετάζεται όλο το κλητήριο θέσπισμα 646/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν ο κατηγορούμενος παραπέμπεται για αδίκημα, και το αντικείμενο της δίκης αυτής είναι προδικαστικό ζήτημα για άλλη εκκρεμή δίκη, αν δεν είναι σκόπιμη η ένωση των δικών, και αν ο κατηγορούμενος προτείνει με προσφυγή του την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας από τη μη αναστολή της δίκης, το δικαστικό συμβούλιο που αναλαμβάνει την προσφυγή μπορεί να διατάξει την αναστολή της δεύτερης δίκης 706/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο. Αν με την προσφυγή προβλήθηκαν ακυρότητες της προδικασίας, και οι ακυρότητες απορρίφθηκαν από τον εισαγγελέα εφετών, δεν επιδρούν επί του κύρους του κλητηρίου θεσπίσματος, και δεν μπορούν να προβληθούν ενώπιον του δικαστηρίου ως λόγος ακυρότητάς του 480/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Πορεία της προσφυγής

Ο Εισαγγελέας Εφετών έχει την υποχρέωση εντός 10 ημερών από την ημέρα που θα φθάσει σε αυτόν η προσφυγήαρ.322 παρ.2 εδ.1 ΚΠοινΔ
  • α) αν κρίνει ότι η παραπομπή είναι εσφαλμένη, να δεχθεί την προσφυγή και να παραγγείλει την εισαγωγή της κατηγορίας στο Δικαστικό Συμβούλιο, κατ'αρ.245 παρ.2 ΚΠοινΔ 23/2013 διατ.Εισ.Εφ.Πειραιάαρ.322 παρ.2 εδ.1 ΚΠοινΔ. Στην περίπτωση αυτή η υπόθεση επιστρέφει στο στάδιο της προδικασίας 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Η επιστροφή στο στάδιο της προδικασίας ισχύει ακόμη και αν το Δικαστικό Συμβούλιο παραπέμψει τον προσφεύγοντα στο ακροατήριο, καθώς το παραπεμπτικό βούλευμα δεν επικυρώνει την αρχική παραπομπή, αλλά συνιστά νέα, αυτοτελή κρίση για την υπόθεση 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Η αναστολή της παραγραφής ανατρέπεται 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Στην περίπτωση αυτή ο Εισαγγελέας Εφετών διατάσσει και την επιστροφή του παραβόλου της προσφυγής στον προσφεύγοντααρ.322 παρ.1 εδ.6 ΚΠοινΔ
  • β) αν κρίνει ότι η παραπομπή είναι εσφαλμένη, να διατάξει προανάκρισηαρ.322 παρ.2 εδ.1 ΚΠοινΔή συμπλήρωση της προανάκρισηςαρ.322 παρ.2 εδ.1 ΚΠοινΔή κύρια ανάκρισηαρ.322 παρ.2 εδ.2 ΚΠοινΔ. Στην περίπτωση αυτή η υπόθεση επιστρέφει στο στάδιο της προδικασίας 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Η αναστολή της παραγραφής ανατρέπεται 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας.
  • γ) αν κρίνει ότι η παραπομπή είναι ορθήδιατ.Εισ.Εφ.Αθηνών 101/2013, να απορρίψει την προσφυγήαρ.322 παρ.2 εδ.1 ΚΠοινΔ. Στην περίπτωση αυτή διατηρείται η συνέπεια της επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος για την έναρξη της κύριας διαδικασίας 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Η αναστολή της παραγραφής από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος διατηρείται 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Αν από την επίδοση της απορριπτικής διάταξης μέχρι τη δικάσιμο που έχει οριστεί μεσολαβεί διάστημα ίσο ή μεγαλύτερο του μισού της προθεσμίας κλήτευσης, ο προσφεύγων οφείλει να εμφανιστεί στο ακροατήριο, χωρίς άλλη κλήτευσηαρ.322 παρ.2 εδ.3 υποεδ.2 ΚΠοινΔ, διαφορετικά δικάζεται ερήμην 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Αν από την επίδοση της απορριπτικής διάταξης μέχρι τη δικάσιμο που έχει οριστεί μεσολαβεί διάστημα μικρότερο του μισού της προθεσμίας κλήτευσης, θα οριστεί νέα δικάσιμος και θα χωρήσει νέα επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας.

Προσφυγή από πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας

Αν ο κατηγορούμενος απολαμβάνει ιδιάζουσας δωσιδικίαςαρ.111 περ.6 ΚΠοινΔ, και κλητεύθηκε απευθείας στο ακροατήριο με κλητήριο θέσπισμα, έχει δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή στο αρμόδιο συμβούλιο εφετών κατά της εν λόγω κλητεύσεώς του 245/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιοαρ.322 παρ.3 ΚΠοινΔ. Δικαίωμα προσφυγής έχει και ο συμμέτοχος και συγκατηγορούμενος, ο οποίος δεν είναι πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας 190/1999 Συμβ.Εφ.Θράκης. Η προσφυγή πρέπει να κατατεθεί μέσα σε 10 μέρες από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματοςαρ.322 παρ.3 εδ.1 υποεδ.1 ΚΠοινΔαρ.322 παρ.1 εδ.1 υποεδ.1 ΚΠοινΔ. Η προθεσμία αυτή αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα από 1η έως και 31η Αυγούστου 405/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιοαρ.473 παρ.4 ΚΠοινΔ. Η προσφυγή υποβάλλεται στον γραμματέα της εισαγγελίας εφετώναρ.322 παρ.3 εδ.1 υποεδ.2 ΚΠοινΔή στον γραμματέα της εισαγγελίας πρωτοδικών ή στον γραμματέα του ειρηνοδικείου της διαμονής του κατηγορουμένουαρ.322 παρ.3 εδ.1 ΚΠοινΔαρ.322 παρ.1 εδ.1 υποεδ.3 ΚΠοινΔ. Η προσφυγή αποτελεί οιονεί ένδικο μέσο 245/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο. Το συμβούλιο εφετών έχει υποχρέωση να αποφασίσει επί της προσφυγής μέσα σε 10 ημέρες από τότε που υποβλήθηκε η αίτηση προσφυγής μαζί με τη σχετική πρόταση του εισαγγελέα εφετώναρ.322 παρ.3 εδ.2 ΚΠοινΔ. Το συμβούλιο έχει τη δυνατότητα
  • α) να απορρίψει την προσφυγήαρ.322 παρ.3 εδ.2 ΚΠοινΔ, ή
  • β) κατά μια άποψη, να κρίνει επί της ουσίας και να αποφασίσει ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του προσφεύγοντος κατηγορουμένου 177/1999 Συμβ.Εφ.Θράκης, ή
  • γ) να διατάξει προανάκρισηαρ.322 παρ.3 εδ.2 ΚΠοινΔ, ή
  • δ) να διατάξει συμπλήρωση της προανάκρισης που προηγήθηκεαρ.322 παρ.3 εδ.2 ΚΠοινΔ, ή
  • ε) να διατάξει την ενέργεια κύριας ανάκρισηςαρ.322 παρ.3 εδ.2 ΚΠοινΔ.
Αν το συμβούλιο διατάξει προανάκριση, συμπλήρωση της προανάκρισης ή ενέργεια κύριας ανάκρισης, και αφού ο εισαγγελέας εφετών επανεισάγει την υπόθεση στο συμβούλιοαρ.322 παρ.3 εδ.2 ΚΠοινΔ, το συμβούλιο έχει τη δυνατότητα
  • α) να απορρίψει την προσφυγήαρ.322 παρ.3 εδ.2 ΚΠοινΔ, ή
  • β) να αποφασίσει ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορίααρ.322 παρ.3 εδ.2 ΚΠοινΔ, ή
  • γ) να παύσει οριστικά την ποινική δίωξηαρ.322 παρ.3 εδ.2 ΚΠοινΔ.
Οι ενδείξεις για τις οποίες γίνεται λόγος στις διατάξεις των αρ.310 παρ.1 εδ.1 ΚΠοινΔ και 313 ΚΠοινΔ είναι διαφορετικές από τις ενδείξεις που αναφέρονται στο αρ.178 περ.α ΚΠοινΔ και αρ.179 ΚΠοινΔ 9/2001 ΑΠ Ποιν.Ολομέλεια.Συμβούλιο. Οι "ενδείξεις"για τις οποίες γίνεται λόγος στις διατάξεις των αρ.310 παρ.1 εδ.1 ΚΠοινΔ και 313 ΚΠοινΔ ανάγονται στην κρίση σχετικά με την ενοχή του κατηγορουμένου 9/2001 ΑΠ Ποιν.Ολομέλεια.Συμβούλιο. Οι "ενδείξεις"που αναφέρονται στο αρ.178 περ.α ΚΠοινΔ και αρ.179 ΚΠοινΔ, ως ένα από τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα, αποτελούν κατηγορία των αποδεικτικών μέσων από τα οποία μπορεί να συναχθεί, με βάση τους κανόνες της λογικής, η ύπαρξη ή ανυπαρξία του αποδεικτέου γεγονότος 9/2001 ΑΠ Ποιν.Ολομέλεια.Συμβούλιο. Η κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου για την ύπαρξη σοβαρών ή επαρκών ενδείξεων (υπονοιών) ενοχής του κατηγορουμένου μπορεί να στηρίζεται και στις "ενδείξεις" (αποδεικτικό μέσο) τις οποίες το Συμβούλιο λαμβάνει υπόψη και αξιολογεί μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα 9/2001 ΑΠ Ποιν.Ολομέλεια.Συμβούλιο. Το Δικαστικό Συμβούλιο οφείλει να λάβει υπόψη του και να αξιολογήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκομίστηκαν 9/2001 ΑΠ Ποιν.Ολομέλεια.Συμβούλιο. Αν το Δικαστικό Συμβούλιο προβεί σε πλήρη έλεγχο των αποδεικτικών στοιχείων για να διαπιστώσει την αλήθεια και δεν περιορισθεί στην αναζήτηση μόνο των επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου, δεν τίθεται θέμα υπέρβασης εξουσίας από τον λόγο μόνο αυτό 9/2001 ΑΠ Ποιν.Ολομέλεια.Συμβούλιο. Αν το Δικαστικό Συμβούλιο περιορισθεί στον έλεγχο και την αξιολόγηση μόνο των στοιχείων που ενισχύουν τις ενδείξεις ή μόνο εκείνων που τις αποδυναμώνουν, υπερβαίνει αρνητικά ην εξουσία που του παρέχουν τα αρ.309 ΚΠοινΔ, αρ.310 ΚΠοινΔ και αρ.313 ΚΠοινΔ 9/2001 ΑΠ Ποιν.Ολομέλεια.Συμβούλιο. Αν το Δικαστικό Συμβούλιο, κατά την έρευνα και αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, δεχθεί ως αληθινά ή όχι τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αποδιδόμενου στον κατηγορούμενο εγκλήματος, και αν οι σχετικές παραδοχές στηρίζουν την κρίση του Συμβουλίου για την ύπαρξη ή ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων, τότε το Δικαστικό Συμβούλιο δεν υπερβαίνει την εξουσία του από μόνο τον λόγο αυτό 9/2001 ΑΠ Ποιν.Ολομέλεια.Συμβούλιο. Αν το Δικαστικό Συμβούλιο αποφανθεί ότι με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά "αποδείχθηκε"η ενοχή ή η αθωότητα του κατηγορουμένου, και αν δεν συνάγεται από το περιεχόμενο του βουλεύματος ότι πρόκειται για αδόκιμη ή από παραδρομή διατύπωση της κρίσης του για την ύπαρξη ή ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων, τότε δεν τίθεται θέμα υπέρβασης εξουσίας από μόνο τον λόγο αυτό 9/2001 ΑΠ Ποιν.Ολομέλεια.Συμβούλιο. Η κρίση του Δικαστικού συμβουλίου ότι "αποδείχθηκε"η ενοχή ή η αθωότητα του κατηγορουμένου εμπεριέχει και την κρίση για την επάρκεια ή την παντελή έλλειψη ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου και συνεπώς πρόκειται για πλεοναστική διατύπωση κρίσης, η οποία δεν έχει διαφορετικές συνέπειες από το απαιτούμενο κατά το νόμο έλασσον, δηλαδή επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου ή έλλειψη επαρκών ενδείξεων για την απαλλαγή του 9/2001 ΑΠ Ποιν.Ολομέλεια.Συμβούλιο. Αν το Δικαστικό Συμβούλιο αποφανθεί ότι με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά "δεν αποδείχθηκε"η ενοχή του κατηγορουμένου, και αν δεν συνάγεται από το περιεχόμενο του βουλεύματος ότι πρόκειται για αδόκιμη ή από παραδρομή διατύπωση της κρίσης του για την ύπαρξη ή ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων, το Δικαστικό Συμβούλιο υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του 9/2001 ΑΠ Ποιν.Ολομέλεια.Συμβούλιο. Η κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου ότι "δεν αποδείχθηκε"η ενοχή του κατηγορουμένου εξαρτά την παραπομπή του κατηγορουμένου από την ύπαρξη αποδείξεων, αντί να αρκείται στην απαιτούμενη από τον νόμο ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων 9/2001 ΑΠ Ποιν.Ολομέλεια.Συμβούλιο. Το βούλευμα του συμβουλίου εφετών που απορρίπτει την προσφυγή επιδίδεται στον κατηγορούμενοαρ.322 παρ.3 εδ.4 υποεδ.1 ΚΠοινΔαρ.155 ΚΠοινΔ. Επί της προσφυγής αποφαίνεται το Συμβούλιο Εφετών σε πρώτο και τελευταίο βαθμό 245/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιοαρ.322 παρ.3 εδ.3 ΚΠοινΔ. Εναντίον του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών δεν επιτρέπεται έφεση 245/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο. Ο κατηγορούμενος ιδιάζουσας δωσιδικίας δεν έχει δικαίωμα άσκησης αναίρεσης κατά του βουλεύματος περί προσφυγής κατά κλητηρίου θεσπίσματος 3/2014 ΑΠ Ποιν.Ολομέλεια. Δικαίωμα αναίρεσης στην περίπτωση αυτή έχει μόνο ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου 3/2014 ΑΠ Ποιν.Ολομέλεια. Η προθεσμία άσκησης αναίρεσης βουλεύματος από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι 30 ημέρες από την έκδοση του βουλεύματος 405/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιοαρ.483 παρ.3 εδ.1 ΚΠοινΔαρ.479 παρ.1 εδ.1 ΚΠοινΔ. Η προθεσμία για άσκηση αναίρεσης κατά βουλεύματος από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, από 1η έως και 31η Αυγούστου 405/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιοαρ.473 παρ.4 ΚΠοινΔ. Αν έχουν ασκήσει προσφυγή και ο κατηγορούμενος και ο συγκατηγορούμενός του, και αν το συμβούλιο έχει αποφανθεί επί μιας προσφυγής ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά ενός κατηγορουμένου, και λόγω του επεκτατικού αποτελέσματος της προσφυγής, και κατά του συγκατηγορουμένου, τότε η δεύτερη προσφυγή θα απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος 190/1999 Συμβ.Εφ.Θράκης. Κατά μια άποψη, αν έχει παραγγελθεί προανάκριση, και αν ο κατηγορούμενος είναι πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας, και αν ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, τότε ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών είναι υποχρεωμένος να διαβιβάσει την δικογραφία στον Εισαγγελέα Εφετών, και δεν μπορεί να εισάγει παραδεκτά απευθείας την υπόθεση στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών με απαλλακτική πρόταση 2368/2013 Συμβ.Πλημ.Αθηνών. Αν το δικαστικό συμβούλιο αποφανθεί με βούλευμα ότι τα δικαστικά έξοδα δεν πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του μηνυτή ή εγκαλούντα, επειδή η μήνυση ή έγκληση δεν υποβλήθηκε από δόλο ή αμέλεια, και το βούλευμα καταστεί αμετάκλητο, τότε και σ’ αυτή την περίπτωση το βούλευμα δεν παράγει δεδικασμένο περί του δόλου για συκοφαντική δυσφήμηση, ψευδή καταμήνυση και ψευδορκία τελούμενες δια της μήνυσης ή έγκλησης 1859/2009 ΑΠ Ποιν.τμ.άρ.585 παρ.1 ΚΠοινΔάρ.57 ΚΠοινΔ. Αν το δικαστικό συμβούλιο αποφανθεί με βούλευμα ότι τα δικαστικά έξοδα δεν πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του μηνυτή ή εγκαλούντα, επειδή η μήνυση ή έγκληση δεν υποβλήθηκε από δόλο ή αμέλεια, και το βούλευμα καταστεί αμετάκλητο, και για το γεγονός που καταμηνύθηκε υποβλήθηκε έγκληση για συκοφαντική δυσφήμηση, ψευδή καταμήνυση και ψευδορκία, και το δικαστήριο αποφασίσει ότι ο αρχικά μηνύων ή εγκαλών είχε δόλο σχετικά με την τέλεση των εγκλημάτων, τότε και σ’ αυτή την περίπτωση το δικαστήριο δεν προβαίνει σε υπέρβαση εξουσίας με την παραπάνω κρίση του περί δόλου του κατηγορουμένου 1859/2009 ΑΠ Ποιν.τμ.άρ.585 παρ.1 ΚΠοινΔ. Αν το δικαστικό συμβούλιο αποφανθεί με βούλευμα ότι τα δικαστικά έξοδα δεν πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του μηνυτή ή εγκαλούντα, επειδή η μήνυση ή έγκληση δεν υποβλήθηκε από δόλο ή αμέλεια, και το βούλευμα καταστεί αμετάκλητο, και για το γεγονός που καταμηνύθηκε υποβλήθηκε έγκληση για δυσφήμηση, τότε και σ’ αυτή την περίπτωση το βούλευμα δεν ασκεί έννομη επίδραση στο τεκμήριο περί της αλήθειας ή αναλήθειας του γεγονότος στο οποίο αφορά η δυσφήμηση 1859/2009 ΑΠ Ποιν.τμ.άρ.585 παρ.1 ΚΠοινΔάρ.366 παρ.2 ΚΠοινΔ. Η απλή γνωμάτευση ή γνωμοδότηση, η οποία προκαλείται από τους διαδίκους και συντάσσεται από πρόσωπα που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, τα οποία καλούνται να εκφέρουν κρίση σχετικά με γεγονότα που τίθενται υπόψη τους, αποτελεί έγγραφο και λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη από το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο και συνεκτιμάται μαζί με τις άλλες αποδείξεις για τη διαμόρφωση της κρίσης του 1859/2009 ΑΠ Ποιν.τμ.. Η απλή γνωμάτευση ή γνωμοδότηση, η οποία προκαλείται από τους διαδίκους και συντάσσεται από πρόσωπα που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, τα οποία καλούνται να εκφέρουν κρίση σχετικά με γεγονότα που τίθενται υπόψη τους, δεν ταυτίζεται με την πραγματογνωμοσύνη, ως αποδεικτικό μέσο 1859/2009 ΑΠ Ποιν.τμ.άρ.178 ΚΠοινΔ. Η πραγματογνωμοσύνη διατάσσεται υπό προϋποθέσεις, από ανακριτικό υπάλληλο ή το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο 1859/2009 ΑΠ Ποιν.τμ.άρ.183 ΚΠοινΔ.

Προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων

Ένδικα μέσα (κατά απόφασης ή βουλεύματος ποινικού δικαστηρίου) ασκούνται παραδεκτά το πολύ 10 μέρες μετά τη δημοσίευση της απόφασης ή του βουλεύματος ή, αν ο δικαιούμενος ήταν απών και διαμένει στο εξωτερικό ή είναι αγνώστου διαμονής, 30 μέρες μετά την επίδοση της απόφασης ή του βουλεύματοςαρ.473 ΚΠοινΔ.

Παραγραφή ποινικού αδικήματος

Το αξιόποινο του αδικήματος εξαλείφεται με την παραγραφήαρ.111 παρ.1 ΠΚ. Αν το έγκλημα είναι πταίσμα, η παραγραφή επέρχεται σε 2 έτη μετά την ημέρα τέλεσης της πράξης, εκτός αν ορίζεται άλλωςαρ.111 παρ.4 ΠΚαρ.112 ΠΚ. Αν το έγκλημα είναι πλημμέλημα, η παραγραφή επέρχεται σε 5 έτη μετά την ημέρα τέλεσης της πράξης, εκτός αν ορίζεται άλλωςαρ.111 παρ.3 ΠΚαρ.112 ΠΚ. Αν το έγκλημα είναι κακούργημα, και αν δεν τιμωρείται με ποινή θανάτου ή με ισόβια κάθειρξη, τότε η παραγραφή επέρχεται 15 έτη μετά την ημέρα τέλεσης της πράξης, εκτός αν ορίζεται άλλωςαρ.111 παρ.2 περ.β ΠΚαρ.112 ΠΚ. Αν το έγκλημα είναι κακούργημα, και αν τιμωρείται με ποινή θανάτου ή με ισόβια κάθειρξη, τότε η παραγραφή επέρχεται 20 έτη μετά την ημέρα τέλεσης της πράξης, εκτός αν ορίζεται άλλωςαρ.111 παρ.2 περ.α ΠΚαρ.112 ΠΚ. Η παραγραφή αναστέλλεται για όσο χρόνο, σύμφωνα με διάταξη νόμου, δεν μπορεί να αρχίσει ή να εξακολουθήσει η ποινική δίωξηαρ.113 παρ.1 ΠΚ. Η παραγραφή αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφασηαρ.113 παρ.2 ΠΚ. Η αναστολή της παραγραφής δεν μπορεί να διαρκέσει πάνω από 5 έτη για τα κακουργήματα, 3 χρόνια για τα πλημμελήματα και 1 έτος για τα πταίσματααρ.113 παρ.3 εδ.1 ΠΚ. Η παράταση της αναστολής για την υπόθεση δεν περιορίζεται, αν πρόκειται για υπόθεση η απόφαση επί της οποίας εξαρτάται από άλλη ποινική υπόθεση, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση στην άλλη ποινική υπόθεσηαρ.113 παρ.3 εδ.2 ΠΚαρ.59 παρ.1 ΚΠοινΔ. Η παράταση της αναστολής για την υπόθεση δεν περιορίζεται, αν πρόκειται για ψευδορκίααρ.224 ΠΚ, συγκεκριμένες περιπτώσεις ψευδούς ανώμοτης κατάθεσηςαρ.225 παρ.1 περ.α, ψευδούς καταμήνυσηςαρ.229 ΠΚ, δυσφήμησηςαρ.362 ΠΚ, συκοφαντικής δυσφήμησηςαρ.363 ΠΚ, δυσφήμησης ανώνυμης εταιρείαςαρ.364 ΠΚ, και αν για το γεγονός στο οποίο αφορά το έγκλημα ασκήθηκε ποινική δίωξη, και αν ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ανέβαλε κάθε περαιτέρω ενέργεια μέχρι το τέλος της ποινικής δίωξηςαρ.113 παρ.3 εδ.2 ΠΚαρ.59 ΚΠοινΔ. Η παράταση της αναστολής για την υπόθεση δεν περιορίζεται, αν η αναβολή έλαβε χώρα κατά το αρ.59 παρ.3 ΚΠοινΔ ή το αρ. 59 παρ.4 ΚΠοινΔαρ.113 παρ.3 εδ.2 ΠΚαρ.59 παρ.3 ΚΠοινΔαρ.59 παρ.4 ΚΠοινΔ. Η παράταση της αναστολής για την υπόθεση δεν περιορίζεται, αν η αναβολή έλαβε χώρα κατά το αρ.30 παρ.2 ΚΠοινΔ για πολιτικό έγκλημα, ή άλλο έγκλημα που αναφέρεται στη σχετική διάταξηαρ.113 παρ.3 εδ.2 ΚΠοινΔαρ.30 παρ.2 ΚΠοινΔ. Αν για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση, η έλλειψη της έγκλησης δεν αναστέλλει την παραγραφήαρ.113 παρ.4 ΠΚ. Με ειδικότερους νόμους έχει θεσπισθεί η παραγραφή πταισμάτων και πλημμελημάτων με συγκεκριμένο χρόνο τέλεσης, υπό προϋποθέσειςν.4411/2016 αρ.8ον.4411/2016 αρ.9ον.4198/2013 αρ.8 παρ.3ν.4198/2013 αρ.8 παρ.4ν.4043/2012 αρ.2ν.4043/2012 αρ.3ν.4043/2012 αρ.4ν.3346/2005 αρ.31ν.3346/2005 αρ.32.

Ακυρότητα

Σχετική ακυρότητα

Σχετική ακυρότητα υπάρχει:
  • επί πράξης ή εγγράφου όπου αυτό ορίζεται ρητά στον νόμο 669/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.
  • επί της διαδικασίας στο ακροατήριο όταν ο κατηγορούμενος, ο συνήγορός του ή ο εισαγγελέας ζητήσουν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση.
Οι σχετικές ακυρότητες προτείνονται από τον διάδικο που έχει συμφέρον, ή από τον εισαγγελέααρ.173 παρ.1 εδ.1 ΚΠοινΔ, όχι όμως αν τις προκάλεσαν οι ίδιοι, με ενέργεια ή παράλειψη, ή αν τις δέχθηκαν ρητάαρ.173 παρ.3 ΚΠοινΔ. Θα συμβουλευτείτε τον ΚΠοινΔ; Αν η σχετική ακυρότητα αφορά πράξη της προδικασίας προτείνεται ως το τέλος της προδικασίαςαρ.173 παρ.1 εδ.2 υποεδ.1 ΚΠοινΔ 669/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν η σχετική ακυρότητα αφορά τη διαδικασία στο ακροατήριο, είτε κύρια είτε προπαρασκευαστική, προτείνεται μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση για την κατηγορία, σε τελευταίο βαθμόαρ.173 παρ.1 εδ.2 υποεδ.2 ΚΠοινΔ. Αν η σχετική ακυρότητα δεν προταθεί εμπρόθεσμα, θεραπεύεταιαρ.174 παρ.1 ΚΠοινΔ. Αν αυτός που κλητεύθηκε εμφανιστεί στη δίκη και δεν προβάλλει σχετική αντίρρηση, θεραπεύεται
  • η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριοαρ.174 παρ.2 εδ.1 ΚΠοινΔ,
  • η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίματος του κατηγορουμένουαρ.174 παρ.2 εδ.1 ΚΠοινΔ,
  • η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος του αστικώς υπεύθυνουαρ.174 παρ.2 εδ.1 ΚΠοινΔ,
  • η ακυρότητα του καταλόγου των μαρτύρωναρ.174 παρ.2 εδ.1 ΚΠοινΔ,
  • η ακυρότητα της επίδοσης ή κοινοποίησης των ανωτέρω εγγράφωναρ.174 παρ.2 εδ.1 ΚΠοινΔ,
  • η ακυρότητα της πολιτικής αγωγήςαρ.174 παρ.2 εδ.1 ΚΠοινΔαρ.166 παρ.3 ΚΠοινΔ.
Κατά μια άποψη, η μη εξέταση προταθέντων μαρτύρων δημιουργεί σχετική ακυρότητα, όχι απόλυτη ακυρότητα 445/2012 προτ.Εισ.Πλημ.Λάρισας Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Κατ'άλλη άποψη, η μη εξέταση προταθέντων μαρτύρων δεν δημιουργεί ακυρότητα 33/2006 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Η μη όρκιση του μάρτυρα στο ακροατήριο δημιουργεί σχετική ακυρότηταπαρ.IV 1780/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Απόλυτη ακυρότητα

Απόλυτη ακυρότητα υπάρχει:
  • αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα, την υποχρεωτική συμμετοχή του σε πράξεις της προδικασίας, που ορίζονται ρητά στον νόμο, και την υποχρεωτική συμμετοχή του στη διαδικασία στο ακροατήριοαρ.171 ΚΠοινΔ περ.1 υποπερ.β, ή
  • αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, όπου και όπως επιβάλλει ο νόμοςαρ.171 ΚΠοινΔ περ.1 υποπερ.δ, ή
  • αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του οργανισμού δικαστηρίων και του νόμου περί μεικτών ορκωτών δικαστηρίων για ακυρότητα εξαιτίας κακής σύνθεσής τουαρ.171 ΚΠοινΔ περ.1 υποπερ.α, ή
  • αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την αναστολή της ποινικής δίωξης στις περιπτώσεις που αυτή επιβάλλεται υποχρεωτικά από τον νόμοαρ.171 ΚΠοινΔ περ.1 υποπερ.γ, ή
  • αν ο πολιτικώς ενάγων παραστεί παράνομα στη διαδικασία στο ακροατήριοαρ.171 ΚΠοινΔ περ.2.
Η απόλυτη ακυρότητα λαμβάνονται υπόψην από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, αν δεν έχει θεραπευθεί 1/2008 Πληρ.Ποιν.Ολομέλεια 377/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.αρ.171 ΚΠοινΔ. Η ακυρότητα που θεραπεύθηκε δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως 1/2008 Πληρ.Ποιν.Ολομέλεια 377/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν η πράξη της προδικασίας πάσχει από απόλυτη ακυρότητα, η ακυρότητα προτείνεται μέχρι να γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο 1/2008 Πληρ.Ποιν.Ολομέλεια 377/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.αρ.173 παρ.2 ΚΠοινΔ. Αν η πράξη της προδικασίας πάσχει από απόλυτη ακυρότητα, και η ακυρότητα δεν προταθεί μέχρι να γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριοαρ.173 παρ.2 ΚΠοινΔ, η ακυρότητα καλύπτεται 1/2008 Πληρ.Ποιν.Ολομέλεια 377/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.αρ.174 παρ.1 ΚΠοινΔ. Αν η πράξη της προδικασίας πάσχει από απόλυτη ακυρότητα, και η ακυρότητα προταθεί στο δικαστικό συμβούλιο και απορριφθεί, η ακυρότητα δεν μπορεί να προταθεί και πάλι ενώπιον του δικαστηρίου 1/2008 Πληρ.Ποιν.Ολομέλεια 445/2012 προτ.Εισ.Πλημ.Λάρισας Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Αν η πράξη της προδικασίας πάσχει από απόλυτη ακυρότητα, αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα είναι το δικαστικό συμβούλιο 1/2008 Πληρ.Ποιν.Ολομέλεια 377/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.αρ.176 παρ.1 ΚΠοινΔ. Μετά την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, το δικαστικό συμβούλιο απεκδύεται από κάθε δικαιοδοσία επί της υπόθεσης 377/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν η πράξη της (προπαρασκευαστικής ή κύριας) διαδικασίας στο ακροατήριο είναι άκυρη, αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα είναι το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας 377/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας δεν είναι αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της ανάκρισης 1/2008 Πληρ.Ποιν.Ολομέλεια 445/2012 προτ.Εισ.Πλημ.Λάρισας Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας δεν έχει εξουσία να παραπέμψει την υπόθεση πίσω στο στάδιο της ανάκρισης 1/2008 Πληρ.Ποιν.Ολομέλεια 445/2012 προτ.Εισ.Πλημ.Λάρισας Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Το αν και κατά πόσο θα ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο η ακύρως διενεργειθείσα πράξη της ανάκρισης είναι άλλο θέμα 445/2012 προτ.Εισ.Πλημ.Λάρισας Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Το δικαστήριο μπορεί να αναβάλει τη συζήτηση, ακόμη και αν δεν προταθεί η ακυρότητα, αν το δικαστήριο κρίνει ότι είναι δυνατό να προξενηθεί βλάβη στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου ή του αστικώς υπευθύνου από την ακυρότητααρ.174 παρ.2 εδ.2 ΚΠοινΔ. Αν μια πράξη της προδικασίας είναι άκυρη, είναι αυτοδικαίως άκυρη και κάθε πράξη της προδικασίας η οποία διαδέχθηκε την άκυρη πράξη και η οποία εξαρτάται από αυτή 455/2012 Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Οι πράξεις της προδικασίας εξαρτώνται από προηγούμενη πράξη της προδικασίας αν παρήχθηκαν συνεπεία της άκυρης αρχικής πράξης, και η άκυρη αρχική πράξη αποτελεί δικονομική προϋπόθεση και λογικό νόμιμο όρο των μεταγενέστερων πράξεων, οι οποίες συνιστούν έτσι το αναγκαίο αποτέλεσμα εκείνης 455/2012 Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Η εξάρτηση πρέπει να είναι αποκλειστική και πραγματική, και όχι τυχαία ή ευκαιριακή, ώστε οι μεταγενέστερες πράξεις να βρίσκονται σε σχέση προέλευσης από την αρχική άκυρη πράξη 455/2012 Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Η κρίση του πότε υπάρχει τέτοια εξάρτηση εναπόκειται στον δικαστή της ουσίας 455/2012 Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Δεν υπάρχει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας όταν ο πολιτικώς ενάγων που δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν παρουσιάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ή παρουσιάζεται σαν μάρτυρας, χωρίς να παραιτείται με σχετική δήλωσή του από την πολιτική αγωγή, και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο του επιδικάζει, όπως και το πρωτόδικο δικαστήριο, χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης 377/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Προστασία από κακόβουλες κλήσεις

Κατά μια άποψη, αν πρόσωπο που λαμβάνει μέρος σε προκαταρκτική εξέταση, προανάκριση ή κύρια ανάκριση γίνει αποδέκτης εξυβριστικών, συκοφαντικών, απειλητικών ή εκβιαστικών κλήσεων ή μηνυμάτων οι ανακριτικές αρχές έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν από τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στοιχεία σχετικά με την ταυτότητα ή τη θέση της σύνδεσης ή του χρήστη 12/2009 γν.Εισ.ΑΠ.

Αν ο ποινικός νόμοςή ο δικονομικός ποινικός νόμοςτροποποιηθεί μετά την τέλεση της πράξης, τίθεται ζήτημα για το ποιά μορφή της διάταξης θα εφαρμοστεί.

Τροποποίηση Ποινικού Δικαίου

Αν από την τέλεση της πράξης μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης ίσχυσαν για το ίδιο έγκλημα περισσότερες διατάξεις, και αν η μια διάταξη είναι ευνοϊκότερη της άλλης, τότε εφαρμόζεται η πιο ευνοική για τον κατηγορούμενο διάταξη 5/2008 ΑΠ Πληρ.Ποιν.Ολομέλειααρ.2 ΠΚ. Αν μια διάταξη απαιτεί περισσότερα στοιχεία για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος από ότι προηγούμενη διάταξη, τότε η νέα διάταξη είναι επιεικέστερη, ασχέτως του αν επισύρει βαρύτερη ποινή 5/2008 ΑΠ Πληρ.Ποιν.Ολομέλεια. Για έγκλημα που τελέστηκε υπό την ισχύ προηγούμενης διάταξης, το δικαστήριο θα εφαρμόσει είτε την προηγούμενη είτε τη νεότερη διάταξη, και όχι συνδυασμό των διατάξεων 5/2008 ΑΠ Πληρ.Ποιν.Ολομέλεια. Αν το δικαστήριο διέσπαζε τις διατάξεις και εφάρμοζε κάθε διάταξη μόνο κατά το μέρος που ευνοεί τον κατηγορούμενο, το δικαστήριο θα κατήρτιζε ιδιαίτερο νόμο κατά παράβαση των συνταγματικών διατάξεων περί διάκρισης των λειτουργιών 506/2015 ΑΠαρ.26 Συντάγματοςαρ.73 Συντάγματος.

Τροποποίηση Ποινικού Δικονομικού Δικαίου

Κατά μια άποψη, οι νεότερες διατάξεις του ποινικού δικονομικού δικαίου, ακόμη και αν θεσπίζουν δυσμενέστερες για τον υπαίτιο προϋποθέσεις για τη δίωξη του εγκλήματος, έχουν αναδρομική ισχύ και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά τον χρόνο έκδοσης αυτών, μέρος, εκτός αν ορίζουν διαφορετικά 1/2014 ΑΠ Πληρ.Ποιν.Ολομέλεια.Συμβούλιο. Αν νόμος τροποποιήσει δικονομικές διατάξεις, η ισχύς τους είναι αναδρομική και ο εισαγγελέας μπορεί να ασκήσει ποινική δίωξη, βάσει των νεότερων διατάξεων, για εγκλήματα που τελέστηκαν πριν την έναρξη ισχύος του τροποποιητικού νόμου 1/2014 ΑΠ Πληρ.Ποιν.Ολομέλεια.Συμβούλιο. Κατ'άλλη άποψη, οι τροποποιήσεις του ποινικού δικονομικού δικαίου δεν έχουν αναδρομική ισχύ, αν θίγονται ουσιώδη δικαιώματα του κατηγορουμένου2/2013 γν.Εισ.ΑΠ. Αν με τροποποιήσεις του ποινικού δικονομικού δικαίου εισάγονται ευμενέστερες διατάξεις για τον κατηγορούμενο, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται αναδρομικά, ανεξάρτητα από τον χρόνο τέλεσης του εγκλήματος2/2013 γν.Εισ.ΑΠ. Οι τροποποιήσεις του ποινικού δικονομικού δικαίου εφαρμόζονται αναδρομικά, εκτός αν ο δικονομικός νόμος περιέχει ρύθμιση διαφορετική, χωρίς να τίθεται ζήτημα παραβίασης της αρχής nullum crimen, nulla poena sine lege 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Οι τροποποιήσεις του ποινικού δικονομικού δικαίου, αν δεν υπάρχει αντίθετη διάταξη 1/1982 αναφ.Εισ.Εφ.Θεσσαλονίκης, εφαρμόζονται από τη στιγμή της έναρξης της ισχύς τους στην εκκρεμή ποινική δίκη κατά το ατέλεστο μέρος της 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας 1/1982 αναφ.Εισ.Εφ.Θεσσαλονίκης. Δικονομικό νόμο αποτελεί και ο νόμος που ορίζει την αρμοδιότητα των δικαστηρίων 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Η μετατροπή του δικονομικού αυτού νόμου έχει αναδρομική ισχύ, εκτός αν έχει ήδη εκδοθεί απόφαση σε πρώτο βαθμό 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας


Ποινική διαδικασία στο ακροατήριο

Ο κατηγορούμενος στην ποινική δίκη μπορεί να προβάλει ισχυρισμό που θα οδηγήσει στην αθώωσή του. Για την έκδοση αθωωτικής απόφασης αρκεί να αποδειχθεί ότι δεν συντρέχει κάποιο στοιχείο της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος, ή να προκύψει εύλογη αμφιβολία. Η μη συνδρομή στοιχείου του αδικήματος ή η αμφιβολία ως προς αυτό μπορεί να αναδειχθεί με
  • άρνηση της κατηγορίας (πχ. "Όχι, δεν έκλεψα ποτέ από τον εργοδότη μου"), ή
  • νομικό επιχείρημα (πχ. "Δεν είχα σκοπό να κλέψω, εγώ απλά το μετέφερα", "Εδώ δεν στοιχειοθετήθηκε η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της κλοπής") 1088/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ., ή
  • πραγματικό επιχείρημα (πχ. "Δεν θα μπορούσα να το κλέψω, γιατί ήταν πολύ βαρύ για να το μεταφέρω").
Το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει στους ισχυρισμούς που αποτελούν άρνηση της κατηγορίας 1744/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν το δικαστήριο απορρίψει τους σχετικούς ισχυρισμούς, δεν είναι υποχρεωμένο να αιτολογήσει ειδικά για τον καθένα την απόρριψή τους, καθώς θεωρείται ότι περιλαμβάνονται στην κύρια αιτιολογία περί ενοχής 617/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει στα νομικά επιχειρήματα 1088/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Πέραν των ανωτέρω, ο κατηγορούμενος μπορεί να προβάλει ισχυρισμό, του οποίου αποτέλεσμα θα είναι
  • η άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης, ή
  • ο αποκλεισμός ή η μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό, ή
  • η εξάλειψη ή η απόσβεση του αξιόποινου, ή
  • η μείωση της ποινής, ή
  • η μεταβολή της κατηγορίας σε επιεικέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου 130/2008 ΑΠ Ποιν.Τμ..
Κάθε τέτοιος ισχυρισμός λέγεται αυτοτελής ισχυρισμός. Αν ο αυτοτελής ισχυρισμός προβληθεί σαφώς και ορισμένα, το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να απαντήσει με δικαιολογημένη διάταξη στην απόφασή του για τον λόγο για τον οποίο δεν τον έκανε δεκτόπαρ.V 1780/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Πότε προβάλλεται ο αυτοτελής ισχυρισμός

Ο αυτοτελής ισχυρισμός μπορεί να προβληθεί από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο υπεράσπισής του 1744/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Ο αυτοτελής ισχυρισμός μπορεί να προβληθεί μετά τη νομιμοποίηση των διαδίκων, πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Ο αυτοτελής ισχυρισμός μπορεί να προβληθεί και μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, ακόμη και μετά την αγόρευση του Εισαγγελέα, κατά την αγόρευση του δικηγόρου υπεράσπισης 2053/2010 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Στην περίπτωση αυτή, δεν υπάρχει ακυρότητα διαδικασίας αν δεν δοθεί εκ νέου ο λόγος στον Εισαγγελέα, αν δεν το ζητήσει ο ίδιος ο Εισαγγελέας, για να προτείνει επί του αυτοτελούς ισχυρισμού που προτάθηκε 2053/2010 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί και οι ενστάσεις περί του κλητηρίου θεσπίσματοςέχουν ιδιομορφία ως προς τον χρόνο προβολής τους.

Πώς προβάλλεται ο αυτοτελής ισχυρισμός

Ο αυτοτελής ισχυρισμός είναι απαραίτητο να αναπτύσσεται προφορικά, ακόμη και αν συνυποβάλλεται σχετικό έγγραφο 130/2008 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν περιέχει συγκεκριμένη και σαφή αναφορά των πραγματικών περιστατικών που τον θεμελιώνουν, τότε το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει στον αυτοτελή ισχυρισμό 2194/2008 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν ο αυτοτελής ισχυρισμός προβληθεί ασαφώς ή αόριστα, το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψη του ισχυρισμού 666/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν η ένσταση προβληθεί απαράδεκτα, το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψη της ένστασης 562/2010 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός που προβάλλει ο κατηγορούμενος, πρέπει να προβάλλονται τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται 187/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Ο αυτοτελής ισχυρισμός προβάλλεται σαφώς και ορισμένα όταν αναφέρει όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή του. Αν ο αυτοτελής ισχυρισμός προβληθεί σαφώς και ορισμένα, το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να απαντήσει με δικαιολογημένη διάταξη στην απόφασή του για τον λόγο για τον οποίο δεν τον έκανε δεκτόπαρ.V 1780/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν ο αυτοτελής ισχυρισμός προβληθεί σαφώς και ορισμένα, και το δικαστήριο δεν απαντήσει καθόλου στον ισχυρισμό, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης για έλλειψη ακρόασης 1744/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.αρ.170 παρ.2 ΚΠοινΔαρ.510 παρ.1 στοιχ.β ΚΠοινΔ. Αν ο αυτοτελής ισχυρισμός προβληθεί σαφώς και ορισμένα, και το δικαστήριο τον απορρίψει αναιτιολόγητα, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης για έλλειψη αιτιολογίας 1744/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.αρ.510 παρ.1 στοιχ.δ ΚΠοινΔ. Θα συμβουλευτείτε τον ΚΠοινΔ;

Αυτοτελής ισχυρισμός ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος

Ο ισχυρισμός ότι το κλητήριο θέσπισμα πάσχει από ακυρότητα αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό 273/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, ως αναγόμενη σε προπαρασκευαστικές πράξεις της κύριας διαδικασίας, είναι σχετική ακυρότητα 273/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που ορίζονται στο αρ.321 ΚΠοινΔαρ.321 παρ.1 ΚΠοινΔ 1/2008 Πληρ.Ποιν.Ολομέλεια. Τα στοιχεία που απαιτούνται από το αρ.321 ΚΠοινΔ ορίζονται περιοριστικά 1/2008 Πληρ.Ποιν.Ολομέλεια. Ο καθορισμός της πράξης στο κλητήριο θέσπισμα είναι ακριβής όταν παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ποινικά επιλήψιμη και διωκώμενη πράξη κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της, όπως απαιτεί η οικεία και υποχρεωτικά παρατιθέμενη στο κλητήριο θέσπισμα ποινική διάταξη, η οποία τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει τις προϋποθέσεις του αξιοποίνου της πράξης και την επαπειλούμενη ποινή 273/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Στο κλητήριο θέσπισμα δεν απαιτείται η αναφορά περιστατικών και στοιχείων που προσιδιάζουν στα χαρακτηριστικά μιας αιτιολογημένης δικαστικής απόφασης, με την οποία το κλητήριο θέσπισμα, ως εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, δεν ταυτίζεται σε καμία περίπτωση 273/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν το κλητήριο θέσπισμα φέρει από προφανή παραδρομή εσφαλμένο αριθμό παραπομπής από ένα τμήμα του κλητηρίου θεσπίσματος σε άλλο, το κλητήριο θέσπισμα δεν είναι άκυρο για τον λόγο αυτό 273/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν το κλητήριο θέσπισμα δεν προσδιορίζει ακριβώς το ποσό της ζημίας που προκάλεσε η πράξη του κατηγορουμένου επί υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης, και το κλητήριο θέσπισμα αναφέρει τα στοιχεία που απαιτούνται για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος, το κλητήριο θέσπισμα δεν είναι άκυρο για τον λόγο αυτό 273/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν το κλητήριο θέσπισμα για παράβαση του αν.690/1945 περί οφειλών εργατικών αποδοχών αναφέρει το ποσό που οφείλεται στον εργαζόμενο, τότε το κλητήριο θέσπισμα καθορίζει ακριβώς την πράξη της κατηγορίας, χωρίς να απαιτούνται τα στοιχεία που απαιτούνται για την αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης 1187/2010 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν δεν είναι ουσιαστικά ακριβή τα στοιχεία που αφορούν στον ακριβή καθορισμό της πράξης, το κλητήριο θέσπισμα δεν είναι άκυρο για τον λόγο αυτό 273/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν ελλείπουν τα στοιχεία που αφορούν στον ακριβή καθορισμό της πράξης, το κλητήριο θέσπισμα είναι άκυρο 273/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Ως άρθρο του Ποινικού Κώδικα, το οποιο πρέπει να αναφέρεται στο κλητήριο θέσπισμααρ.321 παρ.1 περ.δ ΚΠοινΔ, θεωρείται κάθε ισχύουσα κατά τον χρόνο τέλεσης ουσιαστική ποινική διάταξη του ΠΚ ή άλλου ειδικού ποινικού νόμου, η οποία τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει τις προϋποθέσεις της αξιόποινης πράξης και την επαπειλούμενη ποινή 273/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Για την πράξη αρκεί η αναφορά του νόμου που προβλέπει και τιμωρεί την πράξη, χωρίς να είναι απαραίτητο να αναφέρεται και ο τροποποιητικός νόμος του βασικού νόμου 273/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν το κλητήριο θέσπισμα αφορά σε πλημμέλημα το οποίο τιμωρείται μόνο αν τελέστηκε από δόλο, και το κλητήριο θέσπισμα δεν αναφέρει την φράση περί τέλεσης του εγκλήματος "με πρόθεση", το κλητήριο θέσπισμα δεν είναι άκυρο για τον λόγο αυτό 273/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Ο ΠΚ χρησιμοποιεί τον όρο "εκ προθέσεως"ή "απόφαση"προς δήλωση όλων των περιπτώσεων δόλου 273/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Ο ΠΚ χρησιμοποιεί τον όρο "εν γνώσει"προς δήλωση των περιπτώσεων άμεσου δόλου 273/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Ο ΠΚ χρησιμοποιεί τον όρο "επί σκοπώ"ή "για να"προς δήλωση των περιπτώσεων που ο δράστης επιδιώκει κάποιο εγκληματικό αποτέλεσμα (υπερχειλής υποκειμενική υπόσταση 273/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.) 273/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. "Έγκλημα κατ'εξακολούθηση"είναι το έγκλημα που τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις που απέχουν χρονικά μεταξύ τους και κάθε μια από αυτές προσβάλλει το ίδιο έννομο αγαθό και περιέχουν πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ίδια απόφαση για την εκτέλεσή τους 506/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Χρόνος προβολής ακυρότητας κλητηρίου θεσπίσματος

Αν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στην πρωτοβάθμια δίκη, η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος πρέπει να προταθεί μέχρι την έναρξη της πρωτοβάθμιας δίκης 1304/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.αρ.174 παρ.2 ΚΠοινΔ. Η έναρξη της πρωτοβάθμιας δίκης, δηλαδή η έναρξη εκδίκασης της υπόθεσης, συμπίπτει με την απαγγελία της κατηγορίας από τον εισαγγελέα, και όχι οπωσδήποτε με την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας 1304/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Η έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας γίνεται με την έναρξη της εξέτασης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου ή την όρκιση του πρώτου μάρτυρα 1304/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στην πρωτοβάθμια δίκη, και η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος προταθεί μετά την εκφώνηση των ονομάτων και την απαγγελία της κατηγορίας, άρα από το χρονικό αυτό σημείο μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας ή και αργότερα, τότε η ακυρότητα έχει καλυφθεί και δεν προτείνεται παραδεκτά 1304/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί ο ίδιος στο δικαστήριο, και ζητήσει αναβολή κατ'αρ.349 (πχ για κώλυμα του πληρεξουσίου του δικηγόρου), και δεν προβάλλει αντιρήσσεις ως προς την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, και το αίτημα αναβολής γίνει δεκτό, τότε η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος δεν καλύπτεται και ο κατηγορούμενος μπορεί να προβάλλει την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος στη μετ'αναβολη δικάσιμο μέχρι την απαγγελία της κατηγορίας 1304/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν η συζήτηση αναβληθεί λόγω απεργίας, ή πέρατος του ωραρίου του γραμματέα της έδρας, ή για σημαντικό αίτιο που αναγγέλθηκε στο δικαστήριο από τον συνήγορο του κατηγορουμένου ή από άλλο πρόσωπο (από άγγελο) για λογαριασμό του απόντος κατηγορουμένου, ή αν ζητηθεί αναβολή από έναν από τους συγκατηγορούμενους και δοθεί αναβολή για όλους, τότε η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος δεν καλύπτεται από την παρουσία του κατηγορουμένου για αναβολή ή την παρουσία άλλου, δικηγόρου ή μη, απλού άγγελου του απουσιάζοντος κατηγορουμένου, και ο κατηγορούμενος μπορεί να προβάλει την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος και στην μετ'αναβολή συζήτηση 1304/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί κατά την πρωτοβάθμια δίκη, και δικασθεί ερήμην, και η απόφαση υπόκειται σε έφεση, τότε ο αυτοτελής ισχυρισμός ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος μπορεί να προταθεί μόνο με ειδικό λόγο έφεσης κατά της απόφασης στην έκθεση εφέσεως, και όχι το πρώτον με σχετική ένσταση κατά την ακροαματική διαδικασία 562/2010 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί κατά την πρωτοβάθμια δίκη, και δικασθεί ερήμην, και η απόφαση δεν υπόκειται σε έφεση, τότε ο αυτοτελής ισχυρισμός ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος μπορεί να προταθεί μόνο με ειδικό λόγο λόγο αναίρεσης 562/2010 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν το κλητήριο θέσπισμα είναι έγκυρο, τότε από την επίδοσή του αρχίζει η κύρια διαδικασία, και από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος αναστέλλεται η παραγραφή του εγκλήματος 1304/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν το κλητήριο θέσπισμα είναι άκυρο, και ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στην πρωτοβάθμια δίκη, και ο κατηγορούμενος δεν προβάλλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης κατά την έναρξη της πρωτοβάθμιας δίκης, τότε η ακυρότητα καλύπτεται, και το κλητήριο θέσπισμα θεωρείται έγκυρο, και από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος αρχίζει η κύρια διαδικασία και αναστέλλεται η παραγραφή του εγκλήματος 1304/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν το κλητήριο θέσπισμα είναι άκυρο, και ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στην πρωτοβάθμια δίκη, και ο κατηγορούμενος προβάλλει αντιρήσσεις στην πρόοδο της δίκης κατά την έναρξη της πρωτοβάθμιας δίκης, και η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος απορριφθεί, τότε ιδρύεται λόγος αναίρεσης 1304/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.αρ.510 παρ.1 στοιχ.Β ΚΠοινΔ. Αν το κλητήριο θέσπισμα είναι άκυρο, και ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στην πρωτοβάθμια δίκη, και ο κατηγορούμενος προβάλλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης κατά την έναρξη της πρωτοβάθμιας δίκης, και η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος γίνει δεκτή, τότε δεν επέρχεται έναρξη της κύριας διαδικασίας, και δεν αρχίζει η αναστολή της παραγραφής του εγκλήματος, και η παραγραφή του εγκλήματος μπορεί να προβληθεί και στη μετ'αναβολή δίκη 1304/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν το κλητήριο θέσπισμα είναι άκυρο, και ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί στην πρωτοβάθμια δίκη, και ο κατηγορούμενος δικασθεί ερήμην, και η απόφαση υπόκειται σε έφεση, και η ακυρότητα δεν προβληθεί με ειδικό λόγο έφεσης κατά της απόφασης στην έκθεση εφέσεως, τότε η ακυρότητα καλύπτεται, και το κλητήριο θέσπισμα θεωρείται έγκυρο, και από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος αρχίζει η κύρια διαδικασία και αναστέλλεται η παραγραφή του εγκλήματος 562/2010 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν το κλητήριο θέσπισμα είναι άκυρο, και ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί στην πρωτοβάθμια δίκη, και ο κατηγορούμενος δικασθεί ερήμην, και η απόφαση δεν υπόκειται σε έφεση, και η ακυρότητα δεν προβληθεί με ειδικό λόγο αναίρεσης, τότε η ακυρότητα καλύπτεται, και το κλητήριο θέσπισμα θεωρείται έγκυρο, και από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος αρχίζει η κύρια διαδικασία και αναστέλλεται η παραγραφή του εγκλήματος 562/2010 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Αυτοτελής ισχυρισμός τοξικομανίας

Ο ισχυρισμός τοξικομανίας είναι αυτοτελής ισχυρισμός 49/1994 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός τοξικομανίας δεν αρκεί η επίκληση μόνο του όρου ότι ο κατηγορούμενος είναι τοξικομανής, αλλά πρέπει να γίνεται επίκληση πραγματικών περιστατικών, δηλαδή ότι ο κατηγορούμενος από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών απέκτησε την έξη της χρήσης αυτών, την οποία δεν μπορεί να αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις 49/1994 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Αυτοτελής ισχυρισμός μη νομιμοποίησης του εγκαλούντος προς υποβολή έγκλησης

Ο ισχυρισμός περί μη νομιμοποίησης του εγκαλούντος προς υποβολή έγκλησης είναι αυτοτελής ισχυρισμός 460/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Αυτοτελής ισχυρισμός συγγνωστής νομικής πλάνης

Ο ισχυρισμός συγγνωστής νομικής πλάνης είναι αυτοτελής ισχυρισμός 2053/2010 ΑΠ Ποιν.Τμ. 1381/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμος συγγνωστής νομικής πλάνης πρέπει να προβάλλονται τα περιστατικά που συνιστούν την ίδια την πλάνη, καθώς και η προσωπική κατάσταση του δράστη, δηλαδή να προβάλλεται η ηλικία, οι προσωπικές ικανότητες, το επάγγελμα, η προσπάθεια που κατέβαλε ο κατηγορούμενος για να ενημερωθεί για το ισχύον δίκαιο, ο πνευματικός του περίγυρος, ώστε με τη στάθμιση των προσωπικών αυτών στοιχείων να σχηματίσει το δικαστήριο πεποίθηση αν ο ισχυρισμός αυτός είναι αληθινός ή προσχηματικός 1381/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Ισχυρισμός συγγνωστής νομικής βλάβης κρίθηκε αόριστος επειδή δεν προβλήθηκε το συγκεκριμένο πρόσωπο που έδωσε νομικές συμβουλές στον κατηγορούμενο, και δεν προβλήθηκαν ενέργειες του κατηγορουμένου προκειμένου να πληροφορηθεί αν η συμπεριφορά του ήταν νόμιμη, και δεν προβλήθηκαν οι πνευματικές και επαγγελματικές δυνατότητες του κατηγορουμένου, οι οποίες συνθέτουν την προσωπικότητά του και προσδιορίζουν τη δυνατότητά του να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του 1381/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Ισχυρισμός συγγνωστής νομικής βλάβης κρίθηκε αόριστος επειδή δεν προβλήθηκε ότι ο κατηγορούμενος δεν γνώριζε ή δεν αντιλήφθηκε ότι η πράξη του παραβίαζε τις διατάξεις του νόμου, και δεν προβλήθηκε ότι η πλάνη συνίστατο σε εσφαλμένη αντίληψη κανόνα δικαίου, και δεν προβλήθηκε ότι, όποια επιμέλεια και αν κατέβαλλε, ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε να διαγνώσει το άδικο της πράξεως, και δεν ασκεί επιρροή, από μόνο του, ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε μετά από συμβουλή δικηγόρου 2053/2010 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Ισχυρισμός συγγνωστής νομικής βλάβης κρίθηκε αόριστος επειδή ο κατηγορούμενος δεν προέβαλε υποκειμενικά στοιχεία θεμελιωτικά του συγγνωστού της επικαλούμενης πλάνης του (ηλικία, επάγγελμα, πνευματικές ικανότητες, προσπάθεια ενημέρωσης και για τις περί του αντιθέτου νομικές απόψεις και την κρατούσα άποψη για το εν λόγω θέμα), δηλαδή της αδυναμίας του, με βάση τις ιδιότητες που συνθέτουν την προσωπικότητά του, να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του, και δεν αρκούσε μόνο η αναφορά ότι ενημερώθηκε από τους νομικούς παραστάτες του μόνο για την άποψη που διέλαβε στον ισχυρισμό του αυτό χωρίς περαιτέρω να εκθέτει αν του ετέθησαν υπ'όψει και άλλες, περί του αντιθέτου νομικές απόψεις επί του ζητήματος αυτού και με ποια κριτήρια επέλεξε την πρώτη άποψη 1264/2016 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Αυτοτελής ισχυρισμός διαφύλαξης δικαιώματος ή δικαιολογημένου ενδιαφέροντος

Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι η απλή δυσφήμηση ή η εξύβριση στην οποία προέβη έγιναν για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, και για τον λόγο αυτό δεν είναι άδικες πράξεις, αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό 1859/2009 ΑΠ Ποιν.τμ.άρ.367 παρ.1 ΠΚάρ.367 παρ.2 ΠΚάρ.362 ΠΚάρ.361 παρ.1 ΠΚ. Αν ο κατηγορούμενος προβάλλει ισχυρισμό ότι προέβει σε απλή δυσφήμηση ή εξύβριση για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, και από τις σχετικές πράξεις του κατηγορουμένου στοιχειοθετείται συκοφαντική δυσφήμηση (με διάδοση ή ισχυρισμό ενώπιον τρίτου ψευδούς ισχυρισμού, εν γνώσει του ψευδούς), ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου δεν είναι νόμιμος 1859/2009 ΑΠ Ποιν.τμ.άρ.367 παρ.1 ΠΚάρ.367 παρ.2 ΠΚάρ.363 ΠΚάρ.362 ΠΚάρ.361 παρ.1 ΠΚ. Αν ο ισχυρισμός που προβάλλει ο κατηγορούμενος δεν είναι νόμιμος, το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να προβεί σε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψή του 1859/2009 ΑΠ Ποιν.τμ..

Ελαφρυντική περίσταση αρ.84 παρ.2 περ.α ΠΚ

Ο ισχυρισμός ότι ο κατηγορούμενος έζησε έως το χρόνο τέλεσης του εγκλήματος έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή αποτελεί ελαφρυντική περίστασηαρ.84 παρ.2 περ.α ΠΚκαι αυτοτελή ισχυρισμό 377/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Για τη στοιχειοθέτηση του ισχυρισμού του πρότερου έντιμου βίου απαιτείται θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά σε όλους τους τομείς 377/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Δεν αρκεί το λευκό ποινικό μητρώο, ούτε η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας μέχρι την τέλεση της πράξης, ούτε η μέχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά, με τη δημιουργία οικογένειας και την άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό 377/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Ελαφρυντική περίσταση αρ.84 παρ.2 περ.β ΠΚ

Ο ισχυρισμός ότι ο κατηγορούμενος ωθήθηκε στην πράξη του για να αντιμετωπίσει πιεστικές οικονομικές ανάγκες του αποτελεί ισχυρισμό ότι ωθήθηκε στην πράξη του από μη ταπεινά αίτια 1370/2010 ΑΠ Ποιν.Τμ., και ελαφρυντική περίστασηαρ.84 παρ.2 περ.β ΠΚ.

Ελαφρυντική περίσταση αρ.84 παρ.2 περ.γ ΠΚ

Ο ισχυρισμός ότι ο κατηγορούμενος ωθήθηκε στην πράξη του από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαια θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό 512/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ.αρ.84 παρ.2 περ.γ ΠΚ. Για να στοιχειοθετηθεί το ελαφρυντικό αυτό πρέπει να γίνει επίκληση περιστατικών από τα οποία να προκύπτει ότι ο δράστης παρασύρθηκε από οργή ή βίαια θλίψη που του προκάλεσε άδικη και προσβλητική εναντίον του πράξη από τον ίδιο τον παθόντα και όχι από τρίτο πρόσωπο 512/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Ελαφρυντική περίσταση αρ.84 παρ.2 περ.δ ΠΚ

Ο ισχυρισμός ότι ο κατηγορούμενος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του αποτελεί ελαφρυντική περίστασηαρ.84 παρ.2 περ.δ ΚΠοινΔ 506/2015 ΑΠ. Η απόδοση ιδιοποιημένου ποσού μετά από υπεξαίρεση στην υπηρεσία αποτελεί δείγμα ειλικρινούς μετάνοιας για την τέλεση της αξιόποινης πράξης, και δείγμα επιδίωξης άρσης των δυσμενών συνεπειών που είχε προκαλέσει η πράξη αυτή 506/2015 ΑΠ.

Ελαφρυντική περίσταση αρ.84 παρ.2 περ.ε ΠΚ

Ο ισχυρισμός ότι ο κατηγορούμενος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό 512/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ.αρ.84 παρ.2 περ.ε ΠΚ. Για να στοιχειοθετηθεί το ελαφρυντικό αυτό πρέπει η συμπεριφορά του υπαιτίου να εκτείνεται σε μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα και υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, και η συνδρομή και άλλων περιστατικών δηλωτικών της αρμονικής συμβίωσης του δράστη μετά την πράξη 512/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Ως καλή συμπεριφορά δεν νοείται η παθητικά καλή διαγωγή, ή η μη κακή διαγωγή, ή μόνο η απουσία παραβατικότητας 512/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ.Η καλή συμπεριφορά περιλαμβάνει και τη θετική δραστηριότητα του υπαιτίου, η οποία εκδηλώνεται αυτοβούλως και όχι ως αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού, και πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει βελτίωση της συμπεριφοράς του υπαιτίου 512/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Για το ορισμένο του ισχυρισμού του υπαιτίου, διαβούντος υπό καθεστώς ελευθερίας, μη κρατούμενος σε φυλακή, δεν αρκεί η επίκληση καλής και συνήθους συμπεριφοράς, και δη εργασίας και ομαλής οικογενειακής ζωής και μόνο, αλλά ο κατηγορούμενος πρέπει να επικαλεστεί πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβίωσής του επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση της πράξης και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα 512/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Διφορούμενες απόψεις για τον χαρακτηρισμό κάποιων ισχυρισμών

Κατά μια άποψη, ο ισχυρισμός ότι η κλοπή ήταν ευτελούς αξίας είναι αυτοτελής ισχυρισμός, γιατί με την προβολή του ισχυρισμού μειώνεται η ποινή 1473/2002 ΑΠ Ποιν.Τμ. 1596/2005 ΑΠ Ποιν.Τμ.αρ.377 παρ.1 ΠΚαρ.372 παρ.1 ΠΚ. Κατά άλλη άποψη, ο ισχυρισμός ότι η κλοπή ήταν ευτελούς αξίας είναι άρνηση της κατηγορίας της απλής κλοπής, γιατί η συνδρομή των στοιχείων της κλοπής ευτελούς αξίας, ως προνομιούχα μορφής της κλοπής, αποκλείει την συνδρομή των στοιχείων της απλής κλοπήςαρ.377 παρ.1 ΠΚαρ.372 παρ.1 ΠΚΚατά μια άποψη, το άλλοθι είναι αυτοτελής ισχυρισμός 701/2003 ΑΠ Ποιν.Τμ. 636/1993 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Κατά άλλη άποψη, το άλλοθι είναι άρνηση της κατηγορίας 1466/2006 ΑΠ Ποιν.Τμ. 373/2003 ΑΠ Ποιν.Τμ. 747/2000 ΑΠ Ποιν.Τμ. 1454/1997 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Αίτηση του κατηγορούμενου

Ο κατηγορούμενος ή και ο συνήγορός του έχει δικαίωμα να ζητήσει τον λόγο μετά την ανάγνωση των εγγράφων για να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις ως προς την ανάγνωση των εγγράφων 273/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν υποβληθεί το αίτημα, και δεν του δοθεί ο λόγος από τον διευθύνοντα τη συζήτηση, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης 273/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν δεν υποβληθεί το αίτημα, και δεν του δοθεί ο λόγος από τον διευθύνοντα τη συζήτηση, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης 273/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν ο κατηγορούμενος προβάλει σαφές και ορισμένο αίτημα για να ασκήσει δικαίωμα που ρητά του παρέχεται από τον νόμο, και ο διευθύνων τη συζήτηση απορρίψει το αίτημα, και ο κατηγορούμενος προσφύγει αμέσως κατά της διάταξης του Προέδρου του Δικαστηρίου σε ολόκληρο το Δικαστήριο, και το Δικαστήριο απορρίψει την προσφυγή παρά τον νόμο ή αν παραλείψει να αποφανθεί επί της προσφυγής, και όλα τα παραπάνω προκύπτουν από τα πρακτικά της δίκης, τότε ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασηςαρ.510 παρ.1 περ.Β ΚΠοινΔαρ.170 παρ.2 ΚΠοινΔγια έλλειψη ακρόασης 666/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ. 601/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν το αίτημα του κατηγορουμένου υποβάλλεται επικουρικά, για την περίπτωση που το δικαστήριο δεν θα αχθεί σε αθωωτική απόφαση, το αίτημα του κατηγορουμένου αποτελεί ευχή 601/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ., και όχι σαφές και ορισμένο αίτημα 601/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει στις ευχές του κατηγορουμένου 601/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.Αν στη δικογραφία περιλαμβάνονται προανακριτικές ή ανακριτικές καταθέσεις μαρτύρων, οι οποίοι απολείπονται στο ακροατήριο, χωρίς να βεβαιώνεται η αδυναμία εμφάνισης των μαρτύρων στο ακροατήριο, και ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του δεν αντιλέξουν στην ανάγνωση των καταθέσεων αυτών, και το δικαστήριο της ουσίας λάβει υπόψη τις καταθέσεις αυτές, τότε δεν ιδρύεται, από μόνο τον λόγο αυτό, λόγος αναίρεσης της απόφασης 512/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν στη δικογραφία περιλαμβάνονται προανακριτικές ή ανακριτικές καταθέσεις μαρτύρων, οι οποίοι απολείπονται στο ακροατήριο, και ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του προβάλλουν αίτημα περί μη ανάγνωσης των καταθέσεων αυτών, ή αίτημα για αναβολή της δίκης προκειμένου να κλητευθούν και να διαταχθεί η βιαία προσαγωγή των απολειπόμενων μαρτύρων, και το δικαστήριο απορρίψει το αίτημα και προβεί στην ανάγνωση των καταθέσεων, τότε ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης 512/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Υποδείξεις του κατηγορουμένου

Η δήλωση του κατηγορουμένου ενώπιον του δικαστηρίου ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις τέλεσης εγκλήματος από τρίτον και ότι θα πρέπει να συνταχθεί έκθεση και να διαβιβασθεί στον Εισαγγελέα αποτελεί υπόδειξη του κατηγορουμένου στο δικαστήριο 1744/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει στις υποδείξεις του κατηγορουμένου 1744/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Ακυρότητα παράστασης πολιτικής αγωγής

Αν ο δικαιούμενος προς παράσταση πολιτικής αγωγής δεν συνοδεύει τη δήλωσή του με αποδεικτικό καταβολής του οικείου παραβόλου, δεν δημιουργείται από τον λόγο αυτό ακυρότητα ως προς τη δήλωση παράστασης της πολιτικής αγωγήςπαρ.I 1780/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Το αποδεικτικό καταβολής του οικείου παραβόλου δύναται να καταβληθεί είτε κατά την προδικασία είτε κατά την κύρια διαδικασίαπαρ.I 1780/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.αρ.63 παρ.2 εδ.2 ΚΠοινΔ. Αν η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος είναι παράνομη, επέρχεται απόλυτη ακυρότηταπαρ.I 1780/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος είναι παράνομη
  • αν υπάρχει έλλειψη ως προς τον χρόνο άσκησης της πολιτικής αγωγήςπαρ.I 1780/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.
  • αν υπάρχει έλλειψη ως προς τον τρόπο άσκησης της πολιτικής αγωγήςπαρ.I 1780/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.
  • αν υπάρχει έλλειψη ως προς την ενεργητική νομιμοποίηση του δικαιούχουπαρ.I 1780/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.
  • αν υπάρχει έλλειψη ως προς την παθητική νομιμοποίηση του δικαιούχουπαρ.I 1780/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.
Αν η πλημμέλεια περί την πολιτική αγωγή αφορά απλώς το συμφέρον του δικαιούχου, και όχι του κατηγορούμενου, δεν επέρχεται απόλυτη ακυρότηταπαρ.I 1780/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν η πλημμέλεια περί την πολιτική αγωγή δεν πλήττει τη δημόσια τάξη, δεν επέρχεται απόλυτη ακυρότηταπαρ.I 1780/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Το επιτρεπτό της παράστασης του πολιτικώς ενάγοντα κρίνεται από το περιεχόμενο της απαίτησης που περιέχει η δήλωσή του και από το κατηγορητήριο που διαλαμβάνει την άδικη πράξη 1780/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν είναι αναγκαίο να περιέχει και όλα τα πιο πάνω στοιχεία, γιατί κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό 1780/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου

Το μέτρο της αναστολής της ποινής είναι ευμενέστερο της μετατροπής της ποινής 1859/2009 ΑΠ Ποιν.τμ.. Αν ο κατηγορούμενος καταδικαστεί πρωτόδικα σε ποινή φυλάκισης, και το δικαστήριο μετατρέψει την ποινή του σε χρηματική, και ο κατηγορούμενος ασκήσει έφεση, και το εφετείο επιβάλει μικρότερη ποινή στον κατηγορούμενο, και αναστείλει την ποινή αντί να τη μετατρέψει σε χρησματική, τότε η θέση του κατηγορούμενου δεν γίνεται χειρότερη με την απόφαση του εφετείου σε σχέση με την πρωτόδικη απόφαση 1859/2009 ΑΠ Ποιν.τμ..

Αιτιολογία απόφασης

Η απόφαση είναι ορισμένη όσον αφορά τον χρόνο κατά τον οποίο τελέστηκε η πράξη, αν η απόφαση αναφέρεται σε χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου τελέστηκε σε απροσδιόριστο χρόνο η πράξη, χωρίς να είναι αναγκαίος ο ακριβής προσδιορισμός της ημερομήνιας, αν δεν τίθεται ζήτημα παραγραφής 2515/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ. 601/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν η απόφαση αναφέρει δύο χρόνους τέλεσης του ενός εγκλήματος, αλλά η διπλή αναφορά σε χρόνο τέλεσης δεν έχει καμμία επιρροή στην εξάλειψη του αξιοποίνου, λόγω παραγραφής, αλλά ούτε και στην ταυτότητα της πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, δεν υπάρχει ασάφεια ή αντίφαση της απόφασης και δεν ιδρύεται λόγος αναίρεσης 383/2012 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος απαιτούνται πρόσθετα στοιχεία (όπως γνώση στη συκοφαντική δυσφήμιση), και τα πρόσθετα στοιχεία αυτά δεν αιτιολογούνται ειδικώς στην απόφαση με παράθεση των στοιχείων που δικαιολογούν τα στοιχεία αυτά, τότε ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης 152/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ.αρ.510 παρ.1 περ.Δ ΚΠοινΔ. Τα έγγραφα με γραφικές παραστάσεις, όπως χάρτες, απεικονίσεις, φωτογραφίες και σχεδιαγράμματα δεν "αναγιγνώσκονται"κατά κυριολεξία στο ακροατήριο της ποινικής δίκης, παρά τη σχετική αναφορά στα πρακτικά της δίκης περί "ανάγνωσης", αλλά επισκοπούνται από τους παράγοντες της δίκης, μετά από επίδειξη από τον διευθύνοντα τη συζήτηση 2515/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν η απόφαση δεν αναφέρει ειδικά κάποιο αποδεικτικό μέσο στο τμήμα του προοιμίου της περί των αποδεικτικών μέσων, αλλά από το κείμενο της απόφασης προκύπτει ότι το δικαστήριο αξιολόγησε και εκτίμησε το αποδεικτικό μέσο, η απόφαση δεν έχει ελλειπή ή μη εμπεριστατωμένη αιτιολογία για τον λόγο αυτό 273/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν το έγγραφο είναι το μοναδικό στο είδος του από τα είδη εγγράφων που αναγνώστηκαν, ο προσδιορισμός του κατά την ανάγνωσή του στο ακροατήριο είναι επαρκής και με μόνη την αναφορά στο είδος του εγγράφου 273/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Για την αιτιολογία απόφασης που απορρίπτει το αίτημα αναβολής για σημαντικά αίτιααρ.349 ΚΠολΔαρκεί η αναφορά στην απόφαση για το αν το δικαστήριο δέχθηκε το αν συνέτρεχε ή όχι το προβαλλόμενο σημαντικό αίτιο για τη μη δυνατότητα εμφάνισης στο ακροατήριο 1362/2000 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Για την αιτιολογία απόφασης που απορρίπτει αίτημα αναβολής της υπόθεσης για να προσέλθουν μάρτυρες δεν επαρκεί η αναφορά στην απόφαση ότι "το αίτημα αναβολής εκδίκασης της υπόθεσης πρέπει να απορριφθεί" 2079/2007 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν η το έγκλημα διώκεται κατ'έγκληση, και η έγκληση υποβλήθηκε μετά από την παρέλευση τριμήνου από την τέλεση της πράξης, η απόφαση πρέπει να περιλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως προς τον χρόνο κατά τον οποίο ο δικαιούμενος σε έγκληση έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε, ή για έναν από τους συμμετόχους της, διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναίρεσης κατά της απόφασης 1304/2006 ΑΠ Ποιν.Τμ. 1859/2009 ΑΠ Ποιν.τμ.άρ.117 παρ.1 ΠΚάρ.139 ΚΠοινΔάρ.93 παρ.3 Συντάγματοςάρ.510 παρ.1 στοιχ.Δ ΚΠοινΔως προς τις διατάξεις της για τις πράξεις που διώκωνται κατ'έγκληση 512/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ.αρ.117 παρ.1 ΠΚ. Τα έγγραφα που αναγνώστηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο εξατομικεύονται επαρκώς στα πρακτικά της δίκης, όταν από τα πρακτικά της δίκης δεν προκύπτει ότι αναγνώστηκαν άλλα έγγραφα με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό 512/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Κατά μια άποψη, η φράση στα πρακτικά της απόφασης ότι αναγνώστηκαν, χωρίς αύξοντα αριθμό "φωτοαντίγραφα αποδεικτικών καταθέσεων και φωτ/φα επιταγών (σχετ. 3), η από 6-12-10 βεβαίωση", χωρίς να προκύπτει από τα πρακτικά ότι αναγνώστηκαν άλλα έγγραφα με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό, αποτελεί επαρκή προσδιορισμό της ταυτότητας των εγγράφων 512/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Κατά μια άποψη, η φράση στα πρακτικά της απόφασης ότι αναγνώστηκαν, με αύξοντα αριθμό "1) 26 αντίγραφα αποδείξεων από καταθέσεις προς τον δικηγόρο Γ.Ν., 2) μια φωτογραφία της πολιτικώς ενάγουσας στην τηλεόραση", αποτελεί επαρκή προσδιορισμό της ταυτότητας των εγγράφων 52/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ.Κρίθηκε ακόμη ότι κάθε περίπτωση είναι μοναδική και κρίνεται καθεαυτή, και δεν υπάρχει υποχρέωση των δικαστηρίων να ερμηνεύουν τον νόμο σύμφωνα με την ερμηνεία στην οποία προέβησαν με προηγούμενες αποφάσεις τους 512/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ. 52/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Το περιεχόμενο του αναγνωσθέντος εγγράφου δεν είναι απαραίτητο να περιέχεται στα πρακτικά της απόφασης 52/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Στα πρακτικά της απόφασης πρέπει να αναφέρονται τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα του εγγράφου, διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης 52/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ.
ΠΗΓΗ:greeklaw

ΠΟΙΝΙΚΟ - Συκοφαντική δυσφήμηση Αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση Ισχυρισμός ή διάδοση Τρίτος στη συκοφαντική δυσφήμηση Γεγονός πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου Ψευδές γεγονός Γνώση του ψεύδους του γεγονότος Αναστολή ποινικής δίωξης Συρροή ή κατ'εξακολούθηση έγκλημα Περιεχόμενο κλητηρίου θεσπίσματος Αγωγή για συκοφαντική δυσφήμηση Παραγραφή σε εξακολουθητική ζημία Περιεχόμενο απόφασης για συκοφαντική δυσφήμηση Δυσφημιστικές διαδόσεις

Next: Η έφεση είναι το ένδικο μέσο με το οποίο ο διάδικος παραπονείται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο για σφάλματα της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Παραδεκτό έφεσης Κατά ποιων αποφάσεων ασκείται έφεση Ποιος ασκεί έφεση Κατα ποιων ασκείται έφεση Προθεσμία άσκησης έφεσης Εφαρμοστέος νόμος στο Εφετείο Προθεσμία κατάθεσης προτάσεων Προβολή ισχυρισμών Λόγοι έφεσης Πρόσθετοι λόγοι έφεσης Ανασταλτικό αποτέλεσμα Περιεχόμενο ανασταλτικού αποτελέσματος Διάρκεια ανασταλτικού αποτελέσματος Έφεση σε ασφαλιστικά μέτρα Διαχρονικό δίκαιο
Previous: Διαχρονικό ποινικό δίκαιο - Ποινική προδικασία - Ποινική διαδικασία στο ακροατήριο - Προθεσμία υποβολής της έγκλησης Αδιαίρετο της έγκλησης Αρχειοθέτηση μήνυσης και απόρριψη έγκλησης Παύση ποινικής δίωξης Προκαταταρκτική εξέταση Σύμφωνη γνώμη εισαγγελέα εφετών Κίνηση ποινικής δίωξης Προανάκριση Άμυνα κατά πράξεων της προδικασίας Αίτηση ακύρωσης πράξης της προδικασίας Προσφυγή κατά απευθείας κλήσης στο ακροατήριο Πορεία της προσφυγής Προσφυγή από πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας Προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων Παραγραφή ποινικού αδικήματος Ακυρότητα Σχετική ακυρότητα Απόλυτη ακυρότητα Προστασία από κακόβουλες κλήσεις Τροποποίηση Ποινικού Δικαίου Τροποποίηση Ποινικού Δικονομικού Δικαίου Ποινική διαδικασία στο ακροατήριο Πότε προβάλλεται ο αυτοτελής ισχυρισμός Πώς προβάλλεται ο αυτοτελής ισχυρισμός Αυτοτελής ισχυρισμός ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος Χρόνος προβολής ακυρότητας κλητηρίου θεσπίσματος Αυτοτελής ισχυρισμός τοξικομανίας Αυτοτελής ισχυρισμός μη νομιμοποίησης του εγκαλούντος προς υποβολή έγκλησης Αυτοτελής ισχυρισμός συγγνωστής νομικής πλάνης Αυτοτελής ισχυρισμός διαφύλαξης δικαιώματος ή δικαιολογημένου ενδιαφέροντος Ελαφρυντική περίσταση αρ.84 παρ.2 περ.α ΠΚ Ελαφρυντική περίσταση αρ.84 παρ.2 περ.β ΠΚ Ελαφρυντική περίσταση αρ.84 παρ.2 περ.γ ΠΚ Ελαφρυντική περίσταση αρ.84 παρ.2 περ.δ ΠΚ Ελαφρυντική περίσταση αρ.84 παρ.2 περ.ε ΠΚ Διφορούμενες απόψεις για τον χαρακτηρισμό κάποιων ισχυρισμών Αίτηση του κατηγορούμενου Υποδείξεις του κατηγορουμένου Ακυρότητα παράστασης πολιτικής αγωγής Χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου Αιτιολογία απόφασης
$
0
0

Συκοφαντική δυσφήμηση

Αν κάποιος ισχυριστεί ή διαδώσει για κάποιον άλλον ενώπιον τρίτου ψευδές γεγονός, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, και ο υπαίτιος γνώριζε ότι το γεγονός είναι ψευδές, τότε ο..υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνώνάρ.363 εδ.1 ΠΚάρ.362 εδ.1 ΠΚ. Μαζί με τη φυλάκιση μπορεί να επιβληθεί και χρηματική ποινήάρ.363 εδ.1 υποεδ.2 ΠΚ, και στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτωνάρ.363 εδ.2 ΠΚάρ.63 ΠΚ. Η συκοφαντική δυσφήμηση αποτελεί πλημμέλημαάρ.363 εδ.1 ΠΚάρ.18 εδ.2 ΠΚ. Η συκοφαντική δυσφήμηση διώκεται, κατά κανόνα, κατ'έγκλησηάρ.368 παρ.1 εδ.1 ΠΚάρ.363 ΠΚ. Το δικαστήριο, ή το συμβούλιο, οφείλει να ελέγξει κατά σειρά προτεραιότητας, αν οι ισχυρισμοί αποτελούν συκοφαντική δυσφήμηση, απλή δυσφήμηση ή ότι ενέχουν σκοπό εξύβρισης 1568/1997 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν αποφανθεί αρνητικά όσον αφορά τη συκοφαντική δυσφήμηση, θα προχωρήσει στη στάθμιση των ισχυρισμών ως απλής δυσφήμησης ή εξύβρισης 1568/1997 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Θα συμβουλευτείτε τον ΠΚ;

Αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση

H αντικειμενική υπόσταση της συκοφαντικής δυσφήμησης στοιχειοθετείται όταν:
  • ο ύποπτος προέβηκε σε ισχυρισμό ή σε διάδοση, και
  • ο ισχυρισμός ή η διάδοση έγινε ενώπιον τρίτου 308/2016 ΑΠ Ποιν.Τμ., και
  • ο ισχυρισμός ή η διάδοση αφορά σε γεγονός, και
  • το γεγονός είναι ψευδές, και
  • το γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου.
Η υποκειμενική υπόσταση της συκοφαντικής δυσφήμησης στοιχειοθετείται όταν:
  • ο ύποπτος γνωρίζει ότι το γεγονός είναι ψευδές 389/2016 ΑΠαρ.363 εδ.1 ΠΚαρ.362 εδ.1 ΠΚ, και
  • ο ύποπτος γνωρίζει, ή έστω διατηρεί αμφιβολίες 964/2010 ΑΠ Ποιν.Τμ., ότι το γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου 513/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ., και
  • ο ύποπτος θέλει ή αποδέχεται να προβεί στον ισχυρισμό ή τη διάδοση του γεγονότος ενώπιον τρίτου 513/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ. 964/2010 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Ισχυρισμός ή διάδοση

Ισχυρισμός υπάρχει όταν ο κατηγορούμενος ανακοινώνει το γεγονός ως δική του πεποίθηση, ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο γεννήθηκε η πεποίθηση 964/2010 Ποιν.Τμ.. Διάδοση υπάρχει όταν ο κατηγορούμενος μεταδίδει περαιτέρω ισχυρισμό άλλου προσώπου περί γεγονότος, χωρίς να υιοθετεί τον εν λόγω ισχυρισμό 964/2010 Ποιν.Τμ.. Η διάδοση μπορεί να γίνει και με μετάδοση από τον κατηγορούμενο, δια του τύπου, ισχυρισμού άλλου προσώπου σχετικά με τρίτο 964/2010 Ποιν.Τμ.. Συκοφαντική δυσφήμηση δια του τύπου μπορεί να γίνει και με την ανάρτηση - επικόλληση διαφημιστικού φυλλαδίου με δυσφημιστικούς ισχυρισμούς 2515/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Η καταχώριση στο internet κειμένου με δυσφημιστικά γεγονότα δεν στοιχειοθετεί αδίκημα τελούμενο δια του Τύπου 192/2017 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Τρίτος στη συκοφαντική δυσφήμηση

Ο ισχυρισμός μπορεί να γίνει και με την κατάθεση αγωγής στη γραμματεία του δικαστηρίου 1362/2000 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν η συκοφαντική δυσφήμηση γίνει με κατάθεση αγωγής, τρίτοι που λαμβάνουν γνώση του ισχυρισμού είναι οι υπάλληλοι της γραμματείας του δικαστηρίου, οι δικαστές ή και άλλα πρόσωπα 1362/2000 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Ως τρίτος, ενώπιον του οποίου γίνεται ο ισχυρισμός ή η διάδοση, θεωρείται οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας δικαστηρίου, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς κλπ. 1264/2016 ΑΠ Ποιν.Τμ., που έλαβαν γνώση του συκοφαντικού ισχυρισμού ή της διάδοσης 611/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν η συκοφαντική δυσφήμηση γίνει με κατάθεση αγωγής από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά εντολή του πελάτη του, ο δικηγόρος δεν γίνεται φορέας των ισχυρισμών 1362/2000 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Ο δικηγόρος δεν έχει ευθύνη για παραβάσεις συκοφαντικής δυσφήμησης που τελεί με τη σύνταξη αγωγών, προτάσεων, μηνύσεων κλπ., που συντάσσονται με εντολή του πελάτη του και βρίσκονται μέσα στα πλαίσια της εντολής του, εφόσον μάλιστα δεν γνωρίζει την αναλήθεια αυτών που εκθέτει και αυτά ήταν αναγκαία για την υπεράσπιση του εντολέα του 755/1997 ΑΠ Συμβούλιο 761/1988 ΑΠ Συμβούλιο. Αν όμως ο δικηγόρος δεν ενήργησε απλά ως νομικός παραστάτης του πελάτη του, αλλά χειρίστηκε την υπόθεση σαν δική του, (πχ. λόγω συγγένειας με τον πελάτη και προσωπικής ανάμειξης στην υπόθεση του πελάτη του 241/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.), το δικαστήριο δύναται να δεχθεί ότι ο δικηγόρος ευθύνεται και ως ηθικός αυτουργός για τις πράξεις του πελάτη του 241/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Γεγονός πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου

Ως τιμή νοείται το αγαθό όνομα, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει συνεπεία εκπληρώσεως απ'αυτό των ηθικών και νομικών κανόνων 171/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Ως υπόληψη νοείται το αγαθό όνομα, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική αξία του συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων που έχει για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του 171/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Ως γεγονός πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, το οποίο ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν 611/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ. 2515/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ., το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις και μπορεί να αποδειχθεί, το οποίο αντίκειται στον νόμο, την ηθική και την ευπρέπεια, το οποίο προσάπτεται σε ορισμένο πρόσωπο με συνέπεια να επέρχεται εμφανής υποτίμηση της τιμής και της υπόληψής του 611/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Ως γεγονός πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου θεωρείται και κάθε συγκεκριμένη συμπεριφορά ή σχέση προσώπου, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν 611/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ. 2515/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ., εφόσον συνάπτεται άμεσα με κάτι που έχει συμβεί 964/2010 Ποιν.Τμ., η οποία προσάπτεται σε ορισμένο πρόσωπο με συνέπεια να επέρχεται εμφανής υποτίμηση της τιμής και της υπόληψής του 611/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Στην έννοια του γεγονότος είναι δυνατόν να υπαχθούν και η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης και χαρακτηρισμοί, όταν συνδέονται και σχετίζονται με συγκεκριμένα περιστατικά που συνιστούν γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, και στη συγκεκριμένη περίπτωση να συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας του θιγόμενου 964/2010 Ποιν.Τμ.. Απλές κρίσεις, γνώμες ή χαρακτηρισμοί που ενέχουν αμφισβήτηση, κατά την κοινή αντίληψη της κοινωνικής ή ηθικής αξίας του παθόντος ή εκδήλωση καταφρόνησης ή ονειδισμού αυτού, χωρίς να συνδέονται με συγκεκριμένο γεγονός, είναι δυνατόν να θεμελιώσουν το έγκλημα της εξύβρισης 964/2010 Ποιν.Τμ.. Ψευδείς ισχυρισμοί που εμφανίζουν δικηγόρο ότι παρανομεί εις βάρος των πελατών του, για προσωπικό του όφελος, μπορούν να στοιχειοθετήσουν συκοφαντική δυσφήμηση 611/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Ψευδείς ισχυρισμοί που αφήνουν να εννοηθεί ότι δικηγόρος απειλεί τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα πελάτη του μπορούν να στοιχειοθετήσουν συκοφαντική δυσφήμηση 611/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Ψευδές γεγονός

Αν το γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη αποδεικνύεται αληθές, δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης 964/2010 Ποιν.Τμ.αρ.366 παρ.1 εδ.1 ΠΚαρ.363 εδ.1 ΠΚαρ.362 ΠΚ. Αν το γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη αποδεικνύεται αληθές, δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της απλής δυσφήμησης 964/2010 Ποιν.Τμ.αρ.366 παρ.1 εδ.1 ΠΚαρ.362 ΠΚ. Αν υπάρχουν αμφιβολίες για την αλήθεια του γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη, στοιχειοθετείται το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης 964/2010 Ποιν.Τμ..

Γνώση του ψεύδους του γεγονότος

Αν ο κατηγορούμενος θεωρεί ότι ο ισχυρισμός είναι αληθής, δεν στοιχειοθετείται συκοφαντική δυσφήμηση 964/2010 ΑΠ Ποιν.Τμ. 513/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν ο κατηγορούμενος δεν γνώριζε ότι το γεγονός είναι ψευδές, δεν στοιχειοθετείται συκοφαντική δυσφήμηση 389/2016 ΑΠ. Αν ο κατηγορούμενος έχει αμφιβολίες για το ψεύδος του γεγονότος, δεν στοιχειοθετείται συκοφαντική δυσφήμηση 389/2016 ΑΠ. Αν ο κατηγορούμενος θεωρεί ότι ο ισχυρισμός είναι αληθής, δύναται να στοιχειοθετείται απλή δυσφήμηση 964/2010 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν ο κατηγορούμενος δεν γνώριζε ότι το γεγονός είναι ψευδές, δύναται να στοιχειοθετείται απλή δυσφήμηση 389/2016 ΑΠ. Αν ο κατηγορούμενος έχει αμφιβολίες για το ψεύδος του γεγονότος, δύναται να στοιχειοθετείται απλή δυσφήμηση 389/2016 ΑΠ. Η πεποίθηση του κατηγορουμένου ότι το γεγονός που ισχυρίζεται ή διαδίδει είναι αληθές δεν αποκλείει τον δόλο περί απλής δυσφήμησης, αν γνώριζε ότι τα όσα έλεγε ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του προσώπου στο οποίο αφορούν 239/2010 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Ο άδικος χαρακτήρας της απλής δυσφήμησης ή εξύβρισης αίρεται και όταν η εκδήλωση που προσβάλλει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου γίνεται για τη διαφύλαξη δικαιώματος του δράστη ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, αν η εκδήλωση αυτή αποτελεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά αναγκαίο μέτρο για τη διαφύλαξη του δικαιώματος ή την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος, χωρίς τη χρήση του οποίου δεν θα ήταν δυνατή η προστασία τους με άλλον τρόπο, και ο δράστης κινήθηκε στη προσβλητική εκδήλωση αποκλειστικά προς τον σκοπό αυτό 964/2010 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Η συκοφαντική δυσφήμηση δεν δικαιολογείται από το δικαιώμα ενάσκησης κριτικής ή εκτέλεσης νομίμου καθήκοντος 1568/1997 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Επί συκοφαντικής δυσφήμησης, αν ο δράστης, σε κατάθεσή του ενώπιον του ανακριτή, αναφέρεται και προσεπιβεβαιώνει προηγούμενη κατάθεσή του η οποία περιείχε συκοφαντικούς ισχυρισμούς, χρόνος έναρξης της παραγραφής της καινούριας συκοφαντικής δυσφήμησης είναι ο χρόνος προσεπιβεβαίωσης της προηγούμενης κατάθεσης 1334/2007 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Αναστολή ποινικής δίωξης

Αν έχει ασκηθεί έγκληση για συκοφαντική δυσφήμηση, και το γεγονός που ισχυρίστηκε ή διέδωσε ο ύποπτος συκοφαντικής δυσφήμησης είναι αξιόποινη πράξη άλλου, και έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη του άλλου, τότε η δίκη για τη συκοφαντική δυσφήμηση αναστέλλεται μέχρι το τέλος της ποινικής δίωξης για την αξιόποινη πράξη του άλλουαρ.366 παρ.2 εδ.1 υποεδ.1 ΠΚ. Αν ο άλλος αθωωθεί αμετάκλητα (με αθωωτική απόφαση η οποία στηρίζεται στο ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξηαρ.366 παρ.2 εδ.1 υποεδ.2 ΠΚή με απαλλακτικό βούλευμα), παράγεται νόμιμο αμάχητο τεκμήριο για την αναλήθεια των γεγονότων τα οποία συνιστούν το περιεχόμενο της πράξης που του αποδίδονταν 755/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Το νόμιμο αμάχητο τεκμήριο έχει την έννοια ότι δεν είναι επιτρεπτή η επάνοδος και εκ νέου έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας των ίδιων γεγονότων, τα οποία συνιστούν το περιεχόμενο της πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης 755/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν ο άλλος καταδικαστεί αμετάκλητα, παράγεται νόμιμο αμάχητο τεκμήριο για την αλήθεια των γεγονότων τα οποία συνιστούν το περιεχόμενο της πράξης που του αποδίδονταν 755/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Το αμάχητο αυτό τεκμήριο δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής σε άλλα εγκλήματα, όπως αυτό της ψευδούς καταμήνυσης για το ψευδές της καταμηνυθείσας πράξης 755/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ. 210/2010 ΑΠ Ποιν.Τμ.ή της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης για το ψευδές της πράξης την οποία αφορούσε η κατάθεση 210/2010 ΑΠ Ποιν.Τμ.ή της ψευδορκίας για το ψευδές της πράξης την οποία αφορούσε η κατάθεση 210/2010 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα, και δεν δεσμεύεται από την αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση για την πράξη συκοφαντικής δυσφήμησης που είχε αποδοθεί στον άλλο, όταν κρίνει επί άλλου εγκλήματος, όπως επί ψευδούς καταμήνυσης 755/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.ή ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης 210/2010 ΑΠ Ποιν.Τμ.ή ψευδορκίας 210/2010 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Συρροή ή κατ'εξακολούθηση έγκλημα

Το αν περισσότερες πράξεις του ίδιου ατόμου θεωρούνται ως ένα κατ'εξακολούθηση έγκλημα ή αν πρόκειται για πραγματική συρροή καταλείπεται στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας 308/2016 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Περιεχόμενο κλητηρίου θεσπίσματος

Αν το κλητήριο θέσπισμα περιλαμβάνει τα ψευδή γεγονότα, και δεν περιλαμβάνει τα αληθή γεγονότα, τότε το κλητήριο θέσπισμα δεν είναι άκυρο από μόνο τον λόγο αυτό 918/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ. 1264/2016 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Αγωγή για συκοφαντική δυσφήμηση

Αν υπάρχει ηθική βλάβη του ενάγοντος, και υπάρχει υπαιτιότητα του εναγομένου σε αυτή, είτε από δόλο είτε από αμέλεια, γεννάται υποχρέωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης 2/2008 ΑΠ Πλήρη.Ολομέλεια. Αν κάποιος, από πρόθεση ή από αμέλεια, διαπράττει συκοφαντική δυσφήμηση, είτε γνωρίζοντας είτε υπαιτίως αγνοώντας την αναλήθεια των γεγονότων, έχει υποχρέωση να αποζημιώσει τον άλλο 389/2016 ΑΠ. Ως αστικό αδίκημα, η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικώς και σε απλή αμέλεια του δράστη 389/2016 ΑΠ. Επί περισσότερων συκοφαντικών ισχυρισμών επιδικάζεται ένα κονδύλιο χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης 1509/2014 ΑΠ. Κατά μια άποψη, αν η συκοφαντική δυσφήμηση γίνεται δια εισαγωγικού της δίκης δικογράφου ή προτάσεων σε δίκη, και η αγωγή περί συκοφαντικής δυσφήμησης δεν αναφέρει τις πολιτικές δίκες στις οποίες οι εναγόμενοι υποστήριξαν τα φερόμενα ως συκοφαντικά περιστατικά, και δεν αναφέρεται η ιδιότητα των εναγομένων στις δίκες εκείνες, και δεν αναφέρεται κάθε ένα χωριστά από τα έγγραφα που περιελάμβαναν τους ισχυρισμούς, τότε το δικόγραφο περί συκοφαντικής δυσφήμησης είναι αόριστο 27/2007 Εφ.Δωδεκανήσου. Κατά μια άποψη, αν η αγωγή αφορά σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, και δεν γίνεται επίκληση υπαιτιότητας του εναγομένου, η αγωγή είναι αόριστη 61/2016 Πολ.Πρωτ.Αθηνών (προσβ. δημοσιευμάτων). Κατά μια άποψη, αν η αγωγή αφορά σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ο ενάγων φέρει το βάρος απόδειξης της υπαιτιότητας του εναγομένου 61/2016 Πολ.Πρωτ.Αθηνών (προσβ. δημοσιευμάτων).

Παραγραφή σε εξακολουθητική ζημία

Αν η ζημία είναι εξακολουθητική, δεν αναγεννάται και η αξίωση αποζημίωσης εξακολουθητικά 28/2010 ΑΠ. Η αξίωση αποζημίωσης γεννάται εξαρχής για όλη τη ζημία, συμπεριλαμβάνουσας και της μέλλουσας, από τη στιγμή που η πράξη άρχισε να αναδίδει επιζήμιες συνέπειες, αν η ζημία μπορεί να προβλεφθεί κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων 28/2010 ΑΠ. Από τη στιγμή της γέννησης της αξίωσης, αν δεν υπάρχει κώλυμα περί την άσκηση της αγωγής, αρχίζει να τρέχει και η παραγραφή για την όλη ζημία 28/2010 ΑΠ. Για την έναρξη της παραγραφής, ως γνώση της ζημίας θεωρείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της πράξεως, χωρίς να απαιτείται και η γνώση της ακριβούς έκτασης της ζημίας ή του ποσού της αποζημίωσης 28/2010 ΑΠ.

Περιεχόμενο απόφασης για συκοφαντική δυσφήμηση

Άμεσος δόλος υπάρχει όταν ο δράστης τελεί την πράξη εν γνώσει ορισμένου περιστατικού. Υπερχειλής δόλος υπάρχει όταν ο δράστης τελεί την πράξη με σκοπό επέλευσης συγκεκριμένου αποτελέσματος. Η ύπαρξη άμεσου δόλου, όπου αυτός απαιτείται από τον νόμο για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης εγκλήματος, πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην απόφαση με παράθεση περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ως προς την ύπαρξη του στοιχείου αυτού και ιδρύεται λόγος αναίρεσης 512/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Η αιτιολογία αυτή ενυπάρχει στην απόφαση, αν κατά τις παραδοχές της απόφασης, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ιδίου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών 512/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Η ύπαρξη υπερχειλούς δόλου, όπου αυτός απαιτείται από τον νόμο για την στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης εγκλήματος, πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην απόφαση με παράθεση περιστατικών που δικαιολογούν τον σκοπό επέλευσης του εγκληματικού αποτελεσματος, αλλιώς υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ως προς την ύπαρξη του στοιχείου αυτού και ιδρύεται λόγος αναίρεσης 512/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Η αιτιολογία αυτή ενυπάρχει στην απόφαση, αν κατά τις παραδοχές της απόφασης, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ιδίου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών 512/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Αν τα γεγονότα προβάλλονται με εξώδικο, και στο εξώδικο αναγράφονται γεγονότα για τα οποία ο συντάκτης του εξωδίκου είχε προσωπική αντίληψη, και η απόφαση κάνει δεκτό ότι τα γεγονότα συνέβησαν όπως αναφέρονται στο εξώδικο, τότε η απόφαση δεν είναι απαραίτητο να περιλαμβάνει ειδική αιτιολογία για το πώς προκύπτει η γνώση των περιστατικών από τον δράστη 611/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Δυσφημιστικές διαδόσεις

Αν κάποιος υποστηρίζει ή διαδίδει αναληθείς ειδήσεις που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του άλλου, ενώ γνωρίζει ή αγνοεί υπαίτια το αναληθές τους, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσειάρ.920 ΑΚ.
ΠΗΓΗ:GREEKLAW

Η έφεση είναι το ένδικο μέσο με το οποίο ο διάδικος παραπονείται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο για σφάλματα της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Παραδεκτό έφεσης Κατά ποιων αποφάσεων ασκείται έφεση Ποιος ασκεί έφεση Κατα ποιων ασκείται έφεση Προθεσμία άσκησης έφεσης Εφαρμοστέος νόμος στο Εφετείο Προθεσμία κατάθεσης προτάσεων Προβολή ισχυρισμών Λόγοι έφεσης Πρόσθετοι λόγοι έφεσης Ανασταλτικό αποτέλεσμα Περιεχόμενο ανασταλτικού αποτελέσματος Διάρκεια ανασταλτικού αποτελέσματος Έφεση σε ασφαλιστικά μέτρα Διαχρονικό δίκαιο

Next: Τα ασφαλιστικά μέτρα είναι αποφάσεις που έχουν περιορισμένη χρονική ισχύ άρ.695 ΚΠολΔ. Τα ασφαλιστικά μέτρα διατάζονται, μεταρρυθμίζονται και ανακαλούνται Ο σκοπός του ασφαλιστικού μετρου είναι Παράσταση με δικηγόρο Καθ'ύλην αρμοδιότητα Κατά τόπον αρμοδιότητα Κατάθεση αίτησης και συζήτηση Ανταίτηση Παρέμβαση Προθεσμία άσκησης κύριας αγωγής Ασφαλιστικά μέτρα νομής Περιεχόμενο αίτησης ασφαλιστικών μετρων νομής Έφεση επί ασφαλιστικών μέτρων νομής Παραγραφή απαίτησης ασφαλιστικών μέτρων νομής Κύρια αγωγή νομής Επικείμενος κίνδυνος και επείγουσα περίπτωση Διατακτικό απόφασης ασφαλιστικών μέτρων Εκτέλεση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων Εκτέλεση προσωρινής διαταγής Κατάλυση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων
Previous: ΠΟΙΝΙΚΟ - Συκοφαντική δυσφήμηση Αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση Ισχυρισμός ή διάδοση Τρίτος στη συκοφαντική δυσφήμηση Γεγονός πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου Ψευδές γεγονός Γνώση του ψεύδους του γεγονότος Αναστολή ποινικής δίωξης Συρροή ή κατ'εξακολούθηση έγκλημα Περιεχόμενο κλητηρίου θεσπίσματος Αγωγή για συκοφαντική δυσφήμηση Παραγραφή σε εξακολουθητική ζημία Περιεχόμενο απόφασης για συκοφαντική δυσφήμηση Δυσφημιστικές διαδόσεις
$
0
0
Ηέφεσηείναι το ένδικο μέσο με το οποίο ο διάδικος παραπονείται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο για σφάλματα της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.....

Παραδεκτό έφεσης

Κατά ποιων αποφάσεων ασκείται έφεση

Έφεση επιτρέπεται να ασκηθεί κατά απόφασης
  • αν η απόφαση εκδόθηκε από Ειρηνοδικείο, Μονομελές Πρωτοδικείο ή Πολυμελές Πρωτοδικείοάρ.511 ΚΠολΔ, και
  • αν το δικαστήριο αυτό δίκαζε σε πρώτο βαθμόάρ.513 παρ.1, και
    • αν η απόφαση περατώνει οριστικά τη δίκηάρ.513 παρ.1 περ.β ΚΠολΔ, ή
    • αν συνεκδικάζεται αγωγή και ανταγωγή, και η απόφαση περατώνει τη δίκη όσον αφορά την αγωγή ή την ανταγωγήάρ.513 παρ.1 περ.β ΚΠολΔ, ή
    • αν η απόφαση παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο λόγω αναρμοδιότηταςάρ.513 παρ.1 περ.α ΚΠολΔ.
Για τις εφέσεις που ασκούνται από 01-01-2016, η απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου ή του πολυμελούς πρωτοδικείου που παραπέμπει την υπόθεση σε κατώτερο δικαστήριο λόγω αναρμοδιότητας του ανώτερου δικαστηρίου δεν υπόκειται σε έφεσηάρ.47 εδ.1 ΚΠολΔ. Για τις εφέσεις που ασκούνται από 01-01-2016, η απόφαση κατώτερου δικαστηρίου που παραπέμπει την υπόθεση σε ανώτερο δικαστήριο δεν υπόκειται σε έφεσηάρ.47 εδ.2 ΚΠολΔ. Αν η απόφαση είναι μη οριστική, και δεν έχει εκδοθεί ακόμη οριστική απόφαση, τότε δεν μπορεί να ασκηθεί έφεση κατά των οριστικών διατάξεων της απόφασηςάρ.513 παρ.1 εδ.3 ΚΠολΔ. Έφεση κατά οριστικής απόφασης συμπροσβάλλει και τις μη οριστικές διατάξεις της, ακόμη και αν δεν απευθύνεται εναντίον τους ρητά η έφεσηάρ.513 παρ.2 ΚΠολΔ. Αν η απόφαση εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των μικροδιαφορών, δεν μπορεί να ασκηθεί έφεση κατά της απόφασηςάρ.512 ΚΠολΔάρ.466 ΚΠολΔ. Αν η απόφαση εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, και δεν πρόκειται για ασφαλιστικά μέτρα περί νομής ή κατοχής, ούτε για υπόθεση υπόθεση εκδικαζόμενη κατά τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων αλλά για οριστική επίλυση διαφοράς, δεν μπορεί να ασκηθεί έφεσηάρ.699 ΚΠολΔ. Αν η απόφαση εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, και πρόκειται για ασφαλιστικά μέτρα περί νομής ή κατοχής, μπορεί να ασκηθεί έφεσηάρ.734 παρ.3 εδ.1 ΚΠολΔ. Αν η απόφαση εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αφορώντας όχι λήψη, μεταρρύθμιση ή ανάκληση ασφαλιστικού μέτρου, αλλά οριστική επίλυσης διαφοράς, μπορεί να ασκηθεί έφεση 1857/2011 ΑΠ 402/2003 ΑΠ.

Ποιος ασκεί έφεση

Κατά την τακτική διαδικασία και τις ειδικές διαδικασίες, έφεση δικαιούται να ασκήσει
  • ο ενάγων, αν νικήθηκε ολικά ή μερικά στην πρωτόδικη δίκηάρ.516 παρ.1 ΚΠολΔ, και
  • ο εναγόμενος, αν νικήθηκε ολικά ή μερικά στην πρωτόδικη δίκηάρ.516 παρ.1 ΚΠολΔ, και
  • ο κυρίως παρεμβαίνων, αν νικήθηκε ολικά ή μερικά στην πρωτόδικη δίκηάρ.516 παρ.1 ΚΠολΔ, και
  • ο προσθέτως παρεμβαίνων, αν νικήθηκε ολικά ή μερικά στην πρωτόδικη δίκηάρ.516 παρ.1 ΚΠολΔ, και
  • ο εισαγγελέας πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοςάρ.516 παρ.1 ΚΠολΔ, και
  • ο διάδικος που νίκησε, αν έχει έννομο συμφέρονάρ.516 παρ.2 ΚΠολΔ.
Έφεση δικαιούνται να ασκήσουν και
  • οι καθολικοί διάδοχοι του ηττηθέντος ολικά ή μερικά στην πρωτόδικη δίκη ενάγοντα, εναγομένου, κυρίως παρεμβαίνοντα ή προσθέτως παρεμβαίνονταάρ.516 παρ.1 ΚΠολΔ, και
  • οι ειδικοί διάδοχοί του ηττηθέντος ολικά ή μερικά στην πρωτόδικη δίκη ενάγοντα, εναγομένου, κυρίως παρεμβαίνοντα ή προσθέτως παρεμβαίνοντα, αν απέκτησαν την ιδιότητα του ειδικού διαδόχου μετά την άσκηση της αγωγήςάρ.516 παρ.1 ΚΠολΔ.
Αν ο διάδικος στην πρωτοβάθμια δίκη ήταν ανήλικος, και νόμιμοι αντιπρόσωποί του στη δίκη ήταν οι έχοντες τη γονική μέριμνα αυτού, και ο διάδικος έχει ήδη ενηλικιωθεί κατά την άσκηση της έφεσης, και ασκήσουν την έφεση οι έχοντες αρχικά τη γονική μέριμνα, αντί να την ασκήσει ο πλέον ενήλικος στο όνομά του, τότε η έφεση ασκείται απαράδεκτα 705/2006 Εφ.Λάρισας.

Κατα ποιων ασκείται έφεση

Η έφεση απευθύνεται
  • κατά του νικήσαντος αντιδίκου, ή κατά των καθολικών διαδόχων ή κληροδόχων αυτού 1899/1984 ΑΠάρ.517 εδ.1 ΚΠολΔ, και
  • κατά των ομοδίκων του εκκαλούντος για τους οποίους η απόφαση περιέχει επωφελείς διατάξεις, οι οποίες είναι ταυτόχρονα επιβλαβείς για τον εκκαλούντα 1899/1984 ΑΠάρ.516 παρ.1 ΚΠολΔ, και
  • αν πρόκειται για δίκη διανομής, κατά όλων των διαδίκων πλην του εκκαλούντος 617/2014 ΑΠ, λόγω αναγκαστικής ομοδικίας όλων των διαδίκων 177/2017 ΑΠάρ.517 εδ.2 ΚΠολΔ, και
  • αν δεν πρόκειται για δίκη διανομης, και υπάρχει αναγκαστική ομοδικία των αντιδίκων, κατά όλων των αναγκαία ομοδίκων από την πλευρά των αντιδίκωνάρ.517 εδ.2 ΚΠολΔ.
Αν ο εκκαλών απευθύνει την έφεσή του κατά ομοδίκου του, και η απόφαση δεν περιλαμβάνει διάταξη επωφελή για τον ομόδικο και επιβλαβή για τον εκκαλούντα, τότε η έφεση απορρίπτεται ως προς αυτόν τον ομόδικο ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος 177/2017 ΑΠ. Στη δίκη διανομής ακινήτου, κάθε ενάγων είναι ταυτόχρονα και εναγόμενος 177/2017 ΑΠ. Στη δίκη διανομής ακινήτου, κάθε διάδικος είναι αναγκαία ομοδικος των υπολοίπων διαδίκων 177/2017 ΑΠ. Στη δίκη διανομής ακινήτου, αν ο εκκαλών δεν απευθύνει την έφεσή του κατά των υπολοίπων διαδίκων, η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη 617/2014 ΑΠ 177/2017 ΑΠάρ.517 εδ.2 ΚΠολΔάρ.478 ΚΠολΔ. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία μεταξύ εκκαλούντος και ομοδίκου του, πλην επί διανομής ακινήτου, τότε ο εκκαλών δεν απαιτείται να απευθύνει την έφεσή του και κατά των αναγκαία ομοδίκων του 617/2014 ΑΠ 63/1981 ΑΠ Ολομέλεια. Αν ο εκκαλών δεν απευθύνει την έφεσή του κατά των αναγκαία ομοδίκων του, και δεν κοινοποιήσει την έφεσή του στους αναγκαία ομοδίκους του, και δεν εμφανιστούν στη συζήτηση, τότε η συζήτηση της έφεσης κηρύσσεται απαράδεκτη 192/2012 ΑΠ. Η έφεση πρέπει να στρέφεται και κατά της πρωτόδικης απόφασης. Αν ο διάδικος στην πρωτόβάθμια δίκη ήταν ανήλικος, και νόμιμοι αντιπρόσωποί του στην πρωτόβάθμια δίκη ήταν οι έχοντες τη γονική μέριμνα αυτού, και ο διάδικος έχει ήδη ενηλικιωθεί κατά την άσκηση της έφεσης, και ο εκκαλών έχει λάβει γνώση της ενηλικίωσης μέχρι την άσκηση της έφεσης, τότε ο εκκαλών πρέπει να στρέψει την έφεσή του εναντίον του πλέον ενηλίκου και όχι εναντίων των αρχικά ασκούντων τη γονική μέριμνα αντ'αυτού, διαφορετικά η έφεση είναι απαράδεκτη ως προς τον πλέον ενήλικο 705/2006 Εφ.Λάρισας. Αν ασκηθεί έφεση κατά απόφασης που εκδόθηκε κατά την εκούσια δικαιοδοσία, και η έφεση δεν απευθύνεται κατά των αναγκαία ομοδίκων, και δεν εμφανιστούν αυτοβούλως κατά την εκδίκαση της έφεσης, τότε η συζήτηση δεν κηρύσσεται απαράδεκτη από μόνο τον λόγο αυτό 181/2017 Εφ.Πειραιώςάρ.762 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο δύναται να διατάξει την κλήτευση των αναγκαία ομοδίκων αυτών 181/2017 Εφ.Πειραιώςάρ.762 ΚΠολΔάρ.748 παρ.3 ΚΠολΔάρ.760 εδ.1 ΚΠολΔ.

Προθεσμία άσκησης έφεσης

Διαδικασία Διαμονή στην Ελλάδα Διαμονή στο εξωτερικό ή αγνώστου διαμονής Έναρξη προθεσμίαςΑναστολή προθεσμίας από 1η-31η Αυγούστου
Τακτική διαδικασία 30 ημέρες άρ.518 παρ.1 ΚΠολΔ 60 ημέρες άρ.518 παρ.1 ΚΠολΔεπόμενη της επίδοσης της απόφασης άρ.144 παρ.1 ΚΠολΔΝαίάρ.147 παρ.2 ΚΠολΔ
Απορριπτικής απόφασης περί Ευρωπαϊκής Διαταγής Δέσμευσης Λογαριασμού 30 ημέρες άρ.738 Α παρ.2 εδ.4 ΚΠολΔ 30 ημέρες άρ.738 Α παρ.2 εδ.4 ΚΠολΔεπόμενη της γνωστοποίησης της απόφασης άρ.144 παρ.1 ΚΠολΔΝαίάρ.147 παρ.2 ΚΠολΔ
Μισθωτική διαφορά (για αγωγές κατατεθιμένες έως και 31-12-2015) 15 ημέρες άρ.652 παρ.1 ΚΠολΔ 30 ημέρες άρ.652 παρ.1 ΚΠολΔεπόμενη της επίδοσης της απόφασης άρ.144 παρ.1 ΚΠολΔΌχι
Διαφορές προσβολών από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές (για αγωγές κατατεθιμένες έως και 31-12-2015) 15 ημέρες άρ.681 Δ παρ.5 ΚΠολΔ30 ημέρες άρ.681 Δ παρ.5 ΚΠολΔεπόμενη της επίδοσης της απόφασηςάρ.144 παρ.1 ΚΠολΔΝαίάρ.147 παρ.2 ΚΠολΔ
Εκούσια δικαιοδοσία (παροχή κληρονομητηρίου)20 ημέρεςάρ.824 παρ.1 εδ.1 ΚΠολΔ 20 ημέρεςάρ.824 παρ.1 εδ.1 ΚΠολΔ επόμενη της δημοσίευσης της απόφασης άρ.144 παρ.1 ΚΠολΔΌχι
Ασφαλιστικά μέτρα (νομής)10 ημέρεςάρ.734 παρ.3 εδ.1 ΚΠολΔ10 ημέρεςάρ.734 παρ.3 εδ.1 ΚΠολΔεπόμενη της επίδοσης της απόφασης άρ.144 παρ.1 ΚΠολΔΌχι
Ασφαλιστικά μέτρα (όχι περί λήψης ή ανάκλησης ασφαλιστικού μέτρου, περί οριστικής επίλυσης διαφοράς) 1857/2011 ΑΠ 1526/2007 ΑΠ 402/2003 ΑΠ 30 ημέρεςάρ.518 παρ.1 ΚΠολΔ 60 ημέρες άρ.518 παρ.1 ΚΠολΔεπόμενη της επίδοσης της απόφασης άρ.144 παρ.1 ΚΠολΔΝαίάρ.147 παρ.2 ΚΠολΔ
Απόφαση περί εκτέλεσης προσωπικής κράτησης 5 ημέρεςάρ.1054 παρ.2 ΚΠολΔ 5 ημέρες άρ.1054 παρ.2 ΚΠολΔεπόμενη της επίδοσης της απόφασης άρ.144 παρ.1 ΚΠολΔΌχι
Θα συμβουλευτείτε τον ΚΠολΔ; Αν ένας από τους διαδίκους ήταν το Δημόσιοάρ.11 κδ.26-06/10-07-1944ή Δήμος 1476/2004 ΣτΕκδ.26-06/10-07-1944 άρ.9ν.3463/2006 άρ.276 παρ.1ή άλλο ΝΠΔΔν.2579/1998 άρ.28 παρ.4 εδ.1, η προθεσμία που ξεκινά με την επίδοση της απόφασης αναστέλλεται για όλους τους διαδίκους 12/2002 ΑΠ 2808/2002 ΣτΕκατά το διάστημα των δικαστικών διακοπών (από 1 Ιουλίου μέχρι 15 Σεπτεμβρίου)ν.1756/1988 άρ.11 παρ.2 328/2005 ΑΠ. Αν ένας από τους διαδίκους ήταν το Δημόσιοάρ.9 κδ.26-06/10-07-1944ή Δήμοςκδ.26-06/10-07-1944 άρ.9ν.3463/2006 άρ.276 παρ.1, η προθεσμία της έφεσης είναι, για όλους τους διαδίκους, τουλάχιστον 30 ημέρες 328/2005 ΑΠ. Η προθεσμία της έφεσης δεν επεκτείνεται σε 30 ημέρες για όλα τα ΝΠΔΔ 183/2014 Μον.Εφ.Πατρών. Η έφεση μπορεί να ασκηθεί και πριν την επίδοση της απόφασης, ακόμη και την ίδια την ημέρα της δημοσίευσης της απόφασηςάρ.499 ΚΠολΔ. Το αν ο αντίδικος διαμένει στην Ελλάδα, στο εξωτερικό ή είναι αγνώστου διαμονής κρίνεται κατά τον χρόνο της επίδοσης. Αν η επίδοση γίνεται σε νομικό πρόσωπο, κρίσιμος για τον προσδιορισμό της έδρας είναι ο τόπος πραγματικής διοίκησής του, ως τόπος πραγματικής έδρας, και όχι απλά η καταστατική του έδρα 2/1999 ΑΠ. Η προθεσμία έφεσης που αρχίζει με την επίδοση της απόφασης ισχύει και για τον επιδόσαντα την απόφαση, όπως και για τον παραλαβόντα το δικόγραφο της έφεσηςάρ.144 παρ.2 ΚΠολΔ. Αν οι διάδικοι είναι απλοί ομόδικοι, η επίδοση της έφεσης σε έναν από αυτούς αποτελεί αφετηρία προθεσμίας έφεσης μόνο γι'αυτόν, όχι και για τους υπόλοιπουςάρ.75 παρ.1 ΚΠολΔ. Αν οι διάδικοι είναι αναγκαία ομόδικοι, η επίδοση της έφεσης σε έναν από αυτούς αποτελεί αφετηρία προθεσμίας έφεσης και για αυτόν και για τους υπόλοιπουςάρ.76 παρ.1 ΚΠολΔάρ.76 παρ.4 ΚΠολΔ. Αν ο διάδικος που δικαιούται να ασκήσει έφεση αποβιώσει, η προθεσμία έφεσης αρχίζει από την επίδοση της απόφασης στους καθολικούς διαδόχους ή κληροδόχουςάρ.518 παρ.3 ΚΠολΔ. Κατά μια άποψη, αν η απόφαση που περατώνει τη δίκη δημοσιεύτηκε έως και 23-07-2015, και η απόφαση δεν επιδοθεί, η προθεσμία άσκησης της έφεσης είναι 3 έτη από τη δημοσίευση της απόφασης 3087/2017 Εφ.Αθηνώνάρ.518 παρ.2 ΚΠολΔάρ.1 άρ.ένατο παρ.2 ν.4335/2015άρ.6 ΕΣΔΑάρ.28 παρ.1 Συντάγματος. Κατ'άλλη άποψη, αν η απόφαση που περατώνει τη δίκη δημοσιεύτηκε από 01-01-2016 και μετά, και η απόφαση δεν επιδοθεί, η προθεσμία άσκησης της έφεσης είναι 2 έτη από τη δημοσίευση της απόφασηςάρ.518 παρ.2 ΚΠολΔάρ.1 άρ.ένατο παρ.2 ν.4335/2015άρ.24 παρ.1 εδ.1 ΕισΝΚΠολΔ 935/1995 ΑΠ. Κατά την ίδια άποψη, αν η απόφαση που περατώνει τη δίκη δημοσιεύτηκε έως και 31-12-2015, και η απόφαση δεν επιδοθεί, η προθεσμία άσκησης της έφεσης είναι 3 έτη από τη δημοσίευση της απόφασηςάρ.518 παρ.2 ΚΠολΔάρ.1 άρ.ένατο παρ.2 ν.4335/2015άρ.24 παρ.1 εδ.1 ΕισΝΚΠολΔ 935/1995 ΑΠ. Αν η απόφαση εκούσιας δικαιοδοσίας αφορά σε απαγγελία υιοθεσίας, και η απόφαση δεν επιδοθεί, τότε η προθεσμία της έφεσης είναι ένα έτος από από τη δημοσίευση της απόφασηςάρ.800 παρ.3 ΚΠολΔ. Αν κατατεθεί εμπρόθεσμα έφεση, και κατατεθεί εκπρόθεσμα έφεση από τον εφεσίβλητο, και η εκπρόθεσμη έφεση προσβάλλει τα εκκληθέντα ή τα αναγκαστικά συνεχόμενα με αυτά κεφάλαια της κατά το πρώτον εφεσίβλητης απόφασης, τότε η εκπρόθεσμη αυτή έφεση μπορεί να θεωρηθεί ως αντέφεση 1716/2004 Εφ.Αθηνών 246/1979 ΑΠ.

Εφαρμοστέος νόμος στο Εφετείο

Το Εφετείο εφαρμόζει κατ'αρχήν τον νόμο που ίσχυε κατά τον χρόνο δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασηςάρ.533 παρ.2 ΚΠολΔ. Αν ο νεότερος νόμος περιέχει ρητή διάταξη ότι ο νεότερος νόμος εφαρμόζεται στις εκκρεμείς ενώπιον του Εφετείου δίκες, και δεν παραβιάζονται συνταγματικώς προστατευόμενα δικαιώματα, τότε το Εφετείο εφαρμόζει τον νεότερο νόμο 148/2017 ΑΠ.

Προθεσμία κατάθεσης προτάσεων

Για τις εφέσεις που κατατέθηκαν από 01-01-2016 και μετά, οι προτάσεις κατατίθενται έως την έναρξη της συζήτησηςάρ.524 παρ.1 εδ.2 ΚΠολΔ. Για τις εφέσεις που κατατέθηκαν έως 31-12-2015, αν η πρωτόδικη συζήτηση είχε διεξαχθεί κατ'αντιμωλία, οι προτάσεις κατατίθενται έως την έναρξη της συζήτησηςάρ.524 παρ.2 εδ.2 ΚΠολΔ. Για τις εφέσεις που κατατέθηκαν έως 31-12-2015, αν η πρωτόδικη συζήτηση είχε διεξαχθεί ερήμην, ακολουθείται η προθεσμία κατάθεσης προτάσεων που ίσχυε και πρωτόδικαάρ.524 παρ.2 εδ.2 ΚΠολΔ 293/2005 ΑΠ.

Προβολή ισχυρισμών

Πραγματικός ισχυρισμός που αποτελεί ένσταση ή αντένσταση μπορεί να προβληθεί κατ'εξαίρεση για πρώτη φορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν αποδεικνύεται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου 712/2008 Εφ.Πατρών. Δικαστική ομολογία του αντιδίκου υπάρχει αν αυτή περιέχει ουσιώδες πραγματικό γεγονός επιζήμιο γι'αυτόν 712/2008 Εφ.Πατρών. Η ένσταση παραγραφής μπορεί να προταθεί για πρώτη φορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν τα πραγματικά περιστατικά που τη στηρίζουν περιλαμβάνονται στην αγωγή 712/2008 Εφ.Πατρών. Στις εργατικές διαφορές, η πρόσθετη παρεμβαση μπορεί να ασκηθεί και προφορικά στο πρωτόδικο δικαστήριο, αλλά δεν μπορεί να ασκηθεί προφορικά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο 1065/2002 Εφ.Πειραιά 864/1976 ΑΠ.

Λόγοι έφεσης

Ο λόγος έφεσης που αναφέρεται σε σφάλμα της εκκαλούμενης απόφασης σχετικά με διάταξή της για το προσωρινά εκτελεστό είναι αλυσιτελής, γιατί με την έκδοση της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου η εκκαλούμενη καθίσταται τελεσίδικη και εκτελεστή 1147/2012 Εφ.Αθηνών.

Πρόσθετοι λόγοι έφεσης

Για το παραδεκτό της άσκησης πρόσθετων λόγων έφεσης, πρέπει πριν την τιθέμενη προθεσμία να έχει συντελεστεί και η κατάθεση του δικογράφου των πρόσθετων λόγων και η επίδοσή του στον εφεσίβλητο 25/2007 ΑΠ Ολομέλεια. Η προθεσμία κατάθεσης και επίδοσης των πρόσθετων λόγων έφεσης έχει ως χρονική αφετηρία την ημέρα κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκασή της, όχι αναγκαστικά η ημέρα που ορίστηκε αρχικά προς συζήτηση, ή η οποία προσδιορίστηκε μετά από αναβολή ή ματαίωση 25/2007 ΑΠ Ολομέλεια. Αν η εφετειακή απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της, η παραπάνω προθεσμία έχει ως χρονική αφετηρία την ημέρα κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκασή της στο δικαστήριο της παραπομπής 25/2007 ΑΠ Ολομέλεια. Η απόφαση αναιρείται στο σύνολό της, όταν η αναιρετική απόφαση δεν περιορίζει την αναίρεση, με σχετική διάταξη του διατακτικού της, σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, ή ως προς μερικούς μόνο από τους διαδίκους 25/2007 ΑΠ Ολομέλεια.

Ανασταλτικό αποτέλεσμα

Περιεχόμενο ανασταλτικού αποτελέσματος

Όσο διαρκεί η προθεσμία της έφεσης, δεν μπορεί να εκτελεστεί η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίουάρ. 519 παρ.1 εδ.1 ΚΠολΔ. Ειδικότερα: Αν δεν έχει παρέλθει η προθεσμία της έφεσηςάρ.519 παρ.1 εδ.1 ΚΠολΔ, και δεν έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα έφεσηάρ.519 παρ.1 εδ.1 ΚΠολΔ, και η απόφαση δεν είναι προσωρινά εκτέλεστήάρ.519 παρ.2 ΚΠολΔ, τότε η πράξη εκτέλεσης βάσει της πρωτόδικης απόφασης είναι άκυρη, επιτρέπονται όμως τα ασφαλιστικά μέτραάρ.519 παρ.1 εδ.2 ΚΠολΔ. Αν δεν έχει παρέλθει η προθεσμία της έφεσηςάρ.519 παρ.1 εδ.1 ΚΠολΔ, και δεν έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα έφεσηάρ.519 παρ.1 εδ.1 ΚΠολΔ, και η απόφαση είναι προσωρινά εκτέλεστήάρ.519 παρ.2 ΚΠολΔ, και η απόφαση πρόκειται να εκτελεστεί κατά του αντιδίκουάρ.519 παρ.2 ΚΠολΔ, τότε η πράξη εκτέλεσης βάσει της πρωτόδικης απόφασης δεν είναι άκυρη από μόνο τον λόγο αυτόάρ.519 παρ.1 εδ.2 ΚΠολΔ. Αν δεν έχει παρέλθει η προθεσμία της έφεσηςάρ.519 παρ.1 εδ.1 ΚΠολΔ, και δεν έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα έφεσηάρ.519 παρ.1 εδ.1 ΚΠολΔ, και η απόφαση είναι προσωρινά εκτέλεστήάρ.519 παρ.2 ΚΠολΔ, και η απόφαση πρόκειται να εκτελεστεί κατά τρίτουάρ.519 παρ.2 ΚΠολΔ, τότε η πράξη εκτέλεσης βάσει της πρωτόδικης απόφασης είναι άκυρη, επιτρέπονται όμως τα ασφαλιστικά μέτραάρ.519 παρ.1 εδ.2 ΚΠολΔ. Αν έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα έφεσηάρ.519 παρ.1 εδ.1 ΚΠολΔ, και η απόφαση δεν είναι προσωρινά εκτέλεστήάρ.521 παρ.2 ΚΠολΔ, τότε η πράξη εκτέλεσης βάσει της πρωτόδικης απόφασης είναι άκυρη, επιτρέπονται όμως τα ασφαλιστικά μέτραάρ.521 παρ.1 εδ.2 ΚΠολΔ. Αν έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα έφεσηάρ.519 παρ.1 εδ.1 ΚΠολΔ, και η απόφαση είναι προσωρινά εκτέλεστήάρ.521 παρ.2 ΚΠολΔ, και η απόφαση πρόκειται να εκτελεστεί κατά του αντιδίκουάρ.521 παρ.2 ΚΠολΔ, τότε η πράξη εκτέλεσης βάσει της πρωτόδικης απόφασης δεν είναι άκυρη από μόνο τον λόγο αυτόάρ.521 παρ.1 εδ.2 ΚΠολΔ. Αν έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα έφεσηάρ.519 παρ.1 εδ.1 ΚΠολΔ, και η απόφαση είναι προσωρινά εκτέλεστήάρ.521 παρ.2 ΚΠολΔ, και η απόφαση πρόκειται να εκτελεστεί κατά τρίτουάρ.521 παρ.2 ΚΠολΔ, τότε η πράξη εκτέλεσης βάσει της πρωτόδικης απόφασης είναι άκυρη, επιτρέπονται όμως τα ασφαλιστικά μέτραάρ.521 παρ.1 εδ.2 ΚΠολΔ. Αν έχει παρέλθει η προθεσμία της έφεσηςάρ.519 παρ.1 εδ.1 ΚΠολΔ, και δεν έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα έφεσηάρ.519 παρ.1 εδ.1 ΚΠολΔ, τότε η πράξη εκτέλεσης βάσει της πρωτόδικης απόφασης δεν είναι άκυρη από μόνο τον λόγο αυτόάρ.519 παρ.1 εδ.2 ΚΠολΔ.

Διάρκεια ανασταλτικού αποτελέσματος

Η ανασταλτική ισχύς της έφεσης διαρκεί καθ'όλη τη διάρκεια της προθεσμίας της έφεσηςάρ.519 παρ.1 ΚΠολΔ. Αν ασκηθεί εμπρόθεσμα έφεση, η ανασταλτική ισχύς της έφεσης διαρκεί μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης για την έφεση ή μέχρι να καταργηθεί με άλλο τρόπο η δευτεροβάθμια δίκηάρ.521 παρ.3 ΚΠολΔ.

Έφεση σε ασφαλιστικά μέτρα

Έφεση μπορεί να ασκηθεί και επί αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων νομής και κατοχήςάρ.734 παρ.3 εδ.1 ΚΠολΔ. Η προθεσμία είναι δέκα ημέρες και αρχίζει από την επομένη της επίδοσης της απόφασηςάρ.734 παρ.3 εδ.1 ΚΠολΔ. Η προθεσμία της έφεσης και η άσκησή της δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα αλλά μπορεί να γίνει αίτηση αναστολής κατά το άρ.912 ΚΠολΔ (Αναστολή σε ανακοπή ή έφεση προσωρινά εκτελεστής απόφασης)άρ.734 παρ.3 ΚΠολΔάρ.734 παρ.4 ΚΠολΔ. Αν η απόφαση διατάξει ασφαλιστικά μέτρα, και βάσει της απόφασης επισπευθεί αναγκαστική εκτέλεση, και ασκηθεί ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης, τότε η ανακοπή εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων 298/2003 ΑΠ. Κατά της σχετικής απόφασης επί της ανακοπής δεν μπορεί να ασκηθεί έφεση 298/2003 ΑΠ. Η έφεση επί ασφαλιστικών μέτρων επί διατάραξης ή αποβολής από την νομή πρέπει να συζητηθεί και να εκδοθεί η απόφαση εντός της προθεσμίας ενός έτους από την διατάραξη ή την αποβολή 2678/2011 Πολ.Πρ.Αθηνών. Η άσκηση της τακτικής αγωγής περί νομής διακόπτει την παραγραφή 2678/2011 Πολ.Πρ.Αθηνών.

Διαχρονικό δίκαιο

Κατά γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου, αν δεν ορίζεται διαφορετικά 989/1980 ΑΠ, ο νεότερος νόμος καταλαμβάνει και ρυθμίζει το ατέλεστο μέρος της δίκης 989/1980 ΑΠ 971/1979 ΑΠ. Κατά γενική αρχή του διαχρονικού δικονομικού δικαίου, το παραδεκτό των ενδίκων μέσων 1122/2015 ΑΠ 935/1995 ΑΠ, το επιτρεπτό των προβαλλόμενων λόγων 935/1995 ΑΠκαι ο χρόνος της άσκησης 935/1995 ΑΠκρίνεται βάσει του νόμου που ίσχυε κατά τον χρόνο δημοσίευσης της απόφασηςάρ.24 παρ.1 εδ.1 ΕισΝΚΠολΔ. Το παραδεκτό των ενδίκων μέσων προσδιορίζεται τόσο από τη διαδικασία κατά την οποία πράγματι εκδικάσθηκε η υπόθεση, όσο και από την διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί κατά νόμο, αλλά δεν τηρήθηκε από σφάλμα 1886/1994 ΑΠ. Αν ασκηθεί έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, και από την άσκηση της έφεσης μέχρι την εκδίκαση της έφεσης νεότερος νόμος αλλάξει τον τρόπο συγκρότησης της σύνθεσης του Εφετείου, τότε το Εφετείο θα συγκροτηθεί με τον τρόπο που προβλέπει ο νεότερος νόμος 989/1980 ΑΠ 971/1979 ΑΠ
greeklaw

Τα ασφαλιστικά μέτρα είναι αποφάσεις που έχουν περιορισμένη χρονική ισχύ άρ.695 ΚΠολΔ. Τα ασφαλιστικά μέτρα διατάζονται, μεταρρυθμίζονται και ανακαλούνται Ο σκοπός του ασφαλιστικού μετρου είναι Παράσταση με δικηγόρο Καθ'ύλην αρμοδιότητα Κατά τόπον αρμοδιότητα Κατάθεση αίτησης και συζήτηση Ανταίτηση Παρέμβαση Προθεσμία άσκησης κύριας αγωγής Ασφαλιστικά μέτρα νομής Περιεχόμενο αίτησης ασφαλιστικών μετρων νομής Έφεση επί ασφαλιστικών μέτρων νομής Παραγραφή απαίτησης ασφαλιστικών μέτρων νομής Κύρια αγωγή νομής Επικείμενος κίνδυνος και επείγουσα περίπτωση Διατακτικό απόφασης ασφαλιστικών μέτρων Εκτέλεση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων Εκτέλεση προσωρινής διαταγής Κατάλυση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων

Next: ΑΓΡΟΜΙΣΘΩΣΗ: Υποχρεώσεις Υποχρεώσεις εκμισθωτή Υποχρεώσεις μισθωτή Ειδικά η καταβολή μισθωμάτων Παραγραφή μισθωμάτων Δικαιώματα Δικαιώματα του εκμισθωτή Καθυστέρηση μισθωμάτων - Καταγγελία της μίσθωσης κατόπιν προθεσμίας καταβολής Εκποίηση του μισθίου - Καταγγελία της μίσθωσης Θάνατος του μισθωτή και ακατάλληλοι κληρονόμοι - Καταγγελία της μίσθωσης Αρχική διατίμηση εξοπλισμού - Απόδοση εξοπλισμού, αποζημίωση ή απόδοση διαφοράς Ενέχυρο του εκμισθωτή Δικαιώματα του μισθωτή Βελτιώσεις και έκτακτες επισκευές - Αποζημίωση Παράδοση προϊόντων του κτήματος - Αποζημίωση Κατασκευές στο μίσθιο - Αφαίρεση κατασκευασμάτων Καρποί που δεν έχουν αποχωριστεί - Απόδοση δαπανών Δικαιώματα των κληρονόμων του αποβιώσαντος μισθωτή Θάνατος του μισθωτή - Καταγγελία της μίσθωσης από τους κληρονόμους Δαπάνες Λήξη της μίσθωσης και προθεσμία καταγγελίας Μίσθωση κτηνών Εφαρμογή επί παρόμοιων μισθώσεων
Previous: Η έφεση είναι το ένδικο μέσο με το οποίο ο διάδικος παραπονείται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο για σφάλματα της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Παραδεκτό έφεσης Κατά ποιων αποφάσεων ασκείται έφεση Ποιος ασκεί έφεση Κατα ποιων ασκείται έφεση Προθεσμία άσκησης έφεσης Εφαρμοστέος νόμος στο Εφετείο Προθεσμία κατάθεσης προτάσεων Προβολή ισχυρισμών Λόγοι έφεσης Πρόσθετοι λόγοι έφεσης Ανασταλτικό αποτέλεσμα Περιεχόμενο ανασταλτικού αποτελέσματος Διάρκεια ανασταλτικού αποτελέσματος Έφεση σε ασφαλιστικά μέτρα Διαχρονικό δίκαιο
$
0
0
Ταασφαλιστικά μέτραείναι αποφάσεις που έχουν περιορισμένη χρονική ισχύάρ.695 ΚΠολΔ. Τα ασφαλιστικά μέτρα διατάζονται, μεταρρυθμίζονται και ανακαλούνται
  • σε επείγουσες περιπτώσειςάρ.682 παρ.1 εδ.1 ΚΠολΔ, ή
  • για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνοςάρ.682 παρ.1 εδ.1 ΚΠολΔ.
Ο σκοπός του ασφαλιστικού μετρου είναι
  • να εξασφαλιστεί ή να διατηρηθεί ένα δικαίωμα (ακόμα και υπό αίρεση ή προθεσμίαάρ.682 παρ.1 εδ.2 ΚΠολΔ)άρ.682 παρ.1 εδ.1 ΚΠολΔ, ή
  • να ρυθμιστεί μια κατάστασηάρ.682 παρ.1 εδ.1 ΚΠολΔ
Για αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων που κατατίθενται από 01-01-2016, το δικαίωμα μπορεί να αφορά και μέλλουσα απαίτησηάρ.682 παρ.1 εδ.2 ΚΠολΔν.4335/2015 άρ.1 άρ.πέμπτο εδ.2ν.4335/2015 άρ.1 άρ.ένατο εδ.4. Στα ασφαλιστικά μέτρα εφαρμόζεται εν μέρει το ανακριτικό σύστημα, σε συνδυασμό με το συζητητικό σύστημα 1857/2011 ΑΠάρ.691 παρ.1 ΚΠολΔάρ.106 ΚΠολΔ.

Παράσταση με δικηγόρο

Από 01-01-2016, η παράσταση ενώπιον δικαστηρίου ακόμη και επί ασφαλιστικών μετρων γίνεται υποχρεωτικά με δικηγόροάρ.94 παρ.1 ΚΠολΔάρ.94 παρ.2 ΚΠολΔν.4335/2015 άρ.1 άρ.πρώτο παρ.2ν.4335/2015 άρ.1 άρ.ένατο εδ.4. Μέχρι και 31-12-2015, η παράσταση ενώπιον δικαστηρίου επί ασφαλιστικών μέτρων γινόταν προαιρετικά με δικηγόροάρ.94 παρ.1 ΚΠολΔάρ.94 παρ.2 ΚΠολΔ.

Αμοιβή σύνταξης αίτησης και παράστασης δικηγόρου

Η αμοιβή του δικηγόρου για τη σύνταξη αίτησης ασφαλιστικών μέτρων και για την παράστασή του κατά την εκδίκαση ασφαλιστικών μέτρων ορίζεται από τον Κώδικα Δικηγόρωνν.4194/2013 παραρτ.I. Θα συμβουλευτείτε τον ΚωδΔικ;

Καθ'ύλην αρμοδιότητα

Αν η κύρια αγωγή ανήκει στην καθ'ύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, αρμόδιο να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα είναι το Ειρηνοδικείοάρ.683 παρ.2 ΚΠολΔ. Αν η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων αφορά σε συναινετική εγγραφή ή άρση προσημείωσης υποθήκης, αρμόδιο να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα είναι το Ειρηνοδικείοάρ.683 παρ.3 ΚΠολΔ. Αν η υπόθεση αφορά σε νομή ή κατοχή, αρμόδιο να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα είναι το Ειρηνοδικείοάρ.733 ΚΠολΔ. Αν η κύρια αγωγή δεν ανήκει στην καθ'ύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, και αν η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων δεν αφορά σε συναινετική εγγραφή ή άρση προσημείωσης υποθήκης, και αν η υπόθεση δεν αφορά σε νομή ή κατοχή, αρμόδιο να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα είναι το Μονομελές Πρωτοδικείοάρ.683 παρ.1 ΚΠολΔάρ.683 παρ.2 ΚΠολΔάρ.683 παρ.3 ΚΠολΔάρ.733 ΚΠολΔ. Αν έχει ήδη ασκηθεί η κύρια αγωγή στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, και η υπόθεση δεν αφορά σε νομή ή κατοχή, αρμόδιο να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα είναι και το Πολυμελές Πρωτοδικείοάρ.684 ΚΠολΔάρ.733 ΚΠολΔάρ.16 περ.13 ΚΠολΔ. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο δικάζει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων μόνο κατά τη συζήτηση της κύριας υπόθεσηςάρ.686 παρ.5 εδ.2 ΚΠολΔ. Τα ασφαλιστικά μέτρα μπορούν να διαταχθούν και κατά τη διάρκεια της δίκης που αφορά την κύρια υπόθεσηάρ.682 παρ.2 ΚΠολΔ. Από 01-01-2016, αν έχει ασκηθεί αγωγή για την κύρια υπόθεση, και η κύρια υπόθεση συζητείται, τότε η αίτηση μπορεί να υποβληθεί και με τις προτάσεις κατά τη συζήτηση της κύριας υπόθεσηςάρ.686 παρ.5 εδ.1 ΚΠολΔν.4335/2015 άρ.1 άρ.πέμπτο παρ.2ν.4335/2015 άρ.1 άρ.ένατο εδ.4. Μέχρι και 31-12-2015, αν έχει ασκηθεί αγωγή για την κύρια υπόθεση, και η κύρια υπόθεση συζητείται, τότε η αίτηση μπορεί να υποβληθεί και με τις προτάσεις κατά τη συζήτηση της κύριας υπόθεσηςάρ.686 παρ.5 εδ.1 υποεδ.1 ΚΠολΔ. Αν έχει ασκηθεί αγωγή για την κύρια υπόθεση, και η κύρια υπόθεση συζητείται ενώπιον του Ειρηνοδικείου από 01-01-2016, τότε η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων δεν μπορεί να υποβληθεί και προφορικάάρ.686 παρ.5 εδ.1 ΚΠολΔν.4335/2015 άρ.1 άρ.πέμπτο παρ.2ν.4335/2015 άρ.1 άρ.ένατο εδ.4. Αν έχει ασκηθεί αγωγή για την κύρια υπόθεση, και η κύρια υπόθεση συζητείται ενώπιον του Ειρηνοδικείου μέχρι και 31-12-2015, τότε η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να υποβληθεί και προφορικάάρ.686 παρ.5 εδ.1 υποεδ.2 ΚΠολΔ. Θα συμβουλευτείτε τον ΚΠολΔ;

Κατά τόπον αρμοδιότητα

Κατά τόπον αρμόδιο είναι και το δικαστήριο που βρίσκεται πλησιέστερα στον τόπο όπου πρόκειται να εκτελεστούν τα ασφαλιστικά μέτραάρ.683 παρ.4 ΚΠολΔάρ.733 ΚΠολΔ.

Κατάθεση αίτησης και συζήτηση

Τα ασφαλιστικά μέτρα διατάσσονται ύστερα από κατάθεση αίτησης στη γραμματεία του δικαστηρίουάρ.686 παρ.1 εδ.1 υποεδ.1 ΚΠολΔ. Μέχρι 31-12-2015, επιτρεπόταν η υποβολή προφορικής αίτησης στο Ειρηνοδικείο, οπότε συντάσσονταν έκθεσηάρ.686 παρ.1 εδ.1 υποεδ.2 ΚΠολΔ. Η γραμματεία του δικαστηρίου υποβάλλει αμέσως την αίτηση στον Ειρηνοδίκη ή τον δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείουάρ.686 παρ.2 ΚΠολΔ. Ο δικαστής
  • ορίζει τόπο για τη συζήτηση της αίτησης (κατάλληλο για την ταχύτερη εκδίκαση της υπόθεσης, ακόμη και την κατοικία του δικαστήάρ.686 παρ.3 ΚΠολΔ εδ.1)άρ.686 παρ.2 ΚΠολΔ
  • ορίζει ημέρα και ώρα για τη συζήτηση της αίτησης (μπορεί να είναι και Κυριακή ή εορτήάρ.686 παρ.3 ΚΠολΔ εδ.2)άρ.686 παρ.2 ΚΠολΔ
  • διατάζει την κλήση εκείνων κατά των οποίων απευθύνεται η αίτησηάρ.686 παρ.2 ΚΠολΔ
  • ορίζει, κατά την κρίση του, το χρονικό διάστημα που πρέπει να μεσολαβήσει μεταξύ της επίδοσης της κλήσης και της συζήτησηςάρ.686 παρ.2 ΚΠολΔ, και
  • ορίζει τον τρόπο με τον οποίο θα γνωστοποιηθεί η κλήση στους καθ'ων τα ασφαλιστικά μέτραάρ.686 παρ.2 ΚΠολΔ.
Συντηρητική κατάσχεση μπορεί να επιβληθεί και σε σήμα εταιρείας, αρκεί αυτό να μην περιλαμβάνει την ονομασία φυσικού προσώπου 31819/2004 Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης. Στη δίκη ασφαλιστικών μέτρων είναι απαράδεκτη η προβολή ισχυρισμού περί καταχρηστικής άσκησης του ασφαλιστικού μέτρου 131/2003 Ειρ.Ρόδου. Στη δίκη ασφαλιστικών μέτρων είναι απαράδεκτη η προβολή δικαιώματος επίσχεσης 113/2007 Εφ.Λάρισας (ασφ. μέτρα).

Ανταίτηση

Από 22-12-2017, η ανταίτηση ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να ασκηθεί και προφορικά στο μονομελές πρωτοδικείο ή το ειρηνοδικείοάρ.686 παρ.6 ΚΠολΔν.4509/2017 άρ.23ν.4059/2017 άρ.80 (ΦΕΚ Α 201/22-12-2017). Από 01-01-2016 έως και 21-12-2017, η ανταίτηση ασφαλιστικών μέτρων δεν μπορεί να ασκηθεί προφορικά στο μονομελές πρωτοδικείο ή το ειρηνοδικείοάρ.268 παρ.4 ΚΠολΔν.4335/2015 άρ.1 άρ.δεύτερο παρ.2ν.4335/2015 άρ.1 άρ.ένατο εδ.4. Μέχρι 31-12-2015, η ανταίτηση μπορούσε να κατατεθεί προφορικά, με προφορική δήλωση που καταχωρείται στα πρακτικά 156/2005 Πολ.Πρ.Ρόδου (ασφ. μέτρων) 500/2001 Μον.Πρ.Αγρινίου (ασφ. μέτρων)άρ.686 ΚΠολΔάρ.268 ΚΠολΔ παρ.4 εδ.3. Αν δεν τηρούνται πρακτικά, η δήλωση καταχωρείται με σημείωση του δικαστή στην αίτηση 500/2001 Μον.Πρ.Αγρινίου (ασφ. μέτρων)ή στα πρόχειρα τηρούμενα από τον δικαστή πρακτικά 480/1994 Μον.Πρ.Κω (ασφ. μέτρων). Αν επιτρέπεται η προφορική ανταίτηση, η ανταίτηση μπορεί να κατατεθεί και δια των προτάσεων, εφόσον οι προτάσεις κατατέθηκαν πριν την έναρξη της συζήτησης 500/2001 Μον.Πρ.Αγρινίου (ασφ. μέτρων). Αν οι προτάσεις κατατεθούν αργότερα, η ανταίτηση δια των προτάσεων μπορεί να γίνει μόνο αν ο ισχυρισμός στον οποίο θεμελιώθηκε η ανταίτηση προτάθηκε κατά την προφορική συζήτηση 500/2001 Μον.Πρ.Αγρινίου (ασφ. μέτρων) 480/1994 Μον.Πρ.Κω (ασφ. μέτρων).

Παρέμβαση

Από 22-12-2017, στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και προφορικά στο μονομελές πρωτοδικείο ή το ειρηνοδικείοάρ.686 παρ.6 ΚΠολΔν.4509/2017 άρ.23ν.4059/2017 άρ.80 (ΦΕΚ Α 201/22-12-2017). Από 01-01-2016 έως και 21-12-2017, στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και προφορικά στο μονομελές πρωτοδικείο ή το ειρηνοδικείοάρ.686 παρ.6 ΚΠολΔν.4335/2015 άρ.1 άρ.πέμπτον.4335/2015 άρ.1 άρ.ένατο εδ.4. Μέχρι και 31-12-2015, στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η παρέμβαση μπορούσε να ασκηθεί και προφορικά στο μονομελές πρωτοδικείο ή το ειρηνοδικείοάρ.686 παρ.6 ΚΠολΔ.

Προθεσμία άσκησης κύριας αγωγής

Από 01-01-2016, αν το ασφαλιστικό μέτρο έχει διαταχθεί πριν την άσκηση της αγωγής για την κύρια υπόθεση, και αν ο δικαστής ορίσει προθεσμία για την άσκηση αγωγής για την κύρια υπόθεση, και αν ο αιτών δεν επιδώσει εντός της προθεσμίας διαταγή πληρωμής, τότε το ασφαλιστικό μέτρο αίρεται αυτοδικαίωςάρ.693 παρ.1 ΚΠολΔάρ.693 παρ.2 ΚΠολΔ. Η προθεσμία που θα ορίσει ο δικαστής δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 30 ημέρεςάρ.693 παρ.1 ΚΠολΔ. Μέχρι 31-12-2015, αν το ασφαλιστικό μέτρο είχε διαταχθεί πριν την άσκηση της αγωγής για την κύρια υπόθεση, και αν ο αιτών δεν ασκήσει την αγωγή μέσα σε 30 ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης (με δυνατότητα κατά την κρίση του δικαστή παρέκτασης της προθεσμίας μέχρι 20 ημέρες), και αν ο αιτών δεν πέτυχε την έκδοση διαταγής πληρωμής, το ασφαλιστικό μέτρο αίρεται αυτοδικαίωςάρ.693 παρ.1 εδ.1 ΚΠολΔάρ.693 παρ.2 ΚΠολΔ. Μέχρι 31-12-2015, η υποχρέωση αυτή δεν υπάρχει αν ως ασφαλιστικό μέτρο διατάχθηκε προσημείωση υποθήκης, μετά από ομολογία ή αποδοχή της αίτησης από τον καθ'ου η αίτησηάρ.693 παρ.1 εδ.2 ΚΠολΔ. Μέχρι 31-12-2015, η υποχρεώση αυτή δεν υπάρχει και στα ασφαλιστικά μέτρα νομής και κατοχήςάρ.693 παρ.1 εδ.2 ΚΠολΔάρ.693 παρ.2 ΚΠολΔ. Μέχρι 31-12-2015, αν η διαφορά αφορά σε άκυρη απόλυση εργαζομένου με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, και αν η αγωγή για την κύρια υπόθεση δεν ακσηθεί μέχρι τη συζήτηση της αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων απορρίπτεται ως απαράδεκτηάρ.693 παρ.1 εδ.3 ΚΠολΔ.

Ασφαλιστικά μέτρα νομής

Περιεχόμενο αίτησης ασφαλιστικών μετρων νομής

Για να είναι ορισμένη η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής, πρέπει να περιλαμβάνονται σε αυτή
  • 1) Ακριβής περιγραφή του επίδικου, κινητού ή ακινήτου 156/2005 Πολ.Πρ.Ρόδου (ασφ. μέτρων). Δηλαδή, πρέπει να προσδιορίζεται με σαφήνεια ποιό είναι το αντικείμενο της νομής, ώστε να μην προκύπτει αμφιβολία για την ταυτότητα του επίδικου 156/2005 Πολ.Πρ.Ρόδου (ασφ. μέτρων). Η ταυτοποίηση του επίδικου, αν αφορά ακίνητο, μπορεί να γίνει και με την αποτύπωσή του σε τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα, από το οποίο να προκύπτει, εκτός από το σχήμα των πλευρών του, η θέση του, ο προσανατολισμός του και το εμβαδόν του, εφόσον το σχεδιάγραμμα αυτό ενσωματώνεται στο δικόγραφο της αγωγής ή της αίτησης 156/2005 Πολ.Πρ.Ρόδου (ασφ. μέτρων). Αν το επίδικο αποτελεί μονάδα από σύνολο όμοιων αντικειμένων, πρέπει να ταυτοποιείται ποιό ακριβώς αντικείμενο είναι το αντικείμενο της νομής 156/2005 Πολ.Πρ.Ρόδου (ασφ. μέτρων)
  • 2) Οι μερικότερες διακατοχικές πράξεις του αιτούντα τη νομή, από τις οποίες προκύπτει η άσκηση φυσικής εξουσίασης πάνω στο πράγμα, και η πραγμάτωση της θέλησής του αιτούντα να εξουσιάζει το πράγμα με διάνοια κυρίου 156/2005 Πολ.Πρ.Ρόδου (ασφ. μέτρων). Αν οι πράξεις αυτές αμφισβητούνται, πρέπει να αποδεικνύονται 156/2005 Πολ.Πρ.Ρόδου (ασφ. μέτρων).
  • 3) Το αν ο καθ'ου η αίτηση ενήργησε, σε ορισμένο χρόνο, πράξεις διατάραξεις της νομής και ποιές συγκεκριμένα ήταν αυτές 156/2005 Πολ.Πρ.Ρόδου (ασφ. μέτρων).
Τα ίδια στοιχεία πρέπει να περιλαμβάνονται και στην ανταίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής, ακόμη και αν αυτή υποβάλλεται προφορικά 156/2005 Πολ.Πρ.Ρόδου (ασφ. μέτρων). Η αοριστία της αίτησης, ή της ανταίτησης, δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων 156/2005 Πολ.Πρ.Ρόδου (ασφ. μέτρων). Φυσική εξουσίαση σε πράγμα υπάρχει όταν ασκούνται πάνω στο πράγμα πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του, έτσι ώστε το πράγμα, κατά την αντίληψη των συναλλαγών, να θεωρείται ότι βρίσκεται κατά τρόπο σταθερό στη διάθεση του νομέα 1237/2013 ΑΠ. Αν κάποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή), και αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου, είναι νομέας του πράγματος 1237/2013 ΑΠάρ.974 ΑΚ. Η νομή, αφού αποκτηθεί, διατηρείται χωρίς να είναι ανάγκη να διατελεί ο νομέας συνεχώς σε σωματική επαφή με το πράγμα, ή να είναι σε συνεχή εγρήγορση και να έχει διαρκώς στραμμένη τη διάνοια κυρίου προς το πράγμα του, αλλά αρκεί να έχει την εποπτεία του πράγματος και τη δυνατότητα άσκησης της φυσικής εξουσίας πάνω σ'αυτό κάθε στιγμή 1237/2013 ΑΠ. Αν το πράγμα βρίσκεται στη νομή κάποιου, και αν αυτός παραδώσει τη νομή με τη βούλησή του σε άλλον, ο άλλος γίνεται νέος νομέας του πράγματος 1237/2013 ΑΠάρ.976 εδ.1 ΑΚ.

Έφεση επί ασφαλιστικών μέτρων νομής

Στις αποφάσεις για ασφαλιστικά μέτρα νομής επιτρέπεται έφεση, εντός προθεσμίας 10 ημερών από την επίδοση της απόφασηςάρ.734 παρ.3 ΚΠολΔ. Στα ασφαλιστικά μέτρα νομής, η προθεσμία έφεσης και η κατάθεση έφεσης δεν έχουν αυτοδίκαια ανασταλτικό αποτέλεσμα για την εκτελεστότητα της απόφασηςάρ.734 παρ.4 ΚΠολΔ. Ο διάδικος που ηττήθηκε μπορεί να αιτηθεί την αναστολή της εκτελεστότηταςάρ.734 παρ.4 ΚΠολΔάρ.912 ΚΠολΔ. Αν ο εκκαλών ερημοδικήσει στην κατ'έφεση δίκη επί ασφαλιστικών μέτρων, η έφεσή του απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη 127/2012 Εφ.Λάρισας 222/2006 Πολ.Πρ.Λάρισας 2151/1997 Πολ.Πρ.Πειραιώς.

Παραγραφή απαίτησης ασφαλιστικών μέτρων νομής

Οι απαιτήσεις από την αποβολή ή διατάραξη της νομής παραγράφονται ένα έτος μετά την αποβολή ή την διατάραξηάρ.992 ΑΚ 156/2005 Πολ.Πρ.Ρόδου (ασφ. μέτρων). Η παραγραφή διακόπτεται από τις αιτίες που αναφέρονται στα άρθρα 255 έως 270 ΑΚ 156/2005 Πολ.Πρ.Ρόδου (ασφ. μέτρων). Η παραγραφή δεν διακόπτεται από την άσκηση ασφαλιστικών μέτρων, ούτε από την εκδίκασή τους σε πρώτο και σε δεύτερο βαθμό 156/2005 Πολ.Πρ.Ρόδου (ασφ. μέτρων).

Κύρια αγωγή νομής

Κύρια αγωγή όσον αφορά τα ασφαλιστικά μέτρα νομής αποτελεί η αγωγή με αντικείμενο τη δεσμευτική διάγνωση της αξιούμενης νομής, και όχι της κυριότητας 7217/2007 Εφ.Αθηνών. H αγωγή νομής και η διεκδικητική έχουν διαφορετικό αντικείμενο 7217/2007 Εφ.Αθηνών.

Επικείμενος κίνδυνος και επείγουσα περίπτωση

Επικείμενος κίνδυνος είναι αυτός που αν δεν αποτραπεί θα καταστεί ανέφικτη η πραγμάτωση της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του καθ'ου - οφειλέτη 1624/2005 Ειρ.Αθηνών (ασφ. μέτρων). Από μόνη της η αφερεγγυότητα του οφειλέτη δεν αποτελεί επικείμενο κίνδυνο ικανό για την λήψη ασφαλιστικών μέτρων 1624/2005 Ειρ.Αθηνών (ασφ. μέτρων). Επείγουσα περίπτωση υπάρχει όταν υπάρχει ανάγκη προσωρινής απόλαυσης του δικαιώματος 1624/2005 Ειρ.Αθηνών (ασφ. μέτρων). Επείγουσα περίπτωση είναι η ύπαρξη επείγουσας ανάγκης να ενεργοποιηθεί προσωρινά η έννομη σχέση, που αποτελεί την κύρια διαφορά 24/2005 Πολ.Πρ.Χανίων. Επείγουσα περίπτωση δεν αποτελεί
  • ο κίνδυνος "διαπληκτισμών και έριδων", όπως αναφέρεται συχνά σε αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων 127/1973 ΑΠ 1173/1999 Εφ.Αθηνών.
  • η αποτροπή κινδύνου στο απώτερο μέλλον ή γενικώς η ρύθμιση κατάστασης στο απώτερο μέλλον 1624/2005 Ειρ.Αθηνών (ασφ. μέτρων) 3016/1978 Μον.Πρ.Πειραιώς. Τέτοιον κίνδυνο στο απώτερο μέλλον προβάλλει η αιτηση ασφαλιστικών μέτρων αν βασίζεται πχ σε πιθανολόγηση ότι θα γίνει δεκτή ήδη ασκηθείσα αγωγή του αιτούντος κατά του καθ'ου 1624/2005 Ειρ.Αθηνών (ασφ. μέτρων).
Ανάγκη να ρυθμιστεί προσωρινά η κατάσταση, επί ασφαλιστικών νομής, υπάρχει όταν οποιαδήποτε καθυστέρηση θα επιφέρει ουσιώδη βλάβη στο αντικείμενο της νομής 24/2005 Πολ.Πρ.Χανίων, ή έστω υπάρχει επείγουσα ανάγκη χρήσης του 24/2005 Πολ.Πρ.Χανίων.

Διατακτικό απόφασης ασφαλιστικών μέτρων

Το δικαστήριο διατάσσει ό,τι κρίνει αναγκαίο στη συγκεκριμένη περίπτωση (πχ. παράλειψη ενέργειας των καθ'ων & συντηρητική κατάσχεση & δημοσίευση απόφασης εκ μέρους των καθ'ων ή επί παράλειψη των καθ'ων δημοσίευση με έξοδα αιτούντος 9313/2015 Μον.Πρ.Αθηνών (ασφ. μέτρα)). Η επίδειξη, από τη ΔΟΥ, εγγράφου φορολογικής φύσης τρίτου, πέραν του αιτούντος, (φορολογικής δήλωσης, φορολογικών στοιχείων, εκθέσεων, πράξεων προσδιορισμού αποτελεσμάτων, φύλλων ελέγχου) προσκρούει στο φορολογικό απόρρητο του τρίτου, και η σχετική αίτηση είναι νόμω αβάσιμη και απορριπτέα 2048/2009 Μον.Πρ.Ρόδου (ασφ. μέτρα).

Εκτέλεση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων

Η απόφαση εκτελεστικών μέτρων εκτελείται χωρίς να εκδοθεί απόγραφοάρ.700 παρ.2 εδ.1 ΚΠολΔ. Πριν την εκτέλεση της απόφασης απαιτείται επίδοση επιταγής, και παρέλευση 24 ωρών από την επίδοσηάρ.700 παρ.2 εδ.2 ΚΠολΔ 2060/2010 ΑΠ Ποιν.Τμ.,
  • αν το δικαστήριο επιδικάσει προσωρινά απαιτήσειςάρ.700 παρ.2 εδ.2 ΚΠολΔάρ.728 ΚΠολΔ, ή
  • αν το δικαστήριο διατάξει την ενέργεια, παράληψη ή ανοχή πράξηςάρ.700 παρ.2 εδ.2 ΚΠολΔάρ.731 ΚΠολΔ, ή
  • αν το δικαστήριο διατάξει μέτρο για εξασφάλιση ή διατήρηση δικαιώματος ή για τη ρύθμιση κατάστασηςάρ.700 παρ.2 εδ.2 ΚΠολΔάρ.732 ΚΠολΔ, ή
  • αν το δικαστήριο διατάξει μέτρο για τη ρύθμιση των σχέσεων των συζύγων από τον γάμο ή των σχέσεων γονέων και τέκνωνάρ.700 παρ.2 εδ.2 ΚΠολΔάρ.735 ΚΠολΔ, ή
  • αν πρόκειται για υποθέσεις νομής ή κατοχήςάρ.700 παρ.2 εδ.2 ΚΠολΔάρ.733 ΚΠολΔ.
Διαφορετικά η απόφαση εκτελείται χωρίς να απαιτείται προηγούμενη κοινοποίηση του αντιγράφου τηςάρ.700 παρ.2 εδ.1 ΚΠολΔ. Η διάταξη της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων που αφορά στα δικαστικά έξοδα εκτελείται μετά από επίδοση αντιγράφου της απόφασης στον αντίδικο, και παρέλευση 24 ωρών από την επίδοση, χωρίς την έκδοση απογράφου, μόνο με το αντίγραφο της απόφασηςάρ.700 παρ.4 ΚΠολΔ.

Εκτέλεση προσωρινής διαταγής

Η προσωρινή διαταγή εκτελεται αμέσως, δηλαδή χωρίς την τήρηση προδικασίας, χωρίς την έκδοση απογράφου, χωρίς κοινοποίηση αντιγράφου στον καθ'ου η εκτέλεση, χωρίς προηγούμενη επίδοση επιταγής και χωρς πάροδο προθεσμίας 2060/2010 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Κατάλυση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων

Κατάλυση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων υπάρχει
  • όταν η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων αποδυναμώνεται αυτοδίκαια 75/2014 ΑΠάρ.693 παρ.2 ΚΠολΔάρ.694 παρ.2 ΚΠολΔάρ.715 παρ.5 ΚΠολΔάρ.727 ΚΠολΔάρ.729 παρ.5 ΚΠολΔάρ.730 παρ.1 ΚΠολΔ,
  • όταν η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ανακαλείται ή μεταρρυθμίζεται με δικαστική απόφαση 75/2014 ΑΠάρ.696 ΚΠολΔάρ.697 ΚΠολΔάρ.698 παρ.2 ΚΠολΔάρ.702 παρ.2 εδ.2 ΚΠολΔ,
  • όταν η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων προσωρινής ρύθμισης της νομής ή κατοχής εξαφανίζεται ύστερα από έφεση 75/2014 ΑΠάρ.734 παρ.3 ΚΠολΔ,
  • όταν ο καθ'ου τα ασφαλιστικά μετρα συμμορφώνεται εκούσια με το περιεχόμενο της απόφασης, οπότε αναλώνεται το περιεχόμενο της απόφασης 75/2014 ΑΠ,
  • όταν ο καθ'ου τα ασφαλιστικά μέτρα συμμορφώνεται μετά από αναγκαστική εκτέλεση με το περιεχόμενο της απόφασης, οπότε αναλώνεται το περιεχόμενο της απόφασης 75/2014 ΑΠ,
  • όταν το περιεχόμενο της απόφασης αναλώνεται εκ των πραγμάτων 75/2014 ΑΠ.
Αν η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων αποδυναμωθεί, δεν υπάρχει έννομο συμφέρον για την ανάκληση ή μεταρρύθμισή της 75/2014 ΑΠ. Η αυτοδίκαιη άρση του ασφαλιστικού μέτρου συνεπάγεται την παύση της ισχύς της απόφασης, είτε έχει εκτελεστεί είτε όχι 75/2014 ΑΠ. Η αυτοδίκαιη άρση του ασφαλιστικού μέτρου συνεπάγεται την αποδυνάμωση ως εκτελεστού τίτλου της απόφασης που το διέταξε, εκτός από τη διάταξη περί δικαστικής δαπάνης 75/2014 ΑΠ. Η αποδυνάμωση της απόφασης επέρχεται αυτοδίκαια και δεν απαιτείται δικαστική βεβαίωση της αποδυνάμωσης 75/2014 ΑΠ. Η τελεσίδικη επιδίκαση ή αποδίκαση του ουσιαστικού δικαιώματος αποτελεί λόγο ανάκλησης μόνο, και όχι αυτοδίκαιης αποδυνάμωσης, της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων 75/2014 ΑΠ. Αν μετά την τελεσίδικη αποδίκαση του ουσιαστικού δικαιώματος και πριν να ανακληθεί η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων επιχειρηθεί η εκτέλεση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, η εκτέλεση αποκρούεται ως καταχρηστική 75/2014 ΑΠ. Η εκτέλεση της απόφασης για την κύρια υπόθεση δεν εμποδίζεται από την ύπαρξη απόφασης ασφαλιστικών μέτρων για την κύρια υπόθεση 75/2014 ΑΠ. Η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων που οδηγεί σε πλήρη ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματοςάρ.692 παρ.4 ΚΠολΔ, ή προσβάλλει δικαιώματα τρίτωνάρ.692 παρ.5 ΚΠολΔ, εξακολουθεί να έχει ισχύ μέχρι την ανάκλησή της 75/2014 ΑΠ. Η κατάλυση της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων μόνο κατ'εξαίρεση έχει αναδρομικά αποτελέσματα, δηλαδή αν η απόφαση αφορά προσημείωση υποθήκης, ή αν η απόφαση αφορά ασφαλιστικά μέτρα νομής ή κατοχής και εξαφανίστηκε μετά από έφεση 75/2014 ΑΠ. Η κατάλυση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων δεν θίγει την αρχική νομιμότητα των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά τη νομιμότητα της διατήρησής τους 75/2014 ΑΠ. Η κατάλυση της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων καταλύει και το δεδικασμένο της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, αλλά μόνο για το μέλλον, όχι αναδρομικά 75/2014 ΑΠ. Αν η υπερημερία σχετικά με απαίτηση είχε αποτραπεί βάσει απόφασης ασφαλιστικών μέτρων η οποία απαγόρευε την εκπλήρωση της ληξιπρόθεσμης παροχής, η υπερημερία επανέρχεται από την τελεσίδικη αποδίκαση του ουσιαστικού δικαιώματος, ακόμη και αν δεν ανακληθεί η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων 75/2014 ΑΠ.
GREEKLAW

ΑΓΡΟΜΙΣΘΩΣΗ: Υποχρεώσεις Υποχρεώσεις εκμισθωτή Υποχρεώσεις μισθωτή Ειδικά η καταβολή μισθωμάτων Παραγραφή μισθωμάτων Δικαιώματα Δικαιώματα του εκμισθωτή Καθυστέρηση μισθωμάτων - Καταγγελία της μίσθωσης κατόπιν προθεσμίας καταβολής Εκποίηση του μισθίου - Καταγγελία της μίσθωσης Θάνατος του μισθωτή και ακατάλληλοι κληρονόμοι - Καταγγελία της μίσθωσης Αρχική διατίμηση εξοπλισμού - Απόδοση εξοπλισμού, αποζημίωση ή απόδοση διαφοράς Ενέχυρο του εκμισθωτή Δικαιώματα του μισθωτή Βελτιώσεις και έκτακτες επισκευές - Αποζημίωση Παράδοση προϊόντων του κτήματος - Αποζημίωση Κατασκευές στο μίσθιο - Αφαίρεση κατασκευασμάτων Καρποί που δεν έχουν αποχωριστεί - Απόδοση δαπανών Δικαιώματα των κληρονόμων του αποβιώσαντος μισθωτή Θάνατος του μισθωτή - Καταγγελία της μίσθωσης από τους κληρονόμους Δαπάνες Λήξη της μίσθωσης και προθεσμία καταγγελίας Μίσθωση κτηνών Εφαρμογή επί παρόμοιων μισθώσεων

Next: ΜΙΣΘΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΜΙΣΘΩΣΗ Παραγραφή μισθωμάτων Καταγγελία και λήξη της μίσθωσης Έννοια καταγγελίας Λήξη επί μίσθωσης ορισμένου/ αορίστου χρόνου Δικαιώματα του εκμισθωτή Καθυστέρηση μισθωμάτων - Καταγγελία και αποζημίωση πρόωρης λύσης της σύμβασης Καθυστέρηση μισθωμάτων ακινήτου - Ενέχυρο στα εισκομισθέντα Πάροδος μισθωτικής περιόδου τριάντα ετών - Καταγγελία κατά τις διατυπώσεις περί λήξης μίσθωσης αορίστου χρόνου Σπουδαίος λόγος που καθιστά δυσβάσταχτη την συνέχιση της μίσθωσης - Καταγγελία Αμελής μεταχείριση, ανάρμοστη συμπεριφορά - Καταγγελία και αποζημίωση πρόωρης λύσης της σύμβασης Μη έγκαιρη ειδοποίηση περί ελλατώματος ή αντιποίησης δικαιώματος από τρίτο - Αποζημίωση Παρακράτηση του μισθίου - Αποζημίωση Δικαιώματα του μισθωτή Έλλειψη ιδιότητας, πραγματικό ή νομικό ελάττωμα - Μείωση ή μη καταβολή του μισθώματος/ Αποζημίωση λόγω μη εκτέλεσης της σύμβασης Μη παραχώρηση ή αφαίρεση χρήσης - Καταγγελία Κατοικία επικίνδυνη για την υγεία του μισθωτή ή οικείων - Καταγγελία Μετάθεση δημοσίου υπαλλήλου - Καταγγελία κατά τις διατάξεις για λήξη μίσθωσης αορίστου χρόνου Πάροδος μισθωτικής περιόδου τριάντα ετών - Καταγγελία κατά τις διατυπώσεις περί λήξης μίσθωσης αορίστου χρόνου Σπουδαίος λόγος που καθιστά δυσβάσταχτη την συνέχιση της μίσθωσης - Καταγγελία της μίσθωσης Δικαιώματα πέραν των αρχικών μερών Της συζύγου του αποβιώσαντος μισθωτή και των κληρονόμων του Του νέου κτήτορα μισθωμένου ακινήτου Του υπερθεματιστή ακινήτου που μισθώθηκε μετά την κατάσχεση Ισχύς πράξεων του αρχικού κυρίου έναντι νέου κτήτορα, ενυπόθηκων δανειστών Υπομίσθωση Δαπάνες, βάρη, φόροι, φθορές και μεταβολές Ανακεφαλαίωση: Δικαιώματα και υποχρεώσεις τρίτων από τη μίσθωση Αγωγή απόδοσης μισθίου χωρίς πιστοποιητικό ΔΟΥ
Previous: Τα ασφαλιστικά μέτρα είναι αποφάσεις που έχουν περιορισμένη χρονική ισχύ άρ.695 ΚΠολΔ. Τα ασφαλιστικά μέτρα διατάζονται, μεταρρυθμίζονται και ανακαλούνται Ο σκοπός του ασφαλιστικού μετρου είναι Παράσταση με δικηγόρο Καθ'ύλην αρμοδιότητα Κατά τόπον αρμοδιότητα Κατάθεση αίτησης και συζήτηση Ανταίτηση Παρέμβαση Προθεσμία άσκησης κύριας αγωγής Ασφαλιστικά μέτρα νομής Περιεχόμενο αίτησης ασφαλιστικών μετρων νομής Έφεση επί ασφαλιστικών μέτρων νομής Παραγραφή απαίτησης ασφαλιστικών μέτρων νομής Κύρια αγωγή νομής Επικείμενος κίνδυνος και επείγουσα περίπτωση Διατακτικό απόφασης ασφαλιστικών μέτρων Εκτέλεση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων Εκτέλεση προσωρινής διαταγής Κατάλυση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων
$
0
0
ΑΓΡΟΜΙΣΘΩΣΗ:

Υποχρεώσεις

Υποχρεώσεις εκμισθωτή

Ο εκμισθωτής υποχρεούται να παραχωρήσει την χρήση του μισθίου και την κάρπωσή του, με τους όρους της τακτικής εκμετάλλευσηςαρ.619 ΑΚ.

Υποχρεώσεις μισθωτή

Ο μισθωτής υποχρεούται να
  • καταβάλλει το μίσθωμα αρ.619 ΑΚαρ.620 ΑΚαρ.574 ΑΚ,
  • να εκμεταλλεύεται το μίσθωμα με επιμέλεια και σύμφωνα με τον προορισμό του (ιδίως να φροντίζει για την διατήρησή του σε καλή κατάσταση, ώστε να είναι παραγωγικό) αρ.623 ΑΚ,
  • να αποδώσει, στο τέλος της μίσθωσης, το μίσθιο και τα πράγματα που περιλαμβάνονται σ'αυτό (ιδίως εργαλεία, κτήνη και λιπάσματα). Το μίσθιο πρέπει να αποδοθεί στην κατάσταση που αυτό θα βρίσκονταν αν κατά τη διάρκεια της μίσθωσης είχε γίνει τακτική εκμετάλλευσή του αρ.629 ΑΚ,
  • να αποδώσει, στο τέλος της μίσθωσης, εξοπλισμό της ίδιας ποιότητας και αξίας ή να αποκαταστήσει τη διαφορά από την μειωμένη αξία αν περέλαβε διατιμημένα τα πράγματα που ανήκουν στον εξοπλισμό του μισθίου αρ.630 ΑΚ,
  • να ενημερώνει και να ζητά την συναίνεση του εκμισθωτή για μεταβολές του υφιστάμενου τρόπου εκμετάλλευσης που θα την επηρεάσουν σημαντικά πέρα από το χρόνο της μίσθωσης αρ.623 εδ.2 ΑΚ
  • να ενημερώνει και να ζητά την συναίνεση του εκμισθωτή για να παραχωρήσει την χρήση ή να υπεκμισθωσει, εκτός αν υπάρχει αντίθετη σύμβαση ή επιτόπια συνήθειααρ.624 ΑΚ
  • να αφήσει από τα προϊόντα του κτήματος (ιδίως από το σπόρο, το χόρτο και το λίπασμα) όση ποσότητα απαιτείται για την τακτική καλλιέργεια του κτήματος ως τη νέα σοδειάαρ.636 ΑΚ

Ειδικά η καταβολή μισθωμάτων

Το μίσθωμα καταβάλλεται στο τέλος του μισθωτικού έτους, εκτός αν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή επιτόπια συνήθεια αρ.625 ΑΚ. Ο μισθωτής μπορεί να ελαττώσει το μίσθωμα αν η πρόσοδος του μισθίου μειώθηκε σημαντικά πριν την συγκομιδή ή ύστερα απ'αυτήν εξαιτίας γεγονότων ανωτέρας βίας. Προκαταβολική παραίτηση από το δικαίωμα αυτό είναι άκυρη. Ελάττωση του μισθώματος δεν μπορεί να γίνει αν η μείωση καλύφθηκε με άλλο τρόπο (ιδιαίτερα με ασφαλιστική σύμβαση)αρ.627 ΑΚ

Παραγραφή μισθωμάτων

Τα μισθώματα κάθε είδους παραγράφονται σε πέντε χρόνιααρ.250 περ.16 ΑΚ. Δείτε ειδικότερα για την έναρξη της παραγραφής, την αναστολή και διακοπή στο λήμμα της παραγραφής.

Δικαιώματα

Δικαιώματα του εκμισθωτή

Καθυστέρηση μισθωμάτων - Καταγγελία της μίσθωσης κατόπιν προθεσμίας καταβολής

Ο εκμισθωτής έχει δικαίωμα καταγγελίας της αγρομίσθωσης έναντι μισθωτή που καθυστερεί ολικά ή μερικά κάποιο μίσθωμα, αφού του τάξει προθεσμία για την σχετική καταβολή. Η προθεσμία είναι δύο μηνών, και δεν μπορεί να συμφωνηθεί μικρότερηαρ.628 ΑΚαρ.597 ΑΚαρ.598 ΑΚ.

Εκποίηση του μισθίου - Καταγγελία της μίσθωσης

Ο νέος κτήτορας πρέπει να καταγγείλει την μίσθωση τουλάχιστον έξι μήνες πριν, η δε καταγγελία ισχύει για το τέλος της γεωργικής περιόδου
  • αν η μίσθωση δεν αποδεικνύεται από έγγραφο που φέρει βέβαιη χρονολογία, ή
  • αν το έγγραφο της μίσθωσης περιέχει τον όρο, ότι σε περίπτωση εκποίησης του μισθίου ή παραχώρησης εμπράγματου δικαιώματος που αποκλείει τη χρήση του μισθωτή ο νέος κτήτορας θα έχει δικαίωμα να αποβάλει το μισθωτή
αρ.637 ΑΚ 615 ΑΚ.

Θάνατος του μισθωτή και ακατάλληλοι κληρονόμοι - Καταγγελία της μίσθωσης

Αν ο μισθωτής αποβιώσει και οι κληρονόμοι δεν παρέχουν τα εχέγγυα για την κατάλληλη εκμετάλλευση του πράγματος, ο εκμισθωτής έχει δικαίωμα να καταγγείλει την μισθωση πριν από έξι τουλάχιστον μήνες και για το τέλος της γεωργικής περιόδου του μισθίουαρ.632 ΑΚ.

Αρχική διατίμηση εξοπλισμού - Απόδοση εξοπλισμού, αποζημίωση ή απόδοση διαφοράς

Ο μισθωτής έχει υποχρέωση να αποδώσει εξοπλισμό της ίδιας ποιότητας και αξίας ή να αποκαταστήσει τη διαφορά από τη μειωμένη αξία αν τα πράγματα που έλαβε ήταν διατιμημένα, εκτός αν αποδείξει ότι τα πράγματα χάθηκαν, καταστράφηκαν ή χειροτέρεψαν από πταίσμα του εκμισθωτή ή από ανώτερη βίααρ.630 εδ.1, εδ.2 ΑΚ. Ο μισθωτής έχει δικαίωμα στην επιπλέον αξία εφόσον αυτή οφείλεται αποκλειστικά σε δαπάνες και σε εργασία τουαρ.630 εδ.3 ΑΚ.

Ενέχυρο του εκμισθωτή

Το ενέχυρο του εκμισθωτή προς εξασφάλιση του μισθώματος εκτείνεται και στους καρπούς του μισθίου, εφόσον αυτοί δεν είναι από τους ακατάσχετουςαρ.626 ΑΚ.

Δικαιώματα του μισθωτή

Βελτιώσεις και έκτακτες επισκευές - Αποζημίωση

Ο μισθωτής δικαιούται σε αποζημίωση για τις βελτιώσεις και τις έκτακτες επισκευές που έγιναν στο μίσθιο εφόσον αύξησαν την παραγωγικότητά τουαρ.622 ΑΚ.

Παράδοση προϊόντων του κτήματος - Αποζημίωση

Ο μισθωτής έχει δικαίωμα να αποζημιωθεί από τον εκμισθωτή για τα προϊόντα του κτήματος (ιδίως το σπόρο, το χόρτο και το λίπασμα) που αφήνει στο κτήμα και απαιτούνται για την τακτική καλλιέργεια του κτήματος ως την νέα σοδειά, αν δεν παρέλαβε τετοια κατά την είσοδό του στο κτήμααρ.636 ΑΚ.

Κατασκευές στο μίσθιο - Αφαίρεση κατασκευασμάτων

Ο μισθωτής έχει δικαίωμα να αφαιρέσει τα κατασκευάσματα που πρόσθεσε στο μίσθιο αρ.622 ΑΚ.

Καρποί που δεν έχουν αποχωριστεί - Απόδοση δαπανών

Ο μισθωτής δεν έχει δικαίωμα στους καρπούς που δεν έχουν ακόμη αποχωριστεί κατά τον χρόνο της λύσης, αν η μίσθωση λύθηκε κατά τη διάρκεια του μισθωτικού έτους, έχει όμως δικαίωμα να απαιτήσει τις δαπάνες από την παραγωγή τους, εφόσον δεν υπερβαίνουν την αξία των καρπώναρ.631 ΑΚ.

Δικαιώματα των κληρονόμων του αποβιώσαντος μισθωτή

Θάνατος του μισθωτή - Καταγγελία της μίσθωσης από τους κληρονόμους

Οι κληρονόμοι του μισθωτή έχουν δικαίωμα να καταγγείλουν την μισθωση πριν από έξι τουλάχιστον μήνες και για το τέλος της γεωργικής περιόδου του μισθίουαρ.632 ΑΚ.

Δαπάνες

Ο μισθωτής βαρύνεται με τις δαπάνες για την τακτική εκμετάλλευση του πράγματος (ιδίως για την καλλιέργεια), και, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή επιτόπια συνήθεια, με τις δαπάνες που απαιτούνται για την τακτική χρήση και κάρπωση, για την συντήρηση των οικημάτων, αποθηκών, δρόμων, τάφρων ή περιφραγμάτωναρ.621 ΑΚ.

Λήξη της μίσθωσης και προθεσμία καταγγελίας

Η μίσθωση δεν μπορεί να συνομολογηθεί για χρονικό διάστημα συντομότερο από τέσσερα χρόνια αρ.634 ΑΚ. Συμφωνία για συντομότερο διάστημα ισχύει για τέσσερα χρόνιααρ.634 ΑΚ. Κατ'εξαίρεση η αγρομίσθωση για την καλλιέργεια καπνού μπορεί να συνομολογηθεί και για μία μόνο καλλιεργητική περίοδοαρ.113 ΕισΝΑΚ. Η μίσθωση ορισμένου χρόνου λογίζεται ότι ανανεώθηκε για ένα έτος από τη συμφωνημένη λήξη, αν δεν έγινε καταγγελία από το ένα μέρος έξι τουλάχιστον μήνες πριν από τη λήξηαρ.633 ΑΚ. Μίσθωση αορίστου χρόνου για την οποία δεν συμφωνήθηκε χρόνος λήξης μπορεί να λήξει με κατάγγελία καθενός από τα μέρη που γίνεται μετά τα πρώτα τέσσερα έτη, τουλάχιστον πριν από έξι μήνες και ισχύει για το τέλος της γεωργικής περιόδου αρ.635 ΑΚΟ μισθωτής που είναι δημόσιος υπάλληλος δεν έχει αντίστοιχο δικαίωμα καταγγελίας αγρομίσθωσης σε οποιονδήποτε χρόνο εξαιτίας της μετάθεσής του αρ.628 εδ.2 ΑΚαρ.613 ΑΚ.

Μίσθωση κτηνών

Επί μίσθωσης κτηνών που δεν περιλαμβάνονται στην μίσθωση αγροτικού κτήματος, το μαλλί και η γόνη μοιράζονται μισά μισά και στα δυο μέρη, ενώ τα υπόλοιπα ωφελήματα ανήκουν στον μισθωτή. Ο μισθωτής φέρει την δαπάνη της διατροφής αρ.639 ΑΚ. Η τυχαία απώλεια όλων των κτηνών βαρύνει τον εκμισθωτή, εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο από την σύμβαση ή την επιτόπια συνήθεια. Η απώλεια μέρους μόνο των κτηνών αναπληρώνεται από τη γόνη των επόμενων ετών. Στη μίσθωση κτηνών εφαρμόζονται ανάλογα οι γενικές διατάξεις για τη μίσθωση πράγματος αρ.640 ΑΚ.

Εφαρμογή επί παρόμοιων μισθώσεων

Οι διατάξεις για τη μίσθωση αγροτικού κτήματος, πλην των άρθρων 632 ως 637 ΑΚ έχουν ανάλογη εφαρμογή και σε μισθώσεις όπου με αντάλλαγμα την καταβολή του μισθώματος πραχωρείται η χρήση άλλου πράγματος ή δικαιώματος και η κάρπωσή του κατά τους κανόνες της τακτικής εκμετάλλευσηςαρ.638 ΑΚ.

greeklaw

ΜΙΣΘΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΜΙΣΘΩΣΗ Παραγραφή μισθωμάτων Καταγγελία και λήξη της μίσθωσης Έννοια καταγγελίας Λήξη επί μίσθωσης ορισμένου/ αορίστου χρόνου Δικαιώματα του εκμισθωτή Καθυστέρηση μισθωμάτων - Καταγγελία και αποζημίωση πρόωρης λύσης της σύμβασης Καθυστέρηση μισθωμάτων ακινήτου - Ενέχυρο στα εισκομισθέντα Πάροδος μισθωτικής περιόδου τριάντα ετών - Καταγγελία κατά τις διατυπώσεις περί λήξης μίσθωσης αορίστου χρόνου Σπουδαίος λόγος που καθιστά δυσβάσταχτη την συνέχιση της μίσθωσης - Καταγγελία Αμελής μεταχείριση, ανάρμοστη συμπεριφορά - Καταγγελία και αποζημίωση πρόωρης λύσης της σύμβασης Μη έγκαιρη ειδοποίηση περί ελλατώματος ή αντιποίησης δικαιώματος από τρίτο - Αποζημίωση Παρακράτηση του μισθίου - Αποζημίωση Δικαιώματα του μισθωτή Έλλειψη ιδιότητας, πραγματικό ή νομικό ελάττωμα - Μείωση ή μη καταβολή του μισθώματος/ Αποζημίωση λόγω μη εκτέλεσης της σύμβασης Μη παραχώρηση ή αφαίρεση χρήσης - Καταγγελία Κατοικία επικίνδυνη για την υγεία του μισθωτή ή οικείων - Καταγγελία Μετάθεση δημοσίου υπαλλήλου - Καταγγελία κατά τις διατάξεις για λήξη μίσθωσης αορίστου χρόνου Πάροδος μισθωτικής περιόδου τριάντα ετών - Καταγγελία κατά τις διατυπώσεις περί λήξης μίσθωσης αορίστου χρόνου Σπουδαίος λόγος που καθιστά δυσβάσταχτη την συνέχιση της μίσθωσης - Καταγγελία της μίσθωσης Δικαιώματα πέραν των αρχικών μερών Της συζύγου του αποβιώσαντος μισθωτή και των κληρονόμων του Του νέου κτήτορα μισθωμένου ακινήτου Του υπερθεματιστή ακινήτου που μισθώθηκε μετά την κατάσχεση Ισχύς πράξεων του αρχικού κυρίου έναντι νέου κτήτορα, ενυπόθηκων δανειστών Υπομίσθωση Δαπάνες, βάρη, φόροι, φθορές και μεταβολές Ανακεφαλαίωση: Δικαιώματα και υποχρεώσεις τρίτων από τη μίσθωση Αγωγή απόδοσης μισθίου χωρίς πιστοποιητικό ΔΟΥ

Next: Στην καταδολίευση δανειστών ο οφειλέτης, θέλοντας να αποποιηθεί των οφειλών τους, μεταβιβάζει την περιουσία του σε τρίτους, ώστε οι δανειστές να μην βρίσκουν περιουσία στο όνομα του οφειλέτη, και να μην μπορούν να προχωρήσουν σε κατάσχεση. Κατά της τακτικής αυτής, ο δανειστής έχει δύο επιλογές, την αγωγή διάρρηξης της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης και την αγωγή σωρευτικής αναδοχής χρέους. Αγωγή διάρρηξης της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης Παραγραφή αγωγής διάρρηξης απαλλοτρίωσης Παράνομη ενέργεια, αλλά όχι αδικοπραξία Ποινική ευθύνη από καταδολιευτική απαλλοτρίωση Αγωγή αναδοχής χρέους
Previous: ΑΓΡΟΜΙΣΘΩΣΗ: Υποχρεώσεις Υποχρεώσεις εκμισθωτή Υποχρεώσεις μισθωτή Ειδικά η καταβολή μισθωμάτων Παραγραφή μισθωμάτων Δικαιώματα Δικαιώματα του εκμισθωτή Καθυστέρηση μισθωμάτων - Καταγγελία της μίσθωσης κατόπιν προθεσμίας καταβολής Εκποίηση του μισθίου - Καταγγελία της μίσθωσης Θάνατος του μισθωτή και ακατάλληλοι κληρονόμοι - Καταγγελία της μίσθωσης Αρχική διατίμηση εξοπλισμού - Απόδοση εξοπλισμού, αποζημίωση ή απόδοση διαφοράς Ενέχυρο του εκμισθωτή Δικαιώματα του μισθωτή Βελτιώσεις και έκτακτες επισκευές - Αποζημίωση Παράδοση προϊόντων του κτήματος - Αποζημίωση Κατασκευές στο μίσθιο - Αφαίρεση κατασκευασμάτων Καρποί που δεν έχουν αποχωριστεί - Απόδοση δαπανών Δικαιώματα των κληρονόμων του αποβιώσαντος μισθωτή Θάνατος του μισθωτή - Καταγγελία της μίσθωσης από τους κληρονόμους Δαπάνες Λήξη της μίσθωσης και προθεσμία καταγγελίας Μίσθωση κτηνών Εφαρμογή επί παρόμοιων μισθώσεων
$
0
0

ΜΙΣΘΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΜΙΣΘΩΣΗ 

Παραγραφή μισθωμάτων

Τα μισθώματα κάθε είδους έχουν πενταετή προθεσμία παραγραφής. Η προθεσμία ξεκινά από την 1η ημέρα του επόμενου έτους από αυτό στο οποίο γεννήθηκε η αξίωση και μπορούσε να επιδιωχθεί δικαστικάαρ.250 περ.16 ΑΚαρ.251 ΑΚαρ.253 ΑΚ. Και οι...
καθυστερούμενες πρόσοδοι έχουν πενταετή παραγραφήαρ.250 περ.17 ΑΚ. Στις καθυστερούμενες προσόδους περιλαμβάνονται και καρποί φυσικοί ή πολιτικοί και ωφελήματα, τα οποία παρέχει η χρησιμοποίηση του πράγματος, καθώς και η αξίωση του κυρίου κατά του κακόπιστου νομέα και κατόχου περί απόδοσης σε αυτόν των ωφελημάτων που έχουν εξαχθεί από το πράγμα το οποίο κατέχεται χωρίς δικαίωμα 28/2010 ΑΠ.

Καταγγελία και λήξη της μίσθωσης

Έννοια καταγγελίας

Με την καταγγελία αίρεται για το μέλλον η μισθωτική σχέση και επιστρέφεται το μίσθωμα που τυχόν προκαταβλήθηκε για το χρόνο μετά την καταγγελία. Αυτός που έχει δικαίωμα να καταγγείλει δεν έχει υποχρέωση σε αποζημίωση εξαιτίας της καταγγελίαςαρ.585 ΑΚ.

Λήξη επί μίσθωσης ορισμένου/ αορίστου χρόνου

Για την λήξη σύμβασης ορισμένου χρόνου αρκεί η πάροδος του συμφωνημένου χρόνου. Μετά την πάροδο του συμφωνημένου χρόνου, η μίσθωση μπορεί να συνεχίσει να ισχύει ως μίσθωση αορίστου χρόνου, εφόσον ο μισθωτής εξακολουθεί να χρησιμοποιεί το μίσθιο και ο εκμισθωτής το γνωρίζει χωρίς να εναντιώνεταιαρ.608 ΑΚαρ.611 ΑΚ. Για την λήξη σύμβασης αορίστου χρόνου απαιτείται καταγγελία από τουλάχιστον έναν συμβαλλόμενο. Αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, η προθεσμία για την καταγγελία είναι :

Μίσθωση κινητούΜίσθωσηακινήτου
Μίσθωση ανάΠροθεσμία καταγγελίαςΠροθεσμία καταγγελίαςΙσχύς
Ημέρα1 ημέρα πριντουλάχιστον 1 μέρα πριν
Εβδομάδα3 ημέρες πριντουλάχιστον 5 μέρες πρινγια το τέλος της εβδομάδας
Μήνα3 ημέρες πριντουλάχιστον 15 μέρες πρινγια το τέλος του μήνα
Πάνω από μήνα3 ημέρες πριντουλάχιστον 3 μήνες πρινγια το τέλος Μαρτίου, Ιουνίου, Σεπτεμβρίου, Δεκεμβρίου
αρ.608 ΑΚαρ.609 ΑΚαρ.610 ΑΚαρ.613 ΑΚ

Δικαιώματα του εκμισθωτή

Καθυστέρηση μισθωμάτων - Καταγγελία και αποζημίωση πρόωρης λύσης της σύμβασης

Αν ο μισθωτής καθυστερεί ολικά ή μερικά το μίσθωμα, ο εκμισθωτής μπορεί να καταγγείλει την μίσθωση. Η καταγγελία γίνεται ισχυρή μόνο αφού τάξει στον μισθωτή και παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για την σχετική καταβολή. Η προθεσμία είναι δέκα ημερών για μίσθωση μικρότερη του έτους και ενός μηνός για κάθε άλλη μίσθωση. Ο μισθωτής μπορεί να καταστήσει την καταγγελία ανίσχυρη καταβάλλοντας εντός της προθεσμίας τα καθυστερούμένα μισθώματα και τα τυχόν έξοδα της καταγγελίας. Είναι άκυρη κάθε συμφωνία με την οποία συντομεύονται οι ανωτέρω προθεσμίες, ή μόλις ο μισθωτής γίνει υπερήμερος ως προς την πληρωμή του μισθώματος λύνεται η μίσθωση ή παρέχεται στον εκμισθωτή δικαίωμα λύσης της μίσθωσης. Η καταβολή γίνεται στις συμφωνημένες ή συνηθισμένες προθεσμίες και ελλείψει αυτών κατά τη λήξη της μίσθωσης ή μικρότερων συμφωνημένων διαστημάτων. Ο μισθωτής δεν απαλλάσσεται από το μίσθωμα αν εμποδίζεται να χρησιμοποιησει το μίσθωμα από λόγους που αφορούν τον ίδιο. Έχει όμως δικαίωμα να αφαιρέσει από το μίσθωμα κάθετί που ωφελήθηκε ο εκμισθωτής χρησιμοποιώντας το μίσθιο με άλλο τρόπο. Αν το μίσθιο χρησιμεύει ως οικογενειακή στέγη και η χρήση αυτή έχει γνωστοποιηθεί στον εκμισθωτή, ο καταγγέλων εκμισθωτής πρέπει να κοινοποιήσει την καταγγελία και στον/στην σύζυγο στην ίδια προθεσμία, αλλιώς η καταγγελία είναι άκυρη. αρ.594 ΑΚαρ.597 ΑΚαρ.598 ΑΚαρ.612 Α ΑΚΗ υπερημερία περί την καταβολή του μισθώματος τεκμαίρεται από μόνη την παρέλευση άπρακτης της καθορισμένης ημέρας πληρωμής του μισθώματοςπαρ.IV 1371/2005 ΑΠ. Η υπερημερία αίρεται μόνο αν ο μισθωτής επικαλεται και αποδεικνύει εύλογη αιτία καθυστέρησης του μισθώματοςπαρ.IV 1371/2005 ΑΠαρ.341 ΑΚαρ.342 ΑΚ. Ως μίσθωμα θεωρούνται και
  • το τέλος χαρτοσήμουπαρ.IV 1371/2005 ΑΠ, και
  • οι τόκοι υπερημερίας των καθυστερούμενων μισθωμάτων, οι οποίοι τρέχουν με την παρέλευση της δήλης ημέρας ή του χρονικού διαστήματος καταβολής των μισθωμάτων χωρίς όχληση,παρ.IV 1371/2005 ΑΠκαι
  • κάθε άλλη συναφής υποχρέωση του μισθωτηπαρ.IV 1371/2005 ΑΠ, και
  • έξοδα καταγγελίας, τα οποία ο μισθωτής οφείλει να καταβάλει μέσα στην προθεσμία που του τάθχηκε, κατά την οποία δύναται να καταστήσει ανενεργή την καταγγελία της μίσθωσηςπαρ.IV 1371/2005 ΑΠαρ.597 ΑΚαρ.628 ΑΚ.
Αν τα έξοδα καταγγελίας δεν γνωστοποιηθούν στον μισθωτή πριν την παρέλευση της προθεσμίας της καταγγελίας, τα έξοδα καταγγελίας δεν οφείλονταιπαρ.IV 1371/2005 ΑΠ. Αν η καταγγελία γίνει μέσω αγωγής, ως έξοδα καταγγελίας θεωρούνται και το ελάχιστο όριο αμοιβής του δικηγόρου για τη σύνταξη της εξώδικης καταγγελίας, και η αμοιβή του δικαστικού επιμελητή για την επίδοση της αγωγής - καταγγελίαςπαρ.IV 1371/2005 ΑΠ.

Καθυστέρηση μισθωμάτων ακινήτου - Ενέχυρο στα εισκομισθέντα

Αν ο μισθωτής καθυστερεί μισθώματα σε ακίνητο, ο εκμισθωτής έχει ενέχυρο στα εισκομισθέντα. Εισκομισθέντα είναι τα κινητά που δεν είναι από τα ακατάσχετα και που έφεραν μαζί τους στο μίσθιο ο μισθωτής ή ο υπομισθωτής, μαζί με την σύζυγο και τα τέκνα τους που κατοικούν μαζί τους. Το ενέχυρο του εκμισθωτή περιορίζεται
  1. Στα καθυστερούμενα μισθώματα μέχρι δύο έτη πριν την κατάσχεση των πραγμάτων,
  2. Από δικαιώματα τρίτων πάνω στα εισκομισθέντα, ακόμη και αν ο εκμισθωτής είναι καλόπιστος ως προς τα δικαιώματα του μισθωτή πάνω στα πράγματα,
  3. Μέχρι του ποσού των μισθωμάτων που ο υπομισθωτής οφείλει στον υπεκμισθωτή, επί υπομίσθωσης.
Το ενέχυρο του εκμισθωτή καταλύεται
  • Ένα μήνα μετά από την απομάκρυνση των εισκομισθέντων από το μίσθιο, εκτός αν εντός του μήνα έκανε αναγκαστική κατάσχεση ή εκτέλεσε απόφαση συντηρητικής κατάσχεσης ή δικαστικής μεσεγγύησης ή
  • Με παροχή ασφάλειας από τον μισθωτή ως την αξία των πραγμάτων που θέλει να απαλλάξει, είτε για όλα είτε για μερικά πράγματα.
αρ.604 ΑΚαρ.605 ΑΚαρ.606 ΑΚαρ.607 ΑΚ

Πάροδος μισθωτικής περιόδου τριάντα ετών - Καταγγελία κατά τις διατυπώσεις περί λήξης μίσθωσης αορίστου χρόνου

Επί μίσθωσης με συμφωνημένη διάρκεια πέραν των τριάντα ετών ή εφ'όρου ζωής του μισθωτή ή του εκμισθωτή, ο εκμισθωτής μπορεί να καταγγείλει την μίσθωση μετά την πάροδο μισθωτικής περιόδου τριάντα ετών. Η καταγγελία έχει την ίδια προθεσμία και έναρξη ισχύος με την καταγγελία για λήξη μίσθωσης αορίστου χρόνου. Αν το μίσθιο χρησιμεύει ως οικογενειακή στέγη και η χρήση αυτή έχει γνωστοποιηθεί στον εκμισθωτή, ο καταγγέλων εκμισθωτής πρέπει να κοινοποιήσει την καταγγελία και στον/στην σύζυγο στην ίδια προθεσμία, αλλιώς η καταγγελία είναι άκυρη.

Σπουδαίος λόγος που καθιστά δυσβάσταχτη την συνέχιση της μίσθωσης - Καταγγελία

Αν συντρέχει σπουδαίος λόγος που καθιστά δυσβάσταχτη την συνέχιση της μίσθωσης, ο εκμισθωτής μπορεί να την καταγγείλει. Κατά μια άποψη, η εξακολούθηση της μίσθωσης πρέπει να μην είναι αξιώσιμη λόγω περιστατικών που αφορούν τον μισθωτή (χωρίς να απαιτείται πταίσμα του, αρκεί να αφορούν το πρόσωπό του ή το επάγγελμά του) 1839/1986 ΑΠ 1466/1992 ΑΠ 565/1987 Εφ.Πειραιώς 1180/1996 Εφ.Πειραιώς. Κατ'άλλη άποψη, τα σχετικά περιστατικά πρέπει να αφορούν και άτομα πέραν του εκμισθωτή, με εξαιρετικές περιπτώσεις μόνο να αφορούν στα συμφέροντά του, πάντοτε όμως χωρίς πταίσμα του ίδιου 3721/1989 Εφ.Αθηνών. Αν το μίσθιο χρησιμεύει ως οικογενειακή στέγη και η χρήση αυτή έχει γνωστοποιηθεί στον εκμισθωτή, ο καταγγέλων εκμισθωτής πρέπει να κοινοποιήσει την καταγγελία και στον/στην σύζυγο στην ίδια προθεσμία, αλλιώς η καταγγελία είναι άκυρη. αρ.281 ΑΚαρ.288 ΑΚαρ.588 ΑΚαρ.672 ΑΚαρ.766 ΑΚ.

Αμελής μεταχείριση, ανάρμοστη συμπεριφορά - Καταγγελία και αποζημίωση πρόωρης λύσης της σύμβασης

Αν ο μισθωτής
  • δεν μεταχειρίζεται το μίσθιο με επιμέλεια και όπως συμφωνήθηκε, παρά τις διαμαρτυρίες του εκμισθωτή, ή
  • δεν τηρεί την συμπεριφορά που πρέπει ανάμεσα στους άλλους ενοίκους
ο εκμισθωτής μπορεί να καταγγείλει την μίσθωση αμέσως και συγχρόνως να ζητήσει αποζημίωση για την πρόωρη λύση της μίσθωσης. Αν το μίσθιο χρησιμεύει ως οικογενειακή στέγη και η χρήση αυτή έχει γνωστοποιηθεί στον εκμισθωτή, ο καταγγέλων εκμισθωτής πρέπει να κοινοποιήσει την καταγγελία και στον/στην σύζυγο στην ίδια προθεσμία, αλλιώς η καταγγελία είναι άκυρη.

Μη έγκαιρη ειδοποίηση περί ελλατώματος ή αντιποίησης δικαιώματος από τρίτο - Αποζημίωση

Αν ο μισθωτής παραλείψει να γνωστοποιήσει εγκαίρως στον εκμισθωτή ελαττώματα του μισθίου που εμφανίστηκαν κατά την διάρκεια της μίσθωσης ή δικαιώματα που τρίτος αντιποιείται πάνω σ'αυτό, ο εκμισθωτής έχει δικαίωμα αποζημίωσης.

Παρακράτηση του μισθίου - Αποζημίωση

Αν ο μισθωτής παρακρατεί το μίσθιο μετά την λήξη της μίσθωσης, ο εκμισθωτής έχει δικαίωμα αποζημίωσης που ισούται με το συμφωνημένο μίσθωμα για όλο τον χρόνο της παρακράτησης και υπάρχει δυνατότητα απαίτησης και περαιτέρω ζημιώναρ.601 ΑΚ.

Δικαιώματα του μισθωτή

Έλλειψη ιδιότητας, πραγματικό ή νομικό ελάττωμα - Μείωση ή μη καταβολή του μισθώματος/ Αποζημίωση λόγω μη εκτέλεσης της σύμβασης

Ο μισθωτής δικαιούται να ζητήσει μείωση ή την μη καταβολή του τιμήματος επί
Περιστατικό


Χρονικόδιάστημα





Κατά την παράδοση ή κατά τη διάρκεια της μίσθωσηςΚατά τη συνομολόγηγηση της μίσθωσηςΜετά τη συνομολόγηση τηςμίσθωσης
Έλλειψη συμφωνημένης ιδιότηταςΠάνταΠάνταΑν προέκυψε από υπαιτιότητα του εκμισθωτή ήΑν ο εκμισθωτής έγινε υπερήμερος ως προς την άρση
Πραγματικό ή νομικό ελάττωμαΠάνταΑν ο εκμισθωτής το γνώριζε ή όφειλε να το γνωρίζειΑν προέκυψε από υπαιτιότητα του εκμισθωτή ήΑν ο εκμισθωτής έγινε υπερήμερος ως προς την άρση
Διαζευκτικά παρεχόμενο δικαίωμαΌχιΑποζημίωση για την μη εκτέλεση της σύμβασηςΑποζημίωση για την μη εκτέλεση της σύμβασηςΑποζημίωση για την μη εκτέλεση της σύμβασης
Αν μετά την συνομολόγηση της μίσθωσης παρουσιάστηκε έλλειψη ιδιότητας ή πραγματικό ελάττωμα και ο εκμισθωτής γίνει υπερήμερος ως προς την άρση τους, ο μισθωτής μπορεί να επιχειρήσει ο ίδιος την άρση και να αναζητήσει τις δαπάνες. Τα παραπάνω δικαιώματα του μισθωτή αδρανούν όταν πρόκειται για
  1. Ελλειψη συμφωνημένης ιδιότητας, πραγματικά ή νομικά ελαττώματα τα οποία γνώριζε ο μισθωτής κατα τη συνομολόγηση της μίσθωσης.
  2. Έλλειψη συμφωνημένης ιδιότητας ή πραγματικά ελαττώματα όταν ο μισθωτής παρέλαβε ανεπιφύλακτα το μίσθιο γνωρίζοντάς τα.
  3. Πραγματικά ελαττώματα που ο μισθωτής αγνοούσε από βαριά αμέλεια κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης, εκτός αν ο εκμισθωτής υποσχέθηκε ότι δεν υπάρχει ελάττωμα ή αν το αποσιώπησε με δόλο.
Αν η μη παράδοση ή η παρεμπόδιση χρήσης του μισθίου δεν καλύπτεται στις παραπάνω περιπτώσεις, ο μισθωτής μπορεί να απαιτήσει αποζημίωση ή την εκτέλεση της σύμβασης βάσει των γενικών διατάξεων. Στον όρο πραγματικό ελάττωμα περιλαμβάνεται η απαγόρευση χρήσης του μισθίου από δημόσια αρχή και η αδυναμία χορήγησης της απαιτούμενης άδειας 1/2007 ΑΠ. Στον όρο πραγματικό ελάττωμα περιλαμβάνεται η μερική ανάκληση άδειας λειτουργίας καταστήματος. Στην περίπτωση αυτή ο μισθωτής έχει δικαίωμα μείωσης του μισθώματος και όχι μη καταβολής του 40631/2005 Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης. αρ.576 ΑΚαρ.577 ΑΚαρ.578 ΑΚαρ.579 ΑΚαρ.580 ΑΚαρ.581 ΑΚαρ.583 ΑΚαρ.584 ΑΚ

Μη παραχώρηση ή αφαίρεση χρήσης - Καταγγελία

Ο μισθωτής έχει δικαίωμα να καταγγείλει την μίσθωση έναντι του εκμισθωτή αν δεν του παραχωρήθηκε, ολικά ή μερικά, εγκαίρως και ανεμπόδιστη η συμφωνημένη χρήση του μισθίου ή αν του αφαιρέθηκε αργότερα η χρήση που του παραχωρήθηκε. Η καταγγελία ισχύει μετά το πέρας εύλογης προθεσμίας που ο μισθωτής έθεσε στον εκμισθωτή για αποκατάσταση της χρήσης του μισθίου. Η προθεσμία αυτή δεν απαιτείται αν εξαιτίας του λόγου που δικαιολογεί την καταγγελία ο μισθωτής δεν έχει συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασηςαρ.585 ΑΚ. Ο μισθωτής δεν δικαιούται να καταγγείλει την μίσθωση για πραγματικά ή νομικά ελαττώματα ή έλλειψη συμφωνημένης ιδιότητας σε όσες περιπτώσεις δεν ευθύνεται για αυτά ο εκμισθωτήςαρ.586 ΑΚ.

Κατοικία επικίνδυνη για την υγεία του μισθωτή ή οικείων - Καταγγελία

Αν η χρήση του μισθίου, που χρησιμοποιείται ως κατοικία, συνεπάγεται κίνδυνο για την υγεία του μισθωτή ή των οικείων του που συγκατοικούν, ο μισθωτής έχει δικαίωμα καταγγελίας της μίσθωσης. Η καταγγελία δεν απαιτεί προθεσμία, ακόμα κι αν κατά την σύναψη της μίσθωσης ή την παράδοση του μισθίου ο μισθωτής γνώριζε τις επικίνδυνες συνθήκες ή παραιτήθηκε από τα σχετικά δικαιώματά τουαρ.588 ΑΚ.

Μετάθεση δημοσίου υπαλλήλου - Καταγγελία κατά τις διατάξεις για λήξη μίσθωσης αορίστου χρόνου

Ο μισθωτής που είναι δημόσιος υπάλληλος και που μετατέθηκε σε άλλο τόπο, μπορεί, μετά την μετάθεση να καταγγείλει την μίσθωση σύμφωνα με τις διατάξεις για την λήξη μίσθωσης αόριστης διάρκειαςαρ.613 ΑΚ 186/1986 Εφ.Ναυπλίου.

Πάροδος μισθωτικής περιόδου τριάντα ετών - Καταγγελία κατά τις διατυπώσεις περί λήξης μίσθωσης αορίστου χρόνου

Επί μίσθωσης με συμφωνημένη διάρκεια πέραν των τριάντα ετών ή εφ'όρου ζωής του μισθωτή ή του εκμισθωτή, ο εκμισθωτής μπορεί να καταγγείλει την μίσθωση μετά την πάροδο μισθωτικής περιόδου τριάντα ετών. Η καταγγελία έχει την ίδια προθεσμία και έναρξη ισχύος με την καταγγελία για λήξη μίσθωσης αορίστου χρόνου.

Σπουδαίος λόγος που καθιστά δυσβάσταχτη την συνέχιση της μίσθωσης - Καταγγελία της μίσθωσης

Αν συντρέχει σπουδαίος λόγος που καθιστά δυσβάσταχτη την συνέχιση της μίσθωσης, ο μισθωτής μπορεί να την καταγγείλει. Κατά μια άποψη στην νομολογία η εξακολούθηση της μίσθωσης πρέπει να μην είναι αξιώσιμη λόγω περιστατικών που αφορούν τον εκμισθωτή (χωρίς να απαιτείται πταίσμα του, αρκεί να αφορούν το πρόσωπό του ή το επάγγελμά του) 1839/1986 ΑΠ 1466/1992 ΑΠ 565/1987 Εφ.Πειραιώς 1180/1996 Εφ.Πειραιώς. Δεύτερη άποψη αναφέρει ότι τα σχετικά περιστατικά πρέπει να αφορούν και άτομα πέραν του μισθωτή, με εξαιρετικές περιπτώσεις μόνο να αφορούν στα συμφέροντά του, πάντοτε όμως χωρίς πταίσμα του ίδιου 3721/1989 Εφ.Αθηνών. αρ.281 ΑΚαρ.288 ΑΚαρ.588 ΑΚαρ.672 ΑΚαρ.766 ΑΚ

Δικαιώματα πέραν των αρχικών μερών

Της συζύγου του αποβιώσαντος μισθωτή και των κληρονόμων του

Η σύζυγος του αποβιώσαντος μισθωτή υπεισέρχεται αποκλειστικά στις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά του αν αυτή ζει κατά το χρόνο του θανάτου του συζύγου και το μίσθιο
  • Χρησιμοποιούνταν ως τόπος κοινής διαμονής των συζύγων, όσο ζούσε ο σύζυγος ή
  • Είχε παραχωρηθεί δικαστικά στον ένα σύζυγο μετά από διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, κατά το αρ.1393 ΑΚ
Οι κληρονόμοι του μισθωτή, και η σύζυγος, ακόμη και όταν υπεισέρχεται στα δικαιώματα του μισθωτή μετά τον θάνατό του, μπορούν να καταγγείλουν τη μίσθωση, τουλάχιστον τρεις μήνες πριν. Η καταγγελία ισχύει για το τέλος του ημερολογιακού μήνααρ.612 ΑΚ.

Του νέου κτήτορα μισθωμένου ακινήτου

Επί μίσθωσης ακινήτου, αν ο εκμισθωτής μεταβίβασε σε τρίτο την κυριότητα ή παραχώρησε εμπράγματο δικαίωμα που αποκλείει στο μισθωτή την χρήση, αυτός
  1. Υπεισέρχεται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της μίσθωσης, αν η μίσθωση αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας και δεν περιέχει αντίθετη συμφωνία. Έχει ταυτόχρονα υποχρέωση να μην παρεμποδίζει την χρήση εφόσον το εμπράγματο δικαίωμα που του παραχωρήθηκε δεν αποκλείει τη χρήση στο μισθωτή
  2. Μπορεί να καταγγείλει τη μίσθωση πριν από ένα μήνα για μισθώσεις διάρκειας έως και ένα έτος και πριν από δύο μήνες για μισθώσεις μεγαλύτερες του έτους αν η μίσθωση
    • αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας αλλά περιέχει όρο ότι ο νέος κτήτορας θα έχει δικαίωμα να αποβάλει τον μισθωτή ή
    • δεν αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας
Η καταγγελία της μίσθωσης από τον νέο κτήτορα δεν επηρεάζει τα δικαιώματα για αποζημίωση του μισθωτή απέναντι στον εκμισθωτή. Μισθώσεις συμφωνημένες για πάνω απο εννέα έτη ισχύουν απέναντι στον νέο κτήτορα μόνο αν καταρτιστούν με συμβολαιογραφικό έγγραφο και το έγγραφο αυτό μεταγραφεί. αρ.614 ΑΚαρ.615 ΑΚαρ.618 ΑΚ

Του υπερθεματιστή ακινήτου που μισθώθηκε μετά την κατάσχεση

Αν το ακίνητο κατασχέθηκε, ο υπερθεματιστής έχει δικαίωμα να καταγγείλει την μίσθωση που συνάπτει ο οφειλέτης ή ο τρίτος κύριος ή ο νομέας, μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης 997 παρ 1 ΚΠολΔ. Μετά το πέρας της προθεσμίας, δεσμεύεται από την μίσθωση 1/2007 Ειρ.Κυπαρισσίας.

Ισχύς πράξεων του αρχικού κυρίου έναντι νέου κτήτορα, ενυπόθηκων δανειστών

Απέναντι στους ενυπόθηκους δανειστές και στον νέο κτήτορα κινητού ή ακινήτου είναι ανίσχυρες
  1. οι προκαταβολές μισθωμάτων που έγιναν στον κύριο του ακινήτου ή τον εκμισθωτή που εκποίησε αντίστοιχα, και
  2. οι εκχωρήσεις μισθωμάτων που έγιναν απ'αυτόν, και
  3. οι κατασχέσεις μισθωμάτων που έγιναν από δανειστές του
για μισθώματα πέρα από τρεις μήνες, αρχίζοντας από τότε που κατασχέθηκε το μίσθιο ή που ο νέος κτήτορας γνωστοποίησε στο μισθωτή την εκποίηση αντίστοιχααρ.614 ΑΚαρ.616 ΑΚαρ.617 ΑΚ

Υπομίσθωση

Ο μισθωτής έχει δικαίωμα, εφόσον δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, να παραχωρήσει σε άλλον την χρήση του μισθίου και ιδίως να το υπεκμισθώσει, ευθυνόμενος απέναντι στον εκμισθωτή για πταίσμα του τρίτου. Μόνη η συναίνεση του εκμισθωτή στην υπεκμίσθωση ή στην παραχώρηση της χρήσης δεν απαλλάσσει τον μισθωτή από την ευθύνη αυτή. Ο εκμισθωτής, κατά τη λήξη της μίσθωσης, μπορεί να απαιτήσει το μίσθιο και από τον υπομισθωτή ή εκείνον στον οποίο παραχωρήθηκε η χρήση. Το ενέχυρο του εκμισθωτή στα πράγματα του υπομισθωτή, της συζύγου και των τέκνων που συνοικούν μαζί του εκτείνεται μόνο ως το ποσό των μισθωμάτων που αυτός οφείλει στον υπεκμισθωτή.αρ.593 ΑΚαρ.599 παρ 2 ΑΚαρ.604 παρ.2 ΑΚ

Δαπάνες, βάρη, φόροι, φθορές και μεταβολές

Ο εκμισθωτής βαρύνεται με:
  1. Τα βάρη του μισθίου
  2. Τους φόρους του μισθίου
  3. Τις αναγκαίες δαπάνες που έκανε ο μισθωτής στο μίσθιο
Οι επωφελείς δαπάνες αποδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις περί διοίκησης αλλοτρίων. Ο μισθωτής έχει δικαίωμα να αφαιρέσει τα κατασκευάσματα που πρόσθεσε ο ίδιος στο μίσθιο. Ο μισθωτής δεν ευθύνεται για φθορές ή μεταβολές που οφείλονται στη συμφωνημένη χρήση. Οι αξιώσεις του εκμισθωτή για αποζημίωση εξαιτίας φθορών ή μεταβολών στο μίσθιο παραγράφονται
  1. έξι μήνες μετά την παραλαβή του μισθίου ή
  2. ταυτόχρονα με την αξίωση για ανάληψη του μισθίου.
Οι αξιώσεις του μισθωτή για δαπάνες παραγράφονται 6 μήνες μετά τη λήξη της μίσθωσηςαρ.591 ΑΚαρ.592 ΑΚαρ.602 ΑΚαρ.603 ΑΚ.

Ανακεφαλαίωση: Δικαιώματα και υποχρεώσεις τρίτων από τη μίσθωση

Άτομα πέραν του μισθωτή που φέρουν δικαιώματα και υποχρεώσεις από τη μίσθωση είναι:
  1. Η σύζυγος και τα τέκνα που κατοικούν με τον μισθωτή ή τον υπομισθωτή βαρύνονται με ενέχυρο στα εισκομισθέντα κινητά τους επί καθυστερούμενων μισθωμάτων ακινήτου. Το ενέχυρο καλύπτει τα μισθώματα δύο ετών πριν την κατάσχεση των πραγμάτων. Ο εκμισθωτής έχει ενέχυρο στα εισκομισθέντα τους μέχρι το ποσό που οφείλει ο υπομισθωτής στον υπεκμισθωτή.
  2. Η σύζυγος του μισθωτή πρέπει να λαμβάνει γνώση της καταγγελίας της μίσθωσης από τον εκμισθωτή, επί ποινή ακυρότητας, στην ίδια προθεσμία με τον μισθωτή αν το μίσθιο χρησίμευε ως οικογενειακή στέγη και ο εκμισθωτής το γνώριζε. Η σύζυγος του μισθωτή επί θανάτου του υπεισέρχεται κατ'αποκλειστικότητα στις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά του από τη μίσθωση αν αυτή ζει κατά το χρόνο του θανάτου και το μίσθιο
    • Χρησιμοποιούνταν ως τόπος κοινής διαμονής των συζύγων όσο ζούσε ο σύζυγος ή
    • Είχε παραχωρηθεί δικαστικά στον ένα σύζυγο μετά από διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, κατά το αρ.1393 ΑΚ
    Στην περίπτωση αυτή δικαιούται να καταγγείλει τη μίσθωση, τουλάχιστον τρεις μήνες πριν και με ισχύ για το τέλος του μήνα.
  3. Οι κληρονόμοι του μισθωτή έχουν δικαίωμα να καταγγείλουν τη μίσθωση με το θάνατο του μισθωτή. Η καταγγελία γίνεται τουλάχιστον τρεις μήνες πριν και ισχύει για το τέλος του μήνα.
Εκτενέστερη ενημέρωση για μισθώσεις ακινήτων για στέγαση ΔημοσίουΗ εκποίηση του μισθίου, είτε αναγκαστική είτε συμβατική, έχει ως αποτέλεσμα την μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης 61/2003 Ειρ.Κουφαλίων. Το συμφωνητικό μίσθωσης ακινήτου πρέπει να καταχωρείται στην ΔΟΥν.3091/2002 αρ.7. Σε διαταγή απόδοσης μισθίου ακυρότητα υπάρχει μόνο όταν η παράλειψη στοιχείων δημιουργεί δικονομική βλάβη (λχ στοιχεία αναγκαία για την άμυνα του οφειλέτη). Τέτοια ακυρότητα δεν υπάρχει όταν ο οφειλέτης γνωρίζει τον δανειστή και παραλείπεται στην αίτηση το πατρώνυμο ή ο τόπος κατοικίας του 1530/2002 Πολ.Πρ.Βόλου. Για την μίσθωση που έχει συμφωνηθεί ότι θα υπάρχει αναπροσαρμογή του μισθώματος αλλά δεν έχει συμφωνηθεί συγκεκριμένα πόσο, επί αμφιβολίας το ορίζει το δικαστήριο 929/2001 ΑΠ. Η μίσθωση είναι υποσχετική δικαιοπραξία και δεν αποτελεί διάθεση κατά την έννοια του αρ.958 ΚΠολΔ, το οποίο απαγορεύει την διάθεση κατασχεμένου 66/2005 Ειρ.Αθηνών.

Αγωγή απόδοσης μισθίου χωρίς πιστοποιητικό ΔΟΥ

Από τις 23-07-2013 δεν απαιτείται για την συζήτηση αγωγής απόδοσης μισθίου να προσκομίζεται πιστοποιητικό δήλωσης των μισθωμάτων του ακινήτουν.4172/2013 αρ.72 παρ.22 (ΦΕΚ Α 167/2013) όπως προστέθηκε με τον ν.4223/2013 αρ.26 παρ.11ν.4172/2013 αρ.112. Πριν την 23-07-2013, σε αγωγή έξωσης από μίσθωση ακινήτου (εμπορική ή μη), ο ν.2238/1994 αρ.81 παρ.3 όριζε ότι "τα δικαστήρια απέχουν να δικάσουν αγωγή για έξωση μισθωτή ακινήτου, αν δεν προσκομιστεί πιστοποιητικό από το οποίο να προκύπτει ότι δηλώθηκαν τα μισθώματα του ακινήτου κατά την τελευταία διετία πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης". Το Δημόσιο εξαιρούνταν της συγκεκριμένης υποχρέωσηςν.2238/1994 αρ.103 37451/2006 Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης 15/2004 Ειρ.Ρόδου. Το πιστοποιητικό αυτό δεν χρειαζόταν όταν η μίσθωση καταρτίστηκε κατά το τρέχον έτος της άσκησης της αγωγής 750/1991 Εφ.Αθηνών. Δύο απόψεις υπήρχαν περί της έννοιας της συγκεκριμένης "αποχής"των δικαστηρίων: Κατά μια άποψη, η "αποχή"των δικαστηρίων δεν ισοδυναμεί με απαράδεκτο της συζήτησης 205/2006 ΑΠ 1530/2002 Πολ.Πρ.Βόλου (διαταγή απόδοσης μισθίου). Κατ'άλλη άποψη, η "αποχή"των δικαστηρίων ισοδυναμεί με απαράδεκτο της συζήτησης 643/2004 Εφ.Πατρών 621/2000 ΑΠΚαι οι δύο απόψεις συμφωνούν ότι αν προχωρήσει η συζήτηση, το πιστοποιητικό μπορεί να προσκομιστεί και ενώπιον του εφετείου, δεν καθιδρύεται δε λόγος αναίρεσης 643/2004 Εφ.Πατρών. Αντί του πιστοποιητικού μπορούσε να προσκομιστεί επίσημο φωτοτυπικό αντίγραφο της φορολογικής δήλωσης του εκμισθωτή που να περιλαμβάνει τα μισθώματα 643/2004 Εφ.Πατρών.
GREEKLAW

Στην καταδολίευση δανειστών ο οφειλέτης, θέλοντας να αποποιηθεί των οφειλών τους, μεταβιβάζει την περιουσία του σε τρίτους, ώστε οι δανειστές να μην βρίσκουν περιουσία στο όνομα του οφειλέτη, και να μην μπορούν να προχωρήσουν σε κατάσχεση. Κατά της τακτικής αυτής, ο δανειστής έχει δύο επιλογές, την αγωγή διάρρηξης της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης και την αγωγή σωρευτικής αναδοχής χρέους. Αγωγή διάρρηξης της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης Παραγραφή αγωγής διάρρηξης απαλλοτρίωσης Παράνομη ενέργεια, αλλά όχι αδικοπραξία Ποινική ευθύνη από καταδολιευτική απαλλοτρίωση Αγωγή αναδοχής χρέους

Next: Αδικαιολόγητος πλουτισμός Αν κάποιος γίνει πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια άρ.904 ΑΚ. Αν ο πλουτισμός δεν καλύπτεται από έγκυρη βούληση του ζημιωθέντος, ο πλουτισμός είναι αδικαιολόγητος 1627/2010 ΑΠ Στοιχεία αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού Αδικαιολόγητος πλουτισμός και παραγραφή απαίτησης Σε υπαναχώρηση από πώληση Χρονικό σημείο επέλευσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού Σε εργάτες - υπαλλήλους
Previous: ΜΙΣΘΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΜΙΣΘΩΣΗ Παραγραφή μισθωμάτων Καταγγελία και λήξη της μίσθωσης Έννοια καταγγελίας Λήξη επί μίσθωσης ορισμένου/ αορίστου χρόνου Δικαιώματα του εκμισθωτή Καθυστέρηση μισθωμάτων - Καταγγελία και αποζημίωση πρόωρης λύσης της σύμβασης Καθυστέρηση μισθωμάτων ακινήτου - Ενέχυρο στα εισκομισθέντα Πάροδος μισθωτικής περιόδου τριάντα ετών - Καταγγελία κατά τις διατυπώσεις περί λήξης μίσθωσης αορίστου χρόνου Σπουδαίος λόγος που καθιστά δυσβάσταχτη την συνέχιση της μίσθωσης - Καταγγελία Αμελής μεταχείριση, ανάρμοστη συμπεριφορά - Καταγγελία και αποζημίωση πρόωρης λύσης της σύμβασης Μη έγκαιρη ειδοποίηση περί ελλατώματος ή αντιποίησης δικαιώματος από τρίτο - Αποζημίωση Παρακράτηση του μισθίου - Αποζημίωση Δικαιώματα του μισθωτή Έλλειψη ιδιότητας, πραγματικό ή νομικό ελάττωμα - Μείωση ή μη καταβολή του μισθώματος/ Αποζημίωση λόγω μη εκτέλεσης της σύμβασης Μη παραχώρηση ή αφαίρεση χρήσης - Καταγγελία Κατοικία επικίνδυνη για την υγεία του μισθωτή ή οικείων - Καταγγελία Μετάθεση δημοσίου υπαλλήλου - Καταγγελία κατά τις διατάξεις για λήξη μίσθωσης αορίστου χρόνου Πάροδος μισθωτικής περιόδου τριάντα ετών - Καταγγελία κατά τις διατυπώσεις περί λήξης μίσθωσης αορίστου χρόνου Σπουδαίος λόγος που καθιστά δυσβάσταχτη την συνέχιση της μίσθωσης - Καταγγελία της μίσθωσης Δικαιώματα πέραν των αρχικών μερών Της συζύγου του αποβιώσαντος μισθωτή και των κληρονόμων του Του νέου κτήτορα μισθωμένου ακινήτου Του υπερθεματιστή ακινήτου που μισθώθηκε μετά την κατάσχεση Ισχύς πράξεων του αρχικού κυρίου έναντι νέου κτήτορα, ενυπόθηκων δανειστών Υπομίσθωση Δαπάνες, βάρη, φόροι, φθορές και μεταβολές Ανακεφαλαίωση: Δικαιώματα και υποχρεώσεις τρίτων από τη μίσθωση Αγωγή απόδοσης μισθίου χωρίς πιστοποιητικό ΔΟΥ
$
0
0
Στηνκαταδολίευση δανειστώνο οφειλέτης, θέλοντας να αποποιηθεί των οφειλών τους, μεταβιβάζει την περιουσία του σε τρίτους, ώστε οι δανειστές να μην βρίσκουν περιουσία στο όνομα του οφειλέτη, και να μην μπορούν να προχωρήσουν σε κατάσχεση. Κατά της τακτικής αυτής, ο δανειστής έχει δύο επιλογές, την αγωγή διάρρηξης της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης και την αγωγή..
σωρευτικής αναδοχής χρέους.

Αγωγή διάρρηξης της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης

Στοιχεία του ορισμένου της αγωγής διάρρηξης απαλλοτρίωσης (παυλιανής αγωγής) είναι
  • Η ύπαρξη απαίτησης του δανειστή κατά του οφειλέτη, γεννημένης όταν γίνεται η μεταβίβαση. Είναι αδιάφορο αν η απαίτηση του δανειστή τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, ή το αν αυτή έχει βεβαιωθεί δικαστικά, και το αν έχει εξοπλιστεί με εκτελεστό τίτλο 765/2014 ΑΠ. Αρκεί η απαίτηση να έχει γεννηθεί κατά τον χρόνο της απαλλοτρίωσης και να είναι ληξιπρόθεσμη κατά τη συζήτηση της σχετικής αγωγής 765/2014 ΑΠ.
  • Η μεταβίβαση από τον οφειλέτη περιουσιακών του στοιχείων
  • Η αφερεγγυότητα του οφειλέτη (και) κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής εξαιτίας της ανωτέρω μεταβίβασης 765/2014 ΑΠ 1910/2009 ΑΠ. Αφερεγγυότητα αποτελεί η ανεπάρκεια της (εμφανούς) περιουσίας του οφειλέτη προς ικανοποίηση του δανειστή 765/2014 ΑΠ.
  • Η πρόθεση του οφειλέτη κατά τον χρόνο της μεταβίβασης για βλάβη των δανειστών. Πρόθεση βλάβης του δανειστή θεωρείται ότι υπάρχει όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία που του απομένει να μην επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή 1815/2012 ΑΠ.
  • Γνώση του αποκτώντος ότι ο μεταβιβάζων ενεργεί προς βλάβη των δανειστών. Ο τρίτος πρέπει να γνωρίζει θετικά την καταδολιευτική πρόθεση του οφειλέτη και δεν αρκεί η υπαίτια άγνοιά του, έστω και οφειλόμενη σε βαριά αμέλειά του 765/2014 ΑΠ. Η γνώση συγκεκριμένων ατόμων τεκμαίρεται εκ του νόμου, ωστόσο το τεκμήριο είναι μαχητό 1910/2009 ΑΠ 730/2009 Εφ.Αθηνών. Για να ισχύσει το τεκμήριο γνώσης του τρίτου, πρέπει η αγωγή να επιδοθεί στον τρίτο εντός έτους από την απαλλοτρίωση 339/2016 ΑΠάρ.941 εδ.3 ΑΚ. Αν στην αγωγή δεν περιλαμβάνεται αναφορά σε γνώση του τρίτου περί απαλλοτρίωσης προς βλάβη των δανειστών, και δεν ισχύει το τεκμήριο περί γνώσης, τότε η αγωγή είναι νομικά αόριστη και μη νόμιμη 339/2016 ΑΠ. Στη γονική παροχή δεν τίθεται θέμα ανατροπής του τεκμηρίου αυτού επειδή πρόκειται για χαριστική δικαιοπραξία 157/2007 Εφ.Αθηνών. Η γνώση δεν απαιτείται αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία 339/2016 ΑΠ.
  • Το ποσό της απαίτησης κατά τον χρόνο της άσκησης της αγωγής 2957/2008 Εφ.Θεσσαλονίκης.
  • Η αξία των απαλλοτριωθέντων κατά την άσκηση της αγωγής 2957/2005 Εφ.Θεσσαλονίκης 97/2008 Εφ.Δωδεκανήσου. Η αντικειμενική αξία των ακινήτων κατά την άσκηση της αγωγής αρκεί για το ορισμένο της 37899/2008 Πολ.Πρ.Θεσσαλονίκης. Η ονομαστική αξία των μετοχών αρκεί για το ορισμένο της αγωγής 1701/2008 ΑΠ.

Παραγραφή αγωγής διάρρηξης απαλλοτρίωσης

Η αγωγή διάρρηξης απαλλοτρίωσης παραγράφεται πέντε έτη από την απαλλοτρίωση 946 ΑΚ. Χρόνος έναρξης της παραγραφής είναι ο χρόνος που έλαβε χώρα η απαλλοτριωτική δικαιοπραξία 1695/1998 ΑΠ. Η προθεσμία αυτή αποτελεί παραγραφή και όχι αποσβεστική προθεσμία, άρα κρίνεται ημερολογιακά στα πέντε έτη και όχι κατά το τέλος του αντίστοιχου πέμπτου έτους 1885/2009 ΑΠ. Η παραγραφή της αγωγής διάρρηξης είναι ανεξάρτητη της παραγραφής της κύριας απαίτησης 1695/1998 ΑΠ. Οι αγωγές διάρρηξης απαλλοτρίωσης ακινήτων πρέπει να εγγράφονται, εντός 30 ημερών από την κατάθεσή τους, στα βιβλία διεκδικήσεων του υποθηκοφυλακείου της περιφέρειας όπου βρίσκεται το ακίνητο, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτεςαρ.220 παρ.1 ΚΠολΔ. Ως απαλλοτριωτική δικαιοπραξία θεωρείται και η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητα του οφειλέτη, όταν αυτή αποσκοπεί στη μεταβολή της σειράς κατάταξης των δανειστών από μελλοντικά επαπειλούμενο πλειστηριασμό των ακινήτων του οφειλέτη 1301/2011 ΑΠ. Ο ισχυρισμός ότι η αξία των απαλλοτριωθέντων είναι ανώτερη αυτής που αναγράφεται στην αγωγή αποτελεί άρνηση της αγωγής 1174/2007 ΑΠ. Μεταξύ περισσότερων εναγομένων ιδρύεται αναγκαστική ομοδικία 552/2011 ΑΠ. Αν το μεταβιβασθέν ακίνητο έχει υπέρογκες υποθήκες και ο αιτών τη διάρρηξη είναι απλός εγχειρόγραφος δανειστής, είναι στην κρίση του δικαστή αν θα υπάρχει όφελος για τον δανειστή, και άρα έννομο συμφέρον του προς διάρρηξη 158/2010 Πολ.Πρ.Κορίνθου. [Ο δανειστής βέβαια, μπορεί εύλογα να προσδοκά από την διάρρηξη τη μείωση των χρεών του μεταβιβάσαντος με την κατάσχεση και τον πλειστηριασμό, ώστε να αποσβέσει την απαίτησή του σε δεύτερο χρόνο.] Η πρόθεση βλάβης εκ μέρους του οφειλέτη είναι αυτοτελής και δεν καλύπτεται από το γεγονός ότι άλλος εις ολόκληρον οφειλέτης έχει επαρκή περιουσία για την κάλυψη των απαιτήσεων 507/2009 Εφ.Αθηνών. Η διάρρηξη επί απαλλοτρίωσης περισσοτέρων αντικειμένων οφείλει να διαταχθεί από το δικαστήριο για το ποσό που καλύπτει την απαίτηση του δανειστή 1963/2009 ΑΠ. Επί απαλλοτρίωσης ενός αντικειμένου οφείλει να διαταχθεί για το ποσοστό ιδιοκτησίας επί του αντικειμένου που αντιστοιχεί στην απαίτηση του δανειστή 1963/2009 ΑΠ. Και στις δύο περιπτώσεις το δικαστήριο θα πρέπει να εκτιμήσει για την έκταση της διάρρηξης το κεφάλαιο της απαίτησης, τους τόκους της, τα έξοδα της επικείμενης αναγκαστικής εκτέλεσης και το γεγονός ότι ο πλειστηριασμός είναι πιθανόν να μην αποδώσει την αγοραία αξία του αντικειμένου 1963/2009 ΑΠ. Η διάρρηξη ενεργεί μόνο για τον δανειστή που την πέτυχε. Αυτός κατάσχει το μεταβιβασθέν, μέχρι του ποσοστού της διάρρηξης, σαν να μην είχε μεταβιβαστεί ποτέ, στρέφοντας την κατάσχεση μόνο κατά του οφειλέτη, και όχι του τρίτου 639/2009 Εφ.Πατρών.

Παράνομη ενέργεια, αλλά όχι αδικοπραξία

Η καταδολιευτική απολλοτρίωση αποτελεί παράνομη συμπεριφοράαρ.397 ΠΚ, αλλά δεν αποτελεί αδικοπραξία κατά την έννοια του αρ.914 ΑΚ 12/2008 ΑΠ Ολομέλεια. Αποζημίωση σε περίπτωση καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης μπορεί να επιδικαστεί αν συντρέχουν περισσότερα ή βαρύτερα στοιχεία από τα απαιτούμενα κατά τον Αστικό Κώδικα (πχ. συμπαιγνία οφειλέτη και τρίτου, απάτη) 12/2008 ΑΠ Ολομέλεια. Η συμπαιγνία στην περίπτωση αυτή περιλαμβάνει τον δόλο του οφειλέτη και τη γνώση του τρίτου, όπως απαιτεί ο Αστικός Κώδικας, αλλά περιλαμβάνει και την κατάστρωση σχεδίου προς αποξένωση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη 12/2008 ΑΠ Ολομέλεια.

Ποινική ευθύνη από καταδολιευτική απαλλοτρίωση

Η καταδολιευτική απαλλοτρίωση αποτελεί ποινικό αδίκημααρ.397 ΠΚ. Το αδίκημα της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης διώκεται ύστερα από έγκλησηαρ.397 παρ.3 ΠΚ, εντός της τρίμηνης προθεσμία περί έγκλησηςαρ.117 παρ.1 ΠΚ. Στην ποινική δίκη δεν ισχύουν τα τεκμήρια περί γνώσης του οφειλέτη ή δόλου του που ορίζει ο ΑΚ.

Αγωγή αναδοχής χρέους

Προϋποθέσεις της αγωγής αναδοχής χρέους είναι
  • η μεταβίβαση ολόκληρης της περιουσίας του οφειλέτη 161/2010 ΑΠ, ή
  • η μεταβίβαση επιχείρησης 711/2011 Εφ.Αθηνών.
Αν μεταβιβάζονται μεμονωμένα αντικείμενα, αυτά πρέπει να αποτελούν το σημαντικότερο μέρος της περιουσίας 161/2010 ΑΠ. Στη μεταβίβαση επιχείρησης, ως περιουσία λαμβάνεται υπόψη και ο εξοπλισμός, η φήμη, η πελατεία 8257/2005 Εφ.Αθηνών. Χρέος που ανήκει στην περιουσία αποτελεί οποιαδήποτε αξίωση του δανειστή κατά του μεταβιβάσαντος 161/2010 ΑΠ. Χρέος που ανήκει στην επιχείρηση είναι τα χρέη της επιχείρησης 161/2010 ΑΠ. Ο μεταβιβάζων οφειλέτης δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η διάρρηξη των απαλλοτριώσεων και η κατάσχεση δεν θα του αποδώσει όφελος, γιατί αυτό αποτελεί μελλοντικό και άρα αβέβαιο γεγονός 2957/2005 Εφ.Θεσσαλονίκης. Η ενοχή του κάθε αποκτώντος περιορίζεται στο ποσοστό της περιουσίας που τους μεταβιβάστηκε 3425/2009 Εφ.Αθηνών 128/2009 Εφ.Λάρισας. Ο δανειστής μπορεί να στραφεί αυτοτελώς κατά κάθε δανειστή ή και του μεταβιβάσαντος 3425/2009 Εφ.Αθηνών. Η μειωμένη, κατά ποσοστό, ευθύνη του αποκτώντος προβάλλεται με ένσταση 318/2008 ΑΠ. Η μεταβίβαση της περιουσίας δεν συνιστά λόγο διακοπής της παραγραφής της κύριας απαίτησης 1695/1998 ΑΠ. Αν η παραγραφή επιμηκύνθηκε σε εικοσαετή μέχρι και τη σύναψη της σύμβασης για τη μεταβίβαση της περιουσίας, η παραγραφή μπορεί να προβληθεί παραδεκτά από τον αποκτώντα 1695/1998 ΑΠ. Αν η παραγραφή επιμηκύνθηκε σε εικοσαετή μετά τη σύναψη της σύμβασης για τη μεταβίβαση της περιουσίας, η παραγραφή δεν μπορεί να προβληθεί παραδεκτά από τον αποκτώντα 1695/1998 ΑΠ.
greeklaw

Αδικαιολόγητος πλουτισμός Αν κάποιος γίνει πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια άρ.904 ΑΚ. Αν ο πλουτισμός δεν καλύπτεται από έγκυρη βούληση του ζημιωθέντος, ο πλουτισμός είναι αδικαιολόγητος 1627/2010 ΑΠ Στοιχεία αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού Αδικαιολόγητος πλουτισμός και παραγραφή απαίτησης Σε υπαναχώρηση από πώληση Χρονικό σημείο επέλευσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού Σε εργάτες - υπαλλήλους

Next: Αδικοπραξία Ορίζεται υποχρέωση για αποζημίωση όταν κάποιος ζημιώσει άλλον και η ζημία είναι παράνομη και υπαίτια. Δεν ευθύνεται σε αποζημίωση όποιος ζημίωσε άλλον Προσβολή των χρηστών ηθών Συκοφαντική δυσφήμηση Συρροή ή κατ'εξακολούθηση έγκλημα Ορισμένο αγωγής Ψευδής καταμήνυση Ψευδορκία Ψευδορκία κατ'αρ.224 παρ.2 ΠΚ Απάτη Απάτη στο δικαστήριο Ηθική αυτουργία σε άδικη πράξη Ηθική αυτουργία κατ'αρ.46 παρ.1 περ.α ΠΚ Ηθική αυτουργία κατ'αρ.46 παρ.1 περ.β ΠΚ Αποθετική ζημία Αθέτηση σύμβασης Αδικοπραξία από παροχή υπηρεσιών Αδυναμία συμψηφισμού και επίσχεσης Παραγραφή Παραγραφή απαίτησης αποζημίωσης από προσβολή στην προσωπικότητα Παραγραφή σε εξακολουθητική ζημία
Previous: Στην καταδολίευση δανειστών ο οφειλέτης, θέλοντας να αποποιηθεί των οφειλών τους, μεταβιβάζει την περιουσία του σε τρίτους, ώστε οι δανειστές να μην βρίσκουν περιουσία στο όνομα του οφειλέτη, και να μην μπορούν να προχωρήσουν σε κατάσχεση. Κατά της τακτικής αυτής, ο δανειστής έχει δύο επιλογές, την αγωγή διάρρηξης της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης και την αγωγή σωρευτικής αναδοχής χρέους. Αγωγή διάρρηξης της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης Παραγραφή αγωγής διάρρηξης απαλλοτρίωσης Παράνομη ενέργεια, αλλά όχι αδικοπραξία Ποινική ευθύνη από καταδολιευτική απαλλοτρίωση Αγωγή αναδοχής χρέους
$
0
0

Αδικαιολόγητος πλουτισμός

Αν κάποιος γίνει πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλειαάρ.904 ΑΚ. Αν ο πλουτισμός δεν καλύπτεται από έγκυρη βούληση του ζημιωθέντος, ο πλουτισμός είναι αδικαιολόγητος 1627/2010 ΑΠ. Αν ο πλουτισμός επέρχεται κατ'εξαίρεση της βούλησης του..νομοθέτη, η οποία συνάγεται σαφώς από συγκεκριμένες διατάξεις ή και από το γενικότερο πνεύμα του νόμου, όπως επί αποσβεστικής προθεσμίας ή παραγραφής, ο πλουτισμός είναι αδικαιολόγητος 1627/2010 ΑΠ. Αν ο πλουτισμός επέρχεται ως αντάλλαγμα που παρέχει ο λήπτης του πλουτισμού, δηλαδή αποτελεί οικονομική θυσία του λήπτη έναντι του αποκτώμενου πλουτισμού, ισάξια με τον πλουτισμό, τότε ο πλουτισμός δεν είναι αδικαιολόγητος 1627/2010 ΑΠ. Ως πλουτισμός νοείται κάθε βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του εναγομένου, δηλαδή είτε θετική επαύξηση της περιουσίας του είτε αποθετική, με αποφυγή ελάττωσης της περιουσίας του 12/2013 ΑΠ.

Στοιχεία αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού

Η αξίωση βάσει αδικαιολόγητου πλουτισμού ασκείται όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση αξίωσης από σύμβαση ή αδικοπραξία 28/2010 ΑΠ, γιατί διαφορετικά υπάρχει νόμιμη αιτία 28/2010 ΑΠ. Στοιχεία απαραίτητα για το ορισμένο αγωγής αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι:
  • 1) ο πλουτισμός του υπόχρεου 1316/2011 ΑΠ,
  • 2) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου 1316/2011 ΑΠ,
  • 3) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας 1316/2011 ΑΠ, έτσι ώστε το ένα να αποτελεί την αιτία του άλλου 1627/2010 ΑΠ, και
  • 4) έλλειψη νόμιμης αιτίας 1316/2011 ΑΠ.
Αν η κύρια βάση της αγωγής είναι ο αδικαιολόγητος πλουτισμός, και η αγωγή αφορά σε πλουτισμό του εναγομένου από άκυρη σύμβαση, τότε στοιχεία της αγωγής αποτελούν και η ακυρότητα της σύμβασης και τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της σύμβασης 22/2003 ΑΠ Ολομέλεια 990/2012 ΑΠ. Αν η κύρια βάση της αγωγής είναι η σύμβαση, και ο αδικαιολόγητος πλουτισμός προβάλλεται ως επικουρική βάση της αγωγής για την περίπτωση που η σύμβαση κριθεί άκυρη, τότε ως στοιχείο της αγωγής απαιτείται η ακυρότητα της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται και η προβολή των περιστατικών που συνεπάγονται την ακυρότητα της σύμβασης 22/2003 ΑΠ Ολομέλεια. Αν η κύρια βάση της αγωγής είναι η αδικοπραξία, και ο αδικαιολόγητος πλουτισμός προβάλλεται ως επικουρική βάση της αγωγής, τότε στοιχείο της αγωγής ως προς την βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι η ωφέλεια που αποκόμισε ο εναγόμενος από την αδικοπραξία 28/2010 ΑΠ. Αν η κύρια βάση της αγωγής είναι η αδικοπραξία, και ο αδικαιολόγητος πλουτισμός προβάλλεται ως επικουρική βάση της αγωγής, και ο εναγόμενος προτείνει ένσταση αποσβεστική της αδικοπραξίας, και η ένσταση γίνει δεκτή, τότε θα ενεργοποιηθεί η επικουρική αγωγική αξίωση για την ωφέλεια του αδικοπραγήσαντα και το δικαστήριο θα εξετάσει το βάσιμο της αξίωσης 28/2010 ΑΠ. Ο ισχυρισμός ότι ο πλουτισμός σώζεται δεν αποτελεί στοιχείο της θεμελίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού, αλλά ένσταση του εναγομένου 294/1981 ΑΠ Ολομέλεια 1316/2011 ΑΠ.

Αδικαιολόγητος πλουτισμός και παραγραφή απαίτησης

Αν η απαίτηση παραγραφεί, δεν χωρεί αγωγή αδικαιολογήτου πλουτισμού, γιατί ο πλουτισμός που απομένει στον οφειλέτη είναι νόμιμος 93/1996 ΑΠ 54/1965 ΑΠ. Αν η κύρια απαίτηση παραγράφηκε, και ο νόμος προβλέπει ρητώς αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό σε περίπτωση παραγραφής της κύριας απαίτησης, τότε η αγωγή αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι νόμω βάσιμη και μετά την παραγραφή της κύριας απαίτησης. Ρητή πρόβλεψη για αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού μετά την παραγραφή της κύριας απαίτησης υπάρχει στην απαίτηση από επιταγή. Ρητή πρόβλεψη για αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού μετά την παραγραφή της κύριας απαίτησης υπάρχει στην απαίτηση αποζημίωσης από αδικοπραξία για ό,τι περιήλθε στον πλουτίσανταάρ.938 ΑΚ 368/2012 ΑΠ. Ως περιελθόν, για αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού από παραγεγραμμένη απαίτηση αδικοπραξίας, νοείται ό,τι περιήλθε στον αδικοπραξήσαντα από την τέλεση της αδικοπραξίας και ό,τι αυτός ωφελήθηκε εξ'αυτής, και όχι ό,τι αυτός ωφελήθηκε συνεπεία της επελθούσας παραγραφής, καθώς αυτή αποτελεί νόμιμη αιτία πλουτισμού 368/2012 ΑΠ.

Σε υπαναχώρηση από πώληση

Σε περίπτωση υπαναχώρησης από πώληση, το καταβληθέν τίμημα μπορεί να αναζητηθει κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Η τοκοφορία του ως άνω ποσού ξεκινά όχι από την καταβολή του ποσού αλλά από τότε που ο οφειλέτης έμαθε για την υπαναχώρηση 265/1994 Πολ.Πρ.Σερρών 1241/1990 Εφ.Θεσσαλονίκης.

Χρονικό σημείο επέλευσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού

Επί αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού, κρίσιμο χρονικό σημείο για τον υπολογισμό της αξίας του πλουτισμού είναι ο χρόνος κατά τον οποίο περιήλθε ο πλουτισμός στον λήπτη 23/2013 Πολ.Πρ.Ρόδου 11/1999 Πολ.Πρ.Λασιθίου, όχι ο χρόνος επίδοσης της αγωγής ή συζήτησής της 600/1986 ΑΠ 23/2013 Πολ.Πρ.Ρόδου. Αν μεταξύ του χρόνου περιέλευσης του πλουτισμού και του χρόνου άσκησης της αγωγής επήλθε διάστημα τέτοιο ώστε να μειώθηκε η αξία του νομίσματος, ο δικαιούχος, αναφέροντας τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά στην αγωγή του, μπορεί να αιτηθεί την αξία που είχε ο πλουτισμός, κατά την αξία του νομίσματος κατά τον χρόνο περιέλευσης του πλουτισμού, υπολογιζόμενο με την αντίστοιχη αξία του νομίσματος κατά την άσκηση της αγωγής 11/1999 Πολ.Πρ.Λασιθίου.

Σε εργάτες - υπαλλήλους

Οι εργάτες ή υπάλληλοι που έχουν άκυρη σύμβαση εργασίας δικαιούνται
  • τους δεδουλευμένες μισθούς / αποδοχές τους βάσει αδικαιολογήτου πλουτισμού 8537/2003 Εφ.Αθηνών,
  • τα επιδόματα εορτών, επιδόματα αδείας και αποδοχές αδείας εκ του νόμου 389/1998 ΑΠ 8537/2003 Εφ.Αθηνών.
Αν η σχετική αγωγή αναφέρει ως βάση για τα κονδύλια αυτά μόνο τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, η αγωγή είναι νόμω αβάσιμη ως προς τα σχετικά κονδύλια, γιατί υφίσταται νόμιμη βάση πέραν του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
GREEKLAW

Αδικοπραξία Ορίζεται υποχρέωση για αποζημίωση όταν κάποιος ζημιώσει άλλον και η ζημία είναι παράνομη και υπαίτια. Δεν ευθύνεται σε αποζημίωση όποιος ζημίωσε άλλον Προσβολή των χρηστών ηθών Συκοφαντική δυσφήμηση Συρροή ή κατ'εξακολούθηση έγκλημα Ορισμένο αγωγής Ψευδής καταμήνυση Ψευδορκία Ψευδορκία κατ'αρ.224 παρ.2 ΠΚ Απάτη Απάτη στο δικαστήριο Ηθική αυτουργία σε άδικη πράξη Ηθική αυτουργία κατ'αρ.46 παρ.1 περ.α ΠΚ Ηθική αυτουργία κατ'αρ.46 παρ.1 περ.β ΠΚ Αποθετική ζημία Αθέτηση σύμβασης Αδικοπραξία από παροχή υπηρεσιών Αδυναμία συμψηφισμού και επίσχεσης Παραγραφή Παραγραφή απαίτησης αποζημίωσης από προσβολή στην προσωπικότητα Παραγραφή σε εξακολουθητική ζημία

Previous: Αδικαιολόγητος πλουτισμός Αν κάποιος γίνει πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια άρ.904 ΑΚ. Αν ο πλουτισμός δεν καλύπτεται από έγκυρη βούληση του ζημιωθέντος, ο πλουτισμός είναι αδικαιολόγητος 1627/2010 ΑΠ Στοιχεία αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού Αδικαιολόγητος πλουτισμός και παραγραφή απαίτησης Σε υπαναχώρηση από πώληση Χρονικό σημείο επέλευσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού Σε εργάτες - υπαλλήλους
$
0
0

Αδικοπραξία

Ορίζεται υποχρέωση για αποζημίωση όταν κάποιος ζημιώσει άλλον και η ζημία είναι παράνομη και υπαίτια. Δεν ευθύνεται σε αποζημίωση όποιος ζημίωσε άλλον
  • αν δεν είχε συνείδηση των πράξεών του,
  • αν βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά την κρίση και την βούλησή του. Αν η κατάσταση αυτή οφείλονταν σε χρήση οινοπνευματωδών ή συναφών ουσιών, η κατάσταση πρέπει να είναι ανυπαίτια.
  • αν δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο έτος,
  • αν δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο τέταρτο έτος και ενήργησε χωρίς διάκριση,
  • αν είναι κωφάλαλος και ενήργησε χωρίς διάκριση.
Αν η ζημία δεν μπορεί να καλυφθεί από αλλού και κατά κρίση της κατάστασης των μερών, ο μη ευθυνόμενος μπορεί να καταδικασθεί σε εύλογη αποζημίωση.

Προσβολή των χρηστών ηθών

Αν κάποιος ζημιώσει άλλον με πρόθεση και κατά τρόπο αντίθετο στα χρηστά ήθη, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσειάρ.919 ΑΚ.

Συκοφαντική δυσφήμηση

Ενημερωθείτε για το πότε στοιχειοθετείται συκοφαντική δυσφήμηση.

Συρροή ή κατ'εξακολούθηση έγκλημα

Το αν περισσότερες πράξεις του ίδιου ατόμου θεωρούνται ως ένα κατ'εξακολούθηση έγκλημα ή αν πρόκειται για πραγματική συρροή καταλείπεται στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας 308/2016 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Ορισμένο αγωγής

Αν στην αγωγή δεν εκτίθεται με ακρίβεια η τέλεση της αδικοπραξίας από τον υπόχρεο στην καταβολή χρηματικής ικανοποίησης ή οι προϋποθέσεις θεμελίωσης αντικειμενικής ευθύνης από τον νόμο, και η πρόκληση της ηθικής βλάβης στον αιτούμενο, και δεν προσδιορίζεται το αιτούμενο χρηματικό ποσό, τότε η αγωγή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είναι αόριστη 265/2015 ΑΠ. Στο δικόγραφο της αγωγής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης δεν απαιτείται να εκτίθενται τα προσδιοριστικά στοιχεία βάσει των οποίων θα καθορισθεί το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης 265/2015 ΑΠ. Τέτοια στοιχεία αποτελούν ο βαθμός του πταίσματος του αδικοπρακτήσαντος, η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διάδικων μερών, καθώς τα παραπάνω δύνανται να προκύψουν από τις αποδείξεις 265/2015 ΑΠ.

Ψευδής καταμήνυση

Η αντικειμενική υπόσταση της ψευδούς καταμήνυσης κατ'αρ.229 παρ.1 ΠΚ στοιχειοθετείται όταν:
  • ο κατηγορούμενος καταμηνύει άλλον, ή αναφέρει γι'αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση.
  • ο κατηγορούμενος αποδίδει σε ένα ή περισσότερα άτομα πράξη 512/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ.
  • η πράξη, την οποία ο κατηγορούμενος ψευδούς καταμήνυσης αποδίδει σε άλλον, είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη 512/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ.
  • η πράξη, την οποία ο κατηγορούμενος ψευδούς καταμήνυσης αποδίδει σε άλλον, είναι ψευδής 512/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ.
Η υποκειμενική υπόσταση της ψευδούς καταμήνυσης κατ'αρ.229 παρ.1 ΠΚ στοιχειοθετείται όταν
  • ο κατηγορούμενος ψευδούς καταμήνυσης γνωρίζει ότι η πράξη που αποδίδεται στον καταγγελλόμενο είναι ψευδής 413/2010 ΑΠ Ποιν.Τμ. 512/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ., και
  • ο κατηγορούμενος ψευδούς καταμήνυσης προέβη στην καταμήνυση με σκοπό να ασκηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου, κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία 512/2013 ΑΠ Ποιν.Τμ..
Το έγκλημα είναι τετελεσμένο από τη στιγμή που η μήνυση θα περιέλθει στην αρχή ή γίνει η ανακοίνωση σε αυτή, ανεξάρτητα από το αν ασκήθηκε ή όχι στη συνέχεια ποινική δίωξη κατά του μηνυομένου 43/2010 Ποιν.Τμ.. Αν έχει κατατεθεί η μήνυση, και πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης, τότε κατηγορία για ψευδή καταμήνυση δεν ευσταθεί μόνο αν από κάποιο νόμιμο λόγο προκύπτει το ακαταδίωκτο της καταγγελλόμενης πράξης, ώστε να μην παρίσταται ανάγκη να διαπιστωθεί με οποιαδήποτε ανακριτική πράξη, ούτε και με την κατ'αρ.43 παρ.2 ΚΠοινΔ προκαταρκτική εξέταση 43/2010 Ποιν.Τμ.. Αν παρίσταται ανάγκη να διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση, όπως όταν δεν προκύπτει από την ίδια την έγκληση ότι η έγκληση δεν στηρίζεται στον νόμο, το έγκλημα της ψευδούς καταμήνυσης είναι τετελεσμένο από την υποβολή της έγκλησης 43/2010 Ποιν.Τμ.. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής ποινικής απόφασης, πρέπει να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την υποβολή της μήνυσης ή της αναφοράς ενώπιον της αρχής, η καταγγελόμενη ποινική πράξη, η γνώση της αναλήθειας των καταγγελόμενων περιστατικών από τον δράστη, και ο σκοπός αυτού να προκληθεί καταδίωξη του ψευδώς καταγγελλόμενου προσώπου 413/2010 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Ψευδορκία

Ψευδορκία κατ'αρ.224 παρ.2 ΠΚ

Η αντικειμενική υπόσταση της ψευδορκίας μάρτυρα, στοιχειοθετείται: Η υποκειμενική υπόσταση της ψευδορκίας μάρτυρα στοιχειοθετείται Η γνώση έχει την έννοια της βεβαιότητας - επίγνωσης 318/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Η έκφραση επιστημονικής άποψης από τον κατηγορούμενο, βάσει αυτοψίας που διενήργησε, ανεξάρτητα με το αν η άποψη είναι ορθή, ή αν αντίκειται σε άλλη άποψη που ο κατηγορούμενος είχε εκφράσει σε άλλη χρονική στιγμή, δεν αποτελεί ισχυρισμό γεγονότος, και δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ψευδορκία 318/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής ποινικής απόφασης, πρέπει να αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ψευδή περιστατικά, τα αληθή περιστατικά, το από που προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε τα αληθή περιστατικά, δηλαδή ότι τελούσε εν γνώσει της αναληθείας, και να παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά με βάση τα οποία το δικαστήριο κατέληξε στην περί τούτου κρίση 413/2010 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Απάτη

Η απάτη τελείται με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, συνεπεία των οποίων παραπλανάται άλλος και προβαίνει, με πράξη, με παράλειψη ή με ανοχή, σε περιουσιακή διάθεση, η οποία έχει ως άμεσο αποτέλεσμα περιουσιακή βλάβη στον πλανηθέντα ή σε άλλον, με σκοπό να αποκομίσει ο δράστης ή άλλος παράνομο όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται πραγματοποίηση του σκοπού αυτού 318/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Εκείνος που εξαπατήθηκε δεν είναι απαραίτητο να είναι ίδιος με αυτόν ο οποίος ζημιώθηκε 318/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Ως περιουσιακή βλάβη νοείται κάθε μείωση της συνολικής αξίας της περιουσίας, αλλά και η απειλή μείωσής της, όταν δημιουργείται χειροτέρευση της ενεστώσας περιουσιακής κατάστασης, όπως και η απειλή ή ο κίνδυνος της περιουσίας στο μέλλον λόγω εμπλοκής σε δαπανηρό δικαστικό αγώνα 318/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Η έκφραση επιστημονικής άποψης από τον κατηγορούμενο, βάσει αυτοψίας που διενήργησε, ανεξάρτητα με το αν η άποψη είναι ορθή, ή αν αντίκειται σε άλλη άποψη που ο κατηγορούμενος είχε εκφράσει σε άλλη χρονική στιγμή, δεν αποτελεί ισχυρισμό γεγονότος, και δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει απάτη 318/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Απάτη στο δικαστήριο

Η απάτη μπορεί να τελεσθεί και με την παραπλάνηση του δικαστηρίου σε πολιτική δίκη, όταν υποβάλλεται σε αυτό ψευδής ισχυρισμός, υποστηριζόμενος με προσαγωγή εν γνώσει ψευδών αναληθών αποδεικτικών μέσων 318/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Η απάτη επί δικαστηρίου είναι τετελεσμένη, όταν με τους ψευδείς ισχυρισμούς και με την προσαγωγή αναληθών αποδεικτικών μέσων, εκδίδεται απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη της απάτης και σε βάρος του αντιδίκου του 318/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Διαφορετικά, η απάτη επί δικαστηρίου παραμένει στο στάδιο της απόπειρας 318/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Απάτη επί δικαστηρίου διαπράττεται και όταν η δίκη διεξάγεται κατ'ειδική διαδικασία, στην οποία το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από αποδεικτικούς κανόνες ως προς τα αποδεικτικά μέσα και την αποδεικτική τους δύναμη 318/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Τέτοια διαδικασία είναι και η ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών 318/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ..

Ηθική αυτουργία σε άδικη πράξη

Ηθική αυτουργία κατ'αρ.46 παρ.1 περ.α ΠΚ

Η αντικειμενική υπόσταση της ηθικής αυτουργία σε άδικη πράξη, κατ'αρ.46 παρ.1 περ.α ΠΚ, στοιχειοθετείται όταν:
  • o κατηγορούμενος προκάλεσε στον αυτουργό την απόφαση να τελέσει ορισμένη πράξη 318/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ. 755/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο,
  • η πράξη αυτή συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος 755/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο (άδικη πράξη 318/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ.), και
  • ο αυτουργός τέλεσε την πράξη 755/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιοή επιχείρησε πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης της άδικης πράξης 318/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ..
Η πρόκληση της απόφασης μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς ο νόμος δεν ορίζει 755/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο, αρκεί να παρήγαγε στον αυτουργό την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη 318/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ.. Ενδεικτικά, η απόφαση μπορεί να προκλήθηκε
  • με συμβουλή 318/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ. 755/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο,
  • με απειλή 318/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ.,
  • με υπόσχεση 318/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ.,
  • με χορήγηση αμοιβής 318/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ.,
  • με χορήγηση άλλων ανταλλαγμάτων 318/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ.,
  • με πρόκληση οποιασδήποτε πλάνης 318/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ.,
  • με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης 318/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ.,
  • με πειθώ 318/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ. 755/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο,
  • με φορτικότητα 318/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ. 755/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο,
  • με προτροπές 755/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο,
  • με παρακίνηση 755/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο,
  • με παρόρμηση 755/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο,
  • με ενθάρρυνση 755/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο,
  • με παραινέσεις 755/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο,
  • με εκμετάλλευση της επιβολής στον φυσικό αυτουργό, λόγω υπηρεσιακής εξάρτησης 755/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο.
Η υποκειμενική υπόσταση της ηθικής αυτουργίας σε άδικη πράξη, κατ'αρ.46 παρ.1 περ.α ΠΚ, στοιχειοθετείται όταν:
  • ο κατηγορούμενος έχει συνείδηση ότι παρήγαγε στον φυσικό αυτουργό την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη 318/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ., και
  • ο κατηγορούμενος έχει συνείδηση της ορισμένης πράξης στην οποία παρακινεί τον φυσικό αυτουργό 318/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ..
Δηλαδή απαιτείται δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της απόφασης για τη διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υπόστασης ορισμένου εγκλήματος με θέληση, γνώση και αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξης 755/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο.

Ηθική αυτουργία κατ'αρ.46 παρ.1 περ.β ΠΚ

Άμεση συνέργεια σε τελούμενο από άλλον άδικη πράξη, κατ'αρ.46 παρ.1 περ.β ΠΚ, υπάρχει όταν ο κατηγορούμενος παρείχε άμεση συνδρομή στον φυσικό αυτουργό κατά τη διάρκεια της κύριας πράξης και κατά την εκτέλεση αυτής από τον αυτουργό, έτσι ώστε, χωρίς τη συνδρομή του κατηγορουμένου, να μην ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη της άδικης πράξης κάτω από τις περιστάσεις που τελέστηκε 318/2011 ΑΠ Ποιν.Τμ.. "Άμεσος συνεργός"είναι εκείνος που, με πρόθεση, παρέχει άμεση συνδρομή στον αυτουργό κατά την εκτέλεση και τη διάρκεια της κύριας πράξης κατά τέτοιο τρόπο ώστε, χωρίς αυτή τη συνδρομή, δεν θα ήταν με βεβαιότητα δυνατή η τέλεση του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που διαπράχθηκε, ενώ ο δόλος του άμεσου συνεργού περιλαμβάνει τη θέληση για άμεση υποστήριξη του εκτελούντος την κύρια πράξη και τη γνώση της συγκεκριμένης πράξης, στην οποία παρέχει τη συνδρομή του, καθώς και ότι η τελευταία παρέχεται κατά την εκτέλεση της ίδιας πράξης 755/2014 ΑΠ Ποιν.Τμ.Συμβούλιο.

Αποθετική ζημία

Για να είναι ορισμένη η απαίτηση αποθετικής ζημίας, η αγωγή πρέπει να αναφέρει πραγματικά περιστατικά που να πιθανολογούν τη μελλοντική ζημία του ενάγοντα και θα καταστήσουν δυνατή στον δικαστή την εκτίμηση της πιθανότητας επέλευσης της ζημίας 869/2013 ΑΠ.

Αθέτηση σύμβασης

Η αθέτηση σύμβασης δεν αποτελεί αδικοπραξία 980/2014 Εφ.ΑΘηνών. Αποτελεί παράνομη πράξη, η οποία ρυθμίζεται από τις διατάξεις περί παροχής (αδυναμία παροχής, υπερημερία οφειλέτη, πλημμελή εκπλήρωση της σύμβασης) 980/2014 Εφ.Αθηνών. Αν η αθέτηση της σύμβασης αποτελεί ταυτόχρονα και παράβαση των συναλλακτικών ηθών (πχ προσβολή της αρχής της εμπιστοσύνης του κοινού στους προμηθευτές), γεννάται δικαίωμα αποζημίωσης από αδικοπραξία 980/2014 Εφ.ΑΘηνών.

Αδικοπραξία από παροχή υπηρεσιών

Αποζημίωση οφείλει και ο πάροχος υπηρεσιών αν παράνομα και υπαίτια προκάλεσε ζημία ή ηθική βλάβη στον αποδοχέα των υπηρεσιώνν.2251/1994 αρ.8. Αν ο αποδοχέας των υπηρεσιών σύναψε τη σύμβαση ως μέρος της επαγγελματικής του δραστηριότητας, δεν προστατεύεται με τις συγκεκριμένες διατάξεις 3884/2006 Εφ.Αθηνών 414/2013 Μον.Πρ.Λαμίας.

Αδυναμία συμψηφισμού και επίσχεσης

Για να γεννηθεί δικαίωμα αποζημίωσης από αδικοπραξία, δεν απαιτείται να αποτελεί η άδικη πράξη και ποινικό αδίκημα 838/2008 ΑΠ. Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός έναντι απαίτησης από αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, αν η ενέργεια του υπόχρεου σε αποζημίωση είναι δόλιααρ.450 ΑΚ 838/2008 ΑΠ, χωρίς να είναι απαραίτητο η αδικοπραξία του υπόχρεου να συνιστά ποινικό αδίκημααρ.450 ΑΚ 838/2008 ΑΠ. Δεν επιτρέπεται επίσχεση έναντι απαίτησης από αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, αν η ενέργεια του υπόχρεου σε αποζημίωση είναι δόλιααρ.327 AKαρ.450 ΑΚ 838/2008 ΑΠ, χωρίς να είναι απαραίτητο η αδικοπραξία του υπόχρεου να συνιστά ποινικό αδίκημααρ.327 AKαρ.450 ΑΚ 838/2008 ΑΠ.

Παραγραφή

Παραγραφή απαίτησης αποζημίωσης από προσβολή στην προσωπικότητα

Η απαίτηση αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης από προσβολή στην προσωπικότητα υπόκειται σε εικοσαετή παραγραφή 726/2015 ΑΠ. Η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα της προσβολής 647/2011 ΑΠ.

Παραγραφή σε εξακολουθητική ζημία

Αν η ζημία είναι εξακολουθητική, δεν αναγεννάται και η αξίωση αποζημίωσης εξακολουθητικά 28/2010 ΑΠ. Η αξίωση αποζημίωσης γεννάται εξαρχής για όλη την ζημία, συμπεριλαμβάνουσας και της μέλλουσας, από τη στιγμή που η πράξη άρχισε να αναδίδει επιζήμιες συνέπειες, αν η ζημία μπορεί να προβλεφθεί κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων 28/2010 ΑΠ. Από τη στιγμή της γέννησης της αξίωσης, αν δεν υπάρχει κώλυμα περί την άσκηση της αγωγής, αρχίζει να τρέχει και η παραγραφή για την όλη ζημία 28/2010 ΑΠ. Για την έναρξη της παραγραφής, ως γνώση της ζημίας θεωρείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της πράξεως, χωρίς να απαιτείται και η γνώση της ακριβούς έκτασης της ζημίας ή του ποσού της αποζημίωσης 28/2010 ΑΠ.
  • αν ο μάρτυρας καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρχής 1859/2009 ΑΠ Ποιν.τμ.άρ.224 παρ.2 ΠΚ, και
  • αν η αρχή είναι αρμόδια να ενεργεί ένορκη εξέταση 1859/2009 ΑΠ Ποιν.τμ.άρ.224 παρ.2 ΠΚ, και
  • αν τα κατατιθέμενα ως πραγματικά περιστατικά είναι ψευδή 1859/2009 ΑΠ Ποιν.τμ.άρ.224 παρ.2 ΠΚ.
  • αν ο κατηγορούμενος ενήργησε εν γνώσει, με την έννοια της βεβαιότητας, ότι τα περιστατικά που καταθέτει ως πραγματικά είναι ψευδή 1859/2009 ΑΠ Ποιν.τμ.άρ.224 παρ.2 ΠΚ, ή
  • αν ο κατηγορούμενος ενήργησε εν γνώσει, με την έννοια της βεβαιότητας, των αληθινών περιστατικων, τα οποία ο μάρτυρας σκοπίμως αποκρύπτει ή αρνείται να καταθέσει 1859/2009 ΑΠ Ποιν.τμ.άρ.224 παρ.2 ΠΚ, και
  • αν ο κατηγορούμενος ενήργησε με θέληση κατάθεσης των ψευδών περιστατικών, ή απόκρυψης των αληθινών περιστατικών ή άρνησης κατάθεσης των αληθινών περιστατικών 1859/2009 ΑΠ Ποιν.τμ.άρ.224 παρ.2 ΠΚ.
  • greeklaw
  • Αξιόγραφo είναι κάθε ιδιωτικο έγγραφο στo οποίο ενσωματώνεται ιδιωτικό περιουσιακό δικαίωμα (ενοχικό, εμπράγματο ή συμμετοχικό) 887/2002 Εφ.Αθηνών. Στα αξιόγραφα περιλαμβάνονται: Διαταγή πληρωμής Επί τιμολογίων πώλησης - δελτίων αποστολής Επί τιμολογίων ή αποδείξεων παροχής υπηρεσιών Χρεωστικό ομόλογο Στοιχεία εγκυρότητας χρεωστικού ομολόγου Μεταβίβαση με οπισθογράφηση Προβαλλόμενες ενστάσεις

    Next: Αποδεικτικά μέσα στην πρακτική είναι τα έγγραφα, οι μάρτυρες και οι ένορκες βεβαιώσεις. Τα αποδεικτικά μέσα λαμβάνονται υπόψη προς απόδειξη των πραγματικών ισχυρισμών ανεξάρτητα του από ποιόν διάδικο έχουν προσκομιστεί 1707/2009 ΑΠ αρ.346 ΚΠολΔ. Ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο Απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο Μάρτυρες Δικαστική ομολογία Εξώδικη ομολογία Ένορκη βεβαίωση Έγγραφα Αποδεικτικά μέσα στην εκούσια δικαιοδοσία Προσκόμιση εγγράφων στην εκούσια δικαιοδοσία Διδάγματα κοινής πείρας Προβολή ισχυρισμού Προβολή ισχυρισμού στις ειδικές διαδικασίες Για τις αγωγές που κατατέθηκαν από 01-01-2016 και μετά Για τις αγωγές που κατατέθηκαν έως 31-12-2015 Προβολή ισχυρισμού στην τακτική διαδικασία Προβολή ισχυρισμού στην κατ'έφεση δίκη Αιτιολογημένη άρνηση Άρνηση παθητικής νομιμοποίησης Χρόνος προβολής ένστασης Ένσταση αοριστίας της αγωγής Ένσταση δεδικασμένου Ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος Ένσταση παραγραφής Παραγραφή απαίτησης κατά του Δημοσίου Παραγραφή απαίτησης του ζημιωθέντος κατά ασφαλιστή Ένσταση καταλυτική της αγωγής Ένσταση εξόφλησης από τρίτο Ένσταση καθ'ύλην αναρμοδιότητας Ένσταση αντισυνταγματικότητας Αίτημα διαγραφής ανάρμοστων εκφράσεων Διαχρονικό δίκαιο Περιορισμός του αιτήματος της αγωγής Μεταβολή της βάσης της αγωγής
    Previous: Αδικοπραξία Ορίζεται υποχρέωση για αποζημίωση όταν κάποιος ζημιώσει άλλον και η ζημία είναι παράνομη και υπαίτια. Δεν ευθύνεται σε αποζημίωση όποιος ζημίωσε άλλον Προσβολή των χρηστών ηθών Συκοφαντική δυσφήμηση Συρροή ή κατ'εξακολούθηση έγκλημα Ορισμένο αγωγής Ψευδής καταμήνυση Ψευδορκία Ψευδορκία κατ'αρ.224 παρ.2 ΠΚ Απάτη Απάτη στο δικαστήριο Ηθική αυτουργία σε άδικη πράξη Ηθική αυτουργία κατ'αρ.46 παρ.1 περ.α ΠΚ Ηθική αυτουργία κατ'αρ.46 παρ.1 περ.β ΠΚ Αποθετική ζημία Αθέτηση σύμβασης Αδικοπραξία από παροχή υπηρεσιών Αδυναμία συμψηφισμού και επίσχεσης Παραγραφή Παραγραφή απαίτησης αποζημίωσης από προσβολή στην προσωπικότητα Παραγραφή σε εξακολουθητική ζημία
    $
    0
    0

    Αξιόγραφo

    είναι κάθε ιδιωτικο έγγραφο στo οποίο ενσωματώνεται ιδιωτικό περιουσιακό δικαίωμα (ενοχικό, εμπράγματο ή συμμετοχικό) 887/2002 Εφ.Αθηνών. Στα αξιόγραφα περιλαμβάνονται:
    • η επιταγή,
    • η συναλλαγματική,
    • το γραμμάτιο εις διαταγή,
    • τα εμπορικά αξιόγραφα εις διαταγή (εμπορική εντολή πληρωμής, χρεωστικό ομόλογο, αποθετήριο, ενεχυρόγραφο),
    • τα ανώνυμα χρεόγραφα της κεφαλαιαγοράς (ανώνυμα χρεόγραφα, μετοχές)
    • .

    Διαταγή πληρωμής

    Επί τιμολογίων πώλησης - δελτίων αποστολής

    Διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και βάσει τιμολογίου - δελτίου αποστολής, αρκεί να υπάρχει η υπογραφή του οφειλέτη 1479/2007 Εφ.Θεσσαλονίκης. Η υπογραφή αποτελείται από τη μονογραφή και την αναγραφή του ονόματος με αλφαβητικούς χαρακτήρες. Δεν αρκεί η μονογραφή του οφειλέτη 788/2006 Εφ.Θεσσαλονίκης. Το όνομα μπορεί να τίθεται συντμημένο, όχι όμως και το επώνυμο 21/2009 Ειρ.Πειραιώς. Η υπογραφή του οφειλέτη δεν απαιτείται να υπάρχει και επί των τιμολογίων πώλησης, αρκεί να υπάρχει αυτή επί του δελτίου αποστολής κάτω από το πεδίο "Ο παραλήπτης" 9505/1995 Πολ.Πρ.Αθηνών. Αν ο οφειλέτης ισχυριστεί ότι η υπογραφή δεν ανήκει στον ίδιο, ο δανειστής φέρει το βάρος απόδειξης του ότι η υπογραφή ανήκει στον οφειλέτη 1479/2007 Εφ.Θεσσαλονίκης. Κατά μια άποψη, αν η υπογραφή τίθεται από πληρεξούσιο, δεν απαιτείται η απόδειξη της πληρεξουσιότητας με έγγραφο 13978/1988 Εφ.Αθηνώνεμμέσως 1601/1992 Εφ.Αθηνών 557/2000 Μον.Πρ.Λάρισας DSAnetαναιρεμένη 147/2005 Εφ.Καλαμάτας. Κατ'άλλη άποψη, αν η υπογραφή τίθεται από πληρεξούσιο, η πληρεξουσιότητα πρέπει να αποδεικνύεται με έγγραφο που θα κατατίθεται μαζί με την αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής 1480/2007 ΑΠ. Αν η υπογραφή τίθεται από τρίτο ως αντιπρόσωπο, και στην αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής δεν επισυνάπτεται έγγραφο που να αποδεικνύει την εντολή ή την πληρεξουσιότητα προς τον τρίτο, και εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε η διαταγή πληρωμής είναι απαράδεκτη 872/2017 ΑΠ. Η σχετική έλλειψη αποτελεί διαδικαστικό απαράδεκτο της διαταγής πληρωμής 872/2017 ΑΠ. Η σχετική διαταγή πληρωμής δύναται να ακυρωθεί, μετά από ανακοπή του καθ'ου η αίτηση 872/2017 ΑΠάρ.632 ΚΠολΔάρ.633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου απαγγέλλεται ανεξάρτητα από την ύπαρξη της απαίτησης και τη δυνατότητα να αποδειχθεί αυτή με άλλα μέσα 872/2017 ΑΠ 10/1997 ΑΠ Ολομέλεια. Η πληρεξουσιότητα πρέπει να αποδεικνύεται από έγγραφο αν αυτό ορίζει ρητά ο νόμος για τη συγκεκριμένη πληρεξουσιότητα, ή αν η δικαιοπραξία στην οποία αφορά η πληρεξουσιότητα είναι τυπική, οπότε και η πληρεξουσιότητα πρέπει να περιβληθεί τον ίδιο τύπο, εκτός αν συνάγεται κάτι άλλο 1305/2009 ΑΠαρ.217 παρ.2 ΑΚ. Η σύμβαση αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους πρέπει να καταρτίζεται εγγράφως, και τον ίδιο τύπο πρέπει να έχει και η σχετική πληρεξουσιότητα για να είναι έγκυρη 1305/2009 ΑΠαρ.873 ΑΚαρ.217 παρ.2 ΑΚ. Βάσει μόνο φορτωτικής δεν είναι έγκυρη η έκδοση διαταγής πληρωμής 8/2008 Ειρ.Τρίπολης.

    Επί τιμολογίων ή αποδείξεων παροχής υπηρεσιών

    Κατά μια άποψη, μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής με μόνο το στέλεχος του τιμολογίου παροχής υπηρεσιών, παρότι δεν υπάρχει επί του εγγράφου η υπογραφή του προσώπου που έλαβε τις υπηρεσίες 9/2008 Ειρ.Αργαλάστης (η εκπλήρωση της σύμβασης αποδεικνύονταν από εμπορικά βιβλία). Κατ'άλλη άποψη, πρέπει να αποδεικνύεται η κατάρτιση σύμβασης παροχής υπηρεσιών, καθώς και η εκτέλεση του έργου 474/2006 Ειρ.Αθηνών (κρίνοντας κατά πιθανολόγηση επί του νομικού ζητήματος). Αποδεικτική δύναμη έχουν και οι μεμονωμένες σελίδες εμπορικών βιβλίων 9/2008 Ειρ.Αργαλάστης. Το απόσπασμα εμπορικών βιβλίων τράπεζας για αλληλόχρεο λογαριασμό, που προέρχεται από το ηλεκτρονικό αρχείο της τράπεζας και φέρει την υπογραφή του αρμόδιου υπαλλήλου, αποτελεί πρωτότυπο έγγραφο και έγκυρο αποδεικτικό μέσο 81/2007 Μον.Πρ.Ρόδου. Ο αγοραστής που κατέβαλε το τίμημα μέσω επιταγής, δεν επακολούθησε όμως η παροχή του πωλητή, μπορεί να αιτηθεί την μεσεγγύηση των επιταγών μέχρι την έκδοση απόφασης για την επιστροφή των επιταγών 1541/2002 Μον.Πρ.Κατερίνης. Βάσει αλληλόχρεου λογαριασμού δύναται να εκδοθεί διαταγή πληρωμής 343/2012 ΑΠ.

    Χρεωστικό ομόλογο

    Το χρεωστικό ομόλογο είναι είδος αξιογράφου, το οποίο εκδίδεται από έμπορονδ.17-7/13-8-1932 αρ.76 εδ.β. Στο χρεωστικό ομόλογο περιλαμβάνεται και η υποσχετική επιστολή 4314/2001 Εφ.Αθηνών.

    Στοιχεία εγκυρότητας χρεωστικού ομολόγου

    Στοιχεία εγκυρότητας του εμπορικού χρεωστικού ομολόγου είναι
    1. ρήτρα σε διαταγή,
    2. υπόσχεση πληρωμής ορισμένου ποσού,
    3. υπογραφή εκδότη.

    Μεταβίβαση με οπισθογράφηση

    Το χρεωστικό ομόλογο μεταβιβάζεται με οπισθογράφηση 576/2002 Ειρ.Θεσσαλονίκης.

    Προβαλλόμενες ενστάσεις

    Ο οφειλέτης από εμπορικό χρεωστικό ομόλογο 763/1997 Εφ.Κρήτηςμπορεί να αντιτάξει, κατά του κατόχου, μόνο
    1. ενστάσεις που αφορούν το κύρος της δήλωσής του επί του αξιογράφου,
    2. ενστάσεις που συνάγονται από το περιεχόμενο του εγγράφου, ή
    3. ενστάσεις που έχει απευθείας κατά του κατόχου (όχι πχ. ενστάσεις του έναντι επόμενου οπισθογράφου αν αυτός δεν είναι ο κομιστής)νδ.17-07-1923 αρ.78 παρ.2 576/2002 Ειρ.Θεσσαλονίκης 763/1997 Εφ.Κρήτης 881/1979 Εφ.Θεσσαλονίκης 1181/1979 Εφ.Αθηνών.
    Το χρεωστικό ομόλογο αποτελεί πιστωτικό τίτλο 9415/1999 Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης. Η υποσχετική επιστολή αποτελεί χρεωστικό ομόλογο 4314/2001 Εφ.Αθηνών. Η υποσχετική επιστολή (promissory letter, που εκδόθηκε για διεθνή συναλλαγή) αποτελεί αφηρημένη υπόσχεση χρέους και όχι χρεωστικό ομόλογο 23351/2001 Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης. Επειδή η υποχρέωση δεν προκύπτει άμεσα από τον τίτλο, αλλά πηγάζει από άλλη προϋπάρχουσα αιτία, η σχετική υποσχετική επιστολή δεν είναι πιστωτικός τίτλος κατά την έννοια που απαιτούν οι διατάξεις περί πιστωτικών τίτλων. Άρα η σχετική ανακοπή εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία 23351/2001 Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης. Η υποσχετική επιστολή ενσωματώνει αναιτιώδη ενοχή, δηλαδή ενοχή έγκυρη ανεξάρτητα από την αιτία έκδοσης της επιστολής. Ο δανειστής δεν απαιτείται να αποδείξει την ύπαρξη και το θεμιτό της αιτίας της ενοχής, αρκεί η υπόσχεση του οφειλέτη. Για τη χαρτοσήμανση 9415/1999 Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης.
    greeklaw
    Viewing all 1850 articles
    Browse latest View live


    <script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>